ISSN 1977-0901

doi:10.3000/19770901.C_2012.008.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

55ό έτος
11 Ιανουαρίου 2012


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2012/C 008/01

Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση ( 1 )

1

2012/C 008/02

Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος ( 2 )

4

2012/C 008/03

Ανακοίνωση της Επιτροπής — Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (2011) ( 2 )

15

2012/C 008/04

Ανακοίνωση της Επιτροπής — 'Εγκριση του περιεχομένου του σχεδίου κανονισμού της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ( 2 )

23

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2012/C 008/05

Ισοτιμίες του ευρώ

28

2012/C 008/06

Ανακοίνωση σχετικά με τους οδηγούς ορθής πρακτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης

29

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

2012/C 008/07

Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις οι οποίες χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 736/2008 της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης EK στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας ( 2 )

30

2012/C 008/08

Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

31

2012/C 008/09

Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

32

2012/C 008/10

Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

33

2012/C 008/11

Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

34

2012/C 008/12

Συνοπτικές πληροφορίες κοινοποιούμενες από τα κράτη μέλη σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 736/2008 της Επιτροπής περί της εφαρμογής των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας ( 2 )

35

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, εκτός από τα προϊόντα που διέπονται από το παράρτημα Ι της συνθήκης

 

(2)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/1


Έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ

Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ, εκτός από τα προϊόντα που διέπονται από το παράρτημα Ι της συνθήκης)

2012/C 8/01

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

25.7.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32705 (11/N)

Κράτος μέλος

Ουγγαρία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Agrár-erdészeti rendszerek kialakítása – EMVA (1698/2005/ΕΚ 44. cikk)

Νομική βάση

„Az Európai Mezőgazdasági Vidékfejlesztési Alapból az agrár-erdészeti rendszerek mezőgazdasági földterületeken történő első létrehozásához nyújtandó támogatás igénybevételének részletes szabályairól” szóló 46/2009. (IV. 16.) FVM rendelet

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Δασοκομία, Αγροτική ανάπτυξη (AGRI), Δασοκομία

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιδότηση

Προϋπολογισμός

 

Συνολικός προϋπολογισμός: 413 HUF (σε εκατ.)

 

Ετήσιος προϋπολογισμός: 137,67 HUF (σε εκατ.)

Ένταση

80 %

Διάρκεια

μέχρι τις 31.12.2013

Κλάδοι της οικονομίας

Άλλες δενδρώδεις και θαμνώδεις καλλιέργειες φρούτων και καρπών με κέλυφος, Μικτές γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Vidékfejlesztési Minisztérium

Budapest

Kossuth Lajos tér 11.

1055

MAGYARORSZÁG/HUNGARY

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

25.7.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32706 (11/N)

Κράτος μέλος

Ουγγαρία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Erdő-környezetvédelmi intézkedések – EMVA (1698/2005/ΕΚ 47. cikk)

Νομική βάση

„Az Európai Mezőgazdasági Vidékfejlesztési Alapból az erdő-környezetvédelmi intézkedésekhez nyújtandó támogatások részletes feltételeiről” szóló 124/2009. (IX. 24.) FVM rendelet

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Δασοκομία, Προστασία του περιβάλλοντος, Αγροτική ανάπτυξη (AGRI)

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιδότηση

Προϋπολογισμός

 

Συνολικός προϋπολογισμός: 21 241,40 HUF (σε εκατ.)

 

Ετήσιος προϋπολογισμός: 7,08 HUF (σε εκατ.)

Ένταση

100 %

Διάρκεια

μέχρι τις 31.12.2013

Κλάδοι της οικονομίας

Δασοκομία και άλλες δασοκομικές δραστηριότητες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Vidékfejlesztési Minisztérium

Budapest

Kossuth Lajos tér 11.

1055

MAGYARORSZÁG/HUNGARY

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

18.10.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32707 (11/N)

Κράτος μέλος

Ουγγαρία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Nem termelő beruházások erdőterületen – erdőszerkezet átalakítása – EMVA (1698/2005/ΕΚ 49. cikk)

Νομική βάση

„Az Európai Mezőgazdasági Vidékfejlesztési Alapból az erdőszerkezet átalakításához nyújtandó támogatások részletes feltételeiről” szóló 139/2009. (X. 22.) FVM rendelet

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Δασοκομία, Προστασία του περιβάλλοντος

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιδότηση

Προϋπολογισμός

Συνολικός προϋπολογισμός: 11 034 HUF (σε εκατ.)

Ένταση

100 %

Διάρκεια

μέχρι τις 31.12.2013

Κλάδοι της οικονομίας

Δασοκομία και άλλες δασοκομικές δραστηριότητες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Vidékfejlesztési Minisztérium

Budapest

Kossuth Lajos tér 11.

1055

MAGYARORSZÁG/HUNGARY

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm

Ημερομηνία έκδοσης της απόφασης

29.7.2011

Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης

SA.32709 (11/N)

Κράτος μέλος

Ουγγαρία

Περιφέρεια

Τίτλος (ή/και όνομα του δικαιούχου)

Mezőgazdasági területek első erdősítése – EMVA (1698/2005/ΕΚ 43. cikk)

Νομική βάση

„Az Európai Mezőgazdasági Vidékfejlesztési Alapból a mezőgazdasági területek erdősítéséhez nyújtandó támogatás igénybevételének részletes szabályairól” szóló 88/2007. (VIII. 17.) FVM rendelet

Είδος μέτρου

Καθεστώς

Στόχος

Δασοκομία, Αγροτική ανάπτυξη (AGRI)

Είδος ενίσχυσης

Άμεση επιδότηση

Προϋπολογισμός

 

Συνολικός προϋπολογισμός: 40 879,19 HUF (σε εκατ.)

 

Ετήσιος προϋπολογισμός: 13 262,39 HUF (σε εκατ.)

Ένταση

80 %

Διάρκεια

μέχρι τις 31.12.2013

Κλάδοι της οικονομίας

Δασοκομία και άλλες δασοκομικές δραστηριότητες

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

Vidékfejlesztési Minisztérium

Budapest

Kossuth Lajos tér 11.

1055

MAGYARORSZÁG/HUNGARY

Λοιπές πληροφορίες

Το κείμενο της απόφασης στην (στις) αυθεντική(-ές) γλώσσα(-ες), χωρίς τα εμπιστευτικά στοιχεία, είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/state_aids_texts_el.htm


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/4


Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2012/C 8/02

1.   ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ

1.

Οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) όχι μόνο είναι θεμελιωμένες στις κοινές αξίες της Ένωσης, αλλά διαδραματίζουν και πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής. Η Ένωση και τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο των αντίστοιχων εξουσιών τους, πρέπει να μεριμνούν ώστε οι υπηρεσίες αυτές να λειτουργούν στη βάση αρχών και όρων που τους επιτρέπουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους.

2.

Ορισμένες ΥΓΟΣ μπορούν να παρασχεθούν από δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις (1) χωρίς ειδική χρηματοδοτική ενίσχυση από αρχές των κρατών μελών. Άλλες υπηρεσίες μπορούν να παρασχεθούν μόνο εφόσον η αρμόδια αρχή χορηγεί οικονομική αντιστάθμιση στον πάροχό τους. Ελλείψει ειδικών κανόνων της Ένωσης, τα κράτη μέλη είναι σε γενικές γραμμές ελεύθερα να καθορίσουν τον τρόπο οργάνωσης και χρηματοδότησης των ΥΓΟΣ που παρέχουν.

3.

Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να αποσαφηνίσει τις βασικές έννοιες που διέπουν την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας (2). Ως εκ τούτου θα εστιαστεί στις σχετικές με τις κρατικές ενισχύσεις απαιτήσεις που έχουν μεγαλύτερη συνάφεια με την αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίες.

4.

Παράλληλα με την παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει κανονισμό de minimis ειδικά για τις ΥΓΟΣ, με τον οποίο αποσαφηνίζει ότι ορισμένα αντισταθμιστικά μέτρα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 της Συνθήκης (3), και εκδίδει απόφαση (4), με την οποία ορισμένα είδη αντιστάθμισης για ΥΓΟΣ που συνιστούν κρατική ενίσχυση χαρακτηρίζονται συμβατά με τη Συνθήκη δυνάμει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, καθώς και ένα πλαίσιο (5) στο οποίο καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες κρατικές ενισχύσεις για ΥΓΟΣ που δεν καλύπτονται από την απόφαση μπορούν να κηρυχθούν συμβατές δυνάμει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

5.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν θίγει την εφαρμογή άλλων διατάξεων της νομοθεσίας της Ένωσης, ιδίως εκείνων που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις και τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη και από τομεακές νομοθετικές ρυθμίσεις της Ένωσης. Σε περίπτωση που δημόσια αρχή επιλέγει να αναθέσει σε τρίτο μέρος την παροχή υπηρεσίας, υποχρεούται να συμμορφωθεί προς την νομοθεσία της Ένωσης που διέπει τις δημόσιες συμβάσεις, η οποία απορρέει από τα άρθρα 49 έως 56 της Συνθήκης, τις οδηγίες της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις [οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (6), και οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (7)] και τους τομεακούς κανόνες (8). Επίσης, σε περιπτώσεις όπου οι οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις είναι εν όλω ή εν μέρει ανεφάρμοστες (πχ. για συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών και για συμβάσεις υπηρεσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα IIB της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων τύπων κοινωνικών υπηρεσιών), ενδέχεται ωστόσο η ανάθεση να πρέπει να πληροί τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη προϋποθέσεις της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας και της αμοιβαίας αναγνώρισης (9).

6.

Εκτός από τα θέματα που εξετάζονται στην παρούσα ανακοίνωση, στην απόφαση 2012/21/EE και στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με πλαίσιο της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (2011), η Επιτροπή θα δώσει απαντήσεις σε επιμέρους ερωτήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στις ΥΓΟΣ. Τούτο θα το πράξει, μεταξύ άλλων, μέσω της διαδραστικής της υπηρεσίας πληροφόρησης για τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, η οποία είναι προσβάσιμη στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής (10).

7.

Η παρούσα ανακοίνωση δεν θίγει τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

2.1.   Έννοιες της επιχείρησης και της οικονομικής δραστηριότητας

8.

Με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις εφαρμόζονται σε γενικές γραμμές μόνο όταν ο αποδέκτης είναι «επιχείρηση». Για την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις έχει συνεπώς καθοριστική σημασία εάν ο πάροχος υπηρεσίας γενικού συμφέροντος μπορεί να θεωρηθεί επιχείρηση ή όχι.

2.1.1.   Γενικές αρχές

9.

Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα ορίσει τις επιχειρήσεις ως οντότητες που ασκούν οικονομική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τις διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής τους (11). Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός μιας συγκεκριμένης οντότητας ως επιχείρησης εξαρτάται αποκλειστικά από τη φύση των δραστηριοτήτων που ασκεί. Η εν λόγω γενική αρχή έχει τρεις σημαντικές επιπτώσεις:

Πρώτον, το καθεστώς της οντότητας δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Για παράδειγμα, η οντότητα που έχει χαρακτηριστεί ως ένωση ή αθλητικός όμιλος δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, δύναται ωστόσο να θεωρηθεί επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Για τον σκοπό αυτό το μόνο κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη είναι εάν η οντότητα ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

Δεύτερον, η ίδια η εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις δεν εξαρτάται από το εάν η οντότητα έχει κερδοσκοπικό σκοπό. Με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, οι μη κερδοσκοπικές οντότητες μπορούν επίσης να προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες στην αγορά (12). Στις περιπτώσεις που αυτό δεν ισχύει, οι πάροχοι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα παραμένουν βεβαίως εξ ολοκλήρου εκτός του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

Τρίτον, ο χαρακτηρισμός μιας οντότητας ως επιχείρησης συνδέεται πάντα με συγκεκριμένη δραστηριότητα. Μια οντότητα που ασκεί τόσο οικονομικές όσο και μη οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να θεωρείται ως επιχείρηση μόνο σε σχέση με τις πρώτες.

10.

Δύο χωριστές νομικές οντότητες μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν μία οικονομική μονάδα για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Η εν λόγω οικονομική μονάδα λογίζεται στη συνέχεια ως η σχετική επιχείρηση. Για το σκοπό αυτό, το Δικαστήριο εξετάζει την ύπαρξη πλειοψηφικής συμμετοχής ή λειτουργικών, οικονομικών και οργανικών δεσμών (13). Αφετέρου, μια οντότητα που δεν παρέχει ίδια αγαθά ή υπηρεσίες σε αγορά δεν συνιστά επιχείρηση αποκλειστικά λόγω του γεγονότος της κατοχής μετοχών, ακόμη και πλειοψηφικών συμμετοχών, όταν οι συμμετοχές αυτές επιτρέπουν μόνο την άσκηση των δικαιωμάτων που συνδέονται με το καθεστώς του μετόχου ή εταίρου καθώς και, κατά περίπτωση, την είσπραξη μερισμάτων που αποτελούν απλώς καρπούς της ιδιοκτησίας του περιουσιακού στοιχείου (14).

11.

Για να γίνει διάκριση μεταξύ οικονομικών και μη οικονομικών δραστηριοτήτων, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην παροχή αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά αποτελεί οικονομική δραστηριότητα (15).

12.

Η απάντηση στο ερώτημα εάν υφίσταται μια αγορά για ορισμένες υπηρεσίες εξαρτάται από τον τρόπο που οι υπηρεσίες αυτές οργανώνονται στο οικείο κράτος μέλος (16). Οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις εφαρμόζονται μόνο όταν μια συγκεκριμένη δραστηριότητα παρέχεται σε περιβάλλον αγοράς. Η οικονομική φύση ορισμένων υπηρεσιών μπορεί συνεπώς να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Εξάλλου, λόγω πολιτικών επιλογών ή οικονομικών εξελίξεων, ο χαρακτηρισμός μιας ορισμένης υπηρεσίας μπορεί να μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου. Ενδέχεται, σε δραστηριότητα που σήμερα δεν χαρακτηρίζεται ως δραστηριότητα αγοράς, να της δοθεί στο μέλλον ο χαρακτηρισμός αυτός και αντιστρόφως.

13.

Η απόφαση μιας αρχής να μην επιτρέψει τρίτα μέρη να παράσχουν ορισμένη υπηρεσία (π.χ. διότι επιθυμεί την εσωτερική παροχή της υπηρεσίας) δεν αποκλείει την ύπαρξη οικονομικής δραστηριότητας. Παρά το εν λόγω κλείσιμο της αγοράς, οικονομική δραστηριότητα δύναται να υπάρξει σε περίπτωση που άλλοι παράγοντες προτίθενται και δύνανται να παράσχουν την υπηρεσία στη σχετική αγορά. Γενικότερα, το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη υπηρεσία παρέχεται εσωτερικά (17) δεν έχει σημασία όσον αφορά την οικονομική φύση της δραστηριότητας (18).

14.

Δεδομένου ότι η διάκριση μεταξύ οικονομικών και μη οικονομικών υπηρεσιών εξαρτάται από πολιτικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες στο κάθε κράτος μέλος, δεν είναι δυνατόν να καταρτιστεί εξαντλητικός κατάλογος δραστηριοτήτων που a priori δεν θα μπορούσαν ποτέ να χαρακτηριστούν ως οικονομικές. Ένας τέτοιος κατάλογος δεν θα παρείχε αυθεντική ασφάλεια δικαίου και ως εκ τούτου δεν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος. Αντιθέτως, στις παραγράφους που ακολουθούν επιδιώκεται να αποσαφηνιστεί η διάκριση σε ορισμένους σημαντικούς τομείς.

15.

Ελλείψει ορισμού της οικονομικής δραστηριότητας στις συνθήκες, η νομολογία φαίνεται να παρέχει διάφορα κριτήρια για την εφαρμογή των κανόνων της εσωτερικής αγοράς και της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού (19).

2.1.2.   Άσκηση δημόσιας εξουσίας

16.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι το άρθρο 107 της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται όταν το κράτος ενεργεί «ασκώντας τη δημόσια εξουσία» (20) ή όταν αρχές κρατικού χαρακτήρα ενεργούν «υπό την ιδιότητά τους ως δημοσίων αρχών» (21). Μία οντότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί ασκώντας δημόσια εξουσία σε περίπτωση που η εν λόγω δραστηριότητα συνιστά καθήκον που εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους ή συνδέεται με τις λειτουργίες αυτές λόγω της φύσεως, του αντικειμένου και των κανόνων στους οποίους υπόκειται (22). Σε γενικές γραμμές, εκτός και εάν το οικείο κράτος μέλος έχει αποφασίσει να εισαγάγει μηχανισμούς της αγοράς, οι δραστηριότητες που εκ της φύσεώς τους εμπίπτουν στα προνόμια δημόσιας αρχής και ασκούνται από το κράτος δεν συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες. Παραδείγματα αποτελούν οι δραστηριότητες που συνδέονται με τα ακόλουθα:

α)

τον στρατό ή την αστυνομία·

β)

την ασφάλεια και τον έλεγχο της αεροπλοΐας (23)·

γ)

τον έλεγχο και την ασφάλεια της θαλάσσιας κυκλοφορίας (24)·

δ)

την επιτήρηση προς αποφυγή της ρύπανσης (25)· και

ε)

την οργάνωση, χρηματοδότηση και έκτιση των ποινών φυλάκισης (26).

2.1.3.   Κοινωνική ασφάλιση

17.

Στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, το κατά πόσον ένα σύστημα θα χαρακτηρισθεί ως συνεπαγόμενο οικονομική δραστηριότητα εξαρτάται από τον τρόπο σύστασης και διάρθρωσής του. Στην ουσία, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο κάνουν διάκριση μεταξύ των συστημάτων που βασίζονται στην αρχή της αλληλεγγύης και των οικονομικών συστημάτων.

18.

Το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποιούν μια σειρά από κριτήρια για να προσδιορίσουν εάν ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης βασίζεται στην αλληλεγγύη και ως εκ τούτου δεν συνεπάγεται οικονομική δραστηριότητα. Για το σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη μια σειρά από παράγοντες:

α)

εάν η υπαγωγή στο σύστημα είναι υποχρεωτική (27)·

β)

εάν το σύστημα εκπληρώνει αποστολή αποκλειστικά κοινωνικού χαρακτήρα (28)·

γ)

εάν το σύστημα είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (29)·

δ)

εάν οι παροχές είναι ανεξάρτητες του ύψους των εισφορών (30)·

ε)

εάν οι καταβαλλόμενες παροχές δεν είναι κατ’ ανάγκη ανάλογες προς τα έσοδα του ασφαλισμένου (31)· και

στ)

εάν το σύστημα εποπτεύεται από το κράτος (32).

19.

Πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των συστημάτων αυτών που βασίζονται στην αρχή της αλληλεγγύης και των συστημάτων άσκησης οικονομικής δραστηριότητας (33). Σε αντίθεση με τα συστήματα που βασίζονται στην αρχή της αλληλεγγύης, τα συστήματα άσκησης οικονομικής δραστηριότητας χαρακτηρίζονται συνήθως από:

α)

την προαιρετική υπαγωγή (34)·

β)

την αρχή της κεφαλαιοποίησης (εξάρτηση των παροχών από τις εισφορές που καταβάλλονται και από τα οικονομικά αποτελέσματα του συστήματος) (35)·

γ)

την κερδοσκοπική τους φύση (36)· και

δ)

την εξασφάλιση παροχών συμπληρωματικών προς τις παρεχόμενες από το βασικό σύστημα (37).

20.

Ορισμένα συστήματα συνδυάζουν χαρακτηριστικά αμφοτέρων των κατηγοριών. Στις περιπτώσεις αυτές, ο χαρακτηρισμός του συστήματος εξαρτάται από την ανάλυση διαφόρων στοιχείων και από την αντίστοιχη σημασία τους (38).

2.1.4.   Υγειονομική περίθαλψη

21.

Στην Ένωση, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης διαφέρουν σημαντικά από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Ο βαθμός στον οποίο διάφοροι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε περιβάλλον αγοράς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εν λόγω εθνικές ιδιαιτερότητες.

22.

Σε ορισμένα κράτη μέλη, τα δημόσια νοσοκομεία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εθνικού συστήματος υγείας και βασίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αρχή της αλληλεγγύης (39). Τα νοσοκομεία του είδους αυτού χρηματοδοτούνται άμεσα από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και άλλους κρατικούς πόρους και παρέχουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους στους ασφαλισμένους με βάση την καθολική κάλυψη (40). Το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσαν ότι, στις περιπτώσεις που υπάρχει η εν λόγω διάρθρωση, οι αντίστοιχοι οργανισμοί δεν ενεργούν ως επιχειρήσεις (41).

