EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010CN0623
Case C-623/10: Reference for a preliminary ruling from the Tribunal de première instance de Namur (Belgium) lodged on 22 December 2010 — Adrien Daxhelet v État Belge — SPF Finances
Υπόθεση C-623/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Namur (Βέλγιο) στις 22 Δεκεμβρίου 2010 — Adrien Daxhelet κατά État belge — SPF Finances
Υπόθεση C-623/10: Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Namur (Βέλγιο) στις 22 Δεκεμβρίου 2010 — Adrien Daxhelet κατά État belge — SPF Finances
ΕΕ C 80 της 12.3.2011, p. 13–14
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
12.3.2011 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 80/13 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Tribunal de première instance de Namur (Βέλγιο) στις 22 Δεκεμβρίου 2010 — Adrien Daxhelet κατά État belge — SPF Finances
(Υπόθεση C-623/10)
2011/C 80/25
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Αιτούν δικαστήριο
Tribunal de première instance de Namur
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Προσφεύγων: Adrien Daxhelet
Καθού: État belge — SPF Finances
Προδικαστικά ερωτήματα
1) |
Αποκλείουν, αφενός μεν, το άρθρο 6 του τίτλου Ι «Κοινές διατάξεις» της Συνθήκης της Λισσαβώνας, της 13ης Δεκεμβρίου 2007, με την οποία τροποποιήθηκε η υπογραφείσα στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992 Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τεθείσα σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009 (άρθρο το οποίο σε μεγάλο βαθμό επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 6 του τίτλου I της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ της 7ης Φεβρουαρίου 1992, τεθείσα σε ισχύ από 1ης Νοεμβρίου 1993), καθώς και το άρθρο 234 (πρώην 177), της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΚ) της 25ης Μαρτίου 1957, αφετέρου δε, και/ή το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, εθνικές νομικές διατάξεις, όπως αυτές της 12ης Ιουλίου 2009, περί τροποποιήσεως του άρθρου 9, παράγραφος 2, του ειδικού νόμου της 6ης Ιανουαρίου 1989 περί Cour d’arbitrage (νυν Cour constitutionnelle), με τις οποίες καθίσταται δεσμευτική για τους εθνικούς δικαστές η νομολογία που προκύπτει από αποφάσεις που εκδίδει ανώτατο εθνικό δικαστήριο (εν προκειμένω το ως άνω Cour constitutionnelle) επί προσφυγών ακυρώσεως κατά διατάξεων του εθνικού δικαίου των οποίων επιλαμβάνεται, όταν οι προσφυγές αυτές βασίζονται σε παράβαση διατάξεων του απευθείας και κατά προτεραιότητα εφαρμοστέου στην εθνική έννομη τάξη δικαίου της Ένωσης; |
2) |
Αποκλείουν, αφενός μεν, το άρθρο 6 του τίτλου Ι «Κοινές διατάξεις» της Συνθήκης της Λισσαβώνας, της 13ης Δεκεμβρίου 2007, με την οποία τροποποιήθηκε η υπογραφείσα στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992 Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τεθείσα σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009 (άρθρο το οποίο σε μεγάλο βαθμό επαναλαμβάνει τις διατάξεις του άρθρου 6 του τίτλου I της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ της 7ης Φεβρουαρίου 1992, τεθείσα σε ισχύ από 1ης Νοεμβρίου 1993), καθώς και το άρθρο 234 (πρώην 177), της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΚ) της 25ης Μαρτίου 1957, αφετέρου δε, και/ή το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, εθνικές διατάξεις, όπως εν προκειμένω του άρθρου 26, παράγραφος 4, του βελγικού νόμου της 6ης Ιανουαρίου 1989 περί Cour d’arbitrage (νυν Cour constitutionnelle), όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο της 12ης Ιουλίου 2009, ερμηνευόμενες αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 9, παράγραφος 2, του εν λόγω ειδικού νόμου της 6ης Ιανουαρίου 1989, οι οποίες επιβάλλουν στους εθνικούς δικαστές την υποχρέωση να υποβάλλουν σε ανώτατο εθνικό δικαστήριο (εν προκειμένω το ως άνω Cour constitutionnelle), όλα τα προδικαστικά ερωτήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία διατάξεων του απευθείας και κατά προτεραιότητα εφαρμοστέου στην εσωτερική έννομη τάξη δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν οι διατάξεις αυτές περιέχονται και στο εθνικό σύνταγμα, και εφόσον οι εν λόγω δικαστές τεκμαίρουν ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις παραβιάζονται στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να εφαρμόσουν απευθείας το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον στην περίπτωση που το εν λόγω ανώτατο δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί ταυτόσημου ζητήματος; |