EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CJ0686

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 4ης Σεπτεμβρίου 2019.
Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main eV κατά Prime Champ Deutschland Pilzkulturen GmbH.
Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινή οργάνωση των αγορών γεωργικών προϊόντων – Οπωροκηπευτικά – Κανόνες εμπορίας – Έννοια της “χώρας καταγωγής” – Κανονισμός (ΕΚ) 1234/2007 – Άρθρο 113α, παράγραφος 1 – Κανονισμός (ΕΕ) 1308/2013 – Άρθρο 76, παράγραφος 1 – Ορισμοί σχετικά με τη μη προτιμησιακή καταγωγή των προϊόντων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 – Άρθρο 23, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 – Άρθρο 60, παράγραφος 1 – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2446 – Άρθρο 31, στοιχείο βʹ – Στάδια της παραγωγής που πραγματοποιήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος – Επισήμανση των τροφίμων – Απαγόρευση επισήμανσης που μπορεί να οδηγήσει σε παραπλάνηση του καταναλωτή – Οδηγία 2000/13/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i – Κανονισμός (ΕΕ) 1169/2011 – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Άρθρο 1, παράγραφος 4 – Άρθρο 2, παράγραφος 3 – Διευκρινιστικές πληροφορίες.
Υπόθεση C-686/17.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:659

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 4ης Σεπτεμβρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή οργάνωση των αγορών γεωργικών προϊόντων – Οπωροκηπευτικά – Κανόνες εμπορίας – Έννοια της “χώρας καταγωγής” – Κανονισμός (ΕΚ) 1234/2007 – Άρθρο 113α, παράγραφος 1 – Κανονισμός (ΕΕ) 1308/2013 – Άρθρο 76, παράγραφος 1 – Ορισμοί σχετικά με τη μη προτιμησιακή καταγωγή των προϊόντων – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 – Άρθρο 23, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Κανονισμός (ΕΕ) 952/2013 – Άρθρο 60, παράγραφος 1 – Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2446 – Άρθρο 31, στοιχείο βʹ – Στάδια της παραγωγής που πραγματοποιήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος – Επισήμανση των τροφίμων – Απαγόρευση επισήμανσης που μπορεί να οδηγήσει σε παραπλάνηση του καταναλωτή – Οδηγία 2000/13/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i – Κανονισμός (ΕΕ) 1169/2011 – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Άρθρο 1, παράγραφος 4 – Άρθρο 2, παράγραφος 3 – Διευκρινιστικές πληροφορίες»

Στην υπόθεση C‑686/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main eV

κατά

Prime Champ Deutschland Pilzkulturen GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, C. Toader, A. Rosas (εισηγητή), L. Bay Larsen και M. Safjan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Ιανουαρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main eV, εκπροσωπούμενη από τον C. Rohnke, Rechtsanwalt,

η Prime Champ Deutschland Pilzkulturen GmbH, εκπροσωπούμενη από τον C. Filippitsch, Rechtsanwalt,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze, D. Klebs και R. Kanitz, στη συνέχεια από τους D. Klebs και R. Kanitz,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A.‑L. Desjonquères καθώς και από τους D. Colas και S. Horrenberger,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την A. Collabolletta, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Hofstötter και C. Hödlmayr, καθώς και από την K. Herbout-Borczak,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Απριλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία διατάξεων σχετικά με τη γεωργική πολιτική, διατάξεων του τελωνειακού κώδικα σχετικά με την καταγωγή των προϊόντων και διατάξεων που αφορούν την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main eV (ένωσης του Frankfurt am Main για την καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, στο εξής: Zentrale) και της Prime Champ Deutschland Pilzkulturen GmbH (στο εξής: Prime Champ), σχετικά με αγωγή που ασκήθηκε κατά της Prime Champ προκειμένου να παύσει την εμπορία καλλιεργούμενων μανιταριών με την επισήμανση «Καταγωγή: Γερμανία», χωρίς άλλες διευκρινιστικές ενδείξεις.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Τα γεωργικά πρότυπα

– Ο κανονισμός 1234/2007

3

Η αιτιολογική σκέψη 49 του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ 2007, L 299, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 361/2008 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2008 (ΕΕ 2008, L 121, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1234/2007), έχει ως εξής:

«Η εφαρμογή προτύπων στην εμπορία γεωργικών προϊόντων μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των οικονομικών όρων παραγωγής και εμπορίας, καθώς και της ποιότητας των προϊόντων αυτών. Επομένως, η εφαρμογή των προτύπων αυτών είναι προς το συμφέρον των παραγωγών, των εμπόρων και των καταναλωτών. […]»

4

Το άρθρο 113α του κανονισμού 1234/2007, με τίτλο «Πρόσθετες απαιτήσεις για την εμπορία των προϊόντων του τομέα των οπωροκηπευτικών», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα προϊόντα του τομέα των οπωροκηπευτικών τα οποία προορίζονται να πωληθούν νωπά στον καταναλωτή επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά μόνον εάν είναι υγιή, ανόθευτα και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, και εφόσον αναφέρεται η χώρα καταγωγής.»

– Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 543/2011

5

Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ 2011, L 157, σ. 1), που εφαρμόζεται από τις 22 Ιουνίου 2011, οι απαιτήσεις του άρθρου 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 αποτελούν τις γενικές προδιαγραφές εμπορίας, των οποίων λεπτομερή στοιχεία περιέχονται στο παράρτημα I, μέρος A, του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011.

6

Το παράρτημα I, μέρος A, του ως άνω εκτελεστικού κανονισμού ορίζει στο σημείο 4, το οποίο αφορά τη σήμανση της καταγωγής των προϊόντων, τα εξής:

«Πλήρης ονομασία της χώρας καταγωγής. Για προϊόντα καταγωγής κράτους μέλους, η σήμανση γίνεται στη γλώσσα της χώρας καταγωγής ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κατανοητή από τους καταναλωτές της χώρας προορισμού. Για άλλα προϊόντα, η ένδειξη αυτή είναι σε οποιαδήποτε γλώσσα κατανοούν οι καταναλωτές της χώρας προορισμού.»

– Ο κανονισμός (ΕΕ) 1308/2013

7

Ο κανονισμός 1234/2007 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 671).

