ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 102

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
11 Απριλίου 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου  ( 1 )

1

Δήλωση

14

 

*

Οδηγία 2006/21/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ

15

Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής

34

 

*

Οδηγία 2006/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου σχετικά με την κοινωνική νομοθεσία όσον αφορά δραστηριότητες οδικών μεταφορών και για την κατάργηση της οδηγίας 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου  ( 1 )

35

Δηλώσεις

44

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

11.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 102/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 561/2006 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαρτίου 2006

για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 8 Δεκεμβρίου 2005,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στον τομέα των οδικών μεταφορών, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (4) στοχεύει στην εναρμόνιση των όρων ανταγωνισμού στις χερσαίες μεταφορές και ιδίως στον οδικό τομέα, καθώς και στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της οδικής ασφάλειας. Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στους τομείς αυτούς θα πρέπει να διαφυλαχθεί και να προωθηθεί.

(2)

Σύμφωνα με την οδηγία 2002/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών (5), τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίζουν μέτρα που περιορίζουν τον ανώτατο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας των μετακινούμενων εργαζομένων.

(3)

Έχουν διαπιστωθεί δυσκολίες όσον αφορά την ομοιόμορφη σε όλα τα κράτη μέλη ερμηνεία, εφαρμογή, επιβολή και έλεγχο ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 σχετικά με τους κανόνες που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης των οδηγών που απασχολούνται στις εθνικές και διεθνείς οδικές μεταφορές στο εσωτερικό της Κοινότητας, επειδή οι εν λόγω διατάξεις έχουν διατυπωθεί με γενικό τρόπο.

(4)

Για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων και τη διατήρηση της αξιοπιστίας των σχετικών κανόνων, είναι επιθυμητή η αποτελεσματική και ομοιόμορφη επιβολή της εφαρμογής των διατάξεων. Συνεπώς, απαιτείται ένα σύνολο σαφέστερων και απλούστερων κανόνων, οι οποίοι θα κατανοούνται, θα ερμηνεύονται και θα εφαρμόζονται ευκολότερα από τις επιχειρήσεις οδικών μεταφορών και τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επιβολή τους.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για τις συνθήκες εργασίας δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα εργοδοτών και εργαζομένων να θεσπίζουν, με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, διατάξεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους.

(6)

Είναι επιθυμητός ο σαφής καθορισμός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, μέσω του προσδιορισμού των κύριων κατηγοριών οχημάτων που καλύπτει.

(7)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στις οδικές μεταφορές που πραγματοποιούνται είτε αποκλειστικά εντός της Κοινότητας είτε μεταξύ της Κοινότητας, της Ελβετίας και των χωρών που αποτελούν μέρος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

(8)

Η ευρωπαϊκή συμφωνία περί της εργασίας των πληρωμάτων οχημάτων που εκτελούν διεθνείς οδικές μεταφορές (εφεξής: «AETR») της 1ης Ιουλίου 1970, όπως τροποποιήθηκε, θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών με οχήματα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε κράτος μέλος ή σε χώρα που είναι συμβαλλόμενο μέρος της AETR, για το σύνολο της διαδρομής, όταν η διαδρομή αυτή πραγματοποιείται μεταξύ της Κοινότητας και μιας τρίτης χώρας, εκτός της Ελβετίας και των χωρών που είναι μέρη της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ή μέσω μιας τέτοιας χώρας. Απαιτείται η τροποποίηση της AETR το συντομότερο δυνατόν, ιδανικά δε, εντός δύο ετών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, για να εναρμονιστούν οι διατάξεις της με τον παρόντα κανονισμό.

(9)

Σε περίπτωση οδικών μεταφορών με οχήματα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας σε τρίτη χώρα που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της AETR, οι διατάξεις της AETR θα πρέπει να εφαρμόζονται στο τμήμα της διαδρομής που πραγματοποιείται εντός της Κοινότητας ή εντός χωρών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της AETR.

(10)

Δεδομένου ότι το αντικείμενο της AETR εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, την αρμοδιότητα διαπραγμάτευσης και σύναψης της εν λόγω συμφωνίας έχει η Κοινότητα.

(11)

Εάν η τροποποίηση των εσωτερικών κανόνων της Κοινότητας στο συγκεκριμένο τομέα απαιτεί αντίστοιχη τροποποίηση της AETR, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δράσουν από κοινού προκειμένου να επιφέρουν την εν λόγω τροποποίηση της AETR το συντομότερο δυνατόν, σύμφωνα με την προβλεπόμενη σε αυτή διαδικασία.

(12)

Θα πρέπει να γίνει ενημέρωση του καταλόγου των εξαιρέσεων προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στον τομέα των οδικών μεταφορών κατά τα τελευταία 19 έτη.

(13)

Θα πρέπει να διατυπωθούν πλήρεις ορισμοί για όλους τους βασικούς όρους, προκειμένου να καθίσταται ευκολότερη η ερμηνεία και να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Παράλληλα, θα πρέπει να επιδιωχθεί ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του κανονισμού από πλευράς των μεμονωμένων εθνικών υπηρεσιών ελέγχου. Ο ορισμός της «εβδομάδας» που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους οδηγούς να αρχίζουν την εβδομαδιαία εργασία τους οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδας.

(14)

Για να εξασφαλισθεί ουσιαστική επιβολή του νόμου, έχει ουσιώδη σημασία να μπορούν οι αρμόδιες αρχές, όταν διενεργούν καθ’ οδόν ελέγχους και ύστερα από μεταβατική περίοδο, να εξακριβώνουν ότι οι χρόνοι οδήγησης και οι περίοδοι ανάπαυσης έχουν τηρηθεί ορθώς κατά την ημέρα του ελέγχου και κατά τις προηγούμενες 28 ημέρες.

(15)

Οι βασικοί κανόνες σχετικά με τη διάρκεια οδήγησης πρέπει να γίνουν σαφέστεροι και απλούστεροι ώστε να μπορούν να επιβάλλονται με αποτελεσματικό και ομοιόμορφο τρόπο μέσω του ψηφιακού ταχογράφου, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με τη συσκευή ελέγχων στον τομέα των οδικών μεταφορών (6) και τον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, μέσω της μόνιμης επιτροπής, οι αρμόδιες για την επιβολή του νόμου αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να επιδιώξουν να καταλήξουν σε συναίνεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(16)

Έχει αποδειχθεί ότι, σύμφωνα με τους κανόνες του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85, είναι δυνατόν να προγραμματίζονται οι ημερήσιες περίοδοι οδήγησης και τα διαλείμματα κατά τρόπο ώστε να μπορεί ένας οδηγός να οδηγεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς πλήρες διάλειμμα, με αποτέλεσμα μειωμένη οδική ασφάλεια και επιδείνωση των συνθηκών εργασίας των οδηγών. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να εξασφαλισθεί ότι η κατανομή των διαλειμμάτων διευθετείται κατά τρόπο που να αποφεύγονται οι καταχρήσεις.

(17)

Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών των εργαζομένων τους οποίους καλύπτει καθώς και στη γενική βελτίωση της οδικής ασφάλειας. Ο σκοπός αυτός επιδιώκεται κυρίως με τις διατάξεις που αφορούν τον μέγιστο χρόνο οδήγησης ανά ημέρα, ανά εβδομάδα και ανά δεκαπενθήμερο, με τη διάταξη η οποία υποχρεώνει τον οδηγό να λαμβάνει μία κανονική περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο και με τις διατάξεις που ορίζουν ότι η περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης δεν θα πρέπει να διαρκεί επ’ ουδενί λιγότερο από εννέα συνεχείς ώρες. Δεδομένου ότι αυτές οι διατάξεις εξασφαλίζουν επαρκή ανάπαυση και λαμβάνοντας επίσης υπόψη την εμπειρία από τις πρακτικές επιβολής των τελευταίων ετών, δεν απαιτείται πλέον σύστημα αντιστάθμισης για μειωμένες περιόδους ημερήσιας ανάπαυσης.

(18)

Πολλές οδικές μεταφορές εντός της Κοινότητας αφορούν μεταφορά με πορθμείο ή σιδηρόδρομο σε τμήμα της διαδρομής. Θα πρέπει, επομένως, να καθορισθούν σαφείς και κατάλληλες διατάξεις σχετικά με τις περιόδους ημερήσιας ανάπαυσης και τα διαλείμματα για τις εν λόγω μεταφορές.

(19)

Λόγω της αύξησης της διασυνοριακής μεταφοράς εμπορευμάτων και επιβατών, είναι επιθυμητό, χάριν της οδικής ασφάλειας και της ενίσχυσης της επιβολής να καλύπτουν οι καθ’ οδόν έλεγχοι και οι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων το χρόνο οδήγησης, τις περιόδους ανάπαυσης και τα διαλείμματα που πραγματοποιούνται εντός άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών και να ορίζεται κατά πόσον οι σχετικοί κανόνες τηρούνται πλήρως και με ορθό τρόπο.

(20)

Η ευθύνη των επιχειρήσεων μεταφορών θα πρέπει να εκτείνεται τουλάχιστον στις επιχειρήσεις μεταφορών οι οποίες είναι νομικά ή φυσικά πρόσωπα, και δεν θα πρέπει να αποκλείει την άσκηση δίωξης κατά φυσικών προσώπων τα οποία διαπράττουν ή υποκινούν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού ή συνεργούν σ’ αυτές.

(21)

Οι οδηγοί που εργάζονται σε πολλές επιχειρήσεις μεταφορών είναι ανάγκη να παρέχουν σε κάθε μία από αυτές επαρκείς πληροφορίες, ώστε να μπορεί αυτή να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(22)

Γα την προαγωγή της κοινωνικής προόδου και τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διατηρεί το δικαίωμα λήψης ορισμένων ενδεδειγμένων μέτρων.

(23)

Οι εθνικές παρεκκλίσεις θα πρέπει να αντανακλούν τις εξελίξεις στον τομέα των οδικών μεταφορών και να περιορίζονται μόνο σε στοιχεία που δεν υπόκεινται σε ανταγωνιστικές πιέσεις.

(24)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν κανόνες για τα οχήματα που χρησιμοποιούνται για τις μεταφορές επιβατών σε τακτικές γραμμές η διαδρομή των οποίων δεν υπερβαίνει τα 50 χιλιόμετρα. Οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να παρέχουν επαρκή προστασία όσον αφορά τις επιτρεπόμενες περιόδους οδήγησης καθώς και τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης που επιβάλλονται.

(25)

Χάριν της αποτελεσματικής εφαρμογής, είναι επιθυμητό όλες οι τακτικές εθνικές και διεθνείς μεταφορές επιβατών να ελέγχονται με μια τυποποιημένη συσκευή ελέγχου.

(26)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις οι οποίες επιβάλλονται για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίζουν την επιβολή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές, αποτρεπτικές και να μην εισάγουν διακρίσεις. Η δυνατότητα ακινητοποίησης του οχήματος σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρών παραβάσεων θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται μεταξύ των μέτρων που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν τις κυρώσεις ή την κίνηση διαδικασιών δεν θα πρέπει να θίγουν τους εθνικούς κανόνες σχετικά με το βάρος της απόδειξης.

(27)

Χάριν της σαφούς και αποτελεσματικής επιβολής της εφαρμογής, είναι επιθυμητό να διασφαλισθούν ομοιόμορφες διατάξεις σχετικά με την ευθύνη των επιχειρήσεων μεταφορών και των οδηγών για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού. Η ευθύνη αυτή είναι δυνατό να συνεπάγεται ποινικές, αστικές ή διοικητικές κυρώσεις, ανάλογα με την περίπτωση, στα κράτη μέλη.

(28)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι ο καθορισμός σαφών κοινών κανόνων για το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης, δεν δύναται να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, συνεπώς, λόγω της ανάγκης συντονισμένης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(29)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (7).

(30)

Δεδομένου ότι οι διατάξεις για την ελάχιστη ηλικία των οδηγών έχουν ρυθμιστεί στο μεταξύ με την οδηγία 2003/59/ΕΚ (8) και πρέπει να ενσωματωθούν στο εθνικό δίκαιο έως το 2009, ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει μόνο τις μεταβατικές διατάξεις για το ελάχιστο όριο ηλικίας του πληρώματος των οχημάτων.

(31)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να διευκρινισθούν οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων μεταφορών και των οδηγών, καθώς και για να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου και να διευκολύνεται η επιβολή των ορίων του χρόνου οδήγησης και των περιόδων ανάπαυσης κατά τους καθ’ οδόν ελέγχους.

(32)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 θα πρέπει να τροποποιηθεί επίσης για να εξασφαλισθεί ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τις νέες ημερομηνίες εισαγωγής του ψηφιακού ταχογράφου και τη διαθεσιμότητα καρτών οδηγού.

(33)

Με τη θέσπιση της συσκευής ελέγχου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2135/98, που καθιστά δυνατή την ηλεκτρονική καταγραφή των ενεργειών του οδηγού στην κάρτα οδήγησης για χρονική περίοδο 28 ημερών και του οχήματος για χρονική περίοδο 365 ημερών, θα επιτραπεί στο μέλλον ταχύτερος και πληρέστερος έλεγχος των οδικών μεταφορών.

(34)

Η οδηγία 88/599/ΕΟΚ (9) επιβάλλει, όσον αφορά τους καθ’ οδόν ελέγχους στις οδικές μεταφορές, μόνο έλεγχο του ημερήσιου χρόνου οδήγησης, του ημερήσιου χρόνου ανάπαυσης, καθώς και των στάσεων. Με τη θέσπιση ψηφιακής συσκευής καταγραφής, καταγράφονται ηλεκτρονικά τα στοιχεία που αφορούν τον οδηγό και το όχημα, ενώ καθίσταται δυνατή η ηλεκτρονική αξιολόγηση των στοιχείων αυτών επιτόπου. Μακροχρονίως, αυτό θα επιτρέψει τη διενέργεια απλών ελέγχων των περιόδων τακτικής ημερήσιας ανάπαυσης και μειωμένης ημερήσιας ανάπαυσης, των περιόδων τακτικής εβδομαδιαίας και μειωμένης εβδομαδιαίας ανάπαυσης, και της αντισταθμιστικής ανάπαυσης.

(35)

Η εμπειρία καταδεικνύει ότι η τήρηση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, και ιδίως του επιβαλλόμενου ανώτατου χρονικού ορίου οδήγησης για περίοδο δύο εβδομάδων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν γίνονται αποτελεσματικοί έλεγχοι σε σχέση με τη συνολική περίοδο.

(36)

Η εφαρμογή των νομικών διατάξεων για τον ψηφιακό ταχογράφο θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τον παρόντα κανονισμό για να επιτευχθεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα κατά την εποπτεία και την εκτέλεση της συγκεκριμένης κοινωνικής νομοθεσίας στις οδικές μεταφορές.

(37)

Για λόγους σαφήνειας και εξορθολογισμού, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3820/1985 θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης των οδηγών που απασχολούνται στην οδική μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών με σκοπό την εναρμόνιση των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των τρόπων χερσαίων μεταφορών, ιδιαίτερα στον οδικό τομέα, καθώς και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της οδικής ασφάλειας. Ο παρών κανονισμός στοχεύει επίσης να προωθηθεί η βελτίωση των πρακτικών παρακολούθησης και επιβολής των κανόνων από τα κράτη μέλη και η βελτίωση των πρακτικών εργασίας στον κλάδο των οδικών μεταφορών.

Άρθρο 2

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις οδικές μεταφορές:

α)

εμπορευμάτων, όταν το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5 τόνους· ή

β)

επιβατών με οχήματα τα οποία είναι κατασκευασμένα ή διαμορφωμένα με μόνιμο τρόπο και κατάλληλα για τη μεταφορά άνω των εννέα ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του οδηγού, και προορίζονται για το σκοπό αυτόν.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από τη χώρα εκδόσεως της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος, όταν η οδική μεταφορά πραγματοποιείται:

α)

αποκλειστικά εντός της Κοινότητας· και

β)

μεταξύ της Κοινότητας, της Ελβετίας και των χωρών που αποτελούν μέρος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

3.   Η AETR εφαρμόζεται, αντί του παρόντος κανονισμού, στις δραστηριότητες διεθνών οδικών μεταφορών που αναλαμβάνονται εν μέρει εκτός των περιοχών που καθορίζονται στην παράγραφο 2:

α)

για τα οχήματα που έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας στην Κοινότητα ή στις χώρες που είναι συμβαλλόμενα μέρη της AETR, για το σύνολο της διαδρομής·

β)

για τα οχήματα που έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας σε τρίτη χώρα, η οποία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της AETR, μόνο για το μέρος της διαδρομής που πραγματοποιείται στο έδαφος της Κοινότητας ή των χωρών οι οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη της AETR.

Οι διατάξεις της AETR θα πρέπει να εναρμονιστούν με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ώστε οι κύριες διατάξεις του παρόντος κανονισμού να ισχύουν, μέσω της ΑΕΤR, για τα συγκεκριμένα οχήματα για οποιοδήποτε τμήμα της διαδρομής σε κοινοτικό έδαφος.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις οδικές μεταφορές που εκτελούνται από:

α)

οχήματα που χρησιμοποιούνται για τις μεταφορές επιβατών σε τακτικές γραμμές, η διαδρομή των οποίων δεν υπερβαίνει τα 50 χιλιόμετρα·

β)

οχήματα των οποίων η μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα δεν υπερβαίνει τα 40 χιλιόμετρα την ώρα·

γ)

οχήματα που ανήκουν ή μισθώνονται χωρίς οδηγό από τις ένοπλες δυνάμεις, τις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας, την πυροσβεστική υπηρεσία και τα σώματα ασφαλείας όταν η μεταφορά πραγματοποιείται ως συνέπεια της αποστολής των ανωτέρω και τελεί υπό τον έλεγχό τους·

δ)

οχήματα, συμπεριλαμβανομένων των οχημάτων που χρησιμοποιούνται σε μη εμπορικές μεταφορές για τη μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας, που χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή σε επιχειρήσεις διάσωσης·

ε)

ειδικά οχήματα τα οποία χρησιμοποιούνται για ιατρικούς σκοπούς·

στ)

ειδικά οχήματα παροχής οδικής βοήθειας τα οποία επιχειρούν σε ακτίνα 100 χιλιομέτρων από τη βάση τους·

ζ)

οχήματα τα οποία υποβάλλονται σε οδικές δοκιμές για λόγους τεχνικής βελτίωσης, επισκευής ή συντήρησης, και νέα οχήματα ή οχήματα που έχουν υποστεί μετατροπές και δεν έχουν ακόμα τεθεί σε κυκλοφορία·

η)

οχήματα ή συνδυασμούς οχημάτων με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος που δεν υπερβαίνει τους 7,5 τόνους, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μη εμπορική μεταφορά εμπορευμάτων·

θ)

επαγγελματικά οχήματα τα οποία χαρακτηρίζονται ως αντίκες σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κυκλοφορούν και τα οποία χρησιμοποιούνται για μη εμπορικές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων.

Άρθρο 4

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)

«οδική μεταφορά»: κάθε διαδρομή εκτελούμενη, εν μέρει ή πλήρως, επί οδών ανοικτών στο κοινό, από όχημα με ή χωρίς φορτίο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων·

β)

«όχημα»: όχημα με κινητήρα, ελκυστήρας, ρυμουλκούμενο ή ημιρυμουλκούμενο, ή συνδυασμός αυτών των οχημάτων, όπως ορίζονται ακολούθως:

«όχημα με κινητήρα»: κάθε αυτοκινούμενο όχημα, το οποίο κυκλοφορεί στις οδούς, εκτός των οχημάτων που κινούνται μόνιμα επί σιδηροτροχιών, και το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων,

«ελκυστήρας»: κάθε αυτοκινούμενο όχημα το οποίο κυκλοφορεί στις οδούς, εκτός των οχημάτων που κινούνται μόνιμα επί σιδηροτροχιών, και το οποίο έχει κατασκευασθεί ειδικά για να έλκει, να ωθεί ή να κινεί ρυμουλκούμενα, ημιρυμουλκούμενα, εργαλεία ή μηχανήματα,

«ρυμουλκούμενο»: κάθε όχημα προορισμένο να ζευχθεί σε όχημα με κινητήρα ή σε ελκυστήρα,

«ημιρυμουλκούμενο»: ρυμουλκούμενο χωρίς εμπρόσθιο άξονα το οποίο έχει ζευχθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε σημαντικό μέρος του βάρους του ρυμουλκούμενου και του φορτίου του να φέρεται από τον ελκυστήρα ή το όχημα με κινητήρα·

γ)

«οδηγός»: κάθε πρόσωπο που οδηγεί το όχημα, ακόμη και για βραχύ χρονικό διάστημα, ή που μεταφέρεται με το όχημα για να το οδηγήσει, ως μέρος των καθηκόντων του, αν παραστεί ανάγκη·

δ)

«διάλειμμα»: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο οδηγός δεν επιτρέπεται να οδηγεί ή να εκτελεί κάποια άλλη εργασία και η οποία εξυπηρετεί αποκλειστικά την ανάπαυσή του·

ε)

«άλλη εργασία»: όλες οι δραστηριότητες που ορίζονται ως χρόνος εργασίας στο άρθρο 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/15/ΕΚ εκτός από την «οδήγηση», καθώς και κάθε εργασία για τον ίδιο ή άλλον εργοδότη, εντός ή εκτός του τομέα των μεταφορών·

στ)

«ανάπαυση»: κάθε περίοδος χωρίς διακοπή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο οδηγός μπορεί να διαθέτει ελεύθερα το χρόνο του·

ζ)

«περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης»: καθημερινή περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο οδηγός μπορεί να διαθέτει ελεύθερα το χρόνο του και η οποία καλύπτει μια «κανονική περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης» και μια «μειωμένη περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης»:

«κανονική περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης»: κάθε περίοδος ανάπαυσης χωρίς διακοπή, διάρκειας τουλάχιστον 11 ωρών. Εναλλακτικά, η κανονική περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης μπορεί να ληφθεί σε δύο περιόδους, η πρώτη εκ των οποίων πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον 3 ώρες χωρίς διακοπή και η δεύτερη τουλάχιστον 9 ώρες χωρίς διακοπή,

«μειωμένη περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης»: κάθε περίοδος ανάπαυσης μικρότερη των 11 ωρών, αλλά διάρκειας τουλάχιστον 9 ωρών·

η)

«περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης»: περίοδος ανάπαυσης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο οδηγός μπορεί να διαθέτει ελεύθερα το χρόνο του· ο όρος καλύπτει την «κανονική περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης» και τη «μειωμένη περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης»:

«κανονική περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης»: κάθε περίοδος ανάπαυσης, διάρκειας τουλάχιστον 45 ωρών,

«μειωμένη περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης»: κάθε περίοδος ανάπαυσης χωρίς διακοπή διάρκειας μικρότερης των 45 ωρών, η οποία μπορεί, με την επιφύλαξη των όρων του άρθρου 8 παράγραφος 6 να συντομευθεί σε τουλάχιστον 24 συνεχόμενες ώρες·

θ)

«εβδομάδα»: η χρονική περίοδος από τη Δευτέρα, ώρα 00.00 έως την Κυριακή, ώρα 24.00·

ι)

«χρόνος οδήγησης»: η διάρκεια της δραστηριότητας οδήγησης όπως καταγράφεται:

αυτόματα ή ημιαυτόματα από τη συσκευή ελέγχου όπως περιγράφεται στα παραρτήματα Ι και ΙΒ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85· ή

διά χειρός, όπως απαιτείται από το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85·

ια)

«ημερήσια διάρκεια οδήγησης»: το σύνολο της διάρκειας οδήγησης που σωρεύεται μεταξύ του τέλους μιας περιόδου ημερήσιας ανάπαυσης και της αρχής της επόμενης περιόδου ημερήσιας ανάπαυσης ή μεταξύ μιας περιόδου ημερήσιας ανάπαυσης και μιας περιόδου εβδομαδιαίας ανάπαυσης·

ιβ)

«εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης»: το σύνολο του χρόνου οδήγησης που σωρεύεται κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας·

ιγ)

«μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος»: το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος του οχήματος όταν είναι πλήρως φορτωμένο·

ιδ)

«τακτικές επιβατικές γραμμές»: οι εθνικές και διεθνείς γραμμές, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 684/92 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1992, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στις διεθνείς μεταφορές επιβατών με πούλμαν και λεωφορεία (10)·

ιε)

«πολλαπλή επάνδρωση»: όταν στο όχημα είναι παρών τουλάχιστον ένας δεύτερος οδηγός σε κάθε περίοδο οδήγησης μεταξύ δύο διαδοχικών περιόδων ημερήσιας ανάπαυσης ή μεταξύ μίας περιόδου ημερήσιας ανάπαυσης και μίας περιόδου εβδομαδιαίας ανάπαυσης, για να αναλάβει την οδήγηση. Για την πρώτη ώρα της πολλαπλής επάνδρωσης, η παρουσία άλλου οδηγού ή οδηγών είναι προαιρετική, στο υπόλοιπο διάστημα της περιόδου, όμως, είναι υποχρεωτική·

ιστ)

«επιχείρηση μεταφορών»: κάθε φυσικό πρόσωπο, νομικό πρόσωπο, ένωση ή ομάδα ατόμων χωρίς νομική προσωπικότητα, κερδοσκοπική ή μη, ή κάθε επίσημος φορέας, ο οποίος είτε έχει τη δική του νομική προσωπικότητα είτε εξαρτάται από μια αρχή η οποία έχει νομική προσωπικότητα, που εκτελεί οδικές μεταφορές έναντι μίσθωσης ή για ίδιο λογαριασμό·

ιζ)

«περίοδος οδήγησης»: είναι η σωρευτική διάρκεια οδήγησης από τη στιγμή που ο οδηγός αρχίζει να οδηγεί έπειτα από χρόνο ανάπαυσης ή εγκεκριμένο διάλειμμα μέχρις ότου λάβει περίοδο ανάπαυσης ή διάλειμμα. Η περίοδος οδήγησης μπορεί να είναι συνεχής ή διακεκομμένη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΠΛΗΡΩΜΑ, ΧΡΟΝΟΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ, ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ

Άρθρο 5

1.   Το ελάχιστο όριο ηλικίας για τους ελεγκτές είναι το 18ο έτος.

