EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52008IE1680

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα Η δεοντολογική και κοινωνική διάσταση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών οργανισμών

ΕΕ C 100 της 30.4.2009, p. 84–92 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

30.4.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 100/84


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η δεοντολογική και κοινωνική διάσταση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών οργανισμών»

2009/C 100/14

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στις 25 Σεπτεμβρίου 2007, αποφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 2, του Εσωτερικού της Κανονισμού, να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα:

«Η δεοντολογική και κοινωνική διάσταση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών οργανισμών» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας).

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση και Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 2 Οκτωβρίου 2008, με βάση την εισηγητική έκθεση του Κ. IOZIA.

Κατά την 448η σύνοδο ολομέλειάς της, που πραγματοποιήθηκε στις 22 και 23 Οκτωβρίου 2008 (συνεδρίαση της 23ης Οκτωβρίου 2008), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με ψήφους 122 υπέρ, 23 κατά και 45 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Σύνοψη και συστάσεις

1.1.   Οι τελευταίες εξελίξεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με τις απρόβλεπτες και αναπάντεχες απώλειες τεράστιων διαστάσεων την προφανή αδυναμία των κανονιστικών μέσων που εφαρμόζονται για την προστασία της αγοράς, δηλαδή για την προστασία καταθετών, επιχειρήσεων, επενδυτών καθιστούν απαραίτητο έναν ειδικό και περαιτέρω προβληματισμό σε σχέση με τα όσα περιέχονται στην παρούσα γνωμοδότηση. Οι πτωχεύσεις που σημειώθηκαν σε όλο τον κόσμο, οι ενέργειες διάσωσης των φαινομενικώς σταθερότατων τραπεζών και ασφαλιστικών οργανισμών έχουν προκαλέσει μία κατάσταση φόβου και ανησυχίας σε χιλιάδες ευρωπαίους πολίτες.

1.1.1.   Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 2008 ασχολήθηκε κυρίως με το θέμα της χρηματοπιστωτικής και δήλωσε ότι είναι αποφασισμένο να αναλάβει κοινή δράση για την προστασία του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και των καταθετών. Μετά την Ευρωομάδα, το Συμβούλιο εν σώματι ενέκρινε τις αρχές που καθορίσθηκαν κατά τη συνεδρίαση των Παρισίων της 12ης Οκτωβρίου 2008, με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του συστήματος, την ενίσχυση της εποπτείας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα και συγκεκριμένα των διεθνικών ομίλων, για τη βελτίωση του συντονισμού της εποπτείας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την υποστήριξη των σημαντικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, την αποφυγή των πτωχεύσεων και την διασφάλιση της προστασίας των ατομικών καταθέσεων.

1.1.2.   Το Συμβούλιο επίσης εξέφρασε την ευχή να επιταχυνθεί η διαδικασία υιοθέτησης της οδηγίας για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων των οργανισμών αξιολόγησης, της οδηγίας για την ασφάλεια των καταθέσεων, ζήτησε δε από τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα προκειμένου οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και τα δικαιώματα αγοράς ιδίων μετοχών, συγκεκριμένα του χρηματοπιστωτικού τομέα, να μην συνεπάγονται ανάληψη υπερβολικού κινδύνου και να μην επικεντρώνονται καθ' υπερβολή σε βραχυπρόθεσμους στόχους.

1.1.3.   Το Συμβούλιο τόνισε ότι μέλημά του είναι η οικονομική ανάπτυξη και η απασχόληση, επιθυμεί δε να προβεί σε βαθύτατη μεταρρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος με βάση τις αρχές της διαφάνειας, της τραπεζικής σταθερότητας, της υπευθυνότητας, της ακεραιότητας και της παγκόσμιας διακυβέρνησης και της πρόληψης της σύγκρουσης συμφερόντων.

1.1.4.   Η ΕΟΚΕ είχε ζητήσει από καιρό, χωρίς να εισακουσθεί, να ενισχυθούν τα ρυθμιστικά μέσα, να εξασφαλισθεί η συνεργασία μεταξύ ελεγκτικών αρχών, ο συντονισμός και η εναρμόνιση των εποπτικών μέτρων, είχε καταγγείλει τους υπερβολικούς κινδύνους που αναλάμβανε το ευρωπαϊκό και διεθνές τραπεζικό σύστημα, με την υποστήριξη αφύσικων συστημάτων αμοιβής βασισμένων στην επίτευξη εξαιρετικά βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων, έτσι ώστε οι φορείς του τομέα να είναι υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν αδιάκριτες εκστρατείες πώλησης προϊόντων υψηλότατου κινδύνου.

1.1.5.   Παρά τα χρηματοπιστωτικά σκάνδαλα που σημειώθηκαν και στην Ευρώπη, δεν λήφθηκε κανένα κοινό μέτρο και μόνο σήμερα, που το μέγεθος της κρίσης φαίνεται ότι θα έχει δραματικές επιπτώσεις σ' όλη την οικονομία, γίνεται αντιληπτό ότι οι υποσχέσεις του αχαλίνωτου και ανεύθυνου καπιταλισμού, της άμετρης οικονομικής ανάπτυξης ήταν φρούδες και προάγγελοι βαθειάς κρίσης.

1.1.6.   Το μοντέλο βρίσκεται πλέον ανεπιστρεπτί στην τελική φάση του. Η ΕΟΚΕ εύχεται τα πολιτικά όργανα να αναλάβουν επιτέλους τις ευθύνες του και να λάβουν τα εξής μέτρα:

ενίσχυση και διεύρυνση των δυνατοτήτων παρέμβασης των ρυθμιστικών αρχών,

απαγόρευση της κατοχής πόρων, πιστώσεων και τίτλων εκτός προϋπολογισμού,

προώθηση και εναρμόνιση των δραστηριοτήτων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών,

επιβολή καταλληλότερων και διαφανέστερων προδιαγραφών για τις δραστηριότητες των αντισταθμιστικών κεφαλαίων «hedge funds», των τραπεζών επενδύσεων, των δομημένων μέσων off-shore για χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, των κρατικών επενδυτικών ταμείων και των μετοχικών κεφαλαίων και υπαγωγή αυτών υπό την εποπτεία των αρχών και με τον προσδιορισμό της φύσης και της ποιότητάς τους ως εταιρειών στις οποίες θα οποίες εφαρμόζεται η ισχύουσα νομοθεσία, σύμφωνα με το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

αλλαγή του φορολογικού συστήματος, ώστε να αποφεύγεται η παροχή κινήτρων ή μειώσεων ενόψει μεγάλων κινδύνων ή υπερχρέωσης,

σύσταση Ευρωπαϊκού Γραφείου Αξιολόγησης,

διακυβέρνηση του μισθολογικού συστήματος των ανώτατων στελεχών, των κινήτρων κατά την πώληση χρηματοπιστωτικών προϊόντων που δεν είναι κατάλληλα για τους παράγοντες, όπως έχει ζητήσει και το ίδιο το Συμβούλιο,

έλεγχος των μη ελεγχόμενων αγορών,

προσαρμογή των υποχρεώσεων κεφαλαίου για πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και παράγωγά τους.

1.1.7.   Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι η σοβαρότατη χρηματοπιστωτική κρίση και οριστική ήττα του καπιταλισμού «καζίνο» αποτελούν την ευκαιρία να ληφθούν καταλληλότερα μέτρα για τη μελλοντική προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ταυτοχρόνως για την ανάκαμψη της οικονομίας. Χρειάζεται μία γενική προσπάθεια, ισόμετρη με τον κίνδυνο ώστε να προσβληθεί το σύνολο της πραγματικής οικονομίας από τον ιό του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι επενδύσεις στον τομέα των έργων υποδομής, σε «πράσινες επενδύσεις», όπως η ενεργειακή απόδοση, οι ανανεώσιμες ενέργειες, η καινοτομία και η έρευνα μπορούν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση αυτή. Ένα νέο Ευρωπαϊκό Ταμείο, η διαχείριση του οποίου θα μπορούσε να ανατεθεί στην ΕΤΕ, υπό την εγγύηση των κρατών μελών, θα μπορούσε να επιλύσει το πρόβλημα της άρσης των χρηματοδοτήσεων της οικονομίας, και συγκεκριμένα των τομέων εκείνων που έχουν περισσότερη ανάγκη από μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις.

