EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32023R0988

Κανονισμός (ΕΕ) 2023/988 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 2023 για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 87/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

PE/79/2022/REV/1

ΕΕ L 135 της 23.5.2023, p. 1–51 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2023/988/oj

23.5.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 135/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/988 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 10ης Μαΐου 2023

για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 87/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) ορίζει ότι τα καταναλωτικά προϊόντα πρέπει να είναι ασφαλή και ότι οι αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών πρέπει να αναλαμβάνουν δράση κατά των επικίνδυνων προϊόντων και να ανταλλάσσουν εν προκειμένω πληροφορίες μέσω του «ενωσιακού συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών», RAPEX.

(2)

Η οδηγία 2001/95/ΕΚ πρέπει να αναθεωρηθεί και να επικαιροποιηθεί ενόψει των εξελίξεων που σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες και τις διαδικτυακές πωλήσεις, ώστε να διασφαλιστεί η συνέπεια με τις εξελίξεις στην ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και στη νομοθεσία τυποποίησης, να εξασφαλιστεί η καλύτερη λειτουργία των ανακλήσεων προϊόντων για λόγους ασφάλειας, καθώς και ένα σαφέστερο πλαίσιο για τα προϊόντα απομίμησης τροφίμων, τα οποία διέπονται μέχρι σήμερα από την οδηγία 87/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (4). Για λόγους σαφήνειας, η οδηγία 2001/95/ΕΚ καθώς και η οδηγία 87/357/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από τον παρόντα κανονισμό.

(3)

Ο κανονισμός είναι η ενδεδειγμένη νομική πράξη, επειδή επιβάλλει σαφείς και λεπτομερείς κανόνες που δεν αφήνουν περιθώρια για αποκλίνουσα μεταφορά της πράξης στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών. Η επιλογή κανονισμού αντί οδηγίας επιτρέπει επίσης την καλύτερη επίτευξη του στόχου της διασφάλισης συνοχής με το νομοθετικό πλαίσιο εποπτείας της αγοράς για τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, όταν η εφαρμοστέα νομική πράξη είναι επίσης κανονισμός, και συγκεκριμένα ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Τέλος, η συγκεκριμένη επιλογή θα μειώσει περαιτέρω τον κανονιστικό φόρτο μέσω της συνεπούς εφαρμογής των κανόνων για την ασφάλεια των προϊόντων σε όλη την Ένωση.

(4)

Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 169 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να αποσκοπεί στην εξασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά τα προϊόντα που προορίζονται για τους καταναλωτές.

(5)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών και της ασφάλειάς τους ως μία από τις θεμελιώδεις αρχές του νομικού πλαισίου της Ένωσης και όπως κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης»). Τα επικίνδυνα προϊόντα μπορεί να έχουν πολύ αρνητικές συνέπειες για τους καταναλωτές και τους πολίτες. Όλοι οι καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των πιο ευάλωτων, όπως τα παιδιά, τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας ή τα άτομα με αναπηρία, έχουν το δικαίωμα σε ασφαλή προϊόντα. Οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους επαρκή μέσα για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος και τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν επαρκή μέσα και μέτρα για την επιβολή του εν λόγω κανονισμού.

(6)

Παρά την ανάπτυξη ενωσιακής τομεακής νομοθεσίας εναρμόνισης η οποία καλύπτει τις πτυχές ασφάλειας συγκεκριμένων προϊόντων ή κατηγοριών προϊόντων, είναι πρακτικά αδύνατον να θεσπιστεί νομοθεσία της Ένωσης για όλα τα καταναλωτικά προϊόντα που υπάρχουν ή ενδέχεται να αναπτυχθούν. Κατά συνέπεια, υπάρχει ανάγκη για ένα ευρείας βάσης νομοθετικό πλαίσιο οριζόντιου χαρακτήρα που θα καλύπτει τα κενά και θα συμπληρώνει τις διατάξεις της ισχύουσας ή μελλοντικής τομεακής ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και θα εξασφαλίζει την προστασία των καταναλωτών, η οποία δεν εξασφαλίζεται διαφορετικά με τη συγκεκριμένη νομοθεσία, ιδίως με σκοπό να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, όπως απαιτείται από το άρθρο 114 και το άρθρο 169 της Συνθήκης.

(7)

Ταυτόχρονα, όσον αφορά τα προϊόντα που υπόκεινται στην ενωσιακή τομεακή νομοθεσία εναρμόνισης, θα πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής των διαφόρων τμημάτων του παρόντος κανονισμού ώστε να αποφευχθεί η ύπαρξη αλληλεπικαλυπτόμενων διατάξεων και να διασφαλιστεί η σαφήνεια του νομικού πλαισίου.

(8)

Παρότι ορισμένες από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, όπως οι περισσότερες από τις υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων, δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε προϊόντα που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, ορισμένες άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού είναι συμπληρωματικές προς την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εφαρμόζονται στα εν λόγω προϊόντα. Πιο συγκεκριμένα, η απαίτηση για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων και οι συναφείς διατάξεις θα πρέπει να ισχύουν για τα καταναλωτικά προϊόντα που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, σε περίπτωση που ορισμένα είδη κινδύνων δεν εμπίπτουν στην εν λόγω ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού αναφορικά με τις υποχρεώσεις των παρόχων των διαδικτυακών αγορών, τις υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων σε περίπτωση ατυχημάτων, το δικαίωμα ενημέρωσης και επανόρθωσης των καταναλωτών καθώς και τις ανακλήσεις προϊόντων για λόγους ασφάλειας θα πρέπει να εφαρμόζονται για τα προϊόντα που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, στον βαθμό που δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις για τον ίδιο σκοπό στην εν λόγω ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης. Ομοίως, το RAPEX χρησιμοποιείται ήδη για τους σκοπούς της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020: οπότε οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού που διέπουν το Safety Gate και τη λειτουργία του και θα πρέπει να εφαρμόζονται στα προϊόντα που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.

(9)

Τα προϊόντα που αρχικά προβλέπονταν αποκλειστικά για επαγγελματική χρήση, αλλά τα οποία εισήλθαν στη συνέχεια στην αγορά προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, θα πρέπει να υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, διότι, χρησιμοποιούμενα υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, μπορούν να παρουσιάσουν κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

(10)

Τα φαρμακευτικά προϊόντα υπόκεινται σε αξιολόγηση πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά, η οποία περιλαμβάνει ειδική ανάλυση κινδύνου/οφέλους. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω προϊόντα θα πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(11)

Η νομοθεσία της Ένωσης για τα τρόφιμα, τις ζωοτροφές και τους σχετικούς τομείς προβλέπει τη δημιουργία ενός ειδικού συστήματος που να εξασφαλίζει την ασφάλεια των προϊόντων που καλύπτονται από αυτήν. Πράγματι, τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές διαθέτουν ειδικό νομικό πλαίσιο που θεσπίζεται, ιδίως, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Επιπλέον, τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές ρυθμίζονται επίσης από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), που διασφαλίζει την εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τους επίσημους ελέγχους για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία για τις ζωοτροφές και τα τρόφιμα και ως προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων. Ως εκ τούτου, τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές θα πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με εξαίρεση τα υλικά και τα αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα, στον βαθμό που ενέχουν κινδύνους που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) ή από άλλη νομοθεσία για τα τρόφιμα η οποία καλύπτει μόνο τους χημικούς και βιολογικούς κινδύνους σχετικά με τα τρόφιμα.

(12)

Τα ζώντα φυτά υπόκεινται σε ειδικό νομικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπεται, ιδίως, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), το οποίο λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των εν λόγω προϊόντων ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια των καταναλωτών.

(13)

Τα ζωικά υποπροϊόντα είναι προϊόντα που λαμβάνονται από ζώα και δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Τα εν λόγω προϊόντα, όπως οι ζωοτροφές, υπόκεινται σε ειδικό νομικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπεται ιδίως από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(14)

Τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, τα οποία αναφέρονται επίσης ως φυτοφάρμακα, υπόκεινται σε ειδικές διατάξεις για την αδειοδότησή τους σε εθνικό επίπεδο, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και, ως εκ τούτου, θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(15)

Τα αεροσκάφη που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1139 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) υπόκεινται στον κανονιστικό έλεγχο των κρατών μελών, δεδομένου του περιορισμένου κινδύνου που παρουσιάζουν για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω αεροσκάφη θα πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(16)

Οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να εφαρμόζονται στα μεταχειρισμένα προϊόντα ή στα προϊόντα που επισκευάζονται, επανεπεξεργάζονται ή ανακυκλώνονται και τα οποία εισέρχονται εκ νέου στην αλυσίδα εφοδιασμού στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, με εξαίρεση τα προϊόντα για τα οποία ο καταναλωτής δεν μπορεί να έχει την εύλογη προσδοκία ότι πληρούν τα πλέον εξελιγμένα πρότυπα ασφάλειας, όπως τα προϊόντα που παρουσιάζονται ρητώς ως προοριζόμενα για επισκευή ή επανεπεξεργασία ή διατίθενται στην αγορά ως συλλεκτικά αντικείμενα ιστορικής σημασίας.

(17)

Οι υπηρεσίες δεν θα πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, για να προστατευτεί η υγεία και η ασφάλεια των καταναλωτών, τα προϊόντα που παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμα στους καταναλωτές στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων στα οποία οι καταναλωτές εκτίθενται άμεσα κατά τη διάρκεια της παροχής υπηρεσιών, θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Εντούτοις, οι εξοπλισμοί με τους οποίους κυκλοφορούν ή ταξιδεύουν οι καταναλωτές, όταν οι εν λόγω εξοπλισμοί βρίσκονται υπό άμεσο χειρισμό από παρόχους υπηρεσιών στο πλαίσιο υπηρεσίας μεταφορών, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι πρέπει να εξετάζονται σε συνδυασμό με την ασφάλεια της παρεχόμενης υπηρεσίας.

(18)

Οι αντίκες, όπως αντικείμενα καλλιτεχνικής ή συλλεκτικής αξίας αποτελούν ειδικές κατηγορίες προϊόντων που αδυνατούν να πληρούν τις απαιτήσεις ασφάλειας που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και, επομένως, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του. Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ορισμένα προϊόντα να ενταχθούν εσφαλμένα σε αυτές τις κατηγορίες, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη ότι τα αντικείμενα καλλιτεχνικής αξίας είναι προϊόντα που δημιουργούνται αποκλειστικά για καλλιτεχνικούς σκοπούς, ότι τα αντικείμενα συλλεκτικής αξίας είναι σπάνια και παρουσιάζουν ιστορικό ή επιστημονικό ενδιαφέρον ώστε να δικαιολογείται η συλλογή και η διατήρησή τους, και ότι οι αντίκες, εάν δεν ανήκουν ήδη στην κατηγορία των αντικειμένων καλλιτεχνικής ή συλλεκτικής αξίας, είναι ιδιαίτερης παλαιότητας. Κατά την εκτίμηση του εάν ένα προϊόν είναι αντίκα, όπως ένα αντικείμενο καλλιτεχνικής ή συλλεκτικής αξίας, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη το παράρτημα IX της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου (13).

(19)

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει την έννοια της «υγείας» ως κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς ως έλλειψη ασθένειας ή αναπηρίας.

(20)

Οι εξ αποστάσεως πωλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των διαδικτυακών πωλήσεων, θα πρέπει επίσης να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Οι διαδικτυακές πωλήσεις αυξάνονται διαρκώς και σταθερά, δημιουργώντας νέα επιχειρηματικά μοντέλα, νέες προκλήσεις όσον αφορά την ασφάλεια των προϊόντων και νέους φορείς στην αγορά, όπως οι πάροχοι των διαδικτυακών αγορών.

(21)

Προϊόν που προσφέρεται προς πώληση διαδικτυακά ή με άλλες μεθόδους εξ αποστάσεως πώλησης, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει καταστεί διαθέσιμο στην αγορά εάν η προσφορά πώλησης στοχεύει καταναλωτές εντός της Ένωσης. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο θα πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση ανάλυση για να διαπιστωθεί κατά πόσον μια προσφορά στοχεύει καταναλωτές εντός της Ένωσης. Προσφορά πώλησης θα πρέπει να θεωρείται ότι στοχεύει καταναλωτές εντός της Ένωσης εάν ο αντίστοιχος οικονομικός φορέας κατευθύνει με οποιονδήποτε τρόπο τις δραστηριότητές του προς κράτος μέλος της Ένωσης. Για τις κατά περίπτωση αναλύσεις, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σχετικοί παράγοντες, όπως οι γεωγραφικές περιοχές στις οποίες είναι δυνατή η αποστολή, οι διαθέσιμες γλώσσες που χρησιμοποιούνται για την προσφορά ή την παραγγελία, τα μέσα πληρωμής, η χρήση του νομίσματος του κράτους μέλους ή το όνομα τομέα καταχωρισμένο σε ένα από τα κράτη μέλη. Για τις διαδικτυακές πωλήσεις, η απλή προσβασιμότητα της διεπαφής των οικονομικών φορέων ή των παρόχων διαδικτυακών αγορών στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ή έχει την κατοικία/έδρα του ο καταναλωτής, δεν επαρκεί.

(22)

Σύμφωνα με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα. Αυτό το υψηλό επίπεδο ασφάλειας θα πρέπει να επιτυγχάνεται πρωτίστως μέσω του σχεδιασμού και των χαρακτηριστικών του προϊόντος, λαμβανομένων υπόψη της σκοπούμενης και προβλέψιμης χρήσης και των συνθηκών χρήσης του προϊόντος. Οι εναπομένοντες κίνδυνοι, εάν υπάρχουν, θα πρέπει να μετριάζονται μέσω ορισμένων διασφαλίσεων, όπως προειδοποιήσεις και οδηγίες.

(23)

Η ασφάλεια ενός προϊόντος θα πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές πτυχές του προϊόντος, ιδίως τα χαρακτηριστικά του, όπως τα φυσικά, μηχανικά και χημικά χαρακτηριστικά, και την παρουσίασή του, καθώς και τις ειδικές ανάγκες και τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει το προϊόν για ορισμένες κατηγορίες καταναλωτών που ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν τα προϊόντα, ιδίως τα παιδιά, τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και τα άτομα με αναπηρία. Οι εν λόγω κίνδυνοι μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν κινδύνους για το περιβάλλον, στον βαθμό που ενέχουν κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών. Η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο για την υγεία που εγκυμονούν τα ψηφιακά συνδεδεμένα προϊόντα, μεταξύ άλλων για τον κίνδυνο για την ψυχική υγεία, ιδίως για τους ευπαθείς καταναλωτές όπως τα παιδιά. Ως εκ τούτου, κατά την αξιολόγηση της ασφάλειας των ψηφιακά συνδεδεμένων προϊόντων που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στα παιδιά, οι κατασκευαστές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα που καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά πληρούν τα υψηλότερα πρότυπα ασφάλειας, προστασίας και ιδιωτικότητας ήδη από τον σχεδιασμό, προς το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Επιπλέον, σε περίπτωση που απαιτούνται συγκεκριμένες πληροφορίες προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των προϊόντων σε σχέση με συγκεκριμένη κατηγορία ατόμων, κατά την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων θα πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψη η ύπαρξη των εν λόγω πληροφοριών και η δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτές. Κατά την αξιολόγηση της ασφάλειας όλων των προϊόντων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη το προϊόν να είναι ασφαλές καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του.

(24)

Τα στοιχεία που συνδέονται με άλλα στοιχεία ή με μη ενσωματωμένα στοιχεία τα οποία επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας ενός άλλου στοιχείου μπορεί να παρουσιάζουν κίνδυνο για την ασφάλεια του προϊόντος. Η συγκεκριμένη πτυχή θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη ως πιθανός κίνδυνος. Οι πιθανές συνδέσεις και η συσχέτιση ενός στοιχείου με εξωτερικά στοιχεία δεν θα πρέπει να διακυβεύουν την ασφάλειά του.

(25)

Οι νέες τεχνολογίες ενδέχεται να δημιουργήσουν νέους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών ή μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο ενδέχεται να πραγματωθούν ήδη υφιστάμενοι κίνδυνοι, όπως η εξωτερική επέμβαση με σκοπό τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση («hacking») σε ένα προϊόν ή την αλλαγή των χαρακτηριστικών του. Οι νέες τεχνολογίες ενδέχεται να τροποποιήσουν ουσιαστικά το αρχικό προϊόν, για παράδειγμα μέσω επικαιροποιήσεων λογισμικού, οι οποίες θα πρέπει στη συνέχεια να υπόκεινται σε νέα αξιολόγηση κινδύνου, εάν η εν λόγω ουσιαστική τροποποίηση έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια του προϊόντος.

(26)

Οι ειδικοί κίνδυνοι κυβερνοασφάλειας που επηρεάζουν την ασφάλεια των καταναλωτών καθώς και τα πρωτόκολλα και οι πιστοποιήσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω τομεακής νομοθεσίας. Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου η εν λόγω τομεακή νομοθεσία δεν εφαρμόζεται, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι σχετικοί οικονομικοί φορείς και οι εθνικές αρχές λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες, κατά τον σχεδιασμό των προϊόντων και την αξιολόγησή τους αντιστοίχως, ώστε να διασφαλίζουν ότι οι αλλαγές που πραγματοποιούνται στο προϊόν δεν διακυβεύουν την ασφάλειά του.

(27)

Για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική και συνεκτική εφαρμογή της γενικής απαίτησης ασφάλειας που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται τα ευρωπαϊκά πρότυπα που καλύπτουν ορισμένα προϊόντα και κινδύνους. Τα ευρωπαϊκά πρότυπα, των οποίων τα στοιχεία αναφοράς έχουν δημοσιευθεί σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να παρέχουν τεκμήριο συμμόρφωσης με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό. Τα αιτήματα τυποποίησης που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία 2001/95/ΕΚ θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι αιτήματα τυποποίησης που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Σε περίπτωση που διαφορετικοί κίνδυνοι ή κατηγορίες κινδύνου καλύπτονται από το ίδιο πρότυπο, η συμμόρφωση ενός προϊόντος με το τμήμα του προτύπου που καλύπτει τον σχετικό κίνδυνο ή κατηγορία κινδύνου θα παρείχε επίσης στο ίδιο το προϊόν τεκμήριο ασφάλειας όσον αφορά τον σχετικό κίνδυνο ή την κατηγορία κινδύνου.

(28)

Όταν η Επιτροπή επισημαίνει την ανάγκη για ένα ευρωπαϊκό πρότυπο που διασφαλίζει τη συμμόρφωση ορισμένων προϊόντων με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), ώστε να ζητείται από έναν ή περισσότερους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης είτε να καταρτίσουν είτε να προσδιορίσουν ένα πρότυπο κατάλληλο για να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα που συμμορφώνονται με αυτό τεκμαίρεται ότι είναι ασφαλή.

(29)

Τα προϊόντα θα μπορούσαν να παρουσιάζουν διαφορετικούς κινδύνους για κάθε φύλο και οι δραστηριότητες τυποποίησης θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός αυτό, ώστε να αποφεύγονται οι αποκλίσεις όσον αφορά την ασφάλεια και, συνεπώς, το χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά την ασφάλεια. Η δήλωση προτύπων που ενσωματώνουν τη διάσταση του φύλου της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη περιγράφει διάφορες δράσεις τις οποίες οι εθνικοί φορείς τυποποίησης και οι οργανισμοί ανάπτυξης προτύπων θα πρέπει να συμπεριλάβουν στο σχέδιο δράσης τους για την ανάπτυξη προτύπων και προτύπων που λαμβάνουν υπόψη τη διάσταση του φύλου, προκειμένου να επιτευχθούν ισορροπημένα ως προς το φύλο, αντιπροσωπευτικά και χωρίς αποκλεισμούς πρότυπα.

(30)

Σε συνδυασμό με την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012, θα πρέπει να καθιερωθεί ειδική διαδικασία για τη θέσπιση των ειδικών απαιτήσεων ασφάλειας με τη συνδρομή της ειδικής επιτροπής που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό.

(31)

Ελλείψει ευρωπαϊκών προτύπων, το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου καθίσταται διαθέσιμο το προϊόν που προβλέπει απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας, θα πρέπει να συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο, ιδίως με τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ.

(32)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να υπόκεινται σε αναλογικές υποχρεώσεις όσον αφορά την ασφάλεια των προϊόντων, σε σχέση με τους αντίστοιχους ρόλους τους στην αλυσίδα εφοδιασμού, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών και να διασφαλίζεται, παράλληλα, η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Όλοι οι οικονομικοί φορείς που παρεμβαίνουν στην αλυσίδα εφοδιασμού και διανομής θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά μόνο προϊόντα που είναι ασφαλή και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Είναι απαραίτητο να προβλεφθεί σαφής και αναλογική κατανομή των υποχρεώσεων που αντιστοιχούν στον ρόλο του κάθε φορέα στη διαδικασία εφοδιασμού και διανομής. Για παράδειγμα, όσον αφορά την επαλήθευση του κατά πόσον ο κατασκευαστής και, κατά περίπτωση, ο εισαγωγέας συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους, ο διανομέας θα πρέπει να υποχρεούται να διενεργεί μόνο επαληθεύσεις πραγματικών περιστατικών και όχι αξιολόγηση των στοιχείων που παρέχονται από αυτούς. Οι πληροφορίες σχετικά με την ταυτοποίηση του προϊόντος και των οικονομικών φορέων, καθώς και οι οδηγίες και οι πληροφορίες ασφάλειας, θα μπορούσαν επιπλέον να παρέχονται από τους οικονομικούς φορείς σε ψηφιακή μορφή μέσω ηλεκτρονικών λύσεων, όπως κωδικός QR ή κωδικός μήτρας δεδομένων.

(33)

Οι κατασκευαστές θα πρέπει να καταρτίζουν τεχνικό φάκελο σχετικά με τα προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά, στον οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι απαραίτητες πληροφορίες για την απόδειξη της ασφάλειας του προϊόντος τους Ο τεχνικός φάκελος θα πρέπει να βασίζεται σε εσωτερική ανάλυση κινδύνων που διενεργείται από τον κατασκευαστή. Ο όγκος των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στον τεχνικό φάκελο θα πρέπει να είναι ανάλογος με την πολυπλοκότητα του προϊόντος και τους πιθανούς κινδύνους που εντοπίζονται από τον κατασκευαστή. Ειδικότερα, οι κατασκευαστές θα πρέπει να παρέχουν τη γενική περιγραφή του προϊόντος και των στοιχείων που απαιτούνται για την αξιολόγηση της ασφάλειάς του. Στην περίπτωση σύνθετων προϊόντων ή προϊόντων που παρουσιάζουν πιθανούς κινδύνους, οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται ενδέχεται να απαιτούν εκτενέστερη περιγραφή του προϊόντος. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται ανάλυση των εν λόγω κινδύνων και τα τεχνικά μέσα που υιοθετούνται για τον μετριασμό ή την εξάλειψή τους. Όταν το προϊόν συμμορφώνεται με τα ευρωπαϊκά πρότυπα ή άλλα στοιχεία που εφαρμόζονται για την εκπλήρωση της γενικής απαίτησης ασφάλειας που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να αναφέρεται επίσης ο κατάλογος των σχετικών ευρωπαϊκών προτύπων ή των άλλων στοιχείων.

(34)

Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαθέτει προϊόν στην αγορά με τη δική του επωνυμία ή εμπορικό σήμα ή τροποποιεί ουσιωδώς προϊόν κατά τρόπον ώστε να επηρεαστεί ενδεχομένως η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι ο κατασκευαστής και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή.

(35)

Η τροποποίηση ενός προϊόντος, με φυσικά ή ψηφιακά μέσα, ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη φύση και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος κατά τρόπο που δεν προβλεπόταν στην αρχική εκτίμηση επικινδυνότητας του προϊόντος και θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλειά του. Συνεπώς, η εν λόγω τροποποίηση θα πρέπει να θεωρείται ουσιώδης τροποποίηση και, όταν δεν πραγματοποιείται από τον καταναλωτή ή για λογαριασμό του, θα πρέπει το προϊόν θεωρείται ως νέο προϊόν από διαφορετικό κατασκευαστή. Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, το πρόσωπο που πραγματοποιεί την εν λόγω ουσιώδη τροποποίηση θα πρέπει να θεωρείται ως ο κατασκευαστής και να υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις. Η απαίτηση αυτή θα πρέπει να ισχύει μόνο για το τροποποιημένο μέρος του προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι η τροποποίηση δεν επηρεάζει το προϊόν στο σύνολό του. Προκειμένου να αποφευχθεί περιττή και δυσανάλογη επιβάρυνση, το πρόσωπο που πραγματοποιεί την ουσιαστική τροποποίηση δεν θα πρέπει να υποχρεούται να επαναλάβει τις δοκιμές και να προσκομίσει νέα τεκμηρίωση σε σχέση με πτυχές του προϊόντος που δεν επηρεάζονται από την τροποποίηση. Θα πρέπει να εναπόκειται στο πρόσωπο που πραγματοποιεί την ουσιαστική τροποποίηση να αποδείξει ότι η τροποποίηση δεν έχει αντίκτυπο στο προϊόν στο σύνολό του.

(36)

Οι εσωτερικές διαδικασίες συμμόρφωσης μέσω των οποίων οι οικονομικοί φορείς εξασφαλίζουν, εσωτερικά, την αποτελεσματική και ταχεία εκπλήρωση της υποχρέωσής τους καθώς και οι προϋποθέσεις έγκαιρης αντίδρασης σε περίπτωση επικίνδυνου προϊόντος, θα πρέπει να εφαρμόζονται από τους ίδιους τους οικονομικούς φορείς.

