EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998L0033

Οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση του άρθρου 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, των άρθρων 2, 5, 6, 7, 8 και των παραρτημάτων II και III της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 2 και του παραρτήματος II της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

ΕΕ L 204 της 21.7.1998, p. 29–36 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 19/07/2006; καταργήθηκε εμμέσως από 32006L0049

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1998/33/oj

31998L0033

Οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση του άρθρου 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, των άρθρων 2, 5, 6, 7, 8 και των παραρτημάτων II και III της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 2 και του παραρτήματος II της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 204 της 21/07/1998 σ. 0029 - 0036


ΟΔΗΓΙΑ 98/33/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση του άρθρου 12 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, των άρθρων 2, 5, 6, 7, 8 και των παραρτημάτων II και III της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 2 και του παραρτήματος II της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφος 2 πρώτη και τρίτη πρόταση,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας:

(1) ότι η πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (4), επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και ορισμένων άλλων αρχών ή οργανισμών εντός ενός κράτους μέλους ή μεταξύ κρατών μελών 7 ότι η οδηγία επιτρέπει επίσης τη σύναψη από τα κράτη μέλη συμφωνιών συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών 7 ότι για λόγους συνοχής, αυτή η άδεια σύναψης συμφωνιών για την ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες πρέπει να επεκταθεί κατά τρόπο που να περιλαμβάνει και την ανταλλαγή πληροφοριών με ορισμένες άλλες αρχές ή οργανισμούς των χωρών αυτών, με την προϋπόθεση ότι οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται από προσήκουσες εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου 7

(2) ότι η οδηγία 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων (5), σταθμίζει τα στοιχεία του ενεργητικού και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία σε συνάρτηση με τον πιστωτικού κίνδυνο που ενέχουν 7

(3) ότι οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές κοινότητες οι οποίες έχουν συσταθεί υπό μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και έχουν, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, δικαίωμα επιβολής φόρου, αντιπροσωπεύουν πιστωτικό κίνδυνο αντίστοιχο με εκείνον των περιφερειακών διοικήσεων και τοπικών αρχών 7 ότι είναι, κατά συνέπεια, σκόπιμο να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να αντιμετωπίζουν τις απαιτήσεις κατά εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων με τον ίδιο τρόπο όπως και τις απαιτήσεις κατά περιφερειακών διοικήσεων και τοπικών αρχών, εφόσον οι εν λόγω εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες επιβάλλουν φόρους 7 ότι, ωστόσο, η δυνατότητα εφαρμογής μηδενικού συντελεστή στάθμισης στις απαιτήσεις κατά περιφερειακών διοικήσεων και τοπικών αρχών δεν είναι δυνατόν, βάσει μόνον του δικαιώματος επιβολής φόρων, να επεκτείνεται στις απαιτήσεις κατά εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων 7

(4) ότι η οδηγία 94/7/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Μαρτίου 1994, που προσαρμόζει την οδηγία 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων (6) συμπεριέλαβε στον τεχνικό ορισμό των «πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης» το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων 7 ότι το Ταμείο αυτό αποτελεί νέο και μοναδικό πλαίσιο συνεργασίας στην Ευρώπη που προορίζεται να συμβάλει στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, στην προώθηση της οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρώπη και στην ενδυνάμωση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής 7

(5) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 σημείο 7 στοιχείο δ) της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, το τμήμα του εγγεγραμμένου κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων το οποίο έχει αναληφθεί από πιστωτικά ιδρύματα αλλά δεν έχει κληθεί να καταβληθεί πρέπει να σταθμισθεί με συντελεστή 100 % 7

