EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32012R0261

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 261/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012 , για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

ΕΕ L 94 της 30.3.2012, p. 38–48 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2013; καταργήθηκε από 32013R1308

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2012/261/oj

30.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 94/38


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 261/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Μαρτίου 2012

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 42 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της κοινής οργάνωσης αγοράς που καλύπτει το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, που περιλαμβάνονται τώρα στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (4), αποσκοπούσαν στον προσανατολισμό στην αγορά, δηλαδή να λαμβάνουν οι γεωργοί τις αποφάσεις τους όσον αφορά το είδος και την ποσότητα της παραγωγής τους ανταποκρινόμενοι στις διακυμάνσεις των τιμών, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστική θέση του γαλακτοκομικού τομέα και η βιωσιμότητά του στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου. Αποφασίστηκε επομένως ότι ήταν αναγκαίο να αυξηθούν σταδιακά οι ποσοστώσεις, με την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 72/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, για τροποποιήσεις της κοινής γεωργικής πολιτικής με την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 320/2006, (ΕΚ) αριθ. 1405/2006, (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, (ΕΚ) αριθ. 3/2008 και (ΕΚ) αριθ. 479/2008 και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1883/78, (ΕΟΚ) αριθ. 1254/89, (ΕΟΚ) αριθ. 2247/89, (ΕΟΚ) αριθ. 2055/93, (ΕΚ) αριθ. 1868/94, (ΕΚ) αριθ. 2596/97, (ΕΚ) αριθ. 1182/2005 και (ΕΚ) αριθ. 315/2007 (5) (μεταρρύθμιση του 2008-2009, γνωστή ως «διαγνωστικός έλεγχος»), προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή σταδιακή κατάργηση του συστήματος των ποσοστώσεων γάλακτος έως το 2015.

(2)

Κατά την περίοδο από το 2007 έως το 2009, σημειώθηκαν έκτακτες εξελίξεις στις αγορές του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, που οδήγησαν τελικά σε κατάρρευση των τιμών το 2008/09. Αρχικά, οι ακραίες καιρικές συνθήκες που έπληξαν την Ωκεανία προκάλεσαν σημαντική μείωση του εφοδιασμού, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία και κατακόρυφη αύξηση των τιμών. Αν και ξεκίνησε η αποκατάσταση του εφοδιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο και άρχισε η επιστροφή των τιμών σε κανονικά επίπεδα, η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που ακολούθησε επηρέασε αρνητικά τους παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων της Ένωσης, επιδεινώνοντας την αστάθεια των τιμών. Οι αυξημένες τιμές των πρώτων υλών προκάλεσαν σημαντική αύξηση του κόστους των ζωοτροφών και άλλων εισροών, μεταξύ των οποίων και της ενέργειας. Στη συνέχεια, η πτώση τόσο της παγκόσμιας ζήτησης όσο και της ζήτησης σε επίπεδο Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ζήτησης του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, σε μια περίοδο που η παραγωγή της Ένωσης παρέμενε σταθερή, προκάλεσε πτώση των τιμών στην Ένωση στο κατώτερο επίπεδο του διχτυού ασφαλείας. Αυτή η απότομη μείωση των τιμών των πρώτων υλών για γεωργικά προϊόντα δεν οδήγησε σε μείωση των τιμών για τους καταναλωτές, γεγονός που προκάλεσε, για τα περισσότερα προϊόντα του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και στις περισσότερες χώρες, αύξηση του ακαθάριστου περιθωρίου κέρδους, για τους κατάντην τομείς, και απέτρεψε την προσαρμογή της ζήτησής τους στις χαμηλές τιμές των πρώτων υλών, ενώ επέφερε επιβράδυνση της ανάκαμψης των τιμών και ενέτεινε τις επιπτώσεις των χαμηλών τιμών στους παραγωγούς γάλακτος, πράγμα που έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο τη βιωσιμότητα πολλών εξ αυτών.

(3)

Ως αντίδραση στις δυσκολίες αυτές που ανέκυψαν στην αγορά γάλακτος, συγκροτήθηκε τον Οκτώβριο του 2009 ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για το γάλα («ΟΕΥΕ») με σκοπό την εξέταση μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων για τον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, οι οποίες, στο πλαίσιο της λήξης του καθεστώτος των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων το 2015, θα συνέβαλλαν στη σταθεροποίηση της αγοράς και των εισοδημάτων των παραγωγών γάλακτος και στην ενίσχυση της διαφάνειας στον τομέα.

(4)

Υποβλήθηκαν στην ΟΕΥΕ προφορικές και γραπτές εισηγήσεις από τις κυριότερες ευρωπαϊκές ομάδες ενδιαφερομένων στην αλυσίδα εφοδιασμού γαλακτοκομικών προϊόντων, που αντιπροσωπεύουν τους γεωργούς, τους μεταποιητές γαλακτοκομικών προϊόντων, τους εμπόρους γαλακτοκομικών προϊόντων, τους λιανοπωλητές και τους καταναλωτές. Επιπλέον, η ΟΕΥΕ έλαβε εισηγήσεις από προσκεκλημένους ακαδημαϊκούς εμπειρογνώμονες, εκπροσώπους τρίτων χωρών, εθνικές αρχές ανταγωνισμού και υπηρεσίες της Επιτροπής. Επίσης, στις 26 Μαρτίου 2010 διεξήχθη διάσκεψη των ενδιαφερομένων του γαλακτοκομικού τομέα, η οποία έδωσε τη δυνατότητα σε περισσότερους παράγοντες της αλυσίδας εφοδιασμού να εκφράσουν τις θέσεις τους. Η ΟΕΥΕ υπέβαλε την έκθεσή της στις 15 Ιουνίου 2010. Η έκθεση περιλάμβανε ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης του γαλακτοκομικού τομέα και ορισμένες συστάσεις οι οποίες επικεντρώνονταν κυρίως στις συμβατικές σχέσεις, τη διαπραγματευτική ισχύ των παραγωγών, τις διεπαγγελματικές οργανώσεις, τη διαφάνεια (συμπεριλαμβανόμενης της περαιτέρω επεξεργασίας του ευρωπαϊκού μηχανισμού παρακολούθησης των τιμών), τα μέτρα της αγοράς και τις προθεσμιακές συμβάσεις, τα πρότυπα εμπορίας και την επισήμανση της καταγωγής, καθώς και την καινοτομία και την έρευνα. Ως πρώτο βήμα, ο παρών κανονισμός εξετάζει τα πρώτα τέσσερα από τα θέματα αυτά.

(5)

Η ΟΕΥΕ επισήμανε ότι οι τομείς παραγωγής και μεταποίησης γαλακτοκομικών προϊόντων παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ κρατών μελών. Επίσης, η κατάσταση ποικίλλει σε σημαντικό βαθμό μεταξύ εμπορευομένων και τύπων εμπορευομένων στο εσωτερικό κάθε κράτους μέλους. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η συγκέντρωση της προσφοράς είναι χαμηλή, με αποτέλεσμα να προκύπτει ανισορροπία μεταξύ γεωργών και γαλακτοκομείων όσον αφορά τη διαπραγματευτική ισχύ στην αλυσίδα εφοδιασμού. Αυτή η ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές· ειδικότερα, οι γεωργοί ενδέχεται να μη γνωρίζουν τη στιγμή της παράδοσης την τιμή που θα τους καταβληθεί για το γάλα τους, επειδή συχνά η τιμή καθορίζεται πολύ αργότερα από τα γαλακτοκομεία με βάση την προκύπτουσα προστιθέμενη αξία, επί της οποίας ο γεωργός δεν έχει απολύτως κανέναν έλεγχο.

