ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

62ό έτος
25 Ιουλίου 2019


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (EE) 2019/1238 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τη θέσπιση πανευρωπαϊκού ατομικού συνταξιοδοτικού προϊόντος (PEPP) ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1239 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού περιβάλλοντος ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/65/ΕΕ

64

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης

88

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τη διατήρηση αλιευτικών πόρων και την προστασία θαλάσσιων οικοσυστημάτων μέσω τεχνικών μέτρων, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2019/2006, (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, (ΕΕ) 2016/1139, (ΕΕ) 2018/973, (ΕΕ) 2019/472 και (ΕΕ) 2019/1022 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 894/97, (ΕΚ) αριθ. 850/98, (ΕΚ) αριθ. 2549/2000, (ΕΚ) αριθ. 254/2002, (ΕΚ) αριθ. 812/2004 και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου

105

 

*

Κανονισμός (EE) 2019/1242 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τον καθορισμό προτύπων επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου ( 1 )

202

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1243 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την προσαρμογή διαφόρων νομικών πράξεων οι οποίες προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο στα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 1 )

241

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

25.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/1238 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

σχετικά με τη θέσπιση πανευρωπαϊκού ατομικού συνταξιοδοτικού προϊόντος (PEPP)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα νοικοκυριά της Ένωσης συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους αποταμιευτές παγκοσμίως, αλλά ο μεγάλος όγκος αυτών των αποταμιεύσεων βρίσκονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς με βραχυπρόθεσμη λήξη. Η αύξηση των επενδύσεων στις κεφαλαιαγορές μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού και τα χαμηλά επιτόκια.

(2)

Οι συντάξεις γήρατος συνιστούν ουσιώδες μέρος του εισοδήματος του συνταξιούχου, και για πολλούς ανθρώπους η παροχή κατάλληλης σύνταξης αποτελεί την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σε μια άνετη περίοδο γήρατος και τη φτώχεια. Αποτελούν βασική προϋπόθεση για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προβλέπονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 25 σχετικά με τα δικαιώματα των ηλικιωμένων, το οποίο ορίζει τα εξής: «Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ηλικιωμένων προσώπων να διάγουν αξιοπρεπή και ανεξάρτητη ζωή και να συμμετέχουν στον κοινωνικό και πολιτιστικό βίο».

(3)

Η Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλές προκλήσεις, μεταξύ άλλων δημογραφικές, λόγω του γεγονότος ότι η Ευρώπη είναι μια γηράσκουσα ήπειρος. Επιπλέον, τα μοτίβα σταδιοδρομίας, η αγορά εργασίας και η κατανομή του πλούτου υφίστανται ριζικές αλλαγές, κυρίως λόγω της ψηφιακής επανάστασης.

(4)

Ένα σημαντικό μέρος των συντάξεων γήρατος παρέχεται στο πλαίσιο δημόσιων συστημάτων. Παρά την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την οργάνωση των συνταξιοδοτικών συστημάτων, όπως ορίζεται στις Συνθήκες, η επάρκεια του εισοδήματος και η οικονομική βιωσιμότητα των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα της Ένωσης συνολικά. H διοχέτευση μεγαλύτερου μέρους των αποταμιεύσεων των Ευρωπαίων από μετρητά και τραπεζικές καταθέσεις σε μακροπρόθεσμα επενδυτικά προϊόντα, όπως τα εθελοντικά συνταξιοδοτικά προϊόντα με μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα, θα είχε επομένως ευεργετικό αντίκτυπο τόσο για τους ιδιώτες (οι οποίοι θα επωφεληθούν από τις υψηλότερες αποδόσεις και τη βελτίωση της επάρκειας των συντάξεων) όσο και για την οικονομία συνολικά.

(5)

Το 2015, 11,3 εκατομμύρια πολίτες της Ένωσης σε ενεργό ηλικία (20-64 ετών) διέμεναν σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος της υπηκοότητάς τους και 1,3 εκατομμύρια πολίτες της Ένωσης εργάζονταν σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος διαμονής τους.

(6)

Ένα πανευρωπαϊκό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν (PEPP) με μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα, που θα ακολουθεί τον συνταξιούχο, θα αυξήσει την ελκυστικότητά του, ιδίως για τους νέους και τους μετακινούμενους εργαζομένους, και θα συμβάλει στην περαιτέρω διευκόλυνση του δικαιώματος των πολιτών να ζουν και να εργάζονται σε όλη την Ένωση.

(7)

Οι ατομικές συντάξεις είναι σημαντικές για τη σύνδεση των μακροπρόθεσμων αποταμιευτών με μακροπρόθεσμες επενδυτικές ευκαιρίες. Μια μεγαλύτερη, ευρωπαϊκή αγορά για τις ατομικές συντάξεις θα αυξήσει επίσης την εισροή κεφαλαίων για τους θεσμικούς επενδυτές και για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.

(8)

Ο παρών κανονισμός καθιστά δυνατή τη δημιουργία ενός ατομικού συνταξιοδοτικού προϊόντος το οποίο θα έχει μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα και θα λαμβάνει υπόψη περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση (ΠΚΔ) παράγοντες, όπως αναφέρεται στις υποστηριζόμενες από τον ΟΗΕ αρχές για υπεύθυνες επενδύσεις, και, στο μέτρο του δυνατού, θα είναι απλό, ασφαλές, λογικά τιμολογημένο, διαφανές, φιλικό προς τον καταναλωτή και θα μπορεί να μεταφερθεί σε ολόκληρη την Ένωση, συμπληρώνοντας τα υφιστάμενα συστήματα στα κράτη μέλη.

(9)

Σήμερα, η εσωτερική αγορά για τα ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα δεν λειτουργεί ομαλά. Σε ορισμένα κράτη μέλη δεν υπάρχει ακόμη αγορά για ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα. Σε άλλα, διατίθενται ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα, αλλά υπάρχει υψηλός βαθμός κατακερματισμού μεταξύ των εθνικών αγορών. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα μεταφοράς των ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων είναι περιορισμένη. Αυτό μπορεί να δημιουργεί δυσκολίες στην άσκηση των βασικών ελευθεριών των πολιτών της Ένωσης. Θα μπορούσε, π.χ., να μην έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν μια θέση εργασίας ή να συνταξιοδοτηθούν σε άλλο κράτος μέλος. Επίσης, η δυνατότητα των παρόχων να ασκούν την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών περιορίζεται λόγω της μη τυποποίησης των υπαρχόντων ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων.

(10)

Καθώς η εσωτερική αγορά ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων είναι κατακερματισμένη και διαφοροποιημένη, οι επιπτώσεις των PEPP ενδέχεται να είναι πολύ διαφορετικές στα κράτη μέλη, και το κοινό-στόχος ενδέχεται να ποικίλλει εξίσου. Σε ορισμένα κράτη μέλη, τα PEPP θα μπορούσαν να προσφέρουν λύσεις για άτομα που επί του παρόντος δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκείς παροχές. Σε άλλα κράτη μέλη, τα PEPP θα μπορούσαν να διευρύνουν την επιλογή των καταναλωτών, ή να προσφέρουν λύσεις σε μετακινούμενους πολίτες. Ωστόσο, τα PEPP δεν θα πρέπει να αποσκοπούν στην αντικατάσταση των υφιστάμενων εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, δεδομένου ότι πρόκειται για πρόσθετο και συμπληρωματικό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν.

(11)

Η Ένωση Κεφαλαιαγορών (CMU) θα συμβάλει στην κινητοποίηση κεφαλαίων στην Ευρώπη και στη διοχέτευσή τους σε όλες τις εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε έργα υποδομής και σε μακροπρόθεσμα βιώσιμα έργα που χρειάζονται τα κεφάλαια για να επεκταθούν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Ένας από τους βασικούς στόχους της Ένωσης Κεφαλαιαγορών είναι η αύξηση των επενδύσεων και των επιλογών για τους θεσμικούς επενδυτές μέσω της καλύτερης αξιοποίησης των ευρωπαϊκών αποταμιεύσεων. Για τον σκοπό αυτόν, το PEPP θα αποτελέσει ένα βήμα προόδου προς την ενίσχυση της ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών, χάρη στη στήριξη που θα παράσχει στη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη τον μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του προϊόντος και τη βιωσιμότητα των επενδύσεων.

(12)

Όπως προανήγγειλε στο σχέδιο δράσης για την οικοδόμηση Ένωσης Κεφαλαιαγορών της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, «η Επιτροπή θα εκτιμήσει τη σκοπιμότητα ενός πλαισίου πολιτικής για την καθιέρωση μιας επιτυχημένης ευρωπαϊκής αγοράς για απλές, αποδοτικές και ανταγωνιστικές ατομικές συντάξεις, και ότι θα προσδιορίσει εάν είναι απαραίτητη νομοθεσία της ΕΕ για τη στήριξη της αγοράς αυτής».

(13)

Στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τον απολογισμό και τις προκλήσεις της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε επίπεδο ΕΕ: αντίκτυπος και επόμενα βήματα προς ένα αποδοτικότερο και αποτελεσματικό πλαίσιο της ΕΕ για τη χρηματοπιστωτική ρύθμιση και την Ένωση Κεφαλαιαγορών (3), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπογράμμισε ότι «πρέπει να ενθαρρυνθεί ένα περιβάλλον που θα προωθεί τα καινοτόμα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δημιουργώντας περισσότερη ποικιλομορφία και οφέλη για την πραγματική οικονομία και παρέχοντας ενισχυμένα κίνητρα για επενδύσεις, και το οποίο θα μπορεί επίσης να συμβάλει στην εξασφάλιση επαρκών, ασφαλών και βιώσιμων συντάξεων, όπως, παραδείγματος χάριν, το πανευρωπαϊκό συνταξιοδοτικό προϊόν (PEPP), με απλή και διαφανή σχεδίαση».

(14)

Στα συμπεράσματά του της 28ης Ιουνίου 2016, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε «ταχεία και αποφασιστική πρόοδο για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση και τη στήριξη των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, προωθώντας το θεματολόγιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών».

(15)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 με τίτλο «Ένωση Κεφαλαιαγορών - Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων», η Επιτροπή προανήγγειλε ότι «θα εξετάσει προτάσεις για ένα απλό, αποτελεσματικό και ανταγωνιστικό ενωσιακό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν […] Οι επιλογές που εξετάζονται περιλαμβάνουν πιθανή νομοθετική πρόταση που θα μπορούσε να υποβληθεί το 2017.».

(16)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Ιουνίου 2017 με τίτλο «Ενδιάμεση επανεξέταση του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών», η Επιτροπή προανήγγειλε «[ν]ομοθετική πρόταση για ένα πανευρωπαϊκό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν (PEPP), έως το τέλος Ιουνίου του 2017. Αυτή η πρόταση θα θέσει τα θεμέλια για μια ασφαλέστερη, πιο αποτελεσματική ως προς το κόστος και διαφανή αγορά οικονομικά προσιτών και εθελοντικών ατομικών συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων, των οποίων η διαχείριση θα μπορεί να γίνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Θα συμβάλει στην κάλυψη των αναγκών των ατόμων που επιθυμούν να ενισχύσουν τις συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις τους, στην αντιμετώπιση της δημογραφικής πρόκλησης, στη συμπλήρωση των υφιστάμενων συνταξιοδοτικών προϊόντων και συστημάτων, και στην υποστήριξη της αποτελεσματικότητας των ατομικών συντάξεων ως προς το κόστος, προσφέροντας ικανοποιητικές ευκαιρίες για τη μακροπρόθεσμη επένδυση των ατομικών συντάξεων».

(17)

Η ανάπτυξη ενός PEPP θα συμβάλει στην αύξηση των επιλογών για συνταξιοδοτική αποταμίευση, ιδίως για τους μετακινούμενους εργαζομένους, και στη δημιουργία μιας ενωσιακής αγοράς για τους παρόχους PEPP. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι μόνο συμπληρωματική προς τα δημόσια συνταξιοδοτικά συστήματα.

(18)

Η εκπαίδευση σε χρηματοοικονομικά θέματα μπορεί να προωθήσει την κατανόηση και την ενημέρωση των νοικοκυριών γύρω από τις αποταμιευτικές επιλογές στον τομέα των εθελοντικών ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων. Οι αποταμιευτές θα έχουν επίσης την ευκαιρία να κατανοήσουν πλήρως τους κινδύνους και τα χαρακτηριστικά ενός PEPP.

(19)

Ένα νομοθετικό πλαίσιο για ένα PEPP θα θέσει τα θεμέλια για μια αποδοτική αγορά οικονομικά προσιτών και εθελοντικών επενδύσεων οι οποίες θα συνδέονται σύνδεση με τη συνταξιοδότηση και των οποίων η διαχείριση θα μπορεί να γίνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμπληρώνοντας τα υφιστάμενα εκ του νόμου προβλεπόμενα και επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και προϊόντα, θα συμβάλει στην κάλυψη των αναγκών των ατόμων που επιθυμούν να ενισχύσουν την επάρκεια των συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεών τους, στην αντιμετώπιση της δημογραφικής πρόκλησης και στην παροχή μιας δυναμικής νέας πηγής ιδιωτικών κεφαλαίων για μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Το πλαίσιο αυτό δεν πρόκειται να αντικαταστήσει ή να εναρμονίσει τα υφιστάμενα εθνικά ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα ή προγράμματα, ούτε να επηρεάσει τα υφιστάμενα εθνικά εκ του νόμου και επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και προϊόντα.

(20)

Ένα PEPP είναι ένα ατομικό μη επαγγελματικό συνταξιοδοτικό προϊόν για το οποίο έχει εγγραφεί οικειοθελώς ένας αποταμιευτής PEPP ενόψει συνταξιοδότησης. Δεδομένου ότι ένα PEPP θα πρέπει να προβλέπει μακροπρόθεσμη συσσώρευση κεφαλαίου, οι δυνατότητες πρόωρης ανάληψης κεφαλαίων θα πρέπει να είναι περιορισμένες και να υφίστανται ενδεχομένως κυρώσεις.

(21)

Ο παρών κανονισμός εναρμονίζει μια δέσμη βασικών χαρακτηριστικών για το PEPP, τα οποία άπτονται βασικών πτυχών όπως η διανομή, το ελάχιστο περιεχόμενο των συμβάσεων, η επενδυτική πολιτική, η αλλαγή παρόχων, η διασυνοριακή παροχή και η δυνατότητα διασυνοριακής μεταφοράς. Η εναρμόνιση αυτών των βασικών χαρακτηριστικών θα έχει ως αποτέλεσμα πιο ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τους παρόχους ατομικών συντάξεων εν γένει και θα συμβάλει στην ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς για τις ατομικές συντάξεις. Θα συμβάλει στη δημιουργία ενός εν πολλοίς τυποποιημένου πανευρωπαϊκού προϊόντος, διαθέσιμου σε όλα τα κράτη μέλη, το οποίο θα επιτρέψει στους καταναλωτές να επωφεληθούν πλήρως της εσωτερικής αγοράς μεταφέροντας τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά τους στο εξωτερικό και προσφέροντας ευρύτερη επιλογή μεταξύ διαφόρων κατηγοριών παρόχων, συμπεριλαμβανομένης της διασυνοριακής διάστασης. Ως συνέπεια του γεγονότος ότι θα υπάρχουν λιγότερα εμπόδια στην παροχή συνταξιοδοτικών υπηρεσιών μεταξύ των κρατών, ένα PEPP θα αυξήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των παρόχων σε πανευρωπαϊκή βάση και θα δημιουργήσει οικονομίες κλίμακας που θα ωφελήσουν τους αποταμιευτές.

(22)

Το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπει την έκδοση πράξεων τόσο υπό μορφή κανονισμών όσο και οδηγιών. Προτιμήθηκε η έκδοση κανονισμού δεδομένου ότι θα είναι άμεσα εφαρμοστέος σε όλα τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου ο κανονισμός θα συμβάλει στην ταχύτερη αξιοποίηση του PEPP και θα βοηθήσει να αντιμετωπιστεί πιο άμεσα η ανάγκη για αύξηση της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και των συναφών επενδύσεων στο πλαίσιο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών. Ο παρών κανονισμός εναρμονίζει τα βασικά χαρακτηριστικά των PEPP τα οποία δεν απαιτείται να υπόκεινται σε επιμέρους εθνικούς κανόνες και, συνεπώς, ο κανονισμός φαίνεται να ενδείκνυται περισσότερο από την οδηγία στην προκειμένη περίπτωση. Αντιθέτως, τα χαρακτηριστικά που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού (π.χ. οι προϋποθέσεις για τη φάση συσσώρευσης) υπόκεινται στους εθνικούς κανόνες.

(23)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει ομοιόμορφους κανόνες για την καταχώριση, την παροχή, τη διανομή και την εποπτεία των PEPP. Τα PEPP θα πρέπει να υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, της σχετικής τομεακής νομοθεσίας της Ένωσης καθώς και των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων. Επιπλέον, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι νόμοι που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή του τομεακού δικαίου της Ένωσης. Εάν δεν καλύπτονται ήδη από τον παρόντα κανονισμό ή από την τομεακή νομοθεσία της Ένωσης, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι αντίστοιχες νομοθεσίες των κρατών μελών. Ένα PEPP θα πρέπει επίσης να αποτελεί αντικείμενο σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ του αποταμιευτή PEPP και του παρόχου PEPP (η «σύμβαση PEPP»). Υπάρχει ένα σύνολο βασικών χαρακτηριστικών του προϊόντος που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση PEPP. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει υπό την επιφύλαξη των κανόνων της Ένωσης περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως των κανόνων περί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και εφαρμοστέου δικαίου. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της εθνικής συμβατικής, κοινωνικής, εργατικής και φορολογικής νομοθεσίας.

(24)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθιστά σαφές ότι η σύμβαση PEPP πρέπει να συμμορφώνεται με όλους τους ισχύοντες κανόνες. Επιπλέον, η σύμβαση PEPP θα πρέπει να καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και να περιλαμβάνει ένα σύνολο βασικών χαρακτηριστικών του προϊόντος. Μια σύμβαση PEPP θα μπορούσε επίσης να συναφθεί από τον εκπρόσωπο μιας ομάδας αποταμιευτών PEPP, όπως μια ανεξάρτητη ένωση αποταμιευτών, που ενεργεί εξ ονόματος της εν λόγω ομάδας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και ότι οι αποταμιευτές PEPP που εγγράφονται με τον τρόπο αυτό λαμβάνουν τις ίδιες πληροφορίες και συμβουλές με τους αποταμιευτές PEPP που συνάπτουν σύμβαση PEPP είτε απευθείας με πάροχο PEPP είτε μέσω διανομέα PEPP.

(25)

Οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ολόκληρη την αγορά της Ένωσης με μία ενιαία καταχώριση προϊόντος χορηγούμενη με βάση ενιαία δέσμη κανόνων. Για την εμπορία ενός προϊόντος με τον χαρακτηρισμό «PEPP», οι αιτούντες πάροχοι PEPP θα πρέπει να υποβάλλουν αίτηση καταχώρισης στις αρμόδιες αρχές τους. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει την καταχώριση υπάρχοντος ατομικού συνταξιοδοτικού προϊόντος που πληροί τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν απόφαση καταχώρισης, εάν ο αιτών πάροχος PEPP έχει παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και εάν έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ύστερα από τη λήψη απόφαση καταχώρισης από τις αρμόδιες αρχές, οι τελευταίες θα πρέπει να ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) για την καταχώριση του παρόχου PEPP και του PEPP στο κεντρικό δημόσιο μητρώο. Η εν λόγω καταχώριση θα πρέπει να ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία της συμμόρφωσης με τις ενιαίες απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των πληροφοριών και των εγγράφων που παρέχονται κατά τη διαδικασία καταχώρισης θα πρέπει να κοινοποιείται αμέσως στις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΑΕΣ, κατά περίπτωση.

(26)

Ένα κεντρικό δημόσιο μητρώο θα πρέπει να δημιουργηθεί από την ΕΑΑΕΣ, το οποίο θα περιέχει πληροφορίες σχετικά με τα PEPP που έχουν καταχωριστεί και θα μπορούσαν να παρέχονται και να διανέμονται στην Ένωση, καθώς και σχετικά με τους παρόχους PEPP, και κατάλογο των κρατών μελών στα οποία προσφέρεται το PEPP. Όταν οι πάροχοι PEPP δεν διανέμουν PEPP στην επικράτεια κράτους μέλους αλλά είναι σε θέση να ανοίξουν υπολογαριασμό για το εν λόγω κράτος μέλος, προκειμένου να διασφαλιστεί η δυνατότητα μεταφοράς για τους πελάτες PEPP τους, το εν λόγω μητρώο θα πρέπει να περιέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με τα κράτη μέλη για τα οποία ο πάροχος PEPP προσφέρει υπολογαριασμούς.

(27)

Τα ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ), όπως αναφέρεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), οργανώνονται και ρυθμίζονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη. Σε ορισμένα κράτη μέλη, τα εν λόγω ιδρύματα επιτρέπεται να ασκούν μόνο επαγγελματικές συνταξιοδοτικές δραστηριότητες, ενώ σε άλλα κράτη μέλη τα ιδρύματα αυτά, περιλαμβανομένων των εξουσιοδοτημένων οντοτήτων που είναι υπεύθυνες για τη λειτουργία τους και ενεργούν για λογαριασμό τους, στις οποίες τα ΙΕΣΠ δεν έχουν νομική προσωπικότητα, επιτρέπεται να ασκούν επαγγελματικές και ατομικές συνταξιοδοτικές δραστηριότητες. Το γεγονός αυτό δεν έχει οδηγήσει μόνο σε διαφορετικές οργανωτικές δομές των ΙΕΣΠ, αλλά συνοδεύεται επίσης από διαφορετικά είδη εποπτείας σε εθνικό επίπεδο. Ειδικότερα, η προληπτική εποπτεία των ΙΕΣΠ που επιτρέπεται να παρέχουν επαγγελματικές και ατομικές συνταξιοδοτικές δραστηριότητες είναι ευρύτερη από αυτή των ΙΕΣΠ που ασκούν μόνο επαγγελματικές συνταξιοδοτικές δραστηριότητες.

Προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και για να ληφθεί υπόψη η διαφορετική οργανωτική δομή και εποπτεία, θα πρέπει να επιτρέπεται να παρέχουν PEPP μόνο τα ΙΕΣΠ τα οποία επίσης λαμβάνουν άδεια και εποπτεύονται ως προς την παροχή ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο,. Επιπλέον, και για να διασφαλιστεί περαιτέρω η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όλα τα στοιχεία ενεργητικού και οι υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε δραστηριότητες παροχής PEPP θα πρέπει να διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες δραστηριότητες, χωρίς καμία δυνατότητα μεταφοράς τους στην άλλη δραστηριότητα συνταξιοδοτικών παροχών του ιδρύματος. Τα ΙΕΣΠ που παρέχουν PEPP θα πρέπει επίσης ανά πάσα στιγμή να συμμορφώνονται με τα σχετικά πρότυπα που καθορίζονται από την οδηγία (ΕΕ) 2016/2341, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερέστερων επενδυτικών κανόνων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη στα οποία έχουν καταχωριστεί ή εγκριθεί σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 κατά τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας, και με τις διατάξεις του συστήματος διακυβέρνησής τους. Όπως συμβαίνει και με άλλους παρόχους PEPP, όταν ο παρών κανονισμός θεσπίζει αυστηρότερες διατάξεις, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις.

(28)

Το ενιαίο διαβατήριο PEPP θα διασφαλίζει τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς για το PEPP.

(29)

Οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να είναι σε θέση να διανέμουν PEPP που έχουν παραγάγει και PEPP που δεν έχουν παραγάγει, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα ήταν σύμφωνο με τη σχετική τομεακή νομοθεσία. Οι διανομείς PEPP θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να διανέμουν PEPP τα οποία δεν έχουν παραγάγει. Οι διανομείς PEPP θα πρέπει να διανέμουν μόνο τα προϊόντα για τα οποία διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις και ικανότητες σύμφωνα με τη σχετική τομεακή νομοθεσία.

(30)

Θα πρέπει να παρέχονται συμβουλές στους υποψήφιους αποταμιευτές PEPP από τους παρόχους PEPP ή τους διανομείς PEPP πριν από τη σύναψη της σύμβασης PEPP, λαμβάνοντας υπόψη τον μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του προϊόντος, τις ατομικές απαιτήσεις και ανάγκες του αποταμιευτή PEPP και τις περιορισμένες δυνατότητες εξαγοράς. Οι συμβουλές θα πρέπει να αποσκοπούν κυρίως στην ενημέρωση του αποταμιευτή PEPP σχετικά με τα χαρακτηριστικά των επενδυτικών επιλογών, το επίπεδο της κεφαλαιακής προστασίας και τις μορφές των πληρωμών.

(31)

Υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελευθερίας εγκατάστασης, οι πάροχοι PEPP μπορούν να παρέχουν PEPP και οι διανομείς PEPP μπορούν να διανέμουν PEPP στην επικράτεια ενός κράτους μέλους υποδοχής μετά το άνοιγμα υπολογαριασμού για το εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής. Προκειμένου να διασφαλιστεί η υψηλή ποιότητα της υπηρεσίας και αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών, τα κράτη μέλη καταγωγής και υποδοχής θα πρέπει να συνεργάζονται στενά στην επιβολή των υποχρεώσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Όταν οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP ασκούν τη δραστηριότητά τους σε διαφορετικά κράτη μέλη στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, λόγω των πιο στενών δεσμών τους με τον πάροχο PEPP. Με στόχο να επιτευχθεί δίκαιη κατανομή ευθυνών μεταξύ των αρμόδιων αρχών από τα κράτη μέλη καταγωγής και υποδοχής, σε περίπτωση κατά την οποία υποπέσουν στην αντίληψη των αρμόδιων αρχών κράτους μέλους υποδοχής παραβάσεις υποχρεώσεων εντός της επικράτειάς τους, οι αρχές αυτές θα πρέπει να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής οι οποίες θα πρέπει τότε να υποχρεούνται να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα. Πέραν αυτού, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ή εάν τα ληφθέντα μέτρα δεν επαρκούν.

(32)

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα μέσα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίζεται η ομαλή άσκηση των δραστηριοτήτων των παρόχων PEPP και των διανομέων PEPP σε όλη την Ένωση, είτε αυτές ασκούνται σύμφωνα με την ελευθερία εγκατάστασης είτε σύμφωνα με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας, όλες οι ενέργειες των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να είναι ανάλογες με τη φύση, την έκταση και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι σύμφυτοι με τις δραστηριότητες του συγκεκριμένου παρόχου ή διανομέα.

(33)

Η πανευρωπαϊκή διάσταση του PEPP μπορεί να αναπτυχθεί όχι μόνο στο επίπεδο του παρόχου, μέσω των δυνατοτήτων για διασυνοριακή δραστηριότητά του, αλλά και στο επίπεδο του αποταμιευτή PEPP, μέσω της δυνατότητας μεταφοράς του PEPP και της υπηρεσίας αλλαγής παρόχου, συμβάλλοντας έτσι στην προστασία των ατομικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των προσώπων που ασκούν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας δυνάμει των άρθρων 21 και 45 ΣΛΕΕ. Η δυνατότητα μεταφοράς συνίσταται στη δυνατότητα ενός αποταμιευτή PEPP να μην αλλάξει πάροχο PEPP σε περίπτωση μετεγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, ενώ η αλλαγή παρόχου PEPP δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη αλλαγή τόπου διαμονής.

(34)

Ένα PEPP θα πρέπει να περιλαμβάνει εθνικούς υπολογαριασμούς, καθένας εκ των οποίων συνδυάζει χαρακτηριστικά των ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων τα οποία καθιστούν τις εισφορές στο PEPP ή τις πληρωμές επιλέξιμες για χορήγηση κινήτρων, εάν διατίθενται στα κράτη μέλη σε σχέση με τα οποία έχει καταστεί διαθέσιμος υπολογαριασμός από τον πάροχο PEPP. Ο υπολογαριασμός θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την τήρηση αρχείου των συνεισφορών που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της φάσης συσσώρευσης και των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της φάσης αποσυσσώρευσης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους για το οποίο έχει ανοιχθεί ο υπολογαριασμός. Στο επίπεδο του αποταμιευτή PEPP, ένας πρώτος υπολογαριασμός θα πρέπει να δημιουργείται με τη σύναψη μιας σύμβασης PEPP.

(35)

Με στόχο την ομαλή μετάβαση για τους παρόχους PEPP, η υποχρέωση παροχής PEPP που περιλαμβάνουν υπολογαριασμούς για τουλάχιστον δύο κράτη μέλη θα πρέπει να έχει εφαρμογή εντός τριών ετών μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Όταν διαθέτει ένα PEPP στην αγορά, ο πάροχος PEPP πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τους υπολογαριασμούς που είναι άμεσα διαθέσιμοι, ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη παραπλάνηση των αποταμιευτών PEPP. Εάν ένας αποταμιευτής PEPP μετεγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος και δεν είναι διαθέσιμος υπολογαριασμός για το κράτος μέλος αυτό, ο πάροχος PEPP θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στον αποταμιευτή PEPP να στρέφεται αμελλητί και χωρίς χρέωση σε άλλο πάροχο PEPP ο οποίος παρέχει υπολογαριασμό για το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Ο αποταμιευτής PEPP θα μπορούσε επίσης να συνεχίσει να συνεισφέρει στον υπολογαριασμό στον οποίο έγιναν οι εισφορές πριν από την αλλαγή κατοικίας.

(36)

Λαμβάνοντας υπόψη τον μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του PEPP και τον παρεπόμενο διοικητικό φόρτο, οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP θα πρέπει να παρέχουν σαφείς, εύληπτες και επαρκείς πληροφορίες στους δυνητικούς αποταμιευτές PEPP και στους δικαιούχους PEPP για την τεκμηρίωση των αποφάσεών τους σχετικά με τη συνταξιοδότησή τους. Για τον ίδιο λόγο, οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο διαφάνειας στο σύνολο των διάφορων φάσεων ενός PEPP, οι οποίες περιλαμβάνουν το προσυμβατικό στάδιο, τη σύναψη της σύμβασης, τη φάση συσσώρευσης (συμπεριλαμβανομένης της φάσης προ της συνταξιοδότησης) και τη φάση της αποσυσσώρευσης. Ειδικότερα, θα πρέπει να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα σωρευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τα προβλεπόμενα επίπεδα συνταξιοδοτικών παροχών PEPP, τους κινδύνους και τις εγγυήσεις, την ενσωμάτωση των παραγόντων ΠΚΔ, καθώς και τα έξοδα. Όταν τα προβλεπόμενα επίπεδα συνταξιοδοτικών παροχών PEPP βασίζονται σε οικονομικά σενάρια, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης ένα βέλτιστο σενάριο και ένα δυσμενές σενάριο, που θα πρέπει να είναι ακραία αλλά ρεαλιστικά.

(37)

Προτού συνάψουν σύμβαση PEPP, οι υποψήφιοι αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να λαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να προβούν σε τεκμηριωμένη επιλογή. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης PEPP, θα πρέπει να καθορίζονται οι σχετιζόμενες με τη συνταξιοδότηση απαιτήσεις και ανάγκες και θα πρέπει να παρέχονται συμβουλές.

(38)

Με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια του προϊόντος, οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να συντάσσουν το έγγραφο βασικών πληροφοριών (key information document, KID) για τα PEPP που αναπτύσσουν (PEPP KID), πριν καταστεί δυνατή η διάθεση των εν λόγω PEPP στους αποταμιευτές PEPP. Θα πρέπει επίσης να είναι υπεύθυνοι για την ακρίβεια του PEPP KID. Το PEPP KID θα πρέπει να αντικαταστήσει και να προσαρμόσει το έγγραφο βασικών πληροφοριών για συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) που δεν θα είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτικό για τα PEPP. Για το βασικό PEPP θα πρέπει να καταρτίζεται ένα αυτόνομο PEPP KID. Σε περίπτωση που ο πάροχος PEPP προσφέρει εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές, θα πρέπει επίσης να παρέχεται ένα γενικό KID για τις εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές που θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει παραπομπές σε άλλα έγγραφα. Εναλλακτικά, όταν οι πληροφορίες που απαιτούνται σχετικά με τις εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές δεν μπορούν να παρασχεθούν σε ένα ενιαίο μεμονωμένο KID, θα πρέπει να παρέχεται ένα αυτόνομο KID για κάθε εναλλακτική επενδυτική επιλογή. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να συμβαίνει μόνο εάν η παροχή ενός γενικού KID για τις εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές δεν θα ήταν προς το συμφέρον των πελατών PEPP. Ως εκ τούτου, όταν οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τη συμμόρφωση του PEPP KID με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να διασφαλίζουν τη βέλτιστη συγκρισιμότητα των διαφόρων επενδυτικών επιλογών, κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, επικαιροποιημένες γνώσεις όσον αφορά την ανάλυση συμπεριφοράς για την αποφυγή οποιασδήποτε γνωστικής μεροληψίας που προκαλείται από την παρουσίαση των πληροφοριών.

(39)

Προκειμένου να διασφαλιστούν η ευρεία διάδοση και η διαθεσιμότητα των PEPP KID, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει τη δημοσίευση, εκ μέρους του παρόχου PEPP, των PEPP KID στον δικτυακό τόπο του. Ο πάροχος του PEPP θα πρέπει να δημοσιεύει PEPP KID για κάθε κράτος μέλος στο οποίο διανέμεται το PEPP υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελευθερίας εγκατάστασης, το οποίο θα περιέχει τις συγκεκριμένες πληροφορίες για τους όρους που αφορούν τη φάση συσσώρευσης και τη φάση αποσυσσώρευσης για το εν λόγω κράτος μέλος.

(40)

Ήδη αναπτύσσονται εργαλεία αριθμητικού υπολογισμού ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, για να είναι τα εργαλεία αριθμητικού υπολογισμού όσο το δυνατόν πιο χρήσιμα για τους καταναλωτές, θα πρέπει να καλύπτουν το κόστος και τις αμοιβές που χρεώνουν οι διάφοροι πάροχοι PEPP, καθώς και οποιοδήποτε περαιτέρω κόστος ή αμοιβές χρεώνονται από διαμεσολαβητές ή άλλους κρίκους της επενδυτικής αλυσίδας που δεν έχουν ήδη συμπεριληφθεί από τους παρόχους PEPP.

(41)

Οι λεπτομέρειες των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στο PEPP KID και η παρουσίαση των πληροφοριών αυτών θα πρέπει να εναρμονιστούν περαιτέρω με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη και την υπό εξέλιξη έρευνα σχετικά με τη συμπεριφορά των καταναλωτών, καθώς και τα αποτελέσματα των δοκιμών σχετικά με την αποτελεσματικότητα των διάφορων τρόπων παρουσίασης των πληροφοριών στους καταναλωτές. Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εγκρίνει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων θα πρέπει να αναπτυχθούν από την ΕΑΑΕΣ κατόπιν διαβούλευσης με τις άλλες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (ΕΕΑ), την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ) η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) η οποία θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), κατά περίπτωση, όπως επίσης με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τις αρμόδιες αρχές και μετά από ελέγχους ικανοποίησης καταναλωτών και ελέγχους ικανοποίησης του κλάδου, προσδιορίζοντας τις λεπτομέρειες και την παρουσίαση των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στο PEPP KID·τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το PEPP KID θα πρέπει να επανεξετάζεται και να αναθεωρείται· τις προϋποθέσεις για την εκπλήρωση της απαίτησης παροχής του PEPP KID· τους κανόνες για τον προσδιορισμό των παραδοχών σχετικά με τις προβλέψεις συνταξιοδοτικών παροχών· τις λεπτομέρειες της παρουσίασης των πληροφοριών που περιέχονται στη δήλωση παροχών PEPΡ· και τα ελάχιστα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου. Κατά την κατάρτιση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους διάφορους πιθανούς τύπους PEPP, τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα των PEPP, τις δυνατότητες των αποταμιευτών PEPP και τα χαρακτηριστικά των PEPP. Πριν από την υποβολή των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, θα πρέπει να διενεργούνται έλεγχοι ικανοποίησης καταναλωτών και έλεγχοι ικανοποίησης του κλάδου με πραγματικά δεδομένα κατά περίπτωση. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να έχει την εξουσία να εγκρίνει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, που εκπονεί η ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις λεπτομέρειες συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, σε συνδυασμό με τις απαιτούμενες προδιαγραφές για την παρουσίαση των ανωτέρω πληροφοριών σε τυποποιημένο μορφότυπο που επιτρέπει τη σύγκριση και, μετά από διαβούλευση με τις άλλες ΕΕΑ και τις αρμόδιες αρχές και μετά από ελέγχους ικανοποίησης του κλάδου σχετικά με τη μορφή των εποπτικών εκθέσεων μέσω εκτελεστικών πράξεων δυνάμει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(42)

Το PEPP KID θα πρέπει να είναι σαφώς διακριτό και να διαχωρίζεται από όλο το διαφημιστικό υλικό.

(43)

Οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να καταρτίζουν δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών PEPP απευθυνόμενη στους αποταμιευτές PEPP, προκειμένου να τους παρέχουν βασικές εξατομικευμένες και γενικού χαρακτήρα πληροφορίες σχετικά με το PEPP και να διασφαλίσουν τη διαρκή ενημέρωση σχετικά με αυτό. Η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών PEPP θα πρέπει να είναι σαφής και κατανοητή και να περιέχει σχετικές και κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να διευκολύνεται η κατανόηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων διαχρονικά και μεταξύ συνταξιοδοτικών προϊόντων και να εξυπηρετείται η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού. Η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών PEPP θα πρέπει επίσης να περιέχει πληροφορίες για την επενδυτική πολιτική που συνδέεται με παράγοντες ΠΚΔ και θα πρέπει να υποδεικνύει πού και με ποιον τρόπο οι αποταμιευτές PEPP μπορούν να λαμβάνουν συμπληρωματικές πληροφορίες για την ενσωμάτωση των παραγόντων ΠΚΔ. Η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών PEPP θα πρέπει να παρέχεται ετησίως σε αποταμιευτές PEPP.

(44)

Οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να ενημερώνουν τους αποταμιευτές PEPP δύο μήνες πριν από τις ημερομηνίες κατά τις οποίες οι αποταμιευτές PEPP έχουν τη δυνατότητα να τροποποιούν τις επιλογές πληρωμής τους σχετικά με την επικείμενη έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης, τις πιθανές μορφές πληρωμών και τη δυνατότητα τροποποίησης της μορφής των πληρωμών. Εάν έχουν ανοιχθεί περισσότεροι του ενός υπολογαριασμοί, οι αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να ενημερώνονται για την πιθανή έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης για κάθε υπολογαριασμό.

(45)

Κατά τη φάση αποσυσσώρευσης, οι δικαιούχοι PEPP θα πρέπει να συνεχίζουν να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις παροχές PEPP και τις αντίστοιχες επιλογές πληρωμής που διαθέτουν. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όταν οι δικαιούχοι PEPP επωμίζονται σημαντικό μέρος του επενδυτικού κινδύνου κατά τη φάση πληρωμής.

(46)

Για να προστατευθούν επαρκώς τα δικαιώματα των αποταμιευτών PEPP και των δικαιούχων PEPP, οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξουν κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού τους ανάλογη με τη συγκεκριμένη φύση και διάρκεια των στοιχείων του παθητικού τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Κατά συνέπεια, απαιτείται αποτελεσματική εποπτεία καθώς και μια προσέγγιση των επενδυτικών κανόνων που να προσφέρει στους παρόχους PEPP επαρκές περιθώριο ελιγμών για να αποφασίζουν ως προς την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη επενδυτική πολιτική, υποχρεώνοντάς τους ταυτόχρονα να κινούνται με σύνεση και με βάση τα βέλτιστα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των αποταμιευτών PEPP ως συνόλου. Συνεπώς, η τήρηση του κανόνα της «συνετής διαχείρισης» επιβάλλει μια επενδυτική πολιτική που να ανταποκρίνεται στην πελατειακή διάρθρωση του παρόχου PEPP.

(47)

Με τη θέσπιση του κανόνα «της συνετής διαχείρισης» ως βασικής αρχής για τις επενδύσεις κεφαλαίου, καθώς και με την εξασφάλιση στους παρόχους PEPP της δυνατότητας διασυνοριακής δραστηριότητας, ενθαρρύνεται ο αναπροσανατολισμός της αποταμίευσης προς τον τομέα των ατομικών συνταξιοδοτικών παροχών και προάγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η οικονομική και κοινωνική πρόοδος. Ο κανόνας «της συνετής διαχείρισης» θα πρέπει επίσης να λαμβάνει ρητώς υπόψη τον ρόλο που διαδραματίζουν οι παράγοντες ΠΚΔ στην επενδυτική διαδικασία.

(48)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εξασφαλίζει στους παρόχους PEPP το κατάλληλο επίπεδο επενδυτικής ελευθερίας. Ως εξαιρετικά μακροπρόθεσμοι επενδυτές με χαμηλό κίνδυνο ρευστότητας, οι πάροχοι PEPP είναι σε θέση να συμβάλουν στην ανάπτυξη της Ένωσης Κεφαλαιαγορών επενδύοντας σε μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού, όπως οι μετοχές, και σε άλλα μέσα με μακροπρόθεσμα οικονομικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή μηχανισμούς οργανωμένης διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), εντός συνετών ορίων. Μπορούν, επίσης, να επωφελούνται των δυνατοτήτων διαφοροποίησης σε διεθνές επίπεδο. Οι επενδύσεις σε μετοχές, σε νομίσματα διαφορετικά από αυτά των στοιχείων του παθητικού τους και σε άλλα μέσα με μακροπρόθεσμα οικονομικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δεν θα πρέπει συνεπώς να περιορίζονται, σύμφωνα με τον κανόνα της «συνετής διαχείρισης», προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα των αποταμιευτών PEPP και των δικαιούχων PEPP, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι εποπτείας.

(49)

Στο πλαίσιο της εμβάθυνσης της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, ο ορισμός των μέσων με μακροπρόθεσμα οικονομικά χαρακτηριστικά είναι ευρύς. Τα μέσα αυτά αποτελούν τίτλους που δεν είναι δεκτικοί διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και, επομένως, δεν έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς. Απαιτούν συχνά δεσμεύσεις ορισμένου χρόνου που περιορίζουν την εμπορευσιμότητά τους και που θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνουν συμμετοχή και χρεωστικούς τίτλους μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων και δάνεια που παρέχονται σε αυτές. Στις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις συγκαταλέγονται έργα υποδομών, μη εισηγμένες εταιρείες οι οποίες επιδιώκουν ανάπτυξη, ακίνητα ή άλλα στοιχεία ενεργητικού τα οποία θα μπορούσαν να είναι κατάλληλα για σκοπούς μακροπρόθεσμων επενδύσεων. Τα έργα υποδομών χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και τα ανθεκτικά στην κλιματική αλλαγή έργα υποδομών είναι συχνά μη εισηγμένα στο χρηματιστήριο περιουσιακά στοιχεία και βασίζονται σε μακροπρόθεσμες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση των έργων. Λαμβάνοντας υπόψη τη μακροπρόθεσμη φύση των υποχρεώσεών τους, οι πάροχοι PEPP ενθαρρύνονται να κατανέμουν επαρκές τμήμα του χαρτοφυλακίου τους σε βιώσιμες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία με μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη, ιδίως σε έργα υποδομών και επιχειρήσεις.

(50)

Οι παράγοντες ΠΚΔ είναι σημαντικοί για την επενδυτική πολιτική και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου των παρόχων PEPP. Οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συνεκτιμούν αυτούς τους παράγοντες στις επενδυτικές αποφάσεις και να λαμβάνουν υπόψη με ποιον τρόπο αποτελούν μέρος του συστήματος διαχείρισης κινδύνου που διαθέτουν, ώστε να αποφεύγονται μη αξιοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού. Οι πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες ΠΚΔ θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στην ΕΑΑΕΣ, στις αρμόδιες αρχές και στους αποταμιευτές ΡΕΡΡ.

(51)

Ένας από τους στόχους της ρύθμισης των PEPP είναι η δημιουργία ενός ασφαλούς, οικονομικά προσιτού μακροπρόθεσμου συνταξιοδοτικού αποταμιευτικού προϊόντος. Επειδή οι επενδύσεις που αφορούν τα ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα είναι μακροπρόθεσμες, θα πρέπει να ληφθούν ιδιαίτερα υπόψη οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της κατανομής των στοιχείων του ενεργητικού. Ιδιαίτερα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι παράγοντες ΠΚΔ. Οι αποταμιεύσεις PEPP θα πρέπει να επενδύονται λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες ΠΚΔ όπως αυτοί που περιλαμβάνονται στους στόχους της Ένωσης για το κλίμα και τη βιωσιμότητα, όπως ορίζονται στη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή (Συμφωνία του Παρισιού), τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και τις κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

(52)

Με στόχο να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους με την υποχρέωση να αναπτύξουν μια επενδυτική πολιτική που συνάδει με τον κανόνα της συνετής διαχείρισης, δεν πρέπει να επιτρέπεται στους παρόχους PEPP να επενδύουν σε μη συνεργαζόμενες περιοχές δικαιοδοσίας όπως καθορίζονται στα εφαρμοστέα συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τον κατάλογο μη συνεργάσιμων περιοχών φορολογικής δικαιοδοσίας, ούτε σε τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου με στρατηγικές ανεπάρκειες όπως καθορίζονται από τον εφαρμοστέο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό της Επιτροπής που εκδίδεται βάσει του άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(53)

Εν όψει του μακροπρόθεσμου συνταξιοδοτικού στόχου του PEPP, οι επενδυτικές επιλογές που παρέχονται στους αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να παρουσιάζονται στο κατάλληλο πλαίσιο, καλύπτοντας τα στοιχεία που παρέχουν στους επενδυτές τη δυνατότητα να λάβουν μια επενδυτική απόφαση, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των επενδυτικών επιλογών από τις οποίες μπορούν να επιλέξουν. Μετά την αρχική επιλογή η οποία λαμβάνει χώρα κατά την εγγραφή σε ένα PEPP, ο αποταμιευτής PEPP θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να τροποποιεί αυτή την επιλογή ύστερα από ελάχιστο χρονικό διάστημα πέντε ετών από την εγγραφή ενός PEPP ή, σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης, από την πλέον πρόσφατη τροποποίηση της επενδυτικής επιλογής, έτσι ώστε να προσφέρεται επαρκής σταθερότητα στους παρόχους για τη μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική τους, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία των επενδυτών. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατόν για τους παρόχους PEPP να επιτρέπουν στους αποταμιευτές PEPP να τροποποιούν συχνότερα την προκριθείσα επενδυτική επιλογή.

(54)

Το βασικό PEPP θα πρέπει να είναι ασφαλές προϊόν και θα πρέπει να λειτουργεί ως βασική επενδυτική επιλογή. Θα μπορούσε να λάβει τη μορφή είτε μιας τεχνικής μετριασμού του κινδύνου, συμβατού με τον στόχο να δίδεται στον αποταμιευτή PEPP η δυνατότητα ανάκτησης του κεφαλαίου, είτε μιας εγγύησης για το επενδυθέν κεφάλαιο. Μια τεχνική μετριασμού του κινδύνου, σύμφωνη με τον στόχο να δίδεται στον αποταμιευτή PEPP η δυνατότητα ανάκτησης του κεφαλαίου, θα μπορούσε να είναι μια συντηρητική επενδυτική στρατηγική ή μια στρατηγική κύκλου ζωής που μειώνει προοδευτικά τη συνολική έκθεση σε κίνδυνο με την πάροδο του χρόνου. Οι εγγυήσεις που παρέχονται στο πλαίσιο της βασικής επενδυτικής επιλογής θα πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον τις εισφορές κατά τη διάρκεια της φάσης συσσώρευσης μετά την αφαίρεση όλων των προμηθειών και επιβαρύνσεων. Οι εγγυήσεις θα μπορούσαν επίσης να καλύπτουν τις προμήθειες και τις επιβαρύνσεις και θα μπορούσαν να προβλέπουν πλήρη ή μερική κάλυψη του πληθωρισμού. Η εγγύηση για το επενδυθέν κεφάλαιο θα πρέπει να οφείλεται κατά την έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης και κατά τη διάρκεια της φάσης αποσυσσώρευσης, κατά περίπτωση.

(55)

Για να εξασφαλιστούν η οικονομική αποδοτικότητα και η επαρκής απόδοση για τους αποταμιευτές PEPP, οι δαπάνες και οι προμήθειες για το βασικό PEPP θα πρέπει να περιορίζονται σε ένα καθορισμένο ποσοστό του συσσωρευμένου κεφαλαίου. Ενώ το όριο αυτό θα πρέπει να καθοριστεί στο 1 % του συσσωρευμένου κεφαλαίου, θα ήταν σκόπιμο να προσδιοριστούν περαιτέρω τα είδη των δαπανών και των προμηθειών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων παρόχων PEPP και των διαφόρων τύπων PEPP με τις δομές των συγκεκριμένων δαπανών και προμηθειών τους. Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εγκρίνει αυτά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θα πρέπει να εκπονεί η ΕΑΑΕΣ. Κατά την κατάρτιση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει ιδίως να εξετάζει τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα του PEPP, τους διάφορους τύπους PEPP και τους συναφείς με το κόστος παράγοντες που συνδέονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δίκαιη και ίση μεταχείριση των διαφόρων παρόχων PEPP και των προϊόντων τους, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τον χαρακτήρα του βασικού PEPP ως απλού, οικονομικά αποδοτικού και διαφανούς προϊόντος που παρέχει επαρκή μακροπρόθεσμη πραγματική επενδυτική απόδοση. Επιπλέον, με στόχο τη διατήρηση του μακροπρόθεσμου συνταξιοδοτικού χαρακτήρα του προϊόντος, θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά η μορφή των πληρωμών, ιδίως όσον αφορά τις ισόβιες προσόδους. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πάροχοι PEPP που προσφέρουν κεφαλαιακή εγγύηση απολαύουν ίσων όρων ανταγωνισμού με άλλους παρόχους, η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη δομή των δαπανών και των προμηθειών. Επιπλέον, οι ποσοστιαίες τιμές για τις δαπάνες και τις προμήθειες θα πρέπει να αναθεωρούνται τακτικά, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι εξακολουθούν να είναι οι κατάλληλες, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν αλλαγές στο επίπεδο του κόστους. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεχής οικονομική αποδοτικότητα και να προστατευθούν οι πελάτες PEPP από υπερβολικά επαχθείς δομές κόστους, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ για την τροποποίηση της ποσοστιαίας αξίας, λαμβάνοντας υπόψη τις αναθεωρήσεις της, ιδίως το πραγματικό επίπεδο και τις αλλαγές στο πραγματικό επίπεδο δαπανών και προμηθειών και τον αντίκτυπο του ανώτατου ορίου δαπανών στη διαθεσιμότητα των PEPP, και την κατάλληλη πρόσβαση στην αγορά των διαφόρων παρόχων PEPP που παρέχουν διάφορους τύπους PEPP.

(56)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ασκούν τις εξουσίες τους έχοντας ως πρωταρχικούς στόχους την προστασία των δικαιωμάτων των αποταμιευτών PEPP και των δικαιούχων PEPP και τη σταθερότητα και την αξιοπιστία των παρόχων PEPP.

(57)

Στις περιπτώσεις που ο πάροχος PEPP είναι ΙΕΣΠ ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ της ΕΕ), θα πρέπει να ορίζει θεματοφύλακα σε σχέση με τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες παροχής PEPP. Απαιτούνται πρόσθετες διασφαλίσεις σε σχέση με την οντότητα που ενεργεί ως θεματοφύλακας και τις λειτουργίες της, δεδομένου ότι επί του παρόντος οι κανόνες που ορίζονται σε σχέση με τον θεματοφύλακα στην οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) στοχεύουν κεφάλαια που διατίθενται μόνο σε επαγγελματίες επενδυτές, με εξαίρεση τα ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/760 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), τα οποία προωθούνται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές, και η τομεακή νομοθεσία για τα ΙΕΣΠ δεν απαιτεί τον ορισμό θεματοφύλακα σε όλες τις περιπτώσεις. Προκειμένου να διασφαλιστεί το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας των επενδυτών σε σχέση με τη φύλαξη στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχεί στις δραστηριότητες παροχής PEPP, ο παρών κανονισμός απαιτεί από τα ΙΕΣΠ και τους ΔΟΕΕ της ΕΕ που παρέχουν PEPP να ακολουθούν τους κανόνες της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) όσον αφορά τον διορισμό του θεματοφύλακα, την εκτέλεση των καθηκόντων του και τα καθήκοντα εποπτείας του.

(58)

Η διαφάνεια και ο δίκαιος χαρακτήρας των δαπανών και των προμηθειών είναι ουσιαστικής σημασίας προκειμένου να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των αποταμιευτών PEPP και να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να προβαίνουν σε τεκμηριωμένες επιλογές. Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει να απαγορεύεται η χρήση μεθόδων κοστολόγησης που δεν χαρακτηρίζονται από διαφάνεια.

(59)

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων για την άσκηση εξουσιών παρέμβασης της ΕΑΑΕΣ και των αρμόδιων αρχών και τα κριτήρια και τους παράγοντες που πρέπει να εφαρμόζονται από την ΕΑΑΕΣ για τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες υπάρχει σημαντική ανησυχία για την προστασία των αποταμιευτών PEPP. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (13). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(60)

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των πελατών των PEPP να προσφεύγουν σε ένδικα μέσα, θα πρέπει να καθιερωθούν εύκολα προσβάσιμες, επαρκείς, ανεξάρτητες, αμερόληπτες, διαφανείς και αποτελεσματικές διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ) μεταξύ των παρόχων PEPP ή των διανομέων PEPP και των πελατών PEPP για την επίλυση διαφορών που προκύπτουν από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις βάσει του παρόντος κανονισμού.

(61)

Με στόχο την καθιέρωση μιας αποδοτικής και αποτελεσματικής διαδικασίας επίλυσης διαφορών, οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP θα πρέπει να θεσπίσουν αποτελεσματική διαδικασία υποβολής καταγγελιών την οποία θα μπορούν να ακολουθούν οι πελάτες τους πριν από την παραπομπή της διαφοράς σε διαδικασία ΕΕΔ ή την προσφυγή σε ένδικα μέσα. Η διαδικασία υποβολής καταγγελιών θα πρέπει να περιέχει σύντομες και σαφώς καθορισμένες προθεσμίες εντός των οποίων ο πάροχος PEPP ή ο διανομέας PEPP θα πρέπει να απαντήσει στην καταγγελία. Οι φορείς ΕΕΔ θα πρέπει να διαθέτουν τις κατάλληλες ικανότητες ώστε να συνεργάζονται με επαρκή και αποτελεσματικό τρόπο σε διασυνοριακό επίπεδο σε σχέση με διαφορές που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις βάσει του παρόντος κανονισμού.

(62)

Με στόχο την εξασφάλιση καλύτερων όρων για τις επενδύσεις τους, τονώνοντας ταυτόχρονα τον ανταγωνισμό μεταξύ των παρόχων PEPP, οι αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να έχουν δικαίωμα να αλλάζουν, επιλέγοντας διαφορετικό πάροχο PEPP που βρίσκεται στο ίδιο ή σε άλλο κράτος μέλος κατά τη φάση αποσυσσώρευσης, μέσω μιας σαφούς, ταχείας και ασφαλούς διαδικασίας. Ωστόσο, οι πάροχοι PEPP δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού για τα PEPP, όταν οι αποταμιευτές λαμβάνουν πληρωμές με τη μορφή ετήσιων προσόδων. Κατά τη διάρκεια της αλλαγής, οι μεταφέροντες πάροχοι PEPP θα πρέπει να μεταφέρουν τα αντίστοιχα ποσά ή, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ενεργητικού σε είδος από τον λογαριασμό PEPP και να τον κλείνουν. Οι αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να συνάπτουν συμβάσεις με τους παραλήπτες παρόχους PEPP για το άνοιγμα νέου λογαριασμού PEPP. Ο νέος λογαριασμός PEPP θα πρέπει να έχει την ίδια διάρθρωση υπολογαριασμού όπως ο πρώην λογαριασμός PEPP.

(63)

Κατά την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού, οι αποταμιευτές PEPP μπορούν να επιλέξουν να μεταφέρουν στοιχεία ενεργητικού σε είδος μόνο όταν η αλλαγή παρόχου είναι μεταξύ παρόχων PEPP, όπως οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλοι επιλέξιμοι πάροχοι που κατέχουν πρόσθετη άδεια, και συμμετέχουν στη διαχείριση χαρτοφυλακίου για αποταμιευτές PEPP. Σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται γραπτή συγκατάθεση του παραλήπτη παρόχου. Στην περίπτωση συλλογικής διαχείρισης επενδύσεων, η μεταφορά στοιχείων ενεργητικού σε είδος δεν είναι δυνατή, καθώς δεν υπάρχει διαχωρισμός στοιχείων ενεργητικού για κάθε αποταμιευτή PEPP.

(64)

Η διαδικασία αλλαγής θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη για τον αποταμιευτή PEPP. Σε αυτό το πλαίσιο, ο παραλήπτης πάροχος PEPP θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την έναρξη και διαχείριση της διαδικασίας για λογαριασμό του αποταμιευτή PEPP και κατόπιν αιτήματος του τελευταίου. Οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να μπορούν χρησιμοποιούν πρόσθετα μέσα, π.χ. μια τεχνική λύση, σε προαιρετική βάση κατά την εγκατάσταση της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασμού. Λαμβανομένης υπόψη της πανευρωπαϊκής φύσης του προϊόντος, οι αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα αλλαγής χωρίς καθυστέρηση και δωρεάν, όταν κανένας υπολογαριασμός δεν είναι διαθέσιμος στο κράτος μέλος στο οποίο μεταβαίνει ο αποταμιευτής PEPP.

(65)

Προτού δώσει τη συγκατάθεσή του για αλλαγή λογαριασμού, ο αποταμιευτής PEPP θα πρέπει να ενημερωθεί για όλα τα στάδια της διαδικασίας και τα έξοδα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της αλλαγής λογαριασμού, ούτως ώστε να έχει τη δυνατότητα να προβεί σε τεκμηριωμένη απόφαση όσον αφορά την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού.

(66)

Η συνεργασία του μεταφέροντος παρόχου PEPP είναι αναγκαία για την επιτυχία της αλλαγής λογαριασμού. Έτσι, ο παραλήπτης πάροχος PEPP θα πρέπει να παραλαμβάνει από τον μεταφέροντα πάροχο PEPP όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αποκατάσταση των πληρωμών στον άλλο λογαριασμό PEPP. Τα στοιχεία αυτά δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν, ωστόσο, τα απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της αλλαγής.

(67)

Οι αποταμιευτές PEPP δεν θα πρέπει να υφίστανται οικονομικές ζημίες, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων και των τόκων, οι οποίες οφείλονται σε σφάλμα οποιουδήποτε από τους παρόχους PEPP οι οποίοι συμμετέχουν στη διαδικασία αλλαγής λογαριασμού. Ειδικότερα, οι αποταμιευτές PEPP δεν θα πρέπει να υφίστανται καμία οικονομική ζημία λόγω καταβολής πρόσθετων προμηθειών, τόκων ή άλλων χρεώσεων, καθώς και προστίμων, κυρώσεων ή άλλης οικονομικής επιβάρυνσης που οφείλεται σε καθυστερημένη εκτέλεση της αλλαγής λογαριασμού. Δεδομένου ότι η προστασία του κεφαλαίου θα πρέπει να διασφαλίζεται κατά την έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης και κατά τη διάρκεια της φάσης αποσυσσώρευσης, κατά περίπτωση, ο μεταφέρων πάροχος PEPP δεν θα πρέπει να υποχρεούται να διασφαλίζει την κεφαλαιακή προστασία ή εγγύηση κατά τη στιγμή της αλλαγής. Ο πάροχος PEPP μπορεί επίσης να αποφασίσει να διασφαλίσει την κεφαλαιακή προστασία ή να παράσχει την εγγύηση κατά τη στιγμή της αλλαγής.

(68)

Οι αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση πριν από την αλλαγή. Ο παραλήπτης πάροχος PEPP θα πρέπει να συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις διανομής και πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής του PEPP KID, της παροχής συμβουλών και της κατάλληλης πληροφόρησης σχετικά με τις δαπάνες που σχετίζονται με την αλλαγή παρόχου και τις πιθανές αρνητικές συνέπειες για την κεφαλαιακή προστασία όταν η αλλαγή γίνεται σε PEPP με εγγύηση. Το κόστος της αλλαγής που εφαρμόζεται από τον μεταφέροντα πάροχο PEPP θα πρέπει να περιορίζεται σε ποσό το οποίο δεν συνιστά εμπόδιο για την κινητικότητα και, σε κάθε περίπτωση, να περιορίζεται στο 0,5 % των αντίστοιχων ποσών ή της νομισματικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού σε είδος προς μεταφορά.

(69)

Οι αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να επιλέγουν με την εγγραφή τους σε ένα PEPP και κατά το άνοιγμα ενός νέου υπολογαριασμού τη μορφή πληρωμής που επιθυμούν (ετήσια πρόσοδος, εφάπαξ ποσό ή άλλο) κατά τη φάση της αποσυσσώρευσης, διαθέτοντας, ωστόσο, δυνατότητα επανεξέτασης της επιλογής τους ένα έτος πριν από την έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης, κατά την έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης και κατά τη στιγμή της αλλαγής λογαριασμού, ώστε να μπορούν να προσαρμόσουν καλύτερα την επιλεγόμενη μορφή πληρωμής στις ανάγκες τους όσο πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση. Εάν ο πάροχος PEPP διαθέτει περισσότερες από μία μορφές πληρωμών, ο αποταμιευτής PEPP θα πρέπει να μπορεί να επιλέξει διαφορετική μορφή πληρωμής για κάθε υπολογαριασμό που έχει ανοιχθεί στον λογαριασμό PEPP που διαθέτει.

(70)

Οι πάροχοι PEPP θα πρέπει να μπορούν να διαθέτουν στους αποταμιευτές PEPP ένα ευρύ φάσμα μορφών πληρωμής. Αυτή η προσέγγιση θα συμβάλει στην επίτευξη του στόχου για αυξημένη χρήση του PEPP παρέχοντας μεγαλύτερη ευελιξία και δυνατότητα επιλογής για τους αποταμιευτές PEPP. Θα επιτρέψει στους παρόχους να σχεδιάζουν τα PEPP τους με τον πιο αποδοτικό οικονομικά τρόπο. Συνάδει με άλλες πολιτικές της Ένωσης και πολιτικά εφικτή, καθώς αφήνει στα κράτη μέλη αρκετή ευελιξία προκειμένου να αποφασίσουν ποιες μορφές πληρωμής επιθυμούν να ενθαρρύνουν. Σύμφωνα με τον μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του προϊόντος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν μέτρα για να ευνοούν συγκεκριμένες μορφές πληρωμών, όπως τα ποσοτικά όρια για τις κατ’ αποκοπή πληρωμές, για την περαιτέρω ενθάρρυνση των ισόβιων ετήσιων προσόδων και των αναλήψεων.

(71)

Λαμβάνοντας υπόψη τον πανευρωπαϊκό χαρακτήρα του PEPP, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ένα συνεπές υψηλό επίπεδο προστασίας των αποταμιευτών PEPP σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Αυτό απαιτεί κατάλληλα εργαλεία για την αποτελεσματική καταπολέμηση των παραβάσεων και την πρόληψη της ζημίας για τους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, οι εξουσίες της ΕΑΑΕΣ και των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να συμπληρώνονται από έναν σαφή μηχανισμό για την απαγόρευση ή τον περιορισμό της διάθεσης στην αγορά, της διανομής ή της πώλησης οποιουδήποτε PEPP που προκαλεί σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την προστασία του αποταμιευτή PEPP, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του προϊόντος, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μαζί με τις κατάλληλες εξουσίες συντονισμού και έκτακτης ανάγκης για την ΕΑΑΕΣ.

Οι εξουσίες της ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να βασίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω μηχανισμοί παρέμβασης μπορούν να εφαρμόζονται στην περίπτωση σημαντικών προβλημάτων που αφορούν την προστασία των αποταμιευτών PEPP, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον συγκεκριμένο μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του PEPP. Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλουν απαγόρευση ή περιορισμό σε προληπτική βάση, προτού ένα PEPP διατεθεί στην αγορά, διανεμηθεί ή πωληθεί σε πελάτες PEPP. Οι εν λόγω εξουσίες δεν απαλλάσσουν τον πάροχο PEPP από την ευθύνη του να συμμορφώνεται με όλες τις σχετικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(72)

Η απόλυτη διαφάνεια σχετικά με τις δαπάνες και τις προμήθειες που σχετίζονται με την επένδυση σε ένα PEPP θα πρέπει να είναι εγγυημένη. Θα συμβάλει στην επικράτηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία των καταναλωτών. Θα διατίθενται συγκριτικές πληροφορίες για τα διάφορα προϊόντα, γεγονός που θα αποτελέσει κίνητρο για ανταγωνιστικές τιμές.

(73)

Παρά το γεγονός ότι η συνεχής εποπτεία των παρόχων PEPP πρέπει να ασκείται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να συντονίζει την εποπτεία των PEPP, προκειμένου να διασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή ενιαίας εποπτικής μεθοδολογίας, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στον πανευρωπαϊκό και μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του PEPP.

(74)

Προκειμένου να ενισχυθούν τα δικαιώματα των καταναλωτών και να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε μια διαδικασία υποβολής καταγγελιών, οι αποταμιευτές PEPP θα πρέπει να είναι σε θέση, είτε ατομικά είτε συλλογικά, να υποβάλλουν καταγγελίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους διαμονής τους, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο έγινε η παραβίαση.

(75)

Η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές και να διευκολύνει τη μεταξύ τους συνεργασία και συνέπεια. Ως προς αυτό, η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να διαδραματίζει ρόλο όσον αφορά την εξουσία των αρμόδιων αρχών για εφαρμογή εποπτικών μέτρων καταθέτοντας στοιχεία για παραβάσεις που σχετίζονται με τα PEPP. Η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει επίσης να θεσπίσει διαδικασία δεσμευτικής διαμεσολάβησης σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις.

(76)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των παρόχων PEPP και των διανομέων PEPP με τον παρόντα κανονισμό και να διασφαλίζεται ότι υπόκεινται σε παρόμοια μεταχείριση σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να είναι διασφαλισμένη η επιβολή διοικητικών προστίμων και άλλων μέτρων που να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

(77)

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 με τίτλο «Ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον χρηματοοικονομικό τομέα», και προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι παραβάσεις του παρόντος κανονισμού υπόκεινται σε κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα.

(78)

Μολονότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση των ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να μειώνει ή να επηρεάζει με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών προς συνεργασία, πρόσβαση και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ακόμη και έπειτα από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη.

(79)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν χρηματικά πρόστιμα που να είναι αρκετά υψηλά ώστε να αντισταθμίζουν τα πραγματικά ή δυνητικά κέρδη και να λειτουργούν αποτρεπτικά ακόμη και για τις μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα διοικητικά στελέχη τους.

(80)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των κυρώσεων σε ολόκληρη την Ένωση, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων μέτρων και του ύψους των χρηματικών προστίμων.

(81)

Για να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις των αρμόδιων αρχών σχετικά με παραβάσεις και κυρώσεις έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο ευρύ κοινό και για να ενισχυθεί η προστασία των καταναλωτών με την ενημέρωσή τους σχετικά με τα PEPP που διανέμονται κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού, οι εν λόγω αποφάσεις θα πρέπει να δημοσιεύονται, εκτός εάν η δημοσίευση αυτή θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή την έκβαση έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη.

(82)

Για τον εντοπισμό ενδεχόμενων παραβάσεων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες διερεύνησης και θα πρέπει να καθιερώσουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να καθίσταται δυνατή η καταγγελία πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων.

(83)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με αξιόποινες πράξεις.

(84)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργείται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, όπως η ανταλλαγή ή η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές ή η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από παρόχους PEPP ή διανομείς PEPP, θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) και την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών από τις ΕΕΑ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16).

(85)

Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα των προσωπικών οικονομικών δεδομένων, έχει εξέχουσα σημασία η ισχυρή προστασία των δεδομένων. Ως εκ τούτου, συνιστάται στις αρχές προστασίας δεδομένων να συμμετέχουν ενεργά στην εφαρμογή και εποπτεία του παρόντος κανονισμού.

(86)

Η διαδικασία καταχώρισης και κοινοποίησης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν θα πρέπει να αντικαταστήσει τυχόν πρόσθετη εθνική διαδικασία που δίνει τη δυνατότητα να απολαύει κανείς των πλεονεκτημάτων και των κινήτρων που καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο.

(87)

Πρέπει να διενεργηθεί αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού αξιολογώντας, μεταξύ άλλων, τις εξελίξεις της αγοράς, όπως η εμφάνιση νέων τύπων PEPP, αλλά και τις εξελίξεις σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης και την εμπειρία των κρατών μελών. Η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους διαφορετικούς στόχους και σκοπούς που έχει η δημιουργία μιας εύρυθμης αγοράς PEPP, και θα πρέπει ειδικότερα να αξιολογεί κατά πόσον ο παρών κανονισμός έχει ως αποτέλεσμα περισσότεροι ευρωπαίοι πολίτες να αποταμιεύουν ώστε να έχουν βιώσιμες και επαρκείς συντάξεις. Η σημασία ελάχιστων ευρωπαϊκών προτύπων για την εποπτεία των παρόχων PEPP απαιτεί επίσης την αξιολόγηση των παρόχων PEPP όσον αφορά τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό και το εφαρμοστέο τομεακό δίκαιο.

(88)

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του παρόντος κανονισμού, είναι απαραίτητο να παρακολουθούνται εκ του σύνεγγυς οι εξελίξεις κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης εφαρμογής. Κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να συνεκτιμά τις εμπειρίες της ΕΑΑΕΣ, των ενδιαφερόμενων φορέων και των εμπειρογνωμόνων, και να υποβάλλει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(89)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να διασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και να τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεκριμένα το δικαίωμα των ηλικιωμένων να ζουν με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία και το δικαίωμα να συμμετέχουν στον κοινωνικό και τον πολιτιστικό βίο, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, την επιχειρηματική ελευθερία, την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών και την αρχή της διασφάλισης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή.

(90)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η αναβάθμιση της προστασίας των αποταμιευτών PEPP και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών PEPP προς τα PEPP, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που τα εν λόγω προϊόντα διανέμονται διασυνοριακά, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες σχετικά με την καταχώριση, την παραγωγή, τη διανομή και την εποπτεία των ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων που διανέμονται στην Ένωση με τον χαρακτηρισμό «πανευρωπαϊκό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν» ή «PEPP».

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν»: προϊόν το οποίο:

α)

βασίζεται σε σύμβαση μεταξύ μεμονωμένου αποταμιευτή και φορέα σε εθελοντική βάση και είναι συμπληρωματικό της εκ του νόμου προβλεπόμενης ή/και της επαγγελματικής σύνταξης,

β)

προβλέπει μακροπρόθεσμη συσσώρευση κεφαλαίου με ρητό στόχο την παροχή εισοδήματος κατά τη συνταξιοδότηση και με περιορισμένες δυνατότητες για πρόωρη αποχώρηση πριν από τη συνταξιοδότηση,

γ)

δεν είναι ούτε εκ του νόμου προβλεπόμενο ούτε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό προϊόν,

2)   «πανευρωπαϊκό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν» ή «PEPP»: μακροπρόθεσμο αποταμιευτικό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν, το οποίο παρέχεται στο πλαίσιο σύμβασης PEPP από χρηματοπιστωτική επιχείρηση η οποία είναι επιλέξιμη σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, και στο οποίο εντάσσεται αποταμιευτής PEPP ή ανεξάρτητη ένωση αποταμιευτών PEPP για λογαριασμό των μελών της, ενόψει συνταξιοδότησης, χωρίς ή με αυστηρά περιορισμένες δυνατότητες πρόωρης εξαγοράς, το οποίο είναι καταχωρισμένο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

3)   «αποταμιευτής PEPP»: φυσικό πρόσωπο που έχει συνάψει σύμβαση PEPP με πάροχο PEPP,

4)   «σύμβαση PEPP»: σύμβαση μεταξύ αποταμιευτή PEPP και παρόχου PEPP που πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 4,

5)   «λογαριασμός PEPP»: ατομικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός στο όνομα αποταμιευτή PEPP ή δικαιούχου PEPP ο οποίος χρησιμοποιείται για την καταγραφή των περιοδικών εισφορών ενός αποταμιευτή PEPP ενόψει συνταξιοδότησης και της είσπραξης από τον δικαιούχο PEPP των παροχών του στο πλαίσιο του PEPP,

6)   «δικαιούχος PEPP»: φυσικό πρόσωπο το οποίο εισπράττει παροχές PEPP,

7)   «πελάτης PEPP»: αποταμιευτής PEPP, υποψήφιος αποταμιευτής PEPP ή δικαιούχος PEPP,

8)   «διανομή PEPP»: παροχή συμβουλών, προτάσεις ή διενέργεια άλλων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη συμβάσεων για την παροχή PEPP, σύναψη των συμβάσεων αυτών, ή συνδρομή κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, όπως η παροχή πληροφοριών σχετικά με μία ή περισσότερες συμβάσεις PEPP βάσει κριτηρίων που επιλέγονται από τους πελάτες PEPP μέσω δικτυακού τόπου ή άλλου μέσου και η κατάρτιση καταλόγου κατάταξης PEPP, συμπεριλαμβανομένης της σύγκρισης των τιμών και των προϊόντων, ή η παροχή έκπτωσης επί της τιμής ενός PEPP, όταν ο πελάτης PEPP είναι σε θέση να συνάψει άμεσα ή έμμεσα σύμβαση PEPP χρησιμοποιώντας δικτυακό τόπο ή άλλα μέσα,

9)   «συνταξιοδοτικές παροχές PEPP»: οι παροχές που καταβάλλονται με γνώμονα τη συνταξιοδότηση ή την προσδοκία συνταξιοδότησης σε μία από τις μορφές που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1,

10)   «παροχές PEPP»: συνταξιοδοτικές παροχές PEPP και άλλες πρόσθετες παροχές, τις οποίες δικαιούται ο δικαιούχος PEPP σύμφωνα με τη σύμβαση PEPP, ιδίως για τις αυστηρά περιορισμένες περιπτώσεις πρόωρης εξαγοράς ή εάν η σύμβαση PEPP παρέχει κάλυψη των βιομετρικών κινδύνων,

11)   «φάση συσσώρευσης»: η περίοδος κατά την οποία τα στοιχεία ενεργητικού συσσωρεύονται σε λογαριασμό PEPP και η οποία συνήθως διαρκεί μέχρι να ξεκινήσει η φάση αποσυσσώρευσης,

12)   «φάση αποσυσσώρευσης»: η περίοδος κατά την οποία τα στοιχεία ενεργητικού που έχουν συσσωρευθεί σε λογαριασμό PEPP μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση απαιτήσεων παροχής σύνταξης ή άλλου εισοδήματος,

13)   «ετήσια πρόσοδος»: ποσό πληρωτέο ανά συγκεκριμένα διαστήματα στη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, όπως η ζωή του δικαιούχου PEPP ή ένας ορισμένος αριθμός ετών, ως αντάλλαγμα για επένδυση,

14)   «περιοδική ανάληψη»: ποσά που έγκεινται στη διακριτική ευχέρεια των δικαιούχων PEPP οι οποίοι μπορούν να προβούν στην ανάληψή τους, έως ένα ορισμένο όριο, σε περιοδική βάση,

15)   «πάροχος PEPP»: χρηματοπιστωτική επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια παραγωγής PEPP και διανομής του εν λόγω PEPP,

16)   «διανομέας PEPP»: χρηματοπιστωτική επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια διανομής PEPP τα οποία δεν παράγει η ίδια, επενδυτική εταιρεία που παρέχει επενδυτικές συμβουλές, ή ασφαλιστικός διαμεσολαβητής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17),

17)   «σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο:

α)

παρέχει στον πελάτη PEPP τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά και για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα και

β)

επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών,

18)   «αρμόδιες αρχές»: εθνικές αρχές που ορίζει κάθε κράτος μέλος για την εποπτεία των παρόχων PEPP ή των διανομέων PEPP, κατά περίπτωση, ή για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό,

19)   «κράτος μέλος καταγωγής του παρόχου PEPP»: το κράτος μέλος καταγωγής, όπως ορίζεται στη σχετική νομοθετική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1,

20)   «κράτος μέλος καταγωγής του διανομέα PEPP»:

α)

εάν ο διανομέας είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει,

β)

εάν ο διανομέας είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, αν ο διανομέας δεν έχει καταστατική έδρα σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση,

21)   «κράτος μέλος υποδοχής του παρόχου PEPP»: κράτος μέλος, άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του παρόχου PEPP, στο οποίο ο πάροχος PEPP παρέχει PEPP υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελευθερίας εγκατάστασης ή για το οποίο ο πάροχος PEPP έχει ανοίξει υπολογαριασμό,

22)   «κράτος μέλος υποδοχής του διανομέα PEPP»: κράτος μέλος, άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ο διανομέας PEPP διανέμει PEPP υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελευθερίας εγκατάστασης,

23)   «υπολογαριασμός»: ξεχωριστό εθνικό μέρος το οποίο δημιουργείται στο πλαίσιο κάθε μεμονωμένου λογαριασμού PEPP και το οποίο ανταποκρίνεται στις νομικές απαιτήσεις και προϋποθέσεις για τη χρήση πιθανών κινήτρων που θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο για την επένδυση σε PEPP από το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο αποταμιευτής PEPΡ· ως εκ τούτου, ένα πρόσωπο μπορεί να είναι αποταμιευτής PEPP ή δικαιούχος PEPP στον κάθε υπολογαριασμό, ανάλογα με τις αντίστοιχες νομικές απαιτήσεις για τη φάση συσσώρευσης και τη φάση αποσυσσώρευσης,

24)   «κεφάλαιο»: το σύνολο των εισφορών κεφαλαίου, υπολογιζόμενο με βάση το διαθέσιμο για επένδυση ποσό μετά την αφαίρεση όλων των σχετικών αμοιβών, χρεώσεων και δαπανών που βαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τους αποταμιευτές PEPP,

25)   «χρηματοοικονομικά μέσα»: τα μέσα που ορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18),

26)   «θεματοφύλακας»: οργανισμός στον οποίο έχουν ανατεθεί η φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού και η εποπτεία της συμμόρφωσης σύμφωνα με τον κανονισμό του κεφαλαίου και το ισχύον δίκαιο,

27)   «βασικό PEPP»: επενδυτική επιλογή όπως ορίζεται στο άρθρο 45,

28)   «τεχνικές μετριασμού κινδύνου»: τεχνικές για τη συστηματική μείωση του βαθμού έκθεσης σε κίνδυνο και/ή της πιθανότητας έκθεσης σε κίνδυνο,

29)   «βιομετρικοί κίνδυνοι»: οι κίνδυνοι που συνδέονται με θάνατο, ανικανότητα και/ή μακροζωία,

30)   «αλλαγή παρόχου»: η μεταφορά, μετά από αίτημα ενός αποταμιευτή PEPP, από έναν πάροχο PEPP σε άλλο πάροχο PEPP, των αντίστοιχων ποσών ή, κατά περίπτωση, των στοιχείων ενεργητικού σε είδος σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 4, από έναν λογαριασμό PEPP σε άλλο, κλείνοντας τον πρώτο λογαριασμό PEPP, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 53 παράγραφος 4 στοιχείο ε),

31)   «παροχή συμβουλών»: η προσωπική σύσταση σε πελάτη PEPP που παρέχεται από τον πάροχο PEPP ή τον διανομέα PEPP, σε σχέση με μία ή περισσότερες συμβάσεις PEPP,

32)   «σύμπραξη»: η συνεργασία μεταξύ παρόχων PEPP, προκειμένου να προσφερθούν υπολογαριασμοί σε διαφορετικά κράτη μέλη, στο πλαίσιο της υπηρεσίας δυνατότητας μεταφοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2,

33)   «περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και σχετικοί με τη διακυβέρνηση παράγοντες» ή «παράγοντες ΠΚΔ»: περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα και ζητήματα διακυβέρνησης όπως εκείνα που αναφέρουν η συμφωνία του Παρισιού, οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, οι κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι υποστηριζόμενες από τα Ηνωμένα Έθνη αρχές για υπεύθυνες επενδύσεις.

Άρθρο 3

Εφαρμοστέοι κανόνες

Η καταχώριση, η παραγωγή, η διανομή και η εποπτεία των PEPP διέπονται από:

α)

τον παρόντα κανονισμό, και

β)

όσον αφορά τα θέματα που δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα κανονισμό:

i)

το σχετικό τομεακό ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων·

ii)

τους νόμους που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προς εφαρμογή του σχετικού τομεακού ενωσιακού δικαίου και προς εφαρμογή των μέτρων που αφορούν ειδικά τα PEPP·

iii)

άλλους εθνικούς νόμους που εφαρμόζονται στα PEPP.

Άρθρο 4

Σύμβαση PEPP

1.   Η σύμβαση PEPP καθορίζει τις ειδικές διατάξεις για το PEPP σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 3.

2.   Η σύμβαση PEPP περιλαμβάνει ειδικότερα:

α)

περιγραφή του βασικού PEPP, όπως αναφέρεται στο άρθρο 45, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με την εγγύηση του επενδεδυμένου κεφαλαίου ή με την επενδυτική στρατηγική που αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας του κεφαλαίου,

β)

περιγραφή των εναλλακτικών επενδυτικών επιλογών που αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφος 2, κατά περίπτωση,

γ)

τους όρους που σχετίζονται με την τροποποίηση της επενδυτικής επιλογής που αναφέρεται στο άρθρο 44,

δ)

όταν το ΡΕΡΡ προσφέρει βιομετρική κάλυψη κινδύνου, λεπτομέρειες σχετικά με την κάλυψη αυτή, συμπεριλαμβανομένων των περιστάσεων που την καθιστούν απαιτητή,

ε)

περιγραφή των συνταξιοδοτικών παροχών PEPP, ιδίως των πιθανών μορφών πληρωμών και του δικαιώματος αλλαγής της μορφής πληρωμής που αναφέρεται στο άρθρο 59,

στ)

τους όρους που σχετίζονται με την υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς που αναφέρεται στα άρθρα 17 έως 20, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα κράτη μέλη για τα οποία διατίθεται υπολογαριασμός,

ζ)

τους όρους που σχετίζονται με την υπηρεσία αλλαγής που αναφέρεται στα άρθρα 52 έως 55,

η)

τις κατηγορίες δαπανών και το συγκεντρωμένο συνολικό κόστος εκφραζόμενο σε ποσοστά και σε χρηματικούς όρους, κατά περίπτωση,

θ)

τους όρους που σχετίζονται με τη φάση συσσώρευσης για τον υπολογαριασμό που αντιστοιχεί στο κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP που αναφέρεται στο άρθρο 47,

ι)

τους όρους που σχετίζονται με τη φάση αποσυσσώρευσης για τον υπολογαριασμό που αντιστοιχεί στο κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP που αναφέρεται στο άρθρο 57,

ια)

κατά περίπτωση, τους όρους υπό τους οποίους τα παρεχόμενα πλεονεκτήματα ή κίνητρα πρέπει να επιστρέφονται στο κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ

Άρθρο 5

Καταχώριση

1.   Ένα PEPP μπορεί να παρέχεται και να διανέμεται στην Ένωση μόνον εφόσον έχει καταχωριστεί στο κεντρικό δημόσιο μητρώο που διατηρείται από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 13.

2.   Η καταχώριση ενός PEPP ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη. Παρέχει στον πάροχο PEPP το δικαίωμα να παρέχει PEPP και στον διανομέα PEPP να διανέμει PEPP που είναι καταχωρισμένο στο κεντρικό δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 13.

Η εποπτεία της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό σε συνεχή βάση διενεργείται σύμφωνα με το κεφάλαιο IX.

Άρθρο 6

Αίτηση για καταχώριση PEPP

1.   Μόνον οι ακόλουθες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή καταχωριστεί σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για καταχώριση PEPP:

α)

πιστωτικά ιδρύματα που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19),

β)

ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), οι οποίες ασκούν δραστηριότητες πρωτασφάλισης ζωής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και με το παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας,

γ)

ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή καταχωριστεί σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 και τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, λαμβάνουν άδεια και εποπτεύονται ώστε να παρέχουν επίσης ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα. Στην περίπτωση αυτή, όλα τα στοιχεία ενεργητικού και οι υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε δραστηριότητες παροχής PEPP διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες δραστηριότητες, χωρίς καμία δυνατότητα μεταφοράς τους στην άλλη δραστηριότητα συνταξιοδοτικών παροχών του ιδρύματος,

δ)

επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, οι οποίες παρέχουν διαχείριση χαρτοφυλακίων,

ε)

επενδυτικές εταιρείες ή εταιρείες διαχείρισης που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ,

στ)

οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων της ΕΕ (ΟΕΕ της ΕΕ) που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ.

2.   Οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τους τους την αίτηση για καταχώριση PEPP. Η αίτηση περιλαμβάνει τα εξής:

α)

τους τυποποιημένους συμβατικούς όρους της σύμβασης PEPP που θα προτείνονται στους αποταμιευτές PEPP, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4,

β)

πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του αιτούντος,

γ)

πληροφορίες σχετικά με τις διευθετήσεις για τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων και των κινδύνων όσον αφορά το PEPP, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 2, στο άρθρο 42 παράγραφος 5 και στο άρθρο 49 παράγραφος 3,

δ)

κατάλογο των κρατών μελών στα οποία ο αιτών πάροχος PEPP προτίθεται να διαθέσει το PEPP, κατά περίπτωση,

ε)

πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του θεματοφύλακα, κατά περίπτωση,

στ)

τις βασικές πληροφορίες PEPP που αναφέρονται στο άρθρο 26,

ζ)

κατάλογο των κρατών μελών για τα οποία ο αιτών πάροχος PEPP θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει το άμεσο άνοιγμα υπολογαριασμού.

3.   Οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν εάν η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 είναι πλήρης εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν την προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες, εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης. Όταν η αίτηση θεωρηθεί πλήρης, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα.

4.   Εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της πλήρους αίτησης βάσει της παραγράφου 3, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν απόφαση για την καταχώριση ενός PEPP μόνο εάν ο αιτών είναι επιλέξιμος για την παροχή PEPP σύμφωνα με την παράγραφο 1 και εάν οι πληροφορίες και τα έγγραφα που υποβάλλονται στην αίτηση καταχώρισης και τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 2 συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.

5.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη λήψη της απόφασης για την καταχώριση του PEPP, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΑΕΣ την απόφαση, καθώς και τις πληροφορίες και τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β), δ), στ) και ζ) και ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα πάροχο PEPP.

Η ΕΑΑΕΣ δεν είναι υπεύθυνη ούτε καθίσταται υπεύθυνη για απόφαση καταχώρισης που εκδίδεται από αρμόδιες αρχές.

Όταν οι αρμόδιες αρχές αρνούνται να εγκρίνουν καταχώριση, εκδίδουν αιτιολογημένη απόφαση η οποία υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής.

6.   Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος για ένα συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικής επιχείρησης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, το εν λόγω κράτος μέλος ορίζει μια ενιαία αρμόδια αρχή για κάθε είδος χρηματοπιστωτικής επιχείρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία καταχώρισης και για την επικοινωνία με την ΕΑΑΕΣ.

Κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που παρέχονται στην αίτηση και τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 2 κοινοποιείται αμέσως στις αρμόδιες αρχές. Σε περίπτωση που οι τροποποιήσεις αφορούν τις πληροφορίες και τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β), δ), στ) και ζ), οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν τις τροποποιήσεις αυτές στην ΕΑΑΕΣ χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 7

Καταχώριση ενός PEPP

1.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης καταχώρισης, καθώς και των πληροφοριών και εγγράφων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5, η ΕΑΑΕΣ καταχωρίζει το PEPP στο κεντρικό δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 13 και ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης για την καταχώριση του PEPP που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα πάροχο PEPP.

3.   Ο πάροχος PEPP μπορεί να παρέχει το PEPP και ο διανομέας PEPP μπορεί να διανέμει το PEPP από την ημερομηνία καταχώρισης του PEPP στο κεντρικό δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 13.

Άρθρο 8

Αίτηση για διαγραφή PEPP από το μητρώο

1.   Οι αρμόδιες αρχές εκδίδουν απόφαση διαγραφής από το μητρώο του PEPP, όταν:

α)

ο πάροχος PEPP αποποιείται ρητώς την καταχώριση,

β)

ο πάροχος PEPP πέτυχε την καταχώριση με ψευδείς δηλώσεις ή με άλλο παράτυπο μέσο,

γ)

ο πάροχος PEPP έχει διαπράξει σοβαρές ή συστηματικές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού ή

δ)

ο πάροχος PEPP ή το PEPP δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων εγκρίθηκε η καταχώριση.

2.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη λήψη της απόφασης διαγραφής του PEPP, οι αρμόδιες αρχές την κοινοποιούν στην ΕΑΑΕΣ και ενημερώνουν σχετικά τον πάροχο PEPP.

3.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης της απόφασης διαγραφής που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η ΕΑΑΕΣ διαγράφει το PEPP από το μητρώο και ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές.

4.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης για τη διαγραφή του PEPP που αναφέρεται στην παράγραφο 3, περιλαμβανομένης της ημερομηνίας της διαγραφής, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα πάροχο PEPP.

5.   Ο πάροχος PEPP δεν παρέχει πλέον το PEPP και ο διανομέας PEPP δεν διανέμει πλέον το PEPP από την ημερομηνία διαγραφής του PEPP από το κεντρικό δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 13.

6.   Σε περίπτωση που η ΕΑΑΕΣ λάβει πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη μιας από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) ή γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το καθήκον συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΑΕΣ που αναφέρεται στο άρθρο 66, η ΕΑΑΕΣ ζητεί από τις αρμόδιες αρχές του παρόχου PEPP να επαληθεύσει την ύπαρξη των περιστάσεων αυτών και οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν στην ΕΑΑΕΣ τις διαπιστώσεις τους και τις αντίστοιχες πληροφορίες.

7.   Πριν από τη λήψη απόφασης για τη διαγραφή του PEPP από το μητρώο, οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΑΕΣ καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να διασφαλίσουν την προάσπιση των συμφερόντων των αποταμιευτών PEPP.

Άρθρο 9

Χαρακτηρισμός

Ο χαρακτηρισμός «πανευρωπαϊκό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν» ή «PEPP» σε σχέση με ένα ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν μπορεί να χρησιμοποιείται μόνον εάν το ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν έχει λάβει καταχώριση από την ΕΑΑΕΣ για διανομή υπό τον χαρακτηρισμό «PEPP» σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 10

Διανομή των PEPP

1.   Οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 μπορούν να διανέμουν PEPP τα οποία έχουν παραγάγει. Δύνανται επίσης να διανέμουν PEPP τα οποία δεν έχουν παραγάγει, υπό τον όρο ότι συμμορφώνονται με τη σχετική τομεακή νομοθεσία σύμφωνα με την οποία μπορούν να διανέμουν προϊόντα τα οποία δεν έχουν παραγάγει.

2.   Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές που έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2016/97 και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ για την παροχή επενδυτικών συμβουλών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ μπορούν να διανέμουν PEPP τα οποία δεν έχουν παραγάγει.

Άρθρο 11

Εφαρμοστέο καθεστώς προληπτικής εποπτείας στις διάφορες κατηγορίες παρόχων

Οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό, καθώς και με το σχετικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας που ισχύει για αυτούς σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 και στο άρθρο 10 παράγραφος 2.

Άρθρο 12

Δημοσιοποίηση των εθνικών διατάξεων

1.   Τα κείμενα των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν τους όρους που αφορούν τη φάση συσσώρευσης, που αναφέρεται στο άρθρο 47, και τους όρους που αφορούν τη φάση αποσυσσώρευσης, που αναφέρει στο άρθρο 57, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τις πρόσθετες εθνικές διαδικασίες που εφαρμόζονται για την υποβολή αίτησης για πλεονεκτήματα και κίνητρα σε εθνικό επίπεδο, κατά περίπτωση, δημοσιοποιούνται και επικαιροποιούνται από την αρμόδια εθνική αρχή.

2.   Όλες οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους διατηρούν και επικαιροποιούν στον ιστότοπό τους σύνδεσμο προς τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κείμενα.

3.   Η δημοσιοποίηση των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 κειμένων εξυπηρετεί μόνο ενημερωτικούς σκοπούς και δεν δημιουργεί νομικές υποχρεώσεις ή ευθύνες για τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

Άρθρο 13

Κεντρικό δημόσιο μητρώο

1.   Η ΕΑΑΕΣ τηρεί κεντρικό δημόσιο μητρώο στο οποίο προσδιορίζεται καθένα PEPP που έχει καταχωριστεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ο αριθμός καταχώρισης του PEPP, ο πάροχος PEPP του κάθε PEPP, οι αρμόδιες αρχές του παρόχου PEPP, η ημερομηνία καταχώρισης του PEPP, ο πλήρης κατάλογος των κρατών μελών στα οποία προσφέρεται το εν λόγω PEPP και πλήρης κατάλογος των κρατών μελών για τα οποία ο πάροχος PEPP προσφέρει έναν υπολογαριασμό. Το μητρώο διατίθεται στο κοινό σε ηλεκτρονική μορφή και επικαιροποιείται.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΑΕΣ σχετικά με τους συνδέσμους που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 και επικαιροποιούν τις πληροφορίες αυτές.

3.   Η ΕΑΑΕΣ δημοσιεύει και επικαιροποιεί τους συνδέσμους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο κεντρικό δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΠΑΡΟΧΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΟΥ PEPP

ΤΜΗΜΑ I

Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ελευθερία εγκατάστασης

Άρθρο 14

Άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκατάστασης από τους παρόχους PEPP και τους διανομείς PEPP

1.   Οι πάροχοι PEPP μπορούν να παρέχουν και οι διανομείς PEPP μπορούν να διανέμουν PEPP εντός της επικράτειας ενός κράτους μέλους καταγωγής στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκατάστασης, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται με τους σχετικούς κανόνες και διαδικασίες που θεσπίζονται από ή με βάση το εφαρμοζόμενο δίκαιο Ένωσης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία α), β, δ) και ε) ή στο άρθρο 10 παράγραφος 2 και αφού πρώτα γνωστοποιήσουν την πρόθεσή τους να ανοίξουν υπολογαριασμό για το συγκεκριμένο κράτος καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 21.

2.   Οι πάροχοι PEPP που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και στ) συμμορφώνονται με τους κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 15.

Άρθρο 15

Άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από ΙΕΣΠ και ΟΕΕ της ΕΕ

1.   Οι πάροχοι PEPP, όπως αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και στ), που προτίθενται να παράσχουν για πρώτη φορά PEPP σε αποταμιευτές PEPP εντός της επικράτειας ενός κράτους μέλους υποδοχής υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και αφού κοινοποιήσουν την πρόθεσή τους να ανοίξουν υπολογαριασμό για το εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής σύμφωνα με το άρθρο 21, κοινοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του παρόχου PEPP,

β)

το κράτος μέλος στο οποίο ο πάροχος PEPP προτίθεται να παράσχει ή να διανείμει PEPP σε αποταμιευτές PEPP.

2.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν τις πληροφορίες εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής στο κράτος μέλος υποδοχής, μαζί με επιβεβαίωση ότι ο πάροχος PEPP που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1. Οι πληροφορίες κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για την επάρκεια της διοικητικής δομής σε σχέση με την παροχή PEPP ή την οικονομική κατάσταση του παρόχου PEPP όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και στ).

Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αρνηθούν να ανακοινώσουν τις πληροφορίες αυτές στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιούν τους λόγους της άρνησης αυτής στον ενδιαφερόμενο πάροχο PEPP εντός ενός μηνός από τη λήψη όλων των πληροφοριών και εγγράφων. Η άρνηση ή η απουσία απάντησης επιδέχεται δικαστική προσφυγή στο κράτος μέλος καταγωγής του παρόχου PEPP.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής γνωστοποιούν, εντός 10 εργάσιμων ημερών, τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν στη συνέχεια τον πάροχο PEPP ότι έχουν ληφθεί οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και ότι ο πάροχος PEPP μπορεί να αρχίσει την παροχή PEPP στους αποταμιευτές PEPP στο εν λόγω κράτος μέλος.

4.   Ελλείψει γνωστοποίησης της λήψης των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία διαβίβασης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν τον πάροχο PEPP ότι ο πάροχος PEPP μπορεί να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.

5.   Σε περίπτωση μεταβολής οποιασδήποτε από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο πάροχος PEPP κοινοποιεί γραπτώς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τη μεταβολή αυτή έναν μήνα τουλάχιστον πριν την υλοποιήσει τη μεταβολή. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τη μεταβολή το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός ενός μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης.

6.   Τα κράτη μέλη υποδοχής μπορούν, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, να ορίσουν άλλες αρμόδιες αρχές από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 18), προκειμένου να ασκήσουν τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής. Ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ, αναφέροντας ενδεχόμενη κατανομή αυτών των καθηκόντων.

Άρθρο 16

Εξουσίες των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής

1.   Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν λόγους να θεωρούν ότι ένα PEPP διανέμεται στην επικράτειά του ή ότι ένας υπολογαριασμός για το εν λόγω κράτος μέλος έχει ανοιχθεί σε παράβαση τυχόν υποχρεώσεων που απορρέουν από τους ισχύοντες κανόνες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3, παραπέμπουν τα πορίσματά τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του παρόχου PEPP ή του διανομέα PEPP.

2.   Αφού αξιολογήσουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνουν, κατά περίπτωση, αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής για κάθε τέτοιο μέτρο.

