EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011AE0802

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους όρους εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο ενδοεπιχειρησιακής μετάθεσης» COM(2010) 378 τελικό — 2010/0209 (COD)

ΕΕ C 218 της 23.7.2011, p. 101–106 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

23.7.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 218/101


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους όρους εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο ενδοεπιχειρησιακής μετάθεσης»

COM(2010) 378 τελικό — 2010/0209 (COD)

2011/C 218/19

Εισηγητής: ο κ. Oliver RÖPKE

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την:

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους όρους εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο ενδοεπιχειρησιακής μετάθεσης»

COM(2010) 378 τελικό — 2010/0209 (COD).

Το ειδικευμένο τμήμα «Απασχόληση, κοινωνικές υποθέσεις, δικαιώματα του πολίτη», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 24 Μαρτίου 2011.

Κατά την 471η σύνοδο ολομέλειάς της, της 4ης και 5ης Μαΐου 2011 (συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2011), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 152 ψήφους υπέρ, 2 ψήφους κατά και 6 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1   Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή χαιρετίζει τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να καθορίσει, με την πρόταση οδηγίας σχετικά με τους όρους εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο ενδοεπιχειρησιακής μετάθεσης, διαφανείς και εναρμονισμένους όρους εισδοχής για αυτήν την ομάδα προσωρινώς μετατιθέμενων εργαζομένων.

1.2   Ωστόσο, η ΕΟΚΕ διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις για ορισμένα μέρη της πρότασης οδηγίας, καθώς και για τη διαδικασία που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά τους ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους κατά το στάδιο επεξεργασίας της πρότασης.

1.3   Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της διότι το άρθρο 79 ΣΛΕΕ επιλέχθηκε ως μόνη νομική βάση για την οδηγία, παρόλο που η τελευταία περιλαμβάνει σημαντικές διατάξεις για το εργασιακό καθεστώς διοικητικών στελεχών, ειδικευμένων υπαλλήλων και ασκουμένων πτυχιούχων, και κατά συνέπεια θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στις αγορές εργασίας των κρατών μελών. Συνεπώς, μια τέτοια πρωτοβουλία έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 154 ΣΛΕΕ, να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο επίσημης διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, προτού υποβάλει η Επιτροπή συγκεκριμένη πρόταση οδηγίας. Μια τέτοια διαβούλευση δεν θα είχε απλώς τονίσει τον στόχο της Συνθήκης της Λισσαβώνας να ενισχυθεί ο ρόλος του κοινωνικού διαλόγου στην ΕΕ, αλλά θα είχε δώσει και τη δυνατότητα να αντιμετωπιστεί, ήδη κατά το στάδιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, μέρος των σημείων τριβής που έχουν προκύψει.

1.4   Η πρόταση οδηγίας, η οποία καθορίζει τους όρους εισόδου υπηκόων τρίτων χωρών καθώς και των μελών της οικογένειάς τους σε περίπτωση ενδοεπιχειρησιακής μετάθεσης, δεν αφορά μόνο την αριθμητικώς περιορισμένη ομάδα των διοικητικών στελεχών, αλλά και τους εξειδικευμένους εργαζομένους και τους ασκούμενους πτυχιούχους. Ωστόσο, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, εάν η οδηγία είχε περιοριστεί μόνο στα διοικητικά στελέχη, θα ανταποκρινόταν καλύτερα στην ειδική θέση και στις απαιτήσεις της εν λόγω ομάδας. Ακόμα σημαντικότερο είναι όμως να ισχύσουν για όλους τους εργαζόμενους που εμπίπτουν στην οδηγία οι αρχές της ισότιμης μεταχείρισης και της μη διάκρισης όσον αφορά τις απολαβές και τις συνθήκες εργασίας, και να αποκλειστεί η καταχρηστική εφαρμογή της οδηγίας.

1.5   Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ προτείνει να προβλεφθεί ισότιμη αντιμετώπιση των ενδοεπιχειρησιακώς μετατιθέμενων εργαζομένων με τους εργαζομένους της χώρας υποδοχής ή με το μόνιμο προσωπικό της εταιρίας, όσον αφορά όχι μόνο τον μισθό αλλά και όλους τους όρους απασχόλησης. Αυτή η ισότητα δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στις συλλογικές συμβάσεις γενικής εφαρμογής, αλλά πρέπει να ισχύει για όλες τις νομοθετικές ρυθμίσεις και συλλογικές συμβάσεις – περιλαμβανομένων και των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων. Για τα μέλη της οικογένειας η ΕΟΚΕ κρίνει ότι πρέπει να υπάρξει ρύθμιση ανάλογη με αυτήν που προβλέπεται στην οδηγία περί μπλε κάρτας (οδηγία 2009/50/ΕΚ).

1.6   Η δημοσίευση της πρότασης συμπίπτει με τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση στην ιστορία της ΕΕ. Μερικά κράτη μέλη εξακολουθούν να απέχουν πολύ από την οικονομική ανάκαμψη και εμφανίζουν τόσο υψηλά ποσοστά ανεργίας, ώστε θα πρέπει να αναμένεται ενίσχυση των μεταναστευτικών ρευμάτων και εντός της ΕΕ. Στην ετήσια επισκόπηση της ανάπτυξης για το 2011 (1), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει με έμφαση τον κίνδυνο να μη συνοδεύεται η επιστροφή στην ανάκαμψη της οικονομίας από την απαραίτητη δυναμική για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τονίζει, κατά συνέπεια, ότι είναι αναγκαίο να αυξηθεί η σχετικά περιορισμένη αξιοποίηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού εντός της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά και σύμφωνα με την τελευταία κοινή έκθεση για την απασχόληση (2010), η ΕΟΚΕ λαμβάνει υπόψη ότι εξακολουθεί να παρατηρείται έλλειψη εργατικού δυναμικού σε διάφορα κράτη μέλη, για ορισμένες ομάδες επαγγελμάτων.