(37)

Για να αποτραπεί η διάθεση στην αγορά επικίνδυνων προϊόντων, θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό για τους οικονομικούς φορείς να περιλαμβάνουν στις δραστηριότητες παραγωγής ή εμπορικής διάθεσης τις εσωτερικές διαδικασίες που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις σχετικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω εσωτερικές διαδικασίες θα πρέπει να καθορίζονται από τους ίδιους τους οικονομικούς φορείς σε σχέση με τον ρόλο τους στην αλυσίδα εφοδιασμού και το είδος των σχετικών προϊόντων, ενώ μπορούν να βασίζονται, για παράδειγμα, σε οργανωτικές διαδικασίες, κατευθυντήριες γραμμές, πρότυπα ή τον διορισμό ad hoc διαχειριστή. Η θέσπιση και η μορφή των εν λόγω εσωτερικών διαδικασιών θα πρέπει να παραμείνει αποκλειστική ευθύνη των σχετικών οικονομικών φορέων.

(38)

Η συνεργασία όλων των οικονομικών φορέων και των παρόχων διαδικτυακών αγορών με τις αρχές εποπτείας της αγοράς με σκοπό την εξάλειψη ή τον μετριασμό των κινδύνων για τα σχετικά προϊόντα που καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά είναι σημαντική. Ωστόσο, τα αιτήματα που τους υποβάλλουν οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να προσαρμόζονται στον ρόλο που διαδραματίζουν στην αλυσίδα εφοδιασμού και στις αντίστοιχες νομικές υποχρεώσεις τους.

(39)

Η άμεση πώληση από οικονομικούς φορείς που είναι εγκατεστημένοι εκτός της Ένωσης μέσω διαδικτυακών διαύλων παρακωλύει το έργο των αρχών εποπτείας της αγοράς κατά την αντιμετώπιση των επικίνδυνων προϊόντων στην Ένωση, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι οικονομικοί φορείς ενδέχεται ούτε να είναι εγκατεστημένοι ούτε να διαθέτουν νομικό εκπρόσωπο στην Ένωση. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι αρχές εποπτείας της αγοράς έχουν επαρκείς εξουσίες και μέσα για να αντιμετωπίζουν με αποτελεσματικό τρόπο τη διαδικτυακή πώληση επικίνδυνων προϊόντων. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού, η υποχρέωση που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 θα πρέπει να επεκταθεί σε προϊόντα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, ώστε να διασφαλιστεί ότι υπάρχει υπεύθυνος οικονομικός φορέας εγκατεστημένος στην Ένωση, στον οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα σχετικά με τα εν λόγω προϊόντα, παρέχοντας στις αρχές εποπτείας της αγοράς συνομιλητήκαι, κατά περίπτωση, όσον αφορά τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με ένα προϊόν, ασκώντας εγκαίρως ειδικά καθήκοντα ώστε να διασφαλίζεται ότι τα προϊόντα είναι ασφαλή. Τα εν λόγω ειδικά καθήκοντα θα πρέπει να περιλαμβάνουν τακτικούς ελέγχους όσον αφορά τη συμμόρφωση με τον τεχνικό φάκελο, τις πληροφορίες για το προϊόν και τον κατασκευαστή, τις οδηγίες και τις πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια.

(40)

Τα στοιχεία επικοινωνίας του οικονομικού φορέα, που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση και είναι υπεύθυνος για τα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να παρέχονται μαζί με το προϊόν, ώστε να διευκολύνονται οι έλεγχοι σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού.

(41)

Προκειμένου οι οικονομικοί φορείς που είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), συμπεριλαμβανομένων των πολύ μικρών επιχειρήσεων, να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στις νέες υποχρεώσεις που επιβάλλει ο παρών κανονισμός, η Επιτροπή θα πρέπει να παρέχει πρακτικές κατευθυντήριες γραμμές και εξατομικευμένη καθοδήγηση, για παράδειγμα έναν άμεσο δίαυλο σύνδεσης με εμπειρογνώμονες σε περίπτωση ερωτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη απλούστευσης και περιορισμού του διοικητικού φόρτου τους.

(42)

Η διασφάλιση της ταυτοποίησης και η παροχή πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία του κατασκευαστή και των άλλων σχετικών οικονομικών φορέων σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού συμβάλλει στην ταυτοποίηση των οικονομικών φορέων και, κατά περίπτωση, στη λήψη αποτελεσματικών και αναλογικών διορθωτικών μέτρων κατά των επικίνδυνων προϊόντων, όπως οι στοχευμένες ανακλήσεις προϊόντων. Συνεπώς, η ταυτοποίηση και η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων και τα στοιχεία του κατασκευαστή και των άλλων σχετικών οικονομικών φορέων εξασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία, και οι εποπτικές αρχές της αγοράς λαμβάνουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα επικίνδυνα προϊόντα, πράγμα που ενισχύει την εμπιστοσύνη στην αγορά και εξασφαλίζει την αποφυγή άσκοπων διαταραχών στις εμπορικές συναλλαγές. Συνεπώς, τα προϊόντα θα πρέπει να φέρουν πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίησή τους και την ταυτοποίηση του κατασκευαστή τους και, κατά περίπτωση, του εισαγωγέα τους και των άλλων σχετικών οικονομικών φορέων. Οι εν λόγω απαιτήσεις μπορούν να καταστούν αυστηρότερες για ορισμένα είδη προϊόντων, τα οποία ενδέχεται να παρουσιάσουν σοβαρό κίνδυνο στην υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, μέσω ενός συστήματος συλλογής και αποθήκευσης δεδομένων που επιτρέπει, εκτός από την ταυτοποίηση του προϊόντος, την ταυτοποίηση των συστατικών του ή των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν στην αλυσίδα εφοδιασμού του. Αυτό δεν θα πρέπει να θίγει τις απαιτήσεις ενημέρωσης που θεσπίζονται στην οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), σχετικά με τα κύρια χαρακτηριστικά των αγαθών, στον βαθμό που ενδείκνυται σε σχέση με το μέσο και τη φύση των αγαθών. Μια εικόνα θα πρέπει να θεωρείται φωτογραφία, εικονογράφηση ή άλλο εικονογραφικό στοιχείο που επιτρέπει εύκολα την ταυτοποίηση ενός προϊόντος ή δυνητικού προϊόντος.

(43)

Η διασφάλιση ότι οι κατασκευαστές κοινοποιούν τα ατυχήματα που προκαλούνται από προϊόν που διαθέτουν στην αγορά θα βελτιώσει τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές εποπτείας της αγοράς και θα επιτρέψει τον καλύτερο προσδιορισμό των δυνητικά επικίνδυνων κατηγοριών προϊόντων. Οι κανόνες σχετικά με την ευθύνη για τα ελαττωματικά προϊόντα των οικονομικών φορέων καθορίζονται σε ειδική ενωσιακή νομοθεσία και, επομένως, η εν λόγω κοινοποίηση και συλλογή δεδομένων δεν θα πρέπει να θεωρείται ως αποδοχή ευθύνης για το ελαττωματικό προϊόν ή ως επιβεβαίωση ευθύνης βάσει του σχετικού ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

(44)

Προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έγκαιρος εντοπισμός νέων κινδύνων και άλλων τάσεων της αγοράς που σχετίζονται με την ασφάλεια των προϊόντων, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων καταναλωτών ή επιχειρήσεων, θα πρέπει να ενθαρρύνονται να κοινοποιούν στις αρχές εποπτείας της αγοράς και στην Επιτροπή τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση παραβάσεων του παρόντος κανονισμού.

(45)

Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην αλυσίδα εφοδιασμού καθώς επιτρέπουν στους οικονομικούς φορείς να προσεγγίζουν μεγαλύτερο αριθμό καταναλωτών και, ως εκ τούτου, και στο σύστημα ασφάλειας των προϊόντων.

(46)

Στο πλαίσιο των νέων σύνθετων επιχειρηματικών μοντέλων που συνδέονται με τις διαδικτυακές πωλήσεις, η ίδια οντότητα μπορεί να παρέχει διάφορες υπηρεσίες. Ανάλογα με τη φύση των υπηρεσιών που παρέχονται σε σχέση με ένα συγκεκριμένο προϊόν, η ίδια οντότητα μπορεί να εμπίπτει σε διαφορετικές κατηγορίες επιχειρηματικών μοντέλων βάσει του παρόντος κανονισμού. Όταν μια οντότητα παρέχει μόνο διαδικτυακές υπηρεσίες διαμεσολάβησης για ένα συγκεκριμένο προϊόν, τότε θα μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως πάροχος διαδικτυακής αγοράς για το εν λόγω προϊόν. Σε περίπτωση που η ίδια οντότητα παρέχει υπηρεσίες διαδικτυακής αγοράς για την πώληση συγκεκριμένου προϊόντος και ενεργεί επίσης ως οικονομικός φορέας δυνάμει του παρόντος κανονισμού, θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί ως ο σχετικός οικονομικός φορέας. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, η εν λόγω οντότητα θα πρέπει να συμμορφωθεί με τις εφαρμοστέες για τον οικείο οικονομικό φορέα υποχρεώσεις. Για παράδειγμα, εάν ο πάροχος της διαδικτυακής αγοράς διανέμει επίσης ένα προϊόν, στην περίπτωση αυτή, θα θεωρείται όσον αφορά την πώληση του διανεμόμενου προϊόντος ως διανομέας. Ομοίως, εάν η εν λόγω οντότητα πωλούσε τα προϊόντα με δικό της σήμα, θα ενεργούσε ως κατασκευαστής και, επομένως, θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις ισχύουσες απαιτήσεις για τους κατασκευαστές. Επίσης, ορισμένες οντότητες μπορούν να χαρακτηριστούν ως πάροχοι υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών εάν προσφέρουν υπηρεσίες διεκπεραίωσης παραγγελιών. Συνεπώς, οι περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση.

(47)

Δεδομένου του σημαντικού διαμεσολαβητικού ρόλου που διαδραματίζουν οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών ως προς την πώληση προϊόντων μεταξύ εμπόρων και καταναλωτών, οι εν λόγω φορείς θα πρέπει να αναλάβουν περισσότερες ευθύνες όσον αφορά την αντιμετώπιση της διαδικτυακής πώλησης επικίνδυνων προϊόντων. Η οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) παρέχει το γενικό πλαίσιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο και θεσπίζει ορισμένες υποχρεώσεις για τις διαδικτυακές πλατφόρμες. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) διέπει την ευθύνη και τη λογοδοσία των παρόχων διαδικτυακών ενδιάμεσων υπηρεσιών όσον αφορά το παράνομο περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένων των επικίνδυνων προϊόντων. Ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται χωρίς να θίγει τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου για την προστασία των καταναλωτών και την ασφάλεια των προϊόντων. Αντίστοιχα, αξιοποιώντας το οριζόντιο νομικό πλαίσιο που παρέχει ο εν λόγω κανονισμός, θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές απαιτήσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση με αποτελεσματικό τρόπο της διαδικτυακής πώλησης επικίνδυνων προϊόντων, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 στοιχείο στ) του εν λόγω κανονισμού. Στον βαθμό που ο παρών κανονισμός καθορίζει τις απαιτήσεις σε σχέση με την ασφάλεια των προϊόντων, με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, οι εν λόγω απαιτήσεις δεν θα πρέπει να επηρεάζουν την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει για τους εν λόγω παρόχους διαδικτυακών αγορών.

(48)

Η δέσμευση για την ασφάλεια των προϊόντων, η οποία υπογράφηκε πρώτα το 2018 και στην οποία εντάχθηκαν έκτοτε διάφοροι πάροχοι διαδικτυακών αγορών, προβλέπει σειρά εθελοντικών δεσμεύσεων για την ασφάλεια των προϊόντων. Το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η δέσμευση για την ασφάλεια των προϊόντων έχει αποδειχθεί ορθό σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών από τα επικίνδυνα προϊόντα που πωλούνται διαδικτυακά. Προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των καταναλωτών με την αποφυγή επέλευσης βλάβης στη ζωή, την υγεία και την ασφάλειά τους και να διασφαλιστεί ο θεμιτός ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών παροτρύνονται να αναλάβουν αυτές τις εθελοντικές δεσμεύσεις για την πρόληψη της επανεμφάνισης επικίνδυνων προϊόντων που έχουν ήδη αποσυρθεί. Η χρήση τεχνολογιών και ψηφιακών διαδικασιών και οι βελτιώσεις στα συστήματα προειδοποίησης, ιδίως στη δικτυακή πύλη Safety Gate, μπορούν να επιτρέψουν την αυτόματη ταυτοποίηση και ανακοίνωση των κοινοποιημένων επικίνδυνων προϊόντων και τη διενέργεια αυτόματων τυχαίων ελέγχων στη δικτυακή πύλη Safety Gate.

(49)

Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να αντιμετωπίζουν με τη δέουσα επιμέλεια το περιεχόμενο που φιλοξενείται στις διαδικτυακές διεπαφές τους και σχετίζεται με την ασφάλεια των προϊόντων, σύμφωνα με τις ειδικές υποχρεώσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό. Αντίστοιχα, ο παρόν κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας για όλους τους παρόχους διαδικτυακών αγορών σε σχέση με το περιεχόμενο που φιλοξενείται στις διαδικτυακές διεπαφές τους και αφορά την ασφάλεια των προϊόντων.

(50)

Επιπλέον, για τους σκοπούς της αποτελεσματικής εποπτείας της αγοράς, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να καταχωρίζονται στη δικτυακή πύλη Safety Gate και να αναφέρουν, στη δικτυακή πύλη Safety Gate, τα στοιχεία του ενιαίου σημείου επαφής τους, προς διευκόλυνση της κοινοποίησης πληροφοριών σχετικά με ζητήματα ασφάλειας προϊόντων. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι η καταχώριση είναι εύκολη και φιλική προς τον χρήστη. Το ενιαίο σημείο επαφής βάσει του παρόντος κανονισμού μπορεί να είναι το ίδιο με το σημείο επαφής βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, χωρίς να διακυβεύεται ο στόχος της αντιμετώπισης των ζητημάτων που συνδέονται με την ασφάλεια των προϊόντων με ταχύ και συγκεκριμένο τρόπο.

(51)

Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να ορίσουν ένα ενιαίο σημείο επαφής για τους καταναλωτές. Το εν λόγω ενιαίο σημείο επαφής θα πρέπει να χρησιμεύει ως ενιαία θυρίδα για την επικοινωνία των καταναλωτών σχετικά με ζητήματα ασφάλειας των προϊόντων, η οποία στη συνέχεια μπορεί να ανακατευθυνθεί στην κατάλληλη μονάδα υπηρεσιών μιας διαδικτυακής αγοράς. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη διάθεση πρόσθετων σημείων επαφής για συγκεκριμένες υπηρεσίες στους καταναλωτές. Το ενιαίο σημείο επαφής δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορεί να είναι το ίδιο με το σημείο επαφής με βάση το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065.

(52)

Προκειμένου να μπορούν να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά την έγκαιρη και αποτελεσματική συμμόρφωση με τις εντολές των δημοσίων αρχών, την επεξεργασία των ειδοποιήσεων άλλων τρίτων μερών και τη συνεργασία με τις αρχές εποπτείας της αγοράς στο πλαίσιο διορθωτικών μέτρων κατόπιν αιτήματος, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να εφαρμόζουν εσωτερικό μηχανισμό διαχείρισης των ζητημάτων που σχετίζονται με την ασφάλεια των προϊόντων.

(53)

Το άρθρο 14 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 παρέχει στις αρχές εποπτείας της αγοράς την εξουσία, όταν δεν υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέσα για την εξάλειψη ενός σοβαρού κινδύνου, να απαιτούν την αφαίρεση περιεχομένου που αναφέρεται στα συγκεκριμένα προϊόντα από τη διαδικτυακή διεπαφή ή να απαιτούν την ανάρτηση ρητής προειδοποίησης προς τους τελικούς χρήστες όταν αυτοί συνδέονται με τη διαδικτυακή διεπαφή. Οι εξουσίες που ανατίθενται στις αρχές εποπτείας της αγοράς βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 θα πρέπει να εφαρμόζονται και στον παρόντα κανονισμό. Για την αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς βάσει του παρόντος κανονισμού και προκειμένου να αποφεύγεται η παρουσία επικίνδυνων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις αναγκαίες και ανάλογες περιπτώσεις καθώς επίσης και σε προϊόντα που παρουσιάζουν κίνδυνο ο οποίος δεν είναι σοβαρός. Είναι σημαντικό οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών να συμμορφώνονται επειγόντως με τις εν λόγω εντολές. Ως εκ τούτου, στον παρόντα κανονισμό θεσπίζονται δεσμευτικές προθεσμίες από αυτή την άποψη. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065.

(54)

Οι εντολές που απαιτούν επίσης από τον πάροχο διαδικτυακής αγοράς να αφαιρέσει από τη διαδικτυακή διεπαφή του όλο το πανομοιότυπο περιεχόμενο που αναφέρεται στην προσφορά επικίνδυνου προϊόντος που προσδιορίζεται στην εντολή, θα πρέπει να προσδιορίζουν τα στοιχεία που θα καθορίζουν και θα επιτρέπουν στον πάροχο διαδικτυακής αγοράς να αποσύρει πανομοιότυπες προσφορές, με βάση τις πληροφορίες που εμφανίζονται από τους εμπόρους, στον βαθμό που ο πάροχος διαδικτυακής αγοράς δεν απαιτείται να διενεργήσει ανεξάρτητη αξιολόγηση του εν λόγω περιεχομένου.

(55)

Όταν στις πληροφορίες του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate δεν περιλαμβάνεται ενιαίος εντοπιστής πόρου (URL) και, εφόσον απαιτείται, συμπληρωματικές πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του υπό εξέταση περιεχομένου που αναφέρονται σε προσφορά επικίνδυνου προϊόντος, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που διαβιβάζονται, όπως τα αναγνωριστικά προϊόντων, εφόσον διατίθενται, καθώς και άλλες πληροφορίες ιχνηλασιμότητας, στο πλαίσιο τυχόν μέτρων που λαμβάνουν οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών με δική τους πρωτοβουλία με σκοπό τον εντοπισμό, την αναγνώριση, την αφαίρεση επικίνδυνων προϊόντων ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σε τέτοιες προσφορές επικίνδυνων προϊόντων στη διαδικτυακή διεπαφή τους, εφόσον συντρέχει περίπτωση. Ωστόσο, η πύλη Safety Gate θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να επικαιροποιηθεί προκειμένου να καταστεί ευκολότερο για τους παρόχους διαδικτυακών αγορών να εντοπίζουν μη ασφαλή προϊόντα και, για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με την αφαίρεση περιεχομένου που αναφέρεται σε προσφορά επικίνδυνου προϊόντος από τις διαδικτυακές διεπαφές μέσω ενός συστήματος κοινοποίησης σχεδιασμένου και ανεπτυγμένου στο πλαίσιο της πύλης Safety Gate.

(56)

Οι υποχρεώσεις που επιβάλλει ο παρών κανονισμός στους παρόχους διαδικτυακών αγορών δεν θα πρέπει ούτε να ισοδυναμεί με γενική υποχρέωση παρακολούθησης των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν, ούτε θα πρέπει να απαιτεί από τους παρόχους διαδικτυακών αγορών την ενεργητική αναζήτηση γεγονότων ή περιστάσεων που υποδεικνύουν παράνομη δραστηριότητα, όπως η διαδικτυακή πώληση επικίνδυνων προϊόντων. Ωστόσο, προκειμένου να επωφεληθούν από την απαλλαγή από την ευθύνη για τις υπηρεσίες φιλοξενίας δυνάμει της οδηγίας 2000/31/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να αφαιρούν το περιεχόμενο που αναφέρεται σε προσφορά επικίνδυνου προϊόντος από τις διαδικτυακές διεπαφές τους, μόλις πληροφορηθούν αποδεδειγμένα ή, στην περίπτωση αξιώσεων αποζημίωσης, μόλις αντιληφθούν ότι πρόκειται για περιεχόμενο που αναφέρεται σε προσφορά επικίνδυνου προϊόντος, ιδίως δε στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο πάροχος διαδικτυακών αγορών έχει ενημερωθεί για γεγονότα ή περιστάσεις βάσει των οποίων ένας επιμελής οικονομικός φορέας θα έπρεπε να έχει αναγνωρίσει τον υπό εξέταση παράνομο χαρακτήρα του περιεχομένου. Οι πάροχοι των διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να επεξεργάζονται τις ειδοποιήσεις σχετικά με περιεχόμενο που αναφέρεται σε προσφορά επικίνδυνου προϊόντος, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, εντός των συμπληρωματικών χρονικών πλαισίων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών ενθαρρύνονται να ελέγχουν τα προϊόντα μέσω της δικτυακής πύλης Safety Gate προτού τα διαθέσουν στις διεπαφές τους.

(57)

Για τους σκοπούς του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, και σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των προϊόντων που πωλούνται διαδικτυακά, ο συντονιστής ψηφιακών υπηρεσιών θα πρέπει να θεωρεί, ειδικότερα, τις οργανώσεις καταναλωτών και τις ενώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταναλωτών και άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, κατόπιν αιτήματός τους, ως αξιόπιστες πηγές επισήμανσης παράνομου περιεχομένου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο.

(58)

Η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων είναι θεμελιώδης για την αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς ως προς τα επικίνδυνα προϊόντα και για αποτελεσματικά διορθωτικά μέτρα. Οι καταναλωτές θα πρέπει επίσης να προστατεύονται από τα επικίνδυνα προϊόντα με τον ίδιο τρόπο στους εξωδιαδικτυακούς και στους διαδικτυακούς διαύλους πωλήσεων, μεταξύ άλλων και όταν αγοράζουν προϊόντα σε διαδικτυακές αγορές. Αξιοποιώντας τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065 αναφορικά με την ιχνηλασιμότητα των εμπόρων, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών δεν θα πρέπει να επιτρέπουν τη συμπερίληψη συγκεκριμένης προσφοράς προϊόντος στις πλατφόρμες τους, εκτός εάν ο έμπορος έχει παράσχει όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με την ασφάλεια και την ιχνηλασιμότητα του προϊόντος, όπως περιγράφονται αναλυτικά στον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να προβάλλονται μαζί με τον κατάλογο προϊόντων ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επωφελούνται από τις ίδιες πληροφορίες που διατίθενται τόσο εντός όσο και εκτός διαδικτύου. Ωστόσο, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών δεν θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για την επαλήθευση της πληρότητας, της ορθότητας και της ακρίβειας των ίδιων των πληροφοριών, δεδομένου ότι την υποχρέωση εξασφάλισης της ιχνηλασιμότητας των προϊόντων φέρει ο σχετικός έμπορος.

(59)

Είναι επίσης σημαντικό οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών να συνεργάζονται στενά με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, τους εμπόρους και τους σχετικούς οικονομικούς φορείς σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των προϊόντων. Το άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας την υποχρέωση να συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς σε σχέση με προϊόντα που καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να επεκταθεί σε όλα τα καταναλωτικά προϊόντα. Για παράδειγμα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς βελτιώνουν διαρκώς τα τεχνολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούν για την εποπτεία των διαδικτυακών αγορών ώστε να εντοπίζουν τα επικίνδυνα προϊόντα που πωλούνται διαδικτυακά. Προκειμένου τα εν λόγω εργαλεία να τεθούν σε λειτουργία, οι πάροχοι των διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να παράσχουν πρόσβαση στις διεπαφές τους. Επιπλέον, για τους σκοπούς της ασφάλειας των προϊόντων, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να αποσύρουν δεδομένα από διαδικτυακή διεπαφή κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος σε περίπτωση τεχνικών εμποδίων που θέτουν σε εφαρμογή πάροχοι διαδικτυακών αγορών ή διαδικτυακοί πωλητές. Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει επίσης να συνεργάζονται όσον αφορά τις ανακλήσεις προϊόντων και την αναφορά ατυχημάτων.

(60)

Το νομικό πλαίσιο για την εποπτεία της αγοράς όσον αφορά τα προϊόντα που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης και καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020 και το νομικό πλαίσιο για την εποπτεία της αγοράς όσον αφορά τα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο συνεκτικά. Επομένως, όσον αφορά τις δραστηριότητες, τις υποχρεώσεις, τις εξουσίες, τα μέτρα και τη συνεργασία μεταξύ των αρχών εποπτείας της αγοράς, είναι απαραίτητο να ευθυγραμμιστούν τα δύο σύνολα διατάξεων. Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 10, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 έως 7, τα άρθρα 12 έως 15, το άρθρο 16 παράγραφοι 1 έως 5, τα άρθρα 18 και 19 και τα άρθρα 21 έως 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 θα πρέπει να ισχύουν και για τα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(61)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) (ενωσιακός τελωνειακός κώδικας), προϊόντα από τρίτες χώρες που προορίζονται να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης ή προορίζονται για ιδιωτική χρήση ή κατανάλωση εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης υπάγονται στο τελωνειακό καθεστώς «θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία». Η εν λόγω διαδικασία αποσκοπεί στη διεκπεραίωση των διατυπώσεων που προβλέπονται για την εισαγωγή των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής των εφαρμοστέων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, ώστε τα εν λόγω εμπορεύματα να μπορούν να καταστούν διαθέσιμα στην ενωσιακή αγορά όπως κάθε προϊόν που παράγεται στην Ένωση. Όσον αφορά την ασφάλεια των καταναλωτών, τα εν λόγω προϊόντα υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που καθορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

(62)

Το κεφάλαιο VII του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 που θεσπίζει τους κανόνες για τους ελέγχους των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, εφαρμόζεται ήδη άμεσα στα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Οι αρχές που είναι αρμόδιες για τους συγκεκριμένους ελέγχους θα πρέπει να τους διενεργούν βάσει ανάλυσης κινδύνου, όπως αναφέρεται στα άρθρα 46 και 47 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, στις εκτελεστικές νομοθετικές πράξεις και στην αντίστοιχη καθοδήγηση. Επομένως, ο παρών κανονισμός δεν τροποποιεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο το κεφάλαιο VII του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές που είναι αρμόδιες για τους ελέγχους των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης οργανώνονται και εκτελούν τις δραστηριότητές τους.

