EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006AE0597

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών COM(2005) 343 τελικό — 2005/0138 (COD)

ΕΕ C 185 της 8.8.2006, p. 92–96 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

8.8.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 185/92


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την «Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών»

COM(2005) 343 τελικό — 2005/0138 (COD)

(2006/C 185/16)

Στις 26 Σεπτεμβρίου 2005 και σύμφωνα με το άρθρο 262 της ΣΕΚ, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω πρόταση

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή» στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, επεξεργάστηκε τη γνωμοδότησή του στις 23 Μαρτίου 2006, με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. BURANI.

Κατά την 426η σύνοδο ολομέλειάς της, στις 21 Απριλίου 2006 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 85 ψήφους υπέρ, 15 κατά και 6 αποχές:

1.   Εισαγωγή

1.1

Η πρόταση αποβλέπει στη μεταφορά της Ειδικής Σύστασης VII (SR VII) της ομάδας διεθνούς χρηματοοικονομικής δράσης (ΟΔΧΔ) στην κοινοτική νομοθεσία, που έχει στόχο να εμποδίζει την ελεύθερη πρόσβαση των τρομοκρατών και άλλων εγκληματιών στις ηλεκτρονικές μεταφορές των κεφαλαίων τους και να εντοπίζει τις καταχρήσεις όταν συμβαίνουν (1). Η πρόταση αυτή εντάσσεται σε μία σειρά νομοθετικών και ρυθμιστικών διατάξεων με στόχο, αφενός, τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των τρομοκρατών  (2) και, αφετέρου, την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες  (3).

1.2

Στην ουσία, τα μέτρα που προβλέπονται στην πρόταση της Επιτροπής είναι απλά στη μορφή τους, αλλά πυκνά σε περιεχόμενο και σε συνέπειες κατά την εφαρμογή τους. Η πρόταση θεσπίζει την υποχρέωση για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών (ΠΥΠ) — στην πράξη τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που μεριμνούν για την μεταφορά χρηματικών ποσών — να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή: οι πληροφορίες αυτές πρέπει να συνοδεύουν την μεταφορά των χρηματικών ποσών από τον ΠΥΠ του πληρωτή έως τον ΠΥΠ του τελικού παραλήπτη (δικαιούχο). Ο κανόνας εφαρμόζεται στις μεταφορές χρηματικών ποσών στο εσωτερικό της ΕΕ και, με κάποιες εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις, στις μεταφορές χρηματικών ποσών από και προς τρίτες χώρες.

1.3

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί πλήρως με την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός κανονισμού, που έλκει τη νομιμότητά του από το άρθρο 95 της Συνθήκης· εξάλλου η λύση αυτή έχει γίνει αρχικά αποδεκτή από τα κράτη μέλη και από τον τομέα των ΠΥΠ. Υπάρχει γενική συναίνεση για τη σκοπιμότητα υιοθέτησης ενός μέσου άμεσης εφαρμογής όπως είναι ο κανονισμός και όχι η οδηγία, η μεταφορά της οποίας στις εθνικές νομοθεσίες επιδέχεται διαφορετικών εφαρμογών. Οι δράσεις που προβλέπονται στο έγγραφο της Επιτροπής είναι, σε γενικές γραμμές, σωστές και λογικές· η ΕΟΚΕ ωστόσο διατηρεί ορισμένες επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητά τους στην πράξη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

1.4

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει πράγματι ότι αυτός ο κανονισμός περιέχει στοιχεία «αδυναμίας», είτε γιατί αφήνει μεγάλα περιθώρια ατομικής αξιολόγησης από πλευράς των ΠΥΠ, είτε γιατί προβλέπει τεχνικούς όρους που παρέχουν μεγάλα περιθώρια διαφυγής στους εγκληματίες.

2.   Γενικές παρατηρήσεις και σχόλια

2.1

Το πρόβλημα της καταπολέμησης των παράνομων δραστηριοτήτων (όπως ενίοτε αποκαλούνται στην κοινοτική γλώσσα οι δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος, με έναν ευφημισμό που είναι πλέον καιρός να εγκαταλειφθεί), αντιμετωπίστηκε για πρώτη φορά κατά τρόπο οργανικό — τουλάχιστον από εννοιολογικής πλευράς — από το Συμβούλιο του Δουβλίνου το 1996, και εκφράστηκε σε ένα σχέδιο δράσης το οποίο υιοθέτησε το Συμβούλιο του Άμστερνταμ το 1997 (4). Πρόκειται για μια σειρά 30 λεπτομερών και συντονισμένων μεταξύ τους προγραμμάτων, που έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί το αργότερο έως τα τέλη του 1998· οκτώ έτη όμως αργότερα, τα περισσότερα από αυτά δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί.