1.1.8.   Η ΕΟΚΕ επικροτεί τα μέτρα που λήφθηκαν έως τώρα από τα κράτη μέλη, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Συμβούλιο, καλεί δε όλα τα ευρωπαϊκά όργανα να επιδείξουν πνεύμα ενωτικό και ετοιμότητα σε αυτή τη δραματική κατάσταση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι πολίτες, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις έτσι ώστε να αποκατασταθεί το συντομότερο δυνατό η ορθή χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

1.1.9.   Η ΕΟΚΕ ζητεί επίσης, εκτός των άλλων απαραίτητων χρηματοπιστωτικών μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν για την επίτευξη του στόχου προτεραιότητας, να καταβληθεί και κάθε δυνατή προσπάθεια για τη συγκράτηση της επακόλουθης οικονομικής κρίσης.

1.1.10.   Εκατοντάδες δισεκατομμυρίων ευρώ κινητοποιήθηκαν για να σωθούν οι τράπεζες Η ΕΟΚΕ ζητεί να επιδειχθεί η ίδια ενεργητικότητα και η ίδια ετοιμότητα προκειμένου να διασωθεί το σύστημα των επιχειρήσεων και συγκεκριμένα των ΜΜΕ, και να ικανοποιηθεί το αίτημα της αύξησης των μισθών και των συντάξεων, έτσι ώστε η ύφεση να μην καταλήξει σε μεγάλη οικονομική κρίση.

1.2.   Ο πλούτος και η ποικιλία της προσφοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μπορεί να συγκριθεί με τον πλούτο της φύσης. Η προστασία της βιοποικιλότητας της φύσης έχει καταστεί πλέον συνείδηση στους πολίτες. Η προστασία της βιοποικιλότητας στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αποτελεί και αυτή τμήμα της πολιτιστικής και κοινωνικής κληρονομιάς της Ευρώπης, η οποία δεν πρέπει να διασκορπιστεί αλλά αντιθέτως να ενισχυθεί, λόγω της υψηλής κοινωνικής αξίας που αντιπροσωπεύει. Το ίδιο ισχύει και για τη δεοντολογική και κοινωνική διάσταση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος: πρέπει να ενισχυθεί και να διαφυλαχθεί.

1.3.   Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης της Λισσαβώνας ορίζει ότι: «(Η Ένωση) εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυμορφίας και μεριμνά για την προστασία και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς».

1.4.   Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη, θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου, εκτός από την ανταγωνιστική ικανότητα της χρηματοπιστωτικής αγοράς, να προωθήσουν και να υποστηρίξουν τη δεοντολογική και κοινωνική της διάσταση. Κοινωνική οικονομία της αγοράς σημαίνει και οικονομία της αγοράς κοινωνικά ορθή  (1), διότι «Η κοινωνική οικονομία της αγοράς επιτρέπει στην οικονομία να επιτύχει τον απώτερο στόχο της που είναι η ευημερία και η καλή διαβίωση του συνόλου του πληθυσμού, προστατεύοντάς τον από την ανέχεια» (2).

1.5.   Ο Jacques Delors κατά την υποβολή πρότασης για τη σύσταση μιας ευρωπαϊκής επιτροπής υψηλού επιπέδου για την αντιμετώπιση της κρίσης των χρηματοπιστωτικών αγορών, τη θέσπιση νέων κανόνων και την καταπολέμηση του τρελού χρηματοπιστωτικού τομέα που δεν πρέπει να μας κυβερνά, δήλωσε ότι η σημερινή κρίση: «αντιπροσωπεύει την αποτυχία της λίγο ή κακά ρυθμισμένης αγοράς και αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι η αγορά είναι ανίκανη να αυτορυθμιστεί».

1.6.   Η πρόσφατη κρίση καταδεικνύει ότι ο πλουραλισμός και η βιοποικιλότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εκτός από πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά της Ευρώπης, αποτελούν αναγκαίο στοιχείο για την ανάληψη πρωτοβουλιών με δεοντολογικό κα ι/ή κοινωνικό χαρακτήρα και σημαντικούς παράγοντες αύξησης της ανταγωνιστικότητας και μείωσης του κινδύνου συστημικής κρίσης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων.

1.7.   Η οικονομική μεγέθυνση, πέραν ενός ορίου, χωρίς τη δυνατότητα ικανοποίησης άλλων αναγκών, δεν αυξάνει την ευτυχία των προσώπων. Ο βασικός ρόλος της κερδοσκοπικής οικονομικής δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία πρέπει να αναπροσαρμοστεί από πλευράς διάστασης και να οδηγήσει σε πιο λογικές συμπεριφορές, κοινωνικά βιώσιμες και δεοντολογικά αποδεκτές.

1.8.   Πρέπει να αξιοποιηθεί ο κοινωνικά χρήσιμος και δεοντολογικός ρόλος της οικονομίας. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει εν προκειμένω ότι είναι εσφαλμένη η προσέγγιση εκ των άνω, διότι η εμπειρία δείχνει ότι οι πρωτοβουλίες με έντονο κοινωνικό και δεοντολογικό χαρακτήρα προέρχονται αυθόρμητα από τη βάση.

1.9.   Η δεοντολογική διάσταση δεν αφορά μόνο έναν συγκεκριμένο τύπο δραστηριότητας. Ο τεκμηριωμένος και σημαντικός ρόλος των διαφόρων συνεταιριστικών κινημάτων για την προώθηση δεοντολογικών και κοινωνικών πρωτοβουλιών και για την περαιτέρω ανάπτυξη τοπικών συστημάτων χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Αν και ο ρόλος αυτός αναγνωρίζεται στην ευρωπαϊκή Συνθήκη, υπάρχουν ακόμη κράτη μέλη που δεν τον αναγνωρίζουν και ούτε τον προωθούν. Πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για να επιτευχθεί συστηματικότερη και εκτενέστερη αναγνώριση αυτού του τύπου εταιρικής διακυβέρνησης. Οι πρόσφατες καταγγελίες κατά του συνεταιριστικού κινήματος στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Νορβηγία που κατατέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ελλείψει κατάλληλης ευρωπαϊκής νομοθεσίας, καταδεικνύουν την απαίτηση αυτή.

1.10.   Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι το κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι ποτέ ουδέτερο σε σχέση με τις συμπεριφορές οργανώσεων και ατόμων. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι σε ένα σύστημα που ήδη υποκινεί συγκεκριμένες συμπεριφορές, η συστηματοποίηση και η γενίκευση της αρχής, ότι εκεί όπου υπάρχουν δεοντολογικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες, ενδείκνυται η προσφορά συστήματος συμψηφισμού, ανταποκρίνεται σε κριτήρια ισότητας και ορθολογισμού του δημόσιου ρόλου στην οικονομία και στην κοινωνία.

1.11.   Κάθε φορά που είναι δυνατό να αποδειχτεί ότι μια οργάνωση αρνείται τουλάχιστον εν μέρει, αλλά κατά τρόπο διαρθρωτικό και μόνιμο, το κριτήριο μεγιστοποίησης του κέρδους προκειμένου να προωθήσει πρωτοβουλίες δεοντολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα πρέπει να τύχει, τουλάχιστον εν μέρει, διαφορετικού του ισχύοντος φορολογικού και ρυθμιστικού καθεστώτος. Σε ορισμένα κράτη μέλη οι δεοντολογικοί επενδυτές απολαύουν ήδη παρέκκλισης από την τραπεζική οδηγία: θα πρέπει συνεπώς να καταβληθεί προσπάθεια για την επέκταση αυτής της αρχής σε όλα τα κράτη μέλη.

