EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011IE1857

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Οι βιομηχανικές μεταλλαγές για την ανάπτυξη βιώσιμων βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας σε συνδυασμό με τον στόχο της βέλτιστης απόδοσης των πόρων, όπως ορίζεται στη στρατηγική “Ευρώπη 2020” » (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

ΕΕ C 43 της 15.2.2012, p. 1–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

15.2.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 43/1


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Οι βιομηχανικές μεταλλαγές για την ανάπτυξη βιώσιμων βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας σε συνδυασμό με τον στόχο της βέλτιστης απόδοσης των πόρων, όπως ορίζεται στη στρατηγική “Ευρώπη 2020”» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

2012/C 43/01

Εισηγητής: ο κ. IOZIA

Συνεισηγητής: ο κ. JARRÉ

Στις 20 Ιανουαρίου 2011, και σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα:

Οι βιομηχανικές μεταλλαγές για την ανάπτυξη βιώσιμων βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας σε συνδυασμό με τον στόχο της βέλτιστης απόδοσης των πόρων, όπως ορίζεται στη στρατηγική «Ευρώπη 2020».

Η Συμβουλευτική Επιτροπή Βιομηχανικών Μεταλλαγών (CCMI), στην οποία ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή της στις 17 Νοεμβρίου 2011 με εισηγητή τον κ. IOZIA και συνεισηγητή τον κ. JARRÉ.

Κατά την 476η σύνοδο ολομέλειας, της 7ης και 8ης Δεκεμβρίου 2011 (συνεδρίαση της 8ης Δεκεμβρίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 143 ψήφους υπέρ και 7 αποχές.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι μόνο αν εφαρμοστούν ιδιαίτερα καινοτόμα συστήματα και οι σχετικές τεχνολογικές, περιβαλλοντικές και παραγωγικές προδιαγραφές βελτιώνονται ανάλογα με τις τεχνολογικές εξελίξεις, θα μπορέσει η Ευρώπη να ανταποκριθεί στον αυξανόμενο ανταγωνισμό των χωρών με αναδυόμενες οικονομίες. Το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό θα πρέπει να προστατευτεί από τις επιπτώσεις αυτών των μεταλλαγών μέσω της πιο έγκαιρης και κατάλληλης κατάρτισής του και ακριβώς αυτή την εξέλιξη θα πρέπει να ευνοήσουν οι ενωσιακές πολιτικές.

1.2   Τα προϊόντα των βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας αποτελούν τη βάση της αλυσίδας αξίας για όλους τους τομείς της μεταποίησης στους οποίους απασχολείται μεγάλος αριθμός εργαζομένων στην ΕΕ. Η σταθερότητα, η έγκαιρη διεκπεραίωση, η ποιότητα και η ασφάλεια εφοδιασμού αυτών των τομέων συνιστούν εχέγγυα τόσο για την ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια αγορά όσο και για την ύπαρξη θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης στην ΕΕ.

1.3   Θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει κατάλληλο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την ικανοποίηση των κοινών αναγκών των βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας με πρωταρχικό στόχο να καταστούν πιο ανταγωνιστικές και να παραμείνουν στο ευρωπαϊκό έδαφος, με γνώμονα πάντα την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα· σημειωτέον ότι οι εν λόγω τομείς είναι εξίσου σημαντικοί και αλληλεξαρτώμενοι.

1.4   Παρά την παρούσα δυσμενή συγκυρία η ΕΟΚΕ συνιστά να αυξηθούν περαιτέρω οι επενδύσεις στην έρευνα, στην ανάπτυξη, στη διάδοση και στην επαγγελματική κατάρτιση και στις επιστημονικές δραστηριότητες με εφαρμογή στη βιομηχανία. Οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να καλύπτονται επαρκώς στο επόμενο πρόγραμμα-πλαίσιο και να επιτρέπουν την ανταλλαγή εμπειριών και αποτελεσμάτων, τουλάχιστον σε ενωσιακό επίπεδο. Επίσης, τα ενωσιακά και τα εθνικά προγράμματα θα πρέπει να εστιάζονται περισσότερο στην έρευνα και στην καινοτομία στο πεδίο της ενεργειακής απόδοσης (1).

1.5   Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, απαιτείται η χάραξη μιας ολοκληρωμένης βιομηχανικής πολιτικής, η οποία θα ελέγχει συνεχώς τις εξωγενείς μεταβλητές και θα επιτρέπει στις ευρωπαϊκές εταιρείες να ανταγωνίζονται τους ανταγωνιστές τους παγκοσμίως επί ίσοις όροις και σε πλαίσιο αμοιβαιότητας. Για να εξασφαλιστεί ικανοποιητικό επίπεδο ανταγωνιστικότητας, χρειάζονται κοινές βιομηχανικές και δημοσιονομικές πολιτικές με στρατηγικές επιλογές που θα καλύπτουν το σύνολο της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

1.6   Η ΕΕ δεν μπορεί να συνεχίσει να διαχειρίζεται την οικονομία της επιβάλλοντας ολοένα και πιο αυστηρούς περιορισμούς, χωρίς να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την πραγματοποίηση σταθερών και στρατηγικών κοινών επιλογών σε ζητήματα διακυβέρνησης. Οι επιλογές αυτές κρίνονται αναγκαίες τόσο για την υπεράσπιση του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου της ΕΕ, όσο και για την καλύτερη δυνατή προστασία του περιβάλλοντος.

1.7   Η ΕΟΚΕ εκφράζει την πεποίθησή της ότι η ΕΕ θα πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανάπτυξη ευέλικτων συστημάτων με σκοπό την επίτευξη των –κατά κοινή παραδοχή– αναγκαίων στόχων. Στα συγκεκριμένα συστήματα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα των βασικών βιομηχανιών.

1.8   Η ΕΟΚΕ διερωτάται αν θα πρέπει να υπαχθούν και οι εισαγωγείς σε καθεστώς ανάλογο με το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής (ΣΕΔΕ). Πρωταρχικός στόχος αυτής της ενέργειας θα ήταν η καθιέρωση ενός αποτελεσματικού συστήματος παγκόσμιας εμβέλειας, μέσω μιας αυστηρής και δεσμευτικής συμφωνίας. Ελλείψει ανάλογης συμφωνίας προκειμένου η ΕΕ να επιτύχει τους στόχους που η ίδια έθεσε θα πρέπει να προβλέπεται η ίδια μεταχείριση, υπό τις ίδιες συνθήκες, των αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρονται στην επικράτειά της καθώς και των εξαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών.

