EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0462

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2023.
BM κατά LO.
Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση – Forum actoris – Προϋπόθεση – Συνήθης διαμονή του ενάγοντος στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου καθ’ όλη τη διάρκεια του κρίσιμου χρονικού διαστήματος αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής.
Υπόθεση C-462/22.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:553

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση – Forum actoris – Προϋπόθεση – Συνήθης διαμονή του ενάγοντος στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου καθ’ όλη τη διάρκεια του κρίσιμου χρονικού διαστήματος αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής»

Στην υπόθεση C‑462/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 25ης Μαΐου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

BM

κατά

LO,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi (εισηγήτρια), J.‑C. Bonichot, S. Rodin και O. Spineanu‑Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez‑Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η LO, εκπροσωπούμενη από την B. Ackermann, Rechtsanwältin,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την S. Żyrek,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την P. Barros da Costa, την S. Duarte Afonso και τον J. Ramos,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Leupold και W. Wils,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1).

2

Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του BM και της συζύγου του, LO, σχετικά με αγωγή για τη λύση του μεταξύ τους γάμου, η οποία ασκήθηκε ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων.

Το νομικό πλαίσιο

3

Η αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 2201/2003 έχει ως εξής:

«Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Προς το σκοπό αυτό, η Κοινότητα πρέπει να θεσπίσει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι αναγκαία για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»

4

Το άρθρο 1 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν:

α)

το διαζύγιο, το δικαστικό χωρισμό ή την ακύρωση του γάμου των συζύγων·

[…]».

5

Το άρθρο 3 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενική δικαιοδοσία», ορίζει τα εξής:

«1.   Δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους:

α)

στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται:

η συνήθης διαμονή των συζύγων, ή

η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων εφόσον ένας εκ των συζύγων έχει ακόμα αυτή τη διαμονή, ή

η συνήθης διαμονή του εναγομένου, ή

σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων, ή

η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή

η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και εάν είναι είτε υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, έχει εκεί “domicile”·

[…]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

6

Ο BM, Γερμανός υπήκοος, και η LO, Πολωνή υπήκοος, συνήψαν γάμο στην Πολωνία το 2000. Έζησαν εκεί με τα τέκνα τους τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο του 2012.

7

Στις 27 Οκτωβρίου 2013, ο BM κίνησε διαδικασία διαζυγίου ενώπιον του Amtsgericht Hamm (ειρηνοδικείου Hamm, Γερμανία), υποστηρίζοντας ότι αποχώρησε από τη συζυγική εστία τον Ιούνιο του 2012 και έχει έκτοτε εγκατασταθεί στην οικία των γονέων του, στη γενέτειρά του στη Γερμανία.

8

Η LO προέβαλε ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των γερμανικών δικαστηρίων, κυρίως για τον λόγο ότι ο BM, αφού αποχώρησε από τη συζυγική εστία, διατήρησε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2013 τη συνήθη διαμονή του στην Πολωνία.

9

Αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, το Amtsgericht Hamm (ειρηνοδικείο Hamm) έκανε δεκτή την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας που προέβαλε η LO και απέρριψε την αγωγή διαζυγίου του BM ως απαράδεκτη.

10

Η απόφαση του ειρηνοδικείου επικυρώθηκε κατ’ έφεση από το Oberlandesgericht Hamm (εφετείο Hamm, Γερμανία).

11

Το εφετείο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ο BM είχε μεν αποκτήσει συνήθη διαμονή στη Γερμανία κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής διαζυγίου, ήτοι στις 27 Οκτωβρίου 2013, δεν είχε όμως αποδείξει ότι είχε συνήθη διαμονή στο εν λόγω κράτος μέλος καθ’ όλη τη διάρκεια των έξι μηνών πριν από την ημερομηνία αυτή, ήτοι από τις 27 Απριλίου 2013, αντιθέτως προς την απαίτηση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003.

12

Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), ενώπιον του οποίου ο BM άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Oberlandesgericht Hamm (εφετείου Hamm), εκτιμά ότι η έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πέμπτη και έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο ενάγων και νυν αναιρεσείων πρέπει να αποδείξει ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου από την έναρξη των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή χρονικών διαστημάτων ή αν αρκεί η απλή διαμονή, εφόσον αυτή μετατρέπεται σε συνήθη διαμονή το αργότερο έως την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής για τη λύση του συζυγικού δεσμού.

