ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

60ό έτος
27 Δεκεμβρίου 2017


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2395 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά το μεταβατικό καθεστώς για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9 στα ίδια κεφάλαια και για τις επιπτώσεις της αντιμετώπισης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ορισμένων ανοιγμάτων του δημοσίου τομέα εκπεφρασμένων στο εθνικό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους ( 1 )

27

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2396 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 και (ΕΕ) 2015/1017 όσον αφορά την παράταση της λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, καθώς και τη θέσπιση τεχνικών βελτιώσεων για το εν λόγω Ταμείο και τον Ευρωπαϊκό Κόμβο Επενδυτικών Συμβουλών

34

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (EE) 2017/2397 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων στην εσωτερική ναυσιπλοΐα και την κατάργηση των οδηγιών 91/672/ΕΟΚ και 96/50/ΕΚ του Συμβουλίου ( 1 )

53

 

*

Οδηγία (EE) 2017/2398του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2004/37/ΕΚ σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία  ( 1 )

87

 

*

Οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία

96

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

27.12.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/2394 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2017

σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) προβλέπει εναρμονισμένους κανόνες και διαδικασίες που διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών σε διασυνοριακό επίπεδο. Το άρθρο 21α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 προβλέπει την επανεξέταση της αποτελεσματικότητας του εν λόγω κανονισμού και των επιχειρησιακών μηχανισμών. Σύμφωνα με την εν λόγω αναθεώρηση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 δεν επαρκεί για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων της επιβολής της νομοθεσίας στην ενιαία αγορά, συμπεριλαμβανομένων των προκλήσεων της ψηφιακής ενιαίας αγοράς.

(2)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2015, με τίτλο «Στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά της Ευρώπης», προσδιόρισε ως μία από τις προτεραιότητες της εν λόγω στρατηγικής την ανάγκη να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών μέσω της ταχύτερης, ευέλικτης και πιο συνεκτικής επιβολής των κανόνων προστασίας των καταναλωτών. Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 28ης Οκτωβρίου 2015, με τίτλο «Αναβάθμιση της στρατηγικής για την ενιαία αγορά: περισσότερες ευκαιρίες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις», επανέλαβε ότι η επιβολή της νομοθεσίας της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω με τη μεταρρύθμιση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004.

(3)

Η αναποτελεσματική επιβολή της νομοθεσίας στις περιπτώσεις διασυνοριακών παραβάσεων, συμπεριλαμβανομένων παραβάσεων στο ψηφιακό περιβάλλον, επιτρέπει στους εμπόρους να διαφεύγουν από την επιβολή της νομοθεσίας με τη μετεγκατάσταση εντός της Ένωσης. Επιπλέον στρεβλώνει τον ανταγωνισμό σε βάρος των νομοταγών εμπόρων που δραστηριοποιούνται είτε στο εσωτερικό της χώρας τους είτε διασυνοριακά (επιγραμμικά ή μη) και, επομένως, βλάπτει άμεσα τους καταναλωτές και υπονομεύει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις διασυνοριακές συναλλαγές και στην εσωτερική αγορά. Ένα αυξημένο επίπεδο εναρμόνισης το οποίο περιλαμβάνει αποδοτική και αποτελεσματική συνεργασία για την επιβολή της νομοθεσίας μεταξύ των αρμόδιων δημόσιων αρχών επιβολής είναι, συνεπώς, αναγκαίο για τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τη διαταγή παύσης ή απαγόρευσης των παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 προέβλεψε τη δημιουργία ενός δικτύου αρμοδίων δημόσιων αρχών επιβολής της νομοθεσίας σε ολόκληρη την Ένωση. Είναι αναγκαίος ο αποτελεσματικός συντονισμός μεταξύ των διάφορων αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν στο εν λόγω δίκτυο, καθώς και ο αποτελεσματικός συντονισμός μεταξύ των άλλων δημόσιων αρχών σε επίπεδο κρατών μελών. Ο συντονιστικός ρόλος του ενιαίου γραφείου σύνδεσης θα πρέπει να ανατεθεί σε δημόσια αρχή σε κάθε κράτος μέλος. Η εν λόγω αρχή θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς εξουσίες και τους απαραίτητους πόρους για να αναλάβει τον εν λόγω σημαντικό ρόλο. Κάθε κράτος μέλος παροτρύνεται να ορίσει μία από τις αρμόδιες αρχές ως ενιαίο γραφείο σύνδεσης δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(5)

Οι καταναλωτές θα πρέπει επίσης να προστατεύονται από τις παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, οι οποίες έχουν παύσει ήδη, αλλά των οποίων τα επιβλαβή αποτελέσματα ενδέχεται να εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις απαραίτητες ελάχιστες εξουσίες για να διερευνούν και να διατάσσουν την παύση αυτών των παραβάσεων ή την απαγόρευσή τους στο μέλλον, προκειμένου να αποφεύγεται η επανάληψή τους, ώστε να διασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

(6)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα σύνολο ελάχιστων εξουσιών έρευνας και επιβολής, προκειμένου να εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό, να συνεργάζονται μεταξύ τους ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά και να αποτρέπουν τους εμπόρους από τη διάπραξη παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εξουσίες πρέπει να είναι επαρκείς για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν την επιβολή του νόμου στο ηλεκτρονικό εμπόριο και στο ψηφιακό περιβάλλον και για να εμποδίζουν τους εμπόρους που δεν συμμορφώνονται να εκμεταλλεύονται τα κενά του συστήματος επιβολής του νόμου με τη μετεγκατάστασή τους σε κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές των οποίων δεν διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να αντιμετωπίζουν αθέμιτες πρακτικές. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει καθιστούν τα κράτη μέλη ικανά να διασφαλίζουν τη νόμιμη ανταλλαγή των απαραίτητων πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, ώστε να επιτυγχάνεται αποτελεσματική επιβολή της νομοθεσίας σε ισότιμη βάση σε όλα τα κράτη μέλη.

(7)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι όλες οι αρμόδιες αρχές εντός της δικαιοδοσίας του διαθέτουν όλες τις ελάχιστες εξουσίες, που απαιτούνται για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν να μην αναθέτουν όλες τις εξουσίες σε κάθε αρμόδια αρχή, υπό τον όρο ότι καθεμιά από τις εν λόγω εξουσίες μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά και όπως απαιτείται σε σχέση με κάθε παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να αποφασίσουν, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, να απονέμουν ορισμένα καθήκοντα σε εντεταλμένους φορείς ή να αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να διαβουλεύονται με ενώσεις καταναλωτών, οργανώσεις εμπόρων, εντεταλμένους φορείς ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των δεσμεύσεων που προτείνει ο έμπορος για την παύση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να φέρουν καμία υποχρέωση να προβλέπουν τη συμμετοχή εντεταλμένων φορέων στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ή να προβλέπουν διαβουλεύσεις με οργανώσεις καταναλωτών, ενώσεις εμπόρων, εντεταλμένους φορείς ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων δεσμεύσεων για την παύση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

(8)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να κινούν έρευνες ή διαδικασίες με δική τους πρωτοβουλία, όταν διαπιστώνουν παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό με άλλα μέσα πλην των καταγγελιών των καταναλωτών.

(9)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε κάθε σχετικό έγγραφο, δεδομένο και πληροφορία που σχετίζεται με το αντικείμενο μιας έρευνας ή συντονισμένων ερευνών στις αγορές καταναλωτών («σαρώσεις») για να διαπιστώνουν αν έχει επέλθει ή επέρχεται παράβαση ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και, ειδικότερα, για να προσδιορίζουν τον υπεύθυνο έμπορο, ανεξαρτήτως του προσώπου που διαθέτει τα υπό κρίση έγγραφα, τα δεδομένα ή τις πληροφορίες, και ανεξαρτήτως της μορφής ή του μορφοτύπου τους, του μέσου αποθήκευσής τους ή του τόπου όπου αποθηκεύονται. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν απευθείας από τρίτους που δραστηριοποιούνται στην ψηφιακή αλυσίδα αξίας να παρέχουν κάθε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, δεδομένο και πληροφορία σύμφωνα με την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), σύμφωνα με τη νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

(10)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητήσουν κάθε σχετική πληροφορία από κάθε δημόσια αρχή, φορέα ή οργανισμό του κράτους μέλους τους ή από κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων, για παράδειγμα, των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου, των φορέων τηλεπικοινωνιών, των καταχωρητών τομέα, των μητρώων τομέα και των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας, προκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσον έχει επέλθει ή επέρχεται παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

(11)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργούν απαραίτητες επιτόπου επιθεωρήσεις, καθώς και να έχουν εξουσία πρόσβασης σε κάθε χώρο, έδαφος ή μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιεί ο έμπορος τον οποίο αφορά η επιθεώρηση για σκοπούς που συνδέονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα.

(12)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν από κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού του εμπόρου τον οποίο αφορά η επιθεώρηση να παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με στοιχεία, πληροφορίες, δεδομένα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο της επιθεώρησης και να θα πρέπει να είναι σε θέση να καταχωρίζουν τις απαντήσεις που δίδει ο συγκεκριμένος εκπρόσωπος ή το μέλος του προσωπικού.

(13)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επαληθεύουν τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων παραβάσεων που λαμβάνουν χώρα κατά ή μετά την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να αγοράζουν αγαθά ή υπηρεσίες ως δοκιμαστική αγορά, όταν είναι αναγκαίο, με καλυμμένη ταυτότητα, προκειμένου να εντοπίζουν παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, όπως αρνήσεις εφαρμογής του δικαιώματος υπαναχώρησης του καταναλωτή στην περίπτωση των συμβάσεων εξ αποστάσεως και να αποκτούν αποδεικτικά στοιχεία. Η εν λόγω εξουσία θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει την εξουσία επιθεώρησης, παρατήρησης, μελέτης, αποσυναρμολόγησης ή δοκιμής προϊόντος ή υπηρεσίας που έχει αγοραστεί από την αρμόδια αρχή για τους εν λόγω σκοπούς. Η εξουσία για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ως δοκιμαστική αγορά μπορεί να περιλαμβάνει την εξουσία εκ μέρους των αρμόδιων αρχών να διασφαλίζουν την επιστροφή κάθε ποσού που έχει καταβληθεί, όταν η εν λόγω επιστροφή δεν θα είναι δυσανάλογη και θα είναι κατά τα λοιπά σύμφωνη με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο.

(14)

Ιδιαίτερα στο ψηφιακό περιβάλλον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιτυγχάνουν την παύση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό γρήγορα και αποτελεσματικά, και ιδίως όταν ο έμπορος που πωλεί προϊόντα ή υπηρεσίες αποκρύπτει την ταυτότητά του ή μετεγκαθίσταται εντός της Ένωσης ή σε τρίτη χώρα για να αποφύγει την επιβολή της νομοθεσίας. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης στα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν προσωρινά μέτρα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στα οποία περιλαμβάνονται η διαγραφή περιεχομένου από επιγραμμική διεπαφή ή η διαταγή ρητής αναγραφής προειδοποίησης προς τους καταναλωτές κατά την πρόσβασή τους σε επιγραμμική διεπαφή. Τα προσωρινά μέτρα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου τους. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν την εξουσία να διατάσσουν τη ρητή αναγραφή προειδοποίησης προς τους καταναλωτές κατά την πρόσβαση στην επιγραμμική διεπαφή ή να διατάσσουν τη διαγραφή ή τροποποίηση ψηφιακού περιεχομένου όταν δεν υπάρχουν άλλοι αποτελεσματικοί τρόποι να παύσει μια παράνομη πρακτική. Τα εν λόγω μέτρα δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου της παύσης ή της απαγόρευσης της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

(15)

Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του παρόντος κανονισμού και ταυτόχρονα να υπογραμμισθεί η σημασία της βούλησης των εμπόρων να ενεργούν σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και να επανορθώνουν τις συνέπειες των παραβάσεών τους που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συμφωνούν με τους εμπόρους δεσμεύσεις όσον αφορά ενέργειες και μέτρα που υποχρεούται να λαμβάνει ο έμπορος για παράβαση, και ιδίως προκειμένου να παύσει η διάπραξή της.

(16)

Καθώς επηρεάζουν απευθείας τον βαθμό της αποτροπής που παρέχεται από την επιβολή του νόμου από τη δημόσια αρχή, οι κυρώσεις για παραβάσεις της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών αποτελούν σημαντικό μέρος του συστήματος επιβολής του νόμου. Καθώς τα εθνικά καθεστώτα κυρώσεων δεν επιτρέπουν πάντα να ληφθεί υπόψη η διασυνοριακή διάσταση μίας παράβασης, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, ως μέρος των ελάχιστων εξουσιών τους, να έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν κυρώσεις για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Δεν θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νέο καθεστώς κυρώσεων για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζεται το εφαρμοστέο καθεστώς στις ίδιες εσωτερικές παραβάσεις, λαμβάνοντας υπόψη, όπου είναι δυνατόν, την πραγματική έκταση και την εμβέλεια της σχετικής παράβασης. Εν όψει των πορισμάτων της έκθεσης της Επιτροπής για τον έλεγχο καταλληλότητας του δικαίου της ΕΕ περί καταναλωτών και εμπορίας, μπορεί να κριθεί αναγκαίο να ενισχυθεί το επίπεδο των κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών.

(17)

Οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν δικαίωμα αποκατάστασης για ζημιές που προκαλούνται από παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Ανάλογα με την περίπτωση, η εξουσία των αρμόδιων αρχών η οποία αφορά τη λήψη πρόσθετων διορθωτικών δεσμεύσεων που προέρχονται από τον έμπορο, με δική του πρωτοβουλία, προς όφελος των καταναλωτών που θίγονται από την εικαζόμενη παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό ή, όπου αρμόζει, η οποία αφορά την προσπάθεια να ληφθούν δεσμεύσεις από τον έμπορο ότι θα προσφέρει κατάλληλα διορθωτικά μέτρα στους θιγόμενους καταναλωτές τους οποίους αφορά η εν λόγω παράβαση θα πρέπει να συμβάλλει στην άρση των δυσμενών συνεπειών μίας διασυνοριακής παράβασης για τους καταναλωτές. Τα εν λόγω διορθωτικά μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την επισκευή, την αντικατάσταση, τις μειώσεις του τιμήματος, τη λύση της σύμβασης ή την επιστροφή του τιμήματος που καταβλήθηκε για αγαθά ή υπηρεσίες, όπως αρμόζει, για τον μετριασμό των αρνητικών συνεπειών της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό για τον θιγόμενο καταναλωτή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου. Αυτό θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος του καταναλωτή να ζητήσει αποκατάσταση με τα κατάλληλα μέσα. Όπου αρμόζει, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν, με τα κατάλληλα μέσα, τους καταναλωτές, που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία ως συνέπεια παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

(18)

Η εφαρμογή και η άσκηση εξουσιών κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι αναλογικές και κατάλληλες για τη φύση της παράβασης ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και τη συνολική πραγματική ή δυνητική βλάβη που αυτή συνεπάγεται. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της υπόθεσης και θα πρέπει να επιλέγουν τα πλέον ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να είναι αναλογικά, αποτελεσματικά και προληπτικά.

(19)

Η εφαρμογή και η άσκηση των εξουσιών κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει, επίσης, να συνάδουν με το λοιπό ενωσιακό και εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβάνοντας τις ισχύουσες διαδικαστικές εγγυήσεις και τις αρχές των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να θεσπίζουν προϋποθέσεις και όρια για την άσκηση των εξουσιών στο εθνικό τους δίκαιο, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Όταν, για παράδειγμα, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, απαιτείται προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους για την είσοδο στις εγκαταστάσεις φυσικών προσώπων και νομικών προσώπων, η εξουσία εισόδου στις εγκαταστάσεις αυτές θα πρέπει να ασκείται μόνο αφού χορηγηθεί η εν λόγω άδεια.

(20)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν κατά πόσον οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εν λόγω εξουσίες απευθείας, στο πλαίσιο της δικής τους αρμοδιότητας, με προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές ή άλλες δημόσιες αρχές, μέσω παροχής εντολών σε εντεταλμένους φορείς ή μέσω αίτησης στα αρμόδια δικαστήρια. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι εξουσίες αυτές ασκούνται αποτελεσματικά και εγκαίρως.

(21)

Όταν απαντούν σε αιτήσεις που υποβάλλονται μέσω του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, όπου αρμόζει, να ασκούν περαιτέρω εξουσίες ή να λαμβάνουν μέτρα που τους έχουν ανατεθεί σε εθνικό επίπεδο, περιλαμβανομένης της εξουσίας για την κίνηση διαδικασίας ή για την παραπομπή υποθέσεων προς άσκηση ποινικής δίωξης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να μπορούν τα δικαστήρια και οι άλλες αρχές που συμμετέχουν στην ποινική δίωξη να διαθέτουν τα μέσα και τις εξουσίες που απαιτούνται για την αποτελεσματική και έγκαιρη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές.

(22)

Η αποδοτικότητα και η αποτελεσματικότητα του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής θα πρέπει να βελτιωθούν. Οι πληροφορίες που ζητούνται θα πρέπει να παρέχονται εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και τα αναγκαία μέτρα έρευνας και επιβολής θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται εγκαίρως. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να απαντούν σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών και λήψης μέτρων επιβολής εντός καθορισμένων προθεσμιών, εκτός εάν συμφωνηθεί άλλως. Οι υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής εντός του μηχανισμού της αμοιβαίας συνδρομής θα πρέπει να παραμείνουν άθικτες, εκτός εάν είναι πιθανό ότι τα μέτρα επιβολής και οι διοικητικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο εκτός του μηχανισμού της αμοιβαίας συνδρομής θα διασφαλίσουν την ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης. Οι διοικητικές αποφάσεις συναφώς με τα ανωτέρω θα πρέπει να νοούνται ως αποφάσεις για την εφαρμογή των μέτρων που έχουν ληφθεί για την παύση ή την απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν τη συμμόρφωση με αίτημα για μέτρα επιβολής που υποβλήθηκαν εντός του μηχανισμού της αμοιβαίας συνδρομής.

(23)

Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει περισσότερες δυνατότητες να συντονίζει και να παρακολουθεί τη λειτουργία του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής, να παρέχει καθοδήγηση, να διατυπώνει συστάσεις και να γνωμοδοτεί για τα κράτη μέλη, όταν ανακύπτουν προβλήματα. Επίσης, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει περισσότερες δυνατότητες να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές αποτελεσματικά και γρήγορα για τη διευθέτηση διαφωνιών σχετικά με την ερμηνεία των υποχρεώσεών τους, οι οποίες απορρέουν από τον μηχανισμό αμοιβαίας συνδρομής.

(24)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει εναρμονισμένους κανόνες που να καθορίζουν τις διαδικασίες για τον συντονισμό μέτρων έρευνας και επιβολής του νόμου σχετικά με εκτεταμένες παραβάσεις και εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση. Οι συντονισμένες δράσεις για την καταπολέμηση εκτεταμένων παραβάσεων και εκτεταμένων παραβάσεων με ενωσιακή διάσταση θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιλέγουν τα πλέον κατάλληλα και αποτελεσματικά εργαλεία για την παύση των εν λόγω παραβάσεων και όπου αρμόζει, να λαμβάνουν ή να προσπαθούν να επιτύχουν από τους υπεύθυνους έμπορους διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών.

(25)

Ως μέρος συντονισμένης δράσης, οι οικείες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συντονίζουν τα μέτρα έρευνας και επιβολής, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση και να επιτυγχάνουν την παύση ή την απαγόρευσή της. Προς τούτο θα πρέπει να ανταλλάσσονται όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών και να παρέχεται η απαιτούμενη βοήθεια. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα επιβολής κατά συντονισμένο τρόπο με σκοπό την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης.

(26)

Η συμμετοχή κάθε αρμόδιας αρχής σε συντονισμένη δράση και ιδιαίτερα τα μέτρα έρευνας και επιβολής που οφείλει να λάβει αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι επαρκή για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση θα πρέπει να υποχρεούνται να λάβουν μόνο εκείνα τα μέτρα έρευνας και επιβολής που απαιτούνται για να συγκεντρωθούν τα όλα τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες όσον αφορά την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση και να επιτευχθεί η παύση ή η απαγόρευση της παράβασης. Ωστόσο, η έλλειψη διαθέσιμων πόρων εκ μέρους της αρμόδιας αρχής της οποία αφορά η εν λόγω παράβαση δεν θα πρέπει να θεωρείται ως αιτιολογία για να μην συμμετάσχει σε συντονισμένη δράση.

(27)

Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση που συμμετέχουν σε συντονισμένη δράση θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνουν δραστηριότητες έρευνας και επιβολής σε εθνικό επίπεδο σε σχέση με την ίδια παράβαση και κατά του ίδιου εμπόρου. Ωστόσο, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να παραμείνει άθικτη η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να συντονίζει τις δραστηριότητές της σε θέματα έρευνας και επιβολής στο πλαίσιο της συντονισμένης δράσης με τις άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση, εκτός αν είναι πιθανό ότι τα μέτρα επιβολής και οι διοικητικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο εκτός του πλαισίου της συντονισμένης δράσης θα διασφαλίζουν ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της εκτεταμένης παράβασης ή της παράβασης με ενωσιακή διάσταση. Οι διοικητικές αποφάσεις συναφώς με τα ανωτέρω θα πρέπει να νοούνται ως αποφάσεις για την εφαρμογή των μέτρων που έχουν ληφθεί για την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης. Σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν να συμμετάσχουν στη συντονισμένη δράση.

(28)

Εάν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες για εκτεταμένη παράβαση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση θα πρέπει, με συμφωνία, να αναλαμβάνουν συντονισμένη δράση. Προκειμένου να καθορισθεί ποιες αρμόδιες αρχές αφορά η εκτεταμένη παράβαση θα πρέπει να εξετάζονται όλες οι συναφείς πτυχές της εν λόγω παράβασης, και ιδίως ο τόπος εγκατάστασης ή διαμονής του εμπόρου, ο τόπος όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου, ο τόπος όπου βρίσκονται οι καταναλωτές που υπέστησαν βλάβη από την εικαζόμενη παράβαση, καθώς και ο τόπος όπου βρίσκονται τα σημεία πώλησης του εμπόρου, δηλαδή καταστήματα και δικτυακοί τόποι.

(29)

Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργάζεται στενότερα με τα κράτη μέλη για την αποφυγή παραβάσεων μεγάλης κλίμακας στο μέλλον. Η Επιτροπή θα πρέπει, ως εκ τούτου, να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές εάν υποψιάζεται οποιεσδήποτε παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Εάν, για παράδειγμα, παρακολουθώντας τις προειδοποιήσεις που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές, η Επιτροπή έχει εύλογες υπόνοιες ότι έχει επέλθει εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, θα πρέπει να ενημερώνει τα κράτη μέλη, διαμέσου των αρμόδιων αρχών και των ενιαίων γραφείων σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω εικαζόμενη παράβαση, και να αναφέρει στη γνωστοποίηση τους λόγους που δικαιολογούν πιθανή συντονισμένη δράση. Οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διεξάγουν κατάλληλες έρευνες με βάση τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες σε αυτούς. Θα πρέπει να κοινοποιούν τα αποτελέσματα των ερευνών τους στις άλλες αρμόδιες αρχές, στα σχετικά ενιαία γραφεία σύνδεσης για την εν λόγω παράβαση και στην Επιτροπή. Όταν οι σχετικές αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω έρευνες αποκαλύπτουν ότι ενδέχεται να συντελείται παράβαση, θα πρέπει να ξεκινήσουν τη συντονισμένη δράση λαμβάνοντας τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Μία συντονισμένη δράση για την αντιμετώπιση εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση θα πρέπει πάντα να συντονίζεται από την Επιτροπή. Εάν φαίνεται ότι η παράβαση αυτή αφορά το κράτος μέλος, αυτό θα πρέπει να συμμετέχει σε συντονισμένη δράση για να διευκολύνει τη συλλογή όλων των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με την παράβαση και την επίτευξη της παύσης ή της απαγόρευσής της. Όσον αφορά τα μέτρα επιβολής, οι ποινικές και δικαστικές διαδικασίες στα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να θιγούν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η αρχή ne bis in idem θα πρέπει να τηρείται. Ωστόσο, εάν ο ίδιος έμπορος επαναλαμβάνει την ίδια πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και είχε ήδη αντιμετωπισθεί μέσω διαδικασιών επιβολής της νομοθεσίας με αποτέλεσμα την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης, αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως νέα παράβαση και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να την αντιμετωπίσουν.

(30)

Οι οικείες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα έρευνας προκειμένου να διαπιστώσουν τα στοιχεία της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση, και ιδίως την ταυτότητα του εμπόρου, τις πράξεις ή παραλείψεις του εμπόρου και τα αποτελέσματα της παράβασης. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα επιβολής με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας. Κατά περίπτωση, τα αποτελέσματα της έρευνας και η αξιολόγηση της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση θα πρέπει να διατυπώνονται σε κοινή θέση η οποία θα συμφωνείται μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών τα οποία αφορά η συντονισμένη δράση και η οποία θα πρέπει να απευθύνεται στον έμπορο που ευθύνεται για την εν λόγω παράβαση. Η κοινή θέση δεν θα πρέπει να συνιστά δεσμευτική απόφαση των αρμόδιων αρχών. Θα πρέπει, ωστόσο, να προσφέρει στον έμπορο στον οποίο απευθύνεται την ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις του επί των θεμάτων που περιλαμβάνονται στην κοινή θέση.

(31)

Στις διαδικασίες κατά εκτεταμένων παραβάσεων ή εκτεταμένων παραβάσεων με ενωσιακή διάσταση, τα δικαιώματα άμυνας των εμπόρων θα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Αυτό απαιτεί, ιδίως, να παρέχεται στον έμπορο το δικαίωμα ακρόασης και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια των διαδικασιών την επίσημη γλώσσα […] ή μία από τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται για επίσημους σκοπούς στο κράτος μέλος στο οποίο ο έμπορος είναι εγκατεστημένος ή διαμένει. Είναι επίσης ουσιώδους σημασίας να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης για την προστασία της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν αποκαλύπτονται.

(32)

Οι οικείες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν εντός της δικαιοδοσίας τους τα αναγκαία μέτρα έρευνας και επιβολής. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκτεταμένων παραβάσεων ή εκτεταμένων παραβάσεων με ενωσιακή διάσταση δεν περιορίζονται σε ένα και μόνο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, απαιτείται συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών για την αντιμετώπιση των εν λόγω παραβάσεων και την επίτευξη της παύσης ή της απαγόρευσής τους.

(33)

Ο αποτελεσματικός εντοπισμός παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να υποστηρίζεται από ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της Επιτροπής μέσω έκδοσης προειδοποιήσεων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες για διάπραξη τέτοιων παραβάσεων. Η Επιτροπή θα πρέπει να συντονίζει τη λειτουργία της ανταλλαγής πληροφοριών.

(34)

Οι οργανώσεις καταναλωτών διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τα δικαιώματά τους, στην ευαισθητοποίησή τους και στην προστασία των συμφερόντων τους, περιλαμβανομένης της επίλυσης των διαφορών. Οι καταναλωτές θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές, ώστε να ενισχυθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(35)

Οι οργανώσεις των καταναλωτών και, όπου αρμόζει, οι ενώσεις εμπόρων θα πρέπει να επιτρέπεται να ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές για εικαζόμενες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα μηχανισμό και να ανταλλάσσουν με τις αρχές αυτές τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και την παύση παραβάσεων, να δίνουν την άποψή τους σχετικά με τις έρευνες ή τις παραβάσεις και να ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με περιστατικά καταπάτησης της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

(36)

Για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναθέτουν σε εντεταλμένους φορείς, Ευρωπαϊκά Κέντρα Καταναλωτών, οργανώσεις και ενώσεις καταναλωτών και, όπου αρμόζει, σε ενώσεις εμπόρων με την απαραίτητη τεχνογνωσία, την εξουσία να εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις στις αρμόδιες αρχές των σχετικών κρατών μελών και στην Επιτροπή για εικαζόμενες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους. Τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν προσήκοντες λόγους για τους οποίους δεν αναθέτουν στις εν λόγω οντότητες την εξουσία να αναλάβουν τις δράσεις αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μην επιτρέψει σε μία από τις εν λόγω οντότητες να εκδίδει εξωτερικές προειδοποιήσεις, θα πρέπει να δώσει αιτιολογημένη εξήγηση για την πράξη του αυτή.

(37)

Οι σαρώσεις είναι μία ακόμη μορφή συντονισμού της επιβολής του νόμου και έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν αποτελεσματικό εργαλείο κατά των παραβάσεων της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, και θα πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί στο μέλλον τόσο στον επιγραμμικό τομέα όσο και εκτός αυτού. Ειδικότερα, οι σαρώσεις θα πρέπει να διεξάγονται όταν οι τάσεις της αγοράς, οι καταγγελίες των καταναλωτών ή άλλες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι ενδέχεται να έχουν επέλθει ή να επέρχονται παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

(38)

Δεδομένα σχετικά με τις καταγγελίες των καταναλωτών θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, ώστε να αξιολογηθεί η λειτουργία των καταναλωτικών αγορών και να εντοπίζονται οι παραβάσεις. Θα πρέπει να προαχθεί η ανταλλαγή των εν λόγω δεδομένων σε επίπεδο Ένωσης.

(39)

Είναι σημαντικό, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, είναι ουσιώδες τα κράτη μέλη να ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά με τις δραστηριότητές τους στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της στήριξής τους για δραστηριότητες εκπροσώπων των καταναλωτών, της στήριξής τους για δραστηριότητες φορέων που είναι υπεύθυνοι για την εξωδικαστική επίλυση διαφορών σχετικών με καταναλωτές και της στήριξής τους για την πρόσβαση των καταναλωτών στη δικαιοσύνη. Σε συνεργασία με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν κοινές δραστηριότητες όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών για την πολιτική σχετικά με τους καταναλωτές στους προαναφερθέντες τομείς.

(40)

Οι προκλήσεις όσον αφορά την επιβολή της νομοθεσίας υπερβαίνουν τα σύνορα της Ένωσης και τα συμφέροντα των καταναλωτών της Ένωσης είναι ανάγκη να προστατεύονται από ανέντιμους εμπόρους που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών με τρίτες χώρες σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή στην επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. Αυτές οι διεθνείς συμφωνίες θα πρέπει να καλύπτουν το αντικείμενο του παρόντος κανονισμού και θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να εξασφαλισθούν η μέγιστη προστασία των καταναλωτών της Ένωσης και η ομαλή συνεργασία με τρίτες χώρες.

(41)

Οι πληροφορίες που ανταλλάσσουν οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου για να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη διεξαγωγή των ερευνών ή να μη θίγεται άδικα η καλή φήμη των εμπόρων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αποφασίζουν να κοινολογήσουν αυτές τις πληροφορίες μόνον όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον, όπως είναι η δημόσια ασφάλεια, η προστασία των καταναλωτών, η προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος ή η ορθή διεξαγωγή ποινικών ερευνών, και κατά περίπτωση.

(42)

Προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια του δικτύου συνεργασίας και να καταστεί πληρέστερη η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και του κοινού εν γένει, η Επιτροπή θα πρέπει να εκπονεί ανά διετία επισκόπηση των πληροφοριών, των στατιστικών στοιχείων και των εξελίξεων στον τομέα της επιβολής της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών που καταγράφονται στο πλαίσιο επιβολής της συνεργασίας που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό και να τα δημοσιοποιεί.

(43)

Οι εκτεταμένες παραβάσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αποδοτικά και αποτελεσματικά. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, θα πρέπει να δημιουργηθεί σύστημα ανά διετία ανταλλαγής προτεραιοτήτων που αφορούν την επιβολή της νομοθεσίας.

(44)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή, ώστε να καθορισθούν οι πρακτικές και λειτουργικές ρυθμίσεις όσον αφορά τη λειτουργία της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(45)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τους τομεακούς κανόνες της Ένωσης που προβλέπουν τη συνεργασία μεταξύ των τομεακών ρυθμιστικών αρχών ή τους εφαρμοστέους τομεακούς κανόνες της Ένωσης σχετικά με την αποζημίωση των καταναλωτών για τη ζημία που απορρέει από την παράβαση αυτών των κανόνων. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επίσης άλλα συστήματα συνεργασίας και δίκτυα που προβλέπονται στην τομεακή νομοθεσία της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός προάγει τη συνεργασία και τον συντονισμό μεταξύ των δικτύων προστασίας των καταναλωτών και των δικτύων των ρυθμιστικών φορέων και αρχών που έχουν συσταθεί από την τομεακή νομοθεσία της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή μέτρων περί δικαστικής συνεργασίας στα κράτη μέλη σε υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου.

(46)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα για ατομική ή συλλογική αποζημίωση, το οποίο υπόκειται στην εθνική νομοθεσία, και δεν προβλέπει την εκτέλεση των σχετικών απαιτήσεων.

(47)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), και η οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) θα πρέπει να εφαρμόζονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

(48)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τους κανόνες της Ένωσης που εφαρμόζονται σχετικά με την αρμοδιότητα των εθνικών ρυθμιστικών φορέων που έχουν θεσπισθεί από την ενωσιακή τομεακή νομοθεσία. Εφόσον ενδείκνυται και είναι δυνατόν, οι εν λόγω φορείς θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις εξουσίες που διαθέτουν δυνάμει του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου για την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, και να βοηθούν τις αρμόδιες αρχές να το πράττουν.

(49)

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των αρμόδιων αρχών και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών όσον αφορά την προστασία των συλλογικών οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών σε θέματα σχετικά με υπηρεσίες λογαριασμών πληρωμών και τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας, σύμφωνα με την οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και την οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(50)

Λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων μηχανισμών συνεργασίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/17/ΕΕ του και την οδηγία 2014/92/ΕΕ, ο μηχανισμός αμοιβαίας συνδρομής δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις ενδοενωσιακές παραβάσεις των εν λόγω οδηγιών.

(51)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1 του Συμβουλίου (11).

(52)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις παρούσες συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται, σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης. Κατά την άσκηση των ελάχιστων εξουσιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επιτύχουν την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων που προστατεύονται από θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, η επιχειρηματική ελευθερία και η ελευθερία πληροφόρησης.

(53)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα, η συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, επειδή αυτά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη συνεργασία και τον συντονισμό δρώντας μόνα τους, αλλά μπορεί, λόγω του εδαφικού και προσωπικού πεδίου εφαρμογής του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο προαναφερθέν άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(54)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι αρμόδιες αρχές οι οποίες έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη ως αρμόδιες για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, συνεργάζονται και συντονίζουν τις δράσεις μεταξύ τους και με την Επιτροπή, προκειμένου να επιβάλλουν τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία αυτή, να εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχύουν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ενδοενωσιακές παραβάσεις, στις εκτεταμένες παραβάσεις και στις εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση, ακόμη και αν οι εν λόγω παραβάσεις έπαυσαν πριν από την έναρξη ή την ολοκλήρωση της επιβολής του νόμου.

2.   Ο παρών κανονισμός ισχύει υπό την επιφύλαξη των κανόνων της Ένωσης περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως των κανόνων περί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και του εφαρμοστέου δικαίου.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή στα κράτη μέλη μέτρων περί δικαστικής συνεργασίας σε υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εκπλήρωση από τα κράτη μέλη πρόσθετων υποχρεώσεων σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή για την προστασία των συλλογικών οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων στο πλαίσιο ποινικών υποθέσεων, οι οποίες απορρέουν από άλλες νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

5.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

6.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη δυνατότητα περαιτέρω μέτρων επιβολής, ιδιωτικών ή δημόσιων, βάσει του εθνικού δικαίου.

7.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία που διέπει την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

8.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εθνική νομοθεσία που διέπει την αποζημίωση των καταναλωτών για βλάβη που οφείλεται σε παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

9.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να διεξαγάγουν έρευνα και να λάβουν μέτρα επιβολής κατά περισσότερων του ενός εμπόρων για παρόμοιες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

10.   Το κεφάλαιο III του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζεται στις ενδοενωσιακές παραβάσεις που αφορούν στις οδηγίες 2014/17/ΕΕ και 2014/92/ΕΕ.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών»: οι κανονισμοί και οι οδηγίες, όπως έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών που απαριθμούνται στο παράρτημα·

2)   «ενδοενωσιακή παράβαση»: κάθε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετη προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, η οποία έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών που κατοικούν σε κράτος μέλος εκτός από το κράτος μέλος:

α)

από το οποίο προήλθε ή στο οποίο πραγματοποιήθηκε η πράξη ή η παράλειψη·

β)

στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την πράξη ή την παράλειψη· ή

γ)

στο οποίο μπορούν να βρεθούν αποδείξεις ή περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου που συνδέονται με την πράξη ή την παράλειψη·

3)   «εκτεταμένη παράβαση»::

α)

κάθε πράξη ή παράλειψη που είναι αντίθετη προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, η οποία έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών που κατοικούν σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη εκτός από το κράτος μέλος:

i)

από το οποίο προήλθε ή στο οποίο πραγματοποιήθηκε η πράξη ή η παράλειψη·

ii)

στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την πράξη ή την παράλειψη· ή

iii)

στο οποίο μπορούν να βρεθούν αποδείξεις ή περιουσιακά στοιχεία του εμπόρου που συνδέονται με την πράξη ή την παράλειψη· ή

β)

οποιεσδήποτε πράξεις ή παραλείψεις που είναι αντίθετες προς την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, οι οποίες έχουν βλάψει, βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών και έχουν κοινά χαρακτηριστικά, περιλαμβανομένων της ίδιας παράνομης πρακτικής, της προσβολής του ίδιου συμφέροντος, διαπράττονται δε ταυτόχρονα από τον ίδιο έμπορο, σε τρία τουλάχιστον κράτη μέλη·

4)   «εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση»: εκτεταμένη παράβαση που έβλαψε, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών τουλάχιστον στα δύο τρίτα των κρατών μελών, τα οποία συνολικά αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Ένωσης·

5)   «παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό»: ενδοενωσιακές παραβάσεις, εκτεταμένες παραβάσεις και εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση·

6)   «αρμόδια αρχή»: κάθε δημόσια αρχή που έχει δημιουργηθεί σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο και έχει οριστεί από το κράτος μέλος ως υπεύθυνη για την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών·

7)   «ενιαίο γραφείο σύνδεσης»: δημόσια αρχή που έχει οριστεί από το κράτος μέλος ως υπεύθυνη για το συντονισμό της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού εντός αυτού του κράτους μέλους·

8)   «εντεταλμένος φορέας»: φορέας με έννομο συμφέρον για την παύση ή την απαγόρευση των παραβάσεων της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών ο οποίος έχει οριστεί από κράτος μέλος και εντέλλεται από αρμόδια αρχή με σκοπό να συγκεντρώνει τις αναγκαίες πληροφορίες και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα επιβολής που είναι διαθέσιμα στον εν λόγω φορέα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, ώστε να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης και ο οποίος δρα εξ ονόματος της εν λόγω αρμόδιας αρχής·

9)   «αιτούσα αρχή»: η αρμόδια αρχή που υποβάλλει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής·

10)   «αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση»: η αρμόδια αρχή η οποία δέχεται αίτηση αμοιβαίας συνδρομής·

11)   «έμπορος»: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο ενεργεί, μεταξύ άλλων μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

12)   «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς που δεν εντάσσονται στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

13)   «καταγγελία καταναλωτή»: δήλωση, η οποία υποστηρίζεται από εύλογα αποδεικτικά στοιχεία, ότι ο έμπορος διέπραξε, διαπράττει ή ενδέχεται να διαπράξει παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών·

14)   «βλάβη συλλογικών συμφερόντων καταναλωτών»: πραγματική ή δυνητική βλάβη των συμφερόντων ορισμένων καταναλωτών, οι οποίοι θίγονται από ενδοενωσιακές παραβάσεις, εκτεταμένες παραβάσεις ή εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση·

15)   «επιγραμμική διεπαφή»: κάθε λογισμικό, περιλαμβανομένου του δικτυακού τόπου, μέρους αυτού ή μιας εφαρμογής, το οποίο διαχειρίζεται έμπορος ή άλλος εξ ονόματος του εμπόρου και χρησιμεύει για να δοθεί στους καταναλωτές πρόσβαση στα αγαθά ή τις υπηρεσίες του εμπόρου·

16)   «σάρωση»: συντονισμένες έρευνες στις καταναλωτικές αγορές μέσω ταυτόχρονα συντονισμένων δράσεων ελέγχου προκειμένου να ελεγχθεί η συμμόρφωση, ή να διαπιστωθούν παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

Άρθρο 4

Κοινοποίηση των προθεσμιών παραγραφής

Κάθε ενιαίο γραφείο σύνδεσης κοινοποιεί στην Επιτροπή τις προθεσμίες παραγραφής που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος του, και οι οποίες εφαρμόζονται για τα μέτρα επιβολής που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4. Η Επιτροπή συνοψίζει τις κοινοποιούμενες προθεσμίες παραγραφής και θέτει τη σύνοψη στη διάθεση των αρμόδιων αρχών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥΣ

Άρθρο 5

Αρμόδιες αρχές και ενιαία γραφεία σύνδεσης

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές και το ενιαίο γραφείο σύνδεσης, που είναι αρμόδια για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σαν να ενεργούν εκ μέρους των καταναλωτών στο κράτος μέλος τους και για δικό τους λογαριασμό.

3.   Σε κάθε κράτος μέλος το ενιαίο γραφείο σύνδεσης είναι υπεύθυνο για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων έρευνας και επιβολής τον οποίο ασκούν οι αρμόδιες αρχές, άλλες δημόσιες αρχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 6 και, κατά περίπτωση, εντεταλμένοι φορείς που σχετίζονται με παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης έχουν τους απαιτούμενους πόρους για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων επαρκών δημοσιονομικών και άλλων πόρων, εμπειρογνωμοσύνης, διαδικασιών και άλλων ρυθμίσεων.

5.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές στο έδαφός τους, για τον σαφή καθορισμό των αντίστοιχων καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών καθώς και για τη στενή συνεργασία μεταξύ τους, ώστε να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα εν λόγω καθήκοντά τους.

Άρθρο 6

Συνεργασία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στα κράτη μέλη

1.   Για τον σκοπό της ορθής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές του, άλλες δημόσιες αρχές του και, κατά περίπτωση, οι εντεταλμένοι φορείς του συνεργάζονται μεταξύ τους αποτελεσματικά.

2.   Οι άλλες δημόσιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν, κατ’ αίτηση αρμόδιας αρχής, όλα τα απαραίτητα μέτρα που διαθέτουν βάσει του εθνικού δικαίου προκειμένου να επιτύχουν την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι άλλες δημόσιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να διαθέτουν επαρκή μέσα και εξουσίες για να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τις αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω άλλες δημόσιες αρχές ενημερώνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τις αρμόδιες αρχές για τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Ρόλος των εντεταλμένων φορέων

1.   Κατά περίπτωση μια αρμόδια αρχή («εντέλλουσα αρχή») μπορεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να παράσχει εντολές σε εντεταλμένο φορέα ώστε να συγκεντρώσει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα επιβολής που έχει στη διάθεσή του δυνάμει του εθνικού δικαίου, για την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης. Η εντέλλουσα αρχή παρέχει εντολές στον εντεταλμένο φορέα μόνο εάν, έπειτα από διαβούλευση με την αιτούσα αρχή ή τις άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, τόσο η αιτούσα αρχή όσο και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές συμφωνούν ότι ο εντεταλμένος φορέας είναι πιθανό να συγκεντρώσει τις αναγκαίες πληροφορίες ή να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης τουλάχιστον εξίσου αποδοτικά και αποτελεσματικά σε σχέση με αυτό που θα έκανε η εντέλλουσα αρχή.

2.   Σε περίπτωση που η αιτούσα αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό είναι της άποψης ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, ενημερώνουν την εντέλλουσα αρχή γραπτώς και αμελλητί, αναφέροντας τους λόγους στους οποίους βασίζεται η εν λόγω άποψη. Σε περίπτωση που η εντέλλουσα αρχή δεν συμμερίζεται την εν λόγω άποψη, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Επιτροπή, η οποία διατυπώνει γνώμη για το ζήτημα αμελλητί.

3.   Η εντέλλουσα αρχή εξακολουθεί να υποχρεούται να συλλέξει τις αναγκαίες πληροφορίες ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα επιβολής σε περίπτωση που:

α)

ο εντεταλμένος φορέας δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες ή να επιτύχει την παύση ή την απαγόρευση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό αμελλητί· ή

β)

οι αρμόδιες αρχές στις οποίες αφορά παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό δεν συμφωνούν να παράσχουν εντολές στον εντεταλμένο φορέα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.   Η εντέλλουσα αρχή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφευχθεί η αποκάλυψη πληροφοριών που υπόκεινται στους κανόνες περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 33.

Άρθρο 8

Πληροφόρηση και κατάλογοι

1.   Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει πάραυτα στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες και τυχόν αλλαγές για:

α)

τις ονομασίες και τα στοιχεία επαφής των αρμόδιων αρχών, του ενιαίου γραφείου σύνδεσης, των εντεταλμένων φορέων και των οντοτήτων που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1· και

β)

πληροφορίες για την οργάνωση, τις εξουσίες και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών.

2.   Η Επιτροπή τηρεί και επικαιροποιεί στον δικτυακό της τόπο δημόσιο κατάλογο των αρμόδιων αρχών, των ενιαίων γραφείων σύνδεσης, των εντεταλμένων φορέων και των οντοτήτων που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή 2.

Άρθρο 9

Ελάχιστες εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Κάθε αρμόδια αρχή διαθέτει τις ελάχιστες εξουσίες έρευνας και επιβολής, που ορίζονται στις παραγράφους 3, 4, 6 και 7 του παρόντος άρθρου, οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ασκεί τις εν λόγω εξουσίες σύμφωνα με το άρθρο 10.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην αναθέσουν όλες τις εξουσίες σε κάθε αρμόδια αρχή, υπό τον όρο ότι καθεμία από τις εν λόγω εξουσίες μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά και όπως απαιτείται σε σχέση με παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 10.