1.9   Η ΕΟΚΕ συνιστά θερμά να εξεταστεί το ενδεχόμενο διατήρησης του συστήματος δωρεάν χορήγησης πιστοποιητικών εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής στις εταιρείες που έχουν φθάσει σε επίπεδα αριστείας, τα οποία πλησιάζουν στα φυσικά και θερμοδυναμικά όρια των τεχνικών προδιαγραφών τους. Το σύστημα δημοπράτησης αδειών εκπομπής, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από το 2013, είναι σαφώς θετικό, εφόσον όμως εφαρμοστεί και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Η ΕΕ είναι αποφασισμένη να επεκτείνει την εμπορία και σε άλλους μη ενωσιακούς φορείς, στην προσπάθειά της να δημιουργήσει μια παγκόσμια αγορά εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής.

1.10   Στην περίπτωση των βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας, αν το ΣΕΔΕ δεν εφαρμοστεί με ιδιαίτερη σύνεση, θα μπορούσε να προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημία στους υπαγόμενους σε αυτό βιομηχανικούς κλάδους. Η διαρροή άνθρακα δεν πρέπει να εξεταστεί μόνο μελλοντικά. Συντελείται εδώ και πάνω από 10 χρόνια, με τον αναπροσανατολισμό των επενδύσεων από την Ευρώπη προς τρίτες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ινδία, η Βραζιλία κλπ. Η σε βάθος διερεύνηση αυτού του φαινομένου θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη.

1.11   Προτείνεται να χρησιμοποιείται εκ νέου η αποθηκευμένη στα υλικά ενέργεια, με την υποστήριξη των προγραμμάτων ανακύκλωσης, όπου αυτό είναι δυνατό· υλικά όπως το γυαλί, ο σίδηρος, ο χάλυβας και το αργίλιο μπορούν εν προκειμένω να συμβάλουν τα μέγιστα. Αντί να συνεχίζει να εξάγει τα ευγενή υλικά της, η ΕΕ θα πρέπει να ενθαρρύνει την εκ νέου χρησιμοποίησή τους εντός των συνόρων της, εξοικονομώντας, μεταξύ άλλων, την ενέργεια που εμπεριέχεται στα διάφορα υλικά (2).

1.12   Θα πρέπει να παρέχονται κίνητρα στις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας προκειμένου αυτές –ενδεχομένως μέσω συμπράξεων– να πραγματοποιούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα και δη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να αποκτούν ενέργεια βάσει πολυετών συμβολαίων και με σταθερό κόστος.

1.13   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η καθιέρωση ενός σταθερού, αποτελεσματικού και βιώσιμου ρυθμιστικού πλαισίου είναι ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Οι οικονομικοί κύκλοι των επενδύσεων σε βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας διαρκούν από 7 έως 20 χρόνια (στις υψικαμίνους για παράδειγμα) και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, εδώ και πάνω από μια τριακονταετία, πραγματοποιούνται λιγότερες από το αναμενόμενο επενδύσεις στον ολοκληρωμένο κύκλο παραγωγής χάλυβα.

1.14   Οι πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα τείνουν μάλλον να τιμωρούν φαινόμενα παραβατικότητας παρά να επιβραβεύουν τις καινοτόμες πρακτικές ή τις κοινωνικά υπεύθυνες ενέργειες και επενδύσεις. Η προσέγγιση αυτή πρέπει να αλλάξει, παρέχοντας φορολογικά κίνητρα σε όσες εταιρείες έχουν να επιδείξουν αξιοσημείωτα αποτελέσματα στο ζήτημα της ενεργειακής απόδοσης.

1.15   Θα πρέπει να τονιστούν οι ήδη θεαματικές επιδόσεις των βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας κατά την περίοδο ακριβώς πριν από την εφαρμογή του ΣΕΔΕ· οι βιομηχανίες αυτές είχαν προβλέψει εγκαίρως τις νέες ανάγκες και δεδομένα της εποχής και, επομένως, δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να πληγούν και να κινδυνεύσουν να απολέσουν ένα εκατομμύριο σταθερών και υψηλά εξειδικευμένων θέσεων εργασίας (άμεσων και έμμεσων).

1.16   Θα πρέπει να ενισχυθούν σαφώς τόσο η διατομεακή και διακρατική διάδοση των ορθών πρακτικών, όσο και τα νέα πιλοτικά έργα ή τα έργα επίδειξης.

1.17   Τα μέτρα δημόσιας στήριξης της έρευνας και της καινοτομίας, με την πρόβλεψη ειδικών προγραμμάτων, αποδείχθηκαν εξαιρετικά χρήσιμα. Η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφενός, να ενισχύσουν περαιτέρω όσα προγράμματα επικεντρώνονται στην ενεργειακή απόδοση και διαφοροποίηση και, αφετέρου, να τα συμπεριλάβουν σε μόνιμη βάση στις αναπτυξιακές δράσεις.

1.18   Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) μπορούν να συμβάλουν τα μέγιστα στην επίτευξη των εν λόγω στόχων μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων προσαρμοσμένων στις ανάγκες τους. Οι επιχειρήσεις εντάσεως ενέργειας προέρχονται από όλους τους τομείς της αγοράς· εντούτοις, το κόστος για την επίτευξη υψηλών επιπέδων ενεργειακής απόδοσης είναι αντιστρόφως ανάλογο προς το μέγεθος της εκάστοτε επιχείρησης. Σημειωτέον δε ότι είναι οι ΜΜΕ αυτές που μπορούν να έχουν συνολικά τα καλύτερα αποτελέσματα, και γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να δοθεί έμφαση και να διοχετευθούν οι ανάλογοι πόροι προς αυτή την κατεύθυνση.

2.   Εισαγωγή

2.1   Οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας αποτελούν τη βάση όλων των ευρωπαϊκών αλυσίδων αξίας στον τομέα της μεταποίησης καθότι παρέχουν τις βασικές ύλες για την παραγωγή των μεταποιημένων προϊόντων. Οι εν λόγω βιομηχανίες διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας οικονομίας χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών.

2.2   Η θέσπιση κανόνων υπέρ της μείωσης της κατανάλωσης κατά 20 % αποτελεί το ζητούμενο ενόψει της ανάπτυξης μιας νέας γενιάς βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας· απαιτούνται δε ουκ ολίγα μέτρα και κίνητρα για το «άνοιγμα» της αγοράς σε νέα προϊόντα που εξοικονομούν ενέργεια.

2.3   Ο τομέας της μεταποιητικής βιομηχανίας, ο οποίος συνεισφέρει το 17,6 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ, απορροφά το 27 % της τελικής ζήτησης ενέργειας στην ΕΕ. Οι μεγάλες βιομηχανίες παραγωγής πρώτων υλών (χημικά και πετροχημικά προϊόντα - 18 %, σίδηρος και χάλυβας - 26 %, ή τσιμέντο - 25 %) είναι υψηλής εντάσεως ενέργειας και αντιπροσωπεύουν το 70 % της συνολικής βιομηχανικής κατανάλωσης ενέργειας.