(6)

Υπάρχει συνεπώς ένα πρόβλημα σχετικά με τη μετάδοση των μεταβολών στις τιμές κατά μήκος της αλυσίδας, ειδικότερα όσον αφορά τις τιμές παραγωγού, το επίπεδο των οποίων δεν λαμβάνει γενικά υπόψη το αυξανόμενο κόστος παραγωγής. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια του 2009, η προσφορά γάλακτος δεν προσαρμόστηκε άμεσα στη μείωση της ζήτησης. Πράγματι, σε ορισμένα κράτη μέλη μεγάλης παραγωγής, οι γεωργοί αντέδρασαν στις χαμηλότερες τιμές αυξάνοντας την παραγωγή τους σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η προστιθέμενη αξία στη γαλακτοκομική αλυσίδα συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στους κατάντην τομείς, ιδίως στα γαλακτοκομεία και τους λιανοπωλητές, με αποτέλεσμα η τελική τιμή καταναλωτή να μην αντικατοπτρίζει την τιμή που καταβάλλεται στους παραγωγούς γάλακτος. Όλοι οι παράγοντες στη γαλακτοκομική αλυσίδα, συμπεριλαμβανόμενου του τομέα της διανομής, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να συνεργάζονται για να επιλύσουν αυτήν την ανισορροπία.

(7)

Στην περίπτωση των γαλακτοκομείων, η ποσότητα γάλακτος που τους παραδίδεται κατά τη διάρκεια της περιόδου δεν είναι πάντοτε καλά προγραμματισμένη. Ακόμη και στην περίπτωση γαλακτοκομικών συνεταιρισμών (που ανήκουν σε γεωργούς, κατέχουν εγκαταστάσεις μεταποίησης και μεταποιούν το 58 % του νωπού γάλακτος στην Ένωση), υπάρχει το ενδεχόμενο αποτυχίας προσαρμογής της προσφοράς στη ζήτηση: οι γεωργοί είναι υποχρεωμένοι να παραδίδουν όλο το γάλα τους στον συνεταιρισμό τους και ο συνεταιρισμός είναι υποχρεωμένος να αποδέχεται όλο εκείνο το γάλα.

(8)

Δεν είναι διαδεδομένη η χρήση τυποποιημένων γραπτών συμβάσεων που συνάπτονται πριν από την παράδοση και περιέχουν βασικά στοιχεία. Ωστόσο, οι συμβάσεις αυτές μπορούν να βοηθήσουν στην ενίσχυση της ευθύνης των εμπορευομένων στη γαλακτοκομική αλυσίδα και στην ενίσχυση της ευαισθητοποίησης σχετικά με την ανάγκη να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη τα μηνύματα της αγοράς, στη βελτίωση της μετάδοσης των μεταβολών στις τιμές και στην προσαρμογή της προσφοράς στη ζήτηση, καθώς και να βοηθήσουν στο να αποφεύγονται ορισμένες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

(9)

Ελλείψει ενωσιακής νομοθεσίας σχετικά με τις εν λόγω συμβάσεις, τα κράτη μέλη δύνανται, στο πλαίσιο του εθνικού τους δικαίου για τις συμβάσεις, να αποφασίσουν να καταστήσουν υποχρεωτική τη χρήση αυτών των συμβάσεων, υπό τον όρο ότι θα τηρείται συγχρόνως το ενωσιακό δίκαιο και ιδίως η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και της κοινής οργάνωσης αγοράς. Με δεδομένη την ποικιλομορφία των καταστάσεων που επικρατούν στο σύνολο της Ένωσης σε σχέση με το δίκαιο των συμβάσεων, για λόγους επικουρικότητας, θα πρέπει η εν λόγω απόφαση να παραμείνει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Θα πρέπει να ισχύουν ίσοι όροι για όλες τις παραδόσεις νωπού γάλακτος σε συγκεκριμένη επικράτεια. Κατά συνέπεια, εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει ότι κάθε παράδοση νωπού γάλακτος από γεωργό σε μεταποιητή στην επικράτειά του πρέπει να καλύπτεται από γραπτή σύμβαση μεταξύ των μερών, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να αφορά επίσης τις παραδόσεις νωπού γάλακτος από άλλα κράτη μέλη, αλλά δεν είναι απαραίτητο να αφορά τις παραδόσεις προς άλλα κράτη μέλη. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, θα πρέπει να δοθεί η ευχέρεια στα κράτη μέλη να αποφασίζουν εάν θα απαιτούν από τον πρώτο αγοραστή να υποβάλλει γραπτή προσφορά σε γεωργό για τη σύναψη παρόμοιας σύμβασης.

(10)

Προκειμένου να διασφαλιστούν κατάλληλα ελάχιστα πρότυπα για τις εν λόγω συμβάσεις και να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και της κοινής οργάνωσης αγοράς, ορισμένοι βασικοί όροι για τη χρήση των συμβάσεων θα πρέπει να καθοριστούν σε επίπεδο Ένωσης. Όλες αυτές οι βασικές προϋποθέσεις θα πρέπει, ωστόσο, να αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης. Παρά ταύτα, προκειμένου να ενισχυθεί η σταθερότητα της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων και η διάθεση για τους παραγωγούς γάλακτος σε ορισμένα κράτη μέλη όπου η χρήση εξαιρετικά σύντομων συμβάσεων είναι αρκετά εκτεταμένη, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να ορίσουν μια ελάχιστη συμβατική διάρκεια που θα περιλαμβάνεται σε τέτοιες συμβάσεις και/ή προσφορές. Αυτή η ελάχιστη διάρκεια θα πρέπει ωστόσο να επιβληθεί μόνο σε συμβάσεις μεταξύ πρώτων αγοραστών και γαλακτοπαραγωγών ή στις προσφορές που γίνονται από τους πρώτους αγοραστές στους γαλακτοπαραγωγούς. Επιπλέον, αυτό θα πρέπει να μη διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και οι γαλακτοπαραγωγοί θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να εξαιρεθούν ή να αρνηθούν αυτήν την ελάχιστη διάρκεια. Μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων, είναι σημαντικό η πληρωτέα κατά την παράδοση τιμή να μπορεί να ορισθεί στη σύμβαση, με επιλογή των συμβαλλόμενων μερών, ως μια σταθερή τιμή ή μια τιμή που θα ποικίλλει ανάλογα με καθορισμένους παράγοντες, όπως η ποσότητα και η ποιότητα ή η σύνθεση του νωπού γάλακτος που παραδίδεται, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα συνδυασμού σταθερής τιμής για ορισμένη ποσότητα και μιας βάσει μαθηματικού τύπου τιμής για συμπληρωματική ποσότητα νωπού γάλακτος που παραδίδεται σε μία ενιαία σύμβαση.

(11)

Οι γαλακτοκομικοί συνεταιρισμοί των οποίων τα καταστατικά ή οι κανόνες και οι αποφάσεις που βασίζονται σε αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που παράγουν αποτελέσματα παρόμοια με εκείνα των βασικών όρων για συμβάσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει, για λόγους απλοποίησης, να απαλλάσσονται από την απαίτηση σύναψης γραπτών συμβάσεων.

(12)

Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του βασιζόμενου σε συμβάσεις συστήματος που ορίζεται ανωτέρω, στην περίπτωση στην οποία η συλλογή του γάλακτος από τους γεωργούς και η παράδοσή του στους μεταποιητές πραγματοποιείται από ενδιάμεσες επιχειρήσεις, θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν το εν λόγω σύστημα και σε αυτές τις ενδιάμεσες επιχειρήσεις.

