ISSN 1977-0901

doi:10.3000/19770901.CE2011.351.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 351E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

54ό έτος
2 Δεκεμβρίου 2011


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

 

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
ΣΥΝΟΔΟΣ 2010-2011
Συνεδριάσεις από 6 έως 8 Ιουλίου 2010
Τα Συνοπτικά Πρακτικά αυτής της συνόδου έχουν δημοσιευθεί στην ΕΕ Ψ 298 Ε της 4.11.2010.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΓΚΡΙΘΗΚΑΝ

 

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

2011/C 351E/01

Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας και ο ρόλος των μακροπεριφερειών στη μελλοντική πολιτική συνοχής
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας και το ρόλο των μακροπεριφερειών στη μελλοντική πολιτική συνοχής (2009/2230(INI))

1

2011/C 351E/02

Συμβολή της περιφερειακής πολιτικής της ΕΕ στην καταπολέμηση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, με ειδική αναφορά στο Στόχο 2
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη συμβολή της περιφερειακής πολιτικής της ΕΕ στην αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, με ιδιαίτερη αναφορά στον Στόχο 2 (2009/2234(INI))

8

2011/C 351E/03

Αειφόρο μέλλον για τις μεταφορές
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με ένα αειφόρο μέλλον για τις μεταφορές (2009/2096(INI))

13

2011/C 351E/04

Ετήσια έκθεση 2009 της Επιτροπής Αναφορών
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τις διαβουλεύσεις της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2009 (2009/2139(INI))

23

2011/C 351E/05

Προώθηση της πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας, ενίσχυση του καθεστώτος των περιόδων άσκησης, πρακτικής και μαθητείας
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την προώθηση της πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας, την ενίσχυση του καθεστώτος των περιόδων άσκησης, πρακτικής και μαθητείας (2009/2221(INI))

29

2011/C 351E/06

Άτυπες συμβάσεις, εξασφαλισμένη επαγγελματική πορεία και νέες μορφές κοινωνικού διαλόγου
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τις άτυπες συμβάσεις, την εξασφαλισμένη επαγγελματική πορεία, την ευελιξία με ασφάλεια και τις νέες μορφές κοινωνικού διαλόγου (2009/2220(INI))

39

2011/C 351E/07

Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής για τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2009/2153(INI))

48

 

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

2011/C 351E/08

Καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών και πολιτικές σχετικά με τις αποδοχές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών εισηγμένων εταιρειών και τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (2010/2009(INI))

56

2011/C 351E/09

Διαχείριση της διασυνοριακής κρίσης στον τραπεζικό τομέα
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τη διαχείριση της διασυνοριακής κρίσης στον τραπεζικό τομέα (2010/2006(INI))

61

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ

65

2011/C 351E/10

Η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης και η μελλοντική δράση
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης και σχετικά με μελλοντικές ενέργειες

69

2011/C 351E/11

Αίτηση προσχώρησης της Ισλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την αίτηση προσχώρησης της Ισλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

73

 

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

2011/C 351E/12

Κοσσυφοπέδιο
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης του Κοσσυφοπεδίου

78

2011/C 351E/13

Αλβανία
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την Αλβανία

85

2011/C 351E/14

Η κατάσταση στην Κιργιζία
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την κατάσταση στην Κιργιζία

92

2011/C 351E/15

AIDS/HIV ενόψει της 18ης Διεθνούς Διάσκεψης για το AIDS (Βιέννη Ιούλιος 18-23, 2010)
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με μια θεμελιωμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα αντίληψη για την ευρωπαϊκή δράση κατά του HIV/AIDS

95

2011/C 351E/16

Η έναρξη ισχύος της σύμβασης για τα όπλα διασποράς από 1ης Αυγούστου 2010 και ο ρόλος της ΕΕ
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την έναρξη ισχύος της Σύμβασης για τα Πυρομαχικά Διασποράς (ΣΠΔ) και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

101

2011/C 351E/17

Το μέλλον της ΚΓΠ μετά το 2013
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το μέλλον της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής μετά το 2013 (2009/2236(INI))

103

2011/C 351E/18

Καθεστώς εισαγωγής στην ΕΕ προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας με προοπτική τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑΠ)
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το καθεστώς εισαγωγής στην ΕΕ προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας με προοπτική τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) (2009/2238(INI))

119

2011/C 351E/19

Ζιμπάμπουε, υπόθεση του Farai Maguwu
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη Ζιμπάμπουε, ιδίως δε την περίπτωση του Farai Maguwu

128

2011/C 351E/20

Βενεζουέλα, υπόθεση της Maria Lourdes Afiuni
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη Βενεζουέλα και ιδίως την υπόθεση της Maria Lourdes Afiuni

130

2011/C 351E/21

Βόρεια Κορέα
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη Βόρεια Κορέα

132

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

 

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

2011/C 351E/22

Αίτηση υπεράσπισης της βουλευτικής ασυλίας του κ. Valdemar Tomasevski
Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την αίτηση υπεράσπισης των προνομίων και ασυλιών που υπέβαλε ο κ. Valdemar Tomaševski (2010/2047(IMM))

137

 

III   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

 

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

2011/C 351E/23

Προσχώρηση των κρατών μελών στη σύμβαση για τις διεθνείς εκθέσεις, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 22 Νοεμβρίου 1928 ***
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προσχωρήσουν στη σύμβαση για τις διεθνείς εκθέσεις, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 22 Νοεμβρίου 1928 και συμπληρώθηκε από τα πρωτόκολλα της 10ης Μαΐου 1948, της 16ης Νοεμβρίου 1966, της 30ής Νοεμβρίου 1972, την τροποποίηση της 24ης Ιουνίου 1982 και την τροποποίηση της 31ης Μαΐου 1988 (08100/2010– C7-0105/2010 – 2010/0015(NLE))

139

2011/C 351E/24

Σύναψη του πρωτοκόλλου για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών της Μεσογείου στη Σύμβαση για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και των παρακτίων περιοχών της Μεσογείου ***
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών της Μεσογείου στη Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών της Μεσογείου (09132/2010 – C7-0128/2010 – 2010/0016(NLE))

140

2011/C 351E/25

Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων των αποφάσεων 2008/615/ΔΕΥ και 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου ***
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλανδίας και της Νορβηγίας, για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος, και της απόφασης 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος, καθώς και του παραρτήματός της (05309/2010 – C7-0031/2010 – 2009/0191(NLE))

140

2011/C 351E/26

Συμμετοχή της Ελβετίας και του Λιχτενστάιν στις δραστηριότητες του FRONTEX ***
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ένωσης, ρύθμισης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, αφετέρου, σχετικά με τις λεπτομέρειες της συμμετοχής αυτών των κρατών στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (05707/2010 – C7-0217/2009 – 2009/0073(NLE))

141

2011/C 351E/27

Ποιότητα των στατιστικών στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2009 όσον αφορά την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος (COM(2010)0053 – C7-0064/2010 – 2010/0035(NLE))

142

2011/C 351E/28

Δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έγκρισης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (05218/3/2010 – C7-0077/2010 – 2008/0237(COD))

149

P7_TC2-COD(2008)0237Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 6 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 ( 1 )

150

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

166

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

167

2011/C 351E/29

Δικαιώματα των επιβατών που ταξιδεύουν μέσω θαλάσσης ή μέσω εσωτερικής πλωτής οδού ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (14849/3/2009 – C7-0076/2010 – 2008/0246(COD))

168

P7_TC2-COD(2008)0246Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 6 Ιουλίου 2010 ενόψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

169

2011/C 351E/30

Ευφυή συστήματα μεταφορών στον τομέα των οδικών μεταφορών και διεπαφές τους με άλλα μέσα μεταφοράς ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη θέσπιση του πλαισίου για την εξάπλωση των Ευφυών Συστημάτων Μεταφορών στον τομέα των οδικών μεταφορών και για τις διεπαφές με άλλους τρόπους μεταφοράς (06103/4/2010 – C7-0119/2010 – 2008/0263(COD))

169

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

170

2011/C 351E/31

Διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή απόπλου από τους λιμένες ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή απόπλου από λιμένες των κρατών μελών της Κοινότητας και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/6/ΕΚ (COM(2009)0011 – C6-0030/2009 – 2009/0005(COD))

171

P7_TC1-COD(2009)0005Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 6 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/6/ΕΚ

172

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

173

 

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

2011/C 351E/32

Νέα τρόφιμα ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση όσον αφορά τη θέσπιση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα νέα τρόφιμα, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 της Επιτροπής (11261/3/2009 – C7-0078/2010 – 2008/0002(COD))

174

P7_TC2-COD(2008)0002Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 7 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα νέα τρόφιμα, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 της Επιτροπής ( 1 )

175

2011/C 351E/33

Βιομηχανικές εκπομπές (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (αναδιατύπωση) ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις βιομηχανικές εκπομπές (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (αναδιατύπωση) (11962/2/2009 – C7-0034/2010 – 2007/0286(COD))

193

P7_TC2-COD(2007)0286Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 7 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (αναδιατύπωση)

194

2011/C 351E/34

Υποχρεώσεις των φορέων που διαθέτουν ξυλεία και προϊόντα ξυλείας στην αγορά ***II
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της εκδόσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των υποχρεώσεων των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν ξυλεία και προϊόντα ξυλείας στην αγορά (05885/4/2010 – C7-0053/2010 – 2008/0198(COD))

194

P7_TC2-COD(2008)0198Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 7 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των υποχρεώσεων των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν ξυλεία και προϊόντα ξυλείας στην αγορά

195

2011/C 351E/35

Εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών ***I
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (COM(2009)0576 – C7-0251/2009 – 2009/0161(COD))

195

2011/C 351E/36

Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών ***I
Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (COM(2009)0503 – C7-0167/2009 – 2009/0144(COD))

267

2011/C 351E/37

Μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού της συστήματος και σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου ***I
Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την κοινοτική μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (COM(2009)0499 – C7-0166/2009 – 2009/0140(COD))

321

2011/C 351E/38

Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ***I
Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (COM(2009)0501 – C7-0169/2009 – 2009/0142(COD))

337

2011/C 351E/39

Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ***I
Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (COM(2009)0502 – C7-0168/2009 – 2009/0143(COD))

391

2011/C 351E/40

Κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης και εποπτικός έλεγχος των μισθολογικών πολιτικών ***I
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών (COM(2009)0362 – C7-0096/2009 – 2009/0099(COD))

446

P7_TC1-COD(2009)0099Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 7 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των πολιτικών αποδοχών

447

2011/C 351E/41

Ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου *
Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (05551/2010 – C7-0014/2010 – 2009/0141(CNS))

447

 

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

2011/C 351E/42

Συμφωνία ΕΕ/Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων χρηματοπιστωτικών μηνυμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για σκοπούς του προγράμματος παρακολούθησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ***
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων χρηματοπιστωτικών μηνυμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για σκοπούς του προγράμματος παρακολούθησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (11222/1/2010/REV 1 και COR 1 – C7-0158/2010 – 2010/0178(NLE))

453

2011/C 351E/43

Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης *
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (08029/2010 – C7-0090/2010 – 2010/0816(NLE))

454

P7_TC1-NLE(2010)0816Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε στις 8 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης της απόφασης του Συμβουλίου για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης

455

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

468

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

470

Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων

*

Διαδικασία διαβούλευσης

**I

Διαδικασία συνεργασίας, πρώτη ανάγνωση

**II

Διαδικασία συνεργασίας, δεύτερη ανάγνωση

***

Σύμφωνη γνώμη

***I

Διαδικασία συναπόφασης, πρώτη ανάγνωση

***II

Διαδικασία συναπόφασης, δεύτερη ανάγνωση

***III

Διαδικασία συναπόφασης, τρίτη ανάγνωση

(Η αναφερόμενη διαδικασία στηρίζεται στη νομική βάση που πρότεινε η Επιτροπή.)

Πολιτικές τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

Τεχνικές διορθώσεις και προσαρμογές εκ μέρους των υπηρεσιών: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ║.

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ΣΥΝΟΔΟΣ 2010-2011 Συνεδριάσεις από 6 έως 8 Ιουλίου 2010 Τα Συνοπτικά Πρακτικά αυτής της συνόδου έχουν δημοσιευθεί στην ΕΕ Ψ 298 Ε της 4.11.2010. ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΕΓΚΡΙΘΗΚΑΝ

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/1


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας και ο ρόλος των μακροπεριφερειών στη μελλοντική πολιτική συνοχής

P7_TA(2010)0254

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας και το ρόλο των μακροπεριφερειών στη μελλοντική πολιτική συνοχής (2009/2230(INI))

2011/C 351 E/01

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας (COM(2009)0248), καθώς και το ενδεικτικό σχέδιο δράσης που συνοδεύει τη στρατηγική,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα που ενέκρινε το Συμβούλιο στις 26 Οκτωβρίου 2009 σχετικά με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 8ης Ιουλίου 2008 σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδιαζόμενου αγωγού φυσικού αερίου στη Βαλτική Θάλασσα που θα συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 16ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με τη στρατηγική της Βαλτικής Θάλασσας για τη Βόρεια Διάσταση (2),

έχοντας υπόψη τις γνωμοδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας (ECO/261) και με θέμα «Μακροπεριφερειακή συνεργασία — Επέκταση της στρατηγικής για τη Βαλτική Θάλασσα σε άλλες μακροπεριφέρειες της Ευρώπης» (ECO/251),

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών της 21ης και 22ης Απριλίου 2009 με θέμα «Ο ρόλος των τοπικών και των περιφερειακών αρχών στη νέα στρατηγική για τη Βαλτική Θάλασσα»,

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της Επιτροπής των Περιφερειών με τίτλο «Λευκή Βίβλος της Επιτροπής των Περιφερειών για την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση», (CdR 89/2009 fin),

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A7-0202/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004, η Βαλτική Θάλασσα έχει ουσιαστικά καταστεί εσωτερική θάλασσα της Ένωσης, αποτελώντας ταυτόχρονα στοιχείο ένωσης των χωρών και συγκεκριμένη πρόκληση, καθώς και ότι οι χώρες της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας έχουν στενούς δεσμούς αλληλεξάρτησης και αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η στρατηγική για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας αποτελεί οδηγό για τις μελλοντικές μακροπεριφερειακές στρατηγικές, καθώς και ότι η επιτυχημένη υλοποίηση της εν λόγω στρατηγικής μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής των μελλοντικών στρατηγικών,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ιδέα να δημιουργηθούν λειτουργικές περιοχές με γνώμονα κοινούς στόχους και προβλήματα ανάπτυξης μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της περιφερειακής πολιτικής της ΕΕ,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της περιφερειακής πολιτικής, ιδίως σε σχέση με την προβλεπόμενη μεταρρύθμισή της μετά το 2013, πρέπει να υποστηριχθεί και να αναπτυχθεί η ιδέα μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης, που θα συνοδεύεται από τη διαμόρφωση στρατηγικών για τις μακροπεριφέρειες που θα ισχύουν για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά η εφαρμογή των οποίων δεν πρέπει να οδηγήσει σε επανεθνικοποίηση της πολιτικής συνοχής,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Βαλτική Θάλασσα παραμένει η πιο μολυσμένη θάλασσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η περιβαλλοντική της κατάσταση δεν πρέπει να επιδεινωθεί εξαιτίας των έργων υποδομών μεγάλης κλίμακας που υλοποιούνται στην ίδια την περιοχή και γύρω από αυτή (περιλαμβανομένων χωρών που δεν είναι μέλη της ΕΕ),

1.

εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η στρατηγική για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας, την οποία ζητούσε από το Κοινοβούλιο από το 2006, εγκρίθηκε από την Επιτροπή και έχει την υποστήριξη του Συμβουλίου·

2.

χαιρετίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι η εν λόγω στρατηγική είναι προϊόν ευρείας διαβούλευσης με ενδιαφερόμενους φορείς από τα κράτη μέλη, όχι μόνο στο επίπεδο των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών, αλλά και στο επίπεδο του ακαδημαϊκού και επιχειρηματικού κόσμου, καθώς και των μη κυβερνητικών οργανώσεων, γεγονός που καταδεικνύει ότι η διαδικασία διαβούλευσης και σύμπραξης των εταίρων από το αρχικό στάδιο των εργασιών για τη στρατηγική συνιστά καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία της· εκφράζει, εν προκειμένω, την ικανοποίησή του για τη δημιουργία φόρουμ της κοινωνίας των πολιτών στην περιοχή, όπως είναι η σύνοδος κορυφής για τη δράση στη Βαλτική Θάλασσα, και ζητεί να αναληφθούν παρόμοιες πρωτοβουλίες για τις μελλοντικές μακροπεριφέρειες οι οποίες θα συνενώσουν δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να συμπράξουν στην ανάπτυξη των μακροπεριφερειακών στρατηγικών·

3.

συνιστά, στο πλαίσιο αυτό, να αυξηθεί η συμμετοχή της τοπικής κοινότητας με τη δημιουργία εργαλείων που θα εξασφαλίζουν ευρύτερη και πιο επικεντρωμένη επικοινωνία και διαβούλευση, στα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα τοπικά μέσα ενημέρωσης (τοπική τηλεόραση, ραδιόφωνο και έντυπες και ηλεκτρονικές εφημερίδες)· ζητεί από την Επιτροπή να δημιουργήσει ειδική δικτυακή πύλη αφιερωμένη στη στρατηγική για τη Βαλτική Θάλασσα, η οποία θα λειτουργεί ως φόρουμ ανταλλαγής εμπειριών σχετικά με τα τρέχοντα και μελλοντικά έργα που αναλαμβάνουν οι κεντρικές και τοπικές κυβερνήσεις, ΜΚΟ και άλλοι φορείς που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας·

4.

επιδοκιμάζει τη στρατηγική της ΕΕ για το 2020, η οποία συνάδει με τους στόχους που θέτει η στρατηγική για τη Βαλτική Θάλασσα και σημειώνει ότι η ΕΕ 2020 μπορεί να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό πλαίσιο για την υλοποίηση και την ενίσχυση της στρατηγικής για τη Βαλτική Θάλασσα·

5.

εκτιμά ότι η δημιουργία ενός νέου πλαισίου συνεργασίας που αποτελεί μέρος της στρατηγικής και εδράζεται σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση ανοίγει το δρόμο για μια πιο ορθολογική και αποτελεσματική χρήση των χρηματοδοτικών πόρων που διατίθενται για την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας, είτε αυτοί προέρχονται από κονδύλια της ΕΕ και των κρατών είτε από διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

6.

εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από άποψη οικονομικής ανάπτυξης και καινοτομίας και ότι θα πρέπει να αυξηθεί το δυναμικό όλων των περιοχών, ακόμη και αυτών που παρουσιάζουν υψηλή ανάπτυξη, δεδομένου ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως δύναμη έλξης για τις λιγότερο ευημερούσες περιοχές· επισημαίνει την ανάγκη να προωθηθούν νέοι τομείς με δυναμικό ανάπτυξης και καινοτομίας και να χρησιμοποιηθεί η ευκαιρία που προσφέρει η προστιθέμενη αξία της στρατηγικής για τη Βαλτική Θάλασσα και άλλων μελλοντικών μακροπεριφερειακών στρατηγικών για να επιτευχθεί ένα νέο επίπεδο συνέργειας που θα είναι σε θέση να μειώσει τις ανισότητες, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας μόνιμος χώρος κοινής ευημερίας με υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας, στοιχείο ζωτικής σημασίας απέναντι σε ένα γηράσκοντα πληθυσμό και στα νέα μοντέλα της παγκοσμιοποίησης·

7.

υπογραμμίζει ότι η άμεση και συνεπής εφαρμογή των υφιστάμενων νομικών πράξεων της ΕΕ για την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, όπως η οδηγία για τις υπηρεσίες, είναι απαραίτητη προκειμένου να αυξηθεί η ελκυστικότητα της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας ως οικονομικού χώρου·

8.

καλεί τα κράτη μέλη και τις περιφέρειές τους να αξιοποιήσουν τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων που διατίθενται για την περίοδο 2007-2013 για να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή υποστήριξη της στρατηγικής, κυρίως για την τόνωση της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης σε τομείς που πλήττονται ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση, και συνιστά, ταυτόχρονα, όπου τούτο αιτιολογείται, να προβλεφθούν αλλαγές στα επιχειρησιακά προγράμματα κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου προγραμματισμού· υπογραμμίζει ότι η αξιοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των περιφερειών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πολύ πιο αποτελεσματική χρήση των διαρθρωτικών ταμείων και στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας σε περιφερειακό επίπεδο·

9.

επισημαίνει το σοβαρό αντίκτυπο που έχει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση σε όλες τις χώρες της περιοχής, και ειδικότερα στα κράτη της Βαλτικής· ζητεί από όλους τους φορείς να μην περιορίσουν, λόγω της κρίσης, τη δέσμευσή τους στη στρατηγική της ΕΕ για τη Βαλτική Θάλασσα·

10.

είναι πεπεισμένο ότι όλες οι δράσεις στο πλαίσιο τομεακών πολιτικών με εδαφική διάσταση, ιδιαίτερα της κοινής γεωργικής πολιτικής, της πολιτικής αλιείας, της πολιτικής μεταφορών, της βιομηχανικής πολιτικής, της ερευνητικής πολιτικής και μια συνεπής πολιτική υποδομών, καθώς η κοινή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων που προορίζονται για από κοινού καθορισθέντες στόχους σε μια δεδομένη περιοχή, έχουν καίρια σημασία για την επιτυχή έκβαση της στρατηγικής και για την υλοποίηση των φιλόδοξων στόχων περαιτέρω μικροπεριφερειακών στρατηγικών· στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να επανεξεταστούν οι πολιτικές με γνώμονα αυτές τις νέες προκλήσεις, να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ και να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο το πλαίσιο αυτό θα συνδέεται με τις υφιστάμενες εθνικές και τοπικές δομές·

11.

εκτιμά ότι η εδαφική διάσταση της στρατηγικής θα οδηγήσει στην απτή ανάπτυξη της ιδέας της εδαφικής συνοχής, στην οποία η Συνθήκη της Λισαβόνας επιφυλάσσει ισότιμο ρόλο με αυτόν της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, και, έχοντας αυτό κατά νου, καλεί την Επιτροπή να δρομολογήσει ενεργό διάλογο σχετικά με το ρόλο και τον αντίκτυπο των μακροπεριφερειακών πολιτικών της ΕΕ μετά το 2013·

12.

ενθαρρύνει τη θέσπιση ειδικών διατάξεων στο πλαίσιο του επικείμενου γενικού κανονισμού σχετικά με τα διαρθρωτικά ταμεία με βάση διατάξεις για την εδαφική συνεργασία οι οποίες θα είναι σαφείς και θα συνεκτιμούν τις διαφορετικές διοικητικές νοοτροπίες χωρίς να επιβάλλουν πρόσθετα διοικητικά βάρη στους δικαιούχους, προκειμένου να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ χωρών και περιφερειών, καθώς και την ανάπτυξη περαιτέρω στρατηγικών κοινής δράσης οι οποίες αναμένεται ότι θα ενισχύσουν την ελκυστικότητα της περιοχής σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και θα αποτελέσουν εν συνεχεία πρότυπο διασυνοριακής συνεργασίας στην Ευρώπη·

13.

υπογραμμίζει ότι η στρατηγική για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας θα πρέπει να θεωρηθεί ως διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας οι αρχές της δράσης και της συνεργασίας εξελίσσονται συνεχώς, καθιστώντας απαραίτητη την επικαιροποίηση της στρατηγικής και ότι πρωταρχικός στόχος είναι ο εντοπισμός βέλτιστων μηχανισμών που θα μπορούν να εφαρμοστούν σε μελλοντικές μακροπεριφερειακές στρατηγικές· υπογραμμίζει, εν προκειμένω, τη σημασία της συγκέντρωσης, της συνοπτικής παρουσίασης και της προώθησης επιτυχημένων πρωτοβουλιών και των αποτελεσμάτων τους· υποστηρίζει το σχέδιο της Επιτροπής για τη δημιουργία βάσης δεδομένων των βέλτιστων πρακτικών με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους για την ανάπτυξη μελλοντικών μακροπεριφερειακών στρατηγικών·

14.

εκτιμά ότι η εδαφική συνεργασία που αναπτύσσεται ως τμήμα της στρατηγικής για τις μακροπεριφέρειες μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική ενίσχυση της διαδικασίας ολοκλήρωσης χάρη στη μεγαλύτερη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στην υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων· στο πλαίσιο αυτό, συνιστάται ιδίως να συνεκτιμηθεί για τις μακροπεριφερειακές στρατηγικές η κοινωνική, η οικονομική, η πολιτιστική, η εκπαιδευτική διάσταση και η διάσταση του τουρισμού και, προκειμένου να ενισχυθεί η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας των πολιτών και η επικουρικότητα, θεωρεί επίσης σημαντική την προώθηση μακροπεριφερειακών στρατηγικών με την ίδρυση Ευρωπαϊκών Ομίλων Εδαφικής Συνεργασίας (ΕΟΕΣ)·

15.

υπογραμμίζει ότι είναι σκόπιμο να υποστηριχθεί η ανάπτυξη στους τομείς του πολιτισμού, της εκπαίδευσης και της έρευνας και καινοτομίας, καθώς και να ενθαρρυνθούν τα κράτη μέλη να συνεργαστούν στενότερα, κυρίως στον τελευταίο τομέα· αναγνωρίζει ότι η συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης μπορεί βέβαια να αποφέρει τεράστια οφέλη, αλλά ότι η σχετική αρμοδιότητα πρέπει να παραμείνει στα κράτη μέλη· συνιστά την ενίσχυση της στρατηγικής προσέγγισης και του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για τις μακροπεριφέρειες·

16.

υπογραμμίζει, οδηγούμενο από την αρχή της επικουρικότητας και αναγνωρίζοντας τις τεράστιες δυνατότητες συνεργασίας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ότι έχει πρωταρχική σημασία να δημιουργηθεί μια αποτελεσματική, πολυεπίπεδη δομή συνεργασίας μέσω της προώθησης τομεακών εταιρικών σχέσεων με τακτικές συναντήσεις των αρμόδιων φορέων χάραξης πολιτικής, οι οποίες θα ενισχύσουν την ευθύνη που επιμερίζεται στους διάφορους εταίρους, με παράλληλη διατήρηση της οργανωτικής κυριαρχίας των κρατών μελών και των περιφερειών· ζητεί, εν προκειμένω, οι μηχανισμοί διασυνοριακής συνεργασίας που έχουν θεσπιστεί σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο να βελτιωθούν, να αναπτυχθούν και να ενισχυθούν·

17.

τονίζει το γεγονός ότι το νέο «μακροπεριφερειακό» πλαίσιο συνεργασίας έχει έντονη «από πάνω προς τα κάτω» προσέγγιση, με τα κράτη μέλη να διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξή του, και δημιουργεί ένα νέο επίπεδο διακυβέρνησης· στο πλαίσιο του εν λόγω νέου μοντέλου συνεργασίας πρέπει να διασφαλισθεί ότι τα φυσικά μειονεκτήματα των απομακρυσμένων περιφερειών θα μετατραπούν σε πλεονεκτήματα και ευκαιρίες και ότι θα προαχθεί η ανάπτυξη των εν λόγω περιφερειών·

18.

εκτιμά ότι οι μακροπεριφέρειες συνδυάζουν τη δυνατότητα βελτιστοποίησης της απάντησης στις προκλήσεις σε μια δεδομένη εδαφική περιοχή με τη δυνατότητα αποτελεσματικής και αποδοτικής χρήσης των ιδιαίτερων ευκαιριών και πόρων κάθε περιοχής·

19.

καλεί την Επιτροπή να προβεί σε ανάλυση των πρώτων διαπιστώσεων και εμπειριών από την υλοποίηση της στρατηγικής για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας, που θα χρησιμεύσει στην καταγραφή πιθανών πόρων και μεθόδων χρηματοδότησης μακροπεριφερειακών στρατηγικών και θα συμβάλει στο να χρησιμοποιηθεί το παράδειγμα της στρατηγικής ως πρότυπο σχέδιο για άλλες μακροπεριφερειακές στρατηγικές για να καταδειχθεί η λειτουργικότητά τους· τονίζει, ωστόσο, ότι η ανάπτυξη μακροπεριφερειών έχει κυρίως συμπληρωματικό χαρακτήρα και δεν πρέπει να έχει ως προτεραιότητα να υποκαταστήσει τη χρηματοδότηση που παρέχει η ΕΕ για επί μέρους τοπικά και περιφερειακά προγράμματα·

20.

διαπιστώνει ότι η εφαρμογή της στρατηγικής για τη Βαλτική Θάλασσα έως σήμερα έχει προχωρήσει με πολύ αργό ρυθμό· εκτιμά ότι οι πιστώσεις που διατέθηκαν από τον προϋπολογισμό της ΕΕ για το 2010 μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της εφαρμογής· εκφράζει, ως εκ τούτου, τη λύπη του για το γεγονός ότι οι πιστώσεις αυτές ακόμα δεν έχουν καταβληθεί και υπενθυμίζει στην Επιτροπή πόσο σημαντικό είναι να διατεθούν τα χρήματα αυτά το συντομότερο για σκοπούς που συνάδουν με τους στόχους της στρατηγικής για τη Βαλτική Θάλασσα·

21.

υπογραμμίζει ότι κρίνεται σκόπιμο, προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικά οι μελλοντικές μακροπεριφερειακές στρατηγικές, να επιλύσει η Επιτροπή το ζήτημα των ιδίων πόρων που απαιτούνται, προκειμένου να προβλεφθούν αυτές οι στρατηγικές με βάση τις εδαφικές ιδιαιτερότητες των εν λόγω περιφερειών στις σχετικές περιφέρειες, παρέχοντας στα κράτη μέλη που συμμετέχουν νέες ιδέες για θέματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και υποστήριξη στη χάραξη της στρατηγικής· καλεί την Επιτροπή να επιβλέψει την εφαρμογή των στρατηγικών αυτών αναλαμβάνοντας ρόλο συντονιστή, επανεξετάζοντας νέες προτεραιότητες και διαθέτοντας πόρους ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες και τις απαιτήσεις πραγματογνωμοσύνης, με παράλληλη αποφυγή των επικαλύψεων·

22.

καλεί την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διενεργηθεί ενδιάμεση αξιολόγηση της υλοποίησης της στρατηγικής για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας, να αναπτύξει συγκεκριμένα εργαλεία και κριτήρια αξιολόγησης των σχεδίων, με βάση δείκτες που θα επιτρέπουν τη σύγκριση·

23.

καλεί την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τους βουλευτές του να δώσουν απαντήσεις στα θέματα που αφορούν το χαρακτήρα των μακροπεριφερειακών πολιτικών και τον τρόπο ισότιμης αντιμετώπισής τους (χωριστά ή ως μέρος της πολιτικής συνοχής), το ποιος θα τις εφαρμόσει και με ποιο τρόπο και με ποιους χρηματοδοτικούς πόρους θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν προκειμένου να αποφεύγονται οι περιττές επικαλύψεις και ο κατακερματισμός της χρηματοδότησης της ΕΕ, ιδίως στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ για το 2020, της επανεξέτασης του προϋπολογισμού της ΕΕ και της συζήτησης για το μέλλον της πολιτικής συνοχής·

24.

υπογραμμίζει ότι η ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία των μακροπεριφερειών έγκειται στη μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ κρατών και περιφερειών και, για το λόγο αυτό, τα προγράμματα ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας για τη διασυνοριακή, τη διακρατική και τη διαπεριφερειακή συνεργασία συνιστούν σημαντικό στοιχείο όσον αφορά την υλοποίηση των στόχων των μακροπεριφερειών· προτείνει περαιτέρω η στρατηγική για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας να θεωρηθεί στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση διάφορες πολιτικές της ΕΕ, οι οποίες θα πρέπει να έχουν καθορισμένο χρονικό πλαίσιο και στόχους· δεδομένου του οριζόντιου χαρακτήρα της, η στρατηγική μπορεί να θεωρηθεί μακροπεριφερειακή και ο συντονισμός της να γίνεται στο πλαίσιο της περιφερειακής πολιτικής·

25.

θεωρεί ότι η ανάπτυξη στρατηγικών μεγάλης κλίμακας, όπως οι μακροπεριφερειακές στρατηγικές, θα πρέπει να συμβάλει στην ενίσχυση του ρόλου του τοπικού και του περιφερειακού επιπέδου κατά την υλοποίηση της πολιτικής της ΕΕ εν γένει·

Εξωτερική διάσταση

26.

ζητεί, στο πλαίσιο της στρατηγικής για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας καθώς και των μελλοντικών μακροπεριφερειακών στρατηγικών, βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών που δεν ανήκουν σε αυτή, ιδίως όσον αφορά την εκτέλεση έργων μεγάλης κλίμακας που έχουν σημαντικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο· απευθύνει, επιπλέον, έκκληση για συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και των κρατών που δεν είναι μέλη της ΕΕ, με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας στην περιοχή και την υποστήριξη της καταπολέμησης του διασυνοριακού εγκλήματος·

27.

υπογραμμίζει ότι είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί μεγαλύτερη συνεργασία, κυρίως ανάμεσα στη Ρωσία και τη Λευκορωσία και τις χώρες της Βαλτικής, κατά την κατασκευή του ενεργειακού δικτύου, και να αξιοποιηθεί περισσότερο ο διάλογος για την ενέργεια μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας για το σκοπό αυτό, γεγονός το οποίο θα δημιουργούσε ταυτόχρονα ευκαιρίες για τη συμμετοχή της Ρωσίας στη στρατηγική για τη Βαλτική Θάλασσα· αναμένει ότι όλοι οι φορείς γύρω από τη Βαλτική Θάλασσα θα προσχωρήσουν στη Σύμβαση Espoo και τη Σύμβαση του Ελσίνκι, θα συμμορφωθούν προς τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής του Ελσίνκι (HELCOM) και θα συνεργαστούν στο πλαίσιο αυτό·

28.

καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει την αποτελεσματική συνεργασία και το συντονισμό μεταξύ της HELCOM και των κρατών μελών της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας για να διασφαλιστεί η σαφής οριοθέτηση των καθηκόντων και των ευθυνών που σχετίζονται με την εφαρμογή του Σχεδίου Δράσης HELCOM του 2007 για τη Βαλτική Θάλασσα, την προαναφερθείσα στρατηγική της ΕΕ και το σχέδιο δράσης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται μια πλήρης και αποτελεσματική στρατηγική για την περιοχή·

29.

επισημαίνει ειδικότερα το καθεστώς του θύλακα Kaliningrad Oblast, που περιβάλλεται από κράτη μέλη της ΕΕ· τονίζει την ανάγκη να τονωθεί η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή, ως «πύλη» ή «πιλοτική» περιοχή για μια στενότερη σχέση ΕΕ-Ρωσίας, με τη συμμετοχή ΜΚΟ, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων και τοπικών και περιφερειακών αρχών·

30.

πιστεύει ότι η νέα συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας με τη Ρωσία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη συνεργασία στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας· χαιρετίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής και των κρατών μελών στην περιοχή όσον αφορά τη συνεργασία με τη Ρωσία σε πάρα πολλούς τομείς, όπως οι μεταφορικές συνδέσεις, ο τουρισμός, οι διασυνοριακές απειλές για την υγεία, η προστασία του περιβάλλοντος και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, το περιβάλλον, οι τελωνειακοί και συνοριακοί έλεγχοι και, ιδιαίτερα, ενεργειακά ζητήματα· πιστεύει ότι οι κοινοί χώροι ΕΕ-Ρωσίας θα παράσχουν ένα πολύτιμο πλαίσιο προς το σκοπό αυτό και καλεί τη Ρωσία να διαδραματίσει ισότιμο ρόλο σε μια τέτοια συνεργασία·

31.

τονίζει ότι θα πρέπει να μειωθεί η εξάρτηση της περιοχής από την ενέργεια της Ρωσίας· χαιρετίζει τη δήλωση της Επιτροπής για την ανάγκη περισσότερων διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών μελών στην περιοχή και μεγαλύτερης διαφοροποίησης του ενεργειακού εφοδιασμού· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, αυξημένη στήριξη για τη δημιουργία λιμένων ΥΦΑ·

32.

θεωρεί ότι, προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, πρέπει να συναφθούν συμφωνίες με τα κράτη που δεν ανήκουν στην ΕΕ τα οποία αποτελούν μέρος των λειτουργικών ζωνών που αφορούν οι στρατηγικές, έτσι ώστε να μπορούν να συμμερίζονται τις ίδιες αξίες, δικαιώματα και υποχρεώσεις που περιέχονται στη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

33.

θεωρεί ότι πρέπει να αποδοθεί προτεραιότητα στη συνεργασία για τη Βαλτική Θάλασσα η οποία πρέπει να υλοποιείται στο ύψιστο πολιτικό επίπεδο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, δεδομένης της σημασίας που έχει για την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των χωρών της Βαλτικής Θάλασσας και για τη διασφάλιση της υλοποίησης των πολιτικών φιλοδοξιών· ζητεί να διοργανώνονται τακτικές συναντήσεις μεταξύ των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας, προκειμένου ο στόχος αυτός να επιτευχθεί·

Περιβαλλοντικά και ενεργειακά θέματα

34.

υπογραμμίζει ότι απαιτείται η διενέργεια αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των (υπό κατασκευή και μελλοντικών) έργων ενεργειακής υποδομής, λαμβανομένων ιδιαίτερα υπόψη των διεθνών συμβάσεων· καλεί την Επιτροπή να σχεδιάσει ένα κατάλληλο σχέδιο αντίδρασης για τεχνικά ατυχήματα και άλλες πιθανές καταστροφές, που θα προβλέπει επίσης τρόπους αντιμετώπισης των εν λόγω συμβάντων από οικονομική άποψη· υπογραμμίζει ότι πρέπει να υιοθετηθεί η ίδια προσέγγιση για κάθε μελλοντικό έργο, έτσι ώστε να μην τίθενται σε κίνδυνο η ασφάλεια χωρών γύρω από τη Βαλτική Θάλασσα οι οποίες εμπλέκονται σε άλλες μελλοντικές μακροπεριφερειακές στρατηγικές, το περιβάλλον και οι συνθήκες ναυσιπλοΐας· εκτιμά ότι είναι προς όφελος της αειφόρου ανάπτυξης και της πράσινης ανάπτυξης να επιτευχθεί ισχυρή περιβαλλοντική προστασία σε όλες τις μακροπεριφέρειες, καθώς και να αντιμετωπισθούν με τρόπο ισότιμο η προστασία του περιβάλλοντος, τα ταξίδια και σε άλλα ζητήματα·

35.

υπογραμμίζει την ανάγκη να δημιουργηθεί Κέντρο Περιβαλλοντικής Παρακολούθησης της Βαλτικής Θάλασσας, ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τα ατυχήματα και τη σοβαρή διασυνοριακή ρύπανση και κοινή δύναμη δράσης για την αντιμετώπιση των καταστάσεων αυτού του είδους·

36.

τονίζει τη στρατηγική σημασία της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας για την ανάπτυξη κοινών έργων ενεργειακής υποδομής με τα οποία βελτιώνεται η διαφοροποίηση της παραγωγής ενέργειας και του ενεργειακού εφοδιασμού, με ιδιαίτερη έμφαση στα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως τα αιολικά πάρκα (χερσαία ή υπεράκτια), η γεωθερμική ενέργεια ή οι μονάδες παραγωγής βιοαερίου που χρησιμοποιούν βιοκαύσιμα τα οποία διαθέτει η περιοχή·

37.

τονίζει την ουσιαστική συνεργασία που έχει ήδη επιτευχθεί στον τομέα της ενέργειας και του κλίματος ανάμεσα στο Συμβούλιο των Κρατών της Βαλτικής Θάλασσας και το Βόρειο Συμβούλιο στο πλαίσιο της Βόρειας Διάστασης·

38.

υπογραμμίζει ότι, βάσει της σχεδιαζόμενης επέκτασης της πυρηνικής ενέργειας στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να τηρήσουν τα πλέον αυστηρά πρότυπα για την ασφάλεια και το περιβάλλον και ότι η Επιτροπή πρέπει να προσέχει και να παρακολουθεί κατά πόσον οι γειτονικές χώρες, ιδίως εκείνες που σκοπεύουν να κατασκευάσουν εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας κοντά στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, ακολουθούν την ίδια προσέγγιση και τηρούν τις διεθνείς συμβάσεις·

39.

τονίζει ότι είναι ανάγκη η ΕΕ και τα κράτη μέλη της γύρω από την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας να αντιμετωπίσουν επειγόντως τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που πλήττουν την περιοχή, μεταξύ των οποίων είναι κυρίως ο ευτροφισμός, οι επιπτώσεις επικίνδυνων ουσιών που εναποτίθενται στο βυθό και οι ουσίες που απειλούν την υδάτινη βιοποικιλότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στους πληθυσμούς ιχθύων που απειλούνται με εξαφάνιση· υπενθυμίζει ότι η Βαλτική Θάλασσα είναι μία από τις πιο μολυσμένες θαλάσσιες περιοχές στον κόσμο·

40.

τονίζει την ανάγκη να καθιερωθεί μια κοινή για όλα τα κράτη μέλη μέθοδος καταγραφής των πηγών ρύπανσης και να καταρτιστεί σχέδιο για τη σταδιακή τους εξάλειψη·

41.

χαιρετίζει το γεγονός ότι η βιωσιμότητα του περιβάλλοντος αποτελεί πλέον κεντρικό πυλώνα της στρατηγικής της ΕΕ για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας και του συνοδευτικού σχεδίου δράσης·

42.

θεωρεί ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην υλοποίηση των στόχων της στρατηγικής για τη Βαλτική Θάλασσα είναι η έλλειψη συνοχής με άλλους τομείς της πολιτικής της ΕΕ, όπως με την ΚΓΠ, που επιδεινώνει το πρόβλημα του ευτροφισμού, και με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚΑΠ), η οποία από περιβαλλοντική άποψη δεν είναι βιώσιμη· είναι της άποψης ότι οι μεταρρυθμίσεις της ΚΓΠ και της ΚΑΠ πρέπει να υλοποιηθούν κατά τρόπο ώστε να συμβάλλουν στην επίτευξη του στόχου μιας περιβαλλοντικά βιώσιμης περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας·

Θέματα μεταφορών και τουρισμού

43.

υπογραμμίζει ότι αποτελεί προτεραιότητα να δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικό και φιλικό προς το περιβάλλον δίκτυο επικοινωνιών και μεταφορών (θαλάσσιων –με κυρίαρχο ρόλο στη μεταφορά αγαθών– χερσαίων και εναέριων), το οποίο θα μπορεί να προβλέπει και να αντιδρά εγκαίρως στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της ενημερωμένης έκδοσης του εγγράφου του Natura 2000, με ιδιαίτερη έμφαση στις συνδέσεις μεταξύ της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας και άλλων ευρωπαϊκών περιοχών μέσω του διαδρόμου Βαλτικής-Αδριατικής και του διαδρόμου μεταφορών Κεντρικής Ευρώπης·

44.

εκτιμά ότι τα ενισχυμένα δίκτυα, που περιλαμβάνουν παντός είδους μέσα μεταφοράς, συμβάλλουν θεμελιωδώς στην ανάπτυξη μιας ισχυρότερης και συνεκτικότερης οικονομίας στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας·

45.

τονίζει την ειδική κατάσταση των χωρών της Βαλτικής, οι οποίες βρίσκονται σήμερα απομονωμένες σε μεγάλο βαθμό από το ευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών, και πιστεύει ότι η στρατηγική αυτή πρέπει, μεταξύ άλλων, να συμβάλει στην αντιμετώπιση της έλλειψης κατάλληλων υποδομών και δυνατοτήτων πρόσβασης, καθώς και της περιορισμένης διαλειτουργικότητας μεταξύ διαφορετικών εθνικών δικτύων μεταφορών λόγω διαφορετικών τεχνικών συστημάτων και διοικητικών εμποδίων, προκειμένου να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο διατροπικό σύστημα μεταφορών σε ολόκληρη την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας·

46.

τονίζει τη σημασία που έχει η ενσωμάτωση της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας και ειδικότερα όσον αφορά τις θαλάσσιες οδούς (ΔΕΔ-Μ 21), η επέκταση του σιδηροδρομικού άξονα από το Βερολίνο στη Βαλτική ακτή (ΔΕΔ-Μ 1), η βελτίωση του σιδηροδρομικού άξονα από το Βερολίνο στη Βαλτική ακτή σε συνδυασμό με τη θαλάσσια σύνδεση Ροστόκ-Δανίας, και η επιτάχυνση των εργασιών για την αναβάθμιση και τη χρήση του άξονα «Βαλτικοί Σιδηρόδρομοι» (ΔΕΔ-Μ 27)· τονίζει επίσης την ανάγκη να ολοκληρωθούν οι διασυνδέσεις μεταξύ της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας και άλλων ευρωπαϊκών περιοχών μέσω του διαδρόμου Βαλτικής-Αδριατικής·

47.

υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η ενίσχυση προς ανατολάς της μεταφορικής ικανότητας της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας, ιδιαίτερα για την προώθηση της διαλειτουργικότητας, κυρίως για τους σιδηροδρόμους, και η επιτάχυνση της διαμετακόμισης εμπορευμάτων στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

48.

θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προτεραιότητα στις συνδέσεις μεταξύ λιμένων και περιοχών της ενδοχώρας, ακόμη και διαμέσου εσωτερικών πλωτών οδών, ώστε να διασφαλιστεί ότι όλα τα μέρη της περιοχής μπορούν να επωφελούνται από την ανάπτυξη των θαλάσσιων εμπορευματικών μεταφορών·

49.

τονίζει, εν προκειμένω, την ανάγκη για αποτελεσματικό διασυνοριακό συντονισμό και συνεργασία μεταξύ σιδηροδρόμων, θαλάσσιων λιμένων, εσωτερικών λιμένων, τερματικών σταθμών της ενδοχώρας και εφοδιαστικής ώστε να αναπτυχθεί ένα πιο βιώσιμο διατροπικό σύστημα μεταφορών·

50.

υπογραμμίζει τη σημασία των θαλάσσιων μεταφορών μικρών αποστάσεων στη Βαλτική Θάλασσα και τη συμβολή τους σε ένα αποτελεσματικό και φιλικό προς το περιβάλλον δίκτυο μεταφορών· τονίζει ότι θα πρέπει να προωθηθεί η ανταγωνιστικότητα των θαλάσσιων μεταφορών μικρών αποστάσεων ώστε να διασφαλισθεί η αποτελεσματική χρήση της θάλασσας· θεωρεί για το λόγο αυτό απαραίτητο να προσκομίσει η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο ως τα τέλη του 2010, μια εκτίμηση όσον αφορά στις συνέπειες του αναθεωρημένου Παραρτήματος VI της σύμβασης MARPO, που περιορίζει το θείο στα θαλάσσια καύσιμα στο από 0,1 % από το 2015 στις περιοχές της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής Θάλασσας όπου επιτηρούνται οι εκπομπές θείου·

51.

εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ο στόχος να καταστεί η Βαλτική Θάλασσα υποδειγματική περιοχή καθαρής ναυσιπλοΐας και να κατέχει ηγετικό ρόλο στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας έχει ενταχθεί στο σχέδιο δράσης της Επιτροπής· θεωρεί επίσης τους ανωτέρω στόχους ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση και την ενίσχυση των τουριστικών δυνατοτήτων της περιοχής·

52.

αναγνωρίζει την ανάγκη λήψης συγκεκριμένων μέτρων για την υλοποίηση του ανωτέρου στόχου, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης χρήσης πλοηγίδων ή αποδεδειγμένα έμπειρων ναυτικών στους πορθμούς και τα λιμάνια που κρίνονται επικίνδυνα αλλά και της θέσπισης αξιόπιστων συστημάτων χρηματοδότησης για έρευνα και ανάπτυξη σχετικά με τη βιώσιμη λειτουργία των πλοίων·

53.

αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής θέσης της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας, η οποία παρέχει τη δυνατότητα ενεργούς ανάπτυξης σχέσεων με χώρες της ΕΕ και με όμορες τρίτες χώρες, και τονίζει τη σημασία του τουρισμού για την περιφερειακή οικονομία αλλά και τις δυνατότητες ενίσχυσής του· χαιρετίζει τη δήλωση που εγκρίθηκε στο δεύτερο Φόρουμ Τουρισμού στη Βαλτική Θάλασσα, η οποία αναφέρεται σε κοινές ενέργειες προώθησης, προσπάθειες εξεύρεσης νέων διεθνών αγορών και ανάπτυξη των υποδομών·

54.

υπογραμμίζει τη μοναδική ευκαιρία για βιώσιμο τουρισμό που παρέχει η ελκυστικότητα των χανσεατικών πόλεων στην περιοχή της Βαλτικής· υποστηρίζει, επιπλέον, την προώθηση του διασυνοριακού τουρισμού με ποδήλατο, έτσι ώστε να δημιουργούνται ευκαιρίες επωφελείς για όλους, για το περιβάλλον και για τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις·

55.

εκτιμά ότι τομείς όπως τα θαλάσσια αθλήματα, ο τουρισμός ευεξίας και ο ιαματικός τουρισμός, η πολιτιστική κληρονομιά και τα φυσικά τοπία θα αποτελέσουν εφαλτήριο για τη βελτίωση της εικόνας της περιοχής ως τουριστικού προορισμού· τονίζει, επομένως, την ανάγκη προστασίας των φυσικών παράκτιων περιοχών, των φυσικών τοπίων και της πολιτιστικής κληρονομιάς ως μέσο για την εξασφάλιση μιας βιώσιμης οικονομίας στην περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας στο μέλλον·

56.

θεωρεί ότι η βελτίωση του δικτύου των μέσων μεταφοράς και η εξάλειψη της κυκλοφοριακής συμφόρησης είναι εξίσου σημαντικές, και σημειώνει ότι οι δυσκολίες διέλευσης στα σημεία ελέγχου των ανατολικών συνόρων της ΕΕ με τη Ρωσική Ομοσπονδία, που προκαλούν ουρές χιλιομέτρων από φορτηγά και απειλούν το περιβάλλον, την κοινωνική αρμονία, την οδική ασφάλεια και την ασφάλεια των οδηγών, μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω της στρατηγικής αυτής προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομαλή ροή των αγαθών μέσω της περιοχής της Βαλτικής Θάλασσας·

*

* *

57.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τα εθνικά κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας, της Λευκορωσίας και της Νορβηγίας.


(1)  ΕΕ C 294 E, 3.12.2009, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 314 E, 21.12.2006, σ. 330.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/8


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Συμβολή της περιφερειακής πολιτικής της ΕΕ στην καταπολέμηση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, με ειδική αναφορά στο Στόχο 2

P7_TA(2010)0255

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη συμβολή της περιφερειακής πολιτικής της ΕΕ στην αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, με ιδιαίτερη αναφορά στον Στόχο 2 (2009/2234(INI))

2011/C 351 E/02

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής «Διαβούλευση για τη μελλοντική στρατηγική ΕΕ 2020» (COM(2009)0647),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Πολιτική συνοχής: Στρατηγική έκθεση 2010 σχετικά με την υλοποίηση των προγραμμάτων 2007-2013» (COM(2010)0110),

έχοντας υπόψη την έκτη έκθεση προόδου της Επιτροπής σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή (COM(2009)0295),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» (COM(2009)0114),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Πολιτική συνοχής: επένδυση στην πραγματική οικονομία» (COM(2008)0876),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας: Πρόβλεψη και κάλυψη των αναγκών της αγοράς εργασίας και των αναγκών σε δεξιότητες» (COM(2008)0868),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Ένα ευρωπαϊκό σχέδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας» (COM(2008)0800),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Από τη χρηματοπιστωτική κρίση στην ανάκαμψη: ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο ανάληψης δράσης» (COM(2008)0706),

έχοντας υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με την επικαιροποίηση το 2009 των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας και με την εφαρμογή των πολιτικών απασχόλησης των κρατών μελών (COM(2009)0034),

έχοντας υπόψη τις εθνικές εκθέσεις στρατηγικής των κρατών μελών για το 2009,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ.1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 11ης Μαρτίου 2009 για την πολιτική συνοχής: επένδυση στην πραγματική οικονομία (2),

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Περιφερειών για την έκτη έκθεση προόδου της Επιτροπής σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή (COTER-IV-027),

έχοντας υπόψη τις ευρωπαϊκές οικονομικές προβλέψεις - Φθινόπωρο 2009/Ευρωπαϊκή Οικονομία αριθ. 10. 2009 – ΓΔ Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων – Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

έχοντας υπόψη την τριμηνιαία έκθεση για τη ζώνη του ευρώ – Τόμος 8 αριθ. 4 (2009) – ΓΔ Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων – Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (A7-0206/2010),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μεταξύ του 2000 και του 2006, το 15,2 % των Ευρωπαίων (69,8 εκατομμύρια) ζούσε σε περιοχές του Στόχου 2 και επωφελήθηκε χρηματοδότησης συνολικού ύψους 22,5 δισ. ευρώ (9,6 % του συνόλου των πόρων), με δημιουργία 730 000«ακαθάριστων» θέσεων εργασίας και με τους περισσότερους δείκτες να παρουσιάζουν υψηλές επιδόσεις (απασχόληση, καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α), ένταση ανθρώπινου δυναμικού, εκπαίδευση και κατάρτιση, διά βίου μάθηση), ενώ αντίθετα σε άλλους δείκτες (άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), παραγωγικότητα) σημειώθηκαν χαμηλότερες επιδόσεις από αυτές των περιφερειών σύγκλισης· ως δε προς την εξέλιξη του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, οι εν λόγω περιφέρειες βρίσκονται μεν αρκετά πιο μπροστά (122 %) από τις περιφέρειες σύγκλισης (59 %), αλλά παρ’ όλα αυτά παρουσιάζουν μείωση 4,4 % την περίοδο αυτή,

Β.

σημειώνοντας ότι με τη μεταρρύθμιση του 2006, ο Στόχος 2 αφορά πλέον στην ενίσχυση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης, σε συνολικά 168 περιφέρειες σε 19 κράτη μέλη, δηλαδή για 314 εκατ. κατοίκους, και με χρηματοδότηση για το 2007-2013 συνολικού ύψους 54,7 δισ. ευρώ (λίγο κάτω του 16 % των συνολικών πόρων), και ότι αξίζει να επισημανθεί πως το 74 % περίπου αυτού του ποσού προορίζεται για τη βελτίωση της γνώσης και καινοτομίας (33,7 %) και για περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας (40 %),

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, βάσει των τελευταίων προβλέψεων (2009-2011) της Επιτροπής, η κατάσταση στην αγορά εργασίας θα παραμείνει δυσμενής και το ποσοστό ανεργίας θα ανέλθει στο 10,25 % στην ΕΕ, με απώλεια του 2,25 % των θέσεων εργασίας για το 2009 και 1,25 % για το 2010, με αύξηση ιδίως του κοινωνικού χάσματος στα κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι στους τομείς κλειδιά στις περιφέρειες της ΕΕ παρατηρείται α) αύξηση των νέων παραγγελιών και της εμπιστοσύνης με βελτίωση της συνολικής εικόνας της βιομηχανίας της ΕΕ, αν και με ποσοστό παραγωγής 20 % χαμηλότερο από το αντίστοιχο στις αρχές του 2008, β) συνέχιση της πτώσης των δραστηριοτήτων του κατασκευαστικού τομέα, και γ) συνέχιση της δυσκολίας πρόσβασης των ΜΜΕ σε μικρο-πιστώσεις/χρηματοδοτήσεις,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρόλο που αληθεύει ότι η κρίση έπληξε αρχικά κυρίως τους άνδρες, ο ρυθμός κατάργησης των θέσεων εργασίας είναι επί του παρόντος παρόμοιος για τους άνδρες και τις γυναίκες, οι οποίες, συγκριτικά με τους άνδρες, έχουν μικρότερη παρουσία στην αγορά εργασίας, στην πλειονότητα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι από άλλες κρίσεις διδαχθήκαμε πως οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μη εξεύρεσης εργασίας μετά την απώλεια της θέσης απασχόλησής τους· εκτιμώντας, ακόμη, ότι η ισότητα ανδρών και γυναικών έχει θετικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη, ενώ η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας αποφέρει πολλά κοινωνικά και οικονομικά οφέλη,

Ε.

υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι, με βάση τις εθνικές εκθέσεις στρατηγικής για το 2009, και τη στρατηγική έκθεση της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με την πολιτική συνοχής και με την υλοποίηση των προγραμμάτων 2007-2013, τα κράτη μέλη φαίνεται να χρησιμοποίησαν με αρκετά διαφορετικούς τρόπους τα εργαλεία, μέσα και τρόπους διευκόλυνσης της πολιτικής συνοχής που πρότεινε η Επιτροπή για την αντιμετώπιση της κρίσης και για την αύξηση των πραγματικών δαπανών όπως αλλαγές των στρατηγικών κατευθύνσεων, των αξόνων και των χρηματοδοτήσεων για επιχειρησιακά προγράμματα και ανταπόκριση στις απλουστεύσεις των διαδικασιών εφαρμογής,

ΣΤ.

τονίζοντας ότι, από τον Οκτώβριο 2008, η Επιτροπή πρότεινε μία σειρά μέτρων με σκοπό την επιτάχυνση της εφαρμογής των προγραμμάτων για την πολιτική συνοχής 2007-2013, για την κινητοποίηση όλων των πηγών και μέσων της ώστε να στηριχθούν άμεσα και αποτελεσματικά οι προσπάθειες της ανάκαμψης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η στρατηγική της Επιτροπής για επιτάχυνση των επενδύσεων και απλούστευση των προγραμμάτων πολιτικής συνοχής μέσω συστάσεων προς τα κράτη μέλη και νομοθετικών ή μη νομοθετικών μέτρων βασίζεται σε τρεις άξονες: α) μεγαλύτερη ελαστικότητα για τα προγράμματα συνοχής, β) ενίσχυση της ώθησης των περιφερειών, γ) έξυπνες επενδύσεις για τα προγράμματα συνοχής· σημειώνοντας ότι, για το 2010, από τα 64,3 δισ. ευρώ που προορίζονται για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα, 49,4 δισ. ευρώ πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τη συνοχή (αύξηση κατά 2 % σε σχέση με το 2009) και 14,9 δισ. ευρώ για την ανταγωνιστικότητα (αύξηση κατά 7,9 % σε σχέση με το 2009),

1.

τονίζει ότι, στο πλαίσιο της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης και της τρέχουσας οικονομικής επιβράδυνσης, η περιφερειακή πολιτική της ΕΕ αποτελεί πρωταρχικό εργαλείο συμβάλλοντας καθοριστικά στο ευρωπαϊκό σχέδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας, αποτελώντας τη μεγαλύτερη κοινοτική πηγή επενδύσεων στην πραγματική οικονομία και παρέχοντας αξιοσημείωτη στήριξη στις δημόσιες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένου του περιφερειακού και του τοπικού επιπέδου· επισημαίνει ότι είναι ουσιώδης η διασφάλιση αποτελεσματικής εξόδου από την κρίση για την επίτευξη μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης, μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης και της ελκυστικότητας των ευρωπαϊκών περιφερειών.

2.

σημειώνει ότι τα διαρθρωτικά ταμεία αποτελούν ισχυρά εργαλεία, σχεδιασμένα για να βοηθούν τις περιφέρειες στην οικονομική και κοινωνική τους αναδιάρθρωση και στην προώθηση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, αλλά και για την υλοποίηση του ευρωπαϊκού σχεδίου για την ανάκαμψη της οικονομίας και, ειδικότερα, για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας, και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, υποστηρίζοντας τη συστηματική και αποτελεσματική χρήση τους· επισημαίνει ότι ο στόχος της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί εις βάρος της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των περιφερειών·

3.

σημειώνει με ικανοποίηση τα θετικά αποτελέσματα που σημειώθηκαν, την περίοδο πριν την οικονομική κρίση, σχετικά με τους περισσότερους δείκτες για τις περιφέρειες του Στόχου 2, δηλ. τις υψηλές επιδόσεις στην απασχόληση, στην καινοτομία, στην έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α), στην ένταση ανθρώπινου δυναμικού, στην εκπαίδευση και κατάρτιση και στη διά βίου μάθηση, επισημαίνει ότι οι επιπτώσεις της κρίσης στην οικονομία δεν πρέπει να οδηγήσουν στη μείωση της στήριξης για την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της απασχόλησης και καλεί για τη βιωσιμότητα αυτών των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μέσω της ενίσχυσης των εργαλείων του Στόχου 2·

4.

υποστηρίζει ένθερμα τις βασικές προτεραιότητες της στρατηγικής της Ε.Ε. 2020, ιδιαίτερα την έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη που είναι δυνατή, μεταξύ άλλων, με την εκμετάλλευση νέων μεθόδων επίτευξης βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ψηφιακής οικονομίας, βελτιώνοντας το ρυθμιστικό πλαίσιο με στόχο την ενίσχυση της εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και προωθώντας καλύτερες συνθήκες για καλύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον, δίκαιο ανταγωνισμό, δημιουργία θέσεων εργασίας, επιχειρηματικότητα και καινοτομία για όλες τις περιφέρειες, ανάπτυξη των ΜΜΕ και υποστήριξη του αναπτυξιακού δυναμικού τους· υποστηρίζει, επίσης, προσπάθειες για περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, με αξιοπρεπείς συνθήκες για άνδρες και γυναίκες και εγγυημένη πρόσβαση σε βασική και ανώτερη κατάρτιση· καλεί για περαιτέρω ενίσχυση αυτών των πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προσφέρει η ενιαία αγορά της Ευρώπης, στο πλαίσιο της προσεχούς εμβάθυνσης της στρατηγικής της ΕΕ 2020, διασφαλίζοντας συγχρόνως ότι ο Στόχος 2 θα παραμείνει επικεντρωμένος στην επίτευξη της ενωσιακής εδαφικής συνοχής·

5.

σημειώνει με ανησυχία τις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες που έχει η κρίση στις περιοχές του Στόχου 2, όπου σημειώνεται αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και θίγονται οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (άνεργοι, γυναίκες, ηλικιωμένοι), και καλεί την Επιτροπή να αναλάβει πρωτοβουλίες στήριξης των ΜΜΕ, για τη διαφύλαξη των υπαρχουσών και τη δημιουργία, όπου είναι δυνατό, νέων θέσεων εργασίας·

6.

τονίζει ότι η οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής της ΕΕ 2020: η πολιτική συνοχής και τα διαρθρωτικά ταμεία αποτελούν βασικά εργαλεία για την επίτευξη των στόχων της έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης στα κράτη μέλη και τις περιφέρειες·

7.

υπογραμμίζει το σημαντικό πρόβλημα του περιορισμού της συμβολής των εθνικών συγχρηματοδοτήσεων στα προγράμματα, γεγονός που έχει συνέπειες για τον Στόχο 2, λόγω των μεγάλων δημοσιονομικών προβλημάτων πολλών κρατών μελών, και στηρίζει την πολιτική της Επιτροπής σχετικά με τη χρήση της κοινοτικής συνδρομής· θεωρεί, επομένως, αναγκαία την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 με την παρούσα μορφή, επειδή θεωρεί, ότι η χρηματοδότηση 100 % είναι υπερβολική, διότι αφαιρεί από τα κράτη μέλη το κίνητρο να διασφαλίζουν, την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των εγκριθέντων μέτρων, μέσω της εθνικής συγχρηματοδότησης, και συντάσσεται με την άποψη του Συμβουλίου, το οποίο απορρίπτει το λεγόμενο «frontloading» (προεφοδιασμός), όπως ονομάζεται στην υποβληθείσα πρόταση·

8.

σημειώνει ότι, σε σύνολο 117 επιχειρησιακών προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από το ΕΚΤ, 13 τροποποιήθηκαν (για Αυστρία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Πορτογαλία, 2 για Ηνωμένο Βασίλειο και 2 για Ισπανία) με στόχο την αντιμετώπιση συγκεκριμένων αναγκών λόγω της κρίσης, και καλεί την Επιτροπή να υποβοηθήσει τα κράτη μέλη ώστε να χρησιμοποιούν τη διαθέσιμη αυτή ευελιξία επαναπροσδιορισμού των επιχειρησιακών προγραμμάτων τους και να προβαίνουν σε ευρεία και την ταχύτερη δυνατή ενημέρωση των ενδιαφερόμενων περιφερειακών και τοπικών παραγόντων, με στόχο την ενίσχυση, βραχυπρόθεσμα, ειδικών ομάδων και κατηγοριών που διατρέχουν κίνδυνο·

9.

παρατηρεί ότι η έκτη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή αποτυπώνει τις διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες των τριών τύπων περιφερειών, ιδίως όσον αφορά την ικανότητά τους για δημιουργικότητα και καινοτομία, καθώς και την επιχειρηματικότητά τους. Η παρούσα οικονομική κρίση αλλά και οι διαφορετικές μεταβλητές που επηρεάζουν τις δυνατότητες περιφερειακής ανάπτυξης (δημογραφία, προσβασιμότητα, ικανότητα καινοτομίας, κ.λπ.) αποτελούν παράγοντες που αναδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών δεδομένων, τα οποία κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν υπόψη για την αξιολόγηση της κατάστασης των τοπικών και περιφερειακών οικονομιών και για τη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής πολιτικήςσυνοχής.

10.

στηρίζει την πρόταση του Συμβουλίου σχετικά με την αύξηση, για το έτος 2010, των προκαταβολών του ΕΚΤ και του Ταμείου Συνοχής κατά 4 % και 2 % αντιστοίχως, αλλά μόνο για τα κράτη μέλη των οποίων το ΑΕΠ έχει παρουσιάσει μείωση άνω του 10 % ή τα οποία έχουν λάβει ενισχύσεις από το ΔΝΤ για τη σταθεροποίηση του ισοζυγίου πληρωμών τους· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει την αιτία της καθυστέρησης όσον αφορά την εφαρμογή και να αναζητήσει ευέλικτες λύσεις όσον αφορά τους κανόνες Ν+2 / Ν+3 ούτως ώστε τα κράτη μέλη να μη χάσουν τις ενισχύσεις·

11.

λυπάται που η Έκτη έκθεση προόδου της Επιτροπής σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία για τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της χρηματοοικονομικής κρίσης στις περιφέρειες της Ε.Ε. και, ειδικότερα, στους σημαντικότερους οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να παρουσιάσει ειδική έκθεση/μελέτη για τις συνέπειες της χρηματοοικονομικής κρίσης στις περιφέρειες της Ε.Ε., και, ειδικότερα, στις περιφέρειες του Στόχου 2, και σε εκείνες που βρίσκονται στο στάδιο της σταδιακής κατάργησης της ενίσχυσης, καθώς και για το ενδεχόμενο όξυνσης ή άμβλυνσης των περιφερειακών ανισοτήτων στο πλαίσιο της κρίσης σημειώνει ότι οι αξιολογήσεις αυτές πρέπει να εκπονηθούν δίχως καθυστέρηση, ούτως ώστε να γίνει δυνατή η αντιμετώπιση ανεπιθύμητων εξελίξεων και ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση σχετικά με πρόταση για τη συνέχιση του Στόχου 2 στις περιφέρειες στις οποίες δύναται να προσδώσει προστιθέμενη αξία στους εθνικούς πόρους·

12.