2.   Το ελάχιστο όριο ηλικίας για τους βοηθούς οδηγών είναι το 18ο έτος συμπληρωμένο. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να μειώνουν το ελάχιστο όριο ηλικίας των βοηθών οδηγών στο 16ο έτος, εφόσον:

α)

η οδική μεταφορά εκτελείται εντός ενός κράτους μέλους σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων από τον τόπο όπου βρίσκεται η βάση του οχήματος, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών διοικητικών ενοτήτων το κέντρο των οποίων ευρίσκεται μέσα στην ακτίνα αυτή·

β)

η μείωση γίνεται για λόγους επαγγελματικής κατάρτισης· και

γ)

η μείωση γίνεται στα πλαίσια των εθνικών διατάξεων κάθε κράτους μέλους σε θέματα απασχόλησης.

Άρθρο 6

1.   Ο ημερήσιος χρόνος οδήγησης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 9 ώρες.

Ωστόσο, ο ημερήσιος χρόνος οδήγησης μπορεί να παρατείνεται σε 10 ώρες κατ’ ανώτατο όριο, όχι περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας.

2.   Ο εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης δεν υπερβαίνει τις 56 ώρες και δεν έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, όπως καθορίζεται στην οδηγία 2002/15/ΕΚ.

3.   Ο συνολικός χρόνος οδήγησης, ο οποίος σωρεύεται κατά τη διάρκεια δύο διαδοχικών εβδομάδων, δεν υπερβαίνει τις 90 ώρες.

4.   Ο ημερήσιος και ο εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης περιλαμβάνουν το συνολικό χρόνο οδήγησης στο έδαφος της Κοινότητας ή τρίτης χώρας.

5.   Ο οδηγός καταγράφει ως «άλλη εργασία» οποιονδήποτε χρόνο που περιγράφεται στο άρθρο 4 στοιχείο ε) καθώς και οποιονδήποτε χρόνο αναλώνεται για την οδήγηση ενός οχήματος που χρησιμοποιείται για επαγγελματικές δραστηριότητες εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, και καταγράφει οποιεσδήποτε περιόδους «διαθεσιμότητας», κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85, μετά την τελευταία περίοδο ημερήσιας ή εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Η καταγραφή αυτή γίνεται χειρογράφως σε φύλλο καταγραφής, σε εκτυπωμένο αντίγραφο ή με το χέρι μέσω της συσκευής ελέγχου.

Άρθρο 7

Μετά από περίοδο οδήγησης τεσσερισήμισι ωρών, ο οδηγός κάνει διάλειμμα 45 τουλάχιστον λεπτών χωρίς διακοπή, εκτός εάν λάβει περίοδο ανάπαυσης.

Το διάλειμμα αυτό μπορεί να αντικαθίσταται από διάλειμμα τουλάχιστον 15 λεπτών, που ακολουθείται από διάλειμμα τουλάχιστον 30 λεπτών, τα οποία κατανέμονται μέσα στην περίοδο οδήγησης κατά τρόπον ώστε να γίνονται σεβαστές οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 8

1.   Ο οδηγός λαμβάνει περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης.

2.   Εντός 24 ωρών από το τέλος της προηγούμενης περιόδου ημερήσιας ή εβδομαδιαίας ανάπαυσής του, ο οδηγός πρέπει να έχει λάβει νέα περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης.

Αν το τμήμα της περιόδου ημερήσιας ανάπαυσης, το οποίο πραγματοποιείται εντός της 24ωρης περιόδου, έχει διάρκεια τουλάχιστον 9 ωρών αλλά κάτω των 11 ωρών, η εν λόγω περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης θεωρείται μειωμένη περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης.

3.   Μια περίοδος ημερήσιας ανάπαυσης μπορεί να παρατείνεται ώστε να συμπληρωθεί μια κανονική ή μια μειωμένη περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης.

4.   Ο οδηγός μπορεί να πραγματοποιεί τρεις, το πολύ, μειωμένες περιόδους ημερήσιας ανάπαυσης μεταξύ δύο περιόδων εβδομαδιαίας ανάπαυσης.

5.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, σε περίπτωση πολλαπλής επάνδρωσης οχήματος, ο οδηγός πρέπει, εντός 30 ωρών από το τέλος μιας περιόδου ημερήσιας ή εβδομαδιαίας ανάπαυσής του, να έχει λάβει νέα περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης διάρκειας τουλάχιστον 9 ωρών.

6.   Κατά τη διάρκεια δεκαπενθημέρου, ο οδηγός πρέπει να λαμβάνει τουλάχιστον:

δύο κανονικές περιόδους εβδομαδιαίας ανάπαυσης, ή

μία κανονική περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης και μία μειωμένη περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης διάρκειας τουλάχιστον 24 ωρών· ωστόσο, η μείωση πρέπει να αντισταθμίζεται με ισοδύναμη ανάπαυση που λαμβάνεται συνολικά πριν από το τέλος της τρίτης εβδομάδας που έπεται της εν λόγω εβδομάδας.

Μια περίοδος εβδομαδιαίας ανάπαυσης πρέπει να αρχίζει το αργότερο μόλις συμπληρωθούν έξι συνεχόμενα εικοσιτετράωρα από το τέλος της προηγούμενης περιόδου εβδομαδιαίας ανάπαυσης.

7.   Οιαδήποτε ανάπαυση, η οποία λαμβάνεται ως αντιστάθμιση για μια μειωμένη περίοδο εβδομαδιαίας ανάπαυσης, πρέπει να λαμβάνεται μαζί με άλλη περίοδο ανάπαυσης τουλάχιστον 9 ωρών.

8.   Κατ’ επιλογήν του οδηγού, οι περίοδοι ημερήσιας ανάπαυσης και οι περίοδοι μειωμένης εβδομαδιαίας ανάπαυσης μακριά από τη βάση, μπορούν να λαμβάνονται μέσα σε όχημα, εφόσον αυτό διαθέτει κατάλληλες εγκαταστάσεις ύπνου για κάθε οδηγό και είναι σταθμευμένο.

9.   Εβδομαδιαία περίοδος ανάπαυσης που αναλογεί σε δύο εβδομάδες μπορεί να καταλογίζεται σε οποιαδήποτε από τις δύο εβδομάδες, αλλά όχι και στις δύο.

Άρθρο 9

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 8, όταν ο οδηγός συνοδεύει όχημα που μεταφέρεται με πορθμείο ή σιδηρόδρομο, και λαμβάνει κανονική περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης, η περίοδος αυτή μπορεί να διακόπτεται δύο μόνον φορές από άλλες δραστηριότητες, η συνολική διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει τη μία ώρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της κανονικής ημερήσιας ανάπαυσης, ο οδηγός πρέπει να έχει στη διάθεσή του κλίνη ή κουκέτα.

2.   Κάθε χρόνος ο οποίος καταναλώνεται από οδηγό για να μεταβεί στον τόπο όπου θα αναλάβει ένα όχημα που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή για να επιστρέψει από τον τόπο αυτόν, και το οποίο δεν βρίσκεται στον τόπο διαμονής του οδηγού ή στην έδρα λειτουργίας του εργοδότη την οποία έχει κανονικά ως βάση ο οδηγός, δεν υπολογίζεται ως ανάπαυση ή ως διάλειμμα, εκτός εάν ο οδηγός βρίσκεται σε πορθμείο ή τρένο και έχει στη διάθεσή του κλίνη ή κουκέτα.

3.   Κάθε χρόνος ο οποίος καταναλώνεται από οδηγό οχήματος οδηγώντας όχημα που δεν εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού προς ή από ένα όχημα που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και το οποίο δεν βρίσκεται στον τόπο διαμονής του οδηγού ή στην έδρα λειτουργίας του εργοδότη την οποία έχει κανονικά ως βάση ο οδηγός, υπολογίζεται ως «άλλη εργασία».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 10

1.   Η επιχείρηση μεταφορών δεν αμείβει τους οδηγούς που απασχολεί ή διαθέτει, ακόμη και εάν οι αμοιβές έχουν τη μορφή επιδόματος ή μισθολογικής αύξησης, σε συνάρτηση με τις διανυόμενες αποστάσεις ή/και με τον όγκο των μεταφερομένων εμπορευμάτων, εάν οι αμοιβές αυτές είναι τέτοιας φύσεως ώστε να θέτουν σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια ή/και να ενθαρρύνουν την παράβαση του παρόντος κανονισμού.

2.   Η επιχείρηση μεταφορών οργανώνει την εργασία των οδηγών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 κατά τρόπο ώστε οι οδηγοί να μπορούν να συμμορφώνονται με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 καθώς και με το κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού. Η επιχείρηση μεταφορών δίδει κατάλληλες οδηγίες στον οδηγό και διενεργεί τακτικούς ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζει την τήρηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 καθώς και του κεφαλαίου ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

3.   Η επιχείρηση μεταφορών είναι υπεύθυνη για τις παραβάσεις που διαπράττονται από οδηγούς της επιχείρησης, ακόμη και όταν η παράβαση έχει διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας.

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να θεωρούν εξ ολοκλήρου υπεύθυνες τις επιχειρήσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να εξαρτούν την εν λόγω ευθύνη από την παράβαση, εκ μέρους της επιχείρησης, των παραγράφων 1 και 2. Τα κράτη μέλη δύνανται να εξετάζουν οποιοδήποτε στοιχείο που ενδέχεται να αποδεικνύει ότι η επιχείρηση μεταφορών δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη διαπραχθείσα παράβαση.

4.   Οι επιχειρήσεις, οι αποστολείς, οι μεταφορείς φορτίων, οι διοργανωτές ταξιδιών, οι εργολάβοι, οι υπεργολάβοι και τα γραφεία απασχόλησης οδηγών εξασφαλίζουν ότι τα συμβατικώς συμφωνούμενα ωράρια δρομολογίων πληρούν τον παρόντα κανονισμό.

5.

α)

Επιχείρηση μεταφορών η οποία χρησιμοποιεί οχήματα εφοδιασμένα με συσκευή ελέγχου σύμφωνα με το παράρτημα ΙΒ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού:

i)

εξασφαλίζει ότι όλα τα σχετικά δεδομένα τηλεφορτώνονται από τη μονάδα επί του οχήματος και την κάρτα οδηγού με τη συχνότητα που ορίζει το κράτος μέλος. Επίσης, η επιχείρηση μεταφορών τηλεφορτώνει τα σχετικά δεδομένα συχνότερα ώστε να εξασφαλίζεται ότι τηλεφορτώνονται όλα τα δεδομένα που αφορούν δραστηριότητες που εκτελούνται από την εν λόγω επιχείρηση ή για λογαριασμό της·

ii)

εξασφαλίζει ότι όλα τα δεδομένα που τηλεφορτώνονται από τη μονάδα του οχήματος και την κάρτα του οδηγού φυλάσσονται επί τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την καταγραφή τους και, σε περίπτωση που ζητηθούν από επιθεωρητή, τα δεδομένα αυτά πρέπει να είναι προσβάσιμα, είτε απευθείας είτε εξ αποστάσεως, από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης·

β)

για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η «τηλεφόρτωση» ερμηνεύεται σύμφωνα με τον ορισμό που περιέχεται στο παράρτημα ΙΒ κεφάλαιο Ι στοιχείο ιθ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85·

γ)

η μέγιστη περίοδος εντός της οποίας τα σχετικά δεδομένα τηλεφορτώνονται δυνάμει του στοιχείου α) σημείο i) αποφασίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

Άρθρο 11

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόζει μεγαλύτερα κατώτατα όρια για τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης ή μικρότερα ανώτατα όρια για τη διάρκεια οδήγησης από τα καθοριζόμενα στα άρθρα 6 έως και 9, για τις οδικές μεταφορές που εκτελούνται εξ ολοκλήρου εντός της επικρατείας του. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις αντίστοιχες συλλογικές ή άλλες συμβάσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Ωστόσο, ο παρών κανονισμός εξακολουθεί να ισχύει για τους οδηγούς που εκτελούν διεθνείς μεταφορές.

Άρθρο 12

Υπό την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η οδική ασφάλεια και για να μπορέσει να φθάσει σε κατάλληλο τόπο στάθμευσης, ο οδηγός μπορεί να παρεκκλίνει από τα άρθρα 6 έως 9 εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την ασφάλεια των προσώπων, του οχήματος ή του φορτίου του. Ο οδηγός αναφέρει τον λόγο της παρέκκλισης χειρογράφως στο φύλλο καταγραφής της συσκευής ελέγχου ή σε εκτυπωμένο αντίγραφο από τη συσκευή ελέγχου ή στο πρόγραμμα υπηρεσίας το αργότερο κατά την άφιξή του στον κατάλληλο τόπο στάθμευσης.

Άρθρο 13

1.   Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι στόχοι του άρθρου 1, κάθε κράτος μέλος μπορεί να χορηγεί εξαιρέσεις από τα άρθρα 5 έως 9 και να καθιστά τις εξαιρέσεις αυτές αντικείμενο μεμονωμένων προϋποθέσεων στο έδαφός του ή κατόπιν συναίνεσης των ενδιαφερομένων κρατών, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στις μεταφορές με τα εξής οχήματα:

α)

οχήματα που ανήκουν ή μισθώνονται χωρίς οδηγό από δημόσιες αρχές για την εκτέλεση οδικών μεταφορών οι οποίες δεν ανταγωνίζονται τις ιδιωτικές επιχειρήσεις μεταφορών·

β)

οχήματα που χρησιμοποιούνται ή μισθώνονται χωρίς οδηγό από γεωργικές, δενδροκηπευτικές, δασοκομικές, κτηνοτροφικές ή αλιευτικές επιχειρήσεις για μεταφορά εμπορευμάτων στο πλαίσιο της οικείας επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ακτίνα έως 100 χιλιομέτρων από τη βάση της επιχείρησης·

γ)

γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες που χρησιμοποιούνται για γεωργικές ή δασοκομικές δραστηριότητες σε ακτίνα έως 100 χιλιομέτρων από τη βάση της επιχείρησης, στην οποία ανήκει το όχημα ή η οποία ενοικιάζει ή μισθώνει με χρηματοδοτική μίσθωση το όχημα·

δ)

οχήματα ή συνδυασμός οχημάτων με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος που δεν υπερβαίνει τους 7,5 τόνους τα οποία χρησιμοποιούνται:

από φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 13 της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (11), για την παράδοση αντικειμένων στο πλαίσιο της παροχής της καθολικής υπηρεσίας, ή

για να μεταφέρουν υλικά, εξοπλισμό ή μηχανήματα προς χρήση από τον οδηγό κατά την άσκηση του επαγγέλματός του.

Τα οχήματα αυτά χρησιμοποιούνται μόνον σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων από τη βάση της επιχείρησης, και υπό την προϋπόθεση ότι η οδήγηση των εν λόγω οχημάτων δεν αποτελεί την κύρια δραστηριότητα του οδηγού·

ε)

οχήματα που κυκλοφορούν αποκλειστικά σε νησιά επιφάνειας κάτω των 2 300 τετραγωνικών χιλιομέτρων και μη συνδεδεμένα με την ηπειρωτική χώρα με γέφυρα, διάβαση ή σήραγγα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οχήματα με κινητήρα·

στ)

οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων από τη βάση της επιχείρησης και κινούνται με φυσικό αέριο ή υγραέριο ή ηλεκτρισμό, το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οποίων, συμπεριλαμβανομένου του βάρους των ρυμουλκούμενων ή ημιρυμουλκούμενων, δεν υπερβαίνει τους 7,5 τόνους·

ζ)

οχήματα που χρησιμοποιούνται για μαθήματα και εξετάσεις οδήγησης αυτοκινήτου για την απόκτηση άδειας οδήγησης ή πιστοποιητικού επαγγελματικής ικανότητας, εφόσον δεν χρησιμοποιούνται για επαγγελματικές μεταφορές εμπορευμάτων ή επιβατών·

η)

οχήματα που χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες αποχετεύσεων, αντιπλημμυρικής προστασίας, ύδρευσης, συντήρησης των δικτύων αερίου και ηλεκτρισμού, συντήρησης και ελέγχου του οδικού δικτύου, κατ’ οίκον συλλογής των οικιακών απορριμμάτων και διάθεσης αυτών, καθώς και από τις υπηρεσίες τηλέγραφου και τηλεφωνίας, ραδιοφωνικής και τηλεοπτικής εκπομπής και ανίχνευσης ραδιοτηλεοπτικών πομπών ή δεκτών·

θ)

οχήματα με 10 έως 17 θέσεις που χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για τη μη επαγγελματική μεταφορά επιβατών·

ι)

ειδικά οχήματα που μεταφέρουν τον εξοπλισμό τσίρκων ή πανηγυριών·

ια)

οχήματα με ειδικό εξοπλισμό για κινητά προγράμματα, πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι η χρήση τους ως εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων όταν είναι σταθμευμένα·

ιβ)

οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή γάλακτος από αγροκτήματα και την επιστροφή στα αγροκτήματα των δοχείων γάλακτος ή των γαλακτοκομικών προϊόντων που προορίζονται για τη διατροφή των ζώων·

ιγ)

ειδικά οχήματα μεταφοράς χρημάτων ή/και τιμαλφών·

ιδ)

οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζωικών αποβλήτων ή σφαγίων που δεν προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση·

ιε)

οχήματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε οδούς εντός εγκαταστάσεων κεντρικών σταθμών, όπως είναι οι λιμένες, οι λιμένες για συνδυασμένες μεταφορές και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί·

ιστ)

οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώντων ζώων από αγροκτήματα σε τοπικές αγορές και αντιστρόφως ή από αγορές προς τοπικά σφαγεία σε ακτίνα έως 50 χιλιομέτρων.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις εξαιρέσεις που χορηγούν δυνάμει της παραγράφου 1 και η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα άλλα κράτη μέλη.

3.   Υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύονται οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 1 και παρέχεται επαρκής προστασία στους οδηγούς, τα κράτη μέλη δύνανται, κατόπιν εγκρίσεως της Επιτροπής, να παραχωρούν, για την επικράτειά τους, ήσσονες εξαιρέσεις από τον παρόντα κανονισμό για οχήματα που χρησιμοποιούνται σε προκαθορισμένες περιοχές με πυκνότητα πληθυσμού κατώτερη από πέντε κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, στις εξής περιπτώσεις:

για εσωτερικές τακτικές μεταφορές επιβατών, εφόσον το ωράριό τους έχει επιβεβαιωθεί από τις αρχές, για τις οποίες είναι δυνατό να επιτρέπονται μόνον εξαιρέσεις όσον αφορά τα διαλείμματα, και

για εσωτερικές οδικές μεταφορές εμπορευμάτων, είτε πραγματοποιούνται για ίδιο λογαριασμό είτε επί μισθώσει ή επ’ αμοιβή, οι οποίες δεν έχουν συνέπειες στην ενιαία αγορά και είναι αναγκαίες για να διατηρηθούν ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι στο σχετικό έδαφος και εφόσον οι διατάξεις για εξαίρεση από τον παρόντα κανονισμό προβλέπουν περιορισμό σε ακτίνα που δεν υπερβαίνει τα 100 χιλιόμετρα.

Η οδική μεταφορά δυνάμει της εν λόγω εξαίρεσης μπορεί να περιλαμβάνει διαδρομή σε περιοχή με πυκνότητα πληθυσμού ίση ή ανώτερη από πέντε κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο μόνον για να τελειώσει ή να αρχίσει το ταξίδι. Ο χαρακτήρας και το πεδίο εφαρμογής των μέτρων αυτών είναι αναλογικά.

Άρθρο 14

1.   Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι στόχοι του άρθρου 1, τα κράτη μέλη μπορούν, μετά από άδεια της Επιτροπής, να χορηγούν εξαιρέσεις από την εφαρμογή των άρθρων 6 έως 9 για μεταφορές που εκτελούνται σε έκτακτες περιστάσεις.

2.   Σε επείγουσες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν προσωρινή εξαίρεση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες, η οποία κοινοποιείται αμέσως στην Επιτροπή.