(6) ότι το τμήμα του κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων που προορίζεται να αναληφθεί από πιστωτικά ιδρύματα περιορίζεται σε 30 %, από το οποίο έχει κληθεί να καταβληθεί αρχικά το 20 % και είναι καταβλητέο σε τέσσερις ετήσιες δόσεις σε καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί ποσοστό 5 % 7 ότι κατά συνέπεια το 80 % του κεφαλαίου αυτού δεν έχει κληθεί να καταβληθεί και ότι οι συμμετέχοντες στο κεφάλαιο του Ταμείου έχουν υποχρέωση καταβολής του εναπομένοντος ποσοστού υπό δεδομένους όρους 7 ότι λαμβανομένου υπόψη του στόχου που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη σύσταση του Ταμείου όσον αφορά την ενθάρρυνση της συμμετοχής των εμπορικών τραπεζών, η οποία δεν πρέπει επομένως να αποτελεί επιβάρυνση για τις τράπεζες αυτές, είναι περισσότερο ενδεδειγμένη η εφαρμογή συντελεστή στάθμισης 20 % στο τμήμα του εγγεγραμμένου κεφαλαίου που δεν έχει κληθεί να καταβληθεί 7

(7) ότι το παράρτημα I της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, το οποίο αφορά την κατάταξη των στοιχείων εκτός ισολογισμού, προβλέπει για ορισμένα από τα στοιχεία αυτά υψηλό κίνδυνο και, κατά συνέπεια, στάθμιση 100 % 7 ότι η παράγραφος 4 του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι «όταν τα εκτός ισολογισμού στοιχεία καλύπτονται από ρητή εγγύηση, σταθμίζονται σαν να είχαν συναφθεί για λογαριασμό του εγγυητή και όχι του πραγματικού αντισυμβαλλομένου. Όταν ο κίνδυνος που προκύπτει από συναλλαγή εκτός ισολογισμού είναι πλήρως και καθ' ολοκληρίαν ασφαλισμένος, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με κάποια από τα στοιχεία ενεργητικού που αναγνωρίζονται ως επαρκής ασφάλεια στην παράγραφο 1 σημείο 7 στοιχείο α) ή σημείο 11 στοιχείο β) εφαρμόζονται συντελεστές στάθμισης 0 % ή 20 %, ανάλογα με την εν λόγω ασφάλεια» 7

(8) ότι ο συμψηφισμός των εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων που διενεργείται από τα γραφεία συμψηφισμού που λειτουργούν ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε ορισμένα κράτη μέλη 7 ότι είναι σκόπιμο να αναγνωρισθούν τα οφέλη ενός τέτοιου συμψηφισμού όσον αφορά τη μείωση των πιστωτικών κινδύνων και των σχετικών συστημικών κινδύνων στα πλαίσια της προσεκτικής αντιμετώπισης των πιστωτικών κινδύνων 7 ότι τα τρέχοντα και τα ενδεχόμενα μελλοντικά ανοίγματα τα οποία προκύπτουν από το συμψηφισμό συμβάσεων σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα πρέπει να καλύπτονται πλήρως και να μην υπάρχει κίνδυνος διεύρυνσης των ανοιγμάτων του γραφείου συμψηφισμού πέραν της αγοραίας αξίας της παρεχόμενης εγγύησης ώστε επί μία μεταβατική περίοδο να υπάρξει για τα υπαγόμενα σε συμψηφισμό παράγωγα μέσα η αυτή προσεκτική αντιμετώπιση όπως και για τα παράγωγα μέσα που αποτελούν αντικείμενο χρηματιστηριακής συναλλαγής 7 ότι πρέπει κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών να είναι ικανοποιητικό το επίπεδο του αρχικού περιθωρίου και του περιθωρίου διακύμανσης που απαιτούνται καθώς και το είδος και η μορφή της διασφάλισης που εξασφαλίζεται με την παρεχόμενη εγγύηση 7

(9) ότι θα πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη η περίπτωση κατά την οποία η εγγύηση είναι εμπράγματη ασφάλεια, κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχείο γ), όταν πρόκειται για στοιχεία εκτός ισολογισμού που είναι εγγυοδοσίες ή εγγυήσεις πιστώσεων που αποτελούν υποκατάστατα πιστώσεων 7

