EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52018AE0201

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέματα α) «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Η δέσμη μέτρων για τα προϊόντα: Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην ενιαία αγορά» [COM(2017) 787 final], β) «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων και διαδικασιών σχετικά με τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης για τα προϊόντα και την επιβολή της, καθώς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 305/2011, (ΕΕ) αριθ. 528/2012, (ΕΕ) 2016/424, (ΕΕ) 2016/425, (ΕΕ) 2016/426 και (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 2004/42/ΕΚ, 2009/48/ΕΚ, 2010/35/ΕΕ, 2013/29/ΕΕ, 2013/53/ΕΕ, 2014/28/ΕΕ, 2014/29/ΕΕ, 2014/30/ΕΕ, 2014/31/ΕΕ, 2014/32/ΕΕ, 2014/33/ΕΕ, 2014/34/ΕΕ, 2014/35/ΕΕ, 2014/53/ΕΕ, 2014/68/ΕΕ και 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου» [COM(2017) 795 final — 2017/0353 (COD)], γ) «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των προϊόντων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους» [COM(2017) 796 final — 2017/0354 (COD)]

EESC 2018/00201

ΕΕ C 283 της 10.8.2018, p. 19–27 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

10.8.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 283/19


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέματα

α) «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Η δέσμη μέτρων για τα προϊόντα: Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην ενιαία αγορά»

[COM(2017) 787 final]

β) «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων και διαδικασιών σχετικά με τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης για τα προϊόντα και την επιβολή της, καθώς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 305/2011, (ΕΕ) αριθ. 528/2012, (ΕΕ) 2016/424, (ΕΕ) 2016/425, (ΕΕ) 2016/426 και (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 2004/42/ΕΚ, 2009/48/ΕΚ, 2010/35/ΕΕ, 2013/29/ΕΕ, 2013/53/ΕΕ, 2014/28/ΕΕ, 2014/29/ΕΕ, 2014/30/ΕΕ, 2014/31/ΕΕ, 2014/32/ΕΕ, 2014/33/ΕΕ, 2014/34/ΕΕ, 2014/35/ΕΕ, 2014/53/ΕΕ, 2014/68/ΕΕ και 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου»

[COM(2017) 795 final — 2017/0353 (COD)]

γ) «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των προϊόντων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους»

[COM(2017) 796 final — 2017/0354 (COD)]

(2018/C 283/03)

Εισηγητής:

Jorge PEGADO LIZ

Αίτηση γνωμοδότησης

α)

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 12.2.2018

β)

Συμβούλιο, 31.1.2018

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 5.2.2018

γ)

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 5.2.2018

Συμβούλιο, 6.2.2018

Νομική βάση

α)

Άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

β)

Άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

γ)

Άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

 

Αρμόδιο τμήμα

Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση

Υιοθετήθηκε από το τμήμα

27.4.2018

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

23.5.2018

Σύνοδος ολομέλειας υπ’ αριθ.

535

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

184/2/5

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) συγχαίρει την Επιτροπή για το μεγαλειώδες, αναγκαίο, πολύπλοκο και αξιέπαινο έργο που πραγματοποίησε με την υπό εξέταση δέσμη μέτρων. Εκφράζει τη λύπη της μόνο για την υπερβολική «ευελιξία» που διαπιστώνεται σε πολλές από τις διατάξεις, με τις οποίες αφήνονται υπερβολικά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη, χωρίς να αναλαμβάνεται μεγαλύτερη ευθύνη ελέγχου.

1.2.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί σωστές τις επιλογές νομικής βάσης για τις υπό εξέταση προτάσεις, καθώς και τις εκτιμήσεις σχετικά με την επικουρικότητα και την αναλογικότητα, αλλά και την επιλογή των νομικών μέσων, ως των καταλληλότερων για τους επιδιωκόμενους στόχους.

1.3.

Προβληματίζεται με το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν διασαφηνίζει δεόντως τι συνέβη με την πρόταση κανονισμού του 2013 για την εποπτεία της αγοράς προϊόντων, η οποία είναι γνωστό ότι δεν αναμένεται να υιοθετηθεί, και την οποία η υπό εξέταση πρόταση επικαλύπτει ως προς ορισμένες διατάξεις.

1.4.

Ακόμη, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει για ποιον λόγο οι προτάσεις της δεν συνοδεύονται από νέα ρύθμιση σχετικά με τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα προϊόντα, ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών, θα διέπονται από επίκαιρη και αποτελεσματικότερη ρύθμιση.

1.5.

Επιπλέον, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η υπό εξέταση πρόταση θα έπρεπε να θεσπίζει έναν κανόνα που να ενισχύει την υποχρέωση εποπτείας της αγοράς εκ μέρους των κρατών μελών, ειδικότερα δε την υποχρέωση υποβολής στην Επιτροπή (τριμηνιαίων) εκθέσεων για τις δράσεις και ελέγχους.

1.6.

Η ΕΟΚΕ τονίζει για μία ακόμη φορά ότι στις γενικές αρχές που διέπουν την εποπτεία της αγοράς θα έπρεπε να περιλαμβάνεται η αρχή της προφύλαξης, ως θεμελιώδες στοιχείο για τις αποφάσεις, οποτεδήποτε υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι οι καταναλωτές ή το περιβάλλον δεν προστατεύονται επαρκώς και δεν υπάρχει σαφής επιστημονική απόδειξη ότι το προϊόν δεν παρουσιάζει κανέναν κίνδυνο.