3.   Η Επιτροπή ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη για κάθε εξαίρεση που χορηγείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 15

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οδηγοί των οχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχείο α) καλύπτονται από εθνικούς κανόνες οι οποίοι παρέχουν επαρκή προστασία όσον αφορά τους επιτρεπόμενους χρόνους οδήγησης καθώς και τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης που επιβάλλονται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 16

1.   Όταν το όχημα δεν είναι εφοδιασμένο με συσκευή ελέγχου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85, οι παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος άρθρου ισχύουν για:

α)

τακτικές εθνικές μεταφορές επιβατών· και

β)

τακτικές διεθνείς μεταφορές επιβατών, μεταξύ σημείων που βρίσκονται σε απόσταση 50 χιλιομέτρων κατ’ ευθεία γραμμή από τα σύνορα μεταξύ δύο κρατών μελών και για διαδρομές το μήκος των οποίων δεν υπερβαίνει τα 100 χιλιόμετρα.

2.   Η επιχείρηση καταρτίζει πίνακα δρομολογίων και πρόγραμμα υπηρεσίας, τα οποία περιέχουν, για κάθε οδηγό, το όνομα, τη βάση του οδηγού, καθώς και το προκαθορισμένο ωράριο για τις διάφορες περιόδους οδήγησης, άλλης εργασίας, διαλειμμάτων και διαθεσιμότητας.

Κάθε οδηγός που εκτελεί υπηρεσία της παραγράφου 1 φέρει μαζί του απόσπασμα του προγράμματος υπηρεσίας και αντίγραφο του πίνακα δρομολογίων.

3.   Το πρόγραμμα υπηρεσίας:

α)

περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της παραγράφου 2 για χρονικό διάστημα που καλύπτει τις 28 προηγούμενες ημέρες τουλάχιστον· τα στοιχεία αυτά πρέπει να ενημερώνονται τακτικά και τουλάχιστον μία φορά το μήνα·

β)

υπογράφεται από τον προϊστάμενο της επιχείρησης μεταφορών ή από εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του·

γ)

φυλάσσεται από την επιχείρηση μεταφορών επί ένα έτος μετά τη λήξη της περιόδου που καλύπτει. Η επιχείρηση μεταφορών χορηγεί απόσπασμα του προγράμματος υπηρεσίας στους ενδιαφερόμενους οδηγούς κατόπιν αιτήματός τους· και

δ)

συντάσσεται και παραδίδεται στον εξουσιοδοτημένο επιθεωρητή κατόπιν αιτήματός του.

Άρθρο 17

1.   Τα κράτη μέλη, χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο που ορίζεται στην απόφαση 93/173/ΕΟΚ (12), ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις απαιτούμενες πληροφορίες προκειμένου να συντάσσει κάθε δύο χρόνια έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και τις εξελίξεις στους αντίστοιχους τομείς.

2.   Οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται στην Επιτροπή το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου του έτους που έπεται της λήξης της διετούς περιόδου που καλύπτει η έκθεση.

3.   Η έκθεση αυτή αναφέρει επίσης τι χρήση έγινε της εξαίρεσης που προβλέπει το άρθρο 13.

4.   Η Επιτροπή διαβιβάζει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εντός 13 μηνών από την ημερομηνία λήξης της εν λόγω διετούς περιόδου.

Άρθρο 18

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 19

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές, αποτρεπτικές και να μην εισάγουν διακρίσεις. Καμία παράβαση του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 δεν υπόκειται σε περισσότερες της μιας κυρώσεις ή διαδικασίες. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εν λόγω μέτρα και τους κανόνες περί κυρώσεων έως την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 29 δεύτερο εδάφιο. Η Επιτροπή ενημερώνει αναλόγως τα κράτη μέλη.

2.   Ένα κράτος μέλος επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν κύρωση σε επιχείρηση ή/και σε οδηγό για παράβαση του παρόντος κανονισμού που διαπιστώνεται στην επικράτειά του και για την οποία δεν έχει ήδη επιβληθεί κύρωση, ακόμη και όταν η παράβαση έχει διαπραχθεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας.

Κατ’ εξαίρεση, όταν διαπιστώνεται παράβαση:

η οποία δεν διεπράχθη στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους, και

η οποία διεπράχθη από επιχείρηση η οποία είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα ή από οδηγό του οποίου ο τόπος απασχόλησης είναι σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα,

ένα κράτος μέλος δύναται, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2009, αντί να επιβάλει κύρωση, να κοινοποιεί τα στοιχεία της παράβασης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση ή όπου έχει τον τόπο απασχόλησής του ο οδηγός.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος κινεί διαδικασία ή επιβάλλει κυρώσεις για συγκεκριμένη παράβαση, παρέχει στον οδηγό τις οφειλόμενες αποδείξεις γραπτώς.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζεται σύστημα αναλογικών κυρώσεων, στις οποίες ενδέχεται να περιλαμβάνονται οικονομικές κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό ή τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 εκ μέρους επιχειρήσεων ή συνεργαζόμενων αποστολέων, μεταφορέων φορτίων, διοργανωτών ταξιδιών, εργολάβων, υπεργολάβων και γραφείων απασχόλησης οδηγών.

Άρθρο 20

1.   Ο οδηγός τηρεί οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο παρέχεται από κράτος μέλος όσον αφορά τις επιβληθείσες κυρώσεις ή την κίνηση διαδικασιών, μέχρις ότου η ίδια αυτή παραβίαση του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει σε δεύτερη διαδικασία ή κύρωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Ο οδηγός προσκομίζει τα αποδεικτικά στοιχεία της παραγράφου 1 κατόπιν αιτήματος.

3.   Ο οδηγός που απασχολείται ή είναι στη διάθεση περισσοτέρων της μιας επιχειρήσεων μεταφορών υποχρεούται να παρέχει σε κάθε επιχείρηση επαρκείς πληροφορίες ώστε να καθίσταται δυνατή η συμμόρφωσή τους με το κεφάλαιο ΙΙ.

Άρθρο 21

Για να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις παράβασης της παρούσας οδηγίας οι οποίες ενδέχεται να θέσουν σαφώς σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια, τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να προβαίνουν σε ακινητοποίηση του οχήματος μέχρις ότου αρθεί το αίτιο της παράβασης. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στον οδηγό περίοδο ημερήσιας ανάπαυσης. Επίσης τα κράτη μέλη μπορούν, όπου θεωρούν αναγκαίο, να ανακαλούν, να αναστέλλουν ή να περιορίζουν την άδεια μιας επιχείρησης, εάν η επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στο εν λόγω κράτος μέλος ή να ανακαλούν, να αναστέλλουν ή να περιορίζουν την άδεια οδήγησης ενός οδηγού. Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό την προαγωγή της εναρμονισμένης εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 22

1.   Τα κράτη μέλη συνδράμουν το ένα το άλλο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και τον έλεγχο της συμμόρφωσης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν τακτικά όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν:

α)

τις παραβάσεις των κανόνων του κεφαλαίου ΙΙ από μη κατοίκους, καθώς και τις κυρώσεις που επιβάλλονται για τις παραβάσεις αυτές·

β)

τις κυρώσεις που επιβάλλει ένα κράτος μέλος σε κατοίκους του για παραβάσεις που διαπράττουν σε άλλα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τακτικά στην Επιτροπή τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο του παρόντος κανονισμού· η Επιτροπή καθιστά τις πληροφορίες αυτές διαθέσιμες σε ηλεκτρονική μορφή στα άλλα κράτη μέλη.

4.   Η Επιτροπή στηρίζει το διάλογο μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με την ερμηνεία ανά κράτος μέλος και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού μέσω της επιτροπής του άρθρου 24 παράγραφος 1.

Άρθρο 23

Η Κοινότητα προσέρχεται σε όποιες διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες κρίνονται απαραίτητες προς τον σκοπό της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 24

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή του άρθρου 18 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 25

1.   Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, ή εξ ιδίας πρωτοβουλίας, η Επιτροπή:

α)

εξετάζει περιπτώσεις στις οποίες ανακύπτουν διαφορές στην εφαρμογή και την επιβολή της εφαρμογής οιασδήποτε εκ των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά τον χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης·

β)

διευκρινίζει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την προαγωγή κοινής προσέγγισης.

2.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, η Επιτροπή αποφασίζει με βάση συνιστώμενη προσέγγιση σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής του άρθρου 24 παράγραφος 2. Η Επιτροπή γνωστοποιεί την απόφασή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 26

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που παρατίθενται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου (13).

2.

Στο άρθρο 3, οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η συσκευή ελέγχου τοποθετείται και χρησιμοποιείται σε οχήματα οδικής μεταφοράς επιβατών ή εμπορευμάτων τα οποία έχουν άδεια κυκλοφορίας κράτους μέλους, εκτός των οχημάτων του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006. Τα οχήματα του άρθρου 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 και τα οχήματα τα οποία είχαν εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 αλλά τα οποία δεν εξαιρούνται πλέον δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006  υποχρεούνται να συμμορφωθούν με την παρούσα απαίτηση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2007.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα οχήματα του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται, κατόπιν αδείας της Επιτροπής, να εξαιρούν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα οχήματα που χρησιμοποιούνται για τις μεταφορές του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006.»

3.

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η επιχείρηση φυλάσσει φύλλα καταγραφής και εκτυπωμένα αντίγραφα, αν έχουν εκτυπωθεί αντίγραφα προς συμμόρφωση με το άρθρο 15 παράγραφος 1, σε χρονολογική σειρά και σε αναγνώσιμη μορφή για διάστημα ενός τουλάχιστον έτους μετά τη χρησιμοποίησή τους και χορηγεί αντίγραφα στους ενδιαφερόμενους οδηγούς που το ζητούν. Η επιχείρηση παραδίδει επίσης αντίγραφα των δεδομένων που έχουν τηλεφορτωθεί από τις κάρτες των οδηγών στους ενδιαφερόμενους οδηγούς που τα ζητούν, καθώς και τα αντίγραφα αυτά σε έντυπη μορφή. Τα φύλλα ελέγχου, τα εκτυπωμένα αντίγραφα και τα τηλεφορτωμένα δεδομένα επιδεικνύονται ή παραδίδονται σε οποιονδήποτε εξουσιοδοτημένο επιθεωρητή κατόπιν αιτήματός του.»

4.

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

Στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε περίπτωση που η κάρτα οδηγού έχει υποστεί ζημία, δυσλειτουργεί ή δεν ευρίσκεται στην κατοχή του οδηγού, ο οδηγός:

α)

στην αρχή της διαδρομής του, εκτυπώνει τα στοιχεία του οχήματος που οδηγεί και καταγράφει στο εν λόγω τυπωμένο αντίγραφο:

i)

στοιχεία που καθιστούν δυνατή την επαλήθευση της ταυτότητας του οδηγού (ονοματεπώνυμο, αριθμό κάρτας οδηγού ή άδειας οδήγησης), συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής του·

ii)

τα χρονικά διαστήματα της παραγράφου 3 δεύτερη περίπτωση στοιχεία β), γ) και δ)·

β)

στο τέλος της διαδρομής του, εκτυπώνει τις πληροφορίες σχετικά με τις χρονικές περιόδους που καταγράφηκαν από τη συσκευή ελέγχου, καταγράφει τα χρονικά διαστήματα εκτέλεσης άλλης εργασίας, διαθεσιμότητας και ανάπαυσης από τη στιγμή που έγινε το εκτυπωμένο αντίγραφο στην αρχή της διαδρομής, εφόσον δεν έχουν καταγραφεί από τον ταχογράφο, και σημειώνει στο εν λόγω έγγραφο τις λεπτομέρειες που επιτρέπουν την επαλήθευση της ταυτότητας του οδηγού (ονοματεπώνυμο, αριθμό κάρτας οδηγού ή άδειας οδήγησης), συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής του οδηγού.»

Στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν ο οδηγός βρίσκεται μακριά από το όχημα και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να χειρισθεί τη συσκευή που ευρίσκεται στο όχημα, οι χρονικές περίοδοι της παραγράφου 3 δεύτερη περίπτωση στοιχεία β), γ) και δ):

α)

εάν το όχημα είναι εφοδιασμένο με συσκευή ελέγχου σύμφωνα με το παράρτημα Ι, καταχωρίζονται στο φύλλο καταγραφής είτε χειρογράφως είτε με αυτόματη καταγραφή ή με άλλο τρόπο και χωρίς να μουτζουρωθεί το φύλλο· ή

β)

εάν το όχημα είναι εφοδιασμένο με συσκευή ελέγχου σύμφωνα με το παράρτημα ΙΒ, καταχωρίζονται στην κάρτα οδηγού με τη χρήση της δυνατότητας χειρόγραφης καταχώρισης που διαθέτει η συσκευή ελέγχου.

Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός οδηγοί στο όχημα που είναι εφοδιασμένο με συσκευή ελέγχου σύμφωνα με το παράρτημα ΙΒ, εξασφαλίζουν ότι οι κάρτες οδηγού που διαθέτουν μπαίνουν στη σωστή σχισμή του ταχογράφου.»

Στην παράγραφο 3, τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

“άλλη εργασία” σημαίνει κάθε δραστηριότητα διαφορετική από την οδήγηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εκτελούντων δραστηριότητες οδικών μεταφορών (14), καθώς και κάθε εργασία για τον ίδιο ή άλλον εργοδότη εντός ή εκτός του τομέα των μεταφορών και πρέπει να καταγράφεται με το σύμβολο

Image

γ)

η “διαθεσιμότητα” που ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/15/ΕΚ πρέπει να καταγράφεται με το σύμβολο

Image

.

Η παράγραφος 4 διαγράφεται.

Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.

α)

Όταν ο οδηγός οδηγεί όχημα εξοπλισμένο με συσκευή ελέγχου σύμφωνη με το παράρτημα Ι, ο οδηγός πρέπει να είναι σε θέση να επιδεικνύει, όποτε αυτό του ζητηθεί από τους ελέγχοντες:

i)

τα φύλλα καταγραφής της τρέχουσας εβδομάδας και εκείνα που χρησιμοποίησε ο οδηγός κατά τις προηγούμενες 15 ημέρες·

ii)

την κάρτα οδηγού, αν διαθέτει· και

iii)

κάθε χειρόγραφη καταγραφή και εκτυπωμένο αντίγραφο που έχει γίνει κατά τη διάρκεια της τρέχουσας εβδομάδας και των προηγούμενων 15 ημερών, κατά τα οριζόμενα από τον παρόντα κανονισμό και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 561/2006.

Ωστόσο, μετά την 1η Ιανουαρίου 2008, οι χρονικές περίοδοι των σημείων i) και iii) καλύπτουν την τρέχουσα ημέρα και τις προηγούμενες 28 ημέρες·

β)

όταν ο οδηγός οδηγεί όχημα εξοπλισμένο με συσκευή ελέγχου σύμφωνη με το παράρτημα ΙΒ, ο οδηγός πρέπει να είναι σε θέση να επιδεικνύει, όποτε αυτό του ζητηθεί από τους ελέγχοντες:

i)

την κάρτα οδηγού της οποίας είναι κάτοχος·

ii)

κάθε χειρόγραφη καταγραφή και εκτυπωμένο αντίγραφο που έχει γίνει κατά τη διάρκεια της τρέχουσας εβδομάδας και των προηγούμενων 15 ημερών, κατά τα οριζόμενα από τον παρόντα κανονισμό και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 561/2006· και

iii)

τα φύλλα καταγραφής που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον κατά τη διάρκειά του οδήγησε όχημα εξοπλισμένο με συσκευή ελέγχου σύμφωνη με το παράρτημα Ι.

Ωστόσο, μετά την 1η Ιανουαρίου 2008, οι χρονικές περίοδοι του σημείου ii) καλύπτουν την τρέχουσα ημέρα και τις προηγούμενες 28 ημέρες·

γ)

ένας εξουσιοδοτημένος υπάλληλος μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωση με τον κανονισμό (ΕΚ) 561/2006 αναλύοντας τα φύλλα καταγραφής, τα εικονιζόμενα ή εκτυπωμένα δεδομένα που έχουν καταγραφεί από τη συσκευή ελέγχου ή από την κάρτα οδηγού ή, αν δεν υπάρχουν τέτοια, από οιοδήποτε συνοδευτικό έγγραφο που αποδεικνύει τη μη τήρηση μιας εκ των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3.»

Άρθρο 27

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2135/98 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

α)

Από την 20ή ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 του Συμβουλίου (15), όλα τα οχήματα που τίθενται για πρώτη φορά στην κυκλοφορία οφείλουν να είναι εξοπλισμένα με συσκευή ελέγχου σύμφωνη με τις προδιαγραφές του παραρτήματος ΙΒ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

2.

Στο άρθρο 2, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι είναι σε θέση να χορηγούν κάρτες οδηγού το αργότερο έως την 20ή ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006.»

Άρθρο 28

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 καταργείται και αντικαθίσταται από τον παρόντα κανονισμό.

Ωστόσο, οι παράγραφοι 1, 2 και 4 του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τις ημερομηνίες που καθορίζονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/59/ΕΚ.

Άρθρο 29

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 11 Απριλίου 2007, εξαιρουμένου του άρθρου 10 παράγραφος 5, του άρθρου 26 παράγραφοι 3 και 4, και του άρθρου 27, που αρχίζουν να ισχύουν την 1η Μαΐου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 15 Μαρτίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  EE C 51 Ε της 26.2.2002, σ. 234.

(2)  EE C 221 της 17.9.2002, σ. 19.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Ιανουαρίου 2003 (ΕΕ C 38 Ε της 12.2.2004, σ. 152), κοινή θέση του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ C 63 Ε της 15.3.2005, σ. 11) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ C 33 E της 9.2.2006, σ. 425). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Φεβρουαρίου 2006 και απόφαση του Συμβουλίου της 2ας Φεβρουαρίου 2006.

(4)  ΕΕ L 370 της 31.12.1985, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 226 της 10.9.2003, σ. 4).

(5)  ΕΕ L 80 της 23.3.2002, σ. 35.

(6)  ΕΕ L 370 της 31.12.1985, σ. 8· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 432/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 71 της 10.3.2004, σ. 3).

(7)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(8)  Οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου και της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 76/914/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 226 της 10.9.2003, σ. 4)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/66/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 35).

(9)  Οδηγία 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με τυποποιημένες διαδικασίες ελέγχου για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών (ΕΕ L 325 της 29.11.1988, σ. 55).

(10)  ΕΕ L 74 της 20.3.1992, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(11)  ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(12)  EE L 72 της 25.3.1993, σ. 33.

(13)  ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 1»

(14)  ΕΕ L 80 της 23.3.2002, σ. 35

(15)  ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 1


ΔΉΛΩΣΗ

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσουν ότι, εντός δύο ετών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, οι διατάξεις της AETR συμμορφούνται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η εναρμόνιση στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η Επιτροπή προτείνει κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή της.


11.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 102/15


ΟΔΗΓΊΑ 2006/21/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαρτίου 2006

σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 8 Δεκεμβρίου 2005,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Ασφαλής άσκηση των δραστηριοτήτων εξόρυξης μεταλλευμάτων: Συνοδευτικά μέτρα παρακολούθησης των πρόσφατων ατυχημάτων σε μονάδες εξόρυξης» περιλαμβάνει μεταξύ των προτεραιοτήτων της την ανάληψη πρωτοβουλίας για τη ρύθμιση της διαχείρισης των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας. Η ενέργεια αυτή συμπληρώνει τις πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, μέσω της τροποποίησης της οδηγίας 96/82/EΚ του Συμβουλίου για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (4), καθώς και την σύνταξη εγγράφου αναφοράς για τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές που θα αφορά τη διαχείριση των στείρων και των απορριμμάτων κατεργασίας που προκύπτουν από τις εξορυκτικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της οδηγίας 96/61/EΚ του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης (5).

(2)

Με το ψήφισμα που εξέδωσε σχετικά με την ανακοίνωση αυτή στις 5 Ιουλίου 2001 (6), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστήριξε ένθερμα την ανάγκη έκδοσης οδηγίας για τα απόβλητα της εξορυκτικής βιομηχανίας.

(3)

Η απόφαση αριθ. 1600/2002/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2002, για τη θέσπιση του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον (7), θέτει ως στόχο, όσον αφορά τα απόβλητα που εξακολουθούν να παράγονται, να μειωθεί το επίπεδο επικινδυνότητάς τους και να ενέχουν τους μικρότερους δυνατούς κινδύνους, να προτιμηθεί η ανάκτηση και κυρίως η ανακύκλωση, να μειωθεί στο ελάχιστο η ποσότητα των απορριπτόμενων αποβλήτων και τα απόβλητα να διατίθενται ασφαλώς, η δε επεξεργασία των αποβλήτων που πρόκειται να απορριφθούν να πραγματοποιείται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον τόπο παραγωγής τους, αν αυτό δεν οδηγεί σε μείωση της αποτελεσματικότητας των εργασιών επεξεργασίας αποβλήτων. Η απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ ορίζει επίσης ως δράσεις προτεραιότητας, όσον αφορά τα ατυχήματα και τις καταστροφές, την ανάπτυξη περαιτέρω μέτρων πρόληψης κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων, με ιδιαίτερη έμφαση στα προερχόμενα από εξορυκτικές δραστηριότητες και την ανάπτυξη μέτρων για τα εξορυκτικά απόβλητα. Πέραν τούτου, ορίζει επίσης ως δράση προτεραιότητας την προώθηση της βιώσιμης διαχείρισης των εξορυκτικών βιομηχανιών με στόχο τη μείωση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον.

(4)

Σύμφωνα με τους στόχους της κοινοτικής πολιτικής για το περιβάλλον, είναι αναγκαίο να καθοριστούν ελάχιστες απαιτήσεις για την κατά το δυνατόν πρόληψη ή μείωση τυχόν δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου από τη διαχείριση αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας, όπως των απορριμμάτων κατεργασίας (δηλαδή των στερεών που απομένουν μετά την επεξεργασία των ορυκτών με διάφορες τεχνικές), των στείρων εξόρυξης και των υπερκείμενων (δηλαδή του υλικού που οι εξορυκτικές εργασίες μετακινούν κατά τη διαδικασία πρόσβασης σε μεταλλευτικό ή ορυκτό σώμα, συμπεριλαμβανομένης της φάσης ανάπτυξης προ της παραγωγής) και της φυτικής γης (δηλαδή του ανωτέρου στρώματος του εδάφους), εφόσον αποτελούν απόβλητα σύμφωνα με τον οικείο ορισμό της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, για τα απόβλητα (8).

(5)

Σύμφωνα με την παράγραφο 24 του σχεδίου εφαρμογής του Γιοχάνεσμπουργκ για τη βιώσιμη ανάπτυξη, που εγκρίθηκε στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών κατά την Παγκόσμια Διάσκεψη του 2002 για τη βιώσιμη ανάπτυξη, επιβάλλεται η προστασία των φυσικών πόρων που αποτελούν τη βάση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και η αναστροφή της τρέχουσας τάσης υποβάθμισης των φυσικών πόρων, μέσω της διαχείρισης της βάσης αυτής κατά τρόπο βιώσιμο και ολοκληρωμένο.

(6)

Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αφορά τη διαχείριση αποβλήτων από χερσαίες εξορυκτικές βιομηχανίες, ήτοι των αποβλήτων που προκύπτουν από την αναζήτηση, την εξόρυξη (συμπεριλαμβανομένης της φάσης ανάπτυξης πριν από την παραγωγή), την επεξεργασία και την αποθήκευση ορυκτών πόρων και από την εκμετάλλευση λατομείων. Ωστόσο, η διαχείριση αυτή θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τις αρχές και προτεραιότητες που καθορίζει η οδηγία 75/442/ΕΟΚ, η οποία, κατά το άρθρο της 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii), εξακολουθεί να εφαρμόζεται σε όλες τις πτυχές της διαχείρισης αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(7)

Προκειμένου να αποφευχθούν επαναλήψεις και δυσανάλογες διοικητικές απαιτήσεις, το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να περιοριστεί στην κάλυψη των ειδικών εργασιών οι οποίες θεωρείται ότι συνιστούν προτεραιότητα για την επίτευξη των στόχων της.