3.   Οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες έρευνας:

α)

την εξουσία να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα, δεδομένα ή πληροφορία όσον αφορά παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, υπό οποιαδήποτε μορφή ή μορφότυπο και ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους ή του τόπου όπου αποθηκεύονται·

β)

την εξουσία να απαιτούν, από κάθε δημόσια αρχή, φορέα ή οργανισμό του κράτους μέλους ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο την παροχή κάθε σχετικής πληροφορίας, δεδομένων ή εγγράφων, υπό οποιονδήποτε μορφή ή μορφότυπο και ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους ή του τόπου όπου είναι αποθηκευμένα με σκοπό την εξέταση του κατά πόσον έχει επέλθει ή επέρχεται παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και με σκοπό τον καθορισμό των στοιχείων της εν λόγω παράβασης, περιλαμβανομένου του εντοπισμού των χρηματοοικονομικών ροών και των ροών δεδομένων ή τη διαπίστωση της ταυτότητας των προσώπων που συμμετέχουν σε χρηματοοικονομικές ροές και ροές δεδομένων, και τη διαπίστωση των στοιχείων τραπεζικού λογαριασμού και της ιδιοκτησίας των δικτυακών τόπων·

γ)

την εξουσία διενέργειας των απαραίτητων επιτόπιων επιθεωρήσεων, περιλαμβανομένης της εξουσίας πρόσβασης σε κάθε χώρο, έδαφος ή μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιεί ο έμπορος, τον οποίο αφορά η επιθεώρηση, για τους σκοπούς της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, ή την απαίτηση από άλλες δημόσιες αρχές να προβαίνουν στις εν λόγω ενέργειες, ώστε να εξετάζει, να κατάσχει, να λαμβάνει ή να αποκτά αντίγραφα στοιχείων, δεδομένων ή εγγράφων, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους· την εξουσία κατάσχεσης κάθε πληροφορίας, δεδομένου ή εγγράφου για το απαραίτητο χρονικό διάστημα και στον βαθμό που απαιτείται για την επιθεώρηση· την εξουσία να απαιτεί, από κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού του εμπόρου τον οποίο αφορά η επιθεώρηση, να παρέχει εξηγήσεις όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, τις πληροφορίες, τα δεδομένα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης και να καταγράφει τις απαντήσεις·

δ)

την εξουσία να αγοράζουν αγαθά ή υπηρεσίες ως δοκιμαστικές αγορές, κατά περίπτωση ακόμη και με καλυμμένη ταυτότητα, ώστε να εντοπίζουν τις παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να επιθεωρούν, να παρατηρούν, να μελετούν, να αποσυναρμολογούν ή να υποβάλουν σε δοκιμές τα αγαθά ή τις υπηρεσίες.

4.   Οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες επιβολής:

α)

την εξουσία να θεσπίζουν προσωρινά μέτρα για την αποφυγή κινδύνου σοβαρής βλάβης σε βάρος των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών·

β)

την εξουσία να επιδιώκουν την απόκτηση ή αποδοχή δεσμεύσεων από τον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, με σκοπό την παύση της εν λόγω παράβασης·

γ)

την εξουσία να λαμβάνουν από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, επιπροσθέτως διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό ή ανάλογα με την περίπτωση προκειμένου να επιτευχθεί η ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση·

δ)

κατά περίπτωση, την εξουσία να ενημερώνουν, με τα κατάλληλα μέσα, τους καταναλωτές που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία ως συνέπεια παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό σχετικά με το πώς μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο·

ε)

την εξουσία να διατάσσουν εγγράφως την παύση των παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό από τον έμπορο·

στ)

την εξουσία να επιτυγχάνουν την παύση ή την απαγόρευση των παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό·

ζ)

όταν δεν υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέσα για την επίτευξη της παύσης ή της απαγόρευσης της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό και προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος σοβαρής βλάβης των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών:

i)

την εξουσία να αφαιρούν περιεχόμενο ή να περιορίζουν την πρόσβαση σε επιγραμμική διεπαφή ή να διατάσσουν τη ρητή αναγραφή προειδοποίησης προς τους καταναλωτές κατά την πρόσβασή τους σε επιγραμμική διεπαφή·

ii)

την εξουσία να διατάσσουν έναν πάροχο υπηρεσιών υποδοχής να διαγράψει, να απενεργοποιήσει ή να περιορίσει την πρόσβαση σε επιγραμμική διεπαφή· ή

iii)

κατά περίπτωση, την εξουσία να διατάσσουν καταχωρητές ή μητρώα τομέα να διαγράψουν ένα πλήρως εγκεκριμένο όνομα τομέα και να επιτρέπουν στην οικεία αρμόδια αρχή να προβεί σε σχετική καταχώρηση,

μεταξύ άλλων, ζητώντας από τρίτο μέρος ή άλλη δημόσια αρχή να εφαρμόσει αυτά τα μέτρα·

η)

την εξουσία να επιβάλουν κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και για τη μη συμμόρφωση με οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή, προσωρινό μέτρο, δέσμευση του εμπόρου ή άλλο μέτρο που λαμβάνεται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Οι κυρώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο η) πρέπει να είναι αποτελεσματικές και να έχουν αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. Ειδικότερα, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη, κατά περίπτωση, η φύση, η σοβαρότητα και η διάρκεια της εν λόγω παράβασης.

5.   Η εξουσία επιβολής κυρώσεων όπως προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, για παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό ισχύει για κάθε παραβίαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, εφόσον η οικεία νομική πράξη της Ένωσης που περιλαμβάνεται στο παράρτημα προβλέπει την επιβολή κυρώσεων. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της εξουσίας των εθνικών αρχών να επιβάλουν κυρώσεις υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το εθνικό δίκαιο, όπως διοικητικά ή άλλα πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, σε περιπτώσεις όπου οι νομικές πράξεις της Ένωσης που περιλαμβάνονται στο παράρτημα δεν προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων.

6.   Οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να κινούν με δική τους πρωτοβουλία έρευνες ή διαδικασίες για την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

7.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δημοσιεύουν οποιαδήποτε τελική απόφαση, δεσμεύσεις του εμπόρου ή διαταγές που εκδίδουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της δημοσίευσης των στοιχείων ταυτότητας του εμπόρου που είναι υπεύθυνος για παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

8.   Κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διαβουλεύονται με οργανώσεις καταναλωτών, ενώσεις εμπόρων, εντεταλμένους φορείς ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων δεσμεύσεων για την παύση της παράβασης που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 10

Άσκηση των ελάχιστων εξουσιών

1.   Οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 ασκούνται:

α)

απευθείας υπό δική τους ευθύνη·

β)

ανάλογα με την περίπτωση, με προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές ή άλλες δημόσιες αρχές·

γ)

ενδεχομένως με διαβίβαση εντολών σε εντεταλμένους φορείς· ή

δ)

μέσω αίτησης στα δικαστήρια που είναι αρμόδια για την έκδοση της αναγκαίας απόφασης, περιλαμβανομένης, εφόσον ενδείκνυται, της άσκησης έφεσης στην περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της αίτησης έκδοσης της αναγκαίας απόφασης.

2.   Η εφαρμογή και η άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 9 δυνάμει του παρόντος κανονισμού έχει αναλογικό χαρακτήρα και συμμορφώνεται με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων διαδικαστικών εγγυήσεων και των αρχών του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα μέτρα έρευνας και τα μέτρα επιβολής που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να είναι ενδεδειγμένα για τη φύση και τη συνολική πραγματική ή δυνητική βλάβη από την παράβαση της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ

Άρθρο 11

Αιτήσεις παροχής πληροφοριών

1.   Κατόπιν αίτησης της αιτούσας αρχής η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 30 ημερών, εκτός αντίθετης συμφωνίας, παρέχει στην αιτούσα αρχή όλες τις σχετικές πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδειχθεί εάν έχει επέλθει ή επέρχεται ενδοενωσιακή παράβαση και για να επιτευχθεί η παύση της παράβασης αυτής.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διενεργεί τις κατάλληλες και αναγκαίες έρευνες ή λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα αναγκαία ή κατάλληλα μέτρα για να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες. Εφόσον είναι αναγκαίο, οι έρευνες αυτές διεξάγονται με τη βοήθεια άλλων οριζόμενων δημόσιων αρχών ή εντεταλμένων φορέων.

3.   Με αίτηση της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να επιτρέψει σε υπαλλήλους της αιτούσας αρχής να συνοδεύουν τους υπαλλήλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση κατά τη διάρκεια των ερευνών τους.

Άρθρο 12

Αιτήσεις λήψης μέτρων επιβολής

1.   Κατόπιν αίτησης της αιτούσας αρχής, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση λαμβάνει, κάθε αναγκαίο και αναλογικό μέτρο επιβολής για να εξασφαλίσει την παύση ή την απαγόρευση της ενδοκοινοτικής παράβασης ασκώντας τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 9 και οποιεσδήποτε πρόσθετες εξουσίες της χορηγεί το εθνικό δίκαιο. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ορίζει τα κατάλληλα μέτρα επιβολής που απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί η παύση ή απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης, λαμβάνει δε τα μέτρα αυτά αμελλητί και το αργότερο εντός έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης, εκτός εάν επικαλεστεί ειδικούς λόγους για την επέκταση της εν λόγω περιόδου. Ανάλογα με την περίπτωση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επιβάλλει κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για ενδοενωσιακή παράβαση. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να λαμβάνει από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, πρόσθετες διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη ενδοενωσιακή παράβαση ή ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να επιδιώκει την ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή σχετικά με τις ενέργειες και τα μέτρα που λαμβάνει και σχετικά με τις ενέργειες και τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χρησιμοποιεί την ηλεκτρονική βάση δεδομένων, που προβλέπεται στο άρθρο 35, ώστε να κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση, στην αιτούσα αρχή, στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και στην Επιτροπή τα ληφθέντα μέτρα και τα αποτελέσματά των εν λόγω μέτρων ως προς την ενδοενωσιακή παράβαση μαζί με τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

εάν τα προσωρινά μέτρα έχουν επιβληθεί·

β)

εάν η παράβαση έχει παύσει·

γ)

ποια μέτρα έχουν ληφθεί και κατά πόσο τα μέτρα αυτά έχουν εφαρμοστεί·

δ)

το βαθμό στον οποίο έχουν παρασχεθεί διορθωτικές δεσμεύσεις στους καταναλωτές που έχουν θιγεί από την εικαζόμενη παράβαση.

Άρθρο 13

Διαδικασία για την υποβολή αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής

1.   Με τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής, η αιτούσα αρχή παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να μπορέσει η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να ικανοποιήσει την εν λόγω αίτηση, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε αναγκαίου αποδεικτικού στοιχείου, το οποίο μπορεί να αποκτηθεί μόνον στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής.

2.   Η αιτούσα αρχή αποστέλλει τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής στο ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και στο ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής προς ενημέρωση. Το ενιαίο γραφείο σύνδεσης του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διαβιβάζει αμελλητί τις αιτήσεις στην αρμόδια αρχή.

3.   Οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής και κάθε επικοινωνία σχετική με αυτές διατυπώνονται γραπτώς μέσω τυποποιημένων εντύπων και γνωστοποιούνται ηλεκτρονικά μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 35.

4.   Οι οικείες αρμόδιες αρχές συμφωνούν για τις γλώσσες που θα χρησιμοποιούνται για τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής και για κάθε επικοινωνία σχετική με αυτές.

5.   Σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με τις γλώσσες, οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής διατυπώνονται στην επίσημη γλώσσα, ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες, του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής και οι απαντήσεις στην επίσημη γλώσσα, ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες, του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τις αναγκαίες μεταφράσεις των αιτήσεων, των απαντήσεων και των άλλων εγγράφων που λαμβάνει από άλλη αρμόδια αρχή.

6.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση απαντά απευθείας τόσο στην αιτούσα αρχή όσο και στα ενιαία γραφεία σύνδεσης του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής και της αρχής του δικού της κράτους μέλους.

Άρθρο 14

Απόρριψη αίτησης αμοιβαίας συνδρομής

1.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να απορρίψει την αίτηση για παροχή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11, εάν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

έπειτα από διαβούλευση με την αιτούσα αρχή, φαίνεται ότι οι πληροφορίες που έχουν ζητηθεί δεν είναι απαραίτητες για να μπορέσει η αιτούσα αρχή να διαπιστώσει κατά πόσον έχει επέλθει ή επέρχεται ενδοενωσιακή παράβαση ή κατά πόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι πρόκειται να επέλθει·

β)

η αιτούσα αρχή δεν συμφωνεί ότι οι πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33·

γ)

έχει ήδη κινηθεί ποινική έρευνα ή δικαστική διαδικασία κατά του ίδιου εμπόρου για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση ενώπιον των δικαστικών αρχών στο κράτος μέλος της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή της αιτούσας αρχής.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να απορρίψει την αίτηση λήψης μέτρων εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 12, εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αιτούσα αρχή, συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

έχει ήδη κινηθεί ποινική έρευνα ή δικαστική διαδικασία ή υπάρχει απόφαση, δικαστικός συμβιβασμός ή δικαστική διαταγή για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση και κατά του ίδιου εμπόρου ενώπιον των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση·

β)

έχουν ήδη ασκηθεί οι απαραίτητες εξουσίες επιβολής, ή έχει ήδη ληφθεί διοικητική απόφαση για την ίδια ενδοενωσιακή παράβαση και σε βάρος του ίδιου εμπόρου στο κράτος μέλος της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση προκειμένου να επέλθει η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της ενδοενωσιακής παράβασης·

γ)

έπειτα από κατάλληλη έρευνα, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν έχει επέλθει ενδοενωσιακή παράβαση·

δ)

η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιτούσα αρχή δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1·

ε)

η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση έχει αποδεχθεί δεσμεύσεις που προτείνονται από τον έμπορο για την παύση της ενδοενωσιακής παράβασης εντός ταχθείσας προθεσμίας και η εν λόγω προθεσμία δεν έχει λήξει ακόμη.

Ωστόσο, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση συμμορφώνεται με την αίτηση για λήψη μέτρων επιβολής δυνάμει του άρθρου 12, εάν ο έμπορος παραλείψει να εφαρμόσει τις αποδεχθείσες δεσμεύσεις εντός του χρονικού ορίου που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του πρώτου εδαφίου.

3.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή και την Επιτροπή όσον αφορά οποιαδήποτε άρνησή της να δεχθεί αίτηση αμοιβαίας συνδρομής και αιτιολογεί την εν λόγω άρνηση.

4.   Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, είτε η αιτούσα αρχή είτε η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην Επιτροπή, η οποία διατυπώνει γνώμη για το ζήτημα αμελλητί. Εάν το ζήτημα δεν έχει παραπεμφθεί στην Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί πάραυτα με δική της πρωτοβουλία. Για τον σκοπό της έκδοσης της εν λόγω γνωμοδότησης, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει σχετικές πληροφορίες και σχετικά έγγραφα που έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

5.   Η Επιτροπή παρακολουθεί τη λειτουργία του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής και τη συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών με τις διαδικασίες και τις προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση στις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής καθώς και στις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

6.   Κατά περίπτωση, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και να παρέχει συμβουλές στα κράτη μέλη ώστε να διασφαλίζεται η αποδοτική και αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού αμοιβαίας συνδρομής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΜΕ ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

Άρθρο 15

Διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών

Για τα ζητήματα που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο, οι οικείες αρμόδιες αρχές ενεργούν σε συναινετική βάση.

Άρθρο 16

Γενικές αρχές της συνεργασίας

1.   Όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι διαπράττεται εκτεταμένη παράβαση ή εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση και η Επιτροπή αλληλοενημερώνονται και ενημερώνουν τα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση αμελλητί, εκδίδοντας προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 26.

2.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση συντονίζουν τα μέτρα έρευνας τους και επιβολής που λαμβάνουν για να αντιμετωπίσουν τις εν λόγω παραβάσεις. Ανταλλάσσουν όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες και παρέχουν αμελλητί η μία στην άλλη και στην Επιτροπή την αναγκαία συνδρομή.

3.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση εξασφαλίζουν τη συλλογή όλων των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών και τη λήψη κάθε μέτρου επιβολής που απαιτείται για την παύση ή την απαγόρευση της εν λόγω παράβασης.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις έρευνες και την εφαρμογή της νομοθεσίας σε εθνικό επίπεδο που διεξάγονται από τις αρμόδιες αρχές για την ίδια παράβαση και τον ίδιο έμπορο.

5.   Ανάλογα με την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καλούν υπαλλήλους της Επιτροπής και λοιπό βοηθητικό προσωπικό εξουσιοδοτημένο από την Επιτροπή, να συμμετέχουν στις συντονισμένες έρευνες, τις δράσεις επιβολής και άλλα μέτρα που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 17

Ανάληψη συντονισμένης δράσης και καθορισμός του συντονιστή

1.   Όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες περί εκτεταμένης παράβασης οι οικείες αρμόδιες αρχές για την εν λόγω παράβαση βάσει μεταξύ τους συμφωνίας, αναλαμβάνουν συντονισμένη δράση. Η ανάληψη της συντονισμένης δράσης γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση στα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση και στην Επιτροπή.

2.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ορίζουν μία αρμόδια αρχή την οποία αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ως συντονιστή. Εάν οι εν λόγω αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να συμφωνήσουν για τον εν λόγω καθορισμό, η Επιτροπή αναλαμβάνει ρόλο συντονιστή.

3.   Εάν η Επιτροπή έχει εύλογες υπόνοιες για εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, ενημερώνει αμελλητί, τις αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης που αφορά η εν λόγω εικαζόμενη παράβαση σύμφωνα με το άρθρο 26. Η Επιτροπή αναφέρει με την ενημέρωση αυτή τους λόγους που δικαιολογούν πιθανή συντονισμένη δράση. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση διεξάγουν κατάλληλες έρευνες με βάση τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες σε αυτές. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση κοινοποιούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών σε άλλες αρμόδιες αρχές, στα ενιαία γραφεία σύνδεσης τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση και στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 26, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της Επιτροπής. Όταν οι εν λόγω έρευνες αποκαλύπτουν ότι ενδέχεται να λαμβάνει χώρα εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω παράβαση εκκινούν συντονισμένη δράση και λαμβάνουν τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 19 καθώς και, κατά περίπτωση, τα μέτρα που ορίζονται στα άρθρα 20 και 21.

4.   Τις συντονισμένες δράσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 συντονίζει η Επιτροπή.

5.   Μια αρμόδια αρχή συμμετέχει στη συντονισμένη δράση εάν καθίσταται προφανές κατά τη διάρκεια της συντονισμένης δράσης ότι η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση αφορά την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 18

Λόγοι για την άρνηση συμμετοχής στη συντονισμένη δράση

1.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να συμμετάσχει σε συντονισμένη δράση για τους ακόλουθους λόγους:

α)

όσον αφορά τον ίδιο έμπορο, έχει ήδη κινηθεί ποινική δίωξη ή δικαστική διαδικασία, έχει εκδοθεί απόφαση ή έχει επιτευχθεί δικαστικός συμβιβασμός για την ίδια παράβαση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής·

β)

έχουν ήδη ασκηθεί οι απαραίτητες εξουσίες εκτέλεσης πριν από την έκδοση προειδοποίησης, που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3, ή έχει ήδη ληφθεί διοικητική απόφαση κατά του ίδιου εμπόρου σε σχέση με την ίδια παράβαση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής προκειμένου να επέλθει η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση·

γ)

έχει καταστεί σαφές, κατόπιν κατάλληλης έρευνας, ότι ο πραγματικός ή πιθανός αντίκτυπος της εικαζόμενης εκτεταμένης παράβασης ή εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής είναι ασήμαντος και επομένως ότι δεν χρειάζεται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης από την εν λόγω αρμόδια αρχή·

δ)

η εκάστοτε εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση δεν επήλθε στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής και επομένως δεν χρειάζεται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης από την αρμόδια αρχή·

ε)

η αρμόδια αρχή έχει αποδεχθεί δεσμεύσεις που προτάθηκαν από τον έμπορο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση για την παύση την εν λόγω παράβασης στο κράτος μέλος της εν λόγω αρμόδιας αρχής, και οι εν λόγω δεσμεύσεις έχουν εκπληρωθεί και δεν χρειάζεται επομένως να ληφθούν μέτρα επιβολής από την αρμόδια αρχή.

2.   Όταν μια αρμόδια αρχή αρνείται να λάβει μέρος στη συντονισμένη δράση, ενημερώνει αμελλητί για την απόφασή της την Επιτροπή καθώς και τις λοιπές αρμόδιες αρχές και τα οικεία ενιαία γραφεία σύνδεσης για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, αναφέροντας τους λόγους της απόφασής της και παρέχοντας όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά έγγραφα.

Άρθρο 19

Μέτρα έρευνας σε συντονισμένες δράσεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση εξασφαλίζουν ότι οι έρευνες και οι επιθεωρήσεις διεξάγονται με τρόπο αποτελεσματικό, αποδοτικό και συντονισμένο. Επιδιώκουν να διεξάγουν τις έρευνες και τις επιθεωρήσεις ταυτόχρονα και να εφαρμόζουν προσωρινά μέτρα στο βαθμό που επιτρέπεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο.

2.   Ο μηχανισμός αμοιβαίας συνδρομής του κεφαλαίου III μπορεί να χρησιμοποιείται, εφόσον είναι απαραίτητο, ιδίως για τη συλλογή αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων και άλλων πληροφοριών από κράτη μέλη άλλα από τα κράτη μέλη τα οποία αφορά η συντονισμένη δράση ή για να διασφαλιστεί ότι ο οικείος έμπορος δεν καταστρατηγεί τα μέτρα εκτέλεσης.

3.   Ανάλογα με την περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της έρευνας και την αξιολόγηση της εκτεταμένης παράβασης ή, κατά περίπτωση, της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση με μια κοινή θέση που συμφωνείται μεταξύ τους.

4.   Εάν δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των αρμόδιων αρχών τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση, ο συντονιστής κοινοποιεί την κοινή θέση στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση. Στον έμπορο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή δράση δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσει τις απόψεις του επί των ζητημάτων τα οποία αφορά η κοινή θέση.

5.   Ανάλογα με την περίπτωση και με την επιφύλαξη του άρθρου 15 ή των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση αποφασίζουν τη δημοσίευση της κοινής θέσης ή μέρους αυτής στους δικτυακούς τόπους τους και μπορούν να ζητούν τις απόψεις των οργανώσεων καταναλωτών, των ενώσεων εμπόρων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών. Η Επιτροπή δημοσιεύει την κοινή θέση ή μέρη αυτής στον δικτυακό τόπο της σε συμφωνία με τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 20

Δεσμεύσεις στο πλαίσιο συντονισμένων δράσεων

1.   Με βάση την κοινή θέση που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, οι οικείες αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν να καλέσουν τον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση να προτείνει, εντός ταχθείσας προθεσμίας, να αναλάβει υποχρεώσεις για την παύση της εν λόγω παράβασης. Ο έμπορος μπορεί, επίσης, με δική του πρωτοβουλία, να προτείνει να αναλάβει υποχρεώσεις για την παύση της παράβασης ή να προσφέρει διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που έχουν θιγεί από την εν λόγω παράβαση.

2.   Κατά περίπτωση και με την επιφύλαξη των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33, οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν να δημοσιεύουν στους δικτυακούς τους τόπους τις προταθείσες από τον έμπορο, ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, δεσμεύσεις στο δικτυακό τους τόπο ή, ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύει τις προταθείσες από τον εν λόγω έμπορο δεσμεύσεις στον δικτυακό της τόπο εφόσον το ζητήσουν οι οικείες αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή μπορούν να ζητούν τις απόψεις των οργανώσεων καταναλωτών και των ενώσεων εμπόρων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση αξιολογούν τις προτεινόμενες δεσμεύσεις, κοινοποιούν στον έμπορο, ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση το αποτέλεσμα της αξιολόγησης, και, κατά περίπτωση, όταν παρέχονται διορθωτικές δεσμεύσεις από τον έμπορο, ενημερώνουν τους καταναλωτές που ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημία λόγω της εν λόγω παράβασης. Εφόσον οι δεσμεύσεις είναι αναλογικές και επαρκείς προς αυτό που απαιτείται για να παύσει η εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, οι αρμόδιες αρχές αποδέχονται τις εν λόγω δεσμεύσεις και καθορίζουν προθεσμία εντός της οποίας οι δεσμεύσεις πρέπει να εκπληρωθούν.

4.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση παρακολουθούν την υλοποίηση των δεσμεύσεων. Διασφαλίζουν ιδίως ότι ο έμπορος ο οποίος ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στον συντονιστή σχετικά με την πρόοδο στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση μπορούν, κατά περίπτωση, να ζητούν τις απόψεις οργανώσεων καταναλωτών και εμπειρογνωμόνων, για να εξακριβώσουν κατά πόσο τα μέτρα που έλαβε ο έμπορος συμμορφώνονται με τις δεσμεύσεις.

Άρθρο 21

Μέτρα εκτέλεσης σε συντονισμένες δράσεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση λαμβάνουν εντός της δικαιοδοσίας τους, κάθε απαραίτητο μέτρο εκτέλεσης σε βάρος του εμπόρου που ευθύνεται για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση, ώστε να επιτευχθεί η παύση ή η απαγόρευση της εν λόγω παράβασης.

Κατά περίπτωση, επιβάλλουν στον έμπορο που είναι υπεύθυνος για την εκτεταμένη παράβαση ή την εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση κυρώσεις, όπως πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν από τον έμπορο, με πρωτοβουλία του εμπόρου, πρόσθετες διορθωτικές δεσμεύσεις προς όφελος των καταναλωτών που θίγονται από την εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση ή την εικαζόμενη εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση ή, ανάλογα με την περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί η ανάληψη υποχρεώσεων από τον έμπορο, να προσφέρει κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας για τους καταναλωτές που θίγονται από την εν λόγω παράβαση.

Τα μέτρα εκτέλεσης κρίνονται κατάλληλα ιδίως σε περιπτώσεις όταν:

α)

απαιτείται η άμεση λήψη δράσης επιβολής προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία και αποτελεσματική παύση ή απαγόρευση της παράβασης·

β)

δεν φαίνεται πιθανόν ότι η παράβαση θα παύσει λόγω των δεσμεύσεων που προτείνει ο έμπορος που είναι υπεύθυνος για την παράβαση·

γ)

ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν έχει προτείνει δεσμεύσεις πριν από τη λήξη προθεσμίας που έχουν ορίσει οι οικείες αρμόδιες αρχές·

δ)

οι δεσμεύσεις που πρότεινε ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν αρκούν για να εξασφαλιστεί η παύση της παράβασης ή, κατά περίπτωση, για να επανορθωθεί η ζημία που υπέστησαν οι καταναλωτές από την παράβαση· ή

ε)

ο υπεύθυνος για την παράβαση έμπορος δεν εφάρμοσε τις δεσμεύσεις για παύση της παράβασης ή, κατά περίπτωση, για επανόρθωση της ζημίας που υπέστησαν οι καταναλωτές από την παράβαση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3.

2.   Τα μέτρα εκτέλεσης με βάση την παράγραφο 1 λαμβάνονται με αποτελεσματικό, αποδοτικό και συντονισμένο τρόπο ώστε να επιτευχθεί η παύση ή η απαγόρευση της εκτεταμένης παράβασης ή της εκτεταμένης παράβασης με ενωσιακή διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση επιδιώκουν την ταυτόχρονη λήψη μέτρων εκτέλεσης στα κράτη μέλη τα οποία αφορά η εν λόγω παράβαση.

Άρθρο 22

Περάτωση των συντονισμένων δράσεων

1.   Η συντονισμένη δράση περατώνεται εάν οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η συντονισμένη δράση καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εκτεταμένη παράβαση ή η εκτεταμένη παράβαση με ενωσιακή διάσταση έπαυσε ή απαγορεύθηκε σε όλα τα οικεία κράτη μέλη, ή ότι δεν διαπράχθηκε τέτοια παράβαση.

2.   Ο συντονιστής ενημερώνει πάραυτα την Επιτροπή και, κατά περίπτωση, τις αρμόδιες αρχές και τα ενιαία γραφεία σύνδεσης των κρατών μελών τα οποία αφορά η συντονισμένη δράση για την περάτωση της συντονισμένης δράσης χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 23

Ρόλος του συντονιστή

1.   Ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17 ή 29 προβαίνει ιδίως στα εξής:

α)

διασφαλίζει ότι όλες οι οικείες αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή ενημερώνονται δεόντως και εγκαίρως για την πρόοδο της έρευνας ή για τα μέτρα επιβολής, κατά περίπτωση, και για τις τυχόν προβλεπόμενες επόμενες ενέργειες και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν·

β)

συντονίζει και παρακολουθεί τα μέτρα έρευνας που λαμβάνουν οι οικείες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

γ)

συντονίζει την προετοιμασία και την ανταλλαγή όλων των απαραίτητων εγγράφων μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών και της Επιτροπής·

δ)

σιατηρεί επαφή με τον έμπορο και τα άλλα μέρη τα οποία αφορούν τα μέτρα έρευνας ή επιβολής, κατά περίπτωση, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά από τις οικείες αρμόδιες αρχές και τον συντονιστή·

ε)

κατά περίπτωση, συντονίζει την αξιολόγηση, τις διαβουλεύσεις και την παρακολούθηση από τις οικείες αρμόδιες αρχές, καθώς και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για τον καθορισμό και την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που προτείνουν οι οικείοι έμποροι·

στ)

κατά περίπτωση, συντονίζει τα μέτρα εκτέλεσης που λαμβάνουν οι οικείες αρμόδιες αρχές·

ζ)

συντονίζει τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής που υποβάλλουν οι οικείες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

2.   Ο συντονιστής δεν θεωρείται υπεύθυνος για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οικείων αρμόδιων αρχών, κατά την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 9.

3.   Όταν οι συντονισμένες δράσεις αφορούν εκτεταμένες παραβάσεις ή εκτεταμένες παραβάσεις με ενωσιακή διάσταση των ενωσιακών νομικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 10 του άρθρου 2, ο συντονιστής καλεί την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών να δράσει ως παρατηρητής.

Άρθρο 24

Γλωσσικό καθεστώς

1.   Οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές για τις κοινοποιήσεις καθώς και για όλες τις άλλες ανακοινώσεις που καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο και που συνδέονται με τις συντονισμένες δράσεις και τις σαρώσεις συμφωνούνται από τις οικείες αρμόδιες αρχές.

2.   Εάν δε μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών, οι κοινοποιήσεις και λοιπές ανακοινώσεις διαβιβάζονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους το οποίο προβαίνει στην κοινοποίηση ή σε άλλου είδους ανακοίνωση. Στην περίπτωση αυτή, εάν είναι απαραίτητο, κάθε οικεία αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για να μεταφράσει τις κοινοποιήσεις, τις ανακοινώσεις και τα άλλα έγγραφα που λαμβάνει από άλλες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 25

Γλωσσικό καθεστώς για την επικοινωνία με τους εμπόρους

Για τους σκοπούς των διαδικασιών που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, ο έμπορος έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται για επίσημους σκοπούς στο κράτος μέλος στο οποίο ο έμπορος είναι εγκατεστημένος ή διαμένει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 26

Προειδοποιήσεις

1.   Η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή, στις λοιπές αρμόδιες αρχές και στα ενιαία γραφεία σύνδεσης κάθε εύλογη υπόνοια ότι συντελείται στο έδαφός τους παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, η οποία ενδέχεται να θίγει τα συμφέροντα των καταναλωτών σε άλλα κράτη μέλη.

2.   Η Επιτροπή γνωστοποιεί αμελλητί στις οικείες αρμόδιες αρχές και στα οικεία εναία γραφεία σύνδεσης κάθε εύλογη υποψία ότι έχει επέλθει παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Κατά τη γνωστοποίηση (έκδοση προειδοποίησης) δυνάμει των παραγράφων 1 και 2, η αρμόδια αρχή ή η Επιτροπή παρέχει πληροφορίες σχετικά με την εικαζόμενη παράβαση που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, και ιδιαίτερα, και εφόσον διατίθενται, τα ακόλουθα:

α)

περιγραφή της πράξης ή παράλειψης που συνιστά την παράβαση·

β)

λεπτομέρειες του προϊόντος ή της υπηρεσίας που αφορά η παράβαση·

γ)

τα ονόματα των κρατών μελών τα οποία αφορά ή ενδέχεται να αφορά η παράβαση·

δ)

την ταυτότητα του εμπόρου ή των εμπόρων, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι ή εικάζεται ότι είναι υπεύθυνοι για την παράβαση·

ε)

τη νομική βάση για πιθανή δράση με βάση την εθνική νομοθεσία και τις σχετικές διατάξεις των ενωσιακών νομικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα·

στ)

περιγραφή όλων των νομικών διαδικασιών, των μέτρων εκτέλεσης ή άλλων μέτρων που λαμβάνονται σχετικά με την παράβαση και τις ημερομηνίες και τη διάρκειά τους καθώς και το καθεστώς τους·

ζ)

τις ταυτότητες των αρμόδιων αρχών για τη διεξαγωγή δικαστικών διαδικασιών και τη λήψη άλλων μέτρων.

4.   Στην έκδοση προειδοποίησης, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές και τα σχετικά ενιαία γραφεία σύνδεσης στα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή, ή η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές και τα σχετικά ενιαία γραφεία σύνδεσης, να επαληθεύσουν, βάσει πληροφοριών που είναι διαθέσιμες ή εύκολα προσβάσιμες στις σχετικές αρμόδιες αρχές ή στην Επιτροπή αντιστοίχως, κατά πόσο παρόμοιες εικαζόμενες παραβάσεις διαπράττονται στο έδαφος των άλλων εν λόγω κρατών μελών ή κατά πόσο τυχόν μέτρα εκτέλεσης έχουν ήδη ληφθεί κατ’ αυτών των παραβάσεων στα εν λόγω κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αυτές αρχές άλλων κρατών μελών και η Επιτροπή απαντούν στο αίτημα αμελλητί.

Άρθρο 27

Εξωτερικές προειδοποιήσεις

1.   Κάθε κράτος μέλος αναθέτει, εκτός αντίθετης αιτιολόγησης, σε εντεταλμένους φορείς, ευρωπαϊκά κέντρα καταναλωτών, οργανώσεις και ενώσεις καταναλωτών και, κατά περίπτωση, ενώσεις εμπόρων, που έχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία, την εξουσία να εκδίδουν προειδοποίηση στις αρμόδιες αρχές των σχετικών κρατών μελών και στην Επιτροπή για τις εικαζόμενες παραβάσεις που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και να παρέχουν τις πληροφορίες που διαθέτουν κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 26 («εξωτερική προειδοποίηση»). Κάθε κράτος μέλος γνωστοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή τον κατάλογο των εν λόγω οντοτήτων και την ενημερώνουν για κάθε αλλαγή του.

2.   Η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με τα κράτη μέλη, αναθέτει σε ενώσεις που εκπροσωπούν καταναλωτές και, κατά περίπτωση, εμπόρους, συμφέροντα σε ενωσιακό επίπεδο την εξουσία να εκδίδει εξωτερική προειδοποίηση.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να κινήσουν διαδικασία ή να λάβουν οποιοδήποτε άλλο μέτρο για να ανταποκριθούν σε εξωτερική προειδοποίηση. Οι οντότητες που εκδίδουν εξωτερικές προειδοποιήσεις διασφαλίζουν ότι οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι ορθές, επίκαιρες και ακριβείς και διορθώνουν αμελλητί τις κοινοποιούμενες πληροφορίες ή τις αποσύρουν κατά περίπτωση.

Άρθρο 28

Ανταλλαγή άλλων κατάλληλων πληροφοριών για τον εντοπισμό παραβάσεων

Στο βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν αμελλητί, μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 35, την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών σχετικά με κάθε μέτρο που έχουν λάβει, εντός της δικαιοδοσίας τους, για την αντιμετώπιση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, εάν έχουν υπόνοιες ότι η επίμαχη παράβαση μπορεί να θίγει συμφέροντα των καταναλωτών σε άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 29

Σαρώσεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν να διενεργήσουν σάρωση για να ελέγξουν τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών ή για να εντοπίσουν παραβάσεις της εν λόγω νομοθεσίας. Εκτός αν άλλως συμφωνηθεί από τις οικείες αρμόδιες αρχές, τη σάρωση συντονίζει η Επιτροπή.

2.   Όταν διενεργούν σάρωση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ασκούν τις εξουσίες έρευνας που καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εξουσίες που τους αναθέτει το εθνικό δίκαιο.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καλούν εντεταλμένους φορείς, υπαλλήλους της Επιτροπής και λοιπό βοηθητικό προσωπικό με εξουσιοδότηση από την Επιτροπή να συμμετέχουν στη σάρωση.

Άρθρο 30

Συντονισμός των λοιπών δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην έρευνα και την επιβολή

1.   Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο και την Επιτροπή για τις δραστηριότητές τους στους ακόλουθους τομείς:

α)

κατάρτιση των υπαλλήλων τους που ασχολούνται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

β)

συλλογή, ταξινόμηση και ανταλλαγή δεδομένων σχετικά με τις καταγγελίες των καταναλωτών·

γ)

ανάπτυξη ειδικών ανά τομέα δικτύων υπαλλήλων·

δ)

ανάπτυξη μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας· και

ε)

κατά περίπτωση, ανάπτυξη προτύπων, μεθόδων και κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να συντονίζουν και να οργανώνουν από κοινού δραστηριότητες στους τομείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 31

Ανταλλαγή υπαλλήλων μεταξύ των αρμόδιων αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να συμμετέχουν σε προγράμματα ανταλλαγής υπαλλήλων άλλων κρατών μελών με σκοπό τη βελτίωση της συνεργασίας τους. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι υπάλληλοι από άλλα κράτη μέλη να είναι σε θέση να συμμετέχουν αποτελεσματικά σε δραστηριότητες μιας αρμόδιας αρχής. Προς τον σκοπό αυτόν, οι εν λόγω υπάλληλοι εξουσιοδοτούνται να επιτελούν τα καθήκοντα που τους αναθέτει η αρμόδια αρχή υποδοχής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο αυτή ανήκει.

2.   Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής, η αστική και η ποινική ευθύνη του υπαλλήλου αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως και εκείνη των υπαλλήλων της αρμόδιας αρχής υποδοχής. Οι υπάλληλοι από άλλα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τα επαγγελματικά πρότυπα και τους κατάλληλους εσωτερικούς κανόνες συμπεριφοράς της αρμόδιας αρχής υποδοχής. Οι εν λόγω κανόνες συμπεριφοράς διασφαλίζουν, ιδίως, την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον δίκαιο χαρακτήρα των διαδικασιών και την ορθή τήρηση των κανόνων περί εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 33.

Άρθρο 32

Διεθνής συνεργασία

1.   Στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού, η Ένωση συνεργάζεται με τρίτες χώρες και με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό με σκοπό την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών. Η Ένωση και οι ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες που να καθορίζουν τις ρυθμίσεις συνεργασίας, περιλαμβανομένων της σύναψης ρυθμίσεων αμοιβαίας συνδρομής, της ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών και των προγραμμάτων ανταλλαγής προσωπικού.

2.   Οι συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών σχετικά με τη συνεργασία και την αμοιβαία συνδρομή για την προστασία και την ενίσχυση των συμφερόντων των καταναλωτών σέβονται τους οικείους κανόνες προστασίας δεδομένων που διέπουν τη μεταφορά προσωπικών δεδομένων προς τρίτες χώρες.

3.   Οσάκις αρμόδια αρχή λαμβάνει από αρχή τρίτης χώρας πληροφορίες που ενδεχομένως αφορούν τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στις εν λόγω οικείες αρμόδιες αρχές στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται από τυχόν ισχύουσες διμερείς συμφωνίες συνδρομής με την εν λόγω τρίτη χώρα και στο βαθμό που οι εν λόγω πληροφορίες είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.   Πληροφορίες που διαβιβάζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μπορούν επίσης να διαβιβάζονται σε αρχή τρίτης χώρας από αρμόδια αρχή σύμφωνα με διμερή συμφωνία συνδρομής με την εν λόγω τρίτη χώρα, εφόσον έχει εξασφαλιστεί η έγκριση της αρμόδιας αρχής η οποία κοινοποίησε αρχικά τις πληροφορίες και με την προϋπόθεση ότι είναι σύμφωνες με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΚΟΙΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 33

Χρήση και γνωστοποίηση των πληροφοριών και επαγγελματικό και εμπορικό απόρρητο

1.   Οι πληροφορίες που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές και την Επιτροπή ή τους κοινοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνον για σκοπούς διασφάλισης της συμμόρφωσης με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεωρούνται εμπιστευτικές, χρησιμοποιούνται δε και γνωστοποιούνται μόνο λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός φυσικού προσώπου ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών απορρήτων και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

3.   Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή που παρέσχε την πληροφορία, να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες:

α)

για την απόδειξη παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό· ή

β)

για την παύση ή την απαγόρευση παραβάσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 34

Χρήση αποδεικτικών στοιχείων και πορισμάτων έρευνας

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεικτικά στοιχεία κάθε πληροφορία, έγγραφο, εύρημα, δήλωση, επικυρωμένο αντίγραφο ή απόρρητη πληροφορία που γνωστοποιήθηκε, επί της αυτής βάσεως όπως και προκειμένου για όμοια έγγραφα που απέκτησαν στο κράτος μέλος τους, ανεξάρτητα από το μέσο αποθήκευσής τους.

Άρθρο 35

Ηλεκτρονική βάση δεδομένων

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει και διατηρεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων για όλες τις επικοινωνίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των ενιαίων γραφείων σύνδεσης και της Επιτροπής στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Όλες οι πληροφορίες που διαβιβάζονται μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων αποθηκεύονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία στην εν λόγω ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Στην εν λόγω βάση δεδομένων έχουν άμεση πρόσβαση οι αρμόδιες αρχές, τα ενιαία γραφεία σύνδεσης και η Επιτροπή.

2.   Οι πληροφορίες που παρέχονται από οντότητες που εκδίδουν εξωτερική προειδοποίηση με βάση το άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 2 αποθηκεύονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Ωστόσο οι εν λόγω οντότητες δεν έχουν πρόσβαση στην εν λόγω βάση δεδομένων.

3.   Όταν μια αρμόδια αρχή, ένας εντεταλμένος φορέας ή μια οντότητα που εκδίδει εξωτερική προειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή 2 διαπιστώνει ότι μία προειδοποίηση που αφορά παράβαση την οποία εξέδωσε σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 αποδείχθηκε αργότερα αβάσιμη, αποσύρει την εν λόγω προειδοποίηση. Η Επιτροπή αποσύρει αμελλητί τη σχετική πληροφορία από τη βάση δεδομένων και ενημερώνει τα μέρη σχετικά με τους λόγους της απόσυρσης.

Τα δεδομένα που σχετίζονται με μια παράβαση αποθηκεύονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων μόνο για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν και υποβλήθηκαν σε επεξεργασία και πάντως δεν αποθηκεύονται για περισσότερο από πέντε έτη από την ημερομηνία κατά την οποία:

α)

μια αρχή στην οποία έχει υποβληθεί αίτηση κοινοποιεί στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2, ότι μια ενδοενωσιακή παράβαση έχει παύσει·

β)

ο συντονιστής γνωστοποιεί την περάτωση της συντονισμένης δράσης σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1· ή

γ)

οι πληροφορίες καταχωρίστηκαν στη βάση δεδομένων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν τις πρακτικές και λειτουργικές ρυθμίσεις για τη λειτουργία της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Παραίτηση από την επιστροφή των δαπανών

1.   Τα κράτη μέλη παραιτούνται από κάθε απαίτηση για επιστροφή των δαπανών που προκλήθηκαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όσον αφορά αιτήματα για μέτρα επιβολής με βάση το άρθρο 12, το κράτος μέλος της αιτούσας αρχής παραμένει υπεύθυνο έναντι του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση για έξοδα και ζημίες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα μέτρων που απορρίφθηκαν και κρίθηκαν μη δικαιολογημένα από δικαστήριο όσον αφορά την ουσία της εν λόγω παράβασης.

Άρθρο 37

Προτεραιότητες όσον αφορά την εφαρμογή

1.   Το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2020 και στη συνέχεια κάθε δύο έτη, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν μεταξύ τους και με την Επιτροπή πληροφορίες για τις προτεραιότητες επιβολής όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν:

α)

πληροφορίες σχετικά με τις τάσεις της αγοράς οι οποίες ενδέχεται να θίγουν τα συμφέροντα των καταναλωτών στο οικείο κράτος μέλος και σε άλλα κράτη μέλη·

β)

επισκόπηση της δράσης που έχει αναληφθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού τα τελευταία δύο έτη, ιδίως μέτρα έρευνας και επιβολής σχετικά με τις εκτεταμένες παραβάσεις·

γ)

στατιστικά στοιχεία που ανταλλάσσονται μέσω των προειδοποιήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26·

δ)

τους προσωρινούς τομείς προτεραιότητας κατά τα επόμενα δύο έτη, όσον αφορά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών στο οικείο κράτος μέλος· και

ε)

τους προτεινόμενους τομείς προτεραιότητας κατά τα επόμενα δύο έτη, όσον αφορά την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών σε ενωσιακό επίπεδο.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 33, κάθε δύο έτη, η Επιτροπή συντάσσει, επισκόπηση των πληροφοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 και τη δημοσιοποιεί. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

3.   Σε περιπτώσεις που επέρχεται ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων ή των συνθηκών της αγοράς κατά τη διάρκεια των δύο ετών μετά την τελευταία υποβολή πληροφοριών για τις προτεραιότητές τους όσον αφορά την εφαρμογή, τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τις εν λόγω προτεραιότητες και ενημερώνουν τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή αναλόγως.

4.   Η Επιτροπή συνοψίζει τις προτεραιότητες επιβολής όσον αφορά την εφαρμογή που υποβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και υποβάλλει ετήσια έκθεση στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 για να διευκολύνει την ιεράρχηση προτεραιοτήτων όσον αφορά τις δράσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η Επιτροπή ανταλλάσσει με τα κράτη μέλη βέλτιστες πρακτικές και συγκριτική αξιολόγηση, με στόχο ιδίως την ανάπτυξη δραστηριοτήτων για δημιουργία ικανοτήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 38

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 39

Κοινοποιήσεις

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, τις οποίες θεσπίζουν, καθώς και το κείμενο των συμφωνιών για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, εκτός εκείνων των συμφωνιών που αφορούν ατομικές περιπτώσεις, τις οποίες συνάπτουν.

Άρθρο 40

Υποβολή εκθέσεων

1.   Το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2023 η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.   Η έκθεση αυτή περιέχει αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης της αποτελεσματικής εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό, τι αφορά τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών που ορίζονται στο άρθρο 9, καθώς και, ιδίως, εξέταση του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε η συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών από τους εμπόρους σε πρωταρχικής σημασίας καταναλωτικές αγορές τις οποίες αφορά το διασυνοριακό εμπόριο.

Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, όπου είναι απαραίτητο, από νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 41

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 καταργείται από τις 17 Ιανουαρίου 2020.

Άρθρο 42

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 17 Ιανουαρίου 2020.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 12 Δεκεμβρίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  ΕΕ C 34 της 2.2.2017, σ. 100.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Νοεμβρίου 2017 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2017.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών») (ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τον σκοπό της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

(9)  Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

(10)  Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214).

(11)  Κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385).

(12)  Οδηγία 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110 της 1.5.2009, σ. 30).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οδηγίες και κανονισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 1)

1.

Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

2.

Οδηγία 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (ΕΕ L 80 της 18.3.1998, σ. 27).

3.

Οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171 της 7.7.1999, σ. 12).

4.

Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

5.

Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67): άρθρα 86 έως 100.

6.

Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37): άρθρο 13.

7.

Οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).

8.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ L 46 της 17.2.2004, σ. 1).

9.

Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22).

10.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1107/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, σχετικά με τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα όταν ταξιδεύουν αεροπορικώς (ΕΕ L 204 της 26.7.2006, σ. 1).

11.

Οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 21): άρθρο 1, άρθρο 2 στοιχείο γ) και άρθρα 4 έως 8.

12.

Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36): άρθρο 20.

13.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1371/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών γραμμών (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 14).

14.

Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

15.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ L 293 της 31.10.2008, σ. 3): άρθρα 22, 23 και 24.

16.

Οδηγία 2008/122/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιανουαρίου 2009, για την προστασία των καταναλωτών ως προς ορισμένες πτυχές των συμβάσεων χρονομεριστικής μίσθωσης, μακροπρόθεσμων προϊόντων διακοπών, μεταπώλησης και ανταλλαγής (ΕΕ L 33 της 3.2.2009, σ. 10).

17.

Οδηγία 2010/13/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1): άρθρα 9, 10, 11 και άρθρα 19 έως 26.

18.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 1).

19.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 181/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 1).

20.

Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

21.

Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63): άρθρο 13.

22.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (κανονισμός για την ΗΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 1): άρθρο 14.

23.

Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34): άρθρα 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 21, 22 και 23, κεφάλαιο 10 και παραρτήματα I και II.

24.

Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214): άρθρα 3 έως 18 και άρθρο 20 παράγραφος 2.

25.

Οδηγία (EE) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 326 της 11.12.2015, σ. 1).

26.

Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1128 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 168 της 30.6.2017, σ. 1).


27.12.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345/27


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/2395 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2017

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά το μεταβατικό καθεστώς για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9 στα ίδια κεφάλαια και για τις επιπτώσεις της αντιμετώπισης μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων ορισμένων ανοιγμάτων του δημοσίου τομέα εκπεφρασμένων στο εθνικό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 24 Ιουλίου 2014 το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων δημοσίευσε το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 9 Χρηματοοικονομικά Μέσα (ΔΠΧΑ 9). Το ΔΠΧΑ 9 έχει ως στόχο να βελτιώσει τη χρηματοοικονομική αναφορά για τα χρηματοοικονομικά μέσα, αντιμετωπίζοντας τις ανησυχίες που προέκυψαν σε αυτόν τον τομέα κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ειδικότερα, το ΔΠΧΑ 9 ανταποκρίνεται στην έκκληση της G20 για μετάβαση σε ένα πιο προορατικό μοντέλο για την αναγνώριση των αναμενομένων πιστωτικών ζημιών σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Όσον αφορά την αναγνώριση των αναμενομένων πιστωτικών ζημιών σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, αντικαθιστά το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (ΔΛΠ) 39.

(2)

Η Επιτροπή ενέκρινε το ΔΠΧΑ 9 μέσω του κανονισμού (ΕΕ) 2016/2067 της Επιτροπής (4). Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι επενδυτικές εταιρείες («ιδρύματα») που χρησιμοποιούν τα ΔΠΧΑ για να προετοιμάσουν τις οικονομικές καταστάσεις τους καλούνται να εφαρμόσουν το ΔΠΧΑ 9 από την ημερομηνία έναρξης του πρώτου οικονομικού έτους τους που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2018 ή μεταγενέστερα.

(3)

Η εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 μπορεί να οδηγήσει σε ξαφνική σημαντική αύξηση προβλέψεων για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες και, κατά συνέπεια, σε απότομη μείωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των ιδρυμάτων. Αν και η Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία εξετάζει επί του παρόντος την πιο μακροπρόθεσμη εποπτική αντιμετώπιση των προβλέψεων για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες, θα πρέπει να εισαχθούν στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) μεταβατικές ρυθμίσεις που να μετριάζουν την εν λόγω πιθανή σημαντική αρνητική επίπτωση στα κεφάλαια κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που μπορεί να προκύψει από τη λογιστική μεταχείριση των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών.

(4)

Στο ψήφισμά του της 6ης Οκτωβρίου 2016 για το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς: ΔΠΧΑ 9 (6), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να θεσπιστεί ένα καθεστώς σταδιακής εφαρμογής που θα μετριάζει την επίπτωση του νέου μοντέλου απομείωσης του ΔΠΧΑ 9.

(5)

Όταν ο ισολογισμός ανοίγματος ενός ιδρύματος κατά την ημέρα πρώτης εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9 αντανακλά μείωση στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ως αποτέλεσμα αυξημένων προβλέψεων για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία απομειωμένης πιστωτικής αξίας όπως ορίζονται στο προσάρτημα Α στο ΔΠΧΑ 9 όπως προβλέπεται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής (7) («Παράρτημα σχετικά με το ΔΠΧΑ 9»), σε σύγκριση με τον ισολογισμό κλεισίματος της προηγούμενης ημέρας, θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα στο ίδρυμα να συμπεριλάβει στο κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1 ένα τμήμα των αυξημένων προβλέψεων για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες για μεταβατική περίοδο. Η εν λόγω μεταβατική περίοδος θα πρέπει να έχει μέγιστη διάρκεια πέντε χρόνια και θα πρέπει να ξεκινά το 2018. Το τμήμα των προβλέψεων για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες που δύναται να περιληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1 θα πρέπει να βαίνει μειούμενο ώσπου να μηδενιστεί, προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 από την αμέσως επόμενη ημέρα της ολοκλήρωσης της μεταβατικής περιόδου. Η επίπτωση των προβλέψεων για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες στο κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1 δεν θα πρέπει να εξουδετερώνεται πλήρως κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

(6)

Τα ιδρύματα θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα εφαρμόσουν τις εν λόγω μεταβατικές ρυθμίσεις και να ενημερώσουν σχετικά την αρμόδια αρχή. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ένα ίδρυμα θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αντιστρέψει άπαξ την αρχική του απόφαση, υπό την προϋπόθεση προηγούμενης έγκρισης από την αρμόδια αρχή, έγκρισης που θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι κίνητρο μιας τέτοιας απόφασης δεν είναι τυχόν σκέψεις περί καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας.

(7)

Δεδομένου ότι οι προβλέψεις για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες που θα προκύψουν μετά την ημέρα κατά την οποία το ίδρυμα εφαρμόζει για πρώτη φορά το ΔΠΧΑ 9 θα μπορούσαν να αυξηθούν απροσδόκητα λόγω επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών, θα πρέπει να χορηγούνται επιπρόσθετες ελαφρύνσεις στα ιδρύματα σε τέτοιες περιπτώσεις.

(8)

Ιδρύματα που αποφασίζουν να εφαρμόσουν μεταβατικές ρυθμίσεις θα πρέπει να καλούνται να προσαρμόσουν τον υπολογισμό των εποπτικών στοιχείων που επηρεάζονται άμεσα από τις προβλέψεις για αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν λαμβάνουν μη αρμόζουσα κεφαλαιακή ελάφρυνση. Για παράδειγμα, οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου με τις οποίες μειώνεται η αξία ανοίγματος βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης για τον πιστωτικό κίνδυνο θα πρέπει να μειωθούν κατά ένα συντελεστή που συνεπάγεται αύξηση της αξίας ανοίγματος. Το ανωτέρω θα διασφαλίζει ότι το ίδρυμα δεν επωφελείται και από την αύξηση στο κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1 λόγω μεταβατικών ρυθμίσεων, αλλά και από τη μειωμένη αξία ανοίγματος.

(9)

Τα ιδρύματα που αποφασίζουν να εφαρμόσουν τις μεταβατικές ρυθμίσεις του ΔΠΧΑ 9 που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να δημοσιοποιούν τα ίδια κεφάλαιά τους, τους δείκτες κεφαλαίου τους και τους δείκτες μόχλευσης τόσο πριν όσο και μετά την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων ώστε να καταστεί δυνατό για το κοινό να προσδιορίσει την επίπτωση των εν λόγω ρυθμίσεων.

(10)

Είναι επίσης σκόπιμο να προβλέπονται μεταβατικές ρυθμίσεις για την εξαίρεση από το όριο μεγάλου χρηματοδοτικού ανοίγματος που ισχύει για ανοίγματα προς ορισμένα είδη χρέους του δημόσιου τομέα κρατών μελών εκπεφρασμένου στο εθνικό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους. Η μεταβατική περίοδος θα πρέπει να είναι τριετούς διάρκειας αρχής γενομένης από 1ης Ιανουαρίου 2018 για ανοίγματα αυτού του είδους που προκύπτουν την 12η Δεκεμβρίου 2017 ή μεταγενέστερα, ενώ ανοίγματα αυτού του είδους που προκύπτουν πριν από αυτή την ημερομηνία θα πρέπει να υπόκεινται σε προϋφιστάμενο καθεστώς και θα πρέπει να εξακολουθούν να επωφελούνται από την εξαίρεση περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων.

(11)

Με σκοπό να καταστεί δυνατόν οι μεταβατικές ρυθμίσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό να εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2018, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(12)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 τροποποιείται ως εξής:

1)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 473α

Εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 50, και ως το τέλος της μεταβατικής περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα ιδρύματα μπορούν να περιλάβουν στο κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1 το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο:

α)

τα ιδρύματα που καταρτίζουν τους λογαριασμούς τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002·

β)

τα ιδρύματα που, δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, πραγματοποιούν την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού και τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων σε συμμόρφωση προς τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002·

γ)

τα ιδρύματα που πραγματοποιούν την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων εκτός ισολογισμού σύμφωνα με λογιστικά πρότυπα δυνάμει της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ και που χρησιμοποιούν ένα μοντέλο αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών ίδιο με εκείνο που χρησιμοποιείται στα διεθνή λογιστικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.

Το ποσό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υπολογίζεται ως το άθροισμα των ακολούθων:

α)

για ανοίγματα που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2, του ποσού (ABSA) που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

A2,SA = το ποσό που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2,

A4,SA = το ποσό που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4 βάσει των ποσών που υπολογίσθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3,

f= ο εφαρμοστέος συντελεστής της παραγράφου 6,

t= η αύξηση του κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 που οφείλεται στην έκπτωση φόρου των ποσών A2,SA και A4,SA·

β)

για ανοίγματα που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3, του ποσού (ABIRB) που υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

A2,IRB = το ποσό που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2, προσαρμοσμένο σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο α),

A4,IRB = το ποσό που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4, βάσει των ποσών που υπολογίσθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3 προσαρμοσμένων σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχεία β) και γ),

f= ο εφαρμοστέος συντελεστής της παραγράφου 6,

t= η αύξηση του κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 που οφείλεται στην έκπτωση φόρου των ποσών A2,IRB και A4,IRB.

2.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν τα ποσά A2,SA και A2,IRB που αναφέρονται, αντίστοιχα, στα στοιχεία α) και β) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 ως το υψηλότερο από τα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου ξεχωριστά, για τα ανοίγματά τους που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 και για τα ανοίγματά τους που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3:

α)

μηδέν·

β)

το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο i) μειωμένο κατά το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο ii):

i)

το άθροισμα των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών δωδεκαμήνου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.5 του ΔΠΧΑ 9 όπως ορίζεται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής (“παράρτημα σχετικά με το ΔΠΧΑ 9”) και του ποσού της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.3 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 κατά την 1η Ιανουαρίου 2018 ή κατά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9,

ii)

το συνολικό ποσό των ζημιών απομείωσης επί χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατατάσσονται ως δάνεια και απαιτήσεις, ως διακρατούμενες μέχρι τη λήξη επενδύσεις και ως διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, όπως ορίζονται στην παράγραφο 9 του ΔΛΠ 39, εξαιρουμένων συμμετοχικών τίτλων και μεριδίων ή μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 63, 64, 65, 67, 68 και 70 του ΔΛΠ 39 όπως ορίζεται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 κατά την 31η Δεκεμβρίου 2017 ή την ημέρα πριν την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9.

3.   Τα ιδρύματα υπολογίζουν το ποσό κατά το οποίο το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) ξεχωριστά για τα ανοίγματά τους που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2 και για τα ανοίγματά τους που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3:

α)

το άθροισμα των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών δωδεκαμήνου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.5 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 και του ποσού της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.3 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 εξαιρουμένης της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία απομειωμένης πιστωτικής αξίας όπως ορίζονται στο προσάρτημα Α του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 κατά την ημερομηνία αναφοράς·

β)

το άθροισμα των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών δωδεκαμήνου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.5 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 και του ποσού της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.3 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 εξαιρουμένης της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία απομειωμένης πιστωτικής αξίας όπως ορίζονται στο προσάρτημα Α του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 κατά την 1η Ιανουαρίου 2018 ή κατά την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9.

4.   Για ανοίγματα που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 2, όπου το ποσό που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α) υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β), τα ιδρύματα ορίζουν A4,SA ίσο με τη διαφορά μεταξύ των εν λόγω ποσών, διαφορετικά ορίζουν A4,SA ίσο με μηδέν.

Για ανοίγματα που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3, όπου το ποσό που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α), μετά την εφαρμογή της παραγράφου 5 στοιχείο β), υπερβαίνει το ποσό για τα εν λόγω ανοίγματα όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β), κατόπιν εφαρμογής της παραγράφου 5 στοιχείο γ), τα ιδρύματα ορίζουν A4,IRB ίσο τη διαφορά μεταξύ των εν λόγω ποσών, διαφορετικά ορίζουν A4,IRB ίσο με μηδέν.

5.   Για ανοίγματα που υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 3, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις παραγράφους 2 έως 4 ως εξής:

α)

για τον υπολογισμό του A2,IRB τα ιδρύματα μειώνουν καθένα εκ των ποσών που υπολογίζονται σύμφωνα με το στοιχείο β) σημεία i) και ii) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου κατά το άθροισμα των ποσών των αναμενόμενων ζημιών που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 158 παράγραφοι 5, 6 και 10 κατά την 31η Δεκεμβρίου 2017 ή την ημέρα πριν την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9. Όταν, για το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) σημείο i) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το αποτέλεσμα του υπολογισμού είναι αρνητικός αριθμός, το ίδρυμα ορίζει αξία του εν λόγω ποσού ίση με μηδέν. Όταν, για το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) σημείο ii) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το αποτέλεσμα του υπολογισμού είναι αρνητικός αριθμός, το ίδρυμα ορίζει αξία του εν λόγω ποσού ίση με μηδέν·

β)

τα ιδρύματα αντικαθιστούν το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου με το άθροισμα των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών δωδεκαμήνου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.5 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 και του ποσού της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.3 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 εξαιρουμένης της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία απομειωμένης πιστωτικής αξίας, όπως ορίζονται στο προσάρτημα Α του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9, μειωμένου κατά το άθροισμα των σχετικών ποσών των αναμενόμενων ζημιών για τα ίδια ανοίγματα που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 158 παράγραφοι 5, 6 και 10 κατά την ημερομηνία αναφοράς. Όταν το αποτέλεσμα του υπολογισμού είναι αρνητικός αριθμός, το ίδρυμα ορίζει την αξία του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ίση με μηδέν·

γ)

τα ιδρύματα αντικαθιστούν το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου με το άθροισμα των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών δωδεκαμήνου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.5 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 και του ποσού της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5.5.3 του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 εξαιρουμένης της πρόβλεψης ζημίας για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία απομειωμένης πιστωτικής αξίας, όπως ορίζονται στο προσάρτημα Α του παραρτήματος σχετικά με το ΔΠΧΑ 9 κατά την 1η Ιανουαρίου 2018 ή την ημερομηνία αρχικής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9, μειωμένου κατά το άθροισμα των σχετικών ποσών των αναμενόμενων ζημιών για τα ίδια ανοίγματα που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 158 παράγραφοι 5, 6 και 10. Όταν το αποτέλεσμα του υπολογισμού είναι αρνητικός αριθμός, το ίδρυμα ορίζει την αξία του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ίση με μηδέν.

6.   Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους ακόλουθους συντελεστές για τον υπολογισμό των ποσών ABSA και ABIRB που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 αντίστοιχα:

α)

0,95 κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως την 31η Δεκεμβρίου 2018·

β)

0,85 κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την 31η Δεκεμβρίου 2019·

γ)

0,7 κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2020 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020·

δ)

0,5 κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως την 31η Δεκεμβρίου 2021·

ε)

0,25 κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2022 έως την 31η Δεκεμβρίου 2022.

Ιδρύματα των οποίων το οικονομικό έτος αρχίζει μετά την 1η Ιανουαρίου 2018 αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019 προσαρμόζουν τις ημερομηνίες των στοιχείων α) έως ε) του πρώτου εδαφίου έτσι ώστε να αντιστοιχούν στο οικονομικό τους έτος, αναφέρουν τις προσαρμοσθείσες ημερομηνίες στην αρμόδια αρχή τους και τις δημοσιοποιούν.

Ιδρύματα που ξεκινούν την εφαρμογή των λογιστικών προτύπων όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 την 1η Ιανουαρίου 2019 ή μεταγενέστερα εφαρμόζουν τους σχετικούς συντελεστές σύμφωνα με τα στοιχεία β) έως ε) του πρώτου εδαφίου ξεκινώντας με τον συντελεστή που αντιστοιχεί στο έτος πρώτης εφαρμογής των εν λόγω λογιστικών προτύπων.

7.   Όταν ένα ίδρυμα περιλαμβάνει στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ποσό σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επανυπολογίζει όλες τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ οι οποίες χρησιμοποιούν οποιοδήποτε εκ των ακόλουθων στοιχείων μη λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις που έχουν στα στοιχεία αυτά οι προβλέψεις για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες που συμπεριέλαβε στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1:

α)

το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που αφαιρείται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή που έχει σταθμιστεί ως προς τον κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 4·

β)

η αξία ανοίγματος όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 1 όπου οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου κατά τις οποίες μειώνεται η αξία ανοίγματος πολλαπλασιάζονται με τον ακόλουθο συντελεστή προσαύξησης (sf):

Formula

όπου:

ABSA = το ποσό που υπολογίσθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α),

RASA = το συνολικό ποσό ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου·

γ)

το ποσό στοιχείων της κατηγορίας 2 που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 62 στοιχείο δ).

8.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, παράλληλα με τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που απαιτούνται στο όγδοο μέρος, τα ιδρύματα που έχουν αποφασίσει να εφαρμόσουν τις μεταβατικές ρυθμίσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο δημοσιοποιούν τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων, του κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 1, του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, του δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1, του συνολικού δείκτη κεφαλαίου και του δείκτη μόχλευσης που θα είχαν σε περίπτωση μη εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

9.   Ένα ίδρυμα αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει τις ρυθμίσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου και ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με την απόφασή του ως την 1η Φεβρουαρίου 2018. Εφόσον το ίδρυμα έχει λάβει προηγούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή, δύναται να ανακαλέσει άπαξ, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, την αρχική απόφασή του. Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν κάθε απόφαση έχουν λάβει σύμφωνα με το παρόν εδάφιο.

Ένα ίδρυμα που έχει αποφασίσει να εφαρμόσει τις μεταβατικές ρυθμίσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο δύναται να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παράγραφο 4· στην περίπτωση αυτή ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με την απόφασή του έως την 1η Φεβρουαρίου 2018. Σε τέτοια περίπτωση, το ίδρυμα ορίζει το ποσό A4 που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ίσο με μηδέν. Εφόσον το ίδρυμα έχει λάβει προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής δύναται να ανακαλέσει άπαξ, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, την αρχική του απόφαση. Τα ιδρύματα δημοσιοποιούν κάθε απόφαση που έχουν λάβει σύμφωνα με το παρόν εδάφιο.

10.   Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές έως την 30ή Ιουνίου 2018 σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που ορίζονται στο παρόν άρθρο.»·

2)

στο άρθρο 493 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 395 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν στα ιδρύματα να διατηρούν οποιοδήποτε εκ των ανοιγμάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και πληρούν τους όρους της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, ως τα ακόλουθα ανώτατα όρια:

α)

το 100 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018,

β)

το 75 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019,

γ)

το 50 % του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

Τα όρια που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου ισχύουν για αξίες ανοίγματος αφού έχουν ληφθεί υπόψη τα αποτελέσματα του μετριασμού του πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 ως 403.

5.   Οι μεταβατικές ρυθμίσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4 εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις ανοιγμάτων:

α)

για στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών ή οντοτήτων του δημόσιου τομέα των κρατών μελών·

β)

για στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις ρητώς καλυπτόμενες από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών ή οντοτήτων του δημόσιου τομέα κρατών μελών·

γ)

άλλα ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών ή οντοτήτων του δημόσιου τομέα κρατών μελών·

δ)

για στοιχεία ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2·

ε)

άλλα ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών των κρατών μελών που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2.

Για τους σκοπούς των στοιχείων α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου, οι μεταβατικές ρυθμίσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο για στοιχεία ενεργητικού και άλλα ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση οντοτήτων του δημοσίου τομέα που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι κεντρικής κυβέρνησης, περιφερειακής κυβέρνησης ή τοπικής αρχής σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4. Όταν στοιχεία ενεργητικού και άλλα ανοίγματα έναντι, ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση οντοτήτων του δημοσίου τομέα αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι περιφερειακής κυβέρνησης ή τοπικής αρχής σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4, οι μεταβατικές ρυθμίσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο όταν τα ανοίγματα έναντι της εν λόγω περιφερειακής κυβέρνησης ή τοπικής αρχής αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2.

6.   Οι μεταβατικές ρυθμίσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο όταν άνοιγμα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

στο άνοιγμα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με την εκδοχή του άρθρου 495 παράγραφος 2 όπως ισχύει την 31η Δεκεμβρίου 2017·

β)

το άνοιγμα προέκυψε την 12η Δεκεμβρίου 2017 ή μεταγενέστερα.

7.   Άνοιγμα όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου το οποίο προέκυψε πριν από την 12η Δεκεμβρίου 2017 και στο οποίο εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % την 31η Δεκεμβρίου 2017 σύμφωνα με το άρθρο 495 παράγραφος 2, εξαιρείται από την εφαρμογή του άρθρου 395 παράγραφος 1.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12 Δεκεμβρίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  Γνώμη της 8ης Νοεμβρίου 2017 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 209 της 30.6.2017, σ. 36.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2017 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 2017.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2067 της Επιτροπής, της 22ας Νοεμβρίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΕΕ L 323 της 29.11.2016, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(6)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2008, για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 320 της 29.11.2008, σ. 1).


27.12.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345/34


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2017/2396 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 13ης Δεκεμβρίου 2017

για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 και (ΕΕ) 2015/1017 όσον αφορά την παράταση της λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, καθώς και τη θέσπιση τεχνικών βελτιώσεων για το εν λόγω Ταμείο και τον Ευρωπαϊκό Κόμβο Επενδυτικών Συμβουλών

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως τα άρθρα 172 και 173, το άρθρο 175 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 182 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Από την ανακοίνωση της Επιτροπής «Ένα επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη» («επενδυτικό σχέδιο») που υποβλήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2014, βελτιώθηκαν οι συνθήκες για την ανάκαμψη των επενδύσεων και επανέρχεται η εμπιστοσύνη στην οικονομία και στην ανάπτυξη της Ευρώπης. Η Ένωση βρίσκεται πλέον στο τέταρτο έτος μιας μέτριας ανάκαμψης, με αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κατά 2 % το 2015, αλλά τα ποσοστά ανεργίας εξακολουθούν να είναι υψηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα. Οι ολοκληρωμένες προσπάθειες που ξεκίνησαν με το επενδυτικό σχέδιο αποφέρουν ήδη συγκεκριμένα αποτελέσματα, παρά το γεγονός ότι δεν είναι ακόμη δυνατόν να εκτιμηθεί ο πλήρης αντίκτυπος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) στην ανάπτυξη, δεδομένου ότι οι μακροοικονομικές επιπτώσεις των μεγαλύτερων επενδυτικών έργων δεν μπορούν να είναι άμεσες. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν σταδιακά κατά τη διάρκεια του 2017, αλλά ο ρυθμός παραμένει μάλλον βραδύς και χαμηλότερος από τα ιστορικά επίπεδα.

(2)

Αυτή η θετική επιχειρηματική ώθηση θα πρέπει να διατηρηθεί και οι προσπάθειες θα πρέπει να συνεχιστούν, ούτως ώστε οι επενδύσεις να επανέλθουν σε μακροπρόθεσμη βιώσιμη τάση με τέτοιο τρόπο που να φθάνει στην πραγματική οικονομία. Οι μηχανισμοί του επενδυτικού σχεδίου λειτουργούν και θα πρέπει να ενισχυθούν προκειμένου να συνεχιστεί η κινητοποίηση των ιδιωτικών επενδύσεων ούτως ώστε να επιτευχθεί ουσιαστικός μακροοικονομικός αντίκτυπος και να προωθηθεί η δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε τομείς οι οποίοι είναι σημαντικοί για το μέλλον της Ένωσης και εκεί όπου εξακολουθούν να υπάρχουν αστοχίες της αγοράς ή καταστάσεις υποαξιοποίησης επενδύσεων.

(3)

Την 1η Ιουνίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Επανεκκίνηση των επενδύσεων στην Ευρώπη – Απολογισμός του Επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη» στην οποία σκιαγραφούνται τα επιτεύγματα του επενδυτικού σχεδίου και οι προσεχείς σχεδιαζόμενες ενέργειες, μεταξύ άλλων η παράταση της λειτουργίας του ΕΤΣΕ μετά την αρχική τριετή περίοδο, η αναβάθμιση του σκέλους για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο και η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κόμβου Επενδυτικών Συμβουλών (ΕΚΕΣ).

(4)

Στις 11 Νοεμβρίου 2016, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο διατύπωσε γνώμη σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 και (ΕΕ) 2015/1017 και τη συνοδευτική αξιολόγηση της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1017, με τίτλο «Η πρόταση παράτασης και επέκτασης του ΕΤΣΕ είναι πρόωρη».

(5)

Το ΕΤΣΕ, το οποίο υλοποιείται και συνυποστηρίζεται από τον Όμιλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), βαδίζει προς την επίτευξη, από ποσοτική άποψη, του στόχου της κινητοποίησης τουλάχιστον 315 000 000 000 EUR για πρόσθετες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία έως τα μέσα του 2018. Η απόκριση και απορρόφηση από την αγορά ήταν ιδιαίτερα ταχείες στο πλαίσιο του σκέλους για τις ΜΜΕ όπου η απόδοση του ΕΤΣΕ υπερβαίνει κατά πολύ τις προσδοκίες και σε συνέχεια και της αρχικής χρήσης των υπαρχουσών μηχανισμών και εντολών του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (ΕΤΕ) (InnovFin SME μηχανισμός εγγύησης, μηχανισμός εγγύησης δανείων του COSME (LGF) και εντολή κεφαλαίων κινδύνου από πόρους της ΕΤΕπ (RCR)) για την ταχύτερη έναρξή του. Ως εκ τούτου, τον Ιούλιο του 2016 το σκέλος για τις ΜΜΕ ενισχύθηκε κατά 500 000 000 EUR στο πλαίσιο των υφιστάμενων παραμέτρων του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Δεδομένης της έκτακτης ζήτησης της αγοράς για χρηματοδότηση ΜΜΕ στο πλαίσιο του ΕΤΣΕ, είναι απαραίτητο να στραφεί το μεγαλύτερο μερίδιο χρηματοδότησης προς τις ΜΜΕ. Από αυτή την άποψη, το 40 % της αυξημένης ικανότητας ανάληψης κινδύνων του ΕΤΣΕ θα πρέπει να στρέφεται προς την ενίσχυση της πρόσβασης των ΜΜΕ σε χρηματοδότηση.

(6)

Στις 28 Ιουνίου 2016, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επενδυτικό σχέδιο, ιδίως το ΕΤΣΕ, είχε ήδη αποφέρει απτά αποτελέσματα και αποτελούσε σημαντικό βήμα προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων, αξιοποιώντας ευφυώς τους περιορισμένους πόρους του προϋπολογισμού. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισήμανε ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να υποβάλει σύντομα προτάσεις για το μέλλον του ΕΤΣΕ, οι οποίες θα έπρεπε να εξεταστούν ως επείγουσες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(7)

Το ΕΤΣΕ συστάθηκε για αρχική περίοδο τριών ετών, με στόχο την κινητοποίηση τουλάχιστον 315 000 000 000 EUR σε επενδύσεις, προκειμένου να υποστηριχθεί ο στόχος για προώθηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Ωστόσο, η επιδίωξη να επιτευχθεί αυτός ο πρωταρχικός στόχος δεν θα πρέπει να υπερισχύει της προσθετικότητας των επιλεγόμενων έργων. Η Ένωση δεσμεύεται, συνεπώς, όχι μόνο να παρατείνει την επενδυτική περίοδο και τη χρηματοδοτική ικανότητα του ΕΤΣΕ, αλλά και να αυξήσει την έμφαση στην προσθετικότητα. Η παράταση καλύπτει την περίοδο του ισχύοντος πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και θα πρέπει να παράσχει επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 500 000 000 000 EUR έως το 2020. Προκειμένου να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η ικανότητα παρέμβασης του ΕΤΣΕ και να επιτευχθεί ο διπλασιασμός του ποσού στόχου των επενδύσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να συμβάλουν κατά προτεραιότητα.

(8)

Η πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρονται από το ΕΤΣΕ και την εκτέλεσή του δεν είναι δυνατή χωρίς την υλοποίηση δραστηριοτήτων για την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς με τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την εφαρμογή κοινωνικά ισόρροπων και βιώσιμων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, για την επιτυχία του ΕΤΣΕ είναι καθοριστικής σημασίας άρτια διαρθρωμένα έργα ως τμήματα επενδυτικών και αναπτυξιακών σχεδίων σε επίπεδο κρατών μελών.

(9)

Για την περίοδο μετά το 2020, η Επιτροπή προτίθεται να υποβάλει τις αναγκαίες προτάσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι στρατηγικές επενδύσεις θα διατηρηθούν σε βιώσιμο επίπεδο. Κάθε νομοθετική πρόταση θα πρέπει να βασίζεται στα συμπεράσματα έκθεσης της Επιτροπής και σε ανεξάρτητη αξιολόγηση που να συμπεριλαμβάνει μακροοικονομική εκτίμηση όσον αφορά τη χρησιμότητα της διατήρησης ενός καθεστώτος υποστήριξης των επενδύσεων. Στην έκθεση αυτή, καθώς και στην ανεξάρτητη αξιολόγηση θα πρέπει να εξετάζεται επίσης, στον απαιτούμενο βαθμό, η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1017 όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό, κατά την περίοδο της παράτασης εφαρμογής του ΕΤΣΕ.

(10)

Το ΕΤΣΕ, όπως παρατείνεται από τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις εναπομένουσες αστοχίες της αγοράς ή καταστάσεις υποαξιοποίησης επενδύσεων και να συνεχίσει με ενισχυμένη προσθετικότητα την κινητοποίηση χρηματοδότησης από τον ιδιωτικό τομέα για επενδύσεις ζωτικής σημασίας για το μέλλον της Ευρώπης όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας –συμπεριλαμβανομένων των θέσεων για τους νέους–, την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα. Σε αυτές τις επενδύσεις περιλαμβάνονται οι επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας, του περιβάλλοντος και της δράσης για το κλίμα, στο κοινωνικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο και τις συναφείς υποδομές, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την έρευνα και την καινοτομία, στα διασυνοριακά δίκτυα και τις βιώσιμες μεταφορές, καθώς και στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Ειδικότερα, θα πρέπει να ενισχυθούν η συμβολή των πράξεων που υποστηρίζονται από το ΕΤΣΕ στην επίτευξη των φιλόδοξων ενωσιακών στόχων που τέθηκαν στην 21η διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών των Ηνωμένων Εθνών της σύμβασης-πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή (COP21) και η δέσμευση της Ένωσης για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 80 έως 95 %. Προκειμένου να ενισχυθεί η δράση για το κλίμα στο πλαίσιο του ΕΤΣΕ, η ΕΤΕπ θα πρέπει να αξιοποιήσει την πείρα της ως φορέα που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους χορηγούς χρηματοδότησης παγκοσμίως για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, και να χρησιμοποιήσει την υπερσύγχρονη και διεθνώς συμφωνημένη μεθοδολογία της, ώστε να μπορεί να προσδιορίζει αξιόπιστα τις συνιστώσες των σχεδίων δράσης για το κλίμα ή τον συναφή επιμερισμό του κόστους. Τα σχέδια δεν θα πρέπει να είναι διαρθρωμένα τεχνηέντως ώστε να εμπίπτουν στους ορισμούς της ΜΜΕ και της μικρής επιχείρησης μεσαίας κεφαλαιοποίησης. Θα πρέπει επίσης να δίνεται συνεχώς μεγαλύτερη σημασία σε έργα προτεραιότητας για την ενεργειακή διασύνδεση και σε έργα ενεργειακής απόδοσης.

Επιπλέον, η στήριξη του ΕΤΣΕ για αυτοκινητοδρόμους θα πρέπει να περιορίζεται στην υποστήριξη ιδιωτικών και/ή δημόσιων επενδύσεων στον τομέα των μεταφορών στις χώρες συνοχής, στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες ή σε διασυνοριακά έργα μεταφορών ή εάν είναι αναγκαία για την αναβάθμιση, τη συντήρηση και τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας, για την ανάπτυξη στοιχείων ευφυών συστημάτων μεταφορών (ITS), για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και των προτύπων των υφιστάμενων αυτοκινητοδρόμων στο διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών, ιδίως δε ασφαλών χώρων στάθμευσης, σταθμών ανεφοδιασμού με εναλλακτικά καθαρά καύσιμα και συστημάτων ηλεκτρικής επαναφόρτισης, ή αν συμβάλλουν στην περάτωση του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών έως το 2030 σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 (5) και (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 (6) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Στον ψηφιακό τομέα, και στο πλαίσιο της φιλόδοξης πολιτικής της Ένωσης για την ψηφιακή οικονομία, θα πρέπει να τεθούν νέοι στόχοι όσον αφορά την ψηφιακή υποδομή, προκειμένου να γεφυρωθεί το ψηφιακό χάσμα και να διασφαλιστεί η παγκόσμια πρωτοπορία της Ένωσης στη νέα εποχή του λεγόμενου «διαδικτύου των πραγμάτων», της τεχνολογίας αλυσίδας συστοιχιών, της κυβερνοασφάλειας και της ασφάλειας του δικτύου. Για λόγους σαφήνειας, μολονότι είναι ήδη επιλέξιμα, θα πρέπει να προβλέπεται ρητά ότι τα έργα στους τομείς της γεωργίας, της δασοκομίας, της αλιείας, της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και άλλων στοιχείων της ευρύτερης βιοοικονομίας, συγκαταλέγονται στους γενικούς στόχους που είναι επιλέξιμοι για στήριξη από το ΕΤΣΕ.

(11)

Οι κλάδοι του πολιτισμού και της δημιουργίας διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην επανεκβιομηχάνιση της Ευρώπης, αποτελούν μοχλό οικονομικής μεγέθυνσης και κατέχουν στρατηγική θέση για την επίτευξη καινοτόμων δευτερογενών αποτελεσμάτων σε άλλους τομείς της βιομηχανίας, όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο και οι ψηφιακές τεχνολογίες. Επιπλέον του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1295/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και του μηχανισμού εγγυοδοσίας για τον πολιτιστικό και τον δημιουργικό τομέα που θεσπίστηκε δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, το ΕΤΣΕ θα πρέπει να βοηθήσει στην υπέρβαση των ελλείψεων κεφαλαίων στους εν λόγω τομείς, παρέχοντας πρόσθετη υποστήριξη συμπληρωματικά προς την υποστήριξη που παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» και του μηχανισμού εγγυοδοσίας για τον πολιτιστικό και τον δημιουργικό τομέα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση μεγαλύτερου όγκου τέτοιων έργων υψηλού κινδύνου.

(12)

Δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν οντότητες που βρίσκονται στην Ένωση και επεκτείνονται και πέρα από αυτήν θα πρέπει επίσης να υποστηρίζονται από το ΕΤΣΕ, όταν προωθούν επενδύσεις στην Ένωση, ιδίως όταν περιλαμβάνουν διασυνοριακά στοιχεία. Ο ΕΚΕΣ θα πρέπει να παρέχει προληπτική υποστήριξη για την προώθηση και την ενθάρρυνση τέτοιων δραστηριοτήτων.

(13)

Η προσθετικότητα, που αποτελεί βασικό στοιχείο του ΕΤΣΕ, θα πρέπει να ενισχυθεί κατά την επιλογή των έργων. Ειδικότερα, οι πράξεις θα πρέπει να είναι επιλέξιμες για στήριξη από το ΕΤΣΕ μόνο εφόσον αντιμετωπίζουν σαφώς διαπιστωθείσες αστοχίες της αγοράς ή καταστάσεις υποαξιοποίησης επενδύσεων. Οι πράξεις στον τομέα των υλικών υποδομών που υπάγονται στο σκέλος υποδομής και καινοτομίας και συνδέουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων της ηλεκτρονικής υποδομής, και ιδίως της υποδομής ευρυζωνικότητας, αλλά και των υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για την κατασκευή, την εφαρμογή, τη συντήρηση ή τη λειτουργία της εν λόγω υποδομής, θα πρέπει να θεωρούνται ότι αποτελούν ισχυρές ενδείξεις προσθετικότητας, με δεδομένη την εγγενή δυσκολία τους και την υψηλή ενωσιακή προστιθέμενη αξία τους.

(14)

Το ΕΤΣΕ θα πρέπει κατά κανόνα να στοχεύει σε έργα με υψηλότερο προφίλ κινδύνου από ό,τι τα έργα που υποστηρίζονται από συνήθεις πράξεις της ΕΤΕπ, η δε Επιτροπή Επενδύσεων ΕΤΣΕ («επιτροπή επενδύσεων») θα πρέπει κατά την αξιολόγηση της προσθετικότητας να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους που εμποδίζουν τις επενδύσεις, όπως οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τη χώρα, τον τομέα ή την περιφέρεια, και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την καινοτομία, ιδίως σε σχέση με μη καθιερωμένες τεχνολογίες για τη βελτίωση της ανάπτυξης, της βιωσιμότητας και της παραγωγικότητας.

(15)

Με σκοπό την εξασφάλιση ευρύτερης γεωγραφικής κάλυψης του ΕΤΣΕ και την αύξηση της αποτελεσματικότητας της παρέμβασης του ΕΤΣΕ, θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι πράξεις ανάμειξης και/ή συνδυασμού μέσων που συνδυάζουν μη επιστρεπτέες μορφές στήριξης και/ή χρηματοδοτικά μέσα από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, όπως τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία ή αυτά που διατίθενται στο πλαίσιο της διευκόλυνσης «Συνδέοντας την Ευρώπη» (ΔΣΕ) που θεσπίσθηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 και το Ορίζων 2020 - πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1291/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), και χρηματοδότηση από τον Όμιλο ΕΤΕπ, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της ΕΤΕπ στο πλαίσιο του ΕΤΣΕ, καθώς και από άλλους επενδυτές. Ο συνδυασμός και/ή η ανάμειξη μέσων χρηματοδότησης αποσκοπεί, αφενός, στην ενίσχυση της προστιθέμενης αξίας των δαπανών της Ένωσης μέσω της προσέλκυσης πρόσθετων πόρων από ιδιώτες επενδυτές και, αφετέρου, στη διασφάλιση της οικονομικής και χρηματοδοτικής βιωσιμότητας των υποστηριζόμενων δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτόν, παράλληλα με την παρουσίαση της πρότασης της Επιτροπής για τον παρόντα κανονισμό μεταφέρθηκαν πιστώσεις ύψους 1 000 000 000 EUR από τα χρηματοδοτικά μέσα της ΔΣΕ στο σκέλος επιχορηγήσεων της ΔΣΕ, με στόχο τη διευκόλυνση της ανάμειξης μέσων χρηματοδότησης με το ΕΤΣΕ. Προς τούτο, τον Φεβρουάριο του 2017 έγινε πρόσκληση υποβολής προτάσεων με αντικείμενο την ανάμειξη χρηματοδοτικών μέσων. Επιπλέον 145 000 000 EUR μεταφέρονται σε άλλα σχετικά χρηματοδοτικά μέσα, ιδίως εκείνα που προορίζονται για την ενεργειακή απόδοση. Απαιτείται περαιτέρω δράση για να διασφαλιστεί ότι τα κονδύλια της Ένωσης και η στήριξη από το ΕΤΣΕ μπορούν να συνδυαστούν ευχερώς.

Μολονότι η Επιτροπή έχει ήδη δημοσιεύσει συγκεκριμένες κατευθύνσεις για το θέμα αυτό, θα πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω η προσέγγιση στο ζήτημα του συνδυασμού των ενωσιακών κονδυλίων με το ΕΤΣΕ για την αύξηση των επενδύσεων οι οποίες επωφελούνται από τη μόχλευση που παρέχει ο συνδυασμός των ενωσιακών κονδυλίων με το ΕΤΣΕ, λαμβανομένων υπόψη πιθανών νομοθετικών εξελίξεων. Προκειμένου να εξασφαλίζονται οικονομική αποδοτικότητα και επαρκής μόχλευση, ο εν λόγω συνδυασμός χρηματοδοτικών μέσων δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 90 % του συνολικού κόστους του έργου για τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες και το 80 % για τις άλλες περιφέρειες.

(16)

Προκειμένου να ενισχυθεί η απορρόφηση του ΕΤΣΕ σε λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες και περιφέρειες υπό μετάβαση, το πεδίο εφαρμογής των γενικών στόχων που είναι επιλέξιμοι για στήριξη από το ΕΤΣΕ θα πρέπει να διευρυνθεί. Τα έργα θα εξακολουθούν να υπόκεινται σε εξέταση από την Επιτροπή Επενδύσεων και θα πρέπει να πληρούν τα ίδια κριτήρια επιλεξιμότητας για τη χρήση της εγγύησης που θεσπίσθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1017 («εγγύηση της ΕΕ»), συμπεριλαμβανομένης της αρχής της προσθετικότητας. Δεδομένου ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει περιορισμός όσον αφορά το μέγεθος των έργων που είναι επιλέξιμα για στήριξη από το ΕΤΣΕ, δεν θα πρέπει να αποθαρρύνεται η υποβολή αιτήσεων χρηματοδότησης από το ΕΤΣΕ για έργα μικρής κλίμακας. Επιπλέον, απαιτείται περαιτέρω δράση για την ενίσχυση της τεχνικής βοήθειας και την προβολή του ΕΤΣΕ στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες και περιφέρειες υπό μετάβαση.

(17)

Οι επενδυτικές πλατφόρμες είναι ουσιώδες μέσον για την αντιμετώπιση των αστοχιών της αγοράς, ιδίως κατά τη χρηματοδότηση πολλαπλών, περιφερειακών ή τομεακών έργων, συμπεριλαμβανομένων έργων ενεργειακής απόδοσης και διασυνοριακών έργων. Είναι επίσης σημαντικό να ενθαρρυνθούν οι εταιρικές σχέσεις με εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες ή ιδρύματα, μεταξύ άλλων για τη δημιουργία επενδυτικών πλατφορμών. Η συνεργασία με χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές μπορεί επίσης να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο εν προκειμένω. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΤΕπ θα πρέπει, κατά περίπτωση, να αναθέτει την αξιολόγηση, επιλογή και παρακολούθηση των επιμέρους έργων μικρής κλίμακας σε χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές ή σε εγκεκριμένους επιλέξιμους φορείς.

(18)

Σε περίπτωση που η αξιολόγηση, επιλογή και παρακολούθηση έργων μικρής κλίμακας ανατεθεί σε χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές ή εγκεκριμένους επιλέξιμους φορείς, η Επιτροπή Επενδύσεων δεν θα πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα να εγκρίνει τη χρήση της εγγύησης της ΕΕ για επιμέρους έργα στο πλαίσιο αυτών των χρηματοδοτικών και επενδυτικών πράξεων της ΕΤΕπ αν η συνεισφορά από το ΕΤΣΕ στα εν λόγω μικρής κλίμακας επιμέρους σχέδια δεν υπερβαίνει ένα καθορισμένο κατώτατο όριο. Το διοικητικό συμβούλιο του ΕΤΣΕ («διοικητικό συμβούλιο») θα πρέπει, όπου κρίνεται σκόπιμο, να παρέχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαδικασία που θα χρησιμοποιείται από την Επιτροπή Επενδύσεων για την αξιολόγηση επιμέρους έργων τα οποία υπερβαίνουν αυτό το κατώτατο όριο.

(19)

Για ολόκληρη την επενδυτική περίοδο, η Ένωση θα πρέπει να παρέχει εγγύηση της ΕΕ η οποία δεν θα πρέπει ουδέποτε να υπερβαίνει τα 26 000 000 000 EUR για να μπορεί το ΕΤΣΕ να στηρίζει επενδύσεις, εκ των οποίων μέγιστο ποσό ύψους 16 000 000 000 EUR θα πρέπει να είναι διαθέσιμο πριν από τις 6 Ιουλίου 2018.

(20)

Αναμένεται ότι όταν η εγγύηση της ΕΕ συνδυαστεί με το ποσό των 7 500 000 000 EUR που θα καταβάλει η ΕΤΕπ, η στήριξη του ΕΤΣΕ θα πρέπει να αποφέρει 100 000 000 000 EUR πρόσθετων επενδύσεων από την ΕΤΕπ και το ΕΤΕ. Το ποσό των 100 000 000 000 EUR με τη στήριξη του ΕΤΣΕ αναμένεται να δημιουργήσει τουλάχιστον 500 000 000 000 EUR για πρόσθετες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία έως το τέλος του 2020.