(10) ότι, δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 σημεία 2, 4 και 7 στοιχείο α) της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, τα στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις κατά κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών της ζώνης Α ή απαιτήσεις που καλύπτονται από τη ρητή εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών και τα στοιχεία ενεργητικού που είναι εξασφαλισμένα με τίτλους που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες της ζώνης Α σταθμίζονται με συντελεστή 0 % 7 ότι, δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 της ανωτέρω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 0 % στα στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις κατά των ιδίων τους περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών καθώς και στις απαιτήσεις κατά τρίτων και στα στοιχεία εκτός ισολογισμού που κατέχονται για λογαριασμό τρίτων και καλύπτονται από την εγγύηση αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών 7

(11) ότι το άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 20 % στα στοιχεία ενεργητικού που, κατά την κρίση των οικείων αρμοδίων αρχών, είναι εξασφαλισμένα με τίτλους που έχουν εκδοθεί από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές της ζώνης Α 7 ότι οι ασφάλειες υπό μορφή τίτλων που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές των κρατών μελών είναι σκόπιμο να θεωρηθούν ως εγγυήσεις που παρέχονται από τις κυβερνήσεις αυτές κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1, προκειμένου να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να εφαρμόζουν στα στοιχεία ενεργητικού και στα στοιχεία εκτός ισολογισμού που καλύπτονται από τις ασφάλειες αυτές συντελεστή στάθμισης 0 %, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή 7

(12) ότι το παράρτημα II της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ ορίζει τη μεταχείριση των εκτός ισολογισμού στοιχείων τα οποία αποκαλούνται κοινώς εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα και σχετίζονται με επιτόκια και τιμές συναλλάγματος, για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων 7

(13) ότι το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α), παράγραφος 2, παράγραφος 3 στοιχείο β) και παράγραφος 6 και το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 της παρούσας οδηγίας, καθώς και το παράρτημα είναι σύμφωνα με το έργο των διεθνών οργάνων στα οποία συμμετέχουν οι εποπτικές αρχές του τραπεζικού τομέα για μια λεπτομερέστερη και από κάποιες απόψεις αυστηρότερη μεταχείριση των πιστωτικών κινδύνων που ενυπάρχουν στα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα, ιδίως όσον αφορά την επέκταση της υποχρεωτικής κεφαλαιακής κάλυψης σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα που έχουν και άλλα υποκείμενα στοιχεία πλην των επιτοκίων και των τιμών συναλλάγματος και τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη η μείωση του κινδύνου που συνεπάγονται οι αναγνωρισμένες από τις αρμόδιες αρχές συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού, κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τους ενδεχόμενους μελλοντικούς πιστωτικούς κινδύνους που ενυπάρχουν στα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσα 7

(14) ότι για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους ομίλους πιστωτικών ιδρυμάτων που ασκούν δραστηριότητες διεθνώς σε ευρύ φάσμα χωρών και ανταγωνίζονται τα πιστωτικά ιδρύματα της Κοινότητας, οι κανόνες που θεσπίζονται σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο θα έχουν ως αποτέλεσμα την πληρέστερη αντιμετώπιση, από άποψη εποπτείας, των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσων 7 ότι η μεγαλύτερη ακρίβεια εξασφαλίζει καταλληλότερη υποχρεωτική κεφαλαιακή κάλυψη, δεδομένου ότι λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου των αναγνωρισμένων από τις εποπτικές αρχές συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού για τους ενδεχομένους μελλοντικούς πιστωτικούς κινδύνους 7

(15) ότι για να καταστεί δυνατή για τα πιστωτικά ιδρύματα της Κοινότητας η πληρέστερη αντιμετώπιση, από άποψη εποπτείας, των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσων και για να δοθεί η δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα μείωσης του κινδύνου των αναγνωρισμένων συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού στους ενδεχόμενους μελλοντικούς πιστωτικούς κινδύνους, απαιτείται τροποποίηση της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ 7