1.7.

Ελλείψει της αρχής αυτής, η ΕΟΚΕ τονίζει ότι είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί πως το βάρος της απόδειξης το φέρουν πάντοτε οι οικονομικοί φορείς, ώστε να μην μπορούν αυτοί να ισχυρίζονται ότι η απόδειξη της απουσίας ασφάλειας ή οποιουδήποτε άλλου κινδύνου του προϊόντος βαρύνει τις αρχές.

1.8.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί πρωταρχικής σημασίας να προβλεφθεί όχι μόνο η υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να υποβάλλει περιοδικές εκθέσεις σχετικά με το σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών (RAPEX), αλλά και η δυνατότητα των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, καθώς και των αντιπροσωπευτικών τους οργανώσεων, να έχουν πρόσβαση σε περισσότερη πληροφόρηση από αυτήν που διατίθεται δημόσια.

1.9.

Θεωρεί, επίσης, ότι ο κανονισμός αυτός θα πρέπει να αποτελέσει τη νομική πράξη που θα περιλαμβάνει όλους τους κανόνες σχετικά με το σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών της Ένωσης (RAPEX), ειδικότερα δε τον ορισμό, τα σημεία επαφής, τις διαδικασίες και διατυπώσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών, τους εξωτερικούς φορείς που μπορούν να συμμετέχουν στο σύστημα (συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των οργανώσεων προστασίας των καταναλωτών) και τους κανόνες περί κοινοποίησης.

1.10.

Εξάλλου, η ΕΟΚΕ τονίζει ότι επιβάλλεται να ενισχυθεί η κοινή ευρωπαϊκή τελωνειακή στρατηγική που θα διασφαλίζει τη βελτιστοποίηση των ανθρώπινων και υλικών πόρων για την ανάπτυξη των προβλεπόμενων στην υπό εξέταση πρόταση μέτρων και, υπό την έννοια αυτή, συνιστά να εντατικοποιηθούν οι συμφωνίες αμοιβαίας συνδρομής με όλους τους εμπορικούς εταίρους, ιδίως στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και των πρόσφατα διαπραγματευθεισών συμφωνιών εταιρικής σχέσης με την Ιαπωνία και τον Καναδά.

1.11.

Τονίζει επίσης ότι απαιτείται μια φιλόδοξη πολιτική, που θα επιτρέπει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε να ενεργούν ταχύτερα σε περιπτώσεις σοβαρών ανεπιθύμητων συνεπειών από τη χρήση των προϊόντων.

1.12.

Όσον αφορά την αξιολόγηση από την Ένωση προϊόντων που ελέγχονται στο εσωτερικό της Ένωσης και υπόκεινται στη νομοθεσία περί εναρμόνισης, η ΕΟΚΕ θεωρεί καθοριστικό, με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων των εθνικών αρχών, να διαθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξουσίες για την αξιολόγηση των εθνικών μέτρων που εφαρμόζονται με βάση την πολιτική εναρμόνισης.

1.13.

Εξάλλου, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι στην υπό εξέταση πρόταση θα έπρεπε να εξετάζεται το θέμα της εποπτείας των διαδικτυακών πωλήσεων (μέσα από πλατφόρμες), καθώς και η εκτίμηση των νέων κινδύνων που διατρέχουν οι καταναλωτές κατά τη χρήση συνδεδεμένων στο διαδίκτυο συσκευών («διαδίκτυο-connected devices»).

1.14.

Τέλος, η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της συμπερίληψης διατάξεων για τη δημιουργία πανευρωπαϊκής βάσης δεδομένων σχετικά με τους τραυματισμούς, που να καλύπτει όλα τα είδη τραυματισμών και, υπό την έννοια αυτή, συνιστά την πρόβλεψη νομικής βάσης για τη δημιουργία ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων για τους τραυματισμούς, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή θα μπορούσε να υποστηρίξει τον συντονισμό της συλλογής δεδομένων στα κράτη μέλη, καθώς και την αποτελεσματική λειτουργία της βάσης αυτής.

1.15.

Κλείνοντας, η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή να λάβει υπόψη τις προτάσεις τροποποίησης ορισμένων άρθρων των προτάσεών της, όπως αυτές εκτίθενται στις ειδικές παρατηρήσεις.

2.   Στόχοι της δέσμης μέτρων για τα προϊόντα

2.1.    Γενικοί στόχοι

2.1.1.

Στην ανακοίνωσή της (1), το πρώτο έγγραφο της δέσμης μέτρων για τα προϊόντα, η Επιτροπή ορίζει ως εξής τον κύριο γενικό στόχο της πρωτοβουλίας: «[ό]λοι οι εμπλεκόμενοι —το ευρύ κοινό, οι εργαζόμενοι, οι καταναλωτές, οι επιχειρήσεις και οι αρχές— θα πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι μπορούν να ενεργούν και να αποκτούν ασφαλή προϊόντα σ’ ένα πλαίσιο διαφάνειας και δικαιοσύνης, όπου οι κανόνες εφαρμόζονται εξίσου σε όλους».

2.1.2.

Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν γρήγορα δύο διαρθρωτικές αδυναμίες που εξακολουθούν να διαπιστώνονται στην ενιαία αγορά αγαθών, ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως το δυναμικό της και να είναι δικαιολογημένη η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, των επιχειρήσεων και των αρχών προς την αγορά αυτή.

2.1.3.

Η πρώτη διαρθρωτική αδυναμία της ενιαίας αγοράς αγαθών αφορά την επιβολή των εναρμονισμένων κανόνων της ΕΕ για την ασφάλεια των προϊόντων.

2.1.4.

Η δεύτερη διαρθρωτική αδυναμία αφορά τα προϊόντα που δεν εμπίπτουν ή εμπίπτουν μόνο εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής των εναρμονισμένων ενωσιακών κανόνων για την ασφάλεια των προϊόντων. Τα προϊόντα αυτά μπορεί να θεωρούνται ασφαλή και σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον σ’ ένα κράτος μέλος, αλλά ενδέχεται να αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στην αγορά άλλου κράτους μέλους.

2.1.5.

Για την αντιμετώπιση αυτών των δύο «αδυναμιών», η Επιτροπή υπέβαλε δύο νομοθετικές πρωτοβουλίες και ορισμένα συμπληρωματικά μέτρα.

2.1.5.1.

Η πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία αποσκοπεί στην ενίσχυση της τήρησης και της επιβολής των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τα προϊόντα. Η δεύτερη, αποβλέπει στην αναδιοργάνωση και διευκόλυνση της εφαρμογής της αμοιβαίας αναγνώρισης στην ενιαία αγορά.

2.1.5.2.

Μεταξύ των συμπληρωματικών μέτρων ξεχωρίζουν τα εξής:

α)

μια έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών από το 2014 έως το 2015 (2)·

β)

μια έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 (3).

2.2.    Ειδικοί στόχοι

2.2.1.

Οι ειδικοί στόχοι των πρωτοβουλιών αυτών μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

α)

Πρόταση για τη συμμόρφωση

2.2.2.

Όσον αφορά την πρώτη νομοθετική πρωτοβουλία —πρόταση κανονισμού για τη θέσπιση κανόνων και διαδικασιών σχετικά με τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης για τα προϊόντα και την επιβολή της (4), στο εξής «πρόταση για τη συμμόρφωση»—, ο στόχος είναι η κατάκτηση της εμπιστοσύνης όσον αφορά την εφαρμογή στην πράξη των κανόνων της ΕΕ σχετικά με τα προϊόντα και, προς τούτο:

α)

η εξασφάλιση, με έξυπνο τρόπο, της τήρησης των κανόνων σε μια ενιαία αγορά χωρίς σύνορα·

β)

η εφαρμογή της νομοθεσίας στα εξωτερικά σύνορα.

2.2.3.

Οι κύριοι ειδικοί στόχοι συνίστανται στα εξής:

α)

να παγιωθεί το υφιστάμενο πλαίσιο για τις δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς·

β)

να ενθαρρυνθούν οι κοινές ενέργειες των αρχών εποπτείας της αγοράς διαφόρων κρατών μελών·

γ)

να βελτιωθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και να προωθηθεί ο συντονισμός των προγραμμάτων εποπτείας της αγοράς·

δ)

να δημιουργηθεί ένα ενισχυμένο πλαίσιο για ελέγχους στα προϊόντα που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά και για βελτιωμένη συνεργασία μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς και των τελωνειακών αρχών.

β)

Πρόταση για την αναγνώριση

2.2.4.

Όσον αφορά τη δεύτερη νομοθετική πρωτοβουλία —πρόταση κανονισμού σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των προϊόντων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους (5), στο εξής «πρόταση για την αναγνώριση»—, ο στόχος είναι η εξασφάλιση αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και, προς τούτο:

α)

η εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης·

β)

η ενίσχυση της συνεργασίας και της εμπιστοσύνης·

γ)

η διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς για τα μη εναρμονισμένα προϊόντα.

2.2.5.

Ο κύριος ειδικός στόχος της πρότασης αυτής είναι να βελτιωθεί η λειτουργία της αμοιβαίας αναγνώρισης χάρη σε μια σειρά μέτρων που θα αποσκοπούν στην εξασφάλιση της τήρησης των υφιστάμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, με βάση τα εξής μέτρα:

α)

αποσαφήνιση του πεδίου εφαρμογής της αμοιβαίας αναγνώρισης, μέσω του σαφούς καθορισμού των περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται·

β)

καθιέρωση μιας υπεύθυνης δήλωσης («αυτοδήλωσης»), προς διευκόλυνση της απόδειξης του γεγονότος ότι ένα προϊόν κυκλοφορεί ήδη νόμιμα στην αγορά, και θέσπιση ενός συστήματος επίλυσης προβλημάτων για τις αποφάσεις που αρνούνται ή περιορίζουν την πρόσβαση στην αγορά·

γ)

καθιέρωση ενός μηχανισμού διοικητικής συνεργασίας και θέσπιση ενός εργαλείου πληροφορικής, για να βελτιώσουν την επικοινωνία, την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών και, ως εκ τούτου, να διευκολύνουν τη λειτουργία της αμοιβαίας αναγνώρισης.

γ)

Συμπληρωματικά έγγραφα

2.2.6.

