EUR-Lex Pristup zakonodavstvu Europske unije

Natrag na početnu stranicu EUR-Lex-a

Ovaj je dokument isječak s web-mjesta EUR-Lex

Dokument 62021CJ0604

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2023.
Vapo Atlantic SA κατά Entidade Nacional para o Setor Energético E.P.E. (ENSE).
Αίτηση του Tribunal Administrativo e Fiscal de Braga για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Διαδικασία πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών – Οδηγία 98/34/ΕΚ – Άρθρο 1, σημείο 4 – Έννοια του όρου “άλλες απαιτήσεις” – Άρθρο 1, σημείο 11 – Έννοια του όρου “τεχνικός κανόνας” – Άρθρο 8, παράγραφος 1 – Υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα – Εθνική διάταξη η οποία προβλέπει την ανάμειξη ορισμένου ποσοστού βιοκαυσίμων στα καύσιμα κίνησης για τις οδικές μεταφορές – Άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση – Έννοια του όρου “ρήτρα διασφάλισης που προβλέπεται σε πράξη αναγκαστικού χαρακτήρα” της Ένωσης – Δεν εμπίπτει στην έννοια αυτή το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/30/ΕΚ.
Υπόθεση C-604/21.

Zbornik sudske prakse – Opći zbornik

Oznaka ECLI: ECLI:EU:C:2023:175

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Μαρτίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Διαδικασία πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών – Οδηγία 98/34/ΕΚ – Άρθρο 1, σημείο 4 – Έννοια του όρου “άλλες απαιτήσεις” – Άρθρο 1, σημείο 11 – Έννοια του όρου “τεχνικός κανόνας” – Άρθρο 8, παράγραφος 1 – Υποχρέωση των κρατών μελών να κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα – Εθνική διάταξη η οποία προβλέπει την ανάμειξη ορισμένου ποσοστού βιοκαυσίμων στα καύσιμα κίνησης για τις οδικές μεταφορές – Άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση – Έννοια του όρου “ρήτρα διασφάλισης που προβλέπεται σε πράξη αναγκαστικού χαρακτήρα” της Ένωσης – Δεν εμπίπτει στην έννοια αυτή το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/30/ΕΚ»

Στην υπόθεση C‑604/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Administrativo e Fiscal de Braga (διοικητικό και φορολογικό δικαστήριο της Braga, Πορτογαλία) με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Vapo Atlantic SA

κατά

Entidade Nacional para o Setor Energético E.P.E.,

παρισταμένων των:

Fundo Ambiental,

Fundo de Eficiência Energética (FEE),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, N. Piçarra, N. Jääskinen και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Vapo Atlantic SA, εκπροσωπούμενη από τους N. Franco Bruno, R. Leandro Vasconcelos και M. Martins Pereira, advogados,

η Entidade Nacional para o Setor Energético E.P.E., εκπροσωπούμενη από τον G. Capitão, advogado,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την P. Barros da Costa, τον M. Branco, την C. Chambel Alves και τον J. Reis Silva,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braga da Cruz, B. De Meester και την M. Escobar Gómez,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, σημείο 3, του άρθρου 8, παράγραφος 1, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 363, σ. 81) (στο εξής: οδηγία 98/34), του άρθρου 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 1998, L 350, σ. 58), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 (ΕΕ 2009, L 140, σ. 88) (στο εξής: οδηγία 98/70), του άρθρου 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/30, και του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 140, σ. 16).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Vapo Atlantic SA και του Entidade Nacional para o Setor Energético E.P.E. (Εθνικού φορέα για τον τομέα ενέργειας) (στο εξής: ENSE), με αντικείμενο απόφαση του φορέα αυτού με την οποία η Vapo Atlantic υποχρεώθηκε στην καταβολή οικονομικής αντιστάθμισης διότι δεν απέδειξε την ανάμειξη βιοκαυσίμων στα καύσιμα κίνησης για τις οδικές μεταφορές [στο εξής: καύσιμα κίνησης] που είχε διαθέσει προς κατανάλωση κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2020.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 98/34

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 98/34 προέβλεπε τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

3)

“Τεχνική προδιαγραφή”: η προδιαγραφή που περιέχεται σε έγγραφο στο οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, όπως τα επίπεδα ποιότητας ή ιδιότητες χρήσης, η ασφάλεια, οι διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και τις μεθόδους δοκιμής, τη συσκευασία, τη σήμανση και το ετικετάρισμα, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας.

[…]

4)

“Άλλη απαίτηση”: απαίτηση, εκτός των τεχνικών προδιαγραφών, επιβαλλόμενη σε ένα προϊόν, ιδίως για λόγους προστασίας των καταναλωτών ή του περιβάλλοντος, η οποία αφορά τον κύκλο ζωής του προϊόντος μετά τη διάθεσή του στην αγορά, όπως οι συνθήκες χρησιμοποίησης, ανακύκλωσης, επαναχρησιμοποίησης ή εξάλειψής του, εφόσον οι συνθήκες αυτές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη σύνθεση ή τη φύση του προϊόντος, ή την εμπορία του.