(63)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι κάθε μέτρο που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπόκειται σε πραγματική δικαστική προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη.

(64)

Θα πρέπει να παρασχεθεί στις εθνικές αρχές η δυνατότητα να συμπληρώνουν τις παραδοσιακές δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς που επικεντρώνονται στην ασφάλεια των προϊόντων με δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς που επικεντρώνονται στις εσωτερικές διαδικασίες συμμόρφωσης που εφαρμόζουν οι οικονομικοί φορείς με σκοπό τη διασφάλιση της ασφάλειας των προϊόντων. Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν από έναν κατασκευαστή να αναφέρει ποια άλλα προϊόντα —που παράγονται με την ίδια διαδικασία ή περιέχουν τα ίδια συστατικά τα οποία θεωρείται ότι παρουσιάζουν κίνδυνο ή τα οποία αποτελούν μέρος της ίδιας παρτίδας παραγωγής— επηρεάζονται από τον ίδιο κίνδυνο.

(65)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι οι αρχές εποπτείας της αγοράς διαθέτουν επαρκή εμπειρογνωμοσύνη και πόρους για όλες τις δραστηριότητες επιβολής τους.

(66)

Θα πρέπει να καθιερωθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού με βάση δείκτες αποτελεσμάτων που θα παρέχουν τη δυνατότητα μέτρησης της αποτελεσματικότητας της ενωσιακής νομοθεσίας για την ασφάλεια των προϊόντων.

(67)

Θα πρέπει να υπάρχει αποτελεσματική, ταχεία και ακριβής ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τα επικίνδυνα προϊόντα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα σε σχέση με τα προϊόντα αυτά, προστατεύοντας έτσι πλήρως την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

(68)

Το RAPEX θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί προκειμένου να ληφθούν πιο αποδοτικά διορθωτικά μέτρα σε όλη την Ένωση όσον αφορά προϊόντα που παρουσιάζουν κίνδυνο πέραν του εδάφους ενός και μόνο κράτους μέλους. Είναι σκόπιμο η συντομογραφημένη ονομασία να αλλάξει από RAPEX σε Safety Gate, για λόγους μεγαλύτερης σαφήνειας και καλύτερης προσέγγισης των καταναλωτών. Το Safety Gate περιλαμβάνει τρία στοιχεία: πρώτον, ένα σύστημα ταχείας προειδοποίησης για τα επικίνδυνα μη εδώδιμα προϊόντα μέσω του οποίου οι εθνικές αρχές και η Επιτροπή μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τα εν λόγω προϊόντα (σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate)· δεύτερον, μια διαδικτυακή πύλη για την ενημέρωση του κοινού και την παροχή της δυνατότητας υποβολής καταγγελιών (δικτυακή πύλη Safety Gate)· και τρίτον, μια δικτυακή πύλη που παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να συμμορφώνονται με την υποχρέωσή τους να ενημερώνουν τις αρχές και τους καταναλωτές σχετικά με τα επικίνδυνα προϊόντα και τα ατυχήματα (Safety Business Gateway). Θα πρέπει να υπάρχουν διεπαφές μεταξύ των διαφόρων στοιχείων της διαδικτυακής πύλης Safety Gate. Το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate είναι το εσωτερικό σύστημα μέσω του οποίου οι αρχές και η Επιτροπή ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με συναρτώμενα με επικίνδυνα προϊόντα μέτρα και το οποίο μπορεί να περιέχει εμπιστευτικές πληροφορίες. Περίληψη των προειδοποιήσεων θα πρέπει να δημοσιεύεται στη διαδικτυακή πύλη Safety Gate προκειμένου να ενημερώνεται το κοινό σχετικά με επικίνδυνα προϊόντα. Η πύλη επιχειρήσεων Safety Business Gateway είναι η διαδικτυακή πύλη μέσω της οποίας οι επιχειρήσεις ενημερώνουν τις αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών για επικίνδυνα προϊόντα και ατυχήματα. Η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει μια τεχνική λύση για να διασφαλίσει ότι οι πληροφορίες που καταχωρούνται από τις επιχειρήσεις στην πύλη Safety Business Gateway και προορίζονται για την προειδοποίηση των καταναλωτών μπορούν να διατίθενται στους καταναλωτές στη διαδικτυακή πύλη Safety Gate χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει μια διαλειτουργική διεπαφή που θα επιτρέπει στους παρόχους των διαδικτυακών αγορών να συνδέουν τις διεπαφές τους με το Safety Gate με εύκολο, ταχύ και αξιόπιστο τρόπο.

(69)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate τα υποχρεωτικά και τα εθελοντικά διορθωτικά μέτρα που εμποδίζουν, περιορίζουν ή επιβάλλουν συγκεκριμένους όρους στην πιθανή εμπορική διάθεση ενός προϊόντος λόγω σοβαρού κινδύνου για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών ή, σε περίπτωση προϊόντων που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020, και για άλλο σχετικό δημόσιο συμφέρον των τελικών χρηστών.

(70)

Βάσει του άρθρου 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να κοινοποιούν τα μέτρα που λαμβάνονται κατά των προϊόντων που καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό και παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρό κίνδυνο, μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο ίδιο άρθρο, ενώ τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνονται κατά των προϊόντων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρό κίνδυνο θα μπορούσαν επίσης να κοινοποιούνται στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να καταστήσουν διαθέσιμες στο κοινό πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που παρουσιάζουν τα προϊόντα για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών. Είναι σκόπιμο για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις όλες οι πληροφορίες για τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνονται κατά προϊόντων που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο να περιλαμβάνονται στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate, ώστε οι σχετικές πληροφορίες για τα επικίνδυνα προϊόντα να καθίστανται διαθέσιμες στο κοινό μέσω της δικτυακής πύλης Safety Gate. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι όλες αυτές οι πληροφορίες διατίθενται στην επίσημη γλώσσα ή τις γλώσσες του κράτους μέλους διαμονής του καταναλωτή και ότι διατυπώνονται με σαφή και εύληπτο τρόπο. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να κοινοποιούν στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate όλα τα διορθωτικά μέτρα για τα προϊόντα που παρουσιάζουν κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

(71)

Σε περίπτωση που οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιηθούν στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020, υπάρχει η δυνατότητα για τις συγκεκριμένες κοινοποιήσεις, να υποβάλλονται απευθείας στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate ή να δημιουργούνται στο εσωτερικό του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας για την εποπτεία της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να διατηρεί και να αναπτύξει περαιτέρω τη διεπαφή που έχει δημιουργηθεί για τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ του εν λόγω συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας και του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate, ώστε να αποφεύγεται η διπλή καταχώριση των δεδομένων και να διευκολύνεται η εν λόγω διαβίβαση.

(72)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διατηρεί και να αναπτύξει περαιτέρω τη δικτυακή πύλη επιχειρήσεων Safety Business Gateway, δίνοντας στους οικονομικούς φορείς τη δυνατότητα να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους να ενημερώνουν τις αρχές εποπτείας της αγοράς και τους καταναλωτές για τα επικίνδυνα προϊόντα που έχουν καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά. Θα πρέπει να επιτρέπει την ταχεία και αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των οικονομικών φορέων και των εθνικών αρχών και να διευκολύνει την ενημέρωση των καταναλωτών από τους οικονομικούς φορείς.

(73)

Ενδέχεται να υπάρξουν περιπτώσεις κατά τις οποίες παρουσιάζεται η ανάγκη να αντιμετωπιστεί ένας σοβαρός κίνδυνος σε επίπεδο Ένωσης ο οποίος δεν μπορεί να περιοριστεί ικανοποιητικά μέσω των μέτρων που λαμβάνει το ενδιαφερόμενα κράτος μέλος ούτε μέσω άλλης διαδικασίας βάσει του δικαίου της Ένωσης. Οι περιπτώσεις αυτές θα μπορούσαν ιδίως να αφορούν νέους αναδυόμενους κινδύνους ή κινδύνους που επηρεάζουν τους ευάλωτους καταναλωτές. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να θεσπίσει μέτρα είτε με δική της πρωτοβουλία είτε μετά από σχετικό αίτημα των κρατών μελών. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να προσαρμοστούν στη σοβαρότητα και στον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να προβλέπεται ένας επαρκής μηχανισμός μέσω του οποίου η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει άμεσα προσωρινά μέτρα.

(74)

Ο προσδιορισμός του κινδύνου σε σχέση με ένα προϊόν καθώς και του επιπέδου του κινδύνου αυτού βασίζεται σε εκτίμηση κινδύνου που διενεργούν οι σχετικοί φορείς. Τα κράτη μέλη, κατά τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης κινδύνου, ενδέχεται να καταλήξουν σε διαφορετικά αποτελέσματα ως προς την ύπαρξη ή το επίπεδο του κινδύνου. Το γεγονός αυτό ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και τους ίσους όρους ανταγωνισμού τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους οικονομικούς φορείς. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συσταθεί μηχανισμός ο οποίος θα επιτρέπει στην Επιτροπή να γνωμοδοτεί επί του επίμαχου ζητήματος.

(75)

Η Επιτροπή θα πρέπει να συντάσσει περιοδική έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του μηχανισμού δυνάμει του άρθρου 29, η οποία θα πρέπει να υποβάλλεται στο ευρωπαϊκό δίκτυο των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την ασφάλεια των προϊόντων («δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών»). Η εν λόγω έκθεση θα πρέπει να προσδιορίζει τα κύρια κριτήρια που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την αξιολόγηση του κινδύνου και τον αντίκτυπό τους στην εσωτερική αγορά και σε ίσο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, με στόχο να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη και την Επιτροπή να εναρμονίσουν τις προσεγγίσεις και τα κριτήρια για την αξιολόγηση του κινδύνου.

(76)

Το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για την επιβολή της νομοθεσίας σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων. Πιο συγκεκριμένα, διευκολύνει τις δραστηριότητες ανταλλαγής πληροφοριών, την οργάνωση κοινών δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς και την ανταλλαγή εμπειρογνωσίας και βέλτιστων πρακτικών. Θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στην εναρμόνιση των μεθοδολογιών για τη συλλογή δεδομένων σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων, καθώς και στην αύξηση της διαλειτουργικότητας μεταξύ περιφερειακών, τομεακών, εθνικών και ευρωπαϊκών συστημάτων πληροφοριών για την ασφάλεια των προϊόντων. Το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών θα πρέπει να εκπροσωπείται δεόντως και να συμμετέχει στις δραστηριότητες συντονισμού και συνεργασίας του ενωσιακού δικτύου συμμόρφωσης των προϊόντων που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020 στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται συντονισμός των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αμφότερων των κανονισμών προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους.

(77)

Για να διατηρηθεί η συνοχή του νομικού πλαισίου εποπτείας της αγοράς και, ταυτόχρονα, να διασφαλιστεί η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ του δικτύου για την ασφάλεια των καταναλωτών και του ενωσιακού δικτύου συμμόρφωσης των προϊόντων, που αποσκοπεί στον διαρθρωμένο συντονισμό και τη συνεργασία ανάμεσα στις αρχές επιβολής των κρατών μελών και στην Επιτροπή που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020, είναι απαραίτητο να συσχετιστεί το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών με το ενωσιακό δίκτυο συμμόρφωσης των προϊόντων όσον αφορά τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 11, 12, 13 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020.

(78)

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να διεξάγουν κοινές δραστηριότητες με άλλες αρχές ή οργανισμούς που εκπροσωπούν οικονομικούς φορείς ή καταναλωτές με σκοπό να προωθήσουν την ασφάλεια των προϊόντων και να εντοπίσουν επικίνδυνα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων που προσφέρονται προς πώληση διαδικτυακά. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρχές εποπτείας της αγοράς και η Επιτροπή, κατά περίπτωση, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επιλογή προϊόντων και παραγωγών καθώς και των δραστηριοτήτων που διεξάγονται δεν διαμορφώνουν καταστάσεις που ενδέχεται να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό ή να επηρεάσουν την αντικειμενικότητα, την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των μερών. Οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να δημοσιοποιούν τις συμφωνίες για κοινές δραστηριότητες το συντομότερο δυνατόν, υπό την προϋπόθεση ότι η δημοσίευση αυτή δεν θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων που πρόκειται να αναληφθούν.

(79)

Η Επιτροπή θα πρέπει να οργανώνει, σε τακτική βάση, κοινή δραστηριότητα στο πλαίσιο της οποίας οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να διενεργούν επιθεωρήσεις σε προϊόντα που αποκτώνται με καλυμμένη ταυτότητα εντός ή εκτός διαδικτύου, ιδίως στα προϊόντα που κοινοποιούνται συχνότερα στη διαδικτυακή πύλη Safety Gate.

(80)

Οι ταυτόχρονες συντονισμένες δράσεις ελέγχου («σαρώσεις») είναι ειδικές δράσεις επιβολής της νομοθεσίας που θα μπορούσαν να ενισχύσουν περαιτέρω την ασφάλεια των προϊόντων και, επομένως, θα πρέπει να διεξάγονται σε τακτική βάση για τον εντοπισμό παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού που τελούνται εντός και εκτός διαδικτύου. Πιο συγκεκριμένα, οι σαρώσεις θα πρέπει να διεξάγονται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τάσεις της αγοράς, καταγγελίες καταναλωτών ή άλλες ενδείξεις υποδεικνύουν ότι ορισμένα προϊόντα ή ορισμένες κατηγορίες προϊόντων διαπιστώνεται συχνά ότι παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο.

(81)

Θα πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να εξασφαλίζεται η πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες που διαθέτουν οι αρχές σε σχέση με την ασφάλεια προϊόντος. Ωστόσο, όταν διατίθενται στο κοινό πληροφορίες σχετικά την ασφάλεια των προϊόντων θα πρέπει να προστατεύεται το επαγγελματικό απόρρητο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, κατά τρόπο που να συμβιβάζεται με την ανάγκη εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς και των μέτρων προστασίας.

(82)

Οι καταγγελίες είναι σημαντικές για την ευαισθητοποίηση των εθνικών αρχών σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων εποπτείας και ελέγχου που αφορούν επικίνδυνα προϊόντα. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στους καταναλωτές και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως ενώσεις καταναλωτών και οικονομικούς φορείς, τη δυνατότητα να υποβάλλουν τέτοιες καταγγελίες.

(83)

Η δημόσια διεπαφή του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate, η δικτυακή πύλη Safety Gate, παρέχει τη δυνατότητα στο ευρύ κοινό, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών, των οικονομικών φορέων και των παρόχων των διαδικτυακών αγορών, να ενημερώνονται για τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνονται κατά επικίνδυνων προϊόντων που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης. Μια χωριστή ενότητα της δικτυακής πύλης Safety Gate παρέχει τη δυνατότητα στους καταναλωτές να ενημερώνουν την Επιτροπή για προϊόντα που εντοπίζονται στην αγορά και παρουσιάζουν κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή θα πρέπει να προβαίνει σε επαρκείς ενέργειες παρακολούθησης, ιδίως μέσω της διαβίβασης των εν λόγω πληροφοριών στις ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές. Η βάση δεδομένων και ο ιστότοπος της δικτυακής πύλης Safety Gate θα πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμα για τα άτομα με αναπηρία.

(84)

Μετά την επαλήθευση της ακρίβειας των πληροφοριών που λαμβάνονται από τους καταναλωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίσει τη δέουσα συνέχεια. Ειδικότερα, η Επιτροπή θα πρέπει να διαβιβάζει τις πληροφορίες στα οικεία κράτη μέλη, ώστε η αρμόδια αρχή εποπτείας της αγοράς να μπορεί να ενεργήσει κατάλληλα όπου χρειάζεται. Είναι σημαντικό οι καταναλωτές και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να ενημερώνονται δεόντως για τη δράση της Επιτροπής.

(85)

Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ένα προϊόν που πωλείται ήδη στους καταναλωτές είναι επικίνδυνο, μπορεί να χρειαστεί να ανακληθεί προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές στην Ένωση. Οι καταναλωτές ενδέχεται να μην γνωρίζουν ότι κατέχουν ανακληθέν προϊόν. Ως εκ τούτου, για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των ανακλήσεων, είναι σημαντικό να βελτιωθεί η προσέγγιση των ενδιαφερόμενων καταναλωτών. Η άμεση επικοινωνία είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος ώστε να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών σχετικά με τις ανακλήσεις και να ενθαρρυνθεί η ανάληψη δράσης. Είναι, επίσης, ο προτιμώμενος δίαυλος επικοινωνίας σε όλες τις ομάδες καταναλωτών. Για να διασφαλιστεί η ασφάλεια των καταναλωτών, είναι σημαντικό να ενημερώνονται με ταχύ και αξιόπιστο τρόπο. Συνεπώς, οι οικονομικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα δεδομένα των πελατών που έχουν στη διάθεσή τους για να ενημερώνουν τους καταναλωτές σχετικά με ανακλήσεις και προειδοποιήσεις ασφάλειας που συνδέονται με τα προϊόντα που έχουν αγοράσει. Ως εκ τούτου, απαιτείται η θέσπιση νομικής υποχρέωσης βάσει της οποίας θα απαιτείται από τους οικονομικούς φορείς και τους παρόχους διαδικτυακών αγορών να χρησιμοποιούν τυχόν δεδομένα πελατών που έχουν ήδη στη διάθεσή τους για να ενημερώνουν τους καταναλωτές σχετικά με ανακλήσεις και προειδοποιήσεις ασφάλειας. Από αυτή την άποψη, οι οικονομικοί φορείς και οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι συμπεριλαμβάνεται η δυνατότητα να επικοινωνούν απευθείας με τους πελάτες σε περίπτωση ανάκλησης ή προειδοποίησης ασφάλειας που τους επηρεάζει όσον αφορά τα υφιστάμενα προγράμματα ανταμοιβής τακτικού πελάτη ή τα συστήματα καταχώρισης προϊόντων, μέσω των οποίων ζητείται από τους πελάτες, αφότου αγοράσουν ένα προϊόν, να κοινοποιήσουν στον κατασκευαστή, σε εθελοντική βάση, ορισμένα στοιχεία όπως το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας τους, το μοντέλο του προϊόντος ή τον αριθμό σειράς. Το γεγονός και μόνον ότι οι ανακλήσεις απευθύνονται σε καταναλωτές δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους οικονομικούς φορείς και τους παρόχους διαδικτυακών αγορών να ενημερώνουν όλους τους πελάτες σχετικά με μια ανακοίνωση ανάκλησης προϊόντος ούτε να παρέχουν επανορθωτικά μέτρα σε άλλους τελικούς χρήστες. Οι οικονομικοί φορείς και οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών θα πρέπει να ενθαρρύνονται να λαμβάνουν τέτοια μέτρα, ιδίως στην περίπτωση πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων που ενεργούν ως καταναλωτές.

(86)

Οι καταναλωτές θα πρέπει να ενθαρρύνονται να καταχωρίζουν προϊόντα προκειμένου να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με ανακλήσεις και προειδοποιήσεις ασφάλειας. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις όπου θα καθορίζεται ότι, για ορισμένα συγκεκριμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν πάντα τη δυνατότητα να καταχωρίζουν ένα προϊόν που έχουν αγοράσει προκειμένου να ενημερώνονται απευθείας για συναρτώμενη με αυτό ανάκληση ή προειδοποίηση ασφάλειας. Κατά τον καθορισμό των συγκεκριμένων προϊόντων ή κατηγοριών προϊόντων που υπόκεινται στην εν λόγω απαίτηση, θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη ο κύκλος ζωής των εν λόγω προϊόντων ή κατηγοριών προϊόντων, καθώς και οι κίνδυνοι που ενέχουν τα προϊόντα, η συχνότητα των ανακλήσεων και η κατηγορία των χρηστών των προϊόντων, ιδίως των ευάλωτων καταναλωτών.

(87)

Το ένα τρίτο των καταναλωτών συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τα επικίνδυνα προϊόντα παρά το γεγονός ότι βλέπουν μια ανακοίνωση ανάκλησης, ιδίως διότι οι ανακοινώσεις ανάκλησης συντάσσονται με περίπλοκο τρόπο ή ελαχιστοποιούν τον σχετικό κίνδυνο. Ως εκ τούτου, η ανακοίνωση ανάκλησης θα πρέπει να είναι σαφής, διαφανής και να περιγράφει με σαφήνεια τον σχετικό κίνδυνο, και θα πρέπει να αποφεύγονται οποιοιδήποτε όροι, εκφράσεις ή άλλα στοιχεία που ενδέχεται να μειώσουν την ικανότητα των καταναλωτών να αντιληφθούν τον κίνδυνο. Οι καταναλωτές θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να ενημερώνονται εκτενέστερα, εάν χρειάζεται, μέσω δωρεάν τηλεφωνικού αριθμού ή με άλλο διαδραστικό μέσο.

(88)

Για να ενθαρρυνθεί η απόκριση των καταναλωτών στις ανακλήσεις, είναι επίσης σημαντικό η ενέργεια που ζητείται από τους καταναλωτές να είναι όσο το δυνατόν απλούστερη και οι τρόποι επανόρθωσης που παρέχονται να είναι αποτελεσματικοί, δωρεάν και έγκαιροι. Στην οδηγία (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) παρέχονται στους καταναλωτές οι συμβατικοί τρόποι επανόρθωσης για την έλλειψη συμμόρφωσης υλικών αγαθών, η οποία υφίστατο κατά τον χρόνο της παράδοσης και κατέστη εμφανής εντός της περιόδου ευθύνης που ορίζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας. Το άρθρο 14 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά ενσώματο μέσο, όπως DVD, CD, κλειδιά USB και κάρτες μνήμης που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ψηφιακού περιεχομένου. Ωστόσο, οι καταστάσεις στις οποίες ανακαλούνται επικίνδυνα προϊόντα από την αγορά δικαιολογούν την ύπαρξη ειδικού συνόλου κανόνων που θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη συμβατικών τρόπων επανόρθωσης, επειδή οι στόχοι τους είναι διαφορετικοί. Ενώ οι συμβατικοί τρόποι επανόρθωσης αποσκοπούν στην άρση της αντισυμβατικότητας των αγαθών, οι τρόποι επανόρθωσης σε περίπτωση ανάκλησης αποσκοπούν τόσο στο να διασφαλιστεί η απόσυρση των επικίνδυνων προϊόντων από την αγορά όσο και στην παροχή εύλογου τρόπου επανόρθωσης στον καταναλωτή. Κατά συνέπεια, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο συνόλων ενδεχόμενων τρόπων επανόρθωσης: πρώτον, σε περίπτωση ανάκλησης προϊόντος δυνάμει του παρόντος κανονισμού, δεν θα πρέπει να υπάρχει χρονικός περιορισμός για την ενεργοποίηση των τρόπων επανόρθωσης· δεύτερον, ο καταναλωτής θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει επανόρθωση από τον σχετικό οικονομικό φορέα και όχι κατ’ ανάγκη από τον έμπορο. Επιπλέον, σε περίπτωση ανάκλησης, ο καταναλωτής δεν θα πρέπει να υποχρεούται να αποδείξει ότι το προϊόν είναι επικίνδυνο.

(89)

Δεδομένων των διαφορετικών στόχων των τρόπων επανόρθωσης που παρέχονται σε περίπτωση ανάκλησης ενός επικίνδυνου προϊόντος και των τρόπων επανόρθωσης για την αντισυμβατικότητα των αγαθών, οι καταναλωτές θα πρέπει να χρησιμοποιούν το καθεστώς που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη κατάσταση. Για παράδειγμα, εάν ο καταναλωτής λάβει ειδοποίηση ανάκλησης με περιγραφή των τρόπων επανόρθωσης που έχει στη διάθεσή του, θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες της ανακοίνωσης ανάκλησης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να στερείται τη δυνατότητα να ζητήσει επανόρθωση από τον πωλητή λόγω αντισυμβατικότητας των επικίνδυνων εμπορευμάτων.

(90)

Από τη στιγμή που ο καταναλωτής έτυχε επανόρθωσης κατόπιν συνέχειας που δόθηκε σε ανάκληση, δεν δικαιούται επανόρθωσης λόγω αντισυμβατικότητας του αγαθού για λόγους επικινδυνότητας του προϊόντος, επειδή η αντισυμβατικότητα δεν υφίσταται πλέον. Ομοίως, σε περίπτωση που ο καταναλωτής επικαλείται τα δικαιώματα επανόρθωσης που θεσπίζουν υπέρ αυτού η οδηγία (ΕΕ) 2019/770 ή η οδηγία (ΕΕ) 2019/771, δεν δικαιούται επανόρθωση βάσει του παρόντος κανονισμού για το ίδιο ζήτημα ασφάλειας. Ωστόσο, εάν δεν πληρούνται άλλες απαιτήσεις συμμόρφωσης όσον αφορά το ίδιο αγαθό, ο πωλητής θα εξακολουθούσε να ευθύνεται για την εν λόγω αντισυμβατικότητα του αγαθού, ακόμη και αν έχει παρασχεθεί επανόρθωση στον καταναλωτή μετά την ανάκληση ενός επικίνδυνου προϊόντος.

