EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31977L0780

Πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1977 περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος

ΕΕ L 322 της 17.12.1977, p. 30–37 (DA, DE, EN, FR, IT, NL)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (EL, ES, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 14/06/2000; καταργήθηκε από 300L0012

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1977/780/oj

31977L0780

Πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1977 περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 322 της 17/12/1977 σ. 0030 - 0037
Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 06 τόμος 2 σ. 0003
Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 06 τόμος 2 σ. 0021
Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 06 τόμος 2 σ. 0021
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 6 τόμος 1 σ. 0210
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 6 τόμος 1 σ. 0210


ΠΡΩΤΗ ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 1977 περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητος πιστωτικού ιδρύματος

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως το άρθρο 57,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Συνελεύσεως(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

Εκτιμώντας:

ότι, κατ'εφαρμογή της συνθήκης απαγορεύεται από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας ή λόγω ελλείψεως εγκαταστάσεως στο Κράτος μέλος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες όσον αφορά την εγκατάσταση και την παροχή υπηρεσιών-

ότι είναι αναγκαίο, προς διευκόλυνση της αναλήψεως της δραστηριότητος πιστωτικού ιδρύματος και της ασκήσεώς της, να απαλειφθούν οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των Κρατών μελών που δημιουργούν τα περισσότερα εμπόδια ως προς το καθεστώς, στο οποίο υπόκεινται οι δραστηριότητες αυτές-

ότι πάντως, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως των διαφορών αυτών, δεν είναι δυνατό να θεσπισθούν με μία μόνο οδηγία οι κανονιστικής φύσεως όροι, που απαιτούνται για μία κοινή αγορά πιστωτικών ιδρυμάτων- ότι πρέπει επομένως να γίνει η ρύθμιση κατά διαδοχικά στάδια- ότι το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, θα πρέπει ιδίως να διευκολύνει την όλη εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν σε πολλά Κράτη μέλη, από τις αρμόδιες αρχές του Κράτους μέλους στο οποίο το πιστωτικό ίδρυμα έχει την έδρα του, με κατάλληλες διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων Κρατών μελών-

ότι τα μέτρα συντονισμού στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει, τόσο για την προστασία της αποταμιεύσεως όσο και για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ αυτών των ιδρυμάτων να εφαρμοσθούν στο σύνολό τους- ότι πρέπει πάντως να ληφθούν υπόψη, κατά περίπτωση, οι αντικειμενικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των καταστατικών τους και της ιδιαίτερης αποστολής τους όπως προβλέπονται στις εθνικές νομοθεσίες-

ότι είναι από τώρα απαραίτητο, το πεδίο εφαρμογής των ενεργειών συντονισμού να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο και να περιλαμβάνει όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων η δραστηριότης συνίσταται στη συγκέντρωση από το κοινό επιτρεπτέων κεφαλαίων, τόσο υπό μορφή καταθέσεων, όσο και υπό άλλες μορφές, όπως είναι η διαρκής έκδοση ομολόγων και άλλων παρόμοιων τίτλων, καθώς και στη χορήγηση για ίδιο λογαριασμό- ότι πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις για ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία δεν δύναται να εφαρμοσθεί η παρούσα οδηγία-

ότι η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή εθνικών νομοθεσιών, όταν αυτές προβλέπουν ειδικές συμπληρωματικές άδειες, που επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν ειδικές δραστηριότητες ή να εκτελούν ορισμένης μορφής εργασίες-

ότι δεν δύναται πάντοτε να εφαρμόζεται ένα και μόνο σύστημα εποπτείας σ' όλους τους τύπους πιστωτικών ιδρυμάτων- ότι πρέπει επομένως η εφαρμογή της παρούσης οδηγίας να δύναται να διαφέρει για ορισμένες ομάδες ή τύπους πιστωτικών ιδρυμάτων, για τους οποίους η άμεση εφαρμογή της κινδυνεύει να δημιουργήσει προβλήματα τεχνικής φύσεως- ότι δεν πρέπει να αποκλεισθεί, στο μέλλον, η ανάγκη εφαρμογής ειδικών διατάξεων σε τέτοια πιστωτικά ιδρύματα-

ότι είναι πάντως επιθυμητό να βασίζονται οι ειδικές αυτές διατάξεις επί ορισμένων κοινών αρχών-

ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η καθιέρωση αργότερα στο σύνολο της Κοινότητος, ομοιομόρφων όρων εγκρίσεως λειτουργίας για παρόμοιες κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων- ότι πρέπει πάντως σ' ένα πρώτο στάδιο, να περιορισθεί στον καθορισμό ορισμένων ελαχίστων όρων, που πρέπει να επιβάλουν όλα τα Κράτη μέλη-

