ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2011.326.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

54ό έτος
8 Δεκεμβρίου 2011


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1228/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 429/73 του Συμβουλίου περί καθορισμού των ειδικών διατάξεων που ισχύουν για τις εισαγωγές στην Κοινότητα ορισμένων εμπορευμάτων καταγωγής Τουρκίας που υπάγονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1059/69

17

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1229/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την κατάργηση ορισμένων παρωχημένων πράξεων του Συμβουλίου στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής

18

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1230/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την κατάργηση ορισμένων παρωχημένων πράξεων του Συμβουλίου στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής

21

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1231/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 378/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους κανόνες για την εφαρμογή της προαιρετικής διαφοροποίησης των άμεσων ενισχύσεων στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής

24

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1232/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 του Συμβουλίου περί κοινοτικού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεταφοράς, της μεσιτείας και της διαμετακόμισης ειδών διπλής χρήσης

26

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1233/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για την εφαρμογή ορισμένων κατευθυντήριων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης και την κατάργηση των αποφάσεων 2001/76/ΕΚ και 2001/77/ΕΚ του Συμβουλίου

45

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων ( 1 )

113

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 25ης Οκτωβρίου 2011

για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 194 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι οι καταναλωτές και άλλοι συμμετέχοντες στην αγορά μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, ότι οι τιμές που καθορίζονται στις χονδρικές αγορές ενέργειας αντικατοπτρίζουν δίκαιη και ανταγωνιστική αλληλεπίδραση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και ότι δεν προκύπτουν τυχόν αδικαιολόγητα κέρδη από κατάχρηση της αγοράς.

(2)

Η ακεραιότητα και η διαφάνεια στις χονδρικές αγορές ενέργειας θα πρέπει να αποσκοπεί στην ενθάρρυνση ανοικτού και δίκαιου ανταγωνισμού στις χονδρικές αγορές ενέργειας προς το συμφέρον του τελικού καταναλωτή ενέργειας.

(3)

Η ευρωπαϊκή επιτροπή ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών και η ευρωπαϊκή ομάδα ρυθμιστικών αρχών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο επιβεβαίωσαν, με τις γνωμοδοτήσεις τους, ότι το πεδίο εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας ενδέχεται να μην αντιμετωπίζει ικανοποιητικά τα θέματα της ακεραιότητας των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και συνέστησαν να εξετασθεί η δυνατότητα κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου προσαρμοσμένου στον ενεργειακό τομέα, το οποίο θα αποτρέπει καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά και θα λαμβάνει υπόψη τους συγκεκριμένους όρους που ισχύουν στον εκάστοτε τομέα, οι οποίοι δεν καλύπτονται από άλλες οδηγίες και κανονισμούς.

(4)

Οι χονδρικές αγορές ενέργειας σε ολόκληρη την Ένωση αλληλοσυνδέονται όλο και περισσότερο. Οι καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά κράτους μέλους επηρεάζουν συχνά όχι μόνο τις τιμές χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου πέραν των εθνικών συνόρων, αλλά και τις τιμές λιανικής για τους καταναλωτές και τις πολύ μικρού μεγέθους επιχειρήσεις. Συνεπώς, η μέριμνα για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των αγορών δεν μπορεί να είναι θέμα μόνο των επιμέρους κρατών μελών. Η συστηματική διασυνοριακή παρακολούθηση της αγοράς είναι απαραίτητη για την επίτευξη μιας πλήρως λειτουργούσας, διασυνδεδεμένης και ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς ενέργειας.

(5)

Οι χονδρικές αγορές ενέργειας καλύπτουν τόσο τις αγορές βασικών προϊόντων (φυσικών ποσοτήτων) όσο και τις αγορές χρηματοοικονομικών παραγώγων, που έχουν ζωτική σημασία για τις ενεργειακές και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και η διαμόρφωση των τιμών στους δύο κλάδους αλληλοσυνδέεται. Περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και τις εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές (OTC) και διμερείς συμβάσεις που πραγματοποιούνται απευθείας ή μέσω μεσιτών.

(6)

Μέχρι τώρα, οι πρακτικές παρακολούθησης της ενεργειακής αγοράς είναι διαφορετικές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ τομέων. Ανάλογα με το γενικό πλαίσιο και το καθεστώς ρύθμισης της αγοράς, οι διαφορές αυτές είναι δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα να υπόκεινται οι εμπορικές δραστηριότητες σε πολλαπλές δικαιοδοσίες παρακολούθησης από διαφορετικές αρχές, οι οποίες ενδεχομένως ευρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη. Τούτο μπορεί να επιφέρει ασάφεια ως προς το ποιος είναι αρμόδιος, ακόμη δε και να καταλήξει σε κατάσταση όπου να μην υπάρχει η εν λόγω παρακολούθηση.

(7)

Επί του παρόντος, σε ορισμένες από τις σημαντικότερες αγορές ενέργειας δεν απαγορεύεται ρητώς συμπεριφορά που υπονομεύει την ακεραιότητα στην ενεργειακή αγορά. Προκειμένου να προστατευθούν οι τελικοί καταναλωτές και να διασφαλισθούν οικονομικά προσιτές τιμές ενέργειας για τους ευρωπαίους πολίτες, η απαγόρευση τυχόν παρόμοιας συμπεριφοράς είναι ζωτικής σημασίας.

(8)

Οι αγορές βασικών προϊόντων, με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα, και οι αγορές χρηματοοικονομικών παραγώγων, συνυπάρχουν στις χονδρικές αγορές ενέργειας. Επομένως, είναι σημαντικό οι ορισμοί της εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών και της χειραγώγησης της αγοράς, που συνιστούν καταχρηστικές πρακτικές, να είναι εναρμονισμένοι για τις αγορές χρηματοοικονομικών παραγώγων και τις αγορές φυσικών ποσοτήτων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές που συνάπτονται, λαμβάνοντας ωστόσο ταυτόχρονα υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των χονδρικών αγορών ενέργειας.

(9)

Οι συμβάσεις λιανικής που καλύπτουν την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου στους τελικούς πελάτες δεν είναι επιρρεπείς στη χειραγώγηση της αγοράς με τον ίδιο τρόπο όπως οι συμβάσεις χονδρικής που αγοράζονται και πωλούνται εύκολα. Ωστόσο, οι καταναλωτικές αποφάσεις των μεγαλύτερων χρηστών ενέργειας μπορούν επίσης να επηρεάσουν τις τιμές στις χονδρικές αγορές ενέργειας, γεγονός που επηρεάζει πέραν των εθνικών συνόρων. Για αυτόν τον λόγο, είναι σκόπιμο να εξετασθούν οι συμβάσεις παροχής τέτοιων μεγάλων χρηστών στο πλαίσιο της διασφάλισης της ακεραιότητας των χονδρικών αγορών ενέργειας.

(10)

Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της εξέτασης που εκτίθεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 2010 με τίτλο «Προς ένα ενισχυμένο πλαίσιο εποπτείας της αγοράς για το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ», η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο υποβολής νομοθετικής πρότασης για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που έχουν διαπιστωθεί στη διαφάνεια, την ακεραιότητα και την εποπτεία της ευρωπαϊκής αγοράς άνθρακα σε ένα κατάλληλο πλαίσιο.

(11)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας (3) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου (4) αναγνωρίζεται ότι απαιτείται ισότιμη πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούν την υλική κατάσταση και την αποτελεσματικότητα του συστήματος, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά να εκτιμούν τη συνολική κατάσταση ζήτησης και προσφοράς και να προσδιορίζουν τους λόγους για τις διακυμάνσεις της τιμής χονδρικής.

(12)

Η εκμετάλλευση ή η απόπειρα εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών στις διαπραγματεύσεις για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου θα πρέπει να απαγορεύονται ρητώς. Εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών μπορεί επίσης να υπάρχει όταν τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από πρόσωπα που γνωρίζουν, ή οφείλουν να γνωρίζουν, ότι οι πληροφορίες που κατέχουν είναι εμπιστευτικές. Πληροφορίες που αφορούν τα σχέδια και τις στρατηγικές διαπραγμάτευσης του ίδιου του συμμετέχοντος στην αγορά δεν θα πρέπει να θεωρούνται εμπιστευτικές. Οι πληροφορίες που απαιτείται να δημοσιοποιούνται, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2009, συμπεριλαμβανομένων των κατευθυντήριων γραμμών και κωδίκων δικτύου που θεσπίζονται δυνάμει των εν λόγω κανονισμών, μπορούν, εάν πρόκειται για πληροφορίες που επηρεάζουν την τιμή, να αποτελούν τη βάση των αποφάσεων των συμμετεχόντων στην αγορά για την πραγματοποίηση συναλλαγών με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να αποτελούν εμπιστευτικές πληροφορίες μέχρις ότου δημοσιοποιηθούν.

(13)

Η χειραγώγηση των χονδρικών αγορών ενέργειας συνεπάγεται ότι ορισμένα πρόσωπα αναλαμβάνουν δράσεις οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να διαμορφώνονται τεχνητά επίπεδα τιμών, που δεν δικαιολογούνται από τις δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής διαθεσιμότητας, της παραγωγής, της χωρητικότητας αποθήκευσης, της δυναμικότητας μεταφοράς και της ζήτησης. Χειραγώγηση της αγοράς συνιστά: η ανάθεση και απόσυρση ψευδών εντολών, η διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή φημών μέσω των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, η σκόπιμη παροχή ψευδών πληροφοριών σε επιχειρήσεις που εκπονούν αξιολογήσεις τιμών ή εκθέσεις για τις αγορές, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παραπλάνηση των συμμετεχόντων στην αγορά που ενεργούν βάσει των εν λόγω αξιολογήσεων τιμών ή εκθέσεων για τις αγορές, και η σκόπιμη δημιουργία της εντύπωσης ότι η διαθέσιμη δυναμικότητα ηλεκτροπαραγωγής ή φυσικού αερίου ή η διαθέσιμη δυναμικότητα μεταφοράς διαφέρει από την αντίστοιχη δυναμικότητα που είναι διαθέσιμή από τεχνικής άποψης, στις περιπτώσεις που οι πληροφορίες αυτές επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν την τιμή των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής. Η χειραγώγηση και οι συνέπειές της μπορεί να εμφανίζονται και πέραν των συνόρων, ανάμεσα στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις αγορές βασικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των αγορών δικαιωμάτων εκπομπών.

(14)

Παραδείγματα χειραγώγησης της αγοράς ή απόπειρας χειραγώγηση της αγοράς συνιστούν η συμπεριφορά, από ένα πρόσωπο ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν συντονισμένα, η οποία οδηγεί στην εξασφάλιση καθοριστικής θέσης επί της προσφοράς ή της ζήτησης ενός ενεργειακού προϊόντος χονδρικής, το οποίο έχει ή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο τεχνητό προσδιορισμό των τιμών ή άλλων μη κανονικών όρων συναλλαγής, και η προσφορά, αγορά ή πώληση ενεργειακών προϊόντων χονδρικής με στόχο, πρόθεση ή αποτέλεσμα να παραπλανώνται οι συμμετέχοντες στην αγορά που ενεργούν βάσει των τιμών αναφοράς. Ωστόσο, αποδεκτές πρακτικές της αγοράς όπως εκείνες που ισχύουν στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (5) και οι οποίες μπορούν να προσαρμοσθούν αν η οδηγία αυτή τροποποιηθεί, θα μπορούσαν να αποτελέσουν έννομο τρόπο για να εξασφαλίζουν οι συμμετέχοντες στην αγορά ευνοϊκή τιμή για κάποιο ενεργειακό προϊόν χονδρικής.

(15)

Η αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με ενεργειακό προϊόν χονδρικής από δημοσιογράφους που ενεργούν στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους ιδιότητας θα πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες που διέπουν το επάγγελμά τους και τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία του τύπου, εκτός εάν τα πρόσωπα αυτά αντλούν, άμεσα ή έμμεσα, όφελος ή κέρδη από τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών ή εάν η αποκάλυψη πραγματοποιείται με πρόθεση να παραπλανηθεί η αγορά όσον αφορά την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής.

(16)

Ανάλογα με εξελίξεις που σημειώνονται στις χρηματοοικονομικές αγορές, οι έννοιες των καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά προσαρμόζονται. Επομένως, προκειμένου να διασφαλισθεί η αναγκαία ελαστικότητα για την ταχεία ανταπόκριση σε αυτές τις εξελίξεις, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την τεχνική ενημέρωση των ορισμών των εμπιστευτικών πληροφοριών και της χειραγώγησης της αγοράς προκειμένου να διασφαλισθεί η συνάφεια με άλλη σχετική νομοθεσία της Ένωσης στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της ενέργειας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να πραγματοποιεί κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνώμονα. Η Επιτροπή θα πρέπει, κατά την προετοιμασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, να διασφαλίζει την έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση πληροφοριών και σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(17)

Η αποτελεσματική παρακολούθηση της αγοράς σε ενωσιακό επίπεδο είναι ζωτικής σημασίας για τον εντοπισμό και την αποτροπή καταχρηστικών πρακτικών στις χονδρικές αγορές ενέργειας. Ο Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας, ο οποίος ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) («Οργανισμός»), ευρίσκεται στην πλεονεκτικότερη θέση για να διενεργεί την εν λόγω παρακολούθηση, καθώς έχει ευρεία εικόνα των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου ολόκληρης της Ένωσης, καθώς και την απαραίτητη τεχνογνωσία όσον αφορά τη λειτουργία των αγορών και των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στην Ένωση. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές που γνωρίζουν εις βάθος τις εξελίξεις στις ενεργειακές αγορές του οικείων κρατών μελών θα πρέπει να διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στην εξασφάλιση αποτελεσματικής παρακολούθησης της αγοράς σε εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, απαιτούνται η στενή συνεργασία και ο συντονισμός μεταξύ του Οργανισμού και των εθνικών αρχών προκειμένου να εξασφαλίζεται η ενδεδειγμένη παρακολούθηση και η διαφάνεια στις ενεργειακές αγορές. Η συλλογή δεδομένων από τον Οργανισμό δεν θίγει το δικαίωμα των εθνικών αρχών να συλλέγουν πρόσθετα δεδομένα για εθνικούς σκοπούς.

(18)

Για την αποτελεσματική παρακολούθηση της αγοράς, χρειάζεται τακτική και έγκαιρη πρόσβαση στις καταγραφές των συναλλαγών καθώς και πρόσβαση σε διαρθρωτικά στοιχεία σχετικά με τη δυναμικότητα και τη χρήση των εγκαταστάσεων παραγωγής, αποθήκευσης, κατανάλωσης ή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου. Επομένως, θα πρέπει να υποχρεούνται οι συμμετέχοντες στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, των προμηθευτών, των εμπόρων, των παραγωγών, των μεσιτών και των μεγάλων χρηστών που διαπραγματεύονται ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, να παρέχουν τις εν λόγω πληροφορίες στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός μπορεί με τη σειρά του να δημιουργεί ισχυρούς συνδέσμους με μεγάλες οργανωμένες αγορές.

(19)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες συνθήκες για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τη συγκέντρωση δεδομένων, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (7). Οι υποχρεώσεις αναφοράς πληροφοριών θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο και να μη συνεπάγονται περιττές δαπάνες ή διοικητικές επιβαρύνσεις για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Οι ενιαίοι κανόνες σχετικά με την αναφορά πληροφοριών θα πρέπει, ως εκ τούτου, να υποβάλλονται σε εκ των προτέρων ανάλυση κόστους-ωφελείας, να αποτρέπουν τις διπλές αναφορές και να λαμβάνουν υπόψη τα πλαίσια αναφοράς πληροφοριών που προβλέπονται από κάθε άλλη σχετική νομοθεσία. Επιπλέον, οι απαιτούμενες πληροφορίες ή μέρος αυτών θα πρέπει να συγκεντρώνονται από άλλα πρόσωπα και υπάρχουσες πηγές, οσάκις τούτο είναι δυνατόν. Όταν ένας συμμετέχων στην αγορά ή ένας τρίτος που ενεργεί για λογαριασμό του, ένα σύστημα αναφοράς συναλλαγών, μια οργανωμένη αγορά, ένα σύστημα αντιστοίχησης των εντολών ή κάποιο άλλο πρόσωπο που κατ’ επάγγελμα διεκπεραιώνει συναλλαγές, εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σχετικά με την αναφορά πληροφοριών στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (8) ή την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με τις συναλλαγές παραγώγων, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί η υποχρέωσή του για αναφορά πληροφοριών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, αλλά μόνο στον βαθμό που έχουν αναφερθεί όλες οι αναγκαίες πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(20)

Έχει μεγάλη σημασία να συνεργάζονται στενά η Επιτροπή και ο Οργανισμός όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να προβαίνουν σε κατάλληλες διαβουλεύσεις με τα Ευρωπαϊκά Δίκτυα Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας και Φυσικού Αερίου και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, η οποία έχει συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) (ΕΑΚΑΑ), με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, τις αρμόδιες οικονομικές αρχές και άλλες αρχές των κρατών μελών, όπως οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού, και με παράγοντες όπως οι οργανωμένες αγορές (π.χ. ενεργειακές ανταλλαγές) και συμμετέχοντες στην αγορά.

(21)

Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό μητρώο συμμετεχόντων στην αγορά, με βάση τα εθνικά μητρώα, προκειμένου να ενισχυθεί η συνολική διαφάνεια και ακεραιότητα των χονδρικών αγορών ενέργειας. Ένα έτος μετά τη δημιουργία του εν λόγω μητρώου, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει, σε συνεργασία με τον Οργανισμό, με βάση τις εκθέσεις που υποβάλλονται από τον Οργανισμό στην Επιτροπή, και με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, τη λειτουργία και τη χρησιμότητα του ευρωπαϊκού μητρώου συμμετεχόντων στην αγορά. Εάν, με βάση την εν λόγω αξιολόγηση, κριθεί απαραίτητο, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να παρουσιάσει περαιτέρω μέσα προκειμένου να ενισχυθεί η συνολική διαφάνεια και ακεραιότητα των χονδρικών αγορών ενέργειας και να διασφαλισθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για τους συμμετέχοντες στην αγορά σε όλη την επικράτεια της Ένωσης.

(22)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική παρακολούθηση όλων των πτυχών της διαπραγμάτευσης ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, ο Οργανισμός θα πρέπει να καθορίσει τους μηχανισμούς που θα καθιστούν δυνατό να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που λαμβάνει σχετικά με συναλλαγές στις χονδρικές αγορές ενέργειας και άλλες αρμόδιες αρχές, κυρίως η ΕΑΚΑΑ, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών, οι εθνικές αρχές για τον ανταγωνισμό και άλλες σχετικές αρχές.

(23)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να μεριμνά για τη λειτουργική ασφάλεια και προστασία των δεδομένων που λαμβάνει, να προλαμβάνει την άνευ αδείας πρόσβαση στις πληροφορίες που τηρεί ο ίδιος και να καθιερώνει διαδικασίες που να διασφαλίζουν ότι πρόσωπα με άδεια πρόσβασης στα δεδομένα που συγκεντρώνει δεν ενεργούν καταχρηστικώς. Ο Οργανισμός θα πρέπει επίσης να επιβεβαιώνει εάν οι αρχές που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που κατέχει ο Οργανισμός είναι σε θέση να διατηρούν εξίσου υψηλό επίπεδο ασφάλειας και ότι θα δεσμεύονται από κατάλληλες ρυθμίσεις εμπιστευτικότητας. Η λειτουργική ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων ΤΠ που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία και τη μεταφορά των δεδομένων είναι επίσης αναγκαίο να διασφαλισθεί. Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα σύστημα ΤΠ, το οποίο να εξασφαλίζει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο εμπιστευτικότητας των δεδομένων, ο Οργανισμός θα πρέπει να ενθαρρυνθεί να συνεργάζεται στενά με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ΕΟΑΔΠ). Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει επίσης να ισχύουν και για άλλες αρχές που έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού.

(24)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζεται από το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, και θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης που αναγνωρίζεται στο άρθρο 11 του Χάρτη.

(25)

Όταν οι πληροφορίες δεν είναι ή παύουν να είναι πλέον εμπορικά ευαίσθητες από εμπορική άποψη ή από άποψη ασφαλείας, ο Οργανισμός θα πρέπει έχει τη δυνατότητα να διαθέτει τις πληροφορίες στους συμμετέχοντες στην αγορά και στο ευρύτερο κοινό προκειμένου να συμβάλλει στην βελτίωση των γνώσεων για την αγορά. Η διαφάνεια αυτή θα συμβάλει στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης στην αγορά και θα ενισχύσει την ανάπτυξη των γνώσεων σχετικά με τη λειτουργία των χονδρικών αγορών ενέργειας. Ο Οργανισμός θα πρέπει να δημιουργεί και να δημοσιοποιεί κανόνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα διαθέτει τις εν λόγω πληροφορίες με δίκαιο και διαφανή τρόπο.

(26)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να είναι αρμόδιες για να διασφαλίζουν την επιβολή της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στα κράτη μέλη. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες έρευνας που θα τους επιτρέπουν να εκτελούν αποτελεσματικά το εν λόγω καθήκον. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και να υπόκεινται στην κατάλληλη επιτήρηση.

(27)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται συντονισμένα σε ολόκληρη την Ένωση, σύμφωνα με την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ. Για τον σκοπό αυτόν, ο Οργανισμός θα πρέπει να δημοσιεύει μη δεσμευτική κατευθυντήρια γραμμή σχετικά με την εφαρμογή των ορισμών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ανάλογα με την περίπτωση. Η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή θα πρέπει να αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, το θέμα των αποδεκτών πρακτικών της αγοράς. Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι πρακτικές κατάχρησης αγοράς σε χονδρικές αγορές ενέργειας επηρεάζουν συχνά περισσότερα από ένα κράτη μέλη, ο Οργανισμός θα πρέπει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και συνεκτικής διενέργειας των ερευνών. Προς επίτευξη τούτου, ο Οργανισμός θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητά συνεργασία και να συντονίζει τη λειτουργία ομάδων ερευνών απαρτιζόμενων από εκπροσώπους των σχετικών εθνικών ρυθμιστικών αρχών και, ενδεχομένως, άλλων αρχών, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

(28)

Στον Οργανισμό θα πρέπει να παρέχονται οι κατάλληλοι χρηματοοικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι προκειμένου να εκπληρώνει επαρκώς τα επιπρόσθετα καθήκοντα που του ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει αυτά τα καθήκοντα να λαμβάνονται δεόντως υπόψη στη διαδικασία για τη δημιουργία, την εκτέλεση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού του που ορίζεται στα άρθρα 23 και 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εξασφαλίζει ότι πληρούνται οι βέλτιστες προδιαγραφές επάρκειας.

(29)

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών και, κατά περίπτωση, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού θα πρέπει να συνεργάζονται για να εξασφαλίζουν συντονισμένη προσέγγιση προς αντιμετώπιση των πρακτικών κατάχρησης της αγοράς στις χονδρικές αγορές ενέργειας, η οποία να περιλαμβάνει τόσο τις αγορές βασικών προϊόντων όσο και τις αγορές χρηματοοικονομικών παραγώγων. Η εν λόγω συνεργασία θα πρέπει να περιλαμβάνει αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά ύποπτες πράξεις που ενδέχεται να συνιστούν παραβίαση του παρόντος κανονισμού, της οδηγίας 2003/6/ΕΚ ή του δικαίου περί ανταγωνισμού, οι οποίες πραγματοποιούνται ή έχουν πραγματοποιηθεί στις χονδρικές αγορές ενέργειας. Η εν λόγω συνεργασία θα πρέπει επίσης να συμβάλλει στη δημιουργία συναφούς ς και συνεπούς προσέγγισης όσον αφορά τις έρευνες και τις δικαστικές διαδικασίες.

(30)

Έχει μεγάλη σημασία να εφαρμόζεται η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σε όσους λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο Οργανισμός, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού θα πρέπει να διασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα και την προστασία των πληροφοριών που λαμβάνουν.

(31)

Έχει μεγάλη σημασία οι κυρώσεις για παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού να είναι αναλογικές, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές και να αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των παραβάσεων, τη βλάβη που προκλήθηκε στους καταναλωτές και τα πιθανά κέρδη από διαπραγμάτευση βασιζόμενη σε εμπιστευτικές πληροφορίες και χειραγώγηση της αγοράς. Η εφαρμογή αυτών των κυρώσεων θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Λόγω των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των συναλλαγών επί χρηματοοικονομικών παραγώγων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και των συναλλαγών επί φυσικών ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, οι κυρώσεις για παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν με τις κυρώσεις που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαβούλευση σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής της 12ης Δεκεμβρίου 2010 με τίτλο «Ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών», η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να υποβάλει προτάσεις για την εναρμόνιση των ελάχιστων προτύπων για τα συστήματα κυρώσεων των κρατών μελών σε ένα κατάλληλο χρονικό πλαίσιο. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει ούτε τους εθνικούς κανόνες περί των απαιτούμενων αποδεικτικών προτύπων ούτε την υποχρέωση των εθνικών ρυθμιστικών αρχών και των δικαστηρίων των κρατών μελών να εξακριβώνουν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω κανόνες και υποχρεώσεις συνάδουν προς τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου.

(32)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η καθιέρωση εναρμονισμένου πλαισίου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της διαφάνειας στη χονδρική αγορά ενέργειας, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και συσχέτιση με τη λοιπή νομοθεσία της Ένωσης

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες σχετικά με την απαγόρευση των καταχρηστικών πρακτικών που επηρεάζουν τις χονδρικές αγορές ενέργειας, οι οποίοι είναι σύμφωνοι με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις χρηματοοικονομικές αγορές και με την ορθή λειτουργία αυτών των χονδρικών αγορών ενέργειας, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά τους. Προβλέπει την παρακολούθηση των χονδρικών αγορών ενέργειας από τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας («Οργανισμός») σε στενή συνεργασία με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο σύστημα εμπορίας εκπομπών και τις χονδρικές αγορές ενέργειας.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στη διαπραγμάτευση ενεργειακών προϊόντων χονδρικής. Τα άρθρα 3 και 5 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία είναι χρηματοπιστωτικά μέσα και στα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 9 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, υπό την επιφύλαξη των οδηγιών 2003/6/ΕΚ και 2004/39/ΕΚ, καθώς και της εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού στις πρακτικές που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Ο Οργανισμός, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, η ΕΑΚΑΑ, οι αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών και, κατά περίπτωση, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, συνεργάζονται ώστε να εξασφαλίζεται συντονισμένη προσέγγιση για την επιβολή της εφαρμογής των σχετικών κανόνων, όταν πρόκειται για δράσεις που αφορούν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα υπαγόμενα στο άρθρο 9 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, καθώς και όταν αφορούν ένα ή περισσότερα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, τα οποία υπάγονται στα άρθρα 3, 4 και 5 του παρόντος κανονισμού.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού εξασφαλίζει ότι ο Οργανισμός εκπληρώνει τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 713/2009.

5.   Ο διευθυντής του Οργανισμού διαβουλεύεται με το ρυθμιστικό συμβούλιο του Οργανισμού σχετικά με όλες τις πτυχές του παρόντος κανονισμού και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις συμβουλές και τις γνώμες του.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «εμπιστευτικές πληροφορίες»: οι πληροφορίες που έχουν ακριβή χαρακτήρα, οι οποίες δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής και οι οποίες, αν είχαν δημοσιοποιηθεί, ενδέχεται να είχαν επηρεάσει σημαντικά την τιμή των εν λόγω ενεργειακών προϊόντων χονδρικής.

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, ως «πληροφορίες» νοούνται:

Μια πληροφορία θεωρείται ότι έχει ακριβή χαρακτήρα εάν περιλαμβάνει αναφορά σε κατάσταση η οποία υφίσταται ή που εύλογα μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει ή αναφορά σε ένα γεγονός το οποίο έλαβε χώρα ή που εύλογα μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα και εφόσον η πληροφορία αυτή είναι αρκούντως ακριβής ώστε να επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση αυτής της κατάστασης ή του γεγονότος στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων χονδρική.

2)   «χειραγώγηση της αγοράς»:

α)

η πραγματοποίηση συναλλαγών ή η έκδοση εντολών διαπραγμάτευσης επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής:

i)

με τις οποίες δίδονται ή είναι πιθανό να δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενεργειακών προϊόντων χονδρικής·

ii)

με τις οποίες πρόσωπο ή περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν από κοινού διαμορφώνουν ή επιδιώκουν να διαμορφώσουν την τιμή ενός ή περισσοτέρων ενεργειακών προϊόντων χονδρικής σε τεχνητό επίπεδο, εκτός εάν το πρόσωπο που πραγματοποίησε τις συναλλαγές ή ήταν ο εντολοδότης της διαπραγμάτευσης, αποδεικνύει ότι η ενέργειά του αυτή υπαγορεύθηκε από έννομους λόγους και ότι οι εν λόγω συναλλαγές ή εντολές διαπραγμάτευσης συνάδουν με τις αποδεκτές πρακτικές στην οικεία χονδρική αγορά ενέργειας· ή

iii)

κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται ή επιχειρείται να χρησιμοποιηθούν εικονικές μεθοδεύσεις ή κάθε άλλη μορφή παραπλάνησης ή τέχνασμα που δίνει ή ενδέχεται να δίνει ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός ενεργειακού προϊόντος χονδρικής·

ή

β)

η διάδοση από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, πληροφοριών οι οποίες δίνουν ή είναι πιθανόν να δώσουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, συμπεριλαμβανομένης της διάδοσης φημών ή παραπλανητικών ειδήσεων, εφόσον ο διαδίδων τις πληροφορίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές.

Όταν διαδίδονται πληροφορίες στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας ή της καλλιτεχνικής έκφρασης, η διάδοση αυτή των πληροφοριών κρίνεται με γνώμονα τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία του τύπου σε άλλα μέσα ενημέρωσης, εκτός εάν:

i)

τα πρόσωπα αυτά αντλούν, άμεσα ή έμμεσα, όφελος ή κέρδη από τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών· ή

ii)

η αποκάλυψη ή η διάδοση γίνεται με πρόθεση παραπλάνησης της αγοράς όσον αφορά την προσφορά, ζήτηση και τιμή των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής,

3)   «απόπειρα χειραγώγησης της αγοράς»:

α)

η πραγματοποίηση συναλλαγών ή η έκδοση εντολών διαπραγμάτευσης ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που αφορά ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, με σκοπό:

i)

να δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενεργειακών προϊόντων χονδρικής·

ii)

να διαμορφωθεί η τιμή ενός ή περισσοτέρων ενεργειακών προϊόντων χονδρικής σε τεχνητό επίπεδο, εκτός εάν το πρόσωπο που διεκπεραίωσε τις συναλλαγές ή ήταν ο εντολοδότης της διαπραγμάτευσης, αποδεικνύει ότι η ενέργειά του αυτή υπαγορεύθηκε από έννομους λόγους και ότι οι εν λόγω συναλλαγές ή εντολή διαπραγμάτευσης συνάδουν με τις αποδεκτές πρακτικές στην οικεία χονδρική αγορά ενέργειας· ή

iii)

να χρησιμοποιηθούν εικονικές μεθοδεύσεις ή κάθε άλλη μορφή παραπλάνησης ή τέχνασμα που δίνει ή ενδέχεται να δίνει ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενός ενεργειακού προϊόντος χονδρικής·

ή

β)

η διάδοση πληροφοριών με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου, ή με οιοδήποτε άλλο μέσο, με την πρόθεση να δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής·

4)   «ενεργειακά προϊόντα χονδρικής»: τα ακόλουθα συμβόλαια και χρηματοοικονομικά παράγωγα, ανεξαρτήτως του τόπου και του τρόπου πραγματοποίησης της διαπραγμάτευσης:

Συμβόλαια προμήθειας και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου προς χρήση από τους τελικούς πελάτες δεν είναι ενεργειακά προϊόντα χονδρικής. Εν τούτοις, τα συμβόλαια παροχής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου προς τελικούς πελάτες με δυναμικότητα κατανάλωσης μεγαλύτερη της οριζόμενης στο δεύτερο εδάφιο του σημείου 5, θεωρούνται ως ενεργειακά προϊόντα χονδρικής·

5)   «δυναμικότητα κατανάλωσης»: η κατανάλωση ενός τελικού πελάτη είτε ηλεκτρικής ενέργειας είτε φυσικού αερίου με πλήρη χρήση της δυναμικότητας παραγωγής του εν λόγω πελάτη. Περιλαμβάνει το σύνολο της κατανάλωσης του εν λόγω πελάτη ως μία μεμονωμένη οικονομική ενότητα, εφόσον η κατανάλωση πραγματοποιείται σε αγορές με αλληλοσυνδεόμενες τιμές χονδρικής·

Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, η κατανάλωση σε χωριστές εγκαταστάσεις που ευρίσκονται υπό τον έλεγχο μίας ενιαίας οικονομικής οντότητας με δυναμικότητα κατανάλωσης λιγότερη από 600 GWh ετησίως δεν λαμβάνεται υπόψη στον βαθμό που οι εν λόγω εγκαταστάσεις δεν έχουν κοινή επίδραση στις τιμές της χονδρικής αγοράς ενέργειας επειδή ευρίσκονται σε διαφορετικές γεωγραφικές αγορές·

6)   «χονδρικές αγορές ενέργειας»: κάθε αγορά εντός της Ένωσης στην οποία πραγματοποιείται η διαπραγμάτευση επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής·

7)   «συμμετέχων στην αγορά»: κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς, που πραγματοποιεί συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της εντολής πραγματοποίησης διαπραγματεύσεων σε μία ή περισσότερες χονδρικές αγορές ενέργειας·

8)   «πρόσωπο»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

9)   «αρμόδια οικονομική αρχή»: αρμόδια αρχή που ορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία καθορίζεται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ·

10)   «εθνική ρυθμιστική αρχή»: εθνική ρυθμιστική αρχή που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας (10) ή με το άρθρο 39 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου (11)·

11)   «Διαχειριστής συστήματος μεταφοράς»: όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ και στο άρθρο 2 σημείο 4) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ·

12)   «μητρική επιχείρηση»: μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενης στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (12)·

13)   «συνδεδεμένη επιχείρηση»: θυγατρική ή άλλη επιχείρηση στην οποία υπάρχει συμμετοχή, ή επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη επιχείρηση με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

14)   «διανομή φυσικού αερίου»: η έννοια που προσδιορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ·

15)   «διανομή ηλεκτρικής ενέργειας»: η έννοια που προσδιορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας 2009/72/ΕΚ.

Άρθρο 3

Απαγόρευση εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Πρόσωπα τα οποία κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με ενεργειακό προϊόν χονδρικής απαγορεύεται:

α)

να χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για να αποκτήσουν ή να πωλήσουν, ή για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ή να πωλήσουν, για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό τρίτων, αμέσως ή εμμέσως, ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες·

β)

να γνωστοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες σε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν ενεργούν στα συνήθη πλαίσια άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους·

γ)

να συνιστούν σε άλλο πρόσωπο, ή να το παρακινούν, βάσει εμπιστευτικών πληροφοριών, να αποκτήσει ή να διαθέσει τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αφορούν οι εν λόγω πληροφορίες.

2.   Η απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ισχύει για τα ακόλουθα πρόσωπα που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής:

α)

μέλη διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων επιχείρησης·

β)

πρόσωπα με συμμετοχή στο κεφάλαιο επιχείρησης·

γ)

πρόσωπα με πρόσβαση στις πληροφορίες κατά την εργασία τους ή την άσκηση του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους·

δ)

πρόσωπα που έχουν αποκτήσει τις εν λόγω πληροφορίες μέσω εγκληματικής δραστηριότητας·

ε)

πρόσωπα που γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν ότι πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες.

3.   Τα στοιχεία α) και γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς που αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια ή φυσικό αέριο, ώστε να κατοχυρώνεται η ασφαλής λειτουργία του συστήματος, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν κατά το άρθρο 12 στοιχεία δ) και ε) της οδηγίας 2009/72/ΕΚ ή κατά το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ.

4.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε:

α)

συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο εκπλήρωσης δημιουργηθείσας υποχρέωσης για την αγορά ή την κατοχή ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, εφόσον η εν λόγω υποχρέωση προκύπτει από συμφωνία ή από έκδοση εντολής διαπραγμάτευσης που πραγματοποιήθηκαν πριν να περιέλθουν οι εμπιστευτικές πληροφορίες στην κατοχή του εν λόγω προσώπου·

β)

συναλλαγές που συνάπτονται από παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, διαχειριστές συστημάτων αποθήκευσης ή διαχειριστές συστημάτων εισαγωγής ΥΦΑ, ο μόνος στόχος των οποίων είναι η κάλυψη της άμεσης φυσικής ζημίας που προκύπτει λόγω έκτακτης διακοπής λειτουργίας, εφόσον το αντίθετο θα είχε ως αποτέλεσμα ο συμμετέχων στην αγορά να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει υπάρχουσες συμβατικές υποχρεώσεις και στις περιπτώσεις που μια τέτοια πράξη πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τον εμπλεκόμενο διαχειριστή ή διαχειριστές των δικτύων μεταφοράς προκειμένου να διασφαλισθεί η ασφαλής λειτουργία του συστήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι σχετικές πληροφορίες που σχετίζονται με τις συναλλαγές αναφέρονται στον Οργανισμό και την εθνική ρυθμιστική αρχή. Αυτή η υποχρέωση αναφοράς δεν θίγει την υποχρέωση που καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1·

γ)

συμμετέχοντες στην αγορά που ενεργούν σύμφωνα με εθνικούς κανόνες έκτακτης ανάγκης, όταν οι εθνικές αρχές έχουν παρέμβει προκειμένου να εξασφαλίσουν την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου και όταν έχουν ανασταλεί οι μηχανισμοί της αγοράς σε ένα κράτος μέλος ή σε μέρη αυτού. Σε αυτήν την περίπτωση, η αρχή που είναι αρμόδια για τον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης διασφαλίζει τη δημοσιοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 4.

5.   Όταν ο κάτοχος εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με ενεργειακό προϊόν χονδρικής είναι νομικό πρόσωπο, οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ισχύουν και για τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στην απόφαση εκτέλεσης της συναλλαγής για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.

6.   Όταν διαδίδονται πληροφορίες στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας ή της καλλιτεχνικής έκφρασης, η διάδοση αυτή των πληροφοριών κρίνεται με γνώμονα τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία του τύπου σε άλλα μέσα ενημέρωσης, εκτός εάν:

α)

τα πρόσωπα αυτά αντλούν, άμεσα ή έμμεσα, όφελος ή κέρδη από τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών· ή

β)

η αποκάλυψη ή η διάδοση γίνεται με πρόθεση παραπλάνησης της αγοράς όσον αφορά την προσφορά, τη ζήτηση και την τιμή των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής.

Άρθρο 4

Υποχρέωση δημοσίευσης εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Κάθε συμμετέχων στην αγορά δημοσιοποιεί, αποτελεσματικά και εγκαίρως, εμπιστευτικές πληροφορίες που κατέχει σχετικά με τις επιχειρήσεις ή τις εγκαταστάσεις, ή τη μητρική του επιχείρηση ή σχετική επιχείρηση, των οποίων ο ενδιαφερόμενος συμμετέχων στην αγορά ή η μητρική του επιχείρηση ή σχετική επιχείρηση έχει την κυριότητα ή τον έλεγχο ή την ευθύνη όσον αφορά επιχειρησιακά θέματα, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει. Εν προκειμένω, η δημοσιοποίηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη δυναμικότητα και τη χρήση των εγκαταστάσεων παραγωγής, αποθήκευσης, κατανάλωσης ή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου ή σχετικά με τη δυναμικότητα και τη χρήση των εγκαταστάσεων ΥΦΑ, συμπεριλαμβανομένης της προγραμματισμένης ή μη προγραμματισμένης έλλειψης διαθεσιμότητας αυτών των εγκαταστάσεων.

2.   Συμμετέχων στην αγορά μπορεί, υπ’ ευθύνη του, να αναβάλει κατ’ εξαίρεση τη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών προκειμένου να μη βλάψει τα έννομα συμφέροντά του, εφόσον η παράλειψη αυτή δεν είναι πιθανόν να παραπλανήσει το κοινό και εφόσον ο συμμετέχων στην αγορά είναι σε θέση να διασφαλίσει την εμπιστευτικότητα των συγκεκριμένων πληροφοριών και δεν λαμβάνει αποφάσεις για συναλλαγές επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, με βάση τις εν λόγω πληροφορίες. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο συμμετέχων στην αγορά παρέχει χωρίς καθυστέρηση τις εν λόγω πληροφορίες, μαζί με αιτιολόγηση όσον αφορά την καθυστέρηση της δημοσιοποίησης των πληροφοριών, στον Οργανισμό και στην αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 8 παράγραφος 5.

3.   Οσάκις συμμετέχων στην αγορά ή πρόσωπο που έχει προσληφθεί ή το οποίο ενεργεί για λογαριασμό ενός συμμετέχοντος στην αγορά, αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με ενεργειακό προϊόν χονδρικής κατά τη συνήθη άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματός ή των καθηκόντων του, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β), διασφαλίζει εκ παραλλήλου την ταυτόχρονη, πλήρη και αποτελεσματική δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών. Σε περίπτωση που οι πληροφορίες δεν αποκαλύπτονται σκοπίμως, ο συμμετέχων στην αγορά διασφαλίζει την πλήρη και αποτελεσματική δημοσιοποίηση των πληροφοριών, το συντομότερο δυνατόν, μετά τη μη σκόπιμη αποκάλυψή τους. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται εάν ο αποδέκτης των πληροφοριών υπέχει υποχρέωση εμπιστευτικότητας, ανεξάρτητα από το αν η υποχρέωση πηγάζει εκ του νόμου, από κανονιστική διάταξη, από άρθρο καταστατικού ή από σύμβαση.

4.   Η δημοσίευση εμπιστευτικών πληροφοριών, ακόμη και σε συγκεντρωτική μορφή, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2009, ή κατευθυντήριες γραμμές και κώδικες δικτύου που θεσπίζονται δυνάμει των εν λόγω κανονισμών, συνιστά ταυτόχρονη, πλήρη και αποτελεσματική δημοσιοποίηση.

5.   Στις περιπτώσεις που σε κάποιον διαχειριστή συστήματος μεταφοράς έχει δοθεί εξαίρεση από την υποχρέωση δημοσίευσης ορισμένων δεδομένων, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 714/2009 ή τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2009, ο εν λόγω διαχειριστής απαλλάσσεται επίσης από την υποχρέωση που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τα εν λόγω δεδομένα.

6.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που υπέχουν οι συμμετέχοντες στην αγορά σύμφωνα με τις οδηγίες 2009/72/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ και τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009, καθώς και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και τους κώδικες δικτύου που εκδίδονται δυνάμει των εν λόγω οδηγιών και κανονισμών, ιδίως όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τη μέθοδο δημοσίευσης των πληροφοριών.

7.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν το δικαίωμα των συμμετεχόντων στην αγορά να καθυστερούν την αποκάλυψη πληροφοριών που σχετίζονται με την προστασία υποδομών ζωτικής σημασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 2008/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τον προσδιορισμό και τον χαρακτηρισμό των ευρωπαϊκών υποδομών ζωτικής σημασίας, και σχετικά με την αξιολόγηση της ανάγκης βελτίωσης της προστασίας τους (13), εάν αυτές είναι διαβαθμισμένες στη χώρα τους.

Άρθρο 5

Απαγόρευση χειραγώγησης της αγοράς

Απαγορεύεται οιαδήποτε χειραγώγηση ή απόπειρα χειραγώγησης της χονδρικής αγοράς ενέργειας.

Άρθρο 6

Τεχνική ενημέρωση των ορισμών των εμπιστευτικών πληροφοριών και της χειραγώγησης της αγοράς

1.   Η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 20, προκειμένου να:

α)

ευθυγραμμίζει τους ορισμούς που ορίζονται στο άρθρο 2 σημεία 1, 2, 3 και 5, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η συνοχή με άλλη σχετική ενωσιακή νομοθεσία στους τομείς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της ενέργειας και

β)

να ενημερώνει αυτούς τους ορισμούς με μόνο σκοπό να λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις στις χονδρικές αγορές ενέργειας.

2.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον:

α)

τη συγκεκριμένη λειτουργία των χονδρικών αγορών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών χαρακτηριστικών των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, και την αλληλεπίδραση μεταξύ των αγορών βασικών προϊόντων και των αγορών χρηματοοικονομικών παραγώγων·

β)

το ενδεχόμενο χειραγώγησης πέραν των συνόρων, μεταξύ των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και στις αγορές βασικών προϊόντων και τις αγορές χρηματοοικονομικών παραγώγων·

γ)

τις πιθανές επιπτώσεις που έχουν στις τιμές των ενεργειακών αγορών χονδρικής η πραγματική ή η προγραμματισμένη παραγωγή, κατανάλωση, χρήση της δυναμικότητας μεταφοράς ή της χωρητικότητας αποθήκευσης και

δ)

τους κώδικες δικτύου και τις κατευθυντήριες γραμμές-πλαίσια που εκδίδονται σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

Άρθρο 7

Παρακολούθηση της αγοράς

1.   Ο Οργανισμός παρακολουθεί τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής για να εντοπίζει και να προλαμβάνει διαπραγματεύσεις που βασίζονται σε εμπιστευτικές πληροφορίες και χειραγώγηση της αγοράς. Συλλέγει τα δεδομένα για την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των χονδρικών αγορών ενέργειας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συνεργάζονται, σε περιφερειακό επίπεδο, μεταξύ τους και με τον Οργανισμό για τη διενέργεια της παρακολούθησης των χονδρικών αγορών ενέργειας σύμφωνα με την παράγραφο 1. Για τον σκοπό αυτό, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες τις οποίες κατέχει ο Οργανισμός και έχει συγκεντρώσει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 2. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν επίσης να παρακολουθούν τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής σε εθνικό επίπεδο.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού τους ή φορέας παρακολούθησης της αγοράς που έχει δημιουργηθεί εντός της εν λόγω αρχής πραγματοποιεί παρακολούθηση της αγοράς μαζί με την εθνική ρυθμιστική αρχή. Κατά τη διενέργεια της εν λόγω παρακολούθησης της αγοράς, η εθνική αρχή ανταγωνισμού ή ο φορέας παρακολούθησης της αγοράς έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με την εθνική ρυθμιστική αρχή, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τη δεύτερη περίοδο του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος, το άρθρο 8 παράγραφος 5 πρώτη περίοδος και το άρθρο 16.

3.   Ο Οργανισμός υποβάλλει τουλάχιστον κάθε έτος έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τις δραστηριότητές του βάσει του παρόντος κανονισμού και δημοσιοποιεί την εν λόγω έκθεση. Στις εν λόγω εκθέσεις, ο Οργανισμός αξιολογεί τη λειτουργία και τη διαφάνεια των διαφορετικών κατηγοριών αγορών και τρόπους διαπραγμάτευσης και μπορεί να διατυπώνει συστάσεις προς την Επιτροπή, όσον αφορά τους κανόνες της αγοράς, τα πρότυπα και τις διαδικασίες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ακεραιότητα της αγοράς και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Μπορεί επίσης να αξιολογεί κατά πόσον ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις για τις οργανωμένες αγορές θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην ενίσχυση της διαφάνειας της αγοράς. Οι εκθέσεις μπορούν να συνδυάζονται με την έκθεση που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009.

Ο Οργανισμός δύναται να διατυπώνει συστάσεις στην Επιτροπή ως προς τις καταγραφές συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των εντολών διαπραγμάτευσης, εφόσον το θεωρεί απαραίτητο για την αποτελεσματική και αποδοτική παρακολούθηση των χονδρικών αγορών ενέργειας. Πριν από τη διατύπωση των συστάσεων αυτών, ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τους ενδιαφερομένους, ειδικότερα με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, τις αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών, τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού και την ΕΑΚΑΑ.

Όλες οι συστάσεις θα πρέπει να διατίθενται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στο ευρύ κοινό.

Άρθρο 8

Συγκέντρωση δεδομένων

1.   Οι συμμετέχοντες στην αγορά ή, για λογαριασμό τους, πρόσωπο ή αρχή απαριθμούμενο στην παράγραφο 4 στοιχεία β) έως στ), παρέχουν στον Οργανισμό καταγραφή των συναλλαγών στις χονδρικές αγορές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των εντολών διαπραγμάτευσης. Οι πληροφορίες που αναφέρονται περιλαμβάνουν τον ακριβή προσδιορισμό των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής που αγοράσθηκαν και πωλήθηκαν, την τιμή και την ποσότητα που συμφωνήθηκε, τις ημερομηνίες και τον χρόνο εκτέλεσης, τα μέρη της συναλλαγής και τους δικαιούχους της συναλλαγής και οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία. Ενώ οι συμμετέχοντες στην αγορά έχουν τη συνολική ευθύνη, από τη στιγμή που οι απαιτούμενες πληροφορίες λαμβάνονται από πρόσωπο ή αρχή απαριθμούμενο στην παράγραφο 3 στοιχεία β) έως ε), η υποχρέωση αναφοράς πληροφοριών του συμμετέχοντος στην αγορά θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί.

2.   Μέσω εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή:

α)

καταρτίζει κατάλογο των συμβάσεων και των παράγωγων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των εντολών διαπραγμάτευσης, που πρέπει να αναφέρονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και με βάση κατάλληλα ελάχιστα όρια για την αναφορά συναλλαγών, οσάκις ενδείκνυται·

β)

θεσπίζει ενιαίους κανόνες σχετικά με την αναφορά πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με παράγραφο 1·

γ)

ορίζει τον χρόνο και τη μορφή με την οποία πρέπει να αναφέρονται οι εν λόγω πληροφορίες.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Λαμβάνουν υπόψη τα υπάρχοντα συστήματα αναφοράς πληροφοριών.

3.   Τα πρόσωπα που προβλέπονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α) έως δ) και τα οποία έχουν αναφέρει συναλλαγές σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ ή την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία δεν υπέχουν υποχρεώσεις διπλής αναφοράς πληροφοριών όσον αφορά τις εν λόγω συναλλαγές.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 παρέχουν ενδεχομένως τη δυνατότητα σε οργανωμένες αγορές και σε συστήματα αντιστοίχησης των εντολών ή συστήματα αναφοράς συναλλαγών να διαβιβάζουν στον Οργανισμό καταγραφή των ενεργειακών συναλλαγών χονδρικής.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι πληροφορίες παρέχονται από:

α)

τον συμμετέχοντα στην αγορά·

β)

τον τρίτο που ενεργεί για λογαριασμό του συμμετέχοντος στην αγορά·

γ)

ένα σύστημα αναφοράς συναλλαγών·

δ)

μια οργανωμένη αγορά, ένα σύστημα αντιστοίχησης των εντολών ή άλλο πρόσωπο που κατ’ επάγγελμα διεκπεραιώνει συναλλαγές·

ε)

ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών που έχει εγγραφεί ή αναγνωρισθεί σύμφωνα με την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με τις συναλλαγές παραγώγων, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών· ή

στ)

μια αρμόδια αρχή που έχει λάβει τις εν λόγω πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή η ΕΑΚΑΑ, εφόσον έχει λάβει τις εν λόγω πληροφορίες σύμφωνα με την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με τις συναλλαγές παραγώγων, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών.

5.   Οι συμμετέχοντες στην αγορά παρέχουν στον Οργανισμό και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές τις πληροφορίες που αφορούν τη δυναμικότητα και τη χρήση των εγκαταστάσεων παραγωγής, αποθήκευσης, κατανάλωσης ή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου ή που αφορούν τη δυναμικότητα και τη χρήση εγκαταστάσεων ΥΦΑ, συμπεριλαμβανόμενης της προγραμματισμένης ή μη προγραμματισμένης μη διαθεσιμότητας αυτών των εγκαταστάσεων για τις ανάγκες της παρακολούθησης των διαπραγματεύσεων στις χονδρικές αγορές ενέργειας. Η υποχρέωση υποβολής στοιχείων στους συμμετέχοντες στην αγορά ελαχιστοποιείται με τη συγκέντρωση των αναγκαίων πληροφοριών ή μέρους αυτών από υπάρχουσες πηγές, οσάκις τούτο είναι δυνατόν.

6.   Μέσω εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή:

α)

θεσπίζει ενιαίους κανόνες σχετικά με την αναφορά πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και σχετικά με τα κατάλληλα όρια για αυτήν την αναφορά, οσάκις ενδείκνυται·

β)

ορίζει τον χρόνο και τη μορφή με την οποία πρέπει να αναφέρονται οι εν λόγω πληροφορίες.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2. Λαμβάνουν υπόψη τις υπάρχουσες υποχρεώσεις αναφοράς πληροφοριών σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 714/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009.

Άρθρο 9

Εγγραφή των συμμετεχόντων στην αγορά

1.   Οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι προβαίνουν σε συναλλαγές που απαιτείται να αναφέρονται στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 εγγράφονται στην εθνική ρυθμιστική αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν ή, εάν δεν είναι εγκατεστημένοι ούτε διαμένουν στην Ένωση, σε κράτος μέλος στο οποίο είναι ενεργοί.

Συμμετέχων στην αγορά εγγράφεται μόνο σε μία εθνική ρυθμιστική αρχή. Τα κράτη μέλη δεν ζητούν από ένα συμμετέχοντα στην αγορά που είναι ήδη εγγεγραμμένος σε ένα κράτος μέλος να εγγραφεί ξανά.

Η εγγραφή των συμμετεχόντων στην αγορά δεν θίγει τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης με τους ισχύοντες κανόνες διαπραγμάτευσης και εξισορρόπησης.

2.   Το αργότερο τρεις μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή θεσπίζει τις εκτελεστικές πράξεις που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές δημιουργούν εθνικά μητρώα συμμετεχόντων στην αγορά τα οποία πρέπει να φροντίζουν να ενημερώνουν. Το μητρώο δίνει σε κάθε συμμετέχοντα στην αγορά μια μοναδική ταυτότητα και περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες ώστε να αναγνωρίζει τον συμμετέχοντα στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών λεπτομερειών που σχετίζονται με τον αριθμό του φορολογικού μητρώου, τον τόπο εγκατάστασής του, τα πρόσωπα που είναι αρμόδια για τη λήψη επιχειρησιακών και διαπραγματευτικών αποφάσεών του και τον τελικό ελεγκτή ή δικαιούχο των διαπραγματευτικών δραστηριοτήτων του συμμετέχοντος στην αγορά.

3.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαβιβάζουν τις πληροφορίες των εθνικών τους μητρώων στον Οργανισμό σε μορφότυπο που ορίζεται από τον Οργανισμό. Ο Οργανισμός, σε συνεργασία με τις εν λόγω αρχές, καθορίζει τον μορφότυπο και τον δημοσιοποιεί έως τις 29 Ιουνίου 2012. Με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ο Οργανισμός δημιουργεί ένα ευρωπαϊκό μητρώο συμμετεχόντων στην αγορά. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές και άλλες εμπλεκόμενες αρχές έχουν πρόσβαση στο ευρωπαϊκό μητρώο. Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, ο Οργανισμός μπορεί να αποφασίσει να δημοσιοποιήσει το ευρωπαϊκό μητρώο ή αποσπάσματά του, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποκαλύπτονται πληροφορίες με ευαίσθητο εμπορικό χαρακτήρα που αφορούν μεμονωμένους συμμετέχοντες στην αγορά.

4.   Οι συμμετέχοντες στην αγορά που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υποβάλλουν το έντυπο καταχώρισης στην εθνική ρυθμιστική αρχή πριν να διεκπεραιώσουν συναλλαγή που απαιτείται να αναφερθεί στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1.

5.   Οι συμμετέχοντες στην αγορά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 γνωστοποιούν εγκαίρως στην αρμόδια ρυθμιστική αρχή οποιαδήποτε αλλαγή έχει πραγματοποιηθεί σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται στο έντυπο καταχώρισης.

Άρθρο 10

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Οργανισμού και άλλων αρχών

1.   Ο Οργανισμός καθιερώνει μηχανισμούς για ανταλλαγή των πληροφοριών που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 και το άρθρο 8 με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, τις αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών, τις εθνικές αρχές για τον ανταγωνισμό, την ΕΑΚΑΑ και άλλες σχετικές αρχές. Πριν από τη θέσπιση των μηχανισμών αυτών, ο Οργανισμός διαβουλεύεται με τις εν λόγω αρχές.

2.   Ο Οργανισμός παρέχει πρόσβαση στους μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μόνο στις αρχές που έχουν δημιουργήσει συστήματα τα οποία διευκολύνουν τον Οργανισμό να τηρεί τις απαιτήσεις του άρθρου 12 παράγραφος 1.

3.   Τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που έχουν εγγραφεί ή αναγνωρισθεί σύμφωνα με την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με τις συναλλαγές παραγώγων, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών θέτουν στη διάθεση του Οργανισμού όλες τις σχετικές πληροφορίες που συγκεντρώνουν σχετικά με τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής και τα παράγωγα δικαιωμάτων εκπομπών.

Η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζει στον Οργανισμό τις αναφορές σχετικά με τις συναλλαγές ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, τις οποίες λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία σχετικά με τις συναλλαγές παραγώγων, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν εκθέσεις για διαπραγματεύσεις σχετικά με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής που έχουν ληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ διαβιβάζουν τις εν λόγω εκθέσεις στον Οργανισμό.

Ο Οργανισμός και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της διαπραγμάτευσης δικαιωμάτων εκπομπών ή παραγώγων που σχετίζονται με τα δικαιώματα εκπομπών συνεργάζονται μεταξύ τους και δημιουργούν κατάλληλους μηχανισμούς μέσω των οποίων αποκτά ο Οργανισμός πρόσβαση στις καταγραφές συναλλαγών αυτών των δικαιωμάτων και παραγώγων, όταν οι εν λόγω αρχές συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με αυτές τις συναλλαγές.

Άρθρο 11

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (14), ούτε τις υποχρεώσεις του Οργανισμού, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (15).

Άρθρο 12

Αξιοπιστία λειτουργίας

1.   Ο Οργανισμός διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα και την προστασία των πληροφοριών που λαμβάνει δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 και των άρθρων 8 και 10. Ο Οργανισμός λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να αποφεύγεται η καταχρηστική χρήση των πληροφοριών που διατηρεί στα συστήματά του και η μη επιτρεπόμενη πρόσβαση σε αυτές.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού, η ΕΑΚΑΑ και άλλες σχετικές αρχές διασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα και την προστασία των πληροφοριών που λαμβάνουν δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 7 παράγραφος 2, του άρθρου 8 παράγραφος 5 ή του άρθρου 10 και μεριμνούν για την αποφυγή κάθε καταχρηστικής χρήσης των πληροφοριών αυτών.

Ο Οργανισμός εντοπίζει και ελαχιστοποιεί πηγές λειτουργικού κινδύνου, με την ανάπτυξη κατάλληλων συστημάτων, ελέγχων και διαδικασιών.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 17, ο Οργανισμός δύναται να αποφασίσει να δημοσιοποιήσει μέρος των πληροφοριών που έχει στην κατοχή του, υπό τον όρο ότι δεν αποκαλύπτει ούτε καθιστά δυνατό να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένους συμμετέχοντες στην αγορά ή συγκεκριμένες συναλλαγές ή συγκεκριμένες αγορές.

Ο Οργανισμός καθιστά διαθέσιμη την εμπορική βάση δεδομένων του που δεν έχει ευαίσθητο χαρακτήρα για επιστημονικούς σκοπούς, τηρώντας τις απαιτήσεις εμπιστευτικού χαρακτήρα.

Οι πληροφορίες δημοσιεύονται ή καθίστανται διαθέσιμες προς όφελος της βελτίωσης της διαφάνειας των χονδρικών αγορών ενέργειας και υπό τον όρο ότι δεν είναι πιθανόν να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού στην ενεργειακή αγορά.

Ο Οργανισμός διαδίδει πληροφορίες με δίκαιο τρόπο σύμφωνα με διαφανείς κανόνες τους οποίους θεσπίζει και δημοσιοποιεί.

Άρθρο 13

Εφαρμογή των απαγορεύσεων καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά

1.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μεριμνούν για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που ορίζονται στα άρθρα 3 και 5 και της υποχρέωσης που ορίζεται στο άρθρο 4.

Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές του να διαθέτουν τις εξουσίες έρευνας και επιβολής της εφαρμογής που είναι αναγκαίες για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων έως τις 29 Ιουνίου 2013. Οι εν λόγω εξουσίες ασκούνται αναλογικά.

Οι εν λόγω εξουσίες ασκούνται:

α)

απευθείας·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές· ή

γ)

με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν, κατά περίπτωση, να ασκούν τις εξουσίες τους έρευνας, σε συνεργασία με τις οργανωμένες αγορές, τα συστήματα αντιστοίχησης των εντολών ή άλλα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διεκπεραιώνουν συναλλαγές κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 4 στοιχείο δ).

2.   Οι εξουσίες έρευνας και επιβολής της εφαρμογής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιορίζονται στον στόχο της έρευνας. Ασκούνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και περιλαμβάνουν το δικαίωμα:

α)

να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο οποιασδήποτε μορφής και να λαμβάνει αντίγραφό του·

β)

να ζητά πληροφορίες από οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρεμβαίνουν διαδοχικά στη διαβίβαση των εντολών ή στην εκτέλεση των σχετικών πράξεων, καθώς επίσης των εντολέων τους, και, εάν είναι αναγκαίο, να καλεί οποιοδήποτε από αυτά τα πρόσωπα ή εντολείς σε ακρόαση·

γ)

να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους·

δ)

να απαιτεί υπάρχοντα στοιχεία για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων·

ε)

να απαιτεί τη διακοπή κάθε πρακτικής αντίθετης προς τον παρόντα κανονισμό ή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ή εκτελεστικών πράξεων που θεσπίζονται βάσει αυτού·

στ)

να ζητά δικαστικά τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων·

ζ)

να ζητά από δικαστήριο ή οποιαδήποτε αρμόδια αρχή να επιβάλει προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας.

Άρθρο 14

Δικαίωμα προσφυγής

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί, σε εθνικό επίπεδο, δυνάμει των οποίων μέρος θιγόμενο από απόφαση της ρυθμιστικής αρχής έχει δικαίωμα προσφυγής σε φορέα ανεξάρτητο από τα εμπλεκόμενα μέρη και από οιαδήποτε κυβέρνηση.

Άρθρο 15

Υποχρεώσεις προσώπων που κατ’ επάγγελμα διεκπεραιώνουν συναλλαγές

Κάθε πρόσωπο που κατ’ επάγγελμα διεκπεραιώνει συναλλαγές επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής ειδοποιεί, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, την εθνική ρυθμιστική αρχή, όταν εύλογα υποπτεύεται ότι συναλλαγή ενδέχεται να παραβιάζει τα άρθρα 3 ή 5.

Τα πρόσωπα που κατ’ επάγγελμα διεκπεραιώνουν συναλλαγές επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής καθιερώνουν και διατηρούν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες ώστε να εντοπίζονται παραβιάσεις των άρθρων 3 ή 5.