(91)

Οι οικονομικοί φορείς που κινούν διαδικασία ανάκλησης ενός προϊόντος θα πρέπει να προσφέρουν στους καταναλωτές τουλάχιστον δύο επιλογές μεταξύ επισκευής, αντικατάστασης ή εύλογης επιστροφής της χρηματικής αξίας του ανακληθέντος προϊόντος, εκτός εάν τούτο καθίσταται αδύνατο ή δυσανάλογο. Η παροχή στους καταναλωτές δυνατότητας επιλογής μεταξύ διαφόρων τρόπων επανόρθωσης μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της ανάκλησης. Επιπλέον, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η παροχή κινήτρων προς τους καταναλωτές ώστε να συμμετέχουν στις ανακλήσεις, όπως εκπτώσεις ή κουπόνια, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των ανακλήσεων. Η επισκευή του προϊόντος θα πρέπει να θεωρείται πιθανός τρόπος επανόρθωσης μόνο εάν μπορεί να διασφαλιστεί η ασφάλεια του επισκευασμένου προϊόντος. Το ποσό της χρηματικής επιστροφής θα πρέπει να ισούται τουλάχιστον με το τίμημα που κατέβαλε ο καταναλωτής, με την επιφύλαξη περαιτέρω αποζημίωσης, όπως προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία. Εάν δεν υπάρχει απόδειξη της καταβληθείσας τιμής, θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρέχεται εύλογη χρηματική επιστροφή της αξίας του ανακληθέντος προϊόντος. Σε περίπτωση ανάκλησης του ενσώματου μέσου ψηφιακού περιεχομένου κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/770, η επιστροφή θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των ποσών που κατέβαλε ο καταναλωτής βάσει της σύμβασης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας. Κανένας τρόπος επανόρθωσης δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα αποζημίωσης των καταναλωτών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(92)

Οι τρόποι επανόρθωσης που προσφέρονται σε περίπτωση ανάκλησης για λόγους ασφάλειας του προϊόντος δεν θα πρέπει να επιβαρύνουν υπερβολικά τους καταναλωτές ούτε να τους θέτουν σε κίνδυνο. Εάν η επανόρθωση συνεπάγεται επίσης την απόρριψη του ανακληθέντος προϊόντος, η εν λόγω απόρριψη θα πρέπει να πραγματοποιείται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους περιβαλλοντικούς και βιώσιμους στόχους που έχουν τεθεί σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, η επισκευή από τους καταναλωτές θα πρέπει να θεωρείται ως πιθανός τρόπος επανόρθωσης μόνο εάν μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα και με ασφάλεια από τον καταναλωτή, για παράδειγμα με την αντικατάσταση μιας μπαταρίας ή με την αποκοπή υπερβολικά μακρών κορδονιών από παιδικό ένδυμα, όταν τούτο προβλέπεται στην ανακοίνωση ανάκλησης. Επιπλέον, η επισκευή από τον καταναλωτή δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα των καταναλωτών δυνάμει των οδηγιών (ΕΕ) 2019/770 και (ΕΕ) 2019/771. Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι οικονομικοί φορείς δεν θα πρέπει να υποχρεώνουν τους καταναλωτές να επισκευάζουν ένα επικίνδυνο προϊόν.

(93)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνει τους οικονομικούς φορείς και τους παρόχους διαδικτυακών αγορών να συνάπτουν εθελοντικά μνημόνια συνεννόησης με τις αρμόδιες αρχές, την Επιτροπή ή οργανώσεις που εκπροσωπούν καταναλωτές ή οικονομικούς φορείς, ώστε να αναλαμβάνουν εθελοντικές δεσμεύσεις σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων οι οποίες υπερβαίνουν τις νομικές υποχρεώσεις που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης.

(94)

Οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ασκούν τα δικαιώματά τους σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς ή στους παρόχους διαδικτυακών αγορών δυνάμει του παρόντος κανονισμού μέσω αντιπροσωπευτικών αγωγών σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21). Για τον σκοπό αυτό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ότι η οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 εφαρμόζεται στις αντιπροσωπευτικές αγωγές που αφορούν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού οι οποίες θίγουν ή μπορούν να θίξουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών. Συνεπώς, το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η εν λόγω τροποποίηση θα αποτυπώνεται στα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο που θεσπίζουν σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, παρά το γεγονός ότι η θέσπιση σχετικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά τις αντιπροσωπευτικές αγωγές. Η δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας στις αντιπροσωπευτικές αγωγές που ασκούνται κατά των παραβάσεων από οικονομικούς φορείς ή παρόχους διαδικτυακών αγορών των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που θίγουν ή μπορούν να θίξουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Έως την ημερομηνία αυτή, οι καταναλωτές θα πρέπει να μπορούν να βασίζονται στη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 σύμφωνα με το σημείο 8 του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας.

(95)

Η Ένωση θα πρέπει να μπορεί να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων με τις ρυθμιστικές αρχές τρίτων χωρών ή διεθνείς οργανισμούς στο πλαίσιο των συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών ή συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Επιτροπής και τις αρχές τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών, μεταξύ άλλων με σκοπό την πρόληψη της κυκλοφορίας επικίνδυνων προϊόντων στην αγορά. Στο πλαίσιο της εν λόγω συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών θα πρέπει να τηρούνται οι κανόνες εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της Ένωσης. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να διαβιβάζονται μόνο στον βαθμό που η εν λόγω ανταλλαγή είναι απαραίτητη αποκλειστικά για τον σκοπό της προστασίας της υγείας ή της ασφάλειας των καταναλωτών.

(96)

Η συστηματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών σχετικά με την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων και με προληπτικά, περιοριστικά και διορθωτικά μέτρα θα πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαιότητα, η οποία συνεπάγεται ισοδύναμη αλλά όχι κατ’ ανάγκη πανομοιότυπη ανταλλαγή πληροφοριών προς αμοιβαίο όφελος. Η ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτη χώρα που παράγει αγαθά που προορίζονται για την αγορά της Ένωσης μπορεί να συνίσταται στην αποστολή από την Επιτροπή επιλεγμένων πληροφοριών από το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate σχετικά με προϊόντα που προέρχονται από την εν λόγω τρίτη χώρα. Σε αντάλλαγμα, η εν λόγω τρίτη χώρα μπορεί να αποστέλλει πληροφορίες σχετικά με τα ληφθέντα επακόλουθα μέτρα βάσει των κοινοποιήσεων που έχουν παραληφθεί. Η συνεργασία αυτή θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου τα επικίνδυνα προϊόντα να αναχαιτίζονται στην πηγή και να εμποδίζεται η είσοδός τους στην ενωσιακή αγορά.

(97)

Για να έχουν σημαντικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα ώστε οι οικονομικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών να αποτρέπουν τη διάθεση στην αγορά επικίνδυνων προϊόντων, οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αντίστοιχες με το είδος της παράβασης, το πιθανό πλεονέκτημα για τον οικονομικό φορέα ή τον πάροχο διαδικτυακής αγοράς καθώς και με το είδος και τη σοβαρότητα της ζημίας που υπέστη ο καταναλωτής. Οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(98)

Κατά την επιβολή κυρώσεων, θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η φύση, η σοβαρότητα και η διάρκεια της υπό εξέταση παράβασης. Η επιβολή κυρώσεων θα πρέπει να είναι αναλογική και θα πρέπει να συνάδει με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων με τις ισχύουσες δικονομικές εγγυήσεις και τις αρχές του Χάρτη.

(99)

Για να διατηρηθεί υψηλό επίπεδο υγείας και ασφάλειας των καταναλωτών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά την ταυτοποίηση και την ιχνηλασιμότητα των προϊόντων που ενδέχεται ενέχουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών και τη λειτουργία του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate, ιδίως για την έγκριση των λεπτομερειών και των διαδικασιών για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα που κοινοποιούνται μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate και τα κριτήρια για την αξιολόγηση του επιπέδου κινδύνου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (22). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(100)

Για να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες ώστε να θεσπίσει τις ειδικές απαιτήσεις ασφάλειας, να προσδιορίσει τους δείκτες αποτελεσμάτων βάσει των οποίων τα κράτη μέλη οφείλουν να κοινοποιούν δεδομένα σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού· να προσδιορίσει τα καθήκοντα και τους ρόλους των ενιαίων εθνικών σημείων επαφής· να λαμβάνει μέτρα όσον αφορά τη δράση της Ένωσης κατά των προϊόντων που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο· να θεσπίσει τους τρόπους αποστολής πληροφοριών από τους καταναλωτές στη δικτυακή πύλη Safety Gate· να προσδιορίσει την εφαρμογή της διαλειτουργικής διεπαφής στη δικτυακή πύλη Safety Gate· να καθορίσει τις απαιτήσεις για την καταχώριση των προϊόντων για σκοπούς ανάκλησης των προϊόντων για λόγους ασφάλειας · και να εκδώσει το υπόδειγμα ανακοίνωσης ανάκλησης. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23).

(101)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή αν, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, τούτο επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης.

(102)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την εφαρμογή των κυρώσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και τα αποτρεπτικά τους αποτελέσματα και, κατά περίπτωση, να εγκρίνει νομοθετική πρόταση σχετικά με την επιβολή τους.

(103)

Ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 θα πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παρόντος κανονισμού και, πιο συγκεκριμένα, η ανάγκη να καθοριστούν οι ειδικές απαιτήσεις ασφάλειας βάσει του παρόντος κανονισμού, πριν από την υποβολή του αιτήματος στον ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης.

(104)

Η οδηγία 87/357/ΕΟΚ που καλύπτει τα καταναλωτικά προϊόντα τα οποία, αν και δεν είναι τρόφιμα, μοιάζουν με τρόφιμα και είναι δυνατόν να εκληφθούν ως τρόφιμα κατά τρόπον ώστε να υπάρχει ενδεχόμενο οι καταναλωτές, ειδικά τα παιδιά, να τα βάλουν στο στόμα τους, να τα γλείψουν ή να τα καταπιούν, και τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν π.χ. ασφυξία, δηλητηρίαση, διάτρηση ή απόφραξη του πεπτικού σωλήνα, έχει προκαλέσει αμφιλεγόμενη ερμηνεία. Επιπλέον, η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε σε χρονική στιγμή κατά την οποία το πεδίο εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων ήταν πολύ περιορισμένο. Για τους λόγους αυτούς, η οδηγία 87/357/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό, ιδίως τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού που εξασφαλίζουν ότι, μετά την αξιολόγηση του κινδύνου, τα προϊόντα που μπορούν να είναι επιβλαβή όταν εισαχθούν στο στόμα, γλειφθούν ή καταναλωθούν ως τροφή και τα οποία ενδέχεται να συγχέονται με τρόφιμα λόγω της μορφής, της οσμής, του χρώματος, της εμφάνισης, της συσκευασίας, της επισήμανσης, του όγκου, του μεγέθους ή άλλων χαρακτηριστικών τους, θα πρέπει να θεωρούνται επικίνδυνα. Κατά τη διενέργεια της αξιολόγησής τους, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται με αντικειμενικά και τεκμηριωμένα στοιχεία ότι αν κάποιος τοποθετήσει στο στόμα, γλείψει ή καταπιεί προϊόντα που μοιάζουν με τρόφιμο ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο όπως η ασφυξία, η δηλητηρίαση ή διάτρηση ή απόφραξη του πεπτικού συστήματος. Ωστόσο, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να αξιολογούν κατά περίπτωση κατά πόσον τα εν λόγω προϊόντα είναι επικίνδυνα και να αιτιολογούν την εν λόγω αξιολόγηση.

(105)

Προκειμένου να δοθεί στους οικονομικούς φορείς και στους παρόχους διαδικτυακών αγορών επαρκής χρόνος για να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων ενημέρωσης, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί επαρκής μεταβατική περίοδος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού κατά τη διάρκεια της οποίας τα προϊόντα που καλύπτονται από την οδηγία 2001/95/ΕΚ και τα οποία συμμορφώνονται με την εν λόγω οδηγία μπορούν να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τη διαθεσιμότητα των εν λόγω προϊόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των προσφορών προς πώληση.

(106)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς με την ταυτόχρονη παροχή προστασίας υψηλού επιπέδου στους καταναλωτές, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, δεδομένης της ανάγκης για υψηλό βαθμό συνεργασίας και συνεκτική δράση μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών καθώς και για ένα μηχανισμό ταχείας και αποτελεσματικής ανταλλαγής πληροφοριών για τα επικίνδυνα προϊόντα στην Ένωση, μπορούν όμως, λόγω του ενωσιακού χαρακτήρα του προβλήματος, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(107)

Όταν, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, είναι αναγκαία η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η εν λόγω επεξεργασία θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο που διέπει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τυχόν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στους κανονισμούς (ΕΕ) 2016/679 (24) και (ΕΕ) 2018/1725 (25) και στην οδηγία 2002/58/ΕΚ (26) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά περίπτωση. Όταν οι καταναλωτές αναφέρουν ένα προϊόν στην πύλη Safety Gate, θα πρέπει να αποθηκεύονται μόνο εκείνα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι απαραίτητα για την αναφορά του επικίνδυνου προϊόντος και για περίοδο έως πέντε έτη μετά την καταχώριση των εν λόγω δεδομένων. Οι κατασκευαστές και οι εισαγωγείς θα πρέπει να τηρούν το μητρώο καταγγελιών των καταναλωτών μόνο για όσο είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Οι κατασκευαστές και οι εισαγωγείς, σε περίπτωση που είναι φυσικά πρόσωπα, θα πρέπει να κοινοποιούν το όνομά τους ώστε να διασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής μπορεί να ταυτοποιήσει το προϊόν για λόγους ιχνηλασιμότητας.

(108)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΈς ΔΙΑΤΆΞΕΙς

Άρθρο 1

Σκοπός και αντικείμενο

1.   Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με παράλληλη εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών.

2.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει βασικούς κανόνες σχετικά με την ασφάλεια των καταναλωτικών προϊόντων που διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα προϊόντα που διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά, στον βαθμό που δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις με το ίδιο αντικείμενο με βάση το ενωσιακό δίκαιο που ρυθμίζουν την ασφάλεια των οικείων προϊόντων.

Όσον αφορά τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις ασφάλειας που επιβάλλονται από το ενωσιακό δίκαιο, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνον στις πτυχές και στους κινδύνους ή στις κατηγορίες κινδύνων που δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις αυτές.

Όσον αφορά στα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις που επιβάλλονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο (27):

α)

δεν εφαρμόζεται το κεφάλαιο II, στον βαθμό που πρόκειται για κινδύνους ή κατηγορίες κινδύνων που καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης.

β)

δεν εφαρμόζονται το κεφάλαιο III τμήμα 1, τα κεφάλαια V και VII, και τα κεφάλαια IX έως XI.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε:

α)

φάρμακα που προορίζονται για χρήση από τον άνθρωπο ή για κτηνιατρική χρήση·

β)

τρόφιμα·

γ)

ζωοτροφές·

δ)

ζώντα φυτά και ζώα, γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς και γενετικώς τροποποιημένους μικροοργανισμούς σε περιορισμένη χρήση, καθώς και σε προϊόντα φυτών και ζώων που σχετίζονται άμεσα με τη μελλοντική αναπαραγωγή τους·

ε)

ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα·

στ)

φυτοπροστατευτικά προϊόντα·

ζ)

εξοπλισμούς με τους οποίους κυκλοφορούν ή ταξιδεύουν οι καταναλωτές, όταν ο χειρισμός του συγκεκριμένου εξοπλισμού γίνεται άμεσα από παρόχους υπηρεσιών στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας μεταφοράς στους καταναλωτές και όχι από τους ίδιους τους καταναλωτές·

η)

αεροσκάφη που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1139·

θ)

αντίκες.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα προϊόντα που διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά είτε είναι καινούργια είτε μεταχειρισμένα είτε επισκευασμένα ή ανασκευασμένα. Δεν εφαρμόζεται σε προϊόντα που πρέπει να επισκευαστούν ή να ανασκευαστούν πριν από τη χρήση τους, όταν τα εν λόγω προϊόντα καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά με τη μορφή αυτή και φέρουν σαφή σήμανση.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου για την προστασία των καταναλωτών.

5.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται λαμβανομένης δεόντως υπόψη της αρχής της προφύλαξης.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«προϊόν»: οποιοδήποτε αντικείμενο, διασυνδεδεμένο ή μη με άλλα αντικείμενα, το οποίο παρέχεται ή καθίσταται διαθέσιμο, έναντι τιμήματος ή δωρεάν, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών, το οποίο προορίζεται για τους καταναλωτές ή ενδέχεται, υπό ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, να χρησιμοποιηθεί από τους καταναλωτές, ακόμη και αν δεν προορίζεται για αυτούς·

2)

«ασφαλές προϊόν»: κάθε προϊόν το οποίο, υπό τις συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής διάρκειας χρήσης, δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή μόνον ελάχιστους κινδύνους που συμβιβάζονται με τη χρήση του προϊόντος και οι οποίοι θεωρούνται αποδεκτοί και συνάδουν με το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών·

3)

«επικίνδυνο προϊόν»: κάθε προϊόν που δεν είναι «ασφαλές προϊόν»·

4)

«κίνδυνος»: ο συνδυασμός της πιθανότητας εμφάνισης μιας πηγής κινδύνου ικανής να προκαλέσει βλάβη και του βαθμού σοβαρότητας της βλάβης αυτής·

5)

«σοβαρός κίνδυνος»: κίνδυνος ο οποίος, βάσει εκτίμησης κινδύνου και λαμβανομένης υπόψη της φυσιολογικής και προβλέψιμης χρήσης του προϊόντος, κρίνεται ότι απαιτείται ταχεία επέμβαση των αρχών εποπτείας της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ο κίνδυνος δεν έχει άμεσες επιπτώσεις·

6)

«διαθεσιμότητα στην αγορά»: κάθε προσφορά προϊόντος για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στην αγορά της Ένωσης στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν·

7)

«διάθεση στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία ένα προϊόν καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά της Ένωσης·

8)

«κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ένα προϊόν ή αναθέτει σε άλλους τον σχεδιασμό ή την κατασκευή του και διοχετεύει στην αγορά το προϊόν αυτό υπό την επωνυμία του ή το εμπορικό σήμα του·

9)

«εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο εντός της Ένωσης, που έχει λάβει γραπτή εντολή από έναν κατασκευαστή να ενεργεί για λογαριασμό του συγκεκριμένου κατασκευαστή για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων σχετικών με τις υποχρεώσεις που υπέχει ο κατασκευαστής βάσει του παρόντος κανονισμού·

10)

«εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση το οποίο διαθέτει προϊόν τρίτης χώρας στην αγορά της Ένωσης·

11)

«διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, διαφορετικό από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο καθιστά προϊόν διαθέσιμο στην αγορά·

12)

«πάροχος υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, παρέχει τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες υπηρεσίες: αποθήκευση, συσκευασία, διευθυνσιοδότηση και αποστολή, χωρίς να έχει την κυριότητα των εμπλεκόμενων προϊόντων και εξαιρέσει των ταχυδρομικών υπηρεσιών όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27), των υπηρεσιών αποστολής δεμάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/644 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28), και κάθε άλλης ταχυδρομικής υπηρεσίας ή υπηρεσίας εμπορευματικής μεταφοράς·

13)

«οικονομικός φορέας»: ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας, ο διανομέας, ο πάροχος υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών ή κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπέχει υποχρεώσεις σχετικά με την κατασκευή προϊόντων, τη διαθεσιμότητά τους στην αγορά σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

14)

«πάροχος διαδικτυακής αγοράς»: πάροχος ενδιάμεσης υπηρεσίας η οποία χρησιμοποιεί διαδικτυακή διεπαφή και επιτρέπει στους καταναλωτές να συνάπτουν εξ αποστάσεως συμβάσεις με εμπόρους για την πώληση προϊόντων·

15)

«διαδικτυακή διεπαφή»: κάθε λογισμικό, συμπεριλαμβανομένων ιστοτόπων, μέρους ιστοτόπων ή εφαρμογών, συμπεριλαμβανομένων εφαρμογών για φορητές συσκευές·

16)

«εξ αποστάσεως σύμβαση»: σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 7 της οδηγίας 2011/83/EΕ·

17)

«καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του εν λόγω προσώπου·

18)

«έμπορος»: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο ενεργεί, μεταξύ άλλων μέσω οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί εξ ονόματος του εν λόγω φυσικού ή νομικού προσώπου ή για λογαριασμό του εν λόγω φυσικού ή νομικού προσώπου, για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική δραστηριότητα του εν λόγω προσώπου·

19)

«ευρωπαϊκό πρότυπο»: το ευρωπαϊκό πρότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

20)

«διεθνές πρότυπο»: το διεθνές πρότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

21)

«εθνικό πρότυπο»: το εθνικό πρότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

22)

«ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης»: ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης που απαριθμείται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

23)

«εποπτεία της αγοράς»: οι δραστηριότητες που διεξάγονται και τα μέτρα που λαμβάνονται από αρχές εποπτείας της αγοράς προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό·

24)

«αρχή εποπτείας της αγοράς»: η αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 ως αρμόδια να οργανώνει και να ασκεί εποπτεία της αγοράς στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους·

25)

«ανάκληση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην επιστροφή προϊόντος που έχει ήδη καταστεί διαθέσιμο στον καταναλωτή·

26)

«απόσυρση»: κάθε μέτρο που έχει ως στόχο να αποτρέψει τη διαθεσιμότητα στην αγορά προϊόντος που βρίσκεται στην αλυσίδα εφοδιασμού·

27)

«ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης»: η ενωσιακή νομοθεσία που παρατίθεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, καθώς και κάθε άλλη ενωσιακή νομοθεσία που εναρμονίζει τους όρους εμπορίας των προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται ο εν λόγω κανονισμός·

28)

«αντίκες»: προϊόντα, όπως συλλεκτικά αντικείμενα και έργα τέχνης, σε σχέση με τα οποία οι καταναλωτές δεν μπορούν ευλόγως να αναμένουν ότι πληρούν τα πλέον σύγχρονα πρότυπα ασφάλειας.

Άρθρο 4

Πωλήσεις εξ αποστάσεως

Προϊόν που διατίθεται προς πώληση διαδικτυακά ή με άλλες μεθόδους εξ αποστάσεως πώλησης θεωρείται ότι καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά εάν η προσφορά στοχεύει καταναλωτές εντός της Ένωσης. Διάθεση προς πώληση θεωρείται ότι στοχεύει καταναλωτές εντός της Ένωσης εάν ο αντίστοιχος οικονομικός φορέας κατευθύνει με οποιονδήποτε τρόπο τις δραστηριότητές του προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

ΑΠΑΙΤΉΣΕΙς ΑΣΦΆΛΕΙΑς

Άρθρο 5

Γενική απαίτηση ασφάλειας

Οι οικονομικοί φορείς διαθέτουν ή καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα.

Άρθρο 6

Πτυχές για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων

1.   Κατά την αξιολόγηση του εάν ένα προϊόν είναι ασφαλές, λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι ακόλουθες πτυχές:

α)

τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων του σχεδιασμού του, των τεχνικών χαρακτηριστικών του, της σύνθεσής του, της συσκευασίας του, των οδηγιών συναρμολόγησης, και, κατά περίπτωση, των οδηγιών εγκατάστασης, χρήσης και συντήρησής του·

β)

η επίδραση που έχει το προϊόν αυτό σε άλλα προϊόντα, όταν είναι ευλόγως δυνατόν να προβλεφθεί ότι αυτό το προϊόν θα χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της διασύνδεσης των εν λόγω προϊόντων·

γ)

η επίδραση που ενδέχεται να έχουν άλλα προϊόντα στο προς αξιολόγηση προϊόν, όταν είναι εύλογα προβλέψιμο ότι το συγκεκριμένο προϊόν θα χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης μη ενσωματωμένων στοιχείων τα οποία προορίζονται να καθορίσουν, να μεταβάλουν ή να ολοκληρώσουν τον τρόπο λειτουργίας του προς αξιολόγηση προϊόντος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της ασφάλειας του προς αξιολόγηση προϊόντος·

δ)

η παρουσίαση του προϊόντος, η επισήμανση, συμπεριλαμβανομένης της επισήμανσης ηλικίας σχετικά με την καταλληλότητά του για παιδιά, τυχόν προειδοποιήσεις και οδηγίες για την ασφαλή χρήση και διάθεσή του ως αποβλήτου, καθώς και κάθε άλλη ένδειξη ή πληροφορία σχετικά με το προϊόν·

ε)

οι κατηγορίες καταναλωτών που χρησιμοποιούν το προϊόν, ιδίως αξιολογώντας τον κίνδυνο για τους ευάλωτους καταναλωτές, όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με αναπηρία, καθώς και τον αντίκτυπο των διαφορών μεταξύ των φύλων στην υγεία και την ασφάλεια·

στ)

η όψη του προϊόντος όπου είναι πιθανό να οδηγήσει τους καταναλωτές να χρησιμοποιήσουν το προϊόν κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν για τον οποίο σχεδιάστηκε, και ιδίως:

i)

όταν ένα προϊόν, αν και δεν τρόφιμο, μοιάζει με τρόφιμο και ενδέχεται να εκληφθεί ως τρόφιμο λόγω της μορφής, της οσμής, του χρώματος, της όψης, της συσκευασίας, της επισήμανσης, του όγκου, του μεγέθους ή άλλων χαρακτηριστικών του και, επομένως, ενδέχεται οι καταναλωτές, και ιδίως τα παιδιά, να το τοποθετήσουν στο στόμα, να το γλείψουν ή να το καταπιούν·

ii)

όταν ένα προϊόν, μολονότι δεν έχει σχεδιαστεί ούτε προορίζεται για χρήση από παιδιά, είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί από παιδιά ή να μοιάζει με αντικείμενο που αναγνωρίζεται κοινώς ως ελκυστικό ή προορίζεται για χρήση από παιδιά λόγω του σχεδιασμού, της συσκευασίας ή των χαρακτηριστικών του·

ζ)

όταν απαιτείται από τη φύση του προϊόντος, τα κατάλληλα χαρακτηριστικά κυβερνοασφάλειας που είναι αναγκαία για την προστασία του προϊόντος από εξωτερικές επιρροές, συμπεριλαμβανομένων κακόβουλων τρίτων, όταν μια τέτοια επιρροή ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής απώλειας διασύνδεσης·

η)

όταν απαιτείται από τη φύση του προϊόντος, τις εξελισσόμενες, μαθησιακές και προγνωστικές λειτουργίες του προϊόντος.

