EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011AE0795

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» COM(2010) 748 τελικό — 2010/0383 (COD)

ΕΕ C 218 της 23.7.2011, p. 78–81 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

23.7.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 218/78


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»

COM(2010) 748 τελικό — 2010/0383 (COD)

2011/C 218/14

Γενικός εισηγητής: ο κ. HERNÁNDEZ BATALLER

Στις 15 Φεβρουαρίου 2011, το Συμβούλιο αποφάσισε, σύμφωνα με τα άρθρα 67, παράγραφος 4, και 81, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ζητήσει γνωμοδότηση από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με την:

«Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»

COM(2010) 748 τελικό/2 — 2010/0383 (COD).

Την 1η Φεβρουαρίου 2011, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ ανάθεσε στο ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», την προετοιμασία των σχετικών εργασιών.

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των εργασιών, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στην 471η σύνοδο ολομέλειάς της, της 4ης και 5ης Μαΐου 2011, (συνεδρίαση της 5ης Μαΐου 2011), όρισε γενικό εισηγητή τον κ. Bernardo HERNÁNDEZ BATALLER και υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 162 ψήφους υπέρ, 1 κατά και 2 αποχές.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1   Η ΕΟΚΕ στηρίζει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου όσον αφορά την εξάλειψη των νομικών φραγμών, έτσι ώστε να διευκολύνεται η ζωή των πολιτών και των επιχειρήσεων και να διασφαλίζεται η ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

1.2   Η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει τη δράση της για την εξάλειψη των νομικών φραγμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να υλοποιηθεί ένας πραγματικός ευρωπαϊκός δικαστικός χώρος, με τη συνεκτίμηση όλων των παρατηρήσεων που διατύπωσε η ΕΟΚΕ στις διάφορες σχετικές γνωμοδοτήσεις της.

2.   Εισαγωγή

2.1   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 αντικατέστησε, από την 1η Μαρτίου 2002, τη Σύμβαση των Βρυξελλών και, γενικά, το σύνολο των διμερών νομοθετημάτων μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών στον συγκεκριμένο τομέα. O κανονισμός αυτός, γνωστός και ως «κανονισμός Βρυξέλλες Ι», αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο σημαντική νομική πράξη της Ένωσης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις.

2.2   Ουσιαστικά, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων ενός κράτους μέλους οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εμπλέκεται σε διακρατική δικαστική διαδικασία και έχει την κατοικία του σε κράτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο ασκείται το ένδικο μέσο, προκρίνοντας «τον τόπο με τον οποίο υπάρχει η πιο στενή συνάφεια».

2.2.1   Από την άλλη πλευρά, το άρθρο 5 του κανονισμού προβλέπει για τις διαφορές εκ συμβάσεως, ιδίως όταν πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ότι ένα πρόσωπο μπορεί να εναχθεί στο κράτος μέλος στο οποίο έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων.

2.2.2   Έτσι, οι τομείς στους οποίους εφαρμόζεται ο νέος κανονισμός αναφέρονται διαδοχικά στο άρθρο 5 (συμβατική και εξωσυμβατική ευθύνη, αγωγές αποζημίωσης, εκμετάλλευση υποκαταστήματος και πρακτορείου κ.λπ.).

2.2.3   Η διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων αναλύεται σε ένα ολόκληρο τμήμα του κανονισμού, στο τρίτο τμήμα, το οποίο επιτρέπει στον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή να προσφύγει στα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του για να ασκήσει αγωγή κατά του ασφαλιστή, ακόμα και αν ο τελευταίος έχει την κατοικία του σε διαφορετικό κράτος μέλος. Ωστόσο, αν ο ασφαλιστής επιθυμεί να ασκήσει αγωγή κατά του αντισυμβαλλομένου, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου, είναι υποχρεωμένος να το κάνει στα δικαστήρια του τόπου στον οποίο κατοικούν οι τελευταίοι.

