EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0648

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 30ής Ιουνίου 2016.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατία της Πολωνίας.
Παράβαση κράτους μέλους – Περιβάλλον – Πολιτική της Ένωσης στον τομέα των υδάτων – Οδηγία 2000/60/ΕΚ – Παρακολούθηση της οικολογικής και χημικής καταστάσεως των επιφανειακών υδάτων – Σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού.
Υπόθεση C-648/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2016:490

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 30ής Ιουνίου 2016 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Περιβάλλον — Πολιτική της Ένωσης στον τομέα των υδάτων — Οδηγία 2000/60/ΕΚ — Παρακολούθηση της οικολογικής και χημικής καταστάσεως των επιφανειακών υδάτων — Σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού»

Στην υπόθεση C‑648/13,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2013,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann και τον E. Manhaeve,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τον B. Majczyna, την K. Majcher και τον M. Drwięcki,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο του δέκατου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, M. Berger (εισηγήτρια) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιανουαρίου 2015,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μη μεταφέροντας πλήρως ή ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, 8, παράγραφος 1, 9, παράγραφος 2, 10, παράγραφος 3, και 11, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ 2000, L 327, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008 (ΕΕ 2008, L 81, σ. 60, στο εξής: οδηγία 2000/60), καθώς και τα σημεία 1.3, 1.3.4, 1.3.5, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας και το μέρος A, σημεία 7.2 έως 7.10, του παραρτήματος VII της ίδιας οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 24 της ίδιας ως άνω οδηγίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

2

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει στα σημεία 19, 20, 26 και 27:

«[...]

19)

“Κατάσταση υπόγειων υδάτων”: η συνολική έκφραση της κατάστασης υπογείου υδατικού συστήματος, που καθορίζεται από τις χαμηλότερες τιμές της ποσοτικής και της χημικής του κατάστασης.

20)

“Καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων”: η κατάσταση υπόγειου υδατικού συστήματος που χαρακτηρίζεται τουλάχιστον “καλή”, τόσο από ποσοτική όσο και από χημική άποψη.

[...]

26)

“Ποσοτική κατάσταση”: η έκφραση του βαθμού στον οποίο ένα σύστημα υπόγειων υδάτων επηρεάζεται από άμεσες και έμμεσες αντλήσεις.

27)

“Διαθέσιμοι πόροι υπόγειων υδάτων”: ο μακροπρόθεσμος μέσος ετήσιος ρυθμός γενικής ανατροφοδότησης ενός συστήματος υπόγειων υδάτων μείον τον μακροπρόθεσμο μέσο ετήσιο ρυθμό ροής που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων οικολογικής ποιότητας για τα συναφή επιφανειακά ύδατα οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 4, για την αποφυγή οιασδήποτε σημαντικής μείωσης της οικολογικής κατάστασης των υδάτων αυτών και για την αποφυγή οιασδήποτε σημαντικής ζημίας των συναφών χερσαίων οικοσυστημάτων.

[...]»

3

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιβαλλοντικοί στόχοι», προβλέπει τα εξής:

«1.   Προκειμένου να καταστούν λειτουργικά τα προγράμματα για τη λήψη μέτρων που καθορίζονται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού:

α)

για τα επιφανειακά ύδατα

i)

τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη της υποβάθμισης της κατάστασης όλων των συστημάτων επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

ii)

τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα των επιφανειακών υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του σημείου iii για τα τεχνητά, και ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα, με σκοπό την επίτευξη μιας καλής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

iii)

τα κράτη μέλη προστατεύουν και αναβαθμίζουν όλα τα τεχνητά, και ιδιαιτέρως τροποποιημένα υδατικά συστήματα, με σκοπό την επίτευξη καλού οικολογικού δυναμικού και καλής χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων, το αργότερο δεκαπέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

iv)

τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 8, με στόχο την προοδευτική μείωση της ρύπανσης από τις ουσίες προτεραιότητας και την παύση ή τη σταδιακή εξάλειψη των εκπομπών, των απορρίψεων και των διαρροών επικινδύνων ουσιών προτεραιότητας,

με την επιφύλαξη των σχετικών διεθνών συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 για τα ενδιαφερόμενα μέρη·

β)

για τα υπόγεια ύδατα

i)

τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να προληφθεί ή να περιορισθεί η διοχέτευση ρύπων στα υπόγεια ύδατα και να προληφθεί η υποβάθμιση της κατάστασης όλων των συστημάτων των υπόγειων υδάτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο ιʹ·

ii)

τα κράτη μέλη προστατεύουν, αναβαθμίζουν και αποκαθιστούν όλα τα συστήματα των υπόγειων υδάτων, διασφαλίζουν ισορροπία μεταξύ της άντλησης και της ανατροφοδότησης των υπόγειων υδάτων, με στόχο την επίτευξη καλής κατάστασης των υπόγειων υδάτων το αργότερο δεκαπέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος V, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παρατάσεων που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 και της εφαρμογής των παραγράφων 5, 6 και 7 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, καθώς και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο ιʹ·

iii)

τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα για την αναστροφή κάθε σημαντικής και έμμονης ανοδικής τάσης συγκέντρωσης οιουδήποτε ρύπου, η οποία οφείλεται σε ανθρώπινη δραστηριότητα προκειμένου να μειωθεί προοδευτικά η ρύπανση των υπόγειων υδάτων.

Τα μέτρα για την επίτευξη της αναστροφής της τάσης εφαρμόζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 5 του άρθρου 17, λαμβάνοντας υπόψη τα εφαρμοστέα πρότυπα που εκτίθενται στη σχετική κοινοτική νομοθεσία, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των παραγράφων 6 και 7 και την επιφύλαξη της παραγράφου 8·

γ)

για τις προστατευόμενες περιοχές

Τα κράτη μέλη συμμορφούνται με όλα τα πρότυπα και τους στόχους το αργότερο δεκαπέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εκτός αν προβλέπεται άλλως στην κοινοτική νομοθεσία σύμφωνα με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές.

2.   Εάν ένα συγκεκριμένο υδατικό σύστημα το αφορούν δύο ή περισσότεροι από τους στόχους της παραγράφου 1, εφαρμόζεται ο αυστηρότερος στόχος.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα σύστημα επιφανειακών υδάτων ως τεχνητό ή ιδιαιτέρως τροποποιημένο όταν:

α)

οι αλλαγές στα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού που είναι αναγκαίες για την επίτευξη καλής οικολογικής κατάστασης θα προκαλούσαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις:

i)

στο ευρύτερο περιβάλλον·

ii)

στη ναυσιπλοΐα, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών εγκαταστάσεων, ή στην αναψυχή·

iii)

σε δραστηριότητες για τους σκοπούς των οποίων αποθηκεύεται ύδωρ, όπως η υδροδότηση, η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας ή η άρδευση·

iv)

στη ρύθμιση του ύδατος, στην προστασία από πλημμύρες, στην αποξήρανση εδαφών ή

v)

άλλες εξίσου σημαντικές ανθρώπινες δραστηριότητες για τη βιώσιμη ανάπτυξη·

β)

οι χρήσιμοι στόχοι που εξυπηρετούνται από τα τεχνητά ή τροποποιημένα χαρακτηριστικά του υδατικού συστήματος δεν μπορούν, λόγω τεχνικής αδυναμίας ή δυσανάλογου κόστους, να επιτευχθούν λογικά με άλλα μέσα τα οποία αποτελούν πολύ καλύτερη περιβαλλοντική επιλογή.

Ειδική μνεία του καθορισμού αυτού και της αιτιολόγησής του θα γίνεται στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού που επιβάλλει το άρθρο 13 και τα οποία αναθεωρούνται ανά εξαετία.

4.   Οι προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορούν να παρατείνονται για τη σταδιακή επίτευξη των στόχων για υδατικά συστήματα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υποβαθμίζεται περαιτέρω η κατάσταση του πληττόμενου υδατικού συστήματος, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα κράτη μέλη διαπιστώνουν ότι δεν είναι ευλόγως δυνατόν να επιτευχθούν όλες οι απαιτούμενες βελτιώσεις της κατάστασης του υδατικού συστήματος εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στην παράγραφο αυτή, για έναν τουλάχιστον από τους ακόλουθους λόγους:

i)

η κλίμακα των απαιτούμενων βελτιώσεων δεν είναι, για τεχνικούς λόγους, δυνατόν να επιτευχθεί παρά μόνο σε χρονικά στάδια που υπερβαίνουν το χρονοδιάγραμμα·

ii)

η ολοκλήρωση των βελτιώσεων εντός του χρονοδιαγράμματος θα ήταν δυσανάλογα δαπανηρή·

iii)

οι φυσικές συνθήκες δεν επιτρέπουν έγκαιρες βελτιώσεις στην κατάσταση του υδατικού συστήματος·

β)

η παράταση της προθεσμίας και η αντίστοιχη αιτιολογία εκτίθενται ειδικά και επεξηγούνται στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 13·

γ)

οι παρατάσεις περιορίζονται σε δύο το πολύ περαιτέρω ενημερώσεις του σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, εκτός από τις περιπτώσεις που οι φυσικές συνθήκες είναι τέτοιες ώστε οι στόχοι να μην είναι δυνατόν να επιτευχθούν εντός της περιόδου αυτής·

δ)

το σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνει περίληψη των μέτρων τα οποία απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 και τα οποία θεωρούνται αναγκαία για να φθάσουν προοδευτικά τα υδατικά συστήματα στην απαιτούμενη κατάσταση μέσα στην παραταθείσα προθεσμία, τους λόγους για οποιαδήποτε αξιοσημείωτη καθυστέρηση εφαρμογής των εν λόγω μέτρων και το αναμενόμενο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους. Στις ενημερώσεις του σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνονται μια επισκόπηση της εφαρμογής των μέτρων αυτών και μια περίληψη των τυχόν πρόσθετων μέτρων.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιδιώκουν περιβαλλοντικούς στόχους λιγότερο αυστηρούς από αυτούς που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 για συγκεκριμένα υδατικά συστήματα, όταν επηρεάζονται τόσο από ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, ή η φυσική τους κατάσταση είναι τέτοια ώστε η επίτευξη των στόχων αυτών να είναι ανέφικτη ή δυσανάλογα δαπανηρή, και εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές ανάγκες που εξυπηρετούνται από την ανθρώπινη αυτή δραστηριότητα δεν μπορούν να επιτευχθούν με άλλα μέσα τα οποία αποτελούν πολύ καλύτερη επιλογή για περιβαλλοντική πρακτική, η οποία δεν συνεπάγεται δυσανάλογο κόστος·

β)

τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν:

για τα επιφανειακά ύδατα, ότι επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό οικολογικό δυναμικό και η καλύτερη δυνατή χημική κατάσταση, δεδομένων των επιπτώσεων που δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν αποφευχθεί λόγω της φύσεως της ανθρώπινης δραστηριότητας ή της ρύπανσης,

για τα υπόγεια ύδατα, τις όσο το δυνατόν λιγότερες μεταβολές στην καλή κατάσταση των υπόγειων υδάτων, δεδομένων των επιπτώσεων που δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν αποφευχθεί λόγω της φύσεως της ανθρώπινης δραστηριότητας ή της ρύπανσης·

γ)

δεν σημειώνεται περαιτέρω υποβάθμιση της κατάστασης του πληγέντος υδατικού συστήματος·

δ)

η καθιέρωση λιγότερο αυστηρών περιβαλλοντικών στόχων και η αντίστοιχη αιτιολογία εκτίθενται ειδικά στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού που επιβάλλει το άρθρο 13, οι δε στόχοι αυτοί αναθεωρούνται ανά εξαετία.

6.   Προσωρινή υποβάθμιση της κατάστασης των υδατικών συστημάτων δεν συνιστά παράβαση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας εάν οφείλεται σε περιστάσεις που απορρέουν από φυσικά αίτια ή από ανωτέρα βία και είναι εξαιρετικές ή δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν προβλεφθεί, ιδίως ακραίες πλημμύρες και παρατεταμένες ξηρασίες, ή εάν οφείλεται σε περιστάσεις λόγω ατυχημάτων οι οποίες δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν προβλεφθεί, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

λαμβάνονται όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για να προληφθεί η περαιτέρω υποβάθμιση της κατάστασης και για να μην υπονομευθεί η επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας σε άλλα υδατικά συστήματα που δεν θίγονται από τις περιστάσεις αυτές·

β)

το σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού αναφέρει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να κηρύσσονται οι απρόβλεπτες ή εξαιρετικές αυτές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης των κατάλληλων δεικτών·

γ)

τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται στις εξαιρετικές αυτές περιστάσεις περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα μέτρων και δεν θα υπονομεύσουν την αποκατάσταση της ποιότητας του υδατικού συστήματος μετά τη λήξη των περιστάσεων·

δ)

οι επιπτώσεις των εξαιρετικών περιστάσεων ή των περιστάσεων που δεν θα μπορούσαν ευλόγως να έχουν προβλεφθεί επισκοπούνται ετησίως και, με την επιφύλαξη των λόγων που εκτίθενται στην παράγραφο 4, στοιχείο αʹ, έχουν ληφθεί όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για την ευλόγως ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση του υδατικού συστήματος στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από τις επιπτώσεις των περιστάσεων αυτών και

ε)

η επόμενη ενημέρωση του σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνει περίληψη των συνεπειών των περιστάσεων και των μέτρων που ελήφθησαν ή θα ληφθούν σύμφωνα με τα στοιχεία αʹ και δʹ.

7.   Τα κράτη μέλη δεν παραβιάζουν την παρούσα οδηγία εφόσον:

η αδυναμία επίτευξης καλής κατάστασης των υπόγειων υδάτων, καλής οικολογικής κατάστασης ή, κατά περίπτωση, καλού οικολογικού δυναμικού ή πρόληψης της υποβάθμισης της κατάστασης ενός συστήματος επιφανειακών ή υπόγειων υδάτων, οφείλεται σε νέες τροποποιήσεις των φυσικών χαρακτηριστικών του συστήματος επιφανειακών υδάτων ή σε μεταβολές της στάθμης των συστημάτων υπόγειων υδάτων ή

η αδυναμία πρόληψης της υποβάθμισης από την άριστη στην καλή κατάσταση ενός συστήματος επιφανειακών υδάτων είναι αποτέλεσμα νέων ανθρώπινων δραστηριοτήτων βιώσιμης ανάπτυξης

και εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

λαμβάνονται όλα τα πρακτικώς εφικτά μέτρα για τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων στην κατάσταση του υδατικού συστήματος·

β)

η αιτιολογία των τροποποιήσεων ή των μεταβολών εκτίθεται ειδικά στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού που επιβάλλει το άρθρο 13, οι δε στόχοι αναθεωρούνται ανά εξαετία·

γ)

οι λόγοι για τις τροποποιήσεις ή τις μεταβολές αυτές υπαγορεύονται επιτακτικά από το δημόσιο συμφέρον ή/και τα οφέλη για το περιβάλλον και την κοινωνία από την επίτευξη των στόχων που εξαγγέλλονται στην παράγραφο 1 υπερκαλύπτονται από τα οφέλη των νέων τροποποιήσεων ή μεταβολών για την υγεία των ανθρώπων, για τη διαφύλαξη της ασφάλειάς τους ή για τη βιώσιμη ανάπτυξη και

δ)

οι ευεργετικοί στόχοι τους οποίους εξυπηρετούν αυτές οι τροποποιήσεις ή μεταβολές των υδάτινων συστημάτων δεν μπορούν για τεχνικούς λόγους ή λόγω υπέρμετρου κόστους, να επιτευχθούν με άλλα μέσα που συνιστούν πολύ καλύτερη περιβαλλοντική επιλογή.

8.   Κατά την εφαρμογή των παραγράφων 3, 4, 5, 6 και 7 τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή να μην αποκλείει μονίμως ή να μην υπονομεύει την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας σε άλλα υδατικά συστήματα της ίδιας περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού και να συμβαδίζει με την εφαρμογή άλλων κοινοτικών περιβαλλοντικών νομοθετημάτων.

9.   Πρέπει να ληφθούν μέτρα για να διασφαλισθεί ότι η εφαρμογή των νέων διατάξεων, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των παραγράφων 3, 4, 5, 6 και 7 εγγυάται τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο προστασίας με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία.»

4

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρακολούθηση της κατάστασης των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων και των προστατευόμενων περιοχών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την κατάρτιση προγραμμάτων για την παρακολούθηση της κατάστασης των υδάτων, ώστε να υπάρχει συνεκτική και συνολική εικόνα της κατάστασης των υδάτων σε κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού:

για τα επιφανειακά ύδατα, τα προγράμματα καλύπτουν:

i)

τον όγκο και τη στάθμη ή το ρυθμό ροής στο μέτρο που αφορά την οικολογική και τη χημική τους κατάσταση και το οικολογικό τους δυναμικό·

ii)

την οικολογική και τη χημική τους κατάσταση και το οικολογικό τους δυναμικό,

για τα υπόγεια ύδατα, τα προγράμματα καλύπτουν την παρακολούθηση της χημικής και της ποσοτικής τους κατάστασης,

για τις προστατευόμενες περιοχές, τα προγράμματα συμπληρώνονται με τις προδιαγραφές που περιέχονται στην κοινοτική νομοθεσία με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές.»

5

Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/60 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την αρχή της ανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ανάλυση που διεξάγεται σύμφωνα με το παράρτημα III, και ειδικότερα σύμφωνα με την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”.

Μέχρι το 2010, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν:

ότι οι πολιτικές τιμολόγησης του ύδατος παρέχουν κατάλληλα κίνητρα στους χρήστες για να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους υδάτινους πόρους και, κατά συνέπεια, συμβάλλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της παρούσας οδηγίας,

κατάλληλη συμβολή των διαφόρων χρήσεων ύδατος, διακρινόμενων, τουλάχιστον, σε βιομηχανία, νοικοκυριά και γεωργία, στην ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, βάσει της οικονομικής ανάλυσης που διενεργείται σύμφωνα με το παράρτημα III και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”.

Τα κράτη μέλη μπορούν εν προκειμένω να συνεκτιμούν τα κοινωνικά, τα περιβαλλοντικά και τα οικονομικά αποτελέσματα της ανάκτησης, καθώς και τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες της οικείας περιοχής ή περιοχών.

2.   Τα κράτη μέλη αναφέρουν, στα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, τις προγραμματιζόμενες ενέργειες για την εφαρμογή της παραγράφου 1 οι οποίες θα συμβάλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της παρούσας οδηγίας, καθώς και τη συμβολή των διαφόρων χρήσεων ύδατος στην ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος.»