[…]

6)

“Πρότυπο”: οι τεχνικές προδιαγραφές που έχουν εγκριθεί από αναγνωρισμένο οργανισμό τυποποίησης, για επανειλημμένη ή διαρκή εφαρμογή, των οποίων όμως η τήρηση δεν είναι υποχρεωτική και οι οποίες υπάγονται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

διεθνές πρότυπο: πρότυπο εγκεκριμένο από διεθνή οργανισμό τυποποίησης το οποίο τίθεται στη διάθεση του κοινού,

ευρωπαϊκό πρότυπο: πρότυπο εγκεκριμένο από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης, το οποίο τίθεται στη διάθεση του κοινού,

εθνικό πρότυπο: πρότυπο εγκεκριμένο από εθνικό οργανισμό τυποποίησης το οποίο τίθεται στη διάθεση του κοινού.

[…]

11)

“τεχνικός κανόνας”: τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 10, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.

Τεχνικοί κανόνες de facto είναι ιδίως:

οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ενός κράτους μέλους οι οποίες παραπέμπουν είτε σε τεχνικές προδιαγραφές ή άλλες απαιτήσεις είτε σε κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες, είτε σε επαγγελματικούς κώδικες ή κώδικες ορθής πρακτικής που με τη σειρά τους παραπέμπουν σε τεχνικές προδιαγραφές ή άλλες απαιτήσεις ή κανόνες σχετικά με τις υπηρεσίες, η τήρηση των οποίων αποτελεί τεκμήριο συμβατότητας προς τις προδιαγραφές που καθορίζονται από τις εν λόγω νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις

[…]».

4

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής όριζε τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.»

5

Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της εν λόγω οδηγίας:

«Τα άρθρα 8 και 9 δεν εφαρμόζονται στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών ή στις εκούσιες συμφωνίες με τις οποίες τα κράτη μέλη:

[…]

κάνουν χρήση των ρητρών διασφάλισης που προβλέπονται σε κοινοτικές πράξεις αναγκαστικού χαρακτήρα».

Η οδηγία 98/70

6

Το άρθρο 7α της οδηγίας 98/70, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τον προμηθευτή ή τους προμηθευτές που είναι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση και υποβολή δεδομένων σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κύκλου ζωής ανά μονάδα ενέργειας από τα παρεχόμενα καύσιμα και ενέργεια. Στην περίπτωση παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας για χρήση σε οδικά οχήματα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι αυτοί οι πάροχοι μπορούν να επιλέγουν να συμβάλλουν στην υποχρέωση μείωσης των εκπομπών που ορίζεται στην παράγραφο 2, εάν μπορούν να αποδείξουν ότι μπορούν να μετρούν και παρακολουθούν καταλλήλως την παρεχόμενη ηλεκτρική ενέργεια για χρήση σε αυτά τα οχήματα.

Από 1ης Ιανουαρίου 2011, οι προμηθευτές υποβάλλουν έκθεση ετησίως, στην αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος, για την ένταση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου των καυσίμων και της ενέργειας που προμηθεύουν εντός κάθε κράτους μέλους, παρέχοντας τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον συνολικό όγκο κάθε τύπου παρεχόμενου καυσίμου ή ενέργειας, αναφέροντας τον τόπο αγοράς και την προέλευσή του· και

β)

τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των καυσίμων ανά μονάδα ενέργειας.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εκθέσεις υπόκει[ν]ται σε επαλήθευση.

Η Επιτροπή καταρτίζει, κατά περίπτωση, κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους προμηθευτές να μειώσουν όσο το δυνατόν πιο σταδιακά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κύκλου ζωής ανά μονάδα ενέργειας από το παρεχόμενο καύσιμο ή ενέργεια κατά 10 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, σε σύγκριση με το βασικό πρότυπο καυσίμου που εμφαίνεται στην παράγραφο 5 στοιχείο β). Η μείωση αυτή συνίσταται σε:

α)

6 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τους προμηθευτές όσον αφορά αυτή τη μείωση να συμμορφωθούν προς τους ακόλουθους ενδιάμεσους στόχους: 2 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 και 4 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017·

β)

επιπρόσθετο ενδεικτικό στόχο 2 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, με την επιφύλαξη του άρθρου 9, παράγραφος 1 στοιχείο η), που θα επιτευχθεί μέσω μιας ή αμφοτέρων των κάτωθι μεθόδων:

i)

παροχή ενέργειας για μεταφορές προς χρήση σε οιοδήποτε τύπο οδικού οχήματος ή μη οδικού κινητού μηχανήματος (περιλαμβανομένων των πλοίων εσωτερικής ναυσιπλοΐας), σε γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες και σκάφη αναψυχής·

ii)

χρήση οιασδήποτε τεχνολογίας (περιλαμβανομένης της τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσης του άνθρακα) ικανής να μειώσει τις ανά μονάδα ενέργειας εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής του καυσίμου ή της παρεχόμενη ενέργεια·

γ)

επιπρόσθετο ενδεικτικό στόχο 2 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, με την επιφύλαξη του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο θ), που θα επιτευχθεί μέσω των πιστωτικών μορίων τα οποία αγοράζονται διά του μηχανισμού καθαρής ανάπτυξης του πρωτοκόλλου του Κιότο, δυνάμει των όρων που τίθενται στην οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας [και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32)], για μειώσεις στον τομέα της προμήθειας καυσίμων.»