2.4   Η ιδέα της περιστολής του κόστους για τη διατήρηση και, ενδεχομένως, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας έχει ωθήσει πολλές βιομηχανίες –κυρίως τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας – να βελτιώσουν την ενεργειακή τους απόδοση, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν υποδεέστερες οικονομικές δυνατότητες ενόψει του 2020 έναντι άλλων τομέων.

Πίνακας 1

Προβλεπόμενη ανάπτυξη και δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας το έτος 2020  (3)

 

2020

(PRIMES 2007)

[μεγατόνος ισοδυνάμου πετρελαίου ]

2020

(PRIMES 2009 EE)

[μεγατόνος ισοδυνάμου πετρελαίου ]

Αναμενόμενη πρόοδος το 2020 χωρίς περαιτέρω μέτρα

[%]

Οικονομικές

δυνατότητες

για το 2020

[%]

Τεχνικές

δυνατότητες

για το 2020

[%]

 

1

2

3

[=(2-1)/1 (4)100]

4

5

Ακαθάριστη εσωτερική κατανάλωση μείον τελική μη ενεργειακή χρήση

1 842

1 678

–9 %

– 20 %

(στόχος ΕΕ)

μη διαθέσιμα στοιχεία

Τελική κατανάλωση ενέργειας, εκ της οποίας:

1 348

1 214

–10 %

–19 %

–25 %

βιομηχανίες

368

327

–11 %

–13 %

–16 %

μεταφορές

439

395

–10 %

–21 %

–28 %

στέγαση

336

310

–8 %

–24 %

–32 %

τριτογενής τομέας

205

181

–12 %

–17 %

–25 %

Μετατροπή, μετάδοση και διανομή ενέργειας

494

464

–6 %

–35 %

μη διαθέσιμα στοιχεία

Πηγές: PRIMES για τις στήλες 1, 2, 3 και Fraunhofer Institute για τις στήλες 4 και 5.

2.5   Ωστόσο, δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί πλήρως όλες οι δυνατότητες, και αυτό ισχύει ιδίως για τις μικρές και, ενίοτε, για μερικές από τις μεσαίες βιομηχανίες (5).

3.   Η τεχνολογική δομή των διαφόρων βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας

Οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας μελετούν και παράγουν σειρά προϊόντων και τεχνολογιών, που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και άλλων παγκόσμιων προβλημάτων. Ως βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση της απόδοσης της ενέργειας και των πόρων προβάλλει η ενεργός βιομηχανική πολιτική και η συναφής καινοτομία. Θα πρέπει η έρευνα και η ανάπτυξη να εστιάσουν περαιτέρω σε πιο αποτελεσματικές τεχνολογικές και οργανωτικές λύσεις ως προς την απόδοση της ενέργειας και των πόρων. Επιπροσθέτως, οι εταιρείες, μαζί με το προσωπικό και τους εκπροσώπους του, θα πρέπει να προβούν σε βελτιώσεις ως προς την απόδοση της ενέργειας και των πόρων με στόχο την καινοτομία προϊόντων και διαδικασιών.

Ακολουθεί επισκόπηση των κυριότερων βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας.

3.1   Χημική και πετροχημική βιομηχανία

3.1.1   Η χημική βιομηχανία απασχολεί 1 205 000 άτομα σε 29 000 εταιρείες, με παραγωγή αξίας 449 δισ. ευρώ (πηγή: Eurostat, 2009) και περίπου διπλάσιο κύκλο εργασιών, ήτοι 1,15 % του συνολικού ΑΕγχΠ της ΕΕ. Μόνο το 8 % του πετρελαίου χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία ως καύσιμο, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα αυτού προορίζεται για επεξεργασία· όσον αφορά δε στην ενεργειακή κατανάλωση, ο τομέας της μεταποίησης αντιστοιχεί στο 18 % του συνόλου των βιομηχανικών τομέων.

3.1.2   Μέσω της χημικής βιομηχανίας, οι πρώτες ύλες μετατρέπονται σε προϊόντα προς χρήση από άλλες βιομηχανίες ή από τους καταναλωτές. Οι κύριες πρώτες ύλες διακρίνονται σε οργανικές και ανόργανες· στις ανόργανες πρώτες ύλες συγκαταλέγονται ο αέρας, το νερό και τα ορυκτά, στις δε οργανικές τα ορυκτά καύσιμα και η βιομάζα.

3.1.3   Σχεδόν το 85 % των χημικών προϊόντων προέρχεται από περίπου 20 απλές χημικές ενώσεις που ονομάζονται βασικά χημικά προϊόντα. Τα βασικά χημικά προϊόντα παράγονται κυρίως από 10 είδη πρώτων υλών και μετατρέπονται σε περίπου 300 τύπους ενδιάμεσων προϊόντων. Τα βασικά και τα ενδιάμεσα χημικά προϊόντα υπάγονται στην κατηγορία των χύδην χημικών προϊόντων (bulk chemicals). Σχεδόν 30 000 καταναλωτικά αγαθά παράγονται από τα ενδιάμεσα. Τα εν λόγω χημικά προϊόντα κατανέμονται ως εξής: 12 % του κόστους ενός αυτοκινήτου (καλύμματα καθισμάτων, σωλήνες και ιμάντες, καθώς και αερόσακοι), 10 % του κόστους μιας οικίας (μονωτικοί σωλήνες και ηλεκτρική καλωδίωση), το 10 % των ειδών που καταναλώνει ημερησίως ένα μέσο νοικοκυριό (είδη διατροφής, είδη ένδυσης και υπόδησης, φαρμακευτικά προϊόντα, προϊόντα προσωπικής περιποίησης κ.τ.λ.)

3.1.4   Ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν τις πρωτογενείς πρώτες ύλες για την παραγωγή των περισσότερων χύδην χημικών προϊόντων. Σε κάθε στάδιο της παραγωγής προστίθεται επιπλέον αξία· έτσι, η σχετική αξία του αργού πετρελαίου ισούται με 1, των καυσίμων με 2, των τυπικών πετροχημικών προϊόντων με 10 και των τυπικών καταναλωτικών αγαθών με 50.

3.1.5   Τα ορυκτά καύσιμα αποτελούν επίσης σημαντική πηγή ενέργειας: πετρέλαιο (περίπου 40 %), άνθρακας (περίπου 26 %) και φυσικό αέριο (περίπου 21 %).

3.1.6   Στη χημική βιομηχανία χρησιμοποιείται τεράστια ποσότητα ενέργειας· σχεδόν το 8 % της συνολικής ζήτησης σε αργό πετρέλαιο προορίζεται για πρώτη ύλη και το υπόλοιπο για την παραγωγή καυσίμων, κυρίως για τις μεταφορές.