Συμπληρωματικά, η Επιτροπή υποβάλει δύο εκθέσεις, βάσει των οποίων τεκμηριώνει τις νομοθετικές προτάσεις της. Πρόκειται για τα εξής έγγραφα:

2.2.7.

Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 [συνοπτικά «οδηγία για τη διαφάνεια»] από το 2014 έως το 2015 (6), με κύρια συμπεράσματα τα εξής:

α)

επιβεβαιώνεται η χρησιμότητα της οδηγίας όσον αφορά τη διαφάνεια, τη διοικητική συνεργασία και την πρόληψη της δημιουργίας φραγμών στην εσωτερική αγορά, χρησιμότητα που αποδεικνύεται από το έντονο ενδιαφέρον των ενδιαφερομένων μερών για τη διαδικασία κοινοποίησης, η οποία επιτρέπει τον εντοπισμό των πεδίων στα οποία η εναρμόνιση σε επίπεδο ΕΕ θα μπορούσε να αποτελεί εναλλακτική επιλογή·

β)

αναγνωρίζεται, ωστόσο, ότι η εφαρμογή της διαδικασίας μπορεί να βελτιωθεί, κυρίως όσον αφορά τον αριθμό των κοινοποιήσεων από ορισμένα κράτη μέλη, και τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις κοινοποίησης·

γ)

εκτιμάται ότι η αύξηση των κοινοποιήσεων και η πιο ενεργός συμμετοχή των κρατών μελών στη διαδικασία θα βοηθούσαν στην πρόληψη της εμφάνισης νέων τεχνικών εμποδίων και στον εντοπισμό συστημικών προβλημάτων στα επιμέρους κράτη μέλη και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

δ)

κρίνεται καθοριστική η περαιτέρω προώθηση της οδηγίας και η ενισχυμένη εφαρμογή της, χάρη στην καθιέρωση ισχυρότερης σύνδεσης με περαιτέρω δράσεις πολιτικής και νομοθετικές δράσεις, με στόχο την πλήρη επίτευξη των στόχων της.

2.2.8.

Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 (7), για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων, συνοπτικά «κανονισμός για τη συμμόρφωση», [COM(2017) 789 final], με κυριότερες παρατηρήσεις τις εξής:

α)

χρειάζονται «φορείς αξιολόγησης της συμμόρφωσης» αξιόπιστοι και πρόσφοροι, που να λειτουργούν σωστά, προκειμένου να εξακριβώνουν τη συμμόρφωση των προϊόντων με συγκεκριμένους κανόνες πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά·

β)

γι’ αυτόν τον λόγο, η ΕΕ θέσπισε σύστημα διαπίστευσης των εν λόγω φορέων αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

γ)

η Επιτροπή θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή υποδομή διαπίστευσης που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 (8) συνιστά προστιθέμενη αξία, όχι μόνο για την ενιαία αγορά αλλά και για το διεθνές εμπόριο·

δ)

η έκθεση επιβεβαιώνει ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία και η κοινότητα αξιολόγησης της συμμόρφωσης υποστηρίζουν ευρέως τη διαπίστευση·

ε)

ωστόσο, η πρόκληση συνίσταται στο να διασφαλιστεί ότι το όλο σύστημα διαπίστευσης θα λαμβάνει υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις και ότι θα εφαρμόζεται πάντοτε με την ίδια αυστηρότητα·

στ)

η έκθεση επιβεβαιώνει επίσης ότι οι επιχειρήσεις έχουν επίγνωση της σημασίας που έχει η σήμανση CE για τα προϊόντα στην ενιαία αγορά στο διάστημα 2013-2017.

δ)

Μη δεσμευτικά μέτρα

2.2.9.

Τέλος, η Επιτροπή αναγνωρίζει, παρότι δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια για μη δεσμευτικά μέτρα με στόχο την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην ενιαία αγορά, τα οποία προβλέπονται στην ίδια τη βασική ανακοίνωση, όπως είναι η χρήση των ήδη υφιστάμενων μηχανισμών του δικτύου SOLVIT (δίκτυο επίλυσης προβλημάτων στην εσωτερική αγορά) ή η υιοθέτηση μιας «ρήτρας για την ενιαία αγορά» σαφούς και μη επιδεχόμενης παρερμηνεία, τα προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτών σχετικά με την ενιαία αναγνώριση, η ανταλλαγή υπαλλήλων κ.λπ. (προσάρτημα στην προαναφερθείσα ανακοίνωση).

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή έφερε εις πέρας ένα μεγαλειώδες έργο, αναγκαίο, πολύπλοκο και αξιέπαινο, που αξίζει να αναγνωριστεί.

3.2.

Ωστόσο, δεν διασαφηνίζει δεόντως σε τι κατάσταση βρίσκεται η πρόταση κανονισμού του 2013 για την εποπτεία της αγοράς προϊόντων, για την οποία δεν είναι γνωστό να δημοσιεύτηκε και την οποία η υπό εξέταση πρόταση φαίνεται να επικαλύπτει και να τροποποιεί ως προς ορισμένες διατάξεις, χωρίς ωστόσο να παραδέχεται ότι την εγκατέλειψε.

3.2.1.

Εξάλλου, η ΕΟΚΕ θεωρεί απαραίτητη μια σαφή σύνδεση μεταξύ της οδηγίας για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων και της υπό εξέταση πρότασης, ούτως ώστε να καλύπτονται όλα τα προϊόντα και όχι μόνον αυτά που περιλαμβάνονται στο παράρτημα.