2.2

Η έννοια του «οργανωμένου εγκλήματος» έχει γνωρίσει διάφορες διαδοχικές εξελίξεις: το 1998 η OLAF (5) (τότε UCLAF) επέστησε την προσοχή στη μεγάλων διαστάσεων φορολογική απάτη που διαπράχθηκε σε βάρος των κοινοτικών οικονομικών, ως ένα φαινόμενο αποδιδόμενο στο οργανωμένο έγκλημα· στη συνέχεια οι επιθέσεις κατά των «δίδυμων πύργων» και οι άλλες που ακολούθησαν είχαν σαν συνέπεια να συμπεριληφθεί στην έννοια — με ιδιαίτερη έμφαση- και η τρομοκρατία.

2.3

Την ίδια εξέλιξη στον συλλογισμό και στη δράση ακολούθησε εκ παραλλήλου η ομάδα διεθνούς χρηματοοικονομικής δράσης (ΟΔΧΔ) που συστάθηκε από τις χώρες μέλη της G8, και η οποία έως σήμερα αντιπροσωπεύει το πλέον σοβαρό όργανο σύνδεσης μεταξύ των κυβερνήσεων. Με στόχο την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, η ΟΔΧΔ έχει πλέον επεκτείνει την αρμοδιότητά της σε όλες τις μορφές οικονομικών δραστηριοτήτων που συνδέονται με την τρομοκρατία: ιδιαίτερης σημασίας είναι οι εννέα «ειδικές συστάσεις» της (RS), που σε μεγάλο βαθμό έχουν μετατραπεί σε κοινοτικές διατάξεις όσον αφορά τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και τα συστήματα πληρωμής. Η RS VII, «ηλεκτρονικές πληρωμές» που πραγματοποιούνται από τρομοκράτες και άλλους εγκληματίες, εφαρμόζεται στην υπό εξέταση πρόταση κανονισμού.

2.4

Η υιοθέτηση της έννοιας ότι οι παράνομες οικονομικές δραστηριότητες — είτε συνδέονται με την τρομοκρατία είτε με το οργανωμένο έγκλημα- είναι παγκόσμιο φαινόμενο που πρέπει να καταπολεμηθεί με ενιαίο τρόπο, έχει το πλεονέκτημα ότι είναι σαφέστερη από γλωσσική άποψη, που έχει σημασία και για την πρακτική εφαρμογή της καταπολέμησης επί τόπου, χωρίς βέβαια να περιορίζεται σε αυτή. Σήμερα, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, η προσοχή εστιάζεται στο ένα ή στο άλλο στοιχείο: στην πληθώρα των πρωτοβουλιών που έχουν υιοθετηθεί αναφέρεται από καιρού εις καιρόν το «οργανωμένο έγκλημα, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας», ή η «τρομοκρατία και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες». Δεν είναι πάντα εύκολο — για τις ανακριτικές αρχές, πόσο μάλλον για τους ΠΥΠ — να κατατάξουν τις παράνομες οικονομικές δραστηριότητες σε έναν συγκεκριμένο τομέα, πόσο μάλλον όταν σε ορισμένους τομείς η τρομοκρατία έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα και αντιστρόφως: λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών, παράνομη μετανάστευση, παραποίηση χαρτονομισμάτων και εγγράφων, και άλλα.

2.5

Από πλευράς καταπολέμησης των παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων, το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία αποτελούν δύο πτυχές του ίδιου φαινομένου. Η εντύπωση ότι αυτή η έννοια δεν είναι πάντα παρούσα προκύπτει και από την εισαγωγική έκθεση στην υπό εξέταση πρόταση κανονισμού όπου επανειλημμένα γίνεται λόγος για «καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομου χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας». Χωρίς να εισέλθει προς το παρόν στην ουσία των προβλεπόμενων μέτρων, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι η διατύπωση αυτή είναι παραπλανητική για τους λόγους που θα διευκρινιστούν καλύτερα στα σχόλια των επιμέρους άρθρων. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι πρόκειται για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία.