χαιρετίζει τα μέτρα στήριξης για τις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της πολιτικής για τη συνοχή (55 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου μεταξύ 2007 και 2013), από τα οποία μεγάλο μέρος αφορά στην ενίσχυση της καινοτομίας, στη μεταφορά τεχνολογίας και στον εκσυγχρονισμό των ΜΜΕ, τονίζει τη σημασία της προώθησης πετυχημένων μοντέλων σ'αυτόν τον τομέα και κατανοεί ότι τα προτεινόμενα μέτρα των παρεμβάσεων υπέρ των επιχειρήσεων πρέπει να στοχεύουν σε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αναδιάρθρωσής τους και στη μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη οικονομία, και όχι σε πυροσβεστικές παρεμβάσεις οικονομικής διάσωσης, σε πολλές περιπτώσεις ασύμβατες με τις πολιτικές για τις κρατικές ενισχύσεις·

13.

τονίζει ότι η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει απαραιτήτως επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης, καθώς και στην καινοτομία, την εκπαίδευση και τις τεχνολογίες που αξιοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους, πράγμα που θα ωφελήσει ταυτόχρονα τους παραδοσιακούς τομείς, τις αγροτικές περιοχές και τις οικονομίες υπηρεσιών υψηλής ειδίκευσης, και θα ενισχύσει, κατά συνέπεια, την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή· επισημαίνει ότι είναι απαραίτητη η διασφάλιση προσβάσιμων χρηματοδοτήσεων, στις οποίες τα διαρθρωτικά ταμεία θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο.

14.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για συνεχή παρακολούθηση των επιπτώσεων της κρίσης σε διαφόρους τομείς δομών και ανάπτυξης και για τη χρησιμοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρονται από τα χρηματοδοτικά εργαλεία που προορίζονται για τον Στόχο 2, κυρίως για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, των ΜΜΕ και φορέων που στοχεύουν σε μία κοινωνική, χωρίς αποκλεισμούς οικονομία για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους, κατά συνέπεια η δημιουργία θέσεων εργασίας, διευκολύνοντας την ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στα μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής (JASPERS, JEREMIE, JESSICA και JASMINE)· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν αυτά τα δεδομένα στην προετοιμασία και στη στοχοθέτηση του μελλοντικού Στόχου 2 της συνοχής ΕΕ στις εν λόγω περιοχές, σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, όπου οι παρεμβάσεις της ΕΕ αποδεικνύεται ότι μπορούν να προσδώσουν προστιθέμενη αξία, ιδιαίτερα σε καινοτομίες στους τομείς των τουριστικών υπηρεσιών, ΙΤ και βιομηχανίας, παράλληλα με την προστασία και τη βελτίωση του περιβάλλοντος και τη δυνατότητα ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ή τεχνολογιών που θα βελτίωναν σημαντικά συμβατικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας, με στόχο χαμηλό επίπεδο εκπομπών και αποβλήτων, καθώς και καινοτομίες στον πρωτογενή τομέα·

15.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη-μέλη να αξιοποιήσουν και να προωθήσουν όλες τις συνέργειες εργαλείων πολιτικής συνοχής και ανταγωνιστικότητας σε περιφερεικό, εθνικό, διασυνοριακό και ευρωπαϊκό επίπεδο·

16.

χαιρετίζει την πολιτική της Επιτροπής α) για επέκταση της περιόδου επιλεξιμότητας των επιχειρησιακών προγραμμάτων 2000-2006, ώστε να επιτραπεί η μέγιστη δυνατή απορρόφηση όλων των μέσων της πολιτικής συνοχής, β) για απλούστευση των διοικητικών απαιτήσεων και διαδικασιών και της οικονομικής διαχείρισης των προγραμμάτων, με ταυτόχρονη όμως εξασφάλιση των απαραίτητων ελέγχων για τυχόν φαινόμενα λαθών και απάτης· φρονεί, εν προκειμένω, ότι πρέπει να ορισθούν προϋποθέσεις για την ενθάρρυνση συναφών σχεδίων και την πρόληψη των παράνομων συμπεριφορών ήδη από το προπαρασκευαστικό στάδιο·

17.

υποστηρίζει την πολιτική «προχρηματοδότησης» για τα προγράμματα της πολιτικής συνοχής 2007-2013, που επέφερε άμεση ρευστότητα 6,25 δισ. ευρώ για το 2009 για τις επενδύσεις στα πλαίσια των χρηματοδοτικών φακέλων που έχουν συμφωνηθεί για κάθε κράτος μέλος·

18.

σημειώνει ότι οι αστικές περιφέρειες και τα αστικά κέντρα παρουσιάζουν από τη φύση τους ιδιαίτερα και σημαντικά κοινωνικά προβλήματα (υψηλή ανεργία, περιθωριοποίηση, κοινωνικός αποκλεισμός κ.ά.) τα οποία και έχουν αυξηθεί λόγω των συνεπειών της κρίσης και τα οποία θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα ενεργά, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα·

19.

στηρίζει την πολιτική βοήθειας και τα νέα χρηματοδοτικά μέσα για τα μεγάλα σχέδια για τις περιφέρειες (σχέδια συνολικού κόστους 50 εκατ. ευρώ και άνω) που εισήγαγε η Επιτροπή το 2009· αναγνωρίζει τη σημασία των μέσων χρηματοοικονομικής τεχνικής και συνεργασίας με τις ΕΤΕ/ΕΤΕπ, ιδίως των μέσων JASPERS, JEREMIE, JESSICA και JASMINE, και ζητεί περαιτέρω αύξηση άνω του 25 %, των παρεχομένων χρηματοδοτήσεων μέσω του JASPERS (Joint Assistance in Supporting Projects in European Regions) που αφορούν ειδικά τις περιφέρειες του Στόχου 2, με σκοπό την ενθάρρυνση της άρτιας προετοιμασίας των εν λόγω σχεδίωνκαι τη γρηγορότερη εφαρμογή τους, παρόλο που στην παρούσα φάση παραμένουν ολιγάριθμα· ελπίζει ότι η προηγούμενη αύξηση της χρηματοδότησης για το JASPERS έχει μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανάπτυξη της οικονομικής ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών περιφερειών και υποστηρίζει την περιοδική εκπόνηση συγκριτικής ανάλυσης αφενός μεταξύ των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων και των επιδιωκόμενων στόχων και αφετέρου μεταξύ της χορηγηθείσας χρηματοδότησης και της απαιτούμενης χρηματοδότησης για την υλοποίηση των στόχων·

20.

επισημαίνει ότι η ενωσιακή, εθνική και περιφερειακή πολιτική μπορεί να είναι αποδοτική και αποτελεσματική μόνο μέσω μιας πραγματικά ολοκληρωμένης και πολυεπίπεδης διακυβέρνησης η οποία θα βασίζεται στη συνεργασία των τοπικών, περιφερειακών, εθνικών, διασυνοριακών και ενωσιακών δημόσιων αρχών· ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει τις δυνατότητες εδαφικής συνεργασίας για την καινοτομία, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, στο πλαίσιο έκαστου στόχου της πολιτικής συνοχής και να αναλύσει τις δυνατότητες εδραίωσης του στόχου της ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας, προκειμένου να προωθηθεί η περιφερειακή συνεργασία στον τομέα της καινοτομίας· συνιστά επίσης την ενίσχυση, παράλληλα με την εδραίωση του στόχου της εδαφικής συνεργασίας (Στόχος 3), της δυνατότητας κατάρτισης μέτρων διακρατικής εδαφικής συνεργασίας στο πλαίσιο του Στόχου 2. Σημειώνει ότι τώρα αυτή η δυνατότητα είναι εφικτή χάρη στο άρθρο 37, παράγραφος 6, στοιχείο β), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006· πιστεύει ότι η ενίσχυση της εδαφικής συνεργασίας πρέπει να συνοδευθεί, χωρίς να μεταβληθεί ο συνολικός προϋπολογισμός που προορίζεται για τους στόχους της συνοχής, από αύξηση του προϋπολογισμού για την εν λόγω διευρυμένη εδαφική συνεργασία·

21.

υποστηρίζει τις προτεινόμενες αλλαγές των εκτελεστικών κανόνων που επιδιώκουν να ενισχύσουν την ευελιξία των διαρθρωτικών ταμείων και την προσαρμογή τους στην κάλυψη των αναγκών των έκτακτων οικονομικών συνθηκών για την άμεση εφαρμογή 455 προγραμμάτων της πολιτικής συνοχής, ειδικότερα όσον αφορά τα προγράμματα του Στόχου 2, λαμβάνοντας υπόψη όμως και τις ανάγκες προσαρμογής στα νέα αυτά δεδομένα των εθνικών και περιφερειακών θεσμών και διαχειριστικών αρχών, έτσι ώστε να παρεμποδίζεται η κακή διαχείριση και η κατάχρηση πόρων και να διασφαλίζεται ότι οι πόροι που απομένουν προορίζονται για υφιστάμενα ή μελλοντικά σχέδια, ζητεί από τις διαχειριστικές αρχές να προτείνουν τρόπους με τους οποίους θα καταστεί αποτελεσματικότερη η εφαρμογή των επιχειρησιακών προγραμμάτων που προβλέπονται από τον Στόχο 2·

22.

επιμένει ότι σε ειδικές περιστάσεις (όπως η οικονομική κρίση) είναι αναγκαίο να καταστεί πιο ευέλικτος ο κανόνας Ν+2, λαμβάνοντας υπόψη τους επιδιωκόμενους σκοπούς της πολιτικής συνοχής και τις επιπτώσεις των κυκλικών οικονομικών μεταβολών στα δημόσια οικονομικά και στις ιδιωτικές επενδύσεις·

23.

συνιστά το σύνολο των μη χρησιμοποιηθέντων πόρων σε μια περιφέρεια δυνάμει των κανόνων Ν+2 και Ν+3 να κατανέμεται, και πάλι σε περιφερειακά σχέδια και σε κοινοτικές πρωτοβουλίες·

24.

καλεί την Επιτροπή να προβεί σε αξιολόγηση του σχεδίου δράσης περί μικρών επιχειρήσεων (πρωτοβουλίας για νομοθετικές προτάσεις) μετά από έναν χρόνο εφαρμογής (Δεκέμβριος 2008), κυρίως ως προς τα αποτελέσματα στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους και της πρόσβασης σε χρηματοδοτήσεις και επιχειρηματικά κεφάλαια καθώς και στην προώθηση καινοτόμων νεοσύστατων επιχειρήσεων, στη μείωση των διοικητικών επιβαρύνσεων κ.ά.·

25.

εμμένει στον θετικό αντίκτυπο που έχει η ισότητα των ανδρών και των γυναικών στην οικονομική ανάπτυξη· επισημαίνει, εν προκειμένω, ότι από ορισμένες μελέτες προκύπτει ότι, εάν τα ποσοστά απασχόλησης, μερικής απασχόλησης και παραγωγικότητας των γυναικών ήταν παρόμοια προς εκείνα των ανδρών, το ΑΕΠ θα αυξανόταν κατά 30 % για την περίοδο προγραμματισμού μετά το 2013· ζητεί, ως εκ τούτου, να αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα έργα που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία με στόχο την προώθηση της ισότητας των φύλων και της ενσωμάτωσης των γυναικών στην αγορά εργασίας.

26.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη.


(1)  EE L 210, 31.7.2006, σ. 25.

(2)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0124.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/13


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Αειφόρο μέλλον για τις μεταφορές

P7_TA(2010)0260

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με ένα αειφόρο μέλλον για τις μεταφορές (2009/2096(INI))

2011/C 351 E/03

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Ένα αειφόρο μέλλον για τις μεταφορές: προς ένα ενοποιημένο, καθοδηγούμενο από την τεχνολογία και εύχρηστο σύστημα μεταφορών» (CΟΜ(2009)0279),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Συμβουλίου της 17ης και 18ης Δεκεμβρίου 2009 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής «Ένα αειφόρο μέλλον για τις μεταφορές: προς ένα ενοποιημένο, καθοδηγούμενο από την τεχνολογία και εύχρηστο σύστημα μεταφορών» (17456/2009),

έχοντας υπόψη τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Μεταφορών με ορίζοντα το έτος 2010: Η ώρα των επιλογών» (CΟΜ(2001)0370),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Η Ευρώπη σε συνεχή κίνηση – Βιώσιμη κινητικότητα στην ήπειρό μας – Ενδιάμεση εξέταση της Λευκής Βίβλου του 2001 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις μεταφορές» (COM(2006)0314),

έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής σχετικά με τα αγορακεντρικά μέσα για το περιβάλλον και την εξυπηρέτηση αντίστοιχων πολιτικών επιδιώξεων (COM(2007)0140),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Στρατηγική για την εσωτερίκευση του εξωτερικού κόστους» (COM(2008)0435),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Πιο οικολογικές μεταφορές» (COM(2008)0433),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Περιορισμός της αλλαγής του κλίματος του πλανήτη σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου – Η πορεία προς το 2020 και μετέπειτα» (COM(2007)0002),

έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής με τίτλο «Αναθεώρηση της πολιτικής για το ΔΕΔ - Μ - Προς καλύτερα ενοποιημένο διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών στην υπηρεσία της κοινής πολιτικής μεταφορών» (CΟΜ(2009)0044),

έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο που υπέβαλε η Επιτροπή «Σχέδιο δράσης για την εξάπλωση των ευφυών συστημάτων μεταφοράς στην Ευρώπη» (CΟΜ(2008)0886),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Το θεματολόγιο της ΕΕ για τις εμπορευματικές μεταφορές: Τόνωση της αποδοτικότητας, της ολοκλήρωσης και της αειφορίας των εμπορευματικών μεταφορών στην Ευρώπη» (COM(2007)0606),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπή με τίτλο «Σχέδιο δράσης για την εφοδιαστική των εμπορευματικών μεταφορών» (COM(2007)0607),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Η εφοδιαστική εμπορευμάτων στην Ευρώπη – Κλειδί για τη βιώσιμη κινητικότητα» (COM(2006)0336),

έχοντας υπόψη τη δεύτερη έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την παρακολούθηση της εξέλιξης της αγοράς σιδηροδρομικών μεταφορών, (COM(2009)0676),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Στρατηγικοί στόχοι και συστάσεις πολιτικής της ΕΕ για τις θαλάσσιες μεταφορές μέχρι το 2018» (COM(2009)0008),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση και το σχέδιο δράσης της Επιτροπής για τη δημιουργία ευρωπαϊκού χώρου θαλάσσιων μεταφορών χωρίς σύνορα (COM(2009)0010),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις θαλάσσιες μεταφορές μικρών αποστάσεων (CΟΜ(2004)0453),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ευρωπαϊκή πολιτική για τα λιμάνια (COM(2007)0616),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Προς ασφαλέστερη, καθαρότερη και αποδοτικότερη κινητικότητα στην Ευρώπη: Η πρώτη έκθεση σχετικά με τα νοήμονα αυτοκίνητα» (CΟΜ(2007)0541),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για την οδική ασφάλεια – Μείωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση του αριθμού των θυμάτων σε τροχαία ατυχήματα κατά το ήμισυ από σήμερα έως το 2010: Ένα ζήτημα που μας αφορά όλους» (CΟΜ(2003)0311),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για την οδική ασφάλεια – Ενδιάμεσος απολογισμός» (CΟΜ(2006)0074),

έχοντας υπόψη το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής με τίτλο «Διαμόρφωση νέας παιδείας αστικής κινητικότητας»(COM(2007)0551),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής «Σχέδιο δράσης για την αστική κινητικότητα» (CΟΜ(2009)0490),

έχοντας υπόψη τα ψηφίσματά του της 10ης Μαρτίου 2010 με θέμα ΕΕ 2020 (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Απριλίου 2005 σχετικά με τις θαλάσσιες μεταφορές μικρών αποστάσεων (2),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 29ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για την οδική ασφάλεια: μείωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση του αριθμού των θυμάτων σε τροχαία ατυχήματα κατά το ήμισυ από σήμερα έως το 2010: ένα ζήτημα που μας αφορά όλους (3),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 18ης Ιανουαρίου 2007 σχετικά με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για την οδική ασφάλεια – ενδιάμεσος απολογισμός (4),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 12ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την ανακοίνωση «Η Ευρώπη σε συνεχή κίνηση - βιώσιμη κινητικότητα για την ήπειρό μας» (5),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Ιουλίου 2007 για την εκτέλεση της πρώτης σιδηροδρομικής δέσμης (6),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 με θέμα «Εφοδιαστική εμπορευμάτων στην Ευρώπη – Κλειδί για την αειφόρο κινητικότητα» (7),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 11ης Μαρτίου 2008 σχετικά με την αειφόρο ευρωπαϊκή πολιτική των μεταφορών με συνεκτίμηση της ευρωπαϊκής ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής (8),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 19ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Σχέδιο προς ασφαλέστερη, καθαρότερη και αποδοτικότερη κινητικότητα στην Ευρώπη: Η πρώτη έκθεση σχετικά με τα νοήμονα αυτοκίνητα (9),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με τις εμπορευματικές μεταφορές στην Ευρώπη (10),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Σεπτεμβρίου 2008 για μια ευρωπαϊκή λιμενική πολιτική (11),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 11ης Μαρτίου 2009 σχετικά με την φιλική προς το περιβάλλον διαμόρφωση των μεταφορών και την εσωτερίκευση του εξωτερικού κόστους (12),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την Πράσινη Βίβλο για την μελλοντική πολιτική στον τομέα του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (13),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Απριλίου 2009 για το σχέδιο δράσης στον τομέα των ευφυών συστημάτων μεταφορών (14),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με το σχέδιο δράσης για την κινητικότητα στην πόλη (15),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1070/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 για τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 549/2004, (ΕΚ) αριθ. 550/2004, (ΕΚ) αριθ. 551/2004 και (ΕΚ) αριθ. 552/2004 για να βελτιωθούν οι επιδόσεις και η βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού συστήματος πολιτικής αεροπορίας (16),

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού καθώς και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (A7-0189/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τομέας των μεταφορών αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των περιφερειών και πόλεών της, το οποίο επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή των περιφερειών και των πόλεων και κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει σημαντικά στην υλοποίηση της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς,

Β.

έχοντας υπόψη ότι οι μεταφορές επιτελούν τριπλή λειτουργία· οικονομική, κοινωνική και εδαφικής συνοχής, που είναι όλες θεμελιώδους σημασίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τομέας των μεταφορών διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην οικονομία και την απασχόληση, δεδομένου ότι παράγει το 10 % της ευημερίας της ΕΕ (ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) και δημιουργεί περισσότερες από 10 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, και ότι ως εκ τούτου θα έχει ουσιαστική επιρροή στην εφαρμογή της στρατηγικής ΕΕ 2020,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μεταφορές συνιστούν ουσιαστικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής, και ότι επομένως η ΕΕ χρειάζεται ένα οικονομικό πλαίσιο που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η πολιτική των μεταφορών τα επόμενα χρόνια, να τονώνει βραχυπρόθεσμα την οικονομία, να αυξάνει την παραγωγικότητα μεσο- και μακροπρόθεσμα και να ενισχύει την θέση της Ευρώπης ως έδρας έρευνας,

Ε.

εκτιμώντας ότι ο τομέας των μεταφορών έχει σημαντική επιρροή στο περιβάλλον και στην υγεά και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, και ότι μολονότι καθιστά δυνατή την επαγγελματική και ιδιωτική κινητικότητα των ανθρώπων, το 2008 ήταν υπεύθυνος για το 27 % των συνολικών εκπομπών CΟ2, οι οποίες έκτοτε αυξήθηκαν περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2007 στις οδικές μεταφορές αναλογούσε το 70,9 των συνολικών εκπομπών CO2 του τομέα των μεταφορών, στις αεροπορικές το 12,5 %, στις θαλάσσιες και τις εσωτερικές πλωτές το 15,3 %, και στις σιδηροδρομικές το 0,6 %,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Ευρώπη έχουν γίνει προσπάθειες για την αύξηση της ασφάλειας σε όλα τα μέσα μεταφοράς· λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, ότι το 2008 περίπου 39 000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 300 000 τραυματίστηκαν σοβαρά σε τροχαία δυστυχήματα, και ότι τούτο σημαίνει πως απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες σε όλες τις πτυχές της ασφάλειας, ιδιαίτερα της οδικής,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ δεσμεύθηκε στη δέσμη προστασίας του κλίματος να μειώσει έως το 2020 τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 20 % ως προς εκείνες του 1990, και ότι τούτο εξακολουθεί να αποτελεί δεσμευτικό στόχο,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι στόχοι που τέθηκαν στην Λευκή Βίβλο του 2001 επιτεύχθηκαν μόνο εν μέρει και κατά συνέπεια υφίσταται η ανάγκη να επανεξετασθεί εάν πρέπει να διατηρηθούν αυτοί οι στόχοι ή να διατυπωθούν εκ νέου και, αν κριθεί αναγκαίο, να ενταθούν οι προσπάθειες για την επίτευξή τους,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ότι προβλήματα κατά τη μεταφορά, όπως η καθυστερημένη ή λανθασμένη μεταφορά, έχουν σημαντική επίπτωση στην αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας·λαμβάνοντας υπόψη, επομένως, ότι είναι επιτακτιή η ανάγκη να ληφθούν σχετικά μέτρα,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να υπάρχει συνέπεια στο κοινοβουλευτικό έργο, ιδίως στους τομείς που άπτονται άμεσα της πολιτικής των μεταφορών, όπως για παράδειγμα, της περιβαλλοντικής και της κοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής στους τομείς της πολεοδομίας και της χωροταξίας, της πολιτικής για την απασχόληση, και της οικονομικής πολιτικής,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση έπληξε σκληρά τον τομέα των μεταφορών, ότι ωστόσο αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως ευκαιρία για μακρόπνοη υποστήριξη και προώθηση του κλάδου, ιδιαίτερα με την προώθηση της βιωσιμότητας των τρόπων μεταφοράς και με επενδύσεις, μεταξύ άλλων, στις σιδηροδρομικές και στις πλωτές μεταφορές, λαμβάνοντας υπόψη ότι με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστούν δικαιότεροι όροι ανταγωνισμού στην αγορά,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο της επικείμενης επανεξέτασης των οργανισμών πρέπει να αναλυθούν τόσο η προστιθέμενη αξία τους όσο και η ανάγκη για σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού μεταφορών,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει μεγάλη σημασία να καθορισθούν μετρήσιμοι στόχοι για τον τομέα των μεταφορών, προκειμένου αφενός να εξετάζεται καλύτερα η αποδοτικότητα της πολιτικής των μεταφορών και αφετέρου να καταρτιστούν κατευθυντήριες γραμμές κοινωνικού και οικονομικού σχεδιασμού, και να καταδεικνύεται ότι τα προτεινόμενα μέτρα είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης πολιτικής μεταφορών,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της έρευνας, των υποδομών και της τεχνικής απαιτούν προσαρμογή των οικονομικών πόρων και μέσων,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εξελίξεις στην κοινωνία και σε ευρύ φάσμα κοινωνικών τομέων προκαλούν αύξηση της ζήτησης στον τομέα των μεταφορών, και ότι κατά συνέπεια όλα τα μέσα μεταφορών είναι ζωτικής σημασίας· λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, ότι θα πρέπει να ληφθεί ως μέτρο η αποτελεσματικότητά τους στην οικονομική, την περιβαλλοντική και την κοινωνική πολιτική, και την πολιτική για την απασχόληση,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στο μέλλον θα απαιτηθεί η βιώσιμη διαλειτουργικότητα όλων των τρόπων μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων, προκειμένου να δημιουργηθούν ασφαλείς, βιώσιμες, συνεκτικές από πλευράς εφοδιαστικής και, κατά συνέπεια, αποδοτικές αλυσίδες μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των πολυτροπικών λύσεων και της σύνδεσης μεταξύ των μεταφορών μεγάλων αποστάσεων και των τοπικών μεταφορών,

Κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις

1.

είναι πεπεισμένο ότι η γενικότερη πολιτική της ΕΕ χρειάζεται ένα σαφές και συνεπές όραμα για το μέλλον των μεταφορών ως τομέα που βρίσκεται στον πυρήνα της ενιαίας αγοράς, που να εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των εμπορευμάτων και να εξασφαλίζει την εδαφική συνοχή σε ολόκληρη την Ευρώπη. θεωρεί ότι, ο τομέας των μεταφορών πρέπει να συνεχίσει να συμβάλλει σημαντικά στην αειφόρο ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, να εγγυάται την οικονομική απόδοση και να αναπτύσσεται στο πλαίσιο σταθερά υψηλών κοινωνικών και περιβαλλοντικών προτύπων·

2.

είναι πεπεισμένο ότι η δημογραφική μεταβολή, ιδιαίτερα στις πόλεις, θα δημιουργήσει ζητήματα ασφάλειας και μεταφορικής ικανότητας, και ότι το βασικό δικαίωμα στην κινητικότητα, διασφαλιζόμενο, μεταξύ άλλων, με τη βελτίωση της προσβασιμότητας και τη δημιουργία των συνδέσεων που λείπουν από την υποδομή, καθώς και η άσκηση του δικαιώματος αυτού στην πράξη έχουν ουσιαστική σημασία στο συγκεκριμένο πλαίσιο· τονίζει ότι, σ’ αυτό το πλαίσιο, ότι οι καλά ολοκληρωμένες πολυτροπικές αλυσίδες μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων της οδοιπορίας και της ποδηλασίας, αποτελούν το μέλλον για τις αστικές περιοχές· επισημαίνει στο πλαίσιο αυτό ότι στις αστικές περιοχές η καταλληλότητα των τρόπων μεταφοράς θα καθοριστεί ιδιαίτερα από την υπάρχουσα υποδομή· θεωρεί ότι καλές συγκοινωνίες στις αγροτικές περιοχές θα μειώσουν τη χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων· ζητεί να θεσπισθούν λειτουργικές αστικές περιοχές, για να δημιουργηθούν συνεκτικά συστήματα αστικών και προαστιακών μεταφορών και να αναχαιτισθεί η έξοδος του αγροτικού πληθυσμού·

3.

ζητεί από την Επιτροπή να θεσπίσει σχέδια βιώσιμης αστικής κινητικότητας για πόλεις με πληθυσμό άνω των 100 000 κατοίκων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της επικουρικότητας, να ενθαρρύνει τους δήμους να καταρτίσουν σχέδια κινητικότητας που να περιλαμβάνουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των μεταφορών με στόχο να περιοριστεί η περιβαλλοντική επιβάρυνση και να καταστεί η κινητικότητα πιο υγιεινή και πιο αποδοτική·

4.

πιστεύει ότι η αυξανόμενη ζήτηση έχει επίσης ως αποτέλεσμα την υπέρβαση της μεταφορικής ικανότητας και τη μείωση της απόδοσης λόγω προβλημάτων υποδομής στις εμπορευματικές μεταφορές, ότι θα πρέπει επομένως κατά κύριο λόγο να αυξηθεί η διατροπικότητα και η ασφάλεια των επιβατών και των φορτίων, και ότι είναι ουσιαστικό να βελτιωθεί ριζικά η υποδομή, ιδιαίτερα με την εξάλειψη των γνωστών από χρόνια σημείων συμφόρησης·

5.

τονίζει ότι η δραστική μείωση των εκπομπών άνθρακα από τις μεταφορές είναι μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις της μελλοντικής πολιτικής μεταφορών της ΕΕ και ότι για τούτο θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα αειφόρα μέσα, όπως μεταξύ άλλων ένα ενεργειακό μίγμα που να προωθεί την έρευνα και ανάπτυξη φιλοπεριβαλλοντικότερων τεχνολογιών και τρόπων μεταφοράς, μέτρα διαμόρφωσης των τιμών, και η ενσωμάτωση του εξωτερικού κόστους όλων των τρόπων μεταφοράς, με την προϋπόθεση ότι τα κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούμενα έσοδα σε επίπεδο ΕΕ χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση της αειφορίας της κινητικότητας, και ότι λαμβάνονται μέτρα για την προσαρμογή της συμπεριφοράς των χρηστών και των επαγγελματιών του κλάδου των μεταφορών (ευαισθητοποίηση, οικολογική οδήγηση, κ.ο.κ.)· υπογραμμίζει ότι εν προκειμένω θα πρέπει κατά προτεραιότητα να δημιουργηθούν οικονομικά κίνητρα με αποκλεισμό ενδεχόμενων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ των τρόπων μεταφοράς ή μεταξύ των κρατών μελών·

6.

αναγνωρίζει ότι, σύμφωνα με το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό, οι θαλάσσιες μεταφορές εκπέμπουν 3 έως 5 φορές λιγότερο CO2 από τις χερσαίες μεταφορές, ωστόσο εκφράζει την ανησυχία του διότι οι εκπομπές SOx και NOx από τις θαλάσσιες μεταφορές αναμένεται έως το 2020 να είναι κατά προσέγγιση ισοδύναμες με αυτές από τις χερσαίες μεταφορές και διότι η προσπάθεια του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) να θεσπίσει σύστημα μείωσης εκπομπών CO2 δεν ολοκληρώθηκε·

7.

επισημαίνει την ανάγκη για καλύτερη πληροφόρηση του ευρύτερου κοινού όσον αφορά τις επιπτώσεις των ταξιδιών αναψυχής και καλεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη τα ταξίδια αναψυχής στον προσανατολισμό της πολιτικής της·

Ασφάλεια

8.

υπογραμμίζει ότι η ασφάλεια πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί έναν από τους πρωταρχικούς στόχους της μελλοντικής πολιτικής των μεταφορών και ότι η πρέπει να διασφαλίζεται η προστασία των ενεργητικών και των παθητικών χρηστών όλων των τρόπων μεταφοράς θεωρεί άκρως σημαντικό να περιοριστούν οι επιπτώσεις των μεταφορών στην υγεία, ιδιαίτερα με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας, και να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των επιβατών, ιδιαίτερα όσων έχουν μειωμένη κινητικότητα, σε όλους τους τρόπους μεταφοράς, με σαφείς και διαφανείς κανονισμούς· στηρίζει τη δημιουργία ενός «Χάρτη δικαιωμάτων των επιβατών» στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

9.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν μελέτη σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές των κρατών μελών όσον αφορά τις συνέπειες της χρήσης τεχνικών διατάξεων για τον περιορισμό της ταχύτητας σε όλους τους τύπους οχημάτων και σε όλους τους τύπους των οδικών δικτύων, αστικών και υπεραστικών, με απώτερο σκοπό την υποβολή νομοθετικών μέτρων για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την ενίσχυση της οδικής ασφάλειας·

10.

υπογραμμίζει την ανάγκη ασφάλειας και νομικής βεβαιότητας για τους εργαζομένους στον τομέα των μεταφορών, μεταξύ άλλων με τη δημιουργία ικανού αριθμού ασφαλών και προστατευμένων θέσεων στάθμευσης και την εναρμόνιση της επιβολής των κανόνων για τις οδικές μεταφορές και των προβλεπόμενων κυρώσεων· υπογραμμίζει επίσης ότι με την καθιέρωση διασυνοριακής επιβολής κυρώσεων θα αυξηθεί η οδική ασφάλεια για όλους τους χρήστες·

11.

εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η προσφορά χώρων στάθμευσης φορτηγών αυτοκινήτων στο διευρωπαϊκό οδικό δίκτυο δεν ήταν ανάλογη με την αύξηση των οδικών εμπορευματικών μεταφορών και ότι για τον λόγο αυτόν τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η τήρηση των χρόνων οδήγησης και ανάπαυσης των οδηγών των οχημάτων, ιδίως τις νυχτερινές ώρες, αλλά και γενικότερα η οδική ασφάλεια, όσο δεν βελτιώνονται ποιοτικά και ποσοτικά οι εγκαταστάσεις για την ανάπαυσή τους στα κράτη μέλη της ΕΕ·

Αποτελεσματική συντροπικότητα

12.

θεωρεί ότι η γενικότερη ανάπτυξη των επιβατικών και των εμπορευματικών μεταφορών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποτελεσματική χρήση των διαφόρων τρόπων μεταφορών, και ότι γι’ αυτό το λόγο η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αποτελεσματική συντροπικότητα, που είναι συνυφασμένη με την απεξάρτηση από τον άνθρακα, την ασφάλεια και τις οικονομικές πτυχές των μεταφορών· πιστεύει ότι τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα τη βέλτιση ανακατανομή του φόρτου μεταξύ των διαφόρων τρόπων μεταφοράς και τη στροφή προς βιωσιμότερους τρόπους μεταφοράς, θα εξασφαλίσει δε τη διαλειτουργικότητα εντός και μεταξύ των τρόπων μεταφοράς, θα προωθήσει την ανάπτυξη βιωσιμότερων αλυσίδων μεταφορών και εφοδιασμού και θα βελτιώσει τη συνέχεια της ροής της κυκλοφορίας μεταξύ τρόπων και κόμβων·

13.

τονίζει ότι η αποτελεσματική συντροπικότητα θα πρέπει να μετράται όχι μόνο με κριτήρια οικονομικότητας αλλά και σύμφωνα με κριτήρια προστασίας του περιβάλλοντος, των κοινωνικών συνθηκών και συνθηκών εργασίας και των πτυχών της ασφάλειας και της εδαφικής συνοχής, ενώ θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι διαφορετικές τεχνικές δυνατότητες και καταστάσεις εκκίνησης, των διαφόρων τρόπων μεταφοράς αφενός και των κρατών και περιφερειών αφετέρου·

14.

υπογραμμίζει ότι αποτελεσματική συντροπικότητα σημαίνει βελτίωση της υποδομής –μεταξύ άλλων με την ανάπτυξη πράσινων διαδρόμων, τον περιορισμό των στενωπών και τη βελτίωση των σιδηροδρομικών και των πλωτών μεταφορών- αύξηση της ασφάλειας με την εφαρμογή νέας τεχνολογίας, και βελτίωση των συνθηκών εργασίας·

Ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς

15.

ζητεί τον τακτικό έλεγχο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και της μεταφοράς και εφαρμογής της προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά της· καλεί την Επιτροπή να άρει τα εμπόδια τα οποία δημιουργούνται από την λανθασμένη ή καθυστερημένη μεταφορά της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στα κράτη μέλη·

16.

συνιστά, στο νέο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισαβόνας, και σε συμφωνία με την Επιτροπή, τη διοργάνωση μίας τουλάχιστον ετήσιας κοινής συνεδρίασης με τους αρμοδίους σε θέματα μεταφορών των εθνικών κοινοβουλίων, με στόχο την κοινή δράση και συνεργασία για τη βελτίωση και την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στον τομέα των μεταφορών·

17.

θεωρεί ότι οι μεταφορές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και εμπορευμάτων, και ότι, ιδίως όσον αφορά τις σιδηροδρομικές μεταφορές, θα πρέπει να σε όλα τα κράτη μέλη να ανοίξει με ρυθμιζόμενο τρόπο η αγορά· θεωρεί ότι αυτό το πλήρες άνοιγμα της αγοράς θα ωφελήσει τους καταναλωτές και θα πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα για τη διασφάλιση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από ένα μακροπρόθεσμο επενδυτικό σχέδιο για την υποδομή και την τεχνική διαλειτουργικότητα, προκειμένου να αποφεύγονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στα μέσα μεταφοράς και μεταξύ των διαφόρων τρόπων μεταφοράς, μεταξύ άλλων στον κοινωνικό, στο φορολογικό και στον περιβαλλοντικό τομέα· η ενσωμάτωση του εξωτερικού και του περιβαλλοντικού κόστους θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σταδιακά, ξεκινώντας με τις οδικές και τις αεροπορικές μεταφορές που είναι και οι πλέον ρυπογόνες·

18.

καλεί την Επιτροπή και τις αρχές των κρατών μελών να διευκολύνουν την ολοκλήρωση της υπαγωγής των ενδομεταφορών σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς, να μειώσουν τη συχνότητα των χιλιομέτρων που διανύονται χωρίς φορτίο και να παράσχουν ό,τι χρειάζεται για μία περισσότερο βιώσιμη δικτύωση οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών με την επίτευξη περισσότερων κόμβων μεταφοράς εμπορευμάτων·

19.

φρονεί ότι για την επίτευξη αποτελεσματικών και συμπληρωματικών με άλλα μέσα θαλάσσιων μεταφορών καθίσταται επιτακτική η εξέταση, εκ νέου, μιας αποφασιστικής διαδικασίας ελευθέρωσης της αγοράς ούτως ώστε ο συγκεκριμένος τομέας να καταστεί πραγματικά ανταγωνιστικός·

20.

υπογραμμίζει, ενόψει των οικονομικών αναγκών, τη σημασία της πραγματικά ευρωπαϊκής διαχείρισης των υποδομών στον τομέα των μεταφορών (σιδηροδρομικοί διάδρομοι εμπορευματικών μεταφορών και υψηλής ταχύτητας, ενιαίος ευρωπαϊκός ουρανός, λιμένες και οι συνδέσεις τους με το δίκτυο μεταφορών, θαλάσσιος χώρος χωρίς σύνορα, κ.ο.κ.), με στόχο την εξάλειψη της παραμέτρου «σύνορα» και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ελκυστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

21.

ζητεί την καθιέρωση ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος κρατήσεων, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των διαφόρων τρόπων μεταφοράς καθώς και να απλοποιηθεί και να αυξηθεί η διαλειτουργικότητά τους·

22.

υπογραμμίζει ότι οι μεταφορές έχουν επιρροή στην κοινωνική πολιτική και την πολιτική υγείας και ασφάλειας, και ότι στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός ενιαίου χώρου μεταφορών πρέπει να εναρμονιστούν σε υψηλό επίπεδο και να βελτιώνονται συνεχώς οι όροι πρόσληψης και απασχόλησης, η εκπαίδευση και η κατάρτιση, στη βάση ουσιαστικού κοινωνικού διαλόγου σε ευρωπαϊκό επίπεδο· τονίζει ότι μεταξύ άλλων η δημιουργία ευρωπαϊκών κέντρων κατάρτισης και κέντρων αριστείας της ΕΕ στα επιμέρους κράτη μέλη μπορεί να συμβάλει στην προώθηση της αποτιμήσιμης ποιότητας της εκπαίδευσης και του καθεστώτος των εργαζομένων στις μεταφορές και στην αμοιβαία αναγνώριση της κατάρτισης·

23.

θεωρεί ότι, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της πολιτικής των μεταφορών χρειάζεται να αξιολογηθούν προγράμματα (όπως το Galileo και τα ITS για όλους τους τρόπους μεταφοράς) και, ανάλογα με τα αποτελέσματα, να αναπροσανατολιστούν κατάλληλα η στρατηγική και ο προγραμματισμός· στο πλαίσιο αυτό είναι μεταξύ άλλων αναγκαία ένα νέο πρόγραμμα για την ασφάλεια στις οδικές μεταφορές, η ενδυνάμωση του ΔΕΔ-Μ, η ενδιάμεση αναθεώρηση του Ναϊάδες, η επείγουσα και πλήρης εκτέλεση των προγραμμάτων Ενιαίος Ευρωπαϊκός Ουρανός και SESAR και του Όγδοου Προγράμματος Πλαισίου Έρευνας, και του προγράμματος Open Sky, και η συνέχιση του Μάρκο Πόλο σε απλουστευμένη μορφή·

Ευρωπαϊκοί οργανισμοί

24.

θεωρεί ότι η τεχνική διαλειτουργικότητα και η χρηματοδότησή τους, η ευρωπαϊκή πιστοποίηση, η τυποποίηση και η αμοιβαία αναγνώριση αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία μιας καλώς λειτουργούσας εσωτερικής αγοράς, και ότι η επιβολή τους θα πρέπει να κατέχει σημαντικότερη θέση μεταξύ των καθηκόντων των διαφόρων οργανισμών· υπογραμμίζει ότι όλοι οι οργανισμοί θα πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επιτύχουν σύντομα αντίστοιχο υψηλό επίπεδο υπευθυνότητας και ικανοτήτων, και να αξιολογούνται σε τακτική βάση· ενθαρρύνει ειδικότερα την ανάπτυξη του πλήρους δυναμικού του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων, συμπεριλαμβανομένης της σταδιακής ανάληψης, από τον οργανισμό αυτό, της ευθύνης για την πιστοποίηση του συνόλου του νέου τροχαίου υλικού και των σιδηροδρομικών υποδομών, καθώς και για τη διενέργεια τακτικών ελέγχων από εθνικές αρχές για την ασφάλεια ή από αντίστοιχους οργανισμούς στα κράτη μέλη, όπως ορίζεται στην οδηγία 2004/49/ΕΚ της 29ης Απριλίου 2004·

25.

υπογραμμίζει ότι το 75 % των μεταφορών γίνονται οδικώς, και ζητεί να ληφθεί υπόψη η ανάγκη σύστασης οργανισμού οδικών μεταφορών, με στόχο, ιδιαίτερα, την αύξηση της οδικής ασφάλειας και τη διασφάλιση του θεμελιώδους δικαιώματος των πολιτών για ασφαλή κινητικότητα με την υποστήριξη νέων εφαρμογών (όπως το Galileo ή εξίσου κατάλληλες τεχνολογίες για νοήμονα συστήματα μεταφορών) και την εκτέλεση ερευνητικών προγραμμάτων· θεωρεί, ακόμα, ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία θα πρέπει να λαμβάνει κανονιστικά μέτρα στις περιπτώσεις που διαπιστώνονται εμπόδια στην καθιέρωση βιώσιμης εσωτερικής αγοράς·

26.

επισημαίνει ότι οι εσωτερικές πλωτές μεταφορές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της ασυνέπειας του νομικού πλαισίου, και ζητεί την καθιέρωση μόνιμης και διαρθρωμένης συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων θεσμικών οργάνων, με στόχο την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του εν λόγω τρόπου μεταφοράς·

Έρευνα και τεχνολογία

27.

ζητεί να οριστεί πρόγραμμα για έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογία στον τομέα των μεταφορών· θεωρεί ότι το πρόγραμμα αυτό πρέπει να καταρτιστεί σε συνεργασία με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, για την κατανόηση των αναγκών του τομέα και την ανάλογη κατανομή της ενωσιακής χρηματοδότησης· θεωρεί ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε έργα με στόχο την εξάλειψη των εκπομπών άνθρακα από τις μεταφορές, την αύξηση της διαφάνειας στην αλυσίδα εφοδιασμού, και της ασφάλειας και προστασίας στις μεταφορές, τη βελτίωση της διαχείρισης της κυκλοφορίας και τη μείωση του διοικητικού φόρτου·

28.

τονίζει ότι η έρευνα και ανάπτυξη και η καινοτομία πρέπει να υποστηριχθούν, δεδομένου ότι, με τη μείωση των καυσαερίων και του θορύβου από τις μεταφορές, οδηγούν σε σημαντική βελτίωση του περιβάλλοντος, αυξάνουν την ασφάλεια, δίνοντας λύσεις που διασφαλίζουν την καλύτερη αξιοποίηση της υπάρχουσας υποδομής και τη μείωση των συμφορήσεων, ενώ παράλληλα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ενεργειακής ανεξαρτησίας σε όλους τους τρόπους μεταφοράς, σε ολόκληρο το δίκτυο· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η οργάνωση των μεταφορών με τρόπο που να εξασφαλίζει διαλειτουργικότητα και διασύνδεση, και τα συστήματα ασφαλείας, όπως τα ERTMS, Galileo, SESAR, ITS και οι συναφείς τεχνολογίες, απαιτούν υποστήριξη με έρευνα και ανάπτυξη, αλλά και στην εφαρμογή τους· ζητεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι τα εν λόγω νοήμονα συστήματα μεταφορών θα ωφελήσουν όλους τους πολίτες της Ευρώπης · επισημαίνει ότι πρέπει να δημιουργηθεί το απαιτούμενο πλαίσιο συνθηκών και να θεσπιστούν ανοικτά πρότυπα για υποσχόμενες τεχνολογίες, χωρίς αθέμιτη εύνοια σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη τεχνολογία·

29.

υπογραμμίζει ότι στο πλαίσιο της προστασίας του κλίματος και της ενεργειακής ανεξαρτησίας της ΕΕ, θα πρέπει να μειωθούν οι εκπομπές CO2 από όλους τους τρόπους μεταφοράς, μέσω έρευνας και ανάπτυξης καινοτόμων, ενεργειακά αποδοτικών και καθαρών τεχνολογιών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και ότι τούτο συνεπάγεται μεταξύ άλλων αειφορικότερα οχήματα σε όλους τους τρόπους μεταφοράς· θεωρεί ότι έτσι θα ενισχυθεί παράλληλα η ανταγωνιστιότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων·

30.

υπογραμμίζει ότι είναι απαραίτητος ο ενιαίος ορισμός των όρων που σχετίζονται με την οδική ασφάλεια και την έρευνα των ατυχημάτων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων και των μέτρων που ενδεχομένως έχουν εφαρμοστεί·

31.

τονίζει ότι η εναρμόνιση των εγγράφων μεταφοράς σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα πρότυπα της επικοινωνίας, και η δυνατότητα πολυτροπικής και διεθνούς εφαρμογής τους μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της ασφάλειας και της οργάνωσης, καθώς και σε δραστική μείωση της διοικητικής δαπάνης·

Ταμείο μεταφορών και ευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών

32.

τονίζει για μια αποτελεσματική πολιτική μεταφορών απαιτείται χρηματοδοτικό πλαίσιο που να ανταποκρίνεται στις αντιμετωπιζόμενες προκλήσεις και ότι είναι, συνεπώς, σκόπιμο να εξετασθεί το ενδεχόμενο της αύξησης των πόρων για τις μεταφορές και την κινητικότητα· κρίνονται αναγκαία τα ακόλουθα:

α)

δημιουργία ενός μηχανισμού για το συντονισμό των διαφόρων πηγών χρηματοδότησης των μεταφορών, πόροι διαθέσιμοι στο πλαίσιο της πολιτικής για τη συνοχή, εταιρικές σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ή άλλα χρηματοδοτικά μέσα, όπως εγγυήσεις· οι εν λόγω συντονισμένες πηγές χρηματοδότησης θα χρησιμοποιούνται σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης για τη βελτίωση της υποδομής των μεταφορών, την υποστήριξη έργων ΔΔ-Μ, τη διασφάλιση τεχνικής και επιχειρησιακής διαλειτουργικότητας, την υποστήριξη της έρευνας και την προώθηση της εφαρμογής νοημόνων συστημάτων μεταφορών σε όλους τους τρόπους μεταφοράς· η χρηματοδότησή του θα γίνεται με βάση διαφανή κριτήρια στο οποία θα λαμβάνονται υπόψη η διατροπικότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η κοινωνική πολιτική, η ασφάλεια και η κοινωνική, οικονομική και εδαφική συνοχή·

β)

πίστωση ανάληψης υποχρεώσεων για την πολιτική των μεταφορών στο κονδύλι του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου·

γ)

δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του δημόσιου ελλείμματος, εφόσον έχει συγκατατεθεί η Επιτροπή, στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, και για την προώθηση της βιωσιμότητας σε μεσο- και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας των επενδύσεων σε υποδομή μεταφορών, που βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας·

δ)

να αποτελεί προϋπόθεση για τη χρήση των πιστώσεων η συγχρηματοδότηση από έσοδα προερχόμενα από την ενσωμάτωση του εξωτερικού κόστους·

33.

ζητεί μια συνεπή και ολοκληρωμένη πολιτική μεταφορών, που να προωθεί μεταξύ άλλων τις σιδηροδρομικές και τις πλωτές μεταφορές, την πολιτική για τους λιμένες και τις δημόσιες μεταφορές, με οικονομική στήριξη η οποία να μην υπολογίζεται με κριτήρια ανταγωνιστικότητας σύμφωνα με την πολιτική της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις·

34.

θεωρεί ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ευκαιρία για την στοχευμένη υποστήριξη του τομέα των μεταφορών και την προώθηση επενδύσεων κατά κύριο λόγο σε φιλικές προς το περιβάλλον, ασφαλείς και συνακόλουθα αειφόρες μεταφορές, με την παροχή οικονομικής ενίσχυσης·· θεωρεί ότι οι επενδύσεις της ΕΕ σε έργα στον τομέα των μεταφορών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της στρατηγικής ΕΕ 2020, δεδομένου ότι τα συστήματα μεταφορών και κινητικότητας προσφέρουν μοναδικές ευκαιρίες για τη δημιουργία σταθερής απασχόλησης·

35.

είναι πεπεισμένο ότι ο ορισμός ενός ευρωπαϊκού κεντρικού δικτύου στο πλαίσιο του συνολικού ΔΔ, που παραμένει προτεραιότητα της πολιτικής της ΕΕ στον τομέα των μεταφορών, πρέπει να αξιολογηθεί με κριτήρια σχετικά με την αειφόρο ανάπτυξη σε ευρωπαϊκό αλλά και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, και ότι οι πολυτροπικές πλατφόρμες και οι παραλιμένιοι τερματικοί σταθμοί παραμένουν ουσιαστικό στοιχείο της προσφοράς υποδομής, δεδομένου ότι καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική διασύνδεση των διαφόρων τρόπων μεταφοράς·

36.

θεωρεί ότι τα έργα των ΔΔ μεταφορών θα πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν προτεραιότητα της πολιτικής της ΕΕ στον τομέα των μεταφορών και ότι είναι επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί η έλλειψη υποδομής και να εξαλειφθούν τα ιστορικά και γεωγραφικά εμπόδια που εξακολουθούν να υπάρχουν στα σύνορα· υπογραμμίζει ότι τα ΔΔ μεταφορών θα πρέπει να ενοποιηθούν σε ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο με συνδέσεις εκτός ΕΕ, και θεωρεί ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να επιταχυνθεί με την αύξηση της χρηματοδότησης·

37.

ζητεί να αναβαθμιστεί η θέση της υποδομής εσωτερικής ναυσιπλοΐας, των εσωτερικών λιμένων και της πολυτροπικής σύνδεση των θαλασσίων λιμένων με την ενδοχώρα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για τις μεταφορές, και να αυξηθεί η υποστήριξή τους προκειμένου να συμβάλουν στον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και στην ενίσχυση της ασφάλειας των μεταφορών στην ΕΕ· θεωρεί ότι οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας μπορούν να βελτιωθούν δραστικά, εάν εξοπλιστούν με νέες μηχανές τελευταίας τεχνολογίας για τον έλεγχο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα·

38.

τονίζει την ανάγκη να θεωρηθούν τα έργα θαλάσσιων μεταφορών μικρών αποστάσεων και χάραξης θαλάσσιων οδών σε ένα ευρύτερο πλαίσιο το οποίο να περιλαμβάνει και χώρες του άμεσου γεωγραφικού περιβάλλοντος της Ευρώπης· επισημαίνει ότι τούτο θα απαιτήσει καλύτερη συνέργια μεταξύ της περιφερειακής πολιτικής, της αναπτυξιακής πολιτικής και της πολιτικής μεταφορών·

39.

αναγνωρίζει ότι τα περιφερειακά αεροδρόμια διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη των περιφερειακών και άκρως απόκεντρων περιοχών, αυξάνοντας τις δυνατότητες διασύνδεσής τους με κεντρικά αεροδρόμια· θεωρεί ιδιαιτέρως χρήσιμη την εφαρμογή λύσεων συνδυασμένων μεταφορών όπου αυτό είναι εφικτό· θεωρεί ότι η σιδηροδρομική σύνδεση υψηλής ταχύτητας μεταξύ αεροδρομίων παρέχει μια ιδανική ευκαιρία βιώσιμης σύνδεσης μεταξύ διαφορετικών τρόπων μεταφοράς·

Οι μεταφορές στο παγκόσμιο πλαίσιο

40.

τονίζει ότι η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου μεταφορών αποτελεί σημαντική προτεραιότητα και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή αποδοχή στο πλαίσιο συμφωνιών που θα πρέπει να τεθούν σε διαπραγμάτευση για όλους τους τρόπους μεταφοράς, ιδίως στις εναέριες και πλωτές μεταφορές, και ότι η ΕΕ θα πρέπει να διαδραματίζει διαρκώς καθοριστικότερο ρόλο στα σχετικά διεθνή όργανα·

Μετρήσιμοι στόχοι για το 2020

41.

απαιτεί την τήρηση σαφών και μετρήσιμων στόχων, οι οποίοι πρέπει να επιτευχθούν το 2020 με έτος αναφοράς το 2010, και στο πλαίσιο προτείνει:

στόχο για μείωση κατά 40 %, του αριθμού των θανάτων και των σοβαρών τραυματισμών ενεργητικών παθητικών χρηστών των οδικών μεταφορών, ο οποίος να περιληφθεί τόσο στην επικείμενη Λευκή Βίβλο για τις Μεταφορές όσο και στο νέο πρόγραμμα δράσης για την οδική ασφάλεια,

στόχο για αύξηση κατά 40 %, του αριθμού των χώρων στάθμευσης των φορτηγών στο διευρωπαϊκό οδικό δίκτυο (TERN) σε κάθε κράτος μέλος, για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας και τη διασφάλιση της τήρησης των χρόνων ανάπαυσης των οδηγών των οχημάτων,

στόχο για διπλασιασμό του αριθμού των επιβατών λεωφορείων, τραμ και σιδηροδρόμων (και ενδεχομένως πλοίων) και για αύξηση κατά 20 % της χρηματοδότησης σχεδίων για πιο φιλικές για τους πεζούς και τους ποδηλάτες μεταφορές, με διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που παγιώνονται στην κοινοτική νομοθεσία, και ιδιαίτερα των δικαιωμάτων των επιβατών με αναπηρίες και μειωμένη κινητικότητα,

στόχο για μείωση κατά 20 %, του CO2 των καυσαερίων στις οδικές μεταφορές επιβατών και εμπορευμάτων, με κατάλληλες καινοτομίες, με την προώθηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας και με την οργανωτική βελτιστοποίηση των επιβατικών και εμπορευματικών μεταφορών,

στόχο για μείωση κατά 20 % ως προς ττα επίπεδα και την ικανότητα του 2010 στη χρήση ενέργειας στα οχήματα σταθερής τροχιάς, και για μείωση κατά 40 %, του καυσίμου ντήζελ που χρησιμοποιείται στο σιδηροδρομικό τομέα, μέσω συγκεκριμένων επενδύσεων για την ηλεκτροδότηση της σιδηροδρομικής υποδομής,

στόχο για εφοδιασμό, από το 2011, του συνόλου του νέου τροχαίου υλικού που θα παραγγελθεί στις σιδηροδρομικές μεταφορές, καθώς και όλων των νέων και ανακαινιζόμενων γραμμών σύνδεσης, με συμβατό με ΕRΤΜS και διαλειτουργικό σύστημα αυτόματου ελέγχου ταχύτητας· στόχο για ένταση της χρηματοδοτικής προσπάθειας της ΕΕ για την εφαρμογή και της επάκταση του σχεδίου ανάπτυξης ERTMS,

στόχο για μέιωση κατά 30 %, των εκπομπών CO2 από τις αεροπορικές μεταφορές στο σύνολο του εναέριου χώρου της ΕΕ έως το 2020· μετά το 2020, οποιαδήποτε μεγέθυνση του τομέα των αερομεταφορών πρέπει να είναι ουδέτερη από πλευρά άνθρακα,

στόχο για οικονομική υποστήριξη της βελτιστοποίησης, της ανάπτυξης και, όπου είναι αναγκαίο, της δημιουργίας πολυτροπικών συνδέσεων (πλατφορμών) για την εσωτερική ναυσιπλοΐα, τους εσωτερικούς λιμένες και τις σιδηροδρομικές μεταφορές, και για αύξηση του αριθμού τους κατά 20 %,

στόχος για διάθεση τουλάχιστον του 10 % της χρηματοδότησης των ΔΔ μεταφορών σε έργα εσωτερικής ναυσιπλοΐας·

42.

ζητεί από την Επιτροπή να παρακολουθεί την πρόοδο που σημειώνεται ως προς την επίτευξη των εν λόγω στόχων και να υποβάλλει σχετικά ετήσιες εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

*

* *

43.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0053.

(2)  ΕΕ C 33 E, 9.2.2006, σ. 142.

(3)  ΕΕ C 227 E, 21.9.2006, σ. 609.

(4)  ΕΕ C 244 E, 18.10.2007, σ. 220.

(5)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0345.

(6)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0344.

(7)  ΕΕ C 187 E, 24.7.2008, σ. 154.

(8)  ΕΕ C 66 E, 20.3.2009, σ. 1.

(9)  ΕΕ C 286 E, 27.11.2009, σ. 45.

(10)  ΕΕ C 295 Ε, 4.12.2009, σ. 79.

(11)  ΕΕ C 295 Ε, 4.12.2009, σ. 74.

(12)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0119.

(13)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0258.

(14)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0308.

(15)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0307.

(16)  EE L 300, 14.11.2009, σ. 34.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/23


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Ετήσια έκθεση 2009 της Επιτροπής Αναφορών

P7_TA(2010)0261

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τις διαβουλεύσεις της Επιτροπής Αναφορών κατά το έτος 2009 (2009/2139(INI))

2011/C 351 E/04

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του σχετικά με τις διαβουλεύσεις της Επιτροπής Αναφορών,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 24 και 227 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 10 και 11 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 48 και 202, παράγραφος 8, του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών (A7-0186/2010),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η δραστηριότητα της Επιτροπής Αναφορών το 2009 σηματοδοτήθηκε από τη μετάβαση από την έκτη στην έβδομη κοινοβουλευτική περίοδο, και ότι η σύνθεση των μελών της Επιτροπής Αναφορών μεταβλήθηκε σημαντικά, καθώς τα δύο τρίτα των μελών της συμμετείχαν για πρώτη φορά,

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2009 έληξε η θητεία του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και ότι η Επιτροπή Αναφορών συμμετείχε άμεσα στις ακροάσεις των υποψηφίων για τη συγκεκριμένη θέση,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, δημιουργώντας τις απαραίτητες προϋποθέσεις για αυξημένη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της νομιμότητας και της λογοδοσίας της,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολίτες της ΕΕ εκπροσωπούνται άμεσα από το Κοινοβούλιο, και ότι το δικαίωμα αναφοράς, όπως αυτό κατοχυρώνεται από τη Συνθήκη, τους παρέχει τη δυνατότητα να απευθυνθούν στους εκπροσώπους τους οποτεδήποτε θεωρούν ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά τους,

E.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας έχει άμεσο αντίκτυπο στους πολίτες, οι οποίοι είναι οι καταλληλότεροι να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα και τις ελλείψεις της και να υποδείξουν τα εναπομένοντα κενά που πρέπει να συμπληρωθούν προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τους στόχους της Ένωσης,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαίοι πολίτες, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, προσφεύγουν στο Κοινοβούλιο ζητώντας αποζημίωση όταν παραβιάζεται το ευρωπαϊκό δίκαιο,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο, μέσω της Επιτροπής Αναφορών, είναι υποχρεωμένο να διερευνά τέτοιου είδους ανησυχίες και να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να θέτει τέρμα σε τέτοιου είδους νομικές παραβάσεις, ότι, προκειμένου να προσφέρει στους πολίτες τα πλέον πρόσφορα και ταχύτερα μέσα προσφυγής, η Επιτροπή Αναφορών συνεχίζει να ενισχύει τη συνεργασία της με την Επιτροπή, με άλλες κοινοβουλευτικές επιτροπές, ευρωπαϊκά όργανα, υπηρεσίες και δίκτυα, και με τα κράτη μέλη,

H.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των αναφορών τις οποίες έλαβε το Κοινοβούλιο το 2009 ήταν ελαφρά υψηλότερος σε σχέση με τον αντίστοιχο αριθμό που καταγράφηκε το 2008 (δηλαδή 1924 έναντι 1849), και ότι επιβεβαιώθηκε η αυξανόμενη τάση ηλεκτρονικής υποβολής των αναφορών (περίπου 65 % ελήφθησαν σε αυτήν τη μορφή το 2009 έναντι 60 % το 2008),

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των μη παραδεκτών αναφορών που ελήφθησαν το 2009 υποδεικνύει ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην καλύτερη πληροφόρηση των πολιτών σχετικά με τις αρμοδιότητες της Ένωσης και τον ρόλο των διαφόρων θεσμικών οργάνων της,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι πολίτες απευθύνουν αναφορές στο Κοινοβούλιο σχετικά με αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών, και ότι χρειάζονται μηχανισμούς μέσω των οποίων να μπορούν να ζητούν από τις εθνικές αρχές να τους εκπροσωπούν τόσο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθετικής διαδικασίας όσο και της διαδικασίας επιβολής της νομοθεσίας,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολίτες θα πρέπει ειδικότερα να ενημερωθούν ότι –όπως αναγνωρίστηκε από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή στην απόφαση του Δεκεμβρίου 2009 με την οποία ολοκληρώθηκε η έρευνα για την καταγγελία 822/2009/BU κατά της Επιτροπής– οι διαδικασίες των εθνικών δικαστηρίων αποτελούν μέρος της διαδικασίας εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στα κράτη μέλη, και ότι η Επιτροπή Αναφορών δεν μπορεί να επιληφθεί ζητημάτων τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαδικασιών των εθνικών δικαστηρίων ή να αναθεωρήσει το αποτέλεσμα των εν λόγω διαδικασιών,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υψηλά έξοδα των δικαστικών διαδικασιών, ιδίως σε ορισμένα κράτη μέλη, μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο για τους πολίτες και ενδέχεται να τους αποτρέψουν στην πράξη από το να ασκήσουν προσφυγές ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, όταν θεωρούν ότι οι εθνικές αρχές δεν έχουν σεβαστεί τα δικαιώματά τους δυνάμει του δικαίου της ΕΕ,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο αντιμετωπίζει ιδιαίτερο πρόβλημα όταν λαμβάνει αναφορές για εικαζόμενες παραλείψεις των εθνικών δικαστηρίων να ζητούν προκαταρκτική απόφαση του Δικαστηρίου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ, ιδίως εάν η Επιτροπή δεν κάνει χρήση των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 258 ώστε να αναλάβει δράση κατά του οικείου κράτους μέλους,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία των αναφορών –μέσω των μηχανισμών λειτουργίας της και επειδή το δικαίωμα αναφοράς παρέχεται σε όλους τους πολίτες και τους κατοίκους της ΕΕ βάσει της Συνθήκης– διαφέρει από άλλα μέσα προσφυγής που έχουν στη διάθεσή τους οι πολίτες σε επίπεδο ΕΕ, όπως η υποβολή καταγγελιών στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή στην Επιτροπή,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολίτες δικαιούνται πρόσβαση σε μέσα ταχείας και εστιαζόμενης στην εξεύρεση λύσεων αποκατάστασης καθώς και διαφάνεια και σαφήνεια υψηλού επιπέδου από όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, και ότι το Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένα ζητήσει από την Επιτροπή να κάνει χρήση των προνομίων που διαθέτει ως θεματοφύλακας της Συνθήκης ώστε να ενεργεί κατά των παραβάσεων της νομοθεσίας της ΕΕ που αποκαλύπτουν οι αναφέροντες, ιδίως στις περιπτώσεις που η μεταφορά της νομοθεσίας της ΕΕ στο εθνικό επίπεδο οδηγεί σε παράβασή της,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλές αναφορές εξακολουθούν να εγείρουν ανησυχίες σχετικά με τη μεταφορά και την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά και το περιβάλλον, και έχοντας κατά νου τις παλαιότερες εκκλήσεις που έχει απευθύνει η Επιτροπή Αναφορών προς την Επιτροπή ώστε να διασφαλιστεί η ενίσχυση και η αποτελεσματικότητα των ελέγχων επιβολής της νομοθεσίας σε αυτούς τους τομείς,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και η Επιτροπή μπορεί να ελέγξει πλήρως τη συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ μόνον εφόσον ληφθεί μια τελική απόφαση από τις εθνικές αρχές, είναι σημαντικό, ιδίως σε σχέση με τα περιβαλλοντικά ζητήματα και όλες τις υποθέσεις στις οποίες η παράμετρος του χρόνου είναι ιδιαίτερα σημαντική, να εξακριβώνει σε πρώιμο στάδιο εάν οι τοπικές, περιφερειακές και εθνικές αρχές εφαρμόζουν ορθά όλες τις σχετικές διαδικαστικές απαιτήσεις δυνάμει του δικαίου της ΕΕ, και, αν είναι αναγκαίο, να διεξαγάγει εμπεριστατωμένες μελέτες σχετικά με την εφαρμογή και τον αντίκτυπο της ισχύουσας νομοθεσίας με στόχο την συγκέντρωση όλων των απαραίτητων πληροφοριών,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη πόσο σημαντική είναι η πρόληψη περαιτέρω ανεπανόρθωτων απωλειών της βιοποικιλότητας, ιδίως εντός των περιοχών που έχουν χαρακτηριστεί τοποθεσίες του δικτύου Natura 2000, και η δέσμευση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους (92/43/ΕΟΚ) και της οδηγίας για τα πτηνά (79/409/ΕΟΚ),

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αναφορές υπογραμμίζουν τον αντίκτυπο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στην καθημερινή ζωή των πολιτών της ΕΕ, και αναγνωρίζοντας την ανάγκη να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εδραιωθεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών της ΕΕ,

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην προηγούμενη έκθεση δραστηριοτήτων της και στη γνωμοδότησή της σχετικά με την ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή Αναφορών ζήτησε να ενημερώνεται τακτικά σχετικά με τα στάδια των διαδικασιών επί παραβάσει των οποίων τα θέματα καλύπτονται επίσης από αναφορές,

ΚΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη έχουν την πρωταρχική ευθύνη για την ορθή μεταφορά και επιβολή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, και αναγνωρίζοντας ότι πολλά από αυτά είχαν αυξημένη συμμετοχή στο έργο της Επιτροπής Αναφορών το 2009,

1.

επικροτεί την ομαλή μετάβαση στη νέα κοινοβουλευτική περίοδο και σημειώνει ότι μεγάλο μέρος του έργου της Επιτροπής Αναφορών, σε αντίθεση με το έργο άλλων κοινοβουλευτικών επιτροπών, μεταφέρθηκε στη νέα περίοδο επειδή δεν είχε ολοκληρωθεί η εξέταση σημαντικού αριθμού αναφορών·

2.

επικροτεί την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και έχει την πεποίθηση ότι το Κοινοβούλιο θα εμπλακεί στενά στην ανάπτυξη της νέας πρωτοβουλίας πολιτών έτσι ώστε να μπορέσει αυτό το μέσο να πετύχει πλήρως τον στόχο του και να διασφαλίσει αυξημένη διαφάνεια και λογοδοσία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΕ, επιτρέποντας στους πολίτες να προτείνουν βελτιώσεις ή προσθήκες στη νομοθεσία της ΕΕ·

3.

επικροτεί την Πράσινη Βίβλο σχετικά με την πρωτοβουλία ευρωπαίων πολιτών (1), η οποία δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή στο τέλος του 2009, ως ένα πρώτο βήμα προς την έμπρακτη εφαρμογή αυτής της ιδέας·

4.

επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο έχει λάβει αναφορές τύπου εκστρατείας που συνοδεύονται από ένα εκατομμύριο και πλέον υπογραφές και υπ.ποστηρίζει επίμονα ότι είναι ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες θα ενημερωθούν πλήρως για τη διάκριση μεταξύ αυτού του είδους αναφοράς και της πρωτοβουλίας πολιτών·

5.

υπενθυμίζει το ψήφισμά του για την πρωτοβουλία πολιτών (2), στο οποίο είχε συνεισφέρει η Επιτροπή Αναφορών με τη γνωμοδότησή της· παροτρύνει την Επιτροπή να θεσπίσει κατανοητούς κανόνες εφαρμογής που θα προσδιορίζουν με σαφήνεια τους ρόλους και τις υποχρεώσεις των θεσμικών οργάνων που εμπλέκονται στις διαδικασίες εξέτασης και λήψης αποφάσεων·

6.

επικροτεί τη νομικά δεσμευτική ισχύ που απέκτησε ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και υπογραμμίζει την συμβολή του Χάρτη στο να καταστούν τα θεμελιώδη δικαιώματα σαφέστερα και πιο ορατά για όλους τους πολίτες·

7.

θεωρεί ότι τόσο η Ένωση όσο και τα κράτη μέλη της έχουν υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι τηρούνται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα που περιλαμβάνονται στον Χάρτη, και πιστεύει ότι ο Χάρτης θα συμβάλει στην ανάπτυξη της ιδέας της ιθαγένειας της Ένωσης·

8.

πιστεύει ότι θα αναληφθούν όλες οι απαραίτητες διαδικαστικές ενέργειες προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα διευκρινιστούν γρήγορα οι θεσμικές πτυχές της προσχώρησης της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, και επισημαίνει την πρόθεση της Επιτροπής Αναφορών να συμβάλει στο έργο του Κοινοβουλίου όσον αφορά το ζήτημα αυτό·

9.

υπενθυμίζει το προηγούμενό του αίτημα να διεξαχθεί πλήρης επανεξέταση των διαδικασιών προσφυγής που διατίθενται στους πολίτες της ΕΕ από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής και υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις για την αναθεωρημένη συμφωνία πλαίσιο μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής προκειμένου να λαμβάνονται πλήρως υπόψη τα αυξημένα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ, ιδίως όσον αφορά τις πρωτοβουλίες των ευρωπαίων πολιτών·

10.

επικροτεί τις ενέργειες που έγιναν από την Επιτροπή για τη βελτιστοποίηση των υφιστάμενων υπηρεσιών υποστήριξης του κοινού, προκειμένου να ενημερώνονται οι πολίτες σχετικά με τα δικαιώματα που τους παρέχει η ΕΕ και σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής σε περίπτωση παράβασης, ομαδοποιώντας τις διάφορες συναφείς ιστοσελίδες (όπως εκείνες του SOLVIT και του ECC-Net) στο κεφάλαιο Τα δικαιώματά σας στην ΕΕ στον κύριο ιστότοπο της ΕΕ·

11.

επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένα καλέσει την Επιτροπή να δημιουργήσει σύστημα για τη σαφή επισήμανση των διαφόρων μηχανισμών καταγγελίας που διατίθενται στους πολίτες και πιστεύει ότι απαιτούνται περαιτέρω βήματα, με απώτερο στόχο τη μετατροπή της ιστοσελίδας Τα δικαιώματά σας στην ΕΕ σε μια φιλική προς τον χρήστη διαδικτυακή μονοαπευθυντική υπηρεσία· προσβλέπει στις αρχικές αξιολογήσεις της εφαρμογής του σχεδίου δράσης της του 2008 (3), οι οποίες αναμένονται το 2010·

12.

υπενθυμίζει το ψήφισμά του σχετικά με τις δραστηριότητες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή το 2008 και ενθαρρύνει τον προσφάτως επανεκλεγέντα Διαμεσολαβητή να συνεχίσει το έργο του ούτως ώστε να ενισχύσει τον ανοικτό χαρακτήρα και τη λογοδοσία της ευρωπαϊκής διοίκησης και να διασφαλίσει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και στο πλησιέστερο στους πολίτες δυνατό επίπεδο·

13.

επιβεβαιώνει εκ νέου την αποφασιστικότητά του να στηρίξει τον Διαμεσολαβητή στην προσπάθειά του για την αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού για το έργο του και για τον εντοπισμό και την ανάληψη δράσης κατά των περιπτώσεων κακοδιοίκησης από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα· θεωρεί ότι ο Διαμεσολαβητής αποτελεί μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών στη συνολική προσπάθεια βελτίωσης της ευρωπαϊκής διοίκησης·

14.

διαπιστώνει ότι οι αναφορές που ελήφθησαν το 2009, εκ των οποίων το 40 % περίπου κρίθηκαν μη παραδεκτές, συνέχισαν να επικεντρώνονται στο περιβάλλον, στα θεμελιώδη δικαιώματα, στη δικαιοσύνη και την εσωτερική αγορά· όσον αφορά τη γεωγραφική τους κατανομή, οι περισσότερες αναφορές αφορούσαν το σύνολο της Ένωσης –και ακολουθούν η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ρουμανία– καταδεικνύοντας ότι οι πολίτες πράγματι παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς το έργο της Ένωσης και στρέφονται σε αυτήν για ανάληψη δράσης·

15.

αναγνωρίζει την σπουδαιότητα του έργου των αναφερόντων και της Επιτροπής Αναφορών του για την προστασία του περιβάλλοντος της Ένωσης· χαιρετίζει την πρωτοβουλία της επιτροπής να αναθέσει τη διεξαγωγή μελέτης για την εφαρμογή της οδηγίας για τους οικοτόπους πριν από το Διεθνές Έτος Βιοποικιλότητας, και τη θεωρεί χρήσιμο εργαλείο για την αξιολόγηση της σημερινής και την εκπόνηση της νέας στρατηγικής βιοποικιλότητας της ΕΕ·

16.

παρατηρεί ότι όλο και περισσότερες αναφορές υπογραμμίζουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες που ασκούν το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία· οι εν λόγω αναφορές αφορούν το υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα που απαιτείται στα κράτη μέλη υποδοχής για την έκδοση αδειών παραμονής σε μέλη της οικογένειας των πολιτών που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών και τις δυσκολίες κατά την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου και αναγνώρισης των προσόντων τους·

17.

επαναλαμβάνει τις προηγούμενες εκκλήσεις του προς την Επιτροπή να υποβάλει πρακτικές προτάσεις για να επεκταθεί στις μικρές επιχειρήσεις η προστασίας των καταναλωτών έναντι αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως ζητήθηκε στο ψήφισμά του σχετικά με τις παραπλανητικές πρακτικές των εταιρειών έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων (4), καθώς η Επιτροπή Αναφορών συνεχίζει να λαμβάνει αναφορές από θύματα απάτης καταλόγων επιχειρήσεων·

18.

αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η Επιτροπή στο έργο της Επιτροπής Αναφορών, η οποία εξακολουθεί να βασίζεται στην τεχνογνωσία της κατά την αξιολόγηση των αναφορών, τον εντοπισμό των παραβάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και την αναζήτηση μέσων προσφυγής, και αναγνωρίζει τις προσπάθειες που καταβάλλει η Επιτροπή για τη βελτίωση του συνολικού χρόνου ανταπόκρισής της στα αιτήματα της Επιτροπής Αναφορών για έρευνες, έτσι ώστε οι υποθέσεις που καταγγέλλονται από πολίτες να μπορούν να δευθετούνται το ταχύτερο δυνατόν·

19.

ενθαρρύνει την Επιτροπή να παρεμβαίνει σε πρώιμα στάδια, όποτε οι αναφορές επισημαίνουν πιθανές ζημίες σε περιοχές ειδικής προστασίας, υπενθυμίζοντας στις αρμόδιες εθνικές αρχές τη δέσμευσή τους να διασφαλίσουν την ακεραιότητα των χώρων που έχουν ταξινομηθεί ως Natura 2000 βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (οδηγία για τους οικοτόπους) και, όταν είναι αναγκαίο, να λαμβάνει προληπτικά μέτρα για να διασφαλίσει την τήρηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας·

20.

χαιρετίζει τα νεοεκλεγέντα μέλη της Επιτροπής - ιδίως τον αρμόδιο για τις διοργανικές σχέσεις και τη διοίκηση Επίτροπο - και έχει την πεποίθηση ότι θα συνεργασθεί με την Επιτροπή Αναφορών κατά το δυνατόν στενότερα και πιο αποτελεσματικά και ότι θα τη σεβαστεί ως έναν από τους σημαντικότερους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των πολιτών και των ευρωπαϊκών οργάνων·

21.

εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί στις επανειλημμένες εκκλήσεις της Επιτροπής Αναφορών για επίσημη και τακτική ενημέρωση σχετικά με την πρόοδο στις διαδικασίες επί παραβάσει που σχετίζονται με αναφορές των οποίων η εξέταση εξακολουθεί να μην έχει ολοκληρωθεί· επισημαίνει ότι η μηνιαία δημοσίευση των αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες επί παραβάσει –σύμφωνα με τα άρθρα 258 και 260 της Συνθήκης– μολονότι είναι αξιέπαινη όσον αφορά τη διαφάνεια, δεν αποτελεί επαρκή ανταπόκριση στα εν λόγω αιτήματα·

22.

πιστεύει ότι η παρακολούθηση των διαδικασιών επί παραβάσει μέσω των ανακοινωθέντων Τύπου της Επιτροπής και η αντιστοίχισή τους με ορισμένες αναφορές θα σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο και τους πόρους της Επιτροπής Αναφορών, ιδίως στην περίπτωση οριζόντιων διαδικασιών επί παραβάσει·

23.

επαναλαμβάνει την πεποίθησή του ότι οι πολίτες της ΕΕ θα πρέπει να απολαμβάνουν το ίδιο επίπεδο διαφάνειας από την Επιτροπή είτε υποβάλλουν επίσημη καταγγελία είτε καταθέτουν αναφορά στο Κοινοβούλιο και καλεί για μια ακόμη φορά την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι θα αποκτήσει μεγαλύτερο κύρος τόσο η διαδικασία αναφορών όσο και ο ρόλος που διαδραματίζει αποκαλύπτοντας παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις οποίες κινούνται εν συνεχεία διαδικασίες επί παραβάσει·

24.

υπενθυμίζει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι αναφορές αποκαλύπτουν προβλήματα που συνδέονται με τη μεταφορά και την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και αναγνωρίζει ότι η έναρξη των διαδικασιών επί παραβάσει δεν παρέχει απαραίτητα στους πολίτες άμεσες λύσεις στα προβλήματά τους, δεδομένης της μέσης διάρκειας αυτών των διαδικασιών·

25.

επικροτεί τις προσπάθειες της Επιτροπής να αναπτύξει εναλλακτικά μέσα για την προώθηση της καλύτερης εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, και τη θετική στάση ορισμένων κρατών μελών που προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες για να αποκαταστήσουν τις παραβάσεις στα αρχικά στάδια της διαδικασίας εφαρμογής·

26.

επικροτεί την αυξημένη συμμετοχή των κρατών μελών στη δραστηριότητα της Επιτροπής Αναφορών και την παρουσία των εκπροσώπων τους στις συνεδριάσεις· πιστεύει ότι αυτή η συνεργασία πρέπει να ενισχυθεί καθώς οι εθνικές αρχές είναι πρωτίστως υπεύθυνες για την επιβολή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας μετά τη μεταφορά της στην εθνική έννομη τάξη·

27.

τονίζει ότι η στενότερη συνεργασία με τα κράτη μέλη είναι εξαιρετικά σημαντική για το έργο της Επιτροπής Αναφορών· πιστεύει ότι ένας τρόπος για την επίτευξη του στόχου αυτού θα μπορούσε να είναι η εντατικοποίηση της συνεργασίας με τα εθνικά κοινοβούλια, ιδίως στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισαβόνας·

28.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να είναι έτοιμα να διαδραματίσουν πιο διαφανή και προενεργητικό ρόλο αποκρινόμενα σε αναφορές που σχετίζονται με την εφαρμογή και επιβολή του ευρωπαϊκού δικαίου·

29.

θεωρεί ότι, με βάση τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η Επιτροπή Αναφορών του ΕΚ θα πρέπει να σφυρηλατήσει στενότερους εργασιακούς δεσμούς με παρεμφερείς επιτροπές των εθνικών και περιφερειακών κοινοβουλίων των κρατών μελών ώστε να προωθηθεί η αμοιβαία κατανόηση των αναφορών για ευρωπαϊκά θέματα και να διασφαλισθεί η ταχύτερη απόκριση προς τους πολίτες στο καταλληλότερο επίπεδο·

30.

εφιστά την προσοχή στα συμπεράσματα του ψηφίσματός του σχετικά με τον αντίκτυπο της εκτεταμένης αστικοποίησης στην Ισπανία και ζητεί από τις ισπανικές αρχές να συνεχίσουν να παρέχουν τις αξιολογήσεις των μέτρων που έχουν ληφθεί, όπως έχουν κάνει έως τώρα·

31.

επισημαίνει τον αυξημένο αριθμό αναφερόντων που προσφεύγουν στο Κοινοβούλιο για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ΕΕ, όπως, για παράδειγμα, τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών παροχών, την εφαρμογή των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων και την παθητική στάση των εθνικών διοικήσεων· η Επιτροπή Αναφορών έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ανακατευθύνει τις εν λόγω καταγγελίες προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές·

32.

πιστεύει ότι, μολονότι η εκτεταμένη χρήση του Διαδικτύου θα πρέπει να ενθαρρύνεται καθώς διευκολύνει την επικοινωνία με τους πολίτες, θα πρέπει να βρεθεί μια λύση ώστε η Επιτροπή Αναφορών να μην επιβαρύνεται με κείμενα που δεν αποτελούν αναφορές· θεωρεί ότι μια πιθανή λύση θα ήταν η επανεξέταση της διαδικασίας καταχώρισης στο Κοινοβούλιο και προτρέπει το αρμόδιο προσωπικό να ανακατευθύνει τους εν λόγω φακέλους στη Μονάδα Αλληλογραφίας με τον Πολίτη, αντί να τους υποβάλλει στην Επιτροπή Αναφορών·

33.

τονίζει την ανάγκη να συνεχιστούν οι της προσπάθειες για την αύξηση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των αναφορών: τόσο σε εσωτερικό επίπεδο με τη συνεχή αναβάθμιση της εφαρμογής διαδικασίας ηλεκτρονικών-αναφορών –η οποία παρέχει στα μέλη της επιτροπής άμεση πρόσβαση στους φακέλους των αναφορών– όσο και σε εξωτερικό επίπεδο μέσω της δημιουργίας μιας φιλικής προς τον χρήστη και διαδραστικής διαδικτυακής πύλης αναφορών που θα επέτρεπε στο Κοινοβούλιο να προσεγγίσει αποτελεσματικότερα τους πολίτες, ενώ επίσης θα καθιστούσε πιο διαφανείς για το κοινό τις διαδικασίες ψηφοφορίας και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Αναφορών·

34.

ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας διαδικτυακής πύλης που θα προσφέρει ένα διαδραστικό πρότυπο αναφορών πολλαπλών σταδίων, το οποίο θα μπορούσε να πληροφορεί τους πολίτες σχετικά με το τι μπορεί να επιτευχθεί υποβάλλοντας αναφορές στο Κοινοβούλιο και σχετικά με τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου, και θα μπορούσε να περιλαμβάνει συνδέσμους προς εναλλακτικά μέσα προσφυγής σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο· ζητεί τη λεπτομερέστερη δυνατή περιγραφή των αρμοδιοτήτων της Ένωσης στους διάφορους τομείς, έτσι ώστε να εξαλειφθεί η σύγχυση μεταξύ αρμοδιοτήτων της ΕΕ και εθνικών αρμοδιοτήτων·

35.

αναγνωρίζει ότι η υλοποίηση μιας τέτοιας πρωτοβουλίας δεν θα ήταν άνευ κόστους αλλά προτρέπει τις αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες να συνεργαστούν με την Επιτροπή Αναφορών για να εξευρεθούν οι καταλληλότερες λύσεις, καθώς μια τέτοια διαδικτυακή πύλη θα έχει τεράστια σημασία όχι μόνον επειδή θα βελτιώσει την επικοινωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και των πολιτών της ΕΕ αλλά επίσης επειδή θα μειώσει τον αριθμό των μη παραδεκτών αναφορών·

36.

τονίζει ότι, μέχρι να διευθετηθεί ικανοποιητικά το ζήτημα των πόρων, είναι απαραίτητο να βελτιωθεί πάραυτα η υπάρχουσα ιστοσελίδα·

37.

επικροτεί την έγκριση του νέου Κανονισμού του Κοινοβουλίου και την αναθεώρηση των διατάξεων σχετικά με τη διαχείριση αναφορών· ενθαρρύνει τη Γραμματεία και τους εκπροσώπους των πολιτικών ομάδων να ασχοληθούν με την κατάρτιση ενός αναθεωρημένου οδηγού για τα μέλη που θα αφορά τους κανόνες και τις εσωτερικές διαδικασίες της Επιτροπής Αναφορών, καθώς ένα τέτοιο έγγραφο όχι μόνο θα συμβάλει στο έργο των βουλευτών αλλά θα αυξήσει περαιτέρω τη διαφάνεια της διαδικασίας αναφορών·

38.

επαναλαμβάνει το αίτημά του προς τα αρμόδια διοικητικά τμήματα να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα για τη δημιουργία ενός ηλεκτρονικού μητρώου μέσω του οποίου οι πολίτες θα μπορούν να υποστηρίζουν ή να αποσύρουν κάποια αναφορά σύμφωνα με το άρθρο 202 του Κανονισμού·

39.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα και την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, στις δικές τους επιτροπές αναφορών και στους εθνικούς διαμεσολαβητές τους ή σε παρεμφερείς αρμόδιους φορείς.


(1)  COM(2009)0622 της 11.11.2009.

(2)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Μαΐου 2009 με το οποίο ζητείται από την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της πρωτοβουλίας πολιτών (Κείμενα που εγκρίθηκαν, 7.5.2009, P6_TA(2009)0389).

(3)  Σχέδιο δράσης για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών συνδρομής για την ενιαία αγορά προς πολίτες και επιχειρήσεις – έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής SEC(2008)1882.

(4)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τις παραπλανητικές πρακτικές των εταιρειών έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων (EE C 45 E, 23.2.2010, σ. 17).


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/29


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Προώθηση της πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας, ενίσχυση του καθεστώτος των περιόδων άσκησης, πρακτικής και μαθητείας

P7_TA(2010)0262

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την προώθηση της πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας, την ενίσχυση του καθεστώτος των περιόδων άσκησης, πρακτικής και μαθητείας (2009/2221(INI))

2011/C 351 E/05

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το έγγραφο αξιολόγησης της στρατηγικής της Λισαβόνας (SEC(2010)0114),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας – Πρόβλεψη και κάλυψη των αναγκών της αγοράς εργασίας και των αναγκών σε δεξιότητες» (COM(2008)0868),

έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Παράρτημα της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τις νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας» (SEC(2008)3058),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κοινή δέσμευση για την απασχόληση» (COM(2009)0257),

έχοντας υπόψη την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσώπων ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού (COM(2008)0426),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με τις νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας – Πρόβλεψη και κάλυψη των αναγκών της αγοράς εργασίας και των αναγκών σε δεξιότητες, που εγκρίθηκαν στις Βρυξέλλες στις 9 Μαρτίου 2009,

έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (1),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Προαγωγή της πλήρους συμμετοχής των νέων στην εκπαίδευση, την απασχόληση και την κοινωνία» (COM(2007)0498), συνοδευόμενη από έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Απασχόληση των νέων στην ΕΕ» (SEC(2007)1093),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Μαΐου 2008 σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την ισότητα ευκαιριών και την εξάλειψη των διακρίσεων στην ΕΕ (μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ) (2),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Μια στρατηγική της ΕΕ για τη νεολαία – Επένδυση και ενδυνάμωση. Μια ανανεωμένη ανοιχτή μέθοδος συντονισμού για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και των ευκαιριών της νεολαίας» (COM(2009)0200),

έχοντας υπόψη τη θέση της 2ας Απριλίου 2009, σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που αφορά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσώπων ανεξαρτήτως θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού (3),

έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής με τίτλο «Προώθηση της μαθησιακής κινητικότητας των νέων» (COM(2009)0329),

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής με τίτλο «Απασχόληση στην Ευρώπη το 2009», Νοέμβριος 2009,

έχοντας υπόψη την ανεξάρτητη έκθεση με τίτλο «Νέες δεξιότητες για νέες θέσεις εργασίας: δράση τώρα» που εκπόνησε η Επιτροπή και περιλαμβάνει συμβουλές και βασικές προτάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη της πρωτοβουλίας στο πλαίσιο της μελλοντικής στρατηγικής της ΕΕ για 2020 για την ανάπτυξη και την απασχόληση, Φεβρουάριος 2010,

έχοντας υπόψη την ανεξάρτητη έκθεση με τίτλο «Δρόμοι προς την απασχόληση: τρέχουσες πρακτικές και μελλοντικές ανάγκες για την ενσωμάτωση των νέων στην αγορά εργασίας, η απασχόληση και η ανεργία στους νέους: θεωρήσεις για την καλύτερη ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας», που ζητήθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος Νεολαία (τελική έκθεση για τη νεολαία, Σεπτέμβριος 2008),

έχοντας υπόψη τη μελέτη του Eurofound για τη νεολαία και την απασχόληση, Μάρτιος 2007,

έχοντας υπόψη τη μελέτη του Cedefop με τίτλο «Επαγγελματικός προσανατολισμός: ικανότητες των επαγγελματιών και τρόποι απόκτησης προσόντων στην Ευρώπη», Μάρτιος 2009,

έχοντας υπόψη τη μελέτη του Cedefop με τίτλο «Δεξιότητες για το μέλλον της Ευρώπης: πρόβλεψη των αναγκών για επαγγελματικές δεξιότητες», Μάιος 2009,

έχοντας υπόψη την τέταρτη έκθεση του Cedefop για την έρευνα σχετικά με την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση στην Ευρώπη: συγκεφαλαιωτική έκθεση με τίτλο «Εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης», Δεκέμβριος 2009,

έχοντας υπόψη τις προβλέψεις για την απασχόληση 2008 του ΟΟΣΑ με τίτλο «Επιτυχής εκκίνηση; μετακινήσεις των νέων στην αγορά εργασίας στις χώρες του ΟΟΣΑ», Νοέμβριος 2008,

έχοντας υπόψη το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Νεολαία το οποίο έχει στόχο την προώθηση της συμμετοχής όλων των νέων στην εκπαίδευση, την απασχόληση και την κοινωνία, Μάρτιος 2005,

έχοντας υπόψη την αναφορά 1452/2008, της κ. Anne - Charlotte Bailly, γερμανικής ιθαγένειας, εξ ονόματος της Génération Précaire, σχετικά με τη δίκαιη πρακτική άσκηση και την κατάλληλη πρόσβαση των νέων στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας,

έχοντας υπόψη την απόφαση (C-555/07) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, Ιανουάριος 2010,

έχοντας υπόψη το ψήφισμα της 20ής Μαΐου 2010 σχετικά με τον διάλογο πανεπιστημίων-επιχειρήσεων: μια νέα εταιρική σχέση για τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων στην Ευρώπη (4),

έχοντας υπόψη το άρθρο 156 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας (A7-0197/2010),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει μαζική αύξηση των ποσοστών ανεργίας στα κράτη μέλη της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέοι έχουν επηρεαστεί δυσανάλογα από αυτήν την τάση· λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό νεανικής ανεργίας αυξάνεται εντονότερα σε σχέση με το ποσοστό της μέσης ανεργίας και περισσότεροι από 5,5 εκατομμύρια νέοι κάτω των 25 ετών στην ΕΕ ήταν άνεργοι τον Δεκέμβριο του 2009, αριθμός που ισούται με ποσοστό 21,4 % όλων των νέων, δημιουργώντας το παράδοξο ότι ενώ οι νέοι, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, αποτελούν απαραίτητο πυλώνα στήριξης των ασφαλιστικών συστημάτων, μένουν ταυτόχρονα στο οικονομικό περιθώριο,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν λίγες πιθανότητες για τους νέους να βρουν μόνιμη, κανονική απασχόληση· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέοι εισέρχονται κυρίως στην αγορά εργασίας μέσω άτυπων, ιδιαίτερα ευέλικτων, αβέβαιων και επισφαλών μορφών απασχόλησης (περιθωριακή μερική, προσωρινή ή ορισμένου χρόνου απασχόληση κτλ.), και ότι οι πιθανότητες αυτή να αποτελέσει σκαλοπάτι για μόνιμη απασχόληση είναι χαμηλές,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα προγράμματα άσκησης και πρακτικής φαίνεται ότι χρησιμοποιούνται πιο συχνά από τους εργοδότες για να αντικαθιστούν την κανονική απασχόληση, εκμεταλλευόμενοι τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι νέοι κατά την είσοδό τους στην αγορά εργασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συγκεκριμένες μορφές εκμετάλλευσης των νέων πρέπει να εξεταστούν και να εξαλειφθούν αποτελεσματικά από τα κράτη μέλη,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τέσσερα από τα δέκα μέτρα που εγκρίθηκαν στην έκτακτη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στην Πράγα το 2009 για την απασχόληση αφορούν την εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση, τη διά βίου μάθηση, τις περιόδους μαθητείας, τη διευκόλυνση της κινητικότητας και την καλύτερη πρόβλεψη των αναγκών της αγοράς εργασίας και της αντιστοίχισης των δεξιοτήτων,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανεργία και η υποαπασχόληση των νέων επιφέρουν δυσβάσταχτο κοινωνικό και οικονομικό κόστος για την κοινωνία, με αποτέλεσμα την απώλεια ευκαιριών οικονομικής ανάπτυξης, τη διάβρωση της φορολογικής βάσης η οποία υπονομεύει τις επενδύσεις σε υποδομές και δημόσιες υπηρεσίες, τις αυξημένες δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας, τις μη επαρκώς αξιοποιημένες επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, και τον κίνδυνο της μακροπρόθεσμης ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέες γενιές πρέπει να μειώσουν τα τεράστια δημόσια χρέη που προκαλούν οι σημερινές γενιές,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τις οικονομικές και δημογραφικές προβολές θα προκύψουν 80 εκατομμύρια ευκαιρίες απασχόλησης στην ΕΕ την επόμενη δεκαετία, η πλειονότητα των οποίων θα απαιτεί εργατικό δυναμικό με δεξιότητες υψηλού επιπέδου· λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό ανεργίας για άτομα με δεξιότητες υψηλού επιπέδου σε όλη την ΕΕ αγγίζει περίπου το 85 %, για δεξιότητες μεσαίου επιπέδου το 70 % και για δεξιότητες χαμηλού επιπέδου το 50 %,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι καίριας σημασίας για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, καθώς η μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης· λαμβάνοντας υπόψη ότι πάνω από το 50 % των νέων θέσεων εργασίας δημιουργούνται από ΜΜΕ,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η μετάβαση από την εκπαίδευση στην εργασία και μεταξύ των θέσεων εργασίας αποτελεί διαρθρωτική πρόκληση για τους νέους σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μαθητείες έχουν σε μεγάλο βαθμό θετικό αντίκτυπο στην πρόσβαση των νέων στην απασχόληση, κυρίως εάν επιτρέπουν την απόκτηση επαγγελματισμού και ειδικών προσόντων απευθείας στο εσωτερικό των επιχειρήσεων,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα θα πρέπει να βελτιωθούν σημαντικά, ενώ οι συμπράξεις μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, τα αποτελεσματικά προγράμματα μαθητείας, τα δάνεια ανάπτυξης σταδιοδρομίας και οι επενδύσεις στην κατάρτιση από τους εργοδότες πρέπει να ενθαρρυνθούν,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέοι συχνά αντιμετωπίζουν διακρίσεις λόγω ηλικίας κατά την είσοδό τους στην αγορά εργασίας, καθώς και κατά την κατάργηση θέσεων εργασίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέες είναι πιθανότερο να αντιμετωπίσουν την ανεργία και τη φτώχεια σε σχέση με τους νέους· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι οι νέοι έχουν πληγεί σφοδρότερα από την ανεργία κατά την τρέχουσα οικονομική κρίση· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι οι νέοι με αναπηρία αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια στην ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξιοπρεπής εργασία οδηγεί τους νέους από την κοινωνική εξάρτηση στην αυτάρκεια, τους βοηθά να ξεφύγουν από τη φτώχεια και τους επιτρέπει να συμβάλουν ενεργά στην κοινωνία, οικονομικά και κοινωνικά· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νομοθεσίες ορισμένων κρατών μελών εισάγουν διακρίσεις λόγω ηλικίας με περιορισμούς στα δικαιώματα των νέων που βασίζονται αποκλειστικά στην ηλικία, όπως τα κατώτερα επίπεδα ελάχιστου μισθού για τους νέους στο Ηνωμένο Βασίλειο, η περιορισμένη πρόσβαση στο Revenu de solidarité active στη Γαλλία και τα μειωμένα επιδόματα ανεργίας για τους νέους στη Δανία, τα οποία στο σύνολό τους, αν και αποσκοπούν να επιτρέψουν την είσοδο των νέων στην εργασία, είναι απαράδεκτα και μπορεί να είναι αντιπαραγωγικά εμποδίζοντας τους νέους να ξεκινήσουν μια οικονομικά ανεξάρτητη ζωή, ιδίως σε περιόδους κρίσης με υψηλή ανεργία των νέων,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα σημεία αναφοράς της στρατηγικής της Λισαβόνας για τη νεολαία και τον εκσυγχρονισμό της επαγγελματικής κατάρτισης (VET) δεν έχουν επιτευχθεί πλήρως,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ευλυγισία με ασφάλεια έχει καταστεί η γενική στρατηγική για τις αγορές εργασίας της ΕΕ στοχεύοντας σε ευέλικτες και αξιόπιστες συμβάσεις, στη διά βίου μάθηση, σε ενεργείς πολιτικές αγοράς εργασίας και στην κοινωνική ασφάλιση· λαμβάνοντας υπόψη, δυστυχώς, ότι η συγκεκριμένη στρατηγική σε πολλά κράτη μέλη έχει ερμηνευτεί περιοριστικά ως «ευελιξία» παραβλέποντας τη σφαιρική προσέγγιση και την ασφάλεια της απασχόλησης και την κοινωνική ασφάλιση,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι με τη δημογραφική αλλαγή ο ευρωπαϊκός οικονομικός χώρος θα δεχθεί μεγάλη επιβάρυνση από το 2020 εξαιτίας της έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και ότι η εξέλιξη αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με επαρκή εκπαίδευση, κατάρτιση και συνεχή κατάρτιση,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο που διαδραματίζουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις όσον αφορά τον ευρωπαϊκό οικονομικό ιστό, τόσο λόγω του αριθμού τους όσο και του στρατηγικού τους ρόλου στην καταπολέμηση της ανεργίας,

1.

ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν μια προσέγγιση έναντι των νέων και της απασχόλησης βασισμένη στα δικαιώματα· η πτυχή της ποιότητας της αξιοπρεπούς εργασίας για τους νέους δεν πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο, και τα βασικά πρότυπα εργασίας και άλλα πρότυπα που αφορούν την ποιότητα της εργασίας, όπως οι ώρες εργασίας, ο βασικός μισθός, η κοινωνική ασφάλιση και η υγεία και η ασφάλεια στην εργασία, πρέπει να αποτελούν βασικούς προβληματισμούς στο πλαίσιο των προσπαθειών που καταβάλλονται·

Δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας και ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας

2.

καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να χαράξουν στρατηγική απασχόλησης για την ΕΕ η οποία συνδυάζει τα οικονομικά μέσα και τις πολιτικές απασχόλησης, προκειμένου να αποφευχθεί η ανάπτυξη δίχως θέσεις εργασίας, και συνεπάγεται τον καθορισμό φιλόδοξων σημείων αναφοράς για την απασχόληση των νέων ανθρώπων· ενθαρρύνει σθεναρά την επικέντρωση της στρατηγικής για την εργασία κυρίως στις αναπτυσσόμενες πράσινες θέσεις εργασίας και τις θέσεις απασχόλησης στη κοινωνική οικονομία, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι το Κοινοβούλιο θα συμμετάσχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων·

3.

τονίζει πόσο σημαντικό είναι τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν πράσινες θέσεις απασχόλησης, παραδείγματος χάριν παρέχοντας κατάρτιση σε περιβαλλοντικές τεχνολογίες·

4.

καλεί τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν αποδοτικά κίνητρα, όπως επιδοτήσεις για την απασχόληση ή ασφαλιστικές εισφορές για νέους που θα διασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και εργασίας· καλεί τους εργοδότες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να προσλαμβάνουν νέους, να επενδύουν τόσο στη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας για νέους όσο και στη συνεχή κατάρτιση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους κατά τη διάρκεια της απασχόλησης και να στηρίζουν την επιχειρηματικότητα της νεολαίας· τονίζει τον ειδικό ρόλο και τη σημασία των μικρών επιχειρήσεων όσον αφορά την ειδική γνώση και την παραδοσιακή τεχνογνωσία· ενθαρρύνει τη διασφάλιση της πρόσβασης των νέων στον ευρωπαϊκό μηχανισμό μικροχρηματοδοτήσεων που δημιουργήθηκε πρόσφατα·

5.

υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η επιχειρηματική εκπαίδευση, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας απόκτησης των δεξιοτήτων που απαιτούνται για νέους τύπους απασχόλησης·

6.

καλεί τα κράτη μέλη να αποκτήσουν φιλόδοξη πολιτική στον τομέα της κατάρτισης των νέων·

7.

καλεί την Επιτροπή –λαμβάνοντας υπόψη και τις θετικές εθνικές εμπειρίες εταιρικών σχέσεων μεταξύ σχολείων, πανεπιστημίων, επιχειρήσεων και κοινωνικών εταίρων– να προαγάγει και να υποστηρίξει ορισμένα πειραματικά προγράμματα στους νέους στρατηγικούς τομείς της ανάπτυξης προβλέποντας κατάλληλη επιστημονική, τεχνολογική και προσανατολισμένη στην απασχόληση κατάρτιση των νέων, ιδίως των γυναικών, για να ευνοηθεί η καινοτομία και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτόν υποτροφίες, σχέσεις μαθητείας υψηλής κατάρτισης και μη άτυπες συμβάσεις εργασίας·

8.

καλεί τα πανεπιστήμια να δημιουργούν ενωρίς επαφές με εργοδότες και να προσφέρουν στους φοιτητές τη δυνατότητα απόκτησης των απαραίτητων για την αγορά εργασίας δεξιοτήτων·

9.

καλεί τα κράτη μέλη να προωθήσουν πολυσχιδή μέτρα με στόχο την τόνωση της οικονομίας, όπως η μείωση των φόρων και η μείωση του διοικητικού φόρτου των ΜΜΕ, προκειμένου να επέλθει ανάπτυξη και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, ιδίως για τους νέους·

10.

ελπίζει σε επιτυχία ως προς τη ζήτηση μικροπιστώσεων από νέους· πιστεύει ότι πρέπει να παρέχονται συνεπείς και επαγγελματικές συμβουλές στα άτομα που ιδρύουν νέες επιχειρήσεις·

11.

καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν σφαιρικές και στοχοθετημένες πολιτικές για την αγορά εργασίας οι οποίες θα διασφαλίζουν την ένταξη με σεβασμό και την ουσιαστική απασχόληση των νέων, π.χ. μέσω της δημιουργίας δικτύων έμπνευσης, ρυθμίσεων άσκησης, η οποία θα συνοδεύεται από χρηματοδοτική ενίσχυση ούτως ώστε ο ασκούμενος να έχει τη δυνατότητα να μετακινηθεί και να ζήσει κοντά στον τόπο όπου θα πραγματοποιήσει την άσκηση, διεθνών κέντρων επαγγελματικού προσανατολισμού και κέντρων νεολαίας για ατομική καθοδήγηση όπως η συλλογική οργάνωση και γνώσεις νομικών πτυχών σχετικά με την άσκησή τους·

12.

αναγνωρίζει τη δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση που αντιμετωπίζουν οι νέοι για να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν τη δική τους επιχείρηση· ζητεί από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να θεσπίσουν μέτρα για να διευκολύνουν την πρόσβαση των νέων στη χρηματοδότηση, και να καθιερώσουν προγράμματα καθοδήγησης για τη δημιουργία και την ανάπτυξη επιχειρήσεων που θα απευθύνονται σε νέους σε συνεργασία με την επιχειρηματική κοινότητα·

13.

καλεί τα κράτη μέλη να προωθήσουν με καινοτόμα προγράμματα τις ικανότητες των ατόμων που διακόπτουν τη φοίτηση στο σχολείο και να τα προετοιμάζουν για την αγορά εργασίας·

14.

καλεί τα κράτη μέλη να προβλέψουν για έγκαιρες συνεργασίες μεταξύ σχολείου και κόσμου της εργασίας κατά τον αναπροσανατολισμό των εκπαιδευτικών συστημάτων· φρονεί ότι οι τοπικές αρχές πρέπει να συμπεριληφθούν στον σχεδιασμό της εκπαίδευσης και της κατάρτισης διότι διαθέτουν δικτύωση με τους εργοδότες και γνωρίζουν τις ανάγκες τους·

15.

καλεί την Επιτροπή να επεκτείνει τη χρηματοδότηση και να διασφαλίσει την καλύτερη χρήση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου,να καθορίσει ένα ελάχιστο ποσοστό 10 % των κονδυλίων του ταμείου για σχέδια με στόχο τους νέους και να διευκολύνει την πρόσβαση στο ταμείο· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να μην θέτουν σε κίνδυνο την εκτέλεση μικρών και καινοτόμων σχεδίων με υπερβολικούς ελέγχους και να επανεξετάσει την αποτελεσματικότητα και την προστιθέμενη αξία και στον τομέα των δυνατοτήτων της απασχόλησης των νέων, προγραμμάτων όπως το «Youth in Αction»· καλεί τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τον προσδιορισμό των στόχων τους όσον αφορά τη νεολαία·

16.

παροτρύνει τα κράτη μέλη να δώσουν προτεραιότητα στη συνεργασία επιχειρήσεων-φορέων παροχής εκπαίδευσης ως το κατάλληλο εργαλείο για την καταπολέμηση της διαρθρωτικής ανεργίας·

Εκπαίδευση και μετάβαση από την εκπαίδευση στην απασχόληση

17.

καλεί τα κράτη μέλη να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για τη μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου προκειμένου για την επίτευξη του στόχου της στρατηγικής της ΕΕ για το 2020 για μέγιστο ποσοστό 10 % των μαθητών που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο έως το 2012· καλεί τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν ένα ευρύ φάσμα μέτρων για την καταπολέμηση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού, π.χ. μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, παροχή βοήθειας για μαθητές που αδυνατούν για οικονομικούς λόγους να ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση, ενίσχυση της πρακτικής διάστασης των σχολικών προγραμμάτων, εισαγωγή συμβούλων σε όλα τα σχολεία, καθιέρωση άμεσης παρακολούθησης των μαθητών που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο· επισημαίνει ότι η Φινλανδία έχει επιτύχει τη μείωση του αριθμού μαθητών που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο, μελετώντας μαζί τους τη δυνατότητα αναζήτησης μιας νέας κατεύθυνσης· καλεί την Επιτροπή να συντονίσει σχέδιο σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές·

18.

καλεί τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τους δεσμούς του εκπαιδευτικού συστήματος με τον κόσμο της εργασίας και να οργανώσουν συστήματα πρόγνωσης των αναγκών σε δεξιότητες και εξειδικεύσεις·

19.

ζητεί να καταβληθούν προσπάθειες για να εξασφαλισθεί ότι όλα τα παιδιά θα τυγχάνουν εξαρχής της απαραίτητης γι’ αυτά στήριξης, ιδίως δε να εξασφαλισθεί η στοχοθετημένη στήριξη παιδιών με προβλήματα ομιλίας ή άλλους περιορισμούς, προκειμένου να τους παρέχονται οι μεγαλύτερες δυνατές ευκαιρίες στον εκπαιδευτικό και επαγγελματικό τομέα·

20.

ζητεί περισσότερα και καλύτερα προγράμματα μαθητείας· παραπέμπει στα θετικά αποτελέσματα του διπλού συστήματος στο πλαίσιο της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (VET) σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Δανία όπου το σύστημα θεωρείται σημαντικό μέρος της μετάβαση των νέων από την εκπαίδευση στην απασχόληση· καλεί τα κράτη μέλη να στηρίξουν τα προγράμματα μαθητείας και να παρακινήσουν τις επιχειρήσεις να προσφέρουν ευκαιρίες κατάρτισης στους νέους ακόμη και σε περιόδους κρίσης· υπογραμμίζει τη σημασία της επαρκούς κατάρτισης προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα εργατικό δυναμικό με υψηλές δεξιότητες που θα χρειαστούν οι επιχειρήσεις στο μέλλον· τονίζει ότι τα προγράμματα μαθητείας δεν πρέπει να υποκαταστήσουν τις κανονικές θέσεις εργασίας·

21.

ζητεί περισσότερα και καλύτερα προγράμματα άσκησης· καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο, ακολουθώντας τη δέσμευση της ανακοίνωσης COM(2007)0498 σχετικά με την πρόταση «μιας πρωτοβουλίας για έναν ευρωπαϊκό χάρτη ποιότητας για τις περιόδους πρακτικής άσκησης», να εκπονήσουν έναν ευρωπαϊκό χάρτη ποιότητας για τις περιόδους πρακτικής άσκησης σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τα προγράμματα άσκησης με σκοπό τη διασφάλιση της εκπαιδευτικής αξίας τους και την αποφυγή εκμετάλλευσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα προγράμματα άσκησης αποτελούν μέρος της εκπαίδευσης και δεν πρέπει να υποκαθιστούν τις κανονικές θέσεις εργασίας. Οι προδιαγραφές αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν περιγραφή της εργασίας ή των προσόντων που πρέπει να αποκτηθούν, ένα χρονικό περιορισμό για τα προγράμματα άσκησης, ένα ελάχιστο επίδομα βάσει του συνήθους κόστους ζωής στον τόπο στον οποίο πραγματοποιείται η πρακτική άσκηση που ανταποκρίνεται στις εθνικές παραδόσεις, ασφάλιση στον τόπο εργασίας, παροχές κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τα τοπικά πρότυπα και σαφή διασύνδεση με το εκάστοτε εκπαιδευτικό πρόγραμμα·

22.

καλεί την Επιτροπή να παράσχει στατιστικά στοιχεία σχετικά με τα προγράμματα πρακτικής σε κάθε κράτος μέλος τα οποία θα περιλαμβάνουν:

τον αριθμό των προγραμμάτων πρακτικής

τη διάρκεια των περιόδων πρακτικής

τις κοινωνικές παροχές για τους ασκούμενους

τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους ασκούμενους

την ηλικιακή ομάδα των ασκούμενων

και να εκπονήσει συγκριτική μελέτη σχετικά με τα διάφορα προγράμματα πρακτικής που υπάρχουν στα κράτη μέλη της ΕΕ·

23.

ζητεί η παρακολούθηση να ελέγχεται από το εκάστοτε κράτος μέλος·

24.

προτείνει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα ευρωπαϊκό σύστημα πιστοποίησης και αναγνώρισης των αποκτηθέντων γνώσεων και δεξιοτήτων μέσω της μαθητείας και της άσκησης, το οποίο θα συνδράμει και στην αύξηση της κινητικότητας του νέου εργατικού δυναμικού·

25.

ζητεί την προστασία των νέων από εργοδότες - δημόσιους και ιδιώτες - που μέσω προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, μαθητείας ή και άσκησης, καλύπτουν καίριες και βασικές ανάγκες με χαμηλό ή μηδαμινό κόστος εκμεταλλευόμενοι τη θέληση των νέων για μάθηση χωρίς καμία προοπτική μελλοντικής πλήρους ένταξης των εν λόγω νέων στο εργατικό τους δυναμικό·

26.

υπογραμμίζει τη σημασία της προώθησης της επαγγελματικής και εκπαιδευτικής κινητικότητας των νέων μεταξύ των κρατών μελών και την ανάγκη αύξησης της αναγνώρισης και της διαφάνειας των προσόντων, των δεξιοτήτων και των τίτλων στην ΕΕ· ζητεί να ενταθούν οι προσπάθειες για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πλαισίου προσόντων για τη δια βίου μάθηση και του ευρωπαϊκού πλαισίου αναφοράς για τη διασφάλιση της ποιότητας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, και να ενισχυθεί το πρόγραμμα Leonardo da Vinci·

27.

καλεί τα κράτη μέλη να επιταχύνουν την εναρμόνιση των εθνικών προφίλ προσόντων και των ευρωπαϊκών προφίλ προσόντων, προκειμένου να αυξηθεί περαιτέρω η κινητικότητα των νέων στους τομείς της εκπαίδευσης και της εργασίας·

28.

υπογραμμίζει τον ρόλο των φορέων παροχής εκπαίδευσης του ιδιωτικού τομέα, καθώς ο ιδιωτικός τομέας είναι συνήθως πιο καινοτόμος στον σχεδιασμό μαθημάτων και πιο ευέλικτος στην παροχή τους·

29.

παροτρύνει τα κράτη μέλη να παρέχουν πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα σε νέους υπό καθεστώς άσκησης, πρακτικής και μαθητείας επιδοτώντας, υπό προϋποθέσεις, ένα ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών τους·

30.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εντάξουν τα προγράμματα μαθητείας, άσκησης και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης·

31.

καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν το σύστημα σχολικού προσανατολισμού μεταξύ πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προκειμένου να βοηθά τους νέους και τις οικογένειές τους στην επιλογή των διαύλων της εκπαίδευσης και της κατάρτισης που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές τους κλίσεις, ικανότητες και φιλοδοξίες, μειώνοντας τον κίνδυνο της μετέπειτα εγκατάλειψης ή αποτυχίας·

32.

αναγνωρίζει ότι, σε περιόδους κρίσης, οι νέοι αναζητούν την εκπαίδευση και πρέπει να τους παρέχονται κίνητρα για να το πράττουν· καλεί όλα τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση για όλους με την παροχή ενός ελάχιστου δικαιώματος σε δωρεάν εκπαίδευση από το νηπιαγωγείο έως το πανεπιστήμιο, εξασφαλίζοντας την οικονομική στήριξη των νέων σπουδαστών· καλεί τα κράτη μέλη να επενδύσουν περαιτέρω στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, ακόμα και σε περιόδους δημοσιονομικών και κοινωνικών περιορισμών, να υιοθετήσουν το ταχύτερο δυνατό, το ευρωπαϊκό πλαίσιο προσόντων και να θεσπίσουν, όπου είναι απαραίτητο, εθνικά πλαίσια δεξιοτήτων·

33.

υπενθυμίζει ότι σκοπός της διαδικασίας της Κοπεγχάγης είναι η ενθάρρυνση της αξιοποίησης του ευρέος φάσματος διαθέσιμων ευκαιριών επαγγελματικής κατάρτισης (π.χ. στο σχολείο, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στον χώρο εργασίας ή μέσω ιδιαίτερων μαθημάτων)·

34.

καλεί την Επιτροπή να επεκτείνει τα προγράμματα της ΕΕ τα οποία στηρίζουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση όπως το πρόγραμμα της διά βίου μάθησης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, οι δράσεις Μαrie Curie και το Erαsmus Mundus και η πρωτοβουλία για την επιστημονική εκπαίδευση·

35.

καλεί τα κράτη μέλη να συστήσουν εθνικές ομάδες εργασίας για τους νέους, προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της αγοράς εργασίας, προωθώντας μια μεγαλύτερη και κοινή ευθύνη της κυβέρνησης, των εργοδοτών και των ατόμων για επενδύσεις στις δεξιότητες· ζητεί από τα κράτη μέλη να παράσχουν συμβουλευτικά όργανα σε όλα τα σχολεία, προκειμένου να πραγματοποιείται πιο ομαλά η μετάβαση από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας και να προαχθεί η συνεργασία μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών φορέων·

36.

θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να προσαρμοσθεί το σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης στη ραγδαία μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας και στη ζήτηση νέων επαγγελμάτων·

37.

θεωρεί ότι η εκμάθηση γλωσσών είναι καίριας σημασίας για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας και την προώθηση της κινητικότητάς τους και των ίσων ευκαιριών·

Προσαρμογή στις ανάγκες των ατόμων και της αγοράς εργασίας

38.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενημερώσουν τους νέους σχετικά με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι θεσπίζονται κατάλληλοι μηχανισμοί επανεξέτασης για την παρακολούθηση των εξελίξεων στην απασχόληση· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναπτύξουν πολιτικές και στρατηγικές βασιζόμενες στον κύκλο ζωής, στο πλαίσιο των οποίων η εκπαίδευση και η απασχόληση ενσωματώνονται καλύτερα, η ασφαλής μετάβαση αποτελεί βασικό σημείο και πραγματοποιείται διαρκής επαγγελματική κατάρτιση του εργατικού δυναμικού για την απόκτηση ικανοτήτων ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας·

39.

καλεί την Επιτροπή να εντείνει τις προσπάθειες για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, περιλαμβανομένων των μη τυπικών μορφών μάθησης και της επαγγελματικής εμπειρίας, προκειμένου να υποστηριχθεί η κινητικότητα των νέων·

40.

καλεί τα κράτη μέλη να προωθήσουν την αναγνώριση των εκπαιδευτικών επιδόσεων στο πλαίσιο της άτυπης και ανεπίσημης μάθησης, προκειμένου οι νέοι να μπορούν να αποδείξουν στη συνέχεια την εκπαίδευση και τις ικανότητές τους, όπως απαιτείται όταν αναζητούν εργασία στην αγορά·

41.

ζητεί να αυξηθεί η υποστήριξη και το κύρος της επαγγελματικής κατάρτισης·

42.

ζητεί από την Επιτροπή να επανεξετάσει τη στρατηγική της ευλυγισίας με ασφάλεια, από κοινού με τους κοινωνικούς εταίρους, προκειμένου να αποτελέσει η ασφάλεια της μετάβασης κορυφαία προτεραιότητα της ατζέντας, δημιουργώντας παράλληλα κινητικότητα και ευκολότερη πρόσβαση για τους νέους· υπογραμμίζει ότι η ευελιξία χωρίς κοινωνική ασφάλεια δεν αποτελεί αειφόρο τρόπο καταπολέμησης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην αγορά εργασίας·, τουναντίον αποτελεί τρόπο καταστρατήγησης των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των νέων·

43.

απευθύνει έκκληση στα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν και τα τέσσερα στοιχεία της ευλυγισίας με ασφάλεια στον εθνικό σχεδιασμό των στρατηγικών για την απασχόληση των νέων, δηλαδή:

α.

ευέλικτες και αξιόπιστες συμβατικές συμφωνίες,

β.

ολοκληρωμένα προγράμματα κατάρτισης, άσκησης ή διά βίου μάθησης που διασφαλίζουν τη διαρκή ανάπτυξη δεξιοτήτων,

γ.

αποτελεσματικές ενεργείς πολιτικές για την αγορά εργασίας που επικεντρώνονται στις δεξιότητες, την ποιοτική απασχόληση και την ενσωμάτωση,

δ.

αποτελεσματικούς μηχανισμούς εργασιακής κινητικότητας,

ε.

συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που παρέχουν στους νέους κυρίως ασφάλεια μετάβασης μεταξύ των διαφόρων καταστάσεων απασχόλησης, μεταξύ της ανεργίας και της απασχόλησης, ακόμα και μεταξύ της κατάρτισης και της απασχόλησης, και δεν τους αναγκάζουν να είναι ευέλικτοι,

στ.

αποτελεσματικούς μηχανισμούς παρακολούθησης για τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων·

44.

καλεί τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους να διασφαλίσουν την ποιοτική απασχόληση, ώστε να μην πέφτουν οι νέοι στην «παγίδα της επισφάλειας»· καλεί τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους, με βάση τις κείμενες εθνικές νομοθεσίες και σε συνεργασία με την Επιτροπή, να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν καλύτερα πρότυπα προκειμένου να προστατεύσουν εκείνους που εργάζονται σε επισφαλείς ή χαμηλής ποιότητας θέσεις εργασίας·

45.

καλεί την Επιτροπή να προβεί σε εκτίμηση των μακροπρόθεσμων συνεπειών της ανεργίας των νέων και της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών·

46.

υπογραμμίζει την ανάγκη για έναν ισχυρό και διαρθρωμένο κοινωνικό διάλογο σε όλους τους χώρους εργασίας με στόχο την προστασία των νέων εργαζομένων από την εκμετάλλευση και την επισφαλή εργασία που συχνά συνδυάζεται με την προσωρινή εργασία· υπογραμμίζει την ανάγκη να ασχοληθούν οι κοινωνικοί εταίροι με τους νέους εργαζόμενους και τις ειδικές τους ανάγκες·

47.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να κάνουν περισσότερα ώστε να διασφαλίσουν ότι η οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση, η οποία απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω ηλικίας στην απασχόληση, έχει μεταφερθεί σωστά και εφαρμόζεται αποτελεσματικά· πιστεύει ότι πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα για να διασφαλιστεί ότι τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους βάσει της συγκεκριμένης νομοθεσίας·

48.

καλεί τα κράτη Μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους να προχωρήσουν σε εφαρμογή στρατηγικών ενημέρωσης και πληροφόρησης των νέων για τα δικαιώματά τους στην εργασία, καθώς και για τις διάφορες εναλλακτικές οδούς ένταξης τους στην αγορά εργασίας·

49.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν την προσέγγιση μεταξύ του κόσμου της εργασίας και της εκπαίδευσης, προκειμένου να διαμορφωθούν εκπαιδευτικά προγράμματα, όπως για παράδειγμα τα παράλληλα, τα οποία συνδυάζουν τη θεωρητική εκπαίδευση με την πρακτική εμπειρία, για να εφοδιάσουν τους νέους τόσο με τις αναγκαίες γενικές γνώσεις όσο και με ειδικές ικανότητες· καλεί επίσης την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προβούν σε επενδύσεις για να υποστηρίξουν μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης για την επαγγελματική κατάρτιση (VET), τις τεχνικές σπουδές και την επιχειρηματικότητα, έτσι ώστε τα προγράμματα αυτά να μην αντιμετωπίζονται ως μειωτική επιλογή, αλλά ως ευκαιρία για την κάλυψη των κενών απασχόλησης τεχνικών ειδικοτήτων, η ζήτηση των οποίων αυξάνεται αισθητά, και για να τεθεί εκ νέου σε κίνηση η ευρωπαϊκή οικονομία·

50.

καλεί τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους να προχωρήσουν στον εντατικότερο σχεδιασμό και υλοποίηση προγραμμάτων ενίσχυσης της πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας, μέσω ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιφέρειες και κλάδους, όπου παρατηρούνται υψηλά ποσοστά νέων ανέργων·

51.

καλεί τα κράτη μέλη να απαλύνουν τις επιπτώσεις της ανεργίας των νέων στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα αυτής της γενεάς και να προσφέρουν στους νέους ανθρώπους κίνητρο για μακρόχρονη εκπαίδευση με τον γενναιόδωρο υπολογισμό του χρόνου της εκπαίδευσης·

52.

καλεί τους κοινωνικούς εταίρους να εντείνουν τις προσπάθειες ενημέρωσης των νέων για το δικαίωμα συμμετοχής τους στον κοινωνικό διάλογο, και να ενισχύσουν τη συμμετοχή της μεγάλης αυτής μερίδας του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στις δομές των φορέων εκπροσώπησης τους·

Μειονεκτήματα και διακρίσεις

53.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η εθνική νομοθεσία που αφορά τους νέους και συγκεκριμένα η εθνική νομοθεσία που βασίζεται στην οδηγία (2000/78/ΕΚ) για την ισότητα στην απασχόληση δεν χρησιμοποιείται για την εισαγωγή διακρίσεων σε βάρος της πρόσβασης των νέων εργαζομένων σε κοινωνικές παροχές· πιστεύει ότι πρέπει να ληφθούν πολύ περισσότερα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι εργαζόμενοι και εργοδότες γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της νομοθεσίας αυτής·

54.

συνιστά στα κράτη μέλη να αναλάβουν κατάλληλες πρωτοβουλίες για να εξασφαλίσουν στους νέους μετανάστες την εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής τους, την αναγνώριση των τίτλων τους στη χώρα προέλευσης, την πρόσβαση σε καίριες ειδικότητες, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτόν την κοινωνική τους ενσωμάτωση και τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας·

55.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να παράσχουν αρκετές και καλύτερες δυνατότητες παιδικής μέριμνας στους νέους γονείς, όπως τα ολοήμερα σχολεία με αποδεκτό κόστος διευκολύνοντας, κατά συνέπεια, τη συμμετοχή των νέων γονέων, και ιδίως των μητέρων, στην αγορά εργασίας·

56.

ζητεί οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη στους νέους γονείς, είτε στο πλαίσιο της παιδικής μέριμνας είτε στο πλαίσιο των βρεφονηπιακών σταθμών, να είναι σε επαρκές επίπεδο για να μην αποθαρρύνεται η συμμετοχή των ενδιαφερομένων στην αγορά εργασίας·

57.

καλεί τα κράτη μέλη να ξεκινήσουν μια βραχυπρόθεσμη προσπάθεια εστιάζοντας την προσοχή τους στους νέους άνεργους άνδρες στους τομείς που πλήττονται από την κρίση, χωρίς να παραβλέπουν τα μακροπρόθεσμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέες γυναίκες κατά την είσοδό τους στην αγορά εργασίας·

58.

καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα θετικής δράσης για τους νέους στους τομείς της αγοράς εργασίας στους οποίους δεν υπάρχει επαρκής εκπροσώπηση της νεολαίας, με σκοπό να ξεπεραστούν οι επιπτώσεις των προηγούμενων διακρίσεων λόγω ηλικίας και να επιτευχθεί ένα πραγματικά διαφοροποιημένο εργατικό δυναμικό, με εκάστοτε εύλογη προσαρμογή των δεδομένων για νέους με αναπηρία· επισημαίνει τη θετική εμπειρία όσον αφορά τη θετική δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων·

59.

τονίζει ότι πρέπει να δημιουργηθούν ειδικά προγράμματα για άτομα με αναπηρίες, με στόχο να αυξηθούν οι πιθανότητες πρόσβασής τους στην αγορά εργασίας·

60.

υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η ενθάρρυνση των προγραμμάτων άσκησης και της κινητικότητας για τους νέους που φοιτούν σε σχολεία ή παρακολουθούν προγράμματα κατάρτισης για καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως ο κινηματογράφος, η μουσική, ο χορός, το θέατρο ή το τσίρκο·

61.

θεωρεί ότι τα προγράμματα εθελοντισμού που λειτουργούν σε διάφορους τομείς, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του κοινωνικού, του πολιτιστικού και του αθλητικού τομέα, χρήζουν μεγαλύτερης υποστήριξης·

62.

καλεί τους επαγγελματικούς κλάδους να δημιουργήσουν εταιρικές σχέσεις μεταξύ των γενεών σε επιχειρήσεις και οργανώσεις, επιτυγχάνοντας έτσι μια ενεργό ανταλλαγή γνώσεων και συνενώνοντας με παραγωγικό τρόπο την πείρα διαφορετικών γενεών·

63.

αναγνωρίζει πόσο σημαντικό είναι οι νέοι να μπορούν να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι και καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι όλοι οι νέοι δικαιούνται ατομικά ένα αξιοπρεπές εισόδημα που τους εξασφαλίζει τη δυνατότητα δημιουργίας μιας οικονομικά ανεξάρτητης ζωής·

64.

ζητεί από τα κράτη μέλη οι νέοι να έχουν τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να λαμβάνουν αποτελεσματική βοήθεια για τις επαγγελματικές τους επιλογές, για την ενημέρωσή τους σχετικά με τα δικαιώματά τους και τη διαχείριση του ελάχιστου εισοδήματός τους·

Στρατηγικές και μέσα διακυβέρνησης σε επίπεδο ΕΕ

65.

προτείνει το Συμβούλιο και η Επιτροπή να καθιερώσουν μια Ευρωπαϊκή Εγγύηση Νέων, που θα διασφαλίζει σε κάθε νέο άνθρωπο εντός της ΕΕ το δικαίωμα σε θέση εργασίας, μαθητεία, πρόσθετη επιμόρφωση ή συνδυασμένη εργασία και επιμόρφωση μετά από μια μέγιστη περίοδο 4 μηνών ανεργίας·

66.

επιδοκιμάζει την πρόοδο προς τον καθορισμό της στρατηγικής της ΕΕ για το 2020, αλλά εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει δημόσια και διαφανής αξιολόγηση της στρατηγικής της Λισαβόνας και, συγκεκριμένα, του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Νεολαία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αναφοράς για τη νεολαία, και εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι κοινωνικοί εταίροι, η κοινωνία των πολιτών και οι οργανώσεις νεολαίας δεν συμμετείχαν επαρκώς σε διαβουλεύσεις κατά τη διαδικασία ανάπτυξης της στρατηγικής της ΕΕ για το 2020·

67.

ζητεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν και να αξιολογήσουν νέα δεσμευτικά κριτήρια αναφοράς· καλεί την Επιτροπή να αξιολογεί ετησίως τα υφιστάμενα κριτήρια αναφοράς και την εγγύηση για τη νεολαία με σκοπό την επίτευξη αποτελεσμάτων και προόδου βάσει πιο αναλυτικών στατιστικών πληροφοριών και, προπαντός, κατανεμημένων ανά φύλο και ομάδα ηλικίας·

68.

καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να συμφωνήσουν και να εφαρμόσουν νέα βελτιωμένα μέσα διακυβέρνησης και πληροφόρησης όσον αφορά το έργο σχετικά με την απασχόληση της νεολαίας·

69.

προτείνει τη σύσταση μιας μόνιμης ομάδας εργασίας της ΕΕ για τη νεολαία στην οποία θα συμμετέχουν οργανώσεις νεολαίας, κράτη μέλη, η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και οι κοινωνικοί εταίροι με σκοπό την παρακολούθηση των εξελίξεων σχετικά με την απασχόληση της νεολαίας, τη δυνατότητα χάραξης διατομεακών πολιτικών, τα κοινά παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών και τη δρομολόγηση νέων πολιτικών·

70.

επισημαίνει πόσο σημαντική είναι η συμμετοχή των νέων στη χάραξη πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης, προκειμένου να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη οι ανάγκες τους· συνιστά, εν προκειμένω, να προβεί η Επιτροπή σε διαβουλεύσεις με εκπροσώπους εθνικών συμβουλίων νεολαίας σχετικά με τις προτεραιότητες για τους νέους·

71.

καλεί τα κράτη μέλη να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις των πολιτικών στους νέους, να συμπεριλάβουν τη νεολαία σε όλες τις διαδικασίες και να θεσπίσουν Συμβούλια Νέων για την παρακολούθηση πολιτικών που αφορούν τους νέους·

72.

καλεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να δώσουν το καλό παράδειγμα αφαιρώντας από τους αντίστοιχους ιστοτόπους τους το υλικό που διαφημίζει τα μη αμειβόμενα προγράμματα άσκησης και να καταβάλλουν

ένα ελάχιστο επίδομα βάσει του επιπέδου του κόστους διαβίωσης του τόπου όπου πραγματοποιείται η πρακτική,

παροχές κοινωνικής ασφάλισης σε όλους τους ασκούμενούς τους·

*

* *

73.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ L 303, 2.12.2000, σ. 16.

(2)  ΕΕ C 279 E, 19.11.2009, σ. 23.

(3)  ΕΕ C 137 E, 27.5.2010, σ. 68.

(4)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0187.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/39


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Άτυπες συμβάσεις, εξασφαλισμένη επαγγελματική πορεία και νέες μορφές κοινωνικού διαλόγου

P7_TA(2010)0263

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τις άτυπες συμβάσεις, την εξασφαλισμένη επαγγελματική πορεία, την ευελιξία με ασφάλεια και τις νέες μορφές κοινωνικού διαλόγου (2009/2220(INI))

2011/C 351 E/06

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Μια κοινή δέσμευση για την απασχόληση» (COM(2009)0257),

έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ιδίως το άρθρο 30 σχετικά με την προστασία σε περίπτωση αδικαιολόγητης απόλυσης, το άρθρο 31 σχετικά με τις δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας και το άρθρο 33 σχετικά με την οικογενειακή ζωή και την επαγγελματική ζωή,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο Οικονομικής Ανάκαμψης» (COM(2008)0800) και το συναφές ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009 (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 9ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με την ενίσχυση της καταπολέμησης της αδήλωτης εργασίας (2),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Ώθηση στην ευρωπαϊκή ανάκαμψη» (COM(2009)0114),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Συνεταιρισμός για αλλαγή σε μια διευρυμένη Ευρώπη – Ενίσχυση της συμβολής του ευρωπαϊκού κοινωνικού διαλόγου» (COM(2004)0557),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Για τη θέσπιση κοινών αρχών όσον αφορά την ευελιξία με ασφάλεια: περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας μέσω της ευελιξίας με ασφάλεια» (COM(2007)0359) και το συναφές ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 2007 (3),

έχοντας υπόψη το πράσινο βιβλίο της Επιτροπής «Εκσυγχρονισμός της εργατικής νομοθεσίας για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα» (COM(2006)0708) και το σχετικό ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 (4),

έχοντας υπόψη την απόφαση 2008/618/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών για την περίοδο 2008-2010,

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής για την ενεργητική ένταξη των αποκλεισμένων από την αγορά εργασίας ατόμων (COM(2008)0639) και το σχετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Απριλίου 2009 (5),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2009 (ευελιξία με ασφάλεια σε καιρούς κρίσης),

έχοντας υπόψη την έκθεση της αποστολής για την ευελιξία με ασφάλεια, «Εφαρμογή των κοινών αρχών της ευελιξίας με ασφάλεια εντός του πλαισίου του κύκλου 2008-2010 της Στρατηγικής της Λισαβόνας», της 12ης Δεκεμβρίου 2008,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου EPSCO «Απασχόληση, Κοινωνική Πολιτική, Υγεία και Καταναλωτές» της 5ης-6ης Δεκεμβρίου 2007,

έχοντας υπόψη τις συστάσεις των ευρωπαϊκών κοινωνικών εταίρων που παρατίθενται στην έκθεση με τίτλο «βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές αγορές εργασίας: κοινή ανάλυση των κοινωνικών εταίρων», της 18ης Οκτωβρίου 2007,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της άτυπης συνάντησης των Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων στο Βερολίνο στις 18-20 Ιανουαρίου 2007 με θέμα την «καλή εργασία»,

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A7-0193/2010),

A.

