ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

49ό έτος
29 Μαρτίου 2006


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

Σελίδα

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 498/2006 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2006, για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 499/2006 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2006, για την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 769/2002 του Συμβουλίου στις εισαγωγές κουμαρίνης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας από εισαγωγές κουμαρίνης που αποστέλλεται από την Ινδονησία και τη Μαλαισία, ανεξάρτητα από το εάν δηλώνεται ως καταγωγής Ινδονησίας και Μαλαισίας ή όχι, και για την υπαγωγή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή

3

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 500/2006 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2006, για τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών ορισμένων προϊόντων στον τομέα της ζάχαρης, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1011/2005, για την περίοδο 2005/06

6

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 501/2006 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2006, για την τροποποίηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή της λευκής ζάχαρης και της ακατέργαστης ζάχαρης σε φυσική κατάσταση, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 446/2006

8

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 502/2006 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2006, που προβλέπει νέα χορήγηση δικαιωμάτων εισαγωγής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1081/1999 για τους ταύρους, τις αγελάδες και τις δαμάλεις, άλλων πλην των προοριζομένων προς σφαγή, ορισμένων αλπικών και ορεσίβιων φυλών

10

 

 

II   Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

 

 

Επιτροπή

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2004, óσον αφορά το καθεστώς ενισχύσεων το οποίο σχεδιάζει να εφαρμόσει η Ιταλία υπέρ των επιχειρήσεων εμπορίας βόειου κρέατος στην επαρχία της Brescia [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 1377]

11

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2005, για το καθεστώς ενισχύσεων ταμεία επιχειρηματικών κεφαλαίων που σκοπεύει να χορηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2005) 1144]  ( 1 )

16

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2006, για την τροποποίηση της απόφασης 2006/135/ΕΚ όσον αφορά τον καθορισμό περιοχών A και B σε ορισμένα κράτη μέλη λόγω εστιών γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 1144]  ( 1 )

33

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2006, για την τροποποίηση της απόφασης 1999/217/ΕΚ όσον αφορά το ευρετήριο των αρωματικών (αρτυματικών) υλών που χρησιμοποιούνται εντός ή επί των τροφίμων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 899]  ( 1 )

48

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την επαρκή προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο φάκελο PNR (Passenger Name Record) των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ο οποίος διαβιβάζεται στο Γραφείο συνοριακών υπηρεσιών του Καναδά (Canada Border Services Agency) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 3248]  ( 1 )

49

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2006, σχετικά με τη λήψη ορισμένων προσωρινών προστατευτικών μέτρων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων στη Γερμανία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 1321]  ( 1 )

61

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση

29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 498/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Μαρτίου 2006

για καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3223/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος κατά την εισαγωγή οπωροκηπευτικών (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3223/94, σε εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, προβλέπει τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημά του.

(2)

Σε εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων, οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή πρέπει να καθοριστούν, όπως αναγράφονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ' αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3223/94 καθορίζονται όπως αναγράφονται στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 29 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

J. L. DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 66· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 386/2005 (ΕΕ L 62 της 9.3.2005, σ. 3).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

του κανονισμού της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2006, για τον καθορισμό των κατ' αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον καθορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός τρίτης χώρας (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

052

98,7

204

50,0

212

102,0

999

83,6

0707 00 05

052

137,9

628

155,5

999

146,7

0709 90 70

052

119,0

204

54,7

999

86,9

0805 10 20

052

72,3

204

46,0

212

50,4

220

41,9

624

67,0

999

55,5

0805 50 10

624

66,0

999

66,0

0808 10 80

388

76,0

400

126,1

404

92,9

508

82,3

512

74,8

528

90,2

720

81,9

999

89,2

0808 20 50

388

83,2

512

60,9

528

73,6

720

43,0

999

65,2


(1)  Ονοματολογία των χωρών που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 750/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 126 της 19.5.2005, σ. 12). Ο κωδικός «999» αντιπροσωπεύει «άλλες καταγωγές».


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 499/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Μαρτίου 2006

για την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 769/2002 του Συμβουλίου στις εισαγωγές κουμαρίνης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας από εισαγωγές κουμαρίνης που αποστέλλεται από την Ινδονησία και τη Μαλαισία, ανεξάρτητα από το εάν δηλώνεται ως καταγωγής Ινδονησίας και Μαλαισίας ή όχι, και για την υπαγωγή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 13 παράγραφος 3 και το άρθρο 14 παράγραφοι 3 και 5,

Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΑΙΤΗΣΗ

(1)

Η Επιτροπή έλαβε αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, με την οποία της ζητείται να ερευνήσει την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές κουμαρίνης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

(2)

Η αίτηση υποβλήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2006 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικών Βιομηχανιών (CEFIC) εξ ονόματος του μοναδικού παραγωγού που αντιπροσωπεύει το 100 % της κοινοτικής παραγωγής κουμαρίνης.

B.   ΠΡΟΪΟΝ

(3)

Το προϊόν το οποίο αφορά η πιθανή καταστρατήγηση είναι η κουμαρίνη καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που συνήθως διασαφίζεται με τον κωδικό ΣΟ ex 2932 21 00 («το υπό εξέταση προϊόν»). Ο εν λόγω κωδικός παρατίθεται για πληροφοριακούς και μόνο λόγους.

(4)

Το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας είναι κουμαρίνη που αποστέλλεται από την Ινδονησία και τη Μαλαισία («το υπό έρευνα προϊόν»), η οποία συνήθως διασαφίζεται με τους ίδιους κωδικούς με το υπό εξέταση προϊόν.

Γ.   ΙΣΧΥΟΝΤΑ ΜΕΤΡΑ

(5)

Τα ισχύοντα επί του παρόντος μέτρα που αποτελούν αντικείμενο πιθανής καταστρατήγησης συνίστανται σε μέτρα αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 769/2002 του Συμβουλίου (2).

Δ.   ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

(6)

Η αίτηση περιέχει επαρκείς εκ πρώτης όψεως αποδείξεις ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές κουμαρίνης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αποτελούν αντικείμενο καταστρατήγησης με μεταφόρτωση της κουμαρίνης μέσω της Ινδονησίας και της Μαλαισίας.

(7)

Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν είναι τα ακόλουθα:

 

Από την αίτηση προκύπτει ότι σημειώθηκε σημαντική μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών που αφορούν τις εξαγωγές από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την Ινδονησία και τη Μαλαισία στην Κοινότητα μετά την επιβολή των μέτρων στο υπό εξέταση προϊόν, για την οποία δεν υπάρχει επαρκής λόγος ή αιτιολόγηση άλλη εκτός της επιβολής του δασμού.

 

Η μεταβολή αυτή στον τρόπο διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών φαίνεται να οφείλεται στη μεταφόρτωση κουμαρίνης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας μέσω Ινδονησίας και Μαλαισίας.

 

Επιπλέον, η αίτηση περιέχει επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι επανορθωτικές συνέπειες των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ για το υπό εξέταση προϊόν υπονομεύονται τόσο ως προς τις ποσότητες όσο και ως προς τις τιμές. Φαίνεται ότι σημαντικές ποσότητες εισαγωγής κουμαρίνης από την Ινδονησία και τη Μαλαισία έχουν αντικαταστήσει τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος. Επιπλέον, υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η αύξηση αυτή των εισαγωγών πραγματοποιείται σε τιμές σαφώς χαμηλότερες από τη μη ζημιογόνο τιμή που είχε καθοριστεί στην έρευνα και η οποία οδήγησε στην επιβολή των ισχυόντων μέτρων.

 

Τέλος, η αίτηση περιλαμβάνει επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι τιμές της κουμαρίνης αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ σε σχέση με την κανονική αξία που είχε προγενέστερα καθοριστεί για το υπό εξέταση προϊόν.

 

Εάν, κατά τη διάρκεια της έρευνας, διαπιστωθούν πρακτικές καταστρατήγησης μέσω της Ινδονησίας και της Μαλαισίας που προβλέπονται στο άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, εκτός από τη μεταφόρτωση, η έρευνα μπορεί να καλύψει και αυτές τις πρακτικές.

E.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(8)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού και την υπαγωγή σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, των εισαγωγών κουμαρίνης που αποστέλλεται από την Ινδονησία και τη Μαλαισία, είτε δηλώνεται ως καταγωγής Ινδονησίας και Μαλαισίας είτε όχι.

α)   Ερωτηματολόγια

(9)

Η Επιτροπή, για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που θεωρεί απαραίτητες για την έρευνα, θα αποστείλει ερωτηματολόγια στους παραγωγούς-εξαγωγείς και στις ενώσεις παραγωγών-εξαγωγέων στην Ινδονησία και στη Μαλαισία, στους παραγωγούς-εξαγωγείς και στις ενώσεις παραγωγών-εξαγωγέων στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, στους εισαγωγείς και στις ενώσεις εισαγωγέων στην Κοινότητα που συνεργάσθηκαν στην έρευνα η οποία οδήγησε στην επιβολή των ισχυόντων μέτρων ή κατονομάζονται στην αίτηση, καθώς και στις αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της Ινδονησίας και της Μαλαισίας. Πληροφορίες μπορεί να ζητηθούν επίσης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(10)

Εν πάση περιπτώσει, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη οφείλουν να επικοινωνήσουν με την Επιτροπή το συντομότερο δυνατό, και το αργότερο εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού, για να πληροφορηθούν εάν περιλαμβάνονται στην αίτηση και για να ζητήσουν, ενδεχομένως, ερωτηματολόγιο εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι η προθεσμία που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού ισχύει για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.

(11)

Οι αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, της Ινδονησίας και της Μαλαισίας θα ενημερωθούν για την έναρξη της έρευνας.

β)   Συγκέντρωση πληροφοριών και ακροάσεις

(12)

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να παράσχουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, η Επιτροπή θα δεχθεί σε ακρόαση τα ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον το ζητήσουν γραπτώς και αποδείξουν ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

γ)   Απαλλαγή από την υποχρέωση καταγραφής των εισαγωγών ή από τα μέτρα

(13)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταγραφής ή από τα μέτρα εάν η εισαγωγή δεν αποτελεί καταστρατήγηση.

(14)

Επειδή η πιθανή καταστρατήγηση πραγματοποιείται εκτός της Κοινότητας, είναι δυνατόν να παραχωρηθούν απαλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, σε παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος που είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν συνδέονται με κανέναν παραγωγό που υπόκειται στα μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εμπλέκονται σε πρακτικές καταστρατήγησης σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 του βασικού κανονισμού. Οι παραγωγοί που επιθυμούν να τύχουν απαλλαγής θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση δεόντως τεκμηριωμένη με αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

ΣΤ.   ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ

(15)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι εισαγωγές του υπό έρευνα προϊόντος υποβάλλονται σε καταγραφή, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η καταστρατήγηση, θα είναι δυνατή η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ κατάλληλου ύψους, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία καταγραφής των εν λόγω εισαγωγών κουμαρίνης που αποστέλλεται από την Ινδονησία και τη Μαλαισία.

Ζ.   ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

(16)

Για λόγους χρηστής διαχείρισης, καθορίζονται προθεσμίες εντός των οποίων:

τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αναγγελθούν στην Επιτροπή, να υποβάλουν τις απόψεις τους γραπτώς και να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο ή να υποβάλουν άλλες πληροφορίες που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα,

οι παραγωγοί στην Ινδονησία και τη Μαλαισία μπορούν να ζητήσουν απαλλαγή από την καταγραφή των εισαγωγών ή από τα μέτρα,

τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν γραπτώς να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή.

(17)

Εφιστάται η προσοχή στο γεγονός ότι η άσκηση των περισσότερων διαδικαστικών δικαιωμάτων που αναφέρονται στον βασικό κανονισμό εξαρτάται από το κατά πόσον το μέρος αναγγέλλεται εντός της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού.

H.   ΑΡΝΗΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

(18)

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες ή δεν τις παρέχει εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18 του βασικού κανονισμού.

(19)

Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία. Αν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μεν αλλά μόνο εν μέρει, οπότε τα συμπεράσματα βασίζονται στα διαθέσιμα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, το αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό για το εν λόγω μέρος απ’ ό,τι θα ήταν αν είχε δεχθεί να συνεργασθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αρχίζει έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, για να καθοριστεί εάν οι εισαγωγές στην Κοινότητα κουμαρίνης που αποστέλλεται από την Ινδονησία και τη Μαλαισία, είτε κατάγεται από την Ινδονησία είτε όχι, και υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2932 21 00 (κωδικός Taric 2932210016), καταστρατηγούν τα μέτρα που επιβάλλει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 769/2002.

Άρθρο 2

Καλούνται οι τελωνειακές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την καταγραφή των εισαγωγών στην Κοινότητα που προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού.

Η καταγραφή λήγει εννέα μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει, με κανονισμό, από τις τελωνειακές αρχές να σταματήσουν την καταγραφή όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων που κατασκευάζονται από παραγωγούς οι οποίοι ζήτησαν απαλλαγή από την καταγραφή και για τους οποίους δεν διαπιστώθηκε καταστρατήγηση των δασμών αντιντάμπινγκ.

Άρθρο 3

1.   Τα ερωτηματολόγια θα πρέπει να ζητηθούν από την Επιτροπή εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη οφείλουν να αναγγελθούν, ερχόμενα σε επαφή με την Επιτροπή, να κοινοποιήσουν τις απόψεις τους γραπτώς και να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο ή να υποβάλουν τυχόν άλλες πληροφορίες, εντός 40 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός εάν προσδιορίζεται διαφορετικά, ώστε να μπορέσουν να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις τους κατά την έρευνα.

3.   Οι παραγωγοί στην Ινδονησία και τη Μαλαισία που ζητούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταγραφής των εισαγωγών ή από τα μέτρα οφείλουν να υποβάλουν αίτηση συνοδευόμενη από τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία εντός της ίδιας προθεσμίας των 40 ημερών.

4.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν επίσης να ζητήσουν, εντός της ίδιας προθεσμίας των 40 ημερών, να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή.

5.   Οι πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση, οι αιτήσεις ακρόασης, οι αιτήσεις για τη χορήγηση ερωτηματολογίου καθώς και όλες οι αιτήσεις για απαλλαγή των εισαγωγών από την υπαγωγή σε καταγραφή ή από τα μέτρα πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς (όχι σε ηλεκτρονική μορφή, εκτός εάν υπάρχει σχετική πρόβλεψη), να αναφέρουν το όνομα, τη διεύθυνση, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον αριθμό τηλεφώνου, φαξ ή/και τέλεξ του ενδιαφερόμενου μέρους. Όλες οι γραπτές παρατηρήσεις, περιλαμβανομένων και των πληροφοριών που ζητούνται στον παρόντα κανονισμό, τα συμπληρωμένα ερωτηματολόγια και η αλληλογραφία εμπιστευτικού χαρακτήρα που υποβάλλουν τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να φέρουν τη μνεία «Περιορισμένης διανομής» (3) και, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, να συνοδεύονται από μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περίληψη, η οποία θα φέρει τη μνεία «Για έλεγχο από τα ενδιαφερόμενα μέρη».

Διεύθυνση αλληλογραφίας της Επιτροπής:

European Commission

Directorate-General for Trade

Directorate B

Office: J-79 5/16

B-1049 Brussels

Φαξ (+32-2) 295 65 05

Άρθρο 4

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Peter MANDELSON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 123 της 9.5.2002, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1854/2003 (ΕΕ L 272 της 23.10.2003, σ. 1).

(3)  Η ένδειξη αυτή σημαίνει ότι το έγγραφο προορίζεται αποκλειστικά για εσωτερική χρήση. Το παρόν έγγραφο προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43). Πρόκειται για έγγραφο εμπιστευτικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού και του άρθρου 6 της συμφωνίας ΠΟΕ για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994 (συμφωνία αντιντάμπινγκ).


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/6


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 500/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Μαρτίου 2006

για τροποποίηση των αντιπροσωπευτικών τιμών και των ποσών των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών ορισμένων προϊόντων στον τομέα της ζάχαρης, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1011/2005, για την περίοδο 2005/06

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1423/95 της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 1995, περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής για την εισαγωγή προϊόντων του τομέα της ζάχαρης άλλων από τις μελάσες (2), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο δεύτερη φράση και το άρθρο 3 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και οι πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί που εφαρμόζονται στη λευκή ζάχαρη, την ακατέργαστη ζάχαρη και ορισμένα σιρόπια για την περίοδο 2005/06 έχουν καθοριστεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1011/2005 της Επιτροπής (3). Αυτές οι τιμές και οι δασμοί τροποποιήθηκαν τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 4942006 της Επιτροπής (4).

(2)

Τα στοιχεία τα οποία διαθέτει επί του παρόντος η Επιτροπή οδηγούν στην τροποποίηση των εν λόγω ποσών σύμφωνα με τους κανόνες και τις λεπτομέρειες που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1423/95,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι αντιπροσωπευτικές τιμές και οι πρόσθετοι εισαγωγικοί δασμοί που εφαρμόζονται στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1423/95, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1011/2005 για την περίοδο 2005/06, τροποποιούνται και εμφαίνονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 29 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

J. L. DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 178 της 30.6.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 39/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 6 της 10.1.2004, σ. 16).

(2)  ΕΕ L 141 της 24.6.1995, σ. 16· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 624/98 (ΕΕ L 85 της 20.3.1998, σ. 5).

(3)  ΕΕ L 170 της 1.7.2005, σ. 35.

(4)  ΕΕ L 89 της 28.3.2006, σ. 20.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τροποποιημένα ποσά αντιπροσωπευτικών τιμών και των πρόσθετων εισαγωγικών δασμών της λευκής ζάχαρης, της ακατέργαστης ζάχαρης και των προϊόντων του κωδικού 1702 90 99 που εφαρμόζονται από την 29η Μαρτίου 2006

(EUR)

Κωδικός ΣΟ

Αντιπροσωπευτική τιμή ανά 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

Πρόσθετος δασμός ανά 100 kg καθαρού βάρους του εν λόγω προϊόντος

1701 11 10 (1)

35,47

0,65

1701 11 90 (1)

35,47

4,26

1701 12 10 (1)

35,47

0,51

1701 12 90 (1)

35,47

3,97

1701 91 00 (2)

38,95

5,78

1701 99 10 (2)

38,95

2,65

1701 99 90 (2)

38,95

2,65

1702 90 99 (3)

0,39

0,29


(1)  Καθορισμός για τον αντιπροσωπευτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι, σημείο ΙΙ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/2001 του Συμβουλίου (ΕΕ L 178 της 30.6.2001, σ. 1).

(2)  Καθορισμός για τον αντιπροσωπευτικό τύπο όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι, σημείο Ι, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/2001.

(3)  Καθορισμός ανά 1 % της περιεκτικότητας σε σακχαρόζη.


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/8


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 501/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Μαρτίου 2006

για την τροποποίηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή της λευκής ζάχαρης και της ακατέργαστης ζάχαρης σε φυσική κατάσταση, που καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 446/2006

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (1), και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι επιστροφές που εφαρμόζονται κατά την εξαγωγή για τη λευκή ζάχαρη και την ακατέργαστη ζάχαρη σε φυσική κατάσταση έχουν καθοριστεί από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 446/2006 της Επιτροπής (2).

(2)

Δεδομένου ότι τα στοιχεία που διαθέτει επί του παρόντος η Επιτροπή είναι διαφορετικά από αυτά που υφίστανται τη στιγμή της έγκρισης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 446/2006, πρέπει να τροποποιηθούν οι επιστροφές αυτές,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι επιστροφές κατά την εξαγωγή, σε φυσική κατάσταση και όχι μετουσιωμένων, των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/2001, και καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 446/2006, τροποποιούνται και αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 29 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Mariann FISCHER BOEL

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 178 της 30.6.2001, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 39/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 6 της 10.1.2004, σ. 16).

(2)  ΕΕ L 80 της 17.3.2006, σ. 40.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΣΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΞΑΓΩΓΗ ΛΕΥΚΗΣ ΖΑΧΑΡΗΣ ΚΑΙ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗΣ ΖΑΧΑΡΗΣ ΣΕ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006 (1)

Κωδικός προϊόντος

Προορισμός

Μονάδα μέτρησης

Επιστροφή

1701 11 90 9100

S00

EUR/100 kg

24,99 (2)

1701 11 90 9910

S00

EUR/100 kg

23,53 (2)

1701 12 90 9100

S00

EUR/100 kg

24,99 (2)

1701 12 90 9910

S00

EUR/100 kg

23,53 (2)

1701 91 00 9000

S00

EUR/1 % σακχαρόζης × 100 kg καθαρού προϊόντος

0,2717

1701 99 10 9100

S00

EUR/100 kg

27,17

1701 99 10 9910

S00

EUR/100 kg

25,58

1701 99 10 9950

S00

EUR/100 kg

25,58

1701 99 90 9100

S00

EUR/1 % σακχαρόζης × 100 kg καθαρού προϊόντος

0,2717

Σημείωση: Οι κωδικοί των προϊόντων, καθώς και οι κωδικοί των προορισμών της σειράς «A», ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3846/87 της Επιτροπής (ΕΕ L 366 της 24.12.1987, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε.

Οι αριθμητικοί κωδικοί των προορισμών ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2081/2003 της Επιτροπής (ΕΕ L 313 της 28.11.2003, σ. 11).

Οι άλλοι προορισμοί ορίζονται ως εξής:

S00

:

όλοι οι προορισμοί (τρίτες χώρες, άλλα εδάφη, τροφοδοσία και προορισμοί που εξομοιούνται με εξαγωγή από την Κοινότητα) με εξαίρεση την Αλβανία, την Κροατία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τη Σερβία και Μαυροβούνιο (συμπεριλαμβάνεται το Κοσσυφοπέδιο, όπως ορίζεται από το ψήφισμα αριθ. 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών της 10ης Ιουνίου 1999) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, εκτός για τη ζάχαρη που έχει ενσωματωθεί στα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/96 του Συμβουλίου (ΕΕ L 297 της 21.11.1996, σ. 29).


(1)  Τα ποσοτά που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα δεν εφαρμόζονται από την 1η Φεβρουαρίου 2005 σύμφωνα με την απόφαση 2005/45/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για τη σύναψη και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που τροποποιεί τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας της 22ας Ιουλίου 1972 ως προς τις διατάξεις που εφαρμόζονται για τα μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 23 της 26.1.2005, σ. 17).

(2)  Το παρόν ποσό εφαρμόζεται στην ακατέργαστη ζάχαρη αποδόσεως 92 %. Αν η απόδοση της εξαγόμενης ακατέργαστης ζάχαρης αποκλίνει του 92 %, το ποσό της εισφοράς που εφαρμόζεται υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/2001.


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/10


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 502/2006 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Μαρτίου 2006

που προβλέπει νέα χορήγηση δικαιωμάτων εισαγωγής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1081/1999 για τους ταύρους, τις αγελάδες και τις δαμάλεις, άλλων πλην των προοριζομένων προς σφαγή, ορισμένων αλπικών και ορεσίβιων φυλών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1081/1999 της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 1999, για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης των δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής ταύρων, αγελάδων και δαμάλεων, άλλων πλην των προοριζομένων προς σφαγή, ορισμένων αλπικών και ορεσίβιων φυλών, για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1012/98 και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1143/98 (2), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1081/1999 προβλέπει στο άρθρο 1, για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2005 έως τις 30 Ιουνίου 2006, το άνοιγμα δύο δασμολογικών ποσοστώσεων, 5 000 κεφαλών η κάθε μία, για τους ταύρους, τις αγελάδες και τις δαμάλεις, άλλων πλην των προοριζόμενων προς σφαγή, ορισμένων αλπικών και ορεσίβιων φυλών. Ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει στο άρθρο 9, για κάθε μία από τις δασμολογικές ποσοστώσεις, μία νέα χορήγηση ποσοτήτων, οι οποίες δεν απετέλεσαν το αντικείμενο αίτησης για την έκδοση πιστοποιητικού εισαγωγής στις 15 Μαρτίου 2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι ποσότητες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1081/1999 ανέρχονται σε:

4 163 κεφαλές για τον αύξοντα αριθ. 09.0001,

3 458 κεφαλές για τον αύξοντα αριθ. 09.0003.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 29 Μαρτίου 2006.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

J. L. DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 21· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1913/2005 (ΕΕ L 307 της 25.11.2005, σ. 2).

(2)  ΕΕ L 131 της 27.5.1999, σ. 15· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1096/2001 (ΕΕ L 150 της 6.6.2001, σ. 33).


II Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση

Επιτροπή

29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/11


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 20ής Απριλίου 2004

óσον αφορά το καθεστώς ενισχύσεων το οποίο σχεδιάζει να εφαρμόσει η Ιταλία υπέρ των επιχειρήσεων εμπορίας βόειου κρέατος στην επαρχία της Brescia

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 1377]

Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό

(2006/249/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με την επιστολή της 27ης Ιουλίου 2001, η οποία πρωτοκολλήθηκε την 1η Αυγούστου 2001, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στην Επιτροπή μέτρο ενισχύσεων για την αγορά εξοπλισμού πιστοποίησης της προέλευσης και της ποιότητας του βόειου κρέατος.

(2)

Με τις επιστολές της 15ης Οκτωβρίου 2001, που πρωτοκολλήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2001, και της 26ης Φεβρουαρίου 2002, που πρωτοκολλήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2002, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαβίβασε στην Επιτροπή τα συμπληρωματικά στοιχεία που ζητήθηκαν από τις ιταλικές αρχές με τις επιστολές της 12ης Σεπτεμβρίου 2001 και της 28ης Νοεμβρίου 2001.

(3)

Με την επιστολή της 24ης Απριλίου 2002, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ κατά της ενίσχυσης αυτής.

(4)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (1) της 18ης Ιουνίου 2002. Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση/μέτρο.

(5)

Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από κανένα ενδιαφερόμενο τρίτο μέρος.

(6)

Με την επιστολή της 25ης Ιουνίου 2002, που πρωτοκολλήθηκε στις 27 Ιουνίου 2002, η Ιταλία διαβίβασε στην Επιτροπή περαιτέρω στοιχεία για το προβλεπόμενο μέτρο.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(7)

Ενίσχυση για την αγορά εξοπλισμού πιστοποίησης της προέλευσης και της ποιότητας του βόειου κρέατος.

(8)

Οι προβλεπόμενες συνολικές πιστώσεις για το μέτρο ενίσχυσης ανέρχονται σε 103 291,38 ευρώ (200 εκατ. ιταλικές λιρέτες), ποσό χορηγούμενο από το Εμπορικό Επιμελητήριο της Brescia.

(9)

Έως τα τέλη του έτους 2001.

(10)

Μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις που απασχολούν έως 20 υπαλλήλους, οι οποίες έχουν τη νομική ή επιχειρησιακή έδρα τους στην επαρχία της Brescia, δεν έχουν εκκρεμότητες με τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, έχουν καταβάλει τις προβλεπόμενες εισφορές στο Εμπορικό Επιμελητήριο, δεν τελούν υπό καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης ή πτωχευτικού συμβιβασμού και δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση.

(11)

Σκοπός του μέτρου ενισχύσεων είναι η χορήγηση επιδότησης στην αγορά ζυγών συνδεδεμένων με σύστημα υπολογιστή (υλισμικό και λογισμικό) το οποίο επιτρέπει την πιστοποίηση της προέλευσης του βόειου κρέατος και τον σχετικό έλεγχο από το Κέντρο βελτίωσης της ποιότητας του γάλακτος και του βόειου κρέατος της Brescia.

(12)

Στην αρχική μορφή του μέτρου, δικαιούχοι ενίσχυσης ήταν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέα που πωλούν κρέας και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, οι γεωργικές επιχειρήσεις που διαθέτουν απευθείας το κρέας που παράγουν στους καταναλωτές. Ωστόσο, το μέτρο δεν αφορά πλέον τις τελευταίες, όπως διευκρίνισαν οι ιταλικές αρχές με επιστολή της 25ης Ιουνίου 2002. Στην οριστική του έκδοση, το μέτρο αφορά μόνο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις εμπορίας (κρεοπωλεία ) που πωλούν πιστοποιημένα βόεια κρέατα.

(13)

Στην αρχική έκδοση του μέτρου, η ένταση της ενίσχυσης διαμορφωνόταν ως εξής:

 

40 % της τιμής αγοράς των ζυγών για τις επιχειρήσεις εμπορίας κρέατος·

 

50 % της τιμής αγοράς των ζυγών για τις εκμεταλλεύσεις που πωλούν κρέας απευθείας στον καταναλωτή, στις λιγότερο ευνοημένες περιοχές της επαρχίας·

 

40 % της τιμής αγοράς των ζυγών για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις που πωλούν κρέας απευθείας στον καταναλωτή, στις υπόλοιπες περιοχές της επαρχίας.

 

Ωστόσο, μετά τον αποκλεισμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που πωλούν απευθείας το κρέας παραγωγής τους, η ένταση της ενίσχυσης καθορίζεται πλέον σε ποσοστό 40 %.

(14)

Η καταβαλλόμενη σε κάθε επιχείρηση επιδότηση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέγιστο ποσό των 1 291,15 ευρώ (2,5 εκατομμύρια ιταλικές λιρέτες).

(15)

Το ποσό αυτό δεν μπορεί να προστεθεί σε άλλες ενισχύσεις χορηγούμενες από το κράτος ή από άλλους δημόσιους οργανισμούς.

(16)

Οι αιτήσεις επιδότησης που είναι προγενέστερες της ημερομηνίας δημοσίευσης της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος δεν γίνονται δεκτές. Εξάλλου οι ενισχύσεις χορηγούνται εφόσον έχουν προηγουμένως εγκριθεί από την Επιτροπή.

III.   ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ

(17)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης λόγω αμφιβολιών σχετικά με το συμβιβάσιμο του καθεστώτος με την κοινή αγορά.

(18)

Τις ως άνω αμφιβολίες της Επιτροπής προκάλεσαν ιδίως ορισμένες παραλείψεις στα στοιχεία που διαβίβασε η Ιταλία.