Άρθρο 16

Συνεργασία σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο

1.   Ο Οργανισμός έχει ως στόχο να εξασφαλίζει ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ασκούν με συντονισμένο και συνεπή τρόπο τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Ο Οργανισμός δημοσιεύει μη δεσμευτική κατευθυντήρια γραμμή σχετικά με την εφαρμογή των ορισμών που ορίζονται στο άρθρο 2, ανάλογα με την περίπτωση.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συνεργάζονται με τον Οργανισμό και μεταξύ τους, καθώς και σε περιφερειακό επίπεδο, για την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι αρμόδιες οικονομικές αρχές και η εθνική αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους μπορούν να δημιουργούν κατάλληλες μορφές συνεργασίας έτσι ώστε να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και αποδοτική έρευνα και επιβολή της εφαρμογής και να συμβάλλουν σε μια συναφή και συνεκτική προσέγγιση της έρευνας, της δικαστικής διαδικασίας και της επιβολής της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και του σχετικού δημοσιονομικού δικαίου και του δικαίου ανταγωνισμού.

2.   Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενημερώνουν, χωρίς καθυστέρηση, τον Οργανισμό, με τον λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο, όταν έχουν βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι, στο οικείο ή σε άλλο κράτος μέλος, τελούνται, ή έχουν τελεστεί, πράξεις κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού.

Όταν εθνική ρυθμιστική αρχή ή ορισθείσα αρχή υποπτεύεται ότι σε άλλο κράτος μέλος τελούνται πράξεις που επηρεάζουν τις χονδρικές αγορές ενέργειας ή την τιμή των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής στο οικείο κράτος μέλος, δύναται να ζητεί από τον Οργανισμό να αναλάβει δράση σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου και, εάν οι πράξεις επηρεάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

3.   Για να εξασφαλισθεί η συντονισμένη και συνεπής προσέγγιση έναντι πρακτικών κατάχρησης αγοράς στις χονδρικές αγορές ενέργειας:

α)

η εθνική ρυθμιστική αρχή ενημερώνει την αρμόδια οικονομική αρχή του οικείου κράτους μέλους και τον Οργανισμό, όταν έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι στις χονδρικές αγορές ενέργειας τελούνται ή έχουν τελεστεί πράξεις οι οποίες συνιστούν κατάχρηση της αγοράς κατά την έννοια της οδηγίας 2003/6/ΕΚ και επηρεάζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπάγονται στο άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας· για τους σκοπούς αυτούς, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν να δημιουργήσουν κατάλληλες μορφές συνεργασίας με την αρμόδια χρηματοπιστωτική αρχή στο κράτος μέλους τους·

β)

ο Οργανισμός ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και την αρμόδια οικονομική αρχή όταν έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι στις χονδρικές αγορές ενέργειας τελούνται ή έχουν τελεστεί πράξεις οι οποίες συνιστούν κατάχρηση της αγοράς κατά την έννοια της οδηγίας 2003/6/ΕΚ και επηρεάζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που υπάγονται στο άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας·

γ)

η αρμόδια οικονομική αρχή κράτους μέλους ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τον Οργανισμό, όταν έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι στις χονδρικές αγορές ενέργειας άλλου κράτους μέλους τελούνται ή έχουν τελεστεί πράξεις οι οποίες παραβιάζουν τα άρθρα 3 και 5·

δ)

οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενημερώνουν την εθνική αρχή ανταγωνισμού του οικείου κράτους μέλους, την Επιτροπή και τον Οργανισμό, όταν έχουν βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι τελούνται ή έχουν τελεστεί πράξεις στη χονδρική αγορά ενέργειας, οι οποίες ενδέχεται να συνιστούν παραβίαση του δικαίου ανταγωνισμού.

4.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει της παραγράφου 1, όταν ο Οργανισμός, μεταξύ άλλων βάσει αρχικής εκτίμησης ή ανάλυσης, έχει υπόνοιες ότι διαπράχθηκε παραβίαση του παρόντος κανονισμού, διαθέτει την εξουσία:

α)

να ζητεί από μία ή περισσότερες εθνικές ρυθμιστικές αρχές κάθε πληροφορία σχετικά με την εικαζόμενη παραβίαση·

β)

να ζητεί από μία ή περισσότερες εθνικές ρυθμιστικές αρχές την έναρξη ερευνών για την εικαζόμενη παραβίαση και τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την αντιμετώπιση τυχόν παραβίασης που έχει διαπιστωθεί. Κάθε απόφαση αναφορικά με την κατάλληλη δράση που πρέπει να αναληφθεί για να επανορθωθούν τυχόν παραβιάσεις εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ενδιαφερόμενης ρυθμιστικής αρχής·

γ)

όταν θεωρεί ότι η ενδεχόμενη παραβίαση έχει ή είχε διασυνοριακές επιπτώσεις, να δημιουργεί και να συντονίζει ομάδα ερευνών, απαρτιζόμενη από εκπροσώπους των σχετικών εθνικών ρυθμιστικών αρχών, για να διερευνήσει αν έχει παραβιαστεί ο παρών κανονισμός και σε ποιο κράτος μέλος τελέστηκε η παραβίαση. Οσάκις ενδείκνυται, ο Οργανισμός δύναται επίσης να ζητεί να συμμετέχουν στην ομάδα ερευνών εκπρόσωποι της αρμόδιας οικονομικής αρχής ή άλλης αρμόδιας αρχής ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών.

5.   Εθνική ρυθμιστική αρχή που είναι αποδέκτης αιτήματος παροχής πληροφοριών, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο α), ή αιτήματος έναρξης ερευνών για εικαζόμενη παραβίαση, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο β), λαμβάνει αμέσως τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ανταποκριθεί στο αίτημα. Σε περίπτωση που εθνική ρυθμιστική αρχή δεν είναι σε θέση να παράσχει αμέσως τις απαιτούμενες πληροφορίες, κοινοποιεί τους λόγους στον Οργανισμό, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, εθνική ρυθμιστική αρχή μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει επί αιτήματος, όταν:

α)

η συμμόρφωση ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία ή την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση πληροφόρησης·

β)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τις ίδιες ενέργειες και κατά των ίδιων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση· ή

γ)

έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά των ιδίων προσώπων και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση πληροφόρησης.

Στην περίπτωση αυτή, η εθνική ρυθμιστική αρχή ενημερώνει σχετικά τον Οργανισμό, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες όσον αφορά την εν λόγω δικαστική διαδικασία ή απόφαση.

Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές συμμετέχουν σε ομάδα ερευνών η οποία συγκαλείται σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο γ) και παρέχουν κάθε αναγκαία συνδρομή. Ο Οργανισμός συντονίζει την ομάδα ερευνών.

6.   Το άρθρο 15 παράγραφος 1 τελευταία περίοδος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009 δεν εφαρμόζεται στον Οργανισμό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 17

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Οιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

2.   Η υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για:

α)

τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργασθεί για λογαριασμό του Οργανισμού·

β)

τους εντεταλμένους από τον Οργανισμό ελεγκτές λογαριασμών ή εμπειρογνώμονες·

γ)

τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργασθεί για λογαριασμό των εθνικών ρυθμιστικών αρχών ή για άλλες εμπλεκόμενες αρχές·

δ)

τους εντεταλμένους από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ή από άλλες εμπλεκόμενες αρχές, ελεγκτές λογαριασμών ή εμπειρογνώμονες που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

3.   Εμπιστευτικές πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν μπορούν να γνωστοποιούνται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που να μην καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό της ταυτότητας συμμετέχοντος στην αγορά ή συγκεκριμένης αγοράς, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, στις λοιπές διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή σε άλλη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

4.   Υπό την επιφύλαξη των υποθέσεων που καλύπτονται από το ποινικό δίκαιο, ο Οργανισμός, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών, η ΕΑΚΑΑ, οι φορείς ή τα πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Άλλες αρχές, φορείς ή πρόσωπα μπορούν να χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για τον σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν ή στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων. Η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιεί για άλλους σκοπούς, εφόσον συγκατατίθενται ο Οργανισμός, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι αρμόδιες οικονομικές αρχές των κρατών μελών, η ΕΑΚΑΑ, οι φορείς ή τα πρόσωπα που κοινοποιούν τις πληροφορίες.

5.   Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τις αρχές των κρατών μελών να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν έχουν ληφθεί από αρχή άλλου κράτους μέλους ή από τον Οργανισμό δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 18

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις εφαρμοστέες κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές και να αντικατοπτρίζουν τη φύση, τη διάρκεια και τη σοβαρότητα των παραβάσεων, τη βλάβη που προκλήθηκε στους καταναλωτές καθώς και τα πιθανά κέρδη από διαπραγμάτευση βασιζόμενα σε εμπιστευτικές πληροφορίες και χειραγώγηση της αγοράς.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως τις 29 Ιουνίου 2013 το αργότερο και της κοινοποιούν αμελλητί κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των διατάξεων αυτών.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εθνική ρυθμιστική αρχή να μπορεί να δημοσιοποιήσει μέτρα ή κυρώσεις που επιβάλλονται για την παραβίαση του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

Άρθρο 19

Διεθνείς σχέσεις

Στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να επιτευχθούν οι στόχοι που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, καθώς και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, ο Οργανισμός δύναται να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τις διοικητικές αρχές από τρίτες χώρες, ιδίως δε με εκείνες που έχουν αντίκτυπο επί των χονδρικών αγορών ενέργειας της Ένωσης, προκειμένου να δοθεί ώθηση στην εναρμόνιση του ρυθμιστικού πλαισίου. Αυτές οι ρυθμίσεις δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις όσον αφορά την Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε και εμποδίζουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τις εν λόγω εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και τις διοικήσεις τρίτων χωρών.

Άρθρο 20

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Οι εξουσίες για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ανατίθενται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 6 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 28 Δεκεμβρίου 2011. Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν από την εκπνοή της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί σε αυτήν την ανανέωση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 6 μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την ημέρα που έπεται της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα ουδεμίας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που ισχύει ήδη.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6 αρχίζει να ισχύει μόνο αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν εκφράσει αντιρρήσεις εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο ή αν, πριν από την εκπνοή αυτής της προθεσμίας, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 21

Διαδικασία επιτροπών

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 8 παράγραφος 1, το άρθρο 8 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 8 παράγραφοι 4 και 5 παράγουν αποτελέσματα έξι μήνες μετά την ημερομηνία έκδοσης από την Επιτροπή των σχετικών εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 6 του εν λόγω άρθρου.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 25 Οκτωβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. DOWGIELEWICZ


(1)  ΕΕ C 132 της 3.5.2011, σ. 108.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2011 (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Οκτωβρίου 2011.

(3)  ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 15.

(4)  ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 36.

(5)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(6)  ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(8)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

(10)  ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55.

(11)  ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 94.

(12)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 345 της 23.12.2008, σ. 75.

(14)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(15)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.


ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα κατώφλια για την αναφορά συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχείο α) και για τις πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 6 στοιχείο α) δεν μπορούν να καθορίζονται με εκτελεστικές πράξεις.

Ενδεχομένως, η Επιτροπή θα καταθέσει νομοθετική πρόταση για τον καθορισμό αυτών των κατωφλίων.


ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ο νομοθέτης της ΕΕ αναθέτει στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 8. Αυτό είναι νομικά δεσμευτικό για την Επιτροπή παρά τη δήλωσή της σχετικά με το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α) και το άρθρο 8 παράγραφος 6 στοιχείο α).


8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/17


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1228/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 429/73 του Συμβουλίου περί καθορισμού των ειδικών διατάξεων που ισχύουν για τις εισαγωγές στην Κοινότητα ορισμένων εμπορευμάτων καταγωγής Τουρκίας που υπάγονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1059/69

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η βελτίωση της διαφάνειας του ενωσιακού δικαίου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της στρατηγικής για τη βελτίωση της νομοθεσίας που εφαρμόζουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, ενδείκνυται η διαγραφή από την ισχύουσα νομοθεσία των πράξεων που είναι πλέον άνευ πραγματικού αντικειμένου.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 429/73 του Συμβουλίου (2) εκδόθηκε με σκοπό να καθοριστεί η μειωμένη σταθερή συνιστώσα των εισαγωγικών δασμών για μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα καταγωγής Τουρκίας και εισήχθη στο πλαίσιο του πρόσθετου πρωτοκόλλου της συμφωνίας συνδέσεως Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας - Τουρκίας, που υπογράφηκε στις 23 Νοεμβρίου 1970.

(3)

Η απόφαση αριθ. 1/95 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την εφαρμογή της οριστικής φάσης της τελωνειακής ένωσης (3), ορίζει τους κανόνες για τον καθορισμό των τελωνειακών δασμών για τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα καταγωγής Τουρκίας που εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 429/73 έχει καταστεί παρωχημένος.

(4)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 429/73 θα πρέπει, συνεπώς, να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 429/73 καταργείται.

2.   Η κατάργηση του κανονισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν θίγει:

α)

την ισχύ των πράξεων της Ένωσης που θεσπίστηκαν βάσει του κανονισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1· και

β)

τη διατήρηση σε ισχύ των τροποποιήσεων που επέφερε ο κανονισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε άλλες πράξεις της Ένωσης που δεν καταργούνται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. SZCZUKA


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2011.

(2)  ΕΕ L 59 της 5.3.1973, σ. 85.

(3)  ΕΕ L 35 της 13.2.1996, σ. 1.


8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/18


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1229/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

για την κατάργηση ορισμένων παρωχημένων πράξεων του Συμβουλίου στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 42 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πράξη προσχώρησης του 1979, και ιδίως το άρθρο 60, το άρθρο 61 σημείο 5 και το άρθρο 72 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πράξη προσχώρησης του 1985, και ιδίως το άρθρο 234 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και την απαίτηση για ομοφωνία στο Συμβούλιο, όπως ορίζει το άρθρο 234 παράγραφος 3 της πράξης προσχώρησης του 1985 (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η βελτίωση της διαφάνειας του ενωσιακού δικαίου αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της στρατηγικής για τη βελτίωση της νομοθεσίας την οποία εφαρμόζουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, ενδείκνυται η διαγραφή από την ισχύουσα νομοθεσία των πράξεων που είναι πλέον άνευ πραγματικού αντικειμένου.

(2)

Ορισμένοι κανονισμοί που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική έχουν καταστεί παρωχημένοι, παρόλο που τυπικά συνεχίζουν να ισχύουν.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2052/69 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1969, περί της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως των δαπανών που απορρέουν από την εκτέλεση της συμβάσεως σχετικά με την επισιτιστική βοήθεια (3), έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι το περιεχόμενό του έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερες πράξεις.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1467/70 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1970, περί καθορισμού ορισμένων γενικών κανόνων που διέπουν την παρέμβαση στον τομέα του ακατέργαστου καπνού (4), έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, λόγω των μεταγενέστερων μεταρρυθμίσεων του τομέα του καπνού από το 1992 και μετά.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3279/75 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1975, περί ενοποιήσεως των καθεστώτων εισαγωγής που εφαρμόζονται από κάθε κράτος μέλος έναντι των τρίτων χωρών στον τομέα των ζώντων φυτών και των προϊόντων ανθοκομίας (5), έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι το περιεχόμενό του έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερες πράξεις.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί συστάσεως καθεστώτος πριμοδοτήσεων για τη μη διάθεση σε εμπορία του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και την αναδιάρθρωση των αγελών βοοειδών γαλακτοπαραγωγής (6), θέσπισε μέτρα τα οποία εφαρμόστηκαν έως το 1981 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1853/78 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί θεσπίσεως των γενικών κανόνων που αφορούν ειδικά μέτρα για τους σπόρους κίκεως (7), θέσπισε μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2874/77 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977, περί προβλέψεως ειδικών μέτρων για τους σπόρους κίκεως (8), του οποίου η ισχύς έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 1984 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2580/78 του Συμβουλίου, της 31ης Οκτωβρίου 1978, περί παρατάσεως της περιόδου εμπορίας 1977/78 για το ελαιόλαδο, περί προβλέψεως ειδικών μέτρων στον τομέα αυτό, καθώς και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 878/77 «περί των τιμών συναλλάγματος που πρέπει να εφαρμόζονται στο γεωργικό τομέα» (9), κάλυψε μόνον τις περιόδους εμπορίας 1977/78 και 1978/79 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(9)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1/81 του Συμβουλίου, της 1ης Ιανουαρίου 1981, περί καθορισμού των γενικών κανόνων του καθεστώτος των εξισωτικών ποσών προσχώρησης στον τομέα των σιτηρών (10), έπρεπε να εφαρμοστεί κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την προσχώρηση της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(10)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1946/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981, περί περιορισμών των ενισχύσεων για επενδύσεις στον τομέα παραγωγής γάλακτος (11), έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι το περιεχόμενό του έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερες πράξεις.

(11)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2989/82 του Συμβουλίου, της 9ης Νοεμβρίου 1982, για τη χορήγηση ενίσχυσης κατά την κατανάλωση βουτύρου στη Δανία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στο Λουξεμβούργο (12), θέσπισε μόνο προσωρινά μέτρα και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(12)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3033/83 του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1983, για την κατάργηση του εξισωτικού ποσού «προσχώρησης» που εφαρμόζεται στα vins de liqueur (13), έπρεπε να εφαρμοστεί κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την προσχώρηση της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(13)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 564/84 του Συμβουλίου, της 1ης Μαρτίου 1984, για την αναστολή των ενισχύσεων για επενδύσεις στον τομέα παραγωγής γάλακτος (14), κάλυπτε μόνο το έτος 1984 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(14)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2997/87 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1987, για τον καθορισμό, στον τομέα του λυκίσκου, του ύψους της ενίσχυσης στους παραγωγούς για τη συγκομιδή του 1986 και για ειδικά μέτρα υπέρ ορισμένων περιοχών παραγωγής (15), θέσπισε ειδικό μέτρο το οποίο εφαρμόστηκε έως το 1995 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(15)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1441/88 του Συμβουλίου, της 24ης Μαΐου 1988, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 822/87 για την κοινή οργάνωση της αμπελοοινικής αγοράς (16), παρείχε στο Συμβούλιο την εξουσία να τροποποιήσει ορισμένες μεταβατικές διατάξεις που απέρρεαν από την προσχώρηση της Πορτογαλίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(16)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1720/91 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1991, για την τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (17), θέσπισε πολλά έκτακτα μέτρα στην κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών τα οποία ίσχυαν έως τις 30 Ιουνίου 1992 το αργότερο και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(17)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 740/93 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1993, για τον καθορισμό της κοινοτικής αποζημίωσης για την οριστική παύση της γαλακτοκομικής παραγωγής στην Πορτογαλία (18), θέσπισε ειδικό μέτρο το οποίο έπρεπε να εφαρμοστεί έως το 1996 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(18)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 741/93 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1993, για την εφαρμογή της κοινής τιμής παρέμβασης του ελαιολάδου στην Πορτογαλία (19), έπρεπε να εφαρμοστεί κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την προσχώρηση της Πορτογαλίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(19)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 744/93 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 1993, για τον καθορισμό των γενικών κανόνων εφαρμογής του συμπληρωματικού μηχανισμού που εφαρμόζεται στις παραδόσεις προϊόντων στην Πορτογαλία, πλην των οπωροκηπευτικών (20), αφορούσε την εφαρμογή στην Πορτογαλία του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3817/92 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1992, για τον καθορισμό των γενικών κανόνων εφαρμογής του συμπληρωματικού μηχανισμού που εφαρμόζεται στις παραδόσεις προϊόντων στην Ισπανία πλην των οπωροκηπευτικών (21), ο οποίος στη συνέχεια καταργήθηκε και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(20)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2443/96 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1996, περί πρόσθετων μέτρων για την άμεση στήριξη των εισοδημάτων των παραγωγών ή για τον τομέα του βοείου κρέατος (22), κάλυπτε μόνο το έτος 1997 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(21)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2200/97 του Συμβουλίου, της 30ής Οκτωβρίου 1997, περί εξυγίανσης της κοινοτικής παραγωγής μήλων, αχλαδιών, ροδακίνων και νεκταρινιών (23), αποσκοπούσε στην καθιέρωση ειδικής πριμοδότησης για την περίοδο εμπορίας 1997/1998 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(22)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2330/98 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 1998, για την προσφορά αποζημίωσης σε ορισμένους παραγωγούς γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων, οι οποίοι εμποδίστηκαν προσωρινά να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους (24), κάλυπτε μόνο ειδικό προσωρινό μέτρο και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(23)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2800/98 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα για την εισαγωγή του ευρώ στην κοινή γεωργική πολιτική (25), προέβλεπε μόνο προσωρινά μέτρα και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(24)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2802/98 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με την εφαρμογή ενός προγράμματος εφοδιασμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε γεωργικά προϊόντα (26), είχε ως αντικείμενο την πρόβλεψη μεμονωμένου έκτακτου μέτρου και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(25)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 660/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2075/92 και για τον καθορισμό των πριμοδοτήσεων και των ορίων εγγύησης όσον αφορά τον καπνό σε φύλλα ανά ομάδα ποικιλιών και ανά κράτος μέλος για τις συγκομιδές 1999, 2000 και 2001 (27), κάλυπτε μόνο τις συγκομιδές 1999, 2000 και 2001 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(26)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 546/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 2002, για τον καθορισμό των πριμοδοτήσεων και των κατωφλίων εγγύησης για τον καπνό σε φύλλα κατά ομάδα ποικιλιών, ανά κράτος μέλος και για τις συγκομιδές 2002, 2003 και 2004 καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2075/92 (28), κάλυπτε μόνο τις συγκομιδές 2002, 2003, 2004 και 2005 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(27)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 527/2003 του Συμβουλίου, της 17ης Μαρτίου 2003, που επιτρέπει την προσφορά και την παράδοση στην άμεση ανθρώπινη κατανάλωση ορισμένων οίνων που εισάγονται από την Αργεντινή που μπορεί να έχουν υποβληθεί σε οινολογικές πρακτικές που δεν προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1493/1999 (29), αποσκοπούσε στη θέσπιση παρέκκλισης μόνο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2008 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(28)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας οι εν λόγω παρωχημένοι κανονισμοί πρέπει να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 2052/69, (ΕΟΚ) αριθ. 1467/70, (ΕΟΚ) αριθ. 3279/75, (ΕΟΚ) αριθ. 1078/77, (ΕΟΚ) αριθ. 1853/78, (ΕΟΚ) αριθ. 2580/78, (ΕΟΚ) αριθ. 1/81, (ΕΟΚ) αριθ. 1946/81, (ΕΟΚ) αριθ. 2989/82, (ΕΟΚ) αριθ. 3033/83, (ΕΟΚ) αριθ. 564/84, (ΕΟΚ) αριθ. 2997/87, (ΕΟΚ) αριθ. 1441/88, (ΕΟΚ) αριθ. 1720/91, (ΕΟΚ) αριθ. 740/93, (ΕΟΚ) αριθ. 741/93, (ΕΟΚ) αριθ. 744/93, (ΕΚ) αριθ. 2443/96, (ΕΚ) αριθ. 2200/97, (ΕΚ) αριθ. 2330/98, (ΕΚ) αριθ. 2800/98, (ΕΚ) αριθ. 2802/98, (ΕΚ) αριθ. 660/1999, (ΕΚ) αριθ. 546/2002 και (ΕΚ) αριθ. 527/2003 καταργούνται.

2.   Η κατάργηση των κανονισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν θίγει:

α)

την ισχύ των πράξεων της Ένωσης που θεσπίστηκαν βάσει των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1· και

β)

τη διατήρηση σε ισχύ των τροποποιήσεων που επέφεραν οι πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε άλλες πράξεις της Ένωσης που δεν καταργούνται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

O Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. SZCZUKA


(1)  ΕΕ C 107 της 6.4.2011, σ. 72.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2011.

(3)  ΕΕ L 263 της 21.10.1969, σ. 6.

(4)  ΕΕ L 164 της 27.7.1970, σ. 32.

(5)  ΕΕ L 326 της 18.12.1975, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 131 της 26.5.1977, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 212 της 2.8.1978, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 332 της 24.12.1977, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 309 της 1.11.1978, σ. 13.

(10)  ΕΕ L 1 της 1.1.1981, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 197 της 20.7.1981, σ. 32.

(12)  ΕΕ L 314 της 10.11.1982, σ. 25.

(13)  ΕΕ L 297 της 29.10.1983, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 61 της 2.3.1984, σ. 34.

(15)  ΕΕ L 284 της 7.10.1987, σ. 19.

(16)  ΕΕ L 132 της 28.5.1988, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 162 της 26.6.1991, σ. 27.

(18)  ΕΕ L 77 της 31.3.1993, σ. 5.

(19)  ΕΕ L 77 της 31.3.1993, σ. 7.

(20)  ΕΕ L 77 της 31.3.1993, σ. 11.

(21)  ΕΕ L 387 της 31.12.1992, σ. 12.

(22)  ΕΕ L 333 της 21.12.1996, σ. 2.

(23)  ΕΕ L 303 της 6.11.1997, σ. 3.

(24)  ΕΕ L 291 της 30.10.1998, σ. 4.

(25)  ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 8.

(26)  ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 12.

(27)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 10.

(28)  ΕΕ L 84 της 28.3.2002, σ. 4.

(29)  ΕΕ L 78 της 25.3.2003, σ. 1.


8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/21


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1230/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

για την κατάργηση ορισμένων παρωχημένων πράξεων του Συμβουλίου στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η βελτίωση της διαφάνειας του ενωσιακού δικαίου αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της στρατηγικής για τη βελτίωση της νομοθεσίας που εφαρμόζουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, ενδείκνυται η διαγραφή από την ισχύουσα νομοθεσία των πράξεων που είναι πλέον άνευ πραγματικού αντικειμένου.

(2)

Ορισμένες πράξεις που αφορούν την κοινή εμπορική πολιτική έχουν καταστεί παρωχημένες, παρόλο που τυπικά συνεχίζουν να ισχύουν.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1471/88 του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 1988, για το καθεστώς που εφαρμόζεται στην εισαγωγή γλυκοπατάτας και άμυλου μανιόκας που προορίζονται για συγκεκριμένες χρήσεις (2), έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι το περιεχόμενό του έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερες πράξεις.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 478/92 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για άνοιγμα ετήσιας κοινοτικής δασμολογικής ποσόστωσης για τροφές για σκύλους ή γάτες, συσκευασμένες για τη λιανική πώληση, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 2309 10 11 και ετήσιας κοινοτικής δασμολογικής ποσόστωσης για τροφές ψαριών που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 2309 90 41, καταγωγής και προέλευσης Φερόων Νήσων (3), είχε ως στόχο το άνοιγμα δασμολογικής ποσόστωσης για το 1992 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(5)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3125/92 του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με το καθεστώς που εφαρμόζεται κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα προϊόντων του τομέα του προβείου και αιγείου κρέατος, καταγωγής της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της Σλοβενίας, του Μαυροβουνίου και της Σερβίας καθώς και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (4), αφορούσε προσωρινή κατάσταση και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2184/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με τις εισαγωγές ρυζιού αιγυπτιακής καταγωγής και προελεύσεως (5), σκοπό είχε να επιτρέψει τη χορήγηση μειώσεων δασμών που απορρέουν από διεθνή συμφωνία η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με άλλη συμφωνία που υπεγράφη με την Αίγυπτο στις 28 Οκτωβρίου 2009 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2010 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(7)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2398/96 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1996, για το άνοιγμα δασμολογικής ποσόστωσης για το κρέας γαλοπούλας, καταγωγής και προέλευσης Ισραήλ, η οποία προβλέπεται στη συμφωνία συνδέσεως και την ενδιάμεση συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του κράτους του Ισραήλ (6), κατέστη άνευ αντικειμένου, διότι βασίστηκε στη συμφωνία σύνδεσης η οποία υπεγράφη το 1995 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τη συμφωνία σύνδεσης που υπεγράφη με το Ισραήλ στις 4 Νοεμβρίου 2009 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2010 και η οποία προβλέπει νέες δασμολογικές ποσοστώσεις.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1722/1999 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1999, για την εισαγωγή πίτουρων εν γένει και άλλων υπολειμμάτων από το κοσκίνισμα, το άλεσμα ή άλλες κατεργασίες των σιτηρών που κατάγονται από την Αλγερία, το Μαρόκο και την Αίγυπτο καθώς και για την εισαγωγή σκληρού σίτου, καταγωγής Μαρόκου (7), κατέστη άνευ αντικειμένου, διότι θεσπίστηκε ως ενδιάμεσο μέσο για την περίοδο πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας σύνδεσης που υπεγράφη με την Αλγερία στις 22 Απριλίου 2002 και άρχισε να ισχύει την 1η Σεπτεμβρίου 2005, της συμφωνίας σύνδεσης που υπεγράφη με το Μαρόκο στις 26 Φεβρουαρίου 1996 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2000 και της οποίας τα σχετικά με τη γεωργία παραρτήματα τροποποιήθηκαν από τις συμφωνίες που τέθηκαν σε ισχύ το 2003 και το 2005 και της συμφωνίας σύνδεσης που υπεγράφη με την Αίγυπτο στις 28 Οκτωβρίου 2009 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2010.

(9)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2798/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, περί καθορισμού των γενικών κανόνων εισαγωγής, για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2000, ελαιολάδου, καταγωγής Τυνησίας και περί καταργήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 906/98 (8), θέσπισε μέτρο που ίσχυε μόνο για το 2000 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(10)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 215/2000 του Συμβουλίου, της 24ης Ιανουαρίου 2000, για ανανέωση για το έτος 2000 των μέτρων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1416/95 για ορισμένες παραχωρήσεις υπό μορφή κοινοτικών δασμολογικών ποσοστώσεων για το 1995 σχετικά με ορισμένα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα (9), κάλυπτε μόνο το έτος 2000 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(11)

Η απόφαση 2004/910/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, περί συνάψεως συμφωνιών, με τη μορφή ανταλλαγής επιστολών, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και αφενός, του Μπαρμπάντος, του Μπελίζ, της Δημοκρατίας του Κονγκό, των Φίτζι, της Συνεργατικής Δημοκρατίας της Γουιάνας, της Δημοκρατίας της Ακτής Ελεφαντοστού, της Τζαμάικα, της Δημοκρατίας της Κένυας, της Δημοκρατίας της Μαδαγασκάρης, της Δημοκρατίας του Μαλάουι, της Δημοκρατίας του Μαυρίκιου, της Δημοκρατίας της Ουγκάντα, της Δημοκρατίας του Σουρινάμ, του Αγίου Χριστόφορου και Νέβις, του Βασιλείου της Σουαζιλάνδης, της Ηνωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας, της Δημοκρατίας του Τρινιδάδ και Τομπάγκο, της Δημοκρατίας της Ζάμπια, καθώς και της Δημοκρατίας της Ζιμπάμπουε και, αφετέρου, της Δημοκρατίας της Ινδίας σχετικά με τις εγγυημένες τιμές για τη ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο για τις περιόδους παράδοσης 2003/2004 και 2004/2005 (10), είχε προσωρινό χαρακτήρα και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1923/2004 του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2004, για τη θέσπιση ορισμένων παραχωρήσεων υπέρ της Ελβετικής Συνομοσπονδίας υπό μορφή κοινοτικών δασμολογικών ποσοστώσεων για ορισμένα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα (11), θέσπισε μέτρο που ίσχυε από την 1η Μαΐου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004 και συνεπώς έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

(13)

Η απόφαση 2007/317/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2007, για τον καθορισμό της θέσης που πρόκειται να υποστηριχθεί, εξ ονόματος της Κοινότητας, στο Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών όσον αφορά την παράταση της σύμβασης για την εμπορία σιτηρών του 1995 (12), έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι το περιεχόμενό της έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερη πράξη.

(14)

Ορισμένες πράξεις που αφορούν συγκεκριμένες χώρες έχουν καταστεί παρωχημένες μετά την προσχώρηση των χωρών αυτών στην Ένωση.

(15)

Η απόφαση 98/658/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για τη σύναψη του πρόσθετου πρωτοκόλλου της ενδιάμεσης συμφωνίας για το εμπόριο και εμπορικά θέματα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, αφετέρου, καθώς και της ευρωπαϊκής συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, αφετέρου (13), έχει καταστεί παρωχημένη μετά την προσχώρηση της Σλοβενίας στην Ένωση.

(16)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 278/2003 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση αυτόνομων και μεταβατικών μέτρων τα οποία αφορούν την εισαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής Πολωνίας (14), έχει καταστεί παρωχημένος μετά την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ένωση.

(17)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2003 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2003, για θέσπιση αυτόνομων και μεταβατικών μέτρων σχετικά με την εισαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής Ουγγαρίας και την εξαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων στην Ουγγαρία (15), έχει καταστεί παρωχημένος μετά την προσχώρηση της Ουγγαρίας στην Ένωση.

(18)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1039/2003 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 2003, για τη θέσπιση αυτόνομων και μεταβατικών μέτρων σχετικά με την εισαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων, καταγωγής Εσθονίας, και την εξαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων στην Εσθονία (16), έχει καταστεί παρωχημένος μετά την προσχώρηση της Εσθονίας στην Ένωση.

(19)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1086/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, περί θεσπίσεως αυτόνομων και μεταβατικών μέτρων σχετικά με την εισαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής Σλοβενίας και την εξαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων στη Σλοβενία (17), έχει καταστεί παρωχημένος μετά την προσχώρηση της Σλοβενίας στην Ένωση.

(20)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1087/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, περί θεσπίσεως αυτόνομων και μεταβατικών μέτρων σχετικά με την εισαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής Λεττονίας και την εξαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων στη Λεττονία (18), έχει καταστεί παρωχημένος μετά την προσχώρηση της Λεττονίας στην Ένωση.

(21)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1088/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, περί θεσπίσεως αυτόνομων και μεταβατικών μέτρων σχετικά με την εισαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής Λιθουανίας και την εξαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων στη Λιθουανία (19), έχει καταστεί παρωχημένος μετά την προσχώρηση της Λιθουανίας στην Ένωση.

(22)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1089/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, για τη θέσπιση αυτόνομων και μεταβατικών μέτρων σχετικά με την εισαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής Σλοβακικής Δημοκρατίας και την εξαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων στη Σλοβακική Δημοκρατία (20), έχει καταστεί παρωχημένος μετά την προσχώρηση της Σλοβακίας στην Ένωση.

(23)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1090/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2003, για τη θέσπιση αυτόνομων και μεταβατικών μέτρων σχετικά με την εισαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τσεχικής Δημοκρατίας και την εξαγωγή ορισμένων μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων στην Τσεχική Δημοκρατία (21), έχει καταστεί παρωχημένος μετά την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας στην Ένωση.

(24)

Για λόγους νομικής ασφάλειας και σαφήνειας, οι εν λόγω παρωχημένες πράξεις θα πρέπει να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Καταργούνται οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 1471/88, (ΕΟΚ) αριθ. 478/92, (ΕΟΚ) αριθ. 3125/92, (ΕΚ) αριθ. 2184/96, (ΕΚ) αριθ. 2398/96, (ΕΚ) αριθ. 1722/1999, (ΕΚ) αριθ. 2798/1999, (ΕΚ) αριθ. 215/2000, (ΕΚ) αριθ. 278/2003, (ΕΚ) αριθ. 999/2003, (ΕΚ) αριθ. 1039/2003, (ΕΚ) αριθ. 1086/2003, (ΕΚ) αριθ. 1087/2003, (ΕΚ) αριθ. 1088/2003, (ΕΚ) αριθ. 1089/2003, (ΕΚ) αριθ. 1090/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1923/2004 και οι αποφάσεις 98/658/ΕΚ, 2004/910/ΕΚ και 2007/317/ΕΚ.

2.   Η κατάργηση των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν θίγει:

α)

την ισχύ των πράξεων της Ένωσης που θεσπίστηκαν βάσει των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1· και

β)

τη διατήρηση σε ισχύ των τροποποιήσεων που επέφεραν οι πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε άλλες πράξεις της Ένωσης που δεν καταργούνται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. SZCZUKA


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2011.

(2)  ΕΕ L 134 της 31.5.1988, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 55 της 29.2.1992, σ. 2.

(4)  ΕΕ L 313 της 30.10.1992, σ. 3.

(5)  ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 327 της 18.12.1996, σ. 7.

(7)  ΕΕ L 203 της 3.8.1999, σ. 16.

(8)  ΕΕ L 340 της 31.12.1999, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 24 της 29.1.2000, σ. 9.

(10)  ΕΕ L 391 της 31.12.2004, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 331 της 5.11.2004, σ. 9.

(12)  ΕΕ L 119 της 9.5.2007, σ. 30.

(13)  ΕΕ L 314 της 24.11.1998, σ. 6.

(14)  ΕΕ L 42 της 15.2.2003, σ. 1.

(15)  ΕΕ L 146 της 13.6.2003, σ. 10.

(16)  ΕΕ L 151 της 19.6.2003, σ. 1.

(17)  ΕΕ L 163 της 1.7.2003, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 163 της 1.7.2003, σ. 19.

(19)  ΕΕ L 163 της 1.7.2003, σ. 38.

(20)  ΕΕ L 163 της 1.7.2003, σ. 56.

(21)  ΕΕ L 163 της 1.7.2003, σ. 73.


8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/24


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1231/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 378/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους κανόνες για την εφαρμογή της προαιρετικής διαφοροποίησης των άμεσων ενισχύσεων στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 378/2007 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 2007, σχετικά με τον καθορισμό των κανόνων της προαιρετικής διαφοροποίησης των άμεσων ενισχύσεων που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (3) αναθέτει στην Επιτροπή εξουσίες για την εκτέλεση ορισμένων από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Ως συνέπεια της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας, οι εξουσίες που ανατέθηκαν στην Επιτροπή βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 378/2007 είναι ανάγκη να ευθυγραμμιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(3)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 378/2007, στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες.

(4)

Οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που αφορούν την έγκριση συγκεκριμένων διατάξεων σχετικά με την ενσωμάτωση της προαιρετικής διαφοροποίησης στον προγραμματισμό για την αγροτική ανάπτυξη και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής διαχείρισης της προαιρετικής διαφοροποίησης θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (4).

(5)

Η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίζει τα καθαρά ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή της προαιρετικής διαφοροποίησης διά εκτελεστικών πράξεων και, δεδομένης της ιδιαίτερής τους φύσης, ενεργώντας χωρίς να εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(6)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 378/2007 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 378/2007 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 4 παράγραφος 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα καθαρά ποσά που αντιστοιχούν στην εφαρμογή της προαιρετικής διαφοροποίησης καθορίζονται από την Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων χωρίς εφαρμογή του άρθρου 6α, βάσει:»·

2)

το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

1.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, εκδίδει ειδικές διατάξεις για την ενσωμάτωση της προαιρετικής διαφοροποίησης στον προγραμματισμό αγροτικής ανάπτυξης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6α παράγραφος 1.

2.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, εκδίδει ειδικές διατάξεις για τη δημοσιονομική διαχείριση της προαιρετικής διαφοροποίησης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 6α παράγραφος 2.»·

3)

προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή αγροτικής ανάπτυξης, που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 (5).

Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή των γεωργικών ταμείων η οποία έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. SZCZUKA


(1)  ΕΕ C 132 της 3.5.2011, σ. 87.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2011.

(3)  ΕΕ L 95 της 5.4.2007, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.).»


8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/26


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1232/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 του Συμβουλίου περί κοινοτικού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεταφοράς, της μεσιτείας και της διαμετακόμισης ειδών διπλής χρήσης

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 του Συμβουλίου, της 5ης Μαΐου 2009, περί κοινοτικού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεταφοράς, της μεσιτείας και της διαμετακόμισης ειδών διπλής χρήσης (2), απαιτεί τα είδη διπλής χρήσης (συμπεριλαμβανομένου του λογισμικού και της τεχνολογίας) να υποβάλλονται σε αποτελεσματικό έλεγχο όταν εξάγονται από την Ένωση ή διαμετακομίζονται μέσω της Ένωσης, ή παραδίδονται σε τρίτη χώρα ως αποτέλεσμα υπηρεσιών μεσιτείας οι οποίες παρέχονται από μεσίτη που είναι κάτοικος της Ένωσης ή εδρεύει στην Ένωση.

(2)

Είναι ευκταίο να επιτευχθεί η ομοιόμορφη και συνεπής εφαρμογή των ελέγχων σε όλη την Ένωση, ούτως ώστε να αποτραπεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των ευρωπαίων εξαγωγέων, να εναρμονιστούν το πεδίο των ενωσιακών Γενικών Αδειών Εξαγωγής και οι προϋποθέσεις χρήσης τους μεταξύ των ευρωπαίων εξαγωγέων και να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα και η καλή λειτουργία των ελέγχων ασφαλείας στην Ένωση.

(3)

Με την ανακοίνωσή της τής 18ης Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή προώθησε την ιδέα της καθιέρωσης νέων ενωσιακών γενικών αδειών εξαγωγής με σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του συγκεκριμένου κλάδου και τη δημιουργία ομοιόμορφου πεδίου δράσης για όλους τους ενωσιακούς εξαγωγείς όσον αφορά την εξαγωγή ορισμένων συγκεκριμένων ειδών διπλής χρήσης προς συγκεκριμένους προορισμούς ταυτόχρονα με τη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου ασφαλείας και την πλήρη τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων.

(4)

O κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 κατάργησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1334/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 2000, περί κοινοτικού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσης (3), από τις 27 Αυγούστου 2009. Όμως, οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2000 εξακολουθούν να ισχύουν για τις αιτήσεις αδειών εξαγωγής που υποβλήθηκαν πριν από την ανωτέρω ημερομηνία.

(5)

Προκειμένου να δημιουργηθούν νέες ενωσιακές γενικές άδειες εξαγωγής για ορισμένα συγκεκριμένα είδη διπλής χρήσης σε ορισμένους συγκεκριμένους προορισμούς, οι οικείες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009 πρέπει να τροποποιηθούν με την προσθήκη νέων παραρτημάτων.

(6)

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση των ενωσιακών γενικών αδειών εξαγωγής υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 428/2009 όπως τροποποιείται από τον παρόντα κανονισμό.

(7)

Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, τα εμπάργκο όπλων που επιβάλλονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εγκρίνονται μέσω αποφάσεων του Συμβουλίου. Βάσει του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) περί μεταβατικών διατάξεων, τα έννομα αποτελέσματα των κοινών θέσεων που πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας εγκρίνονταν από το Συμβούλιο δυνάμει του τίτλου V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, διατηρούνται έως ότου καταργηθούν, ακυρωθούν ή τροποποιηθούν κατ’ εφαρμογή των συνθηκών.

(8)

Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 428/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, το σημείο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.

Ενωσιακή γενική άδεια εξαγωγής είναι μια άδεια εξαγωγής προς ορισμένες χώρες προορισμού, διαθέσιμες σε όλους τους εξαγωγείς που πληρούν τους όρους και τις απαιτήσεις που προβλέπει όσον αφορά χρήση αναφερομένη στα παραρτήματα ΙΙα έως ΙΙστ.».

2)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 2, οι λέξεις «που έχει αποφασισθεί με κοινή θέση ή κοινή δράση» γίνονται «που έχει επιβληθεί με απόφαση ή κοινή θέση».

3)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με τον παρόντα κανονισμό θεσμοθετούνται ενωσιακές γενικές άδειες εξαγωγής για ορισμένες εξαγωγές, όπως ορίζεται στα παραρτήματα ΙΙα έως ΙΙστ.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας μπορούν να απαγορεύσουν στον εξαγωγέα τη χρησιμοποίηση αυτών των αδειών εάν υπάρχουν βάσιμες υποψίες ως προς την ικανότητά του να συμμορφωθεί προς τους όρους μιας άδειας ή προς κάποια διάταξη της νομοθεσίας που αφορά τους εξαγωγικούς ελέγχους.

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν πληροφορίες για τους εξαγωγείς εκείνους από τους οποίους αφαιρέθηκε το δικαίωμα χρήσης μιας ενωσιακής γενικής άδειας εξαγωγής, εκτός κι αν εκτιμήσουν ότι ο εξαγωγέας δεν θα προσπαθήσει να εξαγάγει είδη διπλής χρήσης μέσω άλλου κράτους μέλους. Προς τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιείται το σύστημα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 19 παράγραφος 4.».

β)

Στην παράγραφο 4, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

αποκλείουν από το πεδίο τους τα είδη που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙζ·».

γ)

Στην παράγραφο 4 στοιχείο γ), οι λέξεις «που έχει αποφασισθεί με κοινή θέση ή με κοινή δράση» γίνονται «που έχει επιβληθεί με απόφαση ή κοινή θέση».

4)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος, η μνεία στο «Παράρτημα II» αντικαθίσταται από μνεία στο «παράρτημα ΙΙα».

5)

Στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β), οι λέξεις «κοινή θέση ή κοινή δράση» γίνονται «απόφαση η κοινή θέση».

6)

Στο άρθρο 13, η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Όλες οι απαιτούμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου κοινοποιήσεις διενεργούνται μέσω ασφαλών ηλεκτρονικών μέσων, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 19 παράγραφος 4.».

7)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 στοιχείο α), οι λέξεις «τις κοινοτικές γενικές άδειες εξαγωγής» γίνονται «τις ενωσιακές γενικές άδειες εξαγωγής»·

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή δημιουργεί ένα ασφαλές και κρυπτογραφημένο σύστημα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και, εφόσον είναι σκόπιμο, αυτής της ίδιας, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη Συντονιστική Ομάδα Διπλής Χρήσης που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 23. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τηρείται ενήμερο σχετικά με τον προϋπολογισμό, την ανάπτυξη, την προσωρινή και την τελική συγκρότηση και λειτουργία του συστήματος και το κόστος του δικτύου.».

8)

Στο άρθρο 23 προστίθεται η εξής παράγραφος:

«3.   Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις δραστηριότητες, τις έρευνες και τις διαβουλεύσεις της Συντονιστικής Ομάδας Διπλής Χρήσης, που υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (4).

9)

Το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25

1.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζει κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που προβλέπει το άρθρο 24. Η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στα άλλα κράτη μέλη.

2.   Ανά τριετία, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πλήρη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και τον αντίκτυπό του, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και προτάσεις τροποποίησής του. Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή όλα τα κατάλληλα στοιχεία για την εκπόνηση της εν λόγω έκθεσης.

3.   Η έκθεση περιλαμβάνει ειδικά τμήματα σχετικά με:

α)

τη Συντονιστική Ομάδα Διπλής Χρήσης, περιλαμβανομένων των πεπραγμένων της. Οι πληροφορίες που η Επιτροπή παρέχει σχετικά με τις έρευνες και διαβουλεύσεις της Συντονιστικής Ομάδας Διπλής Χρήσης θεωρούνται εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Οι πληροφορίες θεωρούνται οπωσδήποτε εμπιστευτικές εάν η δημοσιοποίησή τους είναι ικανή να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στον προμηθευτή ή στην πηγή αυτών των πληροφοριών·

β)

την εφαρμογή του άρθρου 19 παράγραφος 4, με μνεία της προόδου που έχει σημειωθεί ως προς την καθιέρωση του ασφαλούς και κρυπτογραφημένου συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής·

γ)

την εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 1·

δ)

την εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 2·

ε)

συνολικές πληροφορίες για τα μέτρα που ελήφθησαν από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 24 και κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με ειδική εστίαση στην εφαρμογή του παραρτήματος ΙΙΒ, Ενωσιακή Γενική Άδεια Εξαγωγής αριθ. EU002, συνοδευόμενη εάν χρειαστεί από νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού, ειδικά σε ό,τι αφορά το θέμα των αποστολών μικρής αξίας.».

10)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 25α

Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τις συμφωνίες ή τα πρωτόκολλα αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής σε τελωνειακά ζητήματα που συνήφθησαν μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών, το Συμβούλιο δύναται να εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να διαπραγματευθεί με τρίτες χώρες συμφωνίες που προβλέπουν την αμοιβαία αναγνώριση των ελέγχων στις εξαγωγές ειδών διπλής χρήσης που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και, ειδικότερα, να καταργήσει την απαίτηση έκδοσης άδειας επανεξαγωγής εντός της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διαπραγματεύσεις γίνονται βάσει των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 207 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας, αναλόγως.».

11)

Το παράρτημα II γίνεται παράρτημα ΙΙα και τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ΑΡΙΘ. EU001

(που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού)

Εξαγωγές στην Αυστραλία, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νορβηγία, την Ελβετία, περιλαμβανομένου και του Λιχτενστάιν, και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Εκδίδουσα αρχή: Ευρωπαϊκή Ένωση»·

β)

το μέρος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Μέρος 1

Η παρούσα άδεια εξαγωγής καλύπτει όλα τα είδη διπλής χρήσης που προσδιορίζονται σε οποιονδήποτε κωδικό του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού, εκτός από εκείνα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙζ.»·

γ)

το μέρος 2 διαγράφεται·

δ)

το μέρος 3 γίνεται μέρος 2 και τροποποιείται ως εξής:

i)

στην πρώτη παράγραφο η «Κοινότητα» γίνεται «Ένωση»·

ii)

η «Ελβετία» γίνεται «Ελβετία περιλαμβανομένου και του Λιχτενστάιν»·

iii)

οι φράσεις «Η γενική κοινοτική άδεια εξαγωγής» και «της γενικής κοινοτικής άδειας εξαγωγής» γίνονται αντιστοίχως «Η παρούσα άδεια» και «της παρούσας άδειας» και η φράση «της παρούσας γενικής κοινοτικής άδειας εξαγωγής» γίνεται «της παρούσας άδειας»·

iv)

η φράση «επιβληθείσα κατ’ εφαρμογή κοινής θέσης ή κοινής δράσης» γίνεται «επιβληθείσα κατ’ εφαρμογή απόφασης ή κοινής θέσης».

12)

Προστίθενται τα παραρτήματα ΙΙβ έως ΙΙζ, ως περιλαμβάνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. SZCZUKA


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2011 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2011.

(2)  ΕΕ L 134 της 29.5.2009, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 159 της 30.6.2000, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙβ

ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ αριθ. EU002

(αναφερομένη στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού)

Εξαγωγές ορισμένων ειδών διπλής χρήσης προς ορισμένους προορισμούς

Εκδίδουσα αρχή: Ευρωπαϊκή Ένωση

Μέρος 1 —   Είδη

Η παρούσα γενική άδεια εξαγωγής καλύπτει τα ακόλουθα είδη διπλής χρήσης του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού:

1A001

1A003

1A004

1C003 β-γ

1C004

1C005

1C006

1C008

1C009

2B008

3A001α3

3A001α6-12

3A002γ-στ

3C001

3C002

3C003

3C004

3C005

3C006

Μέρος 2 —   Προορισμοί

Η παρούσα άδεια ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση για εξαγωγές προς τους εξής προορισμούς:

Αργεντινή

Κροατία

Ισλανδία

Νότια Αφρική

Νότια Κορέα

Τουρκία

Μέρος 3 —   Προϋποθέσεις και απαιτήσεις για τη χρήση

1.

Βάσει της παρούσας άδειας δεν επιτρέπεται η εξαγωγή ειδών:

1.

εάν ο εξαγωγέας έχει ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται ή μπορεί να προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει:

α)

για χρήση σε σχέση με την ανάπτυξη, την παραγωγή, τον χειρισμό, τη λειτουργία, τη συντήρηση, την αποθήκευση, την ανίχνευση, την αναγνώριση ή τη διάδοση χημικών, βιολογικών ή πυρηνικών όπλων, ή άλλων εκρηκτικών πυρηνικών μηχανισμών, ή για την ανάπτυξη, την παραγωγή, τη διατήρηση ή την αποθήκευση πυραύλων ικανών να μεταφέρουν τέτοια όπλα·

β)

για στρατιωτική τελική χρήση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού σε χώρα για την οποία ισχύει εμπάργκο όπλων βάσει απόφασης ή κοινής θέσης του Συμβουλίου, ή απόφασης του ΟΑΣΕ ή εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκε με δεσμευτικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ή

γ)

για χρήση ως κατασκευαστικά στοιχεία ή εξαρτήματα στρατιωτικών ειδών απαριθμούμενων στον εθνικό στρατιωτικό κατάλογο, τα οποία έχουν εξαχθεί από το έδαφος του οικείου κράτους μέλους χωρίς άδεια ή κατά παράβαση άδειας επιβαλλόμενης από την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

2.

εάν ο εξαγωγέας, στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια, γνωρίζει ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει, για κάποια από τις χρήσεις που αναφέρονται στο σημείο 1·

3.

εάν τα συγκεκριμένα είδη εξάγονται σε ελεύθερη τελωνειακή ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη που βρίσκεται σε προορισμό ο οποίος καλύπτεται από την παρούσα άδεια·

2.

Οι εξαγωγείς οφείλουν να αναφέρουν τον κωδικό αριθμό EU X002 και να διευκρινίζουν ότι τα είδη εξάγονται βάσει της Ενωσιακής Γενικής Άδειας Εξαγωγής αριθ. EU002 στο τετραγωνίδιο 44 του Ενιαίου Διοικητικού Εγγράφου.

3.

Κάθε εξαγωγέας που χρησιμοποιεί την παρούσα άδεια πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος σχετικά με την πρώτη χρήση της παρούσας άδειας το αργότερο τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία της πρώτης εξαγωγής ή, εναλλακτικά, και σύμφωνα με απαίτηση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας, πριν από την πρώτη χρήση αυτής της άδειας. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον μηχανισμό κοινοποίησης που επέλεξαν για την εν λόγω άδεια. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις υποχρεώσεις κοινοποίησης που απορρέουν από τη χρήση της παρούσας άδειας, καθώς και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που μπορεί να απαιτήσει το κράτος μέλος εξαγωγής όσον αφορά τα είδη που εξάγονται βάσει της παρούσας άδειας.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τους εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του να καταχωρισθούν πριν από την πρώτη χρήση της παρούσας άδειας. Η καταχώριση είναι αυτόματη και γνωστοποιείται στον εξαγωγέα από τις αρμόδιες αρχές αμέσως και το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη λήψη της, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Κατά περίπτωση, οι απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο βασίζονται στις απαιτήσεις που έχουν οριστεί για τη χρήση των εθνικών γενικών αδειών εξαγωγής που χορηγούν εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία προβλέπουν τέτοιες άδειες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙγ

ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ αριθ. EU003

(αναφερομένη στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού)

Εξαγωγή μετά την επισκευή/αντικατάσταση

Εκδίδουσα αρχή: Ευρωπαϊκή Ένωση

Μέρος 1 —   Είδη

1.

Η παρούσα γενική άδεια εξαγωγής καλύπτει όλα τα είδη διπλής χρήσης που προσδιορίζονται σε οποιονδήποτε κωδικό του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού, εκτός από όσα απαριθμούνται στο σημείο 2:

α)

όταν τα είδη έχουν επανεισαχθεί στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό τη συντήρηση, την επισκευή ή την αντικατάσταση και εξάγονται ή επανεξάγονται στη χώρα αποστολής χωρίς καμία αλλαγή στα αρχικά τους χαρακτηριστικά μέσα σε διάστημα πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η αρχική άδεια εξαγωγής, ή

β)

όταν τα είδη εξάγονται στη χώρα αποστολής στο πλαίσιο ανταλλαγής με είδη της ίδιας ποιότητας και αριθμού, τα οποία έχουν επανεισαχθεί στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για συντήρηση, επισκευή ή αντικατάσταση μέσα σε διάστημα πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η αρχική άδεια εξαγωγής.

2.

Εξαιρούμενα είδη:

α)

όλα τα είδη που προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΙζ·

β)

όλα τα είδη των κατηγοριών D και E που προσδιορίζονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού·

γ)

τα είδη που προσδιορίζονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού:

1A002α

1C012α

1C227

1C228

1C229

1C230

1C231

1C236

1C237

1C240

1C350

1C450

5A001β5

5A002α2 έως 5A002α9

5B002 Εξοπλισμός, ως εξής:

α)

εξοπλισμός ειδικά σχεδιασμένος για την “ανάπτυξη” ή “παραγωγή” του εξοπλισμού που καθορίζεται στους κωδικούς 5Α002α2 έως 5A002α9·

β)

εξοπλισμός μετρήσεων που έχει ειδικά σχεδιασθεί για να αξιολογεί και να επικυρώνει τις λειτουργίες “ασφάλειας πληροφοριών” του εξοπλισμού που καθορίζεται στα σημεία 5A002α2 έως 5A002α9

6A001α2α1

6A001α2α5

6A002α1γ

6A008l3

8A001β

8A001δ

9A011

Μέρος 2 —   Προορισμοί

Η παρούσα άδεια ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση για εξαγωγές προς τους εξής προορισμούς:

 

Αλβανία

 

Αργεντινή

 

Βοσνία-Ερζεγοβίνη

 

Βραζιλία

 

Χιλή

 

Κίνα (συμπεριλαμβανομένων Χονγκ Κονγκ και Μακάο)

 

Κροατία

 

Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας

 

Γαλλικά Υπερπόντια Εδάφη

 

Ισλανδία

 

Ινδία

 

Καζαχστάν

 

Μεξικό

 

Μαυροβούνιο

 

Μαρόκο

 

Ρωσία

 

Σερβία

 

Σιγκαπούρη

 

Νότια Αφρική

 

Νότια Κορέα

 

Τυνησία

 

Τουρκία

 

Ουκρανία

 

Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα

Μέρος 3 —   Προϋποθέσεις και απαιτήσεις για τη χρήση

1.

Η παρούσα άδεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον εάν η αρχική εξαγωγή πραγματοποιήθηκε με βάση ενωσιακή γενική άδεια εξαγωγής ή εάν χορηγήθηκε αρχική άδεια εξαγωγής από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους στο οποίο ήταν εγκατεστημένος ο αρχικός εξαγωγέας, για την εξαγωγή των ειδών που στη συνέχεια επανεισήχθησαν στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό τη συντήρηση, την επισκευή ή την αντικατάσταση. Η παρούσα άδεια ισχύει μόνο για εξαγωγές προς τον αρχικό τελικό χρήση.

2.

Βάσει της παρούσας άδειας δεν επιτρέπεται η εξαγωγή ειδών:

1.

εφόσον ο εξαγωγέας έχει ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται ή μπορεί να προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει:

α)

για χρήση σε σχέση με την ανάπτυξη, την παραγωγή, τον χειρισμό, τη λειτουργία, τη συντήρηση, την αποθήκευση, την ανίχνευση, την αναγνώριση ή τη διάδοση χημικών, βιολογικών ή πυρηνικών όπλων, ή άλλων εκρηκτικών πυρηνικών μηχανισμών, ή για την ανάπτυξη, την παραγωγή, τη διατήρηση ή την αποθήκευση πυραύλων ικανών να μεταφέρουν τέτοια όπλα·

β)

για στρατιωτική τελική χρήση, ως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού εφόσον η αγοράστρια χώρα ή η χώρα προορισμού υπόκειται σε εμπάργκο όπλων επιβληθέν βάσει απόφασης ή κοινής θέσης του Συμβουλίου, ή απόφασης του ΟΑΣΕ ή εμπάργκο όπλων επιβληθέν με δεσμευτικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ή

γ)

για χρήση ως κατασκευαστικά στοιχεία ή εξαρτήματα στρατιωτικών ειδών απαριθμούμενων στον εθνικό στρατιωτικό κατάλογο, τα οποία έχουν εξαχθεί από το έδαφος του οικείου κράτους μέλους χωρίς άδεια ή κατά παράβαση άδειας επιβαλλόμενης από την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

2.

όταν ο εξαγωγέας γνωρίζει ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει, για κάποια από τις χρήσεις που αναφέρονται στο σημείο 1·

3.

όταν τα συγκεκριμένα είδη εξάγονται σε ελεύθερη τελωνειακή ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη που βρίσκεται σε προορισμό ο οποίος καλύπτεται από την παρούσα άδεια·

4.

εάν η αρχική άδεια έχει ακυρωθεί, ανασταλεί, τροποποιηθεί ή ανακληθεί·

5.

εάν ο εξαγωγέας, στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια, γνωρίζει ότι η τελική χρήση των συγκεκριμένων ειδών είναι άλλη από τη δηλωθείσα στην αρχική άδεια εξαγωγής.

3.

Κατά την εξαγωγή οποιουδήποτε είδους σύμφωνα με την παρούσα άδεια, οι εξαγωγείς πρέπει:

1.

να αναφέρουν τον κωδικό αριθμό της αρχικής άδειας εξαγωγής στην τελωνειακή διασάφηση εξαγωγής, μαζί με το όνομα του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια, τον κωδικό αριθμό ΕU X002 και μια διευκρίνιση ότι τα συγκεκριμένα είδη εξάγονται βάσει της Ενωσιακής Γενικής Άδειας Εξαγωγής EU003 στο τετραγωνίδιο 44 του Ενιαίου Διοικητικού Εγγράφου·

2.

να παρέχουν στους τελωνειακούς υπαλλήλους, κατόπιν αιτήματος, παραστατικά έγγραφα σχετικά με την ημερομηνία εισαγωγής των ειδών στην Ένωση, τυχόν συντήρηση, επισκευή ή αντικατάσταση των ειδών πραγματοποιηθείσα στην Ένωση και την ένδειξη ότι τα είδη επιστρέφονται στον τελικό χρήστη και στη χώρα από όπου εισήχθησαν στην Ένωση.

4.

Κάθε εξαγωγέας που χρησιμοποιεί την παρούσα άδεια πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος σχετικά με την πρώτη χρήση της παρούσας άδειας το αργότερο τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία της πρώτης εξαγωγής ή, εναλλακτικά, και σύμφωνα με απαίτηση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας, πριν από την πρώτη χρήση αυτής της άδειας. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον μηχανισμό κοινοποίησης που επέλεξαν για την εν λόγω άδεια. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις υποχρεώσεις κοινοποίησης που απορρέουν από τη χρήση της εν λόγω άδειας, καθώς και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που μπορεί να απαιτήσει το κράτος μέλος εξαγωγής όσον αφορά τα είδη που εξάγονται βάσει της εν λόγω άδειας.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τον εξαγωγέα που είναι εγκατεστημένος στο έδαφός του να καταχωρισθεί πριν από την πρώτη χρήση της παρούσας γενικής άδειας εξαγωγής. Η καταχώριση είναι αυτόματη και γνωστοποιείται στον εξαγωγέα από τις αρμόδιες αρχές αμέσως και το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης καταχώρισης, υπό τους όρους του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Κατά περίπτωση, οι απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο του παρόντος σημείου βασίζονται στις απαιτήσεις που έχουν οριστεί για τη χρήση των εθνικών γενικών αδειών εξαγωγής που χορηγούν εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία προβλέπουν τέτοιες άδειες.

5.

