EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31999Y0123(01)

Πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης - Κείμενο εγκριθέν από το Συμβούλιο «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις» της 3ης Δεκεμβρίου 1998

ΕΕ C 19 της 23.1.1999, p. 1–15 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

31999Y0123(01)

Πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης - Κείμενο εγκριθέν από το Συμβούλιο «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις» της 3ης Δεκεμβρίου 1998

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 019 της 23/01/1999 σ. 0001 - 0015


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΗ ΔΥΝΑΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΧΩΡΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Κείμενο εγκριθέν από το Συμβούλιο «Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις» της 3ης Δεκεμβρίου 1998 (1999/C 19/01)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ .......... Σελίδα

ΤΜΗΜΑ Ι: ΕΙΣΑΓΩΓΗ .......... 2

ΤΜΗΜΑ ΙΙ: ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ .......... 6

Α. Κριτήρια επιλογής των προτεραιοτήτων .......... 6

Β. Πολιτικές που άπτονται της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων .......... 7

Ι. Μέτρα στον τομέα του ασύλου, των εξωτερικών συνόρων και της μετανάστευσης .......... 7

ΙΙ. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις .......... 10

Γ. Διατάξεις σχετικά με την αστυνομική και τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις .......... 11

Ι. Αστυνομική συνεργασία .......... 11

ΙΙ. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις .......... 12

ΙΙΙ. Προσέγγιση των κανόνων σε ποινικές υποθέσεις .......... 13

IV. Οριζόντια ζητήματα .......... 13

ΤΜΗΜΑ Ι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Κάρντιφ κάλεσε το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να του παρουσιάσουν, στη σύνοδό του στη Βιέννη, ένα σχέδιο δράσης για «τον καλύτερο τρόπο υλοποίησης των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης».

Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, συνελθόντες στο Pφrtschach, επιβεβαίωσαν περαιτέρω τη σημασία την οποία προσδίδουν στο θέμα αυτό συμφωνώντας να συνέλθουν σε ειδικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Tampere τον Οκτώβριο του 1999.

Δυνάμει της συνθήκης του Άμστερνταμ, τα ζητήματα θεωρήσεων, ασύλου, μετανάστευσης και οι άλλες πολιτικές που άπτονται της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, όπως η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, μεταφέρονται από τον τρίτο πυλώνα της ΕΕ στον πρώτο πυλώνα της (καίτοι δεν εφαρμόζονται όλες οι διαδικασίες του πρώτου πυλώνα), ενώ οι διατάξεις σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που περιλαμβάνονται στο νέο τίτλο VI της ΣΕΕ παραμένουν στον τρίτο πυλώνα της ΕΕ. Εκτός από αυτές τις μεταβολές ως προς τις αρμοδιότητες, η συνθήκη του Άμστερνταμ ορίζει επίσης το περίγραμμα της δράσης στους τομείς που έχουν επί του παρόντος ανατεθεί στον τρίτο πυλώνα.

2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Κάρντιφ, ζητώντας από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να παρουσιάσουν το πρόγραμμα δράσης, υποδήλωσε σαφώς την άποψή του ότι οι εν λόγω διατάξεις προσφέρουν νέες ευκαιρίες για τη διερεύνηση ενός τομέα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κοινό και παρέχει, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να προσεγγίσει περισσότερο τον πολίτη.

3. Χωρίς να υποτιμώνται όσα έχουν ήδη συντελεσθεί στον τομέα αυτό δυνάμει της συνθήκης ΕΚ, των διατάξεων του τίτλου VI της συνθήκης του Μάαστριχτ και στα πλαίσια της συνθήκης του Σένγκεν, αξίζει να υπομνησθεί για ποιους λόγους οι νέες διατάξεις που θεσπίσθηκαν στο Άμστερνταμ δημιουργούν καλύτερες προοπτικές. Πρώτον, επιβεβαιώνεται ο στόχος της διατήρησης και της ανάπτυξης της Ένωσης ως χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και επανεξετάζονται οι διάφορες πτυχές του. Δεύτερον, παρέχεται στην Ένωση το αναγκαίο πλαίσιο για την υλοποίηση του χώρου αυτού και ενισχύονται τα απαιτούμενα μέσα, ενώ, ταυτόχρονα, χάρη στον ενισχυμένο ρόλο που προβλέπεται για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ένωση υπόκειται σε αυστηρότερο δικαστικό και δημοκρατικό έλεγχο. Επεκτείνεται η κοινοτική μέθοδος: αρκετοί από τους τομείς του σημερινού «τρίτου πυλώνα» διέπονται πλέον από κοινοτικές ρυθμίσεις και οι περιορισμοί που ίσχυαν άλλοτε για τα κοινοτικά όργανα στους τομείς της αστυνομικής συνεργασίας και της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις έχουν αρθεί. Η πρόσβαση στον κοινοτικό προϋπολογισμό έχει απλουστευθεί. Τέλος, η ενσωμάτωση της συνθήκης του Σένγκεν αποτελεί αναγνώριση των προσπαθειών των κρατών μελών που ξεκίνησαν αυτή τη συνεργασία και παρέχει στην Ένωση μία βάση για περαιτέρω βήματα.

4. Κατά την εκπόνηση αυτού του προγράμματος δράσης, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκκινούν από τη διαπίστωση ότι ένα από τα κλειδιά για την επιτυχία του είναι να διασφαλισθεί ότι υλοποιείται το πνεύμα διοργανικής συνεργασίας που διαπνέει τη συνθήκη του Άμστερνταμ. Αυτό ισχύει ειδικότερα για τις νέες αρμοδιότητες, στις οποίες περιλαμβάνεται και ένα εκτεταμένο δικαίωμα πρωτοβουλίας, τις οποίες η συνθήκη Άμστερνταμ παραχωρεί στην Επιτροπή. Αυτό που προέχει, δεν είναι τόσο το ποιος έχει το δικαίωμα πρωτοβουλίας, ασκούμενο είτε από κοινού είτε κατ' αποκλειστικότητα, όσο το με ποιον τρόπο ασκείται αυτό το δικαίωμα. Εν πάση περιπτώσει, η συνθήκη προβλέπει ότι για την πενταετία που έχει ταχθεί για την πλήρη υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, το δικαίωμα πρωτοβουλίας για θέματα που μεταφέρονται στο κοινοτικό πλαίσιο το διαθέτουν από κοινού η Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

5. Αν και το οποιοδήποτε σχέδιο δράσης πρέπει οπωσδήποτε να αντικατοπτρίζει, κατά τρόπο συγκεκριμένο, τις προτεραιότητες και το χρονοδιάγραμμα που ορίζονται στην ίδια τη συνθήκη του Άμστερνταμ, πρέπει επίσης να αντικατοπτρίζει τη γενική προσέγγιση και τη φιλοσοφία που είναι σύμφυτη με την έννοια του «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης». Οι τρεις αυτές έννοιες συνδέονται στενά. Η ελευθερία καθίσταται σχεδόν κενή νοήματος εάν ο πολίτης δεν μπορεί να την απολαύσει σε ένα ασφαλές περιβάλλον, με την πλήρη υποστήριξη ενός συστήματος δικαιοσύνης το οποίο να μπορούν να εμπιστεύονται όλοι οι πολίτες της Ένωσης και οι διαμένοντες σε αυτήν. Οι τρεις αυτές αλληλένδετες έννοιες έχουν έναν κοινό παρονομαστή -το λαό- και δεν είναι δυνατή η υλοποίηση της μιας χωρίς τις άλλες δύο. Η διατήρηση της σωστής ισορροπίας μεταξύ τους πρέπει να αποτελέσει κατευθυντήριο άξονα της δράσης της Ένωσης. Πρέπει να σημειωθεί, σε αυτό το πλαίσιο, ότι η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας [άρθρο 61, πρώην άρθρο 73 Θ στοιχείο α)] συνδέει άμεσα τα μέτρα για τη θέσπιση της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων με τα ειδικά μέτρα που αποσκοπούν στην καταπολέμηση και στην πρόληψη του εγκλήματος (άρθρο 31 Ε της ΣΕΕ), δημιουργώντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, μία σχέση αμοιβαίας εξάρτησης αυτών των δύο τομέων.

Α. ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

α) Μία ευρύτερη αντίληψη της ελευθερίας

6. Η ελευθερία, υπό την έννοια της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει θεμελιώδης στόχος της συνθήκης, για την επίτευξη του οποίου καθοριστική θα είναι η συμβολή των συνοδευτικών μέτρων που συνδέονται με τις έννοιες της ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Η συνθήκη τον Σένγκεν έδειξε το δρόμο και παρέχει μία βάση στην οποία μπορούμε να στηριχθούμε. Ωστόσο, η συνθήκη του Άμστερνταμ ανοίγει επίσης το δρόμο ώστε η «ελευθερία» να αποκτήσει νόημα και πέραν της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων εντός των εσωτερικών συνόρων. Σημαίνει και την ελευθερία του πολίτη να ζει σε ένα ευνομούμενο περιβάλλον, πεπεισμένος ότι οι αρχές χρησιμοποιούν όλη την ατομική και συλλογική τους ισχύ (σε εθνικό επίπεδο, σε επίπεδο Ένωσης και πέραν αυτών) για την καταδίωξη και την πάταξη όσων προτίθενται να απαρνηθούν ή να καταχραστούν αυτή την ελευθερία. Η ελευθερία πρέπει επίσης να συμπληρώνεται από όλο το εύρος των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένης της προστασίας από οιαδήποτε μορφή διάκρισης όπως προβλέπεται στα άρθρα 12 και 13 της ΣΕΚ και στο άρθρο 6 της ΣΕΕ.