23.

Στις περιπτώσεις που υπάρχει αυτή η διάρθρωση, ακόμη και δραστηριότητες που θα μπορούσαν καθαυτές να χαρακτηριστούν ως οικονομικής φύσεως, αλλά ασκούνται αποκλειστικά με στόχο την παροχή μιας ακόμη μη οικονομικής υπηρεσίας, δεν είναι οικονομικής φύσεως. Ένας οργανισμός που αγοράζει αγαθά — ακόμη και σε μεγάλες ποσότητες — με σκοπό την παροχή μη οικονομικής υπηρεσίας δεν θεωρείται ότι ενεργεί ως επιχείρηση απλά και μόνο επειδή αγοράζει υλικό σε ορισμένη αγορά (42).

24.

Σε πολλά άλλα κράτη μέλη, νοσοκομεία και άλλοι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης παρέχουν τις υπηρεσίες τους έναντι αμοιβής, είτε άμεσα από τους ασθενείς είτε από τα ασφαλιστικά τους ταμεία (43). Σε τέτοια συστήματα, υπάρχει κάποιος βαθμός ανταγωνισμού μεταξύ νοσοκομείων όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης. Στις περιπτώσεις που συμβαίνει αυτό, το γεγονός ότι μία υπηρεσία υγείας παρέχεται από δημόσιο νοσοκομείο δεν επαρκεί ώστε να χαρακτηριστεί η δραστηριότητα ως μη οικονομική.

25.

Το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο αποσαφήνισαν επίσης ότι οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης που παρέχονται από ανεξάρτητους ιατρούς και άλλους ιδιώτες ιατρούς έναντι αμοιβής για τις οποίες αναλαμβάνουν τους κινδύνους που συνεπάγεται η άσκηση της δραστηριότητας, πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομική δραστηριότητα (44). Οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται και όσον αφορά τα ανεξάρτητα φαρμακεία.

2.1.5.   Εκπαίδευση

26.

Σύμφωνα με τη νομολογία της Ένωσης, η δημόσια εκπαίδευση που οργανώνεται στο πλαίσιο του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος που χρηματοδοτείται και εποπτεύεται από το κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως μη οικονομική δραστηριότητα. Για το σκοπό αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το κράτος,

«Δημιουργώντας και διατηρώντας αυτό το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο χρηματοδοτείται εν όλω ή εν μέρει από δημόσιους πόρους και όχι από τους σπουδαστές ή τους γονείς τους δεν αποβλέπει στην άσκηση αμειβόμενων δραστηριοτήτων, αλλά εκπληρώνει την αποστολή του έναντι των πολιτών του στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα» (45).

27.

Σύμφωνα με την ίδια νομολογία, η μη οικονομική φύση της δημόσιας εκπαίδευσης δεν επηρεάζεται κατά κανόνα από το γεγονός ότι, ενίοτε, οι σπουδαστές ή οι γονείς τους υποχρεούνται να καταβάλουν τέλη εγγραφής ή δίδακτρα, προκειμένου να συνεισφέρουν στις δαπάνες λειτουργίας του συστήματος. Οι οικονομικές αυτές συνεισφορές συχνά καλύπτουν μόνο τμήμα του πραγματικού κόστους της υπηρεσίας και ως εκ τούτου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αμοιβή για την παρεχόμενη υπηρεσία. Συνεπώς, δεν αλλοιώνουν τη μη οικονομική φύση μιας γενικής υπηρεσίας παροχής εκπαίδευσης που χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από κρατικούς πόρους (46). Οι εν λόγω αρχές μπορούν να εφαρμοστούν σε δημόσιες εκπαιδευτικές υπηρεσίες όπως η επαγγελματική κατάρτιση (47), η δημόσια και ιδιωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση (48) και οι παιδικοί σταθμοί (49), δευτερεύουσες εκπαιδευτικές δραστηριότητες σε πανεπιστήμια (50) και η παρεχόμενη στα πανεπιστήμια εκπαίδευση (51).

28.

Η παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών του είδους αυτού πρέπει να διακρίνεται από υπηρεσίες που χρηματοδοτούνται κυρίως από γονείς ή σπουδαστές ή εμπορικά έσοδα. Για παράδειγμα, εμπορικές επιχειρήσεις που παρέχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση χρηματοδοτούμενες εξ ολοκλήρου από σπουδαστές εμπίπτουν σαφώς στην τελευταία κατηγορία. Σε ορισμένα κράτη μέλη, δημόσια ινστιτούτα μπορούν επίσης να παράσχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες οι οποίες, λόγω της φύσεώς τους, της δομής χρηματοδότησης και της ύπαρξης ανταγωνιστικών ιδιωτικών οργανισμών, λογίζονται ως οικονομικής φύσεως.

29.

Στο κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (52), η Επιτροπή αποσαφήνισε ότι ορισμένες δραστηριότητες πανεπιστημίων και ερευνητικών οργανισμών δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Τούτο αφορά τις πρωτογενείς δραστηριότητες των ερευνητικών οργανισμών και ιδιαίτερα:

α)

την εκπαίδευση για περισσότερους ανθρώπινους πόρους με καλύτερες δεξιότητες·

β)

την ανεξάρτητη έρευνα και ανάπτυξη για περισσότερη γνώση και καλύτερη κατανόηση, συμπεριλαμβανομένης της ερευνητικής συνεργασίας και ανάπτυξης· και

γ)

τη διάδοση των αποτελεσμάτων της έρευνας.

30.

Η Επιτροπή αποσαφήνισε επίσης ότι οι δραστηριότητες μεταφοράς τεχνολογίας (παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης, δημιουργία τεχνοβλαστών ή άλλες μορφές διαχείρισης της γνώσης από τον ερευνητικό οργανισμό) δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα, αν γίνονται σε εσωτερικό επίπεδο (53) και όλα τα έσοδα επανεπενδύονται στις πρωτογενείς δραστηριότητες των εν λόγω ερευνητικών οργανισμών (54).

2.2.   Κρατικοί πόροι

31.

Μόνο τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται αμέσως ή εμμέσως με κρατικούς πόρους μπορούν να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 της Συνθήκης (55). Πλεονεκτήματα που χρηματοδοτούνται από ιδιωτικούς πόρους ενδέχεται να έχουν ως επίπτωση την ενίσχυση της θέσης ορισμένων επιχειρήσεων αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 της Συνθήκης.

32.

Αυτή η μεταφορά κρατικών πόρων μπορεί να γίνει με πολλές μορφές όπως άμεσες επιχορηγήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις και παροχές σε είδος. Ειδικότερα, το γεγονός ότι το κράτος δεν χρεώνει τις τιμές της αγοράς για ορισμένες υπηρεσίες συνιστά μη είσπραξη κρατικών πόρων. Στην απόφασή του στην υπόθεση C-482/99 Γαλλία κατά Επιτροπής  (56), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης ότι οι πόροι δημόσιας επιχείρησης συνιστούν κρατικούς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 107 της Συνθήκης, δεδομένου ότι οι κρατικές αρχές δύνανται να ελέγχουν τους εν λόγω πόρους. Σε περίπτωση κατά την οποία επιχείρηση που έχει αναλάβει ΥΓΟΣ χρηματοδοτείται από πόρους προερχόμενους από δημόσια επιχείρηση και η χρηματοδότηση αυτή μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος, η εν λόγω χρηματοδότηση δύναται συνεπώς να συνιστά κρατική ενίσχυση.

33.

Η χορήγηση, χωρίς διαδικασία υποβολής προτάσεων, αδειών για χρήση δημόσιας περιουσίας, ή άλλων ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν οικονομική αξία, ενδέχεται να συνεπάγεται μη είσπραξη κρατικών πόρων και ως εκ τούτου την παροχή πλεονεκτήματος στους δικαιούχους (57).

34.

Σε ορισμένες περιπτώσεις κράτη μέλη ενδέχεται να χρηματοδοτούν μια ΥΓΟΣ από τέλη ή συνεισφορές που καταβάλλονται από ορισμένες επιχειρήσεις ή χρήστες και των οποίων τα έσοδα διαβιβάζονται στις επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η ΥΓΟΣ. Το είδος αυτό χρηματοδοτικής ρύθμισης εξετάστηκε από το Δικαστήριο, ιδίως στην απόφασή του στην υπόθεση 173/73 Ιταλία κατά Επιτροπής  (58), στην οποία αποφάνθηκε:

«δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτά συντίθενται από υποχρεωτικές εισφορές που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους και κατανέμονται και διοικούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή, πρέπει να θεωρηθούν ως κρατικοί πόροι, κατά την έννοια του άρθρου 107 της Συνθήκης, έστω και αν η διαχείρισή τους γίνεται από όργανα ξένα προς τη δημόσια αρχή.»

35.

Ομοίως, στην απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-78/90 έως C-83/90 Compagnie Commerciale de l’Ouest  (59), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι τα μέτρα που χρηματοδοτούνται μέσω οιονεί φόρων συνιστούν μέτρα χρηματοδοτούμενα από κρατικούς πόρους.

36.

Αντίστοιχα, οι αντισταθμιστικές πληρωμές για τη λειτουργία ΥΓΟΣ που χρηματοδοτούνται μέσω οιονεί φόρων ή υποχρεωτικών συνεισφορών επιβαλλόμενων από το κράτος και των οποίων η διαχείριση και η κατανομή γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, λογίζονται αντισταθμιστικές πληρωμές που καταβάλλονται μέσω κρατικών πόρων.

2.3.   Επιπτώσεις στο εμπόριο

37.

Για να εμπίπτει στο άρθρο 107 της Συνθήκης, η αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να επηρεάζει ή να υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Μια τέτοια επίπτωση προϋποθέτει την ύπαρξη αγοράς ανοικτής στον ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις που οι αγορές έχουν ανοίξει στον ανταγωνισμό από τη νομοθεσία της Ένωσης ή από την εθνική νομοθεσία ή εκ των πραγμάτων από την οικονομική ανάπτυξη, ισχύουν οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη διατηρούν τη διακριτική τους ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο που θέλουν να ορίσουν, να οργανώσουν και να χρηματοδοτήσουν τις ΥΓΟΣ, να ασκήσουν τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων όταν χορηγείται αντιστάθμιση στον φορέα παροχής ΥΓΟΣ, είτε πρόκειται για ιδιωτικό ή για δημόσιο φορέα (συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής παροχής). Στις περιπτώσεις που μια μόνο επιχείρηση (συμπεριλαμβανομένων των φορέων εσωτερικής παροχής) έχει την αποκλειστικότητα της αγοράς, η αντιστάθμιση που χορηγείται στην εν λόγω επιχείρηση, επίσης υπόκειται σε έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, στις περιπτώσεις που η οικονομική δραστηριότητα έχει ανοίξει στον ανταγωνισμό, η απόφαση παροχής της ΥΓΟΣ με μεθόδους άλλες από τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων που εξασφαλίζει το μικρότερο κόστος για το κοινωνικό σύνολο, ενδέχεται να οδηγήσει σε στρεβλώσεις με τη μορφή αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά ή της διευκόλυνσης της επέκτασης του δικαιούχου σε άλλες αγορές. Στρεβλώσεις ενδέχεται επίσης να προκληθούν στις αγορές εισροών. Η ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε μη ελευθερωμένη αγορά, ενδέχεται να επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές εάν η αποδέκτρια επιχείρηση είναι επίσης ενεργή σε ελευθερωμένες αγορές (60).

38.

Τα μέτρα ενίσχυσης δύνανται επίσης να έχουν επίπτωση στο εμπόριο στην περίπτωση που η αποδέκτρια επιχείρηση δεν συμμετέχει η ίδια σε διασυνοριακές δραστηριότητες. Σε τέτοιες περιπτώσεις η εγχώρια προσφορά ενδέχεται να διατηρηθεί ή να αυξηθεί με συνέπεια να περιοριστούν οι ευκαιρίες των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο εν λόγω κράτος μέλος (61).

39.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν υφίσταται κάποιο όριο ή κάποιο ποσοστό κάτω από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν επηρεάζεται το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (62). Το σχετικά χαμηλό ποσό μιας ενίσχυσης ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχείρησης που λαμβάνει την ενίσχυση, δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

40.

Αφετέρου, σε πολλές υποθέσεις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δραστηριότητες είχαν καθαρά τοπικό χαρακτήρα και δεν επηρέασαν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Σχετικά παραδείγματα αφορούν:

α)

πισίνες που χρησιμοποιούνται κυρίως από τον τοπικό πληθυσμό (63)·

β)

τοπικά νοσοκομεία που προορίζονται αποκλειστικά για τον τοπικό πληθυσμό (64)·

γ)

τοπικά μουσεία που δεν είναι πιθανό να προσελκύουν διασυνοριακούς επισκέπτες (65)· και

δ)

τοπικά πολιτιστικά γεγονότα των οποίων το εν δυνάμει ακροατήριο είναι περιορισμένο σε τοπικό επίπεδο (66).

41.

Τέλος, η Επιτροπή δεν οφείλει να εξετάζει όλες τις χρηματοδοτικές ενισχύσεις που χορηγούν τα κράτη μέλη. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (67) ορίζει ότι ενίσχυση που δεν υπερβαίνει το ποσό των 200 000 EUR ανά επιχείρηση σε οποιαδήποτε περίοδο τριών οικονομικών ετών δεν εμπίπτει στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Στους τομείς των μεταφορών, της αλιείας και της γεωργίας (68) ισχύουν ειδικά κατώτατα όρια για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας και η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει κανονισμό που προβλέπει ειδικό κατώτατο όριο για τις τοπικές υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος.

3.   ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΥΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ Η ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΕΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ

3.1.   Τα κριτήρια που θέσπισε το Δικαστήριο

42.

Το Δικαστήριο, στην απόφαση Altmark (69), παρείχε περαιτέρω διευκρινίσεις όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παροχή δημόσιας υπηρεσίας δύναται να μη συνιστά κρατική ενίσχυση λόγω ελλείψεως πλεονεκτήματος.

43.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο,

«Στον βαθμό που μια κρατική παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση αποτελούσα την αντιπαροχή έναντι παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να μην επωφελούνται στην πραγματικότητα από ένα οικονομικό πλεονέκτημα, με αποτέλεσμα να μην περιέρχονται λόγω της ως άνω παρεμβάσεως οι επιχειρήσεις αυτές σε ευνοϊκότερη θέση ως προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται, η παρέμβαση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου (107 παράγραφος 1 της Συνθήκης). Εντούτοις, για να μην πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση μια τέτοια αντιστάθμιση σε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

… πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη. …

… δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια, με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιλαμβάνει η αντιστάθμιση αυτή ένα οικονομικό πλεονέκτημα ικανό να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστριών της. … η εκ μέρους κράτους μέλους αντιστάθμιση των ζημιών επιχειρήσεως χωρίς προηγούμενο καθορισμό των παραμέτρων μιας τέτοιας αντισταθμίσεως, όταν αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι η εκμετάλλευση της παροχής ορισμένων υπηρεσιών στο πλαίσιο της υποχρεωτικής παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν ήταν οικονομικώς βιώσιμη, συνιστά χρηματοδοτική παρέμβαση που καλύπτεται από την έννοια της ενισχύσεως του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

… τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους …

… τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο, για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών» (70).

44.

Στα τμήματα 3.2 έως 3.6 θα εξετασθούν οι διάφορες προϋποθέσεις που θεσπίζονται στη νομολογία Altmark και συγκεκριμένα η έννοια της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος για τους σκοπούς του άρθρου 106 της Συνθήκης (71), η ανάγκη για πράξη ανάθεσης (72), η υποχρέωση καθορισμού των παραμέτρων της αντιστάθμισης (73) οι αρχές που αφορούν την αποφυγή της υπεραντιστάθμισης (74) και οι αρχές που αφορούν την επιλογή του φορέα παροχής (75).

3.2.   Ύπαρξη υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος

45.

Η έννοια της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος εξελίσσεται και εξαρτάται μεταξύ άλλων από τις ανάγκες των πολιτών, τις εξελίξεις στην τεχνολογία και στην αγορά, καθώς και τις κοινωνικές και πολιτικές προτιμήσεις στα οικεία κράτη μέλη. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι ΥΓΟΣ είναι υπηρεσίες που παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία τις διακρίνουν από άλλες οικονομικές δραστηριότητες (76).

46.

Ελλείψει ειδικών κανόνων της Ένωσης που προσδιορίζουν το πεδίο για την ύπαρξη ΥΓΟΣ, τα κράτη μέλη διαθέτουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον χαρακτηρισμό μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας ως ΥΓΟΣ και τη χορήγηση αντιστάθμισης στον πάροχο υπηρεσίας. Η αρμοδιότητα της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτό περιορίζεται στον έλεγχο του εάν το κράτος μέλος έχει κάνει προφανές σφάλμα κατά το χαρακτηρισμό της υπηρεσίας ως ΥΓΟΣ (77) και στην αξιολόγηση κάθε ενδεχόμενης κρατικής ενίσχυσης που παρέχεται στο πλαίσιο της αντιστάθμισης. Όταν υφίστανται ειδικοί κανόνες της Ένωσης, η διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών περιορίζεται περαιτέρω από τους εν λόγω κανόνες, υπό την επιφύλαξη του καθήκοντος που έχει η Επιτροπή να εκτιμήσει εάν η ΥΓΟΣ έχει ορισθεί ορθά για τον σκοπό του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

47.

Το πρώτο κριτήριο Altmark απαιτεί τον ορισμό μιας αποστολής ΥΓΟΣ. Η εν λόγω απαίτηση συμπίπτει με αυτήν του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης (78). Από το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης συνάγεται ότι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη λειτουργία ΥΓΟΣ είναι επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί «ιδιαίτερη αποστολή» (79). Σε γενικές γραμμές, η ανάθεση «ιδιαίτερης αποστολής δημόσιας υπηρεσίας» υποδηλώνει την παροχή υπηρεσιών τις οποίες δεν θα αναλάμβανε ένας φορέας που μεριμνά περί των ιδίων εμπορικών συμφερόντων ή τουλάχιστον δεν θα τις αναλάμβανε στην ίδια έκταση ή υπό τις αυτές προϋποθέσεις (80). Κατά την εφαρμογή του σχετικού με το γενικό συμφέρον κριτηρίου, τα κράτη μέλη ή η Ένωση δύνανται να συνδέουν την παροχή τέτοιων υπηρεσιών με συγκεκριμένες υποχρεώσεις.

48.

Η Επιτροπή εκτιμά ως εκ τούτου ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να συνδέσει συγκεκριμένες υποχρεώσεις παροχής δημόσιων υπηρεσιών με μια δραστηριότητα που ήδη παρέχεται ή μπορεί να παρασχεθεί ικανοποιητικά και υπό όρους, π.χ. τιμής, αντικειμενικών χαρακτηριστικών ποιότητας, συνέχειας και πρόσβασης στην υπηρεσία, που συνάδουν με το δημόσιο συμφέρον όπως το καθορίζει το κράτος, από επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (81). Όσον αφορά το θέμα του κατά πόσο η υπηρεσία μπορεί να παρασχεθεί από την αγορά, η εκτίμηση της Επιτροπής περιορίζεται στο να ελέγξει εάν το κράτος μέλος έχει διαπράξει πρόδηλο σφάλμα.

49.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εφαρμογής της εν λόγω αρχής αποτελεί ο ευρυζωνικός τομέας για τον οποίο η Επιτροπή έχει ήδη δώσει σαφείς διευκρινίσεις όσον αφορά τους τύπους δραστηριοτήτων που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ΥΓΟΣ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ότι, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, σε τομείς όπου ιδιώτες επενδυτές έχουν ήδη επενδύσει σε υποδομή πολυζωνικών δικτύων (ή βρίσκονται σε διαδικασία περαιτέρω επέκτασης της υποδομής του δικτύου τους) και παρέχουν ήδη ανταγωνιστικές πολυζωνικές υπηρεσίες με επαρκή κάλυψη, η δημιουργία παράλληλης πολυζωνικής υποδομής δεν πρέπει να θεωρείται ως ΥΓΟΣ. Αντίθετα, σε περίπτωση που οι επενδυτές δεν είναι σε θέση να παράσχουν επαρκή ευρυζωνική κάλυψη, μπορεί να χορηγηθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις αντιστάθμιση ΥΓΟΣ (82).