(19)

Κατ’αρχάς, οι ιταλικές αρχές δεν έδωσαν καμία ένδειξη όσον αφορά την τήρηση των ελάχιστων προτύπων σε θέματα περιβάλλοντος, υγιεινής και ορθής μεταχείρισης των ζώων. Το Εμπορικό Επιμελητήριο περιορίστηκε να αναφέρει ότι η τήρηση των εν λόγω προτύπων δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του.

(20)

Κατά δεύτερον, το Εμπορικό Επιμελητήριο δεν διατύπωσε κανένα σχόλιο σχετικά με την ύπαρξη δυνατοτήτων διάθεσης στην αγορά για τα υπόψη προϊόντα.

(21)

Οι παραλείψεις αυτές προξένησαν τις αμφιβολίες της Επιτροπής όσον αφορά την τήρηση ορισμένων όρων που προβλέπονται στα σημεία 4.2 και 4.3 των Κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας.

(22)

Ένα άλλο πρόβλημα που προέκυψε κατά την προκαταρκτική εξέταση αφορούσε τον έλεγχο της απουσίας σώρευσης των επιδοτήσεων. Λαμβανομένης υπόψη της οργάνωσης του καθεστώτος ενίσχυσης, η Επιτροπή πρότεινε να θεσπιστεί, σε συνεργασία με τις αρχές της Περιφέρειας Λομβαρδίας, ένα σύστημα ελέγχου της μη σώρευσης των ενισχύσεων. Από τα συμπληρωματικά στοιχεία που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή, φαίνεται ότι το Εμπορικό Επιμελητήριο δήλωσε την πρόθεσή του να ελέγχει ποσοστό 10% των υποβαλλόμενων αιτήσεων. Ο έλεγχος αυτός είναι ανεπαρκής κατά την άποψη της Επιτροπής, δεδομένου ότι δεν επιτρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να λαμβάνουν οι δικαιούχοι επιδοτήσεις και από άλλες πηγές, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος υπέρβασης των επιτρεπόμενων ποσοστών επιδότησης.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ

(23)

Στην επιστολή της 25ης Ιουνίου 2002, που πρωτοκολλήθηκε στις 26 Ιουνίου 2002, η Ιταλία δεσμεύθηκε να χορηγήσει την ενίσχυση μόνο στα κρεοπωλεία που εμπορεύονται βόειο κρέας πιστοποιημένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έχουν εγκριθεί από το Υπουργείο γεωργικής και δασικής πολιτικής. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τα πρότυπα σε θέματα περιβάλλοντος, υγιεινής και ορθής μεταχείρισης των ζώων.

(24)

Η Ιταλία διευκρίνισε επιπλέον ότι η ύπαρξη δυνατοτήτων διάθεσης στην αγορά εξασφαλίζεται από το γεγονός ότι οι αποδέκτες είναι επιχειρήσεις λιανικής.

(25)

Όσον αφορά την τήρηση του κριτηρίου της απουσίας σώρευσης των ενισχύσεων, οι ιταλικές αρχές διαβεβαίωσαν ότι θα ελέγχεται η μη σώρευση για όλους τους δικαιούχους, σε συνεργασία με τις αρχές της Περιφέρειας Λομβαρδίας.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(26)

Δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής. Τα προβλεπόμενα στην παρούσα απόφαση μέτρα ανταποκρίνονται στον ανωτέρω ορισμό για τους ακόλουθους λόγους.

(27)

Η χρηματοδότηση που παρέχουν τα Εμπορικά Επιμελητήρια πρέπει να θεωρείται ως κρατική χρηματοδότηση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης, καθώς η συμμετοχή των επιχειρήσεων σε αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωτική, όπως και οι καταβαλλόμενες από τις επιχειρήσεις συνδρομές. Εξάλλου, στο παρελθόν, η Επιτροπή έχει ήδη θεωρήσει ως κρατικές ενισχύσεις μέτρα που έχουν ληφθεί από ιταλικά εμπορικά επιμελητήρια (2).

(28)

Τα μέτρα ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις και ορισμένους φορείς εκμετάλλευσης (μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου εμπορίας γεωργικών προϊόντων).

(29)

Τα μέτρα μπορούν να επηρεάσουν τις εμπορικές συναλλαγές, δεδομένης της σπουδαιότητας της εμπορίας μεταποιημένων προϊόντων (που αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα των γεωργικών συναλλαγών: το 1998 για παράδειγμα, η Ιταλία εισήγαγε γεωργικά προϊόντα αξίας 15,222 δισεκατομμυρίων ecu και εξήγαγε προϊόντα αξίας 9,679 δισεκατομμυρίων ecu· κατά το ίδιο έτος, οι συναλλαγές γεωργικών προϊόντων στο εσωτερικό της ΕΕ ανέρχονταν σε 128,256 δισεκατομμύρια ecu για τις εισαγωγές και σε 132,458 δισεκατομμύρια ecu για τις εξαγωγές).

(30)

Μολοντούτο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης, ορισμένα μέτρα μπορούν, κατά παρέκκλιση, να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά.

(31)

Δεδομένης της φύσης των ανωτέρω περιγραφόμενων μέτρων, η μοναδική παρέκκλιση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι αυτή του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, δυνάμει της οποίας είναι δυνατό να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον.

(32)

Για να μπορούν να τύχουν της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, οι ενισχύσεις για επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις οικείες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2004 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται τους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (3). Όταν ο εν λόγω κανονισμός είναι ανεφάρμοστος ή δεν πληρούνται όλα τα προβλεπόμενα σε αυτόν κριτήρια, η ενίσχυση πρέπει να αξιολογείται με βάση τις οικείες διατάξεις των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (4) (στη συνέχεια καλούμενες «κατευθυντήριες γραμμές»).

(33)

Δεδομένου ότι το υπόψη καθεστώς περιορίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις εμπορίας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2004 έχει εφαρμογή. Όσον αφορά πιο συγκεκριμένα τις ενισχύσεις για επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης ή/και της εμπορίας γεωργικών προϊόντων, η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου χαρακτήρα τους πρέπει να βασίζεται στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού.

(34)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2004, οι ενισχύσεις για επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης ή/και της εμπορίας γεωργικών προϊόντων μπορούν να χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι δικαιούχοι είναι οικονομικά βιώσιμες επιχειρήσεις·

β)

οι επιχειρήσεις αυτές τηρούν τα ελάχιστα πρότυπα σε θέματα περιβάλλοντος, υγιεινής και ορθής μεταχείρισης των ζώων·

γ)

η ένταση της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει ποσοστό 50 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις περιφέρειες του στόχου 1 και ποσοστό 40 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις υπόλοιπες περιφέρειες·

δ)

ως επιλέξιμες δαπάνες θεωρούνται η κατασκευή, αγορά ή βελτίωση ακινήτων, η αγορά νέων μηχανημάτων και εξοπλισμού και τα γενικά έξοδα·

ε)

έχει επαρκώς αποδειχθεί η ύπαρξη στο μέλλον κανονικών δυνατοτήτων διάθεσης στην αγορά για τα υπόψη προϊόντα. Την αξιολόγηση της ύπαρξης κανονικών δυνατοτήτων διάθεσης στην αγορά πρέπει να διενεργεί δημόσιος οργανισμός ή τρίτο μέρος που δεν έχει καμία σχέση με τον δικαιούχο της ενίσχυσης·

στ)

οι ενισχύσεις δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένα γεωργικά προϊόντα.

(35)

Από την περιγραφή του μέτρου ωστόσο συνάγεται ότι, αντίθετα από τα προβλεπόμενα στο ανωτέρω σημείο στ), οι εξεταζόμενες επενδύσεις περιορίζονται στον τομέα του βόειου κρέατος. Κατά συνέπεια, δεν πληρούνται όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2004 και η ενίσχυση πρέπει επομένως να αξιολογηθεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές.

(36)

Στα στοιχεία που διαβιβάστηκαν με την επιστολή της 25ης Ιουνίου 2002, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι η ενίσχυση θα χορηγηθεί αποκλειστικά στις επιχειρήσεις εμπορίας (κρεοπωλεία) που πωλούν πιστοποιημένα βόεια κρέατα. Λαμβάνοντας υπόψη την τροποποίηση αυτή, οι διατάξεις που πρέπει να τηρούνται προκειμένου να έχει εφαρμογή η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης είναι οι διατάξεις του σημείου 4.2 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών («Ενισχύσεις για τις επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης και της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων»).

(37)

Σύμφωνα με το σημείο 4.2 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών, μια ενίσχυση για επενδύσεις στον τομέα της μεταποίησης ή/και της εμπορίας μπορεί να επιτραπεί εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι δικαιούχοι είναι επιχειρήσεις αποδεδειγμένης οικονομικής βιωσιμότητας·

β)

οι επιχειρήσεις αυτές τηρούν τα ελάχιστα πρότυπα σε θέματα περιβάλλοντος, υγιεινής και ορθής μεταχείρισης των ζώων·

γ)

η ένταση της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει ποσοστό 50 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις περιφέρειες του στόχου 1 και ποσοστό 40 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις υπόλοιπες·

δ)

στις επιλέξιμες δαπάνες περιλαμβάνονται η ανέγερση, αγορά ή βελτίωση ακινήτων, η αγορά νέων μηχανημάτων και εξοπλισμού, τα γενικά έξοδα·

ε)

υπάρχουν κανονικές δυνατότητες διάθεσης στην αγορά για τα υπόψη προϊόντα.

(38)

Όσον αφορά το κριτήριο της οικονομικής βιωσιμότητας, οι προϋποθέσεις χορήγησης της ενίσχυσης, ιδίως ο αποκλεισμός των επιχειρήσεων που τελούν υπό καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης ή πτωχευτικού συμβιβασμού ή έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση, είναι τέτοιες ώστε να εγγυώνται την τήρηση του προβλεπόμενου στο σημείο α) κριτηρίου.

(39)

Όσον αφορά την τήρηση των ελάχιστων προτύπων σε θέματα περιβάλλοντος, υγιεινής και ορθής μεταχείρισης των ζώων, που είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή είχε κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης, οι ιταλικές αρχές, στην επιστολή της 25ης Ιουνίου 2002, δεσμεύθηκαν να χορηγήσουν την ενίσχυση μόνο στα κρεοπωλεία που εμπορεύονται βόειο κρέας πιστοποιημένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έχουν εγκριθεί από το Υπουργείο γεωργικής και δασικής πολιτικής. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τα πρότυπα σε θέματα περιβάλλοντος, υγιεινής και ορθής μεταχείρισης των ζώων. Συνεπώς, το κριτήριο του σημείου β) μπορεί να θεωρηθεί ότι τηρείται.

(40)

Δεδομένου ότι μόνο οι επιχειρήσεις εμπορίας είναι πλέον επιλέξιμες για χορήγηση της ενίσχυσης, το ύψος της ενίσχυσης καθορίζεται σε ποσοστό 40 % των επιλέξιμων δαπανών χωρίς δυνατότητα διαφοροποίησης. Η ένταση αυτή είναι σύμφωνη με το προβλεπόμενο στο σημείο γ)κριτήριο.

(41)

Η ενίσχυση προορίζεται για την αγορά ζυγών, δηλαδή εξοπλισμού που εμπίπτει στο πεδίο του ορισμού των επιλέξιμων δαπανών που προβλέπονται στο σημείο δ).

(42)

Όσον αφορά τις δυνατότητες διάθεσης στην αγορά, στην επιστολή της 25ης Ιουνίου 2002 οι ιταλικές αρχές συμπλήρωσαν τις παραλείψεις που είχαν οδηγήσει την Επιτροπή να αμφισβητήσει το κατά πόσον η ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Δεδομένου ιδίως ότι οι δικαιούχοι είναι επιχειρήσεις εμπορίας οικονομικά βιώσιμες και ότι η προβλεπόμενη επένδυση δεν περιλαμβάνει αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρείται το κριτήριο του σημείου ε).

(43)

Ένα άλλο ζήτημα που είχε οδηγήσει την Επιτροπή να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2 της Συνθήκης αφορούσε το μηχανισμό ελέγχου της σώρευσης των ενισχύσεων, ο οποίος έμοιαζε ανεπαρκής. Ωστόσο, στην επιστολή της 25ης Ιουνίου 2002, οι ιταλικές αρχές δεσμεύθηκαν να ελέγξουν όλες τις αιτήσεις ενίσχυσης, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Λομβαρδίας. Κατά συνέπεια, οι αμφιβολίες της Επιτροπής έχουν αρθεί.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(44)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση που σχεδιάζει να χορηγήσει το Εμπορικό Επιμελητήριο της Brescia στις επιχειρήσεις εμπορίας βόειου κρέατος για την αγορά ζυγών είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, αφού είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του σημείου 4.2 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα της γεωργίας. Είναι επομένως δυνατό να εφαρμοστεί, στο συγκεκριμένο μέτρο ενίσχυσης, η παρέκκλιση που προβλέπεται από το άρθρο 87 παράγραφος 3) στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι κρατικές ενισχύσεις που σχεδιάζει να χορηγήσει η Ιταλία σε ορισμένες επιχειρήσεις εμπορίας βόειου κρέατος στην επαρχία της Brescia είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, σημείο γ) της Συνθήκης.

Επιτρέπεται επομένως η χορήγηση της εν λόγω ενίσχυσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 20 Απριλίου 2004.

Για την Επιτροπή

Franz FISCHLER

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 145 της 18.6.2002, σ. 2.

(2)  Βλ. ενίσχυση αριθ. 708/2000, η οποία εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 24.1.2001 (επιστολή SG (2001) D/285437.

(3)  ΕΕ L 1 της 3.1.2004 σ. 1.

(4)  ΕΕ C 232 της 12.8.2000, σ. 19.


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/16


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 3ης Μαΐου 2005

για το καθεστώς ενισχύσεων «ταμεία επιχειρηματικών κεφαλαίων» που σκοπεύει να χορηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό E(2005) 1144]

(Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/250/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.

Με επιστολή της 25ης Νοεμβρίου 2003, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 26 Νοεμβρίου 2003, οι βρετανικές αρχές γνωστοποίησαν, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, το προαναφερθέν μέτρο στην Επιτροπή.

2.

Με την επιστολή D/58191 της 19ης Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το γνωστοποιηθέν μέτρο.

3.

Με επιστολή της 30ής Ιανουαρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 3 Φεβρουάριου 2004, και με επιστολή της 19ης Μαρτίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 25 Μαρτίου 2004, οι βρετανικές αρχές υπέβαλαν τις ζητηθείσες πληροφορίες.

4.

Με επιστολή της 7ης Μαΐου 2004 η Επιτροπή πληροφόρησε το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με το μέτρο.

5.

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

6.

Μ ε επιστολή της 11ης Ιουνίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 16 Ιουνίου 2004, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία.

7.

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από 20 ενδιαφερόμενα μέρη:

(α)

με επιστολή της 20ης Σεπτεμβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 23 Σεπτεμβρίου 2004·

(β)

με επιστολή της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 28 Σεπτεμβρίου 2004·

(γ)

με επιστολή της 22ης Σεπτεμβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 29 Σεπτεμβρίου 2004·

(δ)

με επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 4 Οκτωβρίου 2004·

(ε)

με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(στ)

με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(ζ)

με επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(η)

με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 7 Οκτωβρίου 2004·

(θ)

με επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(ι)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(κ)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(λ)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(μ)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(ν)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή την ίδια ημέρα·

(ξ)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 11 Οκτωβρίου 2004·

(ο)

με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 11 Οκτωβρίου 2004·

(π)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 11 Οκτωβρίου 2004·

(ρ)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 11 Οκτωβρίου 2004·

(σ)

με επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 11 Οκτωβρίου 2004·

(τ)

με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 12 Οκτωβρίου 2004.

8.

Με την επιστολή D/57629 της 25ης Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή διαβίβασε αυτές τις παρατηρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, δίδοντάς του έτσι τη δυνατότητα να τοποθετηθεί.

9.

Το Ηνωμένο Βασίλειο έστειλε την απάντησή του όσον αφορά τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων μερών με επιστολή της 23ης Νοεμβρίου 2004, που πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 24 Νοεμβρίου 2004.

II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΤΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

II.1.   Στόχος του μέτρου

10.

Το μέτρο έχει ως σκοπό να αυξήσει το ύψος της χρηματοδότησης των ιδίων κεφαλαίων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) στο Ηνωμένο Βασίλειο οι οποίες επιδιώκουν να αντλήσουν εταιρικά κεφάλαια στο τμήμα μεταξύ 250 000 GBP (357 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ).

11.

Το μέτρο θα επιτρέψει στα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων (ΤΕΚ) την επίτευξη χρηματοδότησης. Η χρηματοδότηση, οι σχετικοί τόκοι και το μερίδιο επί των κερδών θα επιστραφούν από κάθε ένα από τα ΤΕΚ.

12.

Τα ΤΕΚ υποχρεούνται να επενδύσουν κεφάλαια σε ΜΜΕ μέσω ιδίων αποθεματικών ή σχεδόν ιδίων αποθεματικών.

II.2.   Περιγραφή του μέτρου

13.

Νομική βάση του καθεστώτος είναι το Μέρος 8 του «Industrial Development Assistance Act 1982».

14.

Λόγω του ό,τι η χορηγηθείσα χρηματοδότηση στα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων θα πρέπει να επιστραφεί, το μέτρο έχει σχεδιασθεί έτσι ώστε να είναι μεσοπρόθεσμα αυτοχρηματοδοτούμενο.

15.

Σε ό,τι αφορά την αρχική φάση του καθεστώτος, το Ηνωμένο Βασίλειο χορήγησε 44 εκατ. GBP (63,8 εκατ. ευρώ) για να καλύψει το κόστος της χρηματικής ροής της αρχικής χρηματοδότησης.

16.

Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητά έγκριση για περίοδο 10 ετών.

17.

Το Department of Trade and Industry (DTI) (Διεύθυνση Εμπορίου και Βιομηχανίας) θα έχει την ευθύνη μέσω της εκτελεστικής της υπηρεσίας Small Business Service (Υπηρεσία για Μικρές Επιχειρήσεις).

18.

Η Small Business Service (SBS) θα εποπτεύει την εφαρμογή του καταστατικού των ΤΕΚ.

19.

Η SBS θα παρακολουθεί την εξέλιξη των επενδύσεων που έχουν αναλάβει τα ΤΕΚ χωρίς να έχει κανένα άμεσο έλεγχο επί των ατομικών επενδυτικών αποφάσεων των ΤΕΚ.

20.

Η SBS θα εξασφαλίζει ότι κάθε ΤΕΚ εκπληρώνει το επιχειρηματικό του σχέδιο και συμμορφώνεται με τους όρους της επιτυχούς προσφοράς του.

21.

Το καθεστώς στοχεύει αποκλειστικά σε μη εισηγμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (3) στο Ηνωμένο Βασίλειο.

22.

Προβληματικές επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (4), αποκλείονται από τις επενδύσεις.

23.

Τα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων («ΤΕΚ») δεν θα επενδύουν σε ευαίσθητους τομείς που υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις ή σε τομείς στους οποίους δεν εφαρμόζεται η ανακοίνωση της Επιτροπής για κρατικές ενισχύσεις για επιχειρηματικά κεφάλαια (5). Τομείς χαμηλού κινδύνου στους οποίους περιλαμβάνονται επιχειρήσεις ακινήτων, οικοπέδων, χρηματοοικονομικών και επενδύσεων ή επιχειρήσεις leasing δεν θα είναι επιλέξιμες για επένδυση στα πλαίσια του παρόντος καθεστώτος.

24.

Επίσης, θα απαγορεύεται στα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων να επενδύουν σε άλλα ΤΕΚ

25.

Τα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων θα πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε δικαιούχες ΜΜΕ στην κλίμακα από 250 000 GBP (357 000 ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) για κάθε επενδυτικό κύκλο.

26.

Δεν θα επιτραπούν συμπληρωματικές επενδύσεις σε δικαιούχες ΜΜΕ πλέον των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) σε περιπτώσεις στις οποίες το ΤΕΚ επενδύει με όρους λιγότερο πλεονεκτικούς απ’ ό,τι άλλοι εμπορικοί επενδυτές.

27.

Η συνέχιση των επενδύσεων θα επιτραπεί στο βαθμό που το σύνολο των κεφαλαίων που άντλησε η δικαιούχος ΜΜΕ από τα ΤΕΚ και άλλους επενδυτές κεφαλαίου δεν υπερβαίνει τα 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ).

28.

Σε έκτακτες περιπτώσεις, μετά από περίοδο τουλάχιστον έξι μηνών από την αρχική επένδυση του ΤΕΚ σε μια δικαιούχο ΜΜΕ, θα επιτρέπεται η συνέχιση των επενδύσεων πέραν των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) επίσης, εκεί όπου είναι αναγκαίο, για την πρόληψη διάχυσης. Θα προβλέπεται ένα ανώτατο όριο 10% για τα δεσμευμένα κεφάλαια από κάθε ΤΕΚ που μπορούν να επενδυθούν σε μία και μόνη ΜΜΕ.

II.3.   Μηχανισμοί του μέτρου

29.

Τα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων που συστήνονται δυνάμει του μέτρου θα συνδυάσουν ιδιωτικό και δημόσιο χρήμα για επενδύσεις σε ΜΜΕ.

30.

Στα πλαίσια της διαδικασίας αδειοδότησης με την οποία χορηγείται το καθεστώς ΤΕΚ, τα ΤΕΚ θα δικαιούνται να λάβουν δημόσια χρηματοδότηση με επιτόκιο ίσο ή πλησίον με εκείνο των δεκαετών κρατικών ομολόγων.

31.

Το ανώτατο όριο της δημόσιας χρηματοδότησης που χορηγείται στα εγκεκριμένα ΤΕΚ θα περιορίζεται στο διπλάσιο των ιδιωτικών κεφαλαίων που άντλησαν τα Ταμεία.

32.

Η χρηματοδότηση, οι σχετικοί τόκοι και το μερίδιο κέρδους για τη δημόσια εισφορά πρέπει να επιστραφούν από τα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων, γεγονός που θα εξασφαλίσει ότι το πρόγραμμα θα είναι μεσοπρόθεσμα αυτοχρηματοδοτούμενο.

33.

Τα ακριβή κονδύλια της δημόσιας χρηματοδότησης, του μεριδίου επί των κερδών και των προτεραιοτήτων επιστροφής θα καθορίζονται από μια ανταγωνιστική διαδικασία δημόσιας προσφοράς ώστε να εξασφαλιστεί η ελάχιστη δημόσια στήριξη.

34.

Ανοιχτές προσκλήσεις για αίτηση μέσω δημοσίευσης του καθεστώτος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον σχετικό οικονομικό τύπο θα εξασφαλίσουν ότι η δημόσια στήριξη είναι η ελάχιστη αναγκαία για την επίτευξη του ζητούμενου στόχου.

35.

Για να τύχουν έγκρισης καθεστώτος ΤΕΚ, τα εν δυνάμει Ταμεία θα πρέπει να διευκρινίσουν το ύψος της αιτούμενης δημόσιας χρηματοδότησης (μέχρι το ανώτατο όριο του διπλάσιου του ιδιωτικού κεφαλαίου), το μερίδιο επί των κερδών μεταξύ των δημοσίων και ιδιωτικών επενδυτών, καθώς και την ιεράρχηση των επιστροφών:

(α)

των τόκων επί της χρηματοδότησης

(β)

της χρηματοδότησης

(γ)

του ιδιωτικού κεφαλαίου

(δ)

της διανομής των κερδών.

36.

Οι εν δυνάμει φορείς ΤΕΚ θα υποβάλουν ένα λογικό επιχειρηματικό σχέδιο που θα περιλαμβάνει:

(α)

την προτεινόμενη διευθυντική ομάδα, τη σχετική της εμπειρία και τεκμήρια πως διαθέτει τις απαραίτητες ικανότητες για να διοικήσει αποτελεσματικά ένα ΤΕΚ

(β)

το ύψος του ιδιωτικού κεφαλαίου προς άντληση και τις συγκεκριμένες πηγές κεφαλαίου·

(γ)

τεκμηρίωση του ενδιαφέροντος του επενδυτή για το προτεινόμενο επιχειρηματικό σχέδιο ΤΕΚ·

(δ)

την προτεινόμενη επενδυτική στρατηγική του ΤΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας του κεφαλαίου που πρόκειται να επενδυθεί σε εταιρείες πρώιμης φάσης και σε εταιρείες έναρξης·

(ε)

διακανονισμοί εξόφλησης, συμπεριλαμβανομένου του ρυθμού των επιστροφών της χρηματοδότησης, των επιστροφών των σχετικών τόκων, της διανομής κερδών, καθώς και το μερίδιο επί των κερδών του δημοσίου.

37.

Τα ΤΕΚ θα υποχρεούνται να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές του British Venture Capital Association (BVCA) όσον αφορά τα λογιστικά πρότυπα.

38.

Οι προσφορές στις οποίες η δημόσια χρηματοδότηση θα είναι εκτεθειμένη σε μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι τα ιδιωτικά κεφάλαια δεν θα γίνουν αποδεκτές.

39.

Οι ιδιώτες που επενδύουν σε Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων πιθανόν να είναι εκτεθειμένοι σε μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι το δημόσιο, γεγονός που θα επιτρέψει να αποφευχθεί ο κίνδυνος επηρεασμού ηθικού χαρακτήρα των αποφάσεων των φορέων ΤΕΚ και να εξασφαλιστεί η ορθή εμπορική πρακτική κατά την λειτουργία και τη λήψη αποφάσεων των ΤΕΚ.

40.

Όταν ένα ΤΕΚ έχει εξασφαλίσει πιστώσεις για το συμφωνηθέν επίπεδο ιδιωτικού κεφαλαίου θα δικαιούται να πραγματοποιήσει ανάληψη δημόσιας χρηματοδότησης.

41.

Το κάθε ΤΕΚ θα δύναται να πραγματοποιήσει αναλήψεις χρηματικών ποσών στο βαθμό που επιθυμεί, υποκείμενο στη συνολική υποχρέωση που επιβάλλεται από τον ανώτατο δείκτη δανειακής επιβάρυνσης που συμφωνήθηκε όταν χορηγήθηκε έγκριση ΤΕΚ.

42.

Το δικαίωμα της ανώτατης δανειοδότησης θα καθορίζεται ανά πάσα στιγμή εφαρμόζοντας αυτόν τον δείκτη στο ποσό του ιδιωτικού κεφαλαίου στο οποίο έχει ήδη προσφύγει.

43.

Ένας ανώτατος δείκτης δανειακής επιβάρυνσης της τάξης του 2:1 (το ανώτατο ύψος της δημόσιας χρηματοδότησης θα καθοριστεί στο διπλάσιο του ιδιωτικού κεφαλαίου) θα εφαρμοστεί για κάθε ΤΕΚ.

III.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

44.

Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και τα επιχειρηματικά κεφάλαια (6) (στο εξής « η ανακοίνωση ») αναγνωρίζει ότι ο ρόλος της δημόσιας χρηματοδότησης των μέτρων για τα επιχειρηματικά κεφάλαια περιορίζεται στην κάλυψη καταγεγραμμένων αδυναμιών της αγοράς.

45.

Η ανακοίνωση ορίζει ότι ειδικοί παράγοντες που δυσχεραίνουν την πρόσβαση των ΜΜΕ σε κεφάλαια, όπως η ελλιπής ή ασυμμετρική πληροφόρηση ή το υψηλό κόστος της πράξης, μπορούν να προκαλέσουν αδυναμία της αγοράς η οποία θα δικαιολογούσε την κρατική ενίσχυση.

46.

Η ανακοίνωση διευκρινίζει επίσης ότι δεν υφίσταται γενική αδυναμία της αγοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων στην Κοινότητα, αλλά μάλλον υπάρχουν ορισμένα κενά της αγοράς όσον αφορά ορισμένα είδη επενδύσεων σε διάφορα στάδια του κύκλου ζωής των επιχειρήσεων, καθώς και ιδιαίτερες δυσχέρειες σε περιοχές επιλέξιμες για ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) και στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ (« ενισχυόμενες περιοχές »).

47.

Η ανακοίνωση διευκρινίζει περαιτέρω ότι, σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή θα απαιτήσει τεκμήρια για την αδυναμία της αγοράς πριν εγκρίνει μέτρα για παροχή επιχειρηματικών κεφαλαίων.

48.

Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να είναι έτοιμη να αποδεχθεί την ύπαρξη αδυναμίας της αγοράς χωρίς περαιτέρω χορήγηση τεκμηρίων σε περιπτώσεις στις οποίες κάθε δόση χρηματοδότησης για μια επιχείρηση από μέτρα επιχειρηματικών κεφαλαίων τα οποία είναι εξ ολοκλήρου ή μερικώς χρηματοδοτούμενα από κρατικές ενισχύσεις θα περιλαμβάνει κατ’ ανώτατο όριο 500 000 ευρώ σε μη ενισχυόμενες περιοχές, 750 000 σε περιοχές του άρθρου 87(3) στοιχείο γ) και 1 εκατ. ευρώ σε περιοχές του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α).

49.

Έπεται ότι για τις περιπτώσεις στις οποίες παρατηρείται υπέρβαση των προαναφερθέντων ποσών, η Επιτροπή, πριν αξιολογήσει το συμβιβάσιμο του μέτρου βάσει των θετικών και αρνητικών κριτηρίων που απαριθμούνται στο σημείο VIII.3 της ανακοίνωσης, θα απαιτεί την προσκόμιση στοιχείων που θα αποδεικνύουν την ύπαρξη αδυναμίας της αγοράς η οποία θα δικαιολογεί το προτεινόμενο μέτρο.

50.

Το καθεστώς Ταμείων Επιχειρηματικών Κεφαλαίων που πρότεινε το Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπει επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων της τάξης των 250 000 GBP (357 000 ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) ανά δόση επενδύσεων για ΜΜΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο.

51.

Σύμφωνα με τον « Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων 2000 – 2006 » για το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελείται από περιφέρειες που χαρακτηρίζονται ως ενισχυόμενες περιοχές σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ, ως ενισχυόμενες περιφέρειες σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ιδίας, καθώς και από μη ενισχυόμενες περιοχές (7).

52.