3.2.2.

Η ΕΟΚΕ θα έκρινε σημαντικότατο να συνοδευόταν η υπό εξέταση πρόταση από νέα ρύθμιση σχετικά με τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλα τα προϊόντα, ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών, θα διέπονται από επίκαιρη και αποτελεσματικότερη ρύθμιση.

3.2.3.

Όντως, η ΕΟΚΕ εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι διατάξεις περί εποπτείας της αγοράς είναι διάσπαρτες και αλληλοεπικαλύπτονται, γεγονός που δημιουργεί σύγχυση μεταξύ των κανόνων εποπτείας αυτών καθαυτών και των υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων.

3.2.4.

Η ΕΟΚΕ φοβάται ότι η Επιτροπή, διατηρώντας ταυτόχρονα υπό συζήτηση δύο προτάσεις με παρόμοιο περιεχόμενο, αλλά με διαφορετικά στοιχεία, δεν επιλύει καταλλήλως το πρόβλημα αυτό.

3.3.

Λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο της σημερινής συζήτησης σχετικά με τη δέσμη μέτρων για την ασφάλεια των προϊόντων και την εποπτεία της αγοράς, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η πρόταση αυτή θα έπρεπε να καθιερώνει έναν κανόνα που να ενισχύει την υποχρέωση εποπτείας της αγοράς εκ μέρους των κρατών μελών, ειδικότερα δε την υποχρέωση υποβολής στην Επιτροπή (τριμηνιαίων) εκθέσεων για τις δράσεις και ελέγχους, κυρίως όσον αφορά στατιστικές και αποφάσεις.

3.4.

Από την άλλη πλευρά, οι δράσεις εποπτείας των αρχών πρέπει να δημοσιεύονται, ιδίως μέσω εκθέσεων δραστηριοτήτων ή στους ιστοτόπους τους στο διαδίκτυο.

3.5.

Αντιθέτως, η ΕΟΚΕ θεωρεί σωστές τις επιλογές νομικής βάσης για τις υπό εξέταση προτάσεις, καθώς και τις εκτιμήσεις σχετικά με την επικουρικότητα και την αναλογικότητα, αλλά και την επιλογή των νομικών μέσων, ως των καταλληλότερων για τους επιδιωκόμενους στόχους. Εκφράζει τη λύπη της μόνο για την υπερβολική «ευελιξία» που διαπιστώνεται, παρά τη χρήση κανονισμών, σε πολλές από τις διατάξεις, με τις οποίες αφήνονται υπερβολικά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη, χωρίς να αναλαμβάνεται μεγαλύτερη ευθύνη ελέγχου, την οποία θα μπορούσαν να είχαν εξασφαλίσει στην ΕΕ ορισμένες επιλογές που δεν προκρίθηκαν.

3.6.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι στις γενικές αρχές που διέπουν την εποπτεία της αγοράς θα έπρεπε να περιλαμβάνεται η αρχή της προφύλαξης, ως θεμελιώδες στοιχείο για τις αποφάσεις, οποτεδήποτε υπάρχουν ενδείξεις ότι οι καταναλωτές ή το περιβάλλον δεν προστατεύονται επαρκώς και δεν υπάρχει σαφής επιστημονική απόδειξη ότι το προϊόν δεν παρουσιάζει κανέναν κίνδυνο.

3.6.1.

Η ΕΟΚΕ δεν μπορεί να μην επικρίνει, για μία ακόμη φορά, την Επιτροπή για την πλήρη απουσία αναφορών στην αρχή αυτή, υπενθυμίζει δε ότι η αρχή της προφύλαξης, την οποία πάντοτε τηρούν οι αρχές των κρατών μελών κατά τη διαχείριση κινδύνων, συνιστά βασική αρχή για οποιονδήποτε φορέα καλείται να λάβει αποφάσεις σχετικά με την απόσυρση ή όχι ενός προϊόντος από την αγορά.

3.6.2.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει αναφορά στην αρχή της προφύλαξης, η ΕΟΚΕ συνιστά, έστω και έτσι, να καταστεί σαφέστερο ότι το βάρος της απόδειξης το φέρουν πάντοτε οι οικονομικοί φορείς, ώστε να μην μπορούν αυτοί να ισχυρίζονται ότι η απόδειξη της απουσίας ασφάλειας ή οποιουδήποτε άλλου κινδύνου του προϊόντος βαρύνει τις αρχές.

3.7.

Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει το γεγονός ότι τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να προσδιορίζουν μια γενική στρατηγική εποπτείας της αγοράς με ελάχιστη περιοδικότητα τριών (3) ετών.

3.7.1.