8

Η αιτιολογική σκέψη 74 του κανονισμού 1308/2013 έχει ως εξής:

«Τα οπωροκηπευτικά προϊόντα που προορίζονται να πωληθούν νωπά στον καταναλωτή πρέπει να διατίθενται στην αγορά μόνο αν είναι καλής, ανόθευτης και σύμφωνης προς τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας και αν αναγράφεται η χώρα προέλευσης. Προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή της συγκεκριμένης προϋπόθεσης και να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες ειδικές καταστάσεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης ορισμένων πράξεων όσον αφορά ειδικές παρεκκλίσεις από την εν λόγω προϋπόθεση.»

9

Το άρθρο 75 του κανονισμού 1308/2013 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα πρότυπα εμπορίας μπορούν να εφαρμόζονται σε έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τομείς και/ή προϊόντα:

[…]

β)

οπωροκηπευτικά·

[…]

6.   Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι προσδοκίες των καταναλωτών και η ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας και των οικονομικών συνθηκών παραγωγής και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 227, για την τροποποίηση του καταλόγου των τομέων της παραγράφου 1. Οι συγκεκριμένες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις περιορίζονται αυστηρά στις αποδεδειγμένες ανάγκες που προκύπτουν από τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών, την τεχνική πρόοδο ή την ανάγκη για καινοτόμα προϊόντα, και αποτελούν αντικείμενο έκθεσης της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αξιολογούνται, ειδικότερα, οι ανάγκες των καταναλωτών, οι δαπάνες και η διοικητική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, περιλαμβανομένου του αντικτύπου στην εσωτερική αγορά και το διεθνές εμπόριο και τα οφέλη για τους παραγωγούς και τους τελικούς καταναλωτές.»

10

Το άρθρο 76, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1308/2013 ορίζει τα εξής:

«1.   Επιπλέον, καθόσον αφορά τα εφαρμοστέα πρότυπα εμπορίας τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 75, τα οπωροκηπευτικά προϊόντα που προορίζονται να πωληθούν νωπά στον καταναλωτή μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνο εάν είναι καλής, ανόθευτης και σύμφωνης προς τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας και εάν αναγράφεται η χώρα προέλευσης.

[…]

4.   Για τη σωστή εφαρμογή της απαίτησης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και για να συνεκτιμηθούν ειδικές καταστάσεις ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 227 οι οποίες είναι αναγκαίες για την ορθή εφαρμογή του.»

Οι τελωνειακοί κανονισμοί

– Ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας

11

Το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1, στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας), ορίζει τα εξής:

«1.   Κατάγονται από συγκεκριμένη χώρα τα εμπορεύματα που παράγονται εξ ολοκλήρου στην εν λόγω χώρα.

2.   Ως εμπορεύματα παραγόμενα εξ ολοκλήρου σε μια χώρα νοούνται:

α)

τα ορυκτά προϊόντα που εξορύσσονται στη χώρα αυτή·

β)

τα φυτικά προϊόντα που συγκομίζονται στη χώρα αυτή·

[…]».

12

Το άρθρο 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Εμπόρευμα στην παραγωγή του οποίου μεσολάβησαν δύο ή περισσότερες χώρες, κατάγεται από τη χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταποίηση ή ουσιαστική επεξεργασία, οικονομικά δικαιολογημένη, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για το σκοπό αυτό και η οποία κατέληξε στην κατασκευή ενός νέου προϊόντος ή ενός προϊόντος που αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο παραγωγής.»

– Ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας

13

Ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1, στο εξής: ενωσιακός τελωνειακός κώδικας).

14

Το άρθρο 59 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, το οποίο ορίζει το πεδίο εφαρμογής του, προβλέπει τα εξής:

«Τα άρθρα 60 και 61 θεσπίζουν κανόνες για τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής εμπορευμάτων για την εφαρμογή των ακολούθων:

α)

του κοινού δασμολογίου, με εξαίρεση τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 56 παράγραφος 2 στοιχεία δ) και ε),

β)

μέτρων, εκτός των δασμολογικών, που θεσπίζονται από ενωσιακές ρυθμίσεις που διέπουν ειδικούς τομείς σχετικούς με τις εμπορευματικές συναλλαγές, και

γ)

άλλων ενωσιακών μέτρων που αφορούν την καταγωγή των εμπορευμάτων.»

15

Το άρθρο 60 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόκτηση της καταγωγής», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα εμπορεύματα που έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σε μία μόνο χώρα ή έδαφος θεωρούνται ως καταγόμενα από την εν λόγω χώρα ή έδαφος.

2.   Τα εμπορεύματα στην παραγωγή των οποίων συμμετέχουν μία ή περισσότερες χώρες ή εδάφη θεωρούνται ως καταγόμενα από τη χώρα ή το έδαφος στην οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία, ουσιαστική, οικονομικά δικαιολογημένη μεταποίηση ή επεξεργασία, σε επιχείρηση εξοπλισμένη για το σκοπό αυτό, η οποία κατέληξε στην παρασκευή ενός νέου προϊόντος ή αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο της παρασκευής.»

– Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2446

16

Το άρθρο 31 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2015, L 343, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«Τα ακόλουθα εμπορεύματα θεωρούνται ως παραχθέντα εξ ολοκλήρου σε μία μόνο χώρα ή έδαφος:

α)

τα ορυκτά προϊόντα που εξορύσσονται στη συγκεκριμένη χώρα ή έδαφος·

β)

τα φυτικά προϊόντα τα συγκομιζόμενα στη συγκεκριμένη χώρα ή έδαφος·

[…]».

17

Το άρθρο 32 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Τα εμπορεύματα που απαριθμούνται στο παράρτημα 22‑01 θεωρούνται ότι έχουν υποστεί την τελευταία ουσιαστική μεταποίηση ή επεξεργασία, η οποία κατέληξε στην παρασκευή ενός νέου προϊόντος ή αντιπροσωπεύει σημαντικό στάδιο της παρασκευής, στη χώρα ή στο έδαφος όπου ακολουθούνται οι κανόνες που παρατίθενται στο εν λόγω παράρτημα ή που ορίζεται από τους εν λόγω κανόνες.»

18

Το παράρτημα 22-01 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 φέρει τον τίτλο «Εισαγωγικές σημειώσεις και πίνακας ουσιαστικών εργασιών μεταποίησης ή επεξεργασίας που προσδίδουν μη προτιμησιακή καταγωγή». Δεν περιέχει ειδική διάταξη για τον καθορισμό της καταγωγής των καλλιεργούμενων μανιταριών.