Η παρούσα άδεια καλύπτει είδη προς “επισκευή”, “αντικατάσταση” και “συντήρηση”. Στα παραπάνω μπορεί να περιλαμβάνεται η τυχαία βελτίωση των αρχικών εμπορευμάτων, εκείνη δηλαδή που είναι αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης σύγχρονων ανταλλακτικών ή πιο σύγχρονων κατασκευαστικών προτύπων για λόγους αξιοπιστίας ή ασφάλειας, με την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για βελτίωση της λειτουργικής ικανότητας των ειδών ή προσθήκης νέων ή επιπλέον λειτουργιών στα είδη.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙδ

ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ αριθ. EU004

(ως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού)

Προσωρινή εξαγωγή για έκθεση ή εμποροπανήγυρη

Εκδίδουσα Αρχή: Ευρωπαϊκή Ένωση

Μέρος 1 —   Είδη

Η παρούσα γενική άδεια εξαγωγής καλύπτει κάθε είδος διπλής χρήσης που προσδιορίζεται σε οποιονδήποτε κωδικό του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού:

α)

όλα τα είδη που προσδιορίζονται στο παράρτημα ΙΙζ·

β)

όλα τα είδη της κατηγορίας D που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού (δεν συμπεριλαμβάνεται το λογισμικό που είναι απαραίτητο για τη σωστή λειτουργία του εξοπλισμού για λόγους επίδειξης)·

γ)

όλα τα είδη της κατηγορίας Ε που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού·

δ)

τα εξής είδη που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού:

1A002α

1C002.β.4

1C010

1C012.α

1C227

1C228

1C229

1C230

1C231

1C236

1C237

1C240

1C350

1C450

5A001β5

5A002α2 έως 5A002α9

5B002 Εξοπλισμός, ως εξής:

α)

Εξοπλισμός ειδικά σχεδιασμένος για την “ανάπτυξη” ή “παραγωγή” του εξοπλισμού που καθορίζεται στους κωδικούς 5Α002α2 έως 5A002α9·

β)

Εξοπλισμός μετρήσεων που έχει ειδικά σχεδιασθεί για να αξιολογεί και να επικυρώνει τις λειτουργίες “ασφάλειας πληροφοριών” του εξοπλισμού που καθορίζεται στα σημεία 5A002α2 έως 5A002α9

6A001

6A002α

6A008l3

8A001β

8A001δ

9A011

Μέρος 2 —   Προορισμοί

Η παρούσα άδεια ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση για εξαγωγές προς τους εξής προορισμούς:

Αλβανία, Αργεντινή, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βραζιλία, Χιλή, Κίνα (συμπεριλαμβανομένων του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο), πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, Γαλλικά Υπερπόντια Εδάφη, Ισλανδία, Ινδία, Καζαχστάν, Μεξικό, Μαυροβούνιο, Μαρόκο, Ρωσία, Σερβία, Σιγκαπούρη, Νότια Αφρική, Νότια Κορέα, Τυνησία, Τουρκία, Ουκρανία, Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Μέρος 3 —   Προϋποθέσεις και απαιτήσεις για τη χρήση

1.

Η παρούσα άδεια επιτρέπει την εξαγωγή των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος 1 υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για προσωρινή εξαγωγή στο πλαίσιο μιας επίδειξης ή μιας εμποροπανήγυρης ως ορίζεται στο σημείο 6 και ότι τα συγκεκριμένα είδη θα επανεισαχθούν στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός 120 ημερών από την αρχική εξαγωγή, ακέραια και χωρίς τροποποίηση.

2.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ο εξαγωγέας είναι εγκατεστημένος όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού δύναται ύστερα από αίτηση του εξαγωγέα να άρει την προβλεπόμενη στο ανωτέρω σημείο 1 υποχρέωση επανεισαγωγής. Για την άρση αυτής της υποχρέωσης, ισχύει αναλόγως η διαδικασία ατομικής αδειοδότησης που προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 και στο άρθρο 14 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

3.

Βάσει της παρούσας άδειας δεν επιτρέπεται η εξαγωγή ειδών:

1.

όταν ο εξαγωγέας έχει ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται ή μπορεί να προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει,

α)

για χρήση σε σχέση με την ανάπτυξη, την παραγωγή, τον χειρισμό, τη λειτουργία, τη συντήρηση, την αποθήκευση, την ανίχνευση, την αναγνώριση ή τη διάδοση χημικών, βιολογικών ή πυρηνικών όπλων, ή άλλων εκρηκτικών πυρηνικών μηχανισμών, ή για την ανάπτυξη, την παραγωγή, τη διατήρηση ή την αποθήκευση πυραύλων ικανών να μεταφέρουν τέτοια όπλα·

β)

για στρατιωτική τελική χρήση ως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, εάν η αγοράστρια χώρα ή η χώρα προορισμού υπόκειται σε εμπάργκο όπλων βάσει απόφασης ή κοινής θέσης του Συμβουλίου, ή απόφασης του ΟΑΣΕ ή εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκε με δεσμευτικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ή

γ)

για χρήση ως κατασκευαστικά στοιχεία ή εξαρτήματα στρατιωτικών ειδών απαριθμούμενων στον εθνικό στρατιωτικό κατάλογο, τα οποία έχουν εξαχθεί από το έδαφος του οικείου κράτους μέλους χωρίς άδεια ή κατά παράβαση άδειας επιβαλλόμενης από την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

2.

όταν ο εξαγωγέας γνωρίζει ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει, για κάποια από τις χρήσεις που αναφέρονται στο σημείο 1·

3.

όταν τα συγκεκριμένα είδη εξάγονται σε ελεύθερη τελωνειακή ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη που βρίσκεται σε προορισμό ο οποίος καλύπτεται από την παρούσα άδεια·

4.

όταν ο εξαγωγέας έχει ειδοποιηθεί από αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γνωρίζει (π.χ. από πληροφορίες που του παρείχε ο κατασκευαστής) ότι τα εν λόγω είδη έχουν ταξινομηθεί από την αρμόδια αρχή με προστατευτικό χαρακτηρισμό εθνικής ασφαλείας ισοδύναμο ή ανώτερο του χαρακτηρισμού “CONFIDENTIEL UE/EU CONFIDENTIAL”·

5.

όταν ο εξαγωγέας δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί την επιστροφή τους στο κράτος προέλευσής τους χωρίς αφαίρεση, αντιγραφή ή διάδοση οποιουδήποτε στοιχείου ή λογισμικού τους ή όταν κάποια παρουσίαση συνδέεται με μεταφορά τεχνολογίας·

6.

όταν τα συγκεκριμένα είδη εξάγονται για ιδιωτική παρουσίαση ή επίδειξη (π.χ. σε εσωτερικό εκθεσιακό χώρο)·

7.

όταν τα συγκεκριμένα είδη πρόκειται να ενταχθούν σε οποιαδήποτε διαδικασία παραγωγής·

8.

όταν τα συγκεκριμένα είδη πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό που προορίζονται, εκτός εάν χρησιμοποιούνται στον ελάχιστο βαθμό που απαιτείται για μια αποτελεσματική επίδειξη, χωρίς όμως να διατίθενται σε τρίτους τα αποτελέσματα των ειδικών δοκιμών·

9.

όταν η εξαγωγή πρόκειται να πραγματοποιηθεί ως αποτέλεσμα εμπορικής συναλλαγής, ειδικότερα σε περίπτωση πώλησης, μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης των συγκεκριμένων ειδών·

10.

όταν τα συγκεκριμένα είδη προβλέπεται να αποθηκευθούν σε έκθεση ή εμποροπανήγυρη με σκοπό την πώληση, μίσθωση ή χρηματοδοτική μίσθωσή τους, χωρίς παρουσίαση ή επίδειξή τους·

11.

όταν ο εξαγωγέας προβαίνει σε διευθετήσεις που θα τον εμπόδιζαν να έχει τα εν λόγω είδη υπό τον έλεγχό του καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της προσωρινής εξαγωγής.

4.

Οι εξαγωγείς οφείλουν να αναφέρουν τον κωδικό αριθμό EU X002 και να διευκρινίζουν ότι τα είδη εξάγονται βάσει της Ενωσιακής Γενικής Άδειας Εξαγωγής αριθ. EU004 στο τετραγωνίδιο 44 του Ενιαίου Διοικητικού Εγγράφου.

5.

Κάθε εξαγωγέας που χρησιμοποιεί την παρούσα άδεια πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος σχετικά με την πρώτη χρήση της παρούσας άδειας το αργότερο τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία της πρώτης εξαγωγής ή, εναλλακτικά, και σύμφωνα με απαίτηση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας, πριν από την πρώτη χρήση αυτής της άδειας. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον μηχανισμό κοινοποίησης που επέλεξαν για την εν λόγω γενική άδεια εξαγωγής. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις υποχρεώσεις κοινοποίησης που απορρέουν από τη χρήση της παρούσας άδειας, καθώς και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που μπορεί να απαιτήσει το κράτος μέλος εξαγωγής όσον αφορά τα είδη που εξάγονται βάσει της παρούσας άδειας.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τους εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του να καταχωρισθούν πριν από την πρώτη χρήση της παρούσας γενικής άδειας εξαγωγής. Η καταχώριση είναι αυτόματη και γνωστοποιείται στον εξαγωγέα από τις αρμόδιες αρχές αμέσως και το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης καταχώρισης, υπό τους όρους του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Κατά περίπτωση, οι απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο του παρόντος σημείου βασίζονται στις απαιτήσεις που έχουν οριστεί για τη χρήση των εθνικών γενικών αδειών εξαγωγής που χορηγούν εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία προβλέπουν τέτοιες άδειες.

6.

Για τους σκοπούς της παρούσας άδειας, ως “έκθεση ή εμποροπανήγυρη” νοείται εμπορική εκδήλωση συγκεκριμένης διάρκειας στην οποία πλείονες εκθέτες επιδεικνύουν τα προϊόντα τους σε εμπορικούς επισκέπτες ή στο ευρύ κοινό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙε

ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ αριθ. EU005

(ως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού)

Τηλεπικοινωνίες

Εκδίδουσα Αρχή: Ευρωπαϊκή Ένωση

Μέρος 1 —   Είδη

Η παρούσα γενική άδεια εξαγωγής καλύπτει τα ακόλουθα είδη διπλής χρήσης του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού:

α)

Τα ακόλουθα είδη της κατηγορίας 5 μέρος 1:

i)

είδη, συμπεριλαμβανομένων ειδικά σχεδιασμένων ή κατασκευασμένων δομικών μερών και εξαρτημάτων τους, που καθορίζονται στους κωδικούς 5Α001β2 και 5Α001γ και δ·

ii)

είδη που καθορίζονται στους κωδικούς 5Β001 και 5D001, όταν πρόκειται για εξοπλισμό δοκιμών, ελέγχου και παραγωγής και λογισμικό που αναφέρεται στο σημείο i).

β)

Τεχνολογία που προσδιορίζεται στον κωδικό 5Ε001α, όταν απαιτείται για την εγκατάσταση, τη λειτουργία, τη συντήρηση και την επισκευή των ειδών τα οποία καθορίζονται στο στοιχείο α) και προορίζονται για τον ίδιο τελικό χρήστη.

Μέρος 2 —   Προορισμοί

Η παρούσα άδεια ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση για εξαγωγές προς τους εξής προορισμούς:

Αργεντινή, Κίνα (συμπεριλαμβανομένων του Χονγκ Κονγκ και του Μακάο), Κροατία, Ινδία, Ρωσία, Νότια Αφρική, Νότια Κορέα, Τουρκία, Ουκρανία.

Μέρος 3 —   Προϋποθέσεις και απαιτήσεις για τη χρήση

1.

Βάσει της παρούσας άδειας δεν επιτρέπεται η εξαγωγή ειδών:

1.

όταν ο εξαγωγέας έχει ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται ή μπορεί να προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει:

α)

για χρήση σε σχέση με την ανάπτυξη, την παραγωγή, τον χειρισμό, τη λειτουργία, τη συντήρηση, την αποθήκευση, την ανίχνευση, την αναγνώριση ή τη διάδοση χημικών, βιολογικών ή πυρηνικών όπλων, ή άλλων εκρηκτικών πυρηνικών μηχανισμών, ή για την ανάπτυξη, την παραγωγή, τη διατήρηση ή την αποθήκευση πυραύλων ικανών να μεταφέρουν τέτοια όπλα·

β)

για στρατιωτική τελική χρήση, ως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού εάν η αγοράστρια χώρα ή η χώρα προορισμού υπόκειται σε εμπάργκο όπλων βάσει απόφασης ή κοινής θέσης του Συμβουλίου ή απόφασης του ΟΑΣΕ ή εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκε με δεσμευτικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών·

γ)

για χρήση ως κατασκευαστικά στοιχεία ή εξαρτήματα στρατιωτικών ειδών απαριθμούμενων στον εθνικό στρατιωτικό κατάλογο, τα οποία έχουν εξαχθεί από το έδαφος του οικείου κράτους μέλους χωρίς άδεια ή κατά παράβαση άδειας επιβαλλόμενης από την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, ή

δ)

για χρήση που συνδέεται με παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δημοκρατικών αρχών ή της ελευθερίας του λόγου όπως ορίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω τεχνολογιών υποκλοπής και διατάξεων μεταφοράς ψηφιακών δεδομένων, για τον έλεγχο κινητών τηλεφώνων και γραπτών μηνυμάτων, καθώς και για τη στοχοθετημένη παρακολούθηση της χρήσης του Διαδικτύου (κυρίως μέσω κέντρων παρακολούθησης και διαύλων νόμιμης υποκλοπής)·

2.

όταν ο εξαγωγέας, στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια, γνωρίζει ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει, για κάποια από τις χρήσεις που αναφέρονται στο σημείο 1·

3.

όταν ο εξαγωγέας, στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια, γνωρίζει ότι τα είδη πρόκειται να επανεξαχθούν σε προορισμό μη συμπεριλαμβανόμενο στο μέρος 2 του παρόντος παραρτήματος ή στο μέρος 2 του παραρτήματος ΙΙα ή σε κράτος μέλος·

4.

η παρούσα άδεια δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται όταν τα συγκεκριμένα είδη εξάγονται σε ελεύθερη τελωνειακή ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη που βρίσκεται σε προορισμό ο οποίος καλύπτεται από την παρούσα άδεια.

2.

Οι εξαγωγείς οφείλουν να αναφέρουν τον κωδικό αριθμό EU X002 και να διευκρινίζουν ότι τα είδη εξάγονται βάσει της Ενωσιακής Γενικής Άδειας Εξαγωγής EU005 στο τετραγωνίδιο 44 του Ενιαίου Διοικητικού Εγγράφου.

3.

Κάθε εξαγωγέας που χρησιμοποιεί την παρούσα άδεια πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος σχετικά με την πρώτη χρήση της παρούσας άδειας το αργότερο τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία της πρώτης εξαγωγής ή, εναλλακτικά, και σύμφωνα με απαίτηση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας, πριν από την πρώτη χρήση αυτής της άδειας. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον μηχανισμό κοινοποίησης που επέλεξαν για την άδεια. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις υποχρεώσεις κοινοποίησης που απορρέουν από τη χρήση της παρούσας άδειας, καθώς και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που μπορεί να απαιτήσει το κράτος μέλος εξαγωγής όσον αφορά τα είδη που εξάγονται βάσει της παρούσας άδειας.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τους εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του να καταχωρισθούν πριν από την πρώτη χρήση της παρούσας άδειας. Η καταχώριση είναι αυτόματη και γνωστοποιείται στον εξαγωγέα από τις αρμόδιες αρχές αμέσως και το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης καταχώρισης, υπό τους όρους του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Κατά περίπτωση, οι απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο του παρόντος σημείου βασίζονται στις απαιτήσεις που έχουν οριστεί για τη χρήση των εθνικών γενικών αδειών εξαγωγής που χορηγούν εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία προβλέπουν τέτοιες άδειες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙστ

ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ αριθ. EU006

(ως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού)

Χημικές ουσίες

Μέρος 1 —   Είδη

Η παρούσα γενική άδεια εξαγωγής καλύπτει τα ακόλουθα είδη διπλής χρήσης του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού:

 

1C350:

1.

Θειοδιγλυκόλη (111-48-8),

2.

Οξυχλωριούχος φώσφορος (10025-87-3),

3.

Μεθυλοφωσφονικό διμεθύλιο (756-79-6),

5.

Διχλωριούχος μεθυλοφωσφονοϊκοθειοϊκός εστέρας (676-97-1),

6.

Φωσφορώδες διμεθύλιο (DΜΡ) (868-85-9),

7.

Τριχλωριούχος φώσφορος (7719-12-2),

8.

Φωσφορώδες τριμεθύλιο (ΤΜΡ) (121-45-9),

9.

Χλωριούχο θειονύλιο (7719-09-7),

10.

3-υδροξυ1-μεθυλοπιπεριδίνη (3554-74-3),

11.

N,N-Διισοπροπυλ-β-αμινοαιθυλοχλωρίδιο (96-79-7),

12.

Θειόλη του Ν,Ν-διισοπροπυλ-β-αμινοαιθανίου (5842-07-9),

13.

Κινουκλιδιν-3-όλη (1619-34-7),

14.

Φθοριούχο κάλιο (7789-23-3),

15.

2-Χλωροαιθανόλη (107-07-3),

16.

Διμεθυλαμίνη (124-40-3),

17.

Αιθυλοφωσφονικό διαιθύλιο (78-38-6),

18.

Ν,Ν-διμεθυλοφωσφοραμιδικό διαιθύλιο (2404-03-7),

19.

Φωσφορώδες διαιθύλιο (762-04-9),

20.

Υδροχλωρική διμεθυλαμίνη (506-59-2),

21.

Διχλωριούχο αιθυλοφωσφινύλιο (1498-40-4),

22.

Διχλωριούχο αιθυλοφωσφονύλιο (1066-50-8),

24.

Υδροφθόριο (7664-39-3),

25.

Βενζυλικό μεθύλιο (76-89-1),

26.

Διχλωριούχο μεθυλοφωσφινύλιο (676-83-5),

27.

Ν,Ν-διισοπροπυλ-β-αμινοαιθανόλη (96-80-0),

28.

Πινακολυλική αλκοόλη (464-07-3),

30.

Φωσφορώδες τριαιθύλιο (122-52-1),

31.

Τριχλωριούχο αρσενικό (7784-34-1),

32.

Βενζυλικό οξύ (76-93-7),

33.

Μεθυλοφωσφονικό διαιθύλιο (15715-41-0),

34.

Αιθυλοφωσφονικό διμεθύλιο (6163-75-3),

35.

Διφθοριούχο αιθυλοφωσφονύλιο (430-78-4),

36.

Διφθοριούχο μεθυλοφωσφινύλιο (753-59-3),

37.

3-Κινουκλιδόνη (3731-38-2),

38.

Πενταχλωριούχος φώσφορος (10026-13-8),

39.

Πινακολόνη (75-97-8),

40.

Κυανιούχο κάλιο (151-50-8),

41.

Διφθοριούχο κάλιο (7789-29-9),

42.

Υδροφθοριούχο αμμώνιο ή διφθοριούχο αμμώνιο (1341-49-7),

43.

Φθοριούχο νάτριο (7681-49-4),

44.

Διφθοριούχο νάτριο (1333-83-1),

45.

Κυανιούχο νάτριο (143-33-9),

46.

Τριαιθανολαμίνη (102-71-6),

47.

Πενταθειούχος φώσφορος (1314-80-3),

48.

Δι-ισοπροπυλαμίνη (108-18-9),

49.

Διαιθυλαμινοαιθανόλη (100-37-8),

50.

Θειούχο νάτριο (1313-82-2),

51.

Μονοχλωριούχο θείο (10025-67-9),

52.

Διχλωριούχο θείο (10545-99-0),

53.

Υδροχλωρική τριαιθανολαμίνη (637-39-8),

54.

Υδροχλωρικό Ν,Ν-διισοπροπυλ-β-αμινοαιθυλοχλωρίδιο (4261-68-1),

55.

Μεθυλοφωσφονικό οξύ (993-13-5),

56.

Μεθυλοφωσφονικός διαιθυλεστέρας (683-08-9),

57.

Διχλωριούχο Ν,Ν-διμεθυλαμινοφωσφορύλιο (677-43-0),

58.

Φωσφορώδες τριισαπροπύλιο (116-17-6),

59.

Αιθυλοδιαιθανολαμίνη (139-87-7),

60.

Φωσφοροθειικό 0,0-διαιθύλιο (2465-65-8),

61.

Φωσφοροδιθειικό 0,0-διαιθύλιο (298-06-6),

62.

Εξαφθοροπυριτικό νάτριο (16893-85-9),

63.

Διχλωριούχος μεθυλοφωσφονοϊκοθειοϊκός εστέρας (676-98-2).

 

1C450 α:

4.

Φωσγένιο: Διχλωριούχο καρβονύλιο (75-44-5),

5.

Χλωριούχο δικυάνιο (506-77-4),

6.

Υδροκυάνιο (74-90-8),

7.

Χλωροπικρίνη: Τριχλωρονιτρομεθάνιο (76-06-2);

 

1C450 β:

1.

Χημικές ουσίες, πλην των οριζομένων στους Ελέγχους Στρατιωτικών Προϊόντων ή στο σημείο 1C350, οι οποίες περιέχουν ένα άτομο φωσφόρου με το οποίο συνδέεται μια μεθυλική, αιθυλική ή προπυλική (κανονική ή ισο-) ομάδα, όχι όμως άλλα άτομα άνθρακα,

2.

N,N-Διαλκυλο [μεθυλο, αιθυλο ή προπυλο (κανονικό ή ισο-)] φωσφοραμιδικό διαλογόνιο, πλην του Διχλωριούχου Ν,Ν-διμεθυλαμινοφωσφορυλίου που ορίζεται στο σημείο 1C350.57,

3.

Διαλκυλο [μεθυλο, αιθυλο ή προπυλο (κανονικό ή ισο-)] N,N-διαλκυλο [μεθυλ, αιθυλ ή προπυλ (κανονικό ή ισο-)] φωσφοραμιδικές ενώσεις, πλην του Ν,Ν-διμεθυλοφωσφοραμιδικού διαιθυλίου που ορίζεται στο σημείο1C350,

4.

Ν,Ν-Διαλκυλο [μεθυλο, αιθυλο ή προπυλο (κανονικό ή ισο-)] αμινοαιθυλο-2-χλωριούχες ενώσεις και αντίστοιχα πρωτονιωμένα άλατα, εκτός από το Ν,Ν-διισοπροπυλο-(β)-αμινοαιθυλοχλωρίδιο ή το υδροχλωριούχο Ν,Ν-διισοπροπυλο-(β)-αμινοαιθυλοχλωρίδιο που ορίζονται στο σημείο 1C350,

5.

N,N-Διαλκυλο [μεθυλο, αιθυλο ή προπυλο (κανονικό ή ισο-)] αμινοαιθανο-2-όλες και αντίστοιχα πρωτονιωμένα άλατα, εκτός από την Ν,Ν-διισοπροπυλ-β-αμινοαιθανόλη (96-80-0) και την N,N-Διαιθυλαμινοαιθανόλη (100-37-8) που ορίζονται στο σημείο 1C350,

6.

Ν,Ν-Διαλκυλο [μεθυλο, αιθυλο ή προπυλο (κανονικό ή ισο-)] αμινοαιθανο-2-θειόλες και τα αντίστοιχα πρωτονιωμένα άλατα, εκτός από την Ν,Ν-διισοπροπυλο-(β)-αμινοαιθανοθειόλη που αναφέρεται στο σημείο 1C350,

8.

Μεθυλοδιαιθανολαμίνη (105-59-9).

Μέρος 2 —   Προορισμοί

Η παρούσα άδεια ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση για εξαγωγές προς τους εξής προορισμούς:

Αργεντινή, Κροατία, Ισλανδία, Νότια Κορέα, Τουρκία, Ουκρανία.

Μέρος 3 —   Προϋποθέσεις και απαιτήσεις για τη χρήση

1.

Βάσει της παρούσας άδειας δεν επιτρέπεται η εξαγωγή ειδών:

1.

όταν ο εξαγωγέας έχει ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται ή μπορεί να προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει:

α)

για χρήση σε σχέση με την ανάπτυξη, την παραγωγή, τον χειρισμό, τη λειτουργία, τη συντήρηση, την αποθήκευση, την ανίχνευση, την αναγνώριση ή τη διάδοση χημικών, βιολογικών ή πυρηνικών όπλων, ή άλλων εκρηκτικών πυρηνικών μηχανισμών, ή για την ανάπτυξη, την παραγωγή, τη διατήρηση ή την αποθήκευση πυραύλων ικανών να μεταφέρουν τέτοια όπλα·

β)

για στρατιωτική τελική χρήση ως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, εάν η αγοράστρια χώρα ή η χώρα προορισμού υπόκειται σε εμπάργκο όπλων βάσει απόφασης ή κοινής θέσης του Συμβουλίου ή απόφασης του ΟΑΣΕ ή εμπάργκο όπλων που επιβλήθηκε με δεσμευτικό ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ή

γ)

για χρήση ως κατασκευαστικά στοιχεία ή εξαρτήματα στρατιωτικών ειδών απαριθμούμενων στον εθνικό στρατιωτικό κατάλογο, τα οποία έχουν εξαχθεί από το έδαφος του οικείου κράτους μέλους χωρίς άδεια ή κατά παράβαση άδειας επιβαλλόμενης από την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

2.

όταν ο εξαγωγέας, στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια, γνωρίζει ότι τα εν λόγω είδη προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει, για κάποια από τις χρήσεις που αναφέρονται στο σημείο 1·

3.

όταν ο εξαγωγέας, στο πλαίσιο της υποχρέωσής του να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια, γνωρίζει ότι τα είδη πρόκειται να επανεξαχθούν σε προορισμό μη συμπεριλαμβανόμενο στους απαριθμούμενους στο μέρος 2 του παρόντος παραρτήματος ή στο μέρος 2 του παραρτήματος ΙΙα ή σε κράτος μέλος· ή

4.

όταν τα συγκεκριμένα είδη εξάγονται σε ελεύθερη τελωνειακή ζώνη ή σε ελεύθερη αποθήκη που βρίσκεται σε προορισμό ο οποίος καλύπτεται από την παρούσα άδεια.

2.

Οι εξαγωγείς οφείλουν να αναφέρουν τον κωδικό αριθμό EU X002 και να διευκρινίζουν ότι τα είδη εξάγονται βάσει της Ενωσιακής Γενικής Άδειας Εξαγωγής EU006 στο τετραγωνίδιο 44 του Ενιαίου Διοικητικού Εγγράφου.

3.

Κάθε εξαγωγέας που χρησιμοποιεί την παρούσα άδεια πρέπει να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος σχετικά με την πρώτη χρήση της παρούσας άδειας το αργότερο τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία της πρώτης εξαγωγής ή, εναλλακτικά, και σύμφωνα με απαίτηση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο εξαγωγέας, πριν από την πρώτη χρήση αυτής της άδειας. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον μηχανισμό κοινοποίησης που επέλεξαν για την εν λόγω άδεια. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που της διαβιβάζονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις υποχρεώσεις κοινοποίησης που απορρέουν από τη χρήση της παρούσας άδειας, καθώς και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που μπορεί να απαιτήσει το κράτος μέλος εξαγωγής όσον αφορά τα είδη που εξάγονται βάσει της παρούσας άδειας.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τους εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του να καταχωρισθούν πριν από την πρώτη χρήση της παρούσας γενικής άδειας εξαγωγής. Η καταχώριση είναι αυτόματη και γνωστοποιείται στον εξαγωγέα από τις αρμόδιες αρχές αμέσως και το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης καταχώρισης, υπό τους όρους του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

Κατά περίπτωση, οι απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο του παρόντος σημείου βασίζονται στις απαιτήσεις που έχουν οριστεί για τη χρήση των εθνικών γενικών αδειών εξαγωγής που χορηγούν εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία προβλέπουν τέτοιες άδειες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙζ

[Κατάλογος που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού και στα παραρτήματα ΙΙα, ΙΙγ και ΙΙδ του παρόντος κανονισμού]

Οι καταχωρίσεις δεν παρέχουν πάντα πλήρη περιγραφή των ειδών και των συναφών σημειώσεων του παραρτήματος I. Μόνο στο παράρτημα I περιέχεται πλήρης περιγραφή των ειδών.

Η αναγραφή ενός είδους στο παρόν παράρτημα δεν επηρεάζει την εφαρμογή της Γενικής Σημείωσης περί Λογισμικού (ΓΣΛ) στο παράρτημα I.

Όλα τα είδη που προσδιορίζονται στο παράρτημα IV.

0C001 «Φυσικό ουράνιο» ή «εξαντλημένο ουράνιο» ή θόριο υπό μορφή μετάλλου, κράματος, χημικής ένωσης ή συμπυκνώματος καθώς και κάθε άλλο υλικό το οποίο περιέχει ένα ή περισσότερα από τα προηγούμενα υλικά.

0C002 «Ειδικά σχάσιμα υλικά» πλην αυτών που ορίζονται στο παράρτημα IV.

0D001 «Λογισμικό» ειδικά σχεδιασμένο ή τροποποιημένο για την «ανάπτυξη», «παραγωγή» ή «χρήση» προϊόντων που καθορίζονται στην κατηγορία 0, στο μέτρο που σχετίζεται με το σημείο 0C001 ή με τα είδη του σημείου 0C002 που εξαιρούνται από το παράρτημα IV.

0E001 «Τεχνολογία» σε συμφωνία με τις Παρατηρήσεις Πυρηνικής Τεχνολογίας (ΝΤΝ) για την «ανάπτυξη», «παραγωγή» ή «χρήση» προϊόντων που καθορίζονται στην κατηγορία 0, στο μέτρο που σχετίζεται με το σημείο 0C001 ή με τα είδη του σημείου 0C002 που εξαιρούνται από το παράρτημα IV.

1A102 Επανακορεσμένα κατασκευαστικά στοιχεία από πυρολυμένο άνθρακα-άνθρακα, σχεδιασμένα για οχήματα εκτόξευσης στο διάστημα που ορίζονται στον κωδικό 9Α004 ή για πυραυλοβολίδες που ορίζονται στον κωδικό 9Α104.

1C351 Ανθρώπινα παθογόνα, ζωονόσοι και «τοξίνες».

1C352 Ζωικά παθογόνα.

1C353 Γενετικά στοιχεία και γενετικώς τροποποιημένοι οργανισμοί.

1C354 Φυτικά παθογόνα.

1C450α.1. αμιτόνη: Ο,Ο-διαιθυλο S-[2-(διαιθυλαμινο) αιθυλο] φωσφοροθειολικές ενώσεις (78-53-5) και τα αντίστοιχα αλκυλιωμένα ή πρωτονιωμένα άλατα.

1C450α.2. PFIB: 1,1,3,3,3-πενταφθορο2-(τριφθορομεθυλο))-1-προπένιο (382-21-8).

7E104 «Τεχνολογία» για την ενοποίηση των πληροφοριών ελέγχου πτήσης, καθοδήγησης και πρόωσης σε ένα σύστημα διαχείρισης πτήσης με σκοπό τη βελτιστοποίηση της τροχιάς πυραυλικού συστήματος.

9Α009.α. Υβριδικά πυραυλικά προωστικά συστήματα με ικανότητα ολικής ώσης άνω των 1,1 MNs.

9A117 Μηχανισμοί αποχωρισμού βαθμίδων, μηχανισμοί αποκόλλησης και ενδιάμεσες βαθμίδες, χρησιμοποιούμενοι σε «βλήματα».

»

ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η Επιτροπή προτίθεται να επανεξετάσει τον παρόντα κανονισμό το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013, ειδικά σε ό,τι αφορά την εκτίμηση της δυνατότητας καθιέρωσης μιας Γενικής Άδειας Εξαγωγής για αποστολές μικρής αξίας.


ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ ΜΙΚΡΗΣ ΑΞΙΑΣ

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις Εθνικές Γενικές Άδειες Εξαγωγής για αποστολές μικρής αξίας που εκδίδονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 428/2009.


8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/45


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1233/2011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

για την εφαρμογή ορισμένων κατευθυντήριων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης και την κατάργηση των αποφάσεων 2001/76/ΕΚ και 2001/77/ΕΚ του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι οργανισμοί εξαγωγικών πιστώσεων («ΟΕΠ») συμβάλλουν στην ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου υποστηρίζοντας τις εξαγωγές και τις επενδύσεις εταιρειών κατά τρόπο που συμπληρώνει την παροχή κεφαλαίων και ασφάλισης από τον ιδιωτικό τομέα. Η Ένωση είναι μέρος του Διακανονισμού περί των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης («ο Διακανονισμός») του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης («ΟΟΣΑ»). Ο Διακανονισμός, όπως συνήφθη από τους Συμμετέχοντες, ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης που μπορούν να προσφέρουν οι ΟΕΠ για να προαγάγουν ίσους όρους ανταγωνισμού στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης.

(2)

Βάσει της απόφασης 2001/76/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για την τροποποίηση της απόφασης της 4ης Απριλίου 1978 περί εφαρμογής ορισμένων κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης (2) και της απόφασης 2001/77/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για την εφαρμογή των αρχών συμφωνίας-πλαισίου στη χρηματοδότηση έργων στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης (3), οι κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στον Διακανονισμό και οι ειδικοί κανόνες για τη χρηματοδότηση έργων εφαρμόζονται στην Ένωση.

(3)

Ο Διακανονισμός συμβάλλει έμμεσα, μέσω της δράσης των ΟΕΠ, στο ανοικτό και δίκαιο εμπόριο και στις επενδύσεις εταιρειών, οι οποίες άλλως θα είχαν πιο περιορισμένη πρόσβαση σε πιστωτικές διευκολύνσεις που παρέχει ο ιδιωτικός τομέας.

(4)

Τα κράτη μέλη, κατά τη θέσπιση, την ανάπτυξη και την εφαρμογή των εθνικών μηχανισμών εξαγωγικών πιστώσεων και κατά την εκτέλεση της εποπτείας επί των δραστηριοτήτων εξαγωγικών πιστώσεων που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης, θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τις γενικές διατάξεις της Ένωσης για την εξωτερική δράση, όπως η εδραίωση της δημοκρατίας, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η συνοχή της αναπτυξιακής πολιτικής και η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

(5)

Οι Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό συμμετέχουν σε μια συνεχή διαδικασία που αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση της στρέβλωσης της αγοράς και στην καθιέρωση ίσων όρων ανταγωνισμού, όπου τα ασφάλιστρα που χρεώνουν οι ΟΕΠ βασίζονται στον κίνδυνο και θα πρέπει να επαρκούν για την κάλυψη του λειτουργικού κόστους και των ζημιών σε μακροπρόθεσμη βάση και σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, τα συστήματα εξαγωγικών πιστώσεων λειτουργούν κατά τρόπο διαφανή και οι οργανισμοί υποβάλλουν σχετικές εκθέσεις στον ΟΟΣΑ.

(6)

Οι καλά στοχοθετημένες εξαγωγικές πιστώσεις που χορηγούν οι ΟΕΠ μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία ευκαιριών πρόσβασης για τις εταιρείες της Ένωσης, μεταξύ άλλων για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).

(7)

Οι Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό και τα κράτη μέλη της Ένωσης συμφώνησαν να δημοσιοποιούν ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις εξαγωγικές πιστώσεις σύμφωνα με τους κανόνες περί διαφάνειας του ΟΟΣΑ και της Ένωσης, προκειμένου να διευκολύνουν την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τους Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό και τα κράτη μέλη.

(8)

Η Ένωση εφαρμόζει μέτρα για τη διαφάνεια και την υποβολή εκθέσεων, όπως ορίζει το παράρτημα I.

(9)

Δεδομένων των εντεινόμενων ανταγωνιστικών συνθηκών στις παγκόσμιες αγορές και προκειμένου να αποφεύγονται τυχόν ανταγωνιστικά μειονεκτήματα για τις εταιρείες της Ένωσης, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την εξουσιοδότηση διαπραγμάτευσης από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να υποστηρίξει τις προσπάθειες του ΟΟΣΑ να προσελκύσει τη συνεργασία μη Συμμετεχόντων στον Διακανονισμό. Η Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιεί διμερείς και πολυμερείς διαπραγματεύσεις με σκοπό τη θέσπιση παγκόσμιων προτύπων για τις εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης. Τα παγκόσμια πρότυπα στον τομέα αυτό αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να ισχύουν ίσοι όροι ανταγωνισμού στο διεθνές εμπόριο.

(10)

Μολονότι οι χώρες του ΟΟΣΑ καθοδηγούνται από τον Διακανονισμό, οι εκτός ΟΟΣΑ χώρες είναι μη Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό, και τούτο μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για τους εξαγωγείς των χωρών αυτών. Οι χώρες αυτές παροτρύνονται, ως εκ τούτου, να εφαρμόζουν τον Διακανονισμό προκειμένου να διασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.

(11)

Λαμβανομένης υπόψη της πολιτικής της Ένωσης για τη βελτίωση της νομοθεσίας με στόχο την απλοποίηση και τη βελτίωση της υπάρχουσας νομοθεσίας, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, κατά τις μελλοντικές ανασκοπήσεις του Διακανονισμού, θα εστιάσουν την προσοχή, ενδεχομένως, στη μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων για τις επιχειρήσεις και τις εθνικές διοικήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ΟΕΠ.

(12)

Οι Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό αποφάσισαν να προβούν σε τροποποίηση και εξορθολογισμό του Διακανονισμού. Οι συμφωνηθείσες αλλαγές καθιστούν το κείμενο πιο φιλικό προς τον χρήστη, πιο συνεπές όσον αφορά τις συναφείς διεθνείς υποχρεώσεις και πιο διαφανές, ιδίως για τους μη Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό. Επιπλέον, οι Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό συμφώνησαν επίσης να ενσωματώσουν στο κείμενο του Διακανονισμού τους κανόνες περί χρηματοδότησης έργων που θεσπίσθηκαν με την απόφαση 2001/77/ΕΚ και τους κανόνες περί εξαγωγικών πιστώσεων για τα πλοία, που θεσπίσθηκαν με την απόφαση 2002/634/ΕΚ του Συμβουλίου (4) που τροποποιεί την απόφαση 2001/76/ΕΚ.

(13)

Η απόφαση 2001/76/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε, θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό και το προσαρτημένο σε αυτόν ενοποιημένο και αναθεωρημένο κείμενο του Διακανονισμού, και η απόφαση 2001/77/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(14)

Η Επιτροπή, προκειμένου να επιτύχει την ομαλή και ταχεία ενσωμάτωση στην ενωσιακή νομοθεσία των τροποποιήσεων των κατευθυντήριων γραμμών που ορίζονται στον Διακανονισμό, όπως συμφωνήθηκε από τους Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό, θα πρέπει να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για την τροποποίηση του παραρτήματος II, όπου αυτό είναι απαραίτητο. Κατά συνέπεια, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή όσον αφορά τις τροποποιήσεις των κατευθυντήριων γραμμών, όπως συμφωνήθηκαν από τους Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να προβαίνει σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνώμονα. Κατά την επεξεργασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και σωστή διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εφαρμογή του Διακανονισμού

Οι κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στον Διακανονισμό περί των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης («ο Διακανονισμός») εφαρμόζονται στην Ένωση. Το κείμενο του Διακανονισμού προσαρτάται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 2

Εξουσιοδότηση

Η Επιτροπή εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 3 για την τροποποίηση του παραρτήματος II, ως αποτέλεσμα τροποποιήσεων των κατευθυντήριων γραμμών που συμφωνήθηκαν από τους Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό.

Εφόσον, στην περίπτωση τροποποιήσεων του παραρτήματος II ως αποτελέσματος των τροποποιήσεων των κατευθυντήριων γραμμών που συμφωνήθηκαν από τους Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό, τούτο απαιτείται από επιτακτικούς λόγους επείγοντος, η διαδικασία του άρθρου 4 εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδόθηκαν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 3

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η αναφερόμενη στο άρθρο 2 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από την 9η Δεκεμβρίου 2011.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέρμα στην εξουσιοδότηση που καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα οιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων οι οποίες ισχύουν ήδη.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 2 τίθεται σε ισχύ μόνο εάν δεν έχουν αντιταχθεί σε αυτή ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν, αμφότερα, ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να προβάλουν αντίρρηση. Το διάστημα αυτό παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 4

Διαδικασία επείγοντος

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου τίθενται σε ισχύ αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο αναφέρει τους λόγους προσφυγής στη διαδικασία επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώνουν αντιρρήσεις σχετικά με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 5. Σε αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή καταργεί αμελλητί την πράξη μετά την κοινοποίηση στην οποία προβαίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο όσον αφορά την απόφασή του να προβάλει αντίρρηση.

Άρθρο 5

Διαφάνεια και υποβολή εκθέσεων

Τα μέτρα σχετικά με τη διαφάνεια και την υποβολή εκθέσεων που πρόκειται να εφαρμοσθούν στην Ένωση παρατίθενται στο παράρτημα I.

Άρθρο 6

Κατάργηση

Καταργούνται οι αποφάσεις 2001/76/ΕΚ και 2001/77/ΕΚ.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. SZCZUKA


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011.

(2)  ΕΕ L 32 της 2.2.2001, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 32 της 2.2.2001, σ. 55.

(4)  ΕΕ L 206 της 3.8.2002, σ. 16.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

1.

Με την επιφύλαξη των προνομίων των οργάνων των κρατών μελών που ασκούν την εποπτεία των εθνικών προγραμμάτων εξαγωγικών πιστώσεων, κάθε κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων, προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια σε επίπεδο Ένωσης. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση, σύμφωνα με το εθνικό νομοθετικό τους πλαίσιο, σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, τις καταβληθείσες απαιτήσεις και εξοφλητικές εισπράξεις, τις νέες δεσμεύσεις, τις αναλήψεις κινδύνου και τα ασφάλιστρα. Σε περίπτωση που μπορεί να προκύψουν ενδεχόμενες υποχρεώσεις από δραστηριότητες εξαγωγικών πιστώσεων που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης, οι δραστηριότητες αυτές αναφέρονται στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων.

2.

Στην ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων, τα κράτη μέλη περιγράφουν με ποιο τρόπο οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που μπορεί να επιφέρουν άλλους σημαντικούς κινδύνους λαμβάνονται υπόψη στις δραστηριότητες εξαγωγικών πιστώσεων των ΟΕΠ τους που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης.

3.

Η Επιτροπή εκπονεί ετήσια επισκόπηση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με βάση τις πληροφορίες αυτές, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης όσον αφορά τη συμμόρφωση των ΟΕΠ προς τους στόχους και τις υποχρεώσεις της Ένωσης.

4.

Η Επιτροπή, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές της, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ετήσια έκθεση σχετικά με τις διεξαχθείσες διαπραγματεύσεις στις περιπτώσεις που η Επιτροπή έχει εξουσιοδότηση διαπραγμάτευσης στα διάφορα φόρα διεθνούς συνεργασίας, για τη θέσπιση παγκόσμιων προτύπων στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης.

Η πρώτη περίοδος αναφοράς, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καλύπτει το έτος 2011.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΤΥΓΧΑΝΟΥΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I:

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1.

ΣΚΟΠΟΣ

2.

ΚΑΘΕΣΤΩΣ

3.

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

4.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΕ ΜΗ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ

5.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

6.

ΤΟΜΕΑΚΕΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

7.

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΣΧΕΔΙΩΝ

8.

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

9.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II:

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

10.

ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ, ΜΕΓΙΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΙ ΕΠΙΤΟΠΙΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

11.

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΧΩΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΓΙΣΤΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ

12.

ΜΕΓΙΣΤΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ

13.

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗΣ ΓΙΑ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

14.

ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ ΑΡΧΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΚΩΝ

15.

ΕΠΙΤΟΚΙΑ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΕΛΗ

16.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

17.

ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ Ή ΤΗΝ ΕΛΑΧΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΖΗΜΙΩΝ

18.

ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΣΗ

19.

ΤΑ ΣΤΑΘΕΡΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΒΑΣΕΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ

20.

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΕΑ

21.

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΕΕΑ

22.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΕΑ

23.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

24.

ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΑ ΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΧΩΡΑΣ

25.

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΧΩΡΑΣ

26.

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΠΟΛΥΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

27.

ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

28.

ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΧΩΡΑΣ

29.

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΧΩΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III:

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

30.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

31.

ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

32.

ΜΕΙΚΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ

33.

ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΧΩΡΑΣ ΓΙΑ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

34.

ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΣΧΕΔΙΟΥ

35.

ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΥΝΟΪΚΩΝ ΟΡΩΝ

36.

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣ Ή ΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

37.

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΕΥΝΟΪΚΩΝ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

38.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ

39.

ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV:

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

1ο ΜΕΡΟΣ:

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

40.

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

41.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΤΗΡΙΞΗ

42.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΣΗ

43.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ

2ο ΜΕΡΟΣ:

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

44.

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

45.

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

3ο ΜΕΡΟΣ:

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

46.

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

47.

ΑΜΕΣΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

4ο ΜΕΡΟΣ:

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

48.

ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ

49.

ΠΕΔΙΟ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ

50.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ

5ο ΜΕΡΟΣ:

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

51.

ΣΗΜΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ

52.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

53.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ

54.

ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ

55.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΣΤΑΣΕΩΝ

56.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΟΙΝΗΣ ΣΤΑΣΗΣ

57.

ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΟΙΝΗΣ ΣΤΑΣΗΣ

58.

ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΣΤΑΣΗ

59.

ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΚΟΙΝΗΣ ΣΤΑΣΗΣ

60.

ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΙΣΧΥΟΣ ΚΟΙΝΗΣ ΣΤΑΣΗΣ

6ο ΜΕΡΟΣ:

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ (ΕΕΑ)

61.

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

62.

ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

63.

ΑΜΕΣΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

7ο ΜΕΡΟΣ:

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΕΙΣ

64.

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΣΗ

65.

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

66.

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I:

ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΛΟΙΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II:

ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III:

ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV:

ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΥΔΑΤΙΝΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΑ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ 30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2007

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI:

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII:

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΧΩΡΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΤΗ Ή ΠΟΛΥΜΕΡΗ Ή ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII:

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΥ/ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΧΩΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX:

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X:

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΡΓΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI:

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΡΙΣΜΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1.   Σκοπός

α)

Ο βασικός στόχος του Διακανονισμού περί εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης, που αναφέρεται στο παρόν έγγραφο ως ο Διακανονισμός, είναι να παράσχει ένα πλαίσιο για την ορθή χρήση των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης.

β)

Ο Διακανονισμός αποσκοπεί στο να ενισχύσει την ανάπτυξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού όσον αφορά τη δημόσια στήριξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 α), για να ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ εξαγωγέων περισσότερο βάσει της ποιότητας και της τιμής των προϊόντων και των υπηρεσιών που εξάγονται παρά βάσει των πιο ευνοϊκών χρηματοδοτικών όρων και προϋποθέσεων που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης.

2.   Καθεστώς

Ο Διακανονισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, τέθηκε αρχικά σε ισχύ τον Απρίλιο του 1978 και είναι αορίστου διάρκειας. Ο Διακανονισμός αποτελεί «Συμφωνία Κυρίων» μεταξύ των Συμμετεχόντων. Ο Διακανονισμός δεν αποτελεί νόμο του ΟΟΣΑ (1), παρόλο που τυγχάνει της διοικητικής στήριξης της Γραμματείας του ΟΟΣΑ (στο εξής καλούμενης «η Γραμματεία»).

3.   Συμμετοχή

Οι Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό σήμερα είναι: η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Ευρωπαϊκή'Ενωση, η Ιαπωνία, η Κορέα, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία, η Ελβετία και οι ΗΠΑ. Άλλα μέλη και μη μέλη του ΟΟΣΑ είναι δυνατόν να κληθούν να συμμετάσχουν από τους σημερινούς Συμμετέχοντες.

4.   Πληροφορίες που διατίθενται σε μη Συμμετέχοντες

α)

Οι Συμμετέχοντες αναλαμβάνουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες με μη Συμμετέχοντες, όσον αφορά γνωστοποιήσεις που συνδέονται με την παροχή δημόσιας στήριξης, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 α).

β)

Ο Συμμετέχων, βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, αποκρίνεται σε αίτημα μη Συμμετέχοντα, σε περίπτωση ανταγωνισμού όσον αφορά τους χρηματοδοτικούς όρους και τις προϋποθέσεις που προσφέρονται για την παροχή δημόσιας στήριξης, όπως θα αποκρινόταν σε αίτημα Συμμετέχοντα.

5.   Πεδίο εφαρμογής

Ο Διακανονισμός ισχύει για όλες τις δημόσιες ενισχύσεις που παρέχονται από ή εξ ονόματος κυβέρνησης για την εξαγωγή προϊόντων και/ή υπηρεσιών, περιλαμβανομένων χρηματοδοτικών μισθώσεων, που έχουν περίοδο αποπληρωμής τουλάχιστον δύο ετών.

α)

Είναι δυνατή η παροχή δημόσιας στήριξης υπό διαφορετικές μορφές:

1)

Με εξαγωγική πίστωση εγγύησης ή ασφάλισης (καθαρή κάλυψη)·

2)

Με δημόσια χρηματοδοτική στήριξη:

με άμεση πίστωση/χρηματοδότηση και επαναχρηματοδότηση, ή

με στήριξη του επιτοκίου·

3)

Με οιονδήποτε συνδυασμό των ανωτέρω.

β)

Ο Διακανονισμός ισχύει επίσης όσον αφορά τη συνδεδεμένη βοήθεια· οι διαδικασίες που ορίζονται στο κεφάλαιο IV ισχύουν επίσης και για τη συνδεδεμένη βοήθεια που σχετίζεται με το εμπόριο.

γ)

Ο Διακανονισμός δεν ισχύει για τις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού και βασικών γεωργικών προϊόντων.

δ)

Δεν παρέχεται δημόσια στήριξη εάν αποδεικνύεται σαφώς ότι η σύμβαση έχει συναφθεί με αγοραστή σε χώρα η οποία δεν είναι ο τελικός προορισμός των εμπορευμάτων, με κύριο στόχο να επιτευχθούν ευνοϊκότερες προθεσμίες αποπληρωμής.

6.   Τομεακές συμφωνίες

α)

Οι ακόλουθες τομεακές συμφωνίες αποτελούν μέρος του Διακανονισμού:

Πλοία (παράρτημα I)

Πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής (παράρτημα II)

Αεροσκάφη πολιτικής αεροπορίας (παράρτημα III)

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σχέδια που αφορούν τους υδάτινους πόρους (παράρτημα IV).

β)

Οι Συμμετέχοντες σε τομεακή συμφωνία μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της για την παροχή κρατικής στήριξης για την εξαγωγή αγαθών και/ή υπηρεσιών που καλύπτονται από την εν λόγω τομεακή συμφωνία. Εφόσον η τομεακή συμφωνία δεν περιλαμβάνει αντίστοιχη διάταξη με εκείνη του Διακανονισμού, οι Συμμετέχοντες στην τομεακή συμφωνία εφαρμόζουν τη διάταξη του Διακανονισμού.

7.   Χρηματοδότηση σχεδίων

α)

Οι Συμμετέχοντες εφαρμόζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα Χ για τις εξαγωγές αγαθών και/ή υπηρεσιών όσον αφορά συναλλαγές που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο προσάρτημα 1 του παραρτήματος Χ.

β)

Το στοιχείο α) δεν εφαρμόζεται για τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών που καλύπτονται από την τομεακή συμφωνία για την πολιτική αεροπορία.

8.   Παραίτηση

Κάποιος Συμμετέχων μπορεί να παραιτηθεί ενημερώνοντας γραπτώς τη Γραμματεία μέσω στιγμιαίας κοινοποίησης, ήτοι του συστήματος ηλεκτρονικής πληροφόρησης σε απευθείας σύνδεση του ΟΟΣΑ (OLIS). Η παραίτηση αρχίζει να ισχύει 180 ημερολογιακές ημέρες μετά την παραλαβή της γνωστοποίησης από τη Γραμματεία.

9.   Παρακολούθηση

Η Γραμματεία παρακολουθεί την εφαρμογή του Διακανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Οι χρηματοδοτικοί όροι και προϋποθέσεις για τις εξαγωγικές πιστώσεις περιλαμβάνουν όλες τις διατάξεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο που πρέπει να λαμβάνονται αμοιβαία υπόψη.

Ο Διακανονισμός προβλέπει περιορισμούς όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις που δύνανται να τύχουν δημόσιας στήριξης. Οι Συμμετέχοντες αναγνωρίζουν ότι κατά παράδοση ισχύουν πιο περιοριστικοί χρηματοδοτικοί όροι και προϋποθέσεις σε σχέση με εκείνους που προβλέπονται από τον Διακανονισμό για ορισμένους εμπορικούς ή βιομηχανικούς κλάδους. Οι Συμμετέχοντες συνεχίζουν να τηρούν κατά παράδοση αυτούς τους χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις, ιδίως την αρχή βάσει της οποίας οι όροι αποπληρωμής δεν υπερβαίνουν την ωφέλιμη διάρκεια ζωής των προϊόντων.

10.   Προκαταβολή, μέγιστη δημόσια στήριξη και επιτόπιες δαπάνες

α)

Οι Συμμετέχοντες ζητούν από τους αγοραστές προϊόντων και υπηρεσιών που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης να προκαταβάλουν ελάχιστο ποσοστό 15 τοις εκατό της συμβατικής αξίας εξαγωγής κατά τη χρονική στιγμή της πίστωσης ή πριν από την έναρξή της όπως καθορίζεται στο παράρτημα XI. Για την εκτίμηση των προκαταβολών, η συμβατική αξία εξαγωγής είναι δυνατόν να μειωθεί αναλογικά εάν η συναλλαγή περιλαμβάνει εμπορεύματα και υπηρεσίες από τρίτη χώρα τα οποία δεν τυγχάνουν δημόσιας στήριξης. Επιτρέπεται η χρηματοδότηση/ασφάλιση του 100 τοις εκατό του ασφαλίστρου. Το ασφάλιστρο μπορεί να περιλαμβάνεται ή και να μην περιλαμβάνεται στη συμβατική αξία εξαγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, επανακρατούμενες καταβολές που πραγματοποιούνται μετά τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης δεν θεωρούνται προκαταβολές.

β)

Η δημόσια στήριξη για τέτοιου είδους πληρωμές τοις μετρητοίς μπορεί να λάβει μόνον τη μορφή ασφάλισης ή εγγυήσεων, ήτοι καθαρής εγγύησης, έναντι των συνήθων κατασκευαστικών κινδύνων.

γ)

Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα στοιχεία β) και δ), οι Συμμετέχοντες δεν παρέχουν δημόσια στήριξη σε ποσοστό άνω του 85 τοις εκατό της συμβατικής αξίας εξαγωγής, περιλαμβανομένης της παροχής σε τρίτες χώρες αλλά εξαιρουμένων των επιτόπιων δαπανών.

δ)

Οι Συμμετέχοντες δύνανται να παρέχουν δημόσια στήριξη για τις επιτόπιες δαπάνες εφόσον:

1)

Η συνολική συνδυασμένη δημόσια στήριξη σύμφωνα με τα στοιχεία γ) και δ) δεν υπερβαίνει ποσοστό 100 τοις εκατό της αξίας της συμβατικής αξίας εξαγωγής. Συνεπώς, το ποσό στήριξης των επιτόπιων δαπανών δεν θα υπερβαίνει το ποσό της προκαταβολής.

2)

Δεν θα παρέχεται υπό όρους πιο ευνοϊκούς/λιγότερο περιοριστικούς από εκείνους που έχουν συμφωνηθεί για τις συναφείς εξαγωγές.

3)

Για τις χώρες της κατηγορίας I όπως ορίζεται στο άρθρο 11 στοιχείο α), θα περιορίζεται σε καθαρή κάλυψη.

11.   Κατάταξη χωρών για τις μέγιστες προθεσμίες αποπληρωμής

α)

Χώρες της κατηγορίας I είναι αυτές οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο διαβάθμισης της Παγκόσμιας Τράπεζας (2). Όλες οι υπόλοιπες χώρες βρίσκονται στην κατηγορία II. Το επίπεδο διαβάθμισης της Παγκόσμιας Τράπεζας υπολογίζεται εκ νέου σε ετήσια βάση. Μια χώρα αλλάζει κατηγορία μόνον εφόσον η κατηγορία της στην Παγκόσμια Τράπεζα έχει παραμείνει αμετάβλητη για δύο διαδοχικά έτη.

β)

Κατά την κατάταξη των χωρών ισχύουν τα ακόλουθα λειτουργικά κριτήρια και διαδικασίες:

1)

Η κατάταξη για τους σκοπούς του Διακανονισμού καθορίζεται από το κατά κεφαλήν ΑΕΕ όπως υπολογίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα για τους σκοπούς της κατάταξης της Παγκόσμιας Τράπεζας όσον αφορά τις δανειζόμενες χώρες.

2)

Στις περιπτώσεις που η Παγκόσμια Τράπεζα δεν έχει αρκετές πληροφορίες ώστε να δημοσιεύσει στοιχεία για το κατά κεφαλήν ΑΕΕ, ζητείται από την Παγκόσμια Τράπεζα να εκτιμήσει το κατά πόσον η εν λόγω χώρα έχει κατά κεφαλήν ΑΕΕ πάνω ή κάτω από το τρέχον κατώτατο όριο. Η χώρα κατατάσσεται σύμφωνα με την εκτίμηση εκτός εάν οι Συμμετέχοντες αποφασίσουν άλλως.

3)

Σε περίπτωση που μία χώρα κατατάσσεται εκ νέου σύμφωνα με το άρθρο 11 α), η εκ νέου κατάταξη αρχίζει να ισχύει δύο εβδομάδες μετά τη γνωστοποίηση των συμπερασμάτων που προκύπτουν από τα προαναφερόμενα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας από τη Γραμματεία σε όλους τους Συμμετέχοντες.

4)

Στις περιπτώσεις που η Παγκόσμια Τράπεζα αναθεωρεί τα μεγέθη, αυτού του είδους οι αναθεωρήσεις δεν λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τον Διακανονισμό. Εντούτοις, η κατάταξη μιας χώρας μπορεί να μεταβληθεί μέσω κοινής στάσης και οι Συμμετέχοντες εξετάζουν ευνοϊκά μεταβολή η οποία οφείλεται σε σφάλματα και παραλείψεις των μεγεθών που έχουν αναγνωριστεί εκ των υστέρων κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος κατά τη διάρκεια του οποίου τα μεγέθη διαβιβάστηκαν για πρώτη φορά από τη Γραμματεία.

12.   Μέγιστες προθεσμίες αποπληρωμής

Με την επιφύλαξη του άρθρου 13, η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής ποικίλλει σύμφωνα με την κατάταξη της χώρας προορισμού όπως καθορίζεται από τα κριτήρια του άρθρου 11.

α)

Για τις χώρες της κατηγορίας I, η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής είναι πέντε έτη, με τη δυνατότητα να συμφωνηθούν οκτώμισι έτη όταν ακολουθείται η διαδικασία για προηγούμενη γνωστοποίηση που καθορίζεται στο άρθρο 45.

β)

Για τις χώρες της κατηγορίας II, η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής είναι 10 έτη.

γ)

Σε περίπτωση σύμβασης στην οποία ενέχονται περισσότερες από μία χώρες προορισμού, οι Συμμετέχοντες θα πρέπει να προσπαθούν να τηρήσουν κοινή στάση σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 55 έως 60 προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία για τις κατάλληλες προθεσμίες.

13.   Προθεσμίες αποπληρωμής για σταθμούς εκτός των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής

α)

Όσον αφορά τους σταθμούς εκτός των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής είναι 12 έτη. Εάν ένας Συμμετέχων προτίθεται να στηρίξει μια προθεσμία αποπληρωμής για διάστημα μεγαλύτερο από όσο προβλέπεται στο άρθρο 12, ο Συμμετέχων γνωστοποιεί προηγουμένως την πρόθεσή του αυτή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 45.

β)

Οι μη πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής είναι ολοκληρωμένοι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής ή τμήματα αυτών οι οποίοι δεν λειτουργούν με πυρηνική ενέργεια· περιλαμβάνουν όλα τα δομικά στοιχεία, τον εξοπλισμό, τα υλικά και τις υπηρεσίες (περιλαμβανομένης της κατάρτισης του προσωπικού) που απαιτούνται απευθείας για την κατασκευή και τη θέση σε λειτουργία τέτοιων μη πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Δεν περιλαμβάνονται στοιχεία για τα οποία ο αγοραστής είναι συνήθως υπεύθυνος, π.χ. κόστος σχετικά με τη διευθέτηση του εδάφους, τις οδούς, τους καταυλισμούς της κατασκευής, τις γραμμές ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και το κέντρο διανομής ή την παροχή ύδατος· επίσης το κόστος που προκύπτει από επίσημες διαδικασίες έγκρισης (π.χ. άδειες εργοταξίου, άδειες εκφόρτωσης καυσίμου) στη χώρα του αγοραστή, εκτός:

1)

περιπτώσεων στις οποίες ο αγοραστής του κέντρου διανομής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, οπότε η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής για το αρχικό κέντρο διανομής θα είναι η ίδια με εκείνη που ισχύει για τον μη πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής (δηλαδή 12 έτη)· και

2)

η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής για υποσταθμούς, μετασχηματιστές και γραμμές μετάδοσης με κατώτερο όριο τάσης 100 kv θα είναι η ίδια με εκείνη που ισχύει για μη πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.

14.   Αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου και καταβολή τόκων

α)

Η αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου μιας εξαγωγικής πίστωσης γίνεται σε ισόποσες δόσεις.

β)

Το αρχικό κεφάλαιο είναι εξοφλητέο και οι τόκοι είναι καταβλητέοι σε εξαμηνιαίες κατ’ ανώτατο όριο δόσεις, η δε πρώτη δόση καταβάλλεται το αργότερο έξι μήνες μετά το σημείο έναρξης της πίστωσης.

γ)

Για τις εξαγωγικές πιστώσεις που παρέχονται με σκοπό τη στήριξη συναλλαγών χρηματοδοτικής μίσθωσης, μπορεί να εφαρμόζεται συνδυασμός ισόποσων δόσεων αποπληρωμής του αρχικού κεφαλαίου και τόκων έναντι των ισόποσων δόσεων αποπληρωμής που προβλέπονται στο στοιχείο α).

δ)

Σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, μπορούν να παρέχονται εξαγωγικές πιστώσεις υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται στα παραπάνω στοιχεία α) έως γ). Η παροχή παρόμοιας στήριξης πρέπει να αιτιολογείται από τη μη χρονική σύμπτωση της καταβολής των κεφαλαίων στον οφειλέτη και της υποχρέωσης εξυπηρέτησης του χρέους που προβλέπεται στο πλαίσιο των ισόποσων εξαμηνιαίων δόσεων αποπληρωμής, πρέπει δε να τηρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

1)

Καμία αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου, εφάπαξ ή σε δόσεις, που καταβάλλεται εντός εξάμηνης περιόδου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 25 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου της πίστωσης.

2)

Η αποπληρωμή του κεφαλαίου θα γίνεται κάθε 12 κατ’ ανώτατο όριο μήνες. Η πρώτη αποπληρωμή του κεφαλαίου γίνεται το αργότερο εντός 12 μηνών από τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης, ενώ τουλάχιστον το 2 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου της πίστωσης πρέπει να αποπληρωθεί εντός 12 μηνών από τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης.

3)

Οι τόκοι καταβάλλονται το αργότερο κάθε 12 μήνες, αρχής γενομένης το αργότερο έξι μήνες μετά τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης.

4)

Η μέση σταθμισμένη διάρκεια ζωής της περιόδου αποπληρωμής δεν μπορεί να υπερβαίνει:

Όσον αφορά συναλλαγές με αυτεξούσιους αγοραστές (ή με κρατική εγγύηση αποπληρωμής), τεσσεράμισι έτη για συναλλαγές με χώρες της κατηγορίας Ι και πέντε έτη και τρεις μήνες για τις χώρες της κατηγορίας ΙΙ.

