ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 337

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

58ό έτος
23 Δεκεμβρίου 2015


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ( 1 )

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ ( 1 )

35

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

*

Απόφαση (ΕΕ) 2015/2367 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή που συστάθηκε με τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων, όσον αφορά την απόφαση αριθ. 1/2015 σχετικά με την τροποποίηση των προσαρτημάτων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 10 και 11 του παραρτήματος 11 της συμφωνίας

128

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

23.12.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 337/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/2365 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 25ης Νοεμβρίου 2015

περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε την περίοδο 2007-2008 έφερε στο φως πολλές κερδοσκοπικές δραστηριότητες, σημαντικά ρυθμιστικά κενά, αναποτελεσματική εποπτεία, αδιαφανείς αγορές και υπερβολικά πολύπλοκα προϊόντα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η Ένωση ενέκρινε μια σειρά μέτρων προκειμένου να καταστεί το τραπεζικό σύστημα πιο ισχυρό και σταθερό, μεταξύ άλλων με την ενίσχυση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, με κανόνες για τη βελτιωμένη διακυβέρνηση και εποπτεία, με καθεστώτα εξυγίανσης και για να διασφαλισθεί ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα παίξει το ρόλο του κατευθύνοντας τα κεφάλαια στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η πρόοδος προς τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης είναι επίσης αποφασιστικής σημασίας. Ωστόσο, η κρίση έφερε επίσης στην επιφάνεια την ανάγκη να βελτιωθεί η διαφάνεια και η παρακολούθηση, όχι μόνο στον παραδοσιακό τραπεζικό τομέα, αλλά και σε τομείς όπου γίνεται οιονεί τραπεζική πιστωτική διαμεσολάβηση, γνωστό ως «σκιώδες τραπεζικό σύστημα», το μέγεθος του οποίου είναι ανησυχητικό, καθώς ήδη εκτιμάται κοντά στο ήμισυ του μεγέθους του ρυθμιζόμενου τραπεζικού συστήματος. Τυχόν ανεπάρκειες των εν λόγω εργασιών, οι οποίες είναι ανάλογες των εργασιών που εκτελούν τα πιστωτικά ιδρύματα, μπορούν να επηρεάσουν τον υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό τομέα.

(2)

Στο πλαίσιο των εργασιών τους για τον έλεγχο του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), όπως συστήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), έχουν εντοπίσει τους κινδύνους που ενέχουν οι συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ). Οι ΣΧΤ καθιστούν δυνατή την αύξηση της μόχλευσης, τη φιλοκυκλικότητα και την αλληλεπίδραση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ειδικότερα, η έλλειψη διαφάνειας στη χρήση των ΣΧΤ εμπόδισε τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές και τους επενδυτές από το να εκτιμήσουν ορθά και να παρακολουθήσουν τους αντίστοιχους οιονεί τραπεζικούς κινδύνους και το επίπεδο αλληλεπίδρασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, πριν και κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, στις 29 Αυγούστου 2013 το ΣΧΣ ενέκρινε ένα πλαίσιο πολιτικής για την ενίσχυση της εποπτείας και την αντιμετώπιση των κινδύνων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος («Πλαίσιο πολιτικής του ΣΧΤ») όσον αφορά τον δανεισμό τίτλων και τις συμφωνίες επαναγοράς (repos), το οποίο υιοθετήθηκε στη συνέχεια τον Σεπτέμβριο του 2013 από τους ηγέτες της G-20.

(3)

Στις 14 Οκτωβρίου 2014 το ΣΧΣ δημοσίευσε ρυθμιστικό πλαίσιο για τις περικοπές των μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενων ΣΧΤ. Ελλείψει εκκαθάρισης, οι πράξεις αυτές ενέχουν μείζονες κινδύνους εάν δεν καλυφθούν με επαρκείς εξασφαλίσεις. Αν και η ενίσχυση της διαφάνειας όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση περιουσιακών στοιχείων των πελατών θα ήταν ένα πρώτο βήμα προς την ενίσχυση της ικανότητας των αντισυμβαλλομένων να αναλύουν και να προλαμβάνουν τους κινδύνους, το ΣΧΣ προβλέπεται να ολοκληρώσει τις εργασίες του έως το 2016 όσον αφορά δέσμη συστάσεων σχετικά με τις περικοπές σε μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες ΣΧΤ με στόχο την πρόληψη της υπερβολικής μόχλευσης και τον μετριασμό του κινδύνου συγκέντρωσης και αθέτησης.

(4)

Στις 19 Μαρτίου 2012 η Επιτροπή δημοσίευσε Πράσινη Βίβλο για το σκιώδες τραπεζικό σύστημα. Με βάση τη μεγάλη ανταπόκριση που είχε και λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 4 Σεπτεμβρίου 2013, ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τίτλο «Το σκιώδες τραπεζικό σύστημα — Αντιμετώπιση νέων πηγών κινδύνου στον χρηματοπιστωτικό τομέα». Στην ανακοίνωση τονίζεται ότι ο περίπλοκος και αδιαφανής χαρακτήρας των ΣΧΤ καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό των αντισυμβαλλομένων και την παρακολούθηση της συγκέντρωσης των κινδύνων και προκύπτει επίσης δημιουργία υπερβολικής μόχλευσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

(5)

Τον Οκτώβριο του 2012 μια ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου, υπό την προεδρία του Erkki Liikanen, ενέκρινε έκθεση για τη μεταρρύθμιση της δομής του τραπεζικού τομέα στην Ένωση. Η ομάδα εξέτασε, μεταξύ άλλων, την αλληλεπίδραση μεταξύ του παραδοσιακού και του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Στην έκθεση αναγνωρίστηκαν οι κίνδυνοι από δραστηριότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, όπως η υψηλή μόχλευση και η φιλοκυκλικότητα, και ζητήθηκε μείωση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των τραπεζών και του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, η οποία υπήρξε πηγή μετάδοσης προβλημάτων σε μια τραπεζική κρίση που εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το σύστημα. Στην έκθεση υποδείχθηκαν επίσης ορισμένα διαρθρωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που παραμένουν στον τραπεζικό τομέα στην Ένωση.

(6)

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού συστήματος στην Ένωση εξετάζονται σε πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με διαρθρωτικά μέτρα για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ. Ωστόσο, η επιβολή διαρθρωτικών μέτρων στις τράπεζες θα μπορούσε να οδηγήσει σε μετακύλιση ορισμένων δραστηριοτήτων σε λιγότερο ρυθμιζόμενους τομείς, όπως στον σκιώδη τραπεζικό τομέα. Η εν λόγω πρόταση θα πρέπει επομένως να συνοδεύεται από τις δεσμευτικές απαιτήσεις διαφάνειας και υποβολής αναφορών για ΣΧΤ, που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Επομένως, οι κανόνες διαφάνειας του παρόντος κανονισμού συμπληρώνουν την πρόταση αυτή.

(7)

Ο παρών κανονισμός ανταποκρίνεται στην ανάγκη ενίσχυσης της διαφάνειας των αγορών χρηματοδότησης τίτλων και κατ’ επέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προκειμένου να διασφαλιστούν ισοδύναμες συνθήκες ανταγωνισμού και διεθνής σύγκλιση, ο παρών κανονισμός ακολουθεί το πλαίσιο πολιτικής του ΣΧΣ. Διαμορφώνει ένα ενωσιακό πλαίσιο βάσει του οποίου μπορούν να αναφέρονται αποτελεσματικά λεπτομέρειες σχετικά με ΣΧΤ στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών και να γνωστοποιούνται πληροφορίες σχετικά με ΣΧΤ και συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης στους επενδυτές σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Ο ορισμός των ΣΧΤ στον παρόντα κανονισμό δεν περιλαμβάνει τις συμβάσεις παραγώγων όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Περιλαμβάνει όμως τις συναλλαγές που αναφέρονται συνήθως ως πράξεις ανταλλαγής ρευστότητας και πράξεις ανταλλαγής εξασφαλίσεων και που δεν εμπίπτουν στον ορισμό των συμβάσεων παραγώγων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Η ανάγκη για διεθνή σύγκλιση ενισχύεται από το ενδεχόμενο, μετά τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα στην Ένωση, να μετατοπιστούν δραστηριότητες που σήμερα ασκούνται από παραδοσιακές τράπεζες στον σκιώδη τραπεζικό τομέα και να ασκούνται από χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές οντότητες. Επομένως, πιθανόν να προκύψει ακόμη λιγότερη διαφάνεια για τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές, εμποδίζοντάς τες να αποκτήσουν πραγματική εικόνα των κινδύνων που συνδέονται με τις ΣΧΤ. Αυτό απλώς θα επιδείνωνε τις ήδη καθιερωμένες σχέσεις μεταξύ του ρυθμιζόμενου και του σκιώδους τραπεζικού τομέα σε συγκεκριμένες αγορές.

(8)

Η εξέλιξη των πρακτικών στην αγορά και οι τεχνολογικές εξελίξεις δίνουν στους συμμετέχοντες στην αγορά τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν συναλλαγές πέραν των παραδοσιακών ΣΧΤ ως πηγής χρηματοδότησης, για διαχείριση ρευστότητας και ασφαλειών, ως στρατηγική ενίσχυσης της απόδοσης, προκειμένου να καλυφθούν ανοικτές πωλήσεις ή για αρμπιτράζ στη φορολογία μερισμάτων. Αυτές οι συναλλαγές θα μπορούσαν να έχουν ισοδύναμο οικονομικό αντίκτυπο και να θέτουν κινδύνους παρόμοιους με τις ΣΧΤ, συμπεριλαμβανομένων των εξής: φιλοκυκλικότητα απορρέουσα από κυμαινόμενες αξίες περιουσιακών στοιχείων και μεταβλητότητα, μετατροπή ληκτότητας ή ρευστότητας από τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων ή μη ρευστοποιήσιμων στοιχείων μέσα από βραχυπρόθεσμα ή ρευστά στοιχεία, και μετάδοση χρηματοοικονομικών κινδύνων από την αλληλεπίδραση αλυσίδων συναλλαγών που περιλαμβάνουν επαναχρησιμοποίηση εξασφαλίσεων.

(9)

Ανταποκρινόμενα στα ζητήματα που τέθηκαν με το πλαίσιο πολιτικής του ΣΧΣ και στις εξελίξεις που προβλέπονται μετά τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα στην Ένωση, τα κράτη μέλη πιθανόν να θεσπίσουν αποκλίνοντα εθνικά μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ζημιώσουν τους συμμετέχοντες στην αγορά και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπλέον, η έλλειψη εναρμονισμένων κανόνων διαφάνειας δυσκολεύει τις εθνικές αρχές να συγκρίνουν τα δεδομένα σε μικροεπίπεδο που προέρχονται από διάφορα κράτη μέλη, και άρα να κατανοήσουν τους πραγματικούς κινδύνους που εγκυμονούν για το σύστημα οι διάφοροι παράγοντες της αγοράς. Ως εκ τούτου πρέπει να αποφευχθούν τέτοιες στρεβλώσεις και εμπόδια στην Ένωση. Κατά συνέπεια, το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για τον παρόντα κανονισμό.

(10)

Επομένως, οι νέοι κανόνες για τη διαφάνεια θα πρέπει να προβλέπουν αναφορά λεπτομερών στοιχείων σχετικά με ΣΧΤ που συνάπτονται από όλους τους παράγοντες της αγοράς, είτε είναι χρηματοοικονομικές είτε μη χρηματοοικονομικές οντότητες, στα οποία περιλαμβάνονται η σύνθεση των εξασφαλίσεων, είτε η ενδεχόμενη διαθεσιμότητα των εξασφαλίσεων προς επαναχρησιμοποίηση είτε η ενδεχόμενη επαναχρησιμοποίηση, η υποκατάσταση των εξασφαλίσεων εντέλει και οι περικοπές που εφαρμόζονται. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι πρόσθετες λειτουργικές δαπάνες για τους συμμετέχοντες στην αγορά, οι νέοι κανόνες και πρότυπα είναι σκόπιμο να βασιστούν σε προϋπάρχουσες υποδομές, λειτουργικές διαδικασίες και τύπους που έχουν θεσπιστεί σε σχέση με την αναφορά συμβάσεων παραγώγων σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) που συστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) θα πρέπει, στον βαθμό που είναι εφικτό και αρμόζει, να ελαχιστοποιήσει τις αλληλεπικαλύψεις και να αποφύγει τις ασυνέπειες μεταξύ των τεχνικών προτύπων που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και αυτών που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Το νομικό πλαίσιο που τίθεται από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι, στο μέτρο του δυνατού, ταυτόσημο με αυτό του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σχετικά με την αναφορά συμβάσεων παραγώγων σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών που έχουν καταχωριστεί για τον σκοπό αυτόν. Αυτό θα επιτρέψει επίσης στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που είναι καταχωρισμένα ή αναγνωρισμένα σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό να εκπληρώνουν τα καθήκοντα καταγραφής που τους ανατίθενται με τον νέο κανονισμό, εφόσον πληρούν ορισμένα πρόσθετα κριτήρια, μετά την ολοκλήρωση μιας απλουστευμένης διαδικασίας καταγραφής.

(11)

Για να διασφαλιστούν η συνέχεια και η αποτελεσματικότητα των εξουσιών της ΕΑΚΑΑ να επιβάλλει ποινές, οι συμμετέχοντες στην αγορά που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει, κατ’ αναφορά προς τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012, να υπόκεινται στις διατάξεις του ανωτέρω κανονισμού περί των εξουσιών της ΕΑΚΑΑ, ως προβλέπεται, όσον αφορά τους κανόνες διαδικασίας, από τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 64 παράγραφος 7 του ανωτέρω κανονισμού.

(12)

Οι συναλλαγές με μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρεωτική αναφορά ΣΧΤ στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Εντούτοις, προκειμένου οι ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές να έχουν επαρκή εικόνα των κινδύνων που συνδέονται με τις ΣΧΤ που συνάπτονται από τις οντότητες υπό ρύθμιση ή εποπτεία, οι αρμόδιες αρχές και τα μέλη του ΕΣΚΤ πρέπει να συνεργάζονται στενά. Μια τέτοια συνεργασία θα πρέπει να παρέχει στις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές τη δυνατότητα να εκπληρώνουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και εντολές τους. Μια τέτοια συνεργασία θα πρέπει να είναι εμπιστευτική και να τελεί υπό την αίρεση αιτιολογημένου αιτήματος των σχετικών αρμόδιων αρχών και να παρέχεται με αποκλειστικό σκοπό να δοθεί η δυνατότητα στις εν λόγω αρχές να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αρχές και τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών και την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως νομισματικών αρχών, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης πράξεων νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή πολιτικής για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα τις οποίες τα μέλη του ΕΣΚΤ είναι νομίμως εξουσιοδοτημένα να ασκούν. Τα μέλη του ΕΣΚΤ πρέπει να μπορούν να αρνηθούν να παράσχουν πληροφορίες όταν οι συναλλαγές πραγματοποιούνται από τα ίδια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως νομισματικών αρχών. Θα πρέπει να κοινοποιούν κάθε τέτοια άρνηση στην αιτούσα αρχή μαζί με την αιτιολόγησή της.

(13)

Οι πληροφορίες σχετικά με τους εγγενείς κινδύνους των αγορών χρηματοδότησης τίτλων θα αποθηκεύονται κεντρικά και θα είναι εύκολα και άμεσα προσβάσιμες, μεταξύ άλλων, από την ΕΑΚΑΑ, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (ΕΑΤ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), τις σχετικές αρμόδιες αρχές, το ΕΣΣΚ και τις σχετικές κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο ενός ενιαίου εποπτικού μηχανισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (10), για τους σκοπούς του εντοπισμού και της παρακολούθησης των κινδύνων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα που απορρέουν από τις δραστηριότητες σκιώδους τραπεζικής ρυθμιζόμενων και μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα υφιστάμενα τεχνικά πρότυπα που καθορίζονται στο άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και ρυθμίζουν τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών όσον αφορά τις συμβάσεις παραγώγων, καθώς και τις μελλοντικές εξελίξεις των εν λόγω τεχνικών προτύπων, όταν καταρτίζει ή προτίθεται να αναθεωρήσει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι οι σχετικές αρμόδιες αρχές, το ΕΣΣΚ και οι σχετικές κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, έχουν άμεση και ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να εκτελούν τα καθήκοντά τους, συμπεριλαμβανομένων του καθορισμού και της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής και εποπτείας των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να θέσει στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τους όρους και τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες.

(14)

Είναι αναγκαίο να εισαχθούν διατάξεις περί της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και να ενισχυθούν οι υποχρεώσεις συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των αρχών αυτών. Λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ακόμα και όταν παραβάσεις ή εικαζόμενες παραβάσεις μπορούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών. Κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών απαιτείται τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, ώστε να εξασφαλίζονται η ομαλή διαβίβαση των πληροφοριών και η προστασία ορισμένων δικαιωμάτων. Υπό την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής ή φορολογικής νομοθεσίας, οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ, οι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πλην των αρμόδιων αρχών, που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες, πρέπει να τις χρησιμοποιούν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Εντούτοις, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει την άσκηση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, των καθηκόντων των εθνικών φορέων που είναι αρμόδιοι για την πρόληψη, τη διερεύνηση ή τη διόρθωση περιπτώσεων κακοδιοίκησης.

(15)

Οι ΣΧΤ χρησιμοποιούνται εκτενώς από διαχειριστές οργανισμών συλλογικών επενδύσεων για την αποτελεσματική διαχείριση χαρτοφυλακίου. Αυτή η χρήση μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις επιδόσεις των εν λόγω οργανισμών. Οι ΣΧΤ μπορούν να χρησιμοποιούνται είτε για την επίτευξη επενδυτικών στόχων είτε για την αύξηση των αποδόσεων. Οι διαχειριστές επιπλέον χρησιμοποιούν συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης οι οποίες έχουν ισοδύναμα αποτελέσματα με τις ΣΧΤ. Οι ΣΧΤ και οι συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης χρησιμοποιούνται εκτενώς από διαχειριστές οργανισμών συλλογικών επενδύσεων για άνοιγμα σε ορισμένες στρατηγικές ή για αύξηση των αποδόσεών τους. Η χρησιμοποίηση ΣΧΤ και συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης μπορούν να αυξήσουν το γενικό προφίλ κινδύνου των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ενώ οι επενδυτές δεν λαμβάνουν σωστή ενημέρωση σχετικά με τη χρησιμοποίησή τους. Είναι κρίσιμο να διασφαλιστεί ότι οι επενδυτές οργανισμών συλλογικών επενδύσεων είναι σε θέση να επιλέγουν συνειδητά και να εκτιμούν το συνολικό προφίλ κινδύνου και απόδοσης των οργανισμών αυτών. Κατά την αξιολόγηση των ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων θα πρέπει να εξετάζει και την ουσία της συναλλαγής εκτός από τη νομική της μορφή.

(16)

Οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται με βάση ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες όσον αφορά την επενδυτική στρατηγική των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικές ζημίες των επενδυτών. Είναι, επομένως, απαραίτητο να γνωστοποιούν οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων όλες τις σημαντικές λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη χρήση των ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης από πλευράς τους. Επιπλέον, η πλήρης διαφάνεια είναι ιδιαίτερα σημαντική στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, καθώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο ΣΧΤ και συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης δεν ανήκει στους διαχειριστές των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων αλλά στους επενδυτές τους. Ως εκ τούτου, η πλήρης γνωστοποίηση σχετικά με τις ΣΧΤ και τις συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης είναι ουσιαστικό εργαλείο προστασίας έναντι ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων.

(17)

Οι νέοι κανόνες περί διαφάνειας των ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης συνδέονται στενά με τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2009/65/ΕΚ (11) και 2011/61/ΕΕ (12), δεδομένου ότι οι οδηγίες αυτές αποτελούν το νομικό πλαίσιο που διέπει τη δημιουργία, τη διαχείριση και την εμπορία των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.

(18)

Οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων μπορούν να λειτουργούν ως οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), υπό τη διαχείριση εταιρειών διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή επιχειρήσεων επενδύσεων ΟΣΕΚΑ που έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, ή ως οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), υπό τη διαχείριση διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ) που έχουν λάβει άδεια ή καταχωριστεί βάσει της οδηγίας 2011/61/ΕΕ. Οι νέοι κανόνες για τη διαφάνεια των ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης που εισάγει ο παρών κανονισμός συμπληρώνουν τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών και θα πρέπει να εφαρμόζονται επιπλέον αυτών.

(19)

Προκειμένου να μπορούν οι επενδυτές να λαμβάνουν γνώση των κινδύνων που συνδέονται με τη χρήση των ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, οι διαχειριστές των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων θα πρέπει να περιλαμβάνουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με κάθε χρήση αυτών των τεχνικών, σε περιοδικές εκθέσεις. Οι υφιστάμενες περιοδικές εκθέσεις τις οποίες πρέπει να υποβάλλουν οι εταιρείες διαχείρισης ή οι εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ και οι διαχειριστές ΟΕΕ θα πρέπει να συμπληρώνονται με πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση ΣΧΤ και συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης. Κατά τον περαιτέρω καθορισμό του περιεχομένου αυτών των περιοδικών εκθέσεων, η ΕΑΚΑΑ πρέπει να λάβει υπόψη τη διοικητική επιβάρυνση και τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων ειδών ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης.

(20)

Η επενδυτική πολιτική ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων όσον αφορά τις ΣΧΤ και τις συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης θα πρέπει να παρουσιάζεται σαφώς στα προσυμβατικά έγγραφα, όπως είναι το ενημερωτικό δελτίο για τα κεφάλαια ΟΣΕΚΑ και η προσυμβατική γνωστοποίηση στους επενδυτές για ΟΕΕ. Έτσι θα διασφαλίζεται ότι οι επενδυτές κατανοούν και έχουν επίγνωση των εγγενών κινδύνων, πριν αποφασίσουν να επενδύσουν σε συγκεκριμένο ΟΣΕΚΑ ή ΟΕΕ.

(21)

Με την επαναχρησιμοποίηση της ασφάλειας παρέχεται ρευστότητα, ενώ οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να μειώνουν το κόστος χρηματοδότησης. Ωστόσο, τείνει να δημιουργεί πολύπλοκες αλυσίδες εξασφαλίσεων μεταξύ της παραδοσιακής τραπεζικής και της σκιώδους τραπεζικής, που αυξάνουν τους κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Η έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τον βαθμό στον οποίο τα χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχονται ως εξασφαλίσεις έχουν επαναχρησιμοποιηθεί, καθώς και οι αντίστοιχοι κίνδυνοι στην περίπτωση πτώχευσης, είναι δυνατόν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στους αντισυμβαλλομένους και να μεγεθύνουν τους κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.

(22)

Προκειμένου να υπάρχει περισσότερη διαφάνεια ως προς την επαναχρησιμοποίηση, θα πρέπει να επιβληθούν ελάχιστες απαιτήσεις ενημέρωσης. Η επαναχρησιμοποίηση θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο κατόπιν ρητής επίγνωσης και συγκατάθεσης του παρέχοντος αντισυμβαλλομένου. Συνεπώς, η άσκηση δικαιώματος επαναχρησιμοποίησης θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στον λογαριασμό τίτλων του παρέχοντος αντισυμβαλλομένου, εκτός εάν ο λογαριασμός αυτός διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας το οποίο ενδέχεται να προβλέπει άλλα κατάλληλα μέσα που να αντικατοπτρίζουν την επαναχρησιμοποίηση.

(23)

Μολονότι το πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί επαναχρησιμοποίησης στον παρόντα κανονισμό είναι ευρύτερο από αυτό της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), ο παρών κανονισμός δεν τροποποιεί το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής αλλά μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ότι συμπληρώνει τις διατάξεις της οδηγίας αυτής. Οι συνθήκες υπό τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν δικαίωμα επαναχρησιμοποίησης και μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να μειώνουν επ’ ουδενί την προστασία που παρέχεται σε συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων βάσει της οδηγίας 2002/47/ΕΚ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι παραβάσεις των απαιτήσεων διαφάνειας για την επαναχρησιμοποίηση δεν πρέπει να θίγουν την εθνική νομοθεσία όσον αφορά το κύρος και το αποτέλεσμα μιας συναλλαγής.

(24)

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει αυστηρούς κανόνες πληροφόρησης των αντισυμβαλλομένων σχετικά με την επαναχρησιμοποίηση, οι οποίοι δεν θα πρέπει να θίγουν την εφαρμογή τομεακών κανόνων προσαρμοσμένων σε συγκεκριμένους παράγοντες, δομές και καταστάσεις. Ως εκ τούτου, οι κανόνες περί επαναχρησιμοποίησης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό εφαρμόζονται, για παράδειγμα, στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και τους θεματοφύλακες ή τους πελάτες επιχειρήσεων επενδύσεων μόνον εφόσον δεν προβλέπονται αυστηρότεροι κανόνες επαναχρησιμοποίησης εντός του νομικού πλαισίου που διέπει τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή τη διαφύλαξη περιουσιακών στοιχείων των πελατών, οι οποίοι συνιστούν lex specialis και υπερισχύουν των κανόνων του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει υπό την επιφύλαξη κανόνων της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας που περιορίζουν την ικανότητα των αντισυμβαλλομένων να προβαίνουν σε επαναχρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων που παρέχονται ως εξασφαλίσεις από αντισυμβαλλομένους ή άλλα πρόσωπα πλην των αντισυμβαλλομένων. Η εφαρμογή των απαιτήσεων επαναχρησιμοποίησης είναι σκόπιμο να αναβληθεί για έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού προκειμένου να παρασχεθεί στους αντισυμβαλλομένους επαρκής χρόνος ώστε να προσαρμόσουν εκκρεμείς συμφωνίες παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των κύριων συμφωνιών, και να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση νέων συμφωνιών παροχής ασφάλειας με τον παρόντα κανονισμό.

(25)

Προκειμένου η ορολογία να ακολουθεί τα διεθνώς ισχύοντα, στον παρόντα κανονισμό χρησιμοποιείται ο όρος «επαναχρησιμοποίηση» συμφώνως προς το πλαίσιο πολιτικής του ΣΧΣ. Τούτο, ωστόσο, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε ανακολουθία με το κεκτημένο της Ένωσης και, ειδικότερα, να μη θίγει την έννοια του όρου «επαναχρησιμοποίηση» που χρησιμοποιείται στις οδηγίες 2009/65/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ.

(26)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των αντισυμβαλλομένων με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και ότι υπόκεινται σε παρόμοια μεταχείριση σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία επιβολής διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών. Επομένως, οι διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις ως προς τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιβληθεί η κύρωση ή το μέτρο, τη δημοσίευση των κυρώσεων ή των μέτρων, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών χρηματικών προστίμων. Για παραβάσεις των υποχρεώσεων διαφάνειας βάσει του παρόντος κανονισμού από τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, ενδείκνυται να εφαρμόζονται οι κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα που προβλέπονται στις οδηγίες 2009/65/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ.

(27)

Οι εξουσίες επιβολής κυρώσεων που ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές πρέπει να ισχύουν υπό την επιφύλαξη της αποκλειστικής αρμοδιότητας της EKT, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, να ανακαλεί άδειες πιστωτικών ιδρυμάτων για σκοπούς προληπτικής εποπτείας.

(28)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με την αίτηση καταχώρισης αρχείου καταγραφής συναλλαγών καθώς και την ανάκληση της καταχώρισης δεν θίγουν τα διορθωτικά μέτρα του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(29)

Τα τεχνικά πρότυπα στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα πρέπει να διασφαλίζουν συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι η ΕΑΚΑΑ είναι όργανο με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης πείρας, ενδείκνυται να της ανατεθεί η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εξασφαλίζει αποτελεσματικές διοικητικές διαδικασίες και διαδικασίες υποβολής εκθέσεων κατά την εκπόνηση τεχνικών προτύπων. Πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 στα εξής πεδία: τις λεπτομέρειες των διαφόρων ειδών ΣΧΤ· τις λεπτομέρειες της αίτησης καταχώρισης ή επέκτασης της καταχώρισης ενός αρχείου καταγραφής συναλλαγών· τις λεπτομέρειες των ακολουθουμένων από τα αρχεία καταγραφής διαδικασιών επαλήθευσης των λεπτομερειών των ΣΧΤ που τους αναφέρονται· τη συχνότητα και τις λεπτομέρειες της δημοσίευσης και των απαιτήσεων των δεδομένων των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και της πρόσβασης σε αυτά· και, εφόσον απαιτείται, την περαιτέρω διευκρίνιση του περιεχομένου του παραρτήματος.

(30)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, που εκπονούνται από την ΕΑΚΑΑ, με εκτελεστικές πράξεις, δυνάμει του άρθρου 291 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τον μορφότυπο και τη συχνότητα υποβολής εκθέσεων, τον μορφότυπο της αίτησης καταχώρισης ή επέκτασης της καταχώρισης ενός αρχείου καταγραφής συναλλαγών, καθώς και τις διαδικασίες και τις μορφές ανταλλαγής πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις κυρώσεις και λοιπά μέτρα.

(31)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ όσον αφορά την τροποποίηση του καταλόγου των οντοτήτων που πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, καθώς και όσον αφορά το είδος των τελών, τα θέματα για τα οποία επιβάλλονται τέλη, το ύψος τους και τον τρόπο καταβολής τους από τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(32)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή ώστε να λαμβάνει αποφάσεις για την αξιολόγηση των κανόνων τρίτων χωρών για τον σκοπό της αναγνώρισης αρχείων καταγραφής συναλλαγών τρίτων χωρών και προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές αλληλεπικαλυπτόμενες ή αλληλοσυγκρουόμενες απαιτήσεις. Η αξιολόγηση στην οποία βασίζονται οι αποφάσεις περί της ισοδυναμίας των απαιτήσεων αναφοράς σε τρίτη χώρα δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα ενός αρχείου καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένου στην τρίτη χώρα και αναγνωρισμένου από την ΕΑΚΑΑ να παρέχει υπηρεσίες υποβολής αναφοράς σε οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση, διότι η απόφαση περί αναγνώρισης θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από μια τέτοια αξιολόγηση για τους σκοπούς της απόφασης περί ισοδυναμίας.

(33)

Σε περίπτωση που αποσυρθεί εκτελεστική πράξη περί ισοδυναμίας, οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται εκ νέου αυτομάτως σε όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(34)

Εφόσον απαιτείται, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργαστεί με τις αρχές τρίτων χωρών αναζητώντας αμοιβαίως ενισχυτικές λύσεις που θα εξασφαλίζουν συνεκτικότητα μεταξύ του παρόντος κανονισμού και των απαιτήσεων των εν λόγω τρίτων χωρών, με στόχο την αποφυγή αλληλεπικάλυψης.

(35)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η αύξηση της διαφάνειας ορισμένων δραστηριοτήτων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως η χρήση ΣΧΤ και η επαναχρησιμοποίηση εγγυήσεων, ώστε να καταστούν δυνατά η παρακολούθηση και ο εντοπισμός των αντίστοιχων κινδύνων, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορούν, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων του παρόντος κανονισμού, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(36)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα της υπεράσπισης και την αρχή «ne bis in idem», την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου. Ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και τις εν λόγω αρχές.

(37)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, του οποίου η γνώμη ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), γνωμοδότησε στις 11 Ιουλίου 2014 (15).

(38)

Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή από αρχείο καταγραφής συναλλαγών θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16). Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΤ ή την ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να τηρεί τους κανόνες διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(39)

Με τη βοήθεια της ΕΑΚΑΑ, η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί και να καταρτίζει εκθέσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή διεθνώς της υποχρέωσης αναφοράς που καθορίζεται στον παρόντα κανονισμό. Η προθεσμία που παρέχεται για την υποβολή των εκθέσεων της Επιτροπής πρέπει να λαμβάνει υπόψη την προηγούμενη ουσιαστική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(40)

Κατά την έκβαση των εργασιών που επιτελούν τα οικεία διεθνή φόρουμ και με τη βοήθεια της ΕΑΚΑΑ, της ΕΑΤ και του ΕΣΣΚ, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όσον αφορά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις διεθνείς προσπάθειες μετριασμού των κινδύνων που συνδέονται με τις ΣΧΤ, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων του ΣΧΣ σχετικά με τις περικοπές σε μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες ΣΧΤ, καθώς και όσον αφορά την καταλληλότητα των συστάσεων αυτών για τις ενωσιακές αγορές.

(41)

Η εφαρμογή των απαιτήσεων διαφάνειας του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αναβληθεί ώστε να παρασχεθεί επαρκής χρόνος αφενός στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών για να ζητήσουν την άδεια άσκησης και την αναγνώριση των προβλεπόμενων στον παρόντα κανονισμό δραστηριοτήτων τους και, αφετέρου, στους αντισυμβαλλομένους και τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων για να τηρήσουν αυτές τις απαιτήσεις. Ειδικότερα, είναι σκόπιμο να αναβληθεί η εφαρμογή πρόσθετων απαιτήσεων διαφάνειας για οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντήριων γραμμών για τις αρμόδιες αρχές, και τις εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ που εξέδωσε η ΕΑΚΑΑ στις 18 Δεκεμβρίου 2012, οι οποίες καθορίζουν ένα προαιρετικό πλαίσιο για τις εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ όσον αφορά τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης, καθώς και την ανάγκη μείωσης της διοικητικής επιβάρυνσης των διαχειριστών των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική υποβολή αναφορών σχετικά με τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, απαιτείται σταδιακή εφαρμογή των απαιτήσεων ανά τύπο αντισυμβαλλομένου με συνεκτίμηση της ουσιαστικής ικανότητας του αντισυμβαλλόμενου να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών που τίθενται στον παρόντα κανονισμό.

(42)

Οι νέοι ενιαίοι κανόνες σχετικά με τη διαφάνεια των ΣΧΤ και συγκεκριμένων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων («OTC») —δηλαδή των συμφωνιών συνολικής απόδοσης— που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό συνδέονται στενά με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, καθώς τα συγκεκριμένα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα εμπίπτουν στην απαίτηση υποβολής εκθέσεων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός. Για μια συνεκτική εφαρμογή των απαιτήσεων τόσο της διαφάνειας όσο και της υποβολής εκθέσεων, είναι απαραίτητη σαφής οριοθέτηση μεταξύ των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και των παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων που είναι διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω συμβάσεις αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Ένωση ή σε αγορές τρίτων χωρών. Ο ορισμός των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί ώστε να διασφαλιστεί ότι το ίδιο είδος συμβάσεων παραγώγων μέσων προσδιορίζονται είτε ως εξωχρηματιστηριακά παράγωγα είτε ως παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήριο, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω συμβάσεις αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Ένωση ή σε αγορές τρίτων χωρών.

(43)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 θα πρέπει επομένως να τροποποιηθεί αντίστοιχα,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαφάνεια των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ) και της επαναχρησιμοποίησης.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για:

α)

αντισυμβαλλομένους σε ΣΧΤ οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι:

i)

στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων όλων των υποκαταστημάτων τους, ανεξαρτήτως τοποθεσίας·

ii)

σε τρίτη χώρα, εάν η ΣΧΤ συνάπτεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων υποκαταστήματος στην Ένωση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου·

β)

εταιρείες διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ, σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ·

γ)

διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ·

δ)

αντισυμβαλλομένους που προβαίνουν σε επαναχρησιμοποίηση, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι:

i)

στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων όλων των υποκαταστημάτων τους, ανεξαρτήτως τοποθεσίας·

ii)

σε τρίτη χώρα, όπου:

η επαναχρησιμοποίηση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων υποκαταστήματος στην Ένωση του εν λόγω αντισυμβαλλομένου, ή

η επαναχρησιμοποίηση αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχονται δυνάμει συμφωνίας παροχής ασφάλειας από αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο στην Ένωση ή από υποκατάστημα στην Ένωση αντισυμβαλλομένου εγκατεστημένου σε τρίτη χώρα.

2.   Τα άρθρα 4 και 15 δεν εφαρμόζονται:

α)

στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), σε άλλους φορείς κρατών μελών που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες και στους λοιπούς δημόσιους φορείς της Ένωσης που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του·

β)

στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.

3.   Το άρθρο 4 δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές στις οποίες είναι αντισυμβαλλόμενος μέλος του ΕΣΚΤ.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 30, για την τροποποίηση του καταλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Για τον σκοπό αυτό, και προτού εκδώσει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στην οποία αξιολογείται η διεθνής μεταχείριση των κεντρικών τραπεζών και των δημόσιων φορέων που είναι επιφορτισμένοι να διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή να παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του.

Στην εν λόγω έκθεση περιέχεται συγκριτική ανάλυση της μεταχείρισης των κεντρικών τραπεζών και των εν λόγω φορέων εντός του νομικού πλαισίου αρκετών τρίτων χωρών. Εφόσον στην έκθεση συμπεραίνεται ότι επιβάλλεται, ιδίως σε συνάρτηση με τη συγκριτική ανάλυση και τις πιθανές επιπτώσεις, να εξαιρεθούν οι νομισματικές αρμοδιότητες αυτών των κεντρικών τραπεζών και φορέων τρίτων χωρών από το άρθρο 15, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για την ενσωμάτωσή τους στον κατάλογο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «αρχείο καταγραφής συναλλαγών» νοείται νομικό πρόσωπο το οποίο συγκεντρώνει και τηρεί κεντρικά τα αρχεία συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων («ΣΧΤ»)·

2)

ως «αντισυμβαλλόμενος» νοείται ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος ή ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος·

3)

ως «χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος» νοείται:

α)

επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17)·

β)

πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

γ)

ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

δ)

ΟΣΕΚΑ και, κατά περίπτωση, οι εταιρείες διαχείρισής τους, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ·

ε)

ΔΟΕΕ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ·

στ)

ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με την οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)·

ζ)

κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

η)

κεντρικά αποθετήρια τίτλων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21)·

θ)

οντότητα τρίτης χώρας για την οποία θα απαιτείτο άδεια λειτουργίας ή καταχώριση σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις των στοιχείων α) έως η) εάν ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση·

4)

ως «μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος» νοείται επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα πλην των οντοτήτων του σημείου 3)·

5)

«εγκατεστημένος» σημαίνει:

α)

εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι φυσικό πρόσωπο, ο τόπος που έχει τα κεντρικά γραφεία του·

β)

εάν ο αντισυμβαλλόμενος είναι νομικό πρόσωπο, ο τόπος που έχει την καταστατική έδρα του·

γ)

εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει, βάσει της νομοθεσίας της χώρας του, καταστατική έδρα, ο τόπος που έχει τα κεντρικά γραφεία του·

6)

ως «υποκατάστημα» νοείται τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας, πλην των κεντρικών γραφείων, ο οποίος αποτελεί τμήμα ενός αντισυμβαλλομένου και δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα·

7)

ως «δανειοδοσία τίτλων ή εμπορευμάτων» ή «δανειοληψία τίτλων ή εμπορευμάτων» νοείται η συναλλαγή στην οποία ένας αντισυμβαλλόμενος μεταβιβάζει τίτλους ή εμπορεύματα, υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους ή εμπορεύματα σε μελλοντική ημερομηνία ή όταν του το ζητήσει ο μεταβιβάζων, συναλλαγή η οποία θεωρείται δανειοδοσία τίτλων ή εμπορευμάτων για τον αντισυμβαλλόμενο που μεταβιβάζει τους τίτλους ή τα εμπορεύματα και δανειοληψία τίτλων ή εμπορευμάτων για τον αντισυμβαλλόμενο προς τον οποίο μεταβιβάζονται οι εν λόγω τίτλοι ή εμπορεύματα·

8)

ως «συναλλαγή αγοράς-επαναπώλησης» ή «συναλλαγή πώλησης-επαναγοράς» νοείται η συναλλαγή στην οποία ένας αντισυμβαλλόμενος αγοράζει ή πωλεί τίτλους, ή βασικά εμπορεύματα, ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλους ή βασικά εμπορεύματα, με ταυτόχρονη συμφωνία επαναπώλησης ή επαναγοράς τίτλων, ή εμπορευμάτων, ή εγγυημένων δικαιωμάτων ιδίας περιγραφής σε συγκεκριμένη τιμή σε κάποια μελλοντική ημερομηνία, συναλλαγή η οποία συνιστά συναλλαγή αγοράς-επαναπώλησης για τον αντισυμβαλλόμενο που αγοράζει τους τίτλους, ή τα εμπορεύματα, ή τα εγγυημένα δικαιώματα, και συναλλαγή πώλησης-επαναγοράς για τον αντισυμβαλλόμενο που τα πωλεί, εφόσον αυτές οι συναλλαγές αγοράς-επαναπώλησης ή πώλησης-επαναγοράς δεν διέπονται από συμφωνία επαναγοράς ή συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης όπως αυτές ορίζονται στο σημείο 9)·

9)

ως «πράξη επαναγοράς» νοείται η πράξη που διέπεται από συμφωνία στην οποία αντισυμβαλλόμενος μεταβιβάζει τίτλους, ή βασικά εμπορεύματα, ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα όπου η εγγύηση έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων και η συμφωνία δεν επιτρέπει σε αντισυμβαλλόμενο να μεταβιβάσει ή να ενεχυριάσει συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε πλείονες του ενός αντισυμβαλλομένους ταυτόχρονα, με την παράλληλη υποχρέωση για τον μεταβιβάζοντα να τα επαναγοράσει, είτε υποκατάστατους τίτλους είτε βασικά εμπορεύματα με τα ίδια χαρακτηριστικά σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να οριστεί από τον μεταβιβάζοντα, ούσα συμφωνία επαναγοράς για τον αντισυμβαλλόμενο που πωλεί τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα και συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης για τον αντισυμβαλλόμενο που τους αγοράζει·

10)

ως «πράξη δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης» νοείται πράξη κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος χορηγεί πίστωση σε σχέση με την αγορά, την πώληση, τη διακράτηση ή τη διαπραγμάτευση τίτλων, αλλά δεν περιλαμβάνονται άλλα δάνεια τα οποία εξασφαλίζονται με τίτλους·

11)

ως «συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων» ή «ΣΧΤ» νοείται:

α)

πράξη επαναγοράς·

β)

δανειοδοσία τίτλων ή εμπορευμάτων και δανειοληψία τίτλων ή εμπορευμάτων·

γ)

συναλλαγή αγοράς-επαναπώλησης ή συναλλαγή πώλησης-επαναγοράς·

δ)

πράξη δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης·

12)

ως «επαναχρησιμοποίηση» νοείται η χρήση, από τον λαμβάνοντα αντισυμβαλλόμενο, επ’ ονόματί του και για λογαριασμό του ή για λογαριασμό άλλου αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε φυσικού προσώπου, των χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν παρασχεθεί στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής ασφάλειας· η χρήση αυτή περιλαμβάνει τη μεταβίβαση τίτλων ή άσκηση δικαιώματος χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, αλλά δεν περιλαμβάνει τη ρευστοποίηση του χρηματοπιστωτικού μέσου σε περίπτωση αθέτησης εκ μέρους του παρέχοντος αντισυμβαλλομένου·

13)

ως «συμφωνία παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου» νοείται συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, η οποία συνάπτεται μεταξύ αντισυμβαλλομένων προς εξασφάλιση οιασδήποτε υποχρέωσης·

14)

ως «συμφωνία εγγυοδοσίας με παροχή ασφάλειας» νοείται συμφωνία εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, η οποία συνάπτεται μεταξύ αντισυμβαλλομένων προς εξασφάλιση οποιασδήποτε υποχρέωσης·

15)

ως «συμφωνία παροχής ασφάλειας» νοείται συμφωνία παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου και συμφωνία εγγυοδοσίας με παροχή ασφάλειας·

16)

ως «χρηματοπιστωτικά μέσα» νοούνται τα χρηματοπιστωτικά μέσα όπως ορίζονται στο σημείο 15) του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

17)

ως «εμπορεύματα» νοούνται εμπορεύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (22)·

18)

ως «συμφωνία ανταλλαγής συνολικής απόδοσης» νοείται σύμβαση παραγώγων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 7) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, στο πλαίσιο της οποίας ένας αντισυμβαλλόμενος μεταβιβάζει τη συνολική οικονομική απόδοση μιας υποχρέωσης αναφοράς σε άλλον αντισυμβαλλόμενο, περιλαμβανομένων των εσόδων από τόκους και αμοιβές, κέρδη και ζημίες από μεταβολές των τιμών, καθώς και πιστωτικές απώλειες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΧΤ

Άρθρο 4

Υποχρέωση γνωστοποίησης και διαφύλαξη όσον αφορά τις ΣΧΤ

1.   Οι αντισυμβαλλόμενοι σε ΣΧΤ γνωστοποιούν τα λεπτομερή στοιχεία των ΣΧΤ που έχουν συνάψει καθώς και τυχόν τροποποίηση ή λήξη τους, σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών καταχωρισμένο σύμφωνα με το άρθρο 5 ή αναγνωρισμένο σύμφωνα με το άρθρο 19. Τα εν λόγω λεπτομερή στοιχεία υποβάλλονται το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από τη σύναψη, την τροποποίηση ή τη λήξη της συναλλαγής.

Η υποχρέωση γνωστοποίησης που θεσπίζεται στο πρώτο εδάφιο ισχύει για ΣΧΤ οι οποίες:

α)

συνήφθησαν πριν από την οικεία ημερομηνία εφαρμογής που ορίζεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο α) και παραμένουν άληκτες κατά την ημερομηνία αυτή, εάν:

i)

η εναπομένουσα διάρκεια μέχρι τη ληκτότητα των εν λόγω ΣΧΤ κατά την ημερομηνία εφαρμογής υπερβαίνει τις 180 ημέρες· ή

ii)

αυτές οι ΣΧΤ έχουν ανοιχτή ληκτότητα και παραμένουν άληκτες 180 ημέρες μετά την ημερομηνία εφαρμογής·

β)

συνάπτονται κατά ή μετά την ημερομηνία εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο α).

Οι ΣΧΤ που μνημονεύονται στο στοιχείο α) του δεύτερου εδαφίου γνωστοποιούνται εντός 190 ημερών από την ημερομηνία εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο α).

2.   Ο αντισυμβαλλόμενος που υπόκειται στην υποχρέωση γνωστοποίησης δύναται να αναθέσει σε τρίτους κατ’ εξουσιοδότηση τη γνωστοποίηση των λεπτομερών στοιχείων της ΣΧΤ.

3.   Σε περίπτωση που χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος συνάπτει ΣΧΤ με μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο ο οποίος, κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού του, δεν υπερβαίνει τα όρια τουλάχιστον δύο εκ των τριών κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είναι υπεύθυνος για τη γνωστοποίηση εξ ονόματος αμφοτέρων των αντισυμβαλλομένων.

Όταν ΟΣΕΚΑ που τελεί υπό τη διαχείριση εταιρείας διαχείρισης είναι ο αντισυμβαλλόμενος σε ΣΧΤ, η εταιρεία διαχείρισης υποχρεούται σε γνωστοποίηση για λογαριασμό του συγκεκριμένου ΟΣΕΚΑ.

Όταν ΟΕΕ είναι ο αντισυμβαλλόμενος σε ΣΧΤ, η υποχρέωση γνωστοποίησης του συγκεκριμένου ΟΕΕ βαρύνει τον ΔΟΕΕ του.

4.   Οι αντισυμβαλλόμενοι τηρούν αρχείο για κάθε ΣΧΤ που έχουν συνάψει, τροποποιήσει ή τερματίσει επί τουλάχιστον πέντε έτη μετά τη λήξη της συναλλαγής.

5.   Σε περίπτωση που δεν υπάρχει διαθέσιμο αρχείο καταγραφής συναλλαγών για την καταγραφή των λεπτομερών στοιχείων μιας ΣΧΤ, οι αντισυμβαλλόμενοι μεριμνούν ώστε αυτά τα λεπτομερή στοιχεία να γνωστοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ).

Στις περιπτώσεις αυτές, η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι όλες οι σχετικές οντότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 διαθέτουν πρόσβαση σε όλα τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις ΣΧΤ, ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους.

6.   Σε σχέση με πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του παρόντος άρθρου, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών και η ΕΑΚΑΑ τηρούν τις οικείες διατάξεις ακεραιότητας, εμπιστευτικότητας και προστασίας των πληροφοριών, και συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται ιδίως στο άρθρο 80 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, παραπομπές από το άρθρο 80 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στο άρθρο 9 του ίδιου κανονισμού και σε «συμβάσεις παραγώγων» νοούνται ως παραπομπές στο παρόν άρθρο και σε «ΣΧΤ» αντιστοίχως.

7.   Αντισυμβαλλόμενος ο οποίος γνωστοποιεί τα λεπτομερή στοιχεία μιας ΣΧΤ σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών ή στην ΕΑΚΑΑ, ή οντότητα η οποία γνωστοποιεί αυτά τα λεπτομερή στοιχεία για λογαριασμό αντισυμβαλλομένου, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει τυχόν περιορισμό δημοσιοποίησης πληροφοριών, που έχει επιβληθεί με σύμβαση ή με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη.

8.   Ούτε η κοινοποιούσα οντότητα ούτε τα διευθυντικά στελέχη της ούτε οι εργαζόμενοι σε αυτήν υπέχουν ευθύνη απορρέουσα από τη δημοσιοποίηση αυτή.

9.   Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου και προκειμένου να διασφαλιστεί συνέπεια με την υποχρέωση αναφοράς που προβλέπεται από το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα, η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΚΤ και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται οι λεπτομέρειες των αναφορών που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 5 του παρόντος άρθρου των διαφόρων ειδών ΣΧΤ στις οποίες περιλαμβάνονται τουλάχιστον:

α)

τα μέρη της ΣΧΤ και, εάν είναι διαφορετικός, ο δικαιούχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν·

β)

η ονομαστική αξία· το νόμισμα, τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις και το είδος, η ποιότητα, και η αξία τους· η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την παροχή εξασφαλίσεων· αν οι εξασφαλίσεις είναι διαθέσιμες για επαναχρησιμοποίηση· σε περιπτώσεις δε όπου οι εξασφαλίσεις διακρίνονται από άλλα περιουσιακά στοιχεία, αν έχουν επαναχρησιμοποιηθεί· κάθε υποκατάσταση των εξασφαλίσεων· το επιτόκιο επαναγοράς, το τέλος δανεισμού ή ο συντελεστής δανεισμού περιθωρίου· ο συντελεστής περικοπής αποτίμησης· η ημερομηνία αξίας· η ημερομηνία λήξης· η πρώτη ημερομηνία εξαγοράς· και η μερίδα της αγοράς·

γ)

αναλόγως του είδους των ΣΧΤ, περιλαμβάνονται λεπτομέρειες σχετικά με τα ακόλουθα:

i)

επανεπένδυση της ασφάλειας σε μετρητά·

ii)

δανειοδοσία ή δανειοληψία τίτλων ή εμπορευμάτων.

Κατά την ανάπτυξη αυτών των σχεδίων τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τις τεχνικές ιδιαιτερότητες ομάδων περιουσιακών στοιχείων και προβλέπει τη δυνατότητα γνωστοποίησης των στοιχείων των εξασφαλίσεων σε επίπεδο θέσης, κατά περίπτωση.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

10.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και, στο μέτρο του εφικτού, συνέπεια με την αναφορά που προβλέπεται από το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και η εναρμόνιση των μορφοτύπων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών, η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΚΤ και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται ο μορφότυπος και η συχνότητα των αναφορών που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 5 του παρόντος άρθρου για τα διάφορα είδη ΣΧΤ.

Ο μορφότυπος περιλαμβάνει ειδικότερα:

α)

παγκόσμιους αναγνωριστικούς κωδικούς νομικών οντοτήτων (LEI) ή προσωρινούς κωδικούς LEI έως ότου εφαρμοστεί πλήρως το σύστημα παγκόσμιου ταυτοποιητή νομικής οντότητας·

β)

διεθνείς αριθμούς αναγνώρισης τίτλων (ISIN)· και

γ)

μοναδικούς αναγνωριστικούς κωδικούς συναλλαγής.

Για την κατάρτιση αυτών των σχεδίων τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και τα πρότυπα που συμφωνούνται σε ενωσιακό ή παγκόσμιο επίπεδο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Άρθρο 5

Καταχώριση αρχείου καταγραφής συναλλαγών

1.   Τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών καταχωρίζονται στην ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του άρθρου 4, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

2.   Προκειμένου να είναι επιλέξιμο για καταχώριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών πρέπει να είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, να εφαρμόζει διαδικασίες προκειμένου να εξακριβώνονται η πληρότητα και η ορθότητα των λεπτομερών στοιχείων που του υποβάλλονται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1, και να πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 78, 79 και 80 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι παραπομπές στα άρθρα 78 και 80 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 στο άρθρο 9 νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού.

3.   Η καταχώριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών ισχύει για ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης.

4.   Το καταχωρισμένο αρχείο καταγραφής συναλλαγών πληροί ανά πάσα στιγμή τις προϋποθέσεις καταχώρισης. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική μεταβολή στις προϋποθέσεις καταχώρισης.

5.   Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ ένα από τα ακόλουθα:

α)

αίτηση καταχώρισης·

β)

αίτηση για επέκταση των υπηρεσιών καταχώρισης για τους σκοπούς του άρθρου 4 του παρόντος κανονισμού στην περίπτωση αρχείου καταγραφής συναλλαγών ήδη καταχωρισμένου βάσει του τίτλου VI κεφάλαιο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

6.   Η ΕΑΚΑΑ εκτιμά εάν η αίτηση είναι πλήρης εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας το αρχείο καταγραφής συναλλαγών οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Η ΕΑΚΑΑ, αφού κρίνει ότι η αίτηση είναι πλήρης, αποστέλλει σχετική κοινοποίηση στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών.

7.   Προκειμένου να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τη διευκρίνιση των εξής:

α)

των διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και που πρέπει να εφαρμόζουν τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών προκειμένου να εξακριβώνονται η πληρότητα και η ορθότητα των λεπτομερών στοιχείων που τους υποβάλλονται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1·

β)

της αίτησης καταχώρισης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α)·

γ)

απλουστευμένης αίτησης για την επέκταση των καταχωρίσεων όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α) προκειμένου να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη των απαιτήσεων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

8.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για τον καθορισμό του μορφοτύπου:

α)

της αίτησης καταχώρισης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α)·

β)

της αίτησης για επέκταση των καταχωρίσεων η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο β).

Σε συνάρτηση με το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει απλουστευμένη μορφή ώστε να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη διαδικασιών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 6

Κοινοποίηση και διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές πριν από την καταχώριση ή την επέκταση της καταχώρισης

1.   Εάν ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών που υποβάλλει αίτηση καταχώρισης ή επέκτασης καταχώρισης των παρεχόμενων υπηρεσιών αποτελεί οντότητα εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη από αρμόδια αρχή στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένο, η ΕΑΚΑΑ ειδοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την εν λόγω αρμόδια αρχή και διαβουλεύεται μαζί της προτού προβεί στην καταχώριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών.

2.   Η ΕΑΚΑΑ και η οικεία αρμόδια αρχή ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την καταχώριση ή επέκταση καταχώρισης του αρχείου καταγραφής συναλλαγών, καθώς και για την εποπτεία της συμμόρφωσης της οντότητας με τις προϋποθέσεις της καταχώρισης ή αδειοδότησής της στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη.

Άρθρο 7

Εξέταση της αίτησης

1.   Η ΕΑΚΑΑ, εντός 40 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6, εξετάζει την αίτηση καταχώρισης ή επέκταση καταχώρισης με βάση τη συμμόρφωση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών προς τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου και λαμβάνει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση καταχώρισης ή απόφαση άρνησης της καταχώρισης ή της επέκτασης αυτής.

2.   Η απόφαση που εκδίδεται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 1 αρχίζει να ισχύει την πέμπτη εργάσιμη ημέρα από την έκδοσή της.

Άρθρο 8

Κοινοποίηση των αποφάσεων της ΕΑΚΑΑ σχετικά με την καταχώριση ή την επέκταση της καταχώρισης

1.   Όταν η ΕΑΚΑΑ λάβει απόφαση αναφερόμενη στο άρθρο 7 παράγραφος 1 ή αποσύρει την καταχώριση κατά το άρθρο 10 παράγραφος 1, την κοινοποιεί στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών εντός πέντε εργάσιμων ημερών, συνοδευόμενη από πλήρη αιτιολόγηση της απόφασής της.

Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την απόφασή της στην αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

2.   Η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί στην Επιτροπή κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρχείων καταγραφής συναλλαγών που έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη λήψη απόφασης βάσει της παραγράφου 1.

Άρθρο 9

Εξουσίες της ΕΑΚΑΑ

1.   Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τα άρθρα 61 έως 68, 73 και 74 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, σε συνδυασμό με τα παραρτήματα Ι και ΙΙ, ασκούνται επίσης και όσον αφορά τον παρόντα κανονισμό. Οι παραπομπές στο άρθρο 81 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, στο πλαίσιο του παραρτήματος Ι του προαναφερθέντος κανονισμού, νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος κανονισμού, αντιστοίχως.

2.   Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή οποιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 61, 62 και 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η γνωστοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε δικηγορικό απόρρητο.

Άρθρο 10

Ανάκληση καταχώρισης

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 73 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την καταχώριση αρχείου καταγραφής συναλλαγών σε περίπτωση που το αρχείο καταγραφής συναλλαγών:

α)

παραιτείται ρητά από την καταχώριση ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες κατά τους προηγούμενους έξι μήνες·

β)

πέτυχε την καταχώριση με ψευδείς δηλώσεις ή με άλλο παράτυπο μέσο·

γ)

δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες έγινε δεκτή η καταχώρισή του.

2.   Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην οικεία αρμόδια αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 την απόφασή της για ανάκληση της καταχώρισης αρχείου καταγραφής συναλλαγών.

3.   Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του και ασκεί τις δραστηριότητές του το αρχείο καταγραφής συναλλαγών και η οποία κρίνει ότι πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις ανάκλησης της καταχώρισης του σχετικού αρχείου καταγραφής συναλλαγών. Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ αποφασίσει να μην ανακαλέσει την καταχώριση του συγκεκριμένου αρχείου καταγραφής συναλλαγών, αιτιολογεί πλήρως την απόφασή της.

4.   Η αρμόδια αρχή που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου είναι η αρχή που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 11

Τέλη εποπτείας

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει τέλη στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Τα τέλη αυτά είναι ανάλογα προς τον κύκλο εργασιών του αρχείου καταγραφής συναλλαγών και καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες της ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την καταχώριση, την αναγνώριση και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών, καθώς και την αντιστάθμιση κάθε δαπάνης στην οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Στον βαθμό που το άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού παραπέμπει στο άρθρο 74 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι παραπομπές στο άρθρο 72 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού νοούνται ως παραπομπές στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Σε περίπτωση που αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει ήδη καταχωριστεί σύμφωνα με τον τίτλο VI κεφάλαιο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα τέλη που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου προσαρμόζονται μόνο για να ληφθούν υπόψη οι αναγκαίες πρόσθετες δαπάνες και τα έξοδα που αφορούν την καταχώριση, την αναγνώριση και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 30, για να προσδιορίσει περαιτέρω το είδος των τελών, τα θέματα για τα οποία επιβάλλονται τέλη, το ύψος τους και τον τρόπο καταβολής τους.

Άρθρο 12

Διαφάνεια και διαθεσιμότητα των δεδομένων που τηρούνται σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών

1.   Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών δημοσιεύει τακτικά, και με τρόπο που διευκολύνει την πρόσβαση, τις συνολικές θέσεις ανά είδος ΣΧΤ οι οποίες του αναφέρονται.

2.   Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών συγκεντρώνει και διατηρεί τα λεπτομερή στοιχεία των ΣΧΤ και διασφαλίζει ότι οι κάτωθι οντότητες διαθέτουν απευθείας και άμεση πρόσβαση σε αυτά τα λεπτομερή στοιχεία, ώστε να είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους:

α)

η ΕΑΚΑΑ·

β)

η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»)·

γ)

η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) («ΕΑΑΕΣ»)·

δ)

το ΕΣΣΚ·

ε)

η αρμόδια αρχή που εποπτεύει τους τόπους διαπραγμάτευσης των αναφερόμενων συναλλαγών·

στ)

τα σχετικά μέλη του ΕΣΚΤ, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

ζ)

οι οικείες αρχές τρίτης χώρας σε σχέση με τις οποίες έχει εκδοθεί εκτελεστική πράξη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1·

η)

οι εποπτικές αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24)·

θ)

οι αρμόδιες αρχές κινητών αξιών και αγορών της Ένωσης των οποίων οι αντίστοιχες εποπτικές αρμοδιότητες και εντολές καλύπτουν τις συναλλαγές, τις αγορές, τους συμμετέχοντες και τα περιουσιακά στοιχεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

ι)

ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας που θέσπισε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25)·

ια)

οι αρχές εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26)·

ιβ)

το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης που συνεστήθη διά του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27)·

ιγ)

οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1.

3.   Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΚΤ και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου διευκρινίζονται:

α)

η συχνότητα και τα λεπτομερή στοιχεία των συνολικών θέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, καθώς και τα λεπτομερή στοιχεία των ΣΧΤ που προβλέπονται στην παράγραφο 2·

β)

τα λειτουργικά πρότυπα που απαιτούνται προκειμένου τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών να προβαίνουν εγκαίρως, διαρθρωμένα και ολοκληρωμένα:

i)

στη συλλογή δεδομένων από αρχεία καταγραφής συναλλαγών·

ii)

στη συγκέντρωση και τη σύγκριση δεδομένων μεταξύ αρχείων καταγραφής συναλλαγών·

γ)

οι λεπτομέρειες των πληροφοριών στις οποίες έχουν πρόσβαση οι οντότητες που προβλέπονται στην παράγραφο 2, λαμβανομένων υπόψη των εντολών τους και των αναγκών τους·

δ)

οι όροι και οι προϋποθέσεις υπό τα οποία οι οντότητες της παραγράφου 2 έχουν απευθείας και άμεση πρόσβαση σε δεδομένα τηρούμενα σε αρχεία καταχώρισης συναλλαγών.

Στα ανωτέρω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν επιτρέπουν την αναγνώριση κανενός συμβαλλόμενου μέρους σε οιαδήποτε ΣΧΤ.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ

Άρθρο 13

Διαφάνεια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε περιοδικές εκθέσεις

1.   Οι εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, οι εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ και οι ΔΟΕΕ ενημερώνουν τους επενδυτές σχετικά με τη χρήση των ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης που κάνουν ως εξής:

α)

οι εταιρείες διαχείρισης ή οι εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ, στο πλαίσιο των εξαμηνιαίων και ετήσιων εκθέσεών τους, που αναφέρονται στο άρθρο 68 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

β)

οι ΔΟΕΕ, στην ετήσια έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ.

2.   Οι πληροφορίες σχετικά με τις ΣΧΤ και τις συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης περιλαμβάνουν τα δεδομένα που προβλέπονται στο τμήμα Α του παραρτήματος.

3.   Προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη γνωστοποίηση των δεδομένων, αλλά και να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των διαφόρων ειδών ΣΧΤ και συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, η ΕΑΚΑΑ δύναται, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες απαιτήσεις δυνάμει της οδηγίας 2009/65/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, καθώς και την εξέλιξη των πρακτικών της αγοράς, να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζοντας περαιτέρω το περιεχόμενο του τμήματος Α του παραρτήματος.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 14

Διαφάνεια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε προσυμβατικά έγγραφα

1.   Στο ενημερωτικό δελτίο των ΟΣΕΚΑ, που προβλέπεται στο άρθρο 69 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, και στις πληροφορίες που παρέχουν οι ΔΟΕΕ στους επενδυτές, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, προσδιορίζονται οι ΣΧΤ και οι συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης τις οποίες επιτρέπεται να χρησιμοποιούν οι εταιρείες διαχείρισης ή οι εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ, και οι ΔΟΕΕ αντιστοίχως, και περιλαμβάνεται σαφής δήλωση ότι χρησιμοποιούνται τέτοιες τεχνικές και εργαλεία.

2.   Το ενημερωτικό δελτίο και η πληροφόρηση των επενδυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα στοιχεία που προβλέπονται στο τμήμα Β του παραρτήματος.

3.   Προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η εξέλιξη των πρακτικών της αγοράς ή να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη γνωστοποίηση δεδομένων, η ΕΑΚΑΑ δύναται, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ, να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων διευκρινίζοντας περαιτέρω το περιεχόμενο του τμήματος Β του παραρτήματος.

Κατά την εκπόνηση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να προβλεφθεί επαρκές χρονικό διάστημα για την εφαρμογή τους.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ

Άρθρο 15

Επαναχρησιμοποίηση των χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν ληφθεί δυνάμει συμφωνίας παροχής ασφάλειας

1.   Οποιοδήποτε δικαίωμα των αντισυμβαλλομένων για επαναχρησιμοποίηση των χρηματοπιστωτικών μέσων που λαμβάνονται ως εξασφαλίσεις υπόκεινται τουλάχιστον στις ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:

α)

ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος έχει ενημερωθεί δεόντως και εγγράφως από τον λαμβάνοντα αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τους κινδύνους και τις συνέπειες που μπορεί να συνεπάγονται ένα από τα εξής:

i)

παροχή συγκατάθεσης σε δικαίωμα χρήσης της ασφάλειας που παρέχεται βάσει συμφωνίας εγγυοδοσίας με παροχή ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/47/ΕΚ·

ii)

σύναψη συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου·

β)

ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος έχει παράσχει την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή του, όπως αποδεικνύεται από την —έγγραφη ή νομικά ισοδύναμη— υπογραφή του παρέχοντος αντισυμβαλλομένου σε συμφωνία εγγυοδοσίας με παροχή ασφάλειας, οι όροι της οποίας προβλέπουν δικαίωμα χρήσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, ή έχει ρητώς συμφωνήσει να παράσχει εξασφαλίσεις στο πλαίσιο συμφωνίας παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου.

Όσον αφορά το πρώτο εδάφιο στοιχείο α), ο παρέχων αντισυμβαλλόμενος ενημερώνεται εγγράφως τουλάχιστον για τους κινδύνους και τις συνέπειες που ενδέχεται να δημιουργηθούν σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του λαμβάνοντος αντισυμβαλλομένου.

2.   Οποιαδήποτε άσκηση του δικαιώματος των αντισυμβαλλομένων για επαναχρησιμοποίηση υπόκειται τουλάχιστον στις ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:

α)

η επαναχρησιμοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους που προσδιορίζονται στη συμφωνία παροχής ασφάλειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β)·

β)

τα χρηματοπιστωτικά μέσα που λαμβάνονται βάσει συμφωνίας παροχής ασφάλειας μεταφέρονται από τον λογαριασμό του παρέχοντος αντισυμβαλλομένου.

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, σε περίπτωση που αντισυμβαλλόμενος σε συμφωνία παροχής ασφάλειας είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και ο λογαριασμός του αντισυμβαλλομένου που παρέχει την ασφάλεια τηρείται βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας και υπόκειται σε αυτήν, η επαναχρησιμοποίηση τεκμηριώνεται είτε με μεταβίβαση από τον λογαριασμό του παρέχοντος αντισυμβαλλομένου είτε με άλλα κατάλληλα μέσα.

3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει αυστηρότερη τομεακή νομοθεσία, και ιδίως τις οδηγίες 2009/65/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ, και την εθνική νομοθεσία που αποσκοπεί στη διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των παρεχόντων αντισυμβαλλομένων.

4.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει την εθνική νομοθεσία περί του κύρους ή των αποτελεσμάτων μιας συναλλαγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΠΟΠΤΕΊΑ ΚΑΙ ΑΡΜΌΔΙΕς ΑΡΧΈς

Άρθρο 16

Ορισμός και εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, αρμόδιες αρχές είναι οι εξής:

α)

για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, οι αρμόδιες αρχές ή οι αρμόδιες εθνικές αρχές κατά την έννοια των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και των οδηγιών 2003/41/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ, και οι εποπτικές αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

β)

για τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

γ)

για τους σκοπούς των άρθρων 13 και 14 του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τις εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ και τις εταιρείες επενδύσεων ΟΣΕΚΑ, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 97 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

δ)

για τους σκοπούς των άρθρων 13 και 14 του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τους ΔΟΕΕ, οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 44 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και εποπτεύουν την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

3.   Οι αρμόδιες αρχές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ) του παρόντος άρθρου παρακολουθούν τις εταιρείες διαχείρισης ή επένδυσης ΟΣΕΚΑ και τους ΟΕΕ που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους, προκειμένου να εξακριβώνουν ότι δεν χρησιμοποιούν ΣΧΤ και συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, παρά μόνον εφόσον συμμορφώνονται με τα άρθρα 13 και 14.

Άρθρο 17

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 16 και η ΕΑΚΑΑ συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και ανταλλάσσουν πληροφορίες, με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, και ιδίως για να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Αρμόδια αρχή που έχει λάβει αίτημα συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει μόνον εφόσον συντρέχει μία από τις ακόλουθες έκτακτες περιστάσεις:

α)

εάν έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τις ίδιες ενέργειες και κατά των ίδιων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται το αίτημα· ή

β)

εάν έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά των ίδιων προσώπων και για τις ίδιες ενέργειες στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα.

Σε περίπτωση άρνησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.

3.   Οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 και τα αρμόδια μέλη του ΕΣΚΤ συνεργάζονται στενά, υπό τους όρους της παρούσας παραγράφου.

Η συνεργασία είναι εμπιστευτική και τελεί υπό την αίρεση αιτιολογημένου αιτήματος των σχετικών αρμόδιων αρχών και με αποκλειστικό σκοπό να δοθεί η δυνατότητα στις εν λόγω αρχές να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους.

Παρά το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο, τα μέλη του ΕΣΚΤ δύνανται να αρνηθούν να παράσχουν πληροφορίες στην περίπτωση που οι συναλλαγές πραγματοποιούνται από τα ίδια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως νομισματικών αρχών.

Σε περίπτωση άρνησης, όπως προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο, το σχετικό μέλος του ΕΣΚΤ κοινοποιεί την άρνηση στην αιτούσα αρχή μαζί με την αιτιολόγησή της.

Άρθρο 18

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Οποιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3.

2.   Η υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητες για τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 και τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 16, την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ ή τους εντεταλμένους από τις αρμόδιες αρχές ή την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΤ και την ΕΑΑΕΣ ελεγκτές και εμπειρογνώμονες. Καμία εμπιστευτική πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που να μην επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας συγκεκριμένου αντισυμβαλλομένου, αρχείου καταγραφής συναλλαγών ή άλλου προσώπου, υπό την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής ή φορολογικής νομοθεσίας ή στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Με την επιφύλαξη της εθνικής ποινικής ή φορολογικής νομοθεσίας, οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ, οι φορείς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των αρμόδιων αρχών, που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί των αρμοδίων αρχών, εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για τον σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες ή στο πλαίσιο των διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, ή και τα δύο. Εφόσον υπάρχει η συγκατάθεση της ΕΑΚΑΑ, της ΕΑΤ, της ΕΑΑΕΣ, της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής, φορέα ή προσώπου που διαβιβάζει τις πληροφορίες, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους μη εμπορικούς σκοπούς.