1.7   Οι εν λόγω εργαζόμενοι μετατίθενται και από τρίτα κράτη με σαφώς χαμηλότερο μισθολογικό και κοινωνικό επίπεδο σε σύγκριση με την ΕΕ. Για τον λόγο αυτόν είναι αναγκαίος ο αποτελεσματικός έλεγχος της συμμόρφωσης προς την οδηγία, στο πλαίσιο του οποίου θα πρέπει να αποφευχθεί η άσκοπη γραφειοκρατική επιβάρυνση των επιχειρήσεων. Για τον σκοπό αυτόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναπτύσσει σήμερα, μαζί με τα κράτη μέλη, ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για την απλούστευση της διασυνοριακής διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων (οδηγία 96/71/ΕΚ). Ένα τέτοιο σύστημα θα πρέπει να καλύπτει και περιπτώσεις ενδοεπιχειρησιακής μετάθεσης υπηκόων τρίτων χωρών.

1.8   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρέπει να διασαφηνιστούν οι ορισμοί των εννοιών «διοικητικό στέλεχος», «ειδικευμένος υπάλληλος» και «ασκούμενος πτυχιούχος», ούτως ώστε να προσφέρεται αφενός μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και να εξασφαλίζεται αφετέρου ότι δεν υπερβαίνουν τις διμερείς συμφωνίες με τρίτα κράτη και τις υποχρεώσεις που ανελήφθησαν στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (General Agreement on Trade in Services – GATS). Οι ορισμοί θα πρέπει να διατυπωθούν με τέτοιον τρόπο, ώστε να καλύπτουν ακριβώς τις τρεις εκείνες κατηγορίες εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης, των οποίων τη μετάθεση πρέπει να ρυθμίσει η οδηγία.

1.9   Εάν η οδηγία ανταποκριθεί στις ανάγκες που αναφέρονται στο παρόν έγγραφο, θα μπορούσε, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, να συμβάλει πραγματικά στη διευκόλυνση της ενδοεπιχειρησιακής μεταφοράς τεχνογνωσίας και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην ΕΕ.

2.   Η πρόταση οδηγίας

2.1   Με την παρούσα οδηγία διευκολύνεται η μετάθεση – από ομίλους που διαθέτουν υποκαταστήματα τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ – εργαζομένων που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών και μετατίθενται από μια επιχείρηση που εδρεύει εκτός ΕΕ προς θυγατρικές ή υποκαταστήματα σε κράτη μέλη της ΕΕ. Η μετάθεση αυτού του είδους πρέπει να είναι δυνατή για διοικητικά στελέχη, ειδικευμένους υπαλλήλους και ασκούμενους πτυχιούχους.

2.2   Ως «διοικητικό στέλεχος» νοείται κάθε πρόσωπο που κατέχει ανώτερη θέση, το οποίο κατά κύριο λόγο ηγείται της διαχείρισης της οντότητας υποδοχής, υπό τη γενική εποπτεία ή διεύθυνση κατά κύριο λόγο του διοικητικού συμβουλίου ή του συμβουλίου των μετόχων της επιχείρησης ή ισοδύναμων οργάνων.

2.3   Ως «ειδικευμένος υπάλληλος» νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις ουσιαστικής σημασίας που ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες της οντότητας υποδοχής, θα πρέπει δε να λαμβάνεται υπόψη και αν το πρόσωπο αυτό διαθέτει κατάρτιση υψηλού επιπέδου για εργασίες ή δραστηριότητες που απαιτούν εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις.

2.4   Ως «ασκούμενος πτυχιούχος» νοείται κάθε πρόσωπο μετά την ολοκλήρωση κατ’ ελάχιστον τριετών σπουδών ανωτάτης ή ανωτέρας εκπαίδευσης, το οποίο μετατίθεται σε οντότητα υποδοχής με σκοπό να διευρύνει τις γνώσεις και την εμπειρία του προετοιμαζόμενο να αναλάβει διοικητική θέση στη συγκεκριμένη εταιρία.

2.5   Η οδηγία δεν πρέπει να εφαρμόζεται στην περίπτωση των ερευνητών, διότι η κατηγορία αυτή υπάγεται σε ειδική οδηγία (οδηγία 2005/71/ΕΚ).

2.6   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι πριν από τη μετάθεση θα πρέπει να έχει προηγηθεί απασχόληση στον όμιλο με σύμβαση εργασίας διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών, θα είναι δε δυνατός ακόμα και ο αριθμητικός περιορισμός των ατόμων που λαμβάνουν ανάλογη άδεια. Η διάρκεια τέτοιου είδους μετάθεσης περιορίζεται σε τρία, κατ’ ανώτατο όριο, χρόνια για διοικητικά στελέχη και ειδικευμένους εργαζομένους και σε έναν χρόνο για ασκούμενους πτυχιούχους.