3.2   Βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων

3.2.1   Η βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων είναι πολυσχιδής και περιλαμβάνει την παραγωγή διαφόρων μετάλλων όπως το αργίλιο, ο μόλυβδος, ο ψευδάργυρος, ο χαλκός, το μαγνήσιο, το νικέλιο, η σιλικόνη και πολλά άλλα. Συνολικά, στον τομέα των μη σιδηρούχων μετάλλων απασχολούνται άμεσα 400 000 άτομα (πηγή: Eurometaux, Ιούλιος 2011). Ο μεγαλύτερος και πλέον σημαντικός κλάδος είναι αυτός του αργιλίου, ο οποίος το 2010 αριθμούσε 240 000 εργαζόμενους και παρουσίαζε κύκλο εργασιών της τάξης των 25 δισ. ευρώ. Η παραγωγή βωξίτη ανερχόταν σε 2,3 μεγατόνους, αυτή του οξειδίου του αργιλίου στους 5,9 μεγατόνους και η συνολική παραγόμενη ποσότητα αργιλίου (πρωτογενούς και ανακυκλωμένου) άγγιζε τους 6 μεγατόνους (σε 270 μονάδες παραγωγής). Υπενθυμίζεται ότι το σημείο αναφοράς για την παραγωγή πρωτογενούς αργιλίου που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισούται με 1 514 κιλά ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα ανά τόνο.

3.2.2   Από διάφορες αναλύσεις προκύπτει ότι η ενέργεια και οι πρώτες ύλες αντιπροσωπεύουν τους σημαντικότερους ανταγωνιστικούς παράγοντες της βιομηχανίας μη σιδηρούχων μετάλλων στην ΕΕ. Αναλόγως με τον υποτομέα, το κόστος της ενέργειας και των πρώτων υλών αντιπροσωπεύει από το 50 % έως το 90 % του συνολικού κόστους της παραγωγής κατεργασμένων μετάλλων. Το κόστος των πρώτων υλών κυμαίνεται μεταξύ 30 % και 85 % επί του συνολικού κόστους, ενώ το ενεργειακό κόστος μεταξύ 2 % και 37 % επί του συνολικού κόστους. Αναφορικά με τις πρώτες ύλες, η ανακύκλωση απορριφθέντων μετάλλων (παλιοσίδερα) έχει την ίδια σημασία για τη μεταλλουργία στην ΕΕ με τη χρήση απλών και εμπλουτισμένων μεταλλευμάτων.

3.2.3   Ως προς την εξάρτηση από τις εισαγωγές, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς εκπροσώπων της μεταλλουργίας στην ΕΕ (2005), τα συμπυκνώματα βωξίτη, μαγνησίου, σιλικόνης και χαλκού αποτελούν τις πλέον «ευαίσθητες» πρώτες ύλες (π.χ. το 50 % των παγκόσμιων εξαγωγών οπτάνθρακα και το 40 % των παγκόσμιων εξαγωγών συμπυκνωμάτων χαλκού αναλογούν αντιστοίχως στην Κίνα και στη Χιλή).

3.2.4   Σύμφωνα με φορείς της εν λόγω βιομηχανίας, θεωρείται επισφαλής ο εφοδιασμός με απορρίμματα αργιλίου, απορρίμματα χαλκού, πρωτογενή χαλκό, συμπυκνώματα ψευδαργύρου και μολύβδου και, πιο μακροπρόθεσμα, ο εφοδιασμός με απορρίμματα αργιλίου, απορρίμματα χαλκού, συμπυκνώματα χαλκού και πρωτογενή χαλκό.

3.2.5   Η βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων καταναλώνει μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος, ιδίως στην περίπτωση των μονάδων παραγωγής αργιλίου, μολύβδου, ψευδαργύρου.

3.2.6   Μεγάλο μέρος των αναγκών σε μη σιδηρούχα μέταλλα καλύπτονται ήδη από τις εισαγωγές και, εφόσον δεν βρεθεί κάποια λύση και εξακολουθήσουν να κλείνουν οι μονάδες μη σιδηρούχων μετάλλων στην ΕΕ, το ποσοστό αυτό θα συνεχίσει να διευρύνεται, με αποτέλεσμα να έχουμε φαινόμενα διαρροής άνθρακα.

3.3   Σιδηρουργία και χαλυβουργία

3.3.1   Το 2010 οι τομείς της σιδηρουργίας και της χαλυβουργίας στην ΕΕ απασχολούσαν άμεσα 360 000 άτομα και κατέγραψαν κύκλο εργασιών της τάξης των 190 δισ. ευρώ. Η συνολική ενεργειακή τους κατανάλωση ανήλθε στα 3 700 GJ, δηλαδή περίπου το ένα τέταρτο της ενέργειας που κατανάλωσε η βιομηχανία της μεταποίησης. Επίσης οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα άγγιξαν τους 350 μεγατόνους, μέγεθος το οποίο αντιστοιχεί στο 4 % των συνολικών εκπομπών της ΕΕ.

3.3.2   Υφίστανται δύο μέθοδοι παραγωγής: α) η ολοκληρωμένη μέθοδος, η οποία συνίσταται στην παραγωγή σιδήρου από σιδηρομεταλλεύματα – ωστόσο, με αυτή τη μέθοδο, το 14 % κατά μέσο όρο παράγεται επίσης από θραύσματα και β) η μέθοδος της ανακύκλωσης, στην οποία ως βασική σιδηρούχος πρώτη ύλη για την τροφοδοσία των κλιβάνων ηλεκτρικού τόξου χρησιμοποιούνται παλιοσίδερα.

3.3.3   Σε αμφότερες τις μεθόδους, η ενεργειακή κατανάλωση προέρχεται από τα καύσιμα (κυρίως άνθρακας και οπτάνθρακας) και την ηλεκτρική ενέργεια. Στη μέθοδο της ανακύκλωσης, η ενεργειακή κατανάλωση είναι σαφώς χαμηλότερη (περίπου κατά 80 %). Αντιθέτως, η ολοκληρωμένη μέθοδος βασίζεται στη χρήση συστοιχίας καμίνων οπτανθρακοποίησης, μονάδων συσσωμάτωσης, υψικαμίνων και κλιβάνων εμφύσησης βασικού οξυγόνου.

3.3.4   Η τρέχουσα ενεργειακή κατανάλωση στην ολοκληρωμένη μέθοδο εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 17 και 23 GJ ανά τόνο προϊόντος θερμής έλασης [1] (πηγή: SET_Plan_Workshop, 2010). Η ελάχιστη τιμή (17 GJ ανά τόνο) θεωρείται θετικό σημείο αναφοράς για μια μονάδα που εφαρμόζει την ολοκληρωμένη μέθοδο· η δε τιμή των 21 GJ ανά τόνο αποτελεί τη μέση τιμή ανά την ΕΕ των 27 κρατών μελών.

3.3.5   Μέρος της κατακόρυφης αυτής πτώσης (περίπου στο ήμισυ) της ενεργειακής κατανάλωσης στην ευρωπαϊκή σιδηρουργία και χαλυβουργία κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία οφείλεται στην προτίμηση που επιδεικνύεται στη μέθοδο της ανακύκλωσης έναντι της ολοκληρωμένης μεθόδου (ήτοι άνοδος της χρήσης της πρώτης από το 20 % των δραστηριοτήτων τη δεκαετία του '70 σχεδόν στο 40 % σήμερα).

