EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013CJ0586

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 18ης Ιουνίου 2015.
Martin Meat kft κατά Géza Simonfay και Ulrich Salburg.
Αίτηση του Pesti Központi Kerületi Bíróság για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Οδηγία 96/71/ΕΚ — Άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και γ΄ — Απόσπαση εργαζομένων — Διάθεση εργατικού δυναμικού — Πράξη Προσχώρησης του 2003 — Κεφάλαιο 1, παράγραφοι 2 και 13, του παραρτήματος X — Μεταβατικά μέτρα — Πρόσβαση των Ούγγρων υπηκόων στην αγορά εργασίας των κρατών που ήταν ήδη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τον χρόνο προσχώρησης της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας — Απαίτηση άδειας εργασίας για τη διάθεση εργατικού δυναμικού — Μη ευαίσθητοι τομείς.
Υπόθεση C-586/13.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:405

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 18ης Ιουνίου 2015 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Οδηγία 96/71/ΕΚ — Άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και γʹ — Απόσπαση εργαζομένων — Διάθεση εργατικού δυναμικού — Πράξη Προσχώρησης του 2003 — Κεφάλαιο 1, παράγραφοι 2 και 13, του παραρτήματος X — Μεταβατικά μέτρα — Πρόσβαση των Ούγγρων υπηκόων στην αγορά εργασίας των κρατών που ήταν ήδη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τον χρόνο προσχώρησης της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας — Απαίτηση άδειας εργασίας για τη διάθεση εργατικού δυναμικού — Μη ευαίσθητοι τομείς»

Στην υπόθεση C‑586/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το Pesti Központi Kerületi Bírόság (Ουγγαρία) με απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Νοεμβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Martin Meat kft

κατά

Géza Simonfay,

Ulrich Salburg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια), J. Malenovský, M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: I. Illéssy, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 9ης Οκτωβρίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Martin Meat kft, εκπροσωπούμενη από τον R. Zuberecz, ügyvéd,

οι Géza Simonfay και Ulrich Salburg, εκπροσωπούμενοι από τον V. Nagy, ügyvéd,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Z. Fehér και την A. M. Pálfy,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και την D. Lutostańska,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Enegren και A. Sipos,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιανουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του κεφαλαίου 1, παράγραφοι 2 και 13, του παραρτήματος X της Πράξης περί των όρων προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη προσχώρησης του 2003), καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών (ΕΕ 1997, L 18, σ. 1), υπό το πρίσμα της απόφασης Vicoplus κ.λπ. (C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64).

2

Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Martin Meat kft (στο εξής: Martin Meat) και των G. Simonfay και U. Salburg, νομικών συμβούλων, με αντικείμενο αίτημα της Martin Meat για αποζημίωση λόγω του προστίμου που υποχρεώθηκε να καταβάλει επειδή απέσπασε Ούγγρους εργαζομένους στην Αυστρία χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει άδεια εργασίας για αυτούς.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η Πράξη προσχώρησης του 2003

3

Το άρθρο 24 της Πράξης προσχώρησης του 2003 έχει ως εξής:

«Τα μέτρα που απαριθμούνται στα Παραρτήματα V, VI, VII, VIII, IX, X, XI, XII, XIII και XIV της παρούσας Πράξης, ισχύουν όσον αφορά τα νέα κράτη μέλη, υπό τους όρους που ορίζονται στα Παραρτήματα αυτά.»

4

Το παράρτημα X της Πράξης προσχώρησης του 2003 φέρει τον τίτλο «Κατάλογος ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 24 της Πράξης προσχώρησης: Ουγγαρία». Το επιγραφόμενο «Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων» κεφάλαιο 1 του παραρτήματος αυτού προβλέπει στις παραγράφους του 1, 2, 5 και 13 τα ακόλουθα:

«1.   [Τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 56, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ] εφαρμόζονται πλήρως μόνον με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων των παραγράφων 2 έως 14, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων [και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που συνεπάγεται προσωρινή κυκλοφορία εργαζομένων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 96/71,] μεταξύ, αφενός, της Ουγγαρίας, και, αφετέρου, του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δανίας, της Γερμανίας, της Εσθονίας, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, του Λουξεμβούργου, των Κάτω Χωρών, της Αυστρίας, της Πολωνίας, της Πορτογαλίας, της Σλοβενίας, της Σλοβακίας, της Φινλανδίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.

2.   Κατά παρέκκλιση των άρθρων 1 έως 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 [του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 2/001, σ. 33)] και μέχρι το τέλος διετούς περιόδου μετά την ημερομηνία προσχώρησης, τα [παλαιά] κράτη μέλη εφαρμόζουν εθνικά μέτρα, ή μέτρα που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες, με τα οποία ρυθμίζεται η πρόσβαση Ούγγρων υπηκόων στις αγορές εργασίας τους. Τα [παλαιά] κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά μέχρι το τέλος πενταετούς περιόδου μετά την ημερομηνία προσχώρησης.