(21)

Για τη μερική χρηματοδότηση της συνεισφοράς από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης στο ταμείο εγγυήσεων της ΕΕ για τις πρόσθετες επενδύσεις που πρόκειται να πραγματοποιηθούν, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μεταφορά από τα διαθέσιμα κονδύλια της ΔΣΕ, η οποία προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, καθώς και από τα έσοδα και τις επιστροφές από το χρηματοπιστωτικό μέσο πιστωτικής διευκόλυνσης της ΔΣΕ και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την ενέργεια, την αλλαγή του κλίματος και τις υποδομές με ορίζοντα το 2020 («Ταμείο Marguerite»). Οι μεταφορές από τα έσοδα και τις επιστροφές απαιτούν παρέκκλιση από το άρθρο 140 παράγραφος 6 δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) ούτως ώστε να επιτραπεί η χρήση τους από άλλο μέσο.

(22)

Με βάση την εμπειρία που αποκτήθηκε από τις επενδύσεις που έλαβαν στήριξη από το ΕΤΣΕ, το ποσό στόχος του ταμείου εγγυήσεων θα πρέπει να προσαρμοστεί στο 35 % των συνολικών υποχρεώσεων εγγύησης της ΕΕ ώστε να διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας.

(23)

Λόγω της έκτακτης ζήτησης της αγοράς για χρηματοδότηση ΜΜΕ στο πλαίσιο του ΕΤΣΕ που αναμένεται να συνεχιστεί, θα πρέπει να ενισχυθεί το σκέλος του ΕΤΣΕ για τις ΜΜΕ. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται στις κοινωνικές επιχειρήσεις και στις κοινωνικές υπηρεσίες, μεταξύ άλλων μέσω της ανάπτυξης και καθιέρωσης νέων μέσων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των κοινωνικών επιχειρήσεων και του κλάδου κοινωνικών υπηρεσιών.

(24)

Η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι τελικοί δικαιούχοι, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, γνωρίζουν την ύπαρξη στήριξης από το ΕΤΣΕ, προκειμένου να ενισχύεται η προβολή της εγγύησης της ΕΕ. Στις παροχές στήριξης από το ΕΤΣΕ θα πρέπει να υπάρχει εμφανής και σαφής αναφορά στο ΕΤΣΕ.

(25)

Για την ενίσχυση της διαφάνειας των πράξεων του ΕΤΣΕ, η Επιτροπή Επενδύσεων θα πρέπει να εξηγεί στις αποφάσεις της, οι οποίες καθίστανται δημόσιες και προσβάσιμες, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι θα πρέπει να χορηγείται η εγγύηση της ΕΕ στην εκάστοτε πράξη, με ιδιαίτερη έμφαση στη συμμόρφωση προς το κριτήριο της προσθετικότητας. Ο πίνακας δεικτών αποτελεσμάτων θα πρέπει να δημοσιεύεται αμέσως μετά την υπογραφή πράξεων υπό εγγύηση της ΕΕ. Η δημοσίευση δεν θα πρέπει να περιέχει εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες.

(26)

Ο πίνακας αποτελεσμάτων θα πρέπει να χρησιμοποιείται αυστηρώς σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/1558 της Επιτροπής (10) και το παράρτημά του, ως μέσο ανεξάρτητης και διαφανούς αξιολόγησης που επιτρέπει στην Επιτροπή Επενδύσεων να δίνει προτεραιότητα στη χρήση της εγγύησης της ΕΕ για πράξεις που εμφανίζουν μεγαλύτερη βαθμολογία και προστιθέμενη αξία. Η ΕΤΕπ θα πρέπει να υπολογίζει τις βαθμολογίες και τους δείκτες εκ των προτέρων και να παρακολουθεί τα αποτελέσματα κατά την ολοκλήρωση του έργου.

(27)

Στο πλαίσιο του στρατηγικού προσανατολισμού του ΕΤΣΕ, το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να ορίσει κατώτατη επίδοση για κάθε στήλη του πίνακα αποτελεσμάτων, προκειμένου να βελτιωθεί η αξιολόγηση των έργων.

(28)

Η σχετική ενωσιακή πολιτική για τις μη συνεργάσιμες περιοχές δικαιοδοσίας για φορολογικούς σκοπούς καθορίζεται στις νομικές πράξεις της Ένωσης και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου, ιδίως στο παράρτημα των συμπερασμάτων της 8ης Νοεμβρίου 2016, και στις διάφορες μεταγενέστερες επικαιροποιήσεις.

(29)

Η δέουσα επιμέλεια σε σχέση με τις επενδύσεις και τις χρηματοδοτικές πράξεις της ΕΤΕπ δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει διεξοδικό έλεγχο της συμμόρφωσης προς την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και τα συμφωνημένα διεθνή και ενωσιακά πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τη φορολογική απάτη και τη φοροαποφυγή. Επιπλέον, στο πλαίσιο της υποβολής εκθέσεων του ΕΤΣΕ, η ΕΤΕπ θα πρέπει να παρέχει πληροφορίες ανά χώρα σχετικά με τη συμμόρφωση των πράξεων του ΕΤΣΕ προς την πολιτική της ΕΤΕπ και του ΕΤΕ όσον αφορά τις μη συνεργάσιμες περιοχές δικαιοδοσίας καθώς και τον κατάλογο των διαμεσολαβητών με τους οποίους συνεργάζονται η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ.

(30)

Είναι σκόπιμο να γίνουν ορισμένες τεχνικές διευκρινίσεις σε σχέση με το περιεχόμενο της συμφωνίας για τη διαχείριση του ΕΤΣΕ, τη χορήγηση της εγγύησης της ΕΕ, καθώς και σχετικά με τα μέσα που καλύπτονται από τη συμφωνία, συμπεριλαμβανομένης της κάλυψης για συναλλαγματικό κίνδυνο σε ορισμένες περιπτώσεις. Η συμφωνία με την ΕΤΕπ για τη διαχείριση του ΕΤΣΕ και την παροχή της εγγύησης της ΕΕ θα πρέπει να προσαρμοστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(31)

Πέρα από τον στόχο του να αξιοποιήσει τις υφιστάμενες συμβουλευτικές υπηρεσίες της ΕΤΕπ και της Επιτροπής και προκειμένου να ενεργεί ως ενιαίος τεχνικός συμβουλευτικός κόμβος για τη χρηματοδότηση έργων εντός της Ένωσης, ο ΕΚΕΣ θα πρέπει να ενισχυθεί και οι δραστηριότητές του θα πρέπει επίσης να επικεντρώνονται στην ενεργό συμβολή στην τομεακή και γεωγραφική διαφοροποίηση του ΕΤΣΕ, στην υποστήριξη της ΕΤΕπ και των εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών ή ιδρυμάτων στη δρομολόγηση και την ανάπτυξη πράξεων, ιδίως σε λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες και σε περιφέρειες υπό μετάβαση, και, όπου αυτό είναι αναγκαίο, στην παροχή βοήθειας για τη διάρθρωση της ζήτησης για στήριξη από το ΕΤΣΕ. Ο ΕΚΕΣ θα πρέπει να επιδιώκει τη σύναψη τουλάχιστον μιας συμφωνίας συνεργασίας με εθνική αναπτυξιακή τράπεζα ή ίδρυμα ανά κράτος μέλος. Στα κράτη μέλη στα οποία δεν υπάρχουν εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες ή ιδρύματα, ο ΕΚΕΣ παρέχει, όπου είναι σκόπιμο και κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ενεργό συμβουλευτική υποστήριξη για τη σύσταση τέτοιας τράπεζας ή ιδρύματος. Ο ΕΚΕΣ θα πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη στήριξη της προετοιμασίας έργων στα οποία εμπλέκονται δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και έργων που συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της COP21. Θα πρέπει επίσης να συμβάλλει ενεργά στη δημιουργία επενδυτικών πλατφορμών και να παρέχει συμβουλές σχετικά με τον συνδυασμό άλλων πηγών ενωσιακής χρηματοδότησης με το ΕΤΣΕ. Η τοπική παρουσία του ΕΚΕΣ θα πρέπει να εξασφαλίζεται όπου αυτό είναι αναγκαίο, λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων καθεστώτων στήριξης, ώστε να παρέχεται απτή, προορατική, εξατομικευμένη βοήθεια επιτόπου.

(32)

Το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής βασίζεται σε λεπτομερή ανάλυση των σχεδίων δημοσιονομικών, μακροοικονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που καταρτίζουν τα κράτη μέλη και απευθύνει στα εν λόγω κράτη συστάσεις ανά χώρα. Στο εν λόγω πλαίσιο, η ΕΤΕπ θα πρέπει να ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα πορίσματά της όσον αφορά τα εμπόδια και τις στενωπούς για τις επενδύσεις στα κράτη μέλη που εντοπίζονται κατά την πραγματοποίηση επενδυτικών δράσεων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Καλείται η Επιτροπή να συμπεριλάβει τα εν λόγω συμπεράσματα, μεταξύ άλλων, στις εργασίες που αναλαμβάνει στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα του επενδυτικού σχεδίου.

(33)

Για την αντιμετώπιση των αστοχιών και των κενών της αγοράς, την ενθάρρυνση κατάλληλων πρόσθετων επενδύσεων και την προώθηση της γεωγραφικής και περιφερειακής ισορροπίας των πράξεων που στηρίζονται από το ΕΤΣΕ, είναι αναγκαία ολοκληρωμένη και εξορθολογισμένη προσέγγιση του στόχου υπέρ της προαγωγής της οικονομικής ανάπτυξης, των θέσεων απασχόλησης και των επενδύσεων. Το κόστος της χρηματοδότησης από το ΕΤΣΕ θα πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων αυτών.

(34)

Για την προώθηση των επενδυτικών στόχων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1017, η ανάμειξη μέσων χρηματοδότησης με υφιστάμενους πόρους θα πρέπει να ενθαρρύνεται, όπου είναι σκόπιμο, προκειμένου να προβλέπονται κατάλληλες παραχωρήσεις στους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του κόστους, των πράξεων του ΕΤΣΕ.

(35)

Σε περιπτώσεις όπου ακραίες συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα εμπόδιζαν την υλοποίηση ενός βιώσιμου έργου ή σε περιπτώσεις όπου χρειάζεται να διευκολυνθεί η δημιουργία επενδυτικών πλατφορμών ή η χρηματοδότηση έργων σε κλάδους ή τομείς που αντιμετωπίζουν σημαντική δυσλειτουργία της αγοράς ή καταστάσεις υποαξιοποίησης των επενδύσεων, η ΕΤΕπ και η Επιτροπή θα πρέπει να επιφέρουν αλλαγές, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή για την εγγύηση της ΕΕ, προκειμένου να συμβάλουν στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της πράξης το οποίο βαρύνει τον δικαιούχο που λαμβάνει χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ μέσω του ΕΤΣΕ, ούτως ώστε να διευκολύνεται η υλοποίησή του. Ανάλογες προσπάθειες θα πρέπει να καταβάλλονται όπου είναι αναγκαίο για να εξασφαλίζεται ότι το ΕΤΣΕ στηρίζει έργα μικρής κλίμακας. Όταν η χρήση τοπικών ή περιφερειακών διαμεσολαβητών επιτρέπει τη μείωση του κόστους της χρηματοδότησης μέσω του ΕΤΣΕ στα μικρά έργα, η συγκεκριμένη μορφή εφαρμογής θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη.

(36)

Δεδομένης της ανάγκης για οικονομική βιωσιμότητα του ΕΤΣΕ, οι προσπάθειες να μειωθεί το κόστος χρηματοδότησης των πράξεων του ΕΤΣΕ σε περιόδους ακραίων συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να διευκολυνθεί η δημιουργία επενδυτικών πλατφορμών ή η χρηματοδότηση έργων σε τομείς ή περιοχές που αντιμετωπίζουν σημαντική δυσλειτουργία της αγοράς ή καταστάσεις υποαξιοποίησης των επενδύσεων, θα πρέπει να συντονίζονται με άλλους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους της Ένωσης και με μέσα που αναπτύσσει ο όμιλος της ΕΤΕπ.

(37)

Οι κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 και (ΕΕ) 2015/1017 θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1017 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 2 παράγραφος 4, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

διασυνοριακές, διακρατικές, περιφερειακές ή μακροπεριφερειακές πλατφόρμες που συγκεντρώνουν εταίρους από διάφορα κράτη μέλη, περιφέρειες ή τρίτες χώρες, οι οποίοι ενδιαφέρονται για έργα σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή·»,

2)

το άρθρο 4 παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο α) τροποποιείται ως εξής:

i)

το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

του ποσού, ύψους τουλάχιστον 7 500 000 000 EUR σε εγγυήσεις ή μετρητά, και των όρων της χρηματοδοτικής συνεισφοράς που παρέχεται από την ΕΤΕπ μέσω του ΕΤΣΕ·»,

ii)

το σημείο iv) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iv)

της τιμολόγησης των δραστηριοτήτων με εγγύηση της ΕΕ, που πρέπει να είναι σύμφωνη με την πολιτική τιμολόγησης της ΕΤΕπ·»,

iii)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«v)

των διαδικασιών για τη συμβολή, με την επιφύλαξη του πρωτοκόλλου αριθ. 5 για το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων που προσαρτάται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ και τα προνόμια της ΕΤΕπ που απορρέουν από αυτό, στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της πράξης που βαρύνει τον δικαιούχο της χρηματοδότησης από την ΕΤΕπ μέσω του ΕΤΣΕ, ειδικότερα με την προσαρμογή της αμοιβής για την εγγύηση της ΕΕ, όπου είναι αναγκαίο, ιδίως σε περιπτώσεις όπου ακραίες συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν επιτρέπουν την υλοποίηση ενός βιώσιμου έργου ή όπου χρειάζεται για τη διευκόλυνση της δημιουργίας επενδυτικών πλατφορμών ή για τη χρηματοδότηση έργων σε τομείς ή περιοχές που αντιμετωπίζουν σημαντική αστοχία της αγοράς ή καταστάσεις υποαξιοποίησης των επενδύσεων, στον βαθμό που τούτο δεν επηρεάζει σημαντικά την απαιτούμενη χρηματοδότηση για την τροφοδότηση του Ταμείου Εγγυήσεων·»,

β)

στο στοιχείο β), το σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii)

διάταξης που να προβλέπει ότι το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3·»,

γ)

στο στοιχείο γ), το σημείο i) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

σύμφωνα με το άρθρο 11, λεπτομερών κανόνων σχετικά με την παροχή της εγγύησης της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών διαδικασιών κάλυψης, της καθορισμένης κάλυψης των χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν συγκεκριμένα μέσα και των αντίστοιχων γεγονότων που επιφέρουν πιθανή κατάπτωση της εγγύησης της ΕΕ·»,

3)

το άρθρο 5 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «προσθετικότητα» νοείται η υποστήριξη από το ΕΤΣΕ πράξεων για την αντιμετώπιση αστοχιών της αγοράς ή καταστάσεων υποαξιοποίησης επενδύσεων, και οι οποίες, δεν θα είχε σταθεί δυνατόν να υλοποιηθούν κατά την περίοδο στην οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εγγύηση της ΕΕ, ή δεν θα είχε σταθεί δυνατόν να υλοποιηθούν στον ίδιο βαθμό από την ΕΤΕπ, το ΕΤΕ ή μέσω των υφιστάμενων χρηματοδοτικών μέσων της Ένωσης χωρίς στήριξη από το ΕΤΣΕ. Τα έργα που στηρίζει το ΕΤΣΕ υποστηρίζουν τους γενικούς στόχους οι οποίοι καθορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2, επιδιώκουν τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και έχουν κατά κανόνα υψηλότερο προφίλ κινδύνου από τα έργα που στηρίζονται από συνήθεις πράξεις της ΕΤΕπ. Γενικά, το χαρτοφυλάκιο του ΕΤΣΕ έχει υψηλότερο προφίλ κινδύνου από το χαρτοφυλάκιο των επενδύσεων που στηρίζει η ΕΤΕπ βάσει των συνήθων επενδυτικών πολιτικών της πριν από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Για την καλύτερη αντιμετώπιση αστοχιών της αγοράς ή καταστάσεων υποαξιοποίησης επενδύσεων και προκειμένου να διευκολυνθεί, ιδίως, η χρήση επενδυτικών πλατφορμών για μικρής κλίμακας έργα, ώστε να εξασφαλίζεται η συμπληρωματικότητα και να αποφεύγεται κατά συνέπεια ο παραγκωνισμός συμμετεχόντων στην ίδια αγορά, οι ειδικές δραστηριότητες της ΕΤΕπ που στηρίζονται από το ΕΤΣΕ, κατά προτίμηση και εφόσον αιτιολογείται δεόντως:

α)

έχουν χαρακτηριστικά μειωμένης εξασφάλισης, συμπεριλαμβανομένης της λήψης υποδεέστερης θέσης έναντι άλλων επενδυτών,

β)

συμμετέχουν σε μέσα επιμερισμού του κινδύνου,

γ)

διαθέτουν διασυνοριακά χαρακτηριστικά,

δ)

εκτίθενται σε συγκεκριμένους κινδύνους, ή

ε)

έχουν άλλες πτυχές, όπως περιγράφεται περαιτέρω στο παράρτημα II τμήμα 3 στοιχείο δ).

Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης να τηρείται ο ορισμός της προσθετικότητας όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, τα ακόλουθα στοιχεία αποτελούν ισχυρές ενδείξεις προσθετικότητας:

έργα τα οποία εμπεριέχουν κίνδυνο που αντιστοιχεί σε ειδικές δραστηριότητες της ΕΤΕπ, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 του καταστατικού της ΕΤΕπ, ιδίως αν τα συγκεκριμένα αυτά έργα παρουσιάζουν κινδύνους σε σχέση ειδικά με χώρα, τομέα ή περιφέρεια, ιδίως δε κινδύνους που απαντώνται στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες και στις περιφέρειες υπό μετάβαση, ή/και αν τα εν λόγω σχέδια ενέχουν κινδύνους που σχετίζονται με την καινοτομία, ιδίως όσον αφορά μη καθιερωμένες τεχνολογίες βελτίωσης της ανάπτυξης, της βιωσιμότητας και της παραγωγικότητας,

έργα τα οποία συνίστανται σε υλική υποδομή, συμπεριλαμβανομένης ηλεκτρονικής υποδομής, που συνδέει δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή στην επέκταση της εν λόγω υποδομής ή σε υπηρεσίες που συνδέονται με τέτοιου είδους υποδομή από ένα κράτος μέλος προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.»,

4)

το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η συμφωνία ΕΤΣΕ προβλέπει ότι το ΕΤΣΕ προορίζεται για τη στήριξη έργων τα οποία αντιμετωπίζουν αστοχίες της αγοράς ή καταστάσεις υποαξιοποίησης επενδύσεων και:»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός όσον αφορά το μέγεθος των έργων που είναι επιλέξιμα για στήριξη από το ΕΤΣΕ σε σχέση με τις δραστηριότητες που εκτελούνται από την ΕΤΕπ ή το ΕΤΕ μέσω χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η στήριξη από το ΕΤΣΕ καλύπτει επίσης έργα μικρής κλίμακας, η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ, όπου χρειάζεται και στο μέτρο του δυνατού, διευρύνουν τη συνεργασία με εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες ή ιδρύματα και στηρίζουν τις παρεχόμενες δυνατότητες, μεταξύ άλλων με τη διευκόλυνση της δημιουργίας επενδυτικών πλατφορμών.»,

5)

το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Όλα τα ιδρύματα και οι φορείς που συμμετέχουν στις δομές διακυβέρνησης του ΕΤΣΕ επιδιώκουν την εξασφάλιση ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων στους σχετικούς φορείς διακυβέρνησης του ΕΤΣΕ.»,

β)

στην παράγραφο 3 το πρώτο και δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από πέντε μέλη: τρία μέλη οριζόμενα από την Επιτροπή, ένα οριζόμενο από την ΕΤΕπ και έναν εμπειρογνώμονα οριζόμενο ως μέλος χωρίς δικαίωμα ψήφου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο εν λόγω εμπειρογνώμονας δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, από καμία κυβέρνηση κράτους μέλους ούτε οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα, και ενεργεί με πλήρη ανεξαρτησία. Ο εμπειρογνώμονας εκτελεί τα καθήκοντά του με αμεροληψία και προς το συμφέρον του ΕΤΣΕ.

Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει πρόεδρο εκ των μελών του τα οποία έχουν δικαίωμα ψήφου για θητεία ορισμένης διάρκειας τριών ετών άπαξ ανανεώσιμης. Το διοικητικό συμβούλιο εξετάζει και λαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη τις θέσεις όλων των μελών. Σε περίπτωση αδυναμίας να επιτευχθεί σύγκλιση απόψεων μεταξύ των μελών, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με ψηφοφορία και ομοφωνία των μελών του που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Στα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου παρουσιάζονται εκτενώς οι θέσεις όλων των μελών.

Τα λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου δημοσιεύονται μόλις εγκριθούν από το διοικητικό συμβούλιο. Η δημοσίευσή τους κοινοποιείται αμέσως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.»,

γ)

στην παράγραφο 5, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο διευθύνων σύμβουλος επικουρείται από αναπληρωτή διευθύνοντα σύμβουλο. Ο διευθύνων σύμβουλος και ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητές. Ο διευθύνων σύμβουλος υποβάλλει ανά τρίμηνο έκθεση στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τις δραστηριότητες του ΕΤΣΕ.»,

δ)

στην παράγραφο 8, το τρίτο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

δράση για το κλίμα, προστασία και διαχείριση του περιβάλλοντος·»,

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιβ)

βιώσιμη γεωργία, δασοκομία, αλιεία, υδατοκαλλιέργεια και άλλα στοιχεία της ευρύτερης βιοοικονομίας.»,

ε)

στην παράγραφο 10, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κάθε μέλος της Επιτροπής Επενδύσεων κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση στο διοικητικό συμβούλιο, τον διευθύνοντα σύμβουλο και τον αναπληρωτή διευθύνοντα σύμβουλο όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να ελέγχεται διαρκώς η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων.»,

στ)

στην παράγραφο 11, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Ο διευθύνων σύμβουλος είναι υπεύθυνος για την ενημέρωση του διοικητικού συμβουλίου αναφορικά με οποιανδήποτε σχετική παραβίαση περιέρχεται σε γνώση του και έχει την ευθύνη να προτείνει και να αναλαμβάνει κατάλληλη δράση επακολούθησης. Ο διευθύνων σύμβουλος ασκεί το καθήκον επιμέλειάς του όσον αφορά τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων οποιουδήποτε μέλους της Επιτροπής Επενδύσεων.»,

ζ)

η παράγραφος 12 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο δεύτερο εδάφιο, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αποφάσεις για την έγκριση της χρήσης της εγγύησης της ΕΕ είναι δημόσιες και προσβάσιμες και περιλαμβάνουν το σκεπτικό της απόφασης, με ιδιαίτερη έμφαση στη συμμόρφωση προς το κριτήριο της προσθετικότητας. Παραπέμπουν επίσης στη συνολική αξιολόγηση που προκύπτει από τον πίνακα αποτελεσμάτων δεικτών που αναφέρεται στην παράγραφο 14. Η δημοσίευση δεν περιέχει εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες. Κατά τη λήψη απόφασης, η Επιτροπή Επενδύσεων στηρίζεται στην τεκμηρίωση που παρέχει η ΕΤΕπ.

Ο πίνακας αποτελεσμάτων, που είναι εργαλείο το οποίο επιτρέπει στην Επιτροπή Επενδύσεων να δίνει προτεραιότητα στη χρήση της εγγύησης της ΕΕ για πράξεις που παρουσιάζουν υψηλότερη βαθμολογία και μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, δημοσιοποιείται μετά την υπογραφή της σύμβασης για ένα έργο. Η δημοσίευση δεν περιέχει εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες.

Τα εμπορικά ευαίσθητα μέρη των αποφάσεων της Επιτροπής Επενδύσεων διαβιβάζονται από την ΕΤΕπ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν αιτήματος, ενώ υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.»,

ii)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η ΕΤΕπ υποβάλλει δύο φορές το χρόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή κατάλογο όλων των αποφάσεων της Επιτροπής Επενδύσεων καθώς και τους σχετικούς πίνακες επιδόσεων για όλες τις εν λόγω αποφάσεις. Η υποβολή των στοιχείων αυτών υπόκειται σε αυστηρές απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.»,

η)

η παράγραφος 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφοι 1 έως 3 και παράγραφος 5 όσον αφορά τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με την κατάρτιση πίνακα αποτελεσμάτων δεικτών τον οποίο θα χρησιμοποιεί η Επιτροπή Επενδύσεων για να εξασφαλίζει την ανεξάρτητη και διαφανή αξιολόγηση της δυνητικής και της πραγματικής χρήσης της εγγύησης της ΕΕ. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ετοιμάζονται σε εντατικό διάλογο με την ΕΤΕπ.

Το διοικητικό συμβούλιο, στο πλαίσιο του στρατηγικού προσανατολισμού του ΕΤΣΕ, ορίζει κατώτατη επίδοση για κάθε στήλη του πίνακα αποτελεσμάτων, προκειμένου να βελτιωθεί η αξιολόγηση των έργων.

Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί, κατόπιν αιτήματος της ΕΤΕπ, να επιτρέπει στην Επιτροπή Επενδύσεων να εξετάζει έργα των οποίων τα αποτελέσματα σε κάποιον από τους άξονες είναι κάτω από την ελάχιστη βαθμολογία, αν σύμφωνα με τη συνολική εκτίμηση που περιλαμβάνεται στον πίνακα αποτελεσμάτων η πράξη σχετικά με το εν λόγω έργο είτε διορθώνει μια σημαντική δυσλειτουργία της αγοράς είτε παρουσιάζει υψηλό επίπεδο προσθετικότητας.»,

6)

το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η εγγύηση της ΕΕ χορηγείται για χρηματοδοτικές και επενδυτικές δραστηριότητες της ΕΤΕπ εγκεκριμένες από την Επιτροπή Επενδύσεων, ή για τη χρηματοδότηση ή τις εγγυήσεις στο ΕΤΕ με σκοπό τη διενέργεια χρηματοδοτικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων της ΕΤΕπ σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3.

Η ΕΤΕπ αναθέτει, κατά περίπτωση, την αξιολόγηση, επιλογή και παρακολούθηση επιμέρους έργων μικρής κλίμακας σε χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές ή σε εγκεκριμένους επιλέξιμους φορείς, ιδίως επενδυτικές πλατφόρμες και εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες ή οργανισμούς, προκειμένου να βελτιωθεί και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των έργων μικρής κλίμακας σε χρηματοδότηση. Ανεξάρτητα από το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Επενδύσεων δεν διατηρεί το δικαίωμα να εγκρίνει τη χρήση της εγγύησης της ΕΕ για επιμέρους έργα που έχουν ανατεθεί σε χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές ή σε εγκεκριμένους επιλέξιμους φορείς αν η συνεισφορά από το ΕΤΣΕ στα εν λόγω επιμέρους έργα είναι μικρότερη από 3 000 000 EUR. Αν είναι αναγκαίο, το διοικητικό συμβούλιο παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τη διαδικασία με την οποία η Επιτροπή Επενδύσεων λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τη χρήση της εγγύησης της ΕΕ για επιμέρους έργα για τα οποία η συνεισφορά του ΕΤΣΕ είναι από 3 000 000 EUR και πάνω.

Οι σχετικές δραστηριότητες είναι συνεπείς με τις πολιτικές της Ένωσης και στηρίζουν οποιονδήποτε από τους παρακάτω γενικούς στόχους:»,

ii)

στο στοιχείο γ) προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«iv)

σιδηροδρομικής υποδομής, άλλων σιδηροδρομικών έργων και θαλάσσιων λιμένων·»,

iii)

στο στοιχείο ε), προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«iα)

τεχνολογίας blockchain·

iβ)

του διαδικτύου των αντικειμένων·

iγ)

υποδομής κυβερνοασφάλειας και προστασίας δικτύων·»,

iv)

το στοιχείο ζ) τροποποιείται ως εξής:

το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

των κλάδων του πολιτισμού και της δημιουργίας, για τους οποίους θα εγκρίνονται τομεακοί χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί μέσω αλληλεπίδρασης με το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη» που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1295/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και τον μηχανισμό εγγυοδοσίας για τον πολιτιστικό και τον δημιουργικό τομέα που θεσπίστηκε δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να χορηγούνται δάνεια κατάλληλα για τους εν λόγω κλάδους·

το σημείο v) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«v)

κοινωνικών υποδομών, κοινωνικών υπηρεσιών, κοινωνικής οικονομίας και οικονομίας της αλληλεγγύης·»,

v)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«η)

βιώσιμη γεωργία, δασοκομία, αλιεία, υδατοκαλλιέργεια και άλλα στοιχεία της ευρύτερης βιοοικονομίας·

θ)

στο πλαίσιο των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού, για τις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες και τις περιφέρειες μετάβασης που παρατίθενται στα παραρτήματα I και II, αντίστοιχα, της εκτελεστικής απόφασης 2014/99/ΕΕ της Επιτροπής (*2), άλλοι κλάδοι και υπηρεσίες που είναι επιλέξιμα για υποστήριξη από την ΕΤΕπ.

(*2)  Εκτελεστική απόφαση 2014/99/ΕΕ της Επιτροπής, της 18ης Φεβρουαρίου 2014, για την κατάρτιση του καταλόγου των περιφερειών που είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, καθώς και των κρατών μελών που είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 50 της 20.2.2014, σ. 22).»,"

vi)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ενώ αναγνωρίζεται ότι, από τη φύση του, το ΕΤΣΕ προσδιορίζεται από τη ζήτηση, στόχος της ΕΤΕπ είναι τουλάχιστον το 40 % της χρηματοδότησης από το ΕΤΣΕ στο σκέλος υποδομής και καινοτομίας να διοχετεύεται στην υποστήριξη έργου με συνιστώσες που συμβάλλουν στη δράση για το κλίμα, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έλαβαν χώρα στην 21η διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών των Ηνωμένων Εθνών της σύμβασης-πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή (COP21). Η χρηματοδότηση του ΕΤΣΕ για τις ΜΜΕ και τις μικρές εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό αυτό. Για τον προσδιορισμό ή τον επιμερισμό αυτών των στοιχείων κόστους του σχεδίου δράσης για το κλίμα, η ΕΤΕπ χρησιμοποιεί τη διεθνώς συμφωνημένη μεθοδολογία. Το διοικητικό συμβούλιο παρέχει, όπου απαιτείται, αναλυτική καθοδήγηση προς τούτο.»,

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η επενδυτική περίοδος εντός της οποίας η εγγύηση της ΕΕ μπορεί να χορηγείται για την υποστήριξη των χρηματοδοτικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό ισχύει μέχρι:

α)

τις 31 Δεκεμβρίου 2020, για πράξεις της ΕΤΕπ για τις οποίες έχει υπογραφεί σύμβαση μεταξύ της ΕΤΕπ και του δικαιούχου ή του χρηματοπιστωτικού διαμεσολαβητή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022·

β)

τις 31 Δεκεμβρίου 2020, για πράξεις του ΕΤΕ για τις οποίες έχει υπογραφεί σύμβαση μεταξύ του ΕΤΕ και του χρηματοπιστωτικού διαμεσολαβητή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022.»,

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:·

«4.   Η ΕΤΕπ, όπου απαιτείται και στο μέτρο του δυνατού, συνεργάζεται με εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες ή ιδρύματα και με επενδυτικές πλατφόρμες.»,

δ)

στην παράγραφο 5, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή Επενδύσεων μπορεί να αποφασίσει να διατηρήσει το δικαίωμα να εγκρίνει νέα έργα που υποβάλλονται από χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές ή στο πλαίσιο εγκεκριμένων επιλέξιμων φορέων.»,

7)

στο άρθρο 10 παράγραφος 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

δάνεια της ΕΤΕπ, εγγυήσεις, αντεγγυήσεις, μέσα κεφαλαιαγοράς, κάθε άλλο μέσο χρηματοδότησης ή μέσο πιστωτικής ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένου του χρέους μειωμένης εξασφάλισης, συμμετοχές μετοχικού ή οιονεί μετοχικού κεφαλαίου, μεταξύ άλλων υπέρ εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών ή ιδρυμάτων, επενδυτικών πλατφορμών ή ταμείων·»,

8)

το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η εγγύηση της ΕΕ ανέρχεται σε ποσό που ουδέποτε υπερβαίνει τα 26 000 000 000 EUR, μέρος του οποίου μπορεί να διατεθεί για χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ ή την παροχή εγγυήσεων στο ΕΤΕ σύμφωνα με την παράγραφο 3. Οι σωρευτικές καθαρές πληρωμές από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης δυνάμει της εγγύησης της ΕΕ δεν υπερβαίνουν τα 26 000 000 000 EUR ούτε υπερβαίνουν τα 16 000 000 000 EUR πριν από τις 6 Ιουλίου 2018.»,

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν η ΕΤΕπ παρέχει χρηματοδότηση ή εγγυήσεις προς το ΕΤΕ για τη διενέργεια χρηματοδοτικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων της ΕΤΕπ, η εγγύηση της ΕΕ καλύπτει πλήρως την ανωτέρω χρηματοδότηση ή εγγυήσεις μέχρι ένα αρχικό όριο 6 500 000 000 EUR, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται σταδιακά από την ΕΤΕπ ποσό τουλάχιστον 4 000 000 000 EUR για χρηματοδότηση ή εγγυήσεις χωρίς κάλυψη από την εγγύηση της ΕΕ. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, το όριο των 6 500 000 000 EUR μπορεί, όπου απαιτείται, να προσαρμοστεί από το διοικητικό συμβούλιο σε ποσό έως 9 000 000 000 EUR κατ’ ανώτατο όριο, χωρίς υποχρέωση της ΕΤΕπ να διαθέσει ίση χρηματοδότηση για τα ποσά πάνω από τα 4 000 000 000 EUR.»,

γ)

στην παράγραφο 6, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«α)

για τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α):

i)

το αρχικό κεφάλαιο και όλους τους τόκους και τα ποσά που οφείλονται στην ΕΤΕπ αλλά δεν έχουν εισπραχθεί από αυτήν σύμφωνα με τους όρους των πράξεων χρηματοδότησης, μέχρι τη στιγμή της αθέτησης· για το χρέος μειωμένης εξασφάλισης, η αναστολή πληρωμής, η μείωση ή η υποχρεωτική έξοδος θεωρείται γεγονός αθέτησης·

ii)

τις απώλειες που οφείλονται σε διακυμάνσεις των ισοτιμιών των νομισμάτων πλην του ευρώ σε αγορές όπου οι δυνατότητες για μακροπρόθεσμη αντιστάθμιση κινδύνων είναι περιορισμένες·

β)

για τις επενδύσεις μετοχικού ή οιονεί μετοχικού κεφαλαίου που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α), τα ποσά που επενδύονται και το συνδεόμενο με αυτά κόστος χρηματοδότησης και τις απώλειες που οφείλονται σε διακυμάνσεις των ισοτιμιών των νομισμάτων πλην του ευρώ·»,

9)

το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι χορηγήσεις προς το ταμείο εγγυήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 2 χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός κατάλληλου επιπέδου (ποσού στόχου) που να αντικατοπτρίζει τις συνολικές υποχρεώσεις από την εγγύηση της ΕΕ. Το ποσό στόχος ορίζεται σε 35 % των συνολικών υποχρεώσεων από την εγγύηση της ΕΕ.»,

β)

οι παράγραφοι 7 έως 10 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Από την 1η Ιουλίου 2018, εάν, ως αποτέλεσμα της κατάπτωσης εγγυήσεων της ΕΕ, το επίπεδο των κεφαλαίων του ταμείου είναι χαμηλότερο του 50 % του ποσού στόχου ή ενδέχεται να πέσει κάτω από το εν λόγω επίπεδο εντός ενός έτους σύμφωνα με αξιολόγηση κινδύνου από την Επιτροπή, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση για έκτακτα μέτρα που μπορεί να απαιτηθούν.

8.   Έπειτα από κατάπτωση της εγγύησης της ΕΕ, οι χορηγήσεις προς το ταμείο εγγυήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία β) και δ) του παρόντος άρθρου, πέραν και πάνω από το ποσό στόχο, χρησιμοποιούνται εντός των ορίων της επενδυτικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 9 για την αποκατάσταση του επιπέδου της εγγύησης της ΕΕ στο πλήρες ποσό.

9.   Οι χορηγήσεις προς το ταμείο εγγυήσεων κατά το στοιχείο γ) της παραγράφου 2 χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση του επιπέδου της εγγύησης της ΕΕ στο πλήρες ποσό.

10.   Αν η εγγύηση της ΕΕ έχει αποκατασταθεί πλήρως έως το ποσό των 26 000 000 000 EUR, οποιοδήποτε ποσό του ταμείου εγγυήσεων επιπλέον του ποσού στόχου καταβάλλεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης ως εσωτερικό έσοδο για ειδικό προορισμό σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, σε γραμμές του προϋπολογισμού που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί ως πηγή ανακατανομής προς το ταμείο εγγυήσεων.»,

10)

το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αυτή η υποστήριξη περιλαμβάνει την παροχή στοχευμένης υποστήριξης για τη χρήση τεχνικής βοήθειας για τη συγκρότηση του έργου, τη χρήση καινοτόμων χρηματοδοτικών μέσων, τη χρήση συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, και την παροχή πληροφοριών, κατά περίπτωση, για συναφή ζητήματα δικαίου της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες των κρατών μελών που έχουν λιγότερο ανεπτυγμένες κεφαλαιαγορές, καθώς και της κατάστασης στους διάφορους τομείς.»,

ii)

στο δεύτερο εδάφιο προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Παρέχει επίσης υποστήριξη στην εκπόνηση έργων στον τομέα της δράσης για το κλίμα και της κυκλικής οικονομίας ή συνιστωσών τους, ιδίως στο πλαίσιο της διάσκεψης του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή (COP21), στην εκπόνηση έργων στον τομέα της ψηφιακής οικονομίας, καθώς και στην εκπόνηση των έργων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο δεύτερη περίπτωση.»,

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

αναβάθμιση των τοπικών γνώσεων για τη διευκόλυνση της στήριξης του ΕΤΣΕ σε ολόκληρη την Ένωση και ενεργός συμβολή στον στόχο της τομεακής και γεωγραφικής διαφοροποίησης του ΕΤΣΕ που αναφέρεται στο τμήμα 8 του παραρτήματος II μέσω της στήριξης της ΕΤΕπ και των εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών ή ιδρυμάτων στην εκπόνηση και την ανάπτυξη έργων, ιδίως σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες και περιφέρειες σε μετάβαση, καθώς και, όπου είναι αναγκαίο, με τη συμβολή στη διάρθρωση της ζήτησης για στήριξη από το ΕΤΣΕ·»,

ii)

το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

την παροχή ενεργού συμβουλευτικής υποστήριξης, όπου είναι αναγκαίο μέσω τοπικής παρουσίας, σχετικά με τη δημιουργία επενδυτικών πλατφορμών, ιδίως διασυνοριακών και μακροπεριφερειακών επενδυτικών πλατφορμών με συμμετοχή διάφορων κρατών μελών και/ή περιφερειών·»,

iii)

προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«στ)

την αξιοποίηση των δυνατοτήτων προσέλκυσης και χρηματοδότησης έργων μικρής κλίμακας, μεταξύ άλλων μέσω επενδυτικών πλατφορμών·

ζ)

την παροχή συμβουλών σχετικά με τον συνδυασμό άλλων πηγών ενωσιακής χρηματοδότησης, όπως τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία, ο «Ορίζων 2020» και ο μηχανισμός «Συνδέοντας την Ευρώπη» που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, με το ΕΤΣΕ, προκειμένου να λύνονται πρακτικά προβλήματα σε σχέση με τη χρήση τέτοιων συνδυασμένων πηγών χρηματοδότησης·

η)

την παροχή ενεργού στήριξης για την προώθηση και διευκόλυνση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 πρώτο εδάφιο στοιχείο β).»,

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Για να επιτευχθεί ο στόχος της παραγράφου 1 και να διευκολυνθεί η παροχή συμβουλευτικής στήριξης σε τοπικό επίπεδο, ο ΕΚΕΣ επιδιώκει να αξιοποιήσει την εμπειρογνωμοσύνη της ΕΤΕπ, της Επιτροπής, των εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών ή ιδρυμάτων και των αρχών διαχείρισης των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων.»,

δ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5α.   Η ΕΤΕπ προτείνει στους φορείς υλοποίησης έργων να υποβάλλουν αιτήσεις για χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των μικρής κλίμακας έργων, να υποβάλλουν τα έργα τους στον ΕΚΕΣ για να βελτιώσει, όπου κρίνεται σκόπιμο, την κατάρτισή τους και/ή για να προβλέψει τη δυνατότητα ομαδοποίησης έργων μέσω επενδυτικών πλατφορμών. Ενημερώνει επίσης τους φορείς υλοποίησης έργων για τα οποία απορρίφθηκε η χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ ή που αντιμετωπίζουν κενό χρηματοδότησης παρά την πιθανή χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, για τη δυνατότητα καταχώρισης των έργων αυτών στην Ευρωπαϊκή Πύλη Επενδυτικών Έργων.»,

ε)

στην παράγραφο 6, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η συνεργασία μεταξύ αφενός του ΕΚΕΣ και αφετέρου της εθνικής αναπτυξιακής τράπεζας ή ιδρύματος, διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή ιδρύματος ή αρχής διαχείρισης που μπορεί να ενεργεί και ως εθνικός σύμβουλος, έχοντας σχετική με τους σκοπούς του ΕΚΕΣ εμπειρογνωσία, μπορεί να λάβει τη μορφή συμβατικής σχέσης. Ο ΕΚΕΣ έχει ως στόχο τη σύναψη τουλάχιστον μιας συμφωνίας συνεργασίας με εθνική αναπτυξιακή τράπεζα ή ίδρυμα ανά κράτος μέλος. Στα κράτη μέλη στα οποία δεν υπάρχουν εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες ή ιδρύματα, ο ΕΚΕΣ παρέχει, όπου είναι σκόπιμο και κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ενεργό συμβουλευτική στήριξη για τη σύσταση τέτοιας τράπεζας ή ιδρύματος.»,

στ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6α.   Προκειμένου να αναπτυχθεί ευρεία γεωγραφική κάλυψη των συμβουλευτικών υπηρεσιών σε ολόκληρη την Ένωση και να επιτευχθεί η μόχλευση τοπικής γνώσης σχετικά με το ΕΤΣΕ, εγκαθίσταται τοπική παρουσία του ΕΚΕΣ, όπου είναι αναγκαία και με συνεκτίμηση των υφισταμένων καθεστώτων υποστήριξης, για την παροχή απτής, προορατικής, εξατομικευμένης βοήθειας επιτόπου. Αυτό αφορά ιδίως κράτη μέλη ή περιφέρειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την ανάπτυξη των έργων στο πλαίσιο του ΕΤΣΕ. Ο ΕΚΕΣ συμβάλλει στη μεταφορά γνώσης σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και εξασφαλίζει τη συνεχή συγκέντρωση πραγματογνωσίας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.»,

ζ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Διατίθεται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης ετήσιο ποσό αναφοράς 20 000 000 EUR ως συνεισφορά στην κάλυψη του κόστους των πράξεων του ΕΚΕΣ έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020 για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εφόσον οι δαπάνες αυτές δεν καλύπτονται από το υπόλοιπο ποσό των τελών που αναφέρονται στην παράγραφο 4.»,

11)

το άρθρο 16 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η ΕΤΕπ, σε συνεργασία με το ΕΤΕ, κατά περίπτωση, υποβάλλει κάθε έξι μήνες έκθεση στην Επιτροπή, για τις χρηματοδοτικές και επενδυτικές δραστηριότητες της ΕΤΕπ που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις για τη χρήση της εγγύησης της ΕΕ και με τους βασικούς δείκτες επιδόσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο στ) σημείο iv). Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης στατιστικά, χρηματοοικονομικά και λογιστικά δεδομένα για κάθε χρηματοδοτική και επενδυτική δραστηριότητα της ΕΤΕπ και σε συγκεντρωτική βάση. Μία φορά κατ’ έτος, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες σχετικά με τα επενδυτικά εμπόδια που συνάντησε η ΕΤΕπ κατά τη διενέργεια των επενδυτικών δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.»,

12)

το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο εκτελεστικός διευθυντής παρέχουν στο αιτούμενο θεσμικό όργανο ενημέρωση για τις επιδόσεις του ΕΤΣΕ, μεταξύ άλλων, συμμετέχοντας, εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποβάλει τέτοιο αίτημα, σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επιπλέον, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, ο διευθύνων σύμβουλος ενημερώνει το αιτούν θεσμικό όργανο σχετικά με το έργο της Επιτροπής Επενδύσεων του αιτούντος ιδρύματος.»,

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο εκτελεστικός διευθυντής απαντούν προφορικώς ή γραπτώς στις ερωτήσεις που απευθύνονται στο ΕΤΣΕ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, σε κάθε περίπτωση εντός πέντε εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της ερώτησης. Επιπλέον, ο διευθύνων σύμβουλος απαντά προφορικώς ή γραπτώς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο σε ερωτήσεις σχετικά με το έργο της Επιτροπής Επενδύσεων.»,

13)

το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Τόσο πριν από την υποβολή οποιασδήποτε νέας πρότασης στο πλαίσιο του επόμενου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου που αρχίζει το 2021 όσο και μετά το τέλος της επενδυτικής περιόδου, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση με ανεξάρτητη αξιολόγηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, που περιλαμβάνει:

α)

εκτίμηση σχετικά με τη λειτουργία του ΕΤΣΕ, τη χρήση της εγγύησης της ΕΕ και τη λειτουργία του ΕΚΕΣ·

β)

εκτίμηση αν το ΕΤΣΕ συνιστά σωστή αξιοποίηση των πόρων του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης, αν κινητοποιεί επαρκή επίπεδα ιδιωτικών κεφαλαίων και αν αποτελεί πόλο έλξης ιδιωτικών επενδύσεων·

γ)

εκτίμηση της χρησιμότητας, από μακροοικονομική άποψη, της διατήρησης καθεστώτος υποστήριξης των επενδύσεων·

δ)

στο τέλος της περιόδου επένδυσης, εκτίμηση της εφαρμογής της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο v).»,

β)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πρώτη έκθεση που περιλαμβάνει ανεξάρτητη αξιολόγηση σύμφωνα με την παράγραφο 6, η Επιτροπή υποβάλλει, εάν κρίνεται σκόπιμο, νομοθετική πρόταση συνοδευόμενη από κατάλληλη χρηματοδότηση στο πλαίσιο του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου που αρχίζει το 2021.»,

γ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν αξιολόγηση σχετικά με τη χρήση του πίνακα επιδόσεων που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 14 και στο παράρτημα II, ιδίως όσον αφορά την εξέταση της καταλληλότητας του κάθε άξονα και του αντίστοιχου ρόλου του στην αξιολόγηση. Η έκθεση συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και δικαιολογείται δεόντως από τα συμπεράσματά της, από πρόταση αναθεώρησης της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 14.»,

14)

στο άρθρο 19, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ ενημερώνουν ή υποχρεώνουν τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές να ενημερώσουν τους τελικούς δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, για την ύπαρξη στήριξης από το ΕΤΣΕ καθιστώντας την πληροφορία αυτή εμφανώς ορατή, ιδίως στην περίπτωση των ΜΜΕ, στη σχετική συμφωνία σχετικά με τη στήριξη από το ΕΤΣΕ, ώστε να βελτιωθεί έτσι η ενημέρωση της κοινής γνώμης και να ενισχυθεί η προβολή του ΕΤΣΕ.»,

15)

το άρθρο 20 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για τον σκοπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κατόπιν αιτήματός του σύμφωνα με το άρθρο 287 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, η πλήρης πρόσβαση σε κάθε έγγραφο ή πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων του.»,

16)

το άρθρο 22 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στις χρηματοδοτικές και επενδυτικές δραστηριότητές τους που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ συμμορφώνονται προς την ισχύουσα νομοθεσία της Ένωσης και τα συμφωνημένα διεθνή και ενωσιακά πρότυπα και, συνεπώς, δεν παρέχουν υποστήριξη σε έργα δυνάμει του παρόντος κανονισμού τα οποία συμβάλλουν στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, στη φοροαποφυγή, στη φορολογική απάτη ή στη φοροδιαφυγή.