7. Μία άλλη θεμελιώδης ελευθερία η οποία αξίζει ιδιαίτερης προσοχής στην παρούσα, ταχύτατα αναπτυσσόμενη, κοινωνία των πληροφοριών, είναι αυτή που άπτεται του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και ιδιαίτερα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Στην περίπτωση που, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της αστυνομικής και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, δημιουργούνται φάκελοι προσωπικών δεδομένων και ανταλλάσσονται πληροφορίες, είναι πράγματι απαραίτητο να επιτυγχάνεται σωστή ισορροπία μεταξύ της επιδίωξης της δημόσιας ασφάλειας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής των πολιτών.

β) Πολιτική μετανάστευσης και πολιτική ασύλου

8. Εξετάζοντας τις προτεραιότητες για το μέλλον, διαφορετικές εκτιμήσεις πρέπει να ισχύσουν στον τομέα της πολιτικής για τη μετανάστευση, αφενός, και της πολιτικής για το άσυλο, αφετέρου. Το μελλοντικό έργο σε αυτούς τους τομείς θα καθοριστεί βασικά από το γεγονός ότι η ίδια η νέα συνθήκη περιλαμβάνει την υποχρέωση για ανάληψη δράσης εντός πενταετίας, σε ευρύ φάσμα τομέων σχετικά με τη μετανάστευση και το άσυλο, τόσο επί της ουσίας όσο και σε θέματα διαδικασίας. Είναι εντυπωσιακός ο όγκος του έργου που έχει ήδη περατωθεί. Εντούτοις, τα μέσα που έχουν εγκριθεί μέχρι στιγμής έχουν δύο αδυναμίες: συχνά βασίζονται σε μη υποχρεωτικούς κανόνες, όπως ψηφίσματα ή συστάσεις, που δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα 7 και δεν προβλέπονται σχετικές ρυθμίσεις για την παρακολούθησή τους. Η δέσμευση που αναλαμβάνεται με τη συνθήκη του Άμστερνταμ σχετικά με τη χρήση των μέσων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στο μέλλον, παρέχει τη δυνατότητα να διορθωθούν αυτές οι αδυναμίες, όπου υπάρχουν. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης, από τη μία πλευρά, διασφαλίζοντας, από την άλλη, την ενσωμάτωση και τα δικαιώματα των πολιτών τρίτων χωρών που βρίσκονται νόμιμα στην Ένωση, καθώς και την παροχή της αναγκαίας προστασίας σε αυτούς που την χρειάζονται, ακόμη και εν δεν πληρούν απολύτως τα κριτήρια της σύμβασης της Γενεύης.

Β. ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

9. Δεν είναι δυνατό να απολαμβάνει κανείς όλων των πλεονεκτημάτων ενός χώρου ελευθερίας, παρά μόνον εάν αυτά παρέχονται σε ένα χώρο στον οποίο οι άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς.

10. Στόχος της συνθήκης δεν είναι να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός χώρος ασφάλειας με την έννοια μιας κοινής επικράτειας στην οποία όλες οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου στην Ευρώπη που χειρίζονται θέματα ασφάλειας εφαρμόζουν ομοιόμορφες διαδικασίες ανίχνευσης και έρευνας, ούτε με την έννοια ότι οι νέες διατάξεις επηρεάζουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών όσον αφορά την τήρηση του νόμου και της τάξης και τη διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας.

11. Η συνθήκη του Άμστερνταμ προβλέπει ένα θεσμικό πλαίσιο για την ανάληψη κοινής δράσης, από τα κράτη μέλη, στους αλληλένδετους τομείς της αστυνομικής και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις προσφέροντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, περισσότερη ασφάλεια στους πολίτες τους αλλά και υπερασπιζόμενα, ταυτόχρονα, τα συμφέροντα της Ένωσης, περιλαμβανομένων και των οικονομικών της συμφερόντων. Ο δεδηλωμένος στόχος είναι η πρόληψη και η καταπολέμηση της εγκληματικότητας στο κατάλληλο επίπεδο, «οργανωμένης ή μη, ιδίως της τρομοκρατίας, της εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και όπλων, της δωροδοκίας και της απάτης».

α) Οργανωμένο έγκλημα

12. Η απάντηση της Ένωσης στην πρόκληση που συνιστά το οργανωμένο έγκλημα περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα δράσης που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ, στο οποίο προβλέπεται μία ολοκληρωμένη προσέγγιση για καθένα από τα στάδια της πρόληψης, της καταστολής και της ποινικής δίωξης. Έχει ήδη επιτευχθεί σημαντική πρόοδος, όπως αναγνωρίσθηκε και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Κάρντιφ, αλλά ακόμη και όταν θα έχει τεθεί πλήρως σε εφαρμογή το πρόγραμμα, θα πρέπει να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που παρέχει η συνθήκη του Άμστερνταμ για περαιτέρω δράση.

β) Ναρκωτικά

13. Αξίζει να γίνει ειδική μνεία στα ναρκωτικά, τα οποία συνιστούν απειλή για τη συλλογική και την ατομική ασφάλεια για πολλούς λόγους και συχνά, άλλα όχι πάντα, συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα. Στον τομέα αυτό η προσέγγιση της Ευρώπης, με την εμμονή της σε μία ολοκληρωμένη πολιτική που θα βασίζεται στην κοινή ευθύνη μεταξύ καταναλωτριών και παραγωγών χωρών, υπήρξε χαρακτηριστική και άσκησε σημαντική επίδραση. Είναι, ωστόσο, σαφές ότι βασικό στοιχείο αυτού του ολοκληρωμένου πλαισίου θα αποτελέσει η από κοινού άσκηση κάθε δυνατής πίεσης από τους διαφόρους οργανισμούς επιβολής του νόμου στους εμπόρους ναρκωτικών και στις εγκληματικές οργανώσεις που βρίσκονται από πίσω τους. Το πρόγραμμα δράσης της Ένωσης κατά των ναρκωτικών για την περίοδο 2000-2004, το οποίο συζητείται επί του παρόντος από την Επιτροπή και το Συμβούλιο, θα πρέπει να καταρτισθεί και να τεθεί σε εφαρμογή κατά τρόπο που να αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες που παρέχει η νέα συνθήκη.

γ) Europol

14. Η νέα συνθήκη αναγνωρίζει το βασικό και κεντρικό ρόλο που θα διαδραματίσει η Europol, επιβάλλοντας τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων εντός πενταετίας από την έναρξη των καθηκόντων της. Ειδικότερα, προβλέπει στενότερο συντονισμό και υποστήριξη των επιχειρησιακών καθηκόντων της Europol. Είναι, συνεπώς, σημαντικό να ξεκινήσουν το συντομότερο οι εργασίες για την εφαρμογή αυτών των μέτρων, τώρα που επιτέλους η σύμβαση Europol επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη, ώστε να δοθεί δυνατότητα στην Europol να διαδραματίσει πλήρως το νέο της ρόλο, αυτόν ενός απαραίτητου μέσου ευρωπαϊκής συνεργασίας. Οι εξελίξεις αυτές θα πρέπει να στηριχθούν στο «κεκτημένο» της μονάδας ναρκωτικών της Europol, η οποία συνιστά πρόδρομο της μελλοντικής Europol και έχει αποκτήσει πείρα σε τομείς όπως η ανταλλαγή πληροφοριών, η τεχνική και επιχειρησιακή υποστήριξη, οι αναλύσεις κινδύνου και οι εκθέσεις σχετικά με την εκάστοτε κατάσταση.

Γ. ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

15. Η νέα ώθηση και τα νέα μέσα που παρέχει η συνθήκη του Άμστερνταμ δίνουν την ευκαιρία να εξετασθεί ποιες θα πρέπει να είναι οι επιδιώξεις του χώρου «δικαιοσύνης», λαμβανομένου υπόψη του αντικειμενικού γεγονότος ότι, για λόγους βαθιά ριζωμένους στην ιστορία και στην παράδοση, τα δικαστικά συστήματα των κρατών μελών παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Φιλοδοξία είναι οι πολίτες ολόκληρης της Ένωσης για αποκτήσουν ένα κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η δικαιοσύνη πρέπει να διευκολύνει την καθημερινή ζωή των πολιτών και να προβαίνει στην πάταξη όσων απειλούν την ελευθερία και την ασφάλεια των ατόμων και της κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει τόσο την πρόσβαση στη δικαιοσύνη όσο και την πλήρη δικαστική συνεργασία μεταξύ κρατών μελών. Αυτό που παρέχει η συνθήκη του Άμστερνταμ είναι ένα εννοιολογικό και θεσμικό πλαίσιο ώστε να διασφαλισθεί ότι αυτές οι αξίες τυγχάνουν της δέουσας υπεράσπισης σε ολόκληρη την Ένωση.

Τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις, η ταχεία επικύρωση και ουσιαστική εφαρμογή των εγκριθεισών συμβάσεων είναι βασικής σημασίας για την επίτευξη ενός χώρου δικαιοσύνης.

α) Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις

16. Η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, η οποία όπως πιστεύουν πολλοί αναπτύχθηκε υπερβολικά αργά, συνιστά μία θεμελιώδη φάση της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, ο οποίος θα έχει απτά οφέλη για όλους τους πολίτες της Ένωσης. Οι νομοταγείς πολίτες έχουν το δικαίωμα να στηρίζονται στην Ένωση για την απλοποίηση του δικαστικού περιβάλλοντος εντός του οποίου ζουν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον τομέα αυτό, αρχές όπως η νομική ασφάλεια και η επί ίσοις όροις πρόσβαση στη δικαιοσύνη θα πρέπει να αποτελούν κύριο στόχο, πράγμα που συνεπάγεται τον εύκολο εντοπισμό της αρμόδιας δικαστικής αρχής, το σαφή καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, την ύπαρξη ταχέων και δίκαιων διαδικασιών και αποτελεσματικές διαδικασίες εκτέλεσης.

β) Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

17. Είναι σαφής η ανάγκη για βελτίωση και επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις τόσο μεταξύ κρατών μελών όσο και με τρίτες χώρες, ειδικά ενόψει της εντατικοποίησης της αστυνομικής συνεργασίας. Όσο αποτελεσματική κι αν είναι η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, οι πιέσεις που δέχεται για την αντιμετώπιση φαινομένων όπως το οργανωμένο έγκλημα είναι εντονότατες, πράγμα που επιβάλλει την απλούστευση των διαδικασιών και, όπου χρειάζεται, την προσέγγιση των νομοθεσιών.

18. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει κυρίως ότι η προσέγγιση της εγκληματικής συμπεριφοράς θα πρέπει να είναι εξ ίσου αποτελεσματική σε ολόκληρη την Ένωση: η τρομοκρατία, η διαφθορά, η εμπορία ανθρώπων, το οργανωμένο έγκλημα, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο κάποιων ελάχιστων κοινών κανόνων όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία των αξιόποινων πράξεων και να διώκονται με την ίδια αυστηρότητα οπουδήποτε κι αν διαπράττονται. Εφόσον αντιμετωπιστεί η εγκληματική συμπεριφορά κατά τον ίδιο τρόπο και οι διαδικαστικές εγγυήσεις είναι παρεμφερείς σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να εξετασθούν οι δυνατότητες για τη βελτίωση του συντονισμού όσον αφορά τη δίωξη, στις περιπτώσεις που η επιδίωξη μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας δεν θίγει το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τομείς πολιτικής στους οποίους η Ένωση έχει ήδη αναπτύξει κοινές πολιτικές, καθώς και για τομείς πολιτικής με σημαντικές διασυνοριακές συνέπειες, όπως το περιβαλλοντικό έγκλημα, το έγκλημα υψηλής τεχνολογίας, η διαφθορά και η απάτη, το ξέπλυμα παράνομου χρήματος κ.λπ. Σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης του Άμστερνταμ, οι εξουσίες της Europol θα πρέπει να αναπτυχθούν και η θέση και ο ρόλος των δικαστικών αρχών σε σχέση με την Europol-είτε σε επίπεδο κρατών μελών είτε σε επίπεδο Ένωσης- να εξεταστούν.

γ) Διαδικασίες

19. Οι δικονομικοί κανόνες πρέπει να αντιστοιχούν στις ίδιες περίπου εγγυήσεις, διασφαλίζοντας ότι η αντιμετώπιση των ανθρώπων δεν θα είναι άνιση, ανάλογα με τη δικαστική αρχή που ασχολείται με την υπόθεσή τους. Κατ' αρχήν, αυτή η λειτουργία κατάλληλων και συγκρίσιμων δικονομικών εγγυήσεων έχει ήδη επιτευχθεί χάρη στις ασφαλιστικές δικλείδες της σύμβασης για την προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και τη δυναμική ερμηνεία που έδωσε σε αυτές το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ιδιαίτερα όσον αφορά τα δικαιώματα της υπεράσπισης σε ποινικές υποθέσεις. Φαίνεται ωστόσο ότι θα ήταν χρήσιμο να συμπληρωθούν αυτές οι θεμελιώδεις αρχές με πρότυπα και κώδικες καλής πρακτικής σε τομείς υπερεθνικού χαρακτήρα και κοινού ενδιαφέροντος (π.χ. ερμηνεία), οι οποίοι είναι επίσης δυνατό να καλύπτουν και ορισμένα στοιχεία της εφαρμογής των αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων όπως, για παράδειγμα, την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, καθώς και σε πτυχές της επανένταξης του κακοποιού και της παροχής βοήθειας προς το θύμα.

δ) Διασυνοριακές διαφορές

20. Οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες σε διασυνοριακές διαφορές, είτε πρόκειται για αστικές είτε για ποινικές υποθέσεις, θα πρέπει να εξουδετερωθούν, όσο αυτό είναι δυνατό. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, διευκόλυνση της κοινοποίησης εγγράφων και της ανταλλαγής πληροφοριών, χρήση πολύγλωσσων εντύπων, δημιουργία μηχανισμών ή δικτύων βοηθείας ή παροχής συμβουλών σε διασυνοριακές υποθέσεις και ενδεχομένως συστήματα νομικής υποστήριξης σε τέτοιες υποθέσεις.

Δ. ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

21. Τα παραπάνω συνδέονται στενά με τη διαδικασία διεύρυνσης, ειδικότερα δε με την προενταξιακή στρατηγική.

Οι χώρες που έχουν υποβάλει υποψηφιότητα για να γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης γνωρίζουν καλά ότι η Δικαιοσύνη και οι Εσωτερικές Υποθέσεις θα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις αιτήσεις τους.

Εντούτοις, η φύση του κεκτημένου ΔΕΥ είναι διαφορετική από εκείνη των άλλων κεκτημένων της Ένωσης. Πολλά πρέπει ακόμη να γίνουν και για το λόγο αυτό το κεκτημένο θα εξελίσσεται συνεχώς κατά τα χρόνια πριν από την ένταξη.

Η έγκριση του προγράμματος δράσης θα έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι θα καθορίζει σαφώς, προς όφελος των αιτουσών χωρών, το σύνολο των προτεραιοτήτων της Ένωσης στον τομέα αυτό.

Ε. ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

22. Τα νέα δεδομένα που καθιέρωσε η συνθήκη του Άμστερνταμ θα ενισχύσουν επίσης την Ένωση στο ρόλο της ως παίκτη και εταίρου στη διεθνή σκηνή, τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και σε πολυμερή φόρουμ. Ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος και επί τη βάσει του διαλόγου που έχει ήδη αρχίσει όσον αφορά τη συνεργασία στον τομέα της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων με ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών και φορέων (π.χ. Ιντερπόλ, Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, Συμβούλιο της Ευρώπης, G8 και ΟΟΣΑ), αυτή η εξωτερική πτυχή της δράσης της Ένωσης αναμένεται να λάβει μια νέα και περισσότερο απαιτητική διάσταση. Θα πρέπει να γίνει πλήρης εκμετάλλευση των νέων μέσων που παρέχει η συνθήκη. Συγκεκριμένα, η κοινοτικοποίηση των θεμάτων που άπτονται του ασύλου, της μετανάστευσης και της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις δίνουν τη δυνατότητα στην Κοινότητα -στο βαθμό που αυτό επιτρέπεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εξωτερικές αρμοδιότητες της Κοινότητας- να ασκεί την επιρροή της διεθνώς στους τομείς αυτούς. Όσον αφορά τα θέματα που παραμένουν στο τίτλο VI της ΣΕΕ, η Ένωση μπορεί επίσης να κάνει χρήση της δυνατότητας του Συμβουλίου να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες σε θέματα του τίτλου VI της συνθήκης, καθώς και της δυνατότητας της Προεδρίας, με τη συνδρομή του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου και σε πλήρη συνεργασία με την Επιτροπή, να εκπροσωπεί την Ένωση σε αυτούς τους τομείς.

ΣΤ. ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

23. Οι νέες διατάξεις της συνθήκης του Άμστερνταμ καθώς και το πρωτόκολλό της για την ενσωμάτωση του κεκτημένου της συνθήκης του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έντονα διαπυλωνική διάστασή τους, θα πρέπει να αντανακλώνται επίσης στις δομές εργασίας του Συμβουλίου. Σίγουρα δεν αποτελούσε πρόθεση της συνθήκης να δημιουργήσει στεγανά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα διάφορα συστατικά στοιχεία αυτού του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης από τις δομές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αφενός και από εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφετέρου, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι και στις δύο περιπτώσεις η ευθύνη για την επιδίωξη των στόχων, είτε εμπίπτουν στον πρώτο είτε στον τρίτο πυλώνα, βαρύνει το Συμβούλιο υπό τη σύνθεσή του των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων. Είναι επομένως βασικής σημασίας να καθιερωθούν, πριν από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, κατάλληλες ρυθμίσεις για το σκοπό αυτό που και θα είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της συνθήκης και θα διευκολύνουν το συντονιστικό ρόλο της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων.