[...]

5.   Κράτος μέλος που διατηρεί εθνικά μέτρα ή μέτρα που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες στο τέλος της πενταετούς περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί, σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της αγοράς εργασίας του ή απειλής τέτοιας διαταραχής, και μετά από κοινοποίηση προς την Επιτροπή, να εξακολουθήσει να εφαρμόζει τα μέτρα αυτά μέχρι το τέλος της επταετούς περιόδου μετά την ημερομηνία προσχώρησης. Ελλείψει της κοινοποίησης αυτής, εφαρμόζονται τα άρθρα 1 έως 6 του κανονισμού [1612/68].

[...]

13.   Προκειμένου να αντιμετωπίσουν σοβαρές διαταραχές ή απειλή διαταραχών σε συγκεκριμένους ευαίσθητους τομείς παροχής υπηρεσιών στις αγορές εργασίας τους, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν σε ορισμένες περιοχές λόγω διεθνικής παροχής υπηρεσιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας [96/71], και καθόσον εφαρμόζουν, δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων που καθορίζονται ανωτέρω, εθνικά μέτρα ή μέτρα που απορρέουν από διμερείς συμφωνίες όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία Ούγγρων εργαζομένων, η Γερμανία και η Αυστρία μπορούν, μετά από κοινοποίηση προς την Επιτροπή, να παρεκκλίνουν από το άρθρο [56, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ] προκειμένου να περιορίσ[ουν], στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών από επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ουγγαρία, την προσωρινή κυκλοφορία των εργαζομένων των οποίων το δικαίωμα να αναλάβουν εργασία στη Γερμανία και την Αυστρία υπόκειται σε εθνικά μέτρα.

Ο κατάλογος των τομέων υπηρεσιών που μπορούν να καλύπτονται από την παρέκκλιση αυτήν έχει ως εξής:

[...]

για την Αυστρία:

[Δραστηριότητες συναφείς με τη φυτοκομία, κοπή και κατεργασία λίθων, κατασκευή μεταλλικών σκελετών και μερών σκελετών, κατασκευαστικός τομέας, συμπεριλαμβανομένων των συναφών κλάδων, δραστηριότητες ιδιωτικού αστυνομικού και παροχής προστασίας, βιομηχανικός καθαρισμός, κατ’ οίκον νοσηλευτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες κοινωνικής μέριμνας χωρίς παροχή καταλύματος]

[...]».

5

Το παράρτημα XII της Πράξης προσχώρησης του 2003 τιτλοφορείται «Κατάλογος ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 24 της Πράξης προσχώρησης: Πολωνία». Περιέχει, ως προς τη Δημοκρατία της Πολωνίας, διατάξεις οι οποίες είναι κατ’ ουσίαν ίδιες με εκείνες που αφορούν τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας.

Η οδηγία 96/71

6

Το άρθρο 1 της οδηγίας 96/71 ορίζει τα κάτωθι:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις εγκατεστημένες σε κράτος μέλος επιχειρήσεις οι οποίες, στο πλαίσιο διεθνικής παροχής υπηρεσιών, προβαίνουν σε απόσπαση εργαζομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 3, στο έδαφος κράτους μέλους.

[...]

3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται όταν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν ένα από τα ακόλουθα διεθνικά μέτρα:

α)

αποσπούν έναν εργαζόμενο, για λογαριασμό τους και υπό τη διεύθυνσή τους, στο έδαφος κράτους μέλους, στο πλαίσιο σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ της επιχείρησης αποστολής και του παραλήπτη της παροχής υπηρεσιών που ασκεί τις δραστηριότητές του στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση αποστολής και τον εργαζόμενο κατά τον χρόνο της απόσπασης

[...]

ή

γ)

όντας επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους, αποσπούν εργαζόμενο σε χρήστρια επιχείρηση εγκατεστημένη ή ασκούσα δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους, εφόσον κατά τη διάρκεια της απόσπασης υφίσταται εργασιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης ή την επιχείρηση που διαθέτει εργαζομένους και τον εργαζόμενο.

[...]»

Το αυστριακό δίκαιο

7

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του νόμου για τη διάθεση εργατικού δυναμικού (Arbeitskräfteüberlassungsgesetz, BGBl. 196/1988, στο εξής: AÜG), συντρέχει περίπτωση διάθεσης εργατικού δυναμικού όταν εργαζόμενοι τίθενται στη διάθεση τρίτου προκειμένου να παράσχουν εργασία.

8

Το άρθρο 4 του AÜG έχει ως εξής:

«(1)   Για να διαπιστωθεί αν έχει πράγματι διατεθεί εργατικό δυναμικό, πρέπει να εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το αληθές οικονομικό περιεχόμενο της συμφωνίας που διέπει την οικεία έννομη σχέση, και όχι τα τυπικά της χαρακτηριστικά.