3.   Όταν τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αποδεικνύονται ανεπαρκή ή ανύπαρκτα και ο πάροχος PEPP ή ο διανομέας PEPP συνεχίζει να διανέμει το PEPP κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των αποταμιευτών PEPP του κράτους μέλους υποδοχής ή για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ατομικών συνταξιοδοτικών προϊόντων στο εν λόγω κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, αφού ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψουν περαιτέρω παρατυπίες, μεταξύ άλλων, στον βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίο, αποτρέποντας τον πάροχο PEPP ή τον διανομέα PEPP από τη συνέχιση της διανομής PEPP στην επικράτειά τους.

Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσουν τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

4.   Οι παράγραφοι 1 έως 3 δεν επηρεάζουν την εξουσία του κράτους μέλους υποδοχής να λαμβάνει τα κατάλληλα και χωρίς διακρίσεις μέτρα για την πρόληψη ή την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στο έδαφός του, σε περιπτώσεις στις οποίες η άμεση ανάληψη δράσης είναι απολύτως αναγκαία για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών στο κράτος μέλος υποδοχής, και όταν τα ισοδύναμα μέτρα του κράτους μέλους καταγωγής είναι ανεπαρκή ή ανύπαρκτα, ή σε περιπτώσεις που οι παρατυπίες είναι αντίθετες προς τις εθνικές νομικές διατάξεις περί προστασίας του γενικού καλού, εφόσον αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη υποδοχής έχουν τη δυνατότητα να εμποδίζουν τον πάροχο PEPP ή τον διανομέα PEPP από την άσκηση νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας στην επικράτειά τους.

5.   Κάθε μέτρο που λαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής βάσει του παρόντος άρθρου κοινοποιείται στον πάροχο PEPP ή στον διανομέα PEPP με τεκμηριωμένο έγγραφο και κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

ΤΜΗΜΑ II

Δυνατοτητα μεταφορασ

Άρθρο 17

Η υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς

1.   Οι αποταμιευτές PEPP έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς, η οποία τους παρέχει το δικαίωμα να συνεχίσουν να εισφέρουν στον υφιστάμενο λογαριασμό PEPP τους, όταν μεταφέρουν τον τόπο διαμονής τους σε άλλο κράτος μέλος.

2.   Όταν κάνουν χρήση της υπηρεσίας δυνατότητας μεταφοράς, οι αποταμιευτές PEPP έχουν δικαίωμα να διατηρήσουν όλα τα πλεονεκτήματα και τα κίνητρα τα οποία χορηγούνται από τον πάροχο PEPP και συνδέονται με διαρκή επένδυση στο PEPP τους.

Άρθρο 18

Παροχή της υπηρεσίας δυνατότητας μεταφοράς

1.   Οι πάροχοι PEPP παρέχουν την υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 17 στους αποταμιευτές PEPP που διατηρούν λογαριασμό PEPP σε αυτούς και αιτούνται τη συγκεκριμένη υπηρεσία.

2.   Όταν προτείνει ένα PEPP, ο πάροχος PEPP ή ο διανομέας PEPP παρέχει στους υποψήφιους αποταμιευτές PEPP πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς και με το ποιοι εθνικοί υπολογαριασμοί είναι άμεσα διαθέσιμοι.

3.   Εντός τριών ετών μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, κάθε πάροχος PEPP οφείλει να προσφέρει εθνικούς υπολογαριασμούς για δύο τουλάχιστον κράτη μέλη κατόπιν αιτήματος που απευθύνεται στον πάροχο PEPP.

Άρθρο 19

Υπολογαριασμοί του PEPP

1.   Σε περίπτωση που οι πάροχοι PEPP παρέχουν υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς στους αποταμιευτές PEPP σύμφωνα με το άρθρο 17, οι πάροχοι PEPP διασφαλίζουν ότι, όταν ανοίγει νέος υπολογαριασμός σε λογαριασμό PEPP, αυτός ανταποκρίνεται στις νομικές απαιτήσεις και προϋποθέσεις, όπως αναφέρεται στα άρθρα 47 και 57, που καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο, για το PEPP από το νέο κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP. Όλες οι συναλλαγές στον λογαριασμό PEPP καταχωρίζονται σε αντίστοιχο υπολογαριασμό. Οι εισφορές που καταβάλλονται στον υπολογαριασμό και οι αναλήψεις από αυτόν μπορούν να υπόκεινται σε χωριστούς συμβατικούς όρους.

2.   Με την επιφύλαξη του εφαρμοστέου τομεακού δικαίου, οι πάροχοι PEPP μπορούν επίσης να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συνάπτοντας εταιρική σχέση με άλλον καταχωρισμένο πάροχο PEPP («εταίρος»).

Έχοντας υπόψη το πεδίο των καθηκόντων που πρέπει να εκτελεί ο εταίρος, ο εταίρος πρέπει να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και να είναι σε θέση να αναλάβει τα ανατιθέμενα καθήκοντα. Ο πάροχος PEPP συνάπτει γραπτή συμφωνία με τον εταίρο. Η συμφωνία είναι νομικά εκτελεστή και προσδιορίζει σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παρόχου PEPP και του εταίρου. Η συμφωνία συμμορφώνεται με τους σχετικούς κανόνες και διαδικασίες για την κατ’ εξουσιοδότηση ανάθεση και την εξωτερική ανάθεση που έχουν συσταθεί δυνάμει ή βάσει του ενωσιακού δικαίου που εφαρμόζεται σε αυτά, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1. Παρά την εν λόγω συμφωνία, ο πάροχος PEPP ευθύνεται αποκλειστικά για τα υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 20

Άνοιγμα νέου υπολογαριασμού

1.   Χωρίς καθυστέρηση, μόλις πληροφορηθεί την αλλαγή διαμονής του αποταμιευτή PEPP σε άλλο κράτος μέλος, ο πάροχος PEPP ενημερώνει τον αποταμιευτή PEPP για τη δυνατότητα να ανοιχθεί νέος υπολογαριασμός στο πλαίσιο του λογαριασμού PEPP του αποταμιευτή PEPP και για το χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου μπορεί να ανοιχθεί υπολογαριασμός.

Στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος PEPP παρέχει στον αποταμιευτή PEPP δωρεάν το PEPP KID, που περιέχει τις ειδικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) για τον υπολογαριασμό που αντιστοιχεί στο νέο κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει νέος υπολογαριασμός, ο πάροχος PEPP ενημερώνει τον αποταμιευτή PEPP για το δικαίωμα αλλαγής χωρίς καθυστέρηση και δωρεάν και για τη δυνατότητα συνέχισης της αποταμίευσης στον τελευταίο υπολογαριασμό που ανοίχθηκε.

2.   Εάν ο αποταμιευτής PEPP προτίθεται να κάνει χρήση της δυνατότητας ανοίγματος υπολογαριασμού, ο αποταμιευτής PEPP ενημερώνει τον πάροχο PEPP για τα ακόλουθα:

α)

το νέο κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP,

β)

την ημερομηνία μετά την οποία οι εισφορές διοχετεύονται στον νέο υπολογαριασμό,

γ)

σχετικές πληροφορίες που αφορούν άλλους όρους για το PEPP.

3.   Ο αποταμιευτής PEPP μπορεί να συνεχίσει να εισφέρει στον τελευταίο υπολογαριασμό που ανοίχθηκε.

4.   Ο πάροχος PEPP προσφέρεται να παράσχει στον αποταμιευτή PEPP εξατομικευμένη σύσταση στην οποία διευκρινίζεται αν το άνοιγμα νέου υπολογαριασμού εντός του λογαριασμού PEPP του αποταμιευτή PEPP και η πραγματοποίηση εισφορών στον νέο υπολογαριασμό θα είχαν πιο ευνοϊκό αποτέλεσμα από τη συνέχιση της εισφοράς στον τελευταίο υπολογαριασμό που ανοίχθηκε.

5.   Σε περίπτωση που ο πάροχος PEPP δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει το άνοιγμα νέου υπολογαριασμού που να αντιστοιχεί στο νέο κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP, ο αποταμιευτής PEPP έχει τη δυνατότητα με δική του επιλογή:

α)

να αλλάξει πάροχο PEPP αμελλητί και δωρεάν παρά τις απαιτήσεις του άρθρο 52 παράγραφος 3 σχετικά με τη συχνότητα αλλαγής παρόχου ή

β)

να συνεχίσει να εισφέρει στον τελευταίο υπολογαριασμό που ανοίχθηκε.

6.   Ο νέος υπολογαριασμός ανοίγεται με τροποποίηση της υφιστάμενης σύμβασης PEPP, μεταξύ του αποταμιευτή PEPP και του παρόχου PEPP, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο των συμβάσεων. Η ημερομηνία ανοίγματος ορίζεται στη σύμβαση.

Άρθρο 21

Παροχή πληροφοριών σχετικά με τη δυνατότητα μεταφοράς στις αρμόδιες αρχές

1.   Ο πάροχος PEPP που επιθυμεί να ανοίξει νέο υπολογαριασμό για ένα κράτος μέλος υποδοχής για πρώτη φορά ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

2.   Ο πάροχος PEPP περιλαμβάνει στην κοινοποίηση τα ακόλουθα στοιχεία και έγγραφα:

α)

τους τυποποιημένους συμβατικούς όρους της σύμβασης PEPP, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματος για τον νέο υπολογαριασμό,

β)

το PEPP KID, το οποίο περιέχει τις ειδικές απαιτήσεις για τον υπολογαριασμό που αντιστοιχεί στον νέο υπολογαριασμό σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 3 στοιχείο ζ),

γ)

τη δήλωση παροχών PEPP που αναφέρεται στο άρθρο 36,

δ)

πληροφορίες σχετικά με τις συμβατικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 2, κατά περίπτωση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής επαληθεύουν κατά πόσον τα παρασχεθέντα έγγραφα είναι πλήρη και τα διαβιβάζουν εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή όλων των εγγράφων στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής γνωστοποιούν χωρίς καθυστέρηση τη λήψη των πληροφοριών και εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν στη συνέχεια τον πάροχο PEPP ότι έχουν ληφθεί οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και ότι ο πάροχος PEPP μπορεί να ανοίξει τον υπολογαριασμό για το εν λόγω κράτος μέλος.

Ελλείψει γνωστοποίησης της λήψης των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία διαβίβασης των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν τον πάροχο PEPP ότι μπορεί να ανοιχθεί ο υπολογαριασμός για το εν λόγω κράτος μέλος.

6.   Σε περίπτωση μεταβολής οποιασδήποτε από τις πληροφορίες και τα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ο πάροχος PEPP κοινοποιεί γραπτώς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τη μεταβολή αυτή έναν μήνα τουλάχιστον πριν υλοποιηθεί η μεταβολή. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με τη μεταβολή το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός ενός μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

ΤΜΗΜΑ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 22

Γενική αρχή

Κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων διανομής για τα PEPP, οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP ενεργούν πάντοτε με έντιμο, αμερόληπτο και επαγγελματικό τρόπο, με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών τους PEPP.

Άρθρο 23

Εφαρμοστέο καθεστώς διανομής στις διάφορες κατηγορίες παρόχων PEPP και διανομέων PEPP

1.   Για τη διανομή των PEPP, οι διάφορες κατηγορίες παρόχων PEPP και διανομέων PEPP συμμορφώνονται με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού και οι ασφαλιστικοί ενδιάμεσοι που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού συμμορφώνονται με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο το οποίο θέτει σε ισχύ τους κανόνες που θεσπίζονται στα κεφάλαια V και VI της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, με εξαίρεση τα άρθρα 20, 23 και 25 και το άρθρο 30 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας σε σχέση με τη διανομή επενδυτικών προϊόντων βασιζόμενων σε ασφάλιση, με το άμεσα εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο που έχει εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω κανόνων σε σχέση με τη διανομή αυτών των προϊόντων και του παρόντος κανονισμού, με εξαίρεση το άρθρο 34 παράγραφος 4,

β)

οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού συμμορφώνονται με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο το οποίο θέτει σε ισχύ τους κανόνες που θεσπίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο και στα άρθρα 23, 24 και 25 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε σχέση με την πώληση και τη διανομή των χρηματοπιστωτικών μέσων, με εξαίρεση το άρθρο 24 παράγραφος 2 και το άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 4 της εν λόγω οδηγίας, με κάθε άμεσα εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία που έχει εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, και με τον παρόντα κανονισμό, με εξαίρεση το άρθρο 34 παράγραφος 4,

γ)

όλοι οι υπόλοιποι πάροχοι PEPP και διανομείς PEPP συμμορφώνονται με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο διά του οποίου τίθενται σε ισχύ οι κανόνες για την πώληση και τη διανομή των χρηματοπιστωτικών μέσων, οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο και στα άρθρα 23, 24 και 25 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, με εξαίρεση το άρθρο 24 παράγραφος 2 και το άρθρο 25 παράγραφοι 2, 3 και 4 της εν λόγω οδηγίας, με κάθε άμεσο εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο που έχει εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, και με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι κανόνες που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) εφαρμόζονται μόνο στον βαθμό που δεν υπάρχει αυστηρότερη διάταξη στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο η οποία να θέτει σε ισχύ τους κανόνες των κεφαλαίων V και VI της οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.

Άρθρο 24

Ηλεκτρονική διανομή και άλλα σταθερά μέσα

Οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEP παρέχουν όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου δωρεάν στους πελάτες PEPP ηλεκτρονικά, υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης PEPP έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύει τις πληροφορίες αυτές κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά και για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα και ότι το εργαλείο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.

Κατόπιν σχετικού αιτήματος, οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP παρέχουν δωρεάν τα εν λόγω έγγραφα και πληροφορίες και σε άλλο σταθερό μέσο, συμπεριλαμβανομένου του χαρτιού. Οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP ενημερώνουν τους πελάτες PEPP σχετικά με το δικαίωμά τους να ζητήσουν αντίγραφο των εν λόγω εγγράφων σε άλλο σταθερό μέσο, συμπεριλαμβανομένου του χαρτιού, δωρεάν.

Άρθρο 25

Εποπτεία προϊόντων και απαιτήσεις διακυβέρνησης

1.   Οι πάροχοι PEPP διαθέτουν, χρησιμοποιούν και επανεξετάζουν διαδικασία για την έγκριση του κάθε PEPP ή των σημαντικών προσαρμογών υφιστάμενου PEPP, πριν από τη διανομή του στους πελάτες PEPP.

Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων είναι κατάλληλη και ανάλογη προς τη φύση του PEPP.

Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων προσδιορίζει και εντοπίζει συγκεκριμένη αγορά-στόχο για κάθε PEPP και διασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτή την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται, και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο και λαμβάνει εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το PEPP διανέμεται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

Ο πάροχος PEPP κατανοεί και αναθεωρεί τακτικά τα PEPP που παρέχει, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά τον δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, με σκοπό να αξιολογεί τουλάχιστον κατά πόσο τα PEPP συνεχίζουν να είναι συνεπή με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι η κατάλληλη.

Οι πάροχοι PEPP θέτουν στη διάθεση των διανομέων PEPP όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το PEPP και τη διαδικασία έγκρισης προϊόντων, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του PEPP.

Οι διανομείς PEPP διαθέτουν τις κατάλληλες οργανωτικές ρυθμίσεις για να λαμβάνουν τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το πέμπτο εδάφιο και να κατανοούν τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε PEPP.

2.   Οι πολιτικές, οι διαδικασίες και οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ισχύουν με την επιφύλαξη κάθε άλλης υποχρέωσης δυνάμει ή συνεπεία του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την κοινοποίηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, την ταυτοποίηση και διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων, τις αντιπαροχές και τους παράγοντες ΠΚΔ.

ΤΜΗΜΑ II

Παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης

Άρθρο 26

PEPP KID

1.   Πριν από τη διάθεση ενός PEPP στους αποταμιευτές PEPP, ο πάροχος PEPP καταρτίζει PEPP KID για το εν λόγω προϊόν PEPP, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος τμήματος, και δημοσιεύει το PEPP KID στον δικτυακό τόπο του.

2.   Το ΡΕΡΡ KID συνιστά προσυμβατική ενημέρωση. Είναι ακριβές, δίκαιο, σαφές και μη παραπλανητικό. Παρέχει βασικές πληροφορίες και συνάδει με τυχόν δεσμευτικά συμβατικά έγγραφα, με τα αντίστοιχα μέρη των εγγράφων προσφοράς και με τους όρους και τις προϋποθέσεις του ΡΕΡΡ.

3.   Το PEPP KID είναι αυτοτελές έγγραφο, σαφώς διακριτό από υλικά εμπορικής προώθησης. Δεν περιέχει παραπομπές σε υλικό εμπορικής προώθησης. Μπορεί να περιέχει παραπομπές σε άλλα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου κατά περίπτωση ενός ενημερωτικού δελτίου, μόνον όταν οι παραπομπές αυτές σχετίζονται με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο PEPP KID σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Για το βασικό PEPP καταρτίζεται ένα αυτόνομο PEPP KID.

4.   Όταν ένας πάροχος PEPP προσφέρει σε αποταμιευτή PEPP σειρά εναλλακτικών επενδυτικών επιλογών, με αποτέλεσμα όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται στο άρθρο 28 παράγραφος 3 σχετικά με τις υποκείμενες επενδυτικές επιλογές να μην μπορούν να παρέχονται μέσα σε ένα ενιαίο, συνοπτικό, αυτόνομο PEPP KID, οι πάροχοι PEPP καταρτίζουν ένα από τα ακόλουθα:

α)

ένα αυτόνομο PEPP KID για κάθε εναλλακτική επενδυτική επιλογή,

β)

ένα γενικό PEPP KID που παρέχει τουλάχιστον μια γενική περιγραφή των εναλλακτικών επενδυτικών επιλογών και αναφέρει πού και πώς μπορούν να βρεθούν πιο λεπτομερείς προσυμβατικές πληροφορίες σχετικά με τις επενδύσεις που στηρίζουν αυτές τις επενδυτικές επιλογές.

5.   Σύμφωνα με το άρθρο 24, το PEPP KID καταρτίζεται υπό μορφή σύντομου εγγράφου που συντάσσεται με περιεκτικό τρόπο. Αυτό:

α)

παρουσιάζεται και είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να είναι ευανάγνωστο, με χαρακτήρες αναγνώσιμου μεγέθους,

β)

εστιάζει στις βασικές πληροφορίες που χρειάζονται οι πελάτες PEPP,

γ)

είναι διατυπωμένο με σαφήνεια και γραμμένο σε γλώσσα και ύφος που διευκολύνει την κατανόηση των πληροφοριών, συγκεκριμένα σε γλώσσα που είναι σαφής, κατανοητή και περιεκτική.

6.   Εάν χρησιμοποιούνται χρώματα στο PEPP KID, η ευκολία κατανόησης των πληροφοριών δεν πρέπει να μειώνεται σε περίπτωση ασπρόμαυρης εκτύπωσης ή φωτοτύπησης του εγγράφου βασικών πληροφοριών.

7.   Όταν το εταιρικό σήμα ή ο λογότυπος του παρόχου PEPP ή του ομίλου στον οποίο αυτός ανήκει, χρησιμοποιούνται στο PEPP KID, αυτά δεν πρέπει να αποσπούν την προσοχή από τις πληροφορίες που περιέχονται στο έγγραφο ή να αποκρύπτουν το κείμενο.

8.   Εκτός από το PEPP KID, οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP παραπέμπουν τους υποψήφιους αποταμιευτές PEPP σε δημόσια διαθέσιμες εκθέσεις σχετικά με την οικονομική κατάσταση του παρόχου PEPP, συμπεριλαμβανομένης της φερεγγυότητάς του, διευκολύνοντας την πρόσβαση των υποψήφιων αποταμιευτών PEPP στις εν λόγω πληροφορίες.

9.   Στους υποψήφιους αποταμιευτές PEPP παρέχονται επίσης πληροφορίες σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις της επενδυτικής επιλογής του αποταμιευτή PEPP που καλύπτουν τις επιδόσεις τουλάχιστον 10 ετών, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το PEPP έχει παρασχεθεί για λιγότερα από 10 έτη, καλύπτοντας όλα τα έτη για τα οποία έχει παρασχεθεί το PEPP. Οι πληροφορίες σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις συνοδεύονται από τη δήλωση «Οι προηγούμενες επιδόσεις δεν είναι ενδεικτικές των μελλοντικών επιδόσεων».

Άρθρο 27

Γλώσσα του PEPP KID

1.   Το PEPP KID συντάσσεται στις επίσημες γλώσσες ή τουλάχιστον σε μία από τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται στο τμήμα του κράτους μέλους όπου διανέμεται το ΡΕΡΡ ή σε άλλη γλώσσα αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους ή, εφόσον έχει συνταχθεί σε άλλη γλώσσα, μεταφράζεται σε μία από τις γλώσσες αυτές.

Η μετάφραση αποδίδει πιστά και με ακρίβεια το περιεχόμενο του πρωτοτύπου PEPP KID.

2.   Εάν ένα PEPP προωθείται εμπορικά σε κράτος μέλος μέσω υλικού εμπορικής προώθησης σε μία ή περισσότερες από τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους, το PEPP KID συντάσσεται τουλάχιστον στις αντίστοιχες επίσημες γλώσσες.

3.   Το PEPP KID διατίθεται, κατόπιν αιτήσεως, σε κατάλληλο μορφότυπο, στους αποταμιευτές PEPP με προβλήματα όρασης.

Άρθρο 28

Περιεχόμενο του PEPP KID

1.   Ο τίτλος «Έγγραφο βασικών πληροφοριών ΡΕΡΡ» εμφανίζεται ευκρινώς στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας του ΡΕΡΡ KID.

Το PEPP KID παρουσιάζεται με τη σειρά που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3.

2.   Ακριβώς κάτω από τον τίτλο εμφανίζεται επεξηγηματική δήλωση. Η δήλωση έχει ως εξής:

«Το παρόν έγγραφο παρέχει βασικές πληροφορίες σχετικά με το παρόν πανευρωπαϊκό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν (PEPP). Δεν αποτελεί διαφημιστικό υλικό. Οι πληροφορίες απαιτούνται βάσει του νόμου για να σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τη φύση, τους κινδύνους, το κόστος, τα δυνητικά κέρδη και ζημίες του παρόντος ατομικού συνταξιοδοτικού προϊόντος και να σας βοηθήσουν να το συγκρίνετε με άλλα PEPP».

3.   Το PEPP KID περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

στην αρχή του εγγράφου: το όνομα του PEPP, εάν πρόκειται για βασικό PEPP ή όχι, τα στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας του παρόχου PEPP, πληροφορίες σχετικά με τις αρμόδιες αρχές του παρόχου PEPP, τον αριθμό καταχώρισης του PEPP στο κεντρικό δημόσιο μητρώο και την ημερομηνία του εγγράφου,

β)

τη δήλωση: «Το συνταξιοδοτικό προϊόν που περιγράφεται στο παρόν έγγραφο είναι ένα μακροπρόθεσμο προϊόν με περιορισμένες δυνατότητες εξαγοράς, το οποίο δεν μπορεί να καταγγελθεί ανά πάσα στιγμή.»,

γ)

σε τμήμα με τίτλο «Τι είναι αυτό το προϊόν;», τη φύση και τα βασικά χαρακτηριστικά του PEPP, όπου συμπεριλαμβάνονται τα εξής:

i)

οι μακροπρόθεσμοι στόχοι του και τα μέσα επίτευξής τους, ιδιαίτερα το αν οι στόχοι επιτυγχάνονται με άμεση ή έμμεση έκθεση στα υποκείμενα επενδυτικά στοιχεία ενεργητικού, και μεταξύ άλλων την περιγραφή των υποκείμενων μέσων ή των τιμών αναφοράς, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των αγορών στις οποίες επενδύει ο πάροχος ΡΕΡΡ, καθώς και εξήγηση του τρόπου προσδιορισμού της απόδοσης,

ii)

περιγραφή του τύπου του αποταμιευτή PEPP στον οποίο απευθύνεται το ΡΕΡΡ, ιδίως ως προς την ικανότητά του αποταμιευτή PEPP να υποστεί τυχόν επενδυτική ζημία και ως προς τον επενδυτικό ορίζοντα,

iii)

δήλωση σχετικά με το

κατά πόσον το βασικό PEPP παρέχει εγγύηση επί του κεφαλαίου ή λαμβάνει τη μορφή τεχνικής μετριασμού του κινδύνου σύμφωνα με τον στόχο που επιτρέπει στον αποταμιευτή PEPP να ανακτήσει το κεφάλαιο ή

εάν και σε ποιο βαθμό οποιαδήποτε εναλλακτική επενδυτική επιλογή, κατά περίπτωση, παρέχει εγγύηση ή τεχνική μετριασμού του κινδύνου,

iv)

περιγραφή των συνταξιοδοτικών παροχών PEPP, ιδίως των πιθανών μορφών πληρωμών και του δικαιώματος τροποποίησης της μορφής των πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1,

v)

όταν το ΡΕΡΡ καλύπτει βιομετρικό κίνδυνο: λεπτομέρειες σχετικά με τους καλυπτόμενους κινδύνους και τα ασφαλιστικά οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των περιστάσεων στις οποίες μπορούν να ζητηθούν οι παροχές αυτές,

vi)

πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένης αναφοράς στο κεντρικό δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 13, όπου περιέχονται πληροφορίες σχετικά με τους όρους για τη φάση συσσώρευσης και τη φάση αποσυσσώρευσης που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τα άρθρα 47 και 57,

vii)

δήλωση σχετικά με τις συνέπειες που θα έχει για τον αποταμιευτή PEPP η πρόωρη αποχώρηση από το PEPP, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιβαλλόμενων προμηθειών, των κυρώσεων και της πιθανής απώλειας της κεφαλαιακής προστασίας και άλλων πιθανών πλεονεκτημάτων και κινήτρων,

viii)

δήλωση σχετικά με τις συνέπειες για τον αποταμιευτή PEPP, εάν ο αποταμιευτής PEPP σταματήσει να εισφέρει στο PEPP,

ix)

πληροφορίες σχετικά με τους διαθέσιμους υπολογαριασμούς και με τα δικαιώματα του αποταμιευτή PEPP που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 5,

x)

πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα του αποταμιευτή PEPP να αλλάζει λογαριασμό και το δικαίωμα να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 56,

xi)

οι όροι για την τροποποίηση της επιλεγείσας επενδυτικής επιλογής που αναφέρεται στο άρθρο 44,

xii)

πληροφορίες, όταν υπάρχουν, σχετικά με τις επιδόσεις των επενδύσεων του παρόχου ΡΕΡΡ όσον αφορά παράγοντες ΠΚΔ,

xiii)

το εφαρμοστέο δίκαιο της σύμβασης PEPP, εάν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής του δικαίου ή, εάν οι συμβαλλόμενοι έχουν δικαίωμα να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο, το δίκαιο που προτείνει ως επιλογή ο πάροχος PEPP,

xiv)

όπου συντρέχει περίπτωση, το αν προβλέπεται περίοδος αναμονής ή υπαναχώρησης για τον αποταμιευτή PEPP,

δ)

σε τμήμα με τίτλο «Ποιοι είναι οι κίνδυνοι και τι μπορώ να κερδίσω;», σύντομη περιγραφή του προφίλ κινδύνου-ανταμοιβής, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

συνοπτικό δείκτη κινδύνου, που συμπληρώνεται από αναλυτική επεξήγηση του εν λόγω δείκτη, τους βασικούς του περιορισμούς και μια αναλυτική επεξήγηση των κινδύνων που είναι ουσιωδώς συναφείς με το ΡΕΡΡ και δεν αντικατοπτρίζονται επαρκώς στον συνοπτικό δείκτη κινδύνου,

ii)

τη μέγιστη δυνατή απώλεια επενδεδυμένου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα εξής:

αν είναι δυνατόν να χάσει ο αποταμιευτής PEPP το σύνολο του επενδεδυμένου κεφαλαίου ή

εάν ο αποταμιευτής PEPP διατρέχει τον κίνδυνο να αναλάβει πρόσθετες οικονομικές δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις,

iii)

κατάλληλα σενάρια επιδόσεων και τις παραδοχές επί των οποίων βασίστηκαν,

iv)

κατά περίπτωση, τους όρους της απόδοσης για τους αποταμιευτές ΡΕΡΡ ή τα ενσωματωμένα ανώτατα όρια απόδοσης,

v)

δήλωση ότι η φορολογική νομοθεσία του κράτους μέλους διαμονής του αποταμιευτή ΡΕΡΡ ενδέχεται να επηρεάσει το ύψος του ποσού που θα εισπραχθεί,

ε)

σε τμήμα με τίτλο «Τι συμβαίνει αν [όνομα του παρόχου ΡΕΡΡ] δεν είναι σε θέση να πληρώσει;», σύντομη περιγραφή του κατά πόσον η σχετική ζημία καλύπτεται μέσω συστήματος αποζημίωσης επενδυτών ή συστήματος εγγυήσεως και, εάν ναι, τι σύστημα είναι αυτό, πώς ονομάζεται ο εγγυητής και ποιοι κίνδυνοι καλύπτονται από το σύστημα και ποιοι όχι,

στ)

σε τμήμα με τίτλο «Ποιο είναι το κόστος;», το κόστος που συνδέεται με μια επένδυση στο ΡΕΡΡ, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες δαπάνες που θα βαρύνουν τον αποταμιευτή ΡΕΡΡ, είτε άπαξ είτε περιοδικά, παρουσιαζόμενων υπό τη μορφή συνοπτικών δεικτών αυτών των δαπανών, και, για να διασφαλιστεί η συγκρισιμότητα, τις συνολικές αθροισμένες δαπάνες εκφρασμένες σε χρήμα και ποσοστό, ώστε να καταδεικνύονται οι συναθροισμένες επιπτώσεις των συνολικών δαπανών στην επένδυση.

Το PEPP KID αναφέρει ρητώς ότι ο πάροχος PEPP ή ο διανομέας PEPP παρέχουν πληροφορίες για τυχόν κόστος διανομής που δεν περιλαμβάνεται ήδη στις ανωτέρω αναφερόμενες δαπάνες, προκειμένου ο αποταμιευτής ΡΕΡΡ να μπορέσει να κατανοήσει το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτών των συναθροιζόμενων δαπανών στην απόδοση της επένδυσης,

ζ)

σε ένα τμήμα με τίτλο «Ποιες είναι οι ειδικές απαιτήσεις για τον υπολογαριασμό που αντιστοιχεί στο [κράτος μέλος διαμονής μου];»:

i)

σε επιμέρους τμήμα με τίτλο «Απαιτήσεις για τη φάση πληρωμής»:

περιγραφή των όρων για τη φάση συσσώρευσης, όπως καθορίζονται από το κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP σύμφωνα με το άρθρο 47,

ii)

σε επιμέρους τμήμα με τίτλο «Απαιτήσεις για τη φάση πληρωμής»:

περιγραφή των όρων για τη φάση αποσυσσώρευσης, όπως καθορίζονται από το κράτος μέλος διαμονής του αποταμιευτή PEPP σύμφωνα με το άρθρο 57,

η)

σε τμήμα με τίτλο «Πώς μπορώ να υποβάλω καταγγελία;»: πληροφορίες σχετικά με το πώς και σε ποιους μπορεί ο αποταμιευτής ΡΕΡΡ να υποβάλει καταγγελίες για το PEPP ή τη συμπεριφορά του παρόχου ΡΕΡΡ ή του διανομέα PEPP.

4.   Η διαστρωμάτωση των πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 3 επιτρέπεται όταν το PEPP KID παρέχεται σε ηλεκτρονική μορφή, με την οποία λεπτομερή μέρη των πληροφοριών μπορούν να παρουσιάζονται με αναδυόμενα παράθυρα ή μέσω συνδέσμων προς τα συνοδευτικά επίπεδα. Στην περίπτωση αυτή, το PEPP KID μπορεί να εκτυπώνεται ως ενιαίο έγγραφο.

5.   Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΑΕΣ, μετά από διαβούλευση με τις άλλες ΕΕΑ, και ύστερα από ελέγχους ικανοποίησης καταναλωτών και κλαδικούς ελέγχους, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν:

α)

τα λεπτομερή στοιχεία της παρουσίασης, συμπεριλαμβανομένης της μορφής και της έκτασης του εγγράφου, καθώς και το περιεχόμενο καθενός από τα ενημερωτικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

β)

τη μεθοδολογία στην οποία βασίζεται η παρουσίαση του κινδύνου και της ανταμοιβής όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ) σημεία i) και iii),

γ)

τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό του κόστους, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των συνοπτικών δεικτών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ),

δ)

όταν οι πληροφορίες παρουσιάζονται σε ηλεκτρονικό μορφότυπο, με διαστρωμάτωση των πληροφοριών, ποιες πληροφορίες πρέπει να είναι στο πρώτο επίπεδο, και ποιες πληροφορίες μπορούν να παρέχονται στα πρόσθετα λεπτομερειακά επίπεδα.

Κατά την κατάρτιση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΑΕΣ λαμβάνει υπόψη τους διάφορους πιθανούς τύπους PEPP, τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα του PEPP, τις δυνατότητες των αποταμιευτών PEPP, καθώς και τα χαρακτηριστικά των PEPP, ώστε να επιτρέπουν στον αποταμιευτή PEPP να επιλέγει μεταξύ διαφορετικών επενδυτικών επιλογών και άλλων επιλογών που προβλέπονται από το PEPP, ακόμη και σε περίπτωση που η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να πραγματοποιείται σε διαφορετικά χρονικά σημεία ή να τροποποιηθεί στο μέλλον.

Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 29

Υλικό εμπορικής προώθησης

Το υλικό εμπορικής προώθησης που περιέχει ειδικές πληροφορίες σχετικές με το PEPP δεν περιλαμβάνει καμία δήλωση που να έρχεται σε αντίθεση με τις πληροφορίες που περιέχονται στο PEPP KID ή να υποβαθμίζει τη σημασία του PEPP KID. Το υλικό εμπορικής προώθησης αναφέρει ότι υπάρχει διαθέσιμο PEPP KID και παρέχει πληροφορίες για τον τρόπο και τον τόπο απόκτησής τους, συμπεριλαμβανομένου του ιστοτόπου του παρόχου ΡΕΡΡ.

Άρθρο 30

Αναθεώρηση του PEPP KID

1.   Ο πάροχος ΡΕΡΡ επανεξετάζει τακτικά τις πληροφορίες που περιέχονται στο ΡΕΡΡ KID και αναθεωρεί ταχέως το έγγραφο όταν η επανεξέταση δείχνει ότι απαιτούνται αλλαγές. Η αναθεωρημένη έκδοση διατίθεται χωρίς καθυστέρηση.

2.   Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΑΕΣ, μετά από διαβούλευση με τις άλλες ΕΕΑ, και ύστερα από ελέγχους ικανοποίησης καταναλωτών και κλαδικούς ελέγχους, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τους όρους υπό τους οποίους επανεξετάζεται και αναθεωρείται το PEPP KID.

Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 31

Αστικές ευθύνες

1.   Ο πάροχος ΡΕΡΡ δεν υπέχει αστική ευθύνη απλώς και μόνο λόγω του ΡΕΡΡ KID, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μεταφράσεών του, εκτός εάν είναι παραπλανητικό, ανακριβές ή ασυνεπές προς τα σχετικά τμήματα των νομικών δεσμευτικών προσυμβατικών ή συμβατικών εγγράφων ή προς τις απαιτήσεις του άρθρου 28.

2.   Αποταμιευτής PEPP που αποδεικνύει ότι υπέστη ζημία επειδή βασίστηκε σε ένα PEPP KID υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κατά τη σύναψη σύμβασης PEPP για την οποία εκπονήθηκε το εν λόγω PEPP KID, έχει δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση από τον πάροχο PEPP για την εν λόγω ζημία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

3.   Η ερμηνεία και εφαρμογή όρων όπως «ζημία» ή «αποζημίωση», οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο 2 χωρίς να ορίζονται, πραγματοποιείται σύμφωνα το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο όπως ορίζεται στους σχετικούς κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

4.   Το παρόν άρθρο δεν αποκλείει περαιτέρω αξιώσεις για αστική ευθύνη κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου.

5.   Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο δεν περιορίζονται ούτε καταργούνται με συμβατικές ρήτρες.

Άρθρο 32

Συμβάσεις PEPP που καλύπτουν βιομετρικούς κινδύνους

Όταν το PEPP KID αφορά σύμβαση PEPP που καλύπτει βιομετρικούς κινδύνους, οι υποχρεώσεις του παρόχου PEPP που απορρέουν από το παρόν τμήμα αφορούν μόνο τον αποταμιευτή PEPP.

Άρθρο 33

Παροχή του PEPP KID

1.   Ένας πάροχος PEPP ή διανομέας PEPP παρέχει στους υποψήφιους αποταμιευτές PEPP όλα τα PEPP KID που συντάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 26 κατά την παροχή συμβουλών για ένα PEPP ή κατά την προσφορά τους προς πώληση, εγκαίρως πριν από τη δέσμευση των εν λόγω αποταμιευτών PEPP από οποιαδήποτε σύμβαση ή προσφορά PEPP που αφορά την εν λόγω σύμβαση PEPP.

2.   Ένας πάροχος PEPP ή διανομέας PEPP δύναται να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 με την παροχή του ΡΕΡΡ KID σε ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει γραπτή εξουσιοδότηση να λάβει επενδυτικές αποφάσεις εκ μέρους του αποταμιευτή ΡΕΡΡ όσον αφορά συναλλαγές που ολοκληρώθηκαν βάσει της εν λόγω γραπτής εξουσιοδότησης.

3.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΑΕΣ, ύστερα από διαβούλευση με τις άλλες ΕΕΑ, κατά περίπτωση, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τους όρους εκπλήρωσης της απαίτησης για την παροχή του PEPP KID όπως ορίζεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΤΜΗΜΑ III

Παροχή συμβουλών

Άρθρο 34

Προσδιορισμός των απαιτήσεων και των αναγκών και παροχή συμβουλών

1.   Πριν από τη σύναψη σύμβασης PEPP, ο πάροχος ΡΕΡΡ ή ο διανομέας PEPP προσδιορίζει, βάσει των πληροφοριών που απαιτούνται και τις οποίες έλαβε από τον υποψήφιο αποταμιευτή PEPP, τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του υποψήφιου αποταμιευτή PEPP, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ανάγκης απόκτησης ενός προϊόντος που παρέχει ισόβιες προσόδους, και παρέχει στον υποψήφιο αποταμιευτή PEPP αντικειμενικές πληροφορίες για το PEPP σε μορφή κατανοητή που να επιτρέπει στον αποταμιευτή PEPP να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση.

Η προτεινόμενη σύμβαση PEPP είναι σύμφωνη με τις σχετικές με τη συνταξιοδότηση απαιτήσεις και ανάγκες του αποταμιευτή PEPP, λαμβάνοντας υπόψη τα προσαυξημένα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα.

2.   Ο πάροχος ή διανομέας PEPP παρέχει συμβουλές στον υποψήφιο αποταμιευτή PEPP πριν από τη σύναψη της σύμβασης PEPP που παρέχει στον υποψήφιο αποταμιευτή PEPP εξατομικευμένη σύσταση στην οποία εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ένα συγκεκριμένο PEPP, συμπεριλαμβανομένης μιας συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής, κατά περίπτωση, ικανοποιεί καλύτερα τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του αποταμιευτή PEPP.

Ο πάροχος PEPP ή ο διανομέας PEPP παρέχει επίσης στον υποψήφιο αποταμιευτή PEPP εξατομικευμένες προβλέψεις συνταξιοδοτικών παροχών για το συνιστώμενο προϊόν με βάση τη νωρίτερη ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να αρχίσει η φάση αποσυσσώρευσης και δήλωση αποποίησης ευθύνης, σύμφωνα με την οποία οι προβλέψεις αυτές μπορεί να διαφέρουν από την τελική αξία των παροχών PEPP που θα εισπραχθούν. Εάν οι προβλέψεις συνταξιοδοτικών παροχών βασίζονται σε οικονομικά σενάρια, οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν επίσης ένα βέλτιστο σενάριο και ένα δυσμενές, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης του καθεστώτος PEPP.

3.   Εάν ένα βασικό PEPP προσφέρεται χωρίς εγγύηση τουλάχιστον επί του κεφαλαίου, ο πάροχος PEPP ή διανομέας PEPP εξηγεί σαφώς την ύπαρξη PEPP με εγγύηση για το κεφάλαιο, τους λόγους για τους οποίους συνέστησε ένα βασικό PEPP βάσει μιας τεχνικής μετριασμού του κινδύνου που συνάδει με τον στόχο να επιτραπεί στον αποταμιευτή PEPP να ανακτήσει το κεφάλαιο και να καταδείξει με σαφήνεια τυχόν πρόσθετους κινδύνους που ενδέχεται να συνεπάγονται τα εν λόγω PEPP σε σύγκριση με το βασικό PEPP με εγγύηση κεφαλαίου που παρέχει εγγύηση επί του κεφαλαίου. Η εξήγηση αυτή γίνεται σε γραπτή μορφή.

4.   Κατά την παροχή συμβουλών, ο πάροχος PEPP ή ο διανομέας PEPP που ορίζεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού ζητεί από τον υποψήφιο αποταμιευτή PEPP να παράσχει πληροφορίες που αφορούν τη γνώση και την πείρα του εν λόγω προσώπου στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με το προσφερόμενο ή ζητούμενο PEPP, την οικονομική κατάσταση του εν λόγω προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες, και τους στόχους της επένδυσής του, συμπεριλαμβανομένου του ορίου ανοχής κινδύνου του, ούτως ώστε να είναι σε θέση ο πάροχος PEPP ή ο διανομέας PEPP να συστήσει στον υποψήφιο αποταμιευτή PEPP ένα ή περισσότερα PEPP που είναι κατάλληλα για το συγκεκριμένο πρόσωπο και, συγκεκριμένα, που είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.

5.   Οι ευθύνες του παρόχου PEPP ή του διανομέα PEPP δεν μειώνονται λόγω του γεγονότος ότι οι συμβουλές παρέχονται εν όλω ή εν μέρει μέσω αυτοματοποιημένου ή ημιαυτοματοποιημένου συστήματος.

6.   Υπό την επιφύλαξη αυστηρότερου εφαρμοστέου τομεακού δικαίου, οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP εγγυώνται και αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές κατόπιν σχετικού αιτήματος ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν συμβουλές σχετικά με PEPP κατέχουν τις αναγκαίες γνώσεις και την ικανότητα να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων.

ΤΜΗΜΑ IV

Παροχή πληροφοριών σχετικά με τη διάρκεια της σύμβασης

Άρθρο 35

Γενικές διατάξεις

1.   Οι πάροχοι PEPP συντάσσουν συνοπτικό εξατομικευμένο έγγραφο που πρέπει να παρέχεται κατά τη φάση συσσώρευσης και το οποίο περιέχει βασικές πληροφορίες για κάθε αποταμιευτή PEPP λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και κάθε σχετικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της εθνικής κοινωνικής, εργατικής και φορολογικής νομοθεσίας («δήλωση παροχών PEPP»). Ο τίτλος του εγγράφου περιέχει τις λέξεις «δήλωση παροχών PEPP».

2.   Η ακριβής ημερομηνία στην οποία αναφέρονται οι πληροφορίες στη δήλωση παροχών PEPP αναγράφεται σε εμφανή θέση.

3.   Οι πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση παροχών PEPP είναι ακριβείς και επικαιροποιημένες.

4.   Ο πάροχος PEPP καθιστά τη δήλωση παροχών PEPP διαθέσιμη σε κάθε αποταμιευτή PEPP σε ετήσια βάση.

5.   Κάθε σημαντική τροποποίηση στις πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση παροχών PEPP σε σύγκριση με την προηγούμενη δήλωση επισημαίνεται σαφώς.

6.   Επιπροσθέτως προς τη δήλωση παροχών PEPP, ο αποταμιευτής PEPP ενημερώνεται ταχέως καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης για τις τροποποιήσεις που αφορούν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους όρους της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών και των ειδικών όρων,

β)

την επωνυμία του παρόχου PEPP, τη νομική μορφή του ή τη διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, του υποκαταστήματος, με το οποίο συνάπτεται η σύμβαση,

γ)

τις πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο συνεκτιμώνται παράγοντες ΠΚΔ στο πλαίσιο της επενδυτικής πολιτικής.

Άρθρο 36

Δήλωση παροχών PEPP

1.   Η δήλωση παροχών PEPP περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τις ακόλουθες βασικές πληροφορίες για τους αποταμιευτές PEPP:

α)

τα προσωπικά στοιχεία του αποταμιευτή PEPP και τη συντομότερη ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να αρχίσει η φάση αποσυσσώρευσης για οποιονδήποτε υπολογαριασμό,

β)

την επωνυμία και τη διεύθυνση επικοινωνίας του παρόχου PEPP στοιχεία για την ταυτότητα της σύμβασης PEPP,

γ)

το κράτος μέλος στο οποίο ο πάροχος PEPP έχει λάβει άδεια ή έχει καταχωριστεί και τα ονόματα των αρμόδιων αρχών,

δ)

πληροφορίες σχετικά με τις προβλέψεις συνταξιοδοτικών παροχών βάσει της ημερομηνίας που αναφέρεται στο στοιχείο α), και δήλωση αποποίησης ευθύνης σε σχέση με το ότι οι προβλέψεις αυτές μπορεί να διαφέρουν από την τελική αξία των παροχών PEPP που εισπράττονται. Εάν οι προβλέψεις συνταξιοδοτικών παροχών βασίζονται σε οικονομικά σενάρια, οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν επίσης ένα βέλτιστο σενάριο και ένα δυσμενές σενάριο, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης της σύμβασης PEPP,

ε)

πληροφορίες σχετικά με τις εισφορές που καταβλήθηκαν από τον αποταμιευτή PEPP ή οποιοδήποτε τρίτο μέρος στον λογαριασμό PEPP κατά τους προηγούμενους 12 μήνες,

στ)

ανάλυση όλων των δαπανών με τις οποίες επιβαρύνθηκε, άμεσα ή έμμεσα, ο αποταμιευτής PEPP κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, στην οποία αναφέρονται οι διοικητικές δαπάνες, το κόστος φύλαξης στοιχείων ενεργητικού, το κόστος που σχετίζεται με συναλλαγές χαρτοφυλακίου και άλλες δαπάνες, καθώς και εκτίμηση της επίπτωσης των δαπανών στα τελικά κέρδη PEPΡ· οι δαπάνες αυτές θα πρέπει να εκφράζονται τόσο σε χρηματικούς όρους όσο και ως ποσοστό των εισφορών κατά τους προηγούμενους 12 μήνες,

ζ)

κατά περίπτωση, τη φύση και τον μηχανισμό της εγγύησης ή των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 46,

η)

κατά περίπτωση, τον αριθμό και την αξία των μονάδων που αντιστοιχούν στις εισφορές του αποταμιευτή PEPP κατά τους προηγούμενους 12 μήνες,

θ)

το συνολικό ποσό στον λογαριασμό PEPP του αποταμιευτή PEPP κατά την ημερομηνία της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 35,

ι)

πληροφορίες σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις της επενδυτικής επιλογής του αποταμιευτή PEPP που καλύπτουν επιδόσεις τουλάχιστον 10 ετών ή, στις περιπτώσεις που το PEPP έχει συσταθεί για λιγότερο από 10 έτη, που καλύπτουν όλα τα έτη για τα οποία έχει συσταθεί το PEPP. Οι πληροφορίες σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις συνοδεύονται από τη δήλωση «Οι προηγούμενες επιδόσεις δεν είναι ενδεικτικές των μελλοντικών επιδόσεων»,

ια)

για λογαριασμούς PEPP με περισσότερους από έναν υπολογαριασμούς, οι πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση παροχών PEPP αναλύονται για όλους τους υφιστάμενους υπολογαριασμούς,

ιβ)

συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με την επενδυτική πολιτική που αφορά τους παράγοντες ΠΚΔ.

2.   Η ΕΑΑΕΣ, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις αρμόδιες αρχές, αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τους κανόνες για τον προσδιορισμό των παραδοχών σχετικά με τις προβλέψεις συνταξιοδοτικών παροχών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 34 παράγραφος 2. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται από τους παρόχους PEPP με σκοπό να προσδιορίσουν, όπου χρειάζεται, το ετήσιο ποσοστό ονομαστικών αποδόσεων των επενδύσεων, το ετήσιο ποσοστό του πληθωρισμού και την τάση των μελλοντικών μισθών.

Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Άρθρο 37

Συμπληρωματικές πληροφορίες

1.   Η δήλωση παροχών PEPP προσδιορίζει πού και πώς λαμβάνει κανείς συμπληρωματικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων:

α)

περαιτέρω πρακτικές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα και τις επιλογές του αποταμιευτή PEPP, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις επενδύσεις, τη φάση αποσυσσώρευσης, την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού και την υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς,

β)

τους ετήσιους λογαριασμούς και τις ετήσιες εκθέσεις του παρόχου PEPP που διατίθενται δημόσια,

γ)

έγγραφη δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής του παρόχου PEPP, η οποία περιλαμβάνει, τουλάχιστον, πληροφορίες για τις μεθόδους μέτρησης του επενδυτικού κινδύνου, τις εφαρμοζόμενες τεχνικές διαχείρισης του κινδύνου, τη στρατηγική κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού όσον αφορά τη φύση και τη διάρκεια των υποχρεώσεων του PEPP, καθώς και τον τρόπος με τον οποίο συνεκτιμώνται παράγοντες ΠΚΔ στο πλαίσιο της επενδυτικής πολιτικής,

δ)

κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τα ποσά τα οποία εμφανίζονται υπό μορφή ετήσιας προσόδου, ιδίως όσον αφορά τον συντελεστή της ετήσιας προσόδου, τον τύπο του παρόχου PEPP και τη διάρκεια της ετήσιας προσόδου,

ε)

το επίπεδο των παροχών PEPP σε περίπτωση εξαγοράς πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο α).

2.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 36 και του παρόντος άρθρου, η ΕΑΑΕΣ, κατόπιν διαβουλεύσεων με τις άλλες ΕΕΑ και μετά τη διεξαγωγή ελέγχων ικανοποίησης καταναλωτών και ελέγχων στον κλάδο, αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες της παρουσίασης των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 36 και στο παρόν άρθρο. Σε σχέση με την παρουσίαση των πληροφοριών για τις προηγούμενες επιδόσεις όπως αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ι), λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές μεταξύ των επενδυτικών επιλογών, ιδίως εάν ο αποταμιευτής PEPP διατρέχει τον επενδυτικό κίνδυνο, ή εάν η επενδυτική επιλογή εξαρτάται από την ηλικία ή περιλαμβάνει την αντιστοίχιση της διάρκειας.

Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 34 παράγραφος 2 και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ), προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύγκριση με τα εθνικά προϊόντα, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους παρόχους PEPP να παρέχουν στους αποταμιευτές PEPP προβλέψεις για πρόσθετες συνταξιοδοτικές παροχές στις περιπτώσεις που οι κανόνες για τον καθορισμό των παραδοχών καθορίζονται από τα αντίστοιχα κράτη μέλη.

Άρθρο 38

Πληροφορίες που παρέχονται σε αποταμιευτές PEPP κατά την προσυνταξιοδοτική φάση και σε δικαιούχους PEPP κατά τη φάση αποσυσσώρευσης

1.   Επιπλέον της δήλωσης παροχών PEPP, οι πάροχοι PEPP παρέχουν σε κάθε αποταμιευτή PEPP δύο μήνες πριν από τις ημερομηνίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), ή κατόπιν αιτήματος του αποταμιευτή PEPP, πληροφορίες σχετικά με την επικείμενη έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης, τις πιθανές μορφές πληρωμών και τη δυνατότητα του αποταμιευτή PEPP να τροποποιήσει τη μορφή των πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 1.

2.   Κατά τη φάση αποσυσσώρευσης, οι πάροχοι PEPP παρέχουν στους δικαιούχους PEPP σε ετήσια βάση πληροφορίες σχετικά με τις οφειλόμενες παροχές PEPP και τις αντίστοιχες μορφές πληρωμής.

Σε περίπτωση που ο αποταμιευτής PEPP εξακολουθεί να καταβάλλει συνεισφορές ή να αναλαμβάνει επενδυτικό κίνδυνο κατά τη διάρκεια της φάσης αποσυσσώρευσης, ο πάροχος PEPP συνεχίζει να παρέχει τη δήλωση παροχών PEPP που περιέχει τις σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 39

Πληροφορίες που παρέχονται κατόπιν αιτήματος σε αποταμιευτές PEPP και δικαιούχους PEPP

Κατόπιν αιτήματος αποταμιευτή PEPP ή δικαιούχου PEPP ή των εκπροσώπων τους, ο πάροχος PEPP παρέχει τις συμπληρωματικές πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 και συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των προβλέψεων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

ΤΜΗΜΑ V

Υποβολή εκθέσεων στις εθνικές αρχές

Άρθρο 40

Γενικές διατάξεις

1.   Οι πάροχοι PEPP υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τους τις πληροφορίες που απαιτούνται για τους σκοπούς της εποπτείας επιπροσθέτως των πληροφοριών που παρέχονται βάσει του σχετικού τομεακού δικαίου. Στις πρόσθετες αυτές πληροφορίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των ακόλουθων καθηκόντων στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης:

α)

αξιολόγηση του συστήματος διακυβέρνησης που εφαρμόζουν οι πάροχοι PEPP, των δραστηριοτήτων που ασκούν, των αρχών αποτίμησης που εφαρμόζουν για σκοπούς φερεγγυότητας, των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, καθώς και της κεφαλαιακής τους δομής, των αναγκών τους σε κεφάλαια και της διαχείρισης του κεφαλαίου τους,

β)

λήψη των όποιων ενδεδειγμένων αποφάσεων επιβάλλονται από την άσκηση των εποπτικών δικαιωμάτων και καθηκόντων τους.

2.   Ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές οι ακόλουθες αρμοδιότητες, πέραν των αρμοδιοτήτων που τους ανατίθενται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο:

α)

να καθορίζουν τη φύση, το εύρος και τη μορφή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τις οποίες υποχρεούνται να υποβάλλουν οι πάροχοι PEPP σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα, κατά την επέλευση προκαθορισμένων συμβάντων ή κατά τις έρευνες που αφορούν την κατάσταση ενός παρόχου PEPP,

β)

να λαμβάνουν από τους παρόχους PEPP πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις που κατέχουν οι πάροχοι PEPP ή σχετικά με συμβάσεις που συνάπτονται με τρίτους και

γ)

να ζητούν πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, όπως ελεγκτές και αναλογιστές.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία, ή κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους,

β)

στοιχεία που αφορούν το ιστορικό, τη σημερινή κατάσταση ή την προβλεπόμενη κατάσταση, και κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους,

γ)

δεδομένα από εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, και κάθε κατάλληλο συνδυασμό τους.

4.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2:

α)

αντικατοπτρίζουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου παρόχου PEPP, και ιδίως τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε αυτές,

β)

είναι προσβάσιμες, πλήρεις από κάθε σημαντική άποψη, συγκρίσιμες και χαρακτηρίζονται από συνέπεια σε βάθος χρόνου,

γ)

είναι συναφείς, αξιόπιστες και κατανοητές.

5.   Οι πάροχοι PEPP υποβάλλουν ετησίως στις αρμόδιες αρχές τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

για ποια κράτη μέλη ο πάροχος PEPP προσφέρει υπολογαριασμούς,

β)

τον αριθμό κοινοποιήσεων σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 που έχουν ληφθεί από αποταμιευτές PEPP οι οποίοι έχουν αλλάξει τη διαμονή τους σε άλλο κράτος μέλος,

γ)

τον αριθμό των αιτήσεων ανοίγματος υπολογαριασμών και τον αριθμό των υπολογαριασμών που ανοίγονται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2,

δ)

τον αριθμό των αιτήσεων αποταμιευτών PEPP για αλλαγή και τον αριθμό πραγματικών μεταφορών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 5 στοιχείο α),

ε)

τον αριθμό των αιτήσεων αποταμιευτών PEPP για αλλαγή και τον αριθμό πραγματικών μεταφορών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 3.

Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τις πληροφορίες στην ΕΑΑΕΣ.

6.   Οι πάροχοι PEPP διαθέτουν κατάλληλα συστήματα και δομές προκειμένου να εκπληρώνουν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 5 καθώς και γραπτώς τεκμηριωμένη πολιτική, η οποία έχει εγκριθεί από το διαχειριστικό, εποπτικό ή διοικητικό όργανο του παρόχου PEPP, προκειμένου να διασφαλίζεται σε σταθερή βάση η καταλληλότητα των υποβαλλόμενων πληροφοριών.

7.   Κατόπιν αιτήματος προς τις αρμόδιες αρχές και προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΑΕΣ έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που υποβάλλονται από τους παρόχους PEPP.

8.   Όταν οι συνεισφορές PEPP και οι παροχές PEPP είναι επιλέξιμες για πλεονεκτήματα ή κίνητρα, ο πάροχος PEPP υποβάλλει, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, στην αρμόδια εθνική αρχή όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την παροχή ή την ανάκτηση των εν λόγω πλεονεκτημάτων και κινήτρων σε σχέση με τις εν λόγω εισφορές και παροχές, κατά περίπτωση.

9.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 72 προς συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού, με τον προσδιορισμό των πρόσθετων πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου, προκειμένου να διασφαλιστεί, στον κατάλληλο βαθμό, η σύγκλιση των υποβαλλόμενων εποπτικών εκθέσεων.

Η ΕΑΑΕΣ, κατόπιν διαβουλεύσεων με τις άλλες ΕΕΑ και τις αρμόδιες αρχές και μετά τη διεξαγωγή ελέγχων ικανοποίησης καταναλωτών και ερευνών του κλάδου, αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τη μορφή των εποπτικών εκθέσεων.

Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εφαρμοστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΦΑΣΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ I

Επενδυτικοί κανόνες για τους παρόχους PEPP

Άρθρο 41

Επενδυτικοί κανόνες

1.   Οι πάροχοι PEPP επενδύουν τα στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στο PEPP σύμφωνα με τον «κανόνα της συνετής διαχείρισης» και ειδικότερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων των αποταμιευτών PEPP συνολικά. Σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, ο πάροχος PEPP ή ο φορέας που διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του, εξασφαλίζει ότι η επένδυση γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον των αποταμιευτών PEPP,

β)

στο πλαίσιο του κανόνα της συνετής διαχείρισης, οι πάροχοι PEPP λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδυτικές αποφάσεις και με τον δυνητικό μακροπρόθεσμο αντίκτυπό τους σε παράγοντες ΠΚΔ,

γ)

τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται κατά τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του,

δ)

τα στοιχεία ενεργητικού επενδύονται πρωτίστως σε ρυθμιζόμενες αγορές. οι επενδύσεις σε στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά διατηρούνται σε συνετά επίπεδα,

ε)

επένδυση σε παράγωγα μέσα είναι δυνατή όταν αυτά τα μέσα συμβάλλουν στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου. Η αποτίμηση των εν λόγω μέσων πρέπει να γίνεται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη το υποκείμενο στοιχείο ενεργητικού, και τα μέσα αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού ενός παρόχου PEPP. Οι πάροχοι PEPP αποφεύγουν επίσης την υπέρμετρη έκθεση στον κίνδυνο που απορρέει από έναν και μόνο αντισυμβαλλόμενο και από άλλες πράξεις με παράγωγα,

στ)

τα στοιχεία του ενεργητικού είναι προσηκόντως διαφοροποιημένα, ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού, εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά. Οι επενδύσεις σε στοιχεία ενεργητικού εκδιδόμενα από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο δεν εκθέτουν τον πάροχο PEPP σε υπέρμετρη συγκέντρωση κινδύνων,

ζ)

τα στοιχεία του ενεργητικού δεν επενδύονται σε μη συνεργαζόμενες περιοχές δικαιοδοσίας για φορολογικούς λόγους που καθορίζονται στα εφαρμοστέα συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τον κατάλογο μη συνεργάσιμων περιοχών φορολογικής δικαιοδοσίας, ούτε σε τρίτη χώρα υψηλού κινδύνου με στρατηγικές ανεπάρκειες όπως καθορίζονται από τον εφαρμοστέο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό της Επιτροπής που εκδίδεται βάσει του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849,

η)

ο πάροχος PEPP δεν εκθέτει τον εαυτό του και τα στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στο PEPP σε κινδύνους που απορρέουν από υπέρμετρη μόχλευση και υπέρμετρη μετατροπή ληκτότητας.

2.   Οι κανόνες που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως η) εφαρμόζονται μόνον εφόσον δεν υπάρχει αυστηρότερη διάταξη στο σχετικό τομεακό δίκαιο που ισχύει για τον πάροχο PEPP.

ΤΜΗΜΑ II

Επενδυτικές επιλογές για τους αποταμιευτές PEPP

Άρθρο 42

Γενικές διατάξεις

1.   Οι πάροχοι PEPP μπορούν να προσφέρουν έως έξι επενδυτικές επιλογές στους αποταμιευτές PEPP.

2.   Στις επενδυτικές επιλογές περιλαμβάνεται το βασικό PEPP και ενδεχομένως άλλες εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές.

3.   Όλες οι επενδυτικές επιλογές σχεδιάζονται από τους παρόχους PEPP με βάση εγγύηση ή τεχνική μετριασμού του κινδύνου αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας οι οποίες διασφαλίζουν επαρκή προστασία για τους αποταμιευτές PEPP.

4.   Η παροχή εγγυήσεων υπόκειται στο σχετικό τομεακό δίκαιο που ισχύει για τον πάροχο PEPP.

5.   Οι πάροχοι PEPP που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ), ε) και στ) μπορούν να προσφέρουν στο PEPP εγγύηση μόνο με τη συνεργασία τους με πιστωτικά ιδρύματα ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις που μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω εγγυήσεις σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτά τομεακό δίκαιο. Τα εν λόγω ιδρύματα ή επιχειρήσεις φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για την εγγύηση.

Άρθρο 43

Επιλογή επενδυτικής επιλογής από τον αποταμιευτή PEPP

Αφού λάβει τις σχετικές πληροφορίες και συμβουλές, ο αποταμιευτής PEPP επιλέγει μια επενδυτική επιλογή κατά τη σύναψη της σύμβασης PEPP.

Άρθρο 44

Όροι τροποποίησης της επιλεγείσας επενδυτικής επιλογής

1.   Εάν ο πάροχος PEPP παρέχει εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές, ο αποταμιευτής PEPP, κατά τη συσσώρευση στο PEPP, είναι σε θέση να επιλέξει διαφορετική επενδυτική επιλογή μετά από τουλάχιστον πέντε έτη από τη σύναψη της σύμβασης PEPP και, σε περίπτωση μεταγενέστερων αλλαγών, πέντε έτη μετά την τελευταία αλλαγή της επενδυτικής επιλογής. Ο πάροχος PEPP μπορεί να επιτρέπει στον αποταμιευτή PEPP να τροποποιεί συχνότερα την προκριθείσα επενδυτική επιλογή.

2.   Η τροποποίηση της επενδυτικής επιλογής δεν συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση για τον αποταμιευτή PEPP.

Άρθρο 45

Το βασικό PEPP

1.   Το βασικό PEPP είναι ασφαλές προϊόν που αποτελεί τη βασική επενδυτική επιλογή. Σχεδιάζεται από τους παρόχους PEPP βάσει εγγύησης επί του κεφαλαίου που πρέπει να οφείλεται κατά την έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης και κατά τη φάση αποσυσσώρευσης, κατά περίπτωση, ή μιας τεχνικής μετριασμού του κινδύνου σύμφωνα με τον στόχο που επιτρέπει στον αποταμιευτή PEPP να ανακτήσει το κεφάλαιο.

2.   Οι δαπάνες και οι προμήθειες για το βασικό ΡΕΡΡ δεν υπερβαίνουν το 1 % του σωρευμένου κεφαλαίου ετησίως.

3.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων παρόχων PEPP και των διαφόρων τύπων PEPP, η ΕΑΑΕΣ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τα είδη των δαπανών και των προμηθειών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ΕΕΑ, κατά περίπτωση.

Κατά την κατάρτιση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΑΕΣ λαμβάνει υπόψη τους διάφορους πιθανούς τύπους PEPP, τον μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του PEPP και τα διάφορα πιθανά χαρακτηριστικά των PEPP, ιδίως των πληρωμών υπό μορφή μακροπρόθεσμων προσόδων ή ετήσιων αναλήψεων, έως τουλάχιστον την ηλικία που αντιστοιχεί στο μέσο προσδόκιμο ζωής του αποταμιευτή PEPP. Η ΕΑΑΕΣ αξιολογεί επίσης την ιδιόμορφη φύση της προστασίας του κεφαλαίου με ειδική αναφορά στην εγγύηση κεφαλαίου. Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

4.   Κάθε δύο έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΑΕΣ και, κατά περίπτωση, με τις άλλες ΕΕΑ, επανεξετάζει την επάρκεια του ποσοστού που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Η Επιτροπή λαμβάνει ιδίως υπόψη το πραγματικό επίπεδο και τις μεταβολές του πραγματικού επιπέδου δαπανών και προμηθειών και τον αντίκτυπο στη διαθεσιμότητα των PEPP.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 72, για την τροποποίηση της ποσοστιαίας αξίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου υπό το πρίσμα των επανεξετάσεών της, με σκοπό να καταστεί δυνατή η κατάλληλη πρόσβαση στην αγορά για τους παρόχους PEPP.

Άρθρο 46

Τεχνικές μείωσης του κινδύνου

1.   Η χρήση τεχνικών μείωσης του κινδύνου διασφαλίζει ότι η επενδυτική στρατηγική για το PEPP είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που να δημιουργεί ένα μελλοντικό σταθερό και επαρκές ατομικό συνταξιοδοτικό εισόδημα από το PEPP και να εξασφαλίζει δίκαιη μεταχείριση όλων των γενεών αποταμιευτών PEPP.

Όλες οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου, είτε εφαρμόζονται στο πλαίσιο του βασικού PEPP είτε για τις εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές, είναι ορθές, αξιόπιστες και συνεπείς με το προφίλ κινδύνου της αντίστοιχης επενδυτικής επιλογής.

2.   Οι εφαρμοστέες τεχνικές μείωσης κινδύνου μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, διατάξεις:

α)

για τη βαθμιαία προσαρμογή της κατανομής των επενδύσεων με σκοπό τον μετριασμό των οικονομικών κινδύνων όσον αφορά τις επενδύσεις για τις ομάδες που αντιστοιχούν στην εναπομένουσα διάρκεια (κύκλος ανάπτυξης),

β)

για τη σύσταση αποθεματικών από εισφορές ή από την απόδοση των σχετικών επενδύσεων, τα οποία πρέπει να κατανεμηθούν σε αποταμιευτές PEPP κατά τρόπο δίκαιο και διαφανή, για τον μετριασμό τυχόν απώλειας που συνδέεται με την επένδυση ή

γ)

για τη χρήση κατάλληλων εγγυήσεων με σκοπό την προστασία από τυχόν απώλειες που συνδέονται με την επένδυση.

3.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΑΕΣ, κατόπιν διαβούλευσης με τις άλλες ΕΕΑ και μετά από δοκιμές του κλάδου, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν τα ελάχιστα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα είδη PEPP και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, καθώς και τα διάφορα είδη των παρόχων PEPP και τις διαφορές μεταξύ του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας τους.

Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την έκδοση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΤΜΗΜΑ III

Άλλες πτυχές της φάσης συσσώρευσης

Άρθρο 47

Όροι που σχετίζονται με τη φάση συσσώρευσης

1.   Οι όροι του PEPP που σχετίζονται με τη φάση συσσώρευσης των εθνικών υπολογαριασμών καθορίζονται από τα κράτη μέλη εκτός εάν προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Στους όρους αυτούς μπορεί να περιλαμβάνονται τα όρια ηλικίας για την έναρξη της φάσης συσσώρευσης, η ελάχιστη διάρκεια της φάσης συσσώρευσης, το μέγιστο και το ελάχιστο ύψος συνεισφορών και της συνέχισής τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ

Άρθρο 48

Θεματοφύλακας

1.   Οι πάροχοι PEPP που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία γ), ε) και στ) διορίζουν έναν ή περισσότερους θεματοφύλακες για τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού σε σχέση με τη δραστηριότητα παροχής PEPP και την άσκηση εποπτικών καθηκόντων.

2.   Όσον αφορά τον διορισμό του θεματοφύλακα, η εκτέλεση των καθηκόντων του σε σχέση με τη φύλαξη των στοιχείων ενεργητικού και την ευθύνη του θεματοφύλακα και για τα καθήκοντα εποπτείας του θεματοφύλακα, εφαρμόζεται αναλόγως το κεφάλαιο IV της οδηγίας 2009/65/ΕΚ.

Άρθρο 49

Κάλυψη βιομετρικών κινδύνων

1.   Οι πάροχοι PEPP μπορούν να προσφέρουν PEPP με επιλογή η οποία διασφαλίζει την κάλυψη των βιομετρικών κινδύνων.

2.   Η κάλυψη των βιομετρικών κινδύνων υπόκειται στο σχετικό τομεακό δίκαιο που ισχύει για τον πάροχο PEPP. Η κάλυψη των βιομετρικών κινδύνων μπορεί να διαφέρει από υπολογαριασμό σε υπολογαριασμό.

3.   Οι πάροχοι PEPP που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), δ), ε) και στ) μπορούν να προσφέρουν PEPP με μια επιλογή που διασφαλίζει την κάλυψη των βιομετρικών κινδύνων. Στην περίπτωση αυτή, η κάλυψη παρέχεται μόνο μέσω της συνεργασίας με ασφαλιστικές επιχειρήσεις που μπορούν να καλύψουν αυτούς τους κινδύνους, σύμφωνα με το εφαρμοστέο σε αυτές τομεακό δίκαιο. Η ασφαλιστική επιχείρηση είναι πλήρως υπεύθυνη για την κάλυψη των βιομετρικών κινδύνων.

Άρθρο 50

Καταγγελίες

1.   Οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP θεσπίζουν και εφαρμόζουν επαρκείς και αποτελεσματικές διαδικασίες για τη διευθέτηση των καταγγελιών που υποβάλλονται από τους πελάτες PEPP σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι εν λόγω διαδικασίες εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη όπου ο πάροχος PEPP ή ο διανομέας PEPP προσφέρει τις υπηρεσίες του και διεξάγονται σε επίσημη γλώσσα του εκάστοτε κράτους μέλους κατ’ επιλογή του πελάτη PEPP, ή σε άλλη γλώσσα εφόσον συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου PEPP ή του διανομέα PEPP και του πελάτη PEPP.

3.   Οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να απαντούν, είτε ηλεκτρονικά είτε σε άλλο σταθερό μέσο, σύμφωνα με το άρθρο 24, στις καταγγελίες των πελατών PEPP. Η απάντηση πρέπει να εξετάζει όλα τα ζητήματα που έχουν τεθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και το αργότερο εντός 15 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της καταγγελίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες, για λόγους πέρα από τον έλεγχο του παρόχου PEPP ή του διανομέα PEPP, ο τελευταίος υποχρεούται να αποστέλλει ενδιάμεση απάντηση, αναφέροντας σαφώς τους λόγους για την καθυστέρηση στην απάντηση της καταγγελίας και προσδιορίζοντας την προθεσμία εντός της οποίας θα λάβει την τελική απάντηση ο πελάτης PEPP. Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία για τη λήψη της τελικής απάντησης δεν υπερβαίνει τις 35 εργάσιμες ημέρες.

4.   Οι πάροχοι PEPP και οι διανομείς PEPP ενημερώνουν τον πελάτη PEPP για τουλάχιστον έναν φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ) ο οποίος είναι αρμόδιος για την επίλυση διαφορών σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πελατών PEPP που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

5.   Οι πληροφορίες επί των διαδικασιών που ορίζονται στην παράγραφο 1 αναφέρονται με σαφή, περιεκτικό και εύκολα προσβάσιμο τρόπο στον δικτυακό τόπο του παρόχου PEPP ή του διανομέα PEPP, στο υποκατάστημα, και στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης μεταξύ του παρόχου PEPP ή του διανομέα PEPP και του πελάτη PEPP. Προσδιορίζεται ο τρόπος πρόσβασης σε περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά τον οικείο φορέα ΕΕΔ και τις προϋποθέσεις προσφυγής σε αυτόν.

6.   Οι αρμόδιες αρχές καθιερώνουν διαδικασίες οι οποίες παρέχουν στους πελάτες PEPP και σε άλλους ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, τη δυνατότητα να υποβάλλουν καταγγελίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις του παρόντος κανονισμού από παρόχους PEPP και διανομείς PEPP. Σε κάθε περίπτωση, παρέχονται απαντήσεις στις αιτιάσεις.

7.   Στις περιπτώσεις που αφορούν περισσότερα του ενός κράτη μέλη, ο καταγγέλλων μπορεί να επιλέξει να ασκήσει την καταγγελία του μέσω των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους διαμονής του, ανεξαρτήτως του τόπου όπου σημειώθηκε η παράβαση.

Άρθρο 51

Εξωδικαστική επίλυση διαφορών

1.   Θεσπίζονται οι δέουσες, ανεξάρτητες, αμερόληπτες, διαφανείς και αποτελεσματικές διαδικασίες ΕΕΔ για την επίλυση διαφορών μεταξύ πελατών PEPP και παρόχων PEPP ή διανομέων PEPP όσον αφορά τα εκ του παρόντος κανονισμού δικαιώματα και υποχρεώσεις, σύμφωνα με την οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), αξιοποιώντας υφιστάμενους φορείς, ανάλογα με την περίπτωση. Οι εν λόγω διαδικασίες ΕΕΔ εφαρμόζονται, και η αρμοδιότητα του οικείου φορέα ΕΕΔ επεκτείνεται, στους παρόχους PEPP ή στους διανομείς PEPP κατά των οποίων είχε κινηθεί η διαδικασία.

2.   Οι φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συνεργάζονται αποτελεσματικά για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών με αντικείμενο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΡΟΧΩΝ PEPP

Άρθρο 52

Παροχή της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασμού

1.   Οι πάροχοι PEPP παρέχουν υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού, μεταφέροντας, κατόπιν αιτήματος του αποταμιευτή PEPP, τα αντίστοιχα ποσά ή, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ενεργητικού σε είδος σύμφωνα με την παράγραφο 4, από λογαριασμό PEPP τον οποίο διατηρεί ο αποταμιευτής PEPP στον μεταφέροντα πάροχο PEPP σε νέο λογαριασμό PEPP με τους ίδιους υπολογαριασμούς που έχουν ανοιχθεί με τον παραλήπτη πάροχο, και κλείνοντας τον πρώτο λογαριασμό PEPP.

Όταν χρησιμοποιεί την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού, ο μεταφέρων πάροχος PEPP διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που συνδέονται με όλους τους υπολογαριασμούς του πρώην λογαριασμού PEPP, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων υποβολής αναφορών, στον παραλήπτη πάροχο PEPP. Ο παραλήπτης πάροχος PEPP καταχωρίζει τις πληροφορίες αυτές στους αντίστοιχους υπολογαριασμούς.

Ένας αποταμιευτής PEPP μπορεί να μετακινηθεί σε πάροχο PEPP που είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος (εσωτερική αλλαγή λογαριασμού) ή σε διαφορετικό κράτος μέλος (διασυνοριακή αλλαγή λογαριασμού). Ο αποταμιευτής PEPP μπορεί να ασκεί το δικαίωμα να αλλάζει παρόχους κατά τη φάση συσσώρευσης και κατά τη φάση αποσυσσώρευσης του PEPP.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κατά τη διάρκεια της φάσης αποσυσσώρευσης, οι πάροχοι PEPP δεν υποχρεούνται να παρέχουν υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού για τα PEPP, όταν οι αποταμιευτές PEPP λαμβάνουν πληρωμές με τη μορφή ισόβιων ετήσιων προσόδων.

3.   Ο αποταμιευτής PEPP δύναται να αλλάζει παρόχους PEPP ύστερα από τουλάχιστον μία πενταετία από τη σύναψη της σύμβασης PEPP, και, σε περίπτωση μεταγενέστερης αλλαγής παρόχου, πέντε έτη μετά την τελευταία αλλαγή, με την επιφύλαξη του άρθρο 20 παράγραφος 5 στοιχείο α). Ο πάροχος PEPP μπορεί να επιτρέπει στον αποταμιευτή PEPP να αλλάζει συχνότερα παρόχους PEPP.

4.   Όταν η αλλαγή είναι μεταξύ παρόχων PEPP που ασχολούνται με την ατομική διαχείριση χαρτοφυλακίου για αποταμιευτές PEPP, οι αποταμιευτές PEPP μπορούν να επιλέξουν να μεταφέρουν στοιχεία ενεργητικού σε είδος ή αντίστοιχα ποσά. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, επιτρέπεται μόνο η μεταβίβαση των αντίστοιχων ποσών.

Η γραπτή συγκατάθεση του παραλήπτη παρόχου PEPP απαιτείται όταν ο αποταμιευτής PEPP ζητεί τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού σε είδος.

Άρθρο 53

Η υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού

1.   Κατόπιν αιτήματος του αποταμιευτή PEPP, αφού ο αποταμιευτής PEPP λάβει τεκμηριωμένη απόφαση βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει από τους παρόχους PEPP όπως ορίζονται στο άρθρο 56, η υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού κινείται από τον παραλήπτη πάροχο PEPP.

2.   Το αίτημα του αποταμιευτή PEPP συντάσσεται σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο εκκινείται η υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνηθεί μεταξύ των μερών. Στο αίτημα, ο αποταμιευτής PEPP:

α)

δίνει την ειδική συγκατάθεσή του για την εκτέλεση από τον μεταφέροντα πάροχο PEPP καθεμιάς από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 4, και δίνει την ειδική συγκατάθεσή του για την εκτέλεση από τον παραλήπτη πάροχο PEPP καθεμιάς από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 5,

β)

σε συμφωνία με τον παραλήπτη πάροχο PEPP, ορίζει την ημερομηνία μετά την οποία οι πληρωμές θα εκτελούνται στον λογαριασμό PEPP που ανοίγεται στον παραλήπτη πάροχο PEPP.

Η εν λόγω ημερομηνία πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο εβδομάδες μετά την ημερομηνία παραλαβής από τον παραλήπτη πάροχο PEPP των εγγράφων που διαβιβάζονται από τον μεταφέροντα πάροχο PEPP σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να είναι έγγραφο το αίτημα του αποταμιευτή PEPP και να χορηγείται αντίγραφο του αιτήματος που έγινε δεκτό στον αποταμιευτή PEPP.

3.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ο παραλήπτης πάροχος PEPP ζητεί από τον μεταφέροντα πάροχο PEPP να εκτελέσει τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

4.   Αμέσως μόλις παραλάβει αίτημα από τον παραλήπτη πάροχο PEPP, ο μεταφέρων πάροχος PEPP:

α)

εντός πέντε εργάσιμων ημερών, αποστέλλει τη δήλωση παροχών PEPP για την περίοδο από την ημερομηνία της τελευταίας σύνταξης της δήλωσης παροχών PEPP έως την ημερομηνία του αιτήματος στον αποταμιευτή PEPP και στον παραλήπτη πάροχο PEPP,

β)

εντός πέντε εργάσιμων ημερών, αποστέλλει στον παραλήπτη πάροχο PEPP κατάλογο των υφιστάμενων στοιχείων ενεργητικού που μεταφέρονται σε περίπτωση μεταφοράς στοιχείων ενεργητικού σε είδος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4,

γ)

σταματά να δέχεται τις εισερχόμενες πληρωμές στον λογαριασμό PEPP ξεκινώντας από την ημερομηνία που ορίζεται από τον αποταμιευτή PEPP στο αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β),

δ)

Μεταφέρει τα αντίστοιχα ποσά ή, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ενεργητικού σε είδος σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 4, από τον λογαριασμό PEPP στον νέο λογαριασμό PEPP τον οποίο έχει ανοίξει ο αποταμιευτής PEPP στον παραλήπτη πάροχο PEPP κατά την ημερομηνία που ορίζεται από τον αποταμιευτή PEPP στο αίτημα,

ε)

κλείνει τον λογαριασμό PEPP κατά την ημερομηνία που ορίζεται από τον αποταμιευτή PEPP εάν ο αποταμιευτής PEPP δεν έχει εκκρεμείς υποχρεώσεις. Ο μεταφέρων πάροχος PEPP ενημερώνει αμέσως τον αποταμιευτή PEPP στην περίπτωση που οι εν λόγω εκκρεμείς υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν το κλείσιμο του λογαριασμού του παρόχου PEPP.

5.   Ο παραλήπτης πάροχος PEPP όπως προβλέπεται στο αίτημα και στον βαθμό που οι πληροφορίες που έχει υποβάλει ο μεταφέρων πάροχος PEPP ή ο αποταμιευτής PEPP παρέχουν τη δυνατότητα αυτή στον παραλήπτη πάροχο PEPP προβαίνει στην αναγκαία προετοιμασία για να δέχεται τις εισερχόμενες πληρωμές και τις δέχεται από την ημερομηνία που ορίζεται από τον αποταμιευτή PEPP στο αίτημα·

Άρθρο 54

Προμήθειες και χρεώσεις που σχετίζονται με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού

1.   Οι αποταμιευτές PEPP δικαιούνται να έχουν δωρεάν πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες τους τις οποίες διαθέτει είτε ο μεταφέρων είτε ο παραλήπτης πάροχος PEPP.

2.   Ο μεταφέρων πάροχος PEPP παρέχει τις πληροφορίες που αιτείται ο παραλήπτης πάροχος PEPP σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 4 στοιχείο α) χωρίς επιβάρυνση του αποταμιευτή PEPP ή του παραλήπτη παρόχου PEPP.

3.   Οι συνολικές προμήθειες και χρεώσεις που επιβάλλονται από τον μεταφέροντα πάροχο PEPP στον αποταμιευτή PEPP για το κλείσιμο του λογαριασμού PEPP που διατηρούσε στον μεταφέροντα πάροχο ο αποταμιευτής PEPP δεν μπορούν να υπερβαίνουν το πραγματικό διοικητικό κόστος που αναλαμβάνει ο πάροχος PEPP και δεν ξεπερνούν το 0,5 % των αντίστοιχων ποσών ή νομισματικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού σε είδος που μεταφέρεται στον παραλήπτη πάροχο PEPP.

Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν χαμηλότερο ποσοστό των προμηθειών και χρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και διαφορετικό ποσοστό όταν ο πάροχος PEPP επιτρέπει στους αποταμιευτές PEPP να αλλάζουν πάροχο PEPP συχνότερα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 3.

Ο μεταφέρων πάροχος PEPP δεν επιβάλλει πρόσθετες προμήθειες ή χρεώσεις στον παραλήπτη πάροχο PEPP.

4.   Ο παραλήπτης πάροχος ΡΕΡΡ δύναται μόνο να χρεώσει τις πραγματικές διοικητικές και συναλλακτικές δαπάνες της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασμού.

Άρθρο 55

Προστασία των αποταμιευτών PEPP από οικονομική ζημία

1.   Τυχόν οικονομική ζημία, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών, χρεώσεων και τόκων, την οποία υφίσταται ο αποταμιευτής PEPP και η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια μη συμμόρφωσης παρόχου PEPP ο οποίος εμπλέκεται στη διαδικασία αλλαγής λογαριασμού με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 53 επιστρέφονται αμελλητί από τον εν λόγω πάροχο PEPP.

2.   Η ευθύνη που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει σε περιστάσεις που είναι ασυνήθεις και απρόβλεπτες, πέραν του ελέγχου του παρόχου PEPP που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, ούτε όταν ο πάροχος PEPP δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται σε ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο.

3.   Η ευθύνη που προβλέπεται στην παράγραφο 1 καθορίζεται σύμφωνα με τις νομικές απαιτήσεις που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο.

4.   Ο αποταμιευτής PEPP επωμίζεται τον ενδεχόμενο κίνδυνο οικονομικής ζημίας που ενέχει η εξαγορά σε είδος των στοιχείων ενεργητικού τα οποία ανήκουν στον λογαριασμό PEPP με σκοπό τη μεταφορά τους από τον μεταφέροντα πάροχο PEPP στον παραλήπτη πάροχο PEPP όπως αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4.

5.   Ο μεταφέρων πάροχος PEPP δεν υποχρεούται να διασφαλίζει την προστασία του κεφαλαίου ή να παρέχει εγγύηση κατά τη στιγμή της αλλαγής.

Άρθρο 56

Πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού

1.   Οι πάροχοι PEPP παρέχουν στους αποταμιευτές PEPP τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού προκειμένου να μπορέσει ο αποταμιευτής PEPP να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση:

α)

τον ρόλο του μεταφέροντος και του παραλήπτη παρόχου PEPP σε κάθε βήμα της διαδικασίας αλλαγής λογαριασμού, όπως καθορίζεται στο άρθρο 53,

β)

το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης των σχετικών βημάτων,

γ)

τις προμήθειες και χρεώσεις για τη διαδικασία αλλαγής λογαριασμού,

δ)

τις πιθανές επιπτώσεις της αλλαγής λογαριασμού, ιδίως όσον αφορά την προστασία ή την εγγύηση του κεφαλαίου, και άλλες πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού,

ε)

πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων σε είδος, κατά περίπτωση.

Ο παραλήπτης πάροχος PEPP συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου IV.

Ο παραλήπτης πάροχος PEPP ενημερώνει, κατά περίπτωση, τον αποταμιευτή PEPP για την ύπαρξη τυχόν καθεστώτος εγγυήσεων, όπως σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών ή σύστημα εγγύησης των ασφαλίσεων, το οποίο καλύπτει τον εν λόγω αποταμιευτή PEPP.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατίθενται στον δικτυακό τόπο του παρόχου PEPP. Παρέχεται επίσης στους αποταμιευτές PEPP κατόπιν αιτήματος σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 24.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΦΑΣΗ ΑΠΟΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ

Άρθρο 57

Όροι που σχετίζονται με τη φάση αποσυσσώρευσης

1.   Οι όροι που σχετίζονται με τη φάση αποσυσσώρευσης και οι πληρωμές των εθνικών υπολογαριασμών θεσπίζονται από τα κράτη μέλη εκτός εάν καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Στους όρους αυτούς μπορεί να περιλαμβάνονται συγκεκριμένα ο καθορισμός της ελάχιστης ηλικίας έναρξης της φάσης αποσυσσώρευσης, μιας μέγιστης περιόδου πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης για δυνατότητα ένταξης σε καθεστώς PEPP, καθώς και όροι για την εξαγορά πριν από την ελάχιστη ηλικία έναρξης της φάσης αποσυσσώρευσης, ιδίως σε περίπτωση ιδιαίτερων δυσκολιών.

Άρθρο 58

Μορφές πληρωμής

1.   Οι πάροχοι PEPP διαθέτουν στους αποταμιευτές PEPP μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες μορφές πληρωμής:

α)

ετήσιες προσόδους,

β)

κατ’ αποκοπή ποσά,

γ)

περιοδικές αναλήψεις,

δ)

συνδυασμούς των ανωτέρω μορφών.

2.   Οι αποταμιευτές PEPP επιλέγουν τη μορφή των πληρωμών για τη φάση αποσυσσώρευσης κατά τη σύναψη σύμβασης PEPP και όταν ζητούν άνοιγμα νέου υπολογαριασμού. Η μορφή των πληρωμών μπορεί να διαφέρει από υπολογαριασμό σε υπολογαριασμό.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή των άρθρων 57 ή 59, τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν μέτρα με σκοπό να ευνοήσουν συγκεκριμένες μορφές πληρωμών. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν ποσοτικά όρια για τις κατ’ αποκοπή πληρωμές προκειμένου να ενθαρρυνθούν περαιτέρω οι άλλες μορφές πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Τα εν λόγω ποσοτικά όρια εφαρμόζονται μόνο σε πληρωμές που αντιστοιχούν στο κεφάλαιο που έχει σωρευτεί σε υπολογαριασμούς PEPP που συνδέονται με κράτη μέλη το εθνικό δίκαιο των οποίων προβλέπει ποσοτικά όρια για τα κατ’ αποκοπή ποσά των πληρωμών.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίσουν όρους σύμφωνα με τους οποίους τα χορηγηθέντα πλεονεκτήματα και κίνητρα επιστρέφονται σε αυτούς.

Άρθρο 59

Τροποποιήσεις των μορφών πληρωμών

1.   Εάν ο πάροχος PEPP παρέχει διάφορες μορφές πληρωμών, ο αποταμιευτής PEPP έχει δικαίωμα να τροποποιεί τη μορφή των πληρωμών κάθε ανοικτού υπολογαριασμού:

α)

ένα έτος πριν από την έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης,

β)

κατά την έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης,

γ)

κατά τη στιγμή της αλλαγής.

Η τροποποίηση της μορφής πληρωμής δεν συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση για τον αποταμιευτή PEPP.

2.   Μετά την παραλαβή του αιτήματος του αποταμιευτή PEPP να τροποποιήσει τη μορφή των πληρωμών, ο πάροχος PEPP παρέχει στον αποταμιευτή PEPP, με σαφή και κατανοητό τρόπο, πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις της αλλαγής στον αποταμιευτή PEPP ή στον δικαιούχο PEPP, ιδίως όσον αφορά τυχόν επιπτώσεις στα εθνικά κίνητρα που ενδέχεται να ισχύουν για τους υφιστάμενους υπολογαριασμούς του PEPP του αποταμιευτή PEPP.

Άρθρο 60

Συνταξιοδοτικός προγραμματισμός και παροχή συμβουλών για τις πληρωμές

1.   Για το βασικό PEPP, κατά την έναρξη της φάσης αποσυσσώρευσης, ο πάροχος PEPP προσφέρει στον αποταμιευτή PEPP ατομικό συνταξιοδοτικό προγραμματισμό για τη βιώσιμη χρήση του κεφαλαίου που συσσωρεύτηκε στους υπολογαριασμούς του PEPP, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα εξής:

α)

την αξία του κεφαλαίου που συσσωρεύτηκε στους υπολογαριασμούς του PEPP,

β)

το συνολικό ποσό των άλλων δεδουλευμένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και

γ)

τις μακροπρόθεσμες συνταξιοδοτικές απαιτήσεις και ανάγκες του αποταμιευτή PEPP.

2.   Ο συνταξιοδοτικός προγραμματισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει προσωπική σύσταση προς τον αποταμιευτή PEPP για τη βέλτιστη μορφή των πληρωμών του, εκτός εάν υπάρχει μόνο μία μορφή πληρωμών. Εάν μια κατ’ αποκοπή πληρωμή δεν συμφωνεί με τις συνταξιοδοτικές ανάγκες του αποταμιευτή PEPP, για τον σκοπό αυτό οι συμβουλές συνοδεύονται από προειδοποίηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Άρθρο 61

Εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές και παρακολούθηση από την ΕΑΑΕΣ

1.   Οι αρμόδιες αρχές του παρόχου PEPP εποπτεύουν σε μόνιμη βάση τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, και σύμφωνα με το σχετικό τομεακό εποπτικά καθεστώς και τα εποπτικά πρότυπα. Είναι επίσης υπεύθυνες για την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του παρόχου PEPP, και της καταλληλότητας των ρυθμίσεων και της οργάνωσής του για τις εργασίες που καλείται να εκτελέσει κατά την παροχή ενός PEPP.

2.   Η ΕΑΑΕΣ και οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τα ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα που παρέχονται ή διανέμονται, προκειμένου να επαληθεύουν ότι τα προϊόντα αυτά προσδιορίζονται ως «PEPP» ή υπονοείται ότι είναι PEPP μόνο όταν αυτά τα προϊόντα είναι καταχωρισμένα δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 62

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές όλες οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 63

Αρμοδιότητες παρέμβασης για τα προϊόντα των αρμόδιων αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν στο κράτος μέλος της ή από το κράτος μέλος της την εμπορία ή τη διανομή ενός PEPP υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι το ΡΕΡΡ προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για την προστασία του ή ότι ενέχει κίνδυνο για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε τουλάχιστον ένα κράτος μέλος,

β)

η δράση είναι αναλογική, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί, το επίπεδο εξειδίκευσης των οικείων αποταμιευτών PEPP και τις πιθανές επιπτώσεις της δράσης στους αποταμιευτές PEPP που έχουν συνάψει σύμβαση PEPP,

γ)

οι αρμόδιες αρχές έχουν προβεί στην προσήκουσα διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ενδέχεται να επηρεαστούν σημαντικά από το μέτρο και

δ)

η δράση δεν προκαλεί διακρίσεις εις βάρος υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που παρέχονται από άλλο κράτος μέλος.

Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν την απαγόρευση ή τον περιορισμό σε προληπτική βάση, προτού ένα PEPP διατεθεί στην αγορά ή διανεμηθεί σε αποταμιευτές PEPP. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλλουν απαγόρευση ή περιορισμό δυνάμει του παρόντος άρθρου, εκτός εάν, τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την προβλεπόμενη θέση σε ισχύ του μέτρου, έχουν γνωστοποιήσει σε όλες τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΑΕΣ, εγγράφως ή με άλλον τρόπο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των αρχών, λεπτομερή στοιχεία σχετικά με:

α)

το PEPP που αφορά η προτεινόμενη δράση,

β)

την ακριβή φύση της απαγόρευσης ή του περιορισμού που προτείνονται και τη χρονική στιγμή που προβλέπεται να αρχίσουν να ισχύουν και

γ)

τα στοιχεία στα οποία στήριξαν την απόφασή τους και βάσει των οποίων έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

3.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις όταν οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν ότι πρέπει να αναληφθεί επείγουσα δράση δυνάμει του παρόντος άρθρου για να προληφθεί η βλάβη που οφείλεται στο PEPP, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ενημερώνουν γραπτώς, τουλάχιστον 24 ώρες πριν την προγραμματισμένη έναρξη ισχύος του μέτρου, όλες τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΑΕΣ υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλα τα κριτήρια του παρόντος άρθρου και ότι, επιπλέον, προκύπτει σαφώς ότι η περίοδος κοινοποίησης του ενός μηνός δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης ανησυχίας ή απειλής. Οι αρμόδιες αρχές δεν αναλαμβάνουν δράση σε προσωρινή βάση για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

4.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στους ιστοτόπους τους ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση επιβολής απαγόρευσης ή περιορισμού που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Στην εν λόγω ανακοίνωση εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες της απαγόρευσης ή του περιορισμού, η χρονική στιγμή, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης, από την οποία θα αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων έχει πειστεί ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με τη δράση που ελήφθη μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης.

5.   Οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την απαγόρευση ή τον περιορισμό εάν δεν ισχύουν πλέον οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

Άρθρο 64

Διευκόλυνση και συντονισμός

1.   Η ΕΑΑΕΣ αναλαμβάνει ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού όσον αφορά τις δράσεις που αναλαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 63. Ειδικότερα, η ΕΑΑΕΣ διασφαλίζει ότι η δράση που αναλαμβάνει μια αρμόδια αρχή είναι αιτιολογημένη και αναλογική και ότι, κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν συνεπή προσέγγιση.

2.   Μετά τη λήψη της γνωστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 63 για κάθε απαγόρευση ή περιορισμό που πρόκειται να επιβληθεί βάσει του εν λόγω άρθρου, η ΕΑΑΕΣ εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με το κατά πόσον το μέτρο της απαγόρευσης ή του περιορισμού είναι αιτιολογημένο και αναλογικό. Εάν η ΕΑΑΕΣ κρίνει ότι η λήψη ενός μέτρου από άλλες αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση του κινδύνου, το αναφέρει στη γνωμοδότησή της. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΑΕΣ.

3.   Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να αναλάβει ή αναλαμβάνει δράση αντίθετη προς γνωμοδότηση που έχει εκδώσει η ΕΑΑΕΣ βάσει της παραγράφου 2 ή αρνείται να αναλάβει δράση ενεργώντας αντίθετα προς την εν λόγω γνωμοδότηση, δημοσιεύει αμέσως στον ιστότοπό της ανακοίνωση στην οποία εξηγεί πλήρως τους λόγους της επιλογής της.

Άρθρο 65

Εξουσίες παρέμβασης της ΕΑΑΕΣ σχετικά με προϊόντα

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η ΕΑΑΕΣ εποπτεύει την αγορά για PEPP που διατίθενται στην αγορά, διανέμονται ή πωλούνται στην Ένωση.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η ΕΑΑΕΣ μπορεί, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, να απαγορεύσει ή να περιορίσει προσωρινά στην Ένωση τη διάθεση στην αγορά, τη διανομή ή την πώληση ορισμένων PEPP ή PEPP με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Η απαγόρευση ή ο περιορισμός μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την ΕΑΑΕΣ.

3.   Η ΕΑΑΕΣ λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου κατόπιν διαβούλευσης με τις άλλες ΕΕΑ, κατά περίπτωση, και μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η προτεινόμενη δράση αφορά σημαντική προστασία του αποταμιευτή PEPP, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη συνταξιοδοτική φύση του προϊόντος, ή την απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης,

β)

οι ισχύουσες κανονιστικές απαιτήσεις βάσει του ενωσιακού δικαίου που εφαρμόζεται στα PEPP δεν αντιμετωπίζουν την απειλή,

γ)

η αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν αναλάβει δράση για την αντιμετώπιση της απειλής ή οι δράσεις που έχει αναληφθεί δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την απειλή.

Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΑΕΣ μπορεί να επιβάλει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 για λόγους προφύλαξης προτού ένα PEPP διατεθεί στην αγορά, διανεμηθεί ή πωληθεί σε πελάτες PEPP.

4.   Κατά την ανάληψη δράσεων βάσει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΑΕΣ διασφαλίζει ότι η δράση:

α)

δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή στους αποταμιευτές PEPP, δυσανάλογες σε σχέση με τα οφέλη της δράσης ή

β)

δεν δημιουργεί κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή ή οι αρμόδιες αρχές έλαβαν μέτρα βάσει του άρθρου 63, η ΕΑΑΕΣ μπορεί να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, χωρίς να εκδώσει τη γνωμοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 64.

5.   Πριν αποφασίσει να αναλάβει οποιαδήποτε δράση βάσει του παρόντος άρθρου, η ΕΑΑΕΣ γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές τη δράση που προτείνει να αναληφθεί.