Οι κανόνες σχετικά με την προστασία των καταναλωτών

– Η οδηγία 2000/13/ΕΚ

19

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων (ΕΕ 2000, L 109, σ. 29), ορίζει τα εξής:

«Η επισήμανση και οι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους πραγματοποιείται δεν πρέπει:

α)

να είναι φύσεως τέτοιας, ώστε να οδηγεί σε πλάνη τον αγοραστή, ιδίως:

i)

ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου και ιδίως τη φύση, την ταυτότητα, τις ιδιότητες, τη σύνθεση, την ποσότητα, τη διατηρησιμότητα, την καταγωγή ή προέλευση, τον τρόπο παρασκευής ή λήψεως,

ii)

με την απόδοση [στο] τρόφιμο αποτελεσμάτων ή ιδιοτήτων που δεν έχει,

iii)

με τον υπαινιγμό ότι το τρόφιμο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ενώ στην πραγματικότητα όλα τα παρόμοια τρόφιμα έχουν αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά.»

20

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 8, της οδηγίας 2000/13 προβλέπει τα εξής:

«Η επισήμανση των τροφίμων περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους και υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 17, τις ακόλουθες υποχρεωτικές ενδείξεις: […]

8)

τον τόπο καταγωγής ή προελεύσεως στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσει στον καταναλωτή εσφαλμένη εντύπωση σχετικά με τον πραγματικό τόπο καταγωγής ή προελεύσεως του τροφίμου.»

– Ο κανονισμός (ΕΕ) 1169/2011

21

Η οδηγία 2000/13 αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ 2011, L 304, σ. 18).

22

Οι αιτιολογικές σκέψεις 29 και 33 του κανονισμού 1169/2011 αναφέρουν τα εξής:

«(29)

Η αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης ενός τροφίμου θα πρέπει να προβλέπεται σε κάθε περίπτωση που η απουσία της είναι πιθανόν να παραπλανήσει τους καταναλωτές όσον αφορά την πραγματική χώρα καταγωγής ή τον πραγματικό τόπο προέλευσης του συγκεκριμένου προϊόντος. Σε κάθε περίπτωση, η αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης θα πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να μην παραπλανάται ο καταναλωτής και βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, τα οποία θα διασφαλίζουν ίσους όρους για τη βιομηχανία και θα βελτιώνουν την κατανόηση από τους καταναλωτές των πληροφοριών που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής ή τον τόπο προέλευσης ενός τροφίμου. Τα εν λόγω κριτήρια δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στις αναγραφές που σχετίζονται με το όνομα ή τη διεύθυνση του υπευθύνου επιχείρησης τροφίμων.

[…]

(33)

Οι ενωσιακοί μη προτιμησιακοί κανόνες καταγωγής θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 […] και στις διατάξεις εφαρμογής του στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 [ΕΕ 1993, L 253, σ. 1]. Ο καθορισμός της χώρας καταγωγής των τροφίμων θα βασίζεται σε αυτούς τους κανόνες, τους οποίους γνωρίζουν καλά οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων και οι διοικήσεις και οι οποίοι θα πρέπει να διευκολύνουν εν προκειμένω την εφαρμογή τους.»

23

Κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1169/2011:

«1.   Ο παρών κανονισμός αποτελεί τη βάση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά τις πληροφορίες για τα τρόφιμα, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αντίληψης των καταναλωτών και των αναγκών τους για πληροφόρηση και με παράλληλη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

[…]

4.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων επισήμανσης που προβλέπονται στις ειδικές ενωσιακές διατάξεις που ισχύουν για συγκεκριμένα τρόφιμα.»

24

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η χώρα καταγωγής ενός τροφίμου αναφέρεται στην καταγωγή ενός τροφίμου, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 23 έως 26 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92».

25

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Οι πληροφορίες για τα τρόφιμα δεν πρέπει να είναι παραπλανητικές, ιδίως:

α)

ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου και ιδίως τη φύση, την ταυτότητα, τις ιδιότητες, τη σύνθεση, την ποσότητα, τη διατηρησιμότητα, τη χώρα καταγωγής ή τον τόπο προέλευσης, τη μέθοδο παρασκευής ή παραγωγής του».

26

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011 ορίζει τα εξής:

«Ο υπεύθυνος επιχείρησης τροφίμων αρμόδιος για την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα είναι εκείνος στο όνομα του οποίου –ή της επιχείρησης του οποίου– διατίθεται το τρόφιμο στην αγορά ή, εφόσον ο εν λόγω υπεύθυνος δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, ο εισαγωγέας στην αγορά της Ένωσης.»

27

Το άρθρο 26 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Χώρα καταγωγής ή τόπος προέλευσης», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.   Η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης αναγράφονται υποχρεωτικά:

α)

όταν η μη αναγραφή τους ενδέχεται να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική χώρα καταγωγής ή τον πραγματικό τόπο προέλευσης του τροφίμου, ιδίως αν οι πληροφορίες που συνοδεύουν το τρόφιμο ή η ετικέτα στο σύνολό της υπονοούν ότι το τρόφιμο έχει διαφορετική χώρα καταγωγής ή τόπο προέλευσης·

β)

για το κρέας των κωδικών συνδυασμένης ονοματολογίας (“ΣΟ”) που απαριθμούνται στο παράρτημα ΧΙ. Η εφαρμογή του παρόντος στοιχείου υπόκειται στην έκδοση των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 8.

3.   Σε περίπτωση που αναφέρεται η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης τροφίμου και δεν είναι ίδια με τη χώρα καταγωγής ή τον τόπο προέλευσης του πρωταρχικού συστατικού του:

α)

αναφέρεται επίσης η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης του εν λόγω πρωταρχικού συστατικού· ή

β)

αναφέρεται ότι η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης τού πρωταρχικού συστατικού είναι διαφορετικός από αυτόν του τροφίμου.

Η εφαρμογή της παρούσας παραγράφου υπόκειται στην έκδοση των εκτελεστικών κανόνων που αναφέρονται στην παράγραφο 8.

[…]

5.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης για τα ακόλουθα τρόφιμα:

α)

τα είδη κρέατος εκτός των βόειων και εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β)·

β)

το γάλα·

γ)

το γάλα ως συστατικό γαλακτοκομικών προϊόντων·

δ)

τα μη μεταποιημένα τρόφιμα·

ε)

τα προϊόντα που αποτελούνται από ένα μόνο συστατικό·

στ)

τα συστατικά που αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 50 % τροφίμου.