Είναι επίσης σημαντικό να υπάρξουν οι κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να καλυφθεί η ειδική περίπτωση του συστήματος πληροφοριών του Σένγκεν (SIS) προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ομαλή μεταβολή χωρίς να ελαττωθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος. Θα μπορούσε επίσης να αρχίσει μεσοπρόθεσμα μια συζήτηση για τις προοπτικές ανάπτυξης ενός SIS II μετά την επέκτασή του.

Οι εργασίες για τις αναγκαίες διαρθρωτικές προσαρμογές, συμπεριλαμβανομένων και των σκέψεων για την ανάγκη περαιτέρω συντονισμού στους τομείς της μετανάστευσης και του ασύλου καθώς και στον τομέα του αστικού δικαίου από επιτροπές ανωτέρων στελεχών, έχουν ήδη αρχίσει στα πλαίσια της επιτροπής Κ.4 βάσει του άρθρου Κ.4 παράγραφος 1 της ΣΕΕ.

Η αναμόρφωση αυτή των δομών εργασίας πρέπει να βασίζεται στις ακόλουθες αρχές: εξορθολογισμός και απλούστευση (περιορισμένος αριθμός ομάδων που να αντιστοιχούν στους στόχους της συνθήκης, αποφυγή επικαλύψεων), εξειδίκευση και υπευθυνότητα (ομάδες εμπειρογνωμόνων με επαρκές επίπεδο ευθύνης στα κράτη τους, κατάλληλος ρόλος για τις επιχειρησιακές δομές - Europol, ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο), συνέχεια (μονιμότητα των ομάδων που ανταποκρίνονται σε σταθερούς στόχους της συνθήκης, μηχανισμός παρακολούθησης του συνόλου των θεσπιζόμενων μέσων), διαφάνεια (σαφήνεια των εντολών και των σχέσεων μεταξύ των ομάδων) και ευελιξία (δυνατότητα αναπροσαρμογής των δομών σε συντομότατο διάστημα για να δοθεί λύση σε νέους προβληματισμούς που απαιτούν επείγουσα ειδική μεταχείριση).

Η έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ θέτει επίσης ορισμένα νομικά ζητήματα που προκύπτουν από τη μεταφορά ορισμένων πολιτικών από τον τρίτο πυλώνα στον πρώτο πυλώνα καθώς και από τη μετάβαση σε νέες μορφές δράσεων και διαδικασιών στον τρίτο πυλώνα. Για παράδειγμα, το ζήτημα του ποιος θα πρέπει να είναι ο χειρισμός των συμβάσεων, στον τομέα που πρόκειται να μεταφερθεί στην αρμοδιότητα της Κοινότητας, οι οποίες δεν έχουν ακόμα επικυρωθεί κατά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ.

ΤΜΗΜΑ II

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ

Α. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΩΝ

24. Υπάρχουν ορισμένα κριτήρια βάσει των οποίων έχει καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο και η Επιτροπή προσδιόρισαν -και προτίθενται να εφαρμόσουν- τα μέτρα που απαριθμούνται στο παρόν τμήμα:

i) Η ίδια η συνθήκη του Άμστερνταμ χάραξε σαφείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέτρα στα οποία πρέπει να δοθεί προτεραιότητα, ιδίως κατά τα πέντε πρώτα χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της. Το πρόγραμμα δράσης πρέπει να τηρεί αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές.

ii) Η αρχή της επικουρικότητας, η οποία ισχύει για όλες τις πτυχές της δράσης της Ένωσης, έχει άμεση εφαρμογή στη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

iii) Η αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ αυτών και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων πρέπει να ισχύει κατά την αντιμετώπιση των υπερεθνικών προκλήσεων του οργανωμένου εγκλήματος και των μεταναστευτικών ρευμάτων.

iv) Η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα κατά την υλοποίηση του νομικού πλαισίου που καθόρισε η συνθήκη είναι εξίσου σημαντική με το ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο. Τα λαμβανόμενα μέτρα πρέπει να ανταποκρίνονται σε υπαρκτές ανάγκες και να επιφέρουν προτιθέμενη αξία. Οι σχετικές μέθοδοι εργασίας οι οποίες έχουν ήδη αποδείξει την αξία τους, όπως για παράδειγμα στα πλαίσια της συνθήκης του Σένγκεν, θα πρέπει να έχουν την πρέπουσα θέση στο πρόγραμμα δράσης της Ένωσης.

v) Η ευθύνη για την εξασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας παραμένει αρμοδιότητα των κρατών μελών. Είναι σημαντικό επομένως, κατά την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής συνεργασίας, να λαμβάνονται υπόψη τα εθνικά συμφέροντα και οι κοινές προσεγγίσεις όπως επίσης και οι ενδεχόμενες διαφορές.

vi) Μια ρεαλιστική προσέγγιση απαιτεί, κατά την επιλογή των προτεραιοτήτων, να λαμβάνονται υπόψη οι διαθέσιμοι πόροι και ο διαθέσιμος χρόνος.

25. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΣΕΕ, η Ένωση θέτει ως στόχο το να διατηρήσει και να αναπτύξει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, τη μετανάστευση, το άσυλο και την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος. Η αμοιβαία αλληλεξάρτηση μεταξύ των διαφόρων πτυχών αυτού του γενικού στόχου επιβεβαιώνεται από το άρθρο 61 στοιχείο α) το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 31 στοιχείο ε) της ΣΕΕ. Είναι επομένως προς το συμφέρον του κοινού, για τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλειά του, που θα πρέπει ορισμένες δραστηριότητες του ενός τομέα να συνδυαστούν χρονικά και ως προς την ουσία με δραστηριότητες του άλλου τομέα.

26. Η ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να έχει ως συνέπεια ότι, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, οι στόχοι της Κοινότητας, όπως ορίζονται στο σύνολο του άρθρου 62 της ΣΕΚ και σε μεγάλο βαθμό στο άρθρο 63 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΕΚ ως έχουν στη συνθήκη του Άμστερνταμ, θα έχουν υλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά 10 κράτη μέλη, και όσον αφορά 13 κράτη μέλη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της απόφασης του Συμβουλίου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου του Σένγκεν. Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι μεγάλο μέρος της ουσιαστικής δουλειάς θα έχει ήδη υλοποιηθεί πολύ πριν από την πενταετή προθεσμία που θέτουν τα σχετικά άρθρα. Αυτό θα επιτρέψει στο Συμβούλιο να επικεντρώσει αρχικά την προσοχή του ειδικότερα σε άλλους στόχους της Κοινότητας και της Ένωσης στον τομέα της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων για την υλοποίηση των οποίων έχει ορισθεί μέγιστη προθεσμία πέντε ετών [π.χ. άρθρο 63 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 στοιχείο α) της ΣΕΚ και άρθρο 30 παράγραφος 2 της ΣΕΕ] και να ασχοληθεί με θέματα τα οποία απαιτούν επείγουσα αντιμετώπιση ή έχουν καταστεί πολιτικώς σημαντικά.

Προκειμένου να εφαρμοσθούν οι προτεραιότητες οι οποίες απαριθμούνται στα άρθρα αυτά, θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για τη θέσπιση των μέτρων τα οποία εκτίθενται λεπτομερώς στα ακόλουθα τμήματα.

27. Στα πλαίσια των απαιτήσεων της συνθήκης, θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας σύμφωνα με το σχετικό πρωτόκολλο της συνθήκης του Άμστερνταμ καθώς και, κατά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων, τα υφιστάμενα σχέδια και η ανάγκη να εξακολουθήσουν να προωθούνται τα σημερινά μεσοπρόθεσμα προγράμματα εργασίας.

28. Κατά τον καθορισμό ουσιαστικών και πολιτικών προτεραιοτήτων, χρειάστηκε να εξετασθούν κατά πρώτο λόγο τα σχέδια, οι εργασίες σχετικά με τα οποία είτε εξακολουθούν να διεξάγονται είτε θα συνεχίζουν να διεξάγονται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ. Εν προκειμένω, η βασική επιδίωξη υπήρξε, παράλληλα με την πλήρη προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, να διασφαλισθεί η μέγιστη δυνατή συνέχεια.

29. Κατά τις νομοθετικές εργασίες, χρειάστηκε επίσης να ληφθεί υπόψη το υφιστάμενο κεκτημένο του τρίτου πυλώνα, πράγμα το οποίο επέβαλε την ανάγκη να αποφασισθεί ποιες από τις παρούσες διατάξεις θα πρέπει, ενδεχομένως, να αντικατασταθούν από πλέον αποτελεσματικές διατάξεις. Οι διατάξεις ο οποίες ταξινομούνται ως «μη υποχρεωτικοί κανόνες» είναι οι πρώτες που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή.

30. Η έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του φόρτου εργασίας του Ευρωπαικού Δικαστηρίου, ενώ ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης απαιτεί ακριβώς οι δικαστικές υποθέσεις να διεκπεραιώνονται όσο το δυνατόν ταχύτερα. Είναι επομένως προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των ενδιαφερόμενων ιδιωτών να δοθεί προτεραιότητα στην από κοινού εξέταση με το Δικαστήριο όλων των μέτρων που θα μπορούσαν να συντομεύσουν το μέσο χρόνο των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως σε περιπτώσεις προδικαστικών αποφάσεων σύμφωνα με τον τίτλο VI της ΣΕΕ και τον τίτλο IV της ΣΕΚ.