ότι ο παραπάνω σκοπός δύναται να επιτευχθεί μόνο, εάν περιορισθούν προοδευτικά τα ιδιαιτέρως ευρέα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας, που έχουν ορισμένες αρχές ελέγχου για την έγκριση λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων- ότι η ανάγκη προγράμματος δραστηριότητος δύναται, από την άποψη αυτή, να θεωρηθεί μόνο ως στοιχείο που οδηγεί τις αρμόδιες αρχές να αποφαίνονται βάσει ακριβέστερης ενημερώσεως, με αντικειμενικά κριτήρια-

ότι ο τελικός σκοπός του συντονισμού είναι η επίτευξη ενός συστήματος, κατά το οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα, η έδρα των οποίων ευρίσκεται σε Κράτος μέλος δεν θα υπόκεινται σε καμιά εθνική διαδικασία εγκρίσεως λειτουργίας για τη δημιουργία υποκαταστημάτων στα άλλα Κράτη μέλη-

ότι πάντως είναι δυνατή από το πρώτο στάδιο μία μείωση των απαιτήσεων που αφορούν τη νομική μορφή των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προστασία των επωνυμιών-

ότι είναι αναγκαίο να είναι ισότιμες οι οικονομικές προϋποθέσεις που απαιτούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα για την εξασφάλιση όμοιων εγγυήσεων στους αποταμιευτές καθώς και ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων της αυτής κατηγορίας- ότι μέχρις επιτεύξεως καλυτέρου συντονισμού, πρέπει να καθορίζονται κατάλληλοι διορθωτικοί συντελεστές, που θα επιτρέπουν στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών, την παρατήρηση, με κοινές μεθόδους, της καταστάσεως συγκρισίμων κατηγοριών πιστωτικών ιδρυμάτων- ότι η διαδικασία αυτή δύναται να διευκολύνει την προοδευτική προσέγγιση των συστημάτων συντελεστών που καθορίζονται και εφαρμόζονται από τα Κράτη μέλη- ότι είναι πάντως αναγκαίο να διακρίνονται οι συντελεστές, που αποβλέπουν στην εξασφάλιση της υγιούς διαχειρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων από εκείνους που αποβλέπουν σε σκοπούς οικονομικής και νομισματικής πολιτικής-

ότι για τον καθορισμό διαρθρωτικών συντελεστών καθώς και για τη γενικότερη συνεργασία μεταξύ αρχών ελέγχου, είναι αναγκαίο να αρχίσει το συντομότερο δυνατό ο συντονισμός των απεικονίσεων των λογιστικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων-

ότι το καθεστώς που εφαρμόζεται στα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητος, θα πρέπει να είναι ανάλογο σ' όλα τα Κράτη μέλη- ότι ενδιαφέρει, προς το παρόν, να προβλεφθεί ότι το καθεστώς αυτό δεν δύναται να είναι ευνοϊκότερο από το καθεστώς των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων των Κρατών μελών- ότι πρέπει να προσδιορισθεί, πως η Κοινότης δύναται να συνάπτει συμφωνίες με τρίτες χώρες περί εφαρμογής διατάξεων που παρέχουν στα υποκαταστήματα αυτά την αυτή μεταχείριση εφ' όλης της επικρατείας της, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αμοιβαιότητος-

ότι η εξέταση των προβλημάτων που τίθενται στους τομείς, οι οποίοι καλύπτονται από τις οδηγίες του Συμβουλίου περί της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδιαίτερα με την προοπτική ευρυτέρου συντονισμού, απαιτεί την συνεργασία των αρμοδίων αρχών και της Επιτροπής στο πλαίσιο μιας συμβουλευτικής επιτροπής-

ότι η σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής των αρμοδίων αρχών των Κρατών μελών δεν θίγει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ αρχών ελέγχου στον τομέα της ενάρξεως της δραστηριότητος και της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και ιδιαίτερα της συνεργασίας που καθιερώνεται στο πλαίσιο επιτροπής συνεργασίας που συνεστήθη μεταξύ των αρχών ελέγχου των τραπεζών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1

Κατά την έννοια της παρούσης οδηγίας νοείται ως:

- πιστωτικό ίδρυμα: επιχείρηση, η δραστηριότης της οποίας συνίσταται στο να δέχεται καταθέσεις από το κοινό ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια και να χορηγεί πιστώσεις για λογαριασμό της,

- άδεια λειτουργίας: πράξη οποιασδήποτε μορφής, των αρχών, από την οποίαν απορρέει η δυνατότης ασκήσεως της δραστηριότητος του πιστωτικού ιδρύματος,

- υποκατάστημα: έδρα εκμεταλλεύσεως, που αποτελεί τμήμα πιστωτικού ιδρύματος στερούμενο νομικής προσωπικότητος και που πραγματοποιεί αμέσως, εν όλω ή εν μέρει, τις συμφυείς προς τη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων πράξεις. Πολλές έδρες εκμεταλλεύσεως, που δημιουργούνται στο αυτό Κράτος μέλος από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει την έδρα του σε άλλο Κράτος μέλος, θεωρούνται σαν ένα και μόνο υποκατάστημα υπό την επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 1,

- ίδια κεφάλαια: το ίδιο κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος μαζί με τα στοιχεία που δύνανται δυνάμει των εθνικών διατάξεων να εξομοιωθούν προς αυτό.