Όσον αφορά συναλλαγές με μη αυτεξούσιους αγοραστές (και χωρίς κρατική εγγύηση αποπληρωμής), πέντε έτη για τις χώρες της κατηγορίας Ι και έξι έτη για τις χώρες της κατηγορίας ΙΙ.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων που θεσπίζονται στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, εφόσον πρόκειται για συναλλαγές που αφορούν παροχή στήριξης σε μη πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής σύμφωνα με το άρθρο 13, έξι έτη και τρεις μήνες.

5)

Ο Συμμετέχων ακολουθεί τη διαδικασία προηγούμενης γνωστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 45 στην οποία επεξηγεί τους λόγους μη παροχής στήριξης σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως γ).

ε)

Οι τόκοι που οφείλονται μετά τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης δεν κεφαλαιοποιούνται.

15.   Επιτόκια, ασφάλιστρα και άλλα τέλη

α)

Από τους τόκους εξαιρούνται:

1)

οποιαδήποτε πληρωμή μέσω ασφαλίστρου ή άλλης επιβάρυνσης για την ασφάλιση ή την εγγύηση πιστώσεων του προμηθευτή ή χρηματοδοτικών πιστώσεων.

2)

οποιαδήποτε άλλη πληρωμή μέσω τραπεζικών επιβαρύνσεων ή προμηθειών σε σχέση με την εξαγωγική πίστωση εκτός από τις ετήσιες ή εξαμηνιαίες τραπεζικές επιβαρύνσεις που είναι πληρωτέες κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αποπληρωμής· και

3)

η παρακράτηση φόρων που επιβάλλονται από τη χώρα εισαγωγής.

β)

Όταν η δημόσια στήριξη παρέχεται μέσω άμεσων πιστώσεων/χρηματοδότησης ή αναχρηματοδότησης, το ασφάλιστρο μπορεί να προστεθεί στην αξία όψεως του επιτοκίου είτε να αποτελέσει ξεχωριστό τέλος· και οι δύο συνιστώσες καθορίζονται ξεχωριστά στους Συμμετέχοντες·

16.   Περίοδος ισχύος των εξαγωγικών πιστώσεων

Οι χρηματοδοτικοί όροι και προϋποθέσεις για συγκεκριμένη εξαγωγική πίστωση ή πιστωτική γραμμή εκτός από την περίοδο ισχύος των εμπορικών επιτοκίων αναφοράς (ΕΕΑ) που ορίζονται στο άρθρο 21 δεν καθορίζονται για περίοδο που υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την τελική ανάληψη υποχρέωσης.

17.   Ενέργειες για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση των ζημιών

Ο Διακανονισμός δεν εμποδίζει τις αρχές ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων ή τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς να συμφωνούν σε λιγότερο περιοριστικούς χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις από αυτούς που επιτρέπονται βάσει της συμφωνίας, εφόσον μια τέτοια ενέργεια πραγματοποιείται μετά την ανάθεση της σύμβασης (όταν η συμφωνία εξαγωγικής πίστωσης και τα βοηθητικά έγγραφα έχουν ήδη αρχίσει να ισχύουν) και όπου η πρόθεση είναι αποκλειστικά να αποφευχθούν ή να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες από γεγονότα που θα μπορούσαν να επιφέρουν μη πληρωμή ή αξιώσεις.

18.   Ευθυγράμμιση

Λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις ενός Συμμετέχοντος και σύμφωνα με το σκοπό της συμφωνίας, ένας Συμμετέχων δύναται να ευθυγραμμίσει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 42, χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις που προσφέρονται είτε από Συμμετέχοντα είτε από μη Συμμετέχοντα. Οι χρηματοδοτικοί όροι και προϋποθέσεις που προβλέπονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο θεωρείται ότι είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις των κεφαλαίων I, II και, ενδεχομένως, με τα παραρτήματα I, II και III, IV και Χ.

19.   Τα σταθερά ελάχιστα επιτόκια βάσει της δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης

α)

Οι Συμμετέχοντες που παρέχουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για δάνεια σταθερού επιτοκίου εφαρμόζουν τα συναφή εμπορικά επιτόκια αναφοράς (ΕΕΑ) ως ελάχιστα επιτόκια. Τα ΕΕΑ είναι επιτόκια που καθορίζονται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

1)

τα ΕΕΑ πρέπει να αντιπροσωπεύουν τα τελικά εμπορικά επιτόκια δανεισμού στην εγχώρια αγορά του σχετικού νομίσματος·

2)

τα ΕΕΑ πρέπει να ανταποκρίνονται στα επιτόκια για τους εγχώριους δανειολήπτες πρώτης κατηγορίας·

3)

τα ΕΕΑ πρέπει να βασίζονται στο κόστος χρηματοδότησης της χρηματοδότησης σταθερού επιτοκίου·

4)

τα ΕΕΑ δεν πρέπει να στρεβλώνουν τις εγχώριες συνθήκες ανταγωνισμού· και

5)

τα ΕΕΑ πρέπει να ανταποκρίνονται άμεσα στα επιτόκια που χορηγούνται στους ξένους δανειολήπτες πρώτης κατηγορίας.

β)

Η παροχή δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης δεν αντισταθμίζει ούτε αποζημιώνει, εν μέρει ή πλήρως, για το κατάλληλο ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου που επιβάλλεται για τον κίνδυνο μη αποπληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23.

20.   Υπολογισμός των ΕΕΑ

α)

Κάθε Συμμετέχων που επιθυμεί να θεσπίσει ΕΕΑ επιλέγει αρχικά ένα από τα ακόλουθα δύο συστήματα βασικού επιτοκίου για το εθνικό του νόμισμα:

1)

απόδοση τριετών έντοκων γραμματίων δημοσίου για προθεσμίες αποπληρωμής μέχρι και πέντε έτη· απόδοση πενταετών έντοκων γραμματίων δημοσίου για πάνω από πέντε έτη μέχρι και οκτώμισι έτη · απόδοση επταετών έντοκων γραμματίων δημοσίου για πάνω από οκτώμισι έτη· ή

2)

απόδοση πενταετών έντοκων γραμματίων δημοσίου για όλες τις ημερομηνίες λήξης.

Οι εξαιρέσεις στο σύστημα βασικών επιτοκίων συμφωνούνται από τους Συμμετέχοντες.

β)

Τα ΕΕΑ καθορίζονται σε σταθερό περιθώριο 100 μονάδων βάσης πάνω από τα αντίστοιχα βασικά επιτόκια κάθε Συμμετέχοντα, εκτός εάν οι Συμμετέχοντες αποφασίσουν διαφορετικά.

γ)

Άλλοι Συμμετέχοντες πρέπει να χρησιμοποιήσουν τα ΕΕΑ που ορίζονται για ένα συγκεκριμένο νόμισμα σε περίπτωση που αποφασίσουν να παράσχουν χρηματοδότηση στο εν λόγω νόμισμα.

δ)

Ένας Συμμετέχων μπορεί να αλλάξει το σύστημα βασικών επιτοκίων αφού το γνωστοποιήσει έξι μήνες πριν και αφού λάβει τη γνώμη των Συμμετεχόντων.

ε)

Ένας Συμμετέχων ή μη Συμμετέχων μπορεί να ζητήσει τη θέσπιση ΕΕΑ για το νόμισμα ενός μη Συμμετέχοντα. Σε διαβούλευση με τον ενδιαφερόμενο μη Συμμετέχοντα, ένας Συμμετέχων ή η Γραμματεία, εκ μέρους του εν λόγω μη Συμμετέχοντα μπορεί να υποβάλει πρόταση για τον υπολογισμό των ΕΕΑ στο συγκεκριμένο νόμισμα χρησιμοποιώντας διαδικασίες κοινής στάσης σύμφωνα με τα άρθρα 55 έως 60.

21.   Διάρκεια ισχύος των ΕΕΑ

Το επιτόκιο που ισχύει για μια συναλλαγή δεν καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των 120 ημερών. Εάν οι όροι και οι προϋποθέσεις της δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης καθορίζονται πριν από την ημερομηνία της σύμβασης, προστίθεται περιθώριο 20 μονάδων βάσης στα ΕΕΑ.

22.   Εφαρμογή των ΕΕΑ

α)

Όταν παρέχεται δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, οι τράπεζες και άλλοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί δεν επιτρέπεται να προσφέρουν την επιλογή του χαμηλότερου μεταξύ των ΕΕΑ (τη στιγμή της αρχικής σύμβασης) ή του βραχυπρόθεσμου επιτοκίου της αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου.

β)

Σε περίπτωση εκούσιας αποπληρωμής ολόκληρου ή μέρους του δανείου νωρίτερα από την προβλεπόμενη προθεσμία, ο δανειολήπτης αποζημιώνει τον κρατικό οργανισμό παρέχοντας δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για όλες τις δαπάνες και τις απώλειες που προκύπτουν ως αποτέλεσμα αυτής της αποπληρωμής, περιλαμβανομένου του κόστους που υφίσταται ο κρατικός οργανισμός λόγω αντικατάστασης μέρους της ταμειακής ροής σταθερού επιτοκίου που διεκόπη λόγω της αποπληρωμής νωρίτερα από την προβλεπόμενη προθεσμία.

23.   Ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου

Οι Συμμετέχοντες επιβάλλουν ασφάλιστρο επιπλέον των επιτοκίων, ώστε να καλυφθεί ο κίνδυνος μη αποπληρωμής των πιστώσεων εξαγωγής. Οι τιμές ασφαλίστρου που επιβάλλουν οι Συμμετέχοντες θα βασίζονται στον κίνδυνο, θα συγκλίνουν και δεν θα είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη του μακροπρόθεσμου λειτουργικού κόστους και ζημιών.

24.   Ελάχιστα ασφάλιστρα για πιστωτικούς κινδύνους κυρίαρχου κράτους και χώρας

Οι Συμμετέχοντες δεν δύνανται να επιβάλλουν λιγότερο από το ελάχιστο ασφάλιστρο (ΕΑ) κυρίαρχου κράτους και χώρας, ανεξαρτήτως εάν ο αγοραστής/δανειολήπτης είναι ιδιωτική ή δημόσια οντότητα.

α)

Το ισχύον ΕΑ καθορίζεται σύμφωνα με τους ακόλουθους παράγοντες:

σύμφωνα με την ισχύουσα κατάταξη κινδύνου χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 25,

ανάλογα με το εάν η κάλυψη των δημόσιων εξαγωγικών πιστώσεων περιορίζεται αυστηρά στον κίνδυνο χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 25 α),

ανάλογα με τη χρονική στιγμή του κινδύνου (ήτοι ορίζοντας του κινδύνου ή ΟΚ),

ανάλογα με το ποσοστό κάλυψης και ποιότητας του παρεχόμενου προϊόντος των δημόσιων εξαγωγικών πιστώσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 27, και

ανάλογα με οποιαδήποτε τεχνική μετριασμού/αποκλεισμού κινδύνου χώρας που εφαρμόζεται βάσει του άρθρου 28.

β)

Τα ελάχιστα ασφάλιστρα (ΕΑ) εκφράζονται σε ποσοστά της αρχικής αξίας του κεφαλαίου της πίστωσης ως τα ασφάλιστρα να είχαν συλλεχθεί πλήρως κατά την ημερομηνία της πρώτης ανάληψης της πίστωσης. Εξήγηση του μαθηματικού τύπου που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ΕΑ περιλαμβάνεται στο παράρτημα VI.

γ)

Όσον αφορά τις χώρες που κατατάσσονται στην Κατηγορία 0 βάσει του άρθρου 25, δεν έχουν καθοριστεί ΕΑ αλλά οι Συμμετέχοντες δεν επιβάλλουν ασφάλιστρα που μειώνουν την αγοραία τιμολόγηση.

δ)

Οι χώρες «υψηλότερου κινδύνου» στην κατηγορία 7 υπόκεινται, κανονικά, σε ασφάλιστρα επιπλέον των ΕΑ που θεσπίζονται για την εν λόγω κατηγορία· τα ασφάλιστρα αυτά καθορίζονται από τον Συμμετέχοντα που παρέχει δημόσια στήριξη.

ε)

Κατά τον υπολογισμό του ΕΑ για μια συναλλαγή, η προς εφαρμογή κατάταξη κινδύνου για μια χώρα θα είναι η κατάταξη της χώρας του αγοραστή, εκτός εάν:

παρέχεται ασφάλεια από έναν φορέα, υπό τη μορφή αμετάκλητης, άνευ όρων, εφόσον ζητηθεί, νομικά έγκυρης και εκτελεστής εγγύησης της συνολικής υποχρέωσης αποπληρωμής του χρέους για όλη τη διάρκεια της πίστωσης, φερέγγυα όσον αφορά το μέγεθος του εγγυημένου χρέους, σε τρίτη χώρα, περίπτωση στην οποία η ισχύουσα κατάταξη κινδύνου για μια χώρα δύναται να είναι εκείνη της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένος ο εγγυητής, ή

ένας πολυμερής ή περιφερειακός οργανισμός όπως ορίζεται στο άρθρο 26 λειτουργεί είτε ως δανειστής είτε ως εγγυητής για τη συναλλαγή, περίπτωση στην οποία η ισχύουσα κατάταξη κινδύνου για μια χώρα δύναται να είναι εκείνη του συγκεκριμένου ενεχόμενου πολυμερούς ή περιφερειακού οργανισμού.

στ)

Τα κριτήρια και οι όροι που συνδέονται με την εφαρμογή της κατάταξης κινδύνου μιας χώρας σύμφωνα με τις καταστάσεις που περιγράφονται στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 24 ε), ορίζονται στο παράρτημα VII.

ζ)

Εάν η δημόσια στήριξη περιορίζεται αυστηρά στον κίνδυνο χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 25 α), ήτοι η κάλυψη του κινδύνου για τον αγοραστή/δανειολήπτη αποκλείεται εντελώς, το ΕΑ μειώνεται κατά 10 τοις εκατό· αυτό συνοψίζεται στον μαθηματικό τύπο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ΕΑ στο παράρτημα VI.

η)

Η σύμβαση ΟΚ που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ΕΑ αντιστοιχεί στο ήμισυ της περιόδου εκταμίευσης συν τη συνολική περίοδο αποπληρωμής και αφορά το τακτικό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής εξαγωγικής πίστωσης, δηλαδή την αποπληρωμή σε ίσες εξαμηνιαίες δόσεις κεφαλαίου συν τους τόκους που συσσωρεύονται έξι μήνες ύστερα από τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης. Για τις εξαγωγικές πιστώσεις με μη συγκεκριμένους τρόπους αποπληρωμής, η αντίστοιχη περίοδος αποπληρωμής (εκφρασμένη υπό τη μορφή ισόποσων, εξαμηνιαίων δόσεων) υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο: αντίστοιχη περίοδος αποπληρωμής = (μέση σταθμισμένη διάρκεια ζωής της περιόδου αποπληρωμής – 0,25)/0,5.

θ)

Ο Συμμετέχων που εφαρμόζει την ΕΑ στην περίπτωση που αναφέρεται στην πρώτη περίπτωση της προαναφερόμενης παραγράφου ε), που οδηγεί σε ασφάλιστρο κάτω του ισχύοντος ΕΑ που εφαρμόζεται στη χώρα του αγοραστή, προβαίνει προηγουμένως σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 44 α). Ο Συμμετέχων που εφαρμόζει το ΕΑ στην περίπτωση που αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 24 ε) ή στο άρθρο 24 ζ) προβαίνει προηγουμένως σε γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 45 α).

25.   Κατάταξη του κινδύνου χώρας

Οι χώρες κατατάσσονται ανάλογα με την πιθανότητα εξυπηρέτησης των εξωτερικών χρεών (ήτοι ανάλογα με τον πιστωτικό κίνδυνο χώρας).

α)

Τα πέντε στοιχεία του πιστωτικού κινδύνου χώρας είναι τα εξής:

γενικό χρεοστάσιο για τις αποπληρωμές που έχει αποφασισθεί διά νόμου από την κυβέρνηση του αγοραστή/δανειολήπτη/εγγυητή ή από την υπηρεσία αυτή της χώρας μέσω της οποίας πραγματοποιείται η αποπληρωμή,

πολιτικά γεγονότα ή/και οικονομικές δυσκολίες που προκύπτουν εκτός της χώρας του κοινοποιούντος Συμμετέχοντος ή νομοθετικά/διοικητικά μέτρα που λαμβάνονται εκτός της χώρας του κοινοποιούντος Συμμετέχοντος και εμποδίζουν ή καθυστερούν τη μεταφορά κεφαλαίων που καταβάλλονται σε σχέση με την πίστωση,

νομοθετικές διατάξεις που εκδίδονται στη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη και ορίζουν τις αποπληρωμές που έχουν γίνει σε τοπικό νόμισμα ως ισχύουσα απαλλαγή του χρέους, με την επιφύλαξη ότι, ως αποτέλεσμα των διακυμάνσεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, οι εν λόγω πληρωμές, όταν μετατραπούν στο νόμισμα της πίστωσης, δεν καλύπτουν πλέον το ποσό του χρέους κατά την ημερομηνία της μεταφοράς των κεφαλαίων,

οιοδήποτε άλλο μέτρο ή απόφαση της κυβέρνησης ξένης χώρας που εμποδίζει την αποπληρωμή δυνάμει κάποιας πίστωσης, και

περιπτώσεις ανωτέρας βίας που προκύπτουν εκτός της χώρας του κοινοποιούντος Συμμετέχοντος, ήτοι πόλεμος (συμπεριλαμβανομένου του εμφυλίου πολέμου), απαλλοτρίωση, επανάσταση, εξέγερση, πολιτικές αναταραχές, κυκλώνες, πλημμύρες, σεισμοί, εκρήξεις, παλιρροϊκά κύματα και πυρηνικά ατυχήματα.

β)

Οι χώρες κατατάσσονται σε μία από τις οκτώ κατηγορίες κινδύνου χώρας (0-7). Έχουν θεσπιστεί ΕΑ για τις κατηγορίες 1 έως 7, αλλά όχι για την κατηγορία 0, καθώς το επίπεδο του κινδύνου χώρας θεωρείται αμελητέο για χώρες αυτής της κατηγορίας.

γ)

Χώρες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ, όπως ορίζονται από την Παγκόσμια Τράπεζα σε ετήσια βάση σύμφωνα με το κατά κεφαλήν ΑΕΕ, κατατάσσονται στην κατηγορία 0.

Για τους σκοπούς των ΕΑ, κάθε χώρα του ΟΟΣΑ που κατατάσσεται στην κατηγορία 0 βάσει του υψηλού της εισοδήματος παραμένει καταταγμένη στην κατηγορία 0 έως ότου βρεθεί κάτω από το όριο υψηλού εισοδήματος ΑΕΕ για δύο συναπτά έτη, περίοδος κατά την οποία η κατάταξη της χώρας αναθεωρείται βάσει του άρθρου 25 στοιχεία δ) έως στ).

Οποιαδήποτε χώρα του ΟΟΣΑ που βρίσκεται άνω του ορίου υψηλού εισοδήματος για δύο συναπτά έτη κατατάσσεται, εξ ορισμού, στην κατηγορία 0. Η κατάταξη αυτή αρχίζει να ισχύει αμέσως ύστερα από την κοινοποίηση της θέσης μιας χώρας από τη Γραμματεία, όπως ορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα.

Άλλες χώρες που κρίνεται ότι βρίσκονται σε παρόμοιο επίπεδο κινδύνου δύνανται επίσης να καταταγούν στην κατηγορία 0.

δ)

Όλες οι χώρες εκτός από τις χώρες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ (3) κατατάσσονται μέσω της μεθοδολογίας κατάταξης του κινδύνου χώρας, που περιλαμβάνει:

Το μοντέλο κινδύνου χώρας («το μοντέλο»), που παράγει ποσοτική αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου χώρας, η οποία βασίζεται, για κάθε χώρα, σε τρεις ομάδες δεικτών κινδύνου: στην εμπειρία πληρωμών των Συμμετεχόντων, στη δημοσιονομική κατάσταση και στην οικονομική κατάσταση. Η μεθοδολογία του μοντέλου αποτελείται από διάφορα βήματα, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης των τριών ομάδων δεικτών κινδύνου και του συνδυασμού και της ευέλικτης στάθμισης των ομάδων δεικτών κινδύνου.

Την ποιοτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του μοντέλου, που εξετάζεται κατά χώρα ώστε να συμπεριλάβει, κατά τρόπο ποιοτικό, τον πολιτικό κίνδυνο και/ή άλλους παράγοντες κινδύνου που δεν έχουν ληφθεί υπόψη από το μοντέλο. Κατά περίπτωση, το ανωτέρω μπορεί να οδηγήσει σε προσαρμογή της ποσοτικής αξιολόγησης του μοντέλου ώστε να αντικατοπτρίζει την τελική εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου της χώρας.

ε)

Οι κατατάξεις κινδύνου χώρας παρακολουθούνται σε συνεχή βάση και αναθεωρούνται τουλάχιστον ετησίως και οι αλλαγές που προκύπτουν από τη μεθοδολογία κατάταξης του κινδύνου χώρας κοινοποιούνται άμεσα από τη Γραμματεία. Όταν μια χώρα επανακατατάσσεται σε χαμηλότερη ή υψηλότερη κατηγορία κινδύνου χώρας, οι Συμμετέχοντες, το αργότερο πέντε εργάσιμες ημέρες ύστερα από την κοινοποίηση της επανακατάταξης από τη Γραμματεία, επιβάλλουν ασφάλιστρα ίδια ή υψηλότερα από τα ΕΑ που συνδέονται με τη νέα κατηγορία κινδύνου χώρας.

στ)

Οι ισχύουσες κατατάξεις κινδύνου χώρας δημοσιοποιούνται από τη Γραμματεία.

26.   Κατάταξη πολυμερών και περιφερειακών οργανισμών

Οι πολυμερείς και περιφερειακοί οργανισμοί κατατάσσονται και αναθεωρούνται ανάλογα· αυτή η κατάταξη δημοσιοποιείται από τη Γραμματεία.

27.   Ποσοστό και ποιότητα της κάλυψης των δημόσιων εξαγωγικών πιστώσεων

Τα ΕΑ διαφοροποιούνται ώστε να λαμβάνουν υπόψη τη διαφορετική ποιότητα των προϊόντων εξαγωγικής πίστωσης και το ποσοστό κάλυψης που παρέχεται από τους Συμμετέχοντες όπως ορίζεται στο παράρτημα VI. Η διαφοροποίηση βασίζεται στην προοπτική του εισαγωγέα (ήτοι να εξουδετερώσει το ανταγωνιστικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τις διαφορετικές ποιότητες προϊόντος που παρέχονται στον εξαγωγέα/χρηματοδοτικό οργανισμό).

α)

Η ποιότητα ενός προϊόντος εξαγωγικής πίστωσης εξαρτάται από το εάν πρόκειται για προϊόν ασφάλισης, εγγύησης ή άμεσης πίστωσης/χρηματοδότησης και, για τα προϊόντα ασφάλισης, από το εάν παρέχεται κάλυψη του τόκου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής των αξιώσεων (ήτοι της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας λήξης της πληρωμής από τον αγοραστή/δανειολήπτη και της ημερομηνίας κατά την οποία ο ασφαλιστής είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει το ποσό στον εξαγωγέα/χρηματοδοτικό οργανισμό).

β)

Όλα τα προϊόντα εξαγωγικής πίστωσης των Συμμετεχόντων κατατάσσονται σε μία από τις τρεις κατηγορίες προϊόντος οι οποίες είναι οι εξής:

προϊόν κάτω του τυποποιημένου, ήτοι ασφάλιση χωρίς κάλυψη επιτοκίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής των αξιώσεων και ασφάλιση με κάλυψη επιτοκίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής των αξιώσεων με κατάλληλη επιπλέον επιβάρυνση ασφαλίστρου,

τυποποιημένο προϊόν, ήτοι ασφάλιση με κάλυψη επιτοκίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής των αξιώσεων χωρίς κατάλληλη επιπλέον επιβάρυνση ασφαλίστρου και άμεσες πιστώσεις/χρηματοδότηση, και

προϊόν άνω του τυποποιημένου, ήτοι εγγυήσεις.

28.   Εξαίρεση επιλεγμένων στοιχείων κινδύνου χώρας και τεχνικές μετριασμού κινδύνου χώρας

Οι Συμμετέχοντες δύνανται, σύμφωνα με τα ειδικά κριτήρια και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παράρτημα VIII, να εξαιρούν ορισμένα στοιχεία κινδύνου χώρας ή να χρησιμοποιούν καθορισμένες τεχνικές μετριασμού κινδύνου χώρας που απαριθμούνται στο άρθρο 28 β), με αποτέλεσμα την εφαρμογή χαμηλότερων ΕΑ μέσω της εφαρμογής ενός παράγοντα μετριασμού/αποκλεισμού κινδύνου χώρας (ΠΜΑ) στον τύπο υπολογισμού του ΕΑ. Ο ΠΜΑ καθορίζεται ως εξής:

α)

Όσον αφορά τον αποκλεισμό επιλεγμένων στοιχείων πιστωτικών κινδύνων χώρας από την κάλυψη των δημόσιων εξαγωγικών πιστώσεων:

Σε περιπτώσεις στις οποίες μόνον τα πρώτα τρία στοιχεία πιστωτικού κινδύνου χώρας, όπως ορίζονται στο άρθρο 25 α), εξαιρούνται στο σύνολό τους από την κάλυψη, είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν ΠΜΑ ύψους 0,5.

Σε περιπτώσεις στις οποίες μόνον το τέταρτο και το πέμπτο στοιχείο πιστωτικού κινδύνου χώρας, όπως ορίζονται στο άρθρο 25 α), εξαιρούνται στο σύνολό τους από την κάλυψη, είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν ΠΜΑ ύψους 0,2.

β)

Όσον αφορά τις ακόλουθες τεχνικές μετριασμού κινδύνου χώρας, τα ισχύοντα ΕΑ καθώς και τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύνανται να εφαρμοστούν οι ΠΜΑ ορίζονται στο παράρτημα VIII:

Μελλοντικές εξωχώριες ροές συνδεόμενες με εξωχώριο δεσμευμένο μεσεγγυητικό λογαριασμό

Εξωχώρια προνομιούχος ασφάλεια

Εξωχώρια ασφάλεια επί περιουσιακών στοιχείων

Χρηματοδότηση ασφαλιζόμενη με και βασιζόμενη σε εξωχώρια περιουσιακά στοιχεία

Συγχρηματοδότηση με διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΔΧΙ)

Χρηματοδότηση σε τοπικό νόμισμα

Ασφάλιση τρίτης χώρας ή υπό όρους εγγύηση

Οφειλέτης με κίνδυνο χαμηλότερο του κινδύνου κρατικού οφειλέτη

γ)

Η εφαρμογή περισσοτέρων από μία τεχνικών μετριασμού κινδύνου χώρας που απαριθμούνται στο άρθρο 28 β) δεν θα έχει άμεση σωρευτική επίδραση στους ΠΜΑ. Κατά την επιλογή του κατάλληλου ΠΜΑ για να αντικατοπτριστεί ο συνδυασμός των τεχνικών μετριασμού κινδύνου χώρας πρέπει να συνεκτιμάται η ενδεχόμενη «επικαλυπτική» επίδραση δύο ή περισσοτέρων τεχνικών σε ταυτόσημους πιστωτικούς κινδύνους χώρας. Σε περίπτωση επικάλυψης, θα εξετάζεται κανονικά μόνον η ασφάλεια καλύτερης ποιότητας για τον καθορισμό του κατάλληλου ΠΜΑ προς εφαρμογή.

δ)

Ο Συμμετέχων που εφαρμόζει ΠΜΑ στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 28 α) έως γ) ενημερώνει προηγουμένως σύμφωνα με το άρθρο 44 α).

ε)

Ο κατάλογος των τεχνικών μετριασμού κινδύνου χώρας στο άρθρο 28 β) δεν θα είναι οριστικός· σύμφωνα με το άρθρο 66, οι Συμμετέχοντες παρακολουθούν και αναθεωρούν το σύνολο της εμπειρίας με τη χρήση αυτών των τεχνικών, περιλαμβάνοντας τα ισχύοντα κριτήρια, προϋποθέσεις, συγκυρίες και ΠΜΑ που ορίζονται στο παράρτημα VIII.

29.   Ανασκόπηση της ισχύος των ελάχιστων ασφαλίστρων για πιστωτικούς κινδύνους κυρίαρχου κράτους και χώρας

α)

Για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των ΠΜΑ και για να επιτραπεί η εισαγωγή προσαρμογών, είτε ανοδικά είτε καθοδικά, θα χρησιμοποιηθούν τρία εργαλεία ανατροφοδότησης ασφαλίστρου (ΕΑΑ), για την παράλληλη παρακολούθηση και την προσαρμογή των ΕΑ.

β)

Τα ΕΑΑ ταμειακής ροής και συσσωρεύσεων είναι λογιστικές προσεγγίσεις που αξιολογούν την ισχύ των ΕΑ σε βάση συνόλου, κατηγορίας κινδύνου χώρας και ορίζοντα του κινδύνου σύμφωνα με τα πραγματικά αποτελέσματα των Συμμετεχόντων σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο κυρίαρχου κράτους και τον πιστωτικό κίνδυνο χώρας που υπόκειται σε ΕΑ.

γ)

Το τρίτο ΕΑΑ αποτελείται από τέσσερις ομάδες δεικτών ιδιωτικής αγοράς (4) που παρέχουν πληροφορίες για την τιμολόγηση της αγοράς ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο κυρίαρχου κράτους και τον πιστωτικό κίνδυνο χώρας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

30.   Γενικές αρχές

α)

Οι Συμμετέχοντες συμφώνησαν στην εφαρμογή συμπληρωματικών πολιτικών όσον αφορά τις εξαγωγικές πιστώσεις και τη συνδεδεμένη βοήθεια. Οι πολιτικές που αφορούν τις εξαγωγικές πιστώσεις θα πρέπει να βασίζονται στον ανοικτό ανταγωνισμό και στην ελεύθερη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς. Οι πολιτικές συνδεδεμένης βοήθειας θα πρέπει να παρέχουν τους απαιτούμενους εξωτερικούς πόρους σε χώρες, κλάδους ή και έργα που έχουν μικρό ή μηδενικό βαθμό πρόσβασης στη χρηματοδότηση της αγοράς. Οι πολιτικές συνδεδεμένης βοήθειας πρέπει να εξασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή σχέση κόστους-ωφέλειας, να ελαχιστοποιούν τη στρέβλωση του εμπορίου και να συνεισφέρουν στην αναπτυξιακή αποτελεσματική χρήση των εν λόγω πόρων.

β)

Οι διατάξεις συνδεδεμένης βοήθειας του Διακανονισμού δεν ισχύουν για τα προγράμματα βοήθειας πολυμερών ή περιφερειακών οργανισμών.

γ)

Οι εν λόγω αρχές δεν προδικάζουν τις απόψεις της Επιτροπής Αναπτυξιακής Βοήθειας (DAC) σχετικά με την ποιότητα της συνδεδεμένης και της μη συνδεδεμένης βοήθειας.

δ)

Ένας Συμμετέχων δύναται να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με το καθεστώς σύνδεσης οιασδήποτε μορφής βοήθειας. Εάν υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το κατά πόσον μια συγκεκριμένη χρηματοδοτική πρακτική εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συνδεδεμένης βοήθειας όπως ορίζεται στο παράρτημα ΧΙ, η χορηγός χώρα παρέχει αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη οποιασδήποτε καταγγελίας για το γεγονός ότι κάποια βοήθεια είναι πράγματι «μη συνδεδεμένη», σύμφωνα με το παράρτημα XI.

31.   Μορφές συνδεδεμένης βοήθειας

Η συνδεδεμένη βοήθεια μπορεί να λαμβάνει τις ακόλουθες μορφές:

α)

δάνεια Κρατικής Αναπτυξιακής Βοήθειας (ODA), όπως καθορίζονται στις «κατευθυντήριες αρχές της DAC για τη μεικτή χρηματοδότηση και τη συνδεδεμένη και μερικώς μη συνδεδεμένη κρατική αναπτυξιακή βοήθεια (1987)»·

β)

μη επιστρεπτέες ενισχύσεις ODA όπως καθορίζονται στις «κατευθυντήριες αρχές της DAC για τη μεικτή χρηματοδότηση και τη συνδεδεμένη και μερικώς μη συνδεδεμένη κρατική αναπτυξιακή βοήθεια (1987)»· και

γ)

άλλες χρηματοδοτικές εισροές από τον δημόσιο τομέα (OOF), οι οποίες περιλαμβάνουν μη επιστρεπτέες ενισχύσεις και δάνεια αλλά δεν περιλαμβάνουν εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης, που είναι συμβατές με τον Διακανονισμό· ή

δ)

οποιονδήποτε συνδυασμό, ήτοι μεικτή χρηματοδότηση, de jure ή de facto, εντός του ελέγχου του χορηγού, του δανειοδότη ή του δανειολήπτη που περιλαμβάνει δύο ή περισσότερα από τα προηγούμενα και/ή τις ακόλουθες χρηματοδοτικές συνιστώσες:

1)

εξαγωγική πίστωση που τυγχάνει δημόσιας στήριξης μέσω άμεσων πιστώσεων/χρηματοδότησης, αναχρηματοδότησης, επιδότησης επιτοκίου, εγγυήσεων ή ασφαλίσεων για τα οποία ισχύει ο Διακανονισμός· και

2)

άλλη χρηματοδότηση υπό τους όρους ή κοντά στους όρους της αγοράς ή προκαταβολή από τον αγοραστή.

32.   Μεικτή χρηματοδότηση

α)

Η μεικτή χρηματοδότηση μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, περιλαμβανομένων των μεικτών πιστώσεων, της μεικτής χρηματοδότησης, της συγχρηματοδότησης, της παράλληλης χρηματοδότησης ή των ενιαίων ολοκληρωμένων συναλλαγών. Τα κύρια χαρακτηριστικά είναι ότι όλα περιλαμβάνουν:

μια συνιστώσα ευνοϊκών όρων που συνδέεται de jure ή de facto με τη συνιστώσα μη ευνοϊκών όρων,

ένα τμήμα ή το σύνολο του προγράμματος χρηματοδότησης, ήτοι, στην πραγματικότητα, συνδεδεμένη βοήθεια, και

χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους που διατίθεται μόνον εάν η συνδεόμενη συνιστώσα μη ευνοϊκών όρων έχει γίνει αποδεκτή από τον δικαιούχο.

β)

Ο μεικτός χαρακτήρας ή η σύνδεση «de facto» καθορίζεται από τους ακόλουθους παράγοντες:

την ύπαρξη άτυπης συμφωνίας μεταξύ των αρχών του δικαιούχου και του χορηγού,

την πρόθεση του χορηγού να διευκολύνει την αποδοχή του τμήματος χρηματοδότησης μέσω της χρήσης της ODA,

την πραγματική σύνδεση του συνόλου του προγράμματος χρηματοδότησης με την προμήθεια στη χορηγό χώρα,

το καθεστώς σύνδεσης της ODA και τα μέσα διαδικασίας διαγωνισμού ή ανάθεσης συμβάσεων κάθε χρηματοδοτικής συναλλαγής, ή

οποιαδήποτε άλλη πρακτική που καθορίζεται από την DAC ή τους Συμμετέχοντες κατά την οποία υφίσταται de facto σύνδεση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χρηματοδοτικών συνιστωσών.

γ)

Οι ακόλουθες πρακτικές δεν εμποδίζουν τον καθορισμό μεικτού χαρακτήρα ή σύνδεσης «de facto»:

διαχωρισμός της σύμβασης μέσω ξεχωριστής γνωστοποίησης των συνιστωσών της σύμβασης,

διαχωρισμός των συμβάσεων που χρηματοδοτούνται σε διάφορα στάδια,

μη γνωστοποίηση αλληλεξαρτώμενων τμημάτων σύμβασης, και/ή

μη γνωστοποίηση επειδή τμήμα του προγράμματος χρηματοδότησης είναι μη συνδεδεμένο.

33.   Επιλεξιμότητα χώρας για συνδεδεμένη βοήθεια

α)

Δεν παρέχεται συνδεδεμένη βοήθεια σε χώρες οι οποίες, σύμφωνα με το εθνικό κατά κεφαλήν ΑΕΕ, δεν είναι επιλέξιμες για δάνεια 17ετούς διάρκειας από την Παγκόσμια Τράπεζα. Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει εκ νέου το κατώτατο όριο για την κατηγορία αυτή σε ετήσια βάση (5). Μία χώρα κατατάσσεται εκ νέου μόνον εφόσον η κατηγορία της στην Παγκόσμια Τράπεζα έχει παραμείνει αμετάβλητη για δύο διαδοχικά έτη.

β)

Κατά την κατάταξη των χωρών ισχύουν τα ακόλουθα λειτουργικά κριτήρια και διαδικασίες:

1)

Η κατάταξη για τους σκοπούς του Διακανονισμού καθορίζεται από το κατά κεφαλήν ΑΕΕ όπως υπολογίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα για τους σκοπούς της κατάταξης της Παγκόσμιας Τράπεζας όσον αφορά τις δανειζόμενες χώρες. Αυτή η κατάταξη δημοσιοποιείται από τη Γραμματεία.

2)

Στις περιπτώσεις που η Παγκόσμια Τράπεζα δεν έχει αρκετές πληροφορίες ώστε να δημοσιεύσει στοιχεία για το κατά κεφαλήν ΑΕΕ, ζητείται από την Παγκόσμια Τράπεζα να εκτιμήσει το κατά πόσον η εν λόγω χώρα έχει κατά κεφαλήν ΑΕΕ πάνω ή κάτω από το τρέχον κατώτατο όριο. Η χώρα κατατάσσεται σύμφωνα με την εκτίμηση, εκτός εάν οι Συμμετέχοντες αποφασίσουν διαφορετικά.

3)

Εάν η επιλεξιμότητα μιας χώρας για συνδεδεμένη βοήθεια μεταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 33 α), η εκ νέου κατάταξη αρχίζει να ισχύει δύο εβδομάδες μετά τη γνωστοποίηση σε όλους τους Συμμετέχοντες, από τη Γραμματεία, των συμπερασμάτων που προκύπτουν από τα προαναφερόμενα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Πριν από την ημερομηνία ισχύος της εκ νέου κατάταξης δεν μπορεί να γνωστοποιηθεί καμία χρηματοδότηση συνδεδεμένης βοήθειας για μια νέα επιλέξιμη χώρα· μετά την εν λόγω ημερομηνία δεν μπορεί να γνωστοποιηθεί καμία χρηματοδότηση συνδεδεμένης βοήθειας για νέα αναβαθμισμένη χώρα, εκτός από το ότι οι επιμέρους συναλλαγές που καλύπτονται από προηγούμενη δεσμευμένη πιστωτική γραμμή μπορούν να γνωστοποιηθούν μέχρι τη λήξη της πιστωτικής γραμμής (η οποία δεν μπορεί να είναι πάνω από ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος).

4)

Στις περιπτώσεις που η Παγκόσμια Τράπεζα αναθεωρεί τα μεγέθη, αυτού του είδους οι αναθεωρήσεις δεν λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τον Διακανονισμό. Εντούτοις, η κατάταξη μιας χώρας μπορεί να μεταβληθεί μέσω κοινής στάσης, σύμφωνα με τις κατάλληλες διαδικασίες στα άρθρα 55 έως 60, και οι Συμμετέχοντες εξετάζουν ευνοϊκά μεταβολή η οποία οφείλεται σε σφάλματα και παραλείψεις των μεγεθών που έχουν αναγνωριστεί εκ των υστέρων κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος κατά τη διάρκεια του οποίου τα μεγέθη διαβιβάστηκαν για πρώτη φορά από τη Γραμματεία.

5)

Παρά την κατάταξη των χωρών σε επιλέξιμες ή μη επιλέξιμες για την παροχή συνδεδεμένης βοήθειας, οι Συμμετέχοντες πρέπει να αποφεύγουν την παροχή οιασδήποτε πίστωσης συνδεδεμένης βοήθειας, εκτός των άμεσων μη επιστρεπτέων ενισχύσεων, της επισιτιστικής βοήθειας και της ανθρωπιστικής βοήθειας καθώς και βοήθειας που έχει σχεδιαστεί για να μειώσει τις επιπτώσεις πυρηνικών ή σοβαρών βιομηχανικών ατυχημάτων ή να τα αποτρέψει, για τη Λευκορωσία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Ουκρανία. Σε περίπτωση που το κατά κεφαλήν ΑΕΕ οποιασδήποτε από τις χώρες αυτές υπερβαίνει, επί τρία συναπτά έτη, το όριο επιλεξιμότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας για δάνεια 17ετούς διάρκειας, η επιλεξιμότητα χώρας για τέτοιου είδους πιστώσεις υπόκειται στο προαναφερόμενο άρθρο 33 στοιχεία α) και β) 1 έως 4, καθώς και σε όλες τις υπόλοιπες διατάξεις του Διακανονισμού περί συνδεδεμένης βοήθειας (6).

34.   Επιλεξιμότητα σχεδίου

α)

Η συνδεδεμένη βοήθεια δεν επεκτείνεται σε δημόσια ή ιδιωτικά έργα τα οποία κανονικά θα έπρεπε να είναι εμπορικά βιώσιμα εάν χρηματοδοτούνταν με όρους της αγοράς ή του Διακανονισμού.

β)

Τα βασικά κριτήρια για επιλεξιμότητα τέτοιας βοήθειας είναι τα εξής:

κατά πόσον το έργο είναι οικονομικά μη βιώσιμο, ήτοι έχει το έργο αδυναμία να παραγάγει με την κατάλληλη τιμολόγηση που καθορίζεται με τις σχέσεις αγοράς, ταμειακή ροή επαρκή να καλύψει το λειτουργικό κόστος του έργου και να εξυπηρετήσει το χρησιμοποιούμενο κεφάλαιο, ήτοι το πρώτο βασικό κριτήριο, ή

κατά πόσον είναι εύλογο να εξάγεται το συμπέρασμα, βάσει της επικοινωνίας με τους άλλους Συμμετέχοντες, ότι είναι αδύνατον το έργο να μπορεί να χρηματοδοτηθεί υπό όρους της αγοράς ή του Διακανονισμού, ήτοι το δεύτερο βασικό κριτήριο. Όσον αφορά σχέδια που υπερβαίνουν τα 50 εκατ. ΕΤΔ, θα δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην αναμενόμενη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης με όρους της αγοράς ή του Διακανονισμού κατά την εξακρίβωση της καταλληλότητας τέτοιας βοήθειας.

γ)

Τα βασικά κριτήρια δυνάμει του στοιχείου β) ανωτέρω έχουν σκοπό να περιγράψουν τον τρόπο αξιολόγησης ενός έργου ώστε να καθορισθεί κατά πόσον θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί με τέτοιου είδους βοήθεια ή με εξαγωγικές πιστώσεις υπό όρους της αγοράς ή του Διακανονισμού. Μέσω της διαδικασίας διαβούλευσης που περιγράφεται στα άρθρα 48 έως 50, αναμένεται να αναπτυχθεί με την πάροδο του χρόνου ένα σύνολο εμπειρίας που θα καθορίσει ακριβέστερα, τόσο για τις υπηρεσίες εξαγωγικών πιστώσεων όσο και για τις υπηρεσίες βοήθειας, εκ των προτέρων κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο κατηγοριών έργων.

35.   Ελάχιστο επίπεδο ευνοϊκών όρων

Οι Συμμετέχοντες δεν παρέχουν συνδεδεμένη βοήθεια η οποία έχει επίπεδο ευνοϊκών όρων λιγότερο από 35 τοις εκατό ή 50 τοις εκατό εάν η δικαιούχος χώρα είναι ΛΑΧ (λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα), εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται παρακάτω, που επίσης εξαιρούνται από τις διαδικασίες γνωστοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 47 α):

α)

τεχνική βοήθεια: συνδεδεμένη βοήθεια όταν η συνιστώσα επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας αποτελείται μόνο από τεχνική συνεργασία αξίας μικρότερης του 3 τοις εκατό της συνολικής αξίας της συναλλαγής ή ενός εκατομμυρίου ΕΤΔ (ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα), όποιο από τα δύο ποσά είναι χαμηλότερο· και

β)

μικρά έργα: κεφαλαιουχικά έργα αξίας μέχρι ενός εκατομμυρίου ΕΤΔ που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τις επιχορηγήσεις αναπτυξιακής βοήθειας.

36.   Εξαιρέσεις από την επιλεξιμότητα κράτους ή σχεδίου για συνδεδεμένη βοήθεια

α)

Οι διατάξεις των άρθρων 33 και 34 δεν ισχύουν για τη συνδεδεμένη βοήθεια όταν το επίπεδο ευνοϊκών όρων είναι 80 τοις εκατό ή περισσότερο, με εξαίρεση τη συνδεδεμένη βοήθεια που αποτελεί τμήμα μεικτού χρηματοδοτικού προγράμματος, όπως περιγράφεται στο άρθρο 32.

β)

Οι διατάξεις του άρθρου 34 δεν ισχύουν για τη συνδεδεμένη βοήθεια αξίας μικρότερης από 2 εκατ. ΕΤΔ (ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα), με εξαίρεση τη συνδεδεμένη βοήθεια που αποτελεί τμήμα μεικτού χρηματοδοτικού προγράμματος, όπως περιγράφεται στο άρθρο 32.

γ)

Η συνδεδεμένη βοήθεια για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (ΛΑΧ) όπως καθορίζονται από τα Ηνωμένα Έθνη δεν υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 33 και 34.

δ)

Με την επιφύλαξη των άρθρων 33 και 34, ένας Συμμετέχων δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να παράσχει στήριξη μέσω ενός από τα ακόλουθα μέσα:

μέσω της διαδικασίας κοινής στάσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα XI και περιγράφεται στα άρθρα 55 έως 60, ή

αιτιολόγησης της βοήθειας μέσω στήριξης εκ μέρους ικανού αριθμού Συμμετεχόντων, όπως περιγράφεται στα άρθρα 48 και 49, ή

μέσω επιστολής προς τον γενικό γραμματέα του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 50, μέσο το οποίο οι Συμμετέχοντες ελπίζουν να χρησιμοποιούν σπάνια.

37.   Υπολογισμός του επιπέδου ευνοϊκών όρων της συνδεδεμένης βοήθειας

Το επίπεδο ευνοϊκών όρων της συνδεδεμένης βοήθειας υπολογίζεται με βάση την ίδια μέθοδο με αυτήν που χρησιμοποιείται από την DAC για το στοιχείο μη επιστρεπτέας ενίσχυσης, εκτός του ότι:

α)

το προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων ενός δανείου σε συγκεκριμένο νόμισμα, ήτοι το Διαφορικό Προεξοφλητικό Επιτόκιο (DDR), υπόκειται σε ετήσια μεταβολή στις 15 Ιανουαρίου και υπολογίζεται ως ακολούθως:

Ο μέσος όρος των ΕΕΑ + περιθώριο

Το περιθώριο (Π) εξαρτάται από την προθεσμία αποπληρωμής (Α) ως εξής:

Α

Π

έως 15 μηνών

0,75

από 15 έως (αλλά όχι συμπεριλαμβανομένων) 20 ετών

1,00

από 20 έως (αλλά όχι συμπεριλαμβανομένων) 30 ετών

1,15

από 30 έτη και άνω

1,25

Για όλα τα νομίσματα ο μέσος όρος των ΕΕΑ υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο των μηνιαίων ΕΕΑ που ισχύουν κατά τη διάρκεια του εξαμήνου μεταξύ της 15ης Αυγούστου του προηγούμενου έτους και της 14ης Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους. Το υπολογιζόμενο επιτόκιο, περιλαμβανομένου του περιθωρίου, στρογγυλεύεται στην πλησιέστερη δεκάδα μονάδων βάσης. Εάν υπάρχουν περισσότερα από ένα ΕΕΑ για το νόμισμα, το ΕΕΑ με τη μεγαλύτερη ημερομηνία λήξης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 19 α), είναι αυτό που χρησιμοποιείται για τον εν λόγω υπολογισμό.

β)

Η ημερομηνία βάσης για τον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων είναι η χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης, όπως καθορίζεται στο παράρτημα ΧΙ.

γ)

Για τον σκοπό του υπολογισμού του συνολικού επιπέδου ευνοϊκών όρων μεικτού χρηματοδοτικού προγράμματος, τα επίπεδα ευνοϊκών όρων των ακόλουθων πιστώσεων, κεφαλαίων και πληρωμών θεωρούνται ως μηδενικά:

εξαγωγικές πιστώσεις που είναι σύμφωνες με τον Διακανονισμό,

άλλα κεφάλαια χρηματοδότησης με τα επιτόκια ή κοντά στα επιτόκια της αγοράς,

άλλα δημόσια κεφάλαια με επίπεδο ευνοϊκών όρων κάτω από το ελάχιστο επιτρεπόμενο δυνάμει του άρθρου 35 εκτός από τις περιπτώσεις ευθυγράμμισης, και

προκαταβολή από τον αγοραστή.

Πληρωμές που πραγματοποιούνται κατά τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης ή πριν από αυτή και που δεν θεωρούνται προκαταβολές περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων.

δ)

Το προεξοφλητικό επιτόκιο κατά την ευθυγράμμιση: κατά την ευθυγράμμιση βοήθειας, ταυτόσημη ευθυγράμμιση σημαίνει ευθυγράμμιση με ταυτόσημο επίπεδο ευνοϊκών όρων, το οποίο υπολογίζεται εκ νέου με το ισχύον προεξοφλητικό επιτόκιο κατά το χρόνο της ευθυγράμμισης.

ε)

Οι επιτόπιες δαπάνες και οι προμήθειες τρίτων χωρών περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων μόνο σε περίπτωση που χρηματοδοτούνται από τη χορηγό χώρα.

στ)

Το συνολικό επίπεδο ευνοϊκών όρων ενός προγράμματος καθορίζεται μέσω του πολλαπλασιασμού της ονομαστικής αξίας κάθε συνιστώσας του προγράμματος επί του αντίστοιχου επιπέδου ευνοϊκών όρων κάθε συνιστώσας, του αθροίσματος των αποτελεσμάτων και της διαίρεσής του διά της συνολικής ονομαστικής αξίας των συνιστωσών.

ζ)

Το προεξοφλητικό επιτόκιο για ένα συγκεκριμένο δάνειο βοήθειας είναι το ισχύον επιτόκιο τη στιγμή της γνωστοποίησης. Εντούτοις, σε περιπτώσεις άμεσης γνωστοποίησης, το προεξοφλητικό επιτόκιο είναι το ισχύον τη στιγμή που καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις του δανείου βοήθειας. Ενδεχόμενη μεταβολή στο προεξοφλητικό επιτόκιο κατά τη διάρκεια ενός δανείου δεν μεταβάλλει το επίπεδό του όσον αφορά τους ευνοϊκούς όρους.

η)

Εάν υπάρξει μεταβολή του νομίσματος πριν από την ολοκλήρωση της σύμβασης, η γνωστοποίηση αναθεωρείται. Το προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων είναι το ισχύον την ημερομηνία της αναθεώρησης. Η αναθεώρηση δεν είναι απαραίτητη σε περίπτωση που το εναλλακτικό νόμισμα και όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για τον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων αναφέρονται στην αρχική γνωστοποίηση.

θ)

Με την επιφύλαξη του στοιχείου ζ), το προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων επιμέρους συναλλαγών που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο πιστωτικής γραμμής βοήθειας είναι το επιτόκιο που είχε αρχικά γνωστοποιηθεί για την πιστωτική γραμμή.

38.   Περίοδος ισχύος της συνδεδεμένης βοήθειας

α)

Οι Συμμετέχοντες δεν καθορίζουν όρους και προϋποθέσεις συνδεδεμένης βοήθειας, είτε σχετίζεται με τη χρηματοδότηση επιμέρους συναλλαγών ή με πρωτόκολλο βοήθειας, πιστωτική γραμμή βοήθειας ή παρόμοια συμφωνία, για περισσότερα από δύο έτη. Στην περίπτωση πρωτοκόλλου βοήθειας, πιστωτικής γραμμής βοήθειας ή παρόμοιας συμφωνίας, η περίοδος ισχύος αρχίζει την ημερομηνία υπογραφής της, προς γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 47· η επέκταση πιστωτικής γραμμής γνωστοποιείται σαν να επρόκειτο για νέα συναλλαγή, με σημείωση που εξηγεί ότι πρόκειται για επέκταση και ότι ανανεώνεται υπό όρους που επιτρέπονται τη στιγμή της γνωστοποίησης της επέκτασης. Στην περίπτωση επιμέρους συναλλαγών, περιλαμβανομένων αυτών που κοινοποιούνται δυνάμει πρωτοκόλλου βοήθειας, πίστωσης βοήθειας ή παρόμοιας συμφωνίας, η περίοδος ισχύος αρχίζει την ημερομηνία γνωστοποίησης της ανάληψης υποχρέωσης σύμφωνα με το άρθρο 46 ή 47, κατά περίπτωση.

β)

Όταν κάποια χώρα έχει καταστεί μη επιλέξιμη για τα 17ετή δάνεια της Παγκόσμιας Τράπεζας για πρώτη φορά, η περίοδος ισχύος υφισταμένων και νέων πρωτοκόλλων συνδεδεμένης βοήθειας και πιστωτικών γραμμών που έχουν γνωστοποιηθεί περιορίζεται σε ένα έτος μετά την ημερομηνία της ενδεχόμενης ανακατάταξης σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 33 β).

γ)

Η ανανέωση τέτοιων πρωτοκόλλων και πιστωτικών γραμμών είναι δυνατή μόνο υπό όρους οι οποίοι είναι σύμφωνοι με τις διατάξεις των άρθρων 33 και 34 του Διακανονισμού μετά από:

ανακατάταξη χωρών, και

μεταβολή των διατάξεων του Διακανονισμού.

Σ’ αυτές τις περιστάσεις, οι υφιστάμενοι όροι και προϋποθέσεις μπορούν να διατηρηθούν παρά τη μεταβολή του προεξοφλητικού επιτοκίου που καθορίζεται στο άρθρο 37.

39.   Ευθυγράμμιση

Λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις ενός Συμμετέχοντος και σύμφωνα με το σκοπό της συμφωνίας, ένας Συμμετέχων δύναται να ευθυγραμμίσει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 42, χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις που προσφέρονται είτε από Συμμετέχοντα είτε από μη Συμμετέχοντα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

1ο Μέρος:   Κοινές διατάξεις για τις εξαγωγικές πιστώσεις και πιστώσεις βοήθειας που συνδέονται με το εμπόριο

40.   Γνωστοποιήσεις

Οι γνωστοποιήσεις σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στον Διακανονισμό, πρέπει να γίνονται με βάση το έντυπο που περιέχεται στο παράρτημα V, να περιέχουν τα στοιχεία που προβλέπονται σ’ αυτό και αντίγραφό τους να διαβιβάζεται στη Γραμματεία.

41.   Πληροφόρηση όσον αφορά τη δημόσια στήριξη

α)

Μόλις ένας Συμμετέχων κατοχυρώσει κρατική στήριξη την οποία γνωστοποίησε σύμφωνα με τα άρθρα 44 έως 47, ειδοποιεί, σε όλες τις περιπτώσεις, όλους τους άλλους Συμμετέχοντες, επισυνάπτοντας τον αριθμό αναφοράς της γνωστοποίησης στο σχετικό έντυπο 1Γ του Συστήματος Αναφοράς Πιστωτή (ΣΑΠ).

β)

Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στα άρθρα 52 έως 54, ένας Συμμετέχων γνωστοποιεί στους άλλους Συμμετέχοντες τους πιστωτικούς όρους και προϋποθέσεις με τους οποίους προτίθεται να υποστηρίξει μία συγκεκριμένη συναλλαγή, και δύναται να ζητήσει παρόμοιες πληροφορίες από τους άλλους Συμμετέχοντες.

42.   Διαδικασίες όσον αφορά την ευθυγράμμιση

α)

Πριν εξετάσει την περίπτωση ευθυγράμμισης όρων και προϋποθέσεων που υποτίθεται ότι παρέχει ένας Συμμετέχων ή μη Συμμετέχων, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 39, ο Συμμετέχων καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, περιλαμβανομένης ενδεχομένως της χρησιμοποίησης των προφορικών διαβουλεύσεων που περιγράφονται στο άρθρο 54, για να εξακριβώσει εάν οι εν λόγω όροι θα τύχουν δημόσιας στήριξης, και συμμορφώνεται με τα ακόλουθα:

1)

Ο Συμμετέχων γνωστοποιεί στους υπόλοιπους Συμμετέχοντες τους όρους και προϋποθέσεις με τους οποίους προτίθεται να παράσχει τη στήριξη σύμφωνα με τις ίδιες διαδικασίες γνωστοποίησης που απαιτούνται για τους ευθυγραμμισμένους όρους και προϋποθέσεις. Σε περίπτωση ευθυγράμμισης ενός μη Συμμετέχοντα, ο Συμμετέχων που ευθυγραμμίζεται ακολουθεί τις ίδιες διαδικασίες γνωστοποίησης που θα είχαν απαιτηθεί σε περίπτωση που οι ευθυγραμμισμένοι όροι είχαν προσφερθεί από έναν Συμμετέχοντα.

2)

Με την επιφύλαξη του προαναφερόμενου σημείου 1, εάν η ισχύουσα διαδικασία κοινοποίησης απαιτεί από τον Συμμετέχοντα που ευθυγραμμίζεται να τηρήσει τη δέσμευσή του πέρα από την προθεσμία λήξης της υποβολής προσφορών, τότε ο εν λόγω Συμμετέχων κοινοποιεί την πρόθεσή του να ευθυγραμμιστεί το συντομότερο δυνατόν.

3)

Εάν ο αρχικός Συμμετέχων μετριάσει ή παραιτηθεί από την πρόθεσή του να υποστηρίξει τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχει γνωστοποιήσει, ενημερώνει αμέσως σχετικά όλους τους άλλους Συμμετέχοντες.

β)

Ο Συμμετέχων που προτίθεται να προσφέρει πανομοιότυπους χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις σε σχέση με εκείνους που γνωστοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 44 και 45 δύναται να το πράξει εφόσον λήξει η περίοδος αναμονής που προβλέπεται σε αυτά. Ο εν λόγω Συμμετέχων γνωστοποιεί την πρόθεσή του το συντομότερο δυνατόν.

43.   Ειδικές διαβουλεύσεις

α)

Ο Συμμετέχων που έχει λόγους να πιστεύει ότι οι χρηματοδοτικοί όροι και προϋποθέσεις που προσφέρει άλλος Συμμετέχων (ο αρχικός Συμμετέχων) είναι πιο γενναιόδωροι από εκείνους που προβλέπονται στον Διακανονισμό, ενημερώνει τη Γραμματεία. Η Γραμματεία διαβιβάζει αμέσως τις πληροφορίες αυτές.

β)

Ο αρχικός Συμμετέχων διασαφηνίζει τους χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις της προσφοράς του εντός δύο εργάσιμων ημερών ύστερα από τη διαβίβαση των πληροφοριών από τη Γραμματεία.

γ)

Ύστερα από τη διασαφήνιση από τον αρχικό Συμμετέχοντα, οποιοσδήποτε Συμμετέχων δύναται να ζητήσει τη διοργάνωση από τη Γραμματεία ειδικής συνάντησης διαβούλευσης των Συμμετεχόντων εντός πέντε εργάσιμων ημερών για να συζητήσουν το θέμα.

δ)

Ενόσω εκκρεμεί το αποτέλεσμα της ειδικής συνάντησης διαβούλευσης των Συμμετεχόντων οι ειδικοί όροι και προϋποθέσεις που λαμβάνουν ειδική στήριξη δεν τίθενται σε ισχύ.

2ο Μέρος:   Διαδικασίες εξαγωγικών πιστώσεων

44.   Προηγούμενη γνωστοποίηση με συζήτηση

α)

Ο Συμμετέχων ενημερώνει όλους τους άλλους Συμμετέχοντες, τουλάχιστον 10 ημερολογιακές μέρες πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης εάν το ελάχιστο ασφάλιστρο αναφοράς που εφαρμόζεται έχει καθορισθεί σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση του άρθρου 24 ε) ή του άρθρου 28 σύμφωνα με το παράρτημα V του Διακανονισμού. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε άλλος Συμμετέχων ζητήσει τη διεξαγωγή συζήτησης κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, ο αρχικός Συμμετέχων περιμένει άλλες 10 ημερολογιακές ημέρες. Σε περίπτωση που το ισχύον ΕΑ ύστερα από μετριασμό/αποκλεισμό του κινδύνου είναι λιγότερο ή ίσο με το 75 τοις εκατό του ΕΑ που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της κατάταξης κινδύνου χώρας της χώρας του αγοραστή δίχως μετριασμό/αποκλεισμό του κινδύνου, ο γνωστοποιών Συμμετέχων ενημερώνει όλους τους υπόλοιπους Συμμετέχοντες τουλάχιστον 20 ημερολογιακές ημέρες πριν από την έκδοση οποιασδήποτε ανάληψης υποχρέωσης.

β)

Ένας Συμμετέχων ενημερώνει όλους τους υπόλοιπους Συμμετέχοντες σχετικά με την τελική του απόφαση ύστερα από συζήτηση ώστε να διευκολυνθεί η ανασκόπηση της αποκτηθείσας εμπειρίας, βάσει του άρθρου 66. Οι Συμμετέχοντες διατηρούν αρχεία της εμπειρίας που έχουν αποκτήσει όσον αφορά τα κοινοποιηθέντα ασφάλιστρα, σύμφωνα με το προαναφερόμενο στοιχείο α).

45.   Προηγούμενη γνωστοποίηση χωρίς συζήτηση

α)

Ένας Συμμετέχων ενημερώνει όλους τους άλλους Συμμετέχοντες τουλάχιστον 10 ημερολογιακές ημέρες πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης σύμφωνα με το παράρτημα V του Διακανονισμού εφόσον σκοπεύει:

1)

να υποστηρίξει πίστωση παρεχόμενη σε χώρα κατηγορίας Ι με προθεσμία αποπληρωμής μεγαλύτερη από πέντε χρόνια αλλά μη υπερβαίνουσα τα 8,5 χρόνια·

2)

να υποστηρίξει πίστωση για μη πυρηνικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με προθεσμία αποπληρωμής μεγαλύτερη από τη μέγιστη προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 12, αλλά η οποία δεν υπερβαίνει τα δώδεκα έτη όπως αναφέρεται στο άρθρο 13 α)·

3)

να υποστηρίξει πίστωση σύμφωνα με το άρθρο 14 δ)·

4)

να εφαρμόσει ασφάλιστρο σύμφωνα με τη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 24 ε)·

5)

να εφαρμόσει ασφάλιστρο σύμφωνα με το άρθρο 24 ζ).

β)

Εάν ο αρχικός Συμμετέχων μετριάσει ή παραιτηθεί από την πρόθεσή του να χορηγήσει στήριξη για τις εν λόγω συναλλαγές, ενημερώνει αμέσως σχετικά όλους τους άλλους Συμμετέχοντες.