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι τα μέτρα που υιοθετούνται από τις αρχές πρέπει να ελέγχονται τακτικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3.8.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί καθοριστική την ύπαρξη μηχανισμού RAPEX που να λειτουργεί συντονισμένα και αποτελεσματικά, για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών. Διαπιστώνει, όμως, ότι τα τελευταία χρόνια, όποτε κάποιο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα επικίνδυνο προϊόν, τόσο οι αρχές όσο και η ίδια η Επιτροπή δεν ενημερώνουν, γενικά, τους καταναλωτές ή ακόμη και τις αντιπροσωπευτικές τους οργανώσεις, εκτός εάν υιοθετηθούν αναγκαία μέτρα, ιδίως διαδικασίες ανάκλησης, κατά τις οποίες απαιτείται η παρέμβαση του καταναλωτή, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στις περιπτώσεις όπου οι αρχές ενός κράτους μέλους συμφωνούν με τον οικονομικό φορέα την απόσυρση του προϊόντος από την αγορά, χωρίς το εν λόγω κράτος μέλος να κοινοποιήσει σε άλλα κράτη μέλη τη συμφωνία αυτή, μέχρι του σημείου να υπονομεύεται, συχνά, η αρχή της προφύλαξης.

3.8.1.

Η ΕΟΚΕ τονίζει, μάλιστα, ότι ο μηχανισμός αυτός απαιτείται να συντονίζεται με τις καταστάσεις κατά τις οποίες το προϊόν πρέπει να καταστραφεί, ώστε να προωθηθεί μεγαλύτερη συμμετοχή και ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τέτοιες καταστάσεις.

3.8.2.

Υπό αυτή την έννοια, και με την επιφύλαξη της αρχής της εμπιστευτικότητας και της προστασίας του εμπορικού απορρήτου, η ΕΟΚΕ θεωρεί πρωταρχικής σημασίας να προβλεφθεί όχι μόνο η υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να υποβάλλει περιοδικές εκθέσεις σχετικά με το σύστημα RAPEX, αλλά και η δυνατότητα των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, καθώς και των αντιπροσωπευτικών τους οργανώσεων, να έχουν πρόσβαση σε περισσότερη πληροφόρηση από αυτήν που διατίθεται δημόσια, λαμβανομένης υπόψη της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν συχνά οι καταναλωτές όσον αφορά την κατανόηση και την υιοθέτηση κατάλληλης συμπεριφοράς μετά τον εντοπισμό ενός μη ασφαλούς προϊόντος.

3.8.3.

Ομοίως, θεωρεί ότι ο κανονισμός αυτός θα πρέπει να αποτελέσει τη νομική πράξη που θα περιλαμβάνει όλους τους κανόνες σχετικά με το σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών της Ένωσης (RAPEX), ειδικότερα δε τον ορισμό, τα σημεία επαφής, τις διαδικασίες και διατυπώσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών, τους εξωτερικούς φορείς που μπορούν να συμμετέχουν στο σύστημα (συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των οργανώσεων προστασίας των καταναλωτών) και τους κανόνες περί κοινοποίησης.

3.9.

Από την άλλη πλευρά, όπως και σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις της, η ΕΟΚΕ τονίζει ότι απαιτείται να ενισχυθεί η κοινή ευρωπαϊκή τελωνειακή στρατηγική που θα διασφαλίζει τη βελτιστοποίηση των ανθρώπινων και υλικών πόρων για την ανάπτυξη των προβλεπόμενων στην υπό εξέταση πρόταση μέτρων, μεταξύ άλλων χάρη στη διερεύνηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες και η καινοτομία, με πλήρη σεβασμό της ιδιωτικότητας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και με ιδιαίτερη προσοχή στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και τους καταναλωτές.

3.9.1.

Σε αυτό το πνεύμα, συνιστά να εντατικοποιηθούν οι συμφωνίες αμοιβαίας συνδρομής με τους εμπορικούς εταίρους, ιδίως στα πλαίσια του ΠΟΕ και των πρόσφατα διαπραγματευθεισών συμφωνιών εταιρικής σχέσης με την Ιαπωνία και τον Καναδά.

3.9.2.

Η ΕΟΚΕ ζητά, επίσης, να τεθεί το θέμα της καταπολέμησης της απάτης, της παραποίησης και της νοθείας, που έχει σημαντικές επιπτώσεις για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, ιδίως στο πλαίσιο των εισαγωγών στην ΕΕ.

3.9.3.

Από αυτή την άποψη, τονίζει την ανάγκη μιας φιλόδοξης πολιτικής, που να επιτρέπει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών στην ανταλλαγή πληροφοριών, ώστε να ενεργούν ταχύτερα απέναντι στην εμφάνιση σοβαρών ανεπιθύμητων συνεπειών κατά τη χρήση προϊόντων, δεδομένου ότι η αύξηση των προϊόντων που είναι αποτέλεσμα απάτης και νοθείας, σε συνδυασμό με τους περιορισμένους πόρους των κρατών μελών για τον έλεγχό τους, καταλήγει σε αύξηση των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

3.9.4.

Τέλος, όπως έχει αναφέρει και σε προηγούμενη γνωμοδότησή της, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι «[τ]α άτομα που είναι μέλη ή εργαζόμενοι των αρχών εποπτείας και των τελωνείων θα πρέπει να διαθέτουν όλα τα απαραίτητα εχέγγυα τιμιότητας και ανεξαρτησίας και να προστατεύονται από πιθανές απόπειρες άσκησης πίεσης ή διαφθοράς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους» (9).

3.10.

Όσον αφορά την αξιολόγηση από την Ένωση προϊόντων που ελέγχονται στο εσωτερικό της Ένωσης και υπόκεινται στη νομοθεσία περί εναρμόνισης, η ΕΟΚΕ θεωρεί καθοριστικό, με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων των εθνικών αρχών, να διαθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξουσίες για την αξιολόγηση των εθνικών μέτρων που εφαρμόζονται με βάση την πολιτική εναρμόνισης, ώστε να αποφεύγεται η έλλειψη ασφάλειας δικαίου που ενδέχεται να υπονομεύσει την ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών προϊόντων.