13

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, παρά το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πέμπτη και έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003, θα πρέπει να γίνει δεκτή η τελολογική και περιοριστική ερμηνεία του forum actoris που καθιερώνεται στη διάταξη αυτή, προκειμένου να μην υπάρχει κίνδυνος προσβολής των δικαιωμάτων του εναγόμενου συζύγου. Βάσει της προσεγγίσεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο ενάγων οφείλει να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου από την έναρξη του κρίσιμου χρονικού διαστήματος. Η εν λόγω ερμηνεία συμβάλλει επίσης στην επίτευξη υψηλότερου βαθμού προβλεψιμότητας και στην ομοιόμορφη εφαρμογή των κριτηρίων απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από ορισμένα στοιχεία του γενικότερου πλαισίου. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει συναφώς, μεταξύ άλλων, στο ισπανικό και το γαλλικό κείμενο της συνταχθείσας από την A. Borrás εισηγητικής εκθέσεως της Σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές, η οποία είναι γνωστή ως Σύμβαση «Βρυξέλλες ΙΙ» (ΕΕ 1998, C 221, σ. 27).

14

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ερμηνεία την οποία προτείνει για το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πέμπτη και έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 είναι αμφιλεγόμενη, ιδίως στη γερμανόφωνη νομική θεωρία, και, εν πάση περιπτώσει, δεν έχει εξετασθεί από το Δικαστήριο ούτε και προκύπτει με σαφήνεια από τη νομολογία του.

15

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Η περίοδος αναμονής του ενός έτους ή των έξι μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πέμπτη και έκτη περίπτωση, του κανονισμού [2201/2003] για τον ενάγοντα αρχίζει αφότου ο ενάγων έχει πράγματι τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου ή αρκεί να έχει αυτός κατά την έναρξη της κρίσιμης περιόδου αναμονής στο κράτος του επιληφθέντος δικαστηρίου απλή αρχικώς διαμονή η οποία στη συνέχεια μετατρέπεται σε συνήθη κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την άσκηση της αγωγής;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

16

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η διεθνής δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων να επιληφθούν της υποθέσεως της κύριας δίκης εξετάστηκε υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 και ότι το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι ουδόλως ενέχει σφάλμα η διαπίστωση ότι στις 27 Απριλίου 2013 ο BM δεν είχε αποκτήσει συνήθη διαμονή στη Γερμανία. Επομένως, το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενο αποκλειστικώς στη διάταξη αυτή.

17

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι εξαρτά τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου ενός κράτους μέλους να επιληφθεί αγωγής για τη λύση του συζυγικού δεσμού από την προϋπόθεση ότι ο ενάγων, ο οποίος είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους, αποδεικνύει ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος αυτό επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής του ή από την προϋπόθεση ότι ο ενάγων αποδεικνύει ότι η διαμονή που απέκτησε στο εν λόγω κράτος μέλος μετατράπηκε σε συνήθη διαμονή κατά τη διάρκεια του ελάχιστου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής.

18

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 2201/2003 θεσπίζει γενικά κριτήρια διεθνούς δικαιοδοσίας σε θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου. Τα εν λόγω αντικειμενικά, μη σωρευτικά και αποκλειστικά κριτήρια ανταποκρίνονται στην ανάγκη μιας ρύθμισης προσαρμοσμένης στις ειδικές απαιτήσεις των διαφορών που αφορούν τη λύση του συζυγικού δεσμού [απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, OE (Συνήθης διαμονή συζύγου – Κριτήριο ιθαγένειας), C‑522/20, EU:C:2022:87, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

19

Συναφώς, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη έως τέταρτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 αναφέρει ρητώς τα κριτήρια της συνήθους διαμονής των συζύγων και του εναγομένου, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού επιτρέπει την εφαρμογή του κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του forum actoris [απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, OE (Συνήθης διαμονή συζύγου – Κριτήριο ιθαγένειας), C‑522/20, EU:C:2022:87, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

20

Ο κανόνας αυτός διεθνούς δικαιοδοσίας αποσκοπεί στη διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της κινητικότητας των προσώπων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προστατεύοντας ιδίως τα δικαιώματα του συζύγου ο οποίος, κατόπιν της συζυγικής κρίσης, εγκατέλειψε το κράτος μέλος της κοινής συνήθους διαμονής, και, αφετέρου, της ασφάλειας δικαίου, ιδίως όσον αφορά τον άλλο σύζυγο, εξασφαλίζοντας την ύπαρξη πραγματικού συνδέσμου μεταξύ του ενάγοντος και του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της λύσης του συγκεκριμένου συζυγικού δεσμού [πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, OE (Συνήθης διαμονή συζύγου – Κριτήριο ιθαγένειας), C‑522/20, EU:C:2022:87, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

21

Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 αναγνωρίζει στα δικαστήρια του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της λύσης του συζυγικού δεσμού εάν, όπως ορίζει η συγκεκριμένη διάταξη, ο ενάγων «είχε […] διαμονή» στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους «επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής [του]» και εφόσον, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους [πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, OE (Συνήθης διαμονή συζύγου – Κριτήριο ιθαγένειας), C‑522/20, EU:C:2022:87, σκέψεις 26 έως 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

22

Κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο ενάγων πρέπει κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής για τη λύση του συζυγικού δεσμού να έχει τη «συνήθη διαμονή» του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, γεγονός το οποίο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, έχει αποδείξει ο BM ενώπιον του Oberlandesgericht Hamm (εφετείου Hamm).