2.7   Η ελκυστικότητα του συστήματος θα βελτιωθεί με την επιτάχυνση της διαδικασίας εισδοχής και τη συνδυασμένη άδεια παραμονής και εργασίας.

2.8   Οι μετατιθέμενοι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να εργαστούν και σε κάθε υποκατάστημα που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος και ανήκει στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο, καθώς και στην έδρα πελατών της οντότητας υποδοχής σε άλλα κράτη μέλη, η δε διάρκεια της μετάθεσης σε άλλο κράτος μέλη δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει κατά βάση τους δώδεκα μήνες. Ωστόσο, στον κανόνα αυτόν υπάρχουν και εξαιρέσεις.

2.9   Οι συλλογικές συμφωνίες για τον κατώτατο μισθό και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας του κράτους προορισμού θα πρέπει να τηρούνται. Επιπλέον, κατοχυρώνονται δικαιώματα όπως είναι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, η δυνατότητα συμμετοχής και δραστηριοποίησης σε συνδικάτα ή ενώσεις εργοδοτών, η αναγνώριση διπλωμάτων σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες και η πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και σε συστήματα κοινωνικής πρόνοιας. Ωστόσο, δεν θα εφαρμόζεται συνολικά το εργατικό και το κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο του κράτους προορισμού.

3.   Εισαγωγή

3.1   Από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, η πολιτική μετανάστευσης εμπίπτει εν μέρει στην αρμοδιότητα της ΕΕ. Την ανάπτυξη πολιτικής για τη μετανάστευση αξίωσαν πολλάκις το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθώς και το Συμβούλιο (συμπεράσματα του Συμβουλίου του Tampere το 1999, Πρόγραμμα της Χάγης 2004, Πρόγραμμα της Στοκχόλμης 2009, καθώς και στο σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο).

3.2   Κατόπιν δημόσιας διαβούλευσης υπό μορφή πράσινης βίβλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το 2005 στρατηγικό σχέδιο για τη νόμιμη μετανάστευση, στο οποίο ανακοίνωσε πολλές προτάσεις οδηγίας για την επαγγελματική μετανάστευση. Η οδηγία (2) σχετικά με τη μετανάστευση εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης («οδηγία περί μπλε κάρτας») εγκρίθηκε από το Συμβούλιο ήδη στις 25 Μαΐου 2009, η δε «οδηγία περί ενιαίας άδειας» τελεί ακόμη υπό επεξεργασία στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παράλληλα με την παρούσα πρόταση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε πρόταση οδηγίας για την εποχική εργασία.

3.2.1   Αρχικά, η Επιτροπή είχε παρουσιάσει ήδη από το 2001 πρόταση για οριζόντια οδηγία η οποία θα είχε ως στόχο να καλύψει κάθε μορφή μετανάστευσης που αποσκοπεί σε οικονομικό όφελος. Η Επιτροπή αποφάσισε πλέον να επιλέξει την τομεακή προσέγγιση, διότι η οριζόντια νομοθετική πράξη αποδείχτηκε ανέφικτη.

3.3   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις 13 Ιουλίου 2010 πρόταση οδηγίας για την ενδοεπιχειρησιακή μετάθεση. Σκοπός της εν λόγω πρότασης είναι η εναρμόνιση, σε ενωσιακό επίπεδο, των ρυθμίσεων που αφορούν την εισδοχή εργαζομένων υπηκόων τρίτων χωρών, οι οποίοι μετατίθενται από μια επιχείρηση με έδρα εκτός ΕΕ σε επιχείρηση του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου εντός της Ένωσης.

3.4   Το σχέδιο οδηγίας περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τέτοιου είδους εργαζόμενους με κατοικία και υπηκοότητα εκτός ΕΕ, οι οποίοι διαθέτουν σύμβαση εργασίας σε τόπο όπου είναι εγκατεστημένος όμιλος επιχειρήσεων και πρόκειται να μετατεθούν από την εν λόγω επιχείρηση σε συνδεδεμένη επιχείρηση εντός κράτους μέλους της ΕΕ.

3.5   Στην αιτιολογία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξηγεί ότι η σχεδιαζόμενη οδηγία θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Με τη δημιουργία διαφανών και εναρμονισμένων όρων εισδοχής όσον αφορά την ομάδα των εργαζομένων που μετατίθενται για περιορισμένο χρονικό διάστημα, επιδιώκεται η εξασφάλιση ταχείας ανταπόκρισης στα αιτήματα πολυεθνικών επιχειρήσεων για ενδοεπιχειρησιακή μετάθεση διοικητικών στελεχών και ειδικευμένων υπαλλήλων από τρίτες χώρες. Με τη μετάθεση, οι ασκούμενοι πτυχιούχοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προετοιμαστούν για την ανάληψη θέσης διοικητικού στελέχους στον επιχειρηματικό όμιλο. Η Επιτροπή εκφράζει την πεποίθηση ότι η προτεινόμενη οδηγία διευκολύνει την άρση των περιττών διοικητικών εμποδίων, ενώ προστατεύει παράλληλα τα δικαιώματα των εργαζομένων και προσφέρει επαρκείς εγγυήσεις ακόμα και σε οικονομικά δυσμενείς συγκυρίες.

