EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000D0186

2000/186/ΕΚ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2000, που εξουσιοδοτεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εφαρμόσει μέτρα κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 17 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ενιαία φορολογική βάση

ΕΕ L 59 της 4.3.2000, p. 12–13 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2002

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2000/186/oj

32000D0186

2000/186/ΕΚ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2000, που εξουσιοδοτεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εφαρμόσει μέτρα κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 17 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ενιαία φορολογική βάση

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 059 της 04/03/2000 σ. 0012 - 0013


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 28ης Φεβρουαρίου 2000

που εξουσιοδοτεί την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εφαρμόσει μέτρα κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 17 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ενιαία φορολογική βάση

(2000/186/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τους φόρους κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ενιαία φορολογική βάση(1), και ιδίως το άρθρο της 27,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Με επιστολές που η Γενική Γραμματεία της Επιτροπής έλαβε στις 8 Ιανουαρίου και στις 27 Αυγούστου 1999, αντίστοιχα, η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ζήτησε, βάσει του άρθρου 27 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ να εφαρμόσει δύο μέτρα κατά παρέκκλιση των άρθρων 6 και 17 της εν λόγω οδηγίας.

(2) Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να επιτρέψει σε κράτος μέλος να εισαγάγει ή να παρατείνει ειδικά μέτρα παρέκκλισης της εν λόγω οδηγίας, με σκοπό την απλούστευση της είσπραξης του φόρου ή την αποτροπή ορισμένων περιπτώσεων φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής.

(3) Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, η Επιτροπή ενημέρωσε, με επιστολή της 11ης Οκτωβρίου, τα άλλα κράτη μέλη σχετικά με την αίτηση της γερμανικής κυβέρνησης.

(4) Το πρώτο μέτρο παρέκκλισης έχει στόχο να αποκλείσει πλήρως το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) που επιβάλλεται στις δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες όταν το ποσοστό χρησιμοποίησής τους για τις ιδιωτικές ανάγκες του φορολογούμενου ή του προσωπικού του, ή γενικότερα για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση, υπερβαίνει το 90 % της συνολικής τους χρησιμοποίησης. Το μέτρο αυτό αντιπροσωπεύει μια παρέκκλιση από το άρθρο 17 και δικαιολογείται από την ανάγκη απλούστευσης της είσπραξης του ΦΠΑ.

(5) Το δεύτερο μέτρο είναι παρέκκλιση από το άρθρο 17 παράγραφος 2, καθώς και από το άρθρο 6 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ και έχει στόχο, αφενός, τον περιορισμό του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ των φορολογουμένων, που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας, σε 50 % του συνόλου των δαπανών που αφορούν τα οχήματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για επαγγελματικές ανάγκες και, αφετέρου, στη μη είσπραξη του ΦΠΑ που οφείλεται για τη χρήση οχημάτων για ιδιωτικές ανάγκες. Ο εν λόγω περιορισμός του δικαιώματος έκπτωσης ΦΠΑ των φορολογουμένων δικαιολογείται από τη διαπιστωθείσα δυσκολία ακριβούς ελέγχου της κατανομής των δαπανών μεταξύ επαγγελματικών και ιδιωτικών αναγκών για τα αγαθά του τύπου αυτού, με αποτέλεσμα να σημειώνονται φοροδιαφυγές ή καταχρήσεις. Επιπλέον, το μέτρο αυτό θα επιτρέψει τη θέσπιση ενός απλούστερου συστήματος φορολόγησης της ιδιωτικής χρήσης των οχημάτων.

(6) Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ των φορολογουμένων δεν μπορεί να εφαρμόζεται στις δαπάνες για οχήματα που αποτελούν κυκλοφορούν ενεργητικό του φορολογουμένου. Επιπλέον, ο κατ' αποκοπήν περιορισμός του δικαιώματος έκπτωσης δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε περίπτωση που το ποσοστό χρησιμοποίησης του οχήματος για ιδιωτικές ανάγκες δεν υπερβαίνει το 5 %. Στις περιπτώσεις αυτές, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι οικείοι κανόνες έκπτωσης που προβλέπονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ.