Επιπλέον, η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ δεν αναλαμβάνουν νέες ή ανανεωμένες δραστηριότητες σε συνεργασία με οντότητες οι οποίες έχουν συσταθεί ή είναι εγκατεστημένες σε περιοχές δικαιοδοσίας απαριθμούμενες στο πλαίσιο της σχετικής πολιτικής της Ένωσης όσον αφορά τις μη συνεργαζόμενες περιοχές δικαιοδοσίας ή οι οποίες χαρακτηρίζονται τρίτες χώρες υψηλού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3), ή οι οποίες δεν συμμορφώνονται ουσιαστικά με τα ενωσιακά ή τα διεθνώς συμφωνημένα φορολογικά πρότυπα για τη διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών.

Όταν συνάπτουν συμφωνίες με χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές, η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ μεταφέρουν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο στις σχετικές συμφωνίες και ζητούν από τους χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με την εκπλήρωσή τους.

Η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ επανεξετάζουν την πολιτική τους για τις μη συνεργάσιμες περιοχές δικαιοδοσίας το αργότερο αμέσως μετά την έγκριση του ενωσιακού καταλόγου μη συνεργάσιμων φορολογικών δικαιοδοσιών για φορολογικούς σκοπούς.

Για κάθε επόμενο έτος, η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ υποβάλλουν έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της πολιτικής τους για τις μη συνεργάσιμες περιοχές δικαιοδοσίας όσον αφορά τις χρηματοδοτικές και επενδυτικές πράξεις του ΕΤΣΕ, στην οποία συμπεριλαμβάνουν ανά χώρα στοιχεία και κατάλογο των διαμεσολαβητών με τους οποίους συνεργάζονται.

(*3)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).»,"

17)

στο άρθρο 23 παράγραφος 2, η πρώτη και δεύτερη περίοδος του πρώτου εδαφίου αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παράγραφοι 13 και 14 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 4 Ιουλίου 2015. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της εν λόγω περιόδου των πέντε ετών.»,

18)

το παράρτημα II τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 5, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το χρηματοδοτικό κονδύλι για την εκτέλεση της ΔΣΕ για την περίοδο 2014 έως 2020 ανέρχεται σε 30 192 259 000 EUR σε τρέχουσες τιμές. Το εν λόγω ποσό κατανέμεται ως εξής:

α)

τομέας μεταφορών: 24 050 582 000 EUR, από τα οποία 11 305 500 000 EUR μεταφέρονται από το Ταμείο Συνοχής για να διατεθούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό αποκλειστικά σε κράτη μέλη επιλέξιμα για χρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής·

β)

τομέας τηλεπικοινωνιών: 1 066 602 000 EUR·

γ)

τομέας ενέργειας: 5 075 075 000 EUR.

Τα εν λόγω ποσά δεν θίγουν την εφαρμογή του μηχανισμού ευελιξίας που προβλέπεται στον κανονισμό (EE, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου (*4).

(*4)  Κανονισμός (EE, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 884).»,"

2)

στο άρθρο 14 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 140 παράγραφος 6 δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, έσοδα και επιστροφές από τα χρηματοδοτικά μέσα που έχουν συσταθεί βάσει του παρόντος κανονισμού και από τα χρηματοδοτικά μέσα που έχουν συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 680/2007, τα οποία έχουν συγχωνευθεί με χρηματοδοτικά μέσα που έχουν συσταθεί βάσει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, αποτελούν, έως το ανώτατο ποσό των 125 000 000 EUR, εσωτερικά έσοδα για ειδικό προορισμό κατά την έννοια του άρθρου 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων που έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5).

6.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 140 παράγραφος 6 δεύτερο και τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012, έσοδα και επιστροφές από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Ενέργεια, την Αλλαγή του Κλίματος και τις Υποδομές με ορίζοντα το 2020 («Ταμείο Marguerite»), που έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 680/2007, αποτελούν, έως το ανώτατο ποσό των 25 000 000 EUR, εσωτερικά έσοδα για ειδικό προορισμό κατά την έννοια του άρθρου 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων που έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1017.

(*5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2015, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, τον Ευρωπαϊκό Κόμβο Επενδυτικών Συμβουλών και την Ευρωπαϊκή Πύλη Επενδυτικών Έργων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1291/2013 και (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 — το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΕ L 169 της 1.7.2015, σ. 1).»."

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 13 Δεκεμβρίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  ΕΕ C 75 της 10.3.2017, σ. 57.

(2)  ΕΕ C 185 της 9.6.2017, σ. 62.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2017 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2017.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2015, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, τον Ευρωπαϊκό Κόμβο Επενδυτικών Συμβουλών και την Ευρωπαϊκή Πύλη Επενδυτικών Έργων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1291/2013 και (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 — το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΕ L 169 της 1.7.2015, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1316/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για τη σύσταση της διευκόλυνσης «Συνδέοντας την Ευρώπη», την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 913/2010 και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 680/2007 και (ΕΚ) αριθ. 67/2010 (ΕΕ L 348 της 20.12.2013, σ. 129).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, περί των προσανατολισμών της Ένωσης για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 661/2010/EE (ΕΕ L 348 της 20.12.2013, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1295/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του προγράμματος «Δημιουργική Ευρώπη» (2014 έως 2020) και την κατάργηση των αποφάσεων αριθ. 1718/2006/ΕΚ, 1855/2006/ΕΚ και 1041/2009/ΕΚ (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 221).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1291/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση του προγράμματος-πλαισίου «Ορίζων 2020» για την έρευνα και την καινοτομία (2014-2020) και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1982/2006/ΕΚ (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 104).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(10)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/1558 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/1017 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την κατάρτιση πίνακα αποτελεσμάτων βάσει δεικτών για την εφαρμογή της εγγύησης της ΕΕ (ΕΕ L 244 της 19.9.2015, σ. 20).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2017 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το τμήμα 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

στο στοιχείο β), προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«Η στήριξη του ΕΤΣΕ για αυτοκινητόδρομους περιορίζεται σε ιδιωτικές και/ή δημόσιες επενδύσεις όσον αφορά:

τον τομέα των μεταφορών στις χώρες συνοχής, τις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες ή διασυνοριακά έργα μεταφορών·

την αναβάθμιση, διατήρηση ή βελτίωση της οδικής ασφάλειας, την ανάπτυξη εξοπλισμού ευφυών συστημάτων μεταφορών (ITS) ή την εγγύηση της ακεραιότητας και της τήρησης των προτύπων των υφιστάμενων αυτοκινητοδρόμων στο διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών, ιδίως σε σχέση με ασφαλείς χώρους στάθμευσης, σταθμούς ανεφοδιασμού με εναλλακτικά καθαρά καύσιμα και συστήματα επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων·

τη συμβολή στην ολοκλήρωση του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών έως το 2030.

Δηλώνεται ρητώς ότι η χορήγηση στήριξης από το ΕΤΣΕ είναι επίσης δυνατή για τη συντήρηση και την αναβάθμιση υφιστάμενης υποδομής μεταφορών.»,

β)

στο στοιχείο γ), η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εν προκειμένω, αναμένεται ότι η ΕΤΕπ θα διαθέσει χρηματοδότηση στο πλαίσιο του ΕΤΣΕ με σκοπό να επιτευχθεί συνολικός στόχος δημόσιων ή ιδιωτικών επενδύσεων ύψους τουλάχιστον 500 000 000 000 EUR, μεταξύ άλλων με χρηματοδότηση διατιθέμενη μέσω του ΕΤΕ στο πλαίσιο πράξεων του ΕΤΣΕ που αφορούν τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β), μέσω εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών ή ιδρυμάτων και μέσω μεγαλύτερης πρόσβασης στη χρηματοδότηση οντοτήτων που απασχολούν έως και 3 000 εργαζόμενους.»,

2)

στο τμήμα 3 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

η παρουσία ενός ή περισσοτέρων από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά οδηγεί κατά κανόνα στην ταξινόμηση πράξεων ως ειδικών δραστηριοτήτων της ΕΤΕπ:

μειωμένη εξασφάλιση σε σχέση με άλλους δανειστές, συμπεριλαμβανομένων εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών ή θεσμών και ιδιωτών δανειστών·

συμμετοχή σε μέσα επιμερισμού του κινδύνου όταν η αναληφθείσα θέση εκθέτει την ΕΤΕπ σε υψηλά επίπεδα κινδύνου·

έκθεση σε συγκεκριμένους κινδύνους, όπως κινδύνους σε σχέση ειδικά με χώρα, τομέα ή περιφέρεια, ειδικότερα δε κινδύνους που απαντώνται στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες και στις περιφέρειες υπό μετάβαση, και/ή κινδύνους που σχετίζονται με την καινοτομία, ιδίως όσον αφορά μη καθιερωμένες τεχνολογίες για τη βελτίωση της ανάπτυξης, της βιωσιμότητας και της παραγωγικότητας·

χαρακτηριστικά μετοχικού τύπου, όπως πληρωμές ανάλογα με τις επιδόσεις· ή

άλλα αναγνωρίσιμα στοιχεία που συνεπάγονται έκθεση σε υψηλότερους κινδύνους σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΤΕπ, όπως κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, περιορισμένη ασφάλεια και προσφυγή αποκλειστικά σε περιουσιακά στοιχεία του έργου για εξόφληση·»,

3)

στο τμήμα 5, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Ο πίνακας αποτελεσμάτων δημοσιοποιείται αμέσως μετά την υπογραφή πράξεων με εγγύηση της ΕΕ, με την εξαίρεση των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών.»,

4)

το τμήμα 6 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο β) τροποποιείται ως εξής:

i)

στην πρώτη περίπτωση, η πρώτη και η δεύτερη περίοδος αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για πράξεις τύπου χρέους, η ΕΤΕπ ή το ΕΤΕ πραγματοποιεί συνήθη αξιολόγηση κινδύνου, με υπολογισμό της πιθανότητας αθέτησης και του ποσοστού ανάκτησης. Βάσει αυτών των παραμέτρων, η ΕΤΕπ ποσοτικοποιεί τον κίνδυνο για κάθε πράξη.»,

ii)

στη δεύτερη περίπτωση, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κάθε πράξη τύπου χρέους λαμβάνει κατάταξη κινδύνου (δανειακή αξιολόγηση της συναλλαγής), με βάση το σύστημα αξιολόγησης δανείων της ΕΤΕπ ή του ΕΤΕ.»,

iii)

στην τρίτη περίπτωση, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα έργα είναι βιώσιμα από οικονομική και τεχνική άποψη και η χρηματοδότηση της ΕΤΕπ είναι διαρθρωμένη σύμφωνα με υγιείς τραπεζικές αρχές και τηρεί τις υψηλού επιπέδου αρχές διαχείρισης κινδύνου που ορίζει η ΕΤΕπ ή το ΕΤΕ στις εσωτερικές κατευθυντήριες γραμμές τους.»,

iv)

η τέταρτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα προϊόντα τύπου χρέους τιμολογούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο iv).»,

β)

το στοιχείο γ) τροποποιείται ως εξής:

i)

στην πρώτη περίπτωση, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η διαπίστωση για το αν μια επιχείρηση αναλαμβάνει ή όχι κινδύνους μετοχικού τύπου, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή και ονοματολογία, βασίζεται σε τυπική αξιολόγηση της ΕΤΕπ ή του ΕΤΕ.»,

ii)

στη δεύτερη περίπτωση, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι πράξεις μετοχικού τύπου της ΕΤΕπ πραγματοποιούνται με βάση τους εσωτερικούς κανόνες και διαδικασίες της ΕΤΕπ ή του ΕΤΕ.»,

iii)

η τρίτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα προϊόντα μετοχικού τύπου τιμολογούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο iv).»,

5)

στο τμήμα 7 στοιχείο γ), η λέξη «αρχικής» διαγράφεται,

6)

το τμήμα 8 τροποποιείται ως εξής:

α)

στη δεύτερη περίοδο του πρώτου εδαφίου, η λέξη «αρχικής» διαγράφεται·

β)

στην πρώτη περίοδο του πρώτου εδαφίου του στοιχείου α), η λέξη «αρχικής» διαγράφεται·

γ)

στην πρώτη περίοδο του στοιχείου β), η λέξη «αρχικής» διαγράφεται.


Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με την αύξηση κατά 225 εκατ. EUR του προγράμματος για τη διευκόλυνση «Συνδέοντας την Ευρώπη»

Ως αποτέλεσμα της πολιτικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρηματοδότηση του ΕΤΣΕ 2.0, ποσό 275 εκατ. EUR θα ανακατανεμηθεί από τα χρηματοδοτικά μέσα της ΔΣΕ, το οποίο αντιστοιχεί σε μείωση κατά 225 εκατ. EUR σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής.

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι ο δημοσιονομικός προγραμματισμός θα αναθεωρηθεί έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει την αντίστοιχη αύξηση κατά 225 εκατ. EUR του προγράμματος ΔΣΕ.

Στο πλαίσιο των ετήσιων διαδικασιών του προϋπολογισμού για την περίοδο 2019-2020, η Επιτροπή θα υποβάλει τις κατάλληλες προτάσεις ώστε να εξασφαλισθεί η βέλτιστη κατανομή του εν λόγω ποσού στο πλαίσιο του προγράμματος ΔΣΕ.


ΟΔΗΓΙΕΣ

27.12.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345/53


ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2017/2397 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2017

σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων στην εσωτερική ναυσιπλοΐα και την κατάργηση των οδηγιών 91/672/ΕΟΚ και 96/50/ΕΚ του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 91 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι οδηγίες 91/672/ΕΟΚ (3) και 96/50/ΕΚ (4) του Συμβουλίου είναι τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης και της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων για μέλη πληρώματος στην εσωτερική ναυσιπλοΐα.

(2)

Οι απαιτήσεις για τα μέλη πληρώματος που εκτελούν πλόες στον Ρήνο, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 91/672/ΕΟΚ και 96/50/ΕΚ και καθορίζονται από την κεντρική επιτροπή για τη ναυσιπλοΐα στον Ρήνο (CCNR), σύμφωνα με τους κανονισμούς προσωπικού για τη ναυσιπλοΐα στον Ρήνο.

(3)

Η οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) εφαρμόζεται στα σχετικά με τις εσωτερικές πλωτές οδούς επαγγέλματα, πλην εκείνου του κυβερνήτη σκάφους. Η αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων και πιστοποιητικών δυνάμει της οδηγίας 2005/36/ΕΚ δεν έχει, ωστόσο, προσαρμοσθεί πλήρως στις τακτικές και συχνές διασυνοριακές δραστηριότητες των επαγγελμάτων που σχετίζονται με τις εσωτερικές πλωτές οδούς, οι οποίες αναπτύσσονται κυρίως σε εσωτερικές πλωτές οδούς που συνδέονται με εσωτερικές πλωτές οδούς άλλου κράτους μέλους.

(4)

Μελέτη αξιολόγησης που εκπόνησε η Επιτροπή το 2014 κατέδειξε ότι ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών 91/672/ΕΟΚ και 96/50/ΕΚ στους κυβερνήτες σκάφους και η έλλειψη αυτόματης αναγνώρισης στον Ρήνο των πιστοποιητικών κυβερνήτη σκάφους που εκδίδονται σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες, περιορίζουν την κινητικότητα των μελών πληρώματος στην εσωτερική ναυσιπλοΐα.

(5)

Για τη διευκόλυνση της κινητικότητας, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και η προστασία της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος, είναι σημαντικό τα μέλη πληρώματος καταστρώματος, και ιδίως οι υπεύθυνοι για τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στα επιβατηγά πλοία και οι εμπειρογνώμονες για υγροποιημένο φυσικό αέριο να κατέχουν πιστοποιητικά που να αποδεικνύουν τα επαγγελματικά προσόντα τους. Για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων, θα πρέπει να φέρουν τα εν λόγω πιστοποιητικά κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Τα ανωτέρω ισχύουν επίσης για τους νέους, δεδομένου ότι είναι σημαντικό να προστατεύεται η ασφάλεια και η υγεία τους κατά την εργασία σύμφωνα με την οδηγία 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου (6).

(6)

Η πλεύση για αθλητισμό ή αναψυχή, η λειτουργία πορθμείων που δεν κινούνται αυτόνομα και η πλεύση από ένοπλες δυνάμεις ή από υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης αποτελούν δραστηριότητες που δεν απαιτούν επαγγελματικά προσόντα παρόμοια με εκείνα τα προσόντα που απαιτεί η επαγγελματική ναυσιπλοΐα για τη μεταφορά εμπορευμάτων και προσώπων. Για τον λόγο αυτό, δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα οδηγία τα πρόσωπα που εκτελούν αυτές τις δραστηριότητες.

(7)

Οι κυβερνήτες σκάφους που πλέουν σε συνθήκες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο κίνδυνο για την ασφάλεια θα πρέπει να διαθέτουν ειδικές άδειες, ιδίως για τη διακυβέρνηση μεγάλων νηοπομπών, τη διακυβέρνηση σκαφών που κινούνται με υγροποιημένο φυσικό αέριο, τη διακυβέρνηση σε συνθήκες μειωμένης ορατότητας, τη διακυβέρνηση σε εσωτερικές πλωτές οδούς με θαλάσσιο χαρακτήρα ή σε πλωτές οδούς που παρουσιάζουν ειδικούς κινδύνους για τη ναυσιπλοΐα. Για την απόκτηση της εν λόγω άδειας, οι κυβερνήτες θα πρέπει να υποχρεούνται να αποδείξουν ότι διαθέτουν ειδικές πρόσθετες ικανότητες.

(8)

Για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίζουν βάσει εναρμονισμένων κριτηρίων τις εσωτερικές πλωτές οδούς με θαλάσσιο χαρακτήρα. Οι απαιτήσεις επάρκειας για τη ναυσιπλοΐα στις εν λόγω πλωτές οδούς θα πρέπει να καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης. Χωρίς να περιορίζεται ασκόπως η κινητικότητα των κυβερνητών σκαφών, εφόσον είναι αναγκαίο για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και κατά περίπτωση σε συνεργασία με την οικεία ευρωπαϊκή επιτροπή ποταμών, θα πρέπει να παρέχεται επίσης η δυνατότητα στα κράτη μέλη, να προσδιορίζουν, βάσει εναρμονισμένων κριτηρίων και διαδικασιών τις πλωτές οδούς που παρουσιάζουν ειδικούς κινδύνους για τη ναυσιπλοΐα, κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σχετικές απαιτήσεις επάρκειας θα πρέπει να καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο.

(9)

Με γνώμονα την ενίσχυση της κινητικότητας των προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία σκαφών στην Ένωση και δεδομένου ότι όλα τα πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμμορφώνονται με τα απαιτούμενα ελάχιστα πρότυπα σύμφωνα με εναρμονισμένα κριτήρια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναγνωρίζουν τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν πιστοποιηθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, οι κάτοχοι των εν λόγω επαγγελματικών προσόντων θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν το επάγγελμά τους σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης.

(10)

Ενόψει της έλλειψης διασυνοριακών δραστηριοτήτων σε ορισμένες εθνικές εσωτερικές πλωτές οδούς και για να μειωθούν οι δαπάνες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μην καθιστούν υποχρεωτικά τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων σε εθνικές πλωτές οδούς που δεν συνδέονται με πλωτές εσωτερικές οδούς άλλου κράτους μέλους. Ωστόσο, τα ενωσιακά πιστοποιητικά θα πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση σε δραστηριότητες ναυσιπλοΐας σε αυτές τις μη συνδεδεμένες πλωτές οδούς.

(11)

Η οδηγία 2005/36/ΕΚ εξακολουθεί να εφαρμόζεται για όσα μέλη πληρώματος καταστρώματος απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατοχής ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και επίσης εξακολουθεί να εφαρμόζεται για τα επαγγελματικά προσόντα εσωτερικής ναυσιπλοΐας που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

(12)

Στις περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη χορηγούν απαλλαγές από την υποχρέωση των προσώπων να φέρουν ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων, θα πρέπει να αναγνωρίζουν τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων των προσώπων που δραστηριοποιούνται στις εθνικές τους εσωτερικές πλωτές οδούς που δεν συνδέονται με το πλωτό δίκτυο άλλου κράτους μέλους και στις οποίες εφαρμόζεται η απαλλαγή. Τα εν λόγω κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι, για τις συγκεκριμένες εσωτερικές πλωτές οδούς, τα δεδομένα σχετικά με τον χρόνο πλεύσης και τις πραγματοποιηθείσες διαδρομές επικυρώνονται στα ναυτικά φυλλάδια των προσώπων που διαθέτουν ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων, εφόσον το απαιτεί μέλος του πληρώματος. Επιπλέον, τα κράτη μέλη αυτά θα πρέπει να θεσπίσουν και να επιβάλουν κατάλληλα μέτρα και κυρώσεις για την πρόληψη της απάτης και άλλων παράνομων πρακτικών που αφορούν τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων και τα ναυτικά φυλλάδια σε αυτές τις μη συνδεδεμένες εσωτερικές πλωτές οδούς.

(13)

Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν απαλλαγές από την υποχρέωση των προσώπων να φέρουν ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναστέλλουν την ισχύ των ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων των προσώπων που δραστηριοποιούνται στις εθνικές εσωτερικές πλωτές οδούς τους που δεν συνδέονται με το πλωτό δίκτυο άλλου κράτους όπου εφαρμόζεται η απαλλαγή.

(14)

Θα ήταν δυσανάλογο και περιττό για τα κράτη μέλη να υποχρεούνται να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο και να εφαρμόζουν όλες τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφόσον καμία εσωτερική πλωτή οδός τους δε συνδέεται με το πλωτό δίκτυο άλλου κράτους μέλους και εφόσον αποφασίζουν να μην εκδίδουν ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη αυτά θα πρέπει, συνεπώς, να απαλλάσσονται από την υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των διατάξεων για την πιστοποίηση των επαγγελματικών προσόντων για όσο χρόνο αποφασίζουν να μην εκδώσουν ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων. Ωστόσο, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να απαιτείται να αναγνωρίζει τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων στην επικράτειά του, προκειμένου να προωθείται η κινητικότητα των εργαζομένων εντός της Ένωσης, να περιορίζεται ο διοικητικός φόρτος που συνδέεται με την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και να ενισχύεται η ελκυστικότητα του επαγγέλματος.

(15)

Σε ορισμένα κράτη μέλη η εσωτερική ναυσιπλοΐα είναι ασυνήθης δραστηριότητα η οποία εξυπηρετεί μόνον τοπικά ή εποχιακά συμφέροντα σε πλωτές οδούς που δεν συνδέονται με άλλα κράτη μέλη. Παρότι θα πρέπει και στα κράτη μέλη αυτά να γίνεται σεβαστή η αρχή της αναγνώρισης των επαγγελματικών πιστοποιητικών βάσει της παρούσας οδηγίας, ο διοικητικός φόρτος θα πρέπει να είναι αναλογικός. Η χρησιμοποίηση εργαλείων όπως βάσεις δεδομένων και μητρώα θα δημιουργούσε σημαντικό διοικητικό φόρτο χωρίς πραγματικό όφελος, δεδομένου ότι η ροή των πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών μπορεί να επιτυγχάνεται και με άλλα μέσα συνεργασίας. Είναι συνεπώς δικαιολογημένο να επιτρέπεται στα εν λόγω κράτη μέλη να μεταφέρουν μόνο τις ελάχιστες διατάξεις που απαιτούνται για την αναγνώριση των επαγγελματικών πιστοποιητικών που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(16)

Σε ορισμένα κράτη μέλη η ναυσιπλοΐα σε εσωτερικές πλωτές οδούς δεν είναι τεχνικά δυνατή. Η απαίτηση από τα εν λόγω κράτη μέλη να μεταφέρουν την παρούσα οδηγία στο εθνικό δίκαιο θα τους προκαλούσε συνεπώς δυσανάλογο διοικητικό φόρτο.

(17)

Είναι σημαντικό ο τομέας της εσωτερικής ναυσιπλοΐας να μπορεί να προσφέρει προγράμματα που επικεντρώνονται τόσο στην παραμονή στην ενεργό επαγγελματική ζωή των εργαζομένων ηλικίας άνω των 50 ετών όσο και στη βελτίωση των δεξιοτήτων και της απασχολησιμότητας των νέων.

(18)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει ισότιμη μεταχείριση για όλα τα μέλη του πληρώματος που ασκούν την εμπορία σε αποκλειστική και τακτική βάση εντός της Ένωσης και θα πρέπει να σταματά κάθε καθοδική πορεία των μισθών, καθώς και οποιαδήποτε διάκριση λόγω ιθαγένειας, τόπου κατοικίας ή σημαίας νηολόγησης.

(19)

Λαμβανομένης υπόψη της παγιωμένης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και της CCNR από το 2003, η οποία οδήγησε στη σύσταση ευρωπαϊκής επιτροπής για την εκπόνηση προτύπων στην εσωτερική ναυσιπλοΐα (CESNI), υπό την αιγίδα της CCNR, και με σκοπό να εξορθολογιστούν τα νομικά πλαίσια που διέπουν τα επαγγελματικά προσόντα στην Ευρώπη, θα πρέπει να ισχύουν σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης τα πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου που εκδίδονται σύμφωνα με τους κανονισμούς προσωπικού για τη ναυσιπλοΐα στον Ρήνο, οι οποίοι προβλέπουν απαιτήσεις ταυτόσημες με εκείνες της παρούσας οδηγίας. Τέτοια πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, ναυτικά φυλλάδια και ημερολόγια πλοίου που εκδίδονται από τρίτες χώρες θα πρέπει να αναγνωρίζονται στην Ένωση, με την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας.

(20)

Είναι σημαντικό οι εργοδότες να εφαρμόζουν το κοινωνικό και εργατικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η δραστηριότητα, όταν χρησιμοποιούν στην Ένωση μέλη πληρώματος καταστρώματος που κατέχουν πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, ναυτικά φυλλάδια και ημερολόγια πλοίου που έχουν εκδοθεί από τρίτες χώρες και που έχουν αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές στην Ένωση.

(21)

Για την περαιτέρω άρση των εμποδίων για την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και τον περαιτέρω εξορθολογισμό των νομικών πλαισίων που διέπουν τα επαγγελματικά προσόντα στην Ευρώπη, τα πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, τα ναυτικά φυλλάδια ή τα ημερολόγια πλοίου που έχουν εκδοθεί από τρίτη χώρα με βάση απαιτήσεις ταυτόσημες με εκείνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία είναι επίσης δυνατόν να αναγνωρίζονται σε όλες τις πλωτές οδούς της Ένωσης, με την προϋπόθεση της αξιολόγησης από την Επιτροπή και της αναγνώρισης από την εν λόγω τρίτη χώρα των εγγράφων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εκδίδουν πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων μόνο για τα πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις ως προς τα ελάχιστα επίπεδα ικανοτήτων, το κατώτατο όριο ηλικίας, την κατάσταση της υγείας και τον χρόνο πλεύσης που απαιτείται για την απόκτηση συγκεκριμένου προσόντος.

(23)

Είναι σημαντικό η Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν τους νέους να αποκτήσουν επαγγελματικά προσόντα στην εσωτερική ναυσιπλοΐα και η Επιτροπή και τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ειδικά μέτρα για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων των κοινωνικών εταίρων στο πλαίσιο αυτό.

(24)

Για να διασφαλιστεί η αμοιβαία αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, τα πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων θα πρέπει να βασίζονται στις ικανότητες που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία των σκαφών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα που λαμβάνουν πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων να διαθέτουν τα αντίστοιχα ελάχιστα επίπεδα ικανοτήτων, που επαληθεύονται έπειτα από κατάλληλη αξιολόγηση. Οι εν λόγω αξιολογήσεις θα μπορούσαν να λαμβάνουν τη μορφή διοικητικής εξέτασης ή να αποτελούν μέρος εγκεκριμένων προγραμμάτων κατάρτισης που διεξάγονται σύμφωνα με κοινά πρότυπα, ώστε να εξασφαλίζεται συγκρίσιμο ελάχιστο επίπεδο ικανοτήτων σε όλα τα κράτη μέλη για τα διάφορα επαγγελματικά προσόντα.

(25)

Όταν οι κυβερνήτες εκτελούν πλόες στις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόζουν τις γνώσεις τους όσον αφορά τους κανόνες για την κυκλοφορία σε εσωτερικές πλωτές οδούς, όπως τον Ευρωπαϊκό κώδικα για τη ναυσιπλοΐα σε εσωτερικές πλωτές οδούς (CEVNI) ή άλλους σχετικούς κανονισμούς για την κυκλοφορία, καθώς και τους ισχύοντες κανόνες όσον αφορά την επάνδρωση του σκάφους, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τον χρόνο ανάπαυσης, όπως ορίζεται στην ενωσιακή ή στην εθνική νομοθεσία ή σε ειδικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί σε περιφερειακό επίπεδο, όπως οι κανονισμοί προσωπικού για τη ναυσιπλοΐα στον Ρήνο.

(26)

Λόγω της ευθύνης όσον αφορά την ασφάλεια κατά την άσκηση του επαγγέλματος του κυβερνήτη, τη ναυσιπλοΐα με ραντάρ και τον ανεφοδιασμό ή τη διακυβέρνηση σκαφών που κινούνται με υγροποιημένο φυσικό αέριο, απαιτείται να επαληθεύεται με πρακτικές εξετάσεις κατά πόσον έχει ουσιαστικά επιτευχθεί το απαιτούμενο επίπεδο ικανοτήτων. Αυτές οι πρακτικές εξετάσεις θα μπορούσαν να διεξάγονται με τη χρήση εγκεκριμένων προσομοιωτών, με σκοπό να διευκολυνθεί περαιτέρω η αξιολόγηση των ικανοτήτων.

(27)

Η γνώση χειρισμού ασυρμάτου στο σκάφος είναι θεμελιώδης για την ασφάλεια της εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν τα μέλη του πληρώματος που ενδέχεται να χρειασθεί να κυβερνήσουν το σκάφος να λαμβάνουν κατάρτιση και πιστοποίηση για τη λειτουργία ασυρμάτου. Η εν λόγω κατάρτιση και πιστοποίηση θα πρέπει να είναι υποχρεωτική για τους κυβερνήτες και τους πηδαλιούχους.

(28)

Η έγκριση των προγραμμάτων κατάρτισης είναι αναγκαία για να εξακριβώνεται ότι τα προγράμματα συμμορφώνονται προς τις κοινές ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο και την οργάνωση. Η εν λόγω συμμόρφωση επιτρέπει την εξάλειψη των περιττών φραγμών για την είσοδο στο επάγγελμα, απαλλάσσοντας όσους έχουν ήδη αποκτήσει τις αναγκαίες δεξιότητες κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους κατάρτισης από την υποχρέωση να υποβληθούν σε περιττή πρόσθετη εξέταση. Η ύπαρξη εγκεκριμένων προγραμμάτων κατάρτισης θα μπορούσε επίσης να διευκολύνει την είσοδο στο επάγγελμα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας εργαζομένων με προηγούμενη πείρα από άλλους τομείς, καθώς θα μπορούσαν να ωφεληθούν από ειδικά προγράμματα κατάρτισης που λαμβάνουν υπόψη τις ικανότητες που έχουν ήδη αποκτήσει.

(29)

Για να διευκολυνθεί περαιτέρω η κινητικότητα των κυβερνητών σκαφών, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη, υπό την αίρεση της συναίνεσης του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ένα τμήμα οδού εσωτερικής ναυσιπλοΐας που ενέχει ειδικούς κινδύνους, να αξιολογούν τις ικανότητες που απαιτούνται για την εσωτερική ναυσιπλοΐα στο εν λόγω τμήμα οδού εσωτερικής ναυσιπλοΐας.

(30)

Ο χρόνος πλεύσης θα πρέπει να επαληθεύεται με επικυρωμένες καταχωρήσεις σε ναυτικά φυλλάδια. Για να είναι δυνατή αυτή η επαλήθευση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εκδίδουν ναυτικά φυλλάδια και ημερολόγια πλοίου και να μεριμνούν ώστε τα τελευταία να περιέχουν μητρώο των διαδρομών των σκαφών. Η καλή κατάσταση της υγείας υποψηφίου θα πρέπει να πιστοποιείται από εξουσιοδοτημένο ιατρό.

(31)

Στην περίπτωση που δραστηριότητες φόρτωσης και εκφόρτωσης απαιτούν επιπρόσθετες δραστηριότητες πλοήγησης, όπως βυθοκόρηση ή ελιγμούς μεταξύ των σημείων φόρτωσης ή εκφόρτωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεωρούν τον χρόνο που καταναλίσκεται στις δραστηριότητες αυτές ως χρόνο πλοήγησης και να τον καταχωρούν αναλόγως.

(32)

Στις περιπτώσεις που τα μέτρα που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία συνεπάγονται την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και συγκεκριμένα σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (7) και (ΕΕ) 2016/679 (8) και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

(33)

Για να συμβάλουν στην αποτελεσματική διαχείριση των πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να δημιουργήσουν μητρώα για την καταγραφή δεδομένων σχετικά με τα πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου. Για να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και αυτών με την Επιτροπή με σκοπό την εφαρμογή, την επιβολή και την αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας, καθώς και για στατιστικούς σκοπούς, για τη διατήρηση της ασφάλειας και για την ευχέρεια της ναυσιπλοΐας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν τις εν λόγω πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων σχετικά με τα πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου, σε βάση δεδομένων που τηρείται από την Επιτροπή. Κατά την τήρηση της εν λόγω βάσης δεδομένων, η Επιτροπή θα πρέπει να σέβεται δεόντως τις αρχές περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(34)

Οι αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών τρίτων χωρών, που εκδίδουν πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, ναυτικά φυλλάδια και ημερολόγια πλοίου, σύμφωνα με κανόνες ταυτόσημους με εκείνους της παρούσας οδηγίας, επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Οι αρχές που εμπλέκονται στην εφαρμογή και τήρηση της παρούσας οδηγίας και, όταν είναι απαραίτητο, οι διεθνείς οργανισμοί που έχουν θεσπίσει ταυτόσημους κανόνες, θα πρέπει να έχουν επίσης πρόσβαση στη βάση δεδομένων που τηρεί η Επιτροπή για τους σκοπούς της αξιολόγησης της παρούσας οδηγίας, για στατιστικούς σκοπούς, για τη διατήρηση της ασφάλειας, για τη διασφάλιση της ευχέρειας της ναυσιπλοΐας και προκειμένου να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εν λόγω αρχών. Η πρόσβαση αυτή θα πρέπει, ωστόσο, να υπόκειται σε κατάλληλο επίπεδο προστασίας των δεδομένων, ειδικότερα στην περίπτωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και στην περίπτωση τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών θα πρέπει να υπόκειται επίσης στην αρχή της αμοιβαιότητας.

(35)

Προκειμένου να εκσυγχρονισθεί περαιτέρω ο τομέας της εσωτερικής ναυσιπλοΐας και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος, και παράλληλα να γίνει δυσχερέστερη η παραποίηση των εγγράφων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της βελτίωσης της νομοθεσίας, τη δυνατότητα αντικατάστασης των ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, των ναυτικών φυλλαδίων και ημερολογίων πλοίου σε χαρτί από ηλεκτρονικά μέσα, όπως ηλεκτρονικές επαγγελματικές κάρτες και ηλεκτρονικές μονάδες σκαφών.

(36)

Για να εξασφαλιστούν ενιαίες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά την εναντίωση, κατά περίπτωση, στην επικείμενη έγκριση από κράτος μέλος των απαιτήσεων επάρκειας σχετικά με για την αντιμετώπιση ειδικών κινδύνων σε συγκεκριμένα τμήματα εσωτερικών πλωτών οδών. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

(37)

Προκειμένου να διασφαλισθούν ομοιόμορφοι όροι εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά την έγκριση υποδειγμάτων για την έκδοση ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, πιστοποιητικών πρακτικής εξέτασης, ναυτικών φυλλαδίων και ημερολογίων πλοίου, καθώς και την έκδοση αποφάσεων αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 10. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(38)

Προκειμένου να θεσπιστούν ελάχιστα εναρμονισμένα πρότυπα για την πιστοποίηση των επαγγελματικών προσόντων, για να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, και να διευκολυνθεί η εφαρμογή, η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας από την Επιτροπή, θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων όσον αφορά τον καθορισμό προτύπων επάρκειας, προτύπων σχετικά με την καλή κατάσταση της υγείας, προτύπων για τις πρακτικές εξετάσεις, προτύπων για την έγκριση των προσομοιωτών και προτύπων που θα καθορίζουν τα χαρακτηριστικά και τους όρους χρήσης βάσης δεδομένων που θα τηρεί η Επιτροπή και η οποία θα περιέχει αντίγραφο των βασικών δεδομένων που σχετίζονται με τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, με τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου, καθώς και με αναγνωρισμένα έγγραφα. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (10). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί ισότιμη συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματική πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(39)

Όχι μόνο το πρόβλημα των πιστοποιητικών που έχουν εκδοθεί για κυβερνήτες σκαφών σύμφωνα με την οδηγία 96/50/ΕΚ, με τους κανονισμούς προσωπικού για τη ναυσιπλοΐα στον Ρήνο ή με ορισμένους εθνικούς νόμους, αλλά και το πρόβλημα της έκδοσης πιστοποιητικών για άλλες κατηγορίες μελών πληρώματος καταστρώματος που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων. Στο μέτρο του δυνατού, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να κατοχυρώνουν τα δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί προηγουμένως και να παρέχουν εύλογο χρονικό περιθώριο στα ειδικευμένα μέλη του πληρώματος προκειμένου να υποβάλουν αίτηση για ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει, ως εκ τούτου, να προβλέπουν επαρκές χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα εν λόγω πιστοποιητικά θα μπορούν να εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης όπου ίσχυαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν σύστημα μετάβασης στους νέους κανόνες για όλα αυτά τα πιστοποιητικά, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για δρομολόγια τοπικού ενδιαφέροντος.

(40)

Η εναρμόνιση της νομοθεσίας στον τομέα των επαγγελματικών προσόντων στην εσωτερική ναυσιπλοΐα στην Ευρώπη διευκολύνεται μέσω της στενής συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και της CCNR, καθώς και μέσω της εκπόνησης προτύπων της CESNI. Η CESNI, η οποία είναι ανοιχτή σε εμπειρογνώμονες από όλα τα κράτη μέλη, καταρτίζει πρότυπα στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, συμπεριλαμβανομένων προτύπων για τα επαγγελματικά προσόντα. Οι ευρωπαϊκές επιτροπές ποταμών, οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί, οι κοινωνικοί εταίροι και οι επαγγελματικές ενώσεις θα πρέπει να συμμετέχουν πλήρως στον σχεδιασμό και στην κατάρτιση των προτύπων της CESNI. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να παραπέμπει στα πρότυπα της CESNI κατά την έγκριση εκτελεστικών και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(41)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η καθιέρωση κοινού πλαισίου για την αναγνώριση των ελάχιστων επαγγελματικών προσόντων για την εσωτερική ναυσιπλοΐα, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεών του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(42)

Προκειμένου να βελτιωθεί η ισορροπία μεταξύ των φύλων στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, θα πρέπει να προωθηθεί η πρόσβαση των γυναικών στα επαγγελματικά προσόντα και το επάγγελμα.

(43)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πληροφορίες που τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της μεταφοράς οδηγιών, πρέπει να είναι σαφείς και ακριβείς. Το ίδιο ισχύει και για την παρούσα οδηγία, η οποία προβλέπει συγκεκριμένη στοχευμένη προσέγγιση για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο.

(44)

Επομένως, οι οδηγίες 91/672/ΕΟΚ και 96/50/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες για την πιστοποίηση των επαγγελματικών προσόντων προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία σκάφους που εκτελεί πλόες σε εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης, καθώς και για την αναγνώριση των εν λόγω προσόντων στα κράτη μέλη.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα μέλη του πληρώματος καταστρώματος, τους εμπειρογνώμονες για τη χρήση του υγροποιημένου φυσικού αερίου και τους εμπειρογνώμονες επιβατηγού ναυτιλίας στους ακόλουθους τύπους σκαφών που πλέουν σε οποιαδήποτε εσωτερική πλωτή οδό της Ένωσης:

α)

πλοίων μήκους 20 μέτρων και άνω·

β)

πλοίων των οποίων ο όγκος που προκύπτει ως το γινόμενο του μήκους επί το πλάτος επί το βύθισμα είναι ίσος ή ανώτερος των 100 κυβικών μέτρων·

γ)

ρυμουλκών και ωστικών ρυμουλκών που προορίζονται για:

i)

ρυμούλκηση ή ώθηση πλοίων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β)·

ii)

ρυμούλκηση ή ώθηση πλωτού εξοπλισμού·

iii)

μετακίνηση των πλοίων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) ή πλωτού εξοπλισμού με πλευρική πρόσδεση·

δ)

επιβατηγών πλοίων·

ε)

πλοίων που υποχρεούνται να διαθέτουν πιστοποιητικό έγκρισης σύμφωνα με την οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

στ)

πλωτού εξοπλισμού.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που:

α)

ασχολούνται με τη ναυσιπλοΐα για αθλητισμό ή αναψυχή·

β)

συμμετέχουν στη λειτουργία πορθμείων που δεν κινούνται αυτόνομα·

γ)

συμμετέχουν στη λειτουργία σκάφους που χρησιμοποιείται από τις ένοπλες δυνάμεις, τις δυνάμεις τήρησης της δημόσιας τάξης, τις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας, τις διοικήσεις πλωτών οδών, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες και άλλες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης.

