EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52010PC0484

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών

/* COM/2010/0484 τελικό */

52010PC0484




[pic] | ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ |

Βρυξέλλες, 15.9.2010

COM(2010) 484 τελικό

2010/0250 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών

{SEC(2010) 1058}{SEC(2010) 1059}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Η χρηματοπιστωτική κρίση έφερε τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα στο προσκήνιο της προσοχής των ρυθμιστικών αρχών. Η παρ’ ολίγον κατάρρευση της Bear Sterns, τον Μάρτιο του 2008, η χρεωκοπία της Lehman Brothers, στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, και η σωτηρία της AIG, την επόμενη μέρα, έφεραν στο φως τις αδυναμίες στη λειτουργία της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Στο πλαίσιο αυτής της αγοράς, οι ρυθμιστικές αρχές έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στον ρόλο που διαδραμάτισαν οι συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (CDS) κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Η Επιτροπή αντέδρασε ταχέως. Στην ευρεία ανακοίνωσή της, της 4ης Μαρτίου 2009, με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης»[1], η Επιτροπή δεσμεύτηκε να παρουσιάσει, στη βάση μιας εκθέσεως για τα παράγωγα και τα λοιπά πολύπλοκα δομημένα προϊόντα, ενδεδειγμένες πρωτοβουλίες για να αυξηθεί η διαφάνεια και να κατευναστούν οι ανησυχίες σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στις 3 Ιουλίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε μια πρώτη ανακοίνωση[2], όπου εξεταζόταν συγκεκριμένα ο ρόλος που έπαιξαν τα παράγωγα στη χρηματοπιστωτική κρίση και δινόταν προσοχή στα οφέλη και τους κινδύνους των αγορών παραγώγων. Στην ανακοίνωση αυτή, σταθμίζονταν οι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσαν να μειωθούν οι κίνδυνοι που επισημάνθηκαν[3].

Τον Σεπτέμβριο του 2009, στο Πίτσμπουργκ, οι ηγέτες της Ομάδας των 20 (G-20) συμφώνησαν στα εξής:

Όλες οι τυποποιημένες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστήρια ή σε τόπους ηλεκτρονικής διαπραγμάτευσης, ανάλογα με την περίπτωση, και να εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων, το αργότερο μέχρι το τέλος του 2010. Οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων πρέπει να αναφέρονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Οι συμβάσεις που δεν εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου πρέπει να υπόκεινται σε υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Τον Ιούνιο του 2010, στο Τορόντο, οι ηγέτες της G-20 επιβεβαίωσαν και πάλι τη δέσμευσή τους και ανέλαβαν επίσης δέσμευση να επιταχύνουν την εφαρμογή αυστηρών μέτρων, προκειμένου να « βελτιωθεί η διαφάνεια και η ρυθμιστική εποπτεία των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, με διεθνώς συστηματικό τρόπο και χωρίς διακρίσεις ».

Στις 20 Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε δεύτερη ανακοίνωση[4], όπου καθορίζονταν οι μελλοντικές δράσεις πολιτικής, τις οποίες σκόπευε να προτείνει η Επιτροπή, προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια στις αγορές παραγώγων, να μειωθεί ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και ο λειτουργικός κίνδυνος στη διαπραγμάτευση, όπως και να ενισχυθεί η ακεραιότητα και η επίβλεψη της αγοράς. Στην εν λόγω ανακοίνωση, εξαγγελλόταν επίσης η πρόθεση της Επιτροπής να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις το 2010, ώστε να τεθούν σε εφαρμογή οι δεσμεύσεις της G-20 για την εκκαθάριση των τυποποιημένων παραγώγων[5], για τη συμμόρφωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με υψηλά πρότυπα προληπτικής εποπτείας και για την κανονιστική ρύθμιση των αρχείων καταγραφής συναλλαγών. Με την παρούσα πρόταση κανονισμού, η Επιτροπή ανταποκρίνεται στη δέσμευσή της να κινηθεί ταχέως και με αποφασιστικότητα. Στην πρόταση κανονισμού λαμβάνεται επίσης υπόψη η αμέριστη υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα πολυάριθμα μέτρα που προτάθηκαν στο ψήφισμά του, της 15ης Ιουνίου 2010, με τίτλο «Αγορές παραγώγων: μελλοντικές δράσεις πολιτικής» (έκθεση Langen).

Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η παρούσα πρωτοβουλία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διεθνούς προσπάθειας για την ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εν γένει, και της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, ειδικότερα. Δεδομένου του παγκόσμιου χαρακτήρα της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, η συντονισμένη προσέγγιση σε διεθνές επίπεδο έχει καίρια σημασία. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη στην πρόταση τι σκοπεύουν να πράξουν ή τι έχουν ήδη πράξει άλλες δικαιοδοσίες ως προς την κανονιστική ρύθμιση των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος επιλογής ευνοϊκότερου ρυθμιστικού καθεστώτος.

Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα πρόταση συνάδει με την πρόσφατα εκδοθείσα από τις ΗΠΑ νομοθεσία για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τον νόμο τον λεγόμενο «Frank-Dodd Act». Ο νόμος αυτός έχει, σε γενικές γραμμές, ταυτόσημο πεδίο εφαρμογής. Περιέχει παρεμφερείς διατάξεις, που επιβάλλουν την αναφορά των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και την εκκαθάριση των επιλέξιμων συμβάσεων. Επιπλέον, καθορίζει αυστηρές απαιτήσεις παροχής κεφαλαίου και ασφαλειών για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που εξακολουθούν να εκκαθαρίζονται διμερώς. Τέλος, θεσπίζει ένα κανονιστικό πλαίσιο για αρχεία καταγραφής συναλλαγών και αναβαθμίζει το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Παρομοίως με την πρόταση της Επιτροπής, στον νόμο προβλέπεται η μεταγενέστερη κατάρτιση ορισμένων τεχνικών κανόνων.

2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Από τον Οκτώβριο του 2008, οι υπηρεσίες της Επιτροπής έχουν επιδοθεί σε σχεδόν συνεχείς, εκτενείς διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, προκειμένου να διαμορφώσουν την πλέον ενδεδειγμένη πορεία πολιτικής. Ο διάλογος αυτός διεξήχθη στο πλαίσιο πολλών διμερών και πολυμερών συνεδριάσεων, δύο δημόσιων διαβουλεύσεων και μιας διάσκεψης.

Αρχικά, οι υπηρεσίες της Επιτροπής εστίασαν την προσοχή τους εξ ολοκλήρου στην αγορά των συμβάσεων αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (CDS), οι οποίες βρίσκονταν στο κέντρο της προσοχής, με τη Bear Sterns και τη Lehman's. Για να διευκολυνθεί η παρακολούθηση των δεσμεύσεων των σημαντικότερων διαπραγματευτών σε αυτόν τον τομέα, η Επιτροπή συγκρότησε την Ομάδα Εργασίας Παραγώγων (Derivatives Working Group - DWG), στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα πιστωτικά ιδρύματα που είχαν δεσμευθεί να εκκαθαρίζουν τα ευρωπαϊκά CDS από τον Ιούλιο του 2009[6], εκπρόσωποι από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών και άλλους σχετικούς συμμετέχοντες στην αγορά, καθώς και από σχετικές ευρωπαϊκές (ΕΚΤ, ΕΡΑΑΚΑ, ΕΕΑΤΕ και ΕΕΕΑΑΕΣ)[7] και εθνικές (AMF, BaFin και FSA)[8] αρχές. Επιπλέον των συνεδριάσεων της DWG, η Επιτροπή πραγματοποίησε χωριστές, διμερείς και πολυμερείς συνεδριάσεις ad hoc, με μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων στην αγορά CDS.

Κατόπιν της συμμόρφωσης του κλάδου με την προαναφερόμενη δέσμευση, και προκειμένου να γίνει η επεξεργασία των νομοθετικών μέτρων, η Επιτροπή συνέστησε ομάδα εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών για τα παράγωγα και τις υποδομές της αγοράς. Συζήτησε κανονιστικές προσεγγίσεις με τους εμπειρογνώμονες που εκπροσωπούσαν τα κράτη μέλη, την ΕΚΤ, την ΕΡΑΑΚΑ και την ΕΕΑΤΕ. Διεξήγαγε μια σειρά συνεδριάσεων από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2010.

Η Επιτροπή αποκόμισε επίσης πολύτιμες πληροφορίες από τη συμμετοχή σε διάφορα διεθνή φόρα, συγκεκριμένα την OTC Derivatives Regulators Group και την Risk Management and Modelling Group της Επιτροπής της Βασιλείας. Η Επιτροπή έχει επίσης πρόσφατα αποκτήσει καθεστώς παρατηρητή στη διευθύνουσα επιτροπή της κοινής ομάδας εργασίας CPSS-IOSCO[9], η οποία επανεξετάζει επί του παρόντος τις συστάσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και προετοιμάζει συστάσεις για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Επιπλέον, η Επιτροπή έχει αρχίσει συχνούς διαλόγους με αρχές εκτός ΕΕ, συγκεκριμένα τις αρχές των ΗΠΑ (CFTC, SEC[10], Federal Reserve Bank of New York, Federal Reserve Board και το Κογκρέσο) και συμπροεδρεύει σε μια ομάδα εργασίας του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board - FSB), η οποία επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η εφαρμογή των υποχρεώσεων αναφοράς, εκκαθάρισης και διαπραγμάτευσης, που συμφωνήθηκαν σε επίπεδο G-20.

Παράλληλα με τη δημοσίευση της πρώτης ανακοίνωσης, η ΓΔ MARKT προέβη σε δημόσια διαβούλευση[11], από τις 3 Ιουλίου έως τις 31 Αυγούστου 2009. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έλαβαν 111 απαντήσεις, εκ των οποίων 100 επετράπη να δημοσιευτούν και έχουν δημοσιευτεί στον δικτυακό τόπο της διαβούλευσης[12]. Σύνοψη των απαντήσεων, συμπεριλαμβανομένης εισαγωγικής ανάλυσης της δημόσιας διαβούλευσης των ενδιαφερομένων είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΓΔ MARKT[13]. Ακολούθησε μεγάλη διάσκεψη στις Βρυξέλλες, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009[14]. Τρεις επιτροπές ακαδημαϊκών, εκπροσώπων του κλάδου και των ρυθμιστικών αρχών, από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, παρουσίασαν τις απόψεις τους για την ανάγκη (ή μη) μεταρρύθμισης της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, σε ένα ακροατήριο άνω των 400 συμμετεχόντων και απάντησαν στις ερωτήσεις τους. Η διάσκεψη επιβεβαίωσε, σε μεγάλο βαθμό, τις απόψεις και τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν μέσω της δημόσιας διαβούλευσης.

Μια δεύτερη ανοικτή διαβούλευση διοργανώθηκε από τις 14 Ιουνίου έως τις 10 Ιουλίου 2010, για να διατυπωθούν οι απόψεις των ενδιαφερομένων επί των αδρών γραμμών των νομοθετικών μέτρων. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής έλαβαν 210 απαντήσεις, οι οποίες, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ήταν υπέρ των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων[15].

3. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Ο κανονισμός συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων[16] , στην οποία αναλύονται οι επιλογές προκειμένου να μειωθεί ο συστημικός κίνδυνος, με την αύξηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Κατόπιν της ανάλυσης, η εκτίμηση επιπτώσεων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα μεγαλύτερα καθαρά οφέλη θα επιτευχθούν με την έγκριση μέτρων βάσει των οποίων:

- θα απαιτείται η προσφυγή σε εκκαθάριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που πληρούν προκαθορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας·

- θα καθορίζονται ειδικοί στόχοι για νομική και διαδικαστική τυποποίηση·

- θα καθορίζονται ειδικοί στόχοι για τη διμερή εκκαθάριση συναλλαγών σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα·

- θα απαιτείται από τους συμμετέχοντες στην αγορά να αναφέρουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα χαρτοφυλάκιά τους εξωχρηματιστηριακών παραγώγων σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατό, απευθείας στις ρυθμιστικές αρχές· και

- θα απαιτείται η δημοσίευση πληροφοριών για τις συνολικές θέσεις.

4. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

4.1. Νομική βάση

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 114 της ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη νομική βάση για κανονισμό στον τομέα αυτό. Ο κανονισμός θεωρείται η καταλληλότερη νομική πράξη για την καθιέρωση υποχρεωτικής απαίτησης, απευθυνόμενης σε όλους τους συντελεστές, να εκκαθαρίζουν τυποποιημένο εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων και να διασφαλίζουν ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, οι οποίοι, κατά συνέπεια, θα αναλαμβάνουν και θα συγκεντρώνουν σημαντικό κίνδυνο, υπόκεινται σε ενιαία εποπτικά πρότυπα στην ΕΕ. Ο κανονισμός είναι η κατάλληλη νομική πράξη για την ανάθεση νέων εξουσιών στην ΕΑΚΑΑ, ως τη μόνη αρχή με την αρμοδιότητα να εγγράφει αρχεία καταγραφής συναλλαγών στην ΕΕ και να ασκεί την εποπτεία τους.

4.2. Επικουρικότητα και αναλογικότητα

Χρειάζεται ενιαία διαδικασία σε επίπεδο ΕΕ, προκειμένου να προσδιοριστεί ποιά εξωχρηματιστηριακά παράγωγα είναι επιλέξιμα για υποχρεωτική εκκαθάριση μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Αυτό δεν μπορεί να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών διότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική και ανομοιόμορφη εφαρμογή της υποχρέωσης εκκαθάρισης στα επιμέρους κράτη μέλη της ΕΕ. Επομένως, χρειάζεται να ανατεθεί κεντρικός ρόλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ, ώστε να επισημαίνουν την επιλέξιμη κατηγορία παραγώγων που πρέπει να εκκαθαρίζεται κεντρικά. Περαιτέρω, καθώς η χρήση κεντρικών αντισυμβαλλομένων γίνεται υποχρεωτική βάση του ενωσιακού δικαίου, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την οργάνωση, την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και την προληπτική εποπτεία.

Ως προς την άδεια λειτουργίας και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, ο κανονισμός αποσκοπεί στην εξισορρόπηση μεταξύ της ανάγκης για σημαντικό κεντρικό ρόλο της ΕΑΚΑΑ, των αρμοδιοτήτων των εθνικών αρχών και των συμφερόντων άλλων αρμοδίων αρχών. Λαμβάνει υπόψη την ενδεχόμενη δημοσιονομική ευθύνη των κρατών μελών και τον διασυνοριακό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Η ΕΑΚΑΑ θα διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στο σώμα αρμοδίων αρχών για την χορήγηση άδειας λειτουργίας, την ανάκληση της άδειας και την τροποποίηση της άδειας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Προκειμένου να καθιερωθεί ενιαία διαδικασία και να αποφευχθούν οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, η ΕΑΚΑΑ είναι επίσης αρμόδια για την αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρες, ο οποίος επιθυμεί να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε οντότητες εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση εάν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

Όσον αφορά την απαίτηση αναφοράς, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών θα ενδιαφέρουν όλες τις αρμόδιες αρχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεδομένης της ανάγκης να διασφαλίζεται ότι όλες οι αρμόδιες αρχές θα διαθέτουν τον ίδιο βαθμό απρόσκοπτης πρόσβασης, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, σε αυτές τις πληροφορίες, η απαίτηση αυτή θα πρέπει να ρυθμίζεται σε επίπεδο ΕΕ. Ως εκ τούτου, ανατίθενται αρμοδιότητες στην ΕΑΚΑΑ να ασχολείται τόσο με την εγγραφή, όσο και με την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών.

Για τους λόγους αυτούς, οι διατάξεις είναι σύμφωνες με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 της συνθήκης, καθώς οι στόχοι της πρότασης δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, επομένως, να επιτευχθούν καλύτερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.3. Λεπτομερής επεξήγηση της πρότασης

4.3.1. Τίτλος I (Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί)

Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού είναι ευρύ και προβλέπει τη θέσπιση ενιαίων απαιτήσεων, που καλύπτουν τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους (όταν υπάρχει υπέρβαση ορισμένων κατωφλίων) και όλες τις κατηγορίες συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα μέρη της που αφορούν την προληπτική εποπτεία εφαρμόζονται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, λόγω της υποχρέωσης εκκαθάρισης, και, όσον αφορά την απαίτηση αναφοράς, στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι απαιτήσεις άδειας λειτουργίας και εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το χρηματοπιστωτικό μέσο που εκκαθαρίζουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι: εξωχρηματιστηριακό ή άλλο. Αυτό αποσαφηνίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3. Προβλέπονται ρητές εξαιρέσεις για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, τους δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του, και για πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, προκειμένου να αποφευχθεί ο περιορισμός των εξουσιών τους να παρεμβαίνουν με σκοπό τη σταθεροποίηση της αγοράς, εάν και όταν απαιτείται.

4.3.2. Τίτλος ΙΙ (Εκκαθάριση, αναφορά και μείωση του κινδύνου των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων)

Αυτό το μέρος του κανονισμού έχει κεντρική θέση στην εφαρμογή της υποχρέωσης για εκκαθάριση όλων των «τυποποιημένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων», όπως συμφωνήθηκε στην G-20. Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή αυτή η δέσμευση με νομοθετικές υποχρεώσεις, ως «τυποποιημένες» συμβάσεις νοούνται οι συμβάσεις που είναι επιλέξιμες για εκκαθάριση από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Για την εφαρμογή αυτή, ο κανονισμός θεσπίζει διαδικασία η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις πτυχές κινδύνου που είναι συναφείς με την υποχρεωτική εκκαθάριση. Η διαδικασία έχει μελετηθεί ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι η υποχρέωση εκκαθάρισης συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα επιτύχει στην πράξη τον τελικό στόχο της να μειωθεί ο κίνδυνος στο χρηματοοικονομικό σύστημα, παρά να αυξηθεί: το να εξαναγκαστεί ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εκκαθαρίζει εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις των οποίων τον κίνδυνο δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη σταθερότητα του συστήματος.

Ωστόσο, προκειμένου να καθιερωθεί διαδικασία η οποία διασφαλίζει την εκκαθάριση όσο το δυνατό περισσότερων εξωχρηματιστηριακών συμβάσεων, ο κανονισμός ακολουθεί δύο προσεγγίσεις για να προσδιοριστεί ποιες συμβάσεις πρέπει να εκκαθαρίζονται:

1. μια προσέγγιση «από τη βάση» , σύμφωνα με την οποία ένας αντισυμβαλλόμενος αποφασίζει να εκκαθαρίζει ορισμένες συμβάσεις και λαμβάνει άδεια για να το πράξει από την αρμόδια αρχή του, η οποία τότε υποχρεούται να ενημερώσει την ΕΑΚΑΑ, μόλις δώσει έγκριση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για να εκκαθαρίζει τις εν λόγω συμβάσεις. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΚΑΑ θα διαθέτει την εξουσία να αποφασίζει αν η υποχρέωση εκκαθάρισης θα πρέπει να ισχύει για όλες αυτές τις συμβάσεις στην ΕΕ. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να βασίζει την εν λόγω απόφαση σε ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια·

2. μια προσέγγιση «εκ των άνω» , σύμφωνα με την οποία η ΕΑΚΑΑ, μαζί με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, θα προσδιορίζει ποιες συμβάσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Η διαδικασία αυτή είναι σημαντική, προκειμένου να εντοπίζονται και να περιλαμβάνονται εκείνες οι συμβάσεις στην αγορά που δεν εκκαθαρίζονται ακόμη από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Είναι απαραίτητες και οι δύο προσεγγίσεις, διότι, αφενός, η υλοποίηση της δέσμευσης για εκκαθάριση, η οποία ανελήφθη στην G-20, δεν μπορεί να αφεθεί εξ ολοκλήρου στην πρωτοβουλία του κλάδου. Αφετέρου, είναι αναγκαίος ένας κανονιστικός έλεγχος σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την καταλληλότητα ορισμένων ρυθμίσεων, πριν τεθεί σε ισχύ η υποχρέωση εκκαθάρισης.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι αντισυμβαλλόμενοι που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης δεν μπορούν απλώς να αποφύγουν την απαίτηση, αποφασίζοντας να μην συμμετάσχουν σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Εάν οι εν λόγω αντισυμβαλλόμενοι δεν πληρούν τις απαιτήσεις συμμετοχής ή δεν ενδιαφέρονται να γίνουν εκκαθαριστικά μέλη, πρέπει να προβούν στις αναγκαίες ρυθμίσεις με εκκαθαριστικά μέλη, ώστε να έχουν πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ως πελάτες.

