EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000R0104

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας

ΕΕ L 17 της 21.1.2000, p. 22–52 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2013; καταργήθηκε από 32013R1379

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2000/104/oj

32000R0104

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 017 της 21/01/2000 σ. 0022 - 0052


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 104/2000 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 17ης Δεκεμβρίου 1999

για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 26, 36 και 37,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(3),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) οι βασικές διατάξεις που αφορούν την οργάνωση αγοράς των προϊόντων αλιείας πρέπει να αναθεωρηθούν για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς, οι μεταβολές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στις αλιευτικές δραστηριότητες και τα μειονεκτήματα που διαπιστώθηκαν κατά την εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων· λόγω του αριθμού και του περίπλοκου χαρακτήρα των τροποποιήσεων που πρέπει να γίνουν, οι διατάξεις αυτές, εάν δεν αναδιατυπωθούν πλήρως, δεν θα έχουν τη σαφήνεια που απαιτείται για κάθε σύνολο κανόνων· συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3759/92 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των αλιευομένων προϊόντων και των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας(5) θα πρέπει να αντικατασταθεί από νέο κανονισμό·

(2) για να απλουστευθούν οι κανόνες και να διευκολυνθεί η χρήση τους από εκείνους για τους οποίους προορίζονται, είναι σκόπιμο να προστεθούν στον νέο αυτό κανονισμό οι, δεόντως ενημερωμένες και συμπληρωμένες, βασικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 105/76 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 1976, περί αναγνωρίσεως των οργανώσεων των παραγωγών στον τομέα της αλιείας(6) και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1772/82 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1982, για τη θέσπιση γενικών κανόνων για την επέκταση της εφαρμογής ορισμένων κανόνων που θεσπίστηκαν από τις οργανώσεις παραγωγών στον τομέα των προϊόντων αλιείας(7) συνεπώς, οι εν λόγω κανονισμοί θα πρέπει να καταργηθούν·

(3) η κοινή γεωργική πολιτική περιλαμβάνει ιδίως κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, η οποία μπορεί να λαμβάνει διάφορες μορφές ανάλογα με τα προϊόντα·

(4) η ιχθυοβιομηχανία έχει ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία ορισμένων παράκτιων περιοχών της Κοινότητας· η βιομηχανία αυτή προσφέρει σημαντικό τμήμα του εισοδήματος των αλιέων των περιοχών αυτών· συνεπώς, θα πρέπει να ευνοηθεί η σταθερότητα της αγοράς μέσω κατάλληλων μέτρων, που θα εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας όσον αφορά, ιδίως, τις διατάξεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) σχετικά με τους μηχανισμούς στήριξης της εσωτερικής παραγωγής και τις δασμολογικές συμφωνίες·

(5) η παραγωγή και η εμπορία αλιευτικών προϊόντων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη στήριξης βιώσιμης αλιείας· συνεπώς, η κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αυτών θα πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την καλύτερη αντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη, και να βελτιώνουν το οικονομικό κέρδος από τα προϊόντα αυτά, τόσο για τον προαναφερόμενο σκοπό όσο και για τη βελτίωση του εισοδήματος των παραγωγών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των τιμών της αγοράς·

(6) ένας τρόπος για την υλοποίηση της κοινής οργάνωσης των αγορών είναι η εφαρμογή κοινών κανόνων εμπορίας των εν λόγω προϊόντων· η εφαρμογή των κανόνων αυτών θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση των προϊόντων μη ικανοποιητικής ποιότητας από την αγορά και τη διευκόλυνση του εμπορίου που βασίζεται στο θεμιτό ανταγωνισμό, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό στη βελτίωση της αποδοτικότητας της παραγωγής·

(7) η εφαρμογή των κανόνων αυτών καθιστά αναγκαία την επιθεώρηση των προϊόντων για τα οποία έχουν θεσπιστεί· συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθούν παρόμοιες επιθεωρήσεις·

(8) ιδίως, στην περίπτωση αλιευτικών προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο νωπά ή διατηρημένα με απλή ψύξη, η αύξηση της ποικιλομορφίας της προσφοράς καθιστά αναγκαία τη στοιχειώδη ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τα κυριότερα χαρακτηριστικά των προϊόντων· είναι αρμοδιότητα των κρατών μελών να καταρτίσουν, για τα συγκεκριμένα προϊόντα, κατάλογο των αποδεκτών ονομασιών που χρησιμοποιούνται στην επικράτειά τους για το εμπόριο των εν λόγω προϊόντων·

(9) οι οργανώσεις παραγωγών αποτελούν το βασικό στοιχείο της κοινής οργάνωσης αγοράς, της οποίας εξασφαλίζουν, στο επίπεδό τους, την αποκεντρωμένη λειτουργία· λόγω της συνεχώς αυξανόμενης συγκέντρωσης της ζήτησης, η συγκέντρωση της προσφοράς μέσω των οργανώσεων αυτών αποτελεί, περισσότερο όσο ποτέ, οικονομική ανάγκη προκειμένου να ενισχυθεί η θέση των παραγωγών στην αγορά· η συγκέντρωση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται επί εθελοντικής βάσεως και να είναι επωφελής, χάρη στο εύρος και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών που προσφέρει μια οργάνωση παραγωγών στα μέλη της· θα πρέπει να θεσπιστούν κοινά κριτήρια για την αναγνώριση μιας οργάνωσης παραγωγών από κράτος μέλος· μια οργάνωση παραγωγών, η οποία συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της κοινής οργάνωσης αγοράς, θα πρέπει να αναγνωρίζεται από κράτος μέλος μόνον εφόσον το καταστατικό της επιβάλλει, στην ίδια και τα μέλη της, ορισμένες υποχρεώσεις·

(10) οι πρωτοβουλίες των οργανώσεων παραγωγών για τη βελτίωση της ποιότητας των αλιευτικών προϊόντων θα πρέπει να στηρίζονται με την πρόβλεψη, υπό ορισμένους όρους, ειδικής αναγνώρισης των συγκεκριμένων οργανώσεων·

(11) για να στηριχθούν οι δραστηριότητες των οργανώσεων παραγωγών και να προαχθεί μεγαλύτερη σταθερότητα της αγοράς, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να επεκτείνουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε όλα τα μη μέλη που εμπορεύονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή, τους κανόνες που θεσπίζει η οργάνωση της περιοχής αυτής για τα μέλη της, ιδίως δε τους κανόνες παραγωγής και εμπορίας, συμπεριλαμβανομένης της παρέμβασης· η διαδικασία αυτή υπόκειται στον έλεγχο της Επιτροπής, η οποία μπορεί, σε ορισμένες περιστάσεις, να ακυρώνει τις επεκτάσεις αυτές·

(12) η εφαρμογή του προαναφερόμενου καθεστώτος συνεπάγεται δαπάνες για την οργάνωση της οποίας επεκτάθηκαν οι κανόνες· συνεπώς, τα μη μέλη θα πρέπει να συμμετέχουν στις δαπάνες αυτές· θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η δυνατότητα των κρατών μελών να χορηγούν στις επιχειρήσεις αυτές αποζημίωση για τα προϊόντα, τα οποία, μολονότι είναι σύμφωνα προς τους κανόνες εμπορίας, δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά και αποσύρονται·

(13) θα πρέπει να προβλεφθούν, σε όλες τις περιπτώσεις, διατάξεις που να διασφαλίζουν ότι οι οργανώσεις παραγωγών δεν κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην Κοινότητα·

(14) για να επιτευχθεί ορθολογική και βιώσιμη χρήση των πόρων, οι οργανώσεις παραγωγών θα πρέπει να κατευθύνουν την παραγωγή των μελών τους ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς και να ευνοούν τη βέλτιστη αξιοποίηση των αλιευμάτων των μελών τους, ιδίως στην περίπτωση ειδών που υπόκεινται σε ποσοστώσεις· για τους λόγους αυτούς, είναι σκόπιμο να υποχρεούνται οι οργανώσεις παραγωγών να καταρτίζουν και να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές, κατά την έναρξη κάθε αλιευτικής περιόδου, πρόταση προγράμματος για τον προγραμματισμό της προσφοράς και την προκαταβολική ρύθμιση της προσφοράς των μελών τους, καθώς και, ενδεχομένως, ειδικές διατάξεις για τα προϊόντα που αντιμετωπίζουν συνήθως δυσκολίες εμπορίας·

(15) λαμβανομένου υπόψη του κόστους που προκαλούν οι προαναφερόμενες υποχρεώσεις στις οργανώσεις παραγωγών, δικαιολογείται η χορήγηση ανάλογης αποζημίωσης στις οργανώσεις αυτές κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου·

(16) θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να χορηγούν πρόσθετες ενισχύσεις σε οργανώσεις παραγωγών στα πλαίσια επιχειρησιακών προγραμμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2792/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων και ρυθμίσεων σχετικά με την κοινοτική διαρθρωτική βοήθεια στον τομέα της αλιείας(8)·

(17) οι διεπαγγελματικές οργανώσεις που ιδρύονται με πρωτοβουλία μεμονωμένων επιχειρηματιών ή υφιστάμενων ομάδων επιχειρήσεων μπορούν, εάν αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος των διαφόρων επαγγελματικών κατηγοριών του τομέα των αλιευτικών προϊόντων, να συμβάλλουν στην καλύτερη γνώση των συνθηκών που όντως επικρατούν στην αγορά και να διευκολύνουν μια εμπορική προσέγγιση η οποία θα βελτιώσει την κοινοποίηση και την οργάνωση της παραγωγής, την παρουσίαση και την εμπορία των προϊόντων· εφόσον οι ενέργειες των εν λόγω διεπαγγελματικών οργανώσεων μπορούν να συμβάλλουν γενικά στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 33 της συνθήκης και του παρόντος κανονισμού, ειδικότερα, ενδείκνυται, αφού ορισθούν οι σχετικοί τύποι δράσης, να αναγνωριστούν οι οργανώσεις που αναλαμβάνουν θετικές ενέργειες για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων· θα πρέπει, υπό ορισμένους όρους, να προβλεφθούν διατάξεις όσον αφορά την επέκταση των κανόνων που θεσπίζουν οι διεπαγγελματικές οργανώσεις, καθώς και την κατανομή των δαπανών που προκύπτουν από την επέκταση αυτή· η διαδικασία αυτή υπόκειται στον έλεγχο της Επιτροπής, η οποία μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να ακυρώνει τις εν λόγω επεκτάσεις·

(18) θα πρέπει να καθοριστούν οι όροι υπό τους οποίους οι συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές των διεπαγγελματικών οργανώσεων μπορούν να εξαιρούνται από το άρθρο 1 του κανονισμού αριθ. 26 του Συμβουλίου(9)·

(19) προκειμένου να αντιμετωπιστούν, όσον αφορά ορισμένα προϊόντα αλιείας που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εισόδημα των παραγωγών, συνθήκες αγοράς που ενδέχεται να οδηγήσουν σε τιμές που προκαλούν διαταραχές στην κοινοτική αγορά, πρέπει να καθοριστεί, με βάση τα πλέον πρόσφατα τεχνικά στοιχεία και για κάθε αλιευτική περίοδο, τιμή προσανατολισμού ή, για τον τόνο, κοινοτική τιμή παραγωγής αντιπροσωπευτική των περιοχών παραγωγής της Κοινότητας, που θα χρησιμεύει για τον καθορισμό των επιπέδων τιμών για τις παρεμβάσεις στην αγορά· για τους λόγους αυτούς, η τιμή προσανατολισμού πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο που να αντανακλά την πραγματικότητα της αγοράς και να μην επιτρέπει υπέρμετρες διακυμάνσεις τιμής από την μια αλιευτική περίοδο στην άλλη· η τιμή προσανατολισμού αποτελεί το βασικό στοιχείο για τον καθορισμό ολόκληρης σειράς άλλων μέτρων παρέμβασης· κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να θεσπίσει σχετικά μέτρα το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής·

(20) προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι τιμές, οι οργανώσεις παραγωγών θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στην αγορά, εφαρμόζοντας ιδίως τις τιμές κάτω από τις οποίες τα προϊόντα των μελών τους αποσύρονται από την αγορά·

(21) σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένους όρους, είναι σκόπιμο να στηρίζονται οι δραστηριότητες των οργανώσεων παραγωγών με τη χορήγηση οικονομικής αποζημίωσης για τις ποσότητες που αποσύρονται οριστικά από την αγορά προϊόντων ανθρώπινης διατροφής·