3.   Με επιφύλαξη του άρθρου 39 παράγραφος 3 η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται επίσης σε πρόσωπα που εκτελούν πλόες σε κράτη μέλη που δεν διαθέτουν εσωτερικές πλωτές οδούς συνδεόμενες με το πλωτό δίκτυο άλλου κράτους μέλους και τα οποία εκτελούν αποκλειστικά:

α)

περιορισμένες διαδρομές τοπικού ενδιαφέροντος, όπου η απόσταση από το σημείο αναχώρησης δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τα δέκα χιλιόμετρα· ή

β)

διαδρομές σε εποχική βάση.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «εσωτερική πλωτή οδός»: πλωτή οδός, πλην της θάλασσας, ανοιχτή για ναυσιπλοΐα στα σκάφη που αναφέρονται στο άρθρο 2·

2)   «σκάφος»: πλοίο ή πλωτός εξοπλισμός·

3)   «πλοίο»: πλοίο εσωτερικής ναυσιπλοΐας ή ποντοπόρο πλοίο·

4)   «ρυμουλκό»: σκάφος ειδικά κατασκευασμένο για να εκτελεί εργασίες ρυμούλκησης·

5)   «ωστικό ρυμουλκό»: σκάφος ειδικά κατασκευασμένο για να ωθεί μία ωθούμενη συνοδεία·

6)   «επιβατηγό πλοίο»: πλοίο κατασκευασμένο και διαρρυθμισμένο για τη μεταφορά περισσότερων από δώδεκα επιβατών·

7)   «ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων»: πιστοποιητικό που εκδίδεται από αρμόδια αρχή, το οποίο πιστοποιεί ότι ένα πρόσωπο πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·

8)   «σύμβαση STCW»: η «Σύμβαση STCW» όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 21 της οδηγίας 2008/106/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12)·

9)   «μέλη του πληρώματος καταστρώματος»: πρόσωπα που συμμετέχουν στη γενική λειτουργία σκάφους που εκτελεί πλόες στις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης και εκτελούν διάφορα καθήκοντα όπως καθήκοντα σχετικά με τη ναυσιπλοΐα, τον έλεγχο της λειτουργίας του σκάφους, τη φορτοεκφόρτωση, τη στοιβασία και τη μεταφορά επιβατών, τη ναυτική μηχανολογία, τη συντήρηση και επισκευή, την επικοινωνία, την υγεία και ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος, πλην των προσώπων που είναι υπεύθυνα αποκλειστικά για τη λειτουργία των μηχανών, των γερανών, ή του ηλεκτρικού και του ηλεκτρονικού εξοπλισμού·

10)   «πιστοποιητικό χειριστή ασυρμάτου»: εθνικό πιστοποιητικό εκδοθέν από κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανονισμό ραδιοεπικοινωνιών που έχει προσαρτηθεί στη Διεθνή σύμβαση Τηλεπικοινωνιών, το οποίο παρέχει άδεια για τη λειτουργία σταθμού ραδιοεπικοινωνίας σε σκάφος εσωτερικής ναυσιπλοΐας·

11)   «εμπειρογνώμονας επιβατηγού ναυτιλίας»: πρόσωπο που εργάζεται επί του σκάφους και το οποίο διαθέτει τα προσόντα για τη λήψη μέτρων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης σε επιβατηγά σκάφη·

12)   «εμπειρογνώμονας στη χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου»: πρόσωπο το οποίο διαθέτει τα προσόντα ώστε να συμμετέχει στη διαδικασία ανεφοδιασμού σκάφους που χρησιμοποιεί υγροποιημένο φυσικό αέριο ως καύσιμο ή ώστε να λειτουργεί ως κυβερνήτης ενός τέτοιου σκάφους·

13)   «κυβερνήτης σκάφους»: το μέλος πληρώματος καταστρώματος το οποίο διαθέτει τα προσόντα ώστε να εξασφαλίζει τη διακυβέρνηση του σκάφους στις εσωτερικές πλωτές οδούς των κρατών μελών και διαθέτει τα προσόντα ώστε να φέρει τη συνολική ευθύνη επί του σκάφους, μεταξύ άλλων για το πλήρωμα, τους επιβάτες και το φορτίο·

14)   «ειδικός κίνδυνος»: κίνδυνος για την ασφάλεια λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών ναυσιπλοΐας που υποχρεώνουν τους κυβερνήτες να έχουν ικανότητες πέραν του αναμενόμενου βάσει των γενικών προτύπων επάρκειας για το διαχειριστικό επίπεδο·

15)   «επάρκεια»: η αποδεδειγμένη ικανότητα στη χρήση γνώσεων και δεξιοτήτων που απαιτούνται από τα καθιερωμένα πρότυπα για την ορθή εκτέλεση των ενεργειών που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία των σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας·

16)   «διαχειριστικό επίπεδο»: το επίπεδο ευθύνης που σχετίζεται με την υπηρεσία του κυβερνήτη και τη διασφάλιση ότι τα άλλα μέλη του πληρώματος καταστρώματος εκτελούν ορθά όλα τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη λειτουργία του σκάφους·

17)   «λειτουργικό επίπεδο»: το επίπεδο ευθύνης που σχετίζεται με την υπηρεσία του ναύτη, του ειδικευμένου ναύτη ή του πηδαλιούχου, και με τη διατήρηση του ελέγχου επί της εκτέλεσης του συνόλου των εργασιών εντός του συγκεκριμένου τομέα ευθύνης του εν λόγω προσώπου, σύμφωνα με τις κατάλληλες διαδικασίες και υπό την καθοδήγηση προσώπου που ασκεί υπηρεσία σε διαχειριστικό επίπεδο·

18)   «μεγάλη νηοπομπή»: ωθούμενη συνοδεία της οποίας το γινόμενο του συνολικού μήκους επί το συνολικό πλάτος των ωθούμενων σκαφών είναι τουλάχιστον 7 000 τετραγωνικά μέτρα·

19)   «ναυτικό φυλλάδιο»: προσωπικό μητρώο στο οποίο καταγράφονται τα στοιχεία της προϋπηρεσίας ενός μέλους πληρώματος, και ιδίως ο χρόνος πλεύσης και οι πραγματοποιηθείσες διαδρομές·

20)   «ημερολόγιο πλοίου»: το επίσημο μητρώο των διαδρομών που πραγματοποιήθηκαν από σκάφος και το πλήρωμά του·

21)   «ενεργό ναυτικό φυλλάδιο» ή «ενεργό ημερολόγιο πλοίου»: ναυτικό φυλλάδιο ή ημερολόγιο πλοίου το οποίο είναι διαθέσιμο για την καταχώριση δεδομένων·

22)   «χρόνος πλεύσης»: χρονικό διάστημα, σε ημέρες, το οποίο μέλος του πληρώματος καταστρώματος έχει διανύσει επί του σκάφους κατά τον πλου του σε εσωτερικές πλωτές οδούς, μεταξύ άλλων για δραστηριότητες φορτοεκφόρτωσης που απαιτούν ενεργούς χειρισμούς πλοήγησης, και το οποίο έχει επικυρωθεί από την αρμόδια αρχή·

23)   «πλωτός εξοπλισμός»: πλωτή εγκατάσταση που φέρει μηχανισμό για την εκτέλεση εργασιών π.χ. γερανούς, εξοπλισμό βυθοκόρησης, πασσαλοπήκτες ή ανυψωτήρες·

24)   «μήκος»: το μέγιστο μήκος του κύτους του πλοίου σε μέτρα, εξαιρουμένων του πηδαλίου και του προβόλου·

25)   «πλάτος»: το μέγιστο πλάτος του κύτους σε μέτρα, μετρούμενο έως την εξωτερική πλευρά του περιβλήματος (εξαιρουμένων των τροχών των τροχήλατων πλοίων, των παραβλημάτων κ.λπ.)·

26)   «βύθισμα»: η κατακόρυφη απόσταση σε μέτρα μεταξύ του χαμηλότερου σημείου του κύτους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η τρόπιδα ή άλλα μόνιμα προσαρτήματα, και της μέγιστης γραμμής βυθίσματος·

27)   «εποχική ναυσιπλοΐα»: δραστηριότητα ναυσιπλοΐας που ασκείται για όχι περισσότερο από έξι μήνες κάθε έτος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΩΣΙΑΚΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ

Άρθρο 4

Υποχρέωση των μελών του πληρώματος καταστρώματος να φέρουν ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος που εκτελούν πλόες σε εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης να φέρουν είτε ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων για μέλη πληρώματος καταστρώματος που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 11, ή πιστοποιητικό που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3.

2.   Για τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος πλην του κυβερνήτη, το ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων και το ναυτικό φυλλάδιο που αναφέρεται στο άρθρο 22 συνδυάζονται σε ενιαίο έγγραφο.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα πιστοποιητικά των προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία σκάφους πλην των κυβερνητών, τα οποία εκδίδονται ή αναγνωρίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2008/106/ΕΚ και συνεπώς σύμφωνα με τη σύμβαση STCW, ισχύουν για τα ποντοπόρα πλοία που εκτελούν δρομολόγια σε πλωτές οδούς.

Άρθρο 5

Υποχρέωση προσώπων να φέρουν ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων για ειδικές εργασίες

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εμπειρογνώμονες επιβατηγού ναυτιλίας και οι εμπειρογνώμονες στη χρήση του υγροποιημένου φυσικού αερίου να φέρουν είτε ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 ή πιστοποιητικό που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα πιστοποιητικά των προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία σκάφους τα οποία εκδίδονται ή αναγνωρίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2008/106/ΕΚ και συνεπώς σύμφωνα με τη σύμβαση STCW, ισχύουν για τα ποντοπόρα πλοία που εκτελούν δρομολόγια σε πλωτές οδούς.

Άρθρο 6

Υποχρέωση των κυβερνητών σκαφών να κατέχουν ειδικές άδειες

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι κυβερνήτες να κατέχουν ειδικές άδειες που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 12, όταν:

α)

πλέουν σε πλωτές οδούς που έχουν χαρακτηριστεί ως εσωτερικές πλωτές οδοί με θαλάσσιο χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 8·

β)

πλέουν σε πλωτές οδούς που έχουν αναγνωριστεί ως τμήματα εσωτερικών πλωτών οδών με ειδικούς κινδύνους σύμφωνα με το άρθρο 9·

γ)

πλέουν με τη βοήθεια ραντάρ·

δ)

είναι υπεύθυνοι για τη διακυβέρνηση σκάφους που κινείται με υγροποιημένο φυσικό αέριο·

ε)

είναι υπεύθυνοι για τη διακυβέρνηση μεγάλων νηοπομπών.

Άρθρο 7

Απαλλαγές σχετικά με τις εθνικές εσωτερικές πλωτές οδούς που δεν συνδέονται με το πλωτό δίκτυο άλλου κράτους μέλους

1.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαλλάσσουν τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, στο άρθρο 5 παράγραφος 1 και στο άρθρο 6, τα οποία δραστηριοποιούνται αποκλειστικά σε εθνικές πλωτές οδούς που δεν συνδέονται με το πλωτό δίκτυο άλλου κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν χαρακτηριστεί ως εσωτερικές πλωτές οδοί με θαλάσσιο χαρακτήρα, από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2, στο άρθρο 5 παράγραφος 1, στο άρθρο 6, στο άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και στο άρθρο 22 παράγραφοι 3 και 6.

2.   Τα κράτη μέλη που χορηγούν απαλλαγές σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν να εκδίδουν πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υπό συνθήκες που διαφέρουν από τους γενικούς όρους που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά διασφαλίζουν επαρκές επίπεδο ασφάλειας. Η αναγνώριση των πιστοποιητικών αυτών σε άλλα κράτη μέλη ρυθμίζεται από την οδηγία 2005/36/ΕΚ, ή την οδηγία 2005/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), κατά περίπτωση.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις απαλλαγές που χορηγούν δυνάμει της παραγράφου 1. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες για τις εν λόγω χορηγηθείσες απαλλαγές.

Άρθρο 8

Χαρακτηρισμός των εσωτερικών πλωτών οδών θαλάσσιου χαρακτήρα

1.   Τα κράτη μέλη χαρακτηρίζουν ένα τμήμα εσωτερικής πλωτής οδού εντός του εδάφους τους ως εσωτερική πλωτή οδό με θαλάσσιο χαρακτήρα εάν πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

εφαρμόζεται η σύμβαση σχετικά με τους διεθνείς κανονισμούς του 1972 για την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα·

β)

οι σημαντήρες και τα σήματα ακολουθούν το ναυτιλιακό σύστημα·

γ)

είναι αναγκαία η ναυσιπλοΐα βάσει αναγνωριστικών σημείων της ξηράς στην εν λόγω εσωτερική πλωτή οδό· ή

δ)

για τη ναυσιπλοΐα είναι απαραίτητος ναυτιλιακός εξοπλισμός που απαιτεί ειδικές γνώσεις για τη λειτουργία του στην εν λόγω εσωτερική πλωτή οδό.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον χαρακτηρισμό συγκεκριμένου τμήματος των εσωτερικών πλωτών οδών στο έδαφός τους ως εσωτερικής πλωτής οδού με θαλάσσιο χαρακτήρα. Η κοινοποίηση στην Επιτροπή συνοδεύεται από αιτιολόγηση με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί αμελλητί τον κατάλογο των κοινοποιημένων εσωτερικών πλωτών οδών με θαλάσσιο χαρακτήρα.

Άρθρο 9

Τμήματα εσωτερικών πλωτών οδών με ειδικούς κινδύνους

1.   Στις περιπτώσεις που είναι αναγκαίο για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίζουν στις εσωτερικές πλωτές οδούς τμήματα με ειδικούς κινδύνους, τα οποία διασχίζουν το έδαφός τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4, όταν οι κίνδυνοι αυτοί οφείλονται σε έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους λόγους:

α)

σε συχνές μεταβολές της μορφής και της ταχύτητας ροής·

β)

στα υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά της εσωτερικής πλωτής οδού και στην απουσία κατάλληλης υπηρεσίας πληροφοριών διαύλων ναυσιπλοΐας για την εσωτερική πλωτή οδό ή κατάλληλων χαρτών·

γ)

στην ύπαρξη ειδικού τοπικού κανονισμού κυκλοφορίας που δικαιολογείται από ειδικά υδρομορφολογικά χαρακτηριστικά της εσωτερικής πλωτής οδού· ή

δ)

στην υψηλή συχνότητα ατυχημάτων σε συγκεκριμένο τμήμα της εσωτερικής πλωτής οδού, η οποία αποδίδεται σε έλλειψη ικανότητας που δεν καλύπτεται από τα πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 17.

Εφόσον τα κράτη μέλη το κρίνουν απαραίτητο για την ασφάλεια, κατά τη διαδικασία προσδιορισμού των τμημάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ζητούν τη γνώμη της ευρωπαϊκής επιτροπής ποταμών.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα που προτίθενται να εγκρίνουν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και με το άρθρο 20, καθώς και την αιτιολογία στην οποία βασίζεται το μέτρο, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία έγκρισης των εν λόγω μέτρων.

3.   Όταν τα τμήματα εσωτερικών πλωτών οδών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 βρίσκονται κατά μήκος των συνόρων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη διαβουλεύονται μεταξύ τους και κοινοποιούν από κοινού τα μέτρα στην Επιτροπή.

4.   Όταν ένα κράτος μέλος πρόκειται να εγκρίνει μέτρο που δεν δικαιολογείται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή δύναται, εντός περιόδου έξι μηνών από την κοινοποίηση, να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες καθορίζει την απόφασή της να εναντιωθεί στην έγκριση του μέτρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3.

5.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τα μέτρα που εγκρίνονται από τα κράτη μέλη, μαζί με την αιτιολογία που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 10

Αναγνώριση

1.   Κάθε ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 5, καθώς και κάθε ναυτικό φυλλάδιο ή ημερολόγιο πλοίου που αναφέρεται στο άρθρο 22 και έχει εκδοθεί από αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ισχύει σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης.

2.   Κάθε πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων, ναυτικό φυλλάδιο ή ημερολόγιο πλοίου που εκδίδεται σύμφωνα με τους κανονισμούς προσωπικού για τη ναυσιπλοΐα στον Ρήνο, ο οποίος προβλέπει απαιτήσεις ταυτόσημες με εκείνες της παρούσας οδηγίας, ισχύει σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης.

Τα εν λόγω πιστοποιητικά, ναυτικά φυλλάδια και ημερολόγια πλοίου έχουν εκδοθεί από τρίτη χώρα, ισχύουν σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης, με την προϋπόθεση ότι η εν λόγω τρίτη χώρα αναγνωρίζει εντός της δικαιοδοσίας της τα ενωσιακά έγγραφα που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, κάθε πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων, ναυτικό φυλλάδιο ή ημερολόγιο πλοίου, το οποίο έχει εκδοθεί σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες που ισχύουν σε τρίτη χώρα και προβλέπουν απαιτήσεις ταυτόσημες με εκείνες στην παρούσα οδηγία, ισχύει σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία και τους όρους των παραγράφων 4 και 5.

4.   Οποιαδήποτε τρίτη χώρα δύναται να υποβάλει αίτημα στην Επιτροπή για την αναγνώριση των πιστοποιητικών, των ναυτικών φυλλαδίων ή των ημερολογίων πλοίου που έχουν εκδώσει οι αρχές της. Το αίτημα συνοδεύεται από όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να διαπιστωθεί κατά πόσο η έκδοση των εν λόγω εγγράφων υπόκειται σε απαιτήσεις ταυτόσημες με εκείνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

5.   Μετά την παραλαβή του αιτήματος αναγνώρισης σύμφωνα με την παράγραφο 4, η Επιτροπή προβαίνει σε αξιολόγηση των συστημάτων πιστοποίησης της αιτούσας τρίτης χώρας, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον η έκδοση των πιστοποιητικών, των ναυτικών φυλλαδίων ή των ημερολογίων πλοίου που αναφέρονται στο αίτημά της υπόκειται σε απαιτήσεις που είναι ταυτόσημες με εκείνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Αν οι εν λόγω απαιτήσεις προκύπτει ότι είναι ταυτόσημες, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που αναγνωρίζει στην Ένωση τα πιστοποιητικά αυτά, τα ναυτικών φυλλάδια ή τα ημερολόγια πλοίου που εκδίδει η εν λόγω τρίτη χώρα, υπό τον όρο ότι η εν λόγω τρίτη χώρα αναγνωρίζει εντός της δικαιοδοσίας της τα ενωσιακά έγγραφα που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Κατά την έγκριση της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή προσδιορίζει για ποια έγγραφα, εξ όσων αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, ισχύει η αναγνώριση. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3.

6.   Όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι μια τρίτη χώρα δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή, αιτιολογώντας επαρκώς τον ισχυρισμό του.

7.   Ανά οκταετία, η Επιτροπή αξιολογεί τη συμμόρφωση του συστήματος πιστοποίησης στην τρίτη χώρα που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν πληρούνται πλέον οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζεται η παράγραφος 8.

8.   Αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η έκδοση των εγγράφων της παραγράφου 2 ή 3 του παρόντος άρθρου δεν εξαρτάται πλέον από ταυτόσημες απαιτήσεις με αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, εκδίδει εκτελεστική πράξη με την οποία αναστέλλει σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης την ισχύ των πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, των ναυτικών φυλλαδίων και των ημερολογίων πλοίου που εκδίδονται σύμφωνα με τις εν λόγω απαιτήσεις. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3.

Η Επιτροπή δύναται να άρει ανά πάσα στιγμή την αναστολή, εφόσον έχουν αντιμετωπιστεί οι διαπιστωθείσες ελλείψεις όσον αφορά τα εφαρμοζόμενα πρότυπα.

9.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον κατάλογο των τρίτων χωρών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, καθώς και τα έγγραφα που αναγνωρίζονται ως έγκυρα σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ

ΤΜΗΜΑ I

Διαδικασία για την έκδοση ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων και ειδικών αδειών για κυβερνήτες

Άρθρο 11

Έκδοση και ισχύς ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων για μέλη πληρώματος καταστρώματος και ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων για ειδικές εργασίες να υποβάλλουν δικαιολογητικά που αποδεικνύουν επαρκώς:

α)

την ταυτότητά τους·

β)

ότι πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I όσον αφορά την ηλικία, την επάρκεια, τη διοικητική συμμόρφωση και τον χρόνο πλεύσης που αντιστοιχούν στο πιστοποιητικό για το οποίο έχουν υποβάλει αίτηση·

γ)

ότι πληρούν τα πρότυπα καλής κατάστασης της υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 23, κατά περίπτωση.

2.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων αφού εξακριβώσουν τη γνησιότητα και την εγκυρότητα των εγγράφων που υποβάλλουν οι αιτούντες και αφού επαληθεύσουν ότι δεν έχει ήδη εκδοθεί στους αιτούντες έγκυρο ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τον καθορισμό υποδειγμάτων για τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων και για τα ενιαία έγγραφα που συνδυάζουν τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων με τα ναυτικά φυλλάδια. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2.

4.   Το ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων για τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος ισχύει μέχρι την ημερομηνία της επόμενης ιατρικής εξέτασης που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 23.

5.   Με την επιφύλαξη του περιορισμού που προβλέπεται στην παράγραφο 4, τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων για τους κυβερνήτες ισχύουν έως και 13 έτη κατ’ ανώτατο όριο.

6.   Τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων για ειδικές εργασίες ισχύουν έως πέντε έτη κατ’ ανώτατο όριο.

Άρθρο 12

Έκδοση και ισχύς των ειδικών αδειών για κυβερνήτες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αιτούντες ειδικές άδειες που αναφέρονται στο άρθρο 6 υποβάλλουν δικαιολογητικά που αποδεικνύουν επαρκώς τα εξής:

α)

την ταυτότητά τους·

β)

ότι πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I όσον αφορά την ηλικία, την επάρκεια, τη διοικητική συμμόρφωση και τον χρόνο πλεύσης για την ειδική άδεια για την οποία έχουν υποβάλει αίτηση·

γ)

ότι διαθέτουν ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων κυβερνήτη σκάφους ή πιστοποιητικό που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3 ή ότι πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις των ενωσιακών πιστοποιητικών κυβερνητών σκάφους που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, για ειδικές άδειες ναυσιπλοΐας σε τμήματα εσωτερικών πλωτών οδών με ειδικούς κινδύνους οι οποίες απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 6 στοιχείο β), οι αιτούντες υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3 δικαιολογητικά που αποδεικνύουν επαρκώς τα εξής:

α)

την ταυτότητά τους·

β)

ότι πληρούν τις καθοριζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 20 απαιτήσεις επάρκειας για την αντιμετώπιση ειδικών κινδύνων για το συγκεκριμένο τμήμα εσωτερικής πλωτής οδού για το οποίο ζητείται η άδεια·

γ)

ότι διαθέτουν ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων κυβερνήτη σκάφους ή πιστοποιητικό που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφοι 2 και 3 ή ότι πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις των ενωσιακών πιστοποιητικών κυβερνητών σκάφους που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη χορηγούν τις ειδικές άδειες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 μετά από επαλήθευση της γνησιότητας και της εγκυρότητας των εγγράφων που προσκόμισε ο αιτών.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή για την έκδοση ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων σε κυβερνήτες σκάφους να προσδιορίζει στο πιστοποιητικό τη χορήγηση κάθε ειδικής άδειας δυνάμει του άρθρου 6, σύμφωνα με το υπόδειγμα που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3. Η ισχύς της εν λόγω ειδικής άδειας λήγει όταν λήξει η ισχύς του ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η ειδική άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ) εκδίδεται ως ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων για εμπειρογνώμονες στη χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου, σύμφωνα με το υπόδειγμα που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 η διάρκεια ισχύος του οποίου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6.

Άρθρο 13

Ανανέωση των ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων και των ειδικών αδειών για κυβερνήτες

Μετά τη λήξη της ισχύος του ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων, τα κράτη μέλη, κατόπιν αιτήσεως, ανανεώνουν το πιστοποιητικό και, κατά περίπτωση, τις ειδικές άδειες που περιλαμβάνονται σε αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

για ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων για μέλη πληρώματος καταστρώματος και ειδικές άδειες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 6 στοιχείο δ), έχουν υποβληθεί τα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ)·

β)

για ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων για ειδικές εργασίες, έχουν υποβληθεί τα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β).

Άρθρο 14

Αναστολή και ανάκληση ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων ή ειδικών αδειών για κυβερνήτες

1.   Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι απαιτήσεις για τα πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων ή τις ειδικές άδειες δεν πληρούνται πλέον, το κράτος μέλος το οποίο έχει εκδώσει το πιστοποιητικό ή την ειδική άδεια προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες αξιολογήσεις και, κατά περίπτωση, ανακαλεί τα εν λόγω πιστοποιητικά ή την εν λόγω ειδική άδεια.

2.   Οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την ισχύ ενός ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων, εφόσον θεωρεί ότι η εν λόγω αναστολή είναι αναγκαία για λόγους ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.

3.   Τα κράτη μέλη καταγράφουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τις αναστολές και τις ανακλήσεις στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ II

Διοικητική Συνεργασία

Άρθρο 15

Συνεργασία

Όταν κράτος μέλος που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 3, διαπιστώσει ότι πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων εκδοθέν από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους δεν πληροί τους όρους της παρούσας οδηγίας, ή όταν συντρέχουν λόγοι ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, η αρμόδια αρχή ζητά από την εκδίδουσα αρχή να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής του πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με το άρθρο 14. Η αιτούσα αρχή ενημερώνει την Επιτροπή για το αίτημά της. Η αρχή που εξέδωσε το εν λόγω πιστοποιητικό εξετάζει το αίτημα και κοινοποιεί στην άλλη αρχή την απόφασή της. Οποιαδήποτε αρμόδια αρχή μπορεί να απαγορεύει σε πρόσωπα να εργάζονται στην περιοχή δικαιοδοσίας της μέχρι να της κοινοποιηθεί η απόφαση της αρχής που εξέδωσε το πιστοποιητικό.

Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 3, συνεργάζονται επίσης με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ώστε να διασφαλίζεται ότι ο χρόνος πλεύσης και τα δρομολόγια των κατόχων πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων και ναυτικών φυλλαδίων που αναγνωρίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας καταγράφονται εφόσον ο κάτοχος του ναυτικού φυλλαδίου ζητήσει την καταγραφή και επικυρώνονται για περίοδο που δεν ξεπερνά τους 15 μήνες πριν από το αίτημα επικύρωσης. Τα κράτη μέλη που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 3 ενημερώνουν κατά περίπτωση την Επιτροπή σχετικά με τις εσωτερικές πλωτές οδούς στο έδαφός τους για τις οποίες απαιτούνται ικανότητες πλοήγησης θαλασσίου χαρακτήρα.

ΤΜΗΜΑ III

Ικανότητες

Άρθρο 16

Απαιτήσεις όσον αφορά τις ικανότητες

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6 διαθέτουν τις αναγκαίες ικανότητες για την ασφαλή λειτουργία σκάφους, όπως ορίζεται στο άρθρο 17.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η αξιολόγηση της ικανότητας για την αντιμετώπιση ειδικών κινδύνων που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο β) διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 20.

Άρθρο 17

Αξιολόγηση των ικανοτήτων

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 31 για να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία θεσπίζοντας τα πρότυπα όσον αφορά τις ικανότητες καθώς και τις αντίστοιχες γνώσεις και δεξιότητες, σύμφωνα με τις ουσιώδεις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα II.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6 να αποδεικνύουν, κατά περίπτωση, ότι πληρούν τα πρότυπα επάρκειας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μέσω επιτυχούς συμμετοχής σε εξετάσεις που διοργανώνονται:

α)

υπό την ευθύνη διοικητικής αρχής σύμφωνα με το άρθρο 18· ή

β)

στο πλαίσιο προγράμματος κατάρτισης που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 19.

3.   Η απόδειξη της συμμόρφωσης προς τα πρότυπα επάρκειας περιλαμβάνει πρακτική εξέταση για την απόκτηση:

α)

ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων κυβερνήτη σκάφους·

β)

ειδικής άδειας για ναυσιπλοΐα με ραντάρ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο γ)·

γ)

ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων για εμπειρογνώμονες στη χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου·

δ)

ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων για εμπειρογνώμονες επιβατηγού ναυτιλίας.

Για την απόκτηση των εγγράφων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, μπορεί να πραγματοποιηθεί πρακτική εξέταση επί σκάφους ή σε προσομοιωτή που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 21. Για τα στοιχεία γ) και δ) της παρούσας παραγράφου μπορεί να πραγματοποιηθεί πρακτική εξέταση επί σκάφους ή σε κατάλληλη χερσαία εγκατάσταση.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 31 για να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία θεσπίζοντας πρότυπα για τις πρακτικές εξετάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, με τα οποία καθορίζονται οι συγκεκριμένες ικανότητες και οι συνθήκες που θα αποτελούν αντικείμενο των δοκιμασιών κατά τις πρακτικές εξετάσεις, καθώς και οι ελάχιστες απαιτήσεις για τα σκάφη επί των οποίων μπορεί να πραγματοποιηθεί πρακτική εξέταση.

Άρθρο 18

Εξέταση υπό την ευθύνη διοικητικής αρχής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εξετάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο α) να διοργανώνονται υπό την ευθύνη τους. Μεριμνούν ώστε οι εν λόγω εξετάσεις να διενεργούνται από εξεταστές που διαθέτουν τα προσόντα για να αξιολογήσουν τις ικανότητες και τις αντίστοιχες γνώσεις και δεξιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν πιστοποιητικό πρακτικής εξέτασης για τους αιτούντες που έχουν περάσει την πρακτική εξέταση που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3, όταν η εν λόγω εξέταση έχει γίνει σε προσομοιωτή συμμορφούμενο προς το άρθρο 21 και όπου ο αιτών ζητά το πιστοποιητικό αυτό.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τον καθορισμό υποδειγμάτων για τα πιστοποιητικά πρακτικής εξέτασης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2.

4.   Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν, χωρίς περαιτέρω απαιτήσεις ή αξιολογήσεις, τα πιστοποιητικά πρακτικής εξέτασης τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 2 και τα οποία έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.

5.   Σε περίπτωση γραπτής εξέτασης ή εξέτασης μέσω υπολογιστή, οι εξεταστές της παραγράφου 1 μπορούν να αντικαθίστανται από ειδικευμένους επόπτες.

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εξεταστές και οι ειδικευμένοι επόπτες που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο να μην περιέρχονται σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων.

Άρθρο 19

Έγκριση προγραμμάτων κατάρτισης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν προγράμματα κατάρτισης για τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5 και 6. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εν λόγω προγράμματα κατάρτισης, στο πλαίσιο των οποίων χορηγούνται διπλώματα ή πιστοποιητικά που αποδεικνύουν τη συμμόρφωση προς τα πρότυπα επάρκειας του άρθρου 17 παράγραφος 1, να εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές εκείνου του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου διεξάγονται τα προγράμματα κατάρτισης από το σχετικό ίδρυμα εκπαίδευσης ή κατάρτισης.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αξιολόγηση και διασφάλιση της ποιότητας των προγραμμάτων κατάρτισης να εξασφαλίζεται με την εφαρμογή εθνικών ή διεθνών ποιοτικών προτύπων σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν τα προγράμματα κατάρτισης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μόνο εάν:

α)

οι στόχοι της κατάρτισης, το εκπαιδευτικό περιεχόμενο, οι μέθοδοι, τα μέσα παράδοσης, οι διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης κατά περίπτωση της χρήσης προσομοιωτών, και το υλικό των μαθημάτων είναι κατάλληλα τεκμηριωμένα και επιτρέπουν στους αιτούντες να αποκτούν τα πρότυπα επάρκειας που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1·

β)

τα προγράμματα για την αξιολόγηση των σχετικών ικανοτήτων διεξάγονται από ειδικευμένο προσωπικό που διαθέτει σε βάθος γνώση του προγράμματος κατάρτισης·

γ)

η εξέταση για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τα πρότυπα επάρκειας που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 πραγματοποιείται από ειδικευμένους εξεταστές, χωρίς να υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων.

3.   Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν κάθε δίπλωμα ή πιστοποιητικό που χορηγείται μετά την ολοκλήρωση προγραμμάτων κατάρτισης εγκεκριμένων από άλλα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 1.

4.   Τα κράτη μέλη ανακαλούν ή αναστέλλουν την έγκρισή τους για προγράμματα κατάρτισης που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 2.

5.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον κατάλογο των προγραμμάτων κατάρτισης που έχουν εγκριθεί, όπως επίσης και τυχόν προγράμματα κατάρτισης των οποίων η έγκριση έχει ανακληθεί ή ανασταλεί. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί αυτές τις πληροφορίες. Στον κατάλογο αναφέρεται το όνομα του προγράμματος κατάρτισης, οι τίτλοι των διπλωμάτων ή των πιστοποιητικών που χορηγούνται, ο φορέας που χορηγεί το δίπλωμα ή τα πιστοποιητικά, το έτος έναρξης ισχύος της έγκρισης, καθώς και τα σχετικά επαγγελματικά προσόντα και οι ειδικές άδειες στις οποίες παρέχει πρόσβαση το δίπλωμα ή πιστοποιητικό.

Άρθρο 20

Αξιολόγηση ικανότητας αντιμετώπισης ειδικών κινδύνων

1.   Τα κράτη μέλη που προσδιορίζουν τμήματα στις εσωτερικές πλωτές οδούς με ειδικούς κινδύνους στο έδαφός τους, κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1, καθορίζουν τις πρόσθετες ικανότητες που απαιτούνται από τους κυβερνήτες που εκτελούν πλόες στα εν λόγω τμήματα εσωτερικών πλωτών οδών, και καθορίζουν τα απαραίτητα μέσα με τα οποία αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις. Εφόσον τα κράτη μέλη το κρίνουν απαραίτητο για την ασφάλεια, κατά τη διαδικασία καθορισμού των ικανοτήτων αυτών ζητούν τη γνώμη της οικείας επιτροπής ποταμών.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ικανότητες που απαιτούνται για την πλοήγηση σε τμήμα εσωτερικής πλωτής οδού με ειδικούς κινδύνους, τα μέσα που είναι αναγκαία να αποδείξουν ότι οι απαιτήσεις αυτές πληρούνται μπορεί να περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

πραγματοποίηση περιορισμένου αριθμού διαδρομών στο συγκεκριμένο τμήμα της πλωτής οδού,

β)

εξέταση σε προσομοιωτή,

γ)

εξέταση πολλαπλών επιλογών,

δ)

προφορική εξέταση, ή

ε)

συνδυασμό των μέσων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ).

Κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά κριτήρια.

2.   Τα κράτη μέλη της παραγράφου 1 διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται διαδικασίες για την αξιολόγηση της ικανότητας των αιτούντων όσον αφορά την αντιμετώπιση ειδικών κινδύνων και ότι διατίθενται δημοσίως μέσα προκειμένου να διευκολύνονται οι κυβερνήτες να αποκτήσουν την απαιτούμενη ικανότητα αντιμετώπισης ειδικών κινδύνων.

3.   Ένα κράτος μέλος δύναται να διενεργεί αξιολόγηση της ικανότητας των αιτούντων για την αντιμετώπιση ειδικών κινδύνων για τμήματα εσωτερικών πλωτών οδών που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος με βάση τις απαιτήσεις που καθορίζονται για το εν λόγω τμήμα εσωτερικής πλωτής οδού σύμφωνα με την παράγραφο 1, υπό την προϋπόθεση ότι συναινεί το κράτος μέλος όπου βρίσκεται το τμήμα της εσωτερικής πλωτής οδού. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω άλλο κράτος μέλος παρέχει στο κράτος μέλος το οποίο διενεργεί την αξιολόγηση τα απαραίτητα προς τούτο μέσα. Τα κράτη μέλη αιτιολογούν οποιαδήποτε άρνηση συναίνεσης με αντικειμενικά και αναλογικά κριτήρια.

Άρθρο 21

Χρήση προσομοιωτών

1.   Οι προσομοιωτές που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των ικανοτήτων υπόκεινται σε έγκριση από τα κράτη μέλη. Η έγκριση χορηγείται κατόπιν αιτήσεως, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο προσομοιωτής συμμορφώνεται προς τα πρότυπα που ισχύουν για τους προσομοιωτές, τα οποία θεσπίζονται με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Η έγκριση προσδιορίζει για ποια συγκεκριμένη αξιολόγηση ικανότητας παρέχεται άδεια όσον αφορά τον προσομοιωτή.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 31 για να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία θεσπίζοντας πρότυπα για την έγκριση προσομοιωτών, τα οποία καθορίζουν τις ελάχιστες σχετικές λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις και τις διοικητικές διαδικασίες, με στόχο να διασφαλίζεται ότι οι προσομοιωτές που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των ικανοτήτων είναι σχεδιασμένοι με τρόπο που επιτρέπει την επαλήθευση της επάρκειας, όπως ορίζουν τα πρότυπα για τις πρακτικές εξετάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3.

3.   Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τους προσομοιωτές που έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σύμφωνα με την παράγραφο 1, χωρίς περαιτέρω τεχνικές απαιτήσεις ή αξιολόγηση.

4.   Τα κράτη μέλη ανακαλούν ή αναστέλλουν την έγκρισή τους για τους προσομοιωτές που δεν πληρούν πλέον τα πρότυπα που ορίζονται στην παράγραφο 2.

5.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τον κατάλογο των εγκεκριμένων προσομοιωτών στην Επιτροπή. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση σε προσομοιωτές για τους σκοπούς της αξιολόγησης αυτής γίνεται άνευ διακρίσεων.

ΤΜΗΜΑ IV

Χρόνος πλεύσης και καλή κατάσταση της υγείας

Άρθρο 22

Ναυτικό φυλλάδιο και ημερολόγιο πλοίου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κυβερνήτες καταγράφουν το χρόνο πλεύσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) και τις διαδρομές που πραγματοποιούνται κατά το άρθρο 20 παράγραφος 1 στο ναυτικό φυλλάδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου ή σε ναυτικό φυλλάδιο που αναγνωρίζεται δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 2 ή 3.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 7 παράγραφος 1 ή το άρθρο 39 παράγραφος 2, η υποχρέωση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ισχύει μόνον εάν ο κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου ζητεί την καταγραφή αυτών των πληροφοριών.

2.   Εφόσον ζητηθεί από μέλος του πληρώματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους, έπειτα από την επαλήθευση της γνησιότητας και της εγκυρότητας όλων των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων, αναγνωρίζουν στο ναυτικό φυλλάδιο τα δεδομένα σχετικά με τον χρόνο πλεύσης και τις διαδρομές που πραγματοποιούνται μέχρι 15 μήνες πριν το αίτημα. Εάν χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά εργαλεία, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρονικών ναυτικών φυλλαδίων και ηλεκτρονικών ημερολογίων πλοίου, περιλαμβάνοντας κατάλληλες διαδικασίες για τη διασφάλιση της γνησιότητας των εγγράφων, τα αντίστοιχα δεδομένα μπορούν να επικυρώνονται χωρίς πρόσθετες διαδικασίες.

Ο χρόνος πλεύσης που έχει αποκτηθεί σε οποιαδήποτε από τις εσωτερικές πλωτές οδούς των κρατών μελών λαμβάνεται υπόψη. Όσον αφορά τις εσωτερικές πλωτές οδούς των οποίων οι διαδρομές δεν βρίσκονται πλήρως εντός του εδάφους της Ένωσης, λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος πλεύσης που αποκτήθηκε στα τμήματα που βρίσκονται εκτός του εδάφους της Ένωσης.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαδρομές των σκαφών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 καταγράφονται στο ημερολόγιο πλοίου που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου ή σε ημερολόγιο πλοίου που αναγνωρίζεται δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 2 ή 3.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τον καθορισμό υποδειγμάτων για τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την ταυτοποίηση του προσώπου, τον χρόνο πλεύσης και τις πραγματοποιηθείσες διαδρομές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2.

Κατά την έκδοση των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το ημερολόγιο πλοίου χρησιμοποιείται επίσης για την εφαρμογή της οδηγίας 2014/112/ΕΕ του Συμβουλίου (14) για τον έλεγχο των απαιτήσεων επάνδρωσης των σκαφών και την καταγραφή των διαδρομών.

5.   Η Επιτροπή υποβάλλει αξιολόγηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα μη δυνάμενα να παραποιηθούν ναυτικά φυλλάδια, ημερολόγια πλοίου και επαγγελματικές ταυτότητες σε ηλεκτρονική μορφή που ενσωματώνουν ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων στην εσωτερική ναυσιπλοΐα, το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2026.

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει για κάθε μέλος πληρώματος ένα μόνο ενεργό ναυτικό φυλλάδιο και ένα μόνο ενεργό ημερολόγιο πλοίου στο σκάφος.

Άρθρο 23

Καλή κατάσταση της υγείας

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος που υποβάλλουν αίτηση για ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων να αποδεικνύουν την καλή κατάσταση της υγείας τους με την προσκόμιση στην αρμόδια αρχή έγκυρου ιατρικού πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί από ιατρό αναγνωρισμένο από την αρμόδια αρχή, με βάση την επιτυχή ολοκλήρωση ιατρικής εξέτασης.

2.   Ο αιτών υποβάλλει το ιατρικό πιστοποιητικό στην αρμόδια αρχή όταν αιτείται:

α)

την αρχική έκδοση του ενωσιακού πιστοποιητικού του επαγγελματικών προσόντων ως μέλος του πληρώματος καταστρώματος·

β)

την έκδοση ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων του ως κυβερνήτης σκάφους·

γ)

την ανανέωση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων του ως μέλος του πληρώματος καταστρώματος στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Τα ιατρικά πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί με σκοπό την απόκτηση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων φέρουν ημερομηνία το πολύ τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία της αίτησης για την απόκτηση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων.

3.   Από το 60ό έτος ηλικίας, ο κάτοχος ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων ως μέλος του πληρώματος καταστρώματος αποδεικνύει την καλή κατάσταση της υγείας του σύμφωνα με την παράγραφο 1 τουλάχιστον ανά πενταετία. Από το 70ό έτος ηλικίας, ο κάτοχος αποδεικνύει την καλή κατάσταση της υγείας του σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανά διετία.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εργοδότες, οι κυβερνήτες και οι αρχές των κρατών μελών να δύνανται να υποχρεώνουν μέλος πληρώματος καταστρώματος να αποδεικνύει την καλή κατάσταση της υγείας του σύμφωνα με την παράγραφο 1, όταν υφίστανται αντικειμενικές ενδείξεις ότι το πλήρωμα καταστρώματος δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις καλής κατάστασης της υγείας που αναφέρονται στην παράγραφο 6.

5.   Εάν η καλή κατάσταση της υγείας δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί πλήρως από τον αιτούντα, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν μέτρα μετριασμού ή περιορισμούς που να παρέχουν ισοδύναμη ασφάλεια ναυσιπλοΐας. Στην περίπτωση αυτή, τα συγκεκριμένα μέτρα μετριασμού και οι περιορισμοί που σχετίζονται με την καλή κατάσταση της υγείας αναγράφονται στο ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με το υπόδειγμα που αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3.

6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 31 με βάση τις ουσιώδεις απαιτήσεις καλής κατάστασης της υγείας που αναφέρονται στο παράρτημα III για να συμπληρώσει την παρούσα οδηγία θεσπίζοντας τα πρότυπα καλής κατάστασης της υγείας τα οποία προσδιορίζουν τις απαιτήσεις για την καλή κατάσταση της υγείας, ιδίως όσον αφορά τις εξετάσεις που πρέπει να πραγματοποιούν οι ιατροί, τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζουν για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας προς εργασία και τον κατάλογο των περιορισμών και των μέτρων μετριασμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 24

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα κράτη μέλη διενεργούν κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

2.   Η Επιτροπή διενεργεί κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να πραγματοποιείται μόνο για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

εφαρμογή, επιβολή και αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας·

β)

ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών που έχουν πρόσβαση στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 25 και της Επιτροπής·

γ)

παραγωγή στατιστικών στοιχείων.

Ανωνυμοποιημένες πληροφορίες που συνάγονται από τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη στήριξη πολιτικών προώθησης των μεταφορών εσωτερικής ναυσιπλοΐας.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να ενημερώνονται εκ των προτέρων τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 4 και 5, των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τα ιατρικά δεδομένα, υπόκεινται σε επεξεργασία στα μητρώα που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 και στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2. Τα κράτη μέλη χορηγούν στα πρόσωπα αυτά πρόσβαση στα δεδομένα τους προσωπικού χαρακτήρα και παρέχουν στα πρόσωπα αυτά ανά πάσα στιγμή αντίγραφο των εν λόγω δεδομένων, εφόσον το ζητήσουν.

Άρθρο 25

Μητρώα

1.   Για να συμβάλουν στην αποτελεσματική διοίκηση όσον αφορά την έκδοση, την ανανέωση, την αναστολή και την απόσυρση πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, τα κράτη μέλη τηρούν μητρώα όλων των ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, ναυτικών φυλλαδίων και ημερολογίων πλοίου που έχουν εκδοθεί υπό την ευθύνη τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και, κατά περίπτωση, των εγγράφων που αναγνωρίζονται δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 2, τα οποία έχουν εκδοθεί, ανανεωθεί, ανασταλεί ή αποσυρθεί, για τα οποία έχει δηλωθεί ότι έχουν απολεσθεί, κλαπεί, καταστραφεί ή τα οποία έχουν λήξει.

Στην περίπτωση των ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, τα μητρώα περιλαμβάνουν τα δεδομένα που εμφανίζονται στα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων και την εκδούσα αρχή.

Στην περίπτωση των ναυτικών φυλλαδίων, τα μητρώα περιλαμβάνουν το όνομα και τον αριθμό αναγνώρισης του κατόχου, τον αριθμό αναγνώρισης του ναυτικού φυλλαδίου, την ημερομηνία έκδοσης και την εκδούσα αρχή.

Στην περίπτωση των ημερολογίων πλοίου, τα μητρώα περιλαμβάνουν το όνομα του σκάφους, τον ευρωπαϊκό αριθμό ταυτοποίησης ή ευρωπαϊκό αριθμό ταυτοποίησης πλοίου (αριθμό ΕΝΙ), τον αριθμό αναγνώρισης του ημερολογίου πλοίου, την ημερομηνία έκδοσης και την εκδούσα αρχή.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 31, προκειμένου να συμπληρώνονται τα στοιχεία των μητρώων για τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου με άλλες πληροφορίες που απαιτούνται από τα υποδείγματα των ναυτικών φυλλαδίων και των ημερολογίων πλοίου που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4, με σκοπό την περαιτέρω διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

2.   Για την εφαρμογή, την επιβολή και την αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας, για τη διατήρηση της ασφάλειας, για την ευχέρεια της ναυσιπλοΐας, καθώς και για στατιστικούς σκοπούς και για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών που εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη καταχωρούν με αξιοπιστία και χωρίς καθυστέρηση σε βάση δεδομένων που τηρείται από την Επιτροπή τα δεδομένα που σχετίζονται με τα πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 31 για τον καθορισμό των προτύπων όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της εν λόγω βάσης δεδομένων και τους όρους χρήσης της, προσδιορίζοντας ιδίως:

α)

τις οδηγίες για την καταχώριση των δεδομένων στη βάση δεδομένων·

β)

τα δικαιώματα πρόσβασης των χρηστών, ενδεχομένως διαφοροποιημένα ανάλογα με τον τύπο των χρηστών, τον τύπο της πρόσβασης και τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται τα δεδομένα·

γ)

τη μέγιστη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, διαφοροποιημένη, κατά περίπτωση, ανάλογα με τον τύπο του εγγράφου·

δ)

τις οδηγίες σχετικά με τη λειτουργία της βάσης δεδομένων και την αλληλεπίδρασή της με τα μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στα μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν αποθηκεύονται για διάστημα μεγαλύτερο από το αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν ή για τους οποίους υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Όταν οι πληροφορίες αυτές δεν είναι πλέον απαραίτητες για τους εν λόγω σκοπούς, καταστρέφονται.

4.   Η Επιτροπή δύναται να παρέχει πρόσβαση στη βάση δεδομένων σε αρχή τρίτης χώρας ή σε διεθνή οργανισμό, στον βαθμό που είναι αναγκαία για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001· και

β)

η τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός δεν περιορίζει την πρόσβαση των κρατών μελών ή της Επιτροπής στην αντίστοιχη βάση δεδομένων του.

Η Επιτροπή μεριμνά ώστε η τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός να μην μεταβιβάζει τα δεδομένα σε άλλη τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, χωρίς τη ρητή έγγραφη εξουσιοδότηση της Επιτροπής και υπό τους όρους που έχει καθορίσει η Επιτροπή.

Άρθρο 26

Αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν, κατά περίπτωση, ποιες αρμόδιες αρχές:

α)

οργανώνουν και εποπτεύουν τις εξετάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 18·

β)

εγκρίνουν τα προγράμματα κατάρτισης που αναφέρονται στο άρθρο 19·

γ)

εγκρίνουν τους προσομοιωτές που αναφέρονται στο άρθρο 21·

δ)

εκδίδουν, ανανεώνουν, αναστέλλουν ή ανακαλούν τα πιστοποιητικά και εκδίδουν τις ειδικές άδειες που αναφέρονται στα άρθρα 4, 5, 6, 11, 12, 13, 14 και 38 καθώς και τα ναυτικά φυλλάδια και τα ημερολόγια πλοίου που αναφέρονται στο άρθρο 22·

ε)

επικυρώνουν τον χρόνο πλεύσης στα ναυτικά φυλλάδια που αναφέρονται στο άρθρο 22·

στ)

προσδιορίζουν τους ιατρούς που μπορούν να εκδίδουν ιατρικά πιστοποιητικά, σύμφωνα με το άρθρο 23·

ζ)

τηρούν τα μητρώα που αναφέρονται στο άρθρο 25·

η)

εντοπίζουν και καταπολεμούν την απάτη και άλλες παράνομες πρακτικές που αναφέρονται στο άρθρο 29.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή όλες τις αρμόδιες αρχές εντός της επικράτειάς τους που έχουν καθορίσει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές.

Άρθρο 27

Παρακολούθηση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται από κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς φορείς υπό την αιγίδα τους σε σχέση με την κατάρτιση, την αξιολόγηση της επάρκειας, και την έκδοση και επικαιροποίηση των ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, ναυτικών φυλλαδίων και ημερολογίων πλοίου, παρακολουθούνται συνεχώς μέσω συστήματος προτύπων ποιότητας για να εξασφαλίζεται η επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι στόχοι κατάρτισης και τα σχετικά πρότυπα επάρκειας που πρέπει να επιτυγχάνονται καθορίζονται με σαφήνεια και προσδιορίζουν τα επίπεδα γνώσεων και δεξιοτήτων που πρέπει να αξιολογούνται και να εξετάζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, λαμβανομένων υπόψη των πολιτικών, των συστημάτων, των ελέγχων και των εσωτερικών επανεξετάσεων διασφάλισης ποιότητας που έχουν θεσπιστεί για να εξασφαλιστεί η επίτευξη των καθορισμένων στόχων, το πεδίο εφαρμογής των προτύπων ποιότητας καλύπτει:

α)

την έκδοση, την ανανέωση, την αναστολή και την ανάκληση των ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, των ναυτικών φυλλαδίων και ημερολογίων πλοίου·

β)

όλους τους κύκλους και τα προγράμματα κατάρτισης·

γ)

τις εξετάσεις και τις αξιολογήσεις που πραγματοποιούνται από ή υπό την ευθύνη κάθε κράτους μέλους· και

δ)

τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα και την πείρα των εκπαιδευτών και των εξεταστών.