Περαιτέρω και προκειμένου να αποφευχθεί η όρθωση εμποδίων και να διατηρηθεί ο παγκόσμιος χαρακτήρας των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να δέχονται μόνο τις συναλλαγές που συνάπτονται σε τόπους εκτέλεσης με τους οποίους έχουν προνομιακή σχέση ή οι οποίοι είναι μέρος του ιδίου ομίλου. Για τους λόγους αυτούς, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια να εκκαθαρίζουν επιλέξιμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων απαιτείται να δέχονται να εκκαθαρίζουν τις εν λόγω συμβάσεις χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως από τους τόπους εκτέλεσης.

Όσον αφορά τους μη χρηματοοικονομικούς (εταιρικούς) αντισυμβαλλομένους, κατ’ αρχήν, δεν θα υπόκεινται στους κανόνες του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν οι θέσεις τους σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα φθάνουν σε ορισμένο κατώφλι και θεωρούνται συστημικά σημαντικές. Επειδή οι δραστηριότητές του σε παράγωγα θεωρείται γενικώς ότι καλύπτουν τα παράγωγα που είναι άμεσα συνδεδεμένα με την εμπορική τους δραστηριότητα παρά με την κερδοσκοπία, οι εν λόγω θέσεις σε παράγωγα δεν θα καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι η υποχρέωση εκκαθάρισης θα ισχύει μόνον για τις εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων οι οποίοι δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα στην αγορά εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, και εφόσον η δραστηριότητα αυτή δεν είναι άμεση συνέπεια της εμπορικής τους δραστηριότητας. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση των προμηθευτών ενέργειας που πωλούν μελλοντική παραγωγή, των γεωργικών επιχειρήσεων που καθορίζουν την τιμή στην οποία πρόκειται να πωλήσουν τη συγκομιδή τους, των αεροπορικών εταιριών που καθορίζουν την τιμή των μελλοντικών τους αγορών καυσίμων ή οποιωνδήποτε εμπορικών εταιριών οι οποίες θεμιτά πρέπει να αντισταθμίσουν τους κινδύνους που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη τους δραστηριότητα.

Υπάρχουν, όμως, λόγοι για να μην παρασχεθεί στους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους πλήρης εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Πρώτον, οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι ενεργοί συμμετέχοντες στην αγορά εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και συναλλάσσονται συχνά με χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους. Η πλήρης εξαίρεσή τους θα μείωνε την αποτελεσματικότητα της υποχρέωσης εκκαθάρισης. Δεύτερον, ορισμένοι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορεί να λάβουν συστημικώς σημαντικές θέσεις σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Το να αφεθούν συστημικώς σημαντικοί μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, των οποίων η χρεοκοπία ενδέχεται να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά, τελείως εκτός του πεδίου εφαρμογής της κανονιστικής κάλυψης δεν είναι αποδεκτός τρόπος ενέργειας. Τρίτον, η πλήρης εξαίρεση των μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων θα οδηγούσε σε κανονιστική αυθαιρεσία. Ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος θα μπορούσε εύκολα να παρακάμψει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στον κανονισμό, δημιουργώντας μια νέα μη χρηματοοικονομική οντότητα και κατευθύνοντας την άσκηση των δραστηριοτήτων του σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσω αυτού. Τέλος, η συμπερίληψή τους στο πεδίο εφαρμογής είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί παγκόσμια σύγκλιση με τρίτες χώρες. Η νομοθεσία των ΗΠΑ δεν προβλέπει πλήρη εξαίρεση των μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων από τις υποχρεώσεις αναφοράς και εκκαθάρισης.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, στον κανονισμό προβλέπεται μια διαδικασία που βοηθά να εντοπιστούν οι μη χρηματοοικονομικοί οργανισμοί με συστημικώς σημαντικές θέσεις σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, προβλέπεται δε να υπόκεινται σε ορισμένες υποχρεώσεις που καθορίζονται στον κανονισμό. Η διαδικασία βασίζεται στον καθορισμό δύο κατωφλίων:

α) ενός κατωφλίου ενημέρωσης ·

β) ενός κατωφλίου εκκαθάρισης .

Τα εν λόγω κατώφλια θα διευκρινιστούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με βάση σχέδιο κανονιστικών προτύπων προτεινόμενο από την ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και άλλες σχετικές αρχές. Παραδείγματος χάρη, στην περίπτωση αγορών ενέργειας, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαβουλευθεί με τον οργανισμό για τη συνεργασία των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 713/2009, προκειμένου να διασφαλίσει ότι λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι ιδιαιτερότητες του ενεργειακού τομέα.

Με το κατώφλι ενημέρωσης οι χρηματοοικονομικές αρχές θα είναι σε θέση να εντοπίζουν μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι έχουν συγκεντρώσει σημαντικές θέσεις σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Αυτό είναι αναγκαίο, διότι οι εν λόγω αντισυμβαλλόμενοι συχνά δεν υπόκεινται στην εποπτεία των αρχών αυτών. Στην πράξη, ο κανονισμός βλέπει ότι, όταν οι θέσεις μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου υπερβαίνουν το κατώφλι ενημέρωσης, ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος απαιτείται να κοινοποιεί αυτό το γεγονός στην αρμόδια αρχή που καθορίζεται στον κανονισμό. Επιπλέον, ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος θα υπόκειται αυτομάτως στην υποχρέωση αναφοράς και θα απαιτείται να αιτιολογεί τη λήψη αυτών των θέσεων.

Από την άλλη πλευρά, το κατώφλι εκκαθάρισης θα χρησιμοποιείται για να προσδιορίζεται αν ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος θα υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Στην πράξη, εάν οι θέσεις του αντισυμβαλλομένου υπερβαίνουν αυτό το κατώφλι, τότε ο αντισυμβαλλόμενος θα υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης για όλες τις συμβάσεις του. Εάν τυχόν ορισμένες από τις εν λόγω συμβάσεις δεν θα είναι επιλέξιμες για εκκαθάριση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τότε ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος θα υπόκειται στις απαιτήσεις κεφαλαίου ή παροχής εξασφάλισης, οι οποίες καθορίζονται στον κανονισμό (βλ. κατωτέρω).

Και τα δύο αυτά κατώφλια καθορίζονται λαμβανομένης υπόψη της συστημικής σημασίας του αθροίσματος των καθαρών θέσεων και ανοιγμάτων ανά αντισυμβαλλόμενο και ανά κατηγορία παραγώγων. Ωστόσο, και αυτό είναι σημαντικό, όπως διευκρινίζεται και επιβεβαιώνεται ανωτέρω, κατά τον υπολογισμό των θέσεων για το κατώφλι εκκαθάρισης, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συμβάσεις παραγώγων εάν έχουν συναφθεί για την κάλυψη των κινδύνων που απορρέουν από αντικειμενικά μετρήσιμη εμπορική δραστηριότητα.

Αφού δεν θα θεωρούνται όλα τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα επιλέξιμα για κεντρική εκκαθάριση, παραμένει η ανάγκη να βελτιωθούν οι ρυθμίσεις και η ασφάλεια των συμβάσεων αυτών των οποίων η διαχείριση θα εξακολουθήσει να πραγματοποιείται σε λεγόμενη «διμερή» βάση. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον κανονισμό, απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων και η ύπαρξη διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, με έγκαιρη, επακριβή και κατάλληλα διαχωρισμένη ανταλλαγή εξασφαλίσεων, καθώς και ενδεδειγμένη και ανάλογη κατοχή κεφαλαίου.

Τέλος, οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι άνω του κατωφλίου εκκαθάρισης πρέπει να αναφέρουν σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών λεπτομερείς πληροφορίες για κάθε σύμβαση παραγώγων που έχουν συνάψει, καθώς και κάθε τροποποίησή της (συμπεριλαμβανομένης της ανανέωσης οφειλής και της ληκτότητας). Η μεγαλύτερη διαφάνεια της εξωχρηματιστηριακής αγοράς έχει καίρια σημασία για τις ρυθμιστικές αρχές, τους ιθύνοντες και την αγορά. Στην εξαιρετική περίπτωση που ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών δεν είναι σε θέση να καταγράψει τις λεπτομέρειες μιας συγκεκριμένης σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, βάσει του κανονισμού απαιτείται να παρέχονται οι εν λόγω πληροφορίες απευθείας στη σχετική αρμόδια αρχή. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί προκειμένου να προσδιορίσει τις λεπτομέρειες, το είδος, το μορφότυπο και τη συχνότητα των αναφορών για τις διάφορες κατηγορίες παραγώγων, βάσει σχεδίων τεχνικών προτύπων που πρόκειται να καταρτιστούν από την ΕΑΚΑΑ.

4.3.3. Τίτλος ΙΙΙ (Άδεια λειτουργίας και εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων)

Προκειμένου να κατοχυρωθεί η ασφάλεια των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι εγκατεστημένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χορήγηση άδειας σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα εξαρτάται από την πρόσβαση του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε επαρκή ρευστότητα. Η ρευστότητα αυτή μπορεί να προέρχεται από πρόσβαση σε ρευστότητα κεντρικής τράπεζας ή σε ρευστότητα φερέγγυας και αξιόπιστης εμπορικής τράπεζας ή συνδυασμό και των δύο.

Οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διατηρήσουν την αρμοδιότητα για την χορήγηση άδειας λειτουργίας (συμπεριλαμβανομένης της ανάκλησης) και για την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, καθώς παραμένουν πάντοτε στην καλύτερη θέση προκειμένου να εξετάζουν πώς λειτουργούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι επί καθημερινής βάσεως, να διενεργούν τακτικές επανεξετάσεις και να προβαίνουν στις ενδεδειγμένες ενέργειες, εφόσον χρειάζεται. Δεδομένης της συστημικής σπουδαιότητας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και του διασυνοριακού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους, είναι σημαντικό να διαδραματίζει η ΕΑΚΑΑ κεντρικό ρόλο στη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας. Αυτό θα επιτευχθεί με τους ακόλουθους τρόπους:

- η έκδοση της παρούσας νομοθετικής πράξης υπό τη συγκεκριμένη μορφή του κανονισμού θα προσφέρει στην ΕΑΚΑΑ κεντρικό ρόλο και την αρμοδιότητα να διασφαλίζει την κοινή και αντικειμενική εφαρμογή του, όπως διευκρινίζεται σαφώς στον κανονισμό για την ΕΑΚΑΑ·

- θα απαιτηθεί από την ΕΑΚΑΑ να καταρτίσει ορισμένα σχέδια τεχνικών προτύπων, σε καίριους τομείς για την ορθή εφαρμογή του κανονισμού·

- Η ΕΑΚΑΑ θα διευκολύνει την έκδοση γνώμης από το σώμα.

Επειδή οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θεωρούνται συστηματικώς σημαντικοί οργανισμοί, οι σχετικές αρμόδιες αρχές στο σώμα αρμοδίων αρχών πρέπει να καταρτίζουν σχέδια έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Περαιτέρω, η Επιτροπή, στη μελλοντική της πρωτοβουλία για τη διαχείριση και την επίλυση κρίσεων, θα χρειαστεί να καθορίσει τη συγκεκριμένη πολιτική και τα μέτρα για την αντιμετώπιση κατάστασης κρίσης σε συστημικώς σημαντικό οργανισμό.

Όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους από τρίτες χώρες, η ΕΑΚΑΑ θα έχει επίσης την άμεση αρμοδιότητα για την αναγνώριση των εν λόγω κεντρικών αντισυμβαλλομένων, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, για την αναγνώριση θα απαιτείται να έχει αναγνωρίσει η Επιτροπή το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας ως ισοδύναμο με εκείνο της ΕΕ, να έχει λάβει άδεια λειτουργίας ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και να υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία σε αυτή την τρίτη χώρα και η ΕΑΚΑΑ να έχει καθιερώσει ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας. Δεν θα επιτρέπεται σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τρίτης χώρας να ασκεί δραστηριότητες, ούτε να παρέχει υπηρεσίες στην Ένωση, εάν δεν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

4.3.4. Τίτλος IV (Απαιτήσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους)

Οργανωτικές απαιτήσεις

Εφόσον με τον κανονισμό καθιερωθεί υποχρεωτική υποχρέωση εκκαθάρισης για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, χρειάζεται να δοθεί καίρια προσοχή στην αρτιότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και στην κανονιστική ρύθμισή τους. Κατ’ αρχάς, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης. Το πλαίσιο θα μπορεί να ανταποκρίνεται σε ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητών, διοίκησης, εκκαθαριστικών μελών και έμμεσων συμμετεχόντων. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος των ανεξάρτητων μελών του Συμβουλίου. Στον κανονισμό καθορίζονται επίσης σαφώς οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες της επιτροπής κινδύνου.: η επιτροπή αναφέρεται απευθείας στο συμβούλιο όσον αφορά τα καθήκοντά της για διαχείριση κινδύνου, χωρίς να επηρεάζεται από άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Βάσει του κανονισμού, απαιτείται επίσης η δημοσιοποίηση του πλαισίου διακυβέρνησης. Επιπλέον, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να διαθέτει επαρκή εσωτερικά συστήματα και επιχειρησιακές και διοικητικές διαδικασίες, πρέπει δε να υπόκειται σε ανεξάρτητους λογιστικούς ελέγχους.

Όλα τα ανωτέρω μέτρα θεωρούνται αποτελεσματικότερα για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων, που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ικανότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων να εκκαθαρίζουν, από οποιαδήποτε άλλη μορφή κανονιστικών ρυθμίσεων, οι οποίες ενδέχεται να έχουν ανεπιθύμητες συνέπειες στις δομές της αγοράς (π.χ. περιορισμό της ιδιοκτησίας, που θα χρειαζόταν να επεκτείνεται επίσης και στις λεγόμενες κάθετες δομές, όπου τα χρηματιστήρια έχουν την ιδιοκτησία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου).

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Εφόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα είναι αντισυμβαλλόμενος σε κάθε θέση, αναλαμβάνει τον κίνδυνο να αθετήσει ενδεχομένως τις υποχρεώσεις του ένας από τους αντισυμβαλλομένους του. Ομοίως, κάθε αντισυμβαλλόμενος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αναλαμβάνει τον κίνδυνο να αθετήσει ενδεχομένως τις υποχρεώσεις του ο ίδιος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος. Ως εκ τούτου, στον κανονισμό προβλέπεται ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να μετριάζει την έκθεση του αντισυμβαλλομένου του σε πιστωτικό κίνδυνο, μέσω ορισμένων ενισχυτικών μηχανισμών. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι αυστηρές, αλλά χωρίς διακρίσεις, απαιτήσεις συμμετοχής, οι χρηματοοικονομικοί πόροι και λοιπές εγγυήσεις.

Λόγω του κεντρικού του ρόλου, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποτελεί καίρια συνιστώσα της αγοράς την οποία εξυπηρετεί. Συνεπώς, η αδυναμία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του μπορεί να αποτελέσει, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, ενδεχόμενο συστημικό περιστατικό για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Υπό το πρίσμα του συστημικώς σημαντικού ρόλου τους και ενόψει της προτεινόμενης νομοθετικής απαίτησης να εκκαθαρίζονται όλα τα «τυποποιημένα» εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσω των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η ανάγκη να υπόκεινται οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι σε αυστηρές κανονιστικές ρυθμίσεις προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο ΕΕ. Καθώς οι σημερινοί εθνικοί νόμοι που ρυθμίζουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών, οι επακόλουθοι άνισοι όροι ανταγωνισμού επίσης καθιστούν τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενδεχομένως λιγότερο ασφαλή και περισσότερο δαπανηρή από ό,τι θα ήταν επιθυμητό, αποτελούν δε εμπόδιο στην ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς.

Η εξωτερική ανάθεση καθηκόντων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα επιτρέπεται, μόνο εάν δεν έχει επιπτώσεις στην ορθή λειτουργία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στην ικανότητά του να διαχειρίζεται τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από τα ανατεθέντα καθήκοντα. Επομένως, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει πάντοτε να παρακολουθούν και να έχουν πλήρη έλεγχο των ανατεθέντων καθηκόντων, να διαχειρίζονται δε συνεχώς τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Στην πράξη, δεν θα επιτρέπεται να ανατίθεται εξωτερικά καμία λειτουργία διαχείρισης κινδύνου.

Πρέπει να απαιτείται ένα ελάχιστο ποσό κεφαλαίου, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια λειτουργίας για την άσκηση των δραστηριοτήτων κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Τα ίδια κεφάλαια του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι επίσης η τελευταία γραμμή αμύνης του σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης από ένα ή περισσότερα μέλη, αφού έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια ασφάλισης που έχουν συγκεντρωθεί από το ή τα υπερήμερα μέλη, το κεφάλαιο εκκαθάρισης και οποιοιδήποτε άλλοι χρηματοοικονομικοί πόροι. Εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποφασίσει να χρησιμοποιήσει μέρος του κεφαλαίου του ως επιπρόσθετο χρηματοοικονομικό πόρο, που πρόκειται να χρησιμοποιείται για σκοπούς διαχείρισης κινδύνου, τότε το εν λόγω μερίδιο πρέπει να είναι επιπρόσθετο στο απαιτούμενο κεφάλαιο για την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου επί συνεχούς βάσεως.

Βάσει του κανονισμού, θα απαιτείται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να διαθέτει κεφάλαιο εκκαθάρισης αλληλασφαλιστικού χαρακτήρα στο οποίο θα πρέπει να εισφέρουν τα μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Το κεφάλαιο εκκαθάρισης καθιστά δυνατή την αλληλασφάλιση των ζημιών και, άρα, αντιπροσωπεύει μια επιπρόσθετη γραμμή αμύνης, την οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός ή περισσοτέρων από τα μέλη του.

Ο κανονισμός θεσπίζει επίσης σημαντικούς κανόνες για τον διαχωρισμό και τη δυνατότητα μεταφοράς θέσεων και αντίστοιχων ασφαλειών. Αυτό είναι σημαντικό, προκειμένου να μειωθεί αποτελεσματικά ο πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου, μέσω της προσφυγής σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, ώστε να επιτευχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών κεντρικών αντισυμβαλλομένων και να προστατευθούν τα θεμιτά συμφέροντα των πελατών των εκκαθαριστικών μελών. Αυτό ανταποκρίνεται σε αίτημα των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους, για μεγαλύτερη εναρμόνιση και προστασία στον εν λόγω τομέα. Ανταποκρίνεται επίσης στα ζητήματα που ήρθαν στο προσκήνιο με την κατάρρευση της Lehman.