2.3   Το σύνολο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 περιλαμβάνει μια συνεχή σειρά από ρητές δικαιοδοσίες, καταβάλλοντας στις περισσότερες περιπτώσεις προσπάθειες ώστε να προφυλάξει και να προστατεύσει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες (συμβάσεις με καταναλωτές, ατομικές συμβάσεις εργασίας). Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται οι παραδοσιακοί κανόνες δικαιοδοσίας όταν πρόκειται για διαφορές σχετικά με ακίνητα, λύσεις νομικών προσώπων ή καταχωρίσεις σε δημόσια βιβλία και εκτελέσεις δικαστικών αποφάσεων.

2.4   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001, αφού αφιερώνει δύο ολοκληρωμένα τμήματα για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και την αναγνώριση δημόσιων εγγράφων άλλου κράτους μέλους, τελειώνει με μια σειρά τελικών και μεταβατικών διατάξεων μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η σχέση του νέου αυτού μέσου δικαστικής συνεργασίας με άλλες πιο ειδικές συμβάσεις στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος οποιοδήποτε κράτος μέλος.

2.5   Στις 21 Απριλίου 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού και Πράσινη Βίβλο, επί της οποίας η ΕΟΚΕ έχει ήδη αποφανθεί (1) θετικά υπέρ ορισμένων μεταρρυθμιστικών προτάσεων που εισηγήθηκε η Επιτροπή.

3.   Πρόταση κανονισμού

3.1   Γενικότερος στόχος της αναθεώρησης είναι να αναπτυχθεί περαιτέρω ο ευρωπαϊκός χώρος δικαιοσύνης, με την άρση των εμποδίων που εναπομένουν στην ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Η σημασία του συγκεκριμένου στόχου τονίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο πρόγραμμα της Στοκχόλμης του 2009 (2). Ειδικότερα, η πρόταση αποσκοπεί στη διευκόλυνση της επίλυσης των διασυνοριακών διαφορών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αναθεώρηση θα συμβάλει επίσης στη δημιουργία του αναγκαίου νομικού πλαισίου για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.

3.2   Τα προτεινόμενα στοιχεία της μεταρρύθμισης είναι τα εξής:

κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων (εκτελεστότητα) με εξαίρεση τις αποφάσεις σε υποθέσεις δυσφήμισης και σε συλλογικές αγωγές αποζημίωσης· και με διάφορα ένδικα μέσα χάρη στα οποία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η απόφαση που εκδόθηκε σε ένα κράτος μέλος δεν θα παράγει έννομα αποτελέσματα σε άλλο κράτος μέλος·

η πρόταση περιλαμβάνει επίσης σειρά στερεοτύπων εντύπων με σκοπό να διευκολυνθούν η αναγνώριση και η εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων ελλείψει της διαδικασίας κήρυξης της εκτελεστότητας, καθώς και αίτηση αναθεώρησης σύμφωνα με την προαναφερθείσα διαδικασία εγγύησης των δικαιωμάτων υπεράσπισης·

επέκταση των κανόνων δικαιοδοσίας του κανονισμού στις διαφορές όπου εμπλέκονται εναγόμενοι από τρίτη χώρα, ιδίως σε περιπτώσεις όπου η ίδια διαφορά εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίων εντός και εκτός της ΕΕ. Ειδικότερα, με την τροποποίηση εξασφαλίζεται η εφαρμογή των κανόνων δικαιοδοσίας που προστατεύουν τους καταναλωτές, τους εργαζόμενους και τους ασφαλισμένους και στην περίπτωση που ο εναγόμενος κατοικεί εκτός της ΕΕ·

αύξηση της αποτελεσματικότητας των συμφωνιών παρέκτασης:

εφόσον τα μέρη έχουν ορίσει ένα ή περισσότερα δικαστήρια για την επίλυση της διαφοράς τους, η πρόταση δίνει προτεραιότητα στο επιλεγέν δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του, ανεξάρτητα αν είναι το πρώτο ή το δεύτερο επιληφθέν·

επιπλέον, η πρόταση θεσπίζει έναν εναρμονισμένο κανόνα σύγκρουσης νόμων σχετικά με το ουσιαστικό κύρος των συμφωνιών παρέκτασης, εξασφαλίζοντας έτσι παρόμοια κρίση επί του θέματος οποιοδήποτε δικαστήριο και αν επιληφθεί·

βελτίωση της σύνδεσης μεταξύ του κανονισμού με τη διαιτησία·

βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για ορισμένες κατηγορίες διαφορών και

διασαφήνιση των όρων υπό τους οποίους μπορούν να κυκλοφορούν εντός της ΕΕ οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων.