3.11.

Ομοίως, όπως αναφέρει και σε προηγούμενη γνωμοδότησή της, η ΕΟΚΕ εξακολουθεί να υποστηρίζει τη συμπερίληψη διατάξεων για τη δημιουργία πανευρωπαϊκής βάσης δεδομένων σχετικά με τους τραυματισμούς, που να καλύπτει όλα τα είδη τραυματισμών, με τους εξής στόχους:

α)

να βοηθά τις αρχές εποπτείας της αγοράς να λαμβάνουν καλύτερα τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με τους κινδύνους·

β)

να παρέχει μια βάση για την ανάληψη προληπτικών δράσεων και εκστρατειών ευαισθητοποίησης του κοινού και να επιτρέπει στους οργανισμούς τυποποίησης να αναπτύξουν καλύτερες προδιαγραφές προϊόντων·

γ)

να βοηθά τους κατασκευαστές να προσαρμόζουν τον σχεδιασμό νέων προϊόντων ώστε να περιλαμβάνονται κριτήρια ασφάλειας·

δ)

να καταστήσει δυνατή την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προληπτικών μέτρων και τον ορισμό προτεραιοτήτων κατά τη χάραξη πολιτικής.

3.12.

Προς τον σκοπό αυτόν, προτείνει και πάλι να θεσπιστεί νομική βάση για τη δημιουργία ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων σχετικά με τους τραυματισμούς, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή θα στηρίζει τον συντονισμό της συλλογής δεδομένων από τα κράτη μέλη, καθώς και την αποτελεσματική λειτουργία της βάσης δεδομένων.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1.    Πρόταση για τη συμμόρφωση [COM(2017) 795 final]

4.1.1.   Άρθρο 1

4.1.1.1.

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει το γεγονός ότι, πέρα από την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων, καλύπτονται επίσης η προστασία του περιβάλλοντος και το δημόσιο συμφέρον.

4.1.2.   Άρθρο 5

4.1.2.1.

Η ΕΟΚΕ επικρίνει τις δηλώσεις συμμόρφωσης για τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα, δεδομένου ότι, κατά γενικό κανόνα, πρόκειται για μια μονομερή δήλωση εκ μέρους του παραγωγού, ο οποίος αναγνωρίζει ότι το προϊόν συμμορφώνεται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ασφάλειας των προϊόντων. Πολύ συχνά, η δήλωση αυτή δημιουργεί σύγχυση στους αποδέκτες, οι οποίοι συγχέουν την προέλευση του προϊόντος με την άδεια διάθεσης στην αγορά.

4.1.2.2.

Πρόσφατα, διάφορες οργανώσεις καταναλωτών διατύπωσαν ποικίλες ανησυχίες σχετικά με αυτά τα συστήματα συμμόρφωσης, ανάλογες με αυτές που έχουν διαπιστωθεί με τη δήλωση «σήμανσης CE». Η ΕΟΚΕ τονίζει, λοιπόν, ότι η εν λόγω δήλωση συμμόρφωσης, ακόμη και στον ιστότοπο στο διαδίκτυο, πρέπει να τοποθετείται στη σελίδα που αφορά την τεχνική τεκμηρίωση του προϊόντος. Επομένως, η δήλωση συμμόρφωσης, εκτιμάται ότι δεν θα δημιουργεί σύγχυση ούτε θα είναι παραπλανητική για τους αποδέκτες.

4.1.3.   Άρθρα 10 και 14

4.1.3.1.

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την υπό εξέταση πρόταση, επειδή αποσκοπεί στη θέσπιση ενός συνεπούς συστήματος εποπτείας της αγοράς στο κάθε κράτος μέλος. Ωστόσο, η πρόταση θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις υποχρεώσεις, τις εξουσίες και την οργάνωση της εποπτείας της αγοράς, αλλά δεν αναφέρει τίποτε σχετικά με την ικανότητα και τη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών σε επίπεδο τεχνικών, ανθρώπινων και δημοσιονομικών πόρων, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε ασυνέπειες όσον αφορά την εποπτεία των προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.1.3.2.

Με την επιφύλαξη των ανατιθέμενων εξουσιών, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η πρόταση θεσπίζει λίγες υποχρεώσεις των αρχών, καθώς αναφέρεται κυρίως σε προνομίες, ειδικότερα δε στην απλή εξουσία να ειδοποιούν, εντός λογικής προθεσμίας, τους τελικούς χρήστες στο έδαφός τους σχετικά με τα προϊόντα που έχουν εντοπιστεί ως επικίνδυνα.

4.1.4.   Άρθρο 18

4.1.4.1.

Η ΕΟΚΕ δεν γνωρίζει για ποιον λόγο η Επιτροπή αφαίρεσε από το άρθρο αυτό τον προηγούμενο κανόνα, που είχε προταθεί το 2013, κυρίως δε την αναφορά συγκεκριμένων κριτηρίων για την απόφαση της αρχής, καθώς και όλα τα επακόλουθα μέτρα, όπως οι υποχρεώσεις του οικονομικού φορέα και οι μετέπειτα δράσεις της αρχής. Πράγματι, δεν υπήρξε σαφές, από την πλευρά των οικονομικών φορέων, εάν, μετά την κοινοποίηση στο RAPEX τα μέτρα ελέγχονται πραγματικά και οι φορείς αποσύρουν όντως τα προϊόντα από την αγορά.