50.

Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι οι υπηρεσίες που χαρακτηρίζονται ως ΥΓΟΣ πρέπει να απευθύνονται σε πολίτες ή να αποβλέπουν στο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου.

3.3.   Πράξη ανάθεσης

51.

Για να ισχύσει το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης, η λειτουργία μιας ΥΓΟΣ πρέπει να έχει ανατεθεί σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, πρέπει να έχει ανατεθεί στις εν λόγω επιχειρήσεις μια ιδιαίτερη αποστολή από το κράτος (83). Επίσης, το πρώτο κριτήριο Altmark απαιτεί η επιχείρηση να ενέχει υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Συνεπώς, για να είναι συμβατή με τη νομολογία της υπόθεσης Altmark, η ανάθεση της δημόσιας υπηρεσίας πρέπει απαραίτητα να προσδιορίζει τις υποχρεώσεις των εν λόγω επιχειρήσεων, καθώς και της Αρχής.

52.

Η αποστολή δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να ανατίθεται με πράξη η οποία, ανάλογα με τη νομοθεσία των κρατών μελών, δύναται να λαμβάνει τη μορφή νομοθετικού ή κανονιστικού μέσου ή σύμβασης. Μπορεί ακόμη να θεσπίζεται με διάφορες πράξεις. Με βάση την προσέγγιση που εφαρμόζεται σε τέτοιες περιπτώσεις από την Επιτροπή η πράξη ή η σειρά πράξεων πρέπει να προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α)

το περιεχόμενο και τη διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

β)

ην επιχείρηση και, κατά περίπτωση, τη σχετική περιοχή·

γ)

τη φύση ενδεχόμενων αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που παραχωρούνται στην επιχείρηση από την εν λόγω Αρχή·

δ)

παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντιστάθμισης· και

ε)

τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την ανάκτηση ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης.

53.

Η συμμετοχή του παρόχου υπηρεσίας στη διαδικασία με την οποία του ανατίθεται αποστολή δημόσιας υπηρεσίες δεν σημαίνει ότι η εν λόγω αποστολή δεν απορρέει από πράξη δημόσιας αρχής, ακόμα και αν η ανάθεση πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος του παρόχου της υπηρεσίας (84). Σε ορισμένα κράτη μέλη, είναι αρκετά συνηθισμένο οι αρχές να χρηματοδοτούν υπηρεσίες που αναπτύχθηκαν και προτάθηκαν από τον ίδιο τον πάροχό τους. Ωστόσο, η Αρχή πρέπει να αποφασίσει σχετικά με το εάν εγκρίνει την πρόταση του παρόχου πριν χορηγήσει οιαδήποτε αντιστάθμιση. Για να γίνει αποδεκτή η πρόταση του παρόχου δεν έχει σημασία εάν τα αναγκαία στοιχεία της πράξης ανάθεσης καταχωρούνται άμεσα στην απόφαση ή εάν έχει θεσπιστεί χωριστή νομική πράξη, π.χ. μια σύμβαση με τον πάροχο.

3.4.   Παράμετροι αντιστάθμισης

54.

Οι παράμετροι που χρησιμεύουν ως βάση για τον υπολογισμό της αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν παρέχουν οικονομικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να ευνοήσει τη δικαιούχο επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστριών της.

55.

Η ανάγκη προσδιορισμού των παραμέτρων αντιστάθμισης εκ των προτέρων δεν σημαίνει ότι η αντιστάθμιση πρέπει να υπολογισθεί βάσει ειδικού τύπου (π.χ. ορισμένη τιμή ανά ημέρα, ανά γεύμα, ανά επιβάτη ή ανά αριθμό χρηστών). Αυτό που έχει σημασία είναι ότι πρέπει εξ αρχής να αποσαφηνιστεί πώς θα καθοριστεί η αντιστάθμιση.

56.

Σε περίπτωση που η Αρχή αποφασίσει να αντισταθμίσει όλα τα στοιχεία των δαπανών του παρόχου, πρέπει να καθορίσει εξ αρχής πώς θα προσδιοριστούν και θα υπολογισθούν οι εν λόγω δαπάνες. Μόνο οι δαπάνες που συνδέονται άμεσα με την παροχή της ΥΓΟΣ μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο αυτό. Όλα τα έσοδα της επιχείρησης που προέρχονται από την παροχή της ΥΓΟΣ πρέπει να αφαιρεθούν.

57.

Εφόσον παρέχεται στην επιχείρηση εύλογο κέρδος ως μέρος της αντιστάθμισης, η πράξη ανάθεσης πρέπει επίσης να καθορίζει τα κριτήρια για τον υπολογισμό του εν λόγω κέρδους.

58.

Σε περίπτωση που προβλέπεται αναθεώρηση του ποσού της αντιστάθμισης κατά τη διάρκεια της περιόδου ανάθεσης, η πράξη ανάθεσης πρέπει να προσδιορίζει τις ρυθμίσεις για την αναθεώρηση και κάθε πιθανή επίπτωση που ενδέχεται να έχει στο συνολικό ποσό της αντιστάθμισης.

59.

Εάν η ΥΓΟΣ ανατίθεται στο πλαίσιο διαδικασίας υποβολής προτάσεων, η μέθοδος υπολογισμού της αντιστάθμισης πρέπει να περιλαμβάνεται στις πληροφορίες που παρέχονται σε όλες τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να συμμετάσχουν στη διαδικασία.

3.5.   Αποφυγή υπεραντιστάθμισης

60.

Σύμφωνα με το τρίτο κριτήριο Altmark, η αντιστάθμιση δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο για την κάλυψη όλων ή μέρους των δαπανών που προκύπτουν από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων καθώς και ενός ευλόγου κέρδους. Συνεπώς, κάθε μηχανισμός που αφορά την επιλογή παρόχου υπηρεσίας πρέπει να αποφασίζεται κατά τρόπο ώστε το επίπεδο της αντιστάθμισης να καθορίζεται βάσει των εν λόγω στοιχείων.

61.

Με τον όρο «εύλογο κέρδος», νοείται το ποσοστό απόδοσης των κεφαλαίων (85) που θα απαιτείτο, για τη συνολική διάρκεια της περιόδου ανάθεσης, από μια τυπική επιχείρηση η οποία εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει ή όχι την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο κινδύνου. Το επίπεδο κινδύνου εξαρτάται από τον εμπλεκόμενο τομέα, το είδος της υπηρεσίας και τα χαρακτηριστικά της αντιστάθμισης. Το ποσοστό θα πρέπει να προσδιορίζεται, όπου είναι δυνατό, σε σχέση με το ποσοστό απόδοσης κεφαλαίων το οποίο επιτυγχάνεται σε παρόμοια είδη συμβάσεων δημόσιων υπηρεσιών υπό συνθήκες ανταγωνισμού (π.χ. συμβάσεις που ανατίθενται με δημοπράτηση). Στους τομείς όπου δεν υπάρχει επιχείρηση αντίστοιχη με την ανάδοχο επιχείρηση της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, μπορούν να αναφέρονται αντίστοιχες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη ή, εάν κριθεί απαραίτητο, άλλοι τομείς υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τομέα. Για τον προσδιορισμό του εύλογου κέρδους, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν κριτήρια με παροχή κινήτρων, ιδίως σε συνάρτηση με την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας και τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Η αποτελεσματικότητα δεν είναι δυνατό να βελτιωθεί σε βάρος της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας.

3.6.   Επιλογή παρόχου υπηρεσίας

62.

Σύμφωνα με το τέταρτο κριτήριο Altmark, η παρεχόμενη αντιστάθμιση πρέπει είτε να προκύπτει μετά από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης η οποία επιτρέπει την επιλογή υποψηφίου ικανού να παρέχει τις εν λόγω υπηρεσίες με το μικρότερο κόστος για το κοινωνικό σύνολο, είτε να είναι το αποτέλεσμα συγκριτικής ανάλυσης που θα αφορούσε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με τα απαραίτητα μέσα.

3.6.1.   Ποσό της αντιστάθμισης σε περίπτωση που η ΥΓΟΣ ανατίθεται στο πλαίσιο της ενδεδειγμένης διαδικασίας υποβολής προσφορών

63.

Ο απλούστερος τρόπος για να ανταποκριθούν οι δημόσιες αρχές στο τέταρτο κριτήριο Altmark είναι να εφαρμόσουν μια ανοικτή, διαφανή και χωρίς διακρίσεις διαδικασία υποβολής προσφορών σύμφωνα με την οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (86) και την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (87), όπως εξηγείται κατωτέρω (88). Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5, η διενέργεια μιας τέτοιας διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης συχνά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση δυνάμει των ισχυόντων κανόνων της Ένωσης.

64.

Επίσης, στις περιπτώσεις που αυτό δεν συνιστά νομική απαίτηση, μια ανοικτή, διαφανή και χωρίς διακρίσεις διαδικασία υποβολής προσφορών είναι κατάλληλη μέθοδος για να συγκριθούν διαφορετικές πιθανές προσφορές και να καθορισθεί η αντιστάθμιση ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο στοιχείου ενίσχυσης.

65.

Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, μια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης αποκλείει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης μόνο στην περίπτωση που παρέχει τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει την υπηρεσία με το μικρότερο κόστος για το κοινωνικό σύνολο.

66.

Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της προσφοράς, μια ανοικτή (89) διαδικασία σύμφωνη με όσα απαιτούν οι κανόνες των δημοσίων συμβάσεων είναι βεβαίως αποδεκτή, αλλά και μια κλειστή (90) διαδικασία δύναται να ικανοποιεί το τέταρτο κριτήριο Altmark, εκτός εάν, χωρίς να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, δεν επιτραπεί σε ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς να υποβάλουν προσφορά. Αφετέρου, ο ανταγωνιστικός διάλογος (91) ή η διαδικασία με διαπραγμάτευση αφού προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού (92) παρέχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή και ενδέχεται να περιορίζουν τη συμμετοχή ενδιαφερομένων παραγόντων. Συνεπώς μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι επαρκούν για την εκπλήρωση του τέταρτου κριτηρίου Altmark. Η διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης (93) δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι η διαδικασία θα οδηγήσει στην επιλογή του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει την υπηρεσία με το μικρότερο κόστος για το κοινωνικό σύνολο.

67.

Όσον αφορά τα κριτήρια ανάθεσης, το κριτήριο «αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή» (94) ικανοποιεί εμφανώς το τέταρτο κριτήριο Altmark. Επίσης μπορεί να κριθεί επαρκές το κριτήριο της «πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς» (95). Η προϋπόθεση είναι τα κριτήρια ανάθεσης, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών (96) ή των κοινωνικών κριτηρίων, να αφορούν άμεσα το αντικείμενο της παρεχόμενης υπηρεσίας και επιτρέπουν στην πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά να είναι αντίστοιχη της αγοραίας αξίας (97). Όταν παρουσιάζονται τέτοιες περιπτώσεις, ενδείκνυται ενδεχομένως ένας μηχανισμός ανάκτησης για να ελαχιστοποιηθεί εκ των προτέρων ο κίνδυνος υπεραντιστάθμισης. Η αναθέτουσα αρχή δύναται επίσης να καθορίζει ποιοτικά πρότυπα τα οποία οφείλουν να πληρούν όλοι οι οικονομικοί φορείς ή να λαμβάνει υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης ανάθεσης ποιοτικές πτυχές σχετικές με τις διάφορες προτάσεις.

68.

Τέλος, υπό ορισμένες περιστάσεις, μια διαδικασία υποβολής προσφορών ενδέχεται να μην μπορεί να εξασφαλίσει το μικρότερο κόστος για το κοινωνικό σύνολο, δεδομένου ότι δεν συνεπάγεται έναν επαρκώς ανοικτό και γνήσιο διαγωνισμό. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, για παράδειγμα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της εξεταζόμενης υπηρεσίας, της ύπαρξης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ή της κατοχής της απαραίτητης υποδομής από έναν συγκεκριμένο φορέα παροχής. Αντίστοιχα, στην περίπτωση διαδικασιών στις οποίες υποβάλλεται μόνο μία προσφορά, τούτη δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για να εξασφαλίσει ότι η διαδικασία θα οδηγήσει στο μικρότερο κόστος για το κοινωνικό σύνολο

3.6.2.   Ποσό της αντιστάθμισης σε περίπτωση που η ΥΓΟΣ δεν ανατίθεται στο πλαίσιο διαδικασίας υποβολής προσφορών

69.

Σε περίπτωση που για μια συγκεκριμένη υπηρεσία υπάρχει γενικά αποδεκτή αποζημίωση με βάση τους όρους της αγοράς, η εν λόγω αποζημίωση αποτελεί τον καλύτερο δείκτη αναφοράς για την αντιστάθμιση ελλείψει διαδικασίας υποβολής προσφορών (98).

70.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοια αποζημίωση με βάση τους όρους της αγοράς, το ποσό της αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει ανάλυσης του κόστους στο οποίο, μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με υλικά μέσα για την κάλυψη των απαιτήσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, θα υποβαλλόταν για να εκτελέσει τις υποχρεώσεις αυτές, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων, καθώς και ενός εύλογου κέρδους για την εκτέλεση των σχετικών υποχρεώσεων. Ο στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι δεν θα θεωρηθεί ως σημείο αναφοράς το υψηλό κόστος μιας μη αποδοτικής επιχείρησης.

71.

Όσον αφορά την έννοια της «επιχείρησης με χρηστή διαχείριση» και ελλείψει επίσημου ορισμού, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν αντικειμενικά κριτήρια που από οικονομική άποψη αναγνωρίζονται ως αντιπροσωπευτικά της ικανοποιητικής διαχείρισης. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η απλή δημιουργία κέρδους δεν συνιστά επαρκές κριτήριο για να θεωρηθεί ότι μια επιχείρηση τελεί υπό «χρηστή διαχείριση». Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα επιχειρήσεων, ιδίως σε εκείνους τους τομείς όπου αναπτύσσονται συχνότερα ΥΓΟΣ, μπορούν να επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό από την ισχύ τους στην αγορά ή από τομεακούς κανόνες.

72.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η έννοια της επιχείρησης «με χρηστή διαχείριση» συνεπάγεται συμμόρφωση με τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα σε επίπεδο εθνικό, διεθνές ή στο επίπεδο της Ένωσης. Τα κράτη μέλη μπορούν να βασίζουν τις αναλύσεις τους, μεταξύ άλλων, σε αναλυτικούς συντελεστές αντιπροσωπευτικούς της παραγωγικότητας (όπως, π.χ. κύκλος εργασιών ως προς τα επενδεδυμένα κεφάλαια, συνολικό κόστος ως προς τον κύκλο εργασιών, κύκλος εργασιών ανά απασχολούμενο, προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο ή δαπάνες προσωπικού ως προς την προστιθέμενη αξία). Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν αναλυτικούς συντελεστές σχετικούς με την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας σε αντιπαραβολή με τις προσδοκίες του χρήστη. Επιχείρηση που έχει αναλάβει τη λειτουργία ΥΓΟΣ και δεν πληροί τα ποιοτικά κριτήρια που προβλέπει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, δεν συνιστά επιχείρηση με χρηστή διαχείριση ακόμη και αν οι δαπάνες της είναι περιορισμένες.

73.

Επιχειρήσεις με τέτοιους αναλυτικούς συντελεστές αντιπροσωπευτικούς της χρηστής διαχείρισης μπορούν να θεωρηθούν ως αντιπροσωπευτικές μέσες επιχειρήσεις. Ωστόσο, κατά την ανάλυση και σύγκριση της διάρθρωσης των δαπανών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος της εξεταζόμενης επιχείρησης και το γεγονός ότι σε ορισμένους τομείς ενδέχεται να συνυπάρχουν επιχειρήσεις με πολύ διαφορετική διάρθρωση δαπανών.

74.

Η αναφορά στις δαπάνες της «μέσης επιχείρησης» σε υπό εξέταση τομέα συνεπάγεται ότι έχουν ενδεχομένως ληφθεί υπόψη οι δαπάνες επαρκούς αριθμού επιχειρήσεων. Οι εν λόγω επιχειρήσεις ενδέχεται να είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος ή σε διαφορετικά κράτη μέλη. Ωστόσο, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν μπορεί να γίνει αναφορά σε δαπάνες επιχείρησης που απολαύει μονοπωλιακής θέσης ή λαμβάνει αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας παρεχόμενη υπό όρους που δεν συμβιβάζονται με την νομοθεσία της Ένωσης, δεδομένου ότι και στις δύο περιπτώσεις το επίπεδο δαπανών ενδέχεται να είναι υψηλότερο του κανονικού. Οι δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη είναι όλες δαπάνες που σχετίζονται με την ΥΓΟΣ, ήτοι οι άμεσες δαπάνες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση της ΥΓΟΣ και η κατάλληλη εισφορά στις έμμεσες δαπάνες που είναι κοινές τόσο στην ΥΓΟΣ όσο και σε άλλες δραστηριότητες.

75.

Εάν το κράτος μέλος δύναται να αποδείξει ότι η διάρθρωση των δαπανών επιχείρησης στην οποία έχει ανατεθεί η λειτουργία ΥΓΟΣ είναι αντίστοιχη της μέσης διάρθρωσης των δαπανών συγκρίσιμων και αποτελεσματικών επιχειρήσεων στον υπό εξέταση τομέα, το ποσό της αντιστάθμισης που θα επιτρέψει στην επιχείρηση να καλύψει τις δαπάνες της, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους, θεωρείται ότι ανταποκρίνεται στο τέταρτο κριτήριο Altmark.

76.

Ως «επιχείρηση κατάλληλα εξοπλισμένη με υλικά μέσα» νοείται η επιχείρηση που διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους για άμεση εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που αναλογούν στην επιχείρηση στην οποία ανατίθεται η λειτουργία της ΥΓΟΣ.

77.

Με τον όρο «εύλογο κέρδος», νοείται το ποσοστό απόδοσης των κεφαλαίων (99) για τη συνολική διάρκεια της περιόδου +ανάθεσης που θα απαιτείτο από μια τυπική επιχείρηση η οποία εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει ή όχι την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο κινδύνου, όπως προβλέπεται στο τμήμα 3.5.


(1)  Σύμφωνα με το άρθρο 345 της Συνθήκης, οι Συνθήκες δεν προδικάζουν με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, οι κανόνες ανταγωνισμού δεν εισάγουν διακρίσεις σε βάρος επιχειρήσεων με βάση το δημόσιο ή ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς τους.

(2)  Περαιτέρω κατευθύνσεις περιέχονται στον οδηγό για την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, τις δημόσιες συμβάσεις και την εσωτερική αγορά στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, και ιδίως σε κοινωνικές υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, SEC(2010) 1545 τελικό της 7ης Δεκεμβρίου 2010.

(3)  Βλέπε σελίδα 23 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(4)  Αποφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής της 21ης Δεκεμβρίου 2011 για την εφαρμογή του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 7 της 11.1.2012, σ. 3).

(5)  Βλέπε σελίδα 15 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(6)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.

(8)  Βλ. για παράδειγμα τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές, σιδηροδρομικές και επιβατικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και 1107/70 (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1).

(9)  Υπόθεση C-324/98 Telaustria Verlags GmbH και Telefonadress GmbH κατά Telekom Austria AG [2000] Συλλογή I-10745, σκέψη 60 και ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στην ανάθεση συμβάσεων οι οποίες δεν καλύπτονται ή καλύπτονται εν μέρει από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις (ΕΕ C 179 της 1.8.2006, σ. 2).

(10)  http://ec.europa.eu/services_general_interest/registration/form_en.html

(11)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98 Pavlov και λοιποί [2000] Συλλογή I-6451.

(12)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209/78 έως 215/78 και 218/78 Van Landewyck [1980] Συλλογή 3125, παράγραφος 21·Υπόθεση C-244/94 FFSA και λοιποί [1995] Συλλογή I-4013·Υπόθεση C-49/07 ΜΟΤΟΕ [2008] Συλλογή I-4863, σκέψεις 27 και 28.