(8)

Ως εκ τούτου, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στις κατηγορίες αποβλήτων που, ενώ παράγονται κατά τη διάρκεια εργασιών εξόρυξης ή επεξεργασίας ορυκτών, δεν συνδέονται άμεσα με τη διαδικασία εξόρυξης ή επεξεργασίας, όπως απόβλητα τροφίμων, χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια, οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, χρησιμοποιημένες στήλες και συσσωρευτές. Η διαχείριση των αποβλήτων αυτών θα πρέπει να υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ ή της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (9) ή οποιασδήποτε άλλης οικείας κοινοτικής νομοθεσίας, όπως στην περίπτωση αποβλήτων που παράγονται κατά την αναζήτηση, την εξόρυξη ή την επεξεργασία και μεταφέρονται σε τόπο που δεν αποτελεί εγκατάσταση αποβλήτων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

(9)

Ούτε θα πρέπει οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας να εφαρμόζονται στα απόβλητα υπεράκτιας αναζήτησης, εξόρυξης και επεξεργασίας ορυκτών πόρων ή την έγχυση υδάτων και την επανέγχυση αντλημένων υπόγειων υδάτων, ενώ τα αδρανή απόβλητα, τα μη επικίνδυνα απόβλητα που προέρχονται από την αναζήτηση, το μη ρυπανθέν γαιώδες υλικό και τα απόβλητα που προκύπτουν από την εξόρυξη, την επεξεργασία και την αποθήκευση τύρφης θα πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμένο μόνο αριθμό απαιτήσεων λόγω του χαμηλού περιβαλλοντικού κινδύνου τους. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν ή να άρουν ορισμένες απαιτήσεις για τα μη επικίνδυνα μη αδρανή απόβλητα. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις αυτές δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται για τις εγκαταστάσεις αποβλήτων της κατηγορίας Α.

(10)

Πέραν τούτου, η παρούσα οδηγία, καίτοι διέπει τη διαχείριση αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας που ενδέχεται να είναι ραδιενεργά, δεν θα πρέπει να διέπει ζητήματα που αφορούν ειδικά τη ραδιενέργεια, τα οποία αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ).

(11)

Προκειμένου να τηρηθούν οι αρχές και προτεραιότητες που καθορίζει η οδηγία 75/442/EΟΚ και ιδίως τα άρθρα της 3 και 4, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι φορείς των εξορυκτικών βιομηχανιών λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη ή μείωση, στο μέτρο του δυνατού, των αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου που συνεπάγεται ή θα μπορούσε να συνεπάγεται η διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας.

(12)

Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να βασίζονται μεταξύ άλλων στην αρχή των βελτίστων διαθεσίμων τεχνικών όπως ορίζονται με την οδηγία 96/61/ΕΚ και, στο πλαίσιο της εφαρμογής των τεχνικών αυτών, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, τα τεχνικά χαρακτηριστικά των εγκαταστάσεων αποβλήτων, η γεωγραφική τους θέση και οι τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες.

(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι οι φορείς της εξορυκτικής βιομηχανίας που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση των αποβλήτων καταρτίζουν κατάλληλα σχέδια διαχείρισης αποβλήτων όσον αφορά την πρόληψη ή μείωση στο ελάχιστο, την επεξεργασία, αξιοποίηση και διάθεση εξορυκτικών αποβλήτων. Η διάρθρωση των σχεδίων αυτών θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζεται κατάλληλος σχεδιασμός των μεθόδων διαχείρισης αποβλήτων με απώτερο σκοπό να μειωθεί στο ελάχιστο η παραγωγή και το επιβλαβές των αποβλήτων και να ενθαρρυνθεί η αξιοποίησή τους. Πέραν τούτου, τα απόβλητα της εξορυκτικής βιομηχανίας θα πρέπει να χαρακτηρίζονται σε σχέση με τη σύνθεσή τους ώστε να εξασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, ότι αντιδρούν μόνο με προβλέψιμο τρόπο.

(14)

Για να μειωθούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι προκλήσεως ατυχημάτων και να διασφαλισθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι κάθε φορέας λειτουργίας εγκαταστάσεων αποβλήτων της κατηγορίας Α υιοθετεί και εφαρμόζει για τα απόβλητα πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων. Όσον αφορά τα προληπτικά μέτρα, είναι σκόπιμο να περιλαμβάνουν την παροχή συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, σχεδίων έκτακτης ανάγκης προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ατυχήματος, και τη διοχέτευση σχετικών με την ασφάλεια πληροφοριών σε άτομα που πιθανώς να υποστούν τις συνέπειες σοβαρού ατυχήματος. Σε περίπτωση ατυχήματος, θα πρέπει να ζητηθεί από τους φορείς να παράσχουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον μετριασμό των ζημιών που προκλήθηκαν ή ενδέχεται να προκληθούν στο περιβάλλον. Οι ιδιαίτερες αυτές απαιτήσεις δεν θα πρέπει να ισχύουν για τις εγκαταστάσεις αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/82/EΚ.

(15)

Οι εγκαταστάσεις αποβλήτων δεν θα πρέπει να ταξινομούνται στην κατηγορία Α αποκλειστικά βάσει των κινδύνων για την ασφάλεια και την προστασία της υγείας των εργαζομένων στις εξορυκτικές βιομηχανίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής άλλης κοινοτικής νομοθεσίας, ειδικότερα των οδηγιών 92/91/ΕΟΚ (10) και 92/104/ΕΟΚ (11).

(16)

Λόγω της ειδικής φύσης της διαχείρισης αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν ειδικές διαδικασίες για την υποβολή αιτήσεων και την έκδοση αδειών για όλες τις εγκαταστάσεις αποβλήτων στις οποίες διοχετεύονται τέτοια απόβλητα. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές περιοδικά επανεξετάζουν και, εφόσον απαραίτητο, αναπροσαρμόζουν τους όρους των αδειών.

(17)

Θα πρέπει να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τη σύμβαση της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΟΗΕ) για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, της 25ης Ιουνίου 1998 (σύμβαση του Άαρχους), ότι το κοινό ενημερώνεται σχετικά με την υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας διαχείρισης αποβλήτων και ότι ζητείται η γνώμη του ενδιαφερόμενου κοινού πριν από τη χορήγηση της εν λόγω αδείας.

(18)

Είναι αναγκαίο να οριστούν σαφώς οι απαιτήσεις τις οποίες θα πρέπει να ικανοποιούν οι εγκαταστάσεις αποβλήτων που εξυπηρετούν εξορυκτικές βιομηχανίες όσον αφορά τη θέση, τη διαχείριση, τον έλεγχο και το κλείσιμό τους καθώς και τα προληπτικά και προστατευτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση κάθε βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης απειλής κατά του περιβάλλοντος, και ειδικότερα για την αποφυγή της ρύπανσης των υπογείων υδάτων μέσω της διείσδυσης εκπλυμάτων στο έδαφος.

(19)

Είναι αναγκαίο να ορισθούν σαφώς οι εγκαταστάσεις αποβλήτων της κατηγορίας Α στις οποίες διοχετεύονται απόβλητα της εξορυκτικής βιομηχανίας, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις οποιασδήποτε ρύπανσης είναι δυνατό να προκύψει από τη λειτουργία της εν λόγω εγκαταστάσεως ή από ατύχημα κατά το οποίο προκαλείται διαφυγή αποβλήτων από την εγκατάσταση αυτή.

(20)

Τα απόβλητα που επαναφέρονται στις κοιλότητες εκσκαφής είτε για την αποκατάσταση των κοιλοτήτων αυτών είτε για κατασκευαστικούς σκοπούς όσον αφορά τη διαδικασία εξόρυξης ορυκτών, όπως η κατασκευή ή η συντήρηση, εντός των κοιλοτήτων, μέσων πρόσβασης για μηχανήματα, διαδρόμων μεταφοράς, διαφραγμάτων, φραγμάτων ασφαλείας ή αναχωμάτων, πρέπει επίσης να υπόκεινται σε ορισμένες απαιτήσεις ώστε να προστατεύονται τα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα, να διασφαλίζεται η σταθερότητα των συγκεκριμένων αποβλήτων και να εξασφαλίζεται κατάλληλη παρακολούθηση μετά την παύση των εν λόγω δραστηριοτήτων. Συνεπώς, τα απόβλητα αυτά δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας η οποία αφορά αποκλειστικά τις «εγκαταστάσεις αποβλήτων», εκτός των απαιτήσεων που μνημονεύονται στην ειδική διάταξη περί των κοιλοτήτων εκσκαφής.

(21)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η κατάλληλη κατασκευή και συντήρηση των εγκαταστάσεων αποβλήτων στις οποίες διοχετεύονται απόβλητα της εξορυκτικής βιομηχανίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα με τα οποία θα διασφαλίζεται ότι ο σχεδιασμός, η επιλογή της θέσης και η διαχείριση των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων διενεργούνται από άτομα που διαθέτουν τα απαραίτητα τεχνικά προσόντα. Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι η εκπαίδευση και οι γνώσεις που έχουν αποκτήσει οι φορείς και το προσωπικό, τούς έχουν εφοδιάσει με τις αναγκαίες δεξιότητες. Πέραν τούτου, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να επιβεβαιώνουν ότι οι φορείς προβαίνουν σε κατάλληλες ρυθμίσεις όσον αφορά την κατασκευή και συντήρηση νέων εγκαταστάσεων αποβλήτων ή την επέκταση ή τροποποίηση υφιστάμενων εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της μετά το κλείσιμο φάσης.

(22)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν διαδικασίες παρακολούθησης για το διάστημα της λειτουργίας και για μετά το κλείσιμο των εγκαταστάσεων αποβλήτων. Θα πρέπει δε να προβλεφθεί μια περίοδος μετά το κλείσιμο για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των εγκαταστάσεων αποβλήτων κατηγορίας Α ανάλογη προς τον κίνδυνο που παρουσιάζει η συγκεκριμένη εγκατάσταση αποβλήτων, κατά τρόπο παρόμοιο με τον προβλεπόμενο στην οδηγία 1999/31/ΕΚ.

(23)

Είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν ο χρόνος και ο τρόπος κλεισίματος εγκαταστάσεων αποβλήτων που εξυπηρετούν εξορυκτικές βιομηχανίες και να καθοριστούν οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες του φορέα κατά την περίοδο μετά την παύση λειτουργίας.

(24)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τους φορείς των εξορυκτικών βιομηχανιών να προβαίνουν σε παρακολούθηση και διαχειριστικούς ελέγχους, ώστε να αποφεύγεται η ρύπανση των υδάτων και του εδάφους και να εντοπίζονται τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου από τη λειτουργία των εγκαταστάσεων αποβλήτων για τις οποίες είναι υπεύθυνοι. Πέραν τούτου, προκειμένου να περιοριστεί στο ελάχιστο η ρύπανση των υδάτων, η απόθεση αποβλήτων σε οιοδήποτε υδάτινο σύστημα υποδοχής θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας 2000/60/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (12). Επίσης, με τη βοήθεια των βελτίστων διαθεσίμων τεχνικών, οι συγκεντρώσεις κυανίου και κυανιούχων ενώσεων που προέρχονται από ορισμένες εξορυκτικές βιομηχανίες θα πρέπει να μειωθούν στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα στις λίμνες απορριμμάτων κατεργασίας, δεδομένου ότι οι ουσίες αυτές είναι επιβλαβείς και τοξικές. Για να αποφευχθούν τέτοιου είδους επιπτώσεις θα ήταν σκόπιμο να καθοριστούν αναλόγως ανώτατα όρια συγκεντρώσεων για τις συγκεκριμένες ουσίες, ευθυγραμμιζόμενα, εν πάση περιπτώσει, προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(25)

Οι φορείς εγκαταστάσεων αποβλήτων που εξυπηρετούν εξορυκτικές βιομηχανίες θα πρέπει να καταθέσουν χρηματική ή αντίστοιχη εγγύηση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που θα αποφασίσουν τα κράτη μέλη, η οποία να εξασφαλίζει την τήρηση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από την άδεια, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών που αφορούν το κλείσιμο της εγκατάστασης αποβλήτων και την περίοδο μετά το κλείσιμο αυτής. Η χρηματική εγγύηση θα πρέπει να είναι επαρκής ώστε να καλύπτει το κόστος της αποκατάστασης του εδάφους που έθιξε η εγκατάσταση αποβλήτων, το οποίο συμπεριλαμβάνει την εγκατάσταση αποβλήτων καθαυτή, όπως περιγράφεται στο σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων που καταρτίζεται κατά το άρθρο 5 και απαιτείται για την άδεια του άρθρου 7, από ανεξάρτητο τρίτο μέρος που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα. Η εγγύηση αυτή, εξάλλου, θα πρέπει να παρέχεται πριν από την έναρξη των εργασιών απόθεσης στις εγκαταστάσεις αποβλήτων και να υπόκειται σε περιοδική αναπροσαρμογή. Πέραν τούτου, λαμβανομένης υπόψη της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», καθώς και της οδηγίας 2004/35/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών (13), είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ότι οι φορείς εγκαταστάσεων αποβλήτων που εξυπηρετούν εξορυκτικές βιομηχανίες υπέχουν προσήκουσα ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες προκαλούμενες από τις εργασίες τους ή για επικείμενη απειλή πρόκλησης τέτοιων ζημιών.

(26)

Εφόσον η λειτουργία εγκαταστάσεων αποβλήτων εξορυκτικών βιομηχανιών ενδέχεται να έχει σημαντικές δυσμενείς διασυνοριακές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και τυχόν συνακόλουθους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους θα πρέπει να υπάρχει κοινή διαδικασία που να διευκολύνει τις διαβουλεύσεις μεταξύ γειτονικών χωρών. Σκοπός της διαδικασίας αυτής θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση επαρκούς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών καθώς και δέουσας ενημέρωσης του κοινού σχετικά με οποιεσδήποτε εγκαταστάσεις αποβλήτων θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις για το περιβάλλον του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

(27)

Τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να εξασφαλίζουν την οργάνωση αποτελεσματικού συστήματος επιθεωρήσεων ή ισοδύναμων μέτρων ελέγχου των εγκαταστάσεων αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει ο φορέας σύμφωνα με την άδεια που του χορηγήθηκε, πριν από την έναρξη των εργασιών απόθεσης των αποβλήτων θα πρέπει να διεξάγεται επιθεώρηση ώστε να ελέγχεται κατά πόσο τηρήθηκαν οι προβλεπόμενοι στην άδεια όροι. Πέραν τούτου, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι φορείς και οι διάδοχοί τους τηρούν ενημερωμένα αρχεία σχετικά με τις εγκαταστάσεις αυτές και ότι οι φορείς διαβιβάζουν στους διαδόχους τους πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση και τις διεξαγόμενες εργασίες στις εγκαταστάσεις αποβλήτων.

(28)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν τακτικά στην Επιτροπή εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, όπου περιλαμβάνονται πληροφορίες για ατυχήματα ή παρ’ολίγον ατυχήματα. Βάσει των εκθέσεων αυτών η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(29)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν κανόνες για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και να μεριμνούν για την εκτέλεσή τους. Οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(30)

Είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι διενεργείται απογραφή των κλειστών, καθώς και των εγκαταλελειμμένων, εγκαταστάσεων αποβλήτων που βρίσκονται στο έδαφός τους, προκειμένου να προσδιορισθούν όσες προκαλούν σοβαρές δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις ή ενδέχεται να αποτελέσουν μεσοπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Οι απογραφές αυτές θα πρέπει να αποτελούν τη βάση για τη θέσπιση καταλλήλου προγράμματος μέτρων.

(31)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει κατάλληλη ανταλλαγή επιστημονικών και τεχνικών πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο τήρησης καταλόγου κλειστών εγκαταστάσεων αποβλήτων σε επίπεδο κράτους μέλους, καθώς και με την ανάπτυξη μεθόδων που θα βοηθούν τα κράτη μέλη στην τήρηση της παρούσας οδηγίας κατά την αποκατάσταση εγκαταστάσεων αποβλήτων που είχαν κλείσει. Πέραν τούτου, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, εντός και μεταξύ των κρατών μελών.

(32)

Για τη συνεπή εφαρμογή του άρθρου 6 της συνθήκης, οι απαιτήσεις περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να ενσωματώνονται στην εφαρμογή των κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων, προκειμένου να προωθηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη.

(33)

Η παρούσα οδηγία θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο μέσον το οποίο να λαμβάνεται υπόψη για να εξακριβωθεί εάν τα έργα που τυγχάνουν κοινοτικής χρηματοδότησης στο πλαίσιο αναπτυξιακής βοήθειας περιλαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την κατά το δυνατόν πρόληψη ή περιορισμό των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη προς το άρθρο 6 της συνθήκης, ιδιαίτερα όσον αφορά την ενσωμάτωση των απαιτήσεων περιβαλλοντικής προστασίας στην κοινοτική πολιτική στο πλαίσιο της αναπτυξιακής συνεργασίας.

(34)

Ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η βελτίωση της διαχείρισης των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη εάν ενεργούν μεμονωμένα, δεδομένου ότι η κακή διαχείριση των αποβλήτων μπορεί να προκαλέσει διασυνοριακή ρύπανση. Βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» απαιτείται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη οι ζημίες που προκαλούν στο περιβάλλον τα απόβλητα της εξορυκτικής βιομηχανίας, η διαφορετική δε εφαρμογή της αρχής αυτής σε εθνικό επίπεδο μπορεί να οδηγήσει σε ουσιαστικές ανισότητες όσον αφορά την χρηματοοικονομική επιβάρυνση των οικονομικών φορέων. Πέραν τούτου, η ύπαρξη διαφορετικών εθνικών πολιτικών για τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας παρεμποδίζει τη διασφάλιση ελάχιστου επιπέδου ασφαλούς και υπεύθυνης διαχείρισης των αποβλήτων αυτών και την καλύτερη δυνατή αξιοποίησή τους σε ολόκληρη την Κοινότητα. Επομένως, δεδομένου ότι, λόγω της έκτασης και των αποτελεσμάτων της παρούσας οδηγίας, ο εν λόγω στόχος μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που καθορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως καθορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(35)

Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (14).

(36)

Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αποβλήτων που υφίστανται ήδη κατά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών θα πρέπει να ρυθμιστεί ώστε να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

(37)

Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (15) τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι να αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία προβλέπει μέτρα, διαδικασίες και κατευθύνσεις για την κατά το δυνατόν πρόληψη ή μείωση παντός είδους δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ιδιαίτερα στον αέρα, στο νερό, στο έδαφος, στην πανίδα, στη χλωρίδα, και στο τοπίο, καθώς και τυχόν επακόλουθων κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία, που προκύπτουν από τη διαχείριση αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, η παρούσα οδηγία διέπει τη διαχείριση αποβλήτων που προκύπτουν από την αναζήτηση, την εξόρυξη, την επεξεργασία και την αποθήκευση ορυκτών πόρων και από την εκμετάλλευση λατομείων (εφεξής «εξορυκτικά απόβλητα»).

2.   Από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εξαιρούνται:

α)

απόβλητα που προέρχονται από την αναζήτηση, την εξόρυξη και την επεξεργασία ορυκτών πόρων και από την εκμετάλλευση λατομείων, τα οποία όμως δεν προκύπτουν απευθείας από τις εργασίες αυτές·

β)

απόβλητα που προκύπτουν από την υπεράκτια αναζήτηση, εξόρυξη και επεξεργασία ορυκτών πόρων·

γ)

η έγχυση υδάτων και η επανέγχυση αντλημένων υπόγειων υδάτων όπως ορίζεται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο ι) πρώτη και δεύτερη περίπτωση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, εφόσον επιτρέπεται από το εν λόγω άρθρο.

3.   Τα αδρανή απόβλητα και το μη ρυπανθέν χώμα που προέρχονται από την αναζήτηση, εξόρυξη, επεξεργασία και αποθήκευση ορυκτών πόρων και από την εκμετάλλευση λατομείων καθώς και τα απόβλητα που προέρχονται από την εξόρυξη, επεξεργασία και αποθήκευση τύρφης δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 11 παράγραφοι 1 και 3, 12, 13 παράγραφος 6, 14 και 16, εκτός εάν εναποτίθενται σε εγκατάσταση αποβλήτων της κατηγορίας Α.

Η αρμόδια αρχή δύναται να περιορίζει ή να μην εφαρμόζει τις απαιτήσεις αυτές για την εναπόθεση μη επικινδύνων αποβλήτων που προέρχονται από την αναζήτηση ορυκτών πόρων, εκτός του πετρελαίου και των κοιτασμάτων εβαποριτών πλην του γύψου και του ανυδρίτη, καθώς και για την εναπόθεση μη ρυπανθέντος χώματος και αποβλήτων που προέρχονται από την εξόρυξη, επεξεργασία και αποθήκευση τύρφης, εφόσον βεβαιούται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 4.

Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν ή να μην εφαρμόζουν τις απαιτήσεις των άρθρων 11 παράγραφος 3, 12 παράγραφοι 5 και 6, 13 παράγραφος 6, 14 και 16 για τα μη επικίνδυνα μη αδρανή απόβλητα, εκτός εάν εναποτίθενται σε εγκατάσταση αποβλήτων της κατηγορίας Α.

4.   Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, τα απόβλητα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν υπόκεινται στις διατάξεις της οδηγίας 1999/31/EΚ.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1.

«απόβλητα», τα απόβλητα που ορίζονται στο άρθρο 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ·

2.

«επικίνδυνα απόβλητα», τα απόβλητα που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (16)·

3.

«αδρανή απόβλητα», τα απόβλητα που δεν υφίστανται καμία σημαντική φυσική, χημική ή βιολογική μετατροπή. Τα αδρανή απόβλητα δεν διαλύονται, δεν καίγονται ούτε συμμετέχουν σε άλλες φυσικές ή χημικές αντιδράσεις, δεν βιοδιασπώνται ούτε επιδρούν δυσμενώς σε άλλες ύλες με τις οποίες έρχονται σε επαφή κατά τρόπο ικανό να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος ή να βλάψει την ανθρώπινη υγεία. Η συνολική εκπλυσιμότητα και περιεκτικότητα σε ρύπους των αποβλήτων και η οικοτοξικότητα των εκπλυμάτων πρέπει να είναι αμελητέες και ειδικότερα να μην θέτουν σε κίνδυνο την ποιότητα των επιφανειακών ή/και των υπογείων υδάτων·

4.

«μη ρυπανθέν χώμα», το χώμα που αφαιρείται από το ανώτερο στρώμα του εδάφους κατά τις εξορυκτικές δραστηριότητες και το οποίο δεν θεωρείται ρυπανθέν κατά το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται ο τόπος ή κατά την κοινοτική νομοθεσία·

5.