(13)

Το άρθρο 42 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπει ότι οι ενωσιακοί κανόνες του ανταγωνισμού δεν εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο των γεωργικών προϊόντων παρά μόνο κατά το μέτρο που ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο του άρθρου 43 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει με τη σειρά του τη θέσπιση της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών.

(14)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη της παραγωγής και, με τον τρόπο αυτό, ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο για τους γαλακτοπαραγωγούς, θα πρέπει να ενισχυθεί η διαπραγματευτική ισχύς τους έναντι των μεταποιητών γαλακτοκομικών προϊόντων, έτσι ώστε να επιτευχθεί δικαιότερη κατανομή της προστιθέμενης αξίας κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού. Συνεπώς, για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι της κοινής γεωργικής πολιτικής, θα πρέπει να θεσπισθεί διάταξη δυνάμει του άρθρου 42 και του άρθρου 43 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ που να επιτρέπει στις οργανώσεις παραγωγών που αποτελούνται αποκλειστικά από γαλακτοπαραγωγούς ή τις ενώσεις τους να διαπραγματεύονται τους όρους των συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και την τιμή, από κοινού με τη γαλακτοκομική μονάδα, για το σύνολο ή μέρος της παραγωγής των μελών. Ωστόσο, μόνο οργανώσεις παραγωγών που ζητούν και λαμβάνουν την αναγνώριση βάσει του άρθρου 122 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από τη διάταξη αυτή. Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη δεν θα πρέπει να έχει εφαρμογή σε αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών, περιλαμβανομένων των συνεταιρισμών, που μεταποιούν όλο το νωπό γάλα των μελών τους, δεδομένου ότι δεν διακυβεύονται παραδόσεις νωπού γάλακτος σε άλλους μεταποιητές. Ακόμη, θα πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα για εκ των πραγμάτων αναγνώριση με βάση τον παρόντα κανονισμό για υφιστάμενες οργανώσεις παραγωγών που είναι αναγνωρισμένες βάσει του εθνικού δικαίου.

(15)

Προκειμένου να μην υπονομευθεί η αποτελεσματική λειτουργία των συνεταιρισμών και χάριν σαφήνειας, θα πρέπει να διευκρινίζεται ότι, όταν η ιδιότητα του μέλους συνεταιρισμού για ένα γεωργό προβλέπει υποχρέωση, σχετικά με το σύνολο ή μέρος της εν λόγω παραγωγής γάλακτος του γεωργού, να παραδώσει νωπό γάλα για το οποίο οι όροι έχουν τεθεί στα πλαίσια των καταστατικών του συνεταιρισμού ή των κανόνων και αποφάσεων που βασίζονται σε αυτά, οι εν λόγω όροι δεν θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μέσω οργάνωσης παραγωγού.

(16)

Επιπλέον, προκειμένου να διατηρηθούν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων, η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλους περιορισμούς εκφραζόμενους σε ποσοστό της παραγωγής της Ένωσης και της παραγωγής κάθε κράτους μέλους την οποία αφορούν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Ο περιορισμός που εκφράζεται σε ποσοστό της εθνικής παραγωγής θα πρέπει να εφαρμόζεται πρώτα στην ποσότητα νωπού γάλακτος που παράγεται στο κράτος μέλος παραγωγής ή σε καθένα από τα κράτη μέλη παραγωγής. Ο ίδιος ποσοστιαίος περιορισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης στην ποσότητα νωπού γάλακτος που παραδίδεται σε κάθε συγκεκριμένο κράτος μέλος προορισμού.

(17)

Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης (ΠΟΠ) και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων (ΠΓΕ) κυρίως για ευάλωτες αγροτικές περιοχές και προκειμένου να εξασφαλισθεί η προστιθέμενη αξία και να διατηρηθεί η ποιότητα ιδιαίτερα των τυριών που επωφελούνται από ΠΟΠ ή ΠΓΕ, και στο πλαίσιο του συστήματος γαλακτοκομικών ποσοστώσεων που εκπνέει, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να εφαρμόζουν κανόνες για τη ρύθμιση της προσφοράς τέτοιων τυριών που παράγονται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή. Οι κανόνες θα πρέπει να καλύπτουν το σύνολο της παραγωγής του εν λόγω τυριού και θα πρέπει να ζητούνται από διεπαγγελματική οργάνωση, οργάνωση παραγωγών ή ομάδα όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (6). Ένα τέτοιο αίτημα θα πρέπει να υποστηρίζεται από μεγάλη πλειοψηφία γαλακτοπαραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό της ποσότητας γάλακτος που χρησιμοποιήθηκε για το εν λόγω τυρί και, στην περίπτωση διεπαγγελματικών οργανώσεων και ομάδων, από μεγάλη πλειοψηφία παραγωγών τυριού που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής του εν λόγω τυριού. Επιπλέον, αυτοί οι κανόνες θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο αυστηρών προϋποθέσεων, ιδιαίτερα προκειμένου να αποφευχθεί η ζημία στο εμπόριο προϊόντων σε άλλες αγορές και να προστατευθούν τα δικαιώματα της μειονότητας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει πάραυτα να δημοσιεύουν και να κοινοποιούν στην Επιτροπή τους εγκριθέντες κανόνες, να διασφαλίζουν τακτικούς ελέγχους και να καταργούν τους κανόνες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

(18)

Σε ορισμένους τομείς έχουν θεσπιστεί κανόνες σε επίπεδο Ένωσης όσον αφορά τις διεπαγγελματικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές μπορούν να διαδραματίσουν χρήσιμους ρόλους, επιτρέποντας τον διάλογο μεταξύ των παραγόντων στην αλυσίδα εφοδιασμού και προωθώντας τις βέλτιστες πρακτικές και τη διαφάνεια της αγοράς. Οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, παράλληλα με τις διατάξεις για τη διευκρίνιση της θέσης των εν λόγω οργανώσεων στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες των εν λόγω οργανώσεων δεν στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό ή την εσωτερική αγορά και δεν θίγουν την εύρυθμη λειτουργία της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν όλους τους σχετικούς παράγοντες να συμμετέχουν σε διεπαγγελματικές οργανώσεις.

(19)

Για να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην αγορά, η Επιτροπή χρειάζεται έγκαιρες πληροφορίες για τις ποσότητες νωπού γάλακτος που έχουν παραδοθεί. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι ο πρώτος αγοραστής διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στα κράτη μέλη σε τακτική βάση και ότι το κράτος μέλος προβαίνει στη σχετική κοινοποίηση στην Επιτροπή.

(20)

Η Επιτροπή χρειάζεται επίσης κοινοποιήσεις από τα κράτη μέλη αναφορικά με τις συμβατικές διαπραγματεύσεις, την αναγνώριση οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεων και διεπαγγελματικών τους οργανώσεων, καθώς και με τις συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, για τον σκοπό της παρακολούθησης και ανάλυσης της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ιδίως ενόψει της προετοιμασίας εκθέσεων που θα πρέπει να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την ανάπτυξη της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων.