6.   Η ΕΑΑΕΣ δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με κάθε απόφαση για την ανάληψη δράσεων βάσει του παρόντος άρθρου. Στην εν λόγω ανακοίνωση αναφέρονται οι λεπτομέρειες της απαγόρευσης ή του περιορισμού και ορίζεται η χρονική στιγμή, μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης, από την οποία θα αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός ισχύουν μόνο για ενέργειες που τελούνται μετά την έναρξη ισχύος των μέτρων.

7.   Η ΕΑΑΕΣ επανεξετάζει την απαγόρευση ή τον περιορισμό που επέβαλε βάσει της παραγράφου 2 σε τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά τρίμηνο. Η απαγόρευση ή ο περιορισμός λήγει εάν δεν ανανεωθεί μετά το εν λόγω τρίμηνο χρονικό διάστημα.

8.   Κάθε ενέργεια που αναλαμβάνεται από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με το παρόν άρθρο προηγείται κάθε άλλης δράσης που έχει αναληφθεί από αρμόδια αρχή.

9.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 72 για να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με κριτήρια και παράγοντες που πρέπει να εφαρμόζονται από την ΕΑΑΕΣ για τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες υπάρχει σημαντική ανησυχία για την προστασία των αποταμιευτών PEPP, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον μακροπρόθεσμο συνταξιοδοτικό χαρακτήρα του προϊόντος, ή την απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου.

Μεταξύ των εν λόγω κριτηρίων και παραγόντων περιλαμβάνονται:

α)

ο βαθμός πολυπλοκότητας του PEPP και η σχέση με τον τύπο του αποταμιευτή PEPP για τον οποίο διατίθεται στην αγορά και πωλείται,

β)

ο βαθμός καινοτομίας ενός PEPP, μιας δραστηριότητας ή μιας πρακτικής,

γ)

η μόχλευση που παρέχει ένα PEPP ή μια πρακτική,

δ)

σε σχέση με την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, το μέγεθος ή το συνολικό ποσό του συσσωρευμένου κεφαλαίου του PEPP.

Άρθρο 66

Συνεργασία και συνέπεια

1.   Κάθε αρμόδια αρχή συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ανά την Ένωση.

2.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), τις οδηγίες 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2014/65/ΕΕ, (ΕΕ) 2016/97 και (ΕΕ) 2016/2341.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΑΕΣ συνεργάζονται μεταξύ τους για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

4.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΑΕΣ ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ιδίως προκειμένου να εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται οι παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού.

5.   Η ΕΑΑΕΣ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, σε συνδυασμό με τις απαιτούμενες προδιαγραφές για την παρουσίαση των ανωτέρω πληροφοριών σε τυποποιημένο μορφότυπο που επιτρέπει τη σύγκριση.

Η ΕΑΑΕΣ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εφαρμοστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 15 Αυγούστου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 67

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη εκδίδουν κανόνες για τη θέσπιση των κατάλληλων διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων που εφαρμόζονται σε παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα προβλεπόμενα μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο για παραβάσεις που υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις δυνάμει του εθνικού τους δικαίου.

Έως την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο στην Επιτροπή και στην ΕΑΑΕΣ. Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΑΕΣ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.   Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται τουλάχιστον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες:

α)

χρηματοπιστωτική επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 έλαβε καταχώριση PEPP χρησιμοποιώντας ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις ή άλλο αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση των άρθρων 6 και 7,

β)

χρηματοπιστωτική επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 παρέχει, ή αντιστοίχως διανέμει, προϊόντα που φέρουν τον χαρακτηρισμό «πανευρωπαϊκό ατομικό συνταξιοδοτικό προϊόν» ή «PEPP» χωρίς την απαιτούμενη καταχώριση,

γ)

πάροχος PEPP δεν παρέσχε την υπηρεσία δυνατότητας μεταφοράς κατά παράβαση των άρθρων 18 ή 19 ή τις πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω υπηρεσία που απαιτούνται σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21, ή δεν εκπλήρωσε τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο κεφάλαιο IV, στο κεφάλαιο V, στα άρθρα 48 και 50, και στο κεφάλαιο VII,

δ)

θεματοφύλακας δεν εκπλήρωσε τα εποπτικά καθήκοντά του βάσει του άρθρου 48.

3.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να επιβάλλουν κατ’ ελάχιστον τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου:

α)

δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου και τη φύση της παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 69,

β)

έκδοση διαταγής προς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της επίμαχης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψις της,

γ)

προσωρινή απαγόρευση επί υπαίτιου μέλους του διευθυντικού οργάνου της χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, εποπτικού ή διοικητικού οργάνου ή κάθε άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου, από το να ασκεί καθήκοντα διοίκησης σε αυτές τις επιχειρήσεις,

δ)

στην περίπτωση νομικού προσώπου, μέγιστα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους τουλάχιστον 5 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα την 14η Αυγούστου 2019·

ε)

στην περίπτωση νομικού προσώπου, τα μέγιστα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που αναφέρονται στο στοιχείο δ) μπορεί να ανέρχονται έως και στο 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διευθυντικό, εποπτικό ή διοικητικό όργανο· σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης με υποχρέωση κατάρτισης ενοποιημένων οικονομικών λογαριασμών, σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές νομοθετικές πράξεις, με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διευθυντικό, εποπτικό ή διοικητικό όργανο της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης,

στ)

στην περίπτωση φυσικού προσώπου, μέγιστα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους τουλάχιστον 700 000 EUR ή, στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα την 14η Αυγούστου 2019,

ζ)

ανώτατα διοικητικά πρόστιμα τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στο στοιχείο δ), ε) ή στ), αντίστοιχα.

4.   Οι αποφάσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων μέτρων που ορίζονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και στην παράγραφο 3 είναι τεκμηριωμένες και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικής προσφυγής.

5.   Κατά την άσκηση των εξουσιών τους δυνάμει της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο και δυνάμει της παραγράφου 3, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά για να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα παράγουν τα αποτελέσματα που επιδιώκονται με τον παρόντα κανονισμό και συντονίζουν τη δράση τους προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές επαναλήψεις και επικαλύψεις κατά την εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις.

Άρθρο 68

Άσκηση της εξουσίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων

1.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν την εξουσία επιβολής των διοικητικών κυρώσεων και των άλλων μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 67 σύμφωνα με το εκάστοτε εθνικό νομικό πλαίσιο:

α)

άμεσα,

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές,

γ)

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.   Κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων μέτρων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 67 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)

η σημαντικότητα, βαρύτητα και διάρκεια της παράβασης,

β)

ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση,

γ)

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ιδίως από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα καθαρά στοιχεία ενεργητικού του υπαίτιου φυσικού προσώπου,

δ)

η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,

ε)

οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με τις αρμόδιες αρχές, με την επιφύλαξη της ανάγκης εξασφάλισης της παραίτησης από αποκτηθέντα κέρδη ή θεματοφυλακής ζημίες,

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

Άρθρο 69

Δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων

1.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν αμελλητί στον επίσημο δικτυακό τόπο τους κάθε απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή άλλου μέτρου για παράβαση του παρόντος κανονισμού αφού πρώτα ενημερωθεί για την εν λόγω απόφαση το πρόσωπο κατά του οποίου επιβλήθηκε η διοικητική κύρωση ή άλλο μέτρο.

2.   Η δημοσίευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με το είδος και τον χαρακτήρα της παράβασης, την ταυτότητα των υπαίτιων προσώπων, καθώς και με τις διοικητικές κυρώσεις ή τα άλλα μέτρα που επιβλήθηκαν.

3.   Σε περίπτωση που η δημοσιοποίηση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή της ταυτότητας και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων κρίνεται από τις αρμόδιες αρχές δυσανάλογη κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης, ή σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια εξελισσόμενη έρευνα, οι αρμόδιες αρχές πράττουν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α)

καθυστερούν τη δημοσίευση της απόφασης επιβολής της διοικητικής κύρωσης ή του άλλου μέτρου έως ότου παύσουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση,

β)

δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής της διοικητικής κύρωσης ή του άλλου μέτρου, παραλείποντας για λογική χρονική περίοδο την ταυτότητα και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση ή το μέτρο, εάν προβλέπεται ότι οι λόγοι για την ανώνυμη δημοσίευση θα παύσουν να υφίστανται εντός της περιόδου αυτής, και υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ανώνυμη δημοσίευση διασφαλίζει αποτελεσματικά την προστασία των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ή

γ)

δεν δημοσιεύουν καν την απόφαση επιβολής της διοικητικής κύρωσης ή του άλλου μέτρου, σε περίπτωση που κρίνεται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών,

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

4.   Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσίευση διοικητικής κύρωσης ή άλλου μέτρου σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί. Στην περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης επιβολής διοικητικής κύρωσης ή άλλου μέτρου ενώπιον των οικείων δικαστικών αρχών, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης αμελλητί στον επίσημο δικτυακό τόπο τους τις πληροφορίες αυτές και τυχόν επακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας προσφυγής. Οποιαδήποτε δικαστική απόφαση περί ακυρώσεως προηγούμενης απόφασης επιβολής διοικητικής κύρωσης ή άλλου μέτρου δημοσιεύεται επίσης.

5.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι τυχόν δημοσίευση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 θα παραμείνει στον επίσημο δικτυακό τόπο τους τουλάχιστον για διάστημα πέντε ετών από τη δημοσίευση. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνει η δημοσίευση διατηρούνται στους επίσημους δικτυακούς τόπους των αρμόδιων αρχών για το απαραίτητο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 70

Καθήκον για υποβολή πληροφοριών στην ΕΑΑΕΣ όσον αφορά διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα

1.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΑΕΣ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευτούν σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 3 στοιχείο γ), περιλαμβανομένων τυχόν σχετικών προσφυγών και της έκβασής τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΑΕΣ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 67.

Η ΕΑΑΕΣ δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες σε ετήσια έκθεση.

3.   Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΑΕΣ σε ετήσια βάση ανώνυμα και συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΑΕΣ δημοσιεύει ανώνυμα δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται στο πλαίσιο ετήσιας έκθεσης.

4.   Οσάκις οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στο κοινό διοικητική κύρωση, άλλο μέτρο ή ποινική κύρωση, αναφέρουν ταυτόχρονα τη συγκεκριμένη κύρωση ή μέτρο στην ΕΑΑΕΣ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 71

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι πάροχοι PEPP, οι διανομείς PEPP και οι αρμόδιες αρχές εκτελούν τα καθήκοντά τους για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 και την οδηγία 2002/58/ΕΚ. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΑΕΣ στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΑΕΣ συμμορφώνεται προς τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

Άρθρο 72

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 9, στο άρθρο 45 παράγραφος 4 και στο άρθρο 65 παράγραφος 9 ανατίθενται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 14η Αυγούστου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των τεσσάρων ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 40 παράγραφος 9, στο άρθρο 45 παράγραφος 4 και στο άρθρο 65 παράγραφος 9 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 9, το άρθρο 45 παράγραφος 4 και το άρθρο 65 παράγραφος 9 αρχίζει να ισχύει μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 73

Αξιολόγηση και υποβολή έκθεσης

1.   Πέντε έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού και, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΑΕΣ και τις άλλες ΕΕΑ, κατά περίπτωση, υποβάλλει έκθεση σχετικά με τα κύρια πορίσματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετική πρόταση.

2.   Η έκθεση καλύπτει, ιδίως, τα εξής:

α)

τη λειτουργία της διαδικασίας για την καταχώριση των PEPP σύμφωνα με το κεφάλαιο II,

β)

τη δυνατότητα μεταφοράς, ιδίως των υπολογαριασμών που είναι διαθέσιμες στους αποταμιευτές PEPP, και τη δυνατότητα του αποταμιευτή να συνεχίσει να συνεισφέρει στον τελευταίο ελεύθερο υπολογαριασμό σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφοι 3 και 4,

γ)

την ανάπτυξη συμπράξεων,

δ)

τη λειτουργία της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασμού και το ύψος των προμηθειών και των χρεώσεων,

ε)

το επίπεδο διείσδυσης στην αγορά του PEPP και τις επιπτώσεις του παρόντος κανονισμού για την παροχή συντάξεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της υποκατάστασης των υφιστάμενων προϊόντων και της υιοθέτησης του βασικού PEPP,

στ)

τη διαδικασία καταγγελιών,

ζ)

την ενσωμάτωση παραγόντων ΠΚΔ στην επενδυτική πολιτική PEPP,

η)

το ύψος των προμηθειών, χρεώσεων και δαπανών που βαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τους αποταμιευτές PEPP, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης πιθανών αδυναμιών της αγοράς,

θ)

τη συμμόρφωση των παρόχων PEPP προς τον παρόντα κανονισμό και προς τα πρότυπα που καθορίζονται από το εφαρμοστέο τομεακό δίκαιο,

ι)

την εφαρμογή διαφόρων τεχνικών μείωσης του κινδύνου που χρησιμοποιούνται από τους παρόχους PEPP,

ια)

την παροχή PEPP στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκατάστασης,

ιβ)

εάν υπάρχουν στοιχεία που αφορούν τη γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις του προϊόντος σε υποψήφιους αποταμιευτές PEPP, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες για τα σενάρια επιδόσεων που θα συμπεριληφθούν στο PEPP,

ιγ)

κατά πόσον οι συμβουλές που παρέχονται στους αποταμιευτές PEPP είναι επαρκείς, ιδίως όσον αφορά πιθανές μορφές πληρωμών.

Η αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο ε) συνεκτιμά τους λόγους για το μη άνοιγμα υπολογαριασμών σε ορισμένα κράτη μέλη και εκτιμά την πρόοδο και την προσπάθεια που καταβάλλουν οι πάροχοι PEPP για την ανάπτυξη τεχνικών λύσεων για το άνοιγμα υπολογαριασμών.

3.   Η Επιτροπή συγκροτεί ομάδα με συναφείς συμφεροντούχους προκειμένου να παρακολουθείται διαρκώς η ανάπτυξη και η υλοποίηση των PEPP. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον εκπροσώπους από την ΕΑΑΕΣ, από τις αρμόδιες αρχές, από τον κλάδο και τις ενώσεις καταναλωτών, καθώς και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.

Η γραμματεία της ομάδας είναι η ΕΑΑΕΣ.

Άρθρο 74

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται 12 μήνες μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 5, στο άρθρο 30 παράγραφος 2, στο άρθρο 33 παράγραφος 3, στο άρθρο 36 παράγραφος 2, στο άρθρο 37 παράγραφος 2, στο άρθρο 45 παράγραφος 3 και στο άρθρο 46 παράγραφος 3.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 81 της 2.3.2018, σ. 139.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2019.

(3)  ΕΕ C 11 της 12.1.2018, σ. 24.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(5)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) (ΕΕ L 352 της 9.12.2014, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(9)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(10)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/760 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τα ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 98).

(12)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(13)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγία 95/46/ΕΚ (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(17)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων (ΕΕ L 26 της 2.2.2016, σ. 19).

(18)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(19)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(20)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(21)  Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).


25.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/64


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1239 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για τη θέσπιση ευρωπαϊκού περιβάλλοντος ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/65/ΕΕ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 100 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2010/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) απαιτεί από τα κράτη μέλη να αποδέχονται την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων των πλοίων σε ηλεκτρονική μορφή κατά τον κατάπλου σε λιμένες της Ένωσης και τον απόπλου από αυτούς και να διασφαλίζουν τη διαβίβασή τους μέσω ενιαίας θυρίδας προκειμένου να διευκολύνουν και να επιταχύνουν τις θαλάσσιες μεταφορές.

(2)

Οι θαλάσσιες μεταφορές είναι η ραχοκοκαλιά του εμπορίου και των επικοινωνιών εντός και πέραν της ενιαίας αγοράς. Για τη διευκόλυνση των θαλάσσιων μεταφορών και με σκοπό την περαιτέρω μείωση του διοικητικού φόρτου για τις ναυτιλιακές εταιρείες, οι διαδικασίες ενημέρωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων που επιβάλλονται στις ναυτιλιακές εταιρείες από ενωσιακές νομικές πράξεις, από διεθνείς νομικές πράξεις και από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών θα πρέπει να απλοποιηθούν και να εναρμονιστούν περαιτέρω, να είναι ουδέτερες από τεχνολογική άποψη και να προάγουν βιώσιμες λύσεις όσον αφορά την υποβολή δηλώσεων.

(3)

Τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ζητήσει επανειλημμένα μεγαλύτερη διαλειτουργικότητα και πιο ολοκληρωμένες και φιλική προς τον χρήστη επικοινωνία και ροές πληροφόρησης για να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να καλυφθούν οι ανάγκες πολιτών και επιχειρήσεων.

(4)

Ο κύριος στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται κατά τον ελλιμενισμό, ιδίως διασφαλίζοντας ότι τα ίδια σύνολα δεδομένων μπορούν να υποβάλλονται σε κάθε εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα με τον ίδιο τρόπο. Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί επίσης στο να διευκολυνθεί η διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ διασαφιστών, αρμόδιων αρχών και των παρόχων λιμενικών υπηρεσιών στον λιμένα κατάπλου, και άλλων κρατών μελών. Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να διαφοροποιήσει τις προθεσμίες ή την ουσία των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων και δεν θα πρέπει να επηρεάζει την επακόλουθη αποθήκευση και επεξεργασία των πληροφοριών σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο.

(5)

Οι υφιστάμενες εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες σε κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διατηρηθούν ως οι βάσεις για ένα τεχνολογικά ουδέτερο και διαλειτουργικό ευρωπαϊκό περιβάλλον ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας («EMSWe»). H εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα θα πρέπει να συνιστά ολοκληρωμένο σημείο εισόδου υποβολής δηλώσεων για τους θαλάσσιους μεταφορείς και να εκτελεί τις λειτουργίες της συλλογής δεδομένων από τους διασαφιστές και της διανομής δεδομένων σε όλες τις οικείες αρμόδιες αρχές και τους παρόχους λιμενικών υπηρεσιών.

(6)

Με σκοπό την αύξηση της αποτελεσματικότητας των εθνικών ναυτιλιακών ενιαίων θυρίδων και την προετοιμασία για τις μελλοντικές εξελίξεις, θα πρέπει να είναι δυνατή η διατήρηση των υφιστάμενων ή η θέσπιση νέων ρυθμίσεων στα κράτη μέλη ώστε να χρησιμοποιούν την εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα για την κοινοποίηση τέτοιου είδους πληροφοριών και για άλλα μέσα μεταφοράς.

(7)

Οι μετωπικές διεπαφές των εν λόγω εθνικών ναυτιλιακών ενιαίων θυρίδων, από την πλευρά των διασαφιστών, θα πρέπει να εναρμονιστούν σε ενωσιακό επίπεδο, προκειμένου να διευκολυνθεί η υποβολή δηλώσεων και να μειωθεί περαιτέρω ο διοικητικός φόρτος. Η εναρμόνιση αυτή θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της χρήσης σε κάθε εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα κοινού λογισμικού διεπαφής που θα αναπτυχθεί σε ενωσιακό επίπεδο, για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των συστημάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να φέρουν την ευθύνη για την ενσωμάτωση και τη διαχείριση του δομοστοιχείου διεπαφής και για την τακτική και έγκαιρη ενημέρωση του λογισμικού όταν παρέχονται νέες εκδόσεις από την Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει το δομοστοιχείο αυτό και να παρέχει ενημερώσεις όποτε είναι απαραίτητο, καθώς η ανάπτυξη ψηφιακών τεχνολογιών εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς και οποιαδήποτε τεχνολογική λύση μπορεί γρήγορα να ξεπεραστεί λόγω νεότερων εξελίξεων.

(8)

Άλλοι δίαυλοι υποβολής δηλώσεων που παρέχονται από κράτη μέλη και παρόχους υπηρεσιών, όπως τα συστήματα κοινότητας λιμένος, θα μπορούσαν να διατηρηθούν ως προαιρετικά σημεία εισόδου για την υποβολή δηλώσεων και θα πρέπει να μπορούν να ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών δεδομένων.

(9)

Προκειμένου να μην επιβληθεί δυσανάλογος διοικητικός φόρτος στα μεσόγεια κράτη μέλη που δεν διαθέτουν θαλάσσιους λιμένες, αυτά τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξαιρεθούν από την υποχρέωση ανάπτυξης, δημιουργίας, λειτουργίας και διάθεσης εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας. Αυτό σημαίνει ότι, για όσο κάνουν χρήση αυτής της εξαίρεσης, τα εν λόγω κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να εκπληρώνουν υποχρεώσεις που συνδέονται με την ανάπτυξη, τη δημιουργία, τη λειτουργία και διάθεση εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας.

(10)

Οι εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες θα πρέπει να περιλαμβάνουν εύκολη στη χρήση, γραφική διεπαφή χρήστη με κοινές λειτουργίες που θα επιτρέπει στους διασαφιστές να εισάγουν στοιχεία με το χέρι. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα εισαγωγής στοιχείων με το χέρι από τους διασαφιστές στη γραφική διεπαφή χρήστη και μέσω αναφόρτωσης εναρμονισμένων ψηφιακών λογιστικών φύλλων. Επιπρόσθετα της διασφάλισης κοινών λειτουργιών, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να συντονίζουν τις προσπάθειές τους με σκοπό να διασφαλίζουν ότι η εμπειρία του χρήστη των εν λόγω γραφικών διεπαφών χρήστη είναι όσο το δυνατόν παρόμοια.

(11)

Νέες αναδυόμενες ψηφιακές τεχνολογίες παρουσιάζουν συνεχώς αυξανόμενες ευκαιρίες για αύξηση της αποδοτικότητας του τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και μείωση του διοικητικού φόρτου. Προκειμένου να αποκομιστούν όσο το δυνατόν νωρίτερα τα οφέλη τέτοιων νέων τεχνολογιών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να τροποποιεί, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες του εναρμονισμένου περιβάλλοντος υποβολής δηλώσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δίνονται περιθώρια ευελιξίας στους συντελεστές της αγοράς για την ανάπτυξη νέων ψηφιακών τεχνολογιών, ενώ οι νέες τεχνολογίες θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού.

(12)

Θα πρέπει να παρέχεται στους διασαφιστές επαρκής υποστήριξη και ενημέρωση ως προς τις διαδικασίες και τις τεχνικές προδιαγραφές που αφορούν τη χρήση των εθνικών ναυτιλιακών ενιαίων θυρίδων μέσω εύκολα προσβάσιμων και φιλικών προς τον χρήστη εθνικών ιστότοπων με κοινά πρότυπα «εμφάνισης και αίσθησης».

(13)

H σύμβαση περί Διευκολύνσεως της Διεθνούς Ναυτιλιακής Κινήσεως («σύμβαση FAL») (4) προβλέπει ότι οι δημόσιες αρχές πρέπει σε κάθε περίπτωση να απαιτούν να δηλώνονται μόνο ουσιώδεις πληροφορίες και να τηρούν στο ελάχιστο τον αριθμό των στοιχείων. Ωστόσο, οι τοπικές συνθήκες ενδέχεται να απαιτούν ειδικές πληροφορίες προκειμένου να διασφαλισθεί η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας.

(14)

Με σκοπό να επιτραπεί η λειτουργία του EMSWe, είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συνόλου δεδομένων EMSWe, το οποίο θα πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία των πληροφοριών που ενδέχεται να ζητήσουν κατά τον ελλιμενισμό ενός πλοίου οι εθνικές αρχές ή οι φορείς εκμετάλλευσης λιμένων για διοικητικούς ή επιχειρησιακούς λόγους. Κατά τη δημιουργία του συνόλου δεδομένων EMSWe, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη σχετικές εργασίες σε διεθνές επίπεδο. Δεδομένου ότι το πεδίο των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων διαφοροποιείται από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, μία εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα σε ένα δεδομένο κράτος μέλος θα πρέπει να σχεδιάζεται έτσι ώστε να αποδέχεται το σύνολο δεδομένων EMSWe χωρίς οποιαδήποτε τροποποίηση, και να αγνοεί οποιαδήποτε πληροφορία δεν είναι σχετική για το εν λόγω κράτος μέλος.

(15)

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, ένα κράτος μέλος θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητήσει συμπληρωματικά στοιχεία δεδομένων από τους διασαφιστές. Αυτές οι εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να ανακύψουν, για παράδειγμα, όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη για την προστασία της εσωτερικής τάξης και ασφάλειας ή για την αντιμετώπιση σοβαρής απειλής κατά της υγείας ανθρώπων ή ζώων ή κατά του περιβάλλοντος. Η έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά.

(16)

Οι σχετικές υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που περιλαμβάνονται στις ενωσιακές και διεθνείς νομικές πράξεις θα πρέπει να απαριθμούνται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω υποχρεώσεις θα πρέπει να παρέχουν τη βάση για τη δημιουργία του ολοκληρωμένου συνόλου δεδομένων EMSWe. Το παράρτημα θα πρέπει επίσης να αναφέρει τις σχετικές κατηγορίες υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων σε εθνικό επίπεδο, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν από την Επιτροπή να τροποποιεί το σύνολο δεδομένων EMSWe βάσει των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων που περιλαμβάνεται στην εθνική τους νομοθεσία και τις εθνικές τους απαιτήσεις. Οι νομικές πράξεις της Ένωσης οι οποίες τροποποιούν το σύνολο δεδομένων EMSWe βάσει υποχρέωσης υποβολής δηλώσεων που περιέχεται στην εθνική νομοθεσία και τις εθνικές απαιτήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνει ρητή αναφορά στην εν λόγω εθνική νομοθεσία και απαιτήσεις.

(17)

Κάθε φορά που μεταδίδονται πληροφορίες από την εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα στις αρμόδιες αρχές, η διαβίβαση θα πρέπει να συνάδει με τις κοινές απαιτήσεις δεδομένων και τους κοινούς μορφότυπους και κωδικούς για τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων και τις διατυπώσεις που προβλέπονται στις ενωσιακές νομικές πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα και θα πρέπει να γίνεται μέσω των συστημάτων ΤΠ που αυτές θεσπίζουν, όπως οι τεχνικές ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(18)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να λάβει υπόψη τα συστήματα SafeSeaNet που έχουν θεσπιστεί σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, τα οποία θα πρέπει να συνεχίσουν να διευκολύνουν την ανταλλαγή και διανομή των πληροφοριών που λαμβάνονται μέσω της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(19)

Οι λιμένες δεν είναι ο τελικός προορισμός των εμπορευμάτων. Η αποδοτικότητα των ελλιμενισμών έχει αντίκτυπο σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα που σχετίζεται με τη μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών προς και από τους λιμένες. Με σκοπό να διασφαλιστεί η διαλειτουργικότητα, η πολυτροπικότητα και η ομαλή ενσωμάτωση των θαλάσσιων μεταφορών στη συνολική εφοδιαστική αλυσίδα και με σκοπό τη διευκόλυνση άλλων τρόπων μεταφοράς, οι εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες θα πρέπει να προβλέπουν τη δυνατότητα ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών, όπως οι ώρες κατάπλου και απόπλου, με παρόμοια πλαίσια που έχουν αναπτυχθεί για άλλους τρόπους μεταφοράς.

(20)

Με σκοπό να βελτιωθεί η αποδοτικότητα των θαλάσσιων μεταφορών και να περιοριστεί η αλληλεπικάλυψη των πληροφοριών οι οποίες πρέπει να παρέχονται για επιχειρησιακούς λόγους κατά τον ελλιμενισμό πλοίου, οι πληροφορίες που παρέχονται από τον διασαφιστή σε μια εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα θα πρέπει επίσης να ανταλλάσσονται με ορισμένες άλλες οντότητες, όπως οι φορείς εκμετάλλευσης λιμένων ή τερματικών σταθμών, όταν διαθέτουν σχετική εξουσιοδότηση από τον διασαφιστή και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη σεβασμού της εμπιστευτικότητας, των εμπορικών ευαισθησιών και των νομικών περιορισμών. Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να βελτιωθεί ο χειρισμός των δεδομένων κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων σύμφωνα με την αρχή «μόνον άπαξ».

(21)

O κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 προβλέπει ότι τα εμπορεύματα που εισέρχονται στην τελωνειακή επικράτεια της Ένωσης καλύπτονται από συνοπτική διασάφηση εισόδου η οποία πρέπει να υποβάλλεται ηλεκτρονικά στις τελωνειακές αρχές. Δεδομένης της σημασίας των πληροφοριών της συνοπτικής διασάφησης εισόδου για τη διαχείριση της ασφάλειας και των χρηματοοικονομικών κινδύνων, αναπτύσσεται επί του παρόντος ειδικό ηλεκτρονικό σύστημα για την υποβολή και διαχείριση συνοπτικών διασαφήσεων εισόδου στην τελωνειακή επικράτεια της Ένωσης. Δεν θα είναι, συνεπώς, δυνατόν να υποβληθούν συνοπτικές διασαφήσεις εισόδου μέσω του εναρμονισμένου δομοστοιχείου διεπαφής υποβολής δηλώσεων. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα από τα στοιχεία δεδομένων που υποβάλλονται με τη συνοπτική διασάφηση εισόδου απαιτούνται επίσης για την εκπλήρωση άλλων τελωνειακών και ναυτιλιακών υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων κατά τον ελλιμενισμό πλοίου σε λιμένα της Ένωσης, το EMSWe θα πρέπει να μπορεί να επεξεργάζεται τα στοιχεία δεδομένων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου. Θα πρέπει εξίσου να προβλεφθεί η δυνατότητα να μπορούν να ανακτούν οι εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες τις σχετικές πληροφορίες που έχουν ήδη υποβληθεί μέσω της συνοπτικής διασάφησης εισόδου.

(22)

Για να εναρμονιστούν πλήρως οι απαιτήσεις υποβολής δηλώσεων, οι τελωνειακές, ναυτιλιακές και άλλες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο. Εθνικοί συντονιστές με ειδικές αρμοδιότητες θα πρέπει να επαυξήσουν την αποτελεσματικότητα αυτής της συνεργασίας και την ομαλή λειτουργία των εθνικών ναυτιλιακών ενιαίων θυρίδων.

(23)

Είναι απαραίτητο να προβλεφθούν κοινές βάσεις δεδομένων, προκειμένου να καταστεί δυνατή η περαιτέρω χρήση των πληροφοριών που παρέχονται μέσω των εθνικών ναυτιλιακών ενιαίων θυρίδων και να διευκολυνθεί η υποβολή πληροφοριών από τους διασαφιστές. Θα πρέπει να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων πλοίων EMSWe που να περιλαμβάνει έναν κατάλογο αναφοράς των χαρακτηριστικών των πλοίων και τις εξαιρέσεις που ισχύουν για αυτά όσον αφορά την υποβολή δηλώσεων, όπως δηλώνονται στην αντίστοιχη εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα. Για να διευκολυνθεί η υποβολή πληροφοριών από τους διασαφιστές, θα πρέπει να δημιουργηθεί μια κοινή βάση δεδομένων θέσης που να τηρεί κατάλογο αναφοράς κωδικών θέσης, περιλαμβάνοντας τον Κώδικα των Ηνωμένων Εθνών για τους τόπους εμπορίου και μεταφορών (UN/LOCODE), τους ειδικούς κωδικούς του SafeSeaNet, καθώς και τους κωδικούς θέσης λιμενικής εγκατάστασης όπως έχουν καταχωριστεί στο διεθνές ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα ναυσιπλοΐας (GISIS) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ). Επιπλέον, θα πρέπει να δημιουργηθεί μια κοινή βάση δεδομένων Hazmat που να ενσωματώνει έναν κατάλογο επικίνδυνων και ρυπογόνων εμπορευμάτων τα οποία θα πρέπει να κοινοποιούνται στην εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα, σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ, και στο έντυπο ΙΜΟ FAL 7, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά στοιχεία δεδομένων από τις συμβάσεις και τους κωδικούς του ΔΝΟ.

(24)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να συνάδει με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή, στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να συνάδει με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(25)

Το EMSWe και οι εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες δεν θα πρέπει να παρέχουν καμία άλλη αιτιολογία για οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πέραν αυτής που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία τους και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να χορηγούν νέα δικαιώματα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

(26)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη συμπλήρωση του παρόντα κανονισμού μέσω της δημιουργίας και της τροποποίησης του συνόλου δεδομένων EMSWe και του καθορισμού ορισμών, κατηγοριών και προδιαγραφών δεδομένων για τα στοιχεία δεδομένων, και όσον αφορά την τροποποίηση του παραρτήματος ώστε να ενσωματώνει τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που υφίστανται σε εθνικό επίπεδο, καθώς και ώστε να λαμβάνει υπόψη οποιεσδήποτε νέες υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που θεσπίζονται στις ενωσιακές νομικές πράξεις. Η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τηρούνται οι κοινές απαιτήσεις δεδομένων και οι κοινοί μορφότυποι και οι κωδικοί που θεσπίζονται στις ενωσιακές και διεθνείς νομικές πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες,τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (9). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(27)

Κατά την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την έγκαιρη διεξαγωγή διαβούλευσης με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και την επιχειρηματική κοινότητα κατά τρόπο διαφανή.

(28)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(29)

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες προκειμένου να καθορίζει τις λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές, τους μηχανισμούς ελέγχου ποιότητας και τις διαδικασίες ανάπτυξης, συντήρησης και εφαρμογής του εναρμονισμένου δομοστοιχείου διεπαφής και των σχετικών εναρμονισμένων στοιχείων των εθνικών ναυτιλιακών ενιαίων θυρίδων. Εκτελεστικές αρμοδιότητες θα πρέπει επίσης να ανατεθούν στην Επιτροπή προκειμένου να καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες για τις κοινές υπηρεσίες του EMSWe.

(30)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να βασίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) που καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ορισμένα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης φυσικών και νομικών προσώπων που εμπίπτουν σε κοινοποιημένο σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης άλλου κράτους μέλους. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 θεσπίζει τους όρους για να δύνανται οι χρήστες να χρησιμοποιούν μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και επαλήθευσης ταυτότητας προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε δημόσιες ηλεκτρονικές υπηρεσίες σε διασυνοριακές καταστάσεις.

(31)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργήσει αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού. Θα πρέπει να συγκεντρώνονται πληροφορίες προκειμένου να τροφοδοτούν την εν λόγω αξιολόγηση και να καταστεί δυνατή η εκτίμηση των επιδόσεων του παρόντος κανονισμού βάσει των στόχων που επιδιώκει. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να αξιολογήσει, μεταξύ άλλων επιλογών, την προστιθέμενη αξία θέσπισης ενός κεντρικού και εναρμονισμένου ευρωπαϊκού συστήματος υποβολής δηλώσεων, όπως για παράδειγμα μια κεντρική διεπαφή υποβολής δηλώσεων.

(32)

Η οδηγία 2010/65/ΕΕ θα πρέπει, συνεπώς, να καταργηθεί με ισχύ από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(33)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

O παρών κανονισμός θεσπίζει πλαίσιο για ένα τεχνολογικά ουδέτερο και διαλειτουργικό ευρωπαϊκό περιβάλλον ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας («EMSWe») με εναρμονισμένες διεπαφές, προκειμένου να διευκολυνθεί η ηλεκτρονική διαβίβαση πληροφοριών όσον αφορά τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία που καταπλέουν σε, παραμένουν σε και αποπλέουν από λιμένα της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ευρωπαϊκό περιβάλλον ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας» («EMSWe»): το νομικό και τεχνικό πλαίσιο για την ηλεκτρονική διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων για ελλιμενισμούς στην Ένωση, το οποίο αποτελείται από δίκτυο εθνικών ναυτιλιακών ενιαίων θυρίδων με εναρμονισμένες διεπαφές υποβολής δηλώσεων και περιλαμβάνει ανταλλαγές δεδομένων μέσω του SafeSeaNet και άλλων συναφών συστημάτων, καθώς και κοινές υπηρεσίες για τη διαχείριση του μητρώου των χρηστών και της πρόσβασης σε αυτό, την απεύθυνση, την ταυτοποίηση πλοίων, τους κωδικούς θέσης και πληροφορίες για επικίνδυνα και ρυπογόνα εμπορεύματα και για θέματα υγείας·

2)   «πλοίο»: κάθε ποντοπόρο πλοίο ή σκάφος η εκμετάλλευση του οποίου γίνεται σε θαλάσσιο περιβάλλον, και που υπόκειται σε ειδική υποχρέωση υποβολής δήλωσης που περιλαμβάνεται στο παράρτημα·

3)   «εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα»: τεχνική πλατφόρμα που έχει συσταθεί και λειτουργεί σε εθνικό επίπεδο για την παραλαβή, την ανταλλαγή και τη διαβίβαση πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων, η οποία περιλαμβάνει κοινά καθορισμένη διαχείριση δικαιωμάτων πρόσβασης, δομοστοιχείο εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων και γραφική διεπαφή χρήστη για επικοινωνία με διασαφιστές, καθώς και διασυνδέσεις με τα συστήματα και τις βάσεις δεδομένων των αρμοδίων αρχών σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, η οποία παρέχει τη δυνατότητα διαβίβασης προς τους διασαφιστές μηνυμάτων ή επιβεβαιώσεων που καλύπτουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα αποφάσεων που λαμβάνονται από όλες τις συμμετέχουσες αρμόδιες αρχές και η οποία θα μπορούσε επίσης να επιτρέπει, κατά περίπτωση, τη σύνδεση με άλλα μέσα υποβολής δηλώσεων·

4)   «εναρμονισμένο δομοστοιχείο διεπαφής υποβολής δηλώσεων»: συστατικό μεσολογισμικού της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας, μέσω του οποίου είναι δυνατή η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του συστήματος πληροφοριών που χρησιμοποιεί ο διασαφιστής και της σχετικής εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας·

5)   «υποχρέωση υποβολής δήλωσης»: οι πληροφορίες που απαιτούνται από τις ενωσιακές και διεθνείς νομικές πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα, καθώς και από την εθνική νομοθεσία και εθνικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο παράρτημα, οι οποίες πρέπει να παρέχονται σε ό,τι αφορά ελλιμενισμό·

6)   «ελλιμενισμός»: ο κατάπλους ενός σκάφους σε, η παραμονή ενός σκάφους σε και ο απόπλους του από θαλάσσιο λιμένα κράτους μέλους·

7)   «στοιχείο δεδομένων»: η μικρότερη μονάδα πληροφορίας η οποία έχει μοναδικό ορισμό και ακριβή τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως μορφότυπο, μήκος και τύπο χαρακτήρων·

8)   «σύνολο δεδομένων EMSWe»: ο πλήρης κατάλογος των στοιχείων δεδομένων που απορρέουν από τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων·

9)   «γραφική διεπαφή χρήστη»: διεπαφή ιστού για αμφίδρομη, διαδικτυακή υποβολή δεδομένων από το χρήστη στο σύστημα προς μια εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα, που επιτρέπει στους διασαφιστές να εισάγουν δεδομένα με το χέρι, μεταξύ άλλων μέσω χρήσης εναρμονισμένων ψηφιακών λογιστικών φύλλων και λειτουργιών που επιτρέπουν την εξαγωγή στοιχείων υποβολής δεδομένων από τα εν λόγω λογιστικά φύλλα, και που περιλαμβάνει κοινές λειτουργίες και χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν στους διασαφιστές κοινή εμπειρία ως προς της ροή πλοήγησης και την αναφόρτωση δεδομένων·

10)   «κοινή υπηρεσία απεύθυνσης»: επιπρόσθετη εθελοντική υπηρεσία προς τους διασαφιστές για την εκκίνηση απευθείας συνδέσεων δεδομένων από σύστημα σε σύστημα, μεταξύ του συστήματος του διασαφιστή και του δομοστοιχείου εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων της αντίστοιχης εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας·

11)   «διασαφιστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υπόκειται στις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων ή κάθε άλλο δεόντως εξουσιοδοτημένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματός του, εντός των ορίων της οικείας υποχρέωσης υποβολής δηλώσεων·

12)   «τελωνειακές αρχές»: οι αρχές που ορίζονται στο άρθρο 5 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013·

13)   «πάροχος υπηρεσιών δεδομένων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών σε διασαφιστή σε σχέση με υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων·

14)   «ηλεκτρονική διαβίβαση πληροφοριών»: η διαδικασία διαβίβασης πληροφοριών που έχουν υποστεί ψηφιακή κωδικοποίηση, με χρήση αναθεωρήσιμου δομημένου μορφότυπου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί απευθείας για αποθήκευση δεδομένων και επεξεργασία από υπολογιστές·

15)   «πάροχος λιμενικών υπηρεσιών»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μία ή περισσότερες κατηγορίες των λιμενικών υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/352 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΝΟΛΟ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ EMSWe

Άρθρο 3

Δημιουργία του συνόλου δεδομένων EMSWe

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί και τροποποιεί το σύνολο δεδομένων EMSWe δυνάμει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Το αργότερο στις 15 Φεβρουαρίου 2020, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε υποχρέωση υποβολής δηλώσεων που απορρέει από την εθνική νομοθεσία και τις εθνικές απαιτήσεις, καθώς και τα στοιχεία δεδομένων που πρέπει να συμπεριληφθούν στο σύνολο δεδομένων EMSWe. Προσδιορίζουν επακριβώς αυτά τα στοιχεία δεδομένων.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 23, προκειμένου να τροποποιεί το παράρτημα του παρόντος κανονισμού με σκοπό την εισαγωγή, τη διαγραφή ή την προσαρμογή των αναφορών σε εθνική νομοθεσία ή απαιτήσεις, σε ενωσιακές ή διεθνείς νομικές πράξεις και προκειμένου να δημιουργεί και να τροποποιεί το σύνολο δεδομένων EMSWe.

Η πρώτη σχετική κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εκδίδεται το αργότερο έως τις 15 Αυγούστου 2021.

Κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4, ένα κράτος μέλος μπορεί, να ζητήσει από την Επιτροπή να εισαγάγει ή να τροποποιήσει στοιχεία δεδομένων στο σύνολο δεδομένων EMSWe, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που περιέχονται στην εθνική του νομοθεσία και τις εθνικές απαιτήσεις. Όταν αξιολογεί κατά πόσον στοιχεία δεδομένων πρέπει να περιληφθούν στο σύνολο δεδομένων EMSWe, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ανησυχίες όσον αφορά την ασφάλεια, καθώς και τις αρχές της σύμβασης FAL, και συγκεκριμένα την αρχή να δηλώνονται μόνο ουσιώδεις πληροφορίες και να τηρείται στο ελάχιστο ο αριθμός των στοιχείων.

Η Επιτροπή αποφασίζει, εντός τριών μηνών από την υποβολή του αιτήματος, κατά πόσον θα εισαγάγει τα στοιχεία δεδομένων στο σύνολο δεδομένων EMSWe. Η Επιτροπή αιτιολογεί την απόφασή της.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εισάγει ή τροποποιεί ένα στοιχείο δεδομένων στο σύνολο δεδομένων EMSWe περιλαμβάνει ρητή αναφορά στην εθνική νομοθεσία και τις εθνικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο.

Στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να μην εισαγάγει το ζητούμενο στοιχείο δεδομένων, η Επιτροπή παρέχει τεκμηριωμένη αιτιολόγηση για την άρνησή της, αναφερόμενη στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και στις αρχές της σύμβασης FAL.

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις επί του συνόλου δεδομένων EMSWe

1.   Όταν ένα κράτος μέλος προτίθεται να τροποποιήσει μια υποχρέωση υποβολής δήλωσης σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία και τις εθνικές απαιτήσεις, και η τροποποίηση αυτή θα συνεπαγόταν την παροχή πληροφοριών διαφορετικών από εκείνες που περιλαμβάνονται στο σύνολο δεδομένων EMSWe, το εν λόγω κράτος μέλος ειδοποιεί αμέσως την Επιτροπή. Στην εν λόγω ειδοποίηση, το κράτος μέλος προσδιορίζει με ακρίβεια τις πληροφορίες που δεν καλύπτονται από το σύνολο δεδομένων EMSWe και αναφέρει την προβλεπόμενη χρονική περίοδο κατά την οποία πρέπει να εφαρμοστεί η εν λόγω υποχρέωση υποβολής δήλωσης.

2.   Ένα κράτος μέλος δεν εισάγει νέες υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων, εκτός εάν αυτό έχει εγκριθεί από την Επιτροπή μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3 και οι αντίστοιχες πληροφορίες έχουν ενσωματωθεί στο σύνολο δεδομένων EMSWe και εφαρμοστεί στις εναρμονισμένες διεπαφές υποβολής δηλώσεων.

3.   Η Επιτροπή αξιολογεί την αναγκαιότητα τροποποίησης του συνόλου δεδομένων EMSWe σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3. Τροποποιήσεις στο σύνολο δεδομένων EMSWe θα πρέπει να εισάγονται μόνον μία φορά ετησίως, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

4.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία δεδομένων από τους διασαφιστές χωρίς την έγκριση της Επιτροπής για χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Το κράτος μέλος κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τα εν λόγω στοιχεία δεδομένων στην Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει στο κράτος μέλος να συνεχίσει να ζητά τα πρόσθετα στοιχεία για δύο επιπλέον περιόδους τριών μηνών εάν εξακολουθήσουν να συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις.

Το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη της τελευταίας τρίμηνης περιόδου του πρώτου εδαφίου. το κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή τα πρόσθετα στοιχεία δεδομένων να αποτελέσουν τμήμα του συνόλου δεδομένων EMSWe, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3. Το κράτος μέλος μπορεί να εξακολουθήσει να ζητά τα πρόσθετα στοιχεία δεδομένων από τους διασαφιστές μέχρι να λάβει απόφαση η Επιτροπή και, σε περίπτωση θετικής απόφασης, μέχρι να υλοποιηθεί το τροποποιημένο σύνολο δεδομένων EMSWe.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΑΡΟΧΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 5

Εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα

1.   Κάθε κράτος μέλος δημιουργεί εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα στην οποία, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 11, υποβάλλονται όλες οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων άπαξ, μέσω του συνόλου δεδομένων EMSWe και σύμφωνα με αυτό, χρησιμοποιώντας το δομοστοιχείο εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων και τη γραφική διεπαφή χρήστη όπως ορίζεται στο άρθρο 6 και, όπου συντρέχει περίπτωση, άλλα μέσα υποβολής δηλώσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 7, με σκοπό τη διάθεση των πληροφοριών αυτών στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, στον βαθμό που είναι απαραίτητος ώστε να μπορέσουν οι εν λόγω αρχές να εκτελέσουν τις αντίστοιχες λειτουργίες τους.

Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για τη λειτουργία των εθνικών ναυτιλιακών ενιαίων θυρίδων τους.

Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργήσουν μια ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα από κοινού με ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη. Αυτά τα κράτη μέλη ορίζουν την εν λόγω ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα ως την εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα τους και διατηρούν την ευθύνη για τη λειτουργία της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν θαλάσσιους λιμένες εξαιρούνται από την υποχρέωση ανάπτυξης, δημιουργίας, λειτουργίας και διάθεσης της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν:

α)

τη συμβατότητα της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας με το δομοστοιχείο εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων και ότι η γραφική διεπαφή χρήστη της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας τους, τηρεί τις κοινές λειτουργίες σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2·

β)

την έγκαιρη ενσωμάτωση των εναρμονισμένων διεπαφών υποβολής δηλώσεων, σύμφωνα με τις ημερομηνίες εφαρμογής που καθορίζονται στην εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 6, καθώς και τυχόν μεταγενέστερες ενημερώσεις, σύμφωνα με τις ημερομηνίες που έχουν συμφωνηθεί στο πολυετές σχέδιο εφαρμογής (ΠΣΕ)·

γ)

σύνδεση με τα σχετικά συστήματα των αρμόδιων αρχών, ώστε να καθίσταται δυνατή η διαβίβαση των δεδομένων που πρέπει να δηλώνονται στις εν λόγω αρχές, μέσω της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας, και στα συστήματα αυτά, σύμφωνα με τις ενωσιακές νομικές πράξεις και την εθνική νομοθεσία και τις εθνικές απαιτήσεις, και σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές των εν λόγω συστημάτων·

δ)

την παροχή υπηρεσίας τεχνικής υποστήριξης κατά τους 12 πρώτους μήνες από τις 15 Αυγούστου 2025, και ιστότοπου διαδικτυακής υποστήριξης για την εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα τους με σαφείς οδηγίες στην επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους και, κατά περίπτωση, σε γλώσσα που χρησιμοποιείται διεθνώς·

ε)

την παροχή επαρκούς και αναγκαίας κατάρτισης για το προσωπικό που εμπλέκεται άμεσα στη λειτουργία της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι απαιτούμενες πληροφορίες να φθάνουν στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας και να περιορίζονται στις ανάγκες καθεμιάς από τις εν λόγω αρχές. Με τον τρόπο αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την τήρηση των νομικών απαιτήσεων σχετικά με τη διαβίβαση πληροφοριών, που προβλέπονται στις ενωσιακές νομικές πράξεις οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα και, κατά περίπτωση, χρησιμοποιούν τις τεχνικές ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης τη διαλειτουργικότητα με τα συστήματα πληροφοριών που χρησιμοποιούν οι εν λόγω αρχές.

5.   Η εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα παρέχει την τεχνική δυνατότητα στους διασαφιστές να διαθέτουν, χωριστά, στους παρόχους λιμενικών υπηρεσιών στον λιμένα προορισμού ένα προκαθορισμένο σε εθνικό επίπεδο υποσύνολο των στοιχείων δεδομένων.

6.   Όταν ένα κράτος μέλος δεν απαιτεί όλα τα στοιχεία του συνόλου δεδομένων EMSWe για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων, η εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα δέχεται την υποβολή δηλώσεων που περιορίζονται στα στοιχεία δεδομένων που απαιτούνται από το εν λόγω κράτος μέλος. Η εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα δέχεται επίσης υποβολή δηλώσεων από διασαφιστές οι οποίες περιλαμβάνουν πρόσθετα στοιχεία δεδομένων από το σύνολο δεδομένων EMSWe· ωστόσο, δεν χρειάζεται να επεξεργάζεται και να αποθηκεύει τις εν λόγω πρόσθετες πληροφορίες.

7.   Τα κράτη μέλη αποθηκεύουν τις πληροφορίες που υποβάλλονται στην εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα τους μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της εκπλήρωσης των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τις ενωσιακές, διεθνείς και εθνικές νομικές πράξεις οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα. Τα κράτη μέλη στη συνέχεια διαγράφουν αμέσως αυτές τις πληροφορίες.

8.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν τις ώρες κατάπλου και απόπλου των πλοίων, εκτιμώμενες και πραγματικές, σε εναρμονισμένο σε ενωσιακό επίπεδο ηλεκτρονικό μορφότυπο, βάσει των δεδομένων που έχουν υποβάλλει οι διασαφιστές στην εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα. Η υποχρέωση αυτή δεν εφαρμόζεται σε πλοία που φέρουν ευαίσθητο φορτίο όπου η δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών από την εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την ασφάλεια.

9.   Οι εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες έχουν ενιαία ηλεκτρονική διεύθυνση.

10.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό εναρμονισμένης δομής για τον ιστότοπο υποστήριξης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο δ), τεχνικών προδιαγραφών γνωστοποίησης της ώρας άφιξης και αναχώρησης που αναφέρεται στην παράγραφο 8 και ενιαίου μορφότυπου για τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 9. Αυτές οι εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται το αργότερο έως τις 15 Αυγούστου 2021.

Άρθρο 6

Εναρμονισμένες διεπαφές υποβολής δηλώσεων

1.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των λειτουργικών και τεχνικών προδιαγραφών για το δομοστοιχείο εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων για τις εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες. Οι λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές έχουν ως στόχο να διευκολύνουν τη διαλειτουργικότητα με διαφορετικές τεχνολογίες και διαφορετικά συστήματα υποβολής δηλώσεων των χρηστών.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται έως τις 15 Αυγούστου 2021.

2.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, αναπτύσσει έως τις 15 Αυγούστου 2022 και ενημερώνει το δομοστοιχείο εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων για τις εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες σύμφωνα με τις προδιαγραφές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 5 του παρόντος άρθρου.

3.   Η Επιτροπή παρέχει στα κράτη μέλη το δομοστοιχείο εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων και όλες τις σχετικές πληροφορίες για την ενσωμάτωσή του στην εθνική τους ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των κοινών λειτουργιών της γραφικής διεπαφής χρήστη και των υποδειγμάτων των εναρμονισμένων ψηφιακών λογιστικών φύλλων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 9.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται έως τις 15 Αυγούστου 2021.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για την τροποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών, των προτύπων και των διαδικασιών, προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι εναρμονισμένες διεπαφές υποβολής δηλώσεων είναι ανοικτές στις μελλοντικές τεχνολογίες.

6.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 7

Άλλα μέσα υποβολής δηλώσεων

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους διασαφιστές να παρέχουν, σε εθελοντική βάση, πληροφορίες στην εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα μέσω παρόχων υπηρεσιών δεδομένων που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του εναρμονισμένου δομοστοιχείου διεπαφής υποβολής δηλώσεων.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους διασαφιστές να παρέχουν τις πληροφορίες μέσω άλλων διαύλων υποβολής δηλώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι δίαυλοι αυτοί είναι προαιρετικοί για τους διασαφιστές. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εν λόγω άλλοι δίαυλοι να καθιστούν διαθέσιμες τις σχετικές πληροφορίες στην εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να χρησιμοποιούν εναλλακτικά μέσα για την παροχή πληροφοριών σε περίπτωση προσωρινής βλάβης οποιουδήποτε από τα ηλεκτρονικά συστήματα που αναφέρονται στα άρθρα 5 και 6 και στα άρθρα 12 έως 17.

Άρθρο 8

Αρχή «μόνον άπαξ»

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 11 παράγραφος 1, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από το ενωσιακό δίκαιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ζητείται από τον διασαφιστή να παράσχει τις πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μόνον άπαξ ανά ελλιμενισμό και ότι τα σχετικά στοιχεία δεδομένων του συνόλου δεδομένων EMSWe διατίθενται και επαναχρησιμοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι τα στοιχεία ταυτοποίησης του πλοίου, τα χαρακτηριστικά και οι εξαιρέσεις του που παρέχονται μέσω της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας καταγράφονται στη βάση δεδομένων πλοίων EMSWe που αναφέρεται στο άρθρο 14 και διατίθενται για μεταγενέστερο ελλιμενισμό εντός της Ένωσης.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα στοιχεία δεδομένων του συνόλου δεδομένων EMSWe, που υποβάλλονται κατά τον απόπλου από λιμένα της Ένωσης, τίθενται στη διάθεση του διασαφιστή, με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων κατά τον κατάπλου στον επόμενο λιμένα της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι το πλοίο δεν έχει ελλιμενιστεί εκτός Ένωσης κατά τη διάρκεια του εν λόγω ταξιδιού. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται στις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, εκτός εάν η δυνατότητα διάθεσης των εν λόγω πληροφοριών για έναν τέτοιο σκοπό προβλέπεται στον εν λόγω κανονισμό.

4.   Κάθε σχετικό στοιχείο δεδομένων του συνόλου δεδομένων EMSWe που λαμβάνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, διατίθεται σε άλλες εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες μέσω του συστήματος SafeSeaNet.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό του καταλόγου των σχετικών στοιχείων δεδομένων που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Ευθύνη όσον αφορά τις κοινοποιούμενες πληροφορίες

Ο διασαφιστής είναι υπεύθυνος για την εξασφάλιση της έγκαιρης υποβολής στοιχείων δεδομένων, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες νομικές και τεχνικές απαιτήσεις. Ο διασαφιστής παραμένει υπεύθυνος για τα δεδομένα και για την επικαιροποίηση κάθε πληροφορίας που έχει μεταβληθεί μετά την υποβολή στην εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα.

Άρθρο 10

Προστασία δεδομένων και εμπιστευτικότητα

1.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού συμμορφώνεται προς τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

2.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού συμμορφώνεται προς τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725.

3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο για να διασφαλίσουν την εμπιστευτικότητα των εμπορικών και άλλων ευαίσθητων πληροφοριών που ανταλλάσσονται δυνάμει του παρόντα κανονισμού.

Άρθρο 11

Πρόσθετες τελωνειακές διατάξεις

1.   Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τελωνειακών αρχών των κρατών μελών ή μεταξύ τελωνειακών αρχών και οικονομικών φορέων, που χρησιμοποιούν τις τεχνικές ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

2.   Όπου αυτό συνάδει με το τελωνειακό δίκαιο της Ένωσης, οι σχετικές πληροφορίες στη συνοπτική διασάφηση εισόδου που αναφέρεται στο άρθρο 127 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 τίθενται στη διάθεση της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας για αναφορά και, κατά περίπτωση, χρησιμοποιούνται περαιτέρω για άλλες υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό του καταλόγου των σχετικών πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται έως τις 15 Αυγούστου 2021.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Άρθρο 12

Σύστημα διαχείρισης μητρώου χρηστών και πρόσβασης EMSWe

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί και εξασφαλίζει ότι είναι διαθέσιμο κοινό σύστημα διαχείρισης μητρώου χρηστών και πρόσβασης για τους διασαφιστές και τους παρόχους υπηρεσιών δεδομένων που χρησιμοποιούν την εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα, καθώς και για τις εθνικές αρχές που προσπελάζουν την εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα, σε περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται επαλήθευση ταυτότητας. Το σύστημα αυτό προβλέπει καταχώριση μοναδικού χρήστη μέσω υφιστάμενου ενωσιακού μητρώου με αναγνώριση σε επίπεδο Ένωσης, καταμερισμένη διαχείριση χρηστών και παρακολούθηση χρήστη σε επίπεδο Ένωσης.

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει εθνική αρχή που θα είναι υπεύθυνη για την ταυτοποίηση και την καταχώριση των νέων χρηστών, καθώς και για την τροποποίηση και τον τερματισμό των υφιστάμενων λογαριασμών μέσω του συστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Για τον σκοπό της πρόσβασης στις εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες σε διαφορετικά κράτη μέλη, ένας διασαφιστής ή πάροχος υπηρεσιών δεδομένων που είναι εγγεγραμμένος στο σύστημα διαχείρισης μητρώου και πρόσβασης χρηστών EMSWe θεωρείται εγγεγραμμένος στις εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες σε όλα τα κράτη μέλη και ενεργεί εντός των ορίων των δικαιωμάτων πρόσβασης που χορηγούνται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τους εθνικούς του κανόνες.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών, των προτύπων και των διαδικασιών για τη δημιουργία του κοινού συστήματος διαχείρισης μητρώου χρηστών και πρόσβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται έως τις 15 Αυγούστου 2021.

Άρθρο 13

Κοινή υπηρεσία απεύθυνσης

1.   Η Επιτροπή αναπτύσσει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, πρόσθετη εθελοντική κοινή υπηρεσία απεύθυνσης, με την προϋπόθεση ότι το δομοστοιχείο εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων έχει τεθεί σε πλήρη εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 6.

2.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των λειτουργικών και τεχνικών προδιαγραφών, των μηχανισμών ελέγχου ποιότητας και των διαδικασιών ανάπτυξης, συντήρησης και εφαρμογής της κοινής υπηρεσίας απεύθυνσης. Αυτές οι εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται έως τις 15 Αυγούστου 2024.

Άρθρο 14

Βάση δεδομένων πλοίων EMSWe

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2, η Επιτροπή δημιουργεί βάση δεδομένων πλοίων EMSWe που περιέχει κατάλογο στοιχείων ταυτοποίησης και χαρακτηριστικών των πλοίων, καθώς και αρχεία σχετικά με τις εξαιρέσεις από την υποβολή δηλώσεων από τα πλοία.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την παροχή των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στη βάση δεδομένων πλοίων EMSWe, με βάση τα στοιχεία που έχουν υποβάλει οι διασαφιστές στην εθνική ναυτιλιακή ενιαία θυρίδα.

3.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα των στοιχείων της βάσης δεδομένων πλοίων στις εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες για τη διευκόλυνση της υποβολής δηλώσεων από τα πλοία.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών, των προτύπων και των διαδικασιών για τη δημιουργία της βάσης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη συλλογή, την αποθήκευση, την επικαιροποίηση και την παροχή των στοιχείων ταυτοποίησης και χαρακτηριστικών των πλοίων, καθώς και αρχεία για τις εξαιρέσεις πλοίων από την υποβολή δηλώσεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται έως τις 15 Αυγούστου 2021.

Άρθρο 15

Κοινή βάση δεδομένων θέσης

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί κοινή βάση δεδομένων θέσης που περιέχει κατάλογο αναφοράς κωδικών θέσης (14) και κωδικούς λιμενικών εγκαταστάσεων, όπως καταχωρίζονται στη βάση δεδομένων GISIS του IMO.

2.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα της βάσης δεδομένων πλοίων στις εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες ώστε να διευκολύνει την υποβολή δηλώσεων από τα πλοία.

3.   Τα κράτη μέλη καθιστούν διαθέσιμες τις πληροφορίες από τη βάση δεδομένων θέσης σε εθνικό επίπεδο μέσω της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών, των προτύπων και των διαδικασιών για τη δημιουργία της κοινής βάσης δεδομένων θέσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη συλλογή, την αποθήκευση, την επικαιροποίηση και την παροχή κωδικών θέσης και λιμενικών εγκαταστάσεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται έως τις 15 Αυγούστου 2021.

Άρθρο 16

Κοινή βάση δεδομένων Hazmat

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί κοινή βάση δεδομένων Hazmat που περιέχει κατάλογο επικίνδυνων και ρυπογόνων εμπορευμάτων τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με την οδηγία 2002/59/ΕΚ και το έντυπο ΙΜΟ FAL 7, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά στοιχεία δεδομένων από τις συμβάσεις και τους κωδικούς του ΔΝΟ.

2.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα της κοινής βάσης δεδομένων Hazmat στις εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες ώστε να διευκολύνει την υποβολή δηλώσεων από τα πλοία.

3.   Η βάση δεδομένων συνδέεται με τις σχετικές καταχωρίσεις στη βάση δεδομένων MAR-CIS που αναπτύχθηκε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (EMSA) σχετικά με πληροφορίες για τους συναφείς κινδύνους και τους κινδύνους επικίνδυνων και ρυπογόνων εμπορευμάτων.

4.   Η βάση δεδομένων χρησιμοποιείται τόσο ως εργαλείο αναφοράς όσο και ως εργαλείο επαλήθευσης, σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, κατά τη διαδικασία υποβολής δηλώσεων μέσω της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας.

5.   Τα κράτη μέλη καθιστούν διαθέσιμες τις πληροφορίες από την κοινή βάση δεδομένων Hazmat σε εθνικό επίπεδο μέσω της εθνικής ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας.

6.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών, των προτύπων και των διαδικασιών για τη δημιουργία της κοινής βάσης δεδομένων Hazmat που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη συλλογή, την αποθήκευση και την παροχή των πληροφοριών αναφοράς Hazmat. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

Η πρώτη σχετική εκτελεστική πράξη εκδίδεται έως τις 15 Αυγούστου 2021.

Άρθρο 17

Κοινή βάση δεδομένων για την υγειονομική κατάσταση στα πλοία

1.   Η Επιτροπή διαθέτει κοινή βάση δεδομένων για την υγειονομική κατάσταση στα πλοία η οποία μπορεί να λαμβάνει και να αποθηκεύει δεδομένα σχετικά με το ναυτιλιακό δηλωτικό υγείας σύμφωνα με το άρθρο 37 των Διεθνών Υγειονομικών Κανονισμών 2005 (ΔΥΚ). Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με ασθενείς επί του σκάφους δεν αποθηκεύονται στην εν λόγω βάση δεδομένων.

Οι αρμόδιες υγειονομικές αρχές των κρατών μελών έχουν πρόσβαση στη βάση δεδομένων με σκοπό να λαμβάνουν και να ανταλλάσσουν δεδομένα.

2.   Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν τη βάση δεδομένων για την υγειονομική κατάσταση στα πλοία, γνωστοποιούν στην Επιτροπή την εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση των χρηστών σχετικά με την εν λόγω βάση δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της καταχώρισης νέων χρηστών, καθώς και της τροποποίησης και του κλεισίματος λογαριασμών.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών, των προτύπων και των διαδικασιών για τη δημιουργία της βάσης δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία η οποία αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ EMSWe

Άρθρο 18

Εθνικοί συντονιστές

Κάθε κράτος μέλος καθορίζει μια αρμόδια εθνική αρχή με σαφή νομική εντολή για να ενεργεί ως εθνικός συντονιστής για το EMSWe. Ο εθνικός συντονιστής:

α)

ενεργεί ως το εθνικό σημείο επαφής για τους χρήστες και για την Επιτροπή για όλα τα θέματα που συνδέονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

β)

συντονίζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από τις αρμόδιες εθνικές αρχές εντός κράτους μέλους και τη μεταξύ τους συνεργασία·

γ)

συντονίζει τις δραστηριότητες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της διανομής των δεδομένων και της σύνδεσης με τα οικεία συστήματα των αρμόδιων αρχών όπως αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

Άρθρο 19

Πολυετές σχέδιο εφαρμογής

Προκειμένου να διευκολυνθεί η έγκαιρη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να προβλεφθούν μηχανισμοί ελέγχου ποιότητας και διαδικασίες ανάπτυξης, συντήρησης και ενημέρωσης του εναρμονισμένου δομοστοιχείου διεπαφής και των σχετικών εναρμονισμένων στοιχείων του EMSWe, η Επιτροπή, μετά από κατάλληλες διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, εγκρίνει πολυετές σχέδιο εφαρμογής και το αναθεωρεί σε ετήσια βάση, το οποίο παρέχει:

α)

σχέδιο για την ανάπτυξη και την ενημέρωση των εναρμονισμένων διεπαφών υποβολής δηλώσεων και των σχετικών εναρμονισμένων στοιχείων του EMSWe κατά τους επόμενους 18 μήνες·

β)

σχέδιο για την ανάπτυξη της κοινής υπηρεσίας απεύθυνσης έως τις 15 Αυγούστου 2024·

γ)

ενδεικτικές ημερομηνίες για διαβουλεύσεις με τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη·

δ)

ενδεικτικές προθεσμίες για τα κράτη μέλη για την επακόλουθη ενσωμάτωση των εναρμονισμένων διεπαφών υποβολής δηλώσεων στις εθνικές ναυτιλιακές ενιαίες θυρίδες·

ε)

ενδεικτικές προθεσμίες για την ανάπτυξη από την Επιτροπή κοινής υπηρεσίας απεύθυνσης μετά την εφαρμογή του εναρμονισμένου δομοστοιχείου διεπαφής υποβολής δηλώσεων·

στ)

δοκιμαστικές περιόδους για τα κράτη μέλη και τους διασαφιστές προκειμένου να δοκιμάσουν τη σύνδεσή τους με οποιεσδήποτε νέες εκδόσεις των εναρμονισμένων διεπαφών υποβολής δηλώσεων·

ζ)

περιόδους δοκιμών για την κοινή υπηρεσία απεύθυνσης·

η)

ενδεικτικές προθεσμίες σταδιακής απόσυρσης των προηγούμενων εκδόσεων των εναρμονισμένων διεπαφών υποβολής δηλώσεων για τα κράτη μέλη και τους διασαφιστές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Κόστος

Ο γενικός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει τις δαπάνες για:

α)

την ανάπτυξη και τη συντήρηση εργαλείων ΤΠΕ από την Επιτροπή και τον EMSA που υποστηρίζουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ενωσιακό επίπεδο·

β)

την προώθηση του EMSWe σε ενωσιακό επίπεδο, μεταξύ άλλων σε σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, και στο επίπεδο των σχετικών διεθνών οργανισμών.

Άρθρο 21

Συνεργασία με άλλα συστήματα ή υπηρεσίες διευκόλυνσης του εμπορίου και των μεταφορών

Όπου έχουν συσταθεί συστήματα ή υπηρεσίες διευκόλυνσης του εμπορίου και των μεταφορών από άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις, η Επιτροπή συντονίζει τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τα εν λόγω συστήματα ή υπηρεσίες με σκοπό την επίτευξη συνεργειών και την αποφυγή αλληλεπικάλυψης.

Άρθρο 22

Επανεξέταση και υποβολή εκθέσεων

Τα κράτη μέλη παρακολουθούν την εφαρμογή του EMSWe, και υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση με τα ευρήματά τους. Η έκθεση περιλαμβάνει τους ακόλουθους δείκτες:

α)

χρήση του εναρμονισμένου δομοστοιχείου διεπαφής υποβολής δηλώσεων·

β)

χρήση της γραφικής διεπαφής χρήστη·

γ)

χρήση άλλων μέσων υποβολής δηλώσεων όπως αναφέρεται στο άρθρο 7.

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν την έκθεση αυτή στην Επιτροπή σε ετήσια βάση, χρησιμοποιώντας υπόδειγμα που παρέχει η ίδια.

Έως τις 15 Αυγούστου 2027, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης για τη λειτουργία του EMSWe βάσει των δεδομένων και των στατιστικών που έχουν συλλεχθεί. Η έκθεση αξιολόγησης περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, αξιολόγηση των αναδυόμενων τεχνολογιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αλλαγές ή στην αντικατάσταση του δομοστοιχείου εναρμονισμένης διεπαφής υποβολής δηλώσεων.

Άρθρο 23

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από τις 14 Αυγούστου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των τεσσάρων ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 24

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ψηφιακής διευκόλυνσης των μεταφορών και του εμπορίου. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 25

Κατάργηση της οδηγίας 2010/65/ΕΕ

Η οδηγία 2010/65/ΕΕ καταργείται από τις 15 Αυγούστου 2025.

Οι παραπομπές στην οδηγία 2010/65/ΕΕ νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 15 Αυγούστου 2025.

3.   Οι λειτουργίες που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 και εκείνες που αφορούν τις τελωνειακές υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που ορίζονται στο σημείο 7 του μέρους Α του παραρτήματος τίθενται σε ισχύ όταν είναι λειτουργικά τα ηλεκτρονικά συστήματα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή των εν λόγω υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων, σύμφωνα με το πρόγραμμα εργασίας που καθόρισε η Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 280 και 281 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C, την ημερομηνία κατά την οποία πληρούνται οι όροι της παρούσας παραγράφου.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 62 της 15.2.2019, σ. 265.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2019 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2019.

(3)  Οδηγία 2010/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/6/ΕΚ (ΕΕ L 283 της 29.10.2010, σ. 1).

(4)  Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΙΜΟ) σύμβαση περί Διευκολύνσεως της Διεθνούς Ναυτιλιακής Κινήσεως («σύμβαση FAL») η οποία εκδόθηκε στις 9 Απριλίου 1965 και τροποποιήθηκε στις 8 Απριλίου 2016, Πρότυπο 1.1.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και την κατάργηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(9)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/352 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2017, για τη θέσπιση πλαισίου όσον αφορά την παροχή λιμενικών υπηρεσιών και κοινών κανόνων για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων (ΕΕ L 57 της 3.3.2017, σ. 1).

(14)  «Κώδικας των Ηνωμένων Εθνών για τους τόπους εμπορίου και μεταφορών».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΔΗΛΩΣΕΩΝ

Α.   Υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που απορρέουν από νομικές πράξεις της Ένωσης

Η κατηγορία αυτή υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων περιλαμβάνει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

1.

Κοινοποίηση για πλοία κατά τον κατάπλου σε λιμένες των κρατών μελών ή τον απόπλου από αυτούς

Άρθρο 4 της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10).

2.

Συνοριακοί έλεγχοι προσώπων

Άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 77 της 23.3.2016, σ. 1).

3.

Κοινοποίηση επικίνδυνων ή ρυπογόνων εμπορευμάτων που ευρίσκονται επί του πλοίου

Άρθρο 13 της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10).

4.

Κοινοποίηση αποβλήτων και καταλοίπων

Άρθρο 6 της οδηγίας 2000/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τις λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής αποβλήτων πλοίου και καταλοίπων φορτίου (ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 81).

5.

Κοινοποίηση πληροφοριών σχετικών με την ασφάλεια

Άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 725/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία και στις λιμενικές εγκαταστάσεις (ΕΕ L 129 της 29.4.2004, σ. 6).

Το έντυπο που παρατίθεται στο προσάρτημα του παρόντος παραρτήματος χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των στοιχείων δεδομένων που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 725/2004.

6.

Πληροφορίες σχετικά με τους επιβαίνοντες

Άρθρο 4 παράγραφος 2 και άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/41/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1998, σχετικά με την καταγραφή των ατόμων που ταξιδεύουν με επιβατηγά πλοία που εκτελούν δρομολόγια προς ή από λιμένες των κρατών μελών της Κοινότητας (ΕΕ L 188 της 2.7.1998, σ. 35).

7.

Τελωνειακές διατυπώσεις

α)

Διατυπώσεις κατάπλου:

Γνωστοποίηση κατάπλου (άρθρο 133 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013)·

Προσκόμιση εμπορευμάτων στο τελωνείο (άρθρο 139 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013)·

Διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης εμπορευμάτων (άρθρο 145 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013)·

Τελωνειακός χαρακτήρας εμπορευμάτων (άρθρα 153 έως 155 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013)·

Ηλεκτρονικά έγγραφα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διαμετακόμιση (άρθρο 233 παράγραφος 4 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013).

β)

Διατυπώσεις απόπλου:

Τελωνειακός χαρακτήρας εμπορευμάτων (άρθρα 153 έως 155 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013)·

Ηλεκτρονικά έγγραφα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διαμετακόμιση (άρθρο 233 παράγραφος 4 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013).

Γνωστοποίηση εξόδου (άρθρο 267 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013)·

Συνοπτική διασάφηση εξόδου (άρθρα 271 και 272 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013)·

Γνωστοποίηση επανεξαγωγής (άρθρα 274 και 275 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013).

8.

Ασφαλής φόρτωση και εκφόρτωση φορτηγών πλοίων μεταφοράς φορτίου χύδην

Άρθρο 7 της οδηγίας 2001/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με τον καθορισμό εναρμονισμένων απαιτήσεων και διαδικασιών για την ασφαλή φόρτωση και εκφόρτωση των φορτηγών πλοίων μεταφοράς φορτίου χύδην (ΕΕ L 13 της 16.1.2002, σ. 9).

9.

Έλεγχος των πλοίων από το κράτος λιμένα

Άρθρο 9 και άρθρο 24 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 57).

10.

Στατιστικές θαλάσσιων μεταφορών

Άρθρο 3 της οδηγίας 2009/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, σχετικά με τις στατιστικές καταγραφές για τις θαλάσσιες μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών (ΕΕ L 141 της 6.6.2009, σ. 29).

Β.   Έγγραφα FAL και υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που απορρέουν από διεθνείς νομικές πράξεις

Η κατηγορία αυτή υποχρεώσεων υποβολής δηλώσεων περιλαμβάνει τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με τη σύμβαση FAL και άλλες σχετικές διεθνείς νομικές πράξεις.

1.

FAL 1: Γενικό Δηλωτικό

2.

FAL 2: Δηλωτικό Φορτίου

3.

FAL 3: Δηλωτικό εφοδίων πλοίου

4.

FAL 4: Δηλωτικό προσωπικών ειδών πληρώματος

5.

FAL 5: Κατάσταση πληρώματος

6.

FAL 6: Κατάσταση επιβατών

7.

FAL 7: Επικίνδυνα είδη

8.

Ναυτιλιακό δηλωτικό υγείας

Γ.   Υποχρεώσεις υποβολής δηλώσεων που απορρέουν από εθνική νομοθεσία και εθνικές απαιτήσεις

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ ΕΝΤΥΠΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΥΠΟΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΕ ΛΙΜΕΝΑ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΕΕ

[Διεθνής σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS) κανονισμός 9 του κεφαλαίου XI-2 και Άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 725/2004]

Image 1 Κείμενο της εικόνας Image 2 Κείμενο της εικόνας Image 3 Κείμενο της εικόνας

25.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/88


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1240 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης

(αναδιατύπωση)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 74 και το άρθρο 79 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 377/2004 του Συμβουλίου (2) έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς. Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας.

(2)

Η κατακόρυφη αύξηση μικτών μεταναστευτικών ροών το 2015 και 2016 έχει θέσει υπό πίεση τα συστήματα μετανάστευσης, ασύλου και διαχείρισης των συνόρων. Τούτο αποτέλεσε πρόκληση για την Ένωση και τα κράτη μέλη, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της μετανάστευσης με σκοπό την επίτευξη συντονισμένης και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής απάντησης.

(3)

Στόχος της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα της μετανάστευσης είναι η αντικατάσταση των αντικανονικών και ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών με ασφαλέστερες και υπό ορθή διαχείριση οδούς, μέσω μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης που αποσκοπεί να διασφαλίζει, σε όλα τα στάδια, την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών σύμφωνα με τον τίτλο V κεφάλαιο 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(4)

Ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι θεμελιώδης αρχή της Ένωσης. Η Ένωση έχει αναλάβει δέσμευση όσον αφορά την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών όλων των μεταναστών, ανεξάρτητα από το μεταναστευτικό καθεστώς τους, σε πλήρη συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο. Ως εκ τούτου, τα μέτρα που λαμβάνονται από τους αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως όταν πρόκειται για ευάλωτα άτομα, θα πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα σύμφωνα με το σχετικό διεθνές και ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 2 και 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(5)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή όλων των πτυχών των πολιτικών της Ένωσης στον τομέα της μετανάστευσης, θα πρέπει να συνεχιστεί ο διάλογος και η συνεργασία με βασικές τρίτες χώρες καταγωγής και διέλευσης των μεταναστών και των αιτούντων διεθνή προστασία. Η συνεργασία αυτή, σύμφωνα με την ολοκληρωμένη προσέγγιση που καθορίζεται στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Δράσης για τη Μετανάστευση, θα πρέπει να οδηγεί σε καλύτερη διαχείριση της μετανάστευσης, συμπεριλαμβανομένων των αναχωρήσεων και των επιστροφών, να υποστηρίζει την ικανότητα συγκέντρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών, μεταξύ άλλων για την πρόσβαση των αιτούντων σε διεθνή προστασία και, εάν είναι εφικτό και ενδεδειγμένο, για την επανένταξη, και να προλαμβάνει και να καταπολεμά την παράνομη μετανάστευση, τη διακίνηση μεταναστών και την εμπορία ανθρώπων.

(6)

Τα εργαλεία προστασίας περιλαμβάνουν μέτρα που περιέχονται στη Συνολική Προσέγγιση της Μετανάστευσης και της Κινητικότητας (ΣΠΜΚ). Οι στρατηγικές και οι δίαυλοι νόμιμης μετανάστευσης μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν τη μετανάστευση του εργατικού δυναμικού, τις θεωρήσεις για τους σπουδαστές και την οικογενειακή επανένωση, χωρίς να θίγονται οι εθνικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(7)

Εν όψει της αυξανόμενης ζήτησης αναλύσεων και πληροφοριών για την υποστήριξη της τεκμηριωμένης χάραξης πολιτικής και επιχειρησιακής αντίδρασης, υφίσταται ανάγκη οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης να διασφαλίζουν ότι η εκ των ένδον εικόνα και οι γνώσεις που έχουν συμβάλλουν πλήρως στη διαμόρφωση συνολικής εικόνας της κατάστασης στις τρίτες χώρες.

(8)

Οι πληροφορίες για τη σύνθεση των μεταναστευτικών ροών θα πρέπει, εάν είναι εφικτό και ενδεδειγμένο, να περιλαμβάνουν στοιχεία για τη δηλωθείσα ηλικία, το προφίλ φύλου και την οικογένεια των μεταναστών και για τους ασυνόδευτους ανηλίκους.

(9)

Η τοποθέτηση των σημερινών ευρωπαίων αξιωματικών-συνδέσμων μετανάστευσης σε βασικές τρίτες χώρες καταγωγής και διέλευσης, όπως είχε ζητηθεί στα συμπεράσματα της έκτακτης συνόδου των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στις 23 Απριλίου 2015, ήταν ένα πρώτο βήμα προς την ενίσχυση της συνεργασίας με τρίτες χώρες σε ζητήματα μετανάστευσης και της συνεργασίας με αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης που έχουν τοποθετηθεί από τα κράτη μέλη. Με βάση αυτήν την εμπειρία, θα πρέπει να προβλεφθούν πιο μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης από την Επιτροπή σε τρίτες χώρες, για την υποστήριξη της ανάπτυξης και της υλοποίησης, καθώς και για τη μεγιστοποίηση του αντικτύπου της ενωσιακής δράσης στον τομέα της μετανάστευσης.

(10)

Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να διασφαλίσει καλύτερο συντονισμό και βέλτιστη αξιοποίηση του δικτύου των αξιωματικών συνδέσμων που τοποθετούνται σε τρίτες χώρες από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, από τις αρχές επιβολής του νόμου, καθώς και από την Επιτροπή και τους οργανισμούς της Ένωσης, προκειμένου να ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά στις προτεραιότητες της Ένωσης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της συναφούς διασυνοριακής εγκληματικότητας, όπως είναι η λαθραία διακίνηση μεταναστών και η εμπορία ανθρώπων, για τη διευκόλυνση της αξιοπρεπούς και πραγματικής επιστροφής, της επανεισδοχής και της επανένταξης, για τη συμβολή στην ολοκληρωμένη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης, καθώς και για τη στήριξη της διαχείρισης της νόμιμης μετανάστευσης, μεταξύ άλλων στον τομέα της διεθνούς προστασίας, της επανεγκατάστασης και των μέτρων ένταξης που λαμβάνουν τα κράτη μέλη και η Ένωση πριν από την αναχώρηση. Ο συντονισμός αυτός θα πρέπει να σέβεται πλήρως την υφιστάμενη δομή διοίκησης και τους διαύλους αναφοράς μεταξύ των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης και των αρχών που τους τοποθετούν, καθώς και μεταξύ των ίδιων των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης.

(11)

Με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 377/2004, ο παρών κανονισμός έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης θα συμβάλουν στη λειτουργία του ευρωπαϊκού δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, κυρίως μέσω της δημιουργίας μηχανισμού με τον οποίο τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και οι οργανισμοί της Ένωσης θα μπορούν να συντονίζουν με πιο συστηματικό τρόπο τα καθήκοντα και τους ρόλους των αξιωματικών-συνδέσμων τους που τοποθετούνται σε τρίτες χώρες.

(12)

Δεδομένου ότι οι αξιωματικοί σύνδεσμοι που ασχολούνται με ζητήματα μετανάστευσης τοποθετούνται από διαφορετικές αρμόδιες αρχές και ότι οι εντολές και τα καθήκοντά τους ενδέχεται να αλληλεπικαλύπτονται, θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ αξιωματικών που επιχειρούν στην ίδια τρίτη χώρα ή περιοχή. Όταν οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης τοποθετούνται από την Επιτροπή ή τους οργανισμούς της Ένωσης στις διπλωματικές αποστολές της Ένωσης σε τρίτη χώρα, θα πρέπει να διευκολύνουν και να υποστηρίζουν το δίκτυο αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης στην εν λόγω τρίτη χώρα. Κατά περίπτωση, τα δίκτυα αυτά μπορούν να επεκτείνονται και σε αξιωματικούς συνδέσμους που τοποθετούνται από χώρες άλλες από τα κράτη μέλη.

(13)

Η δημιουργία ισχυρού μηχανισμού που να διασφαλίζει καλύτερο συντονισμό και συνεργασία μεταξύ όλων των αξιωματικών συνδέσμων που ασχολούνται με θέματα μετανάστευσης ως μέρος των καθηκόντων τους είναι ουσιώδους σημασίας προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν τα κενά πληροφόρησης και η αλληλεπικάλυψη δραστηριοτήτων, αλλά και να μεγιστοποιηθούν οι επιχειρησιακές δυνατότητες και αποτελεσματικότητα. Συντονιστικό Συμβούλιο θα πρέπει να παρέχει οδηγίες, σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες της Ένωσης, με παράλληλη συνεκτίμηση των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης, και θα πρέπει να του δοθούν οι απαιτούμενες αρμοδιότητες, ώστε, ιδίως, να εγκρίνει διετή προγράμματα εργασίας για τις δραστηριότητες των δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, να συμφωνεί επί ειδικά προσαρμοσμένων ad hoc δράσεων για τους αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης σε σχέση με προτεραιότητες και νεοεμφανιζόμενες ανάγκες που δεν καλύπτονται ήδη από το διετές πρόγραμμα εργασίας, να κατανέμει πόρους για τις συμφωνηθείσες δραστηριότητες και να είναι υπόλογο για την εκτέλεσή τους. Ούτε τα καθήκοντα του Συντονιστικού Συμβουλίου ούτε αυτά των υπευθύνων διευκόλυνσης των δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης δεν θα πρέπει να θίγουν την αρμοδιότητα των αρχών τοποθέτησης όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων στους αντίστοιχους οικείους αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Συντονιστικό Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, καθώς και τις απόψεις των πλέον ενδιαφερόμενων κρατών μελών όσον αφορά τις σχέσεις με συγκεκριμένες τρίτες χώρες.

(14)

Το Συντονιστικό Συμβούλιο θα πρέπει να καταρτίζει και να ενημερώνει τακτικά κατάλογο αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης που τοποθετούνται σε τρίτες χώρες. Ο κατάλογος θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τον τόπο, τη σύνθεση και τις δραστηριότητες των διάφορων δικτύων, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για την επικοινωνία μαζί τους και συνοπτική περιγραφή των καθηκόντων των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης που έχουν τοποθετηθεί.

(15)

Θα πρέπει να προωθηθεί η από κοινού τοποθέτηση αξιωματικών συνδέσμων, με στόχο την ενίσχυση της επιχειρησιακής συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών, καθώς και την κάλυψη των αναγκών σε επίπεδο Ένωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα από το Συντονιστικό Συμβούλιο. Η από κοινού τοποθέτηση από δύο τουλάχιστον κράτη μέλη θα πρέπει να στηρίζεται από ταμεία της Ένωσης, ώστε να ενθαρρύνεται η συμμετοχή και να παρέχεται προστιθέμενη αξία σε όλα τα κράτη μέλη.

(16)

Θα πρέπει να υπάρξει ειδική πρόβλεψη ευρύτερης δράσης ανάπτυξης ικανοτήτων για τους αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης. Αυτή η ανάπτυξη ικανοτήτων θα πρέπει να περιλαμβάνει την ανάπτυξη κοινών βασικών κορμών μαθημάτων και μαθημάτων κατάρτισης πριν από την τοποθέτηση, μεταξύ άλλων σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα, σε συνεργασία με τους σχετικούς οργανισμούς της Ένωσης, καθώς επίσης και την ενίσχυση της επιχειρησιακής ικανότητας των δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης. Τα εν λόγω προγράμματα σπουδών θα πρέπει να είναι μη δεσμευτικά και συμπληρωματικά προς τα εθνικά προγράμματα σπουδών που θεσπίζονται από τις αρχές τοποθέτησης.

(17)

Τα δίκτυα αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης θα πρέπει να αποφεύγουν την αλληλεπικάλυψη με τις εργασίες των οργανισμών της Ένωσης και άλλων ενωσιακών μέσων ή δομών, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών των τοπικών ομάδων συνεργασίας Σένγκεν, και θα πρέπει να προσφέρουν προστιθέμενη αξία σε όσα έχουν ήδη επιτευχθεί όσον αφορά τη συλλογή και την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της μετανάστευσης, ιδίως με την εστίαση σε επιχειρησιακά θέματα. Τα εν λόγω δίκτυα θα πρέπει να ενεργούν ως υπεύθυνοι διευκόλυνσης και πάροχοι πληροφοριών από τρίτες χώρες προς υποστήριξη των λειτουργιών και των καθηκόντων των οργανισμών της Ένωσης, ιδίως εκεί όπου οι αρμόδιοι οργανισμοί της Ένωσης δεν έχουν ακόμη δημιουργήσει σχέσεις συνεργασίας με τρίτες χώρες. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθιερωθεί στενότερη συνεργασία μεταξύ των δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης και των σχετικών οργανισμών της Ένωσης. Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης θα πρέπει να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή ότι οι ενέργειές τους ενδέχεται να έχουν επιχειρησιακές επιπτώσεις ή επιπτώσεις στη φήμη των τοπικών και περιφερειακών δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης. Θα πρέπει να ενεργούν αναλόγως κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

(18)

Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι, κατά περίπτωση και σύμφωνα με το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο, οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τους αξιωματικούς συνδέσμους που τοποθετούνται σε άλλα κράτη μέλη και τα στρατηγικά και επιχειρησιακά αναλυτικά προϊόντα των οργανισμών της Ένωσης σε σχέση με την παράνομη μετανάστευση, την αξιοπρεπή και πραγματική επιστροφή και επανένταξη, τη διασυνοριακή εγκληματικότητα ή τη διεθνή προστασία και την επανεγκατάσταση φτάνουν όντως στους αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης σε τρίτες χώρες και ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται από αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης ανταλλάσσονται με τους σχετικούς οργανισμούς της Ένωσης, ιδίως τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ) και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) εντός του πεδίου των αντίστοιχων νομικών πλαισίων τους.

(19)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη δυνατή χρήση των πληροφοριών που συγκεντρώνονται από τα δίκτυα των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να διατίθενται μέσω ασφαλούς διαδικτυακής πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία δεδομένων.

(20)

Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται από τους αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης θα πρέπει να υποστηρίζουν την υλοποίηση των τεχνικών και επιχειρησιακών μέτρων ευρωπαϊκής ολοκληρωμένης διαχείρισης των συνόρων που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και τη συντήρηση των εθνικών συστημάτων επιτήρησης των συνόρων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

(21)

Θα πρέπει να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν οι διαθέσιμοι πόροι του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) για τη στήριξη των δραστηριοτήτων του ευρωπαϊκού δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, καθώς και για τη συνέχιση της από κοινού τοποθέτησης αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης από τα κράτη μέλη.

(22)

Κάθε επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασης, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Η Επιτροπή και οι οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να εφαρμόζουν τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(23)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να γίνεται μόνο προς συνδρομή στην επιστροφή υπηκόων τρίτων χωρών, προς διευκόλυνση της επανεγκατάστασης των προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας και προς εφαρμογή ενωσιακών και εθνικών μέτρων όσον αφορά την εισδοχή με σκοπό τη νόμιμη μετανάστευση και για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, της λαθραίας διακίνησης μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων. Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο ένα νομικό πλαίσιο που θα αναγνωρίζει τον ρόλο των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης στο πλαίσιο αυτό.

(24)

Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης χρειάζεται να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να διευκολύνουν την ορθή εφαρμογή των διαδικασιών επιστροφής, την επιτυχή εκτέλεση των αποφάσεων επιστροφής και την επανένταξη κατά περίπτωση και εφόσον είναι εφικτό. Οι τρίτες χώρες επιστροφής δεν αποτελούν συχνά αντικείμενο αποφάσεων επάρκειας που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και συχνά δεν έχουν συνάψει ή δεν προτίθενται να συνάψουν συμφωνία επανεισδοχής με την Ένωση ή δεν παρέχουν άλλως κατάλληλες εγγυήσεις κατά την έννοια του άρθρου 46 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες της Ένωσης για συνεργασία με τις κύριες χώρες καταγωγής των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών που υπόκεινται σε υποχρέωση επιστροφής, δεν είναι πάντα εφικτό να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω τρίτες χώρες εκπληρώνουν συστηματικά την υποχρέωση που υπέχουν βάσει του διεθνούς δικαίου να δέχονται την επιστροφή των υπηκόων τους. Επομένως, οι συμφωνίες επανεισδοχής, που έχουν συναφθεί ή είναι υπό διαπραγμάτευση από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη και οι οποίες παρέχουν τις κατάλληλες εγγυήσεις για τη διαβίβαση δεδομένων προς τρίτες χώρες, σύμφωνα με το άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, καλύπτουν έναν περιορισμένο αριθμό τέτοιων τρίτων χωρών. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να διαβιβάζονται από αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης προς υλοποίηση των επιχειρήσεων επιστροφής της Ένωσης σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 49 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

(25)

Ως εξαίρεση από την απαίτηση για απόφαση επάρκειας ή κατάλληλες εγγυήσεις, η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αρχές τρίτης χώρας δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να επιτρέπεται προκειμένου να εφαρμοστεί η ενωσιακή πολιτική επιστροφής. Θα πρέπει, συνεπώς, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης να μπορούν να κάνουν χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, με την επιφύλαξη των όρων του εν λόγω άρθρου για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ήτοι για την αξιοπρεπή και πραγματική επιστροφή των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στα κράτη μέλη σύμφωνα με την οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(26)

Προς το συμφέρον των ενδιαφερομένων, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης θα πρέπει να είναι σε θέση να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας και υπόκεινται σε διαδικασία επανεγκατάστασης και των προσώπων που επιθυμούν να μεταναστεύσουν νόμιμα στην Ένωση, προκειμένου να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα και την ιθαγένειά τους. Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης λειτουργούν σε ένα πλαίσιο στο οποίο είναι πιθανό να αποκτούν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των εγκληματικών οργανώσεων που εμπλέκονται στην παράνομη διακίνηση μεταναστών και στην εμπορία ανθρώπων. Συνεπώς, θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζονται κατά τη διάρκεια των καθηκόντων τους με αρχές επιβολής του νόμου και εντός δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι απαραίτητα είτε για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της αντικανονικής μετανάστευσης, είτε για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση και τη δίωξη της λαθραίας διακίνησης μεταναστών ή της εμπορίας ανθρώπων.

(27)

Ο στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η βέλτιστη χρησιμοποίηση του δικτύου των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης που τοποθετούνται από τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και τους οργανισμούς της Ένωσης σε τρίτες χώρες για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των προτεραιοτήτων της Ένωσης, με παράλληλο σεβασμό των εθνικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών. Αυτές οι αρμοδιότητες της Ένωσης περιλαμβάνουν τη διασφάλιση καλύτερης διαχείρισης της μετανάστευσης, με στόχο την αντικατάσταση των αντικανονικών ροών με ασφαλείς και υπό ορθή διαχείριση διαύλους μέσω μιας συνολικής προσέγγισης που καλύπτει όλες τις πτυχές της μετανάστευσης, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης και της καταπολέμησης της διακίνησης μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων και της παράνομης μετανάστευσης. Περαιτέρω προτεραιότητες της Ένωσης είναι η διευκόλυνση της αξιοπρεπούς και πραγματικής επιστροφής, της επανεισδοχής και της επανένταξης, η συμβολή στην ολοκληρωμένη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και η υποστήριξη της διαχείρισης της νόμιμης μετανάστευσης ή διεθνών συστημάτων προστασίας. Δεδομένου ότι ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη μεμονωμένα, μπορεί όμως, εξαιτίας της μεγάλης κλίμακας και των επιπτώσεών του σε όλη την Ένωση, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(28)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας η οποία συνήφθη από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (9), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 σημεία Α και Ε της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (10).

(29)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (11), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 σημεία Α και Ε της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/149/ΔΕΥ του Συμβουλίου (12).

(30)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (13), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 σημεία Α και Ε της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (14).

(31)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός αναπτύσσει περαιτέρω το κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία πρέπει να αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, εντός έξι μηνών αφότου το Συμβούλιο αποφασίσει επί του παρόντος κανονισμού, σχετικά με τη μεταφορά του στο εθνικό της δίκαιο.

(32)

Την 1η Οκτωβρίου 2018, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 19 σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν θα συμμετάσχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 του εν λόγω πρωτοκόλλου, η Επιτροπή υπέβαλε στις 31 Ιανουαρίου 2019 πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη γνωστοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου ότι δεν επιθυμεί πλέον να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν οι οποίες περιέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 377/2004. Σε αυτήν τη βάση, το Συμβούλιο αποφάσισε στις 18 Φεβρουαρίου 2019 (15) ότι, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, η απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (16) και το σημείο 6 του παραρτήματος Ι της απόφασης 2004/926/ΕΚ του Συμβουλίου (17) παύουν να εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 377/2004 και τυχόν περαιτέρω τροποποιήσεις του.

(33)

Η Ιρλανδία συμμετέχει στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 19 και με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της απόφασης 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (18).

(34)

Η συμμετοχή της Ιρλανδίας στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 της απόφασης 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου αφορά τις αρμοδιότητες της Ένωσης για τη λήψη μέτρων ανάπτυξης των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν για την καταπολέμηση της οργάνωσης παράνομης μετανάστευσης στις οποίες η Ιρλανδία συμμετέχει.

(35)

Ο παρών κανονισμός συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή που συνδέεται με αυτό κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2003, του άρθρου 4 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2005 και του άρθρου 4 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2011 αντίστοιχα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για την ενίσχυση της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης που τοποθετούνται σε τρίτες χώρες από τα κράτη μέλη, την Επιτροπή και τους οργανισμούς της Ένωσης, μέσω της δημιουργίας ευρωπαϊκού δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την ευθύνη των αρχών των κρατών μελών, της Επιτροπής και των οργανισμών της Ένωσης για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής και της ανάθεσης των καθηκόντων και των οδηγιών για την υποβολή εκθέσεων των αντίστοιχων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης και τα καθήκοντα που αναλαμβάνουν οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του ενωσιακού και εθνικού δικαίου, πολιτικών ή διαδικασιών ή δυνάμει ειδικών συμφωνιών που έχουν συναφθεί με τη χώρα υποδοχής ή με τους διεθνείς οργανισμούς.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «αξιωματικός σύνδεσμος μετανάστευσης»: αξιωματικός σύνδεσμος που ορίζεται και είναι τοποθετημένος στο εξωτερικό από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ή από την Επιτροπή ή από οργανισμό της Ένωσης, σύμφωνα με την αντίστοιχη νομική βάση, για να ασχολείται με ζητήματα μετανάστευσης, ακόμη και στην περίπτωση που αυτό αποτελεί μέρος μόνο των καθηκόντων τους,

2)   «τοποθετημένος στο εξωτερικό»: τοποθετημένος σε τρίτη χώρα, για εύλογο χρονικό διάστημα που καθορίζεται από την υπεύθυνη αρχή, σε ένα από τα ακόλουθα:

α)

σε διπλωματική αποστολή κράτους μέλους,

β)

στις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας,

γ)

σε διεθνή οργανισμό,

δ)

σε διπλωματική αποστολή της Ένωσης,

3)   «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679,

4)   «επιστροφή»: επιστροφή όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 3 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ.