4.   Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εμποδίζουν την ΕΑΚΑΑ, την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ, τις αρμόδιες αρχές και τις οικείες κεντρικές τράπεζες να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή νομοθεσία που εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανωμένες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, ή, διαφορετικά, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή του φορέα ή του φυσικού ή του νομικού προσώπου που γνωστοποίησε τις πληροφορίες.

5.   Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν έχουν ληφθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΣΧΈΣΕΙς ΜΕ ΤΡΊΤΕς ΧΏΡΕς

Άρθρο 19

Ισοδυναμία και αναγνώριση των αρχείων καταγραφής συναλλαγών

1.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τις οποίες οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι:

α)

τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα πληρούν νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες προς αυτές του παρόντος κανονισμού·

β)

υπάρχει συνεχώς αποτελεσματική εποπτεία και αποτελεσματική επιβολή όσον αφορά τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ)

υπάρχουν εγγυήσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου που αναλαμβάνουν οι αρχές σε συνεργασία με τρίτα μέρη, οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες προς τις προβλεπόμενες στον παρόντα κανονισμό· και

δ)

τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην τρίτη χώρα υπέχουν νομικά δεσμευτική και εκτελεστή υποχρέωση να παρέχουν στις οντότητες του άρθρου 12 παράγραφος 2 απευθείας και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα.

Η εκτελεστική πράξη που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο διευκρινίζει επίσης τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών που έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα για τις ΣΧΤ που τηρούνται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένα στην Ένωση.

Η εκτελεστική πράξη που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 31 παράγραφος 2.

2.   Σε περίπτωση που τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα δεν υπόκεινται σε νομικά δεσμευτική και εκτελεστή υποχρέωση, σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας, να παρέχουν στις οντότητες του άρθρου 12 παράγραφος 2 απευθείας και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο συστάσεις για τη διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών με την εν λόγω τρίτη χώρα όσον αφορά την αμοιβαία πρόσβαση και ανταλλαγή πληροφοριών για τις ΣΧΤ που τηρούνται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένα στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλες οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 έχουν απευθείας και άμεση πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

3.   Ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα μπορεί να παρέχει υπηρεσίες και δραστηριότητες σε οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση για τους σκοπούς του άρθρου 4 μόνο μετά από την αναγνώρισή του από την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

4.   Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών στην παράγραφο 3 υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ ένα από τα ακόλουθα:

α)

αίτηση αναγνώρισης· ή

β)

αίτηση για επέκταση των υπηρεσιών καταχώρισης για τους σκοπούς του άρθρου 4 του παρόντος κανονισμού στην περίπτωση αρχείου καταγραφής συναλλαγών ήδη αναγνωρισμένου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

5.   Αίτηση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4 συνοδεύεται από όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, στις οποίες συγκαταλέγονται τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαιτούνται ώστε να εξακριβωθεί εάν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει λάβει άδεια λειτουργίας και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία σε τρίτη χώρα που πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η Επιτροπή έχει καθορίσει, μέσω εκτελεστικής πράξης βάσει της παραγράφου 1, ότι η τρίτη χώρα διαθέτει ισοδύναμο και εκτελεστό κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο·

β)

οι αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας έχουν εκκινήσει ρυθμίσεις συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ προσδιορίζοντας τουλάχιστον:

i)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ, αφενός, της ΕΑΚΑΑ και κάθε άλλης αρχής της Ένωσης που ασκεί αρμοδιότητες ως αποτέλεσμα ανάθεσης καθηκόντων δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 και, αφετέρου, των οικείων αρμόδιων αρχών της συγκεκριμένης τρίτης χώρας· και

ii)

τις διαδικασίες συντονισμού των εποπτικών δραστηριοτήτων.

Η ΕΑΚΑΑ εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα.

6.   Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η ΕΑΚΑΑ εκτιμά εάν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας το αιτούν αρχείο καταγραφής συναλλαγών οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

7.   Εντός 180 εργάσιμων ημερών από την υποβολή πλήρους αίτησης, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως και πλήρως αιτιολογημένα το αιτούν αρχείο καταγραφής συναλλαγών εάν έχει χορηγηθεί η αναγνώριση ή εάν έχει απορριφθεί η αίτηση.

8.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρχείων καταγραφής συναλλαγών που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 20

Έμμεση πρόσβαση σε δεδομένα μεταξύ αρχών

Η ΕΑΚΑΑ δύναται να συνάπτει ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών που πρέπει να εκπληρώνουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους όσον αφορά την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις ΣΧΤ οι οποίες διατίθενται στην ΕΑΚΑΑ από αρχεία καταγραφής συναλλαγών της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2, και τα δεδομένα των ΣΧΤ που συλλέγονται και τηρούνται από αρχές τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν εγγυήσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου που αναλαμβάνουν οι αρχές σε συνεργασία με τρίτα μέρη.

Άρθρο 21

Ισοδυναμία υποβολής αναφορών

1.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες καθορίζει ότι οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις καθώς και οι ρυθμίσεις επιβολής της νομοθεσίας τρίτης χώρας:

α)

ισοδυναμούν με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4·

β)

εξασφαλίζουν προστασία του επαγγελματικού απορρήτου ισοδύναμη με τις ρυθμίσεις του παρόντος κανονισμού·

γ)

εφαρμόζονται και επιβάλλονται αποτελεσματικά και με δίκαιο και μη στρεβλωτικό τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εποπτεία και εφαρμογή των κανόνων στην εν λόγω τρίτη χώρα· και

δ)

εξασφαλίζουν ότι οι οντότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 είτε έχουν απευθείας πρόσβαση στις λεπτομέρειες των δεδομένων των ΣΧΤ βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 1 ή έμμεση πρόσβαση στις λεπτομέρειες των ΣΧΤ βάσει του άρθρου 20.

2.   Εάν η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη περί ισοδυναμίας όσον αφορά μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, σημαίνει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι που προβαίνουν σε συναλλαγή η οποία υπόκειται στον παρόντα κανονισμό θα θεωρείται πως έχουν συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4 εφόσον ένας τουλάχιστον από αυτούς είναι εγκατεστημένος στην εν λόγω τρίτη χώρα και έχουν εκπληρώσει όλοι τις σχετικές υποχρεώσεις αυτής της τρίτης χώρας σε σχέση με τη συγκεκριμένη συναλλαγή.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2.

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, παρακολουθεί την εκ μέρους τρίτων χωρών, για τις οποίες έχει εκδοθεί εκτελεστική πράξη σχετικά με την ισοδυναμία, αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων που ισοδυναμούν με αυτές που καθορίζονται στο άρθρο 4 και υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Σε περίπτωση που η έκθεση αποκαλύπτει ανεπαρκή ή ασυνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων περί ισοδυναμίας από αρχές τρίτης χώρας, η Επιτροπή εξετάζει, εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παρουσίαση της έκθεσης, εάν θα παύσει να αναγνωρίζει ως ισοδύναμο το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 22

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα

1.   Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 28 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν την εξουσία να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά τουλάχιστον τις παραβάσεις του άρθρου 4 και του άρθρου 15.

Όταν οι διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται σε νομικά πρόσωπα, σε περίπτωση παράβασης τα κράτη μέλη παρέχουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις, υπό τους όρους που καθορίζονται στο εθνικό δίκαιο, στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα άτομα τα οποία, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ευθύνονται για την παράβαση.

2.   Οι επιβαλλόμενες διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται για τους σκοπούς της παραγράφου 1 είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

3.   Στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, να προβλέπουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνδέονται με τις δικαστικές αρχές, τις εισαγγελικές αρχές ή τις αρχές της ποινικής δικαιοσύνης που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, προκειμένου να λαμβάνουν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με ποινικές έρευνες ή διαδικασίες που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις των άρθρων 4 και 15, και να παρέχουν αυτές τις πληροφορίες σε άλλες αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους να συνεργάζονται μεταξύ τους και, εφόσον χρειάζεται, με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών όσον αφορά την άσκηση των εξουσιών τους για επιβολή κυρώσεων.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης χρηματικών ποινών.

4.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να επιβάλλουν τουλάχιστον τις εξής διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, σε περίπτωση παραβάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

εντολή που υποχρεώνει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

β)

δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση και τη φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 26·

γ)

ανάκληση ή αναστολή της άδειας·

δ)

προσωρινή απαγόρευση της άσκησης διευθυντικών καθηκόντων κατά κάθε προσώπου που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή κάθε φυσικού προσώπου που θεωρείται υπαίτιο μιας τέτοιας παράβασης·

ε)

διοικητικά χρηματικά πρόστιμα, κατ’ ανώτατο όριο, που ανέρχονται τουλάχιστον στο τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν μπορούν να προσδιοριστούν από την αρμόδια αρχή, ακόμη και εάν τα πρόστιμα υπερβαίνουν τα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία στ) και ζ)·

στ)

όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα τουλάχιστον 5 000 000 EUR, κατ’ ανώτατο όριο, ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, πρόστιμα της αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα στις 12 Ιανουαρίου 2016·

ζ)

σε περίπτωση νομικών προσώπων, επιβολή έως και μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i)

σε 5 000 000 EUR ή στην αντίστοιχη αξία σε εθνικό νόμισμα για τα κράτη που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ στις 12 Ιανουαρίου 2016, ή έως 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου, με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο για παραβάσεις του άρθρου 4·

ii)

σε 15 000 000 EUR ή στην αντίστοιχη αξία σε εθνικό νόμισμα για τα κράτη που δεν έχουν νόμισμα το ευρώ στις 12 Ιανουαρίου 2016, ή έως 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου, με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο για παραβάσεις του άρθρου 15.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ζ) σημεία i) και ii) του πρώτου εδαφίου, σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που πρέπει να καταρτίζει ενοποιημένους οικονομικούς λογαριασμούς, σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος, σύμφωνα με το σχετικό λογιστικό καθεστώς, με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν εξουσίες επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ευρύτερο πεδίο εφαρμογής των κυρώσεων και υψηλότερα επίπεδα ποινών από εκείνα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.

5.   Η παράβαση του άρθρου 4 δεν θίγει την εγκυρότητα των όρων μιας ΣΧΤ ή τη δυνατότητα των μερών να επιβάλουν τους όρους μιας ΣΧΤ. Η παράβαση των κανόνων που ορίζονται στο άρθρο 4 δεν γεννά δικαιώματα αποζημίωσης από συμβαλλόμενο μέρος σε ΣΧΤ.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 1 όταν οι παραβάσεις που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο υπόκεινται ήδη σε ποινικές κυρώσεις στην εθνική ποινική νομοθεσία τους πριν τις 13 Ιανουαρίου 2018. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να θεσπίσουν κανόνες περί διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων, κοινοποιούν λεπτομερώς στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες της ποινικής τους νομοθεσίας.

7.   Έως τις 13 Ιουλίου 2017, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τους κανόνες σχετικά με τις παραγράφους 1, 3 και 4. Κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 23

Καθορισμός διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων, καθώς και των άλλων διοικητικών μέτρων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)

η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση·

γ)

η οικονομική ισχύς του προσώπου που είναι υπαίτιο για την παράβαση, συνεκτιμώντας παράγοντες όπως ο συνολικός κύκλος εργασιών νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα σε περίπτωση φυσικού προσώπου·

δ)

η σπουδαιότητα των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο που είναι υπαίτιο για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

ε)

το επίπεδο συνεργασίας του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης διασφάλισης της επιστροφής των κερδών που αποκτήθηκαν ή της αποφυγής ζημιών από το εν λόγω πρόσωπο·

στ)

προηγούμενες παραβάσεις από το πρόσωπο που είναι υπαίτιο για την παράβαση.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη άλλους παράγοντες, επιπλέον των αναφερομένων στο πρώτο εδάφιο, κατά τον προσδιορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων.

Άρθρο 24

Καταγγελίες παραβάσεων

1.   Οι αρμόδιες αρχές καθιερώνουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς ώστε να είναι δυνατή η καταγγελία πραγματικών ή δυνητικών παραβάσεων των άρθρων 4 και 15 στις λοιπές αρμόδιες αρχές.

2.   Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή καταγγελιών για παραβάσεις του άρθρου 4 ή 15 και την παρακολούθηση της έκβασής τους, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω καταγγελίες·

β)

κατάλληλη προστασία για τα πρόσωπα που εργάζονται με σύμβαση εργασίας, τα οποία καταγγέλλουν παραβάσεις του άρθρου 4 ή 15 ή τα οποία κατηγορούνται για παραβάσεις των εν λόγω άρθρων, από αντίποινα, διακρίσεις και άλλα είδη άδικης μεταχείρισης·

γ)

προστασία των προσωπικών δεδομένων, τόσο του προσώπου που καταγγέλλει την παράβαση του άρθρου 4 ή 15 όσο και του φυσικού προσώπου το οποίο εικάζεται ότι διέπραξε την παράβαση, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας όσον αφορά την τήρηση του απορρήτου των στοιχείων ταυτότητάς τους, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη της δημοσιοποίησης των πληροφοριών που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο ερευνών ή μεταγενέστερης δικαστικής διαδικασίας.

3.   Οι αντισυμβαλλόμενοι προβλέπουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες ώστε οι εργαζόμενοί τους να μπορούν να καταγγέλλουν παραβάσεις των άρθρων 4 και 15.

Άρθρο 25

Ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές και λεπτομερέστερες πληροφορίες για όλα τα διοικητικά πρόστιμα και λοιπά διοικητικά μέτρα που επιβάλλουν σύμφωνα με το άρθρο 22. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις συγκεντρωτικές πληροφορίες σε ετήσια έκθεση.

2.   Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 22, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ ανώνυμα και συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με όλες τις ποινικές έρευνες που διενεργήθηκαν και τις ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε ετήσια έκθεση.

3.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή έχει γνωστοποιήσει διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο, ή ποινική κύρωση στο κοινό, αναφέρει ταυτοχρόνως αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τις μορφές ανταλλαγής πληροφοριών, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 13 Ιανουαρίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 26

Δημοσίευση αποφάσεων

1.   Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν κάθε απόφαση για την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή άλλου διοικητικού μέτρου σχετικά με παράβαση του άρθρου 4 ή 15 στον δικτυακό τους τόπο, αμέσως μετά από τη σχετική ενημέρωση του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης αυτής.

2.   Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται για αποφάσεις επιβολής μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

Όταν μια αρμόδια αρχή κρίνει, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης, ότι η δημοσίευση της ταυτότητας του νομικού προσώπου που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης, ή των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου, θα ήταν δυσανάλογη, ή όταν η εν λόγω δημοσίευση θα διακύβευε διεξαγόμενη έρευνα ή τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, προβαίνει σε μία από τις εξής ενέργειες:

α)

αναβάλλει τη δημοσίευση της απόφασης μέχρις ότου παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτής της αναβολής·

β)

δημοσιεύει την απόφαση ανώνυμα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, εφόσον η δημοσίευση αυτή διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των σχετικών προσωπικών δεδομένων και, όπου ενδείκνυται, αναβάλλει τη δημοσίευση των σχετικών δεδομένων για εύλογο χρονικό διάστημα, εντός του οποίου προβλέπεται ότι θα παύσουν να υφίστανται οι λόγοι για ανώνυμη δημοσίευση·

γ)

δεν δημοσιεύει την απόφαση σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή είναι της γνώμης ότι η δημοσίευση σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) δεν θα επαρκεί για να διασφαλιστεί:

i)

ότι δεν διακυβεύεται η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών· ή

ii)

ότι ο χαρακτήρας της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας είναι αναλογικός.

4.   Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης ενώπιον εθνικής δικαστικής, διοικητικής ή άλλης αρχής, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης αμέσως στον δικτυακό τους τόπο τις πληροφορίες αυτές και τυχόν επακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας προσφυγής. Κάθε απόφαση που ακυρώνει απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή δημοσιεύεται.

5.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευτούν σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ), συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προσφυγών και της έκβασής τους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν πληροφορίες και την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ τηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις διοικητικές κυρώσεις, άλλα διοικητικά μέτρα και ποινικές κυρώσεις που της κοινοποιούνται, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Αυτή η βάση δεδομένων είναι προσπελάσιμη μόνον από τις αρμόδιες αρχές και ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

6.   Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε κάθε απόφαση που δημοσιεύεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο να παραμένει προσιτή στον δικτυακό τους τόπο για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών από την ανάρτησή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία περιλαμβάνονται σε αυτές τις αποφάσεις διατηρούνται στον δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το αναγκαίο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας των δεδομένων.

Άρθρο 27

Δικαίωμα προσφυγής

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού να αιτιολογούνται δεόντως και να επιδέχονται προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ισχύει και σε περίπτωση που δεν έχει ληφθεί απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης χορήγησης άδειας η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις ισχύουσες διατάξεις στοιχεία.

Άρθρο 28

Κυρώσεις και άλλα μέτρα για τους σκοπούς των άρθρων 13 και 14

Για παραβάσεις των άρθρων 13 και 14 του παρόντος κανονισμού επιβάλλονται οι κυρώσεις και τα άλλα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις οδηγίες 2009/65/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Άρθρο 29

Εκθέσεις και επανεξέταση

1.   Εντός 36 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9, η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση σχετικά με την αποτελεσματικότητα, την αποδοτικότητα και την αναλογικότητα των υποχρεώσεων βάσει του παρόντος κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει ιδίως επισκόπηση παρόμοιων υποχρεώσεων υποβολής αναφοράς σε τρίτες χώρες, συνεκτιμώντας τις εργασίες σε διεθνές επίπεδο. Επικεντρώνεται επίσης στην αναφορά οποιωνδήποτε σχετικών συναλλαγών που δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συνεκτιμώντας τυχόν σημαντικές εξελίξεις στις πρακτικές της αγοράς, καθώς και στις πιθανές επιπτώσεις για το επίπεδο διαφάνειας των πράξεων χρηματοδότησης τίτλων.

Για τους σκοπούς της εν λόγω έκθεσης, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο εντός 24 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότησης πράξης που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9, και στη συνέχεια ανά τριετία, ή συχνότερα σε περίπτωση σημαντικών εξελίξεων στις πρακτικές της αγοράς, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την αποτελεσματικότητα της υποβολής εκθέσεων, λαμβάνοντας υπόψη το ενδεδειγμένο της μονομερούς υποβολής εκθέσεων, ιδίως από την άποψη της κάλυψης και της ποιότητας της έκθεσης καθώς και του περιορισμού των εκθέσεων στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, και σχετικά με κάθε σημαντική εξέλιξη στις πρακτικές της αγοράς με έμφαση στις συναλλαγές που έχουν ισοδύναμο στόχο ή αποτέλεσμα με ΣΧΤ.

2.   Αφού ολοκληρωθούν και ληφθούν υπόψη οι εργασίες σε διεθνές επίπεδο, η έκθεση που μνημονεύεται στην παράγραφο 1 προσδιορίζει επίσης τους ουσιώδεις κινδύνους που συνδέονται με τη χρήση των ΣΧΤ από πιστωτικά ιδρύματα και εισηγμένες εταιρείες και αναλύει αν είναι ενδεδειγμένη η πρόβλεψη συμπληρωματικής γνωστοποίησης από αυτές τις οντότητες στις περιοδικές εκθέσεις τους.

3.   Έως τις 13 Οκτωβρίου 2017, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις διεθνείς προσπάθειες μετριασμού των κινδύνων που συνδέονται με τις ΣΧΤ, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων του ΣΧΣ σχετικά με τις περικοπές σε μη κεντρικώς εκκαθαριζόμενες ΣΧΤ, καθώς και όσον αφορά την καταλληλότητα των εν λόγω συστάσεων για τις ενωσιακές αγορές. Η Επιτροπή υποβάλλει την εν λόγω έκθεση συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από κατάλληλες προτάσεις.

Προς τούτο, η ΕΑΚΑΑ έως τις 13 Οκτωβρίου 2016, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις διεθνείς προσπάθειες, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή στην οποία αξιολογεί:

α)

αν η χρήση των ΣΧΤ επιφέρει σημαντική αύξηση μόχλευσης που δεν καλύπτεται από τους ισχύοντες κανόνες·

β)

κατά περίπτωση, τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις προς αντιμετώπιση αυτής της αύξησης·

γ)

εάν είναι απαραίτητα περαιτέρω μέτρα για τη μείωση της φιλοκυκλικότητας αυτής της μόχλευσης.

Η έκθεση της ΕΑΚΑΑ εξετάζει επίσης τον ποσοτικό αντίκτυπο των συστάσεων του ΣΧΣ.

4.   Εντός 39 μηνών από την έναρξη εφαρμογής της κατ’ εξουσιοδότησης πράξης που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9, και εντός εξαμήνου από την παραλαβή της έκθεσης της κάθε ΕΑΚΑΑ που μνημονεύεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 11, ιδίως σχετικά με το κατά πόσον τα τέλη που επιβάλλονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών είναι ανάλογα προς τον κύκλο εργασιών του αρχείου καταγραφής συναλλαγών και καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες της ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την καταχώριση, την αναγνώριση και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών, καθώς και την αντιστάθμιση κάθε δαπάνης στην οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.

Για τους σκοπούς των εκθέσεων της Επιτροπής που μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει, εντός 33 μηνών από την έναρξη ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9, και στη συνέχεια ανά τριετία ή συχνότερα εφόσον θεσπιστούν ουσιώδεις τροποποιήσεις των υφιστάμενων τελών, έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα τέλη που επιβάλλονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Στις εκθέσεις αυτές μνημονεύονται τουλάχιστον οι δαπάνες της ΕΑΚΑΑ που είναι αναγκαίες για την καταχώριση, την αναγνώριση και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών, οι δαπάνες στις οποίες είναι δυνατόν να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα ανάθεσης καθηκόντων, καθώς και τα τέλη που επιβάλλονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών και η αναλογικότητά τους προς τον κύκλο εργασιών των αρχείων καταγραφής συναλλαγών.

5.   Μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με τους συνολικούς όγκους των ΣΧΤ ανά είδος αντισυμβαλλομένου και συναλλαγής βάσει των δεδομένων που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 30

Άσκηση των ανατιθέμενων εξουσιών

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 4 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων απονέμεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 12 Ιανουαρίου 2016.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 4 ή του άρθρου 11 παράγραφος 2 αρχίζει να ισχύει μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 31

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την ευρωπαϊκή επιτροπή κινητών αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (28). Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29).

2.   Όπου γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 32

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, το σημείο 7) αντικαθίσταται ως εξής:

«7)

“εξωχρηματιστηριακά παράγωγα” (OTC) ή “συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων”: συμβάσεις παραγώγων των οποίων η εκτέλεση δεν πραγματοποιείται σε ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ή σε αγορά τρίτης χώρας που θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με το άρθρο 2α του παρόντος κανονισμού·».

2)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 2α

Αποφάσεις ισοδυναμίας για τους σκοπούς του ορισμού των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 7 του παρόντος κανονισμού, αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εφόσον συμμορφώνεται προς νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του τίτλου ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή του νόμου σε αυτήν την τρίτη χώρα, επί συνεχούς βάσεως, όπως έχει καθορίσει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν ότι η αγορά τρίτης χώρας συμμορφώνεται προς νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που του τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή του νόμου σε αυτήν την τρίτη χώρα, επί συνεχούς βάσεως, για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 86 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύουν στους δικτυακούς τόπους τους κατάλογο των αγορών αυτών που πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες σύμφωνα με την εκτελεστική πράξη της παραγράφου 2. Ο κατάλογος ενημερώνεται κατά περιόδους.».

3)

Στο άρθρο 81, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση των ακόλουθων οντοτήτων προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους:

α)

ΕΑΚΑΑ·

β)

ΕΑΤ·

γ)

ΕΑΑΕΣ·

δ)

ΕΣΣΚ·

ε)

αρμόδια αρχή ασκούσα την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν πρόσβαση στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών·

στ)

αρμόδια αρχή που εποπτεύει τους τόπους διαπραγμάτευσης των αναφερόμενων συναλλαγών·

ζ)

σχετικά μέλη του ΕΣΚΤ, μεταξύ άλλων η ΕΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (30)·

η)

σχετικές αρχές τρίτης χώρας που έχει συνάψει διεθνή συμφωνία με την Ένωση όπως μνημονεύεται στο άρθρο 75·

θ)

εποπτικές αρχές οριζόμενες κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31)·

ι)

αρμόδιες αρχές κινητών αξιών και αγορών της Ένωσης των οποίων οι αντίστοιχες εποπτικές αρμοδιότητες και εντολές καλύπτουν τις συμβάσεις, τις αγορές, τους συμμετέχοντες και τα υποκείμενα στοιχεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

ια)

σχετικές αρχές τρίτης χώρας που έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ όπως αναφέρεται στο άρθρο 76·

ιβ)

Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32)·

ιγ)

αρχές εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33)·

ιδ)

Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης συσταθέν διά του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014·

ιε)

αρμόδιες αρχές ή αρμόδιες εθνικές αρχές όπως ορίζονται στους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και στις οδηγίες 2003/41/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ, και εποπτικές αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

ιστ)

αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού.

(30)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63)."

(31)  Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12)."

(32)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 1)."

(33)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).»."

Άρθρο 33

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 12 Ιανουαρίου 2016, με εξαίρεση:

α)

του άρθρου 4 παράγραφος 1, το οποίο αρχίζει να ισχύει:

i)

12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξεως που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9 για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, όπως ορίζονται στο σημείο 3) στοιχεία α) και β) του άρθρου 3 και για τις οντότητες τρίτων χωρών που αναφέρονται στο σημείο 3) στοιχείο θ) του άρθρου 3 για τις οποίες θα απαιτείτο άδεια λειτουργίας ή καταχώριση σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις του σημείου 3) στοιχεία α) και β) του άρθρου 3, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση·

ii)

15 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9 για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, όπως αναφέρονται στο σημείο 3) στοιχεία ζ) και η) του άρθρου 3, και για τις οντότητες τρίτων χωρών που αναφέρονται στο σημείο 3) στοιχείο θ) του άρθρου 3 για τις οποίες θα απαιτείτο άδεια λειτουργίας ή καταχώριση σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις του σημείου 3) στοιχεία ζ) και η) του άρθρου 3, εάν είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

iii)

18 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9 για τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, όπως αναφέρονται στο σημείο 3) στοιχεία γ) έως στ) του άρθρου 3, και για τις οντότητες τρίτων χωρών που αναφέρονται στο σημείο 3) στοιχείο θ) του άρθρου 3 για τις οποίες θα απαιτείτο άδεια λειτουργίας ή καταχώριση σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις του σημείου 3) στοιχείων γ) έως στ) του άρθρου 3, εάν είναι εγκατεστημένες στην Ένωση· και

iv)

21 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9 για τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους·

β)

του άρθρου 13, το οποίο εφαρμόζεται από τις 13 Ιανουαρίου 2017·

γ)

του άρθρου 14, το οποίο εφαρμόζεται από τις 13 Ιουλίου 2017 στην περίπτωση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που διέπονται από την οδηγία 2009/65/ΕΚ ή την οδηγία 2011/61/ΕΕ και οι οποίοι έχουν συσταθεί πριν τις 12 Ιανουαρίου 2016·

δ)

του άρθρου 15, το οποίο εφαρμόζεται από τις 13 Ιουλίου 2016, περιλαμβανομένων τυχόν υφιστάμενων κατά την ημερομηνία αυτή συμφωνιών παροχής ασφάλειας.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 25 Νοεμβρίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

N. SCHMIT


(1)  ΕΕ C 336 της 26.9.2014, σ. 5.

(2)  ΕΕ C 451 της 16.12.2014, σ. 59.

(3)  ΕΕ C 271 της 19.8.2014, σ. 87.

(4)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 2015 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2015.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(11)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(12)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(15)  ΕΕ C 328 της 20.9.2014, σ. 3.

(16)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(17)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(18)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(19)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(24)  Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12).

(25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 1).

(26)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(27)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(28)  Απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2001, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής κινητών αξιών (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45).

(29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τμήμα Α —   Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις εξαμηνιαίες και ετήσιες εκθέσεις των ΟΣΕΚΑ και στις ετήσιες εκθέσεις των ΟΕΕ

Συνολικά δεδομένα:

το ποσό των τίτλων και εμπορευμάτων που αφορά ο δανεισμός ως ποσοστό των συνολικών δανείσιμων περιουσιακών στοιχείων οριζόμενων εκτός των ταμειακών διαθεσίμων και των ταμειακών ισοδυνάμων,

το ποσό των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνει κάθε τύπος ΣΧΤ και συμφωνίας ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, εκφραζόμενο ως απόλυτο ποσό (στο νόμισμα του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων) και ως ποσοστό των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων του οργανισμού αυτού (ΥΔΠΣ).

Δεδομένα συγκέντρωσης:

οι δέκα σημαντικότεροι εκδότες ασφαλειών σε όλες τις ΣΧΤ και τις συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης (κατανομή όγκων των εμπράγματων ασφαλειών και βασικών εμπορευμάτων που λαμβάνονται ανά εκδότη),

οι δέκα σημαντικότεροι αντισυμβαλλόμενοι για κάθε τύπο ΣΧΤ και συμφωνίας ανταλλαγής συνολικής απόδοσης χωριστά (όνομα του αντισυμβαλλομένου και συνολικός όγκος των εκκρεμών συναλλαγών).

Συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με τις συναλλαγές για κάθε τύπο ΣΧΤ και συμφωνίας ανταλλαγής συνολικής απόδοσης χωριστά —κατανεμημένα βάσει των ακόλουθων κατηγοριών:

τύπος και ποιότητα της ασφάλειας,

διάρκεια ληκτότητας της ασφάλειας βάσει των ακόλουθων κλιμακίων διάρκειας: λιγότερο από μία ημέρα, μία ημέρα έως μία εβδομάδα, μία εβδομάδα έως ένας μήνας, ένας μήνας έως τρεις μήνες, τρεις μήνες έως ένα έτος, άνω του ενός έτους, ανοικτή ληκτότητα,

νόμισμα της ασφάλειας,

διάρκεια ληκτότητας της ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης βάσει των ακόλουθων κλιμακίων διάρκειας: λιγότερο από μία ημέρα, μία ημέρα έως μία εβδομάδα, μία εβδομάδα έως ένας μήνας, ένας μήνας έως τρεις μήνες, τρεις μήνες έως ένα έτος, άνω του ενός έτους, ανοικτές συναλλαγές,

χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένοι οι αντισυμβαλλόμενοι,

διακανονισμός και συμψηφισμός (π.χ. τριμερής, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διμερής).

Δεδομένα σχετικά με την επαναχρησιμοποίηση της ασφάλειας:

ποσοστό της εισπραχθείσας ασφάλειας το οποίο επαναχρησιμοποιείται, σε σύγκριση με το ανώτατο ποσό που καθορίζεται στο ενημερωτικό δελτίο ή στην πληροφόρηση των επενδυτών,

απόδοση της επανεπένδυσης της ασφάλειας σε μετρητά για τον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων.

Διακράτηση της ασφάλειας που εισπράττει ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ως μέρος της ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης:

Αριθμός και ονόματα των θεματοφυλάκων και ποσό των περιουσιακών στοιχείων που προσκομίζονται ως ασφάλειες και τα οποία διακρατεί κάθε θεματοφύλακας

Διακράτηση της ασφάλειας που παρέχει ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ως μέρος της ΣΧΤ και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης:

Το ποσοστό των ασφαλειών που τηρούνται είτε σε διαχωρισμένους είτε σε ομαδοποιημένους λογαριασμούς ή σε οποιουσδήποτε άλλους λογαριασμούς

Δεδομένα σχετικά με την απόδοση και το κόστος για κάθε τύπο ΣΧΤ και συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, κατανεμημένα μεταξύ οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, διαχειριστή τέτοιου οργανισμού και τρίτων (π.χ. φορέα δανεισμού) σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό επί του συνόλου των αποδόσεων που προέρχονται από τον συγκεκριμένο τύπο ΣΧΤ και συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης

Τμήμα B —   Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό δελτίο του ΟΣΕΚΑ και στην πληροφόρηση των επενδυτών από τον ΟΕΕ:

γενική περιγραφή των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης που χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων και το σκεπτικό για τη χρήση τους,

συνολικά δεδομένα που πρέπει να αναφέρονται για κάθε τύπο ΣΧΤ και συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης,

τύποι περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτών των συναλλαγών,

μέγιστο ποσοστό ΥΔΠΣ που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αυτών των συναλλαγών,

αναμενόμενο ποσοστό ΥΔΠΣ που θα αποτελέσουν αντικείμενο αυτών των συναλλαγών,

κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την επιλογή των αντισυμβαλλομένων (όπως νομικό καθεστώς, χώρα προέλευσης, ελάχιστη πιστοληπτική ικανότητα),

αποδεκτές ασφάλειες: περιγραφή των αποδεκτών ασφαλειών σε σχέση με τους τύπους περιουσιακών στοιχείων, τον εκδότη, τη ληκτότητα, τη ρευστότητα, καθώς και τη διαφοροποίηση των ασφαλειών και τις πολιτικές περί ασφαλειών,

αποτίμηση ασφαλειών: περιγραφή της μεθόδου αποτίμησης των ασφαλειών που εφαρμόζεται και του σκεπτικού της, και αναφορά στη χρήση ή όχι ημερήσιου διακανονισμού («mark-to-market») και ημερήσιων περιθωρίων διαφορών αποτίμησης,

διαχείριση κινδύνου: περιγραφή των κινδύνων που σχετίζονται με τις ΣΧΤ και τις συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, καθώς και των κινδύνων που συνδέονται με τη διαχείριση των ασφαλειών, όπως του λειτουργικού κινδύνου, του κινδύνου ρευστότητας, του κινδύνου αντισυμβαλλομένου, του κινδύνου θεματοφυλακής και του νομικού κινδύνου, καθώς και, κατά περίπτωση, των κινδύνων που απορρέουν από την επαναχρησιμοποίηση των ασφαλειών,

επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο διακρατούνται τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν αντικείμενο ΣΧΤ και συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και οι ληφθείσες ασφάλειες που έχουν εισπραχθεί (π.χ. μέσω θεματοφύλακα του οργανισμού),

επεξήγηση οποιωνδήποτε περιορισμών (ρυθμιστικών ή αυτοεπιβαλλόμενων) όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση της ασφάλειας,

πολιτική σχετικά με την κατανομή των αποδόσεων που προκύπτουν από τη ΣΧΤ και συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης: περιγραφή των ποσοστών των εσόδων που προκύπτουν από ΣΧΤ και συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και επιστρέφουν στον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων και των δαπανών και τελών που διατίθενται στον διαχειριστή ή σε τρίτους (π.χ. στον φορέα δανεισμού). Το ενημερωτικό δελτίο ή η πληροφόρηση των επενδυτών αναφέρουν επίσης εάν οι εν λόγω τρίτοι συνδέονται με τον διαχειριστή.


ΟΔΗΓΙΕΣ

23.12.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 337/35


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2015/2366 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 25ης Νοεμβρίου 2015

σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα τελευταία χρόνια έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ενοποίηση των λιανικών πληρωμών στην Ένωση, ιδίως στο πλαίσιο των πράξεων της Ένωσης σχετικά με τις πληρωμές, ιδίως μέσω της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Η οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) έχει συμπληρώσει περαιτέρω το νομικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες πληρωμών με τη θέσπιση συγκεκριμένου ορίου πέραν του οποίου οι έμποροι λιανικής πώλησης δεν έχουν τη δυνατότητα να χρεώνουν τους πελάτες τους για τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.

(2)

Το αναθεωρημένο νομικό πλαίσιο της Ένωσης για τις υπηρεσίες πληρωμών συμπληρώνεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Ο εν λόγω κανονισμός εισάγει, ιδίως, κανόνες που αφορούν την επιβολή διατραπεζικών προμηθειών για τις συναλλαγές με κάρτα και στοχεύει στην ταχύτερη επίτευξη μιας ουσιαστικής ενιαίας αγοράς για πληρωμές με κάρτα.

(3)

Η οδηγία 2007/64/ΕΚ εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2007 βάσει πρότασης της Επιτροπής τον Δεκέμβριο του 2005. Έκτοτε, η αγορά λιανικών πληρωμών γνώρισε σημαντικές τεχνικές καινοτομίες με την ταχεία αύξηση του αριθμού των ηλεκτρονικών πληρωμών και των κινητών πληρωμών και την εμφάνιση στην αγορά νέων τύπων υπηρεσιών πληρωμών, οι οποίες θέτουν το ισχύον πλαίσιο αντιμέτωπο με νέες προκλήσεις.

(4)

Η αναθεώρηση του νομικού πλαισίου της Ένωσης για τις υπηρεσίες πληρωμών και, ιδίως, η ανάλυση των επιπτώσεων της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και της διαβούλευσης για την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής της 11ης Ιανουαρίου 2012 με τίτλο «Προς ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά για τις πληρωμές με κάρτα, μέσω Διαδικτύου και τις κινητές πληρωμές» έδειξαν ότι οι εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε σημαντικές προκλήσεις από κανονιστική άποψη. Σημαντικοί τομείς της αγοράς πληρωμών, ιδίως οι πληρωμές με κάρτα, οι πληρωμές μέσω διαδικτύου ή μέσω κινητού, παραμένουν κατακερματισμένοι κατά μήκος των εθνικών συνόρων. Πολλά καινοτόμα προϊόντα ή υπηρεσίες πληρωμών δεν εμπίπτουν, εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο μέρος, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/64/ΕΚ. Επιπλέον, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και, ειδικότερα, τα στοιχεία που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της, όπως ορισμένες πράξεις πληρωμής, αποδείχθηκε σε μερικές περιπτώσεις εξαιρετικά αμφίσημο, υπερβολικά γενικό ή απλώς παρωχημένο, λαμβανομένων υπόψη των εξελίξεων στην αγορά. Αυτό οδήγησε σε ανασφάλεια δικαίου, πιθανούς κίνδυνους για την ασφάλεια στην αλυσίδα πληρωμών και έλλειψη προστασίας του καταναλωτή σε ορισμένους τομείς. Έχει αποδειχθεί ότι είναι δύσκολο οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να εδραιώσουν καινοτόμες, ασφαλείς και εύκολες στη χρήση ψηφιακές υπηρεσίες πληρωμών και να παράσχουν στους καταναλωτές και τους εμπόρους λιανικής πώλησης αποτελεσματικές, άνετες και ασφαλείς μεθόδους πληρωμής στο χώρο της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει μεγάλο θετικό δυναμικό που πρέπει να διερευνηθεί με μεγαλύτερη συνέπεια.

(5)

Η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς για ασφαλείς ηλεκτρονικές πληρωμές είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάπτυξη της οικονομίας της Ένωσης και να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές, οι έμποροι και οι εταιρείες απολαύουν δυνατότητας επιλογής και διαφάνειας στις υπηρεσίες πληρωμών, ώστε να αποκομίζουν στο έπακρο τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς.

(6)

Θα πρέπει να θεσπιστούν νέοι κανόνες, με σκοπό να καλύψουν τα ρυθμιστικά κενά, ενώ ταυτόχρονα θα παρέχουν μεγαλύτερη νομική σαφήνεια και θα διασφαλίζουν τη συνεπή εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου σε ολόκληρη την Ένωση. Θα πρέπει να διασφαλιστούν ισοδύναμες συνθήκες λειτουργίας τόσο για τους υφιστάμενους, όσο και για τους νέους συντελεστές της αγοράς, επιτρέποντας στα νέα μέσα πληρωμών να προσεγγίσουν μια ευρύτερη αγορά και εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών κατά τη χρήση των εν λόγω υπηρεσιών πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση. Αυτό θα πρέπει να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του συστήματος πληρωμών στο σύνολό του και να οδηγήσει σε περισσότερες επιλογές και περισσότερη διαφάνεια στις υπηρεσίες πληρωμών, ενισχύοντας ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε μία εναρμονισμένη αγορά πληρωμών.

(7)

Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι κίνδυνοι ως προς την ασφάλεια των ηλεκτρονικών πληρωμών. Τούτο οφείλεται στην αυξανόμενη τεχνική πολυπλοκότητα των ηλεκτρονικών πληρωμών, τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο των ηλεκτρονικών πληρωμών παγκοσμίως και τα αναδυόμενα είδη υπηρεσιών πληρωμών. Οι ασφαλείς υπηρεσίες πληρωμών αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς των υπηρεσιών πληρωμών. Οι χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει, επομένως, να προστατεύονται επαρκώς έναντι αυτών των κινδύνων. Οι υπηρεσίες πληρωμών είναι άκρως απαραίτητες για τη λειτουργία ζωτικών οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων.

(8)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τις απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης εκ μέρους των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνδέονται με την παροχή και τη χρήση υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, και σε συναλλαγές στις οποίες ένας από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών βρίσκεται εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), προκειμένου να αποφεύγονται οι αποκλίνουσες προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών, που αποβαίνουν εις βάρος των καταναλωτών. Κατά περίπτωση, οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να επεκταθούν σε συναλλαγές σε όλα τα επίσημα νομίσματα μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που βρίσκονται εντός του ΕΟΧ.

(9)

Το έμβασμα είναι μια απλή υπηρεσία πληρωμών, που συνήθως βασίζεται σε μετρητά που ο πληρωτής δίνει σε έναν πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος και διαβιβάζει το αντίστοιχο χρηματικό ποσό, π.χ. μέσω δικτύου επικοινωνίας, σε έναν δικαιούχο ή σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου. Σε μερικά κράτη μέλη, τα σουπερμάρκετ, οι έμποροι και άλλοι λιανοπωλητές παρέχουν στους καταναλωτές τέτοια υπηρεσία, δίνοντάς τους τη δυνατότητα πληρωμής λογαριασμών των υπηρεσιών κοινής ωφελείας και άλλων τακτικών οικιακών λογαριασμών. Αυτές οι υπηρεσίες πληρωμής λογαριασμών θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως έμβασμα, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι η δραστηριότητα εμπίπτει σε άλλη υπηρεσία πληρωμών.

(10)

Η παρούσα οδηγία εισάγει ουδέτερο ορισμό της αποδοχής πράξεων πληρωμής προκειμένου να καλύπτονται όχι μόνον τα παραδοσιακά μοντέλα αποδοχής που διαρθρώνονται γύρω από τη χρήση καρτών πληρωμής, αλλά επίσης και διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στα οποία συμμετέχουν περισσότεροι του ενός αγοραστή. Με αυτόν τον τρόπο αναμένεται να εξασφαλισθεί ότι οι έμποροι λαμβάνουν την ίδια προστασία, ανεξαρτήτως του μέσου πληρωμής που χρησιμοποιείται, όταν η δραστηριότητα είναι η ίδια με την αποδοχή συναλλαγών με κάρτα. Τεχνικές υπηρεσίες που παρέχονται σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όπως η απλή επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων ή η λειτουργία τερματικών, δεν θα πρέπει να θεωρούνται ότι συνιστούν αποδοχή. Επιπλέον, ορισμένα μοντέλα αποδοχής δεν προβλέπουν πραγματική μεταφορά κεφαλαίων από τον αγοραστή προς τον δικαιούχο, καθότι τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν άλλες μορφές διακανονισμού.

(11)

Η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/64/ΕΚ των πράξεων πληρωμής μέσω εμπορικού αντιπροσώπου για λογαριασμό του πληρωτή ή του δικαιούχου, όπως ορίζεται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ, εφαρμόζεται με πολύ διαφορετικό τρόπο στα κράτη μέλη. Ορισμένα κράτη μέλη επιτρέπουν τη χρήση της εξαίρεσης από πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου που ενεργούν ως μεσάζοντες για λογαριασμό τόσο των εκάστοτε αγοραστών όσο και των πωλητών χωρίς πραγματικό περιθώριο να διαπραγματεύονται ή να συνάπτουν συμφωνίες πώλησης ή αγοράς αγαθών ή υπηρεσιών. Αυτή η εφαρμογή της εξαίρεσης υπερβαίνει το σκοπούμενο πεδίο εφαρμογής που καθορίζεται στην εν λόγω οδηγία και ενδέχεται να αυξήσει τους κινδύνους για τους καταναλωτές, καθώς οι εν λόγω πάροχοι παραμένουν έξω από την προστασία του νομικού πλαισίου. Επιπλέον, οι διαφορετικές πρακτικές εφαρμογής στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στην αγορά πληρωμών. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, η εξαίρεση θα πρέπει, επομένως, να ισχύει όταν οι αντιπρόσωποι ενεργούν μόνον για λογαριασμό του πληρωτή ή μόνον για λογαριασμό του δικαιούχου, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι στην κατοχή τους τα κεφάλαια των πελατών. Στις περιπτώσεις που οι αντιπρόσωποι ενεργούν για λογαριασμό τόσο του πληρωτή όσο και του δικαιούχου (όπως μέσα από πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου), θα πρέπει να εξαιρούνται μόνον όταν σε καμία στιγμή δεν περιέρχονται στην κατοχή ή τον έλεγχό τους τα κεφάλαια των πελατών.

(12)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ισχύει για τις δραστηριότητες των εταιρειών χρηματαποστολών (CIT) και των εταιρειών διαχείρισης μετρητών (CMC), όταν οι σχετικές δραστηριότητες περιορίζονται στην υλική μεταφορά χαρτονομισμάτων και κερμάτων.

(13)

Οι εισερχόμενες πληροφορίες από την αγορά αποκαλύπτουν ότι οι πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από την εξαίρεση του περιορισμένου δικτύου συχνά περιλαμβάνουν σημαντικό όγκο πληρωμών και αξιών και προσφέρουν στους καταναλωτές εκατοντάδες ή και χιλιάδες διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες. Το γεγονός αυτό παρεκκλίνει από τον σκοπό της εξαίρεσης του περιορισμένου δικτύου, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ και συνεπάγεται μεγαλύτερους κινδύνους και έλλειψη νομικής προστασίας για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, ιδίως για τους καταναλωτές, και προφανή μειονεκτήματα για τους παράγοντες της οργανωμένης αγοράς. Ως συμβολή στον περιορισμό των εν λόγω κινδύνων, δεν θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ίδιο μέσο για τη διενέργεια πράξεων πληρωμής για την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών μέσα σε περισσότερα από ένα περιορισμένα δίκτυα ή για την απόκτηση απεριόριστου φάσματος αγαθών και υπηρεσιών. Ένα μέσο πληρωμών θα πρέπει να θεωρείται ως χρησιμοποιούμενο στο πλαίσιο ενός τέτοιου περιορισμένου δικτύου, εφόσον μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο στις ακόλουθες περιστάσεις: πρώτον, για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών σε συγκεκριμένο σημείο λιανικής πώλησης ή αλυσίδα λιανικής πώλησης, όταν οι εμπλεκόμενες οντότητες συνδέονται άμεσα με εμπορική συμφωνία, η οποία για παράδειγμα προβλέπει τη χρήση ενιαίου σήματος πληρωμής και το εν λόγω σήμα πληρωμής χρησιμοποιείται στα σημεία πώλησης και εμφαίνεται, ει δυνατόν, στο μέσον πληρωμής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκεί· δεύτερον, για την αγορά πολύ περιορισμένου φάσματος αγαθών ή υπηρεσιών, όπως όταν το πεδίο χρήσης περιορίζεται στην πράξη σε κλειστό αριθμό λειτουργικά συνδεδεμένων αγαθών ή υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική θέση του σημείου πώλησης· ή τρίτον, όταν το μέσο πληρωμής ρυθμίζεται από εθνική ή περιφερειακή δημόσια αρχή για συγκεκριμένους κοινωνικούς ή φορολογικούς σκοπούς προς απόκτηση συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών.

(14)

Στα μέσα πληρωμών που καλύπτονται από την εξαίρεση του περιορισμένου δικτύου θα μπορούσαν να περιληφθούν οι κάρτες που εκδίδουν διάφορα καταστήματα, οι κάρτες για την πληρωμή των καυσίμων, οι κάρτες μέλους, οι κάρτες για τις δημόσιες συγκοινωνίες, οι κάρτες στάθμευσης, τα δελτία σίτισης ή δελτία για συγκεκριμένες υπηρεσίες, τα οποία ενίοτε υπόκεινται σε ειδικό νομικό πλαίσιο για τη φορολογία και την εργασία με σκοπό την προώθηση της χρήσης τέτοιων μέσων για την υλοποίηση των στόχων που ορίζονται στην κοινωνική νομοθεσία. Όταν ένα τέτοιο μέσο ειδικού σκοπού εξελίσσεται σε μέσο γενικού σκοπού, δεν θα πρέπει να ισχύει πλέον η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Δεν θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιούνται για αγορές σε καταστήματα εμπόρων οι οποίοι περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένους καταλόγους, καθώς τα μέσα αυτά σχεδιάζονται ειδικά για ένα δίκτυο παρόχων υπηρεσιών που διαρκώς μεγαλώνει. Η εξαίρεση του περιορισμένου δικτύου θα πρέπει να ισχύει σε συνδυασμό με την υποχρέωση των δυνητικών παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να κοινοποιούν τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

(15)

Η οδηγία 2007/64/ΕΚ εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της ορισμένες πράξεις πληρωμής μέσω τηλεπικοινωνιακής ή πληροφορικής συσκευής, όταν ο φορέας εκμετάλλευσης του δικτύου δεν ενεργεί μόνο ως μεσάζων στην παροχή ψηφιακών αγαθών και υπηρεσιών μέσω της εν λόγω συσκευής, αλλά προσθέτει επίσης αξία σε αυτά τα αγαθά ή τις υπηρεσίες. Ειδικότερα, η εν λόγω εξαίρεση για τις αποκαλούμενες αγορές με χρέωση του καλούντα ή αγορές με χρέωση του λογαριασμού τηλεφώνου, ξεκινώντας με τις αγορές ήχων κλήσης και υψηλής ποιότητας υπηρεσιών αποστολής γραπτών μηνυμάτων, συνεχίζει να συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών μοντέλων που βασίζονται σε πωλήσεις χαμηλής αξίας ψηφιακού περιεχομένου και φωνητικές υπηρεσίες. Στις εν λόγω υπηρεσίες περιλαμβάνονται η ψυχαγωγία, όπως γραπτή συνομιλία, η τηλεφόρτωση όπως ταινιών, μουσικής και παιχνιδιών, η ενημέρωση, όπως καιρός, ειδήσεις, αθλητική ενημέρωση, χρηματιστήριο και υπηρεσίες πληροφοριών καταλόγου, τηλεοπτική και ραδιοφωνική συμμετοχή, όπως ψηφοφορίες, συμμετοχή σε διαγωνισμό, παροχή ζωντανής ανατροφοδότησης. Οι πληροφορίες που φθάνουν από την αγορά δεν παρέχουν καμία ένδειξη ότι τέτοιες πράξεις πληρωμής, τις οποίες εμπιστεύονται οι καταναλωτές ως κατάλληλες για μικροπληρωμές, έχουν εξελιχθεί σε γενική υπηρεσία διαμεσολάβησης πληρωμών. Ωστόσο, λόγω της ασαφούς διατύπωσης της σχετικής εξαίρεσης, η εν λόγω διάταξη εφαρμόστηκε με διαφορετικό τρόπο στα διάφορα κράτη μέλη, γεγονός που οδήγησε σε έλλειψη ασφάλειας δικαίου για τους φορείς εκμετάλλευσης και τους καταναλωτές, επιτρέποντας ενίοτε σε υπηρεσίες διαμεσολάβησης πληρωμών να διεκδικήσουν την επιλεξιμότητα για τη χωρίς περιορισμούς εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/64/ΕΚ. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί και να περιοριστεί το πεδίο επιλεξιμότητας της εν λόγω εξαίρεσης για τους παρόχους υπηρεσιών με τον καθορισμό των ειδών των πράξεων πληρωμής στις οποίες εφαρμόζεται.

(16)

Η εξαίρεση σχετικά με ορισμένες πράξεις πληρωμής μέσω τηλεπικοινωνιακής ή πληροφορικής συσκευής θα πρέπει να επικεντρωθεί ειδικά σε μικρο-πληρωμές ως προς το ψηφιακό περιεχόμενο και τις φωνητικές υπηρεσίες. Θα πρέπει να προστεθεί σαφής αναφορά στις πράξεις πληρωμής για την αγορά ηλεκτρονικών εισιτηρίων, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των πληρωμών σε περιπτώσεις όπου, ιδίως, οι πελάτες μπορούν να παραγγέλλουν, να πληρώνουν, να αποκτούν και να επικυρώνουν ηλεκτρονικά εισιτήρια από οποιονδήποτε τόπο και ανά πάσα στιγμή χρησιμοποιώντας κινητά τηλέφωνα ή άλλες συσκευές. Τα ηλεκτρονικά εισιτήρια επιτρέπουν και διευκολύνουν την παροχή υπηρεσιών τις οποίες οι καταναλωτές θα μπορούσαν διαφορετικά να αγοράσουν υπό μορφή χάρτινου εισιτηρίου και περιλαμβάνουν τις μεταφορές, την ψυχαγωγία, τους χώρους στάθμευσης και την είσοδο σε χώρους εκδηλώσεων, αλλά όχι τα φυσικά αγαθά. Μειώνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το κόστος παραγωγής και διανομής που συνδέεται με τους παραδοσιακούς διαύλους χάρτινων εισιτηρίων και διευκολύνουν περισσότερο τους πελάτες μέσω της παροχής νέων και απλών τρόπων αγοράς εισιτηρίων. Προκειμένου να μειωθεί το βάρος για τους φορείς που συγκεντρώνουν φιλανθρωπικές δωρεές, πράξεις πληρωμής που συνδέονται με τέτοιες δωρεές θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να είναι ελεύθερα να περιορίζουν την εξαίρεση στις δωρεές που εισπράττονται υπέρ των καταχωρισμένων φιλανθρωπικών οργανώσεων. Η εξαίρεση ως σύνολο θα πρέπει να ισχύει μόνο όταν η αξία της συναλλαγής είναι κατώτερη από ορισμένο όριο, προκειμένου να περιορίζεται σαφώς στις πληρωμές με προφίλ χαμηλού κινδύνου.

(17)

Ο Ενιαίος Χώρος Πληρωμών σε ευρώ (SEPA) έχει διευκολύνει τη δημιουργία ενωσιακών «εργοστασίων πληρωμών» και «εργοστασίων είσπραξης», επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό τη συγκέντρωση των πράξεων πληρωμής του ίδιου ομίλου. Εν προκειμένω, οι πράξεις πληρωμής μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης ή μεταξύ θυγατρικών επιχειρήσεων της ίδιας μητρικής επιχείρησης, οι οποίες πραγματοποιούνται από πάροχο υπηρεσίας πληρωμών που ανήκει στον ίδιο όμιλο θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Η είσπραξη των ενταλμάτων πληρωμής για λογαριασμό ενός ομίλου από μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της για την περαιτέρω διαβίβαση σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών δεν θα πρέπει να θεωρείται υπηρεσία πληρωμών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

(18)

Η οδηγία 2007/64/ΕΚ εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της τις υπηρεσίες πληρωμών που προσφέρονται από παρόχους Αυτόματων Ταμειολογιστικών Μηχανών (ΑΤΜ) που είναι ανεξάρτητοι από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού. Η εν λόγω εξαίρεση έχει τονώσει την ανάπτυξη ανεξάρτητων υπηρεσιών ΑΤΜ σε πολλά κράτη μέλη, ιδίως σε αραιοκατοικημένες περιοχές. Ωστόσο, αν εξαιρεθεί πλήρως αυτό το ταχέως αναπτυσσόμενο τμήμα της αγοράς ΑΤΜ από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θα μπορούσε να προκληθεί σύγχυση ως προς τις χρεώσεις των αναλήψεων. Στις διασυνοριακές καταστάσεις, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διπλή χρέωση για την ίδια ανάληψη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού και από τον πάροχο ΑΤΜ. Κατά συνέπεια, προκειμένου να διατηρηθεί η παροχή των υπηρεσιών ΑΤΜ, διασφαλίζοντας εκ παραλλήλου τη σαφήνεια όσον αφορά τις χρεώσεις των αναλήψεων, είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η εξαίρεση, αλλά να απαιτείται από τους φορείς εκμετάλλευσης ΑΤΜ να συμμορφώνονται με τις ειδικές διατάξεις περί διαφάνειας της παρούσας οδηγίας. Επιπλέον, οι χρεώσεις που επιβάλλουν οι φορείς εκμετάλλευσης ΑΤΜ θα πρέπει να ισχύουν με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009.

(19)

Οι πάροχοι υπηρεσιών που επιδίωκαν να επωφεληθούν από κάποια εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, συχνά δεν συμβουλεύονταν τις αρχές σχετικά με το εάν οι δραστηριότητές τους καλύπτονται ή εξαιρούνται από την εν λόγω οδηγία, αλλά στηρίζονταν στις δικές τους εκτιμήσεις. Αποτέλεσμα τούτου ήταν ορισμένες εξαιρέσεις να έχουν τύχει διαφορετικής εφαρμογής στα διάφορα κράτη μέλη. Φαίνεται προσέτι ότι ορισμένοι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να έχουν χρησιμοποιήσει κάποιες εξαιρέσεις προκειμένου να ανασχεδιάσουν τα επιχειρηματικά τους πρότυπα, ούτως ώστε οι προσφερόμενες υπηρεσίες πληρωμών να είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Αυτές οι πρακτικές ενδέχεται να συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών και άνισους όρους για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών στην εσωτερική αγορά. Οι πάροχοι υπηρεσιών θα πρέπει, επομένως, να υποχρεούνται να κοινοποιούν τις σχετικές δραστηριότητες στις αρμόδιες αρχές, ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να αξιολογούν αν πληρούνται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στις σχετικές διατάξεις και να εξασφαλίζεται ομοιογενής ερμηνεία των κανόνων σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, για όλες τις εξαιρέσεις που βασίζονται στην τήρηση κατωτάτου ορίου, θα πρέπει να προβλέπεται διαδικασία κοινοποίησης προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τις ειδικές απαιτήσεις.

(20)

Επιπλέον, είναι σημαντικό οι δυνητικοί πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να είναι υποχρεωμένοι να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις δραστηριότητες που ασκούν στο πλαίσιο ενός περιορισμένου δικτύου βάσει των κριτηρίων της παρούσας οδηγίας, εφόσον η αξία των πράξεων πληρωμής υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν κατά πόσον οι δραστηριότητες που τους κοινοποιούνται μπορούν να θεωρηθούν δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο περιορισμένου δικτύου.

(21)

Ο ορισμός των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερος και να επιτρέπει την ανάπτυξη νέων τύπων υπηρεσιών πληρωμών, εξασφαλίζοντας παράλληλα ισοδύναμους όρους λειτουργίας τόσο για υφιστάμενους όσο και για νέους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

(22)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ακολουθεί την προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην οδηγία 2007/64/ΕΚ, η οποία καλύπτει όλα τα είδη των ηλεκτρονικών υπηρεσιών πληρωμών. Δεν θα ήταν, επομένως, σκόπιμη η εφαρμογή των νέων κανόνων σε υπηρεσίες όπου η μεταβίβαση χρηματικών ποσών από τον πληρωτή στον δικαιούχο ή η μεταφορά τους εκτελείται αποκλειστικά με χαρτονομίσματα και κέρματα ή όταν η μεταβίβαση βασίζεται σε έντυπη επιταγή, συναλλαγματική, γραμμάτιο ή άλλα μέσα, και έντυπα παραστατικά ή κάρτες με τα οποία χρεώνεται ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή κάποιος άλλος για να θέσει τα χρήματα στη διάθεση του δικαιούχου.

(23)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται σε μετρητά, δεδομένου ότι υπάρχει ήδη ενιαία αγορά πληρωμών για τις πληρωμές σε μετρητά. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται ούτε σε πράξεις πληρωμής που βασίζονται σε έντυπες επιταγές δεδομένου ότι, λόγω της φύσης τους, οι έντυπες επιταγές δεν μπορούν να διεκπεραιωθούν το ίδιο αποτελεσματικά με τα άλλα μέσα πληρωμής. Η ορθή πρακτική σε αυτόν τον τομέα θα πρέπει, ωστόσο, να έχει ως βάση τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(24)

Είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι κατηγορίες παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που δύνανται νομίμως να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση, και συγκεκριμένα τα πιστωτικά ιδρύματα που δέχονται καταθέσεις από χρήστες οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση πράξεων πληρωμής, και τα οποία θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στην προληπτική εποπτεία που θεσπίζει η οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση πράξεων πληρωμής και τα οποία θα πρέπει να συνεχίσουν να υπόκεινται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που θεσπίζει η οδηγία 2009/110/ΕΚ, τα ιδρύματα πληρωμών, καθώς και γραφεία ταχυδρομικών επιταγών που έχουν αυτό το δικαίωμα βάσει του εθνικού δικαίου. Η εφαρμογή του εν λόγω νομικού πλαισίου θα πρέπει να περιορίζεται στους παρόχους υπηρεσιών οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(25)

Η παρούσα οδηγία καθορίζει τους κανόνες για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής όταν τα χρηματικά ποσά είναι ηλεκτρονικό χρήμα, όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ. Η παρούσα οδηγία, ωστόσο, δεν ρυθμίζει την έκδοση του ηλεκτρονικού χρήματος, όπως προβλέπει η οδηγία 2009/110/ΕΚ. Επομένως, τα ιδρύματα πληρωμών δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα.

(26)

Η οδηγία 2007/64/ΕΚ δημιούργησε το καθεστώς προληπτικής εποπτείας, εισάγοντας ενιαία άδεια λειτουργίας για όλους τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που δεν έχουν σχέση με την αποδοχή καταθέσεων ή την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος. Για τον σκοπό αυτό, η οδηγία 2007/64/ΕΚ εισήγαγε νέα κατηγορία παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, ήτοι τα «ιδρύματα πληρωμών», προβλέποντας εξουσιοδότηση, βάσει σειράς αυστηρών και διεξοδικών προϋποθέσεων, φυσικών ή νομικών προσώπων που δεν εμπίπτουν στις ήδη υπάρχουσες κατηγορίες, να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση. Έτσι, θα πρέπει να ισχύουν σε ολόκληρη την Ένωση οι ίδιες προϋποθέσεις για τέτοιες υπηρεσίες.

(27)

Μετά την έκδοση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ έχουν προκύψει νέοι τύποι υπηρεσιών πληρωμών, ιδίως στον τομέα των πληρωμών μέσω διαδικτύου. Ειδικότερα, έχουν εξελιχθεί οι υπηρεσίες κίνησης πληρωμών στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου. Οι εν λόγω υπηρεσίες πληρωμών συμβάλλουν στις πληρωμές του ηλεκτρονικού εμπορίου δημιουργώντας μια γέφυρα λογισμικού μεταξύ του ιστοτόπου του εμπόρου και της πλατφόρμας ηλεκτρονικής τραπεζικής εξυπηρέτησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή, για την κίνηση πράξεων πληρωμής στο διαδίκτυο με βάση μεταφορά πίστωσης.

(28)

Περαιτέρω, οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν προκαλέσει τα τελευταία χρόνια την εμφάνιση σειράς συμπληρωματικών υπηρεσιών, όπως οι υπηρεσίες παροχής πληροφοριών λογαριασμού. Οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχουν στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών συγκεντρωτικές επιγραμμικές πληροφορίες για έναν ή περισσότερους λογαριασμούς πληρωμών που τηρούνται από έναν ή περισσότερους άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και είναι προσβάσιμοι μέσω επιγραμμικών διεπαφών του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού. Ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών έχει έτσι τη δυνατότητα να έχει αμέσως, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή μία συνολική εικόνα της οικονομικής του κατάστασης. Οι εν λόγω υπηρεσίες θα πρέπει επίσης να καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, προκειμένου να παρέχουν στους καταναλωτές επαρκή προστασία για τα δεδομένα της πληρωμής και του λογαριασμού τους, καθώς και ασφάλεια δικαίου για τη νομική κατάσταση των παρόχων υπηρεσιών παροχής πληροφοριών λογαριασμού.

(29)

Οι υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμών δίνουν τη δυνατότητα στον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών να διαβεβαιώνει τον δικαιούχο ότι η πληρωμή έχει κινηθεί, προκειμένου να παράσχει κίνητρο στον δικαιούχο της πληρωμής να παραδώσει τα εμπορεύματα ή να παράσχει την υπηρεσία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Οι υπηρεσίες αυτές προσφέρουν χαμηλού κόστους λύση τόσο για τους εμπόρους όσο και για τους καταναλωτές και παρέχουν στους καταναλωτές τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τις αγορές τους ηλεκτρονικά, ακόμη και αν δεν έχουν κάρτες πληρωμής. Δεδομένου ότι οι υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμών δεν ρυθμίζονται επί του παρόντος από την οδηγία 2007/64/ΕΚ, δεν εποπτεύονται κατ’ ανάγκην από αρμόδια αρχή και δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με την οδηγία 2007/64/ΕΚ. Αυτό εγείρει σειρά από νομικά ζητήματα, όπως η προστασία των καταναλωτών, η ασφάλεια και η ευθύνη, καθώς και ο ανταγωνισμός και η προστασία των δεδομένων, ιδίως όσον αφορά την προστασία των δεδομένων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων. Οι νέοι κανόνες θα πρέπει, επομένως, να ανταποκρίνονται σε αυτά τα ζητήματα.

(30)

Τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας που χρησιμοποιούνται για την ασφαλή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ή από τον πάροχο υπηρεσιών κίνησης πληρωμών, είναι συνήθως αυτά που εκδίδονται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού. Οι πάροχοι υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών δεν συνδέονται κατ’ ανάγκην με συμβατική σχέση με τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού και, ανεξάρτητα από το επιχειρηματικό μοντέλο που χρησιμοποιείται από τους παρόχους υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού θα πρέπει να καθιστούν δυνατό για τους παρόχους υπηρεσιών κίνησης πληρωμών να βασίζονται στις διαδικασίες εξακρίβωσης της γνησιότητας που παρέχονται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για την έναρξη συγκεκριμένης πληρωμής για λογαριασμό του πληρωτή.

(31)

Όταν παρέχει αποκλειστικά υπηρεσία εκκίνησης πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών δεν διακρατά κεφάλαια του χρήστη σε κανένα στάδιο της αλυσίδας πληρωμών. Όταν ο πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών, για τις οποίες διακρατά κεφάλαια του χρήστη, θα πρέπει να εξασφαλίσει πλήρη άδεια σχετικά με τις εν λόγω υπηρεσίες.

(32)

Οι υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμών βασίζονται σε άμεση ή έμμεση πρόσβαση των παρόχων υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών στον λογαριασμό του πληρωτή. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού που παρέχει μηχανισμό έμμεσης πρόσβασης θα πρέπει επίσης να επιτρέπει την άμεση πρόσβαση στους παρόχους υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών.

(33)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αποσκοπεί στην εξασφάλιση συνέχειας στην αγορά, επιτρέποντας στους υφιστάμενους και στους νέους παρόχους υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το επιχειρηματικό μοντέλο που εφαρμόζεται από αυτούς, να παρέχουν τις υπηρεσίες τους εντός σαφούς και εναρμονισμένου ρυθμιστικού πλαισίου. Εν αναμονή της εφαρμογής των εν λόγω κανόνων, και με την επιφύλαξη της ανάγκης για ασφάλεια των πράξεων πληρωμής και για προστασία του πελάτη έναντι αποδεδειγμένου κινδύνου απάτης, τα κράτη μέλη, η Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) (ΕΑΤ) θα πρέπει να εγγυώνται τον θεμιτό ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά αποφεύγοντας τις αδικαιολόγητες διακρίσεις έναντι τυχόν υφισταμένων φορέων της αγοράς. Κάθε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει υπηρεσίες κίνησης πληρωμής.

(34)

Η παρούσα οδηγία δεν αλλάζει ουσιαστικά τους όρους για τη χορήγηση και διατήρηση της άδειας λειτουργίας ιδρυμάτων πληρωμών. Όπως και στην οδηγία 2007/64/ΕΚ, οι όροι περιλαμβάνουν απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ανάλογες με τους λειτουργικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι οργανισμοί αυτοί κατά τη διεκπεραίωση των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Υπό τις περιστάσεις, χρειάζεται ένα υγιές καθεστώς αρχικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με μόνιμο κεφάλαιο που θα μπορούσε να διαμορφωθεί με πιο σύνθετο τρόπο εν ευθέτω χρόνω, ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς. Λόγω της ευρείας ποικιλίας στον τομέα των υπηρεσιών πληρωμών, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να επιτρέπει διάφορες μεθόδους σε συνδυασμό με ορισμένο περιθώριο εκτίμησης των εποπτικών αρχών ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ίδιοι κίνδυνοι να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο για όλους τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Οι απαιτήσεις για τα ιδρύματα πληρωμών θα πρέπει να βασίζονται στο γεγονός ότι οι δραστηριότητές τους είναι πιο εξειδικευμένες και περιορισμένες, και ενέχουν έτσι μικρότερους κινδύνους που ελέγχονται και παρακολουθούνται ευκολότερα, σε σχέση με τους κινδύνους που περικλείει το ευρύτερο φάσμα δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, θα πρέπει να απαγορεύεται στα ιδρύματα πληρωμών να δέχονται καταθέσεις από χρήστες, και θα πρέπει να τους επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τα κεφάλαια που λαμβάνουν από τους χρήστες μόνο για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών. Οι απαιτούμενοι κανόνες προληπτικής εποπτείας, συμπεριλαμβανομένου του αρχικού κεφαλαίου, θα πρέπει να είναι ανάλογοι με τους κινδύνους που εγείρει η αντίστοιχη υπηρεσία πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμής θα πρέπει να θεωρούνται μεσαίου κινδύνου σε σχέση με το αρχικό κεφάλαιο.

(35)

Οι πάροχοι υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και οι πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, όταν παρέχουν αποκλειστικά τις εν λόγω υπηρεσίες, δεν διατηρούν στην κατοχή τους κεφάλαια πελατών. Συνεπώς θα ήταν δυσανάλογο να επιβληθούν απαιτήσεις ως προς τα ίδια κεφάλαια σε αυτούς τους νέους φορείς της αγοράς. Εντούτοις, είναι σημαντικό να μπορούν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με τις δραστηριότητές τους. Επομένως, θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης ή ανάλογη εγγύηση. Η ΕΑΤ θα πρέπει να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορίσουν τα κράτη μέλη το ελάχιστο χρηματικό ποσό της ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης ή της ανάλογης εγγύησης. Η ΕΑΤ θα πρέπει να μην διακρίνει μεταξύ ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης και ανάλογης εγγύησης, καθώς οι δύο αυτές διασφαλίσεις θα πρέπει να είναι εναλλάξιμες.

(36)

Προκειμένου να αποφευχθούν οι καταχρήσεις του δικαιώματος εγκατάστασης, είναι αναγκαίο να απαιτείται από το ίδρυμα πληρωμών που ζητεί να λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος να ασκεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις δραστηριότητές του σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στο εν λόγω κράτος μέλος.