Σύμφωνα με το σημείο VI.5 της ανακοίνωσης, η Επιτροπή θα μπορούσε ωστόσο να αποδεχθεί την ύπαρξη αδυναμίας της αγοράς χωρίς περαιτέρω χορήγηση τεκμηρίων εάν η χρηματοδότηση επιχειρηματικών κεφαλαίων για ΜΜΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο που χρηματοδοτούνται εν όλω ή εν μέρει μέσω κρατικών ενισχύσεων θα έπρεπε να περιορίζονται σε ένα ανώτατο ποσό 1 εκατ. ευρώ για ενισχυόμενες περιοχές σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) ΕΚ, 750 000 ευρώ για ενισχυόμενες περιοχές σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ΕΚ, και 500 000 για μη ενισχυόμενες περιοχές αντιστοίχως.

53.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι προτεινόμενες επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων, στα πλαίσια του καθεστώτος Ταμείων Επιχειρηματικών Κεφαλαίων, που υπερβαίνουν τα προαναφερθέντα όρια θα έχρηζαν χορήγησης τεκμηρίων όσον αφορά την αδυναμία της αγοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο.

54.

Για να αποδείξει την ύπαρξη αδυναμίας της αγοράς το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε δύο μελέτες (8), συμπεραίνοντας ότι υπάρχει διαφορά στη χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων για ΜΜΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο για τα ποσά μεταξύ 250 000 GBP (357 000 ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) για τους ακόλουθους λόγους:

(α)

Αδυναμία στη χορήγηση χρηματοδότησης κεφαλαίων ανάπτυξης στο Ηνωμένο Βασίλειο που διάρκεσε τουλάχιστον από το 1999 όπως αποδεικνύεται από την πιο πρόσφατη έρευνα του 2003 στο Ηνωμένο Βασίλειο:

i.

Παρόλο που η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ιδίως χρηματοδότηση μέσω δανειοληψίας, βελτιώθηκε για την πλειονότητα των επιχειρήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι μικρές επιχειρήσεις με δυναμικό για ισχυρή ανάπτυξη έχουν ακόμη πρόβλημα στην προσέλκυση ιδίων κεφαλαίων. Αυτές ενδέχεται να εμπίπτουν μεταξύ του πεδίου των ατομικών επιχειρηματικών αγγέλων για χορήγηση επαρκούς χρηματοοικονομικής στήριξης και της επιθυμίας των επισήμων επενδυτών επιχειρηματικών κεφαλαίων να αντιμετωπίσουν το σχετικά υψηλότερο κόστος των επενδύσεων σε ΜΜΕ.

ii.

Ένα υψηλότερο επίπεδο ζήτησης για χρηματοδότηση ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με εκείνο που αντιμετωπίζουν σήμερα αποκλειστικά οι επαγγελματίες επενδυτές. Εάν η χορήγηση χρηματοδότησης επιχειρηματικών κεφαλαίων αυξανόταν, ιδίως σε μία περιοχή ανεπάρκειας επιχειρηματικών κεφαλαίων, η ευαισθητοποίηση σχετικά με τα εταιρικά κεφάλαια θα μπορούσε να αυξηθεί συνολικά και οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επιθυμούν περισσότερο να χρησιμοποιήσουν εξωτερικές πηγές ως μηχανισμό αύξησης της χρηματοδότησης.

(β)

Ποιοτική τεκμηρίωση ότι υπάρχουν ελλείψεις στη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων επιχειρηματικού πνεύματος και υψηλής ανάπτυξης. Αυτό το κενό ιδίων κεφαλαίων έχει την μεγαλύτερη επίπτωση σε επιχειρήσεις που επιθυμούν να προσελκύσουν αρχικές επενδύσεις μεταξύ περίπου 250 000 GBP και 2 εκατ. GBP (357 000 ευρώ και 2,9 εκατ. ευρώ):

(i)

Υφίσταται περιορισμένη διάθεση κεφαλαίων στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία επηρεάζει ιδίως τις ΜΜΕ που αναζητούν μικρά ποσά εξωτερικής χρηματοδότησης για την πρώιμη φάση και την ανάπτυξη της επιχείρησης. Η διαθεσιμότητα εξωτερικής χρηματοδότησης και ιδίως πηγές ιδίων κεφαλαίων από επαγγελματίες επενδυτές είναι ιδιαίτερα προβληματική κάτω από ένα μέγεθος επένδυσης της τάξης του 1,5 εκατ. GBP έως 2 εκατ. GBP (2,17 εκατ. ευρώ έως 2,9 εκατ. ευρώ)

(ii)

Η πλειονότητα των βρετανών επαγγελματιών δανειοδοτών ιδίων κεφαλαίων δεν ενδιαφέρεται για επενδύσεις χαμηλότερες των 3 εκατ. GBP (4,35 εκατ. ευρώ). Ενώ μικρότερες χρηματικές δόσεις από ανθεσμικούς επενδυτές/επιχειρηματικούς αγγέλους και κυβερνητικά/ιδιωτικά καθεστώτα, όπως τα περιφερειακά ταμεία εταιρικών κεφαλαίων, βοηθούν στην εξεύρεση πηγών χρηματοδότησης κάτω των 500 000 GBP (725 000 ευρώ), το ΗΒ δεν έχει ακόμη σε λειτουργία ένα σύστημα που θα επέτρεπε τη χορήγηση ‘κλιμακωτής’ ή κινητής κλίμακας χρηματοδότησης σε επιχειρήσεις ελκυστικές αλλά περιορισμένες λόγω ανεπάρκειας κεφαλαίων.

(iii)

Αυτή η απόδειξη οδηγεί επίσης σε ένα κενό που αυξάνεται διαχρονικά, το οποίο οφείλεται εν μέρει στην επιτυχία της μετακίνησης των ιδιωτικών επενδυτών προς επενδύσεις μεγαλύτερου μεγέθους. Η πρόγνωση είναι ότι αυτό το κενό είναι πιθανόν να αυξηθεί σε κλίμακα, αφού ζητήματα σταθερού κόστους θα ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις που ασχολούνται επαγγελματικά με τα επιχειρηματικά κεφάλαια να αυξήσουν το μέγεθος τόσο των αποθεματικών τους όσο και των ελάχιστων αποδεκτών μεγεθών πράξης.

55.

Με επιστολή της 7ης Μαΐου 2004, η Επιτροπή πληροφόρησε το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά το καθεστώς των Ταμείων Επιχειρηματικών Κεφαλαίων.

56.

Στην επιστολή της η Επιτροπή δήλωσε ότι έτρεφε αμφιβολίες για το κατά πόσο τα επιχειρήματα που παρουσίασε το Ηνωμένο Βασίλειο για να δικαιολογήσει την ύπαρξη αδυναμίας της αγοράς θα ήταν ικανά να δικαιολογήσουν τη χορήγηση δόσεων επενδύσεων κεφαλαίων κινδύνου που υπερβαίνουν σημαντικά τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στην ανακοίνωση.

57.

Στη συνέχεια η Επιτροπή εξήγησε ότι θεωρούσε πως μια περισσότερο ενδελεχής ανάλυση του ζητήματος ήταν αναγκαία. Μια τέτοια ανάλυση θα χρειαζόταν να περιλαμβάνει όλες τις παρατηρήσεις που έκαναν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μόνον μετά τη θεώρηση των παρατηρήσεων των τρίτων μερών η Επιτροπή θα μπορούσε να αποφασίσει κατά πόσο το μέτρο που πρότεινε το Ηνωμένο Βασίλειο επηρεάζει τις εμπορικές συνθήκες σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

58.

Σε απάντηση της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της απόφασής της να κινήσει την επίσημη διαδικασία, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τα ακόλουθα ενδιαφερόμενα μέρη:

Nelfunding

England’s Regional Development Agencies

Confederation of British Industry

Nederlandse Vereniging van Participatiemaatschappijen

VNO-NCW

Cavendish Asset Management

The University of Warwick

Stonesfield Capital Ltd.

YFM Group

Close Venture Management Ltd.

Bundesministerium der Finanzen Deutschland

Enterprise Corporate Finance Ltd.

The Institute of Chartered Accountants in England & Wales

Pénzügyminisztérium

Interregnum

Permanente Vertegenwoordiging van het Koninkrijk der Nederlanden

3i Group plc

Northwest Development Agency

One NorthEast

Lietuvos Respublikos Ukio Ministerija

59.

Όλα τα σχόλια που παρελήφθησαν ήταν θετικά και υπογράμμισαν τη σημασία του μέτρου, καθώς και την καταλληλότητα των προτεινόμενων ανώτατων ποσών επενδύσεων.

60.

Τα επιχειρήματα που υπέβαλαν τα προαναφερθέντα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ταξινομηθούν και να συνοψισθούν ως εξής:

61.

Στις παρατηρήσεις της επί της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Γερμανία επισήμανε τα ακόλουθα:

α.

Σύμφωνα με την ειδική έρευνα που διεξάχθηκε στη Γερμανία, υπάρχει ένα κενό στη χορήγηση επιχειρηματικών κεφαλαίων και χρηματοδότησης ιδιωτικών ιδίων κεφαλαίων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στο τμήμα μέχρι 5 εκατ. ευρώ.

β.

Είναι γενικά δύσκολο να αποδειχθεί η αδυναμία της αγοράς όπως ορίζεται στην ανακοίνωση και η Επιτροπή πρέπει να επεξεργασθεί σαφή κριτήρια για να στηρίξει τα κράτη μέλη στην αξιολόγησή τους των αδυναμιών της αγοράς σε συγκεκριμένους τομείς.

62.

Οι Κάτω Χώρες έδωσαν έμφαση στα ακόλουθα τεκμήρια στα σχόλιά τους επί της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας:

α.

Το πρόβλημα στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων εμφανίζεται ιδίως στο κάτω τμήμα της αγοράς κεφαλαίων. Για τις νέες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας μία διαφορά μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στο τμήμα μεταξύ 100 000 ευρώ και 2,5 εκατ. ευρώ για χρηματοδότηση γενικά επισημάνθηκε στις Κάτω Χώρες.

β.

Τα όρια που καθορίζονται στην ανακοίνωση βασίζονταν στη γνώση για την αγορά πριν το 2001, όταν στα μέσα της οικονομικής έκρηξης στον τομέα ΤΠΕ τα ιδιωτικά ίδια κεφάλαια εμφανίζονταν άφθονα ακόμη και για επενδύσεις σε επιχειρήσεις έναρξης και πρώιμης φάσης. Έκτοτε, η αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων εξελίχθηκε γοργά και το κενό ιδίων κεφαλαίων επεκτάθηκε σημαντικά πέραν των ορίων που όρισε η ανακοίνωση. Τα επιχειρηματικά κεφάλαια στρέφονται όλο και περισσότερο προς πράξεις ευρύτερες κλίμακας και προς καθιερωμένες επιχειρήσεις.

63.

Στις παρατηρήσεις της επί της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας η Ουγγαρία επισήμανε τα ακόλουθα:

α.

Το υπόδειγμα ΤΕΚ που πρότεινε το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένα υπόδειγμα που αξίζει προσοχής για εφαρμογή και στην Ουγγαρία.

β.

Το 2003, μία τάση προς υψηλότερα μεγέθη πράξεων παρατηρήθηκε στην Ουγγαρία. Παρόλο που πράξεις κάτω των 2,5 εκατ. ευρώ αντιπροσώπευαν το 14% των συνολικών ιδιωτικών επενδύσεων στην Ουγγαρία, οι πράξεις άνω των 5 εκατ. ευρώ κάλυψαν το υπόλοιπο 86% των ιδιωτικών επενδύσεων. Στην ουσία καμία πράξη για το τμήμα μεταξύ 2,5 εκατ. ευρώ και 5 εκατ. ευρώ δεν έλαβε χώρα.

γ.

Η στενή ερμηνεία των ήδη στενών ορίων που περιέχονται στην ανακοίνωση θα μπορούσε να εμποδίσει τη δημόσια δράση για στήριξη κάλυψης του προαναφερθέντος σημαντικού κενού ιδίων κεφαλαίων και θα μπορούσε κατά συνέπεια να ανακόψει το αναπτυξιακό δυναμικό των ΜΜΕ.

δ.

Αντί για τον καθορισμό ανωτάτων ορίων, η Επιτροπή θα έπρεπε να εκπονήσει ένα σύστημα ελέγχου που θα της επέτρεπε να αξιολογήσει την εξέλιξη των αγορών σε συνάρτηση με το σχετικό επίπεδο ανάπτυξης των κρατών μελών και των κεφαλαιαγορών τους.

64.

Η Λιθουανία τόνισε τις ακόλουθες εμπειρίες στις παρατηρήσεις της επί της κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας:

α.

Οι ιδιωτικές επενδύσεις ιδίων κεφαλαίων είναι περισσότερο συγκεντρωμένες σε μεγάλα ταμεία και επενδύσεις σε σχετικά καθιερωμένες μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ τα επίπεδα επένδυσης σε μικρότερες, νέες επιχειρήσεις είναι αναλογικά χαμηλότερα.

β.

Το καθεστώς ΤΕΚ θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό μέρος της στρατηγικής για την κατάργηση των φραγμών προς επιτυχείς επιχειρήσεις που διέπονται από επιχειρηματικό πνεύμα και κατά συνέπεια ακολουθεί τους κοινοτικούς στόχους για την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.

65.

Η Confederation of British Industry (CBI) (Σύνδεσμος Βρετανικής Βιομηχανίας) στηρίζει πλήρως τη βρετανική πρόταση για την ίδρυση των ΤΕΚ. Ο CBI εντόπισε το κενό αγοράς στο τμήμα μεταξύ 250 000 GBP (357 000 ευρώ) έως 3 εκατ. GBP εκατ. (4,3 εκατ. ευρώ) και κατά συνέπεια θεωρεί ότι τα ΤΕΚ πληρούν το σαφώς ορισμένο κενό της αγοράς όσον αφορά τη χρηματοδότηση εταιρειών με υψηλό δυναμικό ανάπτυξης.

66.

Το Nederlandse Vereniging van Participatiemaatschappijen (NVP) δηλώνει ότι υφίσταται ένα εμφανές κενό ιδίων κεφαλαίων στο χαμηλό τμήμα της αγοράς με ανώτατο όριο 2,5 εκατ. ευρώ. Παρόλο που αυτό το κενό μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών, η διαφορά δεν θα είναι σημαντική.

67.

Η Confederation of Netherlands Industry and Employers VNO-NCW (Σύνδεσμος Βιομηχανίας και Εργοδοτών των Κάτω Χωρών) στηρίζει τις παρατηρήσεις που πραγματοποίησαν ο CBI και ο NVP, ιδίως όσον αφορά το μέγεθος του κενού ιδίων κεφαλαίων.

68.

Το Institute of Chartered Accountants in England and Wales θεωρεί ότι υπάρχει ένα κενό ιδίων κεφαλαίων που θα μπορούσε να φθάσει τα 5 εκατ. GBP (7 εκατ. ευρώ) για τους ακόλουθους λόγους:

(α)

Η πλειονότητα των επαγγελματιών ιδιωτών χορηγών ιδίων κεφαλαίων δεν ενδιαφέρεται για πράξεις μικρότερες των 3 εκατ. GBP (4,3 εκατ. ευρώ).

(β)

Η εμπειρία τείνει να καταδείξει ότι λίγοι οίκοι χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων στο Ηνωμένο Βασίλειο επενδύουν δραστήρια σε επιχειρήσεις για ή κάτω από τα 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ). Κατά συνέπεια, ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων που λαμβάνουν επενδύσεις 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ), ή πλησίον, από αυτές τις πηγές είναι πολύ περιορισμένος για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο. Άλλοι μπορεί να ενδιαφέρονται γι’ αυτό το τμήμα μεγέθους, είτε ως μέρους ενός πιο ευρέος τμήματος άνω των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) ή εκεί όπου αυτοί συμμετέχουν στη χρηματοδότηση μιας εξαγοράς από τη διεύθυνση (MBO) ή την αλλαγή ιδιοκτησίας μίας επιχείρησης, παρά από την οργανική της ανάπτυξη.

(γ)

Οι επαγγελματίες χορηγοί επιχειρηματικών κεφαλαίων στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν ένα δυναμικό κλάδο μέσης και μεγάλης κλίμακας ιδίων κεφαλαίων, με κύριο στόχο την απόκτηση είτε μεγάλων εταιρικών πακέτων είτε τον έλεγχο επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας και σημαντικά κερδοφόρων. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 5-6 ετών ο αριθμός των οίκων επιχειρηματικών κεφαλαίων που χορήγησαν κονδύλια για επένδυση σε ένα λογικό αριθμό μικρών εταιρειών στο τμήμα έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) φαίνεται να έχει μειωθεί.

Το Ινστιτούτο πιστεύει ότι το προταθέν καθεστώς ΤΕΚ θα αποτελέσει μια ανεκτίμητη πηγή χρηματοδότησης για επιχειρήσεις που αναζητούν ένα σχετικά μικρό ποσό ιδίων κεφαλαίων και θα παροτρύνει άλλους επενδυτές να συμμετάσχουν σε μικρότερα επενδυτικά ποσά όπου μπορούν να ακολουθήσουν ένα εξειδικευμένο σ’ αυτό τον τομέα Ταμείο, σε αντίθεση με την κερδοσκοπική επένδυση κάθε τόσο.

69.

Τα England’s Regional Development Agencies δηλώνουν ότι μία πρόσφατη μελέτη από το Advantage West Midlands RDA καταδεικνύει ότι οι φραγμοί στην πρόσβαση χρηματοδότησης για ανάπτυξη είναι περισσότερο υψηλοί για τις επιχειρήσεις που αναζητούν στο τμήμα μεταξύ 250 000 GBP (357 000 ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) όπως αποδεικνύεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(α)

Η μελέτη καταδεικνύει ότι το κενό ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε από το 1999/2000 επειδή επίσημα επιχειρηματικά κεφάλαια μετανάστευσαν προς πράξεις υψηλότερου μεγέθους, της τάξης 2-3 εκατ. GBP (2,9 - 4,2 εκατ. ευρώ).

(β)

Στο χαμηλό τμήμα της αγοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων το ΗΒ διαθέτει έναν αριθμό υφισταμένων παρεμβάσεων που χορήγησαν επιτυχώς μικρά ποσά αναπτυξιακού κεφαλαίου σε ΜΜΕ. Ωστόσο, πρόσφατες εκθέσεις δείχνουν ότι υφίσταται ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων που αναζητούν ποσά που υπερβαίνουν αρκετά το όριο των 250 000 GBP (357 000 ευρώ).

70.

Το Northwest Regional Development Agency παρατηρεί τα εξής:

(α)

Οι ανάγκες χρηματοδότησης των εταιρειών που λαμβάνουν επενδύσεις προσπαθώντας να αντλήσουν χρηματοδότηση στο τμήμα μεταξύ 750 000 ευρώ και 2,9 εκατ. ευρώ ήταν κάτω του επιπέδου ενδιαφέροντος του μεγαλύτερου μέρους των χορηγών επιχειρηματικών κεφαλαίων.

(β)

Οι βρετανοί χορηγοί επιχειρηματικών κεφαλαίων μετακινούν τα ελάχιστα όριά τους για επένδυση πλησίον των 5 εκατ. GBP (7 εκατ. ευρώ).

(γ)

Το πραγματικό κενό επιχειρηματικών κεφαλαίων στο ΗΒ τοποθετείται πιθανώς στο τμήμα μεταξύ 3 εκατ. GBP (5,2 εκατ. ευρώ) έως 5 εκατ. GBP (7 εκατ. ευρώ).

(δ)

Η αναγνώριση από μέρους της Επιτροπής της αδυναμίας της αγοράςκάτω των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) θα αποτελέσει ένα σημαντικό και καθοριστικό κίνητρο για τις επιχειρήσεις υψηλού δυναμικού ανάπτυξης στο ΗΒ.

71.

Το Πανεπιστήμιο του Warwick, αφού διεξήγαγε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με επαγγελματίες τεχνολογικής μεταφοράς από 50 βρετανικά πανεπιστήμια, υποβάλλει παρατηρήσεις σχετικά με την αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων πρώιμης φάσης και ιδίως για ζητήματα που αντιμετωπίζουν εταιρείες spin-off από τον πανεπιστημιακό τομέα, υπογραμμίζοντας τα ακόλουθα:

(α)

Παρόλο που φαίνεται σχετικά εύκολο για επιχειρήσεις spin-off από τον πανεπιστημιακό τομέα να αντλήσουν μικρά ποσά επιχορηγήσεων και ιδίων κεφαλαίων με χρηματοδότηση έως 500 000 GBP (700 000 ευρώ), υπάρχει μία μείωση των πηγών κεφαλαίου στο τμήμα άνω των 500 000 GBP (700 000 ευρώ). Η κύρια, και συχνά η μοναδική, πηγή ιδίων κεφαλαίων κινδύνου σ’ αυτή τη φάση είναι τα εξειδικευμένα κεφάλαια κινδύνου για τεχνολογία.

(β)

Υπάρχουν λίγες σχετικά εταιρείες κεφαλαίων κινδύνου που εξειδικεύονται σ’ αυτόν τον τομέα, και όλες τους έχουν περιορισμένους πόρους. Η αδυναμία ιδίων κεφαλαίων σ’ αυτό το επίπεδο έχει περιορίσει και καθυστερήσει την ανάπτυξη ατομικών εταιρειών spin-off.

(γ)

Από την ομάδα αναφοράς, λιγότερο από 1 spin-off εταιρεία στις 15 άντλησε ίδια κεφάλαια στο τμήμα από 500 000 GBP (700 000 ευρώ) έως 1 εκατ. GBP (1,4 εκατ. ευρώ).

(δ)

Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν πανεπιστημιακές εταιρείες spin-off που ζητούν να αντλήσουν εταιρικά κεφάλαια στο τμήμα από 1 εκατ. GBP (1,4 εκατ. ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) είναι στην ουσία όμοια. Επειδή αυτές βρίσκονται στο ίδιο στάδιο ανάπτυξης, οι εταιρείες που αναζητούν κάτω των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) θα αντιμετωπίσουν τις ίδιες προκλήσεις που οφείλονται στην έλλειψη πηγών.

(ε)

Από τα πανεπιστήμια που αναφέρθηκαν κανένα δεν έλαβε επένδυση για κεφάλαια εταιρειών spin-off στο τμήμα 1 εκατ. GBP (1,4 εκατ. ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ). Για πανεπιστημιακές εταιρείες spin-off υπάρχουν περισσότερες πηγές ιδίων κεφαλαίων διαθέσιμες για το τμήμα άνω των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ).

72.

Η Northern Enterprise Limited (Nelfunding) θεωρεί ότι υπάρχει αδυναμία της αγοράς για τις επενδύσεις σε κεφάλαια κινδύνου κάτω των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) στο ΗΒ και ότι ως αποτέλεσμα υπάρχει μία αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη των ΜΜΕ.

73.

Η Stonesfield Capital Limited που επενδύει δραστήρια στο τμήμα ιδίων κεφαλαίων μεταξύ 500 000 GBP (700 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) στα οποία στοχεύουν τα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων και υπέβαλε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

(α)

Η παροχή κεφαλαίων διαθέσιμων σε όλο το ΗΒ για επενδύσεις στο τμήμα μεταξύ 500 000 GBP (700 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) είναι άκρως περιορισμένη. Υπάρχει ένα μεγάλο κενό ιδίων κεφαλαίων για μικρές επιχειρήσεις που αναζητούν να αντλήσουν αυτά τα χρήματα και αυτό το κενό διευρύνεται αντί να περιοριστεί.

(β)

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη « Report on Investment Activity 2003 » (Έκθεση για τις Επενδυτικές Δραστηριότητες 2003) που δημοσίευσε η British Venture Capital Association, υπάρχει πτώση του επενδεδυμένου ποσού σε εταιρείες πρώιμης φάσης κατά 32% μεταξύ του 2001 και του 2003.

(γ)

Η επίδοση των ταμείων πρώιμης φάσης μειώθηκε έντονα κατά την ίδια περίοδο. Η συνολική ετήσια απόδοση για μακροπρόθεσμα δάνεια των επενδυτών για κεφάλαια πρώιμης φάσης ήταν 14,1% το 2001 και έπεσε στο 4,7% το 2003.

(δ)

Τόσο η μείωση των επενδύσεων όσο και οι επιδόσεις γι’ αυτή την περίοδο οδήγησαν σε έξοδο από την αγορά ορισμένων επενδυτών κεφαλαίων σε επιχειρήσεις πρώιμης φάσης.

(ε)

Αυτή η δυναμική της αγοράς αντικατοπτρίστηκε επίσης στο μέσο μέγεθος των επενδύσεων σε εμπορικές ευκαιρίες πρώιμης φάσης. Το 2001 το μέσο μέγεθος πράξης ήταν περίπου 1 εκατ. GBP (1,4 εκατ. ευρώ) και αυξήθηκε το 2003 σε 1,6 εκατ. GBP (2,3 εκατ. ευρώ).

(στ)

Αυτό αποδεικνύει ότι οι επενδυτές στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων επενδύουν συνήθως υψηλότερα χρηματικά ποσά σε μία προσπάθεια να μειώσουν τον κίνδυνο και εξ αυτού συνεισφέρουν στη διεύρυνση του τμήματος για ίδια κεφάλαια σε 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ).

(ζ)

Οι εταιρείες που αναζητούν κεφάλαια μεταξύ του 1 εκατ. GBP (1,4 εκατ. ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην άντληση των απαιτούμενων κεφαλαίων και αυτό διότι τα 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) είναι κάτω από το ύψος στο οποίο είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν οι εταιρείες παροχής επιχειρηματικών κεφαλαίων.

(η)

Το ύψος των κεφαλαίων που αντλήθηκαν για να επενδυθούν σε επιχειρηματικές ευκαιρίες πρώιμης φάσης έπεσε κατά 73% από το 2001 ως το 2003. Το 2001, 1,4 δισεκατ. GBP (2 δισεκατ. ευρώ) αντλήθηκαν για να επενδυθούν σε κεφάλαια κινδύνου πρώιμης φάσης έναντι 369 εκατ. GBP (517 εκατ. ευρώ) το 2003. Μόνο 1% των 369 εκατ. GBP (517 εκατ. ευρώ) που αντλήθηκαν το 2003 αφορούσαν το τμήμα κάτω των 10 εκατ. GBP (14 εκατ. ευρώ).

(θ)

Οι ΜΜΕ δεν μπορούν να δικαιολογήσουν μία αύξηση σε απαιτήσεις κεφαλαίων πέραν των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) επειδή το μέγεθός τους και η φάση ανάπτυξής τους σημαίνει ότι δεν είναι αρκετά ώριμες και η απώλεια ελέγχου για τον επιχειρηματία θα ήταν πολύ μεγάλη. Αυτό αφήνει ένα σημαντικό χρηματοδοτικό κενό που χρειάζεται να καλυφθεί εάν αυτές οι ΜΜΕ θέλουν να εξελιχθούν σε επιτυχημένες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Η παροχή χρηματοδότησης στο τμήμα μεταξύ 500 000 GBP (700 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) είναι απαραίτητη για την επιβίωση και την οικονομική άνθηση πολλών μικρών επιχειρήσεων.

74.

Ο όμιλος YFM υπέβαλε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

(α)

Οι τελευταίες στατιστικές British Venture Capital Association (BVCA) δείχνουν ότι το 2003 τα μέλη της BVCA επένδυσαν 724 εκατ. GBP (1 δισεκατ. ευρώ) σε ποσά κάτω των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) με αποδέκτες 1 015 επιχειρήσεις με έδρα το ΗΒ.

(β)

Εάν αποκλεισθούν οι πράξεις κάτω των 500 000 GBP (700 000 ευρώ) η εικόνα αλλάζει ριζικά. Το 2000, 482 εκατ. GBP (675 εκατ. ευρώ) επενδύθηκαν σε ποσά μεταξύ 500 000 GBP (700 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) με αποδέκτες 348 επιχειρήσεις. Από το 2003 το ποσό που επενδύθηκε έπεσε στα 286 εκατ. GBP (400 εκατ. ευρώ), ήτοι πτώση κατά 41% των στοιχείων του 2000, με αποδέκτες 277 επιχειρήσεις.

(γ)

Αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνουν εξαγορές από τη διεύθυνση (MBO), εσωτερικές εξαγορές (MBI), μεταγενέστερες επεκτάσεις, δευτερεύουσες αγορές και συμφωνίες όπου το τραπεζικό χρέος επαναχρηματοδοτήθηκε. Εάν αυτές οι πράξεις αφαιρεθούν για να γίνει επικέντρωση στις αρχικές και στις πράξεις πρώιμης φάσης, τα στοιχεία για τα επενδυθέντα ποσά και τις δικαιούχες εταιρείες θα είναι ακόμη πιο χαμηλά.

(δ)

Η χρηματοδότηση για προτάσεις επιχειρήσεων στο αρχικό στάδιο και πρώιμης φάσης, ανεξάρτητα από το μέγεθος των πράξεων που ολοκληρώθηκαν, έπεσε από ένα σύνολο 703 εκατ. GBP (984 εκατ. ευρώ) το 2000 σε 263 εκατ. GBP (368 εκατ. ευρώ) το 2003, ήτοι πτώση κατά 63%.

(ε)

Με την παρακίνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της βρετανικής κυβέρνησης ο αριθμός και η αξία των πράξεων κάτω από 500 000 GBP (700 000 ευρώ) αγοράς επεκτείνεται.

(στ)

Ωστόσο, στο επόμενο προς τα πάνω επίπεδο, η μετακίνηση των βρετανικών χρηματοδοτικών οίκων σε υψηλότερες πράξεις αφήνει ένα χρηματοδοτικό κενό. Οι υποχρεώσεις από την πλευρά της παροχής καθίστανται ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι επιχειρήσεις που έλαβαν επενδύσεις κάτω από το ύψος των 500 000 GBP (700 000 ευρώ) και που πιθανόν να χρειάζονται σημαντικά ποσά για τη συνέχιση της χρηματοδότησης δεν είναι σε θέση να αντλήσουν κεφάλαια που χρειάζονται, λόγω του χρηματοδοτικού κενού στο τμήμα μεταξύ 500 000 GBP (700 000 ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ).

75.