31. Τα επίπεδα προτεραιότητας τα οποία καθορίζονται παρακάτω ισχύουν, λογικά, κατά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ. Τα μέτρα προτεραιότητας κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες. Αφενός, οι δράσεις και τα μέτρα τα οποία είναι σκόπιμο να εφαρμοσθούν ή να θεσπισθούν εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ (τα οποία εφεξής αναφέρονται ως «μέτρα που θα πρέπει να ληφούν εντός δύο ετών») και, αφετέρου, οι δράσεις και τα μέτρα τα οποία πρέπει να θεσπισθούν ή να εφαρμοσθούν εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης ή των οποίων, τουλάχιστον, να αρχίσουν να εκπονούνται στο συγκεκριμένο τομέα (τα οποία εφεξής αναφέρονται ως «μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν εντός πέντε ετών»). Ωστόσο, ίσως χρειασθεί να αρχίσουν πολλές δραστηριότητες του πρώτου επιπέδου προτεραιότητας χωρίς καθυστέρηση, κατά τη θέσπιση του παρόντος προγράμματος δράσης, καθότι απαιτούν προπαρασκευαστικές εργασίες, δηλαδή στο επίπεδο τεχνικών ομάδων εργασίας, οι οποίες θα πρέπει ει δυνατόν να έχουν ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Τα ιδιαίτερα επείγοντα αυτά μέτρα επισημαίνονται παρακάτω.

Β. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΠΤΟΝΤΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

I. Μέτρα στον τομέα του ασύλου, των εξωτερικών συνόρων και της μετανάστευσης

32. Ο στόχος είναι να αρχίσει να υλοποιείται ο χώρος ελευθερίας εντός της επομένης πενταετίας. Κατά συνέπεια και προκειμένου να εξασφαλιστεί η αυξημένη ασφάλεια όλων των ευρωπαίων πολιτών, η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει την εκπόνηση συνοδευτικών μέτρων, ιδίως στους τομείς των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα και της καταπολέμησης της λαθρομετανάστευσης, με πλήρη σεβασμό των αρχών που περιέχονται στο άρθρο 6 της ΣΕΕ και στα άρθρα 12 και 13 της ΣΕΚ.

33. Στα μέτρα που θα εκπονηθούν πρέπει να ληφθεί δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι τομείς του ασύλου και της μετανάστευσης είναι δύο ξεχωριστοί τομείς και απαιτούν διαφοροποιημένες προσεγγίσεις και λύσεις.

34. Θα πρέπει να καθορισθεί μία συνολική στρατηγική για τη μετανάστευση, στα πλαίσια της οποίας εξέχουσα θέση θα πρέπει να έχει ένα σύστημα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η πείρα που έχει αποκτηθεί και η πρόοδος που επιτεύχθηκε μέσα από τη συνεργασία στο πλαίσιο της συνθήκης του Σένγκεν θα πρέπει να αποδειχθούν ιδιαίτερα χρήσιμες όσον αφορά τη βραχυπρόθεσμη διαμονή (έως τρεις μήνες), την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης καθώς και τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα.

Άμεση προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη βελτίωση των ανταλλαγών στατιστικών και πληροφοριών σε θέματα ασύλου και μετανάστευσης. Οι ανταλλαγές αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν στατιστικές για το άσυλο και τη μετανάστευση, πληροφορίες για το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών και στοιχεία για την εθνική νομοθεσία και πολιτική βάσει του προγράμματος δράσης της Επιτροπής.

35. Προκειμένου να ολοκληρωθεί ο χώρος ελεύθερης κυκλοφορίας, είναι απαραίτητο να υπάρξει μια ταχεία και ολοκληρωμένη επέκταση των αρχών της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της ΕΕ.

Μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών

36. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Μέτρα στους τομείς του ασύλου και της μετανάστευσης

Αξιολόγηση των χωρών προέλευσης προκειμένου να χαραχθεί μια συνολική προσέγγιση κατά χώρα.

β) Μέτρα στον τομέα του ασύλου

i) Αποτελεσματικότητα της σύμβασης του Δουβλίνου: συνεχής εξέταση των κριτηρίων και προϋποθέσεων για τη βελτίωση της εφαρμογής της σύμβασης και για την ενδεχόμενη μετατροπή της νομικής βάσης σύμφωνα με το σύστημα του Άμστερνταμ [άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΕΚ].

Πραγματοποίηση μιας μελέτης για να εξακριβωθεί σε ποιο βαθμό θα πρέπει ο μηχανισμός να συμπληρωθεί, μεταξύ άλλων, με διατάξεις οι οποίες θα επιτρέπουν να ανατίθεται σε ένα και μόνο κράτος μέλος η ευθύνη όσον αφορά τη μεταχείριση των μελών μιας οικογένειας, όταν η εφαρμογή των κριτηρίων ευθύνης την αναθέτει σε περισσότερα κράτη, και με διατάξεις που θα ρυθμίζουν με ικανοποιητικό τρόπο το ζήτημα της προστασίας, όταν ένας μετανάστης αλλάζει χώρα διαμονής.

ii) Εφαρμογή του Eurodac

iii) Θέσπιση βασικών προδιαγραφών για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ή ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα [άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της ΣΕΚ] προκειμένου, μεταξύ άλλων, να μειωθεί ο χρόνος που απαιτείται για τις διαδικασίες ασύλου. Ως προς το θέμα αυτό, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των παιδιών.

iv) Περιορισμός των «δευτερογενών κινήσεων» των αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών μελών.

v) Καθορισμός βασικών προδιαγραφών για την υποδοχή αιτούντων άσυλο, με ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των παιδιών [άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο β) της ΣΕΚ].

vi) Πραγματοποίηση μελέτης για τον προσδιορισμό των πλεονεκτημάτων μιας ενιαίας ευρωπαϊκής διαδικασίας ασύλου.

γ) Μέτρα στον τομέα της μετανάστευσης

i) Νομική πράξη για το νομικό καθεστώς των παράνομων μεταναστών

ii) Καθιέρωση μιας συνεκτικής πολιτικής ΕΕ για την επανεισδοχή και επιστροφή.

iii) Καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης [άρθρο 63 παράγραφος 3 στοιχείο β) της ΣΕΚ] με την πραγματοποίηση, μεταξύ άλλων, εκστρατειών ενημέρωσης σε χώρες διέλευσης και στις χώρες προέλευσης.

Σύμφωνα με την προτεραιότητα που δίδεται στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, θα ήταν σκόπιμο να προωθηθούν ταχέως συγκεκριμένες προτάσεις για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης.

δ) Μέτρα στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων

i) Διαδικασία και προϋποθέσεις για την έκδοση θεωρήσεων από τα κράτη μέλη (πόροι, εγγυήσεις επαναπατρισμού ή κάλυψη των εξόδων ατυχήματος και ασθενείας) καθώς και κατάρτιση καταλόγου των χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση μέσω αερολιμένων (κατάργηση του ισχύοντος «γκρίζου» καταλόγου).

ii) Καθορισμός των κανόνων για μια ενιαία θεώρηση [άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο iv) της ΣΕΚ].

iii) Εκπόνηση κανονισμού σχετικά με τις χώρες:

- οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

- οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης από το σύνολο των κρατών μελών [άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο i) της ΣΕΚ].

iv) Περαιτέρω εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών ως προς την ευθύνη των μεταφορέων.

Μέτρα που πρέπει να ληφθούν το ταχύτερο δυνατό σε συμφωνία με τις διατάξεις της συνθήκης του Άμστερνταμ

37. α) Βασικές προδιαγραφές για τη χορήγηση προσωρινής προστασίας σε εκτοπισμένα άτομα από τρίτες χώρες τα οποία δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα προέλευσής τους [άρθρο 63 παράγραφος 2 στοιχείο α) της ΣΕΚ].

β) Προαγωγή μιας ισόρροπης προσπάθειας μεταξύ των κρατών μελών για την υποδοχή και την αντιμετώπιση των βαρών της υποδοχής εκτοπισμένων ατόμων [άρθρο 63 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΣΕΚ].

Μέτρα που πρέπει να ληφθούν εντός πέντε ετών

38. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφούν εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Μέτρα στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης

Επισήμανση και εφαρμογή των μέτρων που απαριθμούνται στην ευρωπαϊκή στρατηγική για τη μετανάστευση.

β) Μέτρα στον τομέα του ασύλου

i) Θέσπιση βασικών προδιαγραφών σχετικά με το χαρακτηρισμό υπηκόων τρίτων χωρών ως προσφύγων.

ii) Καθορισμός βασικών προδιαγραφών για την παροχή επικουρικής προστασίας σε πρόσωπα που χρειάζονται διεθνή προστασία [άρθρο 63 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεύτερο τμήμα].

