EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0343

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 1990.
Max Witzemann κατά Hauptzollamt München-Mitte.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht München - Γερμανία.
Δασμοί - Φόρος κύκλου εργασιών κατά την εισαγωγή - Παραχαραγμένο νόμισμα.
Υπόθεση C-343/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-04477

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:445

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-343/89 ( *1 )

Ι — Περιστατικά και ιστορικό της διαφοράς

1. Κανοηοηκό πλούσιο νης οιαφοράς

Η διεθνής σύμβαση για την καταστολή της παραχαράξεως του νομίσματος ( Recueil des traités de la Société des Nations, τόμος 112, σ. 371 ) υπογράφηκε στη Γενεύη στις 20 Απριλίου 1929 και άρχισε να ισχύει στις 22 Φεβρουαρίου 1931. Όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας έχουν κυρώσει την ανωτέρω σύμβαση ή έχουν προσχωρήσει σ' αυτή, εκτός από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Κατά το άρθρο 3, πρέπει να κολάζονται ως εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, μεταξύ άλλων, η εκ προθέσεως παραποίηση ή νόθευση νομίσματος, η εκ προθέσεως θέση σε κυκλοφορία παραχαραγμένου νομίσματος, η εισαγωγή εντός μιας χώρας ή η αποδοχή ή η προμήθεια παραχαραγμένου νομίσματος εν γνώσει της παραχαράξεως, καθώς και η απόπειρα τελέσεως των ανωτέρω εγκλημάτων και η εκ προθέσεως συμμετοχή στα εγκλήματα αυτά. Κατά το άρθρο 5, δεν πρέπει στις ποινικές διατάξεις να γίνεται διάκριση μεταξύ ημεδαπού ή αλλοδαπού χρήματος. Το άρθρο 11 προβλέπει την κατάσχεση και δήμευση των παραχαραγμένων νομισμάτων, τα οποία στη συνέχεια πρέπει να παραδίδονται, εφόσον υπάρξει σχετική αίτηση, στην κυβέρνηση ή στην εκδοτική τράπεζα από την οποία θα προερχόταν το σχετικό γνήσιο νόμισμα, εκτός από τα νομίσματα που χρησιμεύουν ως αποδεικτικά στοιχεία και τα αποστελλόμενα στην εθνική κεντρική υπηρεσία δείγματα. Οπωσδήποτε πάντως τα παραχαραγμένα νομίσματα πρέπει να αχρηστεύονται.

Από δασμολογική άποψη, τα τραπεζογραμμάτια ενέπιπταν μέχρι το 1987 στη δασμολογική κλάση 49.07 Β του κοινού δασμολογίου (στο εξής: ΚΔ). Σήμερα περιλαμβάνονται στη συνδυασμένη ονοματολογία (στο εξής: ΣΟ) με τον κωδικό 490700 και εισάγονται ατελώς. Τα παραχαραγμένα όμως τραπεζογραμμάτια, τα οποία δεν ίσχυσαν ποτέ ως γνήσια, δεν θεωρούνται ως τραπεζογραμμάτια κατά την έννοια του ΚΔ και συνεπώς θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην κλάση 49.11 Β, που καλύπτει ό,τι δεν εμπίπτει στις ειδικές κλάσεις ( σήμερα κωδικός 49119900 της ΣΟ).

Όσον αφορά την τελωνειακή οφειλή, η οδηγία 79/623/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1979, περί εναρμονίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σε σχέση με την τελωνειακή οφειλή, η οποία ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1988, δεν περιελάμβανε καμία ειδική διάταξη για τα εμπορεύματα των οποίων απαγορεύεται η εισαγωγή. Το άρθρο 2 προέβλεπε απλώς ότι κατά την εισαγωγή γεννάται τελωνειακή οφειλή, μεταξύ άλλων όταν τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας εμπόρευμα που υπόκειται σε καταβολή εισαγωγικών δασμών, καθώς και όταν εισάγεται τέτοιο εμπόρευμα στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας κατά παράβαση των διατάξεων που έχουν εκδοθεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 της οδηγίας 68/312/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουλίου 1968, περί εναρμονίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των σχετικών με: 1 ) την προσκόμιση στο τελωνείο εμπορευμάτων αφικνουμένων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, 2) την προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων αυτών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/001, σ. 26). Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο α, δεύτερη περίπτωση, της ίδιας αυτής οδηγίας, η τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή αποσβέννυται, μεταξύ άλλων, όταν το εμπόρευμα που διασαφείται προκειμένου να τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία καταστρέφεται κατόπιν διαταγής ή άδειας των αρμόδιων αρχών ή παραδίδεται στο δημόσιο ταμείο με την άδεια των εν λόγω αρχών.