3.6   Κατά βάση, η ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση θα πρέπει αφενός να έχει ως στόχο την προσέλκυση των διαπρεπέστερων ειδικών, αφετέρου δε να αποκλείει τυχόν παραβιάσεις των εργασιακών και κοινωνικών προτύπων, και αυτό μέσω κατάλληλων συνοδευτικών μέτρων ελέγχου. Παρόλο που ο κύριος στόχος της οδηγίας δεν είναι η βιώσιμη μετανάστευση, το εν λόγω αίτημα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.

3.7   Η προώθηση ανάλογων διακρατικών μετακινήσεων απαιτεί κλίμα θεμιτού ανταγωνισμού, την τήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, καθώς και τη δημιουργία ασφαλούς νομικού καθεστώτος για τους ενδοεπιχειρησιακώς μετατιθέμενους. Στην πρόταση περιλαμβάνονται και ορισμένα δικαιώματα για τους ενδοεπιχειρησιακώς μετατιθέμενους, όπως είναι η καταβολή των αμοιβών που ορίζονται στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας του κράτους προορισμού. Σε κάθε περίπτωση, δεν απαιτείται η εφαρμογή του συνόλου των διατάξεων του εργατικού δικαίου. Τα διοικητικά στελέχη λαμβάνουν μεν σημαντικά υψηλότερες αποδοχές από τις αντίστοιχες κατώτατες αμοιβές, αυτό όμως δεν ισχύει κατά κανόνα στην περίπτωση των ειδικευμένων υπαλλήλων και των ασκουμένων πτυχιούχων.

3.8   Στη γνωμοδότησή της με θέμα την «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την απασχόληση υψηλής ειδίκευσης» (3), η ΕΟΚΕ υποστηρίζει την άποψη ότι οι διατάξεις για την άδεια εισδοχής μεταναστών εργαζομένων εξαρτώνται μεταξύ άλλων από τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας και για τον λόγο αυτόν θα πρέπει οι εθνικές αρχές να διεξαγάγουν διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους όσον αφορά το ζήτημα αυτό. Επίσης, στη γνωμοδότηση με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους υπηκόους τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα σε κράτος μέλος», (4) η ΕΟΚΕ εξηγεί ότι κάθε κράτος θα μπορεί να καθορίζει τα χαρακτηριστικά της μετανάστευσης σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους.

3.9   Στη γνωμοδότησή της με θέμα «Ένταξη των μεταναστών εργαζομένων» (5), η ΕΟΚΕ αναφέρει ότι η ένταξη στον χώρο εργασίας υπό συνθήκες ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης αποτελεί πρόκληση και για τους κοινωνικούς εταίρους, οι οποίοι πρέπει να την προωθήσουν στο πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κοινωνικού διαλόγου και στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

3.10   Τα ανωτέρω καθιστούν σαφή την πεποίθηση της ΕΟΚΕ ότι οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να εμπλακούν στις νομοθετικές διαδικασίες, τόσο σε επίπεδο κρατών μελών όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

3.11   Όσον αφορά τη μετάθεση εντός ενός ομίλου επιχειρήσεων, θα πρέπει να εξεταστεί και το ζήτημα της «μετακίνησης προς τα έξω», ήτοι υπό ποιες προϋποθέσεις οι πολίτες των κρατών μελών της ΕΕ μπορούν να μετατεθούν σε τρίτα κράτη. Ειδικότερα, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η προτεινόμενη οδηγία δεν θα περιορίσει τη δυνατότητα της Ένωσης να επιτυγχάνει αμοιβαίες δεσμεύσεις στο πλαίσιο του τρόπου 4 της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS) ή των διμερών συμφωνιών. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για τομείς όπως οι κατασκευές, οι οποίες έως τώρα δεν δεσμεύονται από την GATS.

4.   Γενικές εκτιμήσεις

4.1   Οι πρώτες αντιδράσεις των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων στην πρόταση οδηγίας ήταν πολυποίκιλες. Η BUSINESSEUROPE επιδοκιμάζει κατά βάση την πρόταση και θεωρεί ότι συμβάλλει στην αύξηση της διαφάνειας και στην απλούστευση των διαδικασιών εισδοχής για ενδοεπιχειρησιακώς μετατιθέμενους εργαζομένους. Ωστόσο, και η BUSINESSEUROPE επικρίνει ορισμένες διατάξεις της πρότασης. Αυτό αφορά ιδίως τη δυνατότητα να προβλέπεται προηγούμενη απασχόληση στη μεταθέτουσα επιχείρηση διάρκειας έως δώδεκα μηνών. Επιπλέον, οι περιορισμοί εφαρμογής ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη μπορεί να καταστήσουν δυσμενέστερες τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις.

4.2   Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ΕΣΣ) διατυπώνει σοβαρές επιφυλάξεις κατά της πρότασης οδηγίας και παροτρύνει την Επιτροπή να την αποσύρει. Η ΕΣΣ επικρίνει την επιλογή του άρθρου 79 ΣΛΕΕ ως μόνης νομικής βάσης για την οδηγία, παρόλο που η τελευταία θα έχει (όπως και η οδηγία για τους εποχικά απασχολούμενους) σημαντικό αντίκτυπο στις αγορές εργασίας των κρατών μελών. Η ΕΣΣ τονίζει ότι τέτοιες προτάσεις πρέπει να αποτελούν αντικείμενο διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με το άρθρο 154 ΣΛΕΕ. Επιπροσθέτως, η πρόταση δεν εξασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση των ενδοεπιχειρησιακώς μετατιθέμενων εργαζομένων, ούτε και προβλέπει ελεγκτικούς μηχανισμούς και κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβιάσεων των διατάξεων.