2.6

Από την άλλη πλευρά, η προέλευση της δυαδικότητας των εννοιών οφείλεται στην ίδια την ΟΔΧΔ: ο τίτλος των εννέα ειδικών συστάσεων (RS) που αναφέρονται στο σημείο 2.3 είναι «Χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» χωρίς άλλη διευκρίνιση· ο τίτλος των «Ερμηνευτικών σημειωμάτων» που τις συνοδεύουν είναι «Ειδικές συστάσεις για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» (6), αλλά στο κείμενο γίνεται λόγος για «παρεμπόδιση της ελεύθερης πρόσβασης των τρομοκρατών και άλλων εγκληματιών...» (7) . Κατά τη μεταφορά της σύστασης της ΟΔΧΔ, η Επιτροπή υιοθετεί αυτή τη διάκριση, εισάγοντας την πρόταση κανονισμού μεταξύ των μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Κατά την ΕΟΚΕ, θα έπρεπε αντιθέτως να θεωρηθούν ως μέτρο που πρέπει να εισαχθεί μεταξύ των γενικότερων μέτρων καταπολέμησης της νομιμοποίησης του παράνομου χρήματος και του οργανωμένου εγκλήματος. Από νομικής πλευράς η διάκριση δεν είναι σημαντική αλλά γίνεται σε πρακτικό και λειτουργικό επίπεδο, όπως θα επιδιωχθεί να καταδειχθεί στα σχόλια που ακολουθούν.

3.   Παρατηρήσεις επί του κειμένου της πρότασης

3.1

Άρθρο 2: πεδίο εφαρμογής. Ο κανονισμός ισχύει για τις μεταφορές χρηματικών ποσών που αποστέλλονται ή παραλαμβάνονται από έναν ΠΥΠ εγκατεστημένο στην Κοινότητα και απευθύνονται σε δικαιούχους, ή προέρχονται από πληρωτές, εγκατεστημένους στην Κοινότητα· ισχύει επίσης (άρθρο 7) για τις μεταφορές χρηματικών ποσών από την Κοινότητα σε δικαιούχους εκτός Κοινότητας και για τις μεταφορές χρηματικών ποσών προς την Κοινότητα που προέρχονται από τρίτες χώρες (άρθρο 8), με ορισμένες προσαρμογές.

3.1.1

Ο κανονισμός δεν ισχύει για τις μεταφορές χρηματικών ποσών οι οποίες απορρέουν από εμπορική συναλλαγή εκτελούμενη μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, υπό τον όρο ότι όλες αυτές οι μεταφορές χρηματικών ποσών συνοδεύονται από αποκλειστικό αναγνωριστικό κωδικό ο οποίος επιτρέπει τον εντοπισμό του πληρωτή. Δεν αποκλείονται αλλά ούτε αναφέρονται ρητά, οι συναλλαγές με ηλεκτρονικό χρήμα (e-money) δηλαδή εκείνες με προπληρωμένες κάρτες. Για τις τεχνικές προδιαγραφές οι ΠΥΠ θα προβούν στα δικά τους σχόλια· από την πλευρά της η ΕΟΚΕ παρατηρεί ότι οι συναλλαγές με κάρτες ακολουθούν αντίθετη πορεία σε σχέση με τις εντολές πληρωμών: ο ΠΥΠ του πληρωτή (στον οποίο αποστέλλεται αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού με τις λεπτομέρειες χρήσης της κάρτας) δεν γνωρίζει τις δραστηριότητες του δικαιούχου ούτε τη φύση της σχέσης μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα είναι μόνο αδύνατο να διαχωριστούν οι εμπορικές συναλλαγές από τις μη εμπορικές συναλλαγές, αλλά συχνά θα είναι και τεχνικώς αδύνατο να εντοπισθεί ο πληρωτής.

3.2

Άρθρο 5: Πληροφορίες που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών. Οι ΠΥΠ πρέπει να συμπεριλαμβάνουν στις εντολές πληρωμών πλήρεις πληροφορίες για τον πληρωτή, αφού επαληθεύσουν και επιβεβαιώσουν ότι είναι πλήρεις και αληθείς· όταν πρόκειται για ποσά που δεν υπερβαίνουν τα 1000 ευρώ σε δικαιούχους εκτός Κοινότητας, οι ΠΥΠ «δύνανται» να προσδιορίζουν την έκταση της επαλήθευσης. Αυτή η ευελιξία του κανονισμού -λογική και ρεαλιστική- μπορεί εξάλλου να επιτρέψει τη διαρροή σημαντικών ποσών που καλύπτονται από την ένδειξη «εμβάσματα μεταναστών» που φαινομενικά μόνο απευθύνονται στις οικογένειες των μεταναστών. Από την άλλη πλευρά, η επαλήθευση που ζητείται για όλες τις άλλες εντολές πληρωμών εμφανίζεται προβληματική για τις μεταφορές αυτού του τύπου, που συχνά πραγματοποιούνται τοις μετρητοίς από πλήθος ατόμων μέσω διαφόρων ΠΥΠ, και των οποίων ο εντοπισμός δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.