(2)   Διατίθεται εργατικό δυναμικό και στην περίπτωση όπου οι εργαζόμενοι παρέχουν την εργασία τους στην επιχείρηση του κυρίου του έργου δυνάμει συμβάσεων έργου, πλην όμως:

1.

δεν παράγουν ούτε συμβάλλουν στην παραγωγή έργου που να πιστώνεται στον εργολάβο, αλλά να διαφέρει και να διακρίνεται από τα προϊόντα, τις υπηρεσίες και τις εισροές του κυρίου του έργου

ή

2.

εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους χωρίς να στηρίζονται κυρίως σε υλικά και εργαλεία που εξασφαλίζει ο εργολάβος

ή

3.

ενσωματώνονται, από υλικοτεχνικής πλευράς, στην επιχείρηση του κυρίου του έργου και υπόκεινται σε δικό του ιεραρχικό και τεχνικό έλεγχο

ή

4.

ο εργολάβος δεν φέρει την ευθύνη για το αποτέλεσμα του έργου».

9

Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 έως 11, του νόμου για την απασχόληση αλλοδαπών (Ausländerbeschäftigungsgesetz, BGBl. 218/1975), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: AuslBG), προέβλεπε σε ποιες περιπτώσεις ο αλλοδαπός εργαζόμενος όφειλε να λάβει άδεια εργασίας ή απόσπασης.

10

Το άρθρο 18, παράγραφος 12, του AuslBG όριζε τα ακόλουθα:

«Οι αλλοδαποί οι οποίοι έχουν αποσπαστεί στην Αυστρία από επιχείρηση που έχει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, προκειμένου να παράσχουν προσωρινά την εργασία τους, δεν απαιτείται να λάβουν άδεια εργασίας ούτε απόσπασης, εφόσον:

1.

αφενός, τους έχει επιτραπεί κανονικά να απασχολούνται στο κράτος μέλος της έδρας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διάρκειας της απόσπασής τους στην Αυστρία και εργάζονται νόμιμα στην επιχείρηση που τους αποσπά,

2.

αφετέρου, τηρούνται οι προβλεπόμενοι από το αυστριακό δίκαιο όροι αμοιβής και εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 7b, παράγραφοι 1, σημεία 1 έως 3, και 2, του νόμου για την προσαρμογή του δικαίου των συμβάσεων εργασίας (Arbeitsvertragsrechts Anpassungsgesetz, BGBl. 459/1993), καθώς και οι εφαρμοστέες κοινωνικοασφαλιστικές διατάξεις.»

11

Το άρθρο 32a, παράγραφος 6, του AuslBG είναι μεταβατική διάταξη η οποία αφορά τα κράτη μέλη που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 έως 11, ισχύει ως προς την απασχόληση πολιτών της [Ένωσης] κατά την έννοια της παραγράφου 1, ή υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν αποσπαστεί στην Αυστρία από εργοδότη που έχει την έδρα του στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Εσθονίας, στη Δημοκρατία της Λεττονίας, στη Δημοκρατία της Λιθουανίας, στη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, στη Δημοκρατία της Πολωνίας, στη Δημοκρατία της Σλοβενίας ή στη Σλοβακική Δημοκρατία, προκειμένου να παράσχουν προσωρινά υπηρεσίες εμπίπτουσες σε έναν από τους τομείς όπου η προβλεπόμενη στο άρθρο [56 ΣΛΕΕ] ελεύθερη παροχή υπηρεσιών επιτρέπεται να περιοριστεί κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 13 του κεφαλαίου της Πράξης προσχώρησης, σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων (κατάλογος απαριθμούμενων στα παραρτήματα V και VI, VIII έως X, καθώς και XII έως XIV μέτρων, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 24 της Πράξης προσχώρησης).»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Το 2007 η Alpenrind GmbH (στο εξής: Alpenrind), αυστριακή εταιρία ειδικευμένη στον τεμαχισμό κρέατος και στην εμπορία μεταποιημένου κρέατος, συνήψε σύμβαση με τη Martin Meat, εταιρία εγκατεστημένη στην Ουγγαρία. Βάσει της σύμβασης, η Martin Meat όφειλε να μεταποιεί 25 ημισφάγια βοοειδών εβδομαδιαίως και να συσκευάζει το κρέας αυτό ενόψει της διάθεσής του στο εμπόριο.

13

Οι εργασίες μεταποίησης και τοποθέτησης του κρέατος σε συσκευασίες πραγματοποιούνταν στο σφαγείο της Alpenrind, στο Σάλτσμπουργκ (Αυστρία). Η Martin Meat μίσθωνε από την Alpenrind τόσο τις εγκαταστάσεις αυτές όσο και τα απαραίτητα για τις ανάγκες των εργασιών μηχανήματα. Η Alpenrind είχε αναλάβει τα λειτουργικά έξοδα των εγκαταστάσεων. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν στο πλαίσιο των σχετικών εργασιών, όπως μαχαίρια, πριόνια και προστατευτικά ρούχα, ανήκαν στη Martin Meat.