Άρθρο 3

Καθήκοντα των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης

1.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους που καθορίζονται από τις αρχές οι οποίες τους τοποθετούν και σύμφωνα με τις διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες καθορίζονται στην ενωσιακή και τις εθνικές νομοθεσίες και σε οποιεσδήποτε συμφωνίες ή ρυθμίσεις που έχουν συναφθεί με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς.

2.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα ως γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου, καθώς και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη προσοχή τα ευάλωτα άτομα και λαμβάνουν υπόψη τη διάσταση του φύλου στις μεταναστευτικές ροές.

3.   Κάθε αρχή τοποθέτησης διασφαλίζει ότι οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης αναπτύσσουν και διατηρούν άμεσες επαφές με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, με τοπικές αρχές, και με οποιουσδήποτε σχετικούς οργανισμούς που ασκούν τη δραστηριότητά τους εντός της τρίτης χώρας, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, ιδίως με σκοπό την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

4.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης συλλέγουν πληροφορίες, προς χρήση είτε σε επιχειρησιακό επίπεδο είτε σε στρατηγικό επίπεδο ή και στα δύο επίπεδα. Οι πληροφορίες που συλλέγονται βάσει της παρούσας παραγράφου συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 και δεν περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 2. Οι πληροφορίες αυτές καλύπτουν ειδικότερα τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

την ευρωπαϊκή ολοκληρωμένη διαχείριση των συνόρων στα εξωτερικά σύνορα, με σκοπό την αποτελεσματική διαχείριση της μετανάστευσης,

β)

μεταναστευτικές ροές που προέρχονται από την τρίτη χώρα ή διέρχονται μέσω αυτής, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι δυνατόν και σκόπιμο, της σύνθεσης των μεταναστευτικών ροών και του προορισμού που προτίθενται να έχουν οι μετανάστες,

γ)

διαδρομές που χρησιμοποιούν οι μεταναστευτικές ροές που προέρχονται από την τρίτη χώρα ή διέρχονται μέσω αυτής για να φθάσουν στα εδάφη των κρατών μελών,

δ)

την ύπαρξη, τις δραστηριότητες και τους τρόπους δράσης εγκληματικών οργανώσεων που συμμετέχουν στη λαθραία μεταφορά μεταναστών και στην εμπορία ανθρώπων κατά μήκος των μεταναστευτικών οδών,

ε)

συμβάντα και επεισόδια που έχουν τη συνατότητα να είναι ή να γίνουν αιτία νέων εξελίξεων όσον αφορά τις μεταναστευτικές ροές,

στ)

μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων ταυτότητας και ταξιδιωτικών εγγράφων,

ζ)

τρόπους και μέσα παροχής βοήθειας στις αρχές σε τρίτες χώρες για την πρόληψη παράνομων μεταναστευτικών ροών από τα εδάφη τους ή μέσω αυτών,

η)

μέτρα πριν από την αναχώρηση για τους μετανάστες στη χώρα καταγωγής ή σε τρίτες χώρες υποδοχής τα οποία στηρίζουν την επιτυχή ένταξη μετά από νόμιμη άφιξη στα κράτη μέλη,

θ)

τρόπους και μέσα διευκόλυνσης της επιστροφής, της επανεισδοχής και της επανένταξης,

ι)

ουσιαστική πρόσβαση στην προστασία που έχει εφαρμόσει η τρίτη χώρα, μεταξύ άλλων προς όφελος ευάλωτων προσώπων,

ια)

υφιστάμενες και πιθανές μελλοντικές στρατηγικές νόμιμης μετανάστευσης και διαύλους μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών, λαμβανομένων υπόψη των δεξιοτήτων και των αναγκών της αγοράς εργασίας στα κράτη μέλη, καθώς και της επανεγκατάστασης και άλλων εργαλείων προστασίας,

ιβ)

ικανότητα, δυνατότητα, πολιτικές στρατηγικές, νομοθεσία και νομικές πρακτικές τρίτων χωρών και συμφεροντούχων, μεταξύ άλλων, όπου είναι δυνατόν και σκόπιμο, σχετικά με τα κέντρα υποδοχής και κράτησης και τις συνθήκες σε αυτά, όσον αφορά τα ζητήματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια).

5.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης συντονίζονται μεταξύ τους και με τους σχετικούς συμφεροντούχους όσον αφορά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων τους στον τομέα της δημιουργίας ικανοτήτων οι οποίες απευθύνονται προς τις αρχές και άλλους συμφεροντούχους σε τρίτες χώρες.

6.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης μπορούν να παρέχουν βοήθεια, λαμβανομένης υπόψη της εμπειρογνωμοσύνης και της κατάρτισής τους:

α)

για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της ιθαγένειας των υπηκόων τρίτων χωρών και για τη διευκόλυνση της επιστροφής τους σύμφωνα με την οδηγία 2008/115/ΕΚ, καθώς και για την παροχή βοήθειας για την επανένταξή τους, όπου είναι σκόπιμο και δυνατόν,

β)

για την επιβεβαίωση της ταυτότητας των ατόμων που χρειάζονται διεθνή προστασία, με σκοπό τη διευκόλυνση της επανεγκατάστασής τους στην Ένωση, μεταξύ άλλων με την παροχή σε αυτά, όπου είναι δυνατόν, επαρκούς ενημέρωσης και υποστήριξης πριν από την αναχώρηση,

γ)

για την επιβεβαίωση της ταυτότητας και τη διευκόλυνση της εφαρμογής των ενωσιακών και εθνικών μέτρων για την εισδοχή νόμιμων μεταναστών,

δ)

για την ανταλλαγή πληροφοριών που λαμβάνονται στο πλαίσιο των καθηκόντων τους εντός των δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρχών επιβολής του νόμου, με σκοπό την πρόληψη και τον εντοπισμό της παράνομης μετανάστευσης, καθώς και την καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων.

Άρθρο 4

Κοινοποίηση της τοποθέτησης αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης

1.   Τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και οι οργανισμοί της Ένωσης ενημερώνουν το Συντονιστικό Συμβούλιο που συστήνεται με το άρθρο 7 σχετικά με την πραγματική τοποθέτηση αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης και σχετικά με τα σχέδιά τους για αυτήν, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των καθηκόντων τους και διάρκειας της τοποθέτησής τους.

Οι εκθέσεις πεπραγμένων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο γ) περιλαμβάνουν επισκόπηση της τοποθέτησης αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διατίθενται στην ασφαλή διαδικτυακή πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 9.

Άρθρο 5

Δημιουργία τοπικών ή περιφερειακών δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης

1.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης που είναι τοποθετημένοι στις ίδιες χώρες ή περιοχές συνιστούν τοπικά ή περιφερειακά δίκτυα συνεργασίας και συνεργάζονται, όπου και όταν κρίνεται σκόπιμο, με αξιωματικούς συνδέσμους που τοποθετούνται από χώρες εκτός των κρατών μελών. Στο πλαίσιο των δικτύων αυτών, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2, ειδικότερα:

α)

συνεδριάζουν τακτικά και όποτε παραστεί ανάγκη,

β)

ανταλλάσσουν πληροφορίες και πρακτικές εμπειρίες, ιδιαίτερα σε συνεδριάσεις και μέσω της ασφαλούς διαδικτυακής πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 9,

γ)

ανταλλάσσουν πληροφορίες, όπου κρίνεται σκόπιμο, με βάση τις εμπειρίες όσον αφορά την πρόσβαση σε διεθνή προστασία,

δ)

συντονίζουν, κατά περίπτωση, τις θέσεις που θα λάβουν κατά τις επαφές με επιχειρήσεις μεταφορών, κατά περίπτωση,

ε)

παρακολουθούν, κατά περίπτωση, κοινά εξειδικευμένα μαθήματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων για τα θεμελιώδη δικαιώματα, την εμπορία ανθρώπων, την παράνομη διακίνηση μεταναστών, την πλαστογράφηση εγγράφων ή την πρόσβαση σε διεθνή προστασία σε τρίτες χώρες,

στ)

οργανώνουν, κατά περίπτωση, ενημερωτικές συναντήσεις και τμήματα κατάρτισης των μελών του διπλωματικού και προξενικού προσωπικού των αποστολών των κρατών μελών στην τρίτη χώρα,

ζ)

υιοθετούν κοινές προσεγγίσεις όσον αφορά τις μεθόδους για τη συλλογή πληροφοριών στρατηγικής σημασίας και για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με αυτές, συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεων κινδύνου,

η)

οργανώνουν, κατά περίπτωση, τακτικές επαφές με παρεμφερή δίκτυα στην τρίτη χώρα και σε γειτονικές τρίτες χώρες.

2.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης που τοποθετούνται από την Επιτροπή διευκολύνουν και στηρίζουν τα δίκτυα που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Στους τόπους όπου η Επιτροπή δεν τοποθετεί αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης που τοποθετούν οι οργανισμοί της Ένωσης διευκολύνουν και στηρίζουν τα δίκτυα που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Στους τόπους όπου ούτε η Επιτροπή ούτε οι οργανισμοί της Ένωσης τοποθετούν αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης, η διευκόλυνση του δικτύου πραγματοποιείται από αξιωματικό σύνδεσμο μετανάστευσης, κατόπιν συμφωνίας των μελών του δικτύου.

3.   Το Συντονιστικό Συμβούλιο ενημερώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για τον διορισμό του ορισθέντος υπευθύνου διευκόλυνσης του δικτύου ή για το γεγονός ότι δεν ορίζεται υπεύθυνος διευκόλυνσης.

Άρθρο 6

Από κοινού τοποθέτηση αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συμφωνήσουν, σε διμερή ή πολυμερή βάση, ότι οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης οι οποίοι είναι τοποθετημένοι από ένα κράτος μέλος σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό φροντίζουν επίσης για τα συμφέροντα ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να συμφωνήσουν ότι οι αξιωματικοί τους σύνδεσμοι μετανάστευσης κατανέμουν μεταξύ τους ορισμένα από τα καθήκοντά τους, ανάλογα με την αρμοδιότητά τους και την κατάρτισή τους.

3.   Όταν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη τοποθετούν από κοινού αξιωματικό σύνδεσμο μετανάστευσης, τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να λάβουν χρηματοδοτική συνδρομή από την Ένωση δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 515/2014.

Άρθρο 7

Συντονιστικό Συμβούλιο

1.   Συστήνεται Συντονιστικό Συμβούλιο του ευρωπαϊκού δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης.

2.   Το Συντονιστικό Συμβούλιο απαρτίζεται από έναν εκπρόσωπο κάθε κράτους μέλους, δύο εκπροσώπους της Επιτροπής, έναν εκπρόσωπο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, έναν εκπρόσωπο της Ευρωπόλ και έναν εκπρόσωπο του EASO. Για τον σκοπό αυτό, κάθε κράτος μέλος διορίζει ένα μέλος του Συντονιστικού Συμβουλίου, καθώς και ένα αναπληρωματικό μέλος που εκπροσωπεί το τακτικό μέλος όταν αυτό απουσιάζει. Τα μέλη του Συντονιστικού Συμβουλίου διορίζονται ιδιαίτερα με βάση τη σχετική τους πείρα και εμπειρογνωμοσύνη στη διαχείριση δικτύων αξιωματικών συνδέσμων.

3.   Οι χώρες που συμμετέχουν στην υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν συμμετέχουν στο Συντονιστικό Συμβούλιο και ορίζουν από έναν εκπρόσωπο η καθεμιά ως μέλος χωρίς δικαίωμα ψήφου. Τους επιτρέπεται να εκφράζουν τις απόψεις τους σχετικά με όλα τα θέματα που συζητούνται και τις αποφάσεις που λαμβάνει το Συντονιστικό Συμβούλιο.

Κατά τη λήψη αποφάσεων σε θέματα σχετικά με τους αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης που τοποθετούν οι χώρες που συνδέονται με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, το Συντονιστικό Συμβούλιο λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις που εκφράζουν οι εκπρόσωποι των εν λόγω χωρών.

4.   Εμπειρογνώμονες και εκπρόσωποι εθνικών αρχών, διεθνών οργανισμών και σχετικών θεσμικών οργάνων, οργανισμών, υπηρεσιών και φορέων της Ένωσης οι οποίοι δεν είναι μέλη του Συντονιστικού Συμβουλίου μπορούν να καλούνται από το Συντονιστικό Συμβούλιο να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητές.

5.   Το Συντονιστικό Συμβούλιο μπορεί να διοργανώνει κοινές συνεδριάσεις με άλλα δίκτυα ή οργανισμούς.

6.   Ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής ασκεί την προεδρία του Συντονιστικού Συμβουλίου. Η προεδρία:

α)

διασφαλίζει τη συνέχεια και οργανώνει τις εργασίες του Συντονιστικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της στήριξης της προετοιμασίας του διετούς προγράμματος εργασίας και της ανά διετία έκθεσης πεπραγμένων,

β)

συμβουλεύει το Συντονιστικό Συμβούλιο ώστε να διασφαλίζει ότι οι συλλογικές δραστηριότητες που συμφωνούνται συνάδουν προς τα σχετικά μέσα και δομές της Ένωσης, είναι συντονισμένες με αυτά και αντικατοπτρίζουν τις προτεραιότητες της Ένωσης στον τομέα της μετανάστευσης,

γ)

συγκαλεί τις συνεδριάσεις του Συντονιστικού Συμβουλίου.

Για την επίτευξη των στόχων του Συντονιστικού Συμβουλίου, η προεδρία επικουρείται από γραμματεία.

7.   Το Συντονιστικό Συμβούλιο συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

8.   Το Συντονιστικό Συμβούλιο εκδίδει αποφάσεις με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου.

9.   Οι αποφάσεις που εκδίδονται από το Συντονιστικό Συμβούλιο κοινοποιούνται στους σχετικούς αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης από τις αντίστοιχες αρχές που τους έχουν τοποθετήσει.

Άρθρο 8

Καθήκοντα του Συντονιστικού Συμβουλίου

1.   Το Συντονιστικό Συμβούλιο εγκρίνει τον εσωτερικό του κανονισμό βάσει πρότασης της προεδρίας, εντός τριών μηνών από την πρώτη του συνεδρίαση. Ο εσωτερικός κανονισμός καθορίζει τις λεπτομέρειες που αφορούν την ψηφοφορία. Ο εσωτερικός κανονισμός περιλαμβάνει ιδίως τους όρους υπό τους οποίους ένα μέλος μπορεί να ενεργεί για λογαριασμό ενός άλλου μέλους, καθώς επίσης και τις απαιτήσεις απαρτίας.

2.   Λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες της Ένωσης στον τομέα της μετανάστευσης και εντός του εύρους των καθηκόντων των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2, το Συντονιστικό Συμβούλιο ασκεί τα ακόλουθα καθήκοντα βασιζόμενο σε μια συνολική εικόνα της κατάστασης και σε αναλύσεις που παρέχονται από τους σχετικούς οργανισμούς της Ένωσης:

α)

ορίζει τις προτεραιότητες και σχεδιάζει δραστηριότητες με την κατάρτιση διετούς προγράμματος εργασιών, υποδεικνύοντας τους πόρους που είναι αναγκαίοι για τη στήριξη των εν λόγω εργασιών,

β)

επιβλέπει τακτικά την υλοποίηση των δραστηριοτήτων του με σκοπό να προτείνει τροποποιήσεις στο διετές πρόγραμμα εργασίας κατά περίπτωση και όσον αφορά τον διορισμό των υπευθύνων διευκόλυνσης του δικτύου και την πρόοδο που έχουν σημειώσει τα δίκτυα αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με αρμόδιες αρχές σε τρίτες χώρες,

γ)

εγκρίνει την ανά διετία έκθεση πεπραγμένων, συμπεριλαμβανομένης της επισκόπησης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, την οποία εκπονεί ο πρόεδρος του Συντονιστικού Συμβουλίου,

δ)

επικαιροποιεί τον κατάλογο τοποθετήσεων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης πριν από κάθε συνεδρίαση του Συντονιστικού Συμβουλίου,

ε)

εντοπίζει κενά όσον αφορά τις τοποθετήσεις και περιγράφει δυνατότητες για την τοποθέτηση αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης.

Το Συντονιστικό Συμβούλιο διαβιβάζει τα έγγραφα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

3.   Λαμβάνοντας υπόψη τις επιχειρησιακές ανάγκες της Ένωσης στον τομέα της μετανάστευσης και εντός του εύρους των καθηκόντων των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2, το Συντονιστικό Συμβούλιο ασκεί τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

εγκρίνει ad hoc δράσεις των δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης,

β)

παρακολουθεί τη διαθεσιμότητα πληροφοριών μεταξύ αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης και οργανισμών της Ένωσης και διατυπώνει συστάσεις για απαραίτητες ενέργειες, όπου αυτό απαιτείται,

γ)

υποστηρίζει την ανάπτυξη δυνατοτήτων των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, μεταξύ άλλων με την εκπόνηση συμπληρωματικών και μη υποχρεωτικών κοινών βασικών κορμών μαθημάτων, με την ανάπτυξη εκπαίδευσης πριν από την τοποθέτηση και με την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών για την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά τις δραστηριότητές τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα ευάλωτα πρόσωπα, και υποστηρίζει τη διοργάνωση κοινών σεμιναρίων για ζητήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4, λαμβάνοντας υπόψη τα εργαλεία κατάρτισης που έχουν αναπτύξει οι σχετικοί οργανισμοί της Ένωσης ή άλλοι διεθνείς οργανισμοί,

δ)

διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες ανταλλάσσονται μέσω της ασφαλούς διαδικτυακής πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών όπως προβλέπεται στο άρθρο 9.

4.   Για την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν ενωσιακή χρηματοδοτική στήριξη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 515/2014.

Άρθρο 9

Πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών

1.   Για τους σκοπούς της εκτέλεσης των αντίστοιχων καθηκόντων τους, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης, τα μέλη του Συντονιστικού Συμβουλίου και οι υπεύθυνοι διευκόλυνσης του δικτύου που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 μεριμνούν ώστε όλες οι σχετικές πληροφορίες και όλα τα στατιστικά στοιχεία να αναρτώνται και να ανταλλάσσονται μέσω ασφαλούς διαδικτυακής πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών. Η εν λόγω πλατφόρμα συγκροτείται από την Επιτροπή σε συμφωνία με το Συντονιστικό Συμβούλιο και συντηρείται από την Επιτροπή.

Απαγορεύεται η ανταλλαγή επιχειρησιακών πληροφοριών για την επιβολή του νόμου οι οποίες έχουν αυστηρώς εμπιστευτικό χαρακτήρα μέσω της ασφαλούς διαδικτυακής πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών.

2.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μέσω της ασφαλούς διαδικτυακής πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

σχετικά έγγραφα, εκθέσεις και προϊόντα ανάλυσης όπως έχουν συμφωνηθεί από το Συντονιστικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3,

β)

διετή προγράμματα εργασίας, ανά διετία εκθέσεις πεπραγμένων και τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων και των ad hoc καθηκόντων των δικτύων αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3,

γ)

επικαιροποιημένο κατάλογο των μελών του Συντονιστικού Συμβουλίου,

δ)

επικαιροποιημένο κατάλογο με στοιχεία επικοινωνίας των αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης που τοποθετούνται σε τρίτες χώρες, ο οποίος περιέχει το ονοματεπώνυμο, το μέρος της τοποθέτησης και την περιφερειακή ευθύνη, τον αριθμό τηλεφώνου και τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους,

ε)

λοιπά έγγραφα σχετικά με τις δραστηριότητες και τις αποφάσεις του Συντονιστικού Συμβουλίου.

3.   Με εξαίρεση τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία γ) και δ), οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μέσω της ασφαλούς πλατφόρμας διαδικτυακής πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών δεν περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ούτε οποιουσδήποτε συνδέσμους μέσω των οποίων τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καθίστανται άμεσα ή έμμεσα διαθέσιμα. Η πρόσβαση στα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία γ) και δ) περιορίζεται σε αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης, μέλη του Συντονιστικού Συμβουλίου και δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό για τον σκοπό της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

4.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει πρόσβαση σε ορισμένα τμήματα της ασφαλούς διαδικτυακής πλατφόρμας ανταλλαγής πληροφοριών, όπως ορίζεται από το Συντονιστικό Συμβούλιο στον εσωτερικό κανονισμό του και σύμφωνα με τους ισχύοντες ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες και νομοθεσία.

Άρθρο 10

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τους ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και με τους κανόνες που περιέχονται σε διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς.

2.   Οι αξιωματικοί σύνδεσμοι μετανάστευσης μπορούν να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 6. Τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαγράφονται όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

3.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υφίστανται επεξεργασία δυνάμει της παραγράφου 2 μπορεί να περιλαμβάνουν:

α)

βιομετρικά ή βιογραφικά δεδομένα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, προς επιβεβαίωση της ταυτότητας και της ιθαγένειας υπηκόων τρίτων χωρών για τους σκοπούς της επιστροφής, συμπεριλαμβανομένων όλων των κατηγοριών εγγράφων που μπορούν να θεωρηθούν ως αποδείξεις ή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ιθαγένειας,

β)

καταλόγους επιβατών των πτήσεων επιστροφής και άλλων μεταφορικών μέσων σε τρίτες χώρες,

γ)

βιομετρικά ή βιογραφικά δεδομένα προς επιβεβαίωση της ταυτότητας και της ιθαγένειας υπηκόων τρίτων χωρών για τον σκοπό της εισδοχής για νόμιμη μετανάστευση,

δ)

βιομετρικά ή βιογραφικά δεδομένα προς επιβεβαίωση της ταυτότητας και της ιθαγένειας υπηκόων τρίτων χωρών που χρήζουν διεθνούς προστασίας για τον σκοπό της επανεγκατάστασης,

ε)

βιομετρικά ή βιογραφικά δεδομένα, καθώς και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του ατόμου και για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τους τρόπους δράσης των εγκληματικών δικτύων, τα χρησιμοποιούμενα μέσα μεταφοράς, την εμπλοκή μεσαζόντων και τις χρηματοοικονομικές ροές.

Τα δεδομένα του στοιχείου ε) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου μπορεί να υποβληθούν σε επεξεργασία αποκλειστικά για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 6 στοιχείο δ).

4.   Η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιορίζεται αυστηρά σε ό, τι είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

5.   Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αξιωματικούς συνδέσμους μετανάστευσης σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς βάσει του παρόντος άρθρου γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

Άρθρο 11

Προξενική συνεργασία

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις διατάξεις σχετικά με την προξενική συνεργασία σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες περιέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 810/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19).

Άρθρο 12

Έκθεση

1.   Πέντε έτη μετά την ημερομηνία έκδοσης του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα κράτη μέλη και οι σχετικοί οργανισμοί της Ένωσης παρέχουν στην Επιτροπή τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση της έκθεσης για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 13

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 377/2004 καταργείται.

Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2019.

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 377/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη δημιουργία δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης (ΕΕ L 64 της 2.3.2004, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 863/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2007/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/267/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 251 της 16.9.2016, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Επιτήρησης των Συνόρων (Eurosur) (ΕΕ L 295 της 6.11.2013, σ. 11).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 515/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση, στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, του μέσου χρηματοδοτικής στήριξης στον τομέα των εξωτερικών συνόρων και των θεωρήσεων και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 574/2007/ΕΚ (ΕΕ L 150 της 20.5.2014, σ. 143).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(8)  Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 98).

(9)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(10)  Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).

(11)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(12)  Απόφαση 2008/149/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 50).

(13)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(14)  Απόφαση 2011/350/EE του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, Εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του πρωτοκόλλου μΕταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της ΕλβΕτικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του ΛιχτΕνστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του ΛιχτΕνστάιν στη συμφωνία μΕταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της ΕλβΕτικής Συνομοσπονδίας σχΕτικά μΕ τη σύνδΕση της ΕλβΕτικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σΕ ισχύ, την Εφαρμογή και την ανάπτυξη του κΕκτημένου του ΣένγκΕν, όσον αφορά την κατάργηση των Ελέγχων στα ΕσωτΕρικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (EE L 160 της 18.6.2011, σ. 19).

(15)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/304 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2019,σχετικά με την κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ότι δεν επιθυμεί πλέον να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν, οι οποίες περιέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 377/2004 του Συμβουλίου για τη δημιουργία δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης (ΕΕ L 51 της 22.2.2019, σ. 7).

(16)  Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).

(17)  Απόφαση 2004/926/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τη θέση σε εφαρμογή από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας μερών του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 395 της 31.12.2004, σ. 70).

(18)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 810/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τη θέσπιση κοινοτικού κώδικα θεωρήσεων (κώδικας θεωρήσεων) (ΕΕ L 243 της 15.9.2009, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Καταργούμενος κανονισμός με την τροποποίησή του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 377/2004 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 64 της 2.3.2004, σ. 1)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 493/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 141 της 27.5.2011, σ. 13)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 377/2004

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 2 σημείο 1)

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 2 σημείο 1) τελευταία φράση

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2 σημείο 2)

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 2 εισαγωγική φράση

Άρθρο 3 παράγραφος 4 εισαγωγική φράση

Άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7

Άρθρο 11

Παράρτημα I

Παράρτημα II


25.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/105


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1241 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

σχετικά με τη διατήρηση αλιευτικών πόρων και την προστασία θαλάσσιων οικοσυστημάτων μέσω τεχνικών μέτρων, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2019/2006, (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, (ΕΕ) 2016/1139, (ΕΕ) 2018/973, (ΕΕ) 2019/472 και (ΕΕ) 2019/1022 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 894/97, (ΕΚ) αριθ. 850/98, (ΕΚ) αριθ. 2549/2000, (ΕΚ) αριθ. 254/2002, (ΕΚ) αριθ. 812/2004 και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) θεσπίστηκε κοινή αλιευτική πολιτική (ΚΑλΠ) για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων.

(2)

Τα τεχνικά μέτρα είναι εργαλεία για την υποστήριξη της εφαρμογής της ΚΑλΠ. Ωστόσο, μία αξιολόγηση της τρέχουσας ρυθμιστικής δομής σε σχέση με τεχνικά μέτρα έδειξε ότι δεν είναι πιθανόν να επιτύχει τους στόχους της ΚΑλΠ και θα πρέπει να αναληφθεί μια νέα προσέγγιση για την αύξηση της αποτελεσματικότητας των τεχνικών μέτρων, με επίκεντρο την προσαρμογή της δομής διαχείρισης.

(3)

Είναι σκόπιμο να αναπτυχθεί ένα πλαίσιο για τη ρύθμιση των τεχνικών μέτρων. Το πλαίσιο αυτό πρέπει, αφενός, να θεσπίζει γενικούς κανόνες οι οποίοι θα εφαρμόζονται σε όλα τα ενωσιακά ύδατα και, αφετέρου, να προβλέπει τη θέσπιση τεχνικών μέτρων που λαμβάνουν υπόψη τις περιφερειακές ιδιαιτερότητες των τύπων αλιείας, μέσω της διαδικασίας περιφερειοποίησης που εισήχθη με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

(4)

Το πλαίσιο θα πρέπει να καλύπτει την αλίευση και την εκφόρτωση αλιευτικών πόρων, καθώς και τη χρήση αλιευτικών εργαλείων και την αλληλεπίδραση των αλιευτικών δραστηριοτήτων με τα θαλάσσια οικοσυστήματα.

(5)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στις αλιευτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στα ενωσιακά ύδατα από αλιευτικά σκάφη της Ένωσης και τρίτων χωρών και από υπηκόους κρατών μελών - με την επιφύλαξη της πρωταρχικής ευθύνης του κράτους σημαίας -, καθώς και σε αλιευτικά σκάφη της Ένωσης τα οποία δραστηριοποιούνται στα ενωσιακά ύδατα των εξόχως απόκεντρων περιοχών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 349 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται, σε σχέση με ενωσιακά αλιευτικά σκάφη και υπηκόους των κρατών μελών, σε μη ενωσιακά ύδατα, όσον αφορά τεχνικά μέτρα που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο της ζώνης διακανονισμού της Επιτροπής Αλιείας Βορειοανατολικού Ατλαντικού (NEAFC/ΕΑΒΑΑ) και της περιοχής της συμφωνίας της Γενικής Επιτροπής Αλιείας για τη Μεσόγειο (GFCM/ΓΕΑΜ).

(6)

Τεχνικά μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, σε ερασιτεχνική αλιεία, η οποία μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στα αποθέματα ειδών ιχθύων και οστρακοειδών.

(7)

Τα τεχνικά μέτρα θα πρέπει να συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της ΚΑλΠ για την αλίευση στα επίπεδα μέγιστης βιώσιμης απόδοσης, τη μείωση των ανεπιθύμητων αλιευμάτων και την εξάλειψη των απορρίψεων και να συμβάλλουν στην επίτευξη καλής περιβαλλοντικής κατάστασης, όπως ορίζεται στην οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(8)

Τα τεχνικά μέτρα θα πρέπει να συμβάλλουν ειδικά στην προστασία των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών και των αναπαραγωγικών συγκεντρώσεων θαλασσίων ειδών μέσω της χρήσης επιλεκτικών αλιευτικών εργαλείων και μέτρων για την αποτροπή των ανεπιθύμητων αλιευμάτων. Τα τεχνικά μέτρα πρέπει, επίσης, να ελαχιστοποιούν τις επιπτώσεις των αλιευτικών εργαλείων στα θαλάσσια οικοσυστήματα και, ιδίως, σε ευαίσθητα είδη και ενδιαιτήματα, μεταξύ άλλων και κατά περίπτωση, με τη χρήση κινήτρων. Επίσης, πρέπει να συμβάλλουν στη λήψη μέτρων διαχείρισης για σκοπούς συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (6), την οδηγία 2008/56/ΕΚ και την οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(9)

Για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των τεχνικών μέτρων, θα πρέπει να καθορισθούν στόχοι σχετικά με τα επίπεδα ανεπιθύμητων αλιευμάτων, ιδίως αλιευμάτων θαλασσίων ειδών κάτω του ελάχιστου μεγέθους αναφοράς διατήρησης, με το επίπεδο παρεμπιπτόντων αλιευμάτων ευαίσθητων ειδών και τον βαθμό που τα ενδιαιτήματα του θαλάσσιου βυθού επηρεάζονται δυσμενώς από την αλιεία. Οι εν λόγω στόχοι θα πρέπει να απηχούν τους στόχους της ΚΑλΠ, την ενωσιακή περιβαλλοντική νομοθεσία – ιδίως την οδηγία 92/43/ΕΟΚ και την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) – και τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές.

(10)

Για να διασφαλιστεί η ομοιομορφία όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των τεχνικών κανόνων, οι ορισμοί των αλιευτικών εργαλείων και των αλιευτικών δραστηριοτήτων που περιέχονται στους υφιστάμενους κανονισμούς τεχνικών μέτρων πρέπει να επικαιροποιηθούν και να ενοποιηθούν.

(11)

Ορισμένα καταστροφικά αλιευτικά εργαλεία ή καταστροφικές αλιευτικές μέθοδοι στο πλαίσιο των οποίων χρησιμοποιούνται εκρηκτικές ύλες, δηλητηριώδεις ή ναρκωτικές ουσίες, ηλεκτρικό ρεύμα, αεροσφύρες ή άλλα κρουστικά εργαλεία,συρόμενα προσαρτήματα και αρπάγες για τη συλλογή ερυθρών κοραλλιών ή άλλων τύπων κοραλλιών ή κοραλλιοειδών οργανισμών και ορισμένα ψαροντούφεκα θα πρέπει να απαγορευθούν. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η πώληση, έκθεση ή προσφορά προς πώληση οιωνδήποτε θαλάσσιων ειδών που αλιεύονται με τη χρήση των εν λόγω εργαλείων ή μεθόδων, εφόσον απαγορεύονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(12)

Η χρήση τράτας με ηλεκτρικό ρεύμα θα πρέπει να εξακολουθήσει να είναι δυνατή κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου έως τις 30 Ιουνίου 2021 και υπό συγκεκριμένες αυστηρές προϋποθέσεις.

(13)

Βάσει της γνωμοδότησης της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας (ΕΤΟΕΑ), θα πρέπει να θεσπιστούν ορισμένοι κοινοί κανόνες που να ορίζουν περιορισμούς σχετικά με τη χρήση συρόμενων εργαλείων και σχετικά με την κατασκευή των σάκων ώστε να αποτρέπονται οι κακές πρακτικές που οδηγούν σε μη επιλεκτικές αλιευτικές πρακτικές.

(14)

Για να περιοριστεί η χρήση παρασυρόμενων διχτυών, τα οποία μπορούν να αλιεύουν ιχθύς σε μεγάλες περιοχές και προκαλούν την αλίευση σημαντικών ποσοτήτων ευαίσθητων ειδών, θα πρέπει να ενοποιηθούν οι υπάρχοντες περιορισμοί στη χρήση των εν λόγω αλιευτικών εργαλείων.

(15)

Βάσει γνωματεύσεων της ΕΤΟΕΑ, θα πρέπει να συνεχιστεί η απαγόρευση αλιείας με στατικά δίχτυα στις διαιρέσεις ICES 3a 6a, 6b, 7b, 7c, 7j και 7k και στις υποπεριοχές ICES 8, 9, 10 και 12 ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 27°Δ σε ύδατα με χαρτογραφημένο βάθος άνω των 200 μέτρων, ώστε να προστατεύονται ευαίσθητα είδη βαθέων υδάτων, με την επιφύλαξη ορισμένων παρεκκλίσεων.

(16)

Για ορισμένα σπάνια είδη ιχθύων, όπως κάποια είδη καρχαριών και σελαχιών, ακόμη και περιορισμένης κλίμακας αλιευτική δραστηριότητα θα μπορούσε να συνεπάγεται σοβαρό κίνδυνο για τη διατήρησή τους. Για την προστασία των εν λόγω ειδών, πρέπει να θεσπιστεί γενική απαγόρευση αλιείας τους.

(17)

Για την αυστηρή προστασία ευαίσθητων θαλάσσιων ειδών, όπως θαλάσσιων θηλαστικών, ερπετών και πτηνών, τα οποία προβλέπονται στις οδηγίες 92/43/ΕΟΚ και 2009/147/ΕΚ, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίζουν μέτρα μετριασμού για την ελαχιστοποίηση και, ει δυνατόν, την εξάλειψη της αλίευσης των εν λόγω ειδών από τα αλιευτικά εργαλεία.

(18)

Για τη συνεχή προστασία ευαίσθητων θαλάσσιων ενδιαιτημάτων που βρίσκονται στα ανοικτά των ακτών της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και γύρω από τις νήσους Αζόρες, Μαδέρα και τις Κανάριες Νήσους, καθώς και στη ζώνη διακανονισμού NEAFC, θα πρέπει να διατηρηθούν οι υπάρχοντες περιορισμοί στη χρήση εργαλείων βενθοπελαγικής αλιείας.

(19)

Στην περίπτωση που προσδιορίζονται και άλλα τέτοια ενδιαιτήματα βάσει επιστημονικών συμβουλών, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα θεσπιστούν παρόμοιοι περιορισμοί για την προστασία των εν λόγω ενδιαιτημάτων.

(20)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, θα πρέπει να καθοριστούν ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των νεαρών θαλάσσιων ειδών και με σκοπό να καθοριστούν περιοχές αποκατάστασης των ιχθυαποθεμάτων, καθώς και με σκοπό να αποτελέσουν ελάχιστα μεγέθη εμπορίας.

(21)

Θα πρέπει να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα πραγματοποιείται η μέτρηση του μεγέθους των θαλάσσιων ειδών.

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν πιλοτικά προγράμματα με σκοπό τη διερεύνηση τρόπων αποφυγής, ελαχιστοποίησης και εξάλειψης των ανεπιθύμητων αλιευμάτων. Όπου καταδεικνύεται, βάσει των αποτελεσμάτων αυτών των προγραμμάτων ή επιστημονικών συμβουλών, ότι υπάρχει σημαντικός αριθμός ανεπιθύμητων αλιευμάτων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν να θεσπίζουν τεχνικά μέτρα μείωσης των εν λόγω αλιευμάτων.

(23)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίσει πρότυπα αναφοράς για κάθε θαλάσσια λεκάνη. Αυτά τα βασικά πρότυπα απορρέουν από υπάρχοντα τεχνικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις συμβουλές της ΕΤΟΕΑ και τις απόψεις των ενδιαφερόμενων φορέων. Τα εν λόγω πρότυπα θα πρέπει να συνίστανται σε βασικά μεγέθη ματιών για τα συρόμενα εργαλεία και τα στατικά δίχτυα, σε ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης, σε περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού της αλιείας, καθώς και σε μέτρα υπέρ της διατήρησης της φύσης για τη μείωση των αλιευμάτων ευαίσθητων ειδών σε ορισμένες περιοχές και σε οποιοδήποτε άλλο υφιστάμενο τεχνικό μέτρο περιφερειακού χαρακτήρα.

(24)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν από κοινού συστάσεις για κατάλληλα τεχνικά μέτρα που διαφέρουν από αυτές τις γραμμές βάσης σύμφωνα με τη διαδικασία περιφερειοποίησης που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, βάσει επιστημονικών στοιχείων.

(25)

Τα εν λόγω περιφερειακά τεχνικά μέτρα πρέπει να επιφέρουν τέτοια οφέλη για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων, τα οποία να είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με τα παρεχόμενα από τα βασικά πρότυπα, ιδίως όσον αφορά τις διαρθρώσεις εκμετάλλευσης και το επίπεδο προστασίας των ευαίσθητων ειδών και ενδιαιτημάτων.

(26)

Κατά την ανάπτυξη κοινών συστάσεων σχετικά με εργαλεία επιλεκτικά ως προς το μέγεθος και ως προς το είδος, των οποίων τα μεγέθη ματιών διαφέρουν από τα βασικά μεγέθη ματιών, οι περιφερειακές ομάδες των κρατών μελών μεριμνούν ώστε από τα εν λόγω μέτρα να προκύπτουν χαρακτηριστικά επιλεκτικότητας τουλάχιστον παρόμοια ή βελτιωμένα σε σχέση με εκείνα των βασικών αλιευτικών εργαλείων.

(27)

Κατά την ανάπτυξη κοινών συστάσεων σχετικά με τις περιοχές περιορισμού για την προστασία των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών και των αναπαραγωγικών συγκεντρώσεων, οι περιφερειακές ομάδες κρατών μελών θα πρέπει να καθορίζουν τους στόχους, τη γεωγραφική έκταση και τη διάρκεια των απαγορεύσεων, καθώς και τους περιορισμούς όσον αφορά στα εργαλεία και τις ρυθμίσεις ελέγχου και παρακολούθησης στις κοινές συστάσεις τους.

(28)

Κατά την ανάπτυξη κοινών συστάσεων σχετικά με τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης, οι περιφερειακές ομάδες κρατών μελών θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι γίνονται σεβαστοί οι στόχοι της ΚΑλΠ για την εξασφάλιση της προστασίας των νεαρών θαλάσσιων ειδών και τη μη στρέβλωση της αγοράς, καθώς και τη μη δημιουργία αγοράς για ιχθύες με μέγεθος μικρότερο από τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης.

(29)

Η θέσπιση απαγορεύσεων της αλιείας σε πραγματικό χρόνο σε συνδυασμό με διατάξεις σχετικά με τις μετακινήσεις ως πρόσθετο μέτρο για την προστασία ευαίσθητων ειδών, νεαρών θαλάσσιων οργανισμών ή αναπαραγωγικών συγκεντρώσεων θα πρέπει να αποτελεί επιλογή που πρέπει να αναπτυχθεί μέσω της περιφερειοποίησης. Οι προϋποθέσεις για τη θέσπιση τέτοιων περιοχών, περιλαμβανομένης της γεωγραφικής έκτασης και της διάρκειας των απαγορεύσεων, καθώς και οι ρυθμίσεις ελέγχου και παρακολούθησης, πρέπει να καθορίζονται σε σχετικές κοινές συστάσεις.

(30)

Βάσει εκτίμησης των επιπτώσεων καινοτόμων εργαλείων, η χρήση ή η επέκταση της χρήσης τέτοιων καινοτόμων εργαλείων θα μπορεί ενδεχομένως να περιλαμβάνεται σε κοινές συστάσεις υποβαλλόμενες από περιφερειακές ομάδες κρατών μελών. Δεν πρέπει να επιτρέπεται η χρήση καινοτόμων αλιευτικών εργαλείων στην περίπτωση που, βάσει επιστημονικής αξιολόγησης, θεωρείται ότι η χρήση τους θα προκαλέσει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε ευαίσθητα ενδιαιτήματα και σε μη στοχευόμενα είδη.

(31)

Κατά την ανάπτυξη κοινών συστάσεων σχετικά με την προστασία των ευαίσθητων ειδών και ενδιαιτημάτων, θα πρέπει να επιτραπεί στις περιφερειακές ομάδες των κρατών μελών να αναπτύξουν πρόσθετα μέτρα μετριασμού για τη μείωση των επιπτώσεων της αλιείας επί των εν λόγω ειδών και ενδιαιτημάτων. Στην περίπτωση που, βάσει επιστημονικών αποδείξεων, η κατάσταση διατήρησης των ευαίσθητων ειδών και ενδιαιτημάτων βρίσκεται υπό σοβαρή απειλή, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίζουν επιπρόσθετους περιορισμούς στην κατασκευή και τη χρήση ορισμένων αλιευτικών εργαλείων ή ακόμα και συνολική απαγόρευση της χρήσης τους στη δεδομένη περιοχή. Οι εν λόγω περιορισμοί θα μπορούν ενδεχομένως να εφαρμόζονται, ιδίως, στη χρήση παρασυρόμενων διχτυών, η οποία έχει προκαλέσει σε ορισμένες περιοχές την αλίευση σημαντικών ποσοτήτων ευαίσθητων ειδών.

(32)

Στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονται πολυετή σχέδια για τη συγκεκριμένη αλιεία, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 επιτρέπει τον καθορισμό προσωρινών σχεδίων απορρίψεων για την εφαρμογή της υποχρέωσης εκφόρτωσης. Στο πλαίσιο αυτών των σχεδίων, θα πρέπει να επιτρέπεται η θέσπιση τεχνικών μέτρων τα οποία συνδέονται αυστηρά με την εφαρμογή της υποχρέωσης εκφόρτωσης και στοχεύουν στην αύξηση της επιλεκτικότητας και στη μείωση, κατά το δυνατόν, των ανεπιθύμητων αλιευμάτων.

(33)

Θα πρέπει να είναι δυνατή η διεξαγωγή πιλοτικών προγραμμάτων σχετικά με την πλήρη τεκμηρίωση αλιευμάτων και απορρίψεων. Τα προγράμματα αυτά μπορούν να συνεπάγονται παρεκκλίσεις από τους κανόνες σχετικά με τα μεγέθη ματιών διχτυών που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, στον βαθμό που συμβάλλουν στην επίτευξη των γενικών και ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού.

(34)

Ορισμένες διατάξεις σχετικά με τεχνικά μέτρα που θέσπισε η NEAFC θα πρέπει να περιληφθούν στον παρόντα κανονισμό.

(35)

Προκειμένου να μην παρακωλύονται η επιστημονική έρευνα ή ο άμεσος εμπλουτισμός των αποθεμάτων και η μετεγκατάσταση, τα τεχνικά μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό δεν πρέπει να ισχύουν για ενέργειες αναγκαίες για την άσκηση των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, όταν οι αλιευτικές δραστηριότητες για σκοπούς επιστημονικής έρευνας απαιτούν αυτήν την παρέκκλιση από τα τεχνικά μέτρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλες προϋποθέσεις.

(36)

Η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή όσον αφορά τη θέσπιση συγκεκριμένων μέτρων σχετικά με την ερασιτεχνική αλιεία, τους περιορισμούς για τα συρόμενα εργαλεία, τα ευαίσθητα είδη και ενδιαιτήματα, τον κατάλογο ιχθύων και οστρακοειδών των οποίων η κατευθυνόμενη αλιεία απαγορεύεται, τον ορισμό της κατευθυνόμενης αλιείας, τα πιλοτικά προγράμματα σχετικά με την πλήρη τεκμηρίωση αλιευμάτων και απορρίψεων, και τα τεχνικά μέτρα στο πλαίσιο προσωρινών σχεδίων απορρίψεων, καθώς και σχετικά με τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης, τα μεγέθη ματιών, τις περιοχές απαγόρευσης αλιείας και άλλα τεχνικά μέτρα σε ορισμένες θαλάσσιες λεκάνες, τα μέτρα μείωσης των επιπτώσεων για ευαίσθητα είδη και τον κατάλογο των ειδών των βασικών ενδεικτικών αποθεμάτων. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να διενεργεί, κατά το προπαρασκευαστικό της έργο, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και οι εν λόγω διαβουλεύσεις να διεξάγονται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (9). Προκειμένου, ιδίως, να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονες αυτών έχουν συστηματικά πρόσβαση σε συνεδριάσεις ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(37)

Για να διασφαλίζονται ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά τον καθορισμό των προδιαγραφών των προσαρτημάτων για τη μείωση της φθοράς, και την ενίσχυση των συρόμενων εργαλείων ή για τον περιορισμό της διαφυγής αλιευμάτων στο εμπρόσθιο τμήμα συρόμενων εργαλείων· για να καθοριστούν οι προδιαγραφές των διατάξεων επιλογής που προσαρτώνται σε καθορισμένα βασικά αλιευτικά εργαλεία· για να καθοριστούν οι προδιαγραφές της τράτας με ηλεκτρικό ρεύμα· τον καθορισμό περιορισμών στην κατασκευή εργαλείων και τα μέτρα ελέγχου και παρακολούθησης που θα εγκριθούν από το κράτος μέλος σημαίας· και τον καθορισμό κανόνων σχετικά με: τα μέτρα ελέγχου και παρακολούθησης που θα εγκριθούν από το κράτος μέλος σημαίας κατά τη χρήση στατικών αλιευτικών εργαλείων σε βάθη μεταξύ 200 και 600m, με τα μέτρα ελέγχου και παρακολούθησης που θα εγκριθούν για συγκεκριμένες περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας· και με το σήμα και τα χαρακτηριστικά εφαρμογής ηχητικών αποτρεπτικών συσκευών που χρησιμοποιούνται για την αποτροπή των κητοειδών από στατικά δίχτυα και των μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την ελαχιστοποίηση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων θαλάσσιων πτηνών, θαλάσσιων ερπετών και χελωνών. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(38)

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, βάσει πληροφοριών παρεχόμενων από τα κράτη μέλη και τα οικεία γνωμοδοτικά συμβούλια και κατόπιν αξιολόγησης από την ΕΤΟΕΑ. Στην εν λόγω έκθεση πρέπει να αξιολογείται ο βαθμός στον οποίο τα τεχνικά μέτρα σε περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο Ένωσης έχουν συμβάλει στην επίτευξη των γενικών στόχων και των ειδικών στόχων του παρόντος κανονισμού.

(39)

Για τον σκοπό της εν λόγω έκθεσης, κατάλληλοι δείκτες επιλεκτικότητας, όπως η επιστημονική έννοια του μήκους βέλτιστης επιλεκτικότητας (Lopt), θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο αναφοράς για την παρακολούθηση της προόδου προς την επίτευξη των στόχων της ΚΑλΠ για την ελαχιστοποίηση των ανεπιθύμητων αλιευμάτων. Υπό την έννοια αυτήν, οι εν λόγω δείκτες δεν αποτελούν δεσμευτικούς στόχους αλλά εργαλεία παρακολούθησης τα οποία μπορούν να παρέχουν ενημέρωση στις διαβουλεύσεις ή τις αποφάσεις περιφερειακού επιπέδου. Οι δείκτες και οι τιμές που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή τους θα πρέπει να ζητούνται από τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς για διάφορα βασικά ενδεικτικά αποθέματα που θα λαμβάνουν επίσης υπόψη τη μεικτή αλιεία και τις περιόδους αιχμής στην ανανέωση. Η Επιτροπή θα μπορεί να περιλαμβάνει τους εν λόγω δείκτες στην έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ο κατάλογος των βασικών ενδεικτικών αποθεμάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει τα βενθοπελαγικά είδη που υπόκεινται σε διαχείριση μέσω ορίων αλιευμάτων, ενώ λαμβάνονται υπόψη η σχετική σημασία των εκφορτώσεων, οι απορρίψεις και η σημασία της αλιείας για κάθε θαλάσσια λεκάνη.

(40)

Η έκθεση της Επιτροπής θα πρέπει επίσης να παραπέμπει σε γνωμοδότηση του ICES σχετικά με την επιτελεσθείσα πρόοδο ή τις επιπτώσεις από τα καινοτόμα εργαλεία. Η έκθεση συνάγει συμπεράσματα σχετικά με τα οφέλη ή τις αρνητικές συνέπειες, στα θαλάσσια οικοσυστήματα, τα ευαίσθητα ενδιαιτήματα, και την επιλεκτικότητα.

(41)

Με βάση την έκθεση της Επιτροπής, εάν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι γενικοί και οι ειδικοί στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί σε περιφερειακό επίπεδο, τα κράτη μέλη της αντίστοιχης περιφέρειας πρέπει να υποβάλλουν σχέδιο στο οποίο θα καθορίζονται διορθωτικές ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα επίτευξης αυτών των στόχων. Η Επιτροπή πρέπει επίσης να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο οποιεσδήποτε απαραίτητες τροποποιήσεις του παρόντος κανονισμού με βάση αυτήν την έκθεση.

(42)

Δεδομένου του αριθμού και της σημασίας των τροποποιήσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν, οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 894/97 (11), (ΕΚ) αριθ. 850/98 (12), (ΕΚ) αριθ. 2549/2000 (13), (ΕΚ) αριθ. 254/2002 (14), (ΕΚ) αριθ. 812/2004 (15) και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 (16) του Συμβουλίου θα πρέπει να καταργηθούν.

(43)

Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 (17) και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 (18) του Συμβουλίου και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(44)

Η Επιτροπή έχει επί του παρόντος εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει και να τροποποιεί τεχνικά μέτρα σε περιφερειακό επίπεδο βάσει των κανονισμών (ΕΕ) 2016/1139 (19), (ΕΕ) 2018/973 (20), (ΕΕ) 2019/472 (21) και (ΕΕ) 2019/1022 (22) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πολυετών σχεδίων για τη Βαλτική Θάλασσα, τη Βόρειο Θάλασσα, τα Δυτικά Ύδατα και τη Δυτική Μεσόγειο. Προκειμένου να αποσαφηνισθεί το πεδίο εφαρμογής των αντίστοιχων εξουσιοδοτήσεων και να διευκρινισθεί ότι οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις που προβλέπονται στους εν λόγω κανονισμούς πρέπει να πληρούν ορισμένες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, οι εν λόγω κανονισμοί θα πρέπει να τροποποιηθούν αποβλέποντας στην ασφάλεια δικαίου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τεχνικά μέτρα σχετικά με:

α)

την αλίευση και την εκφόρτωση θαλάσσιων βιολογικών πόρων·

β)

τη λειτουργία αλιευτικών εργαλείων· και

γ)

την αλληλεπίδραση των αλιευτικών δραστηριοτήτων με τα θαλάσσια οικοσυστήματα.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε δραστηριότητες αλιευτικών σκαφών της Ένωσης και υπηκόων κρατών μελών, με την επιφύλαξη της πρωταρχικής ευθύνης του κράτους σημαίας, στις αλιευτικές ζώνες που αναφέρονται στο άρθρο 5, καθώς και σε δραστηριότητες αλιευτικών σκαφών που φέρουν σημαία τρίτων χωρών και είναι καταχωρημένα σε τρίτες χώρες, όταν αυτά αλιεύουν στα ενωσιακά ύδατα.

2.   Τα άρθρα 7, 10, 11 και 12 εφαρμόζονται επίσης στην ερασιτεχνική αλιεία. Στις περιπτώσεις όπου η ερασιτεχνική αλιεία έχει σημαντικές επιπτώσεις σε συγκεκριμένη περιοχή, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει του άρθρου 15 και σε συμφωνία με το άρθρο 29, προκειμένου να τροποποιήσει τον παρόντα κανονισμό προβλέποντας ότι οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 13 ή των μερών Α ή Γ των παραρτημάτων V έως X εφαρμόζονται επίσης στην ερασιτεχνική αλιεία.

3.   Υπό τους προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 25 και 26, τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό μέτρα δεν εφαρμόζονται σε αλιευτικές δραστηριότητες που διενεργούνται αποκλειστικά για σκοπό:

α)

επιστημονικών ερευνών και

β)

άμεσου εμπλουτισμού των αποθεμάτων ή μετεγκατάστασης θαλάσσιων ειδών.

Άρθρο 3

Στόχοι

1.   Ως εργαλεία για την εφαρμογή της ΚΑλΠ, τα τεχνικά μέτρα συμβάλλουν στους στόχους της ΚΑλΠ που ορίζονται στις εφαρμοστέες διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

2.   Τα τεχνικά μέτρα συμβάλλουν ειδικότερα στην επίτευξη των ακόλουθων στόχων:

α)

βελτιστοποιούν τις διαρθρώσεις εκμετάλλευσης για την προστασία νεαρών θαλάσσιων οργανισμών και αναπαραγωγικών συγκεντρώσεων θαλάσσιων βιολογικών πόρων·

β)

εξασφαλίζουν ότι τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα ευαίσθητων θαλάσσιων ειδών, συμπεριλαμβανομένων όσων απαριθμούνται στις οδηγίες 92/43/ΕΟΚ και 2009/147/ΕΚ που προκύπτουν από την αλιεία θα ελαχιστοποιούνται και, ει δυνατόν, θα εξαλείφονται ούτως ώστε να μη συνιστούν απειλή για την κατάσταση διατήρησης των εν λόγω ειδών·

γ)

διασφαλίζουν, μεταξύ άλλων με τη χρήση κατάλληλων κινήτρων, ότι οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της αλιείας στα θαλάσσια ενδιαιτήματα ελαχιστοποιούνται·

δ)

έχουν θεσπίσει μέτρα διαχείρισης της αλιείας για σκοπούς συμμόρφωσης με τις οδηγίες 92/43/ΕΟΚ, 2000/60/ΕΚ και 2008/56/ΕΚ, ιδίως για την επίτευξη καλής περιβαλλοντικής κατάστασης κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ, και με την οδηγία 2009/147/ΕΚ.

Άρθρο 4

Στόχοι

1.   Τα τεχνικά μέτρα έχουν σκοπό να διασφαλίζεται ότι:

α)

αλιεύματα θαλάσσιων ειδών με μέγεθος μικρότερο από τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης μειώνονται κατά το δυνατόν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

β)

τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα των θαλάσσιων θηλαστικών, των θαλάσσιων ερπετών, πτηνών και άλλων ειδών που δεν τυγχάνουν εμπορικής εκμετάλλευσης δεν υπερβαίνουν τα επίπεδα που προβλέπονται στη νομοθεσία της Ένωσης και στις διεθνείς συμφωνίες που είναι δεσμευτικές για την Ένωση.

γ)

οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων σε ενδιαιτήματα του θαλάσσιου βυθού είναι σύμφωνες με το άρθρο 2 παράγραφος 5 στοιχείο ι) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

2.   Ο βαθμός προόδου προς τους εν λόγω στόχους θα επανεξετασθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων που ορίζεται στο άρθρο 31.

Άρθρο 5

Ορισμός αλιευτικών ζωνών

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι γεωγραφικοί ορισμοί αλιευτικών ζωνών:

α)   «Βόρεια Θάλασσα»: ενωσιακά ύδατα στις διαιρέσεις ICES (23) 2a και 3a και υποδιαίρεση ICES 4·

β)   «Βαλτική Θάλασσα»: ενωσιακά ύδατα στις διαιρέσεις ICES 3b, 3c και 3d·

γ)   «Βορειοδυτικά ύδατα»: ενωσιακά ύδατα στις υποδιαιρέσεις ICES 5, 6 και 7·

δ)   «Νοτιοδυτικά ύδατα»: οι υποδιαιρέσεις ICES 8, 9 και 10 (ενωσιακά ύδατα) και οι ζώνες CECAF (24) 34.1.1, 34.1.2 και 34.2.0 (ενωσιακά ύδατα)·

ε)   «Μεσόγειος Θάλασσα»: τα θαλάσσια ύδατα της Μεσογείου ανατολικά της γραμμής 5°36′ Δ·

στ)   «Εύξεινος Πόντος»: τα ύδατα της γεωγραφικής υποπεριοχής 29 της ΓΕΑΜ, όπως ορίζεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1343/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25)·

ζ)   «ενωσιακά ύδατα στον Ινδικό Ωκεανό και στον Δυτικό Ατλαντικό»: τα ύδατα γύρω από τη Γουαδελούπη, τη γαλλική Γουιάνα, τη Μαρτινίκα, το Μαγιότ, τη Ρεϊνιόν και τον Άγιο Μαρτίνο, υπό την κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία κράτους μέλους·

η)   «ζώνη διακανονισμού NEAFC»: τα ύδατα της ζώνης της σύμβασης μελλοντικής πολυμερούς συνεργασίας στον τομέα της αλιείας στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό (NEAFC/ΕΑΒΑΑ) που κείνται εκτός των υδάτων που εμπίπτουν στην αλιευτική δικαιοδοσία των συμβαλλόμενων μερών, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1236/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26)·

θ)   «περιοχή της συμφωνίας της ΓΕΑΜ»: η Μεσόγειος Θάλασσα, ο Εύξεινος Πόντος και τα παρακείμενα ύδατα, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1343/2011.

Άρθρο 6

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, πέραν των ορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «πρότυπο εκμετάλλευσης»: ο τρόπος με τον οποίο κατανέμεται η θνησιμότητα λόγω αλιείας στο ηλικιακό προφίλ και στο προφίλ μεγέθους ενός αποθέματος·

2)   «επιλεκτικότητα»: ποσοτική έκφραση που δηλώνεται ως πιθανότητα αλίευσης θαλάσσιων βιολογικών πόρων συγκεκριμένου μεγέθους ή/και είδους ·

3)   «κατευθυνόμενη αλιεία»: η αλιευτική προσπάθεια με στόχο ένα συγκεκριμένο είδος ή ομάδα ειδών που μπορεί να προσδιορίζεται περαιτέρω σε περιφερειακό επίπεδο σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις εκδιδόμενες κατά το άρθρο 27 παράγραφος 7 του παρόντος κανονισμού·

4)   «καλή περιβαλλοντική κατάσταση»: η περιβαλλοντική κατάσταση θαλάσσιων υδάτων η οποία ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ·

5)   «κατάσταση διατήρησης ενός είδους»: το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που επιδρούν στο συγκεκριμένο είδος και οι οποίοι είναι δυνατόν να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα την κατανομή και αφθονία των πληθυσμών του·

6)   «κατάσταση διατήρησης ενδιαιτήματος»: το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που επιδρούν σε ένα φυσικό ενδιαίτημα καθώς και στα χαρακτηριστικά είδη και οι οποίοι είναι δυνατόν να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα τη φυσική του κατανομή, τη δομή του και τις λειτουργίες του, καθώς και τη μακροπρόθεσμη επιβίωση των χαρακτηριστικών ειδών του·

7)   «ευαίσθητο ενδιαίτημα»: ενδιαίτημα η κατάσταση διατήρησης του οποίου, συμπεριλαμβανομένης της έκτασης και της κατάστασης (δομής και λειτουργίας) των βιοτικών και αβιοτικών συστατικών στοιχείων του, επηρεάζεται δυσμενώς από πιέσεις ασκούμενες από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών δραστηριοτήτων. Στα ευαίσθητα ενδιαιτήματα περιλαμβάνονται, ιδίως, οι τύποι ενδιαιτημάτων που παρατίθενται στο παράρτημα I και τα ενδιαιτήματα ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα II της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, τα ενδιαιτήματα ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα I της οδηγίας 2009/147/ΕΚ, τα ενδιαιτήματα τα οποία είναι απαραίτητο να προστατεύονται για την επίτευξη καλής περιβαλλοντικής κατάστασης σύμφωνα με την οδηγία 2008/56/ΕΚ και ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 734/2008 του Συμβουλίου (27)·

8)   «ευαίσθητο είδος»: είδος η κατάσταση διατήρησης του οποίου, συμπεριλαμβανομένων του ενδιαιτήματος, της κατανομής, του μεγέθους του πληθυσμού ή της κατάστασης του πληθυσμού του, επηρεάζεται δυσμενώς από πιέσεις ασκούμενες από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών δραστηριοτήτων. Στα ευαίσθητα είδη περιλαμβάνονται, ιδίως, τα είδη που παρατίθενται στα παραρτήματα II και IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, τα είδη που καλύπτονται από την οδηγία 2009/147/ΕΚ και τα είδη τα οποία είναι απαραίτητο να προστατεύονται για την επίτευξη καλής περιβαλλοντικής κατάστασης σύμφωνα με την οδηγία 2008/56/ΕΚ·

9)   «μικρά πελαγικά είδη»: είδη όπως σκουμπρί, ρέγγα, σαυρίδι, γαύρος, σαρδέλα, προσφυγάκι, γουρλομάτης, σαρδελόρεγγα και βασιλάκης·

10)   «γνωμοδοτικά συμβούλια»: ομάδες ενδιαφερόμενων φορέων οι οποίες έχουν συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

11)   «δίχτυ τράτας»: αλιευτικό δίχτυ το οποίο σύρεται ενεργώς από ένα ή περισσότερα αλιευτικά σκάφη και το οποίο κλείνει στο οπίσθιο τμήμα με σάκο ή σάκο τράτας·

12)   «συρόμενα εργαλεία»: τράτες, δανέζικοι γρίποι, δράγες και παρόμοια εργαλεία που κινούνται ενεργά στο νερό από ένα ή περισσότερα αλιευτικά σκάφη ή με οποιοδήποτε άλλο μηχανικό σύστημα·

13)   «τράτα βυθού»: τράτα η οποία έχει σχεδιαστεί και αρματωθεί προκειμένου να χρησιμοποιείται σε επαφή με τον βυθό ή κοντά στον βυθό·

14)   «ζευγαρωτή τράτα βυθού»: τράτα βυθού η οποία σύρεται ταυτόχρονα από δύο σκάφη, καθένα εκ των οποίων σύρει μία πλευρά της τράτας. Το οριζόντιο άνοιγμα της τράτας διατηρείται από την απόσταση μεταξύ των δύο σκαφών, καθώς αυτά σύρουν το δίχτυ·

15)   «πελαγική τράτα»: τράτα η οποία έχει σχεδιαστεί και αρματωθεί προκειμένου να χρησιμοποιείται σε μεσόνερα·

16)   «δοκότρατα»: εργαλείο με δίχτυ τράτας το οποίο ανοίγεται οριζόντια με δοκό, πτερύγιο ή παρόμοια συσκευή·

17)   «τράτα με ηλεκτρικό ρεύμα»: τράτα η οποία χρησιμοποιεί ηλεκτρικό ρεύμα για την αλίευση θαλάσσιων βιολογικών πόρων·

18)   «δανέζικος γρίπος» ή «σκωτσέζικος γρίπος»: κυκλωτικό και συρόμενο δίχτυ, ο χειρισμός του οποίου πραγματοποιείται από το σκάφος μέσω δύο μακρών σχοινιών (σχοινιά δανέζικης τράτας) που έχουν σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να κατευθύνουν και να συγκεντρώνουν τα ψάρια προς το άνοιγμα της τράτας. Το εργαλείο αποτελείται από δίχτυ, το οποίο είναι παρόμοιο από απόψεως σχεδιάσεως με τράτα βυθού·

19)   «πεζότρατες» ή «βιντζότρατες»: κυκλωτικά δίχτυα και συρόμενοι γρίποι οι οποίοι ποντίζονται από σκάφος και έλκονται προς την ακτή καθόσον ο χειρισμός τους πραγματοποιείται από την ακτή ή από σκάφος προσδεδεμένο ή αγκυροβολημένο κοντά στην ακτή·

20)   «κυκλωτικά δίχτυα»: δίχτυα τα οποία αλιεύουν ιχθύς περικυκλώνοντάς τους τόσο από τις πλευρές όσο και από το κάτω μέρος. Μπορούν είτε να είναι εξοπλισμένα με σχοινί (στίγκο) είτε όχι·

21)   «γρι-γρι» ή «κυκλικά δίχτυα»: κάθε κυκλωτικό δίχτυ, το κάτω μέρος του οποίου κλείνει με τη βοήθεια ενός σχοινιού (στίγκου) που βρίσκεται στο κάτω μέρος του διχτυού, το οποίο διέρχεται από μία σειρά δακτυλίων κατά μήκος του κάτω γραντιού, βοηθώντας το στιγκάρισμα και το κλείσιμο του διχτυού·

22)   «δράγες»: εργαλεία τα οποία είτε σύρονται από τον κύριο κινητήρα σκάφους (δράγα σκάφους) είτε σύρονται από μηχανοκίνητο βαρούλκο αγκυροβολημένου σκάφους (μηχανοκίνητη δράγα) για την αλιεία δίθυρων μαλακίων, γαστεροπόδων ή σπόγγων και τα οποία αποτελούνται από ένα δικτυωτό σάκο ή μεταλλικό καλάθι το οποίο είναι προσαρμοσμένο σε ένα άκαμπτο πλαίσιο μεταβλητού μεγέθους και σχήματος, του οποίου το χαμηλότερο τμήμα μπορεί να φέρει έλασμα απόξεσης το οποίο μπορεί να είναι είτε στρογγυλεμένο, είτε κοφτερό είτε οδοντωτό, και μπορεί ή όχι να είναι εξοπλισμένο με ολισθητήρες και σανίδες κατάδυσης. Ορισμένες δράγες είναι επίσης εφοδιασμένες με υδραυλικό εξοπλισμό (υδραυλικές δράγες). Οι χειροκίνητες δράγες ή οι δράγες που σύρονται με χειροκίνητο βαρούλκο σε ρηχά νερά με ή χωρίς σκάφος για την αλιεία δίθυρων μαλακίων, γαστεροπόδων ή σπόγγων (χειροκίνητες δράγες) δεν θεωρούνται ως συρόμενα εργαλεία για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού·

23)   «στατικά δίχτυα»: οποιοσδήποτε τύπος απλαδιών, διχτυών εμπλοκής ή μανωμένων διχτυών τα οποία είναι αγκυρωμένα στον βυθό ώστε οι ιχθύες να εμπλέκονται και να παγιδεύονται σε αυτά·

24)   «παρασυρόμενο δίχτυ»: δίχτυ που κρατείται στην επιφάνεια του νερού ή σε ορισμένη απόσταση κάτω από αυτήν με συσκευές επίπλευσης και παρασύρεται ελεύθερα από το ρεύμα, αυτοτελώς ή μαζί με το σκάφος στο οποίο είναι προσδεδεμένο. Μπορεί να είναι εξοπλισμένο με διατάξεις που σταθεροποιούν το δίχτυ ή το εμποδίζουν να παρασύρεται·

25)   «απλάδι»: στατικό δίχτυ το οποίο είναι κατασκευασμένο από ενιαίο τεμάχιο διχτυού και το οποίο διατηρείται κατακόρυφα στο νερό με πλωτήρες και βαρίδια·

26)   «δίχτυ εμπλοκής»: στατικό δίχτυ που αποτελείται από μια σειρά διχτυών η οποία είναι αρματωμένη έτσι ώστε τα δίχτυα να κρέμονται στα σχοινιά για να δημιουργείται μεγαλύτερη επιφάνεια χαλαρών διχτυών σε σύγκριση με ένα απλάδι δίχτυ·

27)   «μανωμένο δίχτυ»: στατικό δίχτυ αποτελούμενο από διάφορα στρώματα διχτυών με δύο εξωτερικά στρώματα διχτυών με μεγάλο μέγεθος ματιών και ένα δίχτυ με μικρό μέγεθος ματιών μεταξύ τους·

28)   «συνδυασμός απλαδιών και μανωμένων διχτυών»: απλάδι δίχτυ βυθού το οποίο συνδυάζεται με μανωμένο δίχτυ το οποίο αποτελεί το κατώτερο μέρος·

29)   «παραγάδι»: αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από μια κεντρική πετονιά μεταβλητού μήκους, η οποία φέρει αγκίστρια δεμένα σε διακλαδώσεις (παράμαλλα) σε διαστήματα που καθορίζονται ανάλογα με το στοχευόμενο είδος. Η κεντρική πετονιά αγκυρώνεται είτε οριζόντια σε επαφή με τον βυθό ή κοντά του είτε κάθετα είτε αφήνεται να παρασύρεται στην επιφάνεια·

30)   «κιούρτοι και κοφινέλλα»: παγίδες με τη μορφή κλωβών ή καλαθιών που έχουν μία ή περισσότερες εισόδους και αποσκοπούν στην αλίευση καρκινοειδών, μαλακίων ή ιχθύων και οι οποίες τοποθετούνται στον πυθμένα της θάλασσας ή αιωρούνται από πάνω του·

31)   «καθετή»: ενιαίο σχοινί αλιείας που φέρει ένα ή περισσότερα ψεύτικα δολώματα ή δολωμένα αγκίστρια·

32)   «σταυρός του Αγίου Ανδρέα»: αρπάγη που λειτουργεί ως ψαλίδα για τη συλλογή, παραδείγματος χάριν, δίθυρων μαλακίων ή του ερυθρού κοραλλιού από το θαλάσσιο βυθό·

33)   «σάκος της τράτας»: το πλέον οπίσθιο τμήμα του διχτυού τράτας που έχει είτε κυλινδρικό σχήμα, με την ίδια περιφέρεια σε όλο το μήκος του, είτε κωνικό σχήμα. Είναι δυνατό να κατασκευάζεται από ένα ή περισσότερα φύλλα (τεμάχια δικτυώματος) τα οποία συναρμόζονται το ένα στο άλλο κατά μήκος των πλευρών τους και μπορούν να περιλαμβάνουν το τεμάχιο επιμήκυνσης το οποίο αποτελείται από ένα ή περισσότερα φύλλα ακριβώς μπροστά από τον κυρίως σάκο της τράτας·

34)   «μέγεθος ματιών»:

i)

όσον αφορά τα δικτυώματα με κόμβους: η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ δυο κόμβων του ίδιου ματιού σε αντίθετες πλευρές ύστερα από πλήρη επιμήκυνση·

ii)

όσον αφορά τα δικτυώματα χωρίς κόμβους: η εσωτερική απόσταση μεταξύ των σημείων συναρμογής του ίδιου ματιού που βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές, ύστερα από πλήρη επιμήκυνση κατά μήκος του μεγαλύτερου δυνατού άξονα·

35)   «τετράγωνα μάτια»: τα τετράπλευρα μάτια τα οποία αποτελούνται από δύο ζεύγη παράλληλων πλευρών του ίδιου ονομαστικού μήκους, εκ των οποίων το ένα ζεύγος είναι παράλληλο, και το άλλο κάθετο, προς τον διαμήκη άξονα του διχτυού·

36)   «ρομβοειδή μάτια»: τα μάτια τα οποία αποτελούνται από τέσσερις πλευρές ίδιου μήκους, όπου οι δύο διαγώνιοι του ματιού είναι κάθετες και η μία διαγώνιος είναι παράλληλη προς τον διαμήκη άξονα του διχτυού·

37)   «T90»: τράτες, δανέζικοι γρίποι ή παρόμοια συρόμενα εργαλεία που διαθέτουν σάκο τράτας και τεμάχιο επιμήκυνσης από δικτύωμα με ρομβοειδή μάτια με κόμβους στραμμένο κατά 90°, κατά τρόπον ώστε η κύρια φορά του δικτυώματος να είναι παράλληλη προς την κατεύθυνση της ρυμούλκησης·

38)   «παράθυρο διαφυγής BACOMA»: φύλλο διαφυγής κατασκευασμένο σε δικτύωμα με τετράγωνα μάτια χωρίς κόμβους, το οποίο είναι τοποθετημένο στο επάνω φύλλο ενός σάκου τράτας και το κατώτερο άκρο του οποίου είναι σε απόσταση το πολύ τεσσάρων ματιών από το σχοινί του σάκου·

39)   «δίχτυ-κόσκινο»: τεμάχιο δικτυώματος προσαρτημένο σε ολόκληρη την περίμετρο του διχτυού τράτας για γαρίδες ενώπιον του σάκου της τράτας ή του τεμαχίου επιμήκυνσης, η οποία στενεύει σχηματίζοντας μια κορυφή μέσω της οποίας είναι στερεωμένη στο κάτω φύλλο της τράτας για γαρίδες. Οπή διαφυγής σχηματίζεται εκεί όπου ενώνονται το δίχτυ-κόσκινο και ο σάκος τράτας, μέσω της οποίας μπορούν να διαφεύγουν είδη ή άτομα πολύ μεγάλα για να περνούν μέσω του κόσκινου, ενώ οι γαρίδες μπορούν να περνούν διαμέσου του κόσκινου μέσα στον σάκο·

40)   «κατακόρυφο ύψος»: το σύνολο του ύψους των ανοιγμάτων των ματιών των διχτυών, βρεγμένων, (συμπεριλαμβανομένων των κόμβων) και τεντωμένων καθέτως προς το σχοινί των πλωτήρων·

41)   «χρόνος πόντισης» ή «χρόνος παραμονής στο νερό»: η περίοδος από το χρονικό σημείο της πρώτης ρίψης του εργαλείου στη θάλασσα μέχρι το χρονικό σημείο της πλήρους ανάσυρσης του εργαλείου επί του αλιευτικού σκάφους·

42)   «αισθητήρες ελέγχου αλιευτικών εργαλείων»: τηλεσκοπικοί ηλεκτρονικοί δέκτες οι οποίοι τοποθετούνται σε αλιευτικά εργαλεία για τον έλεγχο βασικών δεικτών επιδόσεων, όπως η απόσταση μεταξύ των θυρών της τράτας ή ο όγκος των αλιευμάτων·

43)   «παραγάδι με βαρίδια»: μια πετονιά με δολωμένα αγκίστρια, όπου έχουν προστεθεί βαρίδια για να αυξηθεί η ταχύτητα πόντισης και, ως εκ τούτου, να μειωθεί ο χρόνος έκθεσής της στα θαλάσσια πτηνά·

44)   «ηχητική αποτρεπτική συσκευή»: συσκευές που αποσκοπούν στην απώθηση ειδών όπως θαλάσσια θηλαστικά από αλιευτικά εργαλεία μέσω της εκπομπής ηχητικών σημάτων·

45)   «ταινίες εκφοβισμού πτηνών» (αποκαλούμενες επίσης ταινίες tori): σχοινιά με ταινίες που σύρονται από ένα υψηλό σημείο κοντά στην πρύμνη αλιευτικών σκαφών κατά τη ρίψη δολωμένων αγκιστριών με σκοπό να εκφοβίζουν τα πτηνά και να τα απομακρύνουν από τα αγκίστρια·

46)   «άμεσος εμπλουτισμός»: η δραστηριότητα απελευθέρωσης ζωντανών άγριων ζώων επιλεγμένων ειδών σε ύδατα στα οποία διαβιούν φυσικά, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η φυσική παραγωγή του υδάτινου περιβάλλοντος για να αυξηθεί ο αριθμός ατόμων διαθέσιμων για την αλιεία ή/και για τη βελτίωση της φυσικής ανανέωσης·

47)   «μετεγκατάσταση»: η διαδικασία με την οποία ένα είδος μεταφέρεται και απελευθερώνεται σκόπιμα από τον άνθρωπο σε περιοχές εγκατεστημένων πληθυσμών του εν λόγω είδους·

48)   «δείκτες επιδόσεων επιλεκτικότητας»: εργαλείο αναφοράς για την παρακολούθηση της προόδου συν τω χρόνω προς την επίτευξη του στόχου της ΚΑλΠ για ελαχιστοποίηση των ανεπιθύμητων αλιευμάτων·

49)   «ψαροντούφεκο»: φορητό όπλο πεπιεσμένου αέρος ή με μηχανισμό που εκτοξεύει καμάκι για υποβρύχια αλιεία·

50)   «μήκος βέλτιστης επιλεκτικότητας (Lopt)»: το μέσο μήκος αλιεύματος σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές συμβουλές το οποίο βελτιστοποιεί την ανάπτυξη των ατόμων ενός αποθέματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΟΙΝΑ ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

TMHMA 1

Απαγορευμένα αλιευτικά εργαλεία και απαγορευμένες χρήσεις

Άρθρο 7

Απαγορευμένα αλιευτικά εργαλεία και απαγορευμένες μέθοδοι

1.   Απαγορεύεται η αλίευση ή συλλογή θαλάσσιων ειδών με τη χρήση των κατωτέρω μεθόδων:

α)

τοξικών, ναρκωτικών ή διαβρωτικών ουσιών·

β)

ηλεκτρικού ρεύματος, με εξαίρεση την τράτα με ρεύμα, που επιτρέπεται μόνον στο πλαίσιο των ειδικών διατάξεων του μέρους Δ του παραρτήματος V·

γ)

εκρηκτικών υλών·

δ)

αεροσφυρών ή άλλων κρουστικών εργαλείων·

ε)

συρόμενων προσαρτημάτων για τη συλλογή ερυθρών κοραλλιών, ή άλλων τύπων κοραλλιών ή κοραλλιοειδών οργανισμών·

στ)

σταυρών του Αγίου Ανδρέα και παρόμοιων αρπαγών για τη συλλογή κυρίως ερυθρών κοραλλιών ή άλλων τύπων κοραλλιών και κοραλλιοειδών ειδών·

ζ)

οποιουδήποτε τύπου βλημάτων, με εξαίρεση εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη θανάτωση τόννων που είναι εγκλωβισμένοι ή παγιδευμένοι σε ιχθυοπαγίδα και τα καμάκια και τα ψαροντούφεκα που χρησιμοποιούνται στην ερασιτεχνική αλιεία χωρίς μπουκάλα οξυγόνου, από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου·

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, το παρόν άρθρο ισχύει για τα ενωσιακά σκάφη σε διεθνή ύδατα και ύδατα τρίτων χωρών, εκτός αν έχουν διαφορετική συγκεκριμένη πρόβλεψη οι κανόνες που έχουν θεσπισθεί από πολυμερείς οργανώσεις αλιείας, βάσει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών, ή από τρίτη χώρα.

ΤΜΗΜΑ 2

Γενικοί περιορισμοί σχετικά με τα αλιευτικά εργαλεία και όροι χρήσης τους

Άρθρο 8

Γενικοί περιορισμοί στη χρήση συρόμενων αλιευτικών εργαλείων

1.   Για τους σκοπούς των παραρτημάτων V έως XI, ως μέγεθος ματιών συρόμενου εργαλείου, κατά τα εν λόγω παραρτήματα, νοείται το ελάχιστο μέγεθος ματιών, οποιουδήποτε τμήματος του σάκου και οποιοδήποτε κομμάτι επιμήκυνσής του, τα οποία ευρίσκονται επί αλιευτικού σκάφους και είναι προσαρτημένα ή μπορούν να προσαρτηθούν σε οποιοδήποτε συρόμενο δίχτυ. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε διατάξεις δικτυώματος που χρησιμοποιούνται για την προσάρτηση αισθητήρων ελέγχου αλιευτικών εργαλείων ή όταν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με συσκευές που αποκλείουν την παγίδευση ιχθύων και χελωνών. Περαιτέρω παρεκκλίσεις προς βελτίωση της επιλεκτικότητας όσον αφορά το μέγεθος ή το είδος για τα θαλάσσια είδη είναι δυνατόν να προβλέπεται σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εκδιδόμενη κατά το άρθρο 15.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται για τις δράγες. Ωστόσο κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε αλιευτικού ταξιδίου, κατά το οποίο βρίσκονται δράγες επί του σκάφους, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

απαγορεύεται η μεταφόρτωση θαλάσσιων οργανισμών·

β)

απαγορεύεται στη Βαλτική Θάλασσα, η διατήρηση επί του σκάφους ή εκφόρτωση οποιασδήποτε ποσότητας θαλάσσιων οργανισμών, εκτός εάν τουλάχιστον το 85 % του ζώντος βάρους αυτών αποτελείται από μαλάκια ή/και Furcellaria lumbricalis.

γ)

απαγορεύεται σε άλλες θαλάσσιες λεκάνες εκτός της Μεσογείου Θαλάσσης, όπου εφαρμόζεται το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, η διατήρηση επί του σκάφους ή εκφόρτωση οποιασδήποτε ποσότητας θαλάσσιων οργανισμών, εκτός αν τουλάχιστον το 95 % του ζώντος βάρος θαλάσσιων οργανισμών συνίσταται σε δίθυρα μαλάκια, γαστερόποδα και σπόγγους.

Τα στοιχεία β) και γ) της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν για τα ανεπιθύμητα αλιεύματα ειδών που υπάγονται σε υποχρέωση εκφόρτωσης του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. Τα εν λόγω ανεπιθύμητα αλιεύματα εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις.

3.   Στην περίπτωση που περισσότερα του ενός δίχτυα σύρονται ταυτόχρονα από ένα αλιευτικό σκάφος ή από περισσότερα του ενός αλιευτικά σκάφη, κάθε δίχτυ θα πρέπει να διαθέτει μάτια ίδιου ονομαστικού μεγέθους. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, βάσει του άρθρου 15 και σύμφωνα με το άρθρο 29, κατά παρέκκλιση από την παρούσα παράγραφο, εφόσον η χρήση διαφόρων διχτυών με διαφορετικό μέγεθος ματιού επιφέρει τέτοια οφέλη στη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων, τα οποία είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με τα οφέλη των υφιστάμενων αλιευτικών μεθόδων.

4.   Απαγορεύεται η χρήση διάταξης που φράσσει τα μάτια του σάκου τράτας ή οποιουδήποτε τμήματος συρόμενου αλιευτικού εργαλείου ή μειώνει αποτελεσματικά τις διαστάσεις τους, καθώς και να φέρεται επί σκάφους οποιαδήποτε παρόμοια συσκευή ειδικά σχεδιασμένη για αυτόν τον σκοπό. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει τη χρήση καθορισμένων προσαρτημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μείωση της φθοράς και την ενίσχυση των συρόμενων εργαλείων ή για τον περιορισμό της διαφυγής αλιευμάτων στο εμπρόσθιο τμήμα συρόμενων αλιευτικών εργαλείων.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις στις οποίες καθορίζονται λεπτομερείς κανόνες για την προδιαγραφή των σάκων τράτας και των προσαρτημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις βασίζονται στις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές συμβουλές και μπορεί να καθορίζουν:

α)

περιορισμούς στο πάχος νήματος·

β)

περιορισμούς στην περίμετρο των σάκων τράτας·

γ)

περιορισμούς στη χρήση υλικών δικτυώματος·

δ)

στη δομή και στην προσάρτηση σάκων τράτας·

ε)

επιτρεπόμενα προσαρτήματα για τη μείωση της φθοράς· και

στ)

επιτρεπόμενα προσαρτήματα για τον περιορισμό της διαφυγής αλιευμάτων.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 30 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Γενικοί περιορισμοί στη χρήση στατικών διχτυών και παρασυρόμενων διχτυών

1.   Αλιευτικά σκάφη απαγορεύεται να φέρουν ή να χρησιμοποιούν ένα ή περισσότερα παρασυρόμενα δίχτυα (απλάδια) το ατομικό ή το συνολικό μήκος των οποίων είναι μεγαλύτερο από 2,5 km

2.   Απαγορεύεται η χρήση παρασυρόμενων διχτυών για την αλίευση των ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα III.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, αλιευτικά σκάφη απαγορεύεται να φέρουν ή να χρησιμοποιούν παρασυρόμενα δίχτυα στη Βαλτική Θάλασσα.

4.   Απαγορεύεται η χρήση στάσιμων απλαδιών βυθού, διχτυών εμπλοκής και μανωμένων διχτυών για την αλίευση των κατωτέρω ειδών:

α)

τόνου μακρόπτερου (Thunnus alalunga),

β)

κοινού τόνου (Thunnus thynnus),

γ)

καστανόψαρου (Brama brama),

δ)

ξιφία (Xiphias gladius),

ε)

καρχαριών που ανήκουν στα κατωτέρω είδη ή οικογένειες Hexanchus griseus· Cetorhinus maximus· όλα τα είδη των Alopiidae· Carcharhinidae· Sphyrnidae· Isuridae· Lamnidae.

5.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 4, τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα στη Μεσόγειο Θάλασσα, τριών το πολύ δειγμάτων από τα είδη καρχαριών που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο μπορούν να διατηρούνται επί του σκάφους ή να εκφορτώνονται, υπό τον όρον ότι δεν είναι προστατευόμενα είδη σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

6.   Απαγορεύεται η χρήση στάσιμων απλαδιών βυθού, διχτυών εμπλοκής και μανωμένων διχτυών σε οποιοδήποτε σημείο με χαρτογραφημένο βάθος άνω των 200 μέτρων.

7.   Παρά τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου:

α)

ισχύουν ειδικές παρεκκλίσεις, όπως καθορίζεται στο παράρτημα V μέρος Γ σημείο 6.1, στο παράρτημα VI μέρος Γ σημείο 9.1 και στο παράρτημα VII μέρος Γ σημείο 4.1, όταν το χαρτογραφημένο βάθος είναι μεταξύ 200 και 600 μέτρων·

β)

επιτρέπεται η χρήση στη Μεσόγειο Θάλασσα στάσιμων απλαδιών βυθού, διχτυών εμπλοκής και μανωμένων διχτυών σε οποιοδήποτε σημείο με χαρτογραφημένο βάθος μεγαλύτερο των 200 μέτρων.

ΤΜΗΜΑ 3

Προστασία ευαίσθητων ειδών και ενδιαιτημάτων

Άρθρο 10

Απαγορευμένα είδη ιχθύων και οστρακοειδών

1.   Απαγορεύονται η αλίευση, διατήρηση επί του σκάφους, μεταφόρτωση ή εκφόρτωση ειδών ιχθύων ή οστρακοειδών που αναφέρονται στο παράρτημα IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, εκτός εάν χορηγούνται παρεκκλίσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής.

2.   Επιπροσθέτως των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 ειδών, τα σκάφη της Ένωσης απαγορεύεται να αλιεύουν, να διατηρούν επί του σκάφους, να μεταφορτώνουν, να εκφορτώνουν, να αποθηκεύουν, να πωλούν, να εκθέτουν ή να προσφέρουν προς πώληση τα είδη που παρατίθενται στο παράρτημα I ή είδη των οποίων απαγορεύεται η αλιεία σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης.

3.   Απαγορεύεται να προκαλούνται βλάβες στα είδη που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 όταν αλιεύονται παρεμπιπτόντως και τα δείγματα ελευθερώνονται αμέσως πίσω στη θάλασσα, ει μη μόνον για σκοπούς επιστημονικής έρευνας επί των τυχαίως θανατωθέντων δειγμάτων κατά το ισχύον δίκαιο της Ένωσης.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29 για την τροποποίηση του καταλόγου που ορίζεται στο παράρτημα I όταν, σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές συμβουλές, είναι απαραίτητη η τροποποίηση του εν λόγω καταλόγου.

5.   Τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου έχουν σκοπό την επίτευξη του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις διεθνείς συμφωνίες προστασίας των ευαίσθητων ειδών.

Άρθρο 11

Αλιεύματα θαλάσσιων θηλαστικών, θαλάσσιων πτηνών και θαλάσσιων ερπετών

1.   Απαγορεύονται η αλίευση, διατήρηση επί του σκάφους, μεταφόρτωση ή εκφόρτωση θαλάσσιων θηλαστικών ή θαλάσσιων ερπετών που αναφέρονται στα παραρτήματα II και IV της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και ειδών θαλάσσιων πτηνών που καλύπτονται από την οδηγία 2009/147/ΕΚ.

2.   Απαγορεύεται να προκαλούνται βλάβες στα είδη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όταν αλιεύονται και τα δείγματα ελευθερώνονται αμέσως.

3.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, επιτρέπεται η διατήρηση επί του σκάφους, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση δειγμάτων θαλάσσιων ειδών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία έχουν αλιευθεί παρεμπιπτόντως, εφόσον η δραστηριότητα αυτή είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της παροχής βοήθειας για τη διάσωση των επιμέρους ζώων και για την επιστημονική έρευνα των τυχαίως θανατωθέντων ειδών, υπό τον όρον ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές είναι πλήρως ενήμερες εκ των προτέρων, το ταχύτερο δυνατόν μετά την αλίευση και σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο της Ένωσης.

4.   Βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών συμβουλών, ένα κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει, για σκάφη που φέρουν τη σημαία του, μέτρα μείωσης των επιπτώσεων ή περιορισμούς στη χρήση ορισμένων αλιευτικών εργαλείων. Τα εν λόγω μέτρα ελαχιστοποιούν και, ει δυνατόν, εξαλείφουν τα αλιεύματα των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ειδών, είναι συμβατά προς τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 και είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηρά με τα τεχνικά μέτρα που εφαρμόζονται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

5.   Τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου έχουν σκοπό την επίτευξη του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β). Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, για σκοπούς ελέγχου, σχετικά με τις διατάξεις που εγκρίνονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου. Θέτουν επίσης στη διάθεση του κοινού κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα αυτά.

Άρθρο 12

Προστασία ευαίσθητων ενδιαιτημάτων, συμπεριλαμβανομένων ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων

1.   Απαγορεύεται η χρήση των αλιευτικών εργαλείων που προσδιορίζονται στο παράρτημα II εντός των αντίστοιχων περιοχών που ορίζονται στο παράρτημα αυτό.

2.   Στην περίπτωση που, σύμφωνα με βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές συμβουλές, συνιστάται η τροποποίηση του καταλόγου περιοχών που ορίζεται στο παράρτημα II, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 29 του παρόντος κανονισμού και βάσει της διαδικασίας του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, ώστε να τροποποιεί σχετικά το παράρτημα II. Κατά την έκδοση των εν λόγω τροποποιήσεων, η Επιτροπή μεριμνά ιδίως για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων της μετατόπισης αλιευτικών δραστηριοτήτων προς άλλες ευαίσθητες περιοχές.

3.   Στην περίπτωση που τα ενδιαιτήματα, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή άλλα ευαίσθητα ενδιαιτήματα, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων, απαντώνται σε ύδατα υπό την κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία ενός κράτους μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να θεσπίζει περιοχές απαγόρευσης αλιείας ή άλλα μέτρα διατήρησης για την προστασία των εν λόγω ενδιαιτημάτων, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι συμβατά προς τους στόχους του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 και εξίσου αυστηρά με τα μέτρα που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο.

4.   Μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου έχουν σκοπό την επίτευξη του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

ΤΜΗΜΑ 4

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Άρθρο 13

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

1.   Τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης θαλάσσιων ειδών που προσδιορίζονται στο μέρος Α των παραρτημάτων V έως X του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται με σκοπό:

α)

να διασφαλίζεται η προστασία νεαρών θαλάσσιων ειδών σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφοι 11 και 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

β)

να θεσπίζονται περιοχές αποκατάστασης ιχθυαποθεμάτων σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

γ)

να αποτελούν ελάχιστα μεγέθη εμπορίας σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1379/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28).

2.   Το μέγεθος ενός θαλάσσιου είδους μετράται σύμφωνα με το παράρτημα IV.

3.   Στην περίπτωση που προβλέπονται περισσότερες από μία μέθοδοι μέτρησης του μεγέθους ενός θαλάσσιου είδους, το δείγμα δεν θεωρείται μικρότερο του ελάχιστου μεγέθους αναφοράς διατήρησης εάν το μέγεθος που μετριέται με οποιαδήποτε από αυτές τις μεθόδους ισούται με το ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης ή το υπερβαίνει.

4.   Οι αστακοί, οι αστακοκαραβίδες και τα δίθυρα και τα γαστερόποδα μαλάκια που ανήκουν σε οποιοδήποτε είδος για το οποίο θεσπίζεται στα παραρτήματα V, VI ή-VII ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης, μπορούν να διατηρούνται επί του σκάφους μόνον ολόκληρα και να εκφορτώνονται μόνον ολόκληρα.

ΤΜΗΜΑ 5

Μέτρα μείωσης των απορρίψεων

Άρθρο 14

Πιλοτικά προγράμματα για την αποφυγή ανεπιθύμητων αλιευμάτων

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, τα κράτη μέλη δύνανται να διεξάγουν πιλοτικά προγράμματα με σκοπό τη διερεύνηση μεθόδων για την αποφυγή, την ελαχιστοποίηση και την εξάλειψη ανεπιθύμητων αλιευμάτων. Τα εν λόγω πιλοτικά προγράμματα λαμβάνουν υπόψη τις γνωμοδοτήσεις των σχετικών γνωμοδοτικών συμβουλίων και βασίζονται στις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές συμβουλές.

2.   Στην περίπτωση που τα αποτελέσματα αυτών των πιλοτικών ερευνών ή άλλες επιστημονικές συμβουλές δείχνουν ότι η ποσότητα των ανεπιθύμητων αλιευμάτων είναι σημαντική, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θα επιδιώκουν να θεσπίζουν τεχνικά μέτρα για τη μείωση αυτών των ανεπιθύμητων αλιευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΟΠΟΙΗΣΗ

Άρθρο 15

Περιφερειακά τεχνικά μέτρα

1.   Τα τεχνικά μέτρα που θεσπίζονται σε περιφερειακό επίπεδο ορίζονται στα κατωτέρω παραρτήματα:

α)

στο παράρτημα V για τη Βόρεια Θάλασσα·

β)

στο παράρτημα VI για τα Βορειοδυτικά ύδατα·

γ)

στο παράρτημα VII για τα Νοτιοδυτικά ύδατα·

δ)

στο παράρτημα VIII για τη Βαλτική Θάλασσα·

ε)

στο παράρτημα IX για τη Μεσόγειο Θάλασσα·

στ)

στο παράρτημα X για τον Εύξεινο Πόντο·

ζ)

στο παράρτημα XI για τα ενωσιακά ύδατα στον Ινδικό Ωκεανό και στον Δυτικό Ατλαντικό·

η)

στο παράρτημα XIII για ευαίσθητα είδη.

2.   Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι περιφερειακές ιδιαιτερότητες σχετικών τύπων αλιείας, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 με σκοπό την τροποποίηση, τη συμπλήρωση, την κατάργηση ή την εφαρμογή παρέκκλισης των τεχνικών μέτρων τα οποία καθορίζονται στα παραρτήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, μεταξύ άλλων κατά την εφαρμογή της υποχρέωσης εκφόρτωσης στο πλαίσιο του άρθρου 15 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. Η Επιτροπή θεσπίζει τις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει κοινής σύστασης που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 και σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του κεφαλαίου III του παρόντος κανονισμού.

3.   Για τους σκοπούς της έκδοσης τέτοιων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, τα κράτη μέλη που έχουν άμεσο διαχειριστικό συμφέρον δύνανται να υποβάλλουν κοινές συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, για πρώτη φορά το πολύ μετά από 24 μήνες και, στη συνέχεια, 18 μήνες μετά από κάθε υποβολή της έκθεσης του άρθρου 31 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Δύνανται επίσης να υποβάλλουν σχετικές συστάσεις όποτε το κρίνουν αναγκαίο.

4.   Τα τεχνικά μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου:

α)

στοχεύουν στην επίτευξη των γενικών και ειδικών στόχων που ορίζονται στα άρθρα 3 και 4 του παρόντος κανονισμού·

β)

αποσκοπούν στην επίτευξη των στόχων και συμμορφώνονται προς τις προϋποθέσεις άλλων σχετικών πράξεων της Ένωσης που εκδίδονται στον τομέα της ΚΑλΠ, ιδίως των πολυετών σχεδίων που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

γ)

συνάδουν με τις αρχές της χρηστής διαχείρισης που ορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013·

δ)

επιφέρουν κατ’ ελάχιστον τέτοια οφέλη για τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων, τα οποία να είναι τουλάχιστον ισοδύναμα των μέτρων της παραγράφου 1, ιδίως όσον αφορά τις διαρθρώσεις εκμετάλλευσης και το επίπεδο προστασίας των ευαίσθητων ειδών και ενδιαιτημάτων. Οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο οικοσύστημα λαμβάνονται επίσης υπόψη.

5.   Η εφαρμογή των προϋποθέσεων σχετικά με τις προδιαγραφές μεγέθους των ματιών κατά το άρθρο 27 και το μέρος Β των παραρτημάτων V έως XI δεν πρέπει να επιφέρει υποβάθμιση των προτύπων επιλεκτικότητας, ιδίως ως προς την αύξηση της αλίευσης νεαρών θαλάσσιων οργανισμών, που υφίστανται στις 14 Αυγούστου 2019, και αποσκοπούν δε στην επίτευξη των γενικών και ειδικών στόχων που καθορίζονται στα άρθρα 3 και 4.

6.   Στις κοινές συστάσεις που υποβάλλονται για τους σκοπούς της θέσπισης των μέτρων που μνημονεύονται στην παράγραφο 2, τα κράτη μέλη παρέχουν επιστημονικά στοιχεία προς υποστήριξη της θέσπισης των μέτρων αυτών.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί από την ΕΤΟΕΑ αξιολόγηση των κοινών συστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 16

Επιλεκτικότητα των αλιευτικών εργαλείων όσον αφορά το είδος και το μέγεθος

Κοινή σύσταση που υποβάλλεται με σκοπό τη θέσπιση των μέτρων του άρθρου 15 παράγραφος 2 σε σχέση με τα επιλεκτικά ως προς το μέγεθος και ως προς το είδος χαρακτηριστικά των αλιευτικών εργαλείων παρέχει επιστημονικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα εν λόγω μέτρα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά επιλεκτικότητας συγκεκριμένων ειδών ή συνδυασμού ειδών που είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με τα χαρακτηριστικά επιλεκτικότητας των αλιευτικών εργαλείων που ορίζονται στο μέρος Β των παραρτημάτων V έως X και στο μέρος Α του παραρτήματος XI.