(21)

Τα μέτρα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό δικαιολογούνται υπό τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες στην αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων και από τη διάρθρωση της αλυσίδας εφοδιασμού. Θα πρέπει, επομένως, να εφαρμοστούν για επαρκώς μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να τους επιτραπεί να παραγάγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους. Εντούτοις, δεδομένου του εκτεταμένου χαρακτήρα τους, θα πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα και να υπόκεινται σε αναθεώρηση, ώστε να αξιολογείται ο τρόπος λειτουργίας τους και κατά πόσον ενδείκνυται να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται. Η αναθεώρηση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο δύο εκθέσεων της Επιτροπής για την ανάπτυξη της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων, οι οποίες θα περιλαμβάνουν, ιδίως, πιθανά κίνητρα για την ενθάρρυνση των γεωργών να συνάπτουν συμφωνίες από κοινού παραγωγής και οι οποίες πρόκειται να υποβληθούν μέχρι τις 30 Ιουνίου 2014 και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018 αντίστοιχα.

(22)

Η οικονομία ορισμένων μειονεκτικών περιοχών στην Ένωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή γάλακτος. Λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των περιοχών αυτών, είναι ανάγκη οι γενικές πολιτικές να προσαρμοσθούν ώστε να καλύπτουν καλύτερα τις ανάγκες τους. Η κοινή γεωργική πολιτική περιέχει ήδη ειδικά μέτρα για την παραγωγή γάλακτος σε αυτές τις μειονεκτικές περιοχές. Τα πρόσθετα μέτρα πολιτικής που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό μπορεί να συμβάλουν στην ενίσχυση της θέσης των γαλακτοπαραγωγών σε παρόμοιες περιοχές. Αυτές οι συνέπειες θα πρέπει ωστόσο να αξιολογηθούν στις ως άνω αναφερόμενες εκθέσεις, στη βάση των οποίων η Επιτροπή θα πρέπει, όπου χρειάζεται, να υποβάλλει προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(23)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι στόχοι και οι αρμοδιότητες των οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεων οργανώσεων παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ορίζονται με σαφήνεια, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ όσον αφορά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των διεθνικών οργανώσεων παραγωγών και διεθνικών ενώσεων οργανώσεων παραγωγών, τους κανόνες για τη θέσπιση και τους όρους διοικητικής συνδρομής στην περίπτωση διεθνικής συνεργασίας και τον υπολογισμό της ποσότητας νωπού γάλακτος που καλύπτεται από τις διαπραγματεύσεις από οργάνωση παραγωγών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(24)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά την εφαρμογή των όρων για την αναγνώριση των οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεών τους, καθώς και των διεπαγγελματικών οργανώσεων, τις κοινοποιήσεις των οργανώσεων αυτών ως προς την ποσότητα του νωπού γάλακτος που καλύπτεται από διαπραγματεύσεις, τις κοινοποιήσεις των κρατών μελών προς την Επιτροπή σχετικά με τις εν λόγω οργανώσεις και τους κανόνες για τη ρύθμιση της προσφοράς τυριού που επωφελείται από καθεστώς ΠΟΠ ή ΠΓΕ, λεπτομερείς κανόνες σχετικά με συμφωνίες, αποφάσεις και συντονισμένες πρακτικές στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, το περιεχόμενο, τη μορφή και το χρονοδιάγραμμα των υποχρεωτικών δηλώσεων στον εν λόγω τομέα, ορισμένες πτυχές συμβάσεων για την παράδοση νωπού γάλακτος από γεωργούς και την κοινοποίηση, προς την Επιτροπή, των επιλογών των κρατών μελών στο θέμα αυτό, θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (7).

(25)

Λαμβανομένων υπόψη των εξουσιών της Επιτροπής στον τομέα της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης, καθώς και του ειδικού χαρακτήρα των εν λόγω πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να αποφασίζει χωρίς την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 κατά πόσον ορισμένες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων συμφωνούν με τους κανόνες της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, εάν μπορούν να πραγματοποιηθούν διαπραγματεύσεις από μια οργάνωση παραγωγών που καλύπτει την παραγωγή περισσότερων του ενός κρατών μελών, καθώς και εάν θα πρέπει να καταργηθούν ορισμένοι κανόνες που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη για τη ρύθμιση της προσφοράς τέτοιου τυριού με ΠΟΠ ή ΠΓΕ.

(26)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:

«iiiα)

του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων·»,

2)

στο άρθρο 123, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να αναγνωρίσουν διεπαγγελματικές οργανώσεις οι οποίες:

α)

έχουν ζητήσει επίσημη αναγνώριση και αποτελούνται από εκπροσώπους οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή νωπού γάλακτος και σχετίζονται με ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού: μεταποίηση ή εμπόριο, συμπεριλαμβανομένης της διανομής, προϊόντων του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων·

β)

συγκροτούνται με πρωτοβουλία του συνόλου ή ορισμένων εκ των εκπροσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

ασκούν, σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των μελών των διεπαγγελματικών οργανώσεων αυτών και των καταναλωτών, μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες δραστηριότητες:

i)

βελτίωση των γνώσεων και της διαφάνειας όσον αφορά την παραγωγή και την αγορά, μεταξύ άλλων με τη δημοσίευση στατιστικών στοιχείων για τις τιμές, τις ποσότητες και τη διάρκεια των συμβάσεων που συνάπτονται εκ των προτέρων για την παράδοση νωπού γάλακτος και με την παροχή αναλύσεων για δυνητικές μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς σε περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο,

ii)

διευκόλυνση του συντονισμού της διάθεσης στην αγορά των προϊόντων του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, ιδίως με έρευνες και μελέτες αγοράς,

iii)

προώθηση της κατανάλωσης γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων και παροχή πληροφοριών σχετικά με αυτά, τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές αγορές,

iv)

διερεύνηση δυνητικών αγορών εξαγωγών,

v)

κατάρτιση υποδειγμάτων συμβάσεων που είναι σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες για την πώληση νωπού γάλακτος σε αγοραστές και/ή την προμήθεια επεξεργασμένων προϊόντων σε διανομείς και λιανοπωλητές, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να επιτευχθούν δίκαιοι όροι ανταγωνισμού και να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς,

vi)

παροχή των πληροφοριών και διεξαγωγή των ερευνών που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή της παραγωγής προς όφελος προϊόντων που ανταποκρίνονται περισσότερο στις απαιτήσεις της αγοράς και στις προτιμήσεις και προσδοκίες των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα των προϊόντων και την προστασία του περιβάλλοντος,

vii)

διατήρηση και ανάπτυξη της δυνητικής παραγωγής του γαλακτοκομικού τομέα, μεταξύ άλλων μέσω της προώθησης της καινοτομίας και της στήριξης προγραμμάτων εφαρμοσμένης έρευνας και ανάπτυξης, προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως όλο το δυναμικό του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, ιδίως όσον αφορά τη δημιουργία προϊόντων προστιθέμενης αξίας που είναι ελκυστικότερα για τους καταναλωτές,

viii)

αναζήτηση μεθόδων περιορισμού της χρήσης προϊόντων για την υγεία των ζώων, βελτίωση της διαχείρισης άλλων εισροών και ενίσχυση της ασφάλειας των τροφίμων και της υγείας των ζώων,

ix)

ανάπτυξη μεθόδων και μέσων για τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων σε όλα τα στάδια παραγωγής και εμπορίας,

x)

εκμετάλλευση του δυναμικού της βιολογικής γεωργίας και προστασία και προώθηση της εν λόγω γεωργίας, καθώς και της παραγωγής προϊόντων με ονομασία προέλευσης, με σήματα ποιότητας και με γεωγραφικές ενδείξεις, και

xi)

προώθηση μεθόδων ολοκληρωμένης παραγωγής ή άλλων μεθόδων παραγωγής φιλικών προς το περιβάλλον.»,