6.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης για το κρέας που χρησιμοποιείται ως συστατικό.

7.   Οι εκθέσεις που εμφαίνονται στις παραγράφους 5 και 6 λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη ενημέρωσης του καταναλωτή, το εφικτό της παροχής της υποχρεωτικής αναγραφής της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης και την ανάλυση του κόστους και του οφέλους από την εισαγωγή των μέτρων αυτών, συμπεριλαμβανομένων του νομικού αντικτύπου στην εσωτερική αγορά και του αντικτύπου στο διεθνές εμπόριο.

Η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύσει τις εκθέσεις αυτές με προτάσεις για τροποποίηση των οικείων διατάξεων της Ένωσης.

8.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2013, κατόπιν εκτιμήσεων αντικτύπου, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου και την εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

[…]»

28

Το άρθρο 39 του κανονισμού 1169/2011 προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν μέτρα που να απαιτούν πρόσθετες υποχρεωτικές ενδείξεις, καθώς και τους όρους έκδοσης των εν λόγω μέτρων.

– Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1337/2013

29

Η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1337/2013, της 13ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1169/2011 όσον αφορά την ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης για τα νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη ή κατεψυγμένα κρέατα χοιροειδών, προβατοειδών, αιγοειδών και πουλερικών (ΕΕ 2013, L 335, σ. 19). Ο κανονισμός αυτός θεσπίζει κανόνες σχετικά με την ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης στην επισήμανση νωπών, διατηρημένων με απλή ψύξη ή κατεψυγμένων κρεάτων χοιροειδών, προβατοειδών, αιγοειδών και πουλερικών.

30

Η τελευταία περίοδος της αιτιολογικής σκέψης 3 του κανονισμού αυτού αναφέρει τα εξής:

«Ο όρος “καταγωγή” θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για το κρέας που λαμβάνεται από ζώα τα οποία έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και σφαγεί και, ως εκ τούτου, παραχθεί εξ ολοκλήρου, σε ένα μόνο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.»

– Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/775

31

Η Επιτροπή εξέδωσε επίσης τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2018/775, της 28ης Μαΐου 2018, περί καθορισμού κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 1169/2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές όσον αφορά τους κανόνες για την ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης του πρωταρχικού συστατικού ενός τροφίμου (ΕΕ 2018, L 131, σ. 8).

Το γερμανικό δίκαιο

32

Το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) αναφέρει ότι κατά το έτος 2013 το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, σημείο 1, του Lebensmittel-, Bedarfsgegenstände- und Futtermittelgesetzbuch (κώδικα περί τροφίμων, αγαθών τρέχουσας κατανάλωσης και ζωοτροφών, BGBl. 2005 I, σ. 2618, στο εξής: LFGB), όπως ίσχυε πριν από τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, απαγόρευε την εμπορία τροφίμων και τη διαφήμισή τους με χρήση ονομασίας, ενδείξεων ή παρουσίασης παραπλανητικού χαρακτήρα, ιδίως με τη χρήση ισχυρισμών που μπορούν να παραπλανήσουν τον καταναλωτή ως προς την καταγωγή ή την προέλευση των τροφίμων. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 αποτελούσε τη νομική βάση της διάταξης αυτής στο δίκαιο της Ένωσης.

33

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, σημείο 1, του LFGB, όπως ισχύει από τις 13 Δεκεμβρίου 2014, διά τροποποίησης που δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουνίου 2013 (BGBl. I. σ. 1426), απαγορεύει στον υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων ή στον εισαγωγέα, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011, να εμπορεύεται ή να διαφημίζει τρόφιμα με πληροφορίες που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011 σε συνδυασμό με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011, οι πληροφορίες για τα τρόφιμα, ιδίως ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου, όπως η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης, δεν πρέπει να είναι παραπλανητικές για τον καταναλωτή.

34

Το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η διαπίστωση του παραπλανητικού χαρακτήρα μπορεί να γίνει τόσο βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, σημείο 1, του LFGB, υπό την προϊσχύσασα μορφή του, όσο και βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, σημείο 1, του LFGB, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

35

Η Zentrale, αναιρεσείουσα στην υπόθεση της κύριας δίκης, προσάπτει στην Prime Champ ότι παράγει και εμπορεύεται καλλιεργούμενα μανιτάρια με την ένδειξη «Καταγωγή: Γερμανία», ενώ, ελλείψει συμπληρωματικών ενδείξεων, τέτοια μνεία της χώρας καταγωγής είναι παραπλανητική.

36

Το αιτούν δικαστήριο περιγράφει ως εξής την επίμαχη στην κύρια δίκη διαδικασία καλλιέργειας μανιταριών. Κατά το πρώτο στάδιο, για χρονικό διάστημα επτά έως έντεκα ημερών, οι πρώτες ύλες για το κομπόστ αναμειγνύονται στο Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες. Το δεύτερο στάδιο της παραγωγής συνίσταται στην παστερίωση, η οποία διαρκεί πέντε έως έξι ημέρες, και στην επεξεργασία του κομπόστ στις Κάτω Χώρες. Κατά το τρίτο στάδιο της παραγωγής, διάρκειας δεκαπέντε ημερών, γίνεται έγχυση μυκηλίου (σπόρων μανιταριών) στο κομπόστ. Στο τέταρτο στάδιο, αρχίζει η ανάπτυξη των μανιταριών σε κιβώτια καλλιέργειας στις Κάτω Χώρες, πάνω σε επίστρωμα τύρφης και ασβεστόλιθου, διευκρινίζεται δε ότι μετά από δέκα έως έντεκα ημέρες τα μανιτάρια αναπτύσσονται έως 3 mm. Τα κιβώτια καλλιέργειας μεταφέρονται μετά από δεκαπέντε περίπου ημέρες στη Γερμανία, όπου πραγματοποιείται, στην επιχείρηση της Prime Champ, μετά από μία έως πέντε περίπου ημέρες η πρώτη συγκομιδή και, μετά από δέκα έως δεκαπέντε περίπου ημέρες, η δεύτερη συγκομιδή των μανιταριών.