Η οδηγία 79/623 αντικαταστάθηκε από την 1η Ιανουαρίου 1989 από τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2144/87 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1987, σχετικά με την τελωνειακή οφειλή ( ΕΕ 1987, L 201, σ. 15), του οποίου το άρθρο 2, παράγραφος 2, έχει ως εξής:

« Η τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται ακόμα και αν αφορά εμπόρευμα το οποίο υπόκειται σε οιασδήποτε μορφής απαγορευτικά ή περιοριστικά μέτρα κατά την εισαγωγή. Ωστόσο, καμία τελωνειακή οφειλή δεν γεννάται κατά την παράτυπη εισαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ναρκωτικών, τα οποία δεν αποτελούν τμήμα του αυστηρά εποπτευόμενου από τις αρμόδιες αρχές εμπορικού κυκλώματος, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς. Για την εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας, η τελωνειακή οφειλή λογίζεται γεννηθείσα όταν η ποινική νομοθεσία ενός κράτους μέλους προβλέπει ότι οι δασμοί χρησιμεύουν ως βάση για τον καθορισμό των κυρώσεων ή ότι η ύπαρξη τελωνειακής οφειλής χρησιμεύει ως βάση για την ποινική δίωξη. »

Τέλος, όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ), το άρθρο 2, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση ( ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49 ), ορίζει ότι στον ΦΠΑ υπόκεινται οι εισαγωγές αγαθών.

2. Το ιονορικό νΐ]ς οιαφοράς

Ο Max Witzemann, προσφεύγων της κύριας δίκης, καταδικάστηκε από το Landgericht München Ι στις 16 Φεβρουαρίου 1982 για παραχάραξη νομίσματος (άρθρα 146 επ. του γερμανικού ποινικού κώδικα), η απόφαση αυτή δε έχει καταστεί τελεσίδικη. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, ο προσφεύγων παρέλαβε στις 17 Ιουνίου 1981 στο Montecatini της Ιταλίας πέντε δείγματα παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων των 100 δολαρίων ΗΠΑ (USD), τα οποία εισήγαγε στη Γερμανία. Μετά την επιτυχή διεξαγωγή της επιχειρήσεως αυτής, παρέλαβε στις 24 Ιουνίου 1981 στο Sterzing-Vipiteno της Ιταλίας παραχαραγμένα χαρτονομίσματα των 100 USD συνολικής αξίας 300000 περίπου USD. Για την πώληση των χαρτονομισμάτων αυτών είχε συμφωνηθεί τίμημα 45000000 ιταλικών λιρών ( LIT ) [ 90450 μάρκων ( DM ) περίπου βάσει της τότε ισοτιμίας ], τα δε χαρτονομίσματα αυτά επρόκειτο να πωληθούν στο Μόναχο σε τιμή που θα κυμαινόταν μεταξύ του 30 % και του 50 % της ονομαστικής τους αξίας. Τα χαρτονομίσματα μεταφέρθηκαν όντως στη Γερμανία, κρυμμένα πίσω από τη θήκη για γάντια του αυτοκινήτου του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων συνελήφθη στο Μόναχο και κατά τη σύλληψη του κατασχέθηκαν 2989 χαρτονομίσματα των 100 USD ( συνολικής ονομαστικής αξίας 298900 USD ).