Άρθρο 2

1. Η παρούσα οδηγία αφορά την ανάληψη της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων και την άσκησή της.

2. Δεν αφορά τη δραστηριότητα:

- των κεντρικών τραπεζών των Κρατών μελών,

- των γραφείων ταχυδρομικών επιταγών,

- στο Βέλγιο, των "caisses d' epargne communales - gemeentelijke spaarkassen, των Institut de Reescompte et de Garantie - Herdiscontering - en Waarborginstituut, των "Societe nationale d' Investissement - Nationale Investeringsmaatschappij", των "societes de developpement regional - gewestelijke ontwikkelingsmaatschappijen", των "Societe nationale du Logement - Nationale Maatschappij voor de Huisvesting" και των συνεργαζομένων εταιριών αυτής, και την "Societe nationale terrienne - Nationale Landmaatschappij" and its authorized companies,

- στη Δανία, της "Dansk Eksportfinansieringsfond" and "Danmarks Skibskreditfond",

- στη Γερμανία, της "Kreditanstalt fuer Wiederaufbau", των οργανισμών, οι οποίοι δυνάμει του Wohnungsgemeinnuetzigkeitsgesetz (νόμου περί της δημοσίας ωφελείας στον τομέα της στεγάσεως) αναγνωρίζονται ως οργανισμοί της εθνικής πολιτικής στον τομέα της στεγάσεως και των οποίων οι τραπεζικές εργασίες δεν συνιστούν την κύρια δραστηριότητα, καθώς και των οργανισμών, οι οποίοι, δυνάμει του νόμου αυτού, αναγνωρίζονται ως οργανισμοί στεγάσεως δημοσίου συμφέροντος,

- στη Γαλλία, των "Caisse des Depots et Consignations", του "Credit Foncier", του "Credit National",

- στην Ιρλανδία, των credit unions,

- στην Ιταλία, του "Cassa Depositi e Prestiti",

- στις Κάτω Χώρες της "NV Export Financieringsmaatschappij", της "Netherlandse Financieringsmaatschappij voor Ontwikkelingslanden NV", της "Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV", της "Nationale Investeringsbank NV", της "NV Bank van Nederlandse Gemeenten", της "Nederlandse Waterschapsbank NV", της "Financieringsmaatschappij Industrieel Garantiefonds Amsterdam NV", της "Financieringsmaatschappij Industrieel Garantiefonds 's-Gravenhage NV", της "NV Noordelijke Ontwikkelings Maatschappij", της "NV Industriebank Limburgs Instituut voor ontwikkeling en financiering" και της "Overijsselse Ontwikkelingsmaatschappij NV",

- στο Ηνωμένο Βασίλειο της National Savings Bank, της Commonwealth Development Finance Company Ltd, της Agricultural Mortgage Corporation Ltd, της Scottish Agricultural Securities Corporation Ltd, των Crown Agents for overseas governments and administrations, των credit unions, and municipal banks.

3. Με πρόταση της Επιτροπής, η οποία προς το σκοπό αυτό ζητά τη γνώμη της επιτροπής, που προβλέπεται στο άρθρο 11 (εφεξής καλουμένη "συμβουλευτική επιτροπή"), το Συμβούλιο αποφασίζει για κάθε ενδεχόμενη τροποποίηση του καταλόγου της παραγράφου 2.

4. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία κατά την κοινοποίηση της παρούσης οδηγίας υπάρχουν στο αυτό Κράτος μέλος και κατά τον χρόνο αυτόν είναι συνδεδεμένα κατά τρόπο μόνιμο σε κεντρικό οργανισμό, ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό Κράτος μέλος, δύνανται να εξαιρεθούν από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 εδάφιο πρώτο, δεύτερη και τρίτη περίπτωση και εδάφιο δεύτερο και στο άρθρο 3 παράγραφος 4, καθώς και από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6, εάν το αργότερο κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι εθνικές αρχές θα λάβουν μέτρα εντάξεως της παρούσης οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, αυτό το δίκαιο προβλέπει:

- ότι οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες υποχρεώσεις, ή ότι οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτόν τον κεντρικό οργανισμό είναι εξ ολοκλήρου εγγυημένες από τον κεντρικό οργανισμό αυτό,

- ότι η φερεγγυότητα και η ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτόν εποπτεύονται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών,

- ότι η διεύθυνση του κεντρικού οργανισμού δικαιούται να παρέχει οδηγίες στα ιδρύματα που συνδέονται μ' αυτόν.