Η οδηγία 2009/30

7

Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της οδηγίας 2009/30 αναφέρουν τα εξής:

«(8)

Τα καύσιμα για τις οδικές μεταφορές ευθύνονται για περίπου 20 % των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Κοινότητα. Μία προσέγγιση για τη μείωση των εκπομπών αυτών είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής αυτών των καυσίμων. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί με διαφόρους τρόπους. Με δεδομένα τη φιλοδοξία της Κοινότητας να μειώσει περαιτέρω τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και το σημαντικό μερίδιο των εκπομπών από τις οδικές μεταφορές, είναι σκόπιμο να θεσπισθεί μηχανισμός με τον οποίο θα απαιτείται από τους προμηθευτές καυσίμων να υποβάλλουν δεδομένα σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής των καυσίμων που προμηθεύουν και να τις μειώνουν από το 2011 και μετά. Η μεθοδολογία για τον υπολογισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον κύκλο ζωής από βιοκαύσιμα θα πρέπει να είναι πανομοιότυπη με εκείνη που καθορίζεται για τους σκοπούς της [οδηγίας 2009/28].

(9)

Οι προμηθευτές θα πρέπει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, να μειώσουν βαθμιαία τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στον κύκλο ζωής μέχρι και κατά 10 % ανά μονάδα ενέργειας από καύσιμα και ενέργεια που παρέχονται. Αυτή η μείωση πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε 6 % έως το 2020, σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο ΕΕ των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής ανά μονάδα ενέργειας από ορυκτά καύσιμα το 2010, μέσω της χρήσης βιοκαυσίμων, εναλλακτικών καυσίμων και μειώσεων της καύσης και του εξαερισμού στις εγκαταστάσεις παραγωγής. Με την επιφύλαξη επανεξέτασης, στην ανωτέρω μείωση πρέπει να περιλαμβάνεται περαιτέρω μείωση κατά 2 % που θα επιτευχθεί με τη χρήση φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης του άνθρακα και ηλεκτρικών οχημάτων και περαιτέρω μείωση κατά 2 % που θα επιτευχθεί με την αγορά πιστωτικών μορίων βάσει του μηχανισμού καθαρής ανάπτυξης του πρωτοκόλλου του Κιότο. Αυτές οι επιπρόσθετες μειώσεις δεν θα πρέπει να είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη ή για τους προμηθευτές καυσίμων με την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η επανεξέταση θα πρέπει να αναφέρεται στον μη δεσμευτικό χαρακτήρα τους.»

8

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2009/30, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.»

Η οδηγία 2009/28

9

Η οδηγία 2009/28 καταργήθηκε από 1ης Ιουλίου 2021 με την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ 2018, L 328, σ. 82). Παρά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, η διαφορά της κύριας δίκης εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας 2009/28.

10

Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της οδηγίας 2009/28 είχαν ως εξής:

«(8)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής, της 10ης Ιανουαρίου 2007, με τίτλο “Χάρτης πορείας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας τον 21ο αιώνα: συμβολή στην ενίσχυση της αειφορίας” κατέδειξε ότι ο στόχος του 20 % για το συνολικό μερίδιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ο στόχος του 10 % για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές είναι κατάλληλοι και εφικτοί στόχοι, και ότι το πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει υποχρεωτικούς στόχους αναμένεται να προσφέρει στην επιχειρηματική κοινότητα τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα που χρειάζεται ώστε να πραγματοποιεί βιώσιμες επενδύσεις στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι οποίες να επιτρέψουν τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και τη μεγαλύτερη αξιοποίηση των νέων ενεργειακών τεχνολογιών. Οι στόχοι αυτοί υφίστανται στο πλαίσιο της βελτίωσης κατά 20 % της ενεργειακής απόδοσης έως το 2020, που καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2006, με τίτλο “Σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση: αξιοποίηση του δυναμικού”, που υιοθέτησαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο 2007, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά του της 31ης Ιανουαρίου 2008 σχετικά με το εν λόγω σχέδιο δράσης.