6

Το άρθρο 10 της οδηγίας 2000/60, το οποίο τιτλοφορείται «Η συνδυασμένη προσέγγιση για σημειακές και διάχυτες πηγές», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 απορρίψεις σε επιφανειακά ύδατα ελέγχονται σύμφωνα με τη συνδυασμένη προσέγγιση που εκτίθεται στο παρόν άρθρο.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την καθιέρωση ή/και εφαρμογή:

α)

των ελέγχων εκπομπών βάσει των καλύτερων διαθέσιμων τεχνικών, ή

β)

των σχετικών οριακών τιμών εκπομπής, ή

γ)

στην περίπτωση διάχυτων επιπτώσεων, των ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των βέλτιστων περιβαλλοντικών πρακτικών,

που ορίζονται:

στην οδηγία 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης [ΕΕ 1996, L 257, σ. 26],

στην οδηγία 91/271/[ΕΟΚ] του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων [ΕΕ 1991, L 135, σ. 40],

στην οδηγία 91/676/[ΕΟΚ] του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης [ΕΕ 1991, L 375, σ. 1],

στις οδηγίες που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 της παρούσας οδηγίας,

στις οδηγίες που αναφέρονται στο παράρτημα IX,

σε οιοδήποτε άλλο σχετικό κοινοτικό νομοθέτημα,

το αργότερο δώδεκα έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, εκτός εάν ορίζεται άλλως στη σχετική νομοθεσία.

3.   Όταν ένας ποιοτικός στόχος ή ένα ποιοτικό πρότυπο, είτε έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, στις οδηγίες που αναφέρονται στο παράρτημα IX, είτε σύμφωνα με οιοδήποτε άλλο κοινοτικό νομοθέτημα, απαιτεί αυστηρότερους όρους από εκείνους που θα προέκυπταν από την εφαρμογή της παραγράφου 2, καθορίζονται αναλόγως και αυστηρότεροι έλεγχοι εκπομπών.»

7

Το άρθρο 11 της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόγραμμα μέτρων», ορίζει στην παράγραφο 5 τα εξής:

«Όταν τα στοιχεία παρακολούθησης ή άλλα στοιχεία υποδεικνύουν ότι δεν είναι πιθανόν να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται δυνάμει του άρθρου 4 για το υδατικό σύστημα, το κράτος μέλος μεριμνά ώστε:

να διερευνώνται τα αίτια της πιθανής αποτυχίας,

να εξετάζονται οι σχετικές άδειες και εξουσιοδοτήσεις και να αναθεωρούνται οσάκις είναι σκόπιμο,

να αναθεωρούνται και να προσαρμόζονται τα προγράμματα παρακολούθησης οσάκις είναι σκόπιμο και

να θεσπίζονται τα πρόσθετα μέτρα που είναι αναγκαία προκειμένου να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι, συμπεριλαμβανομένης, οσάκις είναι σκόπιμο, της θέσπισης αυστηρότερων περιβαλλοντικών προτύπων, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο παράρτημα V.

Όταν τα αίτια αυτά οφείλονται σε περιστάσεις που απορρέουν από φυσικά αίτια ή από ανωτέρα βία και είναι εξαιρετικές ή δεν μπορούσαν ευλόγως να έχουν προβλεφθεί, ιδίως ακραίες πλημμύρες και παρατεταμένες ξηρασίες, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει ότι η εφαρμογή πρόσθετων μέτρων είναι ανέφικτη, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 6.»

8

Τα σημεία 1.3, 1.3.4, 1.3.5, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60 ορίζουν τα εξής:

«1.3. Παρακολούθηση της οικολογικής και χημικής κατάστασης των επιφανειακών υδάτων

Το δίκτυο παρακολούθησης των επιφανειακών υδάτων καθορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 8. Το δίκτυο παρακολούθησης σχεδιάζεται έτσι ώστε να παρέχει μια συνεκτική και συνολική εποπτεία της οικολογικής και χημικής κατάστασης σε κάθε λεκάνη απορροής ποταμού και επιτρέπει την ταξινόμηση των υδατικών συστημάτων σε πέντε κατηγορίες που αντιστοιχούν στους κανονιστικούς ορισμούς του σημείου 1.2. Τα κράτη μέλη παρέχουν έναν ή περισσότερους χάρτες, στους οποίους φαίνεται το δίκτυο παρακολούθησης των επιφανειακών υδάτων στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.

Με βάση τον χαρακτηρισμό και την εκτίμηση των επιπτώσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα II, τα κράτη μέλη, για κάθε περίοδο εφαρμογής ενός σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, καταρτίζουν ένα πρόγραμμα εποπτικής παρακολούθησης και ένα πρόγραμμα επιχειρησιακής παρακολούθησης. Μπορεί επίσης να χρειαστεί σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη να καταρτίσουν και προγράμματα διερευνητικής παρακολούθησης.

Τα κράτη μέλη παρακολουθούν τις παραμέτρους που είναι ενδεικτικές της κατάστασης κάθε σχετικού ποιοτικού στοιχείου. Κατά την επιλογή παραμέτρων για στοιχεία βιολογικής ποιότητας, τα κράτη μέλη εντοπίζουν το κατάλληλο ταξινομικό επίπεδο που απαιτείται για να επιτευχθεί η δέουσα πιστότητα και ακρίβεια στην ταξινόμηση των ποιοτικών στοιχείων. Στο σχέδιο παρέχονται εκτιμήσεις για το βαθμό πιστότητας και ακρίβειας των παρεχόμενων από τα προγράμματα παρακολούθησης αποτελεσμάτων.

[...]

1.3.4. Συχνότητα της παρακολούθησης

Για την περίοδο της εποπτικής παρακολούθησης, πρέπει να εφαρμόζονται οι ακόλουθες συχνότητες για παραμέτρους παρακολούθησης ενδεικτικές των ποιοτικών φυσικοχημικών στοιχείων, εκτός εάν δικαιολογούνται μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα με βάση τις τεχνικές γνώσεις και την κρίση των εμπειρογνωμόνων. Όσον αφορά τα ποιοτικά βιολογικά ή υδρομορφολογικά στοιχεία, διενεργείται μία τουλάχιστον παρακολούθηση στη διάρκεια της περιόδου εποπτικής παρακολούθησης.

Για την επιχειρησιακή παρακολούθηση: η συχνότητα της παρακολούθησης που απαιτείται για κάποια παράμετρο καθορίζεται από τα κράτη μέλη έτσι ώστε να παρέχει επαρκή δεδομένα για μιαν αξιόπιστη αξιολόγηση της κατάστασης του σχετικού ποιοτικού στοιχείου. Σε γενικές γραμμές, πρέπει να πραγματοποιείται παρακολούθηση κατά διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τα ακόλουθα χρονικά όρια, εκτός εάν δικαιολογούνται μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα με βάση τις τεχνικές γνώσεις και την κρίση των εμπειρογνωμόνων.

Οι συχνότητες επιλέγονται έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ένα αποδεκτό επίπεδο πιστότητας και ακρίβειας. Οι εκτιμήσεις για την πιστότητα και την ακρίβεια που επιτυγχάνονται από το χρησιμοποιούμενο σύστημα παρακολούθησης αναφέρονται στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού.

Στις επιλεγόμενες συχνότητες, λαμβάνεται υπόψη η διακύμανση των παραμέτρων λόγω φυσικών αλλά και ανθρωπογενών συνθηκών. Η χρονική στιγμή που διενεργείται η παρακολούθηση επιλέγεται έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις των εποχικών διακυμάνσεων στα αποτελέσματα, και έτσι να εξασφαλίζεται ότι τα αποτελέσματα αντικατοπτρίζουν μεταβολές στο υδατικό σύστημα που προέρχονται από μεταβολές οφειλόμενες σε ανθρωπογενή πίεση. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, διενεργείται, όπου αυτό είναι απαραίτητο, πρόσθετη παρακολούθηση σε διάφορες εποχές του ίδιου έτους.

Image

1.3.5. Πρόσθετες απαιτήσεις για την παρακολούθηση προστατευόμενων περιοχών

Τα απαιτούμενα ως ανωτέρω προγράμματα παρακολούθησης συμπληρώνονται έτσι ώστε να καλύπτουν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

Σημεία υδροληψίας πόσιμου ύδατος

Τα συστήματα επιφανειακών υδάτων που έχουν εντοπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 7 (υδροληψία πόσιμου ύδατος) και τα οποία παρέχουν άνω των 100 m3 ημερησίως κατά μέσο όρο ορίζονται ως τόποι παρακολούθησης και υπόκεινται στην εν λόγω πρόσθετη παρακολούθηση, όπως ενδεχομένως απαιτείται προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του άρθρου αυτού. Τα συστήματα αυτά παρακολουθούνται για όλες τις ουσίες προτεραιότητας που διοχετεύονται σε αυτά, καθώς και για όλες τις άλλες ουσίες που διοχετεύονται σε σημαντικές ποσότητες, οι οποίες μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην κατάσταση του υδατικού συστήματος και ελέγχονται βάσει των διατάξεων της οδηγίας για το πόσιμο ύδωρ. Η παρακολούθηση γίνεται με τις [ακόλουθες] συχνότητες:

Image

Περιοχές προστασίας οικοτόπων και ειδών

Τα υδατικά συστήματα που αποτελούν τις περιοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα επιχειρησιακής παρακολούθησης που αναφέρεται παραπάνω, εφόσον, με βάση την εκτίμηση των επιπτώσεων και την εποπτική παρακολούθηση, εντοπίζεται ότι κινδυνεύουν να μην μπορέσουν να επιτύχουν τους περιβαλλοντικούς τους στόχους βάσει του άρθρου 4. Η παρακολούθηση διενεργείται προκειμένου να εκτιμηθεί το μέγεθος και οι επιπτώσεις όλων των σχετικών σημαντικών πιέσεων στα συστήματα αυτά και, όπου αυτό χρειάζεται, προκειμένου να αξιολογηθούν οι μεταβολές στην κατάσταση των συστημάτων αυτών οι οποίες οφείλονται στα προγράμματα μέτρων. Η παρακολούθηση συνεχίζεται μέχρις ότου οι περιοχές καλύψουν τις σχετικές με τα ύδατα απαιτήσεις της νομοθεσίας βάσει της οποίας έχουν οριστεί και ανταποκριθούν στους στόχους τους βάσει του άρθρου 4.

[...]

1.4. Ταξινόμηση και παρουσίαση της οικολογικής κατάστασης

1.4.1. Συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων βιολογικής παρακολούθησης

i)

Τα κράτη μέλη καταρτίζουν συστήματα παρακολούθησης προκειμένου να εκτιμήσουν τις τιμές των ποιοτικών βιολογικών στοιχείων που ορίζονται για κάθε κατηγορία επιφανειακών υδάτων ή για ιδιαίτερα τροποποιημένα και τεχνητά συστήματα επιφανειακών υδάτων. Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που περιγράφεται παρακάτω σε ιδιαίτερα τροποποιημένα ή τεχνητά υδατικά συστήματα, οι αναφορές στην οικολογική κατάσταση πρέπει να θεωρούνται ως αναφορές στο οικολογικό δυναμικό. Τα συστήματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιούν ιδιαίτερα είδη ή ομάδες ειδών αντιπροσωπευτικών του ποιοτικού στοιχείου στο σύνολό του.

ii)

Για να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα αυτών των συστημάτων παρακολούθησης, τα αποτελέσματα των συστημάτων που εφαρμόζει κάθε κράτος μέλος εκφράζονται ως λόγοι οικολογικής ποιότητας για τους σκοπούς της ταξινόμησης της οικολογικής κατάστασης. Οι λόγοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τη σχέση μεταξύ των τιμών των βιολογικών παραμέτρων που έχουν παρατηρηθεί σε ένα δεδομένο σύστημα επιφανειακών υδάτων και των τιμών των παραμέτρων αυτών στις συνθήκες αναφοράς που εφαρμόζονται στο εν λόγω σύστημα. Ο λόγος εκφράζεται ως αριθμητική τιμή μεταξύ του μηδενός και του ενός, όπου η υψηλή οικολογική κατάσταση δηλώνεται με τιμές γύρω στο ένα και η κακή οικολογική κατάσταση με τιμές γύρω στο μηδέν.

iii)

Κάθε κράτος μέλος, στο σύστημα παρακολούθησης που εφαρμόζει, διαιρεί την κλίμακα λόγων οικολογικής ποιότητας για κάθε κατηγορία επιφανειακών υδάτων σε πέντε κλάσεις που κυμαίνονται από υψηλή έως κακή οικολογική κατάσταση, όπως ορίζεται στο σημείο 1.2, αποδίδοντας μια αριθμητική τιμή σε κάθε όριο μεταξύ διαδοχικών κλάσεων. Η τιμή του ορίου μεταξύ των κλάσεων της υψηλής και της καλής κατάστασης, καθώς και η τιμή του ορίου μεταξύ της καλής και της μέτριας καθορίζονται με την εφαρμογή της διαβαθμονόμησης που περιγράφεται παρακάτω.

iv)

Η Επιτροπή διευκολύνει τη διαβαθμονόμηση αυτή προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα εν λόγω όρια των κλάσεων προσδιορίζονται σύμφωνα με τους κανονιστικούς ορισμούς του σημείου 1.2 και είναι συγκρίσιμα στα διάφορα κράτη μέλη.

v)

Στο πλαίσιο της εν λόγω διαβαθμονόμησης, η Επιτροπή διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών με στόχο τον εντοπισμό, σε κάθε οικοπεριοχή της Κοινότητας, ενός συνόλου τόπων· οι τόποι αυτοί θα αποτελέσουν ένα διαβαθμονομικό δίκτυο. Το δίκτυο αποτελείται από τόπους που επιλέγονται από διάφορους τύπους συστημάτων επιφανειακών υδάτων που απαντούν σε κάθε οικοπεριοχή. Σε κάθε επιλεγόμενο τύπο συστήματος επιφανειακών υδάτων, το δίκτυο αποτελείται από δύο τουλάχιστον τόπους που αντιστοιχούν στο όριο μεταξύ των κανονιστικών ορισμών της υψηλής και της καλής κατάστασης, και από δύο τουλάχιστον τόπους που αντιστοιχούν στο όριο μεταξύ των κανονιστικών ορισμών της καλής και της μέτριας κατάστασης. Οι τόποι επιλέγονται κατά την κρίση εμπειρογνωμόνων, η οποία βασίζεται σε κοινές επιθεωρήσεις και κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία.

vi)

Το σύστημα παρακολούθησης κάθε κράτους μέλους εφαρμόζεται σε τόπους του δικτύου διαβαθμονόμησης, οι οποίοι ευρίσκονται στην οικοπεριοχή αλλά και ανήκουν σε τύπο συστήματος επιφανειακών υδάτων στον οποίο θα εφαρμοστεί στο σύστημα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής αυτής χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των αριθμητικών τιμών για τα αντίστοιχα όρια κλάσης στο σύστημα παρακολούθησης κάθε κράτους μέλους.

vii)

Η Επιτροπή ετοιμάζει σχέδιο πίνακα των τόπων που πρόκειται να αποτελέσουν το διαβαθμονομικό δίκτυο. Ο τελικός πίνακας των τόπων καταρτίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21, παράγραφος 2.

viii)

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ολοκληρώνουν τη διαδικασία της διαβαθμονόμησης εντός δεκαοκτώ μηνών από την ημερομηνία της δημοσίευσης του οριστικοποιημένου πίνακα.

ix)

Τα αποτελέσματα της διαβαθμονόμησης και οι τιμές που καθορίζονται για τις ταξινομήσεις των συστημάτων παρακολούθησης των κρατών μελών, σύμφωνα με τα σημεία i έως viii, και αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας δια της συμπληρώσεώς της, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21, παράγραφος 3, και δημοσιεύονται εντός έξι μηνών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας της διαβαθμονόμησης.

1.4.2. Παρουσίαση των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης και ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης και του οικολογικού δυναμικού

i)

Για τις κατηγορίες επιφανειακών υδάτων, η ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης του υδατικού συστήματος εκφράζεται με τη χαμηλότερη τιμή των αποτελεσμάτων της βιολογικής και φυσικοχημικής παρακολούθησης των σχετικών ποιοτικών στοιχείων, η οποία ταξινομείται σύμφωνα με την πρώτη στήλη του παρακάτω πίνακα. Τα κράτη μέλη παρέχουν χάρτη για κάθε περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, με την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης κάθε υδατικού συστήματος, χρησιμοποιώντας ένα χρωματικό κώδικα σύμφωνα με τη δεύτερη στήλη του παρακάτω πίνακα για να φαίνεται η ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης του υδατικού συστήματος:

Image

ii)

Για ιδιαίτερα τροποποιημένα και τεχνητά υδατικά συστήματα, η ταξινόμηση του οικολογικού δυναμικού του υδατικού συστήματος εκφράζεται με τη χαμηλότερη τιμή των αποτελεσμάτων της βιολογικής και φυσικοχημικής παρακολούθησης των σχετικών ποιοτικών στοιχείων, η οποία ταξινομείται σύμφωνα με την πρώτη στήλη του παρακάτω πίνακα. Τα κράτη μέλη παρέχουν χάρτη για κάθε Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού, με την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης κάθε υδατικού συστήματος, χρησιμοποιώντας ένα χρωματικό κώδικα, όσον αφορά τα τεχνητά υδατικά συστήματα, σύμφωνα με τη δεύτερη στήλη του παρακάτω πίνακα, και όσον αφορά τα ιδιαίτερα τροποποιημένα υδατικά συστήματα, σύμφωνα με την τρίτη στήλη του πίνακα αυτού:

Image

iii)

Τα κράτη μέλη δηλώνουν επίσης, με μια μαύρη κουκκίδα στο χάρτη, τα υδατικά συστήματα στα οποία η αδυναμία επίτευξης καλής κατάστασης ή καλού οικολογικού δυναμικού οφείλεται σε μη τήρηση ενός ή περισσότερων προτύπων περιβαλλοντικής ποιότητας, τα οποία έχουν καθοριστεί για το εν λόγω υδατικό σύστημα όσον αφορά συγκεκριμένους συνθετικούς και μη συνθετικούς ρύπους (σύμφωνα με το καθεστώς συμβατότητας που καθορίζει το κράτος μέλος).