(16) ότι για να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού στην Κοινότητα μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, χρειάζεται μια συνοχή στη μεταχείριση, από την άποψη της εποπτείας, των αντιστοίχων δραστηριοτήτων τους στον τομέα των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσων, για την οποία απαιτούνται προσαρμογές στην οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (7) 7

(17) ότι η έκδοση της παρούσας οδηγίας αποτελεί το πλέον πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων και δεν υπερβαίνει τις ελάχιστες ρυθμίσεις που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 12 παράγραφος 3 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών όπως ορίζονται στην παράγραφο 5 και στην παράγραφο 5α, μόνο αν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

Εάν συγκεκριμένη πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, μπορεί να κοινοποιηθεί μόνο μετά από ρητή έγκριση των αρμόδιων αρχών που τη διαβίβασαν και, όπου αυτό ισχύει, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση αυτή.»

Άρθρο 2

Η οδηγία 89/647/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α) στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«- "αναγνωρισμένα χρηματιστήρια": χρηματιστήρια που αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές, τα οποία

- λειτουργούν κανονικά,

- διέπονται από κανόνες που θεσπίζονται ή εγκρίνονται από τις ενδεδειγμένες αρχές της χώρας του χρηματιστηρίου, οι οποίοι ορίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας του χρηματιστηρίου, τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο χρηματιστήριο καθώς και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια σύμβαση προτού γίνει αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο,

- έχουν ένα συμψηφιστικό μηχανισμό βάσει του οποίου οι συμβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III υπόκεινται σε υποχρεωτικά καθημερινά όρια καλύμματος που παρέχουν επαρκή κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών διασφάλιση 7»

β) στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι κατάλληλες αρχές μπορούν επίσης να περιλάβουν στην έννοια των "περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών" τις εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες που έχουν μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στο βαθμό που μπορούν να επιβάλλουν φόρους σύμφωνα με τη νομοθεσία που τους παρέχει το δικαίωμα αυτό. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή η δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 7 δεν ισχύει.»

2. Η πρώτη φράση του άρθρου 5 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Όσον αφορά τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3, το ενδεχόμενο κόστος αντικατάστασης των συμβάσεων σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου υπολογίζεται με μία από τις δύο μεθόδους του παραρτήματος II.»

3. Στο άρθρο 6:

α) στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«Το τμήμα του εγγεγραμμένου κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων που δεν έχει κληθεί να καταβληθεί μπορεί να σταθμίζεται με συντελεστή 20 %» 7

β) η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3. Οι μέθοδοι που περιγράφονται στο παράρτημα II εφαρμόζονται στα εκτός ισολογισμού στοιχεία του παραρτήματος III εκτός από:

- τις συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένα χρηματιστήρια,

- τις συμβάσεις πράξεων συναλλάγματος (εξαιρουμένων των συμβάσεων που αφορούν χρυσό) αρχικής διάρκειας μέχρι δεκατεσσάρων ημερών.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή των προβλεπομένων στο παράρτημα II μεθόδων τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συμψηφίζονται από γραφείο συμψηφισμού όπου το γραφείο συμψηφισμού ενεργεί ως ο νόμιμος αντισυμβαλλόμενος και όλοι οι συμμετέχοντες καλύπτουν πλήρως επί καθημερινής βάσεως το άνοιγμα που παρουσιάζουν έναντι του γραφείου συμψηφισμού, παρέχοντας εγγυήσεις που καλύπτουν τόσο το τρέχον άνοιγμα όσο και το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να κρίνουν ότι η παρεχόμενη εγγύηση προσφέρει αντίστοιχη διασφάλιση με την εγγύηση η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 σημείο 7 στοιχείο α) και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διεύρυνσης των ανοιγμάτων του γραφείου συμψηφισμού πέραν της αγοραίας αξίας της παρεχόμενης εγγύησης. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την τυχόν χρησιμοποίηση αυτής της δυνατότητας» 7