εκτιμώντας ότι οι άτυπες μορφές απασχόλησης έχουν αυξηθεί σημαντικά από το 1990 και οι απολεσθείσες θέσεις εργασίας λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης ανήκουν πρωτίστως στον τομέα της άτυπης εργασίας· ότι ως άτυπες μορφές απασχόλησης χαρακτηρίζονται νέες μορφές συμβάσεων που έχουν ένα ή περισσότερα από τα εξής χαρακτηριστικά: μερική απασχόληση, περιστασιακή εργασία, προσωρινή απασχόληση, εργασία με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κατ’οίκον εργασία και τηλεργασία, μερική απασχόληση με 20 ή λιγότερες ώρες την εβδομάδα,

B.

εκτιμώντας ότι η ανάγκη ευέλικτης απασχόλησης έχει επισημανθεί επανειλημμένα,

Γ.

εκτιμώντας ότι η παγκοσμιοποίηση και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις προκαλούν ευρύτατη οικονομική αναδιάρθρωση, προκαλώντας αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και στο αντικείμενο των καθηκόντων των εργαζομένων, καθώς και διαδοχικά κύματα νέων ανεξάρτητων μονοπρόσωπων επιχειρήσεων σε κάθε τομέα και ηλικιακή ομάδα, δημιουργώντας την ανάγκη για επανακαθορισμό των εργασιακών σχέσεων, με σκοπό την αποφυγή στρεβλώσεων (όπως το φαινόμενο των ψευδοαυτοαπασχολούμενων),

Δ.

εκτιμώντας ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, η οποία μετατράπηκε σε πολύ σοβαρή κρίση απασχόλησης με μια τεράστια απώλεια θέσεων εργασίας και έχει οδηγήσει σε ασταθείς αγορές εργασίας και στην αύξηση του κοινωνικού αποκλεισμού, ιδίως στα ήδη ευάλωτα άτομα και στις μειονεκτούσες ομάδες,

Ε.

εκτιμώντας ότι ο αριθμός των φτωχών εργαζομένων αυξάνεται, αγγίζοντας το 8 % του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού, και ότι η αναλογία των χαμηλόμισθων κυμαίνεται επί του παρόντος στο 17 % περίπου,

ΣΤ.

εκτιμώντας ότι θα πρέπει να αναπτυχθεί μια ουσιαστική και συμπληρωματική προσέγγιση της ΕΕ, η οποία να επικεντρώνεται πρωτίστως στην αποτελεσματική διακυβέρνηση και σε ένα αμοιβαία υποστηρικτικό μείγμα μέτρων πολιτικής στους τομείς των οικονομικών, περιβαλλοντικών, εργασιακών και κοινωνικών πολιτικών και της επιχειρηματικότητας, καθώς και να ευθυγραμμίζεται με τις αρχές της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση (ΕΣΑ) σκοπός της οποίας είναι να παροτρυνθούν τα κράτη μέλη στην επιδίωξη κοινών στόχων που θα εστιάζουν στις τέσσερις αρχές της απασχολησιμότητας, της επιχειρηματικότητας, της προσαρμοστικότητας και της ισότητας των ευκαιριών,

Ζ.

εκτιμώντας ότι το ποσοστό ανεργίας εντός της ΕΕ των 27 έχει ανέλθει στο 10 % (2009) και η ανεργία είναι απίθανο να αγγίξει την αιχμή της πριν το πρώτο εξάμηνο του 2011,

Η.

εκτιμώντας ότι μια ανάλυση των αλλαγών στην απασχόληση κατά μορφωτικό επίπεδο δείχνει ότι ο αριθμός των ανθρώπων χαμηλών δεξιοτήτων που απασχολούνται έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια,

Θ.

εκτιμώντας ότι κατά μέσο όρο το ένα πέμπτο έως το ένα τέταρτο του συνόλου των Ευρωπαίων εργαζομένων αλλάζει δουλειά κάθε χρόνο,

Ι.

εκτιμώντας ότι το ποσοστό μετακίνησης ανάμεσα στην ανεργία και την απασχόληση είναι υψηλό, με το ένα τρίτο των ανέργων και το 10 % του ανενεργού πληθυσμού να βρίσκουν δουλειά μέσα σε ένα χρόνο, αλλά ότι παρόλα αυτά σημαντικός αριθμός εργαζόμενων, ιδίως σε άτυπες μορφές εργασίας, χάνουν την εργασίας τους χωρίς να βρίσκουν νέα απασχόληση,

ΙΑ.

εκτιμώντας ότι, στην ΕΕ των 27 το 45 % όλων των περιόδων ανεργίας διαρκεί περισσότερο από ένα έτος, συγκριτικά με περίπου το 10 % στις ΗΠΑ,

ΙΒ.

εκτιμώντας ότι ο κύκλος κινήσεως εργαζομένων είναι υψηλότερος στις γυναίκες από ότι στους άντρες (διαφορά πέντε τοις εκατό) και μεταξύ των νεότερων εργαζομένων (ηλικίας κάτω των 24), μειώνεται δε όσο αυξάνεται το μορφωτικό επίπεδο, πράγμα που δείχνει ότι η αλλαγή πολύ συχνότερα επιβάλλεται παρά επιλέγεται και συνδέεται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και επισφαλείς συμβάσεις, συχνά μάλιστα οι νέοι δεν βρίσκουν εργασία αντίστοιχη των ακαδημαϊκών τους προσόντων,

ΙΓ.

εκτιμώντας ότι υπολογίζεται πως ένας στους έξι εργαζομένους έχει ευθύνες φροντίδας ηλικιωμένου ή εξαρτώμενου συγγενή ή φίλου,

ΙΔ.

εκτιμώντας ότι σε ορισμένα κράτη μέλη έχει σημειωθεί άνοδος των περιπτώσεων αδήλωτης εργασίας, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρά οικονομικά (κυρίως δημοσιονομικά), κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα,

ΙΕ.

εκτιμώντας ότι η αξιολόγηση της ευελιξίας με ασφάλεια έχει σύνθετο χαρακτήρα και είναι απαραίτητο να υπάρξει μια συνολική προσέγγισή της, ιδίως ενόψει των αλλαγών που η παρούσα κρίση μπορεί να επιφέρει και στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων, ενθαρρύνοντάς τες να υιοθετήσουν ολοένα και λιγότερο προστατευόμενες σχέσεις εργασίας και με έντονη επισφάλεια,

ΙΣΤ.

εκτιμώντας ότι, στις πολιτικές για την απασχόληση, χρειάζεται να προωθηθούν ενεργά οι ίσες ευκαιρίες μεταξύ αντρών και γυναικών, ο συνδυασμός της επαγγελματικής, εκπαιδευτικής και οικογενειακής ζωής, καθώς και αρχές για την απαγόρευση των διακρίσεων,

ΙΖ.

εκτιμώντας ότι, ενώ ο κοινωνικός διάλογος έχει αναπτυχθεί με διάφορους τρόπους σε ολόκληρη την Ευρώπη, εν γένει η άνοδος των οικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσκολιών έχει οδηγήσει σε έντονο τριμερή διάλογο,

ΙΗ.

εκτιμώντας ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις συνιστούν τον συνηθέστερο τρόπο καθορισμού της αμοιβής στην Ευρώπη – δύο στους τρεις εργαζομένους καλύπτονται από μια συλλογική μισθολογική σύμβαση σε επίπεδο εταιρείας ή υψηλότερο επίπεδο,

ΙΘ.

εκτιμώντας ότι η ανεπίσημη συνάντηση των Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων στο Βερολίνο στις 19 Ιανουαρίου 2007 συμπέρανε ότι «η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερες και κοινές προσπάθειες για την προώθηση της καλής εργασίας· καλή εργασία σημαίνει δικαιώματα και συμμετοχή των εργαζομένων, δίκαιες αποδοχές, προστασία της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία καθώς και οργάνωση της εργασίας φιλική προς την οικογένεια· οι καλές και δίκαιες συνθήκες εργασίας καθώς και η κατάλληλη κοινωνική προστασία είναι απολύτως απαραίτητες προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνει αποδεκτή από τους πολίτες της»,

Κ.

εκτιμώντας ότι η έννοια της καλής εργασίας θα πρέπει να παρέχει τη θεμελιώδη καθοδήγηση για την επόμενη φάση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση.

Α.     Άτυπες συμβάσεις

1.

καλεί το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2010 να εκδώσει σαφείς κατευθύνσεις και να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς εργασίας και ποιοτικής απασχόλησης καθώς και τη δημιουργία βιώσιμων ευκαιριών εργασίας στο πλαίσιο μιας φιλόδοξης Στρατηγικής ΕΕ2020, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της κρίσης στην οικονομία, την κοινωνία και την αγορά εργασίας·

2.

καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τις προσπάθειες της Αποστολής για την Ευελιξία με ασφάλεια, καλεί τα κράτη μέλη να προβούν σε μια πιο ισορροπημένη και δίκαιη εφαρμογή των αρχών της ευελιξίας με ασφάλεια, και επισημαίνει ότι η αμοιβαία μάθηση και οι ανταλλαγές ορθών πρακτικών, όπως επίσης και η ανοιχτή μέθοδος συντονισμού (ΑΜΣ), αποτελούν ουσιαστικά εργαλεία για το συντονισμό των διαφορετικών προσεγγίσεων των πολιτικών των κρατών μελών· σημειώνει, ωστόσο, ότι η ΑΜΣ θα μπορούσε να βελτιωθεί και ότι, για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα, χρειάζεται να ενισχυθεί η διακυβέρνηση της ΑΜΣ,

3.

επισημαίνει τη μεγάλη ποικιλία εργασιακών παραδόσεων, μορφών συμβάσεων και επιχειρηματικών προτύπων που υπάρχουν στις αγορές εργασίας, τονίζοντας την ανάγκη, σε αυτό το πλαίσιο της διαφορετικότητας, να αποτελεί προτεραιότητα η διασφάλιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και των εργασιακών κεκτημένων·συνιστά την έγκριση μιας προσέγγισης από τη βάση αναπτύσσοντας νέες στρατηγικές απασχόλησης κατά τρόπον ώστε να διευκολύνεται ο διάλογος και η συμμετοχή των πολιτικών και κοινωνικών αρχών σε όλα τα επίπεδα·

4.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν και να υποστηρίξουν την ειδική θέση των ανεξάρτητων εξωτερικών συνεργατών ως ζωτικής δύναμης για την οικονομική ανάκαμψη, ως ένα «τρόπο πρόσβασης στην εργασία» ή μια εναλλακτική λύση στην αγορά εργασίας· σημειώνει ότι η ανεξάρτητη εργασία γίνεται ολονέν πιο δημοφιλής, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων εργαζομένων και των γυναικών και ως ένα μεταβατικό στάδιο από την εργασία στην σύνταξη· πιστεύει ότι πρέπει να μεταχειρίζονται τους ανεξάρτητους εργαζομένους ως ενιαίο υποσύνολο πολύ μικρών επιχειρήσεων και ζητεί τη λήψη μέτρων για την ελαχιστοποίηση του φόρτου των ρυθμίσεων και την ενθάρρυνση και στήριξη των ανεξάρτητων εξωτερικών συνεργατών για την εκκίνηση/ανάπτυξη ανεξαρτήτων επιχειρήσεων και την προώθηση της διά βίου μάθησης για αυτήν την ομάδα·

5.

τονίζει τη σημασία της αυτοαπασχόλησης ιδίως στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, και επισημαίνει τη σημασία των ελευθέρων επαγγελμάτων και των ιδιαιτεροτήτων τους· υπογραμμίζει ότι ο όρος «ελεύθερο επάγγελμα» σημαίνει απλά ένα συγκεκριμένο εξειδικευμένο επάγγελμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί και ανεξάρτητα·

6.

θεωρεί ότι θα πρέπει να διασφαλίζεται για όλους τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως του ακριβούς καθεστώτος απασχόλησής τους, μια σειρά από βασικά δικαιωμάτα· συνιστά οι προτεραιότητες σε περίπτωση μεταρρύθμισης της εργατικής νομοθεσίας, όπου αυτό χρειάζεται, να εστιάζουν στα εξής: επείγουσα διεύρυνση της προστασίας των εργαζομένων σε άτυπες μορφές απασχόλησης, ομαδοποίηση των άτυπων συμβάσεων για λόγους απλούστευσης, βιώσιμη δημιουργία σχέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης, διευκρίνιση της κατάστασης της εξαρτημένης απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της προληπτικής δράσης όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων σε άτυπες μορφές απασχόλησης, ενέργειες κατά της αδήλωτης εργασίας, στήριξη για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, και στα πλαίσια άτυπων συμβάσεων εργασίας, και τη διευκόλυνση των μεταβάσεων ανάμεσα σε διάφορες καταστάσεις απασχόλησης και ανεργίας, μέσω της προώθησης πολιτικών όπως τα ειδικά επιδόματα εργασίας, η δια βίου μάθηση, η επανακατάρτιση και η εκπαίδευση στην εργασία, ενθαρρύνει τις ενέργειες για τη διευκρίνιση της κατάστασης της εξαρτημένης απασχόλησης, και καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των σχέσεων εργασίας σύμφωνα με τις συστάσεις της ΔΟΕ του 2006·

7.

χαιρετίζει την εισαγωγή διατάξεων από ορισμένα κράτη μέλη που επιτρέπουν σε εργαζομένους με ευθύνες φροντίδας να συνδυάζουν τις ευθύνες τους με τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις μέσω πιο ευέλικτων εργασιακών ρυθμίσεων· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν ενεργά τους παρόχους φροντίδας στον χώρο εργασίας μέσω ευέλικτων εργασιακών συνθηκών συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων άδειας και της ευέλικτης εργασίας, της μερικής απασχόλησης και της κατ’ οίκον εργασίας, οι οποίες θα επιτρέψουν σε περισσότερους παρόχους φροντίδας σε όλα τα κράτη μέλη να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στη μισθωτή εργασία·

8.

σημειώνει τη διάκριση στην οποία προβαίνει το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας μεταξύ των άτυπων και των πολύ άτυπων σχέσεων εργασίας· πιστεύει ότι πολλές μορφές άτυπων σχέσεων εργασίας συνιστούν σημαντικά μέσα αποκόμισης πρόσθετου εισοδήματος για παρόχους φροντίδας, φοιτητές και άλλα άτομα που βασίζονται σε συμβάσεις εργασίας περιορισμένου χρόνου και μερικής απασχόλησης· τονίζει ότι έχει καίρια σημασία οι εργαζόμενοι σε άτυπες μορφές απασχόλησης να διαθέτουν ελάχιστα δικαιώματα και να προστατεύονται από την εκμετάλλευση·

9.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προωθήσουν τη μετάβαση σε παραγωγικές και υψηλής ποιότητας θέσεις εργασίας και να θεσπίσουν διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που θα διασφαλίζουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα των ατόμων που απασχολούνται σε άτυπες μορφές εργασίας, μεριμνώντας για την ίση μεταχείρισή τους σε σχέση με τους εργαζομένους με κανονικές συμβάσεις πλήρους απασχόλησης και με βάση το ανώτατο επίπεδο προστασίας των εργαζομένων·

10.

συστήνει οι εργαζόμενοι με άτυπες συμβάσεις να καλύπτονται από τις υφιστάμενες οδηγίες της ΕΕ που καλύπτουν κατηγορίες εργαζομένων στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας για την οργάνωση του χρόνου εργασίας (93/104/ΕΚ), της οδηγίας περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης (2008/104/ΕΚ), της οδηγίας για την εργασία μερικής απασχόλησης (97/81/ΕΚ) και της οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου (1999/70/ΕΚ)·

11.

σημειώνει ότι η τάση για αύξηση της αναλογίας μη καθιερωμένων ή άτυπων συμβάσεων είναι σαφές ότι συνδέεται με το φύλο και τις γενιές, καθώς οι γυναίκες, οι μεγαλύτερης ηλικίας αλλά και οι νεότερες γυναίκες εργαζόμενες αντιπροσωπεύονται δυσανάλογα σε μη καθιερωμένες μορφές απασχόλησης· επισημαίνει ότι σε ορισμένους τομείς σημειώνονται ταχείες διαρθρωτικές αλλαγές· καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να εξετάσουν τους λόγους αυτής της τάσης, να λάβουν τα κατάλληλα, στοχοθετημένα μέτρα στους αντίστοιχους τομείς για να καταπολεμήσουν αυτήν την ανισότητα, διευκολύνοντας τη μετάβαση σε μόνιμες θέσεις απασχόλησης και, ιδίως, προωθώντας μέτρα που θα διευκολύνουν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες στο να συμβιβάσουν την εργασία, την οικογένεια και την ιδιωτική ζωή, εστιάζοντας κυρίως στον κοινωνικό διάλογο με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στις επιχειρήσεις, και να παρακολουθήσουν και να δημοσιοποιήσουν την επιτυχία αυτών των μέτρων· καλεί περαιτέρω την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν ότι η προσφυγή σε αυτές τις μη καθιερωμένες ή άτυπες συμβάσεις να μην χρησιμεύσει στην απόκρυψη της παράνομης εργασίας, αλλά να ευνοήσει μάλλον, μέσω της ανταλλαγής δεξιοτήτων, τη μετάβαση προς μια πραγματική ενσωμάτωση των νέων και των ανέργων στην αγορά εργασίας, παρέχοντας στους εργαζόμενους και στις επιχειρήσεις ένα πλαίσιο ασφάλειας και ευελιξίας που θα ενισχύει τόσο την απασχολησιμότητα όσο και την ανταγωνιστικότητα·

12.

καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της οδηγίας 97/81/ΕΚ για την εργασία μερικής απασχόλησης και της οδηγίας 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου έχοντας κυρίως υπόψη τη θεμελιώδη αρχή της μη διάκρισης· τονίζει τη σημασία της κατάρτισης και της διά βίου μάθησης για τη διευκόλυνση της μετάβασης σε νέες θέσεις εργασίας, που είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τους εργαζομένους υπό καθεστώς συμβάσεων ορισμένου χρόνου·

13.

τονίζει ότι η προσφυγή σε άτυπες μορφές απασχόλησης θα πρέπει να συνιστά προσωπική επιλογή και να μην επιβάλλεται από αυξανόμενους φραγμούς κατά την πρόσβαση στην αγορά εργασίας για ορισμένες ομάδες ή από την έλλειψη διαθέσιμων θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας· επισημαίνει ότι, ιδιαίτερα για τους πολλαπλά μειονεκτούντες εργαζομένους, οι ανά άτομο προσαρμοσμένες άτυπες συμβάσεις που παρέχονται από κοινωνικές επιχειρήσεις ένταξης στην εργασία μπορούν να αποτελούν μια επιλογή εφόσον προσφέρουν μία πρώτη ευκαιρίμα για απασχόληση·

14.

χαιρετίζει τη θέσπιση της οδηγίας 2008/104/ΕΚ περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης και ζητά την ταχεία εφαρμογή της·

15.

σημειώνει ότι οι μη καθιερωμένες μορφές εργασίας πρέπει να προβλέπουν συμβατικά το δικαίωμα κατάρτισης των εργαζομένων, και υπογραμμίζει ότι οι μη καθιερωμένες μορφές εργασίας μπορούν, εάν προστατεύονται κατάλληλα και περιλαμβάνουν στήριξη στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, τα δικαιώματα των εργαζομένων και μετάβαση σε σταθερή, προστατευόμενη απασχόληση, να αποτελέσουν μια ευκαιρία, αλλά πρέπει να συνοδεύονται από υποστήριξη των εργαζομένων που βρίσκονται σε κατάσταση μετάβασης από το ένα καθεστώς εργασίας ή απασχόλησης σε κάποιο άλλο μέσω στοχοθετημένων ενεργών πολιτικών στον τομέα της απασχόλησης· εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι αυτό συχνά παραμελείται·

16.

ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αναπτύξουν έγκαιρες και δυναμικές πολιτικές παρέμβασης δίνοντας στους εργαζόμενους, ιδιαίτερα στις γυναίκες, που εισέρχονται ξανά στην αγορά εργασίας δικαίωμα σε ατομική υποστήριξη κατά την περίοδο που είναι απαραίτητη για να αναπτύξουν την κατάρτισή τους και/ή να αποκτήσουν (νέα) προσόντα· οι άνεργοι θα πρέπει να υποστηρίζονται τόσο μέσω ενός σταθερού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας όσο και μέσω ενός αποτελεσματικού συστήματος ενεργών πολιτικών, προκειμένου να επανεισέλθουν στην αγορά εργασίας γρήγορα ακόμα κι αν οι προηγούμενες συμβάσεις τους ήταν άτυπες, δεδομένης της σημασίας που έχει η διατήρηση των ανθρώπων στην αγορά εργασίας και η προώθηση της μετάβασης σε μορφές αξιοπρεπούς, σταθερής, προστατευμένης και ποιοτικής απασχόλησης· αν η επανένταξη πραγματοποιείται μέσω άτυπων συμβάσεων, οι εν λόγω συμβάσεις πρέπει να διασφαλίζουν ορθά ρυθμισμένες και ασφαλείς συνθήκες εργασίας·

17.

καλεί την Επιτροπή, με τη συνδρομή των κοινωνικών εταίρων, να αναλύσει και να παρακολουθήσει τους διαφορετικούς τύπους εργαλείων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο εθνικών πολιτικών ενεργοποίησης·

18.

καλεί την Ένωση και τα κράτη μέλη να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά, με την βοήθεια των κοινωνικών εταίρων, την παράνομη απασχόληση, μέσω κυρίως της πρόληψης και αποτρεπτικών κυρώσεων, και πιστεύει ότι ο ορισμός στρατηγικών, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που αντιτίθενται στην παράνομη απασχόληση μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση της παράνομης απασχόλησης και στην μείωση των επισφαλών, ιδιαίτερα των άτυπων, εργασιακών σχέσεων· είναι της γνώμης ότι η καταπολέμηση της παράνομης εργασίας θα πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα για τη δημιουργία βιώσιμων και αειφόρων εναλλακτικών επιλογών απασχόλησης και την υποστήριξη των ατόμων με στόχο την πρόσβαση στην ανοικτή αγορά εργασίας·

19.

τονίζει την ανάγκη να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας, βιώσιμες και ασφαλείς, ενδεχομένως έπειτα από μια περίοδο κατάρτισης που θα στοχεύει στην βιώσιμη, πλήρη απασχόληση, συμπεριλαμβανομένων πράσινων και λευκών (στον τομέα της υγείας) θέσεων εργασίας, και να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή·

20.

τονίζει ότι δεν οδηγούν απαραίτητα όλες οι μορφές άτυπης απασχόλησης σε ασταθή, επισφαλή, περιστασιακή εργασία με χαμηλά επίπεδα προστασίας όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, χαμηλές αμοιβές και περιορισμένη πρόσβαση στην περαιτέρω κατάρτιση και διά βίου μάθηση· επισημαίνει, ωστόσο, ότι αυτές οι επισφαλείς μορφές απασχόλησης συνδέονται στις περισσότερες περιπτώσεις με άτυπες συμβατικές ρυθμίσεις·

21.

επισημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί η υψηλή ανεργία και ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας παρέχοντας ίσα δικαιώματα σε όλους τους εργαζομένους και επενδύοντας στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στις δεξιότητες και στη διά βίου μάθηση· καλεί, συνεπώς, τα κράτη μέλη να καταργήσουν κάθε μορφή επισφαλούς απασχόλησης·

22.

επισημαίνει ότι η κατάργηση της επισφαλούς απασχόλησης απαιτεί μια ισχυρή δέσμευση από τα κράτη μέλη τα οποία πρέπει να παρέχουν επαρκείς βάσεις μέσω των πολιτικών τους για την αγορά εργασίας με στόχο τη μετάβαση από την επισφαλή απασχόληση στην κανονική, μόνιμη απασχόληση με περισσότερα δικαιώματα για τους εργαζόμενους και κοινωνική προστασία·

23.

τονίζει το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευτεί για τον στόχο του συνδυασμού της επαγγελματικής με την ιδιωτική ζωή από τους εργαζόμενους· επικρίνει, ωστόσο, το γεγονός ότι η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δεν ανέλαβαν σημαντική και αποτελεσματική δράση για την υλοποίηση αυτής της δέσμευσης·

24.

επισημαίνει ότι καλύτερος συνδυασμός επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής μπορεί να επιτευχθεί με τον καλύτερο τρόπο μέσω της ανανέωσης του μοντέλου της κανονικής απασχόλησης: συμβάσεις αορίστου χρόνου με πλήρη απασχόληση μικρότερης διάρκειας κατά γενικό κανόνα, καθώς και θέσπιση κανόνων για τη μερική απασχόληση, ούτως ώστε να προσφέρεται μόνο δικαιολογημένη και κοινωνικά προστατευμένη εργασία μερικής απασχόλησης (15 - 25 ώρες εβδομαδιαίως) σε όσους επιθυμούν να εργαστούν υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης· τονίζει την ανάγκη εξίσωσης της πλήρους και της μερικής απασχόλησης όσον αφορά τα ωρομίσθια, τα δικαιώματα εκπαίδευσης και διά βίου μάθησης, τις ευκαιρίες σταδιοδρομίας και την κοινωνική προστασία·

Β.     Ευελιξία με ασφάλεια και εξασφαλισμένη επαγγελματική πορεία

25.

πιστεύει ότι είναι αναγκαίο να προσαρμοσθεί ο τρέχων προβληματισμός σχετικά με την ευελιξία με ασφάλεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπό το πρίσμα της τρέχουσας κρίσης, ούτως ώστε να βοηθήσει στην αύξηση και της παραγωγικότητας και της ποιότητας των θέσεων εργασίας με το να εγγυάται την ασφάλεια και την προστασία της απασχόλησης και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με ιδιαίτερη στήριξη για τα άτομα που ευρίσκονται σε μειονεκτική θέση στην αγορά εργασίας, επιτρέποντας συγχρόνως στις εταιρείες να έχουν την οργανωτική ευελιξία που χρειάζεται για να δημιουργούν ή να μειώνουν θέσεις εργασίας ανταποκρινόμενες στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς· έχει τη γνώμη ότι η δίκαιη και ισορροπημένη εφαρμογή των αρχών της ευελιξίας με ασφάλεια μπορούν να συμβάλλουν στην ισχυροποίηση της αγοράς εργασίας σε περίπτωση διαρθρωτικών αλλαγών· θεωρεί, περαιτέρω, ότι οι απαιτήσεις ευελιξίας και ασφάλειας καθώς και οι ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν είναι αντιφατικές και μπορούν να ενισχύουν αλλήλους, εάν ορισθούν μέσω μιας δίκαιης σύγκρισης των απόψεων των κοινωνικών εταίρων, των κυβερνήσεων και των ευρωπαϊκών οργάνων, παράλληλα με αμοιβαία μάθηση και ανταλλαγή ορθών πρακτικών· θεωρεί ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη στα αποτελέσματα σχετικά με την αύξηση της απασχόλησης στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια·

26.

επισημαίνει ότι υπάρχει ένα σταθερό αυξανόμενο πρόβλημα όσον αφορά τους ψευδο-αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι συχνά αναγκάζονται από τον εργοδότη τους να εργάζονται υπό άθλιες συνθήκες· οι εργοδότες που χρησιμοποιούν τις ικανότητες εργασίας των ψευδο-αυτοαπασχολούμενων πρέπει επίσης να υπόκεινται σε κυρώσεις·

27.

πιστεύει ότι η ευελιξία με ασφάλεια δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά χωρίς ισχυρή κοινωνική προστασία και υποστήριξη για την επανένταξη στην αγορά εργασίας, στοιχεία καίριας σημασίας για τη μετάβαση από την εκπαίδευση στην απασχόληση, από τη μία θέση εργασίας στην άλλη, και από την απασχόληση στη συνταξιοδότηση·

28.

καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει τις προσπάθειες για μια ισορροπημένη εφαρμογή των πολιτικών για την ευελιξία με ασφάλεια προβαίνοντας σε μια ανάλυση της μέχρι σήμερα πορείας υλοποίησης στα διάφορα κράτη μέλη, και ελέγχοντας εάν τα μέτρα για την ευελιξία συνοδεύθηκαν από κατάλληλα μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων, και να υποστηρίξει τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους στην εφαρμογή των αρχών της ευελιξίας με ασφάλεια, προκειμένου οι εν λόγω αρχές να εφαρμοσθούν με σεβασμό στα κεκτημένα κοινωνικά δικαιώματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων αγορών εργασίας, των διαφορετικών παραδόσεων στον τομέα των πολιτικών εργασίας και των συλλογικών συμβάσεων και των δομών των εκάστοτε συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και σημειώνει ότι η αμοιβαία μάθηση, οι ανταλλαγές ορθών πρακτικών, όπως επίσης και η ανοιχτή μέθοδος συντονισμού, αποτελούν ουσιαστικά εργαλεία για τον συντονισμό των διαφορετικών στρατηγικών προσεγγίσεων των κρατών μελών·

29.

πιστεύει ότι, ειδικά στο πλαίσιο της σημερινής οικονομικής κατάστασης, η αξιολόγηση της εφαρμογής της ευελιξίας με ασφάλεια στα κράτη μέλη είναι ακόμα περισσότερο απαραίτητη, και ότι οι κοινωνικοί εταίροι θα υποστηρίξουν την εργατική νομοθεσία και τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας μόνο αν αυτές αποσκοπούν και στην αποτελεσματική μείωση της διαφορετικής μεταχείρισης μεταξύ των διαφόρων τύπων συμβάσεων· υπενθυμίζει ότι η εφαρμογή των αρχών της ευελιξίας απαιτεί επαρκή κοινωνική προστασία, μεριμνώντας ώστε τα άτομα να μπορούν να ζούν και να αναπτύσσονται, παράλληλα με ειδική στήριξη για τους αναζητούντες εργασία και σταθερή εργατική νομοθεσία για όλα τα είδη απασχόλησης επί τη βάσει ενός σαφούς θεσμικού πλαισίου, και πρέπει να συνοδεύεται από μηχανισμούς αυξημένης προστασίας για την πρόληψη των δυσκολιών·

30.

υπογραμμίζει ότι το αίτημα για μεγάλη ευελιξία στην εργασία δεν θα πρέπει να φθάνει σε σημείο να περιορίζει υπέρμετρα τις ζωές των ανθρώπων και την εξέλιξή τους και να δυσχεραίνει, για παράδειγμα, τη δημιουργία και διατήρηση οικογένειας, τη φροντίδα συγγενών και τη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή·

31.

τονίζει τη σημασία της διάστασης της ασφάλειας στην ευελιξία με ασφάλεια, που πρέπει να παρέχει υποστήριξη στον τομέα της αναζήτησης εργασίας για τους εργαζομένους που βρίσκονται σε μεταβατική κατάσταση και να τους διασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης· ότι η υποστήριξη πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή μέτρα κατάρτισης ώστε να είναι σε θέση οι εργαζόμενοι να προσαρμοσθούν στις ανάγκες της αγοράς εργασίας·

32.

πιστεύει ότι οι εταιρείες φοβούνται τη μόνιμη αναντιστοιχία μεταξύ των αναγκών τους και των προσφερόμενων ικανοτήτων από τους αιτούντες εργασία, ότι στερούνται την πρόσβαση σε πιστώσεις που θα τους επέτρεπαν να προβούν σε προσλήψεις και επενδύσεις και δεν επενδύουν αρκετά στην αγορά εργασίας, και τονίζει τη σημασία, στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, της ανάπτυξης μακροπρόθεσμου οράματος από το ευρωπαϊκό σύστημα παραγωγής· της δημιουργίας ενός ευνοϊκού επιχειρηματικούπεριβάλλοντος, επαρκών χρηματοπιστωτικών πόρων και της παροχής καλών συνθηκών εργασίας· και της βελτίωσης της ασφάλειας του δικαίου και της διαφάνειας τόσο για τους εργοδότες όσο και για τους εργαζομένους όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής, την κάλυψη και την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας·

33.

τονίζει τη σημασία της πρόληψης, του εντοπισμού και της ποινικοποίησης της παράνομης απασχόλησης· καλεί την Επιτροπή να επεξεργαστεί σειρά από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών κανόνων για την αντιμετώπιση των «εικονικών εταιρειών», της αλληλέγγυας ευθύνης στις αλυσίδες υπεργολαβίας, και τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής υπηρεσίας για την πρόληψη και τον εντοπισμό της παράνομης απασχόλησης·

34.

πιστεύει ότι, εξαιτίας της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι επιχειρήσεις σε ορισμένα κράτη μέλη δεν κατορθώνουν να βρουν στην αγορά εργασίας τις κατάλληλες μορφές συμβάσεων για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους για ευελιξία, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απρόβλεπτες διακυμάνσεις ζήτησης της αγοράς, για συγκράτηση του κόστους και για την προστασία της ασφάλειας των εργαζομένων·

35.

καλεί, στο πλαίσιο της σύγχρονης εργασιακής οργάνωσης, να δημιουργηθούν ευέλικτες και εξασφαλισμένες συμβατικές συμφωνίες που θα διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση· πιστεύει ακράδαντα ότι οι συμβάσεις απασχόλησης αορίστου χρόνου θα πρέπει να παραμείνουν η κύρια μορφή απασχόλησης και θεωρεί ότι, στο πλαίσιο της σύγχρονης εργασιακής οργάνωσης, χρειάζεται να προβλέπονται ευέλικτες συμβάσεις σχετικά με τις μεθόδους παροχής της εργασίας και ασφαλείς από την άποψη της προστασίας της εργασίας και των δικαιωμάτων· αναγνωρίζει ότι ο ορισμός του νομικού πλαισίου για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και ο προσανατολισμός τους βάσει της αρχής της ευελιξίας με ασφάλεια στο εθνικό εργατικό δίκαιο είναι καθοριστικής σημασίας για την αποδοχή τους από τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους·

36.

καταδικάζει απερίφραστα την αντικατάσταση της τακτικής απασχόλησης με μορφές άτυπων συμβάσεων οι οποίες συμβάλλουν σε χειρότερες και πιο αβέβαιες συνθήκες εργασίας σε σύγκριση με τις συνθήκες κανονικής απασχόλησης και είναι εις βάρος του γενικότερου πληθυσμού, των υπαλλήλων και των ανταγωνιστών· τονίζει ότι αυτές οι καταχρηστικές μορφές σύμβασης καταστρατηγούν και αποσταθεροποιούν το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, και καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να χρησιμοποιήσουν κάθε δυνατό μέσο για να καταπολεμήσουν τις καταχρηστικές πρακτικές μακροπρόθεσμα, π.χ. με την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων·

37.

πιστεύει ακράδαντα ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων παραδόσεων στα κράτη μέλη, οποιαδήποτε μορφή απασχόλησης θα πρέπει να συνοδεύεται από έναν πυρήνα δικαιωμάτων, τα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής: βιώσιμους μισθούς και εξάλειψη της διαφοράς αμοιβών μεταξύ των φύλων και των εθνοτήτων, επαρκή κοινωνική προστασία, απαγόρευση των διακρίσεων και ίση μεταχείριση κατά την αναζήτηση απασχόλησης και στην απασχόληση, στην κατάρτιση και την εξέλιξη της σταδιοδρομίας, προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και διατάξεις για το ωράριο εργασίας/αργίες, συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και της εκπροσώπησης, συλλογικές διαπραγματεύσεις, συλλογικές αγωγές και πρόσβαση σε κατάρτιση και εξέλιξη της σταδιοδρομίας καθώς και προστασία σε περίπτωση απώλειας της θέσης εργασίας·

38.

Καλεί την ΕΕ και τα κράτη μέλη να κλιμακώσουν τις προσπάθειές τους να επενδύσουν σε δεξιότητες και κατάρτιση για τη στήριξη της σταθερής και βιώσιμης απασχόλησης· για το λόγο αυτό, καλεί τα κράτη μέλη να επενδύσουν στους ανθρώπους υλοποιώντας και χρηματοδοτώντας με αποφασιστικότητα στρατηγικές προσανατολισμένες στις ανάγκες της αγοράς, και να προβούν στην αναγνώριση άτυπων δεξιοτήτων και ικανοτήτων, τηρώντας παράλληλα μια προσέγγιση με βάση τον κύκλο ζωής· επιπροσθέτως, καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο για τη διασφάλιση της πρόσβασης κάθε νέου ατόμου που τελειώνει το σχολείο σε μια θέση εργασίας ή στην ανώτερη εκπαίδευση ή στην επαγγελματική κατάρτιση·

39.

καλεί τα κράτη μέλη να υλοποιήσουν πολιτικές που επιτρέπουν σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των ασθενέστερων και πλέον μειονεκτουσών κατηγοριών, να έχουν πραγματική πρόσβαση στην αγορά εργασίας και καλύτερη ισορροπία ανάμεσα σε μια ευέλικτη εργασία και την παροχή φροντίδας, την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, εξασφαλίζοντας ευρεία υποστήριξη για ίσες ευκαιρίες και για όλες τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτόν υπηρεσίες, π.χ. μέσω μέτρων στήριξης όπως άδεια μητρότητας και πατρότητας, γονική άδεια, ευέλικτο ωράριο εργασίας και οικονομικοί, προσιτοί και διαθέσιμοι βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί·

40.

καλεί τα κράτη μέλη να σχεδιάσουν πολιτικές για τη δημιουργία νέων ευκαιριών εργασίας· έχει συνείδηση της ευθύνης και των κινδύνων που αντιμετωπίζουν αυτοί που δημιουργούν ανάλογες θέσεις εργασίας συμπεριλαμβανομένων των θέσεων υπό καθεστώς άτυπων συμβάσεων·

41.

καλεί τα κράτη μέλη να υλοποιήσουν μέτρα που θα επιτρέπουν την επιστροφή σε μια επαγγελματική δραστηριότητα ύστερα από γονική άδεια, ενδεχομένως μετά από την παρακολούθηση μαθημάτων επιμόρφωσης, εάν χρειασθεί·

42.

συστήνει ανεπιφύλακτα η πρωτοβουλία της ΕΕ για την απασχόληση να περιλαμβάνει πρώιμη παρέμβαση για την υποστήριξη των ανέργων σε μια στιγμή κατά την οποία πραγματικά χάνονται θέσεις εργασίας, κυρίως για να μειωθεί ο κίνδυνος του αποκλεισμού ανθρώπων από την αγορά εργασίας και απώλειας του ανθρώπινου κεφαλαίου που αυτοί αντιπροσωπεύουν·

43.

καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν καθεστώτα στήριξης, ειδικά για τους εργαζόμενους χαμηλής εξειδίκευσης και τους αναπήρους, μέσω ολοκληρωμένων προσεγγίσεων, παροχής εξατομικευμένης συμβουλευτικής, εντατικής (εκ νέου) κατάρτισης των εργαζομένων, επιδοτούμενης απασχόλησης και επιδομάτων έναρξης λειτουργίας για αυτοαπασχολούμενους και επιχειρήσεις· υπογραμμίζει όμως ιδιαίτερα ότι αυτές οι επιδοτήσεις πρέπει να κατανεμηθούν με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αντικαταστήσουν κανονικές θέσεις εργασίας·

44.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να μειώσουν τα διοικητικά εμπόδια, όταν αυτά δεν χρησιμεύουν για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, ώστε να βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, ειδικά για τις ΜΜΕ, αλλά τονίζει τη σημασία να διασφαλιστεί ότι οιεσδήποτε αλλαγές δεν θα έχουν αντίκτυπο στην ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων· τονίζει ότι οι ΜΜΕ, είναι, λόγω του μεγάλου τους αριθμού, οι κυριότεροι παράγοντες για την καταπολέμηση της ανεργίας στην ΕΕ· υπογραμμίζει την ανάγκη να ληφθούν υπόψη κατά την εκπόνηση των πολιτικών απασχόλησης που τις αφορούν, οι ιδιαιτερότητες των αναγκών τους και του τόπου όπου έχουν την έδρα τους·

45.

καλεί τα κράτη μέλη να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με την κατάσταση του προβληματισμού και της υλοποίησης των οδών ευελιξίας με ασφάλεια·

46.

εκφράζει τη λύπη του για την περιοριστική προσέγγιση της ευελιξίας με ασφάλεια από την πλευρά του Συμβουλίου και της Επιτροπής· καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να προσηλωθούν στην ατζέντα της καλής εργασίας και να την κατοχυρώσουν στην επόμενη γενιά των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών και της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση: προώθηση της ασφάλειας της εργασίας και της απασχόλησης για τους εργαζομένους, προσέγγιση βάσει δικαιωμάτων για τις δυναμικές πολιτικές αγοράς εργασίας και διά βίου μάθησης, πλήρης υγεία και ασφάλεια στην εργασία, καθολικά και ίσα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα για όλους, ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής και συνδυασμός επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, και βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης και της ευημερίας στην εργασία·

47.

καλεί τα κράτη μέλη να μην επιτρέπουν τις απολύσεις μόνον για οικονομικούς λόγους παρά μόνον εφόσον έχουν καταβληθεί όλες οι προσπάθειες (εκ νέου) κατάρτισης των εργαζομένων·

Γ.     Νέες μορφές κοινωνικού διαλόγου

48.

πιστεύει ότι η επίσημη αναγνώριση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στη νέα Συνθήκη αποτελεί πρόοδο, καθώς αναγνωρίζει την αυτονομία τους και επιβεβαιώνει εκ νέου το ρόλο τους στην προώθηση του κοινωνικού διαλόγου, υπογραμμίζει σε αυτό το πλαίσιο την ιδιαίτερη σημασία του τομεακού κοινωνικού διαλόγου στον οποίον πλέον εκπροσωπούνται 40 τομείς·

49.

ανησυχεί, ωστόσο, για τον αντίκτυπο της πρόσφατης απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις υποθέσεις Laval, Rüffert, Viking και Λουξεμβούργου σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την ελευθερία ανάληψης δράσης για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας·

50.

Είναι της γνώμης ότι η αναγνώριση της Τριμερούς Συνόδου Κορυφής για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση ως θεσμικού οργάνου συμβάλει στη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων σε οικονομικές πολιτικές της ΕΕ,

51.

πιστεύει ότι η συμβολή των ευρωπαίων και των εθνικών κοινωνικών εταίρων καθώς και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στην επίτευξη της Στρατηγικής ΕΕ2020 είναι ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά την επίτευξη των στόχων στην απασχόληση και την ενημέρωση και υλοποίηση του προγράμματος για την ευελιξία με ασφάλεια·

52.

καλεί την Επιτροπή και τις εθνικές κυβερνήσεις να αναλάβουν την ευθύνη για την κατάσταση των «νέου τύπου» εργαζομένων (υπαλλήλων με άτυπες ή «πολύ άτυπες» συμβάσεις εργασίας) και να εξισορροπήσουν τα δικαιώματά τους και τις απαιτήσεις κοινωνικής προστασίας με εκείνες των «παραδοσιακών» εργαζομένων·

53.

καλεί τους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο να υποστηρίξουν την επένδυση σε στρατηγικές μάθησης που είναι προσανατολισμένες στις ανάγκες της αγοράς και εκφράζει την εκτίμησή του για το «Πλαίσιο δράσεων για τη διά βίου ανάπτυξη των ικανοτήτων και προσόντων» που έχουν ήδη διαπραγματευθεί οι κοινωνικοί εταίροι·

54.

πιστεύει ότι τα άτομα στα οποία απευθύνονται τα μέτρα για την ένταξη στην αγορά εργασίας ή τα μέτρα προετοιμασίας για την (επαν-)ένταξή τους στην αγορά εργασίας καθώς και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες σε αυτά ή που τα εκπροσωπούν θα πρέπει να συμμετέχουν στον σχεδιασμό, στην υλοποίηση και στην εφαρμογή των πολιτικών που τα επηρεάζουν

55.

σημειώνει ότι η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στη χάραξη πολιτικών και την υλοποίησή τους διαφέρει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών μελών, αλλά ότι εν γένει η τάση προσανατολίζεται προς τη χρήση ενός ευρύτερου μείγματος εργαλείων για την επίτευξη στόχων αναφορικά με πολιτικές. πιστεύει ότι η ποιότητα της κοινωνικής και θεσμικής αναγνώρισης την οποία απολαμβάνουν οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο σε εθνικό επίπεδο και να λάβει πιο ουσιαστικό χαρακτήρα, καθώς είναι πιθανότατα ο κυριότερος καθοριστικός παράγοντας της ποιότητας της συμβολής τους· δίνει ωστόσο ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η ποιότητα του κοινωνικού διαλόγου διαφέρει πολύ ανά χώρα και τομέα και καλεί μετ’ επιτάσεως τους κοινωνικούς εταίρους να αναπτύξουν μια γνήσια «κοινωνική εταιρική σχέση» σε όλα τα επίπεδα·

56.

πιστεύει ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έχει αποδειχτεί ότι αποτελούν ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη διατήρηση της απασχόλησης και ότι επιτρέπουν στους εργοδότες και στους εργαζομένους να βρουν αποτελεσματικές λύσεις για να αντιμετωπίσουν την οικονομική ύφεση· σημειώνει, εν προκειμένω, τη σημασία της ισχυρής συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων στα εθνικά συστήματα όπου έχει οριστεί ελάχιστο επίπεδο προστασίας από την εργατική νομοθεσία·

57.

εκφράζει την πεποίθηση ότι ο επιτυχής κοινωνικός διάλογος στον χώρο εργασίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα που έχουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων όσον αφορά την παροχή ποιοτικών πληροφοριών, την τακτική κατάρτιση και τον επαρκή χρόνο·

58.

είναι πεπεισμένο ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων είναι αποφασιστικός με τη διασφάλιση των απαραίτητων προϋποθέσεων για αποτελεσματική συλλογική διαπραγμάτευση χωρίς αποκλεισμούς και την πρόβλεψη τριμερών δομών προκειμένου να έχουν οι κοινωνικοί εταίροι θεσμικά κατοχυρωμένη και ουσιαστική συμμετοχή σε ισότιμη βάση, στη χάραξη της δημόσιας πολιτικής, σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές και παραδόσεις·

*

* *

59.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, την Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Απασχόλησης και τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και των υποψήφιων χωρών.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0123.

(2)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0466.

(3)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0574.

(4)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0339.

(5)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0371.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/48


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής για τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

P7_TA(2010)0264

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2009/2153(INI))

2011/C 351 E/07

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 191 και 192 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποβλέπουν σε υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος,

έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (CΟΜ(2008)0811),

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα που ενέκρινε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 25 Ιουνίου 2009 (11462/09, 26 Ιουνίου 2009),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (1),

έχοντας υπόψη την οδηγία 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου της 26ης Απριλίου 1999 περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων (2),

έχοντας υπόψη την από 17 Ιανουαρίου 2002 θέση του σχετικά με την τελική κοινή θέση του Συμβουλίου με σκοπό να εγκριθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί του Έκτου Κοινοτικού Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον (3),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Μαρτίου 2008 σχετικά με τη βιώσιμη γεωργία και το βιοαέριο: ανάγκη αναθεώρησης της κοινοτικής νομοθεσίας (4),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Φεβρουαρίου 2009 με θέμα «2050: Το μέλλον αρχίζει σήμερα - συστάσεις για τη μελλοντική ολοκληρωμένη περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ για την αλλαγή του κλίματος» (5),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 10ης Απριλίου 2008 σχετικά με την ενδιάμεση αξιολόγηση του Έκτου Κοινοτικού Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον (6),

έχοντας υπόψη τη θέση του της 14ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον καθορισμό πλαισίου προστασίας του εδάφους και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ (7),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με τη θεματική στρατηγική για την προστασία του εδάφους (8),

έχοντας υπόψη τη θέση του της 25ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις μεταφορές αποβλήτων (9),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 29ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας της ΕΕ και προτάσεις για συγκεκριμένες δράσεις (10),

έχοντας υπόψη τη θέση του της 17ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την Κοινή θέση του Συμβουλίου εν όψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (11),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με την θεματική στρατηγική για την ανακύκλωση των αποβλήτων (12),

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου (A7-0203/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρωτοβουλία που προωθεί η Επιτροπή με την Πράσινη Βίβλο της παρέχει μία ευκαιρία για κοινοτική δράση στο θέμα της διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η σωστή διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων έχει πλεονεκτήματα όχι μόνο περιβαλλοντικά αλλά και κοινωνικά και οικονομικά,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας-πλαίσιο για τα απόβλητα προβλέπει ότι είναι δυνατόν να καθορίζονται με επιμέρους οδηγίες ειδικοί ή συμπληρωματικοί κανόνες για τη διαχείριση συγκεκριμένων κατηγοριών αποβλήτων,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 1999/31/ΕΚ περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων δεν παρέχει επαρκείς μηχανισμούς για την αειφόρο διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κανόνες σχετικά με τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων είναι κατακερματισμένοι ότι οι υφιστάμενες νομοθετικές πράξεις δεν επαρκούν για την επίτευξη των δηλωμένων στόχων της αποτελεσματικής διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων· λαμβάνοντα υπόψη ότι συνεπώς χρειάζεται ειδική οδηγία για τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η συγκέντρωση σε ενιαίο νομοθετικό κείμενο όλων των κανόνων σχετικά με τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων συνιστά αυτή καθεαυτή άσκηση νομοθετικής αριστείας και βελτίωση της νομοθεσίας, αφενός, και απλούστευση, μεγαλύτερη σαφήνεια και καλύτερη εποπτεία και εφαρμογή και νομική ασφάλεια αφετέρου, εξασφαλίζοντας μακροπρόθεσμα την εμπιστοσύνη των δημόσιων και ιδιωτικών επενδυτών,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2010 στη Βαρκελώνη για την ανακύκλωση των βιολογικών αποβλήτων, με τη συμμετοχή του Συμβουλίου, της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (13), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να γίνουν ενέργειες για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου για τα βιολογικά απόβλητα, δεδομένου ότι πρόκειται για καίρια στιγμή για την προώθηση αυτής της ρύθμισης,

Ζ.

εκτιμώντας ότι μία ειδική οδηγία για τα βιολογικά απόβλητα πρέπει να διαθέτει την απαραίτητη ευκαμψία για να καλύψει τις διαφορετικές δυνατότητες διαχείρισης που υπάρχουν, στο μέτρο που πολλές είναι οι παράμετροι και τοπικές θεωρήσεις που εμπλέκονται και που πρέπει να ληφθούν υπόψη,

Η.

σημειώνοντας το ανεκμετάλλευτο δυναμικό των βιολογικών αποβλήτων, η πολιτική διαχείρισης των οποίων διαφέρει πάρα πολύ από το ένα κράτος μέλος στο άλλο· εκτιμώντας ότι είναι απαραίτητη η βελτίωση της διαχείρισης αυτών των βιολογικών αποβλήτων για την επίτευξη της αποτελεσματικής και βιώσιμης διαχείρισης των πόρων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η χωριστή αποκομιδή των βιολογικών αποβλήτων πρέπει να κλιμακωθεί ώστε να γίνουν πράξη τα ορόσημα για την ανακύκλωση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που θα συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής της ΕΕ για το 2020, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της βασικής πρωτοβουλίας για την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η χωριστή αποκομιδή επιτρέπει, ιδιαίτερα, τη βέλτιστη διαχείριση ορισμένων κατηγοριών αποβλήτων, δηλ. των αποβλήτων μαγειρείων και των αποβλήτων από δραστηριότητες συλλογικής εστίασης, μέσω της χρήσης βιοαποικοδομήσιμων και λιπασματοποιήσιμων πιατικών μιας χρήσης,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η λιπασματοποίηση των βιολογικών αποβλήτων επιτρέπει την ανακύκλωση των βιοαποικοδομήσιμων και λιπασματοποιήσιμων προϊόντων που ήδη καλύπτονται από μια κοινοτική πρωτοβουλία (την πρωτοβουλία για τις πρωτοποριακές αγορές στην Ευρώπη),

ΙΑ.

επιμένοντας στην ανάγκη ορισμού ποιοτικών κριτηρίων ευρωπαϊκού επιπέδου για την επεξεργασία των βιολογικών καυσίμων και για την ποιότητα των λιπασμάτων· εκτιμώντας ότι η ρύθμιση ποιοτικών παραμέτρων για τα λιπάσματα, συμπεριλαμβανομένης μιας ενιαίας θεώρησης που θα διασφαλίζει την ανιχνευσιμότητα, την ποιότητα και την ασφαλή χρήση, θα δημιουργήσει εμπιστοσύνη του καταναλωτή στο προϊόν αυτό· εκτιμώντας ότι τα λιπάσματα θα πρέπει να ταξινομούνται σύμφωνα με την ποιότητά τους, στο βαθμό που η χρήση λιπάσματος δεν είναι επιβλαβής για το έδαφος και τα υπόγεια ύδατα, και ιδίως για τα γεωργικά προϊόντα που προέρχονται από αυτό το έδαφος,

ΙΒ.

εκτιμώντας ότι οι στόχοι για την εκτροπή των βιολογικών αποβλήτων από τους χώρους υγειονομικής ταφής χρειάζονται πρόσθετες νομοθετικές κατευθυντήριες γραμμές για να υλοποιηθούν,

ΙΓ.

εκτιμώντας πως μπορεί να απαιτηθούν προστατευτικά μέτρα για να διασφαλιστεί ότι η χρήση λιπασμάτων δεν θα οδηγήσει σε ρύπανση του εδάφους ή των υπογείων υδάτων,

ΙΔ.

εκτιμώντας πως οι δυνατότητες χρήσης λιπασμάτων χαμηλής ποιότητας προκειμένου να μην υπάρχει βλάβη για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία πρέπει επίσης να εξετασθούν και να αξιολογηθούν, και πως σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο σωστός καθορισμός των δυνατοτήτων χρήσης λιπάσματος χαμηλής ποιότητας και ο προσδιορισμός του πότε ένα λίπασμα θεωρείται προϊόν και πότε θεωρείται απόβλητο θα διευκολύνουν τα κράτη μέλη στο να προσανατολίζονται όταν έχουν να αποφασίσουν επί θεμάτων που σχετίζονται με τη χρήση λιπασμάτων,

ΙΕ.

εκτιμώντας πως η πρωτοβουλία «Ευρώπη με αποτελεσματική διαχείριση πόρων» είναι μια από τις πρωτοπόρες πρωτοβουλίες της στρατηγικής για την Ευρώπη του 2020 κι ότι κατά συνέπεια πρέπει να ενθαρρυνθεί η αποτελεσματική διαχείριση· εκτιμώντας πως η ανακύκλωση βιολογικών αποβλήτων συμβάλλει στη βελτίωση του βαθμού αποτελεσματικής διαχείρισης των πόρων,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υγρά βιολογικά απόβλητα μειώνουν την απόδοση της αποτέφρωσης· ότι η αποτέφρωση των βιολογικών αποβλήτων ενθαρρύνεται έμμεσα με την οδηγία περί ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας· ότι τα βιολογικά απόβλητα μπορούν να συμβάλουν καλύτερα στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω της ανακύκλωσής τους σε λίπασμα προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα του εδάφους και να επιτευχθεί δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα, που προς το παρόν δεν προωθείται από την οδηγία περί ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,

ΙΖ.

εκτιμώντας πως η αναερόβιος ζύμωση για την παραγωγή βιοαερίου είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος ανάκτησης ενέργειας, ενώ το προϊόν ζύμωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη λιπασματοποίηση,

ΙΗ.

θεωρώντας ότι ο βασικός στόχος της σωστής διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων πρέπει να είναι το αποτέλεσμα, διότι τούτο επιτρέπει να παραμένουν ανοιχτές όλες οι τεχνολογικές επιλογές για τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων ώστε να ενθαρρύνουμε την καινοτομία, την επιστημονική έρευνα και την ανταγωνιστικότητα,

ΙΘ.

επισημαίνοντας τη σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ της μετάβασης προς μια κοινωνία της ανακύκλωσης που θα αναπτύξει μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και του δυναμικού δημιουργίας θέσεων απασχόλησης στον τομέα αυτό, και κατά συνέπεια επισημαίνοντας την ανάγκη να εγγραφούν πιστώσεις για τη διερεύνηση των επιπτώσεων που η αποκομιδή και η διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων έχουν επί του εργασιακού περιβάλλοντος,

Κ.

θεωρώντας ότι η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να προωθήσουν δράσεις περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης στον τομέα αυτό και, ιδιαίτερα, στα σχολεία, προκειμένου να ενθαρρύνουν τη βιώσιμη διαχείριση των στερεών αστικών αποβλήτων και να ευαισθητοποιήσουν τους πολίτες ως προς τα πλεονεκτήματα της χωριστής αποκομιδής· επισημαίνοντας, στο πλαίσιο αυτό, τον σημαντικό ρόλο των δήμων και των δημοτικών επιχειρήσεων στην παροχή συμβουλών και πληροφοριών στους πολίτες σχετικά με την πρόληψη των αποβλήτων,

ΚΑ.

επισημαίνοντας ότι τα βιολογικά απόβλητα αντιστοιχούν σε άνω του 30 % των αστικών στερεών αποβλήτων· σημειώνει τους αυξανόμενους όγκους βιολογικών αποβλήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αποτελούν σημαντική πηγή εκπομπών αερίων που συντελούν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου καθώς και άλλες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις της υγειονομικής ταφής, υπό συνθήκες εξ αιτίας των οποίων η διαχείριση των αποβλήτων είναι σήμερα η τέταρτη σημαντικότερη πηγή αερίων του θερμοκηπίου,

ΚΒ.

εκτιμώντας ότι στην πράξη δεν είναι μόνο τα βιολογικά απόβλητα οικιακής προέλευσης που πρέπει να υφίστανται αειφόρο επεξεργασία,

ΚΓ.

υπενθυμίζοντας ότι η διαχείριση των αποβλήτων αυτών πρέπει να διαμορφωθεί σύμφωνα με την «ιεράρχηση των αποβλήτων»: πρόληψη και μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, άλλου είδους ανάκτηση, κυρίως ανάκτηση ενέργειας και, ως εσχάτη λύση, η υγειονομική ταφή (σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας-πλαίσιο για τα απόβλητα), σύμφωνα με την οποία η ανακύκλωση των βιολογικών αποβλήτων είναι προτιμότερη από την αποτέφρωσή τους καθώς όχι μόνο αποτρέπει το σχηματισμό μεθανίου αλλά και συμβάλλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μέσω της δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα και της βελτίωσης της ποιότητας του εδάφους· λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόληψη αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο στη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων και ότι καθιστά δυνατή, ιδιαίτερα την αποφυγή απορριμμάτων τροφίμων και κήπου, π.χ. μέσω του βελτιωμένου σχεδιασμού δημόσιων πάρκων με φυτά και δέντρα που δεν χρειάζονται εύκολη συντήρηση,

ΚΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, για να προχωρήσουμε προς μια περιβαλλοντικώς αποτελεσματική διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων, πρέπει αυτή να γίνει αντιληπτή υπό ένα ενιαίο πρίσμα στις ενεργειακές πολιτικές και στην πολιτική προστασίας των εδαφών και σε συμφωνία με τους στόχους άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής· λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα άλλο πλεονέκτημα είναι η διαφύλαξη της βιοποικιλότητας όταν τα επεξεργασμένα βιολογικά απόβλητα χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο της τύρφης, με αποτέλεσμα να προστατεύονται έτσι τα οικοσυστήματα των υγροτόπων,

ΚΕ.

εκτιμώντας ότι η αναερόβιος ζύμωση για την παραγωγή βιοαερίου από βιολογικά απόβλητα μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων εντός της ΕΕ και στην επίτευξη με αειφόρο τρόπο των στόχων που έχει θέσει η ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,

ΚΣΤ.

επιμένοντας στην ανάγκη να θεωρούνται τα βιολογικά καύσιμα ως πολύτιμος φυσικός πόρος που μπορεί να χρησιμοποιείται για την παραγωγή λιπασμάτων υψηλής ποιότητας· τούτο συντελεί στην καταπολέμηση της υποβάθμισης των ευρωπαϊκών εδαφών, στη διατήρηση της παραγωγικότητας του εδάφους, στη μείωση της χρήσης χημικών βελτιωτικών στη γεωργία, και ειδικότερα των φωσφορούχων, και την αύξηση της ικανότητας των εδαφών να συγκρατούν το νερό,

ΚΖ.

σημειώνοντας τα διαφορετικά συστήματα διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη και το ότι η υγειονομική ταφή εξακολουθεί να είναι η πλέον διαδεδομένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέθοδος διάθεσης των αποβλήτων, παρά το ότι αποτελεί τη χειρότερη επιλογή για το περιβάλλον,

ΚΗ.

λαμβάνοντας υπόψη τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει για το περιβάλλον η παραγωγή μεταφορικών καυσίμων από βιολογικά απόβλητα,

ΚΘ.

υπογραμμίζοντας την ανάγκη ενθάρρυνσης της επιστημονικής έρευνας και της τεχνολογικής καινοτομίας στον τομέα της διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων,

Λ.

επισημαίνοντας ότι σήμερα χάρη στη χωριστή αποκομιδή μπορούν να αποφεύγονται μολύνσεις και να ευνοείται ο στόχος της επίτευξης λιπασμάτων υψηλής ποιότητας, να παράγονται ποιοτικά υλικά για την ανακύκλωση των βιολογικών αποβλήτων και να βελτιώνεται η αποτελεσματικότητα της ενεργειακής ανάκτησης,

ΛΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαθέσιμες μελέτες και η εμπειρία των διαφόρων κρατών μελών αποδεικνύουν πως η χωριστή αποκομιδή είναι και εφικτή και περιβαλλοντικώς και οικονομικώς βιώσιμη και ότι η χωριστή αποκομιδή πρέπει να γίνει υποχρεωτική, λαμβάνοντας υπόψη ότι η χωριστή αποκομιδή πρέπει να αποτελεί την προϋπόθεση για την παραγωγή λιπάσματος υψηλής ποιότητας,

Νομοθεσία

1.

ζητεί επειγόντως από την Επιτροπή να επανεξετάσει την υφισταμένη για τα βιολογικά απόβλητα νομοθεσία ώστε, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, να εκπονήσει πρόταση ειδικής οδηγίας έως τα τέλη του 2010 που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

καθιέρωση υποχρεωτικού συστήματος χωριστής αποκομιδής για τα κράτη μέλη, εκτός των περιπτώσεων όπου αυτό δεν αποτελεί την κατάλληλη λύση από περιβαλλοντική και οικονομική άποψη,

ανακύκλωση των βιολογικών αποβλήτων,

ταξινόμηση με βάση την ποιότητα των διαφόρων τύπων λιπάσματος προερχομένου από βιολογικά απόβλητα·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να παράσχει ποσοτικό υπολογισμό βάσει των εθνικών σχεδίων κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής των μειώσεων διοξειδίου του άνθρακα που επιτυγχάνονται με την ανακύκλωση και λιπασματοποίηση·

3.

σημειώνει ότι ένα μελλοντικό ενωσιακό πλαίσιο θα μπορούσε να παράσχει νομική καθοδήγηση και σαφήνεια σε πολλά κράτη μέλη και να τα ενθαρρύνει να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στον τομέα της διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων· καλεί την Επιτροπή να υποστηρίξει τα κράτη μέλη κατά την εισαγωγή συστημάτων διαχωρισμού αποβλήτων και να θεσπίσει δεσμευτικούς και φιλόδοξους στόχους για την ανακύκλωση των αποβλήτων αυτών·

4.

υπενθυμίζει ότι το Έκτο Κοινοτικό Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον 2001-2010 της 22ας Ιουλίου 2002 ανάγκασε την Επιτροπή να αναπτύξει τη νομοθεσία για τα βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα στο άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο iv) ως δράση προτεραιότητας για την επίτευξη του στόχου της αειφόρου χρήσης και διαχείρισης των φυσικών πόρων και των αποβλήτων αλλά ότι οκτώ έτη αργότερα δεν έχει ακόμη υποβληθεί καμία νομοθετική πρόταση, πράγμα που είναι απαράδεκτο·

5.

καλεί την Επιτροπή να επεξεργαστεί, στο πλαίσιο της εκτίμησης επιπτώσεων που θα εκπονήσει, ένα βελτιωμένο σύστημα διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων όσον αφορά την ανακύκλωση χωριστά συλλεγόμενων βιολογικών αποβλήτων, τη χρήση της λιπασματοποίησης για αποκόμιση γεωργικών και οικολογικών οφελών, τις λύσεις μηχανικής/βιολογικής επεξεργασίας και τη χρήση βιολογικών αποβλήτων ως πηγής για την παραγωγή ενέργειας· θεωρεί ότι η εν λόγω εκτίμηση επιπτώσεων θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την προετοιμασία νέου ενωσιακού νομοθετικού πλαισίου για τα βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα·

Χρήσεις

6.

ζητεί επειγόντως από την Επιτροπή να ορίσει από κοινού με τα κράτη μέλη κριτήρια για την παραγωγή λιπασμάτων υψηλής ποιότητας και να εγκρίνει ελάχιστες απαιτήσεις για τελικά προϊόντα, βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας-πλαίσιο για τα απόβλητα, οι οποίες επιτρέπουν διαβάθμιση ποιότητας που οποία θα καλύπτει διάφορους τύπους χρήσης των ποικίλων τύπων λιπασμάτων που λαμβάνονται με επεξεργασία βιολογικών αποβλήτων στο πλαίσιο μιας στρατηγικής βασισμένης σε μια ενιαία θεώρηση που επί πλέον της ποιότητας θα διασφαλίζει και την ανιχνευσιμότητα των προϊόντων και την ασφαλή χρήση·

Ενέργεια

7.

εκτιμά πως η αναερόβια ζύμωση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τα βιολογικά απόβλητα, διότι αποδίδει πλούσια θρεπτικά βελτιωτικά εδάφους, προϊόντα ζύμωσης, και επίσης βιοαέριο, που είναι μια ανανεώσιμη ενέργεια δυνάμενη να μετατραπεί σε βιομεθάνιο ή να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ηλεκτρισμού·

8.

εκτιμά ότι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου η αποτέφρωση των βιολογικών αποβλήτων να καταστεί βιώσιμη εναλλακτική λύση στην ιεράρχηση της επεξεργασίας των αποβλήτων είναι ότι πρέπει να συνδυασθεί με την ανάκτηση της ενέργειας·

9.

τονίζει ότι κατά την αξιοποίηση βιολογικών αποβλήτων για την παραγωγή ενέργειας πρέπει να αποδίδεται προσοχή στην ενεργειακή αποδοτικότητα και στην αειφορία της ανάπτυξης, και ότι αυτά τα προϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα· επαναλαμβάνει συνεπώς ότι η διαφοροποιημένη αποκομιδή είναι σημαντική για τη συμμόρφωση προς την οδηγία για την υγειονομική ταφή (14), για την τροφοδότηση της ανακύκλωσης βιολογικών αποβλήτων με ποιοτικά υλικά και για τη βελτίωση της απόδοσης της ανάκτησης ενέργειας·

10.

επισημαίνει ότι, για να αυξηθούν τα ποσοστά εκτροπής, ανακύκλωσης και παραγωγής βιοαερίου, πρέπει να παραμείνουν ανοικτά όλα τα τεχνολογικά εργαλεία και όλες οι λύσεις που μεγιστοποιούν την ανακύκλωση ή την παραγωγή βιοαερίου·

11.