Άρθρο 17

Περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας για την προστασία νεαρών θαλάσσιων οργανισμών και αναπαραγωγικών συγκεντρώσεων

Κοινή σύσταση που υποβάλλεται με σκοπό τη θέσπιση των μέτρων του άρθρου 15 παράγραφος 2 σε σχέση με το μέρος Γ των παραρτημάτων V έως VIII και Χ και στο μέρος Β του παραρτήματος XI ή για τη θέσπιση νέων περιοχών απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας, περιλαμβάνει τα κατωτέρω στοιχεία όσον αφορά τις εν λόγω περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας:

α)

τον σκοπό της απαγόρευσης·

β)

τη γεωγραφική έκταση και τη διάρκεια της απαγόρευσης·

γ)

περιορισμούς όσον αφορά συγκεκριμένα εργαλεία· και

δ)

ρυθμίσεις ελέγχου και παρακολούθησης.

Άρθρο 18

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Η κοινή σύσταση που υποβάλλεται με σκοπό τη θέσπιση των μέτρων του άρθρου 15 παράγραφος 2 σε σχέση με το μέρος Α των παραρτημάτων V έως Χ, συνάδει με τον στόχο της διασφάλισης της προστασίας νεαρών θαλάσσιων ειδών.

Άρθρο 19

Απαγορεύσεις αλιείας σε πραγματικό χρόνο και διατάξεις σχετικά με τις μετακινήσεις

1.   Κοινή σύσταση που υποβάλλεται με σκοπό τη θέσπιση των μέτρων του άρθρου 15 παράγραφος 2 σε σχέση με τη δημιουργία περιοχών απαγόρευσης αλιείας σε πραγματικό χρόνο, με σκοπό να διασφαλίζεται η προστασία ευαίσθητων ειδών ή συγκεντρώσεων νεαρών ατόμων, γεννητόρων ειδών ιχθύων ή οστρακοειδών, περιλαμβάνει τα κατωτέρω στοιχεία:

α)

τη γεωγραφική έκταση και τη διάρκεια απαγόρευσης της αλιείας·

β)

τα είδη και τα οριακά επίπεδα βάσει των οποίων αποφασίζεται η απαγόρευση αλιείας·

γ)

τη χρήση άκρως επιλεκτικών αλιευτικών εργαλείων ώστε να επιτρέπεται η πρόσβαση στις περιοχές απαγόρευσης αλιείας· και

δ)

ρυθμίσεις ελέγχου και παρακολούθησης.

2.   Κοινή σύσταση που υποβάλλεται με σκοπό τη θέσπιση των μέτρων του άρθρου 15 παράγραφος 2, σε σχέση με διατάξεις σχετικά με τις μετακινήσεις περιλαμβάνει:

α)

τα είδη και τα οριακά επίπεδα βάσει των οποίων αποφασίζεται η υποχρέωση μετακίνησης·

β)

την απόσταση την οποία πρέπει να τηρεί σκάφος από την προηγούμενη θέση αλιείας του.

Άρθρο 20

Καινοτόμα αλιευτικά εργαλεία

1.   Κοινή σύσταση που υποβάλλεται με σκοπό τη θέσπιση των μέτρων του άρθρου 15 παράγραφος 2 σε σχέση με τη χρήση καινοτόμων αλιευτικών εργαλείων εντός συγκεκριμένης θαλάσσιας λεκάνης, δέον να περιέχει εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων της χρήσης των εν λόγω αλιευτικών εργαλείων στα στοχευόμενα είδη και σε ευαίσθητα είδη και ενδιαιτήματα. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη συλλέγουν τα κατάλληλα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση.

2.   Η χρήση καινοτόμων αλιευτικών εργαλείων δεν επιτρέπεται στην περίπτωση που οι εκτιμήσεις οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 καταδεικνύουν ότι η χρήση τους θα προκαλέσει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε ευαίσθητα ενδιαιτήματα και σε μη στοχευόμενα είδη.

Άρθρο 21

Μέτρα διατήρησης της φύσης

Κοινή σύσταση που υποβάλλεται με σκοπό τη θέσπιση των μέτρων του άρθρου 15 παράγραφος 2, σε σχέση με σε σχέση με την προστασία ευαίσθητων ειδών και ενδιαιτημάτων, μπορεί ιδίως:

α)

να καταρτίζει καταλόγους ευαίσθητων ειδών και ενδιαιτημάτων που κινδυνεύουν περισσότερο από τις αλιευτικές δραστηριότητες μέσα στην αντίστοιχη περιφέρεια βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών συμβουλών·

β)

να προσδιορίζει τη χρήση πρόσθετων ή εναλλακτικών μέτρων ως προς τα αναφερόμενα στο παράρτημα XIII για την ελαχιστοποίηση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων των ειδών που αναφέρονται στο άρθρο 11·

γ)

να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μέτρων μετριασμού και ρυθμίσεων παρακολούθησης·

δ)

να προσδιορίζουν μέτρα για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων αλιευτικών εργαλείων στα ευαίσθητα ενδιαιτήματα·

ε)

να προσδιορίζουν περιορισμούς στη λειτουργία ορισμένων αλιευτικών εργαλείων ή να θεσπίζουν συνολική απαγόρευση χρήσης ορισμένων αλιευτικών εργαλείων μέσα σε περιοχή στην οποία τα εν λόγω αλιευτικά εργαλεία συνιστούν απειλή για την κατάσταση διατήρησης στην ίδια περιοχή ειδών αναφερόμενων στα άρθρα 10 και 11 ή άλλα ευαίσθητα ενδιαιτήματα.

Άρθρο 22

Περιφερειακά μέτρα στο πλαίσιο προσωρινών σχεδίων απορρίψεων

1.   Στην περίπτωση που κράτη μέλη υποβάλλουν κοινές συστάσεις για τη θέσπιση τεχνικών μέτρων σε προσωρινά σχέδια απορρίψεων αναφερόμενα στο άρθρο 15 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, οι εν λόγω συστάσεις μπορούν να περιέχουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

προδιαγραφές αλιευτικών εργαλείων και κανόνες χρήσης τους·

β)

προδιαγραφές τροποποιήσεων αλιευτικών εργαλείων ή χρήσης προσαρτημάτων επιλεκτικότητας για τη βελτίωση της επιλεκτικότητας όσον αφορά το μέγεθος ή το είδος·

γ)

περιορισμούς ή απαγορεύσεις χρήσης ορισμένων αλιευτικών εργαλείων, καθώς και αλιευτικών δραστηριοτήτων, σε ορισμένες περιοχές ή κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων·

δ)

ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης·

ε)

παρεκκλίσεις που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μέτρα έχουν σκοπό την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 3 και ιδίως την προστασία νεαρών ατόμων ή συγκεντρώσεων γεννητόρων ειδών ιχθύων ή οστρακοειδών.

Άρθρο 23

Πιλοτικά προγράμματα σχετικά με την πλήρη τεκμηρίωση αλιευμάτων και απορρίψεων

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον καθορισμό πιλοτικών προγραμμάτων που αναπτύσσουν ένα σύστημα πλήρους τεκμηρίωσης αλιευμάτων και απορρίψεων βάσει μετρήσιμων επιδιώξεων και στόχων, αποσκοπώντας σε διαχείριση της αλιείας βάσει αποτελεσμάτων.

2.   Τα πιλοτικά προγράμματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να παρεκκλίνουν από τα μέτρα του μέρους Β των παραρτημάτων V έως XI για μία συγκεκριμένη περιοχή και για μέγιστη περίοδο ενός έτους, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδειχθεί ότι τα εν λόγω πιλοτικά προγράμματα συμβάλλουν στην επίτευξη των επιδιώξεων και στόχων των άρθρων 3 και 4 και, ιδίως, ότι αποσκοπούν στη βελτίωση της επιλεκτικότητας των σχετικών αλιευτικών εργαλείων ή πρακτικών ή στη μείωση, διαφορετικά, των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Η εν λόγω περίοδος ενός έτους μπορεί να παραταθεί κατά ένα επιπρόσθετο έτος υπό τους ίδιους όρους. Περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο στο 5 % των σκαφών στη συγκεκριμένη δραστηριότητα ανά κράτος μέλος.

3.   Στην περίπτωση που κράτη μέλη υποβάλλουν κοινές συστάσεις για τη θέσπιση πιλοτικών προγραμμάτων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, παρέχουν επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της έγκρισής τους. Η ΕΤΟΕΑ αξιολογεί τις εν λόγω κοινές συστάσεις και δημοσιοποιεί την αξιολόγηση. Εντός έξι μηνών από την ολοκλήρωση του προγράμματος, τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή, όπου παρατίθενται τα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης λεπτομερούς αξιολόγησης των αλλαγών στην επιλεκτικότητα και άλλων περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

4.   Η ΕΤΟΕΑ αξιολογεί την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 3. Στην περίπτωση θετικής αξιολόγησης της συμβολής του νέου εργαλείου ή της νέας πρακτικής προς τον σκοπό της παραγράφου 2, η Επιτροπή δύναται να υποβάλει πρόταση σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ, προκειμένου να επιτραπεί η γενικευμένη χρήση του εν λόγω εργαλείου ή της πρακτικής. Η αξιολόγηση της ΕΤΟΕΑ δημοσιοποιείται.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών συστήματος πλήρους τεκμηρίωσης των αλιευμάτων και των απορρίψεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 24

Εκτελεστικές πράξεις

1.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τη θέσπιση των κατωτέρω:

α)

των προδιαγραφών των διατάξεων επιλογής που προσαρτώνται στα αλιευτικά εργαλεία που ορίζονται στο μέρος Β των παραρτημάτων V έως ΙΧ·

β)

λεπτομερών κανόνων για τις προδιαγραφές των αλιευτικών εργαλείων που περιγράφονται στο μέρος Δ του παραρτήματος V σχετικά με περιορισμούς στην κατασκευή των εργαλείων και τα μέτρα ελέγχου και παρακολούθησης που θα θεσπιστούν από το κράτος μέλος σημαίας·

γ)

λεπτομερών κανόνων σχετικά με τα μέτρα ελέγχου και παρακολούθησης που πρέπει να θεσπίζονται από το κράτος μέλος σημαίας όταν χρησιμοποιούνται τα αλιευτικά εργαλεία που αναφέρονται στο παράρτημα V μέρος Γ σημείο 6, παράρτημα VI μέρος Γ σημείο 9 και το παράρτημα VII τμήμα Γ σημείο 4·

δ)

λεπτομερών κανόνων για τα μέτρα ελέγχου και παρακολούθησης που θα θεσπιστούν για τις περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας που περιγράφονται στο παράρτημα V μέρος Γ σημείο 2 και στο παράρτημα VI μέρος Γ σημεία 6 και 7·

ε)

λεπτομερών κανόνων για το σήμα και τα χαρακτηριστικά εφαρμογής ηχητικών αποτρεπτικών συσκευών που αναφέρονται στο παράρτημα XIII μέρος Α·

στ)

λεπτομερών κανόνων για τον σχεδιασμό και τη χρήση ταινιών εκφοβισμού πτηνών και σχοινιών που φέρουν βαρίδια τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα XIII μέρος Β·

ζ)

λεπτομερών κανόνων για τις προδιαγραφές των συσκευών που αποκλείουν την παγίδευση χελωνών που αναφέρεται στο παράρτημα XIII μέρος Γ.

2.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ, ΑΜΕΣΟΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Άρθρο 25

Επιστημονική έρευνα

1.   Τα οριζόμενα στον παρόντα κανονισμό τεχνικά μέτρα δεν εφαρμόζονται σε αλιευτικές δραστηριότητες οι οποίες διεξάγονται για σκοπούς επιστημονικής έρευνας, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι αλιευτικές δραστηριότητες διεξάγονται με την άδεια και υπό την εποπτεία του κράτους μέλους σημαίας·

β)

η Επιτροπή και το κράτος μέλος στα ύδατα υπό την κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία του οποίου λαμβάνουν χώρα οι αλιευτικές δραστηριότητες («το παράκτιο κράτος μέλος») ενημερώνονται τουλάχιστον δύο εβδομάδες εκ των προτέρων για την πρόθεση διεξαγωγής τέτοιων αλιευτικών δραστηριοτήτων, με λεπτομερή στοιχεία για τα εμπλεκόμενα σκάφη και τις επιστημονικές έρευνες που θα πραγματοποιηθούν·

γ)

το σκάφος ή τα σκάφη που διεξάγουν τις αλιευτικές δραστηριότητες πρέπει να διαθέτουν έγκυρη άδεια αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

δ)

σε περίπτωση σχετικού αιτήματος από το παράκτιο κράτος μέλος προς το κράτος μέλος σημαίας, ο πλοίαρχος του σκάφους υποχρεούται να επιβιβάζει στο σκάφος παρατηρητή από το παράκτιο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των αλιευτικών δραστηριοτήτων, εκτός αν δεν είναι δυνατόν για λόγους ασφαλείας·

ε)

αλιευτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από εμπορικά πλοία για επιστημονικές έρευνες είναι χρονικά περιορισμένες. Όταν στις αλιευτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούν εμπορικά πλοία για συγκεκριμένη έρευνα συμμετέχουν περισσότερα από έξι εμπορικά σκάφη, η Επιτροπή ενημερώνεται από το κράτος μέλος σημαίας τουλάχιστον τρεις μήνες νωρίτερα και, κατά περίπτωση, συμβουλεύεται την ΕΤΟΕΑ, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι το συγκεκριμένο επίπεδο συμμετοχής δικαιολογείται επιστημονικώς· εάν το επίπεδο συμμετοχής δεν θεωρείται δικαιολογημένο κατά τη γνωμοδότηση της ΕΤΟΕΑ, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τροποποιεί τους όρους της επιστημονικής έρευνας αναλόγως·

στ)

στην περίπτωση τράτας με ηλεκτρικό ρεύμα, τα σκάφη που εκτελούν επιστημονικές έρευνες πρέπει να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο επιστημονικό πρωτόκολλο που εντάσσεται σε πρόγραμμα επιστημονικής έρευνας, το οποίο έχει εξετάσει ή επικυρώσει το ICES ή η ΕΤΟΕΑ, καθώς και σύστημα παρακολούθησης, ελέγχου και αξιολόγησης.

2.   Τα θαλάσσια είδη που αλιεύονται για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να πωλούνται, να αποθηκεύονται, να εκτίθενται ή να προσφέρονται προς πώληση, εφόσον προσμετρώνται στις ποσοστώσεις σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, κατά περίπτωση, και:

α)

πληρούν τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης που ορίζονται στα παραρτήματα IV έως X του παρόντος κανονισμού· ή

β)

πωλούνται για άλλους σκοπούς εκτός της άμεσης ανθρώπινης κατανάλωσης.

Άρθρο 26

Άμεσος εμπλουτισμός των αποθεμάτων και μετεγκατάσταση

1.   Τα τεχνικά μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό δεν εφαρμόζονται σε αλιευτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται αποκλειστικά για τον άμεσο εμπλουτισμό των αποθεμάτων ή τη μετεγκατάσταση θαλάσσιων οργανισμών, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές διεξάγονται με την άδεια και υπό την εποπτεία του κράτους μέλους ή των κρατών μελών που έχουν άμεσο ενδιαφέρον διαχείρισης.

2.   Όταν ο άμεσος εμπλουτισμός των αποθεμάτων ή η μετεγκατάσταση διενεργείται στα ύδατα άλλου κράτους μέλους ή άλλων κρατών μελών, η Επιτροπή και όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πρέπει να ενημερώνονται, τουλάχιστον 20 ημερολογιακές ημέρες εκ των προτέρων, για την πρόθεση διεξαγωγής τέτοιων αλιευτικών δραστηριοτήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΟΡΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ

Άρθρο 27

Όροι σχετικά με τις προδιαγραφές για τα μεγέθη των ματιών

1.   Ως ποσοστά αλιευμάτων κατά τα παραρτήματα V έως VIII νοείται το μέγιστο ποσοστό των ειδών που επιτρέπεται προς τα συγκεκριμένα μεγέθη ματιών που ορίζονται στα εν λόγω παραρτήματα. Τα ποσοστά αυτά εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης των αλιευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013.

2.   Τα ποσοστά αλιευμάτων υπολογίζονται ως ποσοστό αναλογικά επί του ζώντος βάρους όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι.

3.   Τα ποσοστά αλιευμάτων της παραγράφου 2 μπορούν να υπολογίζονται με βάση ένα ή περισσότερα αντιπροσωπευτικά δείγματα.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το ισοδύναμο βάρος των ολόκληρων καραβίδων υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το βάρος της ουράς καραβίδας επί τρία.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν άδειες αλιείας, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, για τα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους όταν ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες χρησιμοποιώντας τα μεγέθη ματιών που προβλέπονται στα παραρτήματα V έως XI. Οι άδειες αυτές μπορούν να ανασταλούν ή να αποσυρθούν, εφόσον διαπιστωθεί ότι ένα σκάφος δεν έχει συμμορφωθεί προς τα καθορισμένα ποσοστά αλιευμάτων των παραρτημάτων V έως VIII.

6.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει του άρθρου 15 και σε συμφωνία με το άρθρο 29 με στόχο τον περαιτέρω προσδιορισμό του όρου «κατευθυνόμενη αλιεία» για τα σχετιζόμενα είδη στο μέρος Β των παραρτημάτων V έως X και στο μέρος Α του παραρτήματος XI. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη που έχουν άμεσο διαχειριστικό συμφέρον στη συγκεκριμένη αλιεία πρέπει να υποβάλλουν ενδεχόμενες κοινές συστάσεις για πρώτη φορά το αργότερο στις 15 Αυγούστου 2020.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΣΤΗ ΖΩΝΗ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ NEAFC

Άρθρο 28

Τεχνικά μέτρα που εφαρμόζονται στη ζώνη διακανονισμού NEAFC

Τα τεχνικά μέτρα που εφαρμόζονται στη ζώνη διακανονισμού NEAFC καθορίζονται στο παράρτημα XII.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 29

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 10 παράγραφος 4, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο15 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 5, το άρθρο 27 παράγραφος 7 και το άρθρο 31 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή για χρονική περίοδο πέντε ετών από τις 14 Αυγούστου 2019. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετίας. Η ανάθεση εξουσιών παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν στην εν λόγω παράταση κατά τους τρεις τελευταίους μήνες πριν από το τέλος κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 10 παράγραφος 4, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 5, το άρθρο 27 παράγραφος 7 και το άρθρο 31 παράγραφος 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες οι οποίοι ορίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

6.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 10 παράγραφος 4, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 5, το άρθρο 27 παράγραφος 7 και το άρθρο 31 παράγραφος 4 αρχίζει να ισχύει μόνον εφόσον δεν έχουν εκφρασθεί αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την προς τα όργανα αυτά κοινοποίηση της πράξης ή εφόσον, πριν από την εκπνοή της εν λόγω περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να εκφράσουν αντίρρηση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 30

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή αλιείας και υδατοκαλλιέργειας που συγκροτήθηκε βάσει του άρθρου 47 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013. Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 31

Επανεξέταση και υποβολή εκθέσεων

1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και ανά τριετία στη συνέχεια και βάσει των πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη και τα σχετικά γνωμοδοτικά συμβούλια και κατόπιν αξιολόγησης από την ΕΤΟΕΑ, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Στην εν λόγω έκθεση αξιολογείται ο βαθμός στον οποίο τα τεχνικά μέτρα που εφαρμόζονται σε περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο Ένωσης έχουν συμβάλει στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4. Η έκθεση παραπέμπει επίσης σε γνωμοδότηση του ICES σχετικά με την επιτελεσθείσα πρόοδο ή τις επιπτώσεις των καινοτόμων εργαλείων. Η έκθεση συνάγει συμπεράσματα σχετικά με τα οφέλη ή τις αρνητικές συνέπειες στα θαλάσσια οικοσυστήματα και τα ευαίσθητα ενδιαιτήματα και την επιλεκτικότητα.

2.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση της συμβολής των τεχνικών μέτρων στη βελτιστοποίηση των προτύπων εκμετάλλευσης, όπως προβλέπει το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α). Για τον εν λόγω σκοπό, η έκθεση μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ως δείκτη επιδόσεων επιλεκτικότητας για τα βασικά ενδεικτικά αποθέματα των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα XIV, το μήκος βέλτιστης επιλεκτικότητας (Lopt) έναντι του μέσου μήκους των αλιευόμενων ιχθύων ανά έτος που καλύπτεται.

3.   Βάσει αυτής της έκθεσης, στην περίπτωση που υπάρχουν αποδείξεις ότι οι γενικοί και ειδικοί στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί σε περιφερειακό επίπεδο, εντός δώδεκα μηνών από την υποβολή της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 έκθεσης, τα κράτη μέλη αυτής της περιφέρειας υποβάλλουν σχέδιο το οποίο καθορίζει τις ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν προς συμβολή στην επίτευξη αυτών των γενικών και ειδικών στόχων.

4.   Η Επιτροπή μπορεί επίσης να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τυχόν απαραίτητες τροποποιήσεις του παρόντος κανονισμού βάσει αυτής της έκθεσης. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει του άρθρου 15 και σύμφωνα με το άρθρο 29 για την τροποποίηση του καταλόγου των ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα XIV.

Άρθρο 32

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 τροποποιείται ως εξής:

α)

τα άρθρα 3, 8 έως 12, 14, 15, 16 και 25 απαλείφονται·

β)

τα παραρτήματα II, III και IV απαλείφονται.

Οι παραπομπές στα απαλειφθέντα άρθρα και παραρτήματα εκλαμβάνονται ως παραπομπές στις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 33

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009

Στο κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, ο τίτλος IV τροποποιείται ως εξής:

α)

το τμήμα 3 απαλείφεται·

β)

προστίθεται το κατωτέρω τμήμα:

«Τμήμα 4

Επεξεργασία επί του σκάφους και πελαγική αλιεία

Άρθρο 54α

Επεξεργασία επί του σκάφους

1.   Απαγορεύεται η πραγματοποίηση επί των αλιευτικών σκαφών κάθε φυσικής ή χημικής επεξεργασίας των ιχθύων για την παραγωγή ιχθυαλεύρου, ιχθυελαίου ή συναφών προϊόντων, ή η μεταφόρτωση αλιευμάτων ιχθύων σε άλλο σκάφος για τους ίδιους σκοπούς.

2.   Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για:

α)

την επεξεργασία ή τη μεταφόρτωση εντοσθίων· ή

β)

την παραγωγή σουρίμι επί του αλιευτικού σκάφους.

Άρθρο 54β

Περιορισμοί του χειρισμού των αλιευμάτων και των απορρίψεων στα σκάφη πελαγικής αλιείας

1.   Η μέγιστη απόσταση μεταξύ των ράβδων του διαχωριστή ύδατος επί των σκαφών πελαγικής αλιείας που αλιεύουν σκουμπρί, ρέγγα και σαυρίδι και τα οποία αλιεύουν στη ζώνη της σύμβασης NEAFC κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1236/2010 είναι 10 mm.

Οι ράβδοι είναι συγκολλημένες. Εάν ο διαχωριστής ύδατος φέρει οπές αντί για ράβδους, η μέγιστη διάμετρος αυτών δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 10 mm. Η διάμετρος των οπών που βρίσκονται στους αγωγούς πριν από τον διαχωριστή ύδατος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 15 mm.

2.   Η δυνατότητα απόρριψης ιχθύων κάτω από την ίσαλο γραμμή του σκάφους από δεξαμενή αποθήκευσης ή από δεξαμενές με ψυχόμενο θαλάσσιο ύδωρ (RSW) απαγορεύεται για όλα τα σκάφη πελαγικής αλιείας που αλιεύουν στη ζώνη της σύμβασης NEAFC.

3.   Τα σχέδια σχετικά με τον χειρισμό των αλιευμάτων και τις δυνατότητες απόρριψης των σκαφών πελαγικής αλιείας που αλιεύουν σκουμπρί, ρέγγα και σαυρίδι στη ζώνη της σύμβασης NEAFC, τα οποία πιστοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σημαίας, καθώς και τυχόν τροποποιήσεις αυτών διαβιβάζονται από τον πλοίαρχο του σκάφους στις αρμόδιες αρχές αλιείας του κράτους μέλους σημαίας. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους των οποίων τη σημαία φέρουν τα σκάφη διεξάγουν περιοδικούς ελέγχους σχετικά με την ακρίβεια των υποβληθέντων σχεδίων. Αντίγραφα των σχεδίων αυτών φυλάσσονται μονίμως επί του σκάφους.

Άρθρο 54γ

Περιορισμοί στη χρήση εξοπλισμού αυτόματης κατάταξης

1.   Τα αλιευτικά σκάφη απαγορεύεται να φέρουν ή να χρησιμοποιούν εξοπλισμό που μπορεί να κατατάσσει αυτόματα, βάσει του μεγέθους ή του φύλου, ρέγγα, σκουμπρί ή σαυρίδι.

2.   Πάντως η μεταφορά και η χρήση του εξοπλισμού αυτού επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

το σκάφος δεν φέρει ούτε χρησιμοποιεί ταυτοχρόνως συρόμενα αλιευτικά εργαλεία με μέγεθος ματιών μικρότερο των 70 mm ή ένα ή περισσότερα κυκλικά δίχτυα (γρι-γρι) ή παρόμοια αλιευτικά εργαλεία· ή

β)

το σύνολο των αλιευμάτων το οποίο επιτρέπεται νομίμως να διατηρείται επί του σκάφους:

i)

διατηρείται κατεψυγμένο·

ii)

οι κατατασσόμενοι ιχθύες καταψύχονται αμέσως μετά την κατάταξη και κανένας κατεψυγμένος ιχθύς δεν απορρίπτεται· και

iii)

ο εξοπλισμός έχει εγκατασταθεί κατά τρόπο και σε σημείο του σκάφους τέτοιο ώστε να διασφαλίζεται η άμεση ψύξη και να μην είναι δυνατή η απόρριψη θαλάσσιων ειδών στη θάλασσα.

3.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, οποιοδήποτε σκάφος, το οποίο επιτρέπεται να αλιεύει στη Βαλτική Θάλασσα, στα Belts ή στο Sound, μπορεί να μεταφέρει εξοπλισμό αυτόματης κατάταξης στον Κατεγάτη υπό τον όρο ότι έχει εκδοθεί άδεια αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 7. Στην άδεια αλιείας προσδιορίζονται τα είδη, οι ζώνες, οι χρονικές περίοδοι και οι τυχόν άλλες απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χρήση του εξοπλισμού κατάταξης και την κατοχή του επί του σκάφους.

4.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στη Βαλτική Θάλασσα.».

Άρθρο 34

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013

Στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, η παράγραφος 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«12.   Για είδη που δεν υπόκεινται σε υποχρέωση εκφόρτωσης που καθορίζεται στην παράγραφο 1, τα αλιεύματα ειδών που είναι μικρότερα από τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης δεν κρατούνται επί του σκάφους, αλλά επιστρέφονται αμέσως στη θάλασσα, εκτός εάν χρησιμοποιούνται ως ζωντανά δολώματα.».

Άρθρο 35

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1139]

Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1139 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 σχετικά με τα ακόλουθα τεχνικά μέτρα στον βαθμό που αυτά δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1):

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τη διατήρηση αλιευτικών πόρων και την προστασία θαλάσσιων οικοσυστημάτων μέσω τεχνικών μέτρων, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, (ΕΕ) 2016/1139, (ΕΕ) 2018/973, (ΕΕ) 2019/472 και (ΕΕ) 2019/1022 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 894/97, (ΕΚ) αριθ. 850/98, (ΕΚ) αριθ. 2549/2000, (ΕΚ) αριθ. 254/2002, (ΕΚ) αριθ. 812/2004 και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ.105).»·"

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών που ορίζονται στο άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού. και συμμορφώνονται με το άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1241.».

Άρθρο 36

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/973

Το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/973 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού σχετικά με τα ακόλουθα τεχνικά μέτρα, στον βαθμό που αυτά δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2).

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τη διατήρηση αλιευτικών πόρων και την προστασία θαλάσσιων οικοσυστημάτων μέσω τεχνικών μέτρων, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, (ΕΕ) 2016/1139, (ΕΕ) 2018/973, (ΕΕ) 2019/472 και (ΕΕ) 2019/1022 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 894/97, (ΕΚ) αριθ. 850/98, (ΕΚ) αριθ. 2549/2000, (ΕΚ) αριθ. 254/2002, (ΕΚ) αριθ. 812/2004 και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ.105).»·"

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών που ορίζονται στο άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνονται με το άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1241.».

Άρθρο 37

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/472

Το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/472 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού σχετικά με τα ακόλουθα τεχνικά μέτρα, στον βαθμό που αυτά δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3).

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τη διατήρηση αλιευτικών πόρων και την προστασία θαλάσσιων οικοσυστημάτων μέσω τεχνικών μέτρων, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, (ΕΕ) 2016/1139, (ΕΕ) 2018/973, (ΕΕ) 2019/472 και (ΕΕ) 2019/1022 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 894/97, (ΕΚ) αριθ. 850/98, (ΕΚ) αριθ. 2549/2000, (ΕΚ) αριθ. 254/2002, (ΕΚ) αριθ. 812/2004 και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ.105).»·"

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών που ορίζονται στο άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνονται με το άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1241.».

Άρθρο 38

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1022

Το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1022 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού σχετικά με τα ακόλουθα τεχνικά μέτρα, στον βαθμό που αυτά δεν καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4).

(*4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τη διατήρηση αλιευτικών πόρων και την προστασία θαλάσσιων οικοσυστημάτων μέσω τεχνικών μέτρων, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, (ΕΕ) 2016/1139, (ΕΕ) 2018/973, (ΕΕ) 2019/472 και (ΕΕ) 2019/1022 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 894/97, (ΕΚ) αριθ. 850/98, (ΕΚ) αριθ. 2549/2000, (ΕΚ) αριθ. 254/2002, (ΕΚ) αριθ. 812/2004 και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ.105).»·"

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών που ορίζονται στο άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνονται με το άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1241.».

Άρθρο 39

Καταργούμενες διατάξεις

Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 894/97, (ΕΚ) αριθ. 850/98, (ΕΚ) αριθ. 2549/2000, (ΕΚ) αριθ. 254/2002, (ΕΚ) αριθ. 812/2004 και (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 καταργούνται.

Οι αναφορές στους καταργούμενους κανονισμούς νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 40

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 389 της 21.10.2016, σ. 67.

(2)  ΕΕ C 185 της 9.6.2017, σ. 82.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2019.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 22).

(5)  Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19).

(6)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).

(7)  Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7).

(8)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 894/97, της 29ης Απριλίου 1997, για τη θέσπιση ορισμένων τεχνικών μέτρων διατήρησης των αλιευτικών πόρων (ΕΕ L 132 της 23.5.1997, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 850/98 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1998, για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων μέσω τεχνικών μέτρων προστασίας των νεαρών θαλάσσιων οργανισμών (ΕΕ L 125 της 27.4.1998, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2549/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2000, περί πρόσθετων τεχνικών μέτρων για την αποκατάσταση του αποθέματος του μπακαλιάρου gadus morhua στη Θάλασσα της Ιρλανδίας (διαίρεση ICES VIIa) (ΕΕ L 292 της 21.11.2000, σ. 5).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 254/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2002, για τη θέσπιση μέτρων που θα εφαρμοσθούν το 2002 για την αποκατάσταση του αποθέματος γάδου στη Θάλασσα της Ιρλανδίας (διαίρεση ICES VIIa) (ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 812/2004 του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 2004 για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με παρεμπίπτοντα αλιεύματα κητοειδών κατά την αλιεία και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 88/98 (ΕΕ L 150 της 30.4.2004, σ. 12).

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2005, για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων μέσω τεχνικών μέτρων στα ύδατα της Βαλτικής θάλασσας, των Belts και του Sound, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1434/98 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 88/98 (ΕΕ L 349 της 31.12.2005, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με μέτρα διαχείρισης για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1626/94 (ΕΕ L 409 της 30.12.2006, σ. 11).

(18)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009, περί θεσπίσεως ενωσιακού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006 (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1139 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα γάδου, ρέγγας και παπαλίνας της Βαλτικής θάλασσας και για τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2187/2005 του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1098/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 15.7.2016, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (EE) 2018/973 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2018, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα βενθοπελαγικά αποθέματα της Βόρειας Θάλασσας και τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των αποθεμάτων αυτών, το οποίο προσδιορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της υποχρέωσης εκφόρτωσης στη Βόρεια Θάλασσα, και για την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 676/2007 και (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 (ΕΕ L 179 της 16.7.2018, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/472 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα και στα παρακείμενα ύδατα, και τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2016/1139 και (ΕΕ) 2018/973, και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007 και (ΕΚ) αριθ. 1300/2008 (ΕΕ L 83 της 25.3.2019, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1022 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου σχετικά με τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης βενθοπελαγικών αποθεμάτων στη δυτική Μεσόγειο Θάλασσα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 508/2014 (ΕΕ L 172 της 26.6.2019, σ. 1).

(23)  Οι διαιρέσεις ICES (International Council for the Exploration of the Sea - Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση της Θάλασσας) όπως καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 218/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις ονομαστικές αλιεύσεις από τα κράτη μέλη που αλιεύουν στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 70).

(24)  Οι ζώνες CECAF (Κεντροανατολικός Ατλαντικός ή μείζων αλιευτική ζώνη 34) είναι όπως καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 216/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την υποβολή στατιστικών για τις ονομαστικές αλιεύσεις από τα κράτη μέλη που αλιεύουν σε ορισμένες ζώνες εκτός του Βόρειου Ατλαντικού (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1343/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με ορισμένες διατάξεις περί αλιείας στην περιοχή της συμφωνίας ΓΕΑΜ (Γενική Επιτροπή Αλιείας για τη Μεσόγειο) και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 του Συμβουλίου σχετικά με μέτρα διαχείρισης για τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στη Μεσόγειο Θάλασσα (ΕΕ L 347 της 30.12.2011, σ. 44).

(26)  Κανονισμός (EE) αριθ. 1236/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου και επιβολής που εφαρμόζεται στη ζώνη της σύμβασης για τη μελλοντική πολυμερή συνεργασία στον τομέα της αλιείας στο Βορειοανατολικό Ατλαντικό και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2791/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 348 της 31.12.2010, σ. 17).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 734/2008 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την προστασία ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων της ανοικτής θάλασσας από τις δυσμενείς συνέπειες της χρήσης αλιευτικών εργαλείων βυθού (ΕΕ L 201 της 30.7.2008, σ. 8).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1379/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11η Δεκεμβρίου 2013, για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1184/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΕΙΔΗ

Είδη τα οποία απαγορεύεται να αλιεύονται, να διατηρούνται επί του σκάφους, να μεταφορτώνονται, να εκφορτώνονται, να αποθηκεύονται, να πωλούνται, να εκθέτονται ή να προσφέρονται προς πώληση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2:

α)

Τα ακόλουθα είδη πριονόψαρου σε όλα τα ενωσιακά ύδατα:

i)

ελασμοβράγχιος του είδους Anoxypristis cuspidata·

ii)

ελασμοβράγχιος του είδους Pristis clavata·

iii)

πρίστης του είδους Pristis pectinata·

iv)

πρίστης του είδους Pristis pristis·

v)

ελασμοβράγχιος του είδους Pristis zijsron·

β)

καρχαρίας προσκυνητής (Cetorhinus maximus) και λευκός καρχαρίας (Carcharodon carcharias) σε όλα τα ύδατα·

γ)

λείος μαυραγκαθίτης (Etmopterus pusillus) στα ενωσιακά ύδατα της διαίρεσης ICES 2a και της υποπεριοχής ICES IV, καθώς και στα ενωσιακά ύδατα των υποπεριοχών ICES 1, 5, 6, 7, 8, 12 και 14·

δ)

γιγαντιαίο διαβολόψαρο (Manta alfredi) σε όλα τα ενωσιακά ύδατα·

ε)

γιγαντιαίο διαβολόψαρο (Manta birostris) σε όλα τα ενωσιακά ύδατα·

στ)

τα ακόλουθα είδη διαβολόψαρου (Mobula) σε όλα τα ενωσιακά ύδατα:

i)

διαβολόψαρο του είδους Mobula mobular·

ii)

σελάχι του είδους Mobula rochebrunei·

iii)

σελάχι του είδους Mobula japanica·

iv)

δροσίτης/γκριζογαλέος (Mobula thurstoni

v)

σελάχι του είδους Mobula eregoodootenkee·

vi)

σελάχι του είδους Mobula munkiana·

vii)

σελάχι του είδους Mobula tarapacana·

viii)

σελάχι του είδους Μοbula kuhlii·

ix)

σελάχι του είδους Mobula hypostoma·

ζ)

νορβηγικό βάτο (Raja (Dipturus) nidarosiensis) στα ενωσιακά ύδατα των διαιρέσεων ICES 6a, 6b, 7a, 7b, 7c, 7e, 7f, 7g, 7h και 7k·

η)

λευκόβατο (Raja alba) στα ενωσιακά ύδατα των υποπεριοχών ICES 6-10·

θ)

κιθάρες (Rhinobatidae) στα ενωσιακά ύδατα των υποπεριοχών ICES 1-10 και 12·

ι)

ρίνα (Squatina squatina) σε όλα τα ενωσιακά ύδατα·

ια)

σολομός (Salmo salar) και πέστροφα θαλάσσης (Salmo trutta) κατά την αλιεία με οποιοδήποτε συρόμενο δίχτυ στα ύδατα που βρίσκονται πέραν του ορίου των 6 μιλίων, το οποίο μετράται από τις γραμμές βάσης των κρατών μελών στις υποπεριοχές ICES 1, 2 και 4-10 (ενωσιακά ύδατα)·

ιβ)

ρυγχοκορέγονος (Coregonus oxyrhynchus) στη διαίρεση ICES 4b (ενωσιακά ύδατα)·

ιγ)

οξύρρυγχος Αδριατικής (Acipenser naccarii) και οξύρρυγχος ο κοινός (Acipenser sturio) σε ενωσιακά ύδατα·

ιδ)

αυγωμένη καραβίδα (Palinurus spp.) και αυγωμένος αστακός (Homarus gammarus) στη Μεσόγειο Θάλασσα, με εξαίρεση την περίπτωση που χρησιμοποιούνται για σκοπούς άμεσου εμπλουτισμού των αποθεμάτων ή μετεγκατάστασης·

ιε)

λιθοδόμος (Litophaga lithophaga), πίνα (Pinna nobilis) και χουρμάς (Pholas dactylus) σε ενωσιακά ύδατα στη Μεσόγειο Θάλασσα·

ιστ)

αχινός (Centrostephanus longispinus).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΥΑΙΣΘΗΤΩΝ ΕΝΔΙΑΙΤΗΜΑΤΩΝ

Για τους σκοπούς του άρθρου 12, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι περιορισμοί αλιευτικής δραστηριότητας στις περιοχές που περικλείονται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

ΜΕΡΟΣ Α

Βορειοδυτικά ύδατα

1.

Απαγορεύεται η χρήση διχτυών τράτας βυθού ή παρόμοιων συρόμενων διχτυών, στάσιμων απλαδιών βυθού, διχτυών εμπλοκής ή μανωμένων διχτυών και στάσιμων παραγαδιών βυθού στις κατωτέρω περιοχές:

 

Belgica Mound Province (επαρχία λοφίσκων Belgica):

51°29,4′ Β, 11°51,6′ Δ

51°32,4′ Β, 11°41,4′ Δ

51°15,6′ Β, 11°33,0′ Δ

51°13,8′ Β, 11°44,4′ Δ

51°29,4′ Β, 11°51,6′ Δ

 

Hovland Mound Province (επαρχία λοφίσκων Hovland):

52°16,2′ Β, 13°12,6′ Δ

52°24,0′ Β, 12°58,2′ Δ

52°16,8′ Β, 12°54,0′ Δ

52°16,8′ Β, 12°29,4′ Δ

52°04,2′ Β, 12°29,4′ Δ

52°04,2′ Β, 12°52,8′ Δ

52°09,0′ Β, 12°56,4′ Δ

52°09,0′ Β, 13°10,8′ Δ

52°16,2′ Β, 13°12,6′ Δ

 

Βορειοδυτική Porcupine Bank Περιοχή I:

53°30,6′ Β, 14°32,4′ Δ

53°35,4′ Β, 14°27,6′ Δ

53°40,8′ Β, 14°15,6′ Δ

53°34,2′ Β, 14°11,4′ Δ

53°31,8′ Β, 14°14,4′ Δ

53°24,0′ Β, 14°28,8′ Δ

53°30,6′ Β, 14°32,4′ Δ

 

Βορειοδυτική Porcupine Bank Περιοχή II:

53°43,2′ Β, 14°10,8′ Δ

53°51,6′ Β, 13°53,4′ Δ

53°45,6′ Β, 13°49,8′ Δ

53°36,6′ Β, 14°07,2′ Δ

53°43,2′ Β, 14°10,8′ Δ

 

Νοτιοδυτική Porcupine Bank:

51°54,6′ Β, 15°07,2′ Δ

51°54,6′ Β, 14°55,2′ Δ

51°42,0′ Β, 14°55,2′ Δ

51°42,0′ Β, 15°10,2′ Δ

51°49,2′ Β, 15°06,0′ Δ

51°54,6′ Β, 15°07,2′ Δ

2.

Όλα τα πελαγικά σκάφη που αλιεύουν στις περιγραφόμενες στο σημείο 1 περιοχές πρέπει:

να περιλαμβάνονται σε κατάλογο εγκεκριμένων σκαφών και να έχουν λάβει άδεια αλιείας η οποία έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009·

να φέρουν επί του σκάφους αποκλειστικά εργαλεία για πελαγική αλιεία·

να γνωστοποιούν, προ τεσσάρων ωρών, την πρόθεσή τους να εισέλθουν σε μια περιοχή για την προστασία ευπαθών ενδιαιτημάτων βαθέων υδάτων στο Κέντρο Παρακολούθησης της Αλιείας (ΚΠΑ) της Ιρλανδίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009, και να κοινοποιούν ταυτόχρονα τις ποσότητες ιχθύων που διατηρούν επί του σκάφους·

να διαθέτουν πλήρως λειτουργικό, ασφαλές σύστημα παρακολούθησης σκαφών (VMS) το οποίο συμμορφώνεται πλήρως προς τους σχετικούς κανόνες, όταν βρίσκονται σε οποιανδήποτε από τις περιγραφόμενες στο σημείο 1 περιοχές·

να υποβάλλουν αναφορές VMS σε ωριαία βάση·

να ενημερώνουν το Ιρλανδικό ΚΠΑ για την αναχώρησή τους από την περιοχή και, ταυτόχρονα, να κοινοποιούν τις ποσότητες των ιχθύων που διατηρούν επί του σκάφους· και

να φέρουν επί του σκάφους δίχτυα τράτας με μέγεθος ματιών σάκου τράτας το οποίο κυμαίνεται από 16 έως 79 mm.

3.

Απαγορεύεται η χρήση οποιωνδήποτε διχτυών τράτας βυθού ή παρόμοιων συρόμενων διχτυών στην κατωτέρω περιοχή:

Darwin Mounds

59°54′ Β, 6°55′ Δ

59°47′ Β, 6°47′ Δ

59°37′ Β, 6°47′ Δ

59°37′ Β, 7°39′ Δ

59°45′ Β, 7°39′ Δ

59°54′ Β, 7°25′ Δ

ΜΕΡΟΣ Β

Νοτιοδυτικά ύδατα

1.   El Cachucho

1.1.

Απαγορεύεται η χρήση διχτυών τράτας βυθού, στάσιμων απλαδιών βυθού, διχτυών εμπλοκής ή μανωμένων διχτυών και στάσιμων παραγαδιών βυθού στις κατωτέρω περιοχές:

44°12′ Β, 5°16′ Δ

44°12′ Β, 4°26′ Δ

43°53′ Β, 4°26′ Δ

43°53′ Β, 5°16′ Δ

44°12′ Β, 5°16′ Δ

1.2.

Σκάφη τα οποία ασκούσαν κατευθυνόμενη αλιεία σαλούβαρδου (Phycis blennoides) με παραγάδια βυθού το 2006, το 2007 και το 2008 δύνανται να συνεχίζουν να αλιεύουν στην περιοχή νοτίως του γεωγραφικού πλάτους 44°00,00′ Β, εφόσον διαθέτουν άδεια αλιείας η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

1.3.

Όλα τα σκάφη που έχουν λάβει τη συγκεκριμένη άδεια αλιείας, ανεξάρτητα από το συνολικό μήκος τους, πρέπει να έχουν σε χρήση πλήρως λειτουργικό, ασφαλές VMS, το οποίο να συμμορφώνεται προς τους αντίστοιχους κανόνες, όταν ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες στην περιοχή που περιγράφεται στο σημείο 1.1.

2.   Μαδέρα και Κανάριοι Νήσοι

Απαγορεύεται η χρήση στάσιμων απλαδιών βυθού, διχτυών εμπλοκής και μανωμένων διχτυών σε βάθος άνω των 200m ή διχτυών τράτας βυθού ή παρόμοιων συρόμενων αλιευτικών εργαλείων στις κατωτέρω περιοχές:

27°00′ Β, 19°00′ Δ

26°00′ Β, 15°00′ Δ

29°00′ Β, 13°00′ Δ

36°00′ Β, 13°00′ Δ

36°00′ Β, 19°00′ Δ

3.   Αζόρες

Απαγορεύεται η χρήση στάσιμων απλαδιών βυθού, διχτυών εμπλοκής και μανωμένων διχτυών σε βάθος άνω των 200m ή διχτυών τράτας βυθού ή παρόμοιων συρόμενων αλιευτικών εργαλείων στις κατωτέρω περιοχές:

36°00′ Β, 23°00′ Δ

39°00′ Β, 23°00′ Δ

42°00′ Β, 26°00′ Δ

42°00′ Β, 31°00′ Δ

39°00′ Β, 34°00′ Δ

36°00′ Β, 34°00′ Δ


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΔΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΑΛΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΕ ΠΑΡΑΣΥΡΟΜΕΝΑ ΔΙΧΤΥΑ

Τόνος μακρύπτερος: Thunnus alalunga

Τόνος: Thunnus thynnus

Τόνος μεγαλόφθαλμος: Thunnus obesus

Παλαμίδα: Salmo salar

Ρίκι: Sarda sarda

Τόνος κιτρινόπτερος: Thunnus albacares

Τόνος μαυρόπτερος: Thunnus atlanticus

Τονίνα: Euthynnus spp.

Τόνος νότιου ημισφαιρίου: Thunnus maccoyii

Βαρελάκι: Auxis spp.

Καστανόψαρο: Brama rayi

Μάρλιν: Tetrapturus spp.· Makaira spp.

Ιστιοφόροι: Istiophorus spp.

Ξιφίας: Xiphias gladius

Λουτσοζαργάνες: Scomberesox spp.· Cololabis spp.

Κυνηγοί: Coryphœna spp.

Καρχαρίες: Hexanchus griseus Cetorhinus maximus· Alopiidae· Carcharhinidae· Sphyrnidae· Isuridae· Lamnidae

Κεφαλόποδα: όλα τα είδη


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

1.

Το μέγεθος των ιχθύων μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 1, από το ακραίο σημείο του ρύγχους μέχρι το άκρο της ουράς.

2.

Το μέγεθος της καραβίδας (Nephrops norvegicus) μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 2, είτε:

ως το μήκος του κελύφους, παράλληλα προς τη διάμεση γραμμή, από το οπίσθιο τμήμα μιας από τις οφθαλμικές κόγχες μέχρι το απώτερο ραχιαίο άκρο του κελύφους, ή

ως το ολικό μήκος από την άκρη του ρόστρου ως το πίσω ακραίο σημείο, χωρίς τις ακίδες.

Για τις αποκομμένες ουρές καραβίδων: από το εμπρόσθιο άκρο του πρώτου μεταμερούς τμήματος της ουράς μέχρι το οπίσθιο τελικό άκρο, χωρίς να περιλαμβάνονται οι ακίδες. Η ουρά πρέπει να μετράται σε επίπεδη θέση, χωρίς να είναι τεντωμένη και στη ραχιαία πλευρά.

3.

Το μέγεθος ενός αστακού (Homarus gammarus) από τη Βόρεια Θάλασσα, εκτός του Σκαγεράκη ή του Κατεγάτη, μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 3, ως μήκος του κελύφους, μετρούμενο παράλληλα προς τη διάμεση γραμμή, από το οπίσθιο μέρος οποιασδήποτε οφθαλμικής κόγχης μέχρι το απώτερο άκρο του κελύφους.

4.

Το μέγεθος του αστακού (Homarus gammarus) των Σκαγεράκη ή Κατεγάτη μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 3, είτε:

ως το μήκος του κελύφους, παράλληλα προς τη διάμεση γραμμή, από το οπίσθιο τμήμα μιας από τις οφθαλμικές κόγχες μέχρι το απώτερο ραχιαίο άκρο του κελύφους, ή

ως το ολικό μήκος από την άκρη του ρόστρου ως το πίσω ακραίο σημείο, χωρίς τις ακίδες.

5.

Το μέγεθος των καραβίδων (Palinurus spp.) μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 4, ως μήκος του κελύφους, παράλληλα προς τη διάμεση γραμμή, από το άκρο του ρύγχους έως το μεσαίο σημείο του απώτερου ραχιαίου άκρου του κελύφους.

6.

Το μέγεθος των δίθυρων μαλακίων μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 5, κατά μήκος της μεγαλύτερης διάστασης του οστράκου τους.

7.

Το μέγεθος μιας καβουρομάνας (Maja squinado) μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 6, ως μήκος του κελύφους, κατά μήκος της διάμεσης γραμμής, από το άκρο του κελύφους μεταξύ των ρυγχών έως το οπίσθιο άκρο του κελύφους.

8.

Το μέγεθος κάβουρα (Cancer pagurus) μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 7, ως το μέγιστο πλάτος του κελύφους που μετράται καθέτως προς την προσθοπίσθια διάμεση γραμμή του κελύφους.

9.

Το μέγεθος των βουκίνων (Buccinum spp.) μετράται, όπως εμφαίνεται στην εικόνα 8, βάσει του μήκους του κελύφους.

10.

Το μέγεθος του ξιφία(Xiphias gladius) μετράται, όπως φαίνεται στην εικόνα 9, βάσει του μήκους διχοτόμησης κάτω γνάθου (LJFL).

Εικόνα 1 Είδος ιχθύων

Image 4

Εικόνα 2 Καραβίδα

(Nephrops norvegicus)

Image 5

Εικόνα 3 Αστακός

(Hommarus gammarus)

Image 6

Εικόνα 4 Καραβίδα

(Palinurus spp.)

Image 7

Εικόνα 5 Δίθυρα μαλάκια

Image 8

Εικόνα 6 Καβουρομάνα

(Maja squinado)

Image 9

Εικόνα 7 Κάβουρας

(Cancer pagurus)

Image 10

Εικόνα 8 Βούκινο

(Buccinum spp)

Image 11

Εικόνα 9 Ξιφίας

(Xiphias gladius)

Image 12

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΒΟΡΕΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ (1)

ΜΕΡΟΣ Α

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Είδος

Βόρεια Θάλασσα

Γάδος (Gadus morhua)

35 cm

Εγκλεφίνος (Melanogrammus aeglefinus)

30 cm

Μαύρος μπακαλιάρος (Pollachius virens)

35 cm

Κίτρινος μπακαλιάρος (Pollachius pollachius)

30 cm

Μπακαλιάρος μερλούκιος (Merluccius merluccius)

27 cm

Ζαγκέτα (Lepidorhombus spp.)

20 cm

Γλώσσα (Solea spp.)

24 cm

Φασί Ατλαντικού (Pleuronectes platessa)

27 cm

Νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus)

27 cm

Ποντίκι (Molva molva)

63 cm

Μουρούνα διπτερύγιος (Molva dipterygiA)

70 cm

Καραβίδα (Nephrops norvegicus)

Ολικό μήκος 85 mm, μήκος κελύφους 25 mm ουρές καραβίδας 46 mm

Σκουμπρί (Scomber spp.)

30 cm (5)

Ρέγγα (Clupea harengus)

20 cm (5)

Σαυρίδι (Trachurus spp.)

15 cm (5)

Γαύρος (Engraulis encrasicolus)

12 cm ή 90 ιχθύες ανά kg (5)

Λαβράκι (Dicentrarchus labrax)

42 cm

Σαρδέλα (Sardina pilchardus)

11 cm (5)

Αστακός (Homarus gammarus)

87 mm (μήκος κελύφους)

Καβουρομάνα (Maja squinado)

120 mm

Βασιλικό χτένι (Chlamys spp.)

40 mm

Χάβαρο (Ruditapes decussatus)

40 mm

Αχιβάδα (Venerupis pullastra)

38 mm

Κυδώνι της Ιαπωνίας (Venerupis philippinarum)

35 mm

Κυδώνι (Venus verrucosa)

40 mm

Γυαλιστερή (Callista chione)

6 cm

Σωλήνας (Ensis spp.)

10 cm

Γυαλιστερή της Αμερικής (Spisula solida)

25 mm

Κοχύλι (Donax spp)

25 mm

Σωλήνας (Pharus legumen)

65 mm

Βούκινο (Buccinum undatum.)

45 mm

Χταπόδι (Octopus vulgaris)

750 g

Καραβίδα (Palinurus spp.)

95 mm (μήκος κελύφους)

Κόκκινη γαρίδα βαθέων υδάτων (Parapenaeus longirostirs)

22 mm (μήκος κελύφους)

Κάβουρας (Cancer pagurus)

140 mm (2)  (3)  (4)

Χτένι (Pecten maximus)

100 mm

Γάδος (Gadus morhua)

30 cm

Εγκλεφίνος (Melanogrammus aeglefinus)

27 cm

Μαύρος μπακαλιάρος (Pollachius virens)

30 cm

Κίτρινος μπακαλιάρος (Pollachius pollachius)

Μπακαλιάρος μερλούκιος (Merluccius merluccius)

30 cm

Ζαγκέτα (Lepidorhombus spp.)

25 cm

Γλώσσα (Solea spp.)

24 cm

Φασί Ατλαντικού (Pleuronectes platessa)

27 cm

Νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus)

23 cm

Ποντίκι (Molva molva)

Μουρούνα διπτερύγιος (Molva dipterygia)

Καραβίδα (Nephrops norvegicus)

ολικό μήκος 105 mm

Ουρές καραβίδας 59mm

μήκος κελύφους 32 mm

Σκουμπρί (Scomber spp.)

20 cm (5)

Ρέγγα (Clupea harengus)

18 cm (5)

Σαυρίδι (Trachurus spp.)

15 cm (5)

Αστακός (Homarus gammarus)

Ολικό μήκος 220 mm

Μήκος κελύφους 78 mm

ΜΕΡΟΣ Β

Μέγεθος ματιών

1.   Βασικά μεγέθη ματιών διχτυών για συρόμενα αλιευτικά εργαλεία

1.1.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, τα σκάφη χρησιμοποιούν μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 120 mm ή τουλάχιστον 90 mm στον Σκαγεράκη και Κατεγάτη (6).

1.2.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, και παρά το σημείο 1.1, τα σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερα μεγέθη ματιών διχτυών όπως περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα για τη Βόρειο Θάλασσα, τον Σκαγεράκη και Κατεγάτη, υπό τον όρο ότι:

i)

τηρούνται οι συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στον πίνακα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου, εγκλεφίνου και μαύρου μπακαλιάρου δεν υπερβαίνουν το 20 % του ζώντος βάρους του συνολικού αλιεύματος όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι· ή

ii)

χρησιμοποιούνται άλλες τροποποιήσεις επιλεκτικότητας οι οποίες έχουν αξιολογηθεί από την ΕΤΟΕΑ κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εν λόγω τροποποιήσεις επιλεκτικότητας έχουν ως αποτέλεσμα τα ίδια ή καλύτερα χαρακτηριστικά επιλεκτικότητας για τον γάδο, τον εγκλεφίνο και τον μαύρο μπακαλιάρο σε σχέση με το μέγεθος ματιών 120 mm.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 100 mm (7)

Βόρεια Θάλασσα νοτίως των 57° 30′Β

Κατευθυνόμενη αλιεία φασιού Ατλαντικού και γλώσσας με τράτες με πόρτες, δοκότρατες και γρίπους. Τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 90 mm.

Τουλάχιστον 80 mm (7)

Διαίρεση ICES 4b και 4c

Κατευθυνόμενη αλιεία γλώσσας με δοκότρατα. Τοποθετείται φύλλο με ελάχιστο μέγεθος ματιών 180 mm στερεωμένο στο άνω μισό μέρος του εμπρόσθιου τμήματος του διχτυού.

Κατευθυνόμενη αλιεία για νταούκι Ατλαντικού, σκουμπρί και είδη για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων με τράτες βυθού. Τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 80 mm.

Τουλάχιστον 80 mm

Βόρεια Θάλασσα

Κατευθυνόμενη αλιεία για την καραβίδα (Nephrops norvegicus). Τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 120 mm ή σχάρα διαλογής με ανώτατο διάστημα μεταξύ των πλευρών των ματιών 35 mm ή προσάρτημα ισοδύναμης επιλεκτικότητας.

Κατευθυνόμενη αλιεία ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα. Τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 80 mm.

Κατευθυνόμενη αλιεία σελαχιών.

Τουλάχιστον 80 mm

Διαίρεση ICES 4c

Κατευθυνόμενη αλιεία γλώσσας με τη χρήση τράτας με πόρτες. Τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 80 mm.

Τουλάχιστον 70 mm (τετράγωνων ματιών) ή 90 mm (ρομβοειδών ματιών)

Σκαγεράκης και Κατεγάτης

Κατευθυνόμενη αλιεία για την καραβίδα (Nephrops norvegicus). Τοποθετείται σχάρα διαλογής με ανώτατο διάστημα μεταξύ των πλευρών των ματιών 35 mm ή προσάρτημα ισοδύναμης επιλεκτικότητας.

Τουλάχιστον 40 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία καλαμαριών (Lolignidae, Ommastrephidae)

Τουλάχιστον 35 mm

Σκαγεράκης και Κατεγάτης

Κατευθυνόμενη αλιεία για τη βόρεια γαρίδα (Pandalus borealis). Τοποθετείται σχάρα διαλογής με ανώτατο διάστημα μεταξύ των πλευρών των ματιών 19 mm ή προσάρτημα ισοδύναμης επιλεκτικότητας.

Τουλάχιστον 32 mm

Ολόκληρη η περιοχή εκτός του Σκαγεράκη και Κατεγάτη

Κατευθυνόμενη αλιεία για τη βόρεια γαρίδα (Pandalus borealis). Τοποθετείται σχάρα διαλογής με ανώτατο διάστημα μεταξύ των πλευρών των ματιών 19 mm ή προσάρτημα ισοδύναμης επιλεκτικότητας.

Τουλάχιστον 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα.

Κατευθυνόμενη αλιεία σύκου της Νορβηγίας. Τοποθετείται σχάρα διαλογής με ανώτατο διάστημα μεταξύ των πλευρών των ματιών 35 mm κατά την αλιεία σύκου της Νορβηγίας.

Κατευθυνόμενη αλιεία σταχτογαρίδας και γαρίδας. Διαχωριστική τράτα ή σχάρα διαλογής πρέπει να τοποθετείται σύμφωνα με καθιερωμένους κανόνες εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου.

Μικρότερο των 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία αμμόχελου

2.   Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα και παρασυρόμενα δίχτυα

2.1.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, τα σκάφη χρησιμοποιούν μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 120 mm.

2.2.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, και παρά το σημείο 2.1, τα σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερα μεγέθη ματιών διχτυών όπως περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα για τη Βόρειο Θάλασσα, τον Σκαγεράκη και Κατεγάτη, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στον πίνακα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου, εγκλεφίνου και μαύρου μπακαλιάρου δεν υπερβαίνουν το 20 % του ζώντος βάρους του συνολικού αλιεύματος όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 100 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία εγκλεφίνου, νταουκιού του Ατλαντικού, λιμάντας και λαβρακιού

Τουλάχιστον 90 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία πλατύψαρων ή ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Τουλάχιστον 50 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

ΜΕΡΟΣ Γ

Περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας

1.   Απαγόρευση αλιείας για την προστασία του αμμόχελου στις διαιρέσεις ICES 4a και 4b

1.1.

Απαγορεύεται η αλιεία αμμόχελου με οποιοδήποτε συρόμενο αλιευτικό εργαλείο με μέγεθος ματιών σάκου τράτας μικρότερο των 32 mm εντός της γεωγραφικής περιοχής η οποία οριοθετείται από την ανατολική ακτή της Αγγλίας και της Σκωτίας και περικλείεται από τις λοξοδρομικές γραμμές που συνδέουν διαδοχικά τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

την ανατολική ακτή της Αγγλίας σε γεωγραφικό πλάτος 55°30′ Β

55° 30′ Β, 01° 00′ Δ

58° 00′ Β, 01° 00′ Δ

58° 00′ Β, 02° 00′ Δ

την ανατολική ακτή της Σκωτίας σε γεωγραφικό μήκος 02°00′ Δ.

1.2.

Ωστόσο, επιτρέπεται η αλιεία για λόγους επιστημονικής έρευνας, για να παρακολουθούνται το απόθεμα αμμόχελου στη περιοχή και τα αποτελέσματα της απαγόρευσης.

2.   Απαγόρευση αλιείας για την προστασία ιχθυδίων φασιού Ατλαντικού στην υποπεριοχή ICES 4

2.1.

Απαγορεύεται η χρήση από σκάφη συνολικού μήκους άνω των 8 μέτρων βενθοπελαγικής τράτας, δοκότρατας, δανέζικου γρίπου ή παρόμοιων συρόμενων αλιευτικών εργαλείων στις γεωγραφικές περιοχές που περικλείονται από τις λοξοδρομικές γραμμές που συνδέουν διαδοχικά τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

α)

την περιοχή εντός 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές της Γαλλίας, βόρεια του γεωγραφικού πλάτους 51°00′Β, του Βελγίου και των Κάτω Χωρών, έως το γεωγραφικό πλάτος 53°00′Β, περιοχή που μετράται από τις γραμμές βάσης·

β)

τη ζώνη που ορίζεται από τη γραμμή που συνδέει τις ακόλουθες συντεταγμένες:

το σημείο της δυτικής ακτής της Δανίας σε γεωγραφικό πλάτος 57°00′Β,

57°00′ Β, 7°15′ Α

55°00′ Β, 7°15′ Α

55°00′ Β, 7°00′ Α

54°30′ Β, 7°00′ Α

54°30′ Β, 7°30′ Α

54°00′ Β, 7°30′ Α

54°00′ Β, 6°00′ Α

53°50′ Β, 6°00′ Α

53°50′ Β, 5°00′ Α

53°30′ Β, 5°00′ Α

53°30′ Β, 4°15′ Α

53°00′ Β, 4°15′ Α

το σημείο της ακτής των Κάτω Χωρών σε γεωγραφικό πλάτος 53°00′Β

την περιοχή εντός 12 ναυτικών μιλίων από τη δυτική ακτή της Δανίας, από το γεωγραφικό πλάτος 57°00′Β έως το βόρειο άκρο μέχρι το φάρο Hirtshals, η οποία μετράται από τις γραμμές βάσης.

2.2.

Τα κατωτέρω σκάφη επιτρέπεται να αλιεύουν στην αναφερόμενη στο σημείο 2.1 περιοχή:

α)

σκάφη των οποίων η ισχύς μηχανών δεν υπερβαίνει τα 221 kW και τα οποία χρησιμοποιούν τράτες βυθού ή δανέζικους γρίπους·

β)

ζευγαρωτά σκάφη των οποίων η συνδυαστική ισχύς μηχανών δεν υπερβαίνει ανά πάσα στιγμή τα 221 kW και τα οποία χρησιμοποιούν ζευγαρωτές τράτες βυθού·

γ)

σκάφη των οποίων η ισχύς μηχανών υπερβαίνει τα 221 kW επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τράτες βυθού ή δανέζικους γρίπους και ζευγαρωτά σκάφη των οποίων η συνδυαστική ισχύς μηχανών υπερβαίνει τα 221 kW επιτρέπεται να χρησιμοποιούν ζευγαρωτές τράτες βυθού, εφόσον τα εν λόγω σκάφη δεν ασκούν κατευθυνόμενη αλιεία φασιού Ατλαντικού ή γλώσσας και τηρούν τους σχετικούς κανόνες για το μέγεθος ματιών που περιλαμβάνονται στο μέρος Β του παρόντος παραρτήματος.

2.3.

Εάν αλιευτικά σκάφη που αναφέρονται στο σημείο 2.2 στοιχείο α) χρησιμοποιούν δοκότρατες, το μήκος δοκού, ή του συνόλου των τρατών το οποίο προκύπτει από το άθροισμα του μήκους κάθε δοκού, δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο ή δεν θα πρέπει να μπορεί να επιμηκυνθεί πάνω από εννέα μέτρα εκτός αν χρησιμοποιούνται αλιευτικά εργαλεία με μέγεθος ματιών μεταξύ 16 και 31 χιλιοστόμετρων. Αλιευτικά σκάφη των οποίων η βασική δραστηριότητα είναι η αλιεία σταχτογαρίδας (Crangon crangon), επιτρέπεται να χρησιμοποιούν δοκότρατες των οποίων το συνολικό μήκος δοκών που προκύπτει από το άθροισμα του μήκους κάθε δοκού, υπερβαίνει τα εννέα μέτρα, εφόσον χρησιμοποιούνται αλιευτικά εργαλεία με μέγεθος ματιών μεταξύ 80 και 99 χιλιοστόμετρων, υπό τον όρο ότι έχει εκδοθεί για τα σκάφη αυτά συμπληρωματική άδεια αλιείας.

2.4.

Σκάφη με άδεια αλιείας εντός της περιοχής που αναφέρεται στο σημείο 2.1 συμπεριλαμβάνονται σε κατάλογο που παρέχεται στην Επιτροπή από κάθε κράτος μέλος. Η συνολική ισχύς των μηχανών των σκαφών που αναφέρονται στο σημείο 2.2. στοιχείο α) εντός του καταλόγου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τη συνολική ισχύ των μηχανών που αποδεικνύεται ότι διέθετε κάθε κράτος μέλος την 1η Ιανουαρίου 1998. Τα αδειοδοτημένα αλιευτικά σκάφη πρέπει να διαθέτουν άδεια αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

3.   Περιορισμοί στη χρήση δοκότρατας σε περιοχές εντός 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου

3.1.

Απαγορεύεται στα σκάφη η χρησιμοποίηση δοκότρατας εντός των περιοχών σε απόσταση 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου, η μέτρηση των οποίων ξεκινά από τις γραμμές βάσης των χωρικών υδάτων.

3.2.

Κατά παρέκκλιση του σημείου 3.1, επιτρέπεται η αλιεία με δοκότρατα εντός της προσδιοριζόμενης περιοχής, εφόσον:

η ισχύς μηχανών των σκαφών δεν υπερβαίνει τα 221 kW και το συνολικό μήκος τους δεν υπερβαίνει τα 24 μέτρα· και

το μήκος δοκού ή το συνολικό μήκος δοκών, το οποίο προκύπτει από το άθροισμα του μήκους κάθε δοκού, δεν είναι μεγαλύτερο των 9 μέτρων ή δεν μπορεί να επεκταθεί σε μήκος μεγαλύτερο των 9 μέτρων, εκτός από την περίπτωση άσκησης κατευθυνόμενης αλιείας σταχτογαρίδας (Crangon crangon) με ελάχιστο μέγεθος ματιών διχτυών μικρότερο των 31 mm.

4.   Περιορισμοί αλιείας της σαρδελόρεγγας για την προστασία της ρέγγας στη διαίρεση ICES 4b

Απαγορεύεται η αλιεία με οποιοδήποτε συρόμενο αλιευτικό εργαλείο με μέγεθος ματιών σάκου τράτας μικρότερο των 32 mm ή με οποιοδήποτε στατικό δίχτυ με μέγεθος ματιών μικρότερο των 30 mm εντός των γεωγραφικών περιοχών, οι οποίες περικλείονται από τις λοξοδρομικές γραμμές που συνδέουν διαδοχικά τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84, κατά τη διάρκεια των κατωτέρω αναφερόμενων περιόδων:

από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Μαρτίου και από την 1η Οκτωβρίου έως την 31η Δεκεμβρίου, στη στατιστική ζώνη ICES 39Ε8. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω ζώνη ICES οριοθετείται από τη γραμμή που χαράσσεται ανατολικά της ανατολικής ακτής του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά μήκος του γεωγραφικού πλάτους 55°00′Β, έως το σημείο που βρίσκεται σε γεωγραφικό μήκος 1°00′Δ, στη συνέχεια βόρεια έως το σημείο που βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος 55°30′Β και στη συνέχεια δυτικά έως την ακτή του Ηνωμένου Βασιλείου·

από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Μαρτίου και από την 1η Οκτωβρίου έως την 31η Δεκεμβρίου, στα εσωτερικά ύδατα του Moray Firth που βρίσκονται δυτικά του γεωγραφικού μήκους 3°30′Δ και στα εσωτερικά ύδατα του Firth of Forth που βρίσκονται δυτικά του γεωγραφικού μήκους 3°00′Δ,

από την 1η Ιουλίου έως την 31η Οκτωβρίου, εντός της γεωγραφικής περιοχής που οριοθετείται από τις εξής γεωγραφικές συντεταγμένες:

τη δυτική ακτή της Δανίας σε γεωγραφικό πλάτος 55°30′Β

γεωγραφικό πλάτος 55°30′Β, γεωγραφικό μήκος 7°00′Α,

γεωγραφικό πλάτος 57°00′Β, γεωγραφικό μήκος 7°00′Α,

τη δυτική ακτή της Δανίας σε γεωγραφικό πλάτος 57°00′Β

5.   Ειδικές διατάξεις για τον Σκαγεράκη και τον Κατεγάτη στη διαίρεση ICES 3a

5.1.

Απαγορεύεται η αλιεία με τη χρήση δοκότρατας στον Κατεγάτη.

5.2.

Τα σκάφη της Ένωσης απαγορεύεται να αλιεύουν, να διατηρούν επί του σκάφους, να μεταφορτώνουν, να εκφορτώνουν, να αποθηκεύουν, να πωλούν, να εκθέτουν ή να προσφέρουν προς πώληση σολομό και πέστροφα θαλάσσης.

5.3.

Απαγορεύεται η χρήση συρόμενων αλιευτικών εργαλείων με μέγεθος ματιών σάκου τράτας μικρότερο των 32 mm από την 1η Ιουλίου έως τη 15η Σεπτεμβρίου στα ύδατα που βρίσκονται εντός τριών ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης στον Σκαγεράκη και τον Κατεγάτη, εκτός από την περίπτωση άσκησης κατευθυνόμενης αλιείας γαρίδας της Αρκτικής (Pandalus borealis). Για την κατευθυνόμενη αλιεία φουσκοχειλόχελων (Zoarces viviparous), γωβιών (Gobiidae) ή σκορπιών (Cottus spp.) για χρήση τους ως δολώματα, χρησιμοποιούνται δίχτυα οποιουδήποτε μεγέθους ματιών.

6.   Χρήση στατικών διχτυών στις διαιρέσεις ICES 3a και 4a

6.1.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 στοιχείο α) και κατά παρέκκλιση του μέρους Β σημείο 2 του παρόντος παραρτήματος, επιτρέπεται η χρήση των κατωτέρω αλιευτικών εργαλείων σε ύδατα με χαρτογραφημένο βάθος μικρότερο των 600 μέτρων:

στάσιμων απλαδιών βυθού τα οποία χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη αλιεία μπακαλιάρου μερλούκιου με μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 100 mm και σε βάθος που δεν υπερβαίνει τα 100 μάτια, εφόσον το συνολικό μήκος όλων των χρησιμοποιούμενων διχτυών δεν υπερβαίνει τα 25 km ανά σκάφος και ο μέγιστος χρόνος παραμονής στο νερό είναι 24 ώρες·

διχτυών εμπλοκής τα οποία χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη αλιεία πεσκαντρίτσας με μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 250 mm και σε βάθος που δεν υπερβαίνει τα 15 μάτια, εφόσον το συνολικό μήκος όλων των χρησιμοποιούμενων διχτυών δεν υπερβαίνει τα 100 km και ο μέγιστος χρόνος παραμονής στο νερό είναι 72 ώρες.

6.2.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία καρχαριών βαθέων υδάτων οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2336 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) σε χαρτογραφημένα βάθη μικρότερα των 600 μέτρων. Στην περίπτωση που αλιευθούν κατά λάθος, οι καρχαρίες βαθέων υδάτων, που απαγορεύεται να αλιευθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και άλλες πράξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, καταγράφονται, διατηρούνται κατά το δυνατόν αβλαβείς και ελευθερώνονται αμέσως. Οι καρχαρίες βαθέων υδάτων που υπόκεινται σε όρια αλιευμάτων διατηρούνται επί του σκάφους. Τα εν λόγω αλιεύματα εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις. Σε περιπτώσεις όπου η ποσόστωση δεν διατίθεται ή δεν διατίθεται επαρκώς στο οικείο κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στο άρθρο 105 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009. Στην περίπτωση που τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα καρχαριών βαθέων υδάτων από τα σκάφη οποιουδήποτε κράτους μέλους υπερβαίνουν τους 10 τόνους, τα εν λόγω σκάφη δεν επιτρέπεται πλέον να χρησιμοποιούν τις οριζόμενες στο σημείο 6.1 παρεκκλίσεις.

ΜΕΡΟΣ Δ

Η χρήση τράτας με ηλεκτρικό ρεύμα στις διαιρέσεις ICES 4b και 4c

1.

Η αλιεία με τράτες με ηλεκτρικό ρεύμα απαγορεύεται σε όλα τα ενωσιακά ύδατα από 1ης Ιουλίου 2021.

2.

Κατά τη μεταβατική περίοδο που λήγει στις 30 Ιουνίου 2021, εξακολουθεί να επιτρέπεται η αλιεία με τράτες με ηλεκτρικό ρεύμα στις διαιρέσεις ICES 4b και 4c, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν μέρος και τυχόν προϋποθέσεις που ορίζονται σύμφωνα με τη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 24 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων παλμών και τα μέτρα παρακολούθησης και ελέγχου που εφαρμόζονται νοτίως της λοξοδρομικής γραμμής που σχηματίζουν τα κατωτέρω σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

σημείο της ανατολικής ακτής του Ηνωμένου Βασιλείου σε γεωγραφικό πλάτος 55°Β

ανατολικά έως το γεωγραφικό πλάτος 55°Β, γεωγραφικό μήκος 5°Α

βόρεια έως το γεωγραφικό πλάτος 56°Β

ανατολικά έως σημείο της δυτικής ακτής της Δανίας σε γεωγραφικό πλάτος 56°Β

Ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το πολύ 5 % του στόλου σκαφών με δοκότρατες των κρατών μελών χρησιμοποιεί τράτες με ηλεκτρικό ρεύμα·

β)

η μέγιστη ηλεκτρική ισχύς σε kW για κάθε δοκότρατα δεν υπερβαίνει το μήκος της δοκού σε μέτρα πολλαπλασιασμένο επί 1,25·

γ)

η πραγματική τάση μεταξύ των ηλεκτροδίων δεν υπερβαίνει τα 15 V·

δ)

το σκάφος είναι εξοπλισμένο με ηλεκτρονικό σύστημα αυτόματης διαχείρισης που καταγράφει τη μέγιστη χρησιμοποιούμενη ανά δοκό ισχύ και την πραγματική τάση μεταξύ των ηλεκτροδίων κατά τις τελευταίες 100, τουλάχιστον, ανασύρσεις. Η τροποποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος αυτόματης διαχείρισης από μη εντεταλμένο προσωπικό δεν είναι δυνατή·

ε)

απαγορεύεται η χρήση μίας ή περισσότερων αλυσίδων ανάδευσης στο εμπρόσθιο τμήμα του κάτω γραντιού.

3.

Δεν θα δοθούν νέες άδειες σε σκάφη κατά την περίοδο αυτή.

4.

Μέχρι τις 30 Ιουνίου 2021, στα ύδατα έως 12 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης που τελούν υπό την κυριαρχία ή δικαιοδοσία τους, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα που δεν εισάγουν διακρίσεις για τον περιορισμό ή την απαγόρευση της χρήσης τράτας με ηλεκτρικό ρεύμα. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το παρόν σημείο.

5.

Εάν ζητηθεί από το παράκτιο κράτος μέλος προς το κράτος μέλος σημαίας, ο πλοίαρχος σκάφους που χρησιμοποιεί τράτα με ηλεκτρικό ρεύμα υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), να επιβιβάζει στο σκάφος παρατηρητή από το παράκτιο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

(1)  Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος:

Ο Κατεγάτης ορίζεται προς βορράν από μία γραμμή που ενώνει τον φάρο Skagen με τον φάρο Tistlarna, και στη συνέχεια εκτείνεται έως το πλησιέστερο σημείο της σουηδικής ακτής, και προς νότον από τη γραμμή που ξεκινά από το ακρωτήριο Hasenøre έως το ακρωτήριο Gniben, από το Korshage έως το Spodsbjerg και από το ακρωτήριο Gilbjerg έως το Kullen.

Ο Σκαγεράκης ορίζεται προς δυσμάς από τη γραμμή που ξεκινά από τον φάρο του Hanstholm μέχρι τον φάρο του Lindesnes και προς νότον από τη γραμμή που συνδέει τον φάρο του Skagen με τον φάρο Tistlarna και στη συνέχεια εκτείνεται μέχρι το πλησιέστερο σημείο της σουηδικής ακτής.

Η Βόρεια Θάλασσα περιλαμβάνει την υποπεριοχή ICES 4, καθώς και το τμήμα το οποίο συνορεύει με τη διαίρεση ICES 2a που βρίσκεται νότια του γεωγραφικού πλάτους 64°Β και το τμήμα της διαίρεσης ICES 3a το οποίο δεν καλύπτεται από τον ορισμό του Σκαγεράκη που αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση.

(2)  Σε ενωσιακά ύδατα της διαίρεσης ICES 4a. Στις διαιρέσεις ICES 4b και 4c ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης 130 mm.

(3)  Στην περιοχή της διαιρέσεων ICES 4b και 4c που ορίζεται από σημείο με συντεταγμένες 53°28′22″Β, 0°09′24″Α, στην ακτή της Αγγλίας, ευθεία γραμμή που ενώνει το σημείο με συντεταγμένες 53°28′22″Β, 0°22′24″Α, το όριο των 6 μιλίων του Ηνωμένου Βασιλείου, και ευθεία γραμμή που συνδέει το σημείο με συντεταγμένες 51°54′06″Β, 1°30′30″Α, με σημείο στην ακτή της Αγγλίας με συντεταγμένες 51°55′48″Β, 1°17′00″Α, ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης 115 mm.

(4)  Για κάβουρες που αλιεύονται σε κιούρτους και κοφινέλλα, μέγιστο ποσοστό 1 % κατά βάρος του συνολικού αλιεύματος καβουριών μπορεί να συνίσταται σε αποσπασμένες λαβίδες. Για κάβουρες που αλιεύονται με οποιοδήποτε άλλο αλιευτικό εργαλείο, επιτρέπεται να εκφορτώνεται μέγιστη ποσότητα 75kg αποσπασμένων λαβίδων.

(5)  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης σαρδέλας, γαύρου, ρέγγας, σαυριδιού και σκουμπριού δεν ισχύουν εντός ορίου 10 % κατά ζων βάρος των συνολικών αλιευμάτων καθενός από τα εν λόγω είδη που διατηρούνται επί του σκάφους.

Το ποσοστό σαρδέλας, γαύρου, ρέγγας, σαυριδιού ή σκουμπριού κάτω από το ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης, υπολογίζεται αναλογικά επί του ζώντος βάρους όλων των θαλάσσιων οργανισμών που βρίσκονται στο σκάφος μετά τη διαλογή ή κατά την εκφόρτωση.

Το ποσοστό μπορεί να υπολογιστεί βάσει ενός ή περισσοτέρων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων. Κατά τη μεταφόρτωση, εκφόρτωση, μεταφορά, αποθήκευση, επίδειξη ή πώληση δεν επιτρέπεται υπέρβαση του ορίου 10 %.

(6)  Στις υποδιαιρέσεις Σκαγεράκη και Κατεγάτη, τοποθετείται ένα άνω φύλλο δικτυώματος με ρομβοειδή μάτια με μέγεθος ματιών τουλάχιστον 270 mm ή με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 140 mm. Στην υποδιαίρεση Κατεγάτη, δύναται να τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια μεγέθους τουλάχιστον 120 mm (στις τράτες κατά την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου έως 31 Δεκεμβρίου και στους γρίπους κατά την περίοδο από 1ης Αυγούστου έως 31ης Οκτωβρίου).

(7)  Απαγορεύεται στα αλιευτικά σκάφη να χρησιμοποιούν οποιανδήποτε δοκότρατα με μέγεθος ματιών μεταξύ 32 και 99 mm βόρεια της γραμμής που συνδέει τα ακόλουθα σημεία με ένα σημείο στην ανατολική ακτή του Ηνωμένου Βασιλείου σε γεωγραφικό πλάτος 55°Β, έπειτα ανατολικά σε γεωγραφικό πλάτος 55°, γεωγραφικό μήκος 5°Α, έπειτα βόρεια σε γεωγραφικό πλάτος 56°Β και ανατολικά ως ένα σημείο στη δυτική ακτή της Δανίας σε γεωγραφικό πλάτος 56°Β. Απαγορεύεται να χρησιμοποιείται δοκότρατα με μέγεθος ματιών μεταξύ 32 και 119 mm εντός της διαίρεσης ICES 2a και του τμήματος της υποπεριοχής ICES 4 βορείως των 56° 00′ Β.

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2336 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τη θέσπιση ειδικών όρων όσον αφορά την αλιεία αποθεμάτων βαθέων υδάτων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και διατάξεων όσον αφορά την αλιεία σε διεθνή ύδατα του Βορειοανατολικού Ατλαντικού καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2347/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2017, σχετικά με τη θέσπιση ενωσιακού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας και τη στήριξη όσον αφορά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 20.6.2017, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ ΥΔΑΤΑ

ΜΕΡΟΣ Α

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Είδος

Ολόκληρη η περιοχή

Γάδος (Gadus morhua)

35 cm

Εγκλεφίνος (Melanogrammus aeglefinus)

30 cm

Μαύρος μπακαλιάρος (Pollachius virens)

35 cm

Κίτρινος μπακαλιάρος (Pollachius pollachius)

30 cm

Μπακαλιάρος μερλούκιος (Merluccius merluccius)

27 cm

Ζαγκέτα (Lepidorhombus spp.)

20 cm

Γλώσσα (Solea spp.)

24 cm

Φασί Ατλαντικού (Pleuronectes Platessa)

27 cm

Νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus)

27 cm

Ποντίκι (Molva molva)

63 cm

Μουρούνα διπτερύγιος (Molva dypterygia)

70 cm

Καραβίδα (Nephrops norvegicus) Ουρές καραβίδας

Ολικό μήκος 85 mm, Μήκος κελύφους 25 mm (1) 46 mm (2)

Σκουμπρί (Scomber spp.)

20 cm (6)

Ρέγγα (Clupea harengus)

20 cm (6)

Σαυρίδι (Trachurus spp.)

15 cm (6)

Γαύρος (Engraulis encrasicolus)

12 cm ή 90 ιχθύες ανά χιλιόγραμμο (6)

Λαβράκι (Dicentrarchus labrax)

42 cm

Σαρδέλα (Sardina pilchardus)

11 cm (6)

Λυθρίνι πελαγίσιο (Pagellus bogaraveo)

33 cm

Αστακός (Homarus gammarus)

87 mm

Καβουρομάνα (Maja squinado)

120 mm

Βασιλικό χτένι (Chlamys spp.)

40 mm

Χάβαρο (Ruditapes decussatus)

40 mm

Αχιβάδα (Venerupis pullastra)

38 mm

Κυδώνι της Ιαπωνίας (Venerupis philippinarum)

35 mm

Κυδώνι (Venus verrucosa)

40 mm

Γυαλιστερή (Callista chione)

6 cm

Σωλήνας (Ensis spp.)

10 cm

Γυαλιστερή της Αμερικής (Spisula solida)

25 mm

Κοχύλι (Donax spp.)

25 mm

Σωλήνας (Pharus legumen)

65 mm

Βούκινο (Buccinum undatum.)

45 mm

Χταπόδι (Octopus vulgaris)

750 g

Καραβίδα (Palinurus spp.)

95 mm

Κόκκινη γαρίδα βαθέων υδάτων (Parapenaeus longirostris)

22 mm (μήκος κελύφους)

Κάβουρας (Cancer pagurus)

140 mm (3)  (4)

Χτένι (Pecten maximus)

100 mm (5)

Το ποσοστό σαρδέλας, γαύρου, ρέγγας, σαυριδιού ή σκουμπριού κάτω του ελάχιστου μεγέθους αναφοράς διατήρησης, υπολογίζεται αναλογικά επί του ζώντος βάρους όλων των θαλάσσιων οργανισμών που βρίσκονται στο σκάφος μετά τη διαλογή ή κατά την εκφόρτωση.

Το ποσοστό μπορεί να υπολογιστεί βάσει ενός ή περισσοτέρων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων. Κατά τη μεταφόρτωση, εκφόρτωση, μεταφορά, αποθήκευση, επίδειξη ή πώληση δεν επιτρέπεται υπέρβαση του ορίου του 10 %.

ΜΕΡΟΣ Β

Μέγεθος ματιών

1.   Βασικά μεγέθη ματιών διχτυών για συρόμενα αλιευτικά εργαλεία

1.1.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, τα σκάφη χρησιμοποιούν μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 120 mm (7) ή τουλάχιστον 100 mm στην υποπεριοχή ICES 7b-7k.

1.2.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, και παρά το σημείο 1.1, τα σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερα μεγέθη ματιών διχτυών όπως περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα για τα βορειοδυτικά ύδατα, υπό τον όρο ότι:

i)

τηρούνται οι συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στον πίνακα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου, εγκλεφίνου και μαύρου μπακαλιάρου δεν υπερβαίνουν το 20 % του ζώντος βάρους του συνολικού αλιεύματος όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι· ή

ii)

χρησιμοποιούνται άλλες τροποποιήσεις επιλεκτικότητας οι οποίες έχουν αξιολογηθεί από την ΕΤΟΕΑ κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εν λόγω τροποποιήσεις επιλεκτικότητας έχουν ως αποτέλεσμα τα ίδια ή καλύτερα χαρακτηριστικά επιλεκτικότητας για τον γάδο, τον εγκλεφίνο και τον μαύρο μπακαλιάρο σε σχέση με το μέγεθος ματιών 120 mm ή 100 mm στην υποπεριοχή ICES 7b-7k αντιστοίχως.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 80 mm (8)

Υποπεριοχή ICES 7

Κατευθυνόμενη αλιεία μερλούκιου, ζαγκέτας και πεσκαντρίτσας ή κατευθυνόμενη αλιεία νταουκιού του Ατλαντικού, σκουμπριού και ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα, με τράτες βυθού. Τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 120 mm (11)  (14).

Κατευθυνόμενη αλιεία γλώσσας και ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων με τη χρήση τράτας με πόρτες. Τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 80 mm (11).

Τουλάχιστον 80 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία καραβίδα (Nephrops Norvegicus) (10). Τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 120 mm ή σχάρα διαλογής με ανώτατο διάστημα μεταξύ των πλευρών των ματιών 35 mm ή προσάρτημα ισοδύναμης επιλεκτικότητας.

Τουλάχιστον 80 mm

Διαιρέσεις ICES 7a, 7b, 7d, 7e, 7f, 7g, 7h και 7j

Κατευθυνόμενη αλιεία γλώσσας με δοκότρατα. Τοποθετείται φύλλο με ελάχιστο μέγεθος ματιών 180 mm (13) τουλάχιστον, στερεωμένο στο άνω μισό μέρος του εμπρόσθιου τμήματος του διχτυού.

Τουλάχιστον 80 mm

Διαιρέσεις ICES 7d και 7e

Κατευθυνόμενη αλιεία νταουκιού του Ατλαντικού, σκουμπριού και ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα, με τράτες βυθού.

Τουλάχιστον 40 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία καλαμαριών (Lolignidae, Ommastrephidae)

Τουλάχιστον 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα.

Κατευθυνόμενη αλιεία σταχτογαρίδας και γαρίδας. Διαχωριστική τράτα ή σχάρα διαλογής πρέπει να τοποθετείται σύμφωνα με καθιερωμένους κανόνες εθνικού επιπέδου.

Μικρότερο των 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία αμμόχελου

2.   Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα και παρασυρόμενα δίχτυα

2.1.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, τα σκάφη χρησιμοποιούν μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 120 mm (15).

2.2.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, και παρά το σημείο 2.1, τα σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερα μεγέθη ματιών διχτυών όπως περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα για τα βορειοδυτικά ύδατα, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στον πίνακα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου, εγκλεφίνου και μαύρου μπακαλιάρου δεν υπερβαίνουν το 20 % του ζώντος βάρους του συνολικού αλιεύματος όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 100 mm (16)

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία πλατύψαρων ή ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Κατευθυνόμενη αλιεία νταουκιού του Ατλαντικού, λιμάντας και λαβρακιού

Τουλάχιστον 50 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Κατευθυνόμενη αλιεία μπαρμπουνιού

3.

Το παρόν μέρος δεν θίγει τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/2034 της Επιτροπής (17), για την αλιεία που καλύπτεται από τον εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό.

ΜΕΡΟΣ Γ

Περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας

1.   Περιοχή απαγόρευσης αλιείας για τη διατήρηση του γάδου στη διαίρεση ICES 6a

Κάθε έτος, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Μαρτίου και από την 1η Οκτωβρίου έως την 31η Δεκεμβρίου, απαγορεύεται η άσκηση οποιασδήποτε αλιευτικής δραστηριότητας με τη χρήση συρόμενων αλιευτικών εργαλείων ή στατικών διχτυών στην περιοχή που περικλείεται από τις λοξοδρομικές γραμμές που συνδέουν διαδοχικά τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

55°25′ Β, 7°07′ Δ

55°25′ Β, 7°00′ Δ

55°18′ Β, 6°50′ Δ

55°17′ Β, 6°50′ Δ

55°17′ Β, 6°52′ Δ

55°25 Β, 7°07′ Δ

2.   Περιοχή απαγόρευσης αλιείας για τη διατήρηση του γάδου στις διαιρέσεις ICES 7f και 7g

2.1.

Κάθε έτος, από την 1η Φεβρουαρίου έως την 31η Μαρτίου, απαγορεύεται η άσκηση οποιασδήποτε αλιευτικής δραστηριότητας στα ακόλουθα στατιστικά τετράγωνα ICES: 30E4, 31E4, 32E3. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει σε απόσταση μικρότερη των 6 ναυτικών μιλίων από τη γραμμή βάσης.

2.2.

Επιτρέπεται η άσκηση αλιευτικών δραστηριοτήτων με χρήση κιούρτων και κοφινέλλων στις καθοριζόμενες περιοχές και κατά τις καθοριζόμενες χρονικές περιόδους, εφόσον:

i)

δεν μεταφέρεται επί του σκάφους κανένα άλλο αλιευτικό εργαλείο, εκτός από τους κιούρτους και τα κοφινέλλα, και

ii)

τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα ειδών τα οποία υπάγονται σε υποχρέωση εκφόρτωσης εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις.

2.3.

Η κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών με συρόμενα αλιευτικά εργαλεία με μέγεθος ματιών διχτυών μικρότερο από 55 mm, επιτρέπεται, εφόσον:

i)

επί του σκάφους δεν μεταφέρεται δίχτυ με μέγεθος ματιών μεγαλύτερο ή ίσο προς 55 mm και

ii)

τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα ειδών τα οποία υπάγονται σε υποχρέωση εκφόρτωσης εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις.

3.   Περιοχή απαγόρευσης αλιείας για τη διατήρηση του γάδου στη διαίρεση ICES 7a

3.1.

Κάθε έτος, κατά την περίοδο από την 14η Φεβρουαρίου έως την 30ή Απριλίου, απαγορεύεται η χρήση οποιασδήποτε βενθοπελαγικής τράτας, γρίπου ή παρόμοιου συρόμενου διχτυού, οποιουδήποτε απλαδιού, διχτυού εμπλοκής ή μανωμένου διχτυού ή οποιουδήποτε αλιευτικού εργαλείου που περιλαμβάνει αγκίστρια εντός του τμήματος της διαίρεσης ICES 7a το οποίο περικλείεται μεταξύ των ανατολικών ακτών της Ιρλανδίας και των ανατολικών ακτών της Βόρειας Ιρλανδίας και ευθειών γραμμών που συνδέουν διαδοχικά τα κατωτέρω γεωγραφικά σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

σημείο στην ανατολική ακτή της χερσονήσου Ards στη Βόρεια Ιρλανδία σε γεωγραφικό πλάτος 54°30′ Β,

54° 30′ Β, 04° 50′ Δ

53°15′Β, 04°50′Δ

σημείο στην ανατολική ακτή της Ιρλανδίας σε γεωγραφικό πλάτος 53°15′ Β

3.2.

Κατά παρέκκλιση του σημείου 1, επιτρέπεται η χρήση βενθοπελαγικής τράτας στην περιοχή και κατά τη χρονική περίοδο που αναφέρονται στο σημείο 1, εφόσον η εν λόγω τράτα φέρει επιλεκτικά προσαρτήματα τα οποία έχουν αξιολογηθεί από την ΕΤΟΕΑ.

4.   Περιοχή περιορισμού της αλιείας (box) στο Rockall για τον εγκλεφίνο στην υποπεριοχή ICES 6

Η αλιεία, με εξαίρεση την αλιεία με παραγάδι, απαγορεύεται στις περιοχές που περικλείονται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

57°00′ Β, 15°00′ Δ

57°00′ Β, 14°00′ Δ

56°30′ Β, 14°00′ Δ

56°30′ Β, 15°00′ Δ

57°00′ Β, 15°00′ Δ

5.   Περιοχή απαγόρευσης αλιείας για τη διατήρηση της καραβίδας στις διαιρέσεις ICES 7c και 7k

5.1.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία καραβίδας (Nephrops norvegicus) και συναφών ειδών (ήτοι γάδος, ζαγκέτα, πεσκαντρίτσα, εγκλεφίνος, νταούκι του Ατλαντικού, μερλούκιος, φασί Ατλαντικού, κίτρινος μπακαλιάρος, μαύρος μπακαλιάρος, σελάχια, γλώσσα, μπρόσμιος, διπτερύγιος μουρούνα, ποντικός και σκυλόψαρο) κάθε χρόνο, από την 1η Μαΐου έως την 31η Μαΐου, εντός της γεωγραφικής περιοχής που περικλείεται από τις λοξοδρομικές γραμμές που συνδέουν διαδοχικά τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

52°27′ Β, 12°19′ Δ

52°40′ Β, 12°30′ Δ

52°47′ Β, 12°39,60′ Δ

52°47′ Β, 12°56′ Δ

52°13,5′ Β, 13°53,83′Δ

51°22′ Β, 14°24′ Δ

51°22′ Β, 14°03′ Δ

52°10′ Β, 13°25′ Δ

52°32′ Β, 13°07,50′ Δ

52°43′ Β, 12°55′Δ

52°43′ Β, 12°43′ Δ

52°38,80′ Β, 12°37′ Δ

52°27′ Β, 12°23′ Δ

52°27′ Β, 12°19′ Δ

5.2.

Η διέλευση, μέσω του Porcupine Bank, σκάφους, το οποίο φέρει επ’ αυτού τα είδη που αναφέρονται στο σημείο 5.1, επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφοι 3, 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

6.   Ειδικοί κανόνες προστασίας της διπτερυγίου μουρούνας στη διαίρεση ICES 6a

6.1.

Από την 1η Μαρτίου έως την 31η Μαΐου κάθε έτους, απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία διπτερυγίου μουρούνας στις περιοχές της διαίρεσης ICES 6a οι οποίες περικλείονται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

Όριο της σκωτικής υφαλοκρηπίδας

59°58′ Β, 07°00′ Δ

59°55′ Β, 06°47′ Δ

59°51′ Β, 06°28′ Δ

59°45′ Β, 06°38′ Δ

59°27′ Β, 06°42′ Δ

59°22′ Β, 06°47′ Δ

59°15′ Β, 07°15′ Δ

59°07′ Β, 07°31′ Δ

58°52′ Β, 07°44′ Δ

58°44′ Β, 08°11′ Δ

58°43′ Β, 08°27′ Δ

58°28′ Β, 09°16′ Δ

58°15′ Β, 09°32′ Δ

58°15′ Β, 09°45′ Δ

58°30′ Β, 09°45′ Δ

59°30′ Β, 07°00′ Δ

59°58′ Β, 07°00′ Δ

Όριο του Rosemary bank

60°00′ Β, 11°00′ Δ

59°00′ Β, 11°00′ Δ

59°00′ Β, 09°00′ Δ

59°30′ Β, 09°00′ Δ

59°30′ Β, 10°00′ Δ

60°00′ Β, 10°00′ Δ

60°00′ Β, 11°00′ Δ

Δεν περιλαμβάνεται η περιοχή που περικλείεται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

59°15′ Β, 10°24′ Δ

59°10′ Β, 10°22′ Δ

59°08′ Β, 10°07′ Δ

59°11′ Β, 09°59′ Δ

59°15′ Β, 09°58′ Δ

59°22′ Β, 10°02′ Δ

59°23′ Β, 10°11′ Δ

59°20′ Β, 10°19′ Δ

59°15′ Β, 10°24′ Δ

6.2.

Παρεμπίπτοντα αλιεύματα διπτερυγίου μουρούνας έως μέγιστη ποσότητα έξι τόνων μπορούν να διατηρούνται επί του σκάφους και να εκφορτώνονται. Εάν ένα σκάφος συμπληρώσει τη μέγιστη ποσότητα έξι τόνων διπτερυγίου μουρούνας:

α)

διακόπτει αμέσως την αλιεία και εξέρχεται από την περιοχή στην οποία βρίσκεται·

β)

δεν επιτρέπεται να εισέλθει εκ νέου σε καμία από τις δύο περιοχές, έως ότου εκφορτωθούν τα αλιεύματά του·

γ)

δεν επιτρέπεται να ρίψει εκ νέου στη θάλασσα οποιαδήποτε ποσότητα μουρούνας.

6.3.