4.3   Από άποψη πολιτικής για τη μετανάστευση, η εν λόγω προσέγγιση αποτελεί, εν μέρει τουλάχιστον, συνέχεια της «αντίληψης περί κυκλικής μετανάστευσης». Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για πρόταση που κινείται προς την κατεύθυνση της προσωρινής και χρονικώς περιορισμένης μετανάστευσης. Η αντίληψη αυτή επικρίνεται συχνά ως αποτυχημένη όσον αφορά την πολιτική ένταξης και την πολιτική για την αγορά εργασίας. Εάν η Ευρώπη παρουσίαζε μακροπρόθεσμα έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων και νέων ατόμων σε ορισμένα κράτη, σε ορισμένους τομείς και σε ορισμένα επαγγέλματα, τότε το πρόβλημα αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με μια εκστρατεία για την καλλιέργεια προσόντων και με την αξιοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στην ΕΕ. Μόνο αφού ληφθούν αυτά τα μέτρα θα πρέπει να εξεταστεί η ελεγχόμενη επαγγελματική μετανάστευση με σταδιακά αυξανόμενα δικαιώματα και η παράταση της διαμονής στις εκάστοτε ενδιαφερόμενες χώρες.

4.4   Αντιθέτως, άλλοι θεωρούν ότι η προσωρινή και η κυκλική μετανάστευση αποτελούν ορθά μέτρα, για να προωθηθεί η εισροή στην Ευρώπη εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης οι οποίοι θα μεταφέρουν την εμπειρία που απέκτησαν στις χώρες από όπου προέρχονται. 'Ετσι, η Ευρώπη έχει παράλληλα τη δυνατότητα να εξασφαλίσει δίκαιους όρους στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού με τρίτα κράτη για τους διαπρεπέστερους ειδικούς.

4.5   Συγκεκριμένες μορφές της προσέγγισης της «προσωρινής μετανάστευσης» έχουν ήδη αποτύχει στο παρελθόν σε ορισμένα κράτη μέλη. Λόγω της πεποίθησης ότι η μετανάστευση ήταν περιορισμένης διάρκειας, δεν έγιναν επενδύσεις σε μέτρα ένταξης. Ως έναν βαθμό, δεν κατέστη δυνατόν έως σήμερα να επανορθωθούν αυτές οι παραλείψεις.

4.6   Το 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μια σημαντική ανακοίνωση σχετικά με την κυκλική μετανάστευση και τις εταιρικές σχέσεις κινητικότητας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών (6) η οποία καθόρισε τα πλεονεκτήματα και τις ιδιαιτερότητες αυτής της έννοιας. Η ΕΟΚΕ συνέβαλε σε αυτόν το διάλογο με ουσιαστικό τρόπο εκδίδοντας γνωμοδότηση πρωτοβουλίας (7) στην οποία αναγνωρίζει τη χρησιμότητα των διαδικασιών προσωρινής εισδοχής μεταναστών και το γεγονός ότι η ακαμψία που χαρακτηρίζει σήμερα τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες συνιστά μεγάλο εμπόδιο για την κυκλική μετανάστευση.

4.7   Με αυτό συνδέεται και η επανένωση της οικογένειας, η οποία αποκτά όλο και περισσότερη σημασία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μετανάστευση επεκτείνεται για περισσότερα χρόνια ή μετατρέπεται σε μόνιμη εγκατάσταση. Ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρξει ρύθμιση ανάλογη με αυτήν της οδηγίας περί μπλε κάρτας (οδηγία 2009/50/ΕΚ) για τα μέλη της οικογένειας που μεταναστεύουν.

4.8   Τέλος, η ΕΟΚΕ τονίζει σε πολλές γνωμοδοτήσεις της τη μεγάλη σημασία της ένταξης (8).

4.9   Η ΕΕ και οι εθνικές αρχές πρέπει να συνεργαστούν κατά την προώθηση της πολιτικής για την ένταξη. Πρόσφατα, η ΕΟΚΕ τόνισε (9) ότι η κοινή μεταναστευτική πολιτική πρέπει να περιλαμβάνει την ένταξη, η οποία αποτελεί αμφίδρομη κοινωνική διαδικασία προσαρμογής μεταξύ των μεταναστών και της κοινωνίας υποδοχής και πρέπει να στηριχθεί με ορθές πρακτικές διοίκησης και διακυβέρνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε εθνικό, σε περιφερειακό και σε τοπικό επίπεδο. Στη γνωμοδότησή της με θέμα «Η ένταξη και η κοινωνική ατζέντα» (10), η ΕΟΚΕ προτείνει τη δημιουργία μιας διαδικασίας για την ολοκληρωμένη ενσωμάτωση της διάστασης της ένταξης στα διάφορα πολιτικά, νομοθετικά και χρηματοπιστωτικά μέσα της ΕΕ, με σκοπό την προώθηση της ένταξης, της ίσης μεταχείρισης και την απαγόρευση των διακρίσεων.

4.10   Ωστόσο, το παρόν σχέδιο οδηγίας δεν είναι εναρμονίζεται με τις εν λόγω προσπάθειες για την ένταξη, καθότι η εκτίμηση ότι η μετανάστευση είναι προσωρινού χαρακτήρα μπορεί να οδηγήσει σε παραμέληση των μέτρων για την ένταξη.