37

Κατά το στάδιο πριν από την έναρξη της δίκης στο εθνικό δικαστήριο, η Zentrale απέστειλε εξώδικη όχληση στην Prime Champ τον Δεκέμβριο του 2013. Στη συνέχεια, άσκησε αγωγή ενώπιον του Landgericht (πρωτοδικείου, Γερμανία) ζητώντας να διαταχθεί η Prime Champ, επ’ απειλή κυρώσεων, να παύσει να προσφέρει και/ή να χρησιμοποιεί στο εμπόριο καλλιεργούμενα μανιτάρια με την ένδειξη «Καταγωγή: Γερμανία» για τον λόγο ότι σημαντικά στάδια της παραγωγής και της καλλιέργειας δεν πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία.

38

Το Landgericht (πρωτοδικείο) απέρριψε την αγωγή, ομοίως δε απορρίφθηκε και η ασκηθείσα έφεση. Η Zentrale άσκησε αίτηση αναιρέσεως (Revision) κατά της δευτεροβάθμιας αποφάσεως ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου).

39

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η χρησιμοποιηθείσα από την Prime Champ ένδειξη κατά την εμπορία των μανιταριών, ήτοι «Καταγωγή: Γερμανία», ενδέχεται πράγματι να είναι παραπλανητική για τον καταναλωτή, καθότι το ενδιαφερόμενο κοινό συνάγει εξ αυτής ότι ολόκληρη η διαδικασία παραγωγής, και όχι μόνο η συγκομιδή, έλαβε χώρα στη Γερμανία. Το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο), ως ακυρωτικό δικαστήριο, δεσμεύεται από αυτές τις διαπιστώσεις για τα πραγματικά περιστατικά.

40

Το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) διευκρινίζει επίσης ότι, δεδομένου ότι η Zentrale στηρίζει την προβαλλόμενη αξίωση παράλειψης στον κίνδυνο επανάληψης [άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο του Gesetz gegen den unlauteren Wettbewerb (νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού)], η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη μόνο εφόσον η συμπεριφορά που προσάπτεται στην Prime Champ ήταν παράνομη τόσο κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το έτος 2013, όσο και κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης επί της αιτήσεως αναιρέσεως (Revision). Εξάλλου, η αξίωση για καταβολή των εξόδων για την εξώδικη όχληση, που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του νόμου αυτού εξαρτάται από την ισχύουσα νομική κατάσταση κατά τον χρόνο της όχλησης τον Δεκέμβριο του 2013.

41

Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την εξέταση των τελωνειακών κανονισμών προκύπτει ότι χώρα καταγωγής των μανιταριών πρέπει να θεωρείται η Γερμανία. Εντούτοις, το δικαστήριο αυτό διερωτάται για τη σχέση μεταξύ των διαφόρων πράξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τη χώρα καταγωγής των οπωροκηπευτικών που προορίζονται να πωληθούν νωπά στους καταναλωτές, οι οποίες έχουν θεσπισθεί στον τελωνειακό και τον γεωργικό τομέα, καθώς και στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, προκειμένου να κρίνει αν οι ειδικές διατάξεις για την επισήμανση, όπως αυτές που προβλέπονται για τον γεωργικό τομέα στον εκτελεστικό κανονισμό 543/2011, υπερισχύουν έναντι των κανόνων του κανονισμού 1169/2011 σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές.

42

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επίσης, αν, προκειμένου να αποφύγει την έκδοση εις βάρος του διαταγής περί παύσης της παράβασης λόγω παραπλανητικού χαρακτήρα των ενδείξεων της χώρας καταγωγής, ένας παραγωγός μπορεί να προσθέσει στην ένδειξη της χώρας καταγωγής μνεία των σταδίων παραγωγής που πραγματοποιήθηκαν εντός άλλων κρατών μελών.

43

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι κρίσιμοι, για τον ορισμό της έννοιας της “χώρας καταγωγής” κατά το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, οι ορισμοί των άρθρων 23 επ. του [κοινοτικού] τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 60 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα;

2)

Κατάγονται τα καλλιεργούμενα μανιτάρια που συγκομίζονται στην ημεδαπή από συγκεκριμένη «χώρα» κατά το άρθρο 23 του [κοινοτικού τελωνειακού κώδικα] και το άρθρο 60, παράγραφος 1, του [ενωσιακού τελωνειακού κώδικα], όταν ουσιώδη στάδια της παραγωγής τους λαμβάνουν χώρα σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα καλλιεργούμενα μανιτάρια μεταφέρονται στην ημεδαπή το πολύ τρεις ημέρες πριν από την πρώτη συγκομιδή;

3)

Εφαρμόζεται η απαγόρευση παραπλάνησης του καταναλωτή, που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011, στην ένδειξη της χώρας καταγωγής που απαιτείται κατά το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013;

4)

Μπορούν να προστεθούν διευκρινιστικές πληροφορίες στην ένδειξη της χώρας καταγωγής που απαιτείται κατά το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, προκειμένου να αποτραπεί η παραπλάνηση του καταναλωτή που απαγορεύεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

44

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013 έχουν την έννοια ότι, για τον ορισμό της έννοιας «χώρα καταγωγής» που χρησιμοποιείται στις διατάξεις αυτές του γεωργικού τομέα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στα άρθρα 23 επ. του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και στο άρθρο 60 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.

45

Κατά την Zentrale, οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τη γεωργία δεν δημιουργούν στενή σχέση μεταξύ του παράγωγου δικαίου που στηρίζεται σε αυτή τη βάση και της τελωνειακής νομοθεσίας. Εντούτοις, υποστηρίζει ότι η αναφερόμενη στο άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013 έννοια της «χώρας καταγωγής» πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της σημασίας και του σκοπού των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, πρέπει να προστατεύονται οι καταναλωτές και να τους δίνεται η δυνατότητα να αποφασίζουν για τις αγορές τους έχοντας κατάλληλη ενημέρωση. Η Zentrale δίνει ως παράδειγμα τα ζωικά προϊόντα, για τα οποία ο εκτελεστικός κανονισμός 1337/2013 προβλέπει την αναγραφή διαφόρων ενδείξεων στην επισήμανση προκειμένου να ενημερώνονται επαρκώς οι καταναλωτές σχετικά με την προέλευση των κρεάτων αυτών.

46

Διαπιστώνεται ότι οι κανονισμοί 1234/2007 και 1308/2013 δεν προβλέπουν ορισμό της «χώρας καταγωγής» κατά την έννοια των διατάξεών τους. Εντούτοις, η τελωνειακή νομοθεσία συνδέεται ρητώς με τις διατάξεις αυτές της γεωργικής νομοθεσίας στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 59, στοιχείο γʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, οι κανόνες των άρθρων 60 και 61 του κώδικα αυτού για τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής εφαρμόζονται σε άλλα μέτρα της Ένωσης που αφορούν την καταγωγή των εμπορευμάτων, όπως το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013.