3.2.1

Σε κάθε περίπτωση, η απαλλαγή από τους ελέγχους για εντολές πληρωμών κατώτερες των 1000 ευρώ επιβάλλει στους ΠΥΠ να εφαρμόσουν διαφορετικές, δαπανηρές και μη αναγκαίες διαδικασίες· θα ήταν καλύτερα να υπενθυμιστούν στο κείμενο του άρθρου αυτού οι ήδη ισχύοντες κανόνες κατά της νομιμοποίησης παράνομου χρήματος, που αφορούν τις εντολές πληρωμών από πληρωτές μη κατόχους λογαριασμού.

3.3

Άρθρο 9: Μεταφορές χρηματικών ποσών με ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή. Σύμφωνα με το άρθρο 6, ο αρχικός ΠΥΠ της μεταφοράς οφείλει να κοινοποιήσει τα πλήρη στοιχεία του πληρωτή στον ΠΥΠ του δικαιούχου. Όταν οι πληροφορίες αυτές είναι ελλιπείς ή ανύπαρκτες, ο ΠΥΠ του δικαιούχου οφείλει να τις ζητά από τον ΠΥΠ του πληρωτή: ο ΠΥΠ του δικαιούχου μπορεί είτε να αρνηθεί την πληρωμή, έως ότου λάβει απάντηση, είτε να πραγματοποιήσει την πληρωμή με δική του ευθύνη τηρώντας όμως τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομου χρήματος. Εάν αυτό συμβεί κατ' επανάληψη, ο ΠΥΠ του δικαιούχου οφείλει να αρνηθεί όλες τις εντολές πληρωμής από τον συγκεκριμένο ΠΥΠ, ή να θέσει τέλος στις επαγγελματικές σχέσεις τους με αυτόν. Για τις αποφάσεις αυτές πρέπει να ενημερώνονται οι «αρχές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παράνομου χρήματος ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας».

3.3.1

Το να επιβληθεί σε ένα πιστωτικό ίδρυμα η διακοπή των σχέσεών του με ένα άλλο πιστωτικό ίδρυμα, στις προβλεπόμενες περιπτώσεις, θέτει σαφώς πρόβλημα αναλογικότητας: πράγματι οι διασυνδέσεις μεταξύ διεθνών πιστωτικών ιδρυμάτων δεν περιορίζονται στις μεταφορές χρήματος που συνήθως αποτελούν μικρό μόνο μέρος τους, που όμως περιλαμβάνει γραμμές πιστώσεων, υπηρεσίες, πράξεις επί τίτλων κ.τ.λ. για όγκους συναλλαγών ασύγκριτα μεγαλύτερους απ' ό,τι η μεταβίβαση παράνομων κεφαλαίων, ή που υποτίθεται ότι είναι τέτοια. Η άμεση διακοπή των σχέσεων, όπως προτείνει η Επιτροπή, θα προκαλούσε τεράστιες και αδικαιολόγητες ζημιές τόσο στους ΠΥΠ όσο και στους πελάτες τους.

3.3.2

Ο όρος «αρμόδιες αρχές» θέτει το βασικό πρόβλημα που αναφέρεται στην εισαγωγή της γνωμοδότησης. Δεδομένου ότι οι γενικοί κανόνες περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επιρρίπτουν μεγάλες ευθύνες — ακόμη και ποινικές- στους ΠΥΠ και στο προσωπικό τους, δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει κατανοητό εάν μία συναλλαγή, από τη στιγμή που έχει θεωρηθεί «ύποπτη» εντάσσεται στο «κοινό» έγκλημα ή στην τρομοκρατία. Σε κάθε χώρα υπάρχουν ανακριτικές αρχές και αρχές καταστολής διαφόρων τύπων: εγκληματολογική αστυνομία (ενίοτε χωρισμένη σε δύο διαφορετικούς οργανισμούς), οικονομική αστυνομία, τελωνεία, μυστικές υπηρεσίες. Απουσία ακριβών ενδείξεων, ο ΠΥΠ θα πρέπει να εντοπίσει ποια είναι η αρμόδια αρχή στην οποία πρέπει να απευθυνθεί. Ο κανονισμός ζητά συνεπώς από τους ΠΥΠ να εκφέρουν κρίση που δεν υπάγεται στην επαγγελματική τους αρμοδιότητα.