4.   Γενικές παρατηρήσεις

4.1   Η ΕΟΚΕ δέχεται πολύ θετικά την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και υποστηρίζει την έγκριση κειμένου αναδιατύπωσης του ισχύοντος κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Βρυξέλλες Ι).

4.2   Όπως προκύπτει σαφώς από την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρόκειται για μια απαραίτητη πρωτοβουλία η οποία έχει ως στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, καθώς και της εσωτερικής αγοράς, κάτι που, άλλωστε, μπορεί να προωθηθεί μόνο σε υπερεθνικό επίπεδο, και η οποία αποτελεί ένα πολύτιμο νομικό εργαλείο σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, καθώς θα διευκολύνει τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και θα περιορίσει τις συγκρούσεις που προκύπτουν στις σχέσεις οι οποίες υπερβαίνουν τα γεωγραφικά όρια της ΕΕ.

4.2.1   Αξίζει να επισημανθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι όλες οι προτεινόμενες καινοτομίες των σχετικών νομικών μηχανισμών, καθώς και η ταξινόμηση ορισμένων κανόνων και αρχών που ήδη εφαρμόζονται στην ΕΕ σε αυτόν τον τομέα, προκύπτουν από τις εμπειρίες που διαβίβασαν δημόσια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι διεθνικοί δικαστικοί φορείς, οι εμπειρογνώμονες και τα αρμόδια όργανα των κρατών μελών.

4.2.2   Στο πλαίσιο αυτό, αφού λαμβάνεται γενικότερα υπόψη η αρχή της επικουρικότητας, η οποία δικαιολογεί την υπερεθνική δράση δεδομένης της έλλειψης αρμοδιότητας των κρατών μελών να τροποποιήσουν μονομερώς ορισμένες πτυχές του ισχύοντος κανονισμού «Βρυξέλλες Ι», όπως π.χ. η εκτελεστότητα και οι διατάξεις για την αρμοδιότητα και τον συντονισμό των διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών μεταξύ τους ή μεταξύ των τελευταίων και των διαδικασιών ενώπιον διαιτητικών αρχών, δίνεται επίσης σημασία στην αποκαλούμενη «λειτουργική επικουρικότητα», αναπόσπαστο στοιχείο της αρχής της συμμετοχικής δημοκρατίας που κατοχυρώνεται στη ΣΕΕ και στη συνέχεια στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η ΕΟΚΕ έχει ήδη συνηγορήσει υπέρ των περισσότερων από τις προτάσεις που διατυπώνει σήμερα η Επιτροπή (3).

4.3   Η πρόταση συστήνει, με ρεαλιστικό, ισορροπημένο και ευέλικτο τρόπο τεχνικές λύσεις για τα προβλήματα που έχουν καταγραφεί όλα αυτά τα χρόνια εφαρμογής του κανονισμού «Βρυξέλλες Ι» οι οποίες, συνοπτικά αφορούν: την κατάργηση της διαδικασίας της εκτελεστότητας, με εξαίρεση τις αποφάσεις σε υποθέσεις δυσφήμισης και σε συλλογικές αγωγές αποζημίωσης· την εφαρμογή του κανονισμού στις διαφορές όπου εμπλέκονται εναγόμενοι από τρίτη χώρα· την αύξηση της αποτελεσματικότητας των συμφωνιών παρέκτασης· τη βελτίωση της σύνδεσης του κανονισμού με τη διαιτησία· τη διασαφήνιση των όρων υπό τους οποίους μπορούν να εφαρμοστούν οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που εκδίδονται από ένα δικαιοδοτικό δικαστήριο ενός κράτους μέλους και κηρύσσονται εκτελεστές σε άλλα κράτη μέλη· και, εν ολίγοις, τη βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη και της λειτουργίας ορισμένων διαδικασιών που εκκρεμούν ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων.