Η Close Venture Management Limited υπογράμμισε τα ακόλουθα:

(α)

Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το κενό ιδίων κεφαλαίων, το οποίο εξελίχθηκε διαχρονικά, καλύπτει τώρα το τμήμα μεταξύ 500 000 GBP (700 000 ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ). Με την παρέλευση του χρόνου και τα αυξανόμενα ποσά κεφαλαίων υπό διαχείριση, οι επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων εγκατέλειψαν το τμήμα κάτω από τα 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ).

(β)

Αυτό αποτελεί σύμπτωμα μιας κοινής και αναπόφευκτης τάσης. Εάν οι διαχειριστές επενδύσεων παρουσιάζουν θετικά αποτελέσματα αντλούν περισσότερα κεφάλαια τα οποία με τη σειρά τους τους επιτρέπουν να πραγματοποιήσουν μεγαλύτερες πράξεις. Επειδή υπάρχουν εγγενείς οικονομίες κλίμακας στον κλάδο επιχειρηματικών κεφαλαίων και ιδίων κεφαλαίων, οι διαχειριστές επενδύσεων θα εγκαταλείψουν κατά κανόνα τις μικρότερες συναλλαγές όσο πιο σύντομα μπορούν.

(γ)

Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί λίγοι επαγγελματίες ή θεσμικοί επενδυτές στο Ηνωμένο Βασίλειο για το τμήμα κάτω των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ). Επί του παρόντος, περίπου 60% όλων των συναλλαγών στο τμήμα μεταξύ 500 000 GBP (700 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) αντιπροσωπεύει ακάλυπτη ζήτηση χωρίς έτοιμους χορηγούς κεφαλαίων κινδύνου στους οποίους να απευθυνθούν.

76.

Η Enterprise Corporate Finance Limited έχει καταστεί σε αυξανόμενο βαθμό ανίσχυρη στις προσπάθειές της να αντλήσει κεφάλαια στο τμήμα μεταξύ 500 000 GBP (700 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) για τις επιχειρήσεις που αποτελούν τους πελάτες της:

(α)

Ο κύριος λόγος δεν είναι η έλλειψη ποιότητας στις επενδυτικές ευκαιρίες αυτές καθαυτές, αλλά η αυξανόμενη απροθυμία αυτών των εταιρειών για χρηματοδότηση κεφαλαίων προς μικρές επενδύσεις.

(β)

Η κατάσταση της αγοράς έχει επιδεινωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών σε βαθμό που πράξεις για κάτω των 5 εκατ. GBP (7 εκατ. ευρώ) έχουν μια πολύ αμυδρή πιθανότητα να τύχουν χρηματοδότησης, παρ’ όλη την αξία της επιχείρησης που αναζητά επενδύσεις.

(γ)

Το πρόβλημα είναι σημαντικά χειρότερο για εκείνες τις επιχειρήσεις που αναζητούν κεφάλαια στο τμήμα μεταξύ 250 000 GBP (357 000 ευρώ) έως 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) λόγω κυρίως του απαγορευτικού υψηλού κόστους και ανεπάρκειας κατάλληλης εμπορικής ικανότητας. Η μερίδα του λέοντος της χρηματοδότησης επιχειρηματικών κεφαλαίων απευθύνεται σε περισσότερο ουσιαστικές και ώριμες επιχειρήσεις με περιουσιακά στοιχεία και με ιστορικό δημιουργίας κερδών.

77.

Η 3i στις παρατηρήσεις της τονίζει τα ακόλουθα:

(α)

Κατά τα προηγούμενα δύο-τρία έτη η αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων υπέστη σημαντική μεταβολή, αφού ελαττώθηκαν τα επενδυτικά κέρδη που προέρχονται από εταιρείες πρώιμης φάσης και μικρότερης ανάπτυξης.

(β)

Αυτό, σε συνδυασμό με την ευρύτερη τάση του κλάδου για μεγαλύτερες επενδύσεις και πιο σώφρονες επενδυτικές στρατηγικές, κατέληξε σε μείωση της παροχής επενδύσεων προς το χαμηλότερο τμήμα της αγοράς.

Η 3i επί του παρόντος εκτιμά ότι το κενό ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε από 500 000 GBP (700 000 ευρώ) σε 1 εκατ. GBP (1,4 εκατ. ευρώ) έναντι 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) προηγουμένως.

Η 3i μείωσε σημαντικά τις επενδύσεις της σ’ αυτό το τμήμα της αγοράς. Ενώ το 2001 χορήγησε σε ολόκληρη την Ευρώπη περίπου 1,1 δισεκατ. ευρώ για επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου για εταιρείες σε πρώιμη φάση, η επένδυση σε παρόμοιες εταιρείες ελαττώθηκε σημαντικά με την 3i να επενδύει περίπου 150 εκατ. ευρώ σ’ αυτό το τμήμα της αγοράς το 2004.

78.

Η Cavendish Asset Management Limited στηρίζει τις παρατηρήσεις που έκανε το Institute of Chartered Accountants in England and Wales όπως περιγράφτηκαν στο σημείο 68 ανωτέρω.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

79.

Οι παρατηρήσεις του Ηνωμένου Βασίλείου σχετικά με την απόφαση της Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, καθώς και οι παρατηρήσεις των τρίτων μερών συνοψίζονται στα σημεία από το (80) έως το (96).

80.

Παρόλο που η πρόσβαση στη χορήγηση δανείων βελτιώθηκε για την πλειονότητα των επιχειρήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, μία σημαντική μειονότητα των ΜΜΕ με υψηλό δυναμικό ανάπτυξης έχει ακόμη προβλήματα στην προσέλκυση ιδίων κεφαλαίων.

81.

Τα ίδια κεφάλαια είναι κατάλληλα για τις επιχειρήσεις σε πρώιμη φάση ανάπτυξης κατά την οποία δεν δημιουργούνται ακόμη σημαντικά εισοδήματα προς εξυπηρέτηση των καταβολών τοκοχρεωλυσίων. Επίσης, είναι κατάλληλα για υπηρεσίες που αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες, προϊόντα ή αγορές που προσφέρουν το δυναμικό επιτυχίας σημαντικών αριθμοδεικτών ανάπτυξης, αλλά επίσης παρουσιάζουν και σημαντικό κίνδυνο αποτυχίας.

82.

Από τη δημόσια έρευνα σχετικά με την πρόσβαση μικρών επιχειρήσεων σε κεφάλαιο ανάπτυξης, με τα συναθροισμένα στοιχεία BVCA και της ακαδημαϊκής έρευνας, προκύπτει ότι υπάρχει αδυναμία ιδίων κεφαλαίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, γεγονός που επηρεάζει τις επιχειρήσεις που αναζητούν να αντλήσουν χρηματοδότηση για ίδια κεφάλαια στο τμήμα 250 000 GBP (357 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ).

83.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ιδίως από το 1999, η αδυναμία ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε προς τα επάνω εν μέρει λόγω της επιτυχίας της μετακίνησης των ιδιωτών παροχέων ιδίων κεφαλαίων προς επενδύσεις μεγαλύτερου μεγέθους. Το μέσο μέγεθος των πράξεων αυξήθηκε ουσιαστικά, αφού οι επιχειρήσεις παροχής επιχειρηματικών κεφαλαίων επιδιώκουν να επωφεληθούν από τις αυξημένες οικονομίες κλίμακας.

84.

Το κενό ιδίων κεφαλαίων διευρύνθηκε για τις ΜΜΕ πρώιμης φάσης κατά τα πρόσφατα έτη λόγω της αλλαγής στην αγορά των μορφών επενδύσεων που πραγματοποίησαν οι χορηγοί επιχειρηματικών κεφαλαίων. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι επενδύσεις σε επιχειρηματικά κεφάλαια στάθηκαν σε επενδύσεις όψιμης φάσης, εξαγορές από τη διεύθυνση (MBO) και εσωτερικές εξαγορές (MBI).

85.

Τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία BVCA για το 2003 αποδεικνύουν ότι υπάρχει μία συνεχής έμφαση στις πράξεις όψιμης φάσης και ιδίως σε μεγάλες εξαγορές. Οι επενδύσεις για πρώιμη φάση αντιπροσωπεύουν ακριβώς το 6,5% των βρετανικών επενδύσεων σε επιχειρηματικά κεφάλαια το 2003, ήτοι λιγότερο του 0,02 του ΑΕΠ. Τούτο αντιφάσκει με τον μέσο όρο του 0,05% του ΑΕΠ που επενδύθηκε σε επιχειρήσεις πρώιμης φάσης κατά τα έτη 1998-2001.

86.

Η αναμενόμενη χρήση των νεοαντληθέντων κονδυλίων για επιχειρηματικά κεφάλαια επικεντρώνεται όλο και περισσότερο σε μεγαλύτερες πράξεις σε καλώς καθιερωμένες εταιρείες. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία από τη BVCA δείχνουν ότι μόνο 4% των κονδυλίων που αντλήθηκαν αναμένονται να χορηγηθούν σε επενδύσεις πρώιμης φάσης, 3% σε πράξεις επέκτασης και 1% σε MBO κάτω των 10 εκατ. GBP. Αναμενόταν ότι μόνο το 3% των κονδυλίων που αντλήθηκαν θα είχαν χορηγηθεί σε επενδύσεις σε εταιρείες πρώιμης φάσης και τεχνολογικής επέκτασης σε σύγκριση με το 5% το 2002.

87.

Επιπλέον, τα στοιχεία δείχνουν ότι από αυτές τις επενδύσεις που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια του κενού ιδίων κεφαλαίων στο τμήμα από 250 000 GBP (357 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ), μόνο 1 στις 4 είναι ανεξάρτητη αρχική επένδυση. Από περίπου 1 000 επενδύσεις στο τμήμα κάτω από τα 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) το 2000-2002, περισσότερες από το 70% ήταν επενδύσεις συνέχισης.

88.

Λόγω του ό,τι οι χορηγοί κεφαλαίων μετακινούνται προς μεγαλύτερα μεγέθη κεφαλαίων, υπάρχουν λίγες ενδείξεις σχετικά με μεταστροφή νέων επενδυτικών οίκων επιχειρηματικών κεφαλαίων προς το χαμηλότερο τμήμα της αγοράς. Η σημασία της καλής φήμης στον τομέα επιχειρηματικών κεφαλαίων δημιουργεί ένα σημαντικό εμπόδιο εισόδου στους μελλοντικούς νέους οίκους διαχείρισης κεφαλαίων που επιδιώκουν να ανταγωνιστούν στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων. Αυτή η τάση θα έχει ως αποτέλεσμα μία επιδείνωση της ανεπάρκειας ταλέντων και εμπειρίας στο κενό τμήμα της αγοράς ιδίων κεφαλαίων η οποία θα καταστεί όλο και περισσότερο δύσκολη να αντικατασταθεί με τη ροή του χρόνου, με ποιοτικούς διαχειριστές κεφαλαίων που αντλούν μεγαλύτερα κεφάλαια, και κατά συνέπεια πραγματοποιούν μεγαλύτερες πράξεις. Δεδομένων των απαιτούμενων προσόντων για επιτυχείς επενδύσεις μικρής κλίμακας και πρώιμης φάσης, η εξασφάλιση μιας καλής ροής νεοεισερχομένων καλής ποιότητας αποτελεί προϋπόθεση για μια δυναμική πρώιμης φάσης.

89.

Το ΗΒ συμπεραίνει ότι φαίνεται να υπάρχει πλήρης συμφωνία μεταξύ όλων των ενεχομένων ότι υφίσταται ένα κενό στην αγορά κεφαλαίων κινδύνου το οποίο καθιστά δύσκολο στις ΜΜΕ με υψηλό δυναμικό ανάπτυξης να αντλήσουν κεφάλαια. Όλα τα σχόλια των τρίτων ενδιαφερόμενων μέτρων υποστήριξαν την άποψη του ΗΒ ότι υπάρχει τώρα ένα κενό ιδίων κεφαλαίων πέραν του επιπέδου που ορίζεται στην ανακοίνωση.

90.

Το Ηνωμένο Βασίλειο προσπάθησε να αποδείξει ότι το κενό χρηματοδότησης υφίσταται στα επενδυτικά μεγέθη μέχρι 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ). Ένα μέρος των ενδιαφερόμενων μερών που απάντησαν αντιτείνεται ότι αυτή είναι μία μέτρια εκτίμηση και ότι το κενό μπορεί τώρα να φτάσει στο ύψος των 5 εκατ. GBP (7 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι οι ενδείξεις δείχνουν ότι το ποσό των 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) είναι το κατάλληλο.

91.

Το Ηνωμένο Βασίλειο υπογραμμίζει ότι οι απαντήσεις από εκείνες τις εταιρείες που δρουν στον βρετανικό τομέα επιχειρηματικών κεφαλαίων είναι ευθυγραμμισμένες με εκείνες της δικής του λεπτομερούς έρευνας. Όλοι οι ερωτώμενοι αναγνώρισαν την ύπαρξη ενός κενού στη χρηματοδότηση επενδυτικών κεφαλαίων στο ύψος 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) ή και άνω. Αυτοί οι ερωτώμενοι έχουν πρακτική εμπειρία αυτής της αγοράς και διεξήγαγαν την έρευνά τους από εμπορική άποψη. Η εμπειρία τους υποστηρίζει την έρευνα του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία δηλώνει ότι Ταμεία που δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν τον τομέα δεν είναι σε θέση να προσελκύσουν ιδιωτικούς επενδυτές για τους οποίους οι μικρότερες επενδύσεις συνεπάγονται κινδύνους και αυξημένο κόστος. Κατά συνέπεια, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ικανοποιημένο από το γεγονός ότι το καθεστώς Ταμείων Επιχειρηματικών Κεφαλαίων δεν θα μετακινήσει υπάρχουσες ιδιωτικές χορηγήσεις σ’ αυτή την αγορά.

92.

Το Ηνωμένο Βασίλειο χαιρετίζει επίσης το επίπεδο στήριξης της πρακτικής μορφής του υποδείγματος ΤΕΚ. Το Ηνωμένο Βασίλειο χαιρετίζει την κατανόηση όσων απάντησαν ότι η προτεινόμενη δομή ταμείου σημαίνει ότι δεν θα εμφανιστεί στρέβλωση του ανταγωνισμού και ότι το κίνητρο θα προορίζεται για ορθές αποφάσεις εμπορικών επενδύσεων. Το βασικό στοιχείο γι’ αυτό είναι ότι τα προτεινόμενα ΤΕΚ δεν παρέχουν καμία ειδική προστασία στους ιδιώτες επενδυτές, γεγονός που θα τους παρακινούσε να επιλέξουν καλούς διαχειριστές ταμείων οι οποίοι θα προσπαθήσουν για το καλύτερο αποτέλεσμα. Εάν ένα ΤΕΚ δεν πραγματοποιεί θετική απόδοση ο ιδιώτης επενδυτής θα χάσει τα χρήματά του. Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι πρόκειται για ένα μάλλον ισχυρό κίνητρο παρά για ένα εναλλακτικό υπόδειγμα όπου υπάρχει ένα χαμηλότερο μερίδιο δημόσιας επένδυσης, αλλά όπου το δημόσιο χρήμα είναι εκτεθειμένο σε κίνδυνο έναντι της ιδιωτικής επένδυσης και οι ιδιωτικοί επενδυτές μπορούν να ανακτήσουν τα χρήματά τους από ζημιογόνα ταμεία.

93.

Περιλαμβάνοντας βασικά στοιχεία της δομής κάθε ταμείου στη διαδικασία πρόσκλησης ενδιαφέροντος το Ηνωμένο Βασίλειο θα πληρώσει το ελάχιστο αναγκαίο σε ό,τι αφορά διοικητικές επιβαρύνσεις του ταμείου. Η διαδικασία πρόσκλησης υποβολής ενδιαφέροντος θα καθορίσει ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις, όπως τη ρήτρα pari passu σε περίπτωση ζημιών και μία απόδοση προτεραιότητας για τον δημόσιο επενδυτή, αν και οι συμμετέχοντες στον διαγωνισμό θα μπορούν να διευκρινίσουν εναλλακτικούς όρους περισσότερο γενναιόδωρους προς τον δημόσιο επενδυτή. Είναι λοιπόν δυνατόν οι ιδιώτες επενδυτές να είναι εκτεθειμένοι σε μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι ο δημόσιος επενδυτής ή ότι η απαιτούμενη συνεισφορά να είναι μικρότερη απ’ αυτή που είχε προβλεφθεί, εάν ο μειοδότης είναι σε θέση να αποδείξει ότι αυτό θα ήταν ελκυστικό για τους επενδύοντες στο Ταμείο του.

94.

Το Ηνωμένο Βασίλειο σημειώνει επιπλέον ότι οι απαντήσεις από άλλα κράτη μέλη υπογραμμίζουν την επιθυμία ανανέωσης της ισχύουσας ανακοίνωσης. Η αγορά κεφαλαίων κινδύνου σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αλλάξει σημαντικά από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης το 2001. Ενόψει αυτού, το Ηνωμένο Βασίλειο συμφωνεί ότι θα χρειαστούν ορισμένες θεμελιώδεις αναθεωρήσεις στην ανακοίνωση όταν θα επανεξετασθεί το 2006. Αυτές οι αναθεωρήσεις θα χρειαστεί ασφαλώς να ασχοληθούν, όχι μόνο με την απλή θεώρηση των μεγεθών των δόσεων, αλλά και με άλλα θέματα όπως η ισορροπία του κινδύνου του ιδιωτικού τομέα ως αντιστάθμιση για μεγαλύτερη δημόσια χρηματοδότηση και επίσης μεγαλύτερη χρήση των μέσων όπως η απαλλαγή κατά κατηγορίες.

95.

Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι το καθεστώς ΤΕΚ θα πραγματοποιήσει μία σημαντική συνεισφορά στην αντιμετώπιση εκείνου που παραμένει ένας σημαντικός φραγμός στην καινοτομία και στο επιχειρηματικό πνεύμα και στην εκπλήρωση των στόχων που καθορίστήκαν στη Λισσαβόνα και στο σχέδιο δράσης για το επιχειρηματικό πνεύμα. Επίσης, το καθεστώς ΤΕΚ θα βοηθήσει στην τήρηση των συστάσεων της έκθεσης Kok η οποία σημείωσε ότι η χρηματοδότηση των ΜΜΕ στην Ευρώπη είναι επί του παρόντος υπερβολικά βασισμένη στον δανεισμό και παρότρυνε μεγαλύτερη χρήση κεφαλαίων κινδύνου.

96.

Το Ηνωμένο Βασίλειο συμπεραίνει ότι η στήριξη που επέδειξαν τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας και άλλα κράτη μέλη, καθώς και εκείνοι που δραστηριοποιούνται στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων αντικατοπτρίζει θετικά την ανάγκη ενός μηχανισμού επενδύσεων όπως το ΤΕΚ.

VI.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

97.

Η Επιτροπή εξέτασε το καθεστώς υπό το πρίσμα του άρθρου 87 της συνθήκης ΕΚ και ιδίως βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής για Κρατικές ενισχύσεις και επιχειρηματικά κεφάλαια (9). Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης αυτής είναι τα εξής:

VI.1.   Νομιμότητα

98.

Με τη γνωστοποίηση του καθεστώτος, οι βρετανικές αρχές τήρησαν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ.

VI.2.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

99.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της ανακοίνωσης, η εκτίμηση της παρούσας κρατικής ενίσχυσης πρέπει να λάβει υπόψη της τη δυνατότητα ότι ένα μέτρο μπορεί να χορηγήσει ενίσχυση σε τουλάχιστον τρία διαφορετικά επίπεδα:

(α)

ενίσχυση στους επενδυτές,

(β)

ενίσχυση σε οποιοδήποτε ταμείο ή άλλο μηχανισμό μέσω του οποίου ενεργοποιείται το μέτρο

(γ)

ενίσχυση στις επιχειρήσεις στις οποίες πραγματοποιούνται οι επενδύσεις.

100.

Στο επίπεδο των επενδυτών, η Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Η συμμετοχή κρατικών πόρων αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι βρετανικές αρχές θα χορηγήσουν δημόσια κεφάλαια στα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων. Οι ιδιωτικοί επενδυτές στα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων, οι οποίοι μπορεί να είναι επιχειρήσεις σύμφωνα με την έννοια της συνθήκης ΕΚ, ενδέχεται να δικαιούνται μεγαλύτερα κέρδη από τον δημόσιο τομέα και κατά συνέπεια πιθανώς να τυγχάνουν πλεονεκτήματος. Αν και σε κανένα άτομο η οργάνωση δεν απαγορεύεται να επενδύσει στα Ταμεία, το περιορισμένο μέγεθος των Ταμείων δεν θα εγγυάται ότι όλες οι εν δυνάμει επενδύσεις θα γίνουν αποδεκτές και κατά συνέπεια η Επιτροπή θεωρεί ότι πραγματοποιείται επιλογή. Το καθεστώς επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, αφού η επένδυση κεφαλαίου είναι μια δραστηριότητα που αποτελεί αντικείμενο σημαντικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

101.

Στο επίπεδο του Ταμείου, η Επιτροπή τείνει σε γενικές γραμμές προς την άποψη ότι ένα Ταμείο είναι ένας μηχανισμός για τη μεταφορά ενίσχυσης στους επενδυτές ή/και στις επιχειρήσεις στις οποίες πραγματοποιούνται οι επενδύσεις, παρά ένας δικαιούχος ενίσχυσης. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως μέτρα που συνεπάγονται μεταφορές υπέρ υφιστάμενων Ταμείων με πολυάριθμους και διαφοροποιημένους επενδυτές, το Ταμείο μπορεί να έχει τον χαρακτήρα μιας ανεξάρτητης επιχείρησης. Στα πλαίσια του παρόντος καθεστώτος, τα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων θα είναι νεοσύστατα και θα τους απαγορεύεται να δραστηριοποιηθούν σε δραστηριότητες διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες προορίζονται από το καθεστώς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν θεωρεί τα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων ως ξεχωριστούς δικαιούχους ενίσχυσης. Αυτή η αρχή είναι ευθυγραμμισμένη με τις αποφάσεις της Επιτροπής για το «Viridian Growth Fund» (10), the «Coalfields Enterprise Fund» (11) and the « Community Development Venture Fund » (12).

102.

Στο επίπεδο των επιχειρήσεων στις οποίες πραγματοποιούνται οι επενδύσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Κρατικές πηγές περιλαμβάνονται επειδή οι επενδύσεις του ταμείου σε δικαιούχες ΜΜΕ θα περιέχουν δημόσια χρηματοδότηση. Το μέτρο στρεβλώνει τον ανταγωνισμό χορηγώντας ένα πλεονέκτημα στη δικαιούχο ΜΜΕ που δεν θα ήταν διαφορετικά σε θέση να αντλήσει χρηματοδότηση κεφαλαίων κινδύνου υπό τους ίδιους όρους ή/και το ίδιο ύψος. Το μέτρο είναι επιλεκτικό αφού στοχεύει σε συγκεκριμένες ΜΜΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το μέτρο δύναται να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, αφού υπάρχει η πιθανότητα οι ΜΜΕ που αποτελούν τον στόχο να εμπλακούν σε δραστηριότητες που συνεπάγονται ενδοκοινοτικό εμπόριο.

103.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το καθεστώς συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ τόσο σε επίπεδο επενδυτών όσο και σε επίπεδο δικαιούχων ΜΜΕ.

VI.3.   Ένδειξη αδυναμίας της αγοράς

104.

Ευθυγραμμιζόμενη με τις διατάξεις της ανακοίνωσης, η Επιτροπή μπορεί να είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί την ύπαρξη αδυναμίας της αγοράς χωρίς περαιτέρω χορήγηση αποδείξεων σε περιπτώσεις όπου κάθε δόση χρηματοδότησης για μία επιχείρηση από μέτρα κεφαλαίων κινδύνου τα οποία είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει χρηματοδοτούμενα μέσω κρατικής ενίσχυσης θα είναι ίσο κατ’ ανώτατο όριο με 500 000 σε μη επιδοτούμενες περιοχές, 750 000 ευρώ σε περιοχές του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), ή 1 εκατ. ευρώ σε περιοχές του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α).

105.

Το προτεινόμενο από το Ηνωμένο Βασίλειο μέτρο προβλέπει επενδύσεις κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου υπέρ ΜΜΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 250 000 GBP (357 000 ευρώ 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) ανά επενδυτική δόση.

106.

Σύμφωνα με τον «Χάρτη Περιφερειακών Ενισχύσεων 2000 – 2006» για το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελείται από περιοχές που επί του παρόντος είναι χαρακτηρισμένες ως ενισχυόμενες περιοχές σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ, ως ενισχυόμενες περιοχές σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ καθώς και ως μη ενισχυόμενες περιοχές (13).

107.

Ευθυγραμμιζόμενη με τις διατάξεις της ανακοίνωσης, η Επιτροπή πληροφόρησε το Ηνωμένο Βασίλειο ότι ενόψει του γεγονότος ότι οι προτεινόμενες επενδύσεις σε κεφάλαια κινδύνου στα πλαίσια του παρόντος καθεστώτος υπερβαίνουν τα προαναφερθέντα όρια που καθόρισε η ανακοίνωση, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να χορηγήσει αποδείξεις αδυναμίας της αγοράς.

108.

Τα επιχειρήματα που πρόβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα τρίτα ενδιαφερόμενα μέρη αποδεικνύοντας την ύπαρξη κενού της αγοράς στο τμήμα επενδύσεων από 250 000 GBP (357 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP 2 εκατ. (2,9 εκατ. ευρώ) θα συνοψιστούν στη συνέχεια.

109.

Η πιο σημαντική απλή πηγή εξωτερικής χρηματοδότησης για τις ΜΜΕ είναι το τραπεζικό χρέος, κυρίως υπό μορφή αναλήψεων και δανείων καθορισμένης διάρκειας, τα οποία και τα δύο μαζί ανέρχονται σε περίπου το ήμισυ της εξωτερικής χρηματοδότησης. (14) Το τραπεζικό χρέος είναι πιο κατάλληλο εκεί όπου οι επιχειρήσεις παράγουν επαρκή χρηματική ροή για την εξυπηρέτηση των πληρωμών τοκοχρεωλυσίων. Η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης επίσης βελτιώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Δεν υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στην τραπεζική πίστη. Ωστόσο, οι δανειοδότες μπορούν ακόμα να αντιμετωπίσουν σημαντική αβεβαιότητα κατά την εκτίμηση των προοπτικών των ατομικών επιχειρήσεων. Αυτοί συχνά λαμβάνουν εγγυήσεις για να στηρίξουν τον δανεισμό των ΜΜΕ, ιδίως εκεί όπου ο δανειολήπτης δεν έχει να παρουσιάσει προηγούμενα αποτελέσματα. Δεν είναι όλοι οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων σε θέση να προσφέρουν κατάλληλη εγγύηση.

110.

Οι ατέλειες της αγοράς στην αγορά τραπεζικής πίστης προκύπτουν από ασυμμετρίες πληροφόρησης, δηλαδή ο δανειοδότης είναι εν μέρει πληροφορημένος σχετικά με τις προοπτικές μιας επιχείρησης. Ασυμμετρίες πληροφόρησης σημαίνουν ότι οι δανειοδότες δεν είναι σε θέση να υπολογίσουν το επίπεδο κινδύνου που συνεπάγεται μία συγκεκριμένη ΜΜΕ. Κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η ποιότητα των προτεινομένων επενδύσεων και ακόμη δυσκολότερο να επιβληθεί ένα επιτόκιο το οποίο να αντικατοπτρίζει κατάλληλα το επίπεδο του ενεχόμενου κινδύνου. Συνήθως οι τράπεζες λαμβάνουν αποφάσεις δανειοδότησης επί τη βάσει κριτηρίων όπως το ιστορικό της πίστης, προηγούμενη διαχείριση τραπεζικού λογαριασμού, το ιστορικό του αιτούντος στις επιχειρήσεις και η βούλησή του να επενδύσει τα χρήματά του σε επιχειρήσεις, καθώς και τεκμηρίωση της ικανότητας εξόφλησης βασισμένης σε ένα επιχειρηματικό σχέδιο. Ωστόσο, ένα άτομο πιθανόν να μην έχει προηγούμενο επιχειρηματικό ιστορικό και να μη διαθέτει προσωπικό κεφάλαιο για επένδυση στην επιχείρηση. Ως αποτέλεσμα, οι δανειοδότες δίδουν επίσης σημαντική σημασία στη βούληση του επιχειρηματία να παρουσιάσει έναν εγγυητή που θα τριτεγγυηθεί το δάνειο. Εάν αυτές οι εγγυήσεις που χορηγούνται στους δανειοδότες επιτρέπουν σε πολλές επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε δανειοδότηση, αυτή η προσέγγιση στον δανεισμό των ΜΜΕ μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες σε επιχειρηματίες που δεν είναι σε θέση να προσφέρουν ως εγγύηση τα κατάλληλα περιουσιακά στοιχεία.

111.

Παρόλο που ο δανεισμός και η βασισμένη σε περιουσιακά στοιχεία χρηματοδότηση είναι σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες των περισσοτέρων επιχειρήσεων, μια σημαντική μειονότητα ζητά χρηματοδότηση ιδίων κεφαλαίων. Οι επενδυτές ιδίων κεφαλαίων χορηγούν κεφάλαια έναντι μετοχών στις επιχειρήσεις, οι οποίες τους δίδουν τη δυνατότητα να λάβουν μερίδιο από τα μελλοντικά κέρδη. Αυτή η μορφή χρηματοδότησης είναι πιο κατάλληλη όταν η επιχείρηση βρίσκεται σε πρώιμη φάση ανάπτυξης και δεν παράγει ακόμα ικανό εισόδημα προς εξυπηρέτηση των δόσεων πληρωμής των τοκοχρεωλυσίων ή/και η επιχείρηση αναπτύσσει νέες τεχνολογίες, προϊόντα ή αγορές με δυναμικό επίτευξης σημαντικών ποσοστών ανάπτυξης, αλλά επίσης και με σημαντικό κίνδυνο αποτυχίας.

112.