(13)  Υπόθεση C-480/09 P AceaElectrabel Produzione SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής [2010] Συλλογή, σκέψεις 47 έως 55 υπόθεση C-222/04 Ministero dell'Economia e delle Finanze κατά Cassa di Risparmio di Firenze SpA και λοιποί, [2006] Συλλογή I-289, σκέψη 112.

(14)  Υπόθεση C-222/04 Ministero dell'Economia e delle Finanze κατά Cassa di Risparmio di Firenze SpA και λοιποί [2006] Συλλογή I-289, σκέψεις 107-118 και 125.

(15)  Υπόθεση 118/85 Επιτροπή κατά Ιταλίας [1987] Συλλογή 2599, σκέψη 7·Υπόθεση C-35/96 Επιτροπή κατά Ιταλίας, [1998] Συλλογή I-3851, σκέψη 36· Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98 Pavlov και λοιποί, σκέψη 75.

(16)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91 Poucet and Pistre [1993] Συλλογή I-637.

(17)  Βλέπε την πρόταση του γενικού εισαγγελέα Geelhoed στην υπόθεση C-295/05 Asociación Nacional de Empresas Forestales (Asemfo) κατά Transformación Agraria SA (Tragsa) και Administración del Estado [2007] Συλλογή I-2999, σκέψεις 110 έως 116 τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και 1107/70, ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1, άρθρα 5 παραγρ. 2 και 6 παραγρ. 1· την απόφαση 2011/501/ΕΕ της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 58/06 (πρώην NN 98/05) που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της Bahnen der Stadt Monheim (BSM) και της Rheinische Bahngesellschaft (RBG) της Verkehrsverbund Rhein-Ruhr, ΕΕ L 210 της 17.8.2011, σ. 1, σκέψεις 208-209.

(18)  Ούτε έχει σημασία όσον αφορά το θέμα χαρακτηρισμού της υπηρεσίας ως ΥΓΟΣ. Βλ τμήμα 3.2.

(19)  Υπόθεση C-519/04 P David Meca-Medina και Igor Majcen κατά Επιτροπής [2006] Συλλογή I-6991, σκέψεις 30 έως 33 υπόθεση C-350/07 Kattner Stahlbau [2009] Συλλογή I-1513, σκέψεις 66, 72, 74 και 75 γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα κ. Poiares Maduro εκδοθείσα, στις 10 Νοεμβρίου 2005, στην υπόθεση C-205/03 P FENIN [2006] Συλλογή I-6295, σκέψεις 50 και 51.

(20)  Υπόθεση C-118/85 Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψεις 7 και 8.

(21)  Υπόθεση C-30/87 Bodson/Pompes funèbres des régions libérées [1988] Συλλογή I-2479, σκέψη 18.

(22)  Βλέπε, ειδικότερα, την υπόθεση C-364/92 SAT/Eurocontrol [1994] Συλλογή I-43, σκέψη 30.

(23)  Υπόθεση C-364/92 SAT/Eurocontrol, σκέψη 27·υπόθεση C-113/07 P Selex Sistemi Integrati κατά Επιτροπής [2009] Συλλογή I-2207, σκέψη 71

(24)  Απόφαση της Επιτροπής της 16ης Οκτωβρίου 2002 στην υπόθεση N 438/02 — Βέλγιο — Ενίσχυση στις λιμενικές αρχές, ΕΕ C 284 της 21.11.2002

(25)  Υπόθεση C-343/95 Calì & Figli [1997] Συλλογή I-1547, σκέψη 22

(26)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 140/06 — Λιθουανία — Παροχή χορηγήσεων σε κρατικές επιχειρήσεις σε σωφρονιστικά καταστήματα, ΕΕ C 244 της 11.10.2006.

(27)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 and C-160/91 Poucet and Pistre [1993] Συλλογή I-637, σκέψη 13.

(28)  Υπόθεση C-218/00 Cisal and INAI [2002] Συλλογή σ. I-691, σκέψη 45.

(29)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-264/01, C-306/01, C-354/01 και C-355/01 AOK Bundesverband [2004] Συλλογή I-2493, σκέψεις 47 έως 55.

(30)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91 Poucet and Pistre, σκέψεις 15 έως 18.

(31)  Υπόθεση C-218/00 Cisal and INAIL, σκέψη 40.

(32)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91 Poucet and Pistre, σκέψη 14 υπόθεση C-218/00 Cisal and INAIL, σκέψεις 43 έως 48·συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-264/01, C-306/01, C-354/01 και C-355/01 AOK Bundesverband, σκέψεις 51 έως 55.

(33)  Βλ. ιδίως υπόθεση C-244/94 FFSA και λοιποί, σκέψη 19.

(34)  Υπόθεση C-67/96 Albany [1999] Συλλογή I-5751, σκέψεις 80 έως 87.

(35)  Υπόθεση C-244/94 FFSA και λοιποί, σκέψεις 9 και 17 έως 20 υπόθεση C-67/96 Albany, σκέψεις 81 έως 85 βλ. επίσης συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-115/97 έως C-117/97 Brentjens [1999] Συλλογή I-6025, σκέψεις 81 έως 85, υπόθεση C-219/97 Drijvende Bokken [1999] Συλλογή I-6121, σκέψεις 71 έως 75, και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98 Pavlov και λοιποί, σκέψεις 114 και 115.

(36)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-115/97 έως C-117/97 Brentjens.

(37)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180/98 έως C-184/98 Pavlov και λοιποί.

(38)  Υπόθεση C-350/07 Kattner Stahlbau [2009] Συλλογή I-1513.

(39)  Βάσει της νομολογίας των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ισπανικό εθνικό σύστημα υγείας (βλ. υπόθεση T-319/99 FENIN [2003] Συλλογή II-357).

(40)  Ανάλογα με τα γενικά χαρακτηριστικά του συστήματος, οι συμμετοχές οι οποίες καλύπτουν ένα μικρό μόνο ποσοστό του πραγματικού κόστους της παρεχόμενης υπηρεσίας δεν δύνανται να επηρεάσουν τον χαρακτηρισμό της ως μη οικονομικής.

(41)  Υπόθεση T-319/99 FENIN [2003] Συλλογή II-357, σκέψη 39.

(42)  Υπόθεση T-319/99 FENIN, σκέψη 40.

(43)  Βλ. για παράδειγμα υπόθεση C-244/94 FFSA, υπόθεση C-67/96 Albany, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-115/97, C-116/97 και C-117/97 Brentjens, και υπόθεση C-219/97 Drijvende Bokken.

(44)  Βλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-180 έως C-184/98 Pavlov και λοιποί, σκέψεις 75 και 77.

(45)  Βλ. μεταξύ άλλων υπόθεση C-318/05 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2007] Συλλογή I-6957, σκέψη 68. Βλ. επίσης απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2001, N 118/00 Subvention publiques aux clubs sportifs professionnels και απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ στην υπόθεση 68123 Norway Nasjonal digital laeringsarena της 12.10.2011, σ. 9.

(46)  Απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ, της 21ης Φεβρουαρίου 2008, στην υπόθεση E-5/07.

(47)  Υπόθεση 263/86 Humbel [1988] Συλλογή 5365.

(48)  Υπόθεση C-318/05 Επιτροπή κατά Γερμανίας [2007] Συλλογή I-6957 υπόθεση C-76/05 Schwartz [2007] Συλλογή 6849.

(49)  Απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ, της 21ης Φεβρουαρίου 2008, στην υπόθεση E-5/07.

(50)  Υπόθεση C-281/06 Jundt [2007] Συλλογή I-12231.

(51)  Υπόθεση 109/92 Wirth [1993] Συλλογή I-6447.

(52)  Βλ. κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία, (ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1).

(53)  Σύμφωνα με την υποσημείωση 25 του πλαισίου για την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία, ο όρος «σε εσωτερικό επίπεδο» σημαίνει ότι η διαχείριση της γνώσης ερευνητικού οργανισμού γίνεται από τμήμα ή θυγατρική του ερευνητικού οργανισμού ή από κοινού με άλλους ερευνητικούς οργανισμούς. Η ανάθεση της παροχής συγκεκριμένων υπηρεσιών σε τρίτους μέσω προκήρυξης διαγωνισμών δεν θίγει τον «εσωτερικό» χαρακτήρα τέτοιων δραστηριοτήτων

(54)  Βλέπε παραγράφους 3.1.1 και 3.1.2 του κοινοτικού πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία.

(55)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-52/97 έως C-54/97 Viscido και λοιποί [1998] Συλλογή I-2629, σκέψη 13, και υπόθεση C-53/00 Ferring [2001] Συλλογή I-9067, σκέψη 16. Βλ. επίσης υπόθεση C-379/98 PreussenElektra κατά Schleswag [2001] Συλλογή I-2099.

(56)  [2002] Συλλογή, Ι-4397.

(57)  Υπόθεση C-462/99 Connect Austria Gesellschaft für Telekommunikation GmbH κατά Telekom-Control-Kommission, and Mobilkom Austria AG [2003] Συλλογή I-05197, σκέψεις 92 και 93· υπόθεση T-475/04 Bouygues and Bouygues Télécom SA κατά Επιτροπής [2007] Συλλογή II-02097, σκέψεις 101, 104, 105 και 111.

(58)  Υπόθεση 173/73 Ιταλία κατά Επιτροπής [1974] Συλλογή 709, σκέψη 16. Βλ. επίσης υπόθεση 78/79 Steinike [1977] Συλλογή 595, σκέψη 21, υπόθεση C206/06, Essent Netwerk [2008] 5497, σκέψεις 47, 57 και 96.

(59)  Compagnie Commerciale de l’Ouest και λοιποί κατά Receveur Principal des Douanes de La Pallice Port [1992] Συλλογή I-1847, σκέψη 35. Βλ. επίσης συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-34/01 έως C-38/01 Enirisorse SpA κατά Ministero delle Finanze [2003] Συλλογή I-14243, σκέψη 26.

(60)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-298/97, T-312/97, T-313/97, T-315/97, T-600/97 έως Τ-607/97, T-1/98, T-3/98 έως T-6/98 και T-23/98, Mauro Alzetta και λοιποί κατά Επιτροπής [2000] Συλλογή II-2319, σκέψεις 143 έως147.

(61)  Βλ. ειδικότερα την υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH [2003] Συλλογή I-7747.

(62)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, σκέψη 81.

(63)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 258/00 — Γερμανία — Πισίνα αναψυχής Dorsten (ΕΕ C 172 της 16.6.2001, σ. 16).

(64)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 543/01 — Ιρλανδία — Φορολογικές απαλλαγές για νοσοκομεία, ΕΕ C 154 της 28.6.2002, σ. 4.

(65)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 630/03 — Ιταλία— Τοπικά μουσεία— Σαρδηνία, ΕΕ C 275 της 8.12.2005, σ. 3.

(66)  Απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση N 257/07 — Ισπανία — Επιχορηγήσεις για θεατρικές παραγωγές στη χώρα των Βάσκων, ΕΕ C 173 της 26.7.2007, σ. 2.

(67)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας, ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5.

(68)  Βλ. άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 για τις μεταφορές· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 875/2007 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2007, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας στον τομέα της αλιείας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1860/2004 (ΕΕ L 193, 25.7.2007, σ. 6)·και κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1535/2007 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας («de minimis») στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 337 της 21.12.2007, σ. 35).

(69)  Υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH.

(70)  Υπόθεση C-280/00 Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, σκέψεις 87 έως 93.

(71)  Βλ. σημείο 3.2.

(72)  Βλ. σημείο 3.3.

(73)  Βλ. σημείο 3.4.

(74)  Βλ. σημείο 3.5.

(75)  Βλ. Σημείο 3.6.

(76)  Υποθέσεις C-179/90 Merci convenzionali porto di Genova [1991] Συλλογή I-5889, σκέψη 27·υπόθεση C-242/95 GT-Link A/S [1997] Συλλογή I-4449, σκέψη 53·και υπόθεση C-266/96, Corsica FerriesFrance SA [1998] Συλλογή I-3949, σκέψη 45.

(77)  Υπόθεση T-289/03 BUPA και λοιποί κατά Επιτροπής [2008] Συλλογή ΙΙ-81, σκέψεις 166-169 και 172·Υπόθεση T-17/02 Fred Olsen [2005] Συλλογή II-2031, σκέψη 216.

(78)  Υπόθεση T-289/03 British United Provident Association Ltd (BUPA) κατά Επιτροπής [2008], Συλλογή II-81, σκέψεις 171 και 224.

(79)  Βλέπε ιδίως την υπόθεση C-127/73 BRT κατά SABAM, [1974] Συλλογή 313.

(80)  Βλ. ιδίως το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και 1107/70, (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1).

(81)  Υπόθεση C-205/99, Analir [2001] Συλλογή I-1271, σκέψη 71.

(82)  Για περαιτέρω λεπτομέρειες βλ. παραγράφους 24 έως 30 της ανακοίνωσης της Επιτροπής — Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά την ταχεία ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων (ΕΕ C 235 της 30.9.2009, σ. 7).

(83)  Βλέπε ιδίως την υπόθεση C-127/73 BRT κατά SABAM, [1974] Συλλογή 313.

(84)  Υπόθεση T-17/02 Fred Olsen, σκέψη 188.

(85)  Ο συντελεστής απόδοσης του κεφαλαίου σημαίνει τον εσωτερικό συντελεστή απόδοσης (IRR) που επιτυγχάνει η επιχείρηση επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου για τη διάρκεια ζωής του έργου, ήτοι ο IRR επί των ταμειακών ροών που απορρέουν από τη σύμβαση.

(86)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 114.

(87)  ΕΕ L 134 της 30.4.2004, σ. 1.

(88)  Η Επιτροπή προτίθεται να τροποποιήσει την ανακοίνωση αυτή μόλις εκδοθούν νέοι κανόνες της Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις προκειμένου να αποσαφηνίσει τη σημασία που έχει για τις κρατικές ενισχύσεις η χρησιμοποίηση των προβλεπομένων στους εν λόγω νέους κανόνες διαδικασιών.

(89)  Άρθρο 1 παραγρ. 11 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, άρθρο 1 παραγρ. 9 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

(90)  Άρθρο 1 παραγρ. 11 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, άρθρο 1 παραγρ. 9 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

(91)  Άρθρο 29 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ.

(92)  Άρθρο 30 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, άρθρο 1 παραγρ. 9 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

(93)  Άρθρο 31 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Βλέπε επίσης άρθρο 40 παραγρ. 3 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

(94)  Άρθρο 53 παραγρ. 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, άρθρο 55 παραγρ. 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ.

(95)  Άρθρο 53 παραγρ. 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, άρθρο 55 παραγρ. 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/17/ΕΚ·υπόθεση 31/87 Beentjes [1988] Συλλογή 4635 και υπόθεση C-225/98 Επιτροπή κατά Γαλλίας [2000] Συλλογή I-7445· υπόθεση C-19/00 SIAC Construction [2001] Συλλογή I-7725.

(96)  Βλ. για παράδειγμα τη νέα έκδοση του εγγράφου «Αγοράστε οικολογικά! Εγχειρίδιο για τις οικολογικές δημόσιες συμβάσεις», στη διεύθυνση: http://ec.europa.eu/environment/gpp/buying_handbook_en.htm

(97)  Με άλλα λόγια, ο καθορισμός των κριτηρίων πρέπει να γίνεται με τρόπο που καθιστά δυνατό τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό ο οποίος ελαχιστοποιεί το πλεονέκτημα του υπερθεματιστή.

(98)  Βλ. για παράδειγμα την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση C 49/06 — Ιταλία — Κρατική ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία αναφορικά με την αμοιβή των Poste Italiane για την τοποθέτηση των έντοκων ταχυδρομικών γραμματίων, ΕΕ L 189 της 21.7.2009, σ. 3.

(99)  Ο συντελεστής απόδοσης του κεφαλαίου σημαίνει τον εσωτερικό συντελεστή απόδοσης (IRR) που επιτυγχάνει η επιχείρηση επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου για τη διάρκεια ζωής του έργου, ήτοι ο IRR επί των ταμειακών ροών που απορρέουν από τη σύμβαση.


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/15


ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (2011)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2012/C 8/03

1.   ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

1.

Προκειμένου ορισμένες υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) να λειτουργούν βάσει αρχών και προϋποθέσεων που τους επιτρέπουν την εκπλήρωση του σκοπού τους, ίσως απαιτηθεί οικονομική υποστήριξη από δημόσιες αρχές σε περίπτωση που τα έσοδα τα οποία προκύπτουν από την παροχή της υπηρεσίας δεν επιτρέπουν να καλυφθεί το κόστος που προκύπτει από την υποχρέωση παροχής της δημόσιας υπηρεσίας.

2.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) προκύπτει ότι οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις (2). Σε περίπτωση που πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, το άρθρο 108 της Συνθήκης δεν ισχύει.

3.

Σε περίπτωση που οι αντισταθμίσεις για παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, και στον βαθμό που ικανοποιούνται τα γενικά κριτήρια για την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, οι εν λόγω αντισταθμίσεις συνιστούν κρατικές ενισχύσεις και εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 106, 107 και 108 της Συνθήκης.

4.

Στην ανακοίνωσή της για την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την αντιστάθμιση του κόστους παροχής υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (3), η Επιτροπή διευκρίνισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι αντισταθμίσεις δημόσιων υπηρεσιών πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις. Επιπλέον, στον κανονισμό της για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που χορηγούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (4), η Επιτροπή ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα πρέπει να θεωρείται ότι μικρά ποσά αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών ή/και δεν στρεβλώνουν ούτε απειλούν να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό. Υπό αυτές τις περιστάσεις, οι αντισταθμίσεις δεν καλύπτονται από το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και συνεπώς δεν εμπίπτουν στη διαδικασία κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

5.

Το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης παρέχει τη νομική βάση για να αξιολογείται κατά πόσον είναι συμβιβάσιμες οι κρατικές ενισχύσεις για ΥΓΟΣ. Προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση ΥΓΟΣ ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού. Ωστόσο το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης προβλέπει εξαίρεση από τους κανόνες που περιέχονται στη Συνθήκη κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού θα εμπόδιζε, νομικά ή πραγματικά, την επιτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων. Η εν λόγω εξαίρεση εφαρμόζεται μόνο όταν η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο στο συμφέρον της Ένωσης.

6.

Η απόφαση της Επιτροπής 2012/21/EE, (5) σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (6) ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένα είδη αντισταθμίσεων για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να θεωρούνται συμβιβάσιμα με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης και να εξαιρούνται από την απαίτηση προηγούμενης κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

7.

Οι αρχές που καθορίζεται στην παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζονται στις αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μόνο στον βαθμό που συνιστούν κρατική ενίσχυση η οποία δεν καλύπτεται από την απόφαση 2012/21/EE. Οι εν λόγω αντισταθμίσεις υπόκεινται στην απαίτηση προηγούμενης κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Η παρούσα ανακοίνωση απαριθμεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τέτοιου είδους κρατικές ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης. Αντικαθιστά το κοινοτικό πλαίσιο για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (7).

8.

Οι αρχές που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζονται στις αντισταθμίσεις για παροχή δημόσιας υπηρεσίας στον τομέα των αεροπορικών και θαλάσσιων μεταφορών, με την επιφύλαξη των αυστηρότερων ειδικών διατάξεων που περιέχονται σε νομοθετικές ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συγκεκριμένους τομείς. Δεν εφαρμόζονται στον τομέα των χερσαίων μεταφορών ούτε στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων που καλύπτονται από την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (8).

9.

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικούς παρόχους ΥΓΟΣ θα αξιολογούνται δυνάμει των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (9).

10.

Οι αρχές που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση εφαρμόζονται με την επιφύλαξη απαιτήσεων που επιβάλλονται από τα εξής:

α)

τις απαιτήσεις που επιβάλλονται με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού (ιδιαίτερα τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης)·

β)

τις διατάξεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων·

γ)

τις διατάξεις της οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων (10)·

δ)

συμπληρωματικές απαιτήσεις της νομοθεσίας της Ένωσης που απορρέουν από τη Συνθήκη ή από τομεακές νομοθετικές ρυθμίσεις.

2.   ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΕΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ

2.1.   Γενικές διατάξεις

11.

Κατά το τρέχον στάδιο ανάπτυξης της εσωτερικής αγοράς, οι κρατικές ενισχύσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης 2012/21/EE μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαχείριση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος και δεν επηρεάζουν την ανάπτυξη των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται στο συμφέρον της Ένωσης. Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα τμήματα 2.2 έως 2.10 πρέπει να πληρούνται προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία.