3)

στο μέρος II τίτλος II κεφάλαιο II παρεμβάλλεται το ακόλουθο τμήμα:

«Τμήμα ΙΙΑ

Κανόνες σχετικά με οργανώσεις παραγωγών και διεπαγγελματικές οργανώσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

Άρθρο 126α

Αναγνώριση οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεών τους στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ως οργανώσεις παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων όλες τις νομικές οντότητες ή τα σαφώς οριζόμενα μέρη νομικών οντοτήτων που υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης, εφόσον:

α)

πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχεία β) και γ)·

β)

διαθέτουν έναν ελάχιστο αριθμό μελών και/ή καλύπτουν μία ελάχιστη ποσότητα παραγωγής που μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο, οι οποίοι καθορίζονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, στην περιοχή δραστηριότητάς τους·

γ)

παρέχουν επαρκή εχέγγυα όσον αφορά την ορθή εκτέλεση των δραστηριοτήτων τους, τόσο όσον αφορά τη διάρκεια, όσο και την αποτελεσματικότητα και τη συγκέντρωση της προσφοράς·

δ)

διαθέτουν καταστατικό το οποίο είναι σύμφωνο με τα στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίσουν, κατόπιν αιτήσεως, μια ένωση αναγνωρισμένων οργανώσεων παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κρίνει ότι η ένωση αυτή είναι ικανή να εκτελέσει αποτελεσματικά οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες μιας αναγνωρισμένης οργάνωσης παραγωγών και πληροί τους όρους της παραγράφου 1.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι οργανώσεις παραγωγών οι οποίες έχουν αναγνωρισθεί πριν από τις 2 Απριλίου 2012 βάσει του εθνικού δικαίου και οι οποίες πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου θα θεωρούνται αναγνωρισμένες ως οργανώσεις παραγωγών σύμφωνα με το άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο iiiα).

Οι οργανώσεις παραγωγών οι οποίες έχουν αναγνωρισθεί πριν από τις 2 Απριλίου 2012 βάσει του εθνικού δικαίου και οι οποίες δεν πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητές τους δυνάμει του εθνικού δικαίου έως τις 3 Οκτωβρίου 2012.

4.   Τα κράτη μέλη:

α)

αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση αναγνώρισης μιας οργάνωσης παραγωγών εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή αίτησης συνοδευόμενης από όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία· η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η οργάνωση·

β)

εκτελούν, σε τακτά διαστήματα που καθορίζονται από αυτά, ελέγχους για να διασφαλίζεται ότι οι αναγνωρισμένες οργανώσεις παραγωγών και οι ενώσεις οργανώσεων παραγωγών συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου·

γ)

σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή παρατυπιών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, επιβάλλουν στις εν λόγω οργανώσεις και ενώσεις τις εφαρμοστέες κυρώσεις που προβλέπονται από αυτά και αποφασίζουν, εφόσον είναι αναγκαίο, εάν θα πρέπει να ανακαλέσουν την αναγνώρισή τους·

δ)

ενημερώνουν την Επιτροπή, μία φορά κατ’ έτος και το αργότερο στις 31 Μαρτίου, για κάθε απόφαση για τη χορήγηση, άρνηση ή ανάκληση αναγνώρισης την οποία έλαβαν το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 126β

Αναγνώριση διεπαγγελματικών οργανώσεων στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν τις διεπαγγελματικές οργανώσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, εφόσον οι οργανώσεις αυτές:

α)

πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 123 παράγραφος 4·

β)

ασκούν τις δραστηριότητές τους σε μία ή περισσότερες περιοχές του οικείου εδάφους·

γ)

ασκούν σημαντικό μερίδιο των οικονομικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 123 παράγραφος 4 στοιχείο α)·

δ)

δεν ασχολούνται οι ίδιες με την παραγωγή, μεταποίηση ή εμπόριο προϊόντων του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι διεπαγγελματικές οργανώσεις παραγωγών οι οποίες έχουν αναγνωρισθεί πριν από τις 2 Απριλίου 2012 βάσει του εθνικού δικαίου και οι οποίες πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 θα θεωρούνται αναγνωρισμένες ως διεπαγγελματικές οργανώσεις δυνάμει του άρθρου 123 παράγραφος 4.

3.   Όταν χρησιμοποιούν την επιλογή να αναγνωρίσουν μια διεπαγγελματική οργάνωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και/ή 2, τα κράτη μέλη:

α)

αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση αναγνώρισης στη διεπαγγελματική οργάνωση εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή αίτησης συνοδευόμενης από όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία· η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η οργάνωση·

β)

εκτελούν, σε τακτά διαστήματα που καθορίζονται από αυτά, ελέγχους για να διασφαλίζεται ότι οι αναγνωρισμένες διεπαγγελματικές οργανώσεις συμμορφώνονται με τις διατάξεις που διέπουν την αναγνώρισή τους·

γ)

σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή παρατυπιών όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, επιβάλλουν στις εν λόγω οργανώσεις τις εφαρμοστέες κυρώσεις που προβλέπονται από αυτά και αποφασίζουν, εφόσον είναι αναγκαίο, να ανακαλέσουν την αναγνώρισή τους·

δ)

ανακαλούν την αναγνώριση εάν:

i)

δεν πληρούνται πλέον οι όροι και προϋποθέσεις αναγνώρισης που προβλέπονται στο παρόν άρθρο,

ii)

η διεπαγγελματική οργάνωση συμμετέχει σε οιαδήποτε από τις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που προβλέπονται στο άρθρο 177α παράγραφος 4, ανεξάρτητα από τις τυχόν άλλες κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία,

iii)

η διεπαγγελματική οργάνωση δεν τηρεί την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 177α παράγραφος 2·

ε)

ενημερώνουν την Επιτροπή, μία φορά κατ’ έτος και το αργότερο στις 31 Μαρτίου, για κάθε απόφαση για τη χορήγηση, άρνηση ή ανάκληση αναγνώρισης την οποία έλαβαν το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 126γ

Συμβατικές διαπραγματεύσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Οργάνωση παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων που έχει αναγνωριστεί δυνάμει του άρθρου 122 μπορεί να διεξάγει διαπραγματεύσεις εξ ονόματος των γεωργών μελών της, όσον αφορά μέρος ή το σύνολο της κοινής παραγωγής τους, για τις συμβάσεις παράδοσης νωπού γάλακτος από γεωργό σε μεταποιητή νωπού γάλακτος ή σε συλλέκτη κατά την έννοια του άρθρου 185στ παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

2.   Οι διαπραγματεύσεις από την οργάνωση παραγωγών μπορούν να πραγματοποιηθούν:

α)

είτε μεταβιβάζεται είτε όχι η κυριότητα του νωπού γάλακτος από τους γεωργούς στην οργάνωση παραγωγών·

β)

είτε είναι ίδια είτε όχι η διαπραγματευθείσα τιμή όσον αφορά την κοινή παραγωγή μέρους ή του συνόλου των γεωργών μελών·

γ)

υπό τον όρο ότι, για τη συγκεκριμένη οργάνωση παραγωγών:

i)

η ποσότητα νωπού γάλακτος που αποτελεί αντικείμενο των εν λόγω διαπραγματεύσεων δεν υπερβαίνει το 3,5 % της συνολικής παραγωγής της Ένωσης, και

ii)