14

Οι εργασίες εκτελούνταν από τους Ούγγρους υπαλλήλους της Martin Meat. Ο επικεφαλής της ομάδας της Alpenrind έδινε στον ομόλογό του της Martin Meat οδηγίες σχετικά με το ποια σφάγια έπρεπε να μεταποιηθούν και με ποιο τρόπο. Εν συνεχεία, ο επικεφαλής της ομάδας της Martin Meat μετέφερε τις οδηγίες στους υπαλλήλους και οργάνωνε την εργασία τους. Η Alpenrind ήλεγχε την ποιότητα των πραγματοποιούμενων εργασιών.

15

Η αμοιβή για τις υπηρεσίες της Martin Meat αποτελούσε συνάρτηση της ποσότητας του μεταποιηθέντος κρέατος. Αν το κρέας ήταν κακής ποιότητας, η αμοιβή μπορούσε να μειωθεί ανάλογα.

16

Οι αυστριακές αρχές ενημέρωσαν τη Martin Meat, κατόπιν αιτήσεων που υπέβαλε για τη χορήγηση βεβαιώσεων απόσπασης, ότι κατά τη δική τους εκτίμηση, στην περίπτωση της συμβατικής της σχέσης με την Alpenrind, δεν επρόκειτο για απόσπαση εργαζομένων η οποία, ως παρακολούθημα της παροχής των σχετικών υπηρεσιών, αρκούσε να πιστοποιηθεί με βεβαίωση δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 12, του AuslBG, αλλά για διάθεση εργατικού δυναμικού κατά την έννοια του άρθρου 4 του AÜG, με συνέπεια να απαιτείται άδεια εργασίας σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις της Πράξης προσχώρησης του 2003 σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με το άρθρο 32a, παράγραφος 6, του AuslBG.

17

Ως εκ τούτου, επιβλήθηκε στην Alpenrind πρόστιμο ύψους 700000 ευρώ. Δυνάμει της σύμβασης της Alpenrind με τη Martin Meat, το πρόστιμο όφειλε να καταβάλει η τελευταία.

18

Η Martin Meat αποφάσισε να ασκήσει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή κατά των νομικών της συμβούλων, G. Simonfay και U. Salburg. Συγκεκριμένα, σε ερώτηση που τους είχε τεθεί προτού συναφθεί η σύμβαση, αυτοί είχαν απαντήσει ότι για την εκτέλεση της σύμβασης, στο πλαίσιο της οποίας θα απασχολούνταν Ούγγροι εργαζόμενοι σε αυστριακό σφαγείο, δεν ήταν απαραίτητη η απόκτηση αδειών εργασίας. Ειδικότερα, είχαν θεωρήσει ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης δραστηριότητες δεν ενέπιπταν στους τομείς υπηρεσιών οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ευαίσθητοι στην Πράξη προσχώρησης του 2003 και ότι η οικεία συμβατική σχέση δεν συνεπαγόταν διάθεση εργατικού δυναμικού.

19

Κατόπιν τούτου, το Pesti Központi Kerületi Bírόság αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μπορεί να γίνει δεκτό, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα σύμφωνα με τον ορισμό της έννοιας “διάθεση εργατικού δυναμικού” που περιλαμβάνεται στην απόφαση Vicoplus κ.λπ. (C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64), ότι συντρέχει διάθεση εργατικού δυναμικού στην περίπτωση κατά την οποία ο εντολοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση μεταποιήσεως, χρησιμοποιώντας δικούς του εργαζομένους, ημισφαγίων βοοειδών στο σφαγείο του εντολέα, στις εγκαταστάσεις που αυτός του εκμίσθωσε, και συσκευασίας των εν λόγω ημισφαγίων βοοειδών σε πακέτα κρέατος έτοιμα προς διάθεση στην αγορά, λαμβανομένου υπόψη ότι ο εντολοδόχος λαμβάνει αμοιβή προσδιοριζόμενη βάσει των κιλών μεταποιημένου κρέατος και ότι ο εντολοδόχος υφίσταται μείωση της συμφωνηθείσας για τη μεταποίηση του κρέατος τιμής σε περίπτωση ανεπαρκούς ποιότητάς του, καθώς και ότι ο εντολοδόχος παρέχει, στο κράτος μέλος υποδοχής, υπηρεσίες αποκλειστικώς στον εν λόγω εντολέα και ότι η ευθύνη για τον έλεγχο της ποιότητας των εργασιών μεταποιήσεως του κρέατος βαρύνει τον εντολέα;

2)