3.3.6   Εντούτοις, η μεταστροφή προς τη χρήση της μεθόδου της ανακύκλωσης εξαρτάται εν πολλοίς από την ποιότητα και τη διαθέσιμη ποσότητα των απορριφθέντων μετάλλων. Στην Ευρώπη, γύρω στο 80 % των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από μονάδες που ακολουθούν την ολοκληρωμένη μέθοδο προέρχονται από τα καυσαέρια των καμίνων. Αυτά τα καυσαέρια χρησιμοποιούνται ευρέως στην ίδια τη βιομηχανία για την κάλυψη περίπου του 80 % των αναγκών της σε ηλεκτρική ενέργεια (πηγή: EUROFER, 2009a].

3.3.7   Η παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα το 2008 στην ΕΕ ανήλθε στους 198 μεγατόνους, ήτοι το 14,9 % της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής –1 327 μεγατόνοι ακατέργαστου χάλυβα (πηγή: WorldSteel, 2009). Δέκα χρόνια νωρίτερα, μια ελαφρώς χαμηλότερη παραγωγή ακατέργαστου χάλυβα (191 μεγατόνοι) της ΕΕ αντιστοιχούσε στο 24,6 % της παγκόσμιας παραγωγής.

3.4   Κεραμοποιία

3.4.1   Στη βιομηχανία της κεραμοποιίας εργάζονται άμεσα 300 000 άνθρωποι, οι δε δραστηριότητες του τομέα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, το οποίο εκτείνεται από την κατασκευή οπτόπλινθων, κεραμιδιών, πήλινων σωλήνων, πλακιδίων τοίχου ή δαπέδου μέχρι είδη υγιεινής, τραπέζια, είδη διακόσμησης, στιλβωτικά προϊόντα, πυρίμαχα κεραμικά προϊόντα, καθώς και λοιπά τεχνικά κεραμικά προϊόντα (6).

3.4.2   Σε αυτούς τους υποτομείς περιλαμβάνονται εφαρμογές στις κατασκευές, στις διεργασίες υψηλής θερμοκρασίας, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στην ενέργεια, στο περιβάλλον, στα καταναλωτικά αγαθά, στις εξορυκτικές δραστηριότητες, στη ναυπηγική, στην άμυνα, στην αεροδιαστημική, στις ιατρικές συσκευές κ.τ.λ. Οι υποτομείς της κεραμοποιίας χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη εξάρτησή τους τόσο από εγχώριες όσο και εισαγόμενες πρώτες ύλες.

3.4.3   Η κεραμοποιία στην ΕΕ συνίσταται εν πολλοίς σε ΜΜΕ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μεν περίπου το 10 % των υπαγόμενων στο ΣΕΔΕ μονάδων παραγωγής, αλλά δεν ευθύνονται ούτε καν για το 1 % των συνολικών εκπομπών του τομέα.

3.5   Τσιμεντοβιομηχανία

3.5.1   Το 2010, η τσιμεντοβιομηχανία στην ΕΕ απασχολούσε άμεσα 48 000 εργαζόμενους, καταγράφοντας κύκλο εργασιών της τάξης των 95 δισ. ευρώ για μια παραγωγή 250 μεγατόνων τσιμέντου. Το μέγεθος αναφοράς ως προς την ενεργειακή κατανάλωση ισούται με 110kWh/t, οι δε συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αντιστοιχούν στο 3 % του συνόλου στην ΕΕ.

3.5.2   Το τσιμέντο αποτελεί βασικό υλικό στον κατασκευαστικό τομέα, καθώς και στην υδραυλική και πολιτική μηχανική. Η παραγωγή της τσιμεντοβιομηχανίας συναρτάται άμεσα με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον τομέα των κατασκευών και αντανακλά πιστά την εκάστοτε οικονομική συγκυρία.

3.5.3   Στην ΕΕ, το τσιμέντο παράγεται ως επί το πλείστον με βάση τη σύγχρονη τεχνολογία της «ξηρής μεθόδου». Αυτή η μέθοδος απαιτεί περίπου 50 % λιγότερη ενέργεια από την καύση συσσωματωμάτων υπολειμμάτων καύσης (κλίνκερ) σε καμίνους υγρής μεθόδου.

3.5.4   Το 2009, η παραγωγή τσιμέντου στις 27 χώρες της ΕΕ ήταν περίπου 250 μεγατόνοι, ήτοι το 8,6 % της παγκόσμιας παραγωγής τσιμέντου, η οποία ανερχόταν συνολικά σε περίπου 3 μεγατόνους (7). Μακράν, το μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής (75 %) ανήκε στην Ασία και μόνον η Κίνα αντιπροσώπευε σχεδόν το ήμισυ της ασιατικής παραγωγής (54,2 %). Αυτά τα στοιχεία φανερώνουν ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής τσιμέντου προέρχεται από χώρες που δεν εφαρμόζουν το πρωτόκολλο του Κιότο.

3.5.5   Τα βασικά χαρακτηριστικά της τσιμεντοβιομηχανίας στην ΕΕ είναι τα εξής: η λειτουργία της προϋποθέτει μεγάλα κεφάλαια (150 εκατ. ευρώ ανά μεγατόνο παραγόμενου τσιμέντου) και υψηλή ενεργειακή κατανάλωση (60-130 κιλά πετρελαίου ή ισοδυνάμου πετρελαίου ανά τόνο, συν 90-130 KWh ηλεκτρικού ρεύματος ανά τόνο).

3.5.6   Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο της τσιμεντοβιομηχανίας στην ΕΕ είναι η ύπαρξη περιφερειακών αγορών τσιμέντου με εμβέλεια μικρότερη των 320 χλμ..

3.5.7   Η τσιμεντοβιομηχανία ευθύνεται για ορισμένους από τους υψηλότερους δείκτες εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (ήτοι το 5 % των παγκόσμιων ανθρωπογενών εκπομπών (8)). Οι κύριες πηγές εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στη τσιμεντοβιομηχανία είναι η απανθρακοποίηση των πρώτων υλών και η χρήση καυσίμων.

3.5.8   Εκτιμάται ότι οι εκπομπές από τη διαδικασία απανθρακοποίησης αντιπροσωπεύουν περίπου το 50 % των συνολικών εκπομπών από μονάδες παραγωγής τσιμέντου, ενώ άλλο ένα 40 % προέρχεται από τη χρήση καυσίμων. Το διοξείδιο του άνθρακα που εκλύεται ως αποτέλεσμα αυτών των δύο διεργασιών θεωρείται άμεση εκπομπή. Στις πηγές έμμεσων εκπομπών (περίπου 10 % των εκπομπών από μονάδες παραγωγής τσιμέντου) συγκαταλέγονται οι μεταφορές και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται στις τσιμεντοβιομηχανίες (9).