2.2.   Γνήσια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος που αναφέρεται στο άρθρο 106 της Συνθήκης

12.

Η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται για μια γνήσια και ορθώς προσδιοριζόμενη υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, όπως ορίζεται στο άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

13.

Στην ανακοίνωσή της για την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την αντιστάθμιση του κόστους παροχής υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, η Επιτροπή παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τις απαιτήσεις που αφορούν τον ορισμό μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να συνδέουν με ειδικές υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας τις υπηρεσίες που παρέχονται ήδη ή μπορούν να παρασχεθούν ικανοποιητικά και υπό όρους, όπως τιμές, αντικειμενικά χαρακτηριστικά ποιότητας, συνέχεια και πρόσβαση στην υπηρεσία, συναφείς προς το δημόσιο συμφέρον, όπως ορίζεται από το κράτος, από επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς. Όσον αφορά το ερώτημα εάν μια υπηρεσία μπορεί να παρέχεται από την αγορά, η εκτίμηση της Επιτροπής περιορίζεται στο να ελέγξει κατά πόσον ο ορισμός του κράτους μέλους στρεβλώνεται από πρόδηλο σφάλμα, εκτός εάν διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης προβλέπουν αυστηρότερο κανόνα.

14.

Στο πεδίο εφαρμογής των αρχών που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταδεικνύουν ότι έχουν λάβει δεόντως υπόψη τις ανάγκες για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών που στηρίζονται μέσω δημόσιας διαβούλευσης ή άλλων κατάλληλων μέσων με σκοπό να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον των χρηστών και των παρόχων. Τούτο δεν ισχύει όταν είναι προφανές ότι νέα διαβούλευση δεν θα προσδώσει καμία σημαντική προστιθέμενη αξία σε πρόσφατη διαβούλευση.

2.3.   Ανάγκη για πράξη ανάθεσης που θα καθορίζει τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας και τον τρόπο υπολογισμού της αντιστάθμισης

15.

Η ευθύνη για τη διαχείριση ΥΓΟΣ ανατίθεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση με μία ή περισσότερες πράξεις, η μορφή των οποίων καθορίζεται από το κάθε κράτος μέλος. Ο όρος «κράτος μέλος» καλύπτει τις κεντρικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές.

16.

Η πράξη ή οι πράξεις πρέπει ιδίως να προσδιορίζουν:

α)

το περιεχόμενο και τη διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

β)

τις επιχειρήσεις και, κατά περίπτωση, τη γεωγραφική περιοχή που αφορούν·

γ)

τη φύση των ενδεχόμενων αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων που χορηγούνται στην επιχείρηση από την αρχή ανάθεσης·

δ)

την περιγραφή του μηχανισμού αντιστάθμισης και τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, την παρακολούθηση και την επανεξέταση της αντιστάθμισης· και

ε)

τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την ανάκτηση της ενδεχόμενης υπεραντιστάθμισης.

2.4.   Διάρκεια της περιόδου ανάθεσης

17.

Η διάρκεια της περιόδου μιας ανάθεσης θα πρέπει να αιτιολογείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως η ανάγκη απόσβεσης μη μεταβιβάσιμων στοιχείων πάγιου ενεργητικού. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της περιόδου ανάθεσης δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την περίοδο που απαιτείται για την απόσβεση των σημαντικότερων στοιχείων ενεργητικού που απαιτείται για την παροχή της ΥΓΟΣ.

2.5.   Συμμόρφωση με την οδηγία 2006/111/ΕΚ

18.

Η ενίσχυση θεωρείται συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης μόνο όταν η επιχείρηση συμμορφώνεται, κατά περίπτωση, με την οδηγία 2006/111/ΕΚ (11). Μια ενίσχυση που δεν συμμορφώνεται με την εν λόγω οδηγία θεωρείται ότι επηρεάζει την ανάπτυξη των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται στο συμφέρον της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

2.6.   Συμμόρφωση με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις

19.

Μια ενίσχυση θα θεωρείται συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά με βάση το άρθρο 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης μόνο όταν η αρμόδια αρχή, κατά την ανάθεση της παροχής υπηρεσίας στην υπό εξέταση επιχείρηση, συμμορφώνεται ή δεσμεύεται να συμμορφωθεί με τους ισχύοντες κανόνες της Ένωσης στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων. Αυτό περιλαμβάνει οποιεσδήποτε απαιτήσεις περί διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης και μη διάκρισης που απορρέουν άμεσα από τη Συνθήκη και, εφόσον ισχύει, το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης. Μια ενίσχυση που δεν συμμορφώνεται με τους εν λόγω κανόνες και απαιτήσεις θεωρείται ότι επηρεάζει την ανάπτυξη των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται στο συμφέρον της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

2.7.   Απουσία διάκρισης

20.

Όταν μια αρχή αναθέτει την παροχή της ίδιας ΥΓΟΣ σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις, η αντιστάθμιση θα πρέπει να υπολογίζεται με βάση την ίδια μέθοδο όσον αφορά κάθε επιχείρηση.

2.8.   Ύψος της αντιστάθμισης

21.

Το ποσό της αντιστάθμισης δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του καθαρού κόστους (12) για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής της δημόσιας υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους.

22.

Το ύψος της αντιστάθμισης μπορεί να προσδιοριστεί είτε με βάση το αναμενόμενο κόστος και τα έσοδα, ή το πραγματικό κόστος και τα έσοδα, ή ως συνδυασμός των δύο, ανάλογα με τα κίνητρα αποδοτικότητας που επιθυμεί να παράσχει εξαρχής το κράτος μέλος, σύμφωνα με τις παραγράφους 40 και 41.

23.

Όταν η αντιστάθμιση βασίζεται, εν όλω ή εν μέρει, στο αναμενόμενο κόστος και έσοδα, αυτά πρέπει να καθορίζονται στην πράξη ανάθεσης. Θα πρέπει να στηρίζονται σε εύλογες και μετρήσιμες παραμέτρους σχετικά με το οικονομικό περιβάλλον όπου εκπληρώνεται η ΥΓΟΣ. Θα βασίζονται, κατά περίπτωση, στην εμπειρογνωσία των τομεακών ρυθμιστικών αρχών ή άλλων ανεξάρτητων από την επιχείρηση οντοτήτων. Τα κράτη μέλη πρέπει να αναφέρουν τις πηγές στις οποίες βασίζουν αυτές τις εκτιμήσεις (13). Η εκτίμηση κόστους πρέπει να αντανακλά τις προσδοκίες για την αύξηση της αποδοτικότητας που θα επιτευχθεί από τον πάροχο της ΥΓΟΣ καθ’ όλο τον κύκλο ζωής της ανάθεσης.

Καθαρό κόστος που απαιτείται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας

24.

Το καθαρό κόστος που απαιτείται, ή που αναμένεται να απαιτηθεί, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να υπολογίζεται με βάση τη μεθοδολογία καθαρού αποφευχθέντος κόστους, όταν αυτό ζητείται από τη νομοθεσία της Ένωσης ή την εθνική νομοθεσία και, σε άλλες περιπτώσεις, όταν αυτό είναι δυνατό.

Μεθοδολογία καθαρού αποφευχθέντος κόστους

25.

Σύμφωνα με τη μεθοδολογία καθαρού αποφευχθέντος κόστους, το καθαρό κόστος που απαιτείται ή που αναμένεται να απαιτηθεί για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού κόστους διαχείρισης για τον πάροχο με την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας και του καθαρού κόστους ή κέρδους διαχείρισης για τον ίδιο πάροχο χωρίς την εν λόγω υποχρέωση. Πρέπει να δίδεται η δέουσα προσοχή στην ορθή αξιολόγηση του κόστους που ο πάροχος της υπηρεσίας αναμένεται να αποφύγει και των εσόδων που αναμένεται να μην εισπράξει, απουσία της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Ο υπολογισμός του καθαρού κόστους θα πρέπει να εκτιμά τα οφέλη, περιλαμβανομένων στο μέτρο του δυνατού των άυλων οφελών, που αποκομίζει ο πάροχος ΥΓΟΣ.

26.

Το παράρτημα IV της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (14), και το παράρτημα Ι της οδηγίας 97/67/ΕΚτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (15), περιλαμβάνουν αναλυτικότερη καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της μεθοδολογίας καθαρού αποφευχθέντος κόστους.

27.

Παρότι η Επιτροπή θεωρεί τη μεθοδολογία καθαρού αποφευχθέντος κόστους ως την ακριβέστερη μέθοδο για τον προσδιορισμό του κόστους υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου η χρήση της εν λόγω μεθοδολογίας δεν είναι εφικτή ή κατάλληλη. Στις περιπτώσεις αυτές, όπου αιτιολογείται δεόντως, η Επιτροπή μπορεί να αποδεχθεί εναλλακτικές μεθόδους για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους που απαιτείται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, όπως η μεθοδολογία που βασίζεται στην κατανομή κόστους.

Μεθοδολογία που βασίζεται στην κατανομή κόστους

28.

Σύμφωνα με τη μεθοδολογία κατανομής κόστους, το καθαρό κόστος που απαιτείται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να υπολογιστεί ως η διαφορά μεταξύ του κόστους και των εσόδων εκπλήρωσης των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας από έναν καθορισμένο πάροχο, όπως καθορίζεται και εκτιμάται στην πράξη ανάθεσης.

29.

Το κόστος που λαμβάνεται υπόψη περιλαμβάνει όλο το κόστος που απαιτείται για τη διαχείριση της ΥΓΟΣ.

30.

Εφόσον οι δραστηριότητες της εξεταζόμενης επιχείρησης περιορίζονται στην ΥΓΟΣ, μπορούν να ληφθούν υπόψη όλες οι δαπάνες της.

31.

Εάν η επιχείρηση αναπτύσσει επίσης δραστηριότητες εκτός του πεδίου της ΥΓΟΣ, οι δαπάνες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μπορούν να καλύπτουν τις συνολικές άμεσες δαπάνες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και κατάλληλη συνεισφορά στις έμμεσες δαπάνες που είναι κοινές στην ΥΓΟΣ και σε άλλες δραστηριότητες. Οι δαπάνες που συνδέονται με ενδεχόμενες δραστηριότητες εκτός του πεδίου της ΥΓΟΣ πρέπει να περιλαμβάνουν το σύνολο των άμεσων δαπανών, καθώς και κατάλληλη συνεισφορά στις κοινές δαπάνες. Για τον καθορισμό της κατάλληλης συνεισφοράς στις κοινές δαπάνες, οι τιμές αγοράς για τη χρήση των πόρων, κατά περίπτωση, μπορούν να ληφθούν ως τιμές αναφοράς (16). Ελλείψει τέτοιων τιμών αγοράς, η κατάλληλη συνεισφορά στις κοινές δαπάνες μπορεί να καθοριστεί με βάση το επίπεδο του εύλογου κέρδους (17) που αναμένεται να αποκομίσει η επιχείρηση για δραστηριότητες εκτός του πεδίου ΥΓΟΣ ή με βάση άλλες μεθοδολογίες εάν κριθούν καταλληλότερες.

Έσοδα

32.

Τα έσοδα που θα λαμβάνονται υπόψη πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλα τα έσοδα που προκύπτουν από την ΥΓΟΣ, όπως εκτιμώνται και καθορίζονται στην πράξη ανάθεσης, καθώς και το πλεονάζον κέρδος που παράγεται από ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα ακόμα και αν συνδέεται με άλλες δραστηριότητες που προβλέπονται στην παράγραφο 45, ανεξάρτητα από το αν αυτό το πλεονάζον κέρδος χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

Εύλογο κέρδος

33.

Με τον όρο «εύλογο κέρδος», νοείται το ποσοστό απόδοσης των κεφαλαίων (18) που θα απαιτείτο από μια τυπική επιχείρηση η οποία εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει ή όχι την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος για τη συνολική διάρκεια της πράξης ανάθεσης λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο κινδύνου. Το επίπεδο κινδύνου εξαρτάται από τον εμπλεκόμενο τομέα, το είδος της υπηρεσίας και τα χαρακτηριστικά της αντιστάθμισης.

34.

Στις περιπτώσεις όπου αιτιολογείται δεόντως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλοι δείκτες κέρδους εκτός από το ποσοστό απόδοσης των κεφαλαίων προκειμένου να προσδιοριστεί το εύλογο κέρδος, όπως η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων (19), κατά την περίοδο ανάθεσης, η απόδοση επενδεδυμένου κεφαλαίου, η απόδοση στοιχείων ενεργητικού ή η απόδοση των πωλήσεων.

35.

Ανεξάρτητα από τον δείκτη που επιλέγεται, το κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το προβλεπόμενο κέρδος δεν υπερβαίνει το κέρδος που θα ζητούσε μια τυπική εταιρεία όταν εκτιμά κατά πόσον πρέπει να παρέχει την υπηρεσία ή όχι, για παράδειγμα αναφέροντας τις αποδόσεις που επιτεύχθηκαν για παρόμοια είδη συμβάσεων που ανατέθηκαν υπό ανταγωνιστικούς όρους.

36.

Εύλογο σε κάθε περίπτωση θεωρείται ένα ποσοστό απόδοσης κεφαλαίων που δεν υπερβαίνει το σχετικό διατραπεζικό επιτόκιο (20) συν 100 μονάδες βάσης (21). Το σχετικό διατραπεζικό επιτόκιο είναι εκείνο του οποίου η λήξη και η διάρκεια αντιστοιχούν στη λήξη και τη διάρκεια της πράξης ανάθεσης.

37.

Σε περίπτωση που η παροχή της ΥΓΟΣ συνδέεται με έναν ουσιαστικό εμπορικό ή συμβατικό κίνδυνο, για παράδειγμα επειδή η αντιστάθμιση έχει τη μορφή σταθερής κατ' αποκοπήν πληρωμής που καλύπτει το προβλεπόμενο καθαρό κόστος και ένα εύλογο κέρδος και η επιχείρηση λειτουργεί σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, το εύλογο κέρδος δεν μπορεί να υπερβαίνει το επίπεδο που αντιστοιχεί σε ποσοστό απόδοσης κεφαλαίων που είναι ανάλογο του επιπέδου κινδύνου. Το εν λόγω ποσοστό θα πρέπει να προσδιορίζεται, όπου είναι δυνατό, σε σχέση με το ποσοστό απόδοσης κεφαλαίων το οποίο επιτυγχάνεται σε παρόμοια είδη συμβάσεων δημόσιων υπηρεσιών που ανατίθενται υπό συνθήκες ανταγωνισμού (π.χ. συμβάσεις που ανατίθενται με δημοπράτηση). Όταν η εφαρμογή τέτοιας μεθόδου δεν είναι δυνατή, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες μέθοδοι για τον προσδιορισμό του ποσοστού απόδοσης κεφαλαίων, μετά από σχετική αιτιολόγηση (22).

38.

Σε περίπτωση που η παροχή της ΥΓΟΣ δεν συνδέεται με έναν ουσιαστικό εμπορικό ή συμβατικό κίνδυνο, για παράδειγμα επειδή το καθαρό κόστος που προκύπτει κατά την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος ουσιαστικά αντισταθμίζεται εκ των υστέρων στο σύνολό του, το εύλογο κέρδος δεν μπορεί να υπερβαίνει το επίπεδο που αντιστοιχεί σε αυτό που ορίζεται στην παράγραφο 36. Ένας τέτοιου είδους μηχανισμός αντιστάθμισης δεν παρέχει κανένα κίνητρο αποδοτικότητας στον πάροχο της δημόσιας υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, η χρήση του περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις όπου το κράτος μέλος μπορεί να αιτιολογήσει ότι δεν είναι εφικτό ή κατάλληλο να ληφθεί υπόψη η παραγωγικότητα και να διαμορφωθεί η σύμβαση έτσι ώστε να παρέχει κίνητρα για την αύξηση της αποτελεσματικότητας.

Κίνητρα αποδοτικότητας

39.

Κατά την ανάπτυξη της μεθόδου αντιστάθμισης, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κίνητρα για την αποδοτική παροχή ΥΓΟΣ υψηλού επιπέδου, εκτός αν μπορούν να αιτιολογήσουν δεόντως ότι αυτό δεν είναι εφικτό ή κατάλληλο.

40.

Τα κίνητρα αποδοτικότητας μπορούν να σχεδιαστούν με διάφορους τρόπους έτσι ώστε να είναι τα πλέον κατάλληλα για τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης ή τομέα. Για παράδειγμα, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν εκ των προτέρων ένα σταθερό επίπεδο αντιστάθμισης το οποίο προβλέπει και ενσωματώνει την αύξηση της αποδοτικότητας που μπορεί να αναμένει η επιχείρηση καθ’ όλο τον κύκλο ζωής της πράξης ανάθεσης.

41.

Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν στόχους παραγωγικότητας στην πράξη ανάθεσης όπου το επίπεδο αντιστάθμισης θα εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο επιτυγχάνονται οι εν λόγω στόχοι. Εάν η επιχείρηση δεν εκπληρώσει τους στόχους, η αντιστάθμιση θα πρέπει να μειωθεί βάσει μεθόδου που προσδιορίζεται στην πράξη ανάθεσης. Αντίθετα, αν η επιχείρηση υπερβαίνει τους στόχους, η αντιστάθμιση θα πρέπει να αυξηθεί σύμφωνα με μια μέθοδο που θα καθορίζεται στην πράξη ανάθεσης. Οι ανταμοιβές που συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει να οριστούν σε ένα επίπεδο τέτοιο που να επιτρέπει την ισορροπημένη κατανομή της εν λόγω αύξησης αποδοτικότητας μεταξύ της επιχείρησης και του κράτους μέλους ή/και των χρηστών.

42.

Κάθε τέτοιος μηχανισμός για την παροχή κινήτρων βελτίωσης της αποδοτικότητας πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και μετρήσιμα κριτήρια τα οποία ορίζονται στην πράξη ανάθεσης και υπόκεινται σε διαφανή εκ των υστέρων αξιολόγηση που διενεργείται από οντότητα μη εξαρτώμενη από τον πάροχο ΥΓΟΣ.

43.

Η αύξηση της αποδοτικότητας θα πρέπει να επιτυγχάνεται με την επιφύλαξη της ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας και θα πρέπει να πληροί τα πρότυπα που ορίζονται στη νομοθεσία της Ένωσης.

Ισχύουσες διατάξεις για επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την εκτέλεση δραστηριότητας και εκτός του πεδίου εφαρμογής των ΥΓΟΣ ή που παρέχουν διάφορες ΥΓΟΣ

44.

Όταν μια επιχείρηση αναπτύσσει δραστηριότητες τόσο εντός όσο και εκτός του πεδίου ΥΓΟΣ, πρέπει να καταχωρούνται στην εσωτερική λογιστική ξεχωριστά οι δαπάνες και τα έσοδα που συνδέονται με την ΥΓΟΣ και οι αντίστοιχες δαπάνες και έσοδα που συνδέονται με τις λοιπές υπηρεσίες σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στην παράγραφο 31. Όταν μια επιχείρηση είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση πολλών ΥΓΟΣ, είτε επειδή η αρχή χορήγησης είναι διαφορετική, είτε επειδή η φύση της ΥΓΟΣ είναι διαφορετική, πρέπει η λογιστική σε επίπεδα επιχείρησης να μπορεί να επαληθεύει την παρουσία ή απουσία τυχόν υπεραντιστάθμισης σε καθεμία από τις ΥΓΟΣ.

45.

Εάν η υπό εξέταση επιχείρηση διαθέτει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα που συνδέονται με άλλες δραστηριότητες εκτός από την ΥΓΟΣ για την οποία χορηγείται η ενίσχυση, που παράγουν κέρδος το οποίο υπερβαίνει το εύλογο κέρδος, ή οφέλη χάρη σε άλλα προνόμια τα οποία εκχωρούνται από το κράτος, αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό τους για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, και να προστίθενται στα έσοδα της επιχείρησης. Το εύλογο κέρδος από δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση κατέχει ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα πρέπει να υπολογίζεται από μια εκ των προτέρων προοπτική, με γνώμονα τον κίνδυνο, ή την έλλειψη κινδύνου, στον οποίο εκτίθεται η εν λόγω επιχείρηση. Αυτός ο υπολογισμός πρέπει να λαμβάνει επίσης υπόψη τα κίνητρα αποδοτικότητας που έχει εισαγάγει το κράτος μέλος σε σχέση με την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

46.