1.12.   Η ΕΟΚΕ έχει διερωτηθεί εάν οι πρωτοβουλίες δεοντολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα καθαρά κερδοσκοπικών οργανώσεων πρέπει να απολαύουν προνομίων φορολογικής ή ρυθμιστικής φύσεως. Μια κερδοσκοπική οργάνωση ξεκινά μια πρωτοβουλία που διαρθρωτικά διαφέρει από τη βασική της δραστηριότητα: δεν θα πρέπει να υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα παροχής συμψηφισμού σε σχέση με την πάγια αντιμετώπιση; Από την άλλη πλευρά εάν οι πρωτοβουλίες δεν διαχωρίζονται διαρθρωτικά από τη βασική της δραστηριότητα, απαιτείται εμβάθυνση της συζήτησης για την αξιολόγηση της σκοπιμότητας εισαγωγής ενός συστήματος συμψηφισμού.

1.13.   Η κοινωνική διάσταση δεν τυγχάνει ιδιαίτερης προσοχής σε πολλά τμήματα της αγοράς. Πράγματι, η ΕΚΕ (εταιρική κοινωνική ευθύνη) αυξάνεται κατά τρόπο σταθερό και συμβατό και σέβεται την αξιοπρέπεια των προσώπων και του περιβάλλοντος. Αντίθετα τα συστήματα πριμοδότησης, που συνδέονται αποκλειστικά με την ποσότητα των προϊόντων που πωλούνται παρά με την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, δημιουργούν μεγάλη δυσαρέσκεια και στους πελάτες και στους εργαζόμενους που αγχώνονται από «το κακό του προϋπολογισμού», δηλαδή από την ένταση που δημιουργούν οι συνεχείς εμπορικές πιέσεις.

1.14.   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί συστηματικά και στοχοθετημένα η αποκαλούμενη «αρχή της αναλογικότητας», στη βάση της οποίας ένας μικρός διαμεσολαβητής που πραγματοποιεί απλές συναλλαγές δεν μπορεί να υπάγεται στις ίδιες κανονιστικές διατάξεις που διέπουν μια πολύπλοκη πολυεθνική οργάνωση, παρόλο που πρέπει να ισχύουν οι ίδιες εγγυήσεις για την αγορά. Οι κανόνες έχουν θεσπιστεί για να προστατεύουν την αγορά.

1.15.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού εξασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη δεν θα υιοθετήσουν μέτρα που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, μπορεί να προστατέψει την ποικιλία της προσφοράς των χρηματοπιστωτικών, τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών: στους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι πτυχές.

1.16.   Ο καπιταλισμός καζίνο, ο τούρμπο-καπιταλισμός, οι «καρχαρίες των οικονομικών» έχουν θέσει στο στόχαστρο σημαντικές βιομηχανικές και χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, που κατάντησαν φαντάσματα του εαυτού τους λόγω των εξαγορών και παρέσυραν, σε αυτές τις ενέργειες καταστροφής της εγγενούς τους αξίας, χιλιάδες εργαζόμενους και οικογένειες αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια.

1.17.   Η ΕΟΚΕ, με την παρούσα γνωμοδότηση επισημαίνει ότι είναι ανάγκη να τεθεί και πάλι η οικονομία στην υπηρεσία του ανθρώπου, όπως δηλώνει ένας μεγάλος οικονομολόγος (3): «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η υποταγή της σκέψης στις ανάγκες του σύγχρονου βιομηχανικού συστήματος. Και οι ανάγκες αυτές είναι ότι η τεχνολογία προοδεύει συνεχώς, ότι η οικονομική μεγέθυνση είναι καλή, ότι οι επιχειρήσεις πρέπει πάντα να αναπτύσσονται, ότι η κατανάλωση αγαθών είναι βασική πηγή της ευτυχίας, ότι η τεμπελιά είναι κακή, ότι τίποτα δεν πρέπει να επισκιάσει τις προτεραιότητες που αποδίδουμε στην τεχνολογία, στην οικονομική μεγέθυνση, στην αύξηση της κατανάλωσης».

2.   Εισαγωγή

2.1.   Η ηθική και η κοινωνικότητα

2.1.1.   Η ελληνική σκέψη αποτέλεσε τη στέρεη βάση του δυτικού πολιτισμού και σε αυτήν οφείλουμε κυρίως τις έννοιες της «ηθικής» και της «κοινωνικότητας».

2.1.2.   Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αντικείμενο της ηθικής είναι το καλό του ανθρώπου όχι όμως με την αφηρημένη έννοια αλλά ως το μέγιστο των αγαθών που αποκτάται και επιτυγχάνεται μέσω της δράσης. Το μέγιστο αγαθό στο οποίο αποβλέπει κάθε άνθρωπος είναι ευτυχία, η ύψιστη δε μορφή της ευτυχίας συνίσταται στην ενάρετη δράση.

2.1.3.   Η ευτυχία είναι ταυτόχρονα το καλύτερο, το ωραιότερο και το πιο ευχάριστο αγαθό και όλες αυτές οι ιδιότητες δεν μπορεί να διαχωριστούν όπως αναφέρεται στο Δηλιακό Επίγραμμα:

α)

«κάλλιστον το δικαιότατον»,

β)

Image

,

γ)

Image

,

δ)

Image

.

2.1.4.   Η φιλοσοφία μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι παράλληλα με την απόλυτη πραγματικότητα της ηθικής, υπάρχουν και σχετικές πραγματικότητες που ικανοποιούν κοινωνικούς πυρήνες, είτε μικρούς είτε μεγάλους, που έχουν την ίδια ιδέα για την ευτυχία και ενώνονται για να την αποκτήσουν.

2.1.5.   Ηθική και πολλαπλές αξίες συνυπάρχουν και αντιπροσωπεύουν την πλούσια διαδρομή της ανθρωπότητας στις διάφορες φάσεις της, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που πρόσφατα έλαβε το όνομα «η οικονομία της ευτυχίας», η οποία ξεκινώντας από εμπειρικές βάσεις μελετά συστηματικά τη φύση της ευτυχίας και τις πιθανές οδούς επίτευξής της.

2.1.6.   Έχει αποδειχτεί ότι η οικονομική μεγέθυνση χωρίς τη σχετική αύξηση άλλων παραγόντων ικανοποίησης, δεν αυξάνει την ευτυχία των προσώπων, αντιθέτως: «Πέραν ενός ορίου δεν υπάρχει πλέον ευτυχία στην οικονομική μεγέθυνση. Η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης συνεπάγεται συνεχή αύξηση της εργασίας που απαιτείται για τη χρηματοδότησή της και περισσότερο χρόνο στην εργασία εις βάρος των ανθρώπινων σχέσεων ενώ αυτές είναι που αποτελούν το βασικό παράγοντα ευτυχίας» (4).

2.1.7.   Από διάφορες έρευνες της Eurostat πρόεκυψε πράγματι ότι τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια στην Ευρώπη ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξανόταν διαρκώς, η ευτυχία παρέμεινε αμετάβλητη. Παρόμοια αποτελέσματα υπάρχουν και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

2.2.   Η οικονομική κρίση 2007-2008 … και μετά;

2.2.1.   Η κρίση που έχει προκαλέσει την αναστάτωση των χρηματοπιστωτικών αγορών από τον Φεβρουάριο του 2007 και ιδίως των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των τραπεζών βρίσκεται στο επίκεντρο των διεθνών πολιτικών συζητήσεων.