3ο Μέρος:   Διαδικασίες για πιστώσεις βοήθειας που συνδέονται με το εμπόριο

46.   Προηγούμενη γνωστοποίηση

α)

Ο Συμμετέχων ακολουθεί τη διαδικασία προηγούμενης γνωστοποίησης εάν προτίθεται να παράσχει κρατική στήριξη για:

μη συνδεδεμένη βοήθεια που αφορά το εμπόριο αξίας δύο εκατ. ΕΤΔ ή περισσότερο, και με επίπεδο ευνοϊκών όρων λιγότερο από 80 τοις εκατό,

μη συνδεδεμένη βοήθεια που αφορά το εμπόριο αξίας μέχρι δύο εκατ. ΕΤΔ και με στοιχείο επιχορήγησης [όπως ορίζεται από την Επιτροπή Αναπτυξιακής Βοήθειας (DAC)] μέχρι 50 τοις εκατό,

μη συνδεδεμένη βοήθεια που αφορά το εμπόριο αξίας δύο εκατ. ΕΤΔ ή περισσότερο, και με επίπεδο ευνοϊκών όρων λιγότερο από 80 τοις εκατό, ή

συνδεδεμένη βοήθεια που αφορά το εμπόριο αξίας μέχρι δύο εκατ. ΕΤΔ και με επίπεδο ευνοϊκών όρων λιγότερο από 50 τοις εκατό, εκτός των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 35 α) και β).

β)

Η προηγούμενη γνωστοποίηση γίνεται το αργότερο 30 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία λήξης για υποβολή προσφορών ή την ημερομηνία ανάληψης υποχρέωσης, όποια από τις δύο προηγείται.

γ)

Εάν ο αρχικός Συμμετέχων μετριάσει ή παραιτηθεί από την πρόθεσή του να υποστηρίξει τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχει γνωστοποιήσει, ενημερώνει αμέσως σχετικά όλους τους άλλους Συμμετέχοντες.

δ)

Η διάταξη του παρόντος άρθρου έχει εφαρμογή σε συνδεδεμένη βοήθεια που αποτελεί μέρος ενός προγράμματος μεικτής χρηματοδότησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 32.

47.   Άμεση γνωστοποίηση

α)

Ο Συμμετέχων γνωστοποιεί αμέσως σε όλους τους άλλους Συμμετέχοντες, δηλαδή εντός δύο εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία ανάληψης υποχρέωσης, εάν παρέχει κρατική στήριξη που αφορά το εμπόριο αξίας:

δύο εκατ. ΕΤΔ ή περισσότερο και με επίπεδο ευνοϊκών όρων 80 τοις εκατό ή περισσότερο, ή

λιγότερο από δύο εκατ. ΕΤΔ και με επίπεδο ευνοϊκών όρων 50 τοις εκατό ή περισσότερο, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 α) και β).

β)

Ο Συμμετέχων επίσης γνωστοποιεί αμέσως την υπογραφή πρωτοκόλλου βοήθειας, πιστωτικής γραμμής ή παρόμοιας συμφωνίας.

γ)

Δεν απαιτείται προηγούμενη γνωστοποίηση εάν ένας Συμμετέχων προτίθεται να ευθυγραμμιστεί με χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις που γνωστοποιήθηκαν άμεσα.

4ο Μέρος:   Διαδικασίες διαβουλεύσεων σχετικά με τη συνδεδεμένη βοήθεια

48.   Σκοπός των διαβουλεύσεων

α)

Όταν ένας Συμμετέχων επιδιώκει να λάβει διευκρινίσεις όσον αφορά τα ενδεχόμενα εμπορικά κίνητρα μιας συνδεδεμένης βοήθειας, μπορεί να ζητήσει την πραγματοποίηση πλήρους ποιοτικής αξιολόγησης της βοήθειας (βλέπε παράρτημα ΙΧ).

β)

Επιπλέον, ένας Συμμετέχων μπορεί να ζητήσει διαβουλεύσεις με άλλους Συμμετέχοντες, σύμφωνα με το άρθρο 49. Δύναται επίσης να ζητήσει προφορικές διαβουλεύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 54, για να συζητηθεί:

καταρχήν, αν μία προσφορά βοήθειας πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 33 και 34, και

αν είναι απαραίτητο, κατά πόσο δικαιολογείται μία προσφορά βοήθειας έστω και όταν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 33 και 34.

49.   Πεδίο και χρόνος των διαβουλεύσεων

α)

Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, οι Συμμετέχοντες μπορούν να ζητήσουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία:

εκτίμηση λεπτομερούς σκοπιμότητας/αξιολόγησης του έργου,

κατά πόσο υπάρχει ανταγωνιστική προσφορά με χρηματοδότηση χωρίς ευνοϊκούς όρους ή με χρηματοδότηση βοήθειας,

κατά πόσο αναμένεται ότι με το έργο θα συσσωρευτεί ή θα εξοικονομηθεί ξένο συνάλλαγμα,

κατά πόσο υπάρχει συνεργασία με πολυμερείς οργανισμούς όπως η Διεθνής Τράπεζα,

την παρουσία διεθνούς ανταγωνιστικής προσφοράς (ΔΑΠ) ειδικότερα στην περίπτωση που ο προμηθευτής της χορηγού χώρας έχει τη χαμηλότερη προσφορά,

περιβαλλοντικές συνέπειες,

συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, και

το χρόνο υποβολής των γνωστοποιήσεων (π.χ. έξι μήνες πριν από την ημερομηνία λήξης των προσφορών ή ανάληψης των υποχρεώσεων) σχετικά με τις πιστώσεις με ευνοϊκούς όρους ή τις πιστώσεις βοήθειας.

β)

Μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων, η Γραμματεία γνωστοποιεί σε όλους τους Συμμετέχοντες τα πορίσματα σχετικά με τα δύο θέματα του άρθρου 48, τουλάχιστον 10 εργάσιμες μέρες πριν από την ημερομηνία λήξης για την υποβολή προσφορών ή την ανάληψη υποχρεώσεων, όποια από τις δύο προηγείται. Όταν προκύπτουν διαφωνίες μεταξύ των διαβουλευόμενων μερών, η Γραμματεία καλεί άλλους Συμμετέχοντες να εκφέρουν άποψη εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Εκθέτει τις εν λόγω απόψεις στον γνωστοποιούντα Συμμετέχοντα, ο οποίος οφείλει να επανεξετάσει το ενδεχόμενο συνέχισης όταν είναι σαφές ότι δεν υφίσταται ουσιώδης στήριξη όσον αφορά μια προσφορά βοήθειας.

50.   Αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων

α)

Εάν ένας χορηγός βοήθειας επιθυμεί να προωθήσει ένα πρόγραμμα παρά την έλλειψη ουσιώδους στήριξης, οφείλει να το γνωστοποιήσει προηγουμένως στους άλλους Συμμετέχοντες εντός 60 ημερολογιακών ημερών από την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων, δηλαδή από την αποδοχή των συμπερασμάτων του προέδρου. Ο χορηγός οφείλει επίσης, με επιστολή προς τον γενικό γραμματέα του ΟΟΣΑ, να εκθέσει εν συντομία τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων και να εξηγήσει το κύριο εθνικό συμφέρον, που δεν συνδέεται με το εμπόριο, και επιβάλλει την εν λόγω δράση. Οι Συμμετέχοντες ελπίζουν ότι τέτοια συμβάντα θα είναι ασυνήθη και σπάνια.

β)

Ο χορηγός βοήθειας γνωστοποιεί αμέσως στους άλλους Συμμετέχοντες ότι έχει αποστείλει επιστολή στον γενικό γραμματέα του ΟΟΣΑ, αντίγραφο του οποίου περιλαμβάνεται στη γνωστοποίηση. Ο χορηγός και οι άλλοι Συμμετέχοντες δεν αναλαμβάνουν καμία υποχρέωση συνδεδεμένης βοήθειας εντός 10 εργάσιμων ημερών μετά την εν λόγω γνωστοποίηση. Για προγράμματα για τα οποία έγιναν ανταγωνιστικές εμπορικές προσφορές κατά τη διαδικασία των διαβουλεύσεων, η προαναφερθείσα περίοδος 10 εργάσιμων ημερών θα παρατείνεται σε 15 ημέρες.

γ)

Η Γραμματεία παρακολουθεί την πρόοδο και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων.

5ο Μέρος:   Ανταλλαγή πληροφοριών για τις εξαγωγικές πιστώσεις και τις πιστώσεις βοήθειας που συνδέονται με το εμπόριο

51.   Σημεία επαφής

Οι επικοινωνίες γίνονται ανάμεσα σε καθορισμένες υπηρεσίες επαφής κάθε χώρας με μέσα ταχείας επικοινωνίας, π.χ. OLIS, και έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα.

52.   Αντικείμενο των αιτήσεων πληροφοριών

α)

Ένας Συμμετέχων μπορεί να ζητήσει από άλλο Συμμετέχοντα έρευνα σχετικά με τη στάση που λαμβάνεται έναντι τρίτης χώρας, για έναν οργανισμό τρίτης χώρας ή για συγκεκριμένη εμπορική μέθοδο.

β)

Ο Συμμετέχων που έχει λάβει αίτηση για επίσημη υποστήριξη μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από άλλο Συμμετέχοντα, ο οποίος παραχωρεί τους ευνοϊκότερους πιστωτικούς όρους και προϋποθέσεις τις οποίες διατίθεται να χορηγήσει ο Συμμετέχων από τον οποίο ζητείται επίσημη στήριξη.

γ)

Στην περίπτωση που η αίτηση πληροφοριών απευθύνεται σε περισσότερους από έναν Συμμετέχοντες, περιλαμβάνει κατάλογο των προσώπων στα οποία απευθύνεται.

δ)

Αντίγραφο όλων των αιτήσεων αποστέλλεται στη Γραμματεία.

53.   Περιεχόμενο των απαντήσεων

α)

Ο Συμμετέχων που λαμβάνει αίτηση πληροφοριών οφείλει να απαντήσει εντός επτά ημερολογιακών ημερών και παρέχει τις περισσότερες δυνατές πληροφορίες. Στην απάντηση αναφέρεται με τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο η απόφαση που ενδεχομένως θα ληφθεί. Αν είναι απαραίτητο, η πλήρης απάντηση ακολουθεί το συντομότερο δυνατό. Αντίγραφα αποστέλλονται στους άλλους παραλήπτες της αίτησης για πληροφορίες και στη Γραμματεία.

β)

Αν μία απάντηση σε μία αίτηση για πληροφορίες πάψει στη συνέχεια να ισχύει επειδή π.χ.:

υποβλήθηκε, τροποποιήθηκε ή αποσύρθηκε μία αίτηση, ή

εξετάζονται άλλοι όροι,

νέα απάντηση αποστέλλεται αμέσως, με αντίγραφο, σε όλους τους άλλους παραλήπτες της αίτησης πληροφοριών καθώς και στη Γραμματεία.

54.   Προφορικές διαβουλεύσεις

α)

Ένας Συμμετέχων συμφωνεί εντός 10 εργάσιμων ημερών σε αιτήματα για προφορικές διαβουλεύσεις.

β)

Ένα αίτημα για προφορικές διαβουλεύσεις διανέμεται τόσο σε Συμμετέχοντες όσο και σε μη Συμμετέχοντες. Οι διαβουλεύσεις διεξάγονται το συντομότερο δυνατό μετά τη λήξη της περιόδου των 10 εργάσιμων ημερών.

γ)

Ο πρόεδρος των Συμμετεχόντων συντονίζεται με τη Γραμματεία όσον αφορά τυχόν περαιτέρω απαραίτητη δραστηριοποίηση, π.χ. κοινή στάση. Η Γραμματεία διανέμει αμέσως σε όλους τους Συμμετέχοντες το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων.

55.   Διαδικασίες και μορφή των κοινών στάσεων

α)

Οι προτάσεις για κοινή στάση απευθύνονται μόνο στη Γραμματεία. Πρόταση για κοινή στάση διαβιβάζεται από τη Γραμματεία σε όλους τους Συμμετέχοντες και, όπου περιλαμβάνεται συνδεδεμένη βοήθεια, σε όλες τις υπηρεσίες επαφής της Επιτροπής Αναπτυξιακής Βοήθειας. Η ταυτότητα του Συμμετέχοντα που υπέβαλε την πρόταση δεν αποκαλύπτεται στο Αρχείο Κοινών Στάσεων στις ανακοινώσεις του OLIS. Εντούτοις, η Γραμματεία μπορεί να αποκαλύψει προφορικά την ταυτότητα του εν λόγω Συμμετέχοντα σε άλλο Συμμετέχοντα ή μέλος της DAC, εφόσον ζητηθεί. Η Γραμματεία καταγράφει τέτοιες αιτήσεις.

β)

Η πρόταση για κοινή στάση πρέπει να φέρει ημερομηνία και να έχει την ακόλουθη μορφή:

αριθμός αναφοράς, που ακολουθείται από τη φράση «κοινή στάση»,

όνομα της χώρας εισαγωγής και του αγοραστή,

ονομασία ή περιγραφή του έργου, κατά το δυνατόν ακριβέστερη, για να είναι σαφής η αναγνώρισή του,

όροι και προϋποθέσεις που προβλέπονται από την υποκινούσα χώρα,

πρόταση κοινής στάσης,

υπηκοότητα και ονοματεπώνυμο των Συμμετεχόντων που έχουν υποβάλει προσφορές και είναι γνωστοί,

ημερομηνία λήξης υποβολής εμπορικών και χρηματοδοτικών προσφορών και αριθμός του διαγωνισμού εφόσον είναι γνωστά, και

λοιπά χρήσιμα στοιχεία, στα οποία περιλαμβάνονται και λόγοι για τους οποίους προτείνεται κοινή στάση, ύπαρξη μελετών του έργου και/ή ειδικές συνθήκες.

γ)

Η πρόταση κοινής στάσης που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 33 β) σημείο 4 απευθύνεται στη Γραμματεία και αντίγραφα αποστέλλονται και στους άλλους Συμμετέχοντες. Ο Συμμετέχων που προτείνει κοινή στάση οφείλει να εξηγήσει πλήρως γιατί θεωρεί ότι η κατάταξη μιας χώρας αποκλίνει από τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 33 β).

δ)

Η Γραμματεία δημοσιοποιεί τις συμφωνημένες κοινές στάσεις.

56.   Απαντήσεις στην πρόταση κοινής στάσης

α)

Οι Συμμετέχοντες οφείλουν να εκφέρουν γνώμη σχετικά με την πρόταση κοινής στάσης, το ταχύτερο δυνατό, και οπωσδήποτε εντός 20 ημερολογιακών ημερών.

β)

Είναι δυνατόν να ζητήσουν συμπληρωματικές πληροφορίες, να αποδεχτούν, να απορρίψουν, να υποβάλουν πρόταση τροποποίησης της κοινής στάσης ή εναλλακτική πρόταση κοινής στάσης.

γ)

Εάν ένας Συμμετέχων απαντήσει ότι δεν εκφέρει γνώμη επειδή δεν ήρθε σε επαφή με έναν εξαγωγέα, ή με τις αρχές της δικαιούχου χώρας στην περίπτωση πίστωσης για τη χορήγηση βοήθειας για το έργο, θεωρείται ότι δέχεται την πρόταση κοινής στάσης.

57.   Αποδοχή κοινής στάσης

α)

Μετά τη λήξη της προθεσμίας των 20 ημερολογιακών ημερών, η Γραμματεία ενημερώνει όλους τους Συμμετέχοντες όσον αφορά την τύχη της πρότασης κοινής στάσης. Εφόσον κανένας Συμμετέχων δεν έχει απορρίψει την πρόταση και δεν την έχουν αποδεχτεί όλοι οι Συμμετέχοντες, η πρόταση παραμένει ανοιχτή για μία δεύτερη περίοδο οκτώ ημερολογιακών ημερών.

β)

Μετά τη δεύτερη περίοδο, κάθε Συμμετέχων που δεν έχει ρητά απορρίψει την προτεινόμενη κοινή στάση θεωρείται ότι την αποδέχεται. Εντούτοις, κάθε Συμμετέχων, μεταξύ άλλων και ο Συμμετέχων που έκανε την πρόταση, μπορεί να εξαρτήσει την αποδοχή από τη ρητή αποδοχή της, υπό την προϋπόθεση ότι την αποδέχονται ρητά ένας ή περισσότεροι Συμμετέχοντες.

γ)

Εάν ένας Συμμετέχων δεν αποδεχθεί ένα ή περισσότερα στοιχεία της κοινής στάσης θεωρείται ότι αποδέχεται όλα τα άλλα στοιχεία της κοινής στάσης. Η εν λόγω μερική αποδοχή μπορεί να οδηγήσει και άλλους Συμμετέχοντες να μεταβάλουν τη στάση τους σχετικά με την προτεινόμενη κοινή στάση. Όλοι οι Συμμετέχοντες έχουν το δικαίωμα προσφοράς ή ευθυγράμμισης όρων και προϋποθέσεων που δεν καλύπτονται από κοινή στάση.

δ)

Μία κοινή στάση που δεν έχει γίνει αποδεκτή μπορεί να αναθεωρηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες των άρθρων 55 και 56. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Συμμετέχοντες δεν δεσμεύονται από την αρχική τους απόφαση.

58.   Διαφωνίες για την κοινή στάση

Εάν ο αρχικός Συμμετέχων και ο Συμμετέχων που έχει υποβάλει πρόταση τροποποίησης ή εναλλακτική πρόταση δεν δύνανται να συμφωνήσουν σε μία κοινή στάση εντός της περιόδου των οκτώ ημερολογιακών ημερών, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί με αμοιβαία συμφωνία των δύο πλευρών. Η Γραμματεία γνωστοποιεί σε όλους τους Συμμετέχοντες την τυχόν παράταση.

59.   Έναρξη ισχύος κοινής στάσης

Η Γραμματεία γνωστοποιεί σε όλους τους Συμμετέχοντες είτε ότι η πρόταση κοινής στάσης θα τεθεί σε ισχύ είτε ότι έχει απορριφθεί. Η κοινή στάση θα τεθεί σε ισχύ τρεις ημερολογιακές ημέρες μετά την εν λόγω ανακοίνωση. Η Γραμματεία διαθέτει στο OLIS ένα μόνιμα ενημερωμένο αρχείο όλων των κοινών στάσεων που έχουν εγκριθεί ή που δεν έχουν αποφασισθεί.

60.   Διάρκεια ισχύος κοινής στάσης

α)

Η συμφωνηθείσα κοινή στάση ισχύει για μία περίοδο δύο ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος, εκτός εάν γνωστοποιηθεί στη Γραμματεία ότι δεν παρουσιάζει πλέον ενδιαφέρον και ότι αυτό έχει γίνει αποδεκτό από όλους τους Συμμετέχοντες. Η κοινή στάση παραμένει σε ισχύ για μία επιπλέον περίοδο δύο χρόνων εάν ένας Συμμετέχων υποβάλει αίτηση παράτασης εντός 14 ημερολογιακών ημερών από την αρχική ημερομηνία λήξης. Επακόλουθες παρατάσεις είναι δυνατό να εγκριθούν με την ίδια διαδικασία. Μία κοινή στάση που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 33 β) 4 παραμένει σε ισχύ μέχρι να διατεθούν τα δεδομένα της Διεθνούς Τράπεζας για το επόμενο έτος.

β)

Η Γραμματεία παρακολουθεί την πρόοδο των κοινών στάσεων και ενημερώνει σχετικά τους Συμμετέχοντες, διατηρώντας στο OLIS κατάλογο «Προόδου των Ισχυουσών Κοινών Στάσεων». Η Γραμματεία, μεταξύ άλλων, πρέπει:

να προσθέτει νέες κοινές στάσεις όταν αυτές έχουν γίνει αποδεκτές από τους Συμμετέχοντες,

να προσαρμόζει την ημερομηνία λήξης όταν ένας Συμμετέχων ζητά παράταση,

να διαγράφει τις κοινές στάσεις που έχουν λήξει,

να εκδίδει τριμηνιαίο κατάλογο των κοινών στάσεων που πρόκειται να λήξουν εντός του επόμενου τριμήνου.

6ο Μέρος:   Λειτουργικές διατάξεις για τη γνωστοποίηση των ελάχιστων εμπορικών επιτοκίων αναφοράς (ΕΕΑ)

61.   Γνωστοποίηση ελάχιστων επιτοκίων

α)

Τα εμπορικά επιτόκια αναφοράς που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 γνωστοποιούνται με μέσα ταχείας επικοινωνίας τουλάχιστον μία φορά το μήνα στη Γραμματεία, προκειμένου αυτή να τα κοινοποιήσει σε όλους τους Συμμετέχοντες.

β)

Η εν λόγω γνωστοποίηση πρέπει να φτάσει στη Γραμματεία το αργότερο πέντε ημέρες μετά το τέλος κάθε μήνα στον οποίο αναφέρονται τα στοιχεία αυτά. Η Γραμματεία ενημερώνει αμέσως όλους τους Συμμετέχοντες για τα ισχύοντα επιτόκια και τα δημοσιοποιεί.

62.   Έναρξη ισχύος των επιτοκίων

Οποιαδήποτε μεταβολή των εν λόγω επιτοκίων τίθεται σε ισχύ τη δέκατη πέμπτη ημέρα μετά το τέλος κάθε μήνα.

63.   Άμεσες μεταβολές των επιτοκίων

Σε περίπτωση που οι εξελίξεις της αγοράς καταστήσουν αναγκαία τη γνωστοποίηση μιας μεταβολής όσον αφορά το εμπορικό επιτόκιο αναφοράς κατά τη διάρκεια ενός μήνα, το μεταβληθέν επιτόκιο εφαρμόζεται 10 ημέρες μετά την ημερομηνία λήψης της γνωστοποίησης της εν λόγω μεταβολής από τη Γραμματεία.

7ο Μέρος:   Ανασκοπήσεις

64.   Ανασκόπηση του διακανονισμού σε τακτική βάση

α)

Οι Συμμετέχοντες προβαίνουν σε τακτική ανασκόπηση της λειτουργίας του Διακανονισμού. Κατά την ανασκόπηση, οι Συμμετέχοντες εξετάζουν, μεταξύ άλλων, τις διαδικασίες γνωστοποίησης, την εφαρμογή και λειτουργία του συστήματος των διαφορικών προεξοφλητικών επιτοκίων, τους κανόνες και τις διαδικασίες της συνδεδεμένης βοήθειας, τα προβλήματα που αφορούν την ευθυγράμμιση, τις προηγούμενες αναλήψεις υποχρεώσεων και τις δυνατότητες ευρύτερης συμμετοχής στον παρόντα Διακανονισμό.

β)

Η ανασκόπηση αυτή βασίζεται στα στοιχεία που έχουν αποκομισθεί από την εμπειρία των Συμμετεχόντων και στις προτάσεις τους για τη βελτίωση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας του Διακανονισμού. Οι Συμμετέχοντες λαμβάνουν υπόψη τους στόχους του Διακανονισμού και την τρέχουσα οικονομική και νομισματική κατάσταση. Οι πληροφορίες και οι προτάσεις που οι Συμμετέχοντες επιθυμούν να υποβάλουν προς τον σκοπό αυτό πρέπει να φτάσουν στη Γραμματεία το αργότερο 45 ημερολογιακές ημέρες πριν από την ημερομηνία της ανασκόπησης.

65.   Ανασκόπηση των ελάχιστων επιτοκίων

α)

Οι Συμμετέχοντες προβαίνουν σε περιοδική ανασκόπηση του συστήματος εμπορικών επιτοκίων αναφοράς με σκοπό να διασφαλίσουν ότι τα γνωστοποιηθέντα επιτόκια αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και συμβαδίζουν με τους στόχους βάσει των οποίων υπολογίσθηκαν τα εφαρμοζόμενα επιτόκια. Οι εν λόγω ανασκοπήσεις αφορούν επίσης το περιθώριο που πρέπει να προστεθεί στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται αυτά τα επιτόκια.

β)

Οποιοσδήποτε Συμμετέχων δύναται να υποβάλει στον πρόεδρο αιτιολογημένη αίτηση για έκτακτη ανασκόπηση σε περίπτωση που θεωρεί ότι τα εμπορικά επιτόκια αναφοράς για ένα ή περισσότερα νομίσματα δεν αντικατοπτρίζουν πλέον τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς.

66.   Ανασκόπηση ελάχιστων ασφαλίστρων και σχετικά θέματα

Οι Συμμετέχοντες παρακολουθούν και εξετάζουν σε τακτική βάση όλες τις πτυχές των κανόνων και διαδικασιών ασφαλίστρου. Συγκεκριμένα, παρακολουθούν και εξετάζουν:

α)

τη μεθοδολογία για το μοντέλο κινδύνου χώρας προκειμένου να αναθεωρηθεί η ισχύς της υπό το πρίσμα της αποκτηθείσας εμπειρίας·

β)

τα ελάχιστα ασφάλιστρα για πιστωτικό κίνδυνο κυρίαρχου κράτους και πιστωτικό κίνδυνο χώρας προκειμένου να τα προσαρμόζουν κατά τη διάρκεια του χρόνου ώστε να εξασφαλίζεται ότι παραμένουν ακριβές μέτρο του κινδύνου, λαμβανομένων υπόψη των τριών ΕΑΑ: της προσέγγισης ταμειακής ροής και συσσωρεύσεων και, κατά περίπτωση, των δεικτών ιδιωτικής αγοράς·

γ)

τις διαφοροποιήσεις στα ΕΑ που συνεκτιμούν τη διαφορετική ποιότητα των προϊόντων εξαγωγικής πίστωσης και το ποσοστό της παρεχόμενης κάλυψης· και

δ)

το σύνολο της εμπειρίας που συνδέεται με τη χρήση μετριασμού και/ή αποκλεισμού του κινδύνου όπως ορίζεται στο άρθρο 28 και τη συνεχιζόμενη ισχύ και καταλληλότητα των ειδικών παραγόντων μετριασμού/αποκλεισμού. Η Γραμματεία παρέχει εκθέσεις για όλες τις γνωστοποιήσεις προκειμένου να βοηθήσει στην ανασκόπηση.


(1)  Όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της σύμβασης του ΟΟΣΑ.

(2)  Βάσει της ετήσιας ανασκόπησης της Παγκόσμιας Τράπεζας όσον αφορά την κατάταξη της εκάστοτε χώρας, θα χρησιμοποιείται όριο κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) για την κατάταξη της κάθε χώρας ανά κατηγορία· το όριο αυτό διατίθεται στον ιστότοπο του ΟΟΣΑ (www.oecd.org/ech/xcred).

(3)  Για διοικητικούς λόγους, ορισμένες χώρες που γενικά δεν λαμβάνουν εξαγωγικές πιστώσεις δημόσιας στήριξης είναι δυνατόν να μην αποτελέσουν αντικείμενο κατάταξης.

(4)  Οι δείκτες ιδιωτικής αγοράς είναι: κρατικά ομόλογα, η μέθοδος «read-across», τα επιτόκια αγοράς απαιτήσεων από εξαγωγές και τα κοινοπρακτικά δάνεια.

(5)  Βάσει της ετήσιας ανασκόπησης της Παγκόσμιας Τράπεζας όσον αφορά την κατάταξη της εκάστοτε χώρας, θα χρησιμοποιείται όριο κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) για την κατάταξη της κάθε χώρας ανά κατηγορία· το όριο αυτό διατίθεται στον ιστότοπο του ΟΟΣΑ (www.oecd.org/ech/xcred).

(6)  Για τους σκοπούς του άρθρου 33 β) 5, ο παροπλισμός πυρηνικών εγκαταστάσεων δύναται να θεωρηθεί ως ανθρωπιστική βοήθεια. Σε περίπτωση πυρηνικού ή σοβαρού βιομηχανικού ατυχήματος που προκαλεί εκτεταμένη διασυνοριακή ρύπανση, οι Συμμετέχοντες που πλήττονται από αυτό μπορούν να προσφέρουν συνδεδεμένη βοήθεια για την εξουδετέρωση ή τον μετριασμό των επιπτώσεών του. Σε περίπτωση σημαντικού κινδύνου ατυχήματος, κάθε δυνητικά πληττόμενος Συμμετέχων που προτίθεται να προσφέρει συνδεδεμένη βοήθεια για την αποφυγή του, πρέπει να ενημερώσει προηγουμένως σύμφωνα με το άρθρο 46. Οι άλλοι Συμμετέχοντες πρέπει να εξετάζουν ευνοϊκά ο ενδεχόμενο επίσπευσης της παροχής συνδεδεμένης βοήθειας λόγω των ειδικών περιστάσεων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΛΟΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΤΟΜΕΑΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

1.   Συμμετοχή

Οι Συμμετέχοντες στην τομεακή συμφωνία είναι οι εξής: η Αυστραλία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ιαπωνία, η Κορέα και η Νορβηγία.

2.   Πεδίο εφαρμογής

Η τομεακή συμφωνία, η οποία συμπληρώνει τον Διακανονισμό, καθορίζει τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν για τις εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης και συνδέονται με εξαγωγικές συμβάσεις:

α)

Κάθε νέο πλοίο θαλάσσης 100 ΚΟΧ και άνω που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών, ή για την παροχή ειδικού τύπου υπηρεσιών (π.χ. αλιευτικά πλοία, σκάφη αλιευτικής βιομηχανίας, παγοθραυστικά και βυθοκόρα, που το μόνιμο σύστημα πρόωσης και διακυβέρνησης τους προσδίδει όλα τα χαρακτηριστικά αυτόνομης πλοϊμότητας στην ανοικτή θάλασσα), τα ρυμουλκά ισχύος τουλάχιστον 365 Kw και οι ημιτελείς επιπλέουσες και κινητές άτρακτοι πλοίων. Η τομεακή συμφωνία δεν καλύπτει τα πολεμικά πλοία. Οι πλωτές εξέδρες και οι κινητές εξωχώριες μονάδες δεν καλύπτονται από την τομεακή συμφωνία, αλλά, αν προκύψουν προβλήματα σε σχέση με τις εξαγωγικές πιστώσεις γι’ αυτές τις μονάδες, οι Συμμετέχοντες στην τομεακή συμφωνία (εφεξής «οι Συμμετέχοντες»), κατόπιν εξετάσεως δεόντως αιτιολογημένων αιτήσεων Συμμετέχοντος, μπορούν να αποφασίσουν σχετικά με την κάλυψή τους από την τομεακή συμφωνία.

β)

Κάθε μετατροπή πλοίου. Ως μετατροπή πλοίου νοείται η μετατροπή ποντοπόρων πλοίων τουλάχιστον 1 000 ΚΟΧ, υπό την προϋπόθεση ότι οι εργασίες μετατροπής επιφέρουν ριζικές τροποποιήσεις στο σχέδιο φόρτωσης, στην άτρακτο του πλοίου ή στο σύστημα πρόωσης.

γ)

1)

Παρόλο που τα αερόστρωμνα πλοία (χόβερκραφτ) δεν συμπεριλαμβάνονται στην τομεακή συμφωνία, οι συμμετέχοντες μπορούν να χορηγούν εξαγωγικές πιστώσεις για τα αερόστρωμνα πλοία με αντίστοιχους όρους με εκείνους που αναφέρονται στην τομεακή συμφωνία. Αναλαμβάνουν τη δέσμευση να εφαρμόζουν αυτήν τη δυνατότητα σε περιορισμένη βάση και να μη χορηγούν τέτοιες εξαγωγικές πιστώσεις στα αερόστρωμνα πλοία στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν ευνοείται ο ανταγωνισμός στο πλαίσιο των όρων της τομεακής συμφωνίας.

2)

Στην τομεακή συμφωνία, ο όρος «αερόστρωμνο πλοίο» ορίζεται ως: ένα αμφίβιο όχημα ελάχιστου βάρους 100 τόνων σχεδιασμένο για να αιωρείται πάνω σε στρώμα αέρα σε κατάσταση πληρότητας και σε μορφή εύκαμπτης ποδιάς γύρω από την περίμετρο του οχήματος και την επιφάνεια του εδάφους ή του νερού κάτω από το όχημα, και του οποίου η προώθηση και η διακυβέρνηση γίνονται με τη βοήθεια προστατευτικής αντίστασης αέρα ή αέρα προερχόμενου από ανεμιστήρες ή ανάλογες συσκευές.

3)

Εννοείται ότι η χορήγηση εξαγωγικών πιστώσεων υπό όρους ισοδύναμους με εκείνους που επικρατούν στην παρούσα τομεακή συμφωνία πρέπει να περιορίζεται σε όσα αερόστρωμνα οχήματα χρησιμοποιούνται σε θαλάσσιες οδούς και όχι σε χερσαίες, εκτός αν πρόκειται να μεταφερθούν σε εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης που ευρίσκονται σε απόσταση το πολύ 1 km από το νερό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

3.   Μέγιστες προθεσμίες αποπληρωμής

Η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής, ανεξάρτητα από την κατάταξη χώρας, είναι 12 έτη μετά την παράδοση.

4.   Πληρωμές τοις μετρητοίς

Οι Συμμετέχοντες ζητούν πληρωμές τοις μετρητοίς ελάχιστου ποσού 20 τοις εκατό της αξίας της σύμβασης κάθε παράδοσης.

5.   Αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου

Το αρχικό κεφάλαιο μιας εξαγωγικής πίστωσης είναι εξοφλητέο σε ίσες και τακτικές, κανονικά εξαμηνιαίες και το αργότερο ετήσιες, δόσεις.

6.   Ελάχιστο ασφάλιστρο

Οι διατάξεις του Διακανονισμού σε σχέση με τα ελάχιστα ασφάλιστρα αναφοράς δεν εφαρμόζονται έως ότου οι Συμμετέχοντες σ’ αυτήν την τομεακή συμφωνία αναθεωρήσουν αυτές τις διατάξεις.

7.   Βοήθεια

Κάθε Συμμετέχων που επιθυμεί να χορηγήσει βοήθεια οφείλει, πέρα από τις διατάξεις του Διακανονισμού, να επιβεβαιώσει ότι το πλοίο δεν λειτουργεί με σημαία ευκαιρίας κατά την περίοδο αποπληρωμής και ότι υπάρχουν επαρκείς βεβαιώσεις ότι ο τελικός κάτοχος είναι εγκατεστημένος στη λαμβάνουσα χώρα, δεν αποτελεί μη λειτουργική θυγατρική επιχείρηση ξένου συμφέροντος και έχει αναλάβει τη δέσμευση να μην πωλήσει το πλοίο χωρίς την έγκριση της κυβερνήσεώς του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

8.   Γνωστοποίηση

Για λόγους διαφάνειας, κάθε Συμμετέχων πρέπει, εκτός από τις διατάξεις του Διακανονισμού και του συστήματος πιστωτικής γνωστοποίησης ΔΤΑΑ/Ένωσης της Βέρνης/ΟΟΣΑ, να παρέχει ετήσιες πληροφορίες σχετικά με το σύστημά του δημόσιας στήριξης και τα μέσα εφαρμογής αυτής της τομεακής συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων που ισχύουν.

9.   Ανασκόπηση

α)

Η τομεακή συμφωνία αποτελεί αντικείμενο ετήσιας ανασκόπησης ή κατόπιν αιτήσεως Συμμετέχοντος στο πλαίσιο της Ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τη ναυπηγική βιομηχανία, και μίας έκθεσης των Συμμετεχόντων στον Διακανονισμό.

β)

Για να διευκολυνθεί η συνοχή και η συνάφεια μεταξύ του Διακανονισμού και της παρούσας τομεακής συμφωνίας, και λαμβανομένης υπόψη της φύσης της ναυπηγικής βιομηχανίας, οι Συμμετέχοντες στην τομεακή συμφωνία και στον Διακανονισμό διενεργούν διαβουλεύσεις συντονισμού κατά περίπτωση.

γ)

Σε περίπτωση απόφασης των Συμμετεχόντων στον Διακανονισμό να προβούν σε αλλαγή του Διακανονισμού, οι Συμμετέχοντες στην παρούσα τομεακή συμφωνία (οι Συμμετέχοντες) εξετάζουν την εν λόγω απόφαση καθώς και τη συνάφειά της προς την παρούσα τομεακή συμφωνία. Μέχρι να ολοκληρωθεί η εν λόγω εξέταση, οι τροποποιήσεις του Διακανονισμού δεν εφαρμόζονται στην παρούσα τομεακή συμφωνία. Σε περίπτωση που οι Συμμετέχοντες αποδεχθούν τις τροποποιήσεις του Διακανονισμού ενημερώνουν γραπτώς τους Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό. Στην περίπτωση που οι Συμμετέχοντες δεν αποδεχτούν τις τροποποιήσεις του Διακανονισμού σε ό,τι αφορά την αίτησή τους για τη ναυπηγική βιομηχανία, ενημερώνουν τους Συμμετέχοντες στον Διακανονισμό σχετικά με τις αντιρρήσεις τους και διενεργούν διαβουλεύσεις με σκοπό την ανεύρεση της κατάλληλης λύσεως.. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των δύο ομάδων, επικρατούν οι απόψεις των Συμμετεχόντων σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των τροποποιήσεων της ναυπηγικής βιομηχανίας

δ)

Κατά την έναρξη ισχύος της «Συμφωνίας σχετικά με την τήρηση ομαλών συνθηκών ανταγωνισμού στον κλάδο ναυπήγησης και επισκευής εμπορικών πλοίων» αυτή η τομεακή συμφωνία παύει να ισχύει για τους Συμμετέχοντες οι οποίοι καλούνται νομικά να εφαρμόζουν τη συμφωνία για τις εξαγωγικές πιστώσεις για τα πλοία του 1994 [C/WP6(94)6]. Αυτοί οι Συμμετέχοντες προβαίνουν στην άμεση αναθεώρηση για την εναρμόνιση της συμφωνίας του 1994 με την παρούσα τομεακή συμφωνία.

Συνημμένο

ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Εκτός από τις μελλοντικές εργασίες του Διακανονισμού, οι Συμμετέχοντες στην παρούσα τομεακή συμφωνία συμφωνούν:

α)

Να καταρτίσουν επεξηγηματικό κατάλογο των τύπων πλοίων που γενικά θεωρούνται ως εμπορικά μη βιώσιμα, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της συνδεδεμένης βοήθειας που καθορίζονται στον Διακανονισμό.

β)

Να επανεξετάσουν τις διατάξεις του Διακανονισμού σε σχέση με τα ελάχιστα ασφάλιστρα, με στόχο την ενσωμάτωσή τους στην παρούσα τομεακή συμφωνία.

γ)

Να συζητήσουν, με την επιφύλαξη των εξελίξεων στις αντίστοιχες διεθνείς διαπραγματεύσεις, την ενσωμάτωση άλλων αρχών για τα ελάχιστα επιτόκια, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών επιτοκίων αναφοράς (ΕΕΑ) και των κυμαινόμενων επιτοκίων.

δ)

Να συζητήσουν τη δυνατότητα εφαρμογής ετήσιων δόσεων αποπληρωμής του αρχικού κεφαλαίου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΤΟΜΕΑΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

1.   Πεδίο εφαρμογής

α)

Η παρούσα συμφωνία, που συμπληρώνει τον Διακανονισμό:

ορίζει τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται στις εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης οι οποίες αφορούν συμβάσεις για την εξαγωγή πλήρων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής ή τμημάτων τους. Περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία, εξοπλισμός, υλικά και υπηρεσίες, καθώς και εκπαίδευση του προσωπικού, που απαιτούνται άμεσα για την κατασκευή και την εκμετάλλευση αυτών των πυρηνικών σταθμών. Επίσης ορίζει τους όρους που εφαρμόζονται για τη στήριξη πυρηνικών καυσίμων,

δεν ισχύει για ό,τι είναι συνήθως υπεύθυνος ο αγοραστής, και συγκεκριμένα για έξοδα που έχουν σχέση με τη χωροταξική διευθέτηση, την οδοποιία, την κατασκευή οικισμών, την ηλεκτροδότηση, το κέντρο διανομής και την υδροδότηση, καθώς και για έξοδα που προκύπτουν από επίσημες διαδικασίες έγκρισης στη χώρα του αγοραστή (π.χ. άδεια εγκατάστασης, άδεια κατασκευής, άδεια αποθήκευσης καυσίμων), εκτός

περιπτώσεων στις οποίες ο αγοραστής του κέντρου διανομής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής και η σύμβαση συνάπτεται με το αρχικό κέντρο διανομής για τον εν λόγω πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, οπότε η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής και τα ελάχιστα επιτόκια για το αρχικό κέντρο διανομής θα είναι τα ίδια με εκείνα που ισχύουν για τον μη πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής (δηλαδή 15 έτη και τα ΕΕΕΑ).

δεν ισχύει για υποσταθμούς, μετασχηματιστές και γραμμές ανταπόκρισης.

β)

Η παρούσα τομεακή συμφωνία ισχύει επίσης για τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής σε περιπτώσεις στις οποίες η συνολική αξία του εκσυγχρονισμού είναι ίση ή άνω των 80 εκατ. ΕΤΔ (κατηγορία X) και η οικονομική ζωή του σταθμού είναι δυνατόν να παραταθεί για τουλάχιστον 15 έτη. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται τα δύο αυτά κριτήρια, ισχύουν οι όροι του Διακανονισμού.

γ)

Οι όροι του Διακανονισμού, και όχι της τομεακής συμφωνίας, θα έχουν εφαρμογή στην κρατική στήριξη που παρέχεται για τη διακοπή της λειτουργίας του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής. Ως διακοπή της λειτουργίας ορίζεται το οριστικό κλείσιμο ή η διάλυση ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής. Οι διαδικασίες κοινής στάσης που ορίστηκαν στα άρθρα 55 έως 60 του Διακανονισμού παρέχουν τη δυνατότητα περιορισμού ή παράτασης των όρων αποπληρωμής.

2.   Ανασκόπηση

Οι Συμμετέχοντες προβαίνουν σε ανασκόπηση της τομεακής συμφωνίας σε τακτική βάση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

3.   Μέγιστες προθεσμίες αποπληρωμής

Η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής μιας πίστωσης, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία εντάσσεται η χώρα, είναι 15 χρόνια.

4.   Αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου και καταβολή τόκων

α)

Το αρχικό κεφάλαιο μιας εξαγωγικής πίστωσης είναι κανονικά εξοφλητέο σε ίσες δόσεις.

β)

Το αρχικό κεφάλαιο αποπληρώνεται και οι τόκοι καταβάλλονται σε διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες και η πρώτη δόση του αρχικού κεφαλαίου και των τόκων καταβάλλεται το αργότερο έξι μήνες μετά το σημείο έναρξης της πίστωσης.

γ)

Για εξαγωγικές πιστώσεις που παρέχονται για τη στήριξη συναλλαγών χρηματοδοτικής μίσθωσης, είναι δυνατόν να καταβάλλονται ίσες δόσεις για τη συνδυασμένη αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου και τόκου αντί για ίσες δόσεις αρχικού κεφαλαίου, όπως ορίζεται στο στοιχείο α).

5.   Ελάχιστα επιτόκια

α)

Οι Συμμετέχοντες που παρέχουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη μέσω άμεσης πίστωσης/χρηματοδότησης, αναχρηματοδότησης ή επιδότησης επιτοκίου εφαρμόζουν ελάχιστα επιτόκια· οι Συμμετέχοντες εφαρμόζουν τα σχετικά ειδικά εμπορικά επιτόκια αναφοράς (ΕΕΕΑ). Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ανάληψη υποχρέωσης με σταθερό ειδικό εμπορικό επιτόκιο αναφοράς περιορίζεται αρχικά σε μία ανώτατη περίοδο που δεν υπερβαίνει τα 15 έτη από την ημερομηνία ανάθεσης της σύμβασης, η δημόσια στήριξη για την εναπομένουσα περίοδο μέχρι την αποπληρωμή του δανείου περιορίζεται σε εγγυήσεις ή στήριξη του επιτοκίου με το ανάλογο ΕΕΕΑ που ισχύει κατά την ημερομηνία αναπροσαρμογής.

β)

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες παρέχεται δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για εξοπλισμό και μερικό εφοδιασμό ενός πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, για τον οποίο ο προμηθευτής δεν έχει την ευθύνη της λειτουργίας, το ελάχιστο επιτόκιο είναι το ΕΕΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 6 της παρούσας τομεακής συμφωνίας. Ο Συμμετέχων μπορεί να προσφέρει την εναλλακτική λύση του ΕΕΑ, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Διακανονισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής από την ημερομηνία ανάθεσης της σύμβασης δεν υπερβαίνει τα 10 έτη.

6.   Καθορισμός των ΕΕΕΑ

Για όλα τα νομίσματα που χρησιμοποιούν οι Συμμετέχοντες τα ΕΕΕΑ είναι τα αντίστοιχα ΕΕΑ συν 75 μονάδες βάσης, εκτός από το γεν της Ιαπωνίας, για το οποίο τα ΕΕΕΑ είναι το ΕΕΑ επαυξημένο κατά 40 μονάδες βάσης. Αν για ένα νόμισμα ισχύει παραπάνω από ένα ΕΕΕΑ, τότε για τον καθορισμό του ΕΕΕΑ χρησιμοποιείται το ΕΕΑ που αντιστοιχεί στην ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής, σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση του άρθρου 20 α) του Διακανονισμού.

7.   Τοπικές δαπάνες και κεφαλαιοποίηση των τόκων

Οι διατάξεις του άρθρου 10 δ) του Διακανονισμού δεν εφαρμόζονται όταν παρέχεται δημόσια χρηματοδοτική στήριξη βάσει των ΕΕΕΑ. Η δημόσια χρηματοδοτική στήριξη με επιτόκια που διαφέρουν από τα ΕΕΕΑ τόσο για τις επιτόπιες δαπάνες όσο και για την κεφαλαιοποίηση των τόκων που προκύπτουν πριν από την ημερομηνία έναρξης δεν μπορεί να καλύπτει συνολικά και για τις δύο περιπτώσεις ποσό που να υπερβαίνει το 15 τοις εκατό της αξίας της εξαγωγής.

8.   Δημόσια στήριξη για πυρηνικά καύσιμα

α)

Η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής για το αρχικό φορτίο καυσίμου δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την ημερομηνία παράδοσης. Ο Συμμετέχων που παρέχει δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για το αρχικό φορτίο καυσίμου εφαρμόζει ελάχιστα επιτόκια. Ο Συμμετέχων εφαρμόζει τα σχετικά ΕΕΑ. Το αρχικό φορτίο καυσίμου περιλαμβάνει μόνο τον αρχικό πυρήνα και δύο διαδοχικές επαναφορτίσεις που δεν υπερβαίνουν συνολικά τα δύο τρίτα του πυρήνα.

β)

Η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής για ακόλουθες επαναφορτίσεις πυρηνικού καυσίμου είναι έξι μήνες. Εάν σε εξαιρετικές περιστάσεις εγκριθούν προθεσμίες αποπληρωμής πάνω από έξι μήνες, που όμως δεν θα υπερβαίνουν τα δύο χρόνια, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 44. Ο Συμμετέχων που παρέχει δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για ακόλουθες επαναφορτίσεις πυρηνικού καυσίμου εφαρμόζει ελάχιστα επιτόκια. Ο Συμμετέχων εφαρμόζει τα σχετικά ΕΕΑ.

γ)

Δημόσια στήριξη για την επιμέρους προμήθεια των υπηρεσιών εμπλουτισμού ουρανίου δεν παρέχεται με όρους ευνοϊκότερους από αυτούς που ισχύουν.

δ)

Η επανεπεξεργασία και η διαχείριση του αναλωθέντος καυσίμου (συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης των αποβλήτων) πληρώνεται τοις μετρητοίς.

ε)

Οι Συμμετέχοντες δεν παρέχουν δωρεάν πυρηνικό καύσιμο ή υπηρεσίες.

9.   Βοήθεια

Οι Συμμετέχοντες δεν παρέχουν στήριξη βοήθειας, παρά μόνον εάν αυτή έχει τη μορφή μη συνδεδεμένης μη επιστρεπτέας ενίσχυσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

10.   Προηγούμενη διαβούλευση

Οι Συμμετέχοντες, αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα που μπορεί να προκύψουν εάν επιτευχθεί κοινή στάση όσον αφορά τους όρους για πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, συμφωνούν να προβούν σε προηγούμενες διαβουλεύσεις σε όλες τις περιπτώσεις που υπάρχει πρόθεση για παροχή επίσημης στήριξης.

11.   Προηγούμενες γνωστοποιήσεις

α)

Ο Συμμετέχων που κινεί τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης γνωστοποιεί σε όλους τους άλλους Συμμετέχοντες τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν τη λήψη τελικής απόφασης, τους όρους που προτίθεται να στηρίξει σύμφωνα με το παράρτημα V του διακανονισμού.

β)

Οι άλλοι Συμμετέχοντες δεν λαμβάνουν οριστική απόφαση όσον αφορά τους όρους που θα υποστηρίξουν κατά την περίοδο των ακόλουθων 10 εργάσιμων ημερών που αναφέρεται στο στοιχείο α), αλλά προβαίνουν σε ανταλλαγή πληροφοριών εντός πέντε ημερών με όλους τους άλλους Συμμετέχοντες στις διαβουλεύσεις όσον αφορά τους κατάλληλους πιστωτικούς όρους για την εν λόγω συναλλαγή, με στόχο την επίτευξη κοινής στάσης ως προς τους όρους αυτούς.

γ)

Εάν μέσω της προαναφερθείσας διαδικασίας και εντός 10 ημερών από τη λήψη της αρχικής γνωστοποίησης δεν επιτευχθεί κοινή στάση, η οριστική απόφαση κάθε Συμμετέχοντος στις διαβουλεύσεις θα καθυστερήσει κατά 10 ακόμα εργάσιμες ημέρες, περίοδο κατά την οποία θα καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για την επίτευξη κοινής στάσης μέσω προφορικών διαβουλεύσεων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

ΜΕΡΟΣ 1

ΚΑΙΝΟΥΡΓΗ ΜΕΓΑΛΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.   Μορφή και πεδίο εφαρμογής

α)

Το τμήμα 1 της τομεακής συμφωνίας, η οποία συμπληρώνει τον Διακανονισμό, καθορίζει τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν για εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης σχετικά με την πώληση ή τη χρηματοδοτική μίσθωση καινούργιων μεγάλων αεροσκαφών πολιτικής αεροπορίας, που απαριθμούνται στο προσάρτημα I, και τις μηχανές που εγκαθίστανται στα εν λόγω αεροσκάφη. Ως νέο αεροσκάφος νοείται εκείνο το οποίο ανήκει στον κατασκευαστή, ήτοι εκείνο που δεν έχει παραδοθεί ούτε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται, ήτοι για τη μεταφορά επιβατών που έχουν πληρώσει ναύλο και/ή για τη μεταφορά φορτίου. Αυτό δεν πρέπει να αποκλείει την παροχή στήριξης από συμμετέχοντα με όρους που ισχύουν για νέα αεροσκάφη σε συναλλαγές στις οποίες, εν γνώσει του εν λόγω συμμετέχοντα, είχαν προηγουμένως προβλεφθεί ενδιάμεσες εμπορικές και χρηματικές ρυθμίσεις λόγω καθυστέρησης στην παροχή δημόσιας στήριξης. Στις περιπτώσεις αυτές, η προθεσμία αποπληρωμής, περιλαμβανομένων του «σημείου έναρξης της πίστωσης» και της «τελικής προθεσμίας αποπληρωμής», θα είναι η ίδια με εκείνη που θα ίσχυε σε περίπτωση που η πώληση ή η χρηματοδοτική μίσθωση του αεροσκάφους είχε λάβει δημόσια στήριξη από την ημερομηνία αρχικής παραλαβής του αεροσκάφους.

β)

Οι όροι του κεφαλαίου Ι ισχύουν επίσης για τις μηχανές και τα ανταλλακτικά όταν αποτελούν τμήμα της αρχικής παραγγελίας του αεροσκάφους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 33 του μέρους 3 της παρούσας τομεακής συμφωνίας. Δεν ισχύουν για τους εξομοιωτές πτήσης, που υπόκεινται στους όρους του Διακανονισμού.

2.   Στόχος

Στόχος του παρόντος τμήματος της τομεακής συμφωνίας είναι η επίτευξη αρμονικής ισορροπίας με την οποία σε όλες τις αγορές:

εξισώνονται οι ανταγωνιστικοί χρηματοοικονομικοί όροι μεταξύ των συμμετεχόντων,

εξουδετερώνεται το στοιχείο των όρων χρηματοδότησης εκ μέρους των συμμετεχόντων ως παράγοντα επιλογής μεταξύ ανταγωνιστικών αεροσκαφών, και

αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ

3.   Προκαταβολή

α)

Οι Συμμετέχοντες απαιτούν ελάχιστη προκαταβολή 15 τοις εκατό της συνολικής τιμής του αεροσκάφους, η οποία περιλαμβάνει την τιμή του σκελετού του αεροσκάφους, των εγκατεστημένων κινητήρων συν την τιμή των εφεδρικών κινητήρων και των ανταλλακτικών στον βαθμό που αναφέρεται στο άρθρο 33 του μέρους 3 της παρούσας τομεακής συμφωνίας.

β)

Η δημόσια στήριξη για τέτοιου είδους προκαταβολές μπορεί να λάβει μόνον τη μορφή ασφάλισης και εγγυήσεων, ήτοι καθαρής κάλυψης, έναντι των συνήθων κατασκευαστικών κινδύνων.

4.   Μέγιστες προθεσμίες αποπληρωμής

Η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής είναι 12 έτη.

5.   Επιλέξιμα νομίσματα

Τα νομίσματα που είναι επιλέξιμα για δημόσια χρηματοδοτική στήριξη είναι το δολάριο ΗΠΑ, το ευρώ και η λίρα ΗΒ.

6.   Αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου

α)

Το αρχικό κεφάλαιο μιας εξαγωγικής πίστωσης είναι κανονικά εξοφλητέο σε ίσες και τακτικές, το ανώτερο εξαμηνιαίες δόσεις, που αρχίζουν το αργότερο έξι μήνες μετά το σημείο έναρξης της πίστωσης. Σε περίπτωση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η εν λόγω διαδικασία αποπληρωμής εφαρμόζεται είτε για το ποσό του αρχικού κεφαλαίου μόνο είτε για το ποσό του αρχικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με τους τόκους.

β)

Ο Συμμετέχων που προτίθεται να στηρίξει μια αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται στο στοιχείο α) οφείλει να συμμορφώνεται με τα ακόλουθα:

1)

Η αποπληρωμή του κεφαλαίου, άπαξ ή σε δόσεις, εντός εξάμηνης περιόδου δεν υπερβαίνει ποσοστό 25 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου που θα πρέπει να αποπληρωθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής·

2)

Ο Συμμετέχων ακολουθεί τη διαδικασία της προηγούμενης γνωστοποίησης.

7.   Καταβολή τόκων

α)

Οι τόκοι κανονικά δεν κεφαλαιοποιούνται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αποπληρωμής.

β)

Οι τόκοι καταβάλλονται το αργότερο ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης το αργότερο έξι μήνες μετά τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης.

γ)

Ένας Συμμετέχων που προτίθεται να στηρίξει την καταβολή τόκου υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) προβαίνει προηγουμένως σε γνωστοποίηση.

8.   Ελάχιστα επιτόκια

α)

Οι Συμμετέχοντες που παρέχουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, η οποία δεν υπερβαίνει το 85 τοις εκατό της συνολικής τιμής του αεροσκάφους που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 3 ανωτέρω, εφαρμόζουν κατώτατα επιτόκια μέχρι μέγιστο ύψος 62,5 τοις εκατό της συνολικής τιμής του αεροσκάφους ως ακολούθως:

για προθεσμίες αποπληρωμής μέχρι και 10 έτη – TB10 + 120 μονάδες βάσης,

για προθεσμίες αποπληρωμής άνω των 10 έως 12 ετών – TB10 + 175 μονάδες βάσης,

όπου TB10 είναι η απόδοση, υπολογιζόμενη ως ο μέσος όρος των δύο προηγούμενων ημερολογιακών εβδομάδων, των κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας για το αντίστοιχο νόμισμα (εκτός από το ευρώ) με σταθερή λήξη. Στην περίπτωση του ευρώ, TB10 είναι η δεκαετής απόδοση, υπολογιζόμενη ως ο μέσος όρος των δύο προηγούμενων ημερολογιακών εβδομάδων, της καμπύλης αποδόσεων του ευρώ, όπως αυτή διαμορφώνεται από την Eurostat για τον καθορισμό του ΕΕΑ. Για όλα τα νομίσματα εφαρμόζεται περιθώριο βάσει των προαναφερομένων.

β)

Το μέγιστο ποσοστό της συνολικής αξίας του αεροσκάφους που μπορεί να χρηματοδοτηθεί στα σταθερά κατώτατα επιτόκια που καθορίζονται στο στοιχείο α) ανωτέρω περιορίζεται στο 62,5 τοις εκατό όταν η αποπληρωμή του δανείου είναι κατανεμημένη σε όλη τη διάρκεια της χρηματοδότησης και στο 42,5 τοις εκατό όταν η αποπληρωμή του δανείου είναι κατανεμημένη κατά τις τελευταίες ημερομηνίες λήξης. Οι Συμμετέχοντες είναι ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε από τις δύο προσεγγίσεις αποπληρωμής, με την επιφύλαξη του ανώτατου ορίου που ισχύει για την περίπτωση αυτή. Ο Συμμετέχων ο οποίος προσφέρει τέτοιου είδους σχήμα γνωστοποιεί στους λοιπούς Συμμετέχοντες το ποσό, το επιτόκιο, την ημερομηνία κατά την οποία ορίστηκε το επιτόκιο, την περίοδο ισχύος του επιτοκίου και τον τρόπο της αποπληρωμής. Οι Συμμετέχοντες αναθεωρούν τα δύο ανώτατα όρια τη στιγμή της κάθε ανασκόπησης, σύμφωνα με το άρθρο 17 της παρούσας τομεακής συμφωνίας για να εξεταστεί κατά πόσον ένα ανώτατο όριο προσφέρει περισσότερα πλεονεκτήματα από το άλλο, ώστε να γίνει προσαρμογή σε αυτό με τα περισσότερα πλεονεκτήματα και να επιτευχθεί μεγαλύτερη ισορροπία.

γ)

Με την επιφύλαξη του ορίου του 85 τοις εκατό που καθορίζεται στο στοιχείο α) ανωτέρω,

1)

Οι Συμμετέχοντες μπορούν να παράσχουν επιπροσθέτως δημόσια χρηματοδοτική στήριξη κατά τρόπο συγκρίσιμο με αυτόν που παρέχεται από τον Οργανισμό Ιδιωτικής Χρηματοδότησης Εξαγωγών (PEFCO). Δεκαπενθήμερες πληροφορίες σχετικά με το κόστος δανεισμού του PEFCO και τα ισχύοντα επιτόκια δανεισμού, μη περιλαμβανομένου του κόστους των δημοσίων εγγυήσεων, για τη χρηματοδότηση σταθερού επιτοκίου για άμεση καταβολή επί σειρά ημερομηνιών, για προσφορές συμβάσεων και για προσφορές διαγωνισμών, κοινοποιούνται στους λοιπούς Συμμετέχοντες σε τακτική βάση. Ο Συμμετέχων ο οποίος προσφέρει τέτοιου είδους σχήμα γνωστοποιεί στους λοιπούς Συμμετέχοντες το ποσό, το επιτόκιο, την ημερομηνία κατά την οποία ορίστηκε το επιτόκιο, την περίοδο ισχύος για τα επιτόκια και τον τρόπο αποπληρωμής. Κάθε Συμμετέχων ο οποίος ευθυγραμμίζεται με αυτού του είδους τη χρηματοδότηση, την οποία προσφέρει άλλος Συμμετέχων, ευθυγραμμίζεται σε όλους τους όρους και τις προϋποθέσεις της, εκτός από την περίοδο ισχύος των προσφορών ανάληψης υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 8 της παρούσας τομεακής συμφωνίας,

2)

Τα εν λόγω επιτόκια όπως γνωστοποιούνται εφαρμόζονται από όλους τους Συμμετέχοντες εφόσον το επιτόκιο καταβολής επί σειρά ετών δεν υπερβαίνει τις 225 μονάδες βάσης πάνω από το TB10. Στην περίπτωση που το επιτόκιο 24 μηνών υπερβαίνει τις 225 μονάδες βάσης, οι Συμμετέχοντες είναι ελεύθεροι να εφαρμόσουν το επιτόκιο των 225 μονάδων βάσης για το επιτόκιο καταβολής 24 μηνών και όλα τα σχετικά επιτόκια, και προβαίνουν σε διαβουλεύσεις αμέσως προκειμένου να εξευρεθεί μόνιμη λύση.

δ)

Τα ελάχιστα επιτόκια περιλαμβάνουν ασφάλιστρα πίστωσης και κόστος εγγυήσεων. Εντούτοις, το κόστος ανάληψης υποχρεώσεων και διαχείρισης δεν περιλαμβάνεται στα επιτόκια.

9.   Προσαρμογές επιτοκίου

Τα ελάχιστα επιτόκια που καθορίζονται στο άρθρο 8 της παρούσας τομεακής συμφωνίας αναθεωρούνται κάθε δύο εβδομάδες. Σε περίπτωση που η μέση απόδοση των κρατικών ομολόγων για το σχετικό νόμισμα σταθερής ημερομηνίας λήξης, διαφέρει κατά 10 βασικές μονάδες ή περισσότερο στο τέλος περιόδου δύο εβδομάδων, τα εν λόγω κατώτατα επιτόκια θα προσαρμόζονται κατά την ίδια διαφορά μονάδων βάσης που σημειώθηκαν ανωτέρω, και το εκ νέου υπολογισθέν επιτόκιο θα στρογγυλευθεί στην πλησιέστερη πεντάδα μονάδων βάσης.

10.   Περίοδος ισχύος για προσφορές εξαγωγικών πιστώσεων/επιτοκίων

Η διάρκεια των προσφορών κατώτατου επιτοκίου που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 της παρούσας τομεακής συμφωνίας δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

11.   Καθορισμός των προσφορών επιτοκίου και επιλογής επιτοκίων

α)

Οι Συμμετέχοντες μπορούν να παράσχουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 της παρούσας τομεακής συμφωνίας σε επιτόκιο που ισχύει την ημερομηνία που πραγματοποιείται προσφορά επιτοκίου για το σχετικό αεροσκάφος, υπό την προϋπόθεση ότι η προσφορά γίνεται αποδεκτή εντός της περιόδου ισχύος της σύμφωνα με το άρθρο 10. Εάν η προσφορά επιτοκίου δεν γίνει αποδεκτή, μπορούν να γίνουν περαιτέρω προσφορές επιτοκίου μέχρι, αλλά όχι αργότερα από, την ημερομηνία παράδοσης του σχετικού αεροσκάφους.

β)

Μια προσφορά επιτοκίου μπορεί να γίνει αποδεκτή και κάποιο επιτόκιο μπορεί να επιλεγεί οποιαδήποτε στιγμή μεταξύ της υπογραφής της σύμβασης και της ημερομηνίας παράδοσης του σχετικού αεροσκάφους. Το επιτόκιο που επιλέγεται από τον δανειολήπτη είναι αμετάκλητο.

12.   Στήριξη καθαρής κάλυψης

Οι Συμμετέχοντες μπορούν να παρέχουν δημόσια στήριξη αποκλειστικά μέσω εγγύησης ή ασφάλισης, ήτοι καθαρής κάλυψης, με την επιφύλαξη του κατώτατου ορίου του 85 τοις εκατό, που ορίζεται στο άρθρο 8 α) της παρούσας τομεακής συμφωνίας. Οποιοσδήποτε Συμμετέχων που παρέχει τέτοιου είδους στήριξη γνωστοποιεί στους άλλους Συμμετέχοντες το ποσό, τους όρους, το νόμισμα και τον τρόπο αποπληρωμής καθώς και τα επιτόκια.