β) Τα πιστωτικά ιδρύματα με τοπική ακτίνα δράσεως που θα συνδεθούν, μετά την κοινοποίηση της παρούσης οδηγίας, με κεντρικό οργανισμό κατά την έννοια της περιπτώσεως α), δύνανται να επωφελούνται από τους όρους που καθορίζονται στην περίπτωση α), εάν αποτελούν κανονική επέκταση του δικτύου που εξαρτάται από τον κεντρικό οργανισμό.

γ) Ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα εκτός των συσταθέντων σε περιοχές που προήλθαν τελευταίως από προσχώσεις, ή πιστωτικά ιδρύματα προερχόμενα από συγχώνευση ή απόσχιση υφισταμένων ιδρυμάτων που υπάγονται σε κεντρικό οργανισμό, το Συμβούλιο δύναται, προτάσει της Επιτροπής, η οποία για το σκοπό αυτό διαβουλεύεται με την συμβουλευτική επιτροπή, να καθορίζει συμπληρωματικούς κανόνες για την εφαρμογή της περιπτώσεως β),

συμπεριλαμβανομένης της καταργήσεως των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην περίπτωση α), όταν κρίνει ότι ο προσεταιρισμός νέων ιδρυμάτων που επωφελούνται από το καθεστώς που προβλέπεται στην περίπτωση β), θα επηρεάσει αρνητικά τον ανταγωνισμό. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

5. Τα Κράτη μέλη δύνανται να αναβάλουν εν όλω ή εν μέρει την εφαρμογή της παρούσης οδηγίας ως προς ορισμένες ομάδες ή τύπους πιστωτικών ιδρυμάτων, όταν η άμεση εφαρμογή δημιουργεί τεχνικά προβλήματα, τα οποία δεν δύνανται να λυθούν συντόμως. Τα προβλήματα αυτά δύνανται να προκύπτουν είτε από το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα αυτά υπόκεινται στον έλεγχο αρχής διαφορετικής από εκείνη που είναι κανονικά επιφορτισμένη με τον τραπεζικό έλεγχο είτε από το γεγονός ότι υπόκεινται σε ιδιαίτερο καθεστώς. Σε κάθε περίπτωση, η αναβολή αυτή εφαρμογής δεν δύναται να βασίζεται ούτε στο καθεστώς δημοσίου δικαίου ούτε στην περιορισμένη έκταση ή την περιορισμένη ακτίνα δράσεως των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η αναβολή εφαρμογής δύναται να ισχύει μόνο για τις ομάδες ή τύπους πιστωτικών ιδρυμάτων που υφίστανται κατά το χρόνο κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας.

6. Σύμφωνα με την παράγραφο 5, Κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει την αναβολή της εφαρμογής της παρούσης οδηγίας για χρονικό διάστημα πέντε ετών από της κοινοποιήσεως αυτής, δύναται δε, κατόπιν διαβουλεύσεων με την συμβουλευτική επιτροπή, να παρατείνει την αναβολή της εφαρμογής μόνο μία φορά για περίοδο το πολύ τριών ετών.

Το Κράτος μέλος γνωστοποιεί την απόφασή του και τους λόγους αυτής στην Επιτροπή εντός εξαμήνου από της κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας. Γνωστοποιεί επίσης στην Επιτροπή όλες τις παρατάσεις ή την κατάργηση της αποφάσεως αυτής. Οι αποφάσεις αναβολής περί της εφαρμογής δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με φροντίδα της Επιτροπής.

Εντός προθεσμίας επτά ετών από της κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο, κατόπιν διαβουλεύσεως με την συμβουλευτική επιτροπή, έκθεση επί της καταστάσεως της αναβολής καθυστερήσεως της εφαρμογής. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο εντός εξαμήνου από της υποβολής της εκθέσεως αυτής, προτάσεις, που αποβλέπουν είτε στο να συμπεριληφθούν τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα στον κατάλογο που προβλέπεται στην παράγραφο 2, είτε στο να δοθεί άδεια περαιτέρω παρατάσεως της καθυστερήσεως της εφαρμογής. Το Συμβούλιο αποφαίνεται επί των προτάσεων αυτών εντός εξαμήνου από της υποβολής τους.

ΤΙΤΛΟΣ II Πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε ένα από τα Κράτη μέλη και τα υποκαταστήματά τους στα άλλα Κράτη μέλη

Άρθρο 3

1. Τα Κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα, που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία, πρέπει να έχουν άδεια λειτουργίας προ της ενάρξεως των δραστηριοτήτων τους. Καθορίζουν τους όρους λειτουργίας τους, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3, και 4 και τους γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στη συμβουλευτική επιτροπή.

2. Υπό την επιφύλαξη των λοιπών γενικών όρων, που απαιτούνται από τις εθνικές διατάξεις, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν την άδεια λειτουργίας μόνο όταν πληρούνται οι κάτωθι όροι:

- η ύπαρξη διακεκριμένων ιδίων κεφαλαίων,

- η ύπαρξη επαρκών ελαχίστων ιδίων κεφαλαίων,

- η παρουσία δύο τουλάχιστον προσώπων για τον αποτελεσματικό καθορισμό του προσανατολισμού της δραστηριότητος του πιστωτικού ιδρύματος.