3.3.3

Κρίνεται συνεπώς αναγκαίος ένας κανόνας που να επιβάλει στα κράτη μέλη τη δημιουργία ενιαίας θυρίδας επαφής, υπεύθυνης για τη συλλογή των πληροφοριών και τη διάδοσή τους στις αρμόδιες ανακριτικές αρχές (8). Το μέτρο αυτό προβλεπόταν εξάλλου στο πρόγραμμα του Συμβουλίου του 1998.

3.4

Άρθρο 10: Αξιολόγηση βάσει κινδύνου. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τον πληρωτή πρέπει να θεωρείται από τον ΠΥΠ του δικαιούχου ως ύποπτη, και να αναφέρεται στις αρμόδιες αρχές. Δίδεται ωστόσο η δυνατότητα στον ΠΥΠ να καθορίσει περίπτωση προς περίπτωση εάν πρόκειται για λάθος, για παράλειψη ή για «πραγματικά» ύποπτη περίπτωση: ιδιαίτερα δύσκολο καθήκον εάν ληφθεί υπόψη ότι κάθε ΠΥΠ ασχολείται καθημερινά με μεγάλο όγκο συναλλαγών. Ισχύουν συνεπώς, σχετικά με την αναφορά, οι παρατηρήσεις των σημείων 3.3.2 και 3.3.3.

3.5

Άρθρο 13: Τεχνικοί περιορισμοί. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αφορούν την περίπτωση μεταφοράς χρηματικών ποσών από τρίτες χώρες: σύμφωνα με αυτές οι πληροφορίες σχετικά με τον πληρωτή, είτε είναι πλήρεις είτε όχι, πρέπει να φυλάσσονται από τον ΠΥΠ του δικαιούχου τουλάχιστον για πέντε έτη. Όταν υπάρχει ενδιάμεσος ΠΥΠ εγκατεστημένος στην Κοινότητα, αυτός έχει την υποχρέωση να ανακοινώνει των απουσία πλήρων πληροφοριών στον τελικό ΠΥΠ. Αυτές οι διατάξεις δεν χρήζουν ειδικών σχολίων, εκτός του ότι η διατήρηση των πληροφοριών για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να έχει ως επακόλουθο σημαντικές επιβαρύνσεις και να συμβάλει στη συσσώρευση εκατομμυρίων πληροφοριών: η διάθεση των στοιχείων δικαιολογείται μόνον εάν πραγματικά θεωρείται ότι μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη. Ίσως θα πρέπει, σχετικά με το σημείο αυτό, να περιοριστεί η διατήρηση των πληροφοριών για ποσά από ένα συγκεκριμένο ύψος και πάνω.

3.6

Άρθρο 14: Υποχρεώσεις συνεργασίας. Οι ΠΥΠ υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, παρέχοντας χωρίς καθυστέρηση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους. Οι εν λόγω αρχές δύνανται να κάνουν χρήση των πληροφοριών αυτών «μόνο για λόγους πρόληψης, διερεύνησης, εντοπισμού και δίωξης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας».

3.6.1

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί πλήρως με αυτές τις διατάξεις. Προσθέτει μόνο μία παρατήρηση για να απαντήσει στις αρχές ορισμένων κύκλων που έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για την πιθανή αποδυνάμωση των διατάξεων που αφορούν την προστασία της ιδιωτικής ζωής: το ύψιστο συμφέρον της κοινότητας, που έχει αναλάβει την καταπολέμηση του σοβαρότατου κινδύνου για το κοινωνικό σύνολο, απαιτεί σε ορισμένες περιπτώσεις, για την προστασία του, μία παρέκκλιση από τις μεγάλες αρχές. Η υποχρέωση των αρχών να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνον για τους προβλεπόμενους σκοπούς αποτελεί αφ' εαυτής εγγύηση για πιθανές παρεκκλίσεις. Γενικότερα, θα πρέπει να ισχύει η άποψη ότι όποιος μεταβιβάζει χρήματα σε κάποιον που επιδιώκει πραγματικά κοινωνικούς ή κοινωφελείς σκοπούς δεν έχει τίποτα να φοβηθεί: δεν πρόκειται ούτε για φοροδιαφυγή, ούτε για παραβίαση των νόμων, ούτε για αξιόποινη πράξη.

3.6.2

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά στην πράξη. Για τους ΠΥΠ θα πρέπει να ισχύει ο γενικός κανόνας «γνωρίζω τον πελάτη μου» που οδηγεί στην εξαίρεση από ελέγχους και αναγνωρίσεις των πελατών των οποίων η τιμιότητα είναι γνωστή και αποδεδειγμένη. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός είναι αρκετά εύκολο να εφαρμοστεί από την πλευρά του δικαιούχου· είναι σαφώς πιο δύσκολος ο έλεγχος του πληρωτή, ειδικότερα όταν οι μεταβιβάσεις πραγματοποιούνται με τους τρόπους που αναφέρονται στο προηγούμενο σημείο 3.1.1.