(37)

Θα πρέπει να προβλέπεται ότι τα κεφάλαια του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να διατηρούνται χωριστά από τα κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών. Οι απαιτήσεις διαφύλαξης είναι απαραίτητες όταν ένα ίδρυμα πληρωμών έχει στην κατοχή του τα κεφάλαια του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών. Όταν το ίδιο ίδρυμα πληρωμών εκτελεί μια πράξη πληρωμής και για τον πληρωτή και για τον δικαιούχο και παρέχεται στον πληρωτή πιστωτικό άνοιγμα, ενδείκνυται η διασφάλιση των πόρων υπέρ του δικαιούχου εφόσον εκπροσωπούν την αξίωση του δικαιούχου έναντι του ιδρύματος πληρωμών. Τα ιδρύματα πληρωμών θα πρέπει επίσης να υπόκεινται στις δέουσες απαιτήσεις όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

(38)

Η παρούσα οδηγία δεν επιφέρει αλλαγές όσον αφορά τις υποχρεώσεις των ιδρυμάτων πληρωμών ως προς την υποβολή λογιστικών εκθέσεων ή ελέγχου ισολογισμών στους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς τους. Τα ιδρύματα πληρωμών υποχρεούνται να καταρτίζουν τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (12) και την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Οι ετήσιοι και οι ενοποιημένοι λογαριασμοί πρέπει να ελέγχονται, εκτός εάν το ίδρυμα πληρωμών εξαιρεθεί από την εν λόγω υποχρέωση δυνάμει των εν λόγω οδηγιών.

(39)

Όταν εμπλέκονται στην παροχή μίας ή περισσότερων υπηρεσιών πληρωμών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει πάντοτε να διατηρούν λογαριασμούς πληρωμών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πράξεις πληρωμής. Προκειμένου να επιτραπεί στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, είναι απαραίτητο να έχουν τη δυνατότητα να ανοίγουν και να διατηρούν λογαριασμούς τηρούμενους σε πιστωτικά ιδρύματα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση στους εν λόγω λογαριασμούς παρέχεται χωρίς διακρίσεις και αναλογικά προς τον θεμιτό σκοπό που επιδιώκει να πετύχει. Η πρόσβαση μπορεί μεν να είναι στοιχειώδης, θα πρέπει όμως πάντα να είναι αρκετά εκτεταμένη ώστε το ίδρυμα πληρωμών να είναι σε θέση να παρέχει τις υπηρεσίες του με απρόσκοπτο και αποτελεσματικό τρόπο.

(40)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ρυθμίζει τη χορήγηση πιστώσεων από ιδρύματα πληρωμών, δηλαδή τη χορήγηση πιστωτικής γραμμής και την έκδοση πιστωτικών καρτών, μόνον εάν συνδέεται στενά με υπηρεσίες πληρωμών. Μόνο εφόσον η πίστωση χορηγείται για να διευκολυνθούν οι υπηρεσίες πληρωμών και η πίστωση είναι βραχυπρόθεσμη και χορηγείται για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, ακόμα και σε κυλιόμενη βάση, είναι σκόπιμο να επιτρέπεται σε ιδρύματα πληρωμών να χορηγούν πίστωση όσον αφορά τις διασυνοριακές τους δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι αναχρηματοδοτείται μέσω κυρίως των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος πληρωμών, καθώς και κεφαλαίων που αντλούνται από τις κεφαλαιαγορές, και όχι των χρηματικών ποσών που φυλάσσονται για λογαριασμό των πελατών για τις υπηρεσίες πληρωμών. Οι εν λόγω κανόνες ισχύουν με την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) ή άλλων σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου ή των εθνικών μέτρων που αφορούν πτυχές οι οποίες δεν εναρμονίζονται με την παρούσα οδηγία, όσον αφορά τους όρους της καταναλωτικής πίστης.

(41)

Σε γενικές γραμμές, έχει αποδειχθεί ότι η συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρμόδιων αρχών που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση αδειών στα ιδρύματα πληρωμών, τη διενέργεια ελέγχου και την απόφαση ανάκλησης των αδειών που έχουν χορηγηθεί λειτουργούν ικανοποιητικά. Ωστόσο, η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να ενισχυθεί τόσο όσον αφορά τόσο την ανταλλαγή των πληροφοριών, όσο και τη συνεκτική εφαρμογή και ερμηνεία της παρούσας οδηγίας, σε περιπτώσεις όπου ένα αδειοδοτημένο ίδρυμα πληρωμών θα ήθελε να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος εκτός από το κράτος μέλος προέλευσής τους, ασκώντας το δικαίωμα εγκατάστασης ή ελεύθερης παροχής υπηρεσιών («μηχανισμός διαβατηρίου»), μέσω και του διαδικτύου. Η ΕΑΤ οφείλει να συνδράμει στη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο της διασυνοριακής συνεργασίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Θα πρέπει επίσης να καταρτίσει δέσμη σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τη συνεργασία και την ανταλλαγή δεδομένων.

(42)

Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια της λειτουργίας των ιδρυμάτων πληρωμών στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή τα οποία έχουν καταχωρισθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων τους, και για να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή στην Ένωση, είναι αναγκαίο να εξασφαλισθεί εύκολη πρόσβαση του κοινού στον κατάλογο των οντοτήτων που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών. Η ΕΑΤ θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αναπτύξει και να διαχειρίζεται κεντρικό μητρώο στο οποίο θα δημοσιεύει κατάλογο με τα ονόματα των οντοτήτων που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που παρέχουν ενημερώνονται τακτικά. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

(43)

Η διάθεση ακριβούς και επικαιροποιημένης πληροφόρησης θα πρέπει να ενισχυθεί απαιτώντας από τα ιδρύματα πληρωμών να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης τους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για κάθε τυχόν μεταβολή που επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και τα δικαιολογητικά που προβλέπονται σε σχέση με την άδεια λειτουργίας, καθώς και των πληροφοριών που αφορούν αντιπροσώπους ή φορείς στους οποίους ανατίθενται δραστηριότητες. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης, σε περίπτωση αμφιβολίας, να επαληθεύουν κατά πόσο οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι σωστές.

(44)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών που δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους, των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, να υποβάλλουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στοιχεία για τις δραστηριότητές τους στο έδαφός τους για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς. Όταν τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών λειτουργούν στο πλαίσιο του δικαιώματος εγκατάστασης, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται επίσης για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις των τίτλων ΙΙΙ και IV της παρούσας οδηγίας, και τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών να ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επαφής στο έδαφός τους, προκειμένου να διευκολύνεται η εποπτεία των δικτύων αντιπροσώπων από τις αρμόδιες αρχές. Η ΕΑΤ θα πρέπει να καταρτίσει σχέδια ρυθμιστικών κανόνων σχετικά με τα κριτήρια που θα καθορίζουν τα κριτήρια με βάση τα οποία θα αποφασίζεται πότε είναι σκόπιμος ο διορισμός κεντρικού σημείου επαφής και ποιες θα πρέπει να είναι οι αρμοδιότητές του. Η απαίτηση ορισμού κεντρικού σημείου επαφής θα πρέπει να είναι ανάλογη προς την επίτευξη του στόχου της επαρκούς επικοινωνίας και υποβολής στοιχείων σχετικά με τη συμμόρφωση με τις διατάξεις των τίτλων ΙΙΙ και IV στο κράτος μέλος υποδοχής.

(45)

Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπου απαιτείται άμεση δράση ώστε να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή για τα συλλογικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως σε περίπτωση απάτης μεγάλης κλίμακας, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, παράλληλα με τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής και του κράτους μέλους προέλευσης και εν αναμονή της λήψης μέτρων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να είναι κατάλληλα, ανάλογα προς τον σκοπό, να μην κάνουν διακρίσεις και να είναι προσωρινής φύσης. Τα όποια μέτρα ληφθούν θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένα. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης του σχετικού ιδρύματος πληρωμών και οι άλλες σχετικές αρχές, όπως η Επιτροπή και η ΕΑΤ, θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν λόγω της επείγουσας κατάστασης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(46)

Μολονότι η παρούσα οδηγία καθορίζει το ελάχιστο σύνολο των εξουσιών που οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν κατά την εποπτεία της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων πληρωμών, οι εν λόγω εξουσίες πρέπει να ασκούνται με σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Με την επιφύλαξη του ελέγχου από ανεξάρτητη αρχή (εθνική αρχή προστασίας δεδομένων) και σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν κατάλληλες και αποτελεσματικές εγγυήσεις, στις περιπτώσεις όπου η άσκηση των εξουσιών αυτών θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάχρηση ή αυθαιρεσία που θα αποτελεί σοβαρή παρέμβαση στα δικαιώματα αυτά, για παράδειγμα, μέσω εκ των προτέρων άδειας λειτουργίας από τη δικαστική αρχή του οικείου κράτους μέλους, όπου αυτό ενδείκνυται.

(47)

Είναι σημαντικό να διασφαλίζεται ότι όλα τα πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών υπόκεινται σε ορισμένες στοιχειώδεις νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις. Ως εκ τούτου, είναι επιθυμητό να απαιτείται να καταγράφεται η ταυτότητα και ο τόπος δραστηριοποίησης όλων των προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, μεταξύ άλλων και εκείνων των προσώπων που δεν είναι σε θέση να πληρούν όλες τις προϋποθέσεις αδειοδότησης ως ιδρύματα πληρωμών. Μία τέτοια προσέγγιση είναι σύμφωνη με τη λογική της ειδικής σύστασης VI της ομάδας διεθνούς χρηματοοικονομικής δράσης για το ξέπλυμα χρήματος, η οποία προβλέπει τη δημιουργία ενός μηχανισμού βάσει του οποίου οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, οι οποίοι δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη σύσταση αυτή, θα μπορούν εντούτοις να αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα πληρωμών. Για τον σκοπό αυτό, ακόμα και όταν τα πρόσωπα αυτά εξαιρούνται από όλες ή ορισμένες από τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να τα εγγράφουν στο μητρώο των ιδρυμάτων πληρωμών. Ωστόσο, είναι ουσιώδες να υπόκειται η δυνατότητα εξαίρεσης σε αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την αξία των συναλλαγών πληρωμών. Τα εξαιρούμενα ιδρύματα πληρωμών δεν θα πρέπει να έχουν δικαίωμα εγκατάστασης ή ελευθερία παροχής υπηρεσιών, και δεν θα πρέπει να ασκούν εμμέσως τα δικαιώματα αυτά ενώ είναι μέλη συστήματος πληρωμών.

(48)

Λόγω της ειδικής φύσης της ασκούμενης δραστηριότητας και των κινδύνων που συνδέονται με την παροχή υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ειδικό καθεστώς προληπτικής εποπτείας για τους παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες, επωφελούμενοι των κανόνων του «μηχανισμού διαβατηρίου».

(49)

Έχει ουσιαστική σημασία για κάθε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να μπορεί να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες των τεχνικών υποδομών των συστημάτων πληρωμών. Ωστόσο, η πρόσβαση αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της σταθερότητας αυτών των συστημάτων. Κάθε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που ζητεί να συμμετάσχει σε σύστημα πληρωμών πρέπει να φέρει τον κίνδυνο της δικής του επιλογής συστήματος και να αποδεικνύει στο σύστημα πληρωμών ότι οι εσωτερικές του ρυθμίσεις επαρκούν για την αντιμετώπιση κάθε κινδύνου. Τα εν λόγω συστήματα πληρωμών περιλαμβάνουν κατά κανόνα τα τετραμερή συστήματα πιστωτικών καρτών καθώς και τα μείζονα συστήματα διεκπεραίωσης μεταφορών πιστώσεων και άμεσων χρεώσεων. Για να διασφαλίζεται σε ολόκληρη την Ένωση η ισότιμη μεταχείριση των διαφορετικών κατηγοριών των αδειοδοτημένων παροχών υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τους όρους της αδειοδότησής τους, είναι αναγκαίο να αποσαφηνισθούν οι κανόνες πρόσβασης στα συστήματα πληρωμών.

(50)

Θα πρέπει να προβλέπεται ισότιμη μεταχείριση των αδειοδοτημένων ιδρυμάτων πληρωμών και πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου κάθε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που συμμετέχει στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά να μπορεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικής υποδομής των συστημάτων πληρωμών υπό τους ίδιους όρους. Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί μια διαφορά μεταχείρισης μεταξύ των αδειοδοτημένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και των ωφελουμένων από την εξαίρεση δυνάμει της παρούσας οδηγίας, καθώς και από την εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, λόγω των διαφορών του σχετικού πλαισίου προληπτικής εποπτείας στο οποίο υπόκεινται. Εν πάση περιπτώσει, διαφορές τιμών θα πρέπει να επιτρέπονται μόνον όταν το δικαιολογούν οι διαφορές κόστους των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Αυτό δεν θα πρέπει να θίγει ούτε το δικαίωμα των κρατών μελών να περιορίζουν την πρόσβαση στα θεμελιωδώς σημαντικά συστήματα σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) ούτε τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών σχετικά με την πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών.

(51)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/26/ΕΚ. Ωστόσο, προκειμένου να εξασφαλισθεί θεμιτός ανταγωνισμός μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, ένας συμμετέχων σε καθορισμένο σύστημα πληρωμών βάσει των όρων της οδηγίας 98/26/ΕΚ που παρέχει υπηρεσίες σε σχέση με το σύστημα αυτό σε αδειοδοτημένο ή καταχωρισμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει επίσης, εφόσον ζητηθεί, να παρέχει πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές σε κάθε άλλο αδειοδοτημένο ή καταχωρισμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών κατά τρόπο αντικειμενικό, αναλογικό και χωρίς διακρίσεις. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών στους οποίους χορηγείται τέτοια πρόσβαση δεν θα πρέπει, ωστόσο, να θεωρούνται ως συμμετέχοντες όπως ορίζει η οδηγία 98/26/ΕΚ και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να επωφελούνται της προστασίας που χορηγείται δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

(52)

Οι διατάξεις που σχετίζονται με την πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών δεν θα πρέπει να ισχύουν για τα συστήματα που δημιουργούνται και λειτουργούνται από έναν και μόνο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών. Τα συστήματα αυτά μπορούν να λειτουργούν είτε σε άμεσο ανταγωνισμό με τα συστήματα πληρωμών είτε, συνηθέστερα, σε έναν εξειδικευμένο χώρο της αγοράς που δεν καλύπτεται επαρκώς από συστήματα πληρωμών. Τα συστήματα αυτά περιλαμβάνουν τα τριμερή συστήματα, όπως τα τριμερή συστήματα πιστωτικών καρτών, στον βαθμό που δεν λειτουργούν ποτέ ως εν τοις πράγμασι τετραμερή συστήματα καρτών, στηριζόμενα για παράδειγμα σε κατόχους άδειας, αντιπροσώπους ή εταίρους του ίδιου εμπορικού σήματος. Επίσης, αυτά τα συστήματα περιλαμβάνουν συνήθως υπηρεσίες πληρωμών που προσφέρονται από παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, όπου ο φορέας εκμετάλλευσης του συστήματος είναι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και για τον πληρωτή και για το δικαιούχο, καθώς και εσωτερικά συστήματα τραπεζικών ομίλων. Για να τονωθεί ο ανταγωνισμός που μπορούν να κάνουν αυτά τα κλειστά συστήματα πληρωμών στα καθιερωμένα συνήθη συστήματα πληρωμών, δεν θα ήταν σκόπιμο να παρέχεται σε τρίτους πρόσβαση στα εν λόγω κλειστά συστήματα πληρωμών. Ωστόσο, τα εν λόγω κλειστά συστήματα θα πρέπει να υπόκεινται πάντα στους ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού που μπορεί να απαιτούν τη χορήγηση πρόσβασης στα εν λόγω συστήματα προκειμένου να διατηρείται πραγματικός ανταγωνισμός στις αγορές πληρωμών.

(53)

Δεδομένου ότι καταναλωτές και επιχειρήσεις δεν βρίσκονται στην ίδια θέση, δεν χρειάζονται το ίδιο επίπεδο προστασίας. Ενώ είναι σημαντικό να διασφαλίζονται τα δικαιώματα του καταναλωτή με διατάξεις από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με σύμβαση, είναι λογικό να αφήνονται οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί να συμφωνούν διαφορετικά, όταν δεν συναλλάσσονται με πελάτες. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (16), αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι καταναλωτές. Εν πάση περιπτώσει, ορισμένες βασικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει πάντα να εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από το καθεστώς του χρήστη.

(54)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίζει τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά την πληροφόρηση των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνουν σαφή πληροφόρηση στο ίδιο υψηλό επίπεδο, για να προβαίνουν σε τεκμηριωμένες επιλογές και να είναι σε θέση να επιλέγουν ελεύθερα τις πιο συμφέρουσες υπηρεσίες στην αγορά της Ένωσης. Χάριν διαφάνειας, η παρούσα οδηγία θα θεσπίζει τις δέουσες εναρμονισμένες απαιτήσεις σε σχέση με την παροχή της αναγκαίας, επαρκούς και κατανοητής πληροφόρησης στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών τόσο σχετικά με τη σύμβαση υπηρεσιών πληρωμών όσο και με τις πράξεις πληρωμής. Προκειμένου να προαχθεί η ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς των υπηρεσιών πληρωμών, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εκδίδουν διατάξεις σχετικά με την πληροφόρηση πέραν των διατάξεων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(55)

Οι καταναλωτές θα πρέπει να προστατεύονται από αθέμιτες και παραπλανητικές πρακτικές σύμφωνα με την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), καθώς και τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/31/ΕΚ (18), 2002/65/ΕΚ (19), 2008/48/ΕΚ, 2011/83/ΕΕ (20) και 2014/92/ΕΕ (21). Οι διατάξεις των εν λόγω οδηγιών εξακολουθούν να ισχύουν. Ωστόσο, η σχέση των απαιτήσεων προσυμβατικής πληροφόρησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και στην οδηγία 2002/65/ΕΚ χρειάζεται ειδική διευκρίνιση.

(56)

Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα, οι απαιτούμενες πληροφορίες θα πρέπει να είναι ανάλογες με τις ανάγκες των χρηστών και να γνωστοποιούνται με τυποποιημένη μορφή. Ωστόσο, οι απαιτήσεις πληροφόρησης για μία μεμονωμένη πράξη πληρωμής θα πρέπει να είναι διαφορετικές από τις απαιτήσεις σύμβασης-πλαισίου η οποία προβλέπει σειρά πράξεων πληρωμής.

(57)

Στην πράξη, οι συμβάσεις-πλαίσια και οι συναλλαγές πληρωμών που καλύπτουν είναι πολύ συνηθέστερες και οικονομικώς σημαντικότερες από τις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής. Εάν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών ή ειδικό μέσο πληρωμών, απαιτείται σύμβαση-πλαίσιο. Επομένως, οι απαιτήσεις εκ των προτέρων ενημέρωσης για τις συμβάσεις-πλαίσια θα πρέπει να είναι πολύ διεξοδικές και οι πληροφορίες θα πρέπει πάντα να παρέχονται είτε σε έγχαρτη μορφή είτε σε άλλο σταθερό μέσο, όπως τα αποσπάσματα λογαριασμών που εκτυπώνονται από ειδικούς εκτυπωτές, τα CD-ROM, τα DVD, οι σκληροί δίσκοι προσωπικών υπολογιστών στους οποίους μπορεί να αποθηκεύεται το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, και οι ιστοσελίδες, εφόσον οι ιστοσελίδες αυτές είναι προσιτές κατά τρόπο που να επιτρέπει τη μελλοντική πρόσβαση στις αποθηκευμένες πληροφορίες, για χρονικό διάστημα επαρκές για την πληροφόρηση, και εφόσον οι ιστοσελίδες αυτές επιτρέπουν την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών. Ωστόσο, ο τρόπος παροχής εκ των υστέρων πληροφόρησης σχετικά με τις εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμής θα πρέπει να μπορεί να συμφωνείται στη σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, π.χ. να συμφωνείται ότι, στις τραπεζικές εργασίες μέσω του διαδικτύου, όλες οι πληροφορίες για τον λογαριασμό πληρωμών παρέχονται σε απευθείας ηλεκτρονική σύνδεση (online).

(58)

Στις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής, μόνο οι ουσιώδεις πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται πάντα με ιδία πρωτοβουλία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Δεδομένου ότι ο πληρωτής είναι συνήθως παρών όταν δίνει την εντολή πληρωμής, δεν θα πρέπει είναι απαραίτητο να απαιτείται πάντα η παροχή πληροφοριών σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρέχει τις πληροφορίες προφορικά χωρίς διατυπώσεις ή να τις καθιστά προσβάσιμες με άλλο τρόπο, π.χ. με την αναγραφή των όρων σε πίνακα ανακοινώσεων στην επαγγελματική του στέγη. Θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμη ενημέρωση σχετικά με το πού βρίσκονται άλλες διεξοδικότερες πληροφορίες, π.χ. στην ιστοσελίδα. Ωστόσο, εάν το ζητήσει ο καταναλωτής, οι ουσιώδεις πληροφορίες θα πρέπει να του δίδονται επίσης σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο.

(59)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει το δικαίωμα των καταναλωτών να τους παρέχονται ατελώς οι σχετικές πληροφορίες προτού δεσμευθούν από οποιαδήποτε σύμβαση υπηρεσίας πληρωμών. Οι καταναλωτές θα πρέπει επίσης να μπορούν να ζητήσουν προηγούμενη πληροφόρηση καθώς και τη σύμβαση-πλαίσιο σε έγχαρτη μορφή, ατελώς, σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, έτσι ώστε να μπορούν τόσο να συγκρίνουν τις υπηρεσίες των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και τους όρους τους όσο και, σε περίπτωση διαφοράς, να εξακριβώνουν τα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του, ώστε να διατηρείται υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να είναι σύμφωνες με την οδηγία 2002/65/ΕΚ. Οι συγκεκριμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την ατελή ενημέρωση δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στην επιβολή χρέωσης για την παροχή πληροφοριών στους καταναλωτές δυνάμει άλλων εφαρμοστέων οδηγιών.

(60)

Ο τρόπος με τον οποίον θα πρέπει να δίνονται οι απαιτούμενες πληροφορίες από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες του χρήστη αυτού καθώς και τις πρακτικές τεχνικές πτυχές και την οικονομική αποδοτικότητα ανάλογα με την κατάσταση όσον αφορά τη συμφωνία στη σχετική σύμβαση υπηρεσιών πληρωμών. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επομένως να διακρίνει μεταξύ δύο τρόπων με τους οποίους ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών πρέπει να παράσχει πληροφορίες: είτε οι πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται ήτοι να κοινοποιούνται όντως από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών την κατάλληλη στιγμή όπως απαιτείται από την παρούσα οδηγία χωρίς όχληση εκ μέρους του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, ή οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών στη βάση αιτήματος για πρόσθετη πληροφόρηση. Στη δεύτερη κατάσταση, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να αναλαμβάνει συγκεκριμένη πρωτοβουλία για πρόσβαση στις πληροφορίες π.χ. υποβάλλοντας ρητό αίτημα στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, συνδεόμενος με θυρίδα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τραπεζικού λογαριασμού ή εισάγοντας μια τραπεζική κάρτα σε εκτυπωτή αντιγράφων κίνησης λογαριασμού. Για τους σκοπούς αυτούς, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να μεριμνά ώστε η πρόσβαση στις πληροφορίες να είναι δυνατή και οι πληροφορίες να είναι διαθέσιμες στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών.

(61)

Θα πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή οι βασικές πληροφορίες για τις εκτελούμενες πράξεις πληρωμής χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση. Σε περίπτωση μεμονωμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν θα πρέπει να χρεώνει χωριστά την εν λόγω ενημέρωση. Ομοίως, η συνακόλουθη ενημέρωση για τις πράξεις πληρωμής δυνάμει σύμβασης-πλαισίου θα πρέπει επίσης να παρέχεται σε μηνιαία βάση ατελώς. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της διαφάνειας στην τιμολόγηση και τις διαφορετικές ανάγκες των πελατών, τα μέρη θα πρέπει να μπορούν να συμφωνούν μια χρέωση για μια συχνότερη ή πρόσθετη ενημέρωση. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορετικές εθνικές πρακτικές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν τα μηνιαία έντυπα αντίγραφα κίνησης λογαριασμού πληρωμών σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο να παρέχονται πάντα ατελώς.

(62)

Για να διευκολύνεται η κινητικότητα των πελατών, θα πρέπει να παρέχεται στους καταναλωτές η δυνατότητα να καταγγέλλουν χωρίς επιβάρυνση μια σύμβαση-πλαίσιο. Ωστόσο, για τις συμβάσεις που καταγγέλλονται από τον καταναλωτή σε λιγότερο από έξι μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τέλη σύμφωνα με τις δαπάνες που προκύπτουν από την καταγγελία της σύμβασης-πλαισίου από τον καταναλωτή. Για τους καταναλωτές, η προθεσμία προειδοποίησης δεν θα πρέπει να συμφωνηθεί μεγαλύτερη του ενός μηνός, και, για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, μικρότερη των δύο μηνών. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών να θέτει τέρμα στη σύμβαση υπηρεσιών πληρωμών σε εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμει άλλων σχετικών πράξεων ενωσιακού ή εθνικού δικαίου, όπως αυτές για το ξέπλυμα χρημάτων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τυχόν ενέργειες που αφορούν τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων ή συγκεκριμένα μέτρα που συνδέονται με την πρόληψη και τη διερεύνηση εγκλημάτων.

(63)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει, προς το συμφέρον του καταναλωτή, να μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν περιορισμούς ή απαγορεύσεις σε μονομερείς αλλαγές των όρων μιας σύμβασης-πλαισίου, επί παραδείγματι εάν δεν υπάρχει δικαιολογημένη αιτία για τη συγκεκριμένη αλλαγή.

(64)

Οι συμβατικές διατάξεις δεν θα πρέπει να έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη διάκριση σε βάρος των καταναλωτών που διαμένουν νόμιμα στην Ένωση, λόγω της υπηκοότητας ή του τόπου διαμονής τους. Για παράδειγμα, αν μια σύμβαση-πλαίσιο προβλέπει το δικαίωμα αναστολής της χρήσης του μέσου πληρωμών για αντικειμενικώς αιτιολογημένους λόγους, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί το εν λόγω δικαίωμα για τον λόγο και μόνον ότι ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών έχει αλλάξει τον τόπο διαμονής του εντός της Ένωσης.

(65)

Όσον αφορά τις χρεώσεις, η εμπειρία έχει δείξει ότι ο καταμερισμός των χρεώσεων μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου είναι το πιο αποτελεσματικό σύστημα γιατί διευκολύνει την αυτοματοποιημένη επεξεργασία των πληρωμών. Θα πρέπει συνεπώς, υπό κανονικές συνθήκες, να προβλέπεται η άμεση είσπραξη των χρεώσεων από τον πληρωτή και το δικαιούχο εκ μέρους των αντίστοιχων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Το ύψος των τυχόν χρεώσεων μπορεί να είναι και μηδενικό, δεδομένου ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να θίγουν την πρακτική κατά την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν χρεώνει τους καταναλωτές για την πίστωση των λογαριασμών τους. Ομοίως, ανάλογα με τους όρους της σύμβασης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να χρεώνει μόνο τον δικαιούχο (έμπορο) για τη χρήση της υπηρεσίας πληρωμής, οπότε προκύπτει μηδενική χρέωση του πληρωτή. Είναι δυνατό τα συστήματα πληρωμής να επιβάλουν χρεώσεις υπό μορφή συνδρομής. Οι διατάξεις για το μεταφερόμενο ποσό ή τις τυχόν χρεώσεις δεν έχουν καμία άμεση επίδραση στην τιμολόγηση μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών ή τυχόν μεσαζόντων.

(66)

Οι διαφορετικές εθνικές πρακτικές χρεώσεων για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών («πρόσθετες χρεώσεις») έχουν οδηγήσει σε ακραία ετερογένεια στην αγορά πληρωμών της Ένωσης και έχουν γίνει πηγή σύγχυσης για τους καταναλωτές, ιδίως στο ηλεκτρονικό εμπόριο και σε διασυνοριακό πλαίσιο. Έμποροι οι οποίοι βρίσκονται σε κράτη μέλη όπου επιτρέπεται η πρόσθετη χρέωση προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες σε κράτη μέλη όπου η πρόσθετη χρέωση απαγορεύεται και επιβάλλουν πρόσθετη χρέωση στον καταναλωτή. Υπάρχουν επίσης πολλά παραδείγματα εμπόρων που επιβάλλουν στους καταναλωτές πρόσθετες χρεώσεις σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το κόστος που επιβάρυνε τους ίδιους για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών. Επιπλέον, ένα ισχυρό επιχείρημα για την αναθεώρηση των πρακτικών πρόσθετων χρεώσεων στηρίζεται στο γεγονός ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 θεσπίζει κανόνες για τις διατραπεζικές προμήθειες για πληρωμές με κάρτα. Οι διατραπεζικές προμήθειες αποτελούν το κύριο στοιχείο των εμπορικών χρεώσεων για κάρτες και πληρωμές με κάρτα. Η επιβολή πρόσθετων χρεώσεων είναι η κύρια πρακτική που χρησιμοποιείται ενίοτε από τους εμπόρους για την αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους των πληρωμών με κάρτα. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 επιβάλλει περιορισμούς στο επίπεδο των διατραπεζικών προμηθειών. Οι εν λόγω περιορισμοί θα ισχύσουν πριν από την απαγόρευση που θεσπίζεται με την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να αποτρέψουν τους δικαιούχους από το να ζητούν χρέωση για τη χρήση μέσων πληρωμών, για τα οποία οι διατραπεζικές προμήθειες διέπονται από το κεφάλαιο ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.

(67)

Μολονότι η παρούσα οδηγία αναγνωρίζει τη σημασία των ιδρυμάτων πληρωμών, τα πιστωτικά ιδρύματα παραμένουν η κύρια πύλη για τους καταναλωτές για την αποδοχή πράξεων πληρωμής. Η έκδοση μέσου πληρωμών με κάρτα από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, είτε πιστωτικό ίδρυμα είτε ίδρυμα πληρωμών, άλλον από εκείνον που εξυπηρετεί τον λογαριασμό του πελάτη θα εξασφαλίσει αυξημένο ανταγωνισμό στην αγορά και, κατά συνέπεια, περισσότερες επιλογές και καλύτερες προσφορές για τους καταναλωτές. Ενώ σήμερα η πλειονότητα των πληρωμών στο σημείο πώλησης βασίζονται σε κάρτα, ο υπάρχον βαθμός καινοτομίας στον τομέα των πληρωμών θα μπορούσε να οδηγήσει στην ταχεία εμφάνιση νέων διαύλων πληρωμών κατά τα προσεχή έτη. Για αυτόν τον λόγο είναι σκόπιμο, κατά την επανεξέταση της παρούσας οδηγίας, να δοθεί από την Επιτροπή ιδιαίτερη προσοχή στις εν λόγω εξελίξεις και στην ενδεχόμενη ανάγκη να αναθεωρηθεί το πεδίο εφαρμογής της διάταξης για την επιβεβαίωση σχετικά με τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων. Σε ό,τι αφορά τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμής με κάρτα, ιδίως χρεωστικές κάρτες, η λήψη επιβεβαίωσης σχετικά με τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων στον λογαριασμό του πελάτη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού θα μπορούσε να επιτρέψει στον εκδότη του μέσου να διαχειριστεί καλύτερα και να μειώσει τον πιστωτικό του κίνδυνο. Συγχρόνως, η εν λόγω επιβεβαίωση δεν θα πρέπει να επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να δεσμεύει κεφάλαια στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή.

(68)

Με τη χρήση της κάρτας ή του μέσου πληρωμών με κάρτα για την πραγματοποίηση πληρωμής ενεργοποιείται συχνά η δημιουργία μηνύματος που επιβεβαιώνει ότι τα κεφάλαια είναι διαθέσιμα και εκτελούνται δύο επακόλουθες πράξεις πληρωμής. Η πρώτη πράξη εκτελείται μεταξύ του εκδότη και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του εμπόρου, ενώ η δεύτερη, συνήθως η άμεση χρέωση, εκτελείται μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή και του εκδότη. Οι δύο πράξεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως κάθε άλλη ισοδύναμη συναλλαγή. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδουν μέσα πληρωμής με κάρτα θα πρέπει να απολαύουν των ίδιων δικαιωμάτων και να υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία, ανεξάρτητα από το αν αποτελούν τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή, ιδίως όσον αφορά την ευθύνη τους (π.χ. έλεγχος γνησιότητας) και τις υποχρεώσεις τους έναντι των διαφόρων φορέων της αλυσίδας πληρωμών. Δεδομένου ότι το αίτημα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και η επιβεβαίωση σχετικά με τη διαθεσιμότητα των κεφαλαίων μπορούν να γίνουν μέσω των υφιστάμενων ασφαλών διαύλων επικοινωνίας και των υφιστάμενων τεχνικών διαδικασιών και υποδομών για την επικοινωνία μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής ή των παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, τηρώντας παράλληλα τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας, δεν θα πρέπει να υπάρχει πρόσθετο κόστος για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ή τους κατόχους καρτών. Επιπλέον, ανεξάρτητα από το αν η πράξη πληρωμής εκτελείται σε διαδικτυακό περιβάλλον (στον δικτυακό τόπο του εμπόρου) ή σε κατάστημα λιανικής πώλησης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού θα πρέπει να υποχρεούται να παράσχει την επιβεβαίωση που ζητείται από τον εκδότη μόνον όταν οι λογαριασμοί που τηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού είναι ηλεκτρονικά προσβάσιμοι για την εν λόγω επιβεβαίωση τουλάχιστον μέσω διαδικτύου. Δεδομένης της ειδικής φύσης του ηλεκτρονικού χρήματος, ο μηχανισμός αυτός δεν θα πρέπει να μπορεί να εφαρμόζεται σε πράξεις πληρωμής που δρομολογούνται μέσω εργαλείων πληρωμής με κάρτα στα οποία αποθηκεύεται ηλεκτρονικό χρήμα, κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 2009/110/ΕΚ.

(69)

Η υποχρέωση ασφαλούς φύλαξης των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας είναι υψίστης σημασίας για την προστασία των κεφαλαίων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και για τον περιορισμό των κινδύνων που συνδέονται με περιπτώσεις απάτης και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης σε λογαριασμό πληρωμών. Ωστόσο, οι όροι και οι προϋποθέσεις ή άλλες υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας δεν θα πρέπει να καταρτίζονται κατά τρόπο που να εμποδίζει τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών να αξιοποιούν τις υπηρεσίες που προσφέρονται από άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών και των υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού. Περαιτέρω, αυτοί οι όροι και προϋποθέσεις δεν θα πρέπει να περιλαμβάνουν ρήτρες που θα δυσχεραίνουν με οποιονδήποτε τρόπο τη χρήση των υπηρεσιών πληρωμών άλλων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή καταχωριστεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(70)

Προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι και οι συνέπειες των μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένων πράξεων πληρωμής, ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να ενημερώνει, το συντομότερο δυνατόν, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σχετικά με τυχόν αμφισβητήσεις εικαζόμενων μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένων πράξεων πληρωμής υπό την προϋπόθεση ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληροφόρησης που υπέχει σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Εάν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών τηρήσει την προθεσμία αυτήν, θα πρέπει να μπορεί να ασκεί τις εν λόγω αξιώσεις, με την επιφύλαξη των εθνικών περιόδων παραγραφής. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να μην επηρεάσει άλλες αξιώσεις μεταξύ χρηστών και παρόχων υπηρεσιών.

(71)

Σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να επιστρέφει αμέσως το ποσό της εν λόγω πράξης στον πληρωτή. Ωστόσο, όταν υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι πρόκειται για μη εγκεκριμένη πράξη που προκύπτει από δόλια συμπεριφορά του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και όταν η εν λόγω υπόνοια στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους που γνωστοποιούνται στην αρμόδια εθνική αρχή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργεί, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, έρευνα πριν από την επιστροφή του ποσού στον πληρωτή. Προκειμένου να προστατευτεί ο πληρωτής από οποιαδήποτε επιβάρυνση, η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του επιστρεπτέου ποσού δεν επιτρέπεται να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία το ποσό έχει χρεωθεί. Για να δοθεί κίνητρο στον χρήστη των υπηρεσιών να γνωστοποιεί στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τυχόν κλοπή ή απώλεια του μέσου πληρωμών και να περιορίζεται έτσι ο κίνδυνος διενέργειας μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, θα πρέπει να φέρει την ευθύνη μόνο ενός περιορισμένου ποσού, εκτός εάν έχει ενεργήσει με δόλο ή βαριά αμέλεια. Στο πλαίσιο αυτό, το ποσό των 50 EUR φαίνεται να είναι επαρκές ώστε να διασφαλίζεται η εναρμονισμένη και υψηλού επιπέδου προστασία των χρηστών στο εσωτερικό της Ένωσης. Δεν θα πρέπει να υπάρχει ευθύνη όταν ο πληρωτής δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών. Επιπλέον, άπαξ οι χρήστες ενημερώσουν τον πάροχο για τον κίνδυνο δόλιας χρήσης του μέσου επαλήθευσης πληρωμών, οι χρήστες υπηρεσιών πληρωμών δεν θα πρέπει να είναι υπόχρεοι να καλύψουν περαιτέρω ζημίες που απορρέουν από τη μη εγκεκριμένη χρήση του εν λόγω μέσου. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει υπό την επιφύλαξη της ευθύνης των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών για την τεχνική ασφάλεια των προϊόντων τους.

(72)

Για να εκτιμηθεί αν υπάρχει αμέλεια ή βαριά αμέλεια του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις. Τα αποδεικτικά στοιχεία και ο βαθμός της καταγγελλόμενης αμέλειας θα πρέπει να αξιολογούνται βάσει του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, ενώ η έννοια της αμέλειας συνεπάγεται παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, με τον όρο βαριά αμέλεια θα πρέπει να νοείται κάτι βαρύτερο από την απλή αμέλεια, που θα αφορά μορφές συμπεριφοράς που παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό έλλειψης επιμέλειας, παραδείγματος χάριν η περίπτωση όπου τα διαπιστευτήρια που χρησιμοποιούνται για την έγκριση πράξης πληρωμής φυλάσσονται δίπλα στο μέσο πληρωμής κατά τρόπο ανοικτό και ευχερώς ανιχνεύσιμο από τρίτους. Οι συμβατικοί όροι και οι όροι παροχής και χρήσης ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών που θα συνεπάγονταν αύξηση του βάρους της απόδειξης έναντι του καταναλωτή ή μείωση του βάρους της απόδειξης έναντι του εκδότη, θα πρέπει να θεωρούνται άκυροι. Εξάλλου, σε ειδικές περιπτώσεις και ιδίως στις περιπτώσεις όπου το μέσο πληρωμής δεν είναι παρόν στο σημείο πώλησης, όπως στην περίπτωση των ηλεκτρονικών πληρωμών, είναι σκόπιμο να απαιτείται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει αποδείξεις της καταγγελλόμενης αμέλειας, δεδομένου ότι τα μέσα που διαθέτει ο πληρωτής είναι πολύ περιορισμένα σε αυτές τις περιπτώσεις.

(73)

Θα πρέπει να προβλέπεται η κατανομή των ζημιών σε περίπτωση μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής. Διαφορετικές διατάξεις μπορούν να ισχύουν για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών οι οποίοι δεν είναι καταναλωτές, δεδομένου ότι οι χρήστες αυτοί βρίσκονται κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να εκτιμήσουν τον κίνδυνο απάτης και να λάβουν τα αντισταθμιστικά μέτρα. Προκειμένου να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, οι πληρωτές πρέπει πάντοτε να έχουν το δικαίωμα να απευθύνουν την αξίωσή τους για επιστροφή χρηματικών ποσών προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού τους, ακόμη και όταν πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών συμμετέχει στην πράξη πληρωμής. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη του καταμερισμού των ευθυνών μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών.

(74)

Στην περίπτωση των υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και των εμπλεκόμενων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να αρμόζουν στην παρεχόμενη υπηρεσία. Συγκεκριμένα, ο επιμερισμός της ευθύνης μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που τηρεί τον λογαριασμό και του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής που εμπλέκεται στη συναλλαγή θα πρέπει να τους υποχρεώνει να αναλάβουν την ευθύνη για τα αντίστοιχα μέρη της συναλλαγής, που είναι υπό τον έλεγχό τους.

(75)

Η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών σε περιπτώσεις πράξεων πληρωμής βάσει κάρτας όπου το ακριβές ποσόν της πράξης δεν είναι γνωστό κατά τη στιγμή που ο πληρωτής συναινεί στην εκτέλεση της πράξης πληρωμής, επί παραδείγματι σε αυτόματα πρατήρια καυσίμων, σε συμβάσεις μίσθωσης αυτοκινήτων ή όταν προβαίνει σε κρατήσεις ξενοδοχείων. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να δεσμεύει κεφάλαια στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, μόνον αν ο πληρωτής έχει συναινέσει στο ακριβές ποσόν που πρόκειται να δεσμευθεί, το οποίο ποσόν θα πρέπει να αποδεσμεύεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη λήψη των πληροφοριών σχετικά με το ακριβές ποσόν της πράξης πληρωμής και το αργότερο αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής.

(76)

Ο SEPA στοχεύει στην περαιτέρω ανάπτυξη κοινών υπηρεσιών πληρωμών εντός της Ένωσης, οι οποίες θα αντικαταστήσουν τις υφιστάμενες εθνικές υπηρεσίες όσον αφορά τις πληρωμές σε ευρώ. Με σκοπό να εξασφαλιστεί η πλήρης μετάβαση στις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις εντός της Ένωσης, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 προβλέπει τεχνικές και επιχειρηματικές απαιτήσεις για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ. Όσον αφορά τις άμεσες χρεώσεις, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει ότι ο πληρωτής δίνει τη συγκατάθεσή του τόσο στον δικαιούχο όσο και στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή (άμεσα ή έμμεσα μέσω του δικαιούχου) και οι εν λόγω εντολές, μαζί με τις μετέπειτα τροποποιήσεις ή την ακύρωση, φυλάσσονται από τον δικαιούχο ή από τρίτο για λογαριασμό του δικαιούχου. Το υπάρχον και, μέχρι στιγμής, μοναδικό πανευρωπαϊκό καθεστώς άμεσης χρέωσης για καταναλωτικές πληρωμές σε ευρώ, το οποίο διαμορφώθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Πληρωμών, βασίζεται στην αρχή ότι η εντολή εκτέλεσης άμεσης χρέωση δίδεται από τον πληρωτή στον δικαιούχο και, μαζί με τις μετέπειτα τροποποιήσεις ή την ακύρωση, φυλάσσονται από τον δικαιούχο. Η εντολή μπορεί επίσης να φυλάσσεται από τρίτον για λογαριασμό του δικαιούχου. Για να εξασφαλιστεί ευρεία υποστήριξη του κοινού στον SEPA και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή εντός του SEPA, το υπάρχον πανευρωπαϊκό καθεστώς άμεσης χρέωσης προβλέπει άνευ όρων δικαίωμα επιστροφής για τις εξουσιοδοτημένες πληρωμές. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό, η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο να προβλέψει άνευ όρων δικαίωμα επιστροφής, ως γενική απαίτηση για όλες τις πράξεις άμεσης χρέωσης σε ευρώ εντός της Ένωσης.

Ωστόσο, παράλληλα με τον SEPA, εξακολουθούν να υπάρχουν παλαιότερα συστήματα άμεσης χρέωσης εκτός ευρώ στα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ. Τα εν λόγω συστήματα αποδεικνύονται αποτελεσματικά ενώ εξασφαλίζουν το ίδιο υψηλό επίπεδο προστασίας στον πληρωτή με άλλα μέσα διαφύλαξης, τα οποία δεν βασίζονται πάντοτε στο άνευ όρων δικαίωμα επιστροφής. Στην περίπτωση αυτή ο πληρωτής θα πρέπει να προστατεύεται από τον γενικό κανόνα για την επιστροφή, όταν η εκτελούμενη πράξη πληρωμής υπερβαίνει το ευλόγως αναμενόμενο ποσό. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν κανόνες που αφορούν το δικαίωμα επιστροφής που θα είναι ευνοϊκότεροι για τον πληρωτή. Υπάρχει πραγματική ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα άμεσης χρέωσης σε ευρώ στο πλαίσιο του SEPA, όπως φαίνεται από τη συνεχιζόμενη ύπαρξη ορισμένων παλαιότερων υπηρεσιών πληρωμών σε ευρώ σε ορισμένα κράτη μέλη. Θα ήταν σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας να επιτρέπεται να συμφωνούν ο πληρωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή σε σύμβαση-πλαίσιο ότι ο πληρωτής δεν δικαιούται επιστροφή σε καταστάσεις στις οποίες ο πληρωτής προστατεύεται, είτε διότι έχει δώσει τη συγκατάθεσή του να εκτελεστεί πράξη απευθείας στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του, μεταξύ άλλων όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου, είτε διότι, κατά περίπτωση, οι πληροφορίες για τη μελλοντική πράξη πληρωμής έχουν παρασχεθεί ή τεθεί στη διάθεση του πληρωτή, κατά συμφωνηθέντα τρόπο, τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή από τον δικαιούχο. Σε κάθε περίπτωση, ο πληρωτής θα πρέπει πάντοτε να προστατεύεται από τον γενικό κανόνα επιστροφής στην περίπτωση μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής ή πράξεων πληρωμής που έχουν εκτελεστεί εσφαλμένα.

(77)

Για τον χρηματοοικονομικό σχεδιασμό και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων έγκαιρης πληρωμής, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν βεβαιότητα για το χρόνο που απαιτεί η εκτέλεση μιας εντολής πληρωμής. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει, επομένως, να εισάγει ένα χρονικό σημείο μετά το οποίο αρχίζουν να ισχύουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, δηλαδή ένα χρονικό σημείο κατά το οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών λαμβάνει την εντολή πληρωμής, μεταξύ άλλων και τη στιγμή κατά την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε τη δυνατότητα να τη λάβει με μέσο επικοινωνίας που συμφωνείται στο πλαίσιο της σύμβασης υπηρεσίας πληρωμών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προηγούμενη συμμετοχή στη διαδικασία που καταλήγει στη δημιουργία και τη διαβίβαση της εντολής πληρωμής, π.χ. ασφάλεια και διαθεσιμότητα ελέγχων επάρκειας κεφαλαίων, πληροφορίες για τη χρήση του ΡΙΝ, έκδοση υπόσχεσης πληρωμής. Επιπλέον, λήψη της εντολής πληρωμής θα πρέπει να είναι η στιγμή που ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή λαμβάνει την εντολή πληρωμής προς χρέωση από τον λογαριασμό του πληρωτή. Η ημέρα ή η στιγμή κατά την οποία δικαιούχος διαβιβάζει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του εντολές είσπραξης π.χ. των πληρωμών κάρτας ή άμεσων χρεώσεων ή όταν στον δικαιούχο χορηγείται προχρηματοδότηση για τα σχετικά ποσά από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του μέσω ενδεχόμενης πίστωσης στον λογαριασμό του δεν θα πρέπει να έχει σημασία εν προκειμένω. Οι χρήστες θα πρέπει να μπορούν να προσδοκούν την ορθή εκτέλεση μιας πλήρους και έγκυρης εντολής πληρωμής, εφόσον ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν έχει κανένα συμβατικό ή νομικό λόγο να την αρνηθεί. Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνηθεί την εκτέλεση εντολής πληρωμής, η άρνηση και ο λόγος της άρνησης θα πρέπει να κοινοποιούνται στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών με την πρώτη ευκαιρία, υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου. Όταν η σύμβαση-πλαίσιο προβλέπει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει τέλος για την άρνηση, το εν λόγω τέλος θα πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικά και να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερο.

(78)

Λόγω της ταχύτητας με την οποία τα σύγχρονα, πλήρως αυτοματοποιημένα, συστήματα διεκπεραιώνουν τις πράξεις πληρωμής, ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο οι εντολές πληρωμής είναι αδύνατο να ανακληθούν χωρίς υψηλό κόστος ανθρώπινης παρέμβασης. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίος ο καθορισμός σαφούς προθεσμίας ανάκλησης. Ωστόσο, αναλόγως του είδους της υπηρεσίας πληρωμών και της εντολής πληρωμής, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα η προθεσμία ανάκλησης να είναι διαφορετική κατόπιν συμφωνίας των μερών. Η ανάκληση, στο εν λόγω πλαίσιο, θα πρέπει να ισχύει μόνον όσον αφορά τη σχέση ενός χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και, κατά συνέπεια, δεν θίγει το ανέκκλητο και τον οριστικό χαρακτήρα των πράξεων πληρωμής στα συστήματα πληρωμών.

(79)

Το ανέκκλητο των εντολών δεν θα πρέπει να επηρεάζει το δικαίωμα ή την υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών κατά τη νομοθεσία ορισμένων κρατών μελών, βάσει της σύμβασης-πλαισίου του πληρωτή ή των εθνικών νόμων, κανονισμών, διοικητικών διατάξεων ή κατευθυντήριων γραμμών, να επιστρέφει στον πληρωτή το ποσό εκτελεσθείσας πράξης πληρωμής σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του πληρωτή και του δικαιούχου. Η επιστροφή αυτή πρέπει να θεωρείται νέα εντολή πληρωμής. Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις, τυχόν νομική διαμάχη που προκύπτει στο πλαίσιο της σχέσης επί της οποίας βασίζεται η εντολή πληρωμής θα πρέπει να διευθετείται μόνον μεταξύ του πληρωτή και του δικαιούχου.

(80)

Είναι απαραίτητο για την απολύτως ολοκληρωμένη και αυτοματοποιημένη επεξεργασία των πληρωμών, καθώς και για την ασφάλεια δικαίου περί την εκπλήρωση οποιασδήποτε υποκείμενης υποχρέωσης μεταξύ χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, να πιστώνεται στον λογαριασμό του δικαιούχου ολόκληρο το ποσό που μεταφέρει ο πληρωτής. Έτσι, κανείς απ’ όσους μεσολαβούν στην εκτέλεση των πράξεων πληρωμής δεν θα μπορεί να προβαίνει σε κρατήσεις από το μεταφερόμενο ποσό. Ο δικαιούχος θα μπορεί, ωστόσο, να συνάψει ρητή συμφωνία με τον πάροχο της υπηρεσίας πληρωμών η οποία επιτρέπει στον τελευταίο να παρακρατήσει τα έξοδά του. Εντούτοις, για να μπορεί ο δικαιούχος να επαληθεύει την ορθή καταβολή του οφειλόμενου ποσού, οι πληροφορίες που παρέχονται μετά την πράξη πληρωμής θα πρέπει να εμφανίζουν όχι μόνο το πλήρες ποσό που μεταβιβάστηκε αλλά και το ύψος των τυχόν εξόδων που έχουν παρακρατηθεί.

(81)

Τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας θα πρέπει να είναι μια φθηνή και εύχρηστη εναλλακτική λύση στην περίπτωση αγαθών και υπηρεσιών με χαμηλή τιμή και δεν θα πρέπει να βαρύνονται με υπερβολικές απαιτήσεις. Θα πρέπει, επομένως, να περιορίζονται στις ουσιώδεις πληροφορίες οι σχετικές απαιτήσεις πληροφόρησης, καθώς και οι κανόνες εκτέλεσης των εν λόγω πληρωμών, λαμβανομένων υπόψη επίσης των τεχνικών δυνατοτήτων που μπορούν ευλόγως να αναμένονται από μέσα που χρησιμοποιούνται μόνον για πληρωμές μικρής αξίας. Παρά το απλούστερο καθεστώς, οι χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να έχουν επαρκή προστασία, ενόψει των περιορισμένων κινδύνων που ενέχουν τα εν λόγω μέσα πληρωμών, ιδίως τα προπληρωμένα.

(82)

Για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να ορίζεται μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης μιας ημέρας για όλες τις εντολές πληρωμής τις οποίες πραγματοποιεί ο πληρωτής και που εκφράζονται σε ευρώ ή στο εθνικό νόμισμα κράτους μέλους που δεν έχει ως νόμισμα το ευρώ, περιλαμβανομένων των μεταφορών πίστωσης και των εμβασμάτων. Για όλες τις άλλες πληρωμές, όπως οι πληρωμές που πραγματοποιούνται εκ μέρους ή μέσω του δικαιούχου (μεταξύ άλλων άμεσες χρεώσεις και πληρωμές με κάρτα), εφόσον δεν υπάρχει ρητή συμφωνία μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του πληρωτή που προβλέπει παράταση του χρόνου εκτέλεσης, θα πρέπει να ισχύει η ίδια προθεσμία της μιας ημέρας. Οι εν λόγω προθεσμίες θα πρέπει να μπορούν να παρατείνονται κατά μία επιπλέον εργάσιμη ημέρα για τις εντολές πληρωμής που δίδονται εγγράφως, ώστε να καθίσταται δυνατή η αδιάκοπη παροχή υπηρεσιών πληρωμών στους καταναλωτές που είναι συνηθισμένοι μόνο στα έντυπα έγγραφα. Όταν χρησιμοποιείται σύστημα άμεσης χρέωσης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πρέπει να διαβιβάζει την εντολή είσπραξης εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε μεταξύ του δικαιούχου και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του, καθιστώντας δυνατή την τακτοποίησή της κατά τη συμφωνηθείσα προβλεπόμενη ημερομηνία. Δεδομένου ότι οι υποδομές πληρωμών είναι συχνά ιδιαίτερα αποτελεσματικές, θα πρέπει να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν κανόνες που προβλέπουν χρόνο εκτέλεσης συντομότερο της μιας εργάσιμης ημέρας, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, ώστε να αποφευχθεί τυχόν επιδείνωση των σημερινών συνθηκών παροχής υπηρεσιών.

(83)

Οι διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για ολόκληρο το ποσό και την προθεσμία εκτέλεσης θα πρέπει να αποτελούν ορθή πρακτική όταν ένας από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση.

(84)

Προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε μια εναρμονισμένη αγορά πληρωμών, είναι σημαντικό ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών να γνωρίζει τα πραγματικά κόστη και τις επιβαρύνσεις των υπηρεσιών πληρωμών. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να απαγορεύεται η χρήση μη διαφανών μεθόδων τιμολόγησης, αφού είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι μέθοδοι αυτές καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή για τον χρήστη τον προσδιορισμό της πραγματικής τιμής της υπηρεσίας πληρωμών. Συγκεκριμένα, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση ημερομηνιών αξίας που αποβαίνουν σε βάρος του χρήστη.

(85)

Η ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος πληρωμών εξαρτάται από την εμπιστοσύνη του χρήστη ότι ο πάροχος θα εκτελέσει την πράξη πληρωμής ορθά και εντός του συμφωνηθέντος χρόνου. Συνήθως, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι σε θέση να αποτιμήσει τους κινδύνους που συνεπάγεται η πράξη πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι εκείνος που παρέχει το σύστημα πληρωμών, φροντίζει για την ανάκληση εσφαλμένα μεταφερθέντων ή διατεθέντων χρηματικών ποσών και επιλέγει, στις περισσότερες περιπτώσεις, τους φορείς που μεσολαβούν στην εκτέλεση της συναλλαγής πληρωμής. Βάσει των παραπάνω εκτιμήσεων, είναι δικαιολογημένο, εκτός από μη συνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις, να θεωρείται ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αντικειμενικά υπεύθυνος για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής την οποία έχει αποδεχθεί από τον χρήστη, εκτός από τις πράξεις και τις παραλείψεις του παρόχου των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ο οποίος επελέγη αποκλειστικά από τον δικαιούχο. Ωστόσο, για να μη μείνει ο πληρωτής απροστάτευτος σε απίθανες περιστάσεις, όπου δεν είναι σαφές κατά πόσον το ποσό της πληρωμής παρελήφθη δεόντως από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, το αντίστοιχο βάρος της απόδειξης θα πρέπει να φέρει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή. Κατά κανόνα, μπορεί να αναμένεται ότι το ενδιάμεσο ίδρυμα, συνήθως «ουδέτερος» φορέας όπως μια κεντρική τράπεζα ή γραφείο συμψηφισμού, που μεταφέρει το ποσό της πληρωμής από τον αποστέλλοντα στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών θα αποθηκεύσει τα στοιχεία του λογαριασμού και θα είναι σε θέση να τα παρουσιάσει εφόσον απαιτηθεί. Όταν το ποσό πληρωμής έχει πιστωθεί στον λογαριασμό του λαμβάνοντος παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο δικαιούχος θα πρέπει να έχει αμέσως αξίωση κατά του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του για πίστωση στον λογαριασμό του.

(86)

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ήτοι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ή, κατά περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, θα πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη για την ορθή εκτέλεση της πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, του πλήρους ποσού της πράξης πληρωμής και του χρόνου εκτέλεσης, και την πλήρη ευθύνη για κάθε παράλειψη σε άλλα μέρη της αλυσίδας πληρωμών μέχρι τον λογαριασμό του δικαιούχου. Συνεπεία αυτής της ευθύνης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή θα πρέπει, όταν δεν πιστωθεί στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ολόκληρο το ποσό ή όταν πιστωθεί με καθυστέρηση, να διορθώνει την πράξη πληρωμής ή, χωρίς καθυστέρηση, να επιστρέφει στον πληρωτή το ποσό της πράξης, με την επιφύλαξη κάθε άλλης αξίωσης που είναι δυνατόν να εγερθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Λόγω της ευθύνης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πληρωτής ή ο δικαιούχος δεν θα πρέπει να επιβαρύνονται με τυχόν έξοδα που σχετίζονται με την εσφαλμένη πληρωμή. Σε περίπτωση μη εκτέλεσης, εσφαλμένης ή καθυστερημένης εκτέλεσης πράξεων πληρωμής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ημερομηνία αξίας των διορθωτικών πληρωμών των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών είναι πάντα ίδια με την ημερομηνία αξίας της ορθής εκτέλεσης.

(87)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αφορά μόνον συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Ωστόσο, για την ορθή λειτουργία των μεταφορών πιστώσεων και άλλων υπηρεσιών πληρωμών, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών και οι μεσάζοντές τους, όπως οι διεκπεραιωτές, θα πρέπει να διαθέτουν συμβάσεις, στις οποίες καθορίζονται τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Τα θέματα ευθύνης αποτελούν ουσιώδες μέρος αυτών των τυποποιημένων συμβάσεων. Προκειμένου να εξασφαλίζεται αξιοπιστία μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και μεσαζόντων που συμμετέχουν σε πράξη πληρωμής, απαιτείται η νομική βεβαιότητα ότι ένας μη υπεύθυνος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα αποζημιώνεται για τις ζημίες που υπέστη ή τα ποσά που κατέβαλε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί ευθύνης. Τα περαιτέρω δικαιώματα και λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο της προσφυγής και ο τρόπος διεκπεραίωσης αξιώσεων έναντι του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή του μεσάζοντος, οι οποίες οφείλονται σε εσφαλμένη πράξη πληρωμής, θα πρέπει να υπόκεινται σε συμφωνία.

(88)

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει αφενός να μπορεί να προσδιορίζει σαφώς τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εκτέλεση της εντολής πληρωμής. Αφετέρου, για να αποφευχθεί ο κατακερματισμός και να μην θιγεί η ενοποίηση των συστημάτων πληρωμών στην Ένωση, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να απαιτούν τη χρησιμοποίηση ειδικού μέσου ταυτοποίησης για τις πράξεις πληρωμής. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να απαγορεύει στα κράτη μέλη να απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή να ενεργεί με τη δέουσα επιμέλεια και να επαληθεύει, όπου υπάρχει τεχνική δυνατότητα και χωρίς να απαιτείται ανθρώπινη παρέμβαση, τη συνοχή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης και, εάν διαπιστώνεται ότι το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης δεν παρουσιάζει συνοχή, να αρνείται την εντολή πληρωμής και να ενημερώνει σχετικά τον πληρωτή. Η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να περιορίζεται στην ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής σύμφωνα με την εντολή του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών. Αν τα κεφάλαια στο πλαίσιο πράξης πληρωμής καταλήξουν σε λάθος αποδέκτη λόγω εσφαλμένου αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που παρέχει ο πληρωτής, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και του δικαιούχου δεν θα πρέπει να ευθύνονται, αλλά θα πρέπει να υποχρεούνται να συνεργαστούν καταβάλλοντας εύλογες προσπάθειες να ανακτηθούν τα κεφάλαια, μεταξύ άλλων με την κοινοποίηση συναφών πληροφοριακών στοιχείων.

(89)

Η παροχή υπηρεσιών πληρωμών από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να συνεπάγεται επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), οι εθνικοί κανόνες για τη μεταφορά της οδηγίας 95/46/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Πιο συγκεκριμένα, όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να προσδιορίζεται ο ακριβής σκοπός, να αναφέρεται η σχετική νομική βάση και να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις σχετικές απαιτήσεις ασφαλείας της οδηγίας 95/46/ΕΚ, θα πρέπει δε να τηρούνται οι αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας, του περιορισμού του σκοπού και της αναλογικής περιόδου διατήρησης δεδομένων. Επίσης, η προστασία των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και η προστασία των δεδομένων εξ ορισμού θα πρέπει να ενσωματωθούν σε όλα τα συστήματα επεξεργασίας δεδομένων που αναπτύσσονται και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

(90)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, της επιχειρηματικής ελευθερίας, του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και του δικαιώματος του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για το ίδιο αδίκημα. Η παρούσα οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(91)

Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών είναι υπεύθυνοι για τα μέτρα ασφαλείας. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα προς τους σχετικούς κινδύνους ασφαλείας. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο για τη μείωση των κινδύνων και τη διατήρηση αποτελεσματικών διαδικασιών διαχείρισης συμβάντων. Είναι σκόπιμο να συσταθεί τακτικός μηχανισμός υποβολής εκθέσεων προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών υποβάλλουν τακτικά στις αρμόδιες αρχές ενημερωμένη εκτίμηση των κινδύνων που αφορούν την ασφάλειά τους και τα μέτρα που έχουν λάβει προς αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών. Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι περιορίζονται στο ελάχιστο οι ζημίες σε χρήστες, σε άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ή σε συστήματα πληρωμών, όπως η ουσιαστική διαταραχή ενός συστήματος πληρωμών, είναι άκρως σημαντικό να απαιτείται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να αναφέρουν σημαντικά περιστατικά ασφάλειας στις αρμόδιες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Θα πρέπει να ανατεθεί συντονιστικός ρόλος στην ΕΑΤ.

(92)

Οι υποχρεώσεις αναφοράς περιστατικών ασφαλείας δεν θα πρέπει να θίγουν άλλες υποχρεώσεις αναφοράς περιστατικών που ορίζονται σε άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης και τυχόν απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τις υποχρεώσεις αναφοράς που επιβάλλουν άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και να είναι αναλογικές με αυτές.

(93)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστεί σαφές νομικό πλαίσιο το οποίο θα καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι πάροχοι υπηρεσιών κίνησης πληρωμής και οι πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους με τη συγκατάθεση του κατόχου του λογαριασμού, χωρίς να απαιτείται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να χρησιμοποιεί συγκεκριμένο επιχειρηματικό μοντέλο, βασιζόμενο είτε σε άμεση είτε σε έμμεση πρόσβαση, για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Οι πάροχοι υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και οι πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού αφενός και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, αφετέρου, θα πρέπει να τηρούν τις αναγκαίες απαιτήσεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων και την ασφάλεια, οι οποίες καθορίζονται από την παρούσα οδηγία ή αναφέρονται σε αυτήν ή περιλαμβάνονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα. Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να είναι συμβατά με τις διάφορες τεχνολογικές λύσεις που είναι διαθέσιμες. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφαλής επικοινωνία μεταξύ των σχετικών φορέων στο πλαίσιο των εν λόγω υπηρεσιών, η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να προσδιορίσει τις απαιτήσεις ως προς τα κοινά και ανοικτά πρότυπα επικοινωνίας που πρέπει να εφαρμόζονται από όλους τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού που επιτρέπουν την παροχή επιγραμμικών υπηρεσιών πληρωμών. Αυτό σημαίνει ότι τα εν λόγω ανοικτά πρότυπα θα πρέπει να διασφαλίζουν τη διαλειτουργικότητα των διαφόρων τεχνολογικών λύσεων επικοινωνίας. Τα εν λόγω κοινά και ανοικτά πρότυπα αυτά θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού έχει επίγνωση του γεγονότος ότι έρχεται σε επαφή μαζί του πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής ή πάροχος υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού και όχι ο ίδιος ο πελάτης. Τα πρότυπα θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και οι πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού επικοινωνούν με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού και με τους σχετικούς πελάτες με ασφαλή τρόπο. Κατά την επεξεργασία αυτών των απαιτήσεων, η ΕΑΤ θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι τα προς εφαρμογή πρότυπα πρέπει να επιτρέπουν τη χρήση όλων των κοινών ειδών συσκευών (όπως είναι οι υπολογιστές, οι ταμπλέτες και τα κινητά τηλέφωνα) για την εκτέλεση διαφόρων υπηρεσιών πληρωμών.

(94)

Κατά την ανάπτυξη των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την εξακρίβωση της γνησιότητας και την επικοινωνία, η ΕΑΤ θα πρέπει να αξιολογεί συστηματικά και να λαμβάνει υπόψη την πτυχή της ιδιωτικότητας, προκειμένου να προσδιορίζει τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε διαθέσιμη τεχνική επιλογή και τις λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι απειλές για την προστασία δεδομένων.

(95)

Η ασφάλεια των ηλεκτρονικών πληρωμών είναι θεμελιώδης για να διασφαλίζεται η προστασία των χρηστών και η ανάπτυξη ενός υγιούς περιβάλλοντος για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Όλες οι υπηρεσίες πληρωμών που προσφέρονται ηλεκτρονικά θα πρέπει να πραγματοποιούνται με ασφάλεια, υιοθετώντας τεχνολογίες ικανές να εγγυηθούν την ασφαλή εξακρίβωση της ταυτότητας του χρήστη και μείωση, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, του κινδύνου απάτης. Δεν φαίνεται να υφίσταται ανάγκη να εξασφαλισθεί το ίδιο επίπεδο προστασίας στις πράξεις πληρωμής που κινούνται και εκτελούνται με τρόπους άλλους από τη χρήση ηλεκτρονικής πλατφόρμας ή συσκευής, όπως οι έντυπες πράξεις πληρωμής, οι πωλήσεις δι’ αλληλογραφίας ή διά τηλεφώνου. Η σταθερή αύξηση των διαδικτυακών πληρωμών και των πληρωμών μέσω κινητού θα πρέπει να συνοδεύεται από γενικευμένη ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας. Οι υπηρεσίες πληρωμών που προσφέρονται μέσω διαδικτύου ή μέσω άλλων εξ αποστάσεως διαύλων, η λειτουργία των οποίων δεν εξαρτάται από τον τόπο όπου βρίσκονται η συσκευή που χρησιμοποιείται για να κινηθεί πράξη πληρωμής ή το χρησιμοποιηθέν μέσο πληρωμής, θα πρέπει, επομένως, να περιλαμβάνουν την εξακρίβωση της γνησιότητας των συναλλαγών μέσω δυναμικών κωδικών, προκειμένου να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ο χρήστης το ποσόν και τον δικαιούχο της πράξης πληρωμής που ο χρήστης εγκρίνει.

(96)

Τα μέτρα ασφαλείας θα πρέπει να είναι συμβατά με το επίπεδο κινδύνου που αφορά την υπηρεσία πληρωμών. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη φιλικών προς τον χρήστη και προσβάσιμων μέσων πληρωμών για πληρωμές χαμηλού κινδύνου, όπως πληρωμές χαμηλής αξίας χωρίς επαφή στο σημείο πώλησης, είτε μέσω κινητού τηλεφώνου είτε όχι, οι εξαιρέσεις ως προς την εφαρμογή των απαιτήσεων ασφαλείας θα πρέπει να προσδιορίζονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα. Ασφαλής χρήση των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας είναι αναγκαία για τον περιορισμό των κινδύνων από το «ηλεκτρονικό ψάρεμα» και άλλες δόλιες δραστηριότητες. Εν προκειμένω, ο χρήστης θα πρέπει να μπορεί να βασίζεται στη θέσπιση μέτρων που προστατεύουν το απόρρητο και την ακεραιότητα των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν, κατά κανόνα, συστήματα κρυπτογράφησης που βασίζονται σε ατομικές συσκευές του πληρωτή —μεταξύ άλλων διατάξεις ανάγνωσης καρτών ή κινητά τηλέφωνα— ή που παρέχονται στον πληρωτή από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού μέσω διαφορετικού διαύλου, όπως μέσω τηλεφωνικών μηνυμάτων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τα μέτρα αυτά, τα οποία περιλαμβάνουν κατά κανόνα συστήματα κρυπτογράφησης από τα οποία μπορούν να προκύψουν αναγνωριστικοί κωδικοί, όπως οι κωδικοί διέλευσης μιας χρήσης, είναι σε θέση να ενισχύσουν την ασφάλεια των πράξεων πληρωμής. Η χρήση αυτών των αναγνωριστικών κωδικών από χρήστες υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να θεωρείται συμβατή με τις υποχρεώσεις τους που σχετίζονται με μέσα πληρωμής και με τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας, ακόμη και όταν συμμετέχουν πάροχοι υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών ή πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού.

(97)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφασίσουν εάν οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί για τη χορήγηση αδειών στα ιδρύματα πληρωμών μπορούν επίσης να είναι αρμόδιες και για τις διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ).

(98)

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής των πελατών στα δικαστήρια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν ένα εύκολα προσιτό, επαρκές, ανεξάρτητο, αμερόληπτο, διαφανές και αποτελεσματικό μέσο ΕΕΔ μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στο πλαίσιο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) ορίζει ότι ο καταναλωτής δεν μπορεί να στερηθεί την προστασία που του παρέχεται από τους κανόνες δημόσιας τάξης της χώρας της συνήθους κατοικίας του μέσω οποιωνδήποτε συμβατικών όρων περί του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου. Εν όψει της δημιουργίας αποδοτικής και αποτελεσματικής διαδικασίας επίλυσης διαφορών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θέτουν σε εφαρμογή αποτελεσματική διαδικασία υποβολής παραπόνων την οποία να μπορούν να παρακολουθήσουν οι χρήστες υπηρεσιών πληρωμών τους, προτού η διαφορά παραπεμφθεί προς επίλυση σε ΕΕΔ ή ενώπιον του δικαστηρίου. Η διαδικασία υποβολής παραπόνων θα πρέπει να περιέχει σύντομες και σαφώς καθορισμένες προθεσμίες εντός των οποίων ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να απαντήσει στην καταγγελία. Τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίσουν ότι οι φορείς ΕΕΔ έχουν τις κατάλληλες ικανότητες ώστε να συνεργαστούν με επαρκή και αποτελεσματικό τρόπο σε διασυνοριακό επίπεδο σε θέματα διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(99)

Θα πρέπει να διασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικαίου που θα θεσπιστούν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Θα πρέπει συνεπώς να θεσπιστούν οι κατάλληλες διαδικασίες για την εξέταση των καταγγελιών κατά των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω διατάξεις και να επιβάλλονται, κατά περίπτωση, κατάλληλες, αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν αρμόδιες αρχές, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και οι οποίες δρουν ανεξάρτητα από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Για λόγους διαφάνειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις αρχές που έχουν οριστεί, με σαφή περιγραφή των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(100)

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής στα δικαστήρια ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν επίσης ότι ανατίθεται στις αρμόδιες αρχές η απαραίτητη εξουσία, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας επιβολής κυρώσεων, όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν συμμορφώνεται με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος υποτροπής ή άλλη ανησυχία σχετικά με τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών.

(101)

Είναι σημαντικό να ενημερώνονται οι καταναλωτές με τρόπο σαφή και κατανοητό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή θα πρέπει συνεπώς να εκδώσει φυλλάδιο σχετικά με τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις.

(102)

Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου σχετικά με τις συνέπειες της ευθύνης για τυχόν ανακρίβεια στη διατύπωση ή τη διαβίβαση δήλωσης.