«ορυκτός πόρος» ή «ορυκτό», το κοίτασμα οργανικής ή ανόργανης ουσίας που απαντάται φυσιολογικά στον φλοιό της γης, όπως τα ενεργειακά καύσιμα, τα μεταλλεύματα, τα βιομηχανικά και λατομικά ορυκτά, εξαιρουμένου όμως του νερού·

6.

«εξορυκτικές βιομηχανίες», όλες οι εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις που ασχολούνται με την επιφανειακή ή υπόγεια εξόρυξη ορυκτών πόρων για εμπορικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της εξόρυξης μέσω γεώτρησης ή της επεξεργασίας του εξορυχθέντος υλικού·

7.

«υπεράκτια», η περιοχή της θάλασσας και του θαλάσσιου βυθού που εκτείνονται πέραν της γραμμής της κατωτάτης ρηχίας της κανονικής ή μέσης παλίρροιας·

8.

«επεξεργασία», οι μηχανικές, φυσικές, βιολογικές, θερμικές ή χημικές διεργασίες ή ο συνδυασμός διεργασιών στις οποίες υποβάλλονται οι ορυκτοί πόροι, συμπεριλαμβανομένων όσων προέρχονται από τη λειτουργία λατομείων, προκειμένου να εξαχθεί το ορυκτό, συμπεριλαμβανομένων της μεταβολής μεγέθους, της ταξινόμησης, του διαχωρισμού και της εκχύλισης, καθώς και της επανεπεξεργασίας αποβλήτων που είχαν προηγουμένως απορριφθεί, εξαιρουμένων όμως της τήξης, των διαδικασιών θερμικής βιομηχανικής επεξεργασίας (πλην της καύσης ασβεστολίθου) και των μεταλλουργικών διεργασιών·

9.

«απορρίμματα κατεργασίας», τα στερεά απόβλητα ή τα πολτώδη υλικά που απομένουν μετά την επεξεργασία ορυκτών με διεργασίες διαχωρισμού (π.χ. θραύση, λειοτρίβηση, διαχωρισμός κατά μέγεθος, επίπλευση και άλλες φυσικοχημικές τεχνικές) προκειμένου να αφαιρεθούν τα πολύτιμα ορυκτά από το λιγότερο πολύτιμο πέτρωμα·

10.

«σωρός», ο τεχνικός σχηματισμός για την εναπόθεση στερεών αποβλήτων στην επιφάνεια του εδάφους·

11.

«φράγμα», τεχνητή κατασκευή που έχει σχεδιασθεί για τη συγκράτηση ή τον περιορισμό των υδάτων και/ή των αποβλήτων εντός λίμνης·

12.

«λίμνη», φυσική ή τεχνητή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για τη διάθεση λεπτόκοκκων αποβλήτων, συνήθως απορριμμάτων κατεργασίας, μαζί με ποικίλες ποσότητες ελεύθερου ύδατος, που προκύπτουν από την επεξεργασία ορυκτών πόρων και από τον καθαρισμό και την ανακύκλωση λυμάτων κατεργασίας·

13.

«κυάνιο διασπώμενο με ασθενές οξύ», το κυάνιο και οι κυανιούχες ενώσεις που διασπώνται με ασθενές οξύ σε καθορισμένο pH·

14.

«έκπλυμα», κάθε υγρό που διηθείται μέσω των αποτεθέντων αποβλήτων και εκρέει από τις εγκαταστάσεις αποβλήτων ή περιέχεται εντός αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ρυπανθείσας απορροής, το οποίο ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς το περιβάλλον εάν δεν υποβληθεί σε κατάλληλη επεξεργασία·

15.

«εγκαταστάσεις αποβλήτων», κάθε τόπος που επιλέγεται για τη συσσώρευση ή την εναπόθεση εξορυκτικών αποβλήτων, υπό στερεά ή υγρά μορφή ή υπό μορφή διαλύματος ή αιωρήματος, για τις ακόλουθες χρονικές περιόδους:

μηδενική περίοδο για εγκαταστάσεις της κατηγορίας Α και εγκαταστάσεις αποβλήτων τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί επικίνδυνα στο σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων,

περίοδο άνω των έξι μηνών για εγκαταστάσεις επικινδύνων αποβλήτων που προκύπτουν απρόβλεπτα,

περίοδο άνω του έτους για εγκαταστάσεις μη επικίνδυνων μη αδρανών αποβλήτων,

περίοδο άνω των τριών ετών για εγκαταστάσεις μη ρυπανθέντος χώματος, μη επικινδύνων αποβλήτων από αναζήτηση ορυκτών, ή αποβλήτων από την εξόρυξη, επεξεργασία και αποθήκευση τύρφης και αδρανών αποβλήτων.

Στις εγκαταστάσεις αυτές νοείται ότι περιλαμβάνεται κάθε φράγμα ή άλλη κατασκευή που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, την αντιστήριξη, τον περιορισμό ή την κατ’ άλλον τρόπο στήριξη των εγκαταστάσεων αυτών, και ότι περιλαμβάνονται επίσης, μεταξύ άλλων, σωροί και λίμνες, εξαιρουμένων όμως των κοιλοτήτων εκσκαφής στις οποίες επανατοποθετούνται απόβλητα μετά την εξόρυξη του ορυκτού για λόγους αποκατάστασης και κατασκευής·

16.

«σοβαρό ατύχημα», συμβάν στον τόπο των εγκαταστάσεων κατά τη διάρκεια εργασίας διαχείρισης εξορυκτικών αποβλήτων σε κάθε εγκατάσταση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, το οποίο θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία ή/και το περιβάλλον, αμέσως ή μακροπρόθεσμα, επιτόπου ή εκτός των εγκαταστάσεων·

17.

«επικίνδυνη ουσία», ουσία, μείγμα ή παρασκεύασμα που είναι επικίνδυνα κατά την έννοια της οδηγίας 67/548/EΟΚ (17) ή της οδηγίας 1999/45/EΚ (18)·

18.

«βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές», οι τεχνικές που ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 11 της οδηγίας 96/61/EΚ·

19.

«υδάτινο σύστημα υποδοχής», επιφανειακά ύδατα, υπόγεια ύδατα, μεταβατικά ύδατα και παράκτια ύδατα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημεία 1, 2, 6 και 7 της οδηγίας 2000/60/EΚ, αντιστοίχως·

20.

«αποκατάσταση», η επέμβαση στο θιγέν από εγκαταστάσεις αποβλήτων έδαφος, με στόχο την επαναφορά του σε ικανοποιητική κατάσταση, ιδίως όσον αφορά την ποιότητα του εδάφους, την άγρια χλωρίδα και πανίδα, τους φυσικούς οικότοπους, τα συστήματα γλυκών υδάτων, το τοπίο και τις δέουσες επωφελείς χρήσεις·

21.

«αναζήτηση», η έρευνα για κοιτάσματα ορυκτών με οικονομική αξία, που περιλαμβάνει τη δειγματοληψία, την ολική δειγματοληψία, τη γεώτρηση, την εκσκαφή ορυγμάτων, εξαιρουμένης όμως κάθε εργασίας για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων αυτών, καθώς και κάθε δραστηριότητα που έχει άμεση σχέση με υφιστάμενη εξορυκτική λειτουργία·

22.

«το κοινό», ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και, ανάλογα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οργανώσεις ή ομάδες που τα πρόσωπα αυτά συνιστούν·

23.

«το ενδιαφερόμενο κοινό», το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψης περιβαλλοντικών αποφάσεων στο πλαίσιο των άρθρων 6 και 7 της παρούσας οδηγίας· για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος και πληρούν τις προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις, θεωρείται ότι έχουν τέτοια συμφέροντα·

24.

«φορέας», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση εξορυκτικών αποβλήτων, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο διενεργείται η διαχείριση αυτή, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής αποθήκευσης εξορυκτικών αποβλήτων καθώς και της φάσης λειτουργίας και της μετά το κλείσιμο φάσης·

25.

«κάτοχος αποβλήτων», ο παραγωγός των εξορυκτικών αποβλήτων ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην κατοχή του οποίου ευρίσκονται τα απόβλητα·

26.

«αρμόδιος», το φυσικό πρόσωπο που διαθέτει τις τεχνικές γνώσεις και πείρα, όπως ορίζονται από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο δραστηριοποιείται, για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία·

27.

«αρμόδια αρχή», η αρχή ή οι αρχές που ορίζει κράτος μέλος ως αρμόδιες για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία·

28.

«τόπος», η συνολική έκταση σε συγκεκριμένη γεωγραφική θέση, η οποία ευρίσκεται υπό τον διαχειριστικό έλεγχο ενός φορέα·

29.

«ουσιαστική μεταβολή», η μεταβολή της δομής ή της λειτουργίας εγκατάστασης αποβλήτων, η οποία, κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής, ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον.

Άρθρο 4

Γενικές απαιτήσεις

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζεται ότι η διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων γίνεται με τρόπο που δεν θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία, ότι δεν χρησιμοποιούνται μέθοδοι που θα μπορούσαν να βλάψουν το περιβάλλον, και ειδικότερα τα ύδατα, τον αέρα, το έδαφος, την πανίδα και τη χλωρίδα και ότι δεν προκαλείται όχληση από θόρυβο ή οσμές ούτε επηρεάζεται αρνητικά το τοπίο και οι τοποθεσίες ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης τα απαραίτητα μέτρα για την απαγόρευση της εγκατάλειψης, εκφόρτωσης ή ανεξέλεγκτης εναπόθεσης εξορυκτικών αποβλήτων.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατά το δυνατόν πρόληψη ή μείωση παντός είδους δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία που προκύπτουν κατά τη διαχείριση εξορυκτικών αποβλήτων. Εδώ περιλαμβάνεται η διαχείριση κάθε εγκατάστασης αποβλήτων ακόμη και μετά το κλείσιμό της, η πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που αφορούν την εγκατάσταση αυτή, και ο περιορισμός των συνεπειών τους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.

3.   Τα μέτρα της παραγράφου 2 βασίζονται, μεταξύ άλλων, στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, χωρίς να επιβάλλεται η χρήση οποιασδήποτε τεχνικής ή ειδικής τεχνολογίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη τα τεχνικά χαρακτηριστικά των εγκαταστάσεων αποβλήτων, τη γεωγραφική τους θέση και τις τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες.

Άρθρο 5

Σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας καταρτίζει σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων για την μείωση στο ελάχιστο, την επεξεργασία, την αξιοποίηση και τη διάθεση των εξορυκτικών αποβλήτων, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης.

2.   Οι στόχοι του σχεδίου διαχείρισης αποβλήτων είναι οι ακόλουθοι:

α)

η πρόληψη ή μείωση της παραγωγής αποβλήτων και των επιβλαβών της επιπτώσεων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη:

i)

τη διαχείριση των αποβλήτων κατά το στάδιο σχεδιασμού και κατά την επιλογή της μεθόδου εξόρυξης και επεξεργασίας του ορυκτού·

ii)

τις μεταβολές που δύνανται να υποστούν τα εξορυκτικά απόβλητα λόγω αύξησης της έκτασης που καταλαμβάνουν και της έκθεσής τους στις συνθήκες επιφανείας·

iii)

την επαναφορά των εξορυκτικών αποβλήτων εντός της κοιλότητας εκσκαφής μετά την εξόρυξη του ορυκτού, εφόσον αυτό είναι τεχνικώς και οικονομικώς εφικτό και περιβαλλοντικώς ορθό, σύμφωνα με τα ισχύοντα σε κοινοτικό επίπεδο περιβαλλοντικά πρότυπα και τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, εφόσον συντρέχουν·

iv)

την επαναφορά του επιφανειακού χώματος στην αρχική του θέση μετά το κλείσιμο των εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων ή, εφόσον αυτό δεν είναι πρακτικώς εφικτό, την εκ νέου χρήση του επιφανειακού χώματος αλλού·

v)

τη χρησιμοποίηση λιγότερο επικίνδυνων ουσιών για την επεξεργασία των ορυκτών πόρων·

β)

η προαγωγή της αξιοποίησης των εξορυκτικών αποβλήτων μέσω της ανακύκλωσης, της επαναχρησιμοποίησης ή της επαναξιοποίησής τους, εφόσον αυτό είναι περιβαλλοντικώς ορθό σύμφωνα με τα ισχύοντα σε κοινοτικό επίπεδο περιβαλλοντικά πρότυπα και τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, εφόσον συντρέχουν·

γ)

η εξασφάλιση ασφαλούς βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης διάθεσης των εξορυκτικών αποβλήτων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη κατά το στάδιο του σχεδιασμού μιας εγκατάστασης αποβλήτων τη διαχείριση κατά τη διάρκεια λειτουργίας της καθώς και μετά το κλείσιμό της και επιλέγοντας τη λύση που:

i)

απαιτεί ελάχιστη και, ει δυνατόν, εν τέλει, κανενός είδους παρακολούθηση, έλεγχο και διαχείριση της εγκατάστασης αποβλήτων που έκλεισε·

ii)

αποτρέπει ή τουλάχιστον ελαχιστοποιεί οποιεσδήποτε μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις που μπορούν, για παράδειγμα, να αποδοθούν στη διασπορά αερομεταφερόμενων ή υδατικών ρύπων από την εγκατάσταση αποβλήτων, και

iii)

εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη γεωτεχνική σταθερότητα οποιωνδήποτε φραγμάτων ή σωρών που υψώνονται πάνω από την προϋπάρχουσα επιφάνεια του εδάφους.

3.   Το σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

όπου απαιτείται, την προτεινόμενη ταξινόμηση της εγκατάστασης διαχείρισης αποβλήτων σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ:

όταν απαιτείται εγκατάσταση αποβλήτων κατηγορίας Α, έγγραφο που αποδεικνύει ότι θα τεθούν σε εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3, πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων, σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας για την εφαρμογή της, καθώς και εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης,

όταν ο φορέας κρίνει ότι δεν απαιτείται εγκατάσταση αποβλήτων κατηγορίας Α, επαρκείς πληροφορίες που να το αιτιολογούν και στις οποίες να εντοπίζονται πιθανοί κίνδυνοι ατυχημάτων·

β)

χαρακτηρισμό των αποβλήτων σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ και εκτίμηση της συνολικής ποσότητας των εξορυκτικών αποβλήτων που θα παραχθούν κατά τη φάση λειτουργίας·

γ)

περιγραφή της λειτουργίας από την οποία παράγονται τα απόβλητα αυτά και κάθε μετέπειτα επεξεργασία την οποία υφίστανται·

δ)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η εναπόθεση των αποβλήτων αυτών μπορεί να θίξει το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, καθώς και των προληπτικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν ώστε να μειωθούν στο ελάχιστο οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά τη διάρκεια της λειτουργίας καθώς και μετά το κλείσιμο, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που διέπει το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία α), β), δ) και ε)·

ε)

τις προτεινόμενες διαδικασίες ελέγχου και παρακολούθησης σύμφωνα με το άρθρο 10, όταν εφαρμόζεται, και το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο γ)·

στ)

το προτεινόμενο σχέδιο για το κλείσιμο, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης, τις διαδικασίες που διέπουν τη φάση μετά το κλείσιμο και την παρακολούθηση, όπως προβλέπει το άρθρο 12·

ζ)

τα μέτρα για την πρόληψη της επιδείνωσης της κατάστασης των υδάτων σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/EΚ και για την πρόληψη ή μείωση στο ελάχιστο της ρύπανσης του αέρα και του εδάφους σύμφωνα με το άρθρο 13·

η)

διερεύνηση της κατάστασης του εδάφους που θα επηρεαστεί από την εγκατάσταση αποβλήτων.

Το σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εκτιμούν την ικανότητα του φορέα να εκπληρώσει τους στόχους του σχεδίου διαχείρισης των αποβλήτων όπως ορίζει η παράγραφος 2, και τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας οδηγίας. Ειδικότερα, το σχέδιο εξηγεί, πώς η επιλογή και η μέθοδος που έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 στοιχείο α) σημείο i) εκπληρώνουν τους στόχους του σχεδίου διαχείρισης αποβλήτων όπως αυτοί εκτίθενται στην παράγραφο 2 στοιχείο α).

4.   Το σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων επανεξετάζεται κάθε πέντε έτη ή/και τροποποιείται, εφόσον είναι αναγκαίο, σε περίπτωση ουσιωδών μεταβολών στη λειτουργία των εγκαταστάσεων αποβλήτων ή στα αποτιθέμενα απόβλητα. Οι τυχόν τροποποιήσεις κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή.

5.   Σχέδια που έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με άλλη εθνική ή κοινοτική νομοθεσία και περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στην παράγραφο 3 μπορούν να χρησιμοποιούνται ώστε να αποφεύγονται περιττές επαναλήψεις των παρεχόμενων πληροφοριών και των εκτελούμενων εργασιών από τον φορέα, υπό τον όρο ότι τηρούνται όλες οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4.

6.   Η αρμόδια αρχή εγκρίνει το σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων βάσει διαδικασιών που θα αποφασιστούν από τα κράτη μέλη και παρακολουθεί την εφαρμογή του.

Άρθρο 6

Πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και ενημέρωση

1.   Το παρόν άρθρο διέπει τις εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων της κατηγορίας Α εκτός των εγκαταστάσεων αποβλήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/82/EΚ.

2.   Με την επιφύλαξη άλλης κοινοτικής νομοθεσίας, και ιδίως των οδηγιών 92/91/ΕΟΚ και 92/104/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι κίνδυνοι σοβαρών ατυχημάτων εντοπίζονται και ότι τα αναγκαία στοιχεία ενσωματώνονται στον σχεδιασμό, την κατασκευή, την λειτουργία και την συντήρηση, καθώς και στο κλείσιμο και στις διαδικασίες μετά το κλείσιμο των εγκαταστάσεων αποβλήτων, με σκοπό την πρόληψη των ατυχημάτων αυτών και τον περιορισμό των δυσμενών συνεπειών τους για την ανθρώπινη υγεία ή/και το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διασυνοριακών επιπτώσεων.

3.   Για τους σκοπούς των απαιτήσεων της παραγράφου 2, πριν από την έναρξη των εργασιών, κάθε φορέας καταρτίζει πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων όσον αφορά την διαχείριση εξορυκτικών αποβλήτων και υιοθετεί σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας εφαρμόζοντάς το σύμφωνα με τα στοιχεία που καθορίζονται στο παράρτημα Ι τμήμα 1, θέτει δε σε ισχύ εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν επιτόπου σε περίπτωση ατυχήματος.

Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, ο φορέας διορίζει διαχειριστή ασφάλειας υπεύθυνο για την εφαρμογή και την περιοδική επίβλεψη της πολιτικής πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων.

Η αρμόδια αρχή καταρτίζει εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν εκτός του τόπου των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων σε περίπτωση ατυχήματος. Στα πλαίσια της αίτησης για χορήγηση άδειας, ο φορέας παρέχει στην αρμόδια αρχή τις αναγκαίες πληροφορίες που θα της επιτρέψουν να καταρτίσει το εν λόγω σχέδιο.

4.   Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης της παραγράφου 3 έχουν τους ακόλουθους στόχους:

α)

τον περιορισμό και τον έλεγχο των σοβαρών ατυχημάτων και άλλων συμβάντων ώστε να μειώνονται οι επιπτώσεις τους στο ελάχιστο, και ιδίως τον περιορισμό των ζημιών που προκαλούνται στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον·

β)

την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος από τις επιπτώσεις σοβαρών ατυχημάτων και άλλων συμβάντων·

γ)

την ανακοίνωση των αναγκαίων πληροφοριών στο κοινό και στις οικείες υπηρεσίες ή αρχές της περιοχής·

δ)

τον καθαρισμό, την επαναφορά και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος μετά από σοβαρό ατύχημα.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος, ο φορέας παρέχει αμέσως στην αρμόδια αρχή όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες που συμβάλλουν στην μείωση στο ελάχιστο των συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία και στην εκτίμηση και τον περιορισμό στο ελάχιστο της έκτασης των περιβαλλοντικών ζημιών που προκλήθηκαν ή ενδέχεται να προκληθούν.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρέχεται έγκαιρα και αποτελεσματικά στο ενδιαφερόμενο κοινό η δυνατότητα να συμμετάσχει στην κατάρτιση ή την αναθεώρηση του εξωτερικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης που πρέπει να καταρτιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 3. Για τον σκοπό αυτό, το ενδιαφερόμενο κοινό ενημερώνεται για οποιαδήποτε τέτοια πρόταση, τίθενται δε στη διάθεσή του όλες οι σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, πληροφοριών για το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και για την αρμόδια αρχή στην οποία μπορούν να υποβάλλονται παρατηρήσεις και ερωτήσεις.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει παρατηρήσεις εντός λογικών χρονικών ορίων και οι παρατηρήσεις αυτές να λαμβάνονται δεόντως υπόψη στην απόφαση σχετικά με το εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης.

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας και τις απαιτούμενες ενέργειες σε περίπτωση ατυχήματος, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι τμήμα 2, να παρέχονται δωρεάν και συστηματικά στο ενδιαφερόμενο κοινό.

Οι πληροφορίες αυτές επανεξετάζονται ανά τριετία και, εφόσον απαιτείται, καθίστανται επίκαιρες.

Άρθρο 7

Αίτηση και άδεια

1.   Οι εγκαταστάσεις αποβλήτων δεν επιτρέπεται να λειτουργούν χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής. Στην άδεια περιέχονται τα στοιχεία που προβλέπει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου και προσδιορίζεται σαφώς η κατηγορία των εγκαταστάσεων αποβλήτων σύμφωνα με τα κριτήρια στα οποία παραπέμπει το άρθρο 9.

Με την επιφύλαξη της πλήρωσης όλων των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου, τυχόν άλλες άδειες που έχουν εκδοθεί βάσει άλλης εθνικής ή κοινοτικής νομοθεσίας μπορούν να συνδυάζονται για να αποτελέσουν μια ενιαία άδεια, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται περιττές επαναλήψεις των παρεχόμενων πληροφοριών και των εκτελούμενων εργασιών από τον φορέα ή την αρμόδια αρχή. Τα στοιχεία της παραγράφου 2 μπορούν να καλύπτονται από μία ή περισσότερες άδειες, εφόσον τηρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

2.   Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

την ταυτότητα του φορέα·

β)

την προτεινόμενη θέση της εγκατάστασης αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων άλλων πιθανών θέσεων·

γ)

το σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 5·

δ)

επαρκείς ρυθμίσεις υπό μορφή χρηματικής εγγύησης ή ισοδύναμου μέσου, όπως απαιτείται από το άρθρο 14·

ε)

τις πληροφορίες που παρέχει ο φορέας σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ (19), εάν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής.

3.   Η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια μόνον εφόσον βεβαιούται ότι:

α)

ο φορέας τηρεί τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·

β)

η διαχείριση των αποβλήτων δεν έρχεται σε άμεση αντίθεση ή δεν παρακωλύει με άλλο τρόπο την εφαρμογή του αντίστοιχου σχεδίου ή σχεδίων διαχείρισης αποβλήτων που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 75/442/EΟΚ.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν περιοδικά και, όταν χρειάζεται, αναπροσαρμόζουν τους όρους της άδειας:

όταν υπάρχουν ουσιώδεις αλλαγές στη λειτουργία της εγκατάστασης αποβλήτων ή στα αποτιθέμενα απόβλητα,

βάσει αποτελεσμάτων παρακολούθησης που αναφέρει ο φορέας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, ή επιθεωρήσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 17,

κατόπιν ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με ουσιώδεις αλλαγές των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών στο πλαίσιο του άρθρου 21 παράγραφος 3.