2.   Η δυνατότητα επίτευξης υψηλότερου επιπέδου ασφάλειας ή η διαθεσιμότητα άλλων προϊόντων που παρουσιάζουν μικρότερο κίνδυνο δεν συνιστά επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό ενός προϊόντος ως επικίνδυνου προϊόντος.

Άρθρο 7

Τεκμήριο συμμόρφωσης με τη γενική απαίτηση ασφάλειας

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένα προϊόν τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5 του παρόντος κανονισμού στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

συμμορφώνεται με τα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα ή μέρη αυτών όσον αφορά τους κινδύνους και τις κατηγορίες κινδύνων που καλύπτονται από τα εν λόγω πρότυπα, των οποίων τα στοιχεία αναφοράς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012· ή

β)

ελλείψει σχετικών ευρωπαϊκών προτύπων όπως αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, το προϊόν συμμορφώνεται με τις εθνικές απαιτήσεις, όσον αφορά τους κινδύνους και τις κατηγορίες κινδύνων που καλύπτονται από τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου καθίσταται διαθέσιμο, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω δίκαιο συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις στις οποίες καθορίζονται οι ειδικές απαιτήσεις ασφάλειας που πρέπει να καλύπτονται από τα ευρωπαϊκά πρότυπα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα προϊόντα που συμμορφώνονται με τα εν λόγω ευρωπαϊκά πρότυπα πληρούν τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 46 παράγραφος 3.

3.   Ωστόσο, το τεκμήριο συμμόρφωσης με τη γενική απαίτηση ασφάλειας βάσει της παραγράφου 1 δεν εμποδίζει τις αρχές εποπτείας της αγοράς να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι, παρά το τεκμήριο, το προϊόν είναι επικίνδυνο.

Άρθρο 8

Πρόσθετα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 6 και όπου δεν έχει εφαρμογή το τεκμήριο ασφαλείας δυνάμει του άρθρου 7, κατά την αξιολόγηση της ασφάλειας ενός προϊόντος, λαμβάνονται ιδίως υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία, εφόσον είναι διαθέσιμα:

α)

τα ευρωπαϊκά πρότυπα, εκτός εκείνων τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

β)

τα διεθνή πρότυπα·

γ)

οι διεθνείς συμφωνίες·

δ)

τα συστήματα εθελοντικής πιστοποίησης ή παρόμοια πλαίσια αξιολόγησης της συμμόρφωσης τρίτων, ιδίως εκείνα που σχεδιάστηκαν για την υποστήριξη του ενωσιακού δικαίου·

ε)

οι συστάσεις ή οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων·

στ)

τα εθνικά πρότυπα που ισχύουν στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου καθίσταται διαθέσιμο το προϊόν·

ζ)

οι τεχνολογικές εξελίξεις και η τεχνολογία, συμπεριλαμβανομένης της γνώμης αναγνωρισμένων επιστημονικών φορέων και επιτροπών εμπειρογνωμόνων·

η)

οι κώδικες ορθής πρακτικής για την ασφάλεια των προϊόντων, οι οποίοι ισχύουν στον συγκεκριμένο τομέα·

θ)

η ασφάλεια την οποία δικαιούνται ευλόγως να προσδοκούν οι καταναλωτές·

ι)

οι απαιτήσεις ασφάλειας που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

ΥΠΟΧΡΕΏΣΕΙς ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΏΝ ΦΟΡΈΩΝ

ΤΜΉΜΑ 1

Άρθρο 9

Υποχρεώσεις των κατασκευαστών

1.   Όταν διαθέτουν τα προϊόντα τους στην αγορά, οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα σύμφωνα με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5.

2.   Πριν από τη διάθεση των προϊόντων τους στην αγορά, οι κατασκευαστές διεξάγουν εσωτερική ανάλυση κινδύνου και καταρτίζουν τεχνικό φάκελο που περιέχει τουλάχιστον γενική περιγραφή του προϊόντος και των βασικών χαρακτηριστικών του που έχουν σημασία για την αξιολόγηση της ασφάλειάς του.

Κατά περίπτωση, όσον αφορά τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με το προϊόν, ο τεχνικός φάκελος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει επίσης, κατά περίπτωση:

α)

ανάλυση των πιθανών κινδύνων που σχετίζονται με το προϊόν και των λύσεων που έχουν επιλεγεί για την εξάλειψη ή τον μετριασμό των κινδύνων αυτών, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων τυχόν εκθέσεων σε σχέση με δοκιμές που διενεργήθηκαν από τον κατασκευαστή ή από άλλο μέρος για λογαριασμό του· και

β)

τον κατάλογο τυχόν σχετικών ευρωπαϊκών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή τα υπόλοιπα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β), ή στο άρθρο 8, που εφαρμόζονται για την εκπλήρωση της γενικής απαίτησης ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5.

Σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας ή τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 8 εφαρμόζεται μόνο μερικώς, οι κατασκευαστές προσδιορίζουν τα τμήματα που εφαρμόζονται.

3.   Οι κατασκευαστές μεριμνούν ώστε ο τεχνικός φάκελος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 να είναι επικαιροποιημένος. Τηρούν τον εν λόγω φάκελο στη διάθεση των αρχών εποπτείας της αγοράς επί δέκα έτη από τη διάθεσή του προϊόντος στην αγορά και τον θέτουν στη διάθεση των εν λόγω αρχών όταν τους ζητηθεί.

4.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν με κατάλληλες διαδικασίες ότι τα προϊόντα που παράγονται σε σειρά εξακολουθούν να συμμορφώνονται με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5.

5.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα τους φέρουν αριθμό τύπου, παρτίδας ή σειράς ή άλλο στοιχείο που επιτρέπει την ταυτοποίηση του προϊόντος και το οποίο είναι εύκολα ορατό και ευανάγνωστο για τους καταναλωτές, ή, αν το μέγεθος ή η φύση του προϊόντος δεν το επιτρέπουν, εξασφαλίζουν ότι οι απαιτούμενες πληροφορίες αναγράφονται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν.

6.   Οι κατασκευαστές σημειώνουν το όνομά τους, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους, την ταχυδρομική και ηλεκτρονική διεύθυνσή τους, και, εάν είναι διαφορετική, την ταχυδρομική ή ηλεκτρονική διεύθυνση του ενιαίου σημείου επαφής όπου μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει μαζί τους. Οι πληροφορίες αυτές αναγράφονται στο προϊόν ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν.

7.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι το προϊόν τους συνοδεύεται από σαφείς οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, η οποία καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο καθίσταται διαθέσιμο το προϊόν στην αγορά. Η εν λόγω απαίτηση δεν εφαρμόζεται όταν το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια και σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον κατασκευαστή χρήση του, χωρίς τέτοιες οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας.

8.   Όταν ένας κατασκευαστής θεωρεί ή έχει λόγο να πιστεύει, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει ο εν λόγω κατασκευαστής, ότι ένα προϊόν που έχει διαθέσει στην αγορά είναι επικίνδυνο προϊόν, ο κατασκευαστής αμέσως:

α)

λαμβάνει τα διορθωτικά μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση του προϊόντος με ουσιαστικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της απόσυρσης ή ανάκλησης, κατά περίπτωση·

β)

ενημερώνει τους καταναλωτές σχετικά, σύμφωνα με το άρθρο 35 ή 36, ή και με τα δύο· και

γ)

ενημερώνει μέσω της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway, τις αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών στην αγορά των οποίων έχει καταστεί διαθέσιμο το προϊόν.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β) και γ), ο κατασκευαστής παρέχει ιδίως πληροφορίες για τον κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών και για κάθε ήδη ληφθέν διορθωτικό μέτρο και, ενδεχομένως, για την ποσότητα, ανά κράτος μέλος, των προϊόντων που εξακολουθούν να κυκλοφορούν στην αγορά.

9.   Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που προορίζονται για την προειδοποίηση των καταναλωτών μπορούν να παρέχονται από τους κατασκευαστές μέσω της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway και διατίθενται στους καταναλωτές στην πύλη Safety Gate χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

10.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι άλλοι οικονομικοί φορείς, οι υπεύθυνοι και οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών στην οικεία αλυσίδα εφοδιασμού ενημερώνονται εγκαίρως για κάθε ζήτημα ασφάλειας που έχουν εντοπίσει.

11.   Οι κατασκευαστές δημοσιοποιούν διαύλους επικοινωνίας, όπως αριθμό τηλεφώνου, ηλεκτρονική διεύθυνση ή ειδικό τμήμα του ιστοτόπου τους, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες προσβασιμότητας για τα άτομα με αναπηρία, επιτρέποντας στους καταναλωτές να υποβάλλουν καταγγελίες και ενημερώνοντας τους κατασκευαστές για κάθε ατύχημα ή ζήτημα ασφάλειας που αντιμετωπίζουν με ένα προϊόν.

12.   Οι κατασκευαστές διερευνούν τις υποβληθείσες καταγγελίες και τις πληροφορίες που λαμβάνουν σχετικά με ατυχήματα που αφορούν την ασφάλεια προϊόντων τα οποία έχουν καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά και τα οποία προϊόντα είναι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντα επικίνδυνα, ενώ τηρούν εσωτερικό μητρώο για τις εν λόγω καταγγελίες, καθώς και για τις ανακλήσεις προϊόντων και για τυχόν διορθωτικό μέτρο που έχει ληφθεί για τη συμμόρφωση του προϊόντος.

13.   Στο εσωτερικό μητρώο καταγγελιών αποθηκεύονται μόνο εκείνα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα προκειμένου ο κατασκευαστής να διερευνήσει την καταγγελία για ένα εικαζόμενο επικίνδυνο προϊόν. Τα εν λόγω δεδομένα τηρούνται μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τους σκοπούς της έρευνας και, σε κάθε περίπτωση, έως πέντε έτη μετά την καταχώριση των δεδομένων.

Άρθρο 10

Υποχρεώσεις των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων

1.   Οι κατασκευαστές μπορούν να διορίζουν, μέσω γραπτής εντολής, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.

2.   Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στην εντολή την οποία λαμβάνει από τον κατασκευαστή. Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος παρέχει στις αρχές εποπτείας της αγοράς αντίγραφο της εντολής κατόπιν αιτήματος. Η εντολή επιτρέπει στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο να ασκεί τουλάχιστον τα εξής καθήκοντα:

α)

να παρέχει σε αρχή εποπτείας της αγοράς, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της αρχής, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για να αποδειχθεί η ασφάλεια του προϊόντος, σε επίσημη γλώσσα που να μπορεί να την κατανοήσει η εν λόγω αρχή·

β)

εάν ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος θεωρεί ότι έχει λόγους να πιστεύει πως ένα προϊόν είναι επικίνδυνο προϊόν, να ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή·

γ)

να ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές σχετικά με κάθε ενδεχόμενο μέτρο που λαμβάνεται για την εξάλειψη των κινδύνων που ενέχουν τα προϊόντα που καλύπτονται από την εντολή του μέσω κοινοποίησης στην πύλη επιχειρήσεων Safety Business Gateway, όταν οι πληροφορίες δεν έχουν ήδη παρασχεθεί από τον κατασκευαστή ή κατόπιν εντολής του κατασκευαστή·

δ)

να συνεργάζεται με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν ώστε να εξαλειφθούν με ουσιαστικό τρόπο οι κίνδυνοι που ενέχουν τα προϊόντα που καλύπτει η εντολή του.

Άρθρο 11

Υποχρεώσεις των εισαγωγέων

1.   Προτού διαθέσουν ένα προϊόν στην αγορά, οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι το προϊόν συμμορφώνεται με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5 και ότι ο κατασκευαστής έχει τηρήσει τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 2, 5 και 6.

2.   Εφόσον ο εισαγωγέας θεωρεί ή έχει λόγο να πιστεύει, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ότι ένα προϊόν δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 5 και το άρθρο 9 παράγραφοι 2, 5 και 6, ο εισαγωγέας δεν διαθέτει το προϊόν στην αγορά έως ότου αποκατασταθεί η συμμόρφωση του εν λόγω προϊόντος. Επιπλέον, όταν το προϊόν είναι επικίνδυνο προϊόν, ο εισαγωγέας ενημερώνει αμέσως σχετικά τον κατασκευαστή και μεριμνά ώστε να ενημερωθούν σχετικά και οι αρχές εποπτείας της αγοράς, μέσω της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway.

3.   Οι εισαγωγείς αναγράφουν το όνομά τους, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους, την ταχυδρομική και ηλεκτρονική διεύθυνσή τους, και, εάν είναι διαφορετική, την ταχυδρομική ή ηλεκτρονική διεύθυνση του ενιαίου σημείου επαφής όπου μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει μαζί τους. Οι πληροφορίες αυτές αναγράφονται στο προϊόν ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν. Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι τυχόν πρόσθετη επισήμανση δεν κρύβει κανένα από τα απαιτούμενα από το ενωσιακό δίκαιο στοιχεία που περιέχονται στην επισήμανση που παρέχεται από τον κατασκευαστή.

4.   Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι το προϊόν που εισήγαγαν συνοδεύεται από σαφείς οδηγίες και από πληροφορίες ασφάλειας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, η οποία καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο καθίσταται διαθέσιμο το προϊόν, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια και σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τον κατασκευαστή χρήση του χωρίς τέτοιες οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας.

5.   Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι, ενόσω το προϊόν βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5 και τη συμμόρφωσή του με το άρθρο 9 παράγραφοι 5 και 6.

6.   Οι εισαγωγείς τηρούν το αντίγραφο του τεχνικού φακέλου που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 επί δέκα έτη από τη διάθεσή του προϊόντος στην αγορά στη διάθεση των αρχών εποπτείας της αγοράς και εξασφαλίζουν ότι ο φάκελος που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2, κατά περίπτωση, μπορεί να τεθεί στη διάθεση των εν λόγω αρχών, όταν τους ζητηθεί.

7.   Οι εισαγωγείς συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς και τον κατασκευαστή με σκοπό να εξασφαλίζεται η ασφάλεια του προϊόντος.

8.   Όταν ένας εισαγωγέας που θεωρεί ή έχει λόγο να πιστεύει, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει ο εν λόγω εισαγωγέας, ότι ένα προϊόν που έχει διαθέσει στην αγορά είναι επικίνδυνο προϊόν, ο εισαγωγέας αμέσως:

α)

ενημερώνει τον κατασκευαστή·

β)

εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται τα διορθωτικά μέτρα που είναι απαραίτητα για τη συμμόρφωση του προϊόντος με ουσιαστικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της απόσυρσης ή ανάκλησης, κατά περίπτωση· εάν δεν έχουν ληφθεί τα εν λόγω μέτρα, τα λαμβάνει αμέσως ο εισαγωγέας·

γ)

εξασφαλίζει ότι οι καταναλωτές ενημερώνονται αμέσως σχετικά σύμφωνα με το άρθρο 35 ή 36, ή και με τα δύο· και

δ)

ενημερώνει αμέσως σχετικά τις αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών στην αγορά των οποίων έχει καταστεί διαθέσιμο το προϊόν, μέσω της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχεία γ) και δ), ο εισαγωγέας παρέχει λεπτομέρειες ιδίως, για τον κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών και για κάθε διορθωτικό μέτρο που έχει ήδη λάβει και, εφόσον διατίθεται ως πληροφορία, για την ποσότητα, ανά κράτος μέλος, των προϊόντων που εξακολουθούν να κυκλοφορούν στην αγορά.

9.   Οι εισαγωγείς επαληθεύουν εάν οι δίαυλοι επικοινωνίας που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 11 είναι δημοσίως διαθέσιμοι στους καταναλωτές, ώστε να μπορούν να υποβάλλουν καταγγελίες και να κοινοποιούν τυχόν ατυχήματα ή προβλήματα ασφάλειας που σχετίζονται με το προϊόν. Εάν οι εν λόγω δίαυλοι δεν είναι διαθέσιμοι, ο εισαγωγέας μεριμνά ώστε να καταστούν διαθέσιμοι, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες προσβασιμότητας για τα άτομα με αναπηρία.

10.   Οι εισαγωγείς διερευνούν τις υποβληθείσες καταγγελίες και τις πληροφορίες που λαμβάνουν σχετικά με ατυχήματα που αφορούν την ασφάλεια των προϊόντων που κατέστησαν διαθέσιμα στην αγορά, τα οποία προϊόντα είναι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντα επικίνδυνα και καταχωρίζουν τις εν λόγω καταγγελίες, όπως και τις ανακλήσεις προϊόντων και κάθε τυχόν διορθωτικό μέτρο που έχει ληφθεί για τη συμμόρφωση του προϊόντος, στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 12, ή στο δικό τους εσωτερικό μητρώο. Οι εισαγωγείς ενημερώνουν έγκαιρα τον κατασκευαστή, τους διανομείς και, κατά περίπτωση, τους παρόχους υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών και τους παρόχους διαδικτυακών αγορών, σχετικά με τη διενεργούμενη έρευνα και τα αποτελέσματά της.

11.   Το μητρώο καταγγελιών αποθηκεύει μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τη διερεύνηση της καταγγελίας από τον εισαγωγέα σχετικά με εικαζόμενο επικίνδυνο προϊόν. Τα δεδομένα αυτά διατηρούνται μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της έρευνας και, σε κάθε περίπτωση, όχι περισσότερο από πέντε έτη μετά την καταχώριση των δεδομένων.

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις των διανομέων

1.   Πριν καταστήσουν διαθέσιμο ένα προϊόν στην αγορά, οι διανομείς επαληθεύουν ότι ο κατασκευαστής και, κατά περίπτωση, ο εισαγωγέας έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 5, 6 και 7 και στο άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 4, κατά περίπτωση.

2.   Οι διανομείς εξασφαλίζουν ότι, ενόσω το προϊόν βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του με τη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5 και τη συμμόρφωσή του με το άρθρο 9 παράγραφοι 5, 6 και 7 και το άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 4, κατά περίπτωση.

3.   Όταν ένας διανομέας θεωρεί ή έχει λόγο να πιστεύει, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει ο εν λόγω διανομέας, ότι ένα προϊόν δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 5, το άρθρο 9 παράγραφοι 5, 6 και 7 και το άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 4, κατά περίπτωση, ο διανομέας δεν καθιστά διαθέσιμο το προϊόν στην αγορά, εκτός εάν αποκατασταθεί η συμμόρφωση του εν λόγω προϊόντος.

4.   Όταν ένας διανομέας θεωρεί ή έχει λόγο να πιστεύει, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει ο εν λόγω διανομέας, ότι ένα προϊόν που έχει καταστήσει διαθέσιμο στην αγορά είναι επικίνδυνο προϊόν ή δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 9 παράγραφοι 5, 6 και 7 και το άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 4, κατά περίπτωση, ο διανομέας:

α)

ενημερώνει αμέσως σχετικά τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, κατά περίπτωση·

β)

εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται τα διορθωτικά μέτρα που είναι απαραίτητα για τη συμμόρφωση του προϊόντος με ουσιαστικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της απόσυρσης ή ανάκλησης, κατά περίπτωση· και

γ)

εξασφαλίζει ότι οι αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών στην αγορά των οποίων έχει διατεθεί το προϊόν ενημερώνονται αμέσως σχετικά μέσω της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχεία β) και γ), ο διανομέας παρέχει τα κατάλληλα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του σχετικά με τον κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, τον αριθμό των σχετικών προϊόντων και τυχόν διορθωτικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί.

Άρθρο 13

Περιπτώσεις στις οποίες οι υποχρεώσεις των κατασκευαστών ισχύουν για άλλα πρόσωπα

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και υπόκειται στις υποχρεώσεις του κατασκευαστή που ορίζονται στο άρθρο 9, όταν το εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαθέτει προϊόν στην αγορά υπό την επωνυμία ή το εμπορικό σήμα του φυσικού ή νομικού προσώπου.

2.   Φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εκτός από τον κατασκευαστή, το οποίο τροποποιεί ουσιωδώς το προϊόν, θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και υπόκειται στις υποχρεώσεις του κατασκευαστή που προβλέπονται στο άρθρο 9 για το μέρος του προϊόντος που επηρεάζεται από την τροποποίηση ή για ολόκληρο το προϊόν, αν η ουσιώδης τροποποίηση επηρεάζει την ασφάλειά του.

3.   Η τροποποίηση ενός προϊόντος, με φυσικά ή ψηφιακά μέσα, θεωρείται ουσιώδης εφόσον έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια του προϊόντος και πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η τροποποίηση μεταβάλλει το προϊόν κατά τρόπο που δεν προβλεπόταν στην αρχική εκτίμηση κινδύνου του προϊόντος·

β)

η φύση της πηγής κινδύνου έχει μεταβληθεί, έχει δημιουργηθεί νέος κίνδυνος ή το επίπεδο του κινδύνου έχει αυξηθεί λόγω της τροποποίησης· και

γ)

οι τροποποιήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν από τους ίδιους τους καταναλωτές ή για λογαριασμό τους για δική τους χρήση.

Άρθρο 14

Εσωτερικές διαδικασίες για την ασφάλεια των προϊόντων

Οι οικονομικοί φορείς διασφαλίζουν ότι εφαρμόζουν εσωτερικές διαδικασίες για την ασφάλεια των προϊόντων, οι οποίες τους επιτρέπουν να συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 15

Συνεργασία των οικονομικών φορέων με τις αρχές εποπτείας της αγοράς

1.   Οι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς για μέτρα που θα μπορούσαν να εξαλείψουν ή να μετριάσουν κινδύνους τους οποίους παρουσιάζουν τα προϊόντα που έχουν καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά.

2.   Κατόπιν αιτήματος από την αρχή εποπτείας της αγοράς, ο οικονομικός φορέας παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ιδίως τις ακόλουθες:

α)

πλήρη περιγραφή του κινδύνου που παρουσιάζει το προϊόν, σχετικές καταγγελίες και γνωστά ατυχήματα · και

β)

περιγραφή των διορθωτικών μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του κινδύνου.

3.   Όταν τους ζητηθεί, οι οικονομικοί φορείς προσδιορίζουν επίσης και κοινοποιούν τις σχετικές με την ιχνηλασιμότητα ακόλουθες πληροφορίες για το προϊόν:

α)

κάθε οικονομικό φορέα που τους έχει προμηθεύσει το προϊόν ή μέρος, κατασκευαστικό στοιχείο ή οποιοδήποτε λογισμικό ενσωματωμένο στο προϊόν· και

β)

κάθε οικονομικό φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει το προϊόν.

4.   Οι οικονομικοί φορείς είναι σε θέση να παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 επί δέκα έτη αφότου έχουν προμηθευτεί το προϊόν και επί δέκα έτη αφότου έχουν προμηθεύσει το προϊόν, κατά περίπτωση.

5.   Οι οικονομικοί φορείς είναι σε θέση να υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 για περίοδο έξι ετών αφότου έχουν προμηθευτεί το προϊόν ή μέρος του, κατασκευαστικό στοιχείο ή οποιοδήποτε λογισμικό ενσωματωμένο στο προϊόν, ή αφού έχουν προμηθεύσει το προϊόν, κατά περίπτωση.

6.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς μπορούν να ζητούν από τους οικονομικούς φορείς να υποβάλλουν τακτικές εκθέσεις προόδου και μπορούν να αποφαίνονται για το κατά πόσον ή πότε το διορθωτικό μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ολοκληρωθεί.

Άρθρο 16

Υπεύθυνο πρόσωπο για τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης

1.   Επομένως, προϊόν που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό δεν διατίθεται στην αγορά, εκτός εάν υπάρχει εντός της Ένωσης εγκατεστημένος οικονομικός φορέας υπεύθυνος για τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 όσον αφορά το εν λόγω προϊόν. Το άρθρο 4 παράγραφος 2 και 3 του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζεται στα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι αναφορές στην «ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης» και στην «εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης» στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού νοούνται ως «ο παρών κανονισμός».

2.   Με την επιφύλαξη τυχόν υποχρεώσεων των οικονομικών φορέων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, πέραν των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, και προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια του προϊόντος για το οποίο είναι υπεύθυνος, ανάλογα με τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με ένα προϊόν, ο οικονομικός φορέας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ελέγχει τακτικά:

α)

ότι το προϊόν συμμορφώνεται με τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

β)

ότι το προϊόν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 5, 6 και 7του παρόντος κανονισμού.

Ο οικονομικός φορέας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου παρέχει, κατόπιν αιτήματος των αρχών εποπτείας της αγοράς, τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία των διενεργηθέντων ελέγχων.

3.   Το όνομα, η καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα και τα στοιχεία επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της ταχυδρομικής και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης, του οικονομικού φορέα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αναγράφονται στο προϊόν ή στη συσκευασία του, στο δέμα ή σε συνοδευτικό έγγραφο.

Άρθρο 17

Παροχή πληροφοριών στους οικονομικούς φορείς

1.   Η Επιτροπή παρέχει δωρεάν στους οικονομικούς φορείς γενικές πληροφορίες σχετικά με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν δωρεάν στους οικονομικούς φορείς, μετά από δικό τους αίτημα, συγκεκριμένες πληροφορίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε εθνικό επίπεδο και τους εθνικούς κανόνες για την ασφάλεια των προϊόντων που εφαρμόζονται στα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Για τον σκοπό αυτό, εφαρμόζεται το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/515 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29).