(103)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις διατάξεις που αφορούν την επιβολή του ΦΠΑ στις υπηρεσίες πληρωμών της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου (25).

(104)

Στις περιπτώσεις όπου η παρούσα οδηγία μνημονεύει ποσά σε ευρώ, τα εν λόγω ποσά θα πρέπει να νοούνται ως το ισόποσο σε εθνικό νόμισμα των κρατών μελών που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ.

(105)

Χάριν ασφαλείας δικαίου, θα πρέπει να θεσπισθούν μεταβατικές διατάξεις που θα επιτρέψουν στα πρόσωπα τα οποία άρχισαν να ασκούν δραστηριότητα ιδρύματος πληρωμών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που μεταφέρει την οδηγία 2007/64/ΕΚ, πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, να συνεχίσουν τη δραστηριότητα αυτή στο οικείο κράτος μέλος για ορισμένο χρονικό διάστημα.

(106)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την προσαρμογή της αναφοράς στη σύσταση 2003/361/ΕΚ, όπου η σύσταση αυτή τροποποιείται, και όσον αφορά την επικαιροποίηση του μέσου ύψους των πράξεων πληρωμής που εκτελούνται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, το οποίο χρησιμοποιείται ως κατώτατο όριο για τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν την επιλογή της εξαίρεσης (εν μέρει) από τις απαιτήσεις αδειοδότησης για τα μικρότερα ιδρύματα πληρωμών, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός. Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(107)

Για να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να βασιστεί στην εμπειρία και τη στήριξη της ΕΑΤ, η οποία θα πρέπει να επιφορτιστεί με το καθήκον να εκπονεί τις κατευθυντήριες γραμμές και να προετοιμάζει τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για θέματα ασφαλείας σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών, ιδίως όσον αφορά την αυστηρή εξακρίβωση ταυτότητας πελάτη, καθώς και για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών και της σύστασης αδειοδοτημένων ιδρυμάτων πληρωμών σε άλλα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί ώστε να εγκρίνει αυτά τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων. Τα συγκεκριμένα αυτά καθήκοντα συνάδουν απολύτως με τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της ΕΑΤ, όπως προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(108)

Κατά την κατάρτιση των κατευθυντήριων γραμμών, των σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ οφείλει να εξασφαλίζει διαβούλευση με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων αυτών στην αγορά υπηρεσιών πληρωμών που εκπροσωπούν όλα τα σχετικά συμφέροντα. Αν είναι απαραίτητο για να ληφθεί υπόψη όλο το φάσμα απόψεων, η ΕΑΤ οφείλει να καταβάλλει ιδιαίτερες προσπάθειες για να λάβει γνώση των απόψεων σχετικών παραγόντων εκτός των τραπεζών.

(109)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η περαιτέρω ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των υπηρεσιών πληρωμών, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, διότι επιβάλλει την εναρμόνιση πληθώρας διαφορετικών κανόνων που ισχύουν σήμερα στα νομικά συστήματα των διαφόρων κρατών μελών, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεων, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(110)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (26), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύσουν, στις περιπτώσεις όπου αιτιολογείται, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

(111)

Ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 5 Δεκεμβρίου 2013 (27).

(112)

Οι οδηγίες 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως.

(113)

Δεδομένου του αριθμού των αλλαγών που πρέπει να επέλθουν στην οδηγία 2007/64/ΕΚ, κρίνεται σκόπιμη η κατάργηση και η αντικατάστασή της,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες διά των οποίων τα κράτη μέλη διακρίνουν μεταξύ των ακόλουθων κατηγοριών παρόχων υπηρεσιών πληρωμών:

α)

πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28), περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του εν λόγω κανονισμού, όταν τα εν λόγω υποκαταστήματα βρίσκονται στην Ένωση, είτε η έδρα τους βρίσκεται εντός της Ένωσης είτε, σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και με το εθνικό δίκαιο, εκτός της Ένωσης·

β)

ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, περιλαμβανομένων, σύμφωνα με το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας και το εθνικό δίκαιο, των υποκαταστημάτων τους, όταν τα εν λόγω υποκαταστήματα βρίσκονται στην Ένωση και η έδρα τους βρίσκεται εκτός της Ένωσης, και μόνο στον βαθμό που οι υπηρεσίες πληρωμών τις οποίες προσφέρουν τα εν λόγω υποκαταστήματα συνδέονται με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος·

γ)

γραφεία ταχυδρομικών επιταγών τα οποία εξουσιοδοτούνται βάσει του εθνικού δικαίου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών·

δ)

ιδρύματα πληρωμών·

ε)

η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών ή άλλων δημόσιων αρχών·

στ)

τα κράτη μέλη ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές τους όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημόσιων αρχών.

2.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει επίσης κανόνες που αφορούν:

α)

τη διαφάνεια των όρων και τις απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών· και

β)

τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αντιστοιχούν τόσο στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών όσο και στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις υπηρεσίες πληρωμών που παρέχονται εντός της Ένωσης.

2.   Οι τίτλοι ΙΙΙ και IV εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής στο νόμισμα του κράτους μέλους όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής βρίσκονται εντός της Ένωσης.

3.   Ο τίτλος ΙΙΙ εκτός από το άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 52 σημείο 2) στοιχείο ε) και το άρθρο 56 στοιχείο α), καθώς και ο τίτλος IV, εκτός από τα άρθρα 81 ως 86, εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής σε νόμισμα που δεν είναι νόμισμα του κράτους μέλους όταν τόσο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όσο και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής, βρίσκονται εντός της Ένωσης, σε ό,τι αφορά τα μέρη της πράξης πληρωμής που πραγματοποιούνται στην Ένωση.

4.   Ο τίτλος ΙΙΙ, εκτός από το άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 52 σημείο 2) στοιχείο ε) και σημείο 5) στοιχείο ζ) και το άρθρο 56 στοιχείο α), καθώς και ο τίτλος IV, εκτός από το άρθρο 62 παράγραφοι 2 και 4, τα άρθρα 76, 77, 81, 83 παράγραφος 1, 89 και 92 εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής σε όλα τα νομίσματα όταν μόνο ο ένας από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών βρίσκεται εντός της Ένωσης, σε ό,τι αφορά τα μέρη της πράξης πληρωμής που πραγματοποιούνται στην Ένωση.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν τα ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 σημεία 4) έως 23) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 3

Εξαιρέσεις

Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται:

α)

σε πράξεις πληρωμής που διενεργούνται αποκλειστικά σε μετρητά απευθείας από τον πληρωτή στον δικαιούχο, χωρίς καμία ενδιάμεση παρέμβαση·

β)

σε πράξεις πληρωμής από τον πληρωτή στον δικαιούχο μέσω εμπορικού αντιπροσώπου εξουσιοδοτημένου μέσω συμφωνίας να διαπραγματεύεται ή να συνάπτει την πώληση ή αγορά αγαθών ή υπηρεσιών εκ μέρους μόνο του πληρωτή ή μόνο του δικαιούχου·

γ)

στην κατ’ επάγγελμα υλική μεταφορά χαρτονομισμάτων και κερμάτων, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής, της επεξεργασίας και της παράδοσής τους·

δ)

σε πράξεις πληρωμής συνιστάμενες σε μη επαγγελματική συγκέντρωση και παράδοση μετρητών στο πλαίσιο μη κερδοσκοπικής ή φιλανθρωπικής δραστηριότητας·

ε)

σε υπηρεσίες κατά τις οποίες καταβάλλονται μετρητά από τον δικαιούχο στον πληρωτή ως μέρος πράξης πληρωμής, κατόπιν ρητής αίτησης του χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών αμέσως πριν την εκτέλεση πράξης πληρωμής μέσω πληρωμής για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών·

στ)

στις επιχειρήσεις μετατροπής συναλλάγματος, δηλαδή σε πράξεις «μετρητά αντί μετρητών» (cash to cash), όταν τα μετρητά δεν τηρούνται σε λογαριασμό πληρωμής·

ζ)

στις πράξεις πληρωμής που βασίζονται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα αξιόγραφα, τα οποία εκδίδονται επί του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για να τεθούν χρηματικά ποσά στη διάθεση του δικαιούχου:

i)

έντυπες επιταγές, σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης, της 19ης Μαρτίου 1931, με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις επιταγές·

ii)

έντυπες επιταγές, ανάλογες με εκείνες που αναφέρονται στο σημείο i), οι οποίες διέπονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών που δεν έχουν υπογράψει τη σύμβαση της Γενεύης, της 19ης Μαρτίου 1931, για τον ενιαίο νόμο για την επιταγή·

iii)

έντυπες εντολές πληρωμών, σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης, της 7ης Ιουνίου 1930, με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια·

iv)

έντυπες εντολές πληρωμών παρόμοιες με αυτές του σημείου ΙΙΙ) που διέπονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών που δεν είναι μέλη της σύμβασης της Γενεύης, της 7ης Ιουνίου 1930, με την οποία θεσπίζεται ενιαίος νόμος για τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια·

v)

έντυπα παραστατικά·

vi)

έντυπες ταξιδιωτικές επιταγές·

vii)

έντυπες ταχυδρομικές επιταγές όπως ορίζονται από την Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση·

η)

σε πράξεις πληρωμής που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συστήματος πληρωμών ή διακανονισμού τίτλων μεταξύ αντιπροσώπων διακανονισμού, κεντρικών αντισυμβαλλομένων, γραφείων συμψηφισμού και/ή κεντρικών τραπεζών και άλλων συμμετεχόντων στο σύστημα, και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, με την επιφύλαξη του άρθρου 35·

θ)

σε πράξεις πληρωμής που αφορούν την εξυπηρέτηση περιουσιακών στοιχείων αποτελούμενων από τίτλους, περιλαμβανομένων μερισμάτων, εισοδήματος ή άλλων διανεμόμενων ποσών, ή της εξαγοράς ή πώλησης, οι οποίες διενεργούνται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο η), ή από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή επιχειρήσεις διαχείρισης που παρέχουν υπηρεσίες επενδύσεων και κάθε άλλη οντότητα η οποία επιτρέπεται να φυλάσσει χρηματοοικονομικά μέσα·

ι)

στις υπηρεσίες παρόχων τεχνικών υπηρεσιών, οι οποίες υποστηρίζουν την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς ποτέ να περιέρχονται στην κατοχή τους τα υπό μεταφορά χρηματικά ποσά· στις υπηρεσίες αυτές περιλαμβάνονται η επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης και προστασίας της ιδιωτικής ζωής, η εξακρίβωση δεδομένων και οντοτήτων, η παροχή τεχνολογίας πληροφορικής (ΙΤ) και δικτύου επικοινωνιών, καθώς και η παροχή και συντήρηση τερματικών και συσκευών που χρησιμοποιούνται για υπηρεσίες πληρωμών, με εξαίρεση τις υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμών και τις υπηρεσίες παροχής πληροφοριών λογαριασμού·

ια)

στις υπηρεσίες οι οποίες βασίζονται σε συγκεκριμένα μέσα πληρωμών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο με περιορισμένο τρόπο και που πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

μέσα που επιτρέπουν στον κάτοχο να αποκτήσει αγαθά ή υπηρεσίες μόνο στην επαγγελματική στέγη που χρησιμοποιεί ο εκδότης ή εντός περιορισμένου δικτύου παρόχων υπηρεσιών στο πλαίσιο απευθείας εμπορικής συμφωνίας με επαγγελματία εκδότη ·

ii)

μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την απόκτηση ενός πολύ περιορισμένου φάσματος αγαθών ή υπηρεσιών·

iii)

μέσα που ισχύουν μόνο σε ένα κράτος μέλος, παρέχονται κατ’ αίτηση επιχείρησης ή οντότητας του δημόσιου τομέα και ρυθμίζονται από εθνική ή περιφερειακή δημόσια αρχή για ειδικούς κοινωνικούς ή φορολογικούς σκοπούς για την απόκτηση συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών από προμηθευτές που έχουν συνάψει εμπορική συμφωνία με τον εκδότη·

ιβ)

σε πράξεις πληρωμής από πάροχο δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών οι οποίες παρέχονται επιπλέον των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για συνδρομητή του δικτύου ή της υπηρεσίας:

i)

για την αγορά ψηφιακού περιεχομένου και φωνητικών υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τη συσκευή που χρησιμοποιείται για την αγορά ή την κατανάλωση του ψηφιακού περιεχομένου και χρεώνονται στον σχετικό λογαριασμό· ή

ii)

οι οποίες πραγματοποιούνται από ή μέσω ηλεκτρονικής συσκευής και χρεώνονται στον σχετικό λογαριασμό στο πλαίσιο φιλανθρωπικής δραστηριότητας ή για την αγορά εισιτηρίων·

υπό την προϋπόθεση ότι η αξία κάθε μεμονωμένης πράξης πληρωμής η οποία αναφέρεται στα σημεία i) και ii) δεν υπερβαίνει τα 50 EUR και:

η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής για έναν μεμονωμένο συνδρομητή δεν υπερβαίνει τα 300 EUR ανά μήνα, ή

όταν ο συνδρομητής προχρηματοδοτεί τον λογαριασμό του στον πάροχο ηλεκτρονικού επικοινωνιακού δικτύου ή υπηρεσίας, η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής δεν υπερβαίνει τα 300 EUR ανά μήνα·

ιγ)

σε πράξεις πληρωμής οι οποίες πραγματοποιούνται μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, αντιπροσώπων ή υποκαταστημάτων τους για ίδιο λογαριασμό·

ιδ)

σε πράξεις πληρωμής και σχετικές υπηρεσίες μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης ή μεταξύ θυγατρικών επιχειρήσεων της ίδιας μητρικής επιχείρησης, χωρίς καμία ενδιάμεση παρέμβαση παρόχου υπηρεσίας πληρωμών εκτός από επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο·

ιε)

σε υπηρεσίες ανάληψης μετρητών που προσφέρονται μέσω ΑΤΜ από παρόχους οι οποίοι ενεργούν εξ ονόματος ενός ή περισσότερων εκδοτών καρτών, οι οποίοι δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης-πλαισίου με τον πελάτη που αναλαμβάνει μετρητά από λογαριασμό πληρωμών, εφόσον οι πάροχοι αυτοί δεν παρέχουν άλλες υπηρεσίες πληρωμών όπως αναφέρονται στο παράρτημα Ι. Παρ’ όλα αυτά, παρέχεται στον πελάτη η πληροφόρηση σχετικά με τυχόν χρεώσεις των αναλήψεων που αναφέρεται στα άρθρα 45, 48, 49 και 59 προτού πραγματοποιηθεί η ανάληψη, καθώς και με τη λήψη των μετρητών στο τέλος της συναλλαγής μετά την ανάληψη.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

«κράτος μέλος προέλευσης»:

α)

το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών· ή

β)

εάν, βάσει του εθνικού δικαίου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν διαθέτει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του·

2)

«κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, πλην του κράτους μέλους προέλευσης, στο οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διαθέτει αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα, ή παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·

3)

«υπηρεσίες πληρωμών»: μία ή περισσότερες από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I·

4)

«ιδρύματα πληρωμών»: τα νομικά πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 11, να παρέχουν και να εκτελούν υπηρεσίες πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση·

5)

«πράξη πληρωμής»: πράξη η έναρξη της οποίας διενεργείται από τον πληρωτή ή για λογαριασμό του ή από τον δικαιούχο και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου·

6)

«εξ αποστάσεως πράξη πληρωμής»: πράξη πληρωμής η έναρξη της οποίας διενεργείται μέσω του διαδικτύου ή μέσω συσκευής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επικοινωνία εξ αποστάσεως·

7)

«σύστημα πληρωμών»: σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών το οποίο διέπεται από επίσημες τυποποιημένες διαδικασίες και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, τον συμψηφισμό και/ή τον διακανονισμό πράξεων πληρωμής·

8)

«πληρωτής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτό τον λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής·

9)

«δικαιούχος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής·

10)

«χρήστης υπηρεσιών πληρωμών»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής, δικαιούχος, ή και με τις δύο ιδιότητες·

11)

«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών»: μία από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τυγχάνει εξαίρεσης δυνάμει του άρθρου 32 ή 33·

12)

«λογαριασμός πληρωμών»: ο λογαριασμός που τηρείται στο όνομα ενός ή περισσότερων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής·

13)

«εντολή πληρωμής»: οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·

14)

«μέσο πληρωμών»: εξατομικευμένη συσκευή και/ή σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που χρησιμοποιείται για την έναρξη εντολής πληρωμής·

15)

«υπηρεσία εκκίνησης πληρωμής»: η υπηρεσία για την έναρξη εντολής πληρωμής κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με λογαριασμό πληρωμών που τηρείται σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών·

16)

«υπηρεσία πληροφοριών λογαριασμού»: η διαδικτυακή υπηρεσία για την παροχή συγκεντρωτικών πληροφοριών σχετικά με έναν ή περισσότερους λογαριασμούς πληρωμών που τηρεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είτε σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών είτε σε περισσότερους του ενός παρόχους υπηρεσιών πληρωμών·

17)

«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος παρέχει και τηρεί λογαριασμό πληρωμής για πληρωτή·

18)

«πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες σύμφωνα με το σημείο 7 του παραρτήματος I·

19)

«πάροχος υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες σύμφωνα με το σημείο 8 του παραρτήματος I·

20)

«καταναλωτής»: το φυσικό πρόσωπο που δεν ενεργεί για εμπορικούς, επιχειρηματικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, όσον αφορά συμβάσεις υπηρεσιών πληρωμών που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία·

21)

«σύμβαση-πλαίσιο»: σύμβαση υπηρεσιών πληρωμών που διέπει τη μελλοντική εκτέλεση μεμονωμένων και διαδοχικών πράξεων πληρωμής και η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση και τους όρους δημιουργίας λογαριασμού πληρωμών·

22)

«υπηρεσία εμβασμάτων»: υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία λαμβάνεται χρηματικό ποσό από πληρωτή, χωρίς να δημιουργείται λογαριασμός πληρωμών στο όνομα του πληρωτή ή του δικαιούχου, με μοναδικό σκοπό τη μεταφορά αντίστοιχου ποσού σε δικαιούχο ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου, και/ή κατά την οποία αυτά τα χρηματικά ποσά λαμβάνονται για λογαριασμό του δικαιούχου και τίθενται στη διάθεσή του·

23)

«άμεση χρέωση»: η υπηρεσία πληρωμής με την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή, όταν η έναρξη της πράξης πληρωμής διενεργείται από τον δικαιούχο βάσει της συναίνεσης του πληρωτή προς τον δικαιούχο, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ίδιου του πληρωτή·

24)

«μεταφορά πίστωσης»: η υπηρεσία πληρωμών για την πίστωση λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου με πράξη πληρωμής ή μια σειρά πράξεων πληρωμής από λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή μέσω του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που τηρεί τον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, βάσει εντολής του πληρωτή·

25)

«χρηματικά ποσά»: χαρτονομίσματα και κέρματα, λογιστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ·

26)

«ημερομηνία αξίας»: το χρονικό σημείο αναφοράς που χρησιμοποιεί ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τον υπολογισμό των τόκων επί των χρηματικών ποσών που χρεώνεται ή πιστώνεται ένας λογαριασμός πληρωμών·

27)

«συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς»: η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό κάθε ανταλλαγής νομισμάτων και η οποία καθίσταται διαθέσιμη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό·

28)

«επιτόκιο αναφοράς»: το επιτόκιο που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό των τόκων και το οποίο προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό την οποία να μπορούν να ελέγξουν αμφότερα τα μέρη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών·

29)

«εξακρίβωση»: η διαδικασία που επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύει την ταυτότητα χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ή την εγκυρότητα χρήσης συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφάλειας του χρήστη·

30)

«αυστηρή εξακρίβωση ταυτότητας πελάτη»: η εξακρίβωση με βάση τη χρήση δύο ή περισσότερων στοιχείων που αφορούν γνώση (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης γνωρίζει), κατοχή (στοιχείο το οποίο μόνο ο χρήστης κατέχει) και κάποιο μοναδικό φυσικό χαρακτηριστικό του (στοιχείο το οποίο ο χρήστης είναι), στοιχεία τα οποία είναι ανεξάρτητα, ως προς το ότι η παραβίαση του ενός δεν θέτει σε κίνδυνο την αξιοπιστία των υπολοίπων, και η διαδικασία είναι σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται το απόρρητο των δεδομένων εξακρίβωσης·

31)

«εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφάλειας»: εξατομικευμένα στοιχεία που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών σε χρήστη υπηρεσιών πληρωμών με σκοπό την εξακρίβωση·

32)

«ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών»: δεδομένα τα οποία συμπεριλαμβάνουν και τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφάλειας και τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάπραξη απάτης. Για τις δραστηριότητες των παρόχων υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών και των παρόχων υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού, το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού και ο αριθμός του λογαριασμού δεν συνιστούν ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών·

33)

«αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης»: ο συνδυασμός γραμμάτων, αριθμών ή συμβόλων που ορίζει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και τον οποίο πρέπει να διαβιβάσει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για τη βέβαιη ταυτοποίηση άλλου χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και/ή του λογαριασμού πληρωμών του τελευταίου για μια πράξη πληρωμής·

34)

«μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως»: η μέθοδος η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

35)

«σταθερό μέσο»: το μέσο που επιτρέπει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αποθηκεύει τις πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά κατά τρόπο ώστε να συνεχίζει να έχει πρόσβαση σε αυτές μελλοντικά επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες, και να αναπαράγει αυτούσιες τις αποθηκευμένες πληροφορίες·

36)

«πολύ μικρή επιχείρηση»: επιχείρηση η οποία, κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών, είναι επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 και του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 3 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ·

37)

«εργάσιμη ημέρα»: η ημέρα κατά την οποία ο σχετικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου που συμμετέχει στην εκτέλεση πράξης πληρωμής ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως απαιτείται για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής·

38)

«αντιπρόσωπος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός ιδρύματος πληρωμών·

39)

«υποκατάστημα»: τόπος διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας εκτός των κεντρικών γραφείων, ο οποίος είναι τμήμα ιδρύματος πληρωμών, δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα και το οποίο διενεργεί απευθείας μερικές ή όλες οι πράξεις που συνιστούν τις δραστηριότητες ενός ιδρύματος πληρωμών· όλοι οι τόποι διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας που έχουν συσταθεί στο ίδιο κράτος μέλος από ίδρυμα πληρωμών με κεντρικά γραφεία σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ένα και μοναδικό υποκατάστημα·

40)

«όμιλος»: σύνολο επιχειρήσεων που συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 22 παράγραφος 1, 2 ή 7 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ ή επιχειρήσεων όπως ορίζονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 241/2014 της Επιτροπής (29), οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 10 παράγραφος 1 ή του άρθρου 113 παράγραφος 6 ή παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

41)

«δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών»: το δίκτυο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30)·

42)

«υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών»: οι υπηρεσίες, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 2002/21/ΕΚ·

43)

«ψηφιακό περιεχόμενο»: τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που παράγονται και διατίθενται σε ψηφιακή μορφή, των οποίων η χρήση ή κατανάλωση περιορίζεται σε τεχνική συσκευή και που δεν περιλαμβάνουν με κανέναν τρόπο τη χρήση ή την κατανάλωση φυσικών αγαθών ή υπηρεσιών·

44)

«αποδοχή πράξεων πληρωμής»: υπηρεσία πληρωμών παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ο οποίος συνάπτει σύμβαση με έναν δικαιούχο για την αποδοχή και επεξεργασία πράξεων πληρωμής, η οποία καταλήγει σε μεταφορά χρηματικών ποσών στον δικαιούχο·

45)

«έκδοση μέσων πληρωμών»: υπηρεσία πληρωμών από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που αναλαμβάνει με σύμβαση να παρέχει στον πληρωτή μέσο πληρωμών για την έναρξη και την επεξεργασία των πράξεων πληρωμής του πληρωτή·

46)

«ίδια κεφάλαια»: τα ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο σημείο 118) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όπου τουλάχιστον το 75 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 έχει τη μορφή κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως αναφέρεται στο άρθρο 50 του εν λόγω κανονισμού, και η κατηγορία 2 είναι ίση ή μικρότερη του ενός τρίτου του κεφαλαίου της κατηγορίας 1·

47)

«εμπορικό σήμα πληρωμής»: κάθε υλική ή ψηφιακή επωνυμία, όρος, σήμα, σύμβολο ή συνδυασμός τους, που μπορεί να δηλώνει βάσει ποιου συστήματος πληρωμών με κάρτα πραγματοποιούνται οι πράξεις πληρωμής με κάρτα·

48)

«περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα»: η συμπερίληψη δύο ή περισσότερων εμπορικών σημάτων πληρωμών ή εφαρμογών πληρωμών του ίδιου εμπορικού σήματος πληρωμής στο ίδιο μέσο πληρωμών.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΠΑΡΟΧΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ιδρύματα πληρωμών

Τμήμα 1

Γενικοί κανόνες

Άρθρο 5

Αιτήσεις άδειας λειτουργίας

1.   Για να αποκτήσει άδεια λειτουργίας ως ίδρυμα πληρωμών, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης αίτηση, συνοδευόμενη από τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

πρόγραμμα δραστηριοτήτων, στο οποίο αναφέρεται ειδικότερα το είδος των προβλεπόμενων υπηρεσιών πληρωμών·

β)

επιχειρηματικό σχέδιο που περιλαμβάνει πρόβλεψη προϋπολογισμού για τα τρία πρώτα οικονομικά έτη, το οποίο καταδεικνύει την ικανότητα του ιδρύματος πληρωμών να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες που εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του·

γ)

στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει το αρχικό κεφαλαίο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7·

δ)

για τα ιδρύματα πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται για να διασφαλίζονται τα κεφάλαια των χρηστών της υπηρεσίας πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 10·

ε)

περιγραφή του οργανωτικού πλαισίου διακυβέρνησης και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και της διαχείρισης κινδύνου, η οποία να καταδεικνύει ότι το εν λόγω οργανωτικό πλαίσιο και οι μηχανισμοί είναι αναλογικοί, κατάλληλοι, ορθοί και επαρκείς·

στ)

περιγραφή της υφιστάμενης διαδικασίας ελέγχου, διαχείρισης και παρακολούθησης ενός περιστατικού ασφαλείας, καθώς και των παραπόνων των πελατών για ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένου ενός μηχανισμού αναφοράς περιστατικών, που να λαμβάνει υπόψη τις υποχρεώσεις κοινοποίησης του ιδρύματος πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 96·

ζ)

περιγραφή της υφιστάμενης διαδικασίας αρχειοθέτησης, παρακολούθησης, εντοπισμού και περιορισμού της πρόσβασης σε ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών ·

η)

περιγραφή των ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειας, με σαφή προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών, αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης και μιας διαδικασίας για την τακτική δοκιμή και επανεξέταση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των εν λόγω σχεδίων·

θ)

περιγραφή των αρχών και των ορισμών που εφαρμόζονται για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων επίδοσης, συναλλαγών και απάτης·

ι)

έγγραφο που περιγράφει την πολιτική ασφάλειας, περιλαμβανομένης λεπτομερούς αξιολόγησης των κινδύνων που σχετίζονται με τις υπηρεσίες πληρωμών και περιγραφής του ελέγχου της ασφάλειας και των μέτρων μείωσης κινδύνων που θα ληφθούν για την επαρκή προστασία των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών έναντι των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί, συμπεριλαμβανομένης της απάτης και της παράνομης χρήσης ευαίσθητων και προσωπικών δεδομένων·

ια)

για ιδρύματα πληρωμών που υπόκεινται στις υποχρεώσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προβλέπουν η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31) και ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32), περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που έχει θεσπίσει ο αιτών ώστε να τηρεί τις εν λόγω υποχρεώσεις·

ιβ)

περιγραφή της οργανωτικής δομής του αιτούντος και, όπου ενδείκνυται, της σχεδιαζόμενης χρήσης αντιπροσώπων και υποκαταστημάτων καθώς και των επιτόπιων και μη επιτόπιων ελέγχων αυτών, τους οποίους δεσμεύεται να πραγματοποιεί ο αιτών τουλάχιστον ετησίως, καθώς και περιγραφή των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης και της συμμετοχής του σε εθνικό ή διεθνές σύστημα πληρωμών·

ιγ)

ταυτότητα των προσώπων που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, ειδικές συμμετοχές στο ίδρυμα πληρωμών, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το μέγεθος της πραγματικής τους συμμετοχής, καθώς και στοιχεία για την καταλληλότητά τους, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών·

ιδ)

ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων για τη διαχείριση του ιδρύματος πληρωμών και, ενδεχομένως, των υπευθύνων διαχείρισης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος, καθώς και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι είναι έντιμοι και διαθέτουν κατάλληλες γνώσεις και πείρα για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών όπως προβλέπεται στο κράτος μέλος προέλευσης του ιδρύματος πληρωμών·

ιε)

όπου ενδείκνυται, ταυτότητα των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων όπως ορίζονται στην οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33)·

ιστ)

νομική μορφή και εταιρικό του αιτούντος·

ιζ)

διεύθυνση των κεντρικών γραφείων του αιτούντος.

Για τους σκοπούς των στοιχείων δ), ε), στ) και ιβ) του πρώτου εδαφίου, ο αιτών περιγράφει τις ελεγκτικές και οργανωτικές ρυθμίσεις που έχει θεσπίσει ώστε να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των χρηστών του και να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη και αξιόπιστη παροχή των υπηρεσιών πληρωμών.

Ο έλεγχος ασφάλειας και τα μέτρα μείωσης κινδύνων που αναφέρονται στο στοιχείο ι) του πρώτου εδαφίου υποδεικνύουν τον τρόπο διασφάλισης υψηλού επιπέδου τεχνικής ασφάλειας και προστασίας των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του λογισμικού και των συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται από τον αιτούντα ή τις επιχειρήσεις στις οποίες αναθέτει το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν επίσης τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται στο άρθρο 95 παράγραφος 1. Τα εν λόγω μέτρα λαμβάνουν υπόψη τις επικείμενες κατευθυντήριες γραμμές για τα μέτρα ασφαλείας της ΕΑΤ που αναφέρονται στο άρθρο 95 παράγραφος 3.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για την απόκτηση άδειας λειτουργίας για παροχή υπηρεσιών πληρωμών όπως αναφέρονται στο σημείο 7 του παραρτήματος I, ως προϋπόθεση για την απόκτηση άδειας λειτουργίας, να διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, που να καλύπτει το έδαφος όπου προσφέρουν υπηρεσίες ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση κατά της ευθύνης ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, όπως ορίζεται στα άρθρα 73, 89, 90 και 92.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για καταχώριση για παροχή υπηρεσιών πληρωμών όπως αναφέρονται στο σημείο 8 του παραρτήματος I, ως προϋπόθεση για την καταχώρισή τους, να διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, που να καλύπτει το έδαφος όπου προσφέρουν υπηρεσίες ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση κατά της ευθύνης τους έναντι του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ή του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που προκύπτει από μη εγκεκριμένη ή παράνομη πρόσβαση σε πληροφορίες λογαριασμού πληρωμών ή τη μη εγκεκριμένη ή παράνομη χρήση των πληροφοριών αυτών.

4.   Έως τις 13 Ιανουαρίου 2017, η ΕΑΤ, αφού συμβουλευθεί όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων αυτών στην αγορά υπηρεσιών πληρωμών που εκπροσωπούν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών, θα αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές, με αποδέκτες τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 με θέμα τα κριτήρια καθορισμού του ελάχιστου χρηματικού ποσού της ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης ή άλλης συγκρίσιμης εγγύησης που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3.

Κατά την ανάπτυξη των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τα χαρακτηριστικά κινδύνου της επιχείρησης·

β)

κατά πόσον η επιχείρηση παρέχει άλλες υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι ή πραγματοποιεί άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα·

γ)

το μέγεθος της δραστηριότητας:

i)

για τις επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για την απόκτηση άδειας λειτουργίας παροχής υπηρεσιών πληρωμών όπως αναφέρονται στο σημείο 7 του παραρτήματος I, την αξία των πράξεων που κινούνται·

ii)

για τις επιχειρήσεις που υποβάλλουν αίτηση για καταχώριση για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών όπως αναφέρονται στο σημείο 8 του παραρτήματος I, τον αριθμό των πελατών που κάνουν χρήση των υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού·

δ)

τα ειδικά χαρακτηριστικά των συγκρίσιμων εγγυήσεων και τα κριτήρια εφαρμογής τους.

Η ΕΑΤ επανεξετάζει τακτικά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

5.   Έως τις 13 Ιουλίου 2017, η ΕΑΤ, αφού συμβουλευθεί όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων αυτών στην αγορά υπηρεσιών πληρωμών που εκπροσωπούν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών, θα αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, με θέμα τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές κατά την υποβολή αίτησης για την απόκτηση άδειας λειτουργίας των ιδρυμάτων πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που ορίζονται στα στοιχεία α), β), γ), ε) και ζ) έως ι) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ επανεξετάζει τακτικά τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και, σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια.

6.   Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την εμπειρία από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία θα προσδιορίζουν τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές κατά την υποβολή αίτησης για την απόκτηση άδειας λειτουργίας των ιδρυμάτων πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που ορίζονται στα στοιχεία α), β), γ), ε) και ζ) έως ι) της παραγράφου 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 6

Έλεγχος συμμετοχής

1.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αποφασίσει να αποκτήσει ή να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 36) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ίδρυμα πληρωμών, ούτως ώστε η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίων ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το 20 %, το 30 % ή το 50 %, ή ώστε το ίδρυμα πληρωμών να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, ενημερώνει γραπτώς και εκ των προτέρων τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω ιδρύματος πληρωμών σχετικά με την πρόθεσή του. Το ίδιο ισχύει για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει αποφασίσει να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή ή να μειώσει την ειδική συμμετοχή του ούτως ώστε η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίων ή των δικαιωμάτων ψήφου να μειωθεί κάτω από το 20 %, το 30 % ή το 50 % ή ώστε το ίδρυμα πληρωμών να πάψει να είναι θυγατρική του επιχείρηση.

2.   Ο υποψήφιος αγοραστής ειδικής συμμετοχής παρέχει στην αρμόδια αρχή πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν το μέγεθος της συμμετοχής που προτίθεται να αποκτήσει και σχετικές πληροφορίες όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν σε περίπτωση που η επιρροή ενός υποψήφιου αγοραστή, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, είναι πιθανό να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος πληρωμών, από τις αρμόδιες αρχές να εκφράσουν την αντίθεσή τους ή να λάβουν άλλα κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Στα εν λόγω μέτρα είναι δυνατό να περιλαμβάνονται εντολές, κυρώσεις κατά των διευθυντών ή των υπευθύνων για τη διαχείριση, ή αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές τις οποίες κατέχουν οι μέτοχοι ή οι εταίροι του εν λόγω ιδρύματος πληρωμών.

Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία δεν τηρούν την υποχρέωση της εκ των προτέρων ενημέρωσης που αναφέρεται στο παρόν άρθρο.

4.   Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση των αρμόδιων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που πρόκειται να επιβληθούν, προβλέπουν αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου, ακυρότητα των εν λόγω ψήφων ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.

Άρθρο 7

Αρχικό κεφάλαιο

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών να έχουν, κατά τη στιγμή της αδειοδότησης, αρχικό κεφάλαιο το οποίο απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως εξής:

α)

όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνον την υπηρεσία πληρωμών του σημείου 6 του παραρτήματος I, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από 20 000 EUR·

β)

όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών του σημείου 7 του παραρτήματος I, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από 50 000 EUR·

γ)

όταν το ίδρυμα πληρωμών ασκεί οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 1 έως 5 του παραρτήματος I, το κεφάλαιό του δεν πρέπει ποτέ να είναι χαμηλότερο από 125 000 EUR.

Άρθρο 8

Ίδια κεφάλαια

1.   Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών δεν υπολείπονται του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ του αρχικού κεφαλαίου όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίσουν την πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων ως ίδια κεφάλαια εφόσον το ίδρυμα πληρωμών ανήκει στον ίδιο όμιλο με άλλο ίδρυμα πληρωμών, πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή ασφαλιστική επιχείρηση. Η παράγραφος αυτή ισχύει επίσης όταν ένα ίδρυμα πληρωμών είναι υβριδικού χαρακτήρα και ασκεί άλλες δραστηριότητες εκτός της παροχής υπηρεσιών πληρωμής.

3.   Εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν το άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας στα ιδρύματα πληρωμών που συμπεριλαμβάνονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 9

Υπολογισμός ιδίων κεφαλαίων

1.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων αρχικού κεφαλαίου του άρθρου 7, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών, εκτός όσων παρέχουν μόνο υπηρεσίες που αναφέρονται στο σημείο 7 ή 8, ή και στα δύο, του παραρτήματος Ι να έχουν πάντοτε ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες τρεις μεθόδους, όπως ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία:

 

Μέθοδος Α

Τα ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το 10 % των πάγιων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προσαρμόζουν την απαίτηση αυτή σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος πληρωμών σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εάν το ίδρυμα πληρωμών δεν έχει συμπληρώσει τις δραστηριότητες ενός ολόκληρου έτους κατά την ημερομηνία υπολογισμού, η απαίτηση είναι τα ίδια κεφάλαιά του να ισοδυναμούν με τουλάχιστον το 10 % των αντίστοιχων πάγιων εξόδων που προβλέπονται στο επιχειρηματικό του σχέδιο, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές ζητήσουν αναπροσαρμογή του σχεδίου αυτού.

 

Μέθοδος Β

Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται προς τουλάχιστον το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων, πολλαπλασιαζόμενο επί συντελεστή προσαύξησης k, ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 2, όπου ο όγκος πληρωμών (ΟΠ) αντιπροσωπεύει το ένα δωδέκατο του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής που εκτέλεσε το ίδρυμα πληρωμών κατά το προηγούμενο έτος:

α)

4,0 % του μεριδίου του ΟΠ μέχρι 5 εκατ. EUR·

συν

β)

2,5 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των 5 εκατ. EUR μέχρι 10 εκατ. EUR·

συν

γ)

1 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των 10 εκατ. EUR μέχρι 100 εκατ. EUR·

συν

δ)

0,5 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των 100 εκατ. EUR μέχρι 250 εκατ. EUR·

συν

ε)

0,25 % του μεριδίου του ΟΠ άνω των 250 εκατ. EUR.

 

Μέθοδος Γ

Τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών ισούνται τουλάχιστον με τον σχετικό δείκτη που ορίζεται στο στοιχείο α) πολλαπλασιαζόμενο επί τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή που ορίζεται στο στοιχείο β) και επί τον συντελεστή προσαύξησης k που ορίζεται στην παράγραφο 2.

α)

Ο σχετικός δείκτης είναι το άθροισμα των εξής:

i)

εισόδημα από τόκους·

ii)

τόκοι έξοδα·

iii)

προμήθειες και τέλη εισπρακτέα· και

iv)

άλλα έσοδα εκμετάλλευσης.

Κάθε στοιχείο περιλαμβάνεται στο άθροισμα με το πρόσημό του, θετικό ή αρνητικό. Έσοδα από έκτακτα ή μη τακτικά στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του σχετικού δείκτη. Οι δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών σε τρίτους επιτρέπεται να μειώνουν τον κατάλληλο δείκτη, αν καταβάλλονται σε επιχειρήσεις που εποπτεύονται υπό την έννοια της παρούσας οδηγίας. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται με βάση τις τελευταίες δωδεκάμηνες παρατηρήσεις στο τέλος της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης. Ο σχετικός δείκτης υπολογίζεται βάσει του τελευταίου οικονομικού έτους. Ωστόσο, τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται με τη μέθοδο Γ δεν πρέπει να είναι μικρότερα του 80 % του μέσου όρου των τριών τελευταίων οικονομικών ετών για τον σχετικό δείκτη. Εάν δεν υπάρχουν ελεγμένα στοιχεία, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται επιχειρηματικές εκτιμήσεις.

β)

Ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής είναι:

i)

10 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη μέχρι 2,5 εκατ. EUR,

ii)

8 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 2,5 εκατ. EUR μέχρι 5 εκατ. EUR,

iii)

6 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 5 εκατ. EUR μέχρι 25 εκατ. EUR,

iv)

3 % του μεριδίου του σχετικού δείκτη από 25 εκατ. EUR μέχρι 50 εκατ. EUR,

v)

1,5 % άνω των 50 εκατ. EUR.

2.   Ο συντελεστής προσαύξησης k που χρησιμοποιείται στις μεθόδους Β και Γ είναι:

α)

0,5 όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει μόνον την υπηρεσία πληρωμών όπως αναφέρεται στο σημείο 6 του παραρτήματος I·

β)

1 όταν το ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών όπως αναφέρονται σε ένα εκ των σημείων 1 έως 5 του παραρτήματος Ι.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, βάσει αξιολόγησης των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου, της βάσης δεδομένων κινδύνου ζημίας και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πληρωμών, να απαιτούν από το ίδρυμα πληρωμών να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του ανώτερο έως 20 % του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, ή να του επιτρέπουν να κατέχει ποσό εκ των ιδίων κεφαλαίων του κατώτερο έως 20 % του ποσού που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της μεθόδου που επιλέγεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 10

Απαιτήσεις διασφάλισης

1.   Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 1) ως 6) του παραρτήματος Ι να διασφαλίζουν τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών ή μέσω άλλου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

τα εν λόγω χρηματικά ποσά δεν πρέπει να αναμειγνύονται ποτέ με τα χρηματικά ποσά φυσικών ή νομικών προσώπων διαφορετικών από τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών στο όνομα των οποίων λαμβάνονται αυτά τα χρηματικά ποσά και, εάν λαμβάνονται ακόμη από το ίδρυμα πληρωμών και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί στον δικαιούχο ούτε έχουν μεταφερθεί σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μέχρι το τέλος της εργάσιμης ημέρας που έπεται της ημέρας παραλαβής τους, κατατίθενται σε χωριστό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα ή επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία καθορίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης· και προστατεύονται διά του εθνικού δικαίου, προς το συμφέρον αυτών των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, έναντι αξιώσεων άλλων πιστωτών του ιδρύματος πληρωμών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας·

β)

τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από ασφαλιστήριο ή άλλη συγκρίσιμη εγγύηση από ασφαλιστική εταιρεία ή πιστωτικό ίδρυμα που δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με το ίδρυμα πληρωμών για ποσό ισοδύναμο προς εκείνο που θα είχε διαχωριστεί ελλείψει ασφαλιστηρίου ή άλλης συγκρίσιμης εγγύησης, πληρωτέο αν το ίδρυμα πληρωμών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του.

2.   Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών υποχρεούται να διασφαλίζει χρηματικά ποσά δυνάμει της παραγράφου 1 και τμήμα αυτών των χρηματικών ποσών πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για μελλοντικές πράξεις πληρωμής και το υπόλοιπο ποσό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για υπηρεσίες άλλες εκτός των υπηρεσιών πληρωμών, το τμήμα των χρηματικών ποσών που προορίζεται για μελλοντικές πράξεις πληρωμής υπόκειται επίσης στις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Όταν το εν λόγω τμήμα κυμαίνεται ή δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα πληρωμών να εφαρμόζουν την παρούσα παράγραφο βάσει αντιπροσωπευτικού τμήματος το οποίο θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για υπηρεσίες πληρωμών, εφόσον το αντιπροσωπευτικό αυτό τμήμα μπορεί να εκτιμηθεί ευλόγως βάσει ιστορικών δεδομένων κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 11

Χορήγηση άδειας λειτουργίας

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις, εκτός όσων αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ), ε) και στ), και εκτός των φυσικών ή νομικών προσώπων που έτυχαν της εξαίρεσης των άρθρων 32 ή 33, οι οποίες σκοπεύουν να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, να λάβουν άδεια ως ιδρύματα πληρωμών πριν αρχίσουν την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών. Η άδεια χορηγείται μόνο σε νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα σε ένα κράτος μέλος.

2.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας, εάν οι πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση πληρούν όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 και εάν οι αρμόδιες αρχές, έπειτα από διεξοδική εξέταση της αίτησης, καταλήξουν σε ευνοϊκή συνολική αξιολόγηση. Πριν χορηγηθεί άδεια λειτουργίας, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, όπου κρίνεται σκόπιμο, να συμβουλευθούν την εθνική κεντρική τράπεζα ή άλλες αρμόδιες δημόσιες αρχές.

3.   Κάθε ίδρυμα πληρωμών το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης, πρέπει να διαθέτει καταστατική έδρα, διατηρεί τα κεντρικά του γραφεία στο ίδιο κράτος μέλος με την καταστατική του έδρα και να διεξάγει τουλάχιστον ένα τμήμα των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών σε αυτό το κράτος μέλος.

4.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας μόνο εάν, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλιστεί ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, το ίδρυμα πληρωμών διαθέτει άρτιο οργανωτικό πλαίσιο για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες που αφορούν τις υπηρεσίες πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με σαφείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών· το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί είναι εκτενείς και ανάλογοι προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει το ίδρυμα πληρωμών.

5.   Όταν ένα ίδρυμα πληρωμών παρέχει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στα σημεία 1) ως 7) του παραρτήματος Ι και, ταυτόχρονα, ασκεί άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν τη σύσταση χωριστού φορέα για τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή υπάρχει κίνδυνος να βλάψουν είτε την οικονομική ευρωστία του ιδρύματος είτε την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις υποχρεώσεις που καθορίζει η παρούσα οδηγία.

6.   Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας εάν, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλίσουν την ορθή και συνετή διαχείριση ενός ιδρύματος πληρωμών, δεν έχουν πεισθεί ως προς την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων που κατέχουν ειδική συμμετοχή.

7.   Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί, όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μεταξύ του ιδρύματος πληρωμών και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

8.   Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία το ίδρυμα πληρωμών έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.

9.   Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη και επιτρέπει στο ίδρυμα πληρωμών να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμών που καλύπτονται από την άδειά του σε ολόκληρη την Ένωση, με το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή με το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης.

Άρθρο 12

Κοινοποίηση της απόφασης

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της αίτησης ή, εφόσον η αίτηση είναι ελλιπής, εντός τριών μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για τη λήψη απόφασης, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον αιτούντα εάν η αίτησή του έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε. Η αρμόδια αρχή αιτιολογεί τυχόν απόρριψη της αίτησης.

Άρθρο 13

Ανάκληση της άδειας λειτουργίας

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας ιδρύματος πληρωμών μόνο εάν το ίδρυμα είτε:

α)

δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτείται ρητώς απ’ αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει·

β)

απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ)

δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας ή παραλείπει να ενημερώσει την αρμόδια αρχή σχετικά με σημαντικές εξελίξεις ως προς το θέμα αυτό·

δ)

θα αποτελούσε απειλή για τη σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη στο σύστημα πληρωμών αν συνέχιζε τις σχετικές με τις υπηρεσίες πληρωμών εργασίες του· ή

ε)

εμπίπτει στις λοιπές περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.

2.   Η αρμόδια αρχή αιτιολογεί κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας και την κοινοποιεί στους ενδιαφερόμενους.

3.   Η αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί την ανάκληση άδειας λειτουργίας, μεταξύ άλλων και στα μητρώα που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15.

Άρθρο 14

Καταχώριση στο κράτος μέλος προέλευσης

1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν δημόσιο μητρώο στο οποίο καταχωρίζονται τα ακόλουθα:

α)

αδειοδοτημένα ιδρύματα πληρωμών και οι αντιπρόσωποί τους·

β)

φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν άδεια λειτουργίας και έτυχαν εξαίρεσης δυνάμει των άρθρων 32 ή 33, και οι αντιπρόσωποί τους· και

γ)

τα ιδρύματα του άρθρου 2 παράγραφος 5 που δικαιούνται βάσει του εθνικού δικαίου να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.

Υποκαταστήματα των ιδρυμάτων πληρωμών καταχωρίζονται στο μητρώο του κράτους μέλους προέλευσης εάν τα εν λόγω υποκαταστήματα παρέχουν υπηρεσίες σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους μέλους προέλευσης τους.

2.   Στο δημόσιο μητρώο προσδιορίζονται οι υπηρεσίες πληρωμών για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα πληρωμών ή για τις οποίες έχει καταχωριστεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Τα ιδρύματα πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας απαριθμούνται στο μητρώο χωριστά από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που τυγχάνουν εξαίρεσης δυνάμει των άρθρων 32 ή 33. Το μητρώο είναι διαθέσιμο στο κοινό, προσβάσιμο ηλεκτρονικά και ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές καταχωρίζουν στο δημόσιο μητρώο κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας και κάθε ανάκληση εξαίρεσης δυνάμει των άρθρων 32 ή 33.

4.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ τους λόγους για την ανάκληση οποιασδήποτε άδειας λειτουργίας και για την ανάκληση οποιασδήποτε εξαίρεσης δυνάμει των άρθρων 32 ή 33.

Άρθρο 15

Μητρώο ΕΑΤ

1.   Η ΕΑΤ διαμορφώνει, διαχειρίζεται και τηρεί ηλεκτρονικό κεντρικό μητρώο που περιέχει τις πληροφορίες που κοινοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η ΕΑΤ είναι υπεύθυνη για την ακριβή παρουσίαση των εν λόγω πληροφοριών.

Η ΕΑΤ καθιστά το μητρώο διαθέσιμο στο κοινό στον δικτυακό της τόπο, ενώ επίσης διευκολύνει την πρόσβαση και την αναζήτηση στις καταχωρισμένες πληροφορίες άνευ χρέωσης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την ΕΑΤ για τις πληροφορίες που καταχωρίζονται στα δημόσια μητρώα τους όπως αναφέρεται στο άρθρο 14 σε γλώσσα εύχρηστη στον χρηματοοικονομικό τομέα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για την ακρίβεια και την επικαιροποίηση των πληροφοριών που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2.

4.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό τεχνικών απαιτήσεων όσον αφορά τη διαμόρφωση, τη λειτουργία και την τήρηση του ηλεκτρονικού κεντρικού μητρώου, καθώς και την πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχονται σε αυτό. Οι τεχνικές απαιτήσεις διασφαλίζουν ότι η τροποποίηση των πληροφοριών μπορεί να γίνεται μόνο από την αρμόδια αρχή και την ΕΑΤ.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 13 Ιανουαρίου 2018.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τις λεπτομέρειες και τη δομή των πληροφοριών που κοινοποιούνται βάσει της παραγράφου 1, περιλαμβανομένου του κοινού μορφότυπου και του υποδείγματος στα οποία παρέχονται οι πληροφορίες.

Η ΕΑΤ υποβάλλει αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 13 Ιουλίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 16

Διατήρηση της άδειας λειτουργίας

Εάν επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή η οποία επηρεάζει την ακρίβεια των πληροφοριών και των δικαιολογητικών που προβλέπονται κατά το άρθρο 5, το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.

Άρθρο 17

Λογιστική και υποχρεωτικός έλεγχος

1.   Οι οδηγίες 86/635/ΕΟΚ και 2013/34/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (34) εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στα ιδρύματα πληρωμών.

2.   Εάν δεν εξαιρούνται δυνάμει της οδηγίας 2013/34/ΕΕ και, ανάλογα με την περίπτωση, της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, οι ετήσιοι και οι ενοποιημένοι λογαριασμοί των ιδρυμάτων πληρωμών ελέγχονται από νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΚ.

3.   Για λόγους εποπτείας, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών να παρέχουν χωριστές λογιστικές πληροφορίες για τις υπηρεσίες πληρωμών και για δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1, οι οποίες υπόκεινται σε έκθεση ελεγκτή. Η έκθεση εκπονείται, ανάλογα με την περίπτωση, από τους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία.

4.   Οι υποχρεώσεις εκ του άρθρου 63 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στους νόμιμους ελεγκτές ή τα ελεγκτικά γραφεία των ιδρυμάτων πληρωμών όσον αφορά τις δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 18

Δραστηριότητες

1.   Εκτός από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, τα ιδρύματα πληρωμών μπορούν να ασκήσουν τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

παροχή λειτουργικών και στενά συνδεόμενων επικουρικών υπηρεσιών, όπως εξασφάλιση της εκτέλεσης των πράξεων πληρωμής, υπηρεσίες συναλλάγματος, υπηρεσίες φύλαξης, καθώς και αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων·

β)

λειτουργία συστημάτων πληρωμών, με την επιφύλαξη του άρθρου 35·

γ)

επιχειρηματικές δραστηριότητες εκτός της παροχής υπηρεσιών πληρωμών, τηρουμένου του ισχύοντος ενωσιακού και εθνικού δικαίου.

2.   Όταν τα ιδρύματα πληρωμών παρέχουν μία ή περισσότερες υπηρεσίες πληρωμών, μπορούν να τηρούν μόνο λογαριασμούς πληρωμών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για πράξεις πληρωμής.

3.   Η παραλαβή εκ μέρους των ιδρυμάτων πληρωμών τυχόν χρηματικών ποσών από τους χρήστες με σκοπό να τους παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, ούτε ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ.

4.   Τα ιδρύματα πληρωμών μπορούν να παρέχουν πίστωση σε σχέση με τις υπηρεσίες πληρωμών των σημείων 4 ή 5 του παραρτήματος Ι μόνον αν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πίστωση είναι επικουρική και χορηγείται αποκλειστικά σε συνδυασμό με την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής·

β)

παρά τους εθνικούς κανόνες για τη χορήγηση πίστωσης μέσω πιστωτικών καρτών, η πίστωση που χορηγείται σε συνδυασμό με πληρωμή και εκτελείται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 9 και το άρθρο 28 αποπληρώνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τους 12 μήνες·

γ)

η πίστωση αυτή δεν χορηγείται από χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί ή κρατούνται για την εκτέλεση πράξης πληρωμής·

δ)

τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος πληρωμών είναι πάντοτε, κατά την κρίση της εποπτικής αρχής, κατάλληλα ενόψει της συνολικής χορηγούμενης πίστωσης.

5.   Τα ιδρύματα πληρωμών δεν επιτρέπεται να ασκούν, κατ’ επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων κατά την έννοια του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

6.   Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, άλλων σχετικών ενωσιακών ή εθνικών μέτρων που αφορούν μη εναρμονισμένες διά της παρούσας οδηγίας προϋποθέσεις χορήγησης πιστώσεων στους καταναλωτές σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

Τμήμα 2

Άλλες απαιτήσεις

Άρθρο 19

Χρήση αντιπροσώπων, υποκαταστημάτων ή οντοτήτων στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων

1.   Εάν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών μέσω αντιπροσώπου, γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου·

β)

περιγραφή των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου που θα χρησιμοποιεί ο αντιπρόσωπος για να τηρεί τις υποχρεώσεις σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που προβλέπει η οδηγία (ΕΕ) 2015/849, οι οποίοι πρέπει να ενημερώνονται πάραυτα σε περίπτωση που γίνονται ουσιαστικές αλλαγές στα στοιχεία που διαβιβάζονται με την αρχική κοινοποίηση·

γ)

την ταυτότητα των διευθυντικών στελεχών και των υπευθύνων διαχείρισης του αντιπροσώπου που θα χρησιμοποιηθεί για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και, για τους αντιπροσώπους που δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, αποδείξεις καταλληλότητας και εντιμότητας αυτών·

δ)

τις υπηρεσίες πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών που έχουν ανατεθεί στον αντιπρόσωπο· και

ε)

όπου ενδείκνυται, τον μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό ή αριθμό του αντιπροσώπου.

2.   Μέσα σε δύο μήνες από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει το ίδρυμα πληρωμών εάν ο αντιπρόσωπος καταχωρίστηκε στο μητρώο που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 14. Με την καταχώριση στο μητρώο, ο αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών.

3.   Προτού εγγράψουν τον αντιπρόσωπο στο μητρώο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, εάν θεωρούν ότι τα στοιχεία που τους παρασχέθηκαν δεν είναι ορθά, να προβαίνουν σε περαιτέρω ενέργειες για να τα επαληθεύσουν.

4.   Εάν, μετά από την επαλήθευση, οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν πεισθεί ότι τα στοιχεία που τους παρασχέθηκαν βάσει της παραγράφου 1 είναι ορθά, αρνούνται να εγγράψουν τον αντιπρόσωπο στο μητρώο του άρθρου 14 και ενημερώνουν σχετικά το ίδρυμα πληρωμών χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

5.   Εάν το ίδρυμα πληρωμών επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών σε άλλο κράτος μέλος με την πρόσληψη αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος, ακολουθεί τις διαδικασίες του άρθρου 28.

6.   Εάν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε τρίτους, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσής του.

Η ανάθεση σημαντικών λειτουργικών δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς φορείς, περιλαμβανομένων των πληροφοριακών συστημάτων, δεν γίνεται με τρόπο που βλάπτει ουσιαστικά την ποιότητα των εσωτερικών ελέγχων του ιδρύματος πληρωμών και την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν και να εξακριβώνουν τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με όλες τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία.

Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου, μια λειτουργική δραστηριότητα θεωρείται σημαντική εάν η πλημμελής εκτέλεση ή η παράλειψή της θα έβλαπτε ουσιαστικά τη συνεχή συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις απαιτήσεις της άδειάς του η οποία ζητήθηκε δυνάμει του παρόντος τίτλου ή τις λοιπές υποχρεώσεις του δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή τις οικονομικές του επιδόσεις ή την ευρωστία ή τη συνέχεια των υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν τα ιδρύματα πληρωμών αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς σημαντικές λειτουργικές δραστηριότητες, τα ιδρύματα πληρωμών να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ανάθεση δραστηριοτήτων σε τρίτους δεν πρέπει να οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διοικητικών στελεχών·

β)

δεν πρέπει να μεταβάλλονται η σχέση και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος πληρωμών έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών που παρέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας·

γ)

δεν πρέπει να θίγονται οι όροι που οφείλει να πληροί το ίδρυμα πληρωμών προκειμένου να λάβει και να διατηρήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο·

δ)

δεν πρέπει να καταργείται ούτε να τροποποιείται κανένας από τους άλλους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας του ιδρύματος πληρωμών.

7.   Το ίδρυμα πληρωμών μεριμνά ώστε οι αντιπρόσωποι ή τα υποκαταστήματα που ενεργούν εξ ονόματός του να ενημερώνουν σχετικά τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών.

8.   Τα ιδρύματα πληρωμών γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τους, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, οποιαδήποτε αλλαγή σχετικά με τη χρήση των οντοτήτων στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση και, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 2, 3 και 4, των αντιπροσώπων, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων αντιπροσώπων.

Άρθρο 20

Ευθύνη

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία αναθέτουν σε τρίτους την άσκηση λειτουργικών δραστηριοτήτων να λαμβάνουν εύλογα μέτρα προς τήρηση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών να έχουν πλήρη ευθύνη για τις πράξεις των υπαλλήλων τους, ή των αντιπροσώπων, των υποκαταστημάτων ή των οντοτήτων προς τις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων.

Άρθρο 21

Τήρηση αρχείου

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών να τηρούν όλα τα κατάλληλα αρχεία για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου επί τουλάχιστον πέντε έτη, με την επιφύλαξη της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 ή άλλης σχετικής διάταξης του ενωσιακού δικαίου.

Τμήμα 3

Αρμόδιες αρχές και εποπτεία

Άρθρο 22

Ορισμός των αρμόδιων αρχών

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ως αρμόδιες αρχές επιφορτισμένες με την αδειοδότηση και την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών, που θα ασκούν τα καθήκοντα τα οποία προβλέπονται στον παρόντα τίτλο, είτε δημόσιες αρχές είτε οργανισμούς αναγνωρισμένους από το εθνικό δίκαιο ή από δημόσιες αρχές ρητά εξουσιοδοτημένες προς τούτο από το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

Η ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών από οικονομικούς φορείς πρέπει να είναι εγγυημένη και οι συγκρούσεις συμφερόντων πρέπει να αποφεύγονται. Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, τα ιδρύματα πληρωμών, τα πιστωτικά ιδρύματα, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ή τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών δεν πρέπει να ορίζονται ως αρμόδιες αρχές.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες προς εκτέλεση των καθηκόντων τους.

3.   Τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων υπάρχουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές για τα θέματα του παρόντος τίτλου μεριμνούν για τη στενή μεταξύ τους συνεργασία ώστε να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους. Το ίδιο ισχύει και όταν οι αρμόδιες αρχές για θέματα του παρόντος τίτλου δεν είναι οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

4.   Τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 εμπίπτουν στην ευθύνη των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.

5.   Η παράγραφος 1 δεν συνεπάγεται ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εποπτεύουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων πληρωμών πέραν της παροχής υπηρεσιών πληρωμών και των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Άρθρο 23

Εποπτεία

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι έλεγχοι που ασκούν οι αρμόδιες αρχές για να διαπιστώνουν τη συνεχή τήρηση του παρόντος τίτλου να είναι αναλογικοί, επαρκείς και προσαρμοσμένοι στους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα ιδρύματα πληρωμών.

Για να διαπιστώνουν την τήρηση του παρόντος τίτλου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, ιδίως, μεταξύ άλλων να λαμβάνουν τα εξής μέτρα:

α)

να απαιτούν από το ίδρυμα πληρωμών να παρέχει κάθε πληροφορία απαραίτητη για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, διευκρινίζοντας τον σκοπό του αιτήματος, κατά το δέον, και την προθεσμία για την παροχή των πληροφοριών·

β)

να πραγματοποιούν επιτόπιους ελέγχους στο ίδρυμα πληρωμών, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του ιδρύματος, ή σε κάθε οντότητα στην οποία ανατίθενται δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών·

γ)

να εκδίδουν συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές και, εφόσον ενδείκνυται, δεσμευτικές διοικητικές διατάξεις·

δ)

να αναστέλλουν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 13.

2.   Με την επιφύλαξη των διαδικασιών ανάκλησης των αδειών λειτουργίας και του ποινικού δικαίου, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους μπορούν να επιβάλλουν κυρώσεις ή να λαμβάνουν μέτρα κατά των ιδρυμάτων πληρωμών ή των υπεύθυνων διευθυνόντων τους, σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικών με τον έλεγχο ή την άσκηση των δραστηριοτήτων τους σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών. Σκοπός των μέτρων ή κυρώσεων είναι να παύσουν οι παραβάσεις ή να εκλείψουν τα αίτιά τους.

3.   Παρά τις απαιτήσεις του άρθρου 7, του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 9, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να δικαιούνται να λαμβάνουν τα μέτρα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, για να εξασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων για τις υπηρεσίες πληρωμών, ιδίως όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν την οικονομική του ευρωστία.

Άρθρο 24

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για τις αρμόδιες αρχές, καθώς και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματος αυτών, να υποχρεούνται να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

2.   Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, σύμφωνα με το άρθρο 26, τηρείται αυστηρά το επαγγελματικό απόρρητο ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών και των επιχειρήσεων.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν το παρόν άρθρο λαμβάνοντας υπόψη, τηρουμένων των αναλογιών, τα άρθρα 53 έως 61 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Άρθρο 25

Δικαίωμα δικαστικής προσφυγής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να είναι δυνατή η ενώπιον δικαστηρίου προσφυγή κατά των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές για τα ιδρύματα πληρωμών, κατ’ εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση προσφυγής κατά παραλείψεως.

Άρθρο 26

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρμόδιες αρχές των διάφορων κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους και, εφόσον χρειάζεται, με την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, την ΕΑΤ και άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές που έχουν ορισθεί βάσει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου που εφαρμόζεται για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

2.   Εξάλλου, κάθε κράτος μέλος επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών του και των ακόλουθων φορέων:

α)

των αρμόδιων αρχών άλλων κρατών μελών που έχουν αναλάβει την αδειοδότηση και την εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών·

β)

της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών, υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών και εποπτικών αρχών, και, κατά περίπτωση, άλλων δημόσιων αρχών αρμόδιων για την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού·

γ)

άλλων αρμόδιων αρχών που έχουν ορισθεί βάσει της παρούσας οδηγίας, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και άλλων ενωσιακών διατάξεων εφαρμοστέων στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όπως οι διατάξεις περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

δ)

της ΕΑΤ, υπό την ιδιότητά της να συμβάλλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 27

Επίλυση διαφορών μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφορετικών κρατών μελών

1.   Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους θεωρεί ότι, για ένα συγκεκριμένο θέμα, η διασυνοριακή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους που αναφέρεται στα άρθρα 26, 28, 29, 30 ή 31 της παρούσας οδηγίας δεν είναι σύμφωνη με τις σχετικές προϋποθέσεις των εν λόγω διατάξεων, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

2.   Όταν η ΕΑΤ ενεργεί κατόπιν αιτήματος δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνει απόφαση δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, οι σχετικές αρμόδιες αρχές αναβάλλουν τις αποφάσεις τους εν αναμονή επίλυσης βάσει του άρθρου 19 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 28

Αίτηση άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

1.   Κάθε ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες πληρωμών για πρώτη φορά σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος προέλευσης του, είτε ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παρέχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης του τις εξής πληροφορίες:

α)

την επωνυμία, τη διεύθυνση και, κατά περίπτωση, τον αριθμό άδειας του ιδρύματος πληρωμών·

β)

το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη όπου προτίθεται να δραστηριοποιηθεί·

γ)

την υπηρεσία ή τις υπηρεσίες πληρωμών που θα παρέχονται·

δ)

όταν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να ορίσει αντιπρόσωπο, τις πληροφορίες του άρθρου 19 παράγραφος 1·

ε)

όταν το ίδρυμα πληρωμών σκοπεύει να έχει υποκατάστημα, τις πληροφορίες του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχεία β) και ε) όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής, περιγραφή της οργανωτικής δομής του υποκαταστήματος και την ταυτότητα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.

Όταν το ίδρυμα πληρωμών προτίθεται να αναθέτει λειτουργικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών σε άλλες οντότητες στο κράτος μέλος υποδοχής, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης του.

2.   Εντός ενός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Εντός μηνός από την παραλαβή των πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αξιολογούν τις εν λόγω πληροφορίες και παρέχουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης σχετικά στοιχεία όσον αφορά την προβλεπόμενη παροχή υπηρεσιών πληρωμών από το οικείο ίδρυμα πληρωμών στο πλαίσιο της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης για τυχόν εύλογες ανησυχίες όσον αφορά την προβλεπόμενη πρόθεση ορισμού αντιπροσώπου ή την ίδρυση υποκαταστήματος, ιδίως σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δεν συμφωνούν με την αξιολόγηση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής, παρέχουν στις τελευταίες τους λόγους για την απόφασή τους.

Εφόσον η αξιολόγηση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης, ιδίως βάσει των πληροφοριών που λαμβάνουν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δεν είναι ευνοϊκή, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αρνείται να καταχωρίσει τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα στο μητρώο ή αποσύρει την καταχώριση εφόσον έχει ήδη πραγματοποιηθεί.

3.   Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιούν την απόφασή τους στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και στο ίδρυμα πληρωμών.

Από την καταχώριση στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 14, ο αντιπρόσωπος ή το υποκατάστημα μπορεί να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής.

Το ίδρυμα πληρωμών γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης την ημερομηνία από την οποία θα αρχίσει τις δραστηριότητές του μέσω του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματος στο σχετικό κράτος μέλος υποδοχής. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

4.   Το ίδρυμα πληρωμών ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στις πληροφορίες που έχουν κοινοποιήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων για πρόσθετους αντιπροσώπους, υποκαταστήματα ή οντότητες στις οποίες έχει γίνει εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων στο κράτος μέλος υποδοχής στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του το ίδρυμα. Εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν το πλαίσιο για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων καθορίζουν τον τρόπο, τα μέσα και τις λεπτομέρειες της συνεργασίας σχετικά με τη διαδικασία κοινοποίησης των ιδρυμάτων πληρωμών που λειτουργούν διασυνοριακά και ιδίως το πεδίο εφαρμογής και τη διαχείριση των υποβαλλόμενων πληροφοριών, περιλαμβανομένων της κοινής ορολογίας και των τυποποιημένων υποδειγμάτων κοινοποίησης για τη διασφάλιση συνεπούς και αποτελεσματικής διαδικασίας κοινοποίησης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 13 Ιανουαρίου 2018.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 29

Εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

1.   Για τη διενέργεια των ελέγχων και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο και στις διατάξεις του εθνικού δικαίου που μεταφέρουν τους τίτλους ΙΙΙ και IV, σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 4, σε σχέση με τον αντιπρόσωπο ή το υποκατάστημα ιδρύματος πληρωμών που βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

Στο πλαίσιο της συνεργασίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ότι επιθυμούν να διενεργήσουν επιτόπιο έλεγχο στο έδαφος του τελευταίου.

Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης μπορούν να αναθέσουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στο σχετικό ίδρυμα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών που έχουν αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στο έδαφός τους να υποβάλλουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα έκθεση για τις δραστηριότητες που ασκούν στο έδαφός τους.

Οι εκθέσεις αυτές απαιτούνται για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς και, στον βαθμό που οι αντιπρόσωποι και τα υποκαταστήματα ασκούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών στο πλαίσιο του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης, για σκοπούς ελέγχου της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά των τίτλων ΙΙΙ και IV στο εθνικό δίκαιο. Αυτοί οι αντιπρόσωποι και τα υποκαταστήματα υπόκεινται στην τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 24.

3.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν μεταξύ τους όλες τις ουσιώδεις και/ή σχετικές πληροφορίες, ιδίως σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης εκ μέρους αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος, και όταν τέτοιες παραβάσεις συνέβησαν στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν, κατόπιν αιτήματος, όλες τις σχετικές πληροφορίες και, με ιδία πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικές πληροφορίες, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 παράγραφος 3.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα πληρωμών που λειτουργούν στο έδαφός τους μέσω αντιπροσώπων στο πλαίσιο του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης, και των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος να ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επικοινωνίας στο έδαφός τους, προκειμένου να διασφαλίζουν την κατάλληλη επικοινωνία και την υποβολή στοιχείων σχετικά με τη συμμόρφωση με τους τίτλους ΙΙΙ και IV, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να διευκολύνεται η εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής, μεταξύ άλλων με την παροχή εγγράφων και πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήσεώς τους.

5.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία προσδιορίζουν τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον καθορισμό, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, των περιστάσεων υπό τις οποίες ενδείκνυται ο ορισμός κεντρικού σημείου επικοινωνίας και των καθηκόντων των εν λόγω σημείων επαφής, σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων λαμβάνουν ιδίως υπόψη:

α)

τον συνολικό όγκο και την αξία των συναλλαγών που πραγματοποιούνται από το ίδρυμα πληρωμών στα κράτη μέλη υποδοχής·

β)

το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών πληρωμών· και

γ)

τον συνολικό αριθμό αντιπροσώπων που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 13 Ιανουαρίου 2017.

6.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν το πλαίσιο συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής, σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου για τη μεταφορά των τίτλων ΙΙΙ και IV στο εθνικό δίκαιο. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων καθορίζουν τον τρόπο, τα μέσα και τις λεπτομέρειες της συνεργασίας σχετικά με την εποπτεία των ιδρυμάτων πληρωμών που λειτουργούν διασυνοριακά, και ιδίως το πεδίο εφαρμογής και τη διαχείριση των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, για τη διασφάλιση της συνεπούς και αποτελεσματικής εποπτείας των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών πληρωμών.

Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων καθορίζουν επίσης τα μέσα και τις λεπτομέρειες των υποβαλλόμενων εκθέσεων που ζητούν τα κράτη μέλη υποδοχής από ιδρύματα πληρωμών σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες πληρωμών που ασκούν στο έδαφός τους σύμφωνα με την παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητας αυτών των υποβαλλόμενων εκθέσεων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 13 Ιανουαρίου 2018.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 30

Μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, περιλαμβανομένων των προληπτικών μέτρων

1.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης, σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα πληρωμών που έχει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στο έδαφός του δεν συμμορφώνεται με τον παρόντα τίτλο ή με το εθνικό δίκαιο για τη μεταφορά του τίτλου ΙΙΙ ή IV στο εθνικό δίκαιο, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης χωρίς καθυστέρηση.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, αφού αξιολογήσει τις υποβληθείσες πληροφορίες σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, λαμβάνει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε το ίδρυμα πληρωμών να θέσει τέλος στη μη συμμόρφωσή του. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιεί τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και στις αρμόδιες αρχές οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

2.   Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπου απαιτείται άμεση δράση ώστε να αντιμετωπισθεί σοβαρή απειλή για τα συλλογικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, παράλληλα με τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και εν αναμονή της λήψης μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 29, να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα.

3.   Τα προληπτικά μέτρα της παραγράφου 2 είναι κατάλληλα και αναλογικά προς τον σκοπό τους, δηλαδή την προστασία από ενδεχόμενη σοβαρή απειλή των συλλογικών συμφερόντων των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής. Δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών στο κράτος μέλος υποδοχής έναντι των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του ιδρύματος πληρωμών σε άλλα κράτη μέλη.

Τα προληπτικά μέτρα έχουν προσωρινό χαρακτήρα και παύουν να ισχύουν όταν οι σοβαρές απειλές που εντοπίστηκαν αντιμετωπίζονται, μεταξύ άλλων, με τη βοήθεια και σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή με την ΕΑΤ όπως προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 1.

4.   Όπου αυτό συμβαδίζει με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, την Επιτροπή και την ΕΑΤ εκ των προτέρων και, εν πάση περιπτώσει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 2 και την αιτιολόγησή τους.

Άρθρο 31

Αιτιολόγηση και κοινοποίηση

1.   Κάθε μέτρο που λαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, 28, 29 ή 30 και επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελεύθερης εγκατάστασης πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στο ενδιαφερόμενο ίδρυμα πληρωμών.

2.   Τα άρθρα 28, 29 και 30 δεν θίγουν την υποχρέωση που υπέχουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847, ιδίως δυνάμει του άρθρου 48 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και του άρθρου 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847, να εποπτεύουν ή να ελέγχουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που θεσπίζουν οι εν λόγω πράξεις.

Τμήμα 4

Εξαίρεση

Άρθρο 32

Όροι

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν ή να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξαιρούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που απαριθμούνται στα σημεία 1) έως 6) του παραρτήματος Ι από την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους της διαδικασίας και των όρων που προβλέπονται στα τμήματα 1, 2 και 3, πλην των άρθρων 14, 15, 22, 24, 25 και 26, εφόσον:

α)

ο μηνιαίος μέσος όρος της συνολικής αξίας των πράξεων πληρωμής του προηγούμενου δωδεκαμήνου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων για τους οποίους αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη, δεν υπερβαίνει το όριο που θέτει το κράτος μέλος και σε καμία περίπτωση τα 3 εκατ. EUR. Η απαίτηση αυτή αξιολογείται βάσει του συνολικού ποσού πράξεων πληρωμής που προβλέπεται στο επιχειρηματικό του σχέδιο, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές ζητήσουν αναπροσαρμογή του· και

β)

κανένα από τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση ή τη λειτουργία της επιχείρησης δεν έχει καταδικαστεί για αδικήματα σχετικά με νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή άλλα οικονομικά εγκλήματα.

2.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει καταχωριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 υποχρεούται να διατηρεί την καταστατική του έδρα ή τα γραφεία του στο κράτος μέλος στο οποίο ασκεί πραγματικά τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

3.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα πληρωμών, αλλά το άρθρο 11 παράγραφος 9 και τα άρθρα 28, 29 και 30 δεν εφαρμόζονται έναντι αυτών.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να ορίζουν ότι φυσικά ή νομικά πρόσωπα καταχωρισμένα σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν να ασκούν μόνο ορισμένες από τις δραστηριότητες του άρθρου 18.

5.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές κάθε μεταβολή της κατάστασής τους σχετική με τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, εάν έχουν παύσει να πληρούνται οι όροι των παραγράφων 1, 2 ή 4 του παρόντος άρθρου, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να ζητήσουν άδεια εντός 30 ημερολογιακών ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 11.

6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται όσον αφορά την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 ή το εθνικό δίκαιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Άρθρο 33

Πάροχοι υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού

1.   Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που παρέχουν μόνον την υπηρεσία πληρωμών όπως αναφέρεται στο σημείο 8 του παραρτήματος Ι εξαιρούνται από την εφαρμογή της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που προβλέπονται στα τμήματα 1 και 2, με την εξαίρεση του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), ε) έως η), ι), ιβ), ιδ), ιστ) και ιζ), του άρθρου 5 παράγραφος 3 και των άρθρων 14 και 15. Το τμήμα 3 εφαρμόζεται, εξαιρουμένου του άρθρου 23 παράγραφος 3.

2.   Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αντιμετωπίζονται ως ιδρύματα πληρωμών, αλλά οι τίτλοι ΙΙΙ και IV δεν εφαρμόζονται σε αυτά, με εξαίρεση τα άρθρα 41, 45 και 52 και, κατά περίπτωση, τα άρθρα 67, 69 και 95 έως 98.

Άρθρο 34

Γνωστοποίηση και ενημέρωση

Εφόσον ένα κράτος μέλος εφαρμόζει την εξαίρεση του άρθρου 32, ενημερώνει την Επιτροπή για την απόφασή του το αργότερο έως τις 13 Ιανουαρίου 2018 και της γνωστοποιεί πάραυτα κάθε επακόλουθη τροποποίηση. Επίσης, το κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή τον αριθμό των οικείων φυσικών και νομικών προσώπων και την ενημερώνει, σε ετήσια βάση, σχετικά με τη συνολική αξία των πράξεων πληρωμής που έχουν εκτελεσθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 35

Πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στα συστήματα πληρωμών των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή καταχωρισθεί στα μητρώα και οι οποίοι είναι νομικά πρόσωπα, να είναι αντικειμενικοί, αμερόληπτοι και αναλογικοί, και να μην κωλύουν, πέραν του αναγκαίου, την πρόσβαση για τη διασφάλιση έναντι ορισμένων κινδύνων, όπως ο κίνδυνος διακανονισμού, ο λειτουργικός κίνδυνος και ο επιχειρηματικός κίνδυνος, και την προστασία της χρηματοοικονομικής και λειτουργικής σταθερότητας του συστήματος πληρωμών.

Τα συστήματα πληρωμών δεν επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών ή σε άλλα συστήματα πληρωμών καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

περιοριστικούς κανόνες για την ουσιαστική συμμετοχή σε άλλα συστήματα πληρωμών·

β)

κανόνες που θεσπίζουν διακρίσεις μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή μεταξύ των καταχωρισμένων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους καθώς και τα παρεχόμενα πλεονεκτήματα·

γ)

περιορισμούς βάσει του νομικού καθεστώτος.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται:

α)

στα συστήματα πληρωμών που ορίζονται δυνάμει της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β)

στα συστήματα πληρωμών που συνίστανται αποκλειστικά από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που ανήκουν σε όμιλο.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που συμμετέχων σε καθορισμένο σύστημα επιτρέπει σε αδειοδοτημένο ή καταχωρισμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που δεν συμμετέχει στο σύστημα να διαβιβάσει εντολές μέσω του συστήματος, ο εν λόγω συμμετέχων παρέχει την ίδια ευκαιρία, όταν ζητηθεί, με αντικειμενικό, αναλογικό και αμερόληπτο τρόπο σε άλλους αδειοδοτημένους ή καταχωρισμένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Ο συμμετέχων παρέχει στον αιτούντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών πλήρη αιτιολόγηση σε περίπτωση απόρριψης.

Άρθρο 36

Πρόσβαση σε λογαριασμούς που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα πληρωμών να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες λογαριασμών πληρωμών των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αντικειμενική, αμερόληπτη και αναλογική βάση. Η πρόσβαση αυτή πρέπει να είναι επαρκώς εκτεταμένη ώστε τa ιδρύματα πληρωμών να είναι σε θέση να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών με απρόσκοπτο και αποτελεσματικό τρόπο.

Το πιστωτικό ίδρυμα αιτιολογεί δεόντως στην αρμόδια αρχή κάθε απόρριψη.

Άρθρο 37

Απαγόρευση σε πρόσωπα πλην των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών και υποχρέωση γνωστοποίησης

1.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ούτε είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ούτε αποκλείονται ρητά από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι πάροχοι υπηρεσιών που ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο ια) σημεία i) και ii) ή και τις δύο δραστηριότητες, για τις οποίες η συνολική αξία των πράξεων πληρωμής των προηγούμενων 12 μηνών υπερβαίνει το ποσό του 1 εκατομμυρίου EUR, να απευθύνουν γνωστοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές, με περιγραφή των προσφερόμενων υπηρεσιών, η οποία να προσδιορίζει ποια εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 3 στοιχείο ια) σημεία i) και ii) θεωρούν ότι ισχύει για την ασκούμενη δραστηριότητα.

Βασιζόμενη σε αυτή τη γνωστοποίηση, η αρμόδια αρχή λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο ια) όταν η δραστηριότητα αυτή δεν αναγνωρίζεται ως περιορισμένο δίκτυο και ενημερώνει τον πάροχο των υπηρεσιών αναλόγως.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι πάροχοι υπηρεσιών που ασκούν δραστηριότητα αναφερόμενη στο άρθρο 3 στοιχείο ιβ) να απευθύνουν γνωστοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές και να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές ετήσια έκθεση ελέγχου που να πιστοποιεί ότι η δραστηριότητα είναι σύμφωνη με τα όρια του άρθρου 3 στοιχείο ιβ).

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για τις υπηρεσίες που γνωστοποιούνται βάσει των παραγράφων 2 και 3, αναφέροντας ποια εξαίρεση ισχύει για την εκτελούμενη δραστηριότητα.

5.   Η περιγραφή της δραστηριότητας που γνωστοποιείται βάσει των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου δημοσιοποιείται στα μητρώα που προβλέπονται στα άρθρα 14 και 15.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικοί κανόνες

Άρθρο 38

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών τίτλος εφαρμόζεται σε μεμονωμένες πράξεις πληρωμής, σε συμβάσεις-πλαίσια και σε πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από αυτές. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο παρών τίτλος δεν εφαρμόζεται εν όλω ή εν μέρει εφόσον ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος τίτλου στις πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στους καταναλωτές.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2008/48/ΕΚ ή άλλα σχετικά ενωσιακά ή εθνικά μέτρα που αφορούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές, που δεν εναρμονίζονται με την παρούσα οδηγία, τα οποία είναι σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

Άρθρο 39

Λοιπές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου

Οι διατάξεις του παρόντος τίτλου δεν θίγουν οποιαδήποτε διάταξη του ενωσιακού δικαίου που περιλαμβάνει επιπλέον απαιτήσεις περί προηγούμενης ενημέρωσης.

Ωστόσο, όταν εφαρμόζεται, επίσης, η οδηγία 2002/65/ΕΚ, οι διατάξεις περί πληροφόρησης του άρθρου 3 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας, εκτός του σημείου 2) στοιχεία γ) έως ζ), του σημείου 3) στοιχεία α), δ) και ε) και του σημείου 4) στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου, αντικαθίστανται από τα άρθρα 44, 45, 51 και 52 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 40

Χρέωση για παροχή πληροφοριών

1.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν επιτρέπεται να χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για παροχή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος τίτλου.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν για τη χρέωση της παροχής επιπλέον πληροφοριών ή της πιο συχνής αποστολής τους, ή της διαβίβασής τους με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που προσδιορίζεται στη σύμβαση-πλαίσιο, και οι οποίες αποστέλλονται κατόπιν αιτήματος του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών.

3.   Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση για πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 2, η χρέωση αυτή είναι εύλογη και ανάλογη με το πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 41

Βάρος της απόδειξης όσον αφορά τις απαιτήσεις πληροφόρησης

Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών φέρει το βάρος της απόδειξης προκειμένου να αποδείξει ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις πληροφόρησης του παρόντος τίτλου.

Άρθρο 42

Παρέκκλιση από τις απαιτήσεις πληροφόρησης για τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα

1.   Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σχετική σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα 30 EUR ή είτε έχουν όριο δαπανών 150 EUR είτε αποθηκεύουν χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα 150 EUR:

α)

κατά παρέκκλιση των άρθρων 51, 52 και 56, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή μόνον πληροφορίες για τα κύρια χαρακτηριστικά της υπηρεσίας πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίον μπορεί να χρησιμοποιείται το μέσο πληρωμών, την ευθύνη, τα επιβαλλόμενα τέλη και άλλες ουσιώδεις πληροφορίες που απαιτούνται για τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης, καθώς και ενδείξεις για τη θέση άλλων πληροφοριών και όρων που προσδιορίζονται στο άρθρο 52 και είναι διαθέσιμες με ευπρόσιτο τρόπο·

β)

είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 54, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να προτείνει μεταβολές των όρων της σύμβασης-πλαισίου κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1·

γ)

είναι δυνατόν να συμφωνείται ότι, κατά παρέκκλιση των άρθρων 57 και 58, μετά από την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής:

i)

ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμο μόνον έναν αριθμό αναφοράς που επιτρέπει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αναγνωρίζει την πράξη πληρωμής, το ποσό της και τα σχετικά τέλη και/ή, στην περίπτωση πολλαπλών πράξεων πληρωμής του ίδιου είδους προς τον ίδιο δικαιούχο, μόνον πληροφορίες σχετικά με το συνολικό ποσό και τα τέλη αυτών των πράξεων πληρωμών,

ii)

ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παρέχει ή να καθιστά διαθέσιμες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο i) εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή εάν ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμής δεν είναι τεχνικώς σε θέση να τις παράσχει. Ωστόσο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον πληρωτή τη δυνατότητα να ελέγχει το ποσό των αποθηκευμένων χρηματικών ποσών.

2.   Για τις εθνικές πράξεις πληρωμών, τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να μειώνουν ή να διπλασιάζουν τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξάνουν τα ποσά αυτά, όταν πρόκειται για προπληρωμένα μέσα πληρωμών, μέχρι 500 EUR.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Μεμονωμένες πράξεις πληρωμής

Άρθρο 43

Πεδίο εφαρμογής

1.   Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις μεμονωμένες πράξεις πληρωμής που δεν καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.

2.   Όταν εντολή πληρωμής μεμονωμένης πράξης πληρωμής διαβιβάζεται με μέσο πληρωμής που καλύπτεται από σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να παράσχει ή να καταστήσει διαθέσιμες πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη δοθεί ή πρόκειται να δοθούν στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών βάσει της σύμβασης-πλαισίου με άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 44

Προηγούμενη γενική ενημέρωση

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να θέτει στη διάθεση του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 45 όσον αφορά τις υπηρεσίες που παρέχει, πριν ο χρήστης της υπηρεσίας πληρωμών δεσμευθεί από σύμβαση ή προσφορά μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμής. Κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει τις πληροφορίες και τους όρους σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο. Η διατύπωση των πληροφοριών και όρων πρέπει να είναι εύκολα κατανοητή, με σαφή και εύληπτη μορφή και σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία πληρωμής ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.

2.   Εάν, κατόπιν αιτήματος του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, έχει συναφθεί σύμβαση μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με την παράγραφο 1, ο πάροχος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την παράγραφο 1 αμέσως μετά από την εκτέλεση της πράξης πληρωμής.

3.   Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν επίσης να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης μεμονωμένης υπηρεσίας πληρωμών ή του σχεδίου της εντολής πληρωμής όπου περιέχονται οι κατά το άρθρο 45 πληροφορίες και όροι.

Άρθρο 45

Πληροφορίες και όροι

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει ή να θέτει στη διάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τις ακόλουθες πληροφορίες και όρους:

α)

τον προσδιορισμό των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παράσχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή έναρξη ή εκτέλεση της εντολής πληρωμής·

β)

τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης της υπηρεσίας πληρωμής που θα παρασχεθεί·

γ)

όλες τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των εν λόγω επιβαρύνσεων·

δ)

ανάλογα με την περίπτωση, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ή τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς που πρόκειται να εφαρμοσθεί στην πράξη πληρωμής.

2.   Επιπλέον, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών κίνησης πληρωμών παρέχουν ή καθιστούν διαθέσιμες στον πληρωτή, πριν από την έναρξη της πληρωμής, τις ακόλουθες σαφείς και ολοκληρωμένες πληροφορίες:

α)

την ονομασία του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, τη γεωγραφική διεύθυνση της έδρας και, ενδεχομένως, τη γεωγραφική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματός του που είναι εγκατεστημένα στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία πληρωμής, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο επικοινωνίας, περιλαμβανομένης της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επικοινωνία με τον πάροχο των υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών· και

β)

τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής.

3.   Κατά περίπτωση, κάθε άλλη σχετική πληροφορία και σχετικοί όροι που προβλέπονται στο άρθρο 52, διατίθενται στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε ευπρόσιτη μορφή.

Άρθρο 46

Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή και τον δικαιούχο της πληρωμής μετά από την έναρξη εντολής πληρωμής

Εκτός από τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 45, όταν η έναρξη εντολής πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, αμέσως μετά από την έναρξη, παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες όλες τις ακόλουθες πληροφορίες στον πληρωτή και, όπου απαιτείται, στον δικαιούχο:

α)

επιβεβαίωση για την επιτυχή έναρξη της εντολής πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή·

β)

στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή και στον δικαιούχο να ταυτοποιήσουν την πράξη πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής·

γ)

το ποσό της πράξης πληρωμής·

δ)

ανάλογα με την περίπτωση, το ποσό τυχόν επιβαρύνσεων καταβλητέων στον πάροχο υπηρεσιών κίνησης πληρωμής για την πράξη πληρωμής, και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών.

Άρθρο 47

Πληροφορίες που παρέχονται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή στην περίπτωση υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμών

Όταν η έναρξη εντολής πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσιών κίνησης πληρωμών, αυτός καθιστά διαθέσιμα στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή τα στοιχεία ταυτοποίησης της πράξης πληρωμής.

Άρθρο 48

Πληροφορίες που παρέχονται στον πληρωτή μετά από την παραλαβή της εντολής πληρωμής

Αμέσως μετά από την παραλαβή της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον πληρωτή, με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες:

α)

στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον πληρωτή να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν στον δικαιούχο·

β)

το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα που χρησιμοποιείται στην εντολή πληρωμής·

γ)

το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο πληρωτής και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών·

δ)

ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή σχετική αναφορά, σε περίπτωση που διαφέρει από την ισοτιμία που παρασχέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο δ), και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά από τη μετατροπή του νομίσματος· και

ε)

την ημερομηνία παραλαβής της εντολής πληρωμής.

Άρθρο 49

Πληροφορίες που παρέχονται στον δικαιούχο μετά από την εκτέλεση

Αμέσως μετά από την εκτέλεση της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες στον δικαιούχο, με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες όσον αφορά τις δικές του υπηρεσίες:

α)

στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και, αν χρειάζεται, τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής·

β)

το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο τα χρηματικά ποσά τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου·

γ)

το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής τις οποίες πρέπει να καταβάλει ο δικαιούχος και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών·

δ)

ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν τη μετατροπή του νομίσματος·

ε)

την ημερομηνία αξίας για την πίστωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Συμβάσεις-πλαίσια

Άρθρο 50

Πεδίο εφαρμογής

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής που καλύπτονται από σύμβαση-πλαίσιο.

Άρθρο 51

Προηγούμενη γενική ενημέρωση

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, σε εύθετο χρόνο πριν αυτός δεσμευθεί από σύμβαση-πλαίσιο ή προσφορά, σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο, τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52. Η διατύπωση των πληροφοριών και όρων πρέπει να είναι εύκολα κατανοητή, με σαφή και εύληπτη μορφή και σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο παρέχεται η υπηρεσία πληρωμής ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνήσουν τα μέρη.

2.   Εάν, κατόπιν αίτησης του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, η σύμβαση-πλαίσιο έχει συναφθεί με μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως το οποίο δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμμορφωθεί με την παράγραφο 1, ο πάροχος εκπληρώνει την υποχρέωσή του σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης-πλαισίου.

3.   Οι υποχρεώσεις της παραγράφου 1 μπορούν επίσης να εκπληρώνονται με την παροχή αντιγράφου του σχεδίου σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των όρων που προβλέπονται στο άρθρο 52.

Άρθρο 52

Πληροφορίες και όροι

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών οι εξής πληροφορίες και όροι:

1)

για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:

α)

η ονομασία του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, η γεωγραφική διεύθυνση των κεντρικών του γραφείων και, ανάλογα με την περίπτωση, η γεωγραφική διεύθυνση του αντιπροσώπου ή του υποκαταστήματός του που είναι εγκατεστημένα στο κράτος μέλος όπου παρέχεται η υπηρεσία πληρωμής, καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση, περιλαμβανομένης της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για την επικοινωνία με τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών·

β)

τα στοιχεία των αρμόδιων εποπτικών αρχών και του μητρώου που ορίζεται στο άρθρο 14 ή οποιουδήποτε άλλου σχετικού δημόσιου μητρώου στο οποίο καταχωρίστηκε η άδεια λειτουργίας του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και ο αριθμός εγγραφής ή αντίστοιχο μέσο ταυτοποίησης στο εν λόγω μητρώο·

2)

για τη χρήση της υπηρεσίας πληρωμών:

α)

περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών της υπηρεσίας πληρωμών που πρόκειται να του παρασχεθεί·

β)

προσδιορισμός των πληροφοριών ή του αποκλειστικού μέσου ταυτοποίησης που πρέπει να παράσχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ορθή έναρξη ή εκτέλεση της εντολής πληρωμής·

γ)

ο τύπος και η διαδικασία κοινοποίησης της συγκατάθεσης για την έναρξη εντολής πληρωμής ή την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής καθώς και άρσης της συγκατάθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 80·

δ)

αναφορά του χρόνου λήψης της εντολής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 78 και του τυχόν χρονικού σημείου λήξης των ημερήσιων εργασιών του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών·

ε)

η μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης εντός της οποίας πρέπει να παρέχονται οι υπηρεσίες πληρωμών·

στ)

εάν υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας σχετικά με το όριο δαπανών για τη χρήση του μέσου πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1·

ζ)

στην περίπτωση των μέσων πληρωμών με κάρτα που φέρει περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα, τα δικαιώματα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/751·

3)

για τις επιβαρύνσεις, τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες:

α)

όλες οι επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβάλει ο χρήστης στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που συνδέονται με τον τρόπο και τη συχνότητα με την οποία παρέχονται ή διατίθενται πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας, και, ανάλογα με την περίπτωση, η ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών·

β)

ανάλογα με την περίπτωση, το εφαρμοστέο επιτόκιο και η εφαρμοστέα συναλλαγματική ισοτιμία ή, εάν πρόκειται να εφαρμοστούν επιτόκιο και συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς, η μέθοδος υπολογισμού του πραγματικού επιτοκίου και η σχετική ημερομηνία και ο δείκτης ή η βάση καθορισμού αυτού του επιτοκίου ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας αναφοράς·

γ)

εάν έχει συμφωνηθεί, η άμεση εφαρμογή αλλαγών στα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς και οι απαιτήσεις ενημέρωσης σχετικά με τις αλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2·

4)

για την επικοινωνία:

α)

ανάλογα με την περίπτωση, τα μέσα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών απαιτήσεων ως προς τον εξοπλισμό του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, που έχουν συμφωνήσει τα μέρη για τη διαβίβαση των πληροφοριών ή ειδοποιήσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας·

β)

ο τρόπος με τον οποίον παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες οι πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας, καθώς και η σχετική συχνότητα·

γ)

η γλώσσα ή οι γλώσσες σύναψης της σύμβασης-πλαισίου και επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης·

δ)

το δικαίωμα του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαισίου και πληροφορίες και όρους σύμφωνα με το άρθρο 53·

5)

για τις προφυλάξεις και τα διορθωτικά μέτρα:

α)

ανάλογα με την περίπτωση, περιγραφή των μέτρων που πρέπει να λαμβάνει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για την ασφαλή φύλαξη του μέσου πληρωμών, καθώς και τρόποι ειδοποίησης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

β)

η ασφαλής διαδικασία με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα ειδοποιεί τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών σε περίπτωση εικαζόμενης ή πραγματικής απάτης ή απειλών της ασφάλειας·

γ)

εάν έχει συμφωνηθεί, οι όροι με τους οποίους ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διατηρεί το δικαίωμα να αναστείλει ένα μέσο πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 68·

δ)

η ευθύνη του πληρωτή σύμφωνα με το άρθρο 74, περιλαμβανομένων των πληροφοριών για το σχετικό ποσό·

ε)

ο τρόπος και η προθεσμία εντός της οποίας ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών οφείλει να ειδοποιεί τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για τυχόν μη εγκεκριμένες ή λανθασμένα εκτελεσθείσες πράξεις πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 71 καθώς και η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 73·

στ)

η ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για την έναρξη ή την εκτέλεση των πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 89·

ζ)

οι όροι επιστροφής σύμφωνα με τα άρθρα 76 και 77·

6)

για τις αλλαγές και τη λήξη της σύμβασης-πλαισίου:

α)

εφόσον συμφωνηθεί, επισήμανση του ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών θεωρείται ότι αποδέχεται τις τροποποιήσεις των όρων, σύμφωνα με το άρθρο 54, εκτός εάν γνωστοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών πριν την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους ότι δεν τις αποδέχεται·

β)

η διάρκεια της σύμβασης-πλαισίου·

γ)

το δικαίωμα του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να καταγγέλλει τη σύμβαση-πλαίσιο καθώς και κάθε συμφωνία που αφορά στην καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 1 και το άρθρο 55·

7)

για τα μέσα προσφυγής:

α)

κάθε συμβατικός όρος σχετικά με το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση-πλαίσιο και/ή το αρμόδιο δικαστήριο·

β)

οι διαδικασίες ΕΕΔ και καταγγελιών που έχει στη διάθεσή του ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με τα άρθρα 99 έως 102.

Άρθρο 53

Δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες και στους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαισίου

Ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών έχει το δικαίωμα, κατόπιν αιτήματός του, να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους της σύμβασης-πλαισίου καθώς και τις πληροφορίες και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 52 σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο.

Άρθρο 54

Τροποποίηση των συμβατικών όρων της σύμβασης-πλαισίου

1.   Κάθε τροποποίηση της σύμβασης-πλαισίου ή των πληροφοριών και των όρων που προσδιορίζονται στο άρθρο 52 προτείνεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1 και τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ημερομηνία της προτεινόμενης έναρξης ισχύος. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί είτε να αποδεχθεί είτε να απορρίψει τις τροποποιήσεις πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους.

Όπου συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 52 σημείο 6) στοιχείο α), ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών πληροφορεί τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι θα θεωρηθεί ότι έχει αποδεχθεί τις εν λόγω τροποποιήσεις εάν δεν γνωστοποιήσει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ότι δεν τις αποδέχεται πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία έναρξης ισχύος τους. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει επίσης τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ότι, σε περίπτωση που απορρίψει τις αλλαγές αυτές, έχει το δικαίωμα να λύσει τη σύμβαση-πλαίσιο ατελώς και με ισχύ από οποιαδήποτε χρονική στιγμή μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία θα είχε εφαρμοστεί η τροποποίηση.

2.   Αλλαγές των επιτοκίων ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών μπορούν να εφαρμόζονται αμέσως και χωρίς προειδοποίηση, εφόσον το δικαίωμα αυτό έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο και οι αλλαγές των επιτοκίων ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών βασίζονται στα επιτόκια ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς που έχουν συμφωνηθεί σύμφωνα με το άρθρο 52 σημείο 3) στοιχεία β) και γ). Ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνεται το ταχύτερο δυνατόν για κάθε αλλαγή του επιτοκίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει για συγκεκριμένη συχνότητα ή τρόπο παροχής των πληροφοριών ή θέσης του σε διάθεση του χρήστη. Ωστόσο, οι αλλαγές στο επιτόκιο ή τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που είναι ευνοϊκότερες για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών, μπορούν να εφαρμόζονται χωρίς προειδοποίηση.

3.   Οι αλλαγές του επιτοκίου ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας που χρησιμοποιούνται κατά τις πράξεις πληρωμής εφαρμόζονται και υπολογίζονται κατά τρόπο ουδέτερο χωρίς διακρίσεις εις βάρος των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 55

Λύση

1.   Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να λύσει τη σύμβαση-πλαίσιο ανά πάσα στιγμή, εκτός αν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης. Η εν λόγω προθεσμία δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα.

2.   Η λύση σύμβασης-πλαισίου δεν συνεπάγεται επιβάρυνση για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν η σύμβαση βρίσκεται σε ισχύ για λιγότερο από έξι μήνες. Τυχόν χρεώσεις για τη λύση της σύμβασης-πλαισίου πρέπει να είναι εύλογες και σύμφωνες με το κόστος.

3.   Εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να καταγγείλει σύμβαση-πλαίσιο αορίστου χρόνου με ειδοποίηση τουλάχιστον δύο μήνες πριν, με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1.

4.   Οι επιβαρύνσεις για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών που χρεώνονται σε τακτική βάση καταβάλλονται από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών μόνον κατ’ αναλογία προς τον χρόνο μέχρι τη λύση της σύμβασης. Εάν οι επιβαρύνσεις καταβληθούν προκαταβολικά, επιστρέφονται κατ’ αναλογία.

5.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις των κρατών μελών που διέπουν τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών να υπαναχωρούν από τη σύμβαση-πλαίσιο ή να την κηρύσσουν άκυρη.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 56

Πληροφόρηση πριν από την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής

Για κάθε επιμέρους πράξη πληρωμής που απορρέει από σύμβαση-πλαίσιο της οποίας η έναρξη διενεργείται από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, κατόπιν αιτήματος του πληρωτή, για τη συγκεκριμένη πράξη πληρωμής, παρέχει σαφείς πληροφορίες σχετικά με όλα τα ακόλουθα:

α)

τη μέγιστη προθεσμία εκτέλεσης·

β)

τις επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβληθούν από τον πληρωτή·

γ)

ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των τυχόν επιβαρύνσεων.

Άρθρο 57

Πληροφόρηση του πληρωτή για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής

1.   Μετά από τη χρέωση του λογαριασμού του πληρωτή με το ποσό της επιμέρους πράξης πληρωμής ή, όταν ο πληρωτής δεν χρησιμοποιεί λογαριασμό πληρωμών, μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον πληρωτή και με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

στοιχείο αναφοράς που επιτρέπει στον πληρωτή να ταυτοποιήσει κάθε πράξη πληρωμής και, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αφορούν τον δικαιούχο·

β)

το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή ή στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την εντολή πληρωμής·

γ)

το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών, ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο πληρωτής·

δ)

ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, και το ποσό της πράξης πληρωμής μετά τη μετατροπή του νομίσματος·

ε)

την ημερομηνία αξίας για τη χρέωση ή την ημερομηνία παραλαβής της εντολής πληρωμής.

2.   Η σύμβαση-πλαίσιο θα περιλαμβάνει όρο ότι ο πληρωτής μπορεί να απαιτεί οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να παρέχονται ή να καθίστανται διαθέσιμες περιοδικά τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, ατελώς με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον πληρωτή να αποθηκεύει και να αναπαράγει αυτούσιες τις πληροφορίες.

3.   Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει πληροφορίες σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο τουλάχιστον μία φορά το μήνα και ατελώς.

Άρθρο 58

Πληροφόρηση του δικαιούχου για τις επιμέρους πράξεις πληρωμής

1.   Μετά από την εκτέλεση επιμέρους πράξης πληρωμής ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου παρέχει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον δικαιούχο, με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 51 παράγραφος 1, όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

στοιχεία αναφοράς που επιτρέπουν στον δικαιούχο να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής και τον πληρωτή, καθώς και κάθε πληροφορία που διαβιβάζεται με την πράξη πληρωμής·

β)

το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο πιστώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του δικαιούχου·

γ)

το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής, και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάλυση των ποσών των επιβαρύνσεων αυτών, ή τον τόκο που πρέπει να καταβάλλει ο δικαιούχος·

δ)

ανάλογα με την περίπτωση, τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε στην πράξη πληρωμής από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, και το ποσό της πράξης πληρωμής πριν από τη μετατροπή του νομίσματος·

ε)

την ημερομηνία αξίας για την πίστωση.

2.   Η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες περιοδικά τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και που επιτρέπει στον δικαιούχο να αποθηκεύει και να αναπαράγει αυτούσιες τις πληροφορίες.

3.   Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παρέχει πληροφορίες σε έγχαρτη μορφή ή σε άλλο σταθερό μέσο τουλάχιστον μία φορά το μήνα, ατελώς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 59

Νόμισμα και μετατροπή νομίσματος

1.   Οι πληρωμές πραγματοποιούνται στο νόμισμα το οποίο έχουν συμφωνήσει τα μέρη.

2.   Όταν, πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής, προσφέρεται υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων σε ΑΤΜ, στο σημείο πώλησης ή εκ μέρους του δικαιούχου, το μέρος που προσφέρει την υπηρεσία μετατροπής νομισμάτων στον πληρωτή υποχρεούται να του γνωστοποιήσει κάθε σχετική επιβάρυνση, καθώς και τη συναλλαγματική ισοτιμία που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη μετατροπή.

Ο πληρωτής αποδέχεται την παροχή της υπηρεσίας μετατροπής νομισμάτων πάνω σε αυτή τη βάση.

Άρθρο 60

Ενημέρωση σχετικά με τυχόν πρόσθετη επιβάρυνση ή έκπτωση

1.   Όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο δικαιούχος επιβάλλει επιβάρυνση ή προσφέρει έκπτωση, ο δικαιούχος ενημερώνει σχετικά τον πληρωτή πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής.

2.   Όταν, για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην πράξη επιβάλλει επιβάρυνση, το εν λόγω πρόσωπο ενημερώνει σχετικά τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής.

3.   Ο πληρωτής έχει μόνον την υποχρέωση να πληρώσει για τις επιβαρύνσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εάν του γνωστοποιήθηκε το πλήρες ποσό πριν από την έναρξη της πράξης πληρωμής.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κοινές διατάξεις

Άρθρο 61

Πεδίο εφαρμογής

1.   Όταν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν ότι δεν εφαρμόζονται εν όλω ή εν μέρει το άρθρο 62 παράγραφος 1, το άρθρο 64 παράγραφος 3 και τα άρθρα 72, 74, 76, 77, 80 και 89. Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν επίσης να συμφωνούν χρονικά περιθώρια διαφορετικά από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 71.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι το άρθρο 102 δεν εφαρμόζεται όταν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στους καταναλωτές.

4.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2008/48/ΕΚ και άλλων σχετικών ενωσιακών ή εθνικών μέτρων που αφορούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση πιστώσεων στους καταναλωτές που δεν εναρμονίζονται με την παρούσα οδηγία, οι οποίες είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο.

Άρθρο 62

Επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις

1.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν θα χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει ή για τα διορθωτικά και προληπτικά μέτρα που οφείλει να λαμβάνει δυνάμει του παρόντος τίτλου, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 79 παράγραφος 1, στο άρθρο 80 παράγραφος 5 και στο άρθρο 88 παράγραφος 2. Οι επιβαρύνσεις αυτές συμφωνούνται μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και είναι εύλογες και ανάλογες με το πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, για πράξεις πληρωμής που παρέχονται εντός της Ένωσης, όταν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών τόσο του πληρωτή όσο και του δικαιούχου ή ο μοναδικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για την πράξη πληρωμής είναι εγκατεστημένοι σε αυτό, ο δικαιούχος να επωμίζεται τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και ο πληρωτής να επωμίζεται τις επιβαρύνσεις που επιβάλλει ο δικός του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών.

3.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν εμποδίζει τον δικαιούχο να ζητεί από τον πληρωτή επιβάρυνση ή να του προσφέρει έκπτωση ή άλλως να τον κατευθύνει προς τη χρήση του συγκεκριμένου μέσου πληρωμών. Οι επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις, ωστόσο, δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα άμεσα έξοδα που βαρύνουν τον δικαιούχο για τη χρήση του συγκεκριμένου μέσου πληρωμών.

4.   Εν πάση περιπτώσει, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο δικαιούχος δεν θα ζητεί επιβαρύνσεις για τη χρήση μέσων πληρωμών στα οποία εφαρμόζονται διατραπεζικές προμήθειες δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 και για τις υπηρεσίες πληρωμών που διέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαγορεύουν ή να περιορίζουν το δικαίωμα του δικαιούχου να ζητεί επιβάρυνση, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός και να προωθηθεί η χρήση αποτελεσματικών μέσων πληρωμών.

Άρθρο 63

Παρέκκλιση για τα μέσα πληρωμών μικρής αξίας και το ηλεκτρονικό χρήμα

1.   Στις περιπτώσεις μέσων πληρωμών τα οποία, σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο, αφορούν αποκλειστικά επιμέρους πράξεις πληρωμής που δεν υπερβαίνουν τα 30 EUR ή είτε έχουν όριο δαπανών 150 EUR είτε αποθηκεύουν χρηματικά ποσά που δεν υπερβαίνουν ποτέ τα 150 EUR, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δύνανται να συμφωνούν με τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών τους ότι:

α)

το άρθρο 69 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και το άρθρο 74 παράγραφος 3 δεν εφαρμόζονται εάν το μέσο πληρωμής δεν μπορεί να δεσμευθεί ή δεν μπορεί να αποτραπεί περαιτέρω χρήση του·

β)

τα άρθρα 72 και 73 και το άρθρο 74 παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται εάν το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται ανωνύμως ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι σε θέση, για άλλους λόγους που είναι εγγενείς στο μέσο πληρωμής, να αποδείξει ότι μια πράξη πληρωμής είναι εγκεκριμένη·

γ)

κατά παρέκκλιση του άρθρου 79 παράγραφος 1, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν υποχρεούται να ενημερώσει τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών για την άρνηση εκτέλεσης εντολής πληρωμής, εάν o λόγος μη εκτέλεσης στο εν λόγω πλαίσιο είναι πρόδηλος·

δ)

κατά παρέκκλιση του άρθρου 80, ο πληρωτής δεν δύναται να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής μετά από τη διαβίβαση της εντολής πληρωμής ή από τη συγκατάθεσή του να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής από τον δικαιούχο·

ε)

κατά παρέκκλιση των άρθρων 83 και 84, ισχύουν άλλες προθεσμίες εκτέλεσης.

2.   Για τις εγχώριες πράξεις πληρωμής, τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να μειώνουν ή να διπλασιάζουν τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αυξάνουν τα εν λόγω ποσά για τα προπληρωμένα μέσα πληρωμών μέχρι 500 EUR.

3.   Τα άρθρα 73 και 74 της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται επίσης στο ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, εκτός εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε δέσμευση του λογαριασμού πληρωμών στον οποίο είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα ή σε φραγή του μέσου πληρωμών. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την παρέκκλιση αυτή στους λογαριασμούς πληρωμών στους οποίους είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα ή στα μέσα πληρωμών ορισμένης αξίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Έγκριση πράξεων πληρωμής

Άρθρο 64

Συγκατάθεση και άρση της συγκατάθεσης

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πράξη πληρωμής να θεωρείται εγκεκριμένη μόνον εάν ο πληρωτής έχει συναινέσει να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής. Η πράξη πληρωμής μπορεί να εγκρίνεται από τον πληρωτή πριν ή, εφόσον έχουν συμφωνήσει ο πληρωτής και ο οικείος του πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, μετά την εκτέλεσή της.

2.   Η συγκατάθεση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής ή μιας σειράς πράξεων πληρωμής δίδεται υπό τη μορφή που συμφωνήθηκε μεταξύ του πληρωτή και του οικείου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Η συγκατάθεση για την εκτέλεση μιας πράξης πληρωμής μπορεί επίσης να παρέχεται μέσω του δικαιούχου ή του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών.

Ελλείψει συγκατάθεσης, η πράξη πληρωμής θεωρείται μη εγκεκριμένη.

3.   Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί από τον πληρωτή σε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά όχι αργότερα από το χρονικό σημείο έναρξης του ανεκκλήτου σύμφωνα με το άρθρο 80. Το ίδιο ισχύει και για τη συγκατάθεση που δίδεται για να εκτελεσθεί μια σειρά πράξεων πληρωμής, η οποία μπορεί να ανακληθεί, οπότε κάθε μελλοντική πράξη πληρωμής θεωρείται μη εγκεκριμένη.

4.   Η διαδικασία με την οποία δίνεται η συγκατάθεση συμφωνείται μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου ή των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 65

Επιβεβαίωση σχετικά με τη διαθεσιμότητα των κεφαλαίων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει μέσα πληρωμών με κάρτα, επιβεβαιώνει αμέσως το κατά πόσον το ποσό που απαιτείται για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής με κάρτα είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή είναι προσβάσιμος μέσω διαδικτύου κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης·

β)

ο πληρωτής έχει δώσει ρητή συγκατάθεση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να ανταποκρίνεται στα αιτήματα από συγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επιβεβαιώνει ότι το ποσό που αντιστοιχεί σε ορισμένες πράξεις πληρωμής με κάρτα είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή·

γ)

η συναίνεση που αναφέρεται στο στοιχείο β) έχει δοθεί πριν από τη διατύπωση της πρώτης αίτησης επιβεβαίωσης.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ζητεί την επιβεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πληρωτής έχει δώσει ρητή συγκατάθεση στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να ζητήσει την επιβεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

ο πληρωτής έχει διενεργήσει την έναρξη της πράξης πληρωμής με κάρτα για το εν λόγω ποσό με ένα μέσο πληρωμής με κάρτα που εκδίδεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών·

γ)

ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επαληθεύει την ταυτότητά του στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του χρήστη πριν από κάθε αίτημα επιβεβαίωσης και επικοινωνεί με ασφάλεια με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

3.   Σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, η επιβεβαίωση της παραγράφου 1 συνίσταται σε μια απλή θετική ή αρνητική απάντηση μόνο και όχι σε αντίγραφο κίνησης λογαριασμού,. Η εν λόγω απάντηση δεν αποθηκεύεται ούτε χρησιμοποιείται για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της πράξης πληρωμής με κάρτα.

4.   Η επιβεβαίωση της παραγράφου 1 δεν επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να δεσμεύει κεφάλαια στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή.

5.   Ο πληρωτής μπορεί να ζητήσει από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να κοινοποιεί στον πληρωτή την ταυτοποίηση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τη σχετική απάντηση.

6.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις πράξεις πληρωμής που κινούνται μέσω μέσων πληρωμών με κάρτες, στα οποία ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ είναι αποθηκευμένο.

Άρθρο 66

Κανόνες για την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών σε περίπτωση υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο πληρωτής να έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει έναν πάροχο υπηρεσιών κίνησης πληρωμών για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών όπως αναφέρεται στο σημείο 7 του παραρτήματος Ι. Το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει έναν πάροχο υπηρεσιών κίνησης πληρωμών δεν εφαρμόζεται όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν είναι προσβάσιμος διαδικτυακά.

2.   Όταν ο πληρωτής δίνει ρητή συγκατάθεση να εκτελεστεί πληρωμή σύμφωνα με το άρθρο 64, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού εκτελεί τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, ούτως ώστε να διασφαλίζει το δικαίωμα του πληρωτή να χρησιμοποιεί την υπηρεσία εκκίνησης πληρωμών.

3.   Ο πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών:

α)

δεν διακρατά ποτέ κεφάλαια του πληρωτή σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμών·

β)

διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, δεν είναι, με την εξαίρεση του χρήστη και του εκδότη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας, προσβάσιμα σε άλλα μέρη και ότι διαβιβάζονται από τον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών μέσω ασφαλών και αποτελεσματικών διαύλων·

γ)

διασφαλίζει ότι οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες για τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, που λαμβάνονται κατά την παροχή υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, χορηγούνται μόνο στον δικαιούχο και μόνο με τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

δ)

κάθε φορά που διενεργείται έναρξη πληρωμής, ταυτοποιείται στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή και επικοινωνεί με τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, τον πληρωτή και τον δικαιούχο κατά τρόπο ασφαλή, σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

ε)

δεν αποθηκεύει τα ευαίσθητα δεδομένα πληρωμής του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

στ)

δεν ζητεί από τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών κανένα άλλο στοιχείο πέραν αυτών που είναι αναγκαία για την παροχή της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμών·

ζ)

αποφεύγει τη χρήση, πρόσβαση και αποθήκευση δεδομένων για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμών που ζητεί ρητά ο πληρωτής·

η)

δεν τροποποιεί το ποσό, τον δικαιούχο ή κάθε άλλο στοιχείο της συναλλαγής.

4.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού:

α)

επικοινωνεί με ασφάλεια με τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

β)

αμέσως μετά την παραλαβή της εντολής πληρωμής από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμες όλες τις πληροφορίες σχετικά με την έναρξη της πράξης πληρωμής και όλες τις πληροφορίες που είναι προσβάσιμες στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών·

γ)

αντιμετωπίζει τις εντολές πληρωμής που διαβιβάζονται μέσω των υπηρεσιών παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών χωρίς καμία διάκριση, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, ιδίως όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, την προτεραιότητα ή τις επιβαρύνσεις σε σχέση με τις εντολές πληρωμών που διαβιβάστηκαν απευθείας από τον πληρωτή.

5.   Η παροχή υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 67

Κανόνες για την πρόσβαση και χρήση των πληροφοριών λογαριασμού πληρωμής σε περίπτωση υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες πληροφοριών που επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες λογαριασμού, όπως αναφέρεται στο σημείο 8 του παραρτήματος Ι. Το εν λόγω δικαίωμα δεν εφαρμόζεται όταν ο λογαριασμός πληρωμών δεν είναι προσβάσιμος επιγραμμικά.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού:

α)

παρέχει υπηρεσίες μόνο με βάση τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

β)

διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, δεν είναι, με την εξαίρεση του χρήστη και του εκδότη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας, προσβάσιμα σε άλλα μέρη και ότι κατά τη διαβίβασή τους από τον πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, αυτό γίνεται μέσω ασφαλών και αποτελεσματικών διαύλων·

γ)

για κάθε κύκλο επικοινωνίας, ταυτοποιείται στον πάροχο ή τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και επικοινωνεί ασφαλώς με τον πάροχο ή τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού και τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

δ)

έχει πρόσβαση μόνον στις πληροφορίες από καθορισμένους λογαριασμούς πληρωμών και τις συναφείς πράξεις πληρωμής·

ε)

δεν ζητεί ευαίσθητα δεδομένα πληρωμών που συνδέεται με τους λογαριασμούς πληρωμών·

στ)

αποφεύγει τη χρήση, πρόσβαση ή αποθήκευση δεδομένων για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού που έχει ζητήσει ρητά ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων.

3.   Σε σχέση με λογαριασμούς πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού:

α)

επικοινωνεί με ασφάλεια με τους παρόχους υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, σύμφωνα με το άρθρο 98 παράγραφος 1 στοιχείο δ)· και

β)

αντιμετωπίζει τα αιτήματα που διαβιβάζονται μέσω παρόχου υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού χωρίς καμία διάκριση, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

4.   Η παροχή υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 68

Όρια της χρήσης του μέσου πληρωμών και της πρόσβασης σε λογαριασμούς πληρωμών από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών

1.   Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται συγκεκριμένο μέσο πληρωμών για την κοινοποίηση της συγκατάθεσης, ο πληρωτής και ο αντίστοιχος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνήσουν όρια δαπάνης όσον αφορά τις πράξεις πληρωμής που εκτελούνται μέσω αυτού του μέσου πληρωμών.

2.   Εάν έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιφυλάσσεται του δικαιώματος να αναστείλει τη χρήση του μέσου πληρωμών, για αντικειμενικώς αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με την ασφάλεια του μέσου πληρωμών, την υπόνοια μη εγκεκριμένης ή δόλιας χρήσης του μέσου πληρωμών ή, στην περίπτωση μέσου πληρωμών με πιστωτικό άνοιγμα, σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να ενδέχεται να μην είναι ο πληρωτής σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις πληρωμής του.

3.   Στις περιπτώσεις αυτές, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον πληρωτή για την αναστολή του μέσου πληρωμών και για τους λόγους για την ενέργεια αυτή με τρόπο που έχει συμφωνηθεί, εφόσον είναι δυνατόν προτού ανασταλεί η χρήση του μέσου πληρωμών ή, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός εάν η εν λόγω ενημέρωση αντιβαίνει σε αντικειμενικώς αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από άλλη συναφή διάταξη ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

4.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αίρει την αναστολή του μέσου πληρωμών ή το αντικαθιστά με νέο μέσο πληρωμών μόλις οι λόγοι αναστολής πάψουν να υφίστανται.

5.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού δύναται να αρνηθεί σε πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών ή σε πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών, για αντικειμενικά δικαιολογημένους και δεόντως τεκμηριωμένους λόγους που σχετίζονται με τη μη εγκεκριμένη ή παράνομη πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού είτε από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών, συμπεριλαμβανομένης της μη εγκεκριμένης ή δόλιας έναρξης της πράξης πληρωμής. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού ενημερώνει τον πληρωτή όσον αφορά την άρνηση πρόσβασης στο λογαριασμό πληρωμών και τους λόγους για την ενέργεια αυτή, με τη μορφή που έχει συμφωνηθεί. Η εν λόγω ενημέρωση παρέχεται στον πληρωτή ει δυνατόν προτού υπάρξει άρνηση πρόσβασης ή, το αργότερο, αμέσως μετά, εκτός εάν η εν λόγω ενημέρωση αντιβαίνει σε αντικειμενικώς αιτιολογημένους λόγους ασφαλείας ή απαγορεύεται από άλλη συναφή διάταξη ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπει την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών μόλις εκλείψουν οι λόγοι για την άρνηση της πρόσβασης.

6.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού αναφέρει αμέσως το περιστατικό που σχετίζεται με τον πάροχο υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού ή τον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής στην αρμόδια αρχή. Η αναφορά περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες της υπόθεσης και τους λόγους για την ανάληψη δράσης. Η αρμόδια αρχή αξιολογεί την υπόθεση και, εάν χρειάζεται, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

Άρθρο 69

Υποχρεώσεις του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα μέσα πληρωμών και τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας

1.   Ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών:

α)

χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του, οι οποίοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί, χωρίς διακρίσεις και αναλογικοί·

β)

ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών ή τον φορέα που αυτός ορίζει, μόλις υποπέσει στην αντίληψή του η απώλεια, η κλοπή, η υπεξαίρεση ή η μη εγκεκριμένη χρήση του μέσου πληρωμών.

2.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1, μόλις ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λάβει το μέσο πληρωμών, λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την ασφαλή φύλαξη των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας.

Άρθρο 70

Υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών όσον αφορά τα μέσα πληρωμών

1.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που εκδίδει το μέσο πληρωμών:

α)

διασφαλίζει ότι τα εξατομικευμένα διαπιστευτήρια ασφαλείας δεν είναι προσβάσιμα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, παρά μόνο στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών, τηρουμένων των κατά το άρθρο 69 υποχρεώσεων του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών·

β)

δεν αποστέλλει μέσο πληρωμών που δεν έχει ζητηθεί, εκτός εάν το στέλνει προς αντικατάσταση μέσου που κατέχει ήδη ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών·

γ)

διασφαλίζει ανά πάσα στιγμή στον χρήστη κατάλληλα μέσα για να προβαίνει σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή να ζητεί άρση της αναστολής της χρήσης του μέσου πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 4· κατόπιν αιτήσεως, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τα μέσα για να αποδείξει, εντός 18 μηνών από τη γνωστοποίηση, ότι ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών όντως προέβη στην εν λόγω γνωστοποίηση·

δ)

παρέχει στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τη δυνατότητα να προβεί σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 στοιχείο β) χωρίς επιβάρυνση και να χρεώνει μόνο, αν όχι καθόλου, το κόστος αντικατάστασης που αποδίδεται άμεσα στο μέσο πληρωμών·

ε)

αποτρέπει κάθε χρήση του μέσου πληρωμών μόλις πραγματοποιηθεί η γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 στοιχείο β).

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επωμίζεται τον κίνδυνο της αποστολής μέσου πληρωμών ή κάθε εξατομικευμένου διαπιστευτηρίου ασφαλείας που σχετίζεται με τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 71

Γνωστοποίηση και αποκατάσταση μη εγκεκριμένων ή εσφαλμένα εκτελεσθεισών πράξεων πληρωμής

1.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αποκαθιστά μία μη εγκεκριμένη ή εσφαλμένα εκτελεσθείσα πράξης πληρωμής στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, μόνο εάν ο τελευταίος ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών μόλις πληροφορηθεί οποιαδήποτε τέτοια πράξη πληρωμής που θεμελιώνει δικαίωμα απαιτήσεως, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπομένων στο άρθρο 89, και το αργότερο έως 13 μήνες από την ημερομηνία χρέωσης

Τα χρονικά περιθώρια για την ειδοποίηση του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζονται όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρείχε ούτε κατέστησε διαθέσιμες τις πληροφορίες για την πράξη αυτήν σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ.

2.   Σε περίπτωση που εμπλέκεται ένας πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών λαμβάνει επανόρθωση από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη του άρθρου 73 παράγραφος 2 και του άρθρου 89 παράγραφος 1.

Άρθρο 72

Στοιχεία που τεκμηριώνουν τη γνησιότητα και την εκτέλεση πράξεων πληρωμών

1.   Στην περίπτωση που ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής ή ισχυρίζεται ότι η πράξη πληρωμής δεν εκτελέσθηκε σωστά, τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών να αποδεικνύει ότι εξακριβώθηκε η γνησιότητα της πράξης πληρωμής, ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς, καταχωρίστηκε στους λογαριασμούς και δεν επηρεάσθηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία της υπηρεσίας που παρέχεται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

Εάν η έναρξη της πράξης πληρωμής διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος να αποδείξει ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει εξακριβωθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί.

2.   Εάν ένας χρήστης υπηρεσίας πληρωμών αρνείται ότι έχει εγκρίνει εκτελεσθείσα πράξη πληρωμής, η χρήση ενός μέσου πληρωμών που έχει καταγραφεί από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, περιλαμβανομένου του παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής ανάλογα με την περίπτωση, δεν αποτελεί αναγκαστικά, αφ’ εαυτής, επαρκή απόδειξη του ότι ο πληρωτής είχε εγκρίνει την πράξη πληρωμής ή ότι ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε από πρόθεση ή βαριά αμέλεια μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις του άρθρου 69. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, παρέχει αποδεικτικά στοιχεία για την απόδειξη απάτης ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 73

Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή να επιστρέφει στον πληρωτή το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής αμέσως, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, μετά από ενημέρωση ή ειδοποίηση σχετικά με τη συναλλαγή, εκτός εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή έχει βάσιμες υπόνοιες απάτης και κοινοποιεί τους λόγους αυτούς στην αρμόδια εθνική αρχή γραπτώς. Κατά περίπτωση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή επαναφέρει τον λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν αν η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής δεν είχε πραγματοποιηθεί. Η εν λόγω ενέργεια διασφαλίζει επίσης ότι η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

2.   Όταν η έναρξη της πράξης πληρωμής έχει διενεργηθεί μέσω παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιστρέφει αμέσως, και εν πάση περιπτώσει το αργότερο έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, επαναφέρει τον λογαριασμό χρέωσης των πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής.

Εάν ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ευθύνεται για τη μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, αποζημιώνει αμέσως τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματός του, για τις ζημίες που υπέστη ή ποσά που κατέβαλε ως αποτέλεσμα της επιστροφής στον πληρωτή, περιλαμβανομένου του ποσού της μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής. Σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος να αποδείξει ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει εξακριβωθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με την υπηρεσία πληρωμών με την οποία έχει επιφορτισθεί.

3.   Η χορήγηση περαιτέρω οικονομικής αποζημίωσης μπορεί να καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής, κατά περίπτωση.

Άρθρο 74

Ευθύνη του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 73, ο πληρωτής μπορεί να υποχρεωθεί να αναλάβει όλες τις ζημίες που σχετίζονται με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής μέχρι ανώτατου ποσού 50 EUR, για τις ζημίες που απορρέουν από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών ή από υπεξαίρεση μέσου πληρωμών.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, εάν:

α)

η απώλεια, η κλοπή ή η υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από την πληρωμή, εκτός εάν ο πληρωτής ενήργησε με δόλο· ή

β)

η ζημία προκλήθηκε από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε αναθέσει τις δραστηριότητές του.

Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, εφόσον οι ζημίες αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι ενήργησε με δόλο ή δεν εκπλήρωσε μία ή περισσότερες από τις κατά το άρθρο 69 υποχρεώσεις του από πρόθεση ή βαριά αμέλεια. Στις περιπτώσεις αυτές δεν ισχύει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

Όταν ο πληρωτής δεν έχει ενεργήσει με δόλο, ούτε έχει αμελήσει εκ προθέσεως να εκπληρώσει τις κατά το άρθρο 69 υποχρεώσεις του, τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν το όριο ευθύνης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη φύση των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες το μέσο πληρωμής απωλέσθη, εκλάπη ή υπεξαιρέθηκε.

2.   Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή δεν απαιτεί αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, ο πληρωτής ευθύνεται για τυχόν οικονομικές συνέπειες μόνο σε περίπτωση που ο πληρωτής ενήργησε με δόλο. Σε περίπτωση που ο δικαιούχος ή ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου αδυνατούν να δεχτούν αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, οφείλει να αποζημιώσει τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή για την οικονομική ζημία που υπέστη.

3.   Ο πληρωτής δεν επωμίζεται οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του απολεσθέντος, κλαπέντος ή υπεξαιρεθέντος μέσου πληρωμών μετά την ειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 στοιχείο β), εκτός εάν ο πληρωτής έχει ενεργήσει με δόλο.

Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει τα κατάλληλα μέσα που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή την ειδοποίηση για την απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχείο γ), ο πληρωτής δεν ευθύνεται για τις οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από τη χρήση του εν λόγω μέσου, εκτός εάν ο πληρωτής ενήργησε με δόλο.

Άρθρο 75

Πράξεις πληρωμής όπου το ποσό της πράξης δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων

1.   Όταν διενεργείται έναρξη πράξης πληρωμής από το δικαιούχο ή μέσω αυτού στο πλαίσιο πράξης πληρωμής με κάρτα και το ακριβές ποσό δεν είναι γνωστό τη στιγμή που ο πληρωτής συναινεί να εκτελεστεί η πράξη πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή μπορεί να δεσμεύσει χρηματικά ποσά στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή μόνον εάν αυτός έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για το ακριβές ύψος του ποσού που πρόκειται να δεσμευθεί.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή αποδεσμεύει πάραυτα τους πόρους που έχουν δεσμευθεί στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή δυνάμει της παραγράφου 1, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, μόλις λάβει την πληροφορία για το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής, το δε αργότερο αμέσως μετά τη λήψη της εντολής πληρωμής.

Άρθρο 76

Επιστροφές χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής των οποίων η έναρξη διενεργείται από δικαιούχο ή μέσω αυτού

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο πληρωτής να έχει το δικαίωμα επιστροφής, εκ μέρους του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν σε εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, της οποίας η έναρξη διενεργήθηκε από δικαιούχο ή μέσω δικαιούχου και η οποία έχει ήδη εκτελεσθεί, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κατά την έγκριση δεν προσδιορίσθηκε το ακριβές ποσό της πράξης πληρωμής·

β)

το ποσό της πράξης πληρωμής υπερβαίνει το ποσό που θα ανέμενε εύλογα ο πληρωτής λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες χρεώσεις του, τους όρους της σύμβασης-πλαισίου και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.

Κατόπιν αιτήσεως του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο πληρωτής φέρει την ευθύνη να αποδείξει την εκπλήρωση των όρων αυτών.

Η επιστροφή αφορά ολόκληρο το ποσό της εκτελεσθείσας πράξης πληρωμής. Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, επιπλέον του δικαιώματος που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, για τις άμεσες χρεώσεις όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012, ο πληρωτής τηρεί ανεπιφύλακτο δικαίωμα επιστροφής χρηματικών ποσών εντός των χρονικών προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 77 της παρούσας οδηγίας.

2.   Ωστόσο, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), ο πληρωτής δεν επικαλείται λόγους που συνδέονται με μετατροπή συναλλάγματος, εφόσον εφαρμόσθηκε η ισοτιμία αναφοράς που έχει συμφωνήσει με τον οικείο του πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 52 σημείο 3) στοιχείο β).

3.   Μπορεί να συμφωνείται στη σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ του πληρωτή και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ότι ο πληρωτής δεν δικαιούται επιστροφή όταν:

α)

ο πληρωτής έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής απευθείας στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του και·

β)

ανάλογα με την περίπτωση, οι πληροφορίες για τη μελλοντική πράξη πληρωμής παρέχονται ή τίθενται στη διάθεση του πληρωτή, κατά συμφωνηθέντα τρόπο, τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή από τον δικαιούχο.

4.   Για τις άμεσες χρεώσεις σε άλλα νομίσματα εκτός από το ευρώ, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους οικείους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να προσφέρουν ευνοϊκότερα δικαιώματα επιστροφής χρηματικών ποσών σύμφωνα με τα καθεστώτα άμεσης χρέωσης που διαθέτουν, ώστε αυτά να είναι περισσότερο επωφελή για τον πληρωτή.

Άρθρο 77

Αιτήσεις επιστροφής χρηματικών ποσών για πράξεις πληρωμής των οποίων η έναρξη διενεργείται από δικαιούχο ή μέσω αυτού

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο πληρωτής να μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων που αναφέρεται στο άρθρο 76 και η οποία αντιστοιχεί σε εγκεκριμένη πράξη πληρωμής η οποία κινήθηκε από δικαιούχο ή μέσω αυτού, εντός οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία χρέωσης των χρηματικών ποσών.

2.   Εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης επιστροφής, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών είτε επιστρέφει ολόκληρο το ποσό της πράξης πληρωμής είτε κοινοποιεί στον πληρωτή αιτιολογημένη άρνηση επιστροφής και υποδεικνύει τα όργανα στα οποία μπορεί να προσφύγει ο πληρωτής, σύμφωνα με τα άρθρα 99 έως 102, αν δεν αποδέχεται την παρεχόμενη αιτιολόγηση.

Το δικαίωμα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου να αρνείται επιστροφή χρηματικών ποσών δεν ισχύει στην περίπτωση του άρθρου 76 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Εκτέλεση πράξεων πληρωμής

Τμήμα 1

Εντολές πληρωμής και μεταφερόμενα ποσά

Άρθρο 78

Λήψη εντολών πληρωμής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ως χρόνος λήψης να ορίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή λαμβάνει την εντολή πληρωμής.

Ο λογαριασμός του πληρωτή δεν χρεώνεται πριν από την παραλαβή της εντολής πληρωμής. Εάν ο χρόνος λήψης δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, η εντολή πληρωμής θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ορίσει ένα οριακό χρονικό σημείο προς το τέλος της εργάσιμης ημέρας, πέραν του οποίου κάθε λαμβανόμενη εντολή πληρωμής θα λογίζεται ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

2.   Εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών που κίνησε εντολή πληρωμής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του συμφωνήσουν ότι η εκτέλεση της εντολής πληρωμής αρχίζει σε συγκεκριμένη ημέρα ή στο τέλος συγκεκριμένης περιόδου ή την ημέρα που ο πληρωτής θα έχει θέσει χρηματικά ποσά στη διάθεση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του, χρόνος λήψης της εντολής πληρωμής για τους σκοπούς του άρθρου 83 θεωρείται η συμφωνηθείσα ημέρα. Εάν η συμφωνηθείσα ημέρα δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, η εντολή πληρωμής που λαμβάνεται θα λογίζεται ως ληφθείσα την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

Άρθρο 79

Άρνηση εντολών πληρωμής

1.   Αν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών αρνηθεί να εκτελέσει εντολή πληρωμής ή να εκκινήσει πράξη πληρωμής, η άρνηση και, ει δυνατόν, οι λόγοι της άρνησης και η διαδικασία αποκατάστασης των τυχόν λαθών που οδήγησαν στην άρνηση γνωστοποιούνται στον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών, εκτός αν αυτό απαγορεύεται από άλλη σχετική διάταξη ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει ή καθιστά διαθέσιμη κατά τον συμφωνηθέντα τρόπο τη γνωστοποίηση, με την πρώτη ευκαιρία, και σε κάθε περίπτωση εντός των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 83.

Η σύμβαση-πλαίσιο μπορεί να περιλαμβάνει όρο ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλλει εύλογη επιβάρυνση για την άρνηση αυτή, εάν η άρνηση είναι αντικειμενικώς αιτιολογημένη.

2.   Εφόσον πληρούνται όλοι οι όροι που προβλέπονται στη σύμβαση-πλαίσιο του πληρωτή, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή δεν αρνείται να εκτελέσει εγκεκριμένη εντολή πληρωμής, ανεξαρτήτως του αν η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργήθηκε από πληρωτή, καθώς και μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών ή από δικαιούχο ή μέσω αυτού, εκτός αν η εκτέλεσή της απαγορεύεται από άλλη σχετική διάταξη ενωσιακού ή εθνικού δικαίου.

3.   Για τους σκοπούς των άρθρων 83 και 89, εντολή πληρωμής της οποίας η εκτέλεση απορρίφθηκε θεωρείται ως μη ληφθείσα.

Άρθρο 80

Ανέκκλητο εντολής πληρωμής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών να μην μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής εάν ληφθεί από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση στο παρόν άρθρο.

2.   Όταν διενεργείται έναρξη πράξης πληρωμής από πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ή από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πληρωτής δεν θα ανακαλεί την εντολή πληρωμής μετά από την παραχώρηση της συγκατάθεσής του στον πάροχο υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής να διενεργήσει την έναρξη της πράξης πληρωμής ή μετά από την παραχώρηση της συγκατάθεσης του να εκτελεσθεί η πράξη πληρωμής προς το δικαιούχο.

3.   Ωστόσο, στην περίπτωση άμεσης χρέωσης και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων επιστροφής, ο πληρωτής μπορεί να ανακαλέσει την εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της ημέρας που συμφωνήθηκε για τη χρέωση των χρηματικών ποσών.

4.   Στην περίπτωση του άρθρου 78 παράγραφος 2, ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να ανακαλέσει εντολή πληρωμής το αργότερο έως το τέλος της εργάσιμης ημέρας που προηγείται της συμφωνηθείσας ημέρας.

5.   Μετά τα χρονικά όρια που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4, η εντολή πληρωμής μπορεί να ανακληθεί μόνο με συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του οικείου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Στην περίπτωση των παραγράφων 2 και 3, απαιτείται επίσης και η συμφωνία του δικαιούχου. Εάν προβλέπεται στη σύμβαση-πλαίσιο, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση σε περίπτωση ανάκλησης.

Άρθρο 81

Μεταφορά και λήψη χρηματικών ποσών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου και τους τυχόν ενδιαμέσους των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να μεταφέρουν το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και να μην αφαιρούν επιβαρύνσεις από το μεταφερόμενο ποσό.

2.   Εντούτοις, ο δικαιούχος και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να συμφωνούν ότι ο σχετικός πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών αφαιρεί τη χρέωσή του από το μεταφερόμενο ποσό πριν αυτό πιστωθεί στον δικαιούχο. Στην περίπτωση αυτή, το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής και οι επιβαρύνσεις εμφαίνονται χωριστά στις πληροφορίες που παρέχονται στον δικαιούχο.

3.   Εάν από το μεταφερόμενο ποσό αφαιρούνται επιβαρύνσεις άλλες πλην εκείνων της παραγράφου 2, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής της οποίας η έναρξη διενεργήθηκε από τον πληρωτή. Όταν διενεργείται έναρξη πράξης πληρωμής από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου μεριμνά ώστε ο δικαιούχος να λαμβάνει το πλήρες ποσό της πράξης πληρωμής.

Τμήμα 2

Προθεσμία εκτέλεσης και ημερομηνία αξίας

Άρθρο 82

Πεδίο εφαρμογής

1.   Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται όσον αφορά:

α)

πράξεις πληρωμής σε ευρώ·

β)

εθνικές πράξεις πληρωμής στο νόμισμα του κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ·

γ)

πράξεις πληρωμής που απαιτούν μόνο μία μετατροπή νομίσματος μεταξύ του ευρώ και του επίσημου νομίσματος κράτους μέλους εκτός της ζώνης ευρώ, εφόσον η απαιτούμενη μετατροπή νομίσματος πραγματοποιείται στο κράτος μέλος εκτός της ζώνης ευρώ και, στην περίπτωση διασυνοριακών συναλλαγών πληρωμών, η διασυνοριακή μεταφορά πραγματοποιείται σε ευρώ.

2.   Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται και σε πράξεις πληρωμής που δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1, εκτός αν υπάρχει διαφορετική συμφωνία μεταξύ του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, με εξαίρεση το άρθρο 87 η εφαρμογή του οποίου δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των μερών. Ωστόσο, εάν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του συμφωνούν περίοδο μεγαλύτερη από την οριζόμενη στο άρθρο 83, για πράξεις πληρωμής εντός της Ένωσης, η εν λόγω μεγαλύτερη περίοδος δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εργάσιμες ημέρες μετά τον χρόνο λήψης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 78.

Άρθρο 83

Πράξεις πληρωμής προς λογαριασμό πληρωμών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή να μεριμνά ώστε, μετά τη λήψη της εντολής όπως προβλέπεται στο άρθρο 78, το ποσό της πράξης πληρωμής να πιστώνεται στον λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά μία επιπλέον εργάσιμη ημέρα για τις πράξεις πληρωμής των οποίων η έναρξη διενεργείται σε έγχαρτη μορφή.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου να καθορίζει ημερομηνία αξίας και να καθιστά διαθέσιμο το ποσό της πράξης πληρωμής στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου μετά από την παραλαβή των χρηματικών ποσών από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 87.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου να διαβιβάζει εντολή πληρωμής της οποίας η έναρξη διενεργήθηκε από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε μεταξύ του δικαιούχου και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, καθιστώντας δυνατή την τακτοποίησή της, όσον αφορά την άμεση χρέωση, κατά τη συμφωνηθείσα καταληκτική ημερομηνία.

Άρθρο 84

Περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δικαιούχος δεν διαθέτει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών

Όταν ο δικαιούχος δεν έχει λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, τα χρηματικά ποσά τίθενται στη διάθεση του δικαιούχου από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών, ο οποίος τα παραλαμβάνει για λογαριασμό του δικαιούχου, εντός της προθεσμίας του άρθρου 83.