(22) ωστόσο, ο τύπος αυτός παρέμβασης των οργανώσεων παραγωγών θα πρέπει να περιορίζεται στην περίπτωση υπερβολικής τοπικής προσφοράς την οποία δεν μπορεί να απορροφήσει η αγορά και η οποία δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί με διαφορετικά μέτρα· συνεπώς, οι οικονομικές αποζημιώσεις θα πρέπει να περιορίζονται σε έναν μικρό όγκο παραγωγής·

(23) για να ενθαρρυνθούν οι αλιείς να προσαρμόσουν καλύτερα την προσφορά τους στις απαιτήσεις της αγοράς, θα πρέπει να προβλεφθεί διαφοροποίηση των ποσών της οικονομικής αποζημίωσης, ανάλογα με τον όγκο των αποσυρόμενων ποσοτήτων·

(24) το σύνολο των νέων μέτρων που τίθενται σε εφαρμογή από τον παρόντα κανονισμό θα επιτρέψει στις οργανώσεις παραγωγών να μειώσουν ουσιαστικά τις οριστικές αποσύρσεις από την αγορά· συνεπώς, είναι δικαιολογημένο να μειωθούν, σταδιακά, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου, τόσο οι ποσότητες που είναι επιλέξιμες για οικονομική αποζημίωση όσο και τα σχετικά ποσά·

(25) σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της αγοράς, θα πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αναπροσαρμογή των όρων που καλύπτουν τη χρηματοδοτική αποζημίωση για απόσυρση·

(26) επειδή ορισμένα είδη είναι σπάνια, θα πρέπει να αποφεύγεται, στο μέτρο του δυνατού, η καταστροφή ιχθύων που αποσύρονται από την αγορά· για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να χορηγείται ενίσχυση για τη μεταποίηση, σταθεροποίηση και αποθεματοποίηση για την ανθρώπινη κατανάλωση ορισμένων ποσοτήτων αποσυρόμενων νωπών προϊόντων· όλα τα είδη που είναι ενδεχόμενο να αποσυρθούν από την αγορά, θα πρέπει να μπορούν να καλύπτονται από το μέτρο αυτό· ο μηχανισμός αυτός, ο οποίος αποτελεί ταυτόχρονα μορφή παρέμβασης και βελτίωσης της οικονομικής αποδοτικότητας των προϊόντων αλιείας, θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τις οργανώσεις παραγωγών σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι ο μηχανισμός της οριστικής απόσυρσης· κατά συνέπεια, θα πρέπει να αυξηθούν οι επιλέξιμες για το μηχανισμό αυτό ποσότητες·

(27) οι περιφερειακές αποκλίσεις των τιμών ορισμένων ειδών δεν επιτρέπουν, προς το παρόν, την ένταξή τους στο καθεστώς της οικονομικής αποζημίωσης που χορηγείται στις οργανώσεις παραγωγών· ωστόσο, προκειμένου να ευνοηθεί μια μεγαλύτερη σταθερότητα της αγοράς των συγκεκριμένων προϊόντων, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των χαρακτηριστικών τους και της ποικιλομορφίας των συνθηκών παραγωγής και εμπορίας τους, θα πρέπει να προβλεφθεί, για τα εν λόγω προϊόντα, κοινοτικό καθεστώς στήριξης της τιμής προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητές τους, το οποίο να στηρίζεται στην εφαρμογή μιας τιμής απόσυρσης, η οποία να καθορίζεται αυτόνομα από τις οργανώσεις παραγωγών, και στη χορήγηση, υπό ορισμένους όρους, κατ' αποκοπή ενίσχυσης στις οργανώσεις αυτές για τα προϊόντα που αποτέλεσαν αντικείμενο αυτόνομης παρέμβασης·

(28) θα πρέπει να προβλεφθεί ειδικό καθεστώς στήριξης για ορισμένα προϊόντα που καταψύχονται επί των πλοίων, υπό τη μορφή ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση των προϊόντων αυτών, στο πλαίσιο ορισμένων ορίων και όρων, εφόσον δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά πάνω από μία τιμή που καθορίζεται σε κοινοτικό επίπεδο·

(29) η μείωση των τιμών εισαγωγής για τον τόνο που προορίζεται για την κονσερβοβιομηχανία μπορεί να απειλήσει το εισοδηματικό επίπεδο των κοινοτικών παραγωγών του προϊόντος αυτού· συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθεί η χορήγηση αποζημίωσης στους παραγωγούς, εφόσον παρίσταται ανάγκη· προκειμένου να οργανωθεί ορθολογικά η εμπορία ομοιογενούς προϊόντος, η αντισταθμιστική αυτή αποζημίωση θα πρέπει να χορηγείται μόνον στις οργανώσεις παραγωγών υπό ορισμένες προϋποθέσεις·

(30) για να αποφευχθεί η μη φυσιολογική εξέλιξη της παραγωγής τόνου, με συνακόλουθη αύξηση των σχετικών δαπανών, θα πρέπει να προβλεφθούν τα όρια εντός των οποίων μπορεί να χορηγείται η αποζημίωση αυτή στις οργανώσεις παραγωγών βάσει των συνθηκών εφοδιασμού που διαπιστώνονται στην κοινοτική αγορά και να αναθεωρηθούν τα κριτήρια για την ενεργοποίηση του μηχανισμού·

(31) για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει στην κοινοτική αγορά κατάσταση που συνδέεται με την εξέλιξη των τιμών στην παγκόσμια αγορά τόνου, η οποία να δικαιολογεί την καταβολή της αντισταθμιστικής αποζημίωσης, θα πρέπει να ελέγχεται εάν η μείωση των τιμών στην κοινοτική αγορά οφείλεται στη μείωση των τιμών εισαγωγής·

(32) αναστέλλεται εξ ολοκλήρου η επιβολή των δασμών του κοινού δασμολογίου για ορισμένα προϊόντα τόνου· ελλείψει επαρκούς κοινοτικής παραγωγής τόνου, οι μεταποιητικές βιομηχανίες ειδών διατροφής, οι οποίες χρησιμοποιούν τα προϊόντα αυτά, θα πρέπει να διατηρήσουν όρους εφοδιασμού ανάλογους με εκείνους που απολαύουν οι τρίτες χώρες εξαγωγής, ώστε να μην παρεμποδίζεται η ανάπτυξή τους στα πλαίσια των διεθνών συνθηκών ανταγωνισμού· τα μειονεκτήματα που ενδέχεται να προκύψουν από το καθεστώς αυτό για τους κοινοτικούς παραγωγούς τόνου μπορούν ενδεχομένως να αντισταθμιστούν με τη χορήγηση των προβλεπόμενων για το σκοπό αυτό αποζημιώσεων·

(33) για να εξασφαλιστεί επαρκής εφοδιασμός της κοινοτικής αγοράς σε πρώτες ύλες για τη βιομηχανία μεταποίησης, υπό όρους που να επιτρέπουν στη βιομηχανία αυτή να διατηρεί την ανταγωνιστικότητά της, θα πρέπει να ανασταλεί επ' αόριστον, εν μέρει ή πλήρως, η επιβολή των δασμών του κοινού δασμολογίου για ορισμένα προϊόντα·

(34) ωστόσο, η προαναφερόμενη αναστολή των δασμών δεν θα πρέπει να οδηγεί σε προσφορές από τρίτες χώρες σε μη φυσιολογικά χαμηλές τιμές· συνεπώς, η αναστολή αυτή θα πρέπει να εξαρτάται από την τήρηση μιας τιμής αναγωγής η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με κανόνες που πρόκειται να καθοριστούν·

(35) όταν εξαιρετικές περιστάσεις διαταραχής ή απειλής σοβαρής διαταραχής, λόγω εισαγωγών ή εξαγωγών, ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τους στοχους του άρθρου 33 της συνθήκης, θα πρέπει να είναι δυνατόν να εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες, στο πλαίσιο της τήρησης των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας·

(36) η πείρα κατέδειξε ότι ενδέχεται να καταστεί αναγκαίο να ληφθούν ταχέως μέτρα για την εξασφάλιση του εφοδιασμού της κοινοτικής αγοράς, καθώς και για την εξασφάλιση της τήρησης των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας· για να μπορεί η Επιτροπή να αντιμετωπίζει εγκαίρως τις καταστάσεις αυτές, θα πρέπει να προβλεφθεί μια διαδικασία που να επιτρέπει την ταχεία λήψη των απαιτούμενων μέτρων·

(37) η χορήγηση ορισμένων ενισχύσεων ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την υλοποίηση μιας ενιαίας αγοράς βάσει κοινού συστήματος τιμών· επομένως, θα πρέπει να εφαρμόζονται, και στον αλιευτικό τομέα, οι διατάξεις της συνθήκης οι οποίες επιτρέπουν την εξέταση των ενισχύσεων που χορηγούν τα κράτη μέλη και την απαγόρευση των ενισχύσεων που είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά·

(38) η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού καθιστά αναγκαία τη θέσπιση και τη διατήρηση συστημάτων ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών· θα πρέπει να προσδιοριστεί το σχετικό κόστος, ιδίως το κόστος που βαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό·

(39) οι δαπάνες που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη, λόγω των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να βαρύνουν την Κοινότητα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής(10)·

(40) για την υλοποίηση αυτής της κοινής οργάνωσης, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας για την κατά το δυνατόν διαφύλαξη των αλιευτικών περιοχών· συνεπώς, θα πρέπει να απαγορεύεται η χρηματοδότηση μέτρων για ποσότητες ιχθύων που υπερβαίνουν τις ποσότητες που ενδεχομένως παραχωρούνται στα κράτη μέλη·

(41) είναι αρμοδιότητα των κρατών μελών να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση του παρόντος κανονισμού και την πρόληψη και την καταστολή της απάτης·

(42) για να διευκολυνθεί η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, θα πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία στενής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και της Επιτροπής, στα πλαίσια μιας διαχειριστικής επιτροπής·

(43) τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(11)·

(44) η κοινή οργάνωση αγοράς των αλιευτικών προϊόντων θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη και τους στόχους που προβλέπονται στα άρθρα 33 και 131 της συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Θεσπίζεται, στον τομέα των αλιευτικών προϊόντων, κοινή οργάνωση αγοράς που περιλαμβάνει καθεστώς τιμών και συναλλαγών, καθώς και κοινούς κανόνες σε θέματα ανταγωνισμού.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοείται ως:

- "παραγωγός": το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μέσα παραγωγής για την παραγωγή αλιευτικών προϊόντων με σκοπό την πρώτη διάθεσή τους στην αγορά,

- "αλιευτικά προϊόντα":

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΤΙΤΛΟΣ I

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ

Άρθρο 2

1. Για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, ή για ομάδες των προϊόντων αυτών, μπορούν να καθορίζονται κοινοί κανόνες εμπορίας, καθώς και το πεδίο εφαρμογής των κανόνων αυτών· οι κανόνες αυτοί μπορούν ιδίως να αναφέρονται στην ταξινόμηση κατά κατηγορία ποιότητος, μεγέθους ή βάρους, στη συσκευασία, στην παρουσίαση και στη σήμανση.

2. Εφόσον έχουν θεσπισθεί κανόνες εμπορίας, τα προϊόντα, στα οποία εφαρμόζονται, μπορούν να εκτίθενται προς πώληση, να προσφέρονται προς πώληση, να πωλούνται ή να διατίθενται στο εμπόριο κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο, μόνον εφόσον ανταποκρίνονται στους εν λόγω κανόνες, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που είναι δυνατόν να θεσπιστούν για τις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες.

3. Οι κανόνες εμπορίας και οι λεπτομέρειες εφαρμογής τους, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 3

1. Τα προϊόντα, για τα οποία έχουν καθορισθεί κοινοί κανόνες εμπορίας, επιθεωρούνται από τα κράτη μέλη όσον αφορά τη συμφωνία τους με τους εν λόγω κανόνες.

Η επιθεώρηση αυτή μπορεί να διεξάγεται σε όλα τα στάδια εμπορίας, καθώς και κατά τη διάρκεια της μεταφοράς.

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις του άρθρου 2.

3. Το αργότερο ένα μήνα από την έναρξη ισχύος κάθε κανόνα εμπορίας, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή το όνομα και τη διεύθυνση των οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με την επιθεώρηση για κάθε προϊόν ή ομάδα προϊόντων για τα οποία έχει θεσπισθεί κανόνας.

4. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 1 θεσπίζονται, εφόσον υπάρχει ανάγκη, με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την ανάγκη συντονισμού των δραστηριοτήτων των οργανισμών επιθεώρησης καθώς και την ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής των κοινών κανόνων εμπορίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Άρθρο 4

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ(12), τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία α), β) και γ), μπορούν να προσφέρονται στη λιανική πώληση στον τελικό καταναλωτή, ανεξάρτητα από τη μέθοδο εμπορίας, μόνον εφόσον μια κατάλληλη ετικέτα ή επισήμανση αναφέρει:

α) την εμπορική ονομασία του είδους·

β) τη μέθοδο παραγωγής (αλιεία στη θάλασσα ή στα εσωτερικά ύδατα ή εκτροφή)·

γ) την περιοχή αλίευσης.

Ωστόσο, οι απαιτήσεις αυτές δεν ισχύουν για μικρές ποσότητες προϊόντων που διατίθενται απευθείας στους καταναλωτές είτε από αλιείς είτε από παραγωγούς υδατοκαλλιέργειας.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), τα κράτη μέλη καταρτίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2002, τον κατάλογο των εμπορικών ονομασιών που είναι αποδεκτές στην επικράτειά τους, τουλάχιστον για όλα τα είδη που απαριθμούνται στα παραρτήματα I έως IV του παρόντος κανονισμού. Ο κατάλογος αυτός αναφέρει, για κάθε είδος, την επιστημονική ονομασία, την ονομασία στην ή τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους, καθώς και, ενδεχομένως, την ονομασία ή ονομασίες που είναι αποδεκτές ή ανεκτές σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο.

3. Δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον κατάλογο εμπορικών ονομασιών που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τις ονομασίες του ίδιου είδους στην ίδια γλώσσα που κοινοποιούνται από άλλα κράτη μέλη.

4. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται, εφόσον είναι αναγκαίο, με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

Άρθρο 5

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως "οργάνωση παραγωγών" νοείται κάθε νομική οντότητα:

α) που ιδρύεται κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας μιας ομάδας παραγωγών ενός ή περισσότερων προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία α), β) ή γ), υπό τον όρο ότι, εφόσον πρόκειται για κατεψυγμένα, επεξεργασμένα ή μεταποιημένα προϊόντα, οι εν λόγω εργασίες θα έχουν πραγματοποιηθεί επί των αλιευτικών σκαφών·

β) που έχει ιδίως ως στόχο την εξασφάλιση της ορθολογικής άσκησης της αλιείας και τη βελτίωση των όρων πώλησης των προϊόντων των μελών της, λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα με σκοπό:

1. την ενθάρρυνση του προγραμματισμού της παραγωγής και της προσαρμογής της στη ζήτηση, τόσο από απόψεως ποσότητας όσο και ποιότητας, εφαρμόζοντας ιδίως σχέδια αλιευμάτων,

2. την προαγωγή της συγκέντρωσης της προσφοράς,

3. τη σταθεροποίηση των τιμών,

4. την ενθάρρυνση αλιευτικών μεθόδων που υποστηρίζουν τη βιώσιμη αλιεία·

γ) της οποίας το καταστατικό προβλέπει την υποχρέωση των παραγωγών μελών, ιδίως:

1. να εφαρμόζουν, κατά την αλιεία, την παραγωγή και την εμπορία, τους κανόνες που θεσπίζει,

2. να εφαρμόζουν, στην περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος αποφάσισε την εξασφάλιση της διαχείρισης ορισμένων ή του συνόλου των αλιευτικών ποσοστώσεών του ή/και την εφαρμογή μέτρων αλιευτικής προσπάθειας από οργανώσεις παραγωγών, τα μέτρα που θεσπίζονται από την οργάνωση για το σκοπό αυτό,

3. να εξασφαλίζουν ότι οποιοδήποτε σκάφος ανήκει, για ένα προϊόν ή ομάδα προϊόντων, σε μία και μόνη οργάνωση παραγωγών,

4. να διαθέτουν, μέσω της οργάνωσης παραγωγών, το σύνολο της παραγωγής προϊόντων για τα οποία έχουν προσχωρήσει. Η οργάνωση μπορεί, ωστόσο, να αποφασίζει ότι η προαναφερόμενη υποχρέωση δεν ισχύει, όταν τα προϊόντα διατίθενται σύμφωνα με κοινούς κανόνες που έχει θεσπίσει προηγουμένως,

5. να παρέχουν πληροφορίες που ζητούνται από την οργάνωση παραγωγών για τον καθορισμό των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), ή την τήρηση των κανονιστικών υποχρεώσεων ή για στατιστικούς λόγους,

6. να καταβάλλουν τις χρηματοδοτικές εισφορές που προβλέπονται από το καταστατικό για τη δημιουργία και την τροφοδότηση του ταμείου παρέμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3,

7. να παραμένουν μέλη της οργάνωσης επί τρία τουλάχιστον έτη μετά την αναγνώρισή της και να ειδοποιούν την οργάνωση, εφόσον επιθυμούν να αποχωρήσουν, ένα έτος τουλάχιστον πριν την αποχώρησή τους·

δ) της οποίας το καταστατικό προβλέπει:

1. τις λεπτομέρειες καθορισμού, έγκρισης και τροποποίησης των κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) σημείο 1,

2. την εξαίρεση οποιασδήποτε διάκρισης μεταξύ των μελών της, ιδίως όσον αφορά ιδίως την ιθαγένεια ή τον τόπο της εγκατάστασής τους,

3. την υποχρέωση των μελών να καταβάλουν τις χρηματοδοτικές εισφορές που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της οργάνωσης παραγωγών,

4. τους κανόνες που εξασφαλίζουν, στους συμμετέχοντες παραγωγούς, τον δημοκρατικό έλεγχο της οργάνωσής τους και των αποφάσεών της,

5. τις κυρώσεις για την παραβίαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το καταστατικό, ιδίως όσον αφορά την μη καταβολή των χρηματοδοτικών εισφορών, και των κανόνων που καθορίζονται από την οργάνωση παραγωγών,

6. τους κανόνες σχετικά με την αποδοχή νέων μελών,

7. τους λογιστικούς και δημοσιονομικούς κανόνες που απαιτούνται για τη λειτουργία της οργάνωσης, και οι οποίοι προβλέπουν την τήρηση χωριστών λογιστικών βιβλίων για τις δραστηριότητες για τις οποίες παρέχεται η αναγνώριση·

ε) που έχει αναγνωριστεί από το οικείο κράτος μέλος υπό τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

2. Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ως οργανώσεις παραγωγών, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τις ομάδες παραγωγών που έχουν την έδρα τους στην επικράτειά τους, που έχουν επαρκή οικονομική δραστηριότητα στην επικράτειά τους και οι οποίες υποβάλλουν σχετική αίτηση, υπό τον όρο ότι:

α) ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τις παραγράφου 1, προσκομίζοντας τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ άλλων δε, την απόδειξη ότι συγκεντρώνουν έναν ελάχιστο αριθμό παραγωγών ή έναν ελάχιστο όγκο εμπορεύσιμης παραγωγής·

β) παρέχουν επαρκή εχέγγυα όσον αφορά την έγκαιρη και αποτελεσματική άσκηση των δραστηριοτήτων·

γ) διαθέτουν την αναγκαία ικανότητα δικαίου σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

3. Οι οργανώσεις παραγωγών δεν πρέπει να κατέχουν δεσπόζουσα θέση σε μια συγκεκριμένη αγορά, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων που προβλέπονται στο άρθρο 33 της συνθήκης.

4. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 6

1. Τα κράτη μέλη:

α) αποφασίζουν τη χορήγηση της αναγνώρισης εντός τριών μηνών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα σχετικά δικαιολογητικά·

β) ελέγχουν τακτικά την τήρηση, εκ μέρους των οργανώσεων παραγωγών, των προϋποθέσεων αναγνώρισης· η αναγνώριση μιας οργάνωσης παραγωγών μπορεί να ανακαλείται όταν δεν πληρούνται πλέον οι όροι του άρθρου 5 ή εάν η αναγνώριση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένα στοιχεία. Εάν η οργάνωση δολίως επέτυχε την αναγνώριση ή επωφελείται αυτής, η αναγνώριση αυτή ανακαλείται αμελλητί αναδρομικά·

γ) κοινοποιούν στην Επιτροπή, εντός δύο μηνών, κάθε απόφαση χορήγησης, απόρριψης ή ανάκλησης της αναγνώρισης.

2. Τα κράτη μέλη χορηγούν την αναγνώριση σε οργάνωση παραγωγών που έχει την έδρα της στην επικράτειά τους και της οποίας μερικά μέλη είναι πολίτες ενός ή περισσοτέρων άλλων κρατών μελών, εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 5.

Τα κράτη μέλη, των οποίων πολίτες είναι μέλη οργάνωσης παραγωγών που είναι εγκατεστημένη στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, εφαρμόζουν, σε συνεργασία με το προαναφερόμενο κράτος μέλος, τη διοικητική συνεργασία που απαιτείται για τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης οργάνωσης.

3. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν κατ' αποκλειστικότητα μία μόνον οργάνωση παραγωγών για μια καθορισμένη αλιευτική περιοχή, εάν η οργάνωση αυτή θεωρείται ως αντιπροσωπευτική σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 7 παράγραφος 1.

4. Η αναγνώριση μπορεί να χορηγείται από τα κράτη μέλη σε ένωση οργανώσεων παραγωγών εφόσον πληροί τους όρους του άρθρου 5. Ωστόσο, όσον αφορά την εν λόγω ένωση, δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 9 και 10.

5. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση του άρθρου 5 και της παραγράφου 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή διεξάγει ελέγχους, βάσει των οποίων μπορεί να ζητά, ενδεχομένως, από τα κράτη μέλη να ανακαλέσουν τις χορηγηθείσες αναγνωρίσεις.

6. Στην αρχή κάθε έτους, η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σειρά C, τον κατάλογο των οργανώσεων παραγωγών που αναγνωρίσθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, καθώς και εκείνων των οποίων η αναγνώριση ανακλήθηκε κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

7. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως οι όροι ανάκλησης της αναγνώρισης, θεσπίζονται, εφόσον είναι αναγκαίο, με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΣΤΑ ΜΗ ΜΕΛΗ

Άρθρο 7

1. Σε περίπτωση κατά την οποία μια οργάνωση παραγωγών θεωρείται ως αντιπροσωπευτική στον τομέα της παραγωγής και της εμπορίας σε έναν ή περισσότερους τόπους εκφορτώσεως ενός κράτους μέλους και υποβάλλει σχετική αίτηση στις αρμόδιες εθνικές αρχές, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να υποχρεώνει τα μη μέλη της οργάνωσης αυτής που εμπορεύονται στην αντιπροσωπευτική αυτή περιοχή ένα ή περισσότερα από τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 να τηρούν:

α) τους κανόνες παραγωγής και εμπορίας που αποφασίζονται από την οργάνωση για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

β) τους κανόνες που θεσπίζει η οργάνωση στον τομέα της απόσυρσης και μεταφοράς για τα νωπά και τα διατηρημένα με απλή ψύξη προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο δεύτερη περίπτωση στοιχεία α) και γ).

Ωστόσο, για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I, η επέκταση των κανόνων αυτών στα μη μέλη μπορεί να πραγματοποιείται μόνον εφόσον η τιμή που εφαρμόζεται από την οργάνωση παραγωγών είναι η τιμή απόσυρσης ή η κοινοτική τιμή πώλησης, υπό την επιφύλαξη του περιθωρίου ανοχής που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει ότι η επέκταση των κανόνων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες κατηγορίες πωλήσεων.

2. Οι κανόνες που καθίστανται υποχρεωτικοί δυνάμει της παραγράφου 1, εφαρμόζονται μέχρι την πρώτη πώληση των προϊόντων στην αγορά κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες για μια περιφερειακώς περιορισμένη περιοχή.

3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή τους κανόνες που αποφάσισαν να καταστήσουν υποχρεωτικούς δυνάμει της παραγράφου 1.

Εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω κοινοποίησης από την Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να ζητά από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αναστείλει, πλήρως ή εν μέρει, την εφαρμογή της απόφασής του, εάν εκτιμά ότι η εγκυρότητά της, σε σχέση προς τις περιπτώσεις ακυρότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 4, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βέβαιη. Στην περίπτωση αυτή και εντός δύο μηνών από την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή:

- επιβεβαιώνει ότι οι κοινοποιηθέντες κανόνες μπορούν να καταστούν υποχρεωτικοί,

ή

- με αιτιολογημένη απόφαση, κηρύσσει άκυρη την επέκταση των κανόνων που αποφάσισε το κράτος μέλος, με βάση μια από τις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) και β). Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση της Επιτροπής ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση αναστολής των κανόνων απεστάλη στο κράτος μέλος.