Με πράξη της 26ης Μαρτίου 1984 το Hauptzollamt München-Mitte (Κεντρικό Τελωνείο του Κεντρικού Μονάχου ), καθού της κύριας δίκης, απαίτησε από τον προσφεύγοντα την καταβολή 17279,40 DM για δασμούς, με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν αποδεδειγμένο ότι τα παραχαραγμένα χαρτονομίσματα είχαν κοινοτική προέλευση, και 29640,50 DM για ΦΠΑ κατά την εισαγωγή. Οι δασμοί και οι φόροι αυτοί είχαν υπολογιστεί βάσει δασμολογητέας αξίας 210724,50 DM, δηλαδή το ισόποσο σε μάρκα του 30 ο/ο της ονομαστικής αξίας των χαρτονομισμάτων, η οποία ανερχόταν σε 298900 USD. Κατόπιν ενστάσεως του προσφεύγοντος, το καθού μείωσε τα ποσά, με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1984, σε 7389,70 DM για τους δασμούς και σε 12676 DM για τον ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, βασιζόμενο σε δασμολογητέα αξία 90118,35 DM, που προέκυπτε από τη μετατροπή σε μάρκα του τιμήματος των 45000000 LIT.

Ο προσφεύγων προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Finanzgericht του Μονάχου, ισχυριζόμενος ότι η επιβολή δασμών και ΦΠΑ κατά την εισαγωγή επί παραχαραγμένων νομισμάτων αντιβαίνει προς τα άρθρα 9, παράγραφος 1, και 12 έως 29 της Συνθήκης ΕΟΚ. Ο προσφεύγων αναφέρθηκε σχετικά στις αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 1981, Horváth κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas, (50/80, Συλλογή 1981, σ. 385) και στις 26 Οκτωβρίου 1982, Wolf κατά Hauptzollamt Düsseldorf, (221/81, Συλλογή 1982, σ. 3681 ) και Einberger κατά Hauptzollamt Freiburg I, (240/81, Συλλογή 1982, σ. 3699) σχετικά με τα ναρκωτικά και υποστήριξε ότι από τις ανωτέρω αποφάσεις προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν δασμούς και φόρους κατά την εισαγωγή επί των προϊόντων των οποίων η κυκλοφορία είναι απαγορευμένη σε όλα τα κράτη μέλη. Οι νομολογιακές αυτές αρχές θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην περίπτωση του παραχαραγμένου νομίσματος, του οποίου η εισαγωγή και κυκλοφορία είναι απαγορευμένη σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας.

Το καθού φρονεί αντίθετα ότι η νομολογία αυτή αφορά μόνο τα ναρκωτικά.

3. Το προδικαστικό ερώτημα

Το Finanzgericht München, κρίνοντας ότι στην προκειμένη διαφορά ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, ανέστειλε τη διαδικασία, με Διάταξη της 21ης Ιουνίου 1989, και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί προδικαστικώς επί του εξής ερωτήματος:

« Πρέπει οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 3, στοιχείο β, άρθρο 9, παράγραφος 1, άρθρα 12 έως 29 ) και της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (άρθρο 2, παράγραφος 2), να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να εισπράττουν δασμούς και φόρους κύκλου εργασιών λόγω εισαγωγής για τα παρανόμως εισαγόμενα προϊόντα, των οποίων η κατασκευή και εμπορία απαγορεύεται — όπως στην περίπτωση των παραχαραγμένων νομισμάτων — σε όλα τα κράτη μέλη;»

Στο σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής το Finanzgericht München εκθέτει τη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Horváth, και της 26ης Οκτωβρίου 1982, Wolf και Einberger Ι, όπ. π., απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1984, Einberger κατά Hauptzollamt Freiburg II, 294/82, Συλλογή 1984, σ. 1177), κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν ούτε δασμούς ούτε φόρους κύκλου εργασιών κατά την εισαγωγή ναρκωτικών που δεν ανήκουν στο εμπορικό κύκλωμα που τελεί υπό την αυστηρά επίβλεψη των αρμοδίων αρχών με σκοπό τη χρησιμοποίηση τους για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς. Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει την άποψη ότι οι αρχές αυτές ισχύουν και για την εισαγωγή παραχαραγμένου νομίσματος, του οποίου οι επιζήμιες συνέπειες είναι εξίσου προφανείς.