Η Επιτροπή εκδίδει ειδικές κατευθυντήριες γραμμές για τους οικονομικούς φορείς, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες εκείνων που θεωρούνται ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων των πολύ μικρών επιχειρήσεων, σχετικά με τον τρόπο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 18

Ειδικές απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας για ορισμένα προϊόντα, κατηγορίες ή ομάδες προϊόντων

1.   Για ορισμένα προϊόντα, κατηγορίες ή ομάδες προϊόντων που ενδέχεται να εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, βάσει των ατυχημάτων που καταχωρίζονται στην πύλη επιχειρήσεων Safety Business Gateway, των στατιστικών στοιχείων του Safety Gate, των αποτελεσμάτων των κοινών δραστηριοτήτων για την ασφάλεια των προϊόντων και άλλων σχετικών δεικτών ή αποδεικτικών στοιχείων, η Επιτροπή δύναται μετά από διαβούλευση με το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών, με τις σχετικές ομάδες ειδικών και με τα ενδιαφερόμενα μέρη, να θεσπίσει σύστημα ιχνηλασιμότητας το οποίο θα τηρούν οι οικονομικοί φορείς που διαθέτουν και καθιστούν διαθέσιμα τα εν λόγω προϊόντα στην αγορά.

2.   Το σύστημα ιχνηλασιμότητας συνίσταται στη συλλογή και αποθήκευση δεδομένων, μεταξύ άλλων και με ηλεκτρονικά μέσα, που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του προϊόντος, των συστατικών μερών του ή των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν στη σχετική αλυσίδα εφοδιασμού, και περιλαμβάνει τους τρόπους απεικόνισης των δεδομένων και της πρόσβασης σ’ αυτά, συμπεριλαμβανομένης της τοποθέτησης φορέα δεδομένων στο προϊόν, στη συσκευασία του ή στα συνοδευτικά του έγγραφα.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 45 για να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό ως εξής:

α)

προσδιορίζοντας τα προϊόντα, τις κατηγορίες ή τις ομάδες προϊόντων ή συστατικών μερών που ενδέχεται να παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή αναφέρει στις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις αν έχει χρησιμοποιήσει τη μεθοδολογία ανάλυσης κινδύνου που προβλέπεται στην εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/417 (30) της Επιτροπής ή, εάν εν λόγω μεθοδολογία δεν είναι κατάλληλη για το υπό εξέταση προϊόν, παρέχει αναλυτική περιγραφή της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε·

β)

προσδιορίζοντας το είδος των δεδομένων τα οποία πρέπει να συλλέγουν και να αποθηκεύουν οι οικονομικοί φορείς μέσω του συστήματος ιχνηλασιμότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2·

γ)

προσδιορίζοντας τους τρόπους απεικόνισης των δεδομένων και πρόσβασης σ’ αυτά, συμπεριλαμβανομένης της τοποθέτησης φορέα δεδομένων στο προϊόν, τη συσκευασία του ή τα συνοδευτικά έγγραφα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2·

δ)

προσδιορίζοντας τους παράγοντες που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που αναφέρονται στο στοιχείο β) και τα δεδομένα στα οποία έχουν πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών, των οικονομικών φορέων, των παρόχων διαδικτυακών αγορών, των αρμόδιων εθνικών αρχών, της Επιτροπής και των οργανισμών δημοσίου συμφέροντος, ή κάθε οργανισμού που ενεργεί για λογαριασμό τους.

4.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς, οι καταναλωτές, οι οικονομικοί φορείς και άλλοι σχετικοί παράγοντες έχουν δωρεάν πρόσβαση στα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 με βάση τα αντίστοιχα δικαιώματα πρόσβασής τους που ορίζονται στην εφαρμοστέα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο δ).

5.   Κατά τη θέσπιση των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τα εξής:

α)

την οικονομική αποδοτικότητα των μέτρων, καθώς και τον αντίκτυπό τους στις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ·

β)

επαρκές χρονοδιάγραμμα για να μπορέσουν οι οικονομικοί φορείς να προετοιμαστούν για τα εν λόγω μέτρα· και

γ)

τη συμβατότητα και τη διαλειτουργικότητα με άλλα συστήματα ιχνηλασιμότητας προϊόντων που έχουν ήδη θεσπιστεί στην Ένωση ή σε διεθνές επίπεδο.

ΤΜΉΜΑ 2

Άρθρο 19

Υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων σε περίπτωση πωλήσεων εξ αποστάσεως

Όταν οι οικονομικοί φορείς καθιστούν προϊόντα διαθέσιμα στην αγορά διαδικτυακά ή με άλλα μέσα εξ αποστάσεως πωλήσεων, στην προσφορά των εν λόγω προϊόντων περιλαμβάνονται σαφώς και ευδιάκριτα τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα, η καταχωρισμένη επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα του κατασκευαστή, καθώς και η ταχυδρομική και η ηλεκτρονική διεύθυνσή του, όπου μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει μαζί του·

β)

σε περίπτωση που ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, το όνομα, η ταχυδρομική και η ηλεκτρονική διεύθυνση του υπεύθυνου προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού ή του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020·

γ)

πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης μιας εικόνας του προϊόντος, του τύπου του καθώς και τυχόν άλλου αναγνωριστικού κωδικού του προϊόντος· και

δ)

τυχόν προειδοποίηση ή πληροφορίες ασφάλειας που πρέπει να επικολληθούν στο προϊόν ή στη συσκευασία ή να περιλαμβάνεται σε συνοδευτικό έγγραφο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, όπως καθορίζεται από το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται το προϊόν.

Άρθρο 20

Υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων σε περίπτωση ατυχημάτων ή ζητημάτων που σχετίζονται με την ασφάλεια των προϊόντων

1.   Ο κατασκευαστής εξασφαλίζει ότι, μέσω της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway, ατύχημα που οφείλεται σε προϊόν που διατίθεται ή καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά κοινοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τη στιγμή που ο κατασκευαστής ενημερώνεται για το ατύχημα, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο συνέβη το ατύχημα. Στην κοινοποίηση περιλαμβάνεται ο τύπος και ο αριθμός ταυτοποίησης του προϊόντος καθώς και οι περιστάσεις του ατυχήματος, εφόσον είναι γνωστές. Ο κατασκευαστής κοινοποιεί, κατόπιν αιτήματος, στις αρμόδιες αρχές τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο κατασκευαστής κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές τα περιστατικά που συνδέονται με τη χρήση ενός προϊόντος και έχουν ως αποτέλεσμα τον θάνατο προσώπου ή σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλειά του, μόνιμες ή προσωρινές, συμπεριλαμβανομένων τραυματισμών, άλλων σωματικών βλαβών, ασθενειών και χρόνιων επιπτώσεων στην υγεία.

3.   Οι εισαγωγείς και οι διανομείς που είναι ενήμεροι για ατύχημα που οφείλεται σε προϊόν που διέθεσαν ή κατέστησαν διαθέσιμο στην αγορά ενημερώνουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σχετικά τον κατασκευαστή. Ο κατασκευαστής προβαίνει στην κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή δίνει εντολή στον εισαγωγέα ή σε έναν από τους διανομείς να προβεί στην κοινοποίηση.

4.   Όταν ο κατασκευαστής του προϊόντος δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, το υπεύθυνο πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού ή του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, το οποίο είναι ενήμερο για ένα ατύχημα, μεριμνά για την υποβολή της κοινοποίησης.

Άρθρο 21

Πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή

Με την επιφύλαξη του άρθρου 9 παράγραφοι 5, 6 και 7, του άρθρου 11 παράγραφος 3 και του άρθρου 16 παράγραφος 3, καθώς και των σχετικών διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, οι οικονομικοί φορείς μπορούν επιπλέον να καθιστούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στις εν λόγω διατάξεις διαθέσιμες σε ψηφιακή μορφή μέσω ηλεκτρονικών τεχνικών λύσεων ευδιάκριτα πάνω στο προϊόν ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, στη συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, όπως καθορίζεται από το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται το προϊόν, συμπεριλαμβανομένης της προσβάσιμης μορφή για τα άτομα με αναπηρία.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IV

ΠΆΡΟΧΟΙ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΏΝ ΑΓΟΡΏΝ

Άρθρο 22

Ειδικές υποχρεώσεις των παρόχων διαδικτυακών αγορών που σχετίζονται με την ασφάλεια των προϊόντων

1.   Με την επιφύλαξη των γενικών υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών ορίζουν ενιαίο σημείο επαφής το οποίο παρέχει τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας, με ηλεκτρονικά μέσα, με τις αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών σε σχετικά με ζητήματα ασφάλειας των προϊόντων, ιδίως για τον σκοπό της κοινοποίησης εντολών που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών καταχωρίζονται στη δικτυακή πύλη Safety Gate και αναρτούν στην πύλη Safety Gate τα στοιχεία για το ενιαίο σημείο επαφής τους.

2.   Με την επιφύλαξη των γενικών υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών ορίζουν ενιαίο σημείο επαφής που επιτρέπει στους καταναλωτές να επικοινωνούν άμεσα και γρήγορα μαζί τους σχετικά με ζητήματα ασφάλειας των προϊόντων.

3.   Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών διασφαλίζουν ότι διαθέτουν εσωτερικές διαδικασίες για την ασφάλεια των προϊόντων προκειμένου να συμμορφώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση με τις σχετικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Όσον αφορά τις εξουσίες που ανατίθενται στα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, τα κράτη μέλη εκχωρούν στις οικείες αρχές εποπτείας της αγοράς την αναγκαία εξουσία, όσον αφορά συγκεκριμένο περιεχόμενο που αναφέρεται σε προσφορά επικίνδυνου προϊόντος, να διατάσσουν τους παρόχους διαδικτυακών αγορών να αφαιρέσουν από τη διαδικτυακή διεπαφή τους το εν λόγω περιεχόμενο, να απενεργοποιήσουν την πρόσβαση σ’ αυτό ή να αναρτήσουν ρητή προειδοποίηση. Οι εν λόγω εντολές εκδίδονται σύμφωνα με τις ελάχιστες προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065.

Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να λαμβάνουν και να επεξεργάζονται εντολές που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση εντός δύο εργάσιμων ημερών από τη λήψη της εντολής. Ενημερώνουν την εκδίδουσα αρχή εποπτείας της αγοράς σχετικά με την εκτέλεση της εντολής με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας τα στοιχεία επικοινωνίας της αρχής εποπτείας της αγοράς που δημοσιεύονται στην πύλη Safety Gate.

5.   Οι εντολές που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 μπορούν να απαιτούν από τον πάροχο διαδικτυακής αγοράς, για το καθορισμένο χρονικό διάστημα, να αφαιρέσει από τη διαδικτυακή διεπαφή του κάθε πανομοιότυπο περιεχόμενο που αφορά την προσφορά του εν λόγω επικίνδυνου προϊόντος, να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό ή να αναρτήσει ρητή προειδοποίηση, υπό την προϋπόθεση ότι η αναζήτηση του σχετικού περιεχομένου περιορίζεται στις πληροφορίες που προσδιορίζονται στην εντολή και δεν απαιτεί από τον πάροχο διαδικτυακής αγοράς να διενεργήσει ανεξάρτητη αξιολόγηση του εν λόγω περιεχομένου, και ότι η αναζήτηση και η αφαίρεση μπορούν να πραγματοποιηθούν με αναλογικό τρόπο από αξιόπιστα αυτοματοποιημένα εργαλεία.

6.   Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών λαμβάνουν υπόψη τις τακτικές πληροφορίες για τα επικίνδυνα προϊόντα που κοινοποιούν οι αρχές εποπτείας της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 26, οι οποίες λαμβάνονται μέσω της δικτυακής πύλης Safety Gate, με σκοπό την εφαρμογή των εθελοντικών μέτρων τους για τον εντοπισμό, την αναγνώριση, την αφαίρεση περιεχομένου που αναφέρεται στις προσφορές επικίνδυνων προϊόντων στη διαδικτυακή αγορά τους ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό, κατά περίπτωση, κάνοντας επίσης χρήση της διαλειτουργικής διεπαφής της πύλης Safety Gate σύμφωνα με το άρθρο 34. Ενημερώνουν την αρχή που πραγματοποίησε την κοινοποίηση στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate σχετικά με τυχόν ενέργειες στις οποίες προέβησαν, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία επικοινωνίας της αρχής εποπτείας της αγοράς που δημοσιεύονται στην πύλη Safety Gate.

7.   Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το άρθρο 31 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, όσον αφορά την ασφάλεια των προϊόντων, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών χρησιμοποιούν τουλάχιστον την πύλη Safety Gate.

8.   Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός τριών εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης, επεξεργάζονται τις ειδοποιήσεις που συναρτώνται με ζητήματα ασφάλειας των προϊόντων σε σχέση με το προϊόν που προσφέρεται προς πώληση διαδικτυακά μέσω των υπηρεσιών τους, οι οποίες λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065.

9.   Για τους σκοπούς συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 31 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065 σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών σχεδιάζουν και οργανώνουν τη διαδικτυακή διεπαφή τους κατά τρόπο ώστε οι έμποροι που προσφέρουν προϊόντα να παρέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε προσφερόμενο προϊόν και να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω πληροφορίες εμφανίζονται ή καθίστανται με άλλο τρόπο εύκολα προσβάσιμες για τους καταναλωτές στον κατάλογο προϊόντων:

α)

το όνομα, την καταχωρισμένη επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα του κατασκευαστή, καθώς και την ταχυδρομική και την ηλεκτρονική διεύθυνσή του, όπου ο κατασκευαστής μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει μαζί του·

β)

σε περίπτωση που ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, το όνομα, την ταχυδρομική και την ηλεκτρονική διεύθυνση του υπεύθυνου προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού ή του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού(ΕΕ) 2019/1020·

γ)

πληροφορίες που επιτρέπουν την ταυτοποίηση του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης μιας εικόνας του προϊόντος, του τύπου του καθώς και τυχόν άλλου αναγνωριστικού κωδικού του προϊόντος· και

δ)

τυχόν προειδοποίηση ή πληροφορίες ασφάλειας που πρέπει να επικολληθούν στο προϊόν ή να το συνοδεύουν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές, όπως καθορίζεται από το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται το προϊόν.

10.   Οι εσωτερικές διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 περιλαμβάνουν μηχανισμούς που επιτρέπουν στους εμπόρους να παρέχουν:

α)

πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον κατασκευαστή που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση ή, κατά περίπτωση, το υπεύθυνο πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού ή του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020· και

β)

την αυτοπιστοποίησή τους με την οποία δεσμεύονται να προσφέρουν μόνο προϊόντα που συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και πρόσθετες πληροφορίες ταυτοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065, κατά περίπτωση.

11.   Για τους σκοπούς συμμόρφωσης με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065 όσον αφορά την ασφάλεια των προϊόντων, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών αναστέλλουν, για εύλογο χρονικό διάστημα και μετά από προηγούμενη προειδοποίηση, την παροχή των υπηρεσιών τους σε εμπόρους που προσφέρουν συχνά προϊόντα που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.

12.   Οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, με εμπόρους και με τους σχετικούς οικονομικούς φορείς για να διευκολύνουν κάθε τυχόν μέτρο που λαμβάνεται με σκοπό την εξάλειψη ή, όπου αυτό δεν είναι δυνατό, τον μετριασμό των κινδύνων που παρουσιάζει ένα προϊόν που προσφέρεται ή προσφέρθηκε διαδικτυακά μέσω των δικών τους υπηρεσιών.

Ειδικότερα, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών:

α)

διασφαλίζουν ότι παρέχουν κατάλληλες και έγκαιρες πληροφορίες στους καταναλωτές, μεταξύ άλλων με:

i)

ενημερώνουν άμεσα όλους τους θιγόμενους καταναλωτές που αγόρασαν μέσω των διεπαφών τους το σχετικό προϊόν σε περίπτωση ανάκλησης για λόγους ασφάλειας του προϊόντος την οποία γνωρίζουν αποδεδειγμένα ή όταν ορισμένες πληροφορίες πρέπει να τεθούν υπόψη των καταναλωτών προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφαλής χρήση ενός προϊόντος («προειδοποίηση ασφάλειας») σύμφωνα με το άρθρο 35 ή 36, ή και με τα δύο·

ii)

δημοσιεύουν πληροφορίες που αφορούν ανακλήσεις για λόγους ασφάλειας του προϊόντος της διαδικτυακές διεπαφής τους·

β)

ενημερώνουν τον σχετικό οικονομικό φορέα για την απόφαση αφαίρεσης ή απενεργοποίησης της πρόσβασης σε περιεχόμενο που αφορά προσφορά επικίνδυνου προϊόντος·

γ)

συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς και με τους σχετικούς οικονομικούς φορείς με σκοπό να διασφαλίζονται αποτελεσματικές ανακλήσεις προϊόντων, μεταξύ άλλων με την αποφυγή δημιουργίας εμποδίων στις ανακλήσεις προϊόντων·

δ)

ενημερώνουν αμέσως μέσω της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway, τις αρχές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών στην αγορά των οποίων το σχετικό προϊόν έχει καταστεί διαθέσιμο όσον αφορά επικίνδυνα προϊόντα που προσφέρονταν στις διαδικτυακές διεπαφές τους, για τα οποία έχουν αποδεδειγμένη γνώση, υποβάλλοντας τα κατάλληλα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους σχετικά με τον κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, την ποσότητα ανά κράτος μέλος των προϊόντων που εξακολουθούν να κυκλοφορούν στην αγορά, κατά περίπτωση, και, εξ όσων γνωρίζουν, για τυχόν ληφθέντα διορθωτικά μέτρα·

ε)

συνεργάζονται όσον αφορά τα ατυχήματα που τους κοινοποιούνται, μεταξύ άλλων:

i)

ενημερώνοντας χωρίς καθυστέρηση τους σχετικούς εμπόρους και οικονομικούς φορείς σχετικά με τις πληροφορίες που έχουν λάβει για ατυχήματα ή ζητήματα ασφάλειας, όταν γνωρίζουν ότι το συγκεκριμένο προϊόν προσφέρθηκε από τους εν λόγω εμπόρους μέσω των διεπαφών τους·

ii)

κοινοποιώντας χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μέσω της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway, κάθε ατύχημα για το οποίο έχουν πληροφορηθεί, το οποίο έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο ή ζημίωσε πραγματικά την υγεία ή την ασφάλεια καταναλωτή και το οποίο προκλήθηκε από προϊόν που έχει καταστεί διαθέσιμο στη διαδικτυακή αγορά τους, και ενημερώνουν σχετικά τον κατασκευαστή·

στ)

συνεργάζονται με τους οργανισμούς επιβολής του νόμου σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), μέσω τακτικής και διαρθρωμένης ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με προσφορές που έχουν αφαιρεθεί βάσει του παρόντος άρθρου από παρόχους διαδικτυακών αγορών·

ζ)

παρέχουν στις αρχές εποπτείας της αγοράς τη δυνατότητα πρόσβασης στις διεπαφές τους για τα διαδικτυακά εργαλεία τους, με σκοπό τον εντοπισμό επικίνδυνων προϊόντων·

η)

συνεργάζονται για τον εντοπισμό, στο μέτρο του δυνατού, της αλυσίδας εφοδιασμού επικίνδυνων προϊόντων ανταποκρινόμενοι σε αιτήματα δεδομένων σε περίπτωση που οι σχετικές πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό·

θ)

κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών εποπτείας της αγοράς, σε περίπτωση που οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών ή όσοι πραγματοποιούν πωλήσεις διαδικτυακά δημιουργούν τεχνικά εμπόδια για την εξαγωγή δεδομένων από τις διαδικτυακές διεπαφές τους (εξαγωγή δεδομένων), παρέχουν τη δυνατότητα εξαγωγής των εν λόγω δεδομένων μόνο για λόγους ασφάλειας των προϊόντων με βάση τις παραμέτρους ταυτοποίησης που παρέχουν οι αρχές εποπτείας της αγοράς που υποβάλλουν το αίτημα.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ V

ΕΠΟΠΤΕΊΑ ΤΗς ΑΓΟΡΆς ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΉ

Άρθρο 23

Εποπτεία της αγοράς

1.   Το άρθρο 10, το άρθρο 11 παράγραφος 1 έως 7, τα άρθρα 12 έως 15, το άρθρο 16 παράγραφος 1 έως 5, τα άρθρα 18 και 19 και τα άρθρα 21 έως 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 εφαρμόζονται στα προϊόντα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 εφαρμόζεται ως εξής:

α)

οι αναφορές στην «ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης», στην «εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης», στον «παρόντα κανονισμό και για την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης», στη «σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης» και «με την ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης ή με τον παρόντα κανονισμό» στα άρθρα 11, 13, 14, 16, 18 και 23 του εν λόγω κανονισμού νοούνται ως αναφορές στον «παρόντα κανονισμό»·

β)

η αναφορά στην «εν λόγω νομοθεσία και στον παρόντα κανονισμό» στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού νοείται ως αναφορά στον «παρόντα κανονισμό»·

γ)

οι αναφορές στο «Δίκτυο» στα άρθρα 11 έως 13 και στο άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού νοούνται ως αναφορές στο «Δίκτυο και το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών που αναφέρονται στο άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού»·

δ)

οι αναφορές στη «μη συμμόρφωση», στα «μη συμμορφούμενα» και «μη συμμορφούμενων» στο άρθρο 11, τα άρθρα 13 έως 16 και τα άρθρα 22 και 23 του εν λόγω του κανονισμού νοούνται ως αναφορές στη «μη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό»·

ε)

η αναφορά στο «άρθρο 41» στο άρθρο 14 παράγραφος 4 στοιχείο θ) του εν λόγω κανονισμού νοείται ως αναφορά στο «άρθρο 44 του παρόντος κανονισμού»·

στ)

η αναφορά στο «άρθρο 20» στο άρθρο 19 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού νοείται ως αναφορά στο «άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού».

3.   Σε περίπτωση εντοπισμού επικίνδυνου προϊόντος, οι αρχές εποπτείας της αγοράς μπορούν να ζητούν από τον κατασκευαστή πληροφορίες για άλλα προϊόντα, τα οποία παράγονται με την ίδια διαδικασία και περιέχουν τα ίδια συστατικά ή αποτελούν μέρος της ίδιας παρτίδας παραγωγής και τα οποία επηρεάζονται από τον ίδιο κίνδυνο.

Άρθρο 24

Υποβολή εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, το αργότερο δύο έτη μετά την έκδοση της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και στη συνέχεια κάθε έτος, στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Μετά την ανακοίνωση των κρατών μελών, η Επιτροπή συντάσσει ετησίως συνοπτική έκθεση και τη θέτει στη διάθεση του κοινού.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τους δείκτες αποτελεσμάτων βάσει των οποίων τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 46 παράγραφος 3.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VI

ΣΎΣΤΗΜΑ ΈΓΚΑΙΡΗς ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΊΗΣΗς SAFETY GATE ΚΑΙ SAFETY BUSINESS GATEWAY

Άρθρο 25

Σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate

1.   Η Επιτροπή αναπτύσσει περαιτέρω, εκσυγχρονίζει και διατηρεί το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα για τα επικίνδυνα προϊόντα («σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate») και ενισχύει την αποτελεσματικότητά του.

2.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη έχουν πρόσβαση στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate. Προς τούτο, κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα ενιαίο σημείο επαφής το οποίο είναι αρμόδιο τουλάχιστον για τον έλεγχο της πληρότητας των κοινοποιήσεων και για την υποβολή τους προς επικύρωση από την Επιτροπή, καθώς και για την επικοινωνία με την Επιτροπή όσον αφορά τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 26 παράγραφοι 1 έως 6.

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που καθορίζει τους ρόλους και τα καθήκοντα των ενιαίων εθνικών σημείων επαφής. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 46 παράγραφος 3.

Άρθρο 26

Κοινοποίηση μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate των επικίνδυνων προϊόντων

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές τους ή οι οικονομικοί φορείς βάσει:

α)

των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με επικίνδυνα προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών· και

β)

του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020·

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να κοινοποιούν τα προβλεπόμενα διορθωτικά μέτρα σε σχέση με προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate, εάν το κρίνουν αναγκαίο λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του κινδύνου για την υγεία ή την ασφάλεια των καταναλωτών.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές τους ή οικονομικοί φορείς βάσει του παρόντος κανονισμού και η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές προς τα άλλα κράτη μέλη. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να κοινοποιούν στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές τους ή οικονομικοί φορείς βάσει του παρόντος κανονισμού, της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 σχετικά με προϊόντα που παρουσιάζουν λιγότερο σοβαρό κίνδυνο.

4.   Οι εθνικές αρχές υποβάλλουν τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από τη λήψη του διορθωτικού μέτρου.

5.   Εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της πλήρους κοινοποίησης, η Επιτροπή ελέγχει κατά πόσον αυτή συνάδει με το παρόν άρθρο και τις απαιτήσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate, τις οποίες ορίζει η Επιτροπή βάσει της παραγράφου 10. Εάν η κοινοποίηση συνάδει με το παρόν άρθρο και τις εν λόγω απαιτήσεις, η Επιτροπή τη διαβιβάζει στα άλλα κράτη μέλη.

6.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση οποιαδήποτε επικαιροποίηση, τροποποίηση ή απόσυρση των διορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3.

7.   Όταν ένα κράτος μέλος κοινοποιεί διορθωτικά μέτρα που ελήφθησαν σε σχέση με προϊόντα που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο, τα υπόλοιπα κράτη μέλη κοινοποιούν μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate τα διορθωτικά μέτρα ή άλλες ενέργειες στις οποίες προέβησαν επακολούθως σε σχέση με τα ίδια προϊόντα καθώς και κάθε άλλη σχετική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων τυχόν δοκιμών ή αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών αφότου ελήφθησαν τα μέτρα ή οι ενέργειες.