Τυγχάνει η θεμελιώδης αρχή η οποία διατυπώνεται στην απόφαση Vicoplus κ.λπ. (C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64) και βάσει της οποίας είναι δυνατόν να περιορισθεί η διάθεση εργατικού δυναμικού κατά την περίοδο ισχύος των μεταβατικών διατάξεων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, οι οποίες προβλέπονται στην [Πράξη προσχώρησης του 2003], εφαρμογής και στην περίπτωση αποσπάσεως εργαζομένων στο πλαίσιο διαθέσεως εργατικού δυναμικού, κατά την οποία επιχείρηση εδρεύουσα σε [νέο] κράτος μέλος που εντάχθηκε στην Ένωση την 1η Μαΐου 2004 αποσπά εργαζομένους στην Αυστρία, εάν η εν λόγω απόσπαση πραγματοποιείται σε τομέα μη προστατευόμενο βάσει της [Πράξης προσχώρησης του 2003];»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του δεύτερου ερωτήματος

20

Με το δεύτερό του ερώτημα, το οποίο ενδείκνυται να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν το κεφάλαιο 1, παράγραφοι 2 και 13, του παραρτήματος Χ της Πράξης προσχώρησης του 2003 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρεπόταν στη Δημοκρατία της Αυστρίας να θέσει περιορισμούς στη διάθεση εργατικού δυναμικού εντός της επικράτειάς της, σύμφωνα με το κεφάλαιο 1, παράγραφος 2, του ως άνω παραρτήματος, έστω και αν η διάθεση αυτή δεν αφορούσε ευαίσθητο τομέα, κατά την έννοια του κεφαλαίου 1, παράγραφος 13, του ίδιου παραρτήματος.

21

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το κεφάλαιο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος Χ της Πράξης προσχώρησης του 2003 εισήγε παρέκκλιση από την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, αποκλείοντας, για μια μεταβατική περίοδο, την εφαρμογή των άρθρων 1 έως 6 του κανονισμού 1612/68 στους Ούγγρους υπηκόους. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή όριζε ότι, από 1ης Μαΐου 2004 και για δύο έτη, τα κράτη μέλη μπορούσαν να εφαρμόζουν εθνικά μέτρα ή μέτρα που προβλέπονταν σε διμερείς συμφωνίες για τη ρύθμιση της πρόσβασης των Ούγγρων υπηκόων στην εσωτερική τους αγορά εργασίας. Κατά την ίδια διάταξη, τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά το αργότερο έως και πέντε έτη μετά την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στην Ένωση.

22

Το δε κεφάλαιο 1, παράγραφος 13, του παραρτήματος Χ της εν λόγω Πράξης εισήγε παρέκκλιση από την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών για τις περιπτώσεις όπου αυτή συνεπαγόταν προσωρινή μετακίνηση εργαζομένων. Ίσχυε μόνο για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τη Δημοκρατία της Αυστρίας και ήταν απόρροια των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγαν τα συγκεκριμένα κράτη μέλη με σκοπό να προβλεφθεί ένα μεταβατικό καθεστώς για όλες τις παροχές υπηρεσιών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 96/71 (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Vicoplus κ.λπ., C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64, σκέψη 40). Απαριθμούσε τους ευαίσθητους τομείς σε σχέση με τους οποίους επιτρεπόταν στα δύο αυτά κράτη μέλη να θέτουν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον συνεπαγόταν προσωρινή μετακίνηση εργαζομένων. Η διάθεση εργατικού δυναμικού, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71, συνιστά τέτοια παροχή υπηρεσιών.

23

Με την απόφαση Vicoplus κ.λπ. (C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64, σκέψη 32), το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά μέτρα που είχε λάβει το Βασίλειο των Κάτω Χωρών σε σχέση με τους Πολωνούς εργαζομένους, ότι ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εξαρτούσε τη διάθεση αλλοδαπού εργατικού δυναμικού από την προηγούμενη χορήγηση αδειών εργασίας έπρεπε να θεωρηθεί ως μέτρο που ρύθμιζε την πρόσβαση των Πολωνών υπηκόων στην αγορά εργασίας του οικείου κράτους μέλους, κατά την έννοια του κεφαλαίου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος XII της Πράξης προσχώρησης του 2003, το οποίο αναφέρεται στη Δημοκρατία της Πολωνίας αλλά ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με το εφαρμοστέο στην προκειμένη υπόθεση κεφάλαιο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος Χ της ίδιας Πράξης.

24

Εξ αυτού συνάγεται ότι η δυνατότητα περιορισμού της διάθεσης εργατικού δυναμικού κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71 δεν επιφυλασσόταν μόνο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στη Δημοκρατία της Αυστρίας, οι οποίες είχαν διαπραγματευτεί συναφώς ειδική παρέκκλιση, αλλά επεκτεινόταν και σε όλα τα άλλα κράτη που ήταν ήδη μέλη της Ένωσης κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας της Πολωνίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Vicoplus κ.λπ., C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64, σκέψη 40).