3.5.9   Η ανάπτυξη του τομέα της τσιμεντοβιομηχανίας στην ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές και τις αποφάσεις της ΕΕ σχετικά με το διοξείδιο του άνθρακα και τους άλλους ρύπους.

3.5.10   Στον συγκεκριμένο τομέα εφαρμόζεται το ΣΕΔΕ στην παραγωγή τσιμέντου (κλίνκερ) σε περιστροφικές καμίνους με ημερήσια δυνατότητα επεξεργασίας άνω των 500 τόνων. Από στοιχεία των τελευταίων ετών (10) συνάγεται ότι τα επίπεδα εκπομπών στον τομέα της τσιμεντοβιομηχανίας ήταν χαμηλότερα του αναμενομένου και τούτο διότι η υψηλή τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο κίνητρο από την αύξηση της παραγόμενης ποσότητας τσιμέντου· ο δε σχεδιασμός του ΣΕΔΕ είναι τέτοιος που θα μπορούσε να περιορίσει την παραγωγή. Αντιστοίχως, πριν από την κατανομή ποσοστώσεων θα πρέπει να πραγματοποιείται μια ανάλυση για τον καθορισμό βιώσιμων στόχων, την αποφυγή στρεβλώσεων στην αγορά και την παροχή κινήτρων στους επιχειρηματίες με σκοπό τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και ταυτόχρονα τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

3.6   Υαλουργία

3.6.1   Το 2010, ο τομέας της υαλουργίας απασχολούσε άμεσα 200 000 εργαζόμενους (εκ των οποίων 1 300 παραγωγοί και ειδικοί στην επεξεργασία), με συνολική παραγωγή 34 μεγατόνων (30 % επί της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής). Μέσω της ανακύκλωσης ενός τόνου γυαλιού επιτυγχάνεται η εξοικονόμηση 670 κιλών εκλυόμενου διοξειδίου του άνθρακα· σημειωτέον ότι οι ετήσιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανέρχονται περίπου στους 25 μεγατόνους.

3.6.2   Το γυαλί αποτελείται κυρίως από εξυαλώσιμα υλικά όπως το διοξείδιο του πυριτίου (άμμος υψηλής ποιότητας), από καυστικά αλκάλια (κυρίως ανθρακικό νάτριο και ανθρακικό κάλιο), για την υγροποίηση του στέρεου διοξειδίου του πυριτίου, σταθεροποιητές για την ελάττωση της διάβρωσης του γυαλιού (οξείδιο του ασβέστιο, μαγνήσιο και οξείδιο του αργιλίου), ορισμένα διαυγαστικά υάλου και άλλα πρόσθετα σε μικρές ποσότητες, τα οποία προσδίδουν τα διάφορα χαρακτηριστικά σε κάθε τύπο γυαλιού.

3.6.3   Η πιο διαδεδομένη κατηγοριοποίηση του γυαλιού γίνεται με βάση τη χημική του σύνθεση· έτσι προκύπτουν οι εξής τέσσερις κατηγορίες: α) ύαλος με προσθήκη νατρασβέστου, β) μολυβδούχα κρύσταλλα και υαλοκρύσταλλα, γ) βοριοπυριτική ύαλος και δ) ειδική ύαλος.

3.6.4   Η κατασκευή γυάλινων δοχείων (φιάλες και βάζα) είναι ο μεγαλύτερος υποτομέας της υαλουργίας στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας άνω του 60 % της συνολικής παραγωγής υάλου. Γυάλινα δοχεία κατασκευάζονται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πλην της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου. Η ΕΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη παγκοσμίως περιφέρεια παραγωγής γυάλινων δοχείων, αριθμώντας περίπου 140 μονάδες παραγωγής.

3.6.5   Η επίπεδη ύαλος αποτελεί τον δεύτερο σε μέγεθος υποτομέα της υαλουργίας στην ΕΕ, συγκεντρώνοντας το 22 % της συνολικής παραγωγής. Περιλαμβάνει την παραγωγή υαλοπινάκων επιπλεύσεως και υάλου από έλαση. Σήμερα στην ΕΕ λειτουργούν 5 κατασκευαστές υαλοπινάκων επιπλεύσεως και άλλοι 5 κατασκευαστές επίπεδης υάλου. Το 2008, οι συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα του υποτομέα κατασκευής επίπεδης υάλου κυμαίνονταν στους 7 μεγατόνους, εκ των οποίων 6,5 μεγατόνοι από τις κατασκευές υαλοπινάκων επιπλεύσεως και περίπου 0,5 μεγατόνος από τις κατασκευές υάλου από έλαση (πηγή: CITL).

3.6.6   Οι ίνες υάλου συνεχούς νήματος (CFGF) παράγονται και διατίθενται σε ποικίλες μορφές: νήματα με απανωτές στρώσεις (rovings), πετάσματα (mat), κομμένοι κλώνοι, υφαντικά νήματα, ιστός και κατεργασμένες ίνες. Η βασική τελική χρήση (περίπου το 75 %) είναι η ενίσχυση σύνθετων υλικών –κυρίως θερμοσκληρυνόμενη ρητίνη, αλλά και θερμοπλαστικά. Οι κυριότερες αγορές σύνθετων υλικών είναι η οικοδομική βιομηχανία, η αυτοκινητοβιομηχανία και οι μεταφορές (50 %), καθώς και οι βιομηχανίες των ηλεκτρονικών και των ηλεκτρικών ειδών.

3.6.7   Ακολούθως παρατίθενται ορισμένα στοιχεία σχετικά με το αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα του υποτομέα:

Μέσο ετήσιο επίπεδο παραγωγής: 870 000 τόνοι ινών υάλου συνεχούς νήματος

Μέσο επίπεδο άμεσων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα: 640 000 τόνοι

Μέσες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ανά τόνο: 735 κιλά διοξειδίου του άνθρακα ανά τόνο παραγόμενων ινών υάλου συνεχούς νήματος.

3.6.8   Στον υποτομέα των ειδικών κρυστάλλων αντιστοιχεί το 6 % της συνολικής παραγωγής του τομέα της υαλουργίας –ως προς την παραγόμενη ποσότητα σε τόνους καταλαμβάνει την τέταρτη θέση. Τα κυριότερα προϊόντα του είναι τα εξής: κρύσταλλα για τηλεοράσεις και οθόνες, φωτιστικά κρύσταλλα (ηλεκτρικοί λαμπτήρες και γλόμποι), οπτικά κρύσταλλα και κρύσταλλα για τεχνικές χρήσεις, βοριοπυριτική και κεραμική ύαλος (μαγειρικά σκεύη και πυρίμαχες οικιακές συσκευές), καθώς και κρύσταλλα για τη βιομηχανία των ηλεκτρονικών (οθόνες υγρών κρυστάλλων).