4.3.5. Τίτλος V (Διαλειτουργικότητα)

Η διαλειτουργικότητα αποτελεί βασικό εργαλείο, προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική ολοκλήρωση της μετασυναλλακτικής αγοράς στην Ευρώπη. Η διαλειτουργικότητα, όμως, είναι δυνατό να εκθέσει τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε επιπρόσθετους κινδύνους. Για τον λόγο αυτό, απαιτείται κανονιστική έγκριση, πριν συναφθούν ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να μελετούν προσεκτικά και να διαχειρίζονται τους επιπρόσθετους κινδύνους, τους οποίους συνεπάγεται η διαλειτουργικότητα, και να πείθουν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την αρτιότητα των συστημάτων και των διαδικασιών που τίθενται σε εφαρμογή. Λόγω της πολυπλοκότητας των αγορών παραγώγων και του πρώιμου σταδίου ανάπτυξης της εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, δεν είναι σκόπιμο να επεκταθούν οι διατάξεις για τη διαλειτουργικότητα σε άλλα μέσα εκτός από τα άμεσα ρευστοποιήσιμα χρεόγραφα, σε αυτή την χρονική στιγμή. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να περιορίζει τη δυνατότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων να προβαίνουν στις εν λόγω ρυθμίσεις με ασφαλή τρόπο, υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό.

4.3.6. Τίτλος VI (Εγγραφή και εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών)

Όπως προαναφέρεται (τμήμα 4.3.2) ο κανονισμός προβλέπει απαίτηση αναφοράς των συναλλαγών σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια αυτής της αγοράς. Οι πληροφορίες πρέπει να αναφέρονται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Επομένως, τα αρχεία θα κατέχουν πληροφορίες, βάσει των κανονιστικών ρυθμίσεων, οι οποίες θα είναι σημαντικές για ορισμένες ρυθμιστικές αρχές. Λόγω του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζουν τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών στη συγκέντρωση των εν λόγω πληροφοριών, με τον κανονισμό παρέχεται στην ΕΑΚΑΑ εξουσία να εγγράφει τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, να ανακαλεί την εγγραφή και να ασκεί την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών. Η ανάθεση εποπτικών εξουσιών στις αρχές του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θα δημιουργούσε κατάσταση ανισορροπίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των διαφόρων κρατών μελών. Επιπλέον, εφόσον η εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών δεν συνεπάγεται δημοσιονομικές αρμοδιότητες, δεν είναι αναγκαία η εθνική εποπτική προσέγγιση. Ο ρόλος της ΕΑΚΑΑ θα διασφαλίσει επίσης απρόσκοπτη πρόσβαση σε όλες τις σχετικές ευρωπαϊκές αρχές· η ΕΑΚΑΑ θα είναι ο μόνος αντισυμβαλλόμενος που θα αντιπροσωπεύει την Ευρώπη στις σχέσεις της με τις αρμόδιες αρχές των αρχείων καταγραφής συναλλαγών τρίτων χωρών.

4.3.7. Τίτλος VII (Απαιτήσεις για αρχεία καταγραφής συναλλαγών)

Ο κανονισμός περιέχει επίσης διατάξεις για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους με μια σειρά προτύπων. Τα πρότυπα έχουν μελετηθεί ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες τις οποίες διατηρούν τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών για κανονιστικούς σκοπούς είναι αξιόπιστες, κατοχυρωμένες και προστατευμένες. Συγκεκριμένα, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών θα υπόκεινται σε οργανωτικές και επιχειρησιακές απαιτήσεις και θα μεριμνούν για την κατάλληλη διασφάλιση και διαφάνεια των δεδομένων.

Για να εγγραφούν, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών πρέπει να είναι εγκατεστημένα στην ΕΕ. Ωστόσο, ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών που είναι εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα μπορεί να αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ, εάν πληροί ορισμένες απαιτήσεις με σκοπό να διαπιστώνεται ότι το εν λόγω αρχείο καταγραφής συναλλαγών υπόκειται σε ισοδύναμους κανόνες και κατάλληλη εποπτεία σε αυτή την τρίτη χώρα. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν νομικά εμπόδια που θα εμπόδιζαν την αποτελεσματική αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και την απρόσκοπτη πρόσβαση σε δεδομένα που διατηρούνται σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών ευρισκόμενο σε τρίτη χώρα, ο κανονισμός προβλέπει την ανάγκη σύναψης διεθνούς συμφωνίας για τον σκοπό αυτό. Ο κανονισμός ορίζει ότι, εάν δεν υπάρχει τέτοιου είδους συμφωνία, δεν θα αναγνωρίζεται από την ΕΑΚΑΑ αρχείο καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένο στην εν λόγω τρίτη χώρα.

5. ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Θα πρέπει να ανατεθούν εξουσίες στην Επιτροπή, προκειμένου να θεσπίζει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά τα εξής: τις λεπτομερείς πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση προς την ΕΑΚΑΑ και στο μητρώο, καθώς και τα κριτήρια για την απόφαση της ΕΑΚΑΑ σχετικά με την επιλεξιμότητα για την υποχρέωση εκκαθάρισης, το κατώφλι αναφοράς και εκκαθάρισης, το μέγιστο χρονικό διάστημα όσον αφορά τη σύμβαση, τη ρευστότητα, το ελάχιστο περιεχόμενο των κανόνων διακυβέρνησης, τις λεπτομερείς πληροφορίες τήρησης αρχείων, το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου αδιάλειπτης λειτουργίας και των υπηρεσιών που εξασφαλίζονται, τα ποσοστά και τον χρονικό ορίζοντα για τις απαιτήσεις περιθωρίων ασφαλειών, τις ακραίες συνθήκες στην αγορά, τις άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες και τους συντελεστές αποκοπής, τα άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα όρια συγκέντρωσης, τις λεπτομέρειες για την εκτέλεση δοκιμών, τις λεπτομέρειες όσον αφορά την αίτηση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών για εγγραφή στην ΕΑΚΑΑ, τα πρόστιμα και τις λεπτομέρειες σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να διαθέτει το αρχείο καταγραφής συναλλαγών, όπως αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να καταρτίζει σχέδιο κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τις εν λόγω πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση και να διενεργεί κατάλληλες εκτιμήσεις επιπτώσεων.

Θα πρέπει να ανατεθούν εξουσίες στην Επιτροπή, προκειμένου να προσδιορίσει το μορφότυπο των εκθέσεων, της τήρησης αρχείων και το μορφότυπο για την αίτηση εγγραφής του αρχείου καταγραφής συναλλαγών. Σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, οι κανόνες και οι γενικές αρχές σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή πρόκειται να θεσπίζονται εκ των προτέρων, με κανονισμό που εκδίδεται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Εν αναμονή της έκδοσης του εν λόγω νέου κανονισμού, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, με την εξαίρεση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η οποία δεν είναι εφαρμοστέα.

6. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

2010/0250 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη:

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[17],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, μια έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. Larosière κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο και συνιστούσε μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο να περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον τομέα των κινητών αξιών, μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων και μία για τον τραπεζικό τομέα, καθώς και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

(2) Η Επιτροπή, στην ανακοίνωση της 4ης Μαρτίου 2009, με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης»[18], πρότεινε την ενίσχυση του κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Στην ανακοίνωση της 3ης Ιουλίου 2009[19], η Επιτροπή αξιολόγησε τον ρόλο των παραγώγων στη χρηματοπιστωτική κρίση, στη δε ανακοίνωση της 20ής Οκτωβρίου 2009[20], η Επιτροπή περιέγραψε συνοπτικά τις δράσεις τις οποίες προτίθεται να αναλάβει για τη μείωση των κινδύνων που ενέχουν τα παράγωγα.

(3) Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε προτάσεις τριών κανονισμών για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, που περιλαμβάνει τη σύσταση τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, προκειμένου να συμβάλει στη συνεπή εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και στην καθιέρωση ποιοτικών κοινών κανονιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών. Πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), που συστάθηκε με τον κανονισμό …/…ΕΕ…, για την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον κανονισμό …/…ΕΕ…, και για την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), που συστάθηκε με τον κανονισμό …/…ΕΕ….

(4) Τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα δεν χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, εφόσον είναι συμβάσεις ιδιωτικής διαπραγμάτευσης και οιαδήποτε πληροφορία σχετικά με αυτά συνήθως είναι διαθέσιμη μόνον στα αντισυμβαλλόμενα μέρη. Τα παράγωγα αυτά σχηματίζουν ένα πολύπλοκο δίκτυο αλληλεξάρτησης, πράγμα το οποίο μπορεί να καταστήσει δυσχερή τον εντοπισμό της φύσης και του επιπέδου των συναφών κινδύνων. Η χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι τα χαρακτηριστικά αυτά αυξάνουν την αβεβαιότητα σε περιόδους άσκησης πιέσεων στις αγορές και, επομένως, εγκυμονούν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στον παρόντα κανονισμό προβλέπονται όροι για τη μείωση αυτών των κινδύνων και για τη βελτίωση της διαφάνειας των συμβάσεων παραγώγων.

(5) Στη διάσκεψη κορυφής του Πίτσμπουργκ, στις 26 Σεπτεμβρίου 2009, οι ηγέτες της Ομάδας των 20 (G-20) συμφώνησαν ότι όλες οι τυποποιημένες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων, το αργότερο έως το τέλος του 2012, και ότι οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να αναφέρονται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Τον Ιούνιο του 2010, στο Τορόντο, οι ηγέτες της G-20 επιβεβαίωσαν και πάλι τη δέσμευσή τους και ανέλαβαν επίσης δέσμευση να επιταχύνουν την εφαρμογή αυστηρών μέτρων, προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια και η ρυθμιστική εποπτεία των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, με διεθνώς συστηματικό τρόπο και χωρίς διακρίσεις. Η Επιτροπή θα καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή αυτές οι δεσμεύσεις από τους διεθνείς εταίρους μας κατά παρεμφερή τρόπο.

(6) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 2ας Δεκεμβρίου 2009, συμφώνησε ότι πρέπει να βελτιωθεί σημαντικά ο μετριασμός του πιστωτικού κινδύνου των αντισυμβαλλομένων και ότι είναι σκόπιμο να βελτιωθούν η διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα και η ακεραιότητα των συναλλαγών παραγώγων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του της 15ης Ιουνίου 2010, με τίτλο: «Αγορές παραγώγων: μελλοντικές δράσεις πολιτικής», ζήτησε υποχρεωτικό συμψηφισμό και υποβολή αναφορών για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα.

(7) Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) ενεργεί στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και μεριμνώντας για τη συνεπή εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων από τις εθνικές εποπτικές αρχές και επιλύοντας τις διαφωνίες μεταξύ τους. Έχει επίσης επιφορτιστεί με την κατάρτιση νομικώς δεσμευτικών κανονιστικών προτύπων, διαδραματίζει δε κεντρικό ρόλο στην χορήγηση άδειας λειτουργίας σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και αρχεία καταγραφής συναλλαγών, καθώς και στην παρακολούθησή τους.

(8) Απαιτούνται ενιαίοι κανόνες για τις συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία (4) έως (10) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου[21], των οποίων η διαπραγμάτευση γίνεται εξωχρηματιστηριακά.

(9) Τα κίνητρα για την προώθηση της προσφυγής σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν έχουν αποδειχθεί επαρκή, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι όντως εκκαθαρίζονται τα τυποποιημένα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα. Επομένως είναι αναγκαίες υποχρεωτικές απαιτήσεις εκκαθάρισης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για εκείνα τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που μπορούν να εκκαθαρίζονται.

(10) Είναι πιθανό ότι τα κράτη μέλη θα θεσπίσουν διαφορετικά εθνικά μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να είναι εις βάρος των συμμετεχόντων στην αγορά και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η ενιαία εφαρμογή της υποχρέωσης εκκαθάρισης στην Ένωση είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών και να δημιουργηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά.

(11) Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η υποχρέωση εκκαθάρισης μειώνει τον συστημικό κίνδυνο, απαιτείται διαδικασία επισήμανσης των επιλέξιμων κατηγοριών παραγώγων, τα οποία θα πρέπει να υπόκεινται στην εν λόγω υποχρέωση. Στη διαδικασία αυτή θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι δεν μπορούν να θεωρούνται κατάλληλα για υποχρεωτική εκκαθάριση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όλα τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

(12) Ο παρών κανονισμός αναφέρει τα κριτήρια προσδιορισμού της επιλεξιμότητας για την υποχρέωση εκκαθάρισης. Λόγω του ρόλου της ως κεντρικού άξονα, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αποφασίζει κατά πόσον μια κατηγορία παραγώγων πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας και από πότε παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης.

(13) Προκειμένου να εκκαθαρίζεται μια σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, πρέπει να συγκατατίθενται και τα δύο μέρη της εν λόγω σύμβασης. Ως εκ τούτου, οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις από την υποχρέωση εκκαθάρισης θα πρέπει να είναι περιορισμένες, διότι θα μπορούσαν να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της υποχρέωσης και τα οφέλη από την εκκαθάριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, να οδηγήσουν δε τις διάφορες ομάδες συμμετεχόντων στην αγορά σε επιλογή ευνοϊκότερου ρυθμιστικού καθεστώτος.

(14) Τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα που δεν θεωρούνται κατάλληλα για εκκαθάριση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εξακολουθούν να ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και, επομένως, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για τη διαχείριση του εν λόγω κινδύνου. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να είναι εφαρμοστέοι μόνον στους συμμετέχοντες στην αγορά που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

(15) Οι κανόνες που επιβάλλουν υποχρεώσεις εκκαθάρισης και αναφοράς και οι κανόνες που αφορούν τις τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο πρέπει να εφαρμόζονται στους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, και συγκεκριμένα στις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως αναφέρονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ, στα πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)[22], στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 73/239/ΕΟΚ [Σημ.: πρόκειται να καταργηθεί από τη «Φερεγγυότητα II» το 2012], στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής[23], στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 2005/68/ΕΚ, στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)[24], στα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών[25] και στους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζονται στην οδηγία 2010/.../ΕΕ.

(16) Όπου ενδείκνυται, οι κανόνες που εφαρμόζονται στους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται και στους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους. Αναγνωρίζεται ότι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων προκειμένου να καλυφθούν έναντι εμπορικών κινδύνων, άμεσα συνδεδεμένων με τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Συνεπώς, για να προσδιοριστεί αν οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός για τον οποίο οι εν λόγω χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, καθώς και η έκταση των ανοιγμάτων τους σε αυτά τα μέσα. Όταν καθορίσει το κατώφλι για την υποχρέωση εκκαθάρισης, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαβουλευθεί με όλες τις σχετικές αρχές, όπως, παραδείγματος χάριν, τις ρυθμιστικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τις αγορές βασικών εμπορευμάτων, προκειμένου να διασφαλίσει ότι λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι ιδιαιτερότητες αυτών των τομέων. Επιπλέον, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή θα αξιολογήσει τη συστημική σπουδαιότητα των συναλλαγών των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του ενεργειακού τομέα.

(17) Σύμβαση που συνάπτεται από κεφάλαιο, είτε το διαχειρίζεται διαχειριστής κεφαλαίου, είτε όχι, θα πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(18) Οι κεντρικές τράπεζες και οι άλλοι εθνικοί οργανισμοί που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες, οι λοιποί δημόσιοι φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του, καθώς και οι πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, που απαριθμούνται στο παράρτημα VI μέρος 1 τμήμα 4.2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[26], θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να αποφευχθεί ο περιορισμός των εξουσιών τους να παρεμβαίνουν με σκοπό τη σταθεροποίηση της αγοράς, εάν και όταν απαιτείται.

(19) Εφόσον δεν μπορούν να καταστούν εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ως πελάτες.

(20) Η καθιέρωση υποχρέωσης εκκαθάρισης, μαζί με τη διαδικασία καθορισμού των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτής της υποχρέωσης, μπορεί να οδηγήσει σε αθέλητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην αγορά εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Παραδείγματος χάριν, ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα μπορούσε να αρνηθεί να εκκαθαρίσει συναλλαγές που εκτελούνται σε ορισμένους τόπους διαπραγμάτευσης, διότι ο ιδιοκτήτης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι ανταγωνιστικός τόπος διαπραγμάτευσης. Προκειμένου να αποφευχθούν πρακτικές αυτού του είδους, που δημιουργούν διακρίσεις, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να δέχονται να εκκαθαρίζουν συναλλαγές που εκτελούνται σε διαφορετικούς τόπους, στον βαθμό που οι εν λόγω τόποι συμμορφώνονται με τις επιχειρησιακές και τεχνικές απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Εν γένει, η Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και θα πρέπει, όπου είναι αναγκαίο, να παρεμβαίνει, προκειμένου να αποφεύγεται η εμφάνιση τέτοιων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην Εσωτερική Αγορά.

(21) Για να επισημανθούν οι σχετικές κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, τα κατώφλια και οι συστημικώς σημαντικοί μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, χρειάζονται αξιόπιστα δεδομένα. Επομένως, για κανονιστικούς σκοπούς, είναι σημαντικό να καθιερωθεί, σε επίπεδο Ένωσης, ενιαία απαίτηση αναφοράς δεδομένων για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα.

(22) Είναι σημαντικό όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά να αναφέρουν σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών κάθε λεπτομέρεια για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τις οποίες έχουν συνάψει. Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες σχετικά με τους εγγενείς κινδύνους της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα αποθηκεύονται κεντρικά και θα είναι εύκολα προσβάσιμες από την ΕΑΚΑΑ, τις σχετικές αρμόδιες αρχές και τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ.

(23) Προκειμένου να υπάρχει συνολική εικόνα της αγοράς, στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών θα πρέπει να αναφέρονται τόσο εκκαθαρισμένες, όσο και μη εκκαθαρισμένες συμβάσεις.

(24) Η υποχρέωση αναφοράς κάθε τροποποίησης ή λήξης σύμβασης θα πρέπει να ισχύει για τους αρχικούς αντισυμβαλλομένους της σύμβασης αυτής και για κάθε άλλη οντότητα που υποβάλλει αναφορά για λογαριασμό των αρχικών αντισυμβαλλομένων. Ο αντισυμβαλλόμενος, ή οι υπάλληλοί του, ο οποίος αναφέρει όλες τις λεπτομερείς πληροφορίες μιας σύμβασης σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών, για λογαριασμό άλλου αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, δεν θα πρέπει να παραβαίνει τυχόν περιορισμούς κοινολόγησης πληροφοριών.

(25) Πρέπει να υπάρχουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις όσον αφορά τις υποχρεώσεις εκκαθάρισης και αναφοράς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιβάλλουν αυτές τις κυρώσεις κατά τρόπο ώστε να μην μειώνεται η αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών.

(26) Προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα πρέπει να είναι ένα ελάχιστο ποσό αρχικού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο, μαζί με τα αδιανέμητα κέρδη και τα αποθεματικά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, θα πρέπει να είναι, ανά πάσα στιγμή, ανάλογα με το μέγεθος και τη δραστηριότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ώστε να διασφαλίζεται επαρκής κεφαλαιοποίησή του έναντι λειτουργικών και υπολειπόμενων κινδύνων και να είναι σε θέση, εν ανάγκη, να προβεί σε εύτακτη εκκαθάριση ή αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του.