8.   Εάν η Επιτροπή εντοπίσει, μεταξύ άλλων με βάση πληροφορίες που λαμβάνονται από καταναλωτές ή οργανώσεις καταναλωτών, προϊόντα τα οποία είναι πιθανό να παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο και για τα οποία τα κράτη μέλη δεν έχουν υποβάλει κοινοποίηση μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate, ενημερώνει σχετικά τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη διενεργούν τις κατάλληλες επαληθεύσεις και, εάν λάβουν μέτρα, τα κοινοποιούν μέσω του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate σύμφωνα με την παράγραφο 1.

9.   Η Επιτροπή υλοποιεί τη διεπαφή που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 μεταξύ του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο34 του εν λόγω κανονισμού και του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate για να παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης σχεδίου κοινοποίησης στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate από το εν λόγω σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας με σκοπό να αποφεύγεται η διπλή καταχώριση δεδομένων.

10.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 45, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού, και πιο συγκεκριμένα:

α)

την πρόσβαση στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate·

β)

τη λειτουργία του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate·

γ)

τις πληροφορίες που πρέπει να καταχωρίζονται στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate·

δ)

τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι κοινοποιήσεις· και

ε)

τα κριτήρια για την εκτίμηση του επιπέδου κινδύνου.

Άρθρο 27

Safety Business Gateway

1.   Η Επιτροπή διατηρεί δικτυακή πύλη η οποία παρέχει στους οικονομικούς φορείς και στους παρόχους διαδικτυακών αγορών τη δυνατότητα να παρέχουν με εύκολο τρόπο στις αρχές εποπτείας της αγοράς και τους καταναλωτές τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφοι 8 και 9, στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο γ), στο άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 8, στο άρθρο 12 παράγραφος 4 και στα άρθρα 20 και 22 («Safety Business Gateway»).

2.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την πρακτική υλοποίηση της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VII

ΡΌΛΟς ΤΗς ΕΠΙΤΡΟΠΉς ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΌς ΤΗς ΕΠΙΒΟΛΉς ΤΗς ΝΟΜΟΘΕΣΊΑς

Άρθρο 28

Τα μέτρα της Ένωσης κατά των προϊόντων που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο

1.   Σε περίπτωση που περιέλθει σε γνώση της Επιτροπής προϊόν ή συγκεκριμένη κατηγορία ή ομάδα προϊόντων που παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, δύναται η Επιτροπή να λάβει οποιαδήποτε κατάλληλα μέτρα, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος των κρατών μελών, μέσω εκτελεστικών πράξεων, προσαρμοσμένα στη σοβαρότητα και στον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης, εφόσον:

α)

ενόψει της φύσης του προβλήματος ασφάλειας που θέτει το προϊόν, η κατηγορία ή η ομάδα προϊόντων, ο κίνδυνος είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί με τρόπο που συνάδει με τον βαθμό σοβαρότητας ή επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών που προβλέπονται από το ειδικό ενωσιακό δίκαιο που ισχύει για το συγκεκριμένο προϊόν· και

β)

ο κίνδυνος είναι δυνατόν να εξαλειφθεί με αποτελεσματικό τρόπο μόνο με τη λήψη κατάλληλων μέτρων που εφαρμόζονται σε ενωσιακό επίπεδο, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαίο και υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών και η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν μέτρα για την απαγόρευση, την αναστολή ή τον περιορισμό της διάθεσης ή της διαθεσιμότητας των εν λόγω προϊόντων στην αγορά ή τον καθορισμό ειδικών όρων για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους όσον αφορά την απαίτηση ασφάλειας, κατά περίπτωση, ή για την εμπορία τους, όπως αντιπροσωπευτικές δειγματοληπτικές δοκιμές των εν λόγω προϊόντων, προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της ασφάλειας των καταναλωτών.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους, όλα τα κατάλληλα μέτρα επιβολής που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων. Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα επιβολής που έλαβαν.

Η Επιτροπή αξιολογεί τακτικά την αποτελεσματικότητα των μέτρων επιβολής που λαμβάνουν τα κράτη μέλη και ενημερώνει το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών σχετικά με το αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης.

2.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 46 παράγραφος 3. Η εκτελεστική πράξη καθορίζει την ημερομηνία κατά την οποία θα παύσει να εφαρμόζεται.

3.   Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης που σχετίζονται με την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 46 παράγραφος 4.

4.   Απαγορεύεται η εξαγωγή από την Ένωση προϊόντος του οποίου η διάθεση ή η διαθεσιμότητα στην ενωσιακή αγορά έχει απαγορευτεί σύμφωνα με μέτρο που θεσπίστηκε βάσει της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 3, εκτός αν το μέτρο το επιτρέπει ρητά, για δεόντως αιτιολογημένους λόγους.

5.   Όλα τα κράτη μέλη δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα στην Επιτροπή για να εξεταστεί η ανάγκη λήψης του μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή στην παράγραφο 3.

Άρθρο 29

Αίτημα για γνωμοδότηση της Επιτροπής σχετικά με αποκλίνουσες εκτιμήσεις κινδύνου

1.   Τα προϊόντα που έχει θεωρηθεί ότι είναι επικίνδυνα με βάση την απόφαση της αρχής εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους δυνάμει του παρόντος κανονισμού τεκμαίρονται ως επικίνδυνα από τις αρχές εποπτείας της αγοράς των υπολοίπων κρατών μελών.

2.   Σε περίπτωση που οι αρχές εποπτείας της αγοράς άλλων κρατών μελών καταλήξουν σε διαφορετικά συμπεράσματα όσον αφορά τον προσδιορισμό ή το επίπεδο του κινδύνου βάσει της δικής τους έρευνας και εκτίμησης κινδύνου, κάθε κράτος μέλος δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην Επιτροπή, ζητώντας τη γνώμη της επί του θέματος. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση γνωμοδοτεί σχετικά με τον προσδιορισμό ή το επίπεδο του κινδύνου που παρουσιάζει το σχετικό προϊόν, κατά περίπτωση. Εάν το ζήτημα δεν έχει παραπεμφθεί στην Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί πάραυτα με δική της πρωτοβουλία. Για τους σκοπούς της έκδοσης γνωμοδότησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, η Επιτροπή δύναται να ζητήσει σχετικές πληροφορίες και έγγραφα και καλεί όλα τα κράτη μέλη να εκφράσουν τις απόψεις τους.

3.   Όταν η Επιτροπή εκδίδει γνώμη σύμφωνα με την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη τη λαμβάνουν δεόντως υπόψη.

4.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την πρακτική εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

5.   Η Επιτροπή συντάσσει περιοδικά έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και την υποβάλλει στο δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών.

Άρθρο 30

Δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών

1.   Δημιουργείται ευρωπαϊκό δίκτυο των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την ασφάλεια των προϊόντων («δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών»).

Σκοπός του δικτύου για την ασφάλεια των καταναλωτών είναι να χρησιμεύσει ως πλατφόρμα διαρθρωμένου συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής για την ενίσχυση της ασφάλειας των προϊόντων στην Ένωση.

2.   Η Επιτροπή προωθεί και συμμετέχει στη λειτουργία του δικτύου για την ασφάλεια των καταναλωτών, ιδίως με τη μορφή διοικητικής συνεργασίας.

3.   Τα καθήκοντα του δικτύου για την ασφάλεια των καταναλωτών είναι, ειδικότερα:

α)

να διευκολύνει την τακτική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση κινδύνου, τα επικίνδυνα προϊόντα, τις μεθόδους δοκιμής και τα αποτελέσματα των δοκιμών, τα πρότυπα, τις μεθοδολογίες συλλογής δεδομένων, τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων πληροφοριών και επικοινωνίας, τις πρόσφατες επιστημονικές εξελίξεις και τη χρήση νέων τεχνολογιών καθώς και άλλες πτυχές που αφορούν τις δραστηριότητες ελέγχου·

β)

να οργανώνει τον σχεδιασμό και την εκτέλεση κοινών έργων παρακολούθησης και δοκιμής, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού εμπορίου·

γ)

να προωθεί την ανταλλαγή εμπειρογνωσίας και βέλτιστων πρακτικών και τη συνεργασία σε δραστηριότητες κατάρτισης·

δ)

να βελτιώνει τη συνεργασία, σε επίπεδο Ένωσης, όσον αφορά τον εντοπισμό, την απόσυρση και την ανάκληση επικίνδυνων προϊόντων·

ε)

να διευκολύνει την ενισχυμένη και διαρθρωμένη συνεργασία σχετικά με την επιβολή της νομοθεσίας για την ασφάλεια των προϊόντων μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως για να διευκολυνθούν οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 32· και

στ)

να διευκολύνει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

4.   Το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών συντονίζει τη δράση του με τις υπόλοιπες υφιστάμενες δραστηριότητες της Ένωσης που σχετίζονται με την εποπτεία της αγοράς και την ασφάλεια των καταναλωτών και, κατά περίπτωση, το δίκτυο συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλα δίκτυα, ομάδες και φορείς της Ένωσης.

5.   Το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας του, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζει τις προτεραιότητες για την ασφάλεια των προϊόντων και για τους κινδύνους που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, στην Ένωση.

Το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών συνεδριάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα και, εφόσον είναι αναγκαίο, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος από την Επιτροπή ή από κράτος μέλος.

Το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών μπορεί να προσκαλεί στις συνεδριάσεις του εμπειρογνώμονες και άλλα τρίτα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων καταναλωτών.

6.   Το δίκτυο για την ασφάλεια των καταναλωτών εκπροσωπείται δεόντως και συμμετέχει τακτικά στις σχετικές δραστηριότητες του ενωσιακού δικτύου συμμόρφωσης των προϊόντων που συγκροτήθηκε βάσει του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, και συμβάλλει στις δραστηριότητές του σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων με σκοπό να διασφαλιστεί ο συντονισμός των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς, τόσο στους εναρμονισμένους όσο και στους μη εναρμονισμένους τομείς.

Άρθρο 31

Κοινές δραστηριότητες σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων

1.   Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 3 στοιχείο β), οι αρχές εποπτείας της αγοράς δύνανται να συμφωνήσουν με άλλες σχετικές αρχές ή με οργανισμούς που εκπροσωπούν οικονομικούς φορείς ή καταναλωτές να διεξάγουν δραστηριότητες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ασφάλειας και της προστασίας της υγείας των καταναλωτών όσον αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων που καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά, ιδίως κατηγορίες προϊόντων οι οποίες διαπιστώνεται συχνά ότι παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών.

2.   Οι σχετικές αρχές εποπτείας της αγοράς και τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 μέρη εξασφαλίζουν ότι η συμφωνία για τη διεξαγωγή των εν λόγω κοινών δραστηριοτήτων δεν προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ οικονομικών φορέων, και δεν επηρεάζει την αντικειμενικότητα, την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των εν λόγω μερών.

3.   Η Επιτροπή οργανώνει σε τακτική βάση κοινές δραστηριότητες των αρχών εποπτείας της αγοράς, στο πλαίσιο των οποίων οι αρχές εποπτείας της αγοράς διενεργούν επιθεωρήσεις σχετικά με προϊόντα που προσφέρονται εντός ή εκτός διαδικτύου, τα οποία οι εν λόγω αρχές απέκτησαν με καλυμμένη ταυτότητα.

4.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς μπορούν να χρησιμοποιούν κάθε πληροφορία που έχει ληφθεί ως αποτέλεσμα των κοινών δραστηριοτήτων που διεξάγονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε έρευνας έχουν αναλάβει σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων.

5.   Η οικεία αρχή εποπτείας της αγοράς δημοσιοποιεί τη συμφωνία σχετικά με τις κοινές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των εμπλεκομένων μερών και καταχωρεί την εν λόγω συμφωνία στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020. Η Επιτροπή καθιστά την εν λόγω συμφωνία διαθέσιμη στη διαδικτυακή πύλη Safety Gate.

Άρθρο 32

Ταυτόχρονες συντονισμένες δράσεις ελέγχου των αρχών εποπτείας της αγοράς («Σαρώσεις»)

1.   Οι οικείες αρχές εποπτείας της αγοράς διενεργούν ταυτόχρονες, συντονισμένες δράσεις ελέγχου («σαρώσεις») συγκεκριμένων προϊόντων ή κατηγοριών προϊόντων επιδιώκοντας να ελέγξουν τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά από τις εμπλεκόμενες αρχές εποπτείας της αγοράς, τις σαρώσεις συντονίζει η Επιτροπή. Ο συντονιστής της σάρωσης, δημοσιοποιεί, όταν αυτό αρμόζει, τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα.

3.   Όταν διενεργούν σάρωση, οι εμπλεκόμενες αρχές εποπτείας της αγοράς δύνανται να ασκούν τις εξουσίες έρευνας που καθορίζονται στο κεφάλαιο V, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες που τους αναθέτει το εθνικό δίκαιο.

4.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς αρχές μπορούν να καλούν υπαλλήλους της Επιτροπής, και λοιπό βοηθητικό προσωπικό που έχει εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή να συμμετέχουν σε σαρώσεις.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VIII

ΔΙΚΑΊΩΜΑ ΕΝΗΜΈΡΩΣΗς ΚΑΙ ΕΠΑΝΌΡΘΩΣΗς

Άρθρο 33

Ενημέρωση μεταξύ των αρχών και του ευρέος κοινού

1.   Οι πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές των κρατών μελών ή η Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα για προϊόντα που παρουσιάζουν κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών γενικά τίθενται στη διάθεση του κοινού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διαφάνειας και με την επιφύλαξη των περιορισμών που απαιτούνται για τις δραστηριότητες ελέγχου και έρευνας. Ειδικότερα, το κοινό έχει πρόσβαση σε πληροφορίες για την ταυτοποίηση του προϊόντος, τη φύση του κινδύνου και τα ληφθέντα μέτρα. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται επίσης σε μορφότυπους που είναι προσβάσιμοι από άτομα με αναπηρία.

2.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό τους υποχρεούνται να προστατεύσουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Οι πληροφορίες αυτές αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο.

3.   Η προστασία του επαγγελματικού απόρρητου δεν εμποδίζει τη διαβίβαση χρήσιμων πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δραστηριοτήτων παρακολούθησης και εποπτείας της αγοράς. Οι αρχές που λαμβάνουν πληροφορίες οι οποίες καλύπτονται από επαγγελματικό απόρρητο εξασφαλίζουν την προστασία τους σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο.

4.   Τα κράτη μέλη παρέχουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές καταγγελίες σχετικά με την ασφάλεια κάποιου προϊόντος, τις δραστηριότητες ελέγχου και εποπτείας που σχετίζονται με συγκεκριμένα προϊόντα, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες τα διορθωτικά μέτρα που προσφέρονται στους καταναλωτές στην περίπτωση ανακλήσεων προϊόντων δεν είναι ικανοποιητικά. Οι καταγγελίες αυτές εξετάζονται όπως αρμόζει. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στον καταγγέλλοντα κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη συνέχεια της καταγγελίας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 34

Δικτυακή πύλη Safety Gate

1.   Για τον σκοπό του άρθρου 9 παράγραφος 9, των άρθρων 20, 22, του άρθρου 31 παράγραφος 5 και του άρθρου 33 παράγραφος 1, η Επιτροπή διατηρεί δικτυακή πύλη Safety Gate, η οποία παρέχει στο ευρύ κοινό δωρεάν και ανοικτή πρόσβαση σε επιλεγμένες πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 («πύλη Safety Gate»).

2.   Η πύλη Safety Gate διαθέτει διαισθητική διεπαφή για τους χρήστες και οι πληροφορίες που παρέχονται στην εν λόγω πύλη είναι εύκολα προσβάσιμες από το κοινό, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με αναπηρία.

3.   Οι καταναλωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνουν την Επιτροπή, μέσω ειδικής ενότητας της δικτυακής πύλης Safety Gate, σχετικά με προϊόντα που ενδέχεται να παρουσιάσουν κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών. Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πληροφορίες που λαμβάνει και αφού επαληθεύσει την ακρίβειά τους, κατά περίπτωση, διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στα οικεία κράτη μέλη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, προκειμένου να διασφαλίσει ότι δίνεται η δέουσα συνέχεια στις εν λόγω πληροφορίες. Η Επιτροπή ενημερώνει τους καταναλωτές και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη για τις ενέργειές της.

4.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικής πράξης, θεσπίζει τους τρόπους αποστολής των πληροφοριών από τους καταναλωτές σύμφωνα με την παράγραφο 3, καθώς και τους τρόπους διαβίβασης των εν λόγω πληροφοριών στις οικείες εθνικές αρχές, για ενδεχόμενη συνέχεια που θα θελήσουν να δώσουν. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 46 παράγραφος 3.

5.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2024, η Επιτροπή αναπτύσσει διαλειτουργική διεπαφή που επιτρέπει στους παρόχους διαδικτυακών αγορών να συνδέουν τις διεπαφές τους με την πύλη Safety Gate.

6.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις στις οποίες διευκρινίζεται η εφαρμογή της διαλειτουργικής διεπαφής στην πύλη Safety Gate σύμφωνα με την παράγραφο 5, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στο σύστημα και τη λειτουργία του. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 46 παράγραφος 3.

Άρθρο 35

Ενημέρωση των καταναλωτών από τους οικονομικούς φορείς και τους παρόχους διαδικτυακών αγορών σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων

1.   Σε περίπτωση ανάκλησης για λόγους ασφάλειας του προϊόντος ή σε περίπτωση που ορισμένες πληροφορίες πρέπει να κοινοποιηθούν στους καταναλωτές προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφαλής χρήση ενός προϊόντος («προειδοποίηση ασφάλειας»), οι οικονομικοί φορείς, σύμφωνα με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους που προβλέπονται στα άρθρα 9, 10, 11 και 12 και οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται στο άρθρο 22 παράγραφος 12, διασφαλίζουν ότι όλοι οι θιγόμενοι καταναλωτές που μπορούν να ταυτοποιηθούν ενημερώνονται απευθείας και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Οι οικονομικοί φορείς και, κατά περίπτωση, οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών που συλλέγουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των πελατών τους χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για ανακλήσεις και προειδοποιήσεις ασφάλειας.

2.   Σε περίπτωση που οι οικονομικοί φορείς και οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών διαθέτουν συστήματα καταχώρισης προϊόντων ή εφαρμόζουν προγράμματα ανταμοιβής τακτικού πελάτη που επιτρέπουν τον εντοπισμό των προϊόντων που αγοράζουν οι καταναλωτές για σκοπούς πέραν της επικοινωνίας με τους πελάτες τους για θέματα ασφάλειας, παρέχουν στους πελάτες τους τη δυνατότητα να υποβάλλουν χωριστά στοιχεία επικοινωνίας μόνο για σκοπούς συναρτώμενους με την ασφάλεια. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται γι’ αυτόν τον σκοπό περιορίζονται στα ελάχιστα απαραίτητα και χρησιμοποιούνται μόνο για την επικοινωνία με τους καταναλωτές σε περίπτωση ανάκλησης ή προειδοποίησης ασφάλειας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να καθορίζει, για συγκεκριμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων, τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι οικονομικοί φορείς και οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών, ώστε να παρέχεται στους καταναλωτές η δυνατότητα να καταχωρίζουν ένα προϊόν που έχουν αγοράσει προκειμένου να ενημερωθούν απευθείας σε περίπτωση ανάκλησης για λόγους ασφάλειας του προϊόντος ή προειδοποίησης ασφάλειας συναρτώμενης με το εν λόγω προϊόν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο 46 παράγραφος 3.

4.   Όταν δεν είναι εφικτή η επικοινωνία με όλους τους θιγόμενους καταναλωτές, σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι οικονομικοί φορείς και οι πάροχοι διαδικτυακών αγορών, σύμφωνα με τις αντίστοιχες ευθύνες τους, δημοσιεύουν μια σαφή και εμφανή ανακοίνωση ανάκλησης ή προειδοποίηση ασφάλειας και διασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή διάδοσή της, χρησιμοποιώντας άλλους κατάλληλους διαύλους, μεταξύ των οποίων και τους εξής, εφόσον υπάρχουν: τον ιστότοπο της εταιρείας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενημερωτικά δελτία και καταστήματα λιανικής πώλησης και, κατά περίπτωση, ανακοινώσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε άλλους διαύλους επικοινωνίας. Οι πληροφορίες αυτές είναι προσβάσιμες από άτομα με αναπηρία.

Άρθρο 36

Ανακοίνωση ανάκλησης

1.   Όταν οι πληροφορίες σχετικά με ανάκληση για λόγους ασφάλειας παρέχονται στους καταναλωτές σε γραπτή μορφή, σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφοι 1 και 4, λαμβάνουν τη μορφή ανακοίνωσης ανάκλησης.

2.   Η ανακοίνωση ανάκλησης που είναι εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές διατίθεται στη γλώσσα ή στις γλώσσες του κράτους μέλους ή των κρατών μελών στην αγορά των οποίων διατίθεται το προϊόν και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τίτλο που αποτελείται από τις λέξεις «Ανάκληση για λόγους ασφάλειας του προϊόντος»·

β)

σαφή περιγραφή του ανακληθέντος προϊόντος, στην οποία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

εικόνα, ονομασία και εμπορική επωνυμία του προϊόντος·

ii)

αναγνωριστικοί αριθμοί του προϊόντος, όπως αριθμός παρτίδας ή σειράς, και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, γραφιστική ένδειξη της θέσης τους επί του προϊόντος· και

iii)

πληροφορίες σχετικά με τη χρονική στιγμή πώλησης, το σημείο πώλησης και τον πωλητή του προϊόντος, εφόσον υπάρχουν·

γ)

σαφή περιγραφή της πηγής κινδύνου που σχετίζεται με το ανακληθέν προϊόν, αποφεύγοντας τυχόν στοιχεία τα οποία ενδέχεται να μειώσουν την ικανότητα των καταναλωτών να αντιληφθούν τον κίνδυνο, όπως η χρήση των όρων και των εκφράσεων «εθελοντική», «για λόγους προφύλαξης», «κατά τη διακριτική ευχέρεια», «σε σπάνιες/ειδικές περιπτώσεις» ή με την αναφορά ότι δεν έχει σημειωθεί κανένα ατυχήματα·

δ)

σαφή περιγραφή των ενεργειών στις οποίες θα πρέπει να προβούν οι καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένης οδηγίας για την άμεση διακοπή της χρήσης του ανακληθέντος προϊόντος·

ε)

σαφή περιγραφή των τρόπων επανόρθωσης που είναι διαθέσιμοι για τους καταναλωτές σύμφωνα με το άρθρο 37·

στ)

δωρεάν τηλεφωνικό αριθμό ή διαδραστική διαδικτυακή υπηρεσία, μέσω των οποίων οι καταναλωτές μπορούν να ενημερώνονται περαιτέρω στη σχετική επίσημη γλώσσα ή γλώσσες της Ένωσης· και

ζ)

παρότρυνση για την κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με την ανάκληση σε άλλα πρόσωπα, εάν αυτό αρμόζει

3.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, καθορίζει το υπόδειγμα της ανακοίνωσης ανάκλησης, λαμβάνοντας υπόψη τις επιστημονικές εξελίξεις και τις εξελίξεις στην αγορά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 46 παράγραφος 2. Το εν λόγω υπόδειγμα διατίθεται από την Επιτροπή σε μορφότυπο που επιτρέπει στους οικονομικούς φορείς να συντάσσουν εύκολα μια ανακοίνωση ανάκλησης, μεταξύ άλλων σε προσβάσιμο μορφότυπο για άτομα με αναπηρίες.

Άρθρο 37

Τρόποι επανόρθωσης σε περίπτωση ανάκλησης για λόγους ασφάλειας του προϊόντος

1.   Με την επιφύλαξη των οδηγιών (ΕΕ) 2019/770 και (ΕΕ) 2019/771, σε περίπτωση ανάκλησης για λόγους ασφάλειας του προϊόντος που δρομολογείται από οικονομικό φορέα ή διατάσσεται από αρμόδια εθνική αρχή, ο οικονομικός φορέας που είναι υπεύθυνος για την ανάκληση για λόγους ασφάλειας του προϊόντος παρέχει στον καταναλωτή αποτελεσματικό, δωρεάν και έγκαιρο τρόπο επανόρθωσης.

2.   Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων τρόπων επανόρθωσης που μπορεί να παράσχει στον καταναλωτή, ο οικονομικός φορέας που είναι υπεύθυνος για την ανάκληση μπορεί να παράσχει στον καταναλωτή την επιλογή μεταξύ τουλάχιστον δύο από τους ακόλουθους τρόπους επανόρθωσης:

α)

την επισκευή του ανακληθέντος προϊόντος·

β)

την αντικατάσταση του ανακληθέντος προϊόντος με ασφαλές προϊόν του ίδιου τύπου και τουλάχιστον της ίδιας αξίας και ποιότητας· ή

γ)

την εύλογη επιστροφή της χρηματικής αξίας του ανακληθέντος προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της επιστροφής ισούται τουλάχιστον με την τιμή που κατέβαλε ο καταναλωτής.

Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, ο οικονομικός φορέας μπορεί να παράσχει στον καταναλωτή μόνο έναν τρόπο επανόρθωσης σε περίπτωση που είναι αδύνατο να ληφθούν άλλα μέτρα επανόρθωσης ή, εάν σε σύγκριση με την προτεινόμενη επανόρθωση, άλλος τρόπος επανόρθωσης θα συνεπάγετο δυσανάλογο κόστος για τον οικονομικό φορέα που είναι υπεύθυνος για την ανάκληση για λόγους ασφαλείας του προϊόντος, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον ο εναλλακτικός τρόπος επανόρθωσης θα μπορούσε να παρασχεθεί χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή.

Ο καταναλωτής δικαιούται πάντα επιστροφή χρημάτων για το προϊόν όταν ο οικονομικός φορέας που είναι υπεύθυνος για την ανάκληση για λόγους ασφάλειας του προϊόντος δεν έχει ολοκληρώσει την επισκευή ή την αντικατάσταση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή.