(9)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2007 επαναβεβαίωσε τη δέσμευση της Κοινότητας για την ανάπτυξη ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε ολόκληρη την Κοινότητα μετά το 2010. Επικύρωσε υποχρεωτικό στόχο 20 % ως μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη συνολική κατανάλωση ενέργειας της Κοινότητας έως το 2020 και υποχρεωτικό ελάχιστο στόχο, τον οποίο πρέπει να επιτύχουν όλα τα κράτη μέλη, 10 % ως μερίδιο των βιοκαυσίμων στην κατανάλωση βενζίνης και πετρελαίου ντίζελ στις μεταφορές έως το 2020, στόχος που πρέπει να υλοποιηθεί κατά οικονομικώς συμφέροντα τρόπο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε ότι ο δεσμευτικός χαρακτήρας του στόχου για τα βιοκαύσιμα είναι ενδεδειγμένος, υπό τον όρο ότι η παραγωγή είναι σταθερή, ότι θα διατεθούν στην αγορά βιοκαύσιμα δεύτερης γενεάς και ότι η [οδηγία 98/70] θα τροποποιηθεί προκειμένου να επιτρέψει κατάλληλα επίπεδα ανάμειξης. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2008 επανέλαβε ότι είναι σημαντικό να εκπονηθούν και να πληρούνται ουσιαστικά κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και να διασφαλισθεί η εμπορική διαθεσιμότητα βιοκαυσίμων δεύτερης γενεάς. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών του Ιουνίου 2008 αναφέρθηκε και πάλι στα κριτήρια αειφορίας και στην ανάπτυξη βιοκαυσίμων δεύτερης γενεάς και τόνισε ότι πρέπει να αξιολογηθεί ο ενδεχόμενος αντίκτυπος της παραγωγής βιοκαυσίμων στην παραγωγή γεωργικών τροφίμων και να αναληφθούν ενέργειες, εφόσον απαιτείται, για την αντιμετώπιση των ελλείψεων. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν περαιτέρω οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες της παραγωγής και κατανάλωσης βιοκαυσίμων.»

11

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/28, με τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προέβλεπε τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Θέτει υποχρεωτικούς εθνικούς στόχους για το συνολικό μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας και το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές. […]»

12

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/28, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δεσμευτικοί εθνικοί συνολικοί στόχοι και μέτρα για τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», προέβλεπε στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε όλες τις μορφές μεταφορών να αντιπροσωπεύει, το 2020, ποσοστό τουλάχιστον 10 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις μεταφορές στο εν λόγω κράτος μέλος.

[…]»

13

Η οδηγία 2009/28, στην τελευταία ισχύουσα έκδοσή της, είχε τροποποιηθεί με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1513 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 239, σ. 1), η οποία προέβλεπε στο άρθρο 4, παράγραφος 1, ότι τα κράτη μέλη όφειλαν να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο τις τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία αυτή το αργότερο έως τις 10 Σεπτεμβρίου 2017 και να ενημερώνουν πάραυτα την Επιτροπή σχετικά με κάθε μέτρο μεταφοράς.

Το πορτογαλικό δίκαιο

14

Το άρθρο 11 του Decreto-Lei n.° 117/2010 (νομοθετικού διατάγματος 117/2010), της 25ης Οκτωβρίου 2010, όπως τροποποιήθηκε με το Decreto-Lei n.° 6/2012 (νομοθετικό διάταγμα 6/2012), της 17ης Ιανουαρίου 2012 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 117/2010), ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι οντότητες που διαθέτουν προς κατανάλωση καύσιμο κίνησης με την υποβολή των δηλώσεων διάθεσης προς κατανάλωση (ΔΔΚ) σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα ειδικών φόρων κατανάλωσης, ο οποίος εγκρίθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 73/2010, της 21ης Ιουνίου 2010, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 55‑A/2010, της 31ης Δεκεμβρίου 2010, […] οφείλουν να συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων ανάμειξης βιοκαυσίμου στα ακόλουθα ποσοστά, σε ενεργειακό περιεχόμενο, σε σχέση με τις ποσότητες καυσίμων κίνησης που έχουν διαθέσει προς κατανάλωση, με εξαίρεση το υγραέριο (LPG) και το φυσικό αέριο:

a)

το 2011 και το 2012 – 5,0 %·

b)

το 2013 και το 2014 – 5,5 %·

c)

το 2015 και το 2016 – 7,5 %·

d)

το 2017 και το 2018 – 9,0 %·

e)

το 2019 και το 2020 – 10,0 %.»

15

Το προοίμιο του νομοθετικού διατάγματος 6/2012 διευκρινίζει ότι «το νομοθετικό διάταγμα 117/2010 […], το οποίο μεταφέρει εν μέρει στο εθνικό δίκαιο την [οδηγία 2009/28] και την [οδηγία 2009/30], θεσπίζει τα κριτήρια αειφορίας για την παραγωγή και τη χρήση βιοκαυσίμων και βιορευστών, τους μηχανισμούς για την προώθηση των βιοκαυσίμων στις χερσαίες μεταφορές και καθορίζει τα όρια για την υποχρεωτική ανάμειξη βιοκαυσίμων».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Η Vapo Atlantic είναι εταιρία που δραστηριοποιείται στην αγορά καυσίμων στην Πορτογαλία.