Το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι το κέρδος που απορρέει από άλλες δραστηριότητες εκτός του πεδίου εφαρμογής της ΥΓΟΣ, ιδιαίτερα από τις δραστηριότητες εκείνες που στηρίζονται στις απαραίτητες υποδομές για την παροχή της ΥΓΟΣ, πρέπει να διατίθεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει για τη χρηματοδότηση της ΥΓΟΣ.

Υπεραντιστάθμιση

47.

Ως υπεραντιστάθμιση πρέπει να νοείται οποιαδήποτε αντιστάθμιση που λαμβάνει η επιχείρηση επιπλέον του ποσού ενίσχυσης όπως ορίζεται στην παράγραφο 21 για ολόκληρη τη διάρκεια της σύμβασης. Όπως αναφέρεται στις παραγράφους 39 έως 42, ένα πλεόνασμα που οφείλεται σε αύξηση αποδοτικότητας υψηλότερη από την αναμενόμενη μπορεί να κρατηθεί ως πρόσθετο εύλογο κέρδος, όπως ορίζεται στην πράξη ανάθεσης (23).

48.

Δεδομένου ότι η υπεραντιστάθμιση δεν είναι αναγκαία για την παροχή της ΥΓΟΣ, συνιστά ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση.

49.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η αντιστάθμιση που χορηγείται για την παροχή ΥΓΟΣ πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση και ειδικότερα ότι οι επιχειρήσεις δεν λαμβάνουν αντιστάθμιση που υπερβαίνει το ποσό το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις του παρόντος τμήματος. Οφείλουν να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία στην Επιτροπή εφόσον το ζητήσει. Διενεργούν τακτικούς ελέγχους, ή εξασφαλίζουν τη διενέργεια τέτοιων ελέγχων, στο τέλος της περιόδου της ανάθεσης και, εν πάση περιπτώσει, σε διαστήματα που δεν υπερβαίνουν τα τρία έτη. Για την ενίσχυση που χορηγείται μέσω άλλης διαδικασίας πλην της διαδικασίας δημόσιας σύμβασης με δημοσίευση (24), οι έλεγχοι θα πρέπει να διενεργούνται κανονικά τουλάχιστον ανά διετία.

50.

Στην περίπτωση που το κράτος μέλος έχει ορίσει εκ των προτέρων ένα σταθερό επίπεδο αντιστάθμισης το οποίο προβλέπει και ενσωματώνει την αύξηση της αποδοτικότητας που μπορεί να αναμένει ο πάροχος δημόσιας υπηρεσίας καθ’ όλη τη διάρκεια της πράξης ανάθεσης, βάσει ορθής κατανομής των δαπανών και των εσόδων και εύλογων προσδοκιών όπως περιγράφεται στο παρόν τμήμα, ο έλεγχος υπεραντιστάθμισης περιορίζεται στο να διασφαλιστεί ότι το επίπεδο κέρδους το οποίο δικαιούται ο πάροχος σύμφωνα με την πράξη ανάθεσης, είναι όντως εύλογο από μια εκ των προτέρων προοπτική.

2.9.   Πρόσθετες απαιτήσεις που μπορεί να είναι απαραίτητες για να εξασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Ένωσης

51.

Οι απαιτήσεις που ορίζονται στα τμήματα 2.1 έως 2.8 συνήθως επαρκούν για να εξασφαλίσουν ότι η ενίσχυση δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό με τρόπο αντίθετο προς το συμφέρον της Ένωσης.

52.

Δεν αποκλείεται, ωστόσο, ότι σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά ενδέχεται να μην αντιμετωπιστούν ποτέ και η ενίσχυση να επηρεάσει τις συναλλαγές κατά τρόπο αντίθετο προς το συμφέρον της Ένωσης.

53.

Σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή θα εξετάσει κατά πόσον τέτοιου είδους στρεβλώσεις μπορούν να μετριαστούν είτε απαιτώντας όρους είτε ζητώντας δεσμεύσεις από το κράτος μέλος.

54.

Σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, τέτοιες ώστε να είναι αντίθετες προς τα συμφέροντα της Ένωσης, δεν αναμένεται να προκύψουν παρά μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Η Επιτροπή θα περιορίσει την προσοχή της στις στρεβλώσεις εκείνες κατά τις οποίες η ενίσχυση έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, π.χ. επειδή αποκλείουν επιχειρήσεις σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας από τη δυνατότητα να επιτύχουν το αναγκαίο μέγεθος πράξεων ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά.

55.

Τέτοιες στρεβλώσεις μπορούν να προκύψουν, για παράδειγμα, όταν η ανάθεση είτε έχει διάρκεια που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση αντικειμενικά κριτήρια (όπως η ανάγκη απόσβεσης μη μεταβιβάσιμων στοιχείων πάγιου ενεργητικού) ή συγκεντρώνει μια σειρά από εργασίες (που θα μπορούσαν ουσιαστικά να εμπίπτουν εξίσου σε ξεχωριστές αναθέσεις χωρίς απώλεια κοινωνικού οφέλους ή χωρίς κανένα πρόσθετο κόστος από άποψη αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας της παροχής υπηρεσιών). Σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή θα εξετάσει κατά πόσον η ίδια δημόσια υπηρεσία μπορούσε εξίσου να παρασχεθεί με λιγότερο στρεβλωτικό τρόπο, για παράδειγμα μέσω πιο περιορισμένης ανάθεσης από πλευράς διάρκειας ή πεδίου ή μέσω χωριστών αναθέσεων.

56.

Μια άλλη περίπτωση που ενδέχεται να απαιτήσει λεπτομερέστερη εξέταση μπορεί να προκύψει όταν το κράτος μέλος αναθέσει σε πάροχο δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς διαδικασία διαγωνισμού επιλογής, το καθήκον παροχής ΥΓΟΣ σε μια μη προστατευόμενη αγορά στην οποία παρέχονται ήδη παρόμοιες υπηρεσίες ή αναμένεται ότι θα παρασχεθούν στο προσεχές μέλλον αν δεν έχει υπάρχει ΥΓΟΣ. Αυτές οι δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη των συναλλαγών μπορούν να είναι περισσότερο έντονες όταν η ΥΓΟΣ προσφέρεται σε τιμές χαμηλότερες του κόστους κάθε πραγματικού ή δυνητικού παρόχου, κατά τρόπο που να προκαλείται αποκλεισμός της αγοράς. Η Επιτροπή, ενώ σέβεται πλήρως την ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους να ορίζει την ΥΓΟΣ, μπορεί ωστόσο να απαιτήσει τροποποιήσεις, για παράδειγμα στη χορήγηση της ενίσχυσης, όταν μπορεί να αποδείξει εύλογα ότι θα ήταν πιθανό να παρασχεθεί η ίδια ΥΓΟΣ με αντίστοιχους όρους για τους χρήστες, με λιγότερο στρεβλωτικό τρόπο και με χαμηλότερο κόστος για το κράτος.

57.

Δικαιολογείται επίσης στενότερος έλεγχος στην περίπτωση που η ανάθεση της παροχής υπηρεσίας συνδέεται με ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα που περιορίζουν σοβαρά τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Ένωσης. Ενώ η πρωταρχική οδός για την κατανόηση τέτοιας περίπτωσης παραμένει το άρθρο 106 παράγραφος 1 της Συνθήκης, η κρατική ενίσχυση ενδέχεται να μην θεωρηθεί συμβιβάσιμη όταν το αποκλειστικό δικαίωμα προσφέρει πλεονεκτήματα που δεν θα μπορούσαν να εκτιμηθούν, να ποσοτικοποιηθούν ή να κατανοηθούν ορθά σύμφωνα με τις μεθόδους υπολογισμού του καθαρού κόστους της ΥΓΟΣ που περιγράφεται στο τμήμα 2.8.

58.

Η Επιτροπή θα δώσει, επίσης, προσοχή σε καταστάσεις όπου η ενίσχυση επιτρέπει στην επιχείρηση να χρηματοδοτεί τη δημιουργία ή χρήση υποδομών που δεν αντιγράφονται εύκολα και παρέχει τη δυνατότητα αποκλεισμού της αγοράς όπου παρέχεται η ΥΓΟΣ ή συνδεόμενων σχετικών αγορών. Εάν πρόκειται για τέτοια περίπτωση, θα ήταν σκόπιμο να απαιτηθεί να δίνεται στους ανταγωνιστές δίκαιη και άνευ διακρίσεων πρόσβαση σ’ αυτές τις υποδομές υπό κατάλληλους όρους.

59.

Εάν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού είναι απόρροια ανάθεσης που εμποδίζει την πραγματική εφαρμογή ή επιβολή νομοθεσίας της Ένωσης που αποσκοπεί στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή θα εξετάσει εάν η δημόσια υπηρεσία μπορούσε εξίσου να παρασχεθεί με λιγότερο στρεβλωτικό τρόπο, για παράδειγμα, με την πλήρη εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης της Ένωσης για συγκεκριμένους τομείς.

2.10.   Διαφάνεια

60.

Για κάθε αντιστάθμιση ΥΓΟΣ που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας ανακοίνωσης, το εμπλεκόμενο κράτος μέλος θα πρέπει να δημοσιεύει τις ακόλουθες πληροφορίες είτε στο Διαδίκτυο είτε με κάποιο άλλο κατάλληλο μέσο:

α)

τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης ή άλλα κατάλληλα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 14·

β)

το περιεχόμενο και τη διάρκεια των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

γ)

τις επιχειρήσεις και, κατά περίπτωση, τη γεωγραφική περιοχή που αφορούν·

δ)

τα ποσά των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην επιχείρηση σε ετήσια βάση.

2.11.   Ενισχύσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης 2012/21/EE

61.

Οι αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 14, 19, 20, 24, 39, 51 έως 59 και 60 στοιχείο α) δεν εφαρμόζονται στις ενισχύσεις οι οποίες πληρούν τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης 2012/21/EE.

3.   ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

62.

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τη συμμόρφωση με την παρούσα ανακοίνωση κάθε δύο έτη. Οι εκθέσεις περιλαμβάνουν γενική επισκόπηση της εφαρμογής της παρούσας ανακοίνωσης για τους διάφορους τομείς παροχής υπηρεσιών. Η επισκόπηση περιλαμβάνει:

α)

περιγραφή της εφαρμογής των αρχών που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση στις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο της, περιλαμβανομένων των εσωτερικών δραστηριοτήτων·

β)

το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται σε επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο της παρούσας ανακοίνωσης με ανάλυση ανά οικονομικό τομέα των δικαιούχων·

γ)

μια ένδειξη που υποδηλώνει κατά πόσον, για ένα συγκεκριμένο τύπο υπηρεσίας, η εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση προκάλεσε δυσκολίες ή παράπονα από τρίτους· και

δ)

άλλες πληροφορίες αναφορικά με την εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση οι οποίες απαιτούνται από την Επιτροπή και πρέπει να καθορίζονται εν ευθέτω χρόνω πριν από την υποβολή της έκθεσης.

Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται στις 30 Ιουνίου 2014.

63.

Επιπλέον, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (25) (τώρα άρθρο 108 της Συνθήκης) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (26), τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν ετήσιες εκθέσεις στην Επιτροπή σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγούνται κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπή βάσει της παρούσας ανακοίνωσης.

64.

Οι εκθέσεις θα δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

65.

Η Επιτροπή προτίθεται να διεξαγάγει επανεξέταση της παρούσας ανακοίνωσης στις 31 Ιανουαρίου 2017.

4.   ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

66.

Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύει τη θετική απόφασή της με όρους υπό τους οποίους μια ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, και μπορεί να θεσπίσει υποχρεώσεις που της επιτρέπουν να ελέγχει την τήρηση της εν λόγω απόφασης. Στον τομέα των ΥΓΟΣ, οι όροι και οι υποχρεώσεις ενδέχεται να είναι απαραίτητοι, ιδίως για να διασφαλίζεται ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις δεν οδηγούν σε περιττές στρεβλώσεις των συναλλαγών στην εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό ενδέχεται να χρειαστεί η εκπόνηση περιοδικών εκθέσεων ή η εκπλήρωση άλλων υποχρεώσεων, ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση της κάθε υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος.

5.   ΕΦΑΡΜΟΓΗ

67.

Η Επιτροπή θα εφαρμόσει τις διατάξεις της παρούσας ανακοίνωσης από τις 31 Ιανουαρίου 2012.

68.

Η Επιτροπή θα εφαρμόσει τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση σε όλα τα σχέδια ενισχύσεων που της κοινοποιούνται και θα λάβει απόφαση επ’ αυτών των σχεδίων σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, ακόμη και αν τα σχέδια κοινοποιήθηκαν πριν από τις 31 Ιανουαρίου 2012.

69.

Η Επιτροπή θα εφαρμόσει τις διατάξεις τις αρχές που καθορίζονται στην παρούσα ανακοίνωση σε παράνομες ενισχύσεις για τις οποίες λαμβάνει απόφαση μετά τις 31 Ιανουαρίου 2012, ακόμα και αν η ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από την εν λόγω ημερομηνία. Εντούτοις, στην περίπτωση που η ενίσχυση χορηγήθηκε πριν από τις 31 Ιανουαρίου 2012, οι αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 14, 19, 20, 24, 39 και 60 δεν εφαρμόζονται.

6.   ΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΜΕΤΡΑ

70.

Η Επιτροπή προτείνει ως κατάλληλα μέτρα για τους σκοπούς του άρθρου 108 παράγραφος 1 της Συνθήκης τα κράτη μέλη να δημοσιεύσουν κατάλογο των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων όσον αφορά την αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας που πρέπει να εναρμονιστεί με την παρούσα ανακοίνωση, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2013, και να εναρμονίσουν αυτά τα καθεστώτα ενισχύσεων με την παρούσα ανακοίνωση, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2014.

71.

Τα κράτη μέλη επιβεβαιώνουν στην Επιτροπή, μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 2012, ότι συμφωνούν με τα προτεινόμενα κατάλληλα μέτρα. Ελλείψει απάντησης, η Επιτροπή θα θεωρήσει ότι το οικείο κράτος μέλος δεν συμφωνεί με την πρόταση.


(1)  Απόφαση στην υπόθεση C-280/00 Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH («Altmark»), Συλλογή 2003, Ι-7747 και απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-34/01 έως C-38/01 Enirisorse SpA κατά Ministero delle Finanze, Συλλογή 2003, I-14243.

(2)  Στην απόφασή του όσον αφορά την Altmark, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, εφόσον πληρούνται σωρευτικά τέσσερα κριτήρια. Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη. Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιορισθεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια. Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους του κόστους για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. Τέλος, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως του κόστους για μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα.

(3)  Βλέπε σελίδα 23 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(4)  Βλέπε σελίδα 4 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(5)  EE L 7 της 11.1.2012, σ. 3.

(6)  ΕΕ L 7 της 11.1.2012.

(7)  ΕΕ C 297 της 29.11.2005, σ. 4.

(8)  ΕΕ C 257 της 27.10.2009, σ. 1.

(9)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(10)  ΕΕ L 318 της 17.11.2006, σ. 17.

(11)  Οδηγία 2006/111/ΕΚ για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων.

(12)  Σ’ αυτό το πλαίσιο, ως καθαρό κόστος νοείται το κόστος όπως καθορίζεται στην παράγραφο 25 κατωτέρω ή το κόστος μείον τα έσοδα όπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί η μέθοδος του καθαρού αποφευχθέντος κόστους.

(13)  Δημόσιες πηγές πληροφοριών, επίπεδα κόστους του παρόχου της ΥΓΟΣ στο παρελθόν, επίπεδα κόστους ανταγωνιστών, εκθέσεις του κλάδου, κλπ.

(14)  ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51.

(15)  ΕΕ L 15 της 21.1.1998, σ. 14.

(16)  Στην Chronopost (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-83/01 P, C-93/01 P και C-94/01 P, Chronopost SA [2003] ECR I-06993), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρθηκε στις «συνήθεις συνθήκες αγοράς»: «ελλείψει οποιασδήποτε δυνατότητας συγκρίσεως της καταστάσεως της La Poste με αυτήν του ιδιωτικού ομίλου επιχειρήσεων που δεν δραστηριοποιείται σε τομέα όπου δεν υφίσταται ανταγωνισμός, οι “συνήθεις συνθήκες της αγοράς”, οι οποίες είναι κατ’ ανάγκην υποθετικές, πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τα διαθέσιμα αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία».

(17)  Το εύλογο κέρδος θα υπολογιστεί από μια εκ των προτέρων προοπτική (με βάση τα αναμενόμενα κέρδη και όχι τα υλοποιηθέντα κέρδη) προκειμένου να μην αρθούν τα κίνητρα που διαθέτει η επιχείρηση για να υλοποιήσει πραγματικά κέρδη από τις δραστηριότητές της εκτός ΥΓΟΣ.

(18)  Το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου ορίζεται εδώ ως ο συντελεστής εσωτερικής απόδοσης (IRR) που πραγματοποιεί η επιχείρηση επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου της κατά τη διάρκεια ζωής του σχεδίου, δηλ. ως ο συντελεστής εσωτερικής απόδοσης επί των ταμειακών ροών της συμβάσεως.

(19)  Σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, το λογιστικό μέτρο «ποσοστό απόδοσης ιδίων κεφαλαίων» ορίζεται ως το κέρδος προ τόκων και φόρων (EBIT) προς τα ίδια κεφάλαια για το εν λόγω έτος. Η ετήσια ROE πρέπει να υπολογίζεται κατά μέσο όρο για το σύνολο της διάρκειας ζωής της πράξης ανάθεσης με την εφαρμογή ως συντελεστή προεξόφλησης είτε του κεφαλαιουχικού κόστους της εταιρείας ή του συντελεστή που ορίζεται στη σχετική ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς της Επιτροπής, ανάλογα με την περίπτωση.

(20)  Το διατραπεζικό επιτόκιο είναι αυτό με τη μεγαλύτερη λήξη που ισοδυναμεί με το διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού ενός έτους (IBOR). Αυτό χρησιμοποιείται στις χρηματοοικονομικές αγορές ως επιτόκιο αναφοράς για τον προσδιορισμού του επιτοκίου χρηματοδότησης.

(21)  Οι 100 μονάδες βάσης αντισταθμίζουν, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο ρευστότητας που συνδέεται με το γεγονός ότι ένας πάροχος ΥΓΟΣ που επενδύει κεφάλαιο σε σύμβαση ΥΓΟΣ δεσμεύει αυτό το κεφάλαιο για τη διάρκεια της πράξης ανάθεσης και δεν θα είναι σε θέση να πωλήσει το μερίδιό του τόσο γρήγορα και με χαμηλό κόστος, όπως ένα ευρείας διάδοσης και ρευστό στοιχείο ενεργητικού χωρίς κίνδυνο.

(22)  Για παράδειγμα, με τη σύγκριση της απόδοσης με το μέσο σταθμισμένο κόστος κεφαλαίου (WACC) της εταιρείας σε σχέση με την εν λόγω δραστηριότητα, ή με τη μέση απόδοση κεφαλαίου για τον τομέα, κατά το πρόσφατο παρελθόν, λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσον τα ιστορικά στοιχεία είναι κατάλληλα για σκοπούς προεκβολής.

(23)  Ομοίως, ένα έλλειμμα που οφείλεται σε αύξηση της αποδοτικότητας μικρότερη από την αναμενόμενη θα πρέπει να βαρύνει εν μέρει την επιχείρηση όταν αυτό προβλέπεται στην πράξη ανάθεσης.

(24)  Όπως η ενίσχυση που χορηγείται σε σχέση με εσωτερικές συμβάσεις, παραχωρήσεις χωρίς ανταγωνιστική κατανομή, διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων χωρίς προηγούμενη δημοσίευση.