Εξάλλου, για το παραχαραγμένο νόμισμα ισχύει επίσης σε όλα τα κράτη μέλη πλήρης απαγόρευση εισαγωγής και θέσεως σε κυκλοφορία, βάσει δε διεθνών συμφωνιών προβλέπεται, σε περίπτωση ανακαλύψεως παραχαραγμένου νομίσματος, η κατάσχεση και καταστροφή του. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί επιπλέον ότι το επιχείρημα ότι τα ναρκωτικά δεν εισέρχονται στο οικονομικό κύκλωμα και αποτελούν πράγμα εκτός εμπορίας αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στην περίπτωση του παραχαραγμένου νομίσματος, για το οποίο δεν υφίστανται νόμιμες εισαγωγές και κανένα ελεγχόμενο εμπορικό κύκλωμα ούτε μαύρη αγορά που να έχει παρόμοιες διαστάσεις με τη μαύρη αγορά των ναρκωτικών.

II — Διαδικασία

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Νοεμβρίου 1989.

Έγγραφες παρατηρήσεις κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ κατέθεσε στις 13 Φεβρουαρίου 1990 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Jörn Sack.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Με απόφαση της 22ας Μαΐου 1990, την οποία έλαβε κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

III — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία δεν επιβάλλονται δασμοί (αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1981, Horvarth, της 26ης Οκτωβρίου 1982, Wolf και Einberger Ι, όπ. π.) ούτε ΦΠΑ (αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1984, Einberger II, όπ. π., και της 5ης Ιουλίου 1988, Mol κατά Inspecteur der Invoerrechten en Accijnzen, 269/86, και Vereniging Happy Family Rustenburgerstraat κατά Inspecteur der Omzetbelasting, 289/86, Συλλογή 1988, σ. 3627 και 3655 αντίστοιχα) επί της παράνομης εισαγωγής και εμπορίας ναρκωτικών πρέπει να εφαρμοστεί κατά μείζονα λόγο στο εμπόριο παραχαραγμένων νομισμάτων. Το εμπόριο αυτό είναι πλήρως απαγορευμένο σε όλες τις χώρες, η δε απαγόρευση αυτή αφορά όχι μόνο το εγχώριο νόμισμα, αλλά και τα αλλοδαπά νομίσματα. Η μόνη δυνατή εξαίρεση θα μπορούσε να αφορά τις αγοραπωλησίες παραχαραγμένων νομισμάτων για συλλεκτικούς σκοπούς και μόνο.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι έχει πάντοτε εκφράσει επιφυλάξεις σε σχέση με τη νομολογία του Δικαστηρίου περί ναρκωτικών.

Δεδομένου ότι η τελωνειακή νομοθεσία δεν διακρίνει μεταξύ νομίμων και παρανόμων εισαγωγών, η Επιτροπή θα προτιμούσε, για λόγους ασφάλειας του δικαίου, να αντιμετωπίζονται όλες οι περιπτώσεις με τον ίδιο τρόπο. Αφού όμως η νομολογία αυτή είναι πλέον παγιωμένη, η Επιτροπή δεν έχει καμία πρόθεση να θέσει ζήτημα κύρους της.

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του κανονισμού 2144/87, κατά το οποίο δεν γεννάται τελωνειακή οφειλή κατά την παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών, προστέθηκε στον κανονισμό, μολονότι η Επιτροπή και ορισμένα κράτη μέλη προτιμούσαν την αντίθετη λύση, επειδή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δεν βασίζεται στις διατάξεις των Συνθηκών.

Κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 2144/87, κανείς δεν σκέφτηκε το πρόβλημα του παραχαραγμένου νομίσματος, ίσως επειδή ο όρος « εμπόρευμα » στον κανονισμό αυτό μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εξαιρεί όλα τα προϊόντα που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελούν αντικείμενο νόμιμων συναλλαγών. Η ερμηνεία αυτή, με την οποία λαμβάνεται υπόψη τόσο η αντικειμενική πραγματικότητα όσο και η νομική κατάσταση, είναι μεν δυνατή, αλλά η Επιτροπή δεν την προτιμά, διότι θα μπορούσε να έχει άδικες συνέπειες: τα δέρματα ενός είδους ζώου π. χ., των οποίων το εμπόριο είναι απαγορευμένο, δεν θα αποτελούσαν πλέον εμπορεύματα και θα μπορούσαν να εισάγονται ατελώς. Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να μη στηρίξει την απόφαση του επί της παρούσας υποθέσεως ούτε επί της έννοιας του « εμπορεύματος » ούτε επί της έννοιας της « εισαγωγής ».