17

Η εταιρία αυτή, ως υπαγόμενη στο φορολογικό καθεστώς του εγγεγραμμένου παραλήπτη, δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις για την υλική ανάμειξη βιοκαυσίμων στα καύσιμα κίνησης που διαθέτει προς κατανάλωση στην Πορτογαλία. Ως εκ τούτου, αγοράζει, από εγκατεστημένη στην Ισπανία εταιρία, καύσιμα στα οποία έχουν αναμειχθεί βιοκαύσιμα με βάσει τα προβλεπόμενα στην ισπανική νομοθεσία ποσοστά.

18

Η Vapo Atlantic δεν προσκόμισε στον ENSE κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του συστήματος οικειοθελούς πιστοποίησης που εφαρμόζει η εγκατεστημένη στην Ισπανία εταιρία από την οποία αγοράζει καύσιμα κίνησης.

19

Κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2020, η Vapo Atlantic διέθεσε προς κατανάλωση 7582 τόνους καυσίμων κίνησης.

20

Ο ENSE διαπίστωσε ότι, κατά παράβαση της υποχρέωσης που υπέχει από το νομοθετικό διάταγμα 117/2010, η Vapo Atlantic δεν διέθετε πιστοποιητικά για τα βιοκαύσιμα, παρότι όφειλε να έχει στην κατοχή της τουλάχιστον 758 πιστοποιητικά σε απόδειξη της τήρησης της υποχρέωσης ανάμειξης βιοκαυσίμων κατά 10 % στα καύσιμα κίνησης που διέθεσε προς κατανάλωση κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2020.

21

Ως εκ τούτου, ο ENSE υποχρέωσε, με απόφασή του, τη Vapo Atlantic στην καταβολή ποσού 908084 ευρώ ως οικονομική αντιστάθμιση διότι η εταιρία δεν είχε αποδείξει την ανάμειξη βιοκαυσίμων στα καύσιμα κίνησης που διέθεσε προς κατανάλωση κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2020, κατά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 117/2010.

22

Η Vapo Atlantic προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Tribunal Administrativo e Fiscal de Braga (διοικητικού και φορολογικού δικαστηρίου της Braga, Πορτογαλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

23

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι δεν προκύπτει ότι το σχέδιο της εθνικής κανονιστικής ρύθμισης περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 21 της παρούσας απόφασης κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή πριν από τη δημοσίευση και την έναρξη ισχύος της ρύθμισης.

24

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, ως προς την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 98/34, προκειμένου να αποφανθεί αν η εν λόγω ρύθμιση συνιστά «τεχνικό κανόνα» ο οποίος θα έπρεπε να είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

25

Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 117/2010, το οποίο απλώς και μόνον καθορίζει τα ποσοστά ανάμειξης βιοκαυσίμων στα καύσιμα κίνησης που διατίθενται προς κατανάλωση, χωρίς να προσδιορίζει οποιοδήποτε χαρακτηριστικό των βιοκαυσίμων αυτών, μπορεί να θεωρηθεί ως «τεχνικός κανόνας» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34, και, ειδικότερα, αν πρόκειται για «άλλη απαίτηση» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 1, σημείο 4.

26

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 117/2010 δύναται να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, στην περίπτωση που η εν λόγω εθνική διάταξη συνιστά «αυτούσια μεταφορά ενός […] ευρωπαϊκού προτύπου». Συγκεκριμένα, κατά το δικαστήριο αυτό, το άρθρο 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να απαιτούν από τους προμηθευτές να μειώσουν, όσο το δυνατόν πιο σταδιακά, τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 10 %.

27

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 117/2010 εμπίπτει στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 98/34, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/30 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1513. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι δύο τελευταίες αυτές διατάξεις αποτελούν «ρήτρες διασφάλισης που προβλέπονται σε κοινοτικές πράξεις αναγκαστικού χαρακτήρα» κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 98/34.

28

Τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επικουρικώς, ως προς τις συνέπειες που επιφέρει η παράβαση της κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34 υποχρέωση κοινοποίησης του σχεδίου ρύθμισης. Το αιτούν δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η μη κοινοποίηση εθνικών ρυθμίσεων κατά τα προβλεπόμενα στην ως άνω διάταξη καθιστά, κατ’ αρχήν, ανενεργές τις ρυθμίσεις αυτές. Παρά ταύτα, διατηρεί συναφώς αμφιβολίες, καθόσον μια τέτοια ερμηνεία θα συνεπαγόταν γενικευμένη παράβαση της υποχρέωσης ανάμειξης βιοκαυσίμων στα καύσιμα κίνησης που διατίθενται προς κατανάλωση. Η ίδια αυτή ερμηνεία θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνον τον εθνικό, αλλά και τον ευρωπαϊκό στόχο για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Administrativo e Fiscal de Braga (διοικητικό και φορολογικό δικαστήριο της Braga, Πορτογαλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 98/34 την έννοια ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, εμπίπτει στην έννοια της “άλλης απαίτησης” ο καθορισμός του ποσοστού βιοκαυσίμων που πρέπει, κατά το άρθρο 7α της οδηγίας 98/70, το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 2009/30, και σε συμφωνία με τον στόχο που εξαγγέλλεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28, να αναμειγνύει ορισμένος οικονομικός φορέας στα καύσιμα που διαθέτει στην κατανάλωση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας;