(27) Εφόσον ο παρών κανονισμός θεσπίζει νομική υποχρέωση εκκαθάρισης μέσω συγκεκριμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, για κανονιστικούς σκοπούς, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι ασφαλείς και υγιείς και συμμορφώνονται, ανά πάσα στιγμή, με τις αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την οργάνωση, την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και την προληπτική εποπτεία, οι οποίες καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται στην εκκαθάριση όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία ασχολούνται οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, ώστε να διασφαλίζεται ενιαία εφαρμογή.

(28) Θα είναι, άρα, αναγκαίο, για σκοπούς κανονιστικής ρύθμισης και εναρμόνισης, να διασφαλιστεί ότι οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι απευθύνονται μόνον στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(29) Οι κανόνες άμεσης εφαρμογής όσον αφορά την άδεια λειτουργίας και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων αποτελούν απαραίτητη κορωνίδα στην υποχρέωση εκκαθάρισης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Είναι σκόπιμο να διατηρήσουν οι εθνικές αρμόδιες αρχές την ευθύνη για όλες τις πτυχές της άδειας λειτουργίας και της εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, συμπεριλαμβανομένης της εξακρίβωσης ότι ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό και με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων[27], δεδομένου ότι οι εν λόγω εθνικές αρμόδιες αρχές βρίσκονται στην καλύτερη θέση προκειμένου να εξετάζουν πώς λειτουργούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι επί καθημερινής βάσεως, να διεξάγουν τακτικούς ελέγχους και να προβαίνουν σε κατάλληλες ενέργειες, όπου χρειάζεται.

(30) Σε περίπτωση που ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κινδυνεύει να κηρυχθεί αφερέγγυος, η δημοσιονομική ευθύνη μπορεί να βαρύνει κυρίως το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Έπεται ότι η χορήγηση άδειας λειτουργίας και η εποπτεία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να ανατεθούν στη σχετική αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους. Ωστόσο, επειδή τα εκκαθαριστικά μέλη ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορεί να είναι εγκατεστημένα σε διάφορα κράτη μέλη και θα είναι τα πρώτα που θα υποστούν τις επιπτώσεις σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, είναι απαραίτητο να συμμετέχουν όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές στη διαδικασία χορήγησης άδειας και εποπτείας και να δημιουργηθούν κατάλληλοι μηχανισμοί συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων. Με τον τρόπο αυτόν, θα αποφευχθούν διαφορετικά εθνικά μέτρα ή πρακτικές και εμπόδια στην εσωτερική αγορά. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συμμετέχει σε κάθε σώμα, προκειμένου να διασφαλίζει τη συνεπή και ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(31) Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι διατάξεις περί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών και οι υποχρεώσεις συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των αρχών αυτών. Λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ακόμη και σε καταστάσεις στις οποίες παραβάσεις ή πιθανολογούμενες παραβάσεις μπορεί να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρχών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών, απαιτείται η αυστηρή τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Είναι σημαντικό, λόγω των ευρέων επιπτώσεων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, να έχουν πρόσβαση και άλλες σχετικές αρχές, όπως φορολογικές αρχές και ρυθμιστικές αρχές ενέργειας, στις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

(32) Λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα των χρηματοπιστωτικών αγορών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να είναι άμεσα αρμόδια για την αναγνώριση κεντρικών αντισυμβαλλομένων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες και, άρα, για να τους επιτρέπει να παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης εντός της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας ως ισοδύναμο με εκείνο της Ένωσης και ότι πληρούνται ορισμένες άλλες προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι συμφωνίες με τους σημαντικότερους διεθνείς εταίρους της Ένωσης θα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, προκειμένου να κατοχυρωθούν παγκοσμίως ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

(33) Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να διαθέτουν άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, ανώτατα διοικητικά στελέχη με τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και ανεξάρτητα μέλη στο συμβούλιό τους, ανεξαρτήτως της δομής ιδιοκτησίας του. Ωστόσο, οι διαφορετικές ρυθμίσεις διακυβέρνησης και δομές ιδιοκτησίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορεί να επηρεάσουν την προθυμία ή την ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να εκκαθαρίζει ορισμένα προϊόντα. Είναι, επομένως, σκόπιμο τα ανεξάρτητα μέλη του συμβουλίου και η επιτροπή κινδύνου, που πρόκειται να συσταθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, να πρέπει να αντιμετωπίζουν δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων στο πλαίσιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες χρειάζεται να εκπροσωπούνται δεόντως, διότι ενδέχεται να υποστούν επιπτώσεις από τις αποφάσεις που λαμβάνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος. (34) Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να αναθέτει εξωτερικά καθήκοντα, πλην των καθηκόντων του διαχείρισης κινδύνων, αλλά μόνον εφόσον τα εν λόγω ανατεθέντα καθήκοντα δεν έχουν επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στην ικανότητά του να διαχειρίζεται κινδύνους.

(35) Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις συμμετοχής σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα πρέπει να είναι διαφανείς, αναλογικές και χωρίς διακρίσεις και θα πρέπει να επιτρέπουν εξ αποστάσεως πρόσβαση, στον βαθμό που αυτό δεν εκθέτει τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε επιπρόσθετους κινδύνους.

(36) Στους πελάτες των εκκαθαριστικών μελών, που εκκαθαρίζουν τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγά τους σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, θα πρέπει να παρέχεται υψηλό επίπεδο προστασίας. Το πραγματικό επίπεδο προστασίας εξαρτάται από το επίπεδο διαχωρισμού το οποίο επιλέγουν αυτοί οι πελάτες. Οι διαμεσολαβητές θα πρέπει να διαχωρίζουν τα περιουσιακά τους στοιχεία από εκείνα των πελατών τους. Για τον λόγο αυτόν, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να τηρούν ενημερωμένα και εύκολα αναγνωρίσιμα αρχεία.

(37) Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να διαθέτει ορθό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου, για τη διαχείριση πιστωτικών κινδύνων, κινδύνων ρευστότητας, λειτουργικών και άλλων κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που φέρει ή θέτει σε άλλες οντότητες, λόγω των αλληλεξαρτήσεων. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες και μηχανισμούς για την αντιμετώπιση αθέτησης υποχρέωσης από εκκαθαριστικό μέλος. Προκειμένου να ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο μετάδοσης της εν λόγω αθέτησης υποχρέωσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να έχει προβλέψει αυστηρές απαιτήσεις συμμετοχής, να έχει συγκεντρώσει ενδεδειγμένα αρχικά περιθώρια ασφαλείας, να διατηρεί κεφάλαιο εκκαθάρισης και άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους για την κάλυψη των δυνητικών ζημιών.

(38) Οι απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας και οι συντελεστές αποκοπής των ασφαλειών ενδέχεται να έχουν φιλοκυκλικές επιπτώσεις. Επομένως, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη και τον έλεγχο πιθανών φιλικυκλικών φαινομένων στις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, στον βαθμό που δεν επηρεάζεται αρνητικά η ορθότητα και η χρηματοοικονομική ασφάλεια του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(39) Η διαχείριση των ανοιγμάτων αποτελεί ουσιώδες μέρος της διαδικασίας εκκαθάρισης. Θα πρέπει να παρέχεται πρόσβαση στις σχετικές πηγές καθορισμού τιμών, και να γίνεται χρήση τους, για την παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης, εν γένει. Οι εν λόγω πηγές καθορισμού τιμών θα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εκείνες που αφορούν δείκτες που χρησιμοποιούνται ως σημεία αναφοράς για παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα.

(40) Τα περιθώρια ασφαλείας είναι η πρωταρχική γραμμή αμύνης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Μολονότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να επενδύουν τα περιθώρια ασφαλείας που λαμβάνουν με ασφαλή και συνετό τρόπο, θα πρέπει να καταβάλλουν ιδιαίτερες προσπάθειες για να εξασφαλίζουν επαρκή προστασία των περιθωρίων ασφαλείας, ώστε να εγγυώνται ότι θα επιστρέφονται εγκαίρως στα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη ή σε διαλειτουργικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σε περίπτωση που αθετήσει τις υποχρεώσεις του ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που συγκεντρώνει τα εν λόγω περιθώρια ασφαλείας.

(41) Ο «Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας για την εκκαθάριση και τον διακανονισμό», της 7ης Νοεμβρίου 2006[28] διαμόρφωσε ένα εθελοντικό πλαίσιο για την καθιέρωση δεσμών μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων και αρχείων καταγραφής συναλλαγών. Ωστόσο, η μετασυναλλακτική αγορά παραμένει κατατετμημένη στα εθνικά πλαίσια, καθιστώντας τις διασυνοριακές συναλλαγές περισσότερο δαπανηρές και εμποδίζοντας την εναρμόνιση. Επομένως, είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι όροι για την καθιέρωση ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων, στον βαθμό που δεν εκθέτουν τους σχετικούς κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε κινδύνους χωρίς κατάλληλη διαχείριση.

(42) Οι ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας αποτελούν σημαντικά εργαλεία για τη μεγαλύτερη ολοκλήρωση της μετασυναλλακτικής αγοράς εντός της Ένωσης και θα πρέπει να καλύπτονται από κανονιστικές ρυθμίσεις. Οι ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, όμως, είναι δυνατόν να εκθέσουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε επιπρόσθετους κινδύνους. Δεδομένης της επιπρόσθετης πολυπλοκότητας που συνεπάγονται οι ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων που εκκαθαρίζουν συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, είναι σκόπιμο, στο παρόν στάδιο, να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας σε άμεσα ρευστοποιήσιμες κινητές αξίες. Ωστόσο, έως τις 30 Σεπτεμβρίου του 2014, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με το αν θα ήταν σκόπιμη η επέκταση του πεδίου αυτού σε άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα.

(43) Τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών συλλέγουν δεδομένα για κανονιστικούς σκοπούς, τα οποία είναι σημαντικά για τις αρχές σε όλα τα κράτη μέλη. Λόγω του γεγονότος ότι η εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών δεν έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις και ότι πολλές αρχές στα διάφορα κράτη μέλη θα χρειάζονται πρόσβαση στα δεδομένα που διατηρούνται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την εγγραφή και την ανάκλησή της και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών.

(44) Δεδομένου ότι οι ρυθμιστικές αρχές, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και άλλοι συμμετέχοντες στην αγορά βασίζονται στα δεδομένα που διατηρούνται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω αρχεία καταγραφής συναλλαγών υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις τήρησης αρχείων και διαχείρισης δεδομένων.

(45) Είναι αναγκαία η διαφάνεια των σχετικών τιμών και τελών για τις υπηρεσίες που παρέχονται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά να είναι σε θέση να επιλέγουν έχοντας γνώση των πραγμάτων.

(46) Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να προτείνει στην Επιτροπή την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών. Σκοπός αυτών των περιοδικών χρηματικών ποινών θα πρέπει να είναι να επιτυγχάνεται ο τερματισμός τυχόν παράβασης που διαπιστώνεται από την ΕΑΚΑΑ, να παρέχονται πλήρεις και ορθές πληροφορίες τις οποίες έχει ζητήσει η ΕΑΚΑΑ και να υπόκεινται σε έρευνα τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών και άλλα πρόσωπα. Επιπλέον, για αποτρεπτικούς σκοπούς και για να υποχρεώνονται τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών να συμμορφώνονται με τον κανονισμό, η Επιτροπή πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να επιβάλλει πρόστιμα, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, εφόσον έχουν παραβιαστεί, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, συγκεκριμένες διατάξεις του κανονισμού. Το πρόστιμο θα είναι αποτρεπτικό και αναλογικό προς τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, τη διάρκεια της παράβασης και την οικονομική δυνατότητα του ενδιαφερόμενου αρχείου καταγραφής συναλλαγών.

(47) Προκειμένου να εποπτεύει αποτελεσματικά τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις.

(48) Είναι απαραίτητο να προστατεύουν τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των φυσικών προσώπων κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[29].

(49) Είναι σημαντικό να επιτευχθεί διεθνής σύγκλιση των απαιτήσεων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Ο παρών κανονισμός ακολουθεί τις συστάσεις που διατυπώθηκαν από τις CPSS-IOSCO[30] και ΕΣΚΤ-ΕΡΑΑΚΑ[31] και διαμορφώνει ένα ενωσιακό πλαίσιο εντός του οποίου μπορούν να λειτουργήσουν με ασφάλεια οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να λάβει υπόψη αυτές τις εξελίξεις, όταν θα καταρτίζει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(50) Θα πρέπει να ανατεθούν εξουσίες στην Επιτροπή, προκειμένου να θεσπίζει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης, όσον αφορά τα εξής: τις λεπτομερείς πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση προς την ΕΑΚΑΑ και στο μητρώο, καθώς και τα κριτήρια για την απόφαση της ΕΑΚΑΑ σχετικά με την επιλεξιμότητα για την υποχρέωση εκκαθάρισης, το κατώφλι αναφοράς και εκκαθάρισης, το μέγιστο χρονικό διάστημα όσον αφορά τη σύμβαση, τη ρευστότητα, το ελάχιστο περιεχόμενο των κανόνων διακυβέρνησης, τις λεπτομερείς πληροφορίες τήρησης αρχείων, το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου αδιάλειπτης λειτουργίας και των υπηρεσιών που εξασφαλίζονται, τα ποσοστά και τον χρονικό ορίζοντα για τις απαιτήσεις περιθωρίων ασφαλειών, τις ακραίες συνθήκες στην αγορά, τις άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες και τους συντελεστές αποκοπής, τα άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα όρια συγκέντρωσης, τις λεπτομέρειες για την εκτέλεση δοκιμών, τις λεπτομέρειες όσον αφορά την αίτηση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών για εγγραφή στην ΕΑΚΑΑ, τα πρόστιμα και τις λεπτομέρειες σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να διαθέτει το αρχείο καταγραφής συναλλαγών, όπως αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό. Κατά την επεξεργασία των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιοποιεί την εμπειρογνωμοσύνη των αρμοδίων Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (ΕΑΚΑΑ, ΕΑΤ και ΕΑΑΕΣ). Δεδομένης της εμπειρογνωμοσύνης της ΕΑΚΑΑ όσον αφορά θέματα κινητών αξιών και αγορών κινητών αξιών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, συμβουλεύοντας τη Επιτροπή κατά την προετοιμασία των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση. Ωστόσο, όπου χρειάζεται, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαβουλεύεται στενά με τις άλλες δύο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές.

(51) Σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, οι κανόνες και οι γενικές αρχές σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή πρόκειται να θεσπίζονται εκ των προτέρων, με κανονισμό που εκδίδεται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Εν αναμονή της έκδοσης του εν λόγω νέου κανονισμού, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, με την εξαίρεση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η οποία δεν είναι εφαρμοστέα.

(52) Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η θέσπιση ενιαίων απαιτήσεων για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και επίσης η θέσπιση ενιαίων απαιτήσεων για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των αρχείων καταγραφής συναλλαγών, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(53) Δεδομένων των κανόνων για τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων, κρίθηκε σκόπιμο να τροποποιηθεί η οδηγία 98/26/ΕΚ, ώστε να προστατεύονται τα δικαιώματα του διαχειριστή συστήματος ο οποίος παρέχει ασφάλεια σε άλλον διαχειριστή συστήματος, σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας έναντι του εν λόγω λαμβάνοντος διαχειριστή συστήματος,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Τίτλος I Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίες απαιτήσεις για τις συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία (4) έως (10) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, των οποίων η διαπραγμάτευση γίνεται εξωχρηματιστηριακά, και θεσπίζει ενιαίες απαιτήσεις για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των αρχείων καταγραφής συναλλαγών.

2. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, στους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους και στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Εφαρμόζεται στους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, εφόσον προβλέπεται.

3. Ο τίτλος V εφαρμόζεται μόνον σε κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχεία α) και β) και σημείο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

4. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α) στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες και στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του·

β) σε πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, που απαριθμούνται στο παράρτημα VI μέρος 1 τμήμα 4.2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: οντότητα ευρισκόμενη νομικά μεταξύ των αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες χρηματαγορές, αναλαμβάνουσα τον ρόλο αγοραστή έναντι κάθε πωλητή και πωλητή έναντι κάθε αγοραστή και η οποία είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία συστήματος εκκαθάρισης·

2. «αρχείο καταγραφής συναλλαγών»: οντότητα η οποία συγκεντρώνει και τηρεί κεντρικά τα αρχεία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

3. «εκκαθάριση»: η διαδικασία καθορισμού θέσεων διακανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού των καθαρών θέσεων, και η διαδικασία ελέγχου της διαθεσιμότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων, των ρευστών διαθεσίμων ή και των δύο, για την κάλυψη των ανοιγμάτων που προκύπτουν από μια συναλλαγή·

4. «κατηγορίες παραγώγων»: ένας ορισμένος αριθμός συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που παρουσιάζουν κοινά βασικά χαρακτηριστικά·

5. «εξωχρηματιστηριακά παράγωγα»: συμβάσεις παραγώγων των οποίων η εκτέλεση δεν πραγματοποιείται σε οργανωμένη (ρυθμιζόμενη) αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

6. «χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος»: επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως αναφέρονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ, πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 73/239/ΕΟΚ, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/83/ΕΚ, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στην οδηγία 2005/68/ΕΚ, οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ, ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ, και διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζονται στην οδηγία 2010/.../ΕΕ·

7. «μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος»: επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση, άλλη από τις οντότητες που αναφέρονται στο σημείο 6·

8. «πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου»: ο κίνδυνος να αθετήσει ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή τις υποχρεώσεις του πριν από τον οριστικό διακανονισμό των χρηματορροών της συναλλαγής·

9. «ρύθμιση διαλειτουργικότητας»: ρύθμιση μεταξύ δύο ή περισσότερων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, η οποία προβλέπει διασυστημική εκτέλεση των συναλλαγών·

10. «αρμόδια αρχή»: η αρχή η οποία ορίζεται από έκαστο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 18·

11. «εκκαθαριστικό μέλος»: επιχείρηση η οποία συμμετέχει σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και ευθύνεται για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή·

12. «πελάτης»: επιχείρηση με συμβατική σχέση με εκκαθαριστικό μέλος, η οποία δίνει τη δυνατότητα στην εν λόγω επιχείρηση να εκκαθαρίζει τις συναλλαγές της με τον σχετικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

13. «ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή αρχείο καταγραφής συναλλαγών η οποία αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, όπως αναφέρεται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά[32], λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας, ή η οποία επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του αρχείου καταγραφής συναλλαγών όπου υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·

14. «μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου[33]·

15. «θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών·

16. «έλεγχος»: ο έλεγχος κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

17. «στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:

α) συμμετοχή, δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

β) δεσμό ελέγχου, δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης· κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.Κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνιστά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων·

18. «κεφάλαιο»: το κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων[34], εφόσον έχει καταβληθεί, προσαυξημένο κατά τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, απορροφά πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομίας, και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις·

19. «αποθεματικά»: τα αποθεματικά κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 78/660/EOK του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζομένη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών[35] και τα αποτελέσματα του προηγούμενου έτους που μεταφέρονται μέσω της διάθεσης του τελικού αποτελέσματος·

20. «συμβούλιο»: το διοικητικό ή το εποπτικό συμβούλιο, ή και τα δύο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο των εταιρειών·

21. «ανεξάρτητο μέλος του συμβουλίου»: μέλος του συμβουλίου το οποίο δεν έχει επαγγελματική, οικογενειακή ή άλλη σχέση που δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τον ή τους μετόχους που ασκούν τον έλεγχο ή τη διοίκησή του ή τα εκκαθαριστικά μέλη του ή τη διοίκησή τους·

22. «ανώτατα διοικητικά στελέχη»: το ή τα πρόσωπα τα οποία όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και το ή τα εκτελεστικά μέλη του συμβουλίου.