2.2.2.   Η συνέπεια της κρίσης των αμερικανικών δανείων επεκτάθηκε και γιγαντώθηκε από το γεγονός ότι πολλά χρέη που θεωρήθηκαν ως subprime (στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου), δηλαδή αμφιβόλου αποτελέσματος, συμπεριελήφθησαν σε ευρύτερα «πακέτα» χρεών με πλήρη έλλειψη διαφάνειας όσον αφορά το εύρος του προβλήματος, εξαιτίας του οποίου οι φορείς κατέχουν ανασφαλείς και υποτιμημένους τίτλους.

2.2.3.   Η αβεβαιότητα αυτή συνέβαλε στην περαιτέρω απώλεια της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με επακόλουθο τα αρνητικά αποτελέσματα για συναλλαγές που βασίζονται σε συνεχή ροή φθηνών πιστώσεων.

2.2.4.   Τα hedge funds (κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου) ή κερδοσκοπικά κεφάλαια, υπήρξαν τα πρώτα θύματα της οικονομικής κρίσης, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων των μεγάλων εμπορικών τραπεζών. Πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες βρέθηκαν να έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους μεγάλο μέρος των αμερικανικών χρεών subprime. Ορισμένες τράπεζες της Γερμανίας, γνωστές για τη σύνεσή τους, επλήγησαν ιδιαίτερα σκληρά, αλλά η κρίση έπληξε και υγιή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στα οποία σημειώθηκε δυσανάλογη αύξηση του κόστους του χρήματος. Αυτή είναι η αιτία της σχεδόν πτώχευσης της Northern Rock.

2.2.5.   Η περίπτωση Socgen συνδέεται εν μέρει με την οικονομική αναστάτωση που σημειώθηκε πέρυσι το καλοκαίρι και εν μέρει με μια ορισμένη τάση ενθάρρυνσης των παραγόντων των χρηματοπιστωτικών αγορών να αναλαμβάνουν υπερβολικούς κινδύνους που οδηγούν είτε σε υψηλά κέρδη, είτε σε αστρονομικών απωλειών. Έτσι αποκαλύφθηκε η δραματική ανεπάρκεια των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου που εφαρμόζονταν στον εν λόγω οργανισμό με αποτέλεσμα να αμφισβητούνται πλέον οι σχετικές πρακτικές του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του.

2.2.6.   Η οικονομία καζίνο, στην οποία δυστυχώς «η μπάνκα που τινάζεται στον αέρα» είναι οι αποταμιευτές ιδίως οι ασθενέστεροι, που με τον έναν ή άλλον τρόπο, υποχρεούνται να πληρώσουν το λογαριασμό άλλων, είναι οι εργαζόμενοι (πάνω από 100 000 απολύσεις έως σήμερα στο χρηματοπιστωτικό τομέα και προβλέπονται και άλλες (5), είναι οι πολίτες, που βλέπουν να μειώνεται η ασφάλειά τους και διερωτώνται εάν το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ακόμη αξιόπιστο.

2.2.7.   Οι απώλειες που έχουν δηλωθεί μέχρι τώρα ανέρχονται σε 400 δις δολάρια και σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις αναμένεται να φτάσουν το 1 200 δις δολάρια (6). Συνέπειες υφίστανται βέβαια οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, τα συνταξιοδοτικά ταμεία, αλλά τις μεγαλύτερες υφίσταται το γενικό οικονομικό σύστημα με την αύξηση του κόστους και τη μειωμένη διαθεσιμότητα χρήματος, με την επακόλουθη αύξηση των τιμών και του πληθωρισμού ο οποίος συμβάλει στην επιβράδυνση της οικονομίας. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που πλήττει το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων. Σε ορισμένα κράτη μέλη γίνεται λόγος για ύφεση.

2.2.8.   Είναι γεγονός ότι το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι περισσότερο θύμα παρά ένοχο, εκτός μεμονωμένων και συγκεκριμένων εξαιρέσεων. Είναι επίσης γεγονός ότι η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία, η αναζήτηση ολοένα και περισσότερο εξεζητημένων μέσων για τον πολλαπλασιασμό των ευκαιριών κέρδους, ο ολοένα και επιθετικότερος ρόλος των κερδοσκοπικών κεφαλαίων και η άφιξη κυρίαρχων κεφαλαίων με τεράστια μέσα, έχουν θέσει στο περιθώριο την πραγματική οικονομία, έχουν καταδείξει τις ελλείψεις των εθνικών συστημάτων ελέγχου, την αναποτελεσματικότητα των προτύπων συνεργασίας μεταξύ διαφόρων αρχών, τον ανησυχητικό ρόλο των οργανισμών αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένων και όσων ασχολούνται με την αποκαλούμενη δεοντολογική αξιολόγηση (που αξιολόγησαν θετικά επιχειρήσεις όπως η Parmalat, με τον εξαίρετο κώδικα συμπεριφοράς).

2.2.9.   Η κρίση αυτή επεκτάθηκε σε όλους τους φορείς της αγοράς, ανεξαρτήτως του υψηλού, χαμηλού ή ανύπαρκτου κερδοσκοπικού χαρακτήρα τους. Η ολοκλήρωση των αγορών έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που κανείς δεν μπορεί να μείνει αλώβητος από τις αρνητικές συνέπειες. Το πρόβλημα είναι ότι τις απώλειες τις υφίστανται όλοι ενώ τα κέρδη παραμένουν μόνο στα χέρια των κερδοσκόπων.

3.   Το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα

3.1.   Οι τράπεζες

3.1.1.   Από τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές, οι τράπεζες αποτελούν το βασικό κρίκο: σε ορισμένες χώρες ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την πραγματική οικονομία, δεν ασκούν μόνο οικονομική εξουσία, επηρεάζουν την ανάπτυξη των περιοχών και των επιχειρήσεων, πολλαπλασιάζουν τις ευκαιρίες κέρδους.

3.1.2.   Οι τραπεζικές επιχειρήσεις, αν και λειτουργούν όλες σε ένα πλαίσιο αγοράς, παρέχοντας ουσιαστικά όλες τις ίδιες υπηρεσίες, από τις πλέον κλασικές έως τις πλέον ειδικές, έχουν διαφορετική προέλευση την οποία διατηρούν με το πέρασμα του χρόνου.

3.1.3.   Δίπλα στις εμπορικές τράπεζες, στις τράπεζες επενδύσεων, που κατέχουν σημαντική θέση στην αγορά, υπάρχουν τα ταμιευτήρια, αρχές δημόσιας έμπνευσης που δημιουργήθηκαν για να παρέχουν στις αστικές κοινότητες, ιδιαίτερα στους ασθενέστερους των κοινοτήτων αυτών, μια άγκυρα σωτηρίας σε περιόδους κρίσης. Το όνομα συνδέεται με τα πρώτα ταμιευτήρια που ίδρυσε η γερμανική αυτοκρατορία κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά πολλά άλλαξαν απλώς το όνομα των ενεχυροδανειστηρίων που υπήρχαν από το 15ο αιώνα.

3.1.4.   Σε ορισμένες ζώνες της περιφέρειας και σε αγροτικές περιοχές αναπτύχθηκε το κίνημα των αγροτικών και βιοτεχνικών ταμείων για να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της τοκογλυφίας από μια ιδέα του Friedrich Wilhelm Raiffeisen, ο οποίος ίδρυσε το 1864 το πρώτο Darlehnkassenverein. Οι λαϊκές τράπεζες, και αυτές συνεταιριστικής προέλευσης, ξεκίνησαν με μια ιδέα του Franz Hermann Schulze-Delitzsch, ο οποίος ίδρυσε την πρώτη Vorschussvereine (τράπεζα του λαού) το 1850. Από αυτές τις εμπειρίες αναπτύσσεται το μεγάλο κίνημα της συνεταιριστικής πίστωσης και των λαϊκών τραπεζών, που σήμερα κατέχουν στην ΕΕ μερίδιο αγοράς πάνω από το 20 % με πάνω από 140 εκατομμύρια πελάτες, 47 εκατομμύρια μετόχους και 730 000 υπαλλήλους.