Επίσης, οι αρχές δεν παρέχουν την άδεια εγκρίσεως λειτουργίας, όταν τα πρόσωπα, που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο τρίτη περίπτωση, δεν έχουν την απαραίτητη εντιμότητα ή επαρκή πείρα για την άσκηση των καθηκόντων αυτών.

3. α) Οι διατάξεις, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, δεν δύνανται να προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας εγκρίσεως λειτουργίας εξετάζεται βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

β) Όταν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις Κράτους μέλους προβλέπουν, κατά το χρόνο κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας, ως όρο αδείας λειτουργίας τις οικονομικές ανάγκες της αγοράς και όταν οι τεχνικές ή διαρθρωτικές δυσχέρειες του τραπεζικού του συστήματος δεν του επιτρέπουν να εγκαταλείψει το κριτήριο αυτό εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1, το Κράτος αυτό δύναται ωστόσο να συνεχίσει την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού για μία περίοδο επτά ετών από της κοινοποιήσεως.

Γνωστοποιεί την απόφασή του και τους λόγους αυτής στην Επιτροπή εντός εξαμήνου από της κοινοποιήσεως της οδηγίας.

γ) Εντός προθεσμίας έξη ετών από της κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο, κατόπιν διαβουλεύσεως στην συμβουλευτική επιτροπή, έκθεση επί της εφαρμογής του κριτηρίου της οικονομικής ανάγκης. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις, που αποβλέπουν στην παύση της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού. Η προθεσμία που προβλέπεται υπό β) παρατείνεται για πέντε ακόμη έτη, εφ' όσον στο μεταξύ το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφαση προτάσει της Επιτροπής, δεν εγκρίνει την απόφαση περί παύσεως της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού.

δ) Η εφαρμογή του κριτηρίου της οικονομικής ανάγκης δύναται να βασίζεται μόνο σε κριτήρια γενικά προκαθορισμένα, δημοσιευμένα, ανακοινωθέντα στην Επιτροπή καθώς και στη συμβουλευτική επιτροπή και αποβλέποντα στην προώθηση:

- της ασφάλειας της αποταμιεύσεως,

- της αυξήσεως της παραγωγικότητος του τραπεζικού συστήματος,

- μεγαλύτερης ομοιογένειας του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων τραπεζικών δικτύων,

- ευρύτερου κύκλου τραπεζικών υπηρεσιών αναλόγως του πληθυσμού και των οικονομικών δραστηριοτήτων.

Η εξειδίκευση των ανωτέρω στόχων πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η οποία πρέπει να αρχίσει το έργο αυτό από τις πρώτες συνεδριάσεις της.

4. Τα Κράτη μέλη προβλέπουν επίσης ότι η αίτηση αδείας εγκρίσεως λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριότητος στο οποίο θα αναφέρονται ιδίως το είδος των προβλεπομένων πράξεων και η διάρθρωση της οργανώσεως του πιστωτικού ιδρύματος.

5. Η συμβουλευτική επιτροπή είναι επιφορτισμένη με την εξέταση του περιεχομένου που εδόθη από τα Κράτη μέλη, στους όρους που απαριθμούνται στην παράγραφο 2, των άλλων όρων που τυχόν αυτά εφαρμόζουν, καθώς και των ενδείξεων που πρέπει να αναφέρονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων και υποβάλλει, κατά περίπτωση, προτάσεις στην Επιτροπή για λεπτομερέστερο συντονισμό.

6. Κάθε άρνηση αδείας εγκρίσεως λειτουργίας αιτιολογείται και κοινοποιείται στον αιτούντα εντός εξαμήνου από της λήψεως της αιτήσεως ή εάν αυτή δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από της διαβιβάσεως υπό του αιτούντος των απαραιτήτων πληροφοριών για την απόφαση. Απόφαση πάντως εκδίδεται εντός έτους από της λήψεως της αιτήσεως.

7. Κάθε άδεια εγκρίσεως λειτουργίας γνωστοποιείται στην Επιτροπή. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα εγγράφεται σε κατάλογο του οποίου η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η ενημέρωση πραγματοποιούνται από την Επιτροπή.

Άρθρο 4

1. Τα Κράτη μέλη δύνανται να εξαρτήσουν την ίδρυση επί του εδάφους τους υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία και έχουν την έδρα τους σε άλλο Κράτος μέλος, από άδεια εγκρίσεως λειτουργίας που απαιτείται, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τη διαδικασία, την εφαρμοζομένη επί των πιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων η έδρα ευρίσκεται στο έδαφός τους.

