EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CN0564

Υπόθεση C-564/19: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Pesti Központi Kerületi Bíróság (Ουγγαρία) στις 24 Ιουλίου 2019 — Ποινική διαδικασία κατά IS

ΕΕ C 95 της 23.3.2020, p. 6–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

23.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 95/6


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Pesti Központi Kerületi Bíróság (Ουγγαρία) στις 24 Ιουλίου 2019 — Ποινική διαδικασία κατά IS

(Υπόθεση C-564/19)

(2020/C 95/05)

Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική

Αιτούν δικαστήριο

Pesti Központi Kerületi Bíróság

Ποινική διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

Κατηγορούμενος: IS

Προδικαστικά ερωτήματα

1.A)

Έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/64/ΕΕ (1) την έννοια ότι, για τη διασφάλιση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη των κατηγορουμένων που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα διαδικασίας, το κράτος μέλος υποχρεούται να δημιουργήσει ένα μητρώο ανεξάρτητων μεταφραστών και διερμηνέων με προσήκοντα προσόντα ή –ελλείψει αυτού– να διασφαλίζει με κάποιον άλλον τρόπο την καλή ποιότητα της γλωσσικής διερμηνείας στη δικαστική διαδικασία;

1.B)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα και, εάν, εν προκειμένω, λόγω κακής ποιότητας της γλωσσικής διερμηνείας, δεν μπορεί να διαπιστωθεί εάν ενημερώθηκε ο κατηγορούμενος σχετικά με το αντικείμενο της αιτιάσεως ή της κατηγορίας που έχει απαγγελθεί εις βάρος του, έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ και τα άρθρα 4, παράγραφος 5, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13/ΕΕ (2), την έννοια ότι υπό τις περιστάσεις αυτές δεν μπορεί να διεξαχθεί ερήμην του η ποινική δίκη;

2.A)

Έχει η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας των δικαστών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έννοια ότι παραβιάζεται η εν λόγω αρχή εάν ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τα καθήκοντα της κεντρικής διοικήσεως των δικαστηρίων και διορίζεται από το Κοινοβούλιο, το οποίο αποτελεί και το μοναδικό όργανο ενώπιον του οποίου οφείλει να λογοδοτεί και από το οποίο μπορεί να παυθεί, επιλέγει για την πλήρωση της θέσεως του προέδρου δικαστηρίου –ο οποίος, μεταξύ άλλων, έχει την εξουσία της κατανομής των υποθέσεων, της κινήσεως πειθαρχικών διαδικασιών κατά των δικαστών και αξιολογήσεως των τελευταίων– μέσω απευθείας προσωρινού διορισμού, παρακάμπτοντας τη διαδικασία προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων και αγνοώντας σε μόνιμη βάση τη γνώμη των αρμόδιων ανεξάρτητων δικαστικών οργανώσεων;

2.B)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα και εάν ο δικαστής που έχει επιληφθεί της σχετικής υποθέσεως έχει βάσιμους λόγους να φοβάται ότι θα υποστεί αδικαιολογήτως δυσμενή μεταχείριση λόγω των δικαιοδοτικών και διοικητικών του δραστηριοτήτων, έχει η ως άνω αρχή την έννοια ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν διασφαλίζεται μια δίκαιη δίκη;

3.Α)

Έχει η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έννοια ότι αντίκειται στην εν λόγω αρχή τυχόν κατάσταση στην οποία, αρχής γενομένης από την 1η Σεπτεμβρίου 2018, –εν αντιθέσει προς την πρακτική που ακολουθείτο κατά τις προηγούμενες δεκαετίες– οι Ούγγροι δικαστές λαμβάνουν βάσει νόμου αποδοχές κατώτερες από αυτές που λαμβάνουν οι εισαγγελείς της αντίστοιχης κατηγορίας που έχουν τον ίδιο βαθμό και την ίδια αρχαιότητα, και στην οποία, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως της χώρας, οι μισθοί τους εν γένει δεν συμβαδίζουν με τη σημασία των καθηκόντων τα οποία εκτελούν, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη η πρακτική των καταβαλλόμενων κατά διακριτική ευχέρεια επιδομάτων που ακολουθείται από τους ανώτερους αξιωματούχους;

3.B)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχει η ως άνω αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας την έννοια ότι, στην περίπτωση αυτή, δεν δύναται να διασφαλιστεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη;

4.A)

Αντιβαίνει στο άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) απόφαση εκδοθείσα στο πλαίσιο νομολογιακής πρακτικής δυνάμει της οποίας το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο, βάσει διαδικασίας αποβλέπουσας στην ενότητα της νομολογίας του κράτους μέλους, κρίνει μη νόμιμη τη διάταξη του κατώτερου βαθμού δικαιοδοσίας δικαστηρίου με την οποία κινήθηκε η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να θίγονται τα έννομα αποτελέσματα της επίμαχης διατάξεως;

4.B)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 4.A, έχει το άρθρο 267 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να μη λάβει υπόψη τις αντίθετες αποφάσεις του ανώτερου δικαστηρίου και τις θέσεις αρχής τις οποίες έχει λάβει προς διασφάλιση της ενότητας του δικαίου;

4.Γ)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 4.A, μπορεί να συνεχιστεί σε μια τέτοια περίπτωση η ανασταλείσα ποινική διαδικασία ενώ εκκρεμεί η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως;

5)

Έχει η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στη νομολογία του Δικαστηρίου, την έννοια ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, θίγεται η αρχή αυτή όταν κινείται πειθαρχική διαδικασία κατά δικαστή με την αιτιολογία ότι κίνησε διαδικασία για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως;


(1)  Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ 2010, L 280, σ. 1).

(2)  Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (EE 2012, L 142, σ. 1).


Top