4. Η Επιτροπή κηρύσσει άκυρη την επέκταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

α) όταν διαπιστώνει ότι, με την εν λόγω επέκταση, θίγεται η ελευθερία των συναλλαγών και, συνεπώς, τίθενται σε κίνδυνο οι στόχοι του άρθρου 33 της συνθήκης·

β) όταν διαπιστώνει ότι, στον κανόνα για τον οποίο αποφασίστηκε η επέκταση, εφαρμόζεται το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης.

5. Μετά από ελέγχους που πραγματοποιούνται εκ των υστέρων, η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώνει οποτεδήποτε την ύπαρξη περιπτώσεων ακυρότητας που προβλέπονται στην παράγραφο 4 και να κηρύσσει άκυρη την επέκταση.

6. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως τα άλλα κράτη μέλη, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας που προβλέπεται στις παραγράφους 3, 4 και 5.

7. Τα κράτη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που απαιτούνται για να εξασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Γνωστοποιούν αμέσως τα μέτρα αυτά στην Επιτροπή.

8. Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 1, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει ότι τα μη μέλη οφείλουν στην οργάνωση το ισόποσο του συνόλου ή μέρους των εισφορών που καταβάλλονται από τους παραγωγούς μέλη, εφόσον οι εισφορές αυτές προορίζονται για την κάλυψη των διοικητικών εξόδων που προκύπτουν από την εφαρμογή του συστήματος που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

9. Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 1 τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, εφόσον απαιτείται μέσω των οργανώσεων παραγωγών, την απόσυρση των προϊόντων που δεν είναι σύμφωνα με τους κανόνες εμπορίας ή που δεν μπόρεσαν να πωληθούν σε τιμή τουλάχιστον ίση προς την τιμή απόσυρσης.

10. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 8

1. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 7 παράγραφος 1, το κράτος μέλος μπορεί να χορηγεί αποζημίωση στους παραγωγούς που δεν είναι μέλη μιας οργάνωσης και που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα, για τα προϊόντα:

- που δεν μπορούν να διατεθούν στο εμπόριο δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο α)

ή

- που έχουν αποσυρθεί από την αγορά δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Η αποζημίωση αυτή χορηγείται χωρίς διάκριση ως προς την ιθαγένεια και τον τόπο εγκατάστασης των δικαιούχων, και δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 60 % του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή στις αποσυρόμενες ποσότητες:

- της τιμής απόσυρσης που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 20 για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρη Α και Β,

ή

- της τιμής πώλησης που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 22 για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρος Γ.

2. Οι δαπάνες που προκύπτουν από τη χορήγηση της αποζημίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, βαρύνουν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ

Άρθρο 9

1. Κατά την έναρξη της αλιευτικής περιόδου, κάθε οργάνωση παραγωγών καταρτίζει και διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους επιχειρησιακό πρόγραμμα αλιευτικής περιόδου για τα είδη που απαριθμούνται στα παραρτήματα I, IV και V, το οποίο περιλαμβάνει:

α) τη στρατηγική εμπορίας που θα εφαρμοστεί από την οργάνωση για την προσαρμογή του όγκου και της ποιότητας της προσφοράς στις απαιτήσεις της αγοράς·

β) - ένα σχέδιο αλιευμάτων για τα είδη των παραρτημάτων I και IV, ιδίως δε για τα είδη που υπόκεινται σε ποσοστώσεις αλιευμάτων, εφόσον τα είδη αυτά αποτελούν σημαντικό μέρος των εκφορτώσεων των μελών της,

- σχέδιο παραγωγής για τα είδη του παραρτήματος V·

γ) ειδικά προληπτικά μέτρα προσαρμογής της προσφοράς για τα είδη των οποίων η εμπορία αντιμετωπίζει συνήθως δυσκολίες κατά τη διάρκεια της αλιευτικής περιόδου·

δ) τις κυρώσεις που επιβάλλονται στα μέλη που παραβαίνουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται για την εκτέλεσή του.

Το επιχειρησιακό πρόγραμμα μπορεί να αναθεωρείται λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά τη διάρκεια της αλιευτικής περιόδου, και η αναθεώρηση γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους.

Οι τυχόν νεοαναγνωριζόμενες οργανώσεις παραγωγών δεν υποχρεούνται να καταρτίζουν επιχειρησιακό πρόγραμμα κατά το πρώτο έτος που ακολουθεί την αναγνώρισή τους.

2. Το επιχειρησιακό πρόγραμμα και όλες οι αναθεωρήσεις του πρέπει να εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους.

3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β), τα κράτη μέλη διενεργούν τους κατάλληλους ελέγχους για να εξασφαλίζουν ότι κάθε οργάνωση παραγωγών τηρεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και επιβάλλουν τις ακόλουθες κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών:

α) η οργάνωση παραγωγών η οποία δεν καταρτίζει επιχειρησιακό πρόγραμμα για την αλιευτική περίοδο σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν λαμβάνει την οικονομική ενίσχυση που παρέχεται για ενέργειες παρέμβασης που διεξάγονται δυνάμει του τίτλου IV για τη συγκεκριμένη αλιευτική περίοδο·

β) όταν μια οργάνωση παραγωγών δεν έχει εφαρμόσει τα μέτρα που προβλέπονται στο επιχειρησιακό της πρόγραμμα, τότε, για τη συγκεκριμένη αλιευτική περίοδο:

- για την πρώτη περίπτωση μη εφαρμογής, χορηγείται μόνον το 75 % της οικονομικής ενίσχυσης που παρέχεται για ενέργειες παρέμβασης που διεξάγονται δυνάμει του τίτλου IV,

- για τη δεύτερη περίπτωση, χορηγείται μόνον το 50 % της προαναφερόμενης οικονομικής ενίσχυσης και

- για τις επόμενες περιπτώσεις, δεν χορηγείται η προαναφερόμενη οικονομική ενίσχυση.

Οι κυρώσεις που μνημονεύονται στα στοιχεία α) και β) δεν εφαρμόζονται πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002.

4. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά με τις περιπτώσεις εφαρμογής της παραγράφου 3 στοιχεία α) ή β).

5. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

1. Με την επιφύλαξη της ενίσχυσης που μπορεί να τους χορηγηθεί για την ενθάρρυνση της ίδρυσής τους και για την διευκόλυνση της λειτουργίας τους, δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, τα κράτη μέλη δύνανται να χορηγούν στις οργανώσεις παραγωγών, για περιορισμένο χρόνο, αποζημίωση για την αντιστάθμιση του κόστους που απορρέει από τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει του άρθρου 9.

Οι οργανώσεις παραγωγών που αναγνωρίστηκαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2001, είναι δυνατόν να λαμβάνουν αποζημίωση επί πέντε έτη από την ημερομηνία αυτή.

Οι οργανώσεις παραγωγών που αναγνωρίστηκαν αργότερα, είναι δυνατόν να λαμβάνουν αποζημίωση επί πέντε έτη μετά το έτος κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβαν την αναγνώριση.

2. Η αποζημίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) για τα είδη των παραρτημάτων I και IV, ποσό ανάλογο προς τον αριθμό των συμβεβλημένων σκαφών, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με φθίνουσα μέθοδο βάσει της μεθόδου του παραρτήματος VII μέρος Α, και κατ' αποκοπή ποσό 500 ευρώ ανά είδος που προβλέπεται από το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρώτη περίπτωση, για δέκα το πολύ είδη·

β) για τα είδη του παραρτήματος V, ποσό ανάλογο προς το βαθμό αντιπροσωπευτικότητας των οργανώσεων παραγωγών, το οποίο υπολογίζεται βάσει της μεθόδου του παραρτήματος VII μέρος Β. Ο βαθμός αντιπροσωπευτικότητας υπολογίζεται με βάση το ποσοστό της παραγωγής που διατίθεται μέσω των οργανώσεων παραγωγών σε περιοχή παραγωγής η οποία θεωρείται επαρκώς ευρεία από το οικείο κράτος μέλος, βάσει κριτηρίων που θεσπίζει το εν λόγω κράτος μέλος για το σκοπό της αναγνώρισης.

3. Τα κράτη μέλη καταβάλλουν το ποσό της αποζημίωσης στις οργανώσεις παραγωγών εντός τεσσάρων μηνών από τη λήξη του έτους για το οποίο χορηγείται η εν λόγω αποζημίωση, εφόσον οι αρμόδιες αρχές τους επαληθεύσουν την τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν οι οργανώσεις παραγωγών δυνάμει του άρθρου 9.

4. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 11

Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν πρόσθετες ενισχύσεις σε οργανώσεις παραγωγών οι οποίες, στα πλαίσια επιχειρησιακών προγραμμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, αναπτύσσουν μέτρα για τη βελτίωση της οργάνωσης και της λειτουργίας της εμπορίας αλιευμάτων καθώς και μέτρα για την καλύτερη εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2792/1999, και ιδίως τα άρθρα 14 και 15.

Άρθρο 12

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν ειδική αναγνώριση στις οργανώσεις παραγωγών οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και οι οποίες εμπορεύονται τα προϊόντα για τα οποία έχουν καθοριστεί κοινές προδιαγραφές εμπορίας με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2406/96(13) ή προϊόντα υδατοκαλλιέργειας εάν έχουν υποβάλει σχέδιο βελτίωσης της ποιότητας των προϊόντων, το οποίο έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

2. Ο κύριος στόχος του σχεδίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι να περιλάβει όλα τα στάδια παραγωγής και εμπορίας. Το σχέδιο πρέπει να προβλέπει ιδίως:

- την ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων επί πλοίων ή κατά την εκτροφή τους,

- τη βέλτιστη διατήρηση της ποιότητας, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την αλίευση, την εκφόρτωση, την αφαίρεση, το χειρισμό, τη μεταφορά και την εμπορία των προϊόντων,

- την εφαρμογή κατάλληλων μεθόδων και τεχνογνωσίας για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων,

- την περιγραφή των προβλεπόμενων ενεργειών, στις οποίες περιλαμβάνονται οι μελέτες, η εκπαίδευση και οι επενδύσεις.

3. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα σχέδια που τους υποβάλλουν οι οργανώσεις παραγωγών. Τα σχέδια μπορούν να εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μόνο μετά τη διαβίβασή τους στην Επιτροπή και μετά την πάροδο περιόδου 60 ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή μπορεί να ζητά τροποποιήσεις ή να απορρίπτει τα σχέδια.

4. Η ειδική αναγνώριση που χορηγείται σε οργανώσεις παραγωγών δυνάμει του παρόντος άρθρου αποτελεί προϋπόθεση για την επιλεξιμότητα για την οικονομική βοήθεια που παρέχεται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2792/1999.

5. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΔΙΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΟΡΟΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΣΕ ΔΙΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

Άρθρο 13

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν ως διεπαγγελματικές οργανώσεις, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, όλα τα νομικά πρόσωπα τα οποία είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους και τα οποία υποβάλλουν σχετική αίτηση και συγκεντρώνουν αντιπροσώπους των δραστηριοτήτων παραγωγής, εμπορίας ή/και μεταποίησης των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1, υπό τον όρο ότι:

α) έχουν συσταθεί κατόπιν πρωτοβουλίας του συνόλου ή μέρους των οργανώσεων ή ενώσεων από τις οποίες αποτελούνται·

β) αντιπροσωπεύουν σημαντική μερίδα της παραγωγής ή/και της εμπορίας ή/και της μεταποίησης αλιευτικών προϊόντων και μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα αλιευτικά προϊόντα στην ή τις οικείες περιφέρειες και, στην περίπτωση που αφορούν περισσότερες περιφέρειες, αποδεικνύουν μια ελάχιστη αντιπροσωπευτικότητα για καθέναν από τους κλάδους που συγκεντρώνουν σε καθεμία από τις καλυπτόμενες περιφέρειες·

γ) δεν ασκούν τα ίδια δραστηριότητες παραγωγής, μεταποίησης ή εμπορίας αλιευτικών προϊόντων ή μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα αλιευτικά προϊόντα·

δ) ασκούν, σε δύο ή περισσότερες περιφέρειες της Κοινότητας και υπό όρους που συμβιβάζονται με την κοινοτική νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά τον ανταγωνισμό, λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων των καταναλωτών, δύο ή περισσότερες από τις εξής δραστηριότητες, και εφόσον δεν επηρεάζουν την ομαλή λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς:

- βελτίωση της γνώσης και της διαφάνειας της παραγωγής και της αγοράς,

- συμβολή στο βελτιωμένο συντονισμό της διάθεσης των αλιευτικών προϊόντων στην αγορά, ιδίως με έρευνες ή και μελέτες αγοράς,

- μελέτη και ανάπτυξη τεχνικών βελτιστοποίησης της λειτουργίας της αγοράς, στις οποίες περιλαμβάνονται και τεχνικές στον τομέα των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών,

- κατάρτιση υποδειγμάτων συμβάσεων σύμφωνων με τους κοινοτικούς κανόνες,

- διάδοση πληροφοριών και πραγματοποίηση ερευνών που είναι αναγκαίες για τον προσανατολισμό της παραγωγής προς προϊόντα που είναι περισσότερο προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις της αγοράς και στις προτιμήσεις και προσδοκίες των καταναλωτών, ιδίως στο επίπεδο της ποιότητας των προϊόντων καθώς και των μεθόδων εκμετάλλευσης που συμβάλλουν στη βιωσιμότητα των πόρων,

- εφαρμογή μεθόδων και μέσων και διοργάνωσης εκπαιδευτικών ενεργειών για τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων,

- αξιοποίηση των δυνατοτήτων και προστασία των ονομασιών προέλευσης, των σημάτων ποιότητας και των γεωγραφικών ενδείξεων,

- καθορισμός, όσον αφορά την αλιεία και την εμπορία των αλιευτικών προϊόντων, κανόνων που είναι αυστηρότεροι από τους κοινοτικούς ή τους εθνικούς κανόνες,

- πληρέστερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων των αλιευτικών προϊόντων,

- προαγωγή των αλιευτικών προϊόντων.

2. Πριν από την αναγνώριση, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διεπαγγελματικές οργανώσεις που έχουν υποβάλει αίτηση αναγνώρισης μαζί με όλες τις χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητά τους και τις δραστηριότητες που ασκούν καθώς και όλα τα άλλα αναγκαία στοιχεία αξιολόγησης.

Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή μπορεί να αντιταχθεί στην αναγνώριση.

3. Τα κράτη μέλη:

α) αποφασίζουν τη χορήγηση της αναγνώρισης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα σχετικά δικαιολογητικά για την υποστήριξή της·

β) ελέγχουν τακτικά την τήρηση, εκ μέρους των διεπαγγελματικών οργανώσεων, των όρων και προϋποθέσεων για την αναγνώρισή τους·

γ) ανακαλούν την αναγνώριση εάν:

i) δεν πληρούνται πλέον οι όροι και προϋποθέσεις αναγνώρισης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό,

ii) η διεπαγγελματική οργάνωση παραβαίνει κάποια από τις απαγορεύσεις του άρθρου 14 ή παρεμποδίζει την ομαλή λειτουργία της κοινής οργάνωσης αγοράς, ανεξάρτητα από τις κυρώσεις που επιβάλλονται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας·

δ) κοινοποιούν, εντός δύο μηνών, στην Επιτροπή κάθε απόφαση έγκρισης, απόρριψης ή ανάκλησης αναγνώρισης.

4. Η Επιτροπή εξασφαλίζει την τήρηση της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 στοιχείο β) με ελέγχους και, βάσει των ελέγχων αυτών, μπορεί να ζητά, ενδεχομένως, από τα κράτη μέλη να ανακαλέσουν τις αναγνωρίσεις.

5. Η αναγνώριση ισοδυναμεί με άδεια εφαρμογής των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), υπό τους όρους του παρόντος κανονισμού.

6. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σειρά C, κατάλογο των αναγνωρισμένων διεπαγγελματικών οργανώσεων αναφέροντας τον οικονομικό κλάδο ή τον κλάδο των δραστηριοτήτων τους και τις δραστηριότητες που ασκούν για τους σκοπούς του άρθρου 15. Οι ανακλήσεις αναγνώρισης δημοσιεύονται επίσης.

7. Οι λεπτομέρειες της εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως οι όροι και η συχνότητα με την οποία τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες των διεπαγγελματικών οργανώσεων, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΟΡΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ, ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΔΙΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ

Άρθρο 14

Παρά το άρθρο 1 του κανονισμού αριθ. 26, το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές των αναγνωρισμένων διεπαγγελματικών οργανώσεων, οι οποίες αποβλέπουν στην εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού και οι οποίες, με την επιφύλαξη των μέτρων που λαμβάνονται από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής ειδικών διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας:

α) δεν προβλέπουν την υποχρέωση εφαρμογής καθορισμένης τιμής·

β) δεν προκαλούν καμία μορφή στεγανών στις αγορές στο εσωτερικό της Κοινότητας·

γ) δεν εφαρμόζουν διαφορετικούς όρους σε παρόμοιες συναλλαγές με άλλους εμπορικούς εταίρους, θέτοντάς τους κατ' αυτόν τον τρόπο με μειονεκτική ανταγωνιστική θέση·

δ) δεν παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό για ένα σημαντικό μέρος των συγκεκριμένων προϊόντων·

ε) δεν δημιουργούν άλλο περιορισμό του ανταγωνισμού που δεν είναι απαραίτητος για την επίτευξη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής που επιδιώκονται από την διεπαγγελματική δράση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ, ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Η ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΕΛΗ

Άρθρο 15

1. Όταν μια διεπαγγελματική οργάνωση που λειτουργεί σε μία ή περισσότερες καθορισμένες περιφέρειες ενός κράτους μέλους, θεωρείται, για ένα συγκεκριμένο προϊόν, ως αντιπροσωπευτική της παραγωγής ή/και της εμπορίας ή/και της μεταποίησης του προϊόντος αυτού, το οικείο κράτος μέλος μπορεί, μετά από αίτηση της οργάνωσης αυτής, να καθιστά υποχρεωτικές, για μια περιορισμένη χρονική περίοδο και για τις μεμονωμένες ή μη επιχειρήσεις που λειτουργούν στην οικεία περιφέρεια ή περιφέρειες χωρίς να αποτελούν μέλη της οργάνωσης αυτής, ορισμένες αποφάσεις, συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που συμφωνούνται στο πλαίσιο της οργάνωσης αυτής.

2. Μια διεπαγγελματική οργάνωση θεωρείται ως αντιπροσωπευτική κατά την έννοια της παραγράφου 1 όταν συγκεντρώνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα της παραγωγής ή/και της εμπορίας ή/και της μεταποίησης του ή των συγκεκριμένων προϊόντων στην ή τις οικείες περιφέρειες ενός κράτους μέλους. Όταν η αίτηση επέκτασης των κανόνων της καλύπτει περισσότερες της μιας περιφέρειες, η διεπαγγελματική οργάνωση πρέπει να αποδεικνύει την αντιπροσωπευτικότητά της για καθέναν από τους καλυπτόμενους κλάδους, σε καθεμία από τις οικείες περιφέρειες.

3. Οι κανόνες των οποίων μπορεί να ζητείται επέκταση σε άλλες επιχειρήσεις:

α) πρέπει να αφορούν έναν από τους ακόλουθους στόχους:

- γνώση της παραγωγής και της αγοράς,

- κανόνες παραγωγής αυστηρότεροι από τους κοινοτικούς ή εθνικούς κανόνες,

- κατάρτιση υποδειγμάτων συμβάσεων σύμφωνων προς τους κοινοτικούς κανόνες,

- κανόνες εμπορίας·

β) πρέπει να εφαρμόζονται ήδη από ενός έτους τουλάχιστον·

γ) μπορούν να καταστούν υποχρεωτικοί μόνο για περίοδο τριών ετών το πολύ·

δ) δεν πρέπει να θίγουν τις άλλες επιχειρήσεις του κράτους μέλους οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε άλλες περιφέρειες του κράτους μέλους ή σε άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 16

1. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή τους κανόνες που σκοπεύουν να καταστήσουν υποχρεωτικούς για το σύνολο των επιχειρήσεων μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων περιφερειών σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1. Η Επιτροπή αποφασίζει ότι το κράτος μέλος δεν επιτρέπεται να επεκτείνει τους κανόνες εάν:

α) διαπιστώνει ότι, με την επέκταση αυτή, θα τεθεί σε κίνδυνο η ελευθερία των συναλλαγών ή οι στόχοι του άρθρου 33 της συνθήκης, ή

β) διαπιστώνει ότι η συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική, για τις οποίες έχει αποφασισθεί επέκταση ισχύος σε άλλους παραγωγούς, συγκρούονται με τις διατάξεις του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, ή

γ) διαπιστώνει ότι δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του άρθρου 15 του παρόντος κανονισμού.

Οι κανόνες επιτρέπεται να καθίστανται υποχρεωτικοί μόνον μετά την παρέλευση δύο μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης από την Επιτροπή ή μέχρις ότου η Επιτροπή δηλώσει κατά την περίοδο αυτήν ότι δεν αντιτίθεται στους κανόνες αυτούς.

2. Εάν, μετά από εκ των υστέρων ελέγχους, η Επιτροπή δεν είναι βέβαιη ως προς την νομιμότητα της επέκτασης σε σχέση με τις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ), ζητά από το συγκεκριμένο κράτος μέλος να αναστείλει την εφαρμογή της απόφασης εν όλω ή εν μέρει. Στην περίπτωση αυτή, και εντός δύο μηνών από την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή:

- επιτρέπει την άρση της αναστολής,

ή

- με αιτιολογημένη απόφαση, δηλώνει ότι η επέκταση των κανόνων που αποφασίστηκε από το κράτος μέλος είναι άκυρη βάσει μιας των προαναφερόμενων περιστάσεων. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση της Επιτροπής ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία απεστάλη στο κράτος μέλος η αίτηση αναστολής των κανόνων.

3. Σε κάθε στάδιο, η Επιτροπή ενημερώνει την επιτροπή του άρθρου 38 παράγραφος 1 για τις τυχόν αποφάσεις που αφορούν την επέκταση διεπαγγελματικών συμφωνιών δυνάμει της παραγράφου 1 και για τις τυχόν αναστολές ή ακυρώσεις υφιστάμενων κανόνων δυνάμει της παραγράφου 2.

4. Στην περίπτωση επέκτασης των κανόνων για ένα ή περισσότερα προϊόντα και όταν μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 στοιχείο α) ασκούνται από μια αναγνωρισμένη διεπαγγελματική οργάνωση και παρουσιάζουν γενικό οικονομικό ενδιαφέρον για τις επιχειρήσεις των οποίων οι δραστηριότητες είναι συναφείς προς το εν λόγω προϊόν ή προϊόντα, το κράτος μέλος το οποίο χορήγησε την αναγνώριση μπορεί να αποφασίζει ότι οι μεμονωμένες επιχειρήσεις ή οι ενώσεις που δεν είναι μέλη της διεπαγγελματικής οργάνωσης αλλά επωφελούνται των εν λόγω δραστηριοτήτων, πρέπει να καταβάλλουν στην οργάνωση το ισόποσο του συνόλου ή μέρους των εισφορών που καταβάλλονται από τα μέλη, εφόσον οι εισφορές αυτές προορίζονται να καλύψουν τις δαπάνες που απορρέουν άμεσα από την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΤΙΜΕΣ

Άρθρο 17

Γενικές διατάξεις

1. Για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, οι οργανώσεις παραγωγών μπορούν να καθορίζουν τιμή απόσυρσης κάτω της οποίας δεν πωλούν τα προϊόντα που προσκομίζουν τα μέλη τους.

Στην περίπτωση αυτή, για τις ποσότητες που αποσύρονται από την αγορά, οι οργανώσεις παραγωγών:

- χορηγούν αποζημίωση στα μέλη τους για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρη Α και Β και στο παράρτημα IV, τα οποία ανταποκρίνονται στους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2,

- μπορούν να χορηγούν αποζημίωση στα μέλη τους για τα λοιπά προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Για κάθε προϊόν που αναφέρεται στο άρθρο 1, είναι δυνατόν να καθορίζεται ανώτατο επίπεδο της τιμής απόσυρσης, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

2. Ο προορισμός των αποσυρόμενων προϊόντων καθορίζεται από την οργάνωση παραγωγών κατά τρόπο που να μην επηρεάζει την ομαλή διάθεση των συγκεκριμένων προϊόντων στην αγορά.