η ποσότητα νωπού γάλακτος που αποτελεί αντικείμενο των εν λόγω διαπραγματεύσεων και παράγεται σε οιοδήποτε κράτος μέλος δεν υπερβαίνει το 33 % της συνολικής εθνικής παραγωγής του συγκεκριμένου κράτους μέλους, και

iii)

η ποσότητα νωπού γάλακτος την οποία αφορούν οι εν λόγω διαπραγματεύσεις και παραδίδεται σε κάθε συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν υπερβαίνει το 33 % της συνολικής εθνικής παραγωγής του εν λόγω κράτους μέλους·

δ)

υπό τον όρο ότι οι σχετικοί γεωργοί δεν είναι μέλη οποιασδήποτε άλλης οργάνωσης παραγωγών η οποία επίσης διαπραγματεύεται τέτοιες συμβάσεις εξ ονόματός τους· ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τον όρο αυτό σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατά τις οποίες γεωργοί διατηρούν δύο χωριστές μονάδες παραγωγής που ευρίσκονται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές·

ε)

υπό τον όρο ότι το νωπό γάλα δεν καλύπτεται από υποχρέωση παράδοσης η οποία προκύπτει από τη συμμετοχή του γεωργού σε συνεταιρισμό σύμφωνα με τους όρους που τίθενται στα καταστατικά του συνεταιρισμού ή τους κανόνες και αποφάσεις που ορίζονται ή βασίζονται τα καταστατικά αυτά· και

στ)

υπό τον όρο ότι η οργάνωση παραγωγών γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους ή των κρατών μελών στα οποία ασκεί τις δραστηριότητές της την ποσότητα νωπού γάλακτος που αποτελεί αντικείμενο των εν λόγω διαπραγματεύσεων.

3.   Κατά παρέκκλιση των όρων που τίθενται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) σημεία ii) και iii), η διεξαγωγή διαπραγμάτευσης από μια οργάνωση παραγωγών σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό τον όρο ότι για την εν λόγω οργάνωση παραγωγών η ποσότητα του νωπού γάλακτος που καλύπτεται από τις διαπραγματεύσεις το οποίο παράγεται ή παραδίδεται σε κράτος μέλος με συνολική ετήσια παραγωγή νωπού γάλακτος μικρότερη των 500 000 τόνων δεν υπερβαίνει το 45 % της συνολικής εθνικής παραγωγής του εν λόγω κράτους μέλους.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι αναφορές στις οργανώσεις παραγωγών περιλαμβάνουν επίσης τις ενώσεις αυτών των οργανώσεων παραγωγών.

5.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 2 στοιχείο γ) και της παραγράφου 3, η Επιτροπή δημοσιεύει, με τον τρόπο που κρίνει ενδεδειγμένο, τις ποσότητες της παραγωγής νωπού γάλακτος στην Ένωση και στα κράτη μέλη, χρησιμοποιώντας τις πλέον πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο γ) και την παράγραφο 3, ακόμη και όταν δεν σημειώνεται υπέρβαση των ορίων που καθορίζονται σε αυτές, η αρχή ανταγωνισμού που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορεί να αποφασίσει, σε μεμονωμένη περίπτωση, είτε την επανέναρξη συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης είτε να μην επιτρέψει καθόλου τη διεξαγωγή διαπραγμάτευσης από την οργάνωση παραγωγών, εφόσον το κρίνει αναγκαίο για την αποφυγή του αποκλεισμού του ανταγωνισμού ή την αποτροπή σοβαρής ζημίας σε ΜΜΕ μεταποίησης νωπού γάλακτος στην επικράτειά της.

Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις που αφορούν περισσότερα του ενός κράτη μέλη, η απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο λαμβάνεται από την Επιτροπή χωρίς την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 195 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 196β παράγραφος 2. Στις λοιπές περιπτώσεις, η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται από την εθνική αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους το οποίο αφορούν οι διαπραγματεύσεις.

Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν εφαρμόζονται πριν από την ημερομηνία της κοινοποίησής τους στις σχετικές επιχειρήσεις.

7.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

α)

ως “εθνική αρχή ανταγωνισμού” νοείται η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης (8)·

β)

ως “ΜΜΕ” νοείται η πολύ μικρή, η μικρή ή η μεσαία επιχείρηση κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (9).

8.   Τα κράτη μέλη στα οποία οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο στ) και της παραγράφου 6.

Άρθρο 126δ

Ρύθμιση της προσφοράς τυριού προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης ή προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης

1.   Κατόπιν αιτήματος αναγνωρισμένης οργάνωσης παραγωγών σύμφωνα με το άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), διεπαγγελματικής οργάνωσης αναγνωρισμένης σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 4 ή ομάδας εμπορευομένων που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν, για περιορισμένη χρονική περίοδο, δεσμευτικούς κανόνες για τη ρύθμιση της προσφοράς τυριού προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης ή προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006.

2.   Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να συνάδουν με τους όρους που παρατίθενται στην παράγραφο 4 και να ισχύουν υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης προηγούμενης συμφωνίας μεταξύ των μερών στη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006. Μια τέτοια συμφωνία συνάπτεται μεταξύ τουλάχιστον των δύο τρίτων των παραγωγών γάλακτος ή των αντιπροσώπων τους που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του νωπού γάλακτος που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του τυριού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και, εάν κρίνεται σκόπιμο, τουλάχιστον των δύο τρίτων των παραγωγών του εν λόγω τυριού που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της παραγωγής του εν λόγω τυριού στη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, σχετικά με το τυρί που απολαύει προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης, η γεωγραφική περιοχή καταγωγής του νωπού γάλακτος, όπως ορίζεται στην προδιαγραφή προϊόντος για το τυρί, είναι η ίδια με τη γεωγραφική περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 σχετικά με το εν λόγω τυρί.

4.   Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

καλύπτουν μόνο τη ρύθμιση της προσφοράς του σχετικού προϊόντος και αποσκοπούν στην προσαρμογή της προσφοράς του εν λόγω τυριού στη ζήτηση·

β)

έχουν επίπτωση μόνο στο σχετικό προϊόν·

γ)

μπορεί να είναι δεσμευτικοί για τρία χρόνια το ανώτερο και να ανανεώνονται μετά από αυτήν την περίοδο μετά από νέο αίτημα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1·

δ)

δεν ζημιώνουν το εμπόριο προϊόντων άλλων εκτός από εκείνα στα οποία εφαρμόζονται οι κανόνες οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 1·

ε)

δεν αφορούν καμία συναλλαγή μετά την πρώτη εμπορία του σχετικού τυριού·

στ)

δεν επιτρέπουν τον καθορισμό τιμών, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι τιμές καθορίζονται ενδεικτικά ή για σύσταση·

ζ)

δεν οδηγούν στην έλλειψη διαθεσιμότητας υπερβολικά μεγάλου ποσοστού του σχετικού προϊόντος το οποίο, διαφορετικά, θα ήταν διαθέσιμο·

η)

δεν δημιουργούν διακρίσεις, δεν συνιστούν εμπόδιο για τους νεοεισερχομένους στην αγορά ή δεν αποβαίνουν εις βάρος των μικροπαραγωγών·

θ)

συμβάλλουν στη διατήρηση της ποιότητας και/ή την ανάπτυξη του εν λόγω προϊόντος·

ι)

δεν θίγουν την εφαρμογή του άρθρου 126γ.