2. Η άδεια πάντως εγκρίσεως λειτουργίας δεν δύναται να μη δοθεί σε υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος για μόνο το λόγο ότι αυτό έχει συσταθεί σε άλλο Κράτος μέλος υπό νομική μορφή, που δεν είναι αποδεκτή για τα πιστωτικά ιδρύματα, που ασκούν ανάλογο έργο στη χώρα υποδοχής. Η διάταξη αυτή, πάντως δεν εφαρμόζεται επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν έχουν διακεκριμένα ίδια κεφάλαια.

3. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις άδειες λειτουργίας, που χορηγούν στα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 υποκαταστήματα.

4. Το παρόν άρθρο δεν θίγει το καθεστώς, το ισχύον στα Κράτη μέλη, για τα υποκαταστήματα που ιδρύονται επί του εδάφους τους, από πιστωτικά ιδρύματα που έχουν σ' αυτά την έδρα τους. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 τρίτη περίπτωση, δεύτερο μέρος, η νομοθεσία των Κρατών μελών, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη έγκριση για κάθε υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος, που έχει την έδρα του επί του εδάφους τους, ισχύει επίσης για τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν την έδρα τους σε άλλο Κράτος μέλος.

Άρθρο 5

Τα πιστωτικά ιδρύματα, που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία, δύνανται να χρησιμοποιούν για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους επί του εδάφους της Κοινότητος την ίδια επωνυμία, που χρησιμοποιούν στο Κράτος μέλος της έδρας τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που αφορούν τη χρησιμοποίηση των λέξεων "τράπεζα", "ταμιευτήριο" ή άλλων παρομοίων επωνυμιών, που είναι δυνατό να υφίστανται στο Κράτος μέλος υποδοχής. Σε περίπτωση κινδύνου συγχύσεως, τα Κράτη μέλη υποδοχής δύνανται να απαιτούν, με σκοπό διευκρινίσεως, την προσθήκη στην επωνυμία μιας επεξηγήσεως.

Άρθρο 6

1. Εν όψει μεταγενεστέρου συντονισμού, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν προς το σκοπό παρατηρήσεως, ενδεχομένως συμπληρωματικά προς τους τυχόν συντελεστές που εφαρμόζουν, σχέσεις των διαφόρων λογαριασμών του ενεργητικού ή και του παθητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων προς παρακολούθηση της φερεγγυότητος και της ρευστότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών απαραιτήτων για την προστασία της αποταμιεύσεως όρων.

Για το σκοπό αυτό, η συμβουλευτική επιτροπή προσδιορίζει το περιεχόμενο των διαφόρων στοιχείων των σχέσεων που είναι αντικείμενο παρατηρήσεως που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο και καθορίζει τη μέθοδο που πρέπει να εφαρμοσθεί για τον υπολογισμό τους.

Ενδεχομένως, η συμβουλευτική επιτροπή καθοδηγείται από τεχνικές διαβουλεύσεις που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των αρχών ελέγχου των διαφόρων κατηγοριών των πιστωτικών ιδρυμάτων.

2. Οι σχέσεις που καθορίσθηκαν με σκοπό παρατηρήσεως, δυνάμει της παραγράφου 1 γίνονται υπολογισμοί τουλάχιστον ανά εξάμηνο.

3. Η συμβουλευτική επιτροπή εξετάζει τα αποτελέσματα των αναλύσεων, που πραγματοποιούνται από τις αρχές ελέγχου που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εδάφιο τρίτο, βάσει των υπολογισμών που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

4. Η συμβουλευτική επιτροπή δύναται να κάνει οποιαδήποτε πρόταση στην Επιτροπή για το συντονισμό των συντελεστών, που εφαρμόζονται στα Κράτη μέλη.

Άρθρο 7

1. Για την εποπτεία της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν, ιδίως λόγω ιδρύσεως υποκαταστημάτων, σε ένα ή περισσότερα Κράτη μέλη, εκτός του Κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων Κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν η μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών αυτών ιδρυμάτων, που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων εγκρίσεώς τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που δύνανται να διευκολύνουν τον έλεγχο της ρευστότητος και της φερεγγυότητος των ιδρυμάτων αυτών.

2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να καθορίζουν για τους σκοπούς και υπό την έννοια του άρθρου 6, σχέσεις παρατηρήσεως για τα υποκαταστήματα, που προβλέπονται υπό του παρόντος άρθρου και αναφέρονται στα στοιχεία, που προβλέπονται στο άρθρο 6.

3. Η συμβουλευτική επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις απαραίτητες προσαρμογές, ως προς την ιδιαίτερη κατάσταση των υποκαταστημάτων, βάσει των εθνικών διατάξεων.