3.6.9   Ο υποτομέας των οικιακών υαλικών είναι ένας από τους μικρότερους της υαλουργίας με μόλις 4 % επί της συνολικής παραγωγής. Στον εν λόγω υποτομέα εντάσσεται η παραγωγή γυάλινων ειδών εστίασης, μαγειρικών σκευών και διακοσμητικών αντικειμένων (μεταξύ άλλων ποτήρια, φλιτζάνια, γαβάθες, πιάτα, σκεύη, βάζα και στολίδια).

4.   Γενική επισκόπηση του θέματος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ κατά το 2010.

4.1   Το ΣΕΔΕ στην ΕΕ οριοθετεί τις εκπομπές περίπου 12 600 μονάδων παραγωγής, μεταξύ των οποίων μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εργοστάσια και διυλιστήρια. Το σύστημα καλύπτει το 40 % των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ. Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις βασισμένες σε στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή, οι εκπομπές αυξήθηκαν το 2010 κατά 3,2 %, σε αντιδιαστολή με την πτώση της τάξης σχεδόν του 11,3 % που είχε σημειωθεί το 2009 (πηγή: Barclays Capital, Nomisma Energia, IdeaCarbon).

4.2   Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, οι συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ το 2009 ανέρχονταν περίπου στους 4,6 δισ. τόνους. Εάν αυτές οι εκπομπές αυξηθούν αντιστοίχως προς την άνοδο των επιπέδων των βιομηχανικών ανθρακούχων εκπομπών του περασμένου έτους, η ΕΕ θα υπερβεί κατά 300 μεγατόνους τον στόχο των 4,5 δισ. τόνων αερίων του θερμοκηπίου για το 2020. Κατά τους ειδικούς της ΕΕ σε θέματα κλίματος, η ΕΕ θα καταφέρει να επιτύχει αυτόν τον στόχο, εφόσον υλοποιήσει τους στόχους της απόδοσης και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

4.3   Διοξείδιο του άνθρακα

Οι εκπομπές υπό το ΣΕΔΕ στην ΕΕ αυξήθηκαν το 2010 ως απόρροια της ανόδου της ζήτησης ενέργειας και της παραγωγής σε όλους τους βιομηχανικούς τομείς· με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις κατανάλωσαν μεγαλύτερες ποσότητες ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θέρμανσης (πηγή: Sikorski).

Η αύξηση του κόστους του φυσικού αερίου υποχρέωσε τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να καταφύγουν στη χρήση περισσότερου άνθρακα, ο οποίος αποτελεί πηγή μεγαλύτερων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

5.   Παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ

5.1   Η αλυσίδα προστιθέμενης αξίας συναρτάται με τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα των υλικών, οι δε βασικές βιομηχανίες στην ΕΕ προσφέρουν υλικά πρώτης ποιότητας. Η βιομηχανία της μεταποίησης στην ΕΕ διαθέτει υψηλό ποιοτικό επίπεδο και επιδεικνύει συνεχή καινοτομία μέσω της έρευνας· στη χαλυβουργία, λόγου χάρη, το 70 % της ποιότητας εξαρτάται από τον τύπο της χύτευσης. Η ποιότητα αυτή διατηρείται και, ει δυνατόν, ενισχύεται.

5.2   Χωρίς ισχυρή, ανταγωνιστική και καινοτόμο βιομηχανία, η ΕΕ δεν θα μπορέσει να επιτύχει κανένα βιώσιμο στόχο, όπως αυτούς που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

5.3   Το ΣΕΔΕ στην ΕΕ είναι ένα σύστημα με «ανώτατα όρια και δικαιώματα εμπορίας» και έχει υιοθετηθεί ως χρήσιμο εργαλείο για την υλοποίηση του στόχου της ΕΕ να περιορίσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 20 % έως το 2020 –σε σχέση με τα επίπεδα του 1990– και κατά 30 %, εφόσον επιτευχθεί συμφωνία παγκόσμιας εμβέλειας. Το ΣΕΔΕ αφορά περίπου 12 500 μονάδες παραγωγής του ενεργειακού και βιομηχανικού τομέα, οι οποίες μαζί ευθύνονται σχεδόν για το ήμισυ των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ και για το 40 % των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

5.4   Το ΣΕΔΕ ισχύει σήμερα σε 30 χώρες (τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ συν την Ισλανδία, το Λίχτενσταϊν και τη Νορβηγία). Συγκριτικά με άλλους τομείς που δεν αποτελούν μέρος του συστήματος, όπως είναι οι μεταφορές, οι μονάδες που υπάγονται στο ΣΕΔΕ πέτυχαν σημαντική ελάττωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας ωθούνται πάντοτε προς τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης λόγω του συνεχώς αυξανόμενου κόστους ενέργειας. Θα ήταν ιδιαιτέρως επιθυμητή η ενδελεχής ανάλυση των μειώσεων εκπομπών που αποδίδονται στο ΣΕΔΕ της ΕΕ.

6.   Οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές

6.1   Ο μόνος τρόπος για να υπερασπιστούμε το βιομηχανικό σύστημα, τους εργαζόμενους στην ΕΕ, τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, το περιβάλλον και την υγεία των καταναλωτών είναι να ληφθεί μέριμνα ώστε κανένα από αυτά τα συμφέροντα να μην επικρατήσει εις βάρος των υπολοίπων και να αναζητηθεί η βέλτιστη εξισορρόπηση των περιβαλλοντικών με τις κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές.

6.2   Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται τους περιβαλλοντικούς στόχους και εκείνον της κοινωνικής βιωσιμότητας, επισημαίνει δε ορισμένα πεδία στα οποία θα πρέπει να υπάρξουν ολοκληρωμένες και σφαιρικές παρεμβάσεις κατά προτεραιότητα.

6.3   Πρωτίστως, χρειαζόμαστε αποτελεσματικά υποστηρικτικά προγράμματα για την ανάπτυξη των επαγγελματικών κλάδων μέσω της κατάρτισης, η οποία θα δημιουργήσει τις απαιτούμενες δεξιότητες για την αντιμετώπιση των τεχνολογικών προκλήσεων και την επίτευξη περισσότερων και καλύτερων αποτελεσμάτων στο θέμα της ενεργειακής απόδοσης. Οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας χαρακτηρίζονται από συνεχείς διαδικασίες παραγωγής και υψηλό βαθμό ευθύνης των εργαζομένων, με αποτέλεσμα οι νέοι να τις θεωρούν ελάχιστα ελκυστική προοπτική. Επομένως, απαιτείται να δοθούν ειδικά κίνητρα για την προώθηση προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης (π.χ. υποτροφίες) προκειμένου να διατηρηθούν οι ευρωπαϊκές δεξιότητες σε αυτούς τους κλάδους.