(25)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(26)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/23


ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

'Εγκριση του περιεχομένου του σχεδίου κανονισμού της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2012/C 8/04

Η Επιτροπή ενέκρινε το περιεχόμενο του σχεδίου κανονισμού της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που χορηγούνται σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος στις 20 Δεκεμβρίου 2011. Το σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής επισυνάπτεται ως παράρτημα στην παρούσα ανακοίνωση. Η δημόσια διαβούλευση σχετικά με το παρόν σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής είναι ανοικτή για περίοδο ενός μηνός από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ (ΕΕ) αριθ. …/…

της 20ής Δεκεμβρίου 2011

για την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που χορηγούνται σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 1,

Μετά από δημοσίευση σχεδίου του παρόντος κανονισμού (2),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής κρατικών ενισχύσεων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98 εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να καθορίσει με κανονισμό ένα κατώτατο όριο κάτω από το οποίο θεωρείται ότι οι ενισχύσεις δεν πληρούν όλα τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης και συνεπώς δεν υπόκεινται στη διαδικασία κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης.

(2)

Δυνάμει του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή εξέδωσε, συγκεκριμένα, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1998/2006, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (3), με τον οποίο ορίζεται το γενικής ισχύος ανώτατο όριο των 200 000 EUR για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας ανά δικαιούχο για περίοδο τριών οικονομικών ετών.

(3)

Η εμπειρία που έχει αποκτήσει η Επιτροπή στην εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης έχει δείξει πως μπορεί να θεωρηθεί ότι το ανώτατο όριο μέχρι το οποίο χορηγούνται πλεονεκτήματα στις εν λόγω επιχειρήσεις δεν επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και/ή δεν στρεβλώνει ούτε απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό. Μπορεί δε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να διαφέρει από το γενικό ανώτατο όριο ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που ορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006. Πράγματι, τουλάχιστον μέρος των εν λόγω πλεονεκτημάτων είναι πιθανό να αποτελεί αντιστάθμιση για επιπρόσθετα έξοδα που συνδέονται με την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. Επιπλέον, πολλές δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται ως παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος είναι τοπικού χαρακτήρα. Είναι, επομένως, σκόπιμο να εκδοθεί, παράλληλα με τον κανονισμό 1998/2006, ένας κανονισμός που να περιέχει συγκεκριμένους κανόνες για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που χορηγούνται στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος.

(4)

Από την εμπειρία που έχει αποκτήσει η Επιτροπή, συνάγεται ότι η αντιστάθμιση για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και/ή ότι δεν στρεβλώνει ούτε απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ποσό της χορηγούμενης για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ενίσχυσης που λαμβάνει η δικαιούχος επιχείρηση δεν υπερβαίνει τις 500 000 EUR για οποιαδήποτε περίοδο τριών οικονομικών ετών.

(5)

Λαμβανομένων υπόψη των ειδικών κανόνων που ισχύουν στους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής γεωργικών προϊόντων, αλιείας και υδατοκαλλιέργειας και του ενδεχομένου να πληρούνται στους τομείς αυτούς τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ στην περίπτωση ενισχύσεων των οποίων το ποσό είναι μικρότερο από τα ποσά που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν οι τομείς αυτοί από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Τούτο με την επιφύλαξη μέτρων που χορηγούνται σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της αλιείας παρέχοντας υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος που δεν αφορά αλιευτικά προϊόντα, όπως για παράδειγμα η συλλογή μικροαπορριμμάτων στη θάλασσα. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μικρό μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των οδικών εμπορευματικών μεταφορών και στον τομέα της μεταφοράς επιβατών και λόγω της πλεονάζουσας ικανότητας που υπάρχει στον συγκεκριμένο τομέα και των στόχων της πολιτικής μεταφορών από την άποψη της συμφόρησης του οδικού δικτύου και των εμπορευματικών μεταφορών, είναι σκόπιμο να εξαιρεθεί η χορήγηση ενισχύσεων με σκοπό την απόκτηση οχημάτων οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων από επιχειρήσεις που εκτελούν οδικές εμπορευματικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτων. Τούτο δεν θέτει εν αμφιβόλω την ευνοϊκή στάση της Επιτροπής έναντι των κρατικών ενισχύσεων που αποσκοπούν σε καθαρότερα και φιλικότερα προς το περιβάλλον οχήματα στο πλαίσιο άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης πέραν του παρόντος κανονισμού. Με γνώμονα την απόφαση του Συμβουλίου 2010/787/ΕΕ, της 10ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που διευκολύνουν την παύση λειτουργίας μη ανταγωνιστικών ανθρακωρυχείων (4), ο παρών κανονισμός είναι σκόπιμο να μην εφαρμόζεται στον κλάδο του άνθρακα.

(6)

Λαμβάνοντας υπόψη τις ομοιότητες μεταξύ της μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, αφενός, και μη γεωργικών προϊόντων, αφετέρου, ο παρών κανονισμός είναι σκόπιμο να καλύπτει και τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, εφόσον, όμως, πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Εν προκειμένω, ούτε οι δραστηριότητες στη γεωργική εκμετάλλευση οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να προετοιμασθεί το προϊόν για την πρώτη πώληση, όπως π.χ. συγκομιδή, κοπή και αλώνισμα των σιτηρών, συσκευασία των αβγών κ.λπ., ούτε η πρώτη πώληση προς μεταπωλητές ή προς μεταποιητικές επιχειρήσεις δεν πρέπει να λογίζονται ως μεταποίηση ή εμπορία.

(7)

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αποφανθεί ότι, αφής στιγμής η Κοινότητα έχει θεσπίσει νομοθεσία για τη συγκρότηση κοινής οργάνωσης της αγοράς σε έναν συγκεκριμένο γεωργικό τομέα, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να απέχουν από τη λήψη οιουδήποτε μέτρου θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να εισαγάγει εξαιρέσεις στην κοινή οργάνωση της αγοράς. Για τον λόγο αυτό, είναι σκόπιμο να μην υπάγονται στον παρόντα κανονισμό ενισχύσεις των οποίων το ποσό καθορίζεται με βάση την τιμή ή την ποσότητα προϊόντων που αγοράζονται ή διατίθενται στην αγορά. Ούτε θα πρέπει να υπάγονται στον κανονισμό περιπτώσεις ενισχύσεων ήσσονος σημασίας οι οποίες συνοδεύονται από την υποχρέωση απόδοσης ενός μέρους της ενίσχυσης σε πρωτογενείς παραγωγούς.

(8)

Ο παρών κανονισμός είναι σκόπιμο να μην ισχύει για τις εξαγωγικές ενισχύσεις ήσσονος σημασίας ούτε για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που ευνοούν τα εγχώρια προϊόντα σε βάρος των εισαγόμενων.

(9)

Στον παρόντα κανονισμό είναι σκόπιμο να μην υπάγονται οι προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (5).

(10)

Δεν πρέπει να είναι δυνατή η κατάτμηση των μέτρων κρατικής ενίσχυσης που υπερβαίνουν το όριο το οποίο ισχύει για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας σε περισσότερα μικρότερα τμήματα, κατά τρόπον ώστε τα τμηματικά αυτά ποσά να εμπίπτουν πλέον στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(11)

Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τις ενισχύσεις οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης, ενίσχυση ήσσονος σημασίας πρέπει να θεωρείται ότι χορηγείται κατά τον χρόνο παραχώρησης στην οικεία επιχείρηση του έννομου δικαιώματος λήψης της ενίσχυσης σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό νομικό καθεστώς.

(12)

Προκειμένου να αποτραπεί η καταστρατήγηση των μέγιστων επιτρεπόμενων τιμών έντασης ενίσχυσης που προβλέπονται σε διάφορες νομικές πράξεις της Ένωσης, δεν πρέπει να υπάρχει σώρευση ενισχύσεων ήσσονος σημασίας με άλλες κρατικές ενισχύσεις για τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες αν από τη σώρευση αυτή προκύπτει ένταση ενίσχυσης μεγαλύτερη από αυτήν που καθορίζεται με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα εκάστης περίπτωσης σε κανονισμό περί απαλλαγής κατά κατηγορία ή απόφαση που έχει εκδώσει η Επιτροπή.

(13)

Ο παρών κανονισμός δεν είναι σκόπιμο να περιορίσει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 στις επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Είναι σκόπιμο να διατηρούν τα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιλέξουν αν θα βασιστούν στον παρόντα κανονισμό ή στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 αναφορικά με την αντιστάθμιση για υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος.

(14)

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην απόφαση Altmark  (6), ορίζει κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζεται πότε η αντιστάθμιση για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται η σώρευση ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού με οποιαδήποτε αντιστάθμιση αναφορικά με την ίδια υπηρεσία, ανεξαρτήτως αν συνιστούν ή όχι κρατικές ενισχύσεις βάσει της απόφασης Altmark. Επομένως, μέτρα ενίσχυσης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μόνον αν το συνολικό ποσό της αντιστάθμισης, ανεξαρτήτως αν συνιστά ή όχι κρατική ενίσχυση, δεν υπερβαίνει το κατώτατο όριο που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

(15)

Προς χάριν της διαφάνειας και της ορθής εφαρμογής του, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει σαφές κατώτατο όριο και για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ενίσχυση λαμβάνει άλλες μορφές εκτός των επιχορηγήσεων, όπως δάνεια ή εισφορές κεφαλαίου. Για να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη, διαφανής και ευχερής εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, το κατώτατο αυτό όριο θα πρέπει να μπορεί να εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μέτρου, ενώ δεν θα πρέπει να απαιτείται κανένας υπολογισμός. Ως εκ τούτου, ενισχύσεις που χορηγούνται σε μορφές άλλες πλην επιχορηγήσεων θα πρέπει να υπάγονται στο ευεργέτημα του παρόντος κανονισμού μόνον αν το ποσό που χορηγείται στην επιχείρηση δεν υπερβαίνει τις 500 000 EUR. Στην περίπτωση που η ενίσχυση λαμβάνει τη μορφή εγγύησης, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνον εφόσον το καλυπτόμενο από την εγγύηση μέρος του υποκείμενου δανείου δεν υπερβαίνει τις 500 000 EUR.

(16)

Η Επιτροπή υποχρεούται να διασφαλίζει ότι τηρούνται οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, ιδίως δε ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει των κανόνων για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας πληρούν τους σχετικούς όρους. Σύμφωνα με την αρχή της συνεργασίας που διατυπώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη οφείλουν να διευκολύνουν την εκπλήρωση αυτής της αποστολής, δημιουργώντας τον αναγκαίο μηχανισμό για να εξασφαλίζουν ότι το συνολικό ποσό ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που χορηγούνται στην ίδια επιχείρηση για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν υπερβαίνει το ανώτατο συνολικό επιτρεπτό όριο. Προς τον σκοπό αυτόν και προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των διατάξεων όσον αφορά τη σώρευση με ενισχύσεις δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006, είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη, κατά τη χορήγηση ενισχύσεων ήσσονος σημασίας δυνάμει του παρόντος κανονισμού, να πληροφορούν την ενδιαφερόμενη επιχείρηση για το ποσό της ενίσχυσης και για το γεγονός ότι πρόκειται για ενίσχυση ήσσονος σημασίας, παραπέμποντάς την στον παρόντα κανονισμό. Πέραν αυτού, πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης, το κράτος μέλος πρέπει να λαμβάνει από την οικεία επιχείρηση δήλωση σχετικά με τυχόν άλλες ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό ή από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1998/2006, τις οποίες έλαβε κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού έτους και κατά τα δύο προηγούμενα οικονομικά έτη. Εναλλακτικά, θα πρέπει να είναι δυνατή η εξασφάλιση της μη υπέρβασης του ανώτατου ορίου με την τήρηση κεντρικού μητρώου.

(17)

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ή συμπληρωματικών διατάξεων που απορρέουν από τη Συνθήκη ή από την τομεακή νομοθεσία της Ένωσης.

(18)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

2.   Δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού:

α)

ενισχύσεις προς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, που εμπίπτουν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου (7)·

β)

ενισχύσεις προς επιχειρήσεις που ασχολούνται με την πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης·

γ)

ενισχύσεις προς επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

όταν το ποσό της ενίσχυσης καθορίζεται με βάση την τιμή ή την ποσότητα τέτοιων προϊόντων που πωλούνται από πρωτογενείς παραγωγούς ή διατίθενται στην αγορά από τις οικείες επιχειρήσεις,

ii)

όταν η ενίσχυση συνοδεύεται από την υποχρέωση απόδοσής της εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε πρωτογενείς παραγωγούς·

δ)

ενισχύσεις για δραστηριότητες που σχετίζονται με εξαγωγές προς τρίτες χώρες ή προς κράτη μέλη, ιδίως δε ενισχύσεις που συνδέονται άμεσα με τις εξαγόμενες ποσότητες, με τη δημιουργία και λειτουργία δικτύου διανομής ή με άλλες τρέχουσες δαπάνες που συνδέονται με την εξαγωγική δραστηριότητα·

ε)

ενισχύσεις για τις οποίες τίθεται ως όρος η χρήση εγχώριων αγαθών αντί των εισαγόμενων·

στ)

ενισχύσεις προς επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του άνθρακα, όπως ορίζεται στην απόφαση 2010/787/ΕΕ

ζ)

ενισχύσεις για την απόκτηση οχημάτων οδικών εμπορευματικών μεταφορών οι οποίες χορηγούνται σε επιχειρήσεις που εκτελούν οδικές εμπορευματικές μεταφορές για λογαριασμό τρίτων·

η)

ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

α)

«γεωργικά προϊόντα» τα προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης ΕΚ, με εξαίρεση τα προϊόντα αλιείας·

β)

«μεταποίηση γεωργικών προϊόντων» κάθε επέμβαση επί γεωργικού προϊόντος από την οποία προκύπτει επίσης γεωργικό προϊόν, με εξαίρεση τις εργασίες εντός της γεωργικής εκμετάλλευσης που είναι απαραίτητες για την προετοιμασία προϊόντος ζωικής ή φυτικής προέλευσης για την πρώτη του πώληση·

γ)

«εμπορία γεωργικού προϊόντος» η κατοχή ή η έκθεση με σκοπό την πώληση, την προσφορά προς πώληση, την παράδοση ή οποιονδήποτε άλλον τρόπο διάθεσης στην αγορά, με εξαίρεση την πρώτη πώληση από μέρους πρωτογενούς παραγωγού σε μεταπωλητές ή μεταποιητικές επιχειρήσεις και κάθε δραστηριότητα η οποία προετοιμάζει το προϊόν για μια τέτοια πρώτη πώληση. Η πώληση από μέρους πρωτογενούς παραγωγού προς τελικούς καταναλωτές λογίζεται ως εμπορία αν πραγματοποιείται σε χωριστό και ειδικό για τον σκοπό αυτό χώρο.

Άρθρο 2

Ενισχύσεις ήσσονος σημασίας

1.   Τα μέτρα ενίσχυσης που χορηγούνται σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος θεωρείται ότι δεν ανταποκρίνονται σε όλα τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και, συνεπώς, δεν υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός.

2.   Τα μέτρα ενίσχυσης υπάγονται στο ευεργέτημα του παρόντος κανονισμού μόνο εφόσον το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται σε επιχείρηση παρέχουσα υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν υπερβαίνει τις 500 000 EUR για οποιαδήποτε περίοδο τριών οικονομικών ετών.

3.   Όταν οι ενισχύσεις λαμβάνουν άλλες μορφές πλην των επιχορηγήσεων, όπως δάνεια ή εισφορές κεφαλαίου, μπορούν να υπαχθούν στο ευεργέτημα του παρόντος κανονισμού μόνον αν το ποσό που χορηγείται στην επιχείρηση δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Στην περίπτωση που η ενίσχυση λαμβάνει τη μορφή εγγύησης, το καλυπτόμενο από την εγγύηση μέρος του υποκείμενου δανείου δεν υπερβαίνει αυτό το ανώτατο όριο.

4.   Όταν το συνολικό ποσό ενίσχυσης που χορηγείται σε επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες γενικού συμφέροντος υπερβαίνει το ανώτατο όριο της παραγράφου 2, η εν λόγω ενίσχυση δεν μπορεί να υπαχθεί στο ευεργέτημα του παρόντος κανονισμού, ούτε ως προς το μέρος που δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του ευεργετήματος του παρόντος κανονισμού για το συγκεκριμένο μέτρο ενίσχυσης.

5.   Απαγορεύεται η σώρευση ενισχύσεων ήσσονος σημασίας με άλλες κρατικές ενισχύσεις για τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες, αν από τη σώρευση αυτή προκύπτει ένταση ενίσχυσης μεγαλύτερη από αυτήν που καθορίζεται με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα εκάστης περίπτωσης σε κανονισμό περί απαλλαγής κατά κατηγορία ή απόφαση που έχει εκδώσει η Επιτροπή.

6.   Ενισχύσεις ήσσονος σημασίας δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να σωρευθούν με ενισχύσεις ήσσονος σημασίας δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 έως το ανώτατο όριο που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, απαγορεύεται η σώρευση ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού με οποιαδήποτε αντιστάθμιση αναφορικά με την ίδια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, ανεξαρτήτως του αν συνιστά ή όχι κρατική ενίσχυση.

Άρθρο 3

Παρακολούθηση

1.   Όταν ένα κράτος μέλος σκοπεύει να χορηγήσει ενίσχυση ήσσονος σημασίας σε κάποια επιχείρηση, την ενημερώνει εγγράφως σχετικά με το πιθανό ποσό της σε όρους ακαθάριστου ισοδυνάμου επιχορήγησης, σχετικά με την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος σε σχέση με την οποία χορηγείται η ενίσχυση, και επίσης διευκρινίζει ότι πρόκειται για ενίσχυση ήσσονος σημασίας, παραπέμποντας ρητά στον παρόντα κανονισμό και αναφέροντας τον τίτλο και τα στοιχεία της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε περίπτωση που μια ενίσχυση ήσσονος σημασίας χορηγείται σε περισσότερες επιχειρήσεις βάσει συγκεκριμένου καθεστώτος και οι εν λόγω επιχειρήσεις λαμβάνουν διαφορετικά ποσά ενίσχυσης βάσει του καθεστώτος αυτού, το οικείο κράτος μέλος δύναται να επιλέξει να εκπληρώσει την ανωτέρω υποχρέωση γνωστοποιώντας στις επιχειρήσεις το πάγιο ποσό που αντιστοιχεί στο μέγιστο ποσό ενίσχυσης το οποίο μπορεί να χορηγηθεί βάσει του καθεστώτος. Στην περίπτωση αυτή, το πάγιο ποσό λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρείται το ανώτατο όριο που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2. Πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης, το οικείο κράτος μέλος φροντίζει επίσης να λάβει από την επιχείρηση που παρέχει την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος δήλωση, σε έγγραφη ή ηλεκτρονική μορφή, σχετικά με κάθε άλλη ενίσχυση ήσσονος σημασίας τυχόν έλαβε η επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 κατά τα δύο προηγούμενα οικονομικά έτη και κατά το τρέχον οικονομικό έτος.

Τα κράτη μέλη χορηγούν τη νέα ενίσχυση ήσσονος σημασίας μόνον αφού εξακριβώσουν ότι η ενίσχυση αυτή δεν αυξάνει το συνολικό ποσό των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που χορηγούνται στην επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος βάσει του παρόντος κανονισμού πέραν του ανώτατου ορίου που καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και ότι τηρούνται οι κανόνες σώρευσης του άρθρου 2 παράγραφος 6.

2.   Εάν ένα κράτος μέλος έχει συγκροτήσει κεντρικό μητρώο ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, το οποίο περιέχει πλήρεις πληροφορίες σχετικά με όλες τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που έχουν χορηγηθεί από οποιαδήποτε αρχή αυτού του κράτους μέλους σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού περιεχομένου, η παράγραφος 1 παύει να ισχύει για το εν λόγω κράτος μέλος

3.   Τα κράτη μέλη καταγράφουν και συγκεντρώνουν όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Τα εν λόγω αρχεία περιέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να αποδειχθεί ότι έχουν τηρηθεί οι όροι του παρόντος κανονισμού. Τα αρχεία που αφορούν επιμέρους ενισχύσεις ήσσονος σημασίας πρέπει να διατηρούνται επί 10 οικονομικά έτη από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση. Τα αρχεία που αφορούν καθεστώς ενισχύσεων ήσσονος σημασίας πρέπει να διατηρούνται επί 10 έτη από την ημερομηνία χορήγησης της τελευταίας επιμέρους ενίσχυσης δυνάμει του καθεστώτος. Μετά από γραπτή αίτηση της Επιτροπής, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή, εντός 20 εργάσιμων ημερών ή εντός μεγαλύτερης περιόδου που ορίζεται στην αίτηση, όλες τις πληροφορίες που η Επιτροπή θεωρεί αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν έχουν τηρηθεί οι όροι του παρόντος κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006, ιδίως όσον αφορά το συνολικό ποσό των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας που έχουν χορηγηθεί σε συγκεκριμένη επιχείρηση.