3.7

Άρθρο 19: Μεταφορές χρηματικών ποσών σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους. Το άρθρο αυτό θεσπίζει μία παρέκκλιση από τους κανόνες του άρθρου 5: Τα κράτη μέλη δύνανται να απαλλάσσουν τους ΠΥΠ από την υποχρέωση τήρησης των κανόνων σχετικά με την κοινοποίηση των πληροφοριών για τον πληρωτή κατά τις μεταφορές χρηματικών ποσών προς οργανισμούς που αναπτύσσουν δραστηριότητες φιλανθρωπικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές ή σωματειακές, περιβαλλοντικές ή για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, εφόσον:

α)

οι οργανισμοί αυτοί υπάγονται στις υποχρεώσεις πληροφόρησης και εξωτερικού ελέγχου ή εποπτείας εκ μέρους δημόσιας αρχής,

β)

οι εν λόγω μεταφορές χρηματικών ποσών περιορίζονται σε 150 ευρώ το πολύ

γ)

λαμβάνουν χώρα αποκλειστικά εντός της επικράτειας του κράτους μέλους.

3.7.1

Όσον αφορά τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν το προβλεπόμενο καθεστώς παρέκκλισης, θα είναι αναμφίβολα εξαιρετικά δύσκολο να τηρούν μητρώα των εμπλεκομένων οργανώσεων και να ελέγχουν αν εφαρμόζονται οι κανόνες. Εξάλλου ο ΠΥΠ θα πρέπει να πιστοποιεί, περίπτωση προς περίπτωση, ότι ο πληρωτής είναι εγγεγραμμένος σε «λευκό» μητρώο που ενημερώνεται συνεχώς: πρόκειται αναμφίβολα για ενοχλητικό καθήκον. Η κατάσταση, ωστόσο, διαφέρει από χώρα σε χώρα: στις χώρες με ελλιπή ρύθμιση θα είναι σαφώς δύσκολο να τηρηθεί ο όρος που αναφέρεται στο σημείο 3.7. α).

3.7.2

Η απαλλαγή που παρέχει η πρόταση κανονισμού βασίζεται στην θεώρηση ότι οι κοινωνικές σκοπιμότητες που επιδιώκουν αυτοί οι οργανισμοί αποτελούν αφ' εαυτών εγγύηση για την ορθή χρήση των κεφαλαίων. Αυτό αληθεύει τους περισσότερους από τους οργανισμούς αυτούς, για τις γνωστές οργανώσεις και για τις ανοιχτές συνεισφορές σε περίπτωση γενικευμένων καταστροφών· αληθεύει όμως επίσης ότι μεταξύ των άλλων μικρότερων οργανώσεων που είναι λιγότερο γνωστές και επιδιώκουν δήθεν κοινωνικούς ή κοινωφελείς σκοπούς βρίσκουν κάλυψη οι τρομοκρατικές οργανώσεις. Όταν γίνεται λόγος για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο τελευταίο τμήμα του σημείου 3.7, ο κανονισμός δεν κάνει διακρίσεις για θρησκευτικούς λόγους: είναι ωστόσο γνωστό ότι ενίοτε η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας γίνεται μέσω ΜΚΟ με φαινομενικά ακίνδυνη κάλυψη, η επικινδυνότητα της οποίας αποκαλύπτεται μόνον εκ των υστέρων. Κατ' ουσίαν, στον τομέα των ΜΚΟ, μαζί με μια πλειοψηφία «διαφανών» οργανώσεων λειτουργούν και ορισμένες που πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή: η δυσκολία έγκειται στην εξεύρεση του τρόπου εντοπισμού τους.