Τίτλος IIΕκκαθάριση, αναφορά και μείωση του κινδύνου των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων

Άρθρο 3 Υποχρέωση εκκαθάρισης

1. Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι προβαίνουν σε εκκαθάριση όλων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, που θεωρούνται επιλέξιμα βάσει του άρθρου 4 και συνάπτονται με άλλους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, στους σχετικούς κεντρικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4.

Η εν λόγω υποχρέωση εκκαθάρισης ισχύει επίσης για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους και τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 οι οποίοι συνάπτουν επιλέξιμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων με οντότητες τρίτων χωρών.

2. Προκειμένου να συμμορφωθούν με την υποχρέωση εκκαθάρισης βάσει της παραγράφου 1, οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 καθίστανται είτε εκκαθαριστικά μέλη είτε πελάτες.

Άρθρο 4 Επιλεξιμότητα για την υποχρέωση εκκαθάρισης

1. Εφόσον μια αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει άδεια σε έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο προκειμένου να εκκαθαρίζει μια κατηγορία παραγώγων βάσει του άρθρου 10 ή 11, κοινοποιεί αμέσως στην ΕΑΚΑΑ την εν λόγω άδεια και ζητεί την έκδοση απόφασης σχετικά με την επιλεξιμότητα για την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 3.

2. Αφού λάβει την κοινοποίηση και το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ απευθύνει στην αιτούσα αρμόδια αρχή, εντός εξαμήνου, απόφαση η οποία αναφέρει τα εξής:

α) αν αυτή η κατηγορία παραγώγων είναι επιλέξιμη για την υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 3·

β) την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης.

3. Η ΕΑΚΑΑ βασίζει την απόφασή της στα ακόλουθα κριτήρια:

α) μείωση του συστημικού κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα·

β) ρευστότητα των συμβάσεων·

γ) διαθεσιμότητα πληροφοριών για τη διαμόρφωση των τιμών·

δ) ικανότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να χειρίζεται τον όγκο των συμβάσεων·

ε) επίπεδο προστασίας των πελατών που παρέχεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Πριν λάβει απόφαση, η ΕΑΚΑΑ διενεργεί δημόσια διαβούλευση και, εάν χρειάζεται, διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

4. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει πάραυτα σε μητρώο κάθε απόφαση βάσει της παραγράφου 2. Το μητρώο αυτό περιέχει τις επιλέξιμες κατηγορίες παραγώγων και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που διαθέτουν άδεια για την εκκαθάρισή τους. Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει τακτικά το εν λόγω μητρώο.

Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει τακτικά τις αποφάσεις της και, ενδεχομένως, τις τροποποιεί.

5. Η ΕΑΚΑΑ, με δική της πρωτοβουλία και σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), εντοπίζει και κοινοποιεί στην Επιτροπή τις κατηγορίες συμβάσεων παραγώγων οι οποίες θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο εν λόγω δημόσιο μητρώο, αλλά για τις οποίες δεν έχει ακόμη λάβει άδεια κανένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

6. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τα εξής:

α) τις λεπτομερείς πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β) τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

γ) τις λεπτομερείς πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Οι λεπτομερείς πληροφορίες της παραγράφου 4 επιτρέπουν τουλάχιστον να επισημαίνεται ορθά και αδιαμφισβήτητα η κατηγορία παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης.

Τα σχέδια κανονιστικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 5 Πρόσβαση σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια να εκκαθαρίζουν επιλέξιμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δέχονται να εκκαθαρίζουν τις εν λόγω συμβάσεις χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως από τους τόπους εκτέλεσης.

Άρθρο 6 Υποχρεώσεις αναφοράς

1. Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι αναφέρουν σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών που έχει εγγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 51 λεπτομερείς πληροφορίες για κάθε σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων την οποία έχουν συνάψει, καθώς και κάθε τροποποίηση ή λήξη της. Οι πληροφορίες υποβάλλονται το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την εκτέλεση, την εκκαθάριση ή την τροποποίηση της σύμβασης.

Άλλες οντότητες δύνανται να αναφέρουν κάθε τροποποίηση ή λήξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για λογαριασμό των αρχικών αντισυμβαλλομένων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν γίνεται διπλή υποβολή όλων των λεπτομερών πληροφοριών της σύμβασης.

2. Σε περίπτωση που ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών δεν είναι σε θέση να καταγράψει τις πληροφορίες μιας σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι αναφέρουν τις λεπτομερείς πληροφορίες για τις θέσεις τους στις συμβάσεις αυτές στην αρμόδια αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Στην αρμόδια αρχή πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον οι λεπτομερείς πληροφορίες που θα αναφέρονταν στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών.

3. Αντισυμβαλλόμενος ο οποίος υπόκειται στην υποχρέωση αναφοράς δύναται να αναθέσει κατ’ εξουσιοδότηση στον έτερο αντισυμβαλλόμενο την αναφορά των λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Αντισυμβαλλόμενος ο οποίος αναφέρει όλες τις λεπτομερείς πληροφορίες μιας σύμβασης σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών, για λογαριασμό άλλου αντισυμβαλλομένου, δεν θεωρείται ότι διαπράττει παράβαση τυχόν περιορισμού κοινολόγησης πληροφοριών, που επιβάλλεται από την εν λόγω σύμβαση ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη.

Ούτε η αναφέρουσα οντότητα, ούτε τα διευθυντικά στελέχη της, ούτε οι εργαζόμενοι σε αυτήν φέρουν ευθύνη απορρέουσα από την κοινολόγηση αυτή.

4. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να προσδιορίσει, για τις διάφορες κατηγορίες παραγώγων, τις λεπτομέρειες και τον τύπο της αναφοράς που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2.

Υποβάλλονται τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α) κατάλληλη επισήμανση των μερών της σύμβασης και, εάν είναι διαφορετικός, του δικαιούχου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση·

β) αναφορά των κυριότερων χαρακτηριστικών της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του είδους, του υποκειμένου, της ληκτότητας και της θεωρητικής αξίας.

Τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με [τα άρθρα 7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προς υποβολή στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2012.

5. Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για τον προσδιορισμό του μορφότυπου και της συχνότητας υποβολής των αναφορών που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 για τις διάφορες κατηγορίες παραγώγων. Τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με το [άρθρο 7ε] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προς υποβολή στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 7 Μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι

1. Σε περίπτωση που ένας μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει θέσεις σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες υπερβαίνουν το κατώφλι ενημέρωσης που πρόκειται να καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α), τις κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, αιτιολογώντας τη λήψη αυτών των θέσεων.

Ο εν λόγω μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος υπόκειται στην υποχρέωση αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

2. Σε περίπτωση που ένας μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει θέσεις σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες υπερβαίνουν το κατώφλι εκκαθάρισης που πρόκειται να καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 3 όσον αφορά όλες τις επιλέξιμες συμβάσεις του εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Η αρμόδια αρχή που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ διασφαλίζει την τήρηση της υποχρέωσης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο.

3. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που διευκρινίζουν:

α) το κατώφλι ενημέρωσης·

β) το κατώφλι εκκαθάρισης.

Τα κατώφλια αυτά καθορίζονται λαμβανομένης υπόψη της συστημικής σημασίας του αθροίσματος των καθαρών θέσεων και ανοιγμάτων ανά αντισυμβαλλόμενο και ανά κατηγορία παραγώγων.

Τα κανονιστικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και άλλες σχετικές αρχές, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών προτύπων το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2012.

4. Κατά τον υπολογισμό των θέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, δεν λαμβάνονται υπόψη οι συναπτόμενες από μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες είναι αντικειμενικά μετρήσιμες ως άμεσα συνδεόμενες με την εμπορική δραστηριότητα του εν λόγω αντισυμβαλλομένου.

5. Η Επιτροπή, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, το ΕΣΣΚ και λοιπές αρμόδιες αρχές, επανεξετάζει κατά περιόδους τα κατώφλια που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 και, ενδεχομένως, τα τροποποιεί.

Άρθρο 8 Τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

1. Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι ή οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, οι οποίοι συνάπτουν σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζεται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, μεριμνούν ώστε να διαθέτουν ενδεδειγμένες διαδικασίες και ρυθμίσεις για τη μέτρηση, την παρακολούθηση και τη μείωση του λειτουργικού και του πιστωτικού κινδύνου, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α) όπου είναι δυνατόν, ηλεκτρονικά μέσα που διασφαλίζουν την έγκαιρη επιβεβαίωση των όρων της σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

β) άρτιες, ανθεκτικές και ελέγξιμες διαδικασίες για τη συμφωνία χαρτοφυλακίων, για τη διαχείριση του συναφούς κινδύνου και για τον έγκαιρο εντοπισμό των διαφορών μεταξύ των μερών και την επίλυσή τους, καθώς και για την παρακολούθηση της αξίας των ανεξόφλητων συμβάσεων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), η αξία των ανεξόφλητων συμβάσεων υπόκειται σε καθημερινή αποτίμηση και οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου προβλέπουν την έγκαιρη, επακριβή και κατάλληλα διαχωρισμένη ανταλλαγή παροχής ασφάλειας ή την ενδεδειγμένη και ανάλογη κατοχή κεφαλαίου.

2. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν το μέγιστο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της σύναψης σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και της επιβεβαίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδιο των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

3. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τις ρυθμίσεις και τα επίπεδα παροχής ασφάλειας και κεφαλαίου που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 στοιχείο β) και την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

Ανάλογα με τη νομική φύση του αντισυμβαλλομένου, τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα είτε με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού ΕΕ…/… [κανονισμός για την ΕΑΤ], είτε με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού ΕΕ…/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ], είτε με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού ΕΕ…/… [κανονισμός για την ΕΑΑΕΣ].

Η ΕΑΤ, η ΕΑΚΑΑ και η ΕΑΑΕΣ, από κοινού, υποβάλλουν στην Επιτροπή κοινό σχέδιο των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 9 Κυρώσεις

1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των κανόνων του παρόντος τίτλου και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον διοικητικά πρόστιμα. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών και, ενδεχομένως, των μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων να δημοσιοποιούν κάθε κύρωση που έχει επιβληθεί για παραβάσεις των άρθρων 3 έως 8, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Έως τις 30 Ιουνίου 2012 το αργότερο, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

3. Η Επιτροπή, με τη συνδρομή της ΕΑΚΑΑ, εξακριβώνουν αν εφαρμόζονται αποτελεσματικά και με συνέπεια οι διοικητικές κυρώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τα κατώφλια που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2.

Τίτλος IIIΆδεια λειτουργίας και εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων

Κεφάλαιο 1Όροι και διαδικασίες για την άδεια λειτουργίας κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Άρθρο 10 Άδεια λειτουργίας κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1. Σε περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση και διαθέτει πρόσβαση σε επαρκή ρευστότητα, σκοπεύει να παρέχει τις υπηρεσίες του και να ασκεί τις δραστηριότητές του, υποβάλλει αίτηση για άδεια λειτουργίας στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.

Η ρευστότητα αυτή μπορεί να προέρχεται από πρόσβαση σε ρευστότητα κεντρικής τράπεζας ή σε ρευστότητα φερέγγυας και αξιόπιστης εμπορικής τράπεζας, ή συνδυασμό και των δύο. Η πρόσβαση σε ρευστότητα μπορεί να απορρέει από άδεια λειτουργίας που χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή άλλες κατάλληλες ρυθμίσεις.

2. Η άδεια λειτουργίας ισχύει για ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης.

3. Στην άδεια λειτουργίας διευκρινίζονται οι υπηρεσίες και οι δραστηριότητες τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ή να ασκεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται από την άδεια.

4. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί ανά πάσα στιγμή τους αναγκαίους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας λειτουργίας.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας λειτουργίας.

5. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τα κριτήρια επαρκούς ρευστότητας τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδιο των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 11 Επέκταση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών

1. Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ο οποίος επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε πρόσθετες υπηρεσίες ή δραστηριότητες, που δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια λειτουργίας, υποβάλλει αίτηση επέκτασης. Η προσφορά υπηρεσιών εκκαθάρισης σε διαφορετικό νόμισμα ή για χρηματοπιστωτικά μέσα που διαφέρουν σημαντικά ως προς τα χαρακτηριστικά κινδύνου από εκείνα για τα οποία έχει ήδη λάβει άδεια ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται επέκταση της άδειας αυτής.

Για την επέκταση της άδειας λειτουργίας ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 13.

2. Σε περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης ειδοποιεί αμέσως την αρμόδια αρχή αυτού του άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 12 Κεφαλαιακές απαιτήσεις

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει πάγιο, διαθέσιμο και χωριστό αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον 5 εκατ. ευρώ, προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 10.

2. Το κεφάλαιο, μαζί με τα αδιανέμητα κέρδη και τα αποθεματικά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, επαρκούν, ανά πάσα στιγμή, για τη διασφάλιση εύτακτης εκκαθάρισης ή αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, όπως και για την επαρκή προστασία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι λειτουργικών και υπολειπόμενων κινδύνων.

3. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν το κεφάλαιο, τα αδιανέμητα κέρδη και τα αποθεματικά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδιο των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 13 Διαδικασία χορήγησης και άρνησης άδειας λειτουργίας

1. Η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εάν έχει πεισθεί πλήρως ότι ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και τις απαιτήσεις που εγκρίνονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ, και κατόπιν της κοινής θετικής γνώμης του σώματος που αναφέρεται στο άρθρο 15 και της γνώμης της ΕΑΚΑΑ.

2. Ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει προβεί, κατά τη στιγμή χορήγησης της αρχικής άδειας λειτουργίας, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του παρόντος κανονισμού.

3. Εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει εγγράφως τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αν έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας.

Άρθρο 14 Σώματα

1. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου συγκροτεί σώμα, του οποίου προεδρεύει, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 10, 11, 46 και 48.

Το σώμα απαρτίζεται από:

α) την ΕΑΚΑΑ·

β) την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ) τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που είναι εγκατεστημένα στα τρία κράτη μέλη με τις υψηλότερες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 40, επί συνολικής βάσεως·

δ) τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των οργανωμένων αγορών ή των πολυμερών μηχανισμών διαπραγμάτευσης, που εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή και των δύο·

ε) τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχουν καθιερωθεί ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας·

στ) τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίβλεψη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τις κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν τα σημαντικότερα νομίσματα των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται.

2. Το σώμα, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των αρμοδίων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διασφαλίζει:

α) την κατάρτιση της κοινής γνώμης που αναφέρεται στο άρθρο 15·

β) την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για πληροφορίες βάσει του άρθρου 21·

γ) συμφωνία για την εκούσια ανάθεση καθηκόντων στα μέλη της·

δ) την κατάρτιση των προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης, βάσει αξιολόγησης κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

ε) τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας, με την εξάλειψη της περιττής αλληλεπικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων·

στ) συνέπεια στην εφαρμογή των εποπτικών πρακτικών·

ζ) τον καθορισμό διαδικασιών και την κατάρτιση σχεδίων έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 22.

3. Η συγκρότηση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτή συμφωνία μεταξύ όλων των μελών του.

Στη συμφωνία καθορίζονται οι πρακτικές ρυθμίσεις λειτουργίας του σώματος και μπορεί να προσδιορίζονται τα καθήκοντα που πρόκειται να ανατεθούν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή σε άλλο μέλος του σώματος.

Άρθρο 15 Κοινή γνώμη

1. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διενεργεί αξιολόγηση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και υποβάλλει έκθεση στο σώμα.

Το σώμα καταλήγει σε κοινή γνώμη επί της εν λόγω έκθεσης εντός δύο μηνών από την παραλαβή της.

2. Η ΕΑΚΑΑ διευκολύνει την έκδοση κοινής γνώμης σύμφωνα με τις εξουσίες της για επίλυση διαφορών δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ] και τη γενική της λειτουργία συντονισμού δυνάμει του άρθρου 16 του ιδίου κανονισμού. Δεν διαθέτει δικαιώματα ψήφου όσον αφορά την κοινές γνωμοδοτήσεις του σώματος.

Άρθρο 16 Ανάκληση αδείας

1. Η αρμόδια αρχή ανακαλεί την άδεια σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτείται ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει δραστηριότητες κατά το προηγούμενο εξάμηνο·

β) σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ) σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια·

δ) έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

2. Η ΕΑΚΑΑ και κάθε άλλο μέλος του σώματος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εξετάσει κατά πόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να πληροί τους όρους βάσει των οποίων χορηγείται η άδεια.

3. Η αρμόδια αρχή δύναται να περιορίσει την ανάκληση σε συγκεκριμένη υπηρεσία, δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 17 Επανεξέταση και αξιολόγηση

Οι αρμόδιες αρχές, τουλάχιστον επί ετησίας βάσεως, επανεξετάζουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, και αξιολογούν τους κινδύνους αγοράς, λειτουργίας και ρευστότητας, στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Στην επανεξέταση και αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος, η συστημική σπουδαιότητα, η φύση, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Κεφάλαιο 2Εποπτεία και επίβλεψη των κεντρικών αντισυμβαλλομένων

Άρθρο 18 Αρμόδιες αρχές

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την άδεια λειτουργίας, την εποπτεία και την επίβλεψη των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του, και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες της μίας αρμόδιες αρχές, προσδιορίζει σαφώς τους αντίστοιχους ρόλους και ορίζει μία και μόνη αρχή ως υπεύθυνη για τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με τα άρθρα 19 έως 22.

2. Κάθε κράτος μέλος μερινά ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

3. Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει τη δυνατότητα λήψης ή επιβολής κατάλληλων διοικητικών μέτρων, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά των υπευθύνων, φυσικών ή νομικών προσώπων, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

4. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρμοδίων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Κεφάλαιο 3Συνεργασία

Άρθρο 19 Συνεργασία μεταξύ αρχών

1. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και με την ΕΑΚΑΑ.

2. Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε όλα τα άλλα σχετικά κράτη μέλη και, ιδίως, τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που αναφέρονται στο άρθρο 22, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.

Άρθρο 20 Επαγγελματικό απόρρητο

1. Η υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό των αρμοδίων αρχών, οι οποίες ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18, ή της ΕΑΚΑΑ, καθώς και για τους εντεταλμένους από τις αρμόδιες αρχές ή την ΕΑΚΑΑ ελεγκτές λογαριασμών ή εμπειρογνώμονες.

Καμία εμπιστευτική πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που να μην επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας συγκεκριμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αρχείου καταγραφής συναλλαγών ή άλλου προσώπου, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή στις λοιπές διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2. Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να κοινολογούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

3. Υπό την επιφύλαξη των υποθέσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ, οι φορείς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των αρμοδίων αρχών που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί των αρμόδιων αρχών, εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για τον σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι υπόψη πληροφορίες ή στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, ή και τα δύο. Εφόσον συγκατατίθεται η ΕΑΚΑΑ, η αρμόδια αρχή ή άλλη αρχή, φορέας ή πρόσωπο που διαβιβάζει τις πληροφορίες, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.

4. Οιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3.

Ωστόσο, οι όροι αυτοί δεν εμποδίζουν την ΕΑΚΑΑ, τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές κεντρικές τράπεζες να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή νομοθεσία που εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανωμένες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, ή διαφορετικά, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή φορέα ή φυσικού ή νομικού προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες.

5. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν έχουν ληφθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 21 Ανταλλαγή πληροφοριών

1. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ και ανταλλάσσουν μεταξύ τους τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2. Οι αρμόδιες αρχές και άλλοι φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

3. Η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι αρμόδιες αρχές και οι άλλες σχετικές αρχές διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ και στις άλλες αρμόδιες αρχές τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4. Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, όταν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 22 Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

Η αρμόδια αρχή ή οιαδήποτε άλλη αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ, το σώμα και τις λοιπές σχετικές αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με οιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των εξελίξεων στις χρηματαγορές οι οποίες ενδέχεται να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα της αγοράς και στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε κάποιο από τα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή κάποιο από τα εκκαθαριστικά του μέλη.

Κεφάλαιο 4Σχέσεις με τρίτες χώρες

Άρθρο 23 Τρίτες χώρες

1. Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα δύναται να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε οντότητες εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνον εάν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αναγνωρισμένος από την ΕΑΚΑΑ.

2. Η ΕΑΚΑΑ αναγνωρίζει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από τρίτη χώρα, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3·

β) ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει λάβει άδεια λειτουργίας και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία σε αυτή την τρίτη χώρα·

γ) έχουν καθιερωθεί ρυθμίσεις συνεργασίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4.

3. Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 69 παράγραφος 2, αναγνωρίζοντας ότι οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε αυτή την τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό και ότι οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή σε αυτή την τρίτη χώρα, επί συνεχούς βάσεως.

4. Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο έχει αναγνωριστεί ως ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 3. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α) τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμοδίων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών·

β) τις διαδικασίες συντονισμού των εποπτικών δραστηριοτήτων.

Τίτλος IV Απαιτήσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

Κεφάλαιο 1Οργανωτικές απαιτήσεις

Άρθρο 24 Γενικές διατάξεις

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες είναι επαρκώς αποτελεσματικές ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του με όλες τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί και εφαρμόζει οργανωτική δομή η οποία διασφαλίζει τη συνέχεια και την εύτακτη λειτουργία κατά την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του. Χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες.

4. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί σαφή διαχωρισμό μεταξύ των ιεραρχικών σχέσεων όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνου, αφενός, και όσον αφορά τις άλλες εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αφετέρου.

5. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υιοθετεί, εφαρμόζει και διατηρεί πολιτική αποδοχών η οποία προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και η οποία δεν δημιουργεί κίνητρα χαλάρωσης των προτύπων κινδύνου.

6. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί συστήματα τεχνολογίας των πληροφοριών κατάλληλα για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας, της ποικιλίας και των ειδών των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να κατοχυρώνονται υψηλά επίπεδα ασφαλείας, καθώς και η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα των διατηρούμενων πληροφοριών.

7. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει στη διάθεση του κοινού τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής του και τους κανόνες που διέπουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

8. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπόκειται σε συχνούς και ανεξάρτητους λογιστικούς ελέγχους. Τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων γνωστοποιούνται στο συμβούλιο και τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής.

9. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο των κανόνων και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 8.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 25 Ανώτατα διοικητικά στελέχη και το συμβούλιο

1. Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2. Το συμβούλιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου απαρτίζεται τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο από ανεξάρτητα μέλη, τα οποία δεν είναι λιγότερα από δύο. Η αμοιβή των ανεξάρτητων και των λοιπών μη εκτελεστικών μελών του συμβουλίου δεν συνδέεται με τις επιχειρηματικές επιδόσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Τα μέλη του συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων μελών του, διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και επαρκή πείρα στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τη διαχείριση κινδύνου και τις υπηρεσίες εκκαθάρισης.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει σαφώς τους ρόλους και τις αρμοδιότητες του συμβουλίου και θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής τα πρακτικά των συνεδριάσεων του συμβουλίου.

Άρθρο 26 Επιτροπή κινδύνου

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συγκροτεί επιτροπή κινδύνου, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των εκκαθαριστικών μελών του και από ανεξάρτητα μέλη του συμβουλίου. Η επιτροπή κινδύνου δύναται να καλέσει εργαζομένους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να παραστούν σε συνεδριάσεις της επιτροπής κινδύνου, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Οι συμβουλές της επιτροπής κινδύνου είναι ανεξάρτητες από οιαδήποτε άμεση επιρροή από τη διοίκηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει σαφώς την εντολή, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της, τις λειτουργικές διαδικασίες, τα κριτήρια αποδοχής των μελών και τον μηχανισμό εκλογής των μελών της επιτροπής κινδύνου. Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης δημοσιοποιούνται και προβλέπουν, τουλάχιστον, ότι στην επιτροπή κινδύνου προεδρεύει ανεξάρτητο μέλος του συμβουλίου, ότι η επιτροπή κινδύνου αναφέρεται απ’ ευθείας στο συμβούλιο και πραγματοποιεί τακτικές συνεδριάσεις.

3. Η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το συμβούλιο όσον αφορά κάθε ρύθμιση η οποία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως είναι, ενδεικτικά, σημαντική αλλαγή στο μοντέλο κινδύνου που εφαρμόζει, οι διαδικασίες σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, τα κριτήρια αποδοχής εκκαθαριστικών μελών ή η εκκαθάριση νέων κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων. Δεν απαιτείται παροχή συμβουλών από την επιτροπή κινδύνου για τις καθημερινές εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

4. Υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των αρμοδίων αρχών να ενημερώνονται δεόντως, τα μέλη της επιτροπής κινδύνου δεσμεύονται από υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας. Εάν ο πρόεδρος της επιτροπής κινδύνου διαπιστώσει ότι ένα μέλος βρίσκεται σε κατάσταση πραγματικής ή δυνητικής σύγκρουσης συμφερόντων σε συγκεκριμένο θέμα, δεν επιτρέπεται στο εν λόγω μέλος να ψηφίσει επί του θέματος αυτού.

5. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή σχετικά με κάθε απόφαση όπου το συμβούλιο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου.

6. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιτρέπει στους πελάτες των εκκαθαριστικών μελών να είναι μέλη της επιτροπής κινδύνου ή, εναλλακτικά, δημιουργεί κατάλληλους μηχανισμούς διαβούλευσης, που διασφαλίζουν ότι εκπροσωπούνται δεόντως τα συμφέροντα των πελατών των εκκαθαριστικών μελών.

Άρθρο 27 Τήρηση αρχείων

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, όλα τα αρχεία που αφορούν τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις ασκηθείσες δραστηριότητες, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από τη λήξη μιας σύμβασης, όλες τις πληροφορίες για όλες τις συμβάσεις που έχει διεκπεραιώσει. Οι εν λόγω πληροφορίες καθιστούν δυνατό τουλάχιστον τον προσδιορισμό των αρχικών όρων μιας συναλλαγής, πριν από την εκκαθάριση από τον σχετικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και της ΕΑΚΑΑ, κατόπιν αιτήματος, τα αρχεία και τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, καθώς και όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις των συμβάσεων που εκκαθαρίστηκαν, ανεξαρτήτως του τόπου όπου εκτελέστηκαν οι συναλλαγές.

4. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τις λεπτομέρειες όσον αφορά τα αρχεία και τις πληροφορίες που πρέπει να διατηρούνται, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

5. Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για τον προσδιορισμό του μορφότυπου των αρχείων και των πληροφοριών που πρέπει να διατηρούνται.

Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με το [άρθρο 7ε] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 28 Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

1. Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μέχρις ότου της γνωστοποιηθεί η ταυτότητα των μετόχων ή των μελών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για άμεσους ή έμμεσους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.

2. Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εάν δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί χρηστή και συνετή διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

3. Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.

4. Σε περίπτωση που τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ασκούν επιρροή η οποία είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση.

5. Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας, εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 29 Ενημέρωση των αρμοδίων αρχών

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε μεταβολή στη διοίκησή του και παρέχει στην αρμόδια αρχή όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει αν τα μέλη του συμβουλίου διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας.

Σε περίπτωση που η συμπεριφορά μέλους του συμβουλίου είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης του εν λόγω μέλους από το συμβούλιο.

2. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 10%, του 20%, του 30% ή του 50% ή ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), κατ’ αρχάς απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στον οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 30 παράγραφος 4.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, κατ’ αρχάς απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το εν λόγω πρόσωπο απευθύνει, ομοίως, κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές, εάν αποφασίσει να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 10%, το 20%, το 30% ή το 50% ή τόσο ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να παύσει να είναι θυγατρική του.

Η αρμόδια αρχή, πάραυτα και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, καθώς και κατόπιν της παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ή πωλητή ότι τις παρέλαβε.

Η αρμόδια αρχή διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου του άρθρου 30 παράγραφος 4 (στο εξής «περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 (στο εξής «αξιολόγηση»).

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή ή πωλητή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

3. Η αρμόδια αρχή δύναται, εάν είναι αναγκαίο, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι αργότερα από την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και διευκρινίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την αρμόδια αρχή και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Η αρμόδια αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

4. Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει τη διακοπή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο, έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής ή πωλητής:

α) είτε είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης·

β) είτε είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ ή 2010/.../ΕΕ (ΔΟΕΕ).

5. Εάν η αρμόδια αρχή, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβεί την περίοδο αξιολόγησης, αναφέροντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.

6. Εάν η αρμόδια αρχή δεν αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

7. Η αρμόδια αρχή δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και, εάν χρειάζεται, να την παρατείνει.

8. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή, και την έγκριση από αυτήν, άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 30 Αξιολόγηση

1. Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 29 παράγραφος 2 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 3, η αρμόδια αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) την εντιμότητα και την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή·

β) την εντιμότητα και την πείρα οιουδήποτε ατόμου θα διευθύνει τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ) το κατά πόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα είναι σε θέση να συμμορφώνεται και θα εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

δ) το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ[36], ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

Όταν αξιολογεί τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, η αρμόδια αρχή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται να ασκηθούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, για τον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

Όταν αξιολογεί την ικανότητα συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, η αρμόδια αρχή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών.

2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.

3. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

4. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 29 παράγραφος 2. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

5. Παρά το άρθρο 29 παράγραφοι 2, 3 και 4, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στον ίδιο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές χωρίς διακρίσεις.

6. Οι σχετικές αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστής αγοράς, διαχειριστής συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή ΔΟΕΕ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης, αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς, διαχειριστή συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή ΔΟΕΕ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς, διαχειριστή συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή ΔΟΕΕ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

7. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, για τον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον υποψήφιο αγοραστή.

Άρθρο 31 Συγκρούσεις συμφερόντων

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εντοπίζει και να διαχειρίζεται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους, άμεσα ή έμμεσα, με σχέση ελέγχου ή στενών δεσμών, και των εκκαθαριστικών μελών του ή των πελατών τους ή μεταξύ αυτών. Διατηρεί και εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες επίλυσης, όποτε προκύψουν πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων.

2. Εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί, με εύλογη βεβαιότητα, η πρόληψη των κίνδυνων να επηρεαστούν αρνητικά τα συμφέροντα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος γνωστοποιεί σαφώς στο εκκαθαριστικό μέλος τη γενική φύση ή τις πηγές συγκρούσεων συμφερόντων, προτού δεχτεί νέες συναλλαγές από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος. Εάν ο πελάτης δεν είναι γνωστός στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει το εκκαθαριστικό μέλος του οποίου είναι πελάτης ο ενδιαφερόμενος.

3. Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι μητρική ή θυγατρική επιχείρηση, οι γραπτές ρυθμίσεις πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη οιεσδήποτε περιστάσεις, τις οποίες γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, και οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων ως αποτέλεσμα της δομής και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων επιχειρήσεων με τις οποίες έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης.

4. Οι γραπτές ρυθμίσεις που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) τις περιστάσεις που συνιστούν ή μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων, συνεπαγόμενη ουσιαστικό κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσοτέρων εκκαθαριστικών μελών ή πελατών·

β) τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη διαχείριση των συγκρούσεων αυτών.

5. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών που διατηρούνται στα συστήματά του, και αποφεύγει τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Οι ευαίσθητες πληροφορίες που καταγράφονται σε έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο δεν χρησιμοποιούνται για εμπορική χρήση από κανένα άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 32 Αδιάλειπτη λειτουργία

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, με σκοπό να διασφαλίσει τη διάσωση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Το εν λόγω σχέδιο προβλέπει τουλάχιστον την αποκατάσταση όλων των τρεχουσών συναλλαγών κατά τη στιγμή της διακοπής, ώστε να είναι σε θέση ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εξακολουθήσει να λειτουργεί με ασφάλεια και να ολοκληρώσει τον διακανονισμό στην καθορισμένη ημερομηνία.

2. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου αδιάλειπτης λειτουργίας και το ελάχιστο επίπεδο υπηρεσιών το οποίο εξασφαλίζει το σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 33 Εξωτερική ανάθεση

1. Εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση επιχειρησιακών καθηκόντων, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, παραμένει εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του βάσει του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνεται ανά πάσα στιγμή με τους ακόλουθους όρους:

α) η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της ευθύνης του·

β) δεν αλλοιώνεται η σχέση και οι υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι των εκκαθαριστικών μελών του ή, ενδεχομένως, των πελατών τους·

γ) δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά οι όροι χορήγησης άδειας λειτουργίας στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

δ) η εξωτερική ανάθεση δεν εμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων εποπτείας και επίβλεψης·

ε) η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τα αναγκαία συστήματα και μέσα ελέγχου προκειμένου να διαχειρίζεται τους κινδύνους που αντιμετωπίζει·

στ) ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη προκειμένου να αξιολογεί την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την οργανωτική και κεφαλαιακή επάρκεια του παρόχου υπηρεσιών, όπως και να εποπτεύει αποτελεσματικά τα ανατεθέντα καθήκοντα και να διαχειρίζεται τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση, πρέπει δε να εποπτεύει συνεχώς τα εν λόγω καθήκοντα και να διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους·

ζ) ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει άμεση πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τα ανατεθέντα καθήκοντα·

η) ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή όσον αφορά τις ανατεθείσες δραστηριότητες·

θ) ο πάροχος υπηρεσιών προστατεύει τις ευαίσθητες και εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες του.

2. Η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να κατανέμει σαφώς και να καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, και εκείνα του παρόχου υπηρεσιών, σε γραπτή συμφωνία.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, κατόπιν αιτήματος, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να αξιολογήσει τη συμμόρφωση της εκτέλεσης των ανατεθέντων καθηκόντων προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Κεφάλαιο 2Κανόνες άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

Άρθρο 34 Γενικές διατάξεις

1. Όταν παρέχει υπηρεσίες στα εκκαθαριστικά μέλη του και, ενδεχομένως, στους πελάτες τους, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενεργεί με εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών, και να ασκεί υγιή διαχείριση των κινδύνων.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει διαφανείς κανόνες για τον χειρισμό των παραπόνων.

Άρθρο 35 Απαιτήσεις συμμετοχής

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει τις κατηγορίες επιλέξιμων εκκαθαριστικών μελών και τα κριτήρια αποδοχής. Τα εν λόγω κριτήρια είναι διαφανή, αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και να κατοχυρώνεται ότι τα εκκαθαριστικά μέλη διαθέτουν επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους και επιχειρησιακή ικανότητα για να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Κριτήρια που περιορίζουν την πρόσβαση επιτρέπονται μόνον στον βαθμό που αποσκοπούν στον έλεγχο του κινδύνου για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διασφαλίζει ότι η εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πληρούται επί συνεχούς βάσεως, διαθέτει δε εγκαίρως πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες για την αξιολόγηση. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, σε συνολική επανεξέταση της συμμόρφωσης των εκκαθαριστικών μελών του προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

3. Τα εκκαθαριστικά μέλη που εκκαθαρίζουν συναλλαγές για λογαριασμό των πελατών τους διαθέτουν τους αναγκαίους επιπρόσθετους χρηματοοικονομικούς πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα για την άσκηση αυτής της δραστηριότητας. Τα εκκαθαριστικά μέλη ενημερώνουν, κατόπιν αιτήματος, τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τα κριτήρια και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζουν προκειμένου να επιτρέπουν την πρόσβαση των πελατών τους στις υπηρεσίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

4. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει αντικειμενικές και διαφανείς διαδικασίες για την αναστολή και την ομαλή αποχώρηση των εκκαθαριστικών μελών τα οποία δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

5. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση εκκαθαριστικών μελών, τα οποία πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μόνον κατόπιν δέουσας γραπτής αιτιολόγησης και βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου.

6. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να επιβάλλει ειδικές επιπρόσθετες υποχρεώσεις στα εκκαθαριστικά του μέλη, όπως, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή σε δημοπρασίες θέσεων υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους. Οι εν λόγω επιπρόσθετες υποχρεώσεις είναι ανάλογες με τον κίνδυνο που φέρει το εκκαθαριστικό μέλος και δεν περιορίζει τη συμμετοχή σε ορισμένες κατηγορίες εκκαθαριστικών μελών.

Άρθρο 36 Διαφάνεια

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί τις σχετικές τιμές και τέλη για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Δημοσιοποιεί τις τιμές και τα τέλη των επιμέρους παρεχόμενων υπηρεσιών και λειτουργιών χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς και τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων. Επιτρέπει στα εκκαθαριστικά μέλη του και, αναλόγως με την περίπτωση, στους πελάτες τους, χωριστή πρόσβαση στις διάφορες υπηρεσίες

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες σχετικά με τους συναφείς κινδύνους των παρεχομένων υπηρεσιών.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί τις πληροφορίες για τις τιμές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ανοιγμάτων του με τα εκκαθαριστικά μέλη στο τέλος της ημέρας και τον όγκο των συναλλαγών που εκκαθαρίστηκαν για κάθε κατηγορία μέσων.

Άρθρο 37 Διαχωρισμός και δυνατότητα μεταφοράς

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση, να διακρίνει και να διαχωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις ενός εκκαθαριστικού μέλους από τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις οιουδήποτε άλλου εκκαθαριστικού μέλους, καθώς και από τα δικά του περιουσιακά στοιχεία.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος απαιτεί από έκαστο εκκαθαριστικό μέλος να διακρίνει και να διαχωρίζει, στους λογαριασμούς με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους από εκείνα των πελατών του. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιτρέπει στους πελάτες λεπτομερέστερο διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων και των θέσεών τους. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί τους κινδύνους και τα κόστη που συνδέονται με τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού.

3. Ανάλογα με το επίπεδο διαχωρισμού που έχει επιλεγεί από τον πελάτη, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διασφαλίζει ότι είναι σε θέση να μεταφέρει, κατόπιν αιτήματος, όταν συμβεί ένα προκαθορισμένο γεγονός ενεργοποίησης, χωρίς τη συγκατάθεση του εκκαθαριστικού μέλους και εντός προκαθορισμένης περιόδου μεταφοράς, τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις του σε άλλο εκκαθαριστικό μέλος. Το εν λόγω άλλο εκκαθαριστικό μέλος αναλαμβάνει υποχρεώσεις μόνον εφόσον έχει συνάψει εκ των προτέρων συμβατική σχέση για τον σκοπό αυτόν.