Η χρηματοδότηση ιδίων κεφαλαίων ανέρχεται σε μόνο 8% όλης της εξωτερικής χρηματοδότησης των ΜΜΕ, αλλά αυτό το στατιστικό στοιχείο δεν αντικατοπτρίζει τη σημασία της σε μία μοντέρνα επιχειρηματική οικονομία. Οι επιχειρήσεις που συνήθως χρήζουν χρηματοδότησης ιδίων κεφαλαίων είναι συχνά άκρως καινοτόμες και έχουν το δυναμικό να προσφέρουν σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Επιπλέον, η χρηματοδότηση που χορηγείται από κεφάλαια κινδύνου συνοδεύεται μερικές φορές από διαχειριστική στήριξη, παροχή συμβουλών και άλλη εμπειρογνωμοσύνη.

113.

Ενώ η χρηματοδότηση ιδίων κεφαλαίων αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης ατομικών επιχειρήσεων και ευρύτερα για όλη την οικονομία, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι τα διαρθρωτικά στοιχεία της ιδιωτικής αγοράς ιδίων κεφαλαίων συμβάλλουν στην εμφάνιση ενός σημαντικού και αυξανόμενου «κενού ιδίων κεφαλαίων» που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις που αναζητούν μικρά ποσά για κεφάλαια ανάπτυξης. Αυτές οι διαρθρωτικές αιτίες συνδέονται τόσο με την προσφορά στην αγορά όσο και με τη ζήτηση.

114.

Τα προβλήματα πληροφόρησης που επισημάνθηκαν για την αγορά πίστης ισχύουν επίσης και για την αγορά ιδίων κεφαλαίων. Από την πλευρά της ζήτησης διακρίνονται συνήθως τρία θέματα, ήτοι ασυμμετρίες πληροφόρησης, κόστος πράξης και αντίληψη του κινδύνου και της απόδοσης.

115.

«Ασυμμετρίες πληροφόρησης» σημαίνει ότι οι επενδυτές ιδίων κεφαλαίων μπορούν να αντιμετωπίσουν σημαντικές δαπάνες κατά την εντόπιση κατάλληλων ευκαιριών επενδύσεων. Αυτά τα προβλήματα πληροφόρησης είναι συνήθως μεγαλύτερα για μικρότερες, νεότερες και ιδίως καινοτόμες επιχειρήσεις που επιδιώκουν να αναπτύξουν μη δοκιμασμένες τεχνολογίες, προϊόντα και αγορές. Οι δυσκολίες πληροφόρησης παρουσιάζουν ένα σημαντικό εμπόδιο για τις επενδύσεις ιδίων κεφαλαίων μικρότερης κλίμακας, επειδή το κόστος επένδυσης δεν ποικίλλει αναλογικά με το μέγεθος της επένδυσης. Σε σύγκριση με μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες είναι εισηγμένες σε οργανωμένες χρηματαγορές, η ροή πληροφόρησης σχετικά με τις μικρές, μη εισηγμένες επιχειρήσεις που αναζητούν επενδύσεις είναι πολύ πιο περιορισμένη. Κατά συνέπεια, οι επενδυτές μπορούν να αντιμετωπίσουν σημαντικές δαπάνες έρευνας κατά την αναζήτηση κατάλληλων ευκαιριών. Επιπλέον, είναι συχνά δύσκολο να εκτιμηθούν οι προοπτικές μιας επιχείρησης, ιδίως εκεί όπου δεν έχει δοκιμαστεί η διοίκησή, το προϊόν ή η τεχνολογία της. Κατά συνέπεια, πριν οι επενδυτές να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τεκμηριωμένες επιλογές επενδύσεων, πρέπει να προσφύγουν σε μία διαδικασία δέουσας επιμέλειας. Αυτές οι δαπάνες συγκέντρωσης πληροφοριών δεν ποικίλλουν αναλογικά με το μέγεθος της επένδυσης και, για μικρότερες επενδύσεις, μπορούν να είναι απαγορευτικές σε σύγκριση με την πιθανή χρηματοοικονομική απόδοση για την πραγματοποίηση της επένδυσης. Τέλος, οι επενδυτές ιδίων κεφαλαίων, έχοντας επενδύσει σε μια επιχείρηση, χρειάζεται να παρακολουθήσουν τη διαχρονική απόδοση της επένδυσής τους. Αυτοί το πράττουν συχνά καταλαμβάνοντας μία θέση στο διοικητικό συμβούλιο και μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικό χρόνο και προσπάθεια για την παροχή διαχειριστικής στήριξης, ιδίως εκεί όπου η διοίκηση της επιχείρησης είναι σχετικά άπειρη. Αυτό μπορεί να αποτελέσει σημαντική συμβολή στην απόδοση της επιχείρησης η οποία λαμβάνει τις επενδύσεις, αλλά, και πάλι, αυτές οι δαπάνες δεν ποικίλλουν αναλογικά με το μέγεθος της επένδυσης.

116.

Στην πραγματοποίηση επενδύσεων ιδίων κεφαλαίων υπάρχουν σημαντικά σταθερά κόστη, για παράδειγμα η πράξη της επένδυσης και η θέση σε εφαρμογή των απαραίτητων νομικών συμφωνιών (« δαπάνες συναλλαγής »). Όπως και με τα άλλα σταθερά κόστη, αυτά τα κόστη συναλλαγής τείνουν να αντιπαραταχθούν κατά των επενδύσεων σε μικρότερα ποσά.

117.

Οι αποφάσεις για επενδύσεις θα στηρίζονται στην αντίληψη του κινδύνου και στις πιθανές χρηματοοικονομικές αποδόσεις. Εάν οι επενδυτές έχουν λανθασμένες προσδοκίες, τούτο θα καταλήξει σε μία μη άριστη τοποθέτηση του κεφαλαίου.

118.

Τα εμπόδια από την άποψη της ζήτησης είναι παρομοίως σημαντικά στον περιορισμό της ροής χρηματοδότησης ιδίων κεφαλαίων από τους επενδυτές της ΜΜΕ. Η έρευνα επισήμανε έναν αριθμό θεμάτων τα οποία αποθαρρύνουν τις μικρές επιχειρήσεις από το να αναζητήσουν ίδια κεφάλαια. Οι πιο κοινές ανησυχίες που εκφράζουν οι ΜΜΕ είναι η απώλεια ελέγχου και η περιορισμένη ελευθερία διαχείρισης, αλλά και οι δαπάνες εγγύησης της χρηματοδότησης ιδίων κεφαλαίων και η έλλειψη γνώσης των εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης αποτελούν επίσης σημαντικά εμπόδια. Πολλές από τις επιχειρήσεις που αναζητούν ενεργητικά επενδύσεις ιδίων κεφαλαίων παρεμποδίζονται επίσης από μία αδυναμία«επενδυτικής ετοιμότητας». Οι ΜΜΕ μπορεί να παρεμποδίζονται από μία περιορισμένη ευαισθητοποίηση και κατανόηση των διαφόρων μορφών υφιστάμενου χρηματοδότησης κεφαλαίων κινδύνου και του πώς να αποκτήσουν πρόσβαση σ’ αυτά και από ανεπαρκώς μελετημένα ή φτωχά υποβληθέντα επιχειρηματικά σχέδια. Ακατάλληλη επιχειρηματική προετοιμασία και προγραμματισμός θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη για τους ενδεχόμενους επενδυτές, ιδίως λόγω των συμπληρωματικών δαπανών που συνδέονται με τη συλλογή πληροφοριών και με τη δέουσα επιμέλεια.

119.

Ένα κενό ιδίων κεφαλαίων προκύπτει εκεί όπου βιώσιμες επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να προσελκύσουν επενδύσεις από θεσμικούς επενδυτές ή από χορηγούς επιχειρηματικών κεφαλαίων, οι οποίοι αποτελούν τις κύριες πηγές χρηματοδότησης ιδίων κεφαλαίων για τις ΜΜΕ. Οι μη θεσμικοί επενδυτές (επαγγελματικοί άγγελοι και άλλοι μη θεσμικοί επενδυτές) έχουν πρόσβαση σε περιορισμένους χρηματοοικονομικούς πόρους και κατά συνέπεια επενδύουν γενικώς σε σχετικά μικρά ποσά ιδίων κεφαλαίων. Αντιθέτως, οι θεσμικοί επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων αντιμετωπίζουν τυπικά πολύ υψηλότερες δαπάνες κατά την εκτίμηση των πιθανών επενδύσεων. Λόγω των προαναφερθέντων διαρθρωτικών λόγων, αυτές οι δαπάνες είναι συχνά απαγορευτικές εκεί όπου η επιχείρηση αναζητά μόνο ένα μικρό ποσό χρηματοδότησης ιδίων κεφαλαίων.

120.

Κατά συνέπεια, ένα κενό ιδίων κεφαλαίων επηρεάζει τις εταιρείες που αναζητούν χρηματικά ποσά τα οποία υπερβαίνουν τα χρηματοοικονομικά μέσα των περισσότερων μη θεσμικών επενδυτών, αλλά είναι χαμηλότερα από το επίπεδο στο οποίο είναι βιώσιμη η επένδυση για τους θεσμικούς χορηγούς ιδίων κεφαλαίων

121.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία BVCA (15), τα μεγάλα ταμεία MBO παρουσίασαν καλές αποδόσεις το 2003 και κατά τη μακροπρόθεσμη περίοδο, ο μέσος όρος απόδοσης των κεφαλαίων πρώιμης φάσης και τεχνολογικής ανάπτυξης συνέχισε τη φθίνουσα πορεία του το 2003.

122.

Όσον αφορά τη συνολική απόδοση ανά τμήμα επένδυσης, τα Ταμεία που εξειδικεύονται σε επενδύσεις πρώιμης φάσης πραγματοποίησαν μέση απόδοση της τάξης του -18,1% το 2003 σε σύγκριση με μέση τριετή απόδοση της τάξης του -25,1% και μέση πενταετή απόδοση της τάξης του -12,5%.

123.

Τα Ταμεία που εξειδικεύονται σε επενδύσεις αναπτυξιακής φάσης παρουσίασαν μέση απόδοση -3.4% το 2003, έναντι μέσης τριετούς απόδοσης -8,2% και μέσης πενταετούς απόδοσης 2,7%.

124.

Ταυτοχρόνως, τα Ταμεία που εξειδικεύονται σε MBO (εξαγορά εκ μέρους της διεύθυνσης) είχαν μία σημαντικά καλύτερη απόδοση. Για τις MBO, η μέση απόδοση το 2003 ήταν 12,2% έναντι μέσης τριετούς απόδοσης 2,9% και μέσης πενταετούς απόδοσης 6,7%. Η διαφορά καθίσταται ακόμη πιο αισθητή όταν πραγματοποιηθεί η σύγκριση με μεγάλες MBO με μέση απόδοση 15,3% το 2003, μέση τριετή απόδοση 9,1% και αντίστοιχη πενταετή απόδοση 13,6%.

125.

Τα ανωτέρω παρουσιασθέντα στοιχεία επιβεβαιώνουν την τρέχουσα δομή της βρετανικής αγοράς επιχειρηματικών κεφαλαίων. Οι χορηγοί επιχειρηματικών κεφαλαίων μετακινούνται προς μεγαλύτερα μεγέθη πράξεων, αφού οι αντίστοιχες αποδόσεις είναι υψηλότερες, και έτσι διευρύνουν το κενό ιδίων κεφαλαίων μεταξύ των επενδύσεων μικρότερης κλίμακας σε επιχειρήσεις πρώιμης φάσης και ανάπτυξης και επενδύσεις μεγαλύτερης κλίμακας σε καθιερωμένες επιχειρήσεις.

126.

Αυτή η τάση προς όλο και μεγαλύτερα επενδυτικά μεγέθη υπογραμμίζεται περαιτέρω από τα πρόσφατα στοιχεία όσον αφορά τις επενδυτικές δραστηριότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο (16). Η μέση χρηματοδότηση σε όλες τις φάσεις επένδυσης αυξήθηκε από 3,8 εκατ. GBP (5,3 εκατ. ευρώ) το 2002 σε 4,3 εκατ. GBP (6 εκατ. ευρώ) το 2003. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι οι μικρότερης κλίμακας επενδύσεις σε φάση επέκτασης μειώθηκαν κατά 57% από 1,2 δισεκατ. GBP (1,7 δισεκατ. ευρώ) το 2002 σε 477 εκατ. GBP (670 εκατ. ευρώ) το 2003. Το μέσο ποσό που έλαβε μία επεκτεινόμενη επιχείρηση έπεσε από 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) το 2002 σε 800 000 GBP (1,1 εκατ. ευρώ) το 2003.

127.

Από τα συνολικά ποσά που αντλήθηκαν το 2003, το 92% (8,2 δισεκατ. GBP ή 11,5 δισεκατ. ευρώ) επενδύθηκε σε MBO και MBI, έναντι 87% το 2002. Η έκθεση προβλέπει ότι μόνο το 3% (290 εκατ. GBP ή 406 εκατ. ευρώ) θα επενδυθούν σε εταιρείες σε φάση επέκτασης, σε σύγκριση με το 6% το 2002. Για επενδύσεις σε επιχειρήσεις πρώιμης φάσης 4% των συνολικών ποσών που αντλήθηκαν το 2003 (368 εκατ. GBP ή 515 εκατ. ευρώ) έναντι 3% το 2002.

128.

Στην κατηγορία MBO/MBI 58% αναμένεται να χορηγηθεί στις μεγαλύτερες MBO/MBI (πάνω από 100 εκατ. GBP ή 140 εκατ. ευρώ ανά αξία πράξης), έναντι 45% το 2002. 20% θα χορηγηθούν σε MBO/MBI μεταξύ 50 εκατ. GBP (70 εκατ. ευρώ) και 100 εκατ. GBP (140 εκατ. ευρώ) έναντι 17% το 2002 και 13% θα χορηγηθούν σε MBO/MBI μεταξύ 10 εκατ. GBP (14 εκατ. ευρώ) και 50 εκατ. GBP (70 εκατ. ευρώ) έναντι 24% το 2002. Όπως και το 2002 μόνο 1% θα χορηγηθεί σε MBO/MBI μέχρι 10 εκατ. GBP (14 εκατ. ευρώ).

129.

Τόσο η πτώση των επενδύσεων όσο και η πτώση των αποδόσεων που παρουσιάσθηκαν ανωτέρω οδήγησαν τους επενδυτές κεφαλαίων πρώιμης φάσης να αποσυρθούν από την αγορά. Αυτό υπογραμμίζεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η μέση χρηματοδότηση σε (όλες τις φάσεις της επένδυσης) κινείται σταθερά προς τα πάνω και έφθασε τα 4,3 εκατ. GBP (6 εκατ. ευρώ) το 2003. Οι επενδυτές στη βρετανική αγορά κεφαλαίων κινδύνου επενδύουν μεγάλα χρηματικά ποσά συνήθως σε μια προσπάθεια μείωσης του κινδύνου, συμβάλλοντας συνεπώς στη διεύρυνση του κενού ιδίων κεφαλαίων.

130.

Το ύψος των ποσών που αντλήθηκαν για να επενδυθούν σε ευκαιρίες κεφαλαίων κινδύνου σε εταιρείες πρώιμης φάσης έπεσε κατά 73% το 2001 στο 2003. Το 2001, 1,4 δισεκατ. GBP (2 δισεκατ. ευρώ) αντλήθηκαν για να επενδυθούν σε ευκαιρίες κεφαλαίων κινδύνου σε επιχειρήσεις πρώιμης φάσης έναντι 369 εκατ. GBP (517 εκατ. ευρώ) το 2003. Μόνο 1% αυτών των 369 εκατ. GBP (517 εκατ. ευρώ) που αντλήθηκαν το 2003 είχαν ως στόχο συναλλαγές για κάτω από 10 εκατ. GBP (14 εκατ. ευρώ).

131.

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά το προτεινόμενο μέτρο ενίσχυσης, η Επιτροπή ανέφερε ότι λόγω των ανώτατων επενδυτικών ποσών που προτείνονται στα πλαίσια του καθεστώτος, ποσά που υπερβαίνουν αισθητά τα ποσά επενδύσεων που προβλέπει η ανακοίνωση, κρίθηκε αναγκαίο να ζητηθούν οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών ώστε να αποφασισθεί κατά πόσο το μέτρο επηρεάζει τις συναλλαγές σε βαθμό που αντίκειται στο κοινό συμφέρον.

132.

Όλες οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν από ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη ήταν θετικές και υπογράμμισαν γενικά τη σημασία του μέτρου, καθώς και την ορθότητα των προτεινόμενων ανώτατων επενδυτικών ποσών.

133.

Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν στην αρχική γνωστοποίηση, τις πληροφορίες που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη, καθώς και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που διαβίβασε το Ηνωμένο Βασίλειο μετά την απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη κενού ιδίων κεφαλαίων στο τμήμα μεταξύ 250 000 GBP (357 000 ευρώ) και 2 εκατ. GBP (2,9 εκατ. ευρώ) στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων του Ηνωμένου Βασιλείου.

VI.4.   Το συμβιβάσιμο του μέτρου – Συμφωνία με τα θετικά στοιχεία της ανακοίνωσης

134.

Τα ΤΕΚ θα περιορίζονται στις επενδύσεις σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα πλαίσια του ορισμού της Επιτροπής. Αυτό πρέπει να θεωρηθεί θετικό.

135.

Από τα ΤΕΚ θα ζητηθεί να επενδύσουν κεφάλαια σε ΜΜΕ μέσω μηχανισμών μετοχικού ή σχεδόν κεφαλαίου. Επενδύσεις που συνίστανται εξ ολοκλήρου σε μηχανισμούς δανειοδότησης χωρίς στοιχεία μετοχών δεν θα επιτραπούν. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό αποτελεί ένα θετικό στοιχείο.

136.

Καθιερώνεται ένα συνδετικό στοιχείο μεταξύ της απόδοσης της επένδυσης και της αμοιβής των εμπορικών διευθυντών που είναι υπεύθυνοι για τις επενδυτικές αποφάσεις. Οι δημόσιες αρχές δεν θα έχουν καμία ανάμειξη στις επενδυτικές επιλογές και στις λήψεις αποφάσεων των ΤΕΚ εκτός από την επιβολή περιορισμών ώστε να διασφαλιστεί ότι οι επενδύσεις περιορίζονται στις ΜΜΕ. Οι επενδυτικές αποφάσεις θα λαμβάνονται από εμπορικούς διευθυντές των ταμείων ΤΕΚ, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση την ανώτατη απόδοση για το Ταμείο. Η διοικητική υπηρεσία SBS θα εγκρίνει μόνο τα ΤΕΚ στα οποία οι φορείς έχουν ένα σαφές κίνητρο μεγιστοποίησης των αποδόσεων. Οι όροι με βάση τους οποίους οι δημόσιες αρχές θα επενδύσουν στα ΤΕΚ θα δώσουν στους ιδιώτες επενδυτές πολύ ισχυρά κίνητρα για να εξασφαλίσουν ότι τα κεφάλαιά τους αποσκοπούν στο κέρδος και την απόδοση επιτυχώς. Αυτά τα κίνητρα προκύπτουν επειδή οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να πληρώσουν τόκους επί του δημοσίου κεφαλαίου και να επιστρέψουν εξ ολοκλήρου τα κεφάλαια τόσο στους δημόσιους όσο και στους ιδιωτικούς επενδυτές, πριν διανεμηθούν οποιαδήποτε κέρδη. Ως αποτέλεσμα, οι ιδιώτες επενδυτές θα επωμισθούν τουλάχιστον ένα αναλογικό μερίδιο ενδεχομένων ζημιών που θα πραγματοποιήσουν τα ΤΕΚ. Από τα ΤΕΚ ή τους φορείς τους θα ζητηθεί να ενεργήσουν σύμφωνα με τα βιομηχανικά πρότυπα (κατευθυντήριες γραμμές της British Venture Capital Association BVCA). Όλα αυτά τα στοιχεία πρέπει να θεωρηθούν θετικά.

137.

Οι βρετανικές αρχές θα εξασφαλίσουν ότι δίδεται δημοσιότητα στο καθεστώς ΤΕΚ και ότι η πρόσκληση υποβολής αιτήσεων θα καλύπτει όλον τον ΕΟΧ με αγγελίες στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον σχετικό οικονομικό τύπο. Δεν θα υπάρχει κανένας περιορισμός για κανέναν επενδυτή ή φορέα σε ό,τι αφορά την έδρα τους. Εκ νέου αυτό θεωρείται ως ένα θετικό στοιχείο.

138.

Τα Ταμεία Επιχειρηματικών Κεφαλαίων δεν θα επενδύσουν σε ευαίσθητους τομείς στα πλαίσια περιορισμών των κρατικών ενισχύσεων ή σε τομείς στους οποίους δεν εφαρμόζεται η ανακοίνωση. Οι τομείς χαμηλού κινδύνου περιλαμβάνουν ιδιοκτησία, οικόπεδα, εταιρείες χρηματοδότησης και επενδύσεων, χρηματοοικονομικές εταιρείες leasing και δεν θα είναι επιλέξιμοι για επενδύσεις στα πλαίσια του καθεστώτος. Αυτό πρέπει να εκληφθεί θετικά.

139.

Όλες οι επενδύσεις που έχουν αναλάβει τα ΤΕΚ θα πραγματοποιηθούν με βάση στέρεα επιχειρηματικά σχέδια. Αυτό είναι ακόμα ένα θετικό στοιχείο.

140.

Οι βρετανικές αρχές δεσμεύτηκαν ότι η επιλεξιμότητα των δικαιούχων ΜΜΕ για άλλες δημόσιες επιχορηγήσεις, δάνεια ή άλλες μορφές επενδυτικών ενισχύσεων πέραν της παρούσας θα περιορίζεται κατά 30% της έντασης της ενίσχυσης η οποία διαφορετικά θα είναι επιτρεπτέα. Η Επιτροπή θεωρεί τούτο ως ένα θετικό στοιχείο.

VII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

141.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η ενίσχυση που χορηγείται στα πλαίσια του καθεστώτος Ταμείων Επιχειρηματικών Κεφαλαίων πληροί τους όρους της ανακοίνωσης της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις και τα κεφάλαια κινδύνου. Συνεπώς, θεωρεί ότι το μέτρο είναι συμβατό με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση που το Ηνωμένο Βασίλειο προτίθεται να εφαρμόσει είναι συμβατή με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ.

Ως εκ τούτου εγκρίνεται η χορήγηση της ενίσχυσης.

Άρθρο 2

Το Ηνωμένο Βασίλειο υποβάλει ετήσια έκθεση σχετικά με την υλοποίηση της ενίσχυσης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Βρυξέλλες, 3 Μαΐου 2005.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ αριθ. C 225, 9.09.2004, σ. 2.

(2)  Βλ. υποσημ. 1.

(3)  Ο ορισμός των «μικρομεσαίων επιχειρήσειων» που χρησιμοποίησαν οι βρετανικές αρχές για τους σκοπούς του καθεστώτος αντιστοιχεί πλήρως στον ορισμό του όρου που δόθηκε στο παράρτημα Ι του κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 70/2001, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις (ΕΕ L 10, της 13.01.2001, σ. 33).

(4)  ΕΕ C 244, της 1.10.2004, σ. 2.

(5)  ΕΕ C 235, της 21.08.2001, σ. 3.

(6)  ΕΕ C 235, 21.08.2001, σ.3 ff.

(7)  Κρατική ενίσχυση N 265/2000 – Ηνωμένο Βασίλειο: «Χάρτης Περιφερειακών Ενισχύσεων 2000 – 2006». ΕΕ C 272, της 23.09.2000, στην σ. 43.

(8)  «Assessing the Scale of the “Equity Gap” in the UK Economy», 2003; «Assessing the Finance Gap», 2003.

(9)  Βλ. υποσημείωση 6.

(10)  Απόφαση της Επιτροπής 2001/406/ΕΚ της 13ης Φεβρουαρίου 2001 για το καθεστώς ενίσχυσης «Viridian Growth Fund» που γνωστοποιήθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο (κρατική ενίσχυση C 46/2000): ΕΕ L 144, 30.05.2001, σ. 23

(11)  Κρατική ενίσχυση N 722/2000: ΕΕ C 133, 5.06.2002, στη σ. 11.

(12)  Κρατική ενίσχυση N 606/2001: ΕΕ C 133, 5.06.2002, σ. 10.

(13)  Κρατική ενίσχυση N 265/2000 – Ηνωμένο Βασίλειο: «Χάρτης Περιφερειακών Ενισχύσεων 2000 – 2006»: βλ. υποσημείωση 8.

(14)  Τράπεζα της Αγγλίας: «Χρηματοδότηση για μικρές επιχειρήσεις – Δέκατη Έκθεση», 2003.

(15)  BVCA: «Έρευνα Μέτρησης Αποδοτικότητας 2003», 2004.

(16)  BVCA: «Έκθεση για την Επενδυτική Δραστηριότητα 2003», 2004.


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/33


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Μαρτίου 2006

για την τροποποίηση της απόφασης 2006/135/ΕΚ όσον αφορά τον καθορισμό περιοχών A και B σε ορισμένα κράτη μέλη λόγω εστιών γρίπης των πτηνών υψηλής παθογονικότητας

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 1144]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/251/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

την οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

την οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (2), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 4,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 998/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου (3), και ιδίως το άρθρο 18,

την οδηγία 2005/94/ΕΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με κοινοτικά μέτρα για την καταπολέμηση της γρίπης των πτηνών και την κατάργηση της οδηγίας 92/40/ΕΟΚ (4), και ιδίως το άρθρο 66 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Σουηδία κοινοποίησε στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την εκδήλωση εστίας του υψηλής παθογονικότητας υποτύπου H5 του ιού Α της γρίπης των πτηνών στα πουλερικά σε ορισμένες περιοχές της επικράτειάς της και, μέχρι να προσδιοριστεί ο τύπος νευραμινιδάσης (N), έλαβε τα κατάλληλα μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2006/135/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2006 σχετικά με τη λήψη ορισμένων προσωρινών μέτρων προστασίας λόγω της υψηλής παθογονικότητας γρίπης των πτηνών στα πουλερικά στην Κοινότητα (5).

(2)

Λόγω της εκδήλωσης της συγκεκριμένης εστίας, η Σουηδία έλαβε τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με την απόφαση 2006/135/ΕΚ. Αφού κοινοποιήθηκαν τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή τα εξέτασε σε συνεργασία με το εν λόγω κράτος μέλος και δηλώνει ικανοποιημένη από το γεγονός ότι οι περιοχές A και B που όρισε η Σουηδία βρίσκονται σε επαρκή απόσταση από την εστία της νόσου στα πουλερικά και από τα επιδημιολογικώς συναφή κρούσματα στα άγρια πτηνά. Είναι συνεπώς αναγκαίο να οριστούν περιοχές Α και Β στη Σουηδία και να καθοριστεί η διάρκεια της εν λόγω κατηγοριοποίησης των περιοχών.

(3)

Παράλληλα πρέπει να προσαρμοστούν ορισμένες λεπτομέρειες της κατηγοριοποίησης των περιοχών της Γαλλίας.

(4)

Είναι επομένως αναγκαίο να τροποποιηθούν αναλόγως τα μέρη Α και B του παραρτήματος I της απόφασης 2006/135/ΕΚ.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I της απόφασης 2006/135/ΕΚ αντικαθίσταται από το παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/41/ΕΚ (ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 33)· διορθωμένη έκδοση (ΕΕ L 195 της 2.6.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 315 της 19.11.2002, σ. 14).

(3)  ΕΕ L 146 της 13.6.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 18/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 4 της 7.1.2006, σ. 3).

(4)  ΕΕ L 10 της 14.1.2006, σ. 16.