Από την 15η Φεβρουαρίου έως την 15η Απριλίου κάθε έτους, απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται τράτες βυθού, παραγάδια και στατικά δίχτυα εντός της περιοχής που περικλείεται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

60°58,76′ Β, 27°27,32′ Δ

60°56,02′ Β, 27°31,16′ Δ

60°59,76′ Β, 27°43,48′ Δ

61°03,00′ Β, 27°39,41′ Δ

60°58,76′ Β, 27°27,32′ Δ

7.   Περιορισμοί της αλιείας σκουμπριού στις διαιρέσεις ICES 7e, 7f, 7g και 7h

7.1.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία σκουμπριών με συρόμενα αλιευτικά εργαλεία με μέγεθος ματιών σάκου τράτας μικρότερο από 80mm ή με γρι-γρι, εκτός αν το βάρος των σκουμπριών δεν υπερβαίνει το 15 % του ζώντος βάρους της συνολικής ποσότητας σκουμπριών και άλλων θαλάσσιων οργανισμών επί του σκάφους που έχουν αλιευθεί, εντός της περιοχής που περικλείεται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

σημείο στη νότια ακτή του Ηνωμένου Βασιλείου σε γεωγραφικό μήκος 02°00′ Δ

49° 30′ Β, 2° 00′ Δ

49° 30′ Β, 7° 00′ Δ

52° 00′ Β, 7° 00′ Δ

σημείο στη δυτική ακτή του Ηνωμένου Βασιλείου σε γεωγραφικό πλάτος 52°00′ Β.

7.2.

Στην καθοριζόμενη στο σημείο 7.1 περιοχή επιτρέπεται η αλιεία με:

στατικά δίχτυα και/ή καθετή·

βενθοπελαγική τράτα, δανέζικο γρίπο ή άλλα παρόμοια συρόμενα δίχτυα, με μέγεθος ματιών διχτυών μεγαλύτερο από 80 mm.

7.3.

Σκάφη τα οποία δεν είναι εξοπλισμένα για αλιεία και πάνω στα οποία μεταφορτώνονται σκουμπριά επιτρέπονται εντός της οριζόμενης στο σημείο 7.1 περιοχής.

8.   Περιορισμοί στη χρήση δοκότρατας σε περιοχές εντός 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας

8.1.

Απαγορεύεται η χρήση δοκότρατας με μέγεθος ματιών διχτυών μικρότερο από 100 mm στη διαίρεση ICES 5b και στην υποπεριοχή ICES 6 βορείως του γεωγραφικού πλάτους 56°Β.

8.2.

Απαγορεύεται στα σκάφη η χρησιμοποίηση κάθε δοκότρατας στη ζώνη των 12 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, η οποία μετράται από τις γραμμές βάσης που οριοθετούν τα χωρικά ύδατα.

8.3.

Επιτρέπεται η αλιεία με δοκότρατα εντός της προσδιοριζόμενης περιοχής, εφόσον:

Η ισχύς μηχανών των σκαφών δεν υπερβαίνει τα 221 kW και το μήκος τους δεν υπερβαίνει τα 24 m· και

το μήκος δοκού ή το συνολικό μήκος δοκών, το οποίο προκύπτει από το άθροισμα του μήκους κάθε δοκού, δεν είναι μεγαλύτερο των 9 m ή δεν μπορεί να επεκταθεί σε μήκος μεγαλύτερο των 9 m, εκτός από την περίπτωση κατευθυνόμενης αλιείας σταχτογαρίδας (Crangon crangon) με μέγεθος ματιών σάκου τράτας μικρότερο των 31 mm.

9.   Χρήση στατικών διχτυών στις διαιρέσεις ICES 5b, 6a, 6b, 7b, 7c, 7h, 7j και 7k

9.1.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 στοιχείο α) και κατά παρέκκλιση του μέρους Β σημείο 2 του παρόντος παραρτήματος, επιτρέπεται η χρήση των κατωτέρω αλιευτικών εργαλείων σε ύδατα με χαρτογραφημένο βάθος μικρότερο των 600 m:

στάσιμων απλαδιών βυθού τα οποία χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη αλιεία μπακαλιάρου μερλούκιου με μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 100 mm και σε βάθος που δεν υπερβαίνει τα 100 μάτια, εφόσον το συνολικό μήκος όλων των χρησιμοποιούμενων διχτυών δεν υπερβαίνει τα 25 km ανά σκάφος και ο μέγιστος χρόνος παραμονής στο νερό είναι 24 ώρες·

διχτυών εμπλοκής τα οποία χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη αλιεία πεσκαντρίτσας με μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 250 mm και σε βάθος που δεν υπερβαίνει τα 15 μάτια, εφόσον το συνολικό μήκος όλων των χρησιμοποιούμενων διχτυών δεν υπερβαίνει τα 100 km και ο μέγιστος χρόνος παραμονής στο νερό είναι 72 ώρες.

9.2.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία καρχαριών βαθέων υδάτων οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2336 σε χαρτογραφημένα βάθη μικρότερα των 600 m. Στην περίπτωση που αλιευθούν κατά λάθος, οι καρχαρίες βαθέων υδάτων, που απαγορεύεται να αλιευθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και άλλες πράξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, καταγράφονται, διατηρούνται κατά το δυνατόν αβλαβείς και ελευθερώνονται αμέσως. Οι καρχαρίες βαθέων υδάτων που υπόκεινται σε όρια αλιευμάτων διατηρούνται επί του σκάφους. Τα εν λόγω αλιεύματα εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις. Σε περιπτώσεις όπου η ποσόστωση δεν διατίθεται ή δεν διατίθεται επαρκώς στο οικείο κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στο άρθρο 105 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009. Στην περίπτωση που τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα καρχαριών βαθέων υδάτων από τα σκάφη οποιουδήποτε κράτους μέλους υπερβαίνουν τους 10 τόνους, τα εν λόγω σκάφη δεν επιτρέπεται πλέον να χρησιμοποιούν τις οριζόμενες στο σημείο 9.1 παρεκκλίσεις.

(1)  Στις διαιρέσεις ICES 6a και 7a ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης συνολικού μήκους 70 mm και μήκος κελύφους 20 mm.

(2)  Στις διαιρέσεις ICES 6a και 7a ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης μήκους 37 mm.

(3)  Σε ενωσιακά ύδατα στις υποπεριοχές ICES 5, 6 νοτίως του γεωγραφικού πλάτους 56° Β και 7, εκτός των διαιρέσεων ICES 7d, 7e και 7f, ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης 130 mm.

(4)  Για κάβουρες που αλιεύονται σε κιούρτους και κοφινέλλα, μέγιστο ποσοστό 1 % κατά βάρος του συνολικού αλιεύματος καβουριών μπορεί να συνίσταται σε αποσπασμένες λαβίδες. Για κάβουρες που αλιεύονται με οποιοδήποτε άλλο αλιευτικό εργαλείο, επιτρέπεται να εκφορτώνεται μέγιστη ποσότητα 75kg αποσπασμένων λαβίδων.

(5)  Στη διαίρεση ICES 7a βορείως του γεωγραφικού πλάτους 52°30′ Β και στη διαίρεση ICES VIId ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης 110 mm.

(6)  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης σαρδέλας, γαύρου, ρέγγας, σαυριδιού και σκουμπριού δεν ισχύουν εντός ορίου 10 % κατά ζων βάρος των συνολικών αλιευμάτων καθενός από τα εν λόγω είδη που διατηρούνται επί του σκάφους.

(7)  Θα εφαρμοστεί σταδιακά στη χρονική περίοδο 2 ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(8)  Με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 494/2002 (9) της Επιτροπής.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 494/2002 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως πρόσθετων τεχνικών μέτρων για την αποκατάσταση του αποθέματος μπακαλιάρου «Merluccius merluccius» στις υποπεριοχές ICES III, IV, V, VI και VII και στις διαιρέσεις ICES VIII a, b, d, e (ΕΕ L 77 της 20.3.2002, σ. 8).

(10)  Εφαρμόζεται μέγεθος ματιών τουλάχιστον 70 mm για σκάφη απλού εξαρτισμού στη διαίρεση ICES 7a.

(11)  Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 5 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 737/2012 (12) της Επιτροπής.

(12)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 737/2012 της Επιτροπής, της 14ης Αυγούστου 2012, για την προστασία ορισμένων αποθεμάτων στην Κελτική Θάλασσα (ΕΕ L 218 της 15.8.2012, σ. 8).

(13)  Η συγκεκριμένη διάταξη δεν εφαρμόζεται στη διαίρεση ICES 7d.

(14)  Η συγκεκριμένη διάταξη δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατευθυνόμενης αλιείας για νταούκι Ατλαντικού, σκουμπρί και είδη για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων στις διαιρέσεις ICES 7d και 7e.

(15)  Χρησιμοποιείται μέγεθος ματιών τουλάχιστον 220 mm κατά την αλιεία πεσκαντρίτσας. Χρησιμοποιείται μέγεθος ματιών τουλάχιστον 110 mm κατά την κατευθυνόμενη αλιεία κίτρινου μπακαλιάρου και μπακαλιάρου μερλούκιου στις διαιρέσεις ICES 7d και 7e.

(16)  τη διαίρεση 7d, ισχύει μέγεθος τουλάχιστον 90 mm.

(17)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2018/2034 της Επιτροπής, της 18ης Οκτωβρίου 2018, για τη θέσπιση σχεδίου απορρίψεων για ορισμένους τύπους βενθοπελαγικής αλιείας στα Βορειοδυτικά Ύδατα για την περίοδο 2019-2021 (ΕΕ L 327 της 21.12.2018, σ. 8).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΑ ΥΔΑΤΑ

ΜΕΡΟΣ Α

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Είδος

Ολόκληρη η περιοχή

Γάδος (Gadus morhua)

35 cm

Εγκλεφίνος (Melanogrammus aeglefinus)

30 cm

Μαύρος μπακαλιάρος (Pollachius virens)

35 cm

Κίτρινος μπακαλιάρος (Pollachius pollachius)

30 cm

Μπακαλιάρος μερλούκιος (Merluccius merluccius)

27 cm

Ζαγκέτα (Lepidorhombus spp.)

20 cm

Γλώσσα (Solea spp.)

24 cm

Φασί Ατλαντικού (Pleuronectes Platessa)

27 cm

Νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus)

27 cm

Ποντίκι (Molva molva)

63 cm

Μουρούνα διπτερύγιος (Molva dypterygia)

70 cm

Καραβίδα (Nephrops norvegicus)

Ολικό μήκος 70 mm,

Μήκος κελύφους 20 mm

Ουρές καραβίδας

37 mm

Σκουμπρί (Scomber spp.)

20 cm (6)

Ρέγγα (Clupea harengus)

20 cm (6)

Σαυρίδι (Trachurus spp.)

15 cm (1)  (6)  (7)

Γαύρος (Engraulis encrasicolus)

12 cm ή 90 ιχθύες ανά kg (2)  (6)

Λαβράκι (Dicentrarchus labrax)

36 cm

Σαρδέλα (Sardina pilchardus)

11 cm (6)

Λυθρίνι πελαγίσιο (Pagellus bogaraveo)

33 cm

Αστακός (Homarus gammarus)

87 mm

Καβουρομάνα (Maia squinado)

120 mm

Βασιλικό χτένι (Chlamys spp.)

40 mm

Χάβαρο (Ruditapes decussatus)

40 mm

Αχιβάδα (Venerupis pullastra)

38 mm

Κυδώνι της Ιαπωνίας (Venerupis philippinarum)

35 mm

Κυδώνι (Venus verrucosa)

40 mm

Γυαλιστερή (Callista chione)

6 cm

Σωλήνας (Ensis spp.)

10 cm

Γυαλιστερή της Αμερικής (Spisula solida)

25 mm

Κοχύλι (Donax spp)

25 mm

Σωλήνας (Pharus legumen)

65 mm

Βούκινο (Buccinum undatum.)

45 mm

Χταπόδι (Octopus vulgaris)

750 g (3)

Καραβίδα (Palinurus spp.)

95 mm

Κόκκινη γαρίδα βαθέων υδάτων (Parapenaeus longirostris)

22 mm (μήκος κελύφους)

Κάβουρας (Cancer pagurus)

140 mm (4)  (5)

Χτένι (Pecten maximus)

100 mm

ΜΕΡΟΣ Β

Μέγεθος ματιών

1.   Βασικά μεγέθη ματιών διχτυών για συρόμενα αλιευτικά εργαλεία

1.1.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, τα σκάφη χρησιμοποιούν μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 70 mm (8)(9) ή τουλάχιστον 55 mm στη διαίρεση ICES 9a ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 7°23′48″Δ.

1.2.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, και παρά το σημείο 2.1, τα σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερα μεγέθη ματιών διχτυών όπως περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα για τα νοτιοδυτικά ύδατα, υπό τον όρο ότι:

i)

τηρούνται οι συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στον πίνακα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα μερλούκιου δεν υπερβαίνουν το 20 % του ζώντος βάρους του συνολικού αλιεύματος όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι· ή

ii)

χρησιμοποιούνται άλλες τροποποιήσεις επιλεκτικότητας οι οποίες έχουν αξιολογηθεί από την ΕΤΟΕΑ κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εν λόγω τροποποιήσεις επιλεκτικότητας έχουν ως αποτέλεσμα τα ίδια ή καλύτερα χαρακτηριστικά επιλεκτικότητας για τον μερλούκιο σε σχέση με το μέγεθος ματιών 70 mm, ή 55mm στη διαίρεση ICES 9a ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 7°23′48″Δ αντιστοίχως.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 55mm

Ολόκληρη η περιοχή, εκτός από τη διαίρεση ICES 9a ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 7°23′48″Δ

Κατευθυνόμενη αλιεία ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Κατευθυνόμενη αλιεία πελαγίσιου λυθρινιού

Κατευθυνόμενη αλιεία σκουμπριού, σαυριδιού και προσφυγακίου με τράτες βυθού

Τουλάχιστον 35mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία δικολόγλωσσας

Τουλάχιστον 55mm

Διαίρεση ICES 9a δυτικά του γεωγραφικού μήκους 7°23′48″Δ

Κατευθυνόμενη αλιεία καρκινοειδών

Τουλάχιστον 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Κατευθυνόμενη αλιεία γαρίδων (Palaemon serratus, Crangon crangon), και καβουριών (Polybius henslowi)

Λιγότερο από 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία αμμόχελου

2.   Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα και παρασυρόμενα δίχτυα

2.1.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, τα σκάφη χρησιμοποιούν μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 100 mm (10) ή τουλάχιστον 80 mm στη διαίρεση ICES 8c και στην υποπεριοχή ICES 9.

2.2.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, και παρά το σημείο 2.1, τα σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερα μεγέθη ματιών διχτυών όπως περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα για τα νοτιοδυτικά ύδατα, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στον πίνακα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα μερλούκιου δεν υπερβαίνουν το 20 % του ζώντος βάρους του συνολικού αλιεύματος όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 80 mm

Ολόκληρη η περιοχή εκτός από τη διαίρεση ICES 8c και την υποπεριοχή ICES 9

Κατευθυνόμενη αλιεία λαβρακιού, νταουκιού Ατλαντικού, καλκανιού, χωματίδας και κίτρινου μπακαλιάρου

Τουλάχιστον 60mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Τουλάχιστον 50 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών (11) τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Τουλάχιστον 40mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία μπαρμπουνιού, γαρίδας (Penaeus spp), γαρίδας mantis, δικολόγλωσσας και χείλου

ΜΕΡΟΣ Γ

Περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας

1.   Περιοχή απαγόρευσης αλιείας για τη διατήρηση του μπακαλιάρου μερλούκιου στη διαίρεση ICES 9a

Απαγορεύεται η αλιεία με οποιαδήποτε τράτα, δανέζικο γρίπο ή παρόμοια συρόμενα δίχτυα στις γεωγραφικές περιοχές που περικλείονται από τις λοξοδρομικές γραμμές που συνδέουν διαδοχικά τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

α)

από την 1η Οκτωβρίου έως την 31η Ιανουαρίου του επόμενου έτους:

43°46,5′Β, 07°54,4′Δ

44°01,5′Β, 07°54,4′Δ

43°25,0′Β, 09°12,0′Δ

43°10,0′Β, 09°12,0′Δ

β)

από την 1η Δεκεμβρίου έως την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου του επομένου έτους:

σημείο της δυτικής ακτής της Πορτογαλίας σε γεωγραφικό πλάτος 37°50′Β

37°50′Β, 09°08′Δ

37°00′ Β, 9°07′Δ

σημείο της δυτικής ακτής της Πορτογαλίας σε γεωγραφικό πλάτος 37°00′Β

2.   Περιοχή απαγόρευσης αλιείας για τη διατήρηση της καραβίδας στη διαίρεση ICES 9a

2.1.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία καραβίδας (Nephrops norvegicus) με τράτα βυθού, δανέζικο γρίπο ή παρόμοια συρόμενα δίχτυα ή με κιούρτους στις γεωγραφικές περιοχές που περικλείονται από τις λοξοδρομικές γραμμές που συνδέουν διαδοχικά τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

α)

Από την 1η Ιουνίου έως την 31η Αυγούστου:

42°23′ Β, 08°57′ Δ

42°00′ Β, 08°57′ Δ

42°00′ Β, 09°14′ Δ

42°04′ Β, 09°14′ Δ

42°09′ Β, 09°09′ Δ

42°12′ Β, 09°09′ Δ

42°23′ Β, 09°15′ Δ

42°23′ Β, 08°57′ Δ

β)

από την 1η Μαΐου έως την 31η Αυγούστου:

37°45′ Β, 09°00′ Δ

38°10′ Β, 09°00′ Δ

38°10′ Β, 09°15′ Δ

37°45′ Β, 09°20′ Δ

2.2.

Επιτρέπεται η αλιεία με τράτες βυθού ή παρόμοια συρόμενα δίχτυα ή κιούρτους στις γεωγραφικές περιοχές και κατά τη διάρκεια της περιόδου που περιγράφονται στο σημείο 2.1 στοιχείο β), εφόσον όλα τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα καραβίδας (Nephrops norvegicus) εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις.

2.3.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία καραβίδας (Nephrops norvegicus) στις γεωγραφικές περιοχές που αναφέρονται στο σημείο 2.1 εκτός των χρονικών περιόδων που αναφέρονται σε αυτό. Τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα καραβίδας (Nephrops norvegicus) εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις.

3.   Περιορισμοί της κατευθυνόμενης αλιείας γαύρου στη διαίρεση ICES 8c

3.1.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία γαύρου με πελαγική τράτα στη διαίρεση ICES 8c.

3.2.

Εντός της διαίρεσης ICES 8c, απαγορεύεται η ταυτόχρονη μεταφορά επί του σκάφους πελαγικών τρατών και γρι-γρι.

4.   Χρήση στατικών διχτυών στις υποπεριοχές ICES 8, 9, 10 και 12 ανατολικά του γεωγραφικού μήκους 27°Δ

4.1.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 στοιχείο α) και κατά παρέκκλιση του μέρους Β σημείο 2 του παρόντος παραρτήματος, επιτρέπεται η χρήση των κατωτέρω αλιευτικών εργαλείων σε ύδατα με χαρτογραφημένο βάθος μικρότερο των 600 m:

στάσιμων απλαδιών βυθού τα οποία χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη αλιεία μπακαλιάρου μερλούκιου με μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 80 mm στη διαίρεση ICES 8c και στην υποπεριοχή ICES 9 και 100 mm σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές και σε βάθος που δεν υπερβαίνει τα 100 μάτια, εφόσον το συνολικό μήκος όλων των χρησιμοποιούμενων διχτυών δεν υπερβαίνει τα 25km ανά σκάφος και ο μέγιστος χρόνος παραμονής στο νερό είναι 24 ώρες

διχτυών εμπλοκής τα οποία χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη αλιεία πεσκαντρίτσας με μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 250 mm και σε βάθος που δεν υπερβαίνει τα 15 μάτια, εφόσον το συνολικό μήκος όλων των χρησιμοποιούμενων διχτυών δεν υπερβαίνει τα 100km και ο μέγιστος χρόνος παραμονής στο νερό είναι 72 ώρες

μανωμένων διχτυών στην υποπεριοχή ICES 9 τα οποία χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη αλιεία πεσκαντρίτσας με μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 220 mm και σε βάθος που δεν υπερβαίνει τα 30 μάτια, εφόσον το συνολικό μήκος των χρησιμοποιούμενων διχτυών δεν υπερβαίνει τα 20 km ανά σκάφος και ο μέγιστος χρόνος παραμονής στο νερό είναι 72 ώρες.

4.2.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία καρχαριών βαθέων υδάτων οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2336 σε χαρτογραφημένα βάθη μικρότερα των 600 m. Στην περίπτωση που αλιευθούν κατά λάθος, οι καρχαρίες βαθέων υδάτων, που απαγορεύεται να αλιευθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και άλλες πράξεις της ενωσιακής νομοθεσίας, καταγράφονται, διατηρούνται κατά το δυνατόν αβλαβείς και ελευθερώνονται αμέσως. Οι καρχαρίες βαθέων υδάτων που υπόκεινται σε όρια αλιευμάτων διατηρούνται επί του σκάφους. Τα εν λόγω αλιεύματα εκφορτώνονται και προσμετρώνται στις ποσοστώσεις. Σε περιπτώσεις όπου η ποσόστωση δεν διατίθεται ή δεν διατίθεται επαρκώς στο οικείο κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στο άρθρο 105 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009. Στην περίπτωση που τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα καρχαριών βαθέων υδάτων από τα σκάφη οποιουδήποτε κράτους μέλους υπερβαίνουν τους 10 τόνους, τα εν λόγω σκάφη δεν επιτρέπεται πλέον να χρησιμοποιούν τις οριζόμενες στο σημείο 4.1 παρεκκλίσεις.

4.3.

Προϋποθέσεις αλιείας με ορισμένα συρόμενα εργαλεία που επιτρέπονται στον Βισκαϊκό Κόλπο.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 5, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 494/2002 περί θεσπίσεως πρόσθετων τεχνικών μέτρων για την αποκατάσταση του αποθέματος μπακαλιάρου μερλούκιου στις υποπεριοχές ICES 3-7 και στις διαιρέσεις ICES 8a, 8b, 8d και 8e, επιτρέπονται οι αλιευτικές δραστηριότητες με τράτες, δανέζικους γρίπους και παρόμοια εργαλεία, εκτός της δοκότρατας, με μέγεθος ματιών από 70 έως 99 mm στην περιοχή που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 494/2002, εάν το εργαλείο είναι εξοπλισμένο με φύλλο με τετράγωνα μάτια 100 mm.


(1)  Δεν ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης για το σαυρίδι (Trachurus pictaratus) που έχει αλιευθεί σε ύδατα παρακείμενα στις νήσους Αζόρες που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία της Πορτογαλίας.

(2)  Στη υποπεριοχή ICES 9 και στην περιοχή CECAF 34.1.2 ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης 9 cm.

(3)  Σε όλα τα ύδατα που βρίσκονται στο τμήμα του κεντροανατολικού Ατλαντικού που περιλαμβάνει τις διαιρέσεις 34.1.1, 34.1.2 και 34.1.3 και στην υποπεριοχή 34.2.0 της αλιευτικής ζώνης 34 της περιοχής CECAF ισχύει βάρος 450 g μετά τον εκσπλαχνισμό.

(4)  Σε ενωσιακά ύδατα στις υποπεριοχές ICES 8 και 9, ισχύει ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης 130 mm.

(5)  Για κάβουρες που αλιεύονται σε κιούρτους και κοφινέλλα, μέγιστο ποσοστό 1 % κατά βάρος του συνολικού αλιεύματος καβουριών μπορεί να συνίσταται σε αποσπασμένες λαβίδες. Για κάβουρες που αλιεύονται με οποιοδήποτε άλλο αλιευτικό εργαλείο, επιτρέπεται να εκφορτώνεται μέγιστη ποσότητα 75kg αποσπασμένων λαβίδων.

(6)  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, τα ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης σαρδέλας, γαύρου, ρέγγας, σαυριδιού και σκουμπριού δεν ισχύουν εντός ορίου 10 % κατά ζων βάρος των συνολικών αλιευμάτων καθενός από τα εν λόγω είδη που διατηρούνται επί του σκάφους.

Το ποσοστό σαρδέλας, γαύρου, ρέγγας, σαυριδιού ή σκουμπριού κάτω του ελάχιστου μεγέθους αναφοράς διατήρησης, υπολογίζεται αναλογικά επί του ζώντος βάρους όλων των θαλάσσιων οργανισμών που βρίσκονται στο σκάφος μετά τη διαλογή ή κατά την εκφόρτωση.

Το ποσοστό μπορεί να υπολογιστεί βάσει ενός ή περισσοτέρων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων. Κατά τη μεταφόρτωση, εκφόρτωση, μεταφορά, αποθήκευση, επίδειξη ή πώληση δεν επιτρέπεται υπέρβαση του ορίου του 10 %.

(7)  Το σαυρίδι από 12 έως 15 εκατοστά δεν μπορεί να αποτελεί παραπάνω από 5 %. Για τους σκοπούς ελέγχου αυτής της ποσότητας, ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στο βάρος των αλιευμάτων είναι 1,20. Οι διατάξεις αυτές δεν ισχύουν για τα αλιεύματα που υπόκεινται σε υποχρέωση εκφόρτωσης.

(8)  Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 494/2002.

(9)  Για κατευθυνόμενη αλιεία καραβίδας (Nephrops norvegicus), τοποθετείται φύλλο με τετράγωνα μάτια τουλάχιστον 100 mm ή προσάρτημα ισοδύναμης επιλεκτικότητας κατά την αλιεία στις διαιρέσεις ICES 8a, 8b, 8d και 8e. Για κατευθυνόμενη αλιεία γλώσσας με δοκότρατα, τοποθετείται φύλλο με μέγεθος ματιών 180 mm τουλάχιστον, στερεωμένο στο άνω μισό μέρος του εμπρόσθιου τμήματος του διχτυού.

(10)  Για κατευθυνόμενη αλιεία πεσκαντρίτσας χρησιμοποιείται μέγεθος ματιών τουλάχιστον 220 mm.

(11)  Για τις σαρδέλες μπορεί να χρησιμοποιείται μέγεθος ματιών μικρότερο από 40 mm.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΒΑΛΤΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΜΕΡΟΣ Α

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Είδος

Γεωγραφικές περιοχές

Ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης

Γάδος (Gadus morhua)

Υποδιαιρέσεις 22-32

35cm

Φασί Ατλαντικού (Pleuronectes platessa)

Υποδιαιρέσεις 22-32

25 cm

Σολομός (Salmo salar)

Υποδιαιρέσεις 22-30 και 32

60 cm

Υποδιαίρεση 31

50 cm

Χωματίδα (Platichthys flesus)

Υποδιαιρέσεις 22-25

23 cm

Υποδιαιρέσεις 26, 27 και 28

21 cm

Υποδιαιρέσεις 29-32, νοτίως των 59°

18 cm

Καλκάνι (Psetta maxima)

Υποδιαιρέσεις 22-32

30 cm

Πησσί (Scophthalmus rhombus)

Υποδιαιρέσεις 22-32

30 cm

Χέλι (Anguilla anguilla)

Υποδιαιρέσεις 22-32

35 cm

Πέστροφα θαλάσσης (Salmo trutta)

Υποδιαιρέσεις 22-25 και 29-32

40 cm

Υποδιαιρέσεις 26, 27 και 28

50 cm

ΜΕΡΟΣ Β

Μέγεθος ματιών

1.   Βασικά μεγέθη ματιών διχτυών για συρόμενα αλιευτικά εργαλεία

1.1.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, τα σκάφη χρησιμοποιούν μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 120 mm κατασκευασμένο με δικτύωμα Τ90 ή τουλάχιστον 105 mm με στερεωμένο παράθυρο διαφυγής BACOMA 120 mm.

1.2.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, και παρά το σημείο 1.1, τα σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερα μεγέθη ματιών διχτυών όπως περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα για τη Βαλτική Θάλασσα, υπό τον όρο ότι:

i)

τηρούνται οι συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στον πίνακα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου δεν υπερβαίνουν το 10 % του ζώντος βάρους του συνολικού αλιεύματος όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι· ή

ii)

χρησιμοποιούνται άλλες τροποποιήσεις επιλεκτικότητας οι οποίες έχουν αξιολογηθεί από την ΕΤΟΕΑ κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών και εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι εν λόγω τροποποιήσεις επιλεκτικότητας έχουν ως αποτέλεσμα τα ίδια ή καλύτερα χαρακτηριστικά επιλεκτικότητας για τον γάδο σε σχέση με το μέγεθος ματιών 120 mm με δικτύωμα Τ90, ή 105 mm με στερεωμένο παράθυρο διαφυγής BACOMA 120 mm, αντιστοίχως.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 90 mm

Στις υποδιαιρέσεις 22 και 23

Κατευθυνόμενη αλιεία πλατύψαρου (1)

Κατευθυνόμενη αλιεία για νταούκι Ατλαντικού

Τουλάχιστον 32 mm

Στις υποδιαιρέσεις 22-27

Κατευθυνόμενη αλιεία ρέγγας, σκουμπριού, σαυριδιού και προσφυγακίου

Τουλάχιστον 16 mm

Στις υποδιαιρέσεις 22-27

Κατευθυνόμενη αλιεία σαρδελόρεγγας (2)

Τουλάχιστον 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία ειδών εκτός των πλατύψαρων για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Τουλάχιστον 16 mm

Στις υποδιαιρέσεις 28-32

Κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

Μικρότερο των 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία αμμόχελου

2.   Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα

2.1.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, τα σκάφη χρησιμοποιούν μέγεθος ματιών διχτυών τουλάχιστον 110 mm ή 157 mm κατά την αλιεία σολομού.

2.2.

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκφόρτωσης, και παρά το σημείο 2.1, τα σκάφη μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερα μεγέθη ματιών διχτυών όπως περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα για τη Βαλτική Θάλασσα, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι συναφείς προϋποθέσεις που καθορίζονται στον πίνακα και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου δεν υπερβαίνουν το 10 % του ζώντος βάρους του συνολικού αλιεύματος όλων των θαλάσσιων βιολογικών πόρων που εκφορτώνονται μετά από κάθε αλιευτικό ταξίδι ή 5 δείγματα σολομού.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις (3)

Τουλάχιστον 90 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία για είδη πλατύψαρων

Μικρότερο των 90 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία μικρών πελαγικών ειδών

Τουλάχιστον 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία ειδών για τα οποία δεν ισχύουν όρια αλιευμάτων και τα οποία δεν καλύπτονται σε άλλο σημείο του πίνακα

ΜΕΡΟΣ Γ

Περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας

1.

Περιορισμοί της αλιείας με συρόμενα αλιευτικά εργαλεία

Απαγορεύεται, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, η αλιεία με οποιοδήποτε συρόμενο εργαλείο στη γεωγραφική περιοχή που περικλείεται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

54°23′ Β 14°35′ Α

54°21′ Β, 14°40′ Α

54°17′ Β, 14°33′ Α

54°07′ Β, 14°25′ Α

54°10′ Β, 14°21′ Α

54°14′ Β, 14°25′ Α

54°17′ Β, 14°17′ Α

54°24′ Β, 14°11′ Α

54°27′ Β, 14°25′ Α

54°23′ Β, 14°35′ Α

2.   Περιορισμοί στην αλιεία σολομού και πέστροφας θαλάσσης

2.1.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία σολομού (Salmo salar) ή πέστροφας θαλάσσης (Salmo trutta):

α)

από 1ης Ιουνίου έως 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους στα ύδατα των υποδιαιρέσεων 22–31,

β)

από 15ης Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου κάθε έτους στα ύδατα της υποδιαίρεσης 32.

2.2.

Η περιοχή απαγόρευσης κατά τη διάρκεια της εποχής απαγόρευσης της αλιείας βρίσκεται πέραν των τεσσάρων ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεως.

2.3.

Επιτρέπεται η διατήρηση επί του σκάφους σολομού (Salmo salar) ή πέστροφας θαλάσσης (Salmo trutta) που έχει αλιευθεί με δίχτυα-παγίδες.

3.   Ειδικά μέτρα για τον Κόλπο της Ρίγας

3.1.

Προκειμένου να ασκήσουν αλιευτικές δραστηριότητες στην υποδιαίρεση 28-1, τα σκάφη πρέπει να κατέχουν άδεια αλιείας η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009.

3.2.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σκάφη, στα οποία έχει χορηγηθεί η άδεια αλιείας που αναφέρεται στο σημείο 3.1, περιλαμβάνονται σε κατάλογο στον οποίο αναγράφεται το όνομά τους και ο εσωτερικός αριθμός καταχώρισής τους και ο οποίος δημοσιοποιείται μέσω ιστοσελίδας του Διαδικτύου, η διεύθυνση της οποίας κοινοποιείται στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη από κάθε κράτος μέλος.

3.3.

Τα σκάφη που περιλαμβάνονται στον κατάλογο πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συνολική ισχύς κινητήρων (kW) των σκαφών που περιλαμβάνονται στους καταλόγους δεν πρέπει να υπερβαίνει εκείνη που παρατηρήθηκε για κάθε κράτος μέλος κατά τα έτη 2000-2001 στην υποδιαίρεση 28-1· και

β)

η ισχύς κινητήρων οποιουδήποτε σκάφους δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τα 221 kW.

3.4.

Οποιοδήποτε σκάφος, το οποίο περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στο σημείο 3.2, μπορεί να αντικαθίσταται από άλλο σκάφος ή σκάφη, υπό τον όρο ότι:

α)

η εν λόγω αντικατάσταση δεν οδηγεί σε αύξηση της συνολικής ισχύος των κινητήρων, όπως προσδιορίζεται στο σημείο 3.3 στοιχείο α), για το εν λόγω κράτος μέλος· και

β)

η ισχύς κινητήρων κάθε σκάφους αντικατάστασης δεν πρέπει ποτέ να υπερβαίνει τα 221 kW.

3.5.

Επιτρέπεται η αντικατάσταση του κινητήρα οποιουδήποτε σκάφους το οποίο περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στο σημείο 3.2, υπό τον όρο ότι:

α)

η αντικατάσταση ενός κινητήρα δεν έχει ως αποτέλεσμα να υπερβαίνει η ισχύς κινητήρα του σκάφους καμία στιγμή τα 221 kW· και

β)

η ισχύς του κινητήρα αντικατάστασης δεν είναι τέτοια ώστε η αντικατάσταση να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της συνολικής ισχύος κινητήρων όπως προσδιορίζεται στο σημείο 3.3 στοιχείο α) για το εν λόγω κράτος μέλος.

3.6.

Στην υποδιαίρεση 28-1, η αλιεία με τράτες απαγορεύεται σε ύδατα βάθους μικρότερου των 20 m.

4.   Περιοχές απαγόρευσης αλιείας

4.1.

Απαγορεύεται η διεξαγωγή οποιασδήποτε αλιευτικής δραστηριότητας από την 1η Μαΐου ως την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους στις περιοχές που περικλείονται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές οι οποίες ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

α)

Περιοχή 1:

55°45′ Β, 15°30′ Α

55°45′ Β, 16°30′ Α

55°00′ Β, 16°30′ Α

55°00′ Β, 16°00′ Α

55°15′ Β, 16°00′ Α

55°15′ Β, 15°30′ Α

55°45′ Β, 15°30′ Α

β)

Περιοχή 2:

55°00′ Β, 19°14′ Α

54°48′ Β, 19°20′ Α

54°45′ Β, 19°19′ Α

54°45′ Β, 18°55′ Α

55°00′ Β, 19°14′ Α

γ)

Περιοχή 3:

56°13′ Β, 18°27′ Α

56°13′ Β, 19°31′ Α

55°59′ Β, 19°13′ Α

56°03′ Β, 19°06′ Α

56°00′ Β, 18°51′ Α

55°47′ Β, 18°57′ Α

55°30′ Β, 18°34′ Α

56°13′ Β, 18°27′ Α

4.2.

Επιτρέπεται η κατευθυνόμενη αλιεία σολομού με απλάδια δίχτυα, δίχτυα εμπλοκής και μανωμένα δίχτυα με μέγεθος ματιών διχτυών ίσο με 157 mm ή και μεγαλύτερο ή με παρασυρόμενα παραγάδια. Δεν φυλάσσεται επί του σκάφους κανένα άλλο εργαλείο.

4.3.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία γάδου με τα αλιευτικά εργαλεία που προσδιορίζονται στο σημείο 5.2.

5.   Περιορισμοί αλιείας όσον αφορά τη χωματίδα και το καλκάνι

5.1.

H διατήρηση επί του σκάφους των ακόλουθων ειδών απαγορεύεται όταν αλιεύονται εντός των αλιευτικών περιοχών και κατά τις κατωτέρω περιόδους:

Είδος

Γεωγραφικές περιοχές

Περίοδος

Χωματίδα

Υποδιαιρέσεις 26-29 νοτίως των 59° 30′ Β

15 Φεβρουαρίου έως 15 Μαΐου

Υποδιαίρεση 32

15 Φεβρουαρίου έως 31 Μαΐου

Καλκάνι Psetta maxima

Υποδιαιρέσεις 25, 26 και 28 νοτίως των 56° 50′ Β

1 Ιουνίου έως 31 Ιουλίου

5.2.

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία με τράτες, δανέζικους γρίπους ή παρόμοια εργαλεία με μέγεθος ματιών σάκου τράτας ίσο με ή μεγαλύτερο από 90 mm ή με απλάδια δίχτυα, δίχτυα εμπλοκής ή μανωμένα δίχτυα με μέγεθος ματιών ίσο με ή μεγαλύτερο από 90 mm. Παρεμπίπτοντα αλιεύματα χωματίδας και καλκανιού είναι δυνατόν να διατηρούνται επί του σκάφους και να εκφορτώνονται σε ποσοστό έως 10 % κατά ζων βάρος των συνολικών αλιευμάτων που διατηρούνται επί του σκάφους κατά τις περιόδους που αναφέρονται στο σημείο 6.1.

6.   Περιορισμοί της αλιείας χελιών

Απαγορεύεται η διατήρηση επί του σκάφους χελιών που έχουν αλιευθεί με οποιοδήποτε ενεργό αλιευτικό εργαλείο. Όταν χέλια αλιεύονται παρεμπιπτόντως, απαγορεύεται να τους προκαλούνται βλάβες και πρέπει να ελευθερώνονται αμέσως.


(1)  Δεν επιτρέπεται η χρήση δοκότρατας.

(2)  Το αλίευμα μπορεί να περιλαμβάνει το πολύ 45 % ρέγγας κατά ζων βάρος

(3)  Απαγορεύεται η χρήση απλαδιών διχτυών, διχτυών εμπλοκής ή μανωμένων διχτυών μήκους άνω των 9km για σκάφη συνολικού μήκους κάτω των 12 m και άνω των 21 km για σκάφη συνολικού μήκους άνω των 12 m. Ο μέγιστος χρόνος πόντισης των εν λόγω αλιευτικών εργαλείων είναι 48 ώρες, με εξαίρεση την αλιεία κάτω από τον πάγο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΜΕΡΟΣ Α

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Είδος

Ολόκληρη η περιοχή

Λαβράκι (Dicentrarchus labrax)

25 cm

Σπάρος (Diplodus annularis)

12 cm

Μυτάκι/ούαινα/ούγαινα/σουβλομάτης/χιώνα (Diplodus puntazzo)

18 cm

Σαργός (Diplodus sargus)

23 cm

Αυλίας/κακαρέλλος/καμπανάς/καραγκιόζης/κραχατζής (Diplodus vulgaris)

18 cm

Γαύρος (Engraulis encrasicolus)

9 cm (1)

Σφυρίδα/ροφός (Epinephelus spp)

45 cm

Μουρμούρα (Lithognathus mormyrus)

20 cm

Μπακαλιάρος μερλούκιος (Merluccius merluccius)

20 cm

Μουλίδες (Mullus spp.)

11 cm

Μουσμούλι (Pagellus acarne)

17 cm

Λυθρίνι πελαγίσιο (Pagellus bogaraveo)

33 cm

Λυθρίνι (Pagellus erythrinus)

15 cm

Φαγκρί (Pagrus pagrus)

18 cm

Βλάχος (Polyprion americanus)

45 cm

Σαρδέλα (Sardina pilchardus)

11 cm (2), (4)

Σκουμπρί (Scomber spp.)

18 cm

Γλώσσα (Solea vulgaris)

20 cm

Τσιπούρα (Sparus aurata)

20 cm

Σαυρίδι (Trachurus spp.)

15 cm

Καραβίδα (Nephrops norvegicus)

20 mm ΜΚ (3)

70 mm ΟΜ (3)

Αστακός (Homarus gammarus)

105 mm ΜΚ (3)

300 mm ΟΜ (3)

Καραβίδα (Palinuridae)

90 mm ΜΚ (3)

Κόκκινες γαρίδες βαθέων υδάτων (Parapenaeus longirostris)

20 mm ΜΚ (3)

Χτένι (Pecten jacobeus)

10 cm

Κοχύλια (Venerupis spp.)

25 mm

Αχιβάδες (Venus spp.)

25 mm

ΜΕΡΟΣ B

Μέγεθος ματιών

1.

Βασικά μεγέθη ματιών διχτυών για συρόμενα αλιευτικά εργαλεία

Τα κατωτέρω μεγέθη ματιών εφαρμόζονται στη Μεσόγειο Θάλασσα.

Μέγεθος ματιών (5)

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Σάκος τράτας τετράγωνων ματιών τουλάχιστον 40 mm (6)

Ολόκληρη η περιοχή

Αντί για σάκο με τετράγωνα μάτια 40 mm μπορεί να χρησιμοποιείται εναλλακτικά σάκος τράτας ρομβοειδών ματιών 50 mm2, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος του πλοιοκτήτη

Τουλάχιστον 20 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία σαρδέλας και γαύρου

2.

Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για κυκλωτικά δίχτυα

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 14 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Ουδεμία

3.

Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα

Τα ακόλουθα μεγέθη ματιών διχτυών για στάσιμα απλάδια βυθού εφαρμόζονται στη Μεσόγειο Θάλασσα.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Ουδεμία

4.

Ισχύουσες παρεκκλίσεις από τις διατάξεις των σημείων 1, 2 και 3 για γρίπους συρόμενους από σκάφος και πεζότρατες που υπόκεινται σε σχέδιο διαχείρισης το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 και έχει εκδοθεί στο πλαίσιο του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού εξακολουθούν να εφαρμόζονται, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού.

ΜΕΡΟΣ Γ

Περιορισμοί στη χρήση αλιευτικών εργαλείων

1.   Περιορισμοί στη χρήση δραγών

Το μέγιστο πλάτος των δραγών είναι 3 m, εκτός από την περίπτωση δραγών που χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη σπογγαλιεία.

2.   Περιορισμοί στη χρήση κυκλικών διχτυών (γρι-γρι)

Το μήκος κυκλικών διχτυών (γρι-γρι) και γρίπων χωρίς σχοινί (στίγγου) περιορίζεται σε 800 m, με κατακόρυφο ύψος 120 m, εκτός από την περίπτωση κυκλικών διχτυών που χρησιμοποιούνται για κατευθυνόμενη αλιεία τόνου.

3.   Περιορισμοί στη χρήση στατικών διχτυών

3.1.

Απαγορεύεται η χρήση των κατωτέρω στατικών διχτυών:

α)

μανωμένων διχτυών με κατακόρυφο ύψος άνω των 4 m·

β)

στάσιμων απλαδιών βυθού ή συνδυασμού απλαδιών και μανωμένων διχτυών με κατακόρυφο ύψος άνω των 10 m, εκτός από την περίπτωση που τα εν λόγω δίχτυα έχουν μήκος μικρότερο από 500 m, οπότε επιτρέπεται να έχουν κατακόρυφο ύψος έως 30 m.

3.2.

Απαγορεύεται η χρήση απλαδιών, διχτυών εμπλοκής ή μανωμένων διχτυών κατασκευασμένων με νήμα πάχους άνω των 0,5 mm.

3.3.

Απαγορεύεται η φύλαξη επί του σκάφους ή η πόντιση συνδυασμού απλαδιών και μανωμένων διχτυών μήκους άνω των 2 500 m και οποιωνδήποτε απλαδιών, διχτυών εμπλοκής ή μανωμένων διχτυών μήκους άνω των 6 000 m.

4.

Περιορισμοί στη χρήση παραγαδιών

4.1.

Σκάφη που αλιεύουν με παραγάδια βυθού απαγορεύεται να φυλάσσουν επί του σκάφους ή να χρησιμοποιούν περισσότερα από 5 000 αγκίστρια, με εξαίρεση σκάφη που πραγματοποιούν ταξίδια διάρκειας άνω των 3 ημερών με σκοπό την αλιεία, τα οποία μπορούν να φυλάσσουν επί του σκάφους ή να χρησιμοποιούν έως 7 000 αγκίστρια.

4.2.

Σκάφη που αλιεύουν με παραγάδια επιφανείας απαγορεύεται να φυλάσσουν επί του σκάφους ή να χρησιμοποιούν περισσότερα από τους κατωτέρω αριθμούς αγκιστριών ανά σκάφος:

α)

2 500 αγκίστρια κατά την κατευθυνόμενη αλιεία ξιφία· και

β)

5 000 αγκίστρια κατά την κατευθυνόμενη αλιεία μακρόπτερου τόνου.

4.3.

Κάθε σκάφος που πραγματοποιεί ταξίδια διάρκειας άνω των 2 ημερών με σκοπό την αλιεία μπορεί να διατηρεί επί του σκάφους ισοδύναμο αριθμό εφεδρικών αγκιστριών.

5.

Περιορισμοί στη χρήση κιούρτων και κοφινέλλων

Απαγορεύεται η φύλαξη επί του σκάφους ή η πόντιση περισσότερων από 250 κιούρτων ή κοφινέλλων ανά σκάφος για την αλίευση καρκινοειδών βαθέων υδάτων.

6.

Περιορισμοί στην κατευθυνόμενη αλιεία πελαγίσιου λυθρινιού

Απαγορεύεται η κατευθυνόμενη αλιεία πελαγίσιου λυθρινιού (Pagellus bogaraveo) με τα κατωτέρω αλιευτικά εργαλεία:

απλάδια δίχτυα, δίχτυα εμπλοκής ή μανωμένα δίχτυα με μέγεθος ματιών μικρότερο από 100 mm·

παραγάδια με αγκίστρια συνολικού μήκους μικρότερου από 3,95cm και πλάτους μικρότερου από 1,65 cm.

7.

Περιορισμοί της αλιείας με ψαροντούφεκα

Απαγορεύεται η αλιεία με ψαροντούφεκα, εάν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με υποβρύχια αναπνευστική συσκευή (μπουκάλα οξυγόνου) ή κατά τη διάρκεια της νύχτας από τη δύση μέχρι την ανατολή του ηλίου.


(1)  Τα κράτη μέλη δύνανται να μετατρέπουν το ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης σε 110 δείγματα ανά kg.

(2)  Τα κράτη μέλη δύνανται να μετατρέπουν το ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης σε 55 δείγματα ανά kg.

(3)  ΜΚ = μήκος κελύφους ΟΜ = ολικό μήκος.

(4)  Αυτό το ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης δεν ισχύει για νεογνά σαρδέλας που εκφορτώνονται για ανθρώπινη κατανάλωση εάν αλιεύονται από γρίπους συρόμενους από σκάφη ή πεζότρατες και επιτρέπονται σύμφωνα με εθνικές διατάξεις θεσπισθείσες βάσει σχεδίου διαχείρισης κατά το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1967/2006, υπό τον όρο ότι το σχετικό απόθεμα σαρδέλας βρίσκεται εντός ασφαλών βιολογικών ορίων.

(5)  Απαγορεύεται η χρήση δικτυώματος με πάχος νήματος άνω των 3 mm, ή με πολλαπλά νήματα· ή δικτυώματος με πάχος νήματος άνω των 6 mm σε οποιοδήποτε τμήμα τράτας βυθού.

(6)  Επιτρέπεται να φυλάσσεται επί του σκάφους ή να χρησιμοποιείται μόνο ένας τύπος διχτυών (είτε με τετράγωνα μάτια 40 mm είτε με ρομβοειδή μάτια 50 mm).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΕΥΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

ΜΕΡΟΣ Α

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Είδος

Ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησης

Καλκάνι (Psetta maxima)

45 cm

ΜΕΡΟΣ Β

Μέγεθος ματιών

1.   Βασικά μεγέθη ματιών διχτυών για συρόμενα εργαλεία για βενθοπελαγικά αποθέματα

Τα κατωτέρω μεγέθη ματιών διχτυών εφαρμόζονται στον Εύξεινο Πόντο:

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 40 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Αντί για σάκο με τετράγωνα μάτια 40 mm μπορεί να χρησιμοποιείται εναλλακτικά σάκος τράτας ρομβοειδών ματιών 50 mm (1), κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος του πλοιοκτήτη

2.   Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα

Τα ακόλουθα μεγέθη ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα εφαρμόζονται στον Εύξεινο Πόντο:

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 400 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Απλάδια δίχτυα βυθού όταν χρησιμοποιούνται για την αλιεία καλκανιού

3.   Περιορισμοί στη χρήση τράτας και δράγας

Απαγορεύεται η χρήση τράτας ή δράγας σε βάθη μεγαλύτερα των 1 000 m.


(1)  Επιτρέπεται να φυλάσσεται επί του σκάφους ή να χρησιμοποιείται μόνο ένας τύπος διχτυών (είτε με τετράγωνα μάτια 40 mm είτε με ρομβοειδή μάτια 50 mm).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

ΕΝΩΣΙΑΚΑ ΥΔΑΤΑ ΣΤΟΝ ΙΝΔΙΚΟ ΩΚΕΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ

ΜΕΡΟΣ Α

1.   Βασικά μεγέθη ματιών διχτυών για συρόμενα αλιευτικά εργαλεία

Τα κατωτέρω μεγέθη ματιών εφαρμόζονται σε ενωσιακά ύδατα στον Ινδικό Ωκεανό και στον Δυτικό Ατλαντικό.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 100 mm

Όλα τα ύδατα στα ανοικτά του γαλλικού διαμερίσματος της Γουιάνας, τα οποία υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία της Γαλλίας.

Ουδεμία

Τουλάχιστον 45 mm

Όλα τα ύδατα στα ανοικτά του γαλλικού διαμερίσματος της Γουιάνας, τα οποία υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία της Γαλλίας.

Κατευθυνόμενη αλιεία γαρίδας (Penaeus subtilis, Penaeus brasiliensis, Xiphopenaeus kroyeri).

2.   Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για κυκλωτικά δίχτυα

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 14 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Ουδεμία

ΜΕΡΟΣ Β

Περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας

Περιορισμοί σχετικά με τις αλιευτικές δραστηριότητες στη ζώνη των 24 μιλίων γύρω από τη Μαγιότ

Απαγορεύεται τα σκάφη να χρησιμοποιούν κυκλικά δίχτυα (γρι-γρι) για αλιεία σε κοπάδια τόνου ή τονοειδών σε απόσταση 24 ναυτικών μιλίων από την ακτή της Μαγιότ, η οποία μετράται από τη βασική ακτογραμμή από την οποία μετρώνται τα χωρικά ύδατα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ХΙΙ

ΖΩΝΗ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ NEAFC

ΜΕΡΟΣ Α

Ελάχιστα μεγέθη αναφοράς διατήρησης

Είδος

NEAFC

Εγκλεφίνος (Melanogrammus aeglefinus)

30 cm

Ποντίκι/Μουρούνα (Molva molva)

63 cm

Μουρούνα διπτερύγιος (Molva dipterygia)

70 cm

Σκουμπρί (Scomber spp.)

30 cm

Ρέγγα (Clupea harengus)

20 cm

ΜΕΡΟΣ Β

Μέγεθος ματιών

1.   Βασικά μεγέθη ματιών διχτυών για συρόμενα αλιευτικά εργαλεία

Τα κατωτέρω μεγέθη ματιών σάκου τράτας εφαρμόζονται στη ζώνη διακανονισμού της NEAFC.

Μέγεθος ματιών σάκου τράτας

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 100 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Ουδεμία

Τουλάχιστον 35mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία προσφυγακίου

Τουλάχιστον 32 mm

Υποπεριοχές ICES 1 και 2

Κατευθυνόμενη αλιεία βόρειας γαρίδας (Pandalus borealis)

Τοποθετείται σχάρα διαλογής με ανώτατο διάστημα μεταξύ των πλευρών των ματιών 22 mm

Τουλάχιστον 16 mm

Ολόκληρη η περιοχή

Κατευθυνόμενη αλιεία σκουμπριού, καπελάνου και γουρλομάτη

2.   Βασικό μέγεθος ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα

Τα ακόλουθα μεγέθη ματιών διχτυών για στατικά δίχτυα εφαρμόζονται στη ζώνη διακανονισμού της NEAFC.

Μέγεθος ματιών

Γεωγραφικές περιοχές

Προϋποθέσεις

Τουλάχιστον 220mm

Ολόκληρη η περιοχή

Ουδεμία

ΜΕΡΟΣ Γ

Περιοχές απαγόρευσης ή περιορισμού αλιείας

1.   Μέτρα για την αλιεία κοκκινόψαρου στη Θάλασσα Irminger και στα παρακείμενα ύδατα

1.1.

Απαγορεύεται η αλίευση κοκκινόψαρου στα διεθνή ύδατα της υποπεριοχής ICES 5 και στα ενωσιακά ύδατα των υποπεριοχών ICES 12 και 14.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, επιτρέπεται η αλίευση κοκκινόψαρου την περίοδο από τις 11 Μαΐου έως τις 31 Δεκεμβρίου στην περιοχή που περικλείεται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84 (η «περιοχή διατήρησης κοκκινόψαρου»):

64°45′ Β, 28°30′ Δ

62°50′ Β, 25°45′ Δ

61°55′ Β, 26°45′ Δ

61°00′ Β, 26°30′ Δ

59°00′ Β, 30°00′ Δ

59°00′ Β, 34°00′ Δ

61°30′ Β, 34°00′ Δ

62°50′ Β, 36°00′ Δ

64°45′ Β, 28°30′ Δ.

1.2.

Με την επιφύλαξη του σημείου 1.1 του παρόντος μέρους, η αλίευση κοκκινόψαρου μπορεί να επιτραπεί, με ενωσιακή νομική πράξη, έξω από την περιοχή διατήρησης κοκκινόψαρου στη Θάλασσα Irminger και στα παρακείμενα ύδατα από τις 11 Μαΐου έως τις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους, βάσει επιστημονικής γνωμοδότησης και με την προϋπόθεση ότι, όσον αφορά το κοκκινόψαρο στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή, η NEAFC έχει καταρτίσει σχέδιο αποκατάστασης. Στην εν λόγω αλίευση συμμετέχουν μόνον σκάφη της Ένωσης τα οποία έχουν λάβει τη δέουσα άδεια από τα αντίστοιχα κράτη μέλη και έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1236/2010.

1.3.

Απαγορεύεται η χρήση τράτας με μέγεθος ματιών μικρότερο από 100 mm.

1.4.

Ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στην παρουσίαση «απεντερωμένα και χωρίς κεφάλι», συμπεριλαμβανομένου του ιαπωνικού τρόπου τεμαχισμού, κοκκινόψαρων που έχουν αλιευθεί στην περιοχή είναι 1,70.

1.5.

Οι πλοίαρχοι των αλιευτικών σκαφών που αλιεύουν έξω από την περιοχή διατήρησης κοκκινόψαρου διαβιβάζουν την έκθεση αλιευμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1236/2010, καθημερινά μετά το πέρας των αλιευτικών δραστηριοτήτων της εν λόγω ημερολογιακής ημέρας. Στην έκθεση αναγράφονται τα επί του σκάφους αλιεύματα, τα οποία έχουν αλιευθεί μετά την τελευταία κοινοποίηση των αλιευμάτων.

1.6.

Επιπλέον του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1236/2010, η άδεια αλίευσης κοκκινόψαρου ισχύει μόνο εάν οι εκθέσεις που διαβιβάζονται από τα σκάφη συνάδουν με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού και καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 αυτού.

1.7.

Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο σημείο 1.6 υποβάλλονται σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες.

2.   Ειδικοί κανόνες προστασίας της διπτερυγίου μουρούνας

2.1.

Από 1ης Μαρτίου έως 31 Μαΐου κάθε έτους, απαγορεύεται η διατήρηση επί του σκάφους οιασδήποτε ποσότητας διπτερυγίου μουρούνας άνω των 6 τόνων ανά αλιευτικό ταξίδι στις περιοχές της διαίρεσης ICES 6a που περικλείονται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

α)

Όριο της σκωτικής υφαλοκρηπίδας

59°58′ Β, 07°00′ Δ

59°55′ Β, 06°47′ Δ

59°51′ Β, 06°28′ Δ

59°45′ Β, 06°38′ Δ

59°27′ Β, 06°42′ Δ

59°22′ Β, 06°47′ Δ

59°15′ Β, 07°15′ Δ

59°07′ Β, 07°31′ Δ

58°52′ Β, 07°44′ Δ

58°44′ Β, 08°11′ Δ

58°43′ Β,08°27′ Δ

58°28′ Β,09°16′ Δ

58°15′ Β,09°32′ Δ

58°15′ Β,09°45′ Δ

58°30′ Β,09°45′ Δ

59°30′ Β, 07°00′ Δ

59°58′ Β, 07°00′ Δ·

β)

Όριο του Rosemary bank

60°00′ Β, 11°00′ Δ

59°00′ Β, 11°00′ Δ

59°00′ Β, 09°00′ Δ

59°30′ Β, 09°00′ Δ

59°30′ Β, 10°00′ Δ

60°00′ Β, 10°00′ Δ

60°00′ Β, 11°00′ Δ

Δεν περιλαμβάνεται η περιοχή που περικλείεται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

59°15′ Β, 0°24′ Δ

59°10′ Β, 0°22′ Δ

59°08′ Β, 0°07′ Δ

59°11′ Β, 9°59′ Δ

59°15′ Β, 9°58′ Δ

59°22′ Β, 0°02′ Δ

59°23′ Β, 0°11′ Δ

59°20′ Β, 0°19′ Δ

59°15′ Β, 0°24′ Δ

2.2.

Στις περιπτώσεις που η διπτερύγιος μουρούνα υπάγεται σε υποχρέωση εκφόρτωσης του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1380/2013, δεν ισχύει το σημείο 2.1 του παρόντος μέρους.

Απαγορεύεται η αλίευση διπτερυγίου μουρούνας με οποιοδήποτε αλιευτικό εργαλείο κατά την περίοδο και εντός των περιοχών που αναφέρονται στο σημείο 1.

2.3.

Κατά την είσοδό του στην περιοχή που ορίζεται στο σημείο 2.1 και κατά την έξοδό του από αυτή, ο πλοίαρχος αλιευτικού σκάφους καταγράφει την ημερομηνία, την ώρα και το σημείο εισόδου και εξόδου στο ημερολόγιο.

2.4.

Σε αμφότερες τις περιοχές που ορίζονται στο σημείο 2.1, εάν ένα σκάφος συμπληρώσει την ποσότητα 6 τόνων διπτερυγίου μουρούνας:

α)

διακόπτει αμέσως την αλιεία και εξέρχεται από την περιοχή στην οποία βρίσκεται·

β)

δεν επιτρέπεται να εισέλθει εκ νέου σε καμία από τις δύο περιοχές, έως ότου εκφορτωθούν τα αλιεύματά του·

γ)

δεν επιτρέπεται να ρίψει εκ νέου στη θάλασσα οποιαδήποτε ποσότητα μουρούνας.

2.5.

Οι παρατηρητές που αναφέρονται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2336 οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί σε αλιευτικά σκάφη παρόντα σε μία από τις περιοχές που αναφέρονται στο σημείο 1, εκτός από τα καθήκοντά τους που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 4, για λήψη των κατάλληλων δειγμάτων από τα αλιεύματα διπτερυγίου μουρούνας, μετρούν το μέγεθος των ιχθύων των δειγμάτων και προσδιορίζουν το στάδιο γενετήσιας ωριμότητας των ιχθύων του επιμέρους δείγματος. Βάση της γνωμοδότησης της ΕΤΟΕΑ, τα κράτη μέλη καταρτίζουν λεπτομερή πρωτόκολλα δειγματοληψίας και αντιπαραβολής των αποτελεσμάτων.

2.6.

Από τις 15 Φεβρουαρίου έως τις 15 Απριλίου κάθε έτους, απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται τράτες βυθού, παραγάδια και απλάδια εντός της περιοχής που περικλείεται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

60°58,76′ Β, 27°27,32′ Δ

60°56,02′ Β, 27°31,16′ Δ

60°59,76′ Β, 27°43,48′ Δ

61°03,00′ Β, 27°39,41′ Δ

60°58,76′ Β, 27°27,32′ Δ.

3.   Μέτρα για την αλιεία κοκκινόψαρου στα διεθνή ύδατα των υποπεριοχών ICES 1 και 2

3.1.

Η κατευθυνόμενη αλιεία του κοκκινόψαρου στα διεθνή ύδατα των υποπεριοχών ICES 1 και 2 επιτρέπεται μόνον κατά την περίοδο από 1ης Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου από σκάφη που έχουν προηγουμένως αλιεύσει κοκκινόψαρο στη Ζώνη Διακανονισμού της NEAFC.

3.2.

Τα αλιευτικά σκάφη περιορίζουν τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα κοκκινόψαρου σε άλλα είδη αλιείας στο 1 % κατ’ ανώτατο όριο των συνολικών αλιευμάτων επί του σκάφους.

3.3.

Ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στην παρουσίαση «απεντερωμένα και χωρίς κεφάλι», συμπεριλαμβανομένου του ιαπωνικού τρόπου τεμαχισμού, κοκκινόψαρων που έχουν αλιευθεί στην περιοχή είναι 1,70.

3.4.

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1236/2010 οι πλοίαρχοι των αλιευτικών σκαφών που αλιεύουν το είδος αυτό διαβιβάζουν εκθέσεις αλιευμάτων σε καθημερινή βάση.

3.5.

Επιπλέον του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1236/2010, η άδεια αλίευσης κοκκινόψαρου ισχύει μόνο εάν οι εκθέσεις που διαβιβάζονται από τα σκάφη συνάδουν με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού και καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 αυτού.

3.6.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να συλλέγονται επιστημονικά στοιχεία από τους επιστημονικούς παρατηρητές στα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους. Τα συλλεγόμενα στοιχεία περιλαμβάνουν τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά στοιχεία σχετικά με τη σύνθεση φύλου, ηλικίας και μήκους σε σχέση με το βάθος. Τα στοιχεία αυτά ανακοινώνονται στο ICES από τις αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη.

3.7.

Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη για την ημερομηνία κατά την οποία η Γραμματεία της NEAFC ειδοποιεί τα συμβαλλόμενα μέρη της NEAFC ότι το συνολικό επιτρεπόμενο αλίευμα (TAC) χρησιμοποιήθηκε πλήρως. Από την ημερομηνία αυτή, τα κράτη μέλη απαγορεύουν την κατευθυνόμενη αλιεία κοκκινόψαρου από σκάφη φέροντα τη σημαία τους.

4.   Περιοχή περιορισμού της αλιείας (box) στο Rockall για τον εγκλεφίνο στην υποπεριοχή ICES 6

Η αλιεία, με εξαίρεση την αλιεία με παραγάδι, απαγορεύεται στις περιοχές που περικλείονται από διαδοχικές λοξοδρομικές γραμμές που ενώνουν τα εξής σημεία, τα οποία μετρώνται σύμφωνα με το σύστημα συντεταγμένων WGS84:

57°00′ Β, 15°00′ Δ

57°00′ Β, 14°00′ Δ

56°30′ Β, 14°00′ Δ

56°30′ Β, 15°00′ Δ

57°00′ Β, 15°00′ Δ.

ΜΕΡΟΣ Δ

Περιοχές απαγόρευσης αλιείας για την προστασία ευαίσθητων ενδιαιτημάτων

1.

Απαγορεύεται η διεξαγωγή αλιείας με τράτες βυθού και με στατικά εργαλεία, συμπεριλαμβανομένων των στάσιμων απλαδιών βυθού και των στάσιμων παραγαδιών βυθού, στις ακόλουθες περιοχές:

Τμήμα της Ράχης Reykjanes:

55°04.5327′ Β, 36°49.0135′ Δ

55°05.4804′ Β, 35°58.9784′ Δ

54°58.9914′ Β, 34°41.3634′ Δ

54°41.1841′ Β, 34°00.0514′ Δ

54°00′ Β, 34°00′ Δ

53°54.6406′ Β, 34°49.9842′ Δ

53°58.9668′ Β, 36°39.1260′ Δ

55°04.5327′ Β, 36°49.0135′ Δ

Βόρειο τμήμα της Μεσο-Ατλαντικής Ράχης:

59°45′ Β, 33°30′ Δ

57°30′ Β, 27°30′ Δ

56°45′ Β, 28°30′ Δ

59°15′ Β, 34°30′ Δ

59°45′ Β, 33°30′ Δ

Μέσο τμήμα της Μεσο-Ατλαντικής Ράχης [ζώνη ρηγμάτων Charlie-Gibbs και περιοχή υποπολικού μετώπου (Subpolar Frontal Region)]:

53°30′ Β, 38°00′ Δ

53°30′ Β, 36°49′ Δ

55°04.5327′ Β, 36°49′ Δ

54°58.9914′ Β, 34°41.3634′ Δ

54°41.1841′ Β, 34°00′ Δ

53°30′ Β, 30°00′ Δ

51°30′ Β, 28°00′ Δ

49°00′ N, 26°30′ Δ

49°00′ N, 30°30′ Δ

51°30′ Β, 32°00′ Δ

51°30′ Β, 38°00′ Δ

53°30′ Β, 38°00′ Δ

Νότιο τμήμα της Μεσο-Ατλαντικής Ράχης:

44°30′ Β, 30°30′ Δ

44°30′ Β, 27°00′ Δ

43°15′ Β, 27°15′ Δ

43°15′ N, 31°00′ Δ

44°30′ Β, 30°30′ Δ

Θαλάσσια όρη Altair:

45°00′ Β, 34°35′ Δ

45°00′ Β, 33°45′ Δ

44°25′ Β, 33°45′

44°25′ Β, 34°35′

45°00′ Β, 34°35′ Δ

Θαλάσσια όρη Antialtair:

43°45′ Β, 22°50′ Δ

43°45′ Β, 22°05′ Δ

43°25′ Β, 22°05′ Δ

43°25′ Β, 22°50′ Δ

43°45′ Β, 22°50′ Δ

Hatton Bank:

59°26′ Β, 14°30′ Δ

59°12′ Β, 15°08′ Δ

59°01′ Β, 17°00′ Δ

58°50′ Β, 17°38′ Δ

58°30′ Β, 17°52′ Δ

58°30′ Β, 18°22′ Δ

58°03′ Β, 18°22′ Δ

58°03′ Β, 17°30′ Δ

57°55′ Β, 17°30′ Δ

57°45′ Β, 19°15′ Δ

58°11,15′ Β, 18°57,51′ Δ

58°11,57′ Β, 19°11,97′ Δ

58°27,75′ Β, 19°11,65′ Δ

58°39,09′ Β, 19°14,28′ Δ

58°38,11′ Β, 19°01,29′ Δ

58°53,14′ Β, 18°43,54′ Δ

59°00,29′ Β, 18°01,31′ Δ

59°08,01′ Β, 17°49,31′ Δ

59°08,75′ Β, 18°01,47′ Δ

59°15,16′ Β, 18°01,56′ Δ

59°24,17′ Β, 17°31,22′ Δ

59°21,77′ Β, 17°15,36′ Δ

59°26,91′ Β, 17°01,66′ Δ

59°42,69′ Β, 16°45,96′ Δ

59°20,97′ Β, 15°44,75′ Δ

59°21′ Β, 15°40′ Δ

59°26′ Β, 14°30′ Δ

Βορειοδυτικό Rockall:

57°00′ Β, 14°53′ Δ

57°37′ Β, 14°42′ Δ

57°55′ Β, 14°24′ Δ

58°15′ Β, 13°50′ Δ

57°57′ Β, 13°09′ Δ

57°50′ Β, 13°14′ Δ

57°57′ Β, 13°45′ Δ

57°49′ Β, 14°06′ Δ

57°29′ Β, 14°19′ Δ

57°22′ Β, 14°19′ Δ

57°00′ Β, 14°34′ Δ

56°56′ Β, 14°36′ Δ

56°56′ Β, 14°51′ Δ

57°00′ Β, 14°53′ Δ

Νοτιοδυτικό Rockall (Empress of Britain Bank):

Περιοχή 1

56°24′ Β, 15°37′ Δ

56°21′ Β, 14°58′ Δ

56°04′ Β, 15°10′ Δ

55°51′ Β, 15°37′ Δ

56°10′ Β, 15°52′ Δ

56°24′ Β, 15°37′ Δ

Περιοχή 2

55°56.90 Β -16°11.30 Δ

55°58.20 Β -16°11.30 Δ

55°58.30 Β -16°02.80 Δ

55°56.90 Β -16°02.80 Δ

55°56.90 Β -16°11.30 Δ

Περιοχή 3

55°49.90 Β -15°56.00 Δ

55°48.50 Β -15°56.00 Δ

55°48.30 Β -15°50.60 Δ

55°49.60 Β -15°50.60 Δ

55°49.90 Β -15°56.00 Δ

Edora’s bank

56°26.00 Β -22°26.00 Δ

56°28.00 Β -22°04.00 Δ

56°16.00 Β -21°42.00 Δ

56°05.00 Β -21°40.00 Δ

55°55.00 Β -21°47.00 Δ

55°45.00 Β -22°00.00 Δ

55°43.00 Β -23°14.00 Δ

55°50.00 Β -23°16.00 Δ

56°05.00 Β -23°06.00 Δ

56°18.00 Β -22°43.00 Δ

56°26.00 Β -22°26.00 Δ

Southwest Rockall Bank

Περιοχή 1

55°58.16 Β -16°13.18 Δ

55°58.24 Β -16°02.56 Δ

55°54.86 Β -16°05.55 Δ

55°58.16 Β -16°13.18 Δ

Περιοχή 2

55°55.86 Β -15°40.84 Δ

55°51.00 Β -15°37.00 Δ

55°47.86 Β -15°53.81 Δ

55°49.29 Β -15°56.39 Δ

55°55.86 Β -15°40.84 Δ

Λεκάνη Hatton-Rockall

Περιοχή 1

58°00.15 Β -15°27.23 Δ

58°00.15 Β -15°38.26 Δ

57°54.19 Β -15°38.26 Δ

57°54.19 Β -15°27.23 Δ

58°00.15 Β -15°27.23 Δ

Περιοχή 2

58° 06.46 Β -16° 37.15 Δ

58° 15.93 Β -16° 28.46 Δ

58° 06.77 Β -16° 10.40 Δ

58° 03.43 Β -16° 10.43 Δ

58° 01.49 Β -16° 25.19 Δ

58° 02.62 Β -16° 36.96 Δ

58° 06.46 Β -16° 37.15 Δ

Hatton Bank 2

Περιοχή 1

57°51.76 Β -18°05.87 Δ

57°55.00 Β -17°30.00 Δ

58°03.00 Β -17°30.00 Δ

57°53.10 Β -16°56.33 Δ

57°35.11 Β -18°02.01 Δ

57°51.76 Β -18°05.87 Δ

Περιοχή 2

57°59.96 Β -19°05.05 Δ

57°45.00 Β -19°15.00 Δ

57°50.07 Β -18°23.82 Δ

57°31.13 Β -18°21.28 Δ

57°14.09 Β -19°28.43 Δ

57°02.21 Β -19°27.53 Δ

56°53.12 Β -19°28.97 Δ

56°50.22 Β -19°33.62 Δ

56°46.68 Β -19°53.72 Δ

57°00.04 Β -20°04.22 Δ

57°10.31 Β -19°55.24 Δ

57°32.67 Β -19°52.64 Δ

57°46.68 Β -19°37.86 Δ

57°59.96 Β -19°05.05 Δ

Όρος Logachev:

55°17′ N, 16°10′ Δ

55°34′ N, 15°07′ Δ

55°50′ N, 15°15′ Δ

55°33′ N, 16°16′ Δ

55°17′ N, 16°10′ Δ

Δυτικό όρος Rockall:

57°20′ N, 16°30′ Δ

57°05′ N, 15°58′ Δ

56°21′ N, 17°17′ Δ

56°40′ N, 17°50′ Δ

57°20′ N, 16°30′ Δ

2.

Όταν, κατά τη διάρκεια αλιείας σε νέες και υφιστάμενες ζώνες αλιείας βυθού εντός της ζώνης διακανονισμού της NEAFC, η ποσότητα ζώντων κοραλλίων ή ζώντων σπόγγων που αλιεύονται ανά χρησιμοποίηση αλιευτικού εργαλείου υπερβαίνει τα 60 kg ζώντων κοραλλίων ή/και τα 800 kg ζώντων σπόγγων, το σκάφος ενημερώνει το κράτος σημαίας του, διακόπτει την αλιεία και μετακινείται τουλάχιστον 2 ναυτικά μίλια από τη θέση η οποία, σύμφωνα με τις ενδείξεις, είναι η εγγύτερη στην ακριβή θέση αλίευσης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIII

ΜΕΤΡΑ ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΝ ΑΛΙΕΥΜΑΤΩΝ ΕΥΑΙΣΘΗΤΩΝ ΕΙΔΩΝ

Εφαρμόζονται τα ακόλουθα μέτρα για την παρακολούθηση και τη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων ευαίσθητων ειδών:

1.

Τα μέτρα που περιέχονται στα Μέρη Α, Β και Γ.

2.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη συλλογή επιστημονικών στοιχείων σχετικά με τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα ευαίσθητων ειδών.

3.

Ως αποτέλεσμα επιστημονικών στοιχείων, επικυρωμένων από το ICES, την ΕΤΟΕΑ, ή στο πλαίσιο της ΓΕΑΜ, αρνητικών επιπτώσεων των αλιευτικών εργαλείων σε ευαίσθητα είδη, τα κράτη μέλη υποβάλλουν κοινές συστάσεις για τη λήψη πρόσθετων μέτρων μετριασμού για τη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων των συγκεκριμένων ειδών ή σε μια συγκεκριμένη περιοχή βάσει του άρθρου 15 του παρόντος κανονισμού.

4.

Τα κράτη μέλη παρακολουθούν και αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των μέτρων μετριασμού που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος παραρτήματος.

ΜΕΡΟΣ Α

Κητώδη

1.   Τύποι αλιείας στους οποίους είναι υποχρεωτική η χρήση ηχητικών αποτρεπτικών συσκευών

1.1.

Σκάφη συνολικού μήκους ίσου με ή μεγαλύτερου από 12 μέτρα απαγορεύεται να χρησιμοποιούν αλιευτικό εργαλείο σε συγκεκριμένες περιοχές όπως ορίζεται κατωτέρω εκτός εάν χρησιμοποιούν ταυτόχρονα ενεργές ηχητικές αποτρεπτικές συσκευές.

Περιοχή

Εργαλείο

Περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας που οριοθετείται από μία γραμμή που σύρεται από τη σουηδική ακτή μέχρι ένα σημείο σε γεωγραφικό μήκος 13°Α, στη συνέχεια προς νότο σε γεωγραφικό πλάτος 55°Β, στη συνέχεια προς ανατολάς σε γεωγραφικό μήκος 14°Α, και στη συνέχεια προς βορρά προς την ακτή της Σουηδίας· και, περιοχή που οριοθετείται από μία γραμμή που σύρεται από την ανατολική ακτή της Σουηδίας μέχρι το σημείο σε γεωγραφικό πλάτος 55°30′Β, στη συνέχεια προς ανατολάς σε γεωγραφικό μήκος 15°Α, στη συνέχεια προς βορρά σε γεωγραφικό πλάτος 56°Β, στη συνέχεια προς ανατολάς σε γεωγραφικό μήκος 16°Α, στη συνέχεια προς βορρά προς την ακτή της Σουηδίας

Οποιοδήποτε απλάδι δίχτυ βυθού ή δίχτυ εμπλοκής

Υποδιαίρεση 24 της Βαλτικής Θάλασσας (εκτός της περιοχής που καλύπτεται παραπάνω)

Οποιοδήποτε απλάδι δίχτυ βυθού ή δίχτυ εμπλοκής

Υποπεριοχή ICES 4 και διαίρεση ICES 3a (μόνον από 1ης Αυγούστου έως την 31η Οκτωβρίου)

Οποιοδήποτε απλάδι δίχτυ βυθού ή δίχτυ εμπλοκής, ή συνδυασμός των διχτυών αυτών, το συνολικό μήκος των οποίων δεν υπερβαίνει τα 400 m

Οποιοδήποτε απλάδι δίχτυ βυθού ή δίχτυ εμπλοκής ≥ 220 mm

Διαιρέσεις ICES 7e, 7f, 7g, 7h και 7j

Οποιοδήποτε απλάδι δίχτυ βυθού ή δίχτυ εμπλοκής

Διαίρεση ICES 7d

Οποιοδήποτε απλάδι δίχτυ βυθού ή δίχτυ εμπλοκής

1.2.

Το σημείο 1.1 δεν εφαρμόζεται σε αλιευτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται αποκλειστικά για τον σκοπό επιστημονικής έρευνας, οι οποίες διεξάγονται με εξουσιοδότηση και υπό την αιγίδα των κρατών μελών ή των ενδιαφερομένων κρατών μελών και αποσκοπούν στην ανάπτυξη νέων τεχνικών μέτρων για τη μείωση της παρεμπίπτουσας αλίευσης ή θανάτωσης κητωδών.

1.3.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να παρακολουθούν και να αξιολογούν, μέσω επιστημονικών μελετών ή πιλοτικών προγραμμάτων, τις συν τω χρόνω επιπτώσεις της χρήσεως των ηχητικών αποτρεπτικών συσκευών στους οικείους τύπους αλιείας και στις οικείες περιοχές.

2.   Τύποι αλιείας που πρέπει να αποτελούν αντικείμενο παρακολούθησης

2.1.

Σχέδια παρακολούθησης πρέπει να πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση και να καθορίζονται για σκάφη που φέρουν τη σημαία τους και με συνολικό μήκος 15m ή περισσότερο για την παρακολούθηση παρεμπιπτόντων αλιευμάτων κητωδών, για τους τύπους αλιείας και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω.

Περιοχή

Εργαλείο

Υποπεριοχές ICES 6, 7 και 8

Πελαγικές τράτες (μονές και ζευγαρωτές)

Μεσόγειος Θάλασσα (ανατολικά της γραμμής 5° 36′ Δ)

Πελαγικές τράτες (μονές και ζευγαρωτές)

Διαιρέσεις ICES 6a, 7a, 7b, 8a, 8b, 8c και 9a

Απλάδια δίχτυα βυθού ή δίχτυα εμπλοκής με μέγεθος ματιών ίσο ή μεγαλύτερο των 80 mm

Υποπεριοχή ICES 4, διαίρεση ICES 6a και υποπεριοχή ICES 7, εκτός των διαιρέσεων ICES 7c και 7k

Παρασυρόμενα δίχτυα

Υποπεριοχές ICES 3a, 3b,3c, 3d νοτίως των 59° Β, 3d βορείως των 59° (μόνο από 1ης Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου), και υποπεριοχές ICES 4 και 9

Πελαγικές τράτες (μονές και ζευγαρωτές)

Υποπεριοχές ICES 6, 7, 8 και 9

Τράτες υψηλού ανοίγματος

Υποπεριοχή ICES 3b, 3c και 3d

Απλάδια δίχτυα βυθού ή δίχτυα εμπλοκής με μέγεθος ματιών ίσο ή μεγαλύτερο των 80 mm

2.2.

Το σημείο 2.1 δεν εφαρμόζεται σε αλιευτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται αποκλειστικά για τον σκοπό επιστημονικής έρευνας, οι οποίες διεξάγονται με εξουσιοδότηση και υπό την αιγίδα των κρατών μελών ή των ενδιαφερομένων κρατών μελών και αποσκοπούν στην ανάπτυξη νέων τεχνικών μέτρων για τη μείωση της παρεμπίπτουσας αλίευσης ή θανάτωσης κητωδών.

ΜΕΡΟΣ B

Θαλάσσια πτηνά

Όταν τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείο 2 του εισαγωγικού εδαφίου του παρόντος παραρτήματος υποδεικνύουν επίπεδο παρεμπίπτουσας αλίευσης θαλάσσιων πτηνών σε συγκεκριμένους τύπους αλιείας το οποίο συνιστά σοβαρή απειλή για την κατάσταση διατήρησης αυτών των θαλάσσιων πτηνών, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν ταινίες εκφοβισμού πτηνών ή/και σχοινιά που φέρουν βαρίδια, αν έχει αποδειχθεί επιστημονικώς ότι η χρήση τους παρέχει οφέλη για τη διατήρηση στην περιοχή αυτήν και, εφόσον είναι πρακτικά δυνατόν και ωφέλιμο, ποντίζουν παραγάδια στο σκοτάδι με τον ελάχιστο φωτισμό του καταστρώματος που είναι απαραίτητος για λόγους ασφαλείας.

ΜΕΡΟΣ Γ

Θαλάσσιες χελώνες

1.   Τύποι αλιείας στους οποίους είναι υποχρεωτική η χρήση συσκευών που αποκλείουν την παγίδευση χελωνών.

1.1.

Απαγορεύεται τα σκάφη να χρησιμοποιούν αλιευτικό εργαλείο που καθορίζεται κατωτέρω σε συγκεκριμένες περιοχές όπως ορίζεται κατωτέρω εκτός εάν χρησιμοποιούν ταυτόχρονα συσκευές που αποκλείουν την παγίδευση χελωνών.

Περιοχή

Είδος

Εργαλείο

Ενωσιακά ύδατα στον Ινδικό Ωκεανό και στον Δυτικό Ατλαντικό

Γαρίδες (Penaeus spp., Xiphopenaeus kroyeri)

Όλες οι τράτες για γαρίδες

1.2.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις στις οποίες καθορίζονται λεπτομερείς κανόνες για τις προδιαγραφές των συσκευών που αναφέρονται στο σημείο 1.1.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XIV

ΕΙΔΗ ΓΙΑ ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Βόρειος Θάλασσα

Βορειοδυτικά ύδατα

Νοτιοδυτικά ύδατα

Βαλτική Θάλασσα

Μεσόγειος Θάλασσα

Γάδος

Γάδος

Μπακαλιάρος μερλούκιος

Γάδος

Μπακαλιάρος μερλούκιος

Εγκλεφίνος

Εγκλεφίνος

Νταούκι Ατλαντικού

Φασί Ατλαντικού

Μπαρμπούνι

Μαύρος μπακαλιάρος

Μαύρος μπακαλιάρος

Ζαγκέτα

 

 

Νταούκι Ατλαντικού

Νταούκι Ατλαντικού

 

 

 

Φασί Ατλαντικού

Φασί Ατλαντικού

 

 

 


25.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/202


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/1242 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

σχετικά με τον καθορισμό προτύπων επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Συμφωνία των Παρισίων, μεταξύ άλλων, θέτει έναν μακροπρόθεσμο στόχο σύμφωνα με την επιδίωξη να συγκρατηθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη αισθητά χαμηλότερα από τους 2 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και να καταβληθούν προσπάθειες για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Τα τελευταία επιστημονικά πορίσματα που αναφέρθηκαν από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) στην ειδική έκθεσή της σχετικά με τις επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα και τις σχετικές πορείες των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου επιβεβαιώνουν αδιαμφισβήτητα τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η εν λόγω ειδική έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μείωση των εκπομπών σε όλους τους τομείς είναι ζωτικής σημασίας για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

(2)

Για να υπάρξει συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, πρέπει να επιταχυνθεί ο μετασχηματισμός του συνόλου του τομέα των μεταφορών προς μηδενικές εκπομπές, λαμβανομένης υπόψη της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 28ης Νοεμβρίου 2018 με τίτλο «Καθαρός πλανήτης για όλους – ένα ευρωπαϊκό στρατηγικό μακροπρόθεσμο όραμα για μια ευημερούσα, σύγχρονη, ανταγωνιστική και κλιματικά ουδέτερη οικονομία», στην οποία σκιαγραφείται ένα όραμα για τους οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς που απαιτούνται, με τη συμμετοχή όλων των τομέων της οικονομίας και της κοινωνίας, ώστε να επιτευχθεί η μετάβαση προς μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050. Οι εκπομπές ατμοσφαιρικών ρύπων που προέρχονται από τις μεταφορές και βλάπτουν σοβαρά την υγεία μας και το περιβάλλον θα πρέπει επίσης να μειωθούν δραστικά χωρίς καθυστέρηση.

(3)

Η Επιτροπή ενέκρινε δέσμες μέτρων για την κινητικότητα στις 31 Μαΐου 2017 («Η Ευρώπη σε κίνηση: Θεματολόγιο για κοινωνικά δίκαιη μετάβαση σε καθαρή, ανταγωνιστική και συνδεδεμένη κινητικότητα για όλους») και στις 8 Νοεμβρίου 2017 («Επίτευξη των στόχων όσον αφορά την κινητικότητα χαμηλών εκπομπών – Η Ευρωπαϊκή Ένωση που προστατεύει τον πλανήτη, ισχυροποιεί τους καταναλωτές της και υπερασπίζεται τη βιομηχανία της και τους εργαζομένους της»). Οι εν λόγω δέσμες μέτρων καθορίζουν ένα θετικό θεματολόγιο που αποσκοπεί επίσης στη διασφάλιση ομαλής μετάβασης στην καθαρή, ανταγωνιστική και συνδεδεμένη κινητικότητα για όλους.

(4)

Ο παρών κανονισμός εντάσσεται στην τρίτη δέσμη μέτρων της Επιτροπής για την κινητικότητα της 17ης Μαΐου 2018 με τίτλο «Η Ευρώπη σε κίνηση – Βιώσιμη κινητικότητα για την Ευρώπη: ασφαλής, συνδεδεμένη και καθαρή», η οποία αποτελεί συνέχεια της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 13ης Σεπτεμβρίου 2017 με τίτλο «Επενδύοντας στην έξυπνη, καινοτόμο και βιώσιμη βιομηχανία: Μια ανανεωμένη στρατηγική για τη βιομηχανική πολιτική της ΕΕ».Ο κανονισμός αποσκοπεί επίσης στην ολοκλήρωση της διαδικασίας που επιτρέπει στην Ένωση να αποκομίσει όλα τα οφέλη από τον εκσυγχρονισμό της κινητικότητας και την απεξάρτησή της από τον άνθρακα. Στόχος αυτής της τρίτης δέσμης για την κινητικότητα είναι να καταστεί η ευρωπαϊκή κινητικότητα ασφαλέστερη και πιο προσιτή, η ευρωπαϊκή βιομηχανία πιο ανταγωνιστική, οι ευρωπαϊκές θέσεις εργασίας πιο ασφαλείς και το σύστημα κινητικότητας καθαρότερο και καλύτερα προσαρμοσμένο στην επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Αυτό απαιτεί την πλήρη δέσμευση της Ένωσης, των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων μερών, ιδίως όσον αφορά την ενίσχυση των προσπαθειών για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

(5)

Ο παρών κανονισμός παρέχει, μαζί με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/631 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), σαφή λύση για τη μείωση των εκπομπών CO2 που προέρχονται από τον τομέα των οδικών μεταφορών και συμβάλλουν στην επίτευξη του δεσμευτικού στόχου για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 σε όλο το φάσμα της οικονομίας κατά τουλάχιστον 40 % σε σύγκριση με το 1990, όπως επικυρώθηκε στα συμπεράσματα που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 23-24 Οκτωβρίου 2014 και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 6 Μαρτίου 2015 ως «εθνικά καθορισμένη πρόθεση συνεισφοράς της Ένωσης στο πλαίσιο της Συμφωνίας των Παρισίων».

(6)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα συμπεράσματά του της 23ης-24ης Οκτωβρίου 2014 υιοθέτησε τον στόχο για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 κατά 30 % συγκριτικά με το 2005 για τους τομείς που δεν αποτελούν μέρος του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της Ένωσης. Ο τομέας των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις οδικές μεταφορές αποτελεί ένα μεγάλο ποσοστό των εκπομπών αυτών των τομέων. Ο τομέας των οδικών μεταφορών ευθυνόταν για το ένα τέταρτο περίπου των συνολικών εκπομπών της Ένωσης το 2016. Οι εκπομπές του παρουσιάζουν αυξητική τάση και παραμένουν κατά πολύ υψηλότερες από τα επίπεδα του 1990. Αν οι εκπομπές από τις οδικές μεταφορές αυξηθούν περισσότερο, θα αντισταθμιστούν οι μειώσεις εκπομπών που επιτυγχάνονται από άλλους τομείς με σκοπό την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

(7)

Στα συμπεράσματά του της 23ης-24ης Οκτωβρίου 2014 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπογράμμισε τη σπουδαιότητα του περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον τομέα των μεταφορών, καθώς και των κινδύνων που συνδέονται με την εξάρτησή του από τα ορυκτά καύσιμα, μέσω μιας σφαιρικής και τεχνολογικά ουδέτερης προσέγγισης για την προώθηση της μείωσης των εκπομπών και της ενεργειακής απόδοσης στις μεταφορές, για τις ηλεκτρικές μετακινήσεις και για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στον τομέα των μεταφορών και μετά το 2020.

(8)

Προκειμένου να απολαμβάνουν οι καταναλωτές στην Ένωση ασφαλή, βιώσιμη, ανταγωνιστική και οικονομικά προσιτή ενέργεια, η ενεργειακή απόδοση που συμβάλλει στον μετριασμό της ζήτησης είναι μία από τις πέντε αμοιβαίως ενισχυόμενες και στενά αλληλένδετες διαστάσεις που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 25ης Φεβρουαρίου 2015 με τίτλο: «Στρατηγική πλαίσιο για μια ανθεκτική Ενεργειακή Ένωση με μακρόπνοη πολιτική για την κλιματική αλλαγή». Η εν λόγω ανακοίνωση αναφέρει ότι, ενώ όλοι οι οικονομικοί τομείς πρέπει να λάβουν μέτρα για να αυξήσουν την αποδοτικότητα της κατανάλωσης ενέργειας, ο τομέας των μεταφορών έχει τεράστιο δυναμικό ενεργειακής απόδοσης.

(9)

Οι εκπομπές CO2 από τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, συμπεριλαμβανομένων των φορτηγών, των λεωφορείων και των πούλμαν, αντιπροσωπεύουν περίπου το 6 % των συνολικών εκπομπών CO2 στην Ένωση και περίπου το 25 % των συνολικών εκπομπών CO2 των οδικών μεταφορών. Αν δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα, το μερίδιο των εκπομπών από τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 9 % μεταξύ του 2010 και του 2030. Επί του παρόντος, το δίκαιο της Ένωσης δεν ορίζει απαιτήσεις για τον περιορισμό των εκπομπών CO2 για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να ληφθούν χωρίς χρονοτριβή ειδικά μέτρα για τα εν λόγω οχήματα.

(10)

Θα πρέπει, επομένως, να τεθούν στόχοι μείωσης των εκπομπών CO2 για τους στόλους νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σε ολόκληρη την Ένωση για το 2025 και για το 2030, με βάση τον χρόνο που απαιτείται για την ανανέωση του στόλου των οχημάτων και την ανάγκη να συμβάλει ο τομέας των οδικών μεταφορών στην επίτευξη των κλιματικών και ενεργειακών στόχων της Ένωσης για το 2030 και μετά. Αυτή η σταδιακή προσέγγιση δίνει επίσης σαφές και έγκαιρο μήνυμα στη βιομηχανία να επιταχύνει τη διάθεση στην αγορά ενεργειακά αποδοτικών τεχνολογιών και βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών. Η εξάπλωση βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών εκπομπών αναμένεται ότι θα συμβάλει επίσης στην αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων αστικής κινητικότητας. Η προώθηση τέτοιων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων από τους κατασκευαστές είναι όχι μόνο απαραίτητη για τη μείωση των εκπομπών CO2 που προέρχονται από τις οδικές μεταφορές, αλλά και σημαντική για την αποτελεσματική μείωση των αέριων ρύπων και της υπερβολικής στάθμης θορύβου στις πόλεις και τις αστικές περιοχές.

(11)

Προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως το δυναμικό ενεργειακής απόδοσης και να διασφαλιστεί ότι ο τομέας των οδικών μεταφορών στο σύνολό του συμβάλλει στις συμφωνηθείσες μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, είναι σκόπιμο να συμπληρωθούν τα ήδη υπάρχοντα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 για καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα και για ελαφρά επαγγελματικά οχήματα με τη θέσπιση προτύπων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων. Τα εν λόγω πρότυπα επιδόσεων θα αποτελέσουν κινητήρια δύναμη για την καινοτομία στις αποδοτικές από πλευράς καυσίμου τεχνολογίες, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της ηγετικής της θέσης των κατασκευαστών και των προμηθευτών της Ένωσης στον τομέα της τεχνολογίας και εξασφαλίζοντας μακροπρόθεσμα θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης.

(12)

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί διασυνοριακό πρόβλημα και την ανάγκη να διαφυλαχθεί μια ενιαία αγορά που λειτουργεί σωστά τόσο για τις υπηρεσίες οδικών μεταφορών, όσο και για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, και, παράλληλα, να αποφευχθεί ο κατακερματισμός της αγοράς, είναι σκόπιμο να οριστούν πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 από βαρέα επαγγελματικά οχήματα σε επίπεδο Ένωσης. Τα πρότυπα επιδόσεων αυτά θα πρέπει να μη θίγουν τη νομοθεσία περί ανταγωνισμού της Ένωσης.

(13)

Κατά τον καθορισμό των επιπέδων μείωσης των εκπομπών CO2 που θα πρέπει να επιτευχθούν από τον στόλο βαρέων επαγγελματικών οχημάτων της Ένωσης, θα πρέπει να συνυπολογιστεί η αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά την αποδοτική ως προς το κόστος συμβολή τους στη μείωση των εκπομπών CO2 για τους τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/842 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) έως το 2030, το συνακόλουθο κόστος και η εξοικονόμηση για την κοινωνία, τους κατασκευαστές, τους μεταφορείς, τους καταναλωτές, καθώς και οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις τους στην απασχόληση, στην καινοτομία και τα παράλληλα οφέλη που δημιουργούνται σε επίπεδο μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και βελτίωσης της ενεργειακής ασφάλειας.

(14)

Θα πρέπει να εξασφαλιστεί μια κοινωνικά αποδεκτή και δίκαιη μετάβαση προς την κινητικότητα μηδενικών εκπομπών. Είναι, επομένως, σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι κοινωνικές επιπτώσεις της μετάβασης σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και να αντιμετωπιστούν προορατικά οι επιπτώσεις στην απασχόληση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξεταστούν στοχευμένα προγράμματα σε ενωσιακό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, για την αναδιάταξη, επανεκπαίδευση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, καθώς και πρωτοβουλίες εκπαίδευσης και αναζήτησης εργασίας σε κοινότητες και περιφέρειες που επηρεάζονται αρνητικά, σε στενό διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους και τις αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο της εν λόγω μετάβασης, θα πρέπει να ενισχυθούν η απασχόληση των γυναικών, καθώς και οι ίσες ευκαιρίες στον εν λόγω τομέα.

(15)

Η επιτυχής μετάβαση στην κινητικότητα μηδενικών εκπομπών απαιτεί ολοκληρωμένη προσέγγιση και το κατάλληλο ευνοϊκό περιβάλλον για την τόνωση της καινοτομίας και τη διατήρηση της τεχνολογικής πρωτοπορίας της Ένωσης στον τομέα των οδικών μεταφορών. Τούτο περιλαμβάνει δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα και καινοτομία, την αύξηση της προσφοράς βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών, την ανάπτυξη υποδομών επαναφόρτισης και επανεφοδιασμού, την ενσωμάτωση στα ενεργειακά συστήματα, καθώς και τη βιώσιμη προμήθεια υλικών με στόχο και προορισμό τη βιώσιμη παραγωγή, την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση συσσωρευτών στην Ευρώπη. Αυτό απαιτεί την ανάληψη συνεκτικής δράσης σε ενωσιακό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, μεταξύ άλλων μέσω της παροχής κινήτρων για την υποστήριξη της χρήσης βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών.

(16)

Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) θεσπίστηκε νέα διαδικασία για τον προσδιορισμό των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμων επιμέρους βαρέων επαγγελματικών οχημάτων. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2400 της Επιτροπής (6) παρέχει μια μεθοδολογία, με βάση το εργαλείο VECTO, μέσω της οποίας μπορούν να προσομοιωθούν οι εκπομπές CO2 και η κατανάλωση καυσίμου συνολικών βαρέων επαγγελματικών οχημάτων. Η μεθοδολογία αυτή επιτρέπει τη συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας του τομέα των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και του υψηλού βαθμού προσαρμογής επιμέρους βαρέων επαγγελματικών οχημάτων. Σε πρώτο στάδιο, από την 1η Ιουλίου 2019, οι εκπομπές CO2 καθορίζονται για τέσσερις ομάδες βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που αντιπροσωπεύουν περίπου το 65 % έως το 70 % όλων των εκπομπών CO2 από τον στόλο των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων της Ένωσης.

(17)

Λαμβανομένης υπόψη της καινοτομίας και για να συνυπολογιστεί η εφαρμογή νέων τεχνολογιών που βελτιώνουν την εξοικονόμηση καυσίμου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, το εργαλείο προσομοίωσης VECTO καθώς και ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2400 θα ενημερώνονται συνεχώς και εγκαίρως.

(18)

Τα δεδομένα για τις εκπομπές CO2 που καθορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2400 πρέπει να παρακολουθούνται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για τον καθορισμό των στόχων μείωσης των εκπομπών CO2 που πρέπει να επιτευχθούν από τις τέσσερις ομάδες βαρέων επαγγελματικών οχημάτων με τις υψηλότερες εκπομπές στην Ένωση, καθώς και για τον καθορισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 του κατασκευαστή σε μια δεδομένη περίοδο υποβολής στοιχείων.

(19)

Θα πρέπει να οριστεί στόχος μείωσης των εκπομπών CO2 για το 2025 ως σχετική μείωση με βάση τις μέσες εκπομπές CO2 από βαρέα επαγγελματικά οχήματα που ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά κατά την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2019 έως την 30ή Ιουνίου 2020, ο οποίος θα αντικατοπτρίζει την ανάπτυξη άμεσα διαθέσιμων αποδοτικών ως προς το κόστος τεχνολογιών για συμβατικά οχήματα. Για το 2030 και εξής, θα πρέπει επίσης να καθοριστεί στόχος μείωσης των εκπομπών CO2. Ο στόχος αυτός θα πρέπει να ισχύει εκτός αν αποφασιστεί διαφορετικά σύμφωνα με την επανεξέταση που θα διεξαχθεί το 2022. Ο στόχος για το 2030 θα πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού.