4. Εφόσον ο πελάτης δεν είναι ανοικτός σε αθέτηση υποχρέωσης εκκαθαριστικού μέλους, μέσω του οποίου έχει πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή σε οιονδήποτε άλλο πελάτη, εφαρμόζεται το παράρτημα III, μέρος 2, σημείο 6 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

5. Οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4 υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης των κρατών μελών που εμποδίζει τα μέρη να τις τηρήσουν.

Κεφάλαιο 3Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Άρθρο 38 Διαχείριση ανοιγμάτων

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε μέτρηση και εκτίμηση της ρευστότητας και των πιστωτικών ανοιγμάτων του έναντι εκάστου εκκαθαριστικού μέλους και, ενδεχομένως, άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τον οποίο έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει πρόσβαση, εγκαίρως και χωρίς διακρίσεις, σε σχετικές πηγές καθορισμού τιμών, ώστε να είναι σε θέση να μετρά αποτελεσματικά τα ανοίγματά του.

Άρθρο 39 Απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιβάλλει, ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας από τα εκκαθαριστικά μέλη του, και, ενδεχομένως, από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, προκειμένου να περιορίσει τα πιστωτικά ανοίγματά του. Τα εν λόγω περιθώρια ασφαλείας επαρκούν για την κάλυψη δυνητικών ανοιγμάτων τα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει ότι θα παρουσιαστούν, μέχρι τη ρευστοποίηση των σχετικών θέσεων. Επαρκούν για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από τουλάχιστον 99 τοις εκατό των κινήσεων των ανοιγμάτων, σε κατάλληλο χρονικό ορίζοντα, και διασφαλίζουν ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ασφαλίζει πλήρως τα ανοίγματά του με όλα τα εκκαθαριστικά μέλη του και, ενδεχομένως, με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, τουλάχιστον επί καθημερινής βάσεως.

2. Κατά τον καθορισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει μοντέλα και παραμέτρους που συλλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά κινδύνου των προϊόντων που εκκαθαρίζονται και λαμβάνουν υπόψη το διάστημα μεταξύ συγκεντρώσεων περιθωρίων ασφαλείας, ρευστότητας της αγοράς και της πιθανότητας αλλαγών καθ’ όλη τη διάρκεια της συναλλαγής. Τα μοντέλα και οι παράμετροι επικυρώνονται από την αρμόδια αρχή και αποτελούν αντικείμενο κοινής γνώμης του σώματος που αναφέρεται στο άρθρο 15.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας, εντός της ημέρας, τουλάχιστον όταν σημειώνεται υπέρβαση προκαθορισμένων κατωφλίων.

4. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαχωρίζει τα περιθώρια ασφαλείας που παρέχει έκαστο εκκαθαριστικό μέλος και, ενδεχομένως, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας και διασφαλίζει την προστασία των περιθωρίων ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί έναντι αθέτησης υποχρεώσεων άλλων εκκαθαριστικών μελών, του ιδρύματος όπου έχουν κατατεθεί ή του ιδίου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και από κάθε άλλη ζημία που ενδέχεται να υποστεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

5. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν το κατάλληλο ποσοστό και χρονικό ορίζοντα, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις διάφορες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 40 Κεφάλαιο εκκαθάρισης

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί κεφάλαιο εκκαθάρισης για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από την αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας, ενός ή περισσοτέρων εκκαθαριστικών μελών.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει το ελάχιστο ύψος των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης και τα κριτήρια για τον υπολογισμό των εισφορών των επιμέρους εκκαθαριστικών μελών. Οι εισφορές είναι ανάλογες με τα ανοίγματα εκάστου εκκαθαριστικού μέλους, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης τουλάχιστον δίνουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την αθέτηση υποχρέωσης του εκκαθαριστικού μέλους έναντι του οποίου έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα ή του δεύτερου και τρίτου μεγαλύτερου εκκαθαριστικού μέλους, εάν το άθροισμα των ανοιγμάτων τους είναι μεγαλύτερο.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να συστήσει περισσότερα του ενός κεφάλαια εκκαθάρισης για τις διάφορες κατηγορίες μέσων τα οποία εκκαθαρίζει.

Άρθρο 41 Λοιποί έλεγχοι κινδύνων

1. Επιπλέον του κεφαλαίου που απαιτείται στο άρθρο 12, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί επαρκείς διαθέσιμους χρηματοοικονομικούς πόρους για την κάλυψη δυνητικών ζημιών οι οποίες υπερβαίνουν τις ζημίες που πρόκειται να καλύπτονται από τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας και το κεφάλαιο εκκαθάρισης. Οι πόροι αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν οιοδήποτε άλλο κεφάλαιο εκκαθάρισης που παρέχουν τα εκκαθαριστικά μέλη ή άλλα μέρη, ρυθμίσεις επιμερισμού των ζημιών, ασφαλιστικές διευθετήσεις, τα ίδια κεφάλαια του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εγγυήσεις της μητρικής επιχείρησης ή παρεμφερείς προβλέψεις. Οι εν λόγω πόροι βρίσκονται στην ελεύθερη διάθεση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη λειτουργικών ζημιών.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταρτίζει σενάρια ακραίων, αλλά εύλογων συνθηκών αγοράς, που περιλαμβάνουν τις περιόδους με τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις που έχουν σημειωθεί στις αγορές στις οποίες παρέχει τις υπηρεσίες του ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος. Το κεφάλαιο εκκαθάρισης, που αναφέρεται στο άρθρο 40, και οι άλλοι χρηματοοικονομικοί πόροι, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δίνουν, ανά πάσα στιγμή, στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την αθέτηση υποχρέωσης των δύο εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα και δίνουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει αιφνίδιες πωλήσεις χρηματοοικονομικών πόρων και ταχεία μείωση της ρευστότητας στην αγορά.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει τα αναγκαία πιστωτικά όρια ή παρεμφερείς ρυθμίσεις για την κάλυψη των υποχρεώσεών του σε ρευστότητα, σε περίπτωση που οι χρηματοοικονομικοί πόροι που βρίσκονται στη διάθεσή του δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι. Κάθε εκκαθαριστικό μέλος, μητρική ή θυγατρική επιχείρηση του εκκαθαριστικού μέλους δεν μπορεί να παρέχει περισσότερο από το 25 τοις εκατό των πιστωτικών ορίων τα οποία χρειάζεται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

4. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη να παράσχουν επιπρόσθετα κεφάλαια, σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης από άλλο εκκαθαριστικό μέλος. Τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έχουν περιορισμένα ανοίγματα έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

5. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τις ακραίες συνθήκες, που αναφέρονται στην παράγραφο 2, τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 42 Γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί για την κάλυψη των ζημιών τα περιθώρια ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί από το υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος, πριν από άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους.

2. Σε περίπτωση που τα περιθώρια ασφαλείας τα οποία έχουν παρασχεθεί από το υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος δεν επαρκούν για την κάλυψη των ζημιών που υφίσταται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, για να καλύψει τις εν λόγω ζημίες, χρησιμοποιεί την εισφορά του υπερήμερου μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί τις εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης και τις λοιπές εισφορές των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών μόνον αφού έχει εξαντλήσει τις εισφορές του υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους και, ενδεχομένως, τα ίδια κεφάλαια του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1.

4. Δεν επιτρέπεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να χρησιμοποιεί τα περιθώρια ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από την αθέτηση υποχρέωσης άλλου εκκαθαριστικού μέλους.

Άρθρο 43 Απαιτήσεις παροχής ασφάλειας

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δέχεται μόνον άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες, με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, για την κάλυψη του ανοίγματός του έναντι των εκκαθαριστικών μελών του. Εφαρμόζει κατάλληλους συντελεστές αποκοπής για την αποτίμηση της αξίας, που αντικατοπτρίζουν το ενδεχόμενο να υποχωρήσει η αξία τους κατά το διάστημα μεταξύ της τελευταίας αναπροσαρμογής τους και της στιγμής κατά την οποία μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι έχουν ρευστοποιηθεί. Λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο ρευστότητας κατόπιν αθέτησης υποχρέωσης ενός συμμετέχοντος στην αγορά και τον κίνδυνο συγκέντρωσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να προκύψει κατά τον καθορισμό των αποδεκτών ασφαλειών και των σχετικών συντελεστών αποκοπής.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να δέχεται, ως ασφάλεια για την κάλυψη των απαιτήσεων περιθωρίου ασφαλείας, όπου ενδείκνυται και είναι συνετό, το υποκείμενο της σύμβασης παραγώγων ή το χρηματοπιστωτικό μέσο από όπου προέρχεται το άνοιγμα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

3. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν το είδος των ασφαλειών που μπορούν να θεωρηθούν άκρως ρευστοποιήσιμες και τους συντελεστές αποκοπής, που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με το ΕΣΚΤ και την ΕΑΤ, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 44 Επενδυτική πολιτική

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επενδύει τους χρηματοοικονομικούς πόρους του μόνον σε άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα, με ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο. Οι επενδύσεις είναι ταχέως ρευστοποιήσιμες, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές.

2. Τα χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχονται ως περιθώρια ασφαλείας κατατίθενται σε διαχειριστές συστημάτων διακανονισμού κινητών αξιών, οι οποίοι διασφαλίζουν πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και την πλήρη προστασία των εν λόγω μέσων. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει άμεση πρόσβαση στα χρηματοπιστωτικά μέσα, όταν απαιτείται.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν επενδύει το κεφάλαιό του ή τα ποσά που προκύπτουν από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 39, 40 και 41 σε δικές του κινητές αξίες, ούτε σε κινητές αξίες της μητρικής ή της θυγατρικής του επιχείρησης.

4. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει υπόψη τα συνολικά του ανοίγματα πιστωτικού κινδύνου σε μεμονωμένους οφειλέτες, όταν λαμβάνει την επενδυτική απόφαση, και μεριμνά ώστε η συνολική του έκθεση σε κίνδυνο έναντι οιουδήποτε μεμονωμένου οφειλέτη να παραμένει εντός αποδεκτών ορίων συγκέντρωσης.

5. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τα άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και τα όρια συγκέντρωσης, που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 45 Διαδικασίες σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει προβλέψει διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που ένα εκκαθαριστικό μέλος δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 35, εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος περιγράφει συνοπτικά τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που η αφερεγγυότητα ενός εκκαθαριστικού μέλους δεν έχει διαπιστωθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε άμεσες ενέργειες για τον περιορισμό των ζημιών και των πιέσεων στη ρευστότητα που προκύπτουν από αθετήσεις υποχρεώσεων και διασφαλίζει ότι το κλείσιμο των θέσεων οιουδήποτε εκκαθαριστικού μέλους δεν προκαλεί αναστάτωση στις εργασίες του, ούτε εκθέτει τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη σε ζημίες τις οποίες δεν μπορούν να προβλέψουν ή να ελέγξουν.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή. Η εν λόγω αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους, σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κρίνει ότι το εκκαθαριστικό μέλος δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις μελλοντικές του υποχρεώσεις και όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σκοπεύει να κηρύξει την υπερημερία του.

4. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει τον εκτελεστό χαρακτήρα των διαδικασιών υπερημερίας. Λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι διαθέτει εξουσία εκ του νόμου για τη ρευστοποίηση των θέσεων πελάτη του υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους.

Άρθρο 46 Επανεξέταση μοντέλων, προσομοίωση ακραίων καταστάσεων και δοκιμή εκ των υστέρων

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επανεξετάζει τακτικά τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφάλειας και άλλων μηχανισμών ελέγχου κινδύνων. Υποβάλλει τα μοντέλα σε αυστηρές και συχνές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, προκειμένου να αξιολογήσει την ανθεκτικότητά τους σε ακραίες, αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς και εκτελεί δοκιμές εκ των υστέρων, προκειμένου να αξιολογήσει την αξιοπιστία της μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τα αποτελέσματα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν και λαμβάνει την επικύρωσή της, πριν προβεί σε οιαδήποτε αλλαγή των μοντέλων και των παραμέτρων.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει τακτικά σε δοκιμές τις βασικές πτυχές των διαδικασιών του σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων και λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλα τα εκκαθαριστικά μέλη τις κατανοούν και έχουν προβλέψει κατάλληλες ρυθμίσεις για να αντιμετωπίσουν γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων.

3. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί βασικές πληροφορίες σχετικά με το μοντέλο διαχείρισης κινδύνου και τις παραδοχές που εφαρμόζει για την εκτέλεση των δοκιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τα εξής:

α) το είδος των δοκιμών που πρέπει να διενεργούνται για τις διάφορες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων και χαρτοφυλακίων·

β) τη συμμετοχή των εκκαθαριστικών μελών ή άλλων μερών στις δοκιμές·

γ) τη συχνότητα των δοκιμών·

δ) τους χρονικούς ορίζοντες των δοκιμών·

ε) τις βασικές πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ, σε διαβούλευση με την ΕΑΤ, υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 47 Διακανονισμός

1. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί, εφόσον είναι διαθέσιμο, χρήμα κεντρικής τράπεζας για τον διακανονισμό των συναλλαγών του. Ελλείψει πρόσβασης σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, λαμβάνονται μέτρα για τον αυστηρό περιορισμό των πιστωτικών κινδύνων και των κινδύνων ρευστότητας.

2. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δηλώνει σαφώς τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τις παραδόσεις χρηματοπιστωτικών μέσων, αναφέροντας συγκεκριμένα αν έχει υποχρέωση να προβεί σε παράδοση ή παραλαβή χρηματοπιστωτικού μέσου ή αν αποζημιώνει συμμετέχοντες για ζημίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία παράδοσης.

3. Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει υποχρέωση να προβεί σε παραδόσεις ή παραλαβές χρηματοπιστωτικών μέσων, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εξαλείφει τον κίνδυνο κεφαλαίου, με την προσφυγή, όσο το δυνατόν, σε μηχανισμούς «παράδοσης με την πληρωμή» (delivery-versus-payment).

Τίτλος VΡυθμίσεις διαλειτουργικότητας

Άρθρο 48 Ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας

1. Ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 49 και 50.

2. Όταν καθορίζονται ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στα δεδομένα που χρειάζεται για την άσκηση των καθηκόντων του από αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, καθώς και στο αντίστοιχο σύστημα διακανονισμού.

3. Η καθιέρωση ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας ή η πρόσβαση σε ροή δεδομένων ή σε σύστημα διακανονισμού, όπως αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, περιορίζονται, άμεσα ή έμμεσα, μόνον για να μειωθούν οι κίνδυνοι που απορρέουν από τις εν λόγω ρυθμίσεις ή πρόσβαση.

.

Άρθρο 49 Διαχείριση κινδύνου

1. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που προβαίνουν σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας:

α) εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα, προκειμένου να εντοπίζουν, να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους επιπρόσθετους κινδύνους που απορρέουν από τις ρυθμίσεις, ούτως ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους εγκαίρως·

β) συμφωνούν για τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, συμπεριλαμβανομένου του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τις σχέσεις τους·

γ) εντοπίζουν, παρακολουθούν και διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας, ούτως ώστε η αθέτηση υποχρέωσης από εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου να μην έχει επίδραση σε άλλον διαλειτουργικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

δ) εντοπίζουν, παρακολουθούν και αντιμετωπίζουν ενδεχόμενες αλληλεξαρτήσεις και συσχετίσεις που απορρέουν από τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, οι οποίες μπορεί να έχουν επίδραση στους πιστωτικούς κινδύνους και στους κινδύνους ρευστότητας που συνδέονται με τις συγκεντρώσεις των εκκαθαριστικών μελών και τους ενοποιημένους χρηματοοικονομικούς πόρους.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν τους ίδιους κανόνες όσον αφορά τη χρονική στιγμή της εισαγωγής των εντολών μεταβίβασης στα αντίστοιχα συστήματά τους και τη χρονική στιγμή του αμετάκλητου, όπως αναφέρεται αναλόγως στην οδηγία 98/26/ΕΚ.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ), στους όρους των ρυθμίσεων περιγράφεται συνοπτικά η διαδικασία για τη διαχείριση των συνεπειών από την αθέτηση υποχρέωσης, σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης από έναν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, με τον οποίο υπάρχουν ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ασκούν αυστηρούς ελέγχους όσον αφορά την επανενεχυρίαση των ασφαλειών των εκκαθαριστικών μελών, στο πλαίσιο των ρυθμίσεων, εάν επιτρέπεται από τις αρμόδιες αρχές τους. Στις ρυθμίσεις περιγράφεται συνοπτικά πώς έχουν αντιμετωπιστεί οι εν λόγω κίνδυνοι, λαμβανομένης υπόψη της επαρκούς κάλυψης και της ανάγκης να περιοριστεί η μετάδοση.

2. Σε περίπτωση που διαφέρουν τα μοντέλα διαχείρισης κινδύνου, τα οποία χρησιμοποιούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι για την κάλυψη του ανοίγματός τους έναντι των εκκαθαριστικών μελών τους, καθώς και των αμοιβαίων ανοιγμάτων τους, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εντοπίζουν τις διαφορές αυτές, αξιολογούν τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από αυτές και λαμβάνουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης επιπρόσθετων χρηματοοικονομικών πόρων, τα οποία περιορίζουν τις επιπτώσεις τους στις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, όπως και τις δυνητικές συνέπειές τους ως προς τους κινδύνους μετάδοσης και διασφαλίζουν ότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν επίδραση στην ικανότητα εκάστου κεντρικού αντισυμβαλλομένου να διαχειρίζεται τις συνέπειες από την αθέτηση υποχρέωσης εκκαθαριστικού μέλους.

Άρθρο 50 Έγκριση των ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας

1. Οι ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση από τις αρμόδιες αρχές των σχετικών κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 13.

2. Οι αρμόδιες αρχές δίδουν έγκριση για τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας μόνον εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 49, εφόσον οι τεχνικές προϋποθέσεις για την εκκαθάριση των συναλλαγών, βάσει των όρων των ρυθμίσεων, επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματαγορών και εφόσον οι ρυθμίσεις δεν υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της εποπτείας.

3. Εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 2, εξηγεί εγγράφως, στις άλλες αρμόδιες αρχές και στους σχετικούς κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, τις εκτιμήσεις της για τους κινδύνους. Ενημερώνει επίσης την ΕΑΚΑΑ, η οποία εκδίδει γνώμη σχετικά με το βάσιμο των εκτιμήσεων για τους κινδύνους ως αιτιολόγηση της άρνησης να εγκρίνει τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας. Η γνώμη της ΕΑΚΑΑ τίθεται στη διάθεση όλων των ενδιαφερομένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Εάν η αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ διαφέρει από την αξιολόγηση της σχετικής αρμόδιας αρχής, η εν λόγω αρχή επανεξετάζει τη θέση της, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ.

4. Έως τις 30 Ιουνίου 2012, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις, προκειμένου να καταρτίζονται συνεπείς, αποδοτικές και αποτελεσματικές αξιολογήσεις των ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Τίτλος VIΕγγραφή και εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών

Κεφάλαιο 1Όροι και διαδικασίες για την εγγραφή αρχείου καταγραφής συναλλαγών

Άρθρο 51 Εγγραφή αρχείου καταγραφής συναλλαγών

1. Τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών εγγράφονται στην ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του άρθρου 6.

2. Προκειμένου να εγγραφεί, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση και πληροί τις απαιτήσεις του τίτλου VII.

3. Η εγγραφή του αρχείου καταγραφής συναλλαγών ισχύει για ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης.

4. Το εγγεγραμμένο αρχείο καταγραφής συναλλαγών πληροί ανά πάσα στιγμή τους αρχικούς όρους εγγραφής. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους εγγραφής.