(5)  ΕΕ L 52 της 23.2.2006, σ. 41· απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2006/175/ΕΚ (ΕΕ L 62 της 3.3.2006, σ. 27).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το παράρτημα Ι της απόφασης 2006/135/ΕΚ αντικαθίσταται από τα εξής:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΜΈΡΟΣ A

Περιοχή Α όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1:

Κωδικός Χώρας ISO

Κράτος μέλος

Περιοχή A

Ισχύει έως την

Κωδικός

Ονομασία

FR

ΓΑΛΛΙΑ

Ταχυδρομικός κωδικός

Οι δήμοι:

27.3.2006

Ζώνη επιτήρησης

01005

AMBERIEUX-EN-DOMBES

01045

BIRIEUX

01052

BOULIGNEUX

01053

BOURG-EN-BRESSE

01069

CERTINES

01072

CEYZERIAT

01074

CHALAMONT

01083

CHANEINS

01084

CHANOZ-CHATENAY

01085

LA CHAPELLE-DU-CHATELARD

01090

CHATENAY

01092

CHATILLON-LA-PALUD

01093

CHATILLON-SUR-CHALARONNE

01096

CHAVEYRIAT

01105

CIVRIEUX

01113

CONDEISSIAT

01129

CRANS

01145

DOMPIERRE-SUR-VEYLE

01151

DRUILLAT

01156

FARAMANS

01195

JASSERON

01198

JOYEUX

01207

LAPEYROUSE

01211

LENT

01235

MARLIEUX

01244

MEXIMIEUX

01248

MIONNAY

01249

MIRIBEL

01254

MONTAGNAT

01260

LE MONTELLIER

01261

MONTHIEUX

01262

MONTLUEL

01264

MONTRACOL

01272

NEUVILLE-LES-DAMES

01289

PERONNAS

01297

PIZAY

01299

LE PLANTAY

01314

PRIAY

01318

RANCE

01319

RELEVANT

01322

REYRIEUX

01325

RIGNIEUX-LE-FRANC

01328

ROMANS

01333

SAINT-ANDRE-DE-CORCY

01335

SAINT-ANDRE-LE-BOUCHOUX

01336

SAINT-ANDRE-SUR-VIEUX-JONC

01342

SAINTE-CROIX

01349

SAINT-ELOI

01356

SAINT-GEORGES-SUR-RENON

01359

SAINT-GERMAIN-SUR-RENON

01362

SAINT-JEAN-DE-THURIGNEUX

01369

SAINT-JUST

01371

SAINT-MARCEL

01381

SAINT-NIZIER-LE-DESERT

01382

SAINTE-OLIVE

01383

SAINT-PAUL-DE-VARAX

01385

SAINT-REMY

01389

SAINT-TRIVIER-SUR-MOIGNANS

01393

SANDRANS

01398

SAVIGNEUX

01405

SERVAS

01412

SULIGNAT

01424

TRAMOYES

01425

LA TRANCLIERE

01430

VARAMBON

01434

VERSAILLEUX

01443

VILLARS-LES-DOMBES

01446

VILLENEUVE

01449

VILLETTE-SUR-AIN

01450

VILLIEU-LOYES-MOLLON

01001

L'ABERGEMENT-CLEMENCIAT

01004

AMBERIEU-EN-BUGEY

01007

AMBRONAY

01008

AMBUTRIX

01021

ARS-SUR-FORMANS

01024

ATTIGNAT

01025

BAGE-LA-VILLE

01027

BALAN

01028

BANEINS

01030

BEAUREGARD

01032

BELIGNEUX

01038

BENY

01041

BETTANT

01042

BEY

01043

BEYNOST

01046

BIZIAT

01047

BLYES

01049

LA BOISSE

01054

BOURG-SAINT-CHRISTOPHE

01062

BRESSOLLES

01065

BUELLAS

01075

CHALEINS

01088

CHARNOZ-SUR-AIN

01089

CHATEAU-GAILLARD

01095

CHAVANNES-SUR-SURAN

01099

CHAZEY-SUR-AIN

01115

CONFRANCON

01136

CRUZILLES-LES-MEPILLAT

01140

CURTAFOND

01142

DAGNEUX

01144

DOMMARTIN

01146

DOMPIERRE-SUR-CHALARONNE

01149

DOUVRES

01150

DROM

01157

FAREINS

01165

FRANCHELEINS

01166

FRANS

01167

GARNERANS

01169

GENOUILLEUX

01177

GRAND-CORENT

01183

GUEREINS

01184

HAUTECOURT-ROMANECHE

01188

ILLIAT

01194

JASSANS-RIOTTIER

01197

JOURNANS

01199

JUJURIEUX

01202

LAGNIEU

01203

LAIZ

01213

LEYMENT

01225

LURCY

01238

MASSIEUX

01241

MEILLONNAS

01243

MESSIMY-SUR-SAONE

01245

BOHAS-MEYRIAT-RIGNAT

01246

MEZERIAT

01250

MISERIEUX

01252

MOGNENEINS

01258

MONTCEAUX

01259

MONTCET

01263

MONTMERLE-SUR-SAONE

01266

MONTREVEL-EN-BRESSE

01273

NEUVILLE-SUR-AIN

01275

NEYRON

01276

NIEVROZ

01285

PARCIEUX

01290

PEROUGES

01291

PERREX

01295

PEYZIEUX-SUR-SAONE

01301

POLLIAT

01303

PONCIN

01304

PONT-D'AIN

01317

RAMASSE

01321

REVONNAS

01334

SAINT-ANDRE-D'HUIRIAT

01339

SAINT-BERNARD

01343

SAINT-CYR-SUR-MENTHON

01344

SAINT-DENIS-LES-BOURG

01345

SAINT-DENIS-EN-BUGEY

01346

SAINT-DIDIER-D'AUSSIAT

01347

SAINT-DIDIER-DE-FORMANS

01348

SAINT-DIDIER-SUR-CHALARONNE

01350

SAINT-ETIENNE-DU-BOIS

01351

SAINT-ETIENNE-SUR-CHALARONNE

01353

SAINTE-EUPHEMIE

01355

SAINT-GENIS-SUR-MENTHON

01361

SAINT-JEAN-DE-NIOST

01363

SAINT-JEAN-LE-VIEUX

01365

SAINT-JEAN-SUR-VEYLE

01366

SAINTE-JULIE

01368

SAINT-JULIEN-SUR-VEYLE

01374

SAINT-MARTIN-DU-MONT

01375

SAINT-MARTIN-LE-CHATEL

01376

SAINT-MAURICE-DE-BEYNOST

01378

SAINT-MAURICE-DE-GOURDANS

01379

SAINT-MAURICE-DE-REMENS

01387

SAINT-SULPICE

01390

SAINT-VULBAS

01408

SIMANDRE-SUR-SURAN

01418

THIL

01420

THOISSEY

01422

TOSSIAT

01423

TOUSSIEUX

01426

TREFFORT-CUISIAT

01427

TREVOUX

01428

VALEINS

01429

VANDEINS

01431

VAUX-EN-BUGEY

01447

VILLEREVERSURE

01451

VIRIAT

01457

VONNAS

38557

VILLETTE-D'ANTHON

69003

ALBIGNY-SUR-SAONE

69005

AMBERIEUX

69009

ANSE

69013

ARNAS

69019

BELLEVILLE

69033

CAILLOUX-SUR-FONTAINES

69034

CALUIRE-ET-CUIRE

69049

CHASSELAY

69052

CHAZAY-D'AZERGUES

69055

LES CHERES

69063

COLLONGES-AU-MONT-D'OR

69068

COUZON-AU-MONT-D'OR

69071

CURIS-AU-MONT-D'OR

69077

DRACE

69085

FLEURIEU-SUR-SAONE

69087

FONTAINES-SAINT-MARTIN

69088

FONTAINES-SUR-SAONE

69115

LIMAS

69117

LISSIEU

69122

LUCENAY

69125

MARCILLY-D'AZERGUES

69140

MORANCE

69143

NEUVILLE-SUR-SAONE

69153

POLEYMIEUX-AU-MONT-D'OR

69156

POMMIERS

69163

QUINCIEUX

69168

ROCHETAILLEE-SUR-SAONE

69191

SAINT-CYR-AU-MONT-D'OR

69206

SAINT-GEORGES-DE-RENEINS

69207

SAINT-GERMAIN-AU-MONT-D'OR

69211

SAINT-JEAN-D'ARDIERES

69233

SAINT-ROMAIN-AU-MONT-D'OR

69242

TAPONAS

69256

VAULX-EN-VELIN

69264

VILLEFRANCHE-SUR-SAONE

69266

VILLEURBANNE

69271

CHASSIEU

69275

DECINES-CHARPIEU

69277

GENAS

69278

GENAY

69279

JONAGE

69280

JONS

69282

MEYZIEU

69284

MONTANAY

69285

PUSIGNAN

69286

RILLIEUX-LA-PAPE

69292

SATHONAY-CAMP

69293

SATHONAY-VILLAGE

SE

ΣΟΥΗΔΙΑ

 

 

 

Μέσα στην Kalmar Län, οι ακόλουθες τοποθεσίες

Ταχυδρομικός κωδικός

Τοποθεσία

24.4.2006

Ζώνη προστασίας

572 75

FIGEHOLM

572 95

FIGEHOLM

Ζώνη επιτήρησης

572 75

FIGEHOLM

572 76

FÅRBO

572 92

OSKARSHAMN

572 95

FIGEHOLM

572 96

FÅRBO

Εκτεταμένη ζώνη επιτήρησης (20 χλμ)

380 75

BYXELKROK

570 91

KRISTDALA

572 37

OSKARSHAMN

572 40

OSKARSHAMN

572 41

OSKARSHAMN

572 61

OSKARSHAMN

572 63

OSKARSHAMN

572 75

FIGEHOLM

572 76

FÅRBO

572 91

OSKARSHAMN

572 92

OSKARSHAMN

572 95

FIGEHOLM

572 96

FÅRBO

590 91

HJORTED

590 93

GUNNEBO

ΜΈΡΟΣ B

Περιοχή B όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2:

Κωδικός Χώρας ISO

Κράτος μέλος

Περιοχή B

Ισχύει έως την

Κωδικός

Ονομασία

FR

ΓΑΛΛΙΑ

Ταχυδρομικός κωδικός

Οι δήμοι:

27.3.2006

01002

L'ABERGEMENT-DE-VAREY

01026

BAGE-LE-CHATEL

01040

BEREZIAT

01050

BOISSEY

01051

BOLOZON

01056

BOYEUX-SAINT-JEROME

01068

CERDON

01077

CHALLES

01102

CHEVROUX

01106

CIZE

01107

CLEYZIEU

01123

CORMORANCHE-SUR-SAONE

01125

CORVEISSIAT

01127

COURMANGOUX

01130

CRAS-SUR-REYSSOUZE

01134

CROTTET

01154

ETREZ

01159

FEILLENS

01172

GERMAGNAT

01179

GRIEGES

01196

JAYAT

01214

LEYSSARD

01224

LOYETTES

01229

MALAFRETAZ

01231

MANZIAT

01232

MARBOZ

01236

MARSONNAS

01242

MERIGNAT

01277

NIVOLLET-MONTGRIFFON

01284

OZAN

01306

PONT-DE-VEYLE

01309

POUILLAT

01312

PRESSIAT

01320

REPLONGES

01331

SAINT-ALBAN

01332

SAINT-ANDRE-DE-BAGE

01384

SAINT-RAMBERT-EN-BUGEY

01386

SAINT-SORLIN-EN-BUGEY

01404

SERRIERES-SUR-AIN

01411

SOUCLIN

01421

TORCIEU

01445

VILLEMOTIER

38011

ANTHON

38026

LA BALME-LES-GROTTES

38085

CHARVIEU-CHAVAGNEUX

38097

CHAVANOZ

38190

HIERES-SUR-AMBY

38197

JANNEYRIAS

38535

VERNAS

38539

VERTRIEU

69004

ALIX

69020

BELMONT-D'AZERGUES

69023

BLACE

69029

BRON

69036

CERCIE

69040

CHAMPAGNE-AU-MONT-D'OR

69045

CHARENTAY

69047

CHARNAY

69059

CIVRIEUX-D'AZERGUES

69065

CORCELLES-EN-BEAUJOLAIS

69072

DARDILLY

69074

DENICE

69076

DOMMARTIN

69092

GLEIZE

69106

LACHASSAGNE

69108

LANCIE

69114

LIERGUES

69116

LIMONEST

69121

LOZANNE

69126

MARCY

69159

POUILLY-LE-MONIAL

69194

SAINT-DIDIER-AU-MONT-D'OR

69197

SAINT-ETIENNE-DES-OULLIERES

69212

SAINT-JEAN-DES-VIGNES

69215

SAINT-JULIEN

69218

SAINT-LAGER

69246

THEIZE

69267

VILLIE-MORGON

69287

SAINT-BONNET-DE-MURE

69290

SAINT-PRIEST

69299

COLOMBIER-SAUGNIEU

69381

LYON 1ER ARRONDISSEMENT

69383

LYON 3E ARRONDISSEMENT

69384

LYON 4E ARRONDISSEMENT

69386

LYON 6E ARRONDISSEMENT

69389

LYON 9E ARRONDISSEMENT

71090

LA CHAPELLE-DE-GUINCHAY

71150

CRECHES-SUR-SAONE

71372

ROMANECHE-THORINS

71481

SAINT-SYMPHORIEN-D'ANCELLES

SE

ΣΟΥΗΔΙΑ

 

 

 

Όλη η Kalmar Län, εκτός από την περιοχή A, περιλαμβανομένων των τοποθεσιών

Ταχυδρομικός κωδικός

Τοποθεσία

24.4.2006

 

360 23

ÄLMEBODA

360 50

LESSEBO

360 52

KOSTA

360 53

SKRUV

360 60

VISSEFJÄRDA

360 65

BODA GLASBRUK

360 70

ÅSEDA

360 77

FRÖSEKE

361 30

EMMABODA

361 31

EMMABODA

361 32

EMMABODA

361 33

EMMABODA

361 42

LINDÅS

361 53

BROAKULLA

361 91

EMMABODA

361 92

EMMABODA

361 93

BROAKULLA

361 94

ERIKSMÅLA

361 95

LÅNGASJÖ

370 17

ERINGSBODA

370 34

HOLMSJÖ

370 45

FÅGELMARA

371 93

KARLSKRONA

380 30

ROCKNEBY

380 31

LÄCKEBY

380 40

ORREFORS

380 41

GULLASKRUV

380 42

MÅLERÅS

380 44

ALSTERBRO

380 52

TIMMERNABBEN

380 53

FLISERYD

380 62

MÖRBYLÅNGA

380 65

DEGERHAMN

380 74

LÖTTORP

380 75

BYXELKROK

382 30

NYBRO

382 31

NYBRO

382 32

NYBRO

382 33

NYBRO

382 34

NYBRO

382 35

NYBRO

382 36

NYBRO

382 37

NYBRO

382 38

NYBRO

382 39

NYBRO

382 40

NYBRO

382 41

NYBRO

382 42

NYBRO

382 43

NYBRO

382 44

NYBRO

382 45

NYBRO

382 46

NYBRO

382 90

ÖRSJÖ

382 91

NYBRO

382 92

NYBRO

382 93

NYBRO

382 94

NYBRO

382 96

NYBRO

382 97

ÖRSJÖ

383 30

MÖNSTERÅS

383 31

MÖNSTERÅS

383 32

MÖNSTERÅS

383 33

MÖNSTERÅS

383 34

MÖNSTERÅS

383 35

MÖNSTERÅS

383 36

MÖNSTERÅS

383 37

MÖNSTERÅS

383 38

MÖNSTERÅS

383 39

MÖNSTERÅS

383 91

MÖNSTERÅS

383 92

MÖNSTERÅS

384 30

BLOMSTERMÅLA

384 31

BLOMSTERMÅLA

384 40

ÅLEM

384 91

BLOMSTERMÅLA

384 92

ÅLEM

384 93

ÅLEM

385 30

TORSÅS

385 31

TORSÅS

385 32

TORSÅS

385 33

TORSÅS

385 34

TORSÅS

385 40

BERGKVARA

385 41

BERGKVARA

385 50

SÖDERÅKRA

385 51

SÖDERÅKRA

385 90

SÖDERÅKRA

385 91

TORSÅS

385 92

GULLABO

385 93

TORSÅS

385 94

BERGKVARA

385 95

TORSÅS

385 96

GULLABO

385 97

SÖDERÅKRA

385 98

BERGKVARA

385 99

TORSÅS

386 30

FÄRJESTADEN

386 31

FÄRJESTADEN

386 32

FÄRJESTADEN

386 33

FÄRJESTADEN

386 34

FÄRJESTADEN

386 35

FÄRJESTADEN

386 90

FÄRJESTADEN

386 92

FÄRJESTADEN

386 93

FÄRJESTADEN

386 94

FÄRJESTADEN

386 95

FÄRJESTADEN

386 96

FÄRJESTADEN

387 30

BORGHOLM

387 31

BORGHOLM

387 32

BORGHOLM

387 33

BORGHOLM

387 34

BORGHOLM

387 35

BORGHOLM

387 36

BORGHOLM

387 37

BORGHOLM

387 38

BORGHOLM

387 50

KÖPINGSVIK

387 51

KÖPINGSVIK

387 52

KÖPINGSVIK

387 90

KÖPINGSVIK

387 91

BORGHOLM

387 92

BORGHOLM

387 93

BORGHOLM

387 94

BORGHOLM

387 95

KÖPINGSVIK

387 96

KÖPINGSVIK

388 30

LJUNGBYHOLM

388 31

LJUNGBYHOLM

388 32

LJUNGBYHOLM

388 40

TREKANTEN

388 41

TREKANTEN

388 50

PÅRYD

388 91

VASSMOLÖSA

388 92

LJUNGBYHOLM

388 93

LJUNGBYHOLM

388 94

VASSMOLÖSA

388 95

HALLTORP

388 96

LJUNGBYHOLM

388 97

HALLTORP

388 98

TREKANTEN

388 99

PÅRYD

392 30

KALMAR

392 31

KALMAR

392 32

KALMAR

392 33

KALMAR

392 34

KALMAR

392 35

KALMAR

392 36

KALMAR

392 37

KALMAR

392 38

KALMAR

392 41

KALMAR

392 43

KALMAR

392 44

KALMAR

392 45

KALMAR

392 46

KALMAR

392 47

KALMAR

393 50

KALMAR

393 51

KALMAR

393 52

KALMAR

393 53

KALMAR

393 54

KALMAR

393 55

KALMAR

393 57

KALMAR

393 58

KALMAR

393 59

KALMAR

393 63

KALMAR

393 64

KALMAR

393 65

KALMAR

394 70

KALMAR

394 71

KALMAR

394 77

KALMAR

395 90

KALMAR

570 16

KVILLSFORS

570 19

PAULISTRÖM

570 30

MARIANNELUND

570 31

INGATORP

570 72

FAGERHULT

570 75

FÅGELFORS

570 76

RUDA

570 80

VIRSERUM

570 81

JÄRNFORSEN

570 82

MÅLILLA

570 83

ROSENFORS

570 84

MÖRLUNDA

570 90

PÅSKALLAVIK

570 91

KRISTDALA

572 30

OSKARSHAMN

572 31

OSKARSHAMN

572 32

OSKARSHAMN

572 33

OSKARSHAMN

572 34

OSKARSHAMN

572 35

OSKARSHAMN

572 36

OSKARSHAMN

572 37

OSKARSHAMN

572 40

OSKARSHAMN

572 41

OSKARSHAMN

572 50

OSKARSHAMN

572 51

OSKARSHAMN

572 60

OSKARSHAMN

572 61

OSKARSHAMN

572 62

OSKARSHAMN

572 91

OSKARSHAMN

572 93

OSKARSHAMN

572 96

FÅRBO

574 96

VETLANDA

574 97

VETLANDA

577 30

HULTSFRED

577 31

HULTSFRED

577 32

HULTSFRED

577 33

HULTSFRED

577 34

HULTSFRED

577 35

HULTSFRED

577 36

HULTSFRED

577 37

HULTSFRED

577 38

HULTSFRED

577 39

HULTSFRED

577 50

SILVERDALEN

577 51

SILVERDALEN

577 90

HULTSFRED

577 91

HULTSFRED

577 92

HULTSFRED

577 93

HULTSFRED

577 94

LÖNNEBERGA

579 30

HÖGSBY

579 31

HÖGSBY

579 32

HÖGSBY

579 33

HÖGSBY

579 40

BERGA

579 90

BERGA

579 92

HÖGSBY

579 93

GRÖNSKÅRA

590 42

HORN

590 80

SÖDRA VI

590 81

GULLRINGEN

590 83

STOREBRO

590 90

ANKARSRUM

590 91

HJORTED

590 92

TOTEBO

590 93

GUNNEBO

590 94

BLACKSTAD

590 95

LOFTAHAMMAR

590 96

ÖVERUM

590 98

EDSBRUK

593 30

VÄSTERVIK

593 31

VÄSTERVIK

593 32

VÄSTERVIK

593 33

VÄSTERVIK

593 34

VÄSTERVIK

593 35

VÄSTERVIK

593 36

VÄSTERVIK

593 37

VÄSTERVIK

593 38

VÄSTERVIK

593 39

VÄSTERVIK

593 40

VÄSTERVIK

593 41

VÄSTERVIK

593 42

VÄSTERVIK

593 43

VÄSTERVIK

593 50

VÄSTERVIK

593 51

VÄSTERVIK

593 52

VÄSTERVIK

593 53

VÄSTERVIK

593 54

VÄSTERVIK

593 61

VÄSTERVIK

593 62

VÄSTERVIK

593 91

VÄSTERVIK

593 92

VÄSTERVIK

593 93

VÄSTERVIK

593 95

VÄSTERVIK

593 96

VÄSTERVIK

594 30

GAMLEBY

594 31

GAMLEBY

594 32

GAMLEBY

594 91

GAMLEBY

594 92

GAMLEBY

594 93

GAMLEBY

594 94

GAMLEBY

597 40

ÅTVIDABERG

597 91

ÅTVIDABERG

597 96

ÅTVIDABERG

597 97

ÅTVIDABERG

598 30

VIMMERBY

598 31

VIMMERBY

598 32

VIMMERBY

598 34

VIMMERBY

598 35

VIMMERBY

598 36

VIMMERBY

598 37

VIMMERBY

598 38

VIMMERBY

598 39

VIMMERBY

598 40

VIMMERBY

598 91

VIMMERBY

598 92

VIMMERBY

598 93

VIMMERBY

598 94

VIMMERBY

598 95

VIMMERBY

598 96

VIMMERBY

615 92

VALDEMARSVIK

615 94

VALDEMARSVIK

615 95

VALDEMARSVIK»


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/48


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 27ης Μαρτίου 2006

για την τροποποίηση της απόφασης 1999/217/ΕΚ όσον αφορά το ευρετήριο των αρωματικών (αρτυματικών) υλών που χρησιμοποιούνται εντός ή επί των τροφίμων

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 899]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/252/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2232/96 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τις αρωματικές ύλες που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν εντός ή επί των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2232/96 καθορίζει τη διαδικασία για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις αρωματικές ύλες που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν εντός ή επί των τροφίμων. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει τη θέσπιση ευρετηρίου αρωματικών υλών (εφεξής «το ευρετήριο») ύστερα από την κοινοποίηση, από μέρους των κρατών μελών, καταλόγου των αρωματικών υλών που κυκλοφορούν στην επικράτειά τους και μπορούν να χρησιμοποιηθούν εντός ή επί των τροφίμων, και κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης της κοινοποίησης αυτής από την Επιτροπή. Το εν λόγω ευρετήριο θεσπίστηκε με την απόφαση 1999/217/ΕΚ της Επιτροπής (2).

(2)

Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2232/96 προβλέπει πρόγραμμα για την αξιολόγηση αρωματικών υλών προκειμένου να ελεγχθεί η συμμόρφωσή τους με τα γενικά κριτήρια για τη χρήση αρωματικών υλών, τα οποία καθορίζονται στο παράρτημα του εν λόγω κανονισμού.

(3)

Η μεικτή επιτροπή εμπειρογνωμόνων FAO/ΠΟΥ για τα πρόσθετα τροφίμων (JECFA) κατέληξε κατά την εξηκοστή πέμπτη συνεδρίασή της στις 7 έως 16 Ιουνίου 2005 ότι το ακεταμίδιο (FL 16.047) είναι σαφώς καρκινογόνο τόσο στα ποντίκια όσο και στους αρουραίους, και ότι αν και παραμένει άγνωστος ο μηχανισμός ογκογένεσης, η πιθανότητα ενός μηχανισμού γονοτοξικότητας δεν μπορεί να απορριφθεί. Η JECFA θεωρεί ανάρμοστη τη χρήση μιας τέτοιας ουσίας ως αρωματικής ύλης. Επομένως, το ακεταμίδιο δεν πληροί τα γενικά κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2232/96 και πρέπει να διαγραφεί από το ευρετήριο.

(4)

Ως εκ τούτου, η απόφαση 1999/217/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(5)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Στο παράρτημα της απόφασης 1999/217/ΕΚ, στο μέρος Α, η σειρά που αφορά την ουσία με αριθμό FL 16.047 (ακεταμίδιο) διαγράφεται από τον πίνακα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 27 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 299 της 23.11.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 84 της 27.3.1999, σ. 1· απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2005/389/ΕΚ (ΕΕ L 128 της 21.5.2005, σ. 73).


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/49


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 6ης Σεπτεμβρίου 2005

σχετικά με την επαρκή προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο φάκελο PNR (Passenger Name Record) των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ο οποίος διαβιβάζεται στο Γραφείο συνοριακών υπηρεσιών του Καναδά (Canada Border Services Agency)

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 3248]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/253/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (1), και ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα επιτρέπεται μόνο εφόσον η εν λόγω τρίτη χώρα εξασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας και εφόσον τηρούνται, πριν από τη διαβίβαση, οι νόμοι που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη για την εφαρμογή άλλων διατάξεων της οδηγίας.

(2)

Η Επιτροπή μπορεί να αποφανθεί ότι μια τρίτη χώρα εξασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη χωρίς να απαιτούνται πρόσθετες εγγυήσεις.

(3)

Σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, το επίπεδο προστασίας των δεδομένων πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιείται η διαβίβαση ή σειρά διαβιβάσεων δεδομένων και εξετάζοντας ιδιαίτερα ορισμένα στοιχεία που είναι σημαντικά για τη διαβίβαση και τα οποία παρατίθενται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας.

(4)

Στο πλαίσιο των αεροπορικών μεταφορών, ο φάκελος επιβατών [Passenger Name Record (PNR)] αποτελεί αρχείο των ταξιδιωτικών απαιτήσεων για κάθε επιβάτη, το οποίο περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την επεξεργασία και τον έλεγχο των κρατήσεων από τις αρμόδιες και συμμετέχουσες αεροπορικές εταιρείες (2). Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ο όρος «επιβάτης» και ο όρος «επιβάτες» περιλαμβάνουν τα μέλη του πληρώματος. Ως «αεροπορική εταιρεία της κράτησης» νοείται η αεροπορική εταιρεία στην οποία ο επιβάτης έκανε την αρχική του κράτηση ή περαιτέρω κρατήσεις μετά την έναρξη του ταξιδιού. Ως «συμμετέχουσα αεροπορική εταιρεία» νοείται η αεροπορική εταιρεία στην οποία η αεροπορική εταιρεία της κράτησης ζήτησε να κρατηθεί χώρος για επιβάτη σε μία ή περισσότερες πτήσεις της.

(5)

Το Γραφείο συνοριακών υπηρεσιών του Καναδά [Canada Border Services Agency (CBSA)] απαιτεί από κάθε αερομεταφορέα που πραγματοποιεί επιβατικές πτήσεις προς Καναδά να του παρέχει ηλεκτρονική πρόσβαση στο φάκελο PNR, εφόσον αυτός καταρτίζεται και τηρείται στα αυτοματοποιημένα συστήματα κρατήσεων και ελέγχου των αναχωρήσεων του αερομεταφορέα.

(6)

Οι απαιτήσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία περιλαμβάνονται στο PNR των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και πρόκειται να διαβιβαστούν στο CBSA βασίζονται στο σημείο 107.1 του νόμου περί τελωνείων (Customs Act) και στην παράγραφο 148(d) του νόμου για τη μετανάστευση και την προστασία των προσφύγων (Immigration and Refugee Protection Act), καθώς και σε κανονισμούς εφαρμογής που εγκρίθηκαν δυνάμει των εν λόγω διατάξεων (3).

(7)

Η υπό εξέταση νομοθεσία του Καναδά αφορά την ενίσχυση της ασφάλειας και τους όρους με τους οποίους τα πρόσωπα μπορούν να εισέρχονται στη χώρα. Πρόκειται για ζητήματα επί των οποίων ο Καναδάς έχει την κυρίαρχη εξουσία να αποφασίζει στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του. Επιπλέον, οι οριζόμενες απαιτήσεις δεν αντιβαίνουν σε καμία διεθνή δέσμευση που έχει αναλάβει ο Καναδάς. Ο Καναδάς είναι δημοκρατική χώρα, που διέπεται από το κράτος δικαίου και η οποία έχει αξιόλογη παράδοση στον τομέα των ατομικών ελευθεριών. Η νομιμότητα της νομοθετικής διαδικασίας του, καθώς και η ισχύς και η ανεξαρτησία των δικαστικών αρχών του δεν αμφισβητούνται. Η ελευθερία του τύπου συνιστά ένα ακόμα ασφαλές εχέγγυο κατά της κατάχρησης των ατομικών ελευθεριών.

(8)

Η Κοινότητα τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της υποστήριξης του Καναδά στον αγώνα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Το δίκαιο αυτό διασφαλίζει τη χρυσή τομή μεταξύ της ασφάλειας και της ιδιωτικής ζωής. Παραδείγματος χάριν, δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν με νομοθετικά μέτρα την εμβέλεια ορισμένων απαιτήσεων της οδηγίας, όπου κρίνεται απαραίτητο για λόγους εθνικής ασφάλειας, άμυνας, δημόσιας ασφάλειας και πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης αξιόποινων πράξεων.

(9)

Οι υπό εξέταση διαβιβάσεις δεδομένων αφορούν συγκεκριμένους υπεύθυνους επεξεργασίας, δηλαδή αεροπορικές εταιρείες που πραγματοποιούν πτήσεις από την Κοινότητα προς τον Καναδά, και μόνο έναν αποδέκτη στον Καναδά, το CBSA.

(10)

Τυχόν διακανονισμός με σκοπό τη θέσπιση νομικού πλαισίου για τις μεταβιβάσεις PNR προς τον Καναδά, ιδίως μέσω της παρούσας απόφασης, πρέπει να έχει χρονικό περιορισμό. Συμφωνήθηκε περίοδος [τριάμισι] ετών. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής το πλαίσιο μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά και η Κοινότητα και ο Καναδάς συμφωνούν ότι θα είναι αναγκαία η επανεξέταση των διακανονισμών.

(11)

Η επεξεργασία από το CBSA των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο PNR των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ο οποίος διαβιβάζεται σε αυτήν διέπεται από τους όρους που προβλέπονται στη συγγραφή υποχρεώσεων του CBSA σχετικά με την εφαρμογή του προγράμματός της για το PNR (στο εξής καλούμενη «συγγραφή υποχρεώσεων») και στην εθνική νομοθεσία του Καναδά, στο βαθμό που υποδεικνύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων.

(12)

Όσον αφορά την εθνική νομοθεσία του Καναδά, ο νόμος για την ιδιωτική ζωή (Privacy Act), ο νόμος για την πρόσβαση στις πληροφορίες (Access to Information Act) και το σημείο 107 του νόμου περί τελωνείων (Customs Act) είναι σημαντικοί στο παρόν πλαίσιο, εφόσον διέπουν τους όρους με τους οποίους το CBSA δύναται να αντιταχθεί σε αιτήματα δημοσιοποίησης και, ως εκ τούτου, να κρατήσει απόρρητο το PNR. Ο Privacy Act διέπει τη δημοσιοποίηση του PNR στον ενδιαφερόμενο, κάτι που συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα πρόσβασης του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα. Ο Privacy Act εφαρμόζεται μόνο σε όσους βρίσκονται στον Καναδά. Ωστόσο, το CBSA χορηγεί επίσης πρόσβαση σε πληροφορίες PNR που τηρούνται για αλλοδαπό, εάν αυτός δεν βρίσκεται στον Καναδά.