(7) Με τις διατάξεις αυτές εξασφαλίζεται ότι αυτή η παρέκκλιση από την αρχή του δικαιώματος της πλήρους έκπτωσης του φόρου που επιβάλλεται στον φορολογούμενο, στο πλαίσιο της φορολογήσιμης δραστηριότητάς του, δεν επεκτείνεται πέραν από το απαιτούμενο για την καταπολέμηση του κινδύνου φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 27 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ(2).

(8) Τέλος, η Επιτροπή υπέβαλε στις 17 Ιουνίου 1998 πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ σχετικά με το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ(3). Σκοπός της τροποποίησης είναι η οριστική εναρμόνιση ορισμένων ανομοιογενών κανόνων σε θέματα περιορισμού του δικαιώματος έκπτωσης που εφαρμόζουν προς το παρόν τα κράτη μέλη και οι οποίοι προκαλούν ενδεχομένως στρέβλωση των όρων ανταγωνισμού στις διεθνείς συναλλαγές, εφόσον οι εν λόγω διαφορές επηρεάζουν τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.

(9) Η διάρκεια εφαρμογής των μέτρων παρέκκλισης θα πρέπει συνεπώς να περιοριστεί μέχρι την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της ανωτέρω προτεινόμενης οδηγίας και το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002 σε περίπτωση που η εν λόγω οδηγία δεν θα είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία αυτή. Με αυτό τον χρονικό περιορισμό καθίσταται δυνατή η αξιολόγηση της σκοπιμότητας του μέτρου παρέκκλισης βάσει της προόδου που θα έχει σημειωθεί στο πλαίσιο των συζητήσεων του Συμβουλίου για την προτεινόμενη οδηγία εκείνη τη στιγμή.

(10) Το μέτρο παρέκκλισης δεν έχει αρνητικό αντίκτυπο στους ίδιους πόρους της Κοινότητας οι οποίοι προέρχονται από το φόρο προστιθεμένης αξίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 28στ της εν λόγω οδηγίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξουσιοδοτείται να εξαιρέσει του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ τις δαπάνες που αφορούν αγαθά και υπηρεσίες, σε περίπτωση που το ποσοστό χρησιμοποίησής τους για ιδιωτικές ανάγκες του φορολογούμενου ή για το προσωπικό του ή γενικότερα για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση υπερβαίνει το 90 % της συνολικής τους χρησιμοποίησης.

Άρθρο 2

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 28στ της εν λόγω οδηγίας, καθώς και του άρθρου 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) της ίδιας οδηγίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξουσιοδοτείται να περιορίσει σε 50 % το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ για το σύνολο των δαπανών που αφορούν οχήματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για επαγγελματικές ανάγκες και να μην εξομοιώσει με παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας τη χρήση για ιδιωτικές ανάγκες, οχήματος της επιχείρησης του φορολογούμενου.

Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζονται όταν το όχημα αποτελεί κυκλοφορούν ενεργητικό του φορολογούμενου, ή όταν το ποσοστό χρησιμοποίησης του οχήματος για ιδιωτικές ανάγκες δεν υπερβαίνει το 5 %.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την 1η Απριλίου 1999.

Παύει να ισχύει την ημερομηνία έναρξης ισχύος της οδηγίας σχετικά με τις δαπάνες για τις οποίες δεν προβλέπεται δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ ή λήγει το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2002.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 28 Φεβρουαρίου 2000.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. PINA MOURA

(1) ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 1999/85/ΕΚ (ΕΕ L 277 της 28.10.1999, σ. 34).

(2) Βλέπε απόφαση της 29ης Μαΐου 1997, Werner Skripalle (C-63/96, συλλογή ΔΕΚ 1997, σ. Ι-2847).

(3) ΕΕ C 219 της 15.7.1998, σ. 16.

Top