Άρθρο 52 Αίτηση εγγραφής

1. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών υποβάλλει αίτηση εγγραφής στην ΕΑΚΑΑ.

2. Η ΕΑΚΑΑ εκτιμά αν η αίτηση είναι πλήρης, εντός δέκα εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας το αρχείο καταγραφής συναλλαγών οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Η ΕΑΚΑΑ, αφού κρίνει ότι η αίτηση είναι πλήρης, αποστέλλει σχετική κοινοποίηση στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών.

3. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τις λεπτομέρειες της αίτησης εγγραφής στην ΕΑΚΑΑ, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

4. Προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 1, ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία να εγκρίνει εκτελεστικά πρότυπα για τον καθορισμό του μορφότυπου της αίτησης εγγραφής στη ΕΑΚΑΑ.

Τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω προτύπων έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 53 Εξέταση της αίτησης

1. Η ΕΑΚΑΑ, εντός σαράντα εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, εξετάζει την αίτηση εγγραφής με βάση τη συμμόρφωση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών προς τις απαιτήσεις των άρθρων 64 έως 67 και εκδίδει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση εγγραφής ή άρνησης εγγραφής.

2. Η απόφαση που εκδίδεται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 1 παράγει αποτελέσματα την πέμπτη εργάσιμη μέρα από την έκδοσή της.

Άρθρο 54 Κοινοποίηση της απόφασης

1. Όταν η ΕΑΚΑΑ εκδώσει απόφαση εγγραφής, άρνησης εγγραφής ή ανάκλησης εγγραφής, την κοινοποιεί στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών, εντός 5 εργασίμων ημερών, συνοδευόμενη από πλήρη αιτιολόγηση της απόφασής της.

2. Η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί στην Επιτροπή κάθε απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρχείων καταγραφής συναλλαγών που έχουν εγγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται εντός 5 εργασίμων ημερών από την έκδοση απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 55 Πρόστιμα

1. Κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, η Επιτροπή μπορεί, με απόφαση, να επιβάλει πρόστιμο σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών, εάν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει παραβιάσει το άρθρο 63 παράγραφος 1, τα άρθρα 64, 65 και 66 και το άρθρο 67 παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος κανονισμού.

2. Τα πρόστιμα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αποτρεπτικά και αναλογικά προς τη φύση και τη σοβαρότητα της παράβασης, τη διάρκεια της παράβασης και την οικονομική δυνατότητα του σχετικού αρχείου καταγραφής συναλλαγών. Το ύψος του προστίμου δεν υπερβαίνει το 20% του ετήσιου εισοδήματος ή κύκλου εργασιών του αρχείου καταγραφής συναλλαγών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

3. Παρά την παράγραφο 2, εάν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει αποκομίσει, άμεσα ή έμμεσα, ποσοτικοποιήσιμο οικονομικό όφελος από την παράβαση, το ύψος του προστίμου πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο προς το όφελος αυτό.

4. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αφορούν:

α) λεπτομερή κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου·

β) τις διαδικασίες για έρευνες, συναφή μέτρα και υποβολή εκθέσεων, καθώς και διαδικαστικούς κανόνες για τη λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με τα δικαιώματα υπεράσπισης, την πρόσβαση στον φάκελο, τη νομική εκπροσώπηση, την εμπιστευτικότητα και προσωρινές διατάξεις, καθώς και την ποσοτικοποίηση και την είσπραξη των προστίμων.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Άρθρο 56 Περιοδικές χρηματικές ποινές

1. Κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, η Επιτροπή μπορεί, με απόφαση, να επιβάλει περιοδικές χρηματικές ποινές σε κάθε πρόσωπο που απασχολείται σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών ή για λογαριασμό του ή που συνδέεται με αυτό, προκειμένου να το υποχρεώσει:

α) να τερματίσει κάποια παράβαση·

β) να παράσχει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες, τις οποίες έχει ζητήσει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 2·

γ) να υποβληθεί σε έρευνα και ειδικότερα να παρέχει πλήρη αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή οιοδήποτε άλλο απαιτούμενο υλικό, καθώς και να συμπληρώσει και να διορθώσει άλλες πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια έρευνας που έχει κινηθεί από την ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 2·

δ) να υποβληθεί σε επιτόπια επιθεώρηση που έχει διαταχθεί από την ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 2.

2. Οι προβλεπόμενες περιοδικές χρηματικές ποινές είναι αποτελεσματικές και αναλογικές. Το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης. Δεν υπερβαίνει το 5% του μέσου όρου του ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση.

Άρθρο 57 Ακρόαση των ενδιαφερόμενων προσώπων

1. Πριν από τη λήψη απόφασης για επιβολή προστίμου ή περιοδικής χρηματικής ποινής όπως προβλέπεται στα άρθρα 55 και 56, η Επιτροπή παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής.

Η Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνον στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

2. Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των ενδιαφερόμενων προσώπων.

Τα εν λόγω πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες και τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης της Επιτροπής.

Άρθρο 58 Διατάξεις κοινές για πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές

1. Η Επιτροπή κοινοποιεί δημοσίως κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56.

2. Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56 είναι διοικητικής φύσεως.

Άρθρο 59 Επανεξέταση από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να επαυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί.

Άρθρο 60 Ανάκληση εγγραφής

1. Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή αρχείου καταγραφής συναλλαγών σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραιτείται ρητά από την εγγραφή ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες κατά τους προηγούμενους έξι μήνες·

β) το αρχείο καταγραφής συναλλαγών επέτυχε την εγγραφή βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ) το αρχείο καταγραφής συναλλαγών δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων έγινε δεκτή η εγγραφή του·

δ) το αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει διαπράξει σοβαρές ή επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

2. Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του και ασκεί τις δραστηριότητές του το αρχείο καταγραφής συναλλαγών και η οποία κρίνει ότι πληρούται ένας από τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να εξετάσει αν πληρούνται οι όροι για ανάκληση της εγγραφής. Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ αποφασίσει να μην ανακαλέσει την εγγραφή του αρχείου καταγραφής συναλλαγών, αιτιολογεί πλήρως την απόφασή της.

Άρθρο 61 Εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών

1. Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί την εφαρμογή των άρθρων 64 έως 67.

2. Για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 51 έως 60, 62 και 63, η ΕΑΚΑΑ διαθέτει τις ακόλουθες εξουσίες:

α) να έχει πρόσβαση σε οιοδήποτε έγγραφο οιασδήποτε μορφής και να λαμβάνει το έγγραφο ή αντίγραφο αυτού·

β) να ζητεί πληροφορίες από οιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλεί και να ανακρίνει οιοδήποτε πρόσωπο για τη συγκέντρωση πληροφοριών·

γ) να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, με ή χωρίς προειδοποίηση·

δ) να ζητεί αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διαβίβασης δεδομένων.

Κεφάλαιο 2Σχέσεις με τρίτες χώρες

Άρθρο 62 Διεθνείς συμφωνίες

Η Επιτροπή υποβάλλει, ενδεχομένως, προτάσεις στο Συμβούλιο για τη διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες όσον αφορά την αμοιβαία πρόσβαση σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που είναι καταγεγραμμένες σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες, καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών για τις εν λόγω συμβάσεις, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 63 Ισοδυναμία και αναγνώριση

1. Αρχείο καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα δύναται να παρέχει τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητές του σε οντότητες εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τους σκοπούς του άρθρου 6, μόνον εάν το εν λόγω αρχείο καταγραφής συναλλαγών είναι αναγνωρισμένο από την ΕΑΚΑΑ.

2. Η ΕΑΚΑΑ αναγνωρίζει αρχείο καταγραφής συναλλαγών από τρίτη χώρα, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) το αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει λάβει άδεια λειτουργίας και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία σε αυτή την τρίτη χώρα·

β) η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3·

γ) η Ένωση έχει συνάψει διεθνή συμφωνία με αυτή την τρίτη χώρα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 62·

δ) έχουν καθιερωθεί ρυθμίσεις συνεργασίας, σύμφωνα με την παράγραφο 4, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρχές της Ένωσης διαθέτουν άμεση και συνεχή πρόσβαση σε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

3. Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 69 παράγραφος 2, στην οποία θα αναγνωρίζει ότι οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε αυτή την τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και ότι τα εν λόγω αρχεία καταγραφής συναλλαγών υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή σε αυτή την τρίτη χώρα, επί συνεχούς βάσεως.

4. Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο έχει κριθεί ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 3. Με τις εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας διασφαλίζεται ότι οι αρχές της Ένωσης διαθέτουν άμεση και συνεχή πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι εν λόγω ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α) τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, κάθε άλλης αρχής της Ένωσης που ασκεί αρμοδιότητες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και των αρμοδίων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών·

β) τις διαδικασίες συντονισμού των εποπτικών δραστηριοτήτων.

Τίτλος VIIΑπαιτήσεις για αρχεία καταγραφής συναλλαγών

Άρθρο 64 Γενικές απαιτήσεις

1. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, που εμποδίζουν τη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών.

2. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες, επαρκείς για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωσή του, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του, με όλες τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διατηρεί και εφαρμόζει κατάλληλη οργανωτική δομή, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια και η εύτακτη λειτουργία του αρχείου καταγραφής συναλλαγών κατά την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του. Χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες.

4. Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και τα μέλη του συμβουλίου του αρχείου καταγραφής συναλλαγών διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών.

5. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών προβλέπει αντικειμενικές προϋποθέσεις πρόσβασης και συμμετοχής, χωρίς διακρίσεις, οι οποίες δημοσιοποιούνται. Κριτήρια που περιορίζουν την πρόσβαση επιτρέπονται μόνον στον βαθμό που αποσκοπούν στον έλεγχο του κινδύνου για τα δεδομένα τα οποία διατηρεί το αρχείο καταγραφής συναλλαγών.

6. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών δημοσιοποιεί τις σχετικές τιμές και τέλη για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Δημοσιοποιεί τις τιμές και τα τέλη των επιμέρους παρεχόμενων υπηρεσιών και λειτουργιών χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων. Επιτρέπει, για τις αναφέρουσες οντότητες, χωριστή πρόσβαση στις διάφορες υπηρεσίες. Οι τιμές και τα τέλη που χρεώνονται από το αρχείο καταγραφής συναλλαγών αποτελούν συνάρτηση του κόστους.

Άρθρο 65 Αξιοπιστία λειτουργίας

1. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών εντοπίζει πηγές λειτουργικού κινδύνου και τις ελαχιστοποιεί, με την ανάπτυξη κατάλληλων συστημάτων, ελέγχων και διαδικασιών. Τα συστήματα αυτά είναι αξιόπιστα και ασφαλή, και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα για τον χειρισμό των λαμβανομένων πληροφοριών.

2. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, με σκοπό να διασφαλίσει τη διάσωση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αρχείου καταγραφής συναλλαγών. Το σχέδιο αυτό προβλέπει τουλάχιστον την εγκατάσταση μέσων εφεδρικού αρχείου.

Άρθρο 66 Διαφύλαξη και καταγραφή

1. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα και την προστασία των πληροφοριών που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 6.

2. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών καταγράφει πάραυτα τις πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει δυνάμει του άρθρου 6 και τις διατηρεί τουλάχιστον επί δεκαετία από τη λήξη των σχετικών συμβάσεων. Χρησιμοποιεί ταχείες και αποδοτικές διαδικασίες τήρησης αρχείου για την τεκμηρίωση των αλλαγών στις καταγεγραμμένες πληροφορίες.

3. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών υπολογίζει τις θέσεις ανά κατηγορία παραγώγων και ανά αναφέρουσα οντότητα, με βάση τις λεπτομέρειες των συμβάσεων παραγώγων οι οποίες αναφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 6.

4. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών επιτρέπει, ανά πάσα στιγμή, στα μέρη μιας σύμβασης να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούν τη σύμβαση και να τις διορθώνουν.

5. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών που διατηρούνται στα συστήματά του, και αποφεύγει τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που καταγράφονται σε ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών δεν χρησιμοποιούνται για εμπορική χρήση από κανένα άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης με το αρχείο καταγραφής συναλλαγών.

Άρθρο 67 Διαφάνεια και διαθεσιμότητα των δεδομένων

1. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών δημοσιεύει συνολικές θέσεις ανά κατηγορία παραγώγων για τις συμβάσεις οι οποίες του αναφέρονται.

2. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση των ακόλουθων οντοτήτων:

α) της ΕΑΚΑΑ·

β) των αρμοδίων αρχών που ασκούν την εποπτεία των επιχειρήσεων που υπόκεινται στην υποχρέωση αναφοράς δυνάμει του άρθρου 6·

γ) της αρμόδιας αρχής που ασκεί την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν πρόσβαση στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών·

δ) των σχετικών κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ.

3. Η ΕΑΚΑΑ ανταλλάσσει με τις άλλες σχετικές αρχές τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

4. Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία κατ’ εξουσιοδότηση, προκειμένου να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που να διευκρινίζουν τις λεπτομέρειες των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα [7 έως 7δ] του κανονισμού …/… [κανονισμός ΕΑΚΑΑ].

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια των εν λόγω κανονιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2012.

Τίτλος VIIIΜεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 68 Εκθέσεις και επανεξέταση

1. Το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή επανεξετάζει τις θεσμικές και εποπτικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στον τίτλο III, και ιδίως τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ, συντάσσει δε σχετική έκθεση. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

Έως την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή, σε συντονισμό με την ΕΑΚΑΑ και τις σχετικές τομεακές αρχές, αξιολογεί τη συστημική σημασία των συναλλαγών των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα.

2. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει εκθέσεις στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, που προβλέπεται στον τίτλο II, και σχετικά με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας, που προβλέπονται στον τίτλο V, σε άλλες συναλλαγές σε κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων πλην των κινητών αξιών και των μέσων χρηματαγοράς.

Οι εν λόγω εκθέσεις διαβιβάζονται στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014.

3. Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και την ΕΑΚΑΑ, και αφού ζητήσει αξιολόγηση από το ΕΣΚΤ, καταρτίζει ετήσια έκθεση, όπου αξιολογεί τους πιθανούς συστημικούς κινδύνους και τις συνέπειες στο κόστος από τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.

Η έκθεση επικεντρώνεται τουλάχιστον στον αριθμό και την πολυπλοκότητα των εν λόγω ρυθμίσεων, καθώς και στην επάρκεια των συστημάτων και των μοντέλων διαχείρισης κινδύνου. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

Το ΕΣΚΤ παρέχει στην Επιτροπή την αξιολόγησή του σχετικά με τους πιθανούς συστημικούς κινδύνους και τις συνέπειες στο κόστος από τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.

Άρθρο 69 Διαδικασία επιτροπής

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής[37].

2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται τρίμηνη.

Άρθρο 70 Τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ

Στο άρθρο 9 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν διαχειριστής συστήματος έχει παράσχει ασφάλεια σε άλλον διαχειριστή συστήματος σε συνάρτηση με διαλειτουργικό σύστημα, τα δικαιώματα του παρέχοντος διαχειριστή συστήματος επί της εν λόγω ασφάλειας δεν θίγονται από διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι του λαμβάνοντος διαχειριστή συστήματος.»

Άρθρο 71 Μεταβατικές διατάξεις

1. Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ο οποίος έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος εγκατάστασής του για την παροχή υπηρεσιών, πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, ζητεί άδεια για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού το αργότερο εντός [ 2 ετών από την έναρξη ισχύος του ].

2. Συμβάσεις παραγώγων που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία εγγραφής ενός αρχείου καταγραφής συναλλαγών για το συγκεκριμένο είδος σύμβασης αναφέρονται στο εν λόγω αρχείο καταγραφής συναλλαγών εντός 120 ημερών από την ημερομηνία εγγραφής του εν λόγω αρχείου καταγραφής συναλλαγών στην ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 72 Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

[…],

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

[1] COM(2009) 114.http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2009:0114:FIN:EN:PDF.

[2] «Διασφάλιση αποδοτικών, ασφαλών και υγιών αγορών παραγώγων προϊόντων», COM(2009) 332. Το έγγραφο είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2009:0332:FIN:EN:PDF.

[3] Η ανακοίνωση συνοδεύεται από έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, το οποίο περιέχει μια γενική εικόνα i) των αγορών παραγώγων και ii) των τμημάτων της αγοράς εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, καθώς και εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των σημερινών μέτρων για τη μείωση των κινδύνων, ιδίως όσον αφορά τις συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου (CDS). Το έγγραφο είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/internal_market/docs/derivatives/report_en.pdf.

[4] «Διασφάλιση αποδοτικών, ασφαλών και υγιών αγορών παραγώγων προϊόντων: Μελλοντικές δράσεις πολιτικής» - COM(2009) 563. Είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2009:0563:FIN:EN:PDF.

[5] http://www.g20.org/Documents/pittsburgh_summit_leaders_statement_250909.pdf.

[6] Η επιστολή ανάληψης δέσμευσης και ο κατάλογος υπογραφόντων την επιστολή βρίσκονται στον δικτυακό τόπο της ΓΔ MARKT: http://ec.europa.eu/internal_market/financial-markets/derivatives/index_en.htm#cds.

[7] Πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών και Αγορών Κινητών Αξιών, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, αντιστοίχως.

[8] Autorité des marchés financiers, Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht και Financial Services Authority, αντιστοίχως.

[9] Committee on Payment and Settlement Systems και International Organisation of Securities Commissions, αντιστοίχως.

[10] Commodity Futures Trading Commission και Securities and Exchange Commission, αντιστοίχως.

[11] http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/2009/derivatives_en.htm.

[12] http://circa.europa.eu/Public/irc/markt/markt_consultations/library?l=/financial_services/derivatives_ derivatives&vm=detailed&sb=Title.

[13] http://ec.europa.eu/internal_market/consultations/docs/2009/derivatives/summaryderivcons_en.pdf.

[14] Οι μαγνητοσκοπήσεις και τα έγγραφα της διάσκεψης είναι διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο της ΓΔ MARKT: http://ec.europa.eu/internal_market/financial-markets/derivatives/index_en.htm#conference.

[15] Οι μη εμπιστευτικές απαντήσεις βρίσκονται στην ακόλουθη διεύθυνση:http://circa.europa.eu/Public/irc/markt/markt_consultations/library?l=/financial_services/credit_agencies&vm=detailed&sb=Title.

[16] Η έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/internal_market/financial-markets/index_en.htm.

[17] ΕΕ C της …, σ. ….

[18] «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» - COM(2009) 114.

[19] «Διασφάλιση αποδοτικών, ασφαλών και υγιών αγορών παραγώγων προϊόντων» - COM(2009) 332.

[20] «Διασφάλιση αποδοτικών, ασφαλών και υγιών αγορών παραγώγων προϊόντων: Μελλοντικές δράσεις πολιτικής» - COM(2009) 563.

[21] ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

[22] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[23] ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1.

[24] ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32.

[25] ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10.

[26] ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

[27] ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45.

[28] http://ec.europa.eu/internal_market/financial-markets/docs/code/code_en.pdf.

[29] ΕΕ L 281 της 23.1.1995, σ. 31.

[30] Committee on Payment and Settlement Systems (CPSS) των κεντρικών τραπεζών των χωρών της Ομάδας των Δέκα και Technical Committee of the International Organization of Securities Commissions.

[31] Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών.

[32] ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

[33] ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

[34] ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1.

[35] ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

[36] ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15.

[37] ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45.

Top