4.3.1   Δεν υφίσταται ουσιαστικός λόγος αποκλεισμού της συλλογικής δράσης από την κατάργηση της εκτελεστότητας της πρότασης. Συνεπώς, η διατύπωση του άρθρου 37 δεν είναι ικανοποιητική. Η ΕΟΚΕ έχει επανειλημμένα ταχθεί υπέρ μιας υπερεθνικής ρύθμισης των συλλογικών αγωγών. Η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει το ενδεχόμενο τροποποίησης του άρθρου 6 του κανονισμού 44/2001, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνεκδίκαση συναφών υποθέσεων, εφόσον τούτες σχετίζονται τόσο στενά ώστε να είναι σκόπιμο να εκδικαστούν ταυτόχρονα και να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, σε περίπτωση χωριστής δίκης.

4.3.2   Όσον αφορά την εξαίρεση της δυσφήμησης, στην πράξη, το άρθρο 37 παρ.3 εδ. α) παρέχει ευρύ πεδίο ερμηνείας διότι περιλαμβάνει τις αποφάσεις που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος σχετικά με τις μη συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και δικαιωμάτων που άπτονται της προσωπικότητας. Η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει την εμβέλεια της εν λόγω εξαίρεσης και το ενδεχόμενο κατάργησής της, έτσι ώστε να μην καλύπτει τις πτυχές της καθημερινής ζωής των πολιτών.

4.3.3   Προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια πιο ενδελεχής εξέταση των απαραίτητων αλλαγών στους μηχανισμούς και στις διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων όπως αναλύονται στην πρόταση, κρίνεται σκόπιμο να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις για να ληφθούν μελλοντικά υπόψη από την Επιτροπή.

4.3.4   Έτσι, σε ό,τι αφορά την παράγραφο 3 του άρθρου 58 του κειμένου αναδιατύπωσης του κανονισμού (η οποία προβλέπει για τις συμφωνίες που προσβάλλονται κατά μιας εκδοθείσας απόφασης σχετικά με τις αμφισβητήσεις επί αίτησης για την κήρυξη της εκτελεστότητας και επί δικαστικής απόφασης, ότι το αρμόδιο δικαστήριο «αποφασίζει αμελλητί»), θα πρέπει να προσδιοριστεί περαιτέρω το μέγιστο χρονικό διάστημα που απαιτείται προκειμένου να αποφεύγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις ή αναβολές οι οποίες αποβαίνουν επιζήμιες για τον πολίτη που επιζητεί έννομη προστασία.

4.3.5   Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να καθοριστεί ως όριο, είτε ένα περιθώριο ενενήντα ημερών, όπως προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου του άρθρου 58 για τις αποφάσεις σχετικά με τα ένδικα μέσα που ασκούνται για την αμφισβήτηση μιας αίτησης εκτελεστότητας, είτε ένα ενδιάμεσο χρονικό περιθώριο που θα κυμαίνεται από τις έξι εβδομάδες, όπως προβλέπεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 (για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε συζυγικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας) έως τις ενενήντα ημέρες που αποτελεί και το χρονικό περιθώριο που αναφέρεται στον κανονισμό.

4.3.6   Ομοίως, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μιας αναδιαμόρφωσης του νέου μηχανισμού δικαστικής συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 31 του κειμένου αναδιατύπωσης του κανονισμού, ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος του δικαιοδοτικού δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία επί της ουσίας της υπόθεσης και να προλαμβάνονται ενδεχόμενες κακόπιστες ενέργειες που καθυστερούν την επίλυση της διαφοράς.