1.4.3. Παρουσίαση των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης και ταξινόμηση της χημικής κατάστασης

Όταν ένα υδατικό σύστημα επιτυγχάνει συμβατότητα με όλα τα πρότυπα περιβαλλοντικής ποιότητας που καθορίζονται στο παράρτημα IX, στο άρθρο 16 και σε όποια άλλη σχετική κοινοτική νομοθεσία καθορίζει πρότυπα περιβαλλοντικής ποιότητας, καταγράφεται ότι επιτυγχάνει καλή χημική κατάσταση. Στην αντίθετη περίπτωση, καταγράφεται ότι το σύστημα αδυνατεί να επιτύχει καλή χημική κατάσταση.

[...]

2.4. Παρακολούθηση της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων

2.4.1. Δίκτυο παρακολούθησης των υπόγειων υδάτων

Το δίκτυο παρακολούθησης των υπόγειων υδάτων συγκροτείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 7 και 8. Το δίκτυο παρακολούθησης σχεδιάζεται έτσι ώστε να παρέχεται συνεκτική και συνολική εποπτεία της χημικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων σε κάθε λεκάνη απορροής ποταμού και να ανιχνεύεται η παρουσία μακροπρόθεσμων ανθρωπογενούς αιτίας ανοδικών τάσεων των ρύπων.

Με βάση το χαρακτηρισμό και την εκτίμηση των επιπτώσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το παράρτημα II, τα κράτη μέλη, για κάθε περίοδο εφαρμογής ενός σχεδίου διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού, καταρτίζουν πρόγραμμα εποπτικής παρακολούθησης. Τα αποτελέσματα του προγράμματος αυτού χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση προγράμματος επιχειρησιακής παρακολούθησης, το οποίο εφαρμόζεται κατά το υπόλοιπο τμήμα της περιόδου του σχεδίου.

Στο σχέδιο παρέχονται εκτιμήσεις για το βαθμό πιστότητας και ακρίβειας των παρεχόμενων από τα προγράμματα παρακολούθησης αποτελεσμάτων.

[...]»

9

Το παράρτημα VII της οδηγίας 2000/60, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού», ορίζει, στο μέρος A, σημεία 7.2 έως 7.10, τα εξής:

«Α.

Τα σχέδια διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού καλύπτουν τα ακόλουθα στοιχεία:

[...]

7.2.

Έκθεση των πρακτικών μέτρων που λαμβάνονται για την εφαρμογή της αρχής της ανάκτησης του κόστους της χρήσης ύδατος σύμφωνα με το άρθρο 9.

7.3.

Περίληψη των μέτρων που λαμβάνονται για να τηρηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 7.

7.4.

Περίληψη των ελέγχων της υδροληψίας και της κατακράτησης νερού, συμπεριλαμβανομένης αναφοράς στα μητρώα και στα στοιχεία των περιπτώσεων κατά τις οποίες παραχωρήθηκαν εξαιρέσεις δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ.

7.5.

Περίληψη των ελέγχων που διενεργούνται για τις απορρίψεις από σημειακές πηγές και άλλες δραστηριότητες οι οποίες επηρεάζουν την κατάσταση του νερού σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ και θʹ.

7.6.

Προσδιορισμός των περιπτώσεων κατά τις οποίες επετράπησαν απευθείας απορρίψεις σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο ιʹ.

7.7.

Περίληψη των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 για τις ουσίες προτεραιότητας.

7.8.

Περίληψη των μέτρων που λαμβάνονται για να προληφθούν ή να μειωθούν οι επιπτώσεις των ρυπαντικών ατυχημάτων.

7.9.

Περίληψη των μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, για υδατικά συστήματα τα οποία είναι απίθανο να επιτύχουν τους στόχους του άρθρου 4.

7.10.

Λεπτομέρειες των συμπληρωματικών μέτρων που κρίνονται αναγκαία για να τηρηθούν οι καθοριζόμενοι περιβαλλοντικοί στόχοι.

[...]»

Το πολωνικό δίκαιο

Ο νόμος περί υδάτων

10

Το άρθρο 113 του νόμου περί υδάτων της 18ης Ιουλίου 2001 (Dz. U. 2001, αριθ. 115, θέση 1229), όπως είχε στις 28 Αυγούστου 2010 (στο εξής: νόμος περί υδάτων), ορίζει τα εξής:

«[...]

4.   Το μητρώο των προστατευόμενων περιοχών περιλαμβάνει καταλόγους:

1)

των περιοχών που προορίζονται για την άντληση υδάτων προς κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε πόσιμο νερό,

2)

των περιοχών που προορίζονται για την προστασία υδρόβιων ειδών με οικονομική σημασία,

3)

των υδατικών συστημάτων που έχουν χαρακτηριστεί ως ύδατα αναψυχής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν χαρακτηριστεί ως ύδατα κολυμβήσεως,

4)

των περιοχών που είναι ευαίσθητες στον ευτροφισμό που οφείλεται σε ρύπανση αστικής προελεύσεως,

5)

των περιοχών που είναι ευάλωτες στη νιτρορρύπανση γεωργικής προελεύσεως,

6)

των περιοχών που προορίζονται για την προστασία οικοτόπων ή ειδών σύμφωνα με τον νόμο για την προστασία της φύσεως στις οποίες η διατήρηση ή η βελτίωση της καταστάσεως των υδάτων είναι σημαντική για την προστασία αυτή.

[...]»

11

Το άρθρο 113a του νόμου περί υδάτων ορίζει τα εξής:

«[...]

2.   Τα κατά την παράγραφο 1 βασικά μέτρα έχουν σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελάχιστων προϋποθέσεων και περιλαμβάνουν:

[...]

2)

ενέργειες για την εφαρμογή της αρχής της ανακτήσεως του κόστους των υπηρεσιών ύδατος,

[...]

4.   Κατά την κατάρτιση του εθνικού προγράμματος για τα ύδατα και το περιβάλλον διενεργούνται οικονομικές αναλύσεις της χρήσεως ύδατος, λαμβανομένων υπόψη της αρχής της ανακτήσεως του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, καθώς και μακροπρόθεσμων προβλέψεων για την κάλυψη των αναγκών χρήσεως υδάτινων πόρων στις περιοχές λεκάνης απορροής ποταμού.

[...]»

12

Το άρθρο 114 του νόμου περί υδάτων ορίζει τα εξής:

«1.   Τα σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού περιέχουν τα ακόλουθα στοιχεία:

1)

γενική περιγραφή των χαρακτηριστικών της περιοχής λεκάνης απορροής ποταμού, η οποία περιλαμβάνει ιδίως:

a)

κατάλογο των συστημάτων επιφανειακών υδάτων με μνεία του τύπου των συστημάτων αυτών και των καθορισμένων συνθηκών αναφοράς,

b)

κατάλογο των συστημάτων υπογείων υδάτων,

2)

περίληψη των προσδιοριζόμενων σημαντικών ανθρωπογενών πιέσεων και της αξιολογήσεως των επιπτώσεών τους στην κατάσταση των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων,

3)

καταλόγους των κατά το άρθρο 113, παράγραφος 2, σημείο 5, προστατευόμενων περιοχών με χαρτογραφική αναπαράσταση των περιοχών αυτών,

4)

χάρτη των δικτύων παρακολουθήσεως και παρουσίαση των προγραμμάτων παρακολουθήσεως,

5)

κατάλογο των περιβαλλοντικών στόχων που καθορίζονται για τα συστήματα υδάτων και τις προστατευόμενες περιοχές,

6)

περίληψη των πορισμάτων της οικονομικής αναλύσεως της χρήσεως ύδατος,

7)

περίληψη των ενεργειών που προβλέπει το εθνικό πρόγραμμα για τα ύδατα και το περιβάλλον, η οποία επικεντρώνεται στα μέσα επιτεύξεως των καθορισθέντων περιβαλλοντικών στόχων,

8)

κατάλογο των λοιπών λεπτομερέστερων προγραμμάτων και σχεδίων διαχειρίσεως για την περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού, τα οποία αφορούν επιμέρους υπολεκάνες, τομείς, προβλήματα ή τύπους υδάτων, καθώς και περίληψη του περιεχομένου τους,

9)

περίληψη των μέτρων που λαμβάνονται για την πληροφόρηση του κοινού και τη διαβούλευση με αυτό, των αποτελεσμάτων των μέτρων αυτών και των συνακόλουθων τροποποιήσεων του σχεδίου,

10)

κατάλογο των αρμοδίων αρχών για τη διαχείριση των υδάτων στη περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού,

11)

πληροφορίες σχετικά με τους όρους και τη διαδικασία για τη χορήγηση προσβάσεως στα στοιχεία στοιχείων και έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η κατάρτιση του σχεδίου και στα πληροφοριακά στοιχεία για τα προσδοκώμενα αποτελέσματα από την εφαρμογή του.

[...]

4.   Η ενημέρωση του σχεδίου διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνει, πλέον των πληροφοριών που ορίζει η παράγραφος 1, τα εξής:

1)

περίληψη των τυχόν αλλαγών ή ενημερώσεων από τη δημοσίευση του προηγούμενου σχεδίου διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού,

2)

εκτίμηση της προόδου όσον αφορά την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων, η οποία περιλαμβάνει παρουσίαση των αποτελεσμάτων της παρακολουθήσεως κατά την περίοδο του προηγούμενου σχεδίου και διευκρινίσεις για τους περιβαλλοντικούς στόχους που δεν επιτεύχθηκαν,

3)

εμπεριστατωμένη περιγραφή των τυχόν μέτρων που είχαν προβλεφθεί στο προηγούμενο σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού αλλά δεν εφαρμόστηκαν,

4)

περιγραφή των συμπληρωματικών μέτρων που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή του σχεδίου.

[...]»

13

Το άρθρο 155a του νόμου περί υδάτων ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρακολούθηση των υδάτων σκοπό έχει τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων για τις ανάγκες του σχεδιασμού της διαχειρίσεως των υδάτων και της αξιολογήσεως της υλοποιήσεως των περιβαλλοντικών στόχων.

2.   Η ανάλυση και η εκτίμηση της καταστάσεως των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων διενεργείται στο πλαίσιο της εθνικής επιθεωρήσεως του περιβάλλοντος.

3.   Ο περιφερειακός επιθεωρητής προστασίας του περιβάλλοντος διενεργεί τις αναλύσεις των επιφανειακών υδάτων όσον αφορά τις φυσικοχημικές, χημικές και βιολογικές παραμέτρους.

4.   Η εθνική υδρολογική και μετεωρολογική υπηρεσία διενεργεί τις αναλύσεις των επιφανειακών υδάτων όσον αφορά τις υδρολογικές και μορφολογικές παραμέτρους.

5.   Η εθνική υδρογεωλογική υπηρεσία αναλύει και αξιολογεί την κατάσταση των υπόγειων υδάτων όσον αφορά τις φυσικοχημικές και ποσοτικές παραμέτρους.

6.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο περιφερειακός επιθεωρητής προστασίας του περιβάλλοντος διενεργεί, κατόπιν συνεννοήσεως με την εθνική υδρογεωλογική υπηρεσία, συμπληρωματικές αναλύσεις για τις φυσικοχημικές παραμέτρους των υπόγειων υδάτων και διαβιβάζει τα αποτελέσματα των αναλύσεων αυτών, μέσω του γενικού επιθεωρητή προστασίας του περιβάλλοντος, στην εθνική υδρογεωλογική υπηρεσία.

7.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο περιφερειακός επιθεωρητής προστασίας του περιβάλλοντος διενεργεί, κατόπιν συνεννοήσεως με τον πρόεδρο της εθνικής υπηρεσίας υδάτων, επί τη βάσει των αποτελεσμάτων των κατά τις παραγράφους 3 έως 6 αναλύσεων, εξαντλητική εκτίμηση της καταστάσεως των υδάτων στην περιοχή λεκάνης απορροής ποταμού λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή σε υδάτινες ζώνες και διενεργεί τις κατά την παράγραφο 2 αναλύσεις, εάν τούτο δικαιολογείται από τις ιδιαιτερότητες των αναλύσεων.»

Ο νόμος για την προστασία του περιβάλλοντος

14

Το άρθρο 25, παράγραφος 2, του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος της 27ης Απριλίου 2001 (Dz. U. αριθ. 62, θέση 627, στο εξής: νόμος για την προστασία του περιβάλλοντος) ορίζει ότι η εκ μέρους του κράτους παρακολούθηση της καταστάσεως του περιβάλλοντος διενεργείται μέσω συστήματος μετρήσεως, αξιολογήσεως και προσδιορισμού της οικολογικής καταστάσεως και συλλογής, επεξεργασίας και διαδόσεως πληροφοριών για το περιβάλλον.

15

Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, του ως άνω νόμου η εκ μέρους του κράτους παρακολούθηση της καταστάσεως του περιβάλλοντος συμβάλλει στα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος παρέχοντας συστηματική πληροφόρηση στις διοικητικές αρχές και το κοινό σχετικά με:

«[...]

1)

την ποιότητα των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, την τήρηση των κατά τις ισχύουσες διατάξεις προτύπων ποιότητας περιβάλλοντος και των ορίων του άρθρου 3, σημείο 28, στοιχεία b και c, καθώς και σχετικά με τις περιοχές υπερβάσεως των ως άνω ορίων και προτύπων·

2)

τις μεταβολές της ποιότητας των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος και τις αιτίες των μεταβολών αυτών, συμπεριλαμβανομένης της σχέσεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εκπομπών και της καταστάσεως των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος.»

Ο νόμος για την προστασία της φύσεως

16

Κατά το άρθρο 112 του νόμου για την προστασία της φύσεως της 14ης Μαΐου 2013 (κωδικοποιημένο κείμενο του νόμου της 16ης Απριλίου 2004, Dz. U. 2013, θέση 627, στο εξής: νόμος για την προστασία της φύσεως) η εκ μέρους του κράτους παρακολούθηση της καταστάσεως του περιβάλλοντος περιλαμβάνει παρακολούθηση της καταστάσεως του περιβάλλοντος ως προς τη βιοποικιλότητα και την ποικιλομορφία του τοπίου.

17

Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η παρακολούθηση της καταστάσεως του περιβάλλοντος συνίσταται στην παρατήρηση και την εξέταση της καταστάσεως και των μεταβολών των στοιχείων που συνθέτουν τη βιοποικιλότητα και την ποικιλομορφία του τοπίου, συμπεριλαμβανομένων των τύπων φυσικών οικοτόπων και των ειδών προτεραιότητας, καθώς και στην εξέταση της αποτελεσματικότητας των μεθόδων προστασίας της φύσεως.

Η κανονιστική απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2005

18

Η κανονιστική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος της 3ης Οκτωβρίου 2005, για τις ειδικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα έγγραφα υδρολογίας και γεωτεχνικής μηχανικής (Dz. U. αριθ. 201, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2005), ορίζει, στο άρθρο 2, παράγραφοι 1, σημείο 13, και 2, τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας, νοούνται ως:

[...]

13)

διαθέσιμοι πόροι: η ποσότητα υπογείων υδάτων που μπορεί να αντληθεί σε περιοχή που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, υπό συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς και υδρολογικούς όρους, χωρίς μνεία της γεωγραφικής θέσεως ή των τεχνικών ή οικονομικών όρων αντλήσεως των υδάτων·

[...]

2.   Οι διαθέσιμοι πόροι υπόγειων υδάτων της περιοχής αναφοράς που προσδιορίζονται στα υδρογεωλογικά έγγραφα καθιστούν δυνατή:

1)

την εκτίμηση του βαθμού εκμεταλλεύσεως των πόρων υπόγειων υδάτων και της ποσότητας των διαθέσιμων αποθεμάτων ή το έλλειμμα υδάτινων πόρων στην περιοχή αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της υδάτινης ζώνης ή της υπολεκάνης·

2)

τον προσδιορισμό σημείων όπου είναι δυνατή η κατασκευή έργων μαστεύσεως υπόγειων υδάτων·

3)

την καταγραφή των πόρων στις περιοχές όπου η εκμετάλλευση είναι εντατική και επικεντρωμένη στα υπόγεια ύδατα και την εξακρίβωση των πόρων αυτών·

4)

την κατάρτιση υδροοικονομικής μελέτης για τον καθορισμό των όρων χρήσεως των υδάτων της υδάτινης ζώνης ή της υπολεκάνης.

[...]»

Η κανονιστική απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008

19

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος της 23ης Ιουλίου 2008, για τα κριτήρια και τον τρόπο εκτιμήσεως της καταστάσεως των υπόγειων υδάτων (Dz. U. αριθ. 143, θέση 896, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008), ορίζει τα εξής:

«Η ταξινόμηση της καταστάσεως των υπόγειων υδάτων ως προς τις φυσικοχημικές παραμέτρους γίνεται βάσει των εξής πέντε επιπέδων ποιότητας:

[...]

2)

Κατηγορία II – ύδατα καλής ποιότητας στα οποία:

a)

οι τιμές ορισμένων φυσικοχημικών παραμέτρων είναι υψηλές λόγω φυσικών διεργασιών που συμβαίνουν στα υπόγεια ύδατα,

b)

οι τιμές των φυσικοχημικών παραμέτρων δεν υποδεικνύουν επίδραση ανθρώπινων δραστηριοτήτων ή η υποδεικνυόμενη τέτοια επίδραση είναι ασήμαντη.

[...]»

20

Το άρθρο 8, παράγραφοι 2 έως 4, της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«2.   Η αξιολόγηση της ποσοτικής καταστάσεως των υπόγειων υδάτων γίνεται επί συγκεκριμένου ενιαίου συστήματος υπόγειων υδάτων.

[...]

3.   Η αξιολόγηση της ποσοτικής καταστάσεως των υπόγειων υδάτων γίνεται με προσδιορισμό του μεγέθους των αποθεμάτων πόρων σε ενιαία συστήματα υπόγειων υδάτων και με ερμηνεία των αποτελεσμάτων των ελέγχων της καταστάσεως του υδροφόρου ορίζοντα.

[...]

4.   Το μέγεθος των αποθεμάτων πόρων υπόγειων υδάτων καθορίζεται με σύγκριση, αφενός, της μέσης πραγματικής αντλήσεως υπόγειων υδάτων από τα σημεία υδροληψίας επί χρονικό διάστημα περισσότερων ετών, εκφραζόμενης σε m3/ημέρα, και, αφετέρου, του όγκου των αποθεμάτων υπόγειων υδάτων που είναι διαθέσιμα για διαχείριση, εκφραζόμενων σε m3/ημέρα, και τα οποία καθορίζονται επί τη βάσει των διαπιστωμένων διαθέσιμων πόρων για ευρισκόμενη σε κατάσταση ισορροπίας περιοχή, που περιλαμβάνει συγκεκριμένο ενιαίο σύστημα υπόγειων υδάτων· στην περίπτωση που το συγκεκριμένο ενιαίο σύστημα υπόγειων υδάτων δεν καλύπτεται πλήρως από την περιοχή αναφοράς για την οποία καθορίστηκαν οι διαθέσιμοι πόροι, μπορεί να γίνεται σύγκριση με βάση προβολή της εκμεταλλεύσεως των πόρων υπόγειων υδάτων, έως ότου καθοριστούν οι διαθέσιμοι πόροι για το σύστημα αυτό υδάτων.»