6.4   Χρειάζεται να παρασχεθούν κίνητρα για τη διευκόλυνση της κινητικότητας των τεχνικών και των εξειδικευμένων εργατών προκειμένου να διαδοθούν η τεχνογνωσία και οι ορθές πρακτικές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

6.5   Θα πρέπει επίσης να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στις μεταβατικές περιόδους για την κατάλληλη συνδρομή των εργαζομένων που πλήττουν οι αναδιαρθρώσεις, λόγω των συντελούμενων αλλαγών στην προσπάθεια σύζευξης της παραγωγής με τις εκάστοτε ανάγκες· η διαδικασία αυτή θα πρέπει να υποστηριχθεί από επενδύσεις του δημόσιου τομέα.

6.6   Θα πρέπει να υπάρξει προσήλωση στον στόχο των μεταλλαγών στις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας μέσω κατάλληλων εκτιμήσεων του αντικτύπου τους στις κοινωνίες και στους εργαζομένους, προς αποφυγή αρνητικών συνεπειών και προκειμένου να προλειανθεί το έδαφος για την εισαγωγή νέων μοντέλων παραγωγής.

6.7   Κρίνεται απαραίτητο το ευρύ κοινό να κατανοήσει, να αντιληφθεί και να ενημερωθεί σχετικά με τα οφέλη που μπορεί να προσπορίσει μια εξόχως ενεργειακή αποδοτική βιομηχανία. Κατ’ αντιστοιχία προς την επισήμανση των προϊόντων, θα πρέπει να επισημαίνονται και οι ενεργειακά αποδοτικές διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τους. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να υπάρξει διττή επισήμανση· όχι μόνο του προϊόντος, αλλά και του εργοστασίου το οποίο συνέβαλε στη διατήρηση υψηλού επιπέδου συνολικής απόδοσης.

6.8   Επιπροσθέτως, οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας χρήζουν περαιτέρω υποστήριξης σε θέματα έρευνας και καινοτομίας. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, μέσω του ισχύοντος χρηματοδοτικού συστήματος της ΕΕ, ειδικά εργαλεία (π.χ. το SPIRE συμπράξεων ιδιωτικού-δημόσιου τομέα για τη βιώσιμη βιομηχανία) προκειμένου να διευρυνθεί το πεδίο δράσης των βιομηχανικών έργων. Χάρη στις κοπιώδεις προσπάθειες που καταβάλλονται μέσω των τεχνολογικών διαύλων, έχει δημιουργηθεί ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον όπου οι βιομηχανίες μπορούν να ανταποκριθούν καλύτερα στα ενωσιακά προγράμματα-πλαίσιο. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμιστεί και ο ρόλος των οργανώσεων έρευνας και ανάπτυξης καθότι συμβάλλουν σημαντικά στη συνέχιση της αλυσίδας της καινοτομίας, προωθώντας τις ιδέες μέχρι το στάδιο της βιομηχανικής εφαρμογής τους.

7.   Η διεθνής διάσταση

7.1   Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ρωσία, η Βραζιλία, η Ινδία και κυρίως η Κίνα (με 22 % επί των συνολικών τιμών εκπομπών κατέχει τα πρωτεία) πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Μαζί με την ΕΕ, οι χώρες αυτές παράγουν πάνω από το 70 % των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (με στοιχεία του 2007). Η σύναψη συμφωνίας για το κλίμα και την υγεία του πλανήτη κρίνεται απαραίτητη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων λόγω της ανθρωπογενούς ανόδου της θερμοκρασίας.

7.2   Η ΕΟΚΕ έχει επανειλημμένα ταχθεί υπέρ αυτών των ενωσιακών πολιτικών, προτείνοντας να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επιτευχθεί μια δίκαιη διεθνής συμφωνία, βάσει της οποίας θα επιμερίζονται οι σχετικές ευθύνες και το κόστος, λαμβάνοντας υπόψη ποικίλους παράγοντες και όχι μόνο γεγονότα και αριθμητικά στοιχεία.

7.3   Οι πολιτικές για την αλλαγή του κλίματος μπορούν να επιτύχουν μόνο εάν καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός νέων στόχων μετά το Κιότο για τις χώρες του κόσμου με τις μεγαλύτερες εκπομπές στην προσεχή διάσκεψη του Ντέρμπαν. Από την πλευρά της, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να υλοποιήσει ακόμη πιο φιλόδοξους στόχους, αναλόγως με την παγκόσμια συμφωνία που τελικά θα συναφθεί. Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει αυτή την προσέγγιση, υπό την προϋπόθεση ότι θα αναγνωριστούν ρητώς και θα γίνουν σεβαστοί οι προβληματισμοί σχετικά με τις συνθήκες βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και των εργαζομένων της ΕΕ.

Βρυξέλλες, 8 Δεκεμβρίου 2011.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  ΕΕ C 218, 23/7/2011, σ. 38.

(2)  ΕΕ C 107, 6/4/2011, σ. 1 και ΕΕ C 218, 23/07/2011, σ. 25.

(3)  SEC (2011) 779 τελικό.

(4)  Τα στοιχεία για τις οικονομικές δυνατότητες τον τομέα της μετατροπής ενέργειας βασίζονται σε υπολογισμούς της ΓΔ Ενέργειας.

(5)  «Σχέδιο για την ενεργειακή απόδοση, 2011», COM(2011) 109 τελικό· «Μελέτη εκτίμησης αντικτύπου», βλ. υποσημείωση 3, ΕΕ C 218, 23/7/2011, σ. 38· ΕΕ C 318, 29/10/2011, σ. 76.

(6)  ΕΕ C 317, 23/12/2009, σ. 7.

(7)  Ενημερωτική έκθεση με θέμα «Η εξέλιξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τσιμέντου», CCMI/040, CESE 1041/2007.

CEMBUREAU (Ευρωπαϊκή Ένωση Τσιμεντοβιομηχανιών), Evolution & Energy Trends (Εξέλιξη και ενεργειακές τάσεις), http://www.cembureau.be/ Μάιος 2011.

(8)  «Carbon dioxide emissions from the global cement industry» (Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από την παγκόσμια τσιμεντοβιομηχανία), Ernst Worrell, Lynn Price, Nathan Martin, Chris Hendriks και Leticia Ozawa Meida, Annual Review of Energy and the Environment, Νοέμβριος 2001, τ. 26, σ. 303-329.

(9)  Vanderborght B., Brodmann U., 2001. The Cement CO2 Protocol: CO2 Emissions Monitoring and Reporting Protocol for the Cement Industry. Guide to the Protocol, version 1.6 (Το πρωτόκολλο διοξειδίου του άνθρακα για το τσιμέντο: Ο έλεγχος των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και το πρωτόκολλο αναφοράς για την τσιμεντοβιομηχανία – Επεξηγηματικός οδηγός του πρωτοκόλλου), www.wbcsdcement.org.

(10)  Έκθεση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Euronews τον Μάιο του 2006.


Top