θεωρεί ότι τα βιολογικά απόβλητα είναι πολύτιμοι ανανεώσιμοι πόροι για την παραγωγή ρεύματος και αερίων καυσίμων για τις μεταφορές και για την τροφοδοσία του δικτύου αερίου με την παραγωγή βιομεθανίου μέσω του καθαρισμού του εξ αυτών παραγόμενου βιοαερίου (κυρίως μεθάνιο – 50 % έως 75 % – και διοξείδιο του άνθρακα) και καλεί την Επιτροπή να αναλύσει και να προωθήσει τρόπους χρησιμοποίησης των βιολογικών αποβλήτων για την παραγωγή βιοαερίου·

12.

τονίζει ότι πρέπει να αυξηθεί η ποσότητα των βιολογικών αποβλήτων που δεν καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής· στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει ότι τα βιολογικά απόβλητα μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη του στόχου της ΕΕ να φτάσει το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές τουλάχιστον στο 20 % έως το 2020, καθώς και του στόχου που ορίζει η οδηγία της ΕΕ για την ποιότητα των καυσίμων· υπενθυμίζει ότι η οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υποστηρίζει τη χρήση όλων των ειδών βιομάζας, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης βιολογικών αποβλήτων για παραγωγή ενέργειας, ως ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και ότι τα βιοκαύσιμα που παράγονται από απόβλητα προσμετρούνται διπλά στο στόχο να αυξηθεί στο 10 % το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον τομέα των μεταφορών· ζητεί, για τον λόγο αυτό, από τα κράτη μέλη να προβλέψουν στην εθνική τους νομοθεσία την ανάκτηση ενέργειας από τα βιοαποικοδομήσιμα τμήματα των αποβλήτων, στο πλαίσιο ολοκληρωμένης πολιτικής για την ιεράρχηση των μεθόδων επεξεργασίας των αποβλήτων, και τα προτρέπει να ανταλλάξουν ιδέες βέλτιστων πρακτικών·

Έρευνα και καινοτομία

13.

ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν την επιστημονική έρευνα και την τεχνολογική καινοτομία στον τομέα της διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων·

14.

καλεί την Επιτροπή να πραγματοποιήσει περαιτέρω έρευνες για μεθόδους επεξεργασίας των βιολογικών αποβλήτων, προκειμένου να βελτιωθεί η ποσοτικοποίηση των οφελών σε σχέση με το έδαφος, της ανάκτησης ενέργειας και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων·

Ευαισθητοποίηση και ενημέρωση

15.

ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προωθήσουν δράσεις περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης στον τομέα των βιολογικών αποβλήτων και, ιδιαίτερα, στα σχολεία, και στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα, ώστε να προωθήσουν καλύτερα πρότυπα συμπεριφοράς σε σχέση με την πρόληψη των αποβλήτων, να ενθαρρύνουν τη βιώσιμη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων και των αστικών απορριμμάτων και να ευαισθητοποιήσουν τους πολίτες ως προς την πρόληψη και την ανακύκλωση των αποβλήτων καθώς και ως προς τα πλεονεκτήματα της χωριστής αποκομιδής και της βιολογικής επεξεργασίας βιολογικών αποβλήτων· τονίζει, στο πλαίσιο αυτό, το σημαντικό ρόλο των δήμων, κοινοτήτων και δημοτικών επιχειρήσεων όσον αφορά τη διαβούλευση και διάθεση πληροφοριών για τους πολίτες στον τομέα της αποφυγής αποβλήτων·

Περιβαλλοντικά ζητήματα

16.

θεωρεί ότι τα επεξεργασμένα βιολογικά απόβλητα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση της οργανικής ύλης και τη συμπλήρωση των κύκλων θρέψης, ειδικά του φωσφόρου, δια της ανακύκλωσής τους στο έδαφος και ζητεί από την Επιτροπή να αναγνωρίσει πως οι διάφορες πολιτικές θα πρέπει να δοκιμάζονται βάσει της συμβολής τους στη μείωση του απαράδεκτα γρήγορου ρυθμού εξάντλησης των παγκοσμίων αποθεμάτων φωσφόρου·

17.

υπογραμμίζει ότι είναι ανάγκη να θεωρούνται τα στερούμενα βλαβερών ουσιών βιολογικά απόβλητα ως πολύτιμος φυσικός πόρος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή του ποιοτικού προϊόντος της λιπασματοποίησης·

18.

θεωρεί ότι το μέλλον της γεωργίας εξαρτάται και από τη διατήρηση και αποκατάσταση της γονιμότητας του εδάφους· επισημαίνει ότι η χρήση ποιοτικού προϊόντος λιπασματοποίησης στη γεωργία μπορεί να αποτελέσει σημαντική συμβολή για τη διατήρηση της παραγωγικότητας της γης, την αύξηση της συγκράτησης νερού και της ικανότητας αποθήκευσης άνθρακα και τη μείωση της χρήσης συνθετικών λιπασμάτων· τονίζει το ρόλο των κρατών μελών προκειμένου να διασφαλισθεί η χρήση ποιοτικού προϊόντος λιπασματοποίησης στη γεωργική γη·

19.

υπογραμμίζει ότι τα κατά την λιπασματοποίηση εκπεμπόμενα αέρια από τα εναποτεθέντα υλικά είναι δυνατόν να ελεγχθούν μόνο δύσκολα, πράγμα το οποίο συνιστά σοβαρό κίνδυνο για το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα· υπενθυμίζει ότι στην κανονική λιπασματοποίηση, ιδίως βιολογικών αστικών αποβλήτων, υπάγεται επίσης η προστασία των υπογείων υδάτων από τα στραγγίδια του λιπασματοποιημένου υλικού·

20.

τονίζει ότι, για την επίτευξη των στόχων στα διάφορα επίπεδα (καταπολέμηση της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη και της υποβάθμισης και διάβρωσης του εδάφους, επίτευξη των στόχων όσον αφορά την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές), ο συνδυασμός λιπασματοποίησης και ζύμωσης επιλεκτικά συλλεγόμενων βιολογικών αποβλήτων, εάν είναι εφικτός, παρουσιάζει αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα και θα πρέπει να ενθαρρυνθεί·

21.

καλεί συνεπώς την Επιτροπή να προτείνει εθνικούς στόχους ανακύκλωσης βιολογικών αποβλήτων, ώστε να μειωθεί ο όγκος των βιολογικών αποβλήτων που καταλήγουν στις λιγότερο επιθυμητές λύσεις διαχείρισης αποβλήτων, όπως είναι η ταφή και η αποτέφρωση·

Τήρηση της παρούσας οδηγίας περί υγειονομικής ταφής

22.

υπενθυμίζει ότι η διαχείριση των αποβλήτων αυτών πρέπει να σχεδιασθεί σύμφωνα με την ιεράρχηση των μεθόδων διαχείρισης των αποβλήτων γενικώς: πρόληψη, ανακύκλωση, άλλοι τρόποι αξιοποίησης, μεταξύ άλλων και για ενεργειακούς σκοπούς και, ως τελευταία επιλογή, υγειονομική ταφή (οδηγία 1999/31/ΕΚ, άρθρο 5 και οδηγία 2008/98/ΕΚ (15))· καλεί την Επιτροπή να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για να επιβάλει και να διασφαλίσει την εφαρμογή των διατάξεων για την υγειονομική ταφή στο σύνολο της Κοινότητας·

23.

σημειώνει ότι τα διάφορα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικά εθνικά νομοθετικά μέτρα και διαφορετικά συστήματα διαχείρισης αποβλήτων και ότι η υγειονομική ταφή εξακολουθεί να είναι η συνηθέστερη μέθοδος διαχείρισης των στερεών αστικών αποβλήτων των δήμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση· καλεί τα κράτη μέλη να αυξήσουν τη συνεργασία τους και τις ανταλλαγές καλύτερων πρακτικών στον τομέα της διαχείρισης των βιολογικών αποβλήτων·

24.

εκτιμά ότι η μηχανικοβιολογική επεξεργασία (ΜΒΤ) αποτελεί αποτελεσματική λύση ώστε σημαντικές ποσότητες βιολογικών αποβλήτων να μην καταλήγουν σε χωματερές αλλά, αντιθέτως, να κατευθύνονται στην κομποστοποίηση, την αναεροβική ζύμωση και την ενεργειακή αξιοποίηση·

Οικονομικές πτυχές

25.

θεωρεί ότι χρειάζεται να δοθούν οικονομικά κίνητρα για την επέκταση της χωριστής συλλογής και άλλων συστημάτων διαχείρισης βιολογικών αποβλήτων που μεγιστοποιούν την ανάκτηση ενέργειας·

26.

υπογραμμίζει ότι χρειάζονται βελτιώσεις όσον αφορά τη διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων και την εναρμόνιση των προτύπων ποιότητας των λιπασμάτων για να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη ευρωπαϊκής αγοράς λιπασμάτων·

27.

έχει την άποψη ότι η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» πρέπει να ισχύσει ως βάση για την επιστροφή επιπλέον κόστους που προέκυψε από την εισαγωγή ρύπων, κατά τρόπο ώστε οι αρνητικές εξωτερικεύσεις της εναπόθεσης βιολογικών αποβλήτων στο έδαφος να μην πληρώνονται από την γεωργία·

28.

υπογραμμίζει το γεγονός ότι πολλά κράτη μέλη διαθέτουν ήδη υποδομή, αλλά ότι χρειάζεται να παρασχεθούν οικονομικά κίνητρα για να δημιουργηθούν και να εδραιωθούν οι δυνητικές αγορές προϊόντων λιπασματοποίησης και ζύμωσης, βιοενέργειας και βιοκαυσίμων παραγόμενων από βιολογικά απόβλητα·

29.

υπογραμμίζει το περιβαλλοντικό πλεονέκτημα της παραγωγής καυσίμων από βιολογικά απόβλητα προς χρήση στον τομέα των μεταφορών· ζητεί από τα κράτη μέλη, με γνώμονα την ιεράρχηση των αποβλήτων, να λαμβάνουν τούτο υπόψη κατά την εφαρμογή της αναθεωρημένης οδηγίας-πλαίσιο για τα απόβλητα, και από την Επιτροπή να προβάλει το εν λόγω πλεονέκτημα στις κατευθυντήριες γραμμές εφαρμογής·

30.

ζητεί από την Επιτροπή να συμπεριλάβει σε όλες τις τρέχουσες ή νέες μελέτες επιπτώσεων που θα πραγματοποιήσει σχετικά με το θέμα, το ζήτημα του τύπου οικονομικών κινήτρων, ταμείων ή ενισχύσεων που μπορούν να κινητοποιηθούν ή να δημιουργηθούν για την ανάπτυξη και εδραίωση των τεχνολογιών που επιτρέπουν τη σωστή διαχείριση των βιολογικών αποβλήτων·

*

* *

31.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ L 114, 27.4.2006, σ. 9.

(2)  ΕΕ L 182, 16.7.1999, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 271 E, 7.11.2002, σ. 154.

(4)  ΕΕ C 66 Ε, 20.3.2009, σ. 29.

(5)  ΕΕ C 67 Ε, 18.3.2010, σ. 44.

(6)  ΕΕ C 247 Ε, 15.10.2009, σ. 18.

(7)  ΕΕ C 282 Ε, 6.11.2008, σ. 281.

(8)  ΕΕ C 282 Ε, 6.11.2008, σ. 138.

(9)  ΕΕ C 272 E, 9.11.2006, σ. 59.

(10)  ΕΕ C 227 Ε, 21.9.2006, σ. 599.

(11)  ΕΕ C 286 Ε, 27.11.2009, σ. 81.

(12)  EE C 287 Ε, 29.11.2007, σ. 135.

(13)  Σημείωμα της Γραμματείας του Συμβουλίου, 9 Μαρτίου 2010, έγγραφο 7307/10 του Συμβουλίου.

(14)  Οδηγία 1999/31/ΕΚ, αιτιολογική σκέψη 17.

(15)  ΕΕ L 312, 22.11.2008, σ. 3.


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/56


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών και πολιτικές σχετικά με τις αποδοχές στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών

P7_TA(2010)0265

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τις αποδοχές των διοικητικών στελεχών εισηγμένων εταιρειών και τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (2010/2009(INI))

2011/C 351 E/08

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2009 σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (C(2009)3159),

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής της 30ής Απριλίου 2009 που συμπληρώνει τις συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ για το καθεστώς αποδοχών των διοικητικών στελεχών των εισηγμένων εταιρειών (C(2009)3177),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών (COM(2009)0362),

έχοντας υπόψη το δημοσίευμα «Principles for Sound Compensation Practices» [Βασικές αρχές για σωστές πρακτικές σε θέματα αποδοχών] του φόρουμ χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (FSB) της 2ας Απριλίου 2009 και τα συνοδευτικά πρότυπα εφαρμογής της 25ης Σεπτεμβρίου 2009,

έχοντας υπόψη τις από 20 Απριλίου 2009 βασικές αρχές της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (CEBS) σχετικά με τις πολιτικές σε θέματα αποδοχών,

έχοντας υπόψη την από 11 Ιουνίου 2010 έκθεση της ανωτέρω επιτροπής τραπεζικής εποπτείας (CEBS) περί εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο των βασικών αρχών πολιτικής σε θέματα αποδοχών,

έχοντας υπόψη το έγγραφο «Banking Supervision's Compensation Principles and Standards Assessment Methodology» της Επιτροπής της Βασιλείας του Ιανουαρίου 2010,

έχοντας υπόψη το έγγραφο του ΟΟΣΑ του Φεβρουαρίου 2010 με τίτλο «Corporate governance and the financial crisis - conclusions and emerging good practices to enhance implementation of Principles» [διοίκηση εταιρειών και χρηματοπιστωτική κρίση – συμπεράσματα και νεοεμφανιζόμενες καλές πρακτικές για να προωθηθεί η εφαρμογή βασικών αρχών],

έχοντας υπόψη το από 18 Μαΐου 2010 ψήφισμά του για τα ζητήματα δεοντολογίας που σχετίζονται με τη διαχείριση των εταιρειών (1),

έχοντας υπόψη την από 2 Ιουνίου 2010 Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής για την εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και για τις πολιτικές αποδοχών (COM(2010)0284),

έχοντας υπόψη την από 2 Ιουνίου 2010 έκθεση της Επιτροπής για την εκ μέρους των κρατών μελών της ΕΕ εφαρμογή της σύστασης 2009/385/ΕΚ της Επιτροπής (σύσταση του 2009 για τις αποδοχές των διευθυντών) που συμπληρώνει τις συστάσεις 2004/913/ΕΚ και 2005/162/ΕΚ περί του καθεστώτος αποδοχών των διευθυντών των εισηγμένων εταιρειών (COM(2010)0285),

έχοντας υπόψη την από 2 Ιουνίου 2010 έκθεση της Επιτροπής για την εκ μέρους των κρατών μελών της ΕΕ εφαρμογή της σύστασης 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (COM(2010)0286),

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A7-0208/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, στον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε ορισμένες εισηγμένες εταιρείες, οι πολιτικές αποδοχών κατηγοριών προσωπικού των οποίων η επαγγελματική δραστηριότητα έχει ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης ήταν διαμορφωμένες κατά τρόπο ώστε να ενθαρρύνουν συναλλαγές που αποσκοπούσαν στην επίτευξη κερδοφορίας βραχυπρόθεσμα, δημιουργώντας ολοένα και πιο επικίνδυνα επιχειρηματικά μοντέλα προς το σκοπό αυτό, εις βάρος των εργαζομένων, των αποταμιευτών και των επενδυτών, αλλά και της αειφόρου ανάπτυξης εν γένει,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής για την εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και για τις πολιτικές αποδοχών τονίζει πως η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου συνέβαλε σημαντικά στην ανάληψη υπερβολικών κινδύνων από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς κι ότι η εταιρική διακυβέρνηση πρέπει να συνεκτιμά τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που εξαρτάται από τις ενέργειες πολλών παραγόντων,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ακατάλληλη διάρθρωση των αμοιβών μερικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που λειτουργεί ως κίνητρο για την υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων έχει διαδραματίσει ρόλο στη συσσώρευση κινδύνων που οδήγησε στην τρέχουσα χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, συνιστώντας ως εκ τούτου μείζον ζήτημα για τους φορείς χάραξης πολιτικών και για τις ρυθμιστικές αρχές,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει ως τμήμα της εταιρικής τους κοινωνικής ευθύνης να λαμβάνουν υπόψη με ολοκληρωμένο τρόπο το κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου δραστηριοποιούνται καθώς και τα συμφέροντα όλων των ενεχομένων μερών, όπως είναι π.χ. οι πελάτες τους, οι μέτοχοί τους και οι υπάλληλοί τους,

E.

λαμβάνοντας υπόψη την ανάληψη πολλών πρωτοβουλιών σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση του ζητήματος των προβληματικών πρακτικών στον τομέα των αποδοχών και λαμβάνοντας υπόψη τον ουσιαστικό χαρακτήρα μιας διεθνώς συντονισμένης προσέγγισης με σκοπό όχι μόνον τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού αλλά επίσης την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης σε παγκόσμια κλίμακα και την προαγωγή ενός βιώσιμου και δίκαιου ανταγωνισμού μεταξύ αγορών,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το έγγραφο «Principles for Sound Compensation Practices» του φόρουμ χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (FSB) που εγκρίθηκε από τους ηγέτες της G20 ορίζει πέντε στοιχεία που πρέπει να διέπουν τις ορθές πρακτικές σε θέματα αποδοχών, και λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της προαγωγής της ταυτόχρονης εφαρμογής αυτών των βασικών αρχών,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμπεφωνημένες αρχές και τα ήδη ληφθέντα μέτρα στον τομέα της πολιτικής των αποδοχών πρέπει να επανεξετάζονται συνεχώς και, εάν είναι απαραίτητο, να αναπροσαρμόζονται προκειμένου να δημιουργηθούν ομοιόμορφες συνθήκες σε ολόκληρη την Ευρώπη και να διασφαλιστεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κλάδου,

H.

λαμβάνοντας υπόψη ότι διάφορες επιστημονικές μελέτες όπως και η πρακτική εμπειρία έχουν αποδείξει τον περιορισμένο αντίκτυπο των μη δεσμευτικών συστάσεων σχετικά με τις πολιτικές σε θέματα αποδοχών, πράγμα που υπογραμμίζει την ανάγκη θέσπισης ενός ισχυρότερου μηχανισμού για την τήρηση των βασικών αρχών,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση της Επιτροπής δείχνει πως παρά την τάση για ουσιώδη μεταρρύθμιση των πολιτικών σε θέματα αποδοχών εξ αιτίας της κρίσης, μόνο 16 κράτη μέλη εφάρμοσαν πλήρως ή εν μέρει τη σύσταση της Επιτροπής,

Γενικές παρατηρήσεις

1.

χαιρετίζει τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής και του FSB σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις εισηγμένες εταιρείες γενικά· εκτιμά ωστόσο πως το μέγεθος μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας, και ως εκ τούτου η συμβολή της δικής της δραστηριότητας στον συστημικό κίνδυνο πρέπει να λαμβάνεται αναλογικά υπόψη όταν επιβάλλονται πρόσθετοι ρυθμιστικοί κανόνες στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς για θέματα πολιτικής αμοιβών και κεφαλαιακών απαιτήσεων·

2.

λαμβάνει γνώση των προτάσεων που η έκθεση περί κεφαλαιακών απαιτήσεων διατυπώνει, για έκδοση οδηγιών με δεσμευτικές αρχές σε ό,τι αφορά τις πολιτικές επί θεμάτων αποδοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα·

Αποτελεσματική διαχείριση των αποδοχών

3.

τονίζει ότι οι αρχές εποπτείας πρέπει να αποφασίζουν εάν ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός ή μια εισηγμένη εταιρεία πρέπει να διαθέτει επιτροπή αποδοχών· τούτο πρέπει να το πράττει κατά τρόπο ο οποίος να αντιστοιχεί στο μέγεθός του, την εσωτερική του οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και το πολυσύνθετο των δραστηριοτήτων του· εκτιμά πως όποτε η αρχή εποπτείας το κρίνει σκόπιμο, η πολιτική σε θέματα αποδοχών πρέπει να καθορίζεται από την επιτροπή αποδοχών, που πρέπει να είναι ανεξάρτητη και υπόλογη σε μετόχους και εποπτικές αρχές και που θα συνεργάζεται στενά με την εσωτερική επιτροπή αξιολόγησης κινδύνων της εκάστοτε επιχείρησης κατά την αξιολόγηση των κινήτρων που το σύστημα αμοιβών δημιουργεί·

4.

τονίζει ότι μία επιτροπή αποδοχών πρέπει να έχει πρόσβαση στο θέμα των συμβάσεων, όπου οι συμβάσεις που υπάγονται στον έλεγχο αυτής της επιτροπής να συντάσσονται κατά τρόπον που να καθιστά δυνατή με μειώσεις καταβολών την τιμωρία πράξεων βαρείας αμέλειας. Βαρειά αμέλεια υπάρχει κυρίως όταν δεν επιδεικνύεται η δέουσα επιμέλεια και σε τέτοιες περιπτώσεις η επιτροπή αποδοχών πρέπει να μεριμνά ώστε η μείωση να μην είναι απλώς συμβολικής φύσης αλλά ότι θα συμβάλει ουσιωδώς στην πληρωμή της προκληθείσας ζημίας. Επί πλέον, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να κληθούν να εφαρμόζουν και ένα σύστημα αρνητικών μορίων (malus), δηλ. επιστροφή αποδοχών συνδεδεμένων με τις επιδόσεις σε περίπτωση διαπίστωσης χαμηλών επιδόσεων·

5.

πιστεύει ότι ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου πρέπει να είναι μέλη του διαχειριστικού οργάνου, χωρίς εκτελεστικά καθήκοντα στον εκάστοτε χρηματοπιστωτικό οργανισμό ή στην εισηγμένη εταιρεία. Εκτιμά πως οι διευθυντές και τα μέλη των Δ.Σ. πρέπει να μην έχουν θέση ταυτόχρονα σε Δ.Σ. άλλων εταιρειών εάν υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων·

6.

είναι της γνώμης ότι, όποτε κρίνεται σκόπιμο, στους μετόχους πρέπει να δίδεται η δυνατότητα να συνεισφέρουν στη χάραξη βιώσιμων πολιτικών επί θεμάτων αποδοχών και ότι θα μπορούσε συνεπώς να τους δίδεται προς το σκοπό αυτό η ευκαιρία να εκφράζουν τις απόψεις τους για τις πολιτικές επί θεμάτων αποδοχών μέσω μιας μη δεσμευτικής ψηφοφορίας επί των εκθέσεων που αφορούν τις αποδοχές, στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας·

7.

τονίζει ότι η αμοιβή μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να συνίσταται μόνο σε μια πάγια αμοιβή και να μην περιλαμβάνει καταβολές σχετιζόμενες με τις επιδόσεις ή τις μετοχές·

8.

υπογραμμίζει ότι τα μέλη που εμπλέκονται στην ανάληψη κινδύνου θα πρέπει να είναι ανεξάρτητα από τις μονάδες της εταιρείας που ελέγχουν, να διαθέτουν την κατάλληλη αρμοδιότητα και να αμείβονται ανεξάρτητα από τις επιδόσεις αυτών των μονάδων·

Αποτελεσματική ευθυγράμμιση των αποδοχών με τη συνετή ανάληψη κινδύνων

9.

υπογραμμίζει ότι οι αποδοχές πρέπει να είναι ανάλογες των κάθε είδους κινδύνων, να είναι συμμετρικές προς το αποτέλεσμα του κινδύνου και να επηρεάζονται από τον χρονικό ορίζοντα των υφισταμένων και των πιθανών κινδύνων που έχουν αντίκτυπο στην όλη επίδοση και σταθερότητα της εταιρείας·

10.

επισημαίνει ότι κατά τη διαχείριση των εισηγμένων εταιρειών οι διευθυντές τους δεν πρέπει να έχουν ως κίνητρο το προσωπικό τους οικονομικό συμφέρον· θεωρεί ότι το προσωπικό οικονομικό συμφέρον των διευθυντών σε σύνδεση με μια μεταβλητή αμοιβή σε πολλές περιπτώσεις αντιστρατεύεται το μακροπρόθεσμο συμφέρον της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένου του συμφέροντος των υπαλλήλων και των μετόχων της·

11.

πιστεύει ότι τα συστήματα αμοιβών πρέπει να είναι αναλογικά προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και το πολυσύνθετο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και να αντικατοπτρίζουν την ποικιλομορφία των διαφορετικών χρηματοπιστωτικών τομέων, όπως είναι οι τομείς των τραπεζών, των ασφαλίσεων και της διαχείρισης κεφαλαίων·

12.

τονίζει πως οι επιχειρησιακές διευθετήσεις διαχείρισης κινδύνων σε επίπεδα ανώτερης διοίκησης, αρμοδίων κλάδου ανάληψης κινδύνων και ελεγκτικών καθηκόντων πρέπει να επανεξετασθούν από την αρχή εποπτείας μέσω εκτενών ελέγχων και να υπόκεινται σε τέτοιους ελέγχους· θεωρεί ότι αυτές οι διαδικασίες πρέπει επίσης να εφαρμόζονται στο προσωπικό του οποίου οι συνολικές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων των όσων προβλέπονται από τις συνταξιοδοτικές διατάξεις, το φέρουν στο ίδιο κλιμάκιο αποδοχών με το προσωπικό των ως άνω κατηγοριών·

13.

θεωρεί ότι τα επίπεδα των μεταβλητών αποδοχών πρέπει να βασίζονται σε προκαθορισμένα και μετρήσιμα κριτήρια επιδόσεων, τα οποία πρέπει να προάγουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της εταιρείας·

14.

τονίζει ότι οι σχετιζόμενες με την επίδοση αμοιβές πρέπει να συνδέουν το μέγεθος της συνολικής πριμοδότησης με τη συνολική επίδοση και εταιρική βάση της εταιρείας, ενώ η αμοιβή που σχετίζεται με την ατομική επίδοση ενός υπαλλήλου πρέπει να βασίζεται σε συνδυασμένη αποτίμηση της επίδοσης του συγκεκριμένου υπαλλήλου, της επίδοσης της συγκεκριμένης μονάδας της επιχείρησης, και των συνολικών αποτελεσμάτων του χρηματοπιστωτικού οργανισμού·

15.

εκτιμά ότι το προσωπικό οικονομικό συμφέρον διοικητικών στελεχών που συνδέεται με τις μεταβλητές αποδοχές έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εταιρείας· τονίζει ότι η πολιτική αποδοχών των διοικητικών στελεχών εταιρειών και άλλων κατηγοριών προσωπικού που φέρουν ευθύνη για τη λήψη αποφάσεων οι οποίες συνεπάγονται κίνδυνο πρέπει να είναι συμβατή με ένα ισορροπημένο και λειτουργικό σύστημα διαχείρισης κινδύνου, και ότι πρέπει να υπάρχει η δέουσα αναλογία μεταξύ του σταθερού και του μεταβλητού σκέλους των αποδοχών· ζητεί επειγόντως την εισαγωγή από τα Δ.Σ. μέτρων για τη μείωση ή και την ανάκληση των μεταβλητών αποδοχών για κατηγορίες προσωπικού των οποίων η επίδοση είναι υπεύθυνη για την επιδείνωση των αποτελεσμάτων της εταιρείας τους·

16.

είναι της γνώμης ότι όχι μόνον ποσοτικά μέτρα αλλά και ποιοτικά κριτήρια επίδοσης και ανθρώπινης κρίσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του επιπέδου των μεταβλητών αποδοχών·

17.

θεωρεί ότι στα προγράμματα αποδοχών δεν πρέπει να περιλαμβάνονται εγγυημένες πριμοδοτήσεις·

18.

είναι της άποψης ότι, όχι μόνο για λόγους δεοντολογίας αλλά και προς το συμφέρον της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής βιωσιμότητας, η διαφορά μεταξύ των υψηλότερων και των χαμηλότερων αποδοχών σε μια εταιρεία πρέπει να είναι λογική·

19.

τονίζει ότι οι εταιρείες πρέπει να καθιερώσουν μιαν εσωτερική διαδικασία, που θα έχει εγκριθεί από τον εποπτικό φορέα, και που θα αποσκοπεί στην αντιμετώπιση πιθανών διενέξεων μεταξύ της μονάδας διαχείρισης κινδύνου και των επιχειρησιακών μονάδων·

20.

υπογραμμίζει την ανάγκη επέκτασης αυτών των βασικών αρχών στις αποδοχές όλων των υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν υλικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου της εταιρείας στην οποία απασχολούνται, περιλαμβανομένων των ανωτέρων διοικητικών στελεχών, των αρμοδίων του κλάδου ανάληψης κινδύνων, των στελεχών με ελεγκτικά καθήκοντα και των υπαλλήλων των οποίων η συνολική αμοιβή, συμπεριλαμβανομένων των όσων προβλέπονται από τις συνταξιοδοτικές διατάξεις, τους φέρει στο ίδιο κλιμάκιο αποδοχών με τους ανωτέρω·

21.

τονίζει ότι η ασφάλιση αστικής ευθύνης διευθυντών και ανωτέρων στελεχών που έχει σχεδιασθεί για την προστασία των διευθυντών, ανωτέρων στελεχών και ανωτέρων διαχειριστών των εταιρειών έναντι αξιώσεων που εγείρονται για επικίνδυνες ή αμελείς αποφάσεις και πράξεις ληφθείσες ή τελεσθείσες στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων τους δεν είναι συμβατή με μία βιώσιμη διαχείριση κινδύνων σε θέματα αποδοχών·

Ισορροπημένη δομή του πακέτου αποδοχών

22.

τονίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ σταθερού και μεταβλητού σκέλους των αποδοχών·

23.

προτείνει την καταβολή μεταβλητών αποδοχών μόνο εάν κάτι τέτοιο κρίνεται βιώσιμο υπό το πρίσμα της οικονομικής κατάστασης και της κεφαλαιακής βάσης του οργανισμού και εάν αιτιολογείται υπό το πρίσμα των μακροπρόθεσμων επιδόσεων της εταιρείας· θεωρεί ότι για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς η αρμόδια αρχή εποπτείας πρέπει να έχει το δικαίωμα να περιορίζει το συνολικό ποσό του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών, με σκοπό την ενίσχυση του μετοχικού κεφαλαίου·

24.

τονίζει πως ένα σημαντικό ποσοστό του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών θα πρέπει να αναστέλλεται για επαρκές χρονικό διάστημα· το ποσοστό του μεταβλητού στοιχείου και η χρονική διάρκεια της αναστολής θα πρέπει να ορίζονται σύμφωνα με τον κύκλο και τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες του συγκεκριμένου μέλους του προσωπικού· το υπό αναστολή τμήμα των αποδοχών πρέπει να γίνει ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα με ταχύτητα εκτέλεσης τουλάχιστον ίση προς εκείνη του άμεσα καταβλητέου σε ποσοστιαία βάση· το 40 % τουλάχιστον του μεταβλητού σκέλους των αποδοχών πρέπει να αναστέλλεται· σε περίπτωση μεταβλητού σκέλους ιδιαίτερα μεγάλου ύψους, αναστέλλεται η καταβολή τουλάχιστον του 60 % του ποσού και η περίοδος αναστολής δεν πρέπει να είναι μικρότερη των πέντε ετών·

25.

πιστεύει ότι σημαντικό ποσοστό του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών δεν πρέπει να καταβάλλεται υπό μορφή μετρητών αλλά υπό μορφή χρέους μειωμένης εξασφάλισης, κεφαλαίου εκτάκτου ανάγκης, μετοχών ή διαπραγματεύσιμων εγγράφων συνδεόμενων με μετοχές, εφόσον τα έγγραφα αυτά δημιουργούν κίνητρα συνδεόμενα με τη μακροπρόθεσμη δημιουργία αξίας και με τους χρονικούς ορίζοντες του κινδύνου·

26.

θεωρεί ότι οι πολιτικές αποδοχών πρέπει να εφαρμόζονται στη συνολική αμοιβή, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων και μισθών, ώστε να αποφεύγεται το «αρμπιτράζ των μπόνους»· πέραν τούτων πιστεύει ότι οι «συνταξιοδοτικές πριμοδοτήσεις» δεν πρέπει να χορηγούνται υπό μορφή μετρητών, αλλά υπό μορφή χρέους μειωμένης εξασφάλισης, κεφαλαίου εκτάκτου ανάγκης, μετοχών ή διαπραγματεύσιμων εγγράφων συνδεόμενων με μετοχές, ώστε να επιτυγχάνεται η σύνδεση με μακροπρόθεσμα κίνητρα·

27.

προτείνει τη θέσπιση μέγιστου ορίου δύο ετών στο σταθερό σκέλος της αποζημίωσης διευθυντικού στελέχους, για τις αποζημιώσεις απολύσεων («χρυσά αλεξίπτωτα») σε περιπτώσεις πρόωρης λήξης της συνεργασίας, καθώς και την απαγόρευση της αποζημίωσης απόλυσης σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικών επιδόσεων ή εθελούσιας αποχώρησης·

28.

ζητεί, κατά τον καθορισμό της πολιτικής σε θέματα αποδοχών, να λαμβάνεται υπόψη η ισότητα ανδρών και γυναικών·

29.

τονίζει εκ νέου την ανάγκη επιβολής κυρώσεων για κάθε μορφής διάκριση εντός των επιχειρήσεων, ιδίως κατά τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών, κατά την εξέλιξη των σταδιοδρομιών και στη διαδικασία πρόσληψης διευθυντικών στελεχών·

Αποτελεσματική εποπτεία και συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών

30.

πιστεύει ότι οι εταιρείες πρέπει να δημοσιοποιούν σαφείς, πλήρεις και επίκαιρες πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές αμοιβών τους και ότι οι εποπτικές αρχές πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται για να αξιολογήσουν το βαθμό συμμόρφωσης προς τους ισχύοντες κανόνες·

31.

ζητεί από τις δημόσιες επιχειρήσεις να έχουν, όπως και οι άλλες εταιρείες, απόλυτη διαφάνεια στην πολιτική αποδοχών και πριμοδοτήσεων που εφαρμόζουν·

32.

ζητεί επίσης να δημοσιοποιούνται οι λεπτομέρειες των ρυθμίσεων κύριας ή επικουρικής συνταξιοδότησης των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων των δημόσιων επιχειρήσεων·

33.

καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει τις από 30 Απριλίου 2009 συστάσεις της σχετικά με τη διάρθρωση των αποδοχών και την ευθυγράμμιση βάσει του κινδύνου, σύμφωνα με τις αρχές που θέσπισε το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και ενέκρινε η Ομάδα των 20 τον Σεπτέμβριο του 2009·

34.

καλεί την Επιτροπή να εγκρίνει ισχυρούς δεσμευτικούς κανόνες για την πολιτική αποδοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, βάσει των προτάσεων της έκθεσης για την οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων (CRD), και να θεσπίσει μια διαδικασία δημόσιας καταγγελίας των εισηγμένων εταιρειών που δεν τηρούν αυτούς τους κανόνες·

35.

καλεί τις εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα να εφαρμόσουν τις Βασικές Αρχές Αποδοχών και τη Μεθοδολογία Αξιολόγησης Προτύπων, που πρότεινε η Επιτροπή Τραπεζικού Ελέγχου της Βασιλείας τον Ιανουάριο του 2010·

36.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προαγάγουν μια κοινή διεθνή δομή για τη δημοσιοποίηση του αριθμού των ατόμων που ανήκουν σε μισθολογικές κλίμακες από 1 εκατομμύριο ευρώ και άνω, ώστε να συμπεριληφθούν τα βασικά στοιχεία που αφορούν μισθούς, μπόνους, βραβεία μακρόχρονης προσφοράς και συνταξιοδοτικές εισφορές·

37.

καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τους ρόλους που διαδραματίζουν τόσο οι εσωτερικοί όσο και οι εξωτερικοί λογιστικοί ελεγκτές ως τμήμα της εξασφάλισης του πλήρους φάσματος αποτελεσματικής εταιρικής διακυβέρνησης·

38.

καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει την ενίσχυση των ρόλων που διαδραματίζουν οι μη εκτελεστικοί διευθυντές, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης ότι οι εταιρείες θα τους παρέχουν συνεχή κατάρτιση και ανεξάρτητα πακέτα αμοιβών που θα αντικατοπτρίζουν τον ανεξάρτητο ρόλο του μη εκτελεστικού διευθυντή, καθώς και της παροχής εξουσιών στους εποπτικούς φορείς για να διενεργούν συνεντεύξεις «εγκεκριμένων προσώπων»·

39.

καλεί την Επιτροπή να αποσαφηνίσει στις νομοθετικές της προτάσεις τον ρόλο των εποπτικών αρχών σε ζητήματα πολιτικής αποδοχών·

40.

τονίζει ότι οι μεταβλητές αποδοχές δεν πρέπει να καταβάλλονται μέσω φορέων ή μεθόδων που διευκολύνουν την μη πληρωμή φόρων εισοδήματος επί των αποδοχών αυτών·

41.

ζητεί να εξασφαλιστεί ότι όταν οι αμοιβές υπόκεινται σε κανονιστικές διατάξεις τούτο δεν θα γίνεται εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία διασφαλίζουν οι Συνθήκες, και ειδικότερα του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις σύμφωνα με τις νομοθεσίες και πρακτικές του κράτους μέλους τους·

42.

ζητεί από την Επιτροπή να θεσπίσει ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη διαχείριση κρίσεων, για την αποτροπή μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη τις πρωτοβουλίες που λαμβάνονται από διεθνείς φορείς, όπως είναι η ομάδα G20 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο·

43.

καλεί την Επιτροπή να παροτρύνει τα κράτη μέλη να επισημαίνουν στις εισηγμένες εταιρείες και στις εταιρείες παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών την κοινωνική τους ευθύνη, την αμαυρωμένη δημόσια εικόνα τους και την ανάγκη να δώσουν ένα καλό παράδειγμα σε μια ευημερούσα διεθνή κοινωνία·

44.

θεωρεί ότι η συνέχιση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή η διατήρηση θυγατρικών εταιρειών στο έδαφος μη συνεργάσιμων χωρών αντιβαίνει στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των εταιρειών εν γένει και ζητεί να διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων, προκειμένου να υλοποιηθούν οι εξαγγελίες της G-20 στο Λονδίνο και το Πίτσμπουργκ·

*

* *

45.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ και των κρατών μελών.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0165.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/61


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Διαχείριση της διασυνοριακής κρίσης στον τραπεζικό τομέα

P7_TA(2010)0276

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τη διαχείριση της διασυνοριακής κρίσης στον τραπεζικό τομέα (2010/2006(INI))

2011/C 351 E/09

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης (1), της 13ης Απριλίου 2000,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Οκτωβρίου 2009 με τίτλο «Κοινοτικό πλαίσιο για τη διαχείριση της διασυνοριακής κρίσης στον τραπεζικό τομέα» (COM(2009)0561),

έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού της 23ης Σεπτεμβρίου 2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την κοινοτική μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (COM(2009)0499),

έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης της 23ης Σεπτεμβρίου 2009 του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (COM(2009)0500),

έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού της 23ης Σεπτεμβρίου 2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (COM(2009)0501),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (2),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (3),

έχοντας υπόψη την οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1994 περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (4),

έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (5),

έχοντας υπόψη τη δεύτερη οδηγία 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1976 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (6), την τρίτη οδηγία 78/855/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 1978 περί των συγχωνεύσεων των ανωνύμων εταιρειών (7) και την έκτη οδηγία 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1982, για τη διάσπαση των ανωνύμων εταιρειών (8),

έχοντας υπόψη το μνημόνιο συμφωνίας της 1ης Ιουνίου 2008 για τη συνεργασία μεταξύ των χρηματοοικονομικών εποπτικών αρχών, των κεντρικών τραπεζών και των υπουργείων οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διασυνοριακή χρηματοοικονομική σταθερότητα,

έχοντας υπόψη τη σύσταση 13 της έκθεσης της ομάδας υψηλού επιπέδου για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία υπό την προεδρία του Jacques de Larosière, η οποία υποβλήθηκε στον Πρόεδρο Barroso στις 25 Φεβρουαρίου 2009 και αναφέρει ότι «η ομάδα ζητεί ένα συνεκτικό και λειτουργικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διαχείριση κρίσεων στην ΕΕ»,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 42 και 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0213/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Ένωση υπάρχει μια εσωτερική αγορά τραπεζικών υπηρεσιών και όχι ένα αμάλγαμα υπηρεσιών ανεξάρτητων μεταξύ τους, και ότι αυτή η εσωτερική αγορά έχει καίρια σημασία για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ένωσης,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι επί του παρόντος το διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο όσον αφορά τη διαχείριση κρίσεων στον τραπεζικό τομέα είναι ανεπαρκές,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υφιστάμενοι ενωσιακοί και διεθνείς εποπτικοί μηχανισμοί για τον χρηματοπιστωτικό τομέα έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικοί όσον αφορά την πρόληψη ή τον επαρκή περιορισμό της μετάδοσης μιας κρίσης,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το κόστος της διαχείρισης της κρίσης επιβάρυνε υπερβολικά τους φορολογούμενους, την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμμετοχή των μετόχων και εν συνεχεία των πιστωτών στον επιμερισμό των βαρών έχει κρίσιμη σημασία προκειμένου να μειωθεί στο ελάχιστο το κόστος για τους φορολογουμένους από οποιαδήποτε κρίση των χρηματοπιστωτικών αγορών και ιδρυμάτων,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η απουσία ή η αδυναμία των ρυθμίσεων και της εποπτείας της Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα ασυντόνιστες δράσεις εκ μέρους των εθνικών αρχών, αύξησε τον κίνδυνο προστατευτικής συμπεριφοράς και στρέβλωσης του ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων μέσω κρατικών ενισχύσεων, και απείλησε τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ενιαία προσέγγιση για την πρόληψη της πτώχευσης ενός τραπεζικού ομίλου θα ήταν πιο κοντά στην έννοια μιας εσωτερικής αγοράς,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ισχυρή εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα σημαντική για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ένωσης,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναγκαία ανάληψη ευθύνης εκ μέρους των τραπεζικών φορέων θα πρέπει να συμβάλει στην επίτευξη του πρωταρχικού στόχου αναδόμησης των χρηματοπιστωτικών αγορών υπέρ της χρηματοδότησης της οικονομίας,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη, λόγω της κρίσης, ότι είναι προφανές και ότι οι πολίτες αναμένουν ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα πρέπει να δημιουργήσουν επειγόντως, σε συνεργασία με την G20 και άλλα διεθνή φόρα, ένα επαρκές πλαίσιο το οποίο, σε περίπτωση κρίσης, θα διατηρεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα ελαχιστοποιεί το κόστος για τους φορολογούμενους, θα διαφυλάσσει τις βασικές τραπεζικές υπηρεσίες και θα προστατεύει τους καταθέτες,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και οι ενοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές απαιτούν διασυνοριακή εποπτεία των διασυνοριακών και συστημικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στόχος ενός νομοθετικού πλαισίου της ΕΕ για τη διαχείριση διασυνοριακών κρίσεων είναι να εξουσιοδοτεί τις αρχές να εγκρίνουν μέτρα που περιλαμβάνουν και την παρέμβαση στη διαχείριση τραπεζικών ομίλων, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο (ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στις τράπεζες καταθέσεων, όταν υπάρχει πιθανότητα συστημικού κινδύνου),

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στόχος ενός νομοθετικού πλαισίου της ΕΕ για τη διαχείριση διασυνοριακών κρίσεων είναι επίσης να ρυθμίζει τους διασυνοριακούς τραπεζικούς ομίλους και τις επιμέρους τράπεζες που προβαίνουν σε διασυνοριακές πράξεις αποκλειστικά μέσω υποκαταστημάτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να υπάρχει ενιαία ρύθμιση σε ό,τι αφορά τους διασυνοριακούς τραπεζικούς ομίλους,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ισχυρή αντίδραση στην κρίση απαιτεί συνεκτική και ολοκληρωμένη προσέγγιση που συνεπάγεται καλύτερη εποπτεία (εφαρμογή της νέας εποπτικής διάρθρωσης της ΕΕ), καλύτερους κανονισμούς (εν εξελίξει πρωτοβουλίες όπως αυτές σχετικά με την οδηγία 2006/48/ΕΚ, την οδηγία 2006/49/ΕΚ, την οδηγία 94/19/ΕΚ, και τις αμοιβές διοικητικών στελεχών) και ένα αποτελεσματικό ενωσιακό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» θα πρέπει να επεκταθεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα λόγω των καταστροφικών επιπτώσεων των πτωχεύσεων στις χώρες, τους επιμέρους τομείς και σε ολόκληρη την οικονομία γενικότερα,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η έγκαιρη παρέμβαση σε τραπεζικές κρίσεις και η επίλυσή τους θα πρέπει να ενεργοποιούνται με βάση σαφώς καθορισμένα κριτήρια, στα οποία συμπεριλαμβάνονται η υποκεφαλαιοποίηση, η μειωμένη ρευστότητα και η υποβάθμιση της ποιότητας ή αξίας των στοιχείων του ενεργητικού· λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρέμβαση θα πρέπει να συνδέεται με συστήματα εγγύησης των καταθέσεων,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι απαιτείται αυστηρός ενωσιακός κώδικας συμπεριφοράς για τη διαχείριση, καθώς και μηχανισμοί για την αποτροπή ανάρμοστων συμπεριφορών, που θα πρέπει να αναπτυχθούν σύμφωνα με παρόμοιες διεθνείς πρωτοβουλίες,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σημαντικό να πραγματοποιεί η Επιτροπή πλήρεις εκτιμήσεις αντικτύπου σε κάθε εξέταση του ερωτήματος εάν θα ήταν σκόπιμη η έκδοση νέων κατευθυντηρίων γραμμών για τη διαχείριση των εταιρειών,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά την παρέλευση τριετίας από τη θέση σε λειτουργία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), ενός ενωσιακού καθεστώτος εξυγίανσης για τις τράπεζες, του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΕΕ και μιας μονάδας εξυγίανσης, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει την καταλληλότητα της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων σε άλλα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μεταξύ άλλων, αλλά όχι περιοριστικά, σε ασφαλιστικές εταιρίες και διαχειριστές κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων και θα πρέπει επίσης να εξετάσει τη σκοπιμότητα και την καταλληλότητα εγκαθίδρυσης δικτύου εθνικών ταμείων σταθερότητας για όλα τα ιδρύματα που δεν συμμετέχουν στο ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΕΕ, όπως προτείνεται στη σύσταση 3 του παραρτήματος,

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος προκειμένου να αποτραπεί η υπερβολική ανάληψη κινδύνων, και ότι απαιτείται ένα πλαίσιο το οποίο να προστατεύει το σύστημα, όχι τους παραβάτες που συμμετέχουν στο σύστημα, και ότι, ειδικότερα, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταμεία εξυγίανσης για την εξάλειψη των απωλειών των μετόχων των τραπεζών ή για την ανταμοιβή των διαχειριστών για τις αποτυχίες τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ιδρύματα που προσφεύγουν σε ενωσιακό καθεστώς εξυγίανσης τραπεζών θα πρέπει να υπόκεινται σε συνέπειες, όπως διοικητικά και επανορθωτικά μέτρα· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξάλειψη του ηθικού κινδύνου θα πρέπει να αποτελεί κατευθυντήρια αρχή της μελλοντικής χρηματοπιστωτικής εποπτείας,

ΚΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τρέχοντα οικονομικά, χρηματοπιστωτικά και κοινωνικά προβλήματα, καθώς και οι πολλαπλές νέες κανονιστικές απαιτήσεις που επιβάλλονται στις τράπεζες, απαιτούν μια σταδιακή και ευαίσθητη προσέγγιση, αλλά δεν θα πρέπει να λειτουργούν αποτρεπτικά προς μια φιλόδοξη και επείγουσα ατζέντα,

ΚΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η μεταφορά περιουσιακών στοιχείων εντός τραπεζικού ομίλου δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την επάρκεια ρευστότητας του εκχωρούντος και θα πρέπει να πραγματοποιείται σε δίκαιη αγοραία αξία ή δίκαιες τιμές αγοράς· λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να αναπτυχθούν σαφείς αρχές για την εκτίμηση απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων και για τη μεταχείριση θυγατρικών ιδρυμάτων και υποκαταστημάτων που έχουν την έδρα τους στις χώρες υποδοχής,

ΚΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ένωση θα πρέπει να καταλήξει σε κοινή συμφωνία σχετικά με το «ποιος» πρέπει να κάνει «τι», «πότε» και «πώς» σε περίπτωση κρίσης στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

ΚΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα που εφαρμόζονται στον τραπεζικό τομέα θα πρέπει να ενθαρρύνουν την πραγματική οικονομία στις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες χρηματοπιστωτικές και επενδυτικές ανάγκες της,

ΚΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανονιστικών καθεστώτων και καθεστώτων αφερεγγυότητας θα πρέπει να γεφυρωθούν μέσω ενός εναρμονισμένου πλαισίου και της ενίσχυσης του διαλόγου μεταξύ των εθνικών εποπτικών φορέων και αρχών εντός των ομίλων διασυνοριακής σταθερότητας,

ΚΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το αυξανόμενο μέγεθος, η πολυπλοκότητα και οι αλληλεπιδράσεις τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν αποδείξει ότι η χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ανεξαρτήτως μεγέθους, μπορεί να έχει αλυσιδωτές επιδράσεις σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και, επομένως, απαιτείται ένα αποτελεσματικό πλαίσιο επίλυσης κρίσεων, το οποίο θα τεθεί σταδιακά σε ισχύ για όλες τις τράπεζες και θα εστιάσει, κατ' αρχάς, στις τράπεζες που παρουσιάζουν τον υψηλότερο κίνδυνο· λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα τέτοιο πλαίσιο επίλυσης κρίσεων θα πρέπει να λάβει υπόψη όσο το δυνατό περισσότερο παρόμοιες προσπάθειες που καταβάλλουν εν προκειμένω διεθνή φόρα,

ΚΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας περιορισμένος αριθμός τραπεζών (διασυνοριακές συστημικές τράπεζες) αντιπροσωπεύει ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο συστημικού κινδύνου λόγω του μεγέθους τους, της περιπλοκότητας και της διασύνδεσής τους σε ολόκληρη την Ένωση, πράγμα που απαιτεί την επείγουσα θέσπιση στοχοθετημένου ειδικού καθεστώτος· γενικότερα, απαιτούνται ισότιμα καθεστώτα εξυγίανσης για άλλα διασυνοριακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

ΚΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα ενωσιακό πλαίσιο επίλυσης κρίσεων, προκειμένου να υποστηρίζει αποτελεσματικά τις παρεμβάσεις, απαιτεί κοινή δέσμη κανόνων, κατάλληλη εμπειρογνωμοσύνη και χρηματοδοτικούς πόρους που θα πρέπει, συνεπώς, να αποτελούν τους βασικούς πυλώνες του προτεινόμενου καθεστώτος προτεραιότητας για τις διασυνοριακές συστημικές τράπεζες,

ΚΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η εποπτεία, οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης και τα μέτρα που συνδέονται με την εξυγίανση θα πρέπει να θεωρούνται ως τρεις αλληλοσυνδεόμενες βαθμίδες ενός κοινού πλαισίου,

Λ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το κατά προτεραιότητα ειδικό καθεστώς για τις διασυνοριακές συστημικές τράπεζες θα πρέπει να εξελιχθεί μεσοπρόθεσμα/μακροπρόθεσμα σε ένα καθολικό καθεστώς που θα καλύπτει όλα τα διασυνοριακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ένωση και το οποίο θα περιλαμβάνει ένα εναρμονισμένο ενωσιακό καθεστώς αφερεγγυότητας,

ΛΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα ταμείο σταθερότητας που θα αναπτυχθεί σε ενωσιακή βάση θα πρέπει να προορίζεται αυστηρά και μόνο για μελλοντική επίλυση κρίσεων και να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικών παρεμβάσεων για αποπληρωμές παρελθόντων χρόνων ή για προβλήματα που απορρέουν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/2008,

1.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει στο Κοινοβούλιο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, βάσει του άρθρου 50 και του άρθρου 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία ή περισσότερες νομοθετικές προτάσεις σχετικά με ένα ενωσιακό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, ένα ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΕΕ (Ταμείο) και μια μονάδα εξυγίανσης, ακολουθώντας τις λεπτομερείς συστάσεις που παρατίθενται στο Παράρτημα, λαμβάνοντας υπόψη τις πρωτοβουλίες που ανέλαβαν διεθνείς φορείς, όπως η G20 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού παγκοσμίως, και βασιζόμενη σε μια ενδελεχή ανάλυση όλων των διαθέσιμων εναλλακτικών δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης αντικτύπου·

2.

επιβεβαιώνει ότι οι συστάσεις αυτές σέβονται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών·

3.

εκτιμά ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της ζητούμενης πρότασης θα πρέπει να καλυφθούν μέσω κατάλληλων κονδυλίων του προϋπολογισμού (εξαιρουμένων των εισφορών στο Ταμείο, την ευθύνη για τις οποίες φέρουν οι συμμετέχουσες τράπεζες)·

4.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα καθώς και τις επισυναπτόμενες λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο, καθώς και στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.


(1)  ΕΕ C 40, 7.2.2001, σ. 453.

(2)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 201.

(4)  ΕΕ L 135, 31.5.1994, σ. 5.

(5)  ΕΕ L 125, 5.5.2001, σ. 15.

(6)  ΕΕ L 26, 31.1.1977, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 295, 20.10.1978, σ. 36.

(8)  ΕΕ L 378, 31.12.1982, σ. 47.


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ:

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΗΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Σύσταση 1 σχετικά με ένα κοινό ενωσιακό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η νομοθετική πράξη που πρόκειται να εγκριθεί θα πρέπει να αποβλέπει στις εξής ρυθμίσεις:

1.

Να δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων με κοινή στοιχειώδη δέσμη κανόνων και, τελικά, να θεσπίσει κοινή νομοθεσία για την εξυγίανση και την αφερεγγυότητα, η οποία θα ισχύει για όλα τα τραπεζικά ιδρύματα που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην Ένωση και θα αποσκοπεί στα εξής:

προώθηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

περιορισμός ή αποτροπή της μετάδοσης μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης·

περιορισμός του δημόσιου κόστους των παρεμβάσεων·

βελτιστοποίηση της θέσης των καταθετών και διασφάλιση της ίσης μεταχείρισής τους σε όλη την Ένωση·

διαφύλαξη της παροχής βασικών τραπεζικών υπηρεσιών·

αποτροπή του ηθικού κινδύνου και ανάληψη του κόστους από τον κλάδο και τους μετόχους και εσωτερικός καταλογισμός του εξωτερικού κόστους που προκαλούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης κάθε ομάδας πιστωτών στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της ισότιμηςμεταχείρισης όλων των θυγατρικών και υποκαταστημάτων του ίδιου διασυνοριακού ιδρύματος σε όλα τα κράτη μέλη·

διασφάλιση ότι τυγχάνουν σεβασμού τα δικαιώματα των μισθωτών·

ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της ανταγωνιστικότητάς της.

2.

Να συγκλίνει προοδευτικά τις υφιστάμενες εθνικές νομοθεσίες εξυγίανσης και αφερεγγυότητας και τις εποπτικές εξουσίες και, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, να θεσπίσει ένα αποτελεσματικό ενιαίο ενωσιακό καθεστώς.

3.

Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία που σχετίζεται με την εναρμόνιση των διατάξεων περί αφερεγγυότητας και εποπτείας, στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, πρέπει να ιδρυθεί μια ενιαία ενωσιακή αρχή εξυγίανσης, υπό μορφή αυτοτελούς οργάνου ή μονάδας εντός της ΕΑΤ.

4.

Προκειμένου να βελτιωθεί η συνεργασία και η διαφάνεια, οι ομότιμες αξιολογήσεις εκ μέρους των εποπτικών αρχών πρέπει να διεξάγονται σε τακτική βάση υπό την ηγεσία της ΕΑΤ και να βασίζονται σε προηγούμενη αυτοαξιολόγηση.

5.

Όποτε προκύπτει ανάγκη εξυγίανσης ή εκκαθάρισης ενός διασυνοριακού ιδρύματος, πρέπει να διενεργείται διεξοδική έρευνα από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, οριζόμενους από την ΕΑΤ, με σκοπό την ανάδειξη των αιτίων και των ευθυνών. Το Κοινοβούλιο πρέπει να ενημερώνεται για τα αποτελέσματα των ερευνών.

6.

Να αναθέσει στον αρμόδιο εποπτικό φορέα την αρμοδιότητα για τη διαχείριση κρίσεων (συμπεριλαμβανομένων εξουσιών έγκαιρης παρέμβασης) και για την έγκριση του σχεδίου έκτακτης ανάγκης κάθε τράπεζας, με τον εξής τρόπο:

για διασυνοριακές συστημικές τράπεζες: στην ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με το σώμα εθνικών εποπτικών αρχών και τους ομίλους διασυνοριακής σταθερότητας (όπως ορίζονται στο μνημόνιο συμφωνίας της 1ης Ιουνίου 2008)·

για άλλες διασυνοριακές μη συστημικές τράπεζες: στον ενοποιημένο επόπτη εντός του σώματος (στο πλαίσιο συμφωνίας στον τομέα της διακυβέρνησης), υπό τον συντονισμό της ΕΑΤ και σε διαβούλευση με τους ομίλους διασυνοριακής σταθερότητας·

για τοπικές τράπεζες: στον τοπικό εποπτικό φορέα.

7.

Να σχεδιάσει μια κοινή δέσμη κανόνων διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων κοινών μεθοδολογιών και ορισμών και κοινής ορολογίας, καθώς και δέσμη σχετικών κριτηρίων για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τις διασυνοριακές τράπεζες.

8.

Να καταστήσει τα σχέδια εξυγίανσης υποχρεωτική κανονιστική απαίτηση: τα σχέδια εξυγίανσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν μια εις βάθος αυτοαξιολόγηση του ιδρύματος και λεπτομέρειες μιας εύλογης κατανομής των περιουσιακών στοιχείων και του κεφαλαίου, με την ενδεδειγμένη ανάκτηση των μεταφορών από θυγατρικές και υποκαταστήματα προς άλλες μονάδες, και προσδιορισμό διαχωριστικών γραμμών που επιτρέπουν τον διαχωρισμό αυτοτελών λειτουργικών ενοτήτων, ιδίως όσων παρέχουν ζωτική υποδομή, όπως οι υπηρεσίες πληρωμών. Η απαίτηση για το περιεχόμενο αυτών των σχεδίων θα πρέπει να είναι ανάλογη με το μέγεθος της τράπεζας, τις δραστηριότητές της και τη γεωγραφική της επέκταση. Θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι αυτά τα σχέδια εξυγίανσης θα πρέπει να εκσυγχρονίζονται σε τακτικά διαστήματα.

9.

Να καταρτίσει, πριν από τον Δεκέμβριο του 2011, ένα ευρωπαϊκό σύστημα εποπτικής αξιολόγησης για τράπεζες («Πίνακας κινδύνου»), βάσει κοινής ομάδας ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών, οι οποίοι όμως θα πρέπει να αξιολογούνται ανάλογα με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα κάθε ιδρύματος ενώ συγχρόνως θα τηρείται το απόρρητο. Το εν λόγω σύστημα θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής παραμέτρους:

κεφάλαιο·

μόχλευση·

ρευστότητα·

αναντιστοιχία ημερομηνίας λήξης, επιτοκίου και νομισμάτων·

ρευστότητα περιουσιακών στοιχείων·

μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και συγκεντρώσεις κινδύνου·

αναμενόμενες απώλειες·

ευαισθησία στις τιμές της αγοράς, τα επιτόκια και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες·

πρόσβαση στη χρηματοδότηση·

αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων·

αποτελεσματικότητα των εσωτερικών ελέγχων·

ποιότητα διαχείρισης και εταιρική διακυβέρνηση·

περιπλοκότητα και αδιαφάνεια·

προοπτικές κινδύνου·

συμμόρφωση με τη νομοθεσία ή τις κανονιστικές απαιτήσεις.

10.

Να δώσει στους εποπτικούς φορείς το δικαίωμα να παρεμβαίνουν βάσει ορίων της εποπτικής αξιολόγησης, σε πλήρη συμφωνία με την αρχή της αναλογικότητας, και να παρέχει εύλογες περιόδους επανόρθωσης ώστε τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να επιλύουν τα ίδια τις αδυναμίες τους.

11.

Να παρέχει στους εποπτικούς φορείς τα κατάλληλα νομικά μέσα παρέμβασης, τροποποιώντας την σχετική τομεακή νομοθεσία ή εισάγοντας νέα τομεακή νομοθεσία, ώστε:

να απαιτούν ρυθμίσεις κεφαλαίου (πάνω από τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις), ρευστότητας, και μεταβολές στο μίγμα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και στις εσωτερικές διαδικασίες·

να συστήνουν ή επιβάλλουν αλλαγές στο επίπεδο της διοίκησης·

να επιβάλλουν παρακράτηση μερισμάτων και συναφείς περιορισμούς, με στόχο την εξυγίανση από πλευράς κεφαλαιακών απαιτήσεων· να περιορίζουν τους όρους των αδειών λειτουργίας τραπεζών·

να μπορούν οι εποπτικές αρχές να ενεργοποιούν τον διαχωρισμό αυτοτελών λειτουργικών ενοτήτων, τόσο προβληματικών όσο και επιτυχημένων, από το ίδρυμα, ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα συνέχισης των βασικών λειτουργιών·

να επιβάλλουν ολική ή μερική πώληση·

να προβαίνουν σε μεταφορά περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων προς άλλα ιδρύματα, με στόχο την εξασφάλιση της συνέχειας συστημικά σημαντικών λειτουργιών·

να δημιουργούν μια «ενδιάμεση τράπεζα» ή μια «καλή τράπεζα»/«κακή τράπεζα»·

να απαιτούν μετοχοποίηση χρεών, ή τη μετατροπή τους σε άλλες μορφές μετατρέψιμου κεφαλαίου ανάλογα με τη φύση του ιδρύματος, με τα κατάλληλα περιθώρια ασφαλείας·

να προβαίνουν σε προσωρινές κρατικοποιήσεις·

να επιβάλλουν προσωρινή αναστολή (μορατόριουμ) της ικανοποίησης αξιώσεων ορισμένων μορφών έναντι της τράπεζας·

να ελέγχουν τις διαδικασίες μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων εντός των ομίλων·

να διορίζουν ειδικό διαχειριστή σε επίπεδο ομίλου·

να διευθετούν εκκαθαρίσεις·

να επιτρέπουν στην ΕΑΤ να εγκρίνει παρέμβαση του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΕΕ για έκτακτη μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση, εισροή κεφαλαίων και εγγυήσεις·

να επιβάλλουν διοικητικά και επανορθωτικά μέτρα για εκείνα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν το Ταμείο.

12.

Όλα τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 11 θα εφαρμόζονται σε πλήρη συμμόρφωση με τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών και των καταθετών σε όλα τα κράτη μέλη.

Σύσταση 2 σχετικά με τις διασυνοριακές συστημικές τράπεζες

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η νομοθετική πράξη που πρόκειται να εγκριθεί θα πρέπει να αποβλέπει στις εξής ρυθμίσεις:

1.

Οι διασυνοριακές συστημικές τράπεζες, λόγω του ειδικού ρόλου τους στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, απαιτείται να υπαχθούν επειγόντως σε ένα νέο ειδικό καθεστώς, το οποίο θα ονομάζεται Ευρωπαϊκό Εταιρικό Τραπεζικό Δίκαιο και πρόκειται να έχει σχεδιαστεί μέχρι τα τέλη του 2011. Ένα γενικότερο καθεστώς για όλες τις άλλες διασυνοριακές τράπεζες θα προταθεί επίσης.

2.

Οι διασυνοριακές συστημικές τράπεζες θα τηρούν το νέο ενισχυμένο ειδικό καθεστώς· το εν λόγω καθεστώς θα υπερβεί τα νομικά εμπόδια για την ανάληψη αποτελεσματικής διασυνοριακής δράσης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη σαφή, ισότιμη και προβλέψιμη μεταχείριση των μετόχων, των καταθετών, των πιστωτών, των εργαζομένων και άλλων ενδιαφερόμενων, ιδιαίτερα μετά τις μεταφορές περιουσιακών στοιχείων εντός των ομίλων. Αυτό θα συμπεριλάβει ένα ειδικό «28ο» καθεστώς για τη διαδικασία αφερεγγυότητας για τις διασυνοριακές συστημικές τράπεζες, το οποίο αργότερα μπορεί να επεκταθεί σε όλες τις διασυνοριακές τράπεζες.

3.

Η Επιτροπή εγκρίνει μέτρο για τη θέσπιση, πριν από τον Απρίλιο του 2011, κριτηρίων για τον ορισμό των διασυνοριακών συστημικών τραπεζών. Με βάση αυτά τα κριτήρια, οι εν λόγω τράπεζες θα καθορίζονται τακτικά από το συμβούλιο εποπτών, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικών Κινδύνων (άρθρο 12β της έκθεσης της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της 17ης Μαΐου 2010 σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών («η έκθεση ΕΑΤ»).

4.

Για καθεμία από τις διασυνοριακές συστημικές τράπεζες, η ΕΑΤ θα ασκεί εποπτεία και θα ενεργεί μέσω των αρμοδίων εθνικών αρχών (σύμφωνα με την έκθεση ΕΑΤ).

5.

Η Επιτροπή θα εγκρίνει μέτρο που θα προτείνει ένα μηχανισμό μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων εντός των διασυνοριακών συστημικών τραπεζών, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων του κράτους υποδοχής.

6.

Ένα ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΕΕ και μια μονάδα εξυγίανσης θα υποστηρίζουν τις παρεμβάσεις της ΕΑΤ σχετικά με τη διαχείριση κρίσεων, την εξυγίανση ή την αφερεγγυότητα, όσον αφορά τις διασυνοριακές συστημικές τράπεζες.

Σύσταση 3 σχετικά με το ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ΕΕ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η νομοθετική πράξη που πρόκειται να εγκριθεί θα πρέπει να αποβλέπει στις εξής ρυθμίσεις:

1.

Δημιουργείται Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΕΕ («Ταμείο»), υπό την ευθύνη της EAT, για τη χρηματοδότηση παρεμβάσεων (αποκατάσταση ή ομαλή εκκαθάριση) με στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας του συστήματος και τον περιορισμό της μετάδοσης των αρνητικών επιπτώσεων από αφερέγγυες τράπεζες. Η Επιτροπή θα παρουσιάσει στο Κοινοβούλιο, έως τον Απρίλιο του 2011, πρόταση με λεπτομέρειες σχετικά με το καταστατικό, τη δομή, τη διαχείριση, το μέγεθος, το μοντέλο λειτουργίας του Ταμείου, καθώς και ακριβές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης (σύμφωνα με τα σημεία 2 και 3 παρακάτω).

2.