3.1.5.   Αυτή η ιστορική αναδρομή δείχνει ότι η κοινωνία των πολιτών απέδιδε ανέκαθεν στις τράπεζες έναν ρόλο στο οικονομικό σύστημα τουλάχιστον εν μέρει διαφορετικό από το ρόλο των άλλων επιχειρήσεων. Υπήρχε πάντα η προσδοκία να επιδιώκουν δεοντολογικούς και κοινωνικούς στόχους και όχι μόνον το κέρδος.

3.1.6.   Ένα σημαντικό θέμα που πρέπει να λάβει υπόψη η χρηματοπιστωτική βιομηχανία είναι η ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες μόνο το 20 % του πληθυσμού έχει πρόσβαση στην πίστωση, στην Ευρώπη το ποσοστό αυτό φτάνει το 90 %. Δεν είναι ακόμη αρκετό διότι αυτό το 10 % που αποκλείεται μπορεί να είναι θύμα πολύ σοβαρής διάκρισης.

3.2.   Οι ασφαλιστικές εταιρείες

3.2.1.   Εάν οι πρώτες σύγχρονες μορφές τράπεζας τοποθετούνται στις αρχές του 15ου αιώνα στην Ιταλία, Banco di San Giorgio 1406, μερικές εκ των οποίων λειτουργούν ακόμη όπως η Monte dei Paschi di Siena, που ιδρύθηκε το 1472, όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες η πορεία αναδρομής είναι πολύ μακρύτερη. Οι πρώτες μορφές ασφαλιστικών εταιρειών χρονολογούνται από την 3η και 2η χιλιετία π.Χ. στην Κίνα και στην Βαβυλωνία, έλληνες και ρωμαίοι εισήγαγαν πρώτοι τις έννοιες της ασφάλειας ζωής και υγείας, με τις «εταιρείες ευμένειας», που πλήρωναν ιατρικές θεραπείες, οικογενειακά επιδόματα ακόμη και τις κηδείες. Οι συντεχνίες το Μεσαίωνα είχαν τον ίδιο σκοπό, ενώ πάντα στη Γένοβα, τον 14ο αιώνα (1347) καθιερώθηκε η σύμβαση ασφάλισης ξεχωριστά από την επένδυση, που συνέβαλε στον πλούτο του Edward LLoyd ο οποίος το 1688 άνοιξε στο Λονδίνο, στην Tower Street, ένα καφενείο στο οποίο σύχναζαν εφοπλιστές, έμποροι και καπετάνιοι, ιδανικός τόπος συνάντησης όσων ήθελαν να ασφαλίσουν πλοίο και φορτίο και όσων ήθελαν να συμμετέχουν οικονομικά στην περιπέτεια. Τα ίδια χρόνια, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του Λονδίνου του 1666, που έκαψε 13 200 σπίτια, ιδρύθηκε από το Nicholas Barbon η πρώτη ασφαλιστική εταιρεία κατά της πυρκαγιάς, η Fire Office.

3.2.2.   Μετά την εμπειρία των LLoyd's, (που τεχνικά δεν είναι ασφαλιστική εταιρεία), σε όλη την Ευρώπη εξαπλώνεται το ασφαλιστικό πρότυπο και αρχίζουν να λειτουργούν ασφαλιστικές εταιρείες. Η ανάπτυξη των σύγχρονων ασφαλιστικών εταιρειών συνδέεται με τη σύγχρονη θεωρία των πιθανοτήτων, που είχε ως προδρόμους τον Pascal και τον Fermat, αλλά και τον Galileo. Στο πλαίσιο των ασφαλιστικών κύκλων λειτουργούν οι αλληλασφαλιστικές εταιρείες, τις οποίες έχουν οι υπογράφοντες τα ασφαλιστικά συμβόλαια και όχι μέτοχοι, δηλαδή οι ίδιοι οι πελάτες των εταιριών αυτών. Τον περασμένο αιώνα δημιουργούνται οι συνεταιριστικές ασφαλιστικές εταιρείες: σε ορισμένες χώρες επιβλήθηκαν λόγω της μεγάλης ικανότητας να παρέχουν σε ολόκληρη την αγορά προϊόντα ποιότητας. Όπως και οι συνεταιριστικές τράπεζες έτσι και οι αλληλασφαλιστικές εταιρείες συνδέονται στενά με τα τοπικά οικονομικά συστήματα και συμβάλουν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξή τους ακόμη και μέσω της επανεπένδυσης σημαντικού τμήματος της προστιθέμενης αξίας τους.

3.3.   Τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες δεοντολογικού χαρακτήρα

3.3.1.   Εδώ και μερικά χρόνια έχουν αρχίσει να λειτουργούν τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες δεοντολογικού χαρακτήρα, με στόχο τη διατήρηση εμπορικών σχέσεων και την οικονομική υποστήριξη μόνον των επιχειρήσεων που ανταποκρίνονται σε αυστηρές απαιτήσεις αξιών, αποδεκτές από την κοινωνία που δημιούργησε αυτές τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες. Απαιτήσεις περιβαλλοντικής αειφορίας, άρνησης οιουδήποτε συμβιβασμού με το εμπόριο όπλων, συνεχούς δέσμευσης έναντι κάθε διάκρισης, για να αναφερθούν μερικά μόνο παραδείγματα «αξιών» που συνιστούν το σημείο αναφοράς σε αυτούς τους κύκλους.

3.3.2.   Η χρηματοπιστωτική οικονομία «δεοντολογικού χαρακτήρα» και η μικρή χρηματοπιστωτική οικονομία

3.3.2.1.   Με τον όρο «χρηματοπιστωτική οικονομία δεοντολογικού χαρακτήρα» εννοείται η οικονομική δραστηριότητα υπέρ πρωτοβουλιών που προάγουν τον άνθρωπο, την κοινωνία και το περιβάλλον στο φως μιας δεοντολογικής και οικονομικής αξιολόγησης του αντικτύπου στο περιβάλλον και την κοινωνία, που ασκείται με πρώτιστο στόχο την παροχή οικονομικής υποστήριξης σε δραστηριότητες που ασκούνται από μεμονωμένα άτομα ακόμη και μέσω μικροπιστώσεων.

3.3.2.2.   Η μικρή χρηματοπιστωτική οικονομία αποτελείται από ειδικές τράπεζες που διαχειρίζονται μικρά ποσά και ασχολούνται με φτωχά στρώματα πληθυσμού που αποκλείονται από το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα, η παρουσία τους δε είναι κυρίως γνωστή στον τρίτο κόσμο. Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι και οι δυτικές χώρες είχαν σημαντική παράδοση στις μικροαποταμιεύσεις (ενώ η μικροπίστωση υπήρξε περιθωριακή, για παράδειγμα για ένα χρονικό διάστημα υπήρχαν τα ενεχυροδανειστήρια): παραδείγματα μικροαποταμίευσης αποτελούν οι χαμηλού κόστους πολυετείς καταθέσεις.