5.   Οι πληροφορίες που περιέχονται σε άδεια που χορηγείται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου διατίθενται στις αρμόδιες εθνικές και κοινοτικές στατιστικές αρχές εφόσον ζητούνται για σκοπούς στατιστικής. Δεν δημοσιοποιούνται ευαίσθητες πληροφορίες αμιγώς εμπορικού χαρακτήρα, όπως πληροφορίες σχετικά με επαγγελματικές σχέσεις, συνιστώσες του κόστους και του όγκου των οικονομικών αποθεμάτων ορυκτών.

Άρθρο 8

Συμμετοχή του κοινού

1.   Κατά τα αρχικά στάδια της διαδικασίας χορήγησης αδείας ή, το αργότερο, μόλις καταστεί ευλόγως δυνατή η παροχή πληροφοριών, το κοινό ενημερώνεται, με ανακοινώσεις ή άλλα πρόσφορα μέσα, όπως τα ηλεκτρονικά μέσα όπου αυτά είναι διαθέσιμα, για τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

την αίτηση για χορήγηση άδειας·

β)

εφόσον απαιτείται, το γεγονός ότι η λήψη της απόφασης σχετικά με την αίτηση υπόκειται στη διεξαγωγή διαβουλεύσεων μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 16·

γ)

λεπτομερή στοιχεία των αρμοδίων αρχών που είναι υπεύθυνες για τη λήψη της απόφασης, των αρχών από τις οποίες μπορούν να ζητηθούν να ληφθούν σχετικές πληροφορίες, των αρχών στις οποίες μπορούν να υποβληθούν παρατηρήσεις ή ερωτήσεις, και λεπτομέρειες σχετικά με τις ισχύουσες προθεσμίες για τη διαβίβαση παρατηρήσεων και ερωτήσεων·

δ)

τη φύση των πιθανών αποφάσεων·

ε)

εφόσον απαιτείται, τις λεπτομέρειες της πρότασης για την ενημέρωση της αδείας ή την προσαρμογή των όρων αυτής·

στ)

γνωστοποίηση του χρόνου, του τόπου και των μέσων διάθεσης των σχετικών πληροφοριών·

ζ)

λεπτομέρειες σχετικά με τις ρυθμίσεις για την συμμετοχή του κοινού σύμφωνα με την παράγραφο 7.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εντός ευλόγων χρονικών ορίων, τίθενται στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κοινού τα ακόλουθα:

α)

σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι σπουδαιότερες εκθέσεις και τα στοιχεία που διαβιβάζονται στην ή στις αρμόδιες αρχές κατά το διάστημα της διαδικασίας ενημέρωσης του κοινού σύμφωνα με την παράγραφο 1·

β)

σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/4/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες (20), πληροφορίες, πέραν των πληροφοριών που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, που είναι συναφείς με την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 7 της παρούσας οδηγίας και οι οποίες έχουν καταστεί διαθέσιμες μόνον αφού είχε ενημερωθεί το κοινό σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι το κοινό ενημερώνεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, σχετικά με τυχόν τροποποίηση των όρων της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4.

4.   Πριν ληφθεί απόφαση παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό το δικαίωμα να απευθύνει παρατηρήσεις και γνώμες προς την αρμόδια αρχή.

5.   Τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο λαμβάνονται δεόντως υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης.

6.   Μετά τη λήψη απόφασης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει το κοινό σύμφωνα με την κατάλληλη διαδικασία και θέτει στη διάθεσή του τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το περιεχόμενο της απόφασης, συμπεριλαμβανομένου αντιγράφου της άδειας·

β)

τους λόγους και το σκεπτικό στα οποία βασίζεται η απόφαση.

7.   Οι λεπτομερείς ρυθμίσεις σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου καθορίζονται από τα κράτη μέλη κατά τρόπον ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να είναι σε θέση να προετοιμαστεί και να συμμετάσχει ουσιαστικά στην όλη διαδικασία.

Άρθρο 9

Σύστημα ταξινόμησης των εγκαταστάσεων αποβλήτων

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές ταξινομούν δεδομένη εγκατάσταση αποβλήτων στην κατηγορία Α σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ.

Άρθρο 10

Κοιλότητες εκσκαφής

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο φορέας, όταν, για λόγους αποκατάστασης και κατασκευής, επαναφέρει στις κοιλότητες εκσκαφής εξορυκτικά απόβλητα που έχουν παραχθεί είτε από επιφανειακές είτε από υπόγειες εξορύξεις, λαμβάνει κατάλληλα μέτρα ώστε:

1.

να εξασφαλίζεται η σταθερότητα των εξορυκτικών αποβλήτων σύμφωνα, με το άρθρο 11 παράγραφος 2, τηρουμένων των αναλογιών·

2.

να προλαμβάνεται η ρύπανση του εδάφους και των επιφανειακών και υπογείων υδάτων σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 1, 3 και 5, τηρουμένων των αναλογιών·

3.

να διασφαλίζεται η παρακολούθηση των εξορυκτικών αποβλήτων και των κοιλοτήτων εκσκαφής σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5, τηρουμένων των αναλογιών.

2.   Η οδηγία 1999/31/ΕΚ εξακολουθεί να εφαρμόζεται στα απόβλητα, πλην των εξορυκτικών αποβλήτων, που χρησιμοποιούνται για την πλήρωση κοιλοτήτων εκσκαφής.

Άρθρο 11

Κατασκευή και διαχείριση των εγκαταστάσεων αποβλήτων

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε η διαχείριση των εγκαταστάσεων αποβλήτων να ανατίθεται σε πρόσωπο που διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα και να εξασφαλίζεται η παρακολούθηση της τεχνικής εξέλιξης και η κατάρτιση του προσωπικού.

2.   Η αρμόδια αρχή βεβαιούται ότι, κατά την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων αποβλήτων ή τη μετατροπή υφιστάμενων εγκαταστάσεων, ο φορέας μεριμνά ώστε:

α)

οι εγκαταστάσεις αποβλήτων να χωροθετούνται καταλλήλως, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των κοινοτικών ή των εθνικών υποχρεώσεων σχετικά με τις προστατευόμενες περιοχές, και των γεωλογικών, υδρολογικών, υδρογεωλογικών, σεισμικών και γεωτεχνικών παραγόντων, και να σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να πληρούνται οι προβλεπόμενοι όροι για την βραχυπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη αποφυγή της ρύπανσης του εδάφους, του αέρα και των υπόγειων ή επιφανειακών υδάτων λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις οδηγίες 76/464/ΕΟΚ (21), 80/68/ΕΟΚ (22) και 2000/60/ΕΚ, να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική συλλογή των μολυσμένων υδάτων και εκπλυμάτων, όπως και όταν αυτό απαιτείται στο πλαίσιο της αδείας, και να περιορίζεται η διάβρωση που προκαλείται από το νερό ή τον αέρα, εφόσον αυτό είναι τεχνικώς εφικτό και οικονομικώς βιώσιμο·

β)

η κατάλληλη κατασκευή, διαχείριση και συντήρηση των εγκαταστάσεων αποβλήτων να εξασφαλίζουν τη φυσική τους σταθερότητα και την πρόληψη της ρύπανσης ή μόλυνσης του εδάφους, του αέρα και των επιφανειακών ή των υπογείων υδάτων, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, και να μειώνουν κατά το δυνατόν στο ελάχιστο τη ζημία στον περιβάλλοντα χώρο·

γ)

να υπάρχουν κατάλληλα σχέδια και ρυθμίσεις για την τακτική παρακολούθηση και επιθεώρηση των εγκαταστάσεων αποβλήτων από αρμόδιους και για την ανάληψη δράσης σε περίπτωση αποτελεσμάτων που παρέχουν ενδείξεις αστάθειας ή μόλυνσης των υδάτων ή του εδάφους·

δ)

να προβλέπονται κατάλληλες ρυθμίσεις για την αποκατάσταση του εδάφους και το κλείσιμο των εγκαταστάσεων αποβλήτων·

ε)

να προβλέπονται κατάλληλες ρυθμίσεις όσον αφορά την φάση μετά το κλείσιμο των εγκαταστάσεων αποβλήτων.

Τα αρχεία των δραστηριοτήτων παρακολούθησης και επιθεώρησης του στοιχείου γ) τηρούνται στον φάκελο της άδειας, ώστε να εξασφαλίζεται κατάλληλη διαβίβαση των πληροφοριών, ιδίως στην περίπτωση αλλαγής φορέα.

3.   Ο φορέας κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή, αμελλητί, και οπωσδήποτε το αργότερο εντός 48 ωρών, κάθε συμβάν που ενδέχεται να επηρεάζει την σταθερότητα των εγκαταστάσεων αποβλήτων καθώς και τυχόν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον που διαπιστώνονται κατά τις διαδικασίες ελέγχου και παρακολούθησης των εγκαταστάσεων αποβλήτων. Ο φορέας εφαρμόζει το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης, αν χρειάζεται, και συμμορφώνεται με οποιαδήποτε άλλη εντολή της αρμόδιας αρχής σχετικά με τα επανορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Το κόστος των μέτρων που πρέπει να ληφθούν βαρύνει τον φορέα.

Με συχνότητα που καθορίζει η αρμόδια αρχή, και οπωσδήποτε τουλάχιστον άπαξ του έτους, ο φορέας αναφέρει στις αρμόδιες αρχές τα αποτελέσματα της παρακολούθησης, με βάση συγκεντρωτικά στοιχεία, ώστε να αποδεικνύεται η τήρηση των όρων της αδείας και να βελτιώνονται οι γνώσεις σχετικά με τη συμπεριφορά των αποβλήτων και της εγκατάστασης αποβλήτων. Βάσει της έκθεσης αυτής, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει ότι χρειάζεται επικύρωση από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα.

Άρθρο 12

Διαδικασίες που διέπουν το κλείσιμο των εγκαταστάσεων αποβλήτων και την μετέπειτα φάση

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τις παραγράφους 2 έως 5.

2.   Η διαδικασία για το κλείσιμο εγκαταστάσεων αποβλήτων αρχίζει μόνον εφόσον πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που ορίζονται στην άδεια·

β)

η αρμόδια αρχή χορηγεί την σχετική έγκριση μετά από αίτηση του φορέα·

γ)

η αρμόδια αρχή εκδίδει αιτιολογημένη σχετική απόφαση.

3.   Οι εγκαταστάσεις αποβλήτων μπορούν να θεωρούνται οριστικά κλειστές μόνον αφού η αρμόδια αρχή έχει, χωρίς περιττή καθυστέρηση, διενεργήσει τελική επιτόπου επιθεώρηση, αξιολογήσει όλες τις εκθέσεις που υπέβαλε ο φορέας, βεβαιώσει την αποκατάσταση του εδάφους που έθιξε η εγκατάσταση αποβλήτων και κοινοποιήσει στον φορέα την έγκρισή της για το κλείσιμο.

Η έγκριση αυτή δεν περιορίζει σε καμία περίπτωση τις υποχρεώσεις του φορέα βάσει των όρων της αδείας ή του νόμου.

4.   Μετά το οριστικό κλείσιμο εγκαταστάσεων αποβλήτων και με την επιφύλαξη τυχόν εθνικής ή κοινοτικής νομοθεσίας που διέπει την ευθύνη του κατόχου των αποβλήτων, ο φορέας είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση, την παρακολούθηση και τον έλεγχό τους καθώς και για διορθωτικά μέτρα, κατά τη μετά το κλείσιμο φάση, για όσο χρονικό διάστημα απαιτεί η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη διάρκεια των ενδεχόμενων κινδύνων, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να αναλάβει από τον φορέα τις εν λόγω εργασίες.

5.   Εφόσον η αρμόδια αρχή το κρίνει αναγκαίο, προκειμένου να τηρηθούν οι οικείες περιβαλλοντικές απαιτήσεις που καθορίζει η κοινοτική νομοθεσία και ιδίως οι οδηγίες 76/464/ΕΟΚ, 80/68/ΕΟΚ και 2000/60/ΕΚ, μετά το κλείσιμο εγκαταστάσεων αποβλήτων, ο φορέας, μεταξύ άλλων, ελέγχει ειδικότερα τη φυσική και χημική σταθερότητα των εγκαταστάσεων και περιορίζει στο ελάχιστο τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, και ιδίως στα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα, διασφαλίζοντας ότι:

α)

όλες οι σχετικές με τις εγκαταστάσεις κατασκευές παρακολουθούνται και συντηρούνται με εξοπλισμό ελέγχου και μετρήσεων πάντοτε έτοιμο προς χρήση·

β)

όπου υπάρχουν, οι οχετοί υπερχείλισης και οι υπερχειλιστές διατηρούνται καθαροί και ελεύθεροι εμποδίων.

6.   Μετά το κλείσιμο εγκαταστάσεων αποβλήτων, ο φορέας κοινοποιεί αμελλητί στην αρμόδια αρχή κάθε συμβάν ή εξέλιξη που ενδέχεται να επηρεάσει τη σταθερότητα των εγκαταστάσεων αποβλήτων καθώς και τυχόν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον που διαπιστώνονται κατά τις διαδικασίες ελέγχου και παρακολούθησης. Ο φορέας εφαρμόζει το εσωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης, αν χρειάζεται, και συμμορφώνεται με οποιαδήποτε άλλη εντολή της αρμόδιας αρχής σχετικά με τα επανορθωτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Το κόστος των μέτρων που πρέπει να ληφθούν βαρύνει τον φορέα.

Στις περιπτώσεις και με τη συχνότητα που καθορίζει η αρμόδια αρχή, ο φορέας αναφέρει στις αρμόδιες αρχές τα αποτελέσματα της παρακολούθησης, με βάση συγκεντρωτικά στοιχεία, ώστε να αποδεικνύεται η τήρηση των όρων της αδείας και να βελτιώνονται οι γνώσεις σχετικά με τη συμπεριφορά των αποβλήτων και της εγκατάστασης αποβλήτων.

Άρθρο 13

Πρόληψη επιδείνωσης της κατάστασης των υδάτων και της ρύπανσης του αέρα και του εδάφους

1.   Η αρμόδια αρχή βεβαιούται ότι ο φορέας έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την τήρηση των κοινοτικών περιβαλλοντικών προτύπων, ιδίως προκειμένου να αποτρέψει, σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/EΚ, την επιδείνωση της τρέχουσας κατάστασης των υδάτων, μεταξύ άλλων μέσω:

α)

της αξιολόγησης της δυναμικότητας παραγωγής εκπλυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των ρύπων που αυτά περιέχουν, των αποβλήτων που εναποτίθενται τόσο κατά τη φάση λειτουργίας όσο και κατά τη μετά το κλείσιμο φάση των εγκαταστάσεων αποβλήτων, και του προσδιορισμού του υδατικού ισοζυγίου των εγκαταστάσεων αυτών·

β)

της πρόληψης ή της μείωσης στο ελάχιστο της παραγωγής εκπλυμάτων και της μόλυνσης των επιφανειακών ή/και των υπόγειων υδάτων και του εδάφους από τα απόβλητα·

γ)

της συλλογής και της υποβολής σε επεξεργασία των μολυσμένων υδάτων και των εκπλυμάτων από τις εγκαταστάσεις αποβλήτων, ώστε να πληρούνται οι δέουσες προδιαγραφές που απαιτούνται για την αποχέτευσή τους.

2.   Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι ο φορέας έχει λάβει τα δέοντα μέτρα για την πρόληψη ή τη μείωση των εκπομπών σκόνης και αερίων.

3.   Εάν βάσει εκτίμησης των περιβαλλοντικών κινδύνων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις οδηγίες 76/464/EΟΚ, 80/68/EΟΚ ή 2000/60/EΚ, ανάλογα με την περίπτωση, η αρμόδια αρχή αποφασίσει ότι δεν απαιτείται η συλλογή και επεξεργασία των εκπλυμάτων ή εάν διαπιστωθεί ότι οι εγκαταστάσεις αποβλήτων δεν αποτελούν δυνητικό κίνδυνο για το έδαφος, τα υπόγεια ή τα επιφανειακά ύδατα, οι απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχεία β) και γ), μπορούν να περιοριστούν ή να μην εφαρμόζονται αντιστοίχως.

4.   Τα κράτη μέλη εξαρτούν τη διάθεση εξορυκτικών αποβλήτων υπό στερεά, πολτώδη ή υγρά μορφή σε οποιοδήποτε υδάτινο σύστημα υποδοχής, εκτός εκείνων που έχουν κατασκευασθεί ειδικά για τη διάθεση εξορυκτικών αποβλήτων, από τη συμμόρφωση του φορέα προς τις σχετικές απαιτήσεις των οδηγιών 76/464/ΕΟΚ, 80/68/ΕΟΚ και 2000/60/EΚ.

5.   Kατά την επανατοποθέτηση των εξορυκτικών αποβλήτων σε κοιλότητες εκσκαφής που δημιουργήθηκαν είτε από επιφανειακή είτε από υπόγεια εξόρυξη, οι οποίες θα κατακλυσθούν μετά το κλείσιμο, ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη ή τη μείωση στο ελάχιστο της υποβάθμισης των υδάτων και της ρύπανσης του εδάφους, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3, τηρουμένων των αναλογιών. Ο φορέας εκμετάλλευσης παρέχει στην αρμόδια αρχή τις αναγκαίες πληροφορίες για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις της Κοινότητας, ιδίως εκείνες που περιέχονται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ.

6.   Σε περίπτωση παρουσίας κυανίου σε λίμνη, ο φορέας εξασφαλίζει ότι η συγκέντρωση του διασπώμενου με ασθενές οξύ κυανίου εντός της λίμνης περιορίζεται στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα με τη χρησιμοποίηση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών και, οπωσδήποτε, στην περίπτωση εγκαταστάσεων που είχαν ήδη λάβει άδεια ή λειτουργούσαν ήδη κατά την 1η Μαΐου 2008, ότι η συγκέντρωση του διασπώμενου με ασθενές οξύ κυανίου στο σημείο απόρριψης των απορριμμάτων κατεργασίας από τη μονάδα επεξεργασίας εντός της λίμνης δεν υπερβαίνει τα 50 ppm από την 1η Μαΐου 2008, τα 25 ppm από την 1η Μαΐου 2013, τα 10 ppm από την 1η Μαΐου 2018 και τα 10 ppm σε εγκαταστάσεις στις οποίες χορηγείται άδεια μετά την 1η Μαΐου 2008.

Εάν το ζητήσει η αρμόδια αρχή, ο φορέας αποδεικνύει, μέσω εκτίμησης κινδύνων στην οποία λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές για τον τόπο των εγκαταστάσεων συνθήκες, ότι οι οριακές αυτές συγκεντρώσεις δεν χρειάζεται να μειωθούν περισσότερο.

Άρθρο 14

Χρηματική εγγύηση

1.   Πριν από την έναρξη εργασιών που περιλαμβάνουν συσσώρευση ή εναπόθεση εξορυκτικών αποβλήτων σε εγκατάσταση αποβλήτων, η αρμόδια αρχή απαιτεί τη σύσταση χρηματικής εγγύησης (π.χ. υπό μορφή χρηματικής κατάθεσης, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτούμενων από τη βιομηχανία ταμείων αμοιβαίων εγγυήσεων) ή άλλου ισοδύναμου μέσου, σύμφωνα με διαδικασίες που θα αποφασιστούν από τα κράτη μέλη, ώστε:

α)

να τηρούνται όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την άδεια που εκδόθηκε στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που εφαρμόζονται στη μετά το κλείσιμο φάση·

β)

να υπάρχουν ανά πάσα στιγμή αμέσως διαθέσιμα κεφάλαια για την αποκατάσταση του εδάφους που έθιξε η εγκατάσταση αποβλήτων, όπως περιγράφεται στο σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων, το οποίο καταρτίζεται κατά το άρθρο 5 και απαιτείται για την άδεια του άρθρου 7.

2.   Η εγγύηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται με βάση:

α)

τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εγκαταστάσεων αποβλήτων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την κατηγορία των εγκαταστάσεων αποβλήτων, τα χαρακτηριστικά των αποβλήτων και τη μελλοντική χρήση του αποκατασταθέντος εδάφους·

β)

την υπόθεση ότι ανεξάρτητοι τρίτοι που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα θα αναλάβουν την εκτίμηση και εκτέλεση όλων των απαιτούμενων εργασιών αποκατάστασης.

3.   Το ύψος της εγγύησης προσαρμόζεται περιοδικώς σύμφωνα με τις απαιτούμενες εργασίες αποκατάστασης στο έδαφος που θίγεται από την εγκατάσταση αποβλήτων, όπως περιγράφεται στο σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων το οποίο καταρτίζεται κατά το άρθρο 5 και απαιτείται για την άδεια του άρθρου 7.

4.   Εφόσον η αρμόδια αρχή εγκρίνει το κλείσιμο εγκαταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3, παρέχει στον φορέα έγγραφη δήλωση με την οποία τον αποδεσμεύει από την υποχρέωση της εγγύησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εξαιρουμένων των μετά το κλείσιμο υποχρεώσεων του άρθρου 12 παράγραφος 4.

Άρθρο 15

Περιβαλλοντική ευθύνη

Στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2004/35/ΕΚ προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«13.

Η διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων σύμφωνα με την οδηγία 2006/21/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας (23)..

Άρθρο 16

Διασυνοριακές επιπτώσεις

1.   Όταν ένα κράτος μέλος, στο οποίο υπάρχει εγκατάσταση, γνωρίζει ότι η λειτουργία εγκαταστάσεων αποβλήτων κατηγορίας Α ενδέχεται να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον και τυχόν συνακόλουθους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία σε άλλο κράτος μέλος, ή όταν ένα κράτος μέλος το οποίο ενδέχεται να θιγεί κατά τον τρόπο αυτόν, διατυπώσει σχετικό αίτημα, το κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου υποβλήθηκε αίτηση για χορήγηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 7 διαβιβάζει στο άλλο κράτος μέλος τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο αυτό την ίδια στιγμή που τις θέτει στη διάθεση των υπηκόων του.

Οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιούνται ως βάση των τυχόν απαιτουμένων διαβουλεύσεων στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών μελών σε αμοιβαία και ισοδύναμη βάση.

2.   Στο πλαίσιο των διμερών τους σχέσεων, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, οι αιτήσεις τίθενται επίσης στη διάθεση του κοινού του κράτους μέλους το οποίο ενδέχεται να θιγεί, για επαρκές χρονικό διάστημα ώστε να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του προτού ληφθεί η απόφαση της αρμόδιας αρχής.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση ατυχήματος το οποίο αφορά εγκαταστάσεις αποβλήτων της παραγράφου 1, οι πληροφορίες που παρέχει ο φορέας στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4, διαβιβάζονται αμέσως στο άλλο κράτος μέλος με σκοπό την μείωση στο ελάχιστο των συνεπειών του ατυχήματος για την ανθρώπινη υγεία, καθώς και την εκτίμηση και τον περιορισμό στο ελάχιστο της έκτασης των περιβαλλοντικών ζημιών που προκλήθηκαν ή ενδέχεται να προκληθούν.