Άρθρο 85

Μετρητά που τοποθετούνται σε λογαριασμό πληρωμών

Όταν καταναλωτής τοποθετεί μετρητά σε λογαριασμό πληρωμών τηρούμενο από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στο νόμισμα του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μεριμνά ώστε το ποσό να καθίσταται διαθέσιμο αμέσως μετά από τη λήψη του ποσού, με την αντίστοιχη ημερομηνία αξίας. Αν ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών δεν είναι καταναλωτής, το ποσό καθίσταται διαθέσιμο με ημερομηνία αξίας το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά από τη λήψη του.

Άρθρο 86

Εθνικές πράξεις πληρωμής

Για πράξεις πληρωμής που διενεργούνται εντός του κράτους μέλους, τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν συντομότερες ανώτατες προθεσμίες εκτέλεσης από εκείνες που προβλέπονται στο παρόν τμήμα.

Άρθρο 87

Ημερομηνία αξίας και διαθεσιμότητα των χρηματικών ποσών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου να είναι το αργότερο η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία πιστώνεται ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου με το ποσό της πράξης πληρωμής.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου μεριμνά ώστε το ποσό της πράξης πληρωμής να είναι στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μόλις ο λογαριασμός του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου πιστωθεί με το ποσό της πράξης πληρωμής, όταν από την πλευρά του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου:

α)

δεν υπάρχει μετατροπή συναλλάγματος· ή

β)

υπάρχει μετατροπή συναλλάγματος μεταξύ του ευρώ και νομίσματος κράτους μέλους ή μεταξύ δύο νομισμάτων κρατών μελών.

Η υποχρέωση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται επίσης στις πληρωμές εντός του πλαισίου ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η ημερομηνία αξίας για τη χρέωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή να μην είναι προγενέστερη του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η χρέωση του εν λόγω λογαριασμού πληρωμών με το ποσό της πράξης πληρωμής.

Τμήμα 3

Ευθύνη

Άρθρο 88

Λανθασμένα αποκλειστικά μέσα ταυτοποίησης

1.   Εάν η πράξη πληρωμής εκτελεστεί σύμφωνα με το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης, θεωρείται ότι εκτελέστηκε ορθά όσον αφορά τον δικαιούχο που αναγράφεται στο αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.

2.   Εάν το αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης που παρέχει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών είναι λανθασμένο, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών δεν φέρει ευθύνη δυνάμει του άρθρου 89 για τη μη εκτέλεση ή την εσφαλμένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής.

3.   Ωστόσο, ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για την ανάκτηση των χρηματικών ποσών που αφορά η πράξη πληρωμής. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου οφείλει να συνεργάζεται σε αυτές τις προσπάθειες παρέχοντας, μεταξύ άλλων, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή όλες τις σχετικές πληροφορίες για την είσπραξη των χρηματικών ποσών.

Σε περίπτωση που η συλλογή των χρηματικών ποσών σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο δεν είναι δυνατή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή παρέχει στον πληρωτή, κατόπιν γραπτού αιτήματος, όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του, οι οποίες είναι σημαντικές για τον πληρωτή προκειμένου αυτός να ασκήσει νομική αξίωση για ανάκτηση των χρηματικών ποσών.

4.   Εάν προβλέπεται στη σύμβαση-πλαίσιο, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών μπορεί να επιβάλει χρέωση στον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την ανάκτηση των ποσών.

5.   Εάν ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών προσκομίσει πρόσθετες πληροφορίες πέραν εκείνων του άρθρου 45 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 52 παράγραφος 2 στοιχείο β), ο πάροχος των υπηρεσιών πληρωμών ευθύνεται μόνο για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής σύμφωνα με το παρασχεθέν από τον χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης.

Άρθρο 89

Ευθύνη του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής

1.   Όταν η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργείται απευθείας από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, του άρθρου 88 παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 93, είναι υπεύθυνος έναντι του πληρωτή για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής, εκτός εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή μπορεί να αποδείξει στον πληρωτή και, ανάλογα με την περίπτωση, στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έλαβε το ποσό της πράξης πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 1. Στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για την ορθή εκτέλεση της πράξης πληρωμής.

Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος βάσει του πρώτου εδαφίου, επιστρέφει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον πληρωτή το ποσό της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και, ανάλογα με την περίπτωση, επαναφέρει το λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής.

Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος βάσει του πρώτου εδαφίου, θέτει αμέσως το ποσό της πράξης πληρωμής στη διάθεση του δικαιούχου και, ανάλογα με την περίπτωση, πιστώνει το αντίστοιχο πόσο στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου.

Η ημερομηνία αξίας για τον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 87.

Όταν η πράξη πληρωμής εκτελεστεί με καθυστέρηση, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου εξασφαλίζει, κατόπιν αιτήματος του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή που ενεργεί για λογαριασμό του πληρωτή, ότι η ημερομηνία αξίας για τον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής, όταν η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργείται από τον πληρωτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, ανεξαρτήτως της ευθύνης στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, προσπαθεί αμέσως, αν του ζητηθεί, να ανιχνεύσει την πράξη πληρωμής και ειδοποιεί τον πληρωτή για το αποτέλεσμα. Αυτό δεν επιβαρύνει τον πληρωτή.

2.   Όταν η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργείται από τον δικαιούχο ή μέσω αυτού, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, του άρθρου 88 παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 93, υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για την ορθή διαβίβαση της εντολής πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 3. Εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος βάσει του παρόντος εδαφίου, διαβιβάζει εκ νέου αμέσως την εν λόγω εντολή πληρωμής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή.

Σε περίπτωση καθυστερημένης διαβίβασης της εντολής πληρωμής, το ποσό θα έχει ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

Επιπλέον, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι, με την επιφύλαξη του άρθρου 71, του άρθρου 88 παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 93, υπεύθυνος έναντι του δικαιούχου για τη διεκπεραίωση της εντολής πληρωμής σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 87. Όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου είναι υπεύθυνος δυνάμει του παρόντος εδαφίου, μεριμνά ώστε το ποσό της πράξης πληρωμής να είναι στη διάθεση του δικαιούχου αμέσως μόλις το ποσό αυτό πιστωθεί στον λογαριασμό του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου. Το ποσό έχει ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής για την οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου δεν είναι υπεύθυνος στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος έναντι του πληρωτή. Οσάκις ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή είναι υπεύθυνος εν προκειμένω, τότε, ανάλογα με την περίπτωση, και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, επιστρέφει στον πληρωτή το ποσό της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και επαναφέρει τον λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής. Η ημερομηνία αξίας για την πίστωση του λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας κατά την οποία χρεώθηκε το ποσό.

Η υποχρέωση του τέταρτου εδαφίου δεν ισχύει για τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή, εφόσον ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή αποδεικνύει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου έχει λάβει το ποσό της πράξης πληρωμής, ακόμη και αν η εκτέλεση της πράξης πληρωμής καθυστέρησε ελάχιστα. Στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ορίζει για το ποσό ημερομηνία αξίας στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου που δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αξίας που θα είχε το ποσό στην περίπτωση ορθής εκτέλεσης.

Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή εσφαλμένης εκτέλεσης πράξης πληρωμής, όπου η έναρξη της εντολής πληρωμής διενεργείται από τον δικαιούχο ή μέσω του δικαιούχου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου, ανεξαρτήτως της ευθύνης στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, καταβάλλει άμεσα, αφού του ζητηθεί, προσπάθειες να ανιχνεύσει τις πράξεις πληρωμής και ειδοποιεί τον δικαιούχο για το αποτέλεσμα. Αυτό δεν θα επιβαρύνει τον δικαιούχο.

3.   Επιπλέον, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι υπεύθυνος έναντι των αντίστοιχων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών τους για τυχόν χρεώσεις για τις οποίες φέρουν την ευθύνη και για τόκους που επιβαρύνουν τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ως συνέπεια της μη εκτέλεσης ή της εσφαλμένης, συμπεριλαμβανομένης της καθυστερημένης, εκτέλεσης της πράξης πληρωμής.

Άρθρο 90

Ευθύνη στην περίπτωση των υπηρεσιών κίνησης πληρωμής, για μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση πράξεων πληρωμής

1.   Όταν η έναρξη εντολής πληρωμής διενεργείται από τον πληρωτή μέσω παρόχου υπηρεσίας κίνησης πληρωμής, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιστρέφει στον πληρωτή, με την επιφύλαξη του άρθρου 71 και του άρθρου 88 παράγραφοι 2 και 3, το ποσό της ανεκτέλεστης ή εσφαλμένης πράξης πληρωμής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, επαναφέρει τον λογαριασμό πληρωμών που χρεώθηκε στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η εσφαλμένη πράξη πληρωμής.

Ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η εντολή πληρωμής ελήφθη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού του πληρωτή σύμφωνα με το άρθρο 78 και ότι, εντός του πεδίου αρμοδιότητάς του, έχει εξακριβωθεί η γνησιότητα της πράξης πληρωμής και ότι αυτή καταγράφηκε επακριβώς και δεν επηρεάστηκε από τεχνική βλάβη ή άλλη δυσλειτουργία που συνδέεται με μη εκτέλεση, εσφαλμένη ή καθυστερημένη εκτέλεση της συναλλαγής.

2.   Εάν ο πάροχος υπηρεσίας εκκίνησης πληρωμής ευθύνεται για τη μη εκτέλεση, την εσφαλμένη ή την καθυστερημένη εκτέλεση της πράξης πληρωμής, αποζημιώνει αμέσως τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, κατόπιν αιτήματός του, για τις ζημίες που υπέστη ή ποσά που κατέβαλε ως αποτέλεσμα της επιστροφής στον πληρωτή.

Άρθρο 91

Πρόσθετη οικονομική αποζημίωση

Τυχόν πρόσθετη οικονομική αποζημίωση σε σχέση με αυτή που προβλέπεται στο παρόν τμήμα μπορεί να καθορίζεται σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο στη συναφθείσα σύμβαση μεταξύ του χρήστη και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 92

Δικαίωμα προσφυγής

1.   Όταν η ευθύνη ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με τα άρθρα 73 και 89 αποδίδεται σε άλλον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή σε μεσάζοντα, ο δεύτερος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ή ο μεσάζων αποζημιώνει τον πρώτο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για κάθε ζημία που υπέστη ή κάθε ποσό που κατέβαλε στο πλαίσιο των άρθρων 73 και 89. Η εν λόγω ευθύνη περιλαμβάνει αποζημίωση σε περίπτωση που οποιοσδήποτε πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν προβαίνει σε αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη.

2.   Η χορήγηση περαιτέρω οικονομικής αποζημίωσης μπορεί να αποφασίζεται βάσει συμφωνιών μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και/ή των μεσαζόντων και του δικαίου που εφαρμόζεται στη μεταξύ τους συμφωνία.

Άρθρο 93

Ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις

Δεν υφίσταται ευθύνη σύμφωνα με τα κεφάλαια 2 ή 3 στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν ασυνήθεις και απρόβλεπτες περιστάσεις που είναι πέρα από τον έλεγχο του μέρους που τις επικαλείται προκειμένου να εφαρμοστούν, και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, ούτε όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται στο ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Προστασία των δεδομένων

Άρθρο 94

Προστασία των δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα συστήματα πληρωμών και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όταν χρειάζεται για την πρόληψη, τη διερεύνηση και τον εντοπισμό απάτης στον τομέα των πληρωμών. Η παροχή πληροφοριών στα άτομα σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων, καθώς και κάθε άλλη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, τους εθνικούς κανόνες εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

2.   Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών έχουν πρόσβαση, επεξεργάζονται και διατηρούν τα προσωπικά δεδομένα που είναι απαραίτητα για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών, μόνο με τη ρητή συγκατάθεση του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Κίνδυνοι λειτουργίας και ασφάλειας και εξακρίβωση γνησιότητας

Άρθρο 95

Διαχείριση των κινδύνων λειτουργίας και ασφάλειας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών καταρτίζουν πλαίσιο με κατάλληλα μέτρα μείωσης κινδύνων και μηχανισμούς ελέγχου για τη διαχείριση των λειτουργικών κινδύνων και των κινδύνων ασφάλειας, που σχετίζονται με τις υπηρεσίες πληρωμών τις οποίες παρέχουν. Ως μέρος του πλαισίου αυτού, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης συμβάντων, μεταξύ άλλων για τον εντοπισμό και την ταξινόμηση των μειζόνων συμβάντων που άπτονται της λειτουργίας και της ασφάλειας.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να παρέχουν στην αρμόδια αρχή, σε ετήσια βάση ή σε βραχύτερα διαστήματα οριζόμενα από την αρμόδια αρχή, επικαιροποιημένη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση των κινδύνων λειτουργίας και ασφαλείας που συνδέονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες πληρωμών και για την επάρκεια των μέτρων μείωσης κινδύνων και των μηχανισμών ελέγχου που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων.

3.   Έως τις 13 Ιουλίου 2017, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ και μετά από διαβούλευση με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων αυτών της αγοράς υπηρεσιών πληρωμών που εκφράζουν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 όσον αφορά τη θέσπιση, την εφαρμογή και την παρακολούθηση των μέτρων ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών πιστοποίησης, κατά περίπτωση.

Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, επανεξετάζει τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σε τακτική βάση, και εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια.

4.   Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η ΕΑΤ, εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή, κατά περίπτωση, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για τη θέσπιση και την παρακολούθηση των μέτρων ασφαλείας.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Η ΕΑΤ προωθεί τη συνεργασία, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφοριών, στον τομέα των κινδύνων λειτουργίας και ασφαλείας που συνδέονται με τις υπηρεσίες πληρωμών, μεταξύ των αρμόδιων αρχών, και μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΚΤ και, κατά περίπτωση, του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών.

Άρθρο 96

Αναφορά συμβάντων

1.   Σε περίπτωση μείζονος λειτουργικού συμβάντος ή συμβάντος που αφορά την ασφάλεια, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών το γνωστοποιούν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στη δυνάμει της παρούσας οδηγίας αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.

Εάν το συμβάν επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει τα οικονομικά συμφέροντα των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών του, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών του για το συμβάν και για όλα τα διαθέσιμα μέτρα που μπορούν να λάβουν για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων του συμβάντος.

2.   Μετά τη λήψη της γνωστοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης παρέχει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, τις σχετικές λεπτομέρειες του συμβάντος στην ΕΑΤ και στην ΕΚΤ. Η εν λόγω αρμόδια αρχή, αφού αξιολογήσει τη σπουδαιότητα του συμβάντος για τις σχετικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, τις ενημερώνει αναλόγως.

Η ΕΑΤ και η ΕΚΤ αξιολογούν, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, τη σπουδαιότητα του συμβάντος για τις άλλες σχετικές ενωσιακές και εθνικές αρχές και τις ενημερώνουν αναλόγως. Η ΕΚΤ ενημερώνει τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών για θέματα που σχετίζονται με το σύστημα πληρωμών.

Βάσει της εν λόγω ενημέρωσης, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν, κατά περίπτωση, όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της άμεσης ασφάλειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

3.   Έως τις 13 Ιανουαρίου 2018, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ και μετά από διαβούλευση με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων αυτών της αγοράς υπηρεσιών πληρωμών που εκφράζουν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προς:

α)

τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, σχετικά με την ταξινόμηση των μειζόνων συμβάντων της παραγράφου 1 και σχετικά με το περιεχόμενο, τη μορφή, όπου περιλαμβάνονται τυποποιημένα υποδείγματα κοινοποίησης, και τις διαδικασίες γνωστοποίησης τέτοιου είδους συμβάντων·

β)

τις αρμόδιες αρχές, σχετικά με τα κριτήρια για την αξιολόγηση του συμβάντος και τις λεπτομέρειες από τις εκθέσεις για το συμβάν που πρόκειται να ανταλλάσσονται με άλλες εγχώριες αρχές.

4.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ, επανεξετάζει τις κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σε τακτική βάση και εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια.

5.   Κατά την έκδοση και την επανεξέταση των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τα πρότυπα και/ή τις προδιαγραφές που καταρτίζει και δημοσιεύει ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών για τους τομείς που ασκούν δραστηριότητες άλλες από την παροχή υπηρεσιών πληρωμών.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, στατιστικά στοιχεία σχετικά με την απάτη για τα διάφορα μέσα πληρωμών στις οικείες αρμόδιες αρχές. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν στην ΕΑΤ και την ΕΚΤ τα δεδομένα αυτού του είδους σε συγκεντρωτική μορφή.

Άρθρο 97

Εξακρίβωση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ένας πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζει αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, όταν ο πληρωτής:

α)

έχει πρόσβαση στον λογαριασμό πληρωμών του διαδικτυακά·

β)

διενεργεί την έναρξη πράξης πληρωμής ηλεκτρονικά·

γ)

εκτελεί οιαδήποτε ενέργεια, μέσω εξ αποστάσεως διαύλου, η οποία μπορεί να ενέχει κίνδυνο απάτης στον τομέα των πληρωμών ή άλλων παραβιάσεων.

2.   Σχετικά με τη διενέργεια έναρξης πράξεων πληρωμής ηλεκτρονικά, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για πράξεις ηλεκτρονικής πληρωμής εξ αποστάσεως, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν αυστηρή εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη, που περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία συνδέουν δυναμικά τη συναλλαγή με συγκεκριμένο ποσό και συγκεκριμένο δικαιούχο.

3.   Σχετικά με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εφαρμόζουν κατάλληλα μέτρα ασφαλείας με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών.

4.   Οι παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζονται επίσης όταν η έναρξη των πληρωμών διενεργείται μέσω παρόχου υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμών. Οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης όταν οι πληροφορίες ζητούνται μέσω παρόχου υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής και στον πάροχο υπηρεσίας πληροφοριών λογαριασμού να επαφίεται στις διαδικασίες εξακρίβωσης που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού για τον χρήστη της υπηρεσίας πληρωμών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 και, εφόσον εμπλέκεται ο πάροχος υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3.

Άρθρο 98

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την εξακρίβωση της γνησιότητας και την επικοινωνία

1.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ και μετά από διαβούλευση με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων αυτών της αγοράς υπηρεσιών πληρωμών που εκφράζουν τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που απευθύνονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 που να διευκρινίζουν:

α)

τις απαιτήσεις της αυστηρής εξακρίβωσης της ταυτότητας του πελάτη, που αναφέρεται στο άρθρο 97 παράγραφοι 1 και 2·

β)

τις εξαιρέσεις από την εφαρμογή του άρθρου 97 παράγραφοι 1, 2 και 3, με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου·

γ)

τις απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 97 παράγραφος 3, για την προστασία της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών· και

δ)

τις απαιτήσεις ως προς τα κοινά και ασφαλή ανοικτά πρότυπα επικοινωνίας με σκοπό την ταυτοποίηση, την εξακρίβωση της γνησιότητας, τη γνωστοποίηση και την ενημέρωση, καθώς και ως προς την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας, μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού, παρόχων υπηρεσιών εκκίνησης πληρωμής, παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού, πληρωτών, δικαιούχων και άλλων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών.

2.   Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκπονούνται από την ΕΑΤ προκειμένου να:

α)

διασφαλίζουν το ενδεδειγμένο επίπεδο ασφάλειας για τους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, υιοθετώντας αποτελεσματικές απαιτήσεις συναρτήσει του κινδύνου·

β)

εξασφαλίζουν την ασφάλεια των κεφαλαίων και των προσωπικών δεδομένων των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών·

γ)

διασφαλίζουν και να διατηρούν τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ όλων των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών·

δ)

διασφαλίζουν την ουδετερότητα της τεχνολογίας και του επιχειρηματικού μοντέλου·

ε)

καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη φιλικών προς τον χρήστη και εύκολα προσπελάσιμων και καινοτόμων μέσων πληρωμής.

3.   Οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) βασίζονται στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

στο επίπεδο κινδύνου που εμπεριέχει η παρεχόμενη υπηρεσία·

β)

στο ύψος του ποσού, την επανεμφάνιση της συναλλαγής ή και στα δύο·

γ)

στον δίαυλο πληρωμής που χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση της συναλλαγής.

4.   Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην Επιτροπή έως τις 13 Ιανουαρίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των εν λόγω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ επανεξετάζει και, εάν κρίνεται σκόπιμο, επικαιροποιεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σε τακτική βάση, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη την καινοτομία και τις τεχνολογικές εξελίξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Διαδικασίες ΕΕΔ για την επίλυση διαφορών

Τμήμα 1

Διαδικασίες καταγγελίας

Άρθρο 99

Καταγγελίες

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να θεσπίζονται διαδικασίες που επιτρέπουν στους χρήστες υπηρεσιών πληρωμών και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, περιλαμβανομένων των ενώσεων καταναλωτών, να υποβάλλουν καταγγελίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με ισχυρισμούς περί παραβάσεων της παρούσας οδηγίας από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

2.   Ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου σύμφωνα με την εθνική δικονομία, η αρμόδια αρχή ενημερώνει με την απάντησή της τον καταγγέλλοντα για τις προβλεπόμενες από το άρθρο 102 διαδικασίες ΕΕΔ.

Άρθρο 100

Αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές με σκοπό να διασφαλίζουν και να παρακολουθούν την αποτελεσματική συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη διασφάλιση της εν λόγω συμμόρφωσης.

Πρόκειται για:

α)

αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010· ή

β)

φορείς που αναγνωρίζονται από το εθνικό δίκαιο ή από δημόσιες αρχές που έχουν εξουσιοδοτηθεί ρητά προς τούτο από το εθνικό δίκαιο.

Δεν πρέπει να είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, εξαιρουμένων των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

2.   Οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διαθέτουν όλες τις εξουσίες που είναι αναγκαίες, καθώς και επαρκείς πόρους, για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Σε περίπτωση που περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές εξουσιοδοτούνται να διασφαλίζουν και παρακολουθούν την αποτελεσματική συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη στενή μεταξύ τους συνεργασία ώστε να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο είτε:

α)

απευθείας υπό τη δική τους εξουσία ή υπό την εποπτεία των δικαστικών αρχών· είτε

β)

υποβάλλοντας αίτηση στα δικαστήρια που είναι αρμόδια για την έκδοση της αναγκαίας απόφασης, περιλαμβανομένης, εφόσον ενδείκνυται, της άσκησης έφεσης στην περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της αίτησης έκδοσης της αναγκαίας απόφασης.

4.   Σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης των εθνικών διατάξεων μεταφοράς των τίτλων ΙΙΙ και IV, υπεύθυνες δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου είναι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Ωστόσο, για τους αντιπροσώπους και τα υποκαταστήματα που λειτουργούν σύμφωνα με το δικαίωμα εγκατάστασης αρμόδιες είναι οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.

5.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, έως τις 13 Ιανουαρίου 2018. Ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή για την ενδεχόμενη κατανομή αυτών των αρμοδιοτήτων. Ενημερώνουν άμεσα την Επιτροπή για κάθε μεταγενέστερη μεταβολή που αφορά τον ορισμό και τις αντίστοιχες αρμοδιότητες των εν λόγω αρχών.

6.   Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με την ΕΚΤ, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με αποδέκτες τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τις διαδικασίες καταγγελίας που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εκδίδονται έως τις 13 Ιανουαρίου 2018 και ενημερώνονται σε τακτική βάση ανάλογα με την περίπτωση.

Τμήμα 2

Διαδικασίες ΕΕΔ και κυρώσεις

Άρθρο 101

Επίλυση διαφορών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν κατάλληλες και αποτελεσματικές διαδικασίες για τη διευθέτηση των καταγγελιών των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των τίτλων ΙΙΙ και IV της παρούσας οδηγίας και παρακολουθούν τις επιδόσεις τους σχετικά.

Οι εν λόγω διαδικασίες εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος όπου ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών προσφέρει τις υπηρεσίες πληρωμών και είναι διαθέσιμες σε επίσημη γλώσσα του αντίστοιχου κράτους μέλους, ή σε άλλη γλώσσα εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να απαντούν, σε έγχαρτη μορφή ή, εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών, σε άλλο σταθερό μέσο, στις καταγγελίες των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών. Η εν λόγω απάντηση πρέπει να εξετάζει όλα τα ζητήματα που έχουν τεθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και το αργότερο εντός 15 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της καταγγελίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες, για λόγους πέρα από τον έλεγχο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ο τελευταίος θα υποχρεούται να αποστέλλει ενδιάμεση απάντηση, αναφέροντας σαφώς τους λόγους για την καθυστέρηση στην απάντηση της καταγγελίας και προσδιορίζοντας την προθεσμία εντός της οποίας θα λάβει την τελική απάντηση ο χρήστης των υπηρεσιών πληρωμών. Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία για τη λήψη της τελικής απάντησης δεν υπερβαίνει τις 35 εργάσιμες ημέρες.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν κανόνες σχετικά με διαδικασίες επίλυσης διαφορών που είναι πιο συμφέρουσες για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών από τη διαδικασία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται οι εν λόγω κανόνες.

3.   Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών τουλάχιστον για έναν φορέα ΕΕΔ που είναι αρμόδιος για την επίλυση των διαφορών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους τίτλους ΙΙΙ και IV.

4.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αναφέρονται με σαφή, πλήρη και ευχερώς προσβάσιμο τρόπο στον δικτυακό τόπο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, εφόσον υπάρχει, στο υποκατάστημα και στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις της σύμβασης μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών. Προσδιορίζεται ο τρόπος πρόσβασης σε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον οικείο φορέα ΕΕΔ καθώς και οι προϋποθέσεις χρήσης του.

Άρθρο 102

Διαδικασίες ΕΕΔ

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι έχουν θεσπιστεί οι δέουσες, ανεξάρτητες, αμερόληπτες, διαφανείς και αποτελεσματικές διαδικασίες ΕΕΔ για την επίλυση διαφορών οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ των χρηστών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και αφορούν τα απορρέοντα εκ των τίτλων ΙΙΙ και IV της παρούσας οδηγίας δικαιώματα και υποχρεώσεις, σύμφωνα με το σχετικό εθνικό και ενωσιακό δίκαιο και σύμφωνα με την οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35), μέσω της χρησιμοποίησης των υφιστάμενων αρμόδιων φορέων όπου συντρέχει τέτοια περίπτωση. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες ΕΕΔ εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και ότι καλύπτουν, επίσης, τις δραστηριότητες των διορισμένων αντιπροσώπων.

2.   Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, να συνεργάζονται αποτελεσματικά για την επίλυση των διασυνοριακών διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους τίτλους ΙΙΙ και IV.

Άρθρο 103

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις του εθνικού δικαίου που μεταφέρει την παρούσα οδηγία στο εθνικό δίκαιο και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να δημοσιοποιούν οιαδήποτε διοικητική κύρωση επιβάλλεται σε περίπτωση παράβασης των μέτρων που θεσπίζονται για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΑ ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

Άρθρο 104

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 105, σχετικά με:

α)

την προσαρμογή της παραπομπής στη σύσταση 2003/361/ΕΚ στο άρθρο 4 σημείο 36) της παρούσας οδηγίας, όταν η εν λόγω σύσταση τροποποιείται·

β)

την αναπροσαρμογή των ποσών που ορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 και στο άρθρο 74 παράγραφος 1, προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός.

Άρθρο 105

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 104 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 12 Ιανουαρίου 2016.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 104 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση της εξουσίας που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 104 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 106

Υποχρέωση ενημέρωσης των καταναλωτών για τα δικαιώματά τους

1.   Έως τις 13 Ιανουαρίου 2018, η Επιτροπή καταρτίζει ένα φιλικό προς τον χρήστη ηλεκτρονικό φυλλάδιο, στο οποίο θα απαριθμούνται με σαφή και ευνόητο τρόπο τα δικαιώματα των καταναλωτών στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και του σχετικού ενωσιακού δικαίου.

2.   Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη, τις ευρωπαϊκές ενώσεις παρόχων υπηρεσιών πληρωμών και τις ευρωπαϊκές ενώσεις καταναλωτών για τη δημοσίευση του φυλλαδίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η Επιτροπή, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε το φυλλάδιο να είναι διαθέσιμο κατά τρόπο που το καθιστά εύκολα προσβάσιμο στους αντίστοιχους ιστότοπούς τους.

3.   Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μεριμνούν ώστε το φυλλάδιο να είναι διαθέσιμο κατά τρόπο που το καθιστά εύκολα προσβάσιμο στους ιστότοπούς τους, εφόσον υπάρχουν, και σε έντυπη μορφή στα υποκαταστήματά τους, στους αντιπροσώπους τους και στις οντότητες στις οποίες αναθέτουν τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων τους.

4.   Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν επιβάλλουν χρέωση στους πελάτες τους για τη διάθεση πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

5.   Όσον αφορά τα άτομα με αναπηρίες, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με άλλα κατάλληλα μέσα, ώστε οι πληροφορίες να είναι διαθέσιμες, σε προσιτή μορφή.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 107

Πλήρης εναρμόνιση

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, του άρθρου 8 παράγραφος 3, του άρθρου 32, του άρθρου 38 παράγραφος 2, του άρθρου 42 παράγραφος 2, του άρθρου 55 παράγραφος 6, του άρθρου 57 παράγραφος 3, του άρθρου 58 παράγραφος 3, του άρθρου 61 παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 62 παράγραφος 5, του άρθρου 63 παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 74 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 86, στο μέτρο που η παρούσα οδηγία περιλαμβάνει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε θεσπίζουν άλλες διατάξεις από αυτές που ορίζει η παρούσα οδηγία.

2.   Οσάκις ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί οποιαδήποτε από τις επιλογές που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ενημερώνει την Επιτροπή περί αυτού και για κάθε μετέπειτα αλλαγή. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες μέσω ιστοσελίδας ή με άλλον ευπρόσιτο τρόπο.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να μην παρεκκλίνουν, εις βάρος των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών, από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες μεταφέρουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, εκτός εάν η δυνατότητα παρέκκλισης προβλέπεται ρητά από την οδηγία.

Ωστόσο, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν ευνοϊκότερους όρους στους χρήστες των υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 108

Ρήτρα αναθεώρησης

Η Επιτροπή υποβάλλει, έως τις 13 Ιανουαρίου 2021, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και τον αντίκτυπο της παρούσας οδηγίας, και ιδίως σχετικά με τα εξής:

α)

την καταλληλότητα και τον αντίκτυπο των κανόνων σχετικά με τις χρεώσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 62 παράγραφοι 3, 4 και 5·

β)

την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφοι 3 και 4, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του κατά πόσον οι τίτλοι ΙΙΙ και IV μπορούν, όπου αυτό είναι τεχνικά εφικτό, να εφαρμόζονται πλήρως στις πράξεις πληρωμής οι οποίες αναφέρονται στις εν λόγω παραγράφους·

γ)

την πρόσβαση σε συστήματα πληρωμών, εστιάζοντας ιδίως στο επίπεδο του ανταγωνισμού·

δ)

την καταλληλότητα και τον αντίκτυπο των κατώτατων ορίων για τις πράξεις πληρωμής που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο ιβ)·

ε)

την καταλληλότητα και τον αντίκτυπο του κατώτατου ορίου για την εξαίρεση που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

στ)

αν, λόγω των εξελίξεων, θα ήταν σκόπιμο, για να συμπληρωθούν οι διατάξεις του άρθρου 75 για τις πράξεις πληρωμής, όταν το ποσό δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων και τα κεφάλαια δεσμεύονται, να τεθούν ανώτατα όρια για το ύψος των ποσών που πρόκειται να δεσμευτούν στον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή σε τέτοιες περιπτώσεις.

Εφόσον απαιτείται, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση μαζί με την έκθεσή της.

Άρθρο 109

Μεταβατική διάταξη

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα ιδρύματα πληρωμών τα οποία έχουν ξεκινήσει δραστηριότητες σύμφωνα με τη νομοθεσία που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 2007/64/ΕΚ πριν από τις 13 Ιανουαρίου 2018 να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ, χωρίς να απαιτείται η λήψη άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 της παρούσας οδηγίας ή η συμμόρφωσή τους με τις λοιπές διατάξεις που αναγράφονται ή αναφέρονται στον τίτλο ΙΙ της παρούσας οδηγίας έως τις 13 Ιουλίου 2018.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα προαναφερθέντα ιδρύματα πληρωμών να υποβάλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές προκειμένου οι τελευταίες να μπορέσουν να εκτιμήσουν, έως τις 13 Ιουλίου 2018, εάν τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του τίτλου ΙΙ και, σε αντίθετη περίπτωση, ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση, ή εάν πρέπει να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.

Τα ιδρύματα πληρωμών τα οποία, κατόπιν ελέγχου των αρμόδιων αρχών, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο ΙΙ, λαμβάνουν άδεια λειτουργίας και καταχωρίζονται στα μητρώα που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15. Σε περίπτωση που τα εν λόγω ιδρύματα πληρωμών δεν έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο ΙΙ έως τις 13 Ιουλίου 2018, θα τους απαγορεύεται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, σύμφωνα με το άρθρο 37.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι τα ιδρύματα πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνουν αυτομάτως άδεια λειτουργίας και καταχωρίζονται στα μητρώα που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15, εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν ήδη αποδεικτικά στοιχεία ότι τηρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 11. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα πριν από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

3.   Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία επωφελήθηκαν δυνάμει του άρθρου 26 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ πριν από τις 13 Ιανουαρίου 2018 και τα οποία ασκούσαν δραστηριότητες υπηρεσιών πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα εν λόγω πρόσωπα να συνεχίσουν τις εν λόγω δραστηριότητές τους στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία 2007/64/ΕΚ έως τις 13 Ιανουαρίου 2019, χωρίς να απαιτείται να ζητήσουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 της παρούσας οδηγίας ή να τους χορηγηθεί εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 32 της παρούσας οδηγίας, ή να συμμορφωθούν προς τις λοιπές διατάξεις που ορίζονται ή αναφέρονται στον τίτλο ΙΙ της παρούσας οδηγίας.

Όποια πρόσωπα από τα αναφερόμενα στο πρώτο εδάφιο δεν έχουν λάβει έως τις 13 Ιανουαρίου 2019 άδεια λειτουργίας ή εξαίρεση δυνάμει της παρούσας οδηγίας, δεν δικαιούνται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 37 της παρούσας οδηγίας.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα φυσικά και νομικά πρόσωπα, στα οποία έχει χορηγηθεί εξαίρεση κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, να θεωρούνται ότι έχουν εξαιρεθεί και αυτομάτως καταχωρισθεί στα μητρώα που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15, όταν οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν αποδείξεις ότι τηρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τα οικεία ιδρύματα πληρωμών.

5.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα πληρωμών στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας για την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 7 του παραρτήματος της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, διατηρούν την εν λόγω άδεια λειτουργίας για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πληρωμών που θεωρούνται ως υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο σημείο 3 του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας, όταν, έως τις 13 Ιανουαρίου 2020, οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους αποδεικτικά στοιχεία ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 στοιχείο γ) και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 110

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/65/ΕΚ

Στο άρθρο 4 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Όταν εφαρμόζεται, επίσης, η οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36), οι διατάξεις περί πληροφόρησης που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, εκτός του σημείου 2) στοιχεία γ) έως ζ), του σημείου 3) στοιχεία α), δ) και ε), και του σημείου) 4 στοιχείο β), αντικαθίστανται από τα άρθρα 44, 45, 51 και 52 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.

Άρθρο 111

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2009/110/ΕΚ

Η οδηγία 2009/110/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη της παρούσας οδηγίας, το άρθρο 5, τα άρθρα 11 έως 17, το άρθρο 19 παράγραφοι 5 και 6 και τα άρθρα 20 έως 31 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37), περιλαμβανομένων των κατ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 4, του άρθρου 28 παράγραφος 5 και του άρθρου 29 παράγραφος 7, εφαρμόζονται κατ αναλογία στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

(37)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35)»."

β)

οι παράγραφοι 4 και 5 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να διανέμουν και να εξαργυρώνουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων εξ ονόματός τους. Όταν το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος διανέμει ηλεκτρονικό χρήμα σε άλλο κράτος μέλος με πρόσληψη φυσικού ή νομικού προσώπου, εφαρμόζονται στα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος κατ’ αναλογία τα άρθρα 27 έως 31, με την εξαίρεση του άρθρου 29 παράγραφοι 4 και 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366, περιλαμβανομένων των κατ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 5 και το άρθρο 29 παράγραφος 7.

5.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα μέσω αντιπροσώπων. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να παρέχουν τις υπηρεσίες πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας μέσω αντιπροσώπων που υπόκεινται στις προϋποθέσεις του άρθρου 19 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366.».

2)

Στο άρθρο 18, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν πριν από τις 13 Ιανουαρίου 2018 ξεκινήσει δραστηριότητες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και με την οδηγία 2007/64/ΕΚ, στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα τους, να τις συνεχίσουν σε εκείνο το κράτος μέλος ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται η λήψη άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας οδηγίας ή να συμμορφωθούν με άλλες απαιτήσεις που αναγράφονται ή αναφέρονται στον τίτλο ΙΙ της παρούσας οδηγίας έως τις 13 Ιουλίου 2018.

Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο να υποβάλουν όλες τις συναφείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές προκειμένου οι τελευταίες να μπορέσουν να εκτιμήσουν έως τις 13 Ιουλίου 2018, εάν τα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του τίτλου ΙΙ της παρούσας οδηγίας και, σε αντίθετη περίπτωση, ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση, ή εάν πρέπει να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.

Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, τα οποία, κατόπιν ελέγχου των αρμόδιων αρχών, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο ΙΙ, λαμβάνουν άδεια και καταχωρίζονται στο μητρώο. Σε περίπτωση που τα εν λόγω ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο ΙΙ έως τις 13 Ιουλίου 2018, απαγορεύεται να προβούν στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.».

Άρθρο 112

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (38), της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (39), της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (40), του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (41), της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (42) και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται σε πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που τα εποπτεύουν, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2002/65/ΕΚ και της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (43), συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, κανονισμών και αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή. Η Αρχή ενεργεί επίσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου ( (44).

(38)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1)."

(39)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338)."

(40)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149)."

(41)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1)."

(42)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35)."

(43)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73)."

(44)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).»·"

2)

Στο άρθρο 4, το σημείο 1) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1)   “χρηματοοικονομικά ιδρύματα” σημαίνει πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, επιχειρήσεις επενδύσεων όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 14) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 11) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 και ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, με εξαίρεση ότι, όσον αφορά την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, χρηματοοικονομικά ιδρύματα σημαίνει τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·».

Άρθρο 113

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, το σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.

Υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 3) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (45)·

Άρθρο 114

Κατάργηση

Η οδηγία 2007/64/ΕΚ καταργείται με ισχύ από τις 13 Ιανουαρίου 2018.

Οποιαδήποτε παραπομπή στην καταργούμενη οδηγία νοείται ως παραπομπή στην παρούσα οδηγία και διαβάζεται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙ της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 115

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Έως τις 13 Ιανουαρίου 2018, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωσή τους προς την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

2.   Τα εν λόγω μέτρα ισχύουν από τις 13 Ιανουαρίου 2018.

Τα εν λόγω μέτρα, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα ο οποίος διέπεται από την παρούσα οδηγία.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την εφαρμογή των μέτρων ασφάλειας που αναφέρονται στα άρθρα 65, 66, 67 και 97 εντός 18 μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 98.

5.   Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να απαγορεύουν στα νομικά πρόσωπα που έχουν ασκήσει στο έδαφός τους, πριν από τις 12 Ιανουαρίου 2016, δραστηριότητες παρόχων υπηρεσιών κίνησης πληρωμής και παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών λογαριασμού κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, να συνεχίσουν να ασκούν τις ίδιες δραστηριότητες στο έδαφός τους κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 4 σύμφωνα με το ισχύον σήμερα κανονιστικό πλαίσιο.

6.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, μέχρι οι επιμέρους πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού να συμμορφωθούν προς τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 4, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εξυπηρέτησης λογαριασμού δεν εκμεταλλεύονται τη μη συμμόρφωσή τους για να μπλοκάρουν ή να παρεμποδίζουν τη χρήση υπηρεσιών έναρξης πληρωμών και παροχής πληροφοριών λογαριασμού για τους λογαριασμούς που εξυπηρετούν.

Άρθρο 116

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 117

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 25 Νοεμβρίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

N. SCHMIT


(1)  ΕΕ C 224 της 15.7.2014, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 170 της 5.6.2014, σ. 78.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2015.

(4)  Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001(ΕΕ L 266 της 9.10.2009, σ. 11).

(6)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).

(8)  Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(12)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(14)  Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

(15)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(16)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(17)  Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22).

(18)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(19)  Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).

(20)  Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

(21)  Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214).

(22)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6).

(25)  Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 347 της 11.12.2006, σ. 1).

(26)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(27)  ΕΕ C 38 της 8.2.2014, σ. 14.

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(29)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 241/2014 της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα (ΕΕ L 74 της 14.3.2014, σ. 8).

(30)  Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33).

(31)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(32)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).

(33)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).

(34)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

(35)  Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

[όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 σημείο 3)]

1.

Υπηρεσίες που επιτρέπουν τις τοποθετήσεις μετρητών σε λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών.

2.

Υπηρεσίες που επιτρέπουν τις αναλήψεις μετρητών από λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών.

3.

Εκτέλεση πράξεων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών κεφαλαίων, σε λογαριασμό πληρωμών στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του χρήστη ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών:

α)

εκτέλεση άμεσων χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης·

β)

εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογη συσκευή·

γ)

εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών.

4.

Εκτέλεση πράξεων πληρωμής όταν τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από πιστωτικό άνοιγμα για τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών:

α)

εκτέλεση άμεσων χρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης·

β)

εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογη συσκευή·

γ)

εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών.

5.

Έκδοση μέσων πληρωμής και/ή αποδοχή πράξεων πληρωμής.

6.

Υπηρεσίες εμβασμάτων.

7.

Υπηρεσίες εκκίνησης πληρωμής.

8.

Υπηρεσίες πληροφοριών λογαριασμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρούσα οδηγία

Οδηγία 2007/64/ΕΚ

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 2

 

Άρθρο 2παράγραφος 3

 

Άρθρο 2 παράγραφος 4

 

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4:

Άρθρο 4:

σημεία 1), 2), 3), 4), 5) και 10)

σημεία 1), 2), 3), 4), 5) και 10)

σημείο 7)

σημείο 6)

σημείο 8)

σημείο7)

σημείο 9)

σημείο 8)

σημείο 11)

σημείο 9)

σημείο 12)

σημείο 14)

σημείο 13)

σημείο16)

σημείο 14)

σημείο 23)

σημεία 20), 21), 22)

σημεία 11), 12), 13)

σημείο 23)

σημείο 28)

σημείο 25)

σημείο 15)

σημεία 26), 27)

σημεία 17), 18)

σημείο 28)

σημείο 20)

σημείο 29)

σημείο 19)

σημείο 33)

σημείο 21)

σημεία 34), 35), 36), 37)

σημεία 24), 25), 26), 27)

σημείο 38)

σημείο 22)

σημεία 39), 40)

σημεία 29), 30)

σημεία 6), 15)-19), 24), 30)-32), 41)-48)

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 5

Άρθρο 5 παράγραφος 6

Άρθρο 5 παράγραφος 7

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 7

Άρθρο 6

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 9παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 6

Άρθρο 10 παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 10 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 8

Άρθρο 10 παράγραφος 8

Άρθρο 11 παράγραφος 9

Άρθρο 10 παράγραφος 9

Άρθρο 12

Άρθρο 11

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 13

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 13

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 5

Άρθρο 16

Άρθρο 14

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 4

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 3

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 4

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 18 παράγραφος 5

Άρθρο 16 παράγραφος 4

Άρθρο 18 παράγραφος 6

Άρθρο 16 παράγραφος 5

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 19 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 19 παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 19 παράγραφος 5

Άρθρο 17 παράγραφος 5

Άρθρο 19 παράγραφος 6

Άρθρο 17 παράγραφος 7

Άρθρο 19 παράγραφος 7

Άρθρο 17 παράγραφος 8

Άρθρο 19 παράγραφος 8

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 21

Άρθρο 19

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 20 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 4

Άρθρο 20 παράγραφος 4

Άρθρο 22 παράγραφος 5

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 3

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 22 παράγραφος 1

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 1

Άρθρο 23 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος 2

Άρθρο 23 παράγραφος 2

Άρθρο 26 παράγραφος 1

Άρθρο 24 παράγραφος 1

Άρθρο 26 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 2

Άρθρο 27 παράγραφος 1

Άρθρο 27 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφος1

Άρθρο 28 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 4

Άρθρο 28 παράγραφος 5

Άρθρο 29 παράγραφος 1

Άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 29 παράγραφος 2

Άρθρο 29 παράγραφος 3

Άρθρο 25 παράγραφος 4

Άρθρο 29 παράγραφος 4

Άρθρο 29 παράγραφος 5

Άρθρο 29 παράγραφος 6

Άρθρο 30 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 2

Άρθρο 30 παράγραφος 3

Άρθρο 30 παράγραφος 4

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Άρθρο 31 παράγραφος 2

Άρθρο 25 παράγραφος 4

Άρθρο 32 παράγραφος 1

Άρθρο 26 παράγραφος 1

Άρθρο 32 παράγραφος 2

Άρθρο 26 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 3

Άρθρο 26 παράγραφος 3

Άρθρο 32 παράγραφος 4

Άρθρο 26 παράγραφος 4

Άρθρο 32 παράγραφος 5

Άρθρο 26 παράγραφος 5

Άρθρο 32 παράγραφος 6

Άρθρο 26 παράγραφος 6

Άρθρο 33 παράγραφος 1

Άρθρο 33 παράγραφος 2

Άρθρο 34

Άρθρο 27

Άρθρο 35 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 35 παράγραφος 2

Άρθρο 28 παράγραφος 2

Άρθρο 36

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 29

Άρθρο 37 παράγραφος 2

Άρθρο 37 παράγραφος 3

Άρθρο 37 παράγραφος 4

Άρθρο 37 παράγραφος 5

Άρθρο 38 παράγραφος 1

Άρθρο 30 παράγραφος 1

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 30 παράγραφος 2

Άρθρο 38 παράγραφος 3

Άρθρο 30 παράγραφος 3

Άρθρο 39

Άρθρο 31

Άρθρο 40 παράγραφος 1

Άρθρο 32 παράγραφος 1

Άρθρο 40 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 2

Άρθρο 40 παράγραφος 3

Άρθρο 32 παράγραφος 3

Άρθρο 41

Άρθρο 33

Άρθρο 42 παράγραφος 1

Άρθρο 34 παράγραφος 1

Άρθρο 42 παράγραφος 2

Άρθρο 34 παράγραφος 2

Άρθρο 43 παράγραφος 1

Άρθρο 35 παράγραφος 1

Άρθρο 43 παράγραφος 2

Άρθρο 35 παράγραφος 2

Άρθρο 44 παράγραφος 1

Άρθρο 36 παράγραφος1

Άρθρο 44 παράγραφος 2

Άρθρο 36 παράγραφος 2

Άρθρο 44 παράγραφος 3

Άρθρο 36 παράγραφος 3

Άρθρο 45 παράγραφος 1

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφος 2

Άρθρο 45 παράγραφος 3

Άρθρο 37 παράγραφος 2

Άρθρο 46

Άρθρο 47

Άρθρο 48

Άρθρο 38

Άρθρο 49

Άρθρο 39

Άρθρο 50

Άρθρο 40

Άρθρο 51 παράγραφος 1

Άρθρο 41 παράγραφος 1

Άρθρο 51 παράγραφος 2

Άρθρο 41 παράγραφος 2

Άρθρο 51 παράγραφος 3

Άρθρο 41 παράγραφος 3

Άρθρο 52 σημείο 1)

Άρθρο 42 παράγραφος 1

Άρθρο 52 σημείο 2)

Άρθρο 42 παράγραφος 2

Άρθρο 52 σημείο 3)

Άρθρο 42 παράγραφος 3

Άρθρο 52 σημείο 4)

Άρθρο 42 παράγραφος 4

Άρθρο 52 σημείο 5)

Άρθρο 42 παράγραφος 5

Άρθρο 52 σημείο 6)

Άρθρο 42 παράγραφος 6

Άρθρο 52 σημείο 7)

Άρθρο 42 παράγραφος 7

Άρθρο 53

Άρθρο 43

Άρθρο 54 παράγραφος 1

Άρθρο 44 παράγραφος 1

Άρθρο 54 παράγραφος 2

Άρθρο 44 παράγραφος 2

Άρθρο 54 παράγραφος 3

Άρθρο 44 παράγραφος 3

Άρθρο 55 παράγραφος 1

Άρθρο 45 παράγραφος 1

Άρθρο 55 παράγραφος 2

Άρθρο 45 παράγραφος 2

Άρθρο 55 παράγραφος 3

Άρθρο 45 παράγραφος 3

Άρθρο 55 παράγραφος 4

Άρθρο 45 παράγραφος 4

Άρθρο 55 παράγραφος 5

Άρθρο 45 παράγραφος 5

Άρθρο 55 παράγραφος 6

Άρθρο 45 παράγραφος 6

Άρθρο 56

Άρθρο 46

Άρθρο 57 παράγραφος 1

Άρθρο 47 παράγραφος 1

Άρθρο 57 παράγραφος 2

Άρθρο 47 παράγραφος 2

Άρθρο 57 παράγραφος 3

Άρθρο 47 παράγραφος 3

Άρθρο 58 παράγραφος 1

Άρθρο 48 παράγραφος 1

Άρθρο 58 παράγραφος 2

Άρθρο 48 παράγραφος 2

Άρθρο 58 παράγραφος 3

Άρθρο 48 παράγραφος 3

Άρθρο 59 παράγραφος 1

Άρθρο 49 παράγραφος 1

Άρθρο 59 παράγραφος 2

Άρθρο 49 παράγραφος 2

Άρθρο 60 παράγραφος 1

Άρθρο 50 παράγραφος 1

Άρθρο 60 παράγραφος 2

Άρθρο 50 παράγραφος 2

Άρθρο 60 παράγραφος 3

Άρθρο 61 παράγραφος 1

Άρθρο 51 παράγραφος 1

Άρθρο 61 παράγραφος 2

Άρθρο 51 παράγραφος 2

Άρθρο 61 παράγραφος 3

Άρθρο 51 παράγραφος 3

Άρθρο 61 παράγραφος 4

Άρθρο 51 παράγραφος 4

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 52 παράγραφος 1

Άρθρο 62 παράγραφος 2

Άρθρο 52 παράγραφος 2

Άρθρο 62 παράγραφος 3

Άρθρο 52 παράγραφος 3

Άρθρο 62 παράγραφος 4

Άρθρο 62 παράγραφος 5

Άρθρο 63 παράγραφος 1

Άρθρο 53 παράγραφος 1

Άρθρο 63 παράγραφος 2

Άρθρο 53 παράγραφος 2

Άρθρο 63 παράγραφος 3

Άρθρο 53 παράγραφος 3

Άρθρο 64 παράγραφος 1

Άρθρο 54 παράγραφος 1

Άρθρο 64 παράγραφος 2

Άρθρο 54 παράγραφος 2

Άρθρο 64 παράγραφος 3

Άρθρο 54 παράγραφος 3

Άρθρο 64 παράγραφος 4

Άρθρο 54 παράγραφος 4

Άρθρο 65 παράγραφος 1

Άρθρο 65 παράγραφος 2

Άρθρο 65 παράγραφος 3

Άρθρο 65 παράγραφος 4

Άρθρο 65 παράγραφος 5

Άρθρο 65 παράγραφος 6

Άρθρο 66 παράγραφος 1

Άρθρο 66 παράγραφος 2

Άρθρο 66 παράγραφος 3

Άρθρο 66 παράγραφος 4

Άρθρο 66 παράγραφος 5

Άρθρο 67 παράγραφος 1

Άρθρο 67 παράγραφος 2

Άρθρο 67 παράγραφος 3

Άρθρο 67 παράγραφος 4

Άρθρο 68 παράγραφος 1

Άρθρο 55 παράγραφος 1

Άρθρο 68 παράγραφος 2

Άρθρο 55 παράγραφος 2

Άρθρο 68 παράγραφος 3

Άρθρο 55 παράγραφος 3

Άρθρο 68 παράγραφος 4

Άρθρο 55 παράγραφος 4

Άρθρο 69 παράγραφος 1

Άρθρο 56 παράγραφος 1

Άρθρο 69 παράγραφος 2

Άρθρο 56 παράγραφος 2

Άρθρο 70 παράγραφος 1

Άρθρο 57 παράγραφος 1

Άρθρο 70 παράγραφος 2

Άρθρο 57 παράγραφος 2

Άρθρο 71 παράγραφος 1

Άρθρο 58

Άρθρο 71 παράγραφος 2

Άρθρο 72 παράγραφος 1

Άρθρο 59 παράγραφος 1

Άρθρο 72 παράγραφος 2

Άρθρο 59 παράγραφος 2

Άρθρο 73 παράγραφος 1

Άρθρο 60 παράγραφος 1

Άρθρο 73 παράγραφος 2

Άρθρο 73 παράγραφος 3

Άρθρο 60 παράγραφος 2

Άρθρο 74 παράγραφος 1

Άρθρο 61 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 74 παράγραφος 2

Άρθρο 74 παράγραφος 3

Άρθρο 61 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 75 παράγραφος 1

Άρθρο 75 παράγραφος 2

Άρθρο 76 παράγραφος 1

Άρθρο 62 παράγραφος 1

Άρθρο 76 παράγραφος 2

Άρθρο 62 παράγραφος 2

Άρθρο 76 παράγραφος 3

Άρθρο 62 παράγραφος 3

Άρθρο 76 παράγραφος 4

Άρθρο 77 παράγραφος 1

Άρθρο 63 παράγραφος 1

Άρθρο 77 παράγραφος 2

Άρθρο 63 παράγραφος 2

Άρθρο 78 παράγραφος 1

Άρθρο 64 παράγραφος 1

Άρθρο 78 παράγραφος 2

Άρθρο 64 παράγραφος 2

Άρθρο 79 παράγραφος 1

Άρθρο 65 παράγραφος 1

Άρθρο 79 παράγραφος 2

Άρθρο 65 παράγραφος 2

Άρθρο 79 παράγραφος 3

Άρθρο 65 παράγραφος 3

Άρθρο 80 παράγραφος 1

Άρθρο 66 παράγραφος 1

Άρθρο 80 παράγραφος 2

Άρθρο 66 παράγραφος 2

Άρθρο 80 παράγραφος 3

Άρθρο 66 παράγραφος 3

Άρθρο 80 παράγραφος 4

Άρθρο 66 παράγραφος 4

Άρθρο 80 παράγραφος 5

Άρθρο 66 παράγραφος 5

Άρθρο 81 παράγραφος 1

Άρθρο 67 παράγραφος 1

Άρθρο 81 παράγραφος 2

Άρθρο 67 παράγραφος 2

Άρθρο 81 παράγραφος 3

Άρθρο 67 παράγραφος 3

Άρθρο 82 παράγραφος 1

Άρθρο 68 παράγραφος 1

Άρθρο 82 παράγραφος 2

Άρθρο 68 παράγραφος 2

Άρθρο 83 παράγραφος 1

Άρθρο 69 παράγραφος 1

Άρθρο 83 παράγραφος 2

Άρθρο 69 παράγραφος 2

Άρθρο 83 παράγραφος 3

Άρθρο 69 παράγραφος 3

Άρθρο 84

Άρθρο 70

Άρθρο 85

Άρθρο 71

Άρθρο 86

Άρθρο 72

Άρθρο 87 παράγραφος 1

Άρθρο 73 παράγραφος 1

Άρθρο 87 παράγραφος 2

Άρθρο 73 παράγραφος 1

Άρθρο 87 παράγραφος 3

Άρθρο 73 παράγραφος 2

Άρθρο 88 παράγραφος 1

Άρθρο 74 παράγραφος 1

Άρθρο 88 παράγραφος 2

Άρθρο 74 παράγραφος 2

Άρθρο 88 παράγραφος 3

Άρθρο 74 παράγραφος 2

Άρθρο 88 παράγραφος 4

Άρθρο 74 παράγραφος 2

Άρθρο 88 παράγραφος 5

Άρθρο 74 παράγραφος 3

Άρθρο 89 παράγραφος 1

Άρθρο 75 παράγραφος 1

Άρθρο 89 παράγραφος 2

Άρθρο 75 παράγραφος 2

Άρθρο 89 παράγραφος 3

Άρθρο 75 παράγραφος 3

Άρθρο 90 παράγραφος 1

Άρθρο 90 παράγραφος 2

Άρθρο 91

Άρθρο 76

Άρθρο 92 παράγραφος 1

Άρθρο 77 παράγραφος 1

Άρθρο 92 παράγραφος 2

Άρθρο 77 παράγραφος 2

Άρθρο 93

Άρθρο 78

Άρθρο 94 παράγραφος 1

Άρθρο 79 παράγραφος 1

Άρθρο 94 παράγραφος 2

Άρθρο 95 παράγραφος 1

Άρθρο 95 παράγραφος 2

Άρθρο 95 παράγραφος 3

Άρθρο 95 παράγραφος 4

Άρθρο 95 παράγραφος 5

Άρθρο 96 παράγραφος 1

Άρθρο 96 παράγραφος 2

Άρθρο 96 παράγραφος 3

Άρθρο 96 παράγραφος 4

Άρθρο 96 παράγραφος 5

Άρθρο 96 παράγραφος 6

Άρθρο 97 παράγραφος 1

Άρθρο 97 παράγραφος 2

Άρθρο 97 παράγραφος 3

Άρθρο 97 παράγραφος 4

Άρθρο 97 παράγραφος 5

Άρθρο 98 παράγραφος 1

Άρθρο 98 παράγραφος 2

Άρθρο 98 παράγραφος 3

Άρθρο 98 παράγραφος 4

Άρθρο 98 παράγραφος 5

Άρθρο 99 παράγραφος 1

Άρθρο 80 παράγραφος 1

Άρθρο 99 παράγραφος 2

Άρθρο 80 παράγραφος 2

Άρθρο 100 παράγραφος 1

Άρθρο 100 παράγραφος 2

Άρθρο 100 παράγραφος 3

Άρθρο 100 παράγραφος 4

Άρθρο 82 παράγραφος 2

Άρθρο 100 παράγραφος 5

Άρθρο 100 παράγραφος 6

Άρθρο 101 παράγραφος 1

Άρθρο 101 παράγραφος 2

Άρθρο 101 παράγραφος 3

Άρθρο 101 παράγραφος 4

Άρθρο 102 παράγραφος 1

Άρθρο 83 παράγραφος 1

Άρθρο 102 παράγραφος 2

Άρθρο 83 παράγραφος 2

Άρθρο 103 παράγραφος 1

Άρθρο 81 παράγραφος 1

Άρθρο 103 παράγραφος 2

Άρθρο 104

Άρθρο 105 παράγραφος 1

Άρθρο 105 παράγραφος 2

Άρθρο 105 παράγραφος 3

Άρθρο 105 παράγραφος 4

Άρθρο 105 παράγραφος 5

Άρθρο 106 παράγραφος 1

Άρθρο 106 παράγραφος 2

Άρθρο 106 παράγραφος 3

Άρθρο 106 παράγραφος 4

Άρθρο 106 παράγραφος 5

Άρθρο 107 παράγραφος 1

Άρθρο 86 παράγραφος 1

Άρθρο 107 παράγραφος 2

Άρθρο 86 παράγραφος 2

Άρθρο 107 παράγραφος 3

Άρθρο 86 παράγραφος 3

Άρθρο 108

Άρθρο 87

Άρθρο 109 παράγραφος 1

Άρθρο 88 παράγραφος 1

Άρθρο 109 παράγραφος 2

Άρθρο 88 παράγραφος 3

Άρθρο 109 παράγραφος 3

Άρθρο 88 παράγραφοι 2 και 4

Άρθρο 109 παράγραφος 4

Άρθρο 109 παράγραφος 5

Άρθρο 110

Άρθρο 90

Άρθρο 111 παράγραφος 1

Άρθρο 111 παράγραφος 2

Άρθρο 112 παράγραφος 1

Άρθρο 112 παράγραφος 2

Άρθρο 113

Άρθρο 92

Άρθρο 114

Άρθρο 93

Άρθρο 115 παράγραφος 1

Άρθρο 94 παράγραφος 1

Άρθρο 115 παράγραφος 2

Άρθρο 94 παράγραφος 2

Άρθρο 115 παράγραφος 3

Άρθρο 115 παράγραφος 4

Άρθρο 115 παράγραφος 5

Άρθρο 116

Άρθρο 95

Άρθρο 117

Άρθρο 96

Παράρτημα I

Παράρτημα


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

23.12.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 337/128


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2015/2367 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 30ής Νοεμβρίου 2015

σχετικά με τη θέση που πρέπει να ληφθεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή που συστάθηκε με τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων, όσον αφορά την απόφαση αριθ. 1/2015 σχετικά με την τροποποίηση των προσαρτημάτων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 10 και 11 του παραρτήματος 11 της συμφωνίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 9,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων (1) («γεωργική συμφωνία») άρχισε να ισχύει την 1η Ιουνίου 2002.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του παραρτήματος 11 της γεωργικής συμφωνίας, η μεικτή κτηνιατρική επιτροπή που συστάθηκε με τη γεωργική συμφωνία (εφεξής «μεικτή κτηνιατρική επιτροπή») είναι αρμόδια να εξετάζει κάθε ζήτημα σχετικά με το εν λόγω παράρτημα και την εφαρμογή του και να ασκεί τα προβλεπόμενα από το παράρτημα αυτό καθήκοντα. Το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω παραρτήματος εξουσιοδοτεί τη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή να τροποποιεί τα προσαρτήματα του εν λόγω παραρτήματος, ιδίως για να τα προσαρμόζει και να τα επικαιροποιεί.

(3)

Το άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο της απόφασης 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής (2) ορίζει ότι η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή πρέπει να καθορίζεται από το Συμβούλιο βάσει προτάσεως της Επιτροπής.

(4)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να καθορίσει τη θέση που θα λάβει στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή όσον αφορά τη θέσπιση των απαραίτητων τροποποιήσεων.

(5)

Η απόφαση αριθ. 1/2015 της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής που συστάθηκε με τη συμφωνία για τη γεωργία («απόφαση αριθ. 1/2015 της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής») θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

(6)

Προκειμένου να μην παύσουν να χρησιμοποιούνται ήδη υπάρχουσες και επιτυχημένες πρακτικές και να διασφαλιστεί η νομική συνέχεια κατά τρόπο ώστε να μην προκληθεί οποιαδήποτε προβλέψιμη αρνητική συνέπεια, η απόφαση αριθ. 1/2015 της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής θα πρέπει να προβλέπει την αναδρομική εφαρμογή της εν λόγω απόφασης με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η θέση την οποία θα λάβει εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του παραρτήματος 11 της γεωργικής συμφωνίας, όσον αφορά την τροποποίηση των προσαρτημάτων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 10 και 11 του παραρτήματος 11, βασίζεται στο σχέδιο απόφασης της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 30 Νοεμβρίου 2015.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

É. SCHNEIDER


(1)  ΕΕ L 114 της 30.4.2002, σ. 132.

(2)  Απόφαση 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη συμφωνία επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας, της 4ης Απριλίου 2002, για τη σύναψη επτά συμφωνιών με την Ελβετική Συνομοσπονδία (ΕΕ L 114 της 30.4.2002, σ. 1).


ΣΧΕΔΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡΙΘ. 1/2015 ΤΗΣ ΜΕΙΚΤΗΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΥ ΘΕΣΠΙΣΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

της …

σχετικά με την τροποποίηση των προσαρτημάτων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 10 και 11 του παραρτήματος 11 της συμφωνίας

Η ΜΕΙΚΤΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 19 παράγραφος 3 του παραρτήματος 11,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων («γεωργική συμφωνία») άρχισε να ισχύει την 1η Ιουνίου 2002.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του παραρτήματος 11 της γεωργικής συμφωνίας, η μεικτή κτηνιατρική επιτροπή που συστάθηκε με τη γεωργική συμφωνία («μεικτή κτηνιατρική επιτροπή») είναι αρμόδια να εξετάζει κάθε ζήτημα σχετικό με το εν λόγω παράρτημα και την εφαρμογή του και να ασκεί τα προβλεπόμενα από αυτό καθήκοντα. Το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω παραρτήματος εξουσιοδοτεί τη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή να τροποποιεί τα προσαρτήματα του εν λόγω παραρτήματος, ιδίως για να τα προσαρμόζει και να τα επικαιροποιεί.

(3)

Η απόφαση αριθ. 2/2003 της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής (2) τροποποίησε τα προσαρτήματα 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 11 του παραρτήματος 11 της γεωργικής συμφωνίας για πρώτη φορά.

(4)

Η απόφαση αριθ. 1/2013 της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής (3) τροποποίησε για τελευταία φορά τα προσαρτήματα 1, 2, 3, 5, 6 και 10 του παραρτήματος 11 της γεωργικής συμφωνίας.

(5)

Διάφορες νομοθετικές διατάξεις της Ελβετίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν τροποποιηθεί ή επικαιροποιηθεί μετά την τελευταία τροποποίηση των προσαρτημάτων 1, 2, 3, 5, 6, 10 του παραρτήματος 11 της γεωργικής συμφωνίας με την απόφαση αριθ.1/2013 της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής. Λαμβανομένου υπόψη του εύρους των τροποποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν, επικαιροποιούνται οι παραπομπές στη νομοθεσία.

(6)

Την 1η Ιανουαρίου 2013, το Ομοσπονδιακό Κτηνιατρικό Γραφείο της Ελβετίας μεταβιβάστηκε στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών και συγχωνεύτηκε σε μια νέα υπηρεσία με το Τμήμα επισιτιστικής ασφάλειας του Ομοσπονδιακού Γραφείου δημόσιας υγείας την 1η Ιανουαρίου 2014. Η νέα υπηρεσία ονομάζεται Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων. Μετά τη συγχώνευση, πολλές νομοθετικές πράξεις έπρεπε να τροποποιηθούν.

(7)

Η Ελβετία υπέβαλε στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή σχέδιο που αναφέρει με ακρίβεια τα μέτρα τα οποία προτίθεται να εφαρμόσει για την έγκριση των εγκαταστάσεών της σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/158/ΕΚ του Συμβουλίου (4),. Σύμφωνα με τις διατάξεις της γεωργικής συμφωνίας, η μεικτή κτηνιατρική επιτροπή είναι αρμόδια για την αναγνώριση του σχεδίου αυτού.

(8)

Οι αρμόδιες αρχές της Ελβετίας έχουν τη δυνατότητα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 να απαλλαγούν από την εξέταση για την ανίχνευση Trichinella στα σφάγια και κρέατα οικόσιτων χοίρων που προορίζονται για πάχυνση και διάθεση σε κρεοπωλεία στα σφαγεία μικρής δυναμικότητας. Τα εν λόγω σφάγια και τα κρέατα και τα προϊόντα με βάση το κρέας που προέρχονται από αυτά φέρουν ειδική σφραγίδα καταλληλότητας και δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9α του διατάγματος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 23ης Νοεμβρίου 2005 για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (RS 817.022.108). Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 216/2014 (5) της Επιτροπής τροποποίησε τους ειδικούς κανόνες σχετικά με τους επίσημους ελέγχους για ανίχνευση Trichinella στο κρέας και παρέχει τη δυνατότητα αναβολής της εφαρμογής ορισμένων διατάξεων. Για να καταστεί δυνατή η προοδευτική προσαρμογή των σημερινών πρακτικών της Ελβετίας, είναι σκόπιμο να παραταθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 η δυνατότητα απαλλαγής από την εξέταση για την ανίχνευση Trichinella.

(9)

Προκειμένου να μην παύσουν να χρησιμοποιούνται ήδη υπάρχουσες και επιτυχημένες πρακτικές και να διασφαλιστεί η νομική συνέχεια κατά τρόπο ώστε να μην προκληθεί οποιαδήποτε προβλέψιμη αρνητική συνέπεια, κρίνεται σκόπιμη η αναδρομική εφαρμογή της παρούσας απόφασης με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015.

(10)

Η παρούσα απόφαση θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

(11)

Θα πρέπει να τροποποιηθούν ανάλογα τα προσαρτήματα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 10 και 11 του παραρτήματος 11 της γεωργικής συμφωνίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Τα προσαρτήματα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 10 και 11 του παραρτήματος 11 της γεωργικής συμφωνίας τροποποιούνται σύμφωνα με τα παραρτήματα Ι έως ΙΧ της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Το σχέδιο που υποβλήθηκε από την Ελβετία σχετικά με τα μέτρα τα οποία προτίθεται να εφαρμόσει για την έγκριση των εγκαταστάσεών της, σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/158/ΕΚ, πληροί τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση εκδίδεται σε δύο αντίτυπα και υπογράφεται από τους συμπροέδρους ή άλλα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να ενεργούν εξ ονόματος των μερών της γεωργικής συμφωνίας.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημέρα της έκδοσής της.

Εφαρμόζεται αναδρομικά με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Βέρνη,

Για την Ελβετική Συνομοσπονδία

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση


(1)  ΕΕ L 114 της 30.4.2002, σ. 132.

(2)  Απόφαση αριθ. 2/2003 της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής που ιδρύθηκε με τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την τροποποίηση των προσαρτημάτων 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 11 του παραρτήματος 11 της συμφωνίας (2004/78/ΕΚ) (ΕΕ L 23 της 28.1.2004, σ. 27).

(3)  Απόφαση αριθ. 1/2013 της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής που συστάθηκε με τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων, της 22ης Φεβρουαρίου 2013, σχετικά με την τροποποίηση των προσαρτημάτων 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 10 του παραρτήματος 11 της συμφωνίας (2013/479/ΕΕ) (ΕΕ L 264 της 5.10.2013, σ. 1).

(4)  Οδηγία του Συμβουλίου 2009/158/ΕΚ, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές πουλερικών και αυγών για επώαση από τρίτες χώρες (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 74).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 216/2014 της Επιτροπής, της 7ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2075/2005 για τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με τους επίσημους ελέγχους για ανίχνευση Trichinella στο κρέας (ΕΕ L 69 της 8.3.2014, σ. 85).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Το παράρτημα 11 προσάρτημα 1 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσάρτημα 1

Μέτρα καταπολέμησης/κοινοποίησης των ασθενειών

I.   Αφθώδης πυρετός

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (1)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2003/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση του αφθώδους πυρετού, την κατάργηση της οδηγίας 85/511/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/531/ΕΟΚ και 91/665/ΕΟΚ και με την τροποποίηση της οδηγίας 92/46/ΕΟΚ (ΕΕ L 306 της 22.11.2003, σ. 1).

1.

Νόμος για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40) της 1ης Ιουλίου 1996, και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10β (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401) της 27ης Ιουνίου 1995, και ιδίως τα άρθρα 2 (εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 49 (μεταχείριση παθογόνων για τα ζώα μικροοργανισμών), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 77 έως 98 (κοινές διατάξεις για τις εξαιρετικά μεταδοτικά επιζωοτίες), 99 έως 103 (ειδικά μέτρα καταπολέμησης του αφθώδους πυρετού)·

3.

Διάταγμα της 28ης Ιουνίου 2000 σχετικά με την οργάνωση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Org DFE, RS 172.212.1) και ιδίως το άρθρο 12 (εργαστήριο αναφοράς, καταχώριση, έλεγχος και διάθεση εμβολίου κατά του αφθώδους πυρετού).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Η Επιτροπή και το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων αλληλοενημερώνονται για την πρόθεσή τους να διενεργήσουν επείγοντα εμβολιασμό. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, η κοινοποίηση αφορά την απόφαση που έχει ληφθεί και τους κανόνες και τις διαδικασίες εφαρμογής της. Σε κάθε περίπτωση, διεξάγονται το συντομότερο δυνατό διαβουλεύσεις στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή.

2.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας προειδοποίησης, το οποίο δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.

3.

Το κοινό εργαστήριο αναφοράς για την ταυτοποίηση του ιού του αφθώδους πυρετού είναι: The Pirbright Institute, Pirbright Laboratory, Ash Road, Pirbright, Surrey, GU24 0NF, Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα του εργαστηρίου καθορίζονται από το παράρτημα XVI της οδηγίας 2003/85/ΕΚ.

II.   Κλασική πανώλη των χοίρων

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (2)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2001/89/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2001, σχετικά με κοινοτικά μέτρα για την καταπολέμηση της κλασικής πανώλης των χοίρων (ΕΕ L 316 της 1.12.2001, σ. 5).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10β (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα για τις επιζωοτίες, της 27ης Ιουνίου 1995 (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 2 (εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 40 έως 47 (διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων), 49 (χειρισμός μικροοργανισμών παθογόνων για το ζώο), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 77 έως 98 (κοινές διατάξεις για τις εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 116 έως 121 (διαπίστωση της κλασικής πανώλης κατά τη σφαγή, ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση της πανώλης των χοίρων)·

3.

Διάταγμα της 28ης Ιουνίου 2000 σχετικά με την οργάνωση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Org DFE, RS 172.212.1), και ιδίως το άρθρο 12 (εργαστήριο αναφοράς).

4.

Διάταγμα της 25ης Μαΐου 2011 σχετικά με την διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων (OESPA, RS 916.441.22).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Η Επιτροπή και το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων αλληλοενημερώνονται για την πρόθεσή τους να διενεργήσουν επείγοντα εμβολιασμό. Διεξάγονται το συντομότερο δυνατό διαβουλεύσεις στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή.

2.

Εάν είναι αναγκαίο, και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 117 παράγραφος 5 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων καθορίζει τις εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα όσον αφορά τη σφράγιση και την επεξεργασία κρεάτων που προέρχονται από ζώνες προστασίας και επιτήρησης.

3.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 121 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο εξάλειψης της κλασικής πανώλης των χοίρων σε άγριους χοίρους, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας 2001/89/ΕΚ.

4.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας προειδοποίησης, το οποίο δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.

5.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 21 της οδηγίας 2001/89/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

6.

Εάν παραστεί ανάγκη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 89 παράγραφος 2 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων καθορίζει τις εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα σε ό,τι αφορά τον ορολογικό έλεγχο των χοίρων στις ζώνες προστασίας και εποπτείας, σύμφωνα με το κεφάλαιο IV του παραρτήματος της απόφασης 2002/106/ΕΚ της Επιτροπής (3).

7.

Το κοινό εργαστήριο αναφοράς για την κλασική πανώλη των χοίρων είναι το: Institut für Virologie der Tierärztlichen Hochschule Hannover, 15 Bünteweg 17, 30559 Hannover, Γερμανία. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα αυτού του εργαστηρίου προβλέπονται από το παράρτημα IV της οδηγίας 2001/89/ΕΚ.

III.   Αφρικανική πανώλη των χοίρων

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (4)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2002/60/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων για την καταπολέμηση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων και την τροποποίηση της οδηγίας 92/119/ΕΟΚ όσον αφορά την πολιοεγκεφαλίτιδα του χοίρου και την αφρικανική πανώλη των χοίρων (ΕΕ L 192 της 20.7.2002, σ. 27).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10β (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα για τις επιζωοτίες, της 27ης Ιουνίου 1995 (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 2 (εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 40 έως 47 (διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων), 49 (χειρισμός μικροοργανισμών παθογόνων για το ζώο), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 77 έως 98 (κοινές διατάξεις για τις εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 116 έως 121 (διαπίστωση της κλασικής πανώλης κατά τη σφαγή, ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση της πανώλης των χοίρων)·

3.

Διάταγμα της 28ης Ιουνίου 2000 σχετικά με την οργάνωση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Org DFE, RS 172.212.1), και ιδίως το άρθρο 12 (εργαστήριο αναφοράς).

4.

Διάταγμα της 25ης Μαΐου 2011 σχετικά με την διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων (OESPA, RS 916.441.22).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Το εργαστήριο αναφοράς Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αφρικανική πανώλη των χοίρων είναι: Centro de Investigación en Sanidad Animal, 28130 Valdeolmos, Madrid, Ισπανία. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα του εργαστηρίου προβλέπονται από το παράρτημα V της οδηγίας 2002/60/ΕΚ.

2.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας προειδοποίησης, το οποίο δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.

3.

Εάν είναι απαραίτητο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 89 παράγραφος 2 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων εκδίδει τις εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης 2003/422/ΕΚ της Επιτροπής (5) όσον αφορά τους τρόπους διάγνωσης της αφρικανικής πανώλης των χοίρων.

4.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 20 της οδηγίας 2002/60/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

IV.   Αφρικανική πανώλη των ίππων

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (6)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 92/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1992, για τη θέσπιση των κανόνων ελέγχου και των μέτρων καταπολέμησης της πανώλης των ίππων (ΕΕ L 157, 10.6.1992, σ. 19).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10β (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401), και ιδίως το άρθρο 2 (εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), το άρθρο 49 (μεταχείριση παθογόνων για τα ζώα μικροοργανισμών), τα άρθρα 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), τα άρθρα 77 έως 98 (κοινές διατάξεις για τις εξαιρετικά μεταδοτικά επιζωοτίες), τα άρθρα 112 έως 112στ (ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση της πανώλης των ίππων)·

3.

Διάταγμα της 28ης Ιουνίου 2000 σχετικά με την οργάνωση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Org DFE, RS 172.212.1), και ιδίως το άρθρο 12 (εργαστήριο αναφοράς).

4.

Διάταγμα της 25ης Μαΐου 2011 σχετικά με την διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων (OESPA, RS 916.441.22).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Σε περίπτωση εκδήλωσης στην Ελβετία επιζωοτίας με εξαιρετική σοβαρότητα, η μεικτή κτηνιατρική επιτροπή συνέρχεται για να εξετάσει την κατάσταση. Οι αρμόδιες ελβετικές αρχές δεσμεύονται να λάβουν τα αναγκαία μέτρα βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της εξέτασης.

2.

Το κοινό εργαστήριο αναφοράς για την πανώλη των ίππων είναι: Laboratorio de Sanidad y Producción Animal, Ministerio de Agricultura, Pesca y Alimentación, 28110 Algete, Madrid, España. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα του εργαστηρίου προβλέπονται από το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 92/35/ΕΟΚ.

3.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 16 της οδηγίας 92/35/ΕΟΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

4.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας προειδοποίησης, το οποίο δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.

V.   Γρίπη των πτηνών

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (7)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2005/94/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με κοινοτικά μέτρα για την καταπολέμηση της γρίπης των πτηνών και την κατάργηση της οδηγίας 92/40/ΕΟΚ (ΕΕ L 10 της 14.1.2006, σ. 16).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10β (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 2 (εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 49 (μεταχείριση παθογόνων για τα ζώα μικροοργανισμών), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 77 έως 98 (κοινές διατάξεις για τις εξαιρετικά μεταδοτικά επιζωοτίες), 122 έως 122στ (ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση της πανώλης των πτηνών)·

3.

Διάταγμα της 28ης Ιουνίου 2000 σχετικά με την οργάνωση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Org DFE, RS 172.212.1), και ιδίως το άρθρο 12 (εργαστήριο αναφοράς).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Το εργαστήριο αναφοράς Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη γρίπη των πτηνών είναι: Animal Health and Veterinary Laboratory Agency AHVLA Corporate Headquarters (Weybridge), Woodham Lane, New Haw, Addlestone, Surrey, KT15 3NB, Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα του εργαστηρίου προβλέπονται από το σημείο 2 του παραρτήματος VII της οδηγίας 2005/94/ΕΚ.

2.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας προειδοποίησης, το οποίο δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.

3.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 60 της οδηγίας 2005/94/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

VI.   Ψευδοπανώλη των πτηνών

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (8)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 92/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για τη θέσπιση κοινοτικών μέτρων για την καταπολέμηση της ψευδοπανώλους των πτηνών (ΕΕ L 260 της 5.9.1992, σ. 1).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10β (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα για τις επιζωοτίες, της 27ης Ιουνίου 1995 (LFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 2 (εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 40 έως 47 (διάθεση και αξιοποίηση των αποβλήτων), 49 (χειρισμός μικροοργανισμών παθογόνων για το ζώο), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 77 έως 98 (κοινές διατάξεις για τις εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 123 έως 125 (ειδικά μέτρα για την ψευδοπανώλη των πτηνών)·

3.

Διάταγμα της 28ης Ιουνίου 2000 σχετικά με την οργάνωση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Org DFE, RS 172.212.1), και ιδίως το άρθρο 12 (εργαστήριο αναφοράς)·

4.

Διάταγμα της 25ης Μαΐου 2011 σχετικά με την διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων (OESPA, RS 916.441.22).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Το εργαστήριο αναφοράς Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ψευδοπανώλη των πτηνών είναι: Animal Health and Veterinary Laboratory Agency AHVLA Corporate Headquarters (Weybridge), Woodham Lane, New Haw, Addlestone, Surrey, KT15 3NB, Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα του εργαστηρίου προβλέπονται από το παράρτημα V της οδηγίας 92/66/ΕΟΚ.

2.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας προειδοποίησης, το οποίο δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.

3.

Τα στοιχεία που προβλέπονται στα άρθρα 17 και 19 της οδηγίας 92/66/ΕΟΚ υπάγονται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

4.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 22 της οδηγίας 92/66/ΕΟΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

VII.   Νόσοι των ιχθύων και των μαλακίων

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (9)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τις απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και τα προϊόντα τους και σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών των υδρόβιων ζώων (ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 14).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10β (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 3 έως 5 (επιζωοτίες τις οποίες αφορά το διάταγμα), 21 έως 23 (καταγραφή των μονάδων υδατοκαλλιέργειας), 61 (υποχρεώσεις των εχόντων δικαίωμα αλιείας και των οργάνων που έχουν αναλάβει την επιτήρηση της αλιείας), 62 έως 76 (μέτρα καταπολέμησης γενικώς), 277 έως 290 (κοινά και ειδικά μέτρα για τις νόσους των ιχθύων, διαγνωστικό εργαστήριο).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Δεν ασκείται εκτροφή στρειδιών στην Ελβετία επί του παρόντος. Σε περίπτωση εμφάνισης της βοναμίωσης ή της μαρτειλίωσης, το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων δεσμεύεται να λάβει τα αναγκαία επείγοντα μέτρα τα οποία είναι σύμφωνα με τη ρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

2.

Για την καταπολέμηση των νόσων των ιχθύων και των μαλακίων, η Ελβετία εφαρμόζει το διάταγμα για τις επιζωοτίες, και ιδίως τα άρθρα 61 (υποχρεώσεις των εχόντων δικαίωμα αλιείας και των οργάνων που έχουν αναλάβει την επιτήρηση της αλιείας), 62 έως 76 (μέτρα καταπολέμησης γενικώς), 277 έως 290 (ειδικά μέτρα για τις νόσους των ιχθύων, διαγνωστικό εργαστήριο), καθώς και το άρθρο 291 (επιζωοτίες προς επιτήρηση).

3.

Το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις νόσους των καρκινοειδών είναι το Centre for Environment, Fisheries & Aquaculture Science (CEFAS), Weymouth Laboratory, Ηνωμένο Βασίλειο. Το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις νόσους των ιχθύων είναι το National Veterinary Institute, Technical University of Denmark, Hangövej 2, 8200 Århus, Δανία. Το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις νόσους των μαλακίων είναι το Laboratoire IFREMER, ΒΡ 133, 17390 La Tremblade, Γαλλία. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών οι οποίες προκύπτουν από τους προαναφερόμενους ορισμούς εργαστηρίων. Η λειτουργία και τα καθήκοντα των εργαστηρίων προβλέπονται από το παράρτημα VI μέρος I της οδηγίας 2006/88/ΕΚ.

4.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 58 της οδηγίας 2006/88/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

VIII.   Μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (10)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147 της 31.5.2001, σ. 1).

1.

Διάταγμα της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των ζώων (OPAn, RS 455.1), και ιδίως το άρθρο 184 (Μέθοδοι αναισθητοποίησης)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10)·

3.

Νόμος της 9ης Οκτωβρίου 1992 περί τροφίμων και αγαθών (LDAl, RS 817.0), και ιδίως τα άρθρα 24 (Επιθεώρηση και δειγματοληψία), 40 (Έλεγχος τροφίμων)·

4.

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 του DFΙ για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (RS 817.022.108), και ιδίως τα άρθρα 4 και 7 (μέρη του σφαγίου η χρήση των οποίων απαγορεύεται)·

5.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401) και ιδίως τα άρθρα 6 (Ορισμοί και συντομογραφίες), 34 (Διπλώματα ευρεσιτεχνίας), 61 (Υποχρέωση κοινοποίησης), 130 (Επιτήρηση του ελβετικού ζωικού βασιλείου), 175 έως 181 (Μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες), 297 (Εκτέλεση στο εσωτερικό της χώρας), 301 (Καθήκοντα του καντονιακού κτηνιάτρου), 302 (Επίσημος κτηνίατρος) και 312 (Διαγνωστικά εργαστήρια)·

6.

Διάταγμα του DEFR της 26ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με το βιβλίο τροφίμων για τα ζώα (OLALA, RS 916.307.1) και ιδίως το άρθρο 21 (Όρια ανοχής, δειγματοληψία, μέθοδοι ανάλυσης και μεταφοράς), παράρτημα 1.2, αριθ.15 (προϊόντα χερσαίων ζώων), αριθ. 16 (Ιχθύες, άλλα θαλάσσια ζώα, τα προϊόντα και τα υποπροϊόντα τους) και το παράρτημα 4.1 (ουσίες των οποίων η διάθεση στην αγορά και η χρήση υπόκεινται σε περιορισμούς ή απαγόρευση)·

7.

Διάταγμα της 25ης Μαΐου 2011 σχετικά με την διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων (OESPA, RS 916.441.22)·

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες (ΜΣΕ) είναι: Animal Health and Veterinary Laboratory Agency AHVLA Corporate Headquarters (Weybridge), Woodham Lane, New Haw, Addlestone, Surrey, KT15 3NB, Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα του εργαστηρίου αυτού προβλέπονται από το παράρτημα Χ κεφάλαιο Β του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

2.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας εκτέλεσης των μέτρων καταπολέμησης των ΜΣΕ.

3.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από μεταδοτική σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια υπόκειται σε επίσημο περιορισμό μετακινήσεων εν αναμονή των αποτελεσμάτων κλινικής και επιδημιολογικής εξέτασης η οποία διενεργείται από την αρμόδια αρχή, ή θανατώνεται για εργαστηριακή εξέταση υπό επίσημη επίβλεψη.

Κατ’ εφαρμογή των άρθρων 179β και 180α του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία απαγορεύει τη σφαγή ζώων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουν μολυνθεί από ΜΣΕ. Τα ζώα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες πρέπει να θανατώνονται αναίμακτα και να αποτεφρώνονται και ο εγκέφαλός τους πρέπει να εξετάζεται στο ελβετικό εργαστήριο αναφοράς για τις ΜΣΕ.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία ταυτοποιεί τα βοοειδή με τη βοήθεια συστήματος ομοιόμορφης, σαφούς και μόνιμης ταυτοποίησης που επιτρέπει τον εντοπισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και τη διαπίστωση του ότι δεν έχουν γεννηθεί από θηλυκά ζώα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ή από αγελάδες που έχουν μολυνθεί από σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 179γ του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία πραγματοποιεί σφαγή των ζώων που έχουν μολυνθεί από ΣΕΒ το αργότερο στο τέλος του σταδίου παραγωγής, όλων των βοοειδών που γεννήθηκαν μεταξύ ενός έτους πριν και ενός έτους μετά τη γέννηση του μολυσμένου ζώου και τα οποία, σε αυτό το διάστημα, ανήκουν στην αγέλη, καθώς και όλων των απευθείας απογόνων μολυσμένων αγελάδων που γεννήθηκαν κατά την τελευταία διετία πριν τη διάγνωση της μόλυνσής τους.

4.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 180β του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία θανατώνει τα ζώα που έχουν προσβληθεί από την τρομώδη νόσο, τις μητέρες τους, τους άμεσους απογόνους των μητέρων που έχουν μολυνθεί καθώς και όλων των άλλων αιγοπροβάτων της αγέλης, εκτός από:

τα πρόβατα που είναι φορείς τουλάχιστον ενός αλληλόμορφου γονιδίου ARR και κανενός αλληλόμορφου γονιδίου VRQ, και

τα ζώα ηλικίας κατώτερης των 2 μηνών, τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή. Το κεφάλι και τα όργανα της κοιλιακής κοιλότητας αυτών των ζώων διατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις του διατάγματος σχετικά με τη διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων ·

Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις φυλών ολιγάριθμων ζώων, μπορεί να αποφευχθεί η θανάτωση της αγέλης. Σε αυτή την περίπτωση, η αγέλη τίθεται υπό επίσημη κτηνιατρική επιτήρηση για διάστημα 2 ετών κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιείται κλινική εξέταση των ζώων της αγέλης δύο φορές το έτος. Εάν κατά την περίοδο αυτή τα ζώα οδηγηθούν για θανάτωση, τα κεφάλια τους, συμπεριλαμβανομένων των αμυγδαλών τους, υποβάλλονται σε ανάλυση στο ελβετικό εργαστήριο αναφοράς για τις ΜΣΕ.

Τα μέτρα αυτά επανεξετάζονται σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα της υγειονομικής επιτήρησης των ζώων. Ειδικότερα, η περίοδος επιτήρησης παρατείνεται σε περίπτωση ανίχνευσης ενός νέου κρούσματος ασθένειας στο εσωτερικό της αγέλης.

Σε περίπτωση επιβεβαίωσης κρούσματος ΣΕΒ σε αιγοπρόβατα, η Ελβετία δεσμεύεται να εφαρμόσει τα μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

5.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών στη διατροφή των ζώων εκτροφής που συντηρούνται ή εκτρέφονται για την παραγωγή τροφίμων. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζουν πλήρη απαγόρευση της χρήσης πρωτεϊνών που προέρχονται από ζώα στη διατροφή των μηρυκαστικών.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 του διατάγματος σχετικά με τη διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων (OESPA), η Ελβετία έχει θεσπίσει την πλήρη απαγόρευση της χρησιμοποίησης ζωικών πρωτεϊνών στη διατροφή των ζώων εκτροφής.

6.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 και σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να θεσπίζουν ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ. Το εν λόγω πρόγραμμα περιλαμβάνει δοκιμή ταχείας διάγνωσης ΣΕΒ σε όλα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών που υποβάλλονται σε επείγουσα σφαγή, πεθαίνουν στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση ή διαπιστώνεται ότι νοσούν κατά την επιθεώρηση πριν τη σφαγή, καθώς και σε όλα τα ζώα ηλικίας άνω των τριάντα μηνών που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

Οι δοκιμές ταχείας διάγνωσης ΣΕΒ που εφαρμόζει η Ελβετία απαριθμούνται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001.

Βάσει του άρθρου 176 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διενεργεί υποχρεωτικά ταχεία δοκιμή ΣΕΒ σε όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των σαράντα οκτώ μηνών τα οποία πεθαίνουν ή, θανατώνονται για λόγους άλλους πλην της σφαγής, οδηγούνται στο σφαγείο νοσούντα ή τραυματισμένα.

7.

Δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 και σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να θεσπίζουν ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης της τρομώδους νόσου.

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 177 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία έχει θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα επιτήρησης των ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα ηλικίας άνω των 12 μηνών. Τα ζώα που υποβλήθηκαν σε επείγουσα σφαγή, πέθαναν στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση ή νοσούσαν κατά την επιθεώρηση πριν από τη σφαγή καθώς και τα ζώα που υποβλήθηκαν σε σφαγή με σκοπό την κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβλήθηκαν σε εξέταση κατά το διάστημα από τον Ιούνιο του 2004 έως τον Ιούλιο του 2005. Επειδή το σύνολο των δειγμάτων ήταν αρνητικό στη ΣΕΒ, συνεχίζεται ο δειγματοληπτικός έλεγχος των κλινικώς υπόπτων ζώων, των ζώων που υποβάλλονται σε επείγουσα σφαγή και των ζώων που πεθαίνουν στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση.

Η αναγνώριση της ισοδυναμίας των νομοθετικών διατάξεων σε θέματα επιτήρησης των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα θα επανεξετασθεί στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

8.

Τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 6 και στο κεφάλαιο Β του παραρτήματος ΙΙΙ καθώς και στο παράρτημα IV (3.ΙΙΙ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 υπάγονται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

9.

Η εφαρμογή επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει κυρίως του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

Γ.   ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

1.

Από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά και κατ’ εφαρμογή του διατάγματος της 10ης Νοεμβρίου 2004 σχετικά με την κατανομή των συνεισφορών για την πληρωμή των δαπανών διάθεσης των ζωικών αποβλήτων (RS 916.407), η Ελβετία έχει θεσπίσει οικονομικά κίνητρα προς όφελος των εκμεταλλεύσεων στις οποίες γεννιούνται τα βοοειδή και των σφαγείων όπου σφάζονται τα βοοειδή, εφόσον τηρούν τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα νομοθεσία διαδικασίες δήλωσης των μετακινήσεων των ζώων.

2.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 και σύμφωνα με το παράρτημα ΧΙ σημείο 1 του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφαιρούν και καταστρέφουν τα ειδικά υλικά κινδύνου (ΕΥΚ).

Ο κατάλογος των ΕΥΚ που αφαιρούνται από τα βοοειδή περιλαμβάνει το κρανίο, με εξαίρεση τη στοματική κοιλότητα, περιλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, καθώς και τον νωτιαίο μυελό των βοοειδών ηλικίας άνω των 12 μηνών· τη σπονδυλική στήλη, εκτός από τους ουραίους σπονδύλους, από τις ακανθώδεις και εγκάρσιες αποφύσεις των αυχενικών, θωρακικών και οσφυϊκών σπονδύλων και από την έσω ιερή ακρολοφία και τα πτερύγια του ιερού οστού, αλλά περιλαμβανομένων των ραχιαίων γαγγλίων και του νωτιαίου μυελού των βοοειδών ηλικίας άνω των 24 μηνών· τις αμυγδαλές, τα έντερα από το δωδεκαδάκτυλο μέχρι το ορθό και το μεσεντέριο των βοοειδών όλων των ηλικιών.

Ο κατάλογος των ΕΥΚ που αφαιρούνται από τα αιγοπρόβατα περιλαμβάνει το κρανίο, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, τις αμυγδαλές και τον νωτιαίο μυελό των αιγοπροβάτων ηλικίας άνω των 12 μηνών ή αυτών που παρουσιάζουν μόνιμο κοπτήρα ο οποίος έχει εξέλθει από τα ούλα, καθώς και τη σπλήνα και τον ειλεό αιγοπροβάτων όλων των ηλικιών.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 179δ του διατάγματος για τις επιζωοτίες και του άρθρου 4 του διατάγματος για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, η Ελβετία έχει θέσει σε εφαρμογή πολιτική αφαίρεσης των ΕΥΚ από τη διατροφική αλυσίδα των ζώων και του ανθρώπου. Ο κατάλογος των ΕΥΚ που αφαιρούνται από τα βοοειδή περιλαμβάνει κυρίως τη σπονδυλική στήλη των ζώων ηλικίας άνω των 30 μηνών, τις αμυγδαλές, τα έντερα από το δωδεκαδάκτυλο μέχρι το ορθό και το μεσεντέριο των ζώων κάθε ηλικίας.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 179γ του διατάγματος για τις επιζωοτίες και του άρθρου 4 του διατάγματος για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, η Ελβετία έχει θέσει σε εφαρμογή πολιτική αφαίρεσης των ΕΥΚ από τη διατροφική αλυσίδα των ζώων και του ανθρώπου. Ο κατάλογος των ΕΥΚ που αφαιρούνται από τα αιγοπρόβατα περιλαμβάνει ιδίως τον εγκέφαλο χωρίς να εξάγεται από το κρανίο, τον νωτιαίο μυελό με τη σκληρή μήνιγγα (Dura mater), τις αμυγδαλές των ζώων ηλικίας άνω των 12 μηνών ή των ζώων που παρουσιάζουν μόνιμο κοπτήρα ο οποίος έχει εξέλθει από τα ούλα, τη σπλήνα και τον ειλεό των ζώων όλων των ηλικιών.

3.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 142/2011 της Επιτροπής (12) θεσπίζουν τους υγειονομικούς κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 του διατάγματος σχετικά με τη διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων, η Ελβετία αποτεφρώνει τα ζωικά υποπροϊόντα της κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών υλικών κινδύνου και των ζώων που πεθαίνουν στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση.

IX.   Καταρροϊκός πυρετός των προβάτων

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (13)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2000/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2000, για τη θέσπιση ειδικών διατάξεων σχετικών με μέτρα καταπολέμησης και εξάλειψης του καταρροϊκού πυρετού του προβάτου (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 74).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10 (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 2 (εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 77 έως 98 (κοινές διατάξεις για τις εξαιρετικά μεταδοτικά επιζωοτίες), 239α έως 239η (ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση του καταρροϊκού πυρετού των προβάτων)·

3.

Διάταγμα της 28ης Ιουνίου 2000 σχετικά με την οργάνωση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Org DFE, RS 172.212.1), και ιδίως το άρθρο 12 (εργαστήριο αναφοράς)·

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον καταρροϊκό πυρετό του προβάτου είναι: The Pirbright Institute, Pirbright Laboratory, Ash Road, Pirbright, Surrey, GU24 0NF, Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα του εργαστηρίου προβλέπονται από το παράρτημα ΙΙ κεφάλαιο Β της οδηγίας 2000/75/ΕΚ.

2.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας προειδοποίησης, το οποίο δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.

3.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 17 της οδηγίας 2000/75/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

Χ.   Ζωονόσοι

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (14)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων συγκεκριμένων τροφιμογενών ζωονοσογόνων παραγόντων (ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 1).

2.

Οδηγία 2003/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την παρακολούθηση των ζωονόσων και των ζωονοσογόνων παραγόντων, για την τροποποίηση της απόφασης 90/424/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 92/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 31).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 291α έως 291ε (ειδικές διατάξεις για τις επιζωοτίες)·

3.

Ομοσπονδιακός νόμος της 9ης Οκτωβρίου 1992 περί τροφίμων και αγαθών (LDAl, RS 817.0)·

4.

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τα τρόφιμα και τα αγαθά τρέχουσας χρήσης (ODAlOUs, RS 817.02)·

5.

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών περί υγιεινής (OHyg, RS 817.024.1)·

6.

Ομοσπονδιακός νόμος της 18ης Δεκεμβρίου 1970 σχετικά με την καταπολέμηση των μεταδοτικών ασθενειών του ανθρώπου (νόμος περί επιδημιών, RS 818.101)·

7.

Διάταγμα της 13ης Ιανουαρίου 1999 σχετικά με την κοινοποίηση των μεταδοτικών ασθενειών του ανθρώπου (διάταγμα περί κοινοποίησης, RS 818.141.1).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Τα εργαστήρια αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τα ακόλουθα:

Εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διεξαγωγή αναλύσεων και δοκιμών για ζωονόσους (Salmonella):

Rijksinstituut voor Volksgezondheid en Milieu (RIVM)

3720 ΒΑ Bithoνen

Κάτω Χώρες

Το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παρακολούθηση των θαλάσσιων βιοτοξινών:

Agencia Española de Seguridad Alimentaria (AESA):

36200 Vigo

Ισπανία

Το εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παρακολούθηση της ιογενούς και βακτηριολογικής μόλυνσης των δίθυρων μαλακίων:

The laboratory of the Centre for Environment, Fisheries and Aquaculture Science (CEFAS) Weymouth

Dorset DT4 8UB

Ηνωμένο Βασίλειο

Εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Listeria monocytogenes:

AFSSA – Laboratoire d’études et de recherches sur la qualité des aliments et sur les procédés agroalimentaires (LERQAP)

94700 Maisons-Alfort

Γαλλία

Εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους σταφυλόκοκκους με θετική κοαγουλάση, περιλαμβανομένου του χρυσίζοντος σταφυλόκοκκου (Staphylococcus aureus):

AFSSA – Laboratoire d’études et de recherches sur la qualité des aliments et sur les procédés agroalimentaires (LERQAP)

94700 Maisons-Alfort

Γαλλία

Εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Εscherichia coli, συμπεριλαμβανομένου του βεροτοξινογόνου Ε. Coli (VTEC):

Istituto Superiore di Sanità (ISS)

00161 Roma

Ιταλία

Εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Campylobacter:

Statens Veterinärmedicinska Anstalt (SVA)

751 89 Uppsala

Σουηδία

Εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα παράσιτα (ιδίως τα παράσιτα Trichinella, Echinococcus και Anisakis)

Istituto Superiore di Sanità (ISS)

I-00161 Roma

Ιταλία

Εργαστήριο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμικροβιακή αντοχή:

Danmarks Fødevareforskning (DFVF)

1790 København V

Δανία

2.

Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών οι οποίες προκύπτουν από τους προαναφερόμενους ορισμούς εργαστηρίων. Οι λειτουργίες και τα καθήκοντα του εργαστηρίου προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

3.

Η Ελβετία διαβιβάζει στην Επιτροπή, στο τέλος Μαΐου κάθε έτους, έκθεση σχετικά με τις τάσεις και τις πηγές των ζωονόσων, των ζωονοσογόνων παραγόντων και της αντοχής στα αντιβιοτικά, η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που συνελέγησαν σύμφωνα με τα άρθρα 4, 7 και 8 της οδηγίας 2003/99/ΕΚ κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει επίσης τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2160/2013. Η έκθεση υποβάλλεται από την Επιτροπή στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων ενόψει της δημοσίευσης της συγκεφαλαιωτικής έκθεσης σχετικά με τις τάσεις και την προέλευση των ζωονόσων, των ζωονοσογόνων παραγόντων και τη μικροβιακή αντοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

XI.   Λοιπές ασθένειες

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (16)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 92/119/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, για τη θέσπιση γενικών κοινοτικών μέτρων καταπολέμησης ορισμένων ασθενειών των ζώων καθώς και ειδικών μέτρων για τη φυσαλιδώδη νόσο των χοίρων (ΕΕ L 62 της 15.3.1993, σ. 69).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10 (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα για τις επιζωοτίες της 27ης Ιουνίου 1995 (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 2 (εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 49 (χειρισμός μικροοργανισμών παθογόνων για το ζώο), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 77 έως 98 (κοινές διατάξεις για τις εξαιρετικά μεταδοτικές επιζωοτίες), 104 έως 105 (ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση της φυσαλιδώδους νόσου των χοίρων)·

3.

Διάταγμα της 28ης Ιουνίου 2000 σχετικά με την οργάνωση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών (Org DFE, RS 172.212.1), και ιδίως το άρθρο 12 (εργαστήριο αναφοράς)·

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 της οδηγίας 92/119/ΕΟΚ, η ενημέρωση πραγματοποιείται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή.

2.

Το κοινό εργαστήριο αναφοράς για τη φυσαλιδώδη νόσο των χοίρων είναι: The Pirbright Institute, Pirbright Laboratory, Ash Road, Pirbright, Surrey, GU24 0NF, Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών που προκύπτουν από τον ορισμό αυτό. Η λειτουργία και τα καθήκοντα του εργαστηρίου προβλέπονται από το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 92/119/ΕΟΚ.

3.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του διατάγματος για τις επιζωοτίες, η Ελβετία διαθέτει σχέδιο επείγουσας προειδοποίησης. Το εν λόγω σχέδιο αποτελεί αντικείμενο ειδικής διάταξης εφαρμογής τεχνικού χαρακτήρα, της υπ’ αριθ. 95/65, που εκδόθηκε από το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.

4.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 22 της οδηγίας 92/119/ΕΟΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

XII.   Κοινοποίηση ασθενειών

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (17)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 82/894/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1982 για την κοινοποίηση των ασθενειών των ζώων μέσα στην Κοινότητα (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 58).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40), και ιδίως τα άρθρα 11 (σκοποί της καταπολέμησης, μέτρα καταπολέμησης των εξαιρετικά μεταδοτικών επιζωοτιών) και 57 (εκτελεστικές διατάξεις τεχνικού χαρακτήρα, διεθνής συνεργασία)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 2 έως 5 (αναφερόμενες ασθένειες), 59 έως 65 και 291 (υποχρέωση αναφοράς, κοινοποίηση), 292 έως 299 (επιτήρηση, εκτέλεση, διοικητική συνδρομή).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων εντάσσει την Ελβετία στο σύστημα ανακοίνωσης των ασθενειών των ζώων, όπως προβλέπεται από την οδηγία 82/894/ΕΟΚ.».


(1)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(2)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(3)  Απόφαση 2002/106/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Φεβρουαρίου 2002, για την έγκριση διαγνωστικού εγχειριδίου με διαγνωστικές διαδικασίες, μεθόδους δειγματοληψίας και κριτήρια για την αξιολόγηση των εργαστηριακών δοκιμών επιβεβαίωσης της κλασικής πανώλους των χοίρων (ΕΕ L 39 της 9.2.2002, σ. 71).

(4)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(5)  Απόφαση 2003/422/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2003, για την έγκριση διαγνωστικού εγχειριδίου για την αφρικανική πανώλη των χοίρων (ΕΕ L 143 της 11.6.2003, σ. 35).

(6)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(7)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(8)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(9)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(10)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 142/2011 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την εφαρμογή της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένα δείγματα και τεμάχια που εξαιρούνται από κτηνιατρικούς ελέγχους στα σύνορα οι οποίοι αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία (ΕΕ L 54 της 26.2.2011, σ. 1).

(13)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(14)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων.(ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

(16)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(17)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Το παράρτημα 11 προσάρτημα 2 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Προσάρτημα 2

Υγεία των ζώων: Εμπόριο και διάθεση στην αγορά

I.   Βοοειδή και χοίροι

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (1)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977).

1.

Διάταγμα για τις επιζωοτίες, της 27ης Ιουνίου 1995 (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 27 έως 31 (αγορές, εκθέσεις), 34 έως 37β (εμπόριο), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 116 έως 121 (Κλασική και αφρικανική πανώλη των χοίρων), 135 έως 141 (νόσος του Aujeszky), 150 έως 157 (βρουκέλλωση των βοοειδών), 158 έως 165 (φυματίωση), 166 έως 169 (ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών), 170 έως 174 (λοιμώδης ρινοτραχειίτιδα των βοοειδών/λοιμώδης φλυκταινώδης αιδοιοκολπίτιδα), 175 έως 181 (σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες), 186 έως 189 (λοιμώξεις γεννητικών οργάνων των βοοειδών), 207 έως 211 (βρουκέλλωση των χοίρων), 301 (έγκριση των μονάδων εκτροφής, των κέντρων γονιμοποίησης και αποθήκευσης σπέρματος, των μονάδων μεταφοράς εμβρύων, αγορές και άλλα παρόμοια ιδρύματα ή εκδηλώσεις)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Σύμφωνα με το άρθρο 301, πρώτο εδάφιο, στοιχείο i, του διατάγματος για τις επιζωοτίες, ο κτηνίατρος του καντονίου εγκρίνει τις μονάδες εκτροφής, τις αγορές και άλλα παρόμοια ιδρύματα ή εκδηλώσεις, όπως ορίζει το άρθρο 2 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11, 12 και 13 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ, η Ελβετία καταρτίζει τον κατάλογο των δικών της εγκεκριμένων κέντρων συγκέντρωσης, των μεταφορέων και των εμπόρων.

2.

Η ενημέρωση που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

3.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα Α μέρος ΙΙ παράγραφος 7 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ όσον αφορά τη βρουκέλλωση των βοοειδών. Για να διατηρηθεί το καθεστώς του ζωικού κεφαλαίου βοοειδών ως επισήμως απαλλαγμένου από τη βρουκέλλωση, η Ελβετία δεσμεύεται να τηρήσει τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κάθε περίπτωση βοοειδούς ύποπτου μόλυνσης από βρουκέλλωση αναφέρεται στις αρμόδιες αρχές και το ζώο υποβάλλεται στις επίσημες δοκιμές ανίχνευσης της βρουκέλλωσης που περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο ορολογικές δοκιμασίες με δέσμευση του συμπληρώματος, καθώς και μικροβιολογική εξέταση καταλλήλων δειγμάτων που έχουν ληφθεί σε περίπτωση αμβλώσεων·

β)

το καθεστώς του επισήμως απαλλαγμένου από τη βρουκέλλωση ζωικού κεφαλαίου αναστέλλεται, όταν στην αγέλη υπάρχει ύποπτο για βρουκέλλωση ζώο, επί όσο διάστημα υπάρχουν υποψίες οι οποίες θα παραμένουν μέχρις ότου οι αναφερόμενες στο στοιχείο α) δοκιμασίες παρουσιάσουν αρνητικά αποτελέσματα.

Λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις θετικές αγέλες και επιδημιολογική έκθεση κοινοποιούνται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή. Εάν η Ελβετία πάψει να πληροί μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα Α μέρος ΙΙ παράγραφος 7 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ, το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Η κατάσταση εξετάζεται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή, προκειμένου να επανεξεταστούν οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

4.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα Α μέρος Ι παράγραφος 4 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ όσον αφορά τη φυματίωση των βοοειδών. Για τους σκοπούς της διατήρησης του καθεστώτος ζωικού κεφαλαίου βοοειδών επισήμως απαλλαγμένου από τη φυματίωση, η Ελβετία δεσμεύεται να τηρήσει τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

θεσπίζεται σύστημα ταυτοποίησης που καθιστά δυνατό τον εντοπισμό της αγέλης καταγωγής κάθε βοοειδούς·

β)

κάθε ζώο που σφάζεται υποβάλλεται σε επιθεώρηση μετά τη σφαγή η οποία διενεργείται από επίσημο κτηνίατρο·

γ)

οποιαδήποτε υποψία φυματίωσης ζώντος, νεκρού ή σφαγέντος ζώου πρέπει να κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές·

δ)

σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στις αναγκαίες έρευνες για να αναιρέσουν ή να επιβεβαιώσουν την υποψία, συμπεριλαμβανομένης της αναγωγής στο ζωικό κεφάλαιο καταγωγής και διαμετακόμισης. Εάν κατά την αυτοψία ή τη σφαγή βρεθούν βλάβες οι οποίες προκλήθηκαν από φυματίωση, οι αρμόδιες αρχές διενεργούν εργαστηριακή εξέταση για τις βλάβες αυτές·

ε)

το καθεστώς επισήμως απαλλαγμένου από φυματίωση ζωικού κεφαλαίου καταγωγής και διαμετακόμισης των ύποπτων βοοειδών αναστέλλεται και η αναστολή αυτή διατηρείται έως ότου οι κλινικές ή οι εργαστηριακές εξετάσεις ή οι δοκιμές φυματίνης αποκλείσουν την ύπαρξη φυματίωσης των βοοειδών·

στ)

εφόσον η υποψία ύπαρξης φυματίωσης επιβεβαιωθεί μέσω φυματινισμών και κλινικών ή εργαστηριακών εξετάσεων, αίρεται το καθεστώς επισήμως απαλλαγμένης από φυματίωση αγέλης καταγωγής και διαμετακόμισης·

ζ)

το καθεστώς επισήμως απαλλαγμένης από φυματίωση αγέλης δεν θεσπίζεται για όσο διάστημα δεν έχουν απομακρυνθεί από το κοπάδι τα ζώα τα οποία θεωρείται ότι έχουν μολυνθεί, οι χώροι και ο εξοπλισμός δεν έχουν απολυμανθεί και όλα τα υπόλοιπα ζώα, ηλικίας μεγαλύτερης των έξι εβδομάδων, δεν έχουν αντιδράσει αρνητικά σε τουλάχιστον δύο επίσημες ενδοδερμικές δοκιμασίες φυματίνης σύμφωνα με το παράρτημα Β της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ. Η πρώτη διενεργείται τουλάχιστον έξι μήνες μετά την απομάκρυνση του μολυσμένου ζώου από το κοπάδι και η δεύτερη τουλάχιστον έξι μήνες μετά την πρώτη.

Λεπτομερή στοιχεία για τις μολυσμένες αγέλες και επιδημιολογική έκθεση κοινοποιούνται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή. Εάν η Ελβετία πάψει να πληροί μία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα Α μέρος ΙΙ παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ, το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Η κατάσταση εξετάζεται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή, προκειμένου να επανεξεταστούν οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

5.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παράρτημα Δ κεφάλαιο Ι στοιχείο ΣΤ της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ όσον αφορά την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών. Για να διατηρηθεί του καθεστώς αγέλης βοοειδών επίσημα απαλλαγμένης από την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών, η Ελβετία δεσμεύεται να τηρεί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ελβετικό ζωικό κεφάλαιο επιτηρείται με τη βοήθεια δειγματοληπτικών ελέγχων. Η ποσότητα του δείγματος καθορίζεται με τρόπο που να επιβεβαιώνει με αξιοπιστία 99 % ότι το ποσοστό των αγελών που έχουν μολυνθεί από ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών είναι κατώτερο του 0,2 %·

β)

κάθε ζώο που σφάζεται υποβάλλεται σε επιθεώρηση μετά τη σφαγή η οποία διενεργείται από επίσημο κτηνίατρο·

γ)

οποιαδήποτε υποψία κατά την κλινική εξέταση, την αυτοψία ή τον έλεγχο του κρέατος πρέπει να κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές·

δ)

σε περίπτωση που υπάρχει υποψία ή διαπιστώνεται κρούσμα ενζωοτικής λεύκωσης των βοοειδών, το καθεστώς της επίσημα απαλλαγμένης αγέλης αναστέλλεται για τη συγκεκριμένη αγέλη μέχρις ότου αρθεί το καθεστώς της απομόνωσης·

ε)

το καθεστώς απομόνωσης αίρεται, εάν μετά την απομάκρυνση των μολυσμένων ζώων, και ενδεχομένως, των μόσχων τους, ληφθεί αρνητικό αποτέλεσμα σε δύο ορολογικές δοκιμές που διενεργούνται με ενδιάμεσο χρονικό διάστημα τουλάχιστον 90 ημερών.

Εάν η ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών διαπιστώνεται σε ποσοστό 0,2 % του ζωικού κεφαλαίου, το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων ενημερώνει αμέσως σχετικά την Επιτροπή. Η κατάσταση εξετάζεται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή, προκειμένου να επανεξεταστούν οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

6.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία είναι επισήμως απαλλαγμένη από λοιμώδη ρινοτραχειίτιδα των βοοειδών. Για τους σκοπούς της διατήρησης του καθεστώτος αυτού, η Ελβετία δεσμεύεται να τηρήσει τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ελβετικό ζωικό κεφάλαιο επιτηρείται με τη βοήθεια δειγματοληπτικών ελέγχων. Η ποσότητα του δείγματος καθορίζεται κατά τρόπο που να επιβεβαιώνει με ποσοστό αξιοπιστίας 99 % ότι το ποσοστό των αγελών που έχουν μολυνθεί από λοιμώδη ρινοτραχειίτιδα των βοοειδών είναι κατώτερο του 0,2 %·

β)

οι ταύροι εκτροφής, ηλικίας άνω των 24 μηνών, πρέπει να υποβάλλονται σε ετήσια ορολογική εξέταση·

γ)

κάθε υποψία πρέπει να κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές και να διενεργούνται οι επίσημες δοκιμές ανίχνευσης της λοιμώδους ρινοτραχειίτιδας των βοοειδών, συμπεριλαμβανομένων ιολογικών ή ορολογικών δοκιμών·

δ)

σε περίπτωση που υπάρχει υποψία ή διαπιστώνεται λοιμώδης ρινοτραχειίτιδα των βοοειδών, το καθεστώς επισήμως απαλλαγμένης αγέλης αναστέλλεται μέχρι την άρση του καθεστώτος απομόνωσης·

ε)

η περίοδος απομόνωσης λήγει εάν η σχετική ορολογική εξέταση, που διενεργείται το νωρίτερο 30 ημέρες μετά την απομάκρυνση των μολυσμένων ζώων, έχει αρνητικό αποτέλεσμα.

Λόγω της αναγνώρισης του καθεστώτος της Ελβετίας, η απόφαση 2004/558/ΕΚ της Επιτροπής (2) εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή για οποιαδήποτε μεταβολή στις προϋποθέσεις που υπερίσχυσαν για την αναγνώριση του καθεστώτος. Η κατάσταση εξετάζεται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή, προκειμένου να επανεξεταστούν οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

7.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία είναι επισήμως απαλλαγμένη από τη νόσο του Aujeszky. Για τους σκοπούς της διατήρησης του καθεστώτος αυτού, η Ελβετία δεσμεύεται να τηρήσει τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ελβετικό ζωικό κεφάλαιο επιτηρείται με τη βοήθεια δειγματοληπτικών ελέγχων. Η ποσότητα του δείγματος καθορίζεται κατά τρόπο που να επιβεβαιώνει, με αξιοπιστία 99 %, ότι το ποσοστό των αγελών που έχουν μολυνθεί από τη νόσο του Αujeszky είναι κατώτερο του 0,2 %·

β)

κάθε υποψία πρέπει να κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές και να διενεργούνται οι επίσημες δοκιμές ανίχνευσης της νόσου του Αujeszky, συμπεριλαμβανομένων και ιολογικών ή ορολογικών δοκιμών·

γ)

σε περίπτωση που υπάρχει υποψία ή διαπιστώνεται η νόσος του Αujeszky, αναστέλλεται το καθεστώς της αγέλης ως επισήμως απαλλαγμένης μέχρι την άρση της απομόνωσης·

δ)

το καθεστώς απομόνωσης αίρεται, εάν μετά την απομάκρυνση των μολυσμένων ζώων, δύο ορολογικές εξετάσεις όλων των ζώων αναπαραγωγής και ενός αντιπροσωπευτικού αριθμού ζώων πάχυνσης, οι οποίες πραγματοποιούνται με ενδιάμεσο χρονικό διάστημα τουλάχιστον 21 ημερών, παρουσιάσουν αρνητικό αποτέλεσμα.

Λόγω της αναγνώρισης του καθεστώτος της Ελβετίας, η απόφαση 2008/185/ΕΚ της Επιτροπής (3) εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή για οποιαδήποτε μεταβολή στις προϋποθέσεις που υπερίσχυσαν για την αναγνώριση του καθεστώτος. Η κατάσταση εξετάζεται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή, προκειμένου να επανεξεταστούν οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

8.

Όσον αφορά τη μεταδοτική γαστρεντερίτιδα των χοίρων και το αναπαραγωγικό και αναπνευστικό σύνδρομο των χοίρων, το θέμα των ενδεχόμενων πρόσθετων εγγυήσεων θα εξεταστεί το συντομότερο δυνατό στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει το Ομοσπονδιακό Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων για την εξέλιξη του θέματος.

9.

Στην Ελβετία, το Ινστιτούτο Κτηνιατρικής Βακτηριολογίας του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης έχει αναλάβει τον επίσημο έλεγχο των φυματινών κατά την έννοια του παραρτήματος Β σημείο 4 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ.

10.

Στην Ελβετία, το Κέντρο Ζωονόσων, Βακτηριακών Νόσων των Ζώων και Αντοχής στα Αντιβιοτικά (ZOBA) του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης έχει αναλάβει τον επίσημο έλεγχο των αντιγόνων (βρουκέλλωση) κατά την έννοια του παραρτήματος Γ κεφάλαιο Α σημείο 4 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ.

11.

Τα βοοειδή και οι χοίροι που αποτελούν αντικείμενο εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με τα υποδείγματα που εμφαίνονται στο παράρτημα ΣΤ της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ. Εφαρμόζονται οι ακόλουθες προσαρμογές:

όσον αφορά το υπόδειγμα 1, στο τμήμα Γ, οι πιστοποιήσεις προσαρμόζονται ως εξής:

στο σημείο 4, σχετικά με τις συμπληρωματικές εγγυήσεις, οι περιπτώσεις συμπληρώνονται ως εξής:

'ασθένεια: λοιμώδης ρινοτραχειίτιδα των βοοειδών,

σύμφωνα με την απόφαση 2004/558/ΕΚ της Επιτροπής, η οποία εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών·'.

όσον αφορά το υπόδειγμα 2, στο τμήμα Γ, οι πιστοποιήσεις προσαρμόζονται ως εξής:

στο σημείο 4, σχετικά με τις συμπληρωματικές εγγυήσεις, οι περιπτώσεις συμπληρώνονται ως εξής:

'ασθένεια: ασθένεια του Aujeszky

σύμφωνα με την απόφαση 2008/185/ΕΚ της Επιτροπής, η οποία εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών·'.

12.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος, τα βοοειδή που αποτελούν αντικείμενο εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από συμπληρωματικά υγειονομικά πιστοποιητικά που φέρουν τις ακόλουθες υγειονομικές δηλώσεις:

Τα βοοειδή:

ταυτοποιούνται με τη βοήθεια ενός μόνιμου συστήματος ταυτοποίησης που επιτρέπει να ανευρεθεί η μητέρα τους και το κοπάδι προέλευσής τους και να διαπιστωθεί ότι δεν είναι άμεσοι απόγονοι ζώων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ή βεβαιότητα μόλυνσης από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών που γεννήθηκαν μέσα στα δύο έτη που προηγήθησαν της διάγνωσης·

δεν προέρχονται από αγέλες όπου διερευνάται κρούσμα ύποπτο για μόλυνση από σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών·

γεννήθηκαν μετά την 1η Ιουνίου 2001.

II.   Αιγοπροβατα

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (4)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 91/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με το καθεστώς υγειονομικού ελέγχου που διέπει το ενδοκοινοτικό εμπόριο αιγοπροβάτων (ΕΕ L 46 της 19.2.1991, σ. 19).

1.

Διάταγμα για τις επιζωοτίες, της 27ης Ιουνίου 1995 (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 27 έως 31 (αγορές, εκθέσεις), 34 έως 37β (εμπόριο), 73 και 74 (καθαρισμός και απολύμανση), 142 έως 149 (λύσσα), 158 έως 165 (φυματίωση), 180 έως 180γ (τρομώδης νόσος), 190 έως 195 (βρουκέλλωση των αιγοπροβάτων), 196 έως 199 (μεταδοτική αγαλαξία), 217 έως 221 (αρθρίτις / εγκεφαλίτις των αιγών), 233 έως 236 (βρουκέλλωση του κριού), 301 (έγκριση των μονάδων εκτροφής, των κέντρων αναπαραγωγής και αποθήκευσης σπέρματος, των μονάδων μεταφοράς εμβρύων, των αγορών και άλλων παρόμοιων φορέων ή εκδηλώσεων)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 11 της οδηγίας 91/68/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

Σε περίπτωση εμφάνισης ή επανεμφάνισης της βρουκέλλωσης των αιγοπροβάτων, η Ελβετία ενημερώνει τη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή, ώστε να θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης.

2.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος παραρτήματος, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία είναι επίσημα απαλλαγμένη από τη βρουκέλλωση των αιγοπροβάτων. Για να διατηρηθεί αυτό το καθεστώς, η Ελβετία δεσμεύεται να εφαρμόσει τα μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα Α κεφάλαιο 1 σημείο 2 τμήμα ΙΙ της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ.

3.

Τα αιγοπρόβατα που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με τα υποδείγματα που εμφαίνονται στο παράρτημα Ε της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ.

III.   Ιπποειδη

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (5)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2009/156/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διακίνηση των ιπποειδών και τις εισαγωγές ιπποειδών προέλευσης τρίτων χωρών (ΕΕ L 192 της 23.7.2010, σ. 1).

1.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401) και ιδίως τα άρθρα 112 έως 112στ (πανώλη των ίππων), 204 έως 206 (δουρίνη, εγκεφαλομυελίτιδα, λοιμώδης αναιμία, μάλις), 240 έως 244 (μεταδοτική μητρίτιδα του ίππου)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/156/ΕΚ, η ενημέρωση πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

2.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 6 της οδηγίας 2009/156/ΕΚ, η ενημέρωση πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

3.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 10 της οδηγίας 2009/156/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

4.

Οι διατάξεις των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας 2009/156/ΕΚ εφαρμόζονται στην Ελβετία τηρουμένων των αναλογιών.

IV.   Πουλερικα και αυγα για επωαση

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (6)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2009/158/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές πουλερικών και αυγών για επώαση από τρίτες χώρες (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 74).

1.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401) και ιδίως τα άρθρα 25 (μεταφορά), 122 έως 125 (πανώλη των πτηνών και ψευδοπανώλη των πτηνών), 255 έως 261 (Salmonella spp.), 262 έως 265 (λοιμώδης λαρυγγοτραχειίτιδα των ορνίθων)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της οδηγίας 2009/158/ΕΚ, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία διαθέτει σχέδιο που προσδιορίζει με ακρίβεια τα μέτρα τα οποία προτίθεται να εφαρμόσει για την έγκριση των εγκαταστάσεών της.

2.

Βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας 2009/158/ΕΚ, το εθνικό εργαστήριο αναφοράς για την Ελβετία είναι το Ινστιτούτο Κτηνιατρικής Βακτηριολογίας του Πανεπιστημίου της Βέρνης.

3.

Στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) της οδηγίας 2009/158/ΕΚ, η προϋπόθεση της παραμονής ισχύει τηρουμένων των αναλογιών στην Ελβετία.

4.

Σε περίπτωση αποστολής αυγών για επώαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ελβετικές αρχές δεσμεύονται να τηρήσουν τους κανόνες σήμανσης που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 617/2008 της Επιτροπής (7).

5.

Η προϋπόθεση της παραμονής που προβλέπεται στο άρθρο 10 στοιχείο α) της οδηγίας 2009/158/ΕΚ εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών στην Ελβετία.

6.

Η προϋπόθεση της παραμονής που προβλέπεται στο άρθρο 11 στοιχείο α) της οδηγίας 2009/158/ΕΚ εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών στην Ελβετία.

7.

Η προϋπόθεση της παραμονής που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2009/158/ΕΚ εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών στην Ελβετία.

8.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 15 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/158/ΕΚ όσον αφορά την ψευδοπανώλη των πτηνών και επομένως υπάγεται στο καθεστώς της 'μη διενέργειας εμβολιασμού κατά της ψευδοπανώλης των πτηνών'. Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή για οποιαδήποτε μεταβολή στις προϋποθέσεις που υπερίσχυσαν για την αναγνώριση του καθεστώτος. Η κατάσταση εξετάζεται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή, προκειμένου να επανεξεταστούν οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

9.

Στο άρθρο 18 της οδηγίας 2009/158/ΕΚ, οι αναφορές στο όνομα του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών στην Ελβετία.

10.

Τα πουλερικά και τα αυγά για επώαση που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με τα υποδείγματα που παρατίθενται στο παράρτημα IV της οδηγίας 2009/158/ΕΚ.

11.

Σε περίπτωση αποστολών από την Ελβετία προς τη Φινλανδία ή τη Σουηδία, οι ελβετικές αρχές δεσμεύονται να παράσχουν, όσον αφορά τις σαλμονέλες, τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εγγυήσεις.

V.   Ζωα και προϊοντα υδατοκαλλιεργειασ

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (8)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τις απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και τα προϊόντα τους και σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών των υδρόβιων ζώων (ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 14).

1.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401) και ιδίως τα άρθρα 3 έως 5 (προβλεπόμενες επιζωοτίες), 21 έως 23 (καταγραφή μονάδων υδατοκαλλιέργειας, έλεγχος προσωπικού και άλλες υποχρεώσεις, υγειονομική επιτήρηση), 61 (υποχρεώσεις των εχόντων δικαίωμα αλιείας και των οργάνων που έχουν αναλάβει την επιτήρηση της αλιείας), 62 έως 76 (μέτρα καταπολέμησης γενικώς), 277 έως 290 (κοινά και ειδικά μέτρα για τις ασθένειες των ιχθύων, διαγνωστικό εργαστήριο)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10)·

3.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζώων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITA, RS 916.443.12).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, αναγνωρίζεται ότι η Ελβετία είναι επισήμως απαλλαγμένη από τη λοιμώδη αναιμία του σολομού και από τις λοιμώξεις Marteilia refringens και Bonamia ostreae.

2.

Η ενδεχόμενη εφαρμογή των άρθρων 29, 40, 41, 43, 44 και 50 της οδηγίας 2006/88/ΕΚ εμπίπτει στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

3.

Οι όροι υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διάθεση στην αγορά διακοσμητικών υδρόβιων ζώων, ζώων υδατοκαλλιέργειας που προορίζονται για εκτροφή, μεταξύ άλλων σε περιοχές μετεγκατάστασης, σε εγκαταστάσεις ψυχαγωγικής αλιείας με εμπλουτισμό και σε ανοικτές διακοσμητικές εγκαταστάσεις, καθώς και για εμπλουτισμό, και ζώων υδατοκαλλιέργειας και προϊόντων τους που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση καθορίζονται στα άρθρα 4 έως 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1251/2008 της Επιτροπής (9).

4.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 58 της οδηγίας 2006/88/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

VI.   Εμβρυα βοοειδων

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (10)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 89/556/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 1989, για τον καθορισμό των υγειονομικών όρων που διέπουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και τις εισαγωγές εμβρύων κατοικιδίων βοοειδών (ΕΕ L 302 της 19.10.1989, σ. 1).

1.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401) και ιδίως τα άρθρα 56 έως 58α (μεταφορά εμβρύων)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 15 της οδηγίας 89/556/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

2.

Τα έμβρυα βοοειδών που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα Γ της οδηγίας 89/556/ΕΟΚ.

VII.   Σπερμα βοοειδων

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (11)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 88/407/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1988, για τον καθορισμό των απαιτήσεων υγειονομικού ελέγχου που ισχύουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και στις εισαγωγές σπέρματος βοοειδών (ΕΕ L 194 της 22.7.1988, σ. 10).

1.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401) και ιδίως τα άρθρα 51 έως 55α (τεχνητή γονιμοποίηση)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 2 της οδηγίας 88/407/ΕΟΚ, λαμβάνεται υπόψη ότι στην Ελβετία όλα τα κέντρα περιλαμβάνουν μόνον ζώα που παρουσιάζουν αρνητική αντίδραση στη δοκιμασία οροεξουδετέρωσης ή στη δοκιμασία ELISA.

2.

Η ενημέρωση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 88/407/ΕΟΚ πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

3.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 16 της οδηγίας 88/407/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

4.

Το σπέρμα βοοειδών που αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύεται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα Δ της οδηγίας 88/407/ΕΟΚ.

VIII.   Σπερμα χοιρων

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (12)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Οδηγία 90/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, για τον καθορισμό των απαιτήσεων υγειονομικού ελέγχου που ισχύουν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στις εισαγωγές σπέρματος χοίρων (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 62).

1.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401) και ιδίως τα άρθρα 51 έως 55α (τεχνητή γονιμοποίηση)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Η ενημέρωση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/429/ΕΟΚ πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

2.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 16 της οδηγίας 90/429/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

3.

Το σπέρμα χοίρων που αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύεται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα Δ της οδηγίας 90/429/ΕΟΚ.

IX.   Λοιπα ειδη

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (13)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Οδηγία 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1992, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 268 της 14.9.1992, σ. 54

2.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003

(ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 1).

1.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 51 έως 55α (τεχνητή γονιμοποίηση) και 56 έως 58α (μεταφορά εμβρύων)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, διαμετακόμιση και την εξαγωγή των ζώων και των ζωικών προϊόντων (OITE: RS 916.443.10).

3.

Διάταγμα της 28ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων συντροφιάς (OITE-AC, RS 916.443.14).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, το παρόν σημείο καλύπτει το εμπόριο ζώντων ζώων που δεν υπόκεινται στις διατάξεις των μερών Ι έως V του παρόντος προσαρτήματος, καθώς και σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται στις διατάξεις των σημείων VI έως και VIII του παρόντος προσαρτήματος.

2.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελβετία δεσμεύονται ώστε το εμπόριο ζώντων ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που αναφέρονται στο σημείο 1 να μην απαγορεύεται ή να μην περιορίζεται για άλλους λόγους υγειονομικού ελέγχου άλλους πλην εκείνων που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος, και ιδίως των μέτρων διασφάλισης που λαμβάνονται ενδεχομένως δυνάμει του άρθρου 20.

3.

Τα είδη των οπληφόρων ζώων πλην εκείνων που αναφέρονται στα μέρη I, II και III του παρόντος προσαρτήματος, τα οποία αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας, πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρουσιάζεται στο πρώτο μέρος του παραρτήματος Ε του μέρους Ι της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ και συμπληρώνονται με τη βεβαίωση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος Α σημείο 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ.

4.

Τα λαγόμορφα που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο πρώτο μέρος του παραρτήματος Ε της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ, συμπληρωμένα ενδεχομένως με τη βεβαίωση που παρατίθεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ.

Η εν λόγω βεβαίωση μπορεί να τροποποιηθεί από τις ελβετικές αρχές, ώστε να περιλαμβάνει αναλυτικά τις απαιτήσεις του άρθρου 9 της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ.

5.

Η ενημέρωση που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

6.

Οι αποστολές σκύλων και γατών από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς την Ελβετία υπόκεινται στις απαιτήσεις του άρθρου 10 παράγραφος 2 της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ.

Το σύστημα ταυτοποίησης είναι αυτό που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013. Το προς χρήση διαβατήριο είναι αυτό που προβλέπεται από το μέρος 3 του παραρτήματος ΙΙ του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 577/2013 (14).

Η εγκυρότητα του αντιλυσσικού εμβολιασμού και, ενδεχομένως, του αναμνηστικού εμβολιασμού ορίζεται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013.

7.

Το σπέρμα, τα ωάρια και έμβρυα των αιγοπροβάτων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από τα προβλεπόμενα στην απόφαση 2010/470/ΕΕ υγειονομικά πιστοποιητικά (15).

8.

Το σπέρμα ιπποειδών που αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύεται από το προβλεπόμενο στην απόφαση 2010/470/ΕΕ υγειονομικό πιστοποιητικό.

9.

Τα ωάρια και τα έμβρυα ιπποειδών που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από τα προβλεπόμενα στην απόφαση 2010/470/ΕΕ υγειονομικά πιστοποιητικά.

10.

Τα ωάρια και τα έμβρυα χοίρων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από τα προβλεπόμενα στην απόφαση 2010/470/ΕΕ υγειονομικά πιστοποιητικά.

11.

Τα σμήνη μελισσών (κυψέλες ή βασίλισσες με τη συνοδεία τους) που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο μέρος ΙΙ του παραρτήματος Ε της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ.

12.

Τα ζώα, σπέρματα, έμβρυα και ωάρια που προέρχονται από εγκεκριμένους οργανισμούς ιδρύματα ή κέντρα, σύμφωνα με το παράρτημα Γ της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ, τα οποία αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από υγειονομικά πιστοποιητικά σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο μέρος III του παραρτήματος E της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ.

13.

Για τους σκοπούς του άρθρου 24 της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ, η ενημέρωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 πραγματοποιείται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

X.   Μετακινησεισ ζωων συντροφιασ για μη εμπορικουσ σκοπουσ

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (16)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 (ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 1).

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή ζώων συντροφιάς (OITE-AC, RS 916.443.14).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Το σύστημα σήμανσης είναι αυτό που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 576/2013.

2.

Η εγκυρότητα του αντιλυσσικού εμβολιασμού και, ενδεχομένως, του αναμνηστικού εμβολιασμού ορίζεται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013.

3.

Το υπόδειγμα διαβατηρίου που πρέπει να χρησιμοποιείται είναι το προβλεπόμενο από το μέρος 3 του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 577/2013. Οι πρόσθετες απαιτήσεις για το διαβατήριο ορίζονται στο μέρος 4 του παραρτήματος ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 577/2013.

4.

Για τους σκοπούς του παρόντος προσαρτήματος, όσον αφορά τις μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα ζώων συντροφιάς μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών οι διατάξεις του κεφαλαίου Iİ τμήμα 3, του άρθρου 27 και του κεφαλαίου VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013. Οι έλεγχοι εγγράφων και ταυτότητας που πρέπει να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεων ζώων συντροφιάς με προορισμό την Ελβετία από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγονται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013."


(1)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(2)  Απόφαση 2004/558/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με συμπληρωματικές εγγυήσεις για το ενδοκοινοτικό εμπόριο βοοειδών όσον αφορά τη λοιμώδη ρινοτραχειίτιδα των βοοειδών και την έγκριση προγραμμάτων εκρίζωσης που υπέβαλαν ορισμένα κράτη μέλη (ΕΕ L 249, 23.7.2004, σ. 20).

(3)  Απόφαση 2008/185/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2008, για παροχή συμπληρωματικών εγγυήσεων κατά το ενδοκοινοτικό εμπόριο χοίρων όσον αφορά τη νόσο Aujeszky (ψευδολύσσα) και για τα κριτήρια σχετικά με την παροχή στοιχείων γι’ αυτή τη νόσο (ΕΕ L 59, 4.3.2008, σ. 19).

(4)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(5)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(6)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 617/2008 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2008, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου σχετικά με τις προδιαγραφές εμπορίας των αυγών προς επώαση και των νεοσσών πουλερικών ορνιθώνος (ΕΕ L 168, 28.6.2008, σ. 5).

(8)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1251/2008 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2008, για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τους όρους και τις απαιτήσεις πιστοποίησης για τη διάθεση στην αγορά και την εισαγωγή ζώων υδατοκαλλιέργειας και προϊόντων τους στην Κοινότητα, καθώς και για την κατάρτιση καταλόγου ειδών-φορέων (ΕΕ L 337, 16.12.2008, σ. 41).

(10)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(11)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(12)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(13)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(14)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 577/2013 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2013, για τα υποδείγματα εγγράφων ταυτοποίησης σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σκύλων, γατών και ικτίδων, την κατάρτιση καταλόγων εδαφών και τρίτων χωρών, καθώς και τη μορφή, τη διάταξη και τις γλωσσικές απαιτήσεις των δηλώσεων που πιστοποιούν τη συμμόρφωση με ορισμένους όρους οι οποίοι προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 178, 28.6.2013, σ. 109).

(15)  Απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Αυγούστου 2010, για τον καθορισμό υποδειγμάτων υγειονομικών πιστοποιητικών για το εμπόριο εντός της Ένωσης όσον αφορά το σπέρμα, τα ωάρια και τα έμβρυα ιπποειδών και αιγοπροβάτων καθώς και τα ωάρια και τα έμβρυα χοίρων (ΕΕ L 228, 31.08.2010, σ. 15).

(16)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Το παράρτημα 11 προσάρτημα 3 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσάρτημα 3

Εισαγωγή ζώντων ζώων, του σπέρματος, των ωαρίων και των εμβρύων τους από τρίτες χώρες

Ι.   ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (1)

Α.   Οπληφόρα πλην των ιπποειδών

Οδηγία 2004/68/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον καθορισμό κανόνων υγειονομικού ελέγχου για την εισαγωγή στην Κοινότητα και τη διαμετακόμιση μέσω αυτής ορισμένων ζώντων οπληφόρων ζώων, για την τροποποίηση των οδηγιών 90/426/EOK και 92/65/ΕΟΚ και για την κατάργηση της οδηγίας 72/462/ΕΟΚ (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 321).

Β.   Ιπποειδή

Οδηγία 2009/156/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τη διακίνηση των ιπποειδών και τις εισαγωγές ιπποειδών προέλευσης τρίτων χωρών (ΕΕ L 192 της 23.7.2010, σ. 1).

Γ.   Πουλερικά και αυγά για επώαση

Οδηγία 2009/158/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές πουλερικών και αυγών για επώαση από τρίτες χώρες (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 74).

Δ.   Ζώα υδατοκαλλιέργειας

Οδηγία 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τις απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και τα προϊόντα τους και σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών των υδρόβιων ζώων (ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 14).

E.   Έμβρυα βοοειδών

Οδηγία 89/556/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 1989, για τον καθορισμό των υγειονομικών όρων που διέπουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και τις εισαγωγές εμβρύων κατοικίδιων βοοειδών (ΕΕ L 302 της 19.10.1989, σ. 1).

ΣΤ.   Σπέρμα βοοειδών

Οδηγία 88/407/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1988, για τον καθορισμό των απαιτήσεων υγειονομικού ελέγχου που ισχύουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και στις εισαγωγές κατεψυγμένου σπέρματος βοοειδών (ΕΕ L 194 της 22.7.1988, σ. 10).

Ζ.   Σπέρμα χοίρων

Οδηγία 90/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, για τον καθορισμό των απαιτήσεων υγειονομικού ελέγχου που ισχύουν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στις εισαγωγές σπέρματος χοίρων (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 62).

H.   Άλλα ζώντα ζώα

1.

Οδηγία 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1992, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 268 της 14.9.1992, σ. 54

2.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 (ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 1).

I.   Άλλες ειδικές διατάξεις

1.

Οδηγία 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των βήτα-ανταγωνιστικών ουσιών στη ζωική παραγωγή για κερδοσκοπικούς λόγους και για την κατάργηση των οδηγιών 81/602/ΕΟΚ, 88/146/ΕΟΚ και 88/299/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 3).

2.

Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10).

ΙΙ.   ΕΛΒΕΤΙΑ - ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (2)

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

3.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS916.443.10).

4.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζώων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITA, RS 916.443.12).

5.

Διάταγμα της 27ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών προϊόντων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITPA, RS 916.443.13).

6.

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 16ης Μαΐου 2007 σχετικά με τον έλεγχο της εισαγωγής και της διαμετακόμισης ζώων και ζωικών προϊόντων (διάταγμα σχετικά με τους ελέγχους OITE, RS 916.443.106)·

7.

Διάταγμα της 28ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων συντροφιάς (OITE-AC, RS 916.443.14).

8.

Διάταγμα της 18ης Αυγούστου 2004 για τα κτηνιατρικά φάρμακα (OMédV, RS 812.212.27).

9.

Διάταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1985 σχετικά με τα τέλη του Ομοσπονδιακού Κτηνιατρικού Γραφείου (Διάταγμα σχετικά με τα τέλη του OSAV, RS 916.472).

ΙΙΙ.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων εφαρμόζει, παράλληλα με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους όρους εισαγωγής που προβλέπονται στις πράξεις που αναφέρονται στο μέρος Ι του παρόντος προσαρτήματος, τα μέτρα εφαρμογής και τους καταλόγους εγκαταστάσεων από τις οποίες επιτρέπονται οι αντίστοιχες εισαγωγές. Η εν λόγω δέσμευση ισχύει για όλες τις σχετικές πράξεις, ανεξάρτητα από την ημερομηνία που τέθηκαν σε ισχύ.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων μπορεί να θεσπίσει πιο περιοριστικά μέτρα και να απαιτήσει πρόσθετες εγγυήσεις. Στην περίπτωση αυτή θα διεξάγονται διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της Μεικτής Κτηνιατρικής Επιτροπής για την εξεύρεση των ενδεδειγμένων λύσεων.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κοινοποιούν αμοιβαία τους ειδικούς όρους εισαγωγής που έχουν θεσπιστεί διμερώς και δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης σε επίπεδο Ένωσης.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, όσον αφορά την Ελβετία, τα ινστιτούτα που γίνονται δεκτά ως εγκεκριμένο κέντρο σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος Γ της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ δημοσιεύονται στον ιστότοπο του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων.».