3.7.3

Άλλη ελλιπής πτυχή είναι ότι δεν έχει εξεταστεί ότι υπό την κάλυψη των ΜΚΟ ενδέχεται να κρύβονται εγκληματικές οργανώσεις που δεν είναι αναγκαστικά τρομοκρατικές: τα έσοδα από λαθρεμπόριο ναρκωτικών, από πορνεία και από εκβιασμούς μπορούν κάλλιστα να λάβουν τη μορφή δωρεών προς ΜΚΟ από ονόματα ελκυστικά και οι εκπρόσωποι των οποίων να είναι — τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους ΠΥΠ– καθ' όλα ευυπόληπτοι. Στην πραγματικότητα υπάρχουν έμμεσα συστήματα ελέγχου που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να καταδείξουν τις ύποπτες περιπτώσεις: η συχνότητα των καταθέσεων που προέρχονται από τα ίδια άτομα, κυρίως εάν γίνονται πάντα τοις μετρητοίς, που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των προαναφερθεισών δραστηριοτήτων. Οι μέθοδοι όμως αυτές είναι γνωστές και στους εγκληματίες, που υιοθετούν τα κατάλληλα αντίμετρα: κατακερματισμό των καταθέσεων, προσφυγή σε διαφορετικούς ΠΥΠ, κλπ. Συνεπώς, οι υποψίες γεννιούνται κυρίως στον ΠΥΠ του δικαιούχου λόγω της συχνότητας των καταθέσεων που προέρχονται πάντα από τους ίδιους πληρωτές. Εξάλλου με τα σύγχρονα συστήματα ηλεκτρονικής τήρησης των λογαριασμών, έλεγχος αυτού του τύπου θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με προγράμματα ad hoc, που να έχουν εκπονηθεί «κατά παραγγελία»: λύση σαφώς δυσεφάρμοστη.

3.7.4

Η ΕΟΚΕ εφιστά συνεπώς την προσοχή στο γεγονός ότι η απαλλαγή, η οποία σύμφωνα με τον κανονισμό θα πρέπει να αποφασίζεται από τους ΠΥΠ με πρωτοβουλία τους και με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με τους σκοπούς, τους ελέγχους, την αξιοπιστία των αντιπροσώπων, κλπ., αποτελεί αδύναμο σημείο του συστήματος. Η συνεργασία των ΠΥΠ, αν και καλής θελήσεως, θα είναι πάντα ανεπαρκής για την αναχαίτιση φαινομένων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας: πρέπει κατά πρώτο λόγο οι ίδιες οι αρχές να ασκούν ενεργό ρόλο και να αναφέρουν ονομαστικά τους υπόπτους. Ωστόσο, για να γίνει αυτό πραγματικότητα θα πρέπει να θεσπιστεί μια κεντρική αρχή όπως αναφέρθηκε προηγουμένως.

3.7.5

Η ΕΟΚΕ προτίθεται εξάλλου να υποβάλει στις αρμόδιες αρχές περαιτέρω ανάλυση. Εκτός από τις περιπτώσεις άμεσης αναφοράς από τους ΠΥΠ, οι πληροφορίες τηρούνται σε αρχείο για πέντε έτη, συνήθως για να τις συμβουλεύονται οι αρχές ως απόδειξη εγκληματικών πράξεων που έχουν ήδη γίνει. Πρόκειται συνεπώς σε μεγάλο βαθμό για μέτρα αποδεικτικού χαρακτήρα, που δεν είναι ούτε προληπτικά ούτε κατασταλτικά. Τίθεται όμως το ερώτημα πως θα είναι δυνατός, στην πράξη, ο εντοπισμός μεμονωμένων πράξεων μεταξύ εκατοντάδων χιλιάδων συναλλαγών που θα έχουν συσσωρευτεί με τα χρόνια.

3.7.6

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο κόστος του συστήματος, σε σχέση με τα πιθανά οφέλη. Όλοι οι ΠΥΠ δεν διαθέτουν επαρκείς δομές για να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις, αλλά ακόμη και εκείνοι που διαθέτουν θα πρέπει να υποστούν πρόσθετες δαπάνες και οργανωτικές επιβαρύνσεις. Το κόστος των τελευταίων θα επωμιστούν αναπόφευκτα όλοι οι χρήστες των συστημάτων πληρωμής: η θυσία θα είναι αποδεκτή μόνον εάν αποδειχτεί ότι ο νέος κανονισμός θα έχει συγκεκριμένα και απτά οφέλη.

Βρυξέλλες, 21 Απριλίου 2006

Η Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Anne-Marie SIGMUND


(1)  ΟΔΧΔ, Αναθεωρημένο ερμηνευτικό σημείωμα στην ειδική σύσταση VII: Ηλεκτρονικές μεταφορές.

(2)  Κανονισμοί (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ.o 2580/2001 και 881/2002.

(3)  Οδηγίες 91/308/ΕΟΚ, 2001/97/ΕΚ,…

(4)  Σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, ΕΕ C 251 της 15.8.1997.

(5)  COM(1998) 276 τελικό. «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων - Καταπολέμηση της απάτης - Ετήσια έκθεση 1997».

(6)  Special recommendations on terrorist financing.

(7)  Preventing terrorists and other criminals from having unfettered access.