Άρθρο 17

Επιθεωρήσεις από την αρμόδια αρχή

1.   Πριν από την έναρξη των εργασιών εναπόθεσης αποβλήτων και στη συνέχεια, συμπεριλαμβανομένης της μετά το κλείσιμο φάσης, σε τακτά χρονικά διαστήματα που καθορίζει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή επιθεωρεί τις εγκαταστάσεις αποβλήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 ώστε να εξασφαλίζει ότι πληρούν τους σχετικούς όρους της αδείας. Ένα θετικό πόρισμα δεν περιορίζει με κανένα τρόπο την ευθύνη που υπέχει ο φορέας από τους όρους της αδείας.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα να τηρεί ενήμερα αρχεία όλων των εργασιών διαχείρισης αποβλήτων και να τα θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής προς επιθεώρηση, να εξασφαλίζει δε ότι, σε περίπτωση αλλαγής του φορέα κατά τη διάρκεια της διαχείρισης εγκαταστάσεων αποβλήτων, οι σχετικές επίκαιρες πληροφορίες και αρχεία που αφορούν τις εγκαταστάσεις αποβλήτων διαβιβάζονται δεόντως στο νέο φορέα.

Άρθρο 18

Υποχρέωση υποβολής εκθέσεων

1.   Ανά τριετία, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η έκθεση συντάσσεται βάσει ερωτηματολογίου ή υποδείγματος το οποίο καταρτίζει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 23 παράγραφος 2. Η έκθεση διαβιβάζεται στην Επιτροπή εντός εννέα μηνών από την λήξη της τριετούς περιόδου την οποία καλύπτει.

Εντός εννέα μηνών από την παραλαβή των εκθέσεων των κρατών μελών, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ετησίως στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με συμβάντα που έχουν κοινοποιηθεί από τους φορείς σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 και το άρθρο 12 παράγραφος 6. Η Επιτροπή θέτει τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση των κρατών μελών εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. Με την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες, τα κράτη μέλη θέτουν με τη σειρά τους τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κοινού εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα.

Άρθρο 19

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν κανόνες για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 20

Απογραφή των κλειστών εγκαταστάσεων αποβλήτων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διενεργείται απογραφή των κλειστών εγκαταστάσεων αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταλελειμμένων εγκαταστάσεων, που βρίσκονται στο έδαφός τους και προκαλούν σοβαρές δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις ή ενδέχεται να αποτελέσουν μεσοπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα σοβαρό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον, και ότι η απογραφή αυτή ενημερώνεται τακτικά. Η εν λόγω απογραφή, η οποία καθίσταται προσιτή στο κοινό, διενεργείται έως την 1η Μαΐου 2012, λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων που προβλέπονται στο άρθρο 21, εάν είναι διαθέσιμες.

Άρθρο 21

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή, επικουρούμενη από την επιτροπή του άρθρου 23, εξασφαλίζει ότι πραγματοποιείται η κατάλληλη ανταλλαγή τεχνικών και επιστημονικών πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών με σκοπό την ανάπτυξη μεθόδων για:

α)

την εφαρμογή του άρθρου 20·

β)

την αποκατάσταση των κλειστών εγκαταστάσεων αποβλήτων που έχουν προσδιοριστεί στο πλαίσιο του άρθρου 20 κατά τρόπον ώστε να τηρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 4. Οι μέθοδοι αυτές επιτρέπουν τον καθορισμό των πλέον καταλλήλων διαδικασιών εκτίμησης του κινδύνου και επανορθωτικών μέτρων λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλία των γεωλογικών, υδρογεωλογικών και κλιματολογικών χαρακτηριστικών της Ευρώπης.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή παρακολουθεί ή ενημερώνεται για τις εξελίξεις που σημειώνονται στις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές.

3.   Η Επιτροπή οργανώνει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και των ενδιαφερομένων οργανώσεων όσον αφορά τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, τη σχετική παρακολούθηση και τις εξελίξεις τους. Η Επιτροπή δημοσιεύει τα αποτελέσματα της ανταλλαγής πληροφοριών.

Άρθρο 22

Μέτρα εφαρμογής και τροποποίησης

1.   Έως την 1η Μαΐου 2008, η Επιτροπή θεσπίζει, με τη διαδικασία του άρθρου 23 παράγραφος 2, τις διατάξεις που απαιτούνται για τα ακόλουθα, δίδοντας προτεραιότητα στα στοιχεία ε), στ) και ζ):

α)

την εναρμόνιση και την τακτική διαβίβαση των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 5 και το άρθρο 12 παράγραφος 6·

β)

την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφος 6, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών απαιτήσεων όσον αφορά τον ορισμό του διασπώμενου με ασθενές οξύ κυανίου και των μεθόδων μετρήσεώς του·

γ)

την κατάρτιση τεχνικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τη σύσταση της χρηματικής εγγύησης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 14 παράγραφος 2·

δ)

την κατάρτιση τεχνικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις επιθεωρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 17·

ε)

τη συμπλήρωση των τεχνικών απαιτήσεων του παραρτήματος ΙΙ όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των αποβλήτων·

στ)

την ερμηνεία του ορισμού που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 σημείο 3·

ζ)

τον καθορισμό των κριτηρίων για την ταξινόμηση των εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ·

η)

τον προσδιορισμό εναρμονισμένων προτύπων για τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσης που απαιτούνται για την τεχνική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι τυχόν επόμενες τροποποιήσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή των παραρτημάτων στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο θεσπίζονται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 23 παράγραφος 2.

Οι τροποποιήσεις αυτές αποσκοπούν στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος.

Άρθρο 23

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή του άρθρου 18 της οδηγίας 75/442/EΟΚ, εφεξής «η επιτροπή».

2.   Όταν γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 24

Μεταβατική διάταξη

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες οι εγκαταστάσεις αποβλήτων στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια ή οι οποίες λειτουργούν ήδη την 1η Μαΐου 2008, συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας έως την 1η Μαΐου 2012, με εξαίρεση τις εγκαταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1, η συμμόρφωση των οποίων πρέπει να εξασφαλιστεί έως την 1η Μαΐου 2014, καθώς και τις εγκαταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 6, η συμμόρφωση των οποίων πρέπει να εξασφαλιστεί σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του εν λόγω άρθρου.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις εγκαταστάσεις αποβλήτων που έχουν κλείσει έως την 1η Μαΐου 2008.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, από την 1η Μαΐου 2006 και ανεξάρτητα από οποιοδήποτε κλείσιμο εγκατάστασης αποβλήτων μετά την ημερομηνία αυτή και πριν από την 1η Μαΐου 2008, η διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων γίνεται κατά τρόπο που δεν θίγει την τήρηση του άρθρου 4 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, και άλλων εφαρμοστέων περιβαλλοντικών απαιτήσεων που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία, και ιδίως η οδηγία 2000/60/ΕΚ.

4.   Το άρθρο 5, το άρθρο 6 παράγραφοι 3 έως 5, το άρθρο 7, το άρθρο 8, το άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 14 παράγραφοι 1 έως 3 δεν εφαρμόζονται στις εγκαταστάσεις αποβλήτων οι οποίες:

σταμάτησαν να δέχονται απόβλητα πριν από την 1η Μαΐου 2006,

ολοκληρώνουν τις διαδικασίες κλεισίματος σύμφωνα με την ισχύουσα κοινοτική ή εθνική νομοθεσία ή σύμφωνα με προγράμματα που έχει εγκρίνει η αρμόδια αρχή και

θα έχουν κλείσει οριστικά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010.

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν τις περιπτώσεις αυτές στην Επιτροπή έως την 1η Αυγούστου 2008 και εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης κατά τρόπο που δεν θίγει την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας, και ιδίως των στόχων του άρθρου 4 παράγραφος 1, και εκείνων κάθε άλλης κοινοτικής νομοθετικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Άρθρο 25

Ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από την 1η Μαΐου 2008. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτήν κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 27

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 15 Μαρτίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 80 της 30.3.2004, σ. 35.

(2)  EE C 109 της 30.4.2004, σ. 33.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004(ΕΕ C 103 Ε της 29.4.2004, σ. 451), κοινή θέση του Συμβουλίου της 12ης Απριλίου 2005 (ΕΕ C 172 Ε της 12.7.2005, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18ης Ιανουαρίου 2006 και απόφαση του Συμβουλίου της 30ής Ιανουαρίου 2006.

(4)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 97.

(5)  ΕΕ L 257 της 10.10.1996, σ. 26· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 33 της 4.2.2006, σ. 1).

(6)  ΕΕ C 65 Ε της 14.3.2002, σ. 382.

(7)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 39· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 182 της 16.7.1999, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(10)  Οδηγία 92/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1992, περί των ελαχίστων προδιαγραφών για τη βελτίωση της προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στις εξορυκτικές δια γεωτρήσεων βιομηχανίες (ενδέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348 της 28.11.1992, σ. 9).

(11)  Οδηγία 92/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1992, περί των ελαχίστων προδιαγραφών της για τη βελτίωση της προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στις υπαίθριες ή υπόγειες εξορυκτικές βιομηχανίες (δωδέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 404 της 31.12.1992, σ. 10).

(12)  ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση αριθ. 2455/2001/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2001, σ. 1).

(13)  ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56.

(14)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(15)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 20· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 166/2006.

(17)  Οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων ουσιών (ΕΕ 196 της 16.8.1967,σ. l)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/73/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 152 της 30.4.2004, σ. 1).

(18)  Οδηγία 1999/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1999, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων (ΕΕ L 200 της 30.7.1999, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/8/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 19 της 24.1.2006, σ. 12).

(19)  Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175 της 5.7.1985, σ. 40)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17).

(20)  ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26.

(21)  Οδηγία 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαΐου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας (ΕΕ L 129 της 18.5.1976, σ. 23)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/60/ΕΚ.

(22)  Οδηγία 80/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1979, περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες (ΕΕ L 20 της 26.1.1980, σ. 43)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/692/ΕΟΚ (ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 48).

(23)  ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 15


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται στο ενδιαφερόμενο κοινό

1.   Πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων

Η πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας που υιοθετεί ο φορέας πρέπει να είναι ανάλογα προς τους κινδύνους σοβαρού ατυχήματος που συνεπάγεται η εγκατάσταση αποβλήτων. Για τους σκοπούς της εφαρμογής τους λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

1.

η πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει τους γενικούς στόχους και τις αρχές δράσης του φορέα όσον αφορά τον έλεγχο των κινδύνων πρόκλησης σοβαρών ατυχημάτων·

2.

το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας θα πρέπει να ενσωματώνει το τμήμα του γενικού συστήματος διαχείρισης που περιλαμβάνει την οργανωτική δομή, τις αρμοδιότητες, τις πρακτικές, τις διαδικασίες, τις διεργασίες και τους πόρους για τη χάραξη και την εφαρμογή της πολιτικής πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων·

3.

το σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας διέπει τους ακόλουθους τομείς:

α)

οργάνωση και προσωπικό — ρόλοι και αρμοδιότητες του προσωπικού που ασχολείται με τη διαχείριση των σοβαρών κινδύνων σε όλα τα επίπεδα της οργάνωσης· προσδιορισμός των αναγκών κατάρτισης του προσωπικού αυτού και παροχή της σχετικής κατάρτισης· σύμπραξη των εργαζομένων και, ενδεχομένως, των υπεργολάβων·

β)

προσδιορισμός και εκτίμηση των σοβαρών κινδύνων — θέσπιση και εφαρμογή διαδικασιών για τον συστηματικό προσδιορισμό σοβαρών κινδύνων που προκύπτουν από την κανονική και τη μη κανονική λειτουργία των εγκαταστάσεων και εκτίμηση της πιθανότητας και της σοβαρότητάς τους·

γ)

έλεγχος της λειτουργίας — θέσπιση και εφαρμογή διαδικασιών και οδηγιών για την ασφαλή λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τη συντήρηση των εγκαταστάσεων, τις διεργασίες, τον εξοπλισμό και τις προσωρινές διακοπές λειτουργίας·

δ)

διαχείριση των αλλαγών — θέσπιση και εφαρμογή διαδικασιών για τον σχεδιασμό τροποποιήσεων στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις ή για τον σχεδιασμό νέων εγκαταστάσεων αποβλήτων·

ε)

προγραμματισμός για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης — θέσπιση και εφαρμογή διαδικασιών για τον προσδιορισμό προβλέψιμων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης μέσω συστηματικής ανάλυσης, και για την προετοιμασία, τη δοκιμή και την αναθεώρηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης προς αντιμετώπιση των καταστάσεων αυτών·

στ)

παρακολούθηση επιδόσεων — θέσπιση και εφαρμογή διαδικασιών για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τους στόχους της πολιτικής πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας που υιοθετεί ο φορέας, καθώς και των μηχανισμών διερεύνησης και λήψης διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να καλύπτουν το σύστημα που υιοθετεί ο φορέας για την αναφορά σοβαρών ατυχημάτων ή ατυχημάτων που παρ’ ολίγον να συμβούν, ιδίως δε εκείνων στα οποία παρατηρήθηκε αστοχία των προστατευτικών μέτρων, καθώς και τη διερεύνησή τους και τη συνέχεια που δόθηκε βάσει των συναχθέντων διδαγμάτων·

ζ)

έλεγχος και επανεξέταση — θέσπιση και εφαρμογή διαδικασιών για την περιοδική συστηματική αξιολόγηση της πολιτικής πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και της αποτελεσματικότητας και της καταλληλότητας του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας· τεκμηριωμένη επανεξέταση, από διευθυντικά στελέχη, των επιδόσεων της πολιτικής και του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας και ενημέρωσή του.

2.   Πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται στο ενδιαφερόμενο κοινό

1.

Ονοματεπώνυμο του φορέα και διεύθυνση των εγκαταστάσεων αποβλήτων.

2.

Στοιχεία για την ιδιότητα του προσώπου που παρέχει τις πληροφορίες.

3.

Επιβεβαίωση ότι οι εγκαταστάσεις αποβλήτων υπόκεινται στις κανονιστικές ή/και διοικητικές διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και, εφόσον απαιτείται, ότι έχουν υποβληθεί στην αρμόδια αρχή οι σχετικές με τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 πληροφορίες.

4.

Επεξήγηση, με σαφή και απλό τρόπο, της ή των δραστηριοτήτων που ασκούνται στον συγκεκριμένο τόπο.

5.

Η κοινή ονομασία ή η γενική ονομασία ή η γενική κατηγορία κινδύνου των ουσιών και παρασκευασμάτων που χρησιμοποιούνται ή υπάρχουν στις εγκαταστάσεις αποβλήτων καθώς και των αποβλήτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα, με ένδειξη των κυριοτέρων επικίνδυνων χαρακτηριστικών τους.

6.

Γενικές πληροφορίες σχετικά με τη φύση των κινδύνων σοβαρών ατυχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων επιπτώσεών τους στον γύρω πληθυσμό και στο περιβάλλον.

7.

Επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προειδοποίησης και ενημέρωσης του γύρω πληθυσμού σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος.

8.

Επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα τα οποία θα πρέπει να λαμβάνει ο ενδιαφερόμενος πληθυσμός και για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να συμπεριφέρεται σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος.

9.

Επιβεβαίωση ότι ο φορέας υποχρεούται να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα επιτόπου, ιδίως σε συνεργασία με τις υπηρεσίες άμεσης επέμβασης, για την αντιμετώπιση των σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των επιπτώσεών τους στο ελάχιστο.

10.

Αναφορά στο εξωτερικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης το οποίο καταρτίζεται για την αντιμετώπιση τυχόν εξωτερικών συνεπειών του ατυχήματος, συνοδευόμενη από συμβουλές όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις οδηγίες ή υποδείξεις των υπηρεσιών άμεσης επέμβασης κατά τη στιγμή του ατυχήματος.

11.

Λεπτομέρειες σχετικά με τις υπηρεσίες από τις οποίες μπορούν να ληφθούν περισσότερες πληροφορίες, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Χαρακτηρισμός αποβλήτων

Τα εξορυκτικά απόβλητα χαρακτηρίζονται με τρόπο που να εξασφαλίζει τη μακροχρόνια φυσική και χημική σταθερότητα της δομής της εγκατάστασης και την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων. Ο χαρακτηρισμός των αποβλήτων περιλαμβάνει, εφόσον απαιτείται και αναλόγως της κατηγορίας των εγκαταστάσεων, τα ακόλουθα στοιχεία:

1.

περιγραφή των αναμενόμενων φυσικών και χημικών χαρακτηριστικών των αποβλήτων που θα αποτεθούν τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, με ιδιαίτερη αναφορά στη σταθερότητά τους υπό ατμοσφαιρικές/μετεωρολογικές συνθήκες επιφανείας, λαμβάνοντας υπόψη τον τύπο του ορυκτού ή των ορυκτών που εξορύσσονται και τη φύση των υπερκειμένων και/ή στείρων πετρωμάτων που μετατοπίζονται κατά τις εξορυκτικές εργασίες·

2.

ταξινόμηση των αποβλήτων σύμφωνα με την αντίστοιχη καταχώρισή τους στην απόφαση 2000/532/EΚ (1), λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά τους·

3.

περιγραφή των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται κατά την επεξεργασία του ορυκτού πόρου, καθώς και της σταθερότητάς τους·

4.

περιγραφή της μεθόδου εναπόθεσης των αποβλήτων·

5.

περιγραφή του χρησιμοποιούμενου συστήματος μεταφοράς αποβλήτων.


(1)  Απόφαση 2000/532/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2000, για αντικατάσταση της απόφασης 94/3/ΕΚ για τη θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο α) της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 94/904/ΕΚ του Συμβουλίου για την κατάρτιση καταλόγου επικίνδυνων αποβλήτων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 226 της 6.9.2000, σ. 3)· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2001/573/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 203 της 28.7.2001, σ. 18).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Κριτήρια για την ταξινόμηση των εγκαταστάσεων αποβλήτων

Οι εγκαταστάσεις αποβλήτων ταξινομούνται στην κατηγορία Α εάν:

βάσει εκτίμησης κινδύνων κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως το παρόν ή το μελλοντικό μέγεθος, η θέση και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εγκαταστάσεων αποβλήτων, συμπεραίνεται ότι θα μπορούσε να προκληθεί σοβαρό ατύχημα λόγω βλάβης ή λανθασμένου χειρισμού, όπως η κατάρρευση σωρού αποβλήτων ή η ρήξη φράγματος, ή

περιέχουν απόβλητα που ταξινομούνται ως επικίνδυνα στο πλαίσιο της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ σε ποσότητες που υπερβαίνουν ορισμένο όριο, ή

περιέχουν ουσίες ή παρασκευάσματα που ταξινομούνται ως επικίνδυνα στο πλαίσιο των οδηγιών 67/548/EΟΚ ή 1999/45/ΕΚ, σε ποσότητες που υπερβαίνουν ορισμένο όριο.


ΔΉΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την κοινή δήλωση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας σχετικά με την υλοποίηση της επικείμενης οδηγίας για τη διαχείριση των αποβλήτων της εξορυκτικής βιομηχανίας.


11.4.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 102/35


ΟΔΗΓΊΑ 2006/22/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Μαρτίου 2006

για καθορισμό ελάχιστων προϋποθέσεων για την

εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85

του Συμβουλίου σχετικά με την κοινωνική νομοθεσία όσον αφορά δραστηριότητες οδικών μεταφορών και για την κατάργηση της οδηγίας 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71 παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2), υπό το πρίσμα του κοινού σχεδίου που εγκρίθηκε από την επιτροπή συνδιαλλαγής στις 8 Δεκεμβρίου 2005,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι κανονισμοί (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών (3) και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών (4) καθώς και η οδηγία 2002/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών (5) έχουν μεγάλη σημασία για τη δημιουργία κοινής αγοράς υπηρεσιών εσωτερικών μεταφορών, για την οδική ασφάλεια και για τις συνθήκες εργασίας.

(2)

Στη Λευκή Βίβλο «Η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: η ώρα των επιλογών», η Επιτροπή μνημονεύει την ανάγκη να καταστούν αυστηρότεροι οι έλεγχοι και οι κυρώσεις, ειδικότερα όσον αφορά την κοινωνική νομοθεσία στον τομέα των δραστηριοτήτων οδικών μεταφορών, και συγκεκριμένα να αυξηθεί ο αριθμός των ελέγχων, να ενθαρρύνονται οι συστηματικές ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών, να συντονίζονται οι ενέργειες επιθεώρησης και να προωθείται η κατάρτιση των ελεγκτών.

(3)

Κατόπιν τούτου, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή και η εναρμονισμένη ερμηνεία των κοινωνικών κανόνων στις οδικές μεταφορές με τον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων για τον ομοιόμορφο και αποτελεσματικό έλεγχο εκ μέρους των κρατών μελών της συμμόρφωσης προς τις σχετικές διατάξεις. Οι έλεγχοι αυτοί θα πρέπει να χρησιμεύουν στη μείωση και την πρόληψη των παραβάσεων. Εξάλλου, θα πρέπει να θεσπισθεί μηχανισμός ο οποίος να εξασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις με υψηλή επικινδυνότητα θα ελέγχονται στενότερα και συχνότερα.

(4)

Οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την υπερβολική κούραση των οδηγών θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν με την εφαρμογή της οδηγίας 2002/15/ΕΚ.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να οδηγήσουν μόνον σε μεγαλύτερη οδική ασφάλεια, αλλά θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στην εναρμόνιση των συνθηκών εργασίας στην Κοινότητα και στην εξασφάλιση ίσων συνθηκών για όλους.

(6)

Η αντικατάσταση του αναλογικού ταχογράφου από ψηφιακό θα δημιουργήσει προοδευτικά τη δυνατότητα να ελέγχονται μεγαλύτερες ποσότητες δεδομένων, ταχύτερα και ακριβέστερα, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να αυξήσουν τον αριθμό των πραγματοποιούμενων ελέγχων. Όσον αφορά τους ελέγχους, το ποσοστό ημερών εργασίας των οδηγών οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο της κοινωνικής νομοθεσίας, οι οποίοι ελέγχονται, θα πρέπει συνεπώς να αυξηθεί βαθμιαία σε 4 %.

(7)

Σε ό, τι αφορά την εφαρμογή των συστημάτων ελέγχου, στόχος θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη εθνικών λύσεων με σκοπό την επίτευξη ευρωπαϊκής διαλειτουργικότητας και εφαρμογής των διατάξεων.

(8)

Στη διάθεση όλων των ελεγκτικών μονάδων θα πρέπει να τίθενται επαρκές τυποποιημένο υλικό και κατάλληλες νομικές εξουσίες, ώστε να τους παρέχεται η δυνατότητα να εκτελούν τα καθήκοντά τους αποτελεσματικά και αποδοτικά.

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη της ορθής εκτέλεσης των καθηκόντων που επιβάλλει η παρούσα οδηγία, ότι οι έλεγχοι καθ’ οδόν διενεργούνται αποτελεσματικά και ταχέως, ώστε ο έλεγχος να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν και με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση του οδηγού.

(10)

Σε κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να υπάρχει ενιαίος φορέας ενδοκοινοτικού συνδέσμου με άλλες αρμόδιες αρχές. Ο φορέας αυτός θα πρέπει επίσης να συλλέγει τα σχετικά στατιστικά στοιχεία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εφαρμόζουν στην επικράτειά τους συνεκτική εθνική στρατηγική ελέγχου και δύνανται να ορίζουν ενιαίο φορέα για τον συντονισμό της εφαρμογής της.