Κατά συνέπεια, αν το παραχαραγμένο νόμισμα αποτελεί « εμπόρευμα » και η παράνομη εισαγωγή του στην Κοινότητα αποτελεί εισαγωγή, η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να διευκρινίσει, για λόγους ασφάλειας του δικαίου και χωρίς να ανατρέψει την προηγούμενη νομολογία περί ναρκωτικών, δύο νομικά ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν επί μονίμου βάσεως.

Πρώτον, τίθεται το ζήτημα αν η νομολογία περί ναρκωτικών στηρίζεται σε δεσμευτική ερμηνεία των διατάξεων του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου και κατά συνέπεια δεσμεύει τον κοινοτικό νομοθέτη. Το ζήτημα αυτό έχει μεγάλη σημασία, αφενός επειδή ο κοινοτικός νομοθέτης θα μπορούσε να θέλει να ρυθμίσει ορισμένες περιπτώσεις αντίθετα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου, αφετέρου δε επειδή πρέπει να προσδιοριστεί η σημασία και η ερμηνεία της ρυθμίσεως που έχει ήδη θεσπιστεί, τουλάχιστον όσον αφορά τους δασμούς, και που προβλέπει τη γένεση τελωνειακής οφειλής κατά την εισαγωγή απαγορευμένων προϊόντων, εκτός από τα ναρκωτικά. Η Επιτροπή φρονεί πάντως ότι, ακόμη και αν ο κανονισμός 2144/87 εφαρμοζόταν ήδη στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί στην περίπτωση του παραχαραγμένου νομίσματος κατ' αναλογία προς την περίπτωση των ναρκωτικών, χωρίς να αναφερθεί κατ' ανάγκη στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο.

Στο σημείο αυτό η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι καμία από τις διατάξεις των Συνθηκών δεν προβλέπει την ατελή εισαγωγή των απαγορευμένων προϊόντων. Οι παράνομες συναλλαγές ενδέχεται να έχουν σημαντικές ενίοτε συνέπειες επί της οικονομικής ζωής. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι περισσότερες απαγορεύσεις έχουν επιβληθεί από τους εθνικούς νομοθέτες, η ατελής εισαγωγή των απαγορευμένων εμπορευμάτων θα ενείχε τον κίνδυνο να εφαρμόζονται κατά διαφόρους τρόπους η τελωνειακή και φορολογική κοινοτική νομοθεσία.

Δεύτερον, πρέπει να διευκρινιστούν οι συλλογισμοί του Δικαστηρίου στις αποφάσεις περί ναρκωτικών και να θεσπιστούν ορισμένα γενικά, σαφή και διαρκούς ισχύος κριτήρια. Ενδέχεται δηλαδή, πέρα από το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών, να υπάρχουν και ορισμένες άλλες σπανιότατες περιπτώσεις εμπορίας απαγορευμένων προϊόντων στις οποίες να μη γεννάται υποχρέωση καταβολής εισαγωγικών φόρων και δασμών. Αν το Δικαστήριο θεσπίσει τα κριτήρια αυτά, τότε η Επιτροπή θα μπορούσε να προτείνει στο Συμβούλιο να τροποποιήσει τον κανονισμό 2144/87 με σκοπό την επίτευξη μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου.

Προς τούτο η Επιτροπή προτείνει τρία κριτήρια, τα οποία στηρίζονται επί της σημερινής νομολογίας και επί του γράμματος του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2144/87. Πρώτον, προκειμένου η κοινοτική ρύθμιση να εφαρμόζεται ομοιόμορφα, θα πρέπει να πρόκειται για πραγματική απαγόρευση του εμπορεύματος σε όλα τα κράτη μέλη, από τη φύση και τη σημασία της οποίας να συνάγεται ότι θα διατηρηθεί και στο μέλλον χωρίς μεγάλες αλλαγές. Η απαγόρευση θα πρέπει να είναι σχεδόν η ίδια σε όλα τα κράτη μέλη και στις περιπτώσεις στις οποίες οι απαγορεύσεις διαφέρουν πολύ από το ένα κράτος στο άλλο, όπως είναι οι περιπτώσεις του παράνομου εμπορίου όπλων ή πορνογραφικού υλικού, ενδέχεται να μην είναι δυνατόν να εξατομικευτεί ο « σκληρός πυρήνας » των απαγορευτικών μέτρων. Επιπλέον, θα πρέπει οι ενδεχομένως υφιστάμενες νόμιμες συναλλαγές να αποτελούν ένα εμπορικό κύκλωμα που να είναι τελείως ανεξάρτητο από το παράνομο, ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα οσμώσεως.