Άρθρο 8

1. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που υπόκειται στην παρούσα οδηγία ή σε εγκεκριμένο υποκατάστημα, δυνάμει του άρθρου 4, μόνο όταν το ίδρυμα ή το υποκατάστημα:

α) δεν κάνει χρήση της αδείας λειτουργίας εντός έτους, ρητώς παραιτείται απ' αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξη μηνών, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια λειτουργίας καθίσταται ανίσχυρη-

β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο-

γ) δεν πληροί πλέον τους όρους αδείας, εξαιρέσει του όρου περί των ιδίων κεφαλαίων-

δ) δεν έχει πλέον επαρκή ίδια κεφάλαια ή δεν προσφέρει την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί-

ε) υπόκειται στις λοιπές περιπτώσεις ανακλήσεως που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις.

2. Επίσης, η άδεια εγκρίσεως λειτουργίας υποκαταστήματος, που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 4, ανακαλείται, εάν η αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία έχει την έδρα του το πιστωτικό ίδρυμα που ίδρυσε το υποκατάστημα ανεκάλεσε την έγκριση του υποκαταστήματος αυτού.

3. Τα Κράτη μέλη, τα οποία χορηγούν τις άδειες λειτουργίας που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 μόνο όταν υφίσταται οικονομική ανάγκη της αγοράς, δεν δύνανται να επικαλεσθούν την εξαφάνιση μίας τέτοιας ανάγκης για να ανακαλέσουν τις άδειες αυτές.

4. Προ της ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας υποκαταστήματος, η οποία εχορηγήθη δυνάμει του άρθρου 4, ζητείται η γνώμη της αρμόδιας αρχής του Κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα του. Η γνωμοδότηση δύναται να αντικατασταθεί με απλή πληροφόρηση σε περίπτωση, που επιβάλλεται εξαιρετικά επείγουσα επέμβαση. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται, κατ' αναλογία, σε περίπτωση ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, που έχει υποκαταστήματα σε άλλα Κράτη μέλη.

5. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους. Η ανάκληση γνωστοποιείται στην Επιτροπή.

ΤΙΤΛΟΣ III Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητος

Άρθρο 9

1. Τα Κράτη μέλη, για την ανάληψη της δραστηριότητός τους και την άσκησή της, δεν εφαρμόζουν επί των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητος, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εντός της Κοινότητος.

2. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην Επιτροπή και τη συμβουλευτική επιτροπή τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους εκτός της Κοινότητος.

3. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η Κοινότης δύναται να συνάπτει συμφωνίες με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες σύμφωνα με τη συνθήκη και να συμφωνεί την εφαρμογή διατάξεων με τις οποίες να παρέχεται, βάσει της αρχής της αμοιβαιότητος, στα υποκαταστήματα ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του εκτός της Κοινότητος, το ίδιο καθεστώς στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητος.

ΤΙΤΛΟΣ IV Μεταβατικές και γενικές διατάξεις

Άρθρο 10

1. Θεωρούνται ως εγκεκριμένα τα πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην παρούσα οδηγία τα οποία άρχισαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κράτους μέλους στο οποίο έχουν την έδρα τους, τη δραστηριότητά τους πριν από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσης οδηγίας περί της ασκήσεως της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και στους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 εδάφιο πρώτο, πρώτη και τρίτη περίπτωση και στο εδάφιο δεύτερο.

Τα Κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία κατά το χρόνο κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας, δεν πληρούν τον όρο που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 εδάφιο πρώτο τρίτη περίπτωση, προθεσμία το πολύ πέντε ετών για να συμμορφωθούν προς αυτόν.

Τα Κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν τη συνέχιση λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία δεν πληρούν τους όρους, που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 εδάφιο πρώτο πρώτη περίπτωση, και υφίστανται κατά το χρόνο θέσεως σε εφαρμογή της παρούσης οδηγίας. Δύνανται να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις αυτές της τηρήσεως του όρου που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 εδάφιο πρώτο τρίτη περίπτωση.

2. Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, που προβλέπονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνονται εκ νέου στον κατάλογο, που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 7.

3. Εάν πιστωτικό ίδρυμα θεωρείται εγκεκριμένο κατά τους όρους της παραγράφου 1, άνευ διαδικασίας αδείας εγκρίσεως λειτουργίας, η απαγόρευση συνεχίσεως της δραστηριότητός του επέχει θέση ανακλήσεως της εγκρίσεως.

Υπό την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, το άρθρο 8 εφαρμόζεται ανάλογα.

4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα πιστωτικά ιδρύματα, που είναι εγκατεστημένα σε Κράτος μέλος, χωρίς να έχουν υποβληθεί στη διαδικασία αδείας εγκρίσεως λειτουργίας σ' αυτό το Κράτος μέλος προ της ασκήσεως της δραστηριότητός τους, είναι δυνατό να υποχρεούνται να ζητήσουν την έγκριση αυτή από τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου Κράτους μέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις περί εφαρμογής της παρούσης οδηγίας. Τα ιδρύματα αυτά δύνανται να υποχρεούνται να πληρούν τον όρο που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση καθώς και οποιοδήποτε άλλο όρο γενικής εφαρμογής που καθορίζεται από το ενδιαφερόμενο Κράτος μέλος.