3. Για τη χρηματοδότηση των μέτρων αυτών απόσυρσης, οι οργανώσεις παραγωγών συνιστούν ταμείο παρέμβασης, το οποίο τροφοδοτείται με συνεισφορές που υπολογίζονται βάσει των ποσοτήτων που διατέθηκαν προς πώληση ή εφαρμόζουν μέθοδο εξισώσεως.

4. Οι οργανώσεις παραγωγών παρέχουν τα ακόλουθα πληροφοριακά στοιχεία στις εθνικές αρχές, οι οποίες τα διαβιβάζουν, με τη σειρά τους, στην Επιτροπή:

- τον κατάλογο των προϊόντων για τα οποία προτίθενται να εφαρμόσουν το σύστημα που περιγράφεται στην παράγραφο 1,

- την περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται οι τιμές απόσυρσης,

- τα επίπεδα των προβλεπόμενων και εφαρμοζόμενων τιμών απόσυρσης.

5. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 18

Τιμή προσανατολισμού

1. Πριν από την έναρξη της αλιευτικής περιόδου και για καθένα από τα προϊόντα του παραρτήματος I καθώς και για καθένα από τα προϊόντα και τις ομάδες προϊόντων του παραρτήματος II, καθορίζεται τιμή προσανατολισμού.

Οι τιμές αυτές ισχύουν για ολόκληρη την Κοινότητα και καθορίζονται για κάθε αλιευτική περίοδο ή για καθεμία από τις περιόδους στις οποίες υποδιαιρείται η αλιευτική αυτή περίοδος.

2. Η τιμή προσανατολισμού καθορίζεται:

- με βάση τον μέσο όρο των τιμών που διαπιστώνονται για σημαντικό τμήμα της κοινοτικής παραγωγής στις αγορές χονδρικής πώλησης ή στα λιμάνια κατά τις τρεις τελευταίες αλιευτικές περιόδους πριν από την αλιευτική περίοδο για την οποία καθορίζεται η τιμή αυτή,

- λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις της παραγωγής και της ζήτησης.

Κατά τον καθορισμό της τιμής αυτής, λαμβάνεται επίσης υπόψη η ανάγκη:

- να σταθεροποιηθούν οι τιμές στις αγορές και να αποφευχθεί η δημιουργία πλεονασμάτων στην Κοινότητα,

- να βοηθηθεί η στήριξη του εισοδήματος των παραγωγών,

- να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των καταναλωτών.

3. Το Συμβούλιο καθορίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής, τις τιμές προσανατολισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 19

Κοινοποίηση των τιμών

1. Καθ' όλη τη διάρκεια εφαρμογής της τιμής προσανατολισμού, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις τιμές που διαπιστώνονται στις αγορές τους χονδρικής πώλησης ή στα λιμάνια τους, για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1.

2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 20

Κοινοτική τιμή απόσυρσης

1. Καθορίζεται κοινοτική τιμή απόσυρσης σε συνάρτηση με τη νωπότητα, το μέγεθος ή το βάρος και την παρουσίαση του προϊόντος, για καθένα από τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρη Α και Β, με την εφαρμογή συντελεστή μετατροπής στην τιμή προσανατολισμού που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 18. Η κοινοτική τιμή απόσυρσης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 90 % της τιμής προσανατολισμού.

2. Για να εξασφαλισθεί στους παραγωγούς των τόπων εκφόρτωσης, που είναι πολύ απομακρυσμένοι από τα κυριότερα κέντρα κατανάλωσης της Κοινότητας, η πρόσβαση στις αγορές με ικανοποιητικούς όρους, οι τιμές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορούν να συνοδεύονται, για τις ζώνες αυτές, από συντελεστές προσαρμογής.

3. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως ο καθορισμός του ποσοστού της τιμής προσανατολισμού που χρησιμεύει ως στοιχείο για τον υπολογισμό της κοινοτικής τιμής απόσυρσης, ο καθορισμός των τόπων εκφόρτωσης που προβλέπονται στην παράγραφο 2, καθώς και οι τιμές, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Άρθρο 21

Οικονομική αποζημίωση για τις αποσύρσεις

1. Τα κράτη μέλη χορηγούν οικονομική αποζημίωση στις οργανώσεις παραγωγών οι οποίες πραγματοποιούν, δυνάμει του άρθρου 17, αποσύρσεις για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρη Α και Β, υπό τον όρο ότι:

α) η τιμή απόσυρσης που εφαρμόζεται από τις οργανώσεις αυτές είναι η κοινοτική τιμή απόσυρσης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 20· ωστόσο, είναι αποδεκτό περιθώριο ανοχής 10 % προς τα άνω ή προς τα κάτω από την τιμή αυτή, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι εποχιακές διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς·

β) τα αποσυρόμενα προϊόντα είναι σύμφωνα προς τους κανόνες εμπορίας που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 και είναι επαρκούς ποιότητας που καθορίζεται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3·

γ) η τιμή απόσυρσης που αναφέρεται στο στοιχείο α) εφαρμόζεται καθ' όλη την αλιευτική περίοδο για καθεμία από τις κατηγορίες των σχετικών προϊόντων· ωστόσο, μια οργάνωση παραγωγών που προβαίνει, στα πλαίσια των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, σε απαγόρευση αλίευσης ή πώλησης ορισμένων κατηγοριών προϊόντων, δεν υποχρεούται να εφαρμόζει την κοινοτική τιμή απόσυρσης για τις εν λόγω κατηγορίες προϊόντων.

2. Η οικονομική αποζημίωση χορηγείται μόνον εφόσον τα προϊόντα που αποσύρονται από την αγορά διατίθενται για σκοπούς διαφορετικούς από την ανθρώπινη κατανάλωση, ή υπό τέτοιους όρους ώστε να μην παρεμποδίζουν την ομαλή διάθεση άλλων προϊόντων στην αγορά.

3. Για τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α) το ποσό της οικονομική αποζημίωσης είναι ίσο:

i) προς το 85 % της τιμής απόσυρσης που εφαρμόζεται από την οικεία οργάνωση παραγωγών για τις αποσυρόμενες ποσότητες που δεν υπερβαίνουν το 4 % των ετήσιων ποσοτήτων του συγκεκριμένου προϊόντος που διατίθενται προς πώληση ετησίως,

ii) από την αλιευτική περίοδο 2003, προς το 55 % της τιμής απόσυρσης που εφαρμόζεται από την οικεία οργάνωση παραγωγών για τις αποσυρόμενες ποσότητες που υπερβαίνουν το 4 % αλλά όχι το 10 % για τα πελαγικά είδη και το 8 % για τα άλλα είδη των ετήσιων ποσοτήτων του οικείου προϊόντος που διατίθενται προς πώληση ετησίως· για τις αλιευτικές περιόδους 2001 και 2002, είναι ίσο προς το 75 και το 65 %, αντίστοιχα·

β) δεν χορηγείται οικονομική αποζημίωση για τις αποσυρόμενες ποσότητες που υπερβαίνουν το 10 % για τα πελαγικά είδη και το 8 % για τα άλλα είδη των ετήσιων ποσοτήτων που διατίθενται προς πώληση από κάθε οργάνωση παραγωγών.

4. Για τον υπολογισμό του ποσού της οικονομικής αποζημίωσης που χορηγείται σε μια οργάνωση παραγωγών, λαμβάνεται υπόψη η παραγωγή όλων των μελών της, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν ποσοτήτων που αποσύρονται από την αγορά από μια άλλη οργάνωση κατ' εφαρμογή του άρθρου 7.

5. Το ποσό της οικονομικής αποζημίωσης μειώνεται κατά την κατ' αποκοπή καθοριζομένη αξία του προϊόντος που προορίζεται για σκοπούς διαφορετικούς από την ανθρώπινη κατανάλωση, ή κατά τα τυχόν καθαρά έσοδα που πραγματοποιούνται κατά τη διάθεση των προϊόντων για ανθρώπινη κατανάλωση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η εν λόγω αξία καθορίζεται κατά την έναρξη της αλιευτικής περιόδου. Ωστόσο, το ύψος της αναπροσαρμόζεται αν διαπιστωθούν στην αγορά της Κοινότητας σημαντικές και μακροχρόνιες διακυμάνσεις των τιμών.

6. Όταν μια οργάνωση παραγωγών πραγματοποιεί αποσύρσεις προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, χορηγεί στα μέλη της, για τις αποσυρόμενες ποσότητες, αποζημίωση ίση τουλάχιστον προς το άθροισμα της οικονομικής αποζημίωσης που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α) συν ένα ποσό ίσο προς το 10 % της τιμής απόσυρσης, που εφαρμόζεται από την εν λόγω οργάνωση.

Ωστόσο, μια οργάνωση παραγωγών μπορεί, στο πλαίσιο ενός εσωτερικού συστήματος κυρώσεων, να χορηγεί στα μέλη της αποζημίωση κατώτερη από εκείνη που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, εφόσον η διαφορά διατίθεται σε αποθεματικό ταμείο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για μεταγενέστερες παρεμβάσεις.

7. Σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της αγοράς, η Επιτροπή, σύμφωνα με την καθοριζόμενη στο άρθρο 38 παράγραφος 2 διαδικασία, δύναται να λαμβάνει μέτρα προκειμένου να αναπροσαρμόζει τις διατάξεις της παραγράφου 3. Τα λαμβανόμενα μέτρα ισχύουν για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

8. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 22

Κοινοτική τιμή πώλησης

Για καθένα από τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρος Γ, καθορίζεται κοινοτική τιμή πώλησης, υπό τους αυτούς όρους με εκείνους που προβλέπονται στο άρθρο 20 για τον καθορισμό της τιμής απόσυρσης.

Άρθρο 23

Ενίσχυση στη μεταφορά

1. Δικαιούνται ενίσχυσης στην μεταφορά:

i) τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρη Α και Β, τα οποία αποσύρονται από την αγορά στην τιμή απόσυρσης που αναφέρεται στο άρθρο 20,

ii) τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρος Γ, τα οποία διατέθηκαν προς πώληση, αλλά για τα οποία είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι δεν βρέθηκε αγοραστής στην κοινοτική τιμή πώλησης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 22.

Γίνεται αποδεκτό, ωστόσο, περιθώριο ανοχής 10 % προς τα άνω και 10 % προς τα κάτω από τις τιμές αυτές, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ιδίως οι εποχιακές διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς.

2. Οι ποσότητες που θεωρείται ότι δικαιούνται ενίσχυσης στη μεταφορά είναι εκείνες που:

α) τις προμήθευσε ένας παραγωγός μέλος·

β) ανταποκρίνονται σε ορισμένες απαιτήσεις όσον αφορά την ποιότητα, το μέγεθος και την παρουσίαση·

γ) υπέστησαν μεταποίηση είτε με σκοπό τη σταθεροποίησή τους, και αποθεματοποιήθηκαν, είτε κονσερβοποιήθηκαν υπό ορισμένους όρους και κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που θα καθοριστεί.

3. Για καθένα από τα συγκεκριμένα προϊόντα, η ενίσχυση μπορεί να χορηγείται μέχρι ποσότητας ισοδύναμης προς το 18 % των ποσοτήτων που διατίθενται ετησίως προς πώληση, μείον το ποσοστό των προαναφερόμενων ποσοτήτων για τις οποίες χορηγήθηκε οικονομική αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 21.

Το ποσό αυτής της ενίσχυσης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών και οικονομικών εξόδων που απαιτούνται για τις εργασίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τη σταθεροποίηση και την αποθεματοποίηση.

4. Οι μέθοδοι μεταποίησης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι οι ακόλουθες:

α) - κατάψυξη,

- πάστωμα,

- ξήρανση,

- μαρινάρισμα και, ανάλογα με την περίπτωση,

- ψήσιμο και παστερίωση·

β) κοπή σε φιλέτα ή σε τεμάχια και, ενδεχομένως, αφαίρεση της κεφαλής, εφόσον οι εργασίες αυτές συνδυάζονται με μια από τις μεθόδους του στοιχείου α).

5. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 24

Αυτόνομες αποσύρσεις και μεταφορές των οργανώσεων παραγωγών

1. Για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, τα κράτη μέλη χορηγούν κατ' αποκοπή ενίσχυση στις οργανώσεις παραγωγών που πραγματοποιούν, στα πλαίσια του άρθρου 17, παρεμβάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) οι εν λόγω οργανώσεις παραγωγών καθορίζουν, πριν από την έναρξη της αλιευτικής περιόδου, μια τιμή απόσυρσης, που στο εξής καλείται "αυτόνομη τιμή απόσυρσης"· η τιμή αυτή εφαρμόζεται από τις οργανώσεις παραγωγών καθ' όλη τη διάρκεια της αλιευτικής περιόδου· επιτρέπεται περιθώριο ανοχής 10 % προς τα άνω και 10 % προς τα κάτω· ωστόσο, η τιμή αυτή δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 80 % της σταθμισμένης μέσης τιμής που διαπιστώνεται για τις συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων στη ζώνη δραστηριότητας των οικείων οργανώσεων παραγωγών κατά τη διάρκεια των τριών προηγούμενων αλιευτικών περιόδων·

β) τα αποσυρόμενα προϊόντα είναι σύμφωνα προς τους κανόνες εμπορίας, που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 2, και είναι επαρκούς ποιότητας που καθορίζεται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3·

γ) η αποζημίωση που χορηγείται στους παραγωγούς μέλη των οργανώσεων για τις αποσυρόμενες ποσότητες προϊόντων ισούται προς την αυτόνομη τιμή απόσυρσης που εφαρμόζεται από τις οργανώσεις παραγωγών.

2. Η κατ' αποκοπή ενίσχυση χορηγείται για τις αποσυρόμενες ποσότητες οι οποίες διατέθηκαν προς πώληση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, και οι οποίες διατίθενται κατά τρόπον ώστε να μην παρεμποδίζεται η ομαλή διάθεση της παραγωγής.

3. Το ποσό της κατ' αποκοπή ενίσχυσης ισούται προς το 75 % της αυτόνομης τιμής απόσυρσης που εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια της τρέχουσας αλιευτικής περιόδου· το ποσό αυτό μειώνεται κατά την καθορισμένη κατ' αποκοπή αξία του προϊόντος που διατέθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4. Η κατ' αποκοπή ενίσχυση χορηγείται επίσης για τις ποσότητες που αποσύρονται από την αγορά και οι οποίες είτε μεταποιούνται με σκοπό τη σταθεροποίησή τους και αποθεματοποιούνται, είτε διατηρούνται υπό όρους και κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που θα καθοριστεί. Στις περιπτώσεις αυτές, το ποσό της κατ' αποκοπή ενίσχυσης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών και οικονομικών εξόδων που απαιτούνται για τις εργασίες που είναι απαραίτητες για τη σταθεροποίηση και την αποθεματοποίηση.

5. Οι ποσότητες που είναι επιλέξιμες για κατ' αποκοπή ενίσχυση σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 5 % των ετήσιων ποσοτήτων των συγκεκριμένων προϊόντων που διατίθενται προς πώληση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1.

Το άθροισμα των ποσοτήτων που είναι επιλέξιμες για κατ' αποκοπή ενίσχυση δυνάμει των παραγράφων 2 και 4, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 10 % των ετησίων ποσοτήτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

6. Τα οικεία κράτη μέλη θεσπίζουν καθεστώς επιθεωρήσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα προϊόντα, για τα οποία ζητείται κατ' αποκοπή ενίσχυση, δικαιούνται όντως της ενίσχυσης αυτής.

Για τους σκοπούς των επιθεωρήσεων αυτών, οι δικαιούχοι της κατ' αποκοπή ενίσχυσης τηρούν λογιστική αποθήκης σύμφωνα με κριτήρια που θα προσδιοριστούν. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή, κατά διαστήματα που θα καθοριστούν, πίνακα που αναφέρει, ανά προϊόν και ανά κατηγορία προϊόντων, τις μέσες τιμές που διαπιστώνονται στις αγορές χονδρικής πώλησης ή στα λιμάνια.

7. Ανάλογα με την προσέγγιση των τιμών των ειδών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση της Επιτροπής, αν τα είδη αυτά πρέπει να περιληφθούν στον κατάλογο των προϊόντων που περιέχεται στο παράρτημα I μέρος Α.

8. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 25

Ενίσχυση για την ιδιωτική αποθεματοποίηση

1. Πριν την έναρξη της αλιευτικής περιόδου και για καθένα από τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα II, καθορίζεται κοινοτική τιμή πώλησης, σε επίπεδο ίσο τουλάχιστον προς το 70 % και έως το 90 % της τιμής προσανατολισμού που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1.

2. Ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση μπορεί να χορηγείται στις οργανώσεις παραγωγών, οι οποίες, καθ' όλη τη συγκεκριμένη περίοδο:

α) εφαρμόζουν το άρθρο 5 παράγραφος 1 για την παραγωγή και την εμπορία των συγκεκριμένων προϊόντων·

β) εφαρμόζουν την τιμή πώλησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αποδεχόμενες, ωστόσο, περιθώριο 10 % προς τα άνω και 10 % προς τα κάτω, προκειμένου να ληφθούν ιδίως υπόψη οι εποχιακές διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς.

3. Η ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση χορηγείται για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα II, τα οποία διατέθηκαν προς πώληση, αλλά για τα οποία διαπιστώθηκε ότι δεν βρέθηκε αγοραστής στην κοινοτική τιμή πώλησης που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4. Για τη χορήγηση της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι περιορισμοί:

α) τα προϊόντα πρέπει να έχουν αλιευθεί, καταψυχθεί στο σκάφος και εκφορτωθεί στην Κοινότητα από παραγωγό που είναι μέλος μιας οργάνωσης παραγωγών·

β) τα προϊόντα πρέπει να αποθεματοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ελάχιστης χρονικής περιόδου και να διατίθενται κατόπιν στην κοινοτική αγορά,

μέχρι 15 % κατ' ανώτατο όριο των ετήσιων ποσοτήτων των συγκεκριμένων προϊόντων που διατίθενται προς πώληση από την οργάνωση παραγωγών.

5. Το ποσό της ενίσχυσης στην ιδιωτική αποθεματοποίηση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσό των τεχνικών εξόδων και των τόκων για ανώτατη περίοδο τριών μηνών. Το ποσό αυτό ορίζεται ανά μήνα και μειώνεται προοδευτικά.

6. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού της τιμής πώλησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΤΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΟΡΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ

Άρθρο 26

Κοινοτική τιμή παραγωγής

1. Πριν από την έναρξη της αλιευτικής περιόδου και για καθένα από τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα III, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, καθορίζει κοινοτική τιμή παραγωγής. Η τιμή αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη περίπτωση.

Κατά τον καθορισμό της τιμής, λαμβάνεται επίσης υπόψη η ανάγκη:

- να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες εφοδιασμού της κοινοτικής μεταποιητικής βιομηχανίας,

- να βοηθηθεί η στήριξη του εισοδήματος των παραγωγών,

- να αποφευχθεί η δημιουργία πλεονασμάτων στην Κοινότητα.

Οι τιμές αυτές ισχύουν σε ολόκληρη την Κοινότητα και καθορίζονται για κάθε αλιευτική περίοδο.

2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις μέσες τιμές οι οποίες διαπιστώνονται στις αγορές τους χονδρικής πώλησης ή στα λιμάνια τους, για τα προϊόντα κοινοτικής καταγωγής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τα οποία καθορίζονται με τα εμπορικά χαρακτηριστικά τους.

3. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως δε ο καθορισμός των συντελεστών μετατροπής που εφαρμόζονται στα διάφορα είδη, μεγέθη και μορφές παρουσίασης του τόνου, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Ενισχύσεις στις οργανώσεις παραγωγών

1. Μπορεί να χορηγείται αποζημίωση στις οργανώσεις παραγωγών για τις ποσότητες προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα III, οι οποίες αλιεύονται από τα μέλη τους, και στη συνέχεια πωλούνται και παραδίδονται σε μεταποιητικές βιομηχανίες που είναι εγκατεστημένες στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας και οι οποίες προορίζονται για βιομηχανική παρασκευή των προϊόντων που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 1604. Η αποζημίωση αυτή χορηγείται εφόσον διαπιστώνεται, κατά τη διάρκεια ενός τριμήνου, ότι ταυτόχρονα:

- η μέση τιμή πώλησης που διαπιστώθηκε στην κοινοτική αγορά

και

- η τιμή εισαγωγής που αναφέρεται στο άρθρο 29 παράγραφος 3 στοιχείο δ),

ευρίσκονται σε επίπεδο κατώτερο από ένα όριο ενεργοποίησης ίσο προς το 87 % της κοινοτικής τιμής παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος.

Πριν από την έναρξη κάθε αλιευτικής περιόδου, τα κράτη μέλη καταρτίζουν ή ενημερώνουν, και στη συνέχεια κοινοποιούν στην Επιτροπή, τον κατάλογο των βιομηχανιών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.

2. Το ποσό της αποζημίωσης δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει:

- ούτε τη διαφορά μεταξύ του ορίου ενεργοποίησης και της μέσης τιμής πώλησης του συγκεκριμένου προϊόντος στην κοινοτική αγορά,

- ούτε ένα κατ' αποκοπή ποσό ίσο με το 12 % του εν λόγω ορίου.

3. Η ανώτατη συνολική ποσότητα καθενός από τα προϊόντα που είναι επιλέξιμα για την αποζημίωση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ποσό ίσο προς τον μέσο όρο των ποσοτήτων που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν, υπό τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κατά τη διάρκεια του ίδιου τριμήνου των τριών αλιευτικών περιόδων που προηγούνται του τριμήνου για το οποίο καταβάλλεται η αποζημίωση.

4. Το ποσό της αποζημίωσης που χορηγείται σε κάθε οργάνωση παραγωγών ισούται:

- προς το ανώτατο όριο που ορίζεται στην παράγραφο 2, για τις ποσότητες του συγκεκριμένου προϊόντος που διατίθενται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οι οποίες δεν υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ποσοτήτων που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν υπό τους ίδιους όρους από τα μέλη της εν λόγω οργάνωσης κατά τη διάρκεια του ίδιου τριμήνου των τριών αλιευτικών περιόδων που προηγούνται του τριμήνου για το οποίο καταβάλλεται η αποζημίωση,

- προς το 50 % του ανώτατου ορίου που ορίζεται στην παράγραφο 2, για τις ποσότητες του συγκεκριμένου προϊόντος οι οποίες υπερβαίνουν τις ποσότητες που καθορίζονται στην πρώτη περίπτωση και οι οποίες ισούνται με το υπόλοιπο των ποσοτήτων το οποίο προκύπτει από κατανομή των επιλέξιμων ποσοτήτων βάσει της παραγράφου 3 μεταξύ των οργανώσεων παραγωγών.

Η κατανομή μεταξύ των συγκεκριμένων οργανώσεων παραγωγών πραγματοποιείται κατ' αναλογία του μέσου όρου της αντίστοιχης παραγωγής τους κατά τη διάρκεια του ίδιου τριμήνου των τριών αλιευτικών περιόδων που προηγούνται του τριμήνου για το οποίο καταβάλλεται η αποζημίωση.

5. Οι οργανώσεις παραγωγών κατανέμουν τη χορηγούμενη αποζημίωση στα μέλη τους κατ' αναλογία των ποσοτήτων που παρήχθησαν από αυτούς και πωλήθηκαν και παραδόθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1.

6. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως το ποσό και οι όροι χορήγησης της αποζημίωσης, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 28

1. Για την εξασφάλιση του επαρκούς εφοδιασμού της κοινοτικής αγοράς σε πρώτες ύλες που προορίζονται για τη μεταποιητική βιομηχανία, οι δασμοί για ορισμένα προϊόντα αναστέλλονται αυτόνομα, πλήρως ή εν μέρει επ' αόριστον, σύμφωνα με το παράρτημα VI του παρόντος κανονισμού.

2. Προκειμένου να μην θιγούν τα μέτρα σταθεροποίησης που αναφέρονται στα άρθρα 20, 21, 22, 23, 25 και 26, το ωφέλημα των καθεστώτων αναστολής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχεται, κατά την εισαγωγή των συγκεκριμένων προϊόντων, εφόσον τηρείται η τιμή που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 29.