Η κανονιστική απόφαση της 20ής Αυγούστου 2008

21

Η κανονιστική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος της 20ής Αυγούστου 2008, για τον τρόπο ταξινομήσεως της καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων (Dz. U. αριθ. 162, θέση 1008, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 20ής Αυγούστου 2008) ορίζει, στο μέρος B, σημείο XIV, του παραρτήματος 6, τα εξής:

«Ταξινόμηση της οικολογικής καταστάσεως του συστήματος επιφανειακών υδάτων και ερμηνεία των αποτελεσμάτων της μετρήσεως των δεικτών ποιότητας νερού όσον αφορά τις φυσικοχημικές, βιολογικές και υδρομορφολογικές παραμέτρους

[...]

B.

Ερμηνεία των αποτελεσμάτων της μετρήσεως των δεικτών ποιότητας νερού όσον αφορά τις φυσικοχημικές, βιολογικές και υδρομορφολογικές παραμέτρους

[...]

XIV.

Έως ότου αναπτυχθούν μέθοδοι εκτιμήσεως της οικολογικής καταστάσεως βάσει των υδρομορφολογικών παραμέτρων, η ταξινόμηση της οικολογικής καταστάσεως των υδάτων μπορεί να γίνεται χωρίς να συνεκτιμώνται οι παράμετροι αυτές. Στην περίπτωση αυτή, η δράση 4 παραλείπεται και το σύστημα επιφανειακών υδάτων που πληροί το κριτήριο της δράσεως 3, σημείο 1, κατατάσσεται στην κατηγορία 1 της οικολογικής καταστάσεως.»

22

Το μέρος B, σημείο XV, του παραρτήματος 7 της κανονιστικής αποφάσεως της 20ής Αυγούστου 2008 ορίζει τα εξής:

«Ταξινόμηση του οικολογικού δυναμικού των τεχνητών και ιδιαιτέρως τροποποιημένων συστημάτων επιφανειακών υδάτων και ερμηνεία των αποτελεσμάτων της μετρήσεως των δεικτών ποιότητας νερού όσον αφορά τις φυσικοχημικές, βιολογικές και υδρομορφολογικές παραμέτρους

[...]

B.

Ερμηνεία των αποτελεσμάτων της μετρήσεως των δεικτών ποιότητας νερού όσον αφορά τις φυσικοχημικές, βιολογικές και υδρομορφολογικές παραμέτρους

[...]

XV.

Έως ότου αναπτυχθούν μέθοδοι εκτιμήσεως του οικολογικού δυναμικού βάσει των υδρομορφολογικών παραμέτρων, η ταξινόμηση του οικολογικού δυναμικού των υδάτων μπορεί να γίνεται χωρίς να συνεκτιμώνται οι παράμετροι αυτές. Στην περίπτωση αυτή, η δράση 2 παραλείπεται.»

Η κανονιστική απόφαση της 13ης Μαΐου 2009

23

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, σημείο 3, της κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος της 13ης Μαΐου 2009, για τον τρόπο διενέργειας της παρακολουθήσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών και υπογείων υδάτων (Dz. U. αριθ. 81, θέση 685, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 13ης Μαΐου 2009), ορίζει τα εξής:

«Η επιχειρησιακή παρακολούθηση των συστημάτων επιφανειακών υδάτων έχει ως σκοπούς:

[...]

3)

τον προσδιορισμό της καταστάσεως των επιφανειακών υδάτων στις περιοχές που περιλαμβάνονται στους καταλόγους του άρθρου 113, παράγραφος 4, του νόμου περί υδάτων [...]·

[...]».

24

Το παράρτημα 1 της κανονιστικής αποφάσεως της 13ης Μαΐου 2009 ορίζει τα εξής:

«[...]

2.

Κριτήρια επιλογής των συστημάτων επιφανειακών υδάτων που υποβάλλονται σε επιχειρησιακή παρακολούθηση:

[...]

6)

ο χαρακτηρισμός των συστημάτων επιφανειακών υδάτων ως υδάτων που αποτελούν ενδιαίτημα ψαριών, καρκινοειδών και μαλακίων ή η σχέση αμοιβαίας εξαρτήσεως μεταξύ του συστήματος υδάτων και των προστατευόμενων περιοχών του άρθρου 113, παράγραφος 4, του νόμου περί υδάτων [...],

[...]».

25

Οι «Παρατηρήσεις υπό τον πίνακα 2» που διαλαμβάνονται στην κανονιστική απόφαση της 13ης Μαΐου 2009 έχουν ως εξής:

«[...]

2)

Όσον αφορά τους μετρούμενους δείκτες και την περιοδικότητα, η ανάλυση των διαφόρων παραμέτρων ταξινομήσεως η οποία διενεργείται στα σημεία μετρήσεως των στοχευμένων ελέγχων που δεν βρίσκονται σε επιφανειακά ύδατα τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως ύδατα αναψυχής, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηρισθέντων ως υδάτων κολυμβήσεως, περιλαμβάνει μόνο τους δείκτες και έχει αποκλειστικώς την περιοδικότητα που ορίζονται στις διεθνείς συμφωνίες που δεσμεύουν τη Δημοκρατία της Πολωνίας και στις ισχύουσες ειδικές διατάξεις, ιδίως δε στις πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί υδάτων [...]· ελλείψει των ανωτέρω, τηρούνται τα καθοριζόμενα για τα σημεία μετρήσεως στο πλαίσιο της επιχειρησιακής παρακολουθήσεως.

[...]

4)

Στην περίπτωση που, σε σύστημα επιφανειακών υδάτων, διαπιστώνεται ή έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη πηγής ρυπάνσεως από την οποία ενδέχεται να απορριφθούν ουσίες ιδιαίτερα επιβλαβείς για το υδάτινο περιβάλλον, ιδίως δε ουσίες προτεραιότητας που περιλαμβάνονται στον πίνακα 1, στην ομάδα των χημικών δεικτών που χαρακτηρίζουν την παρουσία ουσιών ιδιαίτερα επιβλαβών για το υδάτινο περιβάλλον, ή στην περίπτωση που από τα αποτελέσματα της εποπτικής παρακολουθήσεως προκύπτουν ενδείξεις παρουσίας τέτοιας ουσίας σε ποσότητα που υπερβαίνει τα όρια συγκεντρώσεως, η διενεργούμενη ανάλυση στο ευρισκόμενο στο σύστημα αυτό υδάτων σημείο μετρήσεως της επιχειρησιακής παρακολουθήσεως πρέπει να περιλαμβάνει τις ουσίες των οποίων η παρουσία είτε διαπιστώθηκε είτε πιθανολογείται. Στην περίπτωση αυτή, η επιχειρησιακή παρακολούθηση του συγκεκριμένου συστήματος υδάτων διενεργείται κατ’ έτος για τις ως άνω ουσίες σε κάθε σημείο μετρήσεως. Η περιοδικότητα του ελέγχου των βιολογικών παραμέτρων δεν μεταβάλλεται. Η περιοδικότητα της μετρήσεως, σε συγκεκριμένο υδάτινο σύστημα, των ουσιών που περιλαμβάνονται στον πίνακα 1, στην ομάδα ουσιών προτεραιότητας όσον αφορά την πολιτική υδάτων και στην ομάδα των δεικτών λοιπών ρύπων [...], μπορεί να αφορά μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα στην περίπτωση που από τα αποτελέσματα της πρώτης ετήσιας περιόδου του εξαετούς σχεδίου προκύπτει ότι η συγκέντρωση των ουσιών αυτών δεν υπερβαίνει τις αποδεκτές οριακές τιμές. Επιτρέπεται να μην διενεργηθεί μέτρηση συγκεκριμένης επικίνδυνης ουσίας σε σημείο μετρήσεως της επιχειρησιακής παρακολουθήσεως στην περίπτωση που από όλα τα αποτελέσματα των μετρήσεων στο σημείο αυτό κατά το παρελθόν έτος στο πλαίσιο της επιχειρησιακής παρακολουθήσεως καταδεικνύεται ότι η ουσία αυτή δεν υπάρχει στο νερό ή ότι δεν εφαρμόστηκαν οι δράσεις για την βελτίωση της καταστάσεως των υδάτων.»

Η κανονιστική απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009

26

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 2009, για τον τρόπο καταρτίσεως των σχεδίων διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού (Dz. U. αριθ. l06, θέση 882, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009), ορίζει τα εξής:

«Στα αναλυτικά πληροφοριακά στοιχεία που απαιτούνται για την κατάρτιση των σχεδίων διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνονται:

[...]

2)

οι κατάλογοι των συστημάτων υδάτων οι οποίοι καταρτίζονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 113, παράγραφος 2, σημείο 1, του νόμου περί υδάτων [...]·

[...]

7)

πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους ταμιευτήρες εσωτερικών επιφανειακών και υπογείων υδάτων με προκαταρκτική αξιολόγηση, λαμβανομένης υπόψη της χρήσεώς τους για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε πόσιμο νερό·

[...]

9)

τα πορίσματα της μελέτης επιπτώσεων των μεταβολών του επιπέδου των συστημάτων υπογείων υδάτων·

[...]».

27

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 11, της κανονιστικής αποφάσεως της 18ης Ιουνίου 2009 ορίζει ότι στα αναγκαία ειδικά πληροφοριακά στοιχεία για την κατάρτιση σχεδίου διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνεται περίληψη των μέτρων του εθνικού προγράμματος για τα ύδατα και το περιβάλλον περί του οποίου ορίζει πλέον το άρθρο 113b του νόμου περί υδάτων.

28

Το άρθρο 5 της ως άνω κανονιστικής αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Κατά τον καθορισμό των περιβαλλοντικών στόχων για τα συστήματα υδάτων και τις προστατευόμενες περιοχές, θα πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

[...]

3)

να αιτιολογείται η παράταση της προθεσμίας για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων όσον αφορά τα συστήματα επιφανειακών και υπόγειων υδάτων για τους επόμενους κύκλους σχεδιασμού, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών πτυχών·

[...]».

Η κανονιστική απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011

29

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος της 15ης Νοεμβρίου 2011, για τον τρόπο διενέργειας της παρακολουθήσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών και υπογείων υδάτων (Dz. U. αριθ. 258, θέση 1550, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011), ένας από τους τρόπους διενέργειας της παρακολουθήσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων είναι η παρακολούθηση των προστατευόμενων περιοχών.

30

Το άρθρο 5, παράγραφος 4, της κανονιστικής αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2011 ορίζει τα εξής:

«Προβλέπεται παρακολούθηση των προστατευόμενων περιοχών η οποία σκοπό έχει:

1)

τη διαπίστωση της καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων που βρίσκονται σε προστατευόμενες περιοχές·

2)

τη διαπίστωση του βαθμού τηρήσεως των συμπληρωματικών απαιτήσεων που προβλέπονται για τις περιοχές αυτές από ειδικές διατάξεις·

[...]

4)

την εκτίμηση των μεταβολών της καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων στις προστατευόμενες περιοχές [...]·

[...]».

31

Κατά το τμήμα 1, σημείο 7, του παραρτήματος 1 της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως ένα από τα κριτήρια επιλογής των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων που θα υπαχθούν σε εποπτική παρακολούθηση είναι η ύπαρξη ενιαίων συστημάτων υδάτων σε προστατευόμενες περιοχές που προορίζονται για την προστασία των οικοτόπων ή ειδών για τα οποία η διατήρηση ή η βελτίωση της καταστάσεως των υδάτων αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την προστασία τους, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 113, παράγραφος 4, σημείο 6, του νόμου περί υδάτων.

32

Κατά το τμήμα 2, σημείο 9, του παραρτήματος 1 της κανονιστικής αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2001, κριτήριο επιλογής για την υπαγωγή σε επιχειρησιακή παρακολούθηση αποτελεί επίσης ο, επί τη βάσει, αφενός, εκτιμήσεως των επιπτώσεων σημαντικών ανθρωπογενών πιέσεων επί της καταστάσεως των επιφανειακών υδάτων και, αφετέρου, της εποπτικής παρακολουθήσεως, προσδιορισμός ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων στις προστατευόμενες περιοχές του άρθρου 113, παράγραφος 4, σημείο 6, του νόμου περί υδάτων για τα οποία υφίσταται το ενδεχόμενο να μην επιτευχθούν οι τεθέντες περιβαλλοντικοί στόχοι.

33

Κατά το μέρος V, σημείο 25, του παραρτήματος 2 της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως η παρακολούθηση των προστατευόμενων περιοχών συνεχίζεται έως ότου αυτές να πληρούν τις απαιτήσεις των ειδικών διατάξεων βάσει των οποίων κηρύχθηκαν ως τέτοιες και να επιτευχθούν ως προς αυτές οι περιβαλλοντικοί στόχοι που προβλέπονται στα άρθρα 38d, παράγραφοι 1 και 2, και 38f του νόμου περί υδάτων.

34

Το άρθρο 3 της ίδιας κανονιστικής αποφάσεως ορίζει το περιεχόμενο και την περιοδικότητα των ερευνών που διεξάγονται ως προς τις διάφορες παραμέτρους ταξινομήσεως της οικολογικής και χημικής καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων, καθώς και το περιεχόμενο των ερευνών σχετικά με τις διάφορες παραμέτρους ταξινομήσεως του οικολογικού δυναμικού και της χημικής καταστάσεως των ενιαίων τεχνητών και ιδιαιτέρως τροποποιημένων συστημάτων επιφανειακών υδάτων, μεταξύ των οποίων και των ενιαίων συστημάτων υδάτων σε προστατευόμενες περιοχές. Ο πίνακας 1 του εν λόγω παραρτήματος 3 προβλέπει κατάλογο ενδείξεων και παραμέτρων έρευνας για την εποπτική παρακολούθηση ο οποίος περιλαμβάνει τα εξής:

«a)

22 ενδείξεις έρευνας βιολογικών στοιχείων: φυτοπλαγκτόν (αφθονία ή ποσότητα, ταξινομική σύνθεση, συχνότητα ανθίσεως και ένταση, βιομάζα, χλωροφύλλη “α”), φυτοβένθος (αφθονία ή ποσότητα, ταξινομική σύνθεση), πανίδα βενθικών (μακρό)ασπονδύλων (αφθονία, ταξινομική σύνθεση, ύπαρξη ευαίσθητων ταξινομικών κατηγοριών, ποικιλότητα), μακροφύκη και αγγειόσπερμα (ποσότητα, ταξινομική σύνθεση, ποικιλότητα, ύπαρξη ευαίσθητων ταξινομικών κατηγοριών), μακρόφυτα (αφθονία ή ποσότητα, ταξινομική σύνθεση), ιχθυοπανίδα (αφθονία ή ποσότητα, ταξινομική σύνθεση, κύκλος ζωής ή κατανομή κατά ηλικίες, ύπαρξη ευαίσθητων ταξινομικών κατηγοριών),

b)

3 ενδείξεις έρευνας υδρομορφολογικών στοιχείων, ήτοι η υδρολογική ροή (παλιρροιών), η συνέχεια των ρυακιών, ρευμάτων, χειμάρρων, ποταμών ή καναλιών και οι μορφολογικές συνθήκες,

c)

52 ενδείξεις έρευνας φυσικοχημικών στοιχείων: χαρακτηριστικές ενδείξεις της φυσικής καταστάσεως, ήτοι θερμικές συνθήκες (θερμοκρασία του νερού, χρώμα, διαύγεια, σύνολο αιωρούμενων στερεών), συνθήκες οξυγονώσεως [διαλελυμένο οξυγόνο, βιοχημική ανάγκη σε οξυγόνο πέντε ημερών (DB05), χημικώς απαιτούμενο οξυγόνο (COD) – Mn (δείκτης υπερμαγγανικού), ολικός οργανικός άνθρακας, % κορεσμού οξυγόνου στο νερό, χημικώς απαιτούμενο οξυγόνο COD-Cr], αλατότητα (αλατότητα, αγωγιμότητα στους 20° C, διαλελυμένες ουσίες, θειικά άλατα, χλωριούχα άλατα, ασβέστιο, μαγνήσιο, ολική σκληρότητα), κατάσταση οξινίσεως (pH), ολική αλκαλικότητα, συγκέντρωση θρεπτικών ουσιών [αμμώνιο, άζωτο (κατά Kjeldahl), νιτρικό άζωτο, νιτρώδες άζωτο, ολικό άζωτο, φωσφορικά άλατα PO4, ολικός φώσφορος, πυρίτιο] και συγκεκριμένοι συνθετικοί και μη συνθετικοί ρύποι [φορμαλδεϋδη, αρσενικό, βάριο, βόριο, εξασθενές χρώμιο, ολικό χρώμιο (σύνολο Cr3 και Cr6), ψευδάργυρος, χαλκός, πτητικές φαινόλες –φαινολικός δείκτης, υδρογονάνθρακες πετρελαϊκής προελεύσεως– δείκτης ορυκτελαίων, αλουμίνιο, διασπώμενα κυανιούχα άλατα, σύμπλοκα κυανιούχα, μολυβδαίνιο, σελήνιο, άργυρος, θάλλιο, τιτάνιο, βανάδιο, αντιμόνιο, φθορίδια, βηρύλλιο, κοβάλτιο και κασσίτερος],

d)

33 ουσίες προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής υδάτων, ήτοι αλαχλόρ, ανθρακένιο, ατραζίνη, βενζόλιο, βρωμιούχοι διφαινυλαιθέρες (πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας, ομοειδείς ουσίες υπ’ αριθ. 28, 47, 99, 100, 153 και 154), κάδμιο και ενώσεις του, χλωροαλκάνια C10-13, χλωροφαινβινφός, χλωροπυριφός (ethylchlorpyrifos), 1,2-διχλωροαιθάνιο (EDC), διχλωρομεθάνιο, φθαλικό δι(2-αιθυλεξύλιο) (DEHP), diuron, ενδοσουλφάνιο, φλουορανθένιο, εξαχλωροβενζόλιο (HCB), εξαχλωροβουταδιένιο (HCBD), εξαχλωροκυκλοεξάνιο (HCH), isoproturon, μόλυβδος και παράγωγα, υδράργυρος και παράγωγα, ναφθαλένιο, νικέλιο και παράγωγα, εννεϋλοφαινόλες (π-εννεϋλοφαινόλη), οκτυλοφαινόλες 4‑(1,1’,3,3’-τετραμεθυλοβουτυλο)-φαινόλη, πενταχλωροβενζόλιο, πενταχλωροφαινόλη (PCP), πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες (HAP), βενζο(α)πυρένιο, βενζο(b)φλουορανθένιο, βενζο(k)φλουορανθένιο, βενζο(g,h,i)περυλένιο, ινδενο(1,2,3-cd)πυρένιο, σιμαζίνη, παράγωγα τριβουτυλτίνης (κατιόν τριβουτυλτίνης), τριχλωροβενζόλια (TCB), τριχλωρομεθάνιο (χλωροφόρμιο), τριφθολαρίνη, και

e)

8 άλλες ρυπογόνες ουσίες (τετραχλωράνθρακας, αλδρίνη, διελδρίνη, ενδρίνη, ισοδρίνη, DDT – παρά-παρά-ισομερές, ολικό DDT, τριχλωραιθυλένιο (TRI), τετραχλωραιθυλένιο (PER).»