Το Ταμείο:

θα είναι πανευρωπαϊκό·

θα χρηματοδοτείται εκ των προτέρων από τις διασυνοριακές συστημικές τράπεζες, με γνώμονα βασιζόμενα στην αξιολόγηση κινδύνων αντικυκλικά κριτήρια και λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που θέτει κάθε επιμέρους τράπεζα. Οι τράπεζες που συνεισφέρουν στο Ταμείο δεν θα έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν σε παρόμοια ταμεία σταθερότητας ή μονάδες εξυγίανσης στις χώρες τους·

θα διακρίνεται και θα είναι ανεξάρτητοαπό τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων·

θα έχει επαρκές μέγεθος για να στηρίζει τις προσωρινές παρεμβάσεις (όπως δάνεια, αγορές περιουσιακών στοιχείων, εισροές κεφαλαίων) και να καλύπτει το κόστος των διαδικασιών εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας·

θα συσταθεί σταδιακά, αναγνωρίζοντας το τρέχον οικονομικό περιβάλλον·

θα σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργεί ηθικό κίνδυνο και να μη χρησιμοποιείται για τη διάσωση των μετόχων των τραπεζών, ούτε για ανταμοιβή των διαχειριστών για τη δική τους αποτυχία.

3.

Η Επιτροπή θα ασχοληθεί επίσης με:

τις κατευθυντήριες οδηγίες επενδύσεων για τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου (κίνδυνος, ρευστότητα, ευθυγράμμιση με τους στόχους της ΕΕ)·

τα κριτήρια επιλογής για τον φορέα διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου (εσωτερικός ή μέσω τρίτου μέρους από τον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων)·

τη δυνατότητα να λαμβάνονται οι εισφορές υπόψη στον υπολογισμό των κανονιστικών συντελεστών κεφαλαιακής επάρκειας·

διοικητικά μέτρα (ποινές ή συστήματα αποζημίωσης) για όσες διασυνοριακές συστημικές τράπεζες προσφεύγουν στο Ταμείο·

τις προϋποθέσεις για ενδεχόμενη επέκταση του πεδίου δράσης του Ταμείου, προκειμένου να συμπεριλαμβάνονται όλες οι διασυνοριακές τράπεζες πέραν των διασυνοριακών συστημικών τραπεζών·

την εμβέλεια (και την καταλληλότητα) της δημιουργία δικτύου εθνικών ταμείων για την κάλυψη των αναγκών όλων των ιδρυμάτων που δεν συμμετέχουν στο Ταμείο. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ενωσιακό πλαίσιο για τη ρύθμιση υφισταμένων και μελλοντικών εθνικών ταμείων, το οποίο θα συμμορφώνεται με μια ενιαία και δεσμευτική σειρά κοινών κανόνων.

Σύσταση 4 σχετικά με τη μονάδα εξυγίανσης

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η νομοθετική πράξη που πρόκειται να εγκριθεί θα πρέπει να αποβλέπει στις εξής ρυθμίσεις:

Θα συγκροτηθεί ανεξάρτητη μονάδα εξυγίανσης εντός της ΕΑΤ προκειμένου να καθοδηγεί τις διαδικασίες εξυγίανσης και αφερεγγυότητας για τις διασυνοριακές συστημικές τράπεζες. Η συγκεκριμένη μονάδα:

θα λειτουργεί εντός των αυστηρών ορίων που προσδιορίζονται από το νομικό πλαίσιο και τις αρμοδιότητες της ΕΑΤ·

θα περιλαμβάνει δεξαμενή εμπειρογνωμόνων του νομικού και χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδιαίτερα πεπειραμένων σε αναδιαρθρώσεις, ανακάμψεις και εκκαθαρίσεις τραπεζών·

θα συνεργάζεται στενά με τις εθνικές αρχές όσον αφορά την εφαρμογή, την τεχνική συνδρομή και την ανταλλαγή προσωπικού·

θα προτείνει εκταμιεύσεις από το Ταμείο·

όποτε προκύπτει ανάγκη εξυγίανσης ή εκκαθάρισης ενός διασυνοριακού ιδρύματος, θα πρέπει να διενεργεί διεξοδική έρευνα με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, οριζομένους από την ΕΑΤ, με σκοπό την ανάδειξη των αιτίων και των ευθυνών. Το Κοινοβούλιο θα πρέπει να ενημερώνεται για τα αποτελέσματα των ερευνών.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/69


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης και η μελλοντική δράση

P7_TA(2010)0277

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης και σχετικά με μελλοντικές ενέργειες

2011/C 351 E/10

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και ιδίως τα άρθρα 122 και 143,

έχοντας υπόψη τους όρους αναφοράς που διατύπωσε στις 7 Ιουνίου 2010 η ευρωομάδα, σχετικά με μια Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2010 των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 12ης Μαΐου 2010, σχετικά με την ενίσχυση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής (COM(2010)0250),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010, περί δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 332/2002 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, για τη θέσπιση ενός μηχανισμού μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών,

έχοντας υπόψη τη δήλωση της 7ης Μαΐου 2010 των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου ECOFIN της 9ης και 10ης Μαΐου 2010,

έχοντας υπόψη τη δήλωση της 25ης Μαρτίου 2010 των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ζώνης του ευρώ,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης και 26ης Μαρτίου 2010,

έχοντας υπόψη τη δήλωση των χωρών της ευρωζώνης, της 11ης Απριλίου 2010, σχετικά με τη στήριξη της Ελλάδας από τις χώρες της ευρωζώνης,

έχοντας υπόψη την ερώτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς την Επιτροπή, της 24ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης και σχετικά με μελλοντικές ενέργειες (Ο-0095/2010 – Β7-0318/2010),

έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 2, και το άρθρο 115, παράγραφος 5, του Κανονισμού του,

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συντάκτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ δεν είχαν προβλέψει το ενδεχόμενο μιας κρίσης δημόσιου χρέους μέσα στους κόλπους της ζώνης του ευρώ,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων δανεισμού για δημόσιο χρέος που εκδίδεται από κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ διευρύνθηκε γρηγορότερα στη διάρκεια του φθινοπώρου του 2009,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι την άνοιξη του 2010 η κατάσταση όσον αφορά την αγορά δημόσιου χρέους χειροτέρευσε αισθητά για ορισμένα κράτη μέλη και έφθασε σε κρίσιμα επίπεδα τον Μάιο του 2010,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες από τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην αγορά δημόσιου χρέους πρέπει να γίνουν καλύτερα κατανοητές,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοδοτική υποστήριξη εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010, θα περιορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, στο διαθέσιμο περιθώριο κάτω από τα ανώτατα όρια των ιδίων πόρων για πιστώσεις πληρωμών, λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, προβλέπει ότι η Επιτροπή και τα επωφελούμενα κράτη μέλη συνάπτουν μνημόνιο συμφωνίας όπου αναλύονται λεπτομερώς οι όροι της γενικής οικονομικής πολιτικής που συνδέονται με τη χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης και το οποίο η Επιτροπή κοινοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, ακολουθώντας τα συμπεράσματα του Συμβουλίου ECOFIN της 9ης και 10ης Μαΐου 2010 θέσπισαν, στις 7 Ιουνίου 2010, την Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που υπόκειται στη νομοθεσία του Λουξεμβούργου (Société Anonyme) και προσέφεραν κατ' αναλογία εγγυήσεις ύψους έως 440 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη λειτουργία της,

1.

εκφράζει την ικανοποίησή του για τις ενέργειες που έχουν γίνει πρόσφατα, τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ευρώ, λυπάται όμως διότι εκείνοι που διαμορφώνουν τις σχετικές πολιτικές της Ένωσης δεν ανέλαβαν ενωρίτερα αποφασιστική δράση, παρά τη συνεχή επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης·

2.

τονίζει, ωστόσο, ότι οι ενέργειες αυτές έχουν απλώς προσωρινό χαρακτήρα και ότι θα πρέπει να υπάρξει πραγματική πρόοδος όσον αφορά τις δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές των κρατών μελών και να θεσπισθεί ένα νέο και ισχυρότερο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης που θα αποτρέψει την εμφάνιση στο μέλλον τέτοιων κρίσεων, θα αυξήσει το αναπτυξιακό δυναμικό και θα επιτρέψει μια βιώσιμη μακροοικονομική επανεξισορρόπηση στην ΕΕ·

3.

θεωρεί ότι η παρούσα κρίση δεν μπορεί να επιλυθεί μακροπρόθεσμα με την προσθήκη νέου χρέους σε ήδη υπερχρεωμένες οικονομίες·

4.

πιστεύει ότι όλα τα κράτη μέλη, και ιδίως εκείνα που συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ), πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, κατά την ανάπτυξη της οικονομικής πολιτικής τους, τις συνέπειες που έχει η πολιτική αυτή τόσο για τα ίδια όσο και για την Ένωση και ειδικά για τις χώρες της ΟΝΕ· θεωρεί ότι οι οικονομικές πολιτικές αποτελούν θέμα κοινού ενδιαφέροντος και πρέπει να συντονίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η Συνθήκη·

5.

πιστεύει ότι, παρά τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010, και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 332/2002, του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, οι κανόνες που διέπουν τον φορέα ειδικού σκοπού θα πρέπει να επιτρέπουν σε χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ να συμμετέχουν στη Διευκόλυνση, εφόσον το επιθυμούν·

6.

σημειώνει την ανακοίνωση της Επιτροπής COM(2010)0250 σχετικά με την ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, που συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση ενός τέτοιου συντονισμού στην ΕΕ· κρίνει ότι στις νομοθετικές προτάσεις σχετικά με την ενίσχυση της οικονομικής εποπτείας θα πρέπει να περιλαμβάνονται νέα νομοθετήματα παράγωγου δικαίου στη βάση του άρθρου 121, παράγραφος 6, της Συνθήκης· πιστεύει ότι το μελλοντικό πλαίσιο εποπτείας θα πρέπει να αποσκοπεί στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, στην ανάπτυξη της οικονομίας, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής και στη μείωση των εμπορικών ανισορροπιών·

7.

πιστεύει ότι κατά τη συγκρότηση νέων ενωσιακών μέσων και διαδικασιών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ρόλος κάθε θεσμικού οργάνου της ΕΕ, περιλαμβανομένου του νομοθετικού και δημοσιονομικού ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ανεξάρτητου ρόλου της ΕΚΤ όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων σε θέματα νομισματικής πολιτικής·

8.

καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει μια μελέτη αξιολόγησης των επιπτώσεων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης, ιδίως στον προϋπολογισμό της ΕΕ, σε άλλα ενωσιακά χρηματοοικονομικά μέσα και στα δάνεια της ΕΤΕπ·

9.

καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει μια μελέτη αξιολόγησης επιπτώσεων της Ευρωπαϊκής Διευκόλυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ιδίως στη λειτουργία των αγορών ομολόγων σε ευρώ και στις διαφορές των επιτοκίων τους· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει, επιπλέον, τον βαθμό λειτουργικότητας και υπευθυνότητας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων αυτού του φορέα ειδικού σκοπού (ΦΕΣ), στην προοπτική μιας πιο μακροπρόθεσμης λύσης·

10.

ζητεί, επιπλέον, να ενημερωθεί με περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο λειτουργίας του συντονισμού μεταξύ της Διευκόλυνσης και του ΔΝΤ και, μεταξύ άλλων, για το αν η χρηματοδότηση κάθε ταμείου θα προσδιορίζεται παράλληλα, ώστε να διατηρείται η αναλογία 2:1, αν θα υπάρχει, όσον αφορά το επιτόκιο, κάποιος συντονισμός με το επιτόκιο του ΔΝΤ, προϋποθέτοντας ότι το επιτόκιο του ΔΝΤ θα ορίζεται στη βάση της καθιερωμένης πρακτικής του, ποιο προβλέπεται να είναι το επιπλέον επιτόκιο σε σχέση με εκείνο του γερμανικού bund και αν αληθεύει ότι μάλλον θα βρίσκεται γύρω στο 1 %, αν θα έχουν τα δάνεια της Ευρωπαϊκής Διευκόλυνσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας την ίδια προτεραιότητα (pari passu) με εκείνην του ΔΝΤ, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως η Διευκόλυνση θα αποκτούσε αυτομάτως το προνόμιο να μην περιλαμβάνεται σε καμία ενδεχόμενη αναδιάρθρωση των άλλων υποχρεώσεων του δανειολήπτη, διότι, σε άλλη περίπτωση, η Διευκόλυνση θα ήταν εκτεθειμένη στον κίνδυνο πρώτης ζημίας·

11.

ζητεί να πληροφορηθεί αν έχουν προβλεφθεί κάποια μέτρα που θα εγγυώνται την ίση μεταχείριση· σημειώνει, για παράδειγμα, ότι το επιτόκιο για τη Διευκόλυνση φαίνεται να είναι διάφορο εκείνου που έχει συμφωνηθεί για τη βοήθεια στην Ελλάδα, διότι οι δανειζόμενοι από τη Διευκόλυνση θα καταβάλλουν το συνολικό κόστος στον φορέα ειδικού σκοπού για την άντληση των κεφαλαίων· ζητεί, επιπλέον, να πληροφορηθεί πώς μπορεί να εξασφαλισθεί η ίση μεταχείριση των χωρών που δεν συμμετέχουν στην ΟΝΕ, αν η Διευκόλυνση λειτουργήσει μόνο αφού χρησιμοποιηθούν τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ της χρηματοδότησης·

12.

παρατηρεί ότι το δημόσιο χρέος στη ζώνη του ευρώ δεν είναι βέβαιο ότι έχει μηδενικό ονομαστικό πιστωτικό κίνδυνο, όπως προεξοφλεί η οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, καθώς και ότι οι τρέχουσες εξελίξεις έχουν αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο του μακροπρόθεσμου χρέους που εκδίδουν τα κράτη μέλη· πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό·

13.

σημειώνει ότι η οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων θεωρεί μηδενικό τον κίνδυνο των κρατικών ομολόγων·

14.

καλεί την ΕΚΤ να προσφέρει λεπτομερείς εξηγήσεις όσον αφορά τις πρόσφατες αποφάσεις της να αγοράσει κρατικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά και πιστεύει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να διαμορφώσει μια στρατηγική εξόδου, με σαφές χρονοδιάγραμμα, για την παύση αυτής της πρακτικής·

15.

πιστεύει ότι η επίτευξη μιας πιο μακροπρόθεσμης λύσης απαιτεί την αντιμετώπιση του προβλήματος των εσωτερικών ανισορροπιών και της μη βιώσιμης συσσώρευσης χρέους, δηλαδή των βαθύτερων διαρθρωτικών αιτίων της παρούσας κρίσης· κρίνει ότι μια τέτοια μακροπρόθεσμη προοπτική απαιτεί τη διόρθωση των εσωτερικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στη ζώνη του ευρώ και στην ΕΕ και, συνεπώς, την αντιμετώπιση των σημαντικών διαφορών στα επίπεδα ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κρατών μελών·

16.

θεωρεί ότι ένα ισχυρότερο ενωσιακό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης πρέπει να περιλαμβάνει έναν μόνιμο μηχανισμό της ΕΕ για την αντιμετώπιση κρίσεων δημόσιου χρέους, υπό τη μορφή ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, μια συντονισμένη προσέγγιση για τη μακροοικονομική επανεξισορρόπηση, καθώς τη βελτίωση των συνεργειών μεταξύ του ενωσιακού προϋπολογισμού και των προϋπολογισμών των κρατών μελών, για την επίτευξη μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής εξυγίανσης·

17.

σημειώνει ότι, παρά την ενδεχομένως σημαντική επίπτωση του μηχανισμού αυτού στον προϋπολογισμό της ΕΕ, δεν έχει δοθεί στο Κοινοβούλιο καμία αρμοδιότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, εφόσον η Διευκόλυνση θεσπίσθηκε με κανονισμό του Συμβουλίου στη βάση του άρθρου 122, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ· θεωρεί απαραίτητο να εξασφαλισθεί ότι το Κοινοβούλιο, ως αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, θα έχει λόγο σε ένα ζήτημα με ενδεχομένως τεράστιες δημοσιονομικές συνέπειες·

18.

καλεί την Επιτροπή να αναθέσει την εκπόνηση μιας ανεξάρτητης μελέτης σκοπιμότητας, μέχρι το τέλος του 2010, σχετικά με το ζήτημα των καινοτόμων χρηματοδοτικών μέσων, όπως η κοινή έκδοση ευρωομολόγων, ως μέσων για τη μείωση των διαφορών στα επιτόκια και την αύξηση της ρευστότητας στις αγορές χρεογράφων σε ευρώ·

19.

παρατηρεί ότι η έκδοση ευρωομολόγων για υποδομές σημαντικές σε ενωσιακό επίπεδο θα μπορούσε να είναι συμβατή με τον σεβασμό του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης·

20.

καλεί την Επιτροπή να αναλύσει μια ποικιλία εναλλακτικών επιλογών όσον αφορά ένα μακροπρόθεσμο σύστημα για την πρόληψη και την επίλυση ενδεχόμενων προβλημάτων δημόσιου χρέους κατά τρόπο αποδοτικό και βιώσιμο, χωρίς να χάνεται κανένα από τα οφέλη του ενιαίου νομίσματος· πιστεύει ότι η ανάλυση αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο πιστωτικός κίνδυνος των κρατικών ομολόγων μπορεί να διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών και ίσως θα πρέπει αυτό να αντικατοπτρίζεται καλύτερα στους δείκτες κεφαλαίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

21.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στον Πρόεδρο της ευρωομάδας και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/73


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Αίτηση προσχώρησης της Ισλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

P7_TA(2010)0278

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την αίτηση προσχώρησης της Ισλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

2011/C 351 E/11

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 540/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Ιουνίου 2010 για την προσθήκη της Ισλανδίας στον κατάλογο των χωρών που πληρούν τις προϋποθέσεις της προενταξιακής βοήθειας της ΕΕ, η οποία διατίθεται προκειμένου να βοηθήσει τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες να ευθυγραμμιστούν με το σύνολο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας,

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής σχετικά με την αίτηση προσχώρησης της Ισλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (SEC(2010)0153),

έχοντας υπόψη την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2010 για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ισλανδία,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με το έγγραφο στρατηγικής του 2009 για τη διεύρυνση, που κατήρτισε η Επιτροπή, το οποίο αφορά τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, την Ισλανδία και την Τουρκία (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 11ης Φεβρουαρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1085/2006 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού προενταξιακής βοήθειας (IPA) (COM(2009)0588 – C7-0279/2009 – 2009/0163(COD)) (2),

έχοντας υπόψη τις δηλώσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την αίτηση προσχώρησης της Ισλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 2, του Κανονισμού του,

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, «Κάθε ευρωπαϊκό κράτος […] μπορεί να ζητήσει να γίνει μέλος της Ένωσης»,

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόοδος κάθε χώρας όσον αφορά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αξιοκρατική και εξαρτάται από τις προσπάθειες που καταβάλλει να τηρήσει τα κριτήρια προσχώρησης, ενώ παράλληλα πρέπει να γίνεται σεβαστή και η ικανότητα ενσωμάτωσης στην ΕΕ,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 17 Ιουλίου 2009 η Ισλανδία παρουσίασε την αίτηση προσχώρησής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή παρουσίασε τη γνωμοδότησή της στις 24 Φεβρουαρίου 2010, συνιστώντας την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης με την Ισλανδία,

E.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, εφόσον οι προηγούμενες διευρύνσεις στέφθηκαν αναμφίβολα με επιτυχία τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και για τα κράτη μέλη που προσχώρησαν σε αυτήν και έχουν συμβάλει στη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την ευημερία της Ευρώπης στο σύνολο της, είναι σημαντικό να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία προσχώρησης της Ισλανδίας και να εξασφαλιστεί ότι η προσχώρησή της θα στεφθεί με την ίδια επιτυχία, σύμφωνα με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σχέσεις μεταξύ της Ισλανδίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρονολογούνται από το 1973 όταν υπογράφηκε μια διμερής συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ των δύο,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ισλανδία ήδη συνεργάζεται στενά με την ΕΕ ως μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), των Συμφωνιών του Σένγκεν και του Κανονισμού του Δουβλίνου, και επομένως έχει ήδη υιοθετήσει ένα σημαντικό μέρος του κοινοτικού κεκτημένου,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ισλανδία έχει εδραιωμένη δημοκρατική παράδοση και έχει ευθυγραμμιστεί σε σημαντικό βαθμό με το κοινοτικό κεκτημένο,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι από το 1994 η Ισλανδία συμβάλλει σημαντικά στην ευρωπαϊκή συνοχή και αλληλεγγύη μέσω του χρηματοδοτικού μηχανισμού στα πλαίσια του ΕΟΧ,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ισλανδία, ως χώρα με μη στρατιωτική παράδοση, συμμετέχει μη στρατιωτικά στις ειρηνευτικές αποστολές της ΕΕ και ευθυγραμμίζεται τακτικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας της ΕΕ,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ισλανδία και ο πληθυσμός της έχουν πληγεί σοβαρά από την παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση η οποία προκάλεσε την κατάρρευση του ισλανδικού τραπεζικού συστήματος το 2008,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και των Κάτω χωρών υπέγραψαν δύο συμφωνίες με την ισλανδική κυβέρνηση τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 2009 σχετικά με τους όρους αποπληρωμής ενός δανείου ύψους 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ με τις Κάτω Χώρες και ενός δανείου ύψους 2,4 δισεκατομμυρίων λιρών με το Ηνωμένο Βασίλειο· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι μετά το δημοψήφισμα της 6ης Μαρτίου 2010, η συμφωνία του Οκτωβρίου απορρίφθηκε και τα ενδιαφερόμενα μέρη αναμένεται να καταλήξουν σε νέα συμφωνία όσον αφορά τις πληρωμές που καλύπτονταν από το ισλανδικό σύστημα εγγύησης καταθέσεων,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ δήλωσε στην επίσημη προειδοποιητική επιστολή που έστειλε στις 26 Μαΐου 2010 ότι η Ισλανδία είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίσει την καταβολή της ελάχιστης αποζημίωσης στους καταθέτες της Icesave στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Κάτω Χώρες,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινή γνώμη και τα πολιτικά κόμματα στην Ισλανδία είναι διχασμένα όσον αφορά το θέμα της ένταξης στην ΕΕ· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι υπό το πρίσμα της πολιτικής και οικονομικής κρίσης, η κοινή γνώμη έχει μετατοπιστεί σαφώς προς μια αρνητική κατεύθυνση από το καλοκαίρι του 2009 όσον αφορά το θέμα της ένταξης στην ΕΕ,

Πολιτικά κριτήρια

1.

επικροτεί την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ισλανδία·

2.

χαιρετίζει την προοπτική να γίνει κράτος μέλος της ΕΕ μια χώρα με ισχυρό πνεύμα δημοκρατίας· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η ένταξη της Ισλανδίας θα ωφελήσει τόσο τη χώρα όσο και την ΕΕ και θα ενισχύσει περαιτέρω το ρόλο της Ένωσης ως παγκόσμιου φορέα προαγωγής και υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών·

3.

τονίζει την άριστη συνεργασία μεταξύ των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των βουλευτών του ισλανδικού κοινοβουλίου (Αλθίνγκι) στα πλαίσια της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του ΕΟΧ και αναμένει μια εξίσου γόνιμη συνεργασία στα πλαίσια της νέας Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ΕΚ-Ισλανδίας·

4.

χαιρετίζει ιδίως την Ισλανδική Πρωτοβουλία Σύγχρονων Μέσων Ενημέρωσης, η οποία επιτρέπει τόσο στην Ισλανδία όσο και στην ΕΕ να καταλάβουν μια νομικά ισχυρή θέση όσον αφορά την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας της ενημέρωσης·

5.

καλεί τις ισλανδικές αρχές να αντιμετωπίσουν τις υφιστάμενες διακρίσεις μεταξύ των πολιτών της ΕΕ όσον αφορά το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές στην Ισλανδία·

6.

επισημαίνει ότι σύμφωνα με τη νέα στρατηγική διεύρυνσης της ΕΕ, ο τομέας των δικαστικών συστημάτων είναι ένας από τους τομείς στους οποίους η ΕΕ δίνει μεγάλη προσοχή ακόμα και στο πρώιμο προενταξιακό στάδιο· είναι της άποψης ότι η κυβέρνηση της Ισλανδίας πρέπει να υιοθετήσει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά το ζήτημα ης κυρίαρχης θέσης που έχει δοθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσον αφορά τον διορισμό των δικαστών, των εισαγγελέων και των ανώτερων δικαστικών αρχών· είναι πεπεισμένο ότι οι ισλανδικές αρχές θα προβούν στις απαραίτητες αλλαγές·

7.

παροτρύνει την Ισλανδία να επικυρώσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς και τη Σύμβαση αστικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης περί διαφθοράς·

8.

συγχαίρει την Ισλανδία για το ιστορικό της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· καλεί, ωστόσο, την Ισλανδία να επικυρώσει τη Σύμβαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων, καθώς και τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία·

9.

παροτρύνει την Ισλανδία να ακολουθήσει τις συστάσεις του 2008 του ΟΑΣΕ/Γραφείου Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ODIHR) σχετικά με τα εγκλήματα μίσους·

Οικονομικά κριτήρια

10.

υπενθυμίζει ότι η Ισλανδία έχει γενικά ικανοποιητικές επιδόσεις όσον αφορά την εφαρμογή των υποχρεώσεών της στα πλαίσια του ΕΟΧ και την ικανότητα αντιμετώπισης των ανταγωνιστικών πιέσεων και των δυνάμεων της αγοράς στο εσωτερικό της ΕΕ· σημειώνει, ωστόσο, ότι χρειάζονται περαιτέρω προσπάθειες για την ευθυγράμμιση με τις γενικές αρχές και τη διασφάλιση πλήρους συμμόρφωσης προς το κεκτημένο στους τομείς της αξιολόγησης της συμβατότητας, της διαπίστευσης και της εποπτείας της αγοράς· λαμβάνει υπό σημείωση την επίσημη προειδοποιητική επιστολή της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ (ΕΑΕ-ΕΖΕΣ) της 26ης Μαΐου 2010 προς την ισλανδική κυβέρνηση, που συνιστά το πρώτο βήμα σε μια διαδικασία επί παραβάσει λόγω μη τήρησης των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη συμφωνία ΕΟΧ για την εφαρμογή της οδηγίας 94/19/ΕΚ σχετικά με την εγγύηση των καταθέσεων, και χαιρετίζει την προθυμία της ισλανδικής κυβέρνησης να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για την υπόθεση Icesave το συντομότερο δυνατόν·

11.

εκφράζει την ικανοποίησή του για τις πολιτικές που αποσκοπούν στην περαιτέρω διαφοροποίηση της οικονομίας της Ισλανδίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για την μακροπρόθεσμη οικονομική ευημερία της χώρας·

12.

υπενθυμίζει ότι το περιβάλλον αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκφράζει την ικανοποίησή της για την έντονη ανάμειξη της Ισλανδίας στις οικολογικές πολιτικές·

13.

σημειώνει ότι αν και η δημοσιονομική εξυγίανση παραμένει βασική πρόκληση, η Ισλανδία παρουσιάζει ενθαρρυντικά σημάδια οικονομικής σταθεροποίησης· είναι της γνώμης ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής στον νομισματικό τομέα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση για την ενίσχυση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·

14.

χαιρετίζει την έκθεση της ειδικής εξεταστικής επιτροπής η οποία μπορεί να συμβάλει στην αποκατάσταση της εθνικής εμπιστοσύνης· ενθαρρύνει τη λήψη μέτρων που θα συνεχίσουν το έργο αυτής της επιτροπής προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα πιεστικά πολιτικά, οικονομικά και θεσμικά προβλήματα που περιγράφονται στην έκθεση·

15.

χαιρετίζει το γεγονός ότι η Ισλανδική Ένωση Συνταξιοδοτικών Ταμείων (ΙΕΣΤ) έχει συμφωνήσει να διεξαγάγει ανεξάρτητη έρευνα σχετικά με τις μεθόδους εργασίας και τις επενδυτικές πολιτικές των συνταξιοδοτικών συστημάτων κατά την περίοδο πριν από την οικονομική κατάρρευση·

16.

ζητεί την επίτευξη μιας διμερούς συμφωνίας σχετικά με τους όρους αποπληρωμής ενός δανείου ύψους 3,9 δισεκατομμυρίων ευρώ στις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και των Κάτω Χωρών· υπογραμμίζει ότι η επίτευξη μιας συμφωνίας που θα είναι αποδεκτή για όλα τα μέρη θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Ισλανδίας να τιμά τις συμφωνίες που έχει συνάψει, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης προς όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία για τον ΕΟΧ και θα ενισχύσει τη δημόσια υποστήριξη για τη διαδικασία προσχώρησης της Ισλανδίας, τόσο εντός της Ισλανδίας όσο και εντός της ΕΕ·

17.

σημειώνει την επιθυμία της Ισλανδίας να γίνει μέλος της ευρωζώνης, κάτι που θα είναι δυνατόν να επιτευχθεί μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και μόλις εκπληρωθούν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις·

18.

χαιρετίζει την έγκριση της δεύτερης αναθεώρησης της συμφωνίας stand-by με το ΔΝΤ η οποία αποσκοπεί στη νομισματική σταθεροποίηση, την αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου και τη δημοσιονομική εξυγίανση·

19.

εκφράζει την ανησυχία του για την υψηλή ανεργία και τον πληθωρισμό, ενώ επισημαίνει τα πρόσφατα σημάδια βελτίωσης·

20.

συγχαίρει την Ισλανδία για τα υψηλά ποσοστά επενδύσεων στην εκπαίδευση, την έρευνα και την ανάπτυξη·

Ικανότητα ανάληψης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα του μέλους

21.

σημειώνει ότι ως μέλος του ΕΟΧ, η Ισλανδία συμμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό με τις απαιτήσεις 10 κεφαλαίων διαπραγμάτευσης και ανταποκρίνεται μερικώς στις απαιτήσεις 11 κεφαλαίων διαπραγμάτευσης αφήνοντας την πλήρη διαπραγμάτευση μόνο 12 κεφαλαίων που δεν καλύπτονται από τον ΕΟΧ· τονίζει ότι η Επιτροπή έχει υπογραμμίσει ότι η Ισλανδία οφείλει να καταβάλει σοβαρές προσπάθειες για να ευθυγραμμίσει τη νομοθεσία της με το κεκτημένο σε διάφορους τομείς, καθώς και για να εφαρμόσει και να επιβάλει αποτελεσματικά την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμα, προκειμένου να εκπληρώσει τα κριτήρια προσχώρησης· υπογραμμίζει ότι η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ισλανδίας στα πλαίσια του ΕΟΧ, καθώς και η συμφωνία που συνδέει την Ισλανδία με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν αποτελούν σημαντικές απαιτήσεις των ενταξιακών διαπραγματεύσεων·

22.

καλεί τις ισλανδικές αρχές να αντιμετωπίσουν τις βασικές θεσμικές αδυναμίες της ισλανδικής οικονομίας, ιδίως όσον αφορά την οργάνωση και λειτουργία του συστήματος χρηματοοικονομικής εποπτείας και του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων·

23.

παροτρύνει την Ισλανδία να υιοθετήσει μια πολιτική γεωργικής και αγροτικής ανάπτυξης σύμφωνη με τις πολιτικές της ΕΕ, καθώς και να θεσπίσει τις διοικητικές δομές που απαιτούνται για την εφαρμογή αυτών των πολιτικών· τονίζει, ως προς αυτό, ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές σε αυτόν τον τομέα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ιδιαιτερότητα του περιβάλλοντος και της φύσης της Ισλανδίας, καθώς και την γεωγραφική της απόσταση από την ευρωπαϊκή ήπειρο·

24.

καλεί την Επιτροπή να εμπλέξει τις ισλανδικές αρχές στις τρέχουσες συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής·

25.

αναγνωρίζει τον υπεύθυνο και βιώσιμο τρόπο με τον οποίον η Ισλανδία έχει διαχειριστεί τους θαλάσσιους πόρους της και ευελπιστεί σε μια εποικοδομητική στάση εκ μέρους των αρχών τόσο της ΕΕ όσο και της Ισλανδίας κατά τη διαπραγμάτευση της απαίτησης υιοθέτησης εκ μέρους της Ισλανδίας της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑλΠ), η οποία θα επιτρέψει την επίτευξη στο τέλος των διαπραγματεύσεων μιας ικανοποιητικής και για τις δύο πλευρές λύσης που θα βασίζεται στις βέλτιστες πρακτικές και θα προστατεύει τα συμφέροντα τόσο των αλιέων όσο και των καταναλωτών, τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ισλανδία·

26.

παροτρύνει την Ισλανδία να υιοθετήσει μέτρα στον τομέα της αλιευτικής πολιτικής τα οποία θα κάνουν δυνατή τη μετάβαση προς την υιοθέτηση της ΚΑλΠ·

27.

ζητεί επιτακτικά να θέσει η Ισλανδία τέρμα στη φαλαινοθηρία και να αποσύρει όλες τις επιφυλάξεις που έχει καταθέσει στη Διεθνή Επιτροπή Φαλαινοθηρίας·

28.

σημειώνει ότι η Ισλανδία μπορεί να συμβάλει σημαντικά στις περιβαλλοντικές και ενεργειακές πολιτικές της ΕΕ λόγω της εμπειρίας της στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ιδίως όσον αφορά τη γεωθερμική ενέργεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής·

Περιφερειακή συνεργασία

29.

θεωρεί την ένταξη της Ισλανδίας στην ΕΕ ως μια ευκαιρία στρατηγικής σημασίας για την ΕΕ να αποκτήσει έναν πιο ενεργό και δημιουργικό ρόλο και να συμβάλει επίσης στην πολυμερή διακυβέρνηση στην περιοχή της Αρκτικής, εδραιώνοντας περαιτέρω την ευρωπαϊκή παρουσία στο Αρκτικό Συμβούλιο· τονίζει ότι κατ' αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να αντιμετωπιστούν τα περιβαλλοντικά ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος και να αυξηθεί το ενδιαφέρον της ΕΕ για την Αρκτική και την προστασία της σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο·

30.

χαιρετίζει το γεγονός ότι η ένταξη της Ισλανδίας στην ΕΕ θα ενισχύσει την βορειοατλαντική διάσταση των εξωτερικών πολιτικών της Ένωσης·

Κοινή γνώμη και υποστήριξη της διεύρυνσης

31.

παροτρύνει τις ισλανδικές αρχές να ξεκινήσουν ευρεία δημόσια συζήτηση και διάλογο σχετικά με την προσχώρηση στην ΕΕ, εξαρχής με τη συμμετοχή των πολιτών, επίσης υπό το πρίσμα των ανησυχιών των πολιτών της Ισλανδίας όσον αφορά την προσχώρηση στην ΕΕ και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη σοβαρής δέσμευσης ενόψει της επιτυχίας των διαπραγματεύσεων· καλεί την Επιτροπή να παράσχει υλική και τεχνική υποστήριξη εφόσον ζητηθεί από τις ισλανδικές αρχές, προκειμένου να τις βοηθήσει να ενισχύσουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία όσον αφορά τη διαδικασία προσχώρησης και να διοργανώσουν μια εκτενή και ευρείας κλίμακας εκστρατεία ενημέρωσης σε ολόκληρη την ισλανδική επικράτεια σχετικά με τις επιπτώσεις της ένταξης στην ΕΕ, ούτως ώστε οι Ισλανδοί πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν στο μελλοντικό δημοψήφισμα για την προσχώρηση έχοντας επίγνωση των πραγμάτων·

32.

είναι της άποψης ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να παρασχεθεί σαφής και εκτενής πληροφόρηση στους πολίτες της ΕΕ σχετικά με τις επιπτώσεις της προσχώρησης της Ισλανδίας· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να καταβάλουν προσπάθειες για τον σκοπό αυτό· θεωρεί ότι είναι εξίσου σημαντικό να ληφθούν υπόψη και να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες και τα ερωτήματα των πολιτών και να υπάρξει ανταπόκριση ως προς τις απόψεις και τα συμφέροντά τους·

*

* *

33.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στην Αντιπρόεδρο/Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών, στον Πρόεδρο του Αλθίνγκι και την κυβέρνηση της Ισλανδίας.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2009)0097.

(2)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0026.


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/78


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Κοσσυφοπέδιο

P7_TA(2010)0281

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης του Κοσσυφοπεδίου

2011/C 351 E/12

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας που εκδόθηκαν μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης της 19ης και 20ής Ιουνίου 2003, στα οποία δίνεται υπόσχεση σε όλα τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων ότι θα ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της συνεδρίασης του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της 7ης Δεκεμβρίου 2009, όπου τονίζεται ότι και το Κοσσυφοπέδιο, με την επιφύλαξη της θέσης των κρατών μελών όσον αφορά το καθεστώς του, πρέπει να επωφεληθεί από την προοπτική απώτερης ελευθέρωσης των θεωρήσεων εφόσον ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις, και όπου καλείται η Επιτροπή να παρουσιάσει μια διαρθρωμένη πολιτική για την προσέγγιση του λαού του Κοσσυφοπεδίου με την ΕΕ,

έχοντας υπόψη την Κοινή Δράση του Συμβουλίου 2008/124/ΚΕΠΠΑ της 4ης Φεβρουαρίου 2008 σχετικά με την Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Κράτος Δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο (EULEX) όπως τροποποιήθηκε από την Κοινή Δράση του Συμβουλίου 2009/445/ΚΕΠΠΑ της 9ης Ιουνίου 2009,

έχοντας υπόψη την Κοινή Δράση του Συμβουλίου 2008/123/ΚΕΠΠΑ της 4ης Φεβρουαρίου 2008 για διορισμό Ειδικού Εντεταλμένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο και την απόφαση του Συμβουλίου 2010/118/ΚΕΠΠΑ της 25ης Φεβρουαρίου 2010 για επέκταση της εντολής του Ειδικού Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Κοσσυφοπέδιο,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 14ης Οκτωβρίου 2009 με τίτλο «Στρατηγική διεύρυνσης και κυριότερες προκλήσεις για την περίοδο 2009-2010» (COM(2009)0533) και τη συνοδευτική έκθεση προόδου 2009 της Επιτροπής για το Κοσσυφοπέδιο και τη μελέτη με τίτλο «Κοσσυφοπέδιο (1) - Υλοποίηση της Ευρωπαϊκής του Προοπτικής» (COM(2009)0534),

έχοντας υπόψη τις συστάσεις της 2ης Διακοινοβουλευτικής Συνάντησης Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-Κοσσυφοπεδίου στις 7 Απριλίου 2009 και της 3ης Διακοινοβουλευτικής Συνάντησης ΕΚ-Κοσσυφοπεδίου στις 23 Ιουνίου 2010,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 29ης Μαρτίου 2007 σχετικά με το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου και τον ρόλο της ΕΕ (2) και το ψήφισμά του της 5ης Φεβρουαρίου 2009 σχετικά με το Κοσσυφοπέδιο και τον ρόλο της ΕΕ (3),

έχοντας υπόψη το ψήφισμα 1244(1999) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1244/2009 του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή, ιδίως το Παράρτημα Ι στο οποίο γίνεται μνεία στα άτομα που διαμένουν στο Κοσσυφοπέδιο (ψήφισμα 1244 του ΣΑΗΕ) για λόγους νομικής σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου (4),

έχοντας υπόψη το ψήφισμα που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 8 Οκτωβρίου 2008 (A/RES/63/3) που ζητεί από το Διεθνές Δικαστήριο να εκδώσει συμβουλευτική γνωμοδότηση σχετικά με το κατά πόσον είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο η μονομερής ανακήρυξη ανεξαρτησίας από τους προσωρινούς θεσμούς διακυβέρνησης του Κοσσυφοπεδίου,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με το έγγραφο στρατηγικής του 2009 για τη διεύρυνση, που κατήρτισε η Επιτροπή, το οποίο αφορά τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, την Ισλανδία και την Τουρκία (5),

έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του Ειδικού Απεσταλμένου των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου και τη συνολική πρόταση για τη διευθέτηση του καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου, της 26ης Μαρτίου 2007,

έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 2, του Κανονισμού του,

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η περιφερειακή σταθερότητα των Δυτικών Βαλκανίων και η ενσωμάτωση αυτών των χωρών στην ΕΕ αποτελούν προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης· εκτιμώντας ότι οι προτεραιότητες αυτές είναι δυνατόν να διατηρηθούν μόνο εάν η ένταξη στην ΕΕ αποτελεί απτή προοπτική για όλες τις χώρες της περιοχής,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διεθνής κοινότητα τάχθηκε σε όλες τις περιπτώσεις υπέρ της βιωσιμότητας πολυεθνοτικών και πολυθρησκευτικών κρατών στα Δυτικά Βαλκάνια, με βάση τις αξίες της δημοκρατίας, της ανεκτικότητας και της πολυπολιτισμικότητας,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολίτες της Σερβίας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και του Μαυροβουνίου μπορούν να ταξιδεύουν προς την ΕΕ χωρίς θεώρηση διαβατηρίου από τις 19 Δεκεμβρίου 2009, ενώ για τους κατοίκους της Αλβανίας και της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης το ίδιο μέτρο αναμένεται σύντομα· εκτιμώντας ότι οι πολίτες του Κοσσυφοπεδίου δεν είναι δυνατόν να μείνουν πίσω και να απομονωθούν από τους πολίτες των άλλων χωρών της περιοχής και, κατά συνέπεια, ότι πρέπει να ξεκινήσει χωρίς καθυστέρηση η διαδικασία ελευθέρωσης της θεώρησης διαβατηρίου με το Κοσσυφοπέδιο, εφόσον εκπληρωθούν όλα τα απαραίτητα κριτήρια,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει ζητηθεί από το Διεθνές Δικαστήριο να εκδώσει συμβουλευτική γνωμοδότηση σχετικά το κατά πόσον είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο η μονομερής ανακήρυξη ανεξαρτησίας από τους προσωρινούς θεσμούς διακυβέρνησης του Κοσσυφοπεδίου και ότι τα συμπεράσματα της έκθεσης εκκρεμούν,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση να εξαιρεθεί το Κοσσυφοπέδιο από την ελευθέρωση της θεώρησης διαβατηρίου καταδεικνύει μια βαθιά αντίφαση στη στρατηγική της ΕΕ στο Κοσσυφοπέδιο, όπου από τη μία πλευρά καταβάλλεται τεράστια προσπάθεια βοήθειας σε επίπεδο πόρων και προσωπικού, και από την άλλη τα σύνορα παραμένουν κλειστά για όλους εκείνους ο μόχθος των οποίων θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη,

1.

σημειώνει την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από τις 17 Φεβρουαρίου 2008, που αναγνωρίστηκε από 69 χώρες· επισημαίνει ότι 22 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο ως ανεξάρτητη χώρα, ενώ 5 δεν το έχουν πράξει· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη, προκειμένου να γίνουν αποτελεσματικότερες οι πολιτικές της ΕΕ για όλο το λαό του Κοσσυφοπεδίου, να ενισχύσουν την κοινή προσέγγισή τους έναντι του Κοσσυφοπεδίου, με στόχο την προσχώρηση του Κοσσυφοπεδίου στην ΕΕ· χαιρετίζει την εποικοδομητική στάση προς το Κοσσυφοπέδιο που επέδειξε η Ισπανική Προεδρία παρά το γεγονός ότι δεν έχει αναγνωρίσει τη χώρα· θα επιθυμούσε την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από όλα τα κράτη μέλη·

2.

υπογραμμίζει την εξαιρετική σημασία που έχουν για την περιφερειακή σταθεροποίηση οι διαδικασίες ολοκλήρωσης όλων των χωρών της περιοχής με την ΕΕ· υπογραμμίζει ότι η προοπτική προσχώρησης στην ΕΕ είναι ισχυρό κίνητρο για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο Κοσσυφοπέδιο και ζητεί να ληφθούν πρακτικά μέτρα ώστε η προοπτική αυτή να γίνει περισσότερο χειροπιαστή τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τους πολίτες· προς τούτο, καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει το Κοσσυφοπέδιο στη διαδικασία ελέγχου που ξεκινά στις αρχές του 2011 με στόχο την προετοιμασία της χώρας για την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης και να ανακοινώσει αμελλητί στις αρχές του Κοσσυφοπεδίου τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, προτού η Επιτροπή να καταρτίσει τον χάρτη πορείας για την ελευθέρωση των θεωρήσεων διαβατηρίου και να ορίσει τον χάρτη πορείας αμέσως μετά τη λήψη αυτών των μέτρων·

3.

σημειώνει την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου από τις περισσότερες γειτονικές της χώρες και τις σχέσεις καλής γειτονίας μαζί τους· επισημαίνει το γεγονός ότι το Κοσσυφοπέδιο έχει γίνει δεκτό ως μέλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων διεθνών οργανισμών·

4.

επαναλαμβάνει την άποψή του, την οποία εξέφρασε στα ψηφίσματά του της 29ης Μαρτίου 2007 και 5ης Φεβρουαρίου 2009, ότι απορρίπτει το ενδεχόμενο διχοτόμησης του Κοσσυφοπεδίου·

5.

εκφράζει την ανησυχία του για την κατάσταση των σχέσεων με τη Σερβία και υπογραμμίζει ότι οι σχέσεις καλής γειτονίας αποτελούν κεφαλαιώδες κριτήριο για τις βλέψεις της Σερβίας, καθώς και του Κοσσυφοπεδίου και όλων των άλλων χωρών της περιοχής, για ένταξη στην ΕΕ· αν και κατανοεί τις συναισθηματικές συνέπειες των εξελίξεων μετά τον πόλεμο του 1999 και κατανοεί ότι η επίσημη αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου δεν αποτελεί εφικτή πολιτική επιλογή αυτή τη στιγμή για την ηγεσία του Βελιγραδίου, ωστόσο καλεί τη Σερβία να επιδείξει πραγματισμό στο ζήτημα του καθεστώτος· προς τούτο, χαιρετίζει την υπογραφή του αστυνομικού πρωτοκόλλου με την EULEX και ζητεί ενισχυμένη συνεργασία με την αποστολή· επιπλέον, καλεί τη Σερβία να μην εμποδίσει την ένταξη του Κοσσυφοπεδίου σε διεθνείς οργανισμούς, και ιδίως την πρόσφατη αίτησή του για ένταξη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας· υπογραμμίζει ότι η σύγκρουση επηρεάζει επίσης το περιφερειακό εμπόριο και τη συνεργασία στο πλαίσιο της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Κεντρικής Ευρώπης (CEFTA), γεγονός που ζημιώνει τις οικονομίες των χωρών της περιοχής· καλεί όλες τις πλευρές να επιδείξουν πραγματισμό, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η περιφερειακή ολοκλήρωση του Κοσσυφοπεδίου· υπογραμμίζει ότι η αναμενόμενη συμβουλευτική γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με το κατά πόσον είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο η μονομερής ανακήρυξη ανεξαρτησίας από τους προσωρινούς θεσμούς διακυβέρνησης του Κοσσυφοπεδίου δεν πρέπει να εμποδίσει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη από το να δεσμευθούν με σαφήνεια υπέρ μιας ουσιαστικής διασυνοριακής, περιφερειακής και τοπικής συνεργασίας, προς το βέλτιστο συμφέρον ολόκληρου του πληθυσμού στο Κοσσυφοπέδιο και γύρω από αυτό·

6.

υπενθυμίζει ότι οιαδήποτε χώρα επιθυμεί να ενταχθεί στην ΕΕ πρέπει να πληροί τα κριτήρια ένταξης και ότι, στην περίπτωση των Δυτικών Βαλκανίων, η διαδικασία σταθεροποίησης και σύνδεσης συνιστά το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ· τονίζει ότι ένας από τους τρεις σημαντικούς στόχους της διαδικασίας σταθεροποίησης και σύνδεσης είναι η περιφερειακή συνεργασία·

7.

τονίζει ότι η περιφερειακή ολοκλήρωση και συνεργασία έχει ζωτική σημασία για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και σταθερότητα, καθώς και για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού πλαισίου για την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου· εκτιμά ότι θα ήταν επιθυμητή μια συνολική συμφωνία για την ασφάλεια και τη συνεργασία στα Δυτικά Βαλκάνια·

8.

ζητεί την ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου, ιδίως σε τοπικό επίπεδο, σχετικά με τα ζητήματα που είναι σημαντικά για τους πολίτες, όπως το περιβάλλον, η υποδομή και το εμπόριο·

9.

παρατηρεί ότι ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν μονομερώς μέτρα διευκόλυνσης των θεωρήσεων διαβατηρίου, ενώ οκτώ κράτη μέλη εξακολουθούν να χρεώνουν στο ακέραιο τα τέλη για θεωρήσεις διαβατηρίου· καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ και την Επιτροπή να καταβάλουν κάθε προσπάθεια έτσι ώστε να εγκρίνουν ταχέως ομοιόμορφες προσωρινές διαδικασίες διευκόλυνσης ώστε να καταστούν ευχερέστερες οι μετακινήσεις των πολιτών του Κοσσυφοπεδίου, ιδίως στο φως των δυνατοτήτων που προσφέρονται από το νέο κώδικα για τις θεωρήσεις διαβατηρίου·

10.

χαιρετίζει τις τοπικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 15 Νοεμβρίου 2009 δεδομένου ότι αποτελούν τις πρώτες εκλογές που διοργανώθηκαν υπό την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης του Κοσσυφοπεδίου· χαιρετίζει το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές οι εκλογές διεξήχθησαν με ηρεμία και σε καλή ατμόσφαιρα· υπογραμμίζει ωστόσο ότι αναφέρθηκαν μια σειρά από παρατυπίες· καλεί τις αρχές να εφαρμόσουν ταχέως τις συστάσεις της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των απαραίτητων αλλαγών στον εκλογικό νόμο, έτσι ώστε να διευκρινιστούν τα επίπεδα δικαιοδοσίας σχετικά με τις καταγγελίες και να καταμεριστούν σαφώς οι αρμοδιότητες μεταξύ της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής και της Επιτροπής Παραπόνων και Εφέσεων, να ενημερωθούν οι εκλογικοί κατάλογοι και να εξασφαλιστεί η συνεπής διαπαιδαγώγηση των ψηφοφόρων· υπογραμμίζει την εξαιρετική σημασία της πολιτικής βούλησης για προώθηση αυτών των μεταρρυθμίσεων και του να καταστούν υπόλογοι οι υπεύθυνοι για την εκλογική νοθεία ενόψει των επικείμενων γενικών εκλογών·

11.

εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το Βελιγράδι εξακολουθεί να υποστηρίζει παράλληλες δομές στους σερβικούς θύλακες, προκαλώντας και αποδυναμώνοντας τις εξουσίες των νεοϊδρυθέντων δήμων· καλεί τη Σερβία να υιοθετήσει μια πιο εποικοδομητική στάση και να προχωρήσει στη διάλυση των δομών αυτών·

12.

επαναλαμβάνει τη σημασία της αποτελεσματικής εφαρμογής της διαδικασίας αποκέντρωσης και χαιρετίζει ένθερμα την υψηλή συμμετοχή των νοτίως του ποταμού Ibar Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου στις τελευταίες εκλογές, θεωρώντας ότι αποτελεί ένα βήμα για την οικοδόμηση του βιώσιμου μέλλοντός τους στη χώρα· παροτρύνει την κυβέρνηση να υποστηρίξει πλήρως την νεοεκλεγείσα ηγεσία σε αυτούς τους δήμους, με επαρκή χρηματοδοτική και πολιτική βοήθεια, έτσι ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν ταχέως τις απαραίτητες δομές ώστε να αρχίσουν να προσφέρουν τις σημαντικές υπηρεσίες, με τη βοήθεια της Επιτροπής· θεωρεί τις αποτελεσματικά λειτουργούσες δημοτικές δομές θεμελιώδεις για τη συμμετοχή των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου στις πολιτικές διαδικασίες και τις διοικητικές δομές του Κοσσυφοπεδίου· ενθαρρύνει τη διεθνή κοινότητα να υποστηρίξει τα έργα ανάπτυξης και υποδομών που προέρχονται από τις νέες δημοτικές αρχές· προκειμένου να αποφευχθεί σύγκρουση με τις παράλληλες δομές, ιδίως στον τομέα της εκπαίδευσης και της υγείας, ενθαρρύνει την κυβέρνηση, με βοήθεια από την EUSR/ICR, να εκπονήσει μια στρατηγική για την αντιμετώπιση παρόμοιων δομών·

13.

χαιρετίζει τη δημιουργία του Οίκου της ΕΕ στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο αλλά εκφράζει την ανησυχία του για την κατάσταση στο βόρειο τμήμα του Κοσσυφοπεδίου, που εξακολουθεί να υποφέρει από σοβαρές ανεπάρκειες σε επίπεδο κράτους δικαίου, αυξανόμενη πίεση και εκφοβισμό της κοινωνίας των πολιτών από ριζοσπαστικές ομάδες και το οργανωμένο έγκλημα· τονίζει, ως εκ τούτου, την ανάγκη να επεκτείνει το Συμβούλιο την αποστολή κράτους δικαίου σε ολόκληρο το έδαφος του Κοσσυφοπεδίου και ζητεί από την Επιτροπή να επιδιώξει μεγαλύτερη προβολή του έργου που επιτελεί υπέρ της σερβικής κοινότητας στον Βορρά, τονίζοντας παράλληλα σε όλους τους επιτόπιους φορείς ότι η τοπική, περιφερειακή και διασυνοριακή συνεργασία είναι πολύτιμη για τον πληθυσμό στο σύνολό του· προς τούτο, χαιρετίζει την καταχώριση εμπορικών αγαθών στις πύλες 1 και 31, γεγονός που έχει συνεισφέρει στη μείωση των λαθρεμπορικών δραστηριοτήτων στην περιοχή, και ζητεί να ληφθούν περαιτέρω μέτρα που να αποβλέπουν στην αποκατάσταση της είσπραξης τελωνειακών δασμών· εκφράζει την ανησυχία του για τα προβλήματα στην υφιστάμενη λειτουργία της δικαστικής υπηρεσίας στην περιφέρεια της Μιτρόβιτσα και καλεί τη Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο να οριστικοποιήσουν τη συμφωνία για στελέχωση του δικαστηρίου στη Βόρεια Μιτρόβιτσα με Κοσοβαροσέρβους δικαστές και εισαγγελέα· στηρίζει το σχέδιο για επανένταξη του Βορρά στις πολιτικές και διοικητικές δομές του Κοσσυφοπεδίου και ζητεί να υλοποιηθεί με τη δέουσα προσοχή στις ευαισθησίες της σερβικής μειονότητας, με στόχο τη βελτίωση και την αύξηση των κυβερνητικών υπηρεσιών στην περιοχή και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για τους πολίτες, με τρόπο που να επιτρέπει ευρεία αυτοκυβέρνηση· καλεί την EULEX να καταβάλει προσπάθειες ώστε να αυξήσει τις δραστηριότητές της στον Βορρά, με κύριο στόχο την προαγωγή καλών διεθνοτικών σχέσεων, ενημερώνοντας παράλληλα τον επιτόπιο πληθυσμό για τη δράση της ΕΕ και την εν εξελίξει αποστολή κράτους δικαίου·

14.

εκφράζει τη βαθιά ανησυχία του για το θανάσιμο χτύπημα που στοίχισε τη ζωή σε ένα πρόσωπο και τραυμάτισε δέκα, το οποίο έλαβε χώρα στη Βόρεια Μιτρόβιτσα στις 2 Ιουλίου 2010 κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων κατά του ανοίγματος της υπηρεσίας εξυπηρέτησης πολιτών καθώς και για την επίθεση της 5ης Ιουλίου 2010 κατά μέλους της εθνοσυνέλευσης του Κοσσυφοπεδίου· καταδικάζει με σθένος κάθε πράξη βίας και καλεί τα μέρη να ενεργήσουν υπεύθυνα· καλεί μ ε επιτάξεως την EULEX να καταβάλει κάθε προσπάθεια για μείωση της έντασης και πρόληψη περαιτέρω βίας και καλεί την αστυνομία του Κοσσυφοπεδίου, με τη συνδρομή της EULEX, να αρχίσει άμεσα λεπτομερείς και αμερόληπτες έρευνες όσον αφορά τα γεγονότα προκείμενου οι δράστες να προσέλθουν ενώπιον της δικαιοσύνης·

15.

υπογραμμίζει τη σημασία της επιτυχίας της αποστολής κράτους δικαίου της ΕΕ, EULEX, τόσο για την αειφόρο ανάπτυξη, την εδραίωση των θεσμών και τη σταθερότητα του Κοσσυφοπεδίου, όσο και για τις φιλοδοξίες της ΕΕ να αναδειχθεί σε παγκόσμιο παράγοντα στην οικοδόμηση ειρήνης· τονίζει την ευθύνη της EULEX όσον αφορά τις εκτελεστικές εξουσίες της και την εντολή της για παρακολούθηση, καθοδήγηση και παροχή συμβουλών· παροτρύνει, στο πλαίσιο αυτό, την EULEX να αναλάβει συγκεκριμένες δράσεις για να προχωρήσουν οι διαδικασίες που αφορούν περιπτώσεις διαφθοράς σε υψηλά επίπεδα· αναγνωρίζει την ικανοποιητική πρόοδο που έχει σημειωθεί σε ορισμένους τομείς, όπως η αστυνομία και τα τελωνεία, αλλά τονίζει ότι το έργο πρέπει να επιταχυνθεί, έτσι ώστε η αποστολή να αρχίσει επιτέλους να δίνει απτά αποτελέσματα σε άλλους τομείς, ιδίως σε περιπτώσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου, του οργανωμένου εγκλήματος και των εγκλημάτων πολέμου· χαιρετίζει, συνεπώς, την πλέον πρόσφατη προσέγγιση της EULEX να αντιμετωπίσει τυχόν περιστατικά διαφθοράς ακόμη και στα υψηλότερα κυβερνητικά και διοικητικά επίπεδα και επισημαίνει την ανάγκη να συνεχισθούν οι προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή, προκειμένου να εξασφαλιστεί στις δράσεις της EULEX αξιοπιστία και προβολή· τονίζει ότι, ως προς το θέμα αυτό, έχει εξαιρετική σημασία οι προσπάθειες να εστιαστούν στις δημόσιες προμήθειες και ότι πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες της EULEX στον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος προκειμένου να επιτευχθούν απτά αποτελέσματα επιτόπου· από την άποψη αυτή, ανησυχεί για το μεγάλο αριθμό καθυστερούμενων υποθέσεων που προκλήθηκε από τον απροσδόκητο μεγάλο αριθμό υποθέσεων που μεταφέρθηκαν στην EULEX από την Αποστολή Προσωρινής Διοίκησης Κοσσυφοπεδίου των Ηνωμένων Εθνών· τονίζει ότι στην EULEX έχει διατεθεί ανεπαρκής αριθμός δικαστών και εισαγγελέων και καλεί τα κράτη μέλη να προβούν σε απόσπαση του απαραίτητου αριθμού εμπειρογνωμόνων ή να επιτρέψουν την πρόσληψή τους με σύμβαση· τονίζει ότι προέχει να βελτιωθεί το θέμα της γραφειοκρατίας εντός της EULΕΧ· τονίζει σχετικά την ανάγκη για αποτελεσματική εσωτερική διαχείριση, συντονισμό και συνεργασία, προκειμένου η αποστολή να εργάζεται αποτελεσματικά· τονίζει την ανάγκη διαφάνειας και λογοδοσίας στο έργο της EULEX, καθώς και την ανάγκη να επιδειχθεί ευαισθησία στο πολιτικό πλαίσιο των δραστηριοτήτων της, έτσι ώστε να ενισχυθεί η νομιμότητά της στα μάτια των πολιτών· επιπλέον, υπογραμμίζει τη σημασία της διατήρησης στενής επικοινωνίας με την κυβέρνηση, τους πολίτες και τα μέσα ενημέρωσης του Κοσσυφοπεδίου· παροτρύνει την EULEX να ανακοινώνει τα επιτεύγματα της αποστολής της στους πολίτες του Κοσσυφοπεδίου και, επιπλέον, να εργάζεται για να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στην αποστολή, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη προσοχή στις προσδοκίες των πολιτών· χαιρετίζει την πρόσφατη συγκρότηση ομάδας επανεξέτασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που θα αναλάβει την επανεξέταση καταγγελιών από άτομα που ισχυρίζονται ότι είναι θύματα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη EULEX κατά την άσκηση της εκτελεστικής εντολής της·

16.

καλεί τα αρμόδια όργανά του, και ιδιαίτερα την Υποεπιτροπή Ασφάλειας και Άμυνας, να εντείνουν τον έλεγχο και την εποπτεία της EULEX, ενδεχομένως σε συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών του Κοσσυφοπεδίου· προς τον σκοπό αυτό, καλεί το Συμβούλιο να διαβιβάζει όλες τις τακτικές και έκτακτες αξιολογήσεις και εκθέσεις ανασκόπησης της EULEX στο Κοινοβούλιο·

17.

σημειώνει τις προσπάθειες τόσο της Σερβίας όσο και του Κοσσυφοπεδίου για τον εντοπισμό ατόμων που αγνοούνται από τη σύγκρουση του 1998-1999 μέσω της «ομάδας εργασίας για τους αγνοουμένους σε σχέση με τα γεγονότα στο Κοσσυφοπέδιο»· υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η επίλυση του ζητήματος αυτού για να ξεπεραστεί η σύγκρουση του 1998-1999· επισημαίνει επιπλέον τις περίπου 1 862 υποθέσεις προσώπων που εξακολουθούν να αγνοούνται και καλεί τόσο το Κοσσυφοπέδιο όσο και τη Σερβία να διευρύνουν την πάσης φύσεως δυνατή συνεργασία μεταξύ τους, με τη Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού, την EULEX και με άλλους φορείς, για την αναζήτηση των προσώπων αυτών·

18.

υπογραμμίζει ότι το έτος 2010 έχει καίρια σημασία, τόσο για την κυβέρνηση του Κοσσυφοπεδίου όσο και για όλα τα επίπεδα της διοίκησης, προκειμένου να σημειωθεί πρόοδος σε κεφαλαιώδεις μεταρρυθμίσεις όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος, η αποκέντρωση και η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης· υπογραμμίζει ότι, για να είναι επιτυχημένη, η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων πρέπει να βασίζεται σε διεξοδική συζήτηση των νομοσχεδίων σε διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους, συμπεριλαμβανομένων όλων των τμημάτων της κοινωνίας των πολιτών· επιπλέον, υπενθυμίζει στην κυβέρνηση ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή των νόμων, διότι σε διαφορετική περίπτωση η θέσπιση νομοθεσίας δεν θα έχει κανένα πραγματικό αντίκτυπο στην κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο·

19.

εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την διαδεδομένη διαφθορά, η οποία παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στο Κοσσυφοπέδιο, ενώ ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι και το οργανωμένο έγκλημα, και ζητεί να ληφθούν επειγόντως μέτρα για την καταπολέμησή της, με βελτίωση του νομικού πλαισίου αντιμετώπισης της διαφθοράς, υιοθέτηση μιας στρατηγικής και ενός προγράμματος δράσης κατά της διαφθοράς και αναβάθμιση της συνεργασίας με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές όλων των χωρών της περιοχής· εκφράζει την βαθιά του ανησυχία για το πρόσφατο αιματηρό επεισόδιο κοντά στα σύνορα του Κοσσυφοπεδίου και ζητεί να ληφθούν άμεσα μέτρα για την αποτροπή ανάλογων επεισοδίων στο μέλλον και για τον τερματισμό της παράνομης διακίνησης όπλων, η οποία συμβάλλει στην αποσταθεροποίηση της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων· χαιρετίζει την ίδρυση ειδικής υπηρεσίας καταπολέμησης της διαφθοράς στο πλαίσιο της Ειδικής Εισαγγελίας του Κοσσυφοπεδίου, αλλά τονίζει ότι απαιτείται η δέσμευση όλων των υπουργείων, προκειμένου η υπηρεσία να σταθεί αποτελεσματική και ότι σε κάθε περίπτωση η στελέχωσή της πρέπει να γίνει με άσπιλο προσωπικό· ζητεί την ταχεία θέσπιση νόμου που να διέπει τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, έτσι ώστε να ρυθμιστούν με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια τα οικονομικά των κομμάτων, εξασφαλίζοντας την πλήρη αποκάλυψη των οικονομικών εκθέσεών τους·

20.

υπογραμμίζει την ύψιστη σπουδαιότητα της μεταρρύθμισης της δικαστικής και εισαγγελικής υπηρεσίας, που βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία και ο επαγγελματισμός δικαστών και εισαγγελέων και να μπορέσουν οι πολίτες του Κοσσυφοπεδίου να ανακτήσουν εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου· προς τούτο, χαιρετίζει τον διορισμό του Διαμεσολαβητή, των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των εισαγγελέων της Κρατικής Εισαγγελίας, καθώς και των εισαγγελέων της Ειδικής Εισαγγελίας του Κοσσυφοπεδίου· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι οι ανεπάρκειες του συστήματος προστασίας μαρτύρων συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τη δικαιοσύνη στις πλέον σοβαρές υποθέσεις· ζητεί την έγκριση και την ταχεία εφαρμογή του Νόμου για τα Δικαστήρια και τη θέσπιση ενός αποτελεσματικού συστήματος προστασίας μαρτύρων και δικαστών· παροτρύνει, κατά συνέπεια, τους εκπροσώπους της EULEX να συνεχίσουν να εκθέτουν δημόσια τα των προκλήσεων που εξακολουθούν να τίθενται όσον αφορά το κράτος δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο·

21.

ζητεί να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων της δημόσιας διοίκησης, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα σύστημα επαγγελματικών και ανεξάρτητων δημόσιων υπηρεσιών με σεβασμό της ισορροπίας των φύλων και πλήρη έκφραση της ποικίλης εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου· υπογραμμίζει την ανάγκη να εγκριθεί και να υλοποιηθεί σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και να δοθεί κατάλληλη προσοχή και χρηματοδότηση στην οικοδόμηση ανθρώπινων πόρων· εκφράζει την ανησυχία του για τις πολιτικές παρεμβάσεις στους διορισμούς σε δημόσιες θέσεις-κλειδιά και ζητεί να τερματιστεί η πρακτική αυτή, η οποία υπονομεύει σοβαρά τη λειτουργία της διοίκησης·

22.

παροτρύνει την κυβέρνηση να εξασφαλίσει την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και την οικονομική και δημοσιογραφική ανεξαρτησία τους, χωρίς πολιτικές πιέσεις, καθώς και διαφάνεια όσον αφορά την ιδιοκτησία και τη χρηματοδότηση· απευθύνει έκκληση για τα εργασιακά δικαιώματα των δημοσιογράφων καθώς και για αποτελεσματικές διαδικασίες για την προστασία των δημοσιογράφων που κάνουν έρευνες από απειλές· υπογραμμίζει τη σημασία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης για την παροχή ποιοτικής ανεξάρτητης ενημέρωσης σε ολόκληρο τον πληθυσμό και εκφράζει την ανησυχία του για την έλλειψη αειφόρου συστήματος χρηματοδότησης που θα την εξασφαλίζει· εκφράζει την ικανοποίησή του για τις επενδύσεις της κυβέρνησης στην παροχή πρόσβασης στο διαδίκτυο· παροτρύνει την κυβέρνηση να φροντίσει ώστε να εξασφαλιστεί ακόμη ευρύτερη διαδικτυακή πρόσβαση στους πολίτες της· τονίζει το σημαντικό ρόλο της χωρίς λογοκρισία πρόσβασης στο διαδίκτυο για την επιχειρηματική και την πολιτική δραστηριότητα, ιδίως προκειμένου να αυξηθεί η συμμετοχή των νέων σε περιόδους εκλογών·

23.