13.   Σημείο αναφοράς του ανταγωνισμού

Σε περίπτωση ανταγωνισμού που τυγχάνει δημόσιας στήριξης, αεροσκάφη τα οποία βρίσκονται στον κατάλογο των μεγάλων αεροσκαφών πολιτικής αεροπορίας του προσαρτήματος Ι της παρούσας τομεακής συμφωνίας και τα οποία ανταγωνίζονται άλλα αεροσκάφη μπορούν να τυγχάνουν των ίδιων πιστωτικών όρων και προϋποθέσεων.

14.   Ασφάλεια για τον κίνδυνο αποπληρωμής

Οι Συμμετέχοντες μπορούν να αποφασίσουν σχετικά με την ασφάλεια την οποία θεωρούν αποδεκτή για να εξασφαλισθούν έναντι του κινδύνου αποπληρωμής χωρίς αναφορά στους άλλους Συμμετέχοντες. Εντούτοις, συμφωνούν να παρέχουν πληροφορίες επί της ασφάλειας αυτής εάν ζητηθεί από άλλους Συμμετέχοντες ή όταν το κρίνουν απαραίτητο.

15.   Μεταβολές τύπου

Οι Συμμετέχοντες συμφωνούν ότι, όταν έχει πραγματοποιηθεί ή ολοκληρωθεί προσφορά σταθερού επιτοκίου για έναν τύπο αεροσκάφους, οι όροι που περιλαμβάνονται σε αυτήν δεν μπορούν να μεταφερθούν σε άλλον τύπο που έχει διαφορετική ονομασία.

16.   Χρηματοδοτικές μισθώσεις

Οι Συμμετέχοντες μπορούν, με την επιφύλαξη των λοιπών όρων του μέρους 1 της παρούσας τομεακής συμφωνίας, να παρέχουν στήριξη για χρηματοδοτική μίσθωση επί της ίδιας βάσης με τις συμβάσεις πώλησης.

17.   Βοήθεια

Οι Συμμετέχοντες δεν παρέχουν στήριξη βοήθειας, παρά μόνον εάν αυτή έχει τη μορφή μη συνδεδεμένης μη επιστρεπτέας ενίσχυσης. Εντούτοις, οι Συμμετέχοντες εξετάζουν ευνοϊκά τις αιτήσεις για κοινή στάση σχετικά με συνδεδεμένη βοήθεια ανθρωπιστικών σκοπών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

18.   Προηγούμενη γνωστοποίηση, ευθυγράμμιση και ανταλλαγή πληροφοριών

Για το τμήμα αυτό της παρούσας τομεακής συμφωνίας ισχύουν οι διαδικασίες για προηγούμενη γνωστοποίηση, ευθυγράμμιση και ανταλλαγή πληροφοριών που καθορίζονται στον Διακανονισμό. Επιπλέον, οι Συμμετέχοντες μπορούν να ζητήσουν διαβουλεύσεις εάν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι άλλος Συμμετέχων προσφέρει πίστωση που τυγχάνει δημόσιας στήριξης με όρους και προϋποθέσεις που δεν είναι συμβατοί με την τομεακή συμφωνία. Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εντός 10 ημερών, αλλά κατά τα άλλα ακολουθούν τις διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 54 του Διακανονισμού.

19.   Ανασκόπηση

Οι Συμμετέχοντες εξετάζουν σε τακτική βάση τις διαδικασίες και τις διατάξεις της παρούσας τομεακής συμφωνίας ώστε να τις προσαρμόσουν στις συνθήκες της αγοράς. Εντούτοις, εάν οι συνθήκες της αγοράς ή οι συνήθεις χρηματοδοτικές πρακτικές μεταβληθούν σημαντικά, μπορεί να ζητηθεί ανασκόπηση ανά πάσα στιγμή.

ΜΕΡΟΣ 2

ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΩΝ ΑΕΡΟΣΚΑΦΩΝ ΕΚΤΟΣ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΕΡΟΣΚΑΦΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

20.   Μορφή και πεδίο εφαρμογής

Το μέρος 2 της παρούσας τομεακής συμφωνίας, η οποία συμπληρώνει τον Διακανονισμό, καθορίζει τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν για τις εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης για την πώληση ή τη χρηματοδοτική μίσθωση νέων αεροσκαφών που δεν καλύπτονται από το μέρος 1 της παρούσας τομεακής συμφωνίας. Δεν ισχύει για τα σκάφη τύπου hovercraft ούτε για τους εξομοιωτές πτήσης οι οποίοι υπόκεινται στους όρους του Διακανονισμού.

21.   Βέλτιστη προσπάθεια

Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου αντιπροσωπεύουν τους πλέον ευνοϊκούς όρους τους οποίους επιτρέπεται να προσφέρουν οι Συμμετέχοντες σε περίπτωση που παρέχουν δημόσια στήριξη. Οι Συμμετέχοντες πάντως θα συνεχίσουν να τηρούν τους συνήθεις όρους που ισχύουν στην αγορά για διαφορετικούς τύπους αεροσκαφών και πράττουν ό,τι είναι δυνατό για να αποφευχθεί η αλλοίωση των όρων αυτών.

22.   Κατηγορίες αεροσκαφών

Οι Συμμετέχοντες έχουν συμφωνήσει επί της ακόλουθης κατηγοριοποίησης των αεροσκαφών:

—   κατηγορία A: αεροσκάφη με στροβιλοκινητήρα, συμπεριλαμβανομένων των ελικοπτέρων (π.χ. αεροσκάφη κινούμενα με στροβιλοαεριωθητές, με ελικοστροβίλους και με στροβιλοαεριωθητήρα διπλής ροής) 30 και 70 θέσεων κατά κανόνα,

—   κατηγορία B: λοιπά στροβιλοκινούμενα αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων των ελικοπτέρων,

—   κατηγορία Γ: λοιπά αεροσκάφη, συμπεριλαμβανομένων των ελικοπτέρων.

Στο προσάρτημα I παρατίθεται επεξηγηματικός κατάλογος διαχωρισμού των αεροσκαφών σε κατηγορίες Α και Β.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ

23.   Μέγιστες προθεσμίες αποπληρωμής

Η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής ποικίλλει ανάλογα με την κατηγορία του αεροσκάφους, η οποία καθορίζεται από τα κριτήρια του άρθρου 22 της παρούσας τομεακής συμφωνίας.

α)

Για τα αεροσκάφη της κατηγορίας Α η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής είναι δέκα έτη.

β)

Για τα αεροσκάφη της κατηγορίας Β η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής είναι επτά έτη.

γ)

Για τα αεροσκάφη της κατηγορίας Γ η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής είναι πέντε έτη.

24.   Αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου

α)

Το αρχικό κεφάλαιο μιας εξαγωγικής πίστωσης είναι κανονικά εξοφλητέο σε ίσες και τακτικές, το ανώτερο εξαμηνιαίες δόσεις, που αρχίζουν το αργότερο έξι μήνες μετά το σημείο έναρξης της πίστωσης. Σε περίπτωση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η εν λόγω διαδικασία αποπληρωμής εφαρμόζεται είτε για το ποσό του αρχικού κεφαλαίου μόνο είτε για το ποσό του αρχικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με τους τόκους.

β)

Ο Συμμετέχων που προτίθεται να στηρίξει μια αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται στο στοιχείο α) οφείλει να συμμορφώνεται με τα ακόλουθα:

1)

Η αποπληρωμή του κεφαλαίου, άπαξ ή σε δόσεις, εντός εξάμηνης περιόδου θα υπερβαίνει ποσοστό 25 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου που θα πρέπει να αποπληρωθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής.

2)

Ο Συμμετέχων προβαίνει προηγουμένως σε γνωστοποίηση.

25.   Καταβολή τόκων

α)

Οι τόκοι κανονικά δεν κεφαλαιοποιούνται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αποπληρωμής.

β)

Οι τόκοι καταβάλλονται το αργότερο ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης το αργότερο έξι μήνες μετά τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης.

γ)

Ένας Συμμετέχων που προτίθεται να στηρίξει την καταβολή τόκου υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) προβαίνει προηγουμένως σε γνωστοποίηση.

δ)

Από τον τόκο εξαιρούνται:

1)

οποιαδήποτε πληρωμή μέσω ασφαλίστρου ή άλλης επιβάρυνσης για την ασφάλιση ή την εγγύηση πιστώσεων του προμηθευτή ή χρηματοδοτικών πιστώσεων. Όταν η δημόσια στήριξη παρέχεται μέσω άμεσων πιστώσεων/χρηματοδότησης ή αναχρηματοδότησης, το ασφάλιστρο μπορεί να προστεθεί στην αξία όψεως του επιτοκίου είτε να αποτελέσει ξεχωριστό τέλος· και οι δύο συνιστώσες καθορίζονται ξεχωριστά στους Συμμετέχοντες·

2)

οποιαδήποτε άλλη πληρωμή μέσω τραπεζικών επιβαρύνσεων ή προμηθειών σε σχέση με την εξαγωγική πίστωση, εκτός από τις ετήσιες ή εξαμηνιαίες τραπεζικές επιβαρύνσεις που είναι πληρωτέες κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αποπληρωμής· και

3)

η παρακράτηση φόρων που επιβάλλονται από τη χώρα εισαγωγής.

26.   Ελάχιστα επιτόκια

Οι Συμμετέχοντες που παρέχουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη εφαρμόζουν ελάχιστα επιτόκια· οι Συμμετέχοντες εφαρμόζουν τα σχετικά ΕΕΑ που καθορίζονται στο άρθρο 20 του Διακανονισμού.

27.   Ασφάλιστρα και κόστος εγγυήσεων

Οι Συμμετέχοντες δεν παραιτούνται, εν μέρει ή εν όλω, από ασφάλιστρα ή τέλη εγγυήσεων.

28.   Βοήθεια

Οι Συμμετέχοντες δεν παρέχουν στήριξη βοήθειας, παρά μόνον εάν αυτή έχει τη μορφή μη συνδεδεμένης μη επιστρεπτέας ενίσχυσης. Εντούτοις, οι Συμμετέχοντες εξετάζουν ευνοϊκά οιανδήποτε αίτηση για κοινή στάση όσον αφορά συνδεδεμένη βοήθεια για ανθρωπιστικούς σκοπούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

29.   Προηγούμενη γνωστοποίηση, ευθυγράμμιση και ανταλλαγή πληροφοριών

Σε περίπτωση ανταγωνισμού που τυγχάνει δημόσιας στήριξης για την πώληση ή τη χρηματοδοτική μίσθωση, τα αεροσκάφη που ανταγωνίζονται αυτά άλλης κατηγορίας ή αυτά που προέρχονται από άλλα τμήματα της τομεακής συμφωνίας είναι δυνατόν να τύχουν, για τη συγκεκριμένη πώληση ή τη χρηματοδοτική μίσθωση, των ίδιων όρων και προϋποθέσεων όπως τα άλλα αεροσκάφη. Για το τμήμα αυτό της τομεακής συμφωνίας ισχύουν οι διαδικασίες για προηγούμενη γνωστοποίηση, ευθυγράμμιση και ανταλλαγή πληροφοριών που καθορίζονται στον Διακανονισμό. Επιπλέον οι Συμμετέχοντες μπορούν να ζητήσουν διαβουλεύσεις εάν υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι κάποιος άλλος Συμμετέχων προσφέρει πίστωση που τυγχάνει δημόσιας στήριξης υπό όρους οι οποίοι δεν είναι συμβατοί με την τομεακή συμφωνία. Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εντός 10 ημερών, αλλά κατά τα άλλα ακολουθούν τις διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 54 του Διακανονισμού.

30.   Ανασκόπηση

Οι Συμμετέχοντες εξετάζουν τις διαδικασίες και τις διατάξεις της παρούσας τομεακής συμφωνίας σε τακτική βάση προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση με τις συνθήκες της αγοράς. Εντούτοις, εάν οι συνθήκες της αγοράς ή οι συνήθεις χρηματοδοτικές πρακτικές μεταβληθούν σημαντικά, μπορεί να ζητηθεί ανασκόπηση ανά πάσα στιγμή.

ΜΕΡΟΣ 3

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ, ΕΦΕΔΡΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ, ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ, ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

31.   Μορφή και πεδίο εφαρμογής

Το μέρος 3 της τομεακής συμφωνίας, η οποία συμπληρώνει τον Διακανονισμό, καθορίζει τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν για εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης σε σχέση με την πώληση ή τη χρηματοδοτική μίσθωση χρησιμοποιημένων αεροσκαφών· και των εφεδρικών μηχανών, των ανταλλακτικών, της συντήρησης και των συμβάσεων συντήρησης σε συνδυασμό τόσο με τα νέα όσο και τα χρησιμοποιημένα αεροσκάφη. Δεν ισχύει για τα σκάφη τύπου hovercraft ούτε για τους εξομοιωτές πτήσης οι οποίοι υπόκεινται στους όρους του Διακανονισμού. Ισχύουν οι σχετικές διατάξεις των μερών 1 και 2 της παρούσας τομεακής συμφωνίας εκτός εάν ισχύουν τα ακόλουθα.

32.   Χρησιμοποιημένα αεροσκάφη

Οι Συμμετέχοντες δεν παρέχουν ευνοϊκότερους πιστωτικούς όρους από αυτούς που ορίζονται στην τομεακή συμφωνία για τα νέα αεροσκάφη. Για τα χρησιμοποιημένα αεροσκάφη ισχύουν ειδικά οι ακόλουθοι κανόνες.

α)

Ηλικία αεροσκάφους (έτη)

Κανονικές ανώτατες προθεσμίες αποπληρωμής

 

Μεγάλο αεροσκάφος

Κατηγορία A

Κατηγορία B

Κατηγορία Γ

1

10

8

6

5

2

9

7

6

5

3

8

6

5

4

4

7

6

5

4

5 – 10

6

6

5

4

Άνω των 10

5

5

4

3

Οι εν λόγω όροι αναθεωρούνται σε περίπτωση που μεταβληθούν οι ανώτατες προθεσμίες αποπληρωμής για τα νέα αεροσκάφη.

β)

Οι Συμμετέχοντες εφαρμόζουν τις διατάξεις που ορίζονται στα άρθρα 24 και 25 της παρούσας τομεακής συμφωνίας

γ)

Οι Συμμετέχοντες που παρέχουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη εφαρμόζουν ελάχιστα επιτόκια· οι Συμμετέχοντες εφαρμόζουν τα σχετικά ΕΕΑ που καθορίζονται στο άρθρο 20 του Διακανονισμού.

33.   Εφεδρικοί κινητήρες και ανταλλακτικά

α)

Η χρηματοδότηση των εν λόγω στοιχείων όταν αποτελούν τμήμα της αρχικής παραγγελίας αεροσκάφους μπορεί να γίνει υπό τους ίδιους όρους όπως για το αεροσκάφος. Εντούτοις, στις περιπτώσεις αυτές οι Συμμετέχοντες λαμβάνουν επίσης υπόψη το μέγεθος του στόλου κάθε τύπου αεροσκάφους, περιλαμβανομένων των αεροσκαφών που έχουν ήδη αγοραστεί, των αεροσκαφών που αποτελούν ήδη αντικείμενο τελικής παραγγελίας ή που έχουν ήδη αποκτηθεί, βάσει των ακολούθων:

για τα πρώτα πέντε αεροσκάφη ενός τύπου στον στόλο: 15 τοις εκατό της τιμής του αεροσκάφους, ήτοι της τιμής του σκελετού και των εγκατεστημένων κινητήρων, και

για το έκτο και τα επόμενα αεροσκάφη του τύπου αυτού στον στόλο: 10 τοις εκατό της τιμής του αεροσκάφους, ήτοι της τιμής του σκελετού και των εγκατεστημένων κινητήρων.

β)

Όταν τα στοιχεία αυτά δεν παραγγέλλονται μαζί με το αεροσκάφος, η ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής είναι πέντε έτη για νέους εφεδρικούς κινητήρες και δύο έτη για άλλα ανταλλακτικά.

γ)

Κατά παρέκκλιση του στοιχείου β) ανωτέρω, για νέους εφεδρικούς κινητήρες μεγάλων αεροσκαφών, οι Συμμετέχοντες μπορούν να υπερβούν την ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής των πέντε ετών κατά μέγιστο τρία έτη

σε περίπτωση που η συναλλαγή έχει ελάχιστη αξία σύμβασης άνω των 20 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ, ή

περιλαμβάνει κατώτατο όριο τεσσάρων νέων εφεδρικών κινητήρων.

Η αξία της σύμβασης αναθεωρείται κάθε δύο έτη και προσαρμόζεται αναλόγως στις αυξήσεις των τιμών.

δ)

Οι Συμμετέχοντες διατηρούν το δικαίωμα να μεταβάλουν την πρακτική τους και να ευθυγραμμιστούν με τις πρακτικές των ανταγωνιζόμενων συμμετεχόντων σε σχέση με τον χρόνο της πρώτης αποπληρωμής του αρχικού κεφαλαίου όσον αφορά τους εφεδρικούς κινητήρες και τα ανταλλακτικά.

34.   Συντήρηση και συμβάσεις συντήρησης

Οι Συμμετέχοντες μπορούν να προσφέρουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη με προθεσμία αποπληρωμής μέχρι δύο έτη για συντήρηση και συμβάσεις συντήρησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

35.   Προηγούμενη γνωστοποίηση, ευθυγράμμιση και ανταλλαγή πληροφοριών

Για το μέρος αυτό της τομεακής συμφωνίας ισχύουν οι διαδικασίες για προηγούμενη γνωστοποίηση, ευθυγράμμιση και ανταλλαγή πληροφοριών που καθορίζονται στον Διακανονισμό. Επιπλέον, οι Συμμετέχοντες μπορούν να ζητήσουν διαβουλεύσεις εάν υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι κάποιος άλλος Συμμετέχων προσφέρει πίστωση που τυγχάνει δημόσιας στήριξης υπό όρους οι οποίοι δεν είναι συμβατοί με την τομεακή συμφωνία. Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εντός 10 ημερών, αλλά κατά τα άλλα ακολουθούν τις διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 54 του Διακανονισμού.

36.   Ανασκόπηση

Οι Συμμετέχοντες εξετάζουν τις διαδικασίες και τις διατάξεις της παρούσας τομεακής συμφωνίας σε τακτική βάση προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση με τις συνθήκες της αγοράς. Εντούτοις, εάν οι συνθήκες της αγοράς ή οι συνήθεις χρηματοδοτικές πρακτικές μεταβληθούν σημαντικά, μπορεί να ζητηθεί ανασκόπηση ανά πάσα στιγμή.

Προσάρτημα I

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

Όλα τα άλλα παρόμοια αεροσκάφη που ενδέχεται να παρουσιαστούν στο μέλλον υπάγονται στην παρούσα τομεακή συμφωνία και θα προστεθούν, σε εύθετο χρόνο, στον αντίστοιχο πίνακα. Οι πίνακες αυτοί δεν είναι εξαντλητικοί και χρησιμεύουν μόνο προκειμένου να υποδείξουν τον τύπο των αεροσκαφών που πρέπει να συμπεριληφθούν στις διάφορες κατηγορίες σε περίπτωση που υπάρχουν αμφιβολίες.

ΜΕΓΑΛΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

Κατασκευαστής

Τύπος

Airbus

A 300

Airbus

A 310

Airbus

A 318

Airbus

A 319

Airbus

A 320

Airbus

A 321

Airbus

A 330

Airbus

A 340

Boeing

B 737

Boeing

B 747

Boeing

B 757

Boeing

B 767

Boeing

B 777

Boeing

B 707, 727

British Aerospace

RJ70

British Aerospace

RJ85

British Aerospace

RJ100

British Aerospace

RJ115

British Aerospace

BAe146

Fairchild Dornier

728 Jet

Fairchild Dornier

928 Jet

Fokker

F 70

Fokker

F 100

Lockheed

L-100

McDonnell Douglas

σειρά MD-80

McDonnell Douglas

σειρά MD-90

McDonnell Douglas

MD-11

McDonnell Douglas

DC-10

McDonnell Douglas

DC-9

Lockheed

L-1011

Ramaero

1.11-495

ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Α

Αεροσκάφη με στροβιλοκινητήρα, συμπεριλαμβανομένων των ελικοπτέρων (π.χ. αεροσκάφη κινούμενα με στροβιλοαεριωθητές, με ελικοστροβίλους και με στροβιλοαεριωθητήρα διπλής ροής), 30 και 70 θέσεων κατά κανόνα. Εφόσον θα αναπτυχθεί νέος τύπος μεγάλου στροβιλοκινούμενου αεροσκάφους άνω των 70 θέσεων, διεξάγονται, κατόπιν αιτήσεως, άμεσες διαβουλεύσεις με σκοπό να επιτευχθεί συμφωνία σχετικά με την κατάταξη του αεροσκάφους στην κατηγορία αυτή ή στο μέρος 1 της παρούσας τομεακής συμφωνίας, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση από πλευράς ανταγωνισμού.

Κατασκευαστής

Τύπος

Aeritalia

G 222

Aeritalia/Aerospatiale

ATR 42

Aeritalia/Aerospatiale

ATR 72

Aerospatiale/MBB

C160 Transall

De Havilland

Dash 8

De Havilland

Dash 8 - 100

De Havilland

Dash 8 - 200

De Havilland

Dash 8 - 300

Boeing Vertol

234 Chinook

Broman (U.S.)

BR 2000

British Aerospace

BAe ATP

British Aerospace

BAe 748

British Aerospace

BAe Jetstream 41

British Aerospace

BAe Jetstream 61

Canadair

CL 215T

Canadair

CL 415

Canadair

RJ

Casa

CN235

Dornier

DO 328

EH Industries

EH-101

Embraer

EMB 120 Brasilia

Embraer

EMB 145

Fairchild Dornier

528 Jet

Fairchild Dornier

328 Jet

Fokker

F 50

Fokker

F 27

Fokker

F 28

Gulfstream America

Gulfstream I-4

LET

610

Saab

SF 340

Saab

2000

Short

SD 3-30

Short

SD 3-60

Short

Sherpa

ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ Β

Άλλα αεροσκάφη με στροβιλοκινητήρα, συμπεριλαμβανομένων των ελικοπτέρων.

Κατασκευαστής

Τύπος

Aerospatiale

AS 332

Agusta

A 109, A 119

Beech

1900

Beech

Super King Air 300

Beech

Starship 1

Bell Helicopter

206B

Bell Helicopter

206L

Bell Helicopter

212

Bell Helicopter

230

Bell Helicopter

412

Bell Helicopter

430

Bell Helicopter

214

Bombardier/Canadair

Global Express

British Aerospace

BAe Jetstream 31

British Aerospace

BAe 125

British Aerospace

BAe 1000

British Aerospace

BAe Jetstream Super 31

Beech Aircraft Corpn d/b/a Raytheon Aircraft Co.

Hawker 1000

Beech Aircraft Corpn d/b/a Raytheon Aircraft Co.

Hawker 800

Beech Aircraft Corpn d/b/a Raytheon Aircraft Co.

King Air 350

Beech Aircraft Corpn d/b/a Raytheon Aircraft Co.

σειρά Beechjet 400

Beech Aircraft Corpn d/b/a Raytheon Aircraft Co.

Starship 2000A

Bell

B 407

Canadair

Challenger 601-3A

Canadair

Challenger 601-3R

Canadair

Challenger 604

Casa

C 212-200

Casa

C 212-300

Cessna

Citation

Cessna

σειρές C441 Conquest III και Caravan 208

Claudius Dornier

CD2

Dassault Breguet

Falcon

Dornier

DO 228-200

Embraer

EMB 110 P2

Embraer/FAMA

CBA 123

Eurocopter

AS 350, AS 355, EC 120, AS 365, EC 135

Eurocopter

B0105LS

Fairchild

Merlin/300

Fairchild

Metro 25

Fairchild

Metro III V

Fairchild

Metro III

Fairchild

Metro III A

Fairchild

Merlin IVC-41

Gulfstream America

Gulfstream II, III, IV και V

IAI

Astra SP και SPX

IAI

Arava 101 B

Learjet

Σειρές 31A, 35A, 45 και 60

MBB

BK 117 C

MBB

BO 105 CBS

McDonnell Helicopter System

MD 902, MD 520, MD 600

Mitsubishi

Mu2 Marquise

Piaggio

P 180

Pilatus Britten-Norman

BN2T Islander

Piper

400 LS

Piper

T 1040

Piper

PA-42-100 (Cheyenne 400)

Piper

PA-42-720 (Cheyenne III A)

Piper

Cheyenne II

Reims

Cessna-Caravan II

SIAI-Marchetti

SF 600 Canguro

Short

Tucano

Westland

W30

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΥΔΑΤΙΝΟΥΣ ΠΟΡΟΥΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΑ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ 30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2007

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1.   Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα τομεακή συμφωνία, η οποία συμπληρώνει τον Διακανονισμό, καθορίζει τους χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις που μπορούν να εφαρμόζονται στις εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης σχετικά με τις συμβάσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και για έργα που αφορούν τους υδάτινους πόρους· το πεδίο εφαρμογής των επιλέξιμων τομέων παρατίθεται στο προσάρτημα 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

2.   Ανώτατες προθεσμίες αποπληρωμής

Η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής μιας πίστωσης, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία εντάσσεται η χώρα βάσει του άρθρου 11 του Διακανονισμού, είναι 15 χρόνια.

3.   Αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου και καταβολή τόκων

α)

Το αρχικό κεφάλαιο μιας εξαγωγικής πίστωσης είναι κανονικά εξοφλητέο σε ίσες δόσεις.

β)

Το αρχικό κεφάλαιο αποπληρώνεται και οι τόκοι καταβάλλονται σε διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες και η πρώτη δόση του αρχικού κεφαλαίου και των τόκων καταβάλλεται το αργότερο έξι μήνες μετά το σημείο έναρξης της πίστωσης.

γ)

Για εξαγωγικές πιστώσεις που παρέχονται για τη στήριξη συναλλαγών χρηματοδοτικής μίσθωσης, είναι δυνατόν να καταβάλλονται ίσες δόσεις για τη συνδυασμένη αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου και τόκου αντί για ίσες δόσεις αρχικού κεφαλαίου όπως ορίζεται στο στοιχείο α).

4.   Τα ελάχιστα σταθερά επιτόκια βάσει της δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης

Οι Συμμετέχοντες που παρέχουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη μέσω άμεσης πίστωσης/χρηματοδότησης, αναχρηματοδότησης ή επιδότησης επιτοκίου εφαρμόζουν ελάχιστα επιτόκια:

α)

Για προθεσμίες αποπληρωμής μέχρι και 12 έτη, οι Συμμετέχοντες εφαρμόζουν τα σχετικά εμπορικά επιτόκια αναφοράς (ΕΕΑ) που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20 του Διακανονισμού.

β)

Για προθεσμίες αποπληρωμής πέραν των 12 ετών και έως και 14 ετών, εφαρμόζεται προσαύξηση του ΕΑΑ κατά 20 βασικές μονάδες για όλα τα νομίσματα.

γ)

Για προθεσμίες αποπληρωμής πέραν των 14 ετών, εφαρμόζονται σε όλα τα νομίσματα τα σχετικά ειδικά εμπορικά επιτόκια αναφοράς (ΕΕΕΑ) που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 της παρούσας τομεακής συμφωνίας.

5.   Καθορισμός των ΕΕΕΑ

Για όλα τα νομίσματα που χρησιμοποιούν οι Συμμετέχοντες, τα ΕΕΕΑ είναι τα αντίστοιχα ΕΕΑ συν 75 μονάδες βάσης, εκτός από το γεν της Ιαπωνίας, για το οποίο τα ΕΕΕΑ είναι το ΕΕΑ επαυξημένο κατά 40 μονάδες βάσης. Αν για ένα νόμισμα ισχύει παραπάνω από ένα ΕΕΕΑ, τότε για τον καθορισμό του ΕΕΕΑ χρησιμοποιείται το ΕΕΑ που αντιστοιχεί στην ανώτατη προθεσμία αποπληρωμής, σύμφωνα με το σημείο 1 του άρθρου 20 α) του Διακανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

6.   Προηγούμενη γνωστοποίηση χωρίς συζήτηση

Ο Συμμετέχων ενημερώνει όλους τους άλλους Συμμετέχοντες, τουλάχιστον 10 ημερολογιακές μέρες πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε υποχρέωσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας τομεακής συμφωνίας, σύμφωνα με το παράρτημα V του Διακανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

7.   Δοκιμαστική περίοδος και παρακολούθηση

α)

Οι χρηματοδοτικοί όροι και προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρούσα τομεακή συμφωνία εφαρμόζονται για διετή δοκιμαστική περίοδο, δηλαδή από την 1η Ιουλίου 2005 έως τις 30 Ιουνίου 2007. Κατά τη διάρκεια της διετούς δοκιμαστικής περιόδου οι Συμμετέχοντες προβαίνουν σε ανασκόπηση της λειτουργίας της παρούσας τομεακής συμφωνίας για να εξετάζουν την αποκτηθείσα εμπειρία.

β)

Οι εν λόγω χρηματοδοτικοί όροι και προϋποθέσεις παύουν να ισχύουν κατά το πέρας της δοκιμαστικής περιόδου, εκτός αν οι Συμμετέχοντες συμφωνήσουν να:

παρατείνουν τη δοκιμαστική περίοδο, με όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις/βελτιώσεις, ή

εντάξουν τους χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις στον Διακανονισμό, με όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις/βελτιώσεις.

γ)

Η Γραμματεία υποβάλλει έκθεση όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω χρηματοδοτικών όρων και προϋποθέσεων.

Προσάρτημα 1

ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΙ ΤΟΜΕΙΣ

Οι ακόλουθοι τομείς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και παροχής ύδατος είναι επιλέξιμοι για τους χρηματοδοτικούς όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρούσα τομεακή συμφωνία, εφόσον τα αποτελέσματά τους αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τη σύσταση του 2003 του ΟΟΣΑ για τις κοινές προσεγγίσεις του περιβάλλοντος και των εξαγωγικών πιστώσεων που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης (1) (όπως τροποποιήθηκε ακολούθως από τα μέλη της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τις εξαγωγικές πιστώσεις και την πιστωτική εγγύηση και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο του ΟΟΣΑ) από την 1η Ιουλίου 2005:

α)

Αιολική ενέργεια

β)

Γεωθερμική ενέργεια

γ)

Ενέργεια από παλίρροιες και παλιρροϊκά ρεύματα

δ)

Ενέργεια των κυμάτων

ε)

Ηλιακή φωτοβολταϊκή ενέργεια

στ)

Ηλιακή θερμική ενέργεια

ζ)

Θερμική ενέργεια των ωκεανών

η)

Βιοενέργεια: όλες οι εγκαταστάσεις παραγωγής βιώσιμης ενέργειας από βιομάζα, αέρια εκλυόμενα από χώρους υγειονομικής ταφής, εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού, αέριο και βιοαέριο. Με τον όρο «βιομάζα» νοείται το βιοαποικοδομήσιμο τμήμα των προϊόντων, απορριμμάτων και καταλοίπων από τη γεωργία (που περιέχουν φυτικές και ζωικές ουσίες) και τη δασοκομία και τις συναφείς βιομηχανίες, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο τμήμα των βιομηχανικών και αστικών απορριμμάτων και καταλοίπων.

θ)

Έργα που αφορούν την παροχή ύδατος για ανθρώπινη κατανάλωση και εγκαταστάσεις επεξεργασίας αποβλήτων:

υποδομή για την υδροδότηση των νοικοκυριών, δηλαδή καθαρισμός ύδατος για τη λήψη πόσιμου ύδατος και δίκτυο διανομής (συμπεριλαμβάνεται και ο έλεγχος διαρροής),

εγκαταστάσεις συλλογής και επεξεργασίας αποβλήτων, δηλαδή συλλογή και επεξεργασία οικιακών και βιομηχανικών αποβλήτων και λυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση του ύδατος και της επεξεργασίας της λυματολάσπης που συνδέονται άμεσα με αυτές τις δραστηριότητες.

ι)

Υδροηλεκτρική ενέργεια


(1)  Εννοείται ότι η σύσταση του ΟΟΣΑ εφαρμόζεται επίσης σε έργα που δεν είναι επιλέξιμα βάσει των εν λόγω χρηματοδοτικών όρων και προϋποθέσεων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Τα στοιχεία που παρατίθενται στο τμήμα I κατωτέρω πρέπει να παρέχονται για όλες τις γνωστοποιήσεις που πραγματοποιούνται βάσει του Διακανονισμού (συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων του). Επιπλέον, τα στοιχεία που καθορίζονται στο τμήμα II πρέπει να παρέχονται, εφόσον απαιτείται, για το συγκεκριμένο είδος γνωστοποίησης που γίνεται.

I.   ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

α)   Βασικές πληροφορίες

1.

Χώρα που προβαίνει σε γνωστοποίηση

2.

Ημερομηνία γνωστοποίησης

3.

Όνομα της αρχής/του οργανισμού

4.

Αριθμός αναφοράς

5.

Αρχική κοινοποίηση ή αναθεώρηση προηγούμενης γνωστοποίησης (αριθμός αναθεώρησης, εάν ισχύει)

6.

Αριθμός δόσης (εάν υπάρχει)

7.

Αριθμός αναφοράς πιστωτικής γραμμής (εάν υπάρχει)

8.

Άρθρο(-α) του Διακανονισμού βάσει του (των) οποίου(-ων) γίνεται η γνωστοποίηση

9.

Αριθμός αναφοράς της γνωστοποίησης (εάν υπάρχει)

10.

Περιγραφή δικαιολογητικών (εάν υπάρχουν)

β)   Στοιχεία του αγοραστή/δανειολήπτη/εγγυητή

11.

Χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη

12.

Όνομα του αγοραστή/δανειολήπτη

13.

Έδρα του αγοραστή/δανειολήπτη

14.

Ιδιότητα του αγοραστή/δανειολήπτη

15.

Χώρα του εγγυητή (εάν ισχύει)

16.

Όνομα του εγγυητή (εάν ισχύει)

17.

Έδρα του εγγυητή (εάν ισχύει)

18.

Ιδιότητα του εγγυητή (εάν ισχύει)

γ)   Στοιχεία των εξαγόμενων αγαθών και/ή υπηρεσιών και του έργου

19.

Περιγραφή των εξαγόμενων αγαθών και/ή υπηρεσιών

20.

Περιγραφή του έργου (εφόσον υπάρχει)

21.

Έδρα του έργου (εφόσον υπάρχει)

22.

Ημερομηνία λήξης της υποβολής προσφορών (εφόσον υπάρχει)

23.

Ημερομηνία λήξης πιστωτικής γραμμής (εάν υπάρχει)

24.

Αξία της (των) σύμβασης (συμβάσεων) που υποστηρίζονται, είτε πραγματική αξία (για όλες τις πιστωτικές γραμμές και τις συναλλαγές στο πλαίσιο χρηματοδότησης έργων ή για κάθε χωριστή συναλλαγή σε εθελοντική βάση) ή σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα σε εκατ. ΕΤΔ:

Κατηγορία

Από

Έως

I:

0

1

II:

1

2

III:

2

3

IV:

3

5

V:

5

7

VI:

7

10

VII:

10

20

VIII:

20

40

IX:

40

80

X:

80

120

XI:

120

160

XII:

160

200

XIII:

200

240

XIV:

240

280

XV:

280

 (1)

25.

Νόμισμα της (των) σύμβασης (συμβάσεων)

δ)   Χρηματοδοτικοί όροι και προϋποθέσεις για τη δημόσια στήριξη εξαγωγικών πιστώσεων

26.

Αξία πίστωσης· η πραγματική αξία για γνωστοποιήσεις που αφορούν πιστωτικές γραμμές και συναλλαγές στο πλαίσιο χρηματοδότησης έργων ή για κάθε χωριστή συναλλαγή σε εθελοντική βάση ή σύμφωνα με την κλίμακα των ΕΤΔ

27.

Νόμισμα της πίστωσης

28.

Προκαταβολή (ποσοστό της συνολικής αξίας των συμβάσεων για τις οποίες παρέχεται υποστήριξη)

29.

Τοπικές δαπάνες (ποσοστό της συνολικής αξίας των συμβάσεων για τις οποίες παρέχεται υποστήριξη)

30.

Ημερομηνία έναρξης της πίστωσης και αναφορά στο εφαρμοστέο σημείο του άρθρου 10

31.

Διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής

32.

Βασικό επιτόκιο

33.

Επιτόκιο ή περιθώριο

II   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΣΧΕΘΟΥΝ, ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, ΓΙΑ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

α)   Διακανονισμός, άρθρο 14 δ) 5

1.

Χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής

2.

Συχνότητα αποπληρωμής

3.

Χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην ημερομηνία έναρξης της πίστωσης και την πρώτη αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου

4.

Ποσό του τόκου που κεφαλαιοποιείται πριν από την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

5.

Μέση σταθμισμένη διάρκεια ζωής της περιόδου αποπληρωμής

6.

Εξήγηση του λόγου για τον οποίο δεν παρέχεται υποστήριξη σύμφωνα με το άρθρο 14 στοιχεία α) έως γ)

β)   Διακανονισμός, άρθρα 24 και 28

1.

Κατάταξη κινδύνου χώρας της χώρας του αγοραστή/δανειολήπτη ή πολυμερούς/περιφερειακού οργανισμού

2.

Διάρκεια της περιόδου εκταμίευσης

3.

Ποσοστό κάλυψης για τον κίνδυνο χώρας

4.

Ποιότητα κάλυψης (π.χ. κάτω από, στο ίδιο επίπεδο με ή άνω των προδιαγραφών)

5.

ΠΜΑ που βασίζεται στην κατάταξη χώρας της χώρας του αγοραστή/δανειολήπτη απουσία εγγυήτριας τρίτης χώρας, συμμετοχή πολυμερούς/περιφερειακού οργανισμού και/ή μείωση/αποκλεισμός κινδύνου

6.

Ισχύοντες ΠΜΑ

7.

Ασφάλιστρο που επιβάλλεται σήμερα (εκφρασμένο σε μορφή ΠΜΑ ως ποσοστό του αρχικού κεφαλαίου)

γ)   Διακανονισμός, άρθρο 24 στοιχείο ε) πρώτη περίπτωση

1.

Κατάταξη κινδύνου χώρας της χώρας του εγγυητή

2.

Επιβεβαίωση ότι ο εγγυητής καλύπτει και τους πέντε κινδύνους χώρας που αναφέρονται στο άρθρο 25 στοιχείο α) για όλη τη διάρκεια της πίστωσης

3.

Μνεία ως προς το εάν το συνολικό ποσό κινδύνου (ήτοι αρχικό κεφάλαιο και τόκοι) καλύπτεται από την εγγύηση

4.

Επιβεβαίωση ότι ο εγγυητής είναι φερέγγυος όσον αφορά το μέγεθος του εγγυημένου χρέους.

5.

Επιβεβαίωση ότι η εγγύηση είναι νομικά έγκυρη και εκτελεστή βάσει της δικαιοδοσίας της τρίτης χώρας.

6.

Μνεία ως προς το εάν υφίσταται οποιαδήποτε οικονομική σχέση μεταξύ του εγγυητή και του αγοραστή/δανειολήπτη

7.

Σε περίπτωση που υφίσταται σχέση μεταξύ του εγγυητή και του αγοραστή/δανειολήπτη:

το είδος της σχέσης (π.χ. μητρικής-θυγατρικής, θυγατρικής-μητρικής, κοινής ιδιοκτησίας)

επιβεβαίωση ότι ο εγγυητής είναι νομικά και οικονομικά ανεξάρτητος και ότι δύναται να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις πληρωμής του αγοραστή/δανειολήπτη

επιβεβαίωση ότι ο εγγυητής δεν θα επηρεαστεί από γεγονότα, νομοθεσίες ή παρέμβαση κυρίαρχου κράτους στη χώρα του δανειολήπτη

δ)   Διακανονισμός, άρθρο 28

1.

Τεχνική μείωσης/αποκλεισμού κινδύνου που έχει χρησιμοποιηθεί

2.

Εφαρμοζόμενοι ΠΜΑ

3.

Πλήρης εξήγηση σχετικά με το ποιοι πιστωτικοί κίνδυνοι χώρας έχουν είτε εξωτερικοποιηθεί/απομακρυνθεί ή περιοριστεί/εξαιρεθεί στην επιμέρους συναλλαγή, καθώς και εξήγηση του κατά ποιον τρόπο η εν λόγω εξωτερικοποίηση/απομάκρυνση ή περιορισμός/εξαίρεση των πιστωτικών κινδύνων χώρας αιτιολογούν τον εφαρμοζόμενο ΠΜΑ.

ε)   Διακανονισμός, άρθρα 46 και 47

1.

Είδος συνδεδεμένης βοήθειας (δηλαδή, αναπτυξιακή βοήθεια ή μεικτή πίστωση ή μεικτή χρηματοδότηση)

2.

Συνολικό ύψος ευνοϊκών όρων της συνδεδεμένης και της εν μέρει μη συνδεδεμένης χρηματοδοτικής βοήθειας, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 37

3.

ΔΠΕ (διαφοροποιημένο προεξοφλητικό επιτόκιο) που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων

4.

Τρόπος αντιμετώπισης των πληρωμών τοις μετρητοίς κατά τον υπολογισμό του επιπέδου ευνοϊκών όρων

5.

Περιορισμοί στη χρησιμοποίηση των πιστωτικών γραμμών

στ)   Παράρτημα II, άρθρο 10

1.

Χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής

2.

Συχνότητα αποπληρωμής

3.

Χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην ημερομηνία έναρξης της πίστωσης και την πρώτη αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου

4.

Στήριξη για τις επιτόπιες δαπάνες: όροι αποπληρωμής και είδος της στήριξης

5.

Τμήμα του έργου που θα χρηματοδοτηθεί (αναφέροντας ξεχωριστά τα στοιχεία για τη φόρτωση καυσίμου, όπου αυτό είναι αναγκαίο)

6.

Οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία (συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σε σχετικές υποθέσεις)

ζ)   Παράρτημα IV, άρθρο 6

1.

Ακριβέστερη περιγραφή του έργου, συμπεριλαμβανομένου του ειδικού τομέα όπως αναφέρεται στο προσάρτημα 1 της τομεακής συμφωνίας επί των εξαγωγικών πιστώσεων, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των υδρολογικών έργων (παράρτημα IV).

2.

Ολοκληρωμένη αιτιολόγηση της ανάγκης ειδικών χρηματοδοτικών όρων.

3.

Όσον αφορά το επιτόκιο, πληροφορίες για το επίπεδο της προσαύξησης επί του ΕΕΑ στην περίπτωση που εφαρμόζεται το άρθρο 4 στοιχεία β) ή γ) της τομεακής συμφωνίας επί των εξαγωγικών πιστώσεων, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των υδρολογικών έργων (παράρτημα IV).

η)   Παράρτημα X, άρθρο 5

1.

Αιτιολόγηση της ανάγκης για την πρόβλεψη όρων σχετικά με τη χρηματοδότηση των έργων

2.

Αξία της σύμβασης όσον αφορά τη σύμβαση επί παραδόσει τελειωμένου έργου, το τμήμα των συμβάσεων υπεργολαβίας κ.λπ.

3.

Ακριβέστερη περιγραφή του έργου

4.

Είδος της κάλυψης που παρέχεται πριν από την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

5.

Είδος της κάλυψης πολιτικού κινδύνου πριν από την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

6.

Είδος της κάλυψης εμπορικού κινδύνου που παρέχεται πριν από την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

7.

Είδος της κάλυψης που παρέχεται μετά την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

8.

Είδος της κάλυψης πολιτικού κινδύνου μετά την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

9.

Είδος της κάλυψης εμπορικού κινδύνου μετά την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

10.

Διάρκεια κατασκευαστικής περιόδου (εάν ισχύει)

11.

Διάρκεια της περιόδου εκταμίευσης

12.

Μέση σταθμισμένη διάρκεια ζωής της περιόδου αποπληρωμής

13.

Χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής

14.

Συχνότητα αποπληρωμής

15.

Χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην ημερομηνία έναρξης της πίστωσης και την πρώτη αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου

16.

Ποσοστό του αρχικού κεφαλαίου που εξοφλείται στη μέση της πίστωσης

17.

Ποσό του τόκου που κεφαλαιοποιείται πριν από την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

18.

Άλλα τέλη που εισπράττει ο ΟΕΠ (Οργανισμός Εξαγωγικής Πίστωσης), π.χ. προμήθειες ανάληψης υποχρεώσεων (προαιρετικές, εκτός από την περίπτωση συναλλαγών με αγοραστές σε χώρες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ)

19.

Τιμή ασφαλίστρου (προαιρετικό, εκτός από την περίπτωση έργων σε χώρες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ)

20.

Επιβεβαίωση (και εξήγηση, εφόσον απαιτείται) ότι η συναλλαγή αφορά/χαρακτηρίζεται από:

χρηματοδότηση συγκεκριμένης οικονομικής μονάδας, στο πλαίσιο της οποίας ο δανειστής δέχεται οι ταμειακές ροές και τα έσοδα της εν λόγω οικονομικής μονάδας να αποτελούν τη βάση των πόρων από τους οποίους θα εξοφληθεί το δάνειο, και το ενεργητικό της ίδιας μονάδας να αποτελεί την εγγύηση του εν λόγω δανείου,

χρηματοδότηση εξαγωγών αυτόνομης (από νομική και οικονομική άποψη) εταιρείας ανάληψης έργων, π.χ. ειδικής εταιρείας, στο πλαίσιο εντελώς καινούργιων επενδυτικών έργων με δικά τους έσοδα,

ορθό καταμερισμό των κινδύνων μεταξύ των συμμετεχόντων στο έργο, που μπορεί να αποτελούν μετόχους του ιδιωτικού τομέα ή φερέγγυους μετόχους του δημόσιου τομέα, εξαγωγείς, πιστωτές, αγοραστές, με επαρκή ίδια κεφάλαια,

επαρκή ταμειακή ροή του έργου, καθ’ όλη την προθεσμία αποπληρωμής του χρέους, για την κάλυψη όλων των δαπανών λειτουργίας και την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους,

κατά προτεραιότητα αφαίρεση των δαπανών λειτουργίας και εξυπηρέτησης του χρέους από έσοδα που προέρχονται από το έργο,

μη κρατικό αγοραστή/δανειολήπτη χωρίς κρατική εγγύηση αποπληρωμής,

τίτλους βασιζόμενους στο ενεργητικό για τα έσοδα/περιουσιακά στοιχεία του έργου, π.χ. εκχωρήσεις, ενέχυρα, λογαριασμούς εσόδων κ.λπ.,

περιορισμένη χρησιμοποίηση ή απουσία χορηγών μεταξύ μετόχων/επενδυτών του ιδιωτικού τομέα μετά την ολοκλήρωσή του.

θ)   Παράρτημα Χ, άρθρο 5 για έργα σε χώρες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ

1.

Συνολικό ποσό του κοινοπρακτικού χρέους για το έργο, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών δανειστών και των δανειστών του ιδιωτικού τομέα

2.

Συνολικό ποσό του κοινοπρακτικού χρέους από δανειστές του κρατικού τομέα

3.

Ποσοστό του κοινοπρακτικού χρέους που παρέχουν οι Συμμετέχοντες

4.

Επιβεβαίωση του γεγονότος ότι:

όσον αφορά τη συμμετοχή σε κοινοπρακτικό δάνειο με ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν λαμβάνουν κρατική στήριξη για εξαγωγικές πιστώσεις, ο Συμμετέχων αποτελεί εταίρο μειοψηφίας με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου,

η τιμή ασφαλίστρου που αναφέρεται στο σημείο 18 ανωτέρω δεν είναι χαμηλότερη από τη διαθέσιμη χρηματοδότηση της ιδιωτικής αγοράς και είναι ανάλογη με τις αντίστοιχες τιμές που χρεώνουν άλλα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στην κοινοπραξία.


(1)  Δηλώστε τον αριθμό των ΕΤΔ ως πολλαπλάσια των 40 εκατ. που υπερβαίνουν τα 280 εκατ. ΕΤΔ, π.χ. ΕΤΔ 410 εκατ. πρέπει να δηλώνονται στην κατηγορία XV + 4.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ

Ο μαθηματικός τύπος για τον υπολογισμό των ΕΑ που θα εφαρμόζονται για τις εξαγωγικές πιστώσεις είναι:

ΕΑ = ((α × ΟΚ) + β) × (ΠΚ/0,95) × ΠΠΠ × ΠΠΚ × (1 – ΠΜΑ) × ΠΚΚ

όπου:

οι α και β είναι οι συντελεστές που συνδέονται με την ισχύουσα κατηγορία κινδύνου χώρας

ΟΚ είναι ο ορίζοντας κινδύνου

ΠΚ είναι το ποσοστό της κάλυψης

ΠΠΠ είναι ο παράγοντας ποιότητας του προϊόντος

ΠΠΚ είναι ο παράγοντας του ποσοστού κάλυψης

ΠΜΑ είναι ο παράγοντας μετριασμού/αποκλεισμού κινδύνου χώρας

ΠΚΚ είναι ο παράγοντας κάλυψης κινδύνου του αγοραστή

Οι τιμές παραγόντων α και β λαμβάνονται από τον ακόλουθο πίνακα:

 

Κατηγορία κινδύνου χώρας

0

1

2

3

4

5

6

7

α

μ.δ.σ.

0,100

0,225

0,392

0,585

0,780

0,950

1,120

β

μ.δ.σ.

0,350

0,350

0,400

0,500

0,800

1,200

1,800

Ο ορίζοντας κινδύνου (ΟΚ) υπολογίζεται ως εξής:

 

Για συγκεκριμένους τρόπους αποπληρωμής (δηλαδή ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις για την αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου):

HOR = (διάρκεια της περιόδου εκταμίευσης × 0,5) + διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής

 

Για μη συγκεκριμένους τρόπους αποπληρωμής, η αντίστοιχη περίοδος αποπληρωμής (εκφρασμένη υπό τη μορφή ισόποσων, εξαμηνιαίων ή ετήσιων δόσεων) υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο:

HOR = (σταθμισμένη μέση διάρκεια ζωής της περιόδου αποπληρωμής - 0,25) / 0,5

Η χρήση ετών ή μηνών στον τύπο δεν έχει αντίκτυπο στον υπολογισμό εφόσον η ίδια μονάδα χρησιμοποιείται για την περίοδο εκταμίευσης και αποπληρωμής.

Το ποσοστό κάλυψης (ΠΚ) εκφρασμένο σε μορφή δεκαδικής τιμής (ήτοι το 95 τοις εκατό εκφρασμένο ως 0,95)

Ο παράγοντας ποιότητας του προϊόντος (ΠΠΠ) προκύπτει από τον ακόλουθο πίνακα:

 

Κατηγορία κινδύνου χώρας

Ποιότητα προϊόντος

0

1

2

3

4

5

6

7

κατώτερη των προδιαγραφών

μ.δ.σ.

0,9965

0,9935

0,9850

0,9825

0,9825

0,9800

0,9800

στο επίπεδο των προδιαγραφών

μ.δ.σ.

1,0000

1,0000

1,0000

1,0000

1,0000

1,0000

1,0000

άνω των προδιαγραφών

μ.δ.σ.

1,0035

1,0065

1,0150

1,0175

1,0175

1,0200

1,0200

Ο συντελεστής του ποσοστού κάλυψης (ΠΠΚ) ορίζεται ως εξής:

 

Έστω ΠΚ <= 0,95, ΠΠΚ = 1

 

Έστω ΠΚ > 0,95, ΠΠΚ = 1 + ((ΠΚ - 0,95) / 0,05) × συντελεστής ποσοστού κάλυψης

 

Κατηγορία κινδύνου χώρας

0

1

2

3

4

5

6

7

συντελεστής ποσοστού κάλυψης

μ.δ.σ.

0,00000

0,00337

0,00489

0,01639

0,03657

0,05878

0,08598

Ο παράγοντας μετριασμού/αποκλεισμού κινδύνου χώρας (ΠΜΑ) ορίζεται ως εξής:

 

Για εξαγωγικές πιστώσεις χωρίς μετριασμό κινδύνου χώρας, ΠΜΑ = 0

 

Για εξαγωγικές πιστώσεις με μετριασμό κινδύνου χώρας, ο ΠΜΑ καθορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα VIII.

Ο παράγοντας κάλυψης κινδύνου του αγοραστή (ΠΚΚ) ορίζεται ως εξής:

 

Όταν η κάλυψη κινδύνου του αγοραστή αποκλείεται εντελώς, ΠΚΚ = 0,90

 

Όταν η κάλυψη κινδύνου του αγοραστή δεν αποκλείεται, ΠΚΚ = 1

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΧΩΡΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΤΗ Ή ΠΟΛΥΜΕΡΗ Ή ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΣΚΟΠΟΣ

Το παρόν παράρτημα περιέχει τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που διέπουν την εφαρμογή της κατάταξης κινδύνου χώρας με βάση εγγυητή ή πολυμερή ή περιφερειακό οργανισμό τρίτης χώρας σύμφωνα με τις καταστάσεις που περιγράφονται στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 24 ε) του Διακανονισμού.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Κατάταξη κινδύνου χώρας με βάση εγγυητή τρίτης χώρας

Περίπτωση 1:   Εγγύηση για το συνολικό ποσό που ενέχει κίνδυνο

Όταν η ασφάλεια υπό τη μορφή εγγύησης από έναν φορέα που βρίσκεται εκτός της χώρας του αγοραστή/δανειστή παρέχεται για το συνολικό ποσό που ενέχει κίνδυνο (ήτοι το αρχικό κεφάλαιο και τους τόκους), η εφαρμοστέα κατάταξη κινδύνου για μια χώρα δύναται να είναι εκείνη στην οποία βρίσκεται ο εγγυητής όταν πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

Η εγγύηση καλύπτει όλη τη διάρκεια της πίστωσης.

Η εγγύηση είναι αμετάκλητη, άνευ όρων και διαθέσιμη εφόσον ζητηθεί.

Η εγγύηση είναι νομικά έγκυρη και εκτελεστή βάσει της νομολογίας της χώρας του εγγυητή.

Η εγγύηση είναι για τους πέντε κινδύνους χώρας στη χώρα του αγοραστή/δανειστή.

Ο εγγυητής είναι φερέγγυος όσον αφορά το μέγεθος του εγγυημένου χρέους.

Ο εγγυητής υπόκειται στη νομοθεσία περί νομισματικού ελέγχου και μεταβιβάσεων της χώρας στην οποία βρίσκεται.

Εάν ο εγγυητής είναι θυγατρική/μητρική της υπό εγγύηση οντότητας, οι Συμμετέχοντες καθορίζουν κατά περίπτωση εάν: 1. λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση μεταξύ θυγατρικής/μητρικής και τον βαθμό της νομικής δέσμευσης της μητρικής εταιρείας, η θυγατρική/μητρική είναι νομικά και οικονομικά ανεξάρτητη και πληροί τις υποχρεώσεις της ως προς την πληρωμή 2. η θυγατρική/μητρική δύναται να επηρεαστεί από την παρέμβαση τοπικών γεγονότων/νομοθεσίας ή του κυρίαρχου κράτους και 3. η έδρα δέχεται, σε περίπτωση μη εξόφλησης, να εκληφθεί ως υπεύθυνη.

Περίπτωση 2:   Εγγύηση για περιορισμένο ποσό

Όταν η ασφάλεια υπό τη μορφή εγγύησης από έναν φορέα που βρίσκεται εκτός της χώρας του αγοραστή/δανειστή παρέχεται για περιορισμένο ποσό που ενέχει κίνδυνο (ήτοι το αρχικό κεφάλαιο και τους τόκους), η ισχύουσα κατάταξη κινδύνου για μια χώρα δύναται να είναι εκείνη στην οποία βρίσκεται ο εγγυητής για το μέρος της πίστωσης που καλύπτεται από την εγγύηση: Εκτός από τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στην περίπτωση 1, η κατάταξη χώρας του εγγυητή είναι δυνατόν να εφαρμοστεί μόνον είτε όταν το εγγυημένο ποσό (το αρχικό κεφάλαιο και οι σχετικοί τόκοι) είναι είτε 1) μεγαλύτερο ή ίσο με το 10 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου συν τους σχετικούς τόκους, ή 2) πέντε εκατ. αρχικό κεφάλαιο ΕΤΔ συν τους σχετικούς τόκους εάν η συναλλαγή υπερβαίνει τα 50 εκατ. ΕΤΔ.

Για το μέρος της πίστωσης που δεν καλύπτεται από εγγύηση, η ισχύουσα κατάταξη κινδύνου χώρας είναι αυτή της χώρας του αγοραστή.

Κατάταξη κινδύνου χώρας με βάση πολυμερή ή περιφερειακό οργανισμό

Περίπτωση 1:   Εγγύηση για το συνολικό ποσό που ενέχει κίνδυνο

Όταν η ασφάλεια, υπό τη μορφή εγγύησης από πολυμερή ή περιφερειακό οργανισμό που έχει αποτελέσει αντικείμενο κατάταξης, παρέχεται για το συνολικό ποσό που ενέχει κίνδυνο (ήτοι το αρχικό κεφάλαιο και τους τόκους), η ισχύουσα κατάταξη κινδύνου για μια χώρα δύναται να είναι εκείνη που ισχύει για τον πολυμερή ή περιφερειακό οργανισμό όταν ισχύουν τα ακόλουθα κριτήρια:

Η εγγύηση καλύπτει όλη τη διάρκεια της πίστωσης.

Η εγγύηση είναι αμετάκλητη, άνευ όρων και διαθέσιμη εφόσον ζητηθεί.

Η εγγύηση είναι για τους πέντε κινδύνους χώρας στη χώρα του αγοραστή/δανειστή.

Ο εγγυητής δεσμεύεται νομικά για το συνολικό ποσό της πίστωσης.

Οι αποπληρωμές γίνονται απευθείας στον πιστωτή.

Περίπτωση 2:   Εγγύηση για περιορισμένο ποσό

Όταν η ασφάλεια, υπό τη μορφή εγγύησης από πολυμερή ή περιφερειακό οργανισμό που έχει αποτελέσει αντικείμενο κατάταξης, παρέχεται για περιορισμένο ποσό που ενέχει κίνδυνο (ήτοι το αρχικό κεφάλαιο και τους τόκους), η ισχύουσα κατάταξη κινδύνου για μια χώρα δύναται να είναι εκείνη που ισχύει για τον πολυμερή ή περιφερειακό οργανισμό για το μέρος της πίστωσης που καλύπτεται από την εγγύηση. Εκτός από τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στην περίπτωση 1, η κατάταξη πολυμερούς ή περιφερειακού οργανισμού είναι δυνατόν να εφαρμοστεί μόνον είτε όταν το εγγυημένο ποσό (το αρχικό κεφάλαιο και οι σχετικοί τόκοι) είναι είτε 1) μεγαλύτερο ή ίσο με το 10 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου συν τους σχετικούς τόκους, ή 2) πέντε εκατ. αρχικό κεφάλαιο ΕΤΔ συν τους σχετικούς τόκους εάν η συναλλαγή υπερβαίνει τα 50 εκατ. ΕΤΔ.

Για το μέρος της πίστωσης που δεν καλύπτεται από εγγύηση, η ισχύουσα κατάταξη κινδύνου χώρας είναι αυτή της χώρας του αγοραστή.

Περίπτωση 3:   Πολυμερής ή περιφερειακός οργανισμός-δανειολήπτης

Όταν ένας πολυμερής ή περιφερειακός οργανισμός που έχει αποτελέσει αντικείμενο κατάταξης είναι δανειολήπτης, η ισχύουσα κατάταξη κινδύνου χώρας δύναται να είναι εκείνη του πολυμερούς ή περιφερειακού οργανισμού.

Κατάταξη πολυμερών ή περιφερειακών οργανισμών

Οι πολυμερείς και περιφερειακοί οργανισμοί θα είναι επιλέξιμοι για κατάταξη εάν ο οργανισμός είναι γενικά απαλλαγμένος από τη νομοθεσία περί νομισματικού ελέγχου και μεταβιβάσεων της χώρας στην οποία βρίσκεται. Οι οργανισμοί αυτοί θα κατατάσσονται κατά περίπτωση στις κατηγορίες κινδύνου χώρας 0 έως 7 σύμφωνα με αξιολόγηση του κινδύνου για τον καθένα ξεχωριστά και λαμβάνοντας υπόψη εάν:

ο οργανισμός έχει καταστατική και οικονομική ανεξαρτησία,

κανένα από τα περιουσιακά στοιχεία του οργανισμού δεν κινδυνεύει από εθνικοποίηση ή κατάσχεση,

ο οργανισμός διαθέτει πλήρη ελευθερία μεταβίβασης ή μετατροπής χρηματικών ποσών,

ο οργανισμός δεν υπόκειται σε κρατική παρέμβαση στη χώρα όπου βρίσκεται,

ο οργανισμός είναι απαλλαγμένος από τη φορολογία, και

όλα τα κράτη μέλη που υπάγονται σε αυτόν οφείλουν να παρέχουν πρόσθετο κεφάλαιο ώστε να πληρούνται οι υποχρεώσεις του οργανισμού,

Η αξιολόγηση πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το ιστορικό εγγραφής της πληρωμής σε περιπτώσεις μη εξόφλησης πιστωτικού κινδύνου χώρας είτε στη χώρα όπου βρίσκεται είτε στη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη· και κάθε άλλο παράγοντα που μπορεί να θεωρείται ενδεδειγμένος κατά τη διαδικασία αξιολόγησης.

Ο κατάλογος των πολυμερών ή περιφερειακών οργανισμών που έχουν αποτελέσει αντικείμενο κατάταξης δεν είναι πλήρης και κάθε Συμμετέχων δύναται να επιλέξει ένα ίδρυμα για ανασκόπηση σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Οι κατατάξεις των πολυμερών και περιφερειακών οργανισμών θα δημοσιοποιούνται από τους Συμμετέχοντες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΡΙΑΣΜΟΥ/ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΧΩΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ

ΣΚΟΠΟΣ

Το παρόν παράρτημα παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με τη χρήση τεχνικών μετριασμού/αποκλεισμού κινδύνου χώρας που περιέχονται στο άρθρο 28 β) του Διακανονισμού· σε αυτές περιλαμβάνονται τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και οι ειδικές συγκυρίες που ισχύουν για τη χρήση τους καθώς και οι ισχύοντες ΠΜΑ.

ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Όσον αφορά όλες τις τεχνικές μετριασμού/αποκλεισμού κινδύνου χώρας που περιέχονται στο άρθρο 28 β) του Διακανονισμού:

Οι ΠΜΑ που περιέχονται στον κατάλογο είναι ο μέγιστος αριθμός που πρέπει να προβλέπεται στην καλύτερη περίπτωση και πρέπει να δικαιολογείται κατά περίπτωση.

Οι Συμμετέχοντες επιβεβαιώνουν εάν οι ρυθμίσεις ασφάλειας είναι δυνατόν να επιβληθούν νομίμως στο νομικό/δικαστικό τους περιβάλλον.

Τα ΕΑ που προκύπτουν από τη χρήση τεχνικών μετριασμού/αποκλεισμού κινδύνου χώρας δεν θα είναι μειωμένα σε σχέση με τις τιμές της ιδιωτικής αγοράς υπό παρόμοιες συνθήκες.