(20)

Για να διασφαλιστεί η αξιοπιστία των εκπομπών αναφοράς CO2 έναντι της αύξησης εκπομπών CO2 από βαρέα επαγγελματικά οχήματα με αθέμιτα διαδικαστικά μέσα, γεγονός που δεν θα ήταν αντιπροσωπευτικό μιας κατάστασης στην οποία οι εκπομπές CO2 υπόκεινται ήδη σε ρύθμιση, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί μεθοδολογία για τη διόρθωση των εκπομπών CO2 αναφοράς, όπου απαιτείται.

(21)

Το υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ) είναι διαθέσιμο εναλλακτικό καύσιμο αντί του πετρελαίου ντίζελ για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα. Η ανάπτυξη υφιστάμενων και μελλοντικών πιο καινοτόμων τεχνολογιών με βάση το ΥΦΑ θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων μείωσης για τις εκπομπές CO2 βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, καθώς η χρήση τεχνολογιών ΥΦΑ οδηγεί σε χαμηλότερες εκπομπές CO2 σε σύγκριση με τα οχήματα ντίζελ. Το δυναμικό μείωσης των εκπομπών CO2 από τα οχήματα ΥΦΑ λαμβάνεται ήδη πλήρως υπόψη στο VECTO. Επιπλέον, οι υφιστάμενες τεχνολογίες ΥΦΑ διασφαλίζουν χαμηλό επίπεδο εκπομπών αέριων ρύπων, όπως NOx και σωματίδια. Υπάρχει επίσης επαρκής ελάχιστη υποδομή ανεφοδιασμού, η οποία αναπτύσσεται περαιτέρω στο πλαίσιο των εθνικών πλαισίων πολιτικής για τις υποδομές εναλλακτικών καυσίμων.

(22)

Κατά τον υπολογισμό των εκπομπών CO2 αναφοράς που χρησιμεύουν ως η βάση για τον καθορισμό των συγκεκριμένων στόχων μείωσης εκπομπών CO2 για το 2025 και το 2030, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το αναμενόμενο δυναμικό μείωσης εκπομπών CO2 του στόλου βαρέων επαγγελματικών οχημάτων. Επομένως, είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό αυτόν επαγγελματικά οχήματα όπως οχήματα που χρησιμοποιούνται για την αποκομιδή απορριμμάτων ή σε εργοτάξια. Τα εν λόγω οχήματα έχουν λίγα συγκριτικά διανυθέντα χιλιόμετρα και, λόγω του ειδικού τους τύπου οδήγησης, τα τεχνικά μέτρα για τη μείωση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου δεν φαίνεται να είναι τόσο αποδοτικά ως προς το κόστος, όσο είναι για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που χρησιμοποιούνται για την παράδοση εμπορευμάτων.

(23)

Οι απαιτήσεις μείωσης των εκπομπών CO2 θα πρέπει να εκφράζονται σε γραμμάρια CO2 ανά τονοχιλιόμετρο, ώστε να αντικατοπτρίζουν τη χρησιμότητα των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων.

(24)

Πρέπει να διασφαλιστεί η δίκαιη κατανομή των συνολικών απαιτήσεων μείωσης των εκπομπών CO2 μεταξύ των κατασκευαστών, λαμβανομένης υπόψη της πολυμορφίας των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων όσον αφορά τον σχεδιασμό και τον τύπο οδήγησης, τα ετήσια διανυθέντα χιλιόμετρα, το ωφέλιμο φορτίο και τη διάταξη του ρυμουλκούμενου. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να γίνει διάκριση μεταξύ των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σύμφωνα με διαφορετικές και χωριστές επιμέρους ομάδες οχημάτων που αντανακλούν το τυπικό πρότυπο χρήσης των οχημάτων και τα ειδικά τεχνικά χαρακτηριστικά τους. Με τον καθορισμό ετήσιων ειδικών στόχων για τις εκπομπές CO2 ανά κατασκευαστή ως σταθμισμένου μέσου όρου των στόχων που καθορίζονται για κάθε επιμέρους ομάδα οχημάτων, οι κατασκευαστές αποκτούν επίσης τη δυνατότητα αποτελεσματικής εξισορρόπησης μιας πιθανής χαμηλής επίδοσης των οχημάτων σε ορισμένες επιμέρους ομάδες οχημάτων με μια υψηλή επίδοση σε άλλες επιμέρους ομάδες οχημάτων, λαμβάνοντας υπόψη τις μέσες εκπομπές CO2 των οχημάτων σε όλη τη διάρκεια ζωής στις διάφορες επιμέρους ομάδες οχημάτων.

(25)

Η συμμόρφωση του κατασκευαστή με τους ετήσιους ειδικούς στόχους για εκπομπές CO2 θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τις μέσες εκπομπές CO2. Κατά τον καθορισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2, θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες που αντικατοπτρίζονται στους στόχους των διαφόρων επιμέρους ομάδων οχημάτων. Ως εκ τούτου, οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή θα πρέπει να βασίζονται στις μέσες εκπομπές CO2 που καθορίζονται για κάθε επιμέρους ομάδα οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου συντελεστή στάθμισης βάσει των υπολογιζόμενων μέσων ετήσιων διανυθέντων χιλιομέτρων και του μέσου ωφέλιμου φορτίου, ο οποίος αντικατοπτρίζει τις εκπομπές CO2 σε όλη τη διάρκεια ζωής. Λόγω του περιορισμένου δυναμικού μείωσης εκπομπών CO2 των επαγγελματικών οχημάτων, τα οχήματα αυτά δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2.

(26)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση προς την κινητικότητα μηδενικών εκπομπών και να παρασχεθούν κίνητρα για την ανάπτυξη και τη διάθεση στην αγορά της Ένωσης βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών που θα συμπληρώνουν τα εργαλεία που προσανατολίζονται στη ζήτηση, όπως η οδηγία 2009/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), θα πρέπει να καθιερωθεί ειδικός μηχανισμός με τη μορφή πιστωτικών υπερμορίων για τις περιόδους υποβολής στοιχείων πριν από το 2025 και θα πρέπει να καθοριστεί ένας δείκτης αναφοράς για το μερίδιο των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών στον στόλο κάθε κατασκευαστή για τις περιόδους αναφοράς πριν από το 2025.

(27)

Το σύστημα παροχής κινήτρων θα πρέπει να είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να διασφαλίζεται επενδυτική ασφάλεια για τους παρόχους υποδομών επαναφόρτισης και τους κατασκευαστές, προκειμένου να προωθείται η ταχεία ανάπτυξη βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών στην ενωσιακή αγορά, και ταυτόχρονα να διαθέτουν οι κατασκευαστές ορισμένη ευελιξία για να αποφασίζουν σχετικά με το επενδυτικό τους χρονοδιάγραμμα.

(28)

Για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 ενός κατασκευαστή κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείων πριν από το 2025, όλα τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών θα πρέπει να υπολογίζονται πολλές φορές. Για τις περιόδους υποβολής στοιχείων από το 2025, οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή θα πρέπει να υπολογίζονται λαμβανομένων υπόψη των επιδόσεων του έναντι του δείκτη αναφοράς βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών. Το επίπεδο των κινήτρων θα πρέπει να ποικίλλει ανάλογα με τις πραγματικές εκπομπές CO2 του οχήματος. Προκειμένου να αποφευχθεί η αποδυνάμωση των περιβαλλοντικών στόχων, η μείωση εκπομπών CO2 που προκύπτει θα πρέπει να υπόκειται σε ανώτατο όριο.

(29)

Θα πρέπει να παρέχονται κίνητρα για βαρέα επαγγελματικά οχήματα χαμηλών εκπομπών μόνο εάν οι εκπομπές CO2 είναι χαμηλότερες από το ήμισυ των εκπομπών αναφοράς CO2 όλων των οχημάτων στην επιμέρους ομάδα οχημάτων στην οποία ανήκει το βαρύ επαγγελματικό όχημα. Αυτό θα ενθάρρυνε την καινοτομία στον συγκεκριμένο τομέα.

(30)

Κατά τον σχεδιασμό του μηχανισμού παροχής κινήτρων για την ανάπτυξη βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών εκπομπών θα πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν και μικρότερα φορτηγά που δεν υπόκεινται στους στόχους για μείωση στις εκπομπές CO2 βάσει του παρόντος κανονισμού. Τα εν λόγω οχήματα έχουν επίσης σημαντικά οφέλη όσον αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις πόλεις. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κίνητρα είναι ισορροπημένα μεταξύ των διαφόρων τύπων οχημάτων, η μείωση των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 ενός κατασκευαστή που προκύπτει από τα μικρότερα φορτηγά μηδενικών εκπομπών θα πρέπει επίσης να υπόκειται σε ανώτατο όριο.

(31)

Προκειμένου να προωθηθεί η αποδοτική εφαρμογή των απαιτήσεων μείωσης των εκπομπών CO2, λαμβανομένων παράλληλα υπόψη των διακυμάνσεων της σύνθεσης του στόλου βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και των εκπομπών CO2 κατά τη διάρκεια των ετών, οι κατασκευαστές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εξισορροπήσουν την υψηλή τους απόδοση ως προς τη συμμόρφωσή τους με τον ειδικό στόχο εκπομπών CO2 σε ένα έτος με τυχόν χαμηλή απόδοση σε ένα άλλο έτος.

(32)

Προκειμένου να δοθούν κίνητρα για τις πρώτες μειώσεις εκπομπών CO2, ένας κατασκευαστής του οποίου οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 βρίσκονται χαμηλότερα από την πορεία μείωσης των εκπομπών CO2 που καθορίζεται από τις εκπομπές CO2 αναφοράς και τον στόχο των εκπομπών CO2 του 2025, θα πρέπει να είναι σε θέση να αποταμιεύσει τα εν λόγω πιστωτικά μόρια εκπομπών CO2 με σκοπό να συμμορφωθεί με τον στόχο του 2025. Ομοίως, ένας κατασκευαστής του οποίου οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 είναι χαμηλότερες από την πορεία μείωσης των εκπομπών CO2 μεταξύ του στόχου για το 2025 και του στόχου που θα ισχύει από το 2030 και εξής, θα πρέπει να είναι σε θέση να αποταμιεύσει τα εν λόγω πιστωτικά μόρια εκπομπών CO2 με σκοπό να συμμορφωθεί με τον στόχο των εκπομπών CO2 κατά την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2025 έως την 30ή Ιουνίου 2030.

(33)

Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τον στόχο ειδικών εκπομπών CO2 κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε από τις δωδεκάμηνες περιόδους αναφοράς από την 1η Ιουλίου 2025 έως την 30ή Ιουνίου 2030, ο κατασκευαστής θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει περιορισμένα χρεωστικά μόρια εκπομπών. Ωστόσο, οι κατασκευαστές θα πρέπει να εκκαθαρίσουν τα υπόλοιπα χρεωστικά μόρια εκπομπών στην περίοδο αναφοράς του 2029 που λήγει στις 30 Ιουνίου 2030.

(34)

Τα πιστωτικά και τα χρεωστικά μόρια εκπομπών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο για τον προσδιορισμό της συμμόρφωσης του κατασκευαστή με τον στόχο ειδικών εκπομπών CO2 και όχι ως περιουσιακά στοιχεία που είναι μεταβιβάσιμα ή υπόκεινται σε φορολογικά μέτρα.

(35)

Η Επιτροπή θα πρέπει να επιβάλει χρηματική ποινή, υπό μορφή τιμήματος υπέρβασης εκπομπών CO2, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ένας κατασκευαστής έχει υπερβολικές εκπομπές CO2, λαμβάνοντας υπόψη τα πιστωτικά και χρεωστικά μόρια εκπομπών. Οι πληροφορίες σχετικά με τις υπερβάσεις εκπομπών CO2 των κατασκευαστών θα πρέπει να δημοσιοποιούνται. Προκειμένου να παρασχεθούν επαρκή κίνητρα στους κατασκευαστές να λάβουν μέτρα για τη μείωση των ειδικών εκπομπών CO2 από τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, είναι σημαντικό το τίμημα να υπερβαίνει το μέσο οριακό κόστος των τεχνολογιών που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων των εκπομπών CO2. Η μεθοδολογία είσπραξης των τιμημάτων θα πρέπει να καθορίζεται με εκτελεστική πράξη, με βάση τη μεθοδολογία που θεσπίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Το τίμημα θα πρέπει να θεωρείται έσοδο για τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης που πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/631, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τη δυνατότητα διάθεσης των εν λόγω ποσών σε ένα ειδικό ταμείο ή σε ένα σχετικό πρόγραμμα που έχει ως στόχο να εξασφαλίσει μια δίκαιη μετάβαση προς την κινητικότητα μηδενικών εκπομπών και να στηρίξει την επανεκπαίδευση, την αναβάθμιση δεξιοτήτων και τη διαμόρφωση άλλων δεξιοτήτων κατάρτισης των εργαζομένων στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας.

(36)

Απαιτείται άρτιος μηχανισμός συμμόρφωσης ώστε να διασφαλισθεί η εκπλήρωση των στόχων των εκπομπών CO2 που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Οι υποχρεώσεις που υπέχουν οι κατασκευαστές για την παροχή ακριβών δεδομένων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956 και τα διοικητικά πρόστιμα που ενδέχεται να επιβληθούν σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση αυτή, συμβάλλουν στην εξασφάλιση της ορθότητας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για σκοπούς συμμόρφωσης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

(37)

Για την επίτευξη των μειώσεων των εκπομπών CO2 σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι εκπομπές CO2 από εν χρήσει βαρέα επαγγελματικά οχήματα θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις τιμές που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τα μέτρα εφαρμογής του. Επομένως, θα πρέπει να επιτρέπεται στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη, κατά τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 για έναν κατασκευαστή, τις περιπτώσεις συστημικής μη συμμόρφωσης που ίσως έχουν διαπιστωθεί από τις αρχές έγκρισης τύπου σχετικά με τις εκπομπές CO2 των εν χρήσει βαρέων επαγγελματικών οχημάτων.

(38)

Για να είναι σε θέση να λάβει τέτοιου είδους μέτρα, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τις εξουσίες να θεσπίζει και να εφαρμόζει διαδικασία επαλήθευσης της αντιστοιχίας μεταξύ των εκπομπών CO2 των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων εν χρήσει, όπως καθορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009, και τα μέτρα εφαρμογής του, και τις τιμές εκπομπών CO2 που καταγράφονται στα πιστοποιητικά συμμόρφωσης, τις ατομικές πιστοποιήσεις έγκρισης ή στους φακέλους πληροφοριών πελάτη. Κατά την ανάπτυξη της εν λόγω διαδικασίας, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στον εντοπισμό μεθόδων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης δεδομένων από συσκευές επί του οχήματος για την παρακολούθηση των καυσίμων και/ή της κατανάλωσης ενέργειας, για την ανίχνευση στρατηγικών μέσω των οποίων οι επιδόσεις CO2 του οχήματος βελτιώνονται τεχνητά κατά τη διαδικασία πιστοποίησης. Όταν διαπιστώνονται αποκλίσεις ή στρατηγικές που βελτιώνουν τεχνητά τις επιδόσεις του οχήματος από πλευράς εκπομπών CO2, τα εν λόγω πορίσματα πρέπει να θεωρούνται επαρκείς λόγοι για να εικάζεται ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), και τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με το κεφάλαιο XI του κανονισμού (ΕΕ) 2018/858.

(39)

Η αποτελεσματικότητα των στόχων των εκπομπών CO2 που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντιπροσωπευτικότητα σε πραγματικές συνθήκες της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των εκπομπών CO2. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του μηχανισμού επιστημονικών συμβουλών (SAM) του 2016 όσον αφορά τα ελαφρά επαγγελματικά οχήματα και τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε συνέχεια της έρευνας σχετικά με τις μετρήσεις εκπομπών στην αυτοκινητοβιομηχανία, είναι σκόπιμο, στην περίπτωση των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, να δημιουργηθεί μηχανισμός αξιολόγησης της αντιπροσωπευτικότητας των τιμών των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης ενέργειας που καθορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2400. Ο πλέον αξιόπιστος τρόπος για να εξασφαλιστεί η αντιπροσωπευτικότητα σε πραγματικές συνθήκες των εν λόγω τιμών είναι η χρήση δεδομένων από τις συσκευές παρακολούθησης της κατανάλωσης καυσίμου και/ή κατανάλωσης ενέργειας επί του οχήματος. Η Επιτροπή θα πρέπει επομένως να έχει τις εξουσίες να αναπτύσσει τις αναγκαίες διαδικασίες για τη συλλογή και την επεξεργασία των δεδομένων κατανάλωσης καυσίμων και ενέργειας που απαιτούνται για τη διενέργεια των εν λόγω αξιολογήσεων και να διασφαλίζει τη δημοσιοποίηση των εν λόγω δεδομένων, προβλέποντας παράλληλα την προστασία οιωνδήποτε δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(40)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο τα δεδομένα για την κατανάλωση καυσίμου και ενέργειας μπορούν να συμβάλουν ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εκπομπές CO2 του οχήματος που καθορίζονται με βάση το εργαλείο VECTO σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τα μέτρα εφαρμογής του παραμένουν αντιπροσωπευτικές των πραγματικών εκπομπών CO2 σε βάθος χρόνου για όλους τους κατασκευαστές και, ακριβέστερα, τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παρακολουθείται το χάσμα μεταξύ των τιμών εκπομπών CO2που καθορίζονται με βάση το εργαλείο VECTO και των πραγματικών εκπομπών CO2 και, όπου είναι αναγκαίο, να αποτρέπεται η διεύρυνση του εν λόγω χάσματος.

(41)

Το 2022, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των προτύπων αποδόσεων για τις εκπομπές CO2 που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα το επίπεδο των μειώσεων εκπομπών CO2 που πρέπει να επιτευχθούν έως το 2030, τις λεπτομέρειες που θα πρέπει να είναι διαθέσιμες για την επίτευξη του στόχου αυτού και πέραν αυτού, καθώς και τη θέσπιση στόχων μείωσης των εκπομπών CO2 για άλλους τύπους βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, όπως μικρά φορτηγά, επαγγελματικά οχήματα, λεωφορεία, πούλμαν και ρυμουλκούμενα. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει, αποκλειστικά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα θέματα που άπτονται των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και των συνδυασμών οχημάτων, λαμβανομένων υπόψη των βαρών και διαστάσεων που ισχύουν για τις εθνικές μεταφορές, φέρ’ ειπείν, των σπονδυλωτών και διατροπικών εννοιών, ενώ θα αξιολογούνται και οι ενδεχόμενες πτυχές ασφάλειας και αποτελεσματικότητας των μεταφορών, οι διατροπικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, ο αντίκτυπος στις υποδομές, το αντίρροπο αποτέλεσμα καθώς και η γεωγραφική κατάσταση των κρατών μελών.

(42)

Είναι σημαντικό να αξιολογούνται οι εκπομπές CO2 ολόκληρου του κύκλου ζωής από βαρέα επαγγελματικά οχήματα σε επίπεδο Ένωσης. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει, όχι αργότερα από το 2023, να αξιολογήσει τη δυνατότητα ανάπτυξης κοινής ενωσιακής μεθοδολογίας για την αξιολόγηση και τη συνεπή υποβολή στοιχείων σχετικά με τις εκπομπές CO2 ολόκληρου κύκλου ζωής των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει μέτρα επακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, νομοθετικών προτάσεων.

(43)

Για να εξασφαλιστεί ότι οι ειδικές εκπομπές CO2 των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων παραμένουν αντιπροσωπευτικές και πλήρως ενημερωμένες, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αντανακλά τις τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009, και των μέτρων εφαρμογής του που επηρεάζουν τις εν λόγω ειδικές εκπομπές CO2. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να καθορίσει μεθοδολογία για τον ορισμό ενός αντιπροσωπευτικού βαρέος επαγγελματικού οχήματος για κάθε επιμέρους ομάδα οχημάτων, με βάση την οποία θα πρέπει να αξιολογούνται οι μεταβολές των ειδικών εκπομπών CO2.

(44)

Για να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή οι εκτελεστικές αρμοδιότητες σχετικά με τη δημοσίευση μίας λίστας ορισμένων δεδομένων και των επιδόσεων των κατασκευαστών.

(45)

Για να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή οι εκτελεστικές αρμοδιότητες σχετικά με την ταυτοποίηση οχημάτων που είναι πιστοποιημένα ως επαγγελματικά οχήματα και την εφαρμογή διορθώσεων στις ετήσιες μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή, τη συλλογή του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών CO2, την αναφορά αποκλίσεων στις εκπομπές CO2 και τον συνυπολογισμό τους κατά τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2, την αξιολόγηση της εφαρμογής των όρων βάσει των οποίων έχουν προσδιοριστεί οι εκπομπές αναφοράς CO2 και τα κριτήρια για να προσδιοριστεί κατά πόσον οι εν λόγω εκπομπές έχουν αυξηθεί αδικαιολόγητα και, εάν ναι, πώς πρέπει να διορθωθούν, τη διασφάλιση ότι οι ορισμένες παράμετροι σχετικά με τις εκπομπές CO2 και την κατανάλωση ενέργειας βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σε πραγματικές συνθήκες διατίθενται διαστήματα στην Επιτροπή, τη διεξαγωγή επαληθεύσεων για τις τιμές εκπομπών CO2 και κατανάλωσης καυσίμου που καταγράφονται στους φακέλους πληροφοριών πελάτη ότι αντιστοιχούν στις εκπομπές CO2 και στην κατανάλωση καυσίμου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων εν χρήσει και την παρουσία στρατηγικών που βελτιώνουν τεχνητά τις επιδόσεις του οχήματος κατά τις δοκιμές που εκτελούνται ή τους υπολογισμούς που γίνονται, καθώς και τον ορισμό ενός ή περισσοτέρων αντιπροσωπευτικών οχημάτων μιας επιμέρους ομάδας οχημάτων με βάση τους οποίους καθορίζεται η προσαρμογή. Για να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες σχετικά με τον προσδιορισμό ορισμένων πτυχών των περιβαλλοντικών επιδόσεων των οχημάτων των κατηγοριών M2, M3, N2, N3, O3 και O4. Οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παρούσα αιτιολογική σκέψη θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(46)

Προκειμένου να τροποποιηθούν ή να συμπληρωθούν μη ουσιώδη στοιχεία των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή όσον αφορά την αναπροσαρμογή των εκπομπών αναφοράς CO2, όσον αφορά τον καθορισμό των κατευθυντηρίων αρχών και κριτηρίων για τον ορισμό των διαδικασιών επαλήθευσης των εκπομπών CO2 βαρέων επαγγελματικών οχημάτων εν χρήσει και σύμφωνα με την τροποποίηση των παραρτημάτων του παρόντος κανονισμού για ορισμένες τεχνικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένων των διορθωτικών συντελεστών των συντελεστών στάθμισης των προφίλ χρήσης, των τιμών των ωφέλιμων φορτίων και των τιμών των ετήσιων διανυθέντων χιλιομέτρων, καθώς και των συντελεστών προσαρμογής του ωφέλιμου φορτίου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες θα πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (12). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί ισότιμη συμμετοχή στην εκπόνηση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους θα πρέπει να έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την εκπόνηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(47)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση προτύπων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(48)

Συνεπώς, οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και (ΕΕ) 2018/956, καθώς και η οδηγία 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου (13) θα πρέπει επίσης να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και στόχος

Προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της Ένωσης για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 30 % κάτω από τα επίπεδα του 2005 το 2030 στους τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/842, και στην επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, και για να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ο παρών κανονισμός καθορίζει απαιτήσεις για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, με βάση τα οποία οι εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων της ΕΕ μειώνονται σε σύγκριση με τις εκπομπές αναφοράς CO2 ως εξής:

α)

για τις περιόδους υποβολής στοιχείων του έτους 2025 και εξής κατά 15 %·

β)

για τις περιόδους υποβολής στοιχείων του έτους 2030 και εξής κατά 30 %, εκτός αν αποφασιστεί διαφορετικά σύμφωνα με την επανεξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 15.

Οι εκπομπές αναφοράς CO2 βασίζονται στα δεδομένα παρακολούθησης που αναφέρονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956 για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2019 έως την 30ή Ιουνίου 2020 («η περίοδος αναφοράς»), εξαιρουμένων των επαγγελματικών οχημάτων, και υπολογίζονται σύμφωνα με το σημείο 3 του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα κατηγοριών N2 και N3 που πληρούν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

συμπαγή φορτηγά με διάταξη αξόνων 4x2 και μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα έμφορτου οχήματος άνω των 16 τόνων·

β)

συμπαγή φορτηγά με διάταξη αξόνων 6x2·

γ)

ελκυστήρες με διάταξη αξόνων 4x2 και μέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα έμφορτου οχήματος άνω των 16 τόνων· και

δ)

ελκυστήρες με διάταξη αξόνων 6x2.

Εφαρμόζεται επίσης, για τους σκοπούς του άρθρου 5 και του σημείου 2.3 του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού, στα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα της κατηγορίας Ν που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 510/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) και δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου.

Οι κατηγορίες οχημάτων που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου παραπέμπουν στις κατηγορίες οχημάτων που ορίζονται στο παράρτημα II της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

2.   Τα οχήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεωρούνται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα σε μια δεδομένη περίοδο 12 μηνών με αφετηρία την 1η Ιουλίου, εάν έχουν ταξινομηθεί στην Ένωση για πρώτη φορά κατά την περίοδο αυτή και δεν έχουν ταξινομηθεί παλαιότερα εκτός της Ένωσης.

Δεν λαμβάνεται υπόψη προηγούμενη ταξινόμηση εκτός της Ένωσης που έγινε λιγότερο από τρεις μήνες πριν από την ταξινόμηση στην Ένωση.

3.   Η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, ειδική διαδικασία για την ταυτοποίηση βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που είναι πιστοποιημένα ως επαγγελματικά οχήματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τα μέτρα εφαρμογής του, αλλά δεν έχουν ταξινομηθεί ως τέτοια, και εφαρμόζει διορθώσεις στις ετήσιες μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή, ώστε να λαμβάνονται υπόψη αυτά τα οχήματα, με αφετηρία την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2021 και για κάθε μεταγενέστερη περίοδο υποβολής στοιχείων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«εκπομπές αναφοράς CO2»: ο μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων που αναφέρεται στο άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο όλων των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σε κάθε μία από τις επιμέρους ομάδες οχημάτων, εξαιρουμένων των επαγγελματικών οχημάτων, που καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο 3 του παραρτήματος I·

2)

«ειδικές εκπομπές CO2»: οι εκπομπές CO2 ενός μεμονωμένου βαρέος επαγγελματικού οχήματος που καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο 2.1 του παραρτήματος I·

3)

«περίοδος υποβολής στοιχείων του έτους Y»: η περίοδος από την 1η Ιουλίου του έτους Υ έως την 30ή Ιουνίου του έτους Y+1·

4)

«μέσες ειδικές εκπομπές CO2»: ο μέσος όρος των ειδικών εκπομπών CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων ενός κατασκευαστή σε μια δεδομένη περίοδο υποβολής στοιχείων που καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 2.7 του παραρτήματος I·

5)

«στόχος ειδικών εκπομπών CO2»: ο στόχος εκπομπών CO2 ενός μεμονωμένου κατασκευαστή, ο οποίος εκφράζεται σε g/tkm και καθορίζεται ετησίως για την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων σύμφωνα με το σημείο 4 του παραρτήματος I·

6)

«συμπαγές φορτηγό»: φορτηγό που δεν είναι σχεδιασμένο ή κατασκευασμένο για την έλξη ημιρυμουλκουμένου·

7)

«ελκυστήρας»: μονάδα ελκυστήρα που έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί αποκλειστικά ή κυρίως για την έλξη ημιρυμουλκουμένων·

8)

«επιμέρους ομάδα οχημάτων»: ομάδα οχημάτων, όπως ορίζεται στο σημείο 1 του παραρτήματος I, τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα κοινό και διακριτικό σύνολο τεχνικών κριτηρίων σχετικά με τον προσδιορισμό των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου των οχημάτων αυτών·

9)

«επαγγελματικό όχημα»: βαρύ επαγγελματικό όχημα για το οποίο έχουν προσδιοριστεί οι εκπομπές CO2 και η κατανάλωση καυσίμου, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και των μέτρων εφαρμογής του, μόνο για προφίλ χρήσης πλην αυτών που ορίζονται στο σημείο 2.1 του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού·

10)

«κατασκευαστής»: το πρόσωπο ή ο φορέας που είναι υπεύθυνος για την υποβολή των δεδομένων που αφορούν νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/956 ή, στην περίπτωση βαρέων επαγγελματικών οχημάτων χαμηλών εκπομπών, το πρόσωπο ή ο φορέας που είναι υπεύθυνος έναντι της εγκριτικής αρχής για όλες τις πτυχές της κοινοτικής διαδικασίας έγκρισης τύπου συνολικών οχημάτων ή της διαδικασίας μεμονωμένης έγκρισης σύμφωνα με την οδηγία 2007/46/ΕΚ και για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της παραγωγής·

11)

«βαρύ επαγγελματικό όχημα μηδενικών εκπομπών»: βαρύ επαγγελματικό όχημα χωρίς κινητήρα εσωτερικής καύσης ή με κινητήρα εσωτερικής καύσης που εκπέμπει λιγότερο από 1 g CO2/kWh όπως καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τα μέτρα εφαρμογής του ή που εκπέμπει λιγότερο από 1 g CO2/km όπως καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) και τα μέτρα εφαρμογής του·

12)

«βαρύ επαγγελματικό όχημα χαμηλών εκπομπών»: βαρύ επαγγελματικό όχημα, το οποίο δεν είναι βαρύ επαγγελματικό όχημα μηδενικών εκπομπών, με ειδικές εκπομπές CO2 κατά ποσοστό μικρότερο από το ήμισυ των εκπομπών αναφοράς CO2 όλων των οχημάτων της επιμέρους ομάδας οχημάτων στην οποία ανήκει το βαρύ επαγγελματικό όχημα, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 2.3.3 του παραρτήματος I·

13)

«προφίλ χρήσης»: συνδυασμός κύκλου ταχύτητας στόχου, τιμής ωφέλιμου φορτίου, διάταξης αμαξώματος ή ρυμουλκούμενου και άλλων παραμέτρων, κατά περίπτωση, που αντικατοπτρίζει την ειδική χρήση ενός οχήματος, με βάση τον οποίο καθορίζονται οι επίσημες εκπομπές CO2 και η κατανάλωση καυσίμου ενός βαρέος επαγγελματικού οχήματος·

14)

«κύκλος ταχύτητας στόχου»: η περιγραφή της ταχύτητας του οχήματος την οποία ο οδηγός επιθυμεί να επιτύχει ή στην οποία περιορίζεται από τις συνθήκες κυκλοφορίας, σε συνάρτηση με την απόσταση που καλύπτεται σε μια διαδρομή·

15)

«ωφέλιμο φορτίο»: το βάρος των εμπορευμάτων που μεταφέρει ένα όχημα υπό διαφορετικές συνθήκες.

Άρθρο 4

Μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή

Από την 1η Ιουλίου 2020 και σε κάθε μεταγενέστερη περίοδο υποβολής στοιχείων, η Επιτροπή καθορίζει, για κάθε κατασκευαστή τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 σε g/tkm για την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τα δεδομένα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956 για τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα του κατασκευαστή που ταξινομήθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων, εξαιρουμένων των επαγγελματικών οχημάτων· και

β)

τον συντελεστή μηδενικών και χαμηλών εκπομπών που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5.

Οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο 2.7 του παραρτήματος I.

Άρθρο 5

Βαρέα επαγγελματικά οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών

1.   Από την 1η Ιουλίου 2020 και για κάθε μεταγενέστερη περίοδο υποβολής στοιχείων, η Επιτροπή καθορίζει, για κάθε κατασκευαστή τον συντελεστή μηδενικών και χαμηλών εκπομπών) για την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων.

Ο συντελεστής μηδενικών και χαμηλών εκπομπών λαμβάνει υπόψη τον αριθμό και τις εκπομπές CO2 βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών στον στόλο του κατασκευαστή σε μια περίοδο υποβολής στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών εκπομπών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, καθώς και των επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών, και καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 2.3 του παραρτήματος I.

2.   Για τις περιόδους υποβολής στοιχείων από το 2019 έως το 2024, τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών υπολογίζονται για τους σκοπούς της παραγράφου 1 ως εξής:

α)

ένα βαρύ επαγγελματικό όχημα μηδενικών εκπομπών υπολογίζεται ως δύο οχήματα· και

β)

ένα βαρύ επαγγελματικό όχημα χαμηλών εκπομπών υπολογίζεται ως έως και δύο οχήματα σε συνάρτηση με τις ειδικές εκπομπές CO2 και το κατώτατο επίπεδο χαμηλών εκπομπών της επιμέρους ομάδας οχημάτων στην οποία ανήκει το όχημα όπως ορίζεται στο σημείο 2.3.3 του παραρτήματος I.

Ο συντελεστής μηδενικών και χαμηλών εκπομπών καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 2.3.1 του παραρτήματος I.

3.   Για τις περιόδους υποβολής στοιχείων από το 2025, και εξής, ο συντελεστής μηδενικών και χαμηλών εκπομπών καθορίζεται βάσει δείκτη αναφοράς 2 % σύμφωνα με το σημείο 2.3.2 του παραρτήματος I.

4.   Ο συντελεστής μηδενικών και χαμηλών εκπομπών μειώνει τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή κατά 3 % κατ’ ανώτατο όριο. Η συμβολή των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων μηδενικών εκπομπών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στον εν λόγω συντελεστή μειώνει τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή κατά 1,5 % κατ’ ανώτατο όριο.

Άρθρο 6

Στόχοι ειδικών εκπομπών CO2 ενός κατασκευαστή

Από την 1η Ιουλίου 2026 και για κάθε μεταγενέστερη περίοδο υποβολής στοιχείων, η Επιτροπή καθορίζει, για κάθε κατασκευαστή, στόχο ειδικών εκπομπών CO2 για την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων. Ο εν λόγω στόχος ειδικών εκπομπών CO2 είναι το άθροισμα, για όλες τις επιμέρους ομάδες οχημάτων των προϊόντων, των ακόλουθων τιμών:

α)

του στόχου μείωσης των εκπομπών CO2 που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α) ή β), κατά περίπτωση·

β)

των εκπομπών αναφοράς CO2·

γ)

του μεριδίου των οχημάτων του κατασκευαστή σε κάθε επιμέρους ομάδα οχημάτων·

δ)

των συντελεστών στάθμισης των ετήσιων διανυθέντων χιλιομέτρων και του ωφέλιμου φορτίου που εφαρμόζονται σε κάθε επιμέρους ομάδα οχημάτων.

Ο στόχος ειδικών εκπομπών CO2 καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 4 του παραρτήματος I.

Άρθρο 7

Πιστωτικά μόρια και χρέη εκπομπών

1.   Για τους σκοπούς του προσδιορισμού της συμμόρφωσης του κατασκευαστή με τους στόχους ειδικών εκπομπών CO2 κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών 2025 έως 2029, λαμβάνονται υπόψη τα πιστωτικά ή χρεωστικά μόρια εκπομπών που καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο 5 του παραρτήματος I, που αντιστοιχούν στον αριθμό των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, εξαιρουμένων των επαγγελματικών οχημάτων, του κατασκευαστή σε μια περίοδο υποβολής στοιχείων, πολλαπλασιαζόμενα με:

α)

τη διαφορά μεταξύ της πορείας μείωσης των εκπομπών CO2 όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 και των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 του εν λόγω κατασκευαστή, εάν η λόγω διαφορά είναι θετική («πιστωτικά μόρια εκπομπών»)· ή

β)

τη διαφορά μεταξύ των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 και του στόχου ειδικών εκπομπών CO2 του εν λόγω κατασκευαστή, εάν η εν λόγω διαφορά είναι θετική («χρεωστικά μόρια εκπομπών»).

Τα πιστωτικά μόρια εκπομπών αποκτώνται κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών 2019 έως 2029. Ωστόσο, τα πιστωτικά μόρια εκπομπών που θα αποκτηθούν κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών 2019 έως 2024 λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της συμμόρφωσης του κατασκευαστή με τον στόχο ειδικών εκπομπών CO2 της περιόδου υποβολής στοιχείων του έτους 2025 και μόνο.

Τα χρεωστικά μόρια εκπομπών αποκτώνται κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών 2025 έως 2029. Ωστόσο, το σύνολο των χρεωστικών μορίων εκπομπών ενός κατασκευαστή δεν υπερβαίνει το 5 % του στόχου ειδικών εκπομπών CO2 του κατασκευαστή κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2025, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων του κατασκευαστή κατά την περίοδο αυτή («όριο χρεωστικών μορίων εκπομπών»).

Τα πιστωτικά μόρια εκπομπών και τα χρεωστικά μόρια εκπομπών που θα αποκτηθούν κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών 2025 έως 2028 μεταφέρονται, εφόσον υπάρχουν, από μία περίοδο υποβολής στοιχείων στην επόμενη περίοδο υποβολής στοιχείων. Τυχόν υπόλοιπα χρεωστικά μόρια εκπομπών εκκαθαρίζονται στην περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2029.

2.   Η πορεία μείωσης των εκπομπών CO2 καθορίζεται για κάθε κατασκευαστή σύμφωνα με το σημείο 5.1 του παραρτήματος I, με βάση μια γραμμική πορεία μεταξύ των εκπομπών αναφοράς CO2 που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο και του στόχου εκπομπών CO2 για την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2025 όπως ορίζεται στην πρώτη παράγραφο στοιχείο α) του εν λόγω άρθρου, και μεταξύ του στόχου εκπομπών CO2 για την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2025 και του στόχου εκπομπών CO2 για τις περιόδους υποβολής στοιχείων του έτους 2030 και εξής όπως καθορίζονται στην πρώτη παράγραφο, στοιχείο β του εν λόγω άρθρου.

Άρθρο 8

Συμμόρφωση με τους στόχους ειδικών εκπομπών CO2

1.   Όταν διαπιστώνεται ότι ένας κατασκευαστής έχει σημειώσει υπέρβαση εκπομπών CO2 κατά την έννοια της παραγράφου 2 σε δεδομένη περίοδο υποβολής στοιχείων από το 2025 και εξής, η Επιτροπή επιβάλλει τίμημα υπέρβασης εκπομπών CO2 υπολογιζόμενο σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

α)

από το 2025 έως το 2029,

(Τίμημα υπέρβασης εκπομπών CO2) = (Υπέρβαση εκπομπών CO2 x 4 250 ευρώ/gCO2/tkm)

β)

από το 2030 και εξής,

(Τίμημα υπέρβασης εκπομπών CO2) = (Υπέρβαση εκπομπών CO2 x 6 800 ευρώ/gCO2/tkm).

2.   Ο κατασκευαστής θεωρείται ότι έχει σημειώσει υπέρβαση εκπομπών CO2 σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν, σε οποιαδήποτε από τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών 2025 έως 2028, το άθροισμα των χρεωστικών μορίων εκπομπών μείον το άθροισμα των πιστωτικών μορίων εκπομπών υπερβαίνει το όριο των χρεωστικών μορίων εκπομπών που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο·

β)

όταν, κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2029, το άθροισμα των χρεωστικών μορίων εκπομπών μείον το άθροισμα των πιστωτικών μορίων εκπομπών είναι θετικό·

γ)

όταν, από την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2030 και εξής, οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2του κατασκευαστή υπερβαίνουν τον στόχο των οικείων ειδικών εκπομπών CO2.

Η υπέρβαση εκπομπών CO2 σε δεδομένη περίοδο υποβολής στοιχείων υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 6 του παραρτήματος I.

3.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, ορίζει τα μέσα για την είσπραξη του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών CO2 που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 2.

4.   Τα ποσά από το τίμημα υπέρβασης εκπομπών CO2 θεωρούνται έσοδο για τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 9

Επαλήθευση των δεδομένων παρακολούθησης

1.   Οι αρχές έγκρισης τύπου αναφέρουν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή τυχόν αποκλίσεις όσον αφορά τις τιμές των εκπομών CO2 των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων εν χρήσει σε σύγκριση με τις τιμές που αναγράφονται στα πιστοποιητικά συμμόρφωσης ή στον φάκελο με πληροφορίες για τον πελάτη που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400, οι οποίες διαπιστώνονται ύστερα από επαληθεύσεις που διενεργούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 13 του παρόντος κανονισμού.

2.   Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις αποκλίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατά τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 ενός κατασκευαστή.

3.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες αναφοράς αυτού του είδους των αποκλίσεων και με τον συνυπολογισμό τους κατά τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Αξιολόγηση των εκπομπών αναφοράς CO2

Για να διασφαλιστούν η αξιοπιστία και η αντιπροσωπευτικότητα των εκπομπών αναφοράς CO2 που θα χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον καθορισμό των στόχων εκπομπής CO2 όλου του στόλου της ΕΕ, η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τη μεθοδολογία αξιολόγησης της εφαρμογής των όρων βάσει των οποίων έχουν προσδιοριστεί οι εκπομπές αναφοράς CO2 και έχουν θεσπισθεί τα κριτήρια για να προσδιοριστεί κατά πόσον οι εν λόγω εκπομπές έχουν αυξηθεί αδικαιολόγητα και, εάν ναι, να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποία πρέπει να διορθωθούν.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 2.

Άρθρο 11

Δημοσίευση των δεδομένων και των επιδόσεων των κατασκευαστών

1.   Έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους, η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις που θα εκδίδονται δημοσιεύει κατάλογο ο οποίος αναφέρει:

α)

από την 1η Ιουλίου 2020, για κάθε κατασκευαστή, τις οικείες μέσες ειδικές εκπομπές CO2 κατά την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων, που αναφέρονται στο άρθρο 4·

β)

από την 1η Ιουλίου 2020, για κάθε κατασκευαστή, τον συντελεστή μηδενικών και χαμηλών εκπομπών κατά την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων, που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1·

γ)

από την 1η Ιουλίου 2026, για κάθε κατασκευαστή, τον στόχο ειδικών εκπομπών CO2 για την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων, που αναφέρεται στο άρθρο 6·

δ)

από την 1η Ιουλίου 2020 έως την 30ή Ιουνίου 2031, για κάθε κατασκευαστή, την πορεία μείωσης των εκπομπών CO2, τα πιστωτικά μόρια εκπομπών του και, από την 1η Ιουλίου 2026 έως την 30ή Ιουνίου 2031, τα χρεωστικά μόρια εκπομπών του κατά την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων, που αναφέρονται στο άρθρο 7·

ε)

από την 1η Ιουλίου 2026, για κάθε κατασκευαστή, την οικεία υπέρβαση εκπομπών CO2 για την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων, που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1·

στ)

από την 1η Ιουλίου 2020, τον μέσο όρο ειδικών εκπομπών CO2 όλων των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που ταξινομήθηκαν στην Ένωση κατά την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων.

Ο κατάλογος για τη δημοσίευση έως την 30ή Απριλίου 2021, περιλαμβάνει τις εκπομπές αναφοράς CO2 που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 17 για την προσαρμογή των εκπομπών αναφοράς CO2, σύμφωνα με τα εξής:

α)

όταν οι συντελεστές στάθμισης των προφίλ χρήσης ή οι τιμές του ωφέλιμου φορτίου έχουν προσαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή γ), εφαρμόζοντας τη διαδικασία που ορίζεται στο σημείο 1 του παραρτήματος II·

β)

όταν έχουν καθοριστεί συντελεστές προσαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2, με την εφαρμογή των εν λόγω συντελεστών προσαρμογής στις εκπομπές αναφοράς CO2.

γ)

όταν έχει καθοριστεί αδικαιολόγητη αύξηση στις τιμές αναφοράς CO2 σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο άρθρο 10, με τη διόρθωση των εκπομπών αναφοράς CO2 έως τις 30 Απριλίου 2022 το αργότερο.

Η Επιτροπή δημοσιεύει τις αναθεωρημένες τιμές για τις εκπομπές αναφοράς CO2 και εφαρμόζει τις εν λόγω τιμές για τον υπολογισμό των ειδικών στόχων εκπομπών CO2 του κατασκευαστή που ισχύουν κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείων αρχής γενομένης από την ημερομηνία εφαρμογής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων για την προσαρμογή των τιμών.

Άρθρο 12

Εκπομπές CO2 και κατανάλωση ενέργειας σε πραγματικές συνθήκες

1.   Η Επιτροπή παρακολουθεί και αξιολογεί την αντιπροσωπευτικότητα σε πραγματικές συνθήκες των τιμών εκπομπών CO2 και κατανάλωσης ενέργειας που προσδιορίζονται εντός του πλαισίου του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009.

Επιπλέον, η Επιτροπή συλλέγει ανά τακτά διαστήματα δεδομένα σχετικά με τις εκπομπές CO2 και την κατανάλωση ενέργειας των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων χρησιμοποιώντας συσκευές επί του οχήματος για την παρακολούθηση της κατανάλωσης καυσίμων και/ή ενέργειας, αρχής γενομένης από τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που θα ταξινομηθούν από την ημερομηνία εφαρμογής των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 5γ στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009.

Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι το κοινό ενημερώνεται για την εξέλιξη αυτής της αντιπροσωπευτικότητας με την πάροδο του χρόνου.

2.   Για τον σκοπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι οι ακόλουθες παράμετροι σχετικά με τις εκπομπές CO2 και την κατανάλωση ενέργειας βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σε πραγματικές συνθήκες διατίθενται ανά τακτά διαστήματα στην Επιτροπή, αρχής γενομένης από την ημερομηνία εφαρμογής των μέτρων που αναφέρεται στο άρθρο 5γ στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009, από κατασκευαστές, εθνικές αρχές ή μέσω της άμεσης διαβίβασης δεδομένων από οχήματα, ανάλογα με την περίπτωση:

α)

αναγνωριστικός αριθμός οχήματος·

β)

καύσιμο και ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώθηκαν·

γ)

συνολική διανυθείσα απόσταση·

δ)

ωφέλιμο φορτίο·

ε)

για υβριδικά ηλεκτρικά βαρέα επαγγελματικά οχήματα που φορτίζονται εξωτερικά, το καύσιμο και η ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώθηκαν και η διανυθείσα απόσταση όπως κατανέμονται με βάση τους διαφορετικούς τρόπους οδήγησης·

στ)

άλλες παραμέτρους αναγκαίες για να εξασφαλίζεται η τήρηση της υποχρέωσης που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Η Επιτροπή επεξεργάζεται τα δεδομένα δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου που λαμβάνει προκειμένου να δημιουργήσει ανωνυμοποιημένο και συγκεντρωτικό σύνολο δεδομένων, μεταξύ άλλων ανά κατασκευαστή, για τους σκοπούς της παραγράφου 1. Οι αριθμοί ταυτοποίησης οχήματος χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό της επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων και δεν διατηρούνται περισσότερο από όσο χρειάζεται για τον σκοπό αυτό.

3.   Για να αποτραπεί η αύξηση του χάσματος των εκπομπών σε πραγματικές συνθήκες, η Επιτροπή, το αργότερο δύο έτη και πέντε μήνες μετά την ημερομηνία εφαρμογής των μέτρων που αναφέρεται στο άρθρο 5γ στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009, αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα δεδομένα κατανάλωσης καυσίμου και ενέργειας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τιμές εκπομπών CO2 και κατανάλωσης ενέργειας του οχήματος που προσδιορίζονται σύμφωνα με τον ανωτέρω κανονισμό εξακολουθούν να είναι αντιπροσωπευτικές των πραγματικών εκπομπών σε βάθος χρόνου για κάθε κατασκευαστή.

Η Επιτροπή παρακολουθεί και υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με την εξέλιξη του χάσματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και, προκειμένου να αποφευχθεί η διεύρυνση του εν λόγω χάσματος, αξιολογεί, το 2027, τη σκοπιμότητα ενός μηχανισμού προσαρμογής των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 του κατασκευαστή από το 2030 και, κατά περίπτωση, υποβάλλει νομοθετική πρόταση για τη θέσπιση ενός τέτοιου μηχανισμού.

4.   Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τη λεπτομερή διαδικασία σχετικά με τη συλλογή και την επεξεργασία των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

Επαλήθευση των εκπομπών CO2 των εν χρήσει βαρέων επαγγελματικών οχημάτων

1.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι οι εκπομπές CO2 και οι τιμές κατανάλωσης καυσίμου που καταγράφονται στον φάκελο πληροφοριών πελάτη που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400 αντιστοιχούν στις εκπομπές CO2 και τις τιμές κατανάλωσης καυσίμου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων εν χρήσει, όπως καθορίζονται σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

2.   Μετά την έναρξη ισχύος των διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 4, οι αρχές έγκρισης τύπου επαληθεύουν, για τους κατασκευαστές στους οποίους έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας του εργαλείου προσομοίωσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τα μέτρα εφαρμογής του, με βάση κατάλληλα και αντιπροσωπευτικά δείγματα οχημάτων, ότι οι τιμές εκπομπών CO2 και κατανάλωσης καυσίμου που καταγράφονται στους φακέλους πληροφοριών πελάτη αντιστοιχούν στις εκπομπές CO2 και στην κατανάλωση καυσίμου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων εν χρήσει, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του, εξετάζοντας παράλληλα το ενδεχόμενο, μεταξύ άλλων, να κάνουν χρήση των διαθέσιμων δεδομένων από τις επί του οχήματος συσκευές παρακολούθησης της κατανάλωσης καυσίμων και/ή ενέργειας.

Οι αρχές έγκρισης τύπου ελέγχουν επίσης την παρουσία τυχόν στρατηγικών επί του οχήματος ή σε σχέση με τα οχήματα του δείγματος, που βελτιώνουν τεχνητά τις επιδόσεις του οχήματος κατά τις δοκιμές που εκτελούνται ή τους υπολογισμούς που γίνονται για τον σκοπό της πιστοποίησης των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου, μεταξύ άλλων με τη χρήση δεδομένων από τις επί του οχήματος συσκευές παρακολούθησης της κατανάλωσης καυσίμου και/ή ενέργειας.

3.   Όταν διαπιστώνεται ως αποτέλεσμα των επαληθεύσεων που διενεργούνται σύμφωνα με την παράγραφο 2, έλλειψη αντιστοιχίας των τιμών εκπομπών CO2 και κατανάλωσης καυσίμου που δεν μπορεί να αποδοθεί σε δυσλειτουργία του εργαλείου προσομοίωσης, ή ύπαρξη στρατηγικών που βελτιώνουν τεχνητά τις επιδόσεις ενός οχήματος, η υπεύθυνη αρχή έγκρισης τύπου, πέραν της λήψης των αναγκαίων μέτρων που καθορίζονται στο κεφάλαιο XI του κανονισμού (ΕΕ) 2018/858, εξασφαλίζει ότι οι φάκελοι πληροφοριών πελάτη, τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης και τα ατομικά πιστοποιητικά έγκρισης, διορθώνονται ανάλογα με την περίπτωση.

4.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, καθορίζει τις διαδικασίες για τη διενέργεια των επαληθεύσεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 16 παράγραφος 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία, πριν την έγκριση των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 17, για να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό καθορίζονται τις κατευθυντήριες αρχές και τα κριτήρια για τον ορισμό των διαδικασιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 14

Τροποποιήσεις στα παραρτήματα I και ΙΙ

1.   Για να εξασφαλιστεί ότι οι τεχνικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 ενός κατασκευαστή σύμφωνα με το άρθρο 4 και τον υπολογισμό των στόχων ειδικών εκπομπών CO2 σύμφωνα με το άρθρο 6 λαμβάνουν υπόψη την τεχνική πρόοδο και την εξέλιξη της εφοδιαστικής εμπορευματικών μεταφορών, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 17 για να τροποποιήσει τις ακόλουθες διατάξεις που παρατίθενται στα παραρτήματα I και ΙΙ:

α)

τις καταχωρήσεις για τον τύπο καμπίνας και την ισχύ κινητήρα που παρατίθενται στον πίνακα 1 του παραρτήματος I και τους ορισμούς για την «έκδοση με κουκέτα» και την «έκδοση χωρίς κουκέτα» που αναφέρονται στον εν λόγω πίνακα·

β)

τους συντελεστές στάθμισης των προφίλ χρήσης που παρατίθενται στον πίνακα 2 του παραρτήματος I·

γ)

τις τιμές του ωφέλιμου φορτίου που ορίζονται στον πίνακα 3 του παραρτήματος I και τους συντελεστές προσαρμογής του ωφέλιμου φορτίου που ορίζονται στον πίνακα 1 του παραρτήματος II·

δ)

τις τιμές των ετήσιων διανυθέντων χιλιομέτρων που ορίζονται στον πίνακα 4 του παραρτήματος I.

2.   Όταν οι διαδικασίες έγκρισης τύπου που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τα μέτρα εφαρμογής του τροποποιούνται με τροποποιήσεις διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ) του παρόντος άρθρου, ούτως ώστε το επίπεδο των εκπομπών CO2 των αντιπροσωπευτικών οχημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο να αυξάνεται ή μειώνεται κατά περισσότερο από 5 g CO2/km, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), εφαρμόζει παράγοντα προσαρμογής στις εκπομπές αναφοράς CO2, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με τον τύπο που ορίζεται στο σημείο 2 του παραρτήματος II.

3.   Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, μεθοδολογία για τον ορισμό ενός ή περισσοτέρων αντιπροσωπευτικών οχημάτων μιας επιμέρους ομάδας οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών συντελεστών στάθμισής τους, με βάση τους οποίους καθορίζεται η προσαρμογή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα παρακολούθησης που υποβάλλονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956 και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των οχημάτων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2400. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 15

Επανεξέταση και υποβολή έκθεσης

1.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2022, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, τον στόχο μείωσης των εκπομπών CO2 και το επίπεδο του μηχανισμού κινήτρων για βαρέα επαγγελματικά οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών που θα ισχύει από το 2030, τον καθορισμό των στόχων μείωσης των εκπομπών CO2 για άλλους τύπους βαρέων επαγγελματικών οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ρυμουλκουμένων, των λεωφορείων και των πούλμαν και των επαγγελματικών οχημάτων, και την εισαγωγή δεσμευτικών στόχων μείωσης εκπομπών CO2 για το 2035 και 2040 και εξής για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα. Ο στόχος για το 2030 αξιολογείται με βάση τις δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού.

2.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει επίσης τα ακόλουθα:

α)

αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος πιστωτικών μορίων και των χρεωστικών μορίων που αναφέρονται στο άρθρο 7 και τη σκοπιμότητα της παράτασης εφαρμογής των εν λόγω ρυθμίσεων μέχρι το 2030 και μεταγενέστερα,

β)

αξιολόγηση των ρυθμίσεων που αφορούν την ανάπτυξη οχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους που ορίζονται στην οδηγία 2009/33/ΕΚ, καθώς και τις σχετικές παραμέτρους και προϋποθέσεις που επηρεάζουν τη διάθεση τέτοιων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων στην αγορά,

γ)

αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού παροχής κινήτρων για τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα μηδενικών και χαμηλών εκπομπών που ορίζονται στο άρθρο 5 και την καταλληλότητα των διαφόρων στοιχείων του, με σκοπό την προσαρμογή του για την περίοδο μετά το 2025 προς μια πιθανή διαφοροποίηση με βάση την ηλεκτρική αυτονομία και την επιμέρους ομάδα οχημάτων, σε συνδυασμό με τους συντελεστές στάθμισης του ωφέλιμου φορτίου διανυθέντων χιλιομέτρων, με ημερομηνία υποβολής της αίτησης που θα προβλέπει χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών,

δ)

αξιολόγηση της ανάπτυξης των αναγκαίων υποδομών επαναφόρτισης και ανεφοδιασμού, τη δυνατότητα θέσπισης προτύπων για τις εκπομπές αναφοράς CO2 των κινητήρων, ιδίως για τα επαγγελματικά οχήματα, την αντιπροσωπευτικότητα των εκπομπών CO2 σε πραγματικές συνθήκες και τις τιμές κατανάλωσης καυσίμου που καθορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2400,

ε)

αποκλειστικά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, θέματα που άπτονται των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και των συνδυασμών οχημάτων, λαμβανομένων υπόψη των βαρών και διαστάσεων που ισχύουν για τις εθνικές μεταφορές, φέρ’ ειπείν, των σπονδυλωτών και διατροπικών εννοιών, ενώ αξιολογούνται επίσης οι πτυχές της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των μεταφορών, οι διατροπικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, ο αντίκτυπος στις υποδομές, το αντίρροπο αποτέλεσμα καθώς και η γεωγραφική κατάσταση των κρατών μελών,

στ)

αξιολόγηση του εργαλείου προσομοίωσης VECTO, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το εν λόγω εργαλείο επικαιροποιείται συνεχώς και εγκαίρως,

ζ)

αξιολόγηση του ενδεχόμενου ανάπτυξης ειδικής μεθοδολογίας για τη συμπερίληψη της δυνητικής συμβολής στις μειώσεις εκπομπών CO2 που προκύπτει από τη χρήση συνθετικών και προηγμένων εναλλακτικών υγρών και αέριων ανανεώσιμων καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων των οικολογικών καυσίμων που παράγονται με ανανεώσιμη ενέργεια και πληρούν τα κριτήρια βιωσιμότητας και μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17),

η)

αξιολόγηση της δυνατότητας θέσπισης ανοιχτού, διαφανούς και μη μεροληπτικού μηχανισμού συγκέντρωσης πόρων μεταξύ των κατασκευαστών,

θ)

αξιολόγηση του επιπέδου του τιμήματος υπέρβασης εκπομπών CO2 για να εξασφαλιστεί ότι το ασφάλιστρο υπερβαίνει το μέσο οριακό κόστος των τεχνολογιών που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων εκπομπών CO2,

3.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συνοδεύεται, εάν χρειαστεί, από νομοθετική πρόταση τροποποίησης του παρόντος κανονισμού.

4.   Στο πλαίσιο της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/631, η Επιτροπή αξιολογεί τη δυνατότητα απόδοσης των εσόδων από το τίμημα υπέρβασης εκπομπών CO2 σε ένα συγκεκριμένο ταμείο ή σε σχετικό πρόγραμμα, με στόχο τη διασφάλιση δίκαιης μετάβασης προς μια οικονομία ουδέτερη ως προς το κλίμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4.1 της Συμφωνίας του Παρισιού, ιδίως για τη στήριξη της επανεκπαίδευσης, της αναβάθμισης δεξιοτήτων, της δημιουργίας δεξιοτήτων και της ανακατανομής των εργαζομένων στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας σε όλα τα επηρεαζόμενα κράτη μέλη, ιδίως στις περιφέρειες και στις κοινότητες που επηρεάζονται περισσότερο από τη μετάβαση. Η Επιτροπή, εάν το κρίνει σκόπιμο, υποβάλλει σχετική νομοθετική πρόταση το αργότερο έως το 2027.

5.   Η Επιτροπή, όχι αργότερα από το 2023, αξιολογεί τη δυνατότητα ανάπτυξης κοινής ενωσιακής μεθοδολογίας για την αξιολόγηση και τη συνεπή αναφορά δεδομένων σχετικά με τις εκπομπές CO2 ολόκληρου κύκλου ζωής των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης. Η Επιτροπή διαβιβάζει την εν λόγω αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως προτάσεων για μέτρα παρακολούθησης, όπως νομοθετικές προτάσεις, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 16

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή κλιματικών μεταβολών που αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 17

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 14 παράγραφος 1 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 14 Αυγούστου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 14 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν επηρεάζει την ισχύ των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 2, του άρθρου 13 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 14 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνον εάν δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 18

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 πρώτο εδάφιο, προστίθεται η ακόλουθη φράση:

«Εφαρμόζεται επίσης, για τους σκοπούς των άρθρων 5α, 5β και 5γ, στα οχήματα των κατηγοριών O3 και O4.».

2)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 5α

Ειδικές απαιτήσεις για τους κατασκευαστές όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των οχημάτων των κατηγοριών M2, M3, N2, N3, O3 και O4

1.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα νέα οχήματα των κατηγοριών O3 και O4 που πωλούνται, ταξινομούνται ή τίθενται σε λειτουργία πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

η επίδραση των εν λόγω οχημάτων στις εκπομπές CO2, την κατανάλωση καυσίμου, την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και την ηλεκτρική αυτονομία των μηχανοκίνητων οχημάτων καθορίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο άρθρο 5γ στοιχείο α)·

β)

διαθέτουν εξοπλισμό επί του οχήματος για την παρακολούθηση και καταγραφή του ωφέλιμου φορτίου σύμφωνα με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5γ στοιχείο β).

2.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα νέα οχήματα των κατηγοριών M2, M3, N2 και N3 που πωλούνται, ταξινομούνται ή τίθενται σε λειτουργία διαθέτουν εξοπλισμό επί του οχήματος για την παρακολούθηση και καταγραφή της κατανάλωσης καυσίμου και/ή ενέργειας, του ωφέλιμου φορτίου και των διανυθέντων χιλιομέτρων σύμφωνα με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5γ στοιχείο β).

Διασφαλίζουν επίσης ότι η ηλεκτρική αυτονομία και η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας των εν λόγω οχημάτων καθορίζονται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο άρθρο 5γ στοιχείο γ).

Άρθρο 5β

Ειδικές απαιτήσεις για τα κράτη μέλη όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των οχημάτων των κατηγοριών M2, M3, N2, N3, O3 και O4

1.   Οι εθνικές αρχές, σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 5γ, αρνούνται να χορηγήσουν έγκριση τύπου ΕΚ ή εθνική έγκριση τύπου για νέους τύπους οχημάτων των κατηγοριών M2, M3, N2, N3, O3 και O4 που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα εν λόγω μέτρα εφαρμογής.

2.   Οι εθνικές αρχές, σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 5γ, απαγορεύουν την πώληση, την ταξινόμηση και τη θέση σε κυκλοφορία νέων οχημάτων των κατηγοριών M2, M3, N2, N3, O3 και O4 που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα εν λόγω μέτρα εφαρμογής.

Άρθρο 5γ

Μέτρα για τον προσδιορισμό ορισμένων πτυχών των περιβαλλοντικών επιδόσεων των οχημάτων των κατηγοριών M2, M3, N2, N3, O3 και O4

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τα ακόλουθα μέτρα:

α)

μεθοδολογία για την αξιολόγηση των επιδόσεων των οχημάτων των κατηγοριών O3 και O4 σε σχέση με την επίδρασή τους στις εκπομπές CO2, την κατανάλωση καυσίμου, την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και την ηλεκτρική αυτονομία των μηχανοκίνητων οχημάτων·

β)

τεχνικές απαιτήσεις για την τοποθέτηση συσκευών επί του οχήματος για την παρακολούθηση και την καταγραφή της κατανάλωσης καυσίμου και/ή ενέργειας και των διανυθέντων χιλιομέτρων των μηχανοκίνητων οχημάτων των κατηγοριών M2, M3, N2 και N3„ και για τον προσδιορισμό και την καταγραφή του ωφέλιμου φορτίου ή του συνολικού βάρους των οχημάτων που πληρούν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), β), γ) ή δ) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1242του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1)και των συνδυασμών τους με οχήματα των κατηγοριών O3 και O4, συμπεριλαμβανομένης της μετάδοσης δεδομένων μεταξύ οχημάτων σε συνδυασμό, κατά περίπτωση·

γ)

μεθοδολογία για τον προσδιορισμό της ηλεκτρικής αυτονομίας και της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας νέων οχημάτων των κατηγοριών M2, M3, N2 και N3.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 13α.

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1242 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τον καθορισμό προτύπων επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ. 202).»."

3)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 13α

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Τεχνική Επιτροπή - Μηχανοκίνητα Οχήματα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ L 151 της 14.6.2018, σ. 1).»."

Άρθρο 19

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/956

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/956 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ορισμοί που διατυπώνονται στην οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1242του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4).

(*3)  Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (Οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1)."

(*4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1242 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τον καθορισμό προτύπων επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ. 202).»."

2)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2019, τα κράτη μέλη παρακολουθούν τα δεδομένα που καθορίζονται στο μέρος Α του παραρτήματος I και αφορούν τα νέα βαρέα οχήματα που ταξινομούνται για πρώτη φορά στην Ένωση.

Έως την 30ή Σεπτεμβρίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από το 2020, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δηλώνουν τα εν λόγω δεδομένα της προηγούμενης περιόδου υποβολής στοιχείων από την 1η Ιουλίου έως την 30ή Ιουνίου) στην Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία δήλωσης που περιγράφεται στο παράρτημα II.

Όσον αφορά το 2019, τα στοιχεία που δηλώνονται μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2020 περιλαμβάνουν δεδομένα που παρακολουθούνται από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την 30ή Ιουνίου 2020.

Δεδομένα σχετικά με τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που έχουν ταξινομηθεί προηγουμένως εκτός της Ένωσης δεν παρακολουθούνται και δεν δηλώνονται, εκτός εάν η εν λόγω ταξινόμηση έγινε εντός διαστήματος μικρότερου των τριών μηνών πριν από την ταξινόμηση στην Ένωση.».

3)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Από τα έτη έναρξης που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 1, οι κατασκευαστές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων παρακολουθούν τα δεδομένα που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 2, για κάθε νέο βαρύ επαγγελματικό όχημα.

Έως την 30ή Σεπτεμβρίου κάθε έτους, από τα έτη έναρξης που καθορίζονται στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 1, οι κατασκευαστές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων δηλώνουν στην Επιτροπή τα εν λόγω δεδομένα κάθε βαρέος επαγγελματικού οχήματος με ημερομηνία προσομοίωσης που εμπίπτει στην προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων (1η Ιουλίου-30ή Ιουνίου) σύμφωνα με τη διαδικασία δήλωσης που καθορίζεται στο παράρτημα II.

Όσον αφορά το 2019, οι κατασκευαστές υποβάλλουν τα δεδομένα για κάθε νέο βαρύ όχημα με ημερομηνία προσομοίωσης που εμπίπτει στην περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την 30ή Ιουνίου 2020.

Η ημερομηνία προσομοίωσης είναι η ημερομηνία που δηλώνεται σύμφωνα με την καταχώριση δεδομένων 71 στο παράρτημα I μέρος Β σημείο 2.».

4)

Στο άρθρο 10, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έως την 30ή Απριλίου κάθε έτους, η Επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση με την ανάλυση των δεδομένων που έχουν υποβάλει τα κράτη μέλη και οι κατασκευαστές για την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων.».

5)

Στο παράρτημα II, το σημείο 3.2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.2.

Τα δεδομένα που αφορούν τα βαρέα επαγγελματικά οχήματα που ταξινομήθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο υποβολής στοιχείων και εγγράφονται στο μητρώο δημοσιοποιούνται έως την 30ή Απριλίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από το 2021, με εξαίρεση τις καταχωρίσεις που καθορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.».

Άρθρο 20

Τροποποιήσεις της οδηγίας 96/53/ΕΚ

Η οδηγία 96/53/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, παρεμβάλλεται ο ακόλουθος ορισμός μετά τον ορισμό «όχημα με εναλλακτικά καύσιμα»:

«—

«όχημα μηδενικών εκπομπών», βαρύ επαγγελματικό όχημα μηδενικών εκπομπών όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 11) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1242του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5),

(*5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1242 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τον καθορισμό προτύπων επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ. 202).»."

2)

Το άρθρο 10β αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10β

Τα μέγιστα επιτρεπόμενα βάρη των οχημάτων με εναλλακτικά καύσιμα είναι εκείνα που ορίζονται στα σημεία 2.2.1, 2.2.2, 2.2.3, 2.2.4, 2.3.1, 2.3.2 και 2.4 του παραρτήματος I.

Τα οχήματα με εναλλακτικά καύσιμα ή με μηδενικές εκπομπές συμμορφώνονται επίσης με τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια βάρους ανά άξονα που καθορίζονται στο παράρτημα I σημείο 3.

Το επιπλέον βάρος που απαιτούν τα οχήματα με εναλλακτικά καύσιμα ή με μηδενικές εκπομπές ορίζεται βάσει των εγγράφων τεκμηρίωσης που παρέχει ο κατασκευαστής κατά την έγκριση του εν λόγω οχήματος. Το εν λόγω επιπλέον βάρος επισημαίνεται στα επίσημα αποδεικτικά που απαιτούνται βάσει του άρθρου 6.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10η, ώστε να αναπροσαρμόζει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τον κατάλογο εναλλακτικών καυσίμων του άρθρου 2 που απαιτούν επιπλέον βάρος. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να ακολουθεί τη συνήθη πρακτική της και να διενεργεί διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, μεταξύ άλλων και με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, πριν από την έκδοση των εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.».

3)

Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:

α)

στη δεύτερη στήλη των σημείων 2.2.1, 2.2.2, 2.2.3 και 2.2.4, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Στην περίπτωση συνδυασμών οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων οχημάτων με εναλλακτικά καύσιμα ή οχημάτων μηδενικών εκπομπών, τα μέγιστα επιτρεπόμενα βάρη που προβλέπονται στο παρόν τμήμα αυξάνονται κατά το πρόσθετο βάρος της εναλλακτικής τεχνολογίας καυσίμων ή μηδενικών εκπομπών, με ανώτατο όριο τον 1 και τους 2 τόνους, αντίστοιχα.»,

β)

στη δεύτερη στήλη του σημείου 2.3.1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οχήματα μηδενικών εκπομπών: το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των 18 τόνων αυξάνεται κατά το επιπλέον βάρος που απαιτείται για την τεχνολογία μηδενικών εκπομπών με ανώτατο όριο τους 2 τόνους.»,

γ)

στη τρίτη στήλη του σημείου 2.3.2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τριαξονικά οχήματα μηδενικών εκπομπών: το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των 25 τόνων, ή 26 τόνων όταν ο κινητήριος άξονας είναι εξοπλισμένος με διπλά ελαστικά και αερανάρτηση ή ανάρτηση αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη εντός της Ένωσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα II, ή όταν κάθε άξονας οδήγησης είναι εξοπλισμένος με διπλά ελαστικά και το μέγιστο βάρος κάθε άξονα δεν υπερβαίνει τους 9,5 τόνους, αυξάνεται κατά το επιπλέον βάρος της τεχνολογίας μηδενικών εκπομπών με ανώτατο όριο τους 2 τόνους.»,

δ)

στη τρίτη στήλη του σημείου 2.4 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τριαξονικά αρθρωτά λεωφορεία που είναι οχήματα μηδενικών εκπομπών: το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των 28 τόνων αυξάνεται κατά το επιπλέον βάρος που απαιτείται για την τεχνολογία μηδενικών εκπομπών με ανώτατο όριο τους 2 τόνους.».

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 62 της 15.2.2019, σ. 286.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2019.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/631 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα και από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα και με την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 443/2009 και (ΕΕ) αριθ. 510/2011 (ΕΕ L 111 της 25.4.2019, σ. 13).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/842 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για τις δεσμευτικές ετήσιες μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τα κράτη μέλη από το 2021 έως το 2030, στο πλαίσιο της συμβολής στη δράση για το κλίμα για την τήρηση των δεσμεύσεων που απορρέουν από τη συμφωνία του Παρισιού και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 26).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων και κινητήρων όσον αφορά τις εκπομπές των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων (ευρώ VI) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, και για την κατάργηση των οδηγιών 80/1269/ΕΟΚ, 2005/55/ΕΚ και 2005/78/ΕΚ (ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2400 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 595/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την προσδιορισμό των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου των βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 582/2011 της Επιτροπής, ΕΕ L 349 της 29.12.2017, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018, για την παρακολούθηση και τη δήλωση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων (ΕΕ L 173 της 9.7.2018, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2009/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση καθαρών και ενεργειακώς αποδοτικών οχημάτων οδικών μεταφορών (ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 5).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Κοινότητας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ L 151 της 14.6.2018, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(12)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(13)  Οδηγία 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τον καθορισμό, για ορισμένα οδικά οχήματα που κυκλοφορούν στην Κοινότητα, των μέγιστων επιτρεπόμενων διαστάσεων στις εθνικές και διεθνείς μεταφορές και των μέγιστων επιτρεπόμενων βαρών στις διεθνείς μεταφορές (ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 59).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 510/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια ελαφρά επαγγελματικά οχήματα όσον αφορά τις εκπομπές, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Ένωσης για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ L 145 της 31.5.2011, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1).

(17)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 82).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης και της Δράσης για το Κλίμα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 663/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 94/22/ΕΚ, 98/70/ΕΚ, 2009/31/ΕΚ, 2009/73/ΕΚ, 2010/31/ΕΕ, 2012/27/ΕΕ και 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 2009/119/ΕΚ και (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Μέσες ειδικές εκπομπές CO2,στόχοι ειδικών εκπομπών CO2 και υπέρβαση εκπομπώνCO2

1.   ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΟΜΑΔΕΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ

Κάθε νέο όχημα βαρέως τύπου ανήκει σε μία από τις επιμέρους ομάδεςοχημάτων που ορίζονται στον πίνακα 1 σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονταισε αυτόν.

Πίνακας 1

Επιμέρους ομάδες οχημάτων

Βαρέα επαγγελματικά οχήματα

Τύπος θαλάμου

Ισχύς κινητήρα

Επιμέρους ομάδα οχημάτων

Συμπαγή φορτηγά με διάταξη αξόνων 4x2 καιμέγιστη τεχνικά αποδεκτή μάζα έμφορτου φορτίου > 16 τόνους

Όλες

< 170 kW

4-UD

Έκδοση χωρίς κουκέτα

≥ 170 kW

4-RD

Έκδοση με κουκέτα

≥ 170 kW και < 265 kW

Έκδοση με κουκέτα

≥ 265 kW

4-LH

Συμπαγή φορτηγά με διάταξη αξόνων 6x2

Έκδοση χωρίς κουκέτα

Όλες

9-RD

Έκδοση με κουκέτα

9-LH

Ελκυστήρες με διάταξη αξόνων 4x2 και μέγιστητεχνικά αποδεκτή μάζα έμφορτου οχήματος > 16 τόνους

Έκδοση χωρίς κουκέτα

Όλες

5-RD

Έκδοση με κουκέτα

< 265 kW

Έκδοση με κουκέτα

≥ 265 kW

5-LH

Ελκυστήρες με διάταξη αξόνων 6x2

Έκδοση χωρίς κουκέτα

Όλες

10-RD

Έκδοση με κουκέτα

10-LH

Ως «έκδοσημε κουκέτα» νοείταιένας τύπος θαλάμου που έχει ένα διαμέρισμα πίσω από το κάθισμα τουοδηγού και προορίζεται να χρησιμοποιείται για ύπνο, όπως αναφέρεταισύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956.

Ως «έκδοσηχωρίς κουκέτα» νοείται ένας τύπος θαλάμου που δεν έχει κουκέτα.

Εάν ένα νέο βαρύ επαγγελματικό φορτηγό δεν μπορεί να ανήκει σεμια επιμέρους ομάδα οχημάτων επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίεςσχετικά με τον τύπο του θαλάμου ή την ισχύ του κινητήρα, κατατάσσεταιστην επιμέρους ομάδα οχημάτων μεγάλων αποστάσεων (LH) που αντιστοιχείστον τύπο αμαξώματός του (συμπαγές φορτηγό ή ελκυστήρας) και στη διάταξηάξονά του (4x2 ή 6x2).

Εάν ένα νέο βαρύ επαγγελματικό φορτηγό ανήκει στην επιμέρους ομάδαοχημάτων 4-UD, αλλά δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για τις εκπομπέςCO2 σε g/km για τα προφίλ χρήσης UDL ή UDR όπωςορίζεται στον πίνακα 2 του τμήματος 2, το νέο βαρύ επαγγελματικό όχημακατατάσσεται στην επιμέρους ομάδα οχημάτων 4-RD.

2.   ΜΕΣΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ CO2 ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗ

2.1.   Ειδικές εκπομπές CO2 νέου βαρέος επαγγελματικούοχήματος

Οι ειδικές εκπομπές CO2 σε g/km νέου βαρέοςεπαγγελματικού οχήματος v (CO2v ), που ανήκει σε επιμέρους ομάδα οχημάτων sg υπολογίζονται ωςεξής:

Formula

όπου,

Formula

mp

είναι το άθροισμα όλων των προφίλ χρήσης mp που παρατίθενται στον Πίνακα 2·

sg

είναι η επιμέρους ομάδα οχημάτων στην οποία ανήκει νέοβαρύ επαγγελματικό όχημα v σύμφωνα με το σημείο1 του παρόντος παραρτήματος·

W sg,mp

είναι ο συντελεστής στάθμισης του προφίλ χρήσης που καθορίζεταιστον πίνακα 2·

CO2 v,mp

είναι οι εκπομπές CO2 σε g/km νέουβαρέος επαγγελματικού οχήματος v, που έχουνκαθοριστεί για ένα προφίλ χρήσης mp και αναφέρονταισύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956.

Οι ειδικές εκπομπές CO2 βαρέος επαγγελματικούοχήματος μηδενικών εκπομπών ορίζονται σε 0 g CO2/km.

Οι ειδικές εκπομπές CO2 επαγγελματικού οχήματοςείναι ο μέσος όρος των εκπομπών CO2 σε g/km πουαναφέρονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956.

Πίνακας 2

Συντελεστές στάθμισης προφίλχρήσης (Wsg,mp)

Επιμέρους ομάδα οχημάτων (sg)

Προφίλ χρήσης (1) (mp)

RDL

RDR

LHL

LHR

UDL

UDR

REL, RER, LEL, LER

4-UD

0

0

0

0

0,5

0,5

0

4-RD

0,45

0,45

0,05

0,05

0

0

0

4-LH

0,05

0,05

0,45

0,45

0

0

0

9-RD

0,27

0,63

0,03

0,07

0

0

0

9-LH

0,03

0,07

0,27

0,63

0

0

0

5-RD

0,27

0,63

0,03

0,07

0

0

0

5-LH

0,03

0,07

0,27

0,63

0

0

0

10-RD

0,27

0,63

0,03

0,07

0

0

0

10-LH

0,03

0,07

0,27

0,63

0

0

0


Ορισμοί προφίλ χρήσης

RDL

Χαμηλό περιφερειακό ωφέλιμο φορτίο απόδοσης

RDR

Αντιπροσωπευτικό περιφερειακό ωφέλιμο φορτίο απόδοσης

LHL

Χαμηλό ωφέλιμο φορτίο μεγάλων αποστάσεων

LHR

Αντιπροσωπευτικό ωφέλιμο φορτίο μεγάλων αποστάσεων

UDL

Χαμηλό αστικό ωφέλιμο φορτίο απόδοσης

UDR

Αντιπροσωπευτικό αστικό ωφέλιμο φορτίο απόδοσης

REL

Περιφερειακό ωφέλιμο φορτίο απόδοσης (EMS) χαμηλό

RER

Χαμηλό περιφερειακό ωφέλιμο φορτίο απόδοσης (EMS)

LEL

Χαμηλό ωφέλιμο φορτίο μεγάλων αποστάσεων (EMS)

LER

Αντιπροσωπευτικό ωφέλιμο φορτίο μεγάλων αποστάσεων (EMS)

2.2.   Μέσες ειδικές εκπομπές CO2 όλων των νέωνβαρέων επαγγελματικών οχημάτων σε μια επιμέρους ομάδα οχημάτων γιαέναν κατασκευαστή

Για κάθε κατασκευαστή και κάθε ημερολογιακό έτος, οι μέσες ειδικέςεκπομπές CO2 σε g/tkm όλων των νέων βαρέων επαγγελματικώνοχημάτων σε μια επιμέρους ομάδα οχημάτων sg (avgCO2sg ) υπολογίζονται ως εξής:

Formula

όπου,

Formula

v

είναι το άθροισμα όλων των νέων βαρέων επαγγελματικώνοχημάτων του κατασκευαστή στην επιμέρους ομάδα οχημάτων sg εξαιρουμένων όλων των επαγγελματικών οχημάτωνσύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α).

CO2 v

είναι οι ειδικές εκπομπές CO2 νέουβαρέος επαγγελματικού οχήματος v, όπως καθορίζεταισύμφωνα με το σημείο 2.1·

Vsg

είναι ο αριθμός των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωντου κατασκευαστή στην υπο-ομάδα οχημάτων sg εξαιρουμένων όλων των επαγγελματικών οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο4 πρώτη παράγραφος στοιχείο α)·

PL sg

είναι το μέσο ωφέλιμο φορτίο οχημάτων στην επιμέρους ομάδαοχημάτων sg όπως καθορίζεται στο σημείο 2.5.

2.3.   Συντελεστής μηδενικών και χαμηλών εκπομπών που αναφέρεται στοάρθρο 5

2.3.1.   Περίοδος αναφοράς 2019 έως 2024

Για κάθε κατασκευαστή και περίοδο υποβολής στοιχείων από το 2019έως το 2024, ο συντελεστής μηδενικών και χαμηλών εκπομπών (ZLEV) πουαναφέρεται στο άρθρο 5 υπολογίζεται ως εξής:

Formula με ελάχιστο 0,97

όπου,

V

είναι ο αριθμός των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωντου κατασκευαστή με τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος1, εξαιρουμένων όλων των επαγγελματικών οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α)·

Vconv

είναι ο αριθμός των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωντου κατασκευαστή με τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος1, εξαιρουμένων όλων των επαγγελματικών οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) και εξαιρουμένων των βαρέων επαγγελματικώνοχημάτων μηδενικών και χαμηλών εκπομπών.

Vzlev

είναι το άθροισμα των Vin και Vout,

όπου,

Vin είναι Formula

Formula είναι το άθροισμα όλων των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωνμηδενικών και χαμηλών εκπομπών με τα χαρακτηριστικά που ορίζονταιστο άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο·

CO2v

είναι οι ειδικές εκπομπές CO2 σε g/kmβαρέος επαγγελματικού οχήματος μηδενικών ή χαμηλών εκπομπών v, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 2.1·

LETsg

είναι το όριο χαμηλών εκπομπών της επιμέρους ομάδας οχημάτων sg στην οποία ανήκει το όχημα v, όπως ορίζεται στο σημείο 2.3.3·

Vout

είναι ο συνολικός αριθμός των βαρέων επαγγελματικών οχημάτωνμηδενικών εκπομπών που ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά που αναφέρονταιστο άρθρο 2 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο επί 2 και με μέγιστο αριθμό1,5 % του Vconv.

2.3.2.   Περίοδος υποβολή στοιχείων από το 2025 και εξής

Για κάθε κατασκευαστή και περίοδο υποβολής στοιχείων, ο συντελεστήςμηδενικών και χαμηλών εκπομπών (ZLEV) που αναφέρεται στο άρθρο 5 υπολογίζεταιως εξής:

Formula εκτός εάν το άθροισμα αυτό είναι μεγαλύτερο από 1 ή μικρότεροαπό 0,97 οπότε, στην περίπτωση αυτή, ο συντελεστής ZLEV καθορίζεταισε 1 ή 0,97, ανάλογα με την περίπτωση

όπου,

x

είναι 0,02

y

είναι το άθροισμα των Vin και Vout, διαιρούμενο μετο Vtotal, όπου:

Vin

είναι ο συνολικός αριθμός των πρόσφατα ταξινομημένωνβαρέων επαγγελματικών οχημάτων χαμηλών και μηδενικών εκπομπών με ταχαρακτηριστικά που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο,όταν κάθε ένα από αυτά υπολογίζεται ως ZLEVspecific σύμφωνα με τονακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

CO2v

είναι οι ειδικές εκπομπές CO2 σε g/kmβαρέος επαγγελματικού οχήματος μηδενικών ή χαμηλών εκπομπών v, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 2.1·

LETsg

είναι το όριο χαμηλών εκπομπών της επιμέρους ομάδας οχημάτων sg στην οποία ανήκει το όχημα v, όπως ορίζεταιστο σημείο 2.3.3·

Vout

είναι ο συνολικός αριθμός των βαρέων επαγγελματικών οχημάτωνμηδενικών εκπομπών που ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά που αναφέρονταιστο άρθρο 2 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και με μέγιστο αριθμό 0,035του Vtotal·

Vtotal

είναι ο συνολικός αριθμός των βαρέων επαγγελματικών οχημάτωντου κατασκευαστή που ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά κατά την εν λόγωπερίοδο αναφοράς.

Όπου Vin/Vtotal είναι μικρότερο από 0,0075, ο συντελεστήςΖLEV ορίζεται σε 1.

2.3.3.   Όριο χαμηλών εκπομπών

Το όριο χαμηλών εκπομπών LET της επιμέρους ομάδας οχημάτων sg ορίζεταιως εξής:

Formula

όπου,

rCO2 sg

είναι οι εκπομπές αναφοράς CO2 τηςεπιμέρους ομάδας οχημάτων sg που καθορίζονταιστο σημείο 3·

PLsg

είναι το μέσο ωφέλιμο φορτίο οχημάτων στην επιμέρους ομάδαοχημάτων sg που καθορίζεται στο σημείο 2.5.

2.4.   Μερίδιο των οχημάτων του κατασκευαστή σε μια επιμέρους ομάδαοχημάτων

Για κάθε κατασκευαστή και κάθε περίοδο υποβολής στοιχείων, το μερίδιοτων νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σε μια επιμέρους ομάδα οχημάτων (μερίδιοsg) υπολογίζεται ωςεξής:

Formula

όπου,

Vsg

είναι ο αριθμός των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωντου κατασκευαστή σε μια επιμέρους ομάδα οχημάτων sg εξαιρουμένων των επαγγελματικών οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο4 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

V

είναι ο αριθμός των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωντου κατασκευαστή εξαιρουμένων όλων των επαγγελματικών οχημάτων σύμφωναμε το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α).

2.5.   Μέσες τιμές ωφέλιμου φορτίου όλων των οχημάτων σε μια επιμέρουςομάδα οχημάτων

Η μέση τιμή ωφέλιμου φορτίου ενός οχήματος σε μια επιμέρους ομάδαοχημάτων sg (PLsg) υπολογίζεταιως εξής:

Formula

όπου,

Formula

mp

είναι το άθροισμα όλων των προφίλ χρήσης mp

W sg,mp

είναι ο συντελεστής στάθμισης του προφίλ χρήσης που καθορίζεταιστον πίνακα 2 στο σημείο 2.1

PL sg,mp

είναι η τιμή ωφέλιμου φορτίου που ανήκει στα οχήματα τηςεπιμέρους ομάδας οχημάτων sg για το προφίλχρήσης mp, που καθορίζεται στον Πίνακα 3.

Πίνακας 3

Τιμές ωφέλιμου φορτίου PL sg, mp (σε τόνους)

Επιμέρους ομάδα οχημάτων sg

Προφίλ χρήσης (2) mp

RDL

RDR

LHL

LHR

UDL

UDR

REL

RER

LEL

LER

4-UD

0,9

4,4

1,9

14

0,9

4,4

3,5

17,5

3,5

26,5

4-RD

4-LH

5-RD

2,6

12,9

2,6

19,3

2,6

12,9

3,5

17,5

3,5

26,5

5-LH

9-RD

1,4

7,1

2,6

19,3

1,4

7,1

3,5

17,5

3,5

26,5

9-LH

10-RD

2,6

12,9

2,6

19,3

2,6

12,9

3,5

17,5

3,5

26,5

10-LH

2.6.   Συντελεστής στάθμισης διανυθέντων χιλιομέτρων και ωφέλιμου φορτίου

Ο συντελεστής στάθμισης διανυθέντων χιλιομέτρων και ωφέλιμου φορτίου(MPWsg) μιας επιμέρους ομάδας οχημάτων sg ορίζεταιως το γινόμενο των ετήσιων διανυόμενων χιλιομέτρων που καθορίζονταιστον πίνακα 4 και της τιμής ωφέλιμου φορτίου ανά επιμέρους ομάδα οχημάτωνστον πίνακα 3 του σημείου 2.5, τα οποία έχουν κανονικοποιηθεί στηναντίστοιχη τιμή για την επιμέρους ομάδα οχημάτων 5-LH και υπολογίζονταιως εξής:

Formula

όπου,

AMsg

είναι τα ετήσια διανυθέντα χιλιόμετρα που καθορίζονταιστον πίνακα 4 για τα οχήματα της αντίστοιχης επιμέρους ομάδας οχημάτων

AM 5-LH

είναι τα ετήσια διανυθέντα χιλιόμετρα που καθορίζονταιγια την επιμέρους ομάδα οχημάτων 5-LH στον πίνακα 4

PLsg

είναι η μέση τιμή ωφέλιμου φορτίου όπως καθορίζεται στοσημείο 2.5

PL 5-LH

είναι η τιμή ωφέλιμου φορτίου που καθορίζεται για τηνεπιμέρους ομάδα οχημάτων 5-LH στον πίνακα 3 του σημείου 2.5.

Πίνακας 4

Ετήσια διανυθέντα χιλιόμετρα

Όχημα επιμέρους ομάδα sg

Ετήσια διανυθέντα χιλιόμετρα AMsg (σε km)

4-UD

60 000

4-RD

78 000

4-LH

98 000

5-RD

78 000

5-LH

116 000

9-RD

73 000

9-LH

108 000

10-RD

68 000

10-LH

107 000

2.7.   Μέσες ειδικές εκπομπές CO2 σε g/tkm κατασκευαστή,όπως αναφέρεται στο άρθρο 4

Για κάθε κατασκευαστή και κάθε περίοδο υποβολής στοιχείων, οι μέσεςειδικές εκπομπές CO2 σε g/tkm (CO2 ) υπολογίζονται ως εξής:

Formula

όπου,

Formula

είναι το άθροισμα όλων των επιμέρους ομάδων οχημάτων ·

ZLEV

συντελεστής μηδενικών και χαμηλών εκπομπών όπως καθορίζεταιστο σημείο 2.3

μερίδιο,sg

το μερίδιο των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σεμια επιμέρους ομάδα οχημάτων sg όπως καθορίζεταιστο σημείο 2.4

MPWsg

ο συντελεστής στάθμισης διανυθέντων χιλιομέτρων και ωφέλιμουφορτίου όπως καθορίζεται στο σημείο 2.6

avgCO2sg

οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 σε g/tkmόπως καθορίζεται στο σημείο 2.2.

3.   ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ CO2 ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΔΑΦΙΟ

Οι εκπομπές αναφοράς CO2 (rCO2sg ) υπολογίζονται για κάθε επιμέρουςομάδα οχημάτων sg με βάση όλα τα νέα βαρέαεπαγγελματικά οχήματα όλων των κατασκευαστών της περιόδου υποβολήςστοιχείων ως εξής:

Formula

όπου,

Formula

είναι το άθροισμα όλων των νέων βαρέων επαγγελματικώνοχημάτων που ταξινομήθηκαν κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων στηνεπιμέρους ομάδα οχημάτων sg εξαιρουμένων όλωντων επαγγελματικών οχημάτων σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου1·

CO2v

είναι οι ειδικές εκπομπές CO2 τουνέου βαρέως επαγγελματικού οχήματος v όπως προσδιορίζονται σύμφωναμε το σημείο 2.1, ενδεχομένως προσαρμοσμένες σύμφωνα με το παράρτημαΙΙ·

rVsg

είναι ο αριθμός όλων των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωνπου ταξινομήθηκαν κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων στην επιμέρουςομάδα οχημάτων sg εξαιρουμένων όλων των επαγγελματικώνοχημάτων σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1·

PLsg

είναι το μέσο ωφέλιμο φορτίο οχημάτων στην επιμέρους ομάδαοχημάτων sg όπως καθορίζεται στο σημείο 2.5.

4.   Ο ΣΤΟΧΟΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2 ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗ,ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 6

Για κάθε κατασκευαστή και κάθε περίοδο υποβολής στοιχείων, από 1ης Ιουλίου 2025 και εξής, ο στόχος ειδικώνεκπομπών T υπολογίζεται ως εξής:

Formula

όπου,

Formula

είναι το άθροισμα όλων των επιμέρους ομάδων οχημάτων·

μερίδιοsg

το μερίδιο των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σεμια επιμέρους ομάδα οχημάτων sg όπως καθορίζεταιστο σημείο 2.4·

MPWsg

ο συντελεστής στάθμισης διανυθέντων χιλιομέτρων και ωφέλιμουφορτίου όπως καθορίζεται στο σημείο 2.6·

rf

είναι ο στόχος μείωσης εκπομπών CO2 (σε %) που ισχύει στην εν λόγω συγκεκριμένη περίοδο υποβολής στοιχείων·

rCO2sg

οι εκπομπές αναφοράς CO2 όπως καθορίζεταιστο σημείο 3.

5.   ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΕΩΣΤΙΚΑ ΜΟΡΙΑ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 7

5.1.   Πορεία μείωσης των εκπομπών CO2 για τα πιστωτικάμόρια εκπομπών

Για κάθε κατασκευαστή και για κάθε περίοδο υποβολής στοιχείων τωνετών Y από το 2019 έως το 2030, η πορεία μείωσης των εκπομπών CO2 (ETY) ορίζεται ως εξής:

Formula

όπου,

Formula

είναι το άθροισμα όλων των επιμέρους ομάδων οχημάτων·

μερίδιο,sg

το μερίδιο των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων σε μια επιμέρουςομάδα οχημάτων sg όπως καθορίζεται στο σημείο2.4·

MPWsg

ο συντελεστής στάθμισης διανυθέντων χιλιομέτρων και ωφέλιμουφορτίου όπως καθορίζεται στο σημείο 2.6·

rCO2sg

οι εκπομπές αναφοράς CO2 όπως καθορίζεταιστο τμήμα 3·

όπου R-EΤγ

ορίζεται ως εξής:

για τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών Y απότο 2019 έως το 2025:

Formula

και για τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών Y από το 2026έως το 2030:

Formula

rf2025 και rf2030

είναι οι στόχοι μείωσης εκπομπών CO2 (σε %) που ισχύουν για τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών2025 και 2030, αντίστοιχα.

5.2.   Πιστωτικά και χρεωστικά μόρια εκπομπών σε κάθε περίοδο υποβολήςστοιχείων

Για κάθε κατασκευαστή και για κάθε περίοδο υποβολής στοιχείων τωνετών Y από το 2019 έως το 2029, τα πιστωτικά μόρια εκπομπών (cCO2Y ) και τα χρεωστικά μόριαεκπομπών (dCO2Y ) υπολογίζονταιως εξής:

Εάν CO2Y < ETY:

Formula

dCO2Y = 0

εάν CO2Y > TY για τα έτη2025έως 2029:

Formula

cCO2Y = 0

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις το dCO2Υκαι τοcCO2Υέχουν τιμή 0.

όπου,

ETY

είναι η πορεία εκπομπών CO2 του κατασκευαστήκατά την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους Y που καθορίζεται σύμφωναμε το σημείο 5.1·

CO2Y

είναι οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 του κατασκευαστή κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους Υπου καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 2.7·

TY

είναι ο στόχος ειδικών εκπομπών CO2 του κατασκευαστή κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους Υπου καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 4·

VY

είναι ο αριθμός των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωντου κατασκευαστή κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους Υ,εξαιρουμένων των επαγγελματικών οχημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος1 στοιχείο α).

5.3.   Όριο χρεωστικών μορίων εκπομπών

Για κάθε κατασκευαστή το όριο χρεωστικών μορίων εκπομπών (limCO2) ορίζεται ως εξής:

Formula

όπου,

T2025

είναι ο στόχος ειδικών εκπομπών CO2 κατασκευαστή κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2025που καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 4·

V2025

είναι ο αριθμός των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτωντου κατασκευαστή κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων του έτους 2025,εξαιρουμένων των επαγγελματικών οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 πρώτοεδάφιο στοιχείο α).

5.4.   Πιστωτικά μόρια εκπομπών που αποκτήθηκαν πριν από το έτος 2025

Τα χρεωστικά μόρια εκπομπών που αποκτήθηκαν κατά την περίοδο υποβολήςστοιχείων του έτους 2025 μειώνονται κατά ποσό (redCO2) που αντιστοιχεί στα πιστωτικά μόρια εκπομπών που αποκτήθηκαν πριναπό την εν λόγω περίοδο υποβολής στοιχείων, που καθορίζεται για κάθεκατασκευαστή ως εξής:

Formula

όπου,

min

είναι το ελάχιστο των δύο τιμών που αναφέρονται μεταξύτων παρενθέσεων·

Formula

είναι το άθροισμα κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείωντων ετών Y από το 2019 έως το 2024·

dCO22025

είναι τα χρεωστικά μόρια εκπομπών για την περίοδο υποβολήςστοιχείων του έτους Υ όπως καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο 5.2·

cCO2Y

είναι τα πιστωτικά μόρια εκπομπών για την περίοδο υποβολήςστοιχείων του έτους Υ όπως καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο 5.2.

6.   ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2 ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2

Για κάθε κατασκευαστή και για κάθε περίοδο υποβολής στοιχείων απότο έτος 2025 και εξής, η τιμή των υπερβάσεων εκπομπών CO2 (exeCO2Y ) υπολογίζεταιως εξής, εάν η τιμή είναι θετική:

 

Για τις περιόδους υποβολής στοιχείων του έτους 2025

Formula

 

Για τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών Y από το 2026 έωςτο 2028

Formula

 

Για τις περιόδους υποβολής στοιχείων του έτους 2029

Formula

 

Για τις περιόδους υποβολής στοιχείων των ετών Y από το 2030 καιεξής

Formula

όπου,

Formula

είναι το άθροισμα κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείωντων ετών Y από το 2019 έως το 2025·

Formula

είναι το άθροισμα κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείωντων ετών Ι από το 2025 έως το έτος Υ·

Formula

είναι το άθροισμα κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείωντων ετών J από το 2025 έως το έτος (Y-1)·

Formula

είναι το άθροισμα κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείωντων ετών J από το 2025 έως το 2028:

Formula

είναι το άθροισμα κατά τις περιόδους υποβολής στοιχείωντων ετών Ι από το 2025 έως το 2029·

dCO2Y

είναι τα χρεωστικά μόρια εκπομπών για την περίοδο υποβολήςστοιχείων του έτους Y που καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο 5.2·

cCO2

είναι τα πιστωτικά μόρια εκπομπών για την περίοδο υποβολήςστοιχείων του έτους Y που καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο 5.2·

limCO2

είναι το όριο των χρεωστικών μορίων όπως καθορίζεται σύμφωναμε το σημείο 5.3·

redCO2

είναι η μείωση των χρεωστικών μορίων εκπομπών της περιόδουυποβολής στοιχείων του έτους 2025 όπως καθορίζεται σύμφωνα με το σημείο5.4.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η τιμή των υπερβάσεων εκπομπών CO2 exeCO2Y ορίζεται σε 0.