γ) Στην παράγραφο 4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 50 % στα στοιχεία εκτός ισολογισμού που αντιπροσωπεύουν εγγυοδοσίες ή εγγυήσεις πιστώσεων που έχουν χαρακτήρα υποκαταστάτων πιστώσεων και τα οποία εξασφαλίζονται πλήρως, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με υποθήκες που πληρούν τους όρους της παραγράφου 1 σημείο 1 στοιχείο γ), υπό την επιφύλαξη ότι ο εγγυητής έχει άμεσο δικαίωμα επί των υπεγγύων.»

4. Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α) στο τέλος της παραγράφου 1 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«. . . ή είναι εξασφαλισμένα, κατά την κρίση των αρμοδίων αρχών, με τίτλους που έχουν εκδοθεί από αυτές τις περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές» 7

β) στο τέλος της παραγράφου 2 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«. . ., συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων υπό μορφή τίτλων.»

5. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν στάθμιση 20 % στα στοιχεία ενεργητικού που, κατά την κρίση των οικείων αρμοδίων αρχών, είναι εξασφαλισμένα με τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές της ζώνης Α, με καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Α πλην του δανειοδοτούντος ιδρύματος, ή με πιστοποιητικά καταθέσεων ή άλλα παρόμοια μέσα που εκδίδονται από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα.»

6. Τα παραρτήματα II και III τροποποιούνται ή αντικαθίστανται σύμφωνα με τα τμήμα Α και Β του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 3

Η οδηγία 93/6/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 2 παράγραφος 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«10. Εξωχρηματιστηριακά (Over-the-counter, OTC) παράγωγα μέσα: τα εκτός ισολογισμού στοιχεία στα οποία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ, οι μέθοδοι που περιγράφονται στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας.»

2. Το σημείο 5 του παραρτήματος II αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Για να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που αντιστοιχούν στα εξωχρηματιστηριακά τους παράγωγα μέσα, τα ιδρύματα εφαρμόζουν το παράρτημα II της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ. Οι εφαρμοστέοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου για τους συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 της παρούσας οδηγίας.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή των προβλεπομένων στο παράρτημα II μεθόδων τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συμψηφίζονται από γραφείο συμψηφισμού όπου το γραφείο συμψηφισμού ενεργεί ως ο νόμιμος αντισυμβαλλόμενος και όλοι οι συμβαλλόμενοι με αυτό καλύπτουν πλήρως επί καθημερινής βάσεως το άνοιγμα που παρουσιάζουν έναντι του γραφείου συμψηφισμού, παρέχοντας εγγυήσεις οι οποίες καλύπτουν τόσο το τρέχον άνοιγμα όσο και το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να κρίνουν ότι η παρεχόμενη εγγύηση προσφέρει αντίστοιχη διασφάλιση με την εγγύηση η οποία παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 σημείο 7 στοιχείο α) σημείο της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διεύρυνσης των ανοιγμάτων του γραφείου συμψηφισμού πέραν της αγοραίας αξίας της παρεχομένης εγγύησης. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την τυχόν χρησιμοποίηση αυτής της δυνατότητας.»

Άρθρο 4

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία, το αργότερα 24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία, ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παροπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Λουξεμβούργο, 22 Ιουνίου 1998.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.M. GIL-ROBLES

Για το Συμβούλιο

ο Πρόεδρος

J. CUNNINGHAM

(1) ΕΕ C 208 της 19.7.1996, σ. 8.

(2) ΕΕ C 30 της 30.1.1997, σ. 13.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 1997 (ΕΕ C 132 της 28.4.1997, σ. 234), κοινή θέση του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ C 135 της 30.4.1998, σ. 32) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιου της 30ής Απριλίου 1998 (ΕΕ C 152 της 18.2.1998). Απόφαση του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998.