γ) Μέτρα στον τομέα της μετανάστευσης

i) Βελτίωση των δυνατοτήτων απομάκρυνσης των ατόμων των οποίων απορρίπτεται η αίτηση διαμονής, μέσω βελτιωμένου συντονισμού σε επίπεδο ΕΕ, εφαρμογής των ρητρών επανεισδοχής και ανάπτυξης επίσημων ευρωπαϊκών εκθέσεων (από πρεσβείες) για την κατάσταση στις χώρες προέλευσης.

ii) Θέσπιση κανόνων για τους όρους εισόδου και διαμονής καθώς και κανόνων όσον αφορά τις διαδικασίες έκδοσης από τα κράτη μέλη θεωρήσεων και τίτλων διαμονής μακράς διαρκείας, μεταξύ άλλων και για τους σκοπούς της επανένωσης των οικογενειών [άρθρο 63 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΕΚ].

Το θέμα της ελευθερίας εγκατάστασης σε οποιοδήποτε κράτος της Ένωσης των υπηκόων τρίτων χωρών που διαθέτουν τίτλο διαμονής θα συζητηθεί προσεχώς στην αρμόδια ομάδα εργασίας.

iii) Καθορισμός των δικαιωμάτων και των όρων υπό τους οποίους υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν νόμιμα σε ένα κράτος μέλος μπορούν να διαμείνουν σε άλλο κράτος μέλος [άρθρο 63 παράγραφος 4 της ΣΕΚ].

Θα μπορούσαν να διεξαχθούν συζητήσεις στα αρμόδια κλιμάκια του Συμβουλίου, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες στο επίπεδο των κοινωνικών ισορροπιών και της αγοράς εργασίας, σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους, όπως γίνεται και για τους πολίτες των χωρών της Κοινότητας και τις οικογένειές τους, οι υπήκοοι τρίτων χωρών θα μπορούν να εγκαθίστανται και να εργάζονται σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ένωσης.

Όσον αφορά αυτούς τους δύο τελευταίους τομείς, παρ' όλο που η συνθήκη του Άμστερνταμ δεν απαιτεί να ολοκληρωθούν οι σχετικές εργασίες εντός πενταετίας, ωστόσο θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες με στόχο τη βελτίωση της κατάστασης σε εύθετο χρόνο.

δ) Μέτρα στους τομείς των εξωτερικών συνόρων και της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων:

i) Επέκταση των μηχανισμών αντιπροσώπευσης της συνθήκης του Σένγκεν όσον αφορά τις θεωρήσεις:

Θα μπορούσε να ξεκινήσει ένας προβληματισμός για τη δυνατότητα ενός διακανονισμού μεταξύ των κρατών μελών χάρις στον οποίο θα βελτιωθεί η δυνατότητα πρόληψης των περιπτώσεων κατάχρησης των ξένων αντιπροσωπιών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη από αιτούντες θεώρηση προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση σε άλλο κράτος μέλος το οποίο, τη στιγμή της υποβολής της αίτησης, ήταν ο πραγματικός επιδιωκόμενος προορισμός.

ii) Θα δοθεί προσοχή στις νέες τεχνικές εξελίξεις προκειμένου να εξασφαλίζεται -στο βαθμό που απαιτείται- η μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια των θεωρήσεων ενιαίου τύπου (αυτοκόλλητο).

II. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις

39. Ο επιδιωκόμενος στόχος είναι η απλούστευση της ζωής των ευρωπαίων πολιτών με τη βελτιωση και απλοποίηση των κανόνων και διαδικασιών που διέπουν τη συνεργασία και επικοινωνία μεταξύ των αρχών και την επιβολή των αποφάσεων, με την προώθηση της συμβατότητας των κανόνων που διέπουν τη σύγκρουση των νόμων και των κανόνων περί δικαστικής αρμοδιότητας και με την εξάλειψη των εμποδίων για την καλή λειτουργία των κανόνων πολιτικής δικονομίας σε έναν ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο. Θα ήταν σκόπιμο στη συνάρτηση αυτή να βελτιωθεί ο συντονισμός των δικαστικών συστημάτων της Ευρώπης καθώς και η γνώση των νόμων των κρατών μελών, ιδίως σε ορισμένες υποθέσεις με σημαντικές ανθρώπινες διαστάσεις που έχουν επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των πολιτών.

Μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών

40. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Ολοκλήρωση, εάν δεν έχουν ολοκληρωθεί, των εργασιών σχετικά με την αναθεώρηση των συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο.

β) Εκπόνηση νομικής πράξης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II).

γ) Έναρξη της αναθεώρησης, όπου απαιτείται, ορισμένων διατάξεων της σύμβασης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις για τη σύγκρουση των νόμων σε άλλα κοινοτικά μέσα (Ρώμη I).

δ) Εξέταση της δυνατότητας επέκτασης στις αστικές υποθέσεις της αρχής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου που ισχύει στον τομέα των ποινικών υποθέσεων.

Πολύ εξειδικευμένα σημεία επαφής σε κάθε κράτος μέλος θα μπορούσαν να διευκολύνουν τη γνώση των νόμων των κρατών μελών και τη διασφάλιση ενός καλύτερου συντονισμού των δικονομικών διαδικασιών σε ορισμένες υποθέσεις με σημαντικές ανθρώπινες διαστάσεις (π.χ. διασυνοριακές γονικές διαφορές).

Μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν εντός πέντε ετών

41. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφούν εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Εξέταση των δυνατοτήτων εκπόνησης νομικής πράξης σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο σε θέματα διαζυγίου (Ρώμη III):

Μετά από το πρώτο βήμα σε θέματα διαζυγίου το οποίο πραγματοποιήθηκε από τη σύμβαση ΙΙ των Βρυξελλών στον τομέα της αρμοδιότητας, της αναγνώρισης και της εκτέλεσης των αποφάσεων, χρειάζεται να διερευνηθούν βάσει διεξοδικής μελέτης οι δυνατότητες συμφωνίας για τη θέσπιση κανόνων προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία ενός «forum shopping» (άγρας δωσιδικιών).

β) Εξέταση της δυνατότητας εκπόνησης τρόπων εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών ιδίως όσον αφορά τις διεθνικές οικογενειακές διαφορές. Στα πλαίσια αυτά, θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα μεσολάβησης ως μέσο επίλυσης των οικογενειακών διαφορών.

γ) Εξέταση της δυνατότητας εκπόνησης νομικής πράξης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων και τις κληρονομικές σχέσεις.

Κατά την εκπόνηση τέτοιων νομικών πράξεων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σύνδεση μεταξύ περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και κανόνων που διέπουν τις κληρονομικές σχέσεις. Οι εργασίες που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στα πλαίσια της διάσκεψης της Χάγης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο θα πρέπει επίσης να ληφούν υπόψη.

δ) Επισήμανση των κανόνων πολιτικής δικονομίας που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις και οι οποίοι είναι επείγον να προσεγγίσουν προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση των ευρωπαίων πολιτών στη δικαιοσύνη και εξέταση του ενδεχόμενου εκπόνησης κατάλληλων συμπληρωματικών μέτρων για τη βελτίωση των δικονομικών διαδικασιών.

Θα μπορούσαν σχετικά να εξεταστούν και οι κανόνες που διέπουν την κατάθεση εγγύησης για τα δικαστικά έξοδα εκ μέρους του εναγόμενου σε αστικές υποθέσεις, η παροχή νομικής συνδρομής καθώς και άλλα πιθανά εμπόδια οικονομικής φύσεως.

ε) Βελτίωση και απλούστευση της συνεργασίας μεταξύ δικαστηρίων κατά την εξέταση μαρτύρων.

στ) Εξέταση της δυνατότητας προσέγγισης ορισμένων τομέων του αστικού δικαίου, όπως η δημιουργία ενιαίου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για την καλή τη πίστει απόκτηση ενσώματων κινητών.

Γ. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

42. Ο επιδιωκόμενος στόχος είναι να παρασχεθεί στους πολίτες υψηλό επίπεδο προστασίας, όπως προβλέπεται στη συνθήκη του Άμστερνταμ, και να προαχθεί το κράτος δικαίου. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εντατικοποίηση της συνεργασίας μεταξύ των αρχών οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή των νόμων σε πλαίσια τήρησης της ασφάλειας του δικαίου. Επίσης απαιτείται η συγκεκριμενοποίηση ενός δικαστικού χώρου στον οποίο οι δικαστικές αρχές θα συνεργάζονται με τρόπο αποτελεσματικότερο, ταχύτερο και πλέον ευέλικτο. Θα πρέπει ακόμα να προωθηθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση με τη στενή συνεργασία των δικαστικών, αστυνομικών και άλλων σχετικών αρχών για την πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος, οργανωμένου και μη.

Μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών

Ι. Αστυνομική συνεργασία

43. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

1. Όσον αφορά τη συνεργασία στα πλαίσια της Europol:

α) Βελτίωση της συνεργασίας στα πλαίσια της Europol στους ακόλουθους τομείς:

i) Εξέταση της σκοπιμότητας σύστασης μιας βάσεως δεδομένων για τις εκκρεμούσες έρευνες, εντός του πλαισίου των διατάξεων της σύμβασης Europol, χάρις στην οποία θα αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις των ερευνών και θα μπορούν να συντονίζονται πολλές ευρωπαϊκές αρμόδιες αρχές στην ίδια έρευνα, συνδυάζοντας έτσι τις πληροφορίες τους και την τεχνογνωσία τους.

ii) Προσανατολισμός των εργασιών τεκμηρίωσης της Europol προς την επιχειρησιακή δράση.