Το δεύτερο κριτήριο είναι το να αποτελεί το ίδιο το εμπόρευμα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, πράγμα που συμβαίνει με τα ναρκωτικά και το παραχαραγμένο νόμισμα, όχι όμως π. χ. με τα δέρματα των προστατευόμενων ειδών ζώων. Το ζήτημα αν στην τελευταία αυτή περίπτωση γεννάται με την κατάσχεση των εμπορευμάτων τελωνειακή οφειλή ρυθμίστηκε με το άρθρο 8 του κανονισμού 2144/87.

Το τρίτο κριτήριο αποτελεί το αν τα προϊόντα εισήχθησαν στο οικονομικό κύκλωμα της Κοινότητας με σκοπό τη χρησιμοποίηση τους για μη απαγορευόμενους σκοπούς. Αν αυτό συμβαίνει, δεν υπάρχει κανείς λόγος να μην επιβληθούν δασμοί ή φόροι, αφού τα εμπορεύματα που εισάγονται νομίμως βαρύνονται επίσης με τους ανωτέρω φόρους υπό τις ίδιες περιστάσεις ( βλ. τις περιπτώσεις των ναρκωτικών που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή φαρμάκων ).

Κατόπιν αυτών η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να παράσχει ενδεχομένως, με το σκεπτικό της αποφάσεως, τις διευκρινίσεις που θα θεωρήσει αναγκαίες και να απαντήσει ως εξής στο προδικαστικό ερώτημα:

«Το κοινό δασμολόγιο και το άρθρο 2 της οδηγίας 79/623 του Συμβουλίου, περί εναρμονίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σε σχέση με την τελωνειακή οφειλή, καθώς και το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχουν την έννοια ότι κατά την παράνομη εισαγωγή παραχαραγμένου νομίσματος σε ένα κράτος μέλος της Κοινότητας δεν γεννάται καμία τελωνειακή ή φορολογική οφειλή. »

G. F. Mancini

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έκτο τμήμα)

της 6ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-343/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht München προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Max Witzemann

και

Hauptzollamt München-Mitte,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, 9 και 12 έως 29 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί' εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Μ. Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη, Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jörn Sack, νομικό σύμβουλο της,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 2ας Οκτωβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 21ης Ιουνίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Νοεμβρίου 1989, το Finanzgericht München υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, 9 και 12 έως 29 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και του άρθρου 2 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση ( ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του Max Witzemann και του Hauptzollamt München-Mitte ( Κεντρικού Τελωνείου του Κεντρικού Μονάχου — στο εξής: Hauptzollamt ) σε σχέση με την καταβολή αφενός δασμών και αφετέρου φόρου προστιθέμενης αξίας ( στο εξής: ΦΠΑ) για την εισαγωγή στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων.

3

Με απόφαση του πρώτου Landgericht München, της 16ης Φεβρουαρίου 1982, ο Witzemann καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως για παραχάραξη νομίσματος, η οποία τιμωρείται από τα άρθρα 146 επ. του γερμανικού ποινικού κώδικα. Με την απόφαση αυτή, η οποία αποτελεί πλέον δεδικασμένο, διαπιστώθηκε ότι το 1981 ο Witzemann εισήγαγε στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μια ποσότητα παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων σε δολάρια ΗΠΑ, η οποία του είχε παραδοθεί στην Ιταλία.

4

Βάσει της διαπιστώσεως αυτής το Hauptzollamt απαίτησε από τον Witzemann να καταβάλει για τα παραχαραγμένα νομίσματα δασμούς και ΦΠΑ κατά την εισαγωγή. Η επιβολή δασμών στηριζόταν προφανώς στο γεγονός ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το εμπόρευμα είχε κοινοτική προέλευση.