5.   Οι κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δημοσιεύονται σε επίσημο έντυπο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

6.   Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν ελέγχους προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι πληρούνται οι όροι που ορίζονται στην παράγραφο 4 και, στις περιπτώσεις που διαπιστωθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές ότι δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, προβαίνουν στην κατάργηση των κανόνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

7.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τους οποίους έχουν εγκρίνει. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη για τυχόν κοινοποίηση τέτοιων κανόνων.

8.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ανά πάσα στιγμή εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τις οποίες κράτος μέλος οφείλει να καταργήσει τους κανόνες που ορίζονται από το εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1, εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι οι εν λόγω κανόνες δεν πληρούν τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο 4, ότι εμποδίζουν ή στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό σε σημαντικό τμήμα της εσωτερικής αγοράς ή ότι θέτουν σε κίνδυνο το ελεύθερο εμπόριο ή την επίτευξη των στόχων του άρθρου 39 της ΣΛΕΕ. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται χωρίς εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 195 παράγραφος 2 ή του άρθρου 196β παράγραφος 2.

Άρθρο 126ε

Εξουσίες της Επιτροπής σχετικά με τις οργανώσεις παραγωγών και τις διεπαγγελματικές οργανώσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι στόχοι και οι αρμοδιότητες οργανώσεων παραγωγών και ενώσεων οργανώσεων παραγωγών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ορίζονται με σαφήνεια, ώστε να προάγεται η αποτελεσματικότητα των ενεργειών των εν λόγω οργανώσεων χωρίς να επιβάλλονται περιττές επιβαρύνσεις, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 196α, οι οποίες καθορίζουν:

α)

τις προϋποθέσεις αναγνώρισης διεθνικών οργανώσεων παραγωγών και διεθνικών ενώσεων οργανώσεων παραγωγών·

β)

τους κανόνες σχετικά με τη θέσπιση και τους όρους παροχής διοικητικής συνδρομής από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές στην περίπτωση διεθνικής συνεργασίας·

γ)

πρόσθετους κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της ποσότητας νωπού γάλακτος που καλύπτεται από τις αναφερόμενες στο άρθρο 126γ παράγραφος 2 στοιχείο γ) και στο άρθρο 126γ παράγραφος 3 διαπραγματεύσεις.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις που θεσπίζουν λεπτομερείς κανόνες οι οποίοι απαιτούνται για:

α)

την εφαρμογή των όρων για την αναγνώριση οργανώσεων παραγωγών και των ενώσεών τους και διεπαγγελματικών οργανώσεων που ορίζονται στα άρθρα 126α και 126β·

β)

την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 126γ παράγραφος 2 στοιχείο στ)·

γ)

τις κοινοποιήσεις που πρέπει να γίνουν από τα κράτη μέλη προς την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 126α παράγραφος 4 στοιχείο δ), το άρθρο 126β παράγραφος 3 στοιχείο ε), το άρθρο 126γ παράγραφος 8 και το άρθρο 126δ παράγραφος 7·

δ)

τις διαδικασίες σχετικά με τη διοικητική συνδρομή στην περίπτωση διεθνικής συνεργασίας.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 196β παράγραφος 2.

4)

στο άρθρο 175, οι λέξεις «με την επιφύλαξη των άρθρων 176 έως 177 του παρόντος κανονισμού» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με την επιφύλαξη των άρθρων 176 έως 177α του παρόντος κανονισμού»,

5)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 177α

Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Το άρθρο 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές των αναγνωρισμένων διεπαγγελματικών οργανώσεων με σκοπό στην άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 123 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνο εφόσον:

α)

οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και

β)

εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των απαιτούμενων στοιχείων, η Επιτροπή, χωρίς την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 195 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 196β παράγραφος 2, δεν έχει κηρύξει τις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές ασυμβίβαστες προς τους ενωσιακούς κανόνες.

3.   Οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές δεν επιτρέπεται να τίθενται σε ισχύ πριν από την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

4.   Κηρύσσονται ασυμβίβαστες προς τους ενωσιακούς κανόνες οι ακόλουθες συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές, εάν:

α)

ενδέχεται να οδηγήσουν σε οποιασδήποτε μορφής καταμερισμό των αγορών στην Ένωση·

β)

ενδέχεται να επηρεάσουν την εύρυθμη λειτουργία της οργάνωσης αγοράς·

γ)

ενδέχεται να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν είναι απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής που επιδιώκονται μέσω των δραστηριοτήτων της διεπαγγελματικής οργάνωσης·

δ)

συνεπάγονται τον καθορισμό τιμών·

ε)

ενδέχεται να οδηγήσουν στην εισαγωγή διακρίσεων ή να καταργήσουν τον ανταγωνισμό για σημαντικό μέρος των εν λόγω προϊόντων.

5.   Εάν, μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται οι όροι εφαρμογής της παραγράφου 1, προβαίνει, χωρίς την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 195 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 196β παράγραφος 2, στη λήψη απόφασης στην οποία αναφέρεται ότι για τη συγκεκριμένη συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική εφαρμόζεται το άρθρο 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

Η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής δεν εφαρμόζεται πριν από την ημερομηνία κοινοποίησής της στη σχετική διεπαγγελματική οργάνωση, εκτός εάν η εν λόγω διεπαγγελματική οργάνωση έχει δώσει ανακριβείς πληροφορίες ή έχει κάνει κατάχρηση της εξαίρεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

6.   Στην περίπτωση πολυετών συμφωνιών, η κοινοποίηση για το πρώτο έτος ισχύει και για τα επόμενα έτη της συμφωνίας. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, να προβεί σε διαπίστωση του ασυμβίβαστου χαρακτήρα της ανά πάσα στιγμή.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση απαραίτητων για την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου μέτρων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 196β παράγραφος 2.»,

6)

το άρθρο 184 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

το σημείο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6)

πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2010 και τις 31 Δεκεμβρίου 2012 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασης της αγοράς και τους επακόλουθους όρους της ομαλής σταδιακής κατάργησης του συστήματος γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, που θα συνοδεύεται, εφόσον απαιτείται, από κατάλληλες προτάσεις·»,

β)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«9)

έως τις 30 Ιουνίου 2014 και τις 31 Δεκεμβρίου 2018 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εξέλιξη της κατάστασης της αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και ιδίως σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο iiiα), του άρθρου 123 παράγραφος 4 και των άρθρων 126γ, 126δ, 177α, 185ε και 185στ, που θα αξιολογεί ιδίως τις συνέπειες στους παραγωγούς γάλακτος και την παραγωγή γάλακτος σε μειονεκτικές περιοχές, σε συνδυασμό με τον γενικό στόχο της διατήρησης της παραγωγής στις περιοχές αυτές, και θα περιλαμβάνει πιθανά κίνητρα για την ενθάρρυνση των γεωργών να συνάπτουν συμφωνίες από κοινού παραγωγής, συνοδευόμενη ενδεχομένως από κατάλληλες προτάσεις.»,

7)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 185ε

Υποχρεωτικές δηλώσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

Από 1ης Απριλίου 2015, οι πρώτοι αγοραστές νωπού γάλακτος δηλώνουν στην αρμόδια εθνική αρχή την ποσότητα νωπού γάλακτος που τους παραδόθηκε κάθε μήνα.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 185στ, ως “πρώτος αγοραστής” νοείται επιχείρηση ή ομάδα η οποία αγοράζει γάλα από παραγωγούς προκειμένου:

α)

να το υποβάλει σε διεργασία συλλογής, συσκευασίας, αποθήκευσης, ψύξης ή μεταποίησης, συμπεριλαμβανομένων διεργασιών βάσει σύμβασης·

β)

να το διαθέσει σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις επεξεργασίας ή μεταποίησης γάλακτος ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την ποσότητα νωπού γάλακτος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με το περιεχόμενο, τη μορφή και το χρονοδιάγραμμα των εν λόγω δηλώσεων και μέτρων σχετικά με τις κοινοποιήσεις που πρέπει να γίνουν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 196β παράγραφος 2.