4.11   Για να αποφευχθεί ο άνισος ανταγωνισμός, οι ενδοεπιχειρησιακώς μετατιθέμενοι εργαζόμενοι πρέπει να απολαύουν τουλάχιστον των ίδιων όρων εργασίας με τους εργαζόμενους του ομίλου στη χώρα υποδοχής. Αυτό δεν μπορεί να αφορά μόνο τις βασικές απολαβές, αλλά θα πρέπει να ισχύει και για όλους τους κανόνες του εργατικού δικαίου της χώρας υποδοχής· θα πρέπει συνεπώς να ισχύει το σύνολο του εργατικού δικαίου του κράτους μέλους υποδοχής.

4.12   Όσον αφορά τα δικαιώματα, η ΕΟΚΕ διαπιστώνει στη γνωμοδότησή της με θέμα την «Πράσινη βίβλο για μια κοινοτική προσέγγιση της διαχείρισης της οικονομικής μετανάστευσης» (11) τα εξής: «Αφετηρία θα πρέπει να είναι η αρχή των μη διακρίσεων. Ο μετανάστης εργαζόμενος, όποια και αν είναι η περίοδος για την οποία έχει την έγκριση να παραμείνει και να εργαστεί, θα πρέπει να διαθέτει τα ίδια οικονομικά, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα με τους υπόλοιπους εργαζομένους».

4.13   Στη γνωμοδότησή της με θέμα την «οδηγία περί ενιαίας άδειας» (12) η ΕΟΚΕ επισημαίνει τον ρόλο που διαδραματίζουν οι κοινωνικοί εταίροι όσον αφορά την προώθηση της ισότιμης μεταχείρισης στην εργασία στα διάφορα επίπεδα (σε επίπεδο επιχειρήσεων και κλάδων, καθώς και σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο). Στο πλαίσιο αυτό, τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια Εργαζομένων πρέπει επίσης να θεωρηθούν σημαντικοί παράγοντες εφόσον το παρόν σχέδιο θα ενδιαφέρει εν τέλει κυρίως τους μεγάλους ομίλους με πολλά υποκαταστήματα.

4.14   Μεγάλη σημασία θα έχει ο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων. Στη γνωμοδότηση με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών» (13), η ΕΟΚΕ τονίζει ότι ο έλεγχος δεν θα είναι εύκολη αποστολή, διότι οι αρχές παρακολούθησης δεν διαθέτουν επαρκές προσωπικό, ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ των σχετικών αρχών είναι ασαφής και η προβλεπόμενη παρακολούθηση αφορά μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνήσουν, ώστε οι αρχές παρακολούθησης να διαθέτουν επαρκή μέσα να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους.

4.15   Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ορίζεται με ασαφή τρόπο και είναι υπερβολικά ευρύ: ειδικότερα, ο ορισμός των ειδικευμένων υπαλλήλων πρέπει σαφώς να περιοριστεί, ούτως ώστε να μην είναι στην πράξη δυνατό να εργαστούν όλοι οι εργαζόμενοι του ομίλου για χρονικό διάστημα έως τρία έτη στο υποκατάστημα του αντίστοιχου κράτους μέλους. Αλλά και ο ορισμός των ασκούμενων πτυχιούχων πρέπει να εξεταστεί, ώστε να μπορούν πραγματικά να μετατίθενται ως τέτοιοι μόνον όσοι πρέπει να προετοιμασθούν για πολύ συγκεκριμένα διοικητικά καθήκοντα. Όσον αφορά τη διατύπωση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η πρόταση που έκανε η ΕΕ το 2005 στο πλαίσιο της GATS.

4.16   Η εξαίρεση ορισμένων κλάδων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας θα πρέπει να εξεταστεί στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό αποτελεί κοινό αίτημα εργοδοτών και συνδικάτων των κλάδων αυτών.

4.17   Στις περιπτώσεις μετάθεσης από ένα κράτος μέλος σε άλλο, προκύπτουν πρακτικά προβλήματα όσον αφορά την καταβολή της αμοιβής που δικαιούται ο εργαζόμενος. Οι ανησυχίες περί μισθολογικού ντάμπινγκ που εκφράζονται συχνά σε σχέση με τις μεταθέσεις από άλλα κράτη μέλη (εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων) αφορούν και το πεδίο εφαρμογής της παρούσας πρότασης. Στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής που αφορά την απόσπαση εργαζομένων (14) τονίζεται ιδιαιτέρως ότι οι ελλείψεις στις δυνατότητες ελέγχου μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα.

5.   Ειδικές Παρατηρήσεις

5.1   Ο ορισμός του ειδικευμένου υπαλλήλου προκαλεί σύγχυση και μπορεί να περιλάβει σχεδόν κάθε κατηγορία εργαζομένων, διότι απαιτούνται μόνο «εξειδικευμένες γνώσεις ουσιαστικής σημασίας». Ο εν λόγω ορισμός («πρόσωπο το οποίο διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις ουσιαστικής σημασίας που ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες της οντότητας υποδοχής, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις γνώσεις που απαιτούνται ειδικά για την οντότητα υποδοχής, αλλά και αν το πρόσωπο αυτό διαθέτει προσόντα υψηλού επιπέδου για τον συγκεκριμένο τύπο εργασίας ή δραστηριοτήτων που απαιτεί εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις») είναι κατά πολύ ευρύτερος από τον αντίστοιχο ορισμό στο μέρος της GATS που αφορά τις υποχρεώσεις της ΕΕ, διότι (στη γερμανική έκδοση) δεν απαιτούνται εξαιρετικές γνώσεις. Με τον τρόπο αυτόν μπορεί να μετατεθεί κάθε ειδικευμένος εργαζόμενος και αυξάνεται κατακόρυφα ο κίνδυνος της μισθολογικής πίεσης.