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

35

Στις 27 Ιουνίου 2008, η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Πολωνίας προειδοποιητική επιστολή με την οποία επισήμαινε κενά στα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας 2000/60 τα οποία της είχαν κοινοποιηθεί και υποστήριζε ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 2 έως 11, 13, 14 και 24, καθώς και από τα παραρτήματα II έως V, VII και VIII της ίδιας οδηγίας.

36

Η Δημοκρατία της Πολωνίας απάντησε στην ως άνω προειδοποιητική επιστολή με το από 22 Αυγούστου 2008 έγγραφο.

37

Στις 7 Μαΐου 2009, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Επιτροπή, ως μέτρο μεταφοράς της οδηγίας 2000/60 στην εσωτερική έννομη τάξη, την κανονιστική απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008.

38

Στις 10 Ιουλίου του ίδιου έτους, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Επιτροπή την κανονιστική απόφαση της 18ης Ιουνίου 2009.

39

Στις 6 Οκτωβρίου 2009, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Επιτροπή τρεις ακόμη κανονιστικές αποφάσεις, ήτοι τις κανονιστικές αποφάσεις της 20ής Αυγούστου 2008, της 13ης Μαΐου 2009 και της 22ας Ιουλίου 2009.

40

Στις 28 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Πολωνίας αιτιολογημένη γνώμη με την οποία την κάλεσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της. Η προθεσμία αυτή έληξε στις 28 Αυγούστου 2010.

41

Με την εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν είχε γίνει πλήρης και προσήκουσα μεταφορά στο πολωνικό δίκαιο των απαριθμούμενων στην προειδοποιητική επιστολή διατάξεων της οδηγίας 2000/60.

42

Με έγγραφο της 24ης Αυγούστου 2010, η Δημοκρατία της Πολωνίας απάντησε στην ως άνω αιτιολογημένη γνώμη.

43

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2010, η μεταφορά της οδηγίας 2000/60 στο εσωτερικό δίκαιο αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ της Επιτροπής και των πολωνικών αρχών. Επί του ίδιου ζητήματος έγιναν συναντήσεις εργασίας στις 12 Οκτωβρίου 2010 και στις 22 Μαρτίου 2011.

44

Στις 23 Φεβρουαρίου 2011, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Επιτροπή τον νόμο της 5ης Ιανουαρίου 2011 για την τροποποίηση του νόμου περί υδάτων και ορισμένων άλλων νόμων (Dz. U. αριθ. 32, θέση 159, στο εξής: νόμος της 5ης Ιανουαρίου 2011).

45

Στις 30 Νοεμβρίου και στις 7 Δεκεμβρίου 2011, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε επίσης, στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας 2000/60 στο εσωτερικό δίκαιο, τις εξής κανονιστικές αποφάσεις:

την κανονιστική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος της 9ης Νοεμβρίου 2011, για την ταξινόμηση της οικολογικής καταστάσεως, του οικολογικού δυναμικού και της χημικής καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών και υπογείων υδάτων (Dz. U. αριθ. 258, θέση 1549)·

την κανονιστική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος της 9ης Νοεμβρίου 2011, για τον τρόπο ταξινομήσεως της καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων και για τα πρότυπα περιβαλλοντικής ποιότητας όσον αφορά τις ουσίες προτεραιότητας (Dz. U. αριθ. 257, θέση 1545, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2011, για τον τρόπο ταξινομήσεως της καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων), και

την κανονιστική απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011.

46

Μολονότι οι ως άνω κανονιστικές αποφάσεις και ο νόμος της 5ης Ιανουαρίου 2011 εκδόθηκαν μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, δηλαδή μετά την 28η Αυγούστου 2010, λήφθηκαν εντούτοις υπόψη από την Επιτροπή, εφόσον με αυτές αίρονταν οι παραβάσεις που είχαν προηγουμένως επισημανθεί.

47

Στις 29 Μαρτίου 2013, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Επιτροπή την κανονιστική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 29ης Μαρτίου 2013, για τον τρόπο καταρτίσεως των σχεδίων διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού (Dz. U. θέση 578, στο εξής: κανονιστική απόφαση της 29ης Μαρτίου 2013). Η Επιτροπή έλαβε υπόψη την εν λόγω κανονιστική απόφαση καθόσον με αυτήν αίρονταν παραβάσεις που είχαν προηγουμένως επισημανθεί.

48

Μολονότι η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τις κοινοποιηθείσες απαντήσεις και νομοθετικές ή κανονιστικές πράξεις, απέσυρε μέρος των αιτιάσεων της, έκρινε εντούτοις ότι η κατάσταση όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 2000/60 στο εσωτερικό δίκαιο εξακολουθούσε να μην είναι ικανοποιητική και αποφάσισε, ως εκ τούτου, να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

49

Στις 20 Νοεμβρίου 2014, η Γραμματεία του Δικαστηρίου απηύθυνε στους διαδίκους έγγραφη κλήση στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιανουαρίου 2015 με την οποία η Επιτροπή κλήθηκε να προσκομίσει το αργότερο ως τις 8 Δεκεμβρίου, στη γλώσσα διαδικασίας και στη γαλλική γλώσσα, το πλήρες κείμενο των ισχυουσών κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη κρίσιμων εθνικών διατάξεων από τις οποίες μπορούσε να αποδειχθεί η εσφαλμένη ή ελλιπής μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2000/60 στο εσωτερικό δίκαιο.

50

Η Επιτροπή απέστειλε με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 2014 τα ζητηθέντα έγγραφα και ενημέρωσε επίσης το Δικαστήριο ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο στην υπό κρίση υπόθεση δεν γινόταν μνεία της συμπληρωματικής αιτιολογημένης γνώμης την οποία είχε αποστείλει στην Δημοκρατία της Πολωνίας στις 28 Φεβρουαρίου 2012 (στο εξής: συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη). Με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη η Δημοκρατία της Πολωνίας κλήθηκε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της εν λόγω γνώμης, η οποία έλαβε χώρα επίσης στις 28 Φεβρουαρίου 2012.

51

Με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή, αφού εξέτασε την κανονιστική απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, διαπίστωσε, πέραν των αιτιάσεων που είχε εκθέσει στην από 28 Ιουνίου 2010 αιτιολογημένη γνώμη, εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 8, παράγραφοι 1, πρώτη περίπτωση, στοιχείο i, και 2, της οδηγίας 2000/60, καθώς και των σημείων 1.1 και 1.3 του παραρτήματος V της ίδιας οδηγίας.

52

Κατόπιν όμως των εξηγήσεων που παρέσχε η Δημοκρατία της Πολωνίας με την από 28 Μαρτίου 2012 απάντηση στην συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου την αιτίαση που διατυπώθηκε με την εν λόγω γνώμη.

Επί της προσφυγής

Επί της προθεσμίας που τάχθηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη

53

Επισημαίνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστήριξε ότι στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει κατά πόσον η φερόμενη παράβαση υφίστατο κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, ήτοι την 28η Μαρτίου 2012, και όχι κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αρχική αιτιολογημένη γνώμη, τούτο δε όσον αφορά το σύνολο των αιτιάσεων και όχι μόνο για την αιτίαση που διατυπώθηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη.

54

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατόπιν των εξηγήσεων που παρέσχε η Δημοκρατία της Πολωνίας με την απάντηση στην συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, αποφάσισε να μην προβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τη χωριστή αιτίαση που διατυπώθηκε με την εν λόγω γνώμη και ότι για αυτόν τον λόγο δεν έγινε μνεία της στο εισαγωγικό δικόγραφο.

55

Διαπιστώνεται ως προς το ζήτημα αυτό ότι όντως η Επιτροπή απηύθυνε τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία τάχθηκε διαφορετική προθεσμία στη Δημοκρατία της Πολωνίας σε σχέση με εκείνη που τάχθηκε με την από 28 Ιουνίου 2010 αιτιολογημένη γνώμη, για να συμμορφωθεί το εν λόγω κράτος μέλος με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία 2000/60.

56

Εντούτοις, από τη διατύπωση της συμπληρωματικής αιτιολογημένης γνώμης προκύπτει ότι αυτή αφορούσε μία και μόνη επακριβώς προσδιορισμένη αιτίαση, η οποία διακρινόταν από εκείνες που διατυπώθηκαν με την από 28 Ιουνίου 2010 αιτιολογημένη γνώμη και ότι η προθεσμία που έταξε η Επιτροπή με την συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη ήταν αναπόσπαστα και αποκλειστικά συνδεδεμένη με την ως άνω αιτίαση, χωρίς να επιδρά στην προθεσμία που τάχθηκε με την από 28 Ιουνίου 2010 αιτιολογημένη γνώμη.

57

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η αιτίαση που διατυπώθηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη δεν αποτελεί εν προκειμένω αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμηθεί βάσει της καταστάσεως που επικρατούσε στο κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αρχική αιτιολογημένη γνώμη, ήτοι την 28η Αυγούστου 2010.

Επί της πρώτης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ελλιπής και εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των ορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, της οδηγίας 2000/60

Επιχειρήματα των διαδίκων

58

Με την πρώτη αιτίαση η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν έχουν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο όλοι οι ορισμοί που περιέχει το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/60. Προβάλλει συναφώς ότι στις εθνικές πράξεις μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο θα έπρεπε να έχουν επαναληφθεί κατά λέξη οι ορισμοί που περιέχει το άρθρο 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή της στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

59

Όσον αφορά τους ορισμούς των εννοιών «κατάσταση υπόγειων υδάτων», «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων» και «ποσοτική κατάσταση» στο άρθρο 2, σημεία 19, 20 και 26, της οδηγίας 2000/60, η Επιτροπή εκθέτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, δεν αμφισβήτησε την αιτίαση που αφορούσε την απουσία αυτοτελούς μεταφοράς των ορισμών αυτών στο εσωτερικό δίκαιο και ότι δήλωσε ότι «κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να θεραπεύσει τις παραβάσεις αυτές με την προσθήκη επαρκών ορισμών στα νομοθετικά κείμενα ή στις εκτελεστικές τους πράξεις».

60

Ειδικότερα, σε σχέση με τον ορισμό της έννοιας «κατάσταση υπόγειων υδάτων», η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι στην κανονιστική απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008 περιλαμβάνεται ορισμός των εννοιών «καλή χημική κατάσταση υπόγειων υδάτων» και «καλή ποσοτική κατάσταση», εντούτοις δεν υπάρχει ορισμός της έννοιας «κατάσταση υπόγειων υδάτων» ο οποίος είναι αναγκαίος για την ορθή μεταφορά και την εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60 και του σημείου 2.5 του παραρτήματος V της ίδιας οδηγίας. Η μεταφορά του ορισμού αυτού στο εσωτερικό δίκαιο έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά την απαίτηση η κατάσταση των υπόγειων υδάτων να καθορίζεται από τις χαμηλότερες τιμές της ποσοτικής και της χημικής τους καταστάσεως.

61

Όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων», κατά την άποψη της Επιτροπής, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008 δεν γίνεται ορθή μεταφορά του εν λόγω ορισμού, καθόσον προβλέπεται ότι ταξινομούνται στην κατηγορία II τα ύδατα στα οποία, πρώτον, οι τιμές ορισμένων φυσικοχημικών παραμέτρων είναι υψηλές λόγω φυσικών διεργασιών που συμβαίνουν στα υπόγεια ύδατα και, δεύτερον, οι τιμές των φυσικοχημικών παραμέτρων δεν υποδεικνύουν επίδραση ανθρώπινων δραστηριοτήτων ή η υποδεικνυόμενη τέτοια επίδραση είναι ασήμαντη.

62

Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 2, σημείο 20, της οδηγίας 2000/60 ορίζει εντούτοις με απόλυτη σαφήνεια ότι «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων» είναι η κατάσταση υπόγειου υδατικού συστήματος που χαρακτηρίζεται τουλάχιστον «καλή», τόσο από ποσοτική όσο και από χημική άποψη. Κατά συνέπεια, ο ορισμός που διατυπώνεται στην κανονιστική απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008 δεν αντιστοιχεί στο ευρύτερο περιεχόμενο του ορισμού που περιέχει η εν λόγω οδηγία, δεδομένου ότι περιλαμβάνει μόνο τις φυσικοχημικές παραμέτρους και όχι την ποσοτική κατάσταση των υδάτων.

63

Πλην όμως, ο ορισμός όμως της έννοιας «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων» είναι ουσιώδης για την ορθή μεταφορά και την εφαρμογή της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2000/60 το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτύχουν καλή κατάσταση των υπόγειων υδάτων. Κατά την Επιτροπή, η μεταφορά του εν λόγω ορισμού είναι επίσης ουσιώδης για την εφαρμογή των παρεκκλίσεων από την υποχρέωση αυτή, δηλαδή της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60 παρεκκλίσεως βάσει της οποίας τα κράτη μέλη επιτρέπεται να επιδιώκουν λιγότερο αυστηρούς περιβαλλοντικούς στόχους ή της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας παρεκκλίσεως βάσει της οποίας επιτρέπονται νέες τροποποιήσεις ή μεταβολές της στάθμης των συστημάτων υπογείων υδάτων. Ελλείψει ορισμού της έννοιας «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων», δεν είναι δυνατή, χωρίς κίνδυνο μη επιτεύξεως των περιβαλλοντικών στόχων, η εισαγωγή παρεκκλίσεων από την εν λόγω υποχρέωση.

64

Όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας «ποσοτική κατάσταση» η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 2, σημείο 26, της οδηγίας 2000/60 την «έκφραση του βαθμού στον οποίο ένα σύστημα υπόγειων υδάτων επηρεάζεται από άμεσες και έμμεσες αντλήσεις», η Επιτροπή προβάλλει ότι στο άρθρο 8 της κανονιστικής αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008 γίνεται εσφαλμένη μεταφορά του στο εσωτερικό δίκαιο. Το ως άνω άρθρο 8, παράγραφος 2, ορίζει ότι «[η] αξιολόγηση της ποσοτικής καταστάσεως των υπόγειων υδάτων γίνεται επί [...] ενιαίου συστήματος υπόγειων υδάτων», ενώ το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 3, ορίζει ότι «[η] αξιολόγηση της ποσοτικής καταστάσεως των υπόγειων υδάτων γίνεται με προσδιορισμό του μεγέθους των αποθεμάτων πόρων σε ενιαία συστήματα υπόγειων υδάτων και με ερμηνεία των αποτελεσμάτων των ελέγχων της καταστάσεως του υδροφόρου ορίζοντα».

65

Κατά την Επιτροπή, στις εν λόγω διατάξεις του πολωνικού δικαίου δεν γίνεται μνεία ούτε των άμεσων και έμμεσων αντλήσεων ούτε της επιδράσεώς τους στα συστήματα υπογείων υδάτων. Ο ορισμός όμως της έννοιας «ποσοτική κατάσταση» είναι ουσιώδης για την ορθή μεταφορά και την εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8 και του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60 τόσο για την ταξινόμηση της ποσοτικής καταστάσεως των υδάτων όσο και για την παρακολούθηση της καταστάσεως αυτής, σύμφωνα με τα σημεία 2.1 και 2.2 του εν λόγω παραρτήματος.

66

Όσον αφορά την έννοια «διαθέσιμοι πόροι υπόγειων υδάτων», που ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 27, της οδηγίας 2000/60, η Επιτροπή εκθέτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας επιβεβαίωσε με την απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη ότι αυτή καθεαυτήν η ως άνω έννοια δεν εμφανίζεται στην πολωνική νομοθεσία. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 13, της κανονιστικής αποφάσεως της 3ης Οκτωβρίου 2005 ορίζει ότι ως «διαθέσιμοι πόροι υδάτων» νοείται η «ποσότητα υπογείων υδάτων που μπορεί να αντληθεί σε περιοχή που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, υπό συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς και υδρολογικούς όρους, χωρίς μνεία της γεωγραφικής θέσεως ή των τεχνικών ή οικονομικών όρων αντλήσεως των υδάτων».

67

Κατά την Επιτροπή όμως από την ανάλυση της πολωνικής έννομης τάξεως προκύπτει σαφώς ότι στο πολωνικό δίκαιο δεν υπάρχει κανένα από τα στοιχεία του ορισμού του άρθρου 2, σημείο 27, της οδηγίας 2000/60.

68

Εξάλλου, δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της έννοιας «διαθέσιμοι πόροι υπόγειων υδάτων» στην οδηγία 2000/60 και της χρησιμοποιούμενης στην κανονιστική απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2005 έννοιας «άντληση υδάτων». Ειδικότερα, η πρώτη αφορά φυσικές διεργασίες χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Η εν λόγω παρέμβαση, που αποτελεί χαρακτηριστικό της αντλήσεως υδάτων, εμπίπτει στο άρθρο 2, σημείο 28, της ως άνω οδηγίας. Η Επιτροπή υποστηρίζει επιπλέον ότι ο ορισμός της έννοιας «διαθέσιμοι πόροι υπόγειων υδάτων» στο άρθρο 2, σημείο 27, της εν λόγω οδηγίας παραπέμπει στην υποχρέωση παρακολουθήσεως την οποία προβλέπει το σημείο 2.2.1 του παραρτήματος V της ίδιας οδηγίας, η οποία αφορά τόσο τις φυσικές διεργασίες όσο και εκείνες που έχουν ανθρώπινη προέλευση. Εάν οι δύο αυτές κατηγορίες δεν διακρίνονται μεταξύ τους, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην καλύπτονται οι συνέπειες των ανθρώπινων παρεμβάσεων. Κατά συνέπεια, θα ήταν δυσχερής ο επαρκής προσδιορισμός των ληπτέων μέτρων για τη διασφάλιση της καλής καταστάσεως των υδάτων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60.