(11)

Η συνεργασία μεταξύ αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών θα πρέπει να προωθείται περαιτέρω με συντονισμένους ελέγχους, κοινές πρωτοβουλίες κατάρτισης, την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών και την ανταλλαγή επιχειρησιακών πληροφοριών και εμπειρίας.

(12)

Η βέλτιστη πρακτική σε ενέργειες επιβολής του νόμου στον τομέα των οδικών μεταφορών, ειδικότερα για την εξασφάλιση εναρμονισμένης προσέγγισης του θέματος της απόδειξης σχετικά με την ετήσια άδεια ή την άδεια ασθενείας οδηγού, θα πρέπει να διευκολύνεται και να προωθείται μέσω ενός φόρουμ για τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών.

(13)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (6).

(14)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι ο καθορισμός σαφών κοινών κανόνων σχετικά με τους ελάχιστους όρους για τον έλεγχο της ορθής και ομοιόμορφης εφαρμογής των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 καθώς και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών και για την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 και (ΕΚ) αριθ. 2135/98 καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 (7) του Συμβουλίου, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και, μπορεί συνεπώς, λόγω της ανάγκης συντονισμένης διεθνικής δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(15)

Η οδηγία 88/599/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με τυποποιημένες διαδικασίες ελέγχου για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 (8), θα πρέπει, κατά συνέπεια, να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

Άρθρο 2

Συστήματα ελέγχου

1.   Τα κράτη μέλη οργανώνουν σύστημα κατάλληλων και τακτικών ελέγχων της ορθής και συνεπούς εφαρμογής, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 1, τόσο καθ’ οδόν όσο και στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων όλων των κατηγοριών μεταφορών.

Οι έλεγχοι αυτοί καλύπτουν ετησίως ευρεία και αντιπροσωπευτική διατομή μετακινούμενων εργαζομένων, οδηγών, επιχειρήσεων και οχημάτων όλων των κατηγοριών μεταφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στην επικράτειά τους, εφαρμόζεται συνεκτική εθνική στρατηγική επιβολής του νόμου. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν συντονιστικό φορέα όσον αφορά τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει των άρθρων 4 και 6· στην περίπτωση αυτή ενημερώνονται σχετικά η Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη.

2.   Εφόσον αυτό δεν έχει συμβεί ήδη, τα κράτη μέλη χορηγούν στους αρμόδιους για την επιθεώρηση υπαλλήλους, έως την 1η Μαΐου 2007, κάθε κατάλληλη νομική εξουσία, ούτως ώστε να μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντα επιθεώρησης που τους έχουν ανατεθεί βάσει της παρούσας οδηγίας.

3.   Κάθε κράτος μέλος οργανώνει τους ελέγχους κατά τρόπο ώστε, από την 1η Μαΐου 2006, να ελέγχεται τουλάχιστον το 1 % των ημερών που εργάσθηκαν οι οδηγοί οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85. Το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί τουλάχιστον σε 2 % από την 1η Ιανουαρίου 2008 και σε 3 % από την 1η Ιανουαρίου 2010.

Από την 1η Ιανουαρίου 2012, το ελάχιστο αυτό ποσοστό μπορεί να αυξηθεί στο 4 % από την Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2, υπό την προϋπόθεση ότι τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 3 αποδεικνύουν ότι, κατά μέσο όρο, άνω των 90 % όλων των ελεγχόμενων οχημάτων διαθέτει ψηφιακό ταχογράφο. Κατά τη λήψη της απόφασης αυτής, η Επιτροπή λαμβάνει επίσης υπόψη την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μέτρων επιβολής του νόμου, ιδίως τη διαθεσιμότητα δεδομένων ψηφιακού ταχογράφου στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων.

Τουλάχιστον το 15 % του συνολικού αριθμού των εργάσιμων ημερών που ελέγχονται, ελέγχεται καθ’ οδόν, και τουλάχιστον το 30 % ελέγχεται στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων. Από την 1η Ιανουαρίου 2008, τουλάχιστον το 30 % του συνολικού αριθμού των εργάσιμων ημερών που ελέγχονται ελέγχεται καθ’ οδόν, και τουλάχιστον το 50 % ελέγχεται στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων.

4.   Οι πληροφορίες οι οποίες υποβάλλονται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85, περιλαμβάνουν τον αριθμό των οδηγών που ελέγχθηκαν καθ’ οδόν, τον αριθμό των ελέγχων σε εγκαταστάσεις επιχειρήσεων, τον αριθμό των εργάσιμων ημερών που ελέγχθηκαν και τον αριθμό καθώς και τη φύση των παραβάσεων που αναφέρθηκαν, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα εάν πρόκειται για μεταφορά προσώπων ή εμπορευμάτων.

Άρθρο 3

Στατιστικά στοιχεία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται κατά τους ελέγχους που οργανώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 3, κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

όσον αφορά τους καθ’ οδόν ελέγχους:

i)

τύπος οδού, δηλαδή αν πρόκειται για αυτοκινητόδρομο, εθνική ή επαρχιακή οδό και χώρα άδειας κυκλοφορίας του επιθεωρηθέντος οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται οι διακρίσεις,

ii)

τύπος αναλογικού ή ψηφιακού ταχογράφου·

β)

όσον αφορά τους ελέγχους σε εγκαταστάσεις επιχειρήσεων:

i)

είδος μεταφορικής δραστηριότητας, δηλαδή κατά πόσον πρόκειται για διεθνή ή εσωτερική μεταφορά· μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων· μεταφορά για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου,

ii)

μέγεθος στόλου της εταιρείας,

iii)

τύπος αναλογικού ή ψηφιακού ταχογράφου.

Τα εν λόγω στατιστικά αυτά στοιχεία υποβάλλονται στην Επιτροπή ανά διετία και δημοσιεύονται σε έκθεση.

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τηρούν αρχείο των δεδομένων που συγκεντρώνονται κατά το προηγούμενο έτος.

Οι επιχειρήσεις που ευθύνονται για τους οδηγούς διατηρούν, επί περίοδο ενός έτους, όλα τα έγγραφα, πρωτόκολλα και άλλα σχετικά στοιχεία που τους διαβιβάζουν οι αρχές επιβολής, για τους ελέγχους που έγιναν στον επιχειρησιακό τους χώρο ή/και στους οδηγούς τους καθ’ οδόν.

Τυχόν περαιτέρω απαιτούμενη διευκρίνιση των ορισμών των κατηγοριών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) διατυπώνεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2.

Άρθρο 4

Έλεγχοι καθ’ οδόν

1.   Οι καθ’ οδόν έλεγχοι οργανώνονται σε διαφορετικά σημεία και οποιαδήποτε ώρα και καλύπτουν ένα αρκετά εκτεταμένο τμήμα του οδικού δικτύου ώστε να είναι δύσκολη η αποφυγή σημείων ελέγχου.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

α)

προβλέπονται αρκετά σημεία ελέγχου σε υφιστάμενες και σχεδιαζόμενες οδούς ή πλησίον αυτών και, εάν καθίσταται απαραίτητο, ως σημεία ελέγχου μπορούν να χρησιμεύσουν και άλλοι ασφαλείς χώροι σε αυτοκινητοδρόμους καθώς και χώροι στάθμευσης·

β)

οι έλεγχοι διενεργούνται με δειγματοληπτικό εκ περιτροπής σύστημα, τηρώντας την κατάλληλη γεωγραφική ισορροπία.

3.   Τα στοιχεία που πρέπει να ελέγχονται στους καθ’ οδόν ελέγχους καθορίζονται στο μέρος Α του παραρτήματος I. Οι έλεγχοι είναι δυνατόν να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένο στοιχείο, εφόσον το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 9 παράγραφος 2, οι καθ’ οδόν έλεγχοι διενεργούνται χωρίς διάκριση. Ειδικότερα, οι ελεγκτές δεν κάνουν διακρίσεις για κανέναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)

τη χώρα αριθμού κυκλοφορίας του οχήματος·

β)

τη χώρα διαμονής του οδηγού·

γ)

τη χώρα εγκατάστασης της επιχείρησης·

δ)

την αφετηρία και τον προορισμό της μετακίνησης·

ε)

τον τύπο αναλογικού ή ψηφιακού ταχογράφου.

5.   Ο ελεγκτής είναι εφοδιασμένος με:

α)

κατάλογο των βασικών στοιχείων που πρέπει να ελεγχθούν, κατά τα οριζόμενα στο μέρος Α του παραρτήματος I·

β)

τυποποιημένο εξοπλισμό για τον έλεγχο, κατά τα οριζόμενα στο παράρτημα II.

6.   Εάν, σε κάποιο κράτος μέλος, τα πορίσματα καθ’ οδόν ελέγχου σε οδηγό οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας άλλου κράτους μέλους παρέχουν βάσιμες υπόνοιες ότι σημειώθηκαν παραβάσεις οι οποίες δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθούν κατά τον έλεγχο λόγω έλλειψης των απαραίτητων στοιχείων, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνδράμουν η μια την άλλη για τη διευκρίνιση της κατάστασης.

Άρθρο 5

Συντονισμένοι έλεγχοι

Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν, τουλάχιστον έξι φορές το χρόνο, συντονισμένους καθ’ οδόν ελέγχους οδηγών και οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85. Αυτοί οι έλεγχοι πραγματοποιούνται ταυτόχρονα από τις αρχές επιβολής του νόμου δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, καθεμία από τις οποίες ενεργεί εντός της επικρατείας της.

Άρθρο 6

Έλεγχοι στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων

1.   Οι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων προγραμματίζονται λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη εμπειρία όσον αφορά τις διάφορες κατηγορίες μεταφορών και επιχειρήσεων. Έλεγχοι διενεργούνται επίσης σε περιπτώσεις που έχουν εντοπιστεί καθ’ οδόν σοβαρές παραβάσεις των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 ή (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

2.   Οι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν τα στοιχεία που παρατίθενται στα μέρη Α και Β του παραρτήματος I.

3.   Οι ελεγκτές είναι εφοδιασμένοι με:

α)

κατάλογο των βασικών στοιχείων που πρέπει να ελεγχθούν, όπως ορίζονται στα μέρη Α και Β του παραρτήματος I·

β)

τυποποιημένο εξοπλισμό ελέγχου, όπως ορίζεται στο παράρτημα II.

4.   Κατά τον έλεγχο, οι ελεγκτές του κράτους μέλους λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που παρέχονται από τον αναφερόμενο στο άρθρο 7 παράγραφος 1 σύνδεσμο ελέγχου άλλου κράτους μέλους σχετικά με τις δραστηριότητες της εν λόγω επιχείρησης σε αυτό το άλλο κράτος μέλος.

5.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 4, οι έλεγχοι που διενεργούνται στις εγκαταστάσεις των αρμοδίων αρχών, με βάση τα σχετικά έγγραφα ή στοιχεία που χορηγούν οι επιχειρήσεις μετά από αίτηση των εν λόγω αρχών, ισοδυναμούν με ελέγχους που διενεργούνται στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων.

Άρθρο 7

Ενδοκοινοτικός σύνδεσμος

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν έναν φορέα με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

να εξασφαλίζει το συντονισμό με αντίστοιχους φορείς στα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη όσον αφορά τις δράσεις που αναλαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 5·

β)

να διαβιβάζει στην Επιτροπή τα ανά διετία στατιστικά στοιχεία δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85·

γ)

να είναι ο κύριος υπεύθυνος για την παροχή συνδρομής στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6.

Ο φορέας αντιπροσωπεύεται στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τον ορισμό του φορέα αυτού και η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη.

3.   Η ανταλλαγή στοιχείων, εμπειρίας και πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών προωθείται ενεργά, κατά κύριο λόγο αλλά όχι αποκλειστικά, μέσω της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και μέσω κάθε παρόμοιου φορέα που είναι δυνατόν να ορίσει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Πληροφορίες που έχουν ανταλλαγεί διμερώς δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 ή του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85, ανταλλάσσονται μεταξύ των καθορισμένων φορέων που έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2:

α)

τουλάχιστον μία φορά ανά εξάμηνο μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας·

β)

μετά από σχετική αίτηση κράτους μέλους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη επιδιώκουν να εγκαταστήσουν συστήματα για την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών. Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2, η Επιτροπή καθορίζει κοινή μεθοδολογία για την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών.

Άρθρο 9

Σύστημα αποτίμησης επικινδυνότητας

1.   Τα κράτη μέλη εισάγουν σύστημα αποτίμησης επικινδυνότητας για τις επιχειρήσεις ανάλογα με τον σχετικό αριθμό και τη σοβαρότητα των παραβάσεων των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 ή (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85, τις οποίες διαπράττει μια συγκεκριμένη επιχείρηση. Η Επιτροπή υποστηρίζει τον διάλογο μεταξύ των κρατών μελών ώστε να υπάρξει συνέπεια μεταξύ των συστημάτων αποτίμησης επικινδυνότητας.

2.   Οι επιχειρήσεις υψηλής επικινδυνότητας ελέγχονται στενότερα και συχνότερα. Τα κριτήρια και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του εν λόγω συστήματος αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων στο πλαίσιο της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 12, προκειμένου να θεσπισθεί σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για τις βέλτιστες πρακτικές.

3.   Ένας αρχικός κατάλογος παραβάσεων των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) 3821/85 ορίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Για να παράσχει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αξιολόγηση των παραβάσεων των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85, η Επιτροπή δύναται, όπου κρίνεται απαραίτητο, να τροποποιεί το παράρτημα ΙΙΙ σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12, παράγραφος 2, για τη θέσπιση κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την κοινή κλίμακα παραβάσεων, οι οποίες θα χωρίζονται ανά κατηγορίες, ανάλογα με τη βαρύτητά τους.

Η κατηγορία που αφορά τις πιο σοβαρές παραβάσεις θα πρέπει να περιλαμβάνει και περιπτώσεις όπου η παράβαση των αντίστοιχων διατάξεων των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο θανάτου ή σοβαρού προσωπικού τραυματισμού.

Άρθρο 10

Έκθεση

Μέχρι την 1η Μαΐου 2009 η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση στην οποία αναλύονται οι κυρώσεις για σοβαρές παραβάσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία των κρατών μελών.

Άρθρο 11

Βέλτιστη πρακτική

1.   Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2, η Επιτροπή χαράσσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη βέλτιστη πρακτική επιβολής του νόμου.

Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δημοσιεύονται σε έκθεση της Επιτροπής ανά διετία.

2.   Τα κράτη μέλη εκπονούν κοινά προγράμματα κατάρτισης σχετικά με τη βέλτιστη πρακτική που διοργανώνονται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο και διευκολύνουν τις ανταλλαγές προσωπικού των αντίστοιχων φορέων τους για ενδοκοινοτικό σύνδεσμο με ομολόγους τους σε άλλα κράτη μέλη, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.

3.   Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2 η Επιτροπή εκπονεί ηλεκτρονικό έγγραφο, δυνάμενο να εκτυπωθεί, το οποίο χρησιμοποιείται όταν ο οδηγός είναι σε άδεια λόγω ασθενείας ή σε ετήσια άδεια, ή όταν ο οδηγός έχει οδηγήσει άλλο όχημα που εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85, κατά την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 7 πρώτο εδάφιο πρώτη περίπτωση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ελεγκτές είναι καλά καταρτισμένοι για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 12

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 13

Εκτελεστικά μέτρα

Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή εξ ιδίας πρωτοβουλίας η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2, εκτελεστικά μέτρα, ιδίως με έναν από τους ακόλουθους στόχους:

α)

την προαγωγή κοινής προσέγγισης για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας·

β)

την ενθάρρυνση συνεκτικής προσέγγισης και εναρμονισμένης ερμηνείας του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3820/85 από τις αρχές επιβολής του νόμου·

γ)

τη διευκόλυνση του διαλόγου μεταξύ του τομέα μεταφορών και των αρχών επιβολής του νόμου.

Άρθρο 14

Διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες

Μόλις αρχίσει να ισχύει η παρούσα οδηγία, η Επιτροπή προσέρχεται σε διαπραγματεύσεις με τις ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες ενόψει της εφαρμογής κανόνων ισοδύναμων προς τους κανόνες που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία.

Έως την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων αυτών τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή, όπως καθορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85, στοιχεία για τους ελέγχους που διενεργήθηκαν σε οχήματα από τρίτες χώρες.

Άρθρο 15

Ενημέρωση των παραρτημάτων

Οι τροποποιήσεις των παραρτημάτων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προσαρμογή τους στις εξελίξεις της βέλτιστης πρακτικής, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 12 παράγραφος 2.

Άρθρο 16

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία μέχρι την 1η Απριλίου 2007. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από τέτοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 17

Κατάργηση

1.   Η οδηγία 88/599/ΕΟΚ καταργείται.

2.   Οι αναφορές στην καταργηθείσα οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 19

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 15 Μαρτίου 2006.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BORRELL FONTELLES

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. WINKLER


(1)  ΕΕ C 241 της 28.9.2004, σ. 65.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Απριλίου 2004 (ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004, σ. 385), κοινή θέση του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ C 63 Ε της 15.3.2005, σ. 1) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ C 33 Ε της 9.2.2006, σ. 415). Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Φεβρουαρίου 2006 και απόφαση του Συμβουλίου της 2ας Φεβρουαρίου 2006.

(3)  ΕΕ L 370 της 31.12.1985, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 226 της 10.9.2003, σ. 4).

(4)  ΕΕ L 370 της 31.12.1985, σ. 8· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 432/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 71 της 10.3.2004, σ. 3).

(5)  ΕΕ L 80 της 23.3.2002, σ. 35.

(6)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(7)  ΕΕ L 102 της 11.4.2006, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 325 της 29.11.1988, σ. 55· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2135/98 (ΕΕ L 274 της 9.10.1998, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΜΕΡΟΣ A

ΕΛΕΓΧΟΙ ΚΑΘ'ΟΔΟΝ

Κατά τους καθ' οδόν ελέγχους, πρέπει να καλύπτονται, εν γένει, τα ακόλουθα στοιχεία:

1.

ημερήσιες και εβδομαδιαίες περίοδοι οδήγησης, διαλείμματα και ημερήσιες και εβδομαδιαίες περίοδοι ανάπαυσης· επίσης τα φύλλα καταγραφής των προηγούμενων ημερών που πρέπει να φέρονται επί του οχήματος σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 ή/και τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί για το αυτό χρονικό διάστημα στην κάρτα οδηγού ή/και στη μνήμη της συσκευής ελέγχου σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας οδηγίας ή/και στις εκτυπώσεις·

2.

για την περίοδο την αναφερόμενη στο άρθρο 15 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85, περιπτώσεις κατά τις οποίες σημειώνεται υπέρβαση της επιτρεπόμενης ταχύτητας του οχήματος, η οποία ορίζεται ως κάθε περίοδος διάρκειας άνω του 1 λεπτού κατά την οποία η ταχύτητα του οχήματος υπερβαίνει τα 90 km/h για οχήματα κατηγορίας N3 ή τα 105 km/h για οχήματα κατηγορίας M3 [οι κατηγορίες N3 και M3 ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ μέρος Α της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους (1)

3.

ανάλογα με την περίπτωση, στιγμιαίες ταχύτητες του οχήματος οι οποίες έχουν καταγραφεί από τη συσκευή ελέγχου κατά τη χρήση του οχήματος σε διάστημα όχι μεγαλύτερο από τις προηγούμενες 24 ώρες·

4.

ορθή λειτουργία της συσκευής ελέγχου (εντοπισμός ενδεχόμενης αντικανονικής χρησιμοποίησης της συσκευής ή/και της κάρτας οδηγού ή/και των φύλλων καταγραφής) ή, ανάλογα με την περίπτωση, παρουσία των εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85.

ΜΕΡΟΣ B

ΕΛΕΓΧΟΙ ΣΤΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Επιπλέον των στοιχείων που αναγράφονται στο μέρος Α, στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων ελέγχονται τα ακόλουθα στοιχεία:

1.

εβδομαδιαίες περίοδοι ανάπαυσης και εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης μεταξύ των εν λόγω περιόδων ανάπαυσης·

2.

τήρηση του δεκαπενθήμερου ορίου των ωρών οδήγησης·

3.

φύλλα καταγραφής, δεδομένα και εκτυπώσεις της μονάδας οχήματος και της κάρτας του οδηγού.

Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν το κρίνουν σκόπιμο, να ελέγχουν τη συνυπευθυνότητα άλλων ηθικών αυτουργών ή συνεργών στην αλυσίδα μεταφοράς, όπως φορτωτές, μεταφορείς ή συμβαλλόμενοι, σε περίπτωση εντοπισμού παράβασης, συμπεριλαμβανόμενης της επαλήθευσης ότι οι συμβάσεις για την παροχή της υπηρεσίας μεταφοράς επιτρέπουν τη συμμόρφωση προς τους κανονισμούς (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 και (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.


(1)  ΕΕ L 42 της 23.2.1970, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2006/28/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 65 της 7.3.2006, σ. 27).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Τυποποιημένος εξοπλισμός που πρέπει να διατίθεται στις μονάδες ελέγχου

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στις μονάδες ελέγχου που εκτελούν τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παράρτημα I, διατίθεται ο ακόλουθος τυποποιημένος εξοπλισμός:

1.

εξοπλισμός ικανός να τηλεφορτώνει δεδομένα από τη μονάδα οχήματος και την κάρτα οδηγού του ψηφιακού ταχογράφου, να αναγιγνώσκει δεδομένα, να αναλύει δεδομένα ή/και να διαβιβάζει ευρήματα προς κεντρική βάση δεδομένων για ανάλυση·

2.

εξοπλισμός για τον έλεγχο των φύλλων ταχογράφου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Παραβάσεις

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 και για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο ακόλουθος μη εξαντλητικός κατάλογος αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή για το τι θα πρέπει να θεωρείται παράβαση:

1.

υπέρβαση του μέγιστου χρόνου οδήγησης σε ημερήσια, εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη βάση·

2.

παραβίαση του ελάχιστου ημερήσιου ή εβδομαδιαίου χρόνου ανάπαυσης·

3.

παραβίαση του ελάχιστου χρόνου διαλείμματος·

4.

εγκατάσταση ταχογράφου χωρίς τήρηση των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.


ΔΗΛΏΣΕΙΣ

Αναφορικά με την ταξινόμηση σοβαρών παραβιάσεων, η Επιτροπή δηλώνει ότι, κατά τη γνώμη της, μεταξύ των σοβαρών παραβιάσεων του κανονισμού για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών περιλαμβάνονται:

1.

υπέρβαση κατά 20 % και πλέον του μέγιστου χρόνου οδήγησης σε ημερήσια, εξαήμερη ή δεκαπενθήμερη βάση·

2.

καταπάτηση του ελάχιστου ημερήσιου ή εβδομαδιαίου χρόνου ανάπαυσης κατά 20 % και πλέον·

3.

καταπάτηση του ελάχιστου χρόνου διακοπής κατά 33 % και πλέον· και

4.

εγκατάσταση ταχογράφου χωρίς τήρηση των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου.

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσουν ότι, εντός δύο ετών από τη θέση σε ισχύ της παρούσας οδηγίας, οι διατάξεις της AETR συμμορφούνται με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Στην περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η εναρμόνιση στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η Επιτροπή προτείνει κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της.