2)

Έχει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, και, ειδικότερα, η φράση “εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου”, την έννοια ότι αποκλείει κανόνα εθνικού δικαίου ο οποίος ορίζει τα ποσοστά ανάμειξης βιοκαυσίμων σύμφωνα με το άρθρο 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70, το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 2009/30, σε συμφωνία με τον στόχο που εξαγγέλλεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28;

3)

Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/30, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/1513, την έννοια ότι συνιστούν ρήτρες διασφάλισης που προβλέπονται σε κοινοτικές πράξεις αναγκαστικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 98/34;

4)

Αν η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν καθιστά το ερώτημα αυτό περιττό, έχει το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, την έννοια ότι δεν μπορεί να αντιταχθεί στους οικονομικούς φορείς εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση ένδικη διαφορά, η οποία ορίζει το ποσοστό ανάμειξης βιοκαυσίμων κατά μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70, το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 2009/30;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

30

Ο ENSE φρονεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, διότι το γράμμα των διατάξεων των οποίων την ερμηνεία ζητεί το αιτούν δικαστήριο είναι σαφές και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία η οποία να χρήζει διευκρίνισης.

31

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως ώστε να είναι σε θέση να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφανθεί (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal, C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, τα υποβληθέντα ερωτήματα έχουν άμεση σχέση με τη διαφορά της κύριας δίκης και είναι λυσιτελή για να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η δυνατότητα να την επιλύσει. Εξάλλου, η αίτηση περιέχει επαρκή στοιχεία για να καθοριστεί το περιεχόμενο των εν λόγω ερωτημάτων και να δοθεί χρήσιμη απάντηση.

33

Εν πάση περιπτώσει, ουδόλως απαγορεύεται σε εθνικό δικαστήριο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, για την απάντηση του οποίου δεν υπάρχει, κατά την άποψη ενός εκ των διαδίκων της κύριας δίκης, περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία. Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που περιέχει τα ερωτήματα αυτά δεν καθίσταται εξ αυτού του λόγου απαράδεκτη (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, Viesgo Infraestructuras Energéticas, C‑683/19, EU:C:2021:847, σκέψη 26).

34

Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

35

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι στη διαφορά της κύριας δίκης η Vapo Atlantic υποχρεώθηκε σε καταβολή οικονομικής αντιστάθμισης λόγω παράβασης του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 117/2010, διότι δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της για προσκόμιση πιστοποιητικών προς απόδειξη της ανάμειξης βιοκαυσίμων στα καύσιμα κίνησης που διέθεσε προς κατανάλωση κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2020.

36

Συναφώς, μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ρητώς, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, στο άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 98/34, εντούτοις από τη διατύπωση του ερωτήματος προκύπτει ότι ζητεί να διευκρινιστεί αν η επιβαλλόμενη από την εθνική ρύθμιση υποχρέωση εμπίπτει στην έννοια της «άλλης απαίτησης» κατά το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας αυτής, και αν, επομένως, συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της εν λόγω οδηγίας.

37

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34 έχει την έννοια ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία θέτει ως στόχο την ανάμειξη βιοκαυσίμων κατά ποσοστό 10 % στα καύσιμα κίνησης που διέθεσε προς κατανάλωση οικονομικός φορέας κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους εμπίπτει στην έννοια της «άλλης απαίτησης» κατά το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας αυτής, και, ως εκ τούτου, συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά το άρθρο 1, σημείο 11, της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος μπορεί να αντιταχθεί στους ιδιώτες μόνον εφόσον το σχέδιο της ρύθμισης έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

38

Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η έννοια «άλλη απαίτηση» ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34 ως «απαίτηση, εκτός των τεχνικών προδιαγραφών, επιβαλλόμενη σε ένα προϊόν, ιδίως για λόγους προστασίας των καταναλωτών ή του περιβάλλοντος, η οποία αφορά τον κύκλο ζωής του προϊόντος μετά τη διάθεσή του στην αγορά, όπως οι συνθήκες χρησιμοποίησης, ανακύκλωσης, επαναχρησιμοποίησης ή εξάλειψής του, εφόσον οι συνθήκες αυτές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη σύνθεση ή τη φύση του προϊόντος, ή την εμπορία του».