47

Ασφαλώς, δεν περιλαμβανόταν στον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα διάταξη που αντιστοιχεί στο άρθρο 59, στοιχείο γʹ, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα. Ωστόσο, ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας δεν περιείχε ούτε διάταξη που να εμποδίζει την εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής των λαχανικών σε σχέση με το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013.

48

Επιπλέον, τόσο ο κανονισμός 1234/2007 όσο και ο κανονισμός 1308/2013, και ιδίως το παράρτημά τους I σχετικά με τα προϊόντα που αφορούν οι κανονισμοί αυτοί, παραπέμπουν στη συνδυασμένη ονοματολογία. Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, που προβλέπουν την υποχρέωση αναγραφής της χώρας καταγωγής με πανομοιότυπη διατύπωση, πρέπει, ελλείψει ενδείξεων περί του αντιθέτου, να ερμηνεύονται κατά τον ίδιο τρόπο.

49

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τον κανονισμό 1169/2011 που αποσκοπεί στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα και του οποίου το άρθρο 2, παράγραφος 3, παραπέμπει, για τον προσδιορισμό της χώρας καταγωγής ενός τροφίμου, στους κανόνες για τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής, ήτοι στα άρθρα 23 έως 26 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Στην αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού 1169/2011, η απόφαση αυτή του νομοθέτη της Ένωσης δικαιολογείται από το ότι οι κανόνες αυτοί είναι «κανόνες, τους οποίους γνωρίζουν καλά οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων και οι διοικήσεις και οι οποίοι θα πρέπει να διευκολύνουν εν προκειμένω την εφαρμογή τους».

50

Ο λόγος που παρατίθεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη 33 ισχύει επίσης για το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και για το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013. Πράγματι, η υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής πρέπει, προκειμένου να διασφαλίζεται η πλήρης πρακτική αποτελεσματικότητα των αντίστοιχων διατάξεων και για λόγους συνέπειας, να στηρίζεται στους ίδιους ορισμούς, είτε πρόκειται για τον τελωνειακό τομέα, είτε για τον γεωργικό, είτε για τον τομέα της προστασίας των καταναλωτών.

51

Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013 έχουν την έννοια ότι, για τον ορισμό της έννοιας «χώρα καταγωγής» που χρησιμοποιείται στις διατάξεις αυτές του γεωργικού τομέα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι τελωνειακοί κανονισμοί για τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής των εμπορευμάτων, ήτοι τα άρθρα 23 επ. του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 60 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.

Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

52

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα καλλιεργούμενα μανιτάρια που συγκομίζονται στην ημεδαπή κατάγονται από συγκεκριμένη «χώρα» κατά το άρθρο 23 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 60, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, όταν ουσιώδη στάδια της παραγωγής τους λαμβάνουν χώρα σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα καλλιεργούμενα μανιτάρια μεταφέρονται στην ημεδαπή το πολύ τρεις ημέρες πριν από την πρώτη συγκομιδή.

53

Η Zentrale ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 23 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα υπόκειται στην προϋπόθεση ότι το οικείο εμπόρευμα παράγεται εξ ολοκλήρου σε μια χώρα. Επισημαίνει, επίσης, ότι το άρθρο 24 του κώδικα αυτού αφορά την περίπτωση που μεσολαβούν πλείονες χώρες στην παραγωγή του εμπορεύματος αυτού. Θεωρεί ότι ο νομοθέτης λαμβάνει ως δεδομένο ότι ένα φυτό μπορεί να «συγκομιστεί» μόνο στη χώρα στην οποία φυτεύτηκε και με το έδαφος της οποίας συνδέεται. Πλην όμως, η παραδοχή αυτή δεν επαληθεύεται στην περίπτωση των μανιταριών στην υπόθεση της κύριας δίκης, διότι τα μανιτάρια φυτεύτηκαν σε μια χώρα σε μεταφερόμενα κιβώτια καλλιέργειας που περιέχουν χώμα από το οποίο και συλλέγονται σε άλλη χώρα.

54

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Zentrale, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 24 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και στο άρθρο 60, παράγραφος 2, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 32 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 σχετικά με την καταγωγή των εμπορευμάτων στην παραγωγή των οποίων συμμετέχουν περισσότερες της μιας χώρες ή περισσότερα του ενός εδάφη.

55

Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 60, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, τα εμπορεύματα που έχουν παραχθεί εξ ολοκλήρου σε μία χώρα θεωρούνται ως καταγόμενα από την εν λόγω χώρα. Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, ως εμπορεύματα παραγόμενα εξ ολοκλήρου σε μία χώρα νοούνται «τα φυτικά προϊόντα που συγκομίζονται στη χώρα αυτή». Ομοίως, το άρθρο 31, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446 προβλέπει ότι «τα φυτικά προϊόντα τα συγκομιζόμενα στη συγκεκριμένη χώρα ή έδαφος» είναι εμπορεύματα τα οποία θεωρούνται εξ ολοκλήρου παραγόμενα σε μία μόνο χώρα ή έδαφος.

56

Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, στους παρατιθέμενους τελωνειακούς κανονισμούς δεν περιλαμβάνεται κανένας ορισμός των όρων «συγκομίζονται» ή «συγκομιζόμενα» σε σχέση με τα φυτικά προϊόντα. Για τον ορισμό τους, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι κατά την ημερομηνία που τα καλλιεργούμενα μανιτάρια διαχωρίζονται από το υπόστρωμα καθίστανται «νωπά» λαχανικά, κατά την έννοια της δασμολογικής κλάσης 0709 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ 1987, L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1001/2013 της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 290, σ. 1). Αυτή η δασμολογική κλάση 0709 αφορά τα «άλλα λαχανικά, νωπά ή διατηρημένα με απλή ψύξη», τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα I, μέρος IX, του κανονισμού 1234/2007 και στο παράρτημα I, μέρος IX, του κανονισμού 1308/2013 και περιλαμβάνει τη διάκριση 070951 με τίτλο «Μανιτάρια».