4.3.7   Μάλιστα, η ασαφής υποχρέωση του «συντονισμού» μεταξύ του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της ουσίας της υπόθεσης και του δικαστηρίου του άλλου κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ζητούνται ασφαλιστικά μέτρα, την οποία η εν λόγω διάταξη περιορίζει στην υποχρέωση του τελευταίου να ζητά πληροφορίες σχετικά με όλες τις κρίσιμες περιστάσεις της υπόθεσης (π.χ. για το εάν το επιδιωκόμενο μέτρο είναι επείγον ή για το κατά πόσον το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της ουσίας της υπόθεσης έχει ήδη απορρίψει αίτημα για τη λήψη ανάλογου μέτρου) θα μπορούσε να συμπληρωθεί με μια επιπλέον διάταξη η οποία θα καθορίζει κατ’ εξαίρεση την αποδοχή της εξέτασης των εν λόγων μέτρων ή ακόμα θα περιλαμβάνει και μια γενική πρόβλεψη για την αναρμοδιότητα υπέρ του δικαστή που αποφασίζει επί της ουσίας.

4.3.8   Αυτό συνάδει επίσης με τον κεντρικό ρόλο που, για λόγους ταχύτητας και υλοποίησης της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, αναγνωρίζει το Δικαστήριο της ΕΕ στο όργανο που είναι αρμόδιο να κρίνει επί της ουσίας την υπόθεση στο πλαίσιο της ερμηνείας των συναφών κανόνων όπως ο προαναφερθείς κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003.

4.4   Χρήζει ειδικής αξιολόγησης η διατήρηση της διάταξης για τη δημόσια τάξη (άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού «Βρυξέλλες Ι», και του άρθρου 48, παράγραφος 1, της πρότασης του αναδιατυπωθέντος κειμένου), αποκλειστικά στις περιπτώσεις όπου καταργείται η διάταξη της εκτέλεσης με την οποία εξουσιοδοτούνται τα δικαιοδοτικά δικαστήρια των κρατών μελών προς τα οποία υποβάλλεται η αίτηση αναγνώρισης ή εκτέλεσης, να μην αναγνωρίζουν τις αποφάσεις που αντίκεινται προφανώς στη δημόσια τάξη του εκάστοτε κράτους μέλους.

4.4.1   Δεν χωρά αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη αρμοδιότητα μπορεί να οδηγήσει σε αυθαίρετες ερμηνείες και εφαρμογές από τους δικαστές που εξετάζουν αιτήσεις αναγνώρισης ή εκτέλεσης, αλλά όπως προκύπτει από όλα αυτά τα χρόνια ισχύος του κανονισμού «Βρυξέλλες Ι», ο κίνδυνος είναι προς το παρόν πολύ περιορισμένος λόγω τριών, τουλάχιστον, παραγόντων νομικής φύσεως: τα κριτήρια που προβλέπονται εν προκειμένω από το Δικαστήριο της ΕΕ (4), τη δεσμευτική ισχύ του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και την εδραίωση μιας ευρείας και άφθονης νομολογίας του ίδιου του Δικαστηρίου η οποία περιορίζει την έννοια της δημόσιας τάξης προς όφελος της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.

4.4.2   Ωστόσο, η ΕΟΚΕ καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προσδώσει ιδιαίτερη προσοχή στη δραστηριότητα των δικαιοδοτικών δικαστηρίων των κρατών μελών, με σκοπό την ορθή εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων υπό τον όρο ότι λαμβάνονται σε επίπεδο διεθνούς δικαιοδοσίας για λόγους δημόσιας τάξης.

4.5   Αν και η πρόταση του κειμένου αναδιατύπωσης του κανονισμού παρουσιάζει ακροθιγώς, και για πρώτη φορά, έναν κανόνα για την αναγνώριση των συμφωνιών διαιτησίας που ορίζουν το δικαστήριο ενός κράτους μέλους της ΕΕ, περιορίζοντας τον κίνδυνο δικαστικού τουρισμού (forum shopping), τούτο δεν αρκεί.

4.5.1   Δεδομένης της μαζικής και αυξανόμενης χρήσης της συγκεκριμένης μεθόδου επίλυσης διαφορών, ιδίως στον εμπορικό τομέα, και της επιθυμητής ανάπτυξής της και σε άλλους σημαντικούς τομείς για τα συμφέροντα των πολιτών (π.χ. το δικαίωμα κατανάλωσης και το δικαίωμα εργασίας), η ΕΟΚΕ καλεί την Επιτροπή να εξετάσει, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός υπερεθνικού δικαστικού μέσου για την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων. Πράγματι, η πρόταση αφήνει ανοιχτό ένα δικαστικό έλεγχο, η διαιτησία αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής της (άρθρο 1 παράγραφος 2 εδάφιο δ).