39

Κατά πάγια νομολογία, στην κατηγορία αυτή εμπίπτει ρύθμιση η οποία θέτει προϋπόθεση δυνάμενη να επηρεάσει σημαντικά τη σύνθεση, τη φύση ή την εμπορία ενός προϊόντος, αυτές δε οι «άλλες απαιτήσεις» αφορούν τις απαιτήσεις που γεννώνται από τη συνεκτίμηση του κύκλου ζωής του επίμαχου προϊόντος μετά τη διάθεσή του στην αγορά και είναι σχετικές, μεταξύ άλλων, με τη χρήση του (απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, ECO-WIND Construction, C‑727/17, EU:C:2020:393, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Εν προκειμένω, οι προβληματισμοί του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν εθνική ρύθμιση η οποία απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς που διαθέτουν προς κατανάλωση καύσιμα κίνησης, εξαιρουμένου του LPG και του φυσικού αερίου, να συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων ανάμειξης βιοκαυσίμων στις ετήσιες ποσότητες καυσίμων κίνησης που διαθέτουν στην κατανάλωση, και συγκεκριμένα του στόχου ανάμειξης σε ποσοστό 10 % για το έτος 2020. Ακόμη και στην περίπτωση που η ρύθμιση αυτή δεν διευκρινίζει το είδος του οικείου καυσίμου κίνησης, δεν καθορίζει το ποσοστό του βιοκαυσίμου που πρέπει να αναμειχθεί υλικώς στα καύσιμα κίνησης, ούτε διευκρινίζει το είδος του προς ανάμειξη βιοκαυσίμου, γεγονός παραμένει ότι η απαίτηση που επιβάλλει με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος αφορά τον κύκλο ζωής των καυσίμων κίνησης μετά τη διάθεσή τους στην αγορά και μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την εμπορία των εν λόγω προϊόντων, καθόσον η παράβαση της υποχρέωσης ανάμειξης βιοκαυσίμων που τάσσει η ρύθμιση αυτή μπορεί να επιφέρει την επιβολή οικονομικής αντιστάθμισης.

41

Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία ορίζει ως στόχο την ανάμειξη βιοκαυσίμων, κατά ποσοστό 10 %, στα καύσιμα κίνησης που διέθεσε προς κατανάλωση οικονομικός φορέας για το έτος 2020 εμπίπτει στην έννοια της «άλλης απαίτησης» κατά το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34, και, ως εκ τούτου, συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά το άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας αυτής.

42

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η οδηγία 98/34 αποσκοπεί στη μέσω προληπτικού ελέγχου προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Ένωσης. Ο έλεγχος αυτός είναι σκόπιμος, καθόσον οι τεχνικοί κανόνες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας μπορούν να αποτελούν εμπόδιο στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, το δε εμπόδιο αυτό μπορεί να γίνει ανεκτό μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση επιτακτικών αναγκών προς εξυπηρέτηση ενός σκοπού γενικού συμφέροντος (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C‑194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 40, και της 19ης Ιουλίου 2012, Fortuna κ.λπ., C‑213/11, C‑214/11 και C‑217/11, EU:C:2012:495, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34 επιβάλλει, κατ’ αρχήν, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα. Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου απορρέει ότι η παράβαση της κατά το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 1, υποχρέωσης κοινοποίησης συνιστά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια, ικανή να καταστήσει ανεφάρμοστους τους περί ων πρόκειται τεχνικούς κανόνες, με αποτέλεσμα αυτοί να μη μπορούν να αντιταχθούν στους ιδιώτες (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, CIA Security International, C‑194/94, EU:C:1996:172, σκέψη 54).

44

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34 έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία ορίζει ως στόχο την ανάμειξη βιοκαυσίμων κατά ποσοστό 10 % στα καύσιμα κίνησης που διαθέτει προς κατανάλωση οικονομικός φορέας κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους εμπίπτει στην έννοια της «άλλης απαίτησης» κατά το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34, και, ως εκ τούτου, συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά το άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας αυτής, ο οποίος μπορεί να αντιταχθεί στους ιδιώτες μόνον εφόσον το σχέδιο της ρύθμισης έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

45

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34 έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία αποσκοπεί στη μεταφορά του άρθρου 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70 στο εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τον στόχο που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 δύναται να συνιστά αυτούσια μεταφορά ευρωπαϊκού προτύπου κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34 και, ως εκ τούτου, να εξαιρείται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπει η διάταξη αυτή.

46

Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 6, της οδηγίας 98/34, συνιστά «πρότυπο» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής τεχνική προδιαγραφή που έχει εγκριθεί από αναγνωρισμένο οργανισμό τυποποίησης, της οποίας όμως η τήρηση δεν είναι υποχρεωτική και η οποία υπάγεται είτε στα διεθνή είτε στα ευρωπαϊκά είτε στα εθνικά πρότυπα. Κατά την ίδια διάταξη, ως «ευρωπαϊκό πρότυπο» ορίζεται το εγκεκριμένο πρότυπο από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης το οποίο τίθεται στη διάθεση του κοινού.

47

Επομένως, από τους ορισμούς αυτούς προκύπτει ότι στην έννοια του «ευρωπαϊκού προτύπου», νοούμενη στο πλαίσιο των τεχνικών κανόνων, και ειδικότερα της οδηγίας 98/34, εμπίπτουν μόνον τα πρότυπα που θεσπίζονται από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης.

48

Ούτε από το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 ούτε από το άρθρο 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70 προκύπτει, όμως, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε με τις διατάξεις αυτές «ευρωπαϊκά πρότυπα» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 6, της οδηγίας 98/34.