Οι αναλύσεις της θα πρέπει να καταλήγουν όσο το δυνατόν συχνότερα σε επιχειρησιακά συμπεράσματα.

iii) Ένταξη της καταπολέμησης των δικτύων λαθρομετανάστευσης στις προτεραιότητες επιχειρησιακής συνεργασίας, ιδίως με τη χρησιμοποίηση των εθνικών μονάδων ως δίκτυο εθνικών σημείων επαφής αρμόδιων για την καταπολέμησή τους.

iv) Καταπολέμηση της τρομοκρατίας: ενίσχυση των ανταλλαγών πληροφοριών και του συντονισμού των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, ιδίως μέσω της Europol, για την καταπολέμηση των εγκλημάτων που διεπράχθησαν ή ενδέχεται να διαπραχθούν κατά τη διάρκεια τρομοκρατικών δραστηριοτήτων.

v) Επέκταση των αρμοδιοτήτων της Europol σε άλλες δραστηριότητες, ανάλογα με τις ανάγκες (π.χ. παραχάραξη του ευρώ και άλλων μέσων πληρωμών).

β) Εκπόνηση μιας ενδεδειγμένης νομικής πράξης για την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Europol στις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 της ΣΕΕ και για την επικέντρωση των εργασιών της Europol στην επιχειρησιακή συνεργασία. Ένα σημαντικό θέμα είναι η θέση και ο πόλος των δικαστικών αρχών στις σχέσεις τους με την Europol.

Μια από τις προτεραιότητες που ορίζονται από τη συνθήκη είναι ο προσδιορισμός της φύσης και της εμβέλειας των επιχειρησιακών αρμοδιοτήτων της Europol, η οποία θα πρέπει να είναι σε θέση «να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να διενεργούν και να συντονίζουν τις έρευνες [τους]» και να παρεμβαίνει στα πλαίσια «επιχειρησιακών δράσεων κοινών ομάδων».

γ) Έλεγχος της πρόσβασης της Europol στις βάσεις δεδομένων SIS και EIS.

δ) Ανάπτυξη του ρόλου της Europol όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών για την εφαρμογή του προενταξιακού συμφώνου κατά του οργανωμένου εγκλήματος.

2. Άλλα μέτρα αστυνομικής συνεργασίας.

44. Τα άλλα μέτρα αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας περιλαμβάνουν:

α) Την από κοινού αξιολόγηση ειδικών τεχνικών έρευνας όσον αφορά την εξακρίβωση σοβαρών μορφών οργανωμένης εγκληματικότητας [άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της ΣΕΕ].

β) Εξέταση των ρυθμίσεων βάσει των οποίων μια υπηρεσία επιβολής του νόμου ενός κράτους μέλους μπορεί να αναλαμβάνει δράση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (άρθρο 32 της ΣΕΕ), λαμβανομένου υπόψη του κεκτημένου του Σένγκεν.

Θα πρέπει να εξεταστούν ιδίως δύο θέματα:

- ο καθορισμός των προϋποθέσεων και των περιορισμών υπό τους οποίους οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου ενός κράτους μέλους μπορούν να αναλαμβάνουν δράση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, σε σύνδεση και συμφωνία με αυτό,

- ως αντιστάθμισμα, ποιους τύπους δράσεων -και σύμφωνα με ποιες ρυθμίσεις- είναι κάθε κράτος μέλος διατεθειμένο να δεχθεί στο έδαφός του.

Η δημιουργία ενός συλλογικού πλαισίου για αυτές τις δραστηριότητες είναι μια από τις προτεραιότητες της αστυνομικής συνεργασίας. Το πλαίσιο αυτό μπορεί να είναι ελαστικό.

γ) Την ανάπτυξη και τη διεύρυνση της επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών επιβολής του νόμου της Ένωσης και την ενίσχυση της τεχνικής συνεργασίας των αστυνομιών.

Οι κοινές δράσεις που διεξάγονται ιδίως από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να χρησιμεύσουν ενδεχομένως ως πρότυπο και να διευρυνθούν σε συντονισμό με τις εθνικές αστυνομίες και τις χωροφυλακές και σε στενή διασύνδεση με τις δικαστικές αρχές. Μεσοπρόθεσμα, η Europol καλείται να χρησιμεύσει ως σημείο στήριξης για τις μελλοντικές αυτές πρωτοβουλίες, οι οποίες θα μπορούν να προωθηθούν στα πλαίσια των «αποφάσεων για οποιοδήποτε άλλο σκοπό συνεπή» με τους στόχους του τίτλου VI της ΣΕΕ, ότως αυτές χαρακτηρίζονται στη συνθήκη του Άμστερνταμ.

δ) Την ανάπτυξη της ετήσιας έκθεσης για το οργανωμένο έγκλημα με στόχο τη χάραξη κοινών στρατηγικών.

Θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες ώστε να εξασφαλιστεί η εναρμόνιση των παραμέτρων που θα πρέπει να αναλύονται προκειμένου να είναι συγκρίσιμα τα στοιχεία που συγκεντρώνονται.

ε) Στον τομέα της συνεργασίας των τελωνειακών αρχών, την εφαρμογή των συμβάσεων «CIS» (Τελωνειακό Σύστημα Πληροφοριών) και Νεάπολη ΙΙ.

Κατά την εφαρμογή των σημείων α) έως ε) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρμοδιότητες της Europol.

ΙΙ. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

45. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Αποτελεσματική εφαρμογή και ενδεχομένως περαιτέρω ανάπτυξη του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου.

Η αποτελεσματική εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου αποτελεί προτεραιότητα. Θα επιφέρει ουσιαστικές βελτιώσεις στη συνεργασία και χρειάζεται να εξοπλιστεί με σύγχρονα μέσα για μια αποτελεσματικότερη συνεργασία. Θα πρέπει να αρχίσει αμέσως μια μελέτη προκειμένου να καταστεί το δίκτυο λειτουργικότερο.

β) Ολοκλήρωση της σύμβασης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις καθώς και του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου της σύμβασης και εφαρμογή τους το συντομότερο δυνατόν.

Θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα να προβλεφθεί η απλούστευση των διαδικασιών και ο περιορισμός των λόγων για τους οποίους μπορεί να υπάρξει άρνηση συνδρομής.

γ) Διευκόλυνση της έκδοσης μεταξύ των κρατών μελών φροντίζοντας ώστε οι δύο υπάρχουσες συμβάσεις έκδοσης που έχουν εγκριθεί στα πλαίσια της ΣΕΕ να τεθούν όντως σε εφαρμογή, και νομοθετικά και στην πράξη.

δ) Ενίσχυση και ανάπτυξη της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρημάτων.

ε) Διευκόλυση και επιτάχυνση της διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων και των δικαστικών αρχών ή άλλων ισοδυνάμων αρμόδιων αρχών των κρατών μελών.

στ) Έναρξη διαδικασίας προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση και η εκτέλεση των αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις.

ζ) Εξέταση του ρόλου και της θέσης των δικαστικών αρχών στο πλαίσιο μιας περαιτέρω ανάπτυξης της Europol σύμφωνα με τη συνθήκη του Άμστερνταμ, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του θεσμού.

η) Εξέταση των ρυθμίσεων βάσει των οποίων οι δικαστικές ή άλλες ισοδύναμες αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να αναλαμβάνουν δράση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (άρθρο 32 της ΣΕΕ).

Θα πρέπει να εξεταστούν ιδίως δύο θέματα:

- ο καθορισμός των προϋποθέσεων και των περιορισμών υπό τους οποίους οι αρμόδιες δικαστικές ή/και διωκτικές αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να αναλαμβάνουν δράση στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, σε σύνδεση και συμφωνία με αυτό,

- ως αντιστάθμισμα, ποιους τύπους δράσεων -και σύμφωνα με ποιες ρυθμίσεις- είναι κάθε κράτος μέλος διατεθειμένο να δεχθεί στο έδαφός του.

Η δημιουργία ενός συλλογικού πλαισίου για αυτές τις δραστηριότητες είναι μια από τις προτεραιότητες της δικαστικής συνεργασίας. Το πλαίσιο αυτό μπορεί να είναι ελαστικό.

ΙΙΙ. Προσέγγιση των κανόνων ποινικού δικαίου των κρατών μελών

46. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Επισήμανση των μορφών συμπεριφοράς στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και του λαθρεμπορίου ναρκωτικών, για τις οποίες είναι επείγον και αναγκαίο να θεσπιστούν μέτρα για την καθιέρωση βασικών κανόνων σχετικά με τα συστατικά τους στοιχεία και τις κυρώσεις και, εάν χρειάζεται, να εκπονηθούν κατάλληλα μέτρα.