4.6   Ομοίως, για λόγους αποσαφήνισης του περιεχομένου και επίσπευσης στη λήψη δικαστικών αποφάσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε να εκδώσει ανακοίνωση ή οδηγό σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 5 της πρότασης, το οποίο στην ουσία επαναλαμβάνει τους όρους του ισχύοντος άρθρου του κανονισμού «Βρυξέλλες Ι».

4.6.1   Σύμφωνα με αμφότερες τις διατάξεις, δικαιοδοσία ως προς διαφορές εκ συμβάσεως θα έχει το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, το δικαστήριο του κράτους μέλους όπου γίνεται ή πρέπει να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων και, εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών, το δικαστήριο του κράτους μέλους όπου γίνεται ή πρέπει να γίνει η παροχή των υπηρεσιών.

4.6.2   Η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ που ερμηνεύει τις έννοιες «υπηρεσία» και «εμπόρευμα» σε σχέση με τις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο του κανονισμού «Βρυξέλλες Ι» και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο προσπερνούσε μέχρι σήμερα τα ερωτήματα ερμηνείας σχετικά με το εύρος εφαρμογής του εν λόγω πέμπτου άρθρου παραπέμποντας σε συγκεκριμένους διεθνείς κανόνες που δεν δεσμεύουν ούτε την ΕΕ ούτε τα κράτη μέλη, καθώς δεν πρόκειται για κοινούς κανόνες που είναι εφαρμοστέοι στις ενδοκοινοτικές συμβάσεις.

4.7   Παραδόξως, οι λόγοι της επίσπευσης των διαδικασιών φαίνονται να αποτελούν τη βάση της νέας διατύπωσης που θεσπίζει το άρθρο 24 παράγραφος 2 της πρότασης του κειμένου, καθώς εξαρτά απλά την εφαρμογή του άρθρου 24 παράγραφος 1 (που αναθέτει τη γενική αρμοδιότητα στο δικαστήριο ενός κράτους μέλος ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται) από το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο το οποίο πρέπει να περιέχει πληροφορίες με αποδέκτη τον εναγόμενο σχετικά με το δικαίωμά του να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και τις συνέπειες της παράστασης στο δικαστήριο. Η διάταξη αυτή, που είναι εύκολα εφαρμόσιμη μέσω της συμπερίληψης τυπικών ρητρών, μπορεί να θίξει τα δικαιώματα των αδύναμων μερών μιας σύμβασης, πολύ δε περισσότερο που το ίδιο το άρθρο 24 παράγραφος 2 περιορίζει την εφαρμογή της στις συμβάσεις ασφάλισης και καταναλωτών και στις ατομικές συμβάσεις εργασίας.

4.7.1   Δεδομένου ότι το δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα θα είναι εκείνο το οποίο θα πρέπει να εξακριβώνει αν διαβιβάστηκαν οι συγκεκριμένες πληροφορίες στον εναγόμενο, χωρίς να ορίζεται καμία απαίτηση για τον σκοπό αυτόν, η ΕΟΚΕ θα ήθελε να υπογραμμίσει την κατάσταση αβεβαιότητας και αυθαιρεσίας που μπορεί να προκύψει ύστερα από την εφαρμογή του στις 27 κυρίαρχες δικαιοδοσίες της ΕΕ. Ως εκ τούτου, καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επανεξετάσει τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης προκειμένου να ενισχύσει τη νομική θέση των καταναλωτών και των εργαζομένων, και να διασφαλίσει ενιαία πρότυπα λειτουργίας των αρμόδιων δικαστηρίων.

Βρυξέλλες, 5 Μαΐου 2011.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  ΕΕ C 255 της 22.09.2010, σ. 48.

(2)  Εγκρίθηκε στη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2009.

(3)  ΕΕ C 117 de 26.04.2000, σ. 6.

(4)  Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ της 28ης Μαρτίου 2000, υπόθεση C-7/98, Krombach, Συλλογή νομολογίας σ. I-01935


Top