57

Μολονότι ο εκτελεστικός κανονισμός 1337/2013, ο οποίος στηρίζεται στο άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1169/2011, προέβλεψε την αναγραφή διαφόρων ενδείξεων στην επισήμανση προκειμένου να ενημερώνονται επαρκώς οι καταναλωτές για την καταγωγή των νωπών, διατηρημένων με απλή ψύξη ή κατεψυγμένων κρεάτων χοιροειδών, προβατοειδών, αιγοειδών και πουλερικών, διαπιστώνεται ότι κανένας εκτελεστικός κανονισμός δεν προέβλεψε παρόμοιους κανόνες, που θα μπορούσαν να βασίζονται στο άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, όσον αφορά τη χώρα καταγωγής των μανιταριών.

58

Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 60, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/2446, έχουν την έννοια ότι χώρα καταγωγής των καλλιεργούμενων μανιταριών είναι η χώρα συγκομιδής τους, κατά τις διατάξεις αυτές, ανεξαρτήτως του ότι ουσιώδη στάδια της παραγωγής τους λαμβάνουν χώρα σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης και του ότι τα καλλιεργούμενα μανιτάρια μεταφέρονται στον τόπο συγκομιδής το πολύ τρεις ημέρες πριν από την πρώτη συγκομιδή.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

59

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ, αφενός, της εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011, που προβλέπουν την απαγόρευση παραπλάνησης του καταναλωτή, και, αφετέρου, της εφαρμογής του άρθρου 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, σχετικά με την ένδειξη της χώρας καταγωγής.

60

Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό είναι αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 1169/2011, κατά το οποίο ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων επισήμανσης που προβλέπονται στις ειδικές διατάξεις της Ένωσης που ισχύουν για ορισμένα τρόφιμα. Το δικαστήριο αυτό διερωτάται κατά πόσον η έκφραση «με την επιφύλαξη» σημαίνει ότι υπερισχύουν οι ειδικές απαιτήσεις επισήμανσης, με συνέπεια να μην εφαρμόζεται η γενική απαγόρευση παραπλάνησης, την οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 7 του κανονισμού 1169/2011, ή αν οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται από κοινού.

61

Όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ο προσδιορισμός της καταγωγής των νωπών λαχανικών, κατά την έννοια των γεωργικών κανόνων, ήτοι του άρθρου 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, στηρίζεται στις διατάξεις των τελωνειακών κανονισμών, ήτοι στα άρθρα 23 επ. του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και στο άρθρο 60 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.

62

Επίσης, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1169/2011 προβλέπει ότι, για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, η χώρα καταγωγής ενός τροφίμου αναφέρεται στην καταγωγή του τροφίμου, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 23 έως 26 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

63

Πλείονες διατάξεις παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θεσπίζει ειδικούς κανόνες. Όσον αφορά τα γεωργικά πρότυπα, από το άρθρο 76, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι στην Επιτροπή ανατίθεται η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων όσον αφορά συμπληρωματικές απαιτήσεις για την εμπορία προϊόντων στον τομέα των οπωροκηπευτικών. Εντούτοις, η Επιτροπή αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν έχει εκδοθεί καμία κατ’ εξουσιοδότηση πράξη όσον αφορά την παροχή πληροφοριών σχετικά με τα καλλιεργούμενα μανιτάρια.

64

Το άρθρο 26 του κανονισμού 1169/2011 προβλέπει επίσης τη δυνατότητα θέσπισης ειδικών κανόνων σχετικά με την ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης ενός τροφίμου. Η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό 1337/2013, σχετικά με τα κρέατα, καθώς και τον εκτελεστικό κανονισμό 2018/775, σχετικά με το πρωταρχικό συστατικό ενός τροφίμου. Ωστόσο, η Επιτροπή αναγνώρισε επίσης ότι δεν θέσπισε κανέναν ειδικό κανόνα σχετικά με την καταγωγή των μανιταριών.

65

Η Επιτροπή επισήμανε ότι εκκινεί από την αρχή της από κοινού και συμπληρωματικής εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011, υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή υπερισχύει των γεωργικών προτύπων και των τελωνειακών κανονισμών. Ειδικότερα, μολονότι η γεωργική νομοθεσία αποδίδει επίσης σημασία στην προστασία των καταναλωτών, εντούτοις στην καλύτερη πληροφόρηση και προστασία των καταναλωτών αποσκοπεί κυρίως ο κανονισμός 1169/2011. Υποστηρίζει ότι η συμπληρωματική εφαρμογή της προβλεπόμενης από τον κανονισμό 1169/2011 απαγόρευσης παραπλάνησης του καταναλωτή είναι, κατά συνέπεια, αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, ο οποίος κατοχυρώνεται, στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, στο άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την Επιτροπή, όταν υφίσταται παραπλάνηση του καταναλωτή, μόνο εθνικό δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει ποιες συμπληρωματικές ή διορθωτικές ενδείξεις του παραγωγού είναι αναγκαίες και κατάλληλες για την εξάλειψη της παραπλάνησης.

66

Πρώτον, σημειώνεται ότι ο κανονισμός 1169/2011, όπως και η οδηγία 2000/13 την οποία καταργεί, θεσπίζει, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου του 1, παράγραφος 1, τη «βάση» όσον αφορά την πληροφόρηση των καταναλωτών για τα τρόφιμα. Συναφώς, προβλέπει ιδίως στο κεφάλαιο ΙΙΙ, «γενικές απαιτήσεις» στον οικείο τομέα, όπως διατυπώνεται στον τίτλο του εν λόγω κεφαλαίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απαίτηση ότι «οι πληροφορίες για τα τρόφιμα δεν πρέπει να είναι παραπλανητικές, ιδίως ως προς […] τη χώρα καταγωγής» ενός τροφίμου.

67

Ο κανονισμός 1169/2011 προβλέπει επίσης, στο κεφάλαιο IV, ειδικότερους κανόνες που επιβάλλουν υποχρεώσεις αναγραφής ορισμένων πληροφοριών. Στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνεται η χώρα καταγωγής «όπως προβλέπεται στο άρθρο 26 [του κανονισμού αυτού]», όπως προκύπτει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του εν λόγω κανονισμού. Δυνάμει του ως άνω άρθρου 26, η ένδειξη της χώρας καταγωγής είναι υποχρεωτική, μεταξύ άλλων, «όταν η μη αναγραφή [της] ενδέχεται να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική χώρα καταγωγής».