49

Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 8 και 9 καθώς και του άρθρου της 1, περιορίζεται στον καθορισμό δεσμευτικών στόχων, σύμφωνα με τους οποίους το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε όλες τις μορφές μεταφορών θα πρέπει να αντιπροσωπεύει για το 2020 ποσοστό τουλάχιστον 10 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στον τομέα των μεταφορών σε κάθε κράτος μέλος, ενώ αφήνει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τα μέτρα που κρίνουν κατάλληλα για την επίτευξη των στόχων αυτών.

50

Αφετέρου, το άρθρο 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70 συγκεκριμενοποιεί τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής ανά μονάδα ενέργειας από το παρεχόμενο καύσιμο ή ενέργεια κατά 10 %. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της οδηγίας 2009/30, τα κράτη μέλη διατηρούν περιθώριο εκτίμησης για να επιτύχουν τη μείωση αυτή, χάρη στη χρησιμοποίηση βιοκαυσίμων ή εναλλακτικών καυσίμων ή ακόμη χάρη στη μείωση των εργασιών καύσης αερίου στους πυρσούς ασφαλείας.

51

Επομένως, ούτε το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 ούτε το άρθρο 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70 προβλέπουν «πρότυπο», κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 6, της οδηγίας 98/34.

52

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34 έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία αποσκοπεί στη μεταφορά του άρθρου 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70 στο εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τον στόχο που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28 δεν δύναται να συνιστά αυτούσια μεταφορά ευρωπαϊκού προτύπου, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, και, ως εκ τούτου, να εξαιρείται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπει η διάταξη αυτή.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

53

Προκαταρκτικώς παρατηρείται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση τέθηκε σε ισχύ στις 18 Ιανουαρίου 2012, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο της 5, η οδηγία 2015/1513, στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τέθηκε σε ισχύ στις 5 Οκτωβρίου 2015. Υπό τις συνθήκες αυτές, η οδηγία 2015/1513 δεν δύναται να ληφθεί υπόψη για να δοθεί απάντηση στο υπό εξέταση ερώτημα.

54

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/30 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή συνιστά ρήτρα διασφάλισης προβλεπόμενη σε αναγκαστικού χαρακτήρα πράξη της Ένωσης κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 98/34.

55

Επισημαίνεται ότι με τα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/30 προβλέπεται μόνον η προθεσμία εντός της οποίας τα κράτη μέλη οφείλουν να μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, ήτοι το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010, με τις αναγκαίες προς τούτο νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις και ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ανακοινώσουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων αυτών. Το τρίτο εδάφιο της διάταξης αυτής προβλέπει ότι, όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι διατάξεις αυτές περιέχουν αναφορά στην οδηγία 2009/30.

56

Από κανένα στοιχείο του γράμματος του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/30 δεν προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εισαγάγει στην οδηγία ρήτρα διασφάλισης κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 10, ΣΛΕΕ, την οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κράτη μέλη.

57

Συναφώς, η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει ότι τα μέτρα εναρμόνισης περιλαμβάνουν, στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ρήτρα διασφάλισης που επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν, για έναν ή περισσότερους από τους μη οικονομικούς λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ, προσωρινά μέτρα υποκείμενα σε διαδικασία ελέγχου της Ένωσης. Επομένως, μια τέτοια ρήτρα διασφάλισης πρέπει να προβλέπεται ρητώς από την πράξη εναρμόνισης. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/30 δεν έχει, ωστόσο, τα χαρακτηριστικά αυτά και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να συνιστά τέτοια ρήτρα διασφάλισης.

58

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/30 έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν συνιστά ρήτρα διασφάλισης προβλεπόμενη σε αναγκαστικού χαρακτήρα πράξη της Ένωσης κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 98/34.

Επί των δικαστικών εξόδων

59

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006,

έχει την έννοια ότι:

εθνική ρύθμιση η οποία ορίζει ως στόχο την ανάμειξη βιοκαυσίμων κατά ποσοστό 10 % στα καύσιμα κίνησης που διαθέτει προς κατανάλωση οικονομικός φορέας κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους εμπίπτει στην έννοια της «άλλης απαίτησης» κατά το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε, και, ως εκ τούτου, συνιστά «τεχνικό κανόνα» κατά το άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε, ο οποίος μπορεί να αντιταχθεί στους ιδιώτες μόνον εφόσον το σχέδιο της ρύθμισης έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε.

 

2)

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/96,

έχει την έννοια ότι:

εθνική ρύθμιση η οποία αποσκοπεί στη μεταφορά του άρθρου 7α, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, στο εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς τον στόχο που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ, δεν δύναται να συνιστά αυτούσια μεταφορά ευρωπαϊκού προτύπου, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε, και, ως εκ τούτου, να εξαιρείται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπει η διάταξη αυτή.

 

3)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2009/30

έχει την έννοια ότι:

η διάταξη αυτή δεν συνιστά ρήτρα διασφάλισης προβλεπόμενη σε αναγκαστικού χαρακτήρα πράξη της Ένωσης κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 98/34, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2006/96.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.

Vrh