3.3.2.3.   Η δραστηριότητα της χρηματοπιστωτικής οικονομίας δεοντολογικού χαρακτήρα ασκείται στη βάση των ακόλουθων αρχών (7):

α)

μη διάκρισης των δικαιούχων λόγω φύλου, έθνους ή θρησκεύματος ή ακόμη λόγω περιουσίας, διότι η πίστωση σε όλες της τις μορφές είναι ανθρώπινο δικαίωμα·

β)

πρόσβασης των ασθενέστερων με βάση την ισχύ των προσωπικών εγγυήσεων, κατηγορίας ή κοινότητας όπως ισχύει και για τις εγγυήσεις επί της περιουσίας·

γ)

αποδοτικότητας, στη βάση της οποίας η χρηματοπιστωτική οικονομία δεοντολογικού χαρακτήρα δεν θεωρείται φιλανθρωπία αλλά οικονομικά ζωτική και κοινωνική χρήσιμη δραστηριότητα·

δ)

συμμετοχής του αποταμιευτή στις επιλογές της επιχείρησης που επωφελείται των αποταμιεύσεων, είτε μέσω προτίμησης του προορισμού των κεφαλαίων είτε μέσω δημοκρατικών μηχανισμών συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων·

ε)

πλήρους διαφάνειας και πρόσβασης όλων στις πληροφορίες, για τον λόγο αυτό και η αποταμίευση είναι ονομαστική και ο πελάτης έχει δικαίωμα να γνωρίζει τις διαδικασίες λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και τις αποφάσεις του για τη χρήση των κεφαλαίων και τις επενδύσεις·

στ)

άρνησης του πλουτισμού που βασίζεται μόνο στην κατοχή και ανταλλαγή χρήματος προκειμένου τα επιτόκια να διατηρηθούν όσο το δυνατό πιο σωστά σύμφωνα με όχι μόνο οικονομικές αξιολογήσεις αλλά και κοινωνικές και δεοντολογικές·

ζ)

αποκλεισμού οικονομικών σχέσεων με φορείς και με οικονομικές δραστηριότητες που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη του ανθρώπου και παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου, όπως η παραγωγή και το εμπόριο όπλων, οι ιδιαίτερα επιβλαβείς για την υγεία και το περιβάλλον παραγωγές, οι δραστηριότητες που βασίζονται στην εκμετάλλευση ανηλίκων ή στην καταστολή των ελευθεριών του πολίτη.

3.3.2.4.   Με τον όρο «ασφαλιστική εταιρεία δεοντολογικού χαρακτήρα» νοείται η ασφαλιστική δραστηριότητα που ασκείται στη βάση των ακόλουθων αρχών (8):

α)

αμοιβαιότητας, που νοείται με την αρχική έννοια του ασφαλιστικού μέσου ως όργανο αλληλεγγύης μεταξύ όσων δεν έχουν υποστεί ζημία και όσων έχουν υποστεί και χρήζουν αποζημίωσης·

β)

δυνατότητας ασφάλισης, που νοείται ως η εγγύηση της προστασίας που παρέχεται στον καθέναν με την ασφάλεια, με στόχο την πρόληψη ενδεχόμενων δυσκολιών, χωρίς άδικες διακρίσεις λόγω ηλικίας, ενδεχόμενης αναπηρίας ή άλλων κοινωνικών δυσκολιών·

γ)

διαφάνειας, που νοείται ως συμβατική σαφήνεια και δυνατότητα ελέγχου των κριτηρίων καθορισμού της πριμοδότησης·

δ)

δημιουργίας κέρδους για την περιοχή·

ε)

ισότητας όσον αφορά την αξιοπρέπεια των συμβαλλομένων μερών.

3.3.3.   Η δεοντολογική επένδυση

3.3.3.1.   Η δεοντολογική επένδυση προτείνει τη χρηματοδότηση πρωτοβουλιών που αφορούν το περιβάλλον, την αειφόρο ανάπτυξη, τις κοινωνικές υπηρεσίες, τον πολιτισμό και τη διεθνή συνεργασία. Η επιλογή των τίτλων δεν πραγματοποιείται μόνο στη βάση των παραδοσιακών οικονομικών κριτηρίων αλλά και στη βάση κριτηρίων κοινωνικής ευθύνης, όπως η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων, ο σεβασμός του περιβάλλοντος, η διαφάνεια.

4.   Η εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ)

4.1.   Η ΓΔ Επιχειρήσεις και η ΓΔ Κοινωνικές Υποθέσεις της Επιτροπής συνεργάζονται με επιχειρηματικές ενώσεις σε ορισμένα θεματικά πεδία. Ένα από αυτά τα πεδία είναι η σωστή ενημέρωση των αποταμιευτών ώστε να βοηθηθούν να κατανοήσουν καλύτερα τους μηχανισμούς των χρηματοπιστωτικών αγορών και των διαθέσιμων προϊόντων. Οι πρωτοβουλίες οικονομικής κατάρτισης αντιπροσωπεύουν αποτελεσματικά έναν κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο προκειμένου να μπορέσουν οι αποταμιευτές να αποφύγουν επενδύσεις σε προϊόντα που δεν είναι ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους και στη γνώμη τους για τους κινδύνους.

4.2.   Η συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων στις πρωτοβουλίες ΕΚΕ (εταιρική κοινωνική ευθύνη) είναι ακόμη περιορισμένη σε πολύ λίγες επιχειρήσεις και, εν μέρει, σε δραστηριότητες που αφορούν το σύνολο των ενδιαφερόμενων φορέων. Ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς αλλά ολόκληροι τομείς όπως οι λαϊκές και οι συνεταιριστικές τράπεζες, τα ταμιευτήρια, οι συνεταιριστικές ασφαλιστικές εταιρείες και τα ταμεία κοινωνικής αλληλεγγύης έχουν την πρόθεση να κάνουν περισσότερα και καλύτερα.

4.3.   Ένα από τα προβλήματα που προέκυψαν αφορά τα κίνητρα για τα υψηλόβαθμα στελέχη και τους υπεύθυνους των τραπεζών επενδύσεων. Τα κίνητρα αυτά πρέπει να αναθεωρηθούν και να αποκτήσουν ένα επίπεδο λογικό και σύμφωνα με τα κέρδη και τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων: σήμερα οι εργαζόμενοι και οι καταναλωτές που έχουν επλήγησαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση αποδοκιμάζουν τις υπερβολικές απολαβές των υψηλόβαθμων στελεχών που καθιστούν ακόμη μεγαλύτερες τις δυσκολίες τους και οι οποίες απολαβές εξακολουθούν να είναι αστρονομικές, ανεξάρτητα από την επιτυχία των αποτελεσμάτων.

4.4.   Τα νέα πρότυπα διαχείρισης των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που αποβλέπουν στη μεγιστοποίηση του κέρδους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εξαιτίας ίσως και των τριμηνιαίων αξιολογήσεων επιδόσεων, οδηγούν ενίοτε σε ανεύθυνες συμπεριφορές όπως τα πρόσφατα οικονομικά σκάνδαλα που σημειώθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη της Ένωσης. Η κοινωνική ευθύνη συνίσταται αντιθέτως στη σταθερότητα των κερδών και στη διάρκεια τους στο χρόνο, με την αξιοποίηση του υλικού και άυλου κεφαλαίου της επιχείρησης που αποτελείται, στην περίπτωση των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, από τους εργαζόμενους και από τις σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες.

4.5.   Η ΕΟΚΕ επιθυμεί μια ευρεία υιοθέτηση κωδίκων συμπεριφοράς με βάση την ΕΚΕ. Είναι καθοριστικής σημασίας οι κώδικες αυτοί να είναι ελέγξιμοι και επαληθεύσιμοι ώστε να μην επαναληφθούν περιπτώσεις όπου εξαίρετοι κώδικες συμπεριφοράς έχουν υπογραφεί και δημοσιοποιηθεί από διευθυντές που έχουν εξαπατήσει εκατοντάδες χιλιάδες αποταμιευτές, όπως έχει συμβεί στα σοβαρότερα οικονομικά σκάνδαλα των τελευταίων ετών (9).