25

Εφόσον το κεφάλαιο 2, παράγραφοι 2 και 13, του παραρτήματος ΧΙΙ της Πράξης προσχώρησης του 2003 ταυτίζεται κατ’ ουσία με το κεφάλαιο 1, παράγραφοι 2 και 13, του παραρτήματος Χ της Πράξης αυτής, ό,τι ισχύει, βάσει της απόφασης Vicoplus κ.λπ. (C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64), για τη Δημοκρατία της Πολωνίας ισχύει κατ’ αναλογία και στην περίπτωση της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας.

26

Επομένως, τα κράτη που ήταν ήδη μέλη της Ένωσης κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας επιτρεπόταν, δυνάμει του κεφαλαίου 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος Χ της Πράξης προσχώρησης του 2003, να θέσουν περιορισμούς στη διάθεση εργατικού δυναμικού κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71.

27

Το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Δημοκρατία της Αυστρίας διαπραγματεύτηκαν την ειδική παρέκκλιση του κεφαλαίου 1, παράγραφος 13, του παραρτήματος Χ της Πράξης αυτής ως προς ορισμένους ευαίσθητους τομείς σε σχέση με τους οποίους επιτρεπόταν να περιορίσουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εφόσον συνεπαγόταν μετακίνηση εργαζομένων επ’ ουδενί σημαίνει ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να θέσουν περιορισμούς στη διάθεση εργατικού δυναμικού σύμφωνα με τα όσα προέβλεπε το κεφάλαιο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος Χ της ως άνω Πράξης, του οποίου η εφαρμογή, αντιθέτως προς το κεφάλαιο 1, παράγραφος 13, του παραρτήματος Χ της ίδιας Πράξης, δεν αφορούσε μόνον ορισμένους ευαίσθητους τομείς.

28

Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τον σκοπό του κεφαλαίου 1, παράγραφος 2, του εν λόγω παραρτήματος Χ, ο οποίος ήταν να αποτραπεί το ενδεχόμενο να διαταραχθεί, κατόπιν της προσχώρησης νέων κρατών μελών στην Ένωση, η αγορά εργασίας των παλαιών κρατών μελών λόγω της άμεσης άφιξης πολλών εργαζομένων, υπηκόων των νέων αυτών κρατών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Vicoplus κ.λπ., C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64, σκέψη 34).

29

Επιπλέον, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών της, δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Δημοκρατία της Αυστρίας ήταν μεταξύ των πρώτων κρατών μελών που υποστήριξαν την υιοθέτηση μεταβατικών μέτρων με σκοπό την προστασία των αγορών εργασίας ενόψει της αναμενόμενης εισροής εργαζομένων από τα νέα κράτη μέλη μετά την προσχώρηση των τελευταίων στην Ένωση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η παρέκκλιση την οποία διαπραγματεύτηκαν τα δύο αυτά κράτη μέλη τους άφηνε μικρότερο περιθώριο ελιγμών από εκείνο που διέθεταν τα κράτη μέλη τα οποία ουδέποτε διαπραγματεύτηκαν ανάλογη παρέκκλιση για να ρυθμίσουν το ζήτημα της επικείμενης εισροής Ούγγρων εργαζομένων στο έδαφός τους.

30

Κατόπιν τούτου, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κεφάλαιο 1, παράγραφοι 2 και 13, του παραρτήματος Χ της Πράξης προσχώρησης του 2003 έχει την έννοια ότι επιτρεπόταν στη Δημοκρατία της Αυστρίας να θέσει περιορισμούς στη διάθεση εργατικού δυναμικού εντός της επικράτειάς της, σύμφωνα με το κεφάλαιο 1, παράγραφος 2, του ως άνω παραρτήματος, έστω και αν η διάθεση αυτή δεν αφορούσε ευαίσθητο τομέα, κατά την έννοια του κεφαλαίου 1, παράγραφος 13, του ίδιου παραρτήματος.

Επί του πρώτου ερωτήματος

31

Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, όταν υποβάλλεται αίτηση προδικαστικής απόφασης, έργο του Δικαστηρίου είναι να διαφωτίσει το εθνικό δικαστήριο ως προς το περιεχόμενο των κανόνων δικαίου της Ένωσης, προκειμένου αυτό να μπορέσει να εφαρμόσει ορθώς τους εν λόγω κανόνες επί των πραγματικών περιστατικών της ενώπιόν του διαφοράς, και όχι να προβεί το ίδιο στην εφαρμογή αυτή, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει κατ’ ανάγκη όλα τα στοιχεία που είναι απολύτως απαραίτητα προς τούτο (απόφαση Omni Metal Service, C‑259/05, EU:C:2007:363, σκέψη 15).

32

Με αυτά τα δεδομένα, το πρώτο ερώτημα πρέπει να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποια είναι, στην περίπτωση μιας συμβατικής σχέσης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα κρίσιμα στοιχεία που απαιτείται να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί αν η συμβατική αυτή σχέση πρέπει να χαρακτηριστεί ως διάθεση εργατικού δυναμικού, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71.