3.   Η επισκευή από τον καταναλωτή θεωρείται αποτελεσματικός τρόπος επανόρθωσης μόνο σε περίπτωση που μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα και με ασφάλεια από τον καταναλωτή και εάν τούτο προβλέπεται στην ανακοίνωση ανάκλησης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο οικονομικός φορέας που είναι υπεύθυνος για την ανάκληση για λόγους ασφάλειας του προϊόντος παρέχει στους καταναλωτές τις απαραίτητες οδηγίες, δωρεάν ανταλλακτικά ή ενημερώσεις λογισμικού. Η επισκευή από καταναλωτή δεν στερεί από τον καταναλωτή τα δικαιώματα που προβλέπονται στις οδηγίες (ΕΕ) 2019/770 και (ΕΕ) 2019/771.

4.   Η απόρριψη του προϊόντος από τους καταναλωτές περιλαμβάνεται στις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβούν οι καταναλωτές σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο δ) μόνον όταν η διάθεση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα και με ασφάλεια από τον καταναλωτή και δεν θίγει το δικαίωμα του καταναλωτή να λάβει επιστροφή χρημάτων ή να αντικαταστήσει το ανακληθέν προϊόν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

5.   Η επανόρθωση δεν συνεπάγεται σημαντική ενόχληση του καταναλωτή. Ο καταναλωτής δεν χρεώνεται για το κόστος αποστολής ή της επιστροφής του προϊόντος με άλλο τρόπο. Για προϊόντα που δεν είναι από τη φύση τους φορητά, ο οικονομικός φορέας μεριμνά για την παραλαβή του προϊόντος.

Άρθρο 38

Μνημόνιο συνεννόησης

1.   Οι εθνικές αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή μπορούν να προωθούν εθελοντικά μνημόνια συνεννόησης με οικονομικούς φορείς ή παρόχους διαδικτυακών αγορών, καθώς και με οργανώσεις που εκπροσωπούν καταναλωτές ή οικονομικούς φορείς, με στόχο την ανάληψη εθελοντικών δεσμεύσεων για την ενίσχυση της ασφάλειας των προϊόντων.

2.   Οι εθελοντικές δεσμεύσεις στο πλαίσιο των εν λόγω μνημονίων συνεννόησης δεν θίγουν τις υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων και των παρόχων διαδικτυακών αγορών δυνάμει του παρόντος κανονισμού και άλλης συναφής ενωσιακής νομοθεσίας.

Άρθρο 39

Αντιπροσωπευτικές αγωγές

Η οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 εφαρμόζεται στις αντιπροσωπευτικές αγωγές που ασκούνται κατά παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος κανονισμού από οικονομικούς φορείς και παρόχους διαδικτυακών αγορών οι οποίες θίγουν, ή ενδέχεται να θίξουν, τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IX

ΔΙΕΘΝΉς ΣΥΝΕΡΓΑΣΊΑ

Άρθρο 40

Διεθνής συνεργασία

1.   Προκειμένου να βελτιωθεί το συνολικό επίπεδο ασφάλειας των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά και να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο, η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται, μεταξύ άλλων και μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, με αρχές τρίτων χωρών ή διεθνείς οργανισμούς στον τομέα της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Κάθε τέτοια συνεργασία θεμελιώνεται στην αμοιβαιότητα, περιέχει διατάξεις περί εμπιστευτικότητας αντίστοιχες προς τις ισχύουσες της Ένωσης, και εγγυάται ότι κάθε ανταλλαγή πληροφοριών είναι σύμφωνη με το ισχύον ενωσιακό δίκαιο. Η συνεργασία ή η ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να αφορά, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α)

δραστηριότητες επιβολής της νομοθεσίας και μέτρα που σχετίζονται με την ασφάλεια, επίσης με σκοπό την πρόληψη της κυκλοφορίας επικίνδυνων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας της αγοράς·

β)

μέθοδοι εκτίμησης κινδύνου και δοκιμές προϊόντων·

γ)

συντονισμένες ανακλήσεις προϊόντων και άλλες παρόμοιες ενέργειες·

δ)

επιστημονικά, τεχνικά και ρυθμιστικά θέματα, με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας των προϊόντων και την ανάπτυξη κοινών προτεραιοτήτων και προσεγγίσεων σε διεθνές επίπεδο·

ε)

αναδυόμενα ζητήματα ιδιαίτερης σημασίας για την υγεία και την ασφάλεια·

στ)

χρήση νέων τεχνολογιών για τη βελτίωση της ασφάλειας των προϊόντων και την αύξηση της ιχνηλασιμότητας στην αλυσίδα εφοδιασμού·

ζ)

δραστηριότητες σχετικές με την τυποποίηση·

η)

ανταλλαγή υπαλλήλων και προγράμματα κατάρτισης.

2.   Η Επιτροπή δύναται να παρέχει σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς επιλεγμένες πληροφορίες από το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate και να λαμβάνει σχετικές πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων και τα προληπτικά, περιοριστικά και διορθωτικά μέτρα που λαμβάνονται από τις εν λόγω τρίτες χώρες ή τους διεθνείς οργανισμούς. Η Επιτροπή κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στις εθνικές αρχές, κατά περίπτωση.

3.   Η ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί να λάβει τη μορφή:

α)

είτε μη συστηματικής ανταλλαγής, σε δεόντως αιτιολογημένες και ειδικές περιπτώσεις· ή

β)

είτε συστηματικής ανταλλαγής, βάσει διοικητικής ρύθμισης με την οποία διευκρινίζεται το είδος των πληροφοριών που θα ανταλλάσσονται και οι τρόποι ανταλλαγής.

4.   Η πλήρης συμμετοχή στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate μπορεί να είναι ανοικτή στις αιτούσες χώρες και σε τρίτες χώρες υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία τους είναι εναρμονισμένη με το συναφές ενωσιακό δίκαιο και ότι συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης. Η εν λόγω συμμετοχή συνεπάγεται τις ίδιες υποχρεώσεις με αυτές των κρατών μελών βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων κοινοποίησης και παρακολούθησης. Η πλήρης συμμετοχή στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate βασίζεται σε συμφωνίες μεταξύ της Ένωσης και των εν λόγω χωρών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στις εν λόγω συμφωνίες.

5.   Τυχόν ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του παρόντος άρθρου, στον βαθμό που αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, διεξάγεται σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες προστασίας των δεδομένων. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται μόνο στον βαθμό που η εν λόγω ανταλλαγή είναι απαραίτητη αποκλειστικά για τον σκοπό της προστασίας της υγείας ή της ασφάλειας των καταναλωτών.

6.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει του παρόντος άρθρου χρησιμοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την προστασία της υγείας ή της ασφάλειας των καταναλωτών.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ X

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΈς ΔΙΑΤΆΞΕΙς

Άρθρο 41

Χρηματοδοτικές δραστηριότητες

1.   Η Ένωση χρηματοδοτεί τις ακόλουθες δραστηριότητες σε σχέση με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού:

α)

την άσκηση των καθηκόντων του δικτύου για την ασφάλεια των καταναλωτών·

β)

την ανάπτυξη και λειτουργία του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης ηλεκτρονικών λύσεων διαλειτουργικότητας για την ανταλλαγή δεδομένων:

i)

μεταξύ του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate και των εθνικών συστημάτων εποπτείας της αγοράς,

ii)

μεταξύ του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης Safety Gate και των εθνικών τελωνειακών συστημάτων,

iii)

με άλλα συναφή συστήματα περιορισμένης πρόσβασης που χρησιμοποιούνται από τις αρχές εποπτείας της αγοράς για τους δικούς τους σκοπούς επιβολής της νομοθεσίας·

γ)

την ανάπτυξη και συντήρηση της πύλης Safety Gate που αναφέρεται και της πύλης επιχειρήσεων Safety Business Gateway, συμπεριλαμβανομένης δημόσιας διεπαφής λογισμικού μη περιορισμένης πρόσβασης για την ανταλλαγή δεδομένων με πλατφόρμες και τρίτους.

2.   Η Ένωση μπορεί να χρηματοδοτήσει τις ακόλουθες δραστηριότητες σε σχέση με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού:

α)

την ανάπτυξη των μέσων διεθνούς συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 40·

β)

τη σύνταξη και επικαιροποίηση των εισηγήσεων για κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εποπτεία της αγοράς και την ασφάλεια των προϊόντων·

γ)

τη διάθεση τεχνικής ή επιστημονικής εμπειρογνωσίας στην Επιτροπή, με σκοπό τη συνδρομή της Επιτροπής κατά την υλοποίηση της διοικητικής συνεργασίας στο πεδίο της εποπτείας της αγοράς·

δ)

την εκτέλεση προπαρασκευαστικών ή βοηθητικών εργασιών σε σχέση με τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς που συνδέονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, όπως μελέτες, προγράμματα, αξιολογήσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συγκριτικές αναλύσεις, αμοιβαίες από κοινού επισκέψεις και προγράμματα επισκέψεων, ανταλλαγή μελών του προσωπικού, ερευνητική εργασία, την ανάπτυξη και συντήρηση βάσεων δεδομένων, δραστηριότητες κατάρτισης, εργαστηριακό έργο, δοκιμές ικανότητας, διεργαστηριακές δοκιμές και εργασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

ε)

εκστρατείες εποπτείας της αγοράς της Ένωσης και συναφείς δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των πόρων και του εξοπλισμού, των εργαλείων ΤΠ και της κατάρτισης·

στ)

δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας, συνεργασίας με τρίτες χώρες και της προώθησης και ενίσχυσης των πολιτικών και των συστημάτων εποπτείας της αγοράς της Ένωσης μεταξύ ενδιαφερόμενων μερών σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που διεξάγονται από οργανώσεις καταναλωτών για την ενίσχυση της καταναλωτικής ενημέρωσης.

3.   Η χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης στις δραστηριότητες που προβλέπει ο παρών κανονισμός υλοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31), είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της ανάθεσης καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού στις οντότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του εν λόγω κανονισμού.

4.   Οι πιστώσεις που διατίθενται για τις δραστηριότητες οι οποίες αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό καθορίζονται ετησίως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός των ορίων του ισχύοντος δημοσιονομικού πλαισίου.

5.   Οι πιστώσεις που καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς μπορούν επίσης να καλύπτουν δαπάνες που αφορούν τις δραστηριότητες προετοιμασίας, παρακολούθησης, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου και αξιολόγησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διαχείριση των δραστηριοτήτων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την επίτευξη των στόχων τους· πρόκειται, ιδίως, για δαπάνες για μελέτες, συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων, μέτρα πληροφόρησης και επικοινωνίας, περιλαμβανομένης της επικοινωνίας εταιρικού χαρακτήρα σχετικά με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης, στο μέτρο που σχετίζονται με τους γενικούς στόχους των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς, δαπάνες για δίκτυα της τεχνολογίας των πληροφοριών που επικεντρώνονται στην επεξεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και κάθε άλλη δαπάνη για τεχνική και διοικητική βοήθεια την οποία πραγματοποιεί η Επιτροπή για τη διαχείριση των δραστηριοτήτων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 42

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Κατά την υλοποίηση δράσεων που χρηματοδοτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, με τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων και, αν διαπιστωθούν παρατυπίες, με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, καθώς επίσης, όταν ενδείκνυται, με την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων.

2.   Η Επιτροπή ή οι εκπρόσωποί της και το Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν την εξουσία να ελέγχουν, βάσει εγγράφων και επιτόπιων επιθεωρήσεων, όλους τους δικαιούχους επιχορηγήσεων, τους εργολάβους και τους υπεργολάβους που έχουν λάβει πόρους της Ένωσης κατ’ εφαρμογή του προγράμματος για την ενιαία αγορά και του διαδόχου προγράμματος, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που ορίζονται στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (32).

3.   Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και επιθεωρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33) και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, με στόχο τη διαπίστωση απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση με συμφωνία ή απόφαση επιχορήγησης ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη βάσει του προγράμματος.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού περιέχουν διατάξεις οι οποίες εξουσιοδοτούν ρητά την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF να διεξάγουν τους εν λόγω λογιστικούς ελέγχους και έρευνες, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ XI

ΤΕΛΙΚΈς ΔΙΑΤΆΞΕΙς

Άρθρο 43

Ευθύνη

1.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, με τις οποίες περιορίζεται η διάθεση ή η διαθεσιμότητα ενός προϊόντος στην αγορά ή επιβάλλεται η απόσυρσή του ή η ανάκλησή του, δεν επηρεάζουν την εκτίμηση της ευθύνης του οικείου μέρους, υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει την οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου (34).

Άρθρο 44

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεων του παρόντος κανονισμού που επιβάλλουν υποχρεώσεις στους οικονομικούς φορείς και στους παρόχους διαδικτυακών αγορών και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι εφαρμόζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

2.   Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

3.   Τα κράτη μέλη έως τις 13 Δεκεμβρίου 2024 κοινοποιούν τους εν λόγω κανόνες και τα εν λόγω μέτρα στην Επιτροπή, εάν δεν έχουν κοινοποιηθεί νωρίτερα και γνωστοποιούν αμελλητί σε αυτήν κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τα επηρεάζει.

Άρθρο 45

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 18 παράγραφος 3 και στο άρθρο 26 παράγραφος 10 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 12 Ιουνίου 2023.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 και στο άρθρο 26 παράγραφος 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 ή του άρθρου 26 παράγραφος 10 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 46

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5.

Άρθρο 47

Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2029, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή παρουσιάζει έκθεση με τα κύρια πορίσματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση αξιολογεί, ειδικότερα, αν ο παρών κανονισμός, και ιδίως τα άρθρα 18, 22 και 25, πέτυχε τον στόχο της ενίσχυσης της προστασίας των καταναλωτών από επικίνδυνα προϊόντα, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις προκλήσεις που θέτουν οι νέες τεχνολογίες και τον αντίκτυπό του στις επιχειρήσεις και ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

2.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2029, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 16. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί ιδίως το πεδίο εφαρμογής, τα αποτελέσματα, το κόστος και τα οφέλη του εν λόγω άρθρου. Την έκθεση συνοδεύει, εάν είναι σκόπιμο, νομοθετική πρόταση.

3.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2027 η Επιτροπή αξιολογεί τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με την αφαίρεση παράνομου περιεχομένου από τις διαδικτυακές αγορές που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφοι 4, 5 και 6 μέσω ενωσιακού συστήματος κοινοποίησης που έχει σχεδιαστεί και αναπτυχθεί στο πλαίσιο της πύλης Safety Gate. Την εν λόγω αξιολόγηση συνοδεύει, εάν είναι σκόπιμο, νομοθετική πρόταση.

4.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2026, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τη λειτουργία της διασύνδεσης μεταξύ του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και της πύλης Safety Gate που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τις αντίστοιχες λειτουργίες τους, περαιτέρω βελτιώσεις ή σχετικά με την ανάπτυξη νέας διεπαφής, κατά περίπτωση.

5.   Το αργότερο έως τις 13 Δεκεμβρίου 2029, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 44. Η έκθεση αξιολογεί ιδίως την αποτελεσματικότητα και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των κυρώσεων που επιβάλλονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Την έκθεση συνοδεύει, εάν είναι σκόπιμο, νομοθετική πρόταση.

6.   Εφόσον τους ζητηθεί, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 48

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 10, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

«7.   Όταν ένα ευρωπαϊκό πρότυπο που εκπονήθηκε με σκοπό την υποστήριξη του κανονισμού (ΕΕ) 2023/988 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1)ανταποκρίνεται στη γενική απαίτηση ασφάλειας που ορίζεται στο άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού καθώς και στις ειδικές απαιτήσεις ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή δημοσιεύει χωρίς καθυστέρηση στοιχείο αναφοράς του εν λόγω ευρωπαϊκού προτύπου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/988 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 2023, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 87/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 135 της 23.5.2023, σ 1).»."

2)

Στο άρθρο 11, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν ένα κράτος μέλος ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρονεί ότι ένα εναρμονισμένο πρότυπο ή ευρωπαϊκό πρότυπο που εκπονήθηκε προς υποστήριξη του κανονισμού (ΕΕ) 2023/988 δεν ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που επιδιώκει να καλύψει και οι οποίες καθορίζονται στην οικεία ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης ή στον εν λόγω κανονισμό, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή με λεπτομερή εξήγηση. Η Επιτροπή, αφού διαβουλευθεί με την επιτροπή που έχει συσταθεί με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, αν υπάρχει, ή την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του εν λόγω κανονισμού, ή μετά από άλλες μορφές διαβούλευσης με ειδικούς κατά τομέα, αποφασίζει:

α)

να δημοσιεύσει, να μη δημοσιεύσει ή να δημοσιεύσει με περιορισμούς τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου ή του ευρωπαϊκού προτύπου που εκπονήθηκε προς υποστήριξη του εν λόγω κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης· και

β)

να διατηρήσει, να διατηρήσει με περιορισμούς ή να αποσύρει τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου ή του ευρωπαϊκού προτύπου που εκπονήθηκε προς υποστήριξη του εν λόγω κανονισμού στην ή από την Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή δημοσιεύει στον ιστότοπό της πληροφορίες για τα εναρμονισμένα πρότυπα και τα ευρωπαϊκά πρότυπα που εκπονήθηκαν προς υποστήριξη του κανονισμού (ΕΕ) 2023/988 που έχουν αποτελέσει αντικείμενο της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Η Επιτροπή ενημερώνει τον σχετικό ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης για την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, αν χρειαστεί, ζητεί την αναθεώρηση των οικείων εναρμονισμένων προτύπων ή των ευρωπαϊκών προτύπων που εκπονήθηκαν προς υποστήριξη του κανονισμού (EU) 2023/988 .»

.

Άρθρο 49

Τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828

Στο παράρτημα I της οδηγίας(ΕΕ) 2020/1828, το σημείο 8) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8)

Κανονισμός (ΕΕ) 2023/988 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 2023, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 87/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 135 της 23.5.2023, σ. 1).».

Άρθρο 50

Κατάργηση

1.   Η οδηγία 87/357/ΕΟΚ και η οδηγία 2001/95/ΕΚ καταργούνται από τις 13 Δεκεμβρίου 2024.

2.   Οι αναφορές στις καταργούμενες οδηγίες λογίζονται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος.

Άρθρο 51

Μεταβατική διάταξη

Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν να καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά τα προϊόντα που καλύπτονται από την οδηγία 2001/95/ΕΚ τα οποία συμμορφώνονται με την εν λόγω οδηγία και διατέθηκαν στην αγορά πριν από τις 13 Δεκεμβρίου 2024.

Άρθρο 52

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 13 Δεκεμβρίου 2024.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 10 Μαΐου 2023.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

H Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J. ROSWALL


(1)  ΕΕ C 105 της 4.3.2022, σ. 99.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 30ής Μαρτίου 2023 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 2023.

(3)  Οδηγία 2001/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 2001, για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων (ΕΕ L 11 της 15.1.2002, σ. 4).

(4)  Οδηγία 87/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1987, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τα προϊόντα που, επειδή δεν εμφανίζονται υπό την πραγματική τους μορφή, θέτουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των καταναλωτών (ΕΕ L 192 της 11.7.1987, σ. 49).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την εποπτεία της αγοράς και τη συμμόρφωση των προϊόντων και για την κατάργηση της οδηγίας 2004/42/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και (ΕΕ) αριθ. 305/2011 (ΕΕ L 169 της 25.6.2019, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/625 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που διενεργούνται με σκοπό την εξασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές και των κανόνων για την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων, την υγεία των φυτών και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, για την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 999/2001, (ΕΚ) αριθ. 396/2005, (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, (ΕΚ) αριθ. 1107/2009, (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, (ΕΕ) αριθ. 652/2014, (ΕΕ) 2016/429 και (ΕΕ) 2016/2031, των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1/2005 και (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 και των οδηγιών του Συμβουλίου 98/58/ΕΚ, 1999/74/ΕΚ, 2007/43/ΕΚ, 2008/119/ΕΚ και 2008/120/ΕΚ και για την κατάργηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 854/2004 και (ΕΚ) αριθ. 882/2004, των οδηγιών του Συμβουλίου 89/608/ΕΟΚ, 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ, 91/496/ΕΟΚ, 96/23/ΕΚ, 96/93/ΕΚ και 97/78/ΕΚ και της απόφασης 92/438/ΕΟΚ του Συμβουλίου (κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους) (ΕΕ L 95 της 7.4.2017, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τα υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα και με την κατάργηση των οδηγιών 80/590/ΕΟΚ και 89/109/ΕΟΚ (ΕΕ L 338 της 13.11.2004, σ. 4).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2016, σχετικά με προστατευτικά μέτρα κατά των επιβλαβών για τα φυτά οργανισμών, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 228/2013, (ΕΕ) αριθ. 652/2014 και (ΕΕ) αριθ. 1143/2014, και την κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 69/464/ΕΟΚ, 74/647/ΕΟΚ, 93/85/ΕΟΚ, 98/57/ΕΚ, 2000/29/ΕΚ, 2006/91/ΕΚ και 2007/33/ΕΚ (ΕΕ L 317 της 23.11.2016, σ. 4).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1139 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2018, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και την ίδρυση Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αεροπορική Ασφάλεια, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2111/2005, (ΕΚ) αριθ. 1008/2008, (ΕΕ) αριθ. 996/2010, (ΕΕ) αριθ. 376/2014 και των οδηγιών 2014/30/ΕΕ και 2014/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 552/2004 και (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3922/91 του Συμβουλίου (ΕΕ L 212 της 22.8.2018, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).

(15)  Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

(16)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) (ΕΕ L 277 της 27.10.2022, σ. 1 ).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(19)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ (ΕΕ L 136 της 22.5.2019, σ. 28).

(20)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών (ΕΕ L 136 της 22.5.2019, σ. 1).

(21)  Οδηγία (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (ΕΕ L 409 της 4.12.2020, σ. 1).

(22)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(26)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(27)  Οδηγία 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/644 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Απριλίου 2018, σχετικά με τις υπηρεσίες διασυνοριακής παράδοσης δεμάτων (ΕΕ L 112 της 2.5.2018, σ. 19).

(29)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 764/2008 (ΕΕ L 91 της 29.3.2019, σ. 1).

(30)  Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/417 της Επιτροπής, της 8ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον καθορισμό κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση του συστήματος ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών «RAPEX» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας 2001/95/ΕΚ για τη γενική ασφάλεια των προϊόντων, και του συστήματος κοινοποίησής του (ΕΕ L 73 της 15.3.2019, σ. 121).

(31)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

(32)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(33)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(34)  Οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (ΕΕ L 210 της 7.8.1985, σ. 29).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΊΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΊΑΣ

Οδηγία 87/357/ΕΟΚ

Οδηγία 2001/95/ΕΚ

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012

Παρών κανονισμός

 

Άρθρο 1 παράγραφος 2

 

Άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2

 

Άρθρο 2 εκτός από το στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο και το στοιχείο β) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3

 

Άρθρο 2 στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 2, στοιχείο i) και άρθρο 2 παράγραφος 3

 

Άρθρο 2 στοιχείο β) δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 2

 

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 5

 

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 7παράγραφος 1

 

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 1

 

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 3

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

-

-

 

Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

-

-

 

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 7

Άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο α)

 

Άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

-

-

 

Άρθρο 4 παράγραφος 2 τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχείο β)

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 7

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

-

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 9 παράγραφοι 10, 12 και 13 και άρθρο 11 παράγραφοι 9 και 10

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο στοιχείο β)

Άρθρο 9 παράγραφος 8 και άρθρο 11 παράγραφος 8

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο στοιχείο α)

Άρθρο 9 παράγραφοι 5 και 6, και άρθρο 11 παράγραφος 3

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο στοιχείο β) πρώτη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο στοιχείο β) δεύτερη περίοδος

Άρθρο 9 παράγραφοι 11, 12 και 13 και άρθρο 11 παράγραφοι 9, 10 και 11

 

Άρθρο 5 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 8, στοιχείο α)

 

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 3

 

Άρθρο 5 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 8, άρθρο 11 παράγραφος 8 και άρθρο 12 παράγραφος 4

 

Άρθρο 5 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

-

 

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 15

 

Άρθρα 6 έως 9

Άρθρο 2 παράγραφος 2, άρθρα 23 και 44

 

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 30

 

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρα 31 και 32

 

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 26 παράγραφος 3

 

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

-

 

Άρθρο 11 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 26 παράγραφος 10

 

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 26 παράγραφος 5

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1 πρώτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

-

 

Άρθρο 12 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

-

 

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 26 παράγραφοι 5 και 7

 

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 26 παράγραφος 10

 

Άρθρο 12 παράγραφος 4

Άρθρο 40 παράγραφοι 2 έως 6

 

Άρθρο 13

Άρθρο 28

 

Άρθρα 14 και 15

Άρθρο 46

 

Άρθρο 16 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 1

 

Άρθρο 16 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 33 παράγραφος 2

 

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 33 παράγραφος 3

 

Άρθρο 17

Άρθρο 43 παράγραφος 2

 

Άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 23

 

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 43 παράγραφος 1

 

Άρθρο 19 παράγραφος 1

-

 

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 47

 

Άρθρο 20

-

 

Άρθρο 21

Άρθρο 52

 

Παράρτημα I σημείο 1

Άρθρο 9 παράγραφος 8, άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο γ), άρθρο 11 παράγραφος 8 και άρθρο 12 παράγραφος 4

 

Παράρτημα I σημεία 2 και 3

Άρθρο 26

 

Παράρτημα III

-

 

Παράρτημα IV

Παράρτημα

Άρθρα1 και 2

 

Άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο στ) σημείο i)

Άρθρα 3 έως 7

 

-


Top