(4) ΕΕ L 322 της 17.12.1977, σ. 30 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/13/ΕΚ (ΕΕ L 66 της 16.3.1996, σ. 15).

(5) ΕΕ L 386 της 30.12.1989, σ. 14 και ΕΕ L 234 της 26.8.1997, σ. 27 (τροποποιημένη) 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/67/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 314 της 28.12.1995, σ. 72).

(6) ΕΕ L 89 της 6.4.1994, σ. 17 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 98/32/ΕΚ (βλέπε σελίδα 26 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(7) ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Α. Το παράρτημα II της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ».

2. Το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Επιλογή της μεθόδου

Με την επιφύλαξη της συναίνεσης των εποπτικών τους αρχών, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να επιλέγουν μία από τις μεθόδους που περιγράφονται κατωτέρω για τη μέτρηση των κινδύνων των σχετιζομένων με τις συμβάσεις που απαριθμούνται στα σημεία 1 και 2 του παραρτήματος III. Τα πιστωτικά ιδρύματα που πρέπει να τηρούν την υποχρέωση του άρθρου 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ, πρέπει να χρησιμοποιούν τη μέθοδο 1 που περιγράφεται κατωτέρω. Για τη μέτρηση των πιστωτικών κινδύνων που σχετίζονται με τις συμβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III σημείο 3, όλα τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να χρησιμοποιούν τη μέθοδο 1 που περιγράφεται κατωτέρω.»

3. Στο σημείο 2 ο πίνακας 1 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

Για τον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος σύμφωνα με το βήμα β), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 τα ακόλουθα ποσοστά αντί για τα προβλεπόμενα στον πίνακα 1, εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα κάνουν χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 11α της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ για τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο σημείο 3 στοιχεία β) και γ) του παραρτήματος ΙΙΙ:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

»

4. Στον πίνακα 2 η επικεφαλίδα στην πρώτη σειρά, τρίτη στήλη, αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Συμβάσεις που αφορούν τιμές συναλλάγματος και χρυσό».

5. Στο τέλος του σημείου 2, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εξασφαλίζουν και στις δύο μεθόδους 1 και 2 ότι το πλασματικό ονομαστικό ποσό του οποίου γίνεται χρήση αποτελεί κατάλληλο μέσο εκτίμησης του κινδύνου που ενυπάρχει στη σύμβαση. Όταν π.χ. η σύμβαση προβλέπει πολλαπλές ταμειακές ροές, το πλασματικό ονομαστικό ποσό πρέπει να αναπροσαρμόζεται κατάλληλα ώστε να αντανακλά τις επιπτώσεις των πολλαπλών αυτών ροών επί των κινδύνων που ενυπάρχουν στη σύμβαση.».

6. Στο σημείο 3 στοιχείο β) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αναγνωρίζουν τον περιορισμό του κινδύνου που συνεπάγονται οι συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού που καλύπτουν συμβάσεις ξένου συναλλάγματος με αρχική διάρκεια ίση ή μικρότερη των 14 ημερολογιακών ημερών, συμβάσεις πώλησης προαιρέσεων ή άλλα παρεμφερή εκτός ισολογισμού στοιχεία για τα οποία δεν ισχύει το παρόν παράρτημα επειδή ο πιστωτικός κίνδυνος είναι μηδενικός ή αμελητέος. Αν ανάλογα με την θετική ή αρνητική τιμή αγοράς των συμβάσεων αυτών, η ένταξή τους σε άλλη συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μπορεί να προκαλέσει αύξηση ή μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να υποχρεώσουν το πιστωτικό ίδρυμα που ελέγχουν να εφαρμόσει ανάλογη μεταχείριση.»