(13)

Όσον αφορά τη συγγραφή υποχρεώσεων και όπως ορίζεται στο σημείο 43 αυτής, οι διατάξεις της συγγραφής υποχρεώσεων έχουν ενσωματωθεί είτε στο ισχύον καναδικό δίκαιο είτε σε εσωτερικές διατάξεις που έχουν καταρτιστεί ειδικά για το σκοπό αυτό και, ως εκ τούτου, παράγουν νομικό αποτέλεσμα. Το πλήρες κείμενο της συγγραφής υποχρεώσεων θα δημοσιευθεί στην Canada Gazette (καναδική εφημερίδα της κυβερνήσεως). Η συγγραφή υποχρεώσεων αυτή καθαυτή συνιστά σοβαρή και απόλυτα σταθμισμένη δέσμευση εκ μέρους του CBSA και η τήρησή της θα ελέγχεται από κοινού από τον Καναδά και την Κοινότητα. Η μη τήρησή της μπορεί να προσβληθεί όπου κρίνεται σκόπιμο μέσω της νομικής, διοικητικής και πολιτικής οδού και, εάν εξακολουθεί, οδηγεί στην ανάκληση των αποτελεσμάτων της παρούσας απόφασης.

(14)

Τα πρότυπα βάσει των οποίων το CBSA θα επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR σύμφωνα με την καναδική νομοθεσία και τη συγγραφή υποχρεώσεων καλύπτουν τις βασικές αρχές που απαιτούνται για ένα επαρκές επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων.

(15)

Όσον αφορά την αρχή του περιορισμού του σκοπού, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο PNR επιβατών αεροπορικών μεταφορών το οποίο διαβιβάζεται στο CBSA θα αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας για συγκεκριμένο σκοπό και, ακολούθως, θα χρησιμοποιούνται ή κοινοποιούνται περαιτέρω μόνο εφόσον τούτο δεν αντιβαίνει στο σκοπό της διαβίβασης. Ειδικότερα, τα δεδομένα PNR θα χρησιμοποιούνται αυστηρά με σκοπό την αποτροπή και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και συναφών εγκλημάτων, καθώς και άλλων σοβαρών εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένου του οργανωμένου εγκλήματος, τα οποία έχουν διεθνικό χαρακτήρα.

(16)

Όσον αφορά την αρχή της ποιότητας και της αναλογικότητας των δεδομένων, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με τους σημαντικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος για τους οποίους διαβιβάζονται τα δεδομένα PNR, τα δεδομένα PNR που παρέχονται στο CBSA δεν θα τροποποιούνται κατόπιν από αυτή. Θα διαβιβάζονται 25 κατηγορίες δεδομένων PNR κατ’ ανώτατο όριο και το CBSA θα συμβουλεύεται την Επιτροπή πριν από την προσθήκη οποιασδήποτε νέας απαίτησης. [Οι πρόσθετες πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που αναζητούνται ως άμεσο αποτέλεσμα των δεδομένων PNR θα αποκτώνται από πηγές εκτός των κρατικών φορέων μόνο μέσω νομίμων οδών.] Κατά κανόνα, ο φάκελος PNR θα διαγράφεται μετά την πάροδο 3 ετών και 6 μηνών κατ’ ανώτατο όριο.

(17)

Όσον αφορά την αρχή της διαφάνειας, το CBSA θα παρέχει πληροφορίες στους ταξιδιώτες όσον αφορά το σκοπό της διαβίβασης και της επεξεργασίας, την ταυτότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας των δεδομένων, καθώς και άλλες πληροφορίες.

(18)

Όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας, το CBSA θα λαμβάνει τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ασφαλείας τα οποία κρίνονται κατάλληλα για την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενέχει η επεξεργασία.

(19)

Τα δικαιώματα πρόσβασης, διόρθωσης και κοινοποίησης αναγνωρίζονται στο Privacy Act στους ιδιώτες που βρίσκονται στον Καναδά. Το CBSA θα διευρύνει τα δικαιώματα αυτά όσον αφορά τις πληροφορίες PNR που έχει στην κατοχή της και στους αλλοδαπούς που δεν βρίσκονται στον Καναδά. Οι προβλεπόμενες εξαιρέσεις είναι σε μεγάλο βαθμό συγκρίσιμες με τους περιορισμούς που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(20)

Οι μεταγενέστερες διαβιβάσεις θα πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, προς άλλες δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων αρχών άλλων χωρών, για σκοπούς που αντιστοιχούν ή είναι συναφείς με αυτούς που ορίζονται στη διάταξη περί περιορισμού του σκοπού για ελάχιστο αριθμό δεδομένων. Η διαβίβαση δεδομένων μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή άλλων προσώπων, ιδίως όσον αφορά σοβαρούς κινδύνους υγείας ή σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή όπως αλλιώς ορίζεται από το νόμο. Οι υπηρεσίες-αποδέκτες είναι υποχρεωμένες, δυνάμει των ρητών όρων περί δημοσιοποίησης, να χρησιμοποιούν τα δεδομένα μόνο για αυτούς τους σκοπούς και δεν δύνανται να διαβιβάζουν στη συνέχεια τα δεδομένα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του CBSA. Καμία άλλη αλλοδαπή, ομοσπονδιακή, επαρχιακή ή τοπική υπηρεσία δεν διαθέτει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση στους φακέλους PNR μέσω των βάσεων δεδομένων του CBSA. Το CBSA θα αρνείται τη δημοσιοποίηση PNR βάσει των εξαιρέσεων από τις οικείες διατάξεις του Access to Information Act και του Privacy Act.

(21)

Το CBSA δεν λαμβάνει ευαίσθητα δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(22)

Όσον αφορά τους μηχανισμούς εφαρμογής που αποβλέπουν στη διασφάλιση της συμμόρφωσης του CBSA με τις αρχές αυτές, προβλέπεται η κατάρτιση και η ενημέρωση του προσωπικού του CBSA, καθώς και η επιβολή κυρώσεων σε μεμονωμένα μέλη του προσωπικού. Ο σεβασμός της ιδιωτικής ζωής εν γένει από το CBSA θα ελέγχεται από το ανεξάρτητο γραφείο του καναδού Privacy Commissioner (επιτρόπου για θέματα ιδιωτικής ζωής), με τους όρους που περιλαμβάνονται στον καναδικό χάρτη δικαιωμάτων και ελευθεριών (Charter of Rights and Freedoms) και στο Privacy Act. Ο Privacy Commissioner εξετάζει τις καταγγελίες που του διαβιβάζονται από τις αρχές προστασίας δεδομένων των κρατών μελών εξ ονόματος κατοίκων της Κοινότητας, εάν οι κάτοικοι αυτοί θεωρούν ότι η καταγγελία τους δεν εξετάστηκε ικανοποιητικά από το CBSA. Η τήρηση της συγγραφής υποχρεώσεων θα εξετάζεται σε ετήσια βάση από το CBSA και μια ομάδα που διευθύνεται από την Επιτροπή.

(23)

Προς όφελος της διαφάνειας και για να διαφυλαχθεί η ικανότητα των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών να εξασφαλίζουν την προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα, είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες μπορεί να δικαιολογείται η αναστολή συγκεκριμένων ροών δεδομένων, παρά τη διαπίστωση επαρκούς επιπέδου προστασίας.

(24)

Η ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, υπέβαλε γνωμοδοτήσεις σχετικά με το επίπεδο προστασίας που παρέχεται από τις καναδικές αρχές όσον αφορά τα δεδομένα επιβατών, οι οποίες καθοδήγησαν την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεών της με το CBSA. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις γνωμοδοτήσεις αυτές κατά την εκπόνηση της παρούσας απόφασης (4).

(25)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση συνάδουν με τη γνώμη της επιτροπής που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, το Γραφείο συνοριακών υπηρεσιών του Καναδά [Canadian Customs Border Services Agency (στο εξής καλούμενο «CBSA»)] θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας όσον αφορά τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται από την Κοινότητα σχετικά με πτήσεις προς τον Καναδά, σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων που παρατίθεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αφορά την επάρκεια της προστασίας που παρέχει το CBSA με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 25 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και δεν θίγει άλλους όρους ή περιορισμούς για την εφαρμογή άλλων διατάξεων της εν λόγω οδηγίας που αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός των κρατών μελών.

Άρθρο 3

1.   Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητάς τους να λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις εθνικές διατάξεις που εγκρίθηκαν σύμφωνα με διατάξεις άλλες από εκείνες του άρθρου 25 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να ασκούν τις εξουσίες που έχουν ήδη για να αναστέλλουν ροές δεδομένων προς το CBSA, προκειμένου να προστατεύουν τα πρόσωπα από την επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εφόσον η αρμόδια καναδική αρχή έχει διαπιστώσει ότι το CBSA παραβίασε τα ισχύοντα πρότυπα προστασίας· ή

β)

εφόσον υπάρχει σημαντική πιθανότητα παραβίασης των προτύπων προστασίας που ορίζονται στο παράρτημα, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι το CBSA δεν λαμβάνει ή δεν θα λάβει επαρκή μέτρα εγκαίρως για να διευθετήσει το υπό εξέταση ζήτημα, η συνεχιζόμενη διαβίβαση θα προκαλούσε άμεσο κίνδυνο σοβαρής ζημίας στα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έχουν καταβάλει επαρκείς –δεδομένων των περιστάσεων– προσπάθειες για να προειδοποιήσουν το CBSA και να του δώσουν τη δυνατότητα να αντιδράσει.

2.   Η αναστολή παύει να ισχύει από τη στιγμή που εξασφαλίζονται τα πρότυπα προστασίας και ενημερώνονται σχετικά οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών.

Άρθρο 4

1.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή αμελλητί στις περιπτώσεις όπου λαμβάνονται μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 3.

2.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή αλληλοενημερώνονται σχετικά με οποιαδήποτε μεταβολή των προτύπων προστασίας και για τις περιπτώσεις που η δράση των φορέων που είναι αρμόδιοι για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του CBSA με τα πρότυπα προστασίας όπως ορίζονται στο παράρτημα αδυνατεί να εξασφαλίσει την εν λόγω συμμόρφωση.

3.   Εάν οι πληροφορίες που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 3 και των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου αποδεικνύουν ότι δεν τηρούνται πλέον οι βασικές αρχές που απαιτούνται για ένα επαρκές επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων ή ότι οποιοσδήποτε φορέας που είναι αρμόδιος για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του CBSA με τα πρότυπα προστασίας, όπως ορίζονται στο παράρτημα, δεν επιτελεί αποτελεσματικά το έργο του, το CBSA ενημερώνεται και, εάν κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, με σκοπό την κατάργηση ή την αναστολή της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 5

Η εφαρμογή της παρούσας απόφασης παρακολουθείται και κάθε σχετική διαπίστωση αναφέρεται στην επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 31 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε αποδεικτικών στοιχείων τα οποία θα ήταν δυνατόν να επηρεάσουν τη διαπίστωση του άρθρου 1 της παρούσας απόφασης ότι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο φάκελο PNR των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ο οποίος διαβιβάζεται στο CBSA είναι επαρκής κατά την έννοια του άρθρου 25 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 6

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση παύει να ισχύει μετά την πάροδο 3 ετών και 6 μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της, εκτός εάν παραταθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 31 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 8

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 6 Σεπτεμβρίου 2005.

Για την Επιτροπή

Franco FRATTINI

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31· oδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(2)  Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ο όρος «PNR» περιλαμβάνει τις εκ των προτέρων διαβιβαζόμενες πληροφορίες [Advance Passenger Information (API)], όπως ορίζονται στο σημείο 4 της συγγραφής υποχρεώσεων του CBSA.

(3)  Passenger Information (Customs) Regulations [κανονισμοί για πληροφορίες σχετικά με τους επιβάτες (τελωνεία)] και κανονισμός 269 από τη δέσμη κανονισμών που αφορούν τη μετανάστευση και την προστασία των προσφύγων.

(4)  Γνωμοδότηση 3/2004 σχετικά με το επίπεδο προστασίας που εξασφαλίζεται στον Καναδά για τη διαβίβαση δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους των επιβατών (PNR) και στο προηγμένο σύστημα πληροφοριών για τους επιβάτες από τις αεροπορικές εταιρείες, η οποία εγκρίθηκε από την ομάδα εργασίας στις 11 Φεβρουαρίου 2004 και διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/internal_market/privacy/docs/wpdocs/2004/wp88_en.pdf

Γνωμοδότηση 1/2005 σχετικά με το επίπεδο προστασίας που εξασφαλίζεται στον Καναδά για τη διαβίβαση δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους των επιβατών (PNR) και στο προηγμένο σύστημα πληροφοριών για τους επιβάτες από τις αεροπορικές εταιρείες, η οποία εγκρίθηκε από την ομάδα εργασίας στις 19 Ιανουαρίου 2005 και διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/internal_market/privacy/docs/wpdocs/2005/wp103_en.pdf


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΣΥΝΟΡΙΑΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ PNR

Εκ του νόμου αρμόδια αρχή για τη συλλογή πληροφοριών API και PNR

1.

Δυνάμει της καναδικής νομοθεσίας, κάθε αερομεταφορέας διαβιβάζει στο καναδικό Γραφείο συνοριακών υπηρεσιών [Canada Border Services Agency (CBSA)] εκ των προτέρων πληροφορίες για τους επιβάτες [Advance Passenger Information (API)] καθώς και πληροφορίες για το φάκελο των επιβατών [Passenger Name Record (PNR)] σχετικά με κάθε πρόσωπο που επιβαίνει σε πτήσεις προς Καναδά. Η εκ του νόμου παρεχόμενη εξουσία του CBSA να αποκτά και να συλλέγει αυτές τις πληροφορίες βασίζεται στο σημείο 107.1 του νόμου περί τελωνείων (Customs Act) και στους κανονισμούς για τις πληροφορίες σχετικά με τους επιβάτες (τελωνεία) [Passenger Information (Customs) Regulations] που θεσπίστηκαν δυνάμει αυτού, οι οποίοι αναφέρονται στο προσάρτημα A, και στην παράγραφο 148(1)(d) του νόμου για τη μετανάστευση και την προστασία των προσφύγων (Immigration and Refugee Protection Act) καθώς και στον κανονισμό 269 των κανονισμών για τη μετανάστευση και την προστασία των προσφύγων που θεσπίστηκαν δυνάμει αυτού, οι οποίοι αναφέρονται στο προσάρτημα B.

Σκοπός της συλλογής των πληροφοριών API και PNR

2.

Οι πληροφορίες API και PNR συλλέγονται από το CBSA μόνο όσον αφορά τις πτήσεις με προορισμό τον Καναδά. Το CBSA χρησιμοποιεί τις πληροφορίες API και PNR που συλλέγονται από ευρωπαϊκούς και άλλους αερομεταφορείς μόνο για την ταυτοποίηση προσώπων που υπάρχει κίνδυνος να εισαγάγουν εμπορεύματα σχετικά με την τρομοκρατία ή συναφή με αυτή εγκλήματα ή άλλα σοβαρά εγκλήματα, όπως το οργανωμένο έγκλημα, τα οποία έχουν διεθνικό χαρακτήρα, ή την ταυτοποίηση προσώπων που δεν γίνονται δεκτά στον Καναδά λόγω της δυνητικής σχέσης τους με τα ανωτέρω εγκλήματα.

3.

Οι πληροφορίες API και PNR χρησιμοποιούνται από το CBSA για τον εντοπισμό των ατόμων που θα υποβληθούν σε αυστηρότερες ανακρίσεις ή εξετάσεις κατά την άφιξή τους στον Καναδά ή των ατόμων που χρήζουν περαιτέρω έρευνας για έναν από τους λόγους που περιγράφονται στο σημείο 2. Δεν λαμβάνονται αναγκαστικά μέτρα από το CBSA ή άλλους καναδικούς φορείς επιβολής του νόμου μόνο λόγω της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων API και PNR.

Συλλογή πληροφοριών API και PNR

4.

Ο κατάλογος με τα στοιχεία των δεδομένων API που συλλέγονται από το CBSA για τους σκοπούς που ορίζονται στο σημείο 2 παρατίθεται στις παραγράφους 3(a) έως (f) των Passenger Information (Customs) Regulations που θεσπίστηκαν δυνάμει του Customs Act (1). Ο κατάλογος με τα στοιχεία των δεδομένων PNR που συλλέγονται από το CBSA για τους σκοπούς που ορίζονται στο σημείο 2 παρατίθεται στο προσάρτημα Γ. Για μεγαλύτερη βεβαιότητα, τα «ευαίσθητα στοιχεία δεδομένων» κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ (στο εξής καλούμενης «η οδηγία») και όλα τα πεδία «ελεύθερο κείμενο» ή «γενικές παρατηρήσεις» δεν θα περιλαμβάνονται σε αυτές τις 25 κατηγορίες δεδομένων.

5.

Το CBSA δεν απαιτεί από τους αερομεταφορείς να συλλέγουν πληροφορίες PNR που οι ίδιοι δεν τηρούν για δικούς τους σκοπούς ούτε απαιτεί από αυτούς να συλλέγουν επιπλέον πληροφορίες για να τις παράσχουν στο CBSA. Ως εκ τούτου, το CBSA αναγνωρίζει ότι συλλέγει τα στοιχεία δεδομένων που περιλαμβάνονται στο προσάρτημα Γ μόνο εφόσον ο αερομεταφορέας επέλεξε να τα καταχωρίσει στα δικά του αυτοματοποιημένα συστήματα κρατήσεων και ελέγχου των αναχωρήσεων (Departure Control Systems — DCS).

6.

Το CBSA διαβουλεύεται και αποφασίζει από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αναθεώρηση των 25 απαιτούμενων στοιχείων δεδομένων PNR που παρατίθενται στο προσάρτημα Γ, πριν από τη διεξαγωγή οποιασδήποτε τέτοιας αναθεώρησης,

α)

εάν το CBSA πληροφορηθεί την ύπαρξη επιπλέον στοιχείων δεδομένων PNR που μπορεί να καταστούν διαθέσιμα και πιστεύει ότι είναι απαραίτητα για τους σκοπούς του σημείου 2· ή

β)

εάν το CBSA πληροφορηθεί ανά πάσα στιγμή ότι κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο δεδομένων PNR δεν απαιτείται πλέον για τους σκοπούς του σημείου 2.

Μέθοδος πρόσβασης στις πληροφορίες API και PNR

7.

Το σύστημα πληροφοριών του CBSA για τους επιβάτες (στο εξής καλούμενο «PAXIS») έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να λαμβάνει πληροφορίες API και PNR που διαβιβάζονται από τους αερομεταφορείς.

Τήρηση των πληροφοριών API και PNR και πρόσβαση σε αυτές

8.

Οι πληροφορίες API και PNR, σε περίπτωση που αφορούν πρόσωπο το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας στον Καναδά για σκοπούς του σημείου 2, τηρούνται στο σύστημα PAXIS για 3,5 έτη κατ’ ανώτατο όριο. Κατά το διάστημα αυτό, οι πληροφορίες τηρούνται με διαρκώς πιο αποπροσωποποιημένο τρόπο, ως εξής:

α)

κατά τις πρώτες 72 ώρες, όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες API και PNR είναι προσβάσιμες μόνο από περιορισμένο αριθμό «στοχοθετών» (ειδικευμένων στον εντοπισμό υπόπτων) και υπαλλήλων των υπηρεσιών πληροφοριών του CBSA, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για να εντοπίσουν εκείνους που χρήζουν αυστηρότερων ανακρίσεων ή εξετάσεων κατά την άφιξή τους στον Καναδά, για έναν από τους λόγους του σημείου 2·

β)

μετά από 72 ώρες και αφού παρέλθουν δύο έτη από την παραλαβή, ο φάκελος PNR τηρείται στο σύστημα PAXIS αλλά είναι προσβάσιμος μόνο από υπαλλήλους των υπηρεσιών πληροφοριών του CBSA που βρίσκονται σε ένα διεθνές αεροδρόμιο του Καναδά ή στα κεντρικά γραφεία του CBSA στην Οτάβα. Το όνομα του προσώπου στο οποίο αναφέρονται οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμο στους εν λόγω υπαλλήλους, εκτός εάν αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή έρευνας στον Καναδά για έναν από τους λόγους του σημείου 2. Το αρχείο PNR αποκτά και πάλι προσωπικό χαρακτήρα μόνο εάν ο υπάλληλος έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το όνομα του προσώπου απαιτείται για τη διεξαγωγή της έρευνας. Κατά το διάστημα αυτό, οι αποπροσωποποιημένες πληροφορίες χρησιμοποιούνται από τους αναλυτές των υπηρεσιών πληροφοριών του CBSA για την ανάλυση τάσεων και την κατάρτιση μελλοντικών δεικτών κινδύνου που σχετίζονται με τους στόχους του σημείου 2·

γ)

μετά την πάροδο δύο ετών από την παραλαβή, το αρχείο PNR τηρείται στο σύστημα PAXIS για περαιτέρω περίοδο 1,5 έτους κατ’ ανώτατο όριο, αλλά όλα τα στοιχεία δεδομένων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ταυτοποίηση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται οι πληροφορίες διατίθενται μόνο κατόπιν έγκρισης του προέδρου του CBSA για σκοπό του σημείου 2. Κατά το διάστημα αυτό, οι αποπροσωποποιημένες πληροφορίες χρησιμοποιούνται από τους αναλυτές των υπηρεσιών πληροφοριών του CBSA για την ανάλυση τάσεων και την κατάρτιση μελλοντικών δεικτών κινδύνου που σχετίζονται με τους στόχους του σημείου 2·

δ)

οι πληροφορίες API αποθηκεύονται ξεχωριστά από τις πληροφορίες PNR στο σύστημα PAXIS, όπου τηρούνται για 3,5 έτη κατ’ ανώτατο όριο αλλά, κατά την εν λόγω περίοδο, οι πληροφορίες API που αφορούν ένα πρόσωπο δεν χρησιμοποιούνται για την απόκτηση πρόσβασης σε πληροφορίες PNR για το ίδιο πρόσωπο, εκτός εάν το αρχείο PNR επαναπροσωποποιηθεί με τους όρους της παραγράφου β).

9.

Οι πληροφορίες API και PNR, σε περίπτωση που αφορούν πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο έρευνας στον Καναδά για σκοπούς του σημείου 2, εισάγονται σε μία από τις βάσεις δεδομένων επιβολής του νόμου του CBSA. Αυτές οι βάσεις δεδομένων περιέχουν πληροφορίες μόνο για άτομα που υπήρξαν αντικείμενο έρευνας ή μέτρων εφαρμογής του νόμου δυνάμει της νομοθεσίας που διέπει το CBSA. Η πρόσβαση σε αυτές τις βάσεις δεδομένων επιτρέπεται μόνο στους υπαλλήλους του CBSA που την χρειάζονται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και παρακολουθείται στενά. Οι πληροφορίες API και PNR που καταχωρίζονται σε βάση δεδομένων επιβολής του νόμου τηρούνται στο σύστημα αυτό για το απολύτως απαραίτητο χρονικό διάστημα και, σε κάθε περίπτωση, όχι περισσότερο από 6 έτη, περίοδος κατά το πέρας της οποίας καταστρέφονται, εκτός εάν πρέπει να τηρηθούν για επιπλέον διάστημα δυνάμει του Privacy Act ή του Access to Information Act, όπως αναφέρεται στο σημείο 10 β).

10.

Οι πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που χρησιμοποιούνται από το CBSA με σκοπό τη λήψη απόφασης που αφορά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και θίγει τα συμφέροντά του πρέπει να τηρούνται από το CBSA για περίοδο 2 ετών από την ημερομηνία τέτοιας χρήσης, ώστε το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα να μπορεί να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες βάσει των οποίων ελήφθη η απόφαση, εκτός εάν αυτό δώσει τη συγκατάθεσή του για προηγούμενη διαγραφή ή εφόσον ληφθεί αίτημα για πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες, έως ότου το πρόσωπο είχε τη δυνατότητα να ασκήσει όλα τα δικαιώματά του που απολαύει δυνάμει του Privacy Act ή του Access to Information Act.

α)

Σε περίπτωση που οι πληροφορίες τηρούνται στη βάση δεδομένων PAXIS, η απαίτηση της διετίας συνυπολογίζεται στο ανώτατο όριο των 3,5 ετών κατά το οποίο οι πληροφορίες τηρούνται στην εν λόγω βάση δεδομένων.

β)

Σε περίπτωση που οι πληροφορίες τηρούνται σε βάση επιβολής του νόμου, οι πληροφορίες API και PNR μπορούν να τηρούνται, όπου κρίνεται σκόπιμο, για μέγιστη περίοδο 6 ετών προς χρήση από το CBSA για τους σκοπούς έρευνας που αναφέρονται στο σημείο 9 και κατόπιν για περαιτέρω μέγιστη περίοδο 2 επιπλέον ετών, κατά την οποία είναι προσβάσιμα από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα σύμφωνα με τον Privacy Act ή τον Access to Information Act, αλλά δεν είναι διαθέσιμα για διοικητική χρήση από το CBSA.

11.

Κατά τη λήξη των περιόδων που αναφέρονται στα σημεία 8 ως 10, οι πληροφορίες API και PNR καταστρέφονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί εθνικών αρχείων (National Archives Act) (2).

Δημοσιοποίηση πληροφοριών API και PNR σε άλλες υπηρεσίες και γραφεία του Καναδά

12.

Κάθε δημοσιοποίηση πληροφοριών API και PNR από το CBSA διέπεται από τον Privacy Act, τον Access to Information Actκαι τις εσωτερικές διατάξεις του CBSA. Αν και ο Privacy Act και ο Access to Information Act παρέχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα αρχεία, με την επιφύλαξη απαλλαγής ή εξαίρεσης, οι νόμοι αυτοί δεν προβλέπουν καμία άλλη υποχρεωτική δημοσιοποίηση πληροφοριών API και PNR. Αντίγραφο της διοικητικής πολιτικής που ακολουθεί το CBSA όσον αφορά τη δημοσιοποίηση, την προσπέλαση και τη χρήση πληροφοριών API και PNR, δηλαδή του υπομνήματος D-1-16-3 με τίτλο Interim Administrative Guidelines for the Disclosure, Access to and Use of Passenger Name Record (PNR) Data (στο εξής καλούμενο «Πολιτική του CBSA για τη δημοσιοποίηση του PNR»), θα δημοσιευθεί και θα διατεθεί στο κοινό μέσω του ιστοτόπου του CBSA. Αυτή η πολιτική, που περιγράφεται αναλυτικότερα στο σημείο 37 της παρούσας συγγραφής υποχρεώσεων, ορίζει ότι οι πληροφορίες API και PNR θα μπορούσαν να γνωστοποιηθούν σε άλλες κρατικές υπηρεσίες του Καναδά μόνο για τους σκοπούς του τμήματος 2, εκτός εάν η δημοσιοποίηση πραγματοποιείται κατόπιν κλήσης ή εντάλματος ή εντολής δικαστηρίου, προσώπου ή φορέα που έχει δικαιοδοσία στον Καναδά να επιβάλει την αποκάλυψη των πληροφοριών ή για τους σκοπούς τυχόν δικαστικών διαδικασιών.

13.

Οι πληροφορίες API και PNR δεν δημοσιοποιούνται μαζικά. Το CBSA δημοσιοποιεί μόνο επιλεγμένες πληροφορίες API και PNR κατά περίπτωση και μόνο αφού αξιολογήσει τη σημασία της σχετικής πληροφορίας PNR που πρόκειται να δημοσιοποιηθεί. Παρέχονται μόνο τα ιδιαίτερα στοιχεία API και PNR που αποδεικνύεται σαφώς ότι απαιτούνται στις συγκεκριμένες συνθήκες. Εν πάση περιπτώσει, παρέχονται οι ελάχιστες απαραίτητες πληροφορίες.

14.

Το CBSA δημοσιοποιεί πληροφορίες API και PNR μόνο εφόσον οι προτεινόμενοι αποδέκτες αναλαμβάνουν να παράσχουν την ίδια προστασία που παρέχει το CBSA. Οι καναδικοί κρατικοί αποδέκτες των πληροφοριών PNR δεσμεύονται επίσης από τις διατάξεις του Privacy Act, στο βαθμό που παρατίθενται στο Schedule (παράρτημα) του εν λόγω νόμου. Ο Privacy Act εφαρμόζεται στις πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή στις πληροφορίες που αφορούν πρόσωπο του οποίου μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα, που έχουν καταχωριστεί με οποιονδήποτε τρόπο και υπόκεινται στον έλεγχο ομοσπονδιακής κρατικής υπηρεσίας ή γραφείου του Καναδά που διέπεται από τον εν λόγω νόμο. Η εν λόγω υπηρεσία ή γραφείο δεν επιτρέπεται να συλλέγει καμία πληροφορία προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν αφορά άμεσα λειτουργικό πρόγραμμα ή δραστηριότητα του φορέα.

15.

Για λόγους πρακτικής και ως προϋπόθεση δημοσιοποίησης, το CBSA απαιτεί από τις καναδικές ομοσπονδιακές ή επαρχιακές αρχές επιβολής του νόμου να δεσμεύονται ότι δεν θα αποκαλύπτουν περαιτέρω τις πληροφορίες που λαμβάνουν, χωρίς την άδεια του CBSA, εκτός αν αυτό απαιτείται από το νόμο.

Δημοσιοποίηση πληροφοριών API και PNR σε άλλες χώρες

16.

Το CBSA μπορεί να δημοσιοποιεί πληροφορίες API και PNR σε κυβέρνηση άλλης χώρας, σύμφωνα με ρύθμιση ή συμφωνία δυνάμει του σημείου 8 2) του Privacy Act και του σημείου 107 8) του Customs Act.

17.

Οι εν λόγω ρυθμίσεις ή συμφωνίες μπορεί να περιλαμβάνουν μνημόνιο συμφωνίας το οποίο καταρτίζεται ειδικά για τους σκοπούς του προγράμματος του CBSA για το PNR ή συνθήκη δυνάμει της οποίας οι αρχές του CBSA υποχρεούνται να παρέχουν βοήθεια και πληροφορίες. Και στις δύο περιπτώσεις οι πληροφορίες διαβιβάζονται σε κάποιο φορέα μόνο για σκοπό συναφή με εκείνους που ορίζονται στο σημείο 2 και μόνο εάν η χώρα-αποδέκτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να προστατεύσει τις πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα συγγραφή υποχρεώσεων. Σε κάθε περίπτωση, στην άλλη χώρα παρέχονται οι ελάχιστες δυνατές πληροφορίες.

18.