(1)  Βλέπε τους ορισμούς του προφίλ αποστολής στον παρόντα πίνακα.

(2)  Βλέπε τους ορισμούς του προφίλ αποστολής στον Πίνακα 2 του σημείου1


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Διαδικασίες προσαρμογής

1.   ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΩΦΕΛΙΜΟΥ ΦΟΡΤΙΟΥ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 14 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Γ)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 11 παράγραφος 2 στοιχείο α), για τον υπολογισμό των εκπομπών αναφοράς CO2 που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο, χρησιμοποιούνται οι συντελεστές στάθμισης προφίλ χρήσης και οι τιμές του ωφέλιμου φορτίου που ισχύουν κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων όταν αρχίζουν να ισχύουν οι αλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο γ) για όλα τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα και οι εκπομπές CO2 σε g/km βαρέος επαγγελματικού οχήματος v που προσδιορίζεται για ένα προφίλ χρήσης mp που αναφέρεται στον πίνακα 2 του σημείου 2.1 του παραρτήματος I, προσαρμόζονται ως εξής:

Formula

όπου,

sg

είναι η επιμέρους ομάδα οχημάτων στην οποία ανήκει το όχημα ν·

CO2(RP)v,mp

είναι οι ειδικές εκπομπές CO2 του οχήματος v σε g/km όπως καθορίζονται στο προφίλ χρήσης mp και με βάση τα δεδομένα παρακολούθησης για την περίοδο υποβολής στοιχείων όπως αναφέρονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956·

PL(RP)sg, mp

είναι η τιμή ωφέλιμου φορτίου που αποδόθηκε στο όχημα v της επιμέρους ομάδας οχημάτων sg στο προφίλ χρήσης mp κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων, σύμφωνα με τον πίνακα 3 του σημείου 2.5 του παραρτήματος I, για τους σκοπούς του καθορισμού των δεδομένων παρακολούθησης για την περίοδο υποβολής στοιχείων όπως αναφέρονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956·

PLsg, mp

είναι η τιμή του ωφέλιμου φορτίου που αποδίδεται στα οχήματα της επιμέρους ομάδας οχημάτων sg στο προφίλ χρήσης mp κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων, όταν αρχίζουν να ισχύουν οι αλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) για όλα τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, σύμφωνα με τον πίνακα 3 του σημείου 2.5 του παραρτήματος I·

PLasg, mp

είναι ο συντελεστής προσαρμογής ωφέλιμου φορτίου που ορίζεται στον πίνακα 5.

Πίνακας 5

Παράγοντες προσαρμογής ωφέλιμου φορτίου PLa sg, mp

PLasg,mp

(σε 1/τόνοι)

Προφίλ χρήσης mp (1)

RDL, RDR

REL, RER

LHL, LHR

LEL, LER

UDL, UDR

Όχημα επιμέρους ομάδες sg

4-UD

0,026

δ.ε.

0,015

δ.ε.

0,026

4-RD

4-LH

5-RD

0,022

0,022

0,017

0,017

0,022

5-LH

9-RD

0,026

0,025

0,015

0,015

0,026

9-LH

10-RD

0,022

0,021

0,016

0,016

0,022

10-LH

2.   ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 11 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Β)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 11 παράγραφος 2 στοιχείο β), για τον υπολογισμό των εκπομπών αναφοράς CO2 που αναφέρονται στο άρθρο 1 δεύτερη παράγραφος, χρησιμοποιούνται οι συντελεστές στάθμισης προφίλ χρήσης και οι τιμές του ωφέλιμου φορτίου που ισχύουν κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων όταν αρχίζουν να ισχύουν οι αλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο γ) για όλα τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα και οι εκπομπές CO2 σε g/km βαρέος επαγγελματικού οχήματος v που προσδιορίζεται για ένα προφίλ χρήσης mp που αναφέρεται στο σημείο 2.1 του παραρτήματος I, προσαρμόζονται ως εξής:

Formula

όπου,

Formula

είναι το άθροισμα όλων των αντιπροσωπευτικών οχημάτων r για την επιμέρους ομάδα οχημάτων sg·

sg

είναι η επιμέρους ομάδα οχημάτων στην οποία ανήκει το όχημα ν·

s r,sg

είναι ο στατιστικός συντελεστής στάθμισης του αντιπροσωπευτικού οχήματος r στην επιμέρους ομάδα οχημάτων sg·

CO2(RP)v,mp

είναι οι ειδικές εκπομπές CO2 του οχήματος v σε g/km όπως καθορίζονται στο προφίλ χρήσης mp και με βάση τα δεδομένα παρακολούθησης για την περίοδο υποβολής στοιχείων που αναφέρονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956·

CO2(RP)r,mp

είναι οι ειδικές εκπομπές CO2 του αντιπροσωπευτικού οχήματος r σε g/km, όπως καθορίζεται στο προφίλ χρήσης mp, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τα εκτελεστικά μέτρα του κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων όταν καθορίστηκαν οι CO2(RP)v,mp·

CO2r,mp

είναι οι ειδικές εκπομπές CO2 του αντιπροσωπευτικού οχήματος r, που καθορίζονται στο προφίλ χρήσης mp σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και τα εκτελεστικά μέτρα του κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων, όταν οι αλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού αρχίζουν να ισχύουν για όλα τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα.

Το αντιπροσωπευτικό όχημα ορίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.


(1)  βλέπε τους ορισμούς του προφίλ χρήσης στο σημείο 2.1 του παραρτήματος I.


25.7.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 198/241


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1243 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Ιουνίου 2019

για την προσαρμογή διαφόρων νομικών πράξεων οι οποίες προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο στα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 33, το άρθρο 43 παράγραφος 2, το άρθρο 53 παράγραφος 1, το άρθρο 62, το άρθρο 91, το άρθρο 100 παράγραφος 2, το άρθρο 114, το άρθρο 153 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο β), το άρθρο 172, το άρθρο 192 παράγραφος 1, το άρθρο 207 παράγραφος 2, το άρθρο 214 παράγραφος 3 και το άρθρο 338 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Συνθήκη της Λισαβόνας τροποποίησε το νομικό πλαίσιο που διέπει τις αρμοδιότητες που αναθέτει ο νομοθέτης στην Επιτροπή, εισάγοντας διάκριση μεταξύ των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή για την έκδοση μη νομοθετικών πράξεων γενικής ισχύος που συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία μιας νομοθετικής πράξης (κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις) και των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή για την έκδοση πράξεων προς εξασφάλιση ενιαίων προϋποθέσεων για την εκτέλεση νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης (εκτελεστικές πράξεις).

(2)

Νομοθετικές πράξεις που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας αναθέτουν στην Επιτροπή εξουσίες για τη θέσπιση μέτρων στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που θεσπίστηκε με το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (4).

(3)

Προηγούμενες προτάσεις σχετικά με την εναρμόνιση των διατάξεων που παραπέμπουν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο με το νομικό πλαίσιο που θέσπισε η Συνθήκη της Λισαβόνας αποσύρθηκαν (5) λόγω στασιμότητας των διοργανικών διαπραγματεύσεων.

(4)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμφώνησαν, στη συνέχεια, επί ενός νέου πλαισίου για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις στο πλαίσιο της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (6) και αναγνώρισαν την ανάγκη να εναρμονιστεί όλη η υφιστάμενη νομοθεσία με το νομικό πλαίσιο που θέσπισε η Συνθήκη της Λισαβόνας. Ειδικότερα, συμφώνησαν ως προς την ανάγκη να δώσουν ύψιστη προτεραιότητα στην ταχεία εναρμόνιση όλων των βασικών πράξεων που εξακολουθούν να παραπέμπουν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο. Η Επιτροπή δεσμεύτηκε να εκπονήσει πρόταση για την εν λόγω εναρμόνιση έως το τέλος του 2016.

(5)

Η πλειονότητα των εξουσιοδοτήσεων στις βασικές πράξεις που προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο πληροί τα κριτήρια του άρθρου 290 παράγραφος 1 της Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και θα πρέπει να προσαρμοστεί στην εν λόγω διάταξη.

(6)

Άλλες εξουσιοδοτήσεις στις βασικές πράξεις που προβλέπουν τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 291 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και θα πρέπει να προσαρμοστούν στην εν λόγω διάταξη.

(7)

Κατά την ανάθεση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή, οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(8)

Σε ένα περιορισμένο αριθμό βασικών πράξεων που προβλέπουν επί του παρόντος τη χρήση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, οι αντίστοιχες εξουσιοδοτήσεις δεν είναι πλέον απαραίτητες και θα πρέπει συνεπώς να απαλειφθούν.

(9)

Το σημείο 31 της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου αναφέρει ότι, υπό τον όρο ότι η Επιτροπή παρέχει αντικειμενικές αιτιολογήσεις βάσει της ουσιαστικής σχέσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εξουσιοδοτήσεων που περιλαμβάνονται σε μια ενιαία νομοθετική πράξη, και εκτός εάν η νομοθετική πράξη ορίζει άλλως, οι εξουσιοδοτήσεις μπορούν να ομαδοποιούνται. Οι διαβουλεύσεις κατά την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν για να υποδείξουν ποιες αναθέσεις εξουσίας θεωρείται ότι συνδέονται με ουσιώδη σχέση. Στις περιπτώσεις αυτές, τυχόν αντίρρηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου θα επισημαίνει σαφώς σε ποια ανάθεση εξουσίας αναφέρεται ειδικά. Σε περιορισμένο αριθμό βασικών πράξεων που απαριθμούνται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, έχει συμπεριληφθεί στη βασική πράξη σαφής διάταξη σχετικά με την έκδοση χωριστών κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων για διαφορετικές κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητες.

(10)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τις εκκρεμούσες διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων μια επιτροπή έχει ήδη διατυπώσει γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(11)

Δεδομένου ότι οι προσαρμογές και τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν αφορούν αποκλειστικά διαδικασίες σε επίπεδο Ένωσης, δεν απαιτείται, στην περίπτωση των οδηγιών, μεταφορά τους στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

(12)

Συνεπώς, οι σχετικές πράξεις θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι πράξεις που παρατίθενται στο παράρτημα τροποποιούνται σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις εκκρεμούσες διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων μια επιτροπή έχει ήδη διατυπώσει γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 5α της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Ιουνίου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 288 της 31.8.2017, σ. 29.

(2)  ΕΕ C 164 της 8.5.2018, σ. 82.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2019.

(4)  Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23).

(5)  ΕΕ C 80 της 7.2.2015, σ. 17.

(6)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

I.   ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΙΚΤΥΑ, ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

1.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 733/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 2002, για την υλοποίηση του.eu τομέα ανωτάτου επιπέδου (1)

Για να καθοριστούν οι προϋποθέσεις για την υλοποίηση του.eu κωδικού χώρας του τομέα ανωτάτου επιπέδου (ccTLD), που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 733/2002, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για τη συμπλήρωση του εν λόγω κανονισμού με τα κριτήρια και τη διαδικασία για τον καθορισμό του μητρώου, καθώς και με κανόνες δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά την υλοποίηση και τις λειτουργίες του.eu τομέα ανωτάτου επιπέδου (TLD) και τις αρχές δημοσίου συμφέροντος για τις καταχωρίσεις. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 733/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 3 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 5α, προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με τη θέσπιση των κριτηρίων και της διαδικασίας καθορισμού του μητρώου.

Όταν, σε περίπτωση θέσπισης των κριτηρίων και της διαδικασίας για τον καθορισμό του μητρώου, το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 5β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο·».

2)

Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει, μετά από διαβούλευση με το μητρώο, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 5α προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με τη θέσπιση κανόνων δημοσίου συμφέροντος σχετικά με την υλοποίηση και τις λειτουργίες του.eu TLD και για τον καθορισμό αρχών δημοσίου συμφέροντος για τις καταχωρίσεις·»,

β)

στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή, εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση, εγείρουν ένσταση για κάποιο σημείο που περιλαμβάνεται σε κοινοποιημένο κατάλογο, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 5α, προκειμένου να θεραπεύσει την κατάσταση συμπληρώνοντας τον παρόντα κανονισμό·»

3)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 5α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερα εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*1).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφοι 1 και 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 5β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 5α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*1)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

4)

στο άρθρο 6 οι παράγραφοι 3 και 4 απαλείφονται.

2.   Απόφαση αριθ. 626/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2008, για την επιλογή και αδειοδότηση συστημάτων που παρέχουν κινητές δορυφορικές υπηρεσίες (MSS) (2)

Για να διασφαλίζονται ενιαίες προϋποθέσεις εφαρμογής της απόφασης αριθ. 626/2008/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή σχετικά με τις ενδεδειγμένες λεπτομέρειες της συντονισμένης εφαρμογής των κανόνων περί επιβολής της εφαρμογής. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Επομένως, η απόφαση αριθ. 626/2008/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 9, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, μέτρα που καθορίζουν οιουσδήποτε ενδεδειγμένους τρόπους για τη συντονισμένη εφαρμογή των κανόνων επιβολής της εφαρμογής στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων της συντονισμένης αναστολής ή της ανάκλησης αδειών για αθέτηση των κοινών όρων κατά το άρθρο 7 παράγραφος 2. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3·»

2)

στο άρθρο 10, η παράγραφος 4 διαγράφεται.

II.   ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/96 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1996, σχετικά με την ανθρωπιστική βοήθεια (3)

Από τη θέσπιση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/96, το 1996, δεν χρειάστηκε ποτέ να θεσπίσει μέτρα η Επιτροπή σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο προκειμένου να τροποποιήσει μη ουσιώδη στοιχεία του εν λόγω κανονισμού. Δεν φαίνεται να υπάρχει προβλέψιμη ανάγκη να το πράξει στο μέλλον. Η δυνατότητα θέσπισης εκτελεστικών μέτρων σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο θα πρέπει συνεπώς να απαλειφθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1257/96, χωρίς να χρειάζεται να ανατίθενται εξουσίες στην Επιτροπή.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1257/96 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 15, η παράγραφος 1 διαγράφεται·

2)

στο άρθρο 17, η παράγραφος 4 διαγράφεται.

ΙΙΙ.   ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΑΞΗ

1.   Οδηγία 89/654/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 1989, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας (πρώτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (4)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση σχετικά με τον σχεδιασμό, την παραγωγή ή την κατασκευή τμημάτων των χώρων εργασίας, η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα των χώρων εργασίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις των παραρτημάτων της οδηγίας 89/654/ΕΟΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 (5), η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 89/654/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α που προβαίνουν σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις στα παραρτήματα, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση σχετικά με τον σχεδιασμό, την παραγωγή ή την κατασκευή τμημάτων των χώρων εργασίας, η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα των χώρων εργασίας.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 9α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερα εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 9 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*2).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 9 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 9β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 9α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*2)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

2.   Οδηγία 89/656/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 1989, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία (τρίτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (6)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα των εξοπλισμών ατομικής προστασίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις των παραρτημάτων της οδηγίας 89/656/ΕΟΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 89/656/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α που εφαρμόζουν καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις στα παραρτήματα, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση στον τομέα των εξοπλισμών ατομικής προστασίας, η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα των εξοπλισμών ατομικής προστασίας.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 9α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 9 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*3).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 9 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντίρρηση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 9β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 9α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*3)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

3.   Οδηγία 90/269/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1990, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας κατά τη χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που συνεπάγεται κινδύνους ιδίως για τη ράχη και την οσφυϊκή χώρα των εργαζομένων (τέταρτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (7)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα της χειρωνακτικής διακίνησης φορτίων που συνεπάγεται κινδύνους ιδίως για τη ράχη και την οσφυϊκή χώρα των εργαζομένων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις των παραρτημάτων της οδηγίας 90/269/ΕΟΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 90/269/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α που προβαίνουν καθαρά σε τεχνικές τροποποιήσεις στα παραρτήματα, ώστε να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα της χειρωνακτικής διακίνησης φορτίων.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8β·».

2)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 8α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*4).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 8 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 8β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 8α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*4)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

4.   Οδηγία 90/270/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1990, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης (πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (8)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα των εξοπλισμών ατομικής προστασίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις των παραρτημάτων της οδηγίας 90/270/ΕΟΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 90/270/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Τροποποιήσεις του παραρτήματος

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10α που εισάγουν καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις στο παράρτημα, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα των εξοπλισμών με οθόνες οπτικής απεικόνισης.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 10α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*5).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 10 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 10β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 10α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*5)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

5.   Οδηγία 92/29/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1992, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την προώθηση βελτιωμένης ιατρικής περίθαλψης στα πλοία (9)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη, η τεχνολογική πρόοδος, ή οι αλλαγές των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης σε πλοία, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις των παραρτημάτων της οδηγίας 92/29/ΕΟΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 92/29/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α που προβαίνουν καθαρά σε τεχνικές τροποποιήσεις στα παραρτήματα, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος ή η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα όσον αφορά την ιατρική περίθαλψη σε πλοία.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 8α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*6).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 8 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 8β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 8α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*6)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

6.   Οδηγία 92/57/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια (όγδοη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (10)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων σχετικά με τα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις του παραρτήματος IV της οδηγίας 92/57/ΕΟΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 92/57/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Τροποποιήσεις του Παραρτήματος IV

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 13α που εισάγουν καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις στο παράρτημα IV, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, σχετικά με τα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων όσον αφορά τα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 13β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 13α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*7).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 13 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 13β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 13α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*7)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

7.   Οδηγία 92/58/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τη σήμανση ασφάλειας ή/και υγείας στην εργασία (ενάτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (11)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και των γνώσεων στον τομέα της σήμανσης ασφάλειας και υγείας στην εργασία, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις των παραρτημάτων της οδηγίας 92/58/ΕΟΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 92/58/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α που εισάγουν καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις στα παραρτήματα, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση όσον αφορά τη μελέτη και την κατασκευή μέσων ή διατάξεων σήμανσης ασφάλειας και/ή υγείας κατά την εργασία, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και τα επιτεύγματα στον τομέα των μέσων ή διατάξεων σήμανσης ασφάλειας και/ή υγείας κατά την εργασία.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 9α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 9 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*8).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 9 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 9β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 9α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*8)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

8.   Οδηγία 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1994, για την προστασία των νέων κατά την εργασία (12)

Για την επίτευξη επαρκούς προστασίας των νέων κατά την εργασία και προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών κανόνων ή προδιαγραφών και της επιστημονικής προόδου, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις του παραρτήματος της οδηγίας 94/33/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 94/33/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Τροποποιήσεις του παραρτήματος

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α που εισάγουν καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις στο παράρτημα σε συνάρτηση με την τεχνολογική πρόοδο, την εξέλιξη των διεθνών κανόνων ή προδιαγραφών και την πρόοδο των γνώσεων σχετικά με την προστασία των νέων κατά την εργασία·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 15α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 15 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 15 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*9).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 15 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*9)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

9.   Οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλομένους σε χημικούς παράγοντες (14η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (13)

Για την επίτευξη επαρκούς προστασίας των εργαζομένων από κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους και προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών προτύπων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα όσον αφορά τους χημικούς παράγοντες, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις των παραρτημάτων της οδηγίας 98/24/ΕΚ, και να συμπληρώνει την εν λόγω οδηγία με τον καθορισμό ή την αναθεώρηση των ενδεικτικών οριακών τιμών επαγγελματικής έκθεσης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 98/24/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 3 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12α για να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία με τον καθορισμό των ενδεικτικών οριακών τιμών επαγγελματικής έκθεσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες τεχνικές μέτρησης.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών σχετικά με τις οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης που θεσπίζονται σε επίπεδο Ένωσης.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τους εργαζομένους και άλλα πρόσωπα, τη φυσική υγεία και την ασφάλεια, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12β·»,

2)

στο άρθρο 12, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12α για την εφαρμογή καθαρά τεχνικών τροποποιήσεων στα παραρτήματα, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση όσον αφορά τους χημικούς παράγοντες, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών προτύπων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα στον τομέα των χημικών παραγόντων.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12β·»,

3)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 12α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και το άρθρο 12 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και το άρθρο 12 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*10).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 και το άρθρο 12 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 12β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*10)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

10.   Οδηγία 2002/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, περί των ελαχίστων προδιαγραφών υγείας και ασφαλείας όσον αφορά την έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (κραδασμοί) (δέκατη έκτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (14)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση όσον αφορά τον σχεδιασμό, την ανέγερση, την παραγωγή ή την κατασκευή εξοπλισμού και χώρων εργασίας, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα, στον τομέα του θορύβου, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις του παραρτήματος της οδηγίας 2002/44/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 2002/44/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Τροποποιήσεις του παραρτήματος

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α για την εφαρμογή καθαρά τεχνικών τροποποιήσεων στο παράρτημα, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, όσον αφορά τον σχεδιασμό, την ανέγερση, την παραγωγή ή την κατασκευή εξοπλισμού και χώρων εργασίας, και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα, στον τομέα των μηχανικών κραδασμών.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11β·»,

2)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 11α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*11).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 11 τίθενται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 11β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Αρχίζει να ισχύει αμέσως και εφαρμόζεται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 11α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*11)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 12 διαγράφεται.

11.   Οδηγία 2003/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 2003, περί των ελάχιστων προδιαγραφών υγείας και ασφάλειας για την έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (θόρυβος) (17η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (15)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση όσον αφορά τον σχεδιασμό, την ανέγερση, την παραγωγή ή την κατασκευή εξοπλισμού και χώρων εργασίας, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα, όσον αφορά τον θόρυβο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις της οδηγίας 2003/10/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 2003/10/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Τροποποιήσεις της οδηγίας

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12α για την εφαρμογή καθαρά τεχνικών τροποποιήσεων στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, όσον αφορά τον σχεδιασμό, την ανέγερση, την παραγωγή ή την κατασκευή εξοπλισμού και χώρων εργασίας, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα, στον τομέα του θορύβου.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12β·»,

2)

προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 12α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 12 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 12 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*12).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 12 τίθενται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 12β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 12α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*12)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

3)

Το άρθρο 13 απαλείφεται.

12.   Οδηγία 2004/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία (έκτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (16)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα όσον αφορά την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις του παραρτήματος II της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 2004/37/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 17 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 17

Τροποποίηση του παραρτήματος II

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 17α για την εφαρμογή καθαρά τεχνικών τροποποιήσεων στο παράρτημα II, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα, όσον αφορά τους καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 17α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 17 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 17 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*13).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 17 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 17β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Στην κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 17α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*13)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

13.   Οδηγία 2006/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των ελαχίστων προδιαγραφών υγείας και ασφάλειας όσον αφορά στην έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (τεχνητή οπτική ακτινοβολία) (19η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (17).

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση όσον αφορά τον σχεδιασμό, την ανέγερση, την παραγωγή ή την κατασκευή εξοπλισμού και χώρων εργασίας, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων ή διεθνών προδιαγραφών και τα νέα επιστημονικά πορίσματα, στον τομέα της έκθεσης των εργαζομένων σε οπτική ακτινοβολία, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις των παραρτημάτων της οδηγίας 2006/25/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 2006/25/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Τροποποίηση των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10α για την εφαρμογή καθαρά τεχνικών τροποποιήσεων των παραρτημάτων, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική εναρμόνιση και τυποποίηση, όσον αφορά τον σχεδιασμό, την ανέγερση, την παραγωγή ή την κατασκευή εξοπλισμού και χώρων εργασίας, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των εναρμονισμένων ευρωπαϊκών προτύπων ή διεθνών προδιαγραφών και τα νέα επιστημονικά πορίσματα, στον τομέα της έκθεσης των εργαζομένων σε οπτική ακτινοβολία. Οι εν λόγω τροποποιήσεις δεν επιφέρουν μεταβολή των οριακών τιμών έκθεσης που καθορίζονται στα παραρτήματα.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 10α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*14).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 10 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 10β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 10α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*14)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

3)

το άρθρο 11 απαλείφεται.

14.   Οδηγία 2009/148/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009 για την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που οφείλονται στην έκθεσή τους στον αμίαντο κατά τη διάρκεια της εργασίας (18)

Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να προβαίνει σε τροποποιήσεις του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/148/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 2009/148/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 9 απαλείφεται·

2)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για κάθε εργαζόμενο πρέπει να υπάρχει διαθέσιμη εκτίμηση της κατάστασης της υγείας του πριν αρχίσει να εκτίθεται στη σκόνη που προέρχεται από αμίαντο ή από υλικά που περιέχουν αμίαντο.

Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνει ειδική εξέταση του θώρακα. Στο παράρτημα I δίδονται συστάσεις πρακτικού χαρακτήρα των οποίων μπορούν να κάνουν χρήση τα κράτη μέλη για την κλινική παρακολούθηση των εργαζομένων. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18α, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα I, προσαρμόζοντάς το στην τεχνολογική πρόοδο.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18β.

Πρέπει να διατίθεται νέα εκτίμηση μία τουλάχιστον φορά κάθε τρία έτη για όσο διάστημα διαρκεί η έκθεση στον αμίαντο.

Για κάθε εργαζόμενο που αφορά το πρώτο εδάφιο καταρτίζεται ατομικός ιατρικός φάκελος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και/ή την πρακτική·»

3)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 18α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά το άρθρο 18 παράγραφος 2 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*15).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 18β

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 18α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*15)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

ΙV.   ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων αναφορικά με την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες ουσιώδεις παραμέτρους (19).

Προκειμένου να πραγματοποιούνται οι απαραίτητες τεχνικές προσαρμογές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1222/2009, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα του εν λόγω κανονισμού προσαρμόζοντάς τα στην τεχνολογική πρόοδο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Τροποποιήσεις και προσαρμογές στην τεχνολογική πρόοδο

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12α, για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα εξής:

α)

θέσπιση απαιτήσεων πληροφόρησης σχετικά με τη διαβάθμιση της πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα των ελαστικών κατηγορίας C2 και C3, υπό την προϋπόθεση ότι διατίθενται κατάλληλες, εναρμονισμένες μέθοδοι δοκιμών·

β)

προσαρμογή, όπου κρίνεται σκόπιμο, της διαβάθμισης της πρόσφυσης στις τεχνικές προδιαγραφές των ελαστικών που έχουν σχεδιασθεί κυρίως για επιδόσεις υπό συνθήκες πάγου και/ή χιονιού καλύτερες από εκείνες ενός κοινού ελαστικού όσον αφορά την ικανότητά του να εκκινεί το όχημα ή να διατηρεί ή να σταματά την κίνησή του·

γ)

προσαρμογή των παραρτημάτων I έως V στην τεχνολογική πρόοδο·»,

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 12α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση αυτή το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*16).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*16)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

3)

το άρθρο 13 απαλείφεται.

V.   ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

1.   Οδηγία 94/63/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τον έλεγχο των εκπομπών πτητικών οργανικών ουσιών (VOC) που προέρχονται από την αποθήκευση βενζίνης και τη διάθεσή της από τις τερματικές εγκαταστάσεις στους σταθμούς διανομής καυσίμων (20)

Για να διασφαλίζεται ότι οι προδιαγραφές για τον εξοπλισμό φόρτωσης από τον πυθμένα που ορίζονται στην οδηγία 94/63/ΕΚ αναθεωρούνται όταν ενδείκνυται και προκειμένου τα παραρτήματα να προσαρμόζονται στην τεχνολογική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 94/63/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 4 παράγραφος 1, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όλες οι τερματικές εγκαταστάσεις με εξοπλισμούς φόρτωσης βυτιοφόρων αυτοκινήτων πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον μία εξέδρα πλήρωσης, η οποία να πληροί τις προδιαγραφές για εξοπλισμό φόρτωσης από τον πυθμένα, οι οποίες καθορίζονται στο παράρτημα IV. Η Επιτροπή επανεξετάζει τακτικά τις προδιαγραφές αυτές και της ανατίθεται η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 7α, για την τροποποίηση του παραρτήματος IV σύμφωνα με το αποτέλεσμα της επανεξετάσεως αυτής·»

2)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Προσαρμογή στην τεχνολογική πρόοδο

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 7α, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα προσαρμόζοντάς τα στην τεχνολογική πρόοδο, εξαιρουμένων των οριακών τιμών του παραρτήματος II σημείο 2·»

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 7α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και στο άρθρο 7 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 και στο άρθρο 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*17).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 και το άρθρο 7 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*17)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

4)

το άρθρο 8 απαλείφεται.

2.   Οδηγία 2002/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, σχετικά με την αξιολόγηση και τη διαχείριση του περιβαλλοντικού θορύβου (21)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 2002/49/ΕΚ στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2002/49/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12α για την τροποποίηση του παραρτήματος II προκειμένου να καθορίζονται κοινές μέθοδοι αξιολόγησης για τον προσδιορισμό των Lden και Lnight·»

β)

στην παράγραφο 3, προστίθεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12α, για την τροποποίηση του παραρτήματος III, προκειμένου να καθορίζονται κοινές μέθοδοι αξιολόγησης για τον προσδιορισμό των επιβλαβών επιδράσεων·»

2)

το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Προσαρμογή στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12α, ώστε να τροποποιεί το σημείο 3 του παραρτήματος I και τα παραρτήματα II και ΙΙΙ, προσαρμόζοντάς τα στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο·»

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 12α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 12 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 12 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*18).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 12 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*18)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

4)

το άρθρο 13 παράγραφος 3 διαγράφεται·

5)

στο παράρτημα III, η δεύτερη περίοδος της εισαγωγικής φράσης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι σχέσεις δόσης-επίδρασης που εισάγονται με τις μελλοντικές αναθεωρήσεις του παρόντος παραρτήματος αφορούν ιδίως:».

3.   Οδηγία 2004/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τον περιορισμό των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων που οφείλονται στη χρήση οργανικών διαλυτών σε χρώματα διακόσμησης και βερνίκια και σε προϊόντα φανοποιΐας αυτοκινήτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/13/ΕΚ (22)

Για να διασφαλίζεται η χρήση σύγχρονων μεθόδων ανάλυσης για τον προσδιορισμό της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές περιεκτικότητας σε πτητικές οργανικές ενώσεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για να τροποποιεί το παράρτημα III της οδηγίας 2004/42/ΕΚ προσαρμόζοντάς το στην τεχνολογική πρόοδο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2004/42/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Προσαρμογή στην τεχνολογική πρόοδο

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα III προσαρμόζοντάς το στην τεχνολογική πρόοδο·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 11α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*19).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 11 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*19)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

3)

στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

4.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 2006, για τη σύσταση ευρωπαϊκού μητρώου έκλυσης και μεταφοράς ρύπων και για την τροποποίηση των οδηγιών 91/689/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (23)

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 166/2006 στην τεχνολογική πρόοδο και στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, και προκειμένου να εξασφαλισθεί βελτιωμένη υποβολή εκθέσεων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα II και ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού προσαρμόζοντάς τα στην επιστημονική ή τεχνολογική πρόοδο ή ως αποτέλεσμα της έγκρισης από τη συνεδρίαση των συμβαλλομένων μελών στο πρωτόκολλο οιασδήποτε τροποποίησης των παραρτημάτων του πρωτοκόλλου της ΟΕΕ/ΗΕ για τα μητρώα έκλυσης και μεταφοράς ρύπων, καθώς και να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό με την έναρξη υποβολής εκθέσεων για τις εκλύσεις ρύπων από μια ή περισσότερες διάσπαρτες πηγές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 166/2006 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υπάρχουν δεδομένα για τις εκλύσεις από διάσπαρτες πηγές, εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18α, προκειμένου να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έναρξη υποβολής εκθέσεων για τις εκλύσεις ρύπων από μία ή περισσότερες διάσπαρτες πηγές, χρησιμοποιώντας διεθνώς εγκεκριμένες μεθοδολογίες, όπου ενδείκνυνται·»,

2)

το άρθρο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων II και ΙΙΙ για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

την προσαρμογή τους στην επιστημονική ή τεχνολογική πρόοδο·

β)

την προσαρμογή τους ως αποτέλεσμα της έγκρισης από τη συνεδρίαση των συμβαλλομένων μελών στο πρωτόκολλο οιασδήποτε τροποποίησης των παραρτημάτων του πρωτοκόλλου·»

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 18α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 18 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση αυτή το αργότερα εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 18 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*20).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και το άρθρο 18 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*20)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

4)

στο άρθρο 19, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

5.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, τη σήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (24)

Για να διασφαλίζεται η τακτική επικαιροποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ:

για την τροποποίηση του παραρτήματος VI του εν λόγω κανονισμού προς εναρμόνιση της ταξινόμησης και της επισήμανσης ουσιών·

για την τροποποίηση του παραρτήματος VIII προς περαιτέρω εναρμόνιση των πληροφοριών που σχετίζονται με καταστάσεις έκτακτου κινδύνου για την υγεία και προληπτικά μέτρα·

για την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του εν λόγω κανονισμού και των παραρτημάτων I έως VIII του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να προσαρμοστούν στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 37, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή, όταν κρίνει ότι η εναρμόνιση της ταξινόμησης και της επισήμανσης της συγκεκριμένης ουσίας είναι κατάλληλη, εκδίδει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 53α, για την τροποποίηση του παραρτήματος VI με την εγγραφή της εν λόγω ουσίας μαζί με τα σχετικά στοιχεία ταξινόμησης και επισήμανσης στον πίνακα 3.1 του μέρους 3 του παραρτήματος VI και, ανάλογα με την περίπτωση, τα ειδικά όρια συγκέντρωσης ή συντελεστές m.

Αντίστοιχη εγγραφή περιλαμβάνεται στον πίνακα 3.2 του μέρους 3 του παραρτήματος VI με βάση τις ίδιες προϋποθέσεις έως τις 31 Μαΐου 2015.

Εφόσον το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, στην περίπτωση εναρμόνισης της ταξινόμησης και της επισήμανσης των ουσιών, η διαδικασία του άρθρου 53β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο·»

2)

Στο άρθρο 45, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 53α για την τροποποίηση του παραρτήματος VIII ώστε να εναρμονιστούν περαιτέρω οι πληροφορίες που σχετίζονται με καταστάσεις έκτακτου κινδύνου για την υγεία και προληπτικά μέτρα, μετά από διαβούλευση με τους οικείους ενδιαφερομένους φορείς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση Κέντρων Δηλητηριάσεων και Κλινικών Τοξικολόγων (EAPCCT)·»

3)

Στο άρθρο 53, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 53α, ώστε να τροποποιεί το άρθρο 6 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφος 3, τα άρθρα 12 και 14, το άρθρο 18 παράγραφος 3 στοιχείο β), το άρθρο 23, τα άρθρα 25 έως 29, το άρθρο 35 παράγραφος 2 δεύτερο και τρίτο εδάφιο, καθώς και τα παραρτήματα I έως VIII, προκειμένου να τα προσαρμόσει στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την περαιτέρω εξέλιξη του GHS, ειδικότερα των τροποποιήσεων του ΟΗΕ που αφορούν τη χρήση πληροφοριών σε παρόμοια μείγματα, και συνεκτιμώντας τις εξελίξεις στο πλαίσιο διεθνώς αναγνωρισμένων χημικών προγραμμάτων και τα δεδομένα από βάσεις δεδομένων ατυχημάτων.

Όταν το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 53β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο·»

4)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 53α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 37 παράγραφος 5, το άρθρο 45 παράγραφος 4 και το άρθρο 53 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για διάστημα πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 37 παράγραφος 5, το άρθρο 45 παράγραφος 4 και το άρθρο 53 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*21).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 5, το άρθρο 45 παράγραφος 4 και το άρθρο 53 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 53β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 53α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 53γ

Χωριστές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για διαφορετικές ανατιθέμενες αρμοδιότητες

Η Επιτροπή εκδίδει χωριστή κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για κάθε αρμοδιότητα που της ανατίθεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(*21)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

5)

στο άρθρο 54, οι παράγραφοι 3 και 4 απαλείφονται.

6.   Οδηγία 2009/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη φάση ΙΙ της ανάκτησης ατμών βενζίνης κατά τη διάρκεια του ανεφοδιασμού μηχανοκίνητων οχημάτων σε πρατήρια καυσίμων (25)

Για να διασφαλίζεται η συνέπεια προς τα συναφή πρότυπα που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2009/126/ΕΚ, προσαρμόζοντάς τις στην τεχνολογική πρόοδο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2009/126/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Τεχνικές προσαρμογές

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α για την τροποποίηση των άρθρων 4 και 5, ώστε να τα προσαρμόζει στην τεχνολογική πρόοδο, όταν είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται συνέπεια προς συναφές πρότυπο που έχει εκπονήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN).

Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για την απόδοση της δέσμευσης ατμών βενζίνης και τον λόγο ατμών προς βενζίνη που καθορίζονται στο άρθρο 4 και τις χρονικές περιόδους που καθορίζονται στο άρθρο 5·»

2)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*22).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 8 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*22)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 9 απαλείφεται.

VI.   ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ (Eurostat)

1.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση της στατιστικής ταξινόμησης των οικονομικών δραστηριοτήτων NACE αναθεώρηση 2 και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3037/90 του Συμβουλίου και ορισμένων κανονισμών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικών με ειδικούς στατιστικούς τομείς (26)

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 στις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις και για την ευθυγράμμιση της NACE αναθ. 2 με άλλες οικονομικές και κοινωνικές ταξινομήσεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για την τροποποίηση του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις».

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 6α, για την τροποποίηση του παραρτήματος I προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνολογικές ή οικονομικές εξελίξεις ή για την ευθυγράμμιση με άλλες οικονομικές και κοινωνικές ταξινομήσεις·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 6 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*23).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*23)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

στο άρθρο 7, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

2.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 451/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τη δημιουργία νέας στατιστικής ταξινόμησης προϊόντων ανά δραστηριότητα (CPA) και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3696/93 του Συμβουλίου (27)

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 451/2008 στις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις και για την ευθυγράμμιση με άλλες οικονομικές και κοινωνικές ταξινομήσεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για την τροποποίηση του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 451/2008 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις».

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 6α, για την τροποποίηση του παραρτήματος προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνολογικές ή οικονομικές εξελίξεις ή για την ευθυγράμμιση με άλλες οικονομικές και κοινωνικές ταξινομήσεις.

Κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας, η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις να μη συνεπάγονται σημαντική πρόσθετη επιβάρυνση ή δαπάνες για τα κράτη μέλη ή τους συμμετέχοντες στην έρευνα·»,

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*24).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*24)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

3)

στο άρθρο 7, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

VII.   ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ, ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΜΕ

1.   Οδηγία 76/211/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην προπαρασκευή σε μάζα ή όγκο ορισμένων προϊόντων σε προσυσκευασία (28)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 76/211/ΕΟΚ στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I και ΙΙ της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 76/211/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 6α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙ με σκοπό την προσαρμογή τους στην τεχνολογική πρόοδο·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 6 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*25).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*25)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

2.   Οδηγία 2000/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Μαΐου 2000, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους (29)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 2000/14/ΕΚ στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2000/14/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 18, η παράγραφος 2 διαγράφεται·

2)

Το άρθρο 18α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 18α

Τροποποιήσεις του παραρτήματος III

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18β, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα III προσαρμόζοντάς το στην τεχνολογική πρόοδο. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις στη μετρούμενη στάθμη ακουστικής ισχύος του εξοπλισμού που εμπίπτει στο άρθρο 12, ιδίως δε μέσω της ενσωμάτωσης παραπομπών στα συναφή ευρωπαϊκά πρότυπα·»

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 18β

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 18α εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 18α μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*26).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 18α τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*26)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

4)

στο άρθρο 19, το στοιχείο β) απαλείφεται.

3.   Οδηγία 2004/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για την επιθεώρηση και τον έλεγχο της ορθής εργαστηριακής πρακτικής (ΟΕΠ) (30)

Προκειμένου να εγκρίνεται η αναγκαία τεχνική προσαρμογή της οδηγίας 2004/9/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε:

να τροποποιεί την εν λόγω οδηγία για να επιλύει διαφωνίες σε σχέση με τον έλεγχο συμμόρφωσης προς την ΟΕΠ·

να τροποποιεί τη διατύπωση της εγγύησης στην εν λόγω οδηγία·

να τροποποιεί το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2004/9/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 6, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 6α για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας προς επίλυση των θεμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι τροποποιήσεις του παραρτήματος I δεν αλλάζουν τη φύση της παροχής καθοδήγησης για τις διαδικασίες ελέγχου της συμμόρφωσης προς την ΟΕΠ και για τη διεξαγωγή των επιθεωρήσεων των πειραματικών μονάδων και των ελέγχων των μελετών·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 3 και το άρθρο 8 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 και το άρθρο 8 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*27).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 και το άρθρο 8 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*27)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

στο άρθρο 7, η παράγραφος 3 διαγράφεται·

4)

στο άρθρο 8, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 6α, προκειμένου να τροποποιεί:

α)

τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2·

β)

το παράρτημα I, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος·».

4.   Οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, σχετικά με τα μηχανήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 95/16/ΕΚ (31)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη νέες εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για την τροποποίηση του ενδεικτικού καταλόγου δομικών στοιχείων ασφαλείας του παραρτήματος V της οδηγίας 2006/42/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Για να διασφαλίζονται ενιαίες προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2006/42/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή σχετικά με τα αναγκαία μέτρα για τα δυνητικώς επικίνδυνα μηχανήματα. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Επομένως, η οδηγία 2006/42/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 2, το δεύτερο εδάφιο του στοιχείου γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ενδεικτικός κατάλογος των δομικών στοιχείων ασφαλείας περιλαμβάνεται στο παράρτημα V»

2)

στο άρθρο 8, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21α, για την τροποποίηση του παραρτήματος V προς ενημέρωση του ενδεικτικού καταλόγου των δομικών στοιχείων ασφαλείας·»

3)

στο άρθρο 9 παράγραφος 3, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το αποτέλεσμα της διαβούλευσης αυτής, η Επιτροπή θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα με εκτελεστικές πράξεις. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 3·»·

4)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 21α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*28).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*28)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

5)

στο άρθρο 22, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. (*29).

(*29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13)·»."

5.   Οδηγία 2009/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τις κοινές διατάξεις για τα όργανα μετρήσεως και για τις μεθόδους μετρολογικού ελέγχου (32)

Για να διασφαλίζεται η πραγματοποίηση των αναγκαίων τεχνικών προσαρμογών της οδηγίας 2009/34/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για να τροποποιεί τα παραρτήματα της εν λόγω οδηγίας, με σκοπό την προσαρμογή τους στην τεχνολογική πρόοδο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Όσον αφορά την εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παράγραφος 3, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη που έχουν χορηγήσει έγκριση ΕΚ τύπου περιορισμένης ισχύος υποβάλλουν αίτηση προσαρμογής των παραρτημάτων I και ΙΙ στην τεχνολογική πρόοδο, οι εν λόγω εγκρίσεις ΕΚ τύπου περιορισμένης ισχύος δεν υφίστανται πλέον. Η εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παράγραφος 3 θα πρέπει συνεπώς να διαγραφεί.

Επομένως, η οδηγία 2009/34/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 5, η παράγραφος 3 διαγράφεται·

2)

το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 16α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙ με σκοπό την προσαρμογή τους στην τεχνολογική πρόοδο·»

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 16α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 16 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 16 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*30).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 16 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*30)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

4)

το άρθρο 17 απαλείφεται.

6.   Οδηγία 2009/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την απλούστευση των όρων και προϋποθέσεων για τις μεταφορές προϊόντων συνδεόμενων με τον τομέα της άμυνας εντός της Κοινότητας (33)

Για να διασφαλίζεται ότι ο κατάλογος των συνδεόμενων με τον τομέα της άμυνας προϊόντων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 2009/43/ΕΚ αντιστοιχεί επακριβώς στον Κοινό Στρατιωτικό Κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί το εν λόγω παράρτημα, καθώς και να τροποποιεί την εν λόγω οδηγία, όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν τις μεταφορές προϊόντων συνδεόμενων με τον τομέα της άμυνας από την υποχρέωση προηγούμενης χορήγησης άδειας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2009/43/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 4, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 13α, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, για την τροποποίηση της παραγράφου 2, προκειμένου να συμπεριλάβει περιπτώσεις, όταν:

α)

η μεταφορά πραγματοποιείται υπό συνθήκες που δεν επηρεάζουν τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια,

β)

η υποχρέωση προηγούμενης χορήγησης άδειας έχει γίνει ασύμβατη με τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών μετά τη θέσπιση της παρούσας οδηγίας,

γ)

είναι αναγκαίο για τις διακυβερνητικές συνεργασίες όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4·»

2)

το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Τροποποίηση του παραρτήματος

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 13α, για την τροποποίηση του καταλόγου των συνδεόμενων με τον τομέα της άμυνας προϊόντων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα έτσι ώστε να αντιστοιχεί επακριβώς στον Κοινό Στρατιωτικό Κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όταν το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 13β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο·»,

3)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 13α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 13 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 13 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*31).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 13 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 13β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 13α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*31)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

4)

το άρθρο 14 απαλείφεται.

7.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 79/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με την έγκριση τύπου υδρογονοκίνητων μηχανοκίνητων οχημάτων και την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (34)

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 79/2009 στην τεχνολογική πρόοδο όσον αφορά την ασφάλεια των υδρογονοκίνητων οχημάτων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για τη συμπλήρωση του εν λόγω κανονισμού με τεχνικές απαιτήσεις για τα οχήματα αυτά καθώς και με διοικητικές διατάξεις, υποδείγματα διοικητικών εγγράφων και υποδείγματα σήμανσης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 79/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

Αρμοδιότητες κατ’ εξουσιοδότηση

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 12α, προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό σε συνάρτηση με την τεχνολογική πρόοδο, εφαρμόζοντας:

α)

λεπτομερείς κανόνες για τις διαδικασίες δοκιμής που ορίζονται στα παραρτήματα II έως V·

β)

λεπτομερείς κανόνες για τις απαιτήσεις για την εγκατάσταση κατασκευαστικών στοιχείων και συστημάτων υδρογόνου που ορίζονται στο παράρτημα VI·

γ)

λεπτομερείς κανόνες για τις απαιτήσεις για την ασφαλή και αξιόπιστη λειτουργία των κατασκευαστικών στοιχείων και συστημάτων υδρογόνου που ορίζονται στο άρθρο 5·

δ)

προδιαγραφές για τις απαιτήσεις που αφορούν ένα από τα κατωτέρω:

i)

τη χρήση καθαρού υδρογόνου ή μείγματος υδρογόνου και φυσικού αερίου/βιομεθανίου,

ii)

νέες μορφές αποθήκευσης ή χρήσης υδρογόνου,

iii)

την προστασία του οχήματος από την πρόσκρουση όσον αφορά την ακεραιότητα των κατασκευαστικών στοιχείων και συστημάτων υδρογόνου,

iv)

απαιτήσεις ασφάλειας για το ολοκληρωμένο σύστημα, οι οποίες να καλύπτουν τουλάχιστον την ανίχνευση διαρροής και τις απαιτήσεις που αφορούν το αέριο καθαρισμού,

v)

ηλεκτρική μόνωση και ηλεκτρική ασφάλεια·

ε)

διοικητικές διατάξεις για την έγκριση τύπου ΕΚ οχημάτων όσον αφορά την πρόωση με υδρογόνο, καθώς και κατασκευαστικών στοιχείων και συστημάτων υδρογόνου·

στ)

κανόνες για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τους κατασκευαστές για τους σκοπούς της έγκρισης τύπου και της επιθεώρησης που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 4 και 5·

ζ)

λεπτομερείς κανόνες για την επισήμανση ή άλλα μέσα για τη σαφή και ταχεία αναγνώριση των υδρογονοκίνητων οχημάτων που αναφέρονται στο παράρτημα VI σημείο 16·και

η)

άλλα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 12α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 12 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 12 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*32).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 12 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*32)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 13 απαλείφεται.

8.   Οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (35)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 2009/81/ΕΚ στις ταχείες τεχνολογικές, οικονομικές και κανονιστικές εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα κατώτατα όρια για συμβάσεις ευθυγραμμίζοντάς τα προς τα κατώτερα όρια που προβλέπει η οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36), να τροποποιεί τις αναφορές στο Κοινό Λεξιλόγιο για τις Δημόσιες Συμβάσεις (ονοματολογία του CPV) και να τροποποιεί ορισμένους αριθμούς αναφοράς στην ονοματολογία του CPV, καθώς και τον τρόπο παραπομπής, στις προκηρύξεις, σε ορισμένες θέσεις της ονοματολογίας CPV. Δεδομένου ότι τα τεχνικά δεδομένα και τα χαρακτηριστικά των συστημάτων ηλεκτρονικής παραλαβής θα πρέπει να επικαιροποιούνται ανάλογα με τις τεχνολογικές εξελίξεις, είναι επίσης αναγκαίο να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να τροποποιεί τις τεχνικές λεπτομέρειες και τα χαρακτηριστικά των συστημάτων ηλεκτρονικής παραλαβής. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2009/81/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 66α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 68 παράγραφος 1 και το άρθρο 69 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 68 παράγραφος 1 και το άρθρο 69 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*33).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 και το άρθρο 69 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 66β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 66α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*33)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

2)

στο άρθρο 67, οι παράγραφοι 3 και 4 απαλείφονται.

3)

το άρθρο 68 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 66α, για την τροποποίηση των κατώτατων ορίων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο·»

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν είναι αναγκαίο να αναθεωρηθούν τα κατώτατα όρια σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και χρονικοί περιορισμοί εμποδίζουν τη χρήση της διαδικασίας του άρθρου 66α και, συνεπώς, το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 66β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο·»

4)

στο άρθρο 69, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 66α, προκειμένου να τροποποιεί:

α)

τους αριθμούς αναφοράς της ονοματολογίας CPV στα παραρτήματα I και ΙΙ, στο βαθμό που το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, στις προκηρύξεις, αναφορά σε συγκεκριμένες θέσεις της CPV, εντός των κατηγοριών των υπηρεσιών που απαριθμούνται στα εν λόγω παραρτήματα,

β)

τις λεπτομέρειες και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των συστημάτων ηλεκτρονικής παραλαβής που προβλέπονται στα στοιχεία α), στ) και ζ) του παραρτήματος VIII·»

VIII.   ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ

1.   Οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (37)

Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να επιφέρει καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις του παραρτήματος I της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Σύμφωνα με την απόφαση της 22ας Ιουλίου 2003 του Συμβουλίου, η Επιτροπή επικουρείται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας κατά την προετοιμασία, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας.

Επομένως, η οδηγία 92/85/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

Τροποποιήσεις του παραρτήματος

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 13α, για να επιφέρει καθαρά τεχνικές τροποποιήσεις του παραρτήματος I προκειμένου να λαμβάνονται η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών και τα νέα πορίσματα.

Όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις που συνεπάγονται άμεσους και σοβαρούς κινδύνους για τη φυσική υγεία και την ασφάλεια εργαζομένων και άλλων προσώπων, επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα απαιτούν την ανάληψη δράσης σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 13β·»,

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα:

«Άρθρο 13α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 13 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*34).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 13 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 13β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 13α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*34)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

2.   Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (38)

Προκειμένου να επικαιροποιείται η οδηγία 2008/48/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί την οδηγία αυτή καθορίζοντας πρόσθετα τεκμήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου ή τροποποιώντας τα υφιστάμενα τεκμήρια. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2008/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 19, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Εφόσον απαιτείται, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο μπορεί να υπολογίζεται με τη χρήση των προσθέτων τεκμηρίων που καθορίζονται στο παράρτημα I.

Εφόσον τα τεκμήρια που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και στο μέρος II του παραρτήματος I δεν επαρκούν για τον ενιαίο υπολογισμό του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου ή δεν είναι πλέον προσαρμοσμένα στην εμπορική κατάσταση της αγοράς, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 24α, για την τροποποίηση του παρόντος άρθρου και του μέρους II του παραρτήματος I, καθορίζοντας τα απαιτούμενα πρόσθετα τεκμήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου, ή τροποποιώντας τα υφιστάμενα τεκμήρια·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 24α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 19 παράγραφος 5 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 19 παράγραφος 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*35).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*35)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.)·»"

3)

το άρθρο 25 απαλείφεται.

ΙΧ.   ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

1.   Οδηγία 95/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1995, σχετικά με την καθιέρωση ενιαίων διαδικασιών στον τομέα του ελέγχου των οδικών μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων (39)

Για την προσαρμογή της οδηγίας 95/50/ΕΚ στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για την τροποποίηση των παραρτημάτων της εν λόγω οδηγίας, με σκοπό, ιδίως, να λαμβάνονται υπόψη οι τροποποιήσεις στην οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (40). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 95/50/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 9α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9α

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα προσαρμόζοντάς τα στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο στα πεδία που καλύπτει η παρούσα οδηγία, προκειμένου, ιδίως, να λαμβάνονται υπόψη οι τροποποιήσεις στην οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*36).

(*36)  Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).»·"

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9αα

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9α εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 9α μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*37).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 9α τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*37)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 9β διαγράφεται.

2.   Οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και την κατάργηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου (41)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 2002/59/ΕΚ στην εξέλιξη του ενωσιακού και διεθνούς δικαίου και με βάση την εμπειρία που αποκομίζεται μέσω της εφαρμογής της, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί:

τις παραπομπές της εν λόγω οδηγίας σε νομικές πράξεις της Ένωσης και του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ), ώστε να ευθυγραμμίζονται με τις διατάξεις του ενωσιακού ή του διεθνούς δικαίου,

συγκεκριμένους ορισμούς της εν λόγω οδηγίας, ώστε να ευθυγραμμίζονται με άλλες διατάξεις του ενωσιακού ή του διεθνούς δικαίου,

τα παραρτήματα I, III και IV της εν λόγω οδηγίας υπό το πρίσμα της τεχνολογικής προόδου και της εμπειρίας που αποκομίζεται με την εν λόγω οδηγία.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2002/59/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Τροποποιήσεις

1.   Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 27α, προκειμένου να τροποποιεί τις παραπομπές της παρούσας οδηγίας σε νομικές πράξεις της Ένωσης και του ΔΝΟ, τους ορισμούς του άρθρου 3 και τα παραρτήματα, ώστε να ευθυγραμμίζονται με τις διατάξεις του ενωσιακού ή του διεθνούς δικαίου που έχουν εκδοθεί ή τροποποιηθεί ή που έχουν αρχίσει να ισχύουν.

2.   Εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 27α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I, III και IV με σκοπό την προσαρμογή τους στην τεχνική πρόοδο και την πείρα που έχει αποκτηθεί με την παρούσα οδηγία·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 27α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 27 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 27 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*38).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 27 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*38)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 28 απαλείφεται.

3.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (42)

Προκειμένου να επικαιροποιείται ο κατάλογος νομικών πράξεων της Ένωσης, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002, που αναφέρονται στην επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS), θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τον εν λόγω κανονισμό, περιλαμβάνοντας σε αυτόν παραπομπή στις νομικές πράξεις της Ένωσης που αναθέτουν αρμοδιότητες στην COSS και οι οποίες έχουν αρχίσει να ισχύουν. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 3 διαγράφεται·

2)

το άρθρο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 7

Αρμοδιότητες της COSS και τροποποιήσεις

Η COSS ασκεί τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται δυνάμει της ισχύουσας ναυτιλιακής νομοθεσίας της Ένωσης.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 7α, για την τροποποίηση του άρθρου 2 σημείο 2, ώστε να περιλαμβάνει παραπομπή στις νομικές πράξεις της Ένωσης που αναθέτουν αρμοδιότητες στην COSS και οι οποίες έχουν αρχίσει να ισχύουν μετά την έκδοση του παρόντος κανονισμού·»

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 7α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*39).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 7 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*39)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

4.   Οδηγία 2003/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003, σχετικά με ειδικές απαιτήσεις ευστάθειας για επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία (ro-ro) (43)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 2003/25/ΕΚ στην τεχνολογική πρόοδο, σε εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο και στην εμπειρία που αποκομίζεται μέσω της εφαρμογής της, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2003/25/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Τροποποίηση των παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, ιδίως στον ΔΝΟ, και να βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα της παρούσας οδηγίας, υπό το πρίσμα της εμπειρίας και της τεχνολογικής προόδου·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*40).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 10 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*40)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 11 απαλείφεται.

5.   Οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου και της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 76/914/ΕΟΚ του Συμβουλίου (44)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 2003/59/ΕΚ στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I και ΙΙ της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2003/59/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 11

Προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I και ΙΙ, προσαρμόζοντάς τα στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 11α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*41).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 11 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*41)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 12 απαλείφεται.

6.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 785/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις απαιτήσεις ασφάλισης των αερομεταφορέων και των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης αεροσκαφών (45)

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 785/2004 στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί ορισμένα ποσά στον εν λόγω κανονισμό υπό το πρίσμα των τροποποιήσεων των διεθνών συμφωνιών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 785/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 6, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α, για την τροποποίηση των ποσών που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου όταν το επιβάλλει η τροποποίηση των σχετικών διεθνών συμφωνιών·»

2)

στο άρθρο 7, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α, για την τροποποίηση των ποσών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου όταν το επιβάλλει η τροποποίηση των σχετικών διεθνών συμφωνιών·»

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παράγραφος 5 και το άρθρο 7 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 και το άρθρο 7 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*42).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 και το άρθρο 7 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*42)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

4)

στο άρθρο 9, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

7.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 789/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη μετανηολόγηση φορτηγών και επιβατηγών πλοίων στο εσωτερικό της Κοινότητας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 613/91 του Συμβουλίου (46).

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 789/2004 στις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, ιδίως στον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό, και για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του ανωτέρω κανονισμού με βάση την κτηθείσα εμπειρία και την τεχνολογική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, προκειμένου να τροποποιεί συγκεκριμένους ορισμούς που περιλαμβάνονται στον εν λόγω κανονισμό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 789/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 7, η παράγραφος 3 διαγράφεται·

2)

στο άρθρο 9, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όπως ορίζεται στο άρθρο 3, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α, για την τροποποίηση των ορισμών του άρθρου 2, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, ιδίως στον ΔΝΟ, και να βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, υπό το πρίσμα της εμπειρίας και της τεχνολογικής προόδου·»

3.

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*43).

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*43)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

8.   Οδηγία 2005/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με τις εναρμονισμένες υπηρεσίες πληροφοριών εσωτερικής ναυσιπλοΐας (ΥΠΕΝ) στις εσωτερικές πλωτές οδούς της Κοινότητας (47).

Για την προσαρμογή της οδηγίας 2005/44/ΕΚ στην τεχνολογική πρόοδο και προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία που αποκομίζεται μέσω της εφαρμογής της, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιούνται τα παραρτήματα I και II της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2005/44/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙ

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙ με βάση την εμπειρία που αποκομίζεται μέσω της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και για την προσαρμογή των εν λόγω παραρτημάτων στην τεχνολογική πρόοδο·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 10 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*44).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 10 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*44)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

στο άρθρο 11, η παράγραφος 4 διαγράφεται.

9.   Οδηγία 2005/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την ενίσχυση της ασφαλείας των λιμένων (48).

Προκειμένου να επικαιροποιούνται τα τεχνικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την ασφάλεια των λιμένων σε τακτική βάση, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I έως IV της οδηγίας 2005/65/ΕΚ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2005/65/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Τροποποίηση των παραρτημάτων I έως IV

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I έως IV, ώστε να προσαρμόζονται στην εμπειρία που αποκομίζεται μέσω της εφαρμογής τους, χωρίς να διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Εφόσον, στην περίπτωση τροποποιήσεων που απαιτούνται για την προσαρμογή των παραρτημάτων I έως IV, το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία του άρθρου 14β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο·»

2)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 14α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 14 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 14 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*45).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρο 14 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 14β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*45)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 15 απαλείφεται.

10.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2005, για τη σύσταση κοινοτικού καταλόγου αερομεταφορέων των οποίων απαγορεύεται η λειτουργία στην Κοινότητα και την ενημέρωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα, καθώς και για την κατάργηση του άρθρου 9 της οδηγίας 2004/36/ΕΚ (49)

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο και την περαιτέρω διευκρίνιση των εφαρμοστέων διαδικασιών, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα του εν λόγω κανονισμού και να τον συμπληρώνει με λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά ορισμένες διαδικασίες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κοινά κριτήρια για την επιβολή απαγόρευσης λειτουργίας σε αερομεταφορέα, που βασίζονται στα σχετικά πρότυπα ασφαλείας, καθορίζονται στο παράρτημα (εφεξής “κοινά κριτήρια”).

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14α, για την τροποποίηση του παραρτήματος, προκειμένου να τροποποιεί τα κοινά κριτήρια, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις·»

2)

το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Λεπτομερείς κανόνες

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14α προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες στις οποίες αναφέρεται το παρόν κεφάλαιο, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη να λαμβάνονται ταχέως οι αποφάσεις όσον αφορά την ενημέρωση του κοινοτικού καταλόγου.

Όταν, στην περίπτωση των μέτρων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου·»

3)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 14α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και στο άρθρο 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και στο άρθρο 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*46).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 και του άρθρου 8 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός ενός μηνός από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται για ένα μήνα κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 14β

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*46)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

4)

στο άρθρο 15, η παράγραφος 4 διαγράφεται.

11.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 336/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, για την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας εντός της Κοινότητας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου (50)

Προκειμένου να επικαιροποιούνται οι διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή του διεθνούς κώδικα διαχείρισης της ασφάλειας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 336/2006. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 336/2006 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 11, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όπως ορίζεται στο άρθρο 3, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α, για την τροποποίηση του παραρτήματος II, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο και ιδίως στον ΔΝΟ, ή να βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, υπό το πρίσμα της εμπειρίας που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή του·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 11α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*47).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*47)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

12.   Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων. (51)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 2008/68/ΕΚ στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα της εν λόγω οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2008/68/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 8, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8α για την τροποποίηση των παραρτημάτων προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις των ADR, RID και ADN, ιδίως εκείνων που αφορούν την επιστημονική και την τεχνική πρόοδο καθώς και στη χρήση τεχνολογιών ιχνηλάτησης και εντοπισμού·»,

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 8α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*48).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*48)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

στο άρθρο 9, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

13.   Οδηγία 2009/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (52)

Προκειμένου να προσαρμόζεται η οδηγία 2009/15/ΕΚ στην εξέλιξη των σχετικών διεθνών νομικών πράξεων και να τροποποιούνται τα ανώτατα ποσά που πρέπει να καταβάλλονται για την αποζημίωση των ζημιωθέντων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για να τροποποιεί την εν λόγω οδηγία:

ενσωματώνοντας μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων, οι οποίες έχουν αρχίσει να ισχύουν·

μεταβάλλοντας ορισμένα ποσά που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2009/15/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*49).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*49)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

2)

στο άρθρο 6, η παράγραφος 3 διαγράφεται·

3)

στο άρθρο 7, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 5α, για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας, χωρίς να διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της, προκειμένου:

α)

να ενσωματώνονται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, μεταγενέστερες τροποποιήσεις των σχετικών διεθνών συμβάσεων, πρωτοκόλλων, κωδίκων και ψηφισμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ), στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2, οι οποίες έχουν αρχίσει να ισχύουν·

β)

να μεταβάλλονται τα ποσά που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημεία ii) και iii)·».

14.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων (53)

Προκειμένου να συμπληρώνεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 και να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των διεθνών κανόνων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε:

να τροποποιεί τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις σχετικές αποφάσεις του ΔΝΟ·

να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό με κριτήρια για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας των κανόνων και διαδικασιών καθώς και των επιδόσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών όσον αφορά την ασφάλεια των ταξινομημένων τους πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης που προέρχεται από αυτά, έχοντας ιδίως κατά νου τα στοιχεία που παρέχονται από το μνημόνιο συνεννόησης των Παρισίων για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα ή από παρεμφερή προγράμματα·

να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό με κριτήρια για να προσδιορίζεται πότε οι εν λόγω επιδόσεις αποτελούν απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος, στα οποία επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερες περιστάσεις που επηρεάζουν τους μικρότερου μεγέθους ή τους άκρως εξειδικευμένους οργανισμούς·

να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό με λεπτομερείς κανόνες περί προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών και περί ανακλήσεως της αναγνώρισης οργανισμών επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 391/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 12, η παράγραφος 4 διαγράφεται·

2)

στο άρθρο 13, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14α για την τροποποίηση του παραρτήματος I, χωρίς να διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του, προκειμένου να ενημερώνονται τα ελάχιστα κριτήρια που ορίζονται σε αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις σχετικές αποφάσεις του ΔΝΟ·»

3)

στο άρθρο 14, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14α, για να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό ορίζοντας τα ακόλουθα:

α)

κριτήρια για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας των κανόνων και διαδικασιών καθώς και των επιδόσεων των αναγνωρισμένων οργανισμών όσον αφορά την ασφάλεια των ταξινομημένων τους πλοίων και την πρόληψη της ρύπανσης που προέρχεται από αυτά, έχοντας ιδίως κατά νου τα στοιχεία που παρέχονται από το μνημόνιο συνεννόησης των Παρισίων για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα ή από παρεμφερή προγράμματα·

β)

κριτήρια για να προσδιορίζεται πότε οι εν λόγω επιδόσεις αποτελούν απαράδεκτη απειλή κατά της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος, στα οποία επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερες περιστάσεις που επηρεάζουν τους μικρότερου μεγέθους ή τους άκρως εξειδικευμένους οργανισμούς.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14α, για να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας λεπτομερείς κανόνες για την επιβολή προστίμων και περιοδικών χρηματικών ποινών σύμφωνα με το άρθρο 6 και, εφόσον απαιτείται, για την ανάκληση της αναγνώρισης οργανισμών επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων σύμφωνα με το άρθρο 7·»,

4)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 14α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13 παράγραφος 1 και στο άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 και στο άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*50).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 1 και του άρθρου 14 παράγραφοι 1 και 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*50)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

15.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος (54)

Για την προσαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009 σε άλλους ενωσιακούς και διεθνείς κανόνες, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε:

να τροποποιεί το παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού, ώστε να ενσωματώνει τις τροποποιήσεις στις διατάξεις της σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 1974, ως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 2002·

να τροποποιεί τα όρια που θέτει το παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού για πλοία κατηγορίας Β σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (55).

να τροποποιεί το παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού, ώστε να ενσωματώνει τις τροποποιήσεις στις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΔΝΟ.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 392/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Τροποποίηση των παραρτημάτων

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α, για την τροποποίηση του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να ενσωματώνει τις τροποποιήσεις των ορίων που καθορίζονται με το άρθρο 3 παράγραφος 1, το άρθρο 4α παράγραφος 1, το άρθρο 7 παράγραφος 1 και το άρθρο 8 της σύμβασης των Αθηνών, ώστε να λαμβάνονται υπόψη αποφάσεις που έχουν ληφθεί δυνάμει του άρθρου 23 της εν λόγω συμβάσεως.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει, έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, βάσει κατάλληλης εκτίμησης των επιπτώσεων, κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α, για την τροποποίηση των ορίων που θέτει το παράρτημα I του παρόντος κανονισμού για πλοία κατηγορίας Β σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*51), λαμβάνοντας υπόψη, τις συνέπειες επί των ναύλων και την ικανότητα της αγοράς να λάβει προσιτή ασφαλιστική κάλυψη στο απαιτούμενο επίπεδο με συνυπολογισμό του ιστορικού της πολιτικής για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των επιβατών, καθώς και του εποχιακού χαρακτήρα τμήματος της κυκλοφορίας.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α, για την τροποποίηση του παραρτήματος II, προκειμένου να ενσωματώνει τις τροποποιήσεις στις διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του ΔΝΟ.

(*51)  Οδηγία 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (ΕΕ L 163 της 25.6.2009, σ. 1)·»,"

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*52).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφοι 1 και 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*52)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

το άρθρο 10 απαλείφεται.

X.   ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

1.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 141/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, για τα ορφανά φάρμακα (56).

Για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 141/2000, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για τη συμπλήρωση του εν λόγω κανονισμού με τους ορισμούς των όρων «παρόμοιο φάρμακο» και «υπεροχή από κλινική άποψη». Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 141/2000 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 8, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10β για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τους ορισμούς των όρων “παρόμοιο φάρμακο” και “υπεροχή από κλινική άποψη”»·

2)

στο άρθρο 10α, η παράγραφος 3 διαγράφεται·

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10β

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 παράγραφος 4 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*53).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 4 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*53)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»."

2.   Οδηγία 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (57)

Για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας 2001/18/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα της εν λόγω οδηγίας και να συμπληρώνει την εν λόγω οδηγία με:

κριτήρια παρέκκλισης και απαιτήσεις πληροφοριών για την κοινοποίηση της διάθεσης στην αγορά ορισμένων τύπων γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ)·

κατώτατα όρια κάτω από τα οποία τα προϊόντα για τα οποία δεν μπορούν να αποκλειστούν τα τυχαία ή τα τεχνικώς αναπόφευκτα ίχνη επιτρεπόμενων ΓΤΟ δεν πρέπει να επισημαίνονται ως ΓΤΟ·

όρια χαμηλότερα από 0,9 %, κάτω από τα οποία οι απαιτήσεις επισήμανσης που ορίζει η οδηγία δεν εφαρμόζονται σε ίχνη ΓΤΟ σε προϊόντα που προορίζονται για άμεση επεξεργασία·

ειδικές απαιτήσεις επισήμανσης για τους ΓΤΟ που δεν έχουν διατεθεί στην αγορά κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2001/18/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29α, για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας, θεσπίζοντας τα κριτήρια και τις απαιτήσεις πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθώς και κάθε κατάλληλη απαίτηση για περίληψη του φακέλου, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή. Τα κριτήρια και οι απαιτήσεις πληροφοριών πρέπει να μπορούν να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο ασφάλειας για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον και να βασίζονται στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια αυτή και στην αποκτηθείσα πείρα από την ελευθέρωση συγκρίσιμων ΓΤΟ·»

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Πριν από την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με την παράγραφο 2, η Επιτροπή θέτει την πρόταση στη διάθεση του κοινού. Το κοινό μπορεί να διατυπώσει σχόλια προς την Επιτροπή εντός 60 ημερών. Η Επιτροπή διαβιβάζει τα σχόλια αυτά, μαζί με ανάλυση, στους εμπειρογνώμονες που αναφέρονται στο άρθρο 29α παράγραφος 4·»

2)

το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για τα προϊόντα, για τα οποία δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθούν τα τυχαία ή τα τεχνικώς αναπόφευκτα ίχνη επιτρεπόμενων ΓΤΟ, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29α, προκειμένου να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία, για τη θέσπιση κατώτατων ορίων κάτω των οποίων δεν υφίσταται υποχρέωση επισήμανσης των προϊόντων αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Τα επίπεδα των κατωτάτων ορίων καθορίζονται ανάλογα με το εκάστοτε προϊόν·»

β)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29α, προκειμένου να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία, για τη θέσπιση των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου·»,

3)

στο άρθρο 26, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29α, για την τροποποίηση του παραρτήματος IV με τη θέσπιση των ειδικών απαιτήσεων επισήμανσης της παραγράφου 1, χωρίς επικαλύψεις ή αντιφάσεις προς τις διατάξεις περί επισήμανσης που καθορίζονται στην ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, οι διατάξεις περί επισήμανσης τις οποίες θεσπίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης·»

4)

το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Προσαρμογή των παραρτημάτων στην τεχνολογική πρόοδο

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 29α, για την τροποποίηση του παραρτήματος II τμήματα Γ και Δ, των παραρτημάτων III έως VI, και του παραρτήματος VII τμήμα Γ, με σκοπό την προσαρμογή τους στην τεχνολογική πρόοδο·»

5)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 29α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 16 παράγραφος 2, στο άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 26 παράγραφος 2 και στο άρθρο 27 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2, στο άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3, στο άρθρο 26 παράγραφος 2 και στο άρθρο 27 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*54).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2, του άρθρου 21 παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 26 παράγραφος 2 και του άρθρου 27 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*54)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

6)

στο άρθρο 30, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

3.   Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (58)

Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε:

την τροποποίηση της εν λόγω οδηγίας, όσον αφορά μία από τις προϋποθέσεις που τα ομοιοπαθητικά φάρμακα πρέπει να πληρούν προκειμένου να επωφελούνται από ειδική απλοποιημένη διαδικασία καταχώρισης σε περίπτωση που δικαιολογείται από νέες επιστημονικές γνώσεις·

την τροποποίηση της εν λόγω οδηγίας, όσον αφορά τους τύπους ενεργειών που θεωρείται ότι συνιστούν παρασκευή δραστικών ουσιών που χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος·

την τροποποίηση του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος·

τη συμπλήρωση της εν λόγω οδηγίας με τον καθορισμό των αρχών και των κατευθυντήριων γραμμών καλής παραγωγής των φαρμάκων.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2001/83/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 14 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 121α για την τροποποίηση της τρίτης περίπτωσης του πρώτου εδαφίου, εάν αυτό δικαιολογείται βάσει νέων επιστημονικών γνώσεων·»

2)

στο άρθρο 46α, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 121α, ώστε να τροποποιεί την παράγραφο 1 προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο·»·

3)

στο άρθρο 47, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 121α, για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας καθορίζοντας τις αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές καλής παραγωγής των φαρμάκων που αναφέρονται στο άρθρο 46 στοιχείο στ)·»·

4)

το άρθρο 120 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 120

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 121α, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα I προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο·»

5)

στο άρθρο 121, η παράγραφος 2α απαλείφεται·

6)

το άρθρο 121α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 121α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 14 παράγραφος 1, στο άρθρο 22β, στο άρθρο 23β, στο άρθρο 46α, στο άρθρο 47, στο άρθρο 52β, στο άρθρο 54α και στο άρθρο 120 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1, στο άρθρο 22β, στο άρθρο 23β, στο άρθρο 46α, στο άρθρο 47, στο άρθρο 52β, στο άρθρο 54α και στο άρθρο 120, μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*55).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 1, του άρθρου 22β, του άρθρου 23β, του άρθρου 46α, του άρθρου 47, του άρθρου 52β, του άρθρου 54α και του άρθρου 120, τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*55)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»"

4.   Οδηγία 2002/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2002, σχετικά με τις ανεπιθύμητες ουσίες στις ζωοτροφές (59)

Για να επιτευχθούν οι στόχοι της οδηγίας 2002/32/ΕΚ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I και ΙΙ της εν λόγω οδηγίας προσαρμόζοντάς τα στην τεχνολογική πρόοδο και να συμπληρώνει την εν λόγω οδηγία με κριτήρια αποδοχής των μεθόδων αποτοξίνωσης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2002/32/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 7 παράγραφος 2, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Αποφασίζεται αμέσως εάν πρέπει να τροποποιηθούν τα παραρτήματα I και ΙΙ. Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10α για την τροποποίηση των παραρτημάτων αυτών.

Όταν, στην περίπτωση των τροποποιήσεων αυτών, το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 10β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Το κράτος μέλος επιτρέπεται να διατηρεί τα μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή για όσο διάστημα η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση·»,

2)

το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10α, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I και ΙΙ προσαρμόζοντάς τα στις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις.

Όταν, στην περίπτωση τροποποίησης, το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 10β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο·»

β)

στην παράγραφο 2, η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 10α, προκειμένου να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία καθορίζοντας κριτήρια αποδοχής των μεθόδων αποτοξίνωσης ως συμπλήρωμα των κριτηρίων που προβλέπονται για τα προϊόντα που προορίζονται για ζωοτροφές τα οποία έχουν ήδη υποβληθεί σε τέτοιες μεθόδους·»,

3)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 10α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*56).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 και του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 10β

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Στην κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 10α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*56)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1)·»."

4)

στο άρθρο 11 οι παράγραφοι 3 και 4 απαλείφονται.

5.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (60)

Για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, για την τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά τον αριθμό και τα ονόματα των επιστημονικών ομάδων, και για τη συμπλήρωση του εν λόγω κανονισμού με την εφαρμοστέα διαδικασία από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων όσον αφορά τα αιτήματα για έκδοση επιστημονικής γνώμης, με τα κριτήρια για την καταγραφή ενός ινστιτούτου στον κατάλογο των αρμόδιων οργανισμών που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη, με τις ρυθμίσεις για τον καθορισμό εναρμονισμένων απαιτήσεων ποιότητας και με τους δημοσιονομικούς κανόνες που διέπουν τη χορήγηση οποιασδήποτε οικονομικής υποστήριξης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 28 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 57α, για την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου όσον αφορά τον αριθμό και τα ονόματα των επιστημονικών ομάδων, υπό το πρίσμα των τεχνολογικών και επιστημονικών εξελίξεων, ύστερα από αίτημα της Αρχής·»

2)

το άρθρο 29 παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της Αρχής, εκδίδει:

α)

κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 57α, προκειμένου να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας την εφαρμοστέα από την Αρχή διαδικασία όσον αφορά τα αιτήματα έκδοσης επιστημονικής γνώμης·

β)

εκτελεστικές πράξεις οι οποίες ορίζουν κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν την επιστημονική αξιολόγηση των ουσιών, των προϊόντων ή των διαδικασιών που υπόκεινται, βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, σε σύστημα προηγούμενης έγκρισης ή καταγραφής σε θετικό κατάλογο, ιδιαίτερα όταν η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει ή επιτρέπει την υποβολή φακέλου για το σκοπό αυτό από τον αιτούντα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 2»

3)

στο άρθρο 36 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 57α, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού θεσπίζοντας τα κριτήρια για την καταγραφή ενός ινστιτούτου στον κατάλογο των αρμόδιων οργανισμών που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη, τις ρυθμίσεις για τον καθορισμό εναρμονισμένων απαιτήσεων ποιότητας και τους δημοσιονομικούς κανόνες που διέπουν τη χορήγηση οποιασδήποτε οικονομικής υποστήριξης·»

4)

στο κεφάλαιο V, ο τίτλος του τμήματος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΤΜΗΜΑ 1

ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ»·

5)

το ακόλουθο άρθρο προστίθεται μετά τον τίτλο του τμήματος 1:

«Άρθρο 57α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 28 παράγραφος 4, στο άρθρο 29 παράγραφος 6 και στο άρθρο 36 παράγραφος 3 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφος 4, στο άρθρο 29 παράγραφος 6 και στο άρθρο 36 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*57).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 4, του άρθρου 29 παράγραφος 6 και του άρθρου 36 παράγραφος 3 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*57)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

6)

στο άρθρο 58, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

6.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1830/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με την ιχνηλασιμότητα και την επισήμανση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών και την ιχνηλασιμότητα τροφίμων και ζωοτροφών που παράγονται από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς, και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/18/ΕΚ (61)

Για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1830/2003, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό καθιερώνοντας σύστημα εκπόνησης και απόδοσης μοναδικών ταυτοποιητών στους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1830/2003 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 8

Μοναδικοί ταυτοποιητές

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 9α, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού καθιερώνοντας και προσαρμόζοντας ένα σύστημα εκπόνησης και απόδοσης μοναδικών ταυτοποιητών στους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στα διεθνή φόρα·»

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*58).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 8 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*58)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

στο άρθρο 10, η παράγραφος 2 διαγράφεται·

4)

στο άρθρο 13, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

7.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων (62)

Για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1831/2003, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I, II, III και IV του εν λόγω κανονισμού, για να τα προσαρμόζει στην τεχνολογική πρόοδο και να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό με κανόνες για την απλούστευση των διατάξεων χορήγησης αδείας για πρόσθετες ύλες ως προς τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια για χρήση σε τρόφιμα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21α, σχετικά με την τροποποίηση του παραρτήματος IV, ώστε να προσαρμόζει στην τεχνολογική πρόοδο ή τις επιστημονικές εξελίξεις τους γενικούς όρους του εν λόγω παραρτήματος·»

2)

στο άρθρο 6, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21α, για την τροποποίηση του παραρτήματος I, προκειμένου να προσαρμόζει τις κατηγορίες πρόσθετων υλών ζωοτροφών και λειτουργικών ομάδων, με βάση την τεχνολογική πρόοδο ή τις επιστημονικές εξελίξεις·»

3)

στο άρθρο 7 παράγραφος 5, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21α, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού θεσπίζοντας κανόνες για την απλούστευση των διατάξεων χορήγησης αδείας για πρόσθετες ύλες ως προς τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια για χρήση σε τρόφιμα·»·

4)

στο άρθρο 16, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21α, για την τροποποίηση του παραρτήματος III ώστε να λαμβάνεται υπόψη η τεχνολογική πρόοδος ή οι επιστημονικές εξελίξεις·»

5)

στο άρθρο 21, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21α, για την τροποποίηση του παραρτήματος II·»

6)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 21α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 5, στο άρθρο 6 παράγραφος 3, στο άρθρο 7 παράγραφος 5, στο άρθρο 16 παράγραφος 6 και στο άρθρο 21 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5, στο άρθρο 6 παράγραφος 3, στο άρθρο 7 παράγραφος 5, στο άρθρο 16 παράγραφος 6 και στο άρθρο 21 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*59).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρο 3 παράγραφος 5, του άρθρο 6 παράγραφος 3, του άρθρο 7 παράγραφος 5, του άρθρο 16 παράγραφος 6 και του άρθρου 21 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*59)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

7)

στο άρθρο 22, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

8.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2065/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τα αρτύματα καπνιστών τροφίμων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν μέσα ή πάνω στα τρόφιμα (63)

Για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2065/2003, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα του εν λόγω κανονισμού, αφού ζητηθεί η επιστημονική ή/και τεχνική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων, και να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό με ποιοτικά κριτήρια για επικυρωμένες μεθόδους ανάλυσης. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2065/2003 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 17, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18α, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού θεσπίζοντας ποιοτικά κριτήρια για τις επικυρωμένες μεθόδους ανάλυσης που αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος II, περιλαμβάνοντας τις προς ποσοτικό προσδιορισμό ουσίες. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις λαμβάνουν υπόψη τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία·»

2)

στο άρθρο 18, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 18α, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα αφού ζητηθεί η επιστημονική ή/και τεχνική βοήθεια της Αρχής·»·

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 18α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 17 παράγραφος 3 και στο άρθρο 18 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 και στο άρθρο 18 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*60).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 3 και του άρθρου 18 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*60)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

4)

στο άρθρο 19, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

9.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (64).

Για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα II και ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού και να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό όσον αφορά τη χρήση άλλων ουσιών πλην του πόσιμου νερού για την εξάλειψη επιφανειακής μόλυνσης από προϊόντα ζωικής προέλευσης, όσον αφορά τις τροποποιήσεις των ειδικών εγγυήσεων σχετικά με τη διάθεση ορισμένων τροφίμων, ζωικής προέλευσης, στην αγορά της Σουηδίας ή της Φινλανδίας και όσον αφορά τις παρεκκλίσεις από τα παραρτήματα II και III του κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων δεν χρησιμοποιούν άλλες ουσίες πλην του πόσιμου νερού ή, στην περίπτωση που ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 ή ο παρών κανονισμός επιτρέπουν τη χρήση του, καθαρού νερού για την εξάλειψη επιφανειακής μόλυνσης από προϊόντα ζωικής προέλευσης, εκτός εάν η χρήση της συγκεκριμένης ουσίας έχει εγκριθεί από την Επιτροπή. Προς τον σκοπό αυτό, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού. Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων πρέπει επίσης να τηρούν όλους τους όρους χρήσης οι οποίοι μπορεί να θεσπισθούν σύμφωνα με την ίδια διαδικασία. Η χρήση εγκεκριμένης ουσίας δεν επηρεάζει την υποχρέωση του υπευθύνου επιχείρησης τροφίμων να τηρεί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·»

2)

στο άρθρο 8 παράγραφος 3, το στοιχείο α) αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α, για την τροποποίηση των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου προκειμένου να επικαιροποιούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται σε αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές των προγραμμάτων ελέγχου των κρατών μελών ή τη θέσπιση μικροβιολογικών κριτηρίων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004·»

3)

το άρθρο 9 απαλείφεται·

4)

στο άρθρο 10, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων II και ΙΙΙ. Οι τροποποιήσεις έχουν ως στόχο τη διασφάλιση και τη διευκόλυνση της επίτευξης των στόχων του παρόντος κανονισμού, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών παραγόντων κινδύνου, και αιτιολογούνται βάσει:

α)

της εμπειρίας που αποκομίζουν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων και/ή οι αρμόδιες αρχές, όσον αφορά κυρίως την εφαρμογή των συστημάτων που βασίζονται στο HACCP σύμφωνα με το άρθρο 5·

β)

της εμπειρίας που αποκομίζει η Επιτροπή, ιδίως σε σχέση με το αποτέλεσμα των ελέγχων της·

γ)

των τεχνολογικών εξελίξεων και των πρακτικών τους συνεπειών, καθώς και των προσδοκιών των καταναλωτών ως προς τη σύνθεση των τροφίμων·

δ)

οι επιστημονικές συμβουλές, ιδίως η αξιολόγηση νέων κινδύνων·

ε)

των μικροβιολογικών κριτηρίων και κριτηρίων θερμοκρασίας για τα τρόφιμα·

στ)

των αλλαγών των μορφών κατανάλωσης.

Οι τροποποιήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αφορούν:

α)

τις απαιτήσεις για τη σήμανση αναγνώρισης των προϊόντων ζωικής προέλευσης·

β)

τους στόχους των διαδικασιών βάσει HACCP·

γ)

τις απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες για την τροφική αλυσίδα·

δ)

τις ειδικές υγειονομικές απαιτήσεις για τις εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των μέσων μεταφοράς, όπου πραγματοποιείται η παραγωγή, χειρισμός, μεταποίηση, αποθήκευση ή διανομή προϊόντων ζωικής προέλευσης·

ε)

τις ειδικές υγειονομικές απαιτήσεις για τις εργασίες που περιλαμβάνουν την παραγωγή, τον χειρισμό, τη μεταποίηση, την αποθήκευση, τη μεταφορά ή τη διανομή προϊόντων ζωικής προέλευσης·

στ)

τους κανόνες για τη μεταφορά του κρέατος ενόσω είναι ακόμα ζεστό·

ζ)

τις υγειονομικές προδιαγραφές ή τους ελέγχους, όταν υπάρχουν επιστημονικά αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι επιβάλλονται προκειμένου να προστατεύεται η δημόσια υγεία·

η)

την επέκταση του παραρτήματος III τμήμα VII κεφάλαιο IX, ώστε να καλύπτει και τα άλλα ζώντα δίθυρα μαλάκια, εκτός από τα χτένια·

θ)

τον καθορισμό κριτηρίων που ορίζουν πότε τα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι ένας τόπος αλίευσης δεν παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία ως προς την ύπαρξη παρασίτων και, κατά συνέπεια, πότε η αρμόδια αρχή δύναται να επιτρέπει στους υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων να μην καταψύξουν αλιευτικά προϊόντα σύμφωνα με το παράρτημα III τμήμα VIII κεφάλαιο III μέρος Δ·

ι)

σε συνεργασία με το σχετικό Εργαστήριο Αναφοράς της ΕΕ, συμπληρωματικές υγειονομικές προδιαγραφές για τα ζώντα δίθυρα μαλάκια, όπως:

i)

οριακές τιμές και μεθόδους ανάλυσης για άλλες θαλάσσιες βιοτοξίνες·

ii)

διαδικασίες ανίχνευσης ιών και ιολογικά πρότυπα· και

iii)

σχέδια δειγματοληψίας καθώς και μεθόδους και όρια ανοχής αναλύσεων που πρέπει να εφαρμόζονται για να ελέγχεται η συμμόρφωση προς τις υγειονομικές προδιαγραφές·

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 11α, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού χορηγώντας παρεκκλίσεις από τα παραρτήματα II και ΙΙΙ, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών παραγόντων κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν επηρεάζουν την επίτευξη των ακόλουθων στόχων του παρόντος κανονισμού:

α)

διευκόλυνση της εκπλήρωσης από μικρές επιχειρήσεις, των απαιτήσεων που ορίζονται στα παραρτήματα·

β)

διευκόλυνση της συνεχούς χρήσης παραδοσιακών μεθόδων σε οποιοδήποτε στάδιο παραγωγής, μεταποίησης ή διανομής τροφίμων·

γ)

ικανοποίηση των αναγκών των επιχειρήσεων τροφίμων που είναι εγκατεστημένες σε περιοχές που υπόκεινται σε ειδικούς γεωγραφικούς περιορισμούς.

δ)

διευκόλυνση του έργου εγκαταστάσεων οι οποίες παράγουν πρώτες ύλες που προορίζονται για την παραγωγή ιδιαιτέρως εξευγενισμένων προϊόντων διατροφής και οι οποίες έχουν υποστεί επεξεργασία που εξασφαλίζει την ασφάλειά τους·»

5)

το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη της γενικής εφαρμογής του άρθρου 9 και του άρθρου 10 παράγραφος 1, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει τα ακόλουθα μέτρα με εκτελεστική πράξη. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2·»

β)

τα σημεία 1, 5, 6, 7 και 8 διαγράφονται.

6)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 11α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο α) και στο άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο α) και στο άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*61).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2, του άρθρου 8 παράγραφος 3 στοιχείο α) και του άρθρου 10 παράγραφοι 1 και 2 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*61)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

7)

στο άρθρο 12, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

10.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, περί καθορισμού των απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών (65).

Για την επίτευξη των στόχων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 183/2005, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I, II και III του εν λόγω κανονισμού, για να τα προσαρμόζει στην τεχνολογική πρόοδο και να συμπληρώνει τον εν λόγω κανονισμό με τον καθορισμό των συγκεκριμένων μικροβιολογικών κριτηρίων και στόχων, με τη θέσπιση υποχρεωτικής έγκρισης εγκαταστάσεων επιχειρήσεων ζωοτροφών και με τη χορήγηση παρεκκλίσεων από τις διατάξεις των παραρτημάτων I, ΙΙ και ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 183/2005 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 5 παράγραφος 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30α με σκοπό τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού καθορίζοντας τα κριτήρια και τους στόχους που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου·»

2)

στο άρθρο 10, το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3)

η έγκριση απαιτείται δυνάμει κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού τον οποίο η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει σύμφωνα με το άρθρο 30α με σκοπό τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού·»

3)

στο άρθρο 27, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30α, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I, ΙΙ και ΙΙΙ·»

4)

το άρθρο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 28

Παρεκκλίσεις από τα παραρτήματα I, II και ΙΙΙ

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 30α με σκοπό τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τη χορήγηση παρεκκλίσεων από τα παραρτήματα I, II και ΙΙΙ, για ειδικούς λόγους, υπό τον όρο ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν θίγουν την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού·»,

5)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 30α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 παράγραφος 3, το άρθρο 10 σημείο 3, το άρθρο 27 και το άρθρο 28 εξουσία έκδοσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3, στο άρθρο 10 σημείο 3), στο άρθρο 27 και στο άρθρο 28 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*62).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 3, του άρθρου 10 σημείο 3), του άρθρου 27 και του άρθρου 28 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*62)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»"

6)

στο άρθρο 31, η παράγραφος 3 διαγράφεται.

11.   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1394/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τα φάρμακα προηγμένων θεραπειών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 (66).

Για να επιτευχθούν οι στόχοι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1394/2007, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα του εν λόγω κανονισμού προσαρμόζοντάς τα στην τεχνολογική και επιστημονική πρόοδο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1394/2007 τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 24 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 24

Τροποποιήσεις παραρτημάτων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 25α, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα προσαρμόζοντάς τα στην επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, αφού ζητήσει τη γνώμη του Οργανισμού·»·

2)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 25α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 24 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 24 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*63).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 24 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*63)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·"

3)

στο άρθρο 26,η παράγραφος 3 διαγράφεται.

12.   Οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων (67)

Για τον καθορισμό πλαισίου ενωσιακής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα I έως IV της οδηγίας 2009/128/ΕΚ, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Επομένως, η οδηγία 2009/128/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 5, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 20α, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα I προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο·»

2)

στο άρθρο 8, η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 20α, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα II προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο·»

3)

στο άρθρο 14 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 20α, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα III προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο·»

4)

στο άρθρο 15 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις κατά το άρθρο 20α, ώστε να τροποποιεί το παράρτημα IV προκειμένου να λαμβάνει υπόψη την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο·»

5)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 20α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 παράγραφος 3, στο άρθρο 8 παράγραφος 7, στο άρθρο 14 παράγραφος 4 και στο άρθρο 15 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3, στο άρθρο 8 παράγραφος 7, στο άρθρο 14 παράγραφος 4 και στο άρθρο 15 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (*64).

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 3, του άρθρου 8 παράγραφος 7, του άρθρου 14 παράγραφος 4 και του άρθρου 15 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

(*64)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»"

6)

στο άρθρο 21, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

XI.   ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ

Απόφαση αριθ. 70/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, για ένα περιβάλλον χωρίς χαρτί για τα τελωνεία και τις εμπορικές επιχειρήσεις (68)

Δυνάμει του άρθρου 15 της απόφασης αριθ. 70/2008/ΕΚ, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να παρατείνει ορισμένες προθεσμίες σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (69). Δεν έγινε ποτέ χρήση της εν λόγω εξουσιοδότησης, η οποία δεν είναι πλέον απαραίτητη. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία. Αντ’ αυτού, η κατά την απόφαση αριθ. 70/2008/ΕΚ εξουσιοδότηση θα πρέπει να ανακληθεί, τα δε άρθρα 15 και 16 αυτής να διαγραφούν.

Ως εκ τούτου, στην απόφαση αριθ. 70/2008/ΕΚ, διαγράφονται τα άρθρα 15 και 16.


(*1)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*2)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*3)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*4)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*5)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*6)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*7)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*8)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*9)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*10)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*11)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*12)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*13)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*14)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*15)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*16)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*17)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*18)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*19)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*20)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*21)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*22)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*23)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*24)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*25)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*26)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*27)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*28)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13)·».

(*30)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*31)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*32)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*33)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*34)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*35)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.)·»

(*36)  Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).»·

(*37)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*38)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*39)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*40)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*41)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*42)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*43)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*44)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*45)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*46)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*47)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*48)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*49)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*50)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*51)  Οδηγία 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (ΕΕ L 163 της 25.6.2009, σ. 1)·»,

(*52)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*53)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·».

(*54)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*55)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1

(*56)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1)·».

(*57)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*58)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*59)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*60)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*61)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*62)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»

(*63)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1·»·

(*64)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.»»


(1)  ΕΕ L 113 της 30.4.2002, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 172 της 2.7.2008, σ. 15.

(3)  ΕΕ L 163 της 2.7.1996, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 393 της 30.12.1989, σ. 1.

(5)  Απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 για την ίδρυση Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας (ΕΕ C 218 της 13.9.2003, σ. 1).

(6)  ΕΕ L 393 της 30.12.1989, σ. 18.

(7)  ΕΕ L 156 της 21.6.1990, σ. 9.

(8)  ΕΕ L 156 της 21.6.1990, σ. 14.

(9)  ΕΕ L 113 της 30.4.1992, σ. 19.

(10)  ΕΕ L 245 της 26.8.1992, σ. 6.

(11)  ΕΕ L 245 της 26.8.1992, σ. 23.

(12)  ΕΕ L 216 της 20.8.1994, σ. 12.

(13)  ΕΕ L 131 της 5.5.1998, σ. 11.

(14)  ΕΕ L 177 της 6.7.2002, σ. 13.

(15)  ΕΕ L 42 της 15.2.2003, σ. 38.

(16)  ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 50.

(17)  ΕΕ L 114 της 27.4.2006, σ. 38.

(18)  ΕΕ L 330 της 16.12.2009, σ. 28.

(19)  ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 46.

(20)  ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 24.

(21)  ΕΕ L 189 της 18.7.2002, σ. 12.

(22)  ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 87.

(23)  ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1.

(24)  ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1.

(25)  ΕΕ L 285 της 31.10.2009, σ. 36.

(26)  ΕΕ L 393 της 30.12.2006, σ. 1.

(27)  ΕΕ L 145 της 4.6.2008, σ. 65.

(28)  ΕΕ L 46 της 21.2.1976, σ. 1.

(29)  ΕΕ L 162 της 3.7.2000, σ. 1.

(30)  ΕΕ L 50 της 20.2.2004, σ. 28.

(31)  ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 24.

(32)  ΕΕ L 106 της 28.4.2009, σ. 7.

(33)  ΕΕ L 146 της 10.6.2009, σ. 1.

(34)  ΕΕ L 35 της 4.2.2009, σ. 32.

(35)  ΕΕ L 216 της 20.8.2009, σ. 76.

(36)  Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις προμήθειες φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 243).

(37)  ΕΕ L 348 της 28.11.1992, σ. 1.

(38)  ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66.

(39)  ΕΕ L 249 της 17.10.1995, σ. 35.

(40)  Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).

(41)  ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10.

(42)  ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1.

(43)  ΕΕ L 123 της 17.5.2003, σ. 22.

(44)  ΕΕ L 226 της 10.9.2003, σ. 4.

(45)  ΕΕ L 138 της 30.4.2004, σ. 1.

(46)  ΕΕ L 138 της 30.4.2004, σ. 19.

(47)  ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 152.

(48)  ΕΕ L 310 της 25.11.2005, σ. 28.

(49)  ΕΕ L 344 της 27.12.2005, σ. 15.

(50)  ΕΕ L 64 της 4.3.2006, σ. 1.

(51)  ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13.

(52)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 47.

(53)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 11.

(54)  ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 24.

(55)  Οδηγία 2009/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τους κανόνες και τα πρότυπα ασφαλείας για τα επιβατηγά πλοία (ΕΕ L 163 της 25.6.2009, σ. 1

(56)  ΕΕ L 18 της 22.1.2000, σ. 1.

(57)  ΕΕ L 106 της 17.4.2001, σ. 1.

(58)  ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67.

(59)  ΕΕ L 140 της 30.5.2002, σ. 10.

(60)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

(61)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 24.

(62)  ΕΕ L 268 της 18.10.2003, σ. 29.

(63)  ΕΕ L 309 της 26.11.2003, σ. 1.

(64)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55.

(65)  ΕΕ L 35 της 8.2.2005, σ. 1.

(66)  ΕΕ L 324 της 10.12.2007, σ. 121.

(67)  ΕΕ L 309 της 24.11.2009, σ. 71.

(68)  ΕΕ L 23 της 26.1.2008, σ. 21.

(69)  Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23).