Σε περίπτωση που μια συναλλαγή χρηματοδοτείται παράλληλα από άλλες πηγές, κάθε ασφάλεια που παρακρατείται σε σχέση με τη δημόσια εξαγωγική πίστωση αποτελεί αντικείμενο μεταχείρισης, με ίσες, τουλάχιστον, υποχρεώσεις και δικαιώματα με την ίδια ασφάλεια που ισχύει για τις άλλες πηγές.

ΕΙΔΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ

1.   Μελλοντικές εξωχώριες ροές συνδεόμενες με εξωχώριο δεσμευμένο μεσεγγυητικό λογαριασμό

Ορισμός

Έγγραφο, όπως τίτλος, απόδειξη ή συμφωνητικό εμπιστευματοδόχου, που σφραγίζεται και παραδίδεται σε τρίτο, δηλαδή σε πρόσωπο που δεν είναι συμβαλλόμενος στη σχετική πράξη, προκειμένου να φυλαχτεί από αυτό το πρόσωπο έως την εκπλήρωση ορισμένων όρων και να παραδοθεί στη συνέχεια στο άλλο μέρος για να παραγάγει αποτελέσματα. Εάν ικανοποιούνται τα ακόλουθα κριτήρια βάσει των προαναφερόμενων πρόσθετων παραγόντων, η εν λόγω τεχνική είναι δυνατόν να μειώσει ή να εξαλείψει τους κινδύνους μεταβίβασης, κυρίως στις υψηλότερες κατηγορίες κινδύνου χώρας.

Κριτήρια

Ο δεσμευμένος μεσεγγυητικός λογαριασμός συνδέεται με ένα έργο «παραγωγής» εσόδων σε συνάλλαγμα και οι ροές στον δεσμευμένο μεσεγγυητικό λογαριασμό προέρχονται από το ίδιο το έργο και/ή από άλλες εξαγωγικές απαιτήσεις στο εξωτερικό.

Ο δεσμευμένος μεσεγγυητικός λογαριασμός παραμένει σε εξωχώρια εταιρεία, ήτοι βρίσκεται εκτός της χώρας του αγοραστή/δανειολήπτη όπου υπάρχουν πολύ περιορισμένοι κίνδυνοι χώρας, μεταβίβασης ή άλλοι (ήτοι χώρα που κατατάσσεται στην κατηγορία 0).

Ο δεσμευμένος μεσεγγυητικός λογαριασμός βρίσκεται σε τράπεζα πρώτης κατηγορίας που δεν ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από συμφέροντα του αγοραστή/δανειολήπτη ή από τη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη.

Η χρηματοδότηση του λογαριασμού ασφαλίζεται μέσω μακροπρόθεσμων ή άλλων κατάλληλων συμβάσεων.

Το σύνολο των πηγών των εσόδων (δηλαδή που προέρχονται από το ίδιο το έργο και/ή από τις άλλες πηγές) του αγοραστή/δανειολήπτη που εισρέουν στον λογαριασμό είναι σε σκληρό νόμισμα και οφείλουν λογικά να είναι συνολικά επαρκή για την εξυπηρέτηση του χρέους καθ’ όλη τη διάρκεια της πίστωσης και προέρχονται από έναν ή περισσότερους φερέγγυους ξένους πελάτες που βρίσκονται σε χώρες καλύτερου κινδύνου σε σχέση με τη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη (δηλαδή κανονικά σε χώρες που κατατάσσονται στην κατηγορία 0).

Ο αγοραστής/δανειολήπτης δίνει αμετάκλητα οδηγίες στους αλλοδαπούς πελάτες να πληρώνουν απευθείας στον λογαριασμό (δηλαδή οι πληρωμές δεν γίνονται μέσω λογαριασμού που ελέγχεται από τον αγοραστή/δανειολήπτη ή μέσω της χώρας του).

Τα κονδύλια που πρέπει να μείνουν στον λογαριασμό ισούνται με χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε εξυπηρέτηση χρέους έξι μηνών. Όταν η δομή χρηματοδότησης ενός έργου εφαρμόζει ευέλικτους όρους αποπληρωμής, πρέπει να παραμένει στον λογαριασμό ποσό ίσο με πραγματική εξυπηρέτηση χρέους διάρκειας έξι μηνών βάσει αυτών των ευέλικτων όρων· το ποσό αυτό είναι δυνατόν να αλλάζει κατά καιρούς ανάλογα με το είδος της εξυπηρέτησης χρέους.

Ο αγοραστής/δανειολήπτης έχει περιορισμένη πρόσβαση στον λογαριασμό (δηλαδή μόνον ύστερα από την πληρωμή της εξυπηρέτησης χρέους βάσει της πίστωσης).

Τα έσοδα που κατατίθενται στον λογαριασμό προορίζονται για τον δανειοδότη ως άμεσο δικαιούχο, για όλη τη διάρκεια της πίστωσης.

Έχουν ληφθεί όλες οι απαραίτητες νόμιμες άδειες από τις τοπικές και από άλλες συναφείς αρχές για το άνοιγμα του λογαριασμού.

Ο δεσμευμένος μεσεγγυητικός λογαριασμός και οι συμβατικές ρυθμίσεις δύνανται να μην είναι υπό όρους και/ή ανακλητές και/ή περιορισμένες στον χρόνο.

Περαιτέρω παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Η τεχνική εφαρμόζεται βάσει εξέτασης των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών κατά περίπτωση και, μεταξύ άλλων, βάσει:

της χώρας, του αγοραστή/δανειολήπτη (ήτοι του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα), του κλάδου, του ευάλωτου χαρακτήρα σε σχέση με τα ενεχόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της διαθεσιμότητάς τους για το σύνολο της διάρκειας της πίστωσης, των πελατών,

των νομικών δομών, π.χ. εάν ο μηχανισμός είναι επαρκώς προστατευμένος όσον αφορά την επίδραση του αγοραστή/δανειολήπτη ή της χώρας του,

του βαθμού στον οποίο η τεχνική εξακολουθεί να εξαρτάται από κρατικό παρεμβατισμό, ανανέωση ή απόσυρση,

του εάν ο λογαριασμός προστατεύεται επαρκώς έναντι κινδύνων που συνδέονται με έργα,

του ποσού που θα εισέλθει στον λογαριασμό και του μηχανισμού για τη συνέχιση της επαρκούς τροφοδοσίας του,

της κατάστασης όσον αφορά τη Λέσχη των Παρισίων (π.χ. όσον αφορά το ενδεχόμενο εξαίρεσης),

του πιθανού αντικτύπου κινδύνων χώρας άλλων του κινδύνου μεταφοράς,

της προστασίας έναντι κινδύνων της χώρας όπου βρίσκεται ο λογαριασμός,

των συμβάσεων με τους πελάτες, περιλαμβανομένης της φύσης και της διάρκειάς τους, και

του συνολικού ποσού των αναμενόμενων αλλοδαπών εσόδων σε σχέση με το συνολικό ποσό της πίστωσης.

Ισχύοντες ΠΜΑ

Οι μέγιστοι ισχύοντες ΠΜΑ είναι 0,20, εκτός εάν:

 

Ειδική περίπτωση 1: Οι μέγιστοι ισχύοντες ΠΜΑ είναι 0,40 εφόσον πληρούνται όλα τα ακόλουθα πρόσθετα κριτήρια:

Ο πιστωτής έχει κατά προτεραιότητα συμφέρον στον δεσμευμένο μεσεγγυητικό λογαριασμό στις μακροπρόθεσμες συμβάσεις.

Ο αγοραστής/δανειολήπτης είναι ιδιώτης εφόσον η ιδιοκτησία υπερβαίνει ποσοστό 80 τοις εκατό.

Ο προβλεπόμενος δείκτης κάλυψης κατά τη διάρκεια του δανείου (ΔΚΔΔ) ανέρχεται κατά μέσο όρο σε τουλάχιστον 2,5:1 ή σε τουλάχιστον 2,0:1 και η προβλεπόμενη αναλογία κάλυψης της ετήσιας εξυπηρέτησης του χρέους (ΑΚΕΕΔ) δεν είναι μικρότερη από 1,0 καθ’ όλη τη διάρκεια της πίστωσης. (1)

Υπάρχει δωδεκάμηνη τουλάχιστον προχρηματοδότηση της εξυπηρέτησης χρέους, το οποίο αναπληρούται ύστερα από κάθε ανάληψη επί του ποσού της προχρηματοδότησης.

 

Ειδική περίπτωση 2: Οι μέγιστοι ισχύοντες ΠΜΑ είναι 0,30 εφόσον πληρούνται όλα τα ακόλουθα πρόσθετα κριτήρια:

είτε ο ΔΚΔΔ ανέρχεται κατά μέσο όρο σε τουλάχιστον 1,75:1 είτε το ποσό του δεσμευμένου μεσεγγυητικού λογαριασμού αντιστοιχεί σε εννεάμηνη τουλάχιστον προχρηματοδότηση της εξυπηρέτησης χρέους και το οποίο αναπληρούται ύστερα από κάθε ανάληψη επί του ποσού της προχρηματοδότησης.

2.   Εξωχώρια προνομιούχος ασφάλεια

Ορισμός

Εξωχώρια ενέχυρα πρώτης ή δευτέρας τάξεως ή εκχωρήσεις εξωχωρίων ασφαλειών που κατέχονται από μέτοχο του αγοραστή/δανειζομένου ή από τον ίδιο τον αγοραστή/δανειζόμενο, ή μετρητά σε εξωχώριο λογαριασμό.

Κριτήρια

Οι ασφάλειες ορίζονται ως μετοχές και ομολογίες εισηγμένες στο χρηματιστήριο, εκδοθείσες από οντότητες εγκατεστημένες σε χώρα χαμηλότερου κινδύνου, άλλη από τη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη και οι οποίες είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστήρια χωρών ταξινομημένων στην κατηγορία 0.

Τα ποσά τοις μετρητοίς ορίζονται ως καταθέσεις σε σκληρό νόμισμα χωρών που κατατάσσονται στην κατηγορία 0 ή ως διαθέσιμα σε τέτοιου είδους νομίσματα που εκδίδονται από χώρες της κατηγορίας 0.

Η ασφάλεια είναι αμετάκλητη και άνευ όρων για όλη τη διάρκεια της πίστωσης.

Η χώρα όπου βρίσκεται η ασφάλεια αντιπροσωπεύει χαμηλότερο κίνδυνο σε σχέση με τη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη και κανονικά θα κατατασσόταν στην κατηγορία 0.

Η ασφάλεια είναι απρόσιτη για τον και δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του αγοραστή/δανειολήπτη.

Η συντηρητικά εκτιμηθείσα αναμενόμενη αγοραία αξία των ασφαλειών αντιστοιχεί στο ποσό του εναπομένοντος δανείου που καλύπτει η κινητή αξία κατά τη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής.

Σε κάθε περίπτωση, η κατάθεση μετρητών ή η συντηρητική εκτίμηση των ασφαλειών (που πρέπει να καλύπτει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους) θα είναι 1) όχι μικρότερη από 10 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου συν τους σχετικούς τόκους, ή 2) πέντε εκατ. ΕΤΔ αρχικό κεφάλαιο συν τους σχετικούς τόκους σε περίπτωση που η συναλλαγή υπερβαίνει τα 50 εκατ. ΕΤΔ.

Η ασφάλεια είναι δυνατόν να εκποιηθεί νόμιμα και άνευ όρων σε οποιαδήποτε περίπτωση μη εξόφλησης (ήτοι πιστωτικών κινδύνων χώρας στη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη).

Τα έσοδα από τις ασφάλειες ή από τα μετρητά δύνανται να μετατρέπονται ελεύθερα στο νόμισμα της πίστωσης ή σε άλλο σκληρό νόμισμα.

Σε περίπτωση μη εξόφλησης, οι ασφάλειες μεταφέρονται απευθείας στον πιστωτή ή τα μετρητά πληρώνονται άμεσα στον πιστωτή για το κατάλληλο ποσό.

Περαιτέρω παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Η τεχνική εφαρμόζεται κανονικά σε όλες τις χώρες, αγοραστές/δανειολήπτες και τομείς, βάσει εξέτασης των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών κατά περίπτωση και, μεταξύ άλλων, με βάση:

τις επιπτώσεις λόγω της κατοχής (από το δημόσιο ή από ιδιώτες) των ασφαλειών ή των καταθέσεων σε μετρητά, π.χ. όσον αφορά την πιθανότητα ρευστοποίησης των εν λόγω ασφαλειών σε περίπτωση ύπαρξης οφειλετών του δημοσίου,

την πιθανή αξία των ασφαλειών στο μέλλον και την πιθανότητα ρευστοποίησης σε σχέση με τον φορέα, τον κλάδο και τη χώρα από την οποία προέρχονται,

το νομικό περιβάλλον.

Ισχύοντες ΠΜΑ

Οι ειδικοί ΠΜΑ προς εφαρμογή:

αντανακλούν το βαθμό δυνητικής εξωτερίκευσης που εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την υπολειμματική αξία των στοιχείων ενεργητικού, καθώς και από ενδεχόμενες αβεβαιότητες ως προς τη ρευστοποίηση της ασφάλειας,

καθορίζονται κατά περίπτωση ώστε να αντανακλούν, μεταξύ άλλων, επί συγκεκριμένης βάσης, την αξία του παρεχόμενου τίτλου σε σχέση με την αρχική αξία της πίστωσης και την ισχύουσα κατάταξη κινδύνου χώρας, της χώρας στην οποία βρίσκεται η ασφάλεια.

Η αξία των ασφαλειών σε μετρητά λαμβάνεται σε ποσοστό έως 80 τοις εκατό και η αξία των μετοχών ή ομολογιών λαμβάνεται σε ποσοστό έως 35 τοις εκατό της συντηρητικής εκτίμησης.

3.   Εξωχώρια ασφάλεια επί περιουσιακών στοιχείων

Ορισμός

Ασφάλεια υπό μορφή υποθήκης πρώτης τάξεως επί ακινήτων στο εξωτερικό.

Κριτήρια

Η ασφάλεια είναι αμετάκλητη και άνευ όρων για όλη τη διάρκεια της πίστωσης.

Τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία έχουν συντηρητικά εκτιμηθείσα αναμενόμενη αγοραία αξία και αντιπροσωπεύουν για τον ιδιοκτήτη ουσιαστικό μερίδιο συμμετοχής. Αυτή η προβλεπόμενη τιμή αντιστοιχεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής με το ποσό του εναπομένοντος χρέους στον αγοραστή/δανειολήπτη.

Η ασφάλεια είναι δυνατόν να εκποιηθεί νόμιμα και άνευ όρων σε οποιαδήποτε περίπτωση μη εξόφλησης (ήτοι πιστωτικών κινδύνων χώρας στη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη).

Τα έσοδα δύνανται να μετατρέπονται στο νόμισμα της πίστωσης ή σε άλλο σκληρό νόμισμα.

Σε περίπτωση μη εξόφλησης, χορηγούνται ή καταβάλλονται άμεσα στον πιστωτή τα αντίστοιχα έσοδα.

Η χώρα όπου δύναται να επιβληθεί η ασφάλεια αποτελεί χώρα κατηγορίας χαμηλότερου κινδύνου σε σχέση με τη χώρα του αγοραστή/δανειολήπτη, δηλαδή κατατάσσεται κανονικά στις κατηγορίες χαμηλότερου κινδύνου.

Περαιτέρω παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Η τεχνική εφαρμόζεται κανονικά σε όλες τις χώρες, αγοραστές/δανειολήπτες και τομείς, βάσει εξέτασης των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών κατά περίπτωση και μεταξύ άλλων, βάσει:

των επιπτώσεων λόγω της κατοχής ακινήτων περιουσιακών στοιχείων (από το δημόσιο ή από ιδιώτες), π.χ. όσον αφορά την πιθανότητα ρευστοποίησης των εν λόγω ασφαλειών σε περίπτωση ύπαρξης ιδιοκτησίας του δημοσίου,

της φύσης των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. είδος κλάδου) που δύναται να έχει αντίκτυπο στην υπολειμματική αξία τους καθώς και στην πιθανότητα ρευστοποίησης,

του νομικού περιβάλλοντος.

Ισχύοντες ΠΜΑ

Οι ειδικοί ΠΜΑ προς εφαρμογή:

αντανακλούν τον βαθμό δυνητικής εξωτερίκευσης που εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την υπολειμματική αξία των στοιχείων ενεργητικού, καθώς και από ενδεχόμενες αβεβαιότητες ως προς τη ρευστοποίηση της ασφάλειας, και

καθορίζονται κατά περίπτωση ώστε να αντανακλούν, μεταξύ άλλων, επί συγκεκριμένης βάσης, την αξία του παρεχόμενου τίτλου σε σχέση με την αρχική αξία της πίστωσης και την ισχύουσα κατάταξη κινδύνου χώρας, της χώρας στην οποία βρίσκεται η ασφάλεια.

Η διαφορά μεταξύ των ΠΜΑ που προκύπτουν από την εφαρμογή αυτής της τεχνικής και των ΠΜΑ που δεν εφαρμόζουν παράγοντες μετριασμού δεν δύναται να υπερβαίνει το 15 τοις εκατό της διαφοράς μεταξύ των ΠΜΑ που δεν εφαρμόζουν παράγοντες μετριασμού και των ΠΜΑ που προκύπτουν από την εφαρμογή της κατάταξης κινδύνου χώρας της χώρας στην οποία βρίσκεται το περιουσιακό στοιχείο.

Στις παρακάτω περιπτώσεις, οι επιπτώσεις στην τιμολόγηση ισχύουν βάσει των παρακάτω:

Η ασφάλεια (που πρέπει να καλύπτει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους) περιορίζεται ποσοτικά σε ομοιόμορφη βάση για όλη τη διάρκεια της πίστωσης και για 1) όχι κάτω του 10 τοις εκατό του κεφαλαίου συν τους συναφείς τόκους, ή 2) αρχικό κεφάλαιο πέντε εκατ. ΕΤΔ συν τους συναφείς τόκους σε περίπτωση που η συναλλαγή υπερβαίνει 50 εκατ. ΕΤΔ· στην περίπτωση αυτή η επίπτωση στην τιμολόγηση ισχύει σε αναλογική βάση ως προς το εγγυημένο ποσό/αρχικό ποσό της πίστωσης.

Η ασφάλεια (που πρέπει να καλύπτει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους) περιορίζεται ποσοτικά σε μη ομοιόμορφη βάση για όλη τη διάρκεια της πίστωσης και για 1) όχι κάτω του 10 τοις εκατό του κεφαλαίου συν τους συναφείς τόκους, ή 2) αρχικό κεφάλαιο πέντε εκατ. ΕΤΔ συν τους συναφείς τόκους σε περίπτωση που η συναλλαγή υπερβαίνει 50 εκατ. ΕΤΔ. Στην περίπτωση αυτή η επίπτωση στην τιμολόγηση ισχύει σε αναλογική βάση που προκύπτει από τη χρήση της έννοιας της μέσης σταθμισμένης διάρκειας ζωής.

4.   Χρηματοδότηση ασφαλιζόμενη με και βασιζόμενη σε εξωχώρια περιουσιακά στοιχεία

Ορισμός

Ασφάλεια υπό μορφή εξωχώριας χρηματοδοτικής μίσθωσης ή πρώτης τάξεως ενεχύρου επί κινητών περιουσιακών στοιχείων η οποία

1.

χρησιμοποιείται για να καταστήσει αποδεκτό τον πιστωτικό κίνδυνο χώρας (π.χ. για χώρες σε κατηγορίες υψηλού κινδύνου)

2.

συνδέεται κυρίως με τους κινδύνους του αγοραστή/δανειζομένου ή του εκμισθωτή

Κριτήρια

Τα περιουσιακά στοιχεία συνδέονται τυπικά άμεσα με τη συναλλαγή.

Τα περιουσιακά στοιχεία είναι ταυτοποιήσιμα και κινητά ή φορητά και δύνανται να περιέλθουν εκ νέου στην ιδιοκτησία τόσο του πιστωτή, όσο και του αντιπροσώπου του ή άλλου εξουσιοδοτημένου προσώπου εκτός της χώρας του αγοραστή/δανειολήπτη ή μισθωτή, ή να κατασχεθούν, κυριολεκτικά ή νομικά.

Η ασφάλεια είναι αμετάκλητη και άνευ όρων για όλη τη διάρκεια της πίστωσης.

Τα περιουσιακά στοιχεία έχουν συντηρητικά εκτιμηθείσα αναμενόμενη αγοραία αξία που αντιστοιχεί στο ποσό του εναπομένοντος δανείου που καλύπτει η κινητή αξία κατά τη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής.

Η ασφάλεια καταχωρίζεται στο εξωτερικό σε αποδεκτή δικαιοδοσία.

Τα περιουσιακά στοιχεία δύνανται να πωληθούν ελεύθερα και προσφέρουν ευκαιρίες για τη χρήση τους εκτός της χώρας του αγοραστή/δανειολήπτη ή μισθωτή.

Τα έσοδα δύνανται να μετατρέπονται στο νόμισμα της πίστωσης ή σε άλλο σκληρό νόμισμα.

Σε περίπτωση ρευστοποίησης της ασφάλειας, τα έσοδα καταβάλλονται απευθείας στον πιστωτή.

Περαιτέρω παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Η τεχνική εφαρμόζεται καταρχήν, για παράδειγμα, σε αεροσκάφη, πλοία και εξέδρες πετρελαίου, που προορίζονται κυρίως για χρησιμοποίηση εκτός της χώρας του αγοραστή/δανειστή ή του μισθωτή, ωστόσο δύναται να εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες, αγοραστές/δανειστές και κλάδους, βάσει εξέτασης κατά περίπτωση των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών και, μεταξύ άλλων, όσον αφορά:

τη φύση των περιουσιακών στοιχείων, που μπορεί να έχει αντίκτυπο στην πλήρη τους κινητικότητα, στην πιθανότητα να περιέλθουν εκ νέου στην ιδιοκτησία του αγοραστή/δανειστή ή μισθωτή εκτός της χώρας του και την προβλεπόμενη αξία αγοράς τους,

το κόστος λόγω της κατάσχεσης, μεταφοράς, αναπαλαίωσης και επαναπώλησης των περιουσιακών στοιχείων καθώς και το κόστος των τόκων που αυξάνονται έως την πώληση,

την πιθανότητα κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων στις χώρες χαμηλότερου κινδύνου που προσφέρουν κατάλληλο νομικό περιβάλλον.

Ισχύοντες ΠΜΑ

Οι ειδικοί ΠΜΑ προς εφαρμογή:

αντανακλούν τον βαθμό ενδεχόμενου μετριασμού/αποκλεισμού κινδύνου χώρας ανάλογα, μεταξύ άλλων, με την υπολειμματική αξία των περιουσιακών στοιχείων καθώς και των πιθανών αβεβαιοτήτων όσον αφορά την ανακτησιμότητά τους σε διεθνές επίπεδο,

καθορίζονται κατά περίπτωση, και

δεν υπερβαίνουν ποσοστό 0,10, ή 0,20 στην περίπτωση των αεροσκαφών.

Στην περίπτωση που η ασφάλεια (που πρέπει να καλύπτει τόσο το αρχικό κεφάλαιο όσο και τους τόκους) περιορίζεται ποσοτικά σε ομοιόμορφη βάση για το σύνολο της διάρκειας της πίστωσης και για: 1) όχι λιγότερο από 10 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου συν τους συναφείς τόκους, ή 2) πέντε εκατ. ΕΤΔ αρχικό κεφάλαιο συν τους συνδεόμενους τόκους εάν η συναλλαγή υπερβαίνει τα 50 εκατ. ΕΤΔ, οι ΠΜΑ υπολογίζονται σε βάση που αντανακλά το ποσό της ασφάλειας σε σύγκριση με το εγγυημένο αρχικό κεφάλαιο/το αρχικό κεφάλαιο της πίστωσης.

5.   Συγχρηματοδότηση με διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΔΧΙ)

Ορισμός

Η εξαγωγική πίστωση (δηλαδή ασφάλεια/εγγύηση/δάνειο) συγχρηματοδοτείται από κοινού με ένα ΔΧΙ που έχει αποτελέσει αντικείμενο κατάταξης από τους Συμμετέχοντες για σκοπούς που αφορούν ασφάλιστρα.

Κριτήρια

Το ΔΧΙ απολαύει καθεστώτος προτιμώμενου πιστωτή.

Το ΔΧΙ έχει αξιολογήσει το έργο, τις τεχνικές, οικονομικές και χρηματοοικονομικές πτυχές του καθώς και το περιβάλλον κινδύνου της χώρας.

Το ΔΧΙ θεωρείται ότι ακολουθεί την εκτέλεση και την αποπληρωμή του έργου.

Περαιτέρω παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Η τεχνική ισχύει για όλες τις χώρες/αγοραστές/δανειολήπτες και κλάδους όπου το ΔΧΙ μπορεί να παρέμβει σύμφωνα με το καθεστώς και την πολιτική του βάσει κατά περίπτωση εξέτασης των προαναφερόμενων χαρακτηριστικών και, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το εάν, σχετικά με το έργο:

ο Συμμετέχων και το ΔΧΙ έχουν αναπτύξει στενή σχέση ανταλλαγών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης και σύστασης του έργου και της χρηματοδότησής του,

στον συμμετέχοντα έχουν χορηγηθεί από το ΔΧΙ ρήτρα ισοτιμίας και ρήτρες δανειακών συμβάσεων που καθιστούν όλα τα δάνεια απαιτητά για το σύνολο του ποσού και τη διάρκεια της πίστωσης,

οι ρήτρες και η συνεργασία μεταξύ του συμμετέχοντος και του ΔΧΙ ισχύουν επίσης σε περίπτωση που δεν συμπίπτουν οι προθεσμίες λήξης και τα αντίστοιχα ποσά των απαιτήσεων στο πλαίσιο των δύο πιστώσεων, και

οι ίδιες ρυθμίσεις περί ΔΧΙ ισχύουν για οποιαδήποτε ανταγωνιστική προσφορά από Συμμετέχοντα.

Ισχύοντες ΠΜΑ

Οι μέγιστοι ισχύοντες ΠΜΑ δεν δύνανται να υπερβαίνουν το 0,05.

6.   Χρηματοδότηση σε τοπικό νόμισμα

Ορισμός

Σύμβαση και χρηματοδότηση που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μετατρέψιμα και διαθέσιμα τοπικά νομίσματα, εκτός των σκληρών, και χρηματοδοτούμενες σε τοπικό επίπεδο που εξαλείφουν ή μειώνουν τον κίνδυνο μεταφοράς. Η πρωταρχική υποχρέωση εκ του δανείου σε τοπικό νόμισμα δεν επηρεάζεται, κανονικά, από την εμφάνιση των δύο πρώτων πιστωτικών κινδύνων χώρας.

Κριτήρια

Η καταβολή, από τους οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων, των οφειλών και των αποζημιώσεων ή η καταβολή ποσών στον άμεσο δανειοδότη εκφράζονται/πραγματοποιούνται σε τοπικό νόμισμα.

Ο οργανισμός εξαγωγικής πίστωσης κανονικά δεν εκτίθεται στον κίνδυνο μεταβίβασης.

Υπό κανονικές συνθήκες, δεν απαιτείται οι καταθέσεις σε τοπικό νόμισμα να μετατρέπονται σε σκληρό νόμισμα.

Η αποπληρωμή από τον δανειολήπτη, στο νόμισμα της χώρας του, εντός της χώρας του, αποτελεί έγκυρη απαλλαγή από την οφειλή.

Σε περίπτωση που το εισόδημα του δανειολήπτη είναι σε τοπικό νόμισμα, ο δανειολήπτης προστατεύεται έναντι δυσμενών συναλλαγματικών διακυμάνσεων.

Η νομοθεσία ως προς τις μεταβιβάσεις στη χώρα του δανειολήπτη δεν πρέπει να επηρεάζει τις υποχρεώσεις αποπληρωμής του, που παραμένουν σε τοπικό νόμισμα.

Σε περίπτωση μη εξόφλησης που οδηγεί σε πληρωμή απαιτήσεων σε τοπικό νόμισμα, η αξία της εν λόγω απαίτησης μεταφράζεται, όπως έχει ρητά οριστεί στη σύμβαση δανείου, σε αντίστοιχο ποσό σε σκληρό νόμισμα. Η ανάκτηση της πληρωμής των απαιτήσεων γίνεται σε τοπικό νόμισμα ως αντιστάθμιση της αξίας του σκληρού νομίσματος της πληρωμής των απαιτήσεων κατά την πληρωμή των απαιτήσεων.

Την ευθύνη για τη μετατροπή των αποπληρωμών σε τοπικό νόμισμα από τον αγοραστή/δανειολήπτη αναλαμβάνει το ασφαλισμένο μέρος, που φέρει επίσης την ευθύνη για τον συναλλαγματικό κίνδυνο υποτίμησης ή εκτίμησης των εσόδων σε τοπικό νόμισμα. (Ενώ ένας άμεσος δανειοδότης δύναται να έχει άμεση έκθεση σε συναλλαγματικές διακυμάνσεις, ωστόσο δεν συνδέεται με κινδύνους χώρας ή με κινδύνους αγοραστή/δανειολήπτη.)

Περαιτέρω παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Η τεχνική ισχύει επιλεκτικά όσον αφορά μετατρέψιμα και μεταβιβάσιμα νομίσματα, όπου υπάρχει ισχυρό οικονομικό υπόβαθρο. Ο Συμμετέχων οργανισμός εξαγωγικής πίστωσης πρέπει να είναι σε θέση να πληροί τις υποχρεώσεις του ως προς την πληρωμή απαιτήσεων εκφρασμένων στο νόμισμα της χώρας του σε περίπτωση που το τοπικό νόμισμα καθίσταται είτε «μη μεταβιβάσιμο» είτε «μη μετατρέψιμο» ύστερα από την ανάληψη της ευθύνης από τον οργανισμό εξαγωγικής πίστωσης. (Εντούτοις, ένας άμεσος δανειοδότης θα μπορούσε να εκτεθεί στον κίνδυνο αυτό.)

Η μετατροπή ενός μη εξοφλημένου ποσού (όχι όλης της αξίας του δανείου) σε αντίστοιχο ποσό σε σκληρό νόμισμα δεν θα μπορούσε να απαλλάξει εντούτοις τον δανειολήπτη από την πάγια υποχρέωσή του σε τοπικό νόμισμα, έστω και «μη περιορισμένης» αξίας, σε σχέση με την αντίστοιχη αξία σε σκληρό νόμισμα του μη εξοφλημένου ποσού. Η τελική αποπληρωμή σε τοπικό νόμισμα από τον δανειολήπτη του εναπομένοντος ανεξόφλητου ποσού πρέπει να είναι αντίστοιχη με την αξία της πληρωμής των απαιτήσεων σε σκληρό νόμισμα κατά την πληρωμή των απαιτήσεων.

Ισχύοντες ΠΜΑ

Οι ειδικοί ΠΜΑ προς εφαρμογή καθορίζονται κατά περίπτωση, ωστόσο, εάν οι πρώτοι τρεις πιστωτικοί κίνδυνοι χώρας αποκλείονται, ο μέγιστος ΠΜΑ είναι 0,50. Εάν ο κίνδυνος απλώς μειώνεται, δηλαδή δεν αποκλείεται ρητά, τότε ο μέγιστος ΠΜΑ είναι 0,35.

7.   Ασφάλιση τρίτης χώρας ή υπό όρους εγγύηση

8.   Οφειλέτης με κίνδυνο χαμηλότερο του κινδύνου κρατικού οφειλέτη

Η χρήση των τεχνικών 7 και 8 του παρόντος παραρτήματος θα υποβληθεί σε περαιτέρω συζητήσεις μεταξύ των Συμμετεχόντων.


(1)  Οι υπολογισμοί των ΔΚΔΔ και ΑΚΕΕΔ γίνονται σύμφωνα με τις συμβάσεις που συνήθως εφαρμόζουν συντηρητικοί διεθνείς δανειοδότες για να συνάψουν μια (σενάριο αναφοράς) τραπεζική υπόθεση βάσει συμφωνίας που η σύναψή της είτε έχει ολοκληρωθεί είτε τελεί υπό διαπραγμάτευση, ύστερα από την ολοκλήρωση πλήρους (τεχνικής και οικονομικής) διαδικασίας εποπτείας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΕΡΓΩΝ ΠΟΥ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

Για να διασφαλισθεί η αναπτυξιακή ποιότητα των έργων που εκτελούνται σε αναπτυσσόμενες χώρες και χρηματοδοτούνται εν όλω ή εν μέρει με επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια (ODA), η Επιτροπή Βοήθειας για την Ανάπτυξη (DAC) διαμόρφωσε τα τελευταία χρόνια έναν αριθμό κριτηρίων Αυτά περιλαμβάνονται κυρίως:

στις Αρχές της DAC για την Αξιολόγηση Έργων, έκδοση 1988,

στις Κατευθυντήριες Αρχές της DAC για τη Συσχετιζόμενη Χρηματοδότηση και τη Συνδεδεμένη και Μερικώς Συνδεδεμένη Επίσημη Αναπτυξιακή Βοήθεια, έκδοση 1987, και

στις Ορθές Πρακτικές σε Θέματα Δημοσίων Έργων και Κρατικών Προμηθειών στα Πλαίσια της Επίσημης Αναπτυξιακής Βοήθειας, έκδοση 1986.

ΣΥΝΟΧΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΧΩΡΑΣ (ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ)

Αποτελεί το έργο μέρος των προγραμμάτων δημοσίων δαπανών και επενδύσεων που έχουν ήδη εγκριθεί από τις κεντρικές αρχές οικονομικού σχεδιασμού της δικαιούχου χώρας;

(Αναφέρατε το κείμενο πολιτικής στο οποίο περιλαμβάνεται το έργο, π.χ. πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων της δικαιούχου χώρας.)

Συγχρηματοδοτείται το πρόγραμμα από διεθνή φορέα αναπτυξιακής χρηματοδότησης;

Μήπως υπάρχουν αποδείξεις ότι το έργο έχει ήδη εξεταστεί και απορριφθεί από διεθνή φορέα αναπτυξιακής χρηματοδότησης ή άλλο μέλος της DAC, εξαιτίας της χαμηλής του αναπτυξιακής προτεραιότητας;

Εάν πρόκειται για έργο του ιδιωτικού τομέα, έχει αυτό εγκριθεί από την κυβέρνηση της δικαιούχου χώρας;

Καλύπτεται το έργο από διακυβερνητική συμφωνία που προβλέπει την ανάπτυξη ευρύτερου φάσματος δραστηριοτήτων βοήθειας εκ μέρους του δωρητή στη δικαιούχο χώρα;

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ

Έγινε η προετοιμασία, η εκπόνηση και η αξιολόγηση του έργου με βάση σειρά προδιαγραφών και κριτηρίων εν πολλοίς εναρμονιζόμενων με τις αρχές της DAC όσον αφορά τις Αρχές για την Αξιολόγηση Έργων (ΡΡΑ); Οι αρχές αυτές αφορούν την αξιολόγηση έργων από:

α)

οικονομικής πλευράς (παράγραφοι 30 έως 38 ΡΡΑ)·

β)

τεχνικής πλευράς (παράγραφος 22 ΡΡΑ)·

γ)

χρηματοδοτικής πλευράς (παράγραφοι 23 έως 29 ΡΡΑ).

Σε περίπτωση προσοδοφόρων έργων, ιδίως όταν πρόκειται για παραγωγή προοριζόμενη για μια ανταγωνιστική αγορά, μετακυλίστηκε στον τελικό χρήστη το στοιχείο επιδότησης της χρηματοδοτικής βοήθειας (παράγραφος 25 ΡΡΑ);

α)

Θεσμική αξιολόγηση (παράγραφοι 40 έως 44 ΡΡΑ)·

β)

Κοινωνική και διανεμητική ανάλυση (παράγραφοι 47 έως 57 ΡΡΑ)·

γ)

Περιβαλλοντική αξιολόγηση (παράγραφοι 55 έως 57 ΡΡΑ).

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ

Ποια εκ των κατωτέρω μεθόδων θα επιλεγεί όσον αφορά την ανάθεση των συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων; [Για ορισμούς, βλέπε τις αρχές που περιλαμβάνονται στις ορθές πρακτικές κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων όσον αφορά τη δημόσια αναπτυξιακή βοήθεια (ODA)].

α)

Διεθνής διαγωνισμός (αρχή III των ανωτέρω πρακτικών και παράρτημα 2 αυτής: ελάχιστες προϋποθέσεις ενός αποτελεσματικού διεθνούς διαγωνισμού).

β)

Εθνικός διαγωνισμός (αρχή IV των ανωτέρω πρακτικών).

γ)

Άτυπος διαγωνισμός ή απευθείας διαπραγματεύσεις (αρχές V Α ή B των ανωτέρω πρακτικών).

Προβλέπεται ο έλεγχος των τιμών και της ποιότητας των προμηθειών (παράγραφος 63 ΡΡΑ);

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΡΓΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1.   Πεδίο εφαρμογής

α)

Στο παρόν παράρτημα παρουσιάζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις που μπορούν να υποστηρίζουν οι Συμμετέχοντες για τις συναλλαγές στο πλαίσιο χρηματοδότησης έργων που πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αναφέρονται στο προσάρτημα 1.

β)

Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν προβλέπονται σχετικές διατάξεις στο παρόν παράρτημα, εφαρμόζονται οι όροι του Διακανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

2.   Ανώτατες προθεσμίες αποπληρωμής

Η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής είναι 14 έτη, εκτός εάν η δημόσια στήριξη εξαγωγικών πιστώσεων που παρέχεται από τους Συμμετέχοντες αποτελείται κατά ποσοστό μεγαλύτερο από το 35 τοις εκατό από κοινοπραξία για έργο σε χώρα υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ· στην περίπτωση αυτή, η μέγιστη προθεσμία αποπληρωμής είναι 10 έτη.

3.   Αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου και καταβολή τόκων

Το ποσό του αρχικού κεφαλαίου της εξαγωγικής πίστωσης μπορεί να αποπληρωθεί σε άνισες δόσεις, ενώ το αρχικό κεφάλαιο και οι τόκοι μπορούν να εξοφληθούν σε δόσεις που καταβάλλονται ανά διαστήματα ανώτερα του εξαμήνου, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

Η αποπληρωμή του κεφαλαίου, άπαξ ή σε δόσεις, εντός εξάμηνης περιόδου δεν υπερβαίνει ποσοστό 25 τοις εκατό του αρχικού κεφαλαίου της πίστωσης.

β)

Η πρώτη αποπληρωμή του κεφαλαίου πραγματοποιείται το αργότερο 24 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης και το λιγότερο το 2 τοις εκατό του αρχικού ποσού της πίστωσης έχει εξοφληθεί 24 μήνες από την ημερομηνία έναρξης της πίστωσης

γ)

Οι τόκοι καταβάλλονται το αργότερο ανά 12 μήνες, αρχής γενομένης το αργότερο έξι μήνες μετά τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης.

δ)

Η μέση σταθμισμένη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής δεν υπερβαίνει τα επτά έτη και τρεις μήνες, εκτός εάν η δημόσια στήριξη εξαγωγικών πιστώσεων που παρέχεται από τους Συμμετέχοντες αποτελείται κατά ποσοστό μεγαλύτερο από το 35 τοις εκατό από κοινοπραξία για έργο σε χώρα υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ· στην περίπτωση αυτή η μέση σταθμισμένη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη και τρεις μήνες.

ε)

Ο Συμμετέχων προβαίνει προηγουμένως σε γνωστοποίηση, σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος παραρτήματος.

4.   Ελάχιστα σταθερά επιτόκια

Στην περίπτωση που οι Συμμετέχοντες παρέχουν δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για δάνεια σταθερού επιτοκίου:

α)

Για προθεσμίες αποπληρωμής μέχρι και 12 έτη, οι Συμμετέχοντες εφαρμόζουν τα συναφή εμπορικά επιτόκια αναφοράς (ΕΕΑ) που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20 του Διακανονισμού.

β)

Για προθεσμίες αποπληρωμής πέραν των 12 ετών, εφαρμόζεται προσαύξηση του ΕΑΑ κατά 20 βασικές μονάδες για όλα τα νομίσματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

5.   Προηγούμενη γνωστοποίηση για συναλλαγές στο πλαίσιο χρηματοδότησης έργων

Ο Συμμετέχων γνωστοποιεί σε όλους τους Συμμετέχοντες την πρόθεσή του να παράσχει στήριξη σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα τουλάχιστον 10 ημερολογιακές ημέρες πριν αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση. Η ενημέρωση γίνεται σύμφωνα με το παράρτημα V του Διακανονισμού. Εάν ένας Συμμετέχων ζητήσει επεξηγήσεις σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις που υποστηρίζονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Συμμετέχων που προβαίνει στη γνωστοποίηση καθυστερεί άλλες 10 ημερολογιακές ημέρες πριν αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση.

Προσάρτημα 1

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΕΡΓΩΝ

I   Βασικά κριτήρια

Η συναλλαγή αφορά/χαρακτηρίζεται από:

α)

χρηματοδότηση συγκεκριμένης οικονομικής μονάδας, στο πλαίσιο της οποίας ο δανειστής δέχεται οι ταμειακές ροές και τα έσοδα της εν λόγω οικονομικής μονάδας να αποτελούν τη βάση των πόρων από τους οποίους θα εξοφληθεί το δάνειο και το ενεργητικό της ίδιας μονάδας να αποτελεί την εγγύηση του εν λόγω δανείου·

β)

χρηματοδότηση εξαγωγών αυτόνομης (από νομική και οικονομική άποψη) εταιρείας ανάληψης έργων, π.χ. ειδικής εταιρείας, στο πλαίσιο εντελώς καινούργιων επενδυτικών έργων με δικά τους έσοδα·

γ)

ορθό καταμερισμό των κινδύνων μεταξύ των συμμετεχόντων στο έργο, που μπορεί να αποτελούν μετόχους του ιδιωτικού τομέα ή φερέγγυους μετόχους του δημόσιου τομέα, εξαγωγείς, πιστωτές, αγοραστές, με επαρκή ίδια κεφάλαια·

δ)

επαρκή ταμειακή ροή του έργου, καθ’ όλη την προθεσμία αποπληρωμής του χρέους, για την κάλυψη όλων των δαπανών λειτουργίας και την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους·

ε)

κατά προτεραιότητα αφαίρεση των δαπανών λειτουργίας και εξυπηρέτησης του χρέους από έσοδα που προέρχονται από το έργο·

στ)

μη κρατικούς αγοραστές/δανειολήπτες χωρίς κρατική εγγύηση αποπληρωμής (μη συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων καλής εκτέλεσης, όπως οι συμβάσεις αγοράς και παραλαβής)·

ζ)

τίτλους βασιζόμενους στο ενεργητικό για τα έσοδα/περιουσιακά στοιχεία του έργου, π.χ. εκχωρήσεις, ενέχυρα, λογαριασμούς εσόδων κ.λπ.·

η)

περιορισμένη χρησιμοποίηση ή απουσία χορηγών μεταξύ μετόχων/επενδυτών του ιδιωτικού τομέα μετά την ολοκλήρωσή του.

II   Πρόσθετα κριτήρια σχετικά με τις συναλλαγές στο πλαίσιο χρηματοδότησης έργων σε χώρες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ

Η συναλλαγή αφορά/χαρακτηρίζεται από:

α)

συμμετοχή σε κοινοπρακτικό δάνειο με ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν λαμβάνουν δημόσια στήριξη εξαγωγικών πιστώσεων, στο πλαίσιο της οποίας:

1)

ο Συμμετέχων αποτελεί εταίρο μειοψηφίας με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου· και

2)

η δημόσια στήριξη εξαγωγικών πιστώσεων που παρέχεται από τους Συμμετέχοντες περιλαμβάνει σε ποσοστό λιγότερο από 50 τοις εκατό το κοινοπρακτικό δάνειο.

β)

τιμές ασφαλίστρων για τη δημόσια στήριξη που δεν είναι χαμηλότερες από τη διαθέσιμη χρηματοδότηση της ιδιωτικής αγοράς και είναι ανάλογες με τις αντίστοιχες τιμές που χρεώνουν άλλα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στην κοινοπραξία.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΡΙΣΜΩΝ

Για τους σκοπούς του Διακανονισμού:

α)

Ανάληψη υποχρέωσης: οποιαδήποτε δήλωση οποιασδήποτε μορφής με την οποία γνωστοποιείται η επιθυμία ή πρόθεση για παροχή κρατικής στήριξης στη δικαιούχο χώρα, τον αγοραστή, τον οφειλέτη, τον εξαγωγέα ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα.

β)

Κοινή στάση: συμφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων βάσει της οποίας συγκατατίθενται, όσον αφορά μια δεδομένη συναλλαγή ή υπό ειδικές συνθήκες, σε συγκεκριμένους οικονομικούς όρους και προϋποθέσεις για δημόσια στήριξη. Οι κανόνες μιας συμφωνηθείσας κοινής στάσης αντικαθιστούν τους κανόνες του Διακανονισμού μόνο όσον αφορά τη συναλλαγή ή τις συνθήκες που αναφέρονται στην κοινή στάση.

γ)

Επίπεδο ευνοϊκών όρων της συνδεδεμένης βοήθειας: στην περίπτωση μη επιστρεπτέων ενισχύσεων, το επίπεδο ευνοϊκών όρων είναι 100 τοις εκατό. Στην περίπτωση δανείων, το επίπεδο ευνοϊκών όρων είναι η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας του δανείου και της προεξοφλούμενης παρούσας αξίας των μελλοντικών πληρωμών εξυπηρέτησης του χρέους στις οποίες προβαίνει ο δανειολήπτης. Η εν λόγω διαφορά εκφράζεται ως ποσοστό της ονομαστικής αξίας του δανείου.

δ)

Συμβατική αξία εξαγωγής: είναι το συνολικό ποσό προς καταβολή από ή εξ ονόματος του αγοραστού εμπορευμάτων και/ή υπηρεσιών εξαγωγής, ήτοι εκτός του τοπικού κόστους όπως καθορίζεται παρακάτω. Σε περίπτωση χρηματοδοτικής μίσθωσης, εξαιρείται το τμήμα της πληρωμής χρηματοδοτικής μίσθωσης που ισοδυναμεί με τους τόκους.

ε)

Τελική δέσμευση: όσον αφορά μια συναλλαγή εξαγωγικής πίστωσης (υπό τη μορφή είτε ενιαίας συναλλαγής είτε πιστωτικής γραμμής), μια τελική δέσμευση υφίσταται όταν ο Συμμετέχων δεσμεύεται να διευκρινίζει και να πληροί τους οικονομικούς όρους και προϋποθέσεις, είτε μέσω αμοιβαίας συμφωνίας είτε με μονομερή πράξη.

στ)

Στήριξη του επιτοκίου: είναι μια συμφωνία μεταξύ μιας κυβέρνησης και τραπεζών ή άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που επιτρέπει την παροχή χρηματοδότησης σταθερού επιτοκίου στο ίδιο επίπεδο ή άνω των ΕΕΑ.

ζ)

Πιστωτική γραμμή: αποτελεί πλαίσιο, σε οποιαδήποτε μορφή, για εξαγωγικές πιστώσεις που καλύπτουν μια σειρά συναλλαγών η οποία μπορεί να συνδέεται ή όχι με συγκεκριμένο έργο.

η)

Τοπικές δαπάνες: αποτελούνται από δαπάνες για εμπορεύματα και υπηρεσίες στη χώρα του αγοραστή, οι οποίες είναι απαραίτητες είτε για την εκτέλεση της σύμβασης του εξαγωγέα ή για την ολοκλήρωση του έργου του οποίου η σύμβαση του εξαγωγέα αποτελεί τμήμα. Δεν περιλαμβάνουν προμήθειες που καταβάλλονται στον αντιπρόσωπο του εξαγωγέα στην αγοράστρια χώρα.

θ)

Καθαρή κάλυψη: δημόσια ενίσχυση που παρέχεται από ή εξ ονόματος κυβέρνησης για την εξαγωγική πίστωση εγγύησης ή ασφάλισης μόνον, δηλαδή που δεν τυγχάνει δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης.

ι)

Προθεσμία αποπληρωμής: είναι η περίοδος που αρχίζει τη χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης, όπως καθορίζεται στο παρόν παράρτημα και τελειώνει τη συμβατική ημερομηνία της τελικής αποπληρωμής του κεφαλαίου.

ια)

Έναρξη της πίστωσης:

1)

Εξαρτήματα ή μέρη (ενδιάμεσα αγαθά), συμπεριλαμβανομένων συναφών υπηρεσιών: στην περίπτωση εξαρτημάτων ή μερών, η χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης είναι το αργότερο η πραγματική ημερομηνία αποδοχής των προϊόντων ή η σταθμισμένη μέση ημερομηνία αποδοχής των προϊόντων (περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, υπηρεσιών) από τον αγοραστή ή, όσον αφορά τις υπηρεσίες, η ημερομηνία υποβολής των τιμολογίων στον πελάτη ή αποδοχής των υπηρεσιών από τον πελάτη.

2)

Οιονεί κεφαλαιουχικά αγαθά, περιλαμβανομένων συναφών υπηρεσιών —μηχανήματα ή είδη εξοπλισμού, γενικά ή σχετικά χαμηλής κατά μονάδα αξίας που πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο μιας βιομηχανικής μονάδας ή με παραγωγικό ή εμπορικό σκοπό: στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών αγαθών, η ημερομηνία έναρξης της πίστωσης είναι το αργότερο η πραγματική ημερομηνία αποδοχής των προϊόντων ή η σταθμισμένη μέση ημερομηνία αποδοχής των προϊόντων από τον αγοραστή ή, σε περίπτωση που ο εξαγωγέας έχει την ευθύνη της λειτουργίας, τότε η προθεσμία για την ημερομηνία έναρξης είναι κατά τη θέση σε λειτουργία, ή όσον αφορά υπηρεσίες, η ημερομηνία υποβολής των τιμολογίων στον πελάτη ή η αποδοχή της υπηρεσίας από τον πελάτη. Στην περίπτωση σύμβασης για την παροχή υπηρεσιών όπου ο προμηθευτής έχει την ευθύνη της λειτουργίας, η προθεσμία για την ημερομηνία έναρξης είναι η θέση σε λειτουργία.

3)

Κεφαλαιουχικά αγαθά και υπηρεσίες έργου — μηχανήματα ή είδη εξοπλισμού που πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο μιας βιομηχανικής μονάδας ή με παραγωγικό ή εμπορικό σκοπό:

Σε περίπτωση σύμβασης πώλησης κεφαλαιουχικών αγαθών που αποτελείται από επιμέρους στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεμονωμένα, η προθεσμία για την ημερομηνία έναρξης είναι η πραγματική ημερομηνία κατά την οποία ο αγοραστής αποκτά τη φυσική κατοχή των εμπορευμάτων στη χώρα του ή η σταθμισμένη μέση ημερομηνία αποδοχής κατά την οποία ο αγοραστής αποκτά τη φυσική κατοχή των εμπορευμάτων στη χώρα του.

Σε περίπτωση σύμβασης για την πώληση κεφαλαιακού εξοπλισμού για πλήρη εγκατάσταση ή για βιομηχανίες όπου ο προμηθευτής δεν έχει την ευθύνη θέσης σε λειτουργία, η χρονική στιγμή έναρξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο αγοραστής πρόκειται να αποκτήσει τη φυσική κατοχή του συνόλου του εξοπλισμού (εκτός των ανταλλακτικών) που παρέχεται δυνάμει της σύμβασης.

Εάν ο εξαγωγέας έχει την ευθύνη της λειτουργίας, η προθεσμία για την ημερομηνία έναρξης είναι η θέση σε λειτουργία.

Όσον αφορά υπηρεσίες, η προθεσμία για την ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία υποβολής των τιμολογίων στον πελάτη ή η αποδοχή της υπηρεσίας από τον πελάτη. Στην περίπτωση σύμβασης για την παροχή υπηρεσιών όπου ο προμηθευτής έχει την ευθύνη της λειτουργίας, η προθεσμία για την ημερομηνία έναρξης είναι η θέση σε λειτουργία.

4)

Για πλήρη εγκατάσταση ή βιομηχανίες — ολοκληρωμένες παραγωγικές μονάδες υψηλής αξίας που απαιτούν τη χρήση κεφαλαιουχικών αγαθών:

Σε περίπτωση σύμβασης για την πώληση κεφαλαιακού εξοπλισμού για πλήρη εγκατάσταση ή για βιομηχανίες όπου ο προμηθευτής δεν έχει την ευθύνη θέσης σε λειτουργία, η χρονική στιγμή έναρξης της πίστωσης είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο αγοραστής πρόκειται να αποκτήσει τη φυσική κατοχή του συνόλου του εξοπλισμού (εκτός των ανταλλακτικών) που παρέχεται δυνάμει της σύμβασης.

Στην περίπτωση συμβάσεων κατασκευών όπου ο ανάδοχος δεν έχει την ευθύνη για τη θέση σε λειτουργία, η τελική προθεσμία έναρξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή.

Σε περίπτωση συμβάσεων στις οποίες ο προμηθευτής ή ο ανάδοχος έχει σημαντική ευθύνη για τη θέση σε λειτουργία της εγκατάστασης, η χρονική στιγμή έναρξης είναι η ημερομηνία κατά την οποία, μετά την εγκατάσταση της κατασκευής, έχουν ολοκληρωθεί προκαταρκτικές δοκιμασίες για εξασφάλιση ότι είναι έτοιμη προς λειτουργία. Το ανωτέρω ισχύει ανεξάρτητα από το εάν έχει παραδοθεί στον αγοραστή τη στιγμή αυτή σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συνεχιζόμενη δέσμευση που μπορεί να έχει ο προμηθευτής ή ο ανάδοχος (π.χ. για την εγγύηση της αποτελεσματικής λειτουργίας ή την κατάρτιση τοπικού προσωπικού).

Στις περιπτώσεις όπου η σύμβαση περιλαμβάνει ξεχωριστή εκτέλεση επιμέρους τμήματος ενός έργου, η ημερομηνία της χρονικής στιγμής έναρξης είναι η ημερομηνία της χρονικής στιγμής έναρξης κάθε ξεχωριστού τμήματος, ή η μέση ημερομηνία των εν λόγω χρονικών σημείων έναρξης, ή, όπου ο προμηθευτής έχει σύμβαση όχι για όλο το έργο αλλά για το ουσιαστικό τμήμα του, η χρονική στιγμή έναρξης μπορεί να είναι αυτή του έργου στο σύνολό του.

Όσον αφορά υπηρεσίες, η προθεσμία για την ημερομηνία έναρξης είναι η ημερομηνία υποβολής των τιμολογίων στον πελάτη ή η αποδοχή της υπηρεσίας από τον πελάτη. Στην περίπτωση σύμβασης για την παροχή υπηρεσιών όπου ο προμηθευτής έχει την ευθύνη της λειτουργίας, η προθεσμία για την ημερομηνία έναρξης είναι η θέση σε λειτουργία.

ιβ)

Συνδεδεμένη βοήθεια: η βοήθεια η οποία είναι πράγματι (de jure ή de facto) συνδεδεμένη με την προμήθεια εμπορευμάτων και/ή υπηρεσιών από τη χορηγό χώρα και/ή από περιορισμένο αριθμό χωρών· περιλαμβάνει δάνεια, μη επιστρεπτέες ενισχύσεις ή σχετικά χρηματοδοτικά πακέτα με επίπεδο ευνοϊκών όρων μεγαλύτερο του 0 τοις εκατό.

Ο εν λόγω ορισμός ισχύει είτε όταν η «σύνδεση» έχει γίνει με επίσημη συμφωνία ή με οποιαδήποτε μορφή άτυπης συμφωνίας μεταξύ της δικαιούχου και της χορηγού χώρας είτε όταν ένα πακέτο περιλαμβάνει συνιστώσες που απαριθμούνται στις μορφές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 31 του Διακανονισμού και δεν είναι ελεύθερα και πλήρως διαθέσιμες για τη χρηματοδότηση προμηθειών από τη δικαιούχο χώρα, ουσιαστικά όλες τις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες και από τους Συμμετέχοντες ή ενέχει πρακτικές τις οποίες η DAC ή οι Συμμετέχοντες θεωρούν ισοδύναμες με τέτοιου είδους σύνδεση.

ιγ)

Μη συνδεδεμένη βοήθεια: βοήθεια η οποία περιλαμβάνει δάνεια ή μη επιστρεπτέες ενισχύσεις των οποίων τα ποσά είναι πλήρως και ελεύθερα διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση προμηθειών από οποιαδήποτε χώρα.

ιδ)

Μέση σταθμισμένη διάρκεια ζωής της περιόδου αποπληρωμής: ο χρόνος που χρειάζεται για την αφαίρεση του μισού αρχικού κεφαλαίου της πίστωσης. Υπολογίζεται ως το άθροισμα του χρόνου (σε έτη) που μεσολαβεί ανάμεσα στην ημερομηνία έναρξης της πίστωσης και κάθε αποπληρωμή αρχικού κεφαλαίου σταθμισμένου με το τμήμα του αρχικού κεφαλαίου που έχει αποπληρωθεί τη χρονική στιγμή κάθε αποπληρωμής.


ΟΔΗΓΙΕΣ

8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 326/113


ΟΔΗΓΊΑ 2011/89/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (3) δίνει στις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα συμπληρωματικές εξουσίες και εργαλεία για την εποπτεία των ομίλων πολλών ρυθμιζόμενων οντοτήτων που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι εν λόγω όμιλοι, («χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ)»), είναι εκτεθειμένοι σε κινδύνους («κίνδυνοι ομίλου») στους οποίους συγκαταλέγονται: οι κίνδυνοι διάχυσης, που περιλαμβάνουν την εξάπλωση των κινδύνων σε ολόκληρο τον όμιλο, της συγκέντρωσης κινδύνων, ήτοι της εμφάνισης του ίδιου τύπου κινδύνου σε διάφορα τμήματα του ομίλου ταυτόχρονα, της πολυπλοκότητας που συνεπάγεται η διαχείριση πολλών διαφορετικών νομικών οντοτήτων, των δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και των δυσκολιών που ενέχει ο επιμερισμός των ίδιων κεφαλαίων του σε όλες τις ρυθμιζόμενες οντότητες-μέρη του ΧΟΕΔ, ώστε να αποφεύγεται η πολλαπλή χρησιμοποίηση του κεφαλαίου. Οι ΧΟΕΔ θα πρέπει συνεπώς να υπόκεινται σε εποπτεία συμπληρωματική της εποπτείας σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση ή σε επίπεδο ομίλου, χωρίς αλληλεπικαλύψεις και χωρίς να επηρεάζεται ο όμιλος, ανεξάρτητα από τη νομική του υπόσταση.

(2)

Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ αφενός, και των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ (4) και 92/49/ΕΟΚ (5), και των οδηγιών 98/78/ΕΚ (6), 2002/83/ΕΚ (7), 2004/39/ΕΚ (8), 2005/68/ΕΚ (9), 2006/48/ΕΚ (10), 2006/49/ΕΚ (11), 2009/65/ΕΚ (12), 2009/138/ΕΚ (13) και 2011/61/ΕΕ (14) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αφετέρου, ώστε να διασφαλιστεί η κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών και τραπεζικών ομίλων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν μέρος μιας μεικτής δομής χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

(3)

Είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται οι ΧΟΕΔ σε ολόκληρη την Ένωση ανάλογα με το βαθμό έκθεσής τους σε κινδύνους ομίλου, με βάση κοινές κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εκδώσει η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΤ) (15), η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΑΕΣ) (16) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΚΑΑ) (17) σύμφωνα με το άρθρο 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή). Είναι επίσης σημαντικό οι απαιτήσεις που αφορούν την παρέκκλιση από την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας να εφαρμόζονται ανάλογα με τους κινδύνους, σύμφωνα με τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση μεγαλύτερων ΧΟΕΔ δραστηριοποιουμένων διεθνώς.

(4)

Η πλήρης και επαρκής παρακολούθηση των κινδύνων ομίλου σε μεγάλους, σύνθετους ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς, καθώς και η εποπτεία των κεφαλαιακών τους πολιτικών σε επίπεδο ομίλου, είναι δυνατή μόνο όταν οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν εποπτικές πληροφορίες και σχεδιάζουν εποπτικά μέτρα πέραν του εθνικού πεδίου στο οποίο εκτελούν την εντολή τους. Είναι επομένως απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να συντονίζουν τη συμπληρωματική εποπτεία των ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς μεταξύ των αρμοδίων εκείνων αρχών οι οποίες θεωρούνται πιο πρόσφορες για την εποπτεία αυτή. Τα σώματα των σχετικών αρμόδιων αρχών των ΧΟΕΔ θα πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με τη συμπληρωματική φύση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και υπό την έννοια αυτή δεν θα πρέπει να αναπαράγουν ή να υποκαθιστούν αλλά θα πρέπει να προσθέτουν αξία στις δραστηριότητες των σωμάτων που ήδη υφίστανται για τους τραπεζικούς και ασφαλιστικούς υπο-ομίλους των ΧΟΕΔ. Σώμα ενός ΧΟΕΔ θα πρέπει να συγκροτείται μόνο αν δεν υπάρχει ούτε τραπεζικό ούτε ασφαλιστικό τομεακό σώμα.

(5)

Για να εξασφαλιστεί κατάλληλη κανονιστική εποπτεία, είναι απαραίτητο η νομική και επιχειρησιακή και οργανωτική δομή —περιλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων— τραπεζών, ασφαλιστικών φορέων και ΧΟΕΔ που αναπτύσσουν διασυνοριακή δραστηριότητα, να παρακολουθείται από την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ, την ΕΑΚΑΑ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία ΕΑΑ) και τη Μεικτή Επιτροπή, εάν κριθεί απαραίτητο, και οι πληροφορίες να γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές.

(6)

Για να εξασφαλιστεί κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ενός ΧΟΕΔ, ιδιαίτερα όταν η έδρα μιας εκ των θυγατρικών τους ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, οι επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τα πιστωτικά ιδρύματα με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα που θα ήταν υποχρεωμένες να ζητήσουν άδεια λειτουργίας, εάν είχαν την καταστατική τους έδρα εντός της Ένωσης.

(7)

Η συμπληρωματική εποπτεία μεγάλων, σύνθετων ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς απαιτεί συντονισμό σε ολόκληρη την Ένωση για λόγους σταθερότητας της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να συμφωνήσουν τις εποπτικές προσεγγίσεις που θα εφαρμοστούν στους εν λόγω ΧΟΕΔ. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να εκδώσουν, βάσει του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τις εν λόγω κοινές προσεγγίσεις, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πλήρες προληπτικό πλαίσιο για τα εποπτικά εργαλεία και τις εξουσίες που προβλέπονται στις οδηγίες για τις τράπεζες, τις ασφάλειες, τα χρεώγραφα και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους. Οι κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπει η οδηγία 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη συμπληρωματικότητα της εποπτείας υπό την οδηγία αυτή και να συμπληρώνουν την ειδική εποπτεία ανά τομέα όπως προβλέπεται στις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ.

(8)

Υπάρχει πραγματική ανάγκη παρακολούθησης και ελέγχου των δυνητικών κινδύνων ομίλου που αντιμετωπίζουν οι ΧΟΕΔ λόγω των συμμετοχών τους σε άλλες εταιρείες. Όταν οι συγκεκριμένες εποπτικές εξουσίες που προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ φαίνονται ανεπαρκείς, η εποπτική κοινότητα θα πρέπει να αναπτύσσει εναλλακτικές μεθόδους για να αντιμετωπίσει και να συνυπολογίσει επαρκώς τους κινδύνους, κατά προτίμηση στο πλαίσιο των εργασιών των ΕΕΑ μέσω της Μεικτής Επιτροπής. Εάν μια συμμετοχή είναι το μοναδικό στοιχείο για τον προσδιορισμό ενός ΧΟΕΔ, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να εκτιμήσουν εάν ο όμιλος είναι εκτεθειμένος σε κινδύνους ομίλου και ενδεχομένως να τον εξαιρέσουν από συμπληρωματική εποπτεία.