Οι πληροφορίες API και PNR που τηρούνται στο PAXIS διαβιβάζονται μόνο σε χώρα που έχει λάβει διαπίστωση ότι παρέχει ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας δυνάμει της οδηγίας ή ότι καλύπτεται από αυτήν.

19.

Οι πληροφορίες API και PNR που τηρούνται σε βάση δεδομένων για την επιβολή του νόμου η οποία περιγράφεται στο σημείο 9 μπορούν να διαβιβάζονται σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από συμφωνία αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των τελωνείων ή από συμφωνία αμοιβαίας νομικής συνδρομής. Εν προκειμένω, τα στοιχεία API και PNR διαβιβάζονται μόνο κατά περίπτωση και εφόσον το CBSA έχει στην κατοχή της αποδεικτικά στοιχεία που συνδέουν άμεσα το αίτημα με τη διερεύνηση ή την πρόληψη εγκλημάτων που αναφέρονται στο σημείο 2 και μόνο στο βαθμό που τα παρεχόμενα στοιχεία των δεδομένων είναι απολύτως απαραίτητα για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας.

Δημοσιοποίηση πληροφοριών API και PNR προς το ζωτικό συμφέρον του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα

20.

Με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων της παρούσας συγγραφής υποχρεώσεων, το CBSA δύναται να δημοσιοποιεί πληροφορίες API και PNR σε σχετικές καναδικές ή άλλες κρατικές υπηρεσίες και γραφεία, εφόσον η δημοσιοποίηση αυτή απαιτείται για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή άλλων προσώπων, ιδίως όσον αφορά σημαντικούς κινδύνους για την υγεία.

Κοινοποίηση στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα

21.

Το CBSA παρέχει στο επιβατικό κοινό των αεροπορικών εταιρειών πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις API και PNR και τα συναφή με τη χρήση τους ζητήματα, καθώς και γενικές πληροφορίες σχετικά με την αρμόδια για τη συλλογή των δεδομένων αρχή, τους σκοπούς της συλλογής, την προστασία των πληροφοριών, τον τρόπο και το βαθμό διαβίβασης των δεδομένων, την ταυτότητα του αρμόδιου υπαλλήλου του CBSA, τις διαδικασίες προσφυγής και τα στοιχεία επαφής των προσώπων στα οποία μπορούν να υποβάλλονται ερωτήσεις ή ενδεχόμενα προβλήματα.

Μηχανισμοί νομικής αναθεώρησης του προγράμματος του CBSA για το PNR

22.

Το πρόγραμμα για το PNR δύναται να αναθεωρείται και να εξετάζεται για λόγους συμμόρφωσης από τον Privacy Commissioner of Canada και το Γραφείο του γενικού ελεγκτή του Καναδά (Office of the Auditor General of Canada).

23.

Η ανεξάρτητη αρχή προστασίας των δεδομένων του Καναδά, ο Privacy Commissioner of Canada, μπορεί να διερευνά τη συμμόρφωση των κρατικών υπηρεσιών και γραφείων με τον Privacy Act και μπορεί να ελέγχει το βαθμό στον οποίο το CBSA συμμορφώνεται με την παρούσα συγγραφή υποχρεώσεων. Βάσει αποδεκτών τυποποιημένων στόχων και κριτηρίων, οι Privacy Practices (πρακτικές για την ιδιωτική ζωή) και το Review Branch (τμήμα αναθεώρησης) του Office of the Privacy Commissioner μπορούν να διεξάγουν ελέγχους συμμόρφωσης καθώς και έρευνες. Ο Privacy Commissioner of Canada έχει το δικαίωμα να αποκαλύπτει πληροφορίες που, κατά τη γνώμη του, απαιτούνται για τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του συγκεκριμένου νόμου ή για την αιτιολόγηση των διαπιστώσεων και των συστάσεων οποιασδήποτε έκθεσης συντάσσεται δυνάμει του εν λόγω νόμου.

24.

To Office of the Auditor General of Canada διενεργεί ανεξάρτητους λογιστικούς ελέγχους σε συναλλαγές της καναδικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Αυτοί οι έλεγχοι παρέχουν στα μέλη του καναδικού κοινοβουλίου και στο κοινό αντικειμενικές πληροφορίες που διευκολύνουν την εξέταση των κυβερνητικών δραστηριοτήτων και τη λογοδοσία της κυβέρνησης.

25.

Τα τελικά αντίγραφα των εκθέσεων του Office of the Privacy Commissioner και του Office of the Auditor General of Canada διατίθενται στο κοινό μέσω ετήσιων εκθέσεων προς το Κοινοβούλιο και, ενδεχομένως, δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο. Το CBSA παρέχει στην Επιτροπή πρόσβαση στα αντίγραφα οποιασδήποτε τέτοιας έκθεσης που αφορά με οποιονδήποτε τρόπο το πρόγραμμα για το PNR.

Κοινή αναθεώρηση του προγράμματος του CBSA για το PNR

26.

Πέρα από τις παραπάνω διαδικασίες αναθεώρησης που προβλέπονται στο καναδικό δίκαιο, το CBSA συμμετέχει ετησίως ή όποτε κρίνεται σκόπιμο, και όπως συμφωνείται με την Επιτροπή, σε κοινή αναθεώρηση του προγράμματος για το PNR όσον αφορά διαβιβάσεις δεδομένων API και PNR στο CBSA.

Προσφυγή

Νομικό πλαίσιο

27.

Ο καναδικός χάρτης δικαιωμάτων και ελευθεριών (Charter of Rights and Freedoms), που αποτελεί τμήμα του καναδικού Συντάγματος, εφαρμόζεται σε όλες τις κυβερνητικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας. Το σημείο 8 του Χάρτη παρέχει το δικαίωμα προστασίας έναντι μη αιτιολογημένης έρευνας και κατάσχεσης και διαφυλάσσει την εύλογη προσδοκία για ιδιωτική ζωή. Το σημείο 24 του Χάρτη επιτρέπει σε πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα παραβιάστηκαν να προσφύγει σε αρμόδιο δικαστήριο ζητώντας τη θεραπεία που το δικαστήριο θα κρίνει σκόπιμη και δίκαιη για τις περιστάσεις.

28.

Το δικαίωμα πρόσβασης αλλοδαπού στα αρχεία που ελέγχονται από οργανισμό της καναδικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, δυνάμει της απόφασης επέκτασης αριθ. 1 (Extension Order Number 1) του Access to Information Act (ATIA), παρέχεται σε οποιονδήποτε βρίσκεται στον Καναδά. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναγνωρίζει αυτός ο νόμος, ο αλλοδαπός που βρίσκεται στον Καναδά ή, εναλλακτικά, ένα πρόσωπο που βρίσκεται στον Καναδά με τη σύμφωνη γνώμη του αλλοδαπού που δεν βρίσκεται στον Καναδά μπορεί να υποβάλει αίτημα ATIA για αρχεία που αφορούν τον αλλοδαπό και να λάβει πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία, με την επιφύλαξη ειδικών και περιορισμένων απαλλαγών και εξαιρέσεων του νόμου.

29.

Δυνάμει του Privacy Act, το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα και υποβολής αίτησης για διορθώσεις ή κοινοποιήσεις επεκτείνεται βάσει της απόφασης επέκτασης αριθ. 2 σε οποιονδήποτε βρίσκεται στον Καναδά. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον εν λόγω νόμο, ο αλλοδαπός μπορεί να ασκεί αυτά τα δικαιώματα εάν βρίσκεται στον Καναδά.

Διοικητικό πλαίσιο

30.

Ωστόσο, η κρατική υπηρεσία που τηρεί πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα για κάποιον μπορεί να παρέχει, σε διοικητικό επίπεδο, δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης και κοινοποίησης και σε αλλοδαπούς που δεν βρίσκονται στον Καναδά. Το CBSA θα επεκτείνει αυτά τα δικαιώματα όσον αφορά τις πληροφορίες API και PNR που βρίσκονται στην κατοχή της σε πολίτες της ΕΕ ή σε άλλα πρόσωπα που δεν βρίσκονται στον Καναδά, με τον όρο ότι η δημοσιοποίηση επιτρέπεται, κατά τα λοιπά, βάσει του νόμου.

31.

Ο Privacy Commissioner μπορεί να υποβάλει καταγγελία εάν είναι πεπεισμένος ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι διερεύνησης του ζητήματος δυνάμει του Privacy Act και έχει ευρείες εξουσίες διερεύνησης οποιασδήποτε καταγγελίας. Επιπλέον, ο Privacy Commissioner μπορεί να εξετάζει καταγγελίες που υποβάλλονται από τις αρχές προστασίας δεδομένων (ΑΠΔ) οποιουδήποτε κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) εξ ονόματος ευρωπαίου πολίτη, στο βαθμό που αυτός ο πολίτης έχει εξουσιοδοτήσει την ΑΠΔ να ενεργεί εξ ονόματός του και πιστεύει ότι η καταγγελία του για την προστασία δεδομένων όσον αφορά πληροφορίες API και PNR δεν εξετάστηκε ικανοποιητικά από το CBSA, όπως ορίζεται στο ανωτέρω σημείο 30. Ο Privacy Commissioner κοινοποιεί τα συμπεράσματά του και συμβουλεύει την/τις οικεία(-ες) ΑΠΔ για τα τυχόν μέτρα που θα λάβουν.

32.

Ο Privacy Commissioner έχει επίσης ειδικές εξουσίες να διερευνά το βαθμό στον οποίο οι υπηρεσίες και τα γραφεία της καναδικής κυβέρνησης συμμορφώνονται με τον Privacy Act όσον αφορά τη συλλογή, την τήρηση, τη χρήση, τη δημοσιοποίηση και τη διαβίβαση πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα.

Ασφάλεια των πληροφοριών

33.

Πρόσβαση στο σύστημα PAXIS παρέχεται μόνο σε περιορισμένο αριθμό «στοχοθετών» ή υπαλλήλων των υπηρεσιών πληροφοριών του CBSA που βρίσκονται σε μονάδες «στοχοθέτησης» επιβατών στα καναδικά περιφερειακά γραφεία και στα κεντρικά γραφεία του CBSA στην Οτάβα, στον Καναδά. Οι υπάλληλοι αυτοί συνδέονται στο σύστημα PAXIS σε ασφαλείς χώρους εργασίας στους οποίους δεν έχει πρόσβαση το κοινό.

34.

Οι υπάλληλοι, για να συνδεθούν στο σύστημα PAXIS, πρέπει να χρησιμοποιήσουν δύο διαφορετικούς κωδικούς σύνδεσης, οι οποίοι να περιέχουν αναγνωριστικό χρήστη και κωδικό πρόσβασης που παρέχονται από το σύστημα. Ο πρώτος κωδικός σύνδεσης παρέχει πρόσβαση στο τοπικό δίκτυο [Local Area Network (LAN)] του CBSA, ενώ ο δεύτερος κωδικός παρέχει πρόσβαση στην πλατφόρμα Integrated Customs System (ολοκληρωμένο τελωνειακό σύστημα), η οποία με τη σειρά της παρέχει πρόσβαση στην εφαρμογή PAXIS. Η πρόσβαση στο δίκτυο του CBSA και σε κάθε δεδομένο που περιέχεται στο σύστημα PAXIS υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο και χορηγείται μόνο σε επιλεγμένη ομάδα χρηστών· κάθε αναζήτηση και αναθεώρηση των δεδομένων επιβατών του συστήματος ελέγχεται. Το αρχείο ελέγχου που δημιουργείται περιλαμβάνει το όνομα του χρήστη, τον τόπο εργασίας του χρήστη, την ημερομηνία και την ώρα της πρόσβασης, καθώς και τον αριθμό του φακέλου PNR για τις πληροφορίες που αναζητήθηκαν. Το CBSA περιορίζει επίσης την πρόσβαση σε συγκεκριμένα στοιχεία δεδομένων API και PNR στο πλαίσιο του συστήματος βάσει του «απαραίτητου» χαρακτήρα τους (είδος/προφίλ χρήστη). Αυτές οι μορφές ελέγχου της πρόσβασης διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση στις πληροφορίες API και PNR παρέχεται μόνο στα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 33, για τους σκοπούς του σημείου 2.

35.

Η προσπέλαση, η χρήση και η δημοσιοποίηση πληροφοριών API και PNR διέπονται από τον Privacy Act, τον Access to Information Act καθώς και το σημείο 107 του Customs Act και τη διοικητική πολιτική που περιγράφεται στο σημείο 37 της παρούσας συγγραφής υποχρεώσεων, όπου αντανακλώνται η προστασία και τα εχέγγυα που αναφέρονται στο παρόν έγγραφο. Το σημείο 160 του Customs Act και οι εσωτερικοί κώδικες δεοντολογίας προβλέπουν ποινικές και άλλες κυρώσεις σε περίπτωση που οι εν λόγω πολιτικές δεν τηρούνται και, όπως προαναφέρεται, ο Privacy Commissioner έχει την εξουσία δυνάμει του Privacy Act να ξεκινήσει έρευνα όσον αφορά τη δημοσιοποίηση πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα.

36.

Η πολιτική του CBSA για τη δημοσιοποίηση του PNR ορίζει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται από όλους τους υπαλλήλους της που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες API και PNR. Η πολιτική του CBSA αποβλέπει στην προστασία της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και στην επίτευξη αυτής της προστασίας σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές που προβλέπει η καναδική νομοθεσία, καθώς και με τις πολιτικές του CBSA και της καναδικής κυβέρνησης οι οποίες αφορούν τη διαχείριση και την ασφάλεια των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στο σημείο 38.

37.

Η πολιτική του CBSA για τη δημοσιοποίηση του PNR προβλέπει τα εξής:

α)

ένας υπάλληλος δύναται να δημοσιοποιεί, να επιτρέπει την πρόσβαση ή να χρησιμοποιεί πληροφορίες API και PNR μόνο όταν έχει σχετική άδεια από το νόμο και στο πλαίσιο της πολιτικής·

β)

οι υπάλληλοι λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι δημοσιοποιούνται σε τρίτους μόνο ουσιώδεις πληροφορίες·

γ)

οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται μόνο για συγκεκριμένο επιτρεπόμενο σκοπό και περιορίζονται στις απολύτως απαραίτητες για το σκοπό αυτό πληροφορίες·

δ)

επιτρέπεται η παροχή ή η πρόσβαση των πληροφοριών μόνο σε πρόσωπα που πρέπει να λάβουν γνώση τους για επιχειρησιακούς λόγους· και

ε)

με την επιφύλαξη του Privacy Act, του Access to Information Act και του National Archives Act, οποιαδήποτε δημοσιοποιούμενη πληροφορία καταστρέφεται ή επιστρέφεται μετά τη χρήση της, σύμφωνα με τις πολιτικές διαχείρισης των πληροφοριών που ακολουθεί το CBSA και το Treasury Board of Canada (καναδικό Δημόσιο Ταμείο).

38.

Η πολιτική του CBSA για τη δημοσιοποίηση του PNR εντάσσεται σε αρκετές πολιτικές του CBSA σχετικά με την προστασία και τη διαχείριση των πληροφοριών που συλλέγονται στο πλαίσιο των διαφόρων καθεστώτων που διαχειρίζεται το CBSA. Επιπροσθέτως, όλοι οι υπάλληλοι του CBSA δεσμεύονται από τις πολιτικές της κυβέρνησης του Καναδά για την ασφάλεια όσον αφορά την προστασία των ηλεκτρονικών συστημάτων και την προστασία των δεδομένων (3).

39.

Όλοι οι υπάλληλοι του CBSA γνωρίζουν τις πολιτικές αυτές και τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης. Η τήρηση των εν λόγω πολιτικών αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη της θέσης εργασίας τους.

Αμοιβαιότητα

40.

Ο νόμος για τον τομέα της αεροναυτιλίας (Aeronautics Act) επιτρέπει στους καναδικούς αερομεταφορείς που πραγματοποιούν πτήσεις από οποιονδήποτε προορισμό ή σε οποιουσδήποτε αερομεταφορείς που πραγματοποιούν πτήσεις από τον Καναδά να παρέχουν σε άλλο κράτος πληροφορίες σχετικά με πρόσωπα που επιβαίνουν στις υπό εξέταση πτήσεις με κατεύθυνση το κράτος αυτό, εφόσον η νομοθεσία του εν λόγω κράτους απαιτεί την παροχή αυτών των πληροφοριών.

41.

Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ή οποιοδήποτε κράτος μέλος της αποφασίσει να εγκρίνει σύστημα ταυτοποίησης επιβατών αεροπορικών μεταφορών και θεσπίσει νομοθεσία που να απαιτεί από όλους τους αερομεταφορείς να παρέχουν στις ευρωπαϊκές αρχές πρόσβαση σε δεδομένα API και PNR για πρόσωπα των οποίων το δρομολόγιο του ταξιδιού τους περιλαμβάνει πτήση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, το σημείο 4.83 του Aeronautics Act επιτρέπει στους αερομεταφορείς να ικανοποιούν αυτή την απαίτηση.

Αναθεώρηση και λήξη ισχύος της συγγραφής υποχρεώσεων

42.

Η παρούσα συγγραφή υποχρεώσεων εφαρμόζεται για περίοδο τριών ετών και έξι μηνών (3,5 ετών), ξεκινώντας από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει μια συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων API και PNR από αερομεταφορείς με σκοπό τη διαβίβαση αυτών των δεδομένων στο CBSA, σύμφωνα με την οδηγία. Μετά την πάροδο δύο ετών και έξι μηνών (2,5 ετών) εφαρμογής της παρούσας συγγραφής υποχρεώσεων, το CBSA προβαίνει σε συνομιλίες με την Επιτροπή με σκοπό την παράταση της ισχύος της συγγραφής υποχρεώσεων και κάθε ενδεχόμενης συναφούς διάταξης, με όρους αποδεκτούς και για τα δύο μέρη. Εάν καμία αποδεκτή και από τα δύο μέρη συμφωνία δεν επιτευχθεί πριν από την ημερομηνία λήξης της ισχύος της παρούσας συγγραφής υποχρεώσεων, αυτή παύει να ισχύει για οποιοδήποτε δεδομένο συλλεχθεί από τη στιγμή εκείνη και μετά. Τα δεδομένα που συλλέγονται κατά τη διάρκεια ισχύος της συγγραφής υποχρεώσεων εξακολουθούν να προστατεύονται από τις παρούσες διατάξεις έως ότου κάθε τέτοιο δεδομένο διαγραφεί.

43.

Το CBSA ανταποκρίνεται στην παρούσα συγγραφή υποχρεώσεων με την εφαρμογή του ισχύοντος καναδικού δικαίου ή, στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται ήδη από την καναδική νομοθεσία, με κανονισμούς που καταρτίζονται ειδικά για το σκοπό αυτό.


(1)  Οι παράγραφοι 3 (a) έως (f) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία API: (a) το επώνυμο, το όνομα και τυχόν άλλα ονόματα του προσώπου· (b) την ημερομηνία γέννησης· (c) το φύλο· (d) την ιθαγένεια ή την υπηκοότητα· (e) το είδος του ταξιδιωτικού εγγράφου που ταυτοποιεί το πρόσωπο, το όνομα της χώρας στην οποία εκδόθηκε το ταξιδιωτικό έγγραφο και τον αριθμό του ταξιδιωτικού εγγράφου· (f) τον τυχόν αριθμό του φακέλου κράτησης και, σε περίπτωση ατόμου που επιβαίνει σε εμπορικό μεταφορικό μέσο ή σε περίπτωση οποιουδήποτε άλλου μέλους του πληρώματος χωρίς αριθμό φακέλου κράτησης, κοινοποίηση του καθεστώτος τους ως μελών του πληρώματος.

(2)  Αυτός ο νόμος ορίζει τις διατυπώσεις που πρέπει να τηρούνται πριν από την καταστροφή κρατικών αρχείων.

(3)  Στις πολιτικές αυτές περιλαμβάνονται η Government Security Policy, που δημοσιεύθηκε από τη Γραμματεία του Treasury Board of Canada την 1η Φεβρουαρίου 2002, και η Operational Security Standard: Management of Information Technology Security (MITS), που δημοσιεύθηκε από τη Γραμματεία του Treasury Board of Canada στις 31 Μαΐου 2004.

ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ «Α»

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ PNR ΠΟΥ ΖΗΤΑ ΤΟ CBSA ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

1.

Ονοματεπώνυμο

2.

Δεδομένα API

3.

Αριθμός φακέλου PNR

4.

Προβλεπόμενη ημερομηνία ταξιδιού

5.

Ημερομηνία κράτησης της θέσης

6.

Ημερομηνία έκδοσης του εισιτηρίου

7.

Ταξιδιωτικό πρακτορείο

8.

Ταξιδιωτικός πράκτορας

9.

Στοιχεία τηλεφωνικής επικοινωνίας

10.

Διεύθυνση χρέωσης

11.

Πληροφορίες για όλους τους τρόπους πληρωμής

12.

Πληροφορίες για συχνούς ταξιδιώτες

13.

Πληροφορίες σχετικά με την έκδοση των εισιτηρίων

14.

Αριθμός εισιτηρίου

15.

Διαχωρισμένα/κατανεμημένα δεδομένα PNR

16.

Επιβάτης τελευταίας στιγμής χωρίς κράτηση

17.

Περιπτώσεις μη εμφάνισης του επιβάτη

18.

Πληροφορίες για το πλήρες δρομολόγιο του ταξιδιού

19.

Πληροφορίες για πρόσωπα που έχουν κάνει κράτηση της τελευταίας στιγμής

20.

Άλλα ονόματα στο PNR

21.

Σειρά κατά των έλεγχο εισιτηρίων

22.

Αριθμοί επισήμανσης των αποσκευών

23.

Πληροφορίες σχετικά με τη θέση

24.

Αριθμός θέσης

25.

Εισιτήρια μονής κατεύθυνσης


29.3.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 91/61


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Μαρτίου 2006

σχετικά με τη λήψη ορισμένων προσωρινών προστατευτικών μέτρων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων στη Γερμανία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 1321]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/254/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (1), και ιδίως το άρθρο 10 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στη Γερμανία εκδηλώθηκαν κρούσματα κλασικής πανώλης των χοίρων.

(2)

Λαμβανομένου υπόψη του εμπορίου ζώντων χοίρων και ορισμένων προϊόντων χοίρων, τα ανωτέρω κρούσματα ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο το ζωικό κεφάλαιο άλλων κρατών μελών.

(3)

Η Γερμανία έλαβε μέτρα στο πλαίσιο της οδηγίας 2001/89/ΕΚ (2) του Συμβουλίου σχετικά με κοινοτικά μέτρα για την καταπολέμηση της κλασικής πανώλης των χοίρων.

(4)

Οι όροι υγειονομικού ελέγχου και οι απαιτήσεις πιστοποίησης για το εμπόριο ζώντων χοίρων ορίζονται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (3).

(5)

Οι όροι υγειονομικού ελέγχου και οι απαιτήσεις πιστοποίησης για το εμπόριο σπέρματος χοίρων ορίζονται στην οδηγία 90/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, για τον καθορισμό των απαιτήσεων υγειονομικού ελέγχου που ισχύουν στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και στις εισαγωγές σπέρματος χοίρων (4).

(6)

Οι όροι υγειονομικού ελέγχου και οι απαιτήσεις πιστοποίησης για το εμπόριο ωαρίων και εμβρύων χοίρων ορίζονται στην απόφαση 95/483/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Νοεμβρίου 1995, για τον καθορισμό του υποδείγματος υγειονομικού πιστοποιητικού το οποίο απαιτείται κατά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές ωαρίων και εμβρύων χοίρων (5).

(7)

Εν αναμονή της συνεδρίασης της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, και σε συνεργασία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν προσωρινά προστατευτικά μέτρα.

(8)

Η παρούσα απόφαση θα επανεξεταστεί από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Με την επιφύλαξη των μέτρων της οδηγίας 2001/89/ΕΚ, και ιδίως των άρθρων 9, 10 και 11, η Γερμανία εξασφαλίζει ότι:

α)

δεν μεταφέρονται χοίροι από και προς χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις εντός των περιοχών που περιγράφονται στο παράρτημα·

β)

η μεταφορά χοίρων για σφαγή από εκμεταλλεύσεις εκτός των περιοχών που περιγράφονται στο παράρτημα με προορισμό σφαγεία ευρισκόμενα εντός των εν λόγω περιοχών, καθώς και η διέλευση χοίρων μέσα από τις ίδιες περιοχές, επιτρέπεται μόνον μέσω κύριων οδικών αρτηριών ή σιδηροδρομικών γραμμών και σύμφωνα με τις λεπτομερείς οδηγίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κατά τη διάρκεια της μεταφοράς οι εν λόγω χοίροι να έλθουν σε άμεση ή έμμεση επαφή με άλλους χοίρους.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν τη μεταφορά χοίρων απευθείας σε σφαγείο ευρισκόμενο εντός της περιοχής που περιγράφεται στο παράρτημα ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε καθορισμένα σφαγεία εκτός της εν λόγω περιοχής στη Γερμανία, με σκοπό την άμεση σφαγή.

Άρθρο 2

1.   Η Γερμανία εξασφαλίζει ότι, με εξαίρεση τους χοίρους που αποστέλλονται απευθείας στο σφαγείο για άμεση σφαγή, δεν γίνονται αποστολές χοίρων προς άλλα κράτη μέλη και προς τρίτες χώρες, εκτός εάν οι χοίροι:

α)

προέρχονται από εκμετάλλευση ευρισκόμενη εκτός των περιοχών που περιγράφονται στο παράρτημα, και

β)

παρέμειναν στην εκμετάλλευση προέλευσης επί τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από τη φόρτωση για μεταφορά, ή από τη γέννησή τους εάν είναι ηλικίας κάτω των 30 ημερών, και

γ)

προέρχονται από εκμετάλλευση στην οποία δεν εισήλθαν ζώντες χοίροι κατά το διάστημα των 30 ημερών που προηγείται της αποστολής των εν λόγω χοίρων.

2.   Η αρμόδια κτηνιατρική αρχή της Γερμανίας εξασφαλίζει ότι η κοινοποίηση της αποστολής χοίρων σε άλλα κράτη μέλη διαβιβάζεται στην κεντρική και τοπική κτηνιατρική αρχή του κράτους μέλους προορισμού και κάθε κράτους μέλους διέλευσης τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την αποστολή.

Άρθρο 3

1.   Η Γερμανία εξασφαλίζει ότι δεν αποστέλλεται σπέρμα χοίρων σε άλλα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες, εκτός εάν το σπέρμα προέρχεται από κάπρους εκτρεφόμενους σε κέντρο συλλογής που αναφέρεται στο άρθρο 3 στοιχείο α) της οδηγίας 90/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου και βρίσκεται εκτός των περιοχών που περιγράφονται στο παράρτημα.

2.   Η Γερμανία εξασφαλίζει ότι δεν αποστέλλονται ωάρια και έμβρυα χοίρων σε άλλα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες, εκτός εάν τα ωάρια και τα έμβρυα προέρχονται από χοίρους εκτρεφόμενους σε εκμετάλλευση που βρίσκεται εκτός των περιοχών που περιγράφονται στο παράρτημα.

Άρθρο 4

Η Γερμανία εξασφαλίζει ότι:

α)

το υγειονομικό πιστοποιητικό που προβλέπεται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου και συνοδεύει χοίρους που αποστέλλονται από τη Γερμανία πρέπει να φέρει την ακόλουθη συμπληρωματική μνεία:

«Ζώα σύμφωνα με την απόφαση 2006/254/ΕΚ της Επιτροπής της 28ης Μαρτίου 2006 σχετικά με τη λήψη ορισμένων προστατευτικών μέτρων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων στη Γερμανία»

β)

το υγειονομικό πιστοποιητικό που προβλέπεται στην οδηγία 90/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου και συνοδεύει σπέρμα κάπρων που αποστέλλεται από τη Γερμανία πρέπει να φέρει την ακόλουθη συμπληρωματική μνεία:

«Σπέρμα σύμφωνα με την απόφαση 2006/254/ΕΚ της Επιτροπής της 28ης Μαρτίου 2006 σχετικά με τη λήψη ορισμένων προστατευτικών μέτρων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων στη Γερμανία»

γ)

το υγειονομικό πιστοποιητικό που προβλέπεται στην απόφαση 95/483/ΕΚ της Επιτροπής και συνοδεύει ωάρια και έμβρυα χοίρων που αποστέλλονται από τη Γερμανία πρέπει να φέρει την ακόλουθη συμπληρωματική μνεία:

«Ωάρια/Έμβρυα (διαγράφεται η περιττή ένδειξη) σύμφωνα με την απόφαση 2006/254/ΕΚ της Επιτροπής της 28ης Μαρτίου 2006 σχετικά με τη λήψη ορισμένων προστατευτικών μέτρων όσον αφορά την κλασική πανώλη των χοίρων στη Γερμανία»

Άρθρο 5

Η Γερμανία εξασφαλίζει ότι τα οχήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά χοίρων ή εισήλθαν σε εκμετάλλευση όπου εκτρέφονται χοίροι, καθαρίζονται και απολυμαίνονται έπειτα από κάθε δρομολόγιο, και ο μεταφορέας προσκομίζει στην αρμόδια κτηνιατρική αρχή αποδεικτικά στοιχεία για την εν λόγω απολύμανση.

Άρθρο 6

Τα κράτη μέλη τροποποιούν τα μέτρα που εφαρμόζουν στο εμπόριο ούτως ώστε αυτά να συνάδουν με την παρούσα απόφαση και δημοσιοποιούν αμέσως και με τον κατάλληλο τρόπο τα μέτρα που λαμβάνονται. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2006.

Για την Επιτροπή

Μάρκος ΚΥΠΡΙΑΝΟΫ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29· oδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την οδηγία 2002/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 315 της 19.11.2002, σ. 14).

(2)  ΕΕ L 316 της 1.12.2001, σ. 5· oδηγία όπως τροποποιήθηκε με την πράξη προσχώρησης του 2003.

(3)  ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64· oδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με την πράξη προσχώρησης του 2003.

(4)  ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 62· oδηγία όπως τροποποιήθηκε την τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 806/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 275 της 18.11.1995, σ. 30.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ολόκληρο το έδαφος του ομόσπονδου κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στη Γερμανία.