69

Κατά την Επιτροπή, οι ως άνω έννοιες που ορίζονται στην οδηγία 2000/60 είναι απαραίτητες για την ορθή μεταφορά και την εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 8 και του παραρτήματος V της οδηγίας αυτής, ιδίως για την ορθή ταξινόμηση της καταστάσεως των υδάτων, όπως την ορίζει το σημείο 1.4 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας καθώς και για την ορθή παρακολούθηση της ποσοτικής καταστάσεως των υπόγειων υδάτων, όπως προβλέπεται στο σημείο 2.2 του παραρτήματος V της ίδιας οδηγίας.

70

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπενθυμίζει ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου η μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην πανηγυρική και κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεων της οδηγίας με ρητή και ειδική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, αλλά αρκεί ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον αυτό εξασφαλίζει αποτελεσματικά την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο.

71

Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να μεταφέρουν κατά λέξη τις έννοιες που ορίζει το άρθρο 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, της οδηγίας 2000/60 και δεν εξήγησε γιατί η μη μεταφορά των ορισμών αυτών θα μπορούσε να παρακωλύσει την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας. Επιπλέον, η Επιτροπή, μολονότι επισημαίνει τον σύνδεσμο μεταξύ των εν λόγω ορισμών και των ουσιαστικών διατάξεων της οδηγίας 2000/60, εντούτοις ουδόλως αμφισβητεί την ορθότητα της μεταφοράς των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων.

72

Εξάλλου, η Δημοκρατία της Πολωνίας επισημαίνει ότι οι ορισμοί των οποίων τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο προβάλλει η Επιτροπή περιλαμβάνονται στο σχέδιο μεταρρυθμίσεως του νόμου περί υδάτων και ορισμένων άλλων νόμων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

73

Όσον αφορά το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν υποχρέωση να προβούν σε κατά γράμμα μεταφορά των ορισμών που προβλέπει η οδηγία 2000/60, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην πανηγυρική και κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεών της με ρητή και ειδική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, αλλά αρκεί ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον αυτό εξασφαλίζει αποτελεσματικά την πλήρη εφαρμογή της κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑281/11, EU:C:2013:855, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται όμως ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τις συγκεκριμένες εθνικές διατάξεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ορθή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των στηριζόμενων στους επίδικους ορισμούς ουσιαστικών διατάξεων της οδηγίας 2000/60. Συνεπώς, δεν προκύπτει από την πολωνική νομοθεσία ότι εξασφαλίζεται, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο, η πλήρης εφαρμογή της οδηγίας 2000/60.

75

Καθόσον όμως οι εν λόγω ορισμοί σκοπό έχουν τη διασφάλιση της ορθής μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από τις ουσιαστικές διατάξεις της οδηγίας 2000/60, είναι αναγκαίο να λαμβάνονται ορθώς υπόψη κατά τη μεταφορά των ουσιαστικών διατάξεων στις οποίες γίνεται χρήση των οριζόμενων εννοιών στην περίπτωση που το κράτος μέλος αποφασίζει τη μη αυτοτελή μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο.

76

Ειδικότερα, όσον αφορά την έννοια «κατάσταση υπόγειων υδάτων» στο άρθρο 2, σημείο 19, της οδηγίας 2000/60, διαπιστώνεται ότι η κανονιστική απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008 εισήγαγε μεν τον ορισμό των εννοιών «καλή χημική κατάσταση υπόγειων υδάτων», τον οποίο προβλέπει το άρθρο 2, σημείο 25, της ως άνω οδηγίας, και «καλή ποσοτική κατάσταση», τον οποίο προβλέπει το άρθρο 2, σημείο 28, καθώς και το σημείο 2.1.2 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας, αλλά όχι τον ορισμό της έννοιας «κατάσταση υπόγειων υδάτων», ο οποίος όμως είναι απαραίτητος για την ορθή μεταφορά και εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 8 της οδηγίας 2000/60 και του σημείου 2.5 του παραρτήματος V της ίδιας οδηγίας, δεδομένου ότι η κατάσταση των υπόγειων υδάτων καθορίζεται από τις χαμηλότερες τιμές της ποσοτικής και της χημικής τους καταστάσεως.

77

Επιπλέον, δεν προκύπτει από καμία άλλη πολωνική νομική πράξη ότι ο εν λόγω ορισμός μεταφέρθηκε στο πολωνικό δίκαιο, η δε Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αμφισβήτησε τη διαπίστωση αυτή ούτε με τα δικόγραφά της ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι στην πράξη δεν υπήρχε αμφιβολία για το πεδίο εφαρμογής των επίδικων ορισμών και ότι γινόταν ορθή εφαρμογή όλων των ουσιαστικών διατάξεων.

78

Αρκεί συναφώς η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις κάθε οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αναμφισβήτητα δεσμευτικό, με την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑281/11, EU:C:2013:855, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79

Μια απλή διοικητική πρακτική, που από τη φύση της μπορεί να μεταβάλλεται κατά βούληση από τη διοίκηση και η οποία στερείται της προσήκουσας δημοσιότητας, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συνιστά έγκυρη εκπλήρωση της υποχρεώσεως μεταφοράς οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Ομοίως, η εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων ερμηνεία διατάξεων του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με εκείνες μιας οδηγίας δεν μπορεί να έχει, από μόνη της, τη σαφήνεια και την ακρίβεια που απαιτούνται προκειμένου να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑281/11, EU:C:2013:855, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80

Όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων», τον οποίο προβλέπει το άρθρο 2, σημείο 20, της οδηγίας 2000/60, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως της 23ης Ιουλίου προβλέπει ότι, στην κατηγορία II, ως ύδατα καλής ποιότητας ταξινομούνται τα ύδατα στα οποία, πρώτον, οι τιμές ορισμένων φυσικοχημικών παραμέτρων είναι υψηλές λόγω φυσικών διεργασιών που συμβαίνουν στα υπόγεια ύδατα και, δεύτερον, οι τιμές των φυσικοχημικών παραμέτρων δεν υποδεικνύουν επίδραση ανθρώπινων δραστηριοτήτων ή η υποδεικνυόμενη τέτοια επίδραση είναι ασήμαντη.

81

Πλην όμως, αφενός, το άρθρο 2, σημείο 20, της οδηγίας 2000/60 ορίζει ότι καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων είναι η κατάσταση υπόγειου υδατικού συστήματος που χαρακτηρίζεται τουλάχιστον «καλή», τόσο από ποσοτική όσο και από χημική άποψη. Ο ορισμός που προβλέπεται στην κανονιστική απόφαση της 23ης Ιουλίου 2008 περιλαμβάνει εντούτοις μόνο τις φυσικοχημικές παραμέτρους και, άρα, το περιεχόμενό του δεν αντιστοιχεί στο σαφώς ευρύτερο περιεχόμενο του ορισμού που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία.

82

Αφετέρου, ο ορισμός της έννοιας «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων» είναι ουσιώδης για την ορθή μεταφορά και την εφαρμογή της θεμελιώδους υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2000/60 κατά το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτύχουν καλή κατάσταση των υπόγειων υδάτων. Κατά συνέπεια, η μεταφορά του ορισμού που προβλέπεται στο άρθρο 2, σημείο 20, της εν λόγω οδηγίας είναι επίσης ουσιώδης για την εφαρμογή των παρεκκλίσεων από την υποχρέωση αυτή επιτεύξεως καλής καταστάσεως των υπόγειων υδάτων, δηλαδή της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60 παρεκκλίσεως βάσει της οποίας τα κράτη μέλη επιτρέπεται να επιδιώκουν λιγότερο αυστηρούς περιβαλλοντικούς στόχους ή της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 7, της ίδιας οδηγίας παρεκκλίσεως βάσει της οποίας επιτρέπονται νέες τροποποιήσεις ή μεταβολές της στάθμης των συστημάτων υπογείων υδάτων. Αν δεν οριστεί η καλή κατάσταση των υπόγειων υδάτων, δεν είναι δυνατή, χωρίς κίνδυνο μη επιτεύξεως των περιβαλλοντικών στόχων, η εισαγωγή συναφών παρεκκλίσεων.

83

Όσον αφορά την έννοια «ποσοτική κατάσταση» που ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 26, της οδηγίας 2000/60, επισημαίνεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008 ορίζει ότι «[η] αξιολόγηση της ποσοτικής καταστάσεως των υπόγειων υδάτων γίνεται επί συγκεκριμένου ενιαίου συστήματος υπόγειων υδάτων», ενώ το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 3, προβλέπει ότι «[η] αξιολόγηση της ποσοτικής καταστάσεως των υπόγειων υδάτων γίνεται με προσδιορισμό του μεγέθους των αποθεμάτων πόρων σε ενιαία συστήματα υπόγειων υδάτων και με ερμηνεία των αποτελεσμάτων των ελέγχων της καταστάσεως του υδροφόρου ορίζοντα».

84

Οι ως άνω εθνικές διατάξεις δεν μεταφέρουν ορθά στην εσωτερική έννομη τάξη τον ορισμό της έννοιας «ποσοτική κατάσταση» που προβλέπεται στην οδηγία 2000/60, δεδομένου ότι το άρθρο 2, σημείο 26, της οδηγίας αυτής την ορίζει ως την έκφραση του βαθμού στον οποίο ένα σύστημα υπόγειων υδάτων επηρεάζεται από άμεσες και έμμεσες αντλήσεις. Εντούτοις, στις εν λόγω διατάξεις του πολωνικού δικαίου δεν γίνεται μνεία ούτε των άμεσων και έμμεσων αντλήσεων ούτε της επιδράσεώς τους στα συστήματα υπογείων υδάτων. Δεδομένου όμως ότι ο ορισμός της έννοιας «ποσοτική κατάσταση» είναι ουσιώδης για την ορθή μεταφορά και εφαρμογή των απαιτήσεων που προβλέπουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8 και του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60 τόσο για την προβλεπόμενη στο σημείο 2.1 του ως άνω παραρτήματος ταξινόμηση της ποσοτικής καταστάσεως των υδάτων όσο και για την σύμφωνα με το σημείο 2.2 του ίδιου παραρτήματος παρακολούθηση της καταστάσεως αυτής, συνάγεται ότι δεν έγινε ορθή μεταφορά του εν λόγω ορισμού στο πολωνικό δίκαιο.

85

Όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας «διαθέσιμοι πόροι υπόγειων υδάτων» στο άρθρο 2, σημείο 27, της οδηγίας 2000/60, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ορισμένου βαθμού πολυπλοκότητα, υπενθυμίζεται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με καθιερωμένη πρακτική και την ιδιαίτερη ορολογία του πολωνικού δικαίου, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 13, της κανονιστικής αποφάσεως της 3ης Οκτωβρίου 2005 χρησιμοποιείται ο αντίστοιχος όρος «διαθέσιμοι πόροι υδάτων». Το εν λόγω κράτος μέλος διευκρινίζει ότι ο όρος αυτός σημαίνει την ποσότητα υπογείων υδάτων που μπορεί να αντληθεί σε περιοχή που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, υπό συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς και υδρολογικούς όρους, χωρίς μνεία της γεωγραφικής θέσεως ή των τεχνικών ή οικονομικών όρων αντλήσεως των υδάτων.

86

Επιπλέον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι ο ορισμός του άρθρου 8, παράγραφος 4, της κανονιστικής αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2008, κατά τον οποίο «[τ]ο μέγεθος των αποθεμάτων πόρων υπόγειων υδάτων καθορίζεται με σύγκριση, αφενός, της μέσης πραγματικής αντλήσεως υπόγειων υδάτων επί χρονικό διάστημα περισσότερων ετών, εκφραζόμενης σε m3/ημέρα, και, αφετέρου, του όγκου των αποθεμάτων υπόγειων υδάτων που είναι διαθέσιμα για διαχείριση, εκφραζόμενων σε m3/ημέρα, και τα οποία καθορίζονται επί τη βάσει των διαπιστωμένων διαθέσιμων πόρων για ευρισκόμενη σε κατάσταση ισορροπίας περιοχή, που περιλαμβάνει συγκεκριμένο ενιαίο σύστημα υπόγειων υδάτων», πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 13, της κανονιστικής αποφάσεως της 3ης Οκτωβρίου 2005. Τέλος, υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη το άρθρο 38, παράγραφος 3, του νόμου περί υδάτων, καθώς και το άρθρο 97, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος.

87

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως εκτέθηκε ήδη στη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως, κατά πάγια νομολογία οι διατάξεις κάθε οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αναμφισβήτητα δεσμευτικό, με την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑281/11, EU:C:2013:855, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

88

Επισημαίνεται όμως ότι δεν πληροί τις ως άνω απαιτήσεις η ερμηνεία εθνικής διατάξεως που αφορά την προστασία των υδάτων σύμφωνα με πλείονες άλλες διατάξεις διασκορπισμένες σε διάφορους νόμους που δεν σχετίζονται, επιπλέον, εκ πρώτης όψεως με την προστασία των υδάτων.

89

Εξάλλου, από την ανάλυση των κρίσιμων διατάξεων της πολωνικής έννομης τάξεως προκύπτει ότι στο πολωνικό δίκαιο δεν υπάρχει κανένα από τα στοιχεία του ορισμού του άρθρου 2, σημείο 27, της οδηγίας 2000/60, καθόσον δεν γίνεται σε αυτές μνεία ούτε του μακροπρόθεσμου μέσου ετήσιου ρυθμού γενικής ανατροφοδοτήσεως ενός συστήματος υπόγειων υδάτων μείον τον μακροπρόθεσμο μέσο ετήσιο ρυθμό ροής που απαιτείται, ούτε της επιτεύξεως των στόχων οικολογικής ποιότητας για τα συναφή επιφανειακά ύδατα οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, ούτε της απαιτήσεως να αποφεύγεται οιαδήποτε σημαντική μείωση της οικολογικής καταστάσεως των υδάτων αυτών και οιαδήποτε σημαντική ζημία των συναφών χερσαίων οικοσυστημάτων.

90

Τέλος, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της έννοιας «διαθέσιμοι πόροι υπόγειων υδάτων» και της έννοιας «άντληση υδάτων». Ειδικότερα, η πρώτη αφορά φυσικές διεργασίες, δεδομένου ότι ο ορισμός που προβλέπεται στην οδηγία 2000/60 αναφέρεται σε φυσική κατάσταση ισορροπίας, ήτοι στον ρυθμό γενικής ανατροφοδοτήσεως ενός συστήματος υπόγειων υδάτων μείον τον ρυθμό ροής, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Η εν λόγω παρέμβαση, που διακρίνει την άντληση υδάτων, εμπίπτει στο άρθρο 2, σημείο 28, της οδηγίας αυτής. Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι ο ορισμός που προβλέπεται στο άρθρο 2, σημείο 27, της εν λόγω οδηγίας παραπέμπει εμμέσως στην υποχρέωση παρακολουθήσεως την οποία προβλέπει το σημείο 2.2.1 του παραρτήματος V της ίδιας οδηγίας, η οποία αφορά τόσο τις φυσικές διεργασίες όσο και εκείνες που έχουν ανθρώπινη προέλευση. Εάν οι δύο αυτές κατηγορίες δεν διακρίνονται μεταξύ τους, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μην καλύπτονται οι συνέπειες των ανθρώπινων παρεμβάσεων. Κατά συνέπεια, θα ήταν δυσχερής ο επαρκής προσδιορισμός των ληπτέων μέτρων για τη διασφάλιση της καλής καταστάσεως των υδάτων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4 της οδηγίας 2000/60.

91

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, της οδηγίας 2000/60 δεν περιλαμβάνονταν στην ισχύουσα σχετική νομοθεσία κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και ότι η μη μεταφορά τους αυτή στην εσωτερική έννομη τάξη μπορεί να παρακωλύσει την επίτευξη των σκοπών της ίδιας οδηγίας.

92

Επισημαίνεται συναφώς ότι η Επιτροπή διευκρίνισε στα δικόγραφά της τις συνέπειες που έχει η παράλειψη μεταφοράς ή η εσφαλμένη μεταφορά των ορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, της οδηγίας 2000/60 επί της ορθής μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη των ουσιαστικών διατάξεων της ίδιας οδηγίας και, ιδίως, την επίδρασή τους στην επίτευξη των σκοπών της.

93

Δεν απαιτείται, επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, να προβάλει η Επιτροπή αιτιάσεις σχετικά με εσφαλμένη μεταφορά καθεμιάς από τις ουσιαστικές διατάξεις της οδηγίας 2000/60 που περιέχουν ή αναφέρονται στους επίδικους ορισμούς, πέραν της αιτιάσεως σχετικά με την εσφαλμένη μεταφορά των εν λόγω ορισμών τους οποίους προβλέπει το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής.

94

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τους ορισμούς των εννοιών «κατάσταση υπόγειων υδάτων», «καλή κατάσταση υπόγειων υδάτων» και «ποσοτική κατάσταση» στο άρθρο 2, σημεία 19, 20 και 26, της οδηγίας 2000/60, η Δημοκρατία της Πολωνίας, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, δεν αμφισβήτησε τη μη μεταφορά των ορισμών αυτών στο εσωτερικό δίκαιο και δήλωσε ότι κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να θεραπεύσει τις παραβάσεις αυτές με την προσθήκη επαρκών ορισμών στα νομοθετικά κείμενα ή στις μεταγενέστερες εκτελεστικές τους πράξεις.

95

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι βάσιμη η πρώτη αιτίαση με την οποία προβάλλεται ελλιπής και εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των ορισμών που προβλέπει το άρθρο 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, της οδηγίας 2000/60.

Επί της δεύτερης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60, όσον αφορά την παρακολούθηση των προστατευόμενων περιοχών

Επιχειρήματα των διαδίκων

96

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση παρακολουθήσεως της καταστάσεως των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων και των προστατευόμενων περιοχών με την κατάρτιση προγραμμάτων παρακολουθήσεως.