ζητεί να υποστηριχθεί η ενίσχυση της Συνέλευσης του Κοσσυφοπεδίου, έτσι ώστε αυτή να μπορεί αποτελεσματικά να εκπληρώνει τις νομοθετικές λειτουργίες της και να προβαίνει σε δημοκρατικό έλεγχο των πολιτικών και δημοσιονομικών δραστηριοτήτων της κυβέρνησης· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, τη δημιουργία ενός ad hoc προγράμματος αδελφοποίησης, ώστε να προσφερθούν στο διοικητικό προσωπικό της Συνέλευσης του Κοσσυφοπεδίου ευκαιρίες πρακτικής άσκησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και καλεί τα κοινοβούλια των κρατών μελών να θεσπίσουν προγράμματα αδελφοποίησης έτσι ώστε να παρασχεθούν σε βουλευτές και διοικητικούς υπαλλήλους της Συνέλευσης του Κοσσυφοπεδίου ευκαιρίες ανταλλαγών και οικοδόμησης δυνατοτήτων σε σχέση με κοινοβουλευτικές νομοθετικές και ελεγκτικές διαδικασίες, ιδίως για κοινοβουλευτικές ομάδες των μειονοτήτων και της αντιπολίτευσης·

24.

επαινεί την κυβέρνηση για την πρόοδο που έχει σημειώσει στην έγκριση της νομοθεσίας για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ενθαρρύνει να εγκρίνει ταχέως τους εναπομένοντες νόμους· επισημαίνει, ωστόσο, ότι η υλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου παραμένει μη ικανοποιητική, η δε συνολική πρόοδος βραδεία· ζητεί πιο ενεργητικές πολιτικές για την καταπολέμηση των διακρίσεων για οποιοδήποτε λόγο (εθνικότητα, θρησκεία, σεξουαλικός προσανατολισμός, αναπηρία και άλλοι) και να εξασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ των φύλων καθώς και η ενεργητική συμμετοχή των μειονοτήτων στην πολιτική ζωή και τις διοικητικές δομές, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο· υπογραμμίζει τη σημασία που έχει σε αυτή τη διαδικασία η εκπαίδευση· καλεί την κυβέρνηση να παρέχει εκπαίδευση στις μειονότητες στις γλώσσες τους, συμπεριλαμβανομένων των διδακτικών προγραμμάτων και των εγχειριδίων, επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν τον πολιτισμό και την ταυτότητά τους, καθώς και να τις βοηθήσει στην οικοδόμηση ανθρωπίνων πόρων·

25.

εκφράζει την ανησυχία του για τη μεγάλη έκταση της ενδοοικογενειακής βίας, των διακρίσεων κατά των γυναικών και του φαινομένου της διακίνησης ανθρώπων, ιδίως κοριτσιών και γυναικών για σεξουαλική εκμετάλλευση· ζητεί ενεργητικά βήματα για την εξασφάλιση της ισότητας των φύλων και την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων γυναικών και παιδιών·

26.

υπογραμμίζει την πολύ δύσκολη κληρονομιά της ένοπλης σύγκρουσης, η οποία έχει διαβρώσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στη δυνατότητα ειρηνικής διευθέτησης των συγκρούσεων, τόσο μεταξύ κοινωνικών ομάδων όσο και στην ιδιωτική ζωή·

27.

υπογραμμίζει ότι η εύθραυστη πολιτική κατάσταση, τα διεθνοτικά επεισόδια που συμβαίνουν σε ορισμένες περιοχές και οι κακές οικονομικές συνθήκες στάθηκαν εμπόδιο στη βιώσιμη επιστροφή προσφύγων, και ζητεί να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση της κατάστασης·

28.

υπογραμμίζει τη δύσκολη κατάσταση και τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν οι μειονότητες, και ιδίως οι Ρομά, όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση, τη στέγαση, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την απασχόληση· χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής για κλείσιμο των μολυσμένων από μόλυβδο καταυλισμών στη βόρεια Μιτρόβιτσα και μετεγκατάσταση των οικογενειών που ζούσαν σε αυτούς, και ζητεί την ταχεία υλοποίησή της· συμμερίζεται τις ανησυχίες που εκφράζονται από τον Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι το Κοσσυφοπέδιο δεν είναι ακόμη σε θέση να προσφέρει τις κατάλληλες συνθήκες για την επανένταξη των βιαίως επαναπατριζομένων Ρομά και παροτρύνει τα κράτη μέλη να τερματίσουν αυτή την πρακτική· επισημαίνει σχετικά τη συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των αρχών της Γερμανίας και του Κοσσυφοπεδίου για σταδιακό επαναπατρισμό 14 000 προσφύγων στο Κοσσυφοπέδιο, από τους οποίους περίπου 10 000 είναι Ρομά, και προτρέπει την Επιτροπή να επιταχύνει τα ειδικά προγράμματα βοήθειας· καλεί τις χώρες που συμμετέχουν στη Δεκαετία για τους Ρομά να διευκολύνουν τη συμμετοχή του Κοσσυφοπεδίου στα προγράμματα·

29.

υπογραμμίζει την καίρια σημασία της εκπαίδευσης, τόσο για την παροχή στη νεολαία των απαραίτητων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας όσο και σε σχέση με τη συνεισφορά στη συμφιλίωση μεταξύ εθνοτικών ομάδων· προς τούτο, ενθαρρύνει τη σταδιακή εισαγωγή κοινών τάξεων, της διδασκαλίας των μειονοτικών γλωσσών, και ιδίως της Σερβικής, σε μαθητές αλβανικής εθνικότητας και της Αλβανικής σε όλες τις μειονότητες· χαιρετίζει την πρόσφατη ίδρυση του Διεθνούς Κολλεγίου Διοίκησης Επιχειρήσεων στη Μιτρόβιτσα, το οποίο, μολονότι αντιπροσωπεύει μια σημαντική διεθνή επένδυση στην τοπική οικονομία, προσελκύει σπουδαστές από όλες τις κοινότητες, έχει ως στόχο να δώσει μια προοπτική σε νεαρά άτομα προάγοντας την επιχειρηματικότητα, και εισάγει τα άτομα αυτά στα ευρωπαϊκά επαγγελματικά πρότυπα στον τομέα των επιχειρήσεων, του περιβάλλοντος και της δημόσιας διαχείρισης·

30.

τονίζει ότι ο σεβασμός της πολιτιστικής πολυμορφίας βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού σχεδίου και ότι η θρησκευτική και πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή· τονίζει ότι η ενδεδειγμένη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι σημαντική για όλες τις κοινότητες του Κοσσυφοπεδίου· καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει στη σχεδιαζόμενη θεσμική μεταρρύθμιση του τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς· τονίζει ότι η έγκριση του Καταλόγου Χώρων Πολιτιστικής Κληρονομιάς αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την πολιτιστική κληρονομιά· χαιρετίζει τη δράση του Διαμεσολαβητή για τα ζητήματα προστασίας της θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, και παροτρύνει όλους τους ενδιαφερομένους να συνεργαστούν ενεργά μαζί του·

31.

υπογραμμίζει ότι οι ακαδημαϊκές ανταλλαγές πρέπει να υποστηρίζονται και να προωθούνται μέσω προγραμμάτων όπως το Erasmus Mundus, προκειμένου να μπορούν οι πολίτες του Κοσσυφοπεδίου να αποκτούν προσόντα και εμπειρία εντός της ΕΕ και να ενισχυθεί η αλληλεπίδρασή τους με τους πολίτες της ΕΕ·

32.

καλεί τις αρχές να υποστηρίξουν ενεργητικά την κοινωνία των πολιτών και τη συμμετοχή της στη χάραξη των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών που στηρίζουν πλήρως την ελευθερία της έκφρασης και του συνέρχεσθαι· υπογραμμίζει το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι ΜΚΟ της κοινωνίας των πολιτών και οι διεθνείς ΜΚΟ στη συμφιλίωση μεταξύ των εθνοτικών ομάδων και καλεί την Επιτροπή να εντείνει την οικονομική στήριξη του έργου τους· τονίζει εν προκειμένω την ανάγκη ουσιαστικής πλαισίωσης των θεμάτων αυτών στα Ετήσια Προγράμματα για το Κοσσυφοπέδιο στο πλαίσιο του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας· σημειώνει ότι υπάρχει καλή διαπροσωπική και ειδικά επιχειρηματική συνεργασία μεταξύ ατόμων διαφορετικών εθνοτικών κοινοτήτων και ότι θα πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες από τις αρχές του Κοσσυφοπεδίου, την κοινωνία των πολιτών και τη διεθνή κοινότητα για την υποστήριξη τοπικών έργων που προάγουν αυτού του είδους τη συνεργασία·

33.

εκφράζει τη σοβαρή ανησυχία του διότι το Κοσσυφοπέδιο εξακολουθεί να είναι μια από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, με ανεργία που υπερβαίνει το 40 %· υπογραμμίζει ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί και ότι οι δύσκολες συνθήκες ζωής έχουν ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη δυσαρέσκεια της κοινωνίας· ζητεί επείγουσα δράση για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών συστημάτων ώστε να προσφέρουν ένα δίχτυ ασφαλείας στα ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας και να συνεχιστούν δραστήριες πολιτικές απασχόλησης έτσι ώστε να μειωθεί η ανεργία· καλεί, στο πλαίσιο αυτό, την Επιτροπή να αξιοποιήσει πλήρως τον Μηχανισμό Προενταξιακής Βοήθειας, έτσι ώστε να ενισχύσει την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη του Κοσσυφοπεδίου, ιδίως όσον αφορά τους νέους· απευθύνει έκκληση στην ΕΕ και τα κράτη μέλη να δέχονται όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες του Κοσσυφοπεδίου ως εποχικούς εργάτες και σε τομείς στους οποίους υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναμικού·

34.

θεωρεί ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι το κλειδί για την επίλυση σημαντικών προβλημάτων της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της ζωτικής συνεισφοράς της στη βελτίωση της κατάστασης των γυναικών και των μειονοτήτων και στη διευκόλυνση των σχέσεων μεταξύ των εθνοτήτων· υπογραμμίζει τη σημασία του αγροτικού τομέα προς τούτο· χαιρετίζει μια σειρά νομοσχεδίων υπό κατάρτιση στον τομέα αυτό και ζητεί την ταχεία έγκρισή τους· υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι η αποτελεσματική υλοποίηση του ήδη εγκριθέντος νομικού πλαισίου αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες επιτόπου·

35.

τονίζει ότι το Κοσσυφοπέδιο θα πρέπει να επιλέξει τις κατάλληλες οικονομικές πολιτικές που θα εξασφαλίσουν βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση, προστασία του περιβάλλοντος, δημιουργία θέσεων εργασίας και μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού· ζητεί από τις αρχές του Κοσσυφοπεδίου να βελτιώσουν το οικονομικό περιβάλλον ώστε να υπάρξουν ξένες επενδύσεις και διαφάνεια στις εμπορικές σχέσεις·

36.

ζητεί να πραγματοποιηθούν δραστήρια βήματα στον τομέα της ενέργειας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ενεργειακή ασφάλεια που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του Κοσσυφοπεδίου· υπογραμμίζει ότι οι τεράστιες ανάγκες υποδομών στον τομέα αυτόν αποτελούν ευκαιρία για τη διαφοροποίηση του ενεργειακού εφοδιασμού προς περισσότερο οικολογικές πηγές, για τον εκσυγχρονισμό και την επιτάχυνση της ενεργειακής απόδοσης του ηλεκτρικού πλέγματος και για την εφαρμογή των καλύτερων διαθέσιμων τεχνολογιών, μεταξύ άλλων στις σχεδιαζόμενες μονάδες άνθρακα· ζητεί να κλείσει χωρίς καθυστέρηση ο σταθμός παραγωγής ενέργειας Κοσσυφοπέδιο Α και το ταχύτερο δυνατό ο Κοσσυφοπέδιο Β, χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας·

37.

καλεί τις αρχές του Κοσσυφοπεδίου να συνεχίσουν να επενδύουν στην ανανεώσιμη ενέργεια και να επιδιώκουν την περιφερειακή συνεργασία στον τομέα αυτό·

38.

επισημαίνει ότι η πολιτική μεταφορών του Κοσσυφοπεδίου είναι επί του παρόντος επικεντρωμένη στην κατασκευή δρόμων· εκφράζει τη λύπη του για τις κακές συνθήκες που επικρατούν στις δημόσιες μεταφορές, ιδίως στις σιδηροδρομικές· καλεί την κυβέρνηση του Κοσσυφοπεδίου να κάνει πλήρη χρήση των πόρων του ΜΠΒ για την ανάπτυξη, την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου και τη βελτίωση των διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες τόσο για τους επιβάτες όσο και για τα εμπορεύματα, προκειμένου η κινητικότητα να γίνει βιώσιμη·

39.

εκφράζει την ανησυχία του για τα διαδεδομένα περιβαλλοντικά προβλήματα σε σχέση με τη γη, την ατμόσφαιρα και τα ύδατα, και καλεί την κυβέρνηση να τροποποιήσει και να εφαρμόσει το νομοθετικό πλαίσιο, έτσι ώστε να το εναρμονίσει με τα πρότυπα της ΕΕ και να αναδείξει την περιβαλλοντική εκπαίδευση σε κεφαλαιώδες στοιχείο της εκπαίδευσης·

40.

υπογραμμίζει την ανάγκη εξορθολογισμού της παρουσίας της ΕΕ στο Κοσσυφοπέδιο με βάση την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης και τη δημιουργία αντιπροσωπειών της ΕΕ στον κόσμο, και της μετατροπής του Γραφείου Συνδέσμου της Επιτροπής σε αντιπροσωπεία της ΕΕ, έτσι ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα και ο συντονισμός της δράσης της ΕΕ στο Κοσσυφοπέδιο· σημειώνει την έναρξη λειτουργίας του νέου γραφείου της ΕΕ στο Βελιγράδι στο πλαίσιο της εντολής του Ειδικού Εκπροσώπου της ΕΕ στο Κοσσυφοπέδιο, που λειτουργεί χωριστά από την υπάρχουσα αντιπροσωπεία της ΕΕ στη Σερβία·

41.

εκφράζει τη λύπη του για την έλλειψη διαφάνειας όσον αφορά την τελευταία διεύρυνση της εντολής του Ειδικού Εκπροσώπου της ΕΕ στο Κοσσυφοπέδιο, περιλαμβανομένης της σημαντικής αύξησης πιστώσεων· υπενθυμίζει ότι η έγκριση της νέας διοργανικής συμφωνίας για θέματα προϋπολογισμού θα πρέπει να ανταποκρίνεται δεόντως στις απαιτήσεις του ΕΚ για ενημέρωση, λαμβάνοντας υπόψη τη Συνθήκη της Λισαβόνας·

42.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας/Αντιπρόεδρο της Επιτροπής, στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, στον Ειδικό Εκπρόσωπο της ΕΕ/Διεθνή Πολιτικό Εκπρόσωπο για το Κοσσυφοπέδιο, στην Κυβέρνηση και τη Συνέλευση του Κοσσυφοπεδίου, στην Κυβέρνηση της Σερβίας, στα μέλη της Διεθνούς Διευθύνουσας Επιτροπής για το Κοσσυφοπέδιο και στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.


(1)  Σύμφωνα με την απόφαση 1244/1999 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

(2)  ΕΕ C 27 E, 31.01.2008, σ. 207.

(3)  ΕΕ C 67 E, 18.03.2010, σ. 126.

(4)  ΕΕ L 336, 18.12.2009, σ. 1.

(5)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2009)0097.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/85


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Αλβανία

P7_TA(2010)0282

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την Αλβανία

2011/C 351 E/13

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας εν συνεχεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Θεσσαλονίκης στις 19 και 20 Ιουνίου 2003 σχετικά με την προοπτική προσχώρησης των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Στρατηγική Διεύρυνσης και Κυριότερες Προκλήσεις για την περίοδο 2009-2010»(COM(2009)0533) και τη συνοδευτική έκθεση προόδου για την Αλβανία για το 2009 (SEC(2009)1337) της 14ης Οκτωβρίου 2009,

έχοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου 2008/210/ΕΚ της 18ης Φεβρουαρίου 2008, για τις αρχές, τις προτεραιότητες και τις προϋποθέσεις που εμπεριέχονται στην ευρωπαϊκή εταιρική σχέση με την Αλβανία και για την κατάργηση της απόφασης 2006/54/ΕΚ (1),

έχοντας υπόψη την πρώτη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ΕΕ-Αλβανίας, που διεξήχθη στις 3 και 4 Μαΐου 2010,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της συνεδρίασης του Συμβουλίου Σταθεροποίησης και Σύνδεσης μεταξύ Αλβανίας και ΕΕ, της 18ης Μαΐου 2009,

έχοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου 2007/821/ΕΚ της 8ης Νοεμβρίου 2007, για τη σύναψη της συμφωνίας για την απλούστευση της έκδοσης θεωρήσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας (2),

έχοντας υπόψη τις συστάσεις της 16ης διακοινοβουλευτικής συνεδρίασης ΕΚ-Αλβανίας στις 19 και 20 Μαρτίου 2009,

έχοντας υπόψη την απόφασή του να αυξηθεί η συχνότητα του πολιτικού διαλόγου με την Αλβανία σε κοινοβουλευτικό επίπεδο προκειμένου να αντικατοπτρίζει την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης,

έχοντας υπόψη το ψήφισμα 1709(2010) του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στην Αλβανία,

έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 2 του Κανονισμού του,

Α.

λαμβάνοντας υπόψη την ανανεωμένη συναίνεση για τη διεύρυνση, όπως εκφράζεται στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2006, τονίζει και πάλι ότι το μέλλον των Δυτικών Βαλκανίων συνδέεται με την ΕΕ,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προοπτική ένταξης στην ΕΕ δίνει ώθηση για διάφορες μεταρρυθμίσεις στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων και αναμένεται να διαδραματίσει εποικοδομητικό ρόλο στην ενίσχυση των δυνατοτήτων της περιοχής για ειρήνη, σταθερότητα και πρόληψη των συγκρούσεων, με τη βελτίωση των σχέσεων καλής γειτονίας και την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών αναγκών μέσω της βιώσιμης ανάπτυξης· λαμβάνοντας υπόψη ότι οιαδήποτε ρεαλιστική προοπτική ένταξης προϋποθέτει περισσότερα από την ολοκλήρωση μιας διοικητικής ή τεχνικής διαδικασίας και απαιτεί επίσης γνήσια πολιτική δέσμευση εκ μέρους των υπευθύνων για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων στα κράτη μέλη,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συμφωνία Σταθερότητας και Σύνδεσης με την Αλβανία τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2009 λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην ΕΕ στις 28 Απριλίου 2009 και διαβίβασε τις απαντήσεις στο προενταξιακό ερωτηματολόγιο της Επιτροπής στις 14 Απριλίου 2010 λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή ετοιμάζεται να γνωμοδοτήσει σχετικά,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόοδος της κάθε χώρας για ένταξη στην ΕΕ εξαρτάται από τις προσπάθειες που καταβάλλει προκειμένου να συμμορφωθεί με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και τις προϋποθέσεις της Διαδικασίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης,

1.

επιβεβαιώνει - σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Θεσσαλονίκης στις 19 και 20 Ιουνίου 2003, τη δήλωση του Σάλτσμπουργκ της 11ης Μαρτίου 2006 και τα εν συνεχεία συναφή συμπεράσματα του Συμβουλίου - την πλήρη υποστήριξή του στην αίτηση ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ (και στη μελλοντική ένταξη στην ΕΕ όλων των άλλων χωρών των Δυτικών Βαλκανίων), όταν η χώρα κατακτήσει ένα ορισμένο επίπεδο πολιτικής σταθερότητας και αξιοπιστίας και εκπληρώσει στο ακέραιο τα κριτήρια της Κοπεγχάγης·

2.

αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει επιτελέσει η Αλβανία στο πλαίσιο της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας, υπογραμμίζει όμως την ανάγκη περαιτέρω ουσιαστικών προσπαθειών που απαιτούνται τόσο για την εδραίωση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου όσο και για τη διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας·

3.

σημειώνει με ικανοποίηση ότι, στις 14 Απριλίου 2010, η χώρα απάντησε στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής που αφορά την προετοιμασία της γνωμοδότησης για την αίτηση προσχώρησης της Αλβανίας στην ΕΕ, και ταυτόχρονα τονίζει ότι η πρόοδος μιας υποψήφιας χώρας στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται από την ικανότητά της να συμμορφωθεί προς τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, περιλαμβανομένης της ύπαρξης σταθερών θεσμών που κατοχυρώνουν τη δημοκρατία·

4.

ευελπιστεί ότι η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση της Αλβανίας θα κατανοήσουν ότι για την πρόοδο της χώρας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την προώθηση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών των αλβανών πολιτών προέχει να ξεπεραστούν οι σημερινές πολιτικές διαμάχες· επαναλαμβάνει το συμπέρασμα της συνεδρίασης του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της 14ης Ιουνίου 2010 ότι έχει έρθει πλέον ο καιρός να βρεθεί λύση στην τρέχουσα πολιτική κρίση σε μια βάση που θα αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου και ότι αποτελεί ευθύνη της κυβέρνησης της Αλβανίας και της αντιπολίτευσης να βρουν, με διαφανή τρόπο και σε πλαίσιο πλήρους σεβασμού του αλβανικού συντάγματος, τις λύσεις και τις διεξόδους που επιτάσσει η πορεία προς την ΕΕ·

5.

εκφράζει τη λύπη του για την πολιτική κρίση που επακολούθησε μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2009 στην Αλβανία και τονίζει ότι η πλήρης λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών, και ειδικότερα του Κοινοβουλίου, είναι η ραχοκοκαλιά ενός παγιωμένου δημοκρατικού συστήματος και, ως βασική πολιτική προτεραιότητα της ευρωπαϊκής εταιρικής σχέσης, σημαντικό πολιτικό κριτήριο για την ένταξη στην ΕΕ· χαιρετίζει την απόφαση της αντιπολίτευσης να συμμετάσχει ενεργά στο έργο του αλβανικού Κοινοβουλίου, αλλά αποδοκιμάζει το γεγονός ότι, παρά τις πρόσφατες συνομιλίες που προώθησε η ΕΕ, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί συναίνεση όσον αφορά τις εκλογές του 2009· απευθύνει ένθερμη παρότρυνση σε όλες τις πολιτικές πλευρές να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να δρομολογήσουν εποικοδομητικό πολιτικό διάλογο, που θα περιλαμβάνει συζητήσεις για ένα νέο εκλογικό νόμο ο οποίος θα εξασφαλίζει πλήρη διαφάνεια της εκλογικής διαδικασίας στις μελλοντικές εκλογές· τονίζει ότι η λύση στο αδιέξοδο μπορεί να βρεθεί μόνο σε πλαίσιο πλήρους συμμόρφωσης προς το σύνταγμα και τις αρχές της διαφάνειας·

6.

εκτιμά ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί το συντομότερο η βασική συμφωνία για τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής που θα διερευνήσει τις διαδικασίες των βουλευτικών εκλογών του 2009 - ο πρόεδρος και η πλειοψηφία των μελών της οποία θα προέρχονται από την αντιπολίτευση και θα έχουν εντολή να ερευνήσουν το εκλογικό υλικό· επιμένει ότι η εν λόγω επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει τα συμπεράσματά της εγκαίρως ώστε να μπορέσει το κοινοβούλιο να εγκρίνει νέα νομοθεσία αρκετά πριν από τις επόμενες τοπικές και περιφερειακές εκλογές, βασιζόμενο στις διαπιστώσεις της εξεταστικής αυτής επιτροπής και τις προτάσεις του Γραφείου των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου του ΟΑΣΕ·

7.

καλεί την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, σε περίπτωση που δεν μπορεί να εξευρεθεί λύση χωρίς έξωθεν βοήθεια, να συμφωνήσουν να υπάρξει μεσολάβηση, π.χ. καλώντας από κοινού εκπροσώπους του Συμβουλίου της Ευρώπης και/ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

8.

παροτρύνει τις αλβανικές αρχές να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν το ταχύτερο συναινετική μεταρρύθμιση του κανονισμού του Κοινοβουλίου που θα κατοχυρώνει τη διαφάνεια των διοικητικών και οικονομικών πόρων, την υψηλή ποιότητα της νομοθεσίας χάρη στην ευρεία προσφυγή στην εμπειρογνωμοσύνη, τη βελτίωση των δυνατοτήτων κοινοβουλευτικού ελέγχου, επαρκή δικαιώματα και εκπροσώπηση της αντιπολίτευσης στις κοινοβουλευτικές επιτροπές και δραστηριότητες· καλεί και τις δύο πλευρές, πλειοψηφία και αντιπολίτευση, να αναπτύξουν εποικοδομητικό διάλογο προκειμένου να διασφαλίσουν μια ανοικτή και διαφανή νομοθετική διαδικασία, σε διαβούλευση με τους συναφείς ενδιαφερόμενους παράγοντες και φορείς της κοινωνίας των πολιτών, προκειμένου να ψηφίσουν και να εγκρίνουν χωρίς καθυστέρηση νομοθετήματα ζωτικής σημασίας για τα οποία απαιτούνται τα 3/5 των ψήφων·

9.

χαιρετίζει τις βελτιώσεις που επήλθαν στο νομικό και διοικητικό πλαίσιο της εκλογικής διαδικασίας και επισημαίνει τη συνολικά θετική αξιολόγηση της Επιτροπής Βενετίας στην κοινή της γνώμη σχετικά με τον εκλογικό νόμο της Δημοκρατίας της Αλβανίας· επισημαίνει επιπλέον ότι, σύμφωνα με την αξιολόγηση του Γραφείου των Δημοκρατικών Θεσμών και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΑΣΕ, οι βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2009 ανταποκρίνονταν στις περισσότερες διεθνείς προδιαγραφές, αλλά δεν πέτυχαν το στόχο της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στην εκλογική διαδικασία· εφιστά την προσοχή στην ανάγκη πλήρους εφαρμογής των συστάσεων που διατυπώνονται στην τελική έκθεση του Γραφείου των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου του ΟΑΣΕ για τις βουλευτικές εκλογές του 2009 και καλεί και τις δύο πλευρές στο αλβανικό Κοινοβούλιο, πλειοψηφία και αντιπολίτευση, να αρχίσουν πάραυτα να εργάζονται με στόχο την πλήρη εφαρμογή τους·

10.

θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι στις συνεδριάσεις της κοινοβουλευτικής νομοθετικής επιτροπής ενόψει της συνόδου της ολομέλειας του αλβανικού Κοινοβουλίου στις 18 Μαρτίου 2010, η πλειοψηφία και η αντιπολίτευση δεν συμφώνησαν επί των προτάσεων σχετικά με την εξεταστική επιτροπή για τις εκλογές του 2009·

11.

υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη να υπάρξει διακομματική συναίνεση σε σχέση με τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο ζωής των πολιτών της Αλβανίας και να μπορέσει η χώρα να σημειώσει πρόοδο στην πορεία της για την ένταξη στην ΕΕ·

12.

εκφράζει την ικανοποίησή του για την έγκριση, στις 27 Μαΐου 2010, της νομοθετικής πρότασης της Επιτροπής για την ελευθέρωση των θεωρήσεων διαβατηρίων και καλεί την Επιτροπή να ελέγξει την επίτευξη των εναπομενόντων κριτηρίων αναφοράς τους επόμενους μήνες, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος ώστε το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εγκρίνουν την άρση του καθεστώτος θεώρησης διαβατηρίων για τους πολίτες της Αλβανίας έως το τέλος του 2010·

13.

εκφράζει την ικανοποίησή του για τη διακομματική υποστήριξη της ελευθέρωσης των θεωρήσεων διαβατηρίων, όπως διατυπώθηκε στο ψήφισμα που ενέκρινε το αλβανικό Κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010·

14.

τονίζει πόση σημασία έχει ο σεβασμός και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων ως υπ' αριθμόν ένα προτεραιότητα·

15.

υπενθυμίζει ότι η προστασία των προσωπικών δεδομένων θα πρέπει να διασφαλίζεται σε όλες τις περιπτώσεις και όχι να παραβλέπεται αυθαίρετα, και καλεί όλες τις αρχές να νομοθετούν και να ενεργούν με γνώμονα τον κανόνα αυτό·

16.

χαιρετίζει την πρόοδο που έχει επιτελεσθεί στον τομέα του δικαστικού συστήματος αλλά υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων παραμένει σε πρώιμο στάδιο· εκτιμά ότι η δικαστική μεταρρύθμιση, περιλαμβανομένης της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, αποτελεί προαπαιτούμενο μείζονος σημασίας στο πλαίσιο της διαδικασίας υποψηφιότητας της Αλβανίας προς ένταξη στην ΕΕ, και υπογραμμίζει ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι σημαντική η διάκριση των εξουσιών· τονίζει ότι μία διαφανής, αμερόληπτη και αποτελεσματική δικαστική αρχή, ανεξάρτητη από πολιτικές και άλλες πιέσεις ή έλεγχο, έχει θεμελιώδη σημασία για το κράτος δικαίου και ζητεί να εγκριθεί επειγόντως μία συνεκτική και μακροπρόθεσμη στρατηγική στον τομέα αυτό, που θα περιλαμβάνει χάρτη πορείας για την έγκριση της απαιτούμενης νομοθεσίας και των μέτρων για την εφαρμογή της· καλεί την αντιπολίτευση να συμμετάσχει στη διαδικασία διαμόρφωσης της στρατηγικής αυτής και να υποστηρίξει πλήρως τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος· τονίζει επιπλέον ότι η δικαστική αρχή πρέπει να διαθέτει επαρκή χρηματοδότηση προκειμένου να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά σε όλη τη χώρα· προσβλέπει, ως εκ τούτου, σε νέες πρωτοβουλίες βοήθειας από την πλευρά της Επιτροπής και χαιρετίζει, στο πλαίσιο αυτό, την πρόσφατη έναρξη λειτουργίας Δικαστηρίου σοβαρών ποινικών υποθέσεων στα Τίρανα·

17.

χαιρετίζει το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέστειλε την εφαρμογή του νόμου περί ελέγχου του πολιτικού παρελθόντος και ότι ο νόμος αυτός τελεί σήμερα υπό αναθεώρηση· ζητεί ευρύτερη διαβούλευση και συναίνεση – ιδίως με την Επιτροπή Βενετίας – στην περίπτωση που εκπονηθεί νέο νομοσχέδιο και τονίζει τη σημασία που έχει η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των συνταγματικών θεσμών·

18.

χαιρετίζει τα μέτρα που ελήφθησαν για την καταπολέμηση της διαφθοράς μικρής κλίμακας και ειδικότερα την έγκριση του ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης για την πάταξη της διαφθοράς για το 2010· επισημαίνει ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελεί πάντα μείζονα πολιτική πρόκληση, ότι η επιβολή του νόμου και η δίωξη εξακολουθούν να χωλαίνουν και ότι χρειάζονται περαιτέρω δυναμικά μέτρα προκειμένου να αναστραφεί η κατάσταση ατιμωρησίας έναντι ατόμων που ενέχονται για διαφθορά· υπογραμμίζει την ανάγκη να θεσπισθεί η καταγραφή των ερευνών και των επιβαλλόμενων ποινών ακόμη και για τις περιπτώσεις διαφθοράς στα υψηλά κλιμάκια, καθώς και την ανάγκη να συνεχισθεί η εφαρμογή των τελευταίων συστάσεων της GRECO, ιδίως όσον αφορά τη μείωση του αριθμού των υπαλλήλων που απολαύουν ασυλίας· εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι τα έγγραφα στρατηγικής δημοσιοποιήθηκαν προκειμένου να είναι δυνατός ο έλεγχος της προόδου που επιτελείται σε σχέση με την εφαρμογή τους· ζητεί επιπλέον την έγκριση νομοθετικού πλαισίου για την πλήρη διαφάνεια όσον αφορά τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων·

19.

χαιρετίζει τα σχέδια για τη δημιουργία Ινστιτούτου δημόσιας διοίκησης και ζητεί τη λήψη περαιτέρω μέτρων για την εφαρμογή της στρατηγικής σε σχέση με τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και προκειμένου να εξασφαλίζεται η πλήρης εφαρμογή του δικαίου σε σχέση με τις δημόσιες υπηρεσίες, περιλαμβανομένου του καταλλήλου συστήματος διαχείρισης των ανθρωπίνων πόρων· εφιστά την προσοχή στους κινδύνους πολιτικοποίησης της δημόσιας διοίκησης με την προσφυγή σε αφανείς διαδικασίες προσλήψεων και στην πρακτική πρόσληψης προσωρινού προσωπικού χωρίς νομική κάλυψη και ζητεί από τις αρχές να τερματίσουν τις πρακτικές αυτές και να δημιουργήσουν ένα μη πολιτικοποιημένο και αξιοκρατικό δημοσιοϋπαλληλικό κλάδο, που θα συμβάλει επίσης στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δημόσια διοίκηση·

20.

υπογραμμίζει την κρίσιμη σημασία που έχουν τα επαγγελματικά, ανεξάρτητα και πλουραλιστικά μέσα ενημέρωσης, δημόσια και ιδιωτικά, ως ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας· εκφράζει την ανησυχία του για τη μικρή πρόοδο που έχει σημειωθεί στο θέμα της ολοκλήρωσης του νομοθετικού πλαισίου για τα μέσα ενημέρωσης· καλεί επειγόντως τις αρχές να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την έγκριση και την εφαρμογή ενός νομικού πλαισίου ευθυγραμμισμένου με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές και να εξασφαλίσουν την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης από πολιτικές και οιεσδήποτε άλλες παρεμβάσεις, περιλαμβανομένων εκείνων της κυβέρνησης· εκφράζει την ανησυχία του για τις πολιτικές πιέσεις που υφίσταται το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο και ζητεί από τις αρμόδιες αρχές να διασφαλίσουν την ανεξαρτησία του· ζητεί να ληφθούν μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαφάνεια σε σχέση με την ιδιοκτησία και τη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης· εκφράζει τη λύπη του για την απουσία θεσμοθετημένων εργασιακών δικαιωμάτων για τους δημοσιογράφους, που υποσκάπτει την αντικειμενική και ανεξάρτητη άσκηση του λειτουργήματός τους, και παροτρύνει τις αρχές να λάβουν τα δέοντα μέτρα για να ξεπεραστεί η κατάσταση αυτή· ζητεί, συγκεκριμένα, την έγκριση νομοθεσίας για την ηλεκτρονική μετάδοση και την προσαρμογή του ποινικού κώδικα προκειμένου να αποποινικοποιηθεί η λιβελογραφία και η δυσφήμιση· εκφράζει την ικανοποίησή του για την απουσία κυβερνητικών περιορισμών στην πρόσβαση στο Διαδίκτυο και καλεί την κυβέρνηση να μεριμνήσει για την ευρύτερη πρόσβαση όλων των πολιτών σε αυτό·

21.

χαιρετίζει τη θέσπιση νομικού πλαισίου για την αντιμετώπιση και την πρόληψη μορφών του οργανωμένου εγκλήματος, περιλαμβανομένων της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της εμπορίας ναρκωτικών και της σωματεμπορίας· σημειώνει τις προσπάθειες για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος αλλά επισημαίνει ότι απαιτείται περαιτέρω δράση για την εφαρμογή και ότι πρέπει να διατεθούν όλοι οι απαιτούμενοι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι για να επιτευχθούν απτά αποτελέσματα· υπογραμμίζει τη σημασία της αποτελεσματικής διερεύνησης, δίωξης και τιμωρίας των παραβατών· χαιρετίζει την απόφαση για τη συγκρότηση διοργανικής επιτροπής υπό την προεδρία του πρωθυπουργού για τη λήψη μέτρων κατά του οργανωμένου εγκλήματος· τονίζει ότι, λόγω των περιφερειακών διασυνδέσεων του οργανωμένου εγκλήματος, απαιτούνται εντατικότερες προσπάθειες για την ενδυνάμωση της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες, περιλαμβανομένης της κοινής περιπολίας στα σύνορα·

22.

υπογραμμίζει τη σημασία που αποδίδει στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και αναγνωρίζει τα μικρά βήματα της κυβέρνησης προς την κατεύθυνση της διαβούλευσης με τις οργανώσεις αυτές όσον αφορά νομοσχέδια και μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη· ζητεί να γίνουν περισσότερα βήματα για την επισημοποίηση και την αύξηση της συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών στη διαμόρφωση της πολιτικής και στον έλεγχο της εφαρμογής της και της αποτελεσματικότητάς της σε όλα τα επίπεδα, περιλαμβανομένης της διαφάνειας των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και της χρηματοδότησής τους·

23.

υπογραμμίζει τη σημασία των προγραμμάτων κινητικότητας, ιδίως εκείνων των οποίων ομάδα στόχος είναι η νεολαία, το διδακτικό προσωπικό και οι ερευνητές, και εκτιμά ότι θα πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των συμμετεχόντων σε αυτά· επικροτεί, στο πλαίσιο αυτό, τις πρωτοβουλίες με στόχο την παροχή στους αλβανούς φοιτητές ευκαιριών για σπουδές στις χώρες της ΕΕ·

24.

αναγνωρίζει ότι, αν και τα βασικά συνδικαλιστικά δικαιώματα αναγνωρίζονται από το σύνταγμα, οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες συχνά παρεμποδίζονται και οι περιορισμοί σε σχέση με την απεργία στις δημόσιες υπηρεσίες και τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας είναι πολύ εκτεταμένοι σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα· εκφράζει τη λύπη του για την πρόσφατη απόκτηση εκ μέρους της αλβανικής κυβέρνησης των περιουσιακών στοιχείων των συνδικαλιστικών οργανώσεων· χαιρετίζει την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 2010 που κρίνει το νόμο αντισυνταγματικό και ζητεί από την κυβέρνηση να προχωρήσει στην άμεση απόδοση των περιουσιακών στοιχείων· ζητεί από την κυβέρνηση να σέβεται πλήρως τα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και να λάβει όλα τα αναγκαία νομοθετικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις αποτελεί δικαίωμα όλων των εργαζομένων, τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα·

25.

χαιρετίζει τα μέτρα που έχουν ληφθεί προκειμένου να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στον πολιτικό βίο· θεωρεί, ωστόσο, ότι η Κρατική Επιτροπή για τις Ίσες Ευκαιρίες παραμένει ανίσχυρη και ότι ο νόμος για την ισότητα των φύλων εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να μην εφαρμόζεται· εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι χρειάζονται περαιτέρω ενέργειες προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας και η συμμετοχή τους στη διαδικασία λήψης αποφάσεων·

26.

χαιρετίζει τις νομικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και σωματεμπορίας· αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν αρκούν και ότι χρειάζονται περαιτέρω μέτρα και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα ανήσυχο για τη διαδεδομένη ενδοοικογενειακή βία και το εμπόριο γυναικών και παιδιών για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης και καταναγκαστικής εργασίας· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι η σημαντική αύξηση των καταγγελιών συμβάντων αυτού του είδους δεν συνοδεύεται πάντοτε από ουσιαστική διερεύνηση από την αστυνομία ή από την έκδοση εντολών προστασίας από τα δικαστήρια· ζητεί την πλήρη εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας η οποία προστατεύει τις γυναίκες και τα παιδιά από όλες τις μορφές βίας και την έγκριση και εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου συστήματος για την προστασία και την αποκατάστασή τους, περιλαμβανομένης της υποχρεωτικής και αποτελεσματικής καταγραφής όλων των παιδιών και των νεογνών, πλήρη παροχή δωρεάν νομικής, κοινωνικής και ψυχολογικής βοήθειας στα θύματα, εκστρατείες για τη συνειδητοποίηση του προβλήματος από την κοινή γνώμη, κατάλληλες υπηρεσίες επιμόρφωσης σε σχέση με την εφαρμογή του νόμου και τη δημιουργία ενός δικτύου καταφυγίων (σε επαρκή ποσότητα και ποιότητα και ικανών να καλύψουν τις διάφορες ανάγκες των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και σωματεμπορίας)· καλεί την Επιτροπή να ενισχύσει τη στήριξή της στις αλβανικές αρχές στον τομέα αυτό·

27.

αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει επιτελεστεί σε σχέση με την προστασία των μειονοτήτων, καθώς και ότι ουσιαστικά έχει πλέον δημιουργηθεί το κατάλληλο θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία τους· επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι διακρίσεις εξακολουθούν να αποτελούν πρόβλημα στην Αλβανία, ιδίως όσον αφορά τα ευάλωτα σε διακρίσεις άτομα και το σεβασμό της ταυτότητας του φύλου και του γενετήσιου προσανατολισμού, και ότι χρειάζονται περαιτέρω προσπάθειες για την καταπολέμησή τους, μεταξύ άλλων στο πεδίο της συνειδητοποίησης των διακρίσεων· σημειώνει με ανησυχία ως προς το θέμα αυτό τις πρόσφατες διαδηλώσεις κατά των ομοφυλοφίλων στην Αλβανία· υπογραμμίζει ότι απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για να ικανοποιηθούν οι προτεραιότητες της ευρωπαϊκής εταιρικής σχέσης όσον αφορά τις μειονότητες και ειδικότερα τη χρήση μειονοτικών γλωσσών και τα μέτρα για εκπαίδευση στις μειονοτικές γλώσσες και για μη διακριτική μεταχείριση εις βάρος των μελών όλων των μειονοτήτων·

28.

χαιρετίζει τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των εγκλημάτων ρατσιστικού χαρακτήρα· επικροτεί την πρόσφατη έγκριση του νόμου κατά των διακρίσεων, που εκπονήθηκε σε συνεργασία με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, και ζητεί την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή του· χαιρετίζει ιδιαίτερα τη δημιουργία του θεσμού του ανεξάρτητου επιτρόπου για την προστασία από τις διακρίσεις, που θα είναι αρμόδιος για τον έλεγχο της εφαρμογής του νόμου και τη διερεύνηση των καταγγελιών· τονίζει επιπλέον την επείγουσα ανάγκη για ακριβή και αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία για όλες τις μειονότητες, τα οποία είναι απαραίτητα για την ουσιαστική εφαρμογή των μέτρων κατά των διακρίσεων, και, για το σκοπό αυτό, εφιστά την προσοχή στη σημασία που έχει η διεξαγωγή της εθνικής απογραφής που έχει προγραμματισθεί για το 2011 με βάση διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα που θα εξασφαλίζουν τον πλήρη σεβασμό της αρχής του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού·

29.

ζητεί να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση της κατάστασης των Ρομά, που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης και να υποφέρουν από διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια, την υγειονομική περίθαλψη, την απασχόληση και την κατάλληλη στέγαση· χαιρετίζει για το σκοπό αυτό το κυβερνητικό σχέδιο δράσης για τη δεκαετία κοινωνικής ένταξης των Ρομά, επισημαίνει όμως ότι οι τοπικές αρχές και κοινότητες θα πρέπει να έχουν βασικό ρόλο στην εφαρμογή του σχεδίου δράσης και να διαθέτουν τον κατάλληλο προϋπολογισμό για το σκοπό αυτό· παροτρύνει τις εμπλεκόμενες αρχές να εφαρμόσουν το σχέδιο δράσης και να δημοσιεύουν εκθέσεις προόδου ανά τακτά χρονικά διαστήματα·

30.

αναγνωρίζει τη σημαντική μείωση της φτώχειας τα τελευταία χρόνια λόγω της υψηλής αύξησης του πραγματικού ΑΕγχΠ· επισημαίνει, ωστόσο, ότι, παρά την επιτευχθείσα οικονομική πρόοδο, ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού εξακολουθεί να ζει στη φτώχεια και ότι απαιτούνται, συνεπώς, συνεχείς προσπάθειες για την περαιτέρω μείωσή της, ιδίως στις αγροτικές και ορεινές περιοχές·

31.

χαιρετίζει την πρόοδο που έχει επιτελεσθεί ως προς την πρόληψη των βασανιστηρίων και της κακομεταχείρισης, περιλαμβανομένου του σωφρονιστικού συστήματος· ζητεί βελτιώσεις στις συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές προκειμένου να ανταποκρίνονται σε προδιαγραφές οι οποίες συνάδουν με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και καταπολέμηση της διαφθοράς στα υψηλά κλιμάκια των σωφρονιστικών υπηρεσιών· υπογραμμίζει την ανάγκη για πρόοδο στη βελτίωση των συνθηκών κράτησης μετά τις συναφείς συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης και Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Ποινής (CPT) το 2008 και υπενθυμίζει τα συμπεράσματα του Διαμεσολαβητή σύμφωνα με τα οποία οι συνθήκες κράτησης στις φυλακές είναι κατώτερες των εθνικών και διεθνών προδιαγραφών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι απαιτούνται προσπάθειες για την καταπολέμηση της εκτεταμένης διαφθοράς στις σωφρονιστικές υπηρεσίες·

32.

τονίζει ότι τα περισσότερα δικαστήρια δεν υποβάλλουν αυτεπαγγέλτως τους ψυχασθενείς σε δικαστικό έλεγχο, με αποτέλεσμα οι ψυχασθενείς που νοσηλεύονται παρά τη θέλησή τους να στερούνται τη δυνατότητα να έλθουν σε επαφή με δικαστή· υπενθυμίζει την υπόθεση Dybeku κατά Αλβανίας στο ΕΔΑΔ και ζητεί τη διαβεβαίωση ότι οι κρατούμενοι που πάσχουν από ψυχικά νοσήματα δεν θα εγκλείονται στα ίδια ιδρύματα με κρατουμένους που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση·

33.

εκφράζει την ανησυχία του για την αδικαιολόγητη τοποθέτηση παιδιών σε ορφανοτροφεία λόγω φτώχειας και για τις παρατεινόμενες συνέπειες και την άνιση μεταχείριση των ενηλίκων ορφανών ως προς την ισότιμη πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές, όπως η στέγη·

34.

αναγνωρίζει τις καλές σχέσεις της Αλβανίας με τους γείτονές της ως ζωτικής σημασίας συμβολή στην περιφερειακή σταθερότητα και χαιρετίζει την πρόσφατη θετική τροπή στις σχέσεις μεταξύ Αλβανίας και Σερβίας, καθώς και την ενεργό συμμετοχή της χώρας σε περιφερειακές πρωτοβουλίες όπως η Διαδικασία Συνεργασίας με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, το Συμβούλιο Περιφερειακής Συνεργασίας, η Ενεργειακή Κοινότητα και η Κεντροευρωπαϊκή Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών (CEFTA), το Παρατηρητήριο Μεταφορών Νοτιοανατολικής Ευρώπης και οι διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη για την ίδρυση κοινότητας μεταφορών· υπογραμμίζει ότι η διασυνοριακή συνεργασία σε επίπεδο περιφέρειας έχει καίρια σημασία για την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η σωματεμπορία·

35.

σημειώνει με ικανοποίηση τις αλβανικές πρωτοβουλίες για την άρση των υποχρεώσεων θεώρησης διαβατηρίων για τις γειτονικές χώρες, οι οποίες αποτελούν θετικό βήμα που διευκολύνει τις επαφές μεταξύ των λαών και προάγει την επανασυμφιλίωση στην περιοχή· εκτιμά ότι οι πρωτοβουλίες αυτού του είδους πρέπει να εφαρμόζονται παράλληλα με τη διαδικασία ελευθέρωσης του καθεστώτος θεωρήσεων διαβατηρίων μεταξύ των χωρών Σένγκεν και των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων·

36.

συγχαίρει την Αλβανία για την οικονομική μεγέθυνση που παρουσιάζει ακόμη και σε καιρούς παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης· επισημαίνει, ωστόσο, τη μεγάλη έκταση της παραοικονομίας, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και τη χωρίς ρυθμίσεις αγορά εργασίας, φαινόμενα που οδηγούν σε εργασιακή ανασφάλεια και υποσκάπτουν σε μεγάλο βαθμό τα δικαιώματα των εργαζομένων· επισημαίνει την αύξηση του δημοσιονομικού και του δημόσιου χρέους·

37.

αναμένει ότι ο μηχανισμός προενταξιακής βοήθειας (IPA) θα συμβάλει στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της Αλβανίας· σημειώνει, ωστόσο, ότι τα προγράμματα χρηματοδότησης του IPA πρέπει να συνοδεύονται από ένα αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης·

38.

θεωρεί ότι η Αλβανία πρέπει να συνεχίσει να καταβάλλει προσπάθειες για την εφαρμογή των κατάλληλων οικονομικών πολιτικών που θα εξασφαλίσουν βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, προστασία του περιβάλλοντος και δημιουργία θέσεων εργασίας· υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η υποστήριξη της μακροοικονομικής σταθερότητας·

39.

σημειώνει ότι μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί στο θέμα της παγίωσης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η ανάπτυξη μιας λειτουργικής αγοράς γης· επισημαίνει ότι η διαδικασία καταχώρησης ακίνητης περιουσίας, απογραφής της κρατικής γης και ενδεχόμενης αποζημίωσης εξακολουθεί να υστερεί σε διαφάνεια και θα πρέπει να ολοκληρωθεί με δίκαιο τρόπο, χωρίς διακρίσεις έναντι των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες· ζητεί να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες όσον αφορά την καταχώριση ακινήτων, την επιστροφή ακίνητης περιουσίας, τη νομιμοποίηση της αυθαίρετης δόμησης και την αποζημίωση·

40.

χαιρετίζει τις προσπάθειες των αλβανικών αρχών να βελτιώσουν το επιχειρηματικό κλίμα απλουστεύοντας τις διαδικασίες για την καταχώριση επιχειρήσεων και την απόκτηση αδειών εκμετάλλευσης και αδειών τεχνικής φύσεως· τονίζει, ωστόσο, ότι απαιτείται περαιτέρω βελτίωση, δεδομένου ότι το επιχειρηματικό κλίμα στην Αλβανία θεωρείται ένα από τα δυσχερέστερα στα Δυτικά Βαλκάνια· ζητεί από τις αρχές να αντιμετωπίσουν τις πολυάριθμες αδυναμίες, π.χ. όσον αφορά τις διαδικασίες για την απόκτηση τίτλων κυριότητας γης, την εφαρμογή των συμβάσεων, την προβληματική δημόσια διοίκηση και τα υψηλά επίπεδα διαφθοράς·

41.

υπογραμμίζει, έχοντας κατά νου ότι σημαντικό τμήμα της οικονομίας της χώρας βασίζεται στα εμβάσματα μεταναστών που ζουν σε γειτονικές χώρες την ανάγκη συνεχούς παραγωγής έργου στις δημόσιες πολιτικές και επενδύσεις, προκειμένου να αναβαθμισθεί η υποδομή σε τομείς κρίσιμους για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, μεταξύ άλλων στην παιδεία, την υγεία, τη δικαιοσύνη, τις μεταφορές και τη γεωργία·

42.

υπογραμμίζει ότι θα έπρεπε να αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην κατοχύρωση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού και στη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας, με παράλληλη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, και επαναλαμβάνει ότι απαιτείται περαιτέρω πρόοδος στην εφαρμογή του νόμου του 2005 περί ενεργειακής απόδοσης· εφιστά ιδιαίτερα την προσοχή στις μεγάλες δυνατότητες της Αλβανίας στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ζητεί να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για την περαιτέρω ανάπτυξή τους, λαμβανομένου υπόψη ότι το πλαίσιο ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας κατά το πλείστον αναπτύσσεται τώρα· χαιρετίζει, εν προκειμένω, τα νέα έργα στον τομέα της υδροηλεκτρικής ενέργειας και ζητεί να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για την ανάπτυξη σχεδίων στον τομέα της ηλιακής και αιολικής ενέργειας· υπογραμμίζει ότι οι επενδύσεις στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δημιουργούν ευκαιρίες για ανάπτυξη και απασχόληση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο·

43.

υπογραμμίζει, σε σχέση με το σχέδιο που εξαγγέλθηκε το 2007 για την κατασκευή σταθμού πυρηνικής ενέργειας στην Αλβανία, τη θεμελιώδη σημασία της πυρηνικής ασφάλειας και της ακτινοπροστασίας· σημειώνει, ως προς αυτό, ότι η Αλβανία δεν έχει υπογράψει ακόμη τη Σύμβαση για την Πυρηνική Ασφάλεια και την Κοινή Σύμβαση για την Ασφαλή Διαχείριση των Αναλωθέντων Καυσίμων και των Ραδιενεργών Αποβλήτων·

44.

παροτρύνει την αλβανική κυβέρνηση να αναπτύξει ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να βελτιώσει την υλοποίηση της πολιτικής για τη διαχείριση των απορριμμάτων και να αναπτύξει περαιτέρω έναν περιβαλλοντικά βιώσιμο τουρισμό, προκειμένου να διατηρηθεί αυτή η όμορφη φυσική και αρχιτεκτονική κληρονομιά της χώρας·

45.

εκφράζει τη λύπη του για την ανεπάρκεια των δημόσιων μεταφορών, κυρίως όσον αφορά το σιδηρόδρομο· καλεί την κυβέρνηση της Αλβανίας να κάνει πλήρη χρήση των κονδυλίων του IPA προκειμένου να αναπτύξει, να αναβαθμίσει και να εκσυγχρονίσει το σιδηροδρομικό δίκτυο και να βελτιώσει τις διασυνδέσεις με τις γειτονικές χώρες, τόσο για τους επιβάτες όσο και για τα εμπορεύματα·

46.

ζητεί περαιτέρω πρόοδο στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, πλήρη εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και στενότερη περιφερειακή συνεργασία προκειμένου να προαχθεί η περιβαλλοντική βιωσιμότητα· χαιρετίζει, εν προκειμένω, τη συμφωνία για την προστασία και τη βιώσιμη ανάπτυξη του Πάρκου των Πρεσπών που υπέγραψε η Αλβανία με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και την Ελλάδα και με την Επιτροπή·

47.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας/Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών καθώς και στο Κοινοβούλιο και την κυβέρνηση της Αλβανίας.


(1)  ΕΕ L 80, 19.3.2008, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 334, 19.12.2007, σ. 84.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/92


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Η κατάσταση στην Κιργιζία

P7_TA(2010)0283

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την κατάσταση στην Κιργιζία

2011/C 351 E/14

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του με θέμα την Κιργιζία και την Κεντρική Ασία, και ιδίως τα ψηφίσματά του της 12ης Μαΐου 2005 και της 6ης Μαΐου 2010,

έχοντας υπόψη το από 20 Φεβρουαρίου 2008 ψήφισμά του σχετικά με μια στρατηγική της ΕΕ για την Κεντρική Ασία (1),

έχοντας υπόψη το πρόγραμμα της ΕΕ για την πρόληψη των βίαιων συγκρούσεων που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Γκέτεμποργκ το 2001,

έχοντας υπόψη τις δηλώσεις της Αντιπροέδρου/Ύπατης Εκπροσώπου Catherine Ashton σχετικά με τις νέες συγκρούσεις στην Κιργιζία της 11ης Ιουνίου 2010 και σχετικά με το νέο συνταγματικό δημοψήφισμα της 28ης Ιουνίου 2010,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της 14ης Ιουνίου 2010,

έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση σχετικά με την κατάσταση στην Κιργιζία του Ειδικού Απεσταλμένου του ασκούντος την Προεδρία του ΟΑΣΕ, του Ειδικού Απεσταλμένου του ΟΗΕ και του Ειδικού Απεσταλμένου της ΕΕ στην Κιργιζία, της 16ης Ιουνίου 2010,

έχοντας υπόψη τη στρατηγική της ΕΕ για μια νέα εταιρική σχέση με την Κεντρική Ασία, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 21/22 Ιουνίου 2007,

έχοντας υπόψη την Κοινή Έκθεση Προόδου της 14ης Ιουνίου 2010 του Συμβουλίου και της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της Στρατηγικής της ΕΕ για την Κεντρική Ασία,

έχοντας υπόψη τη συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και της στην Κιργιζίας, που τέθηκε σε ισχύ το 1999,

έχοντας υπόψη το έγγραφο περιφερειακής στρατηγικής της ΕΕ σχετικά με τη βοήθεια προς την Κεντρική Ασία, για την περίοδο 2007-2013,

έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 4, του Κανονισμού του,

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 11 Ιουνίου 2010 ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις στις νότιες πόλεις Osh και Jalal-Abad και ότι η κατάσταση συνέχισε να κλιμακώνεται έως τις 14 Ιουνίου 2010, οπότε εκατοντάδες ένοπλοι αναφέρεται ότι έκαναν επιδρομή στους δρόμους της πόλης, πυροβολώντας αμάχους και πυρπολώντας καταστήματα, επιλέγοντας τους στόχους τους ανάλογα με την εθνικότητα,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τις αρχές της Κιργιζίας περίπου 300 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στις συγκρούσεις, ενώ έχουν εκφραστεί φόβοι, μεταξύ άλλων και από την επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης Ρόζα Οτουνμπάγιεβα, ότι ο πραγματικός αριθμός θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερος· ότι περισσότεροι από 2 000 άνθρωποι τραυματίστηκαν ή νοσηλεύτηκαν και πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να αγνοούνται,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, εξαιτίας της βίας, 300 000 άτομα έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της χώρας και 100 000 αναζήτησαν καταφύγιο στο γειτονικό Ουζμπεκιστάν· λαμβάνοντας υπόψη ότι η κυβέρνηση της Τασκένδης πρόσφερε ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες, με την αρωγή διεθνών οργανώσεων, αλλά έκλεισε τα σύνορά της με την Κιργιζία στις 14 Ιουνίου 2010, επικαλούμενη αδυναμία να υποδεχθεί περισσότερα άτομα,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσωρινή κυβέρνηση κήρυξε την περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ότι οι δυνάμεις ασφαλείας δεν στάθηκαν ικανές να αναλάβουν τον έλεγχο· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εκκλήσεις τις οποίες απηύθυνε η προσωρινή Πρόεδρος Ρόζα Οτουνμπάγιεβα προς τον ρώσο Πρόεδρο Μεντβέντεφ και προς την Οργάνωση του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας για στρατιωτική στήριξη με στόχο την αποκατάσταση της τάξης έλαβαν αρνητικές απαντήσεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει διαβιβαστεί αίτημα για την αποστολή διεθνούς αστυνομικής δύναμης, το οποίο επί του παρόντος εξετάζεται από τον ΟΑΣΕ,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ έχει σαφές συμφέρον για μια ειρηνική, δημοκρατική και οικονομικά ευημερούσα Κιργιζία· ότι η ΕΕ έχει δεσμευτεί, ιδίως μέσα από τη Στρατηγική της για την Κεντρική Ασία, να ενεργεί ως εταίρος των χωρών της περιοχής· ότι τώρα απαιτείται επειγόντως πολύ μεγαλύτερη διεθνής δέσμευση και ότι η απόκριση της ΕΕ θα έχει αντίκτυπο στην αξιοπιστία της ως εταίρου,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή έχει διαθέσει 5 εκατομμύρια ευρώ για την παροχή έκτακτης ιατρικής βοήθειας, ανθρωπιστικής βοήθειας, μη διατροφικών ειδών, προστασίας και ψυχολογικής στήριξης για άτομα τα οποία έχουν πληγεί από την κρίση· λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσό αυτό θα πρέπει να αντιπαρατεθεί στην επείγουσα έκκληση του ΟΗΕ για παροχή 71 εκατομμύρια δολαρίων ΗΠΑ σε έκτακτη βοήθεια,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, με το Πρόγραμμα του Γκέτεμποργκ που εγκρίθηκε το 2001 και μεταγενέστερα έγγραφα, η ΕΕ αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της πρόληψης των συγκρούσεων και την σημερινή κατάσταση στην Κιργιζία και ζητεί την μετουσίωση θεωρητικών συλλογισμών σε πρακτική δράση,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα δημοψήφισμα που διενεργήθηκε υπό αρκετά ειρηνικές συνθήκες στις 27 Ιουνίου 2010 με υψηλό ποσοστό συμμετοχής οδήγησε στην έγκριση, από το 90 % και πλέον των ψηφοφόρων, ενός νέου Συντάγματος που εξισορροπεί τις προεδρικές και τις βουλευτικές εξουσίες, στην επιβεβαίωση της Ρόζα Οτουνμπάγιεβα ως προσωρινής Προέδρου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 και στη διάλυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου· λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει προγραμματιστεί η διενέργεια βουλευτικών εκλογών για τις 10 Οκτωβρίου 2010,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι χώρες της Κεντρικής Ασίας αντιμετωπίζουν ορισμένες κοινές προκλήσεις, όπως η φτώχεια και οι σοβαρές απειλές κατά της ανθρώπινης ασφάλειας, και η ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατίας, της καλής διακυβέρνησης και του κράτους δικαίου· λαμβάνοντας υπόψη ότι υφίσταται η ανάγκη αποκατάστασης και αναβάθμισης της περιφερειακής συνεργασίας, προκειμένου να αναπτυχθεί μια κοινή προσέγγιση για τα προβλήματα και τις προκλήσεις στην περιοχή· λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να επιδιωχθεί μια περισσότερο κοινή προσέγγιση από τους περιφερειακούς και διεθνείς συντελεστές στα προβλήματα και τις προκλήσεις της περιοχής,

Ι.

εκτιμώντας ότι η ΕΕ πρέπει να τηρεί πάντα τη δέσμευσή της όσον αφορά την ένταξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στις συμφωνίες της με τρίτες χώρες και την ενθάρρυνση των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων μέσω συνεπών πολιτικών που ενισχύουν την αξιοπιστία της ως περιφερειακού παράγοντος,

1.

εκφράζει τη βαθύτατη ανησυχία του για τις τραγικές, βίαιες συγκρούσεις που ξέσπασαν στη Νότια Κιργιζία και τα συλλυπητήριά του στις οικογένειες όλων των θυμάτων·

2.

καταδικάζει την πρόσφατη βία στη νότια Κιργιζία· εκφράζει τη λύπη του για την απώλεια ανθρωπίνων ζωών και την ελπίδα να μπορέσει να εξευρεθεί ειρηνική λύση στην σύρραξη στην Κιργιζία, βασιζόμενη στις αρχές της δημοκρατίας, το κράτος δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·

3.

καλεί την προσωρινή κυβέρνηση να διεξαγάγει πειστική, αμερόληπτη και ανεξάρτητη έρευνα των βιαιοτήτων, ενδεχομένως με τη βοήθεια διεθνών παραγόντων, έτσι ώστε να προσαχθούν οι δράστες στη δικαιοσύνη·

4.

καλεί τις προσωρινές αρχές να καταβάλουν κάθε προσπάθεια ώστε να επανέλθει η κατάσταση στην ομαλότητα και να δημιουργηθούν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε οι πρόσφυγες και οι εσωτερικά εκτοπισμένοι να μπορούν να επιστρέψουν εθελοντικά, με ασφάλεια και αξιοπιστία, στις εστίες τους· προτρέπει τις τοπικές αρχές να υιοθετήσουν αποτελεσματικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και να αρχίσουν γνήσιο διάλογο με όλες τις εθνοτικές κοινότητες που ζουν στη νότια Κιργιζία, με στόχο να δημιουργηθεί μια αξιόπιστη διαδικασία συμφιλίωσης·

5.

καλεί, στο πλαίσιο αυτό, την Επιτροπή να εντείνει την ανθρωπιστική βοήθεια, σε συνεργασία με τους διεθνείς οργανισμούς, και να αρχίσει βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα προγράμματα ανοικοδόμησης ώστε να ξαναχτιστούν τα κατεστραμμένα σπίτια, να αντικατασταθούν χαμένα περιουσιακά στοιχεία και να εκτελεστούν έργα αποκατάστασης, σε συνεργασία με τις αρχές της Κιργιζίας και άλλους δωρητές, προκειμένου να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την επιστροφή των προσφύγων και των εσωτερικώς εκτοπισμένων ατόμων· εφιστά την προσοχή, στο πλαίσιο αυτό, στη σημασία που έχουν τα έργα τοπικής ανάπτυξης·

6.

επισύρει την προσοχή στην ανάγκη μιας σημαντικής διεθνούς προσπάθειας για να βοηθηθούν η ανοικοδόμηση, η σταθεροποίηση και η συμφιλίωση στη νότια Κιργιζία, και επισημαίνει την ευκαιρία να τεθούν οι βάσεις για μια τέτοια προσπάθεια κατά την προγραμματισμένη συνάντηση χορηγών στο Bishkek στις 27 Ιουλίου 2010·

7.

υπογραμμίζει ότι η ανθρωπιστική απόκριση, η οποία στοχεύει στην αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών, πρέπει να συνοδεύεται από προσπάθειες για τη σταθεροποίηση της κατάστασης και τη μείωση και πρόληψη του σοβαρού κινδύνου για νέο κύκλο βίας, κάτι που αποτελεί απειλή για την ειρήνη και τη σταθερότητα και σε άλλα μέρη της Κοιλάδας Ferghana, την οποία μοιράζονται το Ουζμπεκιστάν, η Κιργιζία και το Τατζικιστάν·

8.

ζητεί ουσιαστική αύξηση της ενωσιακής ανθρωπιστικής βοήθειας σε όσους επλήγησαν από τις πρόσφατες βιαιότητες στη νότια Κιργιζία, καθώς και εκτεταμένη χρήση του Μέσου Σταθερότητας·

9.

πιστεύει ότι θα απαιτηθεί ένα νέο επίπεδο ενωσιακής δέσμευσης στη νότια Κιργιζία και μακροπρόθεσμα· επαναλαμβάνει την έκκλησή του προς την Επιτροπή να καταρτίσει προτάσεις για αναδιάθεση πιστώσεων στο πλαίσιο του Μέσου Αναπτυξιακής Συνεργασίας, ώστε να βρεθεί η ΕΕ σε καλύτερη θέση για ουσιαστική απόκριση στη νέα κατάσταση στην Κιργιζία· επιμένει ότι η έμφαση στην ανθρώπινη ασφάλεια είναι ουσιαστική για την πολιτική της ΕΕ στην Κεντρική Ασία·

10.

καλεί την Αντιπρόεδρο/Ύπατη Εκπρόσωπο και τα κράτη μέλη να στηρίξουν και να συμβάλουν ενεργά στην ταχεία ανάπτυξη αστυνομικής αποστολής του ΟΑΣΕ με στόχο να προληφθεί το ξέσπασμα νέας βίας, να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στις πόλεις που έχουν πληγεί από τις συγκρούσεις, να προστατευθούν τα θύματα και τα πιο ευάλωτα άτομα και να διευκολυνθεί η επιστροφή των προσφύγων και των εσωτερικώς εκτοπισμένων·

11.