3. Εάν, ανά πάσα στιγμή, και παρά την τήρηση της τιμής αναγωγής που αναφέρεται στην παράγραφο 2, υπάρχει σοβαρή διαταραχή της αγοράς, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής, αναστέλλει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΙΜΕΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ

Άρθρο 29

1. Μπορούν να καθορίζονται ετησίως τιμές αναγωγής για την Κοινότητα, ανά κατηγορία προϊόντων, για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο άρθρο 1, τα οποία υπάγονται σε:

α) καθεστώς δασμολογικής μείωσης ή αναστολής, του οποίου οι όροι παγιοποίησης στον ΠΟΕ, προβλέπουν την τήρηση μιας τιμής αναγωγής·

β) ένα από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1,

ή

γ) καθεστώς, διαφορετικό από εκείνα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), το οποίο προβλέπει την τήρηση μιας τιμής αναγωγής, στο πλαίσιο των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας.

2. Στην περίπτωση που η δηλωθείσα τελωνειακή αξία ενός συγκεκριμένου προϊόντος, το οποίο εισάγεται από τρίτη χώρα δυνάμει ενός από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, είναι κατώτερη από την τιμή αναγωγής, το σχετικό ωφέλημα του δασμολογικού καθεστώτος καταργείται για τις συγκεκριμένες ποσότητες.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με τις περιπτώσεις εφαρμογής του μέτρου που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο.

3. Η θεσπιζόμενη τιμή αναγωγής ισούται:

α) για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρη Α και Β, προς την τιμή απόσυρσης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1·

β) για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρος Γ, προς την κοινοτική τιμή πώλησης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 22·

γ) για τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα II, προς την κοινοτική τιμή πώλησης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1·

δ) για τα λοιπά προϊόντα, η τιμή αναγωγής καθορίζεται ιδίως με βάση το σταθμισμένο μέσο όρο των τελωνειακών αξιών που διαπιστώνονται στις αγορές ή λιμάνια εισαγωγής των κρατών μελών, κατά τη διάρκεια των τριών ετών που προηγούνται της ημερομηνίας καθορισμού της τιμής αναγωγής και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη αντιστοιχίας των τιμών προς την κατάσταση της αγοράς.

4. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τακτικά στην Επιτροπή τις τιμές και τις εισαγόμενες ποσότητες των προϊόντων των παραρτημάτων I έως IV, οι οποίες καταγράφονται στις αγορές ή τα λιμάνια τους. Οι τιμές αυτές ισούνται προς την τελωνειακή αξία των συγκεκριμένων προϊόντων.

5. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, καθώς και εκείνες που αφορούν τον καθορισμό των τιμών αναγωγής, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Άρθρο 30

1. Εάν, εντός της Κοινότητας, η αγορά ενός ή περισσοτέρων από τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 υποστεί ή απειλείται να υποστεί, εξ αιτίας εισαγωγών ή εξαγωγών, σοβαρές διαταραχές που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τους στόχους του άρθρου 33 της συνθήκης, επιτρέπεται να εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες μέχρις ότου παύσει η διαταραχή ή η απειλή διαταραχής.

2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3285/94(14).

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 31

Όταν για ένα ή περισσότερα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 διαπιστώνεται στην αγορά της Κοινότητας αύξηση της τιμής και δυσκολίες εφοδιασμού τέτοιες ώστε να μπορούν να τεθούν σε κίνδυνο ορισμένοι από τους στόχους του άρθρου 33 της συνθήκης και η κατάσταση αυτή ενδέχεται να συνεχιστεί, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπισή της.

Άρθρο 32

Παρά τις τυχόν αντίθετες διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει των άρθρων 36 και 37 της συνθήκης, τα άρθρα 87, 88 και 89 της συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και το εμπόριο των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1.

Άρθρο 33

Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι όλα τα αλιευτικά σκάφη, τα οποία φέρουν τη σημαία ενός από τα κράτη μέλη, έχουν ίση πρόσβαση στα λιμάνια και στις εγκαταστάσεις της πρώτης διάθεσης στο εμπόριο, καθώς και σε όλους τους σχετικούς εξοπλισμούς και τεχνικές εγκαταστάσεις.

Άρθρο 34

1. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα στοιχεία που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτό, εφαρμόζουν τα απαιτούμενα συστήματα κοινοποίησης και ανταλλαγής πληροφοριών, εξασφαλίζουν τη διατήρησή τους σε καλή κατάσταση λειτουργίας και αναλαμβάνουν τις σχετικές δαπάνες.

Μέρος του κόστους των συστημάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, βαρύνει τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού των δαπανών που βαρύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 35

1. Οι δαπάνες που συνδέονται με την χορήγηση των πληρωμών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, θεωρούνται ότι έχουν σχέση με τα μέτρα παρέμβασης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999.

2. Η χρηματοδότηση των δαπανών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χορηγείται στα προϊόντα που προέρχονται από απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων μόνο μέχρι το όριο των ποσοτήτων που ενδεχομένως κατανέμονται στο οικείο κράτος μέλος, με βάση τον συνολικό επιτρεπόμενο όγκο αλιευμάτων για το συγκεκριμένο απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων.

3. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της τήρησης του παρόντος κανονισμού και για την πρόληψη και καταστολή της απάτης. Για τον σκοπό αυτόν:

- διενεργούν τακτικούς ελέγχους στους δικαιούχους οικονομικής ενίσχυσης,

- όταν είναι σκόπιμη η διενέργεια ορισμένων δειγματοληπτικών ελέγχων, εξασφαλίζουν, μέσω ανάλυσης του κινδύνου, ότι η συχνότητα και οι μέθοδοι διενέργειας των ελέγχων είναι κατάλληλες για το σύνολο της επικράτειάς τους για το ελεγχόμενο μέτρο και είναι επαρκείς από απόψεως του όγκου των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο ή διατηρούνται με σκοπό τη διάθεσή τους στο εμπόριο.

Άρθρο 37

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, που αφορούν ζητήματα των άρθρων 2 έως 7, 9, 10, 12, 13, 16, 17, 19 έως 21, 23 έως 27, 29, 34 και 35, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της διαχειριστικής επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 38

1. Η Επιτροπή επικουρείται από τη διαχειριστική επιτροπή προϊόντων αλιείας, στο εξής καλούμενη "η επιτροπή".

2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται σε ένα μήνα.

3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 39

Η επιτροπή μπορεί να εξετάζει κάθε άλλο θέμα που προτείνεται από τον πρόεδρό της, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως του αντιπροσώπου κράτους μέλους.

Άρθρο 40

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται υπόψη, παράλληλα και με κατάλληλο τρόπο, οι στόχοι που προβλέπονται στα άρθρα 33 και 131 της συνθήκης.

Άρθρο 41

Το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης των αποτελεσμάτων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 42

1. Οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 3759/92, (ΕΟΚ) αριθ. 105/76 και (ΕΟΚ) αριθ. 1772/82 καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2001.

2. Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3759/92 θεωρούνται ότι γίνονται στον παρόντα κανονισμό και θα πρέπει να διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VIII.

Άρθρο 43

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει τη δωδέκατη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2001, πλην του άρθρου 4, που εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2002.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 17 Δεκεμβρίου 1999.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

K. HEMILÄ

(1) ΕΕ C 78 της 20.3.1999, σ. 1.

(2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1999 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) ΕΕ C 329 της 17.11.1999, σ. 13.

(4) ΕΕ C 374 της 23.12.1999, σ. 71.

(5) ΕΕ L 388 της 31.12.1992, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3318/94 (ΕΕ L 350 της 31.12.1994, σ. 15).

(6) ΕΕ L 20 της 28.1.1976, σ. 39· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3940/87 της Επιτροπής (ΕΕ L 373 της 31.12.1987, σ. 6).

(7) ΕΕ L 197 της 6.7.1982, σ. 1.

(8) ΕΕ L 337 της 30.12.1999, σ. 10.

(9) Κανονισμός αριθ. 26 περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων ανταγωνισμού στην παραγωγή και εμπορία γεωργικών προϊόντων (ΕΕ 30 της 20.4.1962, σ. 993/62)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό αριθ. 49 (ΕΕ 53 της 1.7.1962, σ. 1571/62).

(10) ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 103.

(11) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(12) Οδηγία 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμισή τους (ΕΕ L 33 της 8.2.1979, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 43 της 14.2.1997, σ. 21).

(13) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2406/96 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1996, περί καθορισμού κοινών προδιαγραφών εμπορίας ορισμένων αλιευτικών προϊόντων (ΕΕ L 334 της 23.12.1996, σ. 1)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 323/97 της Επιτροπής (ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 8).

(14) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3285/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με κοινό καθεστώς που εφαρμόζεται στις εισαγωγές και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 518/94 (ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 53)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2315/96 (ΕΕ L 314 της 4.12.1996, σ. 1).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Ζωντανά, νωπά ή διατηρημένα με απλή ψύξη προϊόντα

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Μέτρα αναστολής των δασμών του κοινού δασμολογίου που αναφέρονται στο άρθρο 28

1. Η επιβολή δασμού για τα κατεψυγμένα φιλέτα του μπακαλιάρου της Αλάσκας (Theragra chalcogramma), με τη μορφή βιομηχανικών πλακών, που προορίζονται για μεταποίηση και που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 0304 20 85, αναστέλλεται επ' αόριστον.

2. Η επιβολή δασμού για τα κατεψυγμένα σάρκα του μπακαλιάρου της Αλάσκας (Theragra chalcogramma), με τη μορφή βιομηχανικών πλακών, που προορίζονται για μεταποίηση και που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 0304 90 61, αναστέλλεται επ' αόριστον.

3. Ο δασμός για τα ψάρια του είδους Gadus morhua, Gadus ogac, Gadus macrocephalus και Boreogadus saida, εκτός των συκωτιών, αυγών και σπέρματος, που παρουσιάζονται νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη ή κατεψυγμένα, και που προορίζονται για μεταποίηση, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ:

ex 0302 50 10

ex 0302 50 90

ex 0302 69 35

ex 0303 60 11

ex 0303 60 19

ex 0303 60 90

ex 0303 79 41

μειώνεται επ' αόριστον σε 3 %.

4. Ο δασμός για το σουρίμι που προορίζεται για μεταποίηση, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex 0304 90 05, μειώνεται επ' αόριστον σε 3,5 %.

5. Ο δασμός για τα κατεψυγμένα φιλέτα γρεναδιέρου της Νέας Ζηλανδίας (Macruronus novaezealandiae), που προορίζονται για μεταποίηση, τα οποία υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 0304 20 91, μειώνεται επ' αόριστον σε 3,5 %.

6. Ο δασμός για την κατεψυγμένη σάρκα του γρεναδιέρου της Νέας Ζηλανδίας (Macruronus novaezealandiae), που προορίζεται για μεταποίηση, η οποία υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex 0304 90 97, μειώνεται επ' αόριστον σε 3,5 %.

7. Η επιβολή δασμού για τις γαρίδες των ειδών Pandalus borealis, με το όστρακό τους, νωπές, διατηρημένες με απλή ψύξη ή κατεψυγμένες, που προορίζονται για μεταποίηση, οι οποίες υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ:

ex 0306 13 10

ex 0306 23 10,

αναστέλλεται επ' αόριστον.

Για τα προϊόντα που αναφέρονται ανωτέρω, ο έλεγχος της μεταποίησής τους διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις. Για τα προϊόντα αυτά, η πλήρης ή μερική αναστολή επιτρέπεται για τα προϊόντα που προορίζονται να υποστούν οποιαδήποτε επεξεργασία, εκτός εάν προορίζονται να υποστούν αποκλειστικά μία ή περισσότερες από τις εξής επεξεργασίες:

- καθαρισμός, αφαίρεση σπλάχων, αφαίρεση ουράς αφαίρεση κεφαλής,

- τεμαχισμός (εκτός από τον τεμαχισμό σε ρολά, σε φιλέτα, την κοπή κατεψυγμένων όγκων ή το διαχωρισμό κατεψυγμένων φιλέτων σε όγκους),

- δειγματοληψία, διαλογή,

- επισήμανση,

- συσκευασία,

- διατήρηση με απλή ψύξη,

- κατάψυξη,

- διατήρηση με βαθεία ψύξη,

- απόψυξη, διαχωρισμός.

Η αναστολή δεν επιτρέπεται για τα προϊόντα που πρόκειται να υποβληθούν, εκτός των άλλων, σε επεξεργασίες που παρέχουν δικαίωμα αναστολής, εάν οι εν λόγω επεξεργασίες πραγματοποιούνται στο επίπεδο της λιανικής πώλησης ή στα εστιατόρια. Η αναστολή των δασμών εφαρμόζεται μόνον στα ψάρια που προορίζονται για την ανθρώπινη κατανάλωση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

A. Μέθοδος υπολογισμού της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

B. Μέθοδος υπολογισμού της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Πίνακας αντιστοιχίας

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Top