97

Όσον αφορά τις προστατευόμενες περιοχές, η τρίτη περίπτωση της εν λόγω διατάξεως προβλέπει ότι τα προγράμματα συμπληρώνονται με τις προδιαγραφές που περιέχονται στην νομοθεσία της Ένωσης με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι τέτοια στοιχεία υπάρχουν στις κρίσιμες πολωνικές διατάξεις όσον αφορά τα ύδατα κολυμβήσεως ή την άντληση πόσιμου νερού, εντούτοις διαπιστώνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς προβλέψεις οι οποίες να αντιστοιχούν στις προδιαγραφές των περιοχών που έχουν καθοριστεί κατ’ εφαρμογήν των οδηγιών 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7), και 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7), ήτοι τις περιοχές που αποκαλούνται «Natura 2000». Επιπλέον, όσον αφορά τις προστατευόμενες περιοχές, δεν μεταφέρθηκαν προσηκόντως στην πολωνική έννομη τάξη ούτε οι πρόσθετες απαιτήσεις για την παρακολούθηση που προβλέπονται στο σημείο 1.3.5 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60.

98

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας με την απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη συνομολόγησε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 δεν είχε μεταφερθεί ορθά και δήλωσε ότι με την τροποποίηση της κανονιστικής αποφάσεως της 13ης Μαΐου 2009 θα διασφαλιζόταν η ορθή μεταφορά της διατάξεως αυτής στο εσωτερικό δίκαιο.

99

Από την ανάλυση των διατάξεων της πολωνικής νομοθεσίας που προβλέπουν τα προγράμματα παρακολουθήσεως των προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 προκύπτει ότι, μολονότι στο πλαίσιο της επιχειρησιακής παρακολουθήσεως προβλέπεται η παρακολούθηση ορισμένων χημικών ουσιών, όπως, για παράδειγμα, ο σίδηρος ή ο χαλκός, η παρακολούθηση των ουσιών αυτών δεν διαπιστώνεται εντούτοις ότι επιδρά στην παρακολούθηση των υδάτων των προστατευόμενων αυτών περιοχών. Η πολωνική νομοθεσία δεν καθορίζει στοιχεία βάσει των οποίων να μπορεί να προσδιοριστεί καθεστώς διατηρήσεως των ειδών ή των φυσικών οικοτόπων σε σχέση με τα ύδατα. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι με τις πολωνικές διατάξεις γίνεται ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της υποχρεώσεως να συμπληρώνονται τα προγράμματα παρακολουθήσεως με τις προδιαγραφές που περιέχονται στην νομοθεσία της Ένωσης με την οποία έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές, όσον αφορά τις περιοχές που καθορίζονται κατ’ εφαρμογήν των οδηγιών 92/43 και 2009/147.

100

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα εν λόγω προγράμματα για την παρακολούθηση της κατάστασης των υδάτων, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2000/60, πρέπει να καθιστούν δυνατή τη συλλογή δεδομένων προς τον σκοπό της επιτεύξεως καλής καταστάσεως των υδάτων στις προστατευόμενες περιοχές, λαμβανομένων συγχρόνως υπόψη των απαιτήσεων που απορρέουν από τη νομοθεσία βάσει τις οποίας καθορίστηκαν οι εν λόγω περιοχές. Επομένως, στο πλαίσιο των προγραμμάτων παρακολουθήσεως που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2000/60 πρέπει να παρακολουθούνται οι παράμετροι της καταστάσεως των υδάτων που είτε είναι λειτουργικοί ή διαρθρωτικοί δείκτες είτε επηρεάζουν την εκτίμηση των προοπτικών προστασίας των ειδών και των φυσικών οικοτόπων προς προστασία των οποίων καθορίστηκαν οι περιοχές αυτές.

101

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2000/60 μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο μέσω της εθνικής επιθεωρήσεως του περιβάλλοντος, την οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 25, παράγραφος 2, του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος και το άρθρο 112 του νόμου για την προστασία της φύσεως, μέσω της παρακολουθήσεως που διενεργείται στις περιοχές Natura 2000 στο πλαίσιο επιχειρησιακών σχεδίων προστασίας και μέσω του άρθρου 5, παράγραφος 4, σημείο 2, της κανονιστικής αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2011.

102

Το περιεχόμενο της παρακολουθήσεως που προβλέπεται στο πλαίσιο των σχεδίων δράσεων προστασίας και των επιχειρησιακών σχεδίων προστασίας αφορά τους οικοτόπους ή τα είδη στις περιοχές αυτές τα οποία προστατεύονται βάσει του δικτύου Natura 2000 και πρωτίστως τους οικοτόπους και τα είδη προς προστασία των οποίων καθορίστηκε περιοχή Natura 2000. Η παρακολούθηση αυτή στηρίζεται σε διατάξεις γενικότερες αυτών των οδηγιών 92/43 και 2009/147. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να συνεκτιμηθεί το σύνολο των λοιπών υποχρεώσεων που υπέχει η Δημοκρατία της Πολωνίας δυνάμει επικυρωμένων από αυτήν συμφωνιών για την προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς να παραβλέπονται οι υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 2000/60.

103

Το άρθρο 5, παράγραφος 4, σημείο 2, της κανονιστικής αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2011 προβλέπει παρακολούθηση των προστατευόμενων περιοχών για τη διαπίστωση του βαθμού τηρήσεως των συμπληρωματικών απαιτήσεων που ορίζονται για τις περιοχές αυτές από άλλες διατάξεις. Στις άλλες αυτές διατάξεις περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι διατάξεις του νόμου για την προστασία της φύσεως δυνάμει των οποίων καθορίστηκαν προστατευόμενες περιοχές. Συνεπώς, στην παρακολούθηση των υδάτων πρέπει να συνεκτιμώνται τα αποτελέσματα της παρακολουθήσεως που διενεργείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 112 του νόμου για την προστασία της φύσεως και βάσει των σχεδίων δράσεων προστασίας και των επιχειρησιακών σχεδίων προστασίας.

104

Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της παρακολουθήσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών και υπογείων υδάτων λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές απαιτήσεις που προβλέπονται για τις περιοχές Natura 2000 που συναρτώνται με τα ύδατα. Αντιθέτως, ο βαθμός τηρήσεως των σχετικών με τις περιοχές Natura 2000 απαιτήσεων διαπιστώνεται στο πλαίσιο παρακολουθήσεως που διενεργείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 112 του νόμου για την προστασία της φύσεως βάσει σχεδίων δράσεων προστασίας. Ως εκ τούτου, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, το πολωνικό δίκαιο πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60 απαιτήσεις σχετικά με τα προγράμματα παρακολουθήσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

105

Διαπιστώνεται ότι η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2000/60 συνίσταται στο να λαμβάνεται υπόψη η απαίτηση να συμπληρώνονται τα προγράμματα παρακολουθήσεως της καταστάσεως των υδάτων με τις προδιαγραφές που περιέχονται στη νομοθεσία της Ένωσης βάσει της οποίας έχουν καθοριστεί οι επιμέρους προστατευόμενες περιοχές.

106

Πλην όμως, το άρθρο 25, παράγραφος 2, του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο κατά την άποψη της Δημοκρατίας της Πολωνίας αποτελεί διάταξη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο, δεν ορίζει την έννοια «παρακολούθηση της καταστάσεως του περιβάλλοντος». Αντιθέτως, κατά το άρθρο 112 του νόμου για την προστασία της φύσεως η παρακολούθηση της καταστάσεως του περιβάλλοντος στηρίζεται στην παρατήρηση και στην εξέταση της καταστάσεως και των μεταβολών των στοιχείων που συνθέτουν τη βιοποικιλότητα και την ποικιλομορφία του τοπίου, λαμβανομένων ειδικά υπόψη των φυσικών οικοτόπων και των ειδών προτεραιότητας. Το είδος αυτό παρακολουθήσεως επικεντρώνεται συνεπώς στην παρατήρηση των μεταβολών των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος σε αντίθεση με τη γενική παρακολούθηση του περιβάλλοντος που διενεργείται βάσει του άρθρου 25 του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, από τις δύο ως άνω διατάξεις δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποχρεούνται να αξιοποιούν τα αποτελέσματα της παρακολουθήσεως αυτής για την παρακολούθηση και την ταξινόμηση της καταστάσεως των υδάτων σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 8 και του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60.

107

Ούτε οι λοιπές διατάξεις τις οποίες επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας πληρούν την προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2000/60 απαίτηση η οποία συνίσταται στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της παρακολουθήσεως που διεξάγεται στις διάφορες περιοχές Natura 2000 στο πλαίσιο της παρακολουθήσεως που προβλέπει η ως άνω οδηγία και της ταξινομήσεως της καταστάσεως των υδάτων, δεδομένου ότι προβλέπουν απλώς παρακολούθηση χωρίς να επιβάλλουν την υποχρέωση αξιοποιήσεως των δεδομένων που προκύπτουν.

108

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η αρχική προθεσμία που είχε ταχθεί για τον καθορισμό ειδικών περιοχών προστασίας για τις οποίες απαιτείται, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 92/43, κατάρτιση σχεδίων προστασίας έληξε εντός του 2003. Κατά συνέπεια, το κατά πόσον η παρακολούθηση που θα διενεργηθεί στο πλαίσιο των επιχειρησιακών σχεδίων προστασίας και των σχεδίων δράσεων προστασίας αποτελεί τρόπο μεταφοράς του άρθρου 8, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2000/60 εξαρτάται από την κατάρτιση των εν λόγω σχεδίων.

109

Η τυχόν απλή κατοχή δεδομένων που αφορούν τους οικοτόπους ή τα είδη ή ακόμη και την κατάσταση των υδάτων, όπως προβάλλει η Δημοκρατία της Πολωνίας, δεν διασφαλίζει ότι τα προγράμματα παρακολουθήσεως που καταρτίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2000/60 συμπληρώνονται από τις προδιαγραφές που περιέχονται στην νομοθεσία της Ένωσης.

110

Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 5, παράγραφος 4, σημείο 2, της κανονιστικής αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2011, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 155b του νόμου περί υδάτων μετά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και η οποία προβλέπει παρακολούθηση των προστατευόμενων περιοχών για τη διαπίστωση του βαθμού τηρήσεως των συμπληρωματικών απαιτήσεων που ορίζονται για τις περιοχές αυτές από άλλες διατάξεις, δεν έχει γίνει ορθή μεταφορά του άρθρου 8, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 2000/60 στο πολωνικό δίκαιο, εφόσον η εν λόγω διάταξη του εθνικού δικαίου δεν επιβάλλει η παρακολούθηση αυτή να διενεργείται κατά τρόπον ώστε το περιεχόμενό της να συμπληρώνεται, ως προς τις παραμέτρους που αποτελούν αντικείμενο παρακολουθήσεως, από τις παραμέτρους που προβλέπονται στη νομοθεσία της Ένωσης βάσει της οποίας καθορίστηκαν οι περιοχές Natura 2000, αλλά ορίζει απλώς τον σκοπό της παρακολουθήσεως αυτής, ήτοι τη διαπίστωση του βαθμού τηρήσεως των συμπληρωματικών απαιτήσεων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις.

111

Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι είναι βάσιμη η δεύτερη αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/60, όσον αφορά την παρακολούθηση των προστατευόμενων περιοχών.

Επί της τρίτης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60

Επιχειρήματα των διαδίκων

112

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν έχει μεταφερθεί στο πολωνικό δίκαιο το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναφέρουν, στα σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού, τις προγραμματιζόμενες ενέργειες για την εφαρμογή της αρχής της ανακτήσεως του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, οι οποίες θα συμβάλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων της εν λόγω οδηγίας, καθώς και τη συμβολή των διαφόρων χρήσεων ύδατος στην ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος.

113

Η Επιτροπή προβάλλει συναφώς ότι δεν υπάρχουν επαρκείς εθνικές διατάξεις για το ζήτημα αυτό και ότι το άρθρο 113a, παράγραφος 2, του νόμου περί υδάτων ορίζει απλώς ότι τα βασικά μέτρα έχουν σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως των ελάχιστων προϋποθέσεων και περιλαμβάνουν ενέργειες για την εφαρμογή της αρχής της ανακτήσεως του κόστους των υπηρεσιών ύδατος. Στο πλαίσιο αυτό, κατά την Επιτροπή, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική ανάλυση που διενεργείται κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος III της οδηγίας 2000/60.

114

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δήλωσε στην απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη ότι η μεταφορά του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60 έγινε με τα άρθρα 113a, παράγραφος 2, σημείο 2, και 114, παράγραφος 1, σημείο 6, του νόμου περί υδάτων και ότι οι διατάξεις αυτές είχαν συμπληρωθεί από το άρθρο 113b, παράγραφος 2, σημείο 2, του εν λόγω νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον νόμο της 5ης Ιανουαρίου 2011 (στο εξής: τροποποιημένος νόμος περί υδάτων), ο οποίος αντικατέστησε το άρθρο 113a, παράγραφος 2, σημείο 2, του νόμου περί υδάτων.

115

Η ως άνω τροποποίηση έγινε στις 5 Ιανουαρίου 2011, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, και λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή. Εντούτοις, το θεσμικό αυτό όργανο υποστηρίζει ότι με την τροποποίηση αυτή δεν ήρθη η προσαπτόμενη παράβαση.

116

Ομοίως, κατά την Επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 114, παράγραφος 1, σημείο 6, του νόμου περί υδάτων, καθόσον προβλέπει μόνον ότι το σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνει περίληψη των πορισμάτων της οικονομικής αναλύσεως της χρήσεως ύδατος, μεταφέρει μεν στο εσωτερικό δίκαιο το μέρος A, σημείο 6, του παραρτήματος VII της οδηγίας 2000/60, το οποίο προβλέπει ένα από τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η περιγραφή του σχεδίου διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού, ήτοι την οικονομική ανάλυση, αλλά όχι το άρθρο 9, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας.

117

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, ότι η υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες τις οποίες αφορά η εν λόγω διάταξη, μολονότι δεν προβλέφθηκε ευθέως στις κρίσιμες εθνικές διατάξεις, εντούτοις προκύπτει αναμφισβήτητα από το σύνολο των διατάξεων του πολωνικού δικαίου, αν ληφθεί υπόψη η όλη οικονομία τους και ο σκοπός τους.

118

Επιπλέον, το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι μετέφερε στο εσωτερικό του δίκαιο το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60, ιδίως με την κανονιστική απόφαση της 29ης Μαρτίου 2013, καθόσον έγινε συνδυασμένη μεταφορά στο πολωνικό δίκαιο των άρθρων 9 και 11 της ως άνω οδηγίας, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά την ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, είναι ένα από τα στοιχεία του προγράμματος μέτρων κατά το εν λόγω άρθρο 11.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

119

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις κάθε οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αναμφισβήτητα δεσμευτικό, με την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑281/11, EU:C:2013:855, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

120

Διαπιστώνεται συναφώς ότι δεν πληροί την ως άνω απαίτηση η απλή δήλωση ότι η εκπλήρωση της προβλεπόμενης από οδηγία υποχρεώσεως προκύπτει από το σύνολο των διατάξεων της έννομης τάξεως του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

121

Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση που επικρατούσε στο κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επήλθαν στη συνεχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑313/11, EU:C:2013:481, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

122

Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δηλώνει με το υπόμνημα αντικρούσεως ότι μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60 με την κανονιστική απόφαση της 29ης Μαρτίου 2013, αρκεί η διαπίστωση ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και ότι, επομένως, οι τροποποιήσεις της εθνικής νομοθεσίας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

123

Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι είναι βάσιμη η τρίτη αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/60.

Επί της τέταρτης και της πέμπτης αιτιάσεως με τις οποίες προβάλλεται παράλειψη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των άρθρων 10, παράγραφος 3, και 11, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60

Επιχειρήματα των διαδίκων

124

Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση με την οποία προβάλλεται παράλειψη μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/60, η Επιτροπή εκθέτει ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν αυστηρότερους ελέγχους εκπομπών στην περίπτωση που ποιοτικός στόχος ή ποιοτικό πρότυπο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με την οδηγία αυτή απαιτεί αυστηρότερους όρους από εκείνους που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των οδηγιών της Ένωσης που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

125

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η μεταφορά της επίδικης διατάξεως στο εσωτερικό δίκαιο είναι απαραίτητη για την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2000/60. Στην περίπτωση ακριβώς που οι έλεγχοι εκπομπών ή ο καθορισμός οριακών τιμών εκπομπής βάσει οδηγιών της Ένωσης, όπως η οδηγία 91/676, κριθούν, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού επιπέδου χλωροφύκης γεωργικής προελεύσεως στα ύδατα, ανεπαρκείς για την επίτευξη των περιβαλλοντικών σκοπών της οδηγίας 2000/60, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν αυστηρότερους ελέγχους εκπομπών και αυστηρότερα κριτήρια σε σχέση με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 91/676.

126

Όσον αφορά την πέμπτη αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 11, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι το άρθρο 113b, παράγραφος 8, του τροποποιημένου νόμου περί υδάτων περιλαμβάνει τα μέτρα που απαριθμούνται στην πρώτη διάταξη, έχει εντούτοις πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής.

127

Η φράση «[κ]ατά την κατάρτιση του εθνικού προγράμματος για τα ύδατα και το περιβάλλον» στο εν λόγω άρθρο 113b, παράγραφος 8, σκοπό έχει να περιορίσει το περιεχόμενο της διατάξεως του πολωνικού δικαίου μόνο στην κατάρτιση του εθνικού προγράμματος για τα ύδατα και το περιβάλλον. Κατά συνέπεια, τα μέτρα για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 113b, παράγραφος 8, του τροποποιημένου νόμου περί υδάτων μπορούν να ληφθούν, πέρα από το στάδιο της καταρτίσεως του σχεδίου προγράμματος, μόνο στο πλαίσιο της αναθεωρήσεως των προγραμμάτων μέτρων κατά το άρθρο 11, παράγραφος 8, της οδηγίας 2000/60, ήτοι στο πλαίσιο των τακτικών αναθεωρήσεων που επιτάσσει η ως άνω οδηγία.

128

Η υποχρέωση που απορρέει από το εν λόγω άρθρο 113b, παράγραφος 8, δεν πρέπει να συγχέεται με την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60, δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η συμπλήρωση της υποχρεωτικής τακτικής αναθεωρήσεως που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 8, της ως άνω οδηγίας με την υποχρέωση λήψεως των μέτρων που είναι αναγκαία στην περίπτωση που είναι απίθανη η επίτευξη των τεθέντων περιβαλλοντικών στόχων.