Άρθρο 11

1. Παρά τη Επιτροπή συνιστάται συμβουλευτική επιτροπή των αρμοδίων αρχών των Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος.

2. Η συμβουλευτική επιτροπή έχει ως αποστολή να επικουρεί την Επιτροπή στο έργο της εξασφαλίσεως καλής εφαρμογής της παρούσης οδηγίας καθώς και, στο μέτρο που αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα, της εφαρμογής της οδηγίας 73/183/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών για τις μη εξηρτημένες δραστηριότητες των τραπεζών και άλλων πιστωτικών (3) ιδρυμάτων.

Επίσης ασχολείται με άλλα καθήκοντα, που ορίζονται από την παρούσα οδηγία και επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση νέων προτάσεων προς υποβολή στο Συμβούλιο, όσον αφορά το συντονισμό, που πρέπει να γίνει στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

3. Η συμβουλευτική επιτροπή επιφορτίζεται με τη μελέτη συγκεκριμένων προβλημάτων που τίθενται στα διάφορα πιστωτικά ιδρύματα.

4. Η συμβουλευτική επιτροπή αποτελείται από τρεις το πολύ αντιπροσώπους από κάθε Κράτος μέλος και από την Επιτροπή. Οι αντιπρόσωποι αυτοί δύνανται ευκαιριακά, και ύστερα από προηγούμενη συμφωνία της επιτροπής, να συνοδεύονται από συμβούλους.

Η επιτροπή δύναται επίσης να καλεί ειδικευμένα πρόσωπα και εμπειρογνώμονες να λάβουν μέρος στις συνεδριάσεις της. Τα καθήκοντα της γραμματείας εξασφαλίζονται από την Επιτροπή.

5. Η συμβουλευτική επιτροπή συγκαλείται σε πρώτη συνεδρίαση από την Επιτροπή και υπό την προεδρία ενός των αντιπροσώπων της. Εκδίδει τότε τον κανονισμό της και εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των αντιπροσώπων των Κρατών μελών. Συγκαλείται εν συνεχεία σε τακτά διαστήματα και όσες φορές είναι αναγκαίο. Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει να συγκαλείται η συμβουλευτική επιτροπή επειγόντως, αν κρίνει ότι είναι αναγκαίο.

6. Οι εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής και τα πορίσματά τους είναι εμπιστευτικά, εκτός αν η επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά.

Άρθρο 12

1. Τα Κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα, που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα πλησίον των αρμοδίων αρχών υποχρεούνται σε τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες, τις οποίες λαμβάνουν επαγγελματικώς, μόνο δυνάμει νομοθετικών διατάξεων δύνανται να ανακοινούνται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή.

2. Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει πάντως τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων Κρατών μελών να ανταλλάσσουν τις ανακοινώσεις, που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία. Οι ανταλλασσόμενες έτσι πληροφορίες εμπίπτουν στο απόρρητο, στο οποίο υποχρεούνται τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα πλησίον της αρμοδίας αρχής που τις λαμβάνει.

3. Υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που υπάγονται στο ποινικό δίκαιο, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες δύναται να τις χρησιμοποιεί αποκλειστικά είτε για την εξέταση των όρων ενάρξεως της δραστηριότητος των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη διευκόλυνση του ελέγχου της φερεγγυότητος και της ρευστότητας αυτών και των όρων ασκήσεως της δραστηριότητος, είτε όταν ασκείται διοικητική προσφυγή κατά των αποφάσεων της αρμοδίας αρχής, είτε στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών που χωρούν δυνάμει του άρθρου 13.

Άρθρο 13

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κατά των αποφάσεων των λαμβανομένων για τα πιστωτικά ιδρύματα κατ' εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, δύναται να ασκηθεί δικαστική προσφυγή. Το αυτό ισχύει σε περίπτωση, που δεν θα λαμβάνουν απόφαση εντός εξαμήνου από της καταθέσεως αιτήσεως εγκρίσεως, η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις ισχύουσες διατάξεις στοιχεία.

ΤΙΤΛΟΣ V Τελικές διατάξεις

Άρθρο 14

1. Τα Κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία εντός διετίας από της κοινοποιήσεώς της, και ενημερώνουν περί τούτου την Επιτροπή.

2. Από της κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας, τα Κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής φύσεως, που εκδίδουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 15

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα Κράτη μέλη.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 12 Δεκεμβρίου 1977.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. HUMBLET

(1) ΕΕ αριθ. Α 128 της 9.6.1975, σ. 25.

(2) ΕΕ αριθ. Α 263 της 17.11.1975, σ. 25.

(3) ΕΕ αριθ. Ν 194 της 16.7.1973, σ. 1.

Top