(1)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(2)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Το παράρτημα 11 προσάρτημα 4 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσάρτημα 4

Ζωοτεχνία, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών από τρίτες χώρες

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (1)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Οδηγία 2009/157/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τα βοοειδή αναπαραγωγής καθαρής φυλής (ΕΕ L 323 της 10.12.2009, σ. 1).

2.

Οδηγία 88/661/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με τους ζωοτεχνικούς κανόνες που εφαρμόζονται στα αναπαραγωγά χοιροειδή (ΕΕ L 382 της 31.12.1988, σ. 36).

3.

Οδηγία 87/328/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1987, για την αποδοχή στην αναπαραγωγή βοοειδών αναπαραγωγής καθαρόαιμου γένους (ΕΕ L 167 της 26.6.1987, σ. 54).

4.

Οδηγία 88/407/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1988, για τον καθορισμό των απαιτήσεων υγειονομικού ελέγχου που ισχύουν στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και στις εισαγωγές σπέρματος βοοειδών (ΕΕ L 194 της 22.7.1988, σ. 10).

5.

Οδηγία 89/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1989, που αφορά τα αιγοειδή και προβατοειδή αναπαραγωγής καθαρής φυλής (ΕΕ L 153 της 6.6.1989, σ. 30).

6.

Οδηγία 90/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των αναπαραγωγών χοιροειδών καθαρής φυλής (ΕΕ L 71 της 17.3.1990, σ. 34).

7.

Οδηγία 90/119/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1990, σχετικά με την αποδοχή για αναπαραγωγή των υβριδικών χοίρων αναπαραγωγής (ΕΕ L 71 της 17.3.1990, σ. 36).

8.

Οδηγία 90/427/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους όρους ζωοτεχνικού και γενεαλογικού χαρακτήρα που διέπουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο ιπποειδών (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 55

9.

Οδηγία 90/428/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το εμπόριο ιπποειδών που προορίζονται για αγώνες και με τους όρους συμμετοχής στους αγώνες αυτούς (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 60).

10.

Οδηγία 91/174/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1991, σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους που διέπουν την εμπορία ζώων φυλής (ράτσας) και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 77/504/ΕΟΚ και 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 85 της 5.4.1991, σ. 37).

11.

Οδηγία 94/28/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 1994, για τον καθορισμό των αρχών σχετικά με τους ζωοτεχνικούς και γενεαλογικούς όρους που εφαρμόζονται κατά τις εισαγωγές προελεύσεως τρίτων χωρών ζώων, του σπέρματος, των ωαρίων και των εμβρύων τους και για την τροποποίηση της οδηγίας 77/504/ΕΟΚ περί των ζώων αναπαραγωγής του βοείου είδους καθαρόαιμου γένους (ΕΕ L 178 της 12.7.1994, σ. 66).

Διάταγμα της 31ης Οκτωβρίου 2012 για την κτηνοτροφία (OE, RS 916.310)·

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Για τους σκοπούς του παρόντος προσαρτήματος, τα ζώντα ζώα και τα ζωικά προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας κυκλοφορούν με τους όρους που έχουν θεσπιστεί για τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ζωοτεχνικών ελέγχων που ορίζονται στα προσαρτήματα 5 και 6, οι ελβετικές αρχές δεσμεύονται να εξασφαλίσουν ότι η Ελβετία εφαρμόζει, για τις εισαγωγές της, τις ίδιες διατάξεις με αυτές της οδηγίας 94/28/ΕΚ του Συμβουλίου.

Σε περίπτωση δυσκολιών, συγκαλείται η μεικτή κτηνιατρική επιτροπή κατόπιν αιτήσεως ενός των συμβαλλόμενων μερών.».


(1)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Το παράρτημα 11 προσάρτημα 5 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Προσάρτημα 5

Ζώντα ζώα, σπέρμα, ωάρια και έμβρυα: συνοριακοί έλεγχοι και τέλη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις - Σύστημα TRACES

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (1)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

Απόφαση 2004/292/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του συστήματος TRACES και την τροποποίηση της απόφασης 92/486/ΕΟΚ (ΕΕ L 94 της 31.3.2004, σ. 63).

1.

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

2.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401).

3.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10)·

4.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζώων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITA, RS 916.443.12)·

5.

Διάταγμα της 27ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών προϊόντων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITPA, RS 916.443.13)·

6.

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 16ης Μαΐου 2007 σχετικά με τον έλεγχο της εισαγωγής και της διαμετακόμισης ζώων και ζωικών προϊόντων (διάταγμα σχετικά με τους ελέγχους OITE, RS 916.443.106)·

7.

Διάταγμα της 28ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων συντροφιάς (OITE-AC, RS 916.443.14).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων, εντάσσει την Ελβετία στο μηχανογραφικό σύστημα TRACES, σύμφωνα με την απόφαση 2004/292/ΕΚ της Επιτροπής.

Εάν είναι αναγκαίο, καθορίζονται μεταβατικά και συμπληρωματικά μέτρα στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Κτηνιατρικοί και ζωοτεχνικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (2)

Οι κτηνιατρικοί και ζωοτεχνικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των ακόλουθων πράξεων:

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Οδηγία 89/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1989, για την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της κτηνιατρικής και ζωοτεχνικής νομοθεσίας (ΕΕ L 351 της 2.12.1989, σ. 34).

2.

Οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29).

1.

Νόμος για τις επιζωοτίες (LFE), της 1ης Ιουλίου 1966 (LFE, RS 916.40), και ιδίως το άρθρο 57.

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10)·

3.

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 16ης Μαΐου 2007 σχετικά με τον έλεγχο της εισαγωγής και της διαμετακόμισης ζώων και ζωικών προϊόντων (διάταγμα σχετικά με τους ελέγχους OITE, RS 916.443.106)·

4.

Διάταγμα της 28ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων συντροφιάς (OITE-AC, RS 916.443.14).

5.

Διάταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1985 σχετικά με τα τέλη του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων (διάταγμα σχετικά με τα τέλη του OSAV, RS 916.472).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ, οι αρμόδιες αρχές του τόπου προορισμού επικοινωνούν χωρίς καθυστέρηση με τις αρμόδιες αρχές του τόπου αποστολής. Αυτές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα και ανακοινώνουν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προορισμού και στην Επιτροπή τη φύση των διενεργούμενων ελέγχων, τις αποφάσεις που λαμβάνονται και τους λόγους που υπαγόρευσαν τη λήψη τους.

Η εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στα άρθρα 10, 11 και 16 της οδηγίας 89/608/ΕΟΚ και στα άρθρα 9 και 22 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

Γ.   ΕΙΔΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΖΩΑ ΠΟΥ ΠΡΟΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΜΕΘΟΡΙΑΚΗ ΒΟΣΚΗΣΗ

1.   Ορισμοί

Βόσκηση: η μετακίνηση για βοσκή προς παραμεθόρια περιοχή, η οποία περιορίζεται στα 10 χιλιόμετρα, κατά την αποστολή ζώων προς κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή προς την Ελβετία. Σε περίπτωση που συντρέχουν ιδιαίτερες συνθήκες, δεόντως αιτιολογημένες, οι σχετικές αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν μεγαλύτερο βάθος και στις δύο πλευρές των συνόρων μεταξύ Ελβετίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ημερήσια βόσκηση: βόσκηση κατά την οποία, στο τέλος κάθε ημέρας, τα ζώα επιστρέφουν στην εκμετάλλευση καταγωγής τους σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην Ελβετία.

2.   Για τη βόσκηση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας, οι διατάξεις της απόφασης 2001/672/ΕΚ (3) της Επιτροπής εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών. Ωστόσο, στο πλαίσιο του παρόντος παραρτήματος, στο άρθρο 1 της απόφασης 2001/672/ΕΚ, η απόφαση εφαρμόζεται με τις κατωτέρω προσαρμογές:

η αναφορά στην περίοδο από 1ης Μαΐου έως 15 Οκτωβρίου αντικαθίσταται από τη φράση «το ημερολογιακό έτος»·

για την Ελβετία, τα μέρη που προβλέπονται στο άρθρο 1 της απόφασης 2001/672/ΕΚ και αναφέρονται στο αντίστοιχο παράρτημα, είναι:

ΕΛΒΕΤΙΑ

Canton de Zurich

Canton de Berne

Canton de Lucerne

Canton d’Uri

Canton de Schwyz

Canton d’Obwald

Canton de Nidwald

Canton de Glarus

Canton de Zoug

Canton de Fribourg

Canton de Soleure

Canton de Bâle-Ville

Canton de Bâle-Campagne

Canton de Schaffhouse

Canton d’Appenzell Rhodes-Extérieures

Canton d’Appenzell Rhodes-Intérieures

Canton de St. Gall

Canton des Grisons

Canton d’Argovie

Canton de Thurgovie

Canton du Tessin

Canton de Vaud

Canton du Valais

Canton de Neuchatel

Canton de Geneve

Canton du Jura.

Κατ’ εφαρμογή του διατάγματος για τις επιζωοτίες της 27ης Ιουνίου 1995 (OFE, RS 916.401), και ιδίως του άρθρου 7 (εγγραφή), και του διατάγματος της 26ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με την τράπεζα δεδομένων για την παράνομη εμπορία ζώων (Διάταγμα για την BDTA, RS 916.404.1), και ιδίως του τμήματος 2 (περιεχόμενο της τράπεζας δεδομένων), η Ελβετία αποδίδει σε κάθε βοσκότοπο ένα συγκεκριμένο κωδικό εγγραφής ο οποίος πρέπει να καταχωρείται στην εθνική βάση δεδομένων για τα βοοειδή.

3.   Για τη βόσκηση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας, ο επίσημος κτηνίατρος της χώρας αποστολής:

α)

ενημερώνει, την ημέρα έκδοσης του πιστοποιητικού και το αργότερο 24 ώρες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία άφιξης των ζώων, μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος σύνδεσης μεταξύ των κτηνιατρικών αρχών που προβλέπει το άρθρο 20 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ, την αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού (τοπική κτηνιατρική μονάδα) για την αποστολή των ζώων·

β)

εξετάζει τα ζώα εντός διαστήματος 48 ωρών πριν από την αναχώρηση για τη βόσκηση· τα ζώα πρέπει να είναι δεόντως ταυτοποιημένα·

γ)

εκδίδει πιστοποιητικό σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο σημείο 9.

4.   Καθ’ όλη τη διάρκεια της βόσκησης τα ζώα πρέπει να παραμένουν υπό τελωνειακό έλεγχο.

5.   Ο κάτοχος των ζώων πρέπει:

α)

να αποδέχεται, με γραπτή δήλωσή του, να συμμορφωθεί με όλα τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται από το παρόν παράρτημα και με κάθε άλλο μέτρο που θεσπίζεται σε τοπικό επίπεδο, όπως και κάθε κάτοχος ζώων από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από την Ελβετία·

β)

να αναλαμβάνει τις δαπάνες των ελέγχων που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος·

γ)

να συνεργάζεται πλήρως για την υλοποίηση των τελωνειακών ή κτηνιατρικών ελέγχων που απαιτούνται από τις επίσημες αρχές της χώρας αποστολής ή της χώρας προορισμού.

6.   Κατά την επιστροφή των ζώων μετά το πέρας της περιόδου βόσκησης ή πριν από τη λήξη αυτής, ο επίσημος κτηνίατρος της χώρας όπου πραγματοποιήθηκε η βόσκηση:

α)

ενημερώνει, την ημέρα έκδοσης του πιστοποιητικού και το αργότερο 24 ώρες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία άφιξης των ζώων, μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος σύνδεσης μεταξύ των κτηνιατρικών αρχών που προβλέπει το άρθρο 20 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ, την αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού (τοπική κτηνιατρική μονάδα) για την αποστολή των ζώων·

β)

εξετάζει τα ζώα εντός διαστήματος 48 ωρών πριν από την αναχώρηση για τη βόσκηση· τα ζώα πρέπει να είναι δεόντως ταυτοποιημένα·

γ)

εκδίδει πιστοποιητικό σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο σημείο 9.

7.   Σε περίπτωση εκδήλωσης ασθενειών, λαμβάνονται τα ενδεδειγμένα μέτρα κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των αρμοδίων κτηνιατρικών αρχών. Το θέμα των ενδεχόμενων δαπανών θα εξετασθεί από τις αρχές αυτές. Εάν παραστεί ανάγκη, το θέμα παραπέμπεται στη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή.

8.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων που προβλέπονται για τη βόσκηση στα σημεία 1 έως 7, στην περίπτωση της ημερήσιας βόσκησης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας:

α)

τα ζώα δεν έρχονται σε επαφή με ζώα άλλης εκμετάλλευσης·

β)

ο κάτοχος των ζώων δεσμεύεται να ενημερώνει την αρμόδια κτηνιατρική αρχή για οποιαδήποτε επαφή των ζώων με ζώα άλλης εκμετάλλευσης·

γ)

το υγειονομικό πιστοποιητικό που ορίζεται στο σημείο 9 κατωτέρω πρέπει να υποβάλλεται κάθε ημερολογιακό έτος στις αρμόδιες κτηνιατρικές αρχές κατά την πρώτη εισαγωγή των ζώων σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην Ελβετία. Η υποβολή του εν λόγω υγειονομικού πιστοποιητικού στις αρμόδιες κτηνιατρικές πρέπει να είναι εφικτή, εφόσον αυτές το ζητήσουν·

δ)

οι διατάξεις των σημείων 2 και 3 εφαρμόζονται μόνον κατά την πρώτη αποστολή ζώων εντός του ημερολογιακού έτους προς κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή προς την Ελβετία·

ε)

οι διατάξεις του σημείου 6 δεν εφαρμόζονται·

στ)

ο κάτοχος των ζώων δεσμεύεται να ενημερώνει την αρμόδια κτηνιατρική αρχή για τη λήξη της περιόδου βόσκησης.

9.   Υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού για τη μεθοριακή βόσκηση, ή για την ημερήσια βόσκηση βοοειδών και για την επιστροφή βοοειδών από μεθοριακή βόσκηση:

Υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού για τη μεθοριακή βόσκηση, ή για την ημερήσια βόσκηση βοοειδών και για την επιστροφή βοοειδών από μεθοριακή βόσκηση

Image

Image

Image

Image

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Όροι για τις συναλλαγές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Για το εμπόριο ζώντων ζώων, του σπέρματος, των ωαρίων και των εμβρύων τους και τη μεθοριακή βόσκηση των βοοειδών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας, τα υγειονομικά πιστοποιητικά είναι τα προβλεπόμενα στο παρόν παράρτημα και είναι διαθέσιμα στο σύστημα TRACES, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 599/2004 της Επιτροπής (4).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Κτηνιατρικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται στις εισαγωγές προέλευσης τρίτων χωρών

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (5)

Οι έλεγχοι που αφορούν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των ακόλουθων πράξεων:

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 282/2004 της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 2004, για την καθιέρωση ενός εγγράφου για τη δήλωση και τον κτηνιατρικό έλεγχο των ζώων προελεύσεως τρίτων χωρών που εισέρχονται στην Κοινότητα (ΕΕ L 49 της 19.2.2004, σ. 11).

2.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

3.

Οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα και περί τροποποίησης των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 90/675/ΕΟΚ (EE L 268 της 24.9.1991, σ. 56).

4.

Οδηγία 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των βήτα-ανταγωνιστικών ουσιών στη ζωική παραγωγή για κερδοσκοπικούς λόγους και για την κατάργηση των οδηγιών 81/602/ΕΟΚ, 88/146/ΕΟΚ και 88/299/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 3

5.

Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10).

6.

Απόφαση 97/794/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 1997, περί καθορισμού ορισμένων λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τους κτηνιατρικούς ελέγχους σε ζώντα ζώα που εισάγονται από τρίτες χώρες (ΕΕ L 323 της 26.11.1997, σ. 31).

7.

Απόφαση 2007/275/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2007, σχετικά με τους καταλόγους ζώων και προϊόντων που πρέπει να υποβάλλονται σε ελέγχους στους συνοριακούς σταθμούς επιθεώρησης σύμφωνα με τις οδηγίες του Συμβουλίου 91/496/ΕΟΚ και 97/78/ΕΚ (ΕΕ L 116 της 4.5.2007, σ. 9).

1.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10)·

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζώων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITA, RS 916.443.12)·

3.

Διάταγμα της 27ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών προϊόντων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITPA, RS 916.443.13)·

4.

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 16ης Μαΐου 2007 σχετικά με τον έλεγχο της εισαγωγής και της διαμετακόμισης ζώων και ζωικών προϊόντων (διάταγμα σχετικά με τους ελέγχους OITE, RS 916.443.106)·

5.

Διάταγμα της 28ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων συντροφιάς (OITE-AC, RS 916.443.14)·

6.

Διάταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1985 σχετικά με τα τέλη του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων (διάταγμα σχετικά με τα τέλη του OSAV, RS 916.472)·

7.

Διάταγμα της 18ης Αυγούστου 2004 για τα κτηνιατρικά φάρμακα (OMédV, RS 812.212.27).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 6 της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ, οι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους κτηνιατρικούς ελέγχους ζώντων ζώων απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της απόφασης 2009/821/ΕΚ της Επιτροπής (6).

2.

Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 6 της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ, οι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου για την Ελβετία είναι οι ακόλουθοι:

Όνομα

Κωδικός TRACES

Τύπος

Κέντρο επιθεώρησης

Τύπος έγκρισης

Αερολιμένας Ζυρίχης

CHZRH4

Α

Κέντρο 3

O - Λοιπά ζώα (συμπεριλαμβανομένων των ζώων των ζωολογικών κήπων) (7)

Αερολιμένας Γενεύης

CHGVA 4

Α

Κέντρο 2

O - Λοιπά ζώα (συμπεριλαμβανομένων των ζώων των ζωολογικών κήπων) (7)

Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του καταλόγου των συνοριακών σταθμών ελέγχου και των αντίστοιχων κέντρων επιθεώρησης, καθώς και του αντίστοιχου τύπου έγκρισης υπάγονται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει ιδίως του άρθρου 19 της οδηγίας 91/496/ΕΚ και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

3.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων εφαρμόζει, παράλληλα με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους όρους εισαγωγής που υπάγονται στο προσάρτημα 3 του παρόντος παραρτήματος, καθώς και τα μέτρα εφαρμογής.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων μπορεί να θεσπίσει πιο περιοριστικά μέτρα και να απαιτήσει πρόσθετες εγγυήσεις. Στην περίπτωση αυτή θα διεξάγονται διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της Μεικτής Κτηνιατρικής Επιτροπής για την εξεύρεση των ενδεδειγμένων λύσεων.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κοινοποιούν αμοιβαία τους ειδικούς όρους εισαγωγής που έχουν θεσπιστεί διμερώς και δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης σε επίπεδο Ένωσης.

4.

Οι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο σημείο 1 του παρόντος τμήματος διενεργούν τους ελέγχους που αφορούν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες με προορισμό την Ελβετία σύμφωνα με το τμήμα Α του παρόντος κεφαλαίου.

5.

Οι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου της Ελβετίας που αναφέρονται στο σημείο 2 διενεργούν τους ελέγχους που αφορούν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες με προορισμό τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το τμήμα Α του παρόντος κεφαλαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Ειδικοί όροι

1.   ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (8)

Οι έλεγχοι που αφορούν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των ακόλουθων πράξεων:

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Οδηγία 2008/71/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την αναγνώριση και την καταγραφή των χοίρων (ΕΕ L 213 της 8.8.2008, σ. 31).

2.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1).

1.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFΕ, RS 916.401), και ιδίως τα άρθρα 7 έως 15στ (καταγραφή και αναγνώριση)·

2.

Διάταγμα της 23ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με την τράπεζα δεδομένων για την παράνομη εμπορία ζώων (Διάταγμα BDTA, RS 916.404.1).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

α.

Η εφαρμογή του σημείου 2 του άρθρου 4 της οδηγίας 2008/71/ΕΚ εμπίπτει στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

β.

Η εφαρμογή των επιτόπιων ελέγχων αποτελεί αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής βάσει κυρίως του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες, καθώς και του άρθρου 1 του διατάγματος της 23ης Οκτωβρίου 2013 για το συντονισμό των επιθεωρήσεων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις (OCI, RS 910.15).

2.   ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (9)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες και για την τροποποίηση των οδηγιών 64/432/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/97 (ΕΕ L 3 της 5.1.2005, σ. 1).

2.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1255/97 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1997, για τα κοινοτικά κριτήρια που απαιτούνται για τα σημεία ελέγχου και για την τροποποίηση του σχεδίου δρομολογίου που αναφέρεται στο παράρτημα της οδηγίας 91/628/ΕΟΚ (ΕΕ L 174 της 2.7.1997, σ. 1).

1.

Ομοσπονδιακός νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 2005 για την προστασία των ζώων (LPA, RS 455), και ιδίως τα άρθρα 15 και 15α (αρχές, διεθνείς μεταφορές ζώων)·

2.

Διάταγμα της 23ης Απριλίου 2008 σχετικά με την προστασία των ζώων (OPAn, RS 455.1) και ιδίως τα άρθρα 169 έως 176 (διεθνείς μεταφορές ζώων)·

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

α)

Οι ελβετικές αρχές δεσμεύονται να τηρήσουν τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2005 για το εμπόριο μεταξύ Ελβετίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης και για τις εισαγωγές από τρίτες χώρες.

β)

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2005, οι αρμόδιες αρχές του τόπου προορισμού έρχονται αμέσως σε επαφή με τις αρμόδιες αρχές του τόπου αναχώρησης.

γ)

Η εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στα άρθρα 10, 11 και 16 της οδηγίας 89/608/ΕΟΚ υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

δ)

Η διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, ιδίως δυνάμει του άρθρου 28 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2005 και του άρθρου 208 του διατάγματος της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των ζώων (OPAn, RS 455.1)·

ε)

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15α τρίτο εδάφιο του διατάγματος της 23ης Απριλίου 2008 σχετικά με την καλή διαβίωση των ζώων (OPAn, RS 455), η διαμετακόμιση βοοειδών, αιγοπροβάτων και χοίρων, αλόγων προς σφαγή και πουλερικών προς σφαγή από την Ελβετία πραγματοποιείται μόνον σιδηροδρομικώς ή αεροπορικώς. Το εν λόγω θέμα θα εξεταστεί από τη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή.

3.   ΤΕΛΗ

1.

Δεν εισπράττονται τέλη για τους κτηνιατρικούς ελέγχους στο πλαίσιο των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας.

2.

Όσον αφορά τους κτηνιατρικούς ελέγχους των εισαγωγών από τρίτες χώρες, οι ελβετικές αρχές δεσμεύονται να εισπράττουν τα τέλη που συνδέονται με τους επίσημους ελέγχους που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου."


(1)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(2)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(3)  Απόφαση της Επιτροπής, 2001/672/ΕΚ της 20ής Αυγούστου 2001, με την οποία θεσπίζονται ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται στα βοοειδή κατά τη μετακίνησή τους για βόσκηση κατά το θέρος σε ορεινές περιοχές (ΕΕ L 235, 4.9.2001, σ. 23).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 599/2004 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, σχετικά με την καθιέρωση εναρμονισμένου υποδείγματος πιστοποιητικού και απολογισμού επιθεώρησης για το ενδοκοινοτικό εμπόριο ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 94 της 31.3.2004, σ. 44).

(5)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(6)  

+

Απόφαση 2009/821/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2009, για την κατάρτιση καταλόγου εγκεκριμένων συνοριακών σταθμών ελέγχου, τη θέσπιση ορισμένων κανόνων σχετικά με τους ελέγχους που διενεργούνται από τους εμπειρογνώμονες κτηνιάτρους της Επιτροπής και τη θέσπιση των κτηνιατρικών μονάδων στο σύστημα TRACES (ΕΕ L 296 της 12.11.2009, σ. 1).

(7)  Με παραπομπή στις κατηγορίες έγκρισης που προβλέπονται στην απόφαση 2009/821/ΕΚ.

(8)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(9)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Το παράρτημα 11 προσάρτημα 6 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσάρτημα 6

Ζωικά προϊόντα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Τομείς στους οποίους υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση της ισοδυναμίας

«Ζωικά προϊόντα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση»

Οι ορισμοί του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

 

Εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ελβετία και εξαγωγές της Ελβετίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση

Εμπορικοί όροι

Ισοδυναμία

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

 

Υγεία των ζώων

1.

Νωπά κρέατα συμπεριλαμβανομένων των κιμάδων, των παρασκευασμάτων κρέατος, των προϊόντων με βάση το κρέας, των μη μεταποιημένων λιπών και των τετηγμένων λιπών

Οικόσιτα οπληφόρα

Κατοικίδια μόνοπλα

Οδηγία 64/432/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ (1)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι (3)

 

2.

Κρέατα θηραμάτων εκτροφής, παρασκευάσματα κρέατος, προϊόντα με βάση το κρέας

Εκτρεφόμενα χερσαία θηλαστικά πλην των προαναφερομένων

Οδηγία 64/432/ΕΟΚ

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ (2)

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι

Εκτρεφόμενοι στρουθιονίδες

Λαγόμορφα

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

 

Ναι

3.

Κρέατα αγρίων θηραμάτων, παρασκευάσματα κρέατος, προϊόντα με βάση το κρέας

Άγρια οπληφόρα

Λαγόμορφα

Λοιπά χερσαία θηλαστικά

Άγρια πτερωτά θηράματα

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι

4.

Νωπά κρέατα πουλερικών, παρασκευάσματα κρεάτων, προϊόντα με βάση το κρέας, λίπη και τετηγμένα λίπη

Πουλερικά

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι

5.

Στομάχια, κύστεις και έντερα

Βοοειδή

Αιγοπρόβατα

Χοίροι

Οδηγία 64/432/ΕΟΚ

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι (3)

6.

Οστά και προϊόντα οστών

Οικόσιτα οπληφόρα

Κατοικίδια μόνοπλα

Άλλα εκτρεφόμενα ή άγρια χερσαία θηλαστικά

Πουλερικά, στρουθιονίδες και άγρια πτερωτά θηράματα

Οδηγία 64/432/ΕΟΚ

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)

Ναι (3)

7.

Μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες, αίμα και προϊόντα αίματος

Οικόσιτα οπληφόρα

Κατοικίδια μόνοπλα

Άλλα εκτρεφόμενα ή άγρια χερσαία θηλαστικά

Πουλερικά, στρουθιονίδες και άγρια πτερωτά θηράματα

Οδηγία 64/432/ΕΟΚ

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι (3)

8.

Ζελατίνη και κολλαγόνο

 

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι (3)

9.

Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα

 

Οδηγία 64/432/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι

10.

Αυγά και προϊόντα αυγών

 

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι

11.

Προϊόντα αλιείας, δίθυρα μαλάκια, εχινόδερμα, χιτωνόζωα και θαλάσσια γαστερόποδα

 

Οδηγία 2006/88/ΕΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι

12.

Μέλι

 

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι

13.

Σαλιγκάρια και βατραχοπόδαρα

 

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ

Οδηγία 2002/99/ΕΚ

Νόμος της 1ης Ιουλίου 1966 για τις επιζωοτίες (LFE, RS 916.40)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

Ναι


Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

Εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ελβετία και εξαγωγές της Ελβετίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση

Εμπορικοί όροι

Ισοδυναμία

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

 

Δημόσια υγεία

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147 της 31.5.2001, σ. 1).

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 1).

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55).

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206).

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2005 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2005, περί μικροβιολογικών κριτηρίων για τα τρόφιμα (ΕΕ L 338 της 22.12.2005, σ. 1).

Ομοσπονδιακός νόμος της 9ης Οκτωβρίου 1992 σχετικά με τα τρόφιμα και τα αγαθά τρέχουσας χρήσης (LDAl, RS 817.0).

Διάταγμα της 23ης Απριλίου 2008 σχετικά με την προστασία των ζώων (OPAn, RS 455.1)·

Διάταγμα της 16ης Νοεμβρίου 2001 σχετικά με τη βασική κατάρτιση, την κατάρτιση για την απόκτηση ειδικοτήτων και τη συνεχή κατάρτιση των ατόμων που εργάζονται στη δημόσια κτηνιατρική υπηρεσία (RS 916.402)·

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401).

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 περί πρωτογενούς παραγωγής (OPPr, RS 916.020)·

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τη σφαγή των ζώων και τον έλεγχο του κρέατος (OabCV, RS 817.190)·

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τα τρόφιμα και τα αγαθά τρέχουσας χρήσης (ODAlOUs, RS 817.02)·

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί τροφίμων (RS 817.025.21)·

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 του DEFR περί υγιεινής στην πρωτογενή παραγωγή (OHyPPr, RS 916.021.1).

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών περί υγιεινής (OhyG, RS 817.024.1).

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών περί υγιεινής κατά τη σφαγή ζώων (OHyAb, RS 817.190.1).

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών περί τροφίμων ζωικής προέλευσης (RS 817.022.108).

Ναι, με ειδικούς όρους

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2074/2005 της Επιτροπής της 5ης Δεκεμβρίου 2005 για θέσπιση μέτρων εφαρμογής για ορισμένα προϊόντα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την οργάνωση επίσημων ελέγχων βάσει των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την παρέκκλιση από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 853/2004 και (ΕΚ) αριθ. 854/2004 (ΕΕ L 338 της 22.12.2005, σ. 27).

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2075/2005 της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2005, για τη θέσπιση ειδικών κανόνων σχετικά με τους επίσημους ελέγχους για ανίχνευση Trichinella στο κρέας (ΕΕ L 338 της 22.12.2005, σ. 60).

 

 

Προστασία των ζώων

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους (ΕΕ L 303 της 18.11.2009, σ. 1).

Ομοσπονδιακός νόμος της 16ης Δεκεμβρίου 2005 σχετικά με την προστασία των ζώων (LPA, RS 455)·

Διάταγμα της 23ης Απριλίου 2008 σχετικά με την προστασία των ζώων (OPAn, RS 455.1)·

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων της 12ης Αυγούστου 2010 σχετικά με την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους (OPAnAb) (RS 455.110.2)·

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τη σφαγή των ζώων και τον έλεγχο του κρέατος (OabCV, RS 817.190)·

Ναι, με ειδικούς όρους

Ειδικοί όροι

1)

Τα ζωικά προϊόντα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας κυκλοφορούν μόνο με τους ίδιους όρους με αυτούς που ισχύουν για τα ζωικά προϊόντα τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όσον αφορά την προστασία των ζώων τη στιγμή της θανάτωσής τους. Εάν είναι αναγκαίο, τα προϊόντα αυτά συνοδεύονται από τα υγειονομικά πιστοποιητικά που προβλέπονται για τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ορίζονται από το παρόν παράρτημα και είναι διαθέσιμα στο σύστημα TRACES.

2)

Η Ελβετία καταρτίζει κατάλογο των εγκεκριμένων εγκαταστάσεων της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 (καταχώριση/ έγκριση εγκαταστάσεων) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

3)

Για τις εισαγωγές της, η Ελβετία εφαρμόζει τις ίδιες διατάξεις με αυτές που εφαρμόζονται για τις εισαγωγές σε επίπεδο Ένωσης.

4)

Οι αρμόδιες αρχές της Ελβετίας δεν μπορούν να κάνουν χρήση της απαλλαγής από την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2075/2005 εξέταση για την ανίχνευση της παρουσίας Trichinella. Σε περίπτωση που γίνεται χρήση της εν λόγω παρέκκλισης, οι αρμόδιες αρχές της Ελβετίας δεσμεύονται να κοινοποιούν εγγράφως στην Επιτροπή τον κατάλογο των περιοχών στις οποίες ο κίνδυνος παρουσίας Trichinella στα οικόσιτα χοιροειδή αναγνωρίζεται επίσημα ως αμελητέος. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία της εν λόγω κοινοποίησης να υποβάλουν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή. Αν δεν προβληθούν αντιρρήσεις ούτε από την Επιτροπή ούτε από κάποιο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η περιοχή αναγνωρίζεται ως περιοχή που παρουσιάζει αμελητέο κίνδυνο μόλυνσης από Trichinella και τα οικόσιτα χοιροειδή που προέρχονται από την περιοχή αυτή απαλλάσσονται από την εξέταση για ανίχνευση Trichinella κατά τη σφαγή. Οι διατάξεις του άρθρου 3 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2075/2005 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

5)

Οι περιγραφόμενες στο παράρτημα Ι, κεφάλαια Ι και ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2075/2005 μέθοδοι ανίχνευσης εφαρμόζονται από την Ελβετία στο πλαίσιο των εξετάσεων που αποσκοπούν στην ανίχνευση της παρουσίας Trichinella. Αντιθέτως, δεν εφαρμόζεται η μέθοδος της περιγραφόμενης στο παράρτημα Ι κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2075/2005 τριχινοσκοπικής εξέτασης.

6)

Οι αρμόδιες αρχές της Ελβετίας μπορούν να απαλλαγούν από την εξέταση για την ανίχνευση της παρουσίας Trichinella στα σφάγια και κρέατα οικόσιτων χοίρων που προορίζονται για πάχυνση και διάθεση σε κρεοπωλεία στα σφαγεία μικρής δυναμικότητας.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016.

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 τρίτο εδάφιο του διατάγματος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών περί υγιεινής κατά τη σφαγή ζώων (OHyAb, RS 817.190.1) και του άρθρου 9 όγδοο εδάφιο του διατάγματος της 23ης Νοεμβρίου 2005 του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (RS 817.022.108), τα εν λόγω σφάγια και κρέατα οικόσιτων χοίρων που προορίζονται για πάχυνση και διάθεση σε κρεοπωλεία, καθώς και τα παρασκευάσματα κρέατος, τα προϊόντα με βάση το κρέας και τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση το κρέας που προέρχονται από αυτά φέρουν ειδική σφραγίδα καταλληλότητας σύμφωνη με το υπόδειγμα που ορίζεται στο παράρτημα 9 τελευταίο εδάφιο του διατάγματος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 23ης Νοεμβρίου 2005 όσον αφορά τις συνθήκες υγιεινής κατά τη σφαγή των ζώων. Τα προϊόντα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9α του διατάγματος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 23ης Νοεμβρίου 2005 για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης.

7)

Τα σφάγια και κρέατα οικόσιτων χοιροειδών που προορίζονται για πάχυνση και διάθεση στα κρεοπωλεία, τα οποία αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας και προέρχονται:

από γεωργικές εκμεταλλεύσεις που αναγνωρίζονται ως απαλλαγμένες από Trichinella από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

από περιοχές όπου ο κίνδυνος μόλυνσης των οικόσιτων χοιροειδών από Trichinella είναι επίσημα αναγνωρισμένος ως αμελητέος·

τα οποία δεν έχουν υποβληθεί σε εξέταση για την ανίχνευση της παρουσίας Trichinella, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2075/2005, κυκλοφορούν μόνο και υπό τους ίδιους όρους όπως και αυτά που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8)

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του διατάγματος για τις συνθήκες υγιεινής (OHyg, RS 817.024.1), οι αρμόδιες αρχές της Ελβετίας μπορούν να προβλέψουν, σε έκτακτες περιστάσεις, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 8, 10 και 14 του εν λόγω διατάγματος:

α)

για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των εγκαταστάσεων που βρίσκονται σε ορεινές περιοχές, σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο της 6ης Οκτωβρίου 2006 για την περιφερειακή πολιτική (RS 901.0) και το διάταγμα της 28ης Νοεμβρίου για την περιφερειακή πολιτική (RS 901.021).

Οι αρμόδιες αρχές της Ελβετίας αναλαμβάνουν την υποχρέωση να κοινοποιούν εγγράφως αυτές τις τροποποιήσεις στην Επιτροπή. Η εν λόγω κοινοποίηση:

περιέχει λεπτομερή περιγραφή των διατάξεων για τις οποίες είναι απαραίτητη, κατά την εκτίμηση των αρμόδιων αρχών της Ελβετίας, η προσαρμογή των διατάξεων και αναφέρει τον χαρακτήρα της προβλεπόμενης προσαρμογής·

περιγράφει τα σχετικά είδη τροφίμων και τις εγκαταστάσεις·

εξηγεί τους λόγους της προσαρμογής (και, κατά περίπτωση, αναλύει συνοπτικά τους κινδύνους και αναφέρει όλα τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, έτσι ώστε η εν λόγω προσαρμογή να μην υπονομεύει τους στόχους του διατάγματος για τους όρους υγιεινής (OHyg, RS 817.024.1)·

παρέχει κάθε άλλη σχετική πληροφορία.

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτουν προθεσμία τριών μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης για να υποβάλουν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους. Εάν είναι απαραίτητο, συνέρχεται η μεικτή κτηνιατρική επιτροπή.

β)

για την παρασκευή τροφίμων με παραδοσιακά χαρακτηριστικά.

Οι αρμόδιες αρχές της Ελβετίας αναλαμβάνουν την υποχρέωση να κοινοποιούν εγγράφως αυτές τις προσαρμογές στην Επιτροπή το αργότερο δώδεκα μήνες μετά τη μερική ή γενική έγκριση αυτών των παρεκκλίσεων. Κάθε κοινοποίηση:

παρέχει σύντομη περιγραφή των απαιτήσεων που αναπροσαρμόστηκαν·

περιγράφει τα τρόφιμα και τις εγκαταστάσεις τα οποία αφορούν· και

παρέχει κάθε άλλη σχετική πληροφορία.

9)

Η Επιτροπή ενημερώνει την Ελβετία σχετικά με τις παρεκκλίσεις και τις προσαρμογές που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004, του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004, του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2003 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2074/2005.

10)

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 179δ του διατάγματος για τις επιζωοτίες και του άρθρο 4 του διατάγματος για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, η Ελβετία έχει θέσει σε εφαρμογή πολιτική αφαίρεσης των ΕΥΚ από τη διατροφική αλυσίδα των ζώων και του ανθρώπου. Ο κατάλογος των ΕΥΚ που αφαιρούνται από τα βοοειδή περιλαμβάνει κυρίως τη σπονδυλική στήλη των ζώων ηλικίας άνω των 30 μηνών, τις αμυγδαλές, τα έντερα από το δωδεκαδάκτυλο μέχρι το ορθό και το μεσεντέριο των ζώων κάθε ηλικίας.

11)

Τα εργαστήρια αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα κατάλοιπα κτηνιατρικών φαρμάκων και προσμείξεων σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης είναι τα ακόλουθα:

α)

Για τα κατάλοιπα που κατονομάζονται στο παράρτημα Ι ομάδα Α σημεία 1, 2, 3 και 4, ομάδα Β σημείο 2 στοιχείο δ) και ομάδα Β σημείο 3 στοιχείο δ) της οδηγίας 96/23/ΕΚ (4):

RIKILT - Institute of Food Safety, part of Wageningen UR

P.Ο. Box 230

6700 ΑΕ Wageningen

Κάτω Χώρες

β)

Για τα κατάλοιπα που αναφέρονται στο παράρτημα I ομάδα Β σημείο 1 και ομάδα Β σημείο 3 στοιχείο ε) της οδηγίας 96/23/ΕΚ και για τα carbadox και olaquindox:

Laboratoire d’étude et de recherches sur les médicaments vétérinaires et les désinfectants

ANSES - Laboratoire de Fougères

35306 Fougères cedex

Γαλλία

γ)

Για τα κατάλοιπα που αναφέρονται στο παράρτημα I ομάδα Α σημείο 5 και ομάδα Β σημείο 2 στοιχεία α), β) και ε) της οδηγίας 96/23/ΕΚ:

Bundesamt für Verbraucherschutz und Lebensmittelsicherheit

Diedersdorfer Weg 1

12277 Berlin

Γερμανία

δ)

Για τα κατάλοιπα που αναφέρονται στο παράρτημα I ομάδα Β σημείο 3 στοιχείο γ) της οδηγίας 96/23/ΕΚ:

Istituto Superiore di Sanità (ISS)

Viale Regina Elena, 299

I-00161 Roma

Ιταλία

Η Ελβετία αναλαμβάνει τα έξοδα που της αναλογούν στο πλαίσιο των ενεργειών οι οποίες προκύπτουν από τους προαναφερόμενους ορισμούς εργαστηρίων. Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα αυτών των εργαστηρίων ορίζονται στον Τίτλο ΙΙΙ και στο παράρτημα VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

12)

Ενόψει της αναγνώρισης της ευθυγράμμισης της ενωσιακής και της ελβετικής νομοθεσίας όσον αφορά τις εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελβετία εξασφαλίζει την τήρηση των ακόλουθων πράξεων και των κειμένων εφαρμογής τους:

1.

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τις προσμείξεις των τροφίμων (ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1).

2.

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 872/2012 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2012, για την έγκριση του καταλόγου αρτυματικών υλών που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2232/96 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, την εισαγωγή του καταλόγου αυτού στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1565/2000 της Επιτροπής και της απόφασης 1999/217/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 267 της 2.10.2012, σ. 1).

3.

Οδηγία 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των βήτα-ανταγωνιστικών ουσιών στη ζωική παραγωγή για κερδοσκοπικούς λόγους και για την κατάργηση των οδηγιών 81/602/ΕΟΚ, 88/146/ΕΟΚ και 88/299/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 3).

4.

Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10).

5.

Οδηγία 1999/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1999, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα τρόφιμα και τα συστατικά τροφίμων που έχουν υποστεί επεξεργασία με ιοντίζουσα ακτινοβολία (ΕΕ L 66 της 13.3.1999, σ. 16).

6.

Οδηγία 1999/3/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1999, για τη θέσπιση κοινοτικού καταλόγου τροφίμων και συστατικών τροφίμων που υποβάλλονται σε επεξεργασία με ιοντίζουσα ακτινοβολία (ΕΕ L 66 της 13.3.1999, σ. 24).

7.

Απόφαση 2002/840/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Οκτωβρίου 2002 για την κατάρτιση καταλόγου των εγκεκριμένων εγκαταστάσεων τρίτων χωρών για την επεξεργασία τροφίμων με ιοντίζουσα ακτινοβολία (ΕΕ L 287 της 25.10.2002, σ. 40).

8.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2065/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τα αρτύματα καπνιστών τροφίμων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν μέσα ή πάνω στα τρόφιμα (ΕΕ L 309 της 26.11.2003, σ. 1).

9.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, για καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα (ΕΕ L 364 της 20.12.2006, σ. 5).

10.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1332/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για τα ένζυμα τροφίμων και την τροποποίηση της οδηγίας 83/417/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 του Συμβουλίου, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ, της οδηγίας 2001/112/ΕΚ του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 (EE L 354 της 31.12.2008, σ. 7).

11.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, που αφορά τα πρόσθετα τροφίμων (ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 16).

12.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 και της οδηγίας 2000/13/ΕΚ (ΕΕ L 354 της, 31.12.2008, σ. 34).

13.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 231/2012 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 2012, σχετικά με τη θέσπιση προδιαγραφών για τα πρόσθετα τροφίμων που αναφέρονται στα παραρτήματα II και ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 83 της 22.3.2012, σ. 1

14.

Οδηγία 2009/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (ΕΕ L 141 της 6.6.2009, σ. 3).

15.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 470/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τον καθορισμό ορίων καταλοίπων των φαρμακολογικά δραστικών ουσιών στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 του Συμβουλίου και τροποποίηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 152, 16.6.2009, σ. 11).

«Ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση»

Εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ελβετία και εξαγωγές της Ελβετίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση

Εμπορικοί όροι

Ισοδυναμία

Ευρωπαϊκή Ένωση (5)

Ελβετία (5)

Ναι, με ειδικούς όρους

1.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147 της 31.5.2001, σ. 1).

2.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1).

3.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 142/2011 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την εφαρμογή της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένα δείγματα και τεμάχια που εξαιρούνται από κτηνιατρικούς ελέγχους στα σύνορα οι οποίοι αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία (ΕΕ L 54 της 26.2.2011, σ. 1).

1.

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τη σφαγή των ζώων και τον έλεγχο του κρέατος (OAbCV, RS 817.190).

2.

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών περί υγιεινής κατά τη σφαγή ζώων (OHyAb, RS 817.190.1)·

3.

Διάταγμα της 27ης Ιουνίου 1995 για τις επιζωοτίες (OFE, RS 916.401)·

4.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10)·

5.

Διάταγμα της 25ης Μαΐου 2011 σχετικά με την διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων (OESPA, RS 916.441.22).

Ειδικοί όροι

Για τις εισαγωγές της, η Ελβετία εφαρμόζει τις ίδιες διατάξεις με τις διατάξεις των άρθρων 25 έως 28 και 30 έως 31 και των παραρτημάτων XIV και XV (πιστοποιητικά) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 142/2011, σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 42 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009.

Οι συναλλαγές στον τομέα των υλικών των κατηγοριών 1 και 2 εμπίπτουν στο άρθρο 48 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009.

Τα υλικά της κατηγορίας 3 που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας πρέπει να συνοδεύονται από τα εμπορικά έγγραφα και υγειονομικά πιστοποιητικά που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του παραρτήματος VIII του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 142/2011, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 142/2011 και με τα άρθρα 21 και 48 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009.

Σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ κεφάλαιο Ι τμήμα 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 και με το παράρτημα IX κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 142/2011, η Ελβετία συντάσσει τον κατάλογο των αντίστοιχων εγκαταστάσεών της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Τομείς άλλοι πλην εκείνων που υπάγονται στο κεφάλαιο Ι

Εξαγωγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ελβετία και εξαγωγές της Ελβετίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση

Οι εξαγωγές αυτές πραγματοποιούνται με τους όρους που προβλέπονται για τις συναλλαγές στο εσωτερικό της Ένωσης. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές εκδίδουν πιστοποιητικό που βεβαιώνει την τήρηση των όρων αυτών και συνοδεύει τις παρτίδες αποστολής.

Εάν είναι αναγκαίο, τα υποδείγματα των πιστοποιητικών θα συζητούνται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.».


(1)  Οδηγία 2002/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τους κανόνες υγειονομικού ελέγχου που διέπουν την παραγωγή, μεταποίηση, διανομή και εισαγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση (ΕΕ L 18, 23.1.2003, σ. 11).

(2)  Οδηγία 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1992 για τον καθορισμό των όρων υγειονομικού ελέγχου καθώς και των υγειονομικών όρων που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα πρμοντων του δεν υπόκειντω, όσον αφορά τους προαναφερεόμενους όρους, στις ειδικές κοινοτικες ρυθμίσειε που αναφέρονται στο κεφάλαιο Ι του παραρτήματυς Ατης οδηγίας 89/662/ΕΟΚ. και, όσον αφορά τους παθογόνους παράγοντες, της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 62, 15.3.1993, σ. 49).

(3)  Η αναγνώριση της ισοδυναμίας των νομοθετικών διατάξεων σε θέματα επιτήρησης των ΜΣΕ στα αιγοπρόβατα θα επανεξετασθεί στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

(4)  

+

Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10).

(5)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Το παράρτημα 11 προσάρτημα 7 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσάρτημα 7

Αρμόδιες αρχές

ΜΈΡΟΣ Α

Ελβετία

Οι αρμοδιότητες υγειονομικών και κτηνιατρικών ελέγχων κατανέμονται μεταξύ των υπηρεσιών του κάθε καντονιού και του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων. Ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

όσον αφορά τις εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα καντόνια είναι αρμόδια για τον έλεγχο της τήρησης των όρων και απαιτήσεων παραγωγής, ιδίως των νόμιμων επιθεωρήσεων και της υγειονομικής πιστοποίησης με την οποία βεβαιώνεται η τήρηση των ισχυουσών προδιαγραφών και απαιτήσεων·

το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων είναι υπεύθυνο για τον γενικό συντονισμό, τους ελέγχους των συστημάτων επιθεώρησης και την αναγκαία νομοθετική δράση που εξασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κτηνιατρικών προδιαγραφών και απαιτήσεων στην ελβετική αγορά. Είναι επίσης υπεύθυνο και για τις εισαγωγές των τροφίμων ζωικής προέλευσης και των λοιπών ζωικών προϊόντων από τρίτες χώρες. Τέλος, χορηγεί τις άδειες για τις εξαγωγές των ζωικών υποπροϊόντων της κατηγορίας 1 και 2 στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΜΈΡΟΣ B

Ευρωπαϊκή Ένωση

Η αρμοδιότητα ανήκει στις εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

όσον αφορά τις εξαγωγές προς την Ελβετία τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδια για τον έλεγχο της τήρησης των όρων και απαιτήσεων παραγωγής, ιδίως των νόμιμων επιθεωρήσεων και της υγειονομικής πιστοποίησης με την οποία βεβαιώνεται η τήρηση των ισχυουσών προδιαγραφών και απαιτήσεων·

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι υπεύθυνη για τον γενικό συντονισμό, τους ελέγχους των συστημάτων επιθεώρησης και την αναγκαία νομοθετική δράση που εξασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κτηνιατρικών προδιαγραφών και απαιτήσεων εντός της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Το παράρτημα 11 προσάρτημα 10 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσάρτημα 10

Ζωικά προϊόντα: συνοριακοί έλεγχοι και τέλη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (1)

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Απόφαση 2004/292/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του συστήματος TRACES και την τροποποίηση της απόφασης 92/486/ΕΟΚ (ΕΕ L 94 της 31.3.2004, σ. 63).

2.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την ασφάλεια των τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).

1.

Νόμος για τις επιζωοτίες της 1ης Ιουλίου 1966 (LFE, RS 916.40) και ιδίως το άρθρο 57.

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

3.

Διάταγμα της 27ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών προϊόντων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITPA, RS 916.443.13)·

4.

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 16ης Μαΐου 2007 σχετικά με τον έλεγχο της εισαγωγής και της διαμετακόμισης ζώων και ζωικών προϊόντων (διάταγμα σχετικά με τους ελέγχους OITE, RS 916.443.106)·

5.

Διάταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1985 σχετικά με τα τέλη του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων (διάταγμα σχετικά με τα τέλη του OSAV, RS 916.472).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων, εντάσσει την Ελβετία στο μηχανογραφικό σύστημα TRACES, σύμφωνα με την απόφαση 2004/292/ΕΚ της Επιτροπής.

2.

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων, εντάσσει την Ελβετία στο σύστημα ταχείας προειδοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 50 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 για τις διατάξεις που αφορούν την αναπροώθηση των ζωικών προϊόντων στα σύνορα.

Σε περίπτωση απόρριψης μιας παρτίδας, ενός εμπορευματοκιβωτίου ή φορτίου από αρμόδια υπηρεσία συνοριακού σταθμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή ενημερώνει πάραυτα την Ελβετία.

Η Ελβετία ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή για κάθε απόρριψη από αρμόδια υπηρεσία συνοριακού σταθμού της Ελβετίας, λόγω άμεσου ή έμμεσου κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων, παρτίδας, εμπορευματοκιβωτίου ή φορτίου τροφίμων ή ζωοτροφών και τηρεί τους προβλεπόμενους στο άρθρο 52 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 κανόνες εμπιστευτικότητας.

Τα ειδικά μέτρα που αφορούν την εν λόγω συμμετοχή καθορίζονται στο πλαίσιο της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Κτηνιατρικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (2)

Οι κτηνιατρικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των ακόλουθων πράξεων:

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Οδηγία 89/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1989, για την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της κτηνιατρικής και ζωοτεχνικής νομοθεσίας (ΕΕ L 351 της 2.12.1989, σ. 34

2.

Οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13).

3.

Οδηγία 2002/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τους κανόνες υγειονομικού ελέγχου που διέπουν την παραγωγή, μεταποίηση, διανομή και εισαγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση (ΕΕ L 18 της 23.1.2003, σ. 11).

1.

Νόμος για τις επιζωοτίες της 1ης Ιουλίου 1966 (LFE, RS 916.40) και ιδίως το άρθρο 57.

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

3.

Διάταγμα της 27ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών προϊόντων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITPA, RS 916.443.13).

4.

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 16ης Μαΐου 2007 σχετικά με τον έλεγχο της εισαγωγής και της διαμετακόμισης ζώων και ζωικών προϊόντων (διάταγμα σχετικά με τους ελέγχους OITE, RS 916.443.106)·

5.

Διάταγμα της 28ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων συντροφιάς (OITE-AC, RS 916.443.14).

6.

Διάταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1985 σχετικά με τα τέλη του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων (διάταγμα σχετικά με τα τέλη του OSAV, RS 916.472).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ, οι αρμόδιες αρχές του τόπου προορισμού επικοινωνούν χωρίς καθυστέρηση με τις αρμόδιες αρχές του τόπου αποστολής. Αυτές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα και ανακοινώνουν στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προορισμού και στην Επιτροπή τη φύση των διενεργούμενων ελέγχων, τις αποφάσεις που λαμβάνονται και τους λόγους που υπαγόρευσαν τη λήψη τους.

Η εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στα άρθρα 10, 11 και 16 της οδηγίας 89/608/ΕΟΚ και στα άρθρα 9 και 16 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Κτηνιατρικοί έλεγχοι που εφαρμόζονται στις εισαγωγές προέλευσης τρίτων χωρών

A.   ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (3)

Οι έλεγχοι που αφορούν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των ακόλουθων διατάξεων:

Ευρωπαϊκή Ένωση

Ελβετία

1.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 136/2004 της Επιτροπής, της 22ας Ιανουαρίου 2004, για τη θέσπιση διαδικασιών κτηνιατρικών ελέγχων στους συνοριακούς σταθμούς ελέγχου της Κοινότητας κατά τη εισαγωγή προϊόντων που προέρχονται από τρίτες χώρες (ΕΕ L 21 της 28.1.2004, σ. 11).

2.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 206/2009 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την εισαγωγή στην Κοινότητα αποστολών προϊόντων ζωικής προέλευσης σε ποσότητες για προσωπική χρήση και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 136/2004 (ΕΕ L 77 της 24.3.2009, σ. 1).

3.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206).

4.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

5.

Οδηγία 89/608/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1989, για την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία των αρχών αυτών με την Επιτροπή, με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της κτηνιατρικής και ζωοτεχνικής νομοθεσίας (ΕΕ L 351 της 2.12.1989, σ. 34

6.

Οδηγία 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των βήτα-ανταγωνιστικών ουσιών στη ζωική παραγωγή για κερδοσκοπικούς λόγους και για την κατάργηση των οδηγιών 81/602/ΕΟΚ, 88/146/ΕΟΚ και 88/299/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 3

7.

Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10).

8.

Οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργανώσεως των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (ΕΕ L 024 της 30.1.1998, σ. 9).

9.

Απόφαση 2002/657/ΕΚ της Επιτροπής, της […] 12ης Αυγούστου 2002, για εφαρμογή της οδηγίας 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την επίδοση των αναλυτικών μεθόδων και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων (ΕΕ L 221 της 17.8.2002, σ. 8).

10.

Οδηγία 2002/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τους κανόνες υγειονομικού ελέγχου που διέπουν την παραγωγή, μεταποίηση, διανομή και εισαγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση (ΕΕ L 18 της 23.1.2003, σ. 11).

11.

Απόφαση 2005/34/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με τη θέσπιση εναρμονισμένων προτύπων για τον έλεγχο ορισμένων καταλοίπων σε προϊόντα ζωικής προέλευσης που εισάγονται από τρίτες χώρες (ΕΕ L 16 της 20.1.2005, σ. 61).

12.

Απόφαση 2007/275/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Απριλίου 2007, σχετικά με τους καταλόγους ζώων και προϊόντων που πρέπει να υποβάλλονται σε ελέγχους στους συνοριακούς σταθμούς επιθεώρησης σύμφωνα με τις οδηγίες του Συμβουλίου 91/496/ΕΟΚ και 97/78/ΕΚ (ΕΕ L 116 της 4.5.2007, σ. 9).

1.

Νόμος για τις επιζωοτίες της 1ης Ιουλίου 1966 (LFE, RS 916.40) και ιδίως το άρθρο 57.

2.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10).

3.

Διάταγμα της 27ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών προϊόντων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITPA, RS 916.443.13).

4.

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της 16ης Μαΐου 2007 σχετικά με τον έλεγχο της εισαγωγής και της διαμετακόμισης ζώων και ζωικών προϊόντων (διάταγμα σχετικά με τους ελέγχους OITE, RS 916.443.106)·

5.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή ζώων συντροφιάς (OITE-AC, RS 916.443.14).

6.

Διάταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1985 σχετικά με τα τέλη του Ομοσπονδιακού Γραφείου ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων (διάταγμα σχετικά με τα τέλη του OSAV, RS 916.472).

7.

Νόμος της 9ης Οκτωβρίου 1992 για τα τρόφιμα (LDAL, RS 817.0).

8.

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τα τρόφιμα και τα αγαθά τρέχουσας χρήσης (ODAlOUs, RS 817.02).

9.

Διάταγμα της 23ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με την επιβολή της νομοθεσίας περί τροφίμων (RS 817.025.21).

10.

Διάταγμα του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών, της 26ης Ιουνίου 1995, σχετικά με τις ξένες ουσίες και τα συστατικά στα τρόφιμα (OSEC, RS 817.021.23).

B.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 6 της οδηγίας 97/78/ΕΚ, οι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι ακόλουθοι: οι εγκεκριμένοι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου για τη διενέργεια των κτηνιατρικών ελέγχων στα ζωικά προϊόντα, οι οποίοι απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της απόφασης 2009/821/ΕΚ, όπως έχει τροποποιηθεί.

2.

Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 6 της οδηγίας 97/78/ΕΟΚ, οι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου για την Ελβετία είναι οι ακόλουθοι:

Όνομα

Κωδικός TRACES

Τύπος

Κέντρο επιθεώρησης

Τύπος έγκρισης

Αερολιμένας Ζυρίχης

CHZRH4

Α

Κέντρο 1

NHC (4)

Κέντρο 2

HC(2) (4)

Αερολιμένας Γενεύης

CHGVA 4

Α

Κέντρο 2

HC(2), NHC (4)

Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του καταλόγου των συνοριακών σταθμών ελέγχου και των αντίστοιχων κέντρων επιθεώρησης, καθώς και του αντίστοιχου τύπου έγκρισης υπάγονται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής.

Η εφαρμογή επιτόπιων ελέγχων υπάγεται στην αρμοδιότητα της μεικτής κτηνιατρικής επιτροπής, βάσει κυρίως του άρθρου 45 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και του άρθρου 57 του νόμου για τις επιζωοτίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Υγειονομικοί όροι και όροι ελέγχου των συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας

Για τους τομείς στους οποίους υπάρχει αμοιβαία αναγνώριση της ισοδυναμίας, τα ζωικά προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας κυκλοφορούν με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν είναι αναγκαίο, τα προϊόντα αυτά συνοδεύονται από τα υγειονομικά πιστοποιητικά που προβλέπονται για τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ορίζονται από το παρόν παράρτημα και είναι διαθέσιμα στο σύστημα TRACES.

Για τους υπόλοιπους τομείς, εξακολουθούν να ισχύουν οι υγειονομικοί όροι που προβλέπονται στο προσάρτημα 6 κεφάλαιο II.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Υγειονομικοί όροι και όροι ελέγχου των εισαγωγών από τρίτες χώρες

I.   ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ (5)

Α.   Κανόνες για τη δημόσια υγεία

1.

Οδηγία 2009/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (ΕΕ L 141 της 6.6.2009, σ. 3).

2.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 110/2008 και της οδηγίας 2000/13/ΕΚ (ΕΕ L 354 της, 31.12.2008, σ. 34).

3.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 470/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τον καθορισμό ορίων καταλοίπων των φαρμακολογικά δραστικών ουσιών στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2377/90 του Συμβουλίου και τροποποίηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 152, 16.6.2009, σ. 11).

4.

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τις προσμείξεις των τροφίμων (ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1).

5.

Οδηγία 95/45/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1995, περί θεσπίσεως ειδικών κριτηρίων καθαρότητας για τις χρωστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα (ΕΕ L 226 της 22.9.1995, σ. 1).

6.

Οδηγία 96/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την απαγόρευση της χρησιμοποίησης ορισμένων ουσιών με ορμονική ή θυρεοστατική δράση και των βήτα-ανταγωνιστικών ουσιών στη ζωική παραγωγή για κερδοσκοπικούς λόγους και για την κατάργηση των οδηγιών 81/602/ΕΟΚ, 88/146/ΕΟΚ και 88/299/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 3).

7.

Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί της λήψης μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και κατάργησης των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10).

8.

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 872/2012 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2012, για την έγκριση του καταλόγου αρτυματικών υλών που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2232/96 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, την εισαγωγή του καταλόγου αυτού στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1565/2000 της Επιτροπής και της απόφασης 1999/217/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 267 της 2.10.2012, σ. 1).

9.

Οδηγία 1999/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1999, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα τρόφιμα και τα συστατικά τροφίμων που έχουν υποστεί επεξεργασία με ιοντίζουσα ακτινοβολία (ΕΕ L 66 της 13.3.1999, σ. 16).

10.

Οδηγία 1999/3/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1999, για τη θέσπιση κοινοτικού καταλόγου τροφίμων και συστατικών τροφίμων που υποβάλλονται σε επεξεργασία με ιοντίζουσα ακτινοβολία (ΕΕ L 66 της 13.3.1999, σ. 24).

11.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147 της 31.5.2001, σ. 1).

12.

Απόφαση 2002/840/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Οκτωβρίου 2002 για την κατάρτιση καταλόγου των εγκεκριμένων εγκαταστάσεων τρίτων χωρών για την επεξεργασία τροφίμων με ιοντίζουσα ακτινοβολία (ΕΕ L 287 της 25.10.2002, σ. 40).

13.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2160/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για τον έλεγχο της σαλμονέλας και άλλων συγκεκριμένων τροφιμογενών ζωονοσογόνων παραγόντων (ΕΕ L 325 της 12.12.2003, σ. 1).

14.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2065/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τα αρτύματα καπνιστών τροφίμων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν μέσα ή πάνω στα τρόφιμα (ΕΕ L 309 της 26.11.2003, σ. 1).

15.

Οδηγία 2004/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για την κατάργηση ορισμένων οδηγιών σχετικών με την υγιεινή των τροφίμων και τους υγειονομικούς όρους για την παραγωγή και διάθεση στην αγορά ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και για την τροποποίηση των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ και 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 95/408/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 33).

16.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55).

17.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206).

18.

Απόφαση 2005/34/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με τη θέσπιση εναρμονισμένων προτύπων για τον έλεγχο ορισμένων καταλοίπων σε προϊόντα ζωικής προέλευσης που εισάγονται από τρίτες χώρες (ΕΕ L 16 της 20.1.2005, σ. 61).

19.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 401/2006 της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 2006, για τον καθορισμό μεθόδων δειγματοληψίας και ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων μυκοτοξινών στα τρόφιμα (ΕΕ L 70 της 9.3.2006, σ. 12).

20.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, για καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα (ΕΕ L 364 της 20.12.2006, σ. 5).

21.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 252/2012 της Επιτροπής, της 21ης Μαρτίου 2012, για καθορισμό των μεθόδων δειγματοληψίας και ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων των διοξινών, των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB και των μη παρόμοιων με τις διοξίνες PCB σε ορισμένα τρόφιμα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1883/2006 (ΕΕ L 84 της 23.3.2012, σ. 1).

22.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 333/2007 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2007, για τον καθορισμό μεθόδων δειγματοληψίας και ανάλυσης για τον επίσημο έλεγχο των επιπέδων μολύβδου, καδμίου, υδραργύρου, ανόργανου κασσιτέρου, 3-μονοχλωροπροπανοδιόλης και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στα τρόφιμα (ΕΕ L 88 της 29.3.2007, σ. 29).

Β.   Κανόνες για την υγεία των ζώων

1.

Οδηγία 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, για τον καθορισμό των όρων υγειονομικού ελέγχου καθώς και των υγειονομικών όρων που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους προαναφερόμενους όρους, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ και, όσον αφορά τους παθογόνους παράγοντες, της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 62 της 15.3.1993, σ. 49).

2.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΕΕ L 147 της 31.5.2001, σ. 1).

3.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1).

4.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 142/2011 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την εφαρμογή της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένα δείγματα και τεμάχια που εξαιρούνται από κτηνιατρικούς ελέγχους στα σύνορα οι οποίοι αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία (ΕΕ L 54 της 26.2.2011, σ. 1).

5.

Οδηγία 2002/99/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για τους κανόνες υγειονομικού ελέγχου που διέπουν την παραγωγή, μεταποίηση, διανομή και εισαγωγή προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση (ΕΕ L 18 της 23.1.2003, σ. 11).

6.

Οδηγία 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τις απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και τα προϊόντα τους και σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών των υδρόβιων ζώων (ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 14).

Γ.   Άλλα ειδικά μέτρα (6)

1.

Ενδιάμεση συμφωνία εμπορίου και τελωνειακής ένωσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου - Κοινή δήλωση - Δήλωση της Κοινότητας (ΕΕ L 359 της 9.12.1992, σ. 14).

2.

Απόφαση 94/1/ΕΚ, ΕΚΑΧ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των κρατών μελών αυτών και της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας, του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, του Βασιλείου της Νορβηγίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (ΕΕ L 1 της 3.1.1994, σ. 1).

3.

Απόφαση 97/132/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1996, για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Νέας Ζηλανδίας περί υγειονομικών μέτρων που εφαρμόζονται στο εμπόριο ζώντων ζώων και ζωικών προϊόντων (ΕΕ L 57 της 26.2.1997, σ. 4).

4.

Απόφαση 97/345/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, για τη σύναψη του πρωτοκόλλου για τα κτηνιατρικά θέματα που συμπληρώνει τη συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας (ΕΕ L 148 της 6.6.1997, σ. 15).

5.

Απόφαση 98/258/ΕΚ του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής περί υγειονομικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων που εφαρμόζονται στο εμπόριο ζώντων ζώων και ζωικών προϊόντων (ΕΕ L 118 της 18.3.1998, σ. 1).

6.

Απόφαση 98/504/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της κυβέρνησης του Καναδά περί υγειονομικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων που εφαρμόζονται στο εμπόριο ζώντων ζώων και ζωικών προϊόντων (ΕΕ L 226 της 13.8.1998, σ. 24).

7.

Απόφαση 1999/201/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1998 για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της κυβέρνησης του Καναδά περί υγειονομικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων που εφαρμόζονται στο εμπόριο ζώντων ζώων και ζωικών προϊόντων (ΕΕ L 71 της 18.3.1999, σ. 1).

8.

Απόφαση 1999/778/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 1999, σχετικά με τη σύναψη πρωτοκόλλου για κτηνιατρικά θέματα που συμπληρώνει τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της κυβέρνησης της Δανίας και της τοπικής κυβέρνησης των Νήσων Φερόε, αφετέρου (ΕΕ L 305 της 30.11.1999, σ. 25).

9.

Πρωτόκολλο 1999/1130/ΕΚ για κτηνιατρικά θέματα που συμπληρώνει τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της κυβέρνησης της Δανίας και της τοπικής κυβέρνησης των Νήσων Φερόε, αφετέρου (ΕΕ L 305 της 30.11.1999, σ. 26).

10.

Απόφαση 2002/979/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Νοεμβρίου 2002, για την υπογραφή και την προσωρινή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Χιλής, αφετέρου (ΕΕ L 352 της 30.12.2002, σ. 1).

2.   Ελβετία – Νομοθεσία (7)

Α.

Διάταγμα της 18ης Απριλίου 2007 σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώων και ζωικών προϊόντων (OITE, RS 916.443.10)·

Β.

Διάταγμα της 27ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών προϊόντων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITPA, RS 916.443.13).

3.   Λεπτομέρειες εφαρμογής

Α.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων εφαρμόζει, παράλληλα με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους όρους εισαγωγής που προβλέπονται στις πράξεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο I του παρόντος προσαρτήματος, τα μέτρα εφαρμογής και τους καταλόγους εγκαταστάσεων από τις οποίες επιτρέπονται οι αντίστοιχες εισαγωγές. Η εν λόγω δέσμευση ισχύει για όλες τις σχετικές πράξεις, ανεξάρτητα από την ημερομηνία που τέθηκαν σε ισχύ.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων μπορεί να θεσπίσει πιο περιοριστικά μέτρα και να απαιτήσει πρόσθετες εγγυήσεις. Στην περίπτωση αυτή θα διεξάγονται διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της Μεικτής Κτηνιατρικής Επιτροπής για την εξεύρεση των ενδεδειγμένων λύσεων.

Το Ομοσπονδιακό Γραφείο ασφάλειας των τροφίμων και κτηνιατρικών θεμάτων και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κοινοποιούν αμοιβαία τους ειδικούς όρους εισαγωγής που έχουν θεσπιστεί διμερώς και δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης σε επίπεδο Ένωσης.

Β.

Οι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο σημείο 1 μέρος Β του κεφαλαίου III του παρόντος προσαρτήματος διενεργούν τους ελέγχους που αφορούν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες με προορισμό την Ελβετία σύμφωνα με το μέρος Α του κεφαλαίου III του παρόντος προσαρτήματος.

Γ.

Οι συνοριακοί σταθμοί ελέγχου της Ελβετίας που αναφέρονται στο σημείο 2 μέρος Β. του κεφαλαίου III του παρόντος προσαρτήματος διενεργούν τους ελέγχους που αφορούν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες με προορισμό τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το μέρος Α. του κεφαλαίου III του παρόντος προσαρτήματος.

Δ.

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του διατάγματος της 27ης Αυγούστου 2008 σχετικά με την εισαγωγή και τη διαμετακόμιση ζωικών προϊόντων αεροπορικώς από τρίτες χώρες (OITPA, RS 916.443.13), η Ελβετία διατηρεί τη δυνατότητα εισαγωγής βοείου κρέατος από βοοειδή στα οποία έχουν ενδεχομένως χορηγηθεί ορμόνες επιτάχυνσης της ανάπτυξης. Η εξαγωγή του εν λόγω κρέατος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαγορεύεται. Επιπλέον, η Ελβετική Συνομοσπονδία:

περιορίζει τη χρήση των εν λόγω κρεάτων αποκλειστικά στην άμεση διάθεση στον καταναλωτή από καταστήματα λιανικού εμπορίου, με την κατάλληλη επισήμανση·

περιορίζει την εισαγωγή τους αποκλειστικά στους σταθμούς συνοριακού ελέγχου της Ελβετίας,

διατηρεί ένα αποτελεσματικό σύστημα ιχνηλασιμότητας και διοχέτευσης με σκοπό την αποφυγή κάθε πιθανότητας μεταγενέστερης εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την προέλευση και τον προορισμό των εισαγωγών, καθώς και τους ελέγχους που διενεργήθηκαν με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης των προαναφερθέντων όρων·

σε επείγουσες περιπτώσεις, οι εν λόγω διατάξεις εξετάζονται από τη μεικτή κτηνιατρική επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Τέλη

1.

Δεν εισπράττονται τέλη για τους κτηνιατρικούς ελέγχους στο πλαίσιο των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας.

2.

Όσον αφορά τους κτηνιατρικούς ελέγχους των εισαγωγών από τρίτες χώρες, οι ελβετικές αρχές δεσμεύονται να εισπράττουν τα τέλη που συνδέονται με τους επίσημους ελέγχους που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).».


(1)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(2)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(3)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω νομοθετική πράξη όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(4)  Με παραπομπή στις κατηγορίες έγκρισης που προβλέπονται στην απόφαση 2009/821/ΕΚ.

(5)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(6)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

(7)  Κάθε παραπομπή σε νομοθετική πράξη νοείται ως παραπομπή στην εν λόγω πράξη όπως τροποποιήθηκε πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

Το παράρτημα XIII προσάρτημα 11 της γεωργικής συμφωνίας αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσάρτημα 11

Σημεία επαφής

I.

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση:

Ο Διευθυντής

Κτηνιατρικών και διεθνών υποθέσεων

Γενική Διεύθυνση Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

1049 Βρυξέλλες, Βέλγιο

II.

Για την Ελβετία:

Ο Διευθυντής

Ομοσπονδιακό Γραφείο Ασφάλειας των Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων

CH-3003 Βέρνη, Ελβετία».