5.2   Παρόλο που οι ενδοεπιχειρησιακές μεταθέσεις χρησιμοποιούνται επί του παρόντος κυρίως από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, θα πρέπει να τεθούν ελάχιστες προδιαγραφές στην οντότητα υποδοχής προκειμένου να αποτραπούν περιπτώσεις κατάχρησης. Για τον λόγο αυτόν η οντότητα υποδοχής, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει ορισμένο μέγεθος, ιδίως δε να απασχολεί συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων, ώστε να αποφεύγονται καταχρήσεις που μπορεί να προκύψουν εάν μέσω της ενδοεπιχειρησιακής μετάθεσης δημιουργηθούν μονοπρόσωπες επιχειρήσεις αποτελούμενες από τα μετατιθέμενα διοικητικά στελέχη ή τους ειδικευμένους υπαλλήλους.

5.3   Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται ότι οι εταιρίες προσωρινής απασχόλησης (που ανήκουν στον όμιλο) δεν θα μπορούν να μεταθέτουν προσωπικό στα υποκαταστήματα του ομίλου.

5.4   Η πρόταση οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη απορρίπτουν αίτημα για ενδοεπιχειρησιακή μετάθεση εάν έχουν επιβληθεί κυρώσεις για αδήλωτη εργασία ή παράνομη απασχόληση σε βάρος του εργοδότη ή του υποκαταστήματος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Αυτό θα πρέπει να επεκταθεί στις περιπτώσεις χαμηλότερων αμοιβών από ό,τι προβλέπεται στις συλλογικές συμβάσεις. Στο πλαίσιο της αναλογικότητας, η δυνατότητα υποβολής αιτήματος των εργοδοτών θα πρέπει να αποκλείεται μόνο προσωρινά και όχι μόνιμα, όπως προβλέπεται στην πρόταση. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα διαχωρισμού ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.

5.5   Η απλή δυνατότητα επιστροφής στο υποκατάστημα του κράτους προέλευσης επίσης δεν επαρκεί: θα πρέπει να απαιτείται η ύπαρξη εργασιακής σχέσης η οποία να εκτείνεται χρονικά κατ’ ελάχιστον πέραν της λήξης της περιόδου μετάθεσης, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι δεν θα προσλαμβάνονται μόνο με σκοπό τη μετάθεση.

5.6   Η πρόταση προβλέπει την τήρηση των εθνικών διατάξεων μόνο όσον αφορά τις απολαβές. Ωστόσο, σε ευαίσθητους τομείς όπως είναι η μετάθεση εντός ομίλου επιχειρήσεων θα έπρεπε να προβλέπεται στην οδηγία ότι και για τους ενδοεπιχειρησιακώς μετατιθέμενους εργαζομένους ισχύει το σύνολο των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας (που προκύπτουν τόσο από τη νομοθεσία όσο και από τις συλλογικές συμβάσεις) του κράτους προορισμού και ότι ο φορέας που μεταθέτει τον εργαζόμενο και η οντότητα υποδοχής αναλαμβάνουν πριν από την έναρξη της μετάθεσης την υποχρέωση να τηρήσουν τις εν λόγω διατάξεις. Είναι αποφασιστικής σημασίας να αποφευχθούν επισφαλείς σχέσεις εργασίας και διαφορές με το μόνιμο προσωπικό.

5.7   Η ρύθμιση του άρθρου 16 προσφέρει de facto σε ένα κράτος μέλος τη δυνατότητα να χορηγεί άδειες παραμονής και εργασίας και για την επικράτεια άλλων κρατών μελών. Οι αρχές των μεμονωμένων κρατών μελών δεν έχουν όμως την αρμοδιότητα να χορηγούν αντίστοιχες άδειες και εγκρίσεις. Αυτές τις αρμοδιότητες δεν μπορεί ούτε η ΕΕ να τις μεταβιβάσει, διότι δεν έχει ούτε η ίδια αρμοδιότητα να χορηγεί άδειες παραμονής και εργασίας για μεμονωμένα κράτη μέλη. Επιπλέον, δεν προβλέπεται ουδεμία δυνατότητα του δεύτερου κράτους μέλους να ελέγχει με κάποιον τρόπο την άδεια εργασίας που χορηγείται μαζί με την άδεια παραμονής από το πρώτο κράτος μέλος. Θα πρέπει συνεπώς να διευκρινιστεί ότι η άδεια μπορεί να ισχύει μόνο για το κράτος μέλος που την έχει εκδώσει.

5.8   Δεν έχει επίσης διευκρινιστεί επί του παρόντος το σύστημα που ισχύει σε περίπτωση περαιτέρω μετάθεσης σε δεύτερο κράτος μέλος, καθότι τότε πρόκειται για μετάθεση από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Σε κάθε περίπτωση θα είναι αναγκαίο να προβλεφθούν ειδικές διαδικασίες για τη διοικητική συνεργασία μεταξύ κρατών μελών.