5.   Οι τοπικές τράπεζες και η ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών και των ΜΜΕ

5.1.   Οι διάφοροι τύποι τραπεζών ανταγωνίζονται στην ίδια αγορά προσφέροντας τον ίδιο τύπο υπηρεσιών. Η οικονομική απόδοση αποτελεί δέσμευση για όλες, για τις ανώνυμες εταιρείες, ιδιωτικές τράπεζες, που επιδιώκουν μεγαλύτερο κέρδος για τους μετόχους τους, για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που επιδιώκουν μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των περιοχών αναφοράς, με ιδιαίτερη προσοχή στα προβλήματα πρόσβασης στην πίστωση της λιγότερο πλούσιας πελατείας, ανάπτυξης των ΜΜΕ, προαγωγής των ασθενέστερων κοινωνικών κατηγοριών και των απόμακρων και εξόχως απόκεντρων περιφερειών.

5.2.   Στις περιοχές όπου έχει αναπτυχθεί το τοπικό τραπεζικό σύστημα, προκύπτει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης των τοπικών οικονομιών αυξάνεται σημαντικά. Πρέπει δε επίσης να τονιστεί ότι σε πολλές χώρες οι τοπικές τράπεζες έχουν κυρίως συνεταιριστική μορφή και επενδύουν στην περιοχή τους σημαντικό τμήμα των κερδών τους.

5.3.   «Το τραπεζικό σύστημα έχει διπλή ευθύνη: σε επίπεδο επιχείρησης, να βελτιώσει την απόδοση διαχείρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, που δεν υπολογίζεται μόνο με το κέρδος αλλά και με την ικανότητα καινοτομίας, τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού που χρησιμοποιείται· σε τοπικό επίπεδο, να συμβάλει στην τοπική ανάπτυξη, που πρέπει να υπολογιστεί όχι μόνο με την ποσότητα των πιστώσεων που χορηγούνται, αλλά και με την ικανότητα επενδύσεων σε σχέδια και αξιολόγησης των δυνατοτήτων των επιχειρηματιών και των επιχειρήσεων, πράγμα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως τοπική απόδοση. Η απόδοση της διαχείρισης θα πρέπει να χρησιμεύει στην τοπική απόδοση: είναι ανώφελο να υπάρχουν αποδοτικές τράπεζες εάν δεν συμβάλλουν στην τοπική ανάπτυξη» (10).

5.4.   Οι ΜΜΕ έχουν εξεύρει ένα έγκυρο μέσο που διευκολύνει την πρόσβαση των μελών τους σε πιστώσεις, μέσω των εταιρειών εγγυήσεων και αντεγγυήσεων που λειτουργούν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με τη μεσολάβηση των εταιρειών αυτών χορηγούνται πιστώσεις επενδύσεων σε μικρές και μεσαίων διαστάσεων επιχειρήσεις οι οποίες δεν διαθέτουν τις προσωπικές εγγυήσεις που απαιτούν οι χρηματοδότες ώστε να οικοδομηθεί μια σταθερή τραπεζική σχέση.

6.   Ο ρόλος των πολιτικών ιθυνόντων (policy makers)

6.1.   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι στο πλαίσιο αυτό είναι εσφαλμένη μια προσέγγιση εκ των άνω προς τα κάτω, διότι η εμπειρία δείχνει ότι οι πρωτοβουλίες με έντονα κοινωνικά και δεοντολογικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται αυθόρμητα από τη βάση. Κάθε «ενεργός» παρέμβαση ενέχει τον κίνδυνο αποθάρρυνσης και παράκαμψης του αυθορμητισμού ο οποίος αποτελεί την βασική εγγύηση της «βιοποικιλότητας» στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παράλληλα, όμως, η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι οι policy makers οφείλουν να αποφεύγουν να παρεμποδίζουν τις υφιστάμενες πρωτοβουλίες ή την αυθόρμητη εμφάνιση νέων.

6.2.   Η ΕΟΚΕ διερωτάται εάν οι πρωτοβουλίες με δεοντολογικό και κοινωνικό χαρακτήρα που αποσκοπούν τυπικά στο κέρδος πρέπει να τύχουν φορολογικών ή ρυθμιστικών διευκολύνσεων. Εν προκειμένω κρίνεται σκόπιμος ο διαχωρισμός δύο διαφορετικών μεταξύ τους καταστάσεων.

6.2.1.   Μια οργάνωση που επιδιώκει το κέρδος ξεκινά μια πρωτοβουλία που διαρθρωτικά διαχωρίζεται από τη βασική της δραστηριότητα (π.χ. η περίπτωση του εγχειρήματος Point Passerelle της γαλλικής τράπεζας Credit Agricole). Στην περίπτωση αυτή, δεν θα πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες εάν θα πρέπει να προβλεφθεί συμψηφισμός με βάση τη συνήθη διαδικασία.

6.2.2.   Μια οργάνωση που επιδιώκει το κέρδος ξεκινά πρωτοβουλίες που διαθρωτικά δεν διαχωρίζονται από τη βασική της δραστηριότητα. Στην περίπτωση αυτή η δυνατότητα πρόβλεψης συστήματος συμψηφισμού συζητήθηκε περισσότερο. Οι υποστηρικτές του φορολογικού, χρηματοοικονομικού ή ρυθμιστικού συμψηφισμού διατείνονται ότι τα θετικά εξωτερικά στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτοβουλία δικαιολογούν την ειδική μεταχείριση. Αντιθέτως υπάρχουν αντίθετες γνώμες που βασίζονται σε δύο κύριες εκτιμήσεις: μόνο πρωτοβουλίες με αυτόνομο οικονομικό ισοζύγιο (δηλαδή ικανές να εξασφαλίσουν το κατάλληλο κέρδος) μπορούν να αντέξουν στο χρόνο. Εξάλλου μια αυθεντικά δεοντολογική και κοινωνική δράση δεν θα πρέπει να αποσκοπεί ούτε να έχει ως κίνητρο τα ρυθμιστικά, χρηματοοικονομικά ή φορολογικά οφέλη. Πράγματι, η δεοντολογική και κοινωνική δράση αμείβεται αφ' εαυτής: το γεγονός και μόνο της καλής πράξης πρέπει να ικανοποιεί αυτόν που την πράττει.

6.2.3.   Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι σήμερα έχει αναγνωριστεί ήδη σε όλα τα συστήματα η πρακτική του συμψηφισμού για πρωτοβουλίες δεοντολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Η φορολογική νομοθεσία αποδέχεται την έκπτωση των δαπανών μόνον εάν συμβάλλουν στην παραγωγή εισοδήματος. Η αρχή αυτή (εντός ορισμένων ορίων και προϋποθέσεων βέβαια) δεν εφαρμόζεται όταν οι δαπάνες αποτελούν δωρεές σε κοινωφελή ή φιλανθρωπικά ιδρύματα. Σε αυτή την περίπτωση είναι πράγματι αποδεκτή η έκπτωση επί του φορολογητέου εισοδήματος ακόμη και όταν οι δαπάνες δεν συνδέονται με την παραγωγή εισοδήματος.

6.2.4.   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι το κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι ποτέ ουδέτερο σε σχέση με τις συμπεριφορές οργανώσεων ή ατόμων. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι σε ένα σύστημα που ενθάρρυνε συγκεκριμένες συμπεριφορές, η συστηματοποίηση και η γενίκευση της αρχής ότι, εκεί όπου υπάρχουν πρωτοβουλίες δεοντολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα, ενδείκνυται ο συμψηφισμός ανταποκρίνεται σε κριτήρια ισότητας και ορθολογισμού του δημόσιου ρόλου στην οικονομία και στην κοινωνία.