(9)

Όσον αφορά ορισμένους σχηματισμούς ομίλων, οι εποπτικές αρχές δεν είχαν καμία εξουσία κατά την παρούσα κρίση επειδή τα καθεστώτα που προβλέπονται στις σχετικές οδηγίες τις υποχρέωναν να επιλέξουν μεταξύ εποπτείας με βάση τον τομέα ή συμπληρωματικής εποπτείας. Ενώ μια πλήρης αναθεώρηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο των εργασιών του G20 όσον αφορά τους ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, οι αναγκαίες εποπτικές εξουσίες θα πρέπει να δοθούν το ταχύτερο δυνατόν.

(10)

Χρειάζεται συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και της οδηγίας 98/78/ΕΚ. Έτσι, η οδηγία 98/78/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ορίζει και να συμπεριλαμβάνει και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εγκαίρως η συνεκτική εποπτεία, η οδηγία 98/78/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί, ανεξάρτητα από την επικείμενη εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η οποία θα πρέπει να τροποποιηθεί για τον ίδιο σκοπό.

(11)

Ενώ η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων θα πρέπει να γίνεται τακτικά για τους τραπεζικούς και ασφαλιστικούς υπο-ομίλους ενός ΧΟΕΔ, ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ είναι εκείνος που αποφασίζει την καταλληλότητα, τις παραμέτρους και το χρονοδιάγραμμα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για μεμονωμένο ΧΟΕΔ στο σύνολό του. Για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης που γίνονται από τις ΕΕΑ σε συγκεκριμένο τομέα, η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να είναι εκείνη που εξασφαλίζει ότι οι προσομοιώσεις γίνονται με συνοχή σε όλους τους τομείς. Για τους λόγους αυτούς, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να μπορούν να αναπτύσσουν συμπληρωματικές παραμέτρους για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης που θα λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς κινδύνους ομίλου που υφίστανται συνήθως σε επίπεδο ΧΟΕΔ, και να δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων όταν το επιτρέπει η τομεακή νομοθεσία. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εμπειρίες από προηγούμενες προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης. Για παράδειγμα, οι προσομοιώσεις αυτές θα πρέπει να συνεκτιμούν τους κινδύνους ρευστότητας και φερεγγυότητας των ΧΟΕΔ.

(12)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω ένα συνεκτικό και αξιόπιστο σύστημα εποπτείας των ΧΟΕΔ. Η επερχομένη πλήρης αναθεώρηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να καλύψει τις μη ρυθμιζόμενες οντότητες, ιδίως τις οντότητες ειδικού σκοπού, και να αναπτύξει μια βάσει κινδύνου εφαρμογή της δυνατότητας που έχουν οι εποπτικές αρχές να χορηγήσουν παρέκκλιση όταν προσδιορίζουν τι συνιστά ΧΟΕΔ, ενώ παράλληλα θα πρέπει επίσης να περιορίσει τη χρήση παρεκκλίσεων. Όσον αφορά τις τομεακές οδηγίες, στην αναθεώρηση θα πρέπει να εξετάζονται επίσης και οι συστημικώς σημαντικοί ΧΟΕΔ, οι οποίοι λόγω του μεγέθους, της διασύνδεσης ή της πολυπλοκότητάς τους είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Οι ΧΟΕΔ αυτοί πρέπει να προσδιορίζονται κατ’ αναλογία προς τα εξελισσόμενα πρότυπα του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο πρότασης ρυθμιστικών μέτρων στον τομέα.

(13)

Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η οδηγία 2006/48/ΕΚ θα πρέπει επομένως να τροποποιηθεί ώστε να ορίζει και να συμπεριλαμβάνει τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

(14)

Η αποκατασταθείσα διαθεσιμότητα των εξουσιών στο επίπεδο της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών συνεπάγεται ότι ορισμένες διατάξεις των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ ή 2009/138/ΕΚ εφαρμόζονται στο επίπεδο αυτό ταυτοχρόνως. Οι διατάξεις αυτές μπορεί να είναι ισοδύναμες, ειδικότερα όσον αφορά τα ποιοτικά στοιχεία των διαδικασιών εποπτικής εξέτασης. Χάριν παραδείγματος, απαιτήσεις ικανότητας και ήθους για τη διαχείριση εταιρειών χαρτοφυλακίου προβλέπονται στις οδηγίες 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ ή 2009/138/ΕΚ. Για την αποφυγή επικάλυψης μεταξύ των διατάξεων αυτών και για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της εποπτείας στο ανώτατο επίπεδο, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόσουν συγκεκριμένη διάταξη μόνο μία φορά, ενώ θα συμμορφώνονται με την ισοδύναμη διάταξη σε όλες τις άλλες ισχύουσες οδηγίες. Ακόμη και αν οι διατάξεις δεν έχουν την ίδια διατύπωση, θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες αν είναι κατ’ ουσία παρόμοιες, ιδίως όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους. Κατά την αξιολόγηση της ισοδυναμίας, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να εξετάζουν, στο πλαίσιο των σωμάτων, εάν το πεδίο εφαρμογής έχει καλυφθεί και οι στόχοι έχουν επιτευχθεί, όσον αφορά κάθε εφαρμοστέα οδηγία, χωρίς να υποβαθμίζονται τα πρότυπα εποπτείας. Θα πρέπει να είναι δυνατή η περαιτέρω ανάπτυξη των αξιολογήσεων ισοδυναμίας κατά την τροποποίηση των πλαισίων και πρακτικών εποπτείας. Οι αξιολογήσεις ισοδυναμίας θα πρέπει επομένως να υπόκεινται σε ανοικτή, εξελικτική διαδικασία Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να προβλέπει λύσεις κατά περίπτωση ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλες οι ιδιαιτερότητες κάποιου ομίλου. Για να εξασφαλιστεί συνοχή του εποπτικού πλαισίου για ένα συγκεκριμένο όμιλο και να εξασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ όλων των χρηματοπιστωτικών ομίλων εντός της Ένωσης χρειάζεται η κατάλληλη εποπτική συνεργασία. Για το σκοπό αυτό, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να χαράξουν κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των αξιολογήσεων ισοδυναμίας και να εργασθούν για θέσπιση δεσμευτικών τεχνικών προτύπων.

(15)

Για να βελτιωθεί η συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε ΧΟΕΔ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) όσον αφορά τις τεχνικές προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στην οδηγία 2002/87/ΕΚ όσον αφορά τους ορισμούς, την ευθυγράμμιση της ορολογίας και τις μεθόδους υπολογισμού που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(16)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της συμπληρωματικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε ΧΟΕΔ, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και συνεπώς, λόγω του εύρους και των συνεπειών της παρούσας οδηγίας, μπορεί να πραγματοποιηθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση είναι δυνατόν να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα όρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου.

(17)

Οι οδηγίες 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ θα πρέπει ως εκ τούτου να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στην οδηγία 98/78/ΕΚ

Η οδηγία 98/78/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το στοιχείο ι) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ι)

“ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας” νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της·»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ιγ)

“εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών” νοείται κάθε εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.»·

2)

στο άρθρο 2, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6, 8 και 10.»·

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 2α

Επίπεδο εφαρμογής σχετικά με εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

1.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη να ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία μόνο τη σχετική διάταξη της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

2.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρμόδια αρχή που ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία μπορεί, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τη διάταξη της οδηγίας που αφορά τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

3.   Η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη να ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) (ΕΑΤ) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) (ΕΑΑΕΣ) για τις αποφάσεις που ελήφθησαν δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), χαράσσουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή), κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και, εντός τριών ετών από την έγκριση των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

4)

στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 2 ουδόλως σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας.»·

5)

στο άρθρο 4, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την αυτή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν ποία εξ αυτών θα ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία.»·

6)

το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 10

Ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας

1.   Σε συνάρτηση με το άρθρο 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαιτούν την εφαρμογή της μεθόδου συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το παράρτημα II. Στον υπολογισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

2.   Εάν, βάσει του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι τίθεται σε κίνδυνο ή ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η φερεγγυότητα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έναντι της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.»·

7)

τα παραρτήματα I και ΙΙ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/87/ΕΚ

Η οδηγία 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

τα άρθρα 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ (21), το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (22), το άρθρο 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, (23), το άρθρο 6 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (24), το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ (25), το άρθρο 14 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (26) ή τα άρθρα 6 έως 11 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (27) και οι οποίες ανήκουν σε ΧΟΕΔ.

Η παρούσα οδηγία τροποποιεί επίσης τους σχετικούς τομεακούς κανόνες που ισχύουν για τις οντότητες οι οποίες ρυθμίζονται από αυτές τις οδηγίες.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως:

1)   “πιστωτικό ίδρυμα”: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

2)   “ασφαλιστική επιχείρηση”: ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφοι 1, 2 ή 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

3)   “επιχείρηση επενδύσεων”: η επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (28) ή επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης·

4)   “ρυθμιζόμενη οντότητα”: πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων·

5)   “εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων”: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης·

5α)   “διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων”: ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία β), ιβ) και αβ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης·

6)   “αντασφαλιστική επιχείρηση”: αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 σημεία 4, 5 ή 6 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή φορέας ειδικού σκοπού κατά την έννοια του άρθρου 13, σημείο 26 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

7)   “τομεακοί κανόνες”: η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων, όπως θεσπίζεται ιδίως με τις οδηγίες 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ·

8)   “χρηματοπιστωτικός τομέας”: τομέας που αποτελείται από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

α)πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 4 σημεία 1, 5 ή 21 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία τραπεζικός τομέας)·β)ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 13 σημεία 1, 2, 4 ή 5 ή του άρθρου 212, παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία ασφαλιστικός τομέας)·γ)επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία τομέας των επενδυτικών υπηρεσιών)·

9)   “μητρική επιχείρηση”: η μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της εβδόμης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (29) ή οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση·

10)   “θυγατρική επιχείρηση”: η θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, μια μητρική επιχείρηση ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή ή όλες οι θυγατρικές αυτών των θυγατρικών επιχειρήσεων ·

11)   “συμμετοχή”: η κατά την έννοια του άρθρου 17 πρώτο εδάφιο της τετάρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (30) συμμετοχή, ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % και άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

12)   “όμιλος”: ο όμιλος επιχειρήσεων ο οποίος αποτελείται από μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή ή οι επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και περιλαμβάνει τυχόν υπο-όμιλο αυτού·

12α)   “έλεγχος”: μια σχέση μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρική επιχείρησης, ως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης·

13)   “στενοί δεσμοί”: μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με έλεγχο ή συμμετοχή, ή μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μονίμως με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου·

14)   “χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων”: όμιλος ή υπο-όμιλος, εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα, ή εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές του ομίλου ή του υπο-ομίλου αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα, και που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα:

i)

πρόκειται για μητρική επιχείρηση οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα ή για επιχείρηση συνδεόμενη με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

ii)

μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και

iii)

οι ενοποιημένες ή αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου ή του υπο-ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι αμφότερες ουσιώδεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 ή 3 της παρούσας οδηγίας· ή

β)εφόσον δεν είναι επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου ρυθμιζόμενη οντότητα:

i)

οι δραστηριότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας·

ii)

μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και

iii)

οι ενοποιημένες ή αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου ή του υπο-ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι αμφότερες ουσιώδεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 ή 3 της παρούσας οδηγίας·

15)   “εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών”: η μητρική επιχείρηση, πλην της ρυθμιζόμενης οντότητας, η οποία, μαζί με τις θυγατρικές της, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ρυθμιζόμενη οντότητα με καταστατική έδρα στην Ένωση, καθώς και άλλες οντότητες, συνιστά ΧΟΕΔ·

16)   “αρμόδιες αρχές”: οι εθνικές αρχές των κρατών μελών που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης να εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις εταιρείες επενδύσεων, τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων είτε σε ατομική βάση είτε σε επίπεδο ομίλου·

17)   “σχετικές αρμόδιες αρχές”:

α)

οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι υπεύθυνες για την τομεακή εποπτεία σε επίπεδο ομίλου οιασδήποτε από τις ρυθμιζόμενες οντότητες ενός ΧΟΕΔ, ιδιαίτερα της τελικής μητρικής επιχείρησης ενός τομέα·

β)

ο συντονιστής, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10, αν είναι άλλος από τις αρχές που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

εφόσον κρίνεται σκόπιμο, άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, εφόσον είναι σχετικές, κατά τη γνώμη των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β)·

18)   “εντός ομίλου συναλλαγές”: όλες οι συναλλαγές με τις οποίες ρυθμιζόμενες οντότητες που ανήκουν σε έναν ΧΟΕΔ στηρίζονται, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου, ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συνδεόμενο με τις επιχειρήσεις του ομίλου αυτού με στενούς δεσμούς, για να εκπληρώνουν μια υποχρέωση, είτε συμβατική είτε όχι, είτε επ’ αμοιβή είτε όχι·

19)   “συγκέντρωση κινδύνων”: κάθε έκθεση σε κίνδυνο με πιθανότητα ζημίας, η οποία είναι αρκετά μεγάλη ώστε να απειλεί τη φερεγγυότητα ή τη γενική χρηματοοικονομική κατάσταση των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ΧΟΕΔ, ανεξάρτητα από το εάν η έκθεση αποτέλεσμα κινδύνων αντισυμβαλλομένου ή πιστωτικών κινδύνων, επενδυτικών κινδύνων, ασφαλιστικών κινδύνων, κινδύνων της αγοράς ή άλλων κινδύνων, ή συνδυασμού ή αλληλεπίδρασης αυτών των κινδύνων.

Μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 21α, παράγραφος 1, στοιχείο β), η γνώμη που αναφέρεται στο σημείο 17, στοιχείο γ) λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη το μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως αν υπερβαίνει το 5 %, και τη βαρύτητα που έχει στα πλαίσια του ομίλου οιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

2)

το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από τα εξής:

«1.   Προκειμένου να προσδιορισθεί αν οι δραστηριότητες ενός ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο β)(i), ο λόγος του συνόλου του ισολογισμού των ρυθμιζόμενων και μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου προς το σύνολο του ισολογισμού ολόκληρου του ομίλου πρέπει να υπερβαίνει το 40 %.

2.   Προκειμένου να προσδιορισθεί αν οι δραστηριότητες σε διάφορους χρηματοπιστωτικούς τομείς είναι ουσιώδεις, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α),(iii) ή σημείο 14 στοιχείο β)(iii) για κάθε χρηματοπιστωτικό τομέα, ο μέσος όρος του λόγου του συνόλου του ισολογισμού του εν λόγω χρηματοπιστωτικού τομέα προς το σύνολο του ισολογισμού των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου και του λόγου των απαιτήσεων φερεγγυότητας του ιδίου χρηματοπιστωτικού τομέα προς το σύνολο των απαιτήσεων φερεγγυότητας των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου πρέπει να υπερβαίνει το 10 %.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως μικρότερος χρηματοπιστωτικός τομέας σε έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, νοείται ο τομέας με τον μικρότερο μέσο όρο και ως σημαντικότερος χρηματοπιστωτικός τομέας εκείνος με τον υψηλότερο μέσο όρο. Για τον υπολογισμό του μέσου όρου και τη μέτρηση του μικρότερου και του σημαντικότερου χρηματοπιστωτικού τομέα, πρέπει να συνυπολογίζονται ο τραπεζικός τομέας και ο τομέας των επενδυτικών υπηρεσιών.

Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προστίθενται στον τομέα στον οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο μικρότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.

Οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων προστίθενται στον τομέα στον οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο μικρότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.

3.   Οι διατομεακές δραστηριότητες θεωρούνται επίσης ουσιώδεις, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α) σημείο iii) ή σημείο 14 στοιχείο β) σημείο iii), εάν το σύνολο του ισολογισμού του μικρότερου χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου υπερβαίνει το ποσό των 6 δισεκατ. ευρώ.

Εάν ο όμιλος δεν αγγίζει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενδέχεται να αποφασίσουν κοινή συναινέσει να μη θεωρήσουν τον όμιλο ΧΟΕΔ. Ενδεχομένως να αποφασίσουν επίσης να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 9, εάν κρίνουν ότι η ένταξη του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή η εφαρμογή τέτοιων διατάξεων δεν είναι απαραίτητη ή θα ήταν ανάρμοστη ή παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες αρμόδιες αρχές και δημοσιοποιούνται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, από τις αρμόδιες αρχές.

3α.   Εάν ο όμιλος αγγίξει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, αλλά ο μικρότερος τομέας δεν υπερβαίνει τα 6 δισεκατ. ευρώ, οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενδέχεται να αποφασίσουν κοινή συναινέσει να μη θεωρήσουν τον όμιλο ΧΟΕΔ. Ενδεχομένως να αποφασίσουν επίσης να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 9, εάν κρίνουν ότι η ένταξη του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή η εφαρμογή τέτοιων διατάξεων δεν είναι απαραίτητη ή θα ήταν ανάρμοστη ή παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες αρμόδιες αρχές και δημοσιοποιούνται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, από τις αρμόδιες αρχές.»·

β)

η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

να αποκλείουν συγκεκριμένη οντότητα κατά τον υπολογισμό των δεικτών, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 5, εκτός εάν η οντότητα μετακόμισε από ένα κράτος μέλος προς τρίτη χώρα και είναι προφανές ότι η οντότητα άλλαξε τη διεύθυνσή της για να αποφύγει τη ρύθμιση·»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)

αποκλείουν μία ή περισσότερες συμμετοχές στο μικρότερο τομέα, εάν οι συμμετοχές αυτές είναι καθοριστικές για τον προσδιορισμό ενός ΧΟΕΔ και συλλογικά είναι αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.»·

γ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, οι σχετικές αρμόδιες αρχές μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με κοινή συμφωνία, να αντικαθιστούν το κριτήριο που βασίζεται στο σύνολο του ισολογισμού με μία ή και περισσότερες από τις ακόλουθες παραμέτρους ή να προσθέτουν μία ή και περισσότερες από τις παραμέτρους αυτές, εάν είναι της γνώμης ότι οι εν λόγω παράμετροι έχουν ιδιαίτερη σημασία για το σκοπό της συμπληρωματικής εποπτείας που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία: δομή εσόδων, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, σύνολο ενεργητικού υπό διαχείριση.»·

δ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«8.   Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31) (ΕΑΤ), η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32) (ΕΑΑΕΣ) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33) (ΕΑΚΑΑ) (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία ΕΑΑ) μέσω της Μεικτής Επιτροπής (Μεικτή Επιτροπή) εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων 2, 3, 3α, 4 και 5 του παρόντος άρθρου.

9.   Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν σε ετήσια βάση τις παρεκκλίσεις από την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας και αναθεωρούν τους ποσοτικούς δείκτες που ορίζονται στο παρόν άρθρο και τις αξιολογήσεις με βάση τον κίνδυνο που εφαρμόζονται στους χρηματοπιστωτικούς ομίλους.

3)

το άρθρο 4 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για το σκοπό αυτό:

οι αρμόδιες αρχές που έχουν δώσει άδεια λειτουργίας σε ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου συνεργάζονται στενά,

εάν μια αρμόδια αρχή είναι της γνώμης ότι ρυθμιζόμενη οντότητα στην οποία έχει δώσει άδεια λειτουργίας ανήκει σε όμιλο που ενδέχεται να αποτελεί ΧΟΕΔ και ο οποίος δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η εν λόγω αρμόδια αρχή γνωστοποιεί τη γνώμη της στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές καθώς και στη Μεικτή Επιτροπή.»·

β)

στην παράγραφο 2 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ο συντονιστής ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές που έχουν δώσει άδεια λειτουργίας σε ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών καθώς και τη Μεικτή Επιτροπή.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον δικτυακό της τόπο τον κατάλογο των ΧΟΕΔ όπως ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 14. Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται μέσω υπερσυνδέσμου από τον ιστότοπο κάθε ΕΕΑ.

Το όνομα κάθε ρυθμιζόμενης οντότητας του άρθρου 1 που αποτελεί μέρος ΧΟΕΔ εγγράφεται σε κατάλογο, τον οποίο δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει η Μεικτή Επιτροπή.»·

4)

το άρθρο 5 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

οιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση·»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Κάθε ρυθμιζόμενη οντότητα η οποία δεν υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παράγραφο 2 και η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι ρυθμιζόμενη οντότητα ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία στο επίπεδο του ΧΟΕΔ, στο βαθμό και κατά τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 18.»·

γ)

στην παράγραφο 4) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:

«Προκειμένου να έχει εφαρμογή η συμπληρωματική εποπτεία, πρέπει μία τουλάχιστον από τις οντότητες να είναι ρυθμιζόμενη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 1 και να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α) σημείο (ii) ή στοιχείο β) σημείο (ii) και του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α) σημείο (iii) ή στοιχείο β) σημείο (iii). Οι σχετικές αρμόδιες αρχές αποφασίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.»·

5)

στο άρθρο 6, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Προκειμένου να υπολογίζονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, η συμπληρωματική εποπτεία καλύπτει τις ακόλουθες οντότητες σύμφωνα με το παράρτημα I:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών·

β)

ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου·

γ)

επιχείρηση επενδύσεων·

δ)

εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

4.   Όταν υπολογίζονται, σύμφωνα με τη μέθοδο 1 (“λογιστική ενοποίηση”) που ορίζεται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας, οι συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για έναν ΧΟΕΔ, το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και οι απαιτήσεις φερεγγυότητας των οντοτήτων του ομίλου υπολογίζονται εφαρμόζοντας τους αντίστοιχους τομεακούς κανόνες σχετικά με την έκταση και τη μορφή της ενοποίησης, όπως καθορίζονται ιδίως στα άρθρα 133 και 134 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και στο άρθρο 221 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2 (“Αφαίρεση και συνένωση”) που αναφέρεται στο παράρτημα I, στον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη το μέρος του καταβεβλημένου κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η μητρική επιχείρηση ή η επιχείρηση η οποία κατέχει συμμετοχή σε άλλη οντότητα του ομίλου.»·

6)

το άρθρο 7 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Έως τον περαιτέρω συντονισμό της νομοθεσίας της Ένωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ποσοτικά όρια, να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να ορίσουν τέτοια όρια, ή να λαμβάνουν άλλα εποπτικά μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι της συμπληρωματικής εποπτείας, όσον αφορά οιαδήποτε συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο ΧΟΕΔ.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας της συγκέντρωσης κινδύνων όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 ως 4 του παρόντος άρθρου. Οι κατευθυντήριες γραμμές εξασφαλίζουν την ευθυγράμμιση της εφαρμογής των μέσων εποπτείας, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο για την εφαρμογή των άρθρων 106 έως 118 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του άρθρου 244 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, προς αποφυγή οιασδήποτε αλληλεπικάλυψης. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου στις συμμετοχές του ΧΟΕΔ σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας.»·

7)

το άρθρο 8 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Έως τον περαιτέρω συντονισμό της νομοθεσίας της Ένωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ποσοτικά όρια και απαιτήσεις ποιότητος, να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να ορίσουν ποσοτικά όρια ή απαιτήσεις ποιότητος, ή να λαμβάνουν άλλα εποπτικά μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι της συμπληρωματικής εποπτείας, όσον αφορά τις εντός ομίλου συναλλαγές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων εντός ενός ΧΟΕΔ.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας για τις συναλλαγές εντός του ομίλου, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου. Οι κατευθυντήριες γραμμές εξασφαλίζουν την ευθυγράμμιση της εφαρμογής των μέσων εποπτείας, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, με την εφαρμογή του άρθρου 245 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, προς αποφυγή οιασδήποτε αλληλεπικάλυψης. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου στις συμμετοχές του ΧΟΕΔ σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας.»·

8)

το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 5, διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου για την παραγωγή οιωνδήποτε στοιχείων και πληροφοριών που θα ήταν χρήσιμα για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες οντότητες, στο επίπεδο του ΧΟΕΔ, να υποβάλλουν τακτικά στην αρμόδια αρχή τους λεπτομερή στοιχεία για τη νομική δομή τους και το σύστημα διακυβέρνησης και οργάνωσής τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες οντότητες να δημοσιοποιούν, στο επίπεδο του ΧΟΕΔ, σε ετήσια βάση, είτε αυτούσια είτε με παραπομπές σε ισοδύναμες πληροφορίες, περιγραφή της νομικής δομής τους και του συστήματος διακυβέρνησης και οργάνωσής τους.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Οι αρμόδιες αρχές εναρμονίζουν την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο με τις διαδικασίες εποπτικής αξιολόγησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 124 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 248 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Προς το σκοπό αυτό, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας για τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, καθώς και για τη συνέπεια με τις διαδικασίες εποπτικής αξιολόγησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 124 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 248 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στις συμμετοχές του ΧΟΕΔ σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας.»·

9)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9β

Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον συντονιστή να εξασφαλίζει κατάλληλη και τακτική προσομοίωση ακραίων καταστάσεων των χρηματοπιστωτικών ομίλων. Απαιτούν επίσης από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται πλήρως με τον συντονιστή.

2.   Για τους σκοπούς προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής και σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (34), αναπτύσσουν συμπληρωματικές παραμέτρους που λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς κινδύνους που συνδέονται με ΧΟΕΔ, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Ο συντονιστής κοινοποιεί τα αποτελέσματα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στη Μεικτή Επιτροπή.

10)

το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

στο σημείο ii), το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

όταν τουλάχιστον δύο ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν την καταστατική τους έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και μία από αυτές τις ρυθμιζόμενες οντότητες έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου έχει την καταστατική της έδρα η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας για την εν λόγω ρυθμιζόμενη οντότητα στο εν λόγω κράτος μέλος.»·

β)

το σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii)

όταν τουλάχιστον δύο ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν την καταστατική τους έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αλλά καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου έχει την καταστατική της έδρα αυτή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας για τη ρυθμιζόμενη οντότητα με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα·»·

11)

το άρθρο 11 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη της δυνατότητας ανάθεσης ορισμένων εποπτικών αρμοδιοτήτων και ευθυνών, όπως προβλέπεται στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, η παρουσία ενός συντονιστή με ειδικά καθήκοντα για τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ΧΟΕΔ δεν επηρεάζει την αποστολή και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών, όπως προβλέπονται στους τομεακούς κανόνες.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η απαιτούμενη συνεργασία δυνάμει του παρόντος Τμήματος και η άσκηση των καθηκόντων που απαριθμούνται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 12 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας και συμβατότητας με την ενωσιακή νομοθεσία, ο κατάλληλος συντονισμός και συνεργασία με σχετικές αρχές εποπτείας τρίτων χωρών, ανάλογα με την περίπτωση, εξασφαλίζεται μέσω σωμάτων που έχουν συσταθεί δυνάμει του άρθρου 131α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή του άρθρου 248 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

Οι συμφωνίες συντονισμού που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικατοπτρίζονται χωριστά στις γραπτές συμφωνίες συντονισμού δυνάμει του άρθρου 131 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή του άρθρου 248 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Ο συντονιστής, ως πρόεδρος του σώματος που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 131α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ή του άρθρου 248 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, αποφασίζει ποιες άλλες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα του σώματος.»·

12)

στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

προσδιορισμός της νομικής δομής και του συστήματος διακυβέρνησης και οργάνωσης του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων του ΧΟΕΔ, των κατόχων ειδικών συμμετοχών στο επίπεδο τελικής μητρικής εταιρείας, καθώς και των αρμοδίων αρχών των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ΧΟΕΔ·»·

13)

Στο άρθρο 12α προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Οι συντονιστές παρέχουν στη Μεικτή Επιτροπή τις πληροφορίες όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α). Η Μεικτή Επιτροπή θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών πληροφορίες σχετικά με τη νομική δομή και τα συστήματα διακυβέρνησης και οργάνωσης των ΧΟΕΔ.»·

14)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 12β

Κοινές κατευθυντήριες γραμμές

1.   Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, καταρτίζουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο διενέργειας των αξιολογήσεων βάσει κινδύνου που εφαρμόζονται στους ΧΟΕΔ από την αρμόδια αρχή. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές εξασφαλίζουν ειδικότερα ότι οι αξιολογήσεις βάσει του κινδύνου περιλαμβάνουν κατάλληλα εργαλεία προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι ομίλου που απειλούν τους ΧΟΕΔ.

2.   Οι ΕΕΑ εκδίδουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στην ανάπτυξη εποπτικών πρακτικών που επιτρέπουν τη συμπληρωματική εποπτεία των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ώστε να συμπληρώνεται καταλλήλως η εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με την οδηγία 98/78/ΕΚ και την οδηγία 2009/138/ΕΚ ή, εφόσον απαιτείται, την ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές επιτρέπουν την ενσωμάτωση όλων των σχετικών κινδύνων στην εποπτεία, εξαλείφοντας παράλληλα τις δυνητικές επικαλύψεις κατά την εποπτεία και τον έλεγχο.»·

15)

το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Μητρικές επιχειρήσεις σε τρίτη χώρα»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους που διασφαλίζουν την κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ΧΟΕΔ. Οι μέθοδοι αυτές εγκρίνονται από τον συντονιστή, μετά από διαβούλευση με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση και να εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία στις ρυθμιζόμενες οντότητες του ΧΟΕΔ επικεφαλής του οποίου είναι η εν λόγω εταιρεία χαρτοφυλακίου. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι μέθοδοι αυτές επιτυγχάνουν τον στόχο της συμπληρωματικής εποπτείας δυνάμει της παρούσας οδηγίας και ενημερώνουν σχετικώς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και την Επιτροπή.»·

16)

το άρθρο 19 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 19

Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών

Το άρθρο 39 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το άρθρο 10α της οδηγίας 98/78/ΕΚ και το άρθρο 264 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τις λεπτομέρειες άσκησης της συμπληρωματικής εποπτείας των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ΧΟΕΔ.»·

17)

ο τίτλος του κεφαλαίου ΙΙΙ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

18)

το άρθρο 20 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 20

Εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 21γ, μέτρα σχετικά με τις τεχνικές προσαρμογές της παρούσας οδηγίας στους ακόλουθους τομείς:

α)

ακριβέστερη διατύπωση των ορισμών που καθορίζονται στο άρθρο 2, ώστε να λαμβάνονται υπόψη, για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

β)

ευθυγράμμιση της ορολογίας και της διατύπωσης των ορισμών της παρούσας οδηγίας με μεταγενέστερες πράξεις της Ένωσης που αφορούν τις ρυθμιζόμενες οντότητες και άλλα συναφή θέματα·

γ)

ακριβέστερος καθορισμός των μεθόδων υπολογισμού που καθορίζονται στο παράρτημα I, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις εποπτικές τεχνικές.

Τα εν λόγω μέτρα δεν περιλαμβάνουν το αντικείμενο της αρμοδιότητας που μεταβιβάζεται και ανατίθεται στην Επιτροπή σε σχέση με τα σημεία που απαριθμούνται στο άρθρο 21α.»·

19)

στο άρθρο 21 οι παράγραφοι 2,3 και 5 διαγράφονται·

20)

το άρθρο 21α τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

το άρθρο 6 παράγραφος 2 για να εξασφαλιστεί ενιαίος μορφότυπος (με οδηγίες), ενιαία συχνότητα και, εφόσον απαιτείται, ενιαίες ημερομηνίες για τη διαβίβαση των στοιχείων.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση της εφαρμογής των άρθρων 2, 7 και 8 και του παραρτήματος II, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με στόχο τον καθορισμό ακριβέστερης διατύπωσης των ορισμών που παρατίθενται στο άρθρο 2 και το συντονισμό των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 και το παράρτημα II.

Η Μεικτή Επιτροπή υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2015.

Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Εντός δύο ετών από την έγκριση οιωνδήποτε τεχνικών προτύπων εφαρμογής σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), τα κράτη μέλη απαιτούν ενιαίο μορφότυπο, και καθορίζουν τη συχνότητα υπολογισμών και τις ημερομηνίες για τη διαβίβαση των υπολογισμών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.»·

21)

προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα στο κεφάλαιο III:

«Άρθρο 21β

Κοινές κατευθυντήριες γραμμές

Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, το άρθρο 7 παράγραφος 5, το άρθρο 8 παράγραφος 5, το άρθρο 9 παράγραφος 6, το άρθρο 11 παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, το άρθρο 12β και το άρθρο 21 παράγραφος 4, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

Άρθρο 21γ

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 20 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από τις 9 Δεκεμβρίου 2011. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί σε αυτήν την ανανέωση μέσα σε τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 20 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση της εξουσίας που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση οι οποίες ισχύουν ήδη.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δυνάμει του άρθρου 20 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν πληροφορήσει αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα εγείρουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά 3 μήνες.»·

22)

Στο άρθρο 30 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Έως ότου επιτευχθεί περαιτέρω συντονισμός των τομεακών κανόνων, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την υπαγωγή των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων:

α)

στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων ή στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ομίλου·

β)

στην περίπτωση που ο όμιλος είναι ΧΟΕΔ, στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και

γ)

στη διαδικασία προσδιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.»·

23)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 30α

Διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων

1.   Έως ότου επιτευχθεί περαιτέρω συντονισμός των τομεακών κανόνων, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την υπαγωγή των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων:

α)

στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων ή στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ομίλου·

β)

στην περίπτωση που ο όμιλος είναι ΧΟΕΔ, στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και

γ)

στη διαδικασία προσδιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.

2.   Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη ορίζουν ή αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές τους να αποφασίζουν βάσει ποίων τομεακών κανόνων (τραπεζικός τομέας, ασφαλιστικός τομέας ή τομέας επενδυτικών υπηρεσιών) υπόκεινται οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων στην ενοποιημένη ή συμπληρωματική εποπτεία που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι σχετικοί τομεακοί κανόνες που αφορούν τη μορφή και τον βαθμό υπαγωγής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1, ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων θεωρείται ως ανήκων σε οιονδήποτε τομέα εμπίπτει δυνάμει του στοιχείου α) της παραγράφου 1.

Στην περίπτωση που ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων ανήκει σε ΧΟΕΔ, αναφορές σε ρυθμιζόμενες οντότητες και σε αρμόδιες και σχετικές αρμόδιες αρχές θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ότι συμπεριλαμβάνουν, αντίστοιχα, τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Τούτο ισχύει, κατ’ αναλογία, και στους ομίλους που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1.»·

24)

το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/48/ΕΚ

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το άρθρο 39 και τα άρθρα 124 έως 143 εφαρμόζονται στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, στις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και στις μεικτής δραστηριότητας εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ένωση.»·

2)

το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

τα σημεία 14 έως 17 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«(14)   “Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος”: πιστωτικό ίδρυμα το οποίο διαθέτει θυγατρικό πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε τέτοιο ίδρυμα και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, εγκατεστημένης στο ίδιο κράτος μέλος.

(15)   “Μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος”: χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στο ίδιο κράτος μέλος.

(15α)   “Μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος”: εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στο ίδιο κράτος μέλος.

(16)   “Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ”: μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

(17)   “Μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ”: μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία δεν αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

(17α)   “Μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ”: μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία δεν αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.»·

β)

εισάγεται το ακόλουθο σημείο:

«(19α)   “εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών”: εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 15, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ»·

γ)

το σημείο 48 αντικαθίσταται ως εξής:

«(48)   “αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή”: η αρχή που είναι αρμόδια για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ και των πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από μητρικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ.»·

3)

το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Κάθε άδεια λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΑΤ. Η επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας εγγράφεται σε κατάλογο τον οποίο η ΕΑΤ δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο και τον ενημερώνει τακτικά. Η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση διαβιβάζει στις σχετικές αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που αφορούν τον τραπεζικό όμιλο, σύμφωνα με τα άρθρα 12 παράγραφος 3, 22 παράγραφος 1 και 73 παράγραφος 3, και ιδίως εκείνες που αφορούν τη νομική δομή του ομίλου, το πλαίσιο διακυβέρνησης και την οργανωτική δομή του ομίλου.»·

4)

το άρθρο 39 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα και η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα στην Ένωση.»·

β)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

αφενός μεν, για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, να μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, σε ενοποιημένη βάση, πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένων στην Ένωση, που έχει ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα,»·

5)

στο άρθρο 69, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον η μητρική επιχείρηση αποτελεί χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών συσταθείσα στο ίδιο κράτος μέλος με το πιστωτικό ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκειται στην ίδια εποπτεία με τα πιστωτικά ιδρύματα και ιδίως στα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1.»·

6)

στο άρθρο 71, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 68, 69 και 70, τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος συμμορφώνονται, στο βαθμό και με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 133, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 75, 120, 123 και το τμήμα 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

Όταν μια χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ελέγχει πάνω από ένα πιστωτικό ίδρυμα, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει των άρθρων 125 και 126.»·

7)

στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή από μια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο κεφάλαιο 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της συγκεκριμένης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

Οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου εγκατεστημένων στην ΕΕ ή μητρικών εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ κοινοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζει το παράρτημα ΧΙΙ, μέρος 1, σημείο 5, σε μεμονωμένη ή υποενοποιημένη βάση.»·

8)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 72α

1.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τη διάταξη της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

2.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τη διάταξη της οδηγίας που έχει σχέση με τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35) (ΕΑΑΕΣ) για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36) (ΕΑΚΑΑ) χαράσσουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών (Μεικτή Επιτροπή), κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, τα οποία υποβάλλουν στην Επιτροπή εντός τριών ετών από την υιοθέτηση αυτών των κατευθυντήριων γραμμών.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

9)

στο άρθρο 73, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120 και 123 και το τμήμα 5 της παρούσας οδηγίας σε υποενοποιημένη βάση, όταν τα υπόψη πιστωτικά ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση, εφόσον αυτή είναι χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, διαθέτουν σε τρίτη χώρα, εν είδει θυγατρικής, πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2, σημείο 5, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ή διαθέτουν συμμετοχή σε μια τέτοια επιχείρηση.»·

10)

στο άρθρο 80 παράγραφος 7, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας·»·

11)

το άρθρο 84 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού, ή μια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτής, ή μια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και οι θυγατρικές αυτής χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των ελάχιστων απαιτήσεων του παραρτήματος VII, μέρος 4, από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του ως σύνολο.»·

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Όταν η μέθοδος IRB πρόκειται να χρησιμοποιηθεί από το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του, ή από την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου και τις θυγατρικές της, ή την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και τις θυγατρικές της, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους όπως ορίζεται στα άρθρα 129 έως 132.»·

12)

στο άρθρο 89 παράγραφος 1, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«ε)

ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος έναντι αντισυμβαλλομένου ο οποίος είναι η μητρική του επιχείρηση, η θυγατρική του ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης υπό την προϋπόθεση ότι ο αντισυμβαλλόμενος αποτελεί ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών και υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, ή επιχείρηση που συνδέεται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, καθώς και ανοίγματα μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 80, παράγραφος 8·»·

13)

στο άρθρο 105, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί εξελιγμένη μέθοδος μέτρησης από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από τις θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 129 έως 132. Η εφαρμογή περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα Χ, μέρος 3.

4.   Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή οι θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ χρησιμοποιούν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των κριτηρίων του παραρτήματος Χ, μέρος 3, από κοινού από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του.»·

14)

στο άρθρο 122α η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Εφόσον μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ ή μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ, ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ ή μία των θυγατρικών της, ενεργώντας με την ιδιότητα του μεταβιβάζοντος ή αναδόχου, προβαίνει σε τιτλοποίηση ανοιγμάτων από διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, η απαίτηση κατά την παράγραφο 1 μπορεί να τηρηθεί με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του σχετικού μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, της μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή της μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις που τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία δημιούργησαν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα έχουν δεσμευθεί να τηρήσουν τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 και να παραδώσουν εγκαίρως στο μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα και στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα ή τη χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της παραγράφου 7.»·

15)

στο άρθρο 125, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στον εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 6.»·

16)

το άρθρο 126 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 126

1.   Στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, την ίδια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, την ίδια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχουν τις καταστατικές έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

2.   Όταν πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ως το πιστωτικό ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ.

3.   Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα πιστωτικά ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσουν σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Προτού αποφασίσουν την παρέκκλιση αυτή, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στο εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

4.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.»·

17)

Το άρθρο 127 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου ή των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία. Με την επιφύλαξη του άρθρου 135, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν συνεπάγεται κατά ουδένα τρόπο την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ασκούν επί της χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εποπτεία σε ατομική βάση.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες εθνικές τους αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία μπορούν να ζητούν από τις θυγατρικές ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 137. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και επαλήθευσης των πληροφοριών.»·

18)

το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Επιπλέον των ευθυνών που της ανατίθενται δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ασκεί και τα ακόλουθα καθήκοντα:»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στα άρθρα 84 παράγραφος 1, 87 παράγραφος 9 και 105, και στο παράρτημα III μέρος 6, αντίστοιχα, που υποβάλλονται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, σε πλήρη συνεννόηση, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να πληρούνται για τη χορήγησή της.»·

γ)

στην παράγραφο 3:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή και οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, θα κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2 σε κάθε οντότητα του τραπεζικού ομίλου και σε ενοποιημένη βάση.»·

ii)

το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123, 124, και 136 παράγραφος 2, λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ σε μεμονωμένη βάση ή σε βάση επιμέρους ενοποίησης, έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η Αρχή Ενοποιημένης Εποπτείας. Αν, κατά το τέλος της προθεσμίας τεσσάρων μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει την όποια απόφαση λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει μέσα σε προθεσμία ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»·

iii)

το ένατο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η κοινή απόφαση κατά το πρώτο εδάφιο και οι αποφάσεις κατά το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ, υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αποσταλεί επί διμερούς βάσεως ανάμεσα στην αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή και στην αιτούσα αρμόδια αρχή.»·

19)

στο άρθρο 131α παράγραφος 2, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν:

α)

οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ·

β)

οι αρμόδιες αρχές μιας χώρας υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 42α·

γ)

οι κεντρικές τράπεζες κατά περίπτωση και

δ)

αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις των άρθρων 44 έως 52.»·

20)

στο άρθρο 132 η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την ενοποιημένη εποπτεία μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.»·

β)

στο έκτο εδάφιο το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τον προσδιορισμό της νομικής δομής του ομίλου και του πλαισίου διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του, περιλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων, μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και σημαντικών υποκαταστημάτων που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3, το άρθρο 22 παράγραφος 1 και το άρθρο 73 παράγραφος 3, καθώς και τον προσδιορισμό των αρμοδίων αρχών για τις ρυθμιζόμενες οντότητες στον όμιλο,»·

21)

το άρθρο 135 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 135

Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους.»·

22)

στο άρθρο 139 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, των πληροφοριακών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου, εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να ασκούν σε ατομική βάση εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.»·

23)

το άρθρο 140 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών ή των εν λόγω άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες συνεργάζονται στενά. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανακοινώνουν αμοιβαία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που ενδέχεται να διευκολύνουν το έργο τους και να επιτρέψουν την εποπτεία της δραστηριότητας και της συνολικής οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων που εποπτεύουν.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν κατάλογο των χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου ή των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.»·

24)

τα άρθρα 141 και 142 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 141

Όταν, στα πλαίσια της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 137 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 127, παράγραφος 3, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, ζητούν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή. Η αρμόδια αρχή που έχει υποβάλει το αίτημα, μπορεί να συμμετάσχει στον έλεγχο, όταν δεν τον πραγματοποιεί η ίδια.

Άρθρο 142

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, με την επιφύλαξη της ποινικής τους νομοθεσίας, μπορεί να επιβληθούν σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και εταιρείες χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ή στα υπεύθυνα στελέχη τους, που έχουν παραβεί νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις θεσπισθείσες βάσει των άρθρων 124 έως 141 και του παρόντος άρθρου, κυρώσεις ή μέτρα για την παύση της διαπιστωθείσας παράβασης ή της αιτίας τους. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, ιδίως όταν η εταιρική έδρα μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή εταιρείας χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ευρίσκεται εκτός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική της διοίκηση ή το κύριο κατάστημά της προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.»·

25)

το άρθρο 143 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 125 και 126, οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, η οποία είναι ισοδύναμη προς αυτή και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Ο σχετικός έλεγχος πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία εάν ίσχυε η παράγραφος 3, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ή με δική της πρωτοβουλία. Η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.»·

β)

στην παράγραφο 3, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ένωση, και να εφαρμόζουν τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

26)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 146α

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, σε επίπεδο ομίλου, είτε αυτούσιες είτε με παραπομπές σε αντίστοιχες πληροφορίες, περιγραφή της νομικής δομής, της διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής τους.»·

27)

Το παράρτημα Χ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα III της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2009/138/ΕΚ

Η οδηγία 2009/138/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 212 παράγραφος 1, τα στοιχεία στ) και ζ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«στ)

“ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου”: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και της οποίας η κύρια δραστηριότητα είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας ενώ μία τουλάχιστον από αυτές τις θυγατρικές είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

ζ)

“ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας”: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της·

η)

“εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών” νοείται κάθε εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.»·

2)

στο άρθρο 213 οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου εφαρμόζεται:

α)

σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 218 έως 258·

β)

σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα στην Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 218 έως 258·

γ)

σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα σε τρίτη χώρα ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 260 έως 263·

δ)

σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 265.

3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 2, όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση είναι είτε συνδεδεμένη επιχείρηση είτε είναι η ίδια ρυθμιζόμενη οντότητα ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρμόδια αρχή για την εποπτεία του ομίλου μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίζει να μη διενεργήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 244 της παρούσας οδηγίας ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 245 της παρούσας οδηγίας ή και τα δύο στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

4.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβούλευση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τις οικείες διατάξεις της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

5.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2006/48//ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

6.   Η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37) (ΕΑΤ) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΑΕΣ) (38) για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 4 και 5. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (39) (ΕΑΚΑΑ), μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή), χαράσσουν κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, τα οποία υποβάλλουν στην Επιτροπή εντός τριών ετών από την υιοθέτηση αυτών των κατευθυντήριων γραμμών.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

3)

Στο άρθρο 214, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η άσκηση της εποπτείας ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 δεν σημαίνει ότι οι εποπτικές αρχές οφείλουν να διαδραματίζουν εποπτικό ρόλο σε ατομική βάση, σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρησης τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη του άρθρου 257 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

4)

Στο άρθρο 215 οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που αναφέρεται στο άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) είναι η ίδια θυγατρική εταιρεία άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, τα άρθρα 218 έως 258 εφαρμόζονται μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση.

2.   Όταν η τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, είναι θυγατρική επιχείρηση άλλης επιχείρησης η οποία υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 244 ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 245 ή και τα δύο, στο επίπεδο της τελικής αυτής μητρικής επιχείρησης ή εταιρείας.»·

5)

στο άρθρο 216 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, όπως αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 213 παράγραφος 2, δεν έχει την έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 215, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να αποφασίζουν, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την αρχή εποπτείας της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο, να υπαγάγουν την τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε εθνικό επίπεδο στην εποπτεία του ομίλου.»·

6)

το άρθρο 219 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 219

Συχνότητα υπολογισμού

1.   Η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 218 παράγραφοι 2 και 3 να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως, είτε από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου είτε από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στην αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή, όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την επιχείρηση στον όμιλο που καθορίζει η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο.

2.   Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών επιβλέπουν σε συνεχή βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται χωρίς καθυστέρηση εκ νέου και υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

Όταν υπάρχουν στοιχεία που υπονοούν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μπορεί να ζητήσει επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.».

7)

το άρθρο 226 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 226

Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου

1.   Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατέχει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση αυτής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

Για το σκοπό του υπολογισμού αυτού και μόνο, η ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήμα 4 υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται στον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήμα 3 υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

2.   Στις περιπτώσεις στις οποίες μια ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατέχει οφειλές μειωμένης εξασφάλισης ή άλλα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 98, αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια μέχρι τα ποσά που υπολογίζονται με την εφαρμογή των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 98 στα συνολικά οφειλόμενα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεσης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 90 εάν κρατούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί δεόντως από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»·

8)

στο άρθρο 231, παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή από μια ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές συνεργάζονται προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, ενδεχομένως, που διέπουν την έγκριση αυτή.»·

9)

στο άρθρο 233, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, εφαρμόζεται το άρθρο 231 τηρουμένων των αναλογιών.»·

10)

στον τίτλο III, κεφάλαιο II, τμήμα 1, ο τίτλος του υποτμήματος 5 αντικαθίσταται από την ακόλουθη φράση:

11)

το άρθρο 235 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 235

Φερεγγυότητα ομίλου ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

1.   Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η αρχή εποπτείας του ομίλου μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου να διεξάγεται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με τα άρθρα 220 παράγραφος 2 έως 233.

2.   Στο πλαίσιο του υπολογισμού αυτού, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1, 2 και 3, όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, και στις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, υποτμήματα 1, 2 και 3, όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.»·

12)

το άρθρο 243 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 243

Θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου και εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

Τα άρθρα 236 έως 242 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

13)

στο άρθρο 244, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναφέρουν, σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ανά έτος, στην αρχή εποπτείας του ομίλου οποιαδήποτε σημαντική συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο του ομίλου, εκτός εάν ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 215.

Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται την αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο.

Οι συγκεντρώσεις κινδύνου στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο αποτελούν αντικείμενο εποπτικής εξέτασης από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»·

14)

στο άρθρο 245, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναφέρουν σε τακτική βάση, τουλάχιστον ανά έτος, στην αρχή εποπτείας του ομίλου όλες τις σημαντικές εντός του ομίλου συναλλαγές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών με φυσικό πρόσωπο συνδεόμενο στενά με οποιαδήποτε επιχείρηση του ομίλου, εκτός εάν ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 215.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη απαιτούν να δηλώνονται, το συντομότερο δυνατό, οι πολύ σημαντικές συναλλαγές εντός του ομίλου.

Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο.

Οι εντός του ομίλου συναλλαγές υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»·

15)

στο άρθρο 246 παράγραφος 4, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναλαμβάνει, στο επίπεδο του ομίλου, την αξιολόγηση που απαιτείται από το άρθρο 45. Η εσωτερική εκτίμηση του κινδύνου και της φερεγγυότητας που διεξάγεται σε επίπεδο ομίλου υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση από την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

Όταν ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου εκτελείται με τη μέθοδο 1, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 230, η συμμετέχουσα επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών διευκρινίζει σαφώς στην αρχή εποπτείας του ομίλου τη διαφορά μεταξύ του ύψους των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας καθεμιάς τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να προβεί σε όλες τις εκτιμήσεις που απαιτούνται από το άρθρο 45 στο επίπεδο του ομίλου και στο επίπεδο οποιασδήποτε θυγατρικής στον όμιλο, ταυτοχρόνως, και μπορεί να εκπονήσει ένα ενιαίο έγγραφο που να καλύπτει όλες αυτές τις εκτιμήσεις.»·

16)

στο άρθρο 247 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση από την εξής εποπτική αρχή:

i)

όταν η μητρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, από την εποπτική αρχή η οποία έχει εκδώσει άδεια για την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

ii)

όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, και μία από τις επιχειρήσεις αυτές έχει λάβει άδεια στο κράτος μέλος στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έχει την έδρα της, από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια στο εν λόγω κράτος μέλος·

iii)

όταν επικεφαλής του ομίλου βρίσκονται περισσότερες της μιας ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχουν τις έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, και υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε καθένα από αυτά τα κράτη μέλη, από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με τον μεγαλύτερο ισολογισμό·

iv)

όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, και καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια στο κράτος μέλος στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έχει την έδρα της, από την εποπτική αρχή που αδειοδότησε την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού· ή

v)

όταν ο όμιλος είναι όμιλος χωρίς μητρική επιχείρηση, ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που δεν αναφέρεται στα σημεία i) έως iv), από την εποπτική αρχή η οποία έχει εκδώσει την άδεια της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού.»·

(17)

στο άρθρο 249, παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΑΑΕΣ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 19, το άρθρο 51 παράγραφος 1 και το άρθρο 254 παράγραφος 2, και ιδίως εκείνες που αφορούν τη νομική δομή του ομίλου, το πλαίσιο διακυβέρνησης και την οργανωτική δομή του ομίλου.»·

(18)

στο άρθρο 256, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου. Τα άρθρα 51, 53, 54 και 55 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών.

2.   Μια συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μπορεί, με την επιφύλαξη της συμφωνίας της αρχής εποπτείας του ομίλου, να δημοσιεύει ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάστασή της, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

τις πληροφορίες στο επίπεδο του ομίλου που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1·

β)

τις πληροφορίες για οιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου, που πρέπει να είναι διακριτές και να δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 51, 53, 54 και 55.

Πριν να δώσει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η αρχή εποπτείας του ομίλου ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τυχόν επιφυλάξεις των μελών του σώματος αρχών εποπτείας.»·

19)

Το άρθρο 257 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 257

Διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

Τα κράτη μέλη απαιτούν όλα τα πρόσωπα που διευθύνουν όντως τις δραστηριότητες ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να έχουν το απαιτούμενο ήθος και τις ικανότητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Οι διατάξεις του άρθρου 42 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.»·

20)

στο άρθρο 258, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 218 έως 246, ή εάν οι απαιτήσεις πληρούνται αλλά προκύπτουν κίνδυνοι για τη φερεγγυότητα, ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για τη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, λαμβάνονται από τους παρακάτω, το συντομότερο δυνατόν, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση:

α)

από την αρχή εποπτείας του ομίλου όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·

β)

από τις εποπτικές αρχές όσον αφορά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μια από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μια από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα μέτρα τα οποία μπορούν να λαμβάνουν οι εποπτικές τους αρχές σε σχέση με τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εποπτείας του ομίλου, συντονίζουν, οσάκις ενδείκνυται, τα μέτρα τους.

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ποινικού δικαίου τους, τα κράτη μέλη επιβάλλουν κυρώσεις ή λαμβάνουν μέτρα σε σχέση με ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών οι οποίες παραβιάζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για την εφαρμογή του εν λόγω τίτλου, ή σε σχέση με το πρόσωπο το οποίο ασκεί ουσιαστικά τη διοίκηση των εταιρειών αυτών. Οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται στενά προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με την καταστατική έδρα της.»·

21)

το άρθρο 262 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 262

Μητρικές επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα: έλλειψη ισοδυναμίας

1.   Σε περίπτωση που ο έλεγχος που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 260 δείχνει ότι δεν υπάρχει ισοδύναμη εποπτεία, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τηρουμένων των αναλογιών, είτε τα άρθρα 218 έως 258, με την εξαίρεση των άρθρων 236 έως 243, ή μια από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Οι γενικές αρχές και μέθοδοι που εκτίθενται στα άρθρα 218 έως 258 εφαρμόζονται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας.

Μόνον για τον σκοπό του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, ενότητες 1, 2 και 3 σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και σε ένα από τα ακόλουθα:

α)

κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας καθορισμένες σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 226, εάν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή για εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·

β)

κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 227, αν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

2.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους οι οποίες εξασφαλίζουν κατάλληλη εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου. Για τις μεθόδους αυτές, λαμβάνεται η σύμφωνη γνώμη της αρχής της εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Οι εποπτικές αρχές μπορούν, ιδίως, να απαιτούν την ίδρυση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που να έχει την έδρα της στην Ένωση, ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ένωση, και να εφαρμόσουν τον παρόντα τίτλο στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου του οποίου ηγείται η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

Οι επιλεγείσες μέθοδοι επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων εποπτείας των ομίλων όπως ορίζονται στον παρόντα τίτλο, και κοινοποιούνται στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην Επιτροπή.»·

22)

στο άρθρο 263, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν η μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 260 είναι η ίδια θυγατρική ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την εξακρίβωση που προβλέπεται στο άρθρο 260 μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής επιχείρησης η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών τρίτης χώρας, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

Ωστόσο, οι εποπτικές αρχές μπορούν να αποφασίζουν, σε περίπτωση απουσίας ισοδύναμης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 260, να προβαίνουν σε νέα εξακρίβωση σε χαμηλότερο επίπεδο, οσάκις υφίσταται μητρική επιχείρηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, είτε πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου τρίτης χώρας, είτε για εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών τρίτης χώρας, είτε για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.».

Άρθρο 5

Επανεξέταση

Η Επιτροπή επανεξετάζει πλήρως την οδηγία 2002/87/ΕΚ, περιλαμβανομένων των κατ’ εξουσιοδότηση και πράξεων εφαρμογής που εγκρίθηκαν σύμφωνα με την οδηγία αυτήν. Μετά την επανεξέταση, η Επιτροπή διαβιβάζει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2012, όπου εξετάζονται, ιδίως, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, περιλαμβανομένης και μιας εκτίμησης σχετικά με το κατά πόσο το πεδίο αυτό θα πρέπει να διευρυνθεί μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 3, καθώς και η εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε μη ρυθμιζόμενες οντότητες, και ιδίως στις οντότητες ειδικού σκοπού. Η έκθεση καλύπτει επίσης τα κριτήρια για τον προσδιορισμό ΧΟΕΔ που ανήκουν σε ευρύτερους μη χρηματοπιστωτικούς ομίλους των οποίων οι συνολικές δραστηριότητες στον τραπεζικό τομέα, στον ασφαλιστικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι ουσιώδεις για την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Η Επιτροπή εξετάζει επίσης εάν οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση αυτού του ουσιώδους χαρακτήρα.

Στο ίδιο πλαίσιο, η έκθεση καλύπτει τους συστημικά σημαντικούς ΧΟΕΔ των οποίων το μέγεθος, η διασύνδεση ή η πολυπλοκότητα τους κάνει ιδιαίτερα ευάλωτους και οι οποίοι θα πρέπει να προσδιορισθούν ανάλογα με τα εξελισσόμενα κριτήρια του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία. Επιπροσθέτως, η έκθεση αυτή θα εξετάζει τη δυνατότητα επιβολής υποχρεωτικών δοκιμών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Η έκθεση θα ακολουθείται, εφόσον είναι απαραίτητο, από τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 6

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1, 2 και 3 της παρούσας οδηγίας έως τις 10 Ιουνίου 2013. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με το άρθρο 4 της παρούσας οδηγίας από τις 10 Ιουνίου 2013. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ έως την 22α Ιουλίου 2013 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 2 παράγραφος 23 της παρούσας οδηγίας και με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας στο βαθμό που οι διατάξεις αυτές τροποποιούν το άρθρο 1, το άρθρο 2 σημεία 4, 5α και 16 και το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ όσον αφορά τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

4.   Τα μέτρα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αναφορά αυτή.

5.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

W. SZCZUKA


(1)  ΕΕ C 62 της 26.2.2011, σ. 1.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2011 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011.

(3)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

(4)  Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3).

(5)  Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1).

(6)  Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

(10)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).

(12)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(13)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(15)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(16)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(17)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

(18)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(19)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(20)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·

(21)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).

(22)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

(24)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).

(25)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(26)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(27)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(28)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(29)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

(30)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.»·

(31)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(32)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(33)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·

(34)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.»·

(35)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(36)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·

(37)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

(38)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

(39)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τα παραρτήματα I και II της οδηγίας 98/78/ΕΚ τροποποιούνται ως εξής:

A.

Το παράρτημα I τροποποιείται ως ακολούθως:

1.

Στο τμήμα 2.1:

α)

στο τέταρτο εδάφιο, η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη επιχείρηση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία έχει την καταστατική έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση, και αμφότερες η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και η συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση ή η συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται.»

β)

Το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να μην προβούν στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εάν πρόκειται για συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση ή συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση μιας άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης, μιας άλλης αντασφαλιστικής επιχείρησης ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εδρεύουσας σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών συμφωνήσουν να ανατεθεί στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας.»

2.

Το τμήμα 2.2. αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.2.   Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και ενδιάμεσες εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

Κατά τον υπολογισμό της ρυθμισμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ή μιας αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία κατέχει συμμετοχή σε μια συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, μια συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, μια ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή μια αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της ενδιάμεσης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Για τον αποκλειστικό σκοπό του παρόντος υπολογισμού, ο οποίος πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τις μεθόδους που ορίζονται στο παρόν παράρτημα, η συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αντιμετωπίζεται σαν να ήταν ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπαγόμενη σε απαίτηση μηδενικής φερεγγυότητας και σαν να διεπόταν από τους ίδιους όρους οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, στο άρθρο 27 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ ή στο άρθρο 36 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ σε σχέση με στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας.».

B.

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

1.

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

2.

Το πρώτο εδάφιο του σημείου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Στην περίπτωση περισσοτέρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας και είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές φροντίζουν για τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου που περιγράφεται στο παρόν παράρτημα.».

3.

Στο σημείο 2 η δεύτερη και τρίτη περίπτωση και το εδάφιο που ακολουθεί την τρίτη περίπτωση αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

εάν αυτή η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η δε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπει το παρόν παράρτημα, ο οποίος πραγματοποιείται για μία από τις άλλες επιχειρήσεις,

εάν αυτή η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, έχει δε συναφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, συμφωνία με την οποία η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο παρόν παράρτημα ανατίθεται στην ελεγκτική αρχή άλλου κράτους μέλους.

Όπου ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας κατέχουν διαδοχικές συμμετοχές στην ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, στην εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν τους υπολογισμούς που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα μόνο στο επίπεδο της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι ασφαλιστική επιχείρηση χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.».

4.

Το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε, στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας υπολογισμοί ανάλογοι προς αυτούς που περιγράφονται στο παράρτημα I.

Η αναλογία αυτή συνίσταται στην εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που περιγράφονται στο παράρτημα I στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

Για τους σκοπούς και μόνο αυτών των υπολογισμών, η μητρική επιχείρηση θεωρείται ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στις εξής απαιτήσεις:

σε μηδενική απαίτηση φερεγγυότητας όταν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών,

σε απαίτηση φερεγγυότητας η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο τμήμα 2.3 του παραρτήματος I, όταν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,

και στις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή στο άρθρο 18 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Στο παράρτημα I της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, στο σημείο ΙΙ. «Τεχνικές μέθοδοι υπολογισμού», η μέθοδος 3 και η μέθοδος 4 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

«Μέθοδος 3: “Συνδυαστική μέθοδος”

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν συνδυασμό της μεθόδου 1 με τη μέθοδο 2.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, το σημείο 30 του τμήματος 3 του μέρους 3 του παραρτήματος Χ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«30.

Εάν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές του ή οι θυγατρικές μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ προτίθενται να χρησιμοποιήσουν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, η σχετική αίτηση περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή της κεφαλαιακής κάλυψης του λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου.».