33

Συναφώς, από την απόφαση Vicoplus κ.λπ. (C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64, σκέψη 51) προκύπτει ότι πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει διάθεση εργατικού δυναμικού, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71. Πρώτον, η διάθεση εργατικού δυναμικού είναι μια παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, στο πλαίσιο της οποίας ο εργαζόμενος παραμένει στην υπηρεσία της επιχείρησης που παρέχει το προσωπικό, χωρίς να συνάπτεται οποιαδήποτε σύμβαση εργασίας με την επιχείρηση που χρησιμοποιεί το προσωπικό. Δεύτερον, χαρακτηριστικό της διάθεσης εργατικού δυναμικού είναι ότι η μετακίνηση του εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής συνιστά το ίδιο το αντικείμενο της παροχής υπηρεσιών εκ μέρους της πρώτης επιχείρησης. Τρίτον, στο πλαίσιο της διάθεσης αυτής, ο εργαζόμενος εκπληρώνει τα καθήκοντά του υπό τον έλεγχο και τη διεύθυνση της επιχείρησης που χρησιμοποιεί το προσωπικό.

34

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας απαιτείται μια ανάλυση του ίδιου του αντικειμένου της παροχής υπηρεσιών εκ μέρους της επιχείρησης που παρέχει το προσωπικό, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ως προς το αν η μετακίνηση του εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής συνιστά το αντικείμενο αυτής της παροχής υπηρεσιών.

35

Σημειωτέον επ’ αυτού ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες οφείλει, κατ’ αρχήν, να εκπληρώνει την παροχή σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η σύμβαση, οπότε πρέπει να φέρει και τις συνέπειες τυχόν μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής. Επομένως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το ίδιο το αντικείμενο της παροχής υπηρεσιών είναι η μετακίνηση του εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής, πρέπει να ληφθεί ιδίως υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες δεν φέρει τις συνέπειες της μη προσήκουσας εκτέλεσης της παροχής που ορίζεται στη σύμβαση.

36

Έτσι, αν από τις συμβατικές υποχρεώσεις συνάγεται ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες είναι υπεύθυνος για την ορθή εκπλήρωση της παροχής που ορίζεται στη σύμβαση, είναι κατ’ αρχήν λιγότερο πιθανό να πρόκειται για διάθεση εργατικού δυναμικού απ’ ό,τι αν δεν έφερε τις συνέπειες της μη προσήκουσας εκτέλεσης της εν λόγω παροχής.

37

Εν προκειμένω, απόκειται στον εθνικό δικαστή να ελέγξει τα όρια των αντίστοιχων υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών προκειμένου να καταλήξει ποιος έφερε τις συνέπειες της μη προσήκουσας εκτέλεσης της παροχής, εξυπακούεται όμως ότι το γεγονός ότι η αμοιβή του παρέχοντος τις υπηρεσίες αποτελούσε συνάρτηση όχι μόνον της ποσότητας αλλά και της ποιότητας του μεταποιούμενου κρέατος συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για την ορθή εκτέλεση της παροχής.

38

Επιπλέον, αν ο παρέχων τις υπηρεσίες αποφασίζει ελεύθερα πόσους εργαζομένους εκτιμά ότι χρειάζεται να στείλει στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως κατά τα φαινόμενα συνέβη εν προκειμένω, σύμφωνα με τα λεγόμενα των εναγομένων της κύριας δίκης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τούτο συνιστά ένδειξη ότι το αντικείμενο της υπό εξέταση παροχής δεν είναι η μετακίνηση εργαζομένων στο κράτος μέλος υποδοχής, αλλά ότι η μετακίνηση αυτή αποτελεί παρακολούθημα της εκπλήρωσης της παροχής που ορίζεται στη σύμβαση και ότι, ως εκ τούτου, πρόκειται για απόσπαση εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 96/71.

39

Αντιθέτως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ούτε το στοιχείο ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες είχε έναν μόνον πελάτη στο κράτος μέλος υποδοχής ούτε το γεγονός ότι αυτός ο παρέχων τις υπηρεσίες μίσθωνε τόσο τις εγκαταστάσεις όπου πραγματοποιούνταν οι εργασίες για την παροχή των υπηρεσιών όσο και τα αναγκαία μηχανήματα παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις για την απάντηση στο ερώτημα αν το αληθές αντικείμενο της υπό εξέταση παροχής υπηρεσιών ήταν η μετακίνηση των εργαζομένων στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