5.9   Η πρόταση προβλέπει την εισαγωγή απλουστευμένων διαδικασιών. Δεν έχει αποσαφηνιστεί ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο θα διευκολυνθεί η διαδικασία. Ως εκ τούτου η ταχεία διαδικασία δεν πρέπει να επιβαρύνει την ακρίβεια ελέγχου. Θα πρέπει να διασφαλίζεται πάντοτε ότι, ιδίως όσον αφορά την καταβολή αμοιβής, οι αρχές μπορούν να ελέγξουν επακριβώς και χωρίς καθυστέρηση κάθε μεμονωμένη περίπτωση.

5.10   Οι μεταθέσεις θα μπορούν να έχουν συνολική διάρκεια έως τρία έτη. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για αναγκαίες ενδοεπιχειρησιακές βραχυπρόθεσμες μεταθέσεις. Οι μετατιθέμενοι εργαζόμενοι πρέπει να ενσωματωθούν κανονικά στην επιχείρηση του κράτους προορισμού. Για τον λόγο αυτόν πρέπει σε κάθε περίπτωση να ισχύει το σύνολο του εργατικού και κοινωνικού δικαίου του κράτους προορισμού.

5.11   Σε πολλούς τομείς, οι τριετείς μεταθέσεις υπερβαίνουν τη συνήθη διάρκεια των εργασιακών σχέσεων. Ωστόσο, για την επαγγελματική μετανάστευση εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης υιοθετήθηκε ήδη η οδηγία πλαίσιο 2009/50/ΕΚ (οδηγία περί μπλε κάρτας).

5.12   Ακόμη και οι βασικοί μισθοί δεν μπορούν πάντοτε να αποτρέψουν το μισθολογικό ντάμπινγκ, διότι σε περίπτωση «περαιτέρω μετάθεσης» σε άλλο κράτος μέλος το σχέδιο προβλέπει ότι θα εφαρμόζονται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του κράτους που χορήγησε την άδεια. Σε περιπτώσεις περαιτέρω μεταθέσεων θα ίσχυαν έτσι όχι οι πιθανώς υψηλότεροι βασικοί μισθοί του εκάστοτε κράτους εργασίας, αλλά αυτοί του κράτους που χορήγησε την άδεια. Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται να οριστεί σαφώς ότι θα πρέπει να καταβάλλονται οι εκάστοτε ελάχιστοι μισθοί του κράτους στο οποίο λαμβάνει χώρα πραγματικά η εργασία. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξασφαλιστούν τόσο η ισχύς όλων των ρυθμίσεων συλλογικών συμβάσεων όσο και η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης.

5.13   Η υπό εξέταση πρόταση οδηγίας δεν προβλέπει δυνατότητα προσφυγής του μετατιθέμενου εργαζόμενου κατά του εργοδότη του ενώπιον δικαστηρίων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δικαιοδοσία όσον αφορά εργαζόμενους που μετατίθενται από τρίτες χώρες, π.χ. για την καταβολή μισθού σύμφωνα με τις συλλογικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος προορισμού, θα ανήκε κατά κανόνα στο κράτος προέλευσης και όχι στο εκάστοτε κράτος μέλος. Αυτό θα οδηγούσε σε απαράδεκτες δυσχέρειες σε βάρος του προσφεύγοντα κατά τη προβολή νομίμων αξιώσεων του ενδοεπιχειρησιακώς μετατιθέμενου εργαζόμενου. Ωστόσο, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας και συνεπώς πρέπει να παρέχεται στη χώρα μετάθεσης.

5.14   Η ΕΟΚΕ καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να μεριμνήσουν ούτως ώστε οι αναφερόμενες αδυναμίες της εν λόγω πρότασης οδηγίας να αντιμετωπισθούν σε επόμενα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας, προκειμένου η οδηγία να μπορέσει πραγματικά να διευκολύνει την απαραίτητη ενδοεπιχειρησιακή μεταφορά τεχνογνωσίας στην ΕΕ.

Βρυξέλλες, 4 Μαΐου 2011.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  COM(2011) 11 τελικό, 12.1.2011

(2)  COM(2007) 637 και 638, 23.10.2007.

(3)  ΕΕ C 27/108, 03.02.2009.

(4)  ΕΕ C 27/114, 03.02.2009.

(5)  ΕΕ C 354/16, 28.12.2010.

(6)  COM(2007) 248 τελικό

(7)  ΕΕ C 44/91, 16.02.2008

(8)  Βλ. τις ακόλουθες γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ: ΕΕ C 125/112, 27.5.2002, ΕΕ C 80/92, 30.3.2004., ΕΕ C 318/128, 23.12.2006, ΕΕ C 347/19, 18.12.2010, ΕΕ C 354/16, 28.12.2010, γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Οι νέες προκλήσεις της ένταξης» (εισηγητής: Luis Miguel PARIZA CASTAÑOS).

(9)  ΕΕ C 48/6, 15.02.2011

(10)  ΕΕ C 347/19, 18.12.2010.

(11)  ΕΕ C 286/20, 17.11.2005.

(12)  Βλέπε υποσημείωση 4.

(13)  ΕΕ C 204/70, 09.08.2008.

(14)  ΕΕ C 224/95, 30.8.2008.


Top