Άρθρο 28

Αξιολόγηση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ανεξάρτητοι φορείς αξιολογούν τις δραστηριότητες απόκτησης και ελέγχου της επάρκειας, καθώς και τη διαχείριση των ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων, των ναυτικών φυλλαδίων και των ημερολογίων πλοίου το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2037 και τουλάχιστον ανά δεκαετία στη συνέχεια.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων από τους εν λόγω ανεξάρτητους φορείς τεκμηριώνονται δεόντως και κοινοποιούνται στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές. Αν κριθεί απαραίτητο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων που διαπιστώνονται κατά την ανεξάρτητη αξιολόγηση.

Άρθρο 29

Πρόληψη της απάτης και άλλων παράνομων πρακτικών

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη της απάτης και άλλων παράνομων πρακτικών σχετικών με τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων, τα ναυτικά φυλλάδια, τα ημερολόγια πλοίου, τα ιατρικά πιστοποιητικά και τα μητρώα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών όσον αφορά την πιστοποίηση των προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία σκάφους, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για την αναστολή και την ανάκληση πιστοποιητικών. Σε αυτό το πλαίσιο, συμμορφώνονται πλήρως με τις αρχές περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

Άρθρο 30

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 31

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 4, το άρθρο 21 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφος 6 και το άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 16 Ιανουαρίου 2018. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 32

Πρότυπα CESNI και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, με εξαίρεση αυτές που βασίζονται στο άρθρο 25, παραπέμπουν στα πρότυπα που έχουν θεσπιστεί από την CESNI υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

τα εν λόγω πρότυπα είναι διαθέσιμα και επικαιροποιημένα·

β)

τα εν λόγω πρότυπα είναι σύμφωνα με τις όποιες εφαρμοζόμενες απαιτήσεις που ορίζονται στα παραρτήματα·

γ)

τα συμφέροντα της Ένωσης δεν θίγονται από αλλαγές στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της CESNI.

Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή μπορεί να προβλέψει ή να παραπέμψει σε άλλα πρότυπα.

Όπου στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας γίνεται παραπομπή σε πρότυπα, η Επιτροπή περιλαμβάνει το πλήρες κείμενο των εν λόγω προτύπων στις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και αναφέρει ή επικαιροποιεί τη σχετική παραπομπή και εισάγει την ημερομηνία εφαρμογής στο παράρτημα IV.

Άρθρο 33

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Οι αναφορές στην επιτροπή που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 91/672/ΕΟΚ, η οποία καταργείται με την παρούσα οδηγία, νοούνται ως αναφορές στην επιτροπή που συστήνεται με την παρούσα οδηγία.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η γνώμη της επιτροπής πρόκειται να ληφθεί με γραπτή διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία μπορεί να περατωθεί χωρίς αποτέλεσμα όταν, εντός της προθεσμίας για την έκδοση της γνώμης, ο πρόεδρος το αποφασίσει.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Εάν η γνώμη της επιτροπής πρόκειται να ληφθεί με γραπτή διαδικασία, ο πρόεδρός της μπορεί να αποφασίσει να περατώσει τη διαδικασία χωρίς αποτέλεσμα εντός της προθεσμίας για την έκδοση της γνώμης.

Άρθρο 34

Πρότυπα CESNI και εκτελεστικές πράξεις

Κατά την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3, στο άρθρο 18 παράγραφος 3 και στο άρθρο 22 παράγραφος 4, η Επιτροπή παραπέμπει στα πρότυπα που έχουν θεσπιστεί από τη CESNI, και ορίζει την ημερομηνία εφαρμογής, υπό τον όρο ότι:

α)

τα εν λόγω πρότυπα είναι διαθέσιμα και επικαιροποιημένα·

β)

τα εν λόγω πρότυπα είναι σύμφωνα με τις όποιες εφαρμοζόμενες απαιτήσεις που ορίζονται στα παραρτήματα·

γ)

τα συμφέροντα της Ένωσης δεν θίγονται από αλλαγές στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της CESNI.

Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η Επιτροπή μπορεί να προβλέψει ή να παραπέμψει σε άλλα πρότυπα.

Όπου στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας γίνεται παραπομπή σε πρότυπα, η Επιτροπή περιλαμβάνει το πλήρες κείμενο των εν λόγω προτύπων στις εν λόγω εκτελεστικές πράξεις.

Άρθρο 35

Επανεξέταση

1.   Η Επιτροπή αξιολογεί την παρούσα οδηγία καθώς και τις εκτελεστικές και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται σε αυτήν και υποβάλλει τα αποτελέσματα της αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2030.

2.   Το αργότερο έως τις 17 Ιανουαρίου 2028, κάθε κράτος μέλος θέτει στη διάθεση της Επιτροπής τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της εφαρμογής και την αξιολόγηση της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που παρέχει η Επιτροπή σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη όσον αφορά τη συλλογή, τον μορφότυπο και το περιεχόμενο των πληροφοριών.

Άρθρο 36

Σταδιακή εφαρμογή

1.   Η Επιτροπή εκδίδει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 4, στο άρθρο 21 παράγραφος 2, στο άρθρο 23 παράγραφος 6 και στο άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2 έως τις 17 Ιανουαρίου 2020.

Το αργότερο 24 μήνες μετά την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2, η Επιτροπή διαμορφώνει τη βάση δεδομένων που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει τις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 18 παράγραφος 3 και το άρθρο 22 παράγραφος 4 έως τις 17 Ιανουαρίου 2020.

Άρθρο 37

Κατάργηση

Οι οδηγίες 91/672/ΕΟΚ και 96/50/ΕΚ καταργούνται με ισχύ από τις 18 Ιανουαρίου 2022.

Οι παραπομπές στις καταργούμενες οδηγίες νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 38

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Τα πιστοποιητικά κυβερνητών σκαφών που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την οδηγία 96/50/ΕΚ και τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 6 της οδηγίας 96/50/ΕΚ, καθώς και τα διπλώματα κυβερνήτη του Ρήνου που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 της οδηγίας 96/50/ΕΚ, τα οποία έχουν εκδοθεί πριν από τις 18 Ιανουαρίου 2022, εξακολουθούν να ισχύουν στις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης στις οποίες ίσχυαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία, για μέγιστη χρονική περίοδο 10 ετών μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Πριν από τις 18 Ιανουαρίου 2032, το κράτος μέλος που εξέδωσε πιστοποιητικά που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εκδίδει για κυβερνήτες σκάφους που διαθέτουν τέτοια πιστοποιητικά σύμφωνα με το υπόδειγμα που προβλέπεται από την παρούσα οδηγία, κατόπιν αίτησής τους, ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων ή πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2, υπό την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήτες σκαφών παρέχουν επαρκή δικαιολογητικά, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ).

2.   Κατά την έκδοση ενωσιακών πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, στο μέτρο του δυνατού, τα δικαιώματα που είχαν χορηγηθεί προηγουμένως, ιδίως όσον αφορά τις ειδικές άδειες που αναφέρονται στο άρθρο 6.

3.   Τα μέλη του πληρώματος πλην του κυβερνήτη σκάφους που κατέχουν πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος πριν από τις 18 Ιανουαρίου 2022, ή που κατέχουν τίτλο που αναγνωρίζεται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να εξακολουθούν να επικαλούνται το εν λόγω πιστοποιητικό ή τίτλο επαγγελματικών προσόντων για μέγιστη χρονική περίοδο 10 ετών μετά την εν λόγω ημερομηνία. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, τα μέλη αυτά του πληρώματος μπορούν να εξακολουθήσουν να επικαλούνται την οδηγία 2005/36/ΕΚ για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων τους από τις αρχές άλλων κρατών μελών. Πριν από την παρέλευση της εν λόγω περιόδου, μπορούν να υποβάλουν αίτηση να τους χορηγηθεί ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων ή πιστοποιητικό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 παράγραφος 2 σε αρμόδια αρχή που εκδίδει τα εν λόγω πιστοποιητικά, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέλη του πληρώματος παρέχουν επαρκή δικαιολογητικά, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ).

Όταν μέλη του πληρώματος που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου υποβάλουν αίτηση για ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων ή πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εκδίδεται πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων για το οποίο οι απαιτήσεις επάρκειας είναι παρόμοιες ή κατώτερες εκείνων του πιστοποιητικού που πρόκειται να αντικατασταθεί. Πιστοποιητικό για το οποίο οι απαιτήσεις είναι υψηλότερες από εκείνες του προς αντικατάσταση πιστοποιητικού εκδίδεται μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

για το ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων ναύτη: 540 ημέρες πλεύσης, εκ των οποίων τουλάχιστον 180 ημέρες στην εσωτερική ναυσιπλοΐα·

β)

για το ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων ειδικευμένου ναύτη: 900 ημέρες πλεύσης, εκ των οποίων τουλάχιστον 540 ημέρες στην εσωτερική ναυσιπλοΐα·

γ)

για το ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων πηδαλιούχου: 1 080 ημέρες πλεύσης, εκ των οποίων τουλάχιστον 720 ημέρες στην εσωτερική ναυσιπλοΐα.

Η εμπειρία ναυσιπλοΐας αποδεικνύεται με ναυτικό φυλλάδιο, ημερολόγιο πλοίου ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο.

Η ελάχιστη διάρκεια του χρόνου πλεύσης όπως ορίζεται στο εδάφιο 2 στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου μπορεί να μειωθεί μέχρι και κατά 360 ημέρες πλεύσης, κατ’ ανώτατο όριο, όταν ο αιτών είναι κάτοχος διπλώματος αναγνωρισμένου από την αρμόδια αρχή, το οποίο επιβεβαιώνει την εξειδικευμένη κατάρτιση του αιτούντος στην εσωτερική ναυσιπλοΐα που περιλαμβάνει πρακτική εξάσκηση πλοήγησης. Η μείωση της ελάχιστης διάρκειας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τη διάρκεια της εξειδικευμένης κατάρτισης.

4.   Ναυτικά φυλλάδια και ημερολόγια πλοίου που έχουν εκδοθεί πριν από τις 18 Ιανουαρίου 2022, σύμφωνα με κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, μπορούν να παραμείνουν ενεργά για μέγιστη χρονική περίοδο 10 ετών μετά τις 18 Ιανουαρίου 2022.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, για τα μέλη πληρωμάτων πορθμείων που έχουν εθνικά πιστοποιητικά τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/50/ΕΚ και εκδόθηκαν πριν από τις 18 Ιανουαρίου 2022, τα πιστοποιητικά αυτά εξακολουθούν να ισχύουν για τις εσωτερικές πλωτές οδούς της Ένωσης για τις οποίες ίσχυαν πριν από την ημερομηνία αυτή για μέγιστη χρονική περίοδο 20 ετών μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Πριν από την παρέλευση της εν λόγω περιόδου, τα εν λόγω μέλη πληρώματος μπορούν να υποβάλουν σε αρμόδια αρχή που εκδίδει τα εν λόγω πιστοποιητικά αίτηση να τους χορηγηθεί ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων ή πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχουν επαρκή δικαιολογητικά, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ). Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως.

6.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 1 τα κράτη μέλη μπορούν, μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 2038 να επιτρέπουν στους κυβερνήτες ποντοπόρων πλοίων που εκτελούν δρομολόγια σε συγκεκριμένες εσωτερικές πλωτές οδούς να φέρουν πιστοποιητικό ικανότητας για πλοιάρχους, το οποίο έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης STCW, εφόσον:

α)

η δραστηριότητα εσωτερικής ναυσιπλοΐας εκτελείται στην αρχή ή στο τέλος θαλάσσιου ταξιδιού· και

β)

το κράτος μέλος έχει αναγνωρίσει τα πιστοποιητικά που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο το λιγότερο για πέντε έτη στις 16 Ιανουαρίου 2018 στις εν λόγω εσωτερικές πλωτές οδούς.

Άρθρο 39

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 2022. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος, στο οποίο όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 6 εργάζονται αποκλειστικά σε εθνικές εσωτερικές πλωτές οδούς που δεν συνδέονται με το πλωτό δίκτυο άλλου κράτους μέλους, υποχρεούται να θέσει σε ισχύ μόνο τις διατάξεις οι οποίες απαιτούνται για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τα άρθρα 7, 8 και 10 όσον αφορά την αναγνώριση των πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων και του ναυτικού φυλλαδίου, το άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 3 όσον αφορά τις αναστολές, το άρθρο 22 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και παράγραφος 2, το άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο δ) κατά περίπτωση, το άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και η) και το άρθρο 26 παράγραφος 2, το άρθρο 29 όσον αφορά την πρόληψη της απάτης, το άρθρο 30 όσον αφορά τις κυρώσεις και το άρθρο 38 πλην της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις. Το εν λόγω κράτος μέλος θέτει σε ισχύ τέτοιες διατάξεις έως τις 17 Ιανουαρίου 2022.

Το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί να εκδώσει ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων ή να εγκρίνει προγράμματα κατάρτισης ή προσομοιωτές έως ότου μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο και εφαρμόσει τις υπόλοιπες διατάξεις της παρούσας οδηγίας και ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος, στο οποίο όλα τα πρόσωπα απαλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 3 υποχρεούται να θέσει σε ισχύ τις εν λόγω διατάξεις οι οποίες απαιτούνται για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς το άρθρο 10 όσον αφορά την αναγνώριση των πιστοποιητικών επαγγελματικών προσόντων και του ναυτικού φυλλαδίου, προς το άρθρο 38 όσον αφορά την αναγνώριση πιστοποιητικών σε ισχύ καθώς και προς το άρθρο 15. Το εν λόγω κράτος μέλος θέτει σε ισχύ τέτοιες διατάξεις έως τις 17 Ιανουαρίου 2022.

Το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί να εκδώσει ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων ή να εγκρίνει προγράμματα κατάρτισης ή προσομοιωτές έως ότου μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο και εφαρμόσει τις υπόλοιπες διατάξεις της παρούσας οδηγίας και ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κράτος μέλος δεν υποχρεούνται να μεταφέρει στο εθνικό του δίκαιο την παρούσα οδηγία εφόσον η εσωτερική ναυσιπλοΐα δεν είναι τεχνικά δυνατή στο έδαφός του.

Το εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί να εκδώσει ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων ή να εγκρίνει προγράμματα κατάρτισης ή προσομοιωτές έως ότου μεταφέρει στο εθνικό του δίκαιο και εφαρμόσει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή.

5.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των κύριων διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 40

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 41

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12 Δεκεμβρίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  ΕΕ C 389 της 21.10.2016, σ. 93.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2017, (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2017.

(3)  Οδηγία 91/672/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για την αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας για τα σκάφη μεταφοράς εμπορευμάτων και προσώπων με εσωτερική ναυσιπλοΐα (ΕΕ L 373 της 31.12.1991, σ. 29).

(4)  Οδηγία 96/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, σχετικά με την εναρμόνιση των προϋποθέσεων απόκτησης εθνικού πιστοποιητικού κυβερνήτη σκάφους εσωτερικής ναυσιπλοΐας για τη μεταφορά εμπορευμάτων και προσώπων στην Κοινότητα (ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 31).

(5)  Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22).

(6)  Οδηγία 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1994, για την προστασία των νέων κατά την εργασία (ΕΕ L 216 της 20.8.1994, σ. 12).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(10)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(11)  Οδηγία 2008/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων (ΕΕ L 260 της 30.9.2008, σ. 13).

(12)  Οδηγία 2008/106/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών (ΕΕ L 323 της 3.12.2008, σ. 33).

(13)  Οδηγία 2005/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση πιστοποιητικών των ναυτικών τα οποία εκδίδονται από τα κράτη μέλη και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/25/ΕΚ (ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 160).

(14)  Οδηγία 2014/112/ΕΕ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής συμφωνίας σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας στον τομέα των μεταφορών εσωτερικής ναυσιπλοΐας, που συνήφθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας (European Barge Union — EBU), την Ευρωπαϊκή Οργάνωση Πλοιάρχων (European Skippers Organisation — ESO) και την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (European Transport Workers’ Federation — ETF) (ΕΕ L 367 της 23.12.2014, σ. 86).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΉΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ, ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΉ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ, ΤΗΝ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΠΛΕΥΣΗΣ

Οι ελάχιστες απαιτήσεις για τα προσόντα του πληρώματος καταστρώματος που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα νοούνται κατά αύξουσα σειρά προσόντων, με την εξαίρεση των προσόντων των ναυτοπαίδων και των μαθητευομένων, που θεωρούνται ως ιδίου επιπέδου.

1.   Προσόντα του πληρώματος καταστρώματος στην κατώτερη βαθμίδα

1.1.   Ελάχιστες απαιτήσεις για την πιστοποίηση ως ναυτόπαιδα

Οι αιτούντες τη χορήγηση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων:

είναι τουλάχιστον 16 ετών,

έχουν ολοκληρώσει βασική εκπαίδευση σε θέματα ασφαλείας σύμφωνα με τις εθνικές απαιτήσεις.

1.2.   Ελάχιστες απαιτήσεις για την πιστοποίηση ως μαθητευόμενου

Οι αιτούντες τη χορήγηση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων:

είναι τουλάχιστον 15 ετών,

έχουν υπογράψει συμφωνία μαθητείας που προβλέπει εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης όπως αναφέρεται στο άρθρο 19.

2.   Προσόντα του πληρώματος καταστρώματος σε λειτουργικό επίπεδο

2.1.   Ελάχιστες απαιτήσεις για την πιστοποίηση ως ναύτη

Οι αιτούντες τη χορήγηση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων:

α)

είναι τουλάχιστον 17 ετών,

έχουν ολοκληρώσει εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 19, που έχει διάρκεια τουλάχιστον δύο ετών, και πληροί τα πρότυπα επάρκειας για το λειτουργικό επίπεδο που ορίζονται στο παράρτημα II,

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 90 ημερών στο πλαίσιο του εν λόγω εγκεκριμένου προγράμματος κατάρτισης·

ή

β)

είναι τουλάχιστον 18 ετών,

έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς αξιολόγηση επάρκειας από διοικητική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 18, ώστε να επαληθευτεί ότι πληρούνται τα πρότυπα επάρκειας για το λειτουργικό επίπεδο που ορίζονται στο παράρτημα II·

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 360 ημερών ή έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 180 ημερών σε περίπτωση που ο αιτών μπορεί, επιπλέον, να αποδείξει επαγγελματική προϋπηρεσία τουλάχιστον 250 ημερών που ο αιτών απέκτησε σε ποντοπόρο πλοίο ως μέλος του πληρώματος καταστρώματος,

ή

γ)

έχουν επαγγελματική προϋπηρεσία τουλάχιστον πέντε ετών πριν από την εγγραφή σε εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης, ή τουλάχιστον 500 ημερών επαγγελματική προϋπηρεσία σε ένα ποντοπόρο πλοίο ως μέλος του πληρώματος καταστρώματος πριν από την εγγραφή σε εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης ή έχουν ολοκληρώσει κάποιο πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, πριν από την εγγραφή σε εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης,

έχουν ολοκληρώσει εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης του άρθρου 19 που έχει διάρκεια τουλάχιστον εννέα μηνών, και πληροί τα πρότυπα επάρκειας για το λειτουργικό επίπεδο που ορίζονται στο παράρτημα II,

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 90 ημερών στο πλαίσιο του εν λόγω εγκεκριμένου προγράμματος κατάρτισης.

2.2.   Ελάχιστες απαιτήσεις για την πιστοποίηση ως ειδικευμένου ναύτη

Οι αιτούντες τη χορήγηση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων:

α)

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 180 ημερών ενώ διαθέτουν ήδη πιστοποιητικό ναύτη,

ή

β)

έχουν ολοκληρώσει εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης σύμφωνα με το άρθρο 19, που έχει διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών και πληροί τα πρότυπα επάρκειας για το λειτουργικό επίπεδο που ορίζονται στο παράρτημα II,

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 270 ημερών στο πλαίσιο του εν λόγω εγκεκριμένου προγράμματος κατάρτισης.

2.3.   Ελάχιστες απαιτήσεις για την πιστοποίηση ως πηδαλιούχου

Οι αιτούντες τη χορήγηση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων:

α)

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 180 ημερών ενώ διαθέτουν ήδη πιστοποιητικό ειδικευμένου ναύτη,

διαθέτουν πιστοποιητικό χειριστή ασυρμάτου,

ή

β)

έχουν ολοκληρώσει εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 που έχει διάρκεια τουλάχιστον τρία έτη, και πληροί τα πρότυπα επάρκειας για το λειτουργικό επίπεδο που ορίζονται στο παράρτημα II,

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 360 ημερών στο πλαίσιο του εν λόγω εγκεκριμένου προγράμματος κατάρτισης,

διαθέτουν πιστοποιητικό χειριστή ασυρμάτου,

ή

γ)

έχουν τουλάχιστον 500 ημέρες επαγγελματικής πείρας ως πλοίαρχοι,

έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς αξιολόγηση επάρκειας από διοικητική αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 18, προκειμένου να επαληθευτεί ότι πληρούνται τα πρότυπα επάρκειας για το λειτουργικό επίπεδο που ορίζονται στο παράρτημα II,

διαθέτουν πιστοποιητικό χειριστή ασυρμάτου.

3.   Προσόντα του πληρώματος καταστρώματος σε διαχειριστικό επίπεδο

3.1.   Ελάχιστες απαιτήσεις για την πιστοποίηση ως κυβερνήτη

Οι αιτούντες τη χορήγηση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων:

α)

είναι τουλάχιστον 18 ετών,

έχουν ολοκληρώσει εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 που έχει διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών, και πληροί τα πρότυπα επάρκειας για το διαχειριστικό επίπεδο που ορίζονται στο παράρτημα II,

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 360 ημερών, στο πλαίσιο του εν λόγω εγκεκριμένου προγράμματος κατάρτισης ή μετά την ολοκλήρωσή του,

διαθέτουν πιστοποιητικό χειριστή ασυρμάτου,

ή

β)

είναι τουλάχιστον 18 ετών,

διαθέτουν ενωσιακό πιστοποιητικό προσόντων πηδαλιούχου ή πιστοποιητικό πηδαλιούχου που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3,

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 180 ημερών,

έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς αξιολόγηση επάρκειας από διοικητική αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 18, προκειμένου να επαληθευτεί ότι πληρούνται τα πρότυπα επάρκειας για το διαχειριστικό επίπεδο που καθορίζονται στο παράρτημα II,

διαθέτουν πιστοποιητικό χειριστή ασυρμάτου,

ή

γ)

είναι τουλάχιστον 18 ετών,

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 540 ημερών ή έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 180 ημερών σε περίπτωση που ο αιτών μπορεί, επιπλέον, να αποδείξει επαγγελματική προϋπηρεσία τουλάχιστον 500 ημερών σε ποντοπόρο πλοίο ως μέλος του πληρώματος καταστρώματος,

έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς αξιολόγηση επάρκειας από διοικητική αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 18, προκειμένου να επαληθευτεί ότι πληρούνται τα πρότυπα επάρκειας για το διαχειριστικό επίπεδο που καθορίζονται στο παράρτημα II,

διαθέτουν πιστοποιητικό χειριστή ασυρμάτου,

ή

δ)

έχουν επαγγελματική προϋπηρεσία τουλάχιστον πέντε ετών πριν από την εγγραφή σε εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης, ή έχουν τουλάχιστον 500 ημέρες επαγγελματική προϋπηρεσία σε ποντοπόρο πλοίο ως μέλη του πληρώματος καταστρώματος πριν από την εγγραφή σε εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης ή έχουν ολοκληρώσει κάποιο πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών πριν από την εγγραφή σε εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης,

έχουν ολοκληρώσει εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 που έχει διάρκεια τουλάχιστον ενάμισι έτους, και πληροί τα πρότυπα επάρκειας για το διαχειριστικό επίπεδο που ορίζονται στο παράρτημα II,

έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 180 ημερών, που αποκτήθηκε στο πλαίσιο του εν λόγω εγκεκριμένου προγράμματος κατάρτισης και χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 180 ημερών μετά την ολοκλήρωση του εν λόγω προγράμματος,

διαθέτουν πιστοποιητικό χειριστή ασυρμάτου.

3.2.   Ελάχιστες απαιτήσεις για τις ειδικές άδειες όσον αφορά τα ενωσιακά πιστοποιητικά επαγγελματικών προσόντων ως κυβερνήτη

3.2.1.   Πλωτές οδοί με θαλάσσιο χαρακτήρα

Οι αιτούντες:

πληρούν τα πρότυπα επάρκειας για ναυσιπλοΐα σε πλωτές οδούς με θαλάσσιο χαρακτήρα που καθορίζονται στο παράρτημα II.

3.2.2.   Συσκευές ραντάρ

Οι αιτούντες:

πληρούν τα πρότυπα επάρκειας για ναυσιπλοΐα με τη βοήθεια ραντάρ που καθορίζονται στο παράρτημα II.

3.2.3.   Υγροποιημένο φυσικό αέριο

Οι αιτούντες:

διαθέτουν ενωσιακό πιστοποιητικό επαγγελματικών προσόντων για εμπειρογνώμονα στη χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) που προβλέπεται στο τμήμα 4.2.

3.2.4.   Μεγάλες νηοπομπές

Οι αιτούντες έχουν σωρεύσει χρόνο πλεύσης τουλάχιστον 720 ημερών, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 540 ημερών ενώ διαθέτουν ήδη πιστοποιητικό κυβερνήτη σκάφους και 180 τουλάχιστον ημερών στη διακυβέρνηση μεγάλων νηοπομπών.

4.   Επαγγελματικά προσόντα για ειδικές εργασίες

4.1.   Ελάχιστες απαιτήσεις για την πιστοποίηση εμπειρογνώμονα επιβατηγού ναυτιλίας

 

Οι αιτούντες για τον αρχικό βαθμό ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων εμπειρογνώμονα επιβατηγού ναυτιλίας:

είναι τουλάχιστον 18 ετών,

πληρούν τα πρότυπα επάρκειας για εμπειρογνώμονες επιβατηγού ναυτιλίας που καθορίζονται στο παράρτημα II.

 

Οι αιτούντες ανανέωση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων ως εμπειρογνώμονα επιβατηγού ναυτιλίας:

ολοκληρώνουν επιτυχώς νέα διοικητική εξέταση ή ολοκληρώνουν νέο εγκεκριμένο πρόγραμμα κατάρτισης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2.

4.2.   Ελάχιστες απαιτήσεις για την πιστοποίηση εμπειρογνώμονα στη χρήση ΥΦΑ

 

Οι αιτούντες για τον αρχικό βαθμό ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων ως εμπειρογνώμονα στη χρήση ΥΦΑ:

είναι τουλάχιστον 18 ετών,

πληρούν τα πρότυπα επάρκειας για εμπειρογνώμονες στη χρήση ΥΦΑ που καθορίζονται στο παράρτημα II.

 

Οι αιτούντες ανανέωση ενωσιακού πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων ως εμπειρογνώμονα στη χρήση ΥΦΑ:

α)

έχουν σωρεύσει τον ακόλουθο χρόνο πλεύσης επί σκάφους που χρησιμοποιεί ΥΦΑ ως καύσιμο:

τουλάχιστον 180 ημέρες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πέντε ετών, ή

τουλάχιστον 90 ημέρες κατά τη διάρκεια του προηγουμένου έτους·

ή

β)

πληρούν τα πρότυπα επάρκειας για εμπειρογνώμονες στη χρήση ΥΦΑ που καθορίζονται στο παράρτημα II.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

1.   Ουσιώδεις απαιτήσεις επάρκειας σε λειτουργικό επίπεδο

1.1.   Ναυσιπλοΐα

Οι ναύτες βοηθούν στη διαχείριση του σκάφους κατά τους ελιγμούς και τους χειρισμούς τους σκάφους στις εσωτερικές πλωτές οδούς. Είναι σε θέση να ασκούν αυτά τα καθήκοντα σε όλους τους τύπους πλωτών οδών και σε όλους τους τύπους λιμένων. Συγκεκριμένα, οι ναύτες είναι σε θέση:

να βοηθούν στην προετοιμασία του σκάφους για πλεύση, προκειμένου να διασφαλίζεται ασφαλές ταξίδι σε όλες τις περιστάσεις,

να βοηθούν στην πρόσδεση και στην αγκυροβόληση,

να βοηθούν κατά την πλεύση και τους ελιγμούς του σκάφους με ασφαλή από ναυτική άποψη και οικονομικό τρόπο.

1.2.   Λειτουργία των σκαφών

Οι ναύτες είναι σε θέση:

να βοηθούν στη διαχείριση του σκάφους, ελέγχοντας τη λειτουργία του και μεριμνώντας για τα άτομα που βρίσκονται επ’ αυτού,

να χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό του σκάφους.

1.3.   Φορτοεκφόρτωση, στοιβασία και μεταφορά επιβατών

Οι ναύτες είναι σε θέση:

να βοηθούν στη διαχείριση του σκάφους κατά την προετοιμασία, τη στοιβασία και την παρακολούθηση του φορτίου κατά τη διάρκεια εργασιών φόρτωσης και εκφόρτωσης,

να βοηθούν στη διαχείριση του πλοίου παρέχοντας υπηρεσίες στους επιβάτες,

να παρέχουν άμεση συνδρομή στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα σύμφωνα με τις απαιτήσεις κατάρτισης και τις οδηγίες του παραρτήματος IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1).

1.4.   Ναυτική μηχανολογία και ηλεκτρολογία, ηλεκτρονική και μηχανολογία ελέγχου

Οι ναύτες είναι σε θέση:

να βοηθούν στη διαχείριση του σκάφους όσον αφορά τη ναυτική μηχανολογία, την ηλεκτρολογία, την ηλεκτρονική και τη μηχανολογία ελέγχου ώστε να διασφαλίζεται γενική τεχνική ασφάλεια,

να εκτελούν εργασίες συντήρησης στον ναυτικό μηχανολογικό και στον ηλεκτρολογικό, ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τον μηχανολογικό εξοπλισμό ελέγχου ώστε να διασφαλίζεται γενική τεχνική ασφάλεια.

1.5.   Συντήρηση και επισκευή

Οι ναύτες είναι σε θέση:

να βοηθούν στη διαχείριση του σκάφους όσον αφορά τη συντήρηση και επισκευή του σκάφους καθώς και των συσκευών και του εξοπλισμού του.

1.6.   Επικοινωνία

Οι ναύτες είναι σε θέση:

να επικοινωνούν γενικά και με επαγγελματισμό, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας χρήσης τυποποιημένων φράσεων επικοινωνίας σε καταστάσεις με προβλήματα επικοινωνίας,

να είναι κοινωνικοί.

1.7.   Υγεία και ασφάλεια και προστασία του περιβάλλοντος

Οι ναύτες είναι σε θέση:

να τηρούν τους κανόνες ασφαλούς εργασίας και να κατανοούν τη σημασία των κανόνων για την υγεία και την ασφάλεια και τη σημασία του περιβάλλοντος,

να αναγνωρίζουν τη σημασία της κατάρτισης σε θέματα ασφαλείας επί του σκάφους και να ενεργούν άμεσα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης,

να λαμβάνουν προφυλάξεις για την πρόληψη πυρκαγιάς και να χρησιμοποιούν ορθά τον εξοπλισμό πυρόσβεσης,

να εκτελούν καθήκοντα, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος.

2.   Ουσιώδεις απαιτήσεις επάρκειας για ικανότητες σε διαχειριστικό επίπεδο

2.0.   Εποπτεία

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να δίνουν οδηγίες και να ελέγχουν την εκτέλεση όλων των καθηκόντων τα οποία ασκούνται από άλλα μέλη του πληρώματος καταστρώματος, σύμφωνα με το τμήμα 1 του παρόντος παραρτήματος, πράγμα που συνεπάγεται κατάλληλες ικανότητες για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων.

2.1.   Ναυσιπλοΐα

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να σχεδιάζουν μια διαδρομή και να κυβερνούν το σκάφος σε εσωτερικές πλωτές οδούς, και να έχουν μεταξύ άλλων την ικανότητα να επιλέγουν την πιο λογική, οικονομική και οικολογική διαδρομή πλεύσης για να φτάσουν στον προορισμό φόρτωσης και εκφόρτωσης, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχύοντες κανονισμούς κυκλοφορίας και το εγκεκριμένο σύνολο κανόνων που εφαρμόζονται στην εσωτερική ναυσιπλοΐα,

να εφαρμόζουν τις γνώσεις σχετικά με τους κανόνες που ισχύουν για την επάνδρωση του σκάφους, συμπεριλαμβανομένων των γνώσεων σχετικά με τον χρόνο ανάπαυσης και τη σύνθεση των μελών του πληρώματος καταστρώματος,

να πλέουν και να πραγματοποιούν ελιγμούς, διασφαλίζοντας την ασφαλή λειτουργία του σκάφους υπό όλες τις συνθήκες στις εσωτερικές πλωτές οδούς, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις που συνεπάγονται υψηλή πυκνότητα κυκλοφορίας ή όπου άλλα σκάφη μεταφέρουν επικίνδυνα εμπορεύματα, και προϋποθέτουν βασικές γνώσεις σχετικά με την Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη διεθνή μεταφορά επικινδύνων εμπορευμάτων μέσω εσωτερικών πλωτών οδών (ADN),

να ανταποκρίνονται σε καταστάσεις ναυσιπλοΐας έκτακτης ανάγκης σε εσωτερικές πλωτές οδούς.

2.2.   Λειτουργία των σκαφών

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να εφαρμόζουν τις γνώσεις περί ναυπηγικών και κατασκευαστικών μεθόδων σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας κατά τον χειρισμό διαφόρων τύπων σκαφών και να έχουν βασικές γνώσεις σχετικά με τις τεχνικές απαιτήσεις όσον αφορά τα σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας, όπως ορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/1629 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

να ελέγχουν και να παρακολουθούν τον υποχρεωτικό εξοπλισμό, όπως αναφέρεται στο ισχύον πιστοποιητικό του σκάφους.

2.3.   Φορτοεκφόρτωση, στοιβασία και μεταφορά επιβατών

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να σχεδιάζουν και να διασφαλίζουν την ασφαλή φόρτωση, στοιβασία, πρόσδεση, εκφόρτωση και φροντίδα των φορτίων κατά τη διάρκεια του ταξιδίου,

να σχεδιάζουν και να διασφαλίζουν την ευστάθεια του σκάφους,

να σχεδιάζουν και να διασφαλίζουν την ασφαλή μεταφορά και φροντίδα των επιβατών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, συμπεριλαμβανομένης της παροχής άμεσης συνδρομής στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα σύμφωνα με τις απαιτήσεις κατάρτισης και τις οδηγίες του παραρτήματος IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1177/2010.

2.4.   Ναυτική μηχανολογία και ηλεκτρολογία, ηλεκτρονική και μηχανολογία ελέγχου

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να σχεδιάζουν τη ροή εργασιών της ναυτικής μηχανολογίας, καθώς και της ηλεκτρολογίας, της ηλεκτρονικής και της μηχανολογίας ελέγχου,

να παρακολουθούν τις κύριες μηχανές και τα βοηθητικά μηχανήματα και εξοπλισμό,

να σχεδιάζουν και να δίνουν οδηγίες σε σχέση με την αντλία και το σύστημα ελέγχου της αντλίας του σκάφους,

να οργανώνουν την ασφαλή χρήση και την εφαρμογή, τη συντήρηση και την επιδιόρθωση των ηλεκτροτεχνικών διατάξεων του σκάφους,

να ελέγχουν την ασφαλή συντήρηση και επισκευή των τεχνικών διατάξεων.

2.5.   Συντήρηση και επισκευή

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να οργανώνουν την ασφαλή συντήρηση και επισκευή του σκάφους και του εξοπλισμού του.

2.6.   Επικοινωνία

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να ασκούν τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, να είναι κοινωνικά υπεύθυνοι, και να μεριμνούν για την οργάνωση της ροής των εργασιών και την κατάρτιση επί του σκάφους,

να διασφαλίζουν την καλή επικοινωνία ανά πάσα στιγμή, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης τυποποιημένων φράσεων επικοινωνίας σε καταστάσεις με προβλήματα επικοινωνίας,

να καλλιεργούν ισορροπημένο και κοινωνικό περιβάλλον εργασίας επί του σκάφους.

2.7.   Υγεία και ασφάλεια, δικαιώματα των επιβατών και προστασία του περιβάλλοντος

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να παρακολουθούν τις ισχύουσες νομικές απαιτήσεις και να λαμβάνουν μέτρα που να διαφυλάσσουν την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής,

να διατηρούν την ασφάλεια και την προστασία των προσώπων που βρίσκονται επί του σκάφους, συμπεριλαμβανομένης της παροχής άμεσης συνδρομής στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα σύμφωνα με τις απαιτήσεις κατάρτισης και τις οδηγίες του παραρτήματος IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1177/2010,

να καταρτίζουν σχέδια έκτακτης ανάγκης και ελέγχου των βλαβών και να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης,

να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.

3.   Ουσιώδεις απαιτήσεις επάρκειας για τη χορήγηση ειδικών αδειών

3.1.   Ναυσιπλοΐα σε εσωτερικές πλωτές οδούς θαλάσσιου χαρακτήρα

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να εργάζονται με ενημερωμένα διαγράμματα και χάρτες, ανακοινώσεις προς πλοιάρχους και ναυτικούς και άλλες δημοσιεύσεις που αφορούν ειδικά τις πλωτές οδούς με θαλάσσιο χαρακτήρα,

να χρησιμοποιούν τα παλιρροϊκά δεδομένα, παλιρροϊκά ρεύματα, περιόδους και κύκλους, τον χρόνο των παλιρροϊκών ρευμάτων και παλιρροιών και τις διαφοροποιήσεις στα σημεία των εκβολών ποταμού,

να χρησιμοποιούν, για την ασφαλή ναυσιπλοΐα σε πλωτές οδούς με θαλάσσιο χαρακτήρα, το σύστημα SIGNI (Signalisation de voies de Navigation Intérieure) και το σύστημα IALA (International Association of Marine AIDS to Navigation and Lighthouse Authorities).

3.2.   Ναυσιπλοΐα με ραντάρ

Οι κυβερνήτες είναι σε θέση:

να λαμβάνουν πριν από τον απόπλου τα κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τη ναυσιπλοΐα με ραντάρ,

να κατανοούν τη συσκευή απεικόνισης του ραντάρ και να αναλύουν τις πληροφορίες που παρέχει το ραντάρ,

να μειώνουν τις παρεμβολές διαφόρων προελεύσεων,

να κυβερνούν το πλοίο με ραντάρ λαμβάνοντας υπόψη το εγκεκριμένο σύνολο κανόνων που εφαρμόζονται στην εσωτερική ναυσιπλοΐα σύμφωνα με τους κανονισμούς που προσδιορίζουν τις απαιτήσεις για ναυσιπλοΐα με ραντάρ (όπως απαιτήσεις επάνδρωσης ή τεχνικές απαιτήσεις για πλοία),

να αντιμετωπίζουν ειδικές περιστάσεις, όπως πυκνή κυκλοφορία, βλάβη των συσκευών, επικίνδυνες καταστάσεις.

4.   Ουσιώδεις απαιτήσεις επάρκειας για ειδικές εργασίες

4.1.   Εμπειρογνώμονες επιβατηγού ναυτιλίας

Οι αιτούντες είναι σε θέση:

να οργανώνουν τη χρήση του σωσίβιου εξοπλισμού επί επιβατηγών πλοίων,

να εφαρμόζουν οδηγίες ασφαλείας και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προστασίας των επιβατών εν γένει, ιδίως σε περίπτωση έκτακτων καταστάσεων (π.χ. εκκένωσης, βλάβης, σύγκρουσης, προσάραξης, πυρκαγιάς, έκρηξης και άλλων καταστάσεων πανικού), συμπεριλαμβανομένης της παροχής άμεσης συνδρομής στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα σύμφωνα με τις απαιτήσεις κατάρτισης και τις οδηγίες του παραρτήματος IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1177/2010,

να επικοινωνούν στοιχειωδώς στα αγγλικά,

να πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1177/2010.

4.2.   Εμπειρογνώμονες στη χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ)

Οι αιτούντες είναι σε θέση:

να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τη νομοθεσία και τα πρότυπα που ισχύουν για τα σκάφη που χρησιμοποιούν ΥΦΑ ως καύσιμο, καθώς και προς άλλες σχετικές διατάξεις για την υγεία και την ασφάλεια,

να γνωρίζουν τις ιδιαίτερες επισημάνσεις που σχετίζονται με το ΥΦΑ, να αναγνωρίζουν τους κινδύνους και να τους διαχειρίζονται,

να χειρίζονται τα συστήματα που αφορούν ειδικά το ΥΦΑ με ασφαλή τρόπο,

να εξασφαλίζουν τον τακτικό έλεγχο του συστήματος ΥΦΑ,

να γνωρίζουν τον τρόπο εκτέλεσης των εργασιών ανεφοδιασμού με ΥΦΑ με ασφαλή και ελεγχόμενο τρόπο,

να προετοιμάζουν το σύστημα ΥΦΑ για τη συντήρηση του σκάφους,

να διαχειρίζονται τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που σχετίζονται με το ΥΦΑ.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 1).

(2)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1629 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, σχετικά με τη θέσπιση τεχνικών προδιαγραφών για τα πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας, την τροποποίηση της οδηγίας 2009/100/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2006/87/ΕΚ (ΕΕ L 252 της 16.9.2016, σ. 118).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Η καλή κατάσταση της υγείας, η οποία περιλαμβάνει την καλή σωματική και ψυχική υγεία, σημαίνει ότι το πρόσωπο δεν πάσχει από ασθένειες ή αναπηρίες που έχουν ως συνέπεια κατά την υπηρεσία του στο σκάφος:

να αδυνατεί να εκτελεί τις ενέργειες που είναι αναγκαίες για τον χειρισμό του σκάφους,

να αδυνατεί να εκτελεί ανά πάσα στιγμή τα καθήκοντα που του ανατίθενται, ή

να μην έχει σωστή αντίληψη του περιβάλλοντός του.

Η εξέταση καλύπτει ιδίως την οξύτητα οράσεως και ακοής, τις κινητικές λειτουργίες, τη νευροψυχιατρική κατάσταση και τις καρδιαγγειακές παθήσεις.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Πίνακας Α

Αντικείμενο, άρθρο

Απαιτήσεις συμμόρφωσης

Έναρξη εφαρμογής

Πρακτικές εξετάσεις, άρθρο 17 παράγραφος 4

[CESNI …]

[___]

Έγκριση προσομοιωτών, άρθρο 21 παράγραφος 2

 

 

Χαρακτηριστικά και όροι χρήσης των μητρώων, άρθρο 25 παράγραφος 2

 

 


Πίνακας Β

Στοιχείο

Ουσιώδης απαίτηση επάρκειας

Απαιτήσεις συμμόρφωσης

Έναρξη εφαρμογής

1

Ουσιώδεις απαιτήσεις επάρκειας σε λειτουργικό επίπεδο

[CESNI …]

[___]

2

Ουσιώδεις απαιτήσεις επάρκειας για ικανότητες σε διαχειριστικό επίπεδο

3

Ουσιώδεις απαιτήσεις επάρκειας για τη χορήγηση ειδικών αδειών

 

 

3.1

Ναυσιπλοΐα σε πλωτές οδούς θαλάσσιου χαρακτήρα

 

 

3.2

Ναυσιπλοΐα με ραντάρ

 

 

4

Ουσιώδεις απαιτήσεις επάρκειας για ειδικές εργασίες

 

 

4.1

Εμπειρογνώμονες επιβατηγού ναυτιλίας

 

 

4.2

Εμπειρογνώμονες στη χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ)

 

 


Πίνακας Γ

Ουσιώδεις απαιτήσεις σχετικά με την καλή κατάσταση της υγείας

Απαιτήσεις συμμόρφωσης

Έναρξη εφαρμογής

Εξέταση της καλής κατάστασης της υγείας

[CESNI …]

[___]


27.12.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345/87


ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2017/2398ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2017

για την τροποποίηση της οδηγίας 2004/37/ΕΚ σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 153 παράγραφος 2 στοιχείο β), σε συνδυασμό με το άρθρο 153 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) στοχεύει στην προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους λόγω έκθεσης σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες στον χώρο εργασίας. Στην εν λόγω οδηγία προβλέπεται ένα συνεκτικό επίπεδο προστασίας από τους κινδύνους που συνδέονται με καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες με βάση ένα πλαίσιο γενικών αρχών, προκειμένου τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τη συνεπή εφαρμογή των ελάχιστων απαιτήσεων. Οι δεσμευτικές οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης που καθορίζονται βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, της οικονομικής εφικτότητας, μιας ενδελεχούς αξιολόγησης του κοινωνικοοικονομικού αντίκτυπου και της διαθεσιμότητας πρωτοκόλλων και τεχνικών μέτρησης της έκθεσης στον χώρο εργασίας, αποτελούν σημαντικές συνιστώσες των γενικών ρυθμίσεων για την προστασία των εργαζομένων που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία. Οι ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία αποσκοπούν στο να προστατεύσουν τους εργαζομένους σε ενωσιακό επίπεδο. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν αυστηρότερες δεσμευτικές οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης.

(2)

Οι οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης αποτελούν μέρος της διαχείρισης των κινδύνων σύμφωνα με την οδηγία 2004/37/ΕΚ. Η συμμόρφωση προς τις οριακές αυτές τιμές δεν θίγει τις λοιπές υποχρεώσεις των εργοδοτών βάσει της εν λόγω οδηγίας, ιδίως τη μείωση των καρκινογόνων και μεταλλαξιογόνων παραγόντων στον χώρο εργασίας, την πρόληψη ή τη μείωση της έκθεσης των εργαζομένων σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες και τα μέτρα που θα πρέπει να υλοποιηθούν προς τον σκοπό αυτόν. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν, στον βαθμό που είναι τεχνικά εφικτό, την αντικατάσταση του καρκινογόνου ή μεταλλαξιογόνου παράγοντα από ουσία, μείγμα ή διαδικασία που δεν είναι επικίνδυνη ή είναι λιγότερο επικίνδυνη για την υγεία των εργαζομένων, τη χρήση κλειστού συστήματος ή άλλα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση του επιπέδου έκθεσης των εργαζομένων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της προφύλαξης όταν υπάρχουν αβεβαιότητες.