7. Η πρώτη παράγραφος, η εισαγωγή, και το πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του σημείου 3 στοιχείο γ) σημείο ii) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii) Άλλες συμφωνίες συμψηφισμού

Για την εφαρμογή της μεθόδου 1:

Στο βήμα α), το τρέχον κόστος αντικατάστασης για τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μία συμφωνία συμψηφισμού μπορεί να υπολογισθεί αν ληφθεί υπόψη το υποθετικό καθαρό κόστος αντικατάστασης που προκύπτει από τη συμφωνία 7 όταν από τον συμψηφισμό προκύπτει καθαρή υποχρέωση για το πιστωτικό ίδρυμα που υπολογίζει το καθαρό κόστος αντικατάστασης, το τρέχον κόστος αντικατάστασης υπολογίζεται ως "0".

Στο βήμα β) το ποσό που αφορά τα ενδεχόμενα μελλοντικά πιστωτικά ανοίγματα για όλες τις συμβάσεις που περιλαμβάνονται σε μια συμφωνία συμψηφισμού, μπορεί να μειωθεί σύμφωνα με την ακόλουθη εξίσωση:

ΕΠΑμειωμένο=0,4*ΕΠΑακαθ.+0,6*ΔΚΑ*ΕΠΑακαθ.

όπου:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

Για τον υπολογισμό των ενδεχομένων μελλοντικών πιστωτικών ανοιγμάτων σύμφωνα με τον παραπάνω τύπο, οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μια σύμβαση με πλασματικό ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές. Οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις είναι συμβόλαια προθεσμιακών πράξεων συναλλάγματος (forward foreign exchange contracts), ή παρεμφερείς συμβάσεις στις οποίες το ονομαστικό ποσό είναι ισοδύναμο με τις ταμειακές ροές, αν οι ταμειακές ροές λήγουν την ίδια τοκοφόρο ημερομηνία και πλήρως ή εν μέρει στο ίδιο νόμισμα.

Για την εφαρμογή της μεθόδου 2 στο βήμα α)

- οι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους συμβάσεις που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συμψηφισμού μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως μία σύμβαση με πλασματικό ονομαστικό ποσό ισοδύναμο προς τις καθαρές εισροές 7 τα πλασματικά ονομαστικά ποσά πολλαπλασιάζονται με τα ποσοστά του πίνακα 2».

Β. Το παράρτημα III της οδηγίας 89/647/ΕΟΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΕΙΔΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

1. Συμβάσεις επιτοκίου

α) Πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων στο ίδιο νόμισμα (single-currency interest rate swaps)

β) Πράξεις ανταλλαγής κυμαινομένων επιτοκίων διαφορετικής βάσης (basis swaps)

γ) Προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου (forward- rate agreements)

δ) Αποκτηθείσες συμβάσεις προαιρέσεως (interest-rate futures)

ε) Αγορασθέντα δικαιώματα επιτοκίου (interest-rate options purchased)

2. Συμβάσεις συναλλάγματος και συμβάσεις χρυσού

α) Πράξεις της ανταλλαγής επιτοκίων σε διαφορετικά νομίσματα (cross-currency interest-rate swaps)

β) Προθεσμιακές πράξεις συναλλάγματος (forward foreign-exchange contracts)

γ) Προθεσμιακά συμβόλαια συναλλάγματος (currency futures)

δ) Αποκτηθείσες συμβάσεις προαιρέσεως συναλλάγματος (currency options purchased)

ε) Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως

στ) Συμβάσεις χρυσού παρεμφερείς με εκείνες των στοιχείων α) έως ε).

3. Συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως με εκείνες του σημείου 1 στοιχεία α) έως ε) και σημείου 2 στοιχεία α) έως στοιχεία δ) επί άλλων στοιχείων αναφοράς ή επί δεικτών, που αφορούν:

α) Μετοχές

β) Πολύτιμα μέταλλα εκτός από τον χρυσό

γ) Εμπορεύματα άλλα εκτός από πολύτιμα μέταλλα

δ) Άλλες συμβάσεις παρεμφερούς φύσεως.»

Top