Προτεραιότητα για την εξέταση αυτή θα μπορούσαν να έχουν, εφόσον σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα, την τρομοκρατία και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, τα αδικήματα όπως η εμπορία ανθρώπων και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, η παράβαση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, η δωροδοκία, η απάτη μέσω υπολογιστών, τα αδικήματα που διαπράττονται από τρομοκράτες, τα αδικήματα κατά του περιβάλλοντος, τα αδικήματα που διαπράττονται μέσω του Ίντερνετ και το ξέπλυμα χρημάτων που συνδέεται με αυτές τις διάφορες μορφές εγκληματικότητας. Θα πρέπει δε να ληφθούν υπόψη οι παράλληλες εργασίες σε διεθνείς οργανισμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης.

β) Εξέταση της δυνατότητας προσέγγισης, όπου απαιτείται, των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα της παραχάραξης των νομισμάτων (προστασία του ευρώ), της απάτης και της παραχάραξης άλλων μέσων πληρωμής εκτός των νομισμάτων.

IV. Οριζόντια προβλήματα

47. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Εξέταση των δυνατοτήτων εναρμόνισης των κανόνων στον τομέα της προστασίας δεδομένων.

β) Ολοκλήρωση, εάν δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, αξιολόγηση της εφαρμογής και ενδεχόμενη συνέχεια του προγράμματος δράσης σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ.

γ) Συνέχιση της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης στα πλαίσια της κοινής δράσης που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 5 Δεκεμβρίου 1997.

δ) Συνέχιση και ανάπτυξη των εργασιών που έχουν αρχίσει στα πλαίσια του προγράμματος δράσης σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα όσον αφορά το ζήτημα των «ασφαλών καταφυγίων» και των φορολογικών παραδείσων.

Μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν εντός πέντε ετών

Ι. Αστυνομική συνεργασία

48. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Όσον αφορά τη συνεργασία στα πλαίσια της Europol:

i) Ενθάρρυνση της καθιέρωσης επαφών μεταξύ δικαστών και ανακριτών ειδικευμένων στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος σε στενή συνεργασία με την Europol [άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της ΣΕΕ]).

ii) Εγκαθίδρυση δικτύου έρευνας και τεκτηρίωσης σχετικά με τη διασυνοριακή εγκληματικότητα [(άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της ΣΕΕ]).

iii) Βελτίωση των στατιστικών σχετικά με τη διασυνοριακή εγκληματικότητα [(άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της ΣΕΕ]).

iv) Καθιέρωση συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών και ανάλυσης στον τομέα του ξεπλύματος χρημάτων.

v) Εξέταση του κατά πόσον, και με ποιόν τρόπο, θα μπορούσε η Europol να έχει πρόσβαση στο σύστημα τελωνειακών πληροφοριών.

vi) Σε συνεργασία με την Europol, χάραξη και εφαρμογή μιας στρατηγικής για την ενημέρωση του κοινού προκειμένου να γίνουν γνωστά το έργο και οι εξουσίες της Europol.

vii) Μελέτη της δυνατότητας δημιουργίας ενός συστήματος ηλεκτρονικής ανταλλαγής δακτυλικών αποτυπωμάτων μεταξύ των κρατών μελών.

β) Άλλα μέτρα αστυνομικής συνεργασίας:

i) Ενθάρρυνση της γενικότερης πολιτικής και επιχειρησιακής συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών, των τελωνειακών και άλλων ειδικών υπηρεσιών επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, σε σχέση με την πρόληψη, την εξακρίβωση και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων [(άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΕΕ]).

Στα πλαίσια αυτά φαίνεται σκόπιμο να αναπτυχθεί και να ενισχυθεί η υπάρχουσα διμερής και περιφερειακή συνεργασία, για παράδειγμα με τη συνέχιση και επέκταση σε παρόμοια βάση της δοκιμαστικής λειτουργίας κοινών αστυνομικών τμημάτων.

Θα ήταν επίσης επιθυμητό να συνεχιστεί η ανάπτυξη των τεχνικών ανάλυσης των τελωνειακών κινδύνων και η βελτίωση των μεθόδων τελωνειακού ελέγχου, όπως είναι η εφαρμογή του προγράμματος δράσης για τον έλεγχο των εμπορευματοκιβωτίων, και να υπάρξει προβληματισμός για τους νέους φορείς απάτης, όπως το Ίντερνετ.

ii) Οργάνωση της συγκέντρωσης, αποθήκευσης, επεξεργασίας, ανάλυσης και ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών τις οποίες κατέχουν οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου σχετικά με καταγγελίες ύποπτων οικονομικών συναλλαγών, ιδίως μέσω της Europol, υπό την επιφύλαξη των καταλλήλων διατάξεων για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα [(άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) της ΣΕΕ]).

iii) Προώθηση της συνεργασίας και των κοινών πρωτοβουλιών στον τομέα της κατάρτισης, των ανταλλαγών αξιωματικών συνδέσμων, των αποσπάσεων, της χρήσης των εξοπλισμών και της εγκληματολογικής έρευνας [(άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της ΣΕΕ].

ΙΙ. Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

49. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Εξέταση εάν μπορούν να επέλθουν περαιτέρω βελτιώσεις, ουσιαστικές και τυπικές, στις διαδικασίες έκδοσης, συμπεριλαμβανομένων και κανόνων για τον περιορισμό των καθυστερήσεων.

Στα πλαίσια αυτά ενδέχεται να εξεταστεί επίσης το ζήτημα της έκδοσης σε περίπτωση ερημοδικίας, με πλήρη σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που παρέχει η ευρωπαϊκή σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

β) Διευκόλυνση της περαιτέρω διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των υπουργείων και των δικαστικών αρχών στον τομέα των ποινικών υποθέσεων.

γ) Εξέταση της σκοπιμότητας βελτίωσης της διασυνοριακής συνεργασίας στον τομέα της διαβίβασης της ποινικής δικογραφίας και της εκτέλεσης των ποινών.

δ) Μελέτη της σκοπιμότητας διεύρυνσης και ενδεχομένως τυποποίησης της ανταλλαγής στοιχείων από εγκληματολογικά αρχεία.

ε) Πρόληψη των συγκρούσεων δικαιοδοσίας μεταξύ κρατών μελών, με την εξέταση π.χ. της δυνατότητας καταχώρησης των υποθέσεων που εκκρεμούν σε διάφορα κράτη μέλη κατά των ίδιων προσώπων και για τα ίδια αδικήματα.

Θέσπιση μέτρων συντονισμού των δικαστικών ερευνών και των διεξαγομένων στα κράτη μέλη ποινικών διώξεων προκειμένου να αποφευχθούν οι αλληλεπικαλύψεις καθώς και οι αντιφατικές αποφάσεις, και καλύτερη χρήση της αρχής ne bis in idem.

ΙΙΙ. Προσέγγιση των κανόνων ποινικού δικαίου

50. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Διασφάλιση, με στόχο τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας, της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται μεταξύ των κρατών μελών. Θα πρέπει επίσης να αρχίσουν να εξετάζονται δυνατότητες για το πώς θα αποφευχθούν τα εμπόδια ή οι καθυστερήσεις στη συνεργασία λόγω κατάχρησης των δικονομικών κανόνων.

Είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί η θέσπιση αποτελεσματικών δικονομικών κανόνων οι οποίοι θα συμβάλουν στη βελτίωση της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις ενώ παράλληλα θα τηρούνται οι απαιτήσεις στον τομέα των θεμελιωδών ελευθεριών. Θα πρέπει να αρχίσει μια μελέτη στον τομέα των παρακολουθήσεων των τηλεπικοινωνιών αλλά και στον τομέα της πολιτικής αγωγής που συνδέεται με ποινικά αδικήματα. Στη συνάρτηση αυτή, η αποζημίωση των θυμάτων αδικήματος πρέπει να αποτελέσει μη αμελητέα πτυχή.

β) Βελτίωση και προσέγγιση, όπου απαιτείται, των εθνικών διατάξεων στον τομέα της κατάσχεσης και της δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων των καλή τη πίστει τρίτων μερών.

γ) Συνεχής εκπόνηση μέτρων για τη θέσπιση βασικών κανόνων σχετικά με τα συστατικά στοιχεία συμπεριφοράς και τις κυρώσεις στους τομείς του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και του λαθρεμπορίου ναρκωτικών.

IV. Οριζόντια προβλήματα

51. Τα ακόλουθα μέτρα θα πρέπει να ληφθούν εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης:

α) Προσδιορισμός των ειδικών μορφών εγκλήματος που θα μπορούσαν να καταπολεμηθούν αποτελεσματικότερα με μια συνολική προσέγγιση από πλευράς ΕΕ, όπως είναι τα εγκλήματα μέσω υπολογιστών, και ιδίως η παιδική πορνογραφία στο Ίντερνετ, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία και το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, καθώς, και προσέγγιση των ορισμών των αδικημάτων στον τομέα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τις εργασίες που διεξάγονται σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.

β) Ανάπτυξη της συνεργασίας και συντονισμός των μέτρων σε θέματα πρόληψης του εγκλήματος.

γ) Εξέταση του ζητήματος της παροχής βοήθειας προς τα θύματα με τη διενέργεια συγκριτικής μελέτης των συστημάτων αποζημίωσης των θυμάτων και αξιολόγηση της δυνατότητας σχετικών ενεργειών στο επίπεδο της Ένωσης.

δ) Αποτελεσματική εφαρμογή του προενταξιακού συμφώνου για το οργανωμένο έγκλημα.

Top