(8)  Η ανάγκη μιας ενιαίας θυρίδας επαφής δεν είναι νέα ούτε αποτελεί ένα αίτημα της ΕΟΚΕ: περιλαμβανόταν πράγματι στο πρόγραμμα του Συμβουλίου του 1997, που αναφέρεται στο σημείο 2.1, σύμφωνα με το οποίο κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να συστήσει «μία ενιαία θυρίδα επαφής στην οποία να έχουν πρόσβαση όλες οι υπηρεσίες καταστολής». Μετά από τόσα χρόνια ο οργανισμός αυτός δεν υπάρχει ακόμη και η συνεργασία μεταξύ των ανακριτικών οργάνων και οργάνων καταστολής, σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο, αποτελεί ένα πρόβλημα που κάθε άλλο παρά έχει επιλυθεί..


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Ακολουθούν οι τροπολογίες οι οποίες αν και απορρίφθηκαν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, συγκέντρωσαν τουλάχιστον το ένα τέταρτο των θετικών ψήφων (άρθρο 54, παράγραφος 3 του Εσωτερικού Κανονισμού).

Σημείο 3.7.2

Να τροποποιηθεί ως εξής:

Η απαλλαγή που παρέχει η πρόταση κανονισμού βασίζεται στην θεώρηση ότι οι κοινωνικές σκοπιμότητες που επιδιώκουν αυτοί οι οργανισμοί αποτελούν αφ' εαυτών εγγύηση για την ορθή χρήση των κεφαλαίων. Αυτό αληθεύει για τους περισσότερους από τους οργανισμούς αυτούς. για τις γνωστές οργανώσεις και για τις ανοιχτές συνεισφορές σε περίπτωση γενικευμένων καταστροφών· Αληθεύει όμως επίσης ότι μεταξύ των άλλων μικρότερων οργανώσεων που είναι λιγότερο γνωστές και επιδιώκουν δήθεν κοινωνικούς ή κοινωφελείς σκοπούς βρίσκουν κάλυψη οι τρομοκρατικές οργανώσεις. Όταν γίνεται λόγος για τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο τελευταίο τμήμα του σημείου 3.7, ο κανονισμός δεν κάνει διακρίσεις για θρησκευτικούς λόγους: είναι ωστόσο γνωστό ότι ενίοτε η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας γίνεται μέσω ΜΚΟ με φαινομενικά ακίνδυνη κάλυψη, η επικινδυνότητα της οποίας αποκαλύπτεται μόνον εκ των υστέρων. Κατ ' ουσίαν, στον τομέα των ΜΚΟ, μαζί με μια πλειοψηφία «διαφανών» οργανώσεων λειτουργούν και ορισμένες που πρέπει να παρακολουθούνται με προσοχή: η δυσκολία έγκειται στην εξεύρεση του τρόπου εντοπισμού τους.

Αιτιολογία

Θα εκτεθεί προφορικά.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ: 37

Ψήφοι κατά: 44

Αποχές: 8

Σημείο 3.7.4

Να τροποποιηθεί ως εξής:

Η ΕΟΚΕ εφιστά συνεπώς την προσοχή στο γεγονός ότι η Ακόμη και αν η απαλλαγή, η οποία σύμφωνα με τον κανονισμό θα πρέπει να αποφασίζεται από τους ΠΥΠ με πρωτοβουλία τους και με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με τους σκοπούς, τους ελέγχους, την αξιοπιστία των αντιπροσώπων, κλπ., μπορεί να αποτελεί το αδύναμο σημείο του συστήματος, είναι αιτιολογημένη λόγω των υποχρεώσεων των μη κερδοσκοπικών οργανισμών σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η συνεργασία των ΠΥΠ, αν και καλής θελήσεως, θα είναι πάντα ανεπαρκής για την αναχαίτιση φαινομένων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας: πρέπει κατά πρώτο λόγο οι ίδιες οι αρχές να ασκούν ενεργό ρόλο και να αναφέρουν ονομαστικά τους υπόπτους. Ωστόσο, για να γίνει αυτό πραγματικότητα θα πρέπει να θεσπιστεί μια κεντρική αρχή όπως αναφέρθηκε προηγουμένως.

Αιτιολογία

Τα σημεία που προστέθηκαν αποτελούν επαρκή εξήγηση για τις προτεινόμενες διαγραφές. Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί αντιδρούν έντονα κατά των κανόνων που προτείνονται από την ΟΔΧΔ. Εάν η ΕΟΚΕ υποστήριζε τους κανόνες αυτούς τότε θα δημιουργούσε και μεγάλα προβλήματα στις σχέσεις της με αυτούς.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ: 43

Ψήφοι κατά: 52

Αποχές: 7


Top