40

Εν συνεχεία, όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση την οποία έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Vicoplus κ.λπ. (C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64, σκέψη 51), διευκρινίζεται ότι, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών της, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, του ελέγχου που ασκείται επί των ίδιων των εργαζομένων και των εντολών που δίνει η διεύθυνση σε αυτούς, και αφετέρου, της επαλήθευσης, από τον πελάτη, ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών εκπληρώθηκε προσηκόντως. Πράγματι, είναι σύνηθες, στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, ο πελάτης να βεβαιώνεται ότι η παροχή εκπληρώθηκε σύμφωνα με τη σύμβαση. Επιπλέον, στο ίδιο πάντοτε πλαίσιο, ο πελάτης μπορεί κάλλιστα να δίνει ορισμένες γενικές κατευθύνσεις στους εργαζομένους τους οποίους απασχολεί ο παρέχων τις υπηρεσίες, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι ασκεί κάποια εξουσία, διευθύνοντας ή ελέγχοντας τους εργαζομένους αυτούς, υπό την έννοια της τρίτης προϋπόθεσης της απόφασης Vicoplus κ.λπ. (C‑307/09 έως C‑309/09, EU:C:2011:64, σκέψη 51), εφόσον ο παρέχων τις υπηρεσίες είναι εκείνος που τους δίνει τις ακριβείς και συγκεκριμένες οδηγίες τις οποίες θεωρεί αναγκαίες προς εκτέλεση της υπό εξέταση παροχής υπηρεσιών.

41

Κατόπιν τούτου, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στην περίπτωση μιας συμβατικής σχέσης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, για να διαπιστωθεί αν η συμβατική αυτή σχέση πρέπει να χαρακτηριστεί ως διάθεση εργατικού δυναμικού, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71, απαιτείται να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί αν η μετακίνηση του εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής συνιστά το ίδιο το αντικείμενο της παροχής υπηρεσιών που αφορά η εν λόγω συμβατική σχέση. Αποτελούν, κατ’ αρχήν, ενδείξεις ότι μια τέτοια μετακίνηση δεν είναι το αντικείμενο της επίδικης παροχής υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει τις συνέπειες της μη προσήκουσας εκτέλεσης της παροχής που ορίζεται στη σύμβαση, καθώς και το στοιχείο ότι αυτός αποφασίζει ελεύθερα πόσους εργαζομένους εκτιμά ότι χρειάζεται να στείλει στο κράτος μέλος υποδοχής. Αντιθέτως, ούτε το στοιχείο ότι η επιχείρηση που είναι ο λήπτης της παροχής ελέγχει κατά πόσον αυτή εκπληρώθηκε σύμφωνα με τη σύμβαση ούτε το γεγονός ότι η ίδια επιχείρηση μπορεί να δίνει γενικές κατευθύνσεις στους εργαζομένους τους οποίους απασχολεί ο παρέχων τις υπηρεσίες αρκούν για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει διάθεση εργατικού δυναμικού.

Επί των δικαστικών εξόδων

42

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το κεφάλαιο 1, παράγραφοι 2 και 13, του παραρτήματος X της Πράξης περί των όρων προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει την έννοια ότι επιτρεπόταν στη Δημοκρατία της Αυστρίας να θέσει περιορισμούς στη διάθεση εργατικού δυναμικού εντός της επικράτειάς της, σύμφωνα με το κεφάλαιο 1, παράγραφος 2, του ως άνω παραρτήματος, έστω και αν η διάθεση αυτή δεν αφορούσε ευαίσθητο τομέα, κατά την έννοια του κεφαλαίου 1, παράγραφος 13, του ίδιου παραρτήματος.

 

2)

Στην περίπτωση μιας συμβατικής σχέσης όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, για να διαπιστωθεί αν η συμβατική αυτή σχέση πρέπει να χαρακτηριστεί ως διάθεση εργατικού δυναμικού, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, απαιτείται να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί αν η μετακίνηση του εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής συνιστά το ίδιο το αντικείμενο της παροχής υπηρεσιών που αφορά η εν λόγω συμβατική σχέση. Αποτελούν, κατ’ αρχήν, ενδείξεις ότι μια τέτοια μετακίνηση δεν είναι το αντικείμενο της επίδικης παροχής υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει τις συνέπειες της μη προσήκουσας εκτέλεσης της παροχής που ορίζεται στη σύμβαση, καθώς και το στοιχείο ότι αυτός αποφασίζει ελεύθερα πόσους εργαζομένους εκτιμά ότι χρειάζεται να στείλει στο κράτος μέλος υποδοχής. Αντιθέτως, ούτε το στοιχείο ότι η επιχείρηση που είναι ο λήπτης της παροχής ελέγχει κατά πόσον αυτή εκπληρώθηκε σύμφωνα με τη σύμβαση ούτε το γεγονός ότι η ίδια επιχείρηση μπορεί να δίνει γενικές κατευθύνσεις στους εργαζομένους τους οποίους απασχολεί ο παρέχων τις υπηρεσίες αρκούν για να γίνει δεκτό ότι υπάρχει διάθεση εργατικού δυναμικού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

Top