λαμβάνει υπό σημείωση την αρκετά ειρηνική διεξαγωγή του συνταγματικού δημοψηφίσματος στην Κιργιζία στις 27 Ιουνίου 2010· τονίζει ότι η επιστροφή στη συνταγματική τάξη και στο κράτος δικαίου έχει καίρια σημασία ενόψει της μακροπρόθεσμης σταθεροποίησης της κατάστασης στη χώρα· υπογραμμίζει ότι οι ερχόμενες βουλευτικές εκλογές (που προς το παρόν προβλέπεται να διεξαχθούν τον Οκτώβριο 2010) θα πρέπει να παράσχουν τη συνταγματική βάση για μια κυβέρνηση που θα χαίρει τόσο ισχυρής νομιμότητας όσο και ευρείας λαϊκής υποστήριξης· καλεί, ως εκ τούτου, τις αρχές της Κιργιζίας να λάβουν άμεσα και αποφασιστικά μέτρα για την αποκατάσταση πριν από τις ερχόμενες βουλευτικές εκλογές των σημαντικών ελλείψεων που έχει εντοπίσει ο ΟΑΣΕ/ΓΔΘΔΑ· προσβλέπει στη δημιουργία ισχυρών διακοινοβουλευτικών σχέσεων με το μελλοντικό κοινοβούλιο της Κιργιζίας·

12.

εκφράζει ανησυχία για τις αναφορές σχετικά με συλλήψεις ορισμένων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κιργιζία και ζητεί την άμεση απελευθέρωσή τους· καλεί τις κιργιζιανές αρχές να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούν να εκτελούν ανεμπόδιστα το έργο τους για προώθηση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων·

13.

τονίζει ότι το κοινό συμφέρον και η κοινή ευθύνη της Κιργιζίας, των γειτονικών της χωρών, της Ρωσίας, της Κίνας, της ΕΕ, των ΗΠΑ, του ΟΑΣΕ και της λοιπής διεθνούς κοινότητας βρίσκονται στην πρόληψη της αποσταθεροποίησης και καλεί όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες να εξεύρουν συνεργίες·

14.

εκφράζει την ανησυχία του για τις δυσκολίες της διαδικασίας εκδημοκρατισμού στην Κιργιζία, οι οποίες φαίνεται να πηγάζουν από την αδύνατη θέση της προσωρινής κυβέρνησης της Κιργιζίας και από την ισχύ των εγκληματικών δικτύων στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των λαθρεμπόρων ναρκωτικών στη νότια Κιργιζία·

15.

πιστεύει ότι η δημιουργία ενός πλουραλιστικού πολιτικού συστήματος που να επιτρέπει την εκπροσώπηση διαφορετικών συμφερόντων και τη διαιτησία για τον συγκερασμό τους είναι αναγκαία για τον περιορισμό των εντάσεων και την αποφυγή νέων εκρήξεων βίας και ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη της πρέπει να υποστηρίξουν ενεργά τον εκδημοκρατισμό και να προσπαθήσουν να μειώσουν τις διαφορές στη στάση των διεθνών παραγόντων, ούτως ώστε να βελτιωθούν οι προοπτικές της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας στην Κιργιζία·

16.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφάλειας, στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τα κοινοβούλια και κυβερνήσεις των Κρατών Μελών, την προσωρινή κυβέρνηση της Κιργιζίας, τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, τον Γενικό Γραμματέα του ΟΑΣΕ και τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.


(1)  ΕΕ C 184 E, 6.8.2009, σ. 49.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/95


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
AIDS/HIV ενόψει της 18ης Διεθνούς Διάσκεψης για το AIDS (Βιέννη Ιούλιος 18-23, 2010)

P7_TA(2010)0284

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με μια θεμελιωμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα αντίληψη για την ευρωπαϊκή δράση κατά του HIV/AIDS

2011/C 351 E/15

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την επικείμενη 18η Διεθνή Διάσκεψη για το AIDS: «Right Here, Right Now» (Εδώ και Τώρα), που θα πραγματοποιηθεί στη Βιέννη στις 18-23 Ιουλίου 2010,

έχοντας υπόψη τη Διακήρυξη του ΟΗΕ περί ανειλημμένης υποχρέωσης στο θέμα του AIDS/HIV «Παγκόσμια κρίση- παγκόσμια δράση» (Global Crisis - Global Action) η οποία εγκρίθηκε στις 27 Ιουνίου 2001 από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ,

έχοντας υπόψη τη συνεδρίαση Υψηλού Επιπέδου της Ειδικής Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (UNGASS) για το AIDS και τον ιό HIV της 2ας Ιουνίου 2006 και την πολιτική διακήρυξη που εγκρίθηκε σε αυτή τη συνεδρίαση,

έχοντας υπόψη τις Διεθνείς Κατευθυντήριες Γραμμές του UNAIDS του 2006 για το HIV/AIDS και τα ανθρώπινα δικαιώματα, βασισμένες στη 2η Διεθνή Διαβούλευση για το HIV/AIDS και τα ανθρώπινα δικαιώματα που έγινε στη Γενεύη στις 23-25 Σεπτεμβρίου 1996 και στην 3η Διεθνή Διαβούλευση για το HIV/AIDS και τα ανθρώπινα δικαιώματα που έγινε στη Γενεύη στις 25-26 Ιουλίου 2002,

έχοντας υπόψη την έκθεση του ΠΟΥ με τίτλο «Προς τη Βελτίωση της Οικουμενικής Πρόσβασης στις Υπηρεσίες Υγείας: αναβάθμιση των παρεμβάσεων με βαθμό προτεραιότητας στον τομέα της υγείας για το HIV/AIDS»,

έχοντας υπόψη τη δήλωση της Αμπούχα της 27ης Απριλίου 2001, για το HIV/AIDS, τη φυματίωση και άλλες παρεμφερείς λοιμώδεις νόσους, την κοινή θέση των αφρικανικών χωρών στη συνάντηση υψηλού επιπέδου της UNGASS 2006 και την έκκληση για επίσπευση της δράσης με σκοπό την Καθολική Πρόσβαση στις Υπηρεσίες προστασίας από το HIV/AIDS, τη φυματίωση και την ελονοσία στην Αφρική που υπογράφηκε στην Αμπούχα της Νιγηρίας στις 4 Μαΐου 2006 από την Αφρικανική Ένωση,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 6ης Ιουλίου 2006, σχετικά με το HIV/AIDS, «Ώρα για δράση», το ψήφισμά του της 24ης Απριλίου 2007 σχετικά με την «καταπολέμηση του HIV/AIDS στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις γειτονικές χώρες, 2006-2009», το ψήφισμά του της 20ής Νοεμβρίου 2008 σχετικά με το HIV/AIDS: Έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου σχετικά με την πρόοδο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Δράσης για την αντιμετώπιση του HIV/AIDS, της Ελονοσίας και της Φυματίωσης μέσω εξωτερικής δράσης (2007-2011) του Νοεμβρίου 2009,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την «καταπολέμηση του HIV/AIDS στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις γειτονικές χώρες» και τη στρατηγική για την καταπολέμηση του HIV/AIDS στην ΕΕ και τις γειτονικές χώρες την περίοδο 2009 - 2013,

έχοντας υπόψη την έκθεση του UNAIDS για το 2009 με τίτλο «Έκθεση σχετικά με την παγκόσμια επιδημία AIDS»,

έχοντας υπόψη το Πλαίσιο Αποτελεσμάτων του UNAIDS 2009-2011,

έχοντας υπόψη την Έκθεση του 2010 των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Ιουνίου 2010 για την πρόοδο στην επίτευξη των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας: ενδιάμεση αξιολόγηση στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη συνάντηση υψηλού επιπέδου του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο 2010,

έχοντας υπόψη το άρθρο 110 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν με τον ιό HIV, ο οποίος παγκοσμίως εκτιμάται σε 33,4 εκατ., συνεχίζει να αυξάνεται, και δεδομένου ότι το γεγονός ότι σημειώθηκαν 2,7 εκατ. νέα κρούσματα το 2008 είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, διότι σημαίνει ότι τοΗΙV/AIDS αποτελεί παγκόσμια επείγουσα ανάγκη που απαιτεί μια ειδική και συνολική παγκόσμια αντίδραση,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το HIV/AIDS παραμένει μια από τις κύριες αιτίες θανάτου παγκοσμίως, με 2 εκατομμύρια νεκρούς το 2008, κι ότι προβλέπεται πως θα συνεχίσει να είναι μια σημαντική αιτία πρόωρης θνησιμότητας διεθνώς κατά τις επόμενες δεκαετίες,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, στα τέλη του 2009, εκτιμάται πως 5 εκατομμύρια άνθρωποι σε χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος ελάμβαναν αντιρετροϊκή θεραπεία – ένας δεκαπλασιασμός μέσα σε πέντε έτη και ένα άνευ προηγουμένου μέγεθος στην ιστορία της δημόσιας υγείας,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των νέων μολύνσεων συνεχίζει να ξεπερνάει το ρυθμό επέκτασης της θεραπείας κι ότι ακόμη τα δυο τρίτα των ανθρώπων που χρειάζονταν θεραπεία το 2009 δεν την ελάμβαναν, πράγμα που σημαίνει ότι 10 εκατομμύρια άνθρωποι σε κατάσταση ανάγκης δεν έχουν πρόσβαση στην αναγκαία αποτελεσματική θεραπεία,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Υποσαχάρεια Αφρική παραμένει η πιο βαριά πληττόμενη περιοχή, με 22,4 εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν με το HIV/AIDS και με το 71 % του συνόλου των νέων μολύνσεων με HIV/AIDS το 2008,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως η προληπτική δράση κατά του HIV/AIDS είναι ένα αποτελεσματικό μέσον για τη μείωση των νέων μολύνσεων,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα προγραμματισμού σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή των ανθρώπων που ζουν με HIV/AIDS σε πρωτοβουλίες πρόληψης, ιδιαίτερα στις πρωτοβουλίες που εστιάζονται στους ανθρώπους που ζουν με HIV/AIDS, καθώς και σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή τους σε πρωτοβουλίες για τη μείωση του στιγματισμού και των διακρίσεων,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη πως οι γυναίκες και τα κορίτσια συνεχίζουν να μολύνονται σε δυσανάλογα μεγάλα ποσοστά με τον ιό του HIV/AIDS, με τις γυναίκες να αντιπροσωπεύουν κάπου το 60 % των μολύνσεων με HIV/AIDS στην Υποσαχάρειο Αφρική και με το HIV/AIDS να εξακολουθεί να αποτελεί την κύρια αιτία θνησιμότητας και νοσηρότητας για τις γυναίκες που είναι σε αναπαραγωγική ηλικία,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τρέχουσες εναλλακτικές λύσεις πρόληψης του HIV δεν κάνουν αρκετά για να προστατεύσουν τις γυναίκες κι ότι οι προληπτικές μέθοδοι όπως τα προφυλακτικά και η αποχή δεν είναι ρεαλιστικές λύσεις για πολλές γυναίκες, ειδικά όσες είναι παντρεμένες, όσες θέλουν να αποκτήσουν παιδιά ή όσες διατρέχουν κίνδυνο σεξουαλικής βίας, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο ή μικροβιοκτόνο θα μπορούσε να προσφέρει στις γυναίκες ισχυρά νέα μέσα αυτοπροστασίας από το HIV χωρίς περιορισμό των αναπαραγωγικών επιλογών τους,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις υψηλών επιπέδων μόλυνσης και κινδύνου μεταξύ κομβικών πληθυσμιακών κατηγοριών, όπως είναι οι σεξουαλικοί εργάτες, οι άνθρωποι που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες, οι φυλακισμένοι, οι χρήστες ενέσιμων ναρκωτικών, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες και οι μετακινούμενοι εργάτες σχεδόν σε όλες τις περιοχές, και ότι επίσης σε χώρες με γενικευμένες επιδημίες υπάρχει επίσης μια κοινή αδυναμία να αποκτήσουν προτεραιότητα και να χρηματοδοτηθούν τα προληπτικά προγράμματα κατά του HIV/AIDS που αφορούν αυτές τις πληθυσμιακές κατηγορίες,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι λόγω του στιγματισμού που συνδέεται με το HIV/AIDS, κάπου το 30 % των ανθρώπων που είναι μολυσμένοι με HIV/AIDS στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγνοούν ότι είναι οροθετικοί, οι δε μελέτες δείχνουν ότι η μη διαγνωσμένη μόλυνση διευκολύνει το να συνεχίζεται η διάδοση του HIV/AIDS και αυξάνει τις πιθανότητες πρόωρης θνησιμότητας μεταξύ των ανθρώπων που ζουν με HIV/AIDS,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την έκθεση του 2009 του ΠΟΥ, «Προς τη Βελτίωση της Οικουμενικής Πρόσβασης στις Υπηρεσίες Υγείας: αναβάθμιση των παρεμβάσεων με βαθμό προτεραιότητας στον τομέα της υγείας για το HIV/AIDS», εκτιμάται πως το ποσοστό κάλυψης με αντιρετροϊκά σκευάσματα είναι μόνο 23 % στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, ποσοστό που θεωρείται χαμηλό λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης στη Ρωσία και την Ουκρανία,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά εξακολουθεί να είναι έντονα στιγματισμένη, κυρίως στην Υποσαχάρεια Αφρική, όπου 31 χώρες έχουν ποινικοποιήσει τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, σε 4 οι σχέσεις αυτές τιμωρούνται με θάνατο, και σε άλλες προβλέπονται ποινικές κυρώσεις που ξεπερνούν τη δεκαετή κάθειρξη, με αποτέλεσμα αυτός ο στιγματισμός να εμποδίζει τις προσπάθειες πρόληψης του HIV/AIDS,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη πως η μετατροπή της παράνομης χρήσης ναρκωτικών σε αξιόποινη πράξη σε πολλές χώρες εμποδίζει την πρόσβαση των χρηστών στις υπηρεσίες πρόληψης του HIV/AIDS, θεραπείας, περίθαλψης και υποστήριξης, και υποδαυλίζει τη μετάδοση του HIV/AIDS μέσω της χρήσης ενέσιμων ναρκωτικών,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη πως 106 χώρες έχουν εντοπισθεί να έχουν νομοθεσίες και αστυνομικές υπηρεσίες που λειτουργούν ως σημαντικά εμπόδια στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του HIV/AIDS,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη πως σύμφωνα με εκτιμήσεις 17,5 εκατομμύρια παιδιά έχασαν έναν ή και τους δυο γονείς τους από HIV/AIDS το 2008 – με τη μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών να ζει στην Υποσαχάρειο Αφρική – και συχνά υποφέρουν από τον στιγματισμό και τις διακρίσεις και συμβαίνει να τους αποκλείεται η πρόσβαση στις βασικές υπηρεσίες όπως είναι η εκπαίδευση και η στέγη, ενώ επίσης αυξάνεται η ευπάθειά τους απέναντι στη μόλυνση από το HIV/AIDS,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη πως η σχέση μεταξύ HIV/AIDS και αναπηρίας δεν έχει ακόμη λάβει τη δέουσα προσοχή, παρ'όλο ότι ανευρίσκονται άτομα με αναπηρίες μεταξύ όλων των κομβικών πληθυσμών με υψηλό κίνδυνο έκθεσης στο HIV/AIDS, και βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ως προς την πρόσβαση στην πρόληψη, τη θεραπεία και τις υπηρεσίες περίθαλψης,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μια αντιμετώπιση του HIV/AIDS με άξονα τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να συμβάλει με ζωτικό τρόπο στον τερματισμό της επιδημίας,

1.

επαναλαμβάνει ότι η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη είναι μέρος της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ότι είναι καθήκον των κυβερνήσεων να τηρούν τις υποχρεώσεις τους παρέχοντας υπηρεσίες δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης σε όλους·

2.

θεωρεί συγχρόνως ότι η ΕΕ πρέπει να δώσει άμεση προτεραιότητα στην προστασία και προώθηση των φορέων υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εστιάζουν τη δράση τους στην ενημέρωση κοινοτήτων σχετικά με το HIV/AIDS· ζητεί σε αυτό το πλαίσιο από την Αντιπρόεδρο της Επιτροπής /Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας να διασφαλίσει ότι θα ισχύσουν δεόντως όλες οι ειδικές δράσεις και τα μέτρα που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τους φορείς υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών που δραστηριοποιούνται στον τομέα του HIV/AIDS·

3.

ζητεί από την Επιτροπή κι από το Συμβούλιο να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και να επισπεύσουν τις προσπάθειες αντιμετώπισης του HIV/AIDS ως παγκόσμιας προτεραιότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας, με τα ανθρώπινα δικαιώματα σε κεντρική θέση στην πρόληψη του HIV/AIDS, στη θεραπεία του, στην περίθαλψη και στην υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένου και στην ευρωπαϊκή αναπτυξιακή συνεργασία·

4.

ζητεί από την Επιτροπή κι από το Συμβούλιο να προωθήσουν την αποποινικοποίηση της μη εμπρόθετης μετάδοσης του HIV/AIDS και της έκθεσης σε αυτό (1), μεταξύ άλλων και ενθαρρύνοντας την αναγνώριση του HIV/AIDS ως αναπηρίας, για τους σκοπούς της ήδη υφισταμένης και της μελλοντικής νομοθεσίας κατά των διακρίσεων·

5.

ζητεί από τα κράτη της Βαλτικής, από τη Ρωσία και από την Ουκρανία, να θέσουν σε εφαρμογή πολιτικές για την σθεναρή καταπολέμηση του HIV/AIDS στις αντίστοιχες επικράτειες·

6.

ζητεί από την Επιτροπή κι από το Συμβούλιο να προαγάγουν τις βέλτιστες πολιτικές και πρακτικές μέσα από τον πολιτικό διάλογο σε παγκόσμιο επίπεδο και σε επίπεδο μεμονωμένων χωρών σχετικά με την αντιμετώπιση του HIV/AIDS με άξονα τα ανθρώπινα δικαιώματα, ώστε:

να επιτευχθεί η προαγωγή, η προστασία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ανθρώπων που ζουν με HIV/AIDS και των άλλων κομβικών πληθυσμιακών κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας (2),

να αρθούν τα βασικά οικονομικά, νομικά και κοινωνικά και τεχνικά εμπόδια, καθώς και οι νομοθετικές και έμπρακτες τιμωρίες που εμποδίζουν μια αποτελεσματική δράση κατά του HIV, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις κομβικές πληθυσμιακές κατηγορίες,

να προωθηθεί η αναθεώρηση και τροποποίηση νομοθεσιών που αποτελούν εμπόδιο για αποτελεσματικά προγράμματα και υπηρεσίες κατά του HIV/AIDS θεμελιωμένα σε χειροπιαστά στοιχεία, ειδικά για τις κομβικές πληθυσμιακές κατηγορίες,

να αποκρουσθεί κάθε νομοθεσία ή απόφαση που χαρακτηρίζει εγκληματικά τη μη εμπρόθετη μετάδοση του ιού του HIV ή που υποδαυλίζει τις διακρίσεις σε βάρος ανθρώπων που ζουν με HIV/AIDS, όπως επίσης και να υπάρξει καταδίκη και ανάληψη δράσης για τα νομικά εμπόδια όπως είναι οι περιοριστικές νομοθεσίες και πολιτικές στον τομέα της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας, οι νομοθεσίες περί κληρονομίας και ιδιοκτησίας, οι νομοθεσίες περί παιδικών γάμων κλπ, που παρεμποδίζουν τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων κατά του ιού HIV για τις γυναίκες και τα κορίτσια,

να μπουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στο κέντρο των αποφάσεων που αφορούν τη χρηματοδότηση πόρων κατά του HIV/AIDS εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

να προγραμματισθεί ο αγώνας κατά του HIV/AIDS κατά τρόπο εστιασμένο στους ανθρώπους που ζουν με HIV/AIDS και σε άλλες κομβικές πληθυσμιακές κατηγορίες και να αποσκοπεί στην ενίσχυση των ατόμων και των ομάδων απέναντι στο HIV/AIDS, στη μείωση του κινδύνου και της τρωτότητας απέναντι στη μόλυνση με HIV/AIDS και στην απάλυνση των αρνητικών επιπτώσεων του HIV/AIDS,

να διευκολυνθεί και να προαχθεί η ουσιαστική συμμετοχή των κομβικών πληθυσμιακών κατηγοριών στο σχεδιασμό, την εφαρμογή, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των προγραμμάτων πρόληψης, θεραπείας, περίθαλψης και υποστήριξης έναντι του HIV/AIDS, καθώς και στις δράσεις μείωσης του στιγματισμού και των διακρίσεων,

να διευκολυνθεί η οικουμενική πρόσβαση στις φροντίδες υγείας, είτε για την πρόληψη, θεραπεία, περίθαλψη και υποστήριξη σε σχέση με το HIV/AIDS, είτε για άλλες ιατρικές φροντίδες μη σχετιζόμενες με το HIV/AIDS,

να διευκολυνθεί η πρόσβαση στην εκπαίδευση και στην απασχόληση για τους ανθρώπους που ζουν με HIV/AIDS και για άλλες κομβικές πληθυσμιακές κατηγορίες,

να διασφαλιστεί ότι η μελλοντική παρακολούθηση της προόδου στον αγώνα κατά του HIV/AIDS θα συμπεριλάβει δείκτες που θα καλύπτουν και αξιολογούν απευθείας ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σχέση με το HIV/AIDS,

να γίνει σεβαστή η αρχή των «τριών C» (informed consent, confidentiality,counselling = συγγνωστή συναίνεση, εμπιστευτικότητα, συμβουλευτική υποστήριξη) στα τεστ του HIV/AIDS και σε άλλες υπηρεσίες σχετικές με το HIV/AIDS,

να καταπολεμηθούν ο στιγματισμός και οι διακρίσεις σε βάρος ανθρώπων που ζουν με HIV/AIDS και άλλων κομβικών πληθυσμιακών κατηγοριών και να προστατευθούν τα δικαιώματά τους στην σωματική ακεραιότητα και απέναντι στην κακοποίηση και τη βία,

να προαχθεί και να διευκολυνθεί μια μεγαλύτερη συμμετοχή των ανθρώπων που ζουν με HIV/AIDS και των άλλων κομβικών πληθυσμιακών κατηγοριών στις δράσεις κατά του HIV/AIDS,

να παρέχονται για τη νόσο πληροφορίες αντικειμενικές και μη βασιζόμενες σε προσωπικές εκτιμήσεις,

να προσφερθούν στους ανθρώπους η δύναμη, τα προσόντα, οι γνώσεις και οι πόροι για να προφυλαχθούν από τη μετάδοση του HIV/AIDS·

7.

ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι από τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες των γυναικών σε θέματα πρόληψης, θεραπείας και περίθαλψης έναντι του HIV/AIDS ως ένα βασικό μέτρο για την συγκράτηση της επιδημίας, κυρίως μέσω της επέκτασης της πρόσβασης στα προγράμματα σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας, με τεστ HIV/AIDS, συμβουλευτική υποστήριξη και υπηρεσίες πρόληψης πλήρως ενσωματωμένες σε αυτά, και μέσω της αντιστροφής των υποκειμένων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που συμβάλλουν στο βαθμό επικινδυνότητας του HIV/AIDS για τις γυναίκες, όπως είναι η ανισότητα μεταξύ φύλων, η φτώχεια, η απουσία οικονομικών και εκπαιδευτικών ευκαιριών, η μη προστασία των νομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων·

8.

ζητεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση κι από τα κράτη μέλη να προσφέρουν επαρκή και ευέλικτη χρηματοδότηση στην έρευνα για νέες τεχνολογίες πρόληψης, συμπεριλαμβανομένων των εμβολίων και των μικροβιοκτόνων·

9.

εκφράζει σοβαρές ανησυχίες για το γεγονός ότι οι μισές από τις νέες μολύνσεις με HIV αφορούν παιδιά και νέους· ζητεί κατά συνέπεια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι από τα κράτη μέλη να καλύψουν τις ανάγκες των παιδιών και των νέων στον τομέα της πρόληψης από το HIV/AIDS, θεραπείας, περίθαλψης και υποστήριξης και να μεριμνήσουν ώστε να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες σχετικές με το HIV/AIDS, και ειδικότερα έγκαιρης παιδικής διάγνωσης, κατάλληλων και οικονομικώς προσιτών αντιρετροϊκών σκευασμάτων, ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, κοινωνικής προστασίας και νομικής προστασίας·

10.

ζητεί από την Επιτροπή κι από τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν τη συμμετοχή των ατόμων με αναπηρίες στις δράσεις κατά του HIV/AIDS καθώς και την ενσωμάτωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους στα εθνικά στρατηγικά σχέδια και πολιτικές κατά του HIV/AIDS, ώστε να διασφαλιστεί ότι θα έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες φροντίδας για το HIV/AIDS που να είναι σχεδιασμένες βάσει των αναγκών και ίσες με τις υπηρεσίες που παρέχονται σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες·

11.

ζητεί από την Επιτροπή κι από τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν τα προγράμματα μείωσης επιβλαβών συνεπειών για τους φυλακισμένους και τους χρήστες ενέσιμων ναρκωτικών·

12.

ζητεί από την Επιτροπή κι από το Συμβούλιο να πιέσουν τις χώρες εκείνες που πλήττονται περισσότερο από το HIV και το AIDS να δημιουργήσουν συντονισμένα, διαφανή και υπεύθυνα εθνικά πλαίσια πολιτικής κατά του HIV που να διασφαλίζουν στον τομέα της πρόληψης και της υγείας προσιτά και αποτελεσματικά μέτρα για τον ιό του HIV· σε αυτό το πλαίσιο, ζητεί από την Επιτροπή να υποστηρίξει τα εθνικά προγράμματα και να χρησιμοποιήσει την κοινωνία των πολιτών για να αντιμετωπίσει την χαμηλή κάλυψη των προγραμμάτων μείωσης του στιγματισμού και των διακρίσεων και για να βελτιώσει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στο πλαίσιο των εθνικών δράσεων κατά του HIV/AIDS·

13.

ζητεί από την Επιτροπή κι από το Συμβούλιο να συνεργαστούν με το UNAIDS και άλλους εταίρους για να βελτιώσουν τους δείκτες μέτρησης της προόδου σε παγκόσμιο, εθνικό και προγραμματικό επίπεδο σε ό,τι αφορά τη μείωση του στιγματισμού και των διακρίσεων που σχετίζονται με το HIV/AIDS, συμπεριλαμβανομένων και ειδικών δεικτών για τις κομβικές πληθυσμιακές κατηγορίες, για τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σχετίζονται με το HIV, καθώς και για μηχανισμούς προστασίας σε διεθνές επίπεδο·

14.

ζητεί από την Επιτροπή κι από το Συμβούλιο να υποστηρίξουν το έργο της νεοδημιουργημένης Παγκόσμιας Επιτροπής για το HIV και τη Νομοθεσία, ώστε να διασφαλιστεί ότι η νομοθεσία λειτουργεί υπέρ μιας αποτελεσματικής δράσης κατά του HIV/AIDS·

15.

ζητεί από την Επιτροπή κι από το Συμβούλιο να χρησιμοποιήσουν τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα για να συλλέξει στοιχεία σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ανθρώπων που ζουν με HIV/AIDS και άλλων κομβικών πληθυσμιακών κατηγοριών στην Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη ιδιαίτερα την τρωτότητά τους απέναντι στις πολλαπλές και διατομεακές διακρίσεις·

16.

ζητεί από τα κράτη μέλη κι από την Επιτροπή να κατευθύνουν τουλάχιστον το 20 % όλων των αναπτυξιακών δαπανών στη βασική υγεία και εκπαίδευση, να αυξήσουν τις εισφορές τους στο Παγκόσμιο Ταμείο Αγώνα κατά του AIDS, της Φυματίωσης και της Ελονοσίας, και να αυξήσουν τη χρηματοδότηση άλλων προγραμμάτων που έχουν σχεδιασθεί για να ενισχύσουν τα συστήματα υγείας και τα συστήματα των ανθρώπινων κοινοτήτων· επιπροσθέτως, καλεί τις αναπτυσσόμενες χώρες να δώσουν προτεραιότητα στις δαπάνες για την υγεία γενικότερα και στην αντιμετώπιση του HIV/AIDS ειδικότερα, και καλεί την Επιτροπή να παράσχει κίνητρα προς τις χώρες εταίρους, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η παροχή προτεραιότητας στην υγεία, ως βασικό τομέα, στο πλαίσιο των Εθνικών Εγγράφων Στρατηγικής·

17.

καλεί όλα τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να αντιστρέψουν την ανησυχητική μείωση της χρηματοδότησης της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και δικαιωμάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες και να στηρίξουν πολιτικές για τη θεραπεία σεξουαλικά μεταδιδόμενων μολύνσεων και την προμήθεια σκευασμάτων αναπαραγωγικής υγείας που παρασκευάζονται από φάρμακα που σώζουν ανθρώπινες ζωές, και αντισυλληπτικών, συμπεριλαμβανομένων και των προφυλακτικών·

18.

καλεί την ΕΕ να συνεχίσει να προσπαθεί μέσω ενός μείγματος χρηματοπιστωτικών μέσων σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο επί πλέον της στήριξης από τον προϋπολογισμό, και μέσω των οικείων οργανισμών και μηχανισμών που έχουν αποδεδειγμένες επιτυχίες στην στην κάλυψη της διάστασης εκείνης του HIV/AIDS που αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ιδιαίτερα των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και των οργανώσεων που στηρίζονται στις ανθρώπινες κοινότητες·

19.

ζητεί από την Επιτροπή, από τα κράτη μέλη κι από τη διεθνή κοινότητα να εκδώσουν νομοθεσίες που να επιτρέπουν την κυκλοφορία αποτελεσματικών φαρμάκων κατά του ιού του HIV σε προσιτές τιμές, συμπεριλαμβανομένων των αντιρετροϊκών και λοιπών ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμάκων, των διαγνωστικών και συναφών τεχνολογιών προληπτικής, θεραπευτικής και παρηγορητικής αντιμετώπισης του HIV και των συναφών ευκαιριακών μολύνσεων και συνθηκών·

20.

επικρίνει τις διμερείς και περιφερειακές συμφωνίες οι οποίες περιλαμβάνουν διατάξεις που υπερβαίνουν τη συμφωνία TRIPS του ΠΟΕ («TRIPS-plus»), και τούτο με στόχο να περιορισθούν, αν όχι να εξαλειφθούν de facto, οι διασφαλίσεις που θεσπίζονται από τη Δήλωση της Ντόχα για την κατοχύρωση της προτεραιότητας της υγείας έναντι των εμπορικών συμφερόντων· επισημαίνει την ευθύνη των χωρών που ασκούν πίεση στις αναπτυσσόμενες χώρες να υπογράψουν τέτοιες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου·

21.

υπογραμμίζει ότι η υποχρεωτική αδειοδότηση και οι διαφοροποιημένες τιμές δεν έχουν λύσει πλήρως το πρόβλημα, και καλεί την Επιτροπή να προτείνει νέες λύσεις για να διασφαλίσει αληθινή πρόσβαση στις θεραπείες κατά του HIV/AIDS σε προσιτές τιμές·

22.

ζητεί από την Ομάδα Εργασίας του Συμβουλίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα να εγκρίνει την «Εργαλειοθήκη για την Προαγωγή και Προστασία της Απόλαυσης όλων των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τις Λεσβίες, τους Ομοφυλόφιλους, τους Αμφιφυλόφιλους και τους Διεμφυλικούς» και ζητεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να θέσουν σε εφαρμογή τις συστάσεις της·

23.

ζητεί από τα όργανα της ΕΕ που, στο πλαίσιο του καταστατικού τους, εκπονούν ετήσιες εκθέσεις για την κατάσταση στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να ενσωματώσουν σε αυτές τις εκθέσεις μια διάσταση για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε σχέση με το HIV κατά τρόπο που να μπορεί να ακούγεται η φωνή εκείνων που ζουν με τον ιό του HIV και εκείνων που έχουν ευπάθεια στις μολύνσεις·

24.

ζητεί από την Επιτροπή κι από τα κράτη μέλη να επαναλάβουν την υποστήριξή τους προς την παράγραφο 16 των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου για το Πρόγραμμα Δράσης του Νοεμβρίου, να ξεκινήσουν μια ευρεία διεργασία διαβούλευσης με τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη για την εκπόνηση ενός Ευρωπαϊκού Προγράμματος Δράσης για την Αντιμετώπιση του HIV/AIDS, της Ελονοσίας και της Φυματίωσης μέσω της Εξωτερικής Δράσης από το 2012 και μετά, και να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την συγκρότηση των Ομάδων Δράσης της ΕΕ που θα λειτουργούν ως φορείς κοινής δράσης της Επιτροπής και των κρατών μελών σε καθορισμένους τομείς προτεραιότητας·

25.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, στο Κοινό Πρόγραμμα του ΟΗΕ για τον ιό HIV και το AIDS, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, και στους διοργανωτές της 18ης Διεθνούς Διάσκεψης για το AIDS.


(1)  Σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα του UNAIDS σχετικά με την ποινικοποίηση της μετάδοσης του ΗΙV, οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να περιορίσουν την ποινικοποίηση στις περιπτώσεις εμπρόθετης μετάδοσης, επί παραδείγματι όταν εκείνος/η που γνωρίζει ότι είναι οροθετικός/ή δρα με πρόθεση μετάδοσης του ΗΙV και πράγματι το μεταδίδει.

(2)  Η προώθηση και η αναγνώριση της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και των δικαιωμάτων των ανθρώπων που ζουν με ΗΙV/ΑΙDS αποτελεί βασικό στοιχείο μιας θεμελιωμένης στα ανθρώπινα δικαιώματα προσέγγισης του ζητήματος του HIV. Η αντίληψη αυτή θα πρέπει να αντικατοπτρίζει το δικαίωμα των ανθρώπων που ζουν με ΗΙV/ΑΙDS σε μια πλήρη και ικανοποιητική σεξουαλική ζωή και να σέβεται τις αναπαραγωγικής επιλογής και επιθυμίες των οροθετικών.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/101


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Η έναρξη ισχύος της σύμβασης για τα όπλα διασποράς από 1ης Αυγούστου 2010 και ο ρόλος της ΕΕ

P7_TA(2010)0285

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την έναρξη ισχύος της Σύμβασης για τα Πυρομαχικά Διασποράς (ΣΠΔ) και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2011/C 351 E/16

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση για τα Πυρομαχικά Διασποράς (ΣΠΔ) που εγκρίθηκε από 107 χώρες κατά τη διπλωματική διάσκεψη που διεξήχθη στο Δουβλίνο από τις 19 έως τις 30 Μαΐου 2008,

έχοντας υπόψη το μήνυμα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών της 30ής Μαΐου 2008, στο οποίο ενθαρρύνει τα κράτη να υπογράψουν και επικυρώσουν τη σημαντική αυτή συμφωνία χωρίς καθυστέρηση και δηλώνει ότι προσδοκεί να τεθεί ταχέως σε ισχύ,

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Νοεμβρίου 2008 σχετικά με τη Σύμβαση για τα Πυρομαχικά Διασποράς (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 10ης Μαρτίου 2010 σχετικά με την εφαρμογή της ευρωπαϊκής στρατηγικής ασφάλειας και της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 4, του Κανονισμού του,

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπογραφή της ΣΠΔ έχει αρχίσει από την 3η Δεκεμβρίου 2008 πρώτα στο Όσλο και εν συνεχεία στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη, και ότι η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του έκτου μήνα από την τριακοστή επικύρωση, ήτοι την 1η Αυγούστου 2010,

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΣΠΔ ορίζει τα πυρομαχικά διασποράς ως πυρομαχικά που έχουν σχεδιαστεί για να διασπείρουν ή να απελευθερώνουν εκρηκτικά δευτερεύοντα βλήματα, εκ των οποίων το καθένα ζυγίζει λιγότερο από 20 κιλά, και περιλαμβάνει αυτά τα εκρηκτικά δευτερεύοντα βλήματα,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΣΠΔ θα απαγορεύει τη χρήση, παραγωγή, αποθήκευση και μεταφορά πυρομαχικών διασποράς ως κατηγορίας όπλων,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΣΠΔ θα απαιτεί την εκ μέρους των συμβαλλομένων κρατών καταστροφή των αποθεμάτων τέτοιων πυρομαχικών,

E.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΣΠΔ θα θεσπίσει νέο ανθρωπιστικό πρότυπο για τη συνδρομή των θυμάτων και θα υποχρεώνει τα κράτη που έχουν σχέση με την υπόθεση αυτή να περισυλλέγουν τα κατάλοιπα πυρομαχικών διασποράς που δεν έχουν εκραγεί και μένουν διάσπαρτα μετά τις συγκρούσεις,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα πυρομαχικά διασποράς θέτουν σοβαρούς κινδύνους για τους πολίτες, όταν χρησιμοποιούνται κοντά σε κατοικημένες περιοχές λόγω του χαρακτηριστικά μεγάλου φονικού αποτυπώματός τους, και ότι ακόμα και μετά τον τερματισμό των συγκρούσεων η χρήση αυτών των πυρομαχικών έχει προκαλέσει πολλούς τραγικούς τραυματισμούς και θανάτους πολιτών, καθώς τα βλήματα που δεν έχουν εκραγεί και παραμένουν στο έδαφος συχνά ανακαλύπτονται από παιδιά και άλλα ανυποψίαστα αθώα θύματα,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι στιγμής είκοσι κράτη μέλη της ΕΕ έχουν υπογράψει τη ΣΠΔ, ένδεκα την έχουν επικυρώσει και επτά δεν την έχουν υπογράψει ούτε την έχουν επικυρώσει,

H.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά από τη θέση σε ισχύ της ΣΠΔ την 1η Αυγούστου 2010 η διαδικασία προσχώρησης στη σύμβαση θα γίνει πιο απαιτητική επειδή τα κράτη θα πρέπει να προσχωρούν στη σύμβαση με διαδικασία ενός σταδίου,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η υποστήριξη των περισσότερων κρατών μελών της ΕΕ, ενδοκοινοβουλευτικών πρωτοβουλιών και τεράστιου αριθμού οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιτυχή ολοκλήρωση της «διαδικασίας του Όσλο» καταλήγοντας στη ΣΠΔ,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπογραφή και επικύρωση της ΣΠΔ και από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ πριν από τη θέση σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2010 θα αποτελέσει ισχυρό πολιτικό μήνυμα για ένα κόσμο χωρίς πυρομαχικά διασποράς και για τους στόχους της ΕΕ όσον αφορά την καταπολέμηση της διάδοσης όπλων που σκοτώνουν αδιακρίτως,

1.

εκφράζει την ικανοποίησή του για την έναρξη ισχύος της Σύμβασης για τα Πυρομαχικά Διασποράς (ΣΠΔ) την 1η Αυγούστου 2010·

2.

καλεί όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και τις υποψήφιες χώρες να υπογράψουν και να επικυρώσουν επειγόντως τη ΣΠΔ πριν το τέλος του 2010, συμπεριλαμβανομένων τόσο των κρατών που δεν έχουν υπογράψει τη Συνθήκη όπως Ελλάδα, Εσθονία, Λετονία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία, Τουρκία και Φινλανδία όσο και των κρατών που την έχουν υπογράψει αλλά δεν την έχουν ακόμα επικυρώσει όπως Βουλγαρία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Κύπρος, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Σουηδία και Τσεχική Δημοκρατία·

3.

συγχαίρει όλα τα κράτη που έχουν υπογράψει και επικυρώσει τη ΣΠΔ και έχουν επίσης εγκρίνει μορατόριουμ για τη χρήση, την παραγωγή και τη μεταφορά πυρομαχικών διασποράς και έχουν ολοκληρώσει την καταστροφή των αποθεμάτων αυτών των πυρομαχικών·

4.

ζητεί επιμόνως από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν υπογράψει τη ΣΠΔ να αξιοποιήσουν κάθε ευκαιρία προκειμένου να ενθαρρύνουν τα κράτη μέλη που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της ΣΠΔ να υπογράψουν και να επικυρώσουν ή να προσχωρήσουν στη Σύμβαση το συντομότερο δυνατόν, μέσω μεταξύ άλλων διμερών συναντήσεων, διαλόγου μεταξύ στρατιωτικών και πολυμερών φόρουμ, και, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 21 της ΣΠΔ, να προσπαθούν όσο το δυνατόν περισσότερο να αποθαρρύνουν τα μη συμβαλλόμενα κράτη να χρησιμοποιούν πυρομαχικά διασποράς·

5.

καλεί όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να μην προβούν σε καμία ενέργεια που θα μπορούσε να παρακάμψει ή διακυβεύσει τη ΣΠΔ και τις διατάξεις της· ειδικότερα, καλεί όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να μην εγκρίνουν, προσυπογράψουν ή εν συνεχεία επικυρώσουν οιοδήποτε πρωτόκολλο της Σύμβασης για τα Συμβατικά Όπλα (ΣΣΟ) που θα επέτρεπε τη χρήση των πυρομαχικών διασποράς και το οποίο δεν θα είναι συμβατό προς την απαγόρευση των πυρομαχικών διασποράς δυνάμει των άρθρων 1 και 2 της ΣΠΔ· καλεί το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη της ΕΕ να ενεργήσουν αναλόγως κατά την επόμενη συνεδρίαση της ΣΣΟ από τις 30 Αυγούστου έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2010 στη Γενεύη·

6.

προτρέπει τα κράτη μέλη της ΕΕ που δεν είναι ακόμη συμβαλλόμενα μέρη στη ΣΠΔ να πάρουν προσωρινά μέτρα εν αναμονή της προσχώρησης, μεταξύ των οποίων αναστολή της χρήσης, παραγωγής και μεταφοράς των πυρομαχικών διασποράς και έναρξη της καταστροφής των αποθεμάτων των πυρομαχικών διασποράς ως θέμα κατεπείγοντος·

7.

παροτρύνει όλα τα κράτη να συμμετάσχουν στην επικείμενη πρώτη συνάντηση των συμβαλλομένων κρατών που θα διεξαχθεί από 8 έως12 Νοεμβρίου 2010 στη Βιεντιάν του Λάος, στο έδαφος του οποίου βρίσκονται τα περισσότερα πυρομαχικά διασποράς στην υφήλιο·

8.

ζητεί επιμόνως από τα κράτη μέλη της ΕΕ να λάβουν μέτρα προκειμένου να αρχίσουν να εφαρμόζουν τη Σύμβαση, μεταξύ άλλων καταστρέφοντας τα αποθέματα, αναλαμβάνοντας εκκαθαρίσεις και παρέχοντας βοήθεια στα θύματα, καθώς και να συμβάλουν στην παροχή χρηματοδότησης ή άλλων μορφών βοήθειας σε άλλα κράτη που επιθυμούν να εφαρμόσουν τη Σύμβαση·

9.

παροτρύνει τα κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν υπογράψει τη σύμβαση να εγκρίνουν νομοθεσία για την εφαρμογή της σε εθνικό επίπεδο·

10.

καλεί την Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την υλοποίηση της προσχώρησης της Ένωσης στη ΣΠΔ, η οποία είναι δυνατή μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και, επιπλέον, να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια με σκοπό την ανάπτυξη στρατηγικής για την πρώτη διάσκεψη επανεξέτασης υπό τη μορφή απόφασης του Συμβουλίου για κοινή θέση·

11.

καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να περιλάβουν την απαγόρευση των πυρομαχικών διασποράς ως τυποποιημένη ρήτρα των συμφωνιών με τρίτες χώρες, παράλληλα με την τυποποιημένη ρήτρα για τη μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής·

12.

καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εντάξουν την καταπολέμηση των πυρομαχικών διασποράς στα κοινοτικά προγράμματα εξωτερικής βοήθειας για να υποστηρίξουν τις τρίτες χώρες στις προσπάθειές τους για την καταστροφή των αποθεμάτων και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας·

13.

καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να λάβουν μέτρα με σκοπό να αποτρέπουν τρίτες χώρες από την παροχή πυρομαχικών διασποράς σε μη κρατικούς φορείς·

14.

ζητεί επιμόνως από τα κράτη μέλη της ΕΕ να είναι διαφανή όσον αφορά τις προσπάθειες που αναλαμβάνουν για να ανταποκριθούν στο παρόν ψήφισμα και να δημοσιοποιούν τις δραστηριότητές τους δυνάμει της Σύμβασης·

15.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών της ΕΕ και των υποψηφίων χωρών, στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ και στον Συνασπισμό για τα Πυρομαχικά Διασποράς.


(1)  ΕΕ C 16 E, 22.1.2010, σ. 61.

(2)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0061.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/103


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Το μέλλον της ΚΓΠ μετά το 2013

P7_TA(2010)0286

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το μέλλον της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής μετά το 2013 (2009/2236(INI))

2011/C 351 E/17

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το τρίτο μέρος, Τίτλος III της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη διάγνωση υγείας της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής,

έχοντας υπόψη το έγγραφο της Επιτροπής «Ευρώπη 2020: Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη» (COM(2010)2020),

έχοντας υπόψη τη μελέτη του για «Το σύστημα ενιαίας πληρωμής μετά το 2013: νέα προσέγγιση, νέος στόχος»,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Διεθνούς Αξιολόγησης της Γεωργικής Επιστήμης και Τεχνολογίας για την Ανάπτυξη (IAASTD) που καταρτίστηκε από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών και από την Παγκόσμια Τράπεζα και υπογράφηκε από 58 χώρες,

έχοντας υπόψη το δημοσίευμα της Επιτροπής σχετικά με τις «Προοπτικές για τις αγροτικές αγορές και το αγροτικό εισόδημα 2008-2015»,

έχοντας υπόψη το έγγραφο της Επιτροπής «Προοπτικές της ΚΓΠ: από τις παρεμβάσεις στην αγορά στις καινοτομίες στην πολιτική»,

έχοντας υπόψη τη μελέτη «Παροχή δημόσιων αγαθών μέσω της γεωργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Περιβαλλοντικής Πολιτικής,

έχοντας υπόψη τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής με τίτλο «Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή: προς ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο δράσης» (COM(2009)0147), όπως και τα έγγραφα εργασίας με τίτλο «Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή: προκλήσεις για τη γεωργία και τις αγροτικές περιοχές της Ευρώπης» (SEC(2009)0417) και «Ο ρόλος της ευρωπαϊκής γεωργίας στην άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής» (SEC(2009)1093),

έχοντας υπόψη τη μελέτη «Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ μετά το 2013: Μια ιδέα μιας πιο μακροπρόθεσμης άποψης», που διενήργησε η Notre Europe,

έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας σχετικά με το μέλλον της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής μετά το 2013 (1),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 29ης Μαρτίου 2007 σχετικά με την ένταξη των νέων κρατών μελών στην Κοινή Γεωργική Πολιτική (2),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 5ης Μαΐου 2010 σχετικά με την γεωργία στην ΕΕ και την κλιματική αλλαγή (3),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Μαρτίου 2010 σχετικά με την πολιτική ποιότητας των γεωργικών προϊόντων: ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθήσουμε (4),

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A7-0204/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει να διασφαλίζει την επισιτιστική ασφάλεια στους πολίτες της, και να συμμετέχει στην παγκόσμια προσφορά τροφίμων με παράλληλη βελτίωση της συνεργασίας με τον υπόλοιπο κόσμο με περισσότερο συνεκτικό τρόπο, ιδίως με τις αναπτυσσόμενες χώρες, προκειμένου να βοηθήσει στη μακροπρόθεσμη και αειφόρο ανάπτυξη των γεωργικών τους τομέων, πράγμα που θα μεγιστοποιήσει την τεχνογνωσία σε τοπικό επίπεδο· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στη σημερινή κατάσταση, όπου ο παγκόσμιος αριθμός των ανθρώπων που πεινάνε ξεπερνά το 1 δισεκατομμύριο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν πάνω από 40 εκατομμύρια φτωχοί άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση σε αρκετά τρόφιμα, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν επιστημονικά επιτεύγματα για να εξασφαλισθούν κατάλληλες λύσεις που θα αμβλύνουν την πείνα στον κόσμο, κυρίως μέσω καλύτερης αποδοτικότητας των πόρων,

B.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η παγκόσμια ζήτηση τροφίμων αναμένεται να διπλασιαστεί και ο παγκόσμιος πληθυσμός προβλέπεται να αυξηθεί από 7 δισεκατομμύρια που είναι σήμερα σε 9 δισεκατομμύρια έως το 2050 σύμφωνα με τον Οργανισμό Επισιτισμού και Γεωργίας και η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων θα χρειαστεί να αυξηθεί ανάλογα με φόντο τις πιέσεις που δέχονται οι φυσικοί πόροι, που σημαίνει ότι ο κόσμος θα χρειάζεται να παράγει περισσότερα τρόφιμα χρησιμοποιώντας λιγότερο νερό, λιγότερη γη, λιγότερη ενέργεια, λιγότερα λιπάσματα και λιγότερα φυτοφάρμακα,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι στόχοι της ΚΓΠ, όπως ορίζονται στο άρθρο 39 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), στοχεύουν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγικότητας, διασφαλίζοντας ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο για τη γεωργική κοινότητα, στη σταθεροποίηση των αγορών, στην εγγύηση του εφοδιασμού και στην εξασφάλιση λογικών τιμών για τους καταναλωτές· λαμβάνοντας υπόψη ότι, μέχρι σήμερα, η ΚΓΠ έχει εκπληρώσει τους στόχους της σε μεγάλο βαθμό, και έχει μετάσχει στις προσπάθειες για προαγωγή της ολοκλήρωσης της ΕΕ, εδαφική συνοχή στην Ευρώπη και λειτουργία της ενιαίας αγοράς· ωστόσο, έχει συμβάλει εν μέρει σε ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο για τη γεωργική κοινότητα, και δεν έχει ακόμα επιτύχει τη σταθεροποίηση της αγροτικής αγοράς, καθώς οι αγορές έχουν γίνει εξαιρετικά ασταθείς, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την επισιτιστική ασφάλεια· λαμβάνοντας υπόψη ότι χρειάζονται περαιτέρω προσπάθειες προκειμένου η ΚΓΠ να εκπληρώσει τους στόχους της, διατηρώντας παράλληλα το περιβάλλον και την αγροτική απασχόληση,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η γεωργία και η δασοκομία παραμένουν σημαντικοί τομείς της οικονομίας και ταυτόχρονα προσφέρουν βασικά δημόσια αγαθά διατηρώντας τους φυσικούς πόρους και το πολιτιστικό τοπίο, μια προϋπόθεση για κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα σε αγροτικές περιοχές· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω τομείς συμβάλλουν ήδη τα μέγιστα στην ΕΕ ως προς την επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων για το κλίμα και την ενέργεια, ιδίως των στόχων που αφορούν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από τη γεωργία και τη βιομάζα που προέρχεται από τη δασοκομία, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμβολή αυτή πρέπει να συνεχίσει να αυξάνεται στο μέλλον· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτές οι πηγές βιοενέργειας πρέπει επίσης να οδηγήσουν σε μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ και, στο πλαίσιο της αύξησης των τιμών της ενέργειας, να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και να βελτιώσουν τα εισοδήματα στον τομέα,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολίτες της ΕΕ αποκομίζουν σημαντικά οφέλη από την ΚΓΠ όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και τις δυνατότητες επιλογής ασφαλών τροφίμων υψηλής ποιότητας σε λογικές τιμές, την ασφάλεια των τροφίμων, την προστασία του περιβάλλοντος, τη δημιουργία απασχόλησης και τα μέτρα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν σήμερα 13,6 εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι απασχολούνται άμεσα στους τομείς της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας, με επιπλέον 5 εκατομμύρια ανθρώπους να εργάζονται στη βιομηχανία των γεωργικών ειδών διατροφής, όπου η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως τροφίμων και ποτών· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό αποτελεί 8,6 % της συνολικής απασχόλησης της ΕΕ και αντιπροσωπεύει 4 % του ΑΕΠ της ΕΕ,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι συνεπεία των τελευταίων διευρύνσεων της ΕΕ (2004 και 2007), 7 εκατομμύρια αγρότες επιπλέον προστέθηκαν στο συνολικό αγροτικό εργατικό δυναμικό και η έκταση της αγροτικής γης αυξήθηκε κατά 40 %, λαμβάνοντας υπόψη ότι το πραγματικό αγροτικό κατά κεφαλήν εισόδημα μειώθηκε κατά 12,2 % στην ΕΕ των 27 την τελευταία δεκαετία, πέφτοντας σταδιακά στα επίπεδα του 1995· λαμβάνοντας υπόψη ότι το μέσο αγροτικό εισόδημα στην ΕΕ των 27 είναι κάτω από το 50 % του μέσου εισοδήματος στους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας, ενώ το κόστος παραγωγής για βασικά προϊόντα, όπως για λιπάσματα, ηλεκτρική ενέργεια και καύσιμα, βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 15 ετών, καθιστώντας τη συνέχιση της αγροτικής παραγωγής στην ΕΕ πολύ δύσκολη,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, δεδομένου ότι το 7 % των αγροτών στην Ευρώπη είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών, ενώ ταυτοχρόνως 4,5 εκατομμύρια αγροτών, ηλικίας άνω των 65 ετών, θα σταματήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα μέχρι το 2020, το μέλλον του αγροτικού τομέα διατρέχει, ενδεχομένως, κίνδυνο σε περίπτωση που ο αριθμός των αγροτών συνεχίσει να μειώνεται,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η γεωργία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους στην ΕΕ, καταλαμβάνοντας 47 % ολόκληρης της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ολόκληρη την ΕΕ υπάρχουν 13,7 εκατομμύρια γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες παράγουν προϊόντα αξίας 337 εκατομμύρια ευρώ και άνω· λαμβάνοντας υπόψη ότι το 15 % της αγροτικής γης στην ΕΕ (περίπου 26 εκατομμύρια εκτάρια) βρίσκεται σε ορεινές περιοχές, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα φυσικά μειονεκτήματα στις περιοχές αυτές δυσχεραίνουν την καλλιέργεια,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το μέσο φυσικό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχει αυξηθεί συνεπεία της αναδιάρθρωσης του τομέα, αλλά οι μικρές εκμεταλλεύσεις εξακολουθούν να κυριαρχούν στην ΕΕ, με ένα μέσο μέγεθος εκμετάλλευσης 12,6 στρεμμάτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εκμεταλλεύσεις βιοπορισμού παραμένουν μια κρίσιμης σημασίας πρόκληση, ειδικά στα νέα κράτη μέλη, όπου η γεωργία βιοπορισμού αντιπροσωπεύει το ήμισυ του συνολικού εργατικού δυναμικού και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μικρές γεωργικές μονάδες και οι γεωργοί που τις εκμεταλλεύονται έχουν ιδιαίτερη σημασία για την προσφορά δημοσίων μη παραγωγικών αγαθών,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική κρίση είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη γεωργία, με το αγροτικό εισόδημα να έχει μειωθεί κατά 12,2 % κατά μέσο όρο ανάμεσα στο 2008 και το 2009 και την ανεργία στις αγροτικές περιοχές να αυξάνεται τον τελευταίο χρόνο· λαμβάνοντας υπόψη ότι ως άμεση επίδραση της οικονομικής κρίσης, η κατανάλωση στην Ευρώπη μειώθηκε κατά μέσο όρο κατά 10,55 % ανάμεσα στο 2008 και το 2009, και σε ορισμένα κράτη μέλη αυτή η μείωση ξεπέρασε το 20 %· λαμβάνοντας υπόψη ότι άλλες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ήταν η έλλειψη πρόσβασης των αγροτών σε πιστώσεις και η πίεση στα δημόσια οικονομικά των κρατών μελών, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η ικανότητά τους να προσφέρουν συγχρηματοδότηση,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αστάθεια των τιμών στις αγροτικές αγορές αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό, αλλά πρόσφατα αυξήθηκε δραματικά εξαιτίας συνδυασμού παραγόντων – συμπεριλαμβανομένων των ακραίων καιρικών συνθηκών, των τιμών ενέργειας, της κερδοσκοπίας και των αλλαγών στη ζήτηση – και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, όπως προβλέπεται τόσο από τον ΟΟΣΑ όσο και από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας, οδηγώντας σε ακραία εκτίναξη και κατάρρευση των τιμών των βασικών γεωργικών προϊόντων στις ευρωπαϊκές αγορές, λαμβάνοντας υπόψη ότι ανάμεσα στο 2006 και το 2008, οι τιμές αρκετών βασικών προϊόντων αυξήθηκαν σημαντικά, σε ορισμένα έως και κατά 180 %, όπως συνέβη με τα σιτηρά, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων κατέρρευσαν το 2009, σημειώνοντας μια μέση πτώση της τάξεως του 40 % και λαμβάνοντας υπόψη ότι άλλα προϊόντα, όπως τα δημητριακά, τα φρούτα, τα λαχανικά και το ελαιόλαδο επηρεάστηκαν επίσης και ότι οι ακραίες διακυμάνσεις των τιμών είχαν καταστρεπτικές συνέπειες για τους παραγωγούς και δεν ωφέλησαν πάντα τους καταναλωτές,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αγροτικοί-περιβαλλοντικοί δείκτες δείχνουν την ύπαρξη σημαντικών δυνατοτήτων για τον γεωργικό τομέα σε μια προσπάθεια άμβλυνσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ιδιαίτερα όσον αφορά την παγίδευση του διοξειδίου του άνθρακα, την άμεση μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, που εξασφαλίζουν πραγματική εξοικονόμηση εκπομπών· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι γεωργικές δραστηριότητες που εκτελούνται με βιώσιμο τρόπο έχουν ουσιαστική σημασία για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, τη διαχείριση των υδάτων και την καταπολέμηση της διάβρωσης του εδάφους και μπορεί να αποτελέσει έναν παράγοντα κλειδί στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούνται από γεωργικές δραστηριότητες (συμπεριλαμβανομένης της εκτροφής ζώων) μειώθηκαν κατά 20 % ανάμεσα στο 1990 και το 2007 στα 27 κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναλογία αυτών των εκπομπών που παράγονται από τη γεωργία έπεσε από 11 % το 1990 σε 9,3 % το 2007, μεταξύ άλλων, εξαιτίας της πιο αποτελεσματικής χρήσης των λιπασμάτων και του υγρού κόπρου, οι πρόσφατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της ΚΓΠ και η σταδιακή εφαρμογή γεωργικών και περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ έχει μετατραπεί σε καθαρό εισαγωγέα γεωργικών προϊόντων με προϊόντα αξίας πάνω από 87,6 δισεκατομμύρια ευρώ να εισάγονται κάθε χρόνο (περίπου 20 % των παγκόσμιων γεωργικών εισαγωγών)· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών μετακινείται σταθερά υπέρ τρίτων χωρών (η ΕΕ σήμερα εισάγει αγροτικά προϊόντα αξίας 19 δισεκατομμύρια ευρώ από χώρες της Κοινής Αγοράς του Νότου και εξάγει προϊόντα αξίας κάτω του 1 δισεκατομμύριο ευρώ μόνο στην περιοχή)· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ συνεχίζει να βιώνει ένα διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα στα γεωργικά προϊόντα,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ παραμένει ο κύριος εξαγωγέας γεωργικών προϊόντων παγκοσμίως (κατά προσέγγιση 17 % του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου)· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ έχει χάσει ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς τα τελευταία 10 χρόνια (το 2000 η ΕΕ συνέβαλε περίπου το 19 % του παγκόσμιου εμπορίου)· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ εξάγει κυρίως υψηλής προστιθέμενης αξίας και μεταποιημένα προϊόντα (67 % όλων των γεωργικών της εξαγωγών),

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα προϊόντα υψηλής ποιότητας έχουν ουσιαστική σημασία για το παραγωγικό και εξαγωγικό δυναμικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μεγάλο μερίδιο του διεθνούς της εμπορίου· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ εξάγει προϊόντα υψηλού προφίλ με σημαντική οικονομική αξία, και στην περίπτωση προϊόντων με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και γεωγραφικές ενδείξεις, η καθαρή αξία αυτών των προϊόντων και τροφίμων είναι 14 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο (εξαιρουμένων των κρασιών και των οινοπνευματωδών, τα οποία επίσης αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μερίδιο των εξαγωγών της ΕΕ)· λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου να συνεχισθεί η ανάπτυξη παραγωγής υψηλής ποιότητας με σκοπό την κάλυψη των προσδοκιών των καταναλωτών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες ανάγκες των εν λόγω τομέων προκειμένου να διασφαλισθεί η ανταγωνιστικότητά τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για αποτελεσματικότερη προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων της ΕΕ και των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης από τρίτες χώρες που αποτελούν εμπορικούς εταίρους,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εκτιμήσεις των ενισχύσεων σε γεωργούς (PSE) δείχνουν ότι οι συνολικές αγροτικές ενισχύσεις στην ΕΕ μειώνεται σταδιακά από το 2000 και είναι πλέον συγκρίσιμες σε κατά κεφαλήν βάση με τα επίπεδα των ενισχύσεων στους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της ΕΕ, ενώ άλλοι εμπορικοί εταίροι έχουν διατηρήσει και ενισχύσει τα τελευταία έτη στρεβλωτικές του εμπορίου ενισχύσεις,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα κατανομή και το σημερινό επίπεδο της ενίσχυσης που χορηγείται στα κράτη μέλη και στους γεωργούς προκύπτουν από τη κατανομή και το επίπεδο αυτής της ενίσχυσης στο παρελθόν, όταν το επίπεδο αυτό ήταν συνδεδεμένο με το είδος και το μέγεθος της παραγωγής και αποτελούσε αντιστάθμιση για την απώλεια εσόδων των γεωργών η οποία οφειλόταν σε σημαντική πτώση των εγγυημένων τιμών λαμβάνοντας υπόψη ότι όχι μόνο αυτός ο τρόπος κατανομής δημιουργεί δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας σε ορισμένους γεωργούς της ΕΕ, αλλά ότι και η διατήρησή του δεν δικαιολογείται υπό το πρίσμα των μελλοντικών στόχων της ΚΓΠ,

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι από το 2007, οι μηχανισμοί προαιρετικής διαφοροποίησης επέτρεψαν την επαναχρησιμοποίηση των οικονομικών ενισχύσεων μεταξύ άμεσων πληρωμών και ανάπτυξης της υπαίθρου χωρίς ωστόσο να βελτιωθεί η διαφάνεια, η νομιμότητα και η απλούστευση των οικονομικών μέσων που χορηγούνται στη γεωργία,

ΚΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το μερίδιο των εξόδων της ΚΓΠ στον προϋπολογισμό της ΕΕ μειώθηκε σταθερά από σχεδόν 75 % το 1985 σε ένα προβλεπόμενο 39,3 % το 2013· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό αντιπροσωπεύει λιγότερο από 0,45 % του ΑΕΠ της ΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η πτώση της δημοσιονομικής δαπάνης σε μέτρα για την αγορά είναι ακόμα πιο σημαντική – από 74 % ολόκληρης της δαπάνης της ΚΓΠ το 1992 σε λιγότερο από 10 % σήμερα· λαμβάνοντας υπόψη ότι η δαπάνη της ΚΓΠ απομακρύνεται σταθερά από τη στήριξη της αγοράς και τις εξαγωγικές επιδοτήσεις στις αποσυνδεδεμένες πληρωμές και την αγροτική ανάπτυξη,

ΚΒ.

εκτιμώντας ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές επέφεραν μία ουσιαστική τροποποίηση των μέσων υποστήριξης στη γεωργία, διατηρώντας παράλληλα τις τρεις θεμελιώδεις αρχές της ΚΓΠ, ήτοι:

τον ενιαίο χαρακτήρα των αγορών,

την κοινοτική προτίμηση,

την οικονομική αλληλεγγύη,

ΚΓ.

επισημαίνοντας ότι, μετά το 2013, η ΚΑΠ θα πρέπει να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις και ότι οι στόχοι της θα διευρυνθούν και είναι, ως εκ τούτου, απαραίτητο ο προϋπολογισμός που διατίθεται για την ΚΑΠ να διατηρηθεί τουλάχιστον στα αυτά επίπεδα,

ΚΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθιστά το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) νομικώς δεσμευτική πράξη προς την οποία πρέπει να συμμορφώνεται ο ετήσιος προϋπολογισμός,

ΚΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δαπάνες με τη μορφή των άμεσων πληρωμών αντιπροσωπεύουν το 0.38 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ (στοιχεία του 2008)· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δαπάνες που συνδέονται με την ανάπτυξη της υπαίθρου αντιπροσωπεύουν το 0,11 % του ΑΕγχΠ της ΕΕ,

ΚΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υφιστάμενα μικρά περιθώρια που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο του Τομέα 2, από το οικονομικό έτος 2011, καθιστούν ιδιαιτέρως δυσχερή την κατάλληλη αντίδραση της Ένωσης σε κρίσεις των αγορών και αναπάντεχα παγκόσμια γεγονότα και ενδέχεται να αποστερήσουν την ετήσια διαδικασία προϋπολογισμού από την ουσία της,

ΚΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέκτησε την εξουσία να διαμορφώνει τη γεωργική πολιτική της Ένωσης, όχι μόνο όσον αφορά τα πολυετή γεωργικά προγράμματα, αλλά και μέσω της τροποποίησης του ετησίου προϋπολογισμού για τη γεωργία, με συνέπεια να του δοθεί η ευθύνη εξασφάλισης μιας δίκαιης και βιώσιμης κοινής γεωργικής πολιτικής,

ΚΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Κοινή Γεωργική Πολιτική θα υπόκειται στη συνήθη νομοθετική διαδικασία και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχει σημαντική ευθύνη να συνδράμει στη θέσπιση ορθής και αποδοτικής νομοθεσίας σε αυτόν τον τομέα,

ΚΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, το 90 % των πολιτών της ΕΕ που ρωτήθηκαν θεωρούν τη γεωργία και τις αγροτικές περιοχές σημαντικές για το μέλλον της Ευρώπης, το 83 % των πολιτών της ΕΕ που ρωτήθηκαν τάσσονται υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης των αγροτών και, κατά μέσο όρο, πιστεύουν ότι η γεωργική πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει να αποφασίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο,

Λ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι στόχοι και η ουσία της μελλοντικής Κοινής Γεωργικής Πολιτικής πρέπει να υπόκεινται σε ευρείες δημόσιες συζητήσεις προκειμένου να ενισχύεται η ενημέρωση σχετικά με την ΚΓΠ, και ότι, κατά συνέπεια, η πρωτοβουλία της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή δημόσιου διαλόγου για το μέλλον της ΚΓΠ μετά από το 2013 θα πρέπει να επικροτηθεί,

ΛΑ.

εκτιμώντας ότι η ΚΓΠ πρέπει να προσανατολιστεί στη διατήρηση και ανάπτυξη μιας πολυ-λειτουργικής και αειφόρου γεωργίας καθολικής εμβέλειας στην Ευρώπη,

Η εξέλιξη της ΚΓΠ: από στρέβλωση της αγοράς σε προσανατολισμό της αγοράς

1.

υπενθυμίζει ότι η ΚΓΠ έχει υποστεί ριζικές μεταρρυθμίσεις την τελευταία εικοσιπενταετία, ιδιαίτερα προκαλώντας ουσιαστική μετατόπιση από την ενίσχυση της παραγωγής στην ενίσχυση του παραγωγού (5), μείωση της τακτικής παρέμβασης στην αγορά και το ντάμπινγκ των ευρωπαϊκών πλεονασμάτων στις παