ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 78

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

52ό έτος
24 Μαρτίου 2009


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (Κωδικοποιημένη έκδοση)  ( 1 )

1

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

24.3.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 78/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 207/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 26ης Φεβρουαρίου 2009

για το κοινοτικό σήμα

(Κωδικοποιημένη έκδοση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 308,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (2), έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό (3). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας και η συνεχής και ισόρροπη επέκταση, πρέπει να προωθηθούν με την ολοκλήρωση και την καλή λειτουργία εσωτερικής αγοράς, ικανής να εξασφαλίζει συνθήκες ανάλογες με εκείνες που επικρατούν σε μια εθνική αγορά. Η δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς και η ενίσχυση της ενότητάς της προϋποθέτουν αφενός μεν την εξάλειψη των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και την επιβολή ενός καθεστώτος το οποίο να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό, αφετέρου δε τη θέσπιση νομικών προϋποθέσεων οι οποίες να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν ευθύς εξαρχής την παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών στις διαστάσεις της Κοινότητας. Μεταξύ των νομικών μέσων που θα έπρεπε να έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις για τους ως άνω σκοπούς, ενδείκνυνται ιδιαιτέρως τα σήματα με τα οποία μπορούν να προσδιορίζουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους κατά τρόπο ενιαίο στο σύνολο της Κοινότητας, ανεξαρτήτως συνόρων.

(3)

Για να συνεχιστεί η επιδίωξη των προαναφερθέντων κοινοτικών στόχων, εμφανίζεται ως αναγκαίο να προβλεφθεί κοινοτικό καθεστώς σημάτων το οποίο θα παρέχει στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να αποκτούν, σύμφωνα με ενιαία διαδικασία, κοινοτικά σήματα τα οποία θα προστατεύονται κατά τρόπο ενιαίο και θα παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλο το έδαφος της Κοινότητας. Η αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος θα πρέπει να ισχύει εφόσον ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει άλλως.

(4)

Η προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών δεν είναι δυνατόν να άρει το εμπόδιο του εδαφικού περιορισμού των δικαιωμάτων τα οποία οι νομοθεσίες των κρατών μελών παρέχουν στους δικαιούχους σημάτων. Προκειμένου να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να ασκήσουν χωρίς εμπόδια την οικονομική τους δραστηριότητα στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς, χρειάζονται σήματα που διέπονται από ενιαίο κοινοτικό δίκαιο το οποίο εφαρμόζεται άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

(5)

Δεδομένου ότι η συνθήκη δεν προβλέπει ειδικές εξουσίες για τη δημιουργία ενός τέτοιου νομικού μέσου, πρέπει να γίνει προσφυγή στο άρθρο 308 της συνθήκης.

(6)

Το κοινοτικό δίκαιο περί σημάτων δεν αντικαθιστά, εντούτοις, τα δίκαια περί σημάτων των κρατών μελών. Πράγματι, δεν υπάρχει λόγος να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να καταθέτουν τα σήματά τους ως κοινοτικά σήματα, δεδομένου ότι η ύπαρξη εθνικών σημάτων εξακολουθεί να είναι απαραίτητη για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν επιθυμούν την προστασία των σημάτων τους σε κοινοτική κλίμακα.

(7)

Το δικαίωμα επί του κοινοτικού σήματος αποκτάται μόνο διά καταχωρίσεως η οποία δεν γίνεται αποδεκτή, ιδίως εάν το σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα, αν είναι παράνομο ή αν υπάρχουν αντίθετα προγενέστερα δικαιώματα.

(8)

Η προστασία που συνεπάγεται το κοινοτικό σήμα και η οποία αποσκοπεί ιδίως στην εξασφάλιση της λειτουργίας του σήματος ως σημείου προέλευσης, θα πρέπει να είναι απόλυτη στην περίπτωση ταυτότητας μεταξύ αφενός του σήματος και του σημείου και αφετέρου των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Η προστασία θα πρέπει να ισχύει επίσης στην περίπτωση ομοιότητας μεταξύ αφενός του σήματος και του σημείου και αφετέρου των προϊόντων ή υπηρεσιών. Η έννοια της ομοιότητας ενδείκνυται να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με τον κίνδυνο σύγχυσης. Ο κίνδυνος σύγχυσης, η εκτίμηση του οποίου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, και ιδίως από το πόσο γνωστό είναι το σήμα στην αγορά, από τη σύνδεση που μπορεί να γίνει με το χρησιμοποιηθέν ή καταχωρισθέν σημείο, από το βαθμό της ομοιότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου και μεταξύ των σημαινομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, θα πρέπει να αποτελεί την ειδική προϋπόθεση της προστασίας.

(9)

Όπως προκύπτει από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος δεν μπορεί να απαγορεύει τη χρήση του από τρίτον για προϊόντα που έχουν τεθεί σε εμπορία στην Κοινότητα, υπό το σήμα αυτό, από τον ίδιο ή με τη συγκατάθεσή του, εκτός αν νόμιμοι λόγοι αιτιολογούν το να αντιταχθεί ο δικαιούχος στην περαιτέρω διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο.

(10)

Δικαιολογείται να προστατεύονται τα κοινοτικά σήματα και, έναντι αυτών, κάθε σήμα το οποίο έχει καταχωρισθεί προγενέστερα, μόνον εφόσον τα σήματα αυτά πράγματι χρησιμοποιούνται.

(11)

Το κοινοτικό σήμα θα πρέπει να θεωρείται ως αντικείμενο κυριότητας, το οποίο υφίσταται χωριστά από την επιχείρηση της οποίας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες σημαίνει. Θα πρέπει να μπορεί να μεταβιβάζεται, υπό την προϋπόθεση της αδήριτης ανάγκης να μην παραπλανάται το κοινό εξαιτίας της μεταβίβασης. Θα πρέπει επιπλέον να είναι δυνατόν να συσταθεί επ’ αυτού ενέχυρο υπέρ τρίτου ή να παραχωρείται η χρήση του με άδεια.

(12)

Το δίκαιο των σημάτων το οποίο θεσπίζει ο παρών κανονισμός απαιτεί, για κάθε σήμα, τη λήψη διοικητικών εκτελεστικών μέτρων, σε κοινοτικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο, ενώ θα διατηρηθεί η υπάρχουσα διάρθρωση των οργάνων της Κοινότητας και η ισορροπία των εξουσιών, να προβλεφθεί ένα Γραφείο Εναρμόνισης στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, ανεξάρτητο σε τεχνικό επίπεδο, το οποίο να έχει επαρκή νομική, διοικητική και οικονομική αυτονομία. Προς το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο και σκόπιμο το εν λόγω Γραφείο να έχει χαρακτήρα κοινοτικού οργανισμού, ο οποίος να έχει τη νομική προσωπικότητα και να ασκεί τις εκτελεστικές εξουσίες που του παρέχει ο παρών κανονισμός, στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου και χωρίς να θίγονται οι αρμοδιότητες που ασκούν τα θεσμικά όργανα της Κοινότητας.

(13)

Οι αποφάσεις του Γραφείου πρέπει να εξασφαλίζουν στα ενδιαφερόμενα μέρη νομική προστασία η οποία να προσαρμόζεται στην ιδιομορφία του δικαίου των σημάτων. Προς το σκοπό αυτό, προβλέπεται ότι μπορεί να ασκείται προσφυγή κατά των αποφάσεων των εξεταστών και των διαφόρων τμημάτων του Γραφείου. Εφόσον η αρχή η οποία εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδέχεται την προσφυγή, την παραπέμπει σε τμήμα προσφυγών του Γραφείου, το οποίο αποφασίζει σχετικά. Προσφυγή κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών είναι δυνατόν να ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο είναι αρμόδιο τόσο για την ακύρωση όσο και για τη μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης.

(14)

Δυνάμει του άρθρου 225, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της συνθήκης ΕΚ, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται πρωτοβαθμίως επί των προσφυγών τις οποίες αναφέρει ιδίως το άρθρο 230 της συνθήκης ΕΚ, με εξαίρεση εκείνες που έχουν ανατεθεί σε δικαιοδοτικό τμήμα και εκείνες που ο Οργανισμός επιφυλάσσει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια, οι ανατιθέμενες από τον παρόντα κανονισμό αρμοδιότητες στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την ακύρωση και τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών ασκούνται σε πρώτο βαθμό από το Πρωτοδικείο.

(15)

Για την ενίσχυση της προστασίας των κοινοτικών σημάτων, πρέπει να ορίζουν τα κράτη μέλη, βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, το μικρότερο δυνατό αριθμό εθνικών δικαστηρίων πρώτου και δευτέρου βαθμού ως αρμόδια για θέματα παραποίησης/απομίμησης και εγκυρότητας του κοινοτικού σήματος.

(16)

Οι αποφάσεις περί εγκυρότητας και παραποίησης/απομίμησης των κοινοτικών σημάτων είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της Κοινότητας, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του Γραφείου και να μην προσβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας των κοινοτικών σημάτων. Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (4), θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις που αφορούν κοινοτικά σήματα, εκτός εάν προβλέπεται παρέκκλιση από τον παρόντα κανονισμό.

(17)

Θα πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί αγωγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση κοινοτικό σήμα και παράλληλα εθνικά σήματα. Προς τούτο, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού, όταν οι αγωγές ασκούνται μέσα στο ίδιο κράτος μέλος, πρέπει να αναζητηθούν στους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, τους οποίους δεν θίγει ο παρών κανονισμός, ενώ, όταν οι αγωγές ασκούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη, μάλλον ενδείκνυνται διατάξεις που θα βασίζονται στους κανόνες περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001.

(18)

Για να εξασφαλισθεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία του Γραφείου Εναρμόνισης στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς, κρίνεται αναγκαίο να διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό του οποίου τα έσοδα θα περιλαμβάνουν κυρίως το προϊόν των οφειλόμενων από τους χρήστες του συστήματος τελών. Ωστόσο, η κοινοτική διαδικασία επί του προϋπολογισμού εξακολουθεί να ισχύει όσον αφορά τις ενδεχόμενες επιδοτήσεις που βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Πρέπει, εξάλλου, ο έλεγχος των λογαριασμών να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο.

(19)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ιδίως όσον αφορά την έκδοση ενός κανονισμού σχετικά με τα τέλη και ενός εκτελεστικού κανονισμού, θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Κοινοτικό σήμα

1.   Τα σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών, τα οποία καταχωρίζονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ο παρών κανονισμός, καλούνται εφεξής «κοινοτικά σήματα».

2.   Το κοινοτικό σήμα έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Κοινότητα: δεν δύναται να καταχωρισθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραίτησης, ή απόφασης περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του ή περί ακυρότητος, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την Κοινότητα. Η αρχή αυτή ισχύει, εκτός αντιθέτου διατάξεως του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Γραφείο

Ιδρύεται Γραφείο Εναρμόνισης στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), εφεξής αποκαλούμενο «Γραφείο».

Άρθρο 3

Ικανότητα δικαίου

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, εξομοιούνται προς νομικά πρόσωπα οι εταιρείες και λοιπές νομικές οντότητες οι οποίες, σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπόκεινται, έχουν την ικανότητα, ιδίω ονόματι, να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κάθε είδους, να συμβάλλονται ή να διενεργούν άλλες δικαιοπραξίες και να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΚΑΙΟ ΣΗΜΑΤΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος

Άρθρο 4

Σημεία που δύνανται να συνιστούν κοινοτικό σήμα

Μπορεί να αποτελέσει κοινοτικό σήμα οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά, από τη φύση τους, να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.

Άρθρο 5

Δικαιούχοι κοινοτικών σημάτων

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων δημοσίου δικαίου, δύναται να είναι δικαιούχος κοινοτικού σήματος.

Άρθρο 6

Τρόπος κτήσεως του κοινοτικού σήματος

Το κοινοτικό σήμα αποκτάται με την καταχώριση.

Άρθρο 7

Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου

1.   Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

α)

τα σημεία που δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 4·

β)

τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

γ)

τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

δ)

τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου·

ε)

τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά:

i)

από το σχήμα που επιβάλλεται από την ίδια τη φύση του προϊόντος·

ii)

από το σχήμα του προϊόντος που είναι απαραίτητο για την επίτευξη ενός τεχνικού αποτελέσματος·

iii)

από το σχήμα που προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν·

στ)

τα σήματα που αντίκεινται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη·

ζ)

τα σήματα που θα μπορούσαν να παραπλανήσουν το κοινό, για παράδειγμα ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

η)

τα σήματα τα οποία, ελλείψει αδείας των αρμόδιων αρχών, δεν γίνονται δεκτά δυνάμει του άρθρου 6β της σύμβασης των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, εφεξής «η σύμβαση των Παρισίων»·

θ)

τα σήματα που περιλαμβάνουν διακριτικά σύμβολα, εμβλήματα ή θυρεούς εκτός αυτών του άρθρου 6β της σύμβασης των Παρισίων και που είναι ιδιαίτερου δημοσίου συμφέροντος, εκτός εάν έχει επιτραπεί η καταχώρισή τους από τις αρμόδιες αρχές·

ι)

τα σήματα για κρασιά, εμπεριέχοντα ή αποτελούμενα από γεωγραφική ένδειξη εμφαίνουσα κρασιά, ή τα σήματα για οινοπνευματώδη εμπεριέχοντα ή αποτελούμενα από γεωγραφική ένδειξη εμφαίνουσα οινοπνευματώδη, εφόσον πρόκειται για κρασιά ή οινοπνευματώδη που δεν έχουν τη συγκεκριμένη καταγωγή·

ια)

τα σήματα που περιλαμβάνουν ή αποτελούνται από ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη που έχει καταχωρισθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (6), όταν αντιστοιχούν σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού και αφορούν τον ίδιο τύπο προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση καταχώρισης του σήματος υποβάλλεται μετά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης καταχώρισης της ονομασίας προέλευσης ή της γεωγραφικής ένδειξης στην Επιτροπή.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας.

3.   Η παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ), δεν εφαρμόζεται αν το σήμα έχει αποκτήσει για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώριση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει.

Άρθρο 8

Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου

1.   Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

α)

εάν ταυτίζεται με το προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία ζητείται το σήμα, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα·

β)

εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως «προγενέστερα σήματα» νοούνται:

α)

τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος, αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας, για τα σήματα αυτά και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

i)

κοινοτικά σήματα·

ii)

σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος ή όσον αφορά το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ·

iii)

σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος·

iv)

σήματα που έχουν καταχωρισθεί δυνάμει διεθνών διευθετήσεων οι οποίες ισχύουν στην Κοινότητα·

β)

οι αιτήσεις σημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α), υπό την επιφύλαξη της καταχώρισής τους·

γ)

τα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος ή, ενδεχομένως, την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης κοινοτικού σήματος, ήσαν παγκοίνως γνωστά σε ένα κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 6α της σύμβασης των Παρισίων.

3.   Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του σήματος, η καταχώριση κοινοτικού σήματος είναι απαράδεκτη όταν τη ζητάει ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος, ιδίω ονόματι και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

4.   Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση, στις περιπτώσεις και στο βαθμό που σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία ή το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό:

α)

δικαιώματα επί του εν λόγω σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης κοινοτικού σήματος·

β)

το εν λόγω σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

5.   Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώριση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρισθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς νόμιμη αιτία του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

ΤΜΗΜΑ 2

Αποτελέσματα του κοινοτικού συστήματος

Άρθρο 9

Δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα

1.   Το κοινοτικό σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)

κάθε σημείο που ταυτίζεται με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρισθεί·

β)

κάθε σημείο για το οποίο, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με το κοινοτικό σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών οι οποίες καλύπτονται από το κοινοτικό σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης μεταξύ σημείου και σήματος·

γ)

σημείο που ταυτίζεται ή ομοιάζει με το κοινοτικό σήμα, για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το κοινοτικό σήμα, εάν αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και η χρησιμοποίηση χωρίς εύλογη αιτία του σημείου θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του κοινοτικού σήματος ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

2.   Μπορεί, ιδίως, να απαγορεύεται, εάν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1:

α)

η επίθεση του σημείου επί των προϊόντων ή της συσκευασίας τους·

β)

η προσφορά των προϊόντων, η εμπορία ή η κατοχή τους προς τους σκοπούς αυτούς ή η προσφορά ή παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο αυτό·

γ)

η εισαγωγή ή εξαγωγή των προϊόντων υπό το σημείο αυτό·

δ)

η χρησιμοποίηση του σημείου σε επαγγελματικό έντυπο υλικό και στη διαφήμιση.

3.   Το δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα αντιτάσσεται κατά τρίτων από την ημερομηνία της δημοσίευσης της καταχώρισης του σήματος. Εντούτοις, δύναται να απαιτηθεί εύλογη αποζημίωση για ενέργειες μεταγενέστερες της δημοσίευσης αίτησης κοινοτικού σήματος, οι οποίες θα απαγορεύονταν μετά τη δημοσίευση της καταχώρισης του σήματος και λόγω αυτής. Το επιλαμβανόμενο όμως δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας πριν δημοσιευθεί η καταχώριση.

Άρθρο 10

Ανατύπωση του κοινοτικού σήματος σε λεξικά

Αν η ανατύπωση του κοινοτικού σήματος σε λεξικό, εγκυκλοπαίδεια ή παρόμοιο έργο αναφοράς δημιουργεί την εντύπωση ότι αποτελεί την κοινή ονομασία των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το σήμα, ο εκδότης, μετά από αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, μεριμνά ώστε, κατά την επόμενη έκδοση του έργου το αργότερο, η ανατύπωση του σήματος να συνοδεύεται από ένδειξη ότι πρόκειται για καταχωρισμένο σήμα.

Άρθρο 11

Απαγόρευση της χρήσης του κοινοτικού σήματος το οποίο έχει καταχωρισθεί επ’ ονόματι ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου

Αν ένα κοινοτικό σήμα έχει καταχωρισθεί επ’ ονόματι του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου εκείνου ο οποίος είναι δικαιούχος του σήματος αυτού, χωρίς την άδεια του δικαιούχου, ο δικαιούχος δικαιούται να αντιταχθεί στη χρήση του σήματός του από τον ειδικό πληρεξούσιό του ή τον αντιπρόσωπό του, εφόσον δεν είχε επιτρέψει τη χρήση αυτή, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

Άρθρο 12

Περιορισμός των αποτελεσμάτων του κοινοτικού σήματος

Το δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές:

α)

του ονόματος ή της διεύθυνσής του·

β)

ενδείξεων περί το είδος, την ποιότητα, την ποσότητα, τον προορισμό, την αξία, τη γεωγραφική προέλευση, το χρόνο παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών τους·

γ)

του σήματος, εάν είναι αναγκαίο, για να δηλωθεί ο προορισμός προϊόντος ή υπηρεσίας, ιδίως όταν πρόκειται για εξαρτήματα ή ανταλλακτικά,

εφόσον η χρήση γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο.

Άρθρο 13

Αποδυνάμωση του δικαιώματος που παρέχει το κοινοτικό σήμα

1.   Το δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Κοινότητα από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.

Άρθρο 14

Συμπληρωματική εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε θέματα παραποίησης/απομίμησης

1.   Τα αποτελέσματα του κοινοτικού σήματος καθορίζονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Κατά τα λοιπά, οι προσβολές κοινοτικού σήματος διέπονται από το εθνικό δίκαιο για τις προσβολές εθνικού σήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου Χ.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την άσκηση αγωγών σχετικά με κοινοτικό σήμα βάσει του δικαίου των κρατών μελών, ιδίως περί αστικής ευθύνης και αθέμιτου ανταγωνισμού.

3.   Οι εφαρμοστέοι κανόνες διαδικασίας καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου Χ.

ΤΜΗΜΑ 3

Χρήση του κοινοτικού σήματος

Άρθρο 15

Χρήση του κοινοτικού σήματος

1.   Εάν, εντός προθεσμίας πέντε ετών από την καταχώριση, ο δικαιούχος δεν έχει κάνει ουσιαστική χρήση του κοινοτικού σήματος μέσα στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό έχει καταχωρισθεί, ή εάν έχει αναστείλει τη χρήση του επί μια συνεχή πενταετία, το κοινοτικό σήμα υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν υπάρχει εύλογος αιτία για τη μη χρήση.

Κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου, ως χρήση θεωρείται επίσης:

α)

η χρήση του κοινοτικού σήματος υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία όμως δεν μεταβάλλουν το διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρισμένη του μορφή·

β)

η επίθεση του κοινοτικού σήματος σε προϊόντα ή στη συσκευασία τους στην Κοινότητα, με προορισμό αποκλειστικά την εξαγωγή.

2.   Η χρήση του κοινοτικού σήματος με τη συγκατάθεση του δικαιούχου θεωρείται ότι γίνεται από τον δικαιούχο.

ΤΜΗΜΑ 4

Το κοινοτικό σήμα ως αντικείμενο κυριότητας

Άρθρο 16

Εξομοίωση του κοινοτικού σήματος με το εθνικό σήμα

1.   Εκτός αντιθέτου διατάξεως των άρθρων 17 έως 24, το κοινοτικό σήμα ως αντικείμενο κυριότητας, θεωρείται στο σύνολό του και για το σύνολο του κοινοτικού εδάφους, ως εθνικό σήμα καταχωρισμένο στο κράτος μέλος στο οποίο, σύμφωνα με το μητρώο κοινοτικών σημάτων:

α)

ο δικαιούχος έχει την έδρα ή την κατοικία του κατά την κρίσιμη ημερομηνία·

β)

εάν δεν εφαρμόζεται το στοιχείο α), ο δικαιούχος έχει εγκατάσταση κατά την κρίσιμη ημερομηνία.

2.   Όσον αφορά τις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στην παράγραφο 1, το κράτος μέλος που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο είναι το κράτος μέλος όπου εδρεύει το Γραφείο.

3.   Εάν περισσότερα του ενός πρόσωπα έχουν εγγραφεί στο μητρώο κοινοτικών σημάτων ως συνδικαιούχοι, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στον πρώτο αναγραφόμενο δικαιούχο· άλλως, εφαρμόζεται στους επόμενους συνδικαιούχους με τη σειρά της εγγραφής τους. Αν η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε κανέναν από τους συνδικαιούχους, εφαρμόζεται η παράγραφος 2.

Άρθρο 17

Μεταβίβαση

1.   Το κοινοτικό σήμα δύναται να μεταβιβαστεί, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης.

2.   Η μεταβίβαση της επιχείρησης στο σύνολό της συνεπάγεται και τη μεταβίβαση του κοινοτικού σήματος, εκτός αν, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη μεταβίβαση, υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή αυτό προκύπτει σαφώς από τις περιστάσεις. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στη συμβατική υποχρέωση μεταβίβασης της επιχείρησης.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η εκχώρηση του κοινοτικού σήματος ενεργείται εγγράφως και η σύμβαση πρέπει να υπογράφεται από τους συμβαλλόμενους, εκτός αν προκύπτει από δικαστική απόφαση· εν ελλείψει, η εκχώρηση είναι άκυρη.

4.   Αν από τα αποδεικτικά της μεταβίβασης έγγραφα προκύπτει σαφώς ότι, λόγω της μεταβίβασης, το κοινοτικό σήμα ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό, ιδίως όσον αφορά τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί, το Γραφείο δεν κάνει δεκτή την καταχώριση της μεταβίβασης, εκτός αν ο διάδοχος συμφωνεί να περιοριστεί η καταχώριση του κοινοτικού σήματος στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες δεν θα είναι παραπλανητικό.

5.   Μετά από αίτηση ενός των συμβαλλομένων, η μεταβίβαση σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται.

6.   Εφόσον η μεταβίβαση δεν έχει σημειωθεί στο μητρώο, ο διάδοχος δεν μπορεί να προβάλει δικαιώματα που απορρέουν από την καταχώριση του κοινοτικού σήματος.

7.   Όταν υπάρχουν προθεσμίες που πρέπει να τηρηθούν έναντι του Γραφείου, ο διάδοχος μπορεί να υποβάλει στο Γραφείο τις προβλεπόμενες προς τούτο δηλώσεις, αφ’ ης στιγμής τούτο παρέλαβε την αίτηση καταχώρισης της μεταβίβασης.

8.   Όλα τα έγγραφα που χρήζουν κοινοποίησης στον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 79, απευθύνονται στο πρόσωπο το οποίο έχει καταχωρισθεί με την ιδιότητα του δικαιούχου.

Άρθρο 18

Μεταβίβαση σήματος που έχει καταχωρισθεί επ’ ονόματι ειδικού πληρεξουσίου

Αν ένα κοινοτικό σήμα έχει καταχωρισθεί επ’ ονόματι του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου εκείνου ο οποίος είναι δικαιούχος του σήματος, χωρίς την άδεια του δικαιούχου, ο δικαιούχος δικαιούται να ζητήσει τη μεταβίβαση της εν λόγω καταχώρισης επ’ ονόματί του, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

Άρθρο 19

Εμπράγματα δικαιώματα

1.   Το κοινοτικό σήμα δύναται να ενεχυριασθεί ή να αποτελέσει αντικείμενο άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, ανεξάρτητα από την επιχείρηση.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 δικαιώματα σημειώνονται στο μητρώο και δημοσιεύονται κατ’ αίτηση ενός των μερών.

Άρθρο 20

Αναγκαστική εκτέλεση

1.   Επί του κοινοτικού σήματος χωρεί αναγκαστική εκτέλεση.

2.   Αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί κοινοτικού σήματος έχουν τα δικαστήρια και οι αρχές του κράτους μέλους που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16.

3.   Η αναγκαστική εκτέλεση σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται, κατ’ αίτηση ενός των μερών.

Άρθρο 21

Διαδικασία αφερεγγυότητας

1.   Η μόνη διαδικασία αφερεγγυότητας στην οποία μπορεί να συμπεριληφθεί ένα κοινοτικό σήμα είναι εκείνη που κινήθηκε στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο οφειλέτης έχει το κύριο κέντρο των συμφερόντων του.

Ωστόσο, στην περίπτωση που ο οφειλέτης είναι ασφαλιστική επιχείρηση ή πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζονται αντιστοίχως στην οδηγία 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (7), και στην οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (8), η μόνη διαδικασία αφερεγγυότητας στην οποία μπορεί να συμπεριληφθεί ένα κοινοτικό σήμα είναι εκείνη που κινήθηκε στο κράτος μέλος όπου έχει δοθεί άδεια λειτουργίας αυτής της επιχείρησης ή του ιδρύματος.

2.   Σε περίπτωση κοινού δικαιώματος ενός κοινοτικού σήματος, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στο μερίδιο του συνδικαιούχου.

3.   Όταν κοινοτικό σήμα συμπεριλαμβάνεται σε διαδικασία αφερεγγυότητας, σχετική σημείωση καταχωρίζεται στο μητρώο και δημοσιεύεται στο δελτίο κοινοτικών σημάτων που προβλέπεται από το άρθρο 89, κατ’ αίτηση της αρμόδιας εθνικής αρχής.

Άρθρο 22

Άδεια χρήσης

1.   Είναι δυνατόν να παραχωρηθούν άδειες χρήσης κοινοτικού σήματος για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί και για το σύνολο ή τμήμα της Κοινότητας. Οι άδειες χρήσης μπορεί να είναι αποκλειστικές ή μη αποκλειστικές.

2.   Ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος μπορεί να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα αυτό κατά του έχοντος την άδεια ο οποίος παραβιάζει ρήτρα της σύμβασης για την παραχώρηση της άδειας χρήσης όσον αφορά:

α)

τη διάρκειά της·

β)

τη μορφή υπό την οποία μπορεί, σύμφωνα με την καταχώριση, να χρησιμοποιηθεί το σήμα·

γ)

τη φύση των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει παραχωρηθεί η άδεια·

δ)

το έδαφος στο οποίο επιτρέπεται η επίθεση του σήματος· ή

ε)

την ποιότητα των προϊόντων που κατασκευάζει ή των υπηρεσιών που παρέχει ο έχων την άδεια.

3.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της σύμβασης για την παραχώρηση άδειας χρήσης, ο έχων την άδεια δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο για παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος μόνο με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος αυτού. Πάντως, ο κάτοχος αποκλειστικής άδειας δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο εάν, μετά από όχληση, ο ίδιος ο δικαιούχος του σήματος δεν προσφύγει στο δικαστήριο για παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος εντός ευλόγου προθεσμίας.

4.   Ο έχων την άδεια δικαιούται να παρέμβει στη διαδικασία για παραποίηση/απομίμηση που έχει κινήσει ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος προκειμένου να επιτύχει επανόρθωση της ζημίας που υπέστη ο ίδιος.

5.   Η παραχώρηση ή η μεταβίβαση άδειας χρήσης κοινοτικού σήματος σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται, κατ’ αίτηση ενός των συμβαλλομένων.

Άρθρο 23

Αποτελέσματα έναντι τρίτων

1.   Οι δικαιοπραξίες που αφορούν κοινοτικό σήμα στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 17, 19 και 22, παράγουν αποτελέσματα έναντι τρίτων σε όλα τα κράτη μέλη μόνον μετά την εγγραφή τους στο μητρώο. Εντούτοις, παράγουν αποτελέσματα και πριν από την εγγραφή τους, έναντι των τρίτων οι οποίοι απέκτησαν μεν δικαιώματα επί του σήματος μετά την ημερομηνία της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, ήταν όμως εν γνώσει αυτής κατά την ημερομηνία κτήσης των δικαιωμάτων τους.

2.   Η παράγραφος 1 δεν ισχύει έναντι προσώπου το οποίο αποκτά κοινοτικό σήμα ή δικαίωμα επί κοινοτικού σήματος κατόπιν μεταβίβασης ολόκληρης της επιχείρησης ή με άλλο είδος καθολικής διαδοχής.

3.   Τα αποτελέσματα έναντι των τρίτων των δικαιοπραξιών που αναφέρονται στο άρθρο 20 διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους που καθορίζεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16.

4.   Μέχρι να τεθούν σε ισχύ μεταξύ των κρατών μελών κοινές διατάξεις για την πτώχευση, τα αποτελέσματα έναντι τρίτων πτωχευτικής ή άλλης ανάλογης διαδικασίας διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το πρώτον κινήθηκε η διαδικασία αυτή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τις οικείες εφαρμοστέες συμβάσεις.

Άρθρο 24

Η αίτηση κοινοτικού σήματος ως αντικείμενο κυριότητας

Τα άρθρα 16 έως 23 εφαρμόζονται στις αιτήσεις κοινοτικού σήματος.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΑΙΤΗΣΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Κατάθεση της αίτησης και απαιτούμενες προϋποθέσεις

Άρθρο 25

Κατάθεση της αίτησης

1.   Η αίτηση κοινοτικού σήματος κατατίθεται κατ’ επιλογή του καταθέτη:

α)

στο Γραφείο· ή

β)

στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας ενός κράτους μέλους ή στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ. Η αίτηση που κατατίθεται με αυτόν τον τρόπο έχει τα ίδια αποτελέσματα που θα είχε αν είχε κατατεθεί την ίδια ημερομηνία στο Γραφείο.

2.   Αν η αίτηση κατατεθεί στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους ή στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ, η εν λόγω υπηρεσία ή Γραφείο λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τη διαβίβαση της αίτησης στο Γραφείο, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων μετά την κατάθεση. Μπορεί να απαιτήσει από τον καταθέτη την καταβολή τέλους το οποίο να μην υπερβαίνει τα διοικητικά έξοδα της παραλαβής και της διαβίβασης της αίτησης.

3.   Οι αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και που περιέρχονται στο Γραφείο μετά τη λήξη προθεσμίας δύο μηνών από την κατάθεσή τους, θεωρούνται ότι υποβλήθηκαν την ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση έφθασε στο Γραφείο.

4.   Δέκα έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος κατάθεσης των αιτήσεων κοινοτικού σήματος, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από προτάσεις για την τροποποίηση του συστήματος αυτού.

Άρθρο 26

Προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η αίτηση

1.   Η αίτηση κοινοτικού σήματος πρέπει να περιλαμβάνει:

α)

αίτημα καταχώρισης του κοινοτικού σήματος·

β)

τα στοιχεία ταυτότητας του καταθέτη·

γ)

τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώριση·

δ)

ανατύπωση του σήματος.

2.   Η αίτηση κοινοτικού σήματος συνεπάγεται την πληρωμή τέλους κατάθεσης και, ενδεχομένως, ενός ή περισσοτέρων τελών ανά κλάση.

3.   Η αίτηση κοινοτικού σήματος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 162, παράγραφος 1, εφεξής «ο εκτελεστικός κανονισμός».

Άρθρο 27

Ημερομηνία κατάθεσης

Ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος είναι η ημερομηνία προσκόμισης από τον καταθέτη στο Γραφείο, ή στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους, ή στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Μπενελούξ, εφόσον η αίτηση κατατέθηκε εκεί, των εγγράφων που περιλαμβάνουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία, υπό την επιφύλαξη της πληρωμής του τέλους κατάθεσης εντός προθεσμίας ενός μηνός από την προσκόμιση των ανωτέρω εγγράφων.

Άρθρο 28

Ταξινόμηση

Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία κατατίθενται τα κοινοτικά σήματα ταξινομούνται σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός.

ΤΜΗΜΑ 2

Προτεραιότητα

Άρθρο 29

Δικαίωμα προτεραιότητας

1.   Ο νομοτύπως καταθέσας αίτηση σήματος σε ένα ή για ένα από τα κράτη μέλη της σύμβασης των Παρισίων ή της συμφωνίας για τη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ή ο διάδοχός του, έχει δικαίωμα προτεραιότητας προκειμένου να καταθέσει αίτηση κοινοτικού σήματος για το ίδιο σήμα και για προϊόντα ή υπηρεσίες ταυτόσημες ή εμπεριεχόμενες σε εκείνες για τις οποίες έχει κατατεθεί η αίτηση αυτή, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης της πρώτης αίτησης.

2.   Αναγνωρίζεται ότι γεννάται δικαίωμα προτεραιότητας από κάθε κατάθεση που ισοδυναμεί με νομότυπη εθνική κατάθεση δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους στο οποίο πραγματοποιείται, ή δυνάμει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

3.   Ως νομότυπη εθνική κατάθεση, νοείται κάθε κατάθεση η οποία αρκεί για τη σύσταση της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης, ανεξάρτητα από την τελική τύχη της εν λόγω αίτησης.

4.   Ως πρώτη αίτηση, η ημερομηνία κατάθεσης της οποίας είναι η αφετηρία για την προθεσμία προτεραιότητας, θεωρείται μια μεταγενέστερη αίτηση που έχει κατατεθεί για το ίδιο σήμα, για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες και στο ίδιο ή για το ίδιο κράτος όπως και μια προγενέστερη πρώτη αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της μεταγενέστερης αίτησης, η προγενέστερη αίτηση είχε ανακληθεί, εγκαταλειφθεί ή απορριφθεί, χωρίς να έχει εξεταστεί από τις κρατικές αρχές και χωρίς να εξακολουθούν να απορρέουν εξ αυτής δικαιώματα, και χωρίς να έχει ακόμη χρησιμεύσει ως βάση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος προτεραιότητας. Η προγενέστερη αίτηση δεν μπορεί πλέον να χρησιμεύσει ως βάση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος προτεραιότητας.

5.   Αν η πρώτη κατάθεση έγινε σε κράτος που δεν είναι μέρος της σύμβασης των Παρισίων ή της συμφωνίας για τη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, οι παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται μόνον εφόσον το κράτος αυτό, σύμφωνα με δημοσιευμένες διαπιστώσεις, παρέχει, βάσει μιας πρώτης κατάθεσης στο Γραφείο, δικαίωμα προτεραιότητας υπό προϋποθέσεις και με αποτελέσματα ισοδύναμα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 30

Διεκδίκηση προτεραιότητας

Ο καταθέτης που προτίθεται να διεκδικήσει την προτεραιότητα μιας προγενέστερης κατάθεσης πρέπει να προσκομίσει δήλωση προτεραιότητας, καθώς και αντίγραφο της προγενέστερης αίτησης. Εάν η γλώσσα της προγενέστερης αίτησης δεν είναι μια από τις γλώσσες του Γραφείου, τότε ο καταθέτης υποβάλει μετάφραση της προγενέστερης αίτησης σε μια από αυτές τις γλώσσες.

Άρθρο 31

Αποτέλεσμα του δικαιώματος προτεραιότητας

Το αποτέλεσμα του δικαιώματος προτεραιότητας είναι ότι ως ημερομηνία προτεραιότητας θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του κοινοτικού σήματος, προκειμένου να καθοριστεί το προγενέστερο των δικαιωμάτων.

Άρθρο 32

Ισχύς της εθνικής κατάθεσης της αίτησης

Η αίτηση κοινοτικού σήματος στην οποία έχει δοθεί ημερομηνία κατάθεσης ισχύει στα κράτη μέλη ως νομότυπη εθνική κατάθεση, λαμβανομένου, ενδεχομένως, υπόψη του δικαιώματος προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης κοινοτικού σήματος.

ΤΜΗΜΑ 3

Προτεραιότητα έκθεσης

Άρθρο 33

Προτεραιότητα έκθεσης

1.   Αν ο καταθέτης κοινοτικού σήματος έχει παρουσιάσει προϊόντα ή υπηρεσίες, υπό το κατατεθέν σήμα, σε επίσημη ή επίσημα αναγνωρισμένη διεθνή έκθεση κατά την έννοια της σύμβασης σχετικά με τις διεθνείς εκθέσεις που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 22 Νοεμβρίου 1928 και αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά στις 30 Νοεμβρίου 1972, δύναται, εφόσον καταθέσει την αίτηση εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης παρουσίασης στο κοινό των προϊόντων ή υπηρεσιών υπό το κατατεθέν σήμα, να επικαλεσθεί, από αυτή την ημερομηνία, δικαίωμα προτεραιότητας κατά την έννοια του άρθρου 31.

2.   Ο καταθέτης ο οποίος θέλει να επικαλεσθεί την προτεραιότητά του σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρέπει να αποδείξει ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες παρουσιάστηκαν στην έκθεση υπό το κατατεθέν σήμα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό.

3.   Η προτεραιότητα έκθεσης που παρέχεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος δεν παρατείνει την προθεσμία προτεραιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 29.

ΤΜΗΜΑ 4

Διεκδίκηση της αρχαιότητας του εθνικού σήματος

Άρθρο 34

Διεκδίκηση της αρχαιότητας του εθνικού σήματος

1.   Ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος καταχωρισμένου σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρισμένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης με ισχύ σε ένα κράτος μέλος, ο οποίος καταθέτει αίτηση ταυτόσημου σήματος προκειμένου να καταχωρισθεί ως κοινοτικό για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες είχε καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα ή εμπεριεχόμενες σ’ αυτές, δύναται να διεκδικήσει, για το κοινοτικό σήμα, την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρισθεί.

2.   Το μοναδικό αποτέλεσμα της αρχαιότητας, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, είναι ότι όταν ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος παραιτηθεί του προγενέστερου σήματος ή το αφήσει να αποσβεσθεί, θεωρείται ότι εξακολουθεί να απολαύει των ιδίων εκείνων δικαιωμάτων που θα είχε αν το προγενέστερο σήμα είχε εξακολουθήσει να είναι καταχωρισμένο.

3.   Η διεκδικούμενη για το κοινοτικό σήμα αρχαιότητα αποσβέννυται όταν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος, του οποίου διεκδικήθηκε η αρχαιότητα, κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του, ή παραιτείται απ’ αυτό ή όταν το σήμα αυτό κηρύσσεται άκυρο πριν από την καταχώριση του κοινοτικού σήματος.

Άρθρο 35

Διεκδίκηση αρχαιότητας μετά την καταχώριση του κοινοτικού σήματος

1.   Ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος που είναι δικαιούχος ταυτόσημου προγενέστερου σήματος, καταχωρισμένου σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρισμένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου ταυτόσημου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης με ισχύ σε κράτος μέλος, για προϊόντα ή υπηρεσίες που είναι ταυτόσημα με εκείνα για τα οποία είχε καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα ή εμπεριεχόμενα σε αυτά, μπορεί να διεκδικήσει την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρισθεί.

2.   Εφαρμόζεται το άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Εξέταση της αίτησης

Άρθρο 36

Εξέταση των προϋποθέσεων της αίτησης

1.   Το Γραφείο εξετάζει:

α)

αν η αίτηση κοινοτικού σήματος πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης ημερομηνίας κατάθεσης σύμφωνα με το άρθρο 27·

β)

αν η αίτηση κοινοτικού σήματος πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό·

γ)

αν τα οφειλόμενα, ενδεχομένως, τέλη ανά κλάση έχουν καταβληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

2.   Αν η αίτηση κοινοτικού σήματος δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, το Γραφείο καλεί τον καταθέτη να διορθώσει τις διαπιστωθείσες παρατυπίες ή να καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές μέσα στις ταχθείσες προθεσμίες.

3.   Εάν δεν διορθωθούν οι παρατυπίες ή δεν καταβληθούν οι πληρωμές που διαπιστώθηκαν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο α), εντός των ανωτέρω προθεσμιών, η αίτηση δεν εξετάζεται ως αίτηση κοινοτικού σήματος. Εάν ο καταθέτης συμμορφωθεί προς την πρόσκληση του Γραφείου, αυτό χορηγεί ως ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης την ημερομηνία κατά την οποία διορθώθηκαν όλες οι διαπιστωθείσες παρατυπίες ή κατεβλήθησαν οι οφειλόμενες πληρωμές.

4.   Εάν οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο β), δεν διορθωθούν εντός των ταχθεισών προθεσμιών, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση.

5.   Εάν οι πληρωμές που διαπιστώθηκαν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο γ), δεν καταβληθούν εντός των ταχθεισών προθεσμιών, θεωρείται ότι η αίτηση ανεκλήθη, εκτός αν προκύπτει σαφώς ποιες κλάσεις προϊόντων ή υπηρεσιών προορίζεται να καλύψει το καταβληθέν ποσό.

6.   Η μη τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με τη διεκδίκηση της προτεραιότητας συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος προτεραιότητας για την αίτηση.

7.   Η μη τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με τη διεκδίκηση της αρχαιότητας ενός εθνικού σήματος, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διεκδίκησης για την αίτηση.

Άρθρο 37

Εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου

1.   Εάν η καταχώριση του σήματος είναι απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 7, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση για το κοινοτικό σήμα, η αίτηση απορρίπτεται για τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες.

2.   Εάν το σήμα περιέχει στοιχείο στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα και η παρουσία του στοιχείου αυτού στο σήμα μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες για την έκταση της προστασίας του σήματος, το Γραφείο μπορεί, ως προϋπόθεση της καταχώρισης του σήματος, να ζητήσει από τον καταθέτη να δηλώσει ότι δεν θα επικαλεστεί αποκλειστικό δικαίωμα για το συγκεκριμένο αυτό στοιχείο. Η δήλωση αυτή δημοσιεύεται ταυτόχρονα με την αίτηση ή, ενδεχομένως, με την καταχώριση του κοινοτικού σήματος.

3.   Η αίτηση απορρίπτεται μόνον αφού δοθεί στον καταθέτη η δυνατότητα να την ανακαλέσει, να την τροποποιήσει ή να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

ΤΜΗΜΑ 2

Έρευνα

Άρθρο 38

Έρευνα

1.   Το Γραφείο, αφού χορηγήσει ημερομηνία κατάθεσης σε αίτηση κοινοτικού σήματος, καταρτίζει έκθεση κοινοτικής έρευνας στην οποία αναφέρονται τα προγενέστερα κοινοτικά σήματα ή οι προγενέστερες αιτήσεις κοινοτικού σήματος η ύπαρξη των οποίων ανακαλύφθηκε και που θα μπορούσαν να αντιταχθούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, στην καταχώριση του αιτουμένου κοινοτικού σήματος.

2.   Εάν, κατά τη στιγμή της κατάθεσης μιας αίτησης κοινοτικού σήματος, ο αιτών ζητήσει να εκπονηθεί επίσης έκθεση έρευνας από τις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών, και εάν καταβληθεί το σχετικό τέλος έρευνας εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την καταβολή του τέλους κατάθεσης, το Γραφείο, μόλις χορηγήσει ημερομηνία κατάθεσης στην αίτηση κοινοτικού σήματος, διαβιβάζει αντίγραφο της αίτησης στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας όλων των κρατών μελών τα οποία έχουν ανακοινώσει στο Γραφείο την απόφασή τους να πραγματοποιήσουν έρευνα στα δικά τους μητρώα σημάτων για τις αιτήσεις κοινοτικών σημάτων.

3.   Η καθεμία από τις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διαβιβάζει στο Γραφείο, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής αίτησης κοινοτικού σήματος, έκθεση έρευνας που είτε αναφέρει τα προγενέστερα εθνικά σήματα ή τις προγενέστερες αιτήσεις εθνικού σήματος, η ύπαρξη των οποίων ανακαλύφθηκε και που θα μπορούσαν να αντιταχθούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, στην καταχώριση του αιτουμένου κοινοτικού σήματος, είτε διαπιστώνει ότι από την έρευνα δεν προέκυψε καμία ένδειξη τέτοιων δικαιωμάτων.

4.   Η έκθεση έρευνας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 συντάσσεται βάσει τυποποιημένου εντύπου εκπονημένου από το Γραφείο, αφού δώσει τη γνώμη του το διοικητικό συμβούλιο που προβλέπεται στο άρθρο 126, παράγραφος 1, εφεξής «το διοικητικό συμβούλιο». Το ουσιώδες περιεχόμενο αυτού του εντύπου καθορίζεται από τον εκτελεστικό κανονισμό.

5.   Το Γραφείο καταβάλλει ορισμένο ποσό σε κάθε κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας για κάθε έκθεση έρευνας που η υπηρεσία του διαβιβάζει δυνάμει της παραγράφου 3. Το ποσό αυτό, που είναι το ίδιο για όλες τις κεντρικές υπηρεσίες, ορίζεται από την επιτροπή προϋπολογισμού, με απόφαση λαμβανόμενη με πλειοψηφία των τριών τετάρτων των αντιπροσώπων των κρατών μελών.

6.   Το Γραφείο διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, στον καταθέτη κοινοτικού σήματος την κοινοτική έκθεση έρευνας και, αν ζητηθεί, τις εθνικές εκθέσεις έρευνας που του διαβιβάστηκαν εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 3.

7.   Κατά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, που δεν μπορεί να γίνει πριν παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία κατά την οποία το Γραφείο διαβίβασε τις εκθέσεις έρευνας στον καταθέτη, το Γραφείο ενημερώνει τους δικαιούχους προγενέστερων κοινοτικών σημάτων ή αιτήσεων κοινοτικού σήματος που αναφέρονται στην κοινοτική έκθεση έρευνας, όσον αφορά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος.

ΤΜΗΜΑ 3

Δημοσίευση της αίτησης

Άρθρο 39

Δημοσίευση της αίτησης

1.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την αίτηση κοινοτικού σήματος και εάν η περίοδος που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 7 έχει λήξει, η αίτηση δημοσιεύεται, εφόσον δεν απορριφθεί βάσει του άρθρου 37.

2.   Εάν, μετά τη δημοσίευση, η αίτηση απορριφθεί βάσει του άρθρου 37, η απορριπτική απόφαση δημοσιεύεται μόλις καταστεί τελεσίδικη.

ΤΜΗΜΑ 4

Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή

Άρθρο 40

Παρατηρήσεις τρίτων

1.   Μετά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και οι οργανώσεις κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών μπορούν, να υποβάλουν στο Γραφείο γραπτές παρατηρήσεις, εξηγώντας το λόγο για τον οποίο το σήμα δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώριση, αυτεπαγγέλτως, δυνάμει ιδίως του άρθρου 7. Οι προαναφερόμενοι δεν αποκτούν την ιδιότητα του διάδικου στην ενώπιον του Γραφείου διαδικασία.

2.   Οι παρατηρήσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 κοινοποιούνται στον καταθέτη, ο οποίος μπορεί να λάβει θέση.

Άρθρο 41

Ανακοπή

1.   Κατά της καταχώρισης του σήματος μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, για το λόγο ότι το σήμα δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώριση δυνάμει του άρθρου 8:

α)

στις περιπτώσεις του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 5, από τους δικαιούχους των προγενέστερων σημάτων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 2, καθώς και τους κατόχους αδειών χρήσης εφόσον είναι εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τους δικαιούχους των σημάτων αυτών·

β)

στις περιπτώσεις του άρθρου 8, παράγραφος 3, από τους δικαιούχους των σημάτων στα οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή·

γ)

στις περιπτώσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, από τους δικαιούχους προγενέστερων σημάτων ή σημείων στα οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή, καθώς και από τα πρόσωπα στα οποία το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο επιτρέπει την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων.

2.   Ανακοπή κατά της καταχώρισης του σήματος δύναται επίσης να ασκηθεί, υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, σε περίπτωση δημοσίευσης τροποποιημένης αίτησης βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, δεύτερη φράση.

3.   Η ανακοπή πρέπει να ασκείται γραπτώς και να είναι αιτιολογημένη. Θεωρείται ασκηθείσα μόνο μετά την καταβολή του τέλους ανακοπής. Εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο και σε επίρρωση του αιτήματός του, ο ανακόπτων δύναται να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, να προσκομίσει αποδείξεις και να διατυπώσει παρατηρήσεις.

Άρθρο 42

Εξέταση της ανακοπής

1.   Κατά την εξέταση της ανακοπής, το Γραφείο καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις, κάθε φορά που τούτο κρίνεται αναγκαίο και εντός προθεσμίας που το ίδιο τους ορίζει, σχετικά με γνωστοποιήσεις που προέρχονται είτε από τους λοιπούς διαδίκους είτε από το ίδιο.

2.   Μετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η ανακοπή απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών.

3.   Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται στα προγενέστερα εθνικά σήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι η χρήση στην Κοινότητα αντικαθίσταται από τη χρήση στο κράτος μέλος στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο εθνικό σήμα.

4.   Το Γραφείο, εάν το κρίνει σκόπιμο, καλεί τους διαδίκους σε συμβιβασμό.

5.   Αν, από την εξέταση της ανακοπής, προκύψει ότι η καταχώριση του σήματος αποκλείεται για το σύνολο ή για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση για το κοινοτικό σήμα, η αίτηση απορρίπτεται για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή τις υπηρεσίες. Στην αντίθετη περίπτωση, απορρίπτεται η ανακοπή.

6.   Η απόφαση απόρριψης της αίτησης δημοσιεύεται όταν καταστεί τελεσίδικη.

ΤΜΗΜΑ 5

Ανάκληση, περιορισμός, τροποποίηση και διαίρεση της αίτησης

Άρθρο 43

Ανάκληση, περιορισμός και τροποποίηση της αίτησης

1.   Ο καταθέτης μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτηση κοινοτικού σήματος ή να περιορίσει τον κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών που περιλαμβάνει. Αν η αίτηση έχει ήδη δημοσιευθεί, η ανάκληση ή ο περιορισμός δημοσιεύονται επίσης.

2.   Εξάλλου, η αίτηση κοινοτικού σήματος δεν μπορεί να τροποποιηθεί, κατ’ αίτηση του καταθέτη, παρά μόνο για να διορθωθούν το όνομα και η διεύθυνσή του, τυχόν λάθη διατύπωσης ή αντιγραφής ή προφανή σφάλματα, εφόσον η διόρθωση αυτή δεν αλλοιώνει ουσιωδώς το σήμα ή δεν διευρύνει τον κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών. Εάν οι τροποποιήσεις αφορούν την παράσταση του σήματος ή τον κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών και επέρχονται μετά τη δημοσίευση της αίτησης, η αίτηση δημοσιεύεται τροποποιημένη.

Άρθρο 44

Διαίρεση της αίτησης

1.   Ο καταθέτης μπορεί να διαιρέσει την αίτηση δηλώνοντας ότι ένα τμήμα των προϊόντων ή των υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στην αρχική αίτηση θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας ή περισσότερων τμηματικών αιτήσεων. Τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες της τμηματικής αίτησης δεν μπορούν να αλληλεπικαλύπτονται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παραμένουν στην αρχική αίτηση ή που περιλαμβάνονται σε άλλες τμηματικές αιτήσεις.

2.   Η δήλωση διαίρεσης είναι απαράδεκτη:

α)

εάν, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της αρχικής αίτησης, η δήλωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη διαίρεση μεταξύ των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο ανακοπής, έως ότου η απόφαση του τμήματος ανακοπών καταστεί τελεσίδικη ή ώσπου να εγκαταλειφθεί η διαδικασία ανακοπής·

β)

κατά τις περιόδους που ορίζει ο εκτελεστικός κανονισμός.

3.   Η δήλωση διαίρεσης πρέπει να συνάδει με τις διατάξεις που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός.

4.   Η δήλωση διαίρεσης υπόκειται στην καταβολή τέλους. Η δήλωση θεωρείται γενομένη μόνο μετά την καταβολή του τέλους.

5.   Η διαίρεση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία μετεγγράφεται στο φάκελο που διατηρεί το Γραφείο για την αρχική αίτηση.

6.   Κάθε αίτηση που υποβάλλεται και κάθε τέλος που καταβάλλεται όσον αφορά την αρχική αίτηση πριν από την ημερομηνία παραλαβής από το Γραφείο της δήλωσης διαίρεσης θεωρείται ότι έχει υποβληθεί ή καταβληθεί επίσης για την τμηματική ή τις τμηματικές αιτήσεις. Τα τέλη που έχουν δεόντως καταβληθεί για την αρχική αίτηση πριν από την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης διαίρεσης δεν επιστρέφονται.

7.   Η τμηματική αίτηση διατηρεί την ημερομηνία κατάθεσης και κάθε ημερομηνία προτεραιότητας και αρχαιότητας της αρχικής αίτησης.

ΤΜΗΜΑ 6

Καταχώριση

Άρθρο 45

Καταχώριση

Το σήμα καταχωρίζεται ως κοινοτικό σήμα αν η αίτηση πληροί τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ασκηθεί ανακοπή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 41, παράγραφος 1, ή εφόσον απορριφθεί η ανακοπή με τελεσίδικη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας το τέλος καταχώρισης. Αν δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα το εν λόγω τέλος, η αίτηση θεωρείται ότι ανακλήθηκε.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΔΙΑΡΚΕΙΑ, ΑΝΑΝΕΩΣΗ, ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 46

Διάρκεια της καταχώρισης

Η καταχώριση του κοινοτικού σήματος διαρκεί επί μία δεκαετία από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης. Η καταχώριση δύναται να ανανεώνεται, ανά δεκαετία, σύμφωνα με το άρθρο 47.

Άρθρο 47

Ανανέωση

1.   Η καταχώριση του κοινοτικού σήματος ανανεώνεται κατ’ αίτηση του δικαιούχου του σήματος ή κάθε προσώπου ρητά εξουσιοδοτημένου από αυτόν, εφόσον έχουν καταβληθεί τα τέλη.

2.   Τα Γραφείο ενημερώνει τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος και κάθε δικαιούχο καταχωρισμένου επ’ αυτού δικαιώματος για τη λήξη ισχύος της καταχώρισης, εγκαίρως πριν από την επέλευσή της. Το Γραφείο δεν ευθύνεται σε περίπτωση μη ενημέρωσης.

3.   Η αίτηση ανανέωσης υποβάλλεται εντός προθεσμίας έξι μηνών η οποία λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο λήγει η διάρκεια προστασίας του σήματος. Μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει επίσης να καταβληθούν τα τέλη. Εν ελλείψει, η υποβολή της αίτησης και η καταβολή των τελών μπορούν επίσης να γίνουν εντός συμπληρωματικής προθεσμίας έξι μηνών η οποία αρχίζει την επομένη της ημέρας η οποία αναφέρεται στην πρώτη πρόταση, με την επιφύλαξη της καταβολής πρόσθετων τελών εντός της συμπληρωματικής αυτής προθεσμίας.

4.   Αν η αίτηση δεν υποβληθεί ή τα τέλη δεν καταβληθούν παρά για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το κοινοτικό σήμα, η καταχώριση ανανεώνεται μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

5.   Η ανανέωση ισχύει από την επομένη της ημερομηνίας λήξης ισχύος της καταχώρισης και καταχωρίζεται.

Άρθρο 48

Τροποποίηση

1.   Κατά τη διάρκεια ισχύος της καταχώρισης ή της ανανέωσης, το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπεται να τροποποιηθεί στο μητρώο.

2.   Εντούτοις, εάν το κοινοτικό σήμα περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου, οποιαδήποτε μεταβολή των στοιχείων αυτών που δεν επηρεάζει ουσιωδώς την ταυτότητα με την οποία είχε καταχωρισθεί αρχικά το σήμα, δύναται να καταχωρισθεί κατ’ αίτηση του δικαιούχου.

3.   Η δημοσίευση της καταχώρισης της τροποποίησης περιέχει ανατύπωση του τροποποιημένου κοινοτικού σήματος. Οι τρίτοι, τα δικαιώματα των οποίων είναι δυνατό να θιγούν από την τροποποίηση, μπορούν να αμφισβητήσουν την καταχώρησή της εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση.

Άρθρο 49

Διαίρεση της καταχώρισης

1.   Ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος μπορεί να διαιρέσει την καταχώριση δηλώνοντας ότι ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στην αρχική καταχώριση θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας ή περισσότερων τμηματικών καταχωρίσεων. Τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες της τμηματικής καταχώρισης δεν μπορούν να αλληλεπικαλύπτονται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παραμένουν στην αρχική καταχώριση ή που περιλαμβάνονται σε άλλες τμηματικές καταχωρίσεις.

2.   Οι τμηματικές δηλώσεις είναι απαράδεκτες:

α)

εάν, σε περίπτωση που έχει υποβληθεί στο Γραφείο αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας της αρχικής καταχώρισης, η τμηματική αυτή δήλωση έχει ως αποτέλεσμα τη διαίρεση των προϊόντων ή υπηρεσιών κατά των οποίων στρέφεται αυτή η αίτηση, έως ότου η απόφαση του τμήματος ακυρώσεων καταστεί τελεσίδικη ή ώσπου να τερματιστεί η διαδικασία με άλλο τρόπο·

β)

εάν, στην περίπτωση που έχει κατατεθεί ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας στο πλαίσιο αγωγής που έχει ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, η τμηματική αυτή δήλωση έχει ως αποτέλεσμα τη διαίρεση των προϊόντων ή υπηρεσιών κατά των οποίων στρέφεται αυτή η ανταγωγή, έως ότου καταχωρισθεί μνεία της απόφασης του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων στο μητρώο κοινοτικών σημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 6.

3.   Οι τμηματικές δηλώσεις πρέπει να συνάδουν με τις διατάξεις που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός.

4.   Οι τμηματικές δηλώσεις υπόκεινται στην καταβολή τέλους. Η δήλωση θεωρείται ότι έχει γίνει μόνο μετά την καταβολή του τέλους.

5.   Η διαίρεση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρίσθηκε στο μητρώο.

6.   Κάθε αίτηση που υποβάλλεται και κάθε τέλος που καταβάλλεται όσον αφορά την αρχική καταχώριση πριν από την ημερομηνία παραλαβής από το Γραφείο της δήλωσης διαίρεσης θεωρείται ότι έχει υποβληθεί ή καταβληθεί επίσης για την τμηματική ή τις τμηματικές καταχωρίσεις. Τα τέλη που έχουν δεόντως καταβληθεί για την αρχική καταχώριση πριν από την ημερομηνία παραλαβής της δήλωσης διαίρεσης δεν επιστρέφονται.

7.   Η τμηματική καταχώριση διατηρεί την ημερομηνία κατάθεσης και κάθε ημερομηνία προτεραιότητας και αρχαιότητας της αρχικής καταχώρισης.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ, ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Παραίτηση

Άρθρο 50

Παραίτηση

1.   Το κοινοτικό σήμα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παραίτησης για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί.

2.   Η παραίτηση δηλώνεται γραπτώς στο Γραφείο από τον δικαιούχο του σήματος. Παράγει αποτελέσματα μόνο μετά την καταχώρισή της.

3.   Η παραίτηση καταχωρίζεται μόνον εφόσον συναινεί ο δικαιούχος δικαιώματος που έχει εγγραφεί στο μητρώο. Αν έχει καταχωρισθεί άδεια χρήσης του σήματος, η παραίτηση εγγράφεται στο μητρώο μόνον εάν ο δικαιούχος του σήματος αποδείξει ότι γνωστοποίησε, στον έχοντα την άδεια, την πρόθεσή του να παραιτηθεί· η εγγραφή πραγματοποιείται μετά την πάροδο της προθεσμίας που καθορίζεται στον εκτελεστικό κανονισμό.

ΤΜΗΜΑ 2

Λόγοι έκπτωσης

Άρθρο 51

Λόγοι έκπτωσης

1.   Ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από ανταγωγή στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α)

εάν, επί διάστημα πέντε συνεχών ετών, δεν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί και δεν υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση· κανείς δεν μπορεί ωστόσο να επικαλεστεί την έκπτωση του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του, εάν, κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της λήξης αυτής της περιόδου και της υποβολής της αίτησης ή της άσκησης ανταγωγής, υπήρξε έναρξη ή επανάληψη της ουσιαστικής χρήσης του σήματος· πάντως, η έναρξη ή επανάληψη της χρήσης, εντός προθεσμίας τριών μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης ή την άσκηση ανταγωγής, η οποία δεν αρχίζει να προσμετράται πριν από τη συμπλήρωση της συνεχούς πενταετίας μη χρήσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, αν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έναρξη ή την επανάληψη της χρήσης συνέβησαν μόνον αφού έλαβε γνώση ο δικαιούχος ότι θα μπορούσε να υποβληθεί η αίτηση ή να ασκηθεί η ανταγωγή·

β)

εάν το σήμα, συνεπεία ενεργειών ή αδράνειας του δικαιούχου, έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος ή υπηρεσίας για την οποία έχει καταχωρισθεί·

γ)

εάν το σήμα, λόγω της χρήσης που γίνεται από τον δικαιούχο, ή με τη συγκατάθεσή του, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί, ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό, ιδίως ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών.

2.   Εάν ο λόγος έκπτωσης αφορά μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το κοινοτικό σήμα, ο δικαιούχος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

ΤΜΗΜΑ 3

Λόγοι ακυρότητας

Άρθρο 52

Απόλυτοι λόγοι ακυρότητας

1.   Ένα κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α)

εάν το κοινοτικό σήμα δεν καταχωρίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7·

β)

εάν ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος.

2.   Όταν η καταχώριση του κοινοτικού σήματος έγινε κατά παράβαση του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ), το κοινοτικό σήμα δεν κηρύσσεται εντούτοις άκυρο, εάν, λόγω της χρήσης που του έγινε, απέκτησε, μετά την καταχώρισή του, διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίσθηκε.

3.   Όταν ο λόγος ακυρότητας αφορά μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το κοινοτικό σήμα, η ακυρότητα του σήματος κηρύσσεται μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

Άρθρο 53

Σχετικοί λόγοι ακυρότητας

1.   Το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α)

όταν υφίσταται προγενέστερο σήμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου·

β)

όταν υφίσταται σήμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 3, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής·

γ)

όταν υφίσταται προγενέστερο δικαίωμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 4, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής.

2.   Το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται επίσης άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση όταν η χρήση του μπορεί να απαγορευθεί δυνάμει ενός άλλου προγενέστερου δικαιώματος σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία ή με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του, και ιδίως:

α)

δικαιώματος στο όνομα·

β)

δικαιώματος στην εικόνα·

γ)

δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας·

δ)

δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

3.   Το κοινοτικό σήμα δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρο όταν ο κάτοχος δικαιώματος που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2 συναινέσει ρητά για την καταχώριση του σήματος αυτού πριν από την υποβολή της αίτησης για ακυρότητα ή την άσκηση της ανταγωγής.

4.   Ο κάτοχος δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 2, ο οποίος ζήτησε προγενεστέρως την ακυρότητα κοινοτικού σήματος ή άσκησε ανταγωγή στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, δεν μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση για ακυρότητα ή να ασκήσει ανταγωγή επικαλούμενος κάποιο άλλο από τα ανωτέρω δικαιώματα το οποίο θα μπορούσε να είχε επικαλεστεί σε υποστήριξη της πρώτης αίτησης.

5.   Εφαρμόζεται το άρθρο 52, παράγραφος 3.

Άρθρο 54

Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής

1.   Ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος, ο οποίος επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε αλλά ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα, δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την ακυρότητα ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος βάσει του προγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες εχρησιμοποιείτο το μεταγενέστερο σήμα, εκτός αν η καταχώριση του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος έγινε με κακή πίστη.

2.   Ο δικαιούχος προγενέστερου εθνικού σήματος που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, ή άλλου προγενέστερου σημείου που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, ο οποίος επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε και ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος στο κράτος μέλος όπου προστατεύεται το εν λόγω προγενέστερο σήμα ή το άλλο προγενέστερο σημείο, δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την ακυρότητα ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος βάσει του προγενέστερου σήματος ή του άλλου προγενέστερου σημείου για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες εχρησιμοποιείτο το μεταγενέστερο σήμα, εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος έγινε με κακή πίστη.

3.   Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 ή 2, ο δικαιούχος του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος δεν δικαιούται να αντιταχθεί στη χρήση του προγενέστερου δικαιώματος, ακόμα και αν το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί πλέον να προβληθεί κατά του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος.

ΤΜΗΜΑ 4

Αποτελέσματα της έκπτωσης και της ακυρότητας

Άρθρο 55

Αποτελέσματα της έκπτωσης και της ακυρότητας

1.   Στο βαθμό που ο δικαιούχος εκπίπτει του συνόλου ή μέρους των δικαιωμάτων του, το κοινοτικό σήμα θεωρείται ότι έχει παύσει να παράγει τα αποτελέσματα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, από την ημερομηνία της αίτησης για την έκπτωση ή της ανταγωγής. Κατ’ αίτηση ενός διαδίκου, μπορεί να καθοριστεί στην απόφαση προγενέστερη ημερομηνία, εφόσον κατ’ αυτήν συνέτρεχε ένας από τους λόγους έκπτωσης.

2.   Το κοινοτικό σήμα, στο βαθμό που κηρύχθηκε, εν όλω ή εν μέρει, άκυρο, θεωρείται ότι ουδέποτε παρήγαγε τα αποτελέσματα που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

3.   Με την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων που διέπουν είτε τις αγωγές για αποζημιώσεις λόγω πταίσματος ή κακής πίστης του δικαιούχου του σήματος, είτε τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, το αναδρομικό αποτέλεσμα της έκπτωσης ή της ακυρότητας του σήματος του δικαιούχου δεν επηρεάζει:

α)

τις αποφάσεις για παραποίηση/απομίμηση που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και έχουν εκτελεστεί πριν από την έκδοση της απόφασης έκπτωσης ή ακυρότητας·

β)

τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από την απόφαση έκπτωσης ή ακυρότητας, εφόσον έχουν εκτελεστεί πριν την απόφαση αυτή· εντούτοις, μπορεί να απαιτηθεί, για λόγους ευθυδικίας, και εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, η επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της σύμβασης.

ΤΜΗΜΑ 5

Διαδικασία έκπτωσης ή ακυρότητας ενώπιον του Γραφείου

Άρθρο 56

Αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας

1.   Αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας του κοινοτικού σήματος μπορεί να υποβάλει στο Γραφείο:

α)

στις περιπτώσεις που καθορίζονται στα άρθρα 51 και 52, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο καθώς και κάθε οργάνωση που έχει συσταθεί για την εκπροσώπηση των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών, και οι οποίοι σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπάγονται, μπορούν να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου·

β)

στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1·

γ)

στις περιπτώσεις του άρθρου 53 παράγραφος 2, οι κάτοχοι των προγενέστερων δικαιωμάτων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή ή τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, νομιμοποιούνται να ασκούν τα εν λόγω δικαιώματα.

2.   Η αίτηση υποβάλλεται γραπτώς και είναι αιτιολογημένη. Θεωρείται δε ότι έχει υποβληθεί μόνο μετά την καταβολή του τέλους.

3.   Η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν μια αίτηση με το αυτό αντικείμενο, και για την αυτή αιτία, έχει κριθεί μεταξύ των αυτών διαδίκων από δικαστήριο κράτους μέλους και η απόφαση αυτή έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου.

Άρθρο 57

Εξέταση της αίτησης

1.   Κατά την εξέταση της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, το Γραφείο καλεί, όποτε είναι αναγκαίο, τους διάδικους, να υποβάλουν, στις προθεσμίες που τους τάσσει, τις παρατηρήσεις τους για τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διάδικους.

2.   Μετά από αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, ο δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος, διάδικος σε διαδικασία ακυρότητας, οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται της ημερομηνίας της αίτησης ακυρότητας, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία είχε καταχωρισθεί, και τα οποία επικαλείται προς αιτιολόγηση της αίτησής του, ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή το προγενέστερο κοινοτικό σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο. Εξάλλου, εάν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα ήταν, τουλάχιστον από πενταετίας, καταχωρισμένο κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος πρέπει επίσης να αποδείξει ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 42 παράγραφος 2 επληρούντο κατά την ημερομηνία αυτή. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η αίτηση ακυρότητας απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της αίτησης ακυρότητας, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο γι’ αυτό το μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών.

3.   Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται για τα προγενέστερα εθνικά σήματα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι η χρήση στην Κοινότητα αντικαθίσταται από τη χρήση στο κράτος μέλος στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο εθνικό σήμα.

4.   Το Γραφείο, εάν το κρίνει σκόπιμο, καλεί τους διάδικους σε συμβιβασμό.

5.   Αν, από την εξέταση της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, προκύψει ότι το σήμα δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτό προς καταχώριση για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί, ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του ή το σήμα κηρύσσεται άκυρο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες. Στην αντίθετη περίπτωση, η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας απορρίπτεται.

6.   Μνεία της απόφασης του Γραφείου σχετικά με την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας εγγράφεται στο μητρώο όταν η απόφαση καταστεί τελεσίδικη.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Άρθρο 58

Αποφάσεις που υπόκεινται σε προσφυγή

1.   Οι αποφάσεις των εξεταστών, των τμημάτων ανακοπών, του τμήματος διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων και των τμημάτων ακύρωσης υπόκεινται σε προσφυγή. Η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

2.   Η απόφαση που δεν περατώνει δίκη ως προς ένα των διαδίκων υπόκειται σε προσφυγή μόνο μαζί με την οριστική απόφαση, εκτός αν η εν λόγω απόφαση επιτρέπει την άσκηση χωριστής προσφυγής.

Άρθρο 59

Πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή και να είναι διάδικοι

Κάθε διάδικος σε διαδικασία για την οποία εκδόθηκε απόφαση, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά το μέρος που η απόφαση αυτή δεν τον δικαιώνει. Οι λοιποί διάδικοι στην εν λόγω διαδικασία καθίστανται αυτοδικαίως διάδικοι στη διαδικασία της προσφυγής.

Άρθρο 60

Προθεσμία και τύπος

Η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εγγράφως ενώπιον του Γραφείου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφυγή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί μόνο μετά την καταβολή του τέλους προσφυγής. Εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης, πρέπει να κατατεθεί γραπτώς υπόμνημα που να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής.

Άρθρο 61

Αναθεώρηση των αποφάσεων στις περιπτώσεις ex parte

1.   Εάν ο προσφεύγων είναι ο μόνος διάδικος στη διαδικασία και εάν το τμήμα το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρήσει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, διορθώνει την απόφασή του.

2.   Εάν η απόφαση δεν διορθωθεί εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής, η προσφυγή πρέπει να παραπεμφθεί αμέσως στο τμήμα προσφυγών, χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας.

Άρθρο 62

Αναθεώρηση των αποφάσεων στις περιπτώσεις inter partes

1.   Εάν κατά τη διαδικασία ο προσφεύγων είναι αντιμέτωπος με άλλο διάδικο, και το τμήμα το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρήσει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, διορθώνει την απόφασή του.

2.   Η διόρθωση μπορεί να γίνει μόνον εφόσον το τμήμα το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήσει στον άλλο διάδικο την πρόθεσή του να τη διορθώσει και αυτός το αποδεχθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης.

3.   Αν ο αντίδικος δεν συμφωνεί να γίνει δεκτή προσφυγή και διατυπώσει σχετική δήλωση εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ή αν δεν προβεί σε δήλωση εντός της καθορισμένης προθεσμίας, η προσφυγή παραπέμπεται αμέσως στο τμήμα προσφυγών, χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας.

4.   Ωστόσο, αν το τμήμα του οποίου προσβάλλεται η απόφαση δεν θεωρεί παραδεκτή και βάσιμη την προσφυγή εντός μηνός μετά τη λήψη του αιτιολογικού υπομνήματος, παραπέμπει χωρίς καθυστέρηση την προσφυγή στο τμήμα προσφυγών χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας, αντί να λάβει τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3.

Άρθρο 63

Εξέταση της προσφυγής

1.   Αν η προσφυγή είναι παραδεκτή, το τμήμα προσφυγών εξετάζει αν είναι και κατ’ ουσία βάσιμη.

2.   Κατά την εξέταση της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών καλεί τους διαδίκους, όποτε είναι αναγκαίο και εντός προθεσμίας που τους τάσσει, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους.

Άρθρο 64

Απόφαση επί της προσφυγής

1.   Μετά την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής. Δύναται, είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω.

2.   Αν το τμήμα προσφυγών αναπέμψει την υπόθεση για τα περαιτέρω στο τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα αυτό δεσμεύεται από το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης του τμήματος προσφυγών, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης είναι τα ίδια.

3.   Οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών αρχίζουν να ισχύουν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 65, παράγραφος 5, ή, αν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός της προθεσμίας αυτής, από της απορρίψεώς της.

Άρθρο 65

Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

1.   Οι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.   Προσφυγή επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της συνθήκης, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους ή για κατάχρηση εξουσίας.

3.   Το Δικαστήριο μπορεί, όχι μόνο να ακυρώσει, αλλά και να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

4.   Δικαίωμα προσφυγής έχει κάθε διάδικος της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, εφόσον η απόφαση του τμήματος αυτού δεν τον δικαιώνει.

5.   Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης του τμήματος προσφυγών.

6.   Το Γραφείο υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ

Άρθρο 66

Συλλογικά κοινοτικά σήματα

1.   Συλλογικά κοινοτικά σήματα δύνανται να αποτελέσουν τα κοινοτικά σήματα που προσδιορίζονται ως συλλογικά κατά την κατάθεση και είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της δικαιούχου οργάνωσης του σήματος από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Δύνανται να καταθέτουν συλλογικά κοινοτικά σήματα οι οργανώσεις κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες ή εμπόρων, οι οποίες, σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία υπάγονται, έχουν την ικανότητα να είναι, ιδίω ονόματι, υποκείμενα πάσης φύσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να συμβάλλονται ή να ενεργούν άλλες δικαιοπραξίες και να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου, καθώς επίσης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ), συλλογικά κοινοτικά σήματα κατά την έννοια της παραγράφου 1 μπορούν να αποτελέσουν σημεία ή ενδείξεις που δύνανται να χρησιμεύσουν στο εμπόριο για δήλωση της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Το συλλογικό σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές τέτοιων σημείων ή ενδείξεων, εφόσον αυτή η χρήση γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο· ειδικότερα, αυτό το σήμα δεν μπορεί να αντιταχθεί σε τρίτο που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα συλλογικά κοινοτικά σήματα, εκτός αν τα άρθρα 67 έως 74 προβλέπουν άλλως.

Άρθρο 67

Κανονισμός χρήσης του σήματος

1.   Ο καταθέτης συλλογικού κοινοτικού σήματος πρέπει να υποβάλει κανονισμό χρήσης του σήματος εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

2.   Ο κανονισμός χρήσης αναφέρει τα πρόσωπα που δικαιούνται να χρησιμοποιούν τα σήμα, τους όρους συμμετοχής στην οργάνωση, καθώς και τις προϋποθέσεις χρήσης του σήματος, εφόσον υπάρχουν, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κυρώσεων. Ο κανονισμός χρήσης σήματος που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 2 πρέπει να επιτρέπει σε κάθε πρόσωπο τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του οποίου προέρχονται από την εν λόγω γεωγραφική ζώνη, να καθίσταται μέλος της οργάνωσης που είναι δικαιούχος του σήματος.

Άρθρο 68

Απόρριψη της αίτησης

1.   Εκτός από τους λόγους απόρριψης της αίτησης κοινοτικού σήματος που προβλέπονται στα άρθρα 36 και 37, η αίτηση συλλογικού κοινοτικού σήματος απορρίπτεται όταν δεν πληροί τις διατάξεις των άρθρων 66 ή 67 ή όταν ο κανονισμός χρήσης αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη.

2.   Η αίτηση συλλογικού κοινοτικού σήματος απορρίπτεται επίσης όταν υπάρχει κίνδυνος παραπλάνησης του κοινού, όσον αφορά το χαρακτήρα ή τη σημασία του σήματος, ιδίως όταν το σήμα εμφανίζεται ως κάτι άλλο, και όχι ως συλλογικό σήμα.

3.   Η αίτηση δεν απορρίπτεται, αν ο καταθέτης, μετά από τροποποίηση του κανονισμού χρήσης, πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2.

Άρθρο 69

Παρατηρήσεις τρίτων

Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 40, κάθε πρόσωπο ή οργάνωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό δύναται να απευθύνει στο Γραφείο γραπτές παρατηρήσεις βασιζόμενες στον ιδιαίτερο λόγο για τον οποίο η αίτηση συλλογικού κοινοτικού σήματος πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 68.

Άρθρο 70

Χρήση του σήματος

Η χρήση του συλλογικού κοινοτικού σήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο που δικαιούται να το χρησιμοποιεί, πληροί τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, εφόσον πληρούνται οι λοιποί όροι τους οποίους ο παρών κανονισμός επιβάλλει όσον αφορά τη χρήση του κοινοτικού σήματος.

Άρθρο 71

Τροποποίηση του κανονισμού χρήσης του σήματος

1.   Ο δικαιούχος του συλλογικού κοινοτικού σήματος πρέπει να υποβάλει στο Γραφείο κάθε τροποποιημένο κανονισμό χρήσης.

2.   Η τροποποίηση δεν σημειώνεται στο μητρώο, εάν ο τροποποιημένος κανονισμός χρήσης δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 67 ή συντρέχει ένας από τους λόγους απόρριψης του άρθρου 68.

3.   Το άρθρο 69 εφαρμόζεται στον τροποποιημένο κανονισμό χρήσης.

4.   Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η τροποποίηση του κανονισμού χρήσης αρχίζει να ισχύει μόνον από την ημερομηνία που καταχωρίσθηκε η μνεία της τροποποίησης στο μητρώο.

Άρθρο 72

Άσκηση αγωγής για παραποίηση/απομίμηση

1.   Το άρθρο 22 παράγραφοι 3 και 4 σχετικά με τα δικαιώματα των κατόχων αδειών χρήσης, ισχύουν για κάθε πρόσωπο που νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί κοινοτικό συλλογικό σήμα.

2.   Ο δικαιούχος συλλογικού κοινοτικού σήματος δύναται να αξιώνει, για λογαριασμό των προσώπων που νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούν το σήμα, αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν τα πρόσωπα αυτά λόγω της χρήσης του σήματος χωρίς σχετική άδεια.

Άρθρο 73

Λόγοι έκπτωσης

Εκτός από τους λόγους έκπτωσης που προβλέπονται στο άρθρο 51, ο δικαιούχος συλλογικού κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή κατόπιν ανταγωγής που ασκείται στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, εάν:

α)

ο δικαιούχος δεν λαμβάνει εύλογα μέτρα για να αποτρέψει χρήση του σήματος η οποία δεν συμβιβάζεται με τους όρους χρήσης που προβλέπει ο κανονισμός χρήσης, η τροποποίηση του οποίου έχει, ενδεχομένως, σημειωθεί στο μητρώο·

β)

ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησε το σήμα ο δικαιούχος είχε ως συνέπεια τη δυνατότητα παραπλάνησης του κοινού κατά την έννοια του άρθρου 68 παράγραφος 2·

γ)

η τροποποίηση του κανονισμού χρήσης σημειώθηκε στο μητρώο αντίθετα προς το άρθρο 71 παράγραφος 2, εκτός αν ο δικαιούχος του σήματος, μετά από νέα τροποποίηση του κανονισμού χρήσης, συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των διατάξεων αυτών.

Άρθρο 74

Λόγοι ακυρότητας

Εκτός από τους λόγους ακυρότητας που προβλέπονται στα άρθρα 52 και 53, το συλλογικό κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από ανταγωγή που ασκείται στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, εάν καταχωρίσθηκε αντίθετα προς το άρθρο 68, εκτός εάν ο δικαιούχος του σήματος, μετά από τροποποίηση του κανονισμού χρήσης, συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των διατάξεων αυτών.

ΤΙΤΛΟΣ IX

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 75

Αιτιολόγηση των αποφάσεων

Οι αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται. Μπορούν να στηρίζονται μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

Άρθρο 76

Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών

1.   Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά· εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

2.   Το Γραφείο μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά των οποίων δεν έγινε επίκληση ή αποδείξεις που δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.

Άρθρο 77

Προφορική διαδικασία

1.   Το Γραφείο αποφασίζει προφορική διαδικασία, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση ενός των διαδίκων, εάν το θεωρεί σκόπιμο.

2.   Η προφορική διαδικασία ενώπιον των εξεταστών, των τμημάτων ανακοπών και του τμήματος διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων δεν είναι δημόσια.

3.   Η προφορική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της απαγγελίας της απόφασης, είναι δημόσια ενώπιον των τμημάτων ακύρωσης και των τμημάτων προσφυγών, εφόσον δεν υπάρξει αντίθετη απόφαση του επιληφθέντος τμήματος σε περιπτώσεις όπου η δημοσιότητα θα μπορούσε να έχει, ιδίως για ένα διάδικο, σοβαρές και άδικες επιπτώσεις.

Άρθρο 78

Αποδεικτική διαδικασία

1.   Σε κάθε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου, επιτρέπονται ιδίως τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα:

α)

η εξέταση των διαδίκων·

β)

η αίτηση πληροφοριών·

γ)

η προσκόμιση εγγράφων και δειγμάτων·

δ)

η εξέταση των μαρτύρων·

ε)

η πραγματογνωμοσύνη·

στ)

οι έγγραφες ένορκες βεβαιώσεις ή υπεύθυνες δηλώσεις ή οι δηλώσεις οι οποίες έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο συντάσσονται.

2.   Η επιληφθείσα υπηρεσία μπορεί να αναθέσει σε ένα από τα μέλη της τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας.

3.   Εάν το Γραφείο κρίνει απαραίτητο να καταθέσει προφορικά διάδικος, μάρτυρας ή πραγματογνώμονας, κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο να εμφανισθεί ενώπιόν του.

4.   Οι διάδικοι ενημερώνονται για την εξέταση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ενώπιον του Γραφείου. Έχουν το δικαίωμα να παρίστανται και να υποβάλλουν ερωτήσεις στον μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα.

Άρθρο 79

Κοινοποίηση

Το Γραφείο κοινοποιεί αυτεπάγγελτα όλες τις αποφάσεις και κλητεύσεις για εμφάνιση ενώπιόν του, καθώς και τις γνωστοποιήσεις που αποτελούν αφετηρία προθεσμιών ή των οποίων η κοινοποίηση προβλέπεται από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή από τον εκτελεστικό κανονισμό, ή διατάσσεται από τον πρόεδρο του Γραφείου.

Άρθρο 80

Ακύρωση ή ανάκληση

1.   Σε περίπτωση που το Γραφείο πραγματοποιήσει μια εγγραφή στο μητρώο ή λάβει απόφαση που περιέχει πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, αποδιδόμενο στο Γραφείο, το τελευταίο αυτό προβαίνει στην ακύρωση της εν λόγω εγγραφής ή στην ανάκληση της εν λόγω αποφάσεως. Σε περίπτωση που στη διαδικασία υπάρχει μόνον ένας διάδικος και η εγγραφή ή η πράξη θίγει τα δικαιώματά του, η ακύρωση της εγγραφής ή η ανάκληση της απόφασης αποφασίζεται ακόμη κι αν το σφάλμα δεν ήταν πρόδηλο για τον διάδικο.

2.   Η ακύρωση της εγγραφής ή η ανάκληση της απόφασης που προβλέπονται από την παράγραφο 1 αποφασίζεται αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αίτηση ενός των διαδίκων από το τμήμα που έκανε την εγγραφή ή έλαβε την απόφαση. Η ακύρωση ή ανάκληση αποφασίζεται εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία εγγραφής στο μητρώο ή έκδοσης της απόφασης, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους διαδίκους και τους πιθανούς κατόχους δικαιωμάτων επί του εν λόγω κοινοτικού σήματος, που έχουν εγγραφεί στο μητρώο.

3.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τη δυνατότητα των διαδίκων να ασκήσουν προσφυγή κατ’ εφαρμογή των άρθρων 58 και 65, ούτε τη δυνατότητα, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους όρους που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός, να διορθωθούν οποιαδήποτε γλωσσικά σφάλματα ή σφάλματα μεταγραφής καθώς και προφανή σφάλματα στις αποφάσεις του Γραφείου, ή σφάλματα αποδιδόμενα στο Γραφείο κατά την καταχώριση του σήματος ή κατά τη δημοσίευση της καταχώρισής του.

Άρθρο 81

Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum)

1.   Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου ο οποίος, παρότι επέδειξε όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τηρήσει μια προθεσμία έναντι του Γραφείου, αποκαθίσταται, μετά από αίτηση, στα δικαιώματά του εάν το κώλυμα είχε ως άμεση συνέπεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, την απώλεια δικαιώματος ή ένδικου μέσου.

2.   Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παύση του κωλύματος. Η μη διενεργηθείσα πράξη πρέπει να διενεργηθεί μέσα στην προθεσμία αυτή. Η αίτηση είναι παραδεκτή μόνον εντός προθεσμίας ενός έτους από τη λήξη της μη τηρηθείσας προθεσμίας. Σε περίπτωση που δεν υποβλήθηκε η αίτηση ανανέωσης της καταχώρισης ή δεν καταβλήθηκε το τέλος της ανανέωσης, η πρόσθετη προθεσμία των έξι μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 τρίτη φράση, αφαιρείται από την περίοδο του ενός έτους.

3.   Η αίτηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά και τους λόγους που προβάλλονται για την υποστήριξή της. Η αίτηση θεωρείται ότι έχει υποβληθεί μόνον αφού καταβληθεί το τέλος επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

4.   Το τμήμα που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για τη μη διενεργηθείσα πράξη, αποφασίζει και για την αίτηση.

5.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2, καθώς και στο άρθρο 41 παράγραφοι 1 και 3 και στο άρθρο 82.

6.   Όταν ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος αποκατασταθεί στα δικαιώματά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματά του έναντι τρίτου ο οποίος, καλόπιστα, έθεσε προϊόντα στο εμπόριο ή παρέσχε υπηρεσίες με σημείο ταυτόσημο ή ομοειδές με το κοινοτικό σήμα, κατά το διάστημα μεταξύ της απώλειας του δικαιώματος στην αίτηση ή στο κοινοτικό σήμα και της δημοσίευσης της μνείας αποκατάστασης αυτού του δικαιώματος.

7.   Ο τρίτος που μπορεί να επικαλεστεί την παράγραφο 6 μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της απόφασης αποκατάστασης του καταθέτη ή του δικαιούχου κοινοτικού σήματος στα δικαιώματά τους, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της μνείας αποκατάστασης του δικαιώματος.

8.   Το παρόν άρθρο δεν επηρεάζει το δικαίωμα κράτους μέλους να παρέχει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ως προς τις προθεσμίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και που πρέπει να τηρούνται έναντι των αρχών του κράτους αυτού.

Άρθρο 82

Συνέχιση της διαδικασίας

1.   Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου ο οποίος παρέλειψε να τηρήσει μια προθεσμία έναντι του Γραφείου, μπορεί να εξασφαλίσει, μετά από αίτηση, τη συνέχιση της διαδικασίας, υπό τον όρο ότι, κατά την υποβολή της αίτησης, έχει διενεργηθεί η παραληφθείσα πράξη. Η αίτηση συνέχισης της διαδικασίας είναι παραδεκτή μόνον εφόσον υποβάλλεται εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που δεν τηρήθηκε. Η αίτηση θεωρείται υποβληθείσα μόνον αφού καταβληθεί το τέλος συνέχισης της διαδικασίας.

2.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3, στο άρθρο 27, στο άρθρο 29 παράγραφος 1, στο άρθρο 33 παράγραφος 1, στο άρθρο 36 παράγραφος 2, στο άρθρο 41, στο άρθρο 42, στο άρθρο 47 παράγραφος 3, στο άρθρο 60, στο άρθρο 62, στο άρθρο 65 παράγραφος 5, στο άρθρο 81, στο άρθρο 112 καθώς και στις προθεσμίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στις προθεσμίες που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό, για τη διεκδίκηση, μετά την κατάθεση της αίτησης, μιας προτεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 30, μιας προτεραιότητας έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 33 ή μιας αρχαιότητας σύμφωνα με το άρθρο 34.

3.   Το τμήμα που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για τη μη διενεργηθείσα πράξη αποφασίζει και για την αίτηση.

4.   Στην περίπτωση που το Γραφείο κάνει δεκτή την αίτηση, η μη τήρηση της προθεσμίας θεωρείται ότι δεν παρήγαγε συνέπειες.

5.   Στην περίπτωση που το Γραφείο απορρίψει την αίτηση, το τέλος επιστρέφεται.

Άρθρο 83

Αναφορά στις γενικές αρχές

Οσάκις δεν υπάρχει δικονομική διάταξη στον παρόντα κανονισμό, τον εκτελεστικό κανονισμό, τον κανονισμό για τα τέλη ή τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη τις σχετικές αρχές που γίνονται γενικά δεκτές στα κράτη μέλη.

Άρθρο 84

Λήξη των οικονομικών υποχρεώσεων

1.   Το δικαίωμα του Γραφείου να απαιτεί την καταβολή τελών, παραγράφεται τέσσερα έτη μετά το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου το τέλος κατέστη απαιτητό.

2.   Τα δικαιώματα κατά του Γραφείου όσον αφορά την επιστροφή τελών ή ποσών που εισπράχθηκαν απ’ αυτό καθ’ υπέρβαση κατά την καταβολή των τελών, παραγράφονται τέσσερα έτη μετά το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου γεννήθηκε το δικαίωμα.

3.   Η προθεσμία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 διακόπτεται στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με πρόσκληση εξόφλησης του τέλους, στη δε περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 με ειδική προς τούτο γραπτή αίτηση. Η προθεσμία αυτή αρχίζει εκ νέου να προσμετράται από την ημερομηνία της διακοπής της και λήγει, το αργότερο, έξι έτη μετά το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου άρχισε να προσμετράται για πρώτη φορά, εκτός αν, εν τω μεταξύ, ασκηθεί αγωγή για την ικανοποίηση αυτού του δικαιώματος· στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία λήγει το νωρίτερο ένα έτος μετά την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

ΤΜΗΜΑ 2

Έξοδα

Άρθρο 85

Κατανομή των εξόδων

1.   Ο ηττηθείς διάδικος σε διαδικασία ανακοπής, έκπτωσης, ακυρότητας ή προσφυγής βαρύνεται με τα τέλη στα οποία έχει υποβληθεί ο άλλος διάδικος, καθώς, και με την επιφύλαξη του άρθρου 119, παράγραφος 6, με όλα τα απαραίτητα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μετακίνησης και παραμονής, καθώς και της αμοιβής ενός ειδικού πληρεξουσίου, συμβούλου ή δικηγόρου, εντός ορίων των τελών που έχουν καθοριστεί, υπό τους όρους που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός για κάθε κατηγορία εξόδων.

2.   Ωστόσο, στο βαθμό που τυχόν οι διάδικοι νίκησαν και ηττήθηκαν μερικώς ή όταν το απαιτεί η ευθυδικία, το τμήμα ανακοπών ή το τμήμα ακύρωσης ή το τμήμα προσφυγών αποφασίζει διαφορετική κατανομή των εξόδων.

3.   Ο διάδικος που τερματίζει μια διαδικασία ανακαλώντας την αίτηση κοινοτικού σήματος, την ανακοπή, την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας, ή την προσφυγή ή ακόμη μη ανανεώνοντας την καταχώριση του κοινοτικού σήματος ή παραιτούμενος από αυτό, βαρύνεται με τα τέλη, καθώς και τα έξοδα στα οποία έχει υποβληθεί ο άλλος διάδικος, υπό τους όρους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το τμήμα ανακοπών, το τμήμα ακύρωσης ή το τμήμα προσφυγών, κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

5.   Εφόσον οι διάδικοι συνάψουν ενώπιον του τμήματος ανακοπών, του τμήματος ακύρωσης ή του τμήματος προσφυγών, συμφωνία περί των εξόδων διαφορετική από αυτή που προκύπτει από την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων, το οικείο τμήμα κρατά σημείωση για τη συμφωνία αυτή.

6.   Το τμήμα ανακοπών ή το τμήμα ακυρώσεων ή το τμήμα προσφυγών ορίζει το ποσό των εξόδων που επιστρέφονται δυνάμει των προηγούμενων παραγράφων εφόσον τα έξοδα που πρέπει να καταβληθούν είναι μόνο τα τέλη που καταβάλλονται στο Γραφείο και τα έξοδα εκπροσώπησης. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο γραμματέας του τμήματος προσφυγών ή ένα μέλος του προσωπικού του τμήματος ανακοπών ή του τμήματος ακυρώσεων ορίζει, μετά από σχετική αίτηση, το ποσό των εξόδων που επιστρέφονται. Η αίτηση είναι παραδεκτή μόνο για χρονικό διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση σε σχέση με την οποία ζητείται να οριστεί το ποσό των εξόδων που επιστρέφονται καθίσταται οριστική. Το ποσό αυτό, μετά από αίτηση που υποβάλλεται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, μπορεί να αναθεωρηθεί με απόφαση του τμήματος ανακοπών, του τμήματος ακυρώσεων ή του τμήματος προσφυγών.

Άρθρο 86

Εκτέλεση των αποφάσεων καθορισμού των εξόδων

1.   Κάθε τελεσίδικη απόφαση του Γραφείου, η οποία καθορίζει το ποσό των εξόδων, αποτελεί τίτλο εκτελεστό.

2.   Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στο κράτος στο οποίο λαμβάνει χώρα. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται, χωρίς κανέναν άλλο έλεγχο πέρα από τον έλεγχο της γνησιότητας του τίτλου, από την εθνική αρχή η οποία ορίζεται για το σκοπό αυτό από την κυβέρνηση κάθε κράτους μέλους, η οποία τη γνωστοποιεί στο Γραφείο και στο Δικαστήριο.

3.   Μετά την ολοκλήρωση αυτών των διατυπώσεων, το ενδιαφερόμενο μέρος, κατόπιν αιτήσεώς του, μπορεί να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση προσφεύγοντας απευθείας στο αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

4.   Η αναγκαστική εκτέλεση είναι δυνατό να ανασταλεί μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Εντούτοις, ο έλεγχος της νομιμότητας των μέσων εκτέλεσης υπάγεται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων της συγκεκριμένης χώρας.

ΤΜΗΜΑ 3

Ενημέρωση του κοινού και των αρχών των κρατών μελών

Άρθρο 87

Μητρώο κοινοτικών σημάτων

Το Γραφείο τηρεί μητρώο, το οποίο καλείται μητρώο κοινοτικών σημάτων, όπου σημειώνονται όλα τα στοιχεία των οποίων η καταχώριση ή η μνεία προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό ή τον εκτελεστικό κανονισμό. Το μητρώο είναι στη διάθεση του κοινού για έρευνα.

Άρθρο 88

Δημόσια έρευνα

1.   Οι φάκελοι οι σχετικοί με τις αιτήσεις κοινοτικών σημάτων οι οποίες δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί, είναι προσιτοί στο κοινό για έρευνα μόνο με τη συγκατάθεση του καταθέτη.

2.   Οποιοσδήποτε αποδεικνύει ότι ο καταθέτης κοινοτικού σήματος διαβεβαίωσε ότι θα επικαλεστεί έναντί του τα δικαιώματα που απορρέουν από την καταχώριση του σήματος, δύναται να συμβουλευθεί το φάκελο πριν από τη δημοσίευση της αίτησης και χωρίς τη συγκατάθεση του καταθέτη.

3.   Μετά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, οι φάκελοι της εν λόγω αίτησης και του σήματος στο οποίο η αίτηση οδήγησε μπορούν να είναι προσιτοί στο κοινό για έρευνα, κατόπιν αιτήσεως.

4.   Εντούτοις, και όταν οι φάκελοι είναι προσιτοί στο κοινό για έρευνα, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2 ή 3, ορισμένα έγγραφα των φακέλων δύνανται να εξαιρούνται, σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό.

Άρθρο 89

Περιοδικές δημοσιεύσεις

Το Γραφείο δημοσιεύει περιοδικά:

α)

Δελτίο κοινοτικών σημάτων, το οποίο περιλαμβάνει τις καταχωρίσεις στο μητρώο κοινοτικών σημάτων, καθώς και όλα τα άλλα στοιχεία των οποίων η δημοσίευση προβλέπεται στον παρόντα ή στον εκτελεστικό κανονισμό·

β)

Επίσημη εφημερίδα, η οποία περιλαμβάνει τις κοινοποιήσεις και πληροφορίες γενικής φύσεως που προέρχονται από τον πρόεδρο του Γραφείου, όπως επίσης και κάθε άλλη πληροφορία σχετική με τον παρόντα κανονισμό και την εφαρμογή του.

Άρθρο 90

Διοικητική συνεργασία

Εκτός αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή των εθνικών νομοθεσιών, το Γραφείο και τα δικαστήρια ή οι άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, μετά από σχετική αίτηση, ανταλλάσσοντας πληροφορίες ή φακέλους. Όταν το Γραφείο ανακοινώνει τους φακέλους στα δικαστήρια, στις εισαγγελίες και στις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η ανακοίνωση δεν υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 88.

Άρθρο 91

Ανταλλαγή δημοσιεύσεων

1.   Το Γραφείο και οι κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών ανταλλάσσουν δωρεάν, για την κάλυψη των αναγκών τους και μετά από αίτηση, ένα ή περισσότερα αντίτυπα των αντίστοιχων δημοσιεύσεών τους.

2.   Το Γραφείο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες για την ανταλλαγή ή την αποστολή δημοσιεύσεων.

ΤΜΗΜΑ 4

Εκπροσώπηση

Άρθρο 92

Γενικές αρχές σχετικές με την εκπροσώπηση

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, κανένας δεν έχει υποχρέωση να ορίσει αντιπρόσωπο ενώπιον του Γραφείου.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 δεύτερη φράση, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που δεν έχουν κατοικία, έδρα ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στην Κοινότητα πρέπει να εκπροσωπούνται ενώπιον του Γραφείου, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 1, σε κάθε διαδικασία που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, εκτός από την κατάθεση αίτησης κοινοτικού σήματος. Στον εκτελεστικό κανονισμό μπορούν να προβλεφθούν και άλλες εξαιρέσεις.

3.   Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία ή την έδρα τους ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στην Κοινότητα, μπορούν να εκπροσωπούνται ενώπιον του Γραφείου από υπάλληλό τους. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος νομικού προσώπου που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο, μπορεί να ενεργεί και για άλλα νομικά πρόσωπα που συνδέονται οικονομικά με το πρόσωπο αυτό, ακόμα και αν αυτά τα άλλα νομικά πρόσωπα δεν έχουν κατοικία ή έδρα ή πραγματική και ενεργό, βιομηχανική ή εμπορική, εγκατάσταση, στην Κοινότητα.

4.   Ο εκτελεστικός κανονισμός καθορίζει εάν και με ποιους όρους πρέπει ένας υπάλληλος να καταθέσει στο Γραφείο ενυπόγραφο πληρεξούσιο το οποίο πρέπει να κατατεθεί στο φάκελο.

Άρθρο 93

Επαγγελματική εκπροσώπηση

1.   Η εκπροσώπηση των φυσικών και νομικών προσώπων, ενώπιον του Γραφείου, αναλαμβάνεται μόνον:

α)

από δικηγόρο, ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους και έχει την επαγγελματική του κατοικία στην Κοινότητα, εφόσον, στο συγκεκριμένο κράτος, μπορεί να ενεργεί ως πληρεξούσιος σε θέματα σημάτων· ή

β)

από τους εγκεκριμένους πληρεξουσίους οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα που τηρεί, γι’ αυτόν το σκοπό, το Γραφείο· ο εκτελεστικός κανονισμός καθορίζει εάν και με ποιους όρους καταθέτουν οι εγκεκριμένοι πληρεξούσιοι στο Γραφείο ενυπόγραφο πληρεξούσιο το οποίο πρέπει να κατατεθεί στο φάκελο.

Οι ενώπιον του Γραφείου πληρεξούσιοι καταθέτουν σ’ αυτό ενυπόγραφο πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο πρέπει να κατατεθεί στο φάκελο, και οι λεπτομέρειες του οποίου καθορίζονται από τον εκτελεστικό κανονισμό.

2.   Στον κατάλογο των εγκεκριμένων πληρεξουσίων, επιτρέπεται να εγγραφεί κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο:

α)

έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους·

β)

έχει την επαγγελματική του κατοικία ή τον τόπο εργασίας του στην Κοινότητα·

γ)

δικαιούται να εκπροσωπεί, σε υποθέσεις σημάτων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώπιον της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους. Όταν, στο κράτος αυτό, η απονομή της ιδιότητας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ειδικών επαγγελματικών προσόντων, τα πρόσωπα τα οποία ενεργούν σε υποθέσεις σημάτων ενώπιον της κεντρικής υπηρεσίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας του εν λόγω κράτους και ζητούν την εγγραφή τους στον πίνακα του Γραφείου, πρέπει να έχουν ασκήσει κανονικά το επάγγελμα τουλάχιστον επί πέντε έτη. Ωστόσο, απαλλάσσονται από την εν λόγω προϋπόθεση της άσκησης του επαγγέλματος τα πρόσωπα των οποίων τα επαγγελματικά προσόντα, για την εκπροσώπηση φυσικών ή νομικών προσώπων σε υποθέσεις σημάτων ενώπιον της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους, είναι επίσημα αναγνωρισμένα σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του κράτους αυτού.

3.   Η εγγραφή γίνεται μετά από αίτηση συνοδευόμενη από βεβαίωση της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας του οικείου κράτους μέλους, η οποία να πιστοποιεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4.   Ο πρόεδρος του Γραφείου μπορεί να επιτρέψει παρέκκλιση από:

α)

την παράγραφο 2 στοιχείο γ) δεύτερη φράση, αν ο αιτών αποδείξει ότι έχει αποκτήσει το απαιτούμενο προσόν με άλλο τρόπο·

β)

την παράγραφο 2 στοιχείο α), σε ιδιάζουσες περιπτώσεις.

5.   Ο εκτελεστικός κανονισμός καθορίζει τις προϋποθέσεις διαγραφής, ενός προσώπου από τον κατάλογο των εγκεκριμένων πληρεξουσίων.

ΤΙΤΛΟΣ Χ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΑΓΩΓΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001

Άρθρο 94

Εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001

1.   Εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, στις διαδικασίες που αφορούν τα κοινοτικά σήματα και τις αιτήσεις κοινοτικού σήματος καθώς και στις δίκες που αφορούν τις ταυτόχρονες ή διαδοχικές αγωγές που ασκούνται με βάση κοινοτικά και εθνικά σήματα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001.

2.   Όσον αφορά τις διαδικασίες επί αγωγών και ανταγωγών που προβλέπονται στο άρθρο 96:

α)

δεν εφαρμόζονται το άρθρο 2, το άρθρο 4, το άρθρο 5 σημεία 1, 3, 4 και 5, το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001·

β)

εφαρμόζονται, εντός των ορίων του άρθρου 97, παράγραφος 4, του παρόντος κανονισμού, τα άρθρα 23 και 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001·

γ)

οι διατάξεις του κεφαλαίου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 που εφαρμόζονται στα πρόσωπα που έχουν κατοικία σε ένα κράτος μέλος, εφαρμόζονται επίσης και στα πρόσωπα που δεν έχουν μεν κατοικία σε ένα κράτος μέλος, αλλά έχουν εγκατάσταση σ’ αυτό.

ΤΜΗΜΑ 2

Δίκες σε θέματα παραποίησης/απομίμησης και εγκυρότητας κοινοτικών σημάτων

Άρθρο 95

Δικαστήρια κοινοτικών σημάτων

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν στο έδαφός τους τον μικρότερο δυνατό αριθμό πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων εθνικών δικαστηρίων που καλούνται στο εξής «δικαστήρια κοινοτικών σημάτων», τα οποία ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή, μέσα σε προθεσμία τριών ετών από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94, κατάλογο των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων στον οποίο αναφέρονται η ονομασία τους και η κατά τόπον αρμοδιότητά τους.

3.   Κάθε μεταβολή επερχόμενη μετά την ανακοίνωση του καταλόγου που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και σχετικά με τον αριθμό, την ονομασία ή την κατά τόπον αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων, γνωστοποιείται αμελλητί από το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή.

4.   Οι πληροφορίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 κοινοποιούνται από την Επιτροπή στα κράτη μέλη και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Εφόσον ένα κράτος μέλος δεν έχει προβεί στην κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2, κάθε διαδικασία που προκύπτει από αγωγή ή ανταγωγή βάσει του άρθρου 96 και για την οποία είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους αυτού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 διεξάγεται ενώπιον εκείνου του δικαστηρίου του κράτους αυτού που θα ήταν κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμόδιο αν επρόκειτο για δίκη σχετική με εθνικό σήμα καταχωρισμένο στο συγκεκριμένο κράτος.

Άρθρο 96

Αρμοδιότητα σε θέματα παραποίησης/απομίμησης και εγκυρότητας

Τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση:

α)

όλων των αγωγών για παραποίηση/απομίμηση και —εάν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο— για επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος·

β)

των αναγνωριστικών αγωγών για μη παραποίηση/απομίμηση, αν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο·

γ)

όλων των αγωγών που ασκούνται για πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη φράση·

δ)

των ανταγωγών για έκπτωση ή ακυρότητα του κοινοτικού σήματος που προβλέπονται στο άρθρο 100.

Άρθρο 97

Διεθνής δικαιοδοσία

1.   Με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού, καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 94, οι διαδικασίες που προκύπτουν από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 96, διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο εναγόμενος έχει την κατοικία του ή, αν δεν έχει κατοικία σε ένα από τα κράτη μέλη, στο δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατάσταση.

2.   Εάν ο εναγόμενος δεν έχει ούτε κατοικία ούτε εγκατάσταση σε κράτος μέλος, οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο ενάγων, ή, αν δεν έχει κατοικία σε ένα από τα κράτη μέλη, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατάσταση.

3.   Εάν ούτε ο εναγόμενος ούτε ο ενάγων έχουν κατοικία ή εγκατάσταση, οι εν λόγω διαδικασίες διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το Γραφείο.

4.   Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3:

α)

το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 εφαρμόζεται εάν οι διάδικοι συμφωνήσουν ότι είναι αρμόδιο κάποιο άλλο δικαστήριο κοινοτικών σημάτων·

β)

εφαρμόζεται το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, εάν ο εναγόμενος παρίσταται ενώπιον άλλου δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων.

5.   Οι διαδικασίες που προκύπτουν από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 96 πλην των αναγνωριστικών αγωγών για τη μη παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος, μπορούν επίσης να διεξαχθούν ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή επαπειλείται να διαπραχθεί η παραποίηση/απομίμηση ή στο οποίο διαπράχθηκε πράξη προβλεπόμενη στο άρθρο 9 παράγραφος 3 δεύτερη φράση.

Άρθρο 98

Έκταση της αρμοδιότητας

1.   Ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων η αρμοδιότητα του οποίου βασίζεται στο άρθρο 97 παράγραφοι 1 έως 4, είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για:

α)

τις πράξεις παραποίησης/απομίμησης που διαπράχθηκαν ή επαπειλούνται να διαπραχθούν στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους·

β)

τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 δεύτερη φράση και διαπράχθηκαν στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους.

2.   Ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων η αρμοδιότητα του οποίου βασίζεται στο άρθρο 97 παράγραφος 5, είναι αρμόδιο να αποφαίνεται μόνον για τις πράξεις που διαπράχθηκαν ή που επαπειλούνται να διαπραχθούν στο έδαφος του κράτους μέλους, στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό.

Άρθρο 99

Τεκμήριο εγκυρότητας — Άμυνα επί της ουσίας

1.   Τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων θεωρούν το κοινοτικό σήμα έγκυρο, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την εγκυρότητα με ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας.

2.   Η εγκυρότητα κοινοτικού σήματος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με αναγνωριστική αγωγή για μη παραποίηση/απομίμηση.

3.   Στις αναφερόμενες στο άρθρο 96 στοιχεία α) και γ) αγωγές, η ένσταση της έκπτωσης ή της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος που προβάλλεται με άλλο τρόπο πλην της ανταγωγής, είναι παραδεκτή μόνο στο βαθμό που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος θα μπορούσε να εκπέσει των δικαιωμάτων του λόγω ανεπαρκούς χρήσης ή ότι το σήμα θα μπορούσε να κηρυχθεί άκυρο λόγω ύπαρξης προγενέστερου δικαιώματος του εναγόμενου.

Άρθρο 100

Ανταγωγή

1.   Η ανταγωγή με αίτημα την έκπτωση ή την ακυρότητα μπορεί να βασίζεται μόνο στους λόγους έκπτωσης ή ακυρότητας που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων απορρίπτει ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας, αν το Γραφείο έχει ήδη εκδώσει τελεσίδικη απόφαση, επί υποθέσεως με το αυτό αντικείμενο, για τους αυτούς λόγους και μεταξύ των αυτών διαδίκων.

3.   Εάν η ανταγωγή ασκείται σε δίκη όπου ο δικαιούχος του σήματος δεν είναι διάδικος, του ανακοινώνεται η δίκη και δικαιούται να παρέμβει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

4.   Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας κοινοτικού σήματος, ανακοινώνει στο Γραφείο την ημερομηνία άσκησης της ανταγωγής αυτής. Το Γραφείο σημειώνει το γεγονός αυτό στο μητρώο κοινοτικών σημάτων.

5.   Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 57 παράγραφοι 2 έως 5.

6.   Όταν απόφαση δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων επί ανταγωγής έκπτωσης ή ακυρότητας κοινοτικού σήματος αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, αντίγραφό της διαβιβάζεται στο Γραφείο. Κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει πληροφορίες για τη διαβίβαση αυτή. Το Γραφείο καταχωρίζει μνεία της απόφασης στο μητρώο κοινοτικών σημάτων σύμφωνα με τους όρους του εκτελεστικού κανονισμού.

7.   Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων το οποίο έχει επιληφθεί ανταγωγής έκπτωσης ή ακυρότητας, μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεως με αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος και κατόπιν ακροάσεως των άλλων διαδίκων και να καλέσει τον εναγόμενο να υποβάλει στο Γραφείο, μέσα σε προθεσμία που του τάσσει, αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας. Αν η αίτηση αυτή δεν υποβληθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, τότε η διαδικασία συνεχίζεται· η ανταγωγή θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί. Εφαρμόζεται το άρθρο 104 παράγραφος 3.

Άρθρο 101

Εφαρμοστέο δίκαιο

1.   Τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Για όλα τα θέματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφαρμόζει το εθνικό του δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του.

3.   Εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφαρμόζει τους δικονομικούς κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στις αντίστοιχες αγωγές που αφορούν εθνικό σήμα στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό.

Άρθρο 102

Κυρώσεις

1.   Όταν ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων διαπιστώνει ότι ο εναγόμενος έχει παραποιήσει/απομιμηθεί ή έχει απειλήσει να παραποιήσει/απομιμηθεί κοινοτικό σήμα και εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι που το αποκλείουν, εκδίδει απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της παραποίησης/απομίμησης ή την επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση. Λαμβάνει επίσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση αυτής της απαγόρευσης.

2.   Εξάλλου, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκαν οι πράξεις παραποίησης/απομίμησης ή επαπειλείται η παραποίηση/απομίμηση, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου του.

Άρθρο 103

Ασφαλιστικά μέτρα

1.   Είναι δυνατό να ζητηθεί από τα δικαστήρια κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων, η λήψη για ένα κοινοτικό σήμα, ή αίτηση κοινοτικού σήματος, των ασφαλιστικών μέτρων που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους αυτού για τα εθνικά σήματα, ακόμα και αν, βάσει του παρόντος κανονισμού, αρμόδιο επί της ουσίας είναι δικαστήριο κοινοτικών σημάτων άλλου κράτους μέλους.

2.   Ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων του οποίου η αρμοδιότητα βασίζεται στο άρθρο 97 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, είναι αρμόδιο να διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα τα οποία ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος, με την επιφύλαξη των απαραίτητων διαδικασιών για την αναγνώριση και την εκτέλεσή τους, σύμφωνα με τον τίτλο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001. Η αρμοδιότητα αυτή είναι αποκλειστική.

Άρθρο 104

Ειδικοί κανόνες συνάφειας

1.   Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων που έχει επιληφθεί αγωγής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 96, εκτός της αναγνωριστικής αγωγής μη παραποίησης/απομίμησης, αναστέλλει τη διαδικασία, είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του κοινοτικού σήματος έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον άλλου δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων ή εάν έχει ήδη υποβληθεί ενώπιον του Γραφείου αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας.

2.   Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, το Γραφείο, όταν έχει επιληφθεί αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, αναστέλλει τη διαδικασία είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του κοινοτικού σήματος έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων. Ωστόσο, αν το ζητήσει ένας από τους διαδίκους στη δίκη ενώπιον του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αφού ακούσει τη γνώμη και των άλλων διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή, το Γραφείο συνεχίζει τη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιόν του.

3.   Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων που αναστέλλει τη διαδικασία, μπορεί να διατάσσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για όλη τη διάρκεια της αναστολής.

Άρθρο 105

Αρμοδιότητα των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων — Αίτηση αναίρεσης

1.   Οι εκδιδόμενες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων στις διαδικασίες που διεξάγονται στα πλαίσια αγωγών και ανταγωγών που προβλέπονται στο άρθρο 96 υπόκεινται σε έφεση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων.

2.   Οι προϋποθέσεις άσκησης εφέσεως ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό.

3.   Οι εθνικές διατάξεις σχετικά με την αίτηση αναίρεσης εφαρμόζονται στις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων.

ΤΜΗΜΑ 3

Λοιπές δίκες σχετικά με τα κοινοτικά σήματα

Άρθρο 106

Συμπληρωματικές διατάξεις περί αρμοδιότητας άλλων εθνικών δικαστηρίων εκτός των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων

1.   Στο κράτος μέλος, τα δικαστήρια του οποίου είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1, οι αγωγές οι οποίες δεν προβλέπονται στο άρθρο 96, ασκούνται ενώπιον των δικαστηρίων που θα ήταν κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμόδια αν επρόκειτο για αγωγές σχετικές με εθνικά σήματα καταχωρισμένα στο κράτος αυτό.

2.   Όταν, βάσει του άρθρου 94 παράγραφος 1 και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκαση άλλης αγωγής, εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 96, σχετικά με κοινοτικό σήμα, η εν λόγω αγωγή μπορεί να ασκείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου εδρεύει το Γραφείο.

Άρθρο 107

Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου

Το εθνικό δικαστήριο που επελήφθη αγωγής μη προβλεπομένης στο άρθρο 96 και σχετικής με κοινοτικό σήμα, πρέπει να θεωρεί το εν λόγω κοινοτικό σήμα ως έγκυρο.

ΤΜΗΜΑ 4

Μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 108

Μεταβατική διάταξη σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001

Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001, που εφαρμόζονται δυνάμει των προηγούμενων άρθρων, παράγουν αποτελέσματα όσον αφορά ένα κράτος μέλος αποκλειστικά στο κείμενο της σύμβασης το οποίο ισχύει όσον αφορά τα κράτος αυτό σε δεδομένη στιγμή.

ΤΙΤΛΟΣ XI

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Αστικές αγωγές επί τη βάσει περισσοτέρων του ενός σημάτων

Άρθρο 109

Ταυτόχρονες και διαδοχικές αστικές αγωγές επί τη βάσει κοινοτικών και εθνικών σημάτων

1.   Αν έχουν ασκηθεί αγωγές παραποίησης/απομίμησης με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών που έχουν επιληφθεί το ένα με βάση κοινοτικό σήμα και το άλλο με βάση εθνικό σήμα:

α)

κάθε δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο πρέπει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του υπέρ του πρώτου επιληφθέντος, όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες· το δικαστήριο που πρέπει να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία αν η αρμοδιότητα του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται·

β)

κάθε δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες, καθώς επίσης και όταν τα εν λόγω σήματα είναι ομοειδή και ισχύουν για ταυτόσημα ή ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες.

2.   Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί αγωγής παραποίησης/απομίμησης με βάση κοινοτικό σήμα απορρίπτει την αγωγή εάν, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ουσίας μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με βάση ταυτόσημο εθνικό σήμα, που ισχύει για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες.

3.   Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί αγωγής παραποίησης/απομίμησης με βάση εθνικό σήμα απορρίπτει την αγωγή εάν, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ουσίας μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με βάση ταυτόσημο κοινοτικό σήμα, που ισχύει για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν ισχύουν για τα ασφαλιστικά μέτρα.

ΤΜΗΜΑ 2

Εφαρμογή του εθνικού δικαίου προς το σκοπό της απαγόρευσης της χρήσης κοινοτικών σημάτων

Άρθρο 110

Απαγόρευση της χρήσης κοινοτικών σημάτων

1.   Εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει το δικαίωμα, που παρέχει το δίκαιο των κρατών μελών, για άσκηση αγωγών κατά της χρήσης μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος λόγω παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 ή του άρθρου 53 παράγραφος 2. Οι αγωγές που στρέφονται κατά της παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφοι 2 και 4, δεν δύνανται ωστόσο να ασκηθούν εάν ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος δεν δικαιούται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2, να ζητήσει την ακυρότητα του κοινοτικού σήματος.

2.   Εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα άσκησης αγωγών, βάσει του αστικού, διοικητικού ή ποινικού δικαίου ενός κράτους μέλους ή βάσει διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με αντικείμενο την απαγόρευση χρήσης ενός κοινοτικού σήματος, εφόσον μπορεί να γίνει επίκληση του δικαίου αυτού του κράτους μέλους ή του κοινοτικού δικαίου για να απαγορευθεί η χρήση ενός εθνικού σήματος.

Άρθρο 111

Προγενέστερα δικαιώματα τοπικής ισχύος

1.   Ο δικαιούχος προγενέστερου δικαιώματος τοπικής ισχύος δύναται να αντιταχθεί στη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμά του, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

2.   Η παράγραφος 1 παύει να εφαρμόζεται αν ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος γνώριζε επί πέντε συνεχή έτη και ανέχθηκε τη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμά του, εκτός αν η κατάθεση του κοινοτικού σήματος έγινε με κακή πίστη.

3.   Ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος δεν δύναται να αντιταχθεί στη χρήση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ακόμα και αν δεν μπορεί πλέον να προβληθεί το δικαίωμα αυτό κατά του κοινοτικού σήματος.

ΤΜΗΜΑ 3

Μετατροπή σε αίτηση εθνικού σήματος

Άρθρο 112

Αίτηση για την έναρξη της εθνικής διαδικασίας

1.   Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος δικαιούται να ζητήσει τη μετατροπή της αίτησής του ή του κοινοτικού του σήματος σε αίτηση εθνικού σήματος:

α)

εφόσον η αίτηση κοινοτικού σήματος απορριφθεί ή ανακληθεί ή θεωρηθεί ότι ανακλήθηκε·

β)

εφόσον το κοινοτικό σήμα παύσει να παράγει αποτελέσματα.

2.   Δεν χωρεί μετατροπή:

α)

εάν ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος εξέπεσε των δικαιωμάτων του λόγω μη χρήσης του εν λόγω σήματος, εκτός εάν, στο κράτος μέλος για το οποίο ζητείται η μετατροπή, το κοινοτικό σήμα έχει χρησιμοποιηθεί υπό συνθήκες οι οποίες συνιστούν ουσιαστική χρήση κατά το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους·

β)

εάν επιδιώκεται η προστασία σε κράτος μέλος στο οποίο, σύμφωνα με απόφαση του Γραφείου ή του εθνικού δικαστηρίου, συντρέχει λόγος απαράδεκτου της καταχώρισης, ανάκλησης ή ακυρότητας της αίτησης ή του κοινοτικού σήματος.

3.   Για την αίτηση εθνικού σήματος, η οποία προκύπτει από τη μετατροπή αίτησης ή από τη μετατροπή κοινοτικού σήματος, ισχύει, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, η ημερομηνία κατάθεσης, ή η ημερομηνία προτεραιότητας αυτής της αίτησης ή αυτού του σήματος και, ενδεχομένως, η αρχαιότητα σήματος αυτού του κράτους η οποία μπορεί να διεκδικηθεί σύμφωνα με το άρθρο 34 ή το άρθρο 35.

4.   Σε περίπτωση που η αίτηση κοινοτικού σήματος θεωρείται ότι ανακλήθηκε, το Γραφείο απευθύνει στον καταθέτη του σήματος γνωστοποίηση τάσσοντάς του προθεσμία τριών μηνών από τη γνωστοποίηση αυτή για την υποβολή αίτησης μετατροπής.

5.   Όταν ανακαλείται η αίτηση κοινοτικού σήματος, ή το κοινοτικό σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα λόγω εγγραφής παραίτησης στο μητρώο ή μη ανανέωσης της καταχώρισης, η αίτηση μετατροπής κατατίθεται, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία που ανακλήθηκε η αίτηση κοινοτικού σήματος, ή το σήμα έπαυσε να παράγει αποτελέσματα.

6.   Όταν απορρίπτεται η αίτηση κοινοτικού σήματος με απόφαση του Γραφείου ή όταν παύει να παράγει αποτελέσματα λόγω απόφασης του Γραφείου ή απόφασης δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, η αίτηση μετατροπής πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

7.   Το άρθρο 32 παύει να παράγει αποτελέσματα αν η αίτηση δεν υποβληθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία.

Άρθρο 113

Υποβολή, δημοσίευση και διαβίβαση της αίτησης μετατροπής

1.   Η αίτηση μετατροπής υποβάλλεται στο Γραφείο και αναφέρει τα κράτη μέλη στα οποία ο αιτών ζητεί να κινηθεί η διαδικασία καταχώρισης εθνικού σήματος. Η αίτηση θεωρείται υποβληθείσα μόνον αφού καταβληθεί το τέλος μετατροπής.

2.   Εάν έχει δημοσιευθεί η αίτηση κοινοτικού σήματος, σημειώνεται, ενδεχομένως, στο μητρώο κοινοτικών σημάτων, η παραλαβή της αίτησης μετατροπής, η οποία και δημοσιεύεται.

3.   Το Γραφείο ελέγχει αν η μετατροπή που ζητείται πληροί τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού και ιδίως του άρθρου 112, παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το Γραφείο διαβιβάζει την αίτηση μετατροπής στις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών που αναφέρονται σ’ αυτήν.

Άρθρο 114

Τυπικές προϋποθέσεις της μετατροπής

1.   Κάθε κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας στην οποία διαβιβάζεται η αίτηση μετατροπής μπορεί να ζητήσει από το Γραφείο κάθε πρόσθετη πληροφορία σχετικά με την εν λόγω αίτηση η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει την υπηρεσία αυτή να αποφασίσει για το εθνικό σήμα που προκύπτει από τη μετατροπή.

2.   Η αίτηση ή το κοινοτικό σήμα, που διαβιβάζεται σύμφωνα με το άρθρο 113, δεν μπορεί να υπόκειται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και όσον αφορά τον τύπο, σε προϋποθέσεις διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό ή τον εκτελεστικό κανονισμό, ή σε συμπληρωματικές προϋποθέσεις.

3.   Η κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας στην οποία διαβιβάζεται η αίτηση μπορεί να ζητήσει από τον καταθέτη, εντός προθεσμίας τουλάχιστον δύο μηνών:

α)

να καταβάλει το εθνικό τέλος κατάθεσης·

β)

να προσκομίσει μετάφραση της αίτησης και των συνημμένων εγγράφων, σε μία από τις επίσημες γλώσσες του συγκεκριμένου κράτους·

γ)

να διορίσει αντίκλητο στο συγκεκριμένο κράτος·

δ)

να προσκομίσει ανατύπωση του σήματος σε όσα αντίτυπα καθορίζει το συγκεκριμένο κράτος.

ΤΙΤΛΟΣ ΧΙΙ

ΓΡΑΦΕΙΟ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 115

Νομικό καθεστώς

1.   Το Γραφείο αποτελεί οργανισμό της Κοινότητας και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.   Το Γραφείο έχει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη δυνατή ικανότητα δικαίου που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα· δύναται, ιδίως, να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Το Γραφείο εκπροσωπείται από τον πρόεδρό του.

Άρθρο 116

Προσωπικό

1.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 136 στα μέλη των τμημάτων προσφυγών, ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφεξής «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης», το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών και οι εκτελεστικοί κανόνες αυτών των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί κατόπιν κοινής συμφωνίας από τα Όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφαρμόζονται και στο προσωπικό του Γραφείου.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 125, το Γραφείο ασκεί, έναντι του προσωπικού του, τις εξουσίες οι οποίες ανατίθενται σε κάθε Όργανο από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 117

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στο Γραφείο.

Άρθρο 118

Ευθύνη

1.   Η συμβατική ευθύνη του Γραφείου διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.   Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να δικάζει δυνάμει συμβιβαστικής ρήτρας που περιέχεται σε σύμβαση που συνήψε το Γραφείο.

3.   Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, το Γραφείο υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, τις ζημίες που προξενούν οι υπηρεσίες του ή υπάλληλοί του, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

4.   Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να εκδικάζει διαφορές σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

5.   Η έναντι του Γραφείου προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων ρυθμίζεται στις διατάξεις που καθορίζουν την υπηρεσιακή τους κατάσταση ή το καθεστώς που τους διέπει.

Άρθρο 119

Γλώσσες

1.   Οι αιτήσεις κοινοτικού σήματος κατατίθενται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2.   Οι γλώσσες του Γραφείου είναι η αγγλική, η γαλλική η γερμανική, η ισπανική και η ιταλική.

3.   Ο καταθέτης δηλώνει και μια δεύτερη γλώσσα που είναι γλώσσα του Γραφείου, την οποία δέχεται ως πιθανή γλώσσα διαδικασίας σε διαδικασίες ανακοπής, έκπτωσης και ακυρότητας.

Εάν η γλώσσα στην οποία κατατέθηκε η αίτηση δεν είναι μία από τις γλώσσες του Γραφείου, το Γραφείο φροντίζει να εξασφαλίσει τη μετάφραση της αίτησης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1, στη γλώσσα που υπέδειξε ο καταθέτης.

4.   Εάν ο καταθέτης κοινοτικού σήματος είναι ο μοναδικός διάδικος στις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, τότε ως γλώσσα της διαδικασίας χρησιμοποιείται η γλώσσα στην οποία κατατέθηκε η αίτηση κοινοτικού σήματος. Εάν η αίτηση έχει γίνει σε γλώσσα άλλη από τις γλώσσες του Γραφείου τότε το Γραφείο μπορεί να επικοινωνεί εγγράφως με τον καταθέτη στη δεύτερη γλώσσα την οποία υπέδειξε αυτός στην αίτησή του.

5.   Η πράξη ανακοπής και η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας κατατίθενται σε μία από τις γλώσσες του Γραφείου.

6.   Εάν η γλώσσα που επιλέγεται, σύμφωνα με την παράγραφο 5, για την πράξη της ανακοπής ή την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας είναι η γλώσσα της αίτησης σήματος ή η δεύτερη γλώσσα που αναφέρθηκε κατά την κατάθεση της εν λόγω αίτησης, τότε η γλώσσα διαδικασίας θα είναι αυτή η γλώσσα.

Εάν η γλώσσα που επιλέγεται, σύμφωνα με την παράγραφο 5, για την πράξη ανακοπής, την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας δεν είναι ούτε η γλώσσα της αίτησης του σήματος ούτε η δεύτερη γλώσσα που αναφέρθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αυτής, τότε ο ανακόπτων ή ο αιτούμενος την έκπτωση ή την ακυρότητα υποχρεούται να υποβάλει, ιδία δαπάνη, μετάφραση του εγγράφου του είτε στη γλώσσα της αίτησης σήματος, υπό τον όρο ότι αυτή είναι μια γλώσσα του Γραφείου, είτε στη δεύτερη γλώσσα που αναφέρθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος. Η μετάφραση υποβάλλεται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στον εκτελεστικό κανονισμό. Επομένως, γλώσσα διαδικασίας καθίσταται η γλώσσα αυτής της μετάφρασης.

7.   Στις διαδικασίες ανακοπής, ακυρότητας, έκπτωσης και προσφυγής, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν να χρησιμοποιηθεί ως γλώσσα διαδικασίας μια άλλη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Άρθρο 120

Δημοσιεύσεις και καταχωρίσεις

1.   Η αίτηση κοινοτικού σήματος, όπως περιγράφεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1 και όλες οι άλλες πληροφορίες η δημοσίευση των οποίων απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό ή τον εκτελεστικό κανονισμό, δημοσιεύονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2.   Όλες οι καταχωρίσεις του μητρώου κοινοτικών σημάτων πραγματοποιούνται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

3.   Σε περίπτωση αμφιβολίας, ως αυθεντικό κείμενο θεωρείται το κείμενο που είναι συντεταγμένο στη γλώσσα του Γραφείου στην οποία κατατέθηκε η αίτηση κοινοτικού σήματος. Εάν η κατάθεση έγινε σε επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που δεν είναι μια από τις γλώσσες του Γραφείου, ως αυθεντικό κείμενο θεωρείται το κείμενο που είναι συντεταγμένο στη δεύτερη γλώσσα την οποία υπέδειξε ο καταθέτης.

Άρθρο 121

Τις μεταφραστικές υπηρεσίες που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του Γραφείου εξασφαλίζει το Κέντρο μετάφρασης των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 122

Έλεγχος της νομιμότητας

1.   Η Επιτροπή ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του προέδρου του Γραφείου για τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει έλεγχο νομιμότητας από άλλο Όργανο, καθώς και τη νομιμότητα των πράξεων της επιτροπής προϋπολογισμού, η οποία έχει συσταθεί παρά τω Γραφείω σύμφωνα με το άρθρο 138.

2.   Ζητά την τροποποίηση ή την ανάκληση κάθε πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν δεν είναι νόμιμη.

3.   Κάθε πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ρητή ή σιωπηρή, μπορεί να παραπεμφθεί, προς έλεγχο νομιμότητας, ενώπιον της Επιτροπής, από κάθε κράτος μέλος, ή από οποιοδήποτε άμεσα και ατομικά ενδιαφερόμενο τρίτο. Η Επιτροπή πρέπει να επιληφθεί μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε για πρώτη φορά γνώση της αμφισβητούμενης πράξης. Η Επιτροπή αποφασίζει μέσα σε προθεσμία τριών μηνών Η μη λήψη απόφασης μέσα σε αυτήν την προθεσμία ισχύει ως σιωπηρή απορριπτική απόφαση.

Άρθρο 123

Πρόσβαση στα έγγραφα

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (9) εφαρμόζεται στα έγγραφα του Γραφείου.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τις πρακτικές λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 όσον αφορά τον παρόντα κανονισμό.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει το Γραφείο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 μπορεί να οδηγήσουν στην υποβολή καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, βάσει των όρων που προβλέπονται στα άρθρα 195 και 230 της συνθήκης αντίστοιχα.

ΤΜΗΜΑ 2

Διεύθυνση του Γραφείου

Άρθρο 124

Αρμοδιότητες του προέδρου

1.   Το Γραφείο διευθύνεται από τον πρόεδρο.

2.   Για το σκοπό αυτό, ο πρόεδρος έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α)

λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει τη λειτουργία του Γραφείου, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης εσωτερικών διοικητικών εντολών και της δημοσίευσης ανακοινώσεων·

β)

μπορεί να υποβάλει στην Επιτροπή σχέδια για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού, του εκτελεστικού κανονισμού, του κανονισμού διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, του κανονισμού για τα τέλη και κάθε άλλου κανόνα σχετικού με το κοινοτικό σήμα, αφού ακούσει το διοικητικό συμβούλιο, καθώς επίσης και την επιτροπή προϋπολογισμού όσον αφορά τον κανονισμό για τα τέλη και τις δημοσιονομικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

γ)

καταρτίζει την κατάσταση των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων του Γραφείου και εκτελεί τον προϋπολογισμό του·

δ)

υποβάλλει, κάθε χρόνο, έκθεση δραστηριοτήτων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο·

ε)

ασκεί, έναντι του προσωπικού, τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 116 παράγραφος 2·

στ)

μπορεί να μεταβιβάζει τις εξουσίες του.

3.   Ο πρόεδρος συνεπικουρείται από έναν ή περισσοτέρους αντιπροέδρους. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου, τα καθήκοντά του ασκεί ο αντιπρόεδρος ή ένας των αντιπροέδρων, κατά τη διαδικασία που καθορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο.

Άρθρο 125

Διορισμός ανωτέρων υπαλλήλων

1.   Ο πρόεδρος του Γραφείου διορίζεται από το Συμβούλιο, από κατάλογο τριών υποψηφίων κατ’ ανώτατο όριο, τον οποίο καταρτίζει το διοικητικό συμβούλιο. Παύεται από το Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Η διάρκεια της θητείας του προέδρου είναι το πολύ πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί.

3.   Ο ή οι αντιπρόεδροι του Γραφείου διορίζονται και παύονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, κατόπιν ακροάσεως του προέδρου.

4.   Το Συμβούλιο ασκεί την πειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3.

ΤΜΗΜΑ 3

Διοικητικό συμβούλιο

Άρθρο 126

Σύσταση και αρμοδιότητα

1.   Παρά τω Γραφείω συνιστάται διοικητικό συμβούλιο. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που παραχωρούνται στην επιτροπή προϋπολογισμού —Τμήμα 5 — Προϋπολογισμός και δημοσιονομικός έλεγχος—, το διοικητικό συμβούλιο έχει τις κατωτέρω καθοριζόμενες αρμοδιότητες.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο καταρτίζει τους καταλόγους των υποψηφίων που προβλέπονται στο άρθρο 125.

3.   Συμβουλεύει τον πρόεδρο για τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γραφείου.

4.   Ζητείται η γνώμη του πριν από την έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν την εξέταση στην οποία προβαίνει το Γραφείο, καθώς και στις άλλες περιπτώσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

5.   Μπορεί να εκθέτει τη γνώμη του και να ζητά πληροφορίες από τον πρόεδρο και την Επιτροπή, εφόσον το θεωρεί απαραίτητο.

Άρθρο 127

Σύνθεση

1.   Το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους και από έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής, καθώς και από τους αναπληρωτές τους.

2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες, μέσα στα όρια που προβλέπονται στον εσωτερικό του κανονισμό.

Άρθρο 128

Προεδρία

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του έναν πρόεδρο και έναν αντιπρόεδρο. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά αυτοδικαίως τον πρόεδρο σε περίπτωση κωλύματος.

2.   Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αντιπροέδρου είναι τριετής και δύναται να ανανεωθεί.

Άρθρο 129

Συνεδριάσεις

1.   Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται μετά από πρόσκληση του προέδρου του.

2.   Ο πρόεδρος του Γραφείου λαμβάνει μέρος στις συσκέψεις, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει άλλως.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται σε τακτική συνεδρίαση μία φορά το χρόνο. Συνέρχεται, επίσης, με πρωτοβουλία του προέδρου του ή μετά από αίτηση της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των κρατών μελών.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

5.   Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με απλή πλειοψηφία των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Ωστόσο, οι αποφάσεις που το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να λαμβάνει δυνάμει του άρθρου 125 παράγραφοι 1 και 3, απαιτούν την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε κράτος μέλος διαθέτει μόνο μία ψήφο.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί παρατηρητές να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις του.

7.   Η γραμματεία του διοικητικού συμβουλίου εξασφαλίζεται από το Γραφείο.

ΤΜΗΜΑ 4

Εφαρμογή των διαδικασιών

Άρθρο 130

Αρμοδιότητες

Αρμόδιοι για τη λήψη κάθε απόφασης στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι:

α)

οι εξεταστές·

β)

τα τμήματα ανακοπών·

γ)

το τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων·

δ)

τα τμήματα ακύρωσης·

ε)

τα τμήματα προσφυγών.

Άρθρο 131

Εξεταστές

Ο εξεταστής είναι αρμόδιος να λαμβάνει, εξ ονόματος του Γραφείου, κάθε απόφαση που αφορά αιτήσεις καταχώρισης κοινοτικού σήματος, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36, 37 και 68, εκτός εάν είναι αρμόδιο κάποιο τμήμα ανακοπών.

Άρθρο 132

Τμήματα ανακοπών

1.   Το τμήμα ανακοπών είναι αρμόδιο για κάθε απόφαση ανακοπής κατά μιας αίτησης καταχώρισης κοινοτικού σήματος.

2.   Τα τμήματα ανακοπών λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σε τριμελή σύνθεση. Ένα από τα μέλη τουλάχιστον είναι νομικός. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις που ορίζονται από τον εκτελεστικό κανονισμό οι αποφάσεις λαμβάνονται από μονομελή τμήματα.

Άρθρο 133

Τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων

1.   Το τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων είναι αρμόδιο για κάθε απόφαση που απαιτεί ο παρών κανονισμός εφόσον αυτή δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός εξεταστή, ενός τμήματος ανακοπών ή ενός τμήματος ακύρωσης. Είναι ιδίως αρμόδιο για κάθε απόφαση σχετικά με τις εγγραφές στο μητρώο κοινοτικών σημάτων.

2.   Το τμήμα αυτό είναι επίσης αρμόδιο για την τήρηση του πίνακα των εγκεκριμένων πληρεξουσίων που αναφέρεται στο άρθρο 93.

3.   Οι αποφάσεις του τμήματος λαμβάνονται από ένα μέλος του.

Άρθρο 134

Τμήματα ακύρωσης

1.   Το τμήμα ακύρωσης είναι αρμόδιο για κάθε απόφαση σχετικά με αιτήσεις έκπτωσης ή ακυρότητας κοινοτικού σήματος.

2.   Τα τμήματα ακυρώσεων λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σε τριμελή σύνθεση. Ένα από τα μέλη τουλάχιστον είναι νομικός. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις που ορίζονται από τον εκτελεστικό κανονισμό οι αποφάσεις λαμβάνονται από μονομελή τμήματα.

Άρθρο 135

Τμήματα προσφυγών

1.   Τα τμήματα προσφυγών είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων των εξεταστών, των τμημάτων ανακοπών, του τμήματος διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων και των τμημάτων ακύρωσης.

2.   Τα τμήματα προσφυγών λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σε τριμελή σύνθεση, δύο δε από τα μέλη τουλάχιστον είναι νομικοί. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις οι αποφάσεις λαμβάνονται από τμήμα με διευρυμένη σύνθεση, υπό την προεδρία του προέδρου του τμήματος προσφυγών, ή με μονομελή σύνθεση, ο δε λαμβάνων την απόφαση είναι νομικός.

3.   Για τον καθορισμό των ειδικών περιπτώσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του διευρυμένου τμήματος, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η νομική δυσκολία ή η σημασία της υπόθεσης ή οι ειδικές περιστάσεις. Οι υποθέσεις αυτές δύνανται να παραπέμπονται στο διευρυμένο τμήμα:

α)

από το όργανο των τμημάτων προσφυγών που συνιστάται σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 162, παράγραφος 3· ή

β)

από το τμήμα προσφυγών που έχει επιληφθεί της υποθέσεως.

4.   Η σύνθεση του διευρυμένου τμήματος και οι κανόνες βάσει των οποίων παραπέμπεται σε αυτό μία υπόθεση ορίζονται βάσει του κανονισμού διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών που αναφέρεται στο άρθρο 162 παράγραφος 3.

5.   Για τον καθορισμό των ειδικών περιπτώσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του μονομελούς τμήματος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η απουσία δυσκολιών στα νομικά ή πραγματικά ζητήματα που εγείρονται, η περιορισμένη σημασία της συγκεκριμένης υπόθεσης και η απουσία άλλων ειδικών περιστάσεων. Η απόφαση για την ανάθεση μιας υπόθεσης σε μονομελές τμήμα στις ανωτέρω περιπτώσεις λαμβάνεται από το επιληφθέν τμήμα. Περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες θεσπίζονται στον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών που αναφέρεται στο άρθρο 162, παράγραφος 3.

Άρθρο 136

Ανεξαρτησία των μελών των τμημάτων προσφυγών

1.   Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών και οι πρόεδροι κάθε τμήματος προσφυγών διορίζονται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 125 διαδικασία διορισμού του προέδρου του Γραφείου, για μια πενταετία. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν μπορούν να απαλλαγούν των καθηκόντων τους, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μετά από αίτηση του οργάνου που τους έχει διορίσει, εκδώσει σχετική απόφαση. Η θητεία του προέδρου των τμημάτων προσφυγών και του προέδρου κάθε τμήματος προσφυγών μπορεί να ανανεωθεί για πρόσθετες πενταετείς περιόδους ή ως τη συνταξιοδότησή τους εφόσον φτάσουν σε ηλικία συνταξιοδότησης κατά τη νέα τους θητεία.

Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών διαθέτει μεταξύ άλλων εξουσίες διαχείρισης και οργάνωσης που συνίστανται κυρίως στα εξής:

α)

προεδρεύει του Οργάνου των τμημάτων προσφυγών που θεσπίζει τους κανόνες και οργανώνει τις εργασίες των τμημάτων, το οποίο προβλέπεται στον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων, που αναφέρεται στο άρθρο 162, παράγραφος 3·

β)

εξασφαλίζει την εκτέλεση των αποφάσεων του εν λόγω Οργάνου·

γ)

αναθέτει τους φακέλους σε ένα τμήμα βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζονται από το όργανο των τμημάτων προσφυγών·

δ)

γνωστοποιεί στον πρόεδρο του Γραφείου τις απαιτούμενες δαπάνες των τμημάτων, προκειμένου να συνταχθεί η κατάσταση προβλέψεων δαπανών.

Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών προεδρεύει του διευρυμένου τμήματος.

Περαιτέρω λεπτομερείς κανόνες θεσπίζονται με στον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, που αναφέρεται στο άρθρο 162, παράγραφος 3.

2.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών, διορίζονται για πενταετή περίοδο από το διοικητικό συμβούλιο. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί για πρόσθετες πενταετείς περιόδους ή ως τη συνταξιοδότησή τους εφόσον φτάσουν σε ηλικία συνταξιοδότησης κατά τη νέα τους θητεία.

3.   Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών, δεν μπορούν να απαλλαγούν των καθηκόντων τους, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκδώσει σχετική απόφαση, κατόπιν προσφυγής από το διοικητικό συμβούλιο το οποίο ενεργεί κατόπιν προτάσεως του προέδρου του τμήματος προσφυγών, και αφού εκφέρει γνώμη ο πρόεδρος του τμήματος στο οποίο το μέλος ανήκει.

4.   Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών και οι πρόεδροι και τα μέλη κάθε τμήματος προσφυγών είναι ανεξάρτητοι. Κατά τη λήψη των αποφάσεών τους δεν δεσμεύονται από οδηγίες.

5.   Ο πρόεδρος των τμημάτων προσφυγών και οι πρόεδροι και τα μέλη κάθε τμήματος προσφυγών δεν επιτρέπεται να είναι εξεταστές ή μέλη των τμημάτων ανακοπών ή του τμήματος διαχείρισης σημάτων και νομικών θεμάτων ή των τμημάτων ακυρώσεων.

Άρθρο 137

Αποκλεισμός και εξαίρεση

1.   Οι εξεταστές καθώς και τα μέλη των τμημάτων του Γραφείου και των τμημάτων προσφυγών δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εκδίκαση υπόθεσης στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός διαδίκου. Τα δύο από τα τρία μέλη τμήματος ανακοπών δεν πρέπει να έχουν συμμετάσχει στην εξέταση της αίτησης. Τα μέλη των τμημάτων ακύρωσης δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εκδίκαση μιας υπόθεσης εάν συμμετείχαν στη λήψη οριστικής απόφασης, επί της υποθέσεως αυτής, στα πλαίσια της διαδικασίας καταχώρισης του σήματος ή της διαδικασίας ανακοπής. Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν μπορούν επίσης να συμμετάσχουν σε διαδικασία προσφυγής εάν συνέπραξαν στην έκδοση της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

2.   Αν μέλος τμήματος του Γραφείου ή τμήματος προσφυγών κρίνει ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει στην εκδίκαση υπόθεσης, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή για κάθε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το τμήμα του Γραφείου ή το τμήμα προσφυγών.

3.   Οι εξεταστές και τα μέλη των τμημάτων του Γραφείου ή των τμημάτων προσφυγών είναι δυνατό να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή αν εγείρουν υπόνοια μεροληψίας. Η εξαίρεση είναι απαράδεκτη εάν ο συγκεκριμένος διάδικος προχώρησε σε διαδικαστικές πράξεις μολονότι γνώριζε ήδη τον λόγο εξαίρεσης. Η εξαίρεση δεν είναι δυνατόν να βασίζεται στην ιθαγένεια των εξεταστών ή των μελών.

4.   Τα τμήματα του Γραφείου και τα τμήματα προσφυγών αποφασίζουν, στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3, χωρίς τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου μέλους. Για τη λήψη της απόφασης αυτής, το μέλος το οποίο απέχει ή το οποίο έχει εξαιρεθεί, αντικαθίσταται, στο τμήμα του, από τον αναπληρωτή του.

ΤΜΗΜΑ 5

Προϋπολογισμός και δημοσιονομικός έλεγχος

Άρθρο 138

Επιτροπή προϋπολογισμού

1.   Παρά τω Γραφείω συνιστάται επιτροπή προϋπολογισμού. Η επιτροπή προϋπολογισμού ασκεί τις αρμοδιότητες οι οποίες της ανατίθενται με το παρόν τμήμα, καθώς και με άρθρο 38, παράγραφος 4.

2.   Το άρθρο 126, παράγραφος 6, τα άρθρα 127 και 128 και το άρθρο 129, παράγραφοι 1 έως 4 και 6 και 7 εφαρμόζονται για την επιτροπή προϋπολογισμού.

3.   Η επιτροπή προϋπολογισμού λαμβάνει τις αποφάσεις της με την απλή πλειοψηφία των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Ωστόσο, οι αποφάσεις τις οποίες η επιτροπή προϋπολογισμού είναι αρμόδια να λάβει δυνάμει του άρθρου 38, παράγραφος 3α, του άρθρου 140, παράγραφος 3 και του άρθρου 143, απαιτούν την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε κράτος μέλος διαθέτει μόνο μία ψήφο.

Άρθρο 139

Προϋπολογισμός

1.   Όλα τα έσοδα και τα έξοδα του Γραφείου προβλέπονται για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Γραφείου.

2.   Τα έσοδα και τα έξοδα του προϋπολογισμού πρέπει να ισοσκελίζονται.

3.   Με την επιφύλαξη άλλων ειδών εσόδων, στα έσοδα περιλαμβάνονται τα συνολικά τέλη που καταβάλλονται στο πλαίσιο των κανονισμών περί τελών, τα συνολικά τέλη που καταβάλλονται στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 140 του παρόντος κανονισμού για διεθνή καταχώριση στην οποία προσδιορίζονται οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, καθώς και άλλες πληρωμές προς τα συμβαλλόμενα μέρη του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, τα συνολικά τέλη που καταβάλλονται στο πλαίσιο της πράξης της Γενεύης τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 106γ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (10), για διεθνή καταχώριση στην οποία προσδιορίζεται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα καθώς και άλλες πληρωμές προς τα συμβαλλόμενα μέρη της πράξης της Γενεύης και, κατά το βαθμό που είναι αναγκαίο, επιδότηση εγγεγραμμένη σε ειδικό κονδύλιο του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τμήμα Επιτροπή.

Άρθρο 140

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Ο πρόεδρος καταρτίζει ετησίως την κατάσταση προβλεπομένων εσόδων και εξόδων του Γραφείου για το επόμενο οικονομικό έτος και τη διαβιβάζει στην επιτροπή προϋπολογισμού, μαζί με πίνακα των θέσεων εργασίας, μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, το αργότερο.

2.   Εφόσον στις δημοσιονομικές προβλέψεις περιέχεται κοινοτική επιδότηση, η επιτροπή προϋπολογισμού διαβιβάζει αμελλητί αυτή την κατάσταση προβλέψεων στην Επιτροπή, η οποία τη διαβιβάζει με τη σειρά της στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή της Κοινότητας. Η Επιτροπή μπορεί να επισυνάψει στην εν λόγω κατάσταση γνώμη που να περιέχει αποκλίνουσες προβλέψεις.

3.   Η επιτροπή προϋπολογισμού εγκρίνει τον προϋπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνει συγχρόνως τον πίνακα των θέσεων εργασίας του Γραφείου. Εφόσον οι δημοσιονομικές προβλέψεις περιλαμβάνουν επιδότηση από το γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο προϋπολογισμός του Γραφείου, ενδεχομένως, αναπροσαρμόζεται.

Άρθρο 141

Εσωτερικός και άλλος έλεγχος

1.   Στο πλαίσιο του Γραφείου, θεσπίζονται τα καθήκοντα του εσωτερικού ελέγχου ο οποίος πρέπει να ασκείται τηρουμένων των διεθνών σχετικών κανόνων. Ο εσωτερικός ελεγκτής, που διορίζεται από τον πρόεδρο, είναι υπεύθυνος απέναντί του για την εξακρίβωση της ορθής λειτουργίας των συστημάτων και διαδικασιών εκτέλεσης του προϋπολογισμού του γραφείου.

2.   Ο εσωτερικός ελεγκτής συμβουλεύει τον πρόεδρο όσον αφορά τον έλεγχο κινδύνων, διατυπώνοντας ανεξάρτητες γνωμοδοτήσεις σχετικά με την ποιότητα των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου και προβαίνοντας σε συστάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών εκτέλεσης των πράξεων και προώθηση της ορθής δημοσιονομικής διαχείρισης.

3.   Η ευθύνη για την εφαρμογή των συστημάτων και διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου που προσαρμόζονται στην εκτέλεση των καθηκόντων αυτών βαρύνει τον διατάκτη.

Άρθρο 142

Λογιστικός έλεγχος

1.   Ο πρόεδρος διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή, στην επιτροπή προϋπολογισμού και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, το αργότερο, τους λογαριασμούς του συνόλου των εσόδων και εξόδων του Γραφείου για το διανυθέν οικονομικό έτος. Το Ελεγκτικό Συνέδριο τους εξετάζει σύμφωνα με το άρθρο 248 της συνθήκης.

2.   Η επιτροπή προϋπολογισμού απαλλάσσει τον πρόεδρο του Γραφείου ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Άρθρο 143

Δημοσιονομικές διατάξεις

Η επιτροπή προϋπολογισμού θεσπίζει, αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τις εσωτερικές δημοσιονομικές διατάξεις και ιδίως τις λεπτομέρειες κατάρτισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Γραφείου. Οι δημοσιονομικές διατάξεις βασίζονται στους δημοσιονομικούς κανονισμούς που έχουν θεσπιστεί για άλλους οργανισμούς που έχει συστήσει η Κοινότητα, στο βαθμό που αυτό συμβιβάζεται με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Γραφείου.

Άρθρο 144

Κανονισμός για τα τέλη

1.   Ο κανονισμός για τα τέλη καθορίζει ιδίως το ύψος των τελών και τον τρόπο είσπραξής τους.

2.   Το ύψος των τελών καθορίζεται κατά τρόπο ώστε τα αντίστοιχα έσοδα να εξασφαλίζουν, καταρχήν, την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού του Γραφείου.

3.   Ο κανονισμός για τα τέλη εκδίδεται και τροποποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 163, παράγραφος 2.

TIΤΛΟΣ ΧΙΙΙ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΣΗΜΑΤΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 145

Εφαρμοστέες διατάξεις

Εκτός αν άλλως ορίζεται στον παρόντα τίτλο, ο παρών κανονισμός και οι εκτελεστικοί κανονισμοί του εφαρμόζονται στις αιτήσεις διεθνούς καταχώρισης που έχουν κατατεθεί δυνάμει του πρωτοκόλλου που αφορά στη συμφωνία της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση σημάτων, που εγκρίθηκε στη Μαδρίτη στις 27 Ιουνίου 1989 (στο εξής «διεθνείς αιτήσεις» και «πρωτόκολλο της Μαδρίτης», αντίστοιχα και βασίζονται σε αίτηση κοινοτικού σήματος ή σε κοινοτικό σήμα, καθώς και στην καταχώριση σημάτων στο διεθνές μητρώο που τηρείται από το Διεθνές Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (στο εξής «διεθνής καταχώριση» και «Διεθνές Γραφείο», αντίστοιχα), η προστασία των οποίων επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

ΤΜΗΜΑ 2

Διεθνής καταχώριση βάσει αιτήσεως κοινοτικού σήματος ή βάσει κοινοτικού σήματος

Άρθρο 146

Κατάθεση διεθνούς αιτήσεως

1.   Οι διεθνείς αιτήσεις δυνάμει του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης που βασίζονται σε αίτηση κοινοτικού σήματος ή σε κοινοτικό σήμα κατατίθενται στο Γραφείο.

2.   Όταν μια διεθνής αίτηση κατατίθεται πριν από την καταχώριση του σήματος, στο οποίο βασίζεται, ως κοινοτικού σήματος, ο αιτών τη διεθνή καταχώριση αναφέρει εάν αυτή βασίζεται σε αίτηση ή σε καταχώριση κοινοτικού σήματος. Στην περίπτωση που η διεθνής καταχώριση βασίζεται σε κοινοτικό σήμα, εφόσον αυτό καταχωρισθεί, η διεθνής αίτηση θεωρείται ότι υποβλήθηκε στο Γραφείο κατά την ημερομηνία καταχώρισης του κοινοτικού σήματος.

Άρθρο 147

Τύπος και περιεχόμενο της διεθνούς αίτησης

1.   Η διεθνής αίτηση κατατίθεται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μέσω εντύπου που παρέχει το Γραφείο. Εάν ο αιτών, κατά την κατάθεση της διεθνούς αιτήσεως, δεν ορίζει άλλως επί του εντύπου αυτού, το Γραφείο αλληλογραφεί με τον αιτούντα στη γλώσσα που πραγματοποιήθηκε η κατάθεση με τυποποιημένο έντυπο.

2.   Εάν η διεθνής αίτηση κατατίθεται σε γλώσσα που δεν είναι μια από τις γλώσσες που επιτρέπονται δυνάμει του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, ο αιτών πρέπει να δηλώνει μια δεύτερη γλώσσα μεταξύ των τελευταίων. Αυτή η γλώσσα είναι εκείνη στην οποία το Γραφείο υποβάλει τη διεθνή αίτηση στο Διεθνές Γραφείο.

3.   Όταν η διεθνής αίτηση κατατίθεται σε γλώσσα που δεν είναι μια από τις γλώσσες που επιτρέπονται δυνάμει του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης για την κατάθεση διεθνών αιτήσεων, ο αιτών μπορεί να παρέχει μετάφραση του καταλόγου αγαθών ή υπηρεσιών στη γλώσσα στην οποία πρέπει να υποβληθεί η διεθνής αίτηση στο Διεθνές Γραφείο δυνάμει της παραγράφου 2.

4.   Το Γραφείο διαβιβάζει τη διεθνή αίτηση στο Διεθνές Γραφείο το ταχύτερο δυνατόν.

5.   Η κατάθεση διεθνούς αίτησης συνεπάγεται την καταβολή τέλους στο Γραφείο. Στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 146, παράγραφος 2 δεύτερη φράση, το τέλος οφείλεται κατά την ημερομηνία του κοινοτικού σήματος. Η αίτηση θεωρείται ότι δεν κατατέθηκε εφόσον δεν έχει καταβληθεί το τέλος.

6.   Η διεθνής αίτηση πρέπει να πληροί τους σχετικούς όρους που προβλέπονται από τον εκτελεστικό κανονισμό.

Άρθρο 148

Εγγραφή στον φάκελο και στο μητρώο

1.   Η ημερομηνία και ο αριθμός διεθνούς καταχώρισης που βασίζεται σε αίτηση για κοινοτικό σήμα, εγγράφονται στο φάκελο της αίτησης. Όταν μια αίτηση καταλήγει σε κοινοτικό σήμα, η ημερομηνία και ο αριθμός της διεθνούς καταχωρίσεως εγγράφονται στο μητρώο.

2.   Η ημερομηνία και ο αριθμός της διεθνούς καταχωρίσεως που βασίζεται σε κοινοτικό σήμα, εγγράφονται στο μητρώο.

Άρθρο 149

Αίτηση για εδαφική επέκταση μεταγενέστερη της διεθνούς καταχωρίσεως

Κάθε αίτηση εδαφικής επέκτασης που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 3β, παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, μετά τη διεθνή καταχώριση, μπορεί να υποβληθεί μέσω του Γραφείου. Η αίτηση πρέπει να κατατίθεται στη γλώσσα στην οποία έχει κατατεθεί η διεθνής αίτηση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 147.

Άρθρο 150

Διεθνή τέλη

Τα τέλη που οφείλονται στο Διεθνές Γραφείο δυνάμει του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης καταβάλλονται απευθείας σε αυτό.

ΤΜΗΜΑ 3

Επέκταση της προστασίας διεθνούς καταχώρισης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα

Άρθρο 151

Αποτελέσματα της επέκτασης της προστασίας διεθνούς καταχώρισης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα

1.   Κάθε επέκταση της προστασίας διεθνούς καταχωρίσεως στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα παράγει, από της ημερομηνίας καταχωρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης ή της ημερομηνίας επέκτασης της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, σύμφωνα με το άρθρο 3β, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, τα ίδια αποτελέσματα με μια αίτηση κοινοτικού σήματος.

2.   Εάν ουδεμία απόρριψη έχει κοινοποιηθεί δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφοι 1 και 2 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης ή εάν η απόρριψη έχει ανακληθεί, η διεθνής καταχώριση ενός σήματος του οποίου η προστασία έχει επεκταθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, παράγει από της ημερομηνίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα ίδια αποτελέσματα με την καταχώριση ενός σήματος ως κοινοτικού.

3.   Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 9 παράγραφος 3, η δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την επέκταση διεθνούς καταχώρισης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δυνάμει του άρθρου 152, παράγραφος 1, υποκαθιστά τη δημοσίευση μιας αίτησης κοινοτικού σήματος και η δημοσίευση που προβλέπεται στο άρθρο 152, παράγραφος 2, υποκαθιστά τη δημοσίευση της καταχώρισης ενός κοινοτικού σήματος.

Άρθρο 152

Δημοσίευση

1.   Το Γραφείο δημοσιεύει την ημερομηνία καταχώρισης ενός σήματος, του οποίου η προστασία έχει επεκταθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης ή την ημερομηνία μεταγενέστερης επέκτασης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 3β, παράγραφος 2, του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, τη γλώσσα κατάθεσης της διεθνούς αίτησης και τη δεύτερη γλώσσα που υπέδειξε ο αιτών, καθώς και τον αριθμό και την ημερομηνία δημοσιεύσεως της διεθνούς καταχωρίσεως, στην επίσημη εφημερίδα που εκδίδεται από το Διεθνές Γραφείο, αντίγραφο του σήματος και τους αριθμούς των κατηγοριών αγαθών ή υπηρεσιών, για τις οποίες ζητείται προστασία.

2.   Εάν ουδεμία απόρριψη προστασίας διεθνούς καταχώρισης η οποία έχει επεκταθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει κοινοποιηθεί δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφοι 1 και 2 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης ή εάν η απόρριψη έχει ανακληθεί, το Γραφείο αναφέρει το γεγονός αυτό, καθώς και τον αριθμό της διεθνούς καταχώρισης και, ενδεχομένως, την ημερομηνία δημοσίευσης της εν λόγω καταχώρισης, στην επίσημη εφημερίδα που εκδίδεται από το Διεθνές Γραφείο.

Άρθρο 153

Αρχαιότητα του σήματος

1.   Ο αιτών διεθνή καταχώριση με προστασία που να επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μπορεί να επικαλεσθεί, στη διεθνή αίτηση, την αρχαιότητα προγενέστερου σήματος που καταχωρίσθηκε σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος που καταχωρίσθηκε στις χώρες της Μπενελούξ ή καταχωρίσθηκε βάσει διεθνών διευθετήσεων που παράγουν αποτελέσματα σε ένα κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 34.

2.   Ο δικαιούχος διεθνούς καταχώρισης με προστασία που να επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μπορεί, από την ημερομηνία δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της καταχώρισης αυτής, δυνάμει του άρθρου 152, παράγραφος 2, να επικαλεσθεί, ενώπιον του Γραφείου, την αρχαιότητα προγενέστερου σήματος που καταχωρίσθηκε σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος που καταχωρίσθηκε στις χώρες της Μπενελούξ ή καταχωρίσθηκε βάσει διεθνών διευθετήσεων που παράγουν αποτελέσματα σε ένα κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 35. Το Γραφείο απευθύνει σχετική κοινοποίηση στο Διεθνές Γραφείο.

Άρθρο 154

Εξέταση σχετικά με τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου

1.   Κάθε διεθνής καταχώριση με προστασία που να επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπόκειται σε εξέταση όσον αφορά τους απόλυτους λόγους απαράδεκτου, σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται στις αιτήσεις κοινοτικού σήματος.

2.   Η προστασία μιας διεθνούς καταχώρισης δεν μπορεί να απορριφθεί πριν να παρασχεθεί στον κάτοχο της διεθνούς καταχώρισης η δυνατότητα να παραιτηθεί της προστασίας ή να περιορίσει την προστασία της όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

3.   Η απόρριψη της προστασίας ισοδυναμεί με απόρριψη αίτησης κοινοτικού σήματος.

4.   Όταν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση απόρριψης της προστασίας μιας διεθνούς καταχώρισης δυνάμει του παρόντος άρθρου ή όταν ο δικαιούχος διεθνούς καταχώρισης έχει παραιτηθεί της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2, το Γραφείο επιστρέφει στον κάτοχο της διεθνούς καταχώρισης μέρος του ατομικού τέλους που θα καθορισθεί από τον εκτελεστικό κανονισμό.

Άρθρο 155

Έρευνα

1.   Το Γραφείο, όταν παραλαμβάνει κοινοποίηση διεθνούς καταχώρισης με προστασία η οποία επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καταρτίζει κοινοτική έκθεση έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 38, παράγραφος 1.

2.   Το Γραφείο, όταν παραλαμβάνει κοινοποίηση διεθνούς καταχώρισης με προστασία η οποία επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, διαβιβάζει αντίγραφό της στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας κάθε κράτους μέλους, που έχει ειδοποιήσει το Γραφείο για την απόφασή του να πραγματοποιήσει έρευνα στο δικό του μητρώο σημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 38, παράγραφος 2.

3.   Το άρθρο 38, παράγραφοι 3 έως 6, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.

4.   Το Γραφείο ενημερώνει τους δικαιούχους προγενέστερων κοινοτικών σημάτων ή αιτήσεων κοινοτικού σήματος, που αναφέρονται στην κοινοτική έκθεση έρευνας, για τη δημοσίευση της διεθνούς καταχώρισης που επεκτείνει την προστασία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δυνάμει του άρθρου 152, παράγραφος 1.

Άρθρο 156

Ανακοπή

1.   Κατά της διεθνούς καταχώρισης που επεκτείνει την προστασία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μπορεί να ασκείται ανακοπή, με την ίδια διαδικασία που προβλέπεται για τις αιτήσεις κοινοτικού σήματος που έχουν δημοσιευθεί.

2.   Η ανακοπή ασκείται εντός προθεσμίας τριών μηνών, η οποία αρχίζει έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 152, παράγραφος 1. Η ανακοπή θεωρείται ασκηθείσα μόνο μετά την καταβολή του τέλους ανακοπής.

3.   Η απόρριψη της χορήγησης προστασίας ισοδυναμεί με απόρριψη αίτησης κοινοτικού σήματος.

4.   Όταν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση απόρριψης της προστασίας μιας διεθνούς καταχώρισης δυνάμει του παρόντος άρθρου ή όταν ο δικαιούχος διεθνούς καταχώρισης έχει παραιτηθεί της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα πριν καταστεί οριστική η απόφαση που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Γραφείο επιστρέφει στον δικαιούχο της διεθνούς καταχώρισης μέρος του ατομικού τέλους που θα καθορισθεί από τον εκτελεστικό κανονισμό.

Άρθρο 157

Αντικατάσταση κοινοτικού σήματος από διεθνή καταχώριση

Κατόπιν αιτήσεως, το Γραφείο σημειώνει στο μητρώο ότι η διεθνής καταχώριση θεωρείται ότι αντικαθιστά το κοινοτικό σήμα, σύμφωνα με το άρθρο 4α του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης.

Άρθρο 158

Ακύρωση των αποτελεσμάτων διεθνούς καταχώρισης

1.   Τα αποτελέσματα διεθνούς καταχώρισης από την οποία απορρέει προστασία που επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μπορούν να κηρυχθούν άκυρα.

2.   Η αίτηση ακύρωσης των αποτελεσμάτων διεθνούς καταχώρισης που επεκτείνει την προστασία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ισοδυναμεί με αίτηση έκπτωσης σύμφωνα με το άρθρο 51 ή αίτηση ακύρωσης σύμφωνα με τα άρθρα 52 ή 53.

Άρθρο 159

Μετατροπή επέκτασης της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω διεθνούς καταχωρίσεως σε αίτηση εθνικού σήματος ή σε επέκταση της προστασίας στα κράτη μέλη

1.   Όταν η επέκταση της προστασίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω διεθνούς καταχωρίσεως απορρίπτεται ή παύει να παράγει αποτελέσματα, ο δικαιούχος της διεθνούς καταχωρίσεως δικαιούται να ζητήσει να μετατραπεί η επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα:

α)

σε αίτηση εθνικού σήματος, βάσει των άρθρων 112, 113 και 114· ή

β)

σε αίτηση επέκτασης της προστασίας μέσα σε ένα κράτος μέλος, το οποίο είναι μέρος του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, ή της συμφωνίας της Μαδρίτης σχετικά με τη διεθνή καταχώριση σημάτων, η οποία εγκρίθηκε στη Μαδρίτη στις 14 Απριλίου 1891, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε (στο εξής «συμφωνία της Μαδρίτης»), εφόσον, κατά την ημερομηνία αίτησης μετατροπής ήταν δυνατό να ζητηθεί η άμεση επέκταση της προστασίας στο οικείο κράτος μέλος βάσει του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης ή της συμφωνίας της Μαδρίτης. εφαρμόζονται τα άρθρα 112, 113 και 114.

2.   Η αίτηση εθνικού σήματος ή η αίτηση επέκτασης της προστασίας σε κράτος μέλος το οποίο είναι μέρος του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης ή της συμφωνίας της Μαδρίτης, η οποία προκύπτει από τη μετατροπή της επέκτασης της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέσω διεθνούς καταχώρισης, ισχύουν, όσον αφορά το εν λόγω κράτος μέλος, από την ημερομηνία της διεθνούς καταχώρισης δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 4 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, ή από την ημερομηνία της επέκτασης μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα δυνάμει του άρθρου 3β παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, εφόσον αυτή έγινε μετά τη διεθνή καταχώριση, ή την ημερομηνία προτεραιότητας της εν λόγω καταχώρισης και, ενδεχομένως, της αρχαιότητας σήματος του συγκεκριμένου κράτους, η οποία διεκδικείται σύμφωνα με το άρθρο 153.

3.   Η αίτηση μετατροπής δημοσιεύεται.

Άρθρο 160

Χρήση κοινοτικού σήματος που αποτελεί αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης

Για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, του άρθρου 42, παράγραφος 2, του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο α), και του άρθρου 57, παράγραφος 2, η ημερομηνία δημοσίευσης δυνάμει του άρθρου 152, παράγραφος 2, θεωρείται ως ημερομηνία καταχώρισης, προκειμένου να καθορισθεί η ημερομηνία, από της οποίας το σήμα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, πρέπει να τεθεί σε ουσιαστική χρήση εντός της Κοινότητας.

Άρθρο 161

Μετατροπή

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι διατάξεις που εφαρμόζονται στις αιτήσεις κοινοτικού σήματος εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στις αιτήσεις μετατροπής μιας διεθνούς καταχώρισης σε αίτηση κοινοτικού σήματος δυνάμει του άρθρου 9quinquies του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης.

2.   Όταν η αίτηση μετατροπής αφορά διεθνή καταχώριση με επέκταση της προστασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα στοιχεία της έχουν δημοσιευθεί, σύμφωνα με το άρθρο 152, παράγραφος 2, δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 37 έως 42.

ΤΙΤΛΟΣ XIV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 162

Κοινοτικές εκτελεστικές διατάξεις

1.   Οι λεπτομέρειες της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται από εκτελεστικό κανονισμό.

2.   Εκτός από τα τέλη τα προβλεπόμενα στα προηγούμενα άρθρα, τέλη καταβάλλονται, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες εφαρμογής που θεσπίζει ο εκτελεστικός κανονισμός, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

καθυστέρηση καταβολής του τέλους καταχώρισης·

β)

έκδοση αντιγράφου του πιστοποιητικού καταχώρισης·

γ)

καταχώριση άδειας χρήσης ή άλλου δικαιώματος επί κοινοτικού σήματος·

δ)

καταχώριση άδειας χρήσης ή άλλου δικαιώματος επί αιτήσεως κοινοτικού σήματος·

ε)

διαγραφή της εγγραφής άδειας χρήσης ή άλλου δικαιώματος·

στ)

τροποποίηση καταχωρισμένου κοινοτικού σήματος·

ζ)

έκδοση αποσπάσματος από το μητρώο·

η)

έρευνα φακέλου από το κοινό·

θ)

έκδοση αντιγράφων των εγγράφων φακέλου·

ι)

έκδοση επικυρωμένου αντιγράφου της αίτησης·

ια)

ανακοίνωση πληροφοριών που περιέχει ο φάκελος·

ιβ)

επανεξέταση του επιστρεπτέου ποσού εξόδων διαδικασίας.

3.   Ο εκτελεστικός κανονισμός και ο κανονισμός διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών θεσπίζονται και τροποποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 162, παράγραφος 2.

Άρθρο 163

Ίδρυση επιτροπής και διαδικασία έκδοσης των εκτελεστικών κανονισμών

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή, αποκαλούμενη «επιτροπή για θέματα που αφορούν τα τέλη, τους εκτελεστικούς κανονισμούς και τη διαδικασία των τμημάτων προσφυγών του γραφείου εναρμόνισης στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)».

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ορίζεται σε τρεις μήνες.

Άρθρο 164

Συμβατότητα με άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, και ιδίως το άρθρο 14.

Άρθρο 165

Διατάξεις σχετικές με τη διεύρυνση της Κοινότητας

1.   Από την ημερομηνία ένταξης της Βουλγαρίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας (αποκαλούμενων εφεξής «νέα κράτη μέλη») το κοινοτικό σήμα το οποίο έχει καταχωρισθεί ή για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό πριν από την εκάστοτε ημερομηνία της προσχώρησης, επεκτείνεται στο έδαφος των εν λόγω κρατών μελών προκειμένου να παράγει ισοδύναμα αποτελέσματα σε ολόκληρη την Κοινότητα.

2.   Η καταχώριση κοινοτικού σήματος για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση κατά την ημερομηνία της προσχώρησης δεν μπορεί να απορρίπτεται βάσει κανενός από τους απόλυτους λόγους απαραδέκτου που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, εάν οι λόγοι αυτοί απορρέουν αποκλειστικά και μόνο από την προσχώρηση νέου κράτους μέλους.

3.   Εάν αίτηση καταχώρισης κοινοτικού σήματος υποβλήθηκε μέσα στους έξι μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας της προσχώρησης, δύναται να ασκείται ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 42, εφόσον προγενέστερο σήμα ή άλλο προγενέστερο δικαίωμα, κατά την έννοια του άρθρου 8, αποκτήθηκε σε νέο κράτος μέλος πριν από την προσχώρηση, υπό τον όρο ότι αποκτήθηκε καλόπιστα και ότι η ημερομηνία κατάθεσης ή, ενδεχομένως, η ημερομηνία προτεραιότητας ή η ημερομηνία απόκτησης στο νέο κράτος μέλος του προγενέστερου σήματος ή άλλου προγενέστερου δικαιώματος προηγείται της ημερομηνίας κατάθεσης ή, ενδεχομένως, της ημερομηνίας προτεραιότητας του αιτούμενου κοινοτικού σήματος.

4.   Κοινοτικό σήμα το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν δύναται να κηρύσσεται άκυρο:

α)

σύμφωνα με το άρθρο 52, εάν οι λόγοι ακυρότητας κατέστησαν ισχυροί μόνον εξαιτίας της προσχώρησης νέου κράτους μέλους·

β)

σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφοι 1 και 2, εάν το προγενέστερο εθνικό δικαίωμα έχει καταχωρισθεί, καταστεί εφαρμόσιμο ή έχει αποκτηθεί σε ένα νέο κράτος μέλος πριν από την ημερομηνία προσχώρησης.

5.   H χρήση κοινοτικού σήματος, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1, δύναται να απαγορεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 110 και 111, εάν προγενέστερο σήμα ή άλλο προγενέστερο δικαίωμα έχει καταχωρισθεί, ζητηθεί ή έχει αποκτηθεί καλόπιστα σε ένα νέο κράτος μέλος πριν από την ημερομηνία προσχώρησής του ή, ενδεχομένως, έχει ημερομηνία προτεραιότητας πριν από την ημερομηνία προσχώρησης του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 166

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94, όπως τροποποιήθηκε από τις πράξεις που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό θεωρούνται ότι γίνονται στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 167

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή των άρθρων 95 και 114 εντός τριών ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

I. LANGER


(1)  ΕΕ C 146 Ε της 12.6.2008, σ. 79.

(2)  ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1.

(3)  Βλέπε παράρτημα Ι.

(4)  ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(6)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.

(7)  ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28.

(8)  ΕΕ L 125 της 5.5.2001, σ. 15.

(9)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(10)  ΕΕ L 3 της 5.1.2002, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών του τροποποιήσεων

(όπως αναφέρονται στο άρθρο 166)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 11 της 14.1.1994, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3288/94 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 83)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 807/2003 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36)

Μόνο το σημείο 48 του παραρτήματος ΙΙΙ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1653/2003 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 245 της 29.9.2003, σ. 36)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1992/2003 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 296 της 14.11.2003, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 422/2004 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 70 της 9.3.2004, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1891/2006 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 386 της 29.12.2006, σ. 14)

Μόνο το άρθρο 1

Πράξη προσχώρησης του 2003, Μέρος 4. Γ. Ι)

(ΕΕ L 236 της 23.9.2003, σ. 342)

 

Πράξη προσχώρησης του 2005, παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 1.Ι

(ΕΕ L 157 της 21.6.2005, σ. 231)

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94

Παρών κανονισμός

Άρθρα 1 έως 14

Άρθρα 1 έως 14

Άρθρο 15, παράγραφος 1

Άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15, παράγραφος 2, εισαγωγική φράση

Άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, εισαγωγική φράση

Άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο α)

Άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α)

Άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο β)

Άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β)

Άρθρο 15, παράγραφος 3

Άρθρο 15, παράγραφος 2

Άρθρα 16 έως 36

Άρθρα 16 έως 36

Άρθρο 37

Άρθρο 38

Άρθρο 37

Άρθρο 39

Άρθρο 38

Άρθρο 40

Άρθρο 39

Άρθρο 41

Άρθρο 40

Άρθρο 42

Άρθρο 41

Άρθρο 43

Άρθρο 42

Άρθρο 44

Άρθρο 43

Άρθρο 44α

Άρθρο 44

Άρθρα 45 έως 48

Άρθρα 45 έως 48

Άρθρο 48α

Άρθρο 49

Άρθρο 49

Άρθρο 50

Άρθρο 50

Άρθρο 51

Άρθρο 51

Άρθρο 52

Άρθρο 52

Άρθρο 53

Άρθρο 53

Άρθρο 54

Άρθρο 54

Άρθρο 55

Άρθρο 55

Άρθρο 56

Άρθρο 56

Άρθρο 57

Άρθρο 57

Άρθρο 58

Άρθρο 58

Άρθρο 59

Άρθρο 59

Άρθρο 60

Άρθρο 60

Άρθρο 61

Άρθρο 60α

Άρθρο 62

Άρθρο 61

Άρθρο 63

Άρθρο 62

Άρθρο 64

Άρθρο 63

Άρθρο 65

Άρθρο 64

Άρθρο 66

Άρθρο 65

Άρθρο 67

Άρθρο 66

Άρθρο 68

Άρθρο 67

Άρθρο 69

Άρθρο 68

Άρθρο 70

Άρθρο 69

Άρθρο 71

Άρθρο 70

Άρθρο 72

Άρθρο 71

Άρθρο 73

Άρθρο 72

Άρθρο 74

Άρθρο 73

Άρθρο 75

Άρθρο 74

Άρθρο 76

Άρθρο 75

Άρθρο 77

Άρθρο 76

Άρθρο 78

Άρθρο 77

Άρθρο 79

Άρθρο 77α

Άρθρο 80

Άρθρο 78

Άρθρο 81

Άρθρο 78α

Άρθρο 82

Άρθρο 79

Άρθρο 83

Άρθρο 80

Άρθρο 84

Άρθρο 81

Άρθρο 85

Άρθρο 82

Άρθρο 86

Άρθρο 83

Άρθρο 87

Άρθρο 84

Άρθρο 88

Άρθρο 85

Άρθρο 89

Άρθρο 86

Άρθρο 90

Άρθρο 87

Άρθρο 91

Άρθρο 88

Άρθρο 92

Άρθρο 89

Άρθρο 93

Άρθρο 90

Άρθρο 94

Άρθρο 91

Άρθρο 95

Άρθρο 92

Άρθρο 96

Άρθρο 93

Άρθρο 97

Άρθρο 94 παράγραφος 1, εισαγωγική φράση

Άρθρο 98 παράγραφος 1, εισαγωγική φράση

Άρθρο 94 παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 98 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 94 παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 98 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 94 παράγραφος 2

Άρθρο 98 παράγραφος 2

Άρθρο 95

Άρθρο 99

Άρθρο 96

Άρθρο 100

Άρθρο 97

Άρθρο 101

Άρθρο 98

Άρθρο 102

Άρθρο 99

Άρθρο 103

Άρθρο 100

Άρθρο 104

Άρθρο 101

Άρθρο 105

Άρθρο 102

Άρθρο 106

Άρθρο 103

Άρθρο 107

Άρθρο 104

Άρθρο 108

Άρθρο 105

Άρθρο 109

Άρθρο 106

Άρθρο 110

Άρθρο 107

Άρθρο 111

Άρθρο 108

Άρθρο 112

Άρθρο 109

Άρθρο 113

Άρθρο 110

Άρθρο 114

Άρθρο 111

Άρθρο 115

Άρθρο 112

Άρθρο 116

Άρθρο 113

Άρθρο 117

Άρθρο 114

Άρθρο 118

Άρθρο 115

Άρθρο 119

Άρθρο 116

Άρθρο 120

Άρθρο 117

Άρθρο 121

Άρθρο 118

Άρθρο 122

Άρθρο 118α

Άρθρο 123

Άρθρο 119

Άρθρο 124

Άρθρο 120

Άρθρο 125

Άρθρο 121 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 126 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 121 παράγραφος 3

Άρθρο 121 παράγραφος 4

Άρθρο 126 παράγραφος 3

Άρθρο 121 παράγραφος 5

Άρθρο 126 παράγραφος 4

Άρθρο 121 παράγραφος 6

Άρθρο 126 παράγραφος 5

Άρθρο 122

Άρθρο 127

Άρθρο 123

Άρθρο 128

Άρθρο 124

Άρθρο 129

Άρθρο 125

Άρθρο 130

Άρθρο 126

Άρθρο 131

Άρθρο 127

Άρθρο 132

Άρθρο 128

Άρθρο 133

Άρθρο 129

Άρθρο 134

Άρθρο 130

Άρθρο 135

Άρθρο 131

Άρθρο 136

Άρθρο 132

Άρθρο 137

Άρθρο 133

Άρθρο 138

Άρθρο 134

Άρθρο 139

Άρθρο 135

Άρθρο 140

Άρθρο 136

Άρθρο 141

Άρθρο 137

Άρθρο 142

Άρθρο 138

Άρθρο 143

Άρθρο 139

Άρθρο 144

Άρθρο 140

Άρθρο 145

Άρθρο 141

Άρθρο 146

Άρθρο 142

Άρθρο 147

Άρθρο 143

Άρθρο 148

Άρθρο 144

Άρθρο 149

Άρθρο 145

Άρθρο 150

Άρθρο 146

Άρθρο 151

Άρθρο 147

Άρθρο 152

Άρθρο 148

Άρθρο 153

Άρθρο 149

Άρθρο 154

Άρθρο 150

Άρθρο 155

Άρθρο 151

Άρθρο 156

Άρθρο 152

Άρθρο 157

Άρθρο 153

Άρθρο 158

Άρθρο 154

Άρθρο 159

Άρθρο 155

Άρθρο 160

Άρθρο 156

Άρθρο 161

Άρθρο 157 παράγραφος 1

Άρθρο 162 παράγραφος 1

Άρθρο 157 παράγραφος 2, εισαγωγική φράση

Άρθρο 162 παράγραφος 2, εισαγωγική φράση

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 2

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο α)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 3

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο β)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 5

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο γ)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 6

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο δ)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 7

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο ε)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 8

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο στ)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 9

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο ζ)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 10

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο η)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 11

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο θ)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 12

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο ι)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 13

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο ια)

Άρθρο 157 παράγραφος 2, σημείο 14

Άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο ιβ)

Άρθρο 157 παράγραφος 3

Άρθρο 162 παράγραφος 3

Άρθρο 158

Άρθρο 163

Άρθρο 159

Άρθρο 164

Άρθρο 159α παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 165 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 159α παράγραφος 4, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 165 παράγραφος 4, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 159α παράγραφος 4, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 165 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 159α παράγραφος 4, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 165 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 159α παράγραφος 5

Άρθρο 165 παράγραφος 5

Άρθρο 166

Άρθρο 160 παράγραφος 1

Άρθρο 167 παράγραφος 1

Άρθρο 160 παράγραφος 2

Άρθρο 167 παράγραφος 2

Άρθρο 160 παράγραφοι 3 και 4

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