5

Κατά της αποφάσεως αυτής ο Witzemann προσέφυγε στο Finanzgericht München, ισχυρίστηκε δε ότι η επιβολή δασμών και ΦΠΑ κατά την εισαγωγή αντιβαίνει προς τα άρθρα 9 και 12 έως 29 της Συνθήκης ΕΟΚ.

6

Κατόπιν αυτών το Finanzgericht ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« Πρέπει οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ ( άρθρο 3, στοιχείο β, άρθρο 9, παράγραφος 1, άρθρα 12 έως 29 ) και της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών ( άρθρο 2, παράγραφος 2 ), να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να εισπράττουν δασμούς και φόρους κύκλου εργασιών λόγω εισαγωγής για τα παρανόμως εισαγόμενα προϊόντα, των οποίων η κατασκευή και εμπορία απαγορεύεται — όπως στην περίπτωση των παραχαραγμένων νομισμάτων — σε όλα τα κράτη μέλη; »

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς, καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Το ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου έχει δύο σκέλη, από τα οποία το ένα αφορά την επιβολή δασμών και το άλλο την επιβολή ΦΠΑ κατά την εισαγωγή των παραχαραγμένων νομισμάτων.

Ως προς τους δασμούς

9

Δεδομένου ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει σαφώς ο λόγος για τον οποίο το Hauptzollamt απαίτησε την καταβολή δασμών για παραχαραγμένα νομίσματα προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, πρέπει να τονιστεί ευθύς εξαρχής ότι εισαγωγικοί δασμοί επιβάλλονται μόνο επί των εμπορευμάτων που εισάγονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας από τρίτη χώρα και όχι επί των εμπορευμάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ( άρθρα 9 και 12 έως 15 της Συνθήκης ΕΟΚ ).

10

Κατά συνέπεια, η έννοια του πρώτου σκέλους του ερωτήματος συνίσταται κατ' ουσία στο αν γεννάται τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή παραχαραγμένων νομισμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

11

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, με τις αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 1982, Wolf (221/81, Συλλογή 1982, σ. 3681 ) και Einberger Ι (240/81, Συλλογή 1982, σ. 3699 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι καμία τελωνειακή οφειλή δεν γεννάται κατά την εισαγωγή ναρκωτικών τα οποία δεν ανήκουν στο εμπορικό κύκλωμα που τελεί υπό την αυστηρά επίβλεψη των αρμοδίων αρχών, ώστε να εξασφαλιστεί η χρησιμοποίηση τους για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς.

12

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, αφού διαπίστωσε ότι η εισαγωγή και η εμπορία ναρκωτικών εκτός του εμπορικού αυτού κυκλώματος που τελεί υπό αυστηρά επίβλεψη απαγορεύονται σε όλα τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διεθνούς δικαίου δεσμεύσεις των κρατών αυτών. Το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι δεν μπορεί να γεννάται τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή ναρκωτικών των οποίων δεν επιτρέπεται η διάθεση στο εμπόριο και η ενσωμάτωση στην οικονομία της Κοινότητας.

13

Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η καθιέρωση του κοινού δασμολογίου, που προβλέπεται από το άρθρο 3, στοιχείο β, της Συνθήκης, εντάσσεται στο εν γένει πλαίσιο των κατά το άρθρο 2 σκοπών της Κοινότητας και των κατευθυντηρίων γραμμών που καθορίζει το άρθρο 29 για τη διαχείριση της τελωνειακής ενώσεως. Οι εισαγωγές ναρκωτικών ουσιών στην Κοινότητα, το μόνο αποτέλεσμα των οποίων είναι η λήψη μέτρων καταστολής, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τους σκοπούς αυτούς και τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές.

14

Η αντιμετώπιση αυτή επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση παραχαράξεως νομίσματος. Η παραχάραξη αποτελεί και αυτή αντικείμενο διεθνούς συμβάσεως, και συγκεκριμένα της συμβάσεως για την καταστολή της παραχαράξεως του νομίσματος ( Recueil des traités de la Société des Nations, τόμος 112, σ. 371 ), στην οποία έχουν προσχωρήσει όλα τα κράτη μέλη, εκτός από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Το άρθρο 3 της συμβάσεως αυτής υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα μέρη να τιμωρούν ως εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, μεταξύ άλλων, την εκ προθέσεως παραποίηση ή νόθευση νομίσματος, τη θέση σε κυκλοφορία παραχαραγμένου νομίσματος, καθώς και την εισαγωγή στη χώρα ή την αποδοχή ή την προμήθεια παραχαραγμένου νομίσματος, εν γνώσει της παραχαράξεως, με σκοπό τη θέση του νομίσματος αυτού σε κυκλοφορία. Επιπλέον, η κατασκευή, η κατοχή, η εισαγωγή και η εμπορία παραχαραγμένου νομίσματος, εγχωρίου ή αλλοδαπού, απαγορεύονται σε όλα τα κράτη μέλη.