68

Δεύτερον, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ρητώς, στο άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 1169/2011, την εφαρμογή της βασικής αυτής πράξεως υπό την επιφύλαξη των λοιπών ειδικών κανόνων της Ένωσης όσον αφορά την επισήμανση των τροφίμων. Ομοίως, στο άρθρο 26 του κανονισμού αυτού, επανέλαβε, όσον αφορά τις ειδικές υποχρεώσεις που προβλέπει σχετικά με την επισήμανση, την επιφύλαξη, που διατυπώνεται κατά γενικό τρόπο στο άρθρο 1, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, να μη θίγονται λοιπές απαιτήσεις επισήμανσης των τροφίμων προβλεπόμενες από ειδικές διατάξεις της Ένωσης.

69

Το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι η φράση «με την επιφύλαξη των απαιτήσεων επισήμανσης που προβλέπονται στις ειδικές ενωσιακές διατάξεις που ισχύουν για συγκεκριμένα τρόφιμα» αφορά τις ενιαίες διατάξεις που θεσπίζει ο νομοθέτης της Ένωσης ή η Επιτροπή, όπως τις τελωνειακές και τις γεωργικές ρυθμίσεις. Τέτοιες ρυθμίσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού.

70

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 75 των προτάσεών του, η οδηγία 2000/13 πρέπει να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο όπως ο κανονισμός 1169/2011.

71

Πράγματι, μολονότι η οδηγία αυτή δεν κάνει καμία αναφορά στην τελωνειακή νομοθεσία για τον προσδιορισμό της καταγωγής των τροφίμων, εντούτοις, δυνάμει της ρύθμισης που εφαρμόζεται, κατά τα λοιπά, στα οπωροκηπευτικά, και ιδίως δυνάμει του άρθρου 113α του κανονισμού 1234/2007, τα προϊόντα αυτά μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο μόνον εφόσον αναγράφεται η χώρα καταγωγής, η δε χώρα αυτή ορίζεται, όπως προκύπτει από τη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, με βάση την τελωνειακή νομοθεσία.

72

Πλην όμως, αν, χάρη στην ένδειξη της χώρας καταγωγής με βάση την τελωνειακή νομοθεσία, επιτρέπεται η εμπορία του οικείου προϊόντος, δεν μπορεί συγχρόνως να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια ένδειξη μπορεί, αυτή καθεαυτή, να παραπλανήσει τον αγοραστή κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/13.

73

Κατά συνέπεια, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η γενική απαγόρευση παραπλάνησης του καταναλωτή όσον αφορά τη χώρα καταγωγής των τροφίμων την οποία προβλέπουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011 δεν έχει εφαρμογή, όσον αφορά τα νωπά οπωροκηπευτικά, επί της ένδειξης της χώρας καταγωγής που απαιτείται από το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013.

Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

74

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μπορεί να επιβληθεί η αναγραφή διευκρινιστικών πληροφοριών προς συμπλήρωση της ένδειξης της χώρας καταγωγής που απαιτείται από το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, προκειμένου να αποτραπεί η παραπλάνηση του καταναλωτή η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011.

75

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης, της Γερμανικής Κυβέρνησης και της Επιτροπής, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορά τη δυνατότητα να επιβληθεί στους παραγωγούς, κατ’ εφαρμογήν κανόνων σχετικών με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ειδική υποχρέωση πληροφόρησης, όταν η ένδειξη της χώρας καταγωγής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 23 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και στο άρθρο 60 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, θεωρείται παραπλανητική για τον καταναλωτή.

76

Συναφώς, διαπιστώνεται, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 82 των προτάσεών του, ότι στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1169/2011 ο νομοθέτης προσδιόρισε κατά τρόπο σαφή και ακριβή τη χώρα καταγωγής ενός τροφίμου με βάση τα άρθρα 23 έως 26 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα. Για τα φυτικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και τα μανιτάρια, ο νομοθέτης όρισε ότι χώρα καταγωγής των προϊόντων αυτών είναι η χώρα συγκομιδής τους ανεξαρτήτως του τόπου παραγωγής.

77

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί η αναγραφή διευκρινιστικών πληροφοριών προς συμπλήρωση της ένδειξης της χώρας καταγωγής που απαιτείται από το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, προκειμένου να αποτραπεί η παραπλάνηση του καταναλωτή που απαγορεύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών του, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 πρέπει να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο.

78

Επομένως, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι δεν μπορεί να επιβληθεί η αναγραφή διευκρινιστικών πληροφοριών προς συμπλήρωση της ένδειξης της χώρας καταγωγής που απαιτείται από το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007 και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, προκειμένου να αποτραπεί η παραπλάνηση του καταναλωτή που απαγορεύεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 καθώς και από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011.

Επί των δικαστικών εξόδων

79

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 361/2008 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2008, και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, έχουν την έννοια ότι, για τον ορισμό της έννοιας «χώρα καταγωγής» που χρησιμοποιείται στις διατάξεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι τελωνειακοί κανονισμοί για τον προσδιορισμό της μη προτιμησιακής καταγωγής των εμπορευμάτων, ήτοι τα άρθρα 23 επ. του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, και το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.

 

2)

Το άρθρο 23, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2913/92 καθώς και το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού 952/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, έχουν την έννοια ότι χώρα καταγωγής των καλλιεργούμενων μανιταριών είναι η χώρα συγκομιδής τους, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ανεξαρτήτως του ότι ουσιώδη στάδια της παραγωγής λαμβάνουν χώρα σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης και του ότι τα καλλιεργούμενα μανιτάρια μεταφέρονται στον τόπο συγκομιδής το πολύ τρεις ημέρες πριν από την πρώτη συγκομιδή.

 

3)

Η γενική απαγόρευση παραπλάνησης του καταναλωτή όσον αφορά τη χώρα καταγωγής των τροφίμων την οποία προβλέπουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής, δεν έχει εφαρμογή, όσον αφορά τα νωπά οπωροκηπευτικά, επί της ένδειξης της χώρας καταγωγής που απαιτείται από το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 361/2008, και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013.

 

4)

Το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να επιβληθεί η αναγραφή διευκρινιστικών πληροφοριών προς συμπλήρωση της ένδειξης της χώρας καταγωγής που απαιτείται από το άρθρο 113α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1234/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 361/2008, και το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013, προκειμένου να αποτραπεί η παραπλάνηση του καταναλωτή που απαγορεύεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/13 καθώς και από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1169/2011.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top