6.2.5.   Η αρχή που προτείνει η ΕΟΚΕ ενδέχεται να οδηγήσει στην απόδοση του οφέλους του συμψηφισμού όχι άμεσα στα ιδρύματα αλλά στις πρωτοβουλίες τους δεοντολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι τούτο είναι ορθό: δεοντολογία και οικονομία δεν μπορούν να διαχωριστούν δια της βίας με την επιβολή μιας αρχής όπου μόνον οι πρωτοβουλίες που δεν επιδιώκουν το οικονομικό κέρδος θεωρούνται πραγματικά δεοντολογικές. Εάν συμβεί αυτό δεοντολογικές πρωτοβουλίες θα θεωρούνται μόνον όσες αφορούν αποκλειστικά φιλανθρωπικές και κοινωφελείς δράσεις.

7.   Οικονομικός συμψηφισμός και φορολογία

7.1.   Η ΕΟΚΕ επικροτεί πρωτοβουλίες που βαίνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Παρόμοιος προσανατολισμός έχει και οικονομική αιτιολογία. Για διάφορους λόγους που συνδέονται με πολιτικές επιλογές, με περικοπές των δημόσιων προϋπολογισμών ή με σκοπούς οικονομικής απόδοσης, κατά τα τελευταία 10-20 έτη σημειώθηκε μια συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Προκειμένου να αποφευχθεί η κατακόρυφη πτώση της ευημερίας των πληθυσμών, η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να αποτελεί το μόνο μέσο ευημερίας και κοινωνικής προστασίας, θα πρέπει δοθεί χώρος για πρωτοβουλίες από τη βάση.

7.2.   Ένα παράδειγμα ρύθμισης που ευνοεί την ενοποίηση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, προκειμένου να συνεχιστεί η εξασφάλιση υψηλών προτύπων κοινωνικού κράτους, αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο η Ολλανδία οργάνωσε τον κλάδο της ασφάλειας υγείας. Από μια πλευρά πράγματι οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να ασφαλίζουν όλους τους πολίτες, από την άλλη μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ένα δημόσιο σύστημα συμψηφισμού λόγω των μεγαλύτερων κινδύνων που καλούνται να καλύψουν. Η ολλανδική αγορά έλαβε επίσης υποδειγματικές πρωτοβουλίες και για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των οροθετικών στην ασφάλεια ζωής.

7.3.   Το Βέλγιο παρέχει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα οικονομικού συμψηφισμού για να προωθήσει την πρόσβαση στις βασικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Υπάρχει πράγματι ένα διατραπεζικό ταμείο που αποζημιώνει τους διαμεσολαβητές που παρέχουν ευκολότερη πρόσβαση στις υπηρεσίες: με τον τρόπο αυτό, ντε φάκτο, οι πιο κλειστοί διαμεσολαβητές τροφοδοτούν το ταμείο ενώ οι πιο ανοικτοί είναι οι δικαιούχοι.

7.4.   Όσον αφορά τις φορολογικές διευκολύνσεις, υπάρχει σήμερα ένα διαδεδομένο σύστημα που ευνοεί τις συνεταιριστικές εταιρείες που επιδιώκουν την κοινωνική αλληλεγγύη.

7.5.   Παράδειγμα της νομοθεσίας που παρέχει φορολογικές διευκολύνσεις σε οργανώσεις κοινωνικού σκοπού είναι το παράδειγμα των ONLUS (Μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί κοινής ωφελείας) στην Ιταλία.

8.   Κανόνες

8.1.   Οι κανόνες επιβάλλουν κόστος και περιορισμούς που επιβαρύνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων και των διαμεσολαβητών. Μια κατεύθυνση που καθοδήγησε τα τελευταία 20 περίπου χρόνια τις παρεμβάσεις ήταν οι ίσοι όροι ανταγωνισμού (level playing field). Με το να τίθενται όλοι οι παρόμοιοι φορείς στο ίδιο επίπεδο (π.χ. τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, κλπ…), οι κανόνες υπήρξαν ένα μέσο για να ευνοηθεί η αύξηση του ανταγωνισμού και της οικονομικής απόδοσης. Εάν αυτή η αρχή εφαρμόζεται με αυστηρό τρόπο και χωρίς τις απαραίτητες διορθώσεις, αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ανάληψη και την επιβίωση πρωτοβουλιών δεοντολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να περιοριστεί εάν εφαρμοστεί συστηματικά και στοχοθετημένα η αποκαλούμενη «αρχή της αναλογικότητας», βάσει της οποίας ένας μικρός διαμεσολαβητής με απλή δραστηριότητα δεν μπορεί να υπάγεται στους ίδιους κανονιστικούς περιορισμούς που διέπουν μια μεγάλη πολύπλοκη πολυεθνική οργάνωση.

8.2.   Κάθε φορά που είναι δυνατό να αποδειχτεί ότι μια οργάνωση αρνείται τουλάχιστον εν μέρει, αλλά κατά τρόπο διαρθρωτικό και μόνιμο, το κριτήριο μεγιστοποίησης του κέρδους προκειμένου να προωθήσει πρωτοβουλίες δεοντολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα πρέπει να τύχει, τουλάχιστον εν μέρει, διαφορετικού του ισχύοντος φορολογικού και ρυθμιστικού καθεστώτος. Σε ορισμένα κράτη μέλη οι δεοντολογικοί επενδυτές απολαύουν ήδη παρέκκλισης της τραπεζικής οδηγίας: θα πρέπει συνεπώς να καταβληθεί προσπάθεια για την επέκταση αυτής της αρχής σε όλα τα κράτη μέλη.

8.3.   Αν και η αρχή αυτή έχει αναγνωριστεί στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη, υπάρχουν ακόμη κράτη μέλη που δεν την αναγνωρίζουν ούτε την υποστηρίζουν. Πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για να επιτευχθεί συστηματικότερη και εκτενέστερη αναγνώριση αυτού του τύπου εταιρικής διακυβέρνησης.

8.4.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξασφαλίζοντας ότι τα κράτη μέλη δεν θα υιοθετήσουν μέτρα που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, μπορεί να προστατέψει την ποικιλία της προσφοράς των χρηματοπιστωτικών, τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών. Στους κανόνες των κρατικών ενισχύσεων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αυτές οι πτυχές.

Βρυξέλλες, 23 Οκτωβρίου 2008.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Mario SEPI


(1)  A. F. Utz, Etica economica. San Paolo, Cinisello balsamo 1999.

(2)  Konrad Adenauer, Memorie (Αναμνήσεις) 1945/1953, Mondadori Milano 1966.

(3)  John Kenneth Galbraith.The Atlantic Monthly, Ιούνιος 1967. Αρχικός τίτλος: Liberty, Happiness. and the Economy (Ελευθερία, Ευτυχία και η Οικονομία).

(4)  Luca de Biase, Economia della felicità (Η ευτυχία της οικονομίας)— Feltrinelli 2007.

(5)  Πηγή UNI United Network International — Γενεύη 2008.

(6)  Δελτίο της τράπεζας της Ιταλίας, αριθ. 52 Απρίλιος 2008.

(7)  Συμμετοχική δημοκρατία: ορισμοί από μια μελέτη του 'Αssessorato al bilancio della Regione Lazio (I).

(8)  Όπως ανωτέρω.

(9)  Σε αυτά τα άτομα απονεμήθηκε επίσης και τίτλος τιμής με την αιτιολογία ότι «ανέλαβε σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα με θάρρος, επιμονή, εφευρετικότητα, υψηλό επαγγελματισμό, καθαρό όραμα των πραγμάτων, με μια ηθική συμπεριφορά που πραγματικά διαψεύδει όσους, λίγους πράγματι, ισχυρίζονται ότι δεν συμβιβάζονται ηθική και οικονομία».

(10)  P. Alessandrini (2003), Le banche tra efficienza gestionale ed efficienza territoriale: alcune riflessioni (Οι τράπεζες μεταξύ τοπικής και διαχειριστικής απόδοσης: κάποιες σκέψεις).


Top