15

Κατά συνέπεια, ενώ το εμπόριο και η χρησιμοποίηση ναρκωτικών για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς επιτρέπονται, για τα παραχαραγμένα νομίσματα ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη πλήρης απαγόρευση εισαγωγής ή θέσεως σε κυκλοφορία.

16

Στο πρώτο επομένως σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο έχει την έννοια ότι καμία τελωνειακή οφειλή δεν γεννάται κατά την εισαγωγή παραχαραγμένων νομισμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

Ως προς τον ΦΠΑ κατά την εισαγωγή

17

Με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος του το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσία αν το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι μπορεί να επιβληθεί ΦΠΑ κατά την εισαγωγή παραχαραγμένων νομισμάτων στην Κοινότητα.

18

Σχετικά το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί με την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1984, Εinbeiger Π (294/82, Συλλογή 1984, σ. 1177), ότι ορισμένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή και των δασμών προσομοιάζουν, αφού γενεσιουργός αιτία και των δύο αυτών φόρων είναι το γεγονός της εισαγωγής ενός αγαθού στην Κοινότητα και της εντάξεως του στη συνέχεια στο εμπορικό κύκλωμα των κρατών μελών και αφού αποτελούν αμφότεροι στοιχεία της τιμής πωλήσεως, τα οποία οι επιχειρηματίες υπολογίζουν με παρόμοιο τρόπο στα διαδοχικά στάδια της εμπορίας. Ο παραλληλισμός αυτός επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, της έκτης οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να συναρτούν τη γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή προς τη γενεσιουργό αιτία και το απαιτητό των δασμών.

19

Προκειμένου περί παρανόμων εισαγωγών ναρκωτικών στην Κοινότητα, η μόνη συνέπεια των οποίων είναι η λήψη μέτρων καταστολής, το Δικαστήριο επομένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές αυτές δεν έχουν καμία σχέση με τις διατάξεις της έκτης οδηγίας περί καθορισμού της φορολογικής βάσεως και, κατά συνέπεια, με τη γένεση οφειλής ΦΠΑ.

20

Για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω σε σχέση με τους δασμούς, το σκεπτικό του Δικαστηρίου σε σχέση με την παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών ισχύει κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση των εισαγωγών παραχαραγμένων νομισμάτων.

21

Στο δεύτερο σκέλος συνεπώς του ερωτήματος που υπέβαλε το Finanzgericht München πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλεται ΦΠΑ κατά την εισαγωγή παραχαραγμένων νομισμάτων στην Κοινότητα.

22

Η διαπίστωση αυτή, όπως και η διαπίστωση σε σχέση με τους δασμούς, δεν θίγει καθόλου την αρμοδιότητα των κρατών μελών να διώκουν τις παραβάσεις της νομοθεσίας τους περί παραχαράξεως νομίσματος και να επιβάλλουν τις προσήκουσες κυρώσεις, με όλες τις σχετικές συνέπειες, ακόμη και χρηματικής φύσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

23

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με Διάταξη της 21ης Ιουνίου 1989 το Finanzgericht München, αποφαίνεται:

 

1)

Το κοινοτικό δίκαιο έχει την έννοια ότι καμία τελωνειακή οφειλή δεν γεννάται κατά την εισαγωγή παραχαραγμένων νομισμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

 

2)

Το άρθρο 2 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλεται ΦΠΑ κατά την εισαγωγή παραχαραγμένων νομισμάτων στην Κοινότητα.

 

Mancini

O'Higgins

Diez de Velasco

Κακούρης

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Δεκεμβρίου 1990.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

G. F. Mancini


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top