Άρθρο 4

Μεταβατικές διατάξεις

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί για την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος πριν από την έναρξη ισχύος του, υπό την προϋπόθεση ότι κάθε ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 1 και 2. Οι ενισχύσεις που δεν πληρούν αυτούς τους όρους αξιολογούνται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις, πλαίσια, κατευθυντήριες γραμμές, ανακοινώσεις και δηλώσεις.

Κατά τη λήξη της περιόδου ισχύος του παρόντος κανονισμού, κάθε ενίσχυση ήσσονος σημασίας η οποία πληροί τους όρους του μπορεί νομίμως να χορηγηθεί εντός ενός περαιτέρω εξαμήνου.

Άρθρο 5

Έναρξη και διάρκεια ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται έως την 31η Δεκεμβρίου 2018.

Η Επιτροπή προτίθεται να προβεί σε επανεξέταση του παρόντος κανονισμού πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 23.

(3)  ΕΕ L 379 της 28.12.2006, σ. 5.

(4)  ΕΕ L 336 της 21.12.2010, σ. 24.

(5)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(6)  Υπόθεση C-280/00 Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, και Oberbundesanwalt beim Bundesverwaltungsgericht Συλλογή 2003, σ. I-7747.

(7)  ΕΕ L 17 της 21.1.2000, σ. 22.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/28


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

10 Ιανουαρίου 2012

2012/C 8/05

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2808

JPY

ιαπωνικό γιεν

98,39

DKK

δανική κορόνα

7,4355

GBP

λίρα στερλίνα

0,82820

SEK

σουηδική κορόνα

8,8120

CHF

ελβετικό φράγκο

1,2136

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

7,6555

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

25,785

HUF

ουγγρικό φιορίνι

312,31

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6981

PLN

πολωνικό ζλότι

4,4626

RON

ρουμανικό λέι

4,3620

TRY

τουρκική λίρα

2,3921

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,2379

CAD

καναδικό δολάριο

1,3021

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,9471

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,6098

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,6506

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 478,49

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

10,3390

CNY

κινεζικό γιουάν

8,0858

HRK

κροατικό κούνα

7,5325

IDR

ινδονησιακή ρουπία

11 722,29

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,0127

PHP

πέσο Φιλιππινών

56,335

RUB

ρωσικό ρούβλι

40,3900

THB

ταϊλανδικό μπατ

40,512

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,3030

MXN

μεξικανικό πέσο

17,3805

INR

ινδική ρουπία

66,3390


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/29


Ανακοίνωση σχετικά με τους οδηγούς ορθής πρακτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2012/C 8/06

Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης που διενεργήθηκε, η μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων συμφώνησε να δημοσιεύσει τους τίτλους και τις παραπομπές των ακόλουθων οδηγών ορθής πρακτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (1):

 

Τίτλος: Guide to good manufacturing practice for «liquid, concentrated, frozen and dried egg products» used as food ingredients (non-ready to eat egg products) [Οδηγός ορθής παρασκευαστικής πρακτικής για «υγρά, συμπυκνωμένα, κατεψυγμένα και αποξηραμένα προϊόντα αβγών» που χρησιμοποιούνται ως συστατικά τροφίμων (προϊόντα αβγών μη έτοιμα προς κατανάλωση)]

Συντάκτης: Ευρωπαϊκή Ένωση Επιχειρήσεων Επεξεργασίας Αβγών (EEPA)

Παραπομπή: http://ec.europa.eu/food/food/biosafety/hygienelegislation/good_practice_en.htm

 

Τίτλος: Community guide for good hygiene practices in pullet rearing and egg laying flocks (Κοινοτικός οδηγός ορθών πρακτικών υγιεινής για την εκτροφή πουλάδων και για τα σμήνη ωοπαραγωγής)

Συντάκτης: Επιτροπή των Γεωργικών Επαγγελματικών Οργανώσεων της ΕΕ/Γενική Συνομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών της ΕΕ (COPA-COGECA), Ευρωπαϊκή Ένωση Χονδρικού Εμπορίου Αβγών, Προϊόντων Αβγών, Πουλερικών και Θηραμάτων (EUWEP)

Παραπομπή: http://ec.europa.eu/food/food/biosafety/salmonella/impl_reg_en.htm

 

Τίτλος: Guide to Good Hygiene Practice for the Prevention and Control of Pathogenic Microorganisms with particular Reference to Salmonella in Gallus gallus (Broilers) reared for meat on farms, and during catching, loading and transport [Οδηγός ορθής υγιεινής πρακτικής για την πρόληψη και τον έλεγχο παθογόνων μικροοργανισμών με ιδιαίτερη αναφορά στη σαλμονέλλα του είδους Gallus gallus (κοτόπουλα κρεατοπαραγωγής) που εκτρέφονται για το κρέας τους σε κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και κατά τη σύλληψη, φόρτωση και μεταφορά]

Συντάκτης: Επιτροπή των Γεωργικών Επαγγελματικών Οργανώσεων της ΕΕ/Γενική Συνομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών της ΕΕ (COPA-COGECA), Ένωση Επιχειρήσεων Μεταποίησης και Εμπορίου Πουλερικών στην ΕΕ (AVEC)

Παραπομπή: http://ec.europa.eu/food/food/biosafety/salmonella/impl_reg_en.htm

 

Τίτλος: Community Guide to Good Practice for Hygiene and the application of the HACCP principles in the production of natural sausage casings [Κοινοτικός οδηγός ορθής πρακτικής υγιεινής και εφαρμογής των αρχών HACCP στην παραγωγή φυσικών περιβλημάτων (θηκών) λουκάνικων]

Συντάκτης: Ευρωπαϊκή Ένωση για τα Φυσικά Περιβλήματα Λουκάνικων (ENSCA)

Παραπομπή: http://ec.europa.eu/food/food/biosafety/hygienelegislation/good_practice_en.htm


(1)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 1.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/30


Πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις οι οποίες χορηγούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 736/2008 της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης EK στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2012/C 8/07

Αριθ. Ενίσχυσησ: SA.33146 (11/XF)

Κράτος μέλος: Γαλλία

Αρχήπου χορηγεί την ενίσχυση: FranceAgriMer, établissement national des produits de l'agriculture et de la mer.

Επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση ad hoc: Organisations de producteurs (Οργανώσεις παραγωγών)

Νομική βάση:

Article 75 de la loi no 1312/2003 du 30 décembre 2003 de finances rectificatives pour 2003.

Άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 736/2008 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2008 περί της εφαρμογής των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας

Άρθρο 37 ιδ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 2006 για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας

Συνολικό ποσό της ενίσχυσης ad hoc η οποία χορηγείται:

2 εκατομμύρια ευρώ το 2012

1,3 εκατομμύρια ευρώ το 2013

0,7 εκατομμύρια ευρώ 2014

Ανώτατη ένταση της ενίσχυσης: 60 %

Ημερομηνία έναρξης ισχύος: 2012

Διάρκεια της μεμονωμένης ενίσχυσης (αναμενόμενη ημερομηνία καταβολής της τελευταίας πληρωτέας δόσης): Η τελική προθεσμία για την υποβολή της αίτησης καταβολής του υπολοίπου της ενίσχυσης λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2015.

Στόχος της ενίσχυσης: Ενίσχυση των αναδιαρθρώσεων των οργανώσεων παραγωγών

Άρθρο το οποίο εφαρμόζεται: Άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 736/2008 της Επιτροπής της 22ας Ιουλίου 2008 περί της εφαρμογής των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας

Σχετική δραστηριότητα: Αλιεία και υδατοκαλλιέργεια

Όνομα και διευθυνση της χορηγούσας αρχής:

FranceAgriMer, établissement national des produits de l'agriculture et de la mer

12 rue Henri Rol-Tanguy

TSA 20002

93555 Montreuil-sous-Bois cedex

FRANCE

Διεύθυνση διαδικτύου όπου παρατίθενται οι όροι χορήγησης ενίσχυσης ad hoc που δεν εντάσσεται σε καθεστώς ενίσχυσης: http://agriculture.gouv.fr/europe-et-international

Αιτιολογία: Η παρούσα ενίσχυση έχει ως στόχο τη στήριξη της αναδιάρθρωσης των οργανώσεων παραγωγών μέσω εθνικών πόρων οι οποίοι προέρχονται από τον φόρο υπέρ του OFIMER (οργανισμός ο οποίος αντικαταστάθηκε από την 1η Απριλίου 2009 από τον οργανισμό FranceAgrimer, που ανέλαβε όλες τις δραστηριότητες του προηγούμενου).

Η χρησιμοποίηση του κανονισμού περί γενικής απαλλαγής οφείλεται σε δύο λόγους:

αφενός, η απόφαση της επιτροπής «Aide d'Etat N 544/03 — Taxe parafiscale affectée à l'OFIMER» δεν προβλέπει χρηματοδότηση αυτού του τύπου για διαρθρωτικά μέτρα συλλογικού συμφέροντος, καθώς η συμμετοχή στα μέτρα αναδιάρθρωσης δεν προβλεπόταν δυνάμει του ΧΜΠΑ. Εισήχθη μετά την απόφαση της Επιτροπής, στο στοιχείο ιδ) του άρθρου 37 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 2006 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας.

αφετέρου, η προσφυγή στο μέτρο 3-1 (άρθρο 37) του κανονισμού ΕΤΑ (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 δεν είναι δυνατή από χρηματοοικονομική άποψη δεδομένου του υψηλού επιπέδου απορρόφησης του αντίστοιχου κονδυλίου και των επιπέδων και προοπτικών απορρόφησης των κονδυλίων των λοιπών μέτρων και αξόνων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας που περιορίζουν τις δυνατότητες αναδιοργάνωσης και αναθεώρησης του οικονομικού σχεδίου.


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/31


Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

2012/C 8/08

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας γνωστοποιεί ότι ελήφθη αίτηση χορήγησης άδειας αναζήτησης υδρογονανθράκων στον τομέα H16, που σημειώνεται στον χάρτη ο οποίος προσαρτάται ως παράρτημα 3 στον κανονισμό περί μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (Mijnbouwregeling) (Staatscourant 2002, αριθ. 245).

Λαμβάνοντας υπόψη την αναφερόμενη στην εισαγωγή οδηγία και το άρθρο 15 του μεταλλευτικού νόμου (Mijnbouwwet) (Staatsblad 2002, αριθ. 542), το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας καλεί με την παρούσα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν ανταγωνιστική αίτηση για άδεια αναζήτησης υδρογονανθράκων στον τομέα H16 της υφαλοκρηπίδας των Κάτω Χωρών.

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας αποτελεί την αρμόδια για την έκδοση αδειών αρχή. Τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της προαναφερόμενης οδηγίας ορίζονται στον μεταλλευτικό νόμο (Mijnbouwwet) (Staatsblad 2002, αριθ. 542).

Οι αιτήσεις είναι δυνατόν να υποβάλλονται εντός προθεσμίας δεκατριών εβδομάδων από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απευθύνονται δε στην εξής διεύθυνση:

De minister van Economische Zaken, Landbouw en Innovatie

ter attentie van de heer P. Jongerius, directie Energiemarkt

ALP/562

Bezuidenhoutseweg 30

Postbus 20101

2500 EC Den Haag

NEDERLAND

Αιτήσεις κατατιθέμενες μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη.

Η απόφαση επί των αιτήσεων θα ληφθεί εντός δώδεκα μηνών από την ανωτέρω προθεσμία.

Περαιτέρω πληροφορίες μπορούν να ζητηθούν από τον κ. E. J. Hoppel, στον αριθμό τηλεφώνου: +31 703797762.


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/32


Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

2012/C 8/09

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας γνωστοποιεί ότι ελήφθη αίτηση χορήγησης άδειας αναζήτησης υδρογονανθράκων στον τομέα G18, που σημειώνεται στον χάρτη ο οποίος προσαρτάται ως παράρτημα 3 στον κανονισμό περί μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (Mijnbouwregeling) (Staatscourant 2002, αριθ. 245).

Λαμβάνοντας υπόψη την αναφερόμενη στην εισαγωγή οδηγία και το άρθρο 15 του μεταλλευτικού νόμου (Mijnbouwwet) (Staatsblad 2002, αριθ. 542), το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας καλεί με την παρούσα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν ανταγωνιστική αίτηση για άδεια αναζήτησης υδρογονανθράκων στον τομέα G18 της υφαλοκρηπίδας των Κάτω Χωρών.

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας αποτελεί την αρμόδια για την έκδοση αδειών αρχή. Τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της προαναφερόμενης οδηγίας ορίζονται στον μεταλλευτικό νόμο (Mijnbouwwet) (Staatsblad 2002, αριθ. 542).

Οι αιτήσεις είναι δυνατόν να υποβάλλονται εντός προθεσμίας δεκατριών εβδομάδων από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απευθύνονται δε στην εξής διεύθυνση:

De minister van Economische Zaken, Landbouw en Innovatie

ter attentie van de heer P. Jongerius, directie Energiemarkt

ALP/562

Bezuidenhoutseweg 30

Postbus 20101

2500 EC Den Haag

NEDERLAND

Αιτήσεις κατατιθέμενες μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη.

Η απόφαση επί των αιτήσεων θα ληφθεί εντός δώδεκα μηνών από την ανωτέρω προθεσμία.

Περαιτέρω πληροφορίες μπορούν να ζητηθούν από τον κ. E. J. Hoppel, στον αριθμό τηλεφώνου: +31 703797762.


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/33


Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

2012/C 8/10

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας γνωστοποιεί ότι ελήφθη αίτηση χορήγησης άδειας αναζήτησης υδρογονανθράκων στον τομέα M3, που σημειώνεται στον χάρτη ο οποίος προσαρτάται ως παράρτημα 3 στον κανονισμό περί μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (Mijnbouwregeling) (Staatscourant 2002, αριθ. 245).

Λαμβάνοντας υπόψη την αναφερόμενη στην εισαγωγή οδηγία και το άρθρο 15 του μεταλλευτικού νόμου (Mijnbouwwet) (Staatsblad 2002, αριθ. 542), το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας καλεί με την παρούσα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν ανταγωνιστική αίτηση για άδεια αναζήτησης υδρογονανθράκων στον τομέα M3 της υφαλοκρηπίδας των Κάτω Χωρών.

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας αποτελεί την αρμόδια για την έκδοση αδειών αρχή. Τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της προαναφερόμενης οδηγίας ορίζονται στον μεταλλευτικό νόμο (Mijnbouwwet) (Staatsblad 2002, αριθ. 542).

Οι αιτήσεις είναι δυνατόν να υποβάλλονται εντός προθεσμίας δεκατριών εβδομάδων από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απευθύνονται δε στην εξής διεύθυνση:

De minister van Economische Zaken, Landbouw en Innovatie

ter attentie van de heer P. Jongerius, directie Energiemarkt

ALP/562

Bezuidenhoutseweg 30

Postbus 20101

2500 EC Den Haag

NEDERLAND

Αιτήσεις κατατιθέμενες μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη.

Η απόφαση επί των αιτήσεων θα ληφθεί εντός δώδεκα μηνών από την ανωτέρω προθεσμία.

Περαιτέρω πληροφορίες μπορούν να ζητηθούν από τον κ. E. J. Hoppel, στον αριθμό τηλεφώνου: +31 703797762.


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/34


Ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων

2012/C 8/11

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας γνωστοποιεί ότι ελήφθη αίτηση χορήγησης άδειας αναζήτησης υδρογονανθράκων στον τομέα N1, που σημειώνεται στον χάρτη ο οποίος προσαρτάται ως παράρτημα 3 στον κανονισμό περί μεταλλευτικών δραστηριοτήτων (Mijnbouwregeling) (Staatscourant 2002, αριθ. 245).

Λαμβάνοντας υπόψη την αναφερόμενη στην εισαγωγή οδηγία και το άρθρο 15 του μεταλλευτικού νόμου (Mijnbouwwet) (Staatsblad 2002, αριθ. 542), το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας καλεί με την παρούσα τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν ανταγωνιστική αίτηση για άδεια αναζήτησης υδρογονανθράκων στον τομέα N1 της υφαλοκρηπίδας των Κάτω Χωρών.

Το Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων, Γεωργίας και Καινοτομίας αποτελεί την αρμόδια για την έκδοση αδειών αρχή. Τα κριτήρια, οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της προαναφερόμενης οδηγίας ορίζονται στον μεταλλευτικό νόμο (Mijnbouwwet) (Staatsblad 2002, αριθ. 542).

Οι αιτήσεις είναι δυνατόν να υποβάλλονται εντός προθεσμίας δεκατριών εβδομάδων από τη δημοσίευση της παρούσας ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απευθύνονται δε στην εξής διεύθυνση:

De minister van Economische Zaken, Landbouw en Innovatie

ter attentie van de heer P. Jongerius, directie Energiemarkt

ALP/562

Bezuidenhoutseweg 30

Postbus 20101

2500 EC Den Haag

NEDERLAND

Αιτήσεις κατατιθέμενες μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν λαμβάνονται υπόψη.

Η απόφαση επί των αιτήσεων θα ληφθεί εντός δώδεκα μηνών από την ανωτέρω προθεσμία.

Περαιτέρω πληροφορίες μπορούν να ζητηθούν από τον κ. E. J. Hoppel, στον αριθμό τηλεφώνου: +31 703797762.


11.1.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 8/35


Συνοπτικές πληροφορίες κοινοποιούμενες από τα κράτη μέλη σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 736/2008 της Επιτροπής περί της εφαρμογής των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2012/C 8/12

Αριθ. ενίσχυσησ: SA.33387 (11/XF)

Κράτος μέλος: Ισπανία

Περιφέρεια/Αρχή που χορηγεί την ενίσχυση: Comunitat Valenciana.

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης/επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει ενίσχυση ad hoc: Ayudas a explotaciones de piscicultura.

Νομική βάση: Resolución de 4 de mayo de 2011, de la Consellera de Agricultura, Pesca y Alimentación, por la que se adjudican a AGROALIMED determinadas tareas en explotaciones de piscicultura.

Ετήσιες προγραμματισμένες δαπάνες στα πλαίσια του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της ενίσχυσης ad hoc η οποία χορηγείται: 20 000 EUR

Ανώτατη ένταση της ενίσχυσης: 100 %

Ημερομηνία έναρξης ισχύος: Από τη δημοσίευσή του

Διάρκεια του καθεστώτος ή της χορήγησης μεμονωμένης ενίσχυσης (το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2014) να αναφερθεί: Το τελευταίο τρίμηνο της ετήσιας πληρωμής που προβλέπεται στον προϋπολογισμό.

Στόχος της ενίσχυσης: Εφαρμογή μέτρων προστασίας της υγείας για τα εκτρεφόμενα είδη υδατοκαλλιέργειας σε ιχθυοτροφικές εκμεταλλεύσεις στην Αυτόνομη Κοινότητα της Βαλένθια (Comunitat Valenciana).

Να αναφερθεί ποιο/ποια από τα άρθρα 8 έως 24 εφαρμόζεται/εφαρμόζονται: Άρθρο 14. Ενισχύσεις για μέτρα προστασίας της υγείας των ζώων.

Σχετική δραστηριότητα: Ιχθυοτροφικές εκμεταλλεύσεις.

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Conselleria de Agricultura Pesca y Alimentación

C/ Amadeo de Saboya, 2

46410 Valencia

ESPAÑA

Διεύθυνση στο διαδίκτυο: http://www.agricultura.gva.es/web/c/document_library/get_file?uuid=d9ffb5e3-e479-44fb-894e-8b6b3a2b234d&groupId=16

Αιτιολογία: Εξαιτίας των ιδιαζόντων χαρακτηριστικών των ιχθυοτροφικών εκμεταλλεύσεων, φαίνεται σκόπιμη η θέσπιση πλέγματος προληπτικών μέτρων στους τομείς της υγείας των ζώων και της δημόσιας υγιεινής. Οι επιχορηγούμενες δραστηριότητες είναι ταυτόσημες με τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 736/2008 της Επιτροπής με τίτλο «Ενισχύσεις για μέτρα προστασίας της υγείας των ζώων» και προορισμός τους είναι η εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος προστασίας της υγείας των Ζώων για το 2011.