23

Συναφώς, υπενθυμίζεται, συγκεκριμένα, ότι, δεδομένου ότι η διεθνής δικαιοδοσία που προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003 καθορίζεται με βάση κριτήριο της «συνήθους διαμονής», αποκλείεται να αποτελεί συνάρτηση ενός κριτηρίου το οποίο στηρίζεται στην απλή διαμονή του ενός ή του άλλου συζύγου [πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, IB (Συνήθης διαμονή συζύγου – Διαζύγιο), C‑289/20, EU:C:2021:955, σκέψη 46].

24

Επομένως, σύζυγος ο οποίος προτίθεται να επικαλεστεί τη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 πρέπει οπωσδήποτε να αποδείξει ότι κατά την ημερομηνία κατά την οποία ασκεί την αγωγή για τη λύση του συζυγικού δεσμού έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος, ζήτημα το οποίο δεν αμφισβητείται εν προκειμένω.

25

Από την άλλη πλευρά, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υπάρχει αμφιβολία ως προς το ζήτημα αν η προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003, ήτοι ότι ο ενάγων πρέπει να «είχε […] διαμονή [στο εν λόγω κράτος μέλος] επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής [του]», έχει την έννοια ότι ο ενάγων πρέπει απλώς να αποδείξει ότι έχει διαμονή στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού, εφόσον, κατά το ελάχιστο χρονικό διάστημα των έξι μηνών αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής για τη λύση του συζυγικού δεσμού, η διαμονή αυτή μετατραπεί σε συνήθη διαμονή, ή αν, αντιθέτως, έχει την έννοια ότι ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι είχε τη συνήθη διαμονή του στο εν λόγω κράτος μέλος από την έναρξη και καθ’ όλη τη διάρκεια του ελάχιστου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής του.

26

Δεδομένου ότι ο κανονισμός 2201/2003 δεν περιέχει ορισμό ή ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του όρου «συνήθης διαμονή» και, ειδικότερα, του όρου «διαμονή», πρέπει να αναζητηθεί αυτοτελής και ομοιόμορφη ερμηνεία τους, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι διατάξεις που τους μνημονεύουν και των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός [πρβλ. Απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2021, IB (Συνήθης διαμονή συζύγου – Διαζύγιο), C‑289/20, EU:C:2021:955, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

27

Συναφώς, από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 προκύπτει, βεβαίως, ότι η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρέπει να βρίσκεται η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο ενάγων «είχε αυτή τη διαμονή» επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής του για τη λύση του συζυγικού δεσμού. Όπως δέχονται η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το γεγονός ότι γίνεται απλώς και μόνον μνεία περί διαμονής του ενάγοντος δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι είχε συνήθη διαμονή καθ’ όλη τη διάρκεια του ελάχιστου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής του.

28

Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 και των σκοπών που επιδιώκει, η απαίτηση να διαμένει ο ενάγων στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα των έξι μηνών αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής του δεν μπορεί να ερμηνευθεί ανεξάρτητα από το κριτήριο της «συνήθους διαμονής», το οποίο επίσης μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη.

29

Συγκεκριμένα, πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αποσκοπεί στην εναρμόνιση, σε επίπεδο Ένωσης, των κριτηρίων απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας σε γαμικές διαφορές, τα οποία στηρίζονται στο σύνολό τους, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως, στην έννοια της «συνήθους διαμονής». Στο πλαίσιο της γενικής οικονομίας της συγκεκριμένης διάταξης, δεν μπορεί να αποδίδεται στην έννοια «διαμονή» διαφορετικό περιεχόμενο, αναλόγως του αν ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται στη δεύτερη ή στην έκτη περίπτωση της εν λόγω διάταξης, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, σε αντίθεση με το κείμενο της δεύτερης περίπτωσης της εν λόγω διάταξης στις άλλες επίσημες γλώσσες της Ένωσης κατά τον χρόνο εκδόσεως του κανονισμού, το κείμενο στη γερμανική γλώσσα δεν χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν μεμονωμένα.

30

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού, διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται «η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων εφόσον ένας εκ των συζύγων έχει ακόμα αυτή τη διαμονή». Συναφώς, η χρήση της φράσης «έχει ακόμα αυτή τη διαμονή», η οποία μνημονεύεται στο κείμενο της διάταξης αυτής στις επίσημες γλώσσες της Ένωσης κατά τον χρόνο εκδόσεως του κανονισμού, με εξαίρεση το κείμενο στη γερμανική γλώσσα, υποδηλώνει μια χρονική συνέχεια μεταξύ της διαμονής αυτής και της «τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων», η οποία συνεπάγεται ότι ο σύζυγος που παραμένει στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους διατηρεί αυτή τη συνήθη διαμονή του, το συμπέρασμα δε αυτό δεν αναιρείται από το κείμενο της συγκεκριμένης διάταξης στη γερμανική γλώσσα.