4.1.4.2.

Όσον αφορά τη διαδικασία ανάκλησης, η ΕΟΚΕ θεωρεί καίρια την πληροφόρηση που παρέχεται στον καταναλωτή, και ως εκ τούτου τονίζει ότι πρέπει να προβλέπεται συγκεκριμένα, και να υποχρεώνονται οι αρχές να δημοσιεύουν την πληροφόρηση αυτή. Εξάλλου, η διαδικασία ενημέρωσης σχετικά με την ανάκληση θα πρέπει να προσδιοριστεί και αυτή, ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι καταναλωτές να συγχέουν την ενημέρωση περί ανάκλησης με εμπορική επικοινωνία σχετικά με το προϊόν.

4.1.5.   Άρθρο 26

4.1.5.1.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί καθοριστικό να προβλέπει η πρόταση έναν συγκεκριμένο κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες και πόρους για την εκτέλεση της αποστολής τους, ειδικότερα δε όσον αφορά τους φυσικούς και εργαστηριακούς ελέγχους των προϊόντων.

4.1.6.   Άρθρο 27

4.1.6.1.

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι, με την επιφύλαξη των αναφερόμενων εδαφίων, θα πρέπει να υπάρχει μια γενική ρήτρα που να επιτρέπει στις αρχές εποπτείας της αγοράς να απαιτούν από τις αρχές ελέγχου των εξωτερικών συνόρων να μην εισάγουν ένα προϊόν για ελεύθερη κυκλοφορία όταν έχει διαπιστωθεί ότι το προϊόν αυτό παρουσιάζει, στην πράξη, κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον ή το δημόσιο συμφέρον.

4.1.7.   Άρθρο 32

4.1.7.1.

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως οι σύλλογοι καταναλωτών, πρέπει να συμμετέχουν στο εν λόγω δίκτυο, ώστε να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη διαφάνεια σχετικά με τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουν τα κράτη μέλη στην πολιτική εποπτείας της αγοράς.

4.1.8.   Άρθρο 61

4.1.8.1.

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την πρόταση να οριστεί ειδικός κανόνας σχετικά με πρόστιμα που να αποτρέπουν τους οικονομικούς φορείς από τη διάθεση στην αγορά επικίνδυνων προϊόντων.

4.1.8.2.

Επομένως, η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το άρθρο 61 παράγραφος 3, όπου αναφέρεται ότι σε περίπτωση υποτροπής μπορεί να αυξηθεί το ποσό του προστίμου.

4.2.    Πρόταση για την αναγνώριση [COM(2017) 796 final]

4.2.1.   Άρθρο 4

4.2.1.1.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητα της αρχής αυτής, κυρίως εφόσον στο άρθρο 4 παράγραφος 3 θεσπίζεται ότι η ευθύνη της δήλωσης βαρύνει τους οικονομικούς φορείς, καθώς αυτό ενδέχεται να οδηγήσει στα ίδια αποτελέσματα που είχε για τους καταναλωτές η σήμανση CE, η οποία δεν εμπόδισε ποτέ την κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά προϊόντων που θεωρούνται επικίνδυνα, παρά την ύπαρξη της αντίστοιχης δήλωσης.

4.2.1.2.

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι, στην περίπτωση που ο οικονομικός φορέας δεν υποβάλει τη δήλωση αυτή, και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, πρέπει να θεσπιστεί μια λογική προθεσμία εντός της οποίας οι αρχές οφείλουν να προβούν στην εξακρίβωση των πληροφοριών περί συμμόρφωσης.

4.2.2.   Άρθρο 5

4.2.2.1.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί, για μία ακόμη φορά, ότι η αρχή της προφύλαξης πρέπει να περιληφθεί στις απαιτήσεις ανάλυσης των προϊόντων, ιδίως όσον αφορά την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού.

4.2.3.   Άρθρο 6

4.2.3.1.

Λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων των καταναλωτών, ιδίως δε του δικαιώματος στην υγεία και την ασφάλεια και στην προστασία του περιβάλλοντος και του δημοσίου συμφέροντος, η ΕΟΚΕ δεν συμφωνεί με την τεκμαιρόμενη ασφάλεια που θεσπίζεται στο κείμενο. Θεωρεί ότι, εφόσον διενεργηθεί η αξιολόγηση του προϊόντος που προβλέπεται στο άρθρο 5, το προϊόν δεν πρέπει να μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία στην αγορά μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης από την αρχή του κράτους μέλους.

Βρυξέλλες, 23 Μαΐου 2018.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Luca JAHIER


(1)  http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM:2017:0787:FIN

(2)  http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM:2017:0788:FIN

(3)  http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM:2017:0789:FIN

(4)  http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM:2017:0795:FIN

(5)  http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM:2017:0796:FIN

(6)  http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM:2017:0788:FIN

(7)  ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30.

(8)  ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30.

(9)  ΕΕ C 271 της 19.9.2013, σ. 86, σημείο 1.6.


Top