(3)

Για τους περισσότερους καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες, δεν είναι επιστημονικά εφικτό να προσδιοριστούν επίπεδα κάτω των οποίων η έκθεση δεν θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις. Παρότι ο καθορισμός των οριακών τιμών για τον χώρο εργασίας όσον αφορά τους καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία δεν εξαλείφει πλήρως τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων λόγω της έκθεσης στον χώρο εργασίας (υπολειπόμενος κίνδυνος), συμβάλλει ωστόσο σε σημαντική μείωση των κινδύνων που προκύπτουν από την έκθεση αυτή στο πλαίσιο της σταδιακής και στοχοθετημένης προσέγγισης δυνάμει της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Για άλλους καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες, είναι επιστημονικά εφικτό να προσδιοριστούν επίπεδα κάτω των οποίων η έκθεση δεν αναμένεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις.

(4)

Τα μέγιστα επίπεδα έκθεσης των εργαζομένων σε ορισμένους καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες καθορίζονται με τιμές οι οποίες, σύμφωνα με την οδηγία 2004/37/ΕΚ, δεν πρέπει να υπερβαίνονται. Οι εν λόγω οριακές τιμές θα πρέπει να αναθεωρούνται και να καθορίζονται οριακές τιμές για επιπρόσθετους καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες.

(5)

Βάσει των εκθέσεων εφαρμογής που υποβάλλουν τα κράτη μέλη ανά πενταετία σύμφωνα με το άρθρο 17α της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου (4), η Επιτροπή οφείλει να αξιολογεί την εφαρμογή του νομικού πλαισίου για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, περιλαμβανομένης της οδηγίας 2004/37/ΕΚ, και, όπου απαιτείται, να ενημερώνει τα αρμόδια θεσμικά όργανα και τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ασφάλεια και την Υγεία στο Χώρο Εργασίας (ACSH) σχετικά με πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της λειτουργίας του εν λόγω πλαισίου, περιλαμβανομένων, όπου απαιτείται, των ενδεδειγμένων νομοθετικών προτάσεων.

(6)

Οι οριακές τιμές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να αναθεωρούνται όταν είναι απαραίτητο υπό το φως των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων νέων επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων και τεκμηριωμένων βέλτιστων πρακτικών, τεχνικών και πρωτοκόλλων για τη μέτρηση του επιπέδου έκθεσης στον χώρο εργασίας. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει, αν είναι δυνατόν, να περιλαμβάνουν δεδομένα για τον υπολειπόμενο κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και γνωμοδοτήσεις της Επιστημονικής Επιτροπής για τα Όρια Επαγγελματικής Έκθεσης (SCOEL) και της ACSH. Πληροφορίες σχετικά με τον υπολειπόμενο κίνδυνο, οι οποίες διατίθενται δημοσίως σε ενωσιακό επίπεδο, είναι πολύτιμες για τις μελλοντικές εργασίες προκειμένου να περιορίζονται οι κίνδυνοι από την επαγγελματική έκθεση σε καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες, μεταξύ άλλων και για τις αναθεωρήσεις των οριακών τιμών που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Η διαφάνεια τέτοιων πληροφοριών θα πρέπει να ενθαρρυνθεί περαιτέρω.

(7)

Λόγω της έλλειψης συνεκτικών δεδομένων σχετικά με την έκθεση σε ουσίες, είναι αναγκαίο να προστατευθούν οι εργαζόμενοι που εκτίθενται ή κινδυνεύουν να εκτεθούν, επιβάλλοντας σχετική ιατρική παρακολούθηση. Θα πρέπει, επομένως, να είναι δυνατόν η ενδεδειγμένη ιατρική παρακολούθηση εργαζομένων, για τους οποίους τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/37/ΕΚ καταδεικνύουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια, να συνεχίζεται μετά το τέλος της έκθεσης κατόπιν επισήμανσης εκ μέρους του ιατρού ή της αρχής που είναι υπεύθυνοι για την ιατρική παρακολούθηση. Η παρακολούθηση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική των κρατών μελών. Το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/37/ΕΚ θα πρέπει επομένως να τροποποιηθεί ώστε να εξασφαλιστεί τέτοια ιατρική παρακολούθηση για όλους τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους.

(8)

Τα κράτη μέλη είναι αναγκαίο να συλλέγουν κατάλληλα και συνεκτικά στοιχεία από τους εργοδότες για να εξασφαλίζονται η ασφάλεια και η κατάλληλη περίθαλψη των εργαζομένων. Τα κράτη μέλη οφείλουν να παρέχουν στην Επιτροπή πληροφορίες για τους σκοπούς των εκθέσεων που υποβάλλει σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Η Επιτροπή στηρίζει ήδη βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων στα κράτη μέλη και θα πρέπει να προτείνει, κατά περίπτωση, περαιτέρω βελτιώσεις της συλλογής δεδομένων που απαιτούνται βάσει της οδηγίας 2004/37/ΕΚ.

(9)

Η οδηγία 2004/37/ΕΚ επιβάλλει στους εργοδότες να χρησιμοποιούν τις υφιστάμενες κατάλληλες διαδικασίες για τη μέτρηση των επιπέδων έκθεσης σε καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες στον χώρο εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η SCOEL σημειώνει στις συστάσεις της ότι είναι εφικτό να παρακολουθείται η έκθεση σε οποιαδήποτε συνιστώμενη επαγγελματική οριακή τιμή έκθεσης και σε βιολογικές οριακές τιμές. Η βελτίωση της ισοδυναμίας των μεθοδολογιών για τη μέτρηση της συγκέντρωσης καρκινογόνων και μεταλλαξιογόνων παραγόντων στον αέρα σε σχέση με τις οριακές τιμές που καθορίζει η οδηγία 2004/37/ΕΚ είναι σημαντική προκειμένου να ενισχυθούν οι υποχρεώσεις που προβλέπονται σε αυτήν και να εξασφαλιστεί παρόμοια και υψηλού επιπέδου προστασία της υγείας των εργαζομένων και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού σε όλη την Ένωση.

(10)

Οι τροποποιήσεις του παραρτήματος III της οδηγίας 2004/37/ΕΚ που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία αποτελούν τα πρώτα βήματα σε μια πιο μακροπρόθεσμη διαδικασία επικαιροποίησής της. Ως επόμενο βήμα της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για τον καθορισμό οριακών τιμών και της σημείωσης «δέρμα» όσον αφορά επτά επιπρόσθετους καρκινογόνους παράγοντες. Επιπλέον, η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της τής 10ης Ιανουαρίου 2017 με τίτλο «Ασφαλέστερη και υγιέστερη εργασία για όλους - Εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας και της πολιτικής της ΕΕ για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία», ανακοίνωσε ότι θα υπάρχουν περαιτέρω τροποποιήσεις στην οδηγία 2004/37/ΕΚ. Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεχίσει σε συνεχή βάση τις εργασίες της σχετικά με τις επικαιροποιήσεις του παραρτήματος III της οδηγίας 2004/37/ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 16 αυτής και την καθιερωμένη πρακτική. Το εν λόγω έργο θα πρέπει να οδηγήσει, όπου ενδείκνυται, σε προτάσεις για μελλοντικές αναθεωρήσεις των οριακών τιμών που καθορίζονται στην οδηγία 2004/37/ΕΚ και στην παρούσα οδηγία, καθώς και σε προτάσεις για πρόσθετες οριακές τιμές.

(11)

Είναι αναγκαίο να εξετάζονται άλλες οδοί απορρόφησης όλων των καρκινογόνων και μεταλλαξιογόνων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διείσδυσης μέσω του δέρματος, ώστε να εξασφαλίζεται το καλύτερο δυνατό επίπεδο προστασίας.

(12)

Η SCOEL επικουρεί την Επιτροπή, ιδίως στον εντοπισμό, την αξιολόγηση και τη λεπτομερή ανάλυση των πλέον πρόσφατων διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, καθώς και στην εισήγηση των ορίων επαγγελματικής έκθεσης για την προστασία των εργαζομένων από χημικούς κινδύνους, που θα θεσπιστούν σε ενωσιακό επίπεδο σύμφωνα με την οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου (5) και την οδηγία 2004/37/ΕΚ. Σε ό,τι αφορά τους χημικούς παράγοντες o-τολουϊδίνη και 2-νιτροπροπάνιο, δεν υπήρχαν συστάσεις της SCOEL το 2016 και επομένως έχουν εξεταστεί άλλες πηγές αρκούντως αξιόπιστων και δημοσίως διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων.

(13)

Θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι οριακές τιμές για το μονομερές βινυλοχλωρίδιο και τις σκόνες σκληρών ξύλων που καθορίζονται στο παράρτημα III της οδηγίας 2004/37/ΕΚ με βάση τα νεότερα επιστημονικά και τεχνικά δεδομένα. Η διάκριση μεταξύ σκόνης σκληρού και μαλακού ξύλου θα πρέπει να αξιολογηθεί περαιτέρω όσον αφορά την οριακή τιμή που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα, όπως συνιστά η SCOELκαι ο Διεθνής Οργανισμός Ερευνών για τον Καρκίνο.

(14)

Η μεικτή έκθεση σε περισσότερα από ένα είδη ξύλου είναι πολύ συχνή, γεγονός που περιπλέκει την εκτίμηση της έκθεσης σε διάφορα είδη ξύλου. Η έκθεση σε σκόνη μαλακού και σκληρού ξύλου είναι συχνή στους εργαζομένους στην Ένωση και μπορεί να προκαλέσει αναπνευστικά συμπτώματα και ασθένειες, με σοβαρότερη επίπτωση για την υγεία τον κίνδυνο καρκίνου της ρινός και των παραρρινίων κόλπων. Είναι, επομένως, σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι, όταν σκόνες σκληρού ξύλου αναμειγνύονται με άλλες σκόνες ξύλου, η οριακή τιμή που καθορίζεται στο παράρτημα για τη σκόνη σκληρού ξύλου θα πρέπει να ισχύει για όλες τις σκόνες ξύλου που υπάρχουν στο μείγμα αυτό.

(15)

Ορισμένες ενώσεις χρωμίου (VI) πληρούν τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνων παραγόντων (κατηγορία 1A ή 1Β) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και, επομένως, είναι καρκινογόνοι παράγοντες κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να οριστεί οριακή τιμή για τις ενώσεις χρωμίου (VI) που είναι καρκινογόνοι παράγοντες κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για τις εν λόγω ενώσεις χρωμίου (VI).

(16)

Σε ό,τι αφορά το χρώμιο VI, η οριακή τιμή των 0,005 mg/m3 ενδέχεται να είναι ακατάλληλη και, σε ορισμένους τομείς, δύσκολο να επιτευχθεί βραχυπρόθεσμα. Γι’ αυτό θα πρέπει να εισαχθεί μεταβατική περίοδος κατά την οποία θα εφαρμόζεται η οριακή τιμή των 0,010 mg/m3. Για την ειδική περίπτωση κατά την οποία η εργασιακή δραστηριότητα αφορά εργασία που περιλαμβάνει διεργασίες συγκόλλησης ή κοπής με πλάσμα ή παρόμοιες διεργασίες που παράγουν καπνό, θα πρέπει να εφαρμοστεί οριακή τιμή 0,025 mg/m3 κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, ενώ μετά θα πρέπει να ισχύσει η γενικώς εφαρμοστέα οριακή τιμή των 0,005 mg/m3.

(17)

Ορισμένες πυρίμαχες κεραμικές ίνες πληρούν τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνων παραγόντων (κατηγορία 1Β) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνοι παράγοντες κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να οριστεί οριακή τιμή για τις πυρίμαχες κεραμικές ίνες που είναι καρκινογόνοι παράγοντες κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για τις εν λόγω πυρίμαχες κεραμικές ίνες.

(18)

Υπάρχουν επαρκή στοιχεία που πιστοποιούν την καρκινογόνο δράση της αναπνεύσιμης σκόνης κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, θα πρέπει να θεσπιστεί οριακή τιμή για την αναπνεύσιμη σκόνη κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου. Η αναπνεύσιμη σκόνη κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου που προκύπτει από διεργασία στον χώρο εργασίας δεν υπόκειται σε ταξινόμηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008. Είναι επομένως σκόπιμο να συμπεριληφθεί στο παράρτημα I της οδηγίας 2004/37/ΕΚ η εργασία που συνεπάγεται έκθεση σε αναπνεύσιμη σκόνη κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου, η οποία προκύπτει από διεργασία στον χώρο εργασίας, και να θεσπιστεί οριακή τιμή για την αναπνεύσιμη σκόνη κρυσταλλικού διοξειδίου («αναπνεύσιμο κλάσμα»), η οποία θα πρέπει να υπόκειται σε επανεξέταση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των εργαζομένων που εκτίθενται.

(19)

Οδηγοί και παραδείγματα ορθών πρακτικών που εκπονούνται από την Επιτροπή, τα κράτη μέλη ή τους κοινωνικούς εταίρους ή άλλες πρωτοβουλίες, όπως ο κοινωνικός διάλογος «Συμφωνία με την προστασία της υγείας των εργαζομένων μέσω της ορθής διαχείρισης και χρήσης του κρυσταλλικού πυριτίου και των προϊόντων που το περιέχουν» (NEPSi), αποτελούν πολύτιμα και απαραίτητα εργαλεία για τη συμπλήρωση των κανονιστικών μέτρων και, ειδικότερα, για τη στήριξη της αποτελεσματικής εφαρμογής των οριακών τιμών και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Σε αυτά περιλαμβάνονται μέτρα για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση της έκθεσης, όπως η υποβοηθούμενη από νερό κατακράτηση προκειμένου να αποφεύγεται η συγκέντρωση σκόνης στον αέρα στην περίπτωση αναπνεύσιμης σκόνης κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου.

(20)

Το αιθυλενοξείδιο πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνου παράγοντα (κατηγορία 1B) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνος παράγοντας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να οριστεί οριακή τιμή για τον εν λόγω καρκινογόνο παράγοντα. Για το αιθυλενοξείδιο, η SCOEL επισήμανε το ενδεχόμενο σημαντικής διείσδυσης μέσω του δέρματος. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για το αιθυλενοξείδιο και να αποδοθεί σ’ αυτό ένδειξη μέσω της οποίας θα δηλώνεται το ενδεχόμενο σημαντικής διείσδυσης μέσω του δέρματος.

(21)

Το 1,2-εποξυπροπάνιο πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνου παράγοντα (κατηγορία 1B) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνος παράγοντας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ένα επίπεδο έκθεσης κάτω του οποίου η έκθεση στον εν λόγω καρκινογόνο παράγοντα δεν αναμένεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για το 1,2-εποξυπροπάνιο.

(22)

Το ακρυλαμίδιο πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνου παράγοντα (κατηγορία 1B) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνος παράγοντας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να οριστεί οριακή τιμή για τον εν λόγω καρκινογόνο παράγοντα. Για το ακρυλαμίδιο, η SCOEL έχει επισημάνει το ενδεχόμενο σημαντικής διείσδυσης μέσω του δέρματος. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για το ακρυλαμίδιο και να αποδοθεί σ’ αυτό ένδειξη μέσω της οποίας θα δηλώνεται το ενδεχόμενο σημαντικής διείσδυσης μέσω του δέρματος.

(23)

Το 2-νιτροπροπάνιο πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνου παράγοντα (κατηγορία 1B) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνος παράγοντας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να οριστεί οριακή τιμή για τον εν λόγω καρκινογόνο παράγοντα. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για το 2-νιτροπροπάνιο.

(24)

Η o-τολουϊδίνη πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνου παράγοντα (κατηγορία 1B) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνος παράγοντας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να οριστεί οριακή τιμή για τον εν λόγω καρκινογόνο παράγοντα. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για την ο-τολουϊδίνη και να αποδοθεί σ’ αυτήν ένδειξη μέσω της οποίας θα δηλώνεται το ενδεχόμενο σημαντικής διείσδυσης μέσω του δέρματος.

(25)

Το 1,3-βουταδιένο πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνου παράγοντα (κατηγορία 1A) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνος παράγοντας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να οριστεί οριακή τιμή για τον εν λόγω καρκινογόνο παράγοντα. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για το 1,3-βουταδιένιο.

(26)

Η υδραζίνη πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνου παράγοντα (κατηγορία 1B) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνος παράγοντας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, μπορεί να οριστεί οριακή τιμή για τον εν λόγω καρκινογόνο παράγοντα. Για την υδραζίνη, η SCOEL έχει επισημάνει το ενδεχόμενο σημαντικής διείσδυσης μέσω του δέρματος. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για την υδραζίνη και να αποδοθεί σ’ αυτήν ένδειξη μέσω της οποίας θα δηλώνεται το ενδεχόμενο σημαντικής διείσδυσης μέσω του δέρματος.

(27)

Το βρωμοαιθυλένιο πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνου παράγοντα (κατηγορία 1B) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 και, επομένως, είναι καρκινογόνος παράγοντας κατά την έννοια της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, περιλαμβανομένων των επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων, είναι δυνατόν να οριστεί οριακή τιμή για τον εν λόγω καρκινογόνο παράγοντα. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί οριακή τιμή για το βρωμοαιθυλένιο.

(28)

Η παρούσα οδηγία ενισχύει την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στον χώρο εργασίας τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεταφέρουν την παρούσα οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο. Θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν επαρκή αριθμό εξειδικευμένου προσωπικού και άλλους πόρους αναγκαίους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους που σχετίζονται με την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας από τους εργοδότες θα διευκολυνόταν εάν είχαν καθοδήγηση, ανάλογα με την περίπτωση, ώστε να εντοπίζουν καλύτερους τρόπους για να επιτύχουν συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία.

(29)

Η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη της ACSH. Διενήργησε επίσης διαβούλευση σε δύο στάδια με τους κοινωνικούς εταίρους σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 154 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(30)

Στις γνωμοδοτήσεις της, η ACSH έχει αναφερθεί σε μια περίοδο επανεξέτασης για τις δεσμευτικές οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης για διάφορες ουσίες, όπως η αναπνεύσιμη σκόνη κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου, το ακρυλαμίδιο και το 1,3-βουταδιένιο. Η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τις εν λόγω γνωμοδοτήσεις όταν δίνει προτεραιότητα σε ουσίες για επιστημονική αξιολόγηση.

(31)

Στη γνωμοδότησή της σχετικά με τις πυρίμαχες κεραμικές ίνες, η ACSH συμφώνησε ότι είναι απαραίτητη μια δεσμευτική οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης, αλλά δεν πέτυχε να καταλήξει σε συμβιβασμό για μια τέτοια τιμή. Η Επιτροπή θα πρέπει επομένως να ενθαρρύνει την ACSH να υποβάλει επικαιροποιημένη γνωμοδότηση σχετικά με τις πυρίμαχες κεραμικές ίνες, προκειμένου να επιτευχθεί κοινή θέση σχετικά με την οριακή τιμή για την εν λόγω ουσία, με την επιφύλαξη των μεθόδων εργασίας της ACSH και της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.

(32)

Στον χώρο εργασίας, άνδρες και γυναίκες εκτίθενται συχνά σε μείγματα ουσιών, τα οποία μπορεί να αυξήσουν τους κινδύνους για την υγεία και να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις, μεταξύ άλλων στο αναπαραγωγικό τους σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της μειωμένης γονιμότητας ή της στειρότητας, και να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του εμβρύου και στον θηλασμό. Ουσίες που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή υπόκεινται στα ενωσιακά μέτρα τα οποία προβλέπουν ελάχιστες απαιτήσεις προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, ιδίως αυτές που προβλέπονται στην οδηγία 98/24/ΕΚ και στην οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου (7). Οι τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες που είναι επίσης καρκινογόνοι ή μεταλλαξιογόνοι παράγοντες υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας 2004/37/ΕΚ. Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την ανάγκη να επεκταθεί η εφαρμογή των μέτρων για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων που προβλέπονται στην οδηγία 2004/37/ΕΚ σε όλες τις τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες.

(33)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα σε δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 31 αντίστοιχα.

(34)

Οι οριακές τιμές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία θα επανεξετάζονται τακτικά, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ιδίως για να ληφθεί υπόψη η αλληλεπίδραση μεταξύ των οριακών τιμών που καθορίζονται στην οδηγία 2004/37/ΕΚ και των παράγωγων επιπέδων χωρίς επιπτώσεις που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό όσον αφορά τις επικίνδυνες χημικές ουσίες, ώστε οι εργαζόμενοι να προστατεύονται αποτελεσματικά.

(35)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, οι οποίοι συνίστανται στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και στην προστασία της υγείας των εργαζομένων από τους ειδικούς κινδύνους που ενέχει η έκθεσή τους σε καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως εξαιτίας της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(36)

Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία αφορά την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στον χώρο εργασίας τους, θα πρέπει να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο εντός δύο ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της.

(37)

Επομένως, η οδηγία 2004/37/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2004/37/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την πληροφόρηση των στοιχείων α) έως ζ) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου στις εκθέσεις τους που υποβάλλουν προς την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 17α της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ.».

2)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ρυθμίσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική, για να διενεργούν την κατάλληλη παρακολούθηση της υγείας εργαζομένων ως προς τους οποίους τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του άρθρου 3 παράγραφος 2 καταδεικνύουν κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία. Ο ιατρός ή η αρχή που είναι υπεύθυνοι για την ιατρική παρακολούθηση εργαζομένων μπορούν να επισημαίνουν ότι η ιατρική παρακολούθηση πρέπει να συνεχιστεί μετά το τέλος της έκθεσης για όσο διάστημα κρίνουν απαραίτητο ώστε να διασφαλιστεί η υγεία του συγκεκριμένου εργαζομένου.»,

β)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Όλες οι περιπτώσεις καρκίνου για τις οποίες έχει αναγνωριστεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική, ότι οφείλονται στην επαγγελματική έκθεση σε καρκινογόνο ή μεταλλαξιογόνο παράγοντα γνωστοποιούνται στην αρμόδια αρχή.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την πληροφόρηση βάσει της παρούσας παραγράφου στις εκθέσεις τους που υποβάλλουν προς την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 17α της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ.».

3)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 18α

Αξιολόγηση

Η Επιτροπή, ως μέρος της επόμενης αξιολόγησης της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας στο πλαίσιο της αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 17α της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, αξιολογεί επίσης την ανάγκη να τροποποιηθεί η οριακή τιμή για την αναπνεύσιμη σκόνη κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου. Όπου ενδείκνυται, η Επιτροπή προτείνει αναγκαίες τροπολογίες και τροποποιήσεις σχετικά με την εν λόγω ουσία.

Το πρώτο τρίμηνο του 2019 το αργότερο, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις των επιστημονικών γνώσεων, εξετάζει την επιλογή να τροποποιηθεί το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ώστε να περιλάβει τις τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες. Σε αυτήν τη βάση, η Επιτροπή υποβάλλει, εάν κριθεί σκόπιμο και κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, νομοθετική πρόταση.».

4)

Στο παράρτημα I, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«6.

Εργασία που συνεπάγεται έκθεση σε αναπνεύσιμη σκόνη κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου, η οποία προκύπτει από διεργασία στο χώρο εργασίας.».

5)

Το παράρτημα III αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 17 Ιανουαρίου 2017. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά με το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12 Δεκεμβρίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  ΕΕ C 487 της 28.12.2016, σ. 113.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2017 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 2017.

(3)  Οδηγία 2004/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιογόνους παράγοντες κατά την εργασία (έκτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου) (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 50).

(4)  Οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1).

(5)  Οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλομένους σε χημικούς παράγοντες (14η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 131 της 5.5.1998, σ. 11).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 (ΕΕ L 353 της 31.12.2008, σ. 1).

(7)  Οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348 της 28.11.1992, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Οριακές τιμές και άλλες άμεσα συνδεόμενες διατάξεις (άρθρο 16)

Α.   ΟΡΙΑΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Ονομασία του παράγοντα

Αριθ. ΕΚ (1)

Αριθ. CAS (2)

Οριακές τιμές (3)

Όργανα που προσβάλλονται

Μεταβατικά μέτρα

mg/m3  (4)

ppm (5)

f/ml (6)

Σκόνη σκληρών ξύλων

2  (7)

Οριακή τιμή 3 mg/m3 μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 2023

Ενώσεις χρωμίου (VI) που είναι καρκινογόνοι παράγοντες κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) σημείο i)

(ως χρώμιο)

0,005

Οριακή τιμή 0,010 mg/m3 μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 2025

Οριακή τιμή: 0,025 mg/m3 για διεργασίες συγκόλλησης ή κοπής με πλάσμα ή παρόμοιες κατεργασίες που παράγουν καπνό μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 2025

Κεραμικές πυρίμαχες ίνες που είναι καρκινογόνες κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) σημείο i)

0,3

 

Αναπνεύσιμη σκόνη κρυσταλλικού διοξειδίου του πυριτίου

0,1  (8)

 

Βενζόλιο

200-753-7

71-43-2

3,25

1

δέρμα (9)

 

Μονομερές βινυλοχλωρίδιο

200-831-0

75-01-4

2,6

1

 

Αιθυλενοξείδιο

200-849-9

75-21-8

1,8

1

δέρμα (9)

 

1,2-εποξυπροπάνιο·

200-879-2

75-56-9

2,4

1

 

Ακρυλαμίδιο

201-173-7

79-06-1

0,1

δέρμα (9)

 

2-Νιτροπροπάνιο

201-209-1

79-46-9

18

5

 

o-Τολουϊδίνη

202-429-0

95-53-4

0,5

0,1

δέρμα (9)

 

1,3-Βουταδιένιο

203-450-8

106-99-0

2,2

1

 

Υδραζίνη

206-114-9

302-01-2

0,013

0,01

δέρμα (9)

 

Βρωμοαιθυλένιο

209-800-6

593-60-2

4,4

1

 

Β.   ΑΛΛΕΣ ΑΜΕΣΑ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

π.υ.»


(1)  Ο αριθ. ΕΚ, δηλαδή αριθμός Einecs, ELINCS ή NLP, είναι ο επίσημος αριθμός της ουσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ορίζεται στο παράρτημα VI μέρος 1 ενότητα 1.1.1.2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008.

(2)  Αριθ. CAS: Αριθμός Ευρετηρίου Χημικών Ουσιών (Chemical Abstract Service Registry Number).

(3)  Μέτρηση ή υπολογισμός με βάση οκτάωρη περίοδο αναφοράς.

(4)  mg/m3 = χιλιοστόγραμμα ανά κυβικό μέτρο αέρα σε 20 °C και 101,3 kPa (πίεση 760 mm υδραργύρου).

(5)  ppm = μέρη ανά εκατομμύριο κατ’ όγκο στον αέρα (ml/m3).

(6)  f/ml = ίνες ανά χιλιοστόλιτρο.

(7)  Αναπνεύσιμο κλάσμα: σε περίπτωση που οι σκόνες σκληρών ξύλων είναι αναμεμειγμένες με άλλες σκόνες ξύλων, η οριακή τιμή εφαρμόζεται για όλες τις σκόνες ξύλου που είναι παρούσες στο εν λόγω μείγμα.

(8)  Εισπνεύσιμο κλάσμα.

(9)  Είναι πιθανή η σημαντική αύξηση της συνολικής επιβάρυνσης του σώματος λόγω δερματικής έκθεσης.


27.12.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 345/96


ΟΔΗΓΊΑ (ΕΕ) 2017/2399 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Δεκεμβρίου 2017

για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 9 Νοεμβρίου 2015 το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) δημοσίευσε τους όρους λειτουργίας («Term Sheet») της Συνολικής Ικανότητας Απορρόφησης Ζημιών («πρότυπο TLAC»), οι οποίοι εγκρίθηκαν από την G-20 τον Νοέμβριο του 2015. Ο στόχος του προτύπου TLAC είναι να εξασφαλισθεί ότι οι παγκοσμίως συστημικά σημαντικές τράπεζες (G-SIB), που στο πλαίσιο της Ένωσης αναφέρονται ως παγκοσμίως συστημικά σημαντικά ιδρύματα (G-SII), έχουν την αναγκαία ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης ώστε, κατά την εξυγίανση και αμέσως μετά, να μπορούν να συνεχιστούν οι κρίσιμες λειτουργίες χωρίς να κινδυνεύουν τα χρήματα των φορολογουμένων (δημόσιοι πόροι) ή η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Στην ανακοίνωσή της της 24ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η Επιτροπή δεσμεύθηκε να υποβάλει νομοθετική πρόταση εντός του 2016, ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του προτύπου TLAC στο δίκαιο της Ένωσης εντός της διεθνώς συμφωνημένης προθεσμίας που λήγει το 2019.

(2)

Για την εφαρμογή του προτύπου TLAC στο ενωσιακό δίκαιο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η υφιστάμενη ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων («MREL») για κάθε ίδρυμα, η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα ιδρύματα της Ένωσης κατά την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Δεδομένου ότι το πρότυπο TLAC και η MREL έχουν τον ίδιο στόχο, ήτοι εξασφάλιση επαρκούς ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης από τα ιδρύματα της Ένωσης, οι δύο απαιτήσεις θα πρέπει να αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία ενός κοινού πλαισίου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή πρότεινε να εισαχθούν στο δίκαιο της Ένωσης το εναρμονισμένο ελάχιστο επίπεδο του προτύπου TLAC όσον αφορά τα G-SII («ελάχιστη απαίτηση TLAC») και τα κριτήρια επιλεξιμότητας των υποχρεώσεων που χρησιμοποιούνται προς συμμόρφωση με το πρότυπο αυτό, μέσω τροποποιήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), ενώ η προσαύξηση για κάθε ίδρυμα όσον αφορά τα G-SII και η απαίτηση για κάθε ίδρυμα που δεν είναι G-SII καθώς και τα σχετικά κριτήρια επιλεξιμότητας θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με στοχευμένες τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

Η παρούσα οδηγία η οποία αφορά στην κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία συμπληρώνει εκείνες των προαναφερόμενων νομοθετικών πράξεων, όπως προτείνεται να τροποποιηθούν, και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(3)

Υπό το πρίσμα των εν λόγω προτάσεων και για να δοθεί ασφάλεια δικαίου στις αγορές και στις οντότητες που υπόκεινται σε MREL και TLAC, έχει σημασία να τεθούν εγκαίρως σαφή κριτήρια επιλεξιμότητας για τις υποχρεώσεις που χρησιμοποιούνται προς συμμόρφωση με τη MREL και με το δίκαιο της Ένωσης διά του οποίου εφαρμόζεται το TLAC και να εισαχθούν κατάλληλες διατάξεις για την κατοχύρωση της επιλεξιμότητας των υποχρεώσεων που εκδίδονται πριν από την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων κριτηρίων επιλεξιμότητας.

(4)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα να διαθέτουν επαρκή ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης, προκειμένου να διασφαλίζονται η ομαλή και ταχεία απορρόφηση των ζημιών και η ανακεφαλαιοποίηση με ελάχιστο αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ταυτόχρονα να μη θίγονται οι φορολογούμενοι. Αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της συνεχούς συμμόρφωσης των ιδρυμάτων με μια ελάχιστη απαίτηση TLAC, η οποία πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή στο δίκαιο της Ένωσης μέσω τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και με μια απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ.

(5)

Βάσει του προτύπου TLAC τα G-SII πρέπει να πληρούν, με ορισμένες εξαιρέσεις, την ελάχιστη απαίτηση TLAC με υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης οι οποίες, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, έπονται σε προτεραιότητα των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από το TLAC («απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας»). Σύμφωνα με το πρότυπο TLAC, η μειωμένη εξοφλητική προτεραιότητα θα επιτυγχάνεται μέσω των εννόμων αποτελεσμάτων σύμβασης (γνωστής ως συμβατική μειωμένη εξοφλητική προτεραιότητα), της νομοθεσίας μιας συγκεκριμένης δικαιοδοσίας (γνωστής ως μειωμένη εξοφλητική προτεραιότητα εκ του νόμου) ή συγκεκριμένης εταιρικής δομής (γνωστής ως δομική μειωμένη εξοφλητική προτεραιότητα). Όπου απαιτείται από την οδηγία 2014/59/ΕΕ, τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της θα πρέπει να ανταποκρίνονται στη συγκεκριμένη απαίτηση για έκαστο εξ αυτών με υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης, ώστε να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο νομικής αμφισβήτησης από τους πιστωτές, με βάση το γεγονός ότι οι ζημίες των πιστωτών κατά την εξυγίανση είναι υψηλότερες από τις ζημίες τις οποίες θα υφίσταντο υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας (αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών).

(6)

Ορισμένα κράτη μέλη έχουν τροποποιήσει ή βρίσκονται στη διαδικασία τροποποίησης των κανόνων της σειράς κατάταξης, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, του μη εξασφαλισμένου χρέους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας, ώστε να μπορούν τα ιδρύματά τους να συμμορφώνονται αποτελεσματικότερα με την απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας και, συνεπώς, να διευκολύνεται η εξυγίανση.

(7)

Οι υφιστάμενοι εθνικοί κανόνες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Η απουσία εναρμονισμένων ενωσιακών κανόνων δημιουργεί αβεβαιότητα τόσο για τα εκδίδοντα ιδρύματα όσο και για τους επενδυτές και είναι πιθανόν να καταστήσει δυσκολότερη την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, όσον αφορά τα διασυνοριακά ιδρύματα. Η απουσία εναρμονισμένων ενωσιακών κανόνων είναι επίσης πιθανόν να οδηγήσει σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι το κόστος συμμόρφωσης των ιδρυμάτων με την απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας και το κόστος που επιβαρύνει τους επενδυτές όταν αγοράζουν χρεωστικά μέσα που εκδίδονται από ιδρύματα, ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά ανά την Ένωση.

(8)

Στο ψήφισμά του της 10ης Μαρτίου 2016 για την Τραπεζική Ένωση (8), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την περαιτέρω μείωση των νομικών κινδύνων των απαιτήσεων στο πλαίσιο της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών και, στα συμπεράσματά του της 17ης Ιουνίου 2016, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να παρουσιάσει πρόταση για κοινή προσέγγιση της ιεράρχησης των πιστωτών τραπεζών, προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου σε περίπτωση εξυγίανσης.

(9)

Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο να αρθούν τα σημαντικά εμπόδια για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, που απορρέουν από την απουσία εναρμονισμένων ενωσιακών κανόνων σχετικά με την ιεράρχηση των πιστωτών των τραπεζών και να αποτραπεί η εμφάνιση παρόμοιων εμποδίων και στρεβλώσεων στο μέλλον. Κατά συνέπεια, το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για την παρούσα οδηγία.

(10)

Για να ελαχιστοποιηθεί το κόστος συμμόρφωσης με την απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας και κάθε αρνητικός αντίκτυπος στο κόστος χρηματοδότησης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρήσουν, κατά περίπτωση, την υφιστάμενη κατηγορία κοινού μη εξασφαλισμένου χρέους με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα, του οποίου η έκδοση είναι λιγότερο δαπανηρή για τα ιδρύματα σε σύγκριση με άλλες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης. Για να ενισχυθεί η δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων, η παρούσα οδηγία θα πρέπει, ωστόσο, να απαιτεί από τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν μια νέα κατηγορία «μη προνομιούχου» χρέους με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα που στην πτωχευτική ιεραρχία θα πρέπει μεν να κατατάσσεται πάνω από τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και τις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα ίδιων κεφαλαίων, αλλά κάτω από τις άλλες υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης. Τα ιδρύματα θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να εκδίδουν χρέος τόσο στην κατηγορία χρέους με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα όσο και στην κατηγορία «μη προνομιούχου» χρέους με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα. Από τις δύο αυτές κατηγορίες και με την επιφύλαξη των άλλων δυνατοτήτων και εξαιρέσεων που προβλέπονται στο πρότυπο TLAC για τη συμμόρφωση με την απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας, μόνον η κατηγορία των «μη προνομιούχων» μέσων με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα θα πρέπει να είναι επιλέξιμη για την τήρηση της απαίτησης μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας. Με τον τρόπο αυτόν τα ιδρύματα θα μπορούν να χρησιμοποιούν, για τη χρηματοδότησή τους ή για κάθε άλλον λειτουργικό σκοπό, το λιγότερο δαπανηρό κοινό χρέος με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα, και να εκδίδουν χρέος υπαγόμενο στη νέα κατηγορία των «μη προνομιούχων» μέσων με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα, ώστε να λαμβάνουν χρηματοδότηση και ταυτόχρονα να συμμορφώνονται με την απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας. Στα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπεται να δημιουργούν διάφορες κατηγορίες για άλλες κοινές μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι θα διασφαλίζουν, με την επιφύλαξη των άλλων δυνατοτήτων και εξαιρέσεων που προβλέπονται στο πρότυπο TLAC για τη συμμόρφωση με την απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας, ότι μόνον η κατηγορία των «μη προνομιούχων» χρεωστικών μέσων με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα θα είναι επιλέξιμη για την τήρηση της απαίτησης μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας.

(11)

Για να διασφαλισθεί ότι η νέα κατηγορία των «μη προνομιούχων» χρεωστικών μέσων με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας, όπως περιγράφονται στο πρότυπο TLAC και όπως εκτίθενται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ, με σκοπό την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε αυτά τα χρεωστικά μέσα να έχουν αρχική συμβατική διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους, να μην περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και να μην είναι παράγωγα, στα δε έγγραφα των συμβάσεων που σχετίζονται με την έκδοσή τους και, κατά περίπτωση, στο ενημερωτικό δελτίο να αναφέρεται ρητά η χαμηλότερη σειρά κατάταξής τους υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Τα χρεωστικά μέσα με κυμαινόμενο επιτόκιο προερχόμενο από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς, όπως το Euribor ή το Libor, και τα χρεωστικά μέσα που δεν είναι εκφρασμένα στο εθνικό νόμισμα του εκδότη, εφόσον το κεφάλαιο, η αποπληρωμή και οι τόκοι είναι στο ίδιο νόμισμα, δεν θα πρέπει να θεωρούνται χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα απλώς και μόνον λόγω αυτών των χαρακτηριστικών. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου για εγγραφή χρεωστικών μέσων στο εταιρικό μητρώο υποχρεώσεων του εκδότη, προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις για την κατηγορία των μη προνομιούχων χρεωστικών μέσων με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

(12)

Για να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα κοινά μη εξασφαλισμένα χρεωστικά μέσα και άλλες κοινές μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που δεν είναι χρεωστικά μέσα θα έχουν υψηλότερη σειρά κατάταξης στην εθνική τους νομοθεσία περί αφερεγγυότητας από τη νέα κατηγορία των «μη προνομιούχων» χρεωστικών μέσων με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι η νέα κατηγορία «μη προνομιούχων» χρεωστικών μέσων με εξοφλητική προτεραιότητα θα έχει υψηλότερη σειρά κατάταξης από τη σειρά προτεραιότητας των μέσων ιδίων κεφαλαίων και από ενδεχόμενες υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης που δεν χαρακτηρίζονται ως ίδια κεφάλαια.

(13)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ειδικότερα η θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία για τους σκοπούς του ενωσιακού πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης και ιδίως η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του καθεστώτος διάσωσης με ίδια μέσα, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη μπορούν όμως εξαιτίας των διαστάσεων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις άλλες δυνατότητες και εξαιρέσεις που προβλέπονται στο πρότυπο TLAC για τη συμμόρφωση με την απαίτηση μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας.

(14)

Οι τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ που επιφέρει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζονται σε μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα κατά την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή μεταγενέστερα αυτής. Ωστόσο, για λόγους ασφάλειας δικαίου και για να μετριασθεί κατά το δυνατόν το κόστος μετάβασης, πρέπει να τεθούν κατάλληλες διασφαλίσεις όσον αφορά την αφερεγγυότητα και τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να διασφαλίσουν ότι η σειρά κατάταξης όλων των εκκρεμών μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία έχουν εκδώσει τα ιδρύματα πριν από την εν λόγω ημερομηνία διέπεται από τη νομοθεσία των κρατών μελών, ως είχε στις 31 Δεκεμβρίου 2016. Στον βαθμό κατά τον οποίο ορισμένες εθνικές νομοθεσίες, ως είχαν στις 31 Δεκεμβρίου 2016, εκπληρώνουν ήδη τον στόχο της δυνατότητας των ιδρυμάτων να εκδίδουν υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης, μερικές ή όλες οι εκκρεμείς μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να μπορούν να έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, με τα μη «προνομιούχα» χρεωστικά μέσα με υψηλή εξοφλητική προτεραιότητα που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους της παρούσας οδηγίας. Επιπλέον, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2016 και πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προσαρμόσουν την εθνική τους νομοθεσία περί κατάταξης σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα μετά την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας, για να συμμορφωθούν με τις προϋποθέσεις της παρούσας οδηγίας. Σε αυτή την περίπτωση, μόνον οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που απορρέουν από τα χρεωστικά μέσα που έχουν εκδοθεί πριν από την εφαρμογή της νέας αυτής εθνικής νομοθεσίας θα πρέπει να εξακολουθούν να διέπονται από τη νομοθεσία των κρατών μελών, ως είχε στις 31 Δεκεμβρίου 2016.

(15)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται όταν οι εκδίδουσες οντότητες δεν υπόκεινται πλέον στο ενωσιακό πλαίσιο ανάκαμψης και εξυγίανσης, ιδίως λόγω εκποίησης των πιστωτικών ή επενδυτικών δραστηριοτήτων τους σε τρίτους.

(16)

Η παρούσα οδηγία εναρμονίζει τη σειρά κατάταξης, υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα και δεν καλύπτει τη σειρά κατάταξης των καταθέσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας πέραν των υφιστάμενων διατάξεων της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται συνεπώς με την επιφύλαξη της ισχύουσας ή μελλοντικής εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών περί κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας η οποία καλύπτει τη σειρά κατάταξης των καταθέσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας, στον βαθμό που η εν λόγω κατάταξη δεν έχει εναρμονισθεί με την οδηγία 2014/59/ΕΕ, ανεξάρτητα από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν οι καταθέσεις. Έως τις 29 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή θα πρέπει να έχει επανεξετάσει την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά τη σειρά κατάταξης των καταθέσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας και να αξιολογήσει ειδικότερα αν χρειάζεται περαιτέρω τροποποίησή της.

(17)

Προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου για τις αγορές και τα μεμονωμένα ιδρύματα και να διευκολυνθεί η αποτελεσματική εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής της,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

Η οδηγία 2014/59/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το σημείο 48) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«48)

“χρεωστικά μέσα”:

i)

για τους σκοπούς του άρθρου 63 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και ι), ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων· και

ii)

για τους σκοπούς του άρθρου 108, οι ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών και μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή.».

2)

Το άρθρο 108 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 108

Κατάταξη στην πτωχευτική ιεραρχία

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στην εθνική τους νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας:

α)

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται για απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών:

i)

το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ,

ii)

οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός Ένωσης που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση·

β)

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης του στοιχείου α):

i)

οι καλυπτόμενες καταθέσεις,

ii)

το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καλυπτόμενων καταθετών σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ), οι κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις έχουν, στην εθνική τους νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, υψηλότερη σειρά κατάταξης από εκείνη των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η αρχική συμβατική διάρκεια των χρεωστικών μέσων είναι τουλάχιστον ένα έτος·

β)

τα χρεωστικά μέσα δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα·

γ)

τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και, κατά περίπτωση, το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση αναφέρουν ρητά τη χαμηλότερη σειρά κατάταξης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου έχουν υψηλότερη σειρά κατάταξης στην εθνική τους νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας από τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων που απορρέουν από μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ).

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 7, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εθνική τους νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ως είχε στις 31 Δεκεμβρίου 2016, εφαρμόζεται στην κατάταξη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα από οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ) της παρούσας οδηγίας πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο την οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1).

5.   Όταν, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2016 και πριν από τις 28 Δεκεμβρίου 2017, ένα κράτος μέλος έχει εκδώσει εθνική νομοθεσία που διέπει την κατάταξη στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα μετά την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στις απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα μετά την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δυνάμει της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, και για τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ), οι κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις έχουν, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, υψηλότερη σειρά κατάταξης από τις μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

η αρχική συμβατική διάρκεια των χρεωστικών μέσων είναι τουλάχιστον ένα έτος,

ii)

τα χρεωστικά μέσα δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα και

iii)

τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και, κατά περίπτωση, το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση αναφέρουν ρητά τη χαμηλότερη σειρά κατάταξης σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία·

β)

δυνάμει της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του στοιχείου α) του παρόντος εδαφίου έχουν, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, υψηλότερη σειρά κατάταξης από τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ).

Κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρουν την οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που απορρέουν από τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου έχουν την ίδια σειρά κατάταξης με αυτή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) και γ) και στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β) και της παραγράφου 5 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο ii), τα χρεωστικά μέσα με κυμαινόμενο επιτόκιο, που προέρχεται από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς, και τα χρεωστικά μέσα που δεν είναι εκφρασμένα στο εθνικό νόμισμα του εκδότη εφόσον το κεφάλαιο, η αποπληρωμή και οι τόκοι είναι στο ίδιο νόμισμα, δεν θεωρούνται χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα μόνον λόγω αυτών των χαρακτηριστικών.

7.   Τα κράτη μέλη τα οποία, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2016, έχουν ήδη εκδώσει εθνική νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την οποία οι κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ) κατανέμονται σε δύο ή περισσότερες διαφορετικές σειρές κατάταξης ή σύμφωνα με την οποία η σειρά κατάταξης των κοινών μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που προκύπτουν από τέτοια χρεωστικά μέσα μεταβάλλεται σε σχέση με κάθε άλλη κοινή μη εξασφαλισμένη απαίτηση της ίδιας σειράς κατάταξης, μπορούν να προβλέπουν ότι τα χρεωστικά μέσα με τη χαμηλότερη σειρά κατάταξης μεταξύ αυτών των κοινών μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων έχουν την ίδια σειρά κατάταξης με εκείνη των απαιτήσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχεία α), β) και γ) και στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 96).»."

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 29 Δεκεμβρίου 2018. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους στο εθνικό δίκαιο.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από αυτή την παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι τρόποι πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

3.   Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται όταν οι εθνικές διατάξεις των κρατών μελών που ίσχυαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη ενημερώνουν δεόντως την Επιτροπή.

4.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Επανεξέταση

Έως τις 29 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του άρθρου 108 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Η Επιτροπή αξιολογεί ιδίως την ανάγκη για περαιτέρω τροποποιήσεις όσον αφορά τη σειρά κατάταξης των καταθέσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Η Επιτροπή υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12 Δεκεμβρίου 2017.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. MAASIKAS


(1)  ΕΕ C 132 της 26.4.2017, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 173 της 31.5.2017, σ. 41.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2017 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 2017.

(4)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(8)  Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.