Άρθρο 185στ

Συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων

1.   Εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει ότι κάθε παράδοση νωπού γάλακτος στην επικράτειά του από γεωργό σε μεταποιητή νωπού γάλακτος πρέπει να καλύπτεται από γραπτή σύμβαση μεταξύ των μερών και/ή αποφασίσει ότι οι πρώτοι αγοραστές πρέπει να προβούν σε γραπτή προσφορά για σύναψη σύμβασης παράδοσης νωπού γάλακτος από τους γεωργούς, η σύμβαση αυτή και/ή μια τέτοια προσφορά για σύναψη σύμβασης πρέπει να πληρούν τους όρους που ορίζονται στην παράγραφο 2.

Σε περίπτωση που το κράτος μέλος αποφασίσει ότι οι παραδόσεις νωπού γάλακτος από γεωργό σε μεταποιητή νωπού γάλακτος πρέπει να καλύπτεται από γραπτή σύμβαση μεταξύ των μερών, πρέπει επίσης να αποφασίσει ποιο στάδιο ή στάδια της παράδοσης θα καλύπτονται από μια τέτοια σύμβαση, εάν η παράδοση νωπού γάλακτος γίνεται μέσω ενός ή περισσοτέρων συλλεκτών. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “συλλέκτης” νοείται κάθε επιχείρηση που μεταφέρει νωπό γάλα από ένα γεωργό ή άλλο συλλέκτη σε μεταποιητή νωπού γάλακτος ή άλλο συλλέκτη, με μεταβίβαση της κυριότητας του νωπού γάλακτος σε κάθε περίπτωση.

2.   Η σύμβαση και/ή η προσφορά σύμβασης:

α)

πραγματοποιούνται πριν από την παράδοση·

β)

συντάσσονται γραπτώς· και

γ)

περιλαμβάνουν, ιδίως, τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

την τιμή που καταβάλλεται για την παράδοση, η οποία:

είναι σταθερή και ορίζεται στη σύμβαση και/ή

υπολογίζεται συνδυάζοντας διάφορους παράγοντες που ορίζονται στη σύμβαση, οι οποίοι ενδεχομένως περιλαμβάνουν δείκτες της αγοράς που αντανακλούν τις αλλαγές στις συνθήκες της αγοράς, την ποσότητα που παραδόθηκε και την ποιότητα ή τη σύνθεση του νωπού γάλακτος που παραδόθηκε,

ii)

την ποσότητα νωπού γάλακτος που μπορεί και/ή πρέπει να παραδοθεί και το χρονοδιάγραμμα αυτών των παραδόσεων,

iii)

τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, η οποία μπορεί να είναι είτε καθορισμένης είτε αόριστης διάρκειας με ρήτρες λύσης,

iv)

λεπτομέρειες σχετικά με τις περιόδους και διαδικασίες πληρωμής,

v)

τις ρυθμίσεις συλλογής ή παράδοσης νωπού γάλακτος, και

vi)

κανόνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση ανωτέρας βίας.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, δεν απαιτείται να συνάπτεται σύμβαση και/ή προσφορά σύμβασης, όταν γεωργός παραδίδει νωπό γάλα σε συνεταιρισμό του οποίου ο συγκεκριμένος γεωργός είναι μέλος, εφόσον τα καταστατικά του εν λόγω συνεταιρισμού ή οι κανόνες και οι αποφάσεις που ορίζονται ή βασίζονται στα καταστατικά αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις που παράγουν παρόμοια αποτελέσματα με τις διατάξεις που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 2.

4.   Όλα τα στοιχεία των συμβάσεων για την παράδοση νωπού γάλακτος που συνάπτονται από γεωργούς, συλλέκτες ή μεταποιητές νωπού γάλακτος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ), αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών.

Παρά το πρώτο εδάφιο,

i)

σε περίπτωση που κράτος μέλος αποφασίσει να κάνει υποχρεωτικές τις γραπτές συμβάσεις για την παράδοση νωπού γάλακτος σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μπορεί να ορίσει μια ελάχιστη διάρκεια, η οποία θα ισχύει μόνο σε γραπτές συμβάσεις μεταξύ γεωργού και του πρώτου αγοραστή νωπού γάλακτος. Παρόμοια ελάχιστη διάρκεια είναι τουλάχιστον έξι μήνες και δεν διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· και/ή

ii)

σε περίπτωση που κράτος μέλος αποφασίσει ότι ο πρώτος αγοραστής νωπού γάλακτος πρέπει να κάνει γραπτή προσφορά σύμβασης στον γεωργό σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να προβλέψει ότι η προσφορά πρέπει να περιλαμβάνει μια ελάχιστη διάρκεια για τη σύμβαση, που θα ορίζεται από το εθνικό δίκαιο για τον σκοπό αυτό. Αυτή η ελάχιστη διάρκεια θα είναι τουλάχιστον έξι μήνες και δεν θα διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Το δεύτερο εδάφιο δεν θίγει το δικαίωμα του γεωργού να αρνηθεί μια τέτοια ελάχιστη διάρκεια, εάν το πράξει γραπτώς. Στην περίπτωση αυτή, τα μέρη έχουν το δικαίωμα να διαπραγματευθούν όλα τα στοιχεία της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

5.   Τα κράτη μέλη τα οποία κάνουν χρήση των επιλογών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ενημερώνουν την Επιτροπή για τον τρόπο εφαρμογής τους.

6.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχεία α) και β) και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και των μέτρων σχετικά με τις κοινοποιήσεις που πρέπει να γίνουν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 196β παράγραφος 2.»,

8)

στο μέρος VII κεφάλαιο I, προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 196α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους που θεσπίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 126ε παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 2 Απριλίου 2012. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετίας. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 126ε παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 126ε παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 196β

Διαδικασία Επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή η οποία αναφέρεται ως η επιτροπή κοινής οργάνωσης γεωργικών αγορών. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (10).

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

9)

Στο άρθρο 204, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Όσον αφορά τον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, το άρθρο 122 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο iiiα), το άρθρο 123 παράγραφος 4 και τα άρθρα 126α, 126β, 126ε και 177α εφαρμόζονται από τις 2 Απριλίου 2012 έως τις 30 Ιουνίου 2020 και τα άρθρα 126γ, 126δ, 185ε και 185στ εφαρμόζονται από τις 3 Οκτωβρίου 2012 έως τις 30 Ιουνίου 2020.».

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 2 Απριλίου 2012.

Ωστόσο, τα άρθρα 126γ, 126δ, 185ε και 185στ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007, όπως παρεμβάλλονται από τον παρόντα κανονισμό, εφαρμόζονται από τις 3 Οκτωβρίου 2012.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Μαρτίου 2012.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

N. WAMMEN


(1)  ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 110.

(2)  ΕΕ C 192 της 1.7.2011, σ. 36.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2012 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2012.

(4)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 30 της 31.1.2009, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.

(7)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(8)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1. Σημείωση: Ο τίτλος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, προσαρμόσθηκε για να ληφθεί υπόψη η αναρίθμηση των άρθρων της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λισαβόνας· η αρχική αναφορά ήταν στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης.

(9)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.».

(10)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.».


Top