129

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, όσον αφορά την τέταρτη και την πέμπτη αιτίαση, ότι τα άρθρα 10, παράγραφος 3, και 11, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60 θα μεταφερθούν στο εσωτερικό δίκαιο στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου για τη μεταρρύθμιση του νόμου περί υδάτων και ορισμένων άλλων νόμων, η διαδικασία για την ψήφιση του οποίου είναι σε προχωρημένο στάδιο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

130

Όσον αφορά την τέταρτη και την πέμπτη αιτίαση, αρκεί να υπομνησθεί η εκτεθείσα στη σκέψη 122 της παρούσας αποφάσεως πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση που επικρατούσε στο κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επήλθαν στη συνεχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑313/11, EU:C:2013:481, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

131

Δεδομένου ότι από την επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας της Πολωνίας προκύπτει ότι τα άρθρα 10, παράγραφος 3, και 11, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60 θα μεταφερθούν στο εσωτερικό δίκαιο στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου για τη μεταρρύθμιση του νόμου περί υδάτων και ορισμένων άλλων νόμων, διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω μέτρα μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο δεν είχαν θεσπιστεί κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

132

Κατά συνέπεια, η τέταρτη και η πέμπτη αιτίαση πρέπει να κριθούν βάσιμες.

Επί της έκτης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των σημείων 1.3, 1.3.4, 1.3.5, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60

Επιχειρήματα των διαδίκων

133

Όσον αφορά την έκτη αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των σημείων 1.3, 1.3.4, 1.3.5, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα σημεία 1.3, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος αυτού αφορούν θεμελιώδεις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας, επειδή ρυθμίζουν την παρακολούθηση της οικολογικής και χημικής καταστάσεως των επιφανειακών υδάτων, την ταξινόμηση και παρουσίαση της οικολογικής καταστάσεως και το δίκτυο παρακολουθήσεως των υπόγειων υδάτων. Είναι, συνεπώς, ουσιώδη στοιχεία για να καταστεί δυνατή η παρακολούθηση που προβλέπεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 8 της οδηγίας 2000/60.

134

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όσον αφορά τα σημεία 1.3, 1.3.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, το πρόβλημα σε σχέση με τη μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο αφορά την υποχρέωση να παρέχονται στο σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού εκτιμήσεις για τον βαθμό πιστότητας και ακρίβειας των αποτελεσμάτων της παρακολουθήσεως.

135

Μολονότι το άρθρο 114, παράγραφος l, προβλέπει ομολογουμένως ορισμένα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιέχει το σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού, εντούτοις στα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνονται ούτε ο χάρτης των δικτύων παρακολουθήσεως ούτε η παρουσίαση των προγραμμάτων παρακολουθήσεως. Αντιθέτως προς όσα επιτάσσουν τα σημεία 1.3 και 2.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, οι διατάξεις της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως δεν επιβάλλουν τη συμπερίληψη στο εν λόγω σχέδιο εκτιμήσεων για τον βαθμό πιστότητας και ακρίβειας των παρεχόμενων από τα προγράμματα παρακολουθήσεως αποτελεσμάτων. Ούτε οι λοιπές διατάξεις του πολωνικού δικαίου περιέχουν τέτοια απαίτηση.

136

Όσον αφορά το σημείο 1.3.5 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το σημείο αυτό επιβάλλει τα υδατικά συστήματα που αποτελούν περιοχές προστασίας οικοτόπων και περιοχές προστασίας ειδών να συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα επιχειρησιακής παρακολουθήσεως, εφόσον, με βάση την εκτίμηση των επιπτώσεων και την εποπτική παρακολούθηση, εντοπίζεται ότι κινδυνεύουν να μην μπορέσουν να επιτύχουν τους περιβαλλοντικούς τους στόχους βάσει του άρθρου 4 της ως άνω οδηγίας. Επομένως, η οδηγία αυτή συνδέει ρητώς την υποχρέωση διενέργειας επιχειρησιακής παρακολουθήσεως με το ενδεχόμενο να μην επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί στόχοι για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας.

137

Από τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο που έγινε με το άρθρο 5, παράγραφος 2, σημείο 3, της κανονιστικής αποφάσεως της 13ης Μαΐου 2009 προκύπτει ότι η επιχειρησιακή παρακολούθηση των επιφανειακών υδάτων σκοπό έχει τη διαπίστωση της καταστάσεως των επιφανειακών υδάτων στις περιοχές που περιλαμβάνονται στους καταλόγους του άρθρου 113, παράγραφος 4, του νόμου περί υδάτων, ήτοι, μεταξύ άλλων, στις περιοχές οικοτόπων και στις περιοχές προστασίας ειδών. Εν συνεχεία, στο τμήμα 2, σημείο 6, του παραρτήματος 1 της κανονιστικής αποφάσεως αυτής απαριθμούνται τα κριτήρια στα οποία στηρίζεται η εν λόγω επιχειρησιακή παρακολούθηση. Εντούτοις, κατά την Επιτροπή, η διάταξη αυτή δεν εξασφαλίζει την εκτίμηση της εκτάσεως και των επιπτώσεων των πιέσεων στα συστήματα αυτά υδάτων των προστατευόμενων περιοχών.

138

Επιπλέον, δεν υπάρχει στην πολωνική νομοθεσία διάταξη η οποία να κάνει μνεία του σκοπού διασφαλίσεως κατάλληλου επιπέδου προστασίας καθώς και της υποχρεώσεως συνεχίσεως της παρακολουθήσεως μέχρις ότου οι περιοχές καλύψουν τις σχετικές με τα ύδατα απαιτήσεις της νομοθεσίας βάσει της οποίας έχουν οριστεί και ανταποκριθούν στους τεθέντες περιβαλλοντικούς στόχους.

139

Κατά την Επιτροπή, η κανονιστική απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011 δεν ήρε την προαναφερθείσα παράβαση, επειδή δεν αναφέρεται ειδικά στην παρακολούθηση των οικοτόπων και των ειδών στις προστατευόμενες περιοχές.

140

Επιπλέον, στην πολωνική νομοθεσία δεν γίνεται μνεία της ανάγκης να συνεχίζεται η παρακολούθηση μέχρις ότου οι προστατευόμενες περιοχές καλύψουν τις σχετικές με τα ύδατα απαιτήσεις της νομοθεσίας βάσει της οποίας έχουν καθοριστεί και ανταποκριθούν στους περιβαλλοντικούς στόχους για τους οποίους γίνεται λόγος στο άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60.

141

Όσον αφορά το σημείο 1.4. του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι για την ταξινόμηση και παρουσίαση της οικολογικής καταστάσεως και του οικολογικού δυναμικού των υδάτων απαιτείται η συνεκτίμηση των υδρομορφολογικών παραμέτρων, οι οποίες αποτελούν βασικές παραμέτρους της οικολογικής καταστάσεως. Ειδικότερα, το σημείο 1.4.2, στοιχεία i και ii, του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι παράμετροι κατά την ταξινόμηση της οικολογικής καταστάσεως.

142

Η κανονιστική απόφαση της 20ής Αυγούστου 2008 προβλέπει όμως στο μέρος B, σημείο XIV, του παραρτήματος 6 και στο μέρος B, σημείο XV, του παραρτήματος 7, ότι, «[έ]ως ότου αναπτυχθούν μέθοδοι εκτιμήσεως του οικολογικού δυναμικού βάσει των υδρομορφολογικών παραμέτρων, η ταξινόμηση του οικολογικού δυναμικού των υδάτων μπορεί να γίνεται χωρίς να συνεκτιμώνται οι παράμετροι αυτές». Ομοίως, στην κανονιστική απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2011, για τον τρόπο ταξινομήσεως της καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων, δεν λαμβάνονται υπόψη οι υδρομορφολογικές παράμετροι για την ταξινόμηση της οικολογικής καταστάσεως των συστημάτων υδάτων.

143

Κατά την Επιτροπή, ο αποκλεισμός των υδρομορφολογικών παραμέτρων από την ταξινόμηση της καταστάσεως των υδάτων θα έχει ως αναπόδραστη συνέπεια ότι η αξιολόγηση της οικολογικής καταστάσεως θα είναι ελλιπής και ότι η ελλιπής αυτή αξιολόγηση θα έχει με τη σειρά της επιπτώσεις στην επίτευξη των κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/60 βασικών περιβαλλοντικών στόχων.

144

Η Επιτροπή εκθέτει ως προς το σημείο αυτό ότι το σημείο 1.4.2, στοιχεία i και ii, του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60 αναφέρεται στα «ποιοτικά στοιχεία». Τα στοιχεία αυτά απαριθμούνται στο σημείο 1.1. του παραρτήματος αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποιοτικά στοιχεία για την ταξινόμηση της οικολογικής κατάστασης». Από τα σημεία 1.1.1 έως 1.1.5 του εν λόγω παραρτήματος προκύπτει ότι τα υδρολογικά στοιχεία υποστηρίζουν τα βιολογικά στοιχεία και ότι τα ποιοτικά στοιχεία είναι όντως απαραίτητα για την αξιολόγηση της καταστάσεως των υδάτων. Κατά τα σημεία 1.1.1 και 1.1.2 του παραρτήματος V της ως άνω οδηγίας, ως «υδρομορφολογικά στοιχεία» των ποταμών και λιμνών θεωρούνται η ποσότητα και δυναμική των υδάτινων ροών, ο χρόνος παραμονής, η σύνδεση με το σύστημα υπογείων υδάτων, η διακύμανση του βάθους, το πλάτος, η δομή και το υπόστρωμα του πυθμένα.

145

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, πρώτον, ότι μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο τα σημεία 1.3, 1.3.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60 με το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 5, της κανονιστικής αποφάσεως της 29ης Μαρτίου 2013.

146

Δεύτερον, όσον αφορά το σημείο 1.3.5 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει ότι αυτό μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο ιδίως με το άρθρο 5, παράγραφος 4, σημείο 4, της κανονιστικής αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2011, το οποίο ορίζει τον σκοπό της παρακολουθήσεως των προστατευόμενων περιοχών, ήτοι «την εκτίμηση των μεταβολών της καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων στις προστατευόμενες περιοχές».

147

Ως εκ τούτου, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, οι διατάξεις του πολωνικού δικαίου καθιστούν δυνατή την εκτίμηση του μεγέθους και των επιπτώσεων των πιέσεων στα συστήματα υδάτων των προστατευόμενων περιοχών με σκοπό τη διασφάλιση επαρκούς επιπέδου προστασίας των περιοχών αυτών.

148

Η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται επίσης το παράρτημα 2 της κανονιστικής αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2011, με το μέρος V, σημείο 25, του οποίου μεταφέρεται στο εσωτερικό δίκαιο η επιταγή που προβλέπει το σημείο 1.3.5, τελευταία περίοδος, του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60.

149

Τρίτον, όσον αφορά το σημείο 1.4 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, η Δημοκρατία της Πολωνίας δηλώνει ότι η συνεκτίμηση των υδρολογικών παραμέτρων στην ταξινόμηση και παρουσίαση της οικολογικής καταστάσεως θα προβλεφθεί κατά την τροποποίηση της κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, της 9ης Νοεμβρίου 2011, για τον τρόπο ταξινομήσεως της καταστάσεως των ενιαίων συστημάτων επιφανειακών υδάτων και για τα πρότυπα περιβαλλοντικής ποιότητας όσον αφορά τις ουσίες προτεραιότητας

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

150

Όσον αφορά την εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των σημείων 1.3, 1.3.4, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, επισημαίνεται ότι η φερόμενη μεταφορά τους στο εσωτερικό δίκαιο με την κανονιστική απόφαση της 29ης Μαρτίου 2013 έγινε μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

151

Η διαπίστωση αυτή ισχύει επίσης και για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του σημείου 1.3.5 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60, μολονότι η Επιτροπή δηλώνει ότι αναγνωρίζει ότι η κανονιστική απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011 ήρε ορισμένα στοιχεία της εσφαλμένης μεταφοράς του εν λόγω σημείου, όπως τα όριζε η κανονιστική απόφαση της 13ης Μαΐου 2009.

152

Αρκεί να υπομνησθεί συναφώς η εκτεθείσα στις σκέψεις 121 και 130 της παρούσας αποφάσεως πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση που επικρατούσε στο κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επήλθαν στη συνεχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑313/11, EU:C:2013:481, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

153

Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθεί βάσιμη η έκτη αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των σημείων 1.3, 1.3.4, 1.3.5, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της οδηγίας 2000/60.

Επί της έβδομης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του μέρους A, σημεία 7.2 έως 7.10, του παραρτήματος VII της οδηγίας 2000/60

Επιχειρήματα των διαδίκων

154

Όσον αφορά την έβδομη αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του μέρους A, σημεία 7.2 έως 7.10, του παραρτήματος VII της οδηγίας 2000/60, η Επιτροπή εκθέτει, αφενός, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας την ενημέρωσε με την απάντησή της στην αιτιολογημένη γνώμη ότι τα εν λόγω σημεία είχαν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο με τα άρθρα 113, 113a και 114 του νόμου περί υδάτων, καθώς και με το άρθρο 113b του τροποποιημένου νόμου περί υδάτων και, αφετέρου, ότι το εν λόγω κράτος μέλος αναφέρθηκε επίσης στο σχέδιο νόμου για τη μεταρρύθμιση του νόμου περί υδάτων και ορισμένων άλλων νόμων.

155

Κατά την Επιτροπή όμως οι ως άνω εθνικές διατάξεις αφορούν το εθνικό πρόγραμμα για τα ύδατα και το περιβάλλον, το οποίο αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 11 της οδηγίας 2000/60 που αφορά το πρόγραμμα μέτρων. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να διακρίνεται από το σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού κατά την έννοια του παραρτήματος VII της οδηγίας 2000/60, το οποίο επιβάλλει ειδικότερα να περιλαμβάνεται στο σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού περίληψη των μέτρων που έχουν ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 της ίδιας οδηγίας. Συνεπώς, η μεταφορά του εν λόγω άρθρου στο εσωτερικό δίκαιο δεν αρκεί αφ’ εαυτής για τη μεταφορά των απαιτήσεων που προβλέπονται στα σημεία 7.2 έως 7.10 του παραρτήματος VII της οδηγίας 2000/60. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 114, παράγραφος 1, σημείο 7, του νόμου περί υδάτων επιβάλλει την υποχρέωση να περιλαμβάνεται στα σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού περίληψη των μέτρων του εθνικού προγράμματος για τα ύδατα και το περιβάλλον. Η διάταξη αυτή είναι εντούτοις υπερβολικά γενική για να διασφαλίσει τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των απαιτήσεων που προβλέπονται στα σημεία 7.2 έως 7.10 του παραρτήματος VII της οδηγίας 2000/60. Επιπροσθέτως, από το γράμμα των διαφόρων υποσημείων του σημείου 7 του παραρτήματος VII της οδηγίας αυτής προκύπτει σαφώς ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν τα σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού να περιλαμβάνουν όχι μόνο περίληψη των μέτρων που πρέπει να τηρούνται δυνάμει του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας αλλά και περίληψη των μέτρων που έχουν ληφθεί στον τομέα αυτόν.

156

Όσον αφορά την έβδομη αιτίαση, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι έχει γίνει ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των επίμαχων διατάξεων με τα άρθρα 113, 113a και 114 του νόμου περί υδάτων, καθώς και με το άρθρο 113b του τροποποιημένου νόμου περί υδάτων, που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας. Ειδικότερα, η κανονιστική απόφαση της 29ης Μαρτίου 2013 παραπέμπει στο εν λόγω άρθρο, στο μέτρο που το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 10, της κανονιστικής αυτής αποφάσεως ορίζει ότι στα αναγκαία ειδικά πληροφοριακά στοιχεία για την κατάρτιση σχεδίου διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού περιλαμβάνεται περίληψη των μέτρων του εθνικού προγράμματος για τα ύδατα και το περιβάλλον, το οποίο στο ως άνω άρθρο 113b.

157

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, τα σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού πρέπει πάντοτε να περιλαμβάνουν περίληψη των μέτρων του εθνικού προγράμματος για τα ύδατα και το περιβάλλον, ήτοι το πρόγραμμα των μέτρων που έχουν ληφθεί βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας 2000/60 και, συνεπώς, κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του μέρους A, σημείο 7, του παραρτήματος VII της οδηγίας αυτής, βάσει του οποίου τα σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού πρέπει ακριβώς να περιλαμβάνουν τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

158

Διαπιστώνεται ότι το κύριο επιχείρημα που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας στο πλαίσιο της έβδομης αιτιάσεως είναι παρόμοιο με το επιχείρημα που προέβαλε στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως. Ειδικότερα, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι για την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των σημείων 7.2 έως 7.10 του παραρτήματος VII της οδηγίας 2000/60 αρκεί τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι τα σχέδια διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού πρέπει να περιλαμβάνουν περίληψη του προγράμματος μέτρων που έχουν ληφθεί βάσει του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας. Εν προκειμένω, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής διασφαλίζεται με την παραπομπή στο άρθρο 113b του τροποποιημένου νόμου περί υδάτων και μέσω του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 10, της κανονιστικής αποφάσεως της 29ης Μαρτίου 2013.

159

Αρκεί στο σημείο αυτό η διαπίστωση ότι η ως άνω διάταξη του εθνικού δικαίου θεσπίστηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη και, ως εκ τούτου, κατά πάγια νομολογία δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, απόφαση Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑313/11, EU:C:2013:481, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

160

Ως εκ τούτου, είναι βάσιμη η έβδομη αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη μεταφορά στην πολωνική έννομη τάξη του μέρους A, σημεία 7.2 έως 7.10, του παραρτήματος VII της οδηγίας 2000/60

161

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να κριθεί βάσιμη.

162

Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μη μεταφέροντας πλήρως ή ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, 8, παράγραφος 1, 9, παράγραφος 2, 10, παράγραφος 3, και 11, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60, καθώς και τα σημεία 1.3, 1.3.4, 1.3.5, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας και το μέρος A, σημεία 7.2 έως 7.10, του παραρτήματος VII της ίδιας οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις ως άνω διατάξεις και από το άρθρο 24 της ίδιας ως άνω οδηγίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

163

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Η Δημοκρατία της Πολωνίας, μη μεταφέροντας πλήρως ή ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 2, σημεία 19, 20, 26 και 27, 8, παράγραφος 1, 9, παράγραφος 2, 10, παράγραφος 3, και 11, παράγραφος 5, της οδηγίας 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, καθώς και τα σημεία 1.3, 1.3.4, 1.3.5, 1.4 και 2.4.1 του παραρτήματος V της εν λόγω οδηγίας και το μέρος A, σημεία 7.2 έως 7.10, του παραρτήματος VII της ίδιας οδηγίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις ως άνω διατάξεις και από το άρθρο 24 της ίδιας ως άνω οδηγίας.

 

2)

Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

Top