31

Συνεπώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις που αφορούν τη λύση του συζυγικού δεσμού, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, δεν συντρέχει λόγος να γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών «διαμονή» και «συνήθης διαμονή», η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του κριτηρίου καθορισμού της εν λόγω διεθνούς δικαιοδοσίας.

32

Δεύτερον, όπως υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, η Πολωνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η απαίτηση να έχει αποκτήσει ο ενάγων σε δίκες για τη λύση του συζυγικού δεσμού συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου από την έναρξη του ελάχιστου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 διασφαλίζει τον σεβασμό της ασφάλειας δικαίου, διατηρώντας παράλληλα την κινητικότητα των προσώπων εντός της Ένωσης και τη δυνατότητά τους να επιτύχουν τη λύση του συζυγικού δεσμού τους, χωρίς να ευνοεί αδικαιολόγητα τον ενάγοντα, μολονότι το forum actoris αποτελεί κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας ο οποίος ούτως ή άλλως είναι ευνοϊκός γι’ αυτόν, όπερ δεν μπορεί να διασφαλίσει η εναλλακτική, ελαστικότερη ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως την οποία υποστηρίζει ο BM ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

33

Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, η ως άνω απαίτηση συμβάλλει στην αντιστάθμιση του γεγονότος ότι, σε αντίθεση με τα λοιπά κριτήρια διεθνούς δικαιοδοσίας που απαριθμούνται στην πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίπτωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, το κριτήριο της έκτης περίπτωσης δεν εξαρτάται ούτε από τη συμφωνία των συζύγων ούτε από την ύπαρξη στενού συνδέσμου με τον τόπο στον οποίο αυτοί συμβιώνουν ή συμβίωναν στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, η επιβολή στον ενάγοντα της υποχρέωσης να αποδείξει ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής του οφείλεται στην ανάγκη να είναι αυτός σε θέση να αποδείξει, για όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ότι διατηρεί πραγματικό σύνδεσμο με το εν λόγω κράτος μέλος, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως.

34

Περαιτέρω, οι σκοποί της προβλεψιμότητας και της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής σε επίπεδο Ένωσης οι οποίοι διαπνέουν τον καθορισμό των κριτηρίων απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας για γαμικές διαφορές τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003 δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν απαιτούνταν από τον ενάγοντα απλώς να αποδείξει μια, κατά το μάλλον ή ήττον, σύντομη συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου εντός του ελάχιστου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής του για τη λύση του συζυγικού δεσμού. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, ο επαρκής χαρακτήρας της διάρκειας της απαιτούμενης συνήθους διαμονής του ενάγοντος στο έδαφος του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου θα μεταβαλλόταν από υπόθεση σε υπόθεση και αναλόγως της κατά περίπτωση εκτιμήσεως του εκάστοτε επιληφθέντος εθνικού δικαστηρίου.

35

Αντιθέτως, οι σκοποί που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως επιτυγχάνονται με την απαίτηση να αποδεικνύει ο ενάγων ότι έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου από την έναρξη του ελάχιστου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003.

36

Τέλος, υπογραμμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της επίτευξης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της κινητικότητας των προσώπων εντός της Ένωσης και, αφετέρου, της απαίτησης περί ασφάλειας δικαίου, τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 2201/2003 και ο οποίος υπενθυμίζεται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, η μνημονευόμενη στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως απαίτηση δεν επιβάλλει στον ενάγοντα δυσανάλογο βάρος, ικανό να τον αποτρέψει από το να στηριχθεί στη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού.

37

Επομένως, σύμφωνα με το κριτήριο διεθνούς δικαιοδοσίας στο οποίο στηρίζεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003, ο σύζυγος που προτίθεται να επικαλεστεί τη συγκεκριμένη διάταξη πρέπει οπωσδήποτε να αποδείξει ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου από την έναρξη του ελάχιστου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών το οποίο μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη.

38

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού 2201/2003 έχει την έννοια ότι εξαρτά τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου ενός κράτους μέλους να επιληφθεί αγωγής για τη λύση του συζυγικού δεσμού από την προϋπόθεση ότι ο ενάγων, ο οποίος είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους, αποδεικνύει ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος αυτό επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής του.

Επί των δικαστικών εξόδων

39

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έκτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000,

 

έχει την έννοια ότι:

 

εξαρτά τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου ενός κράτους μέλους να επιληφθεί αγωγής για τη λύση του συζυγικού δεσμού από την προϋπόθεση ότι ο ενάγων, ο οποίος είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους, αποδεικνύει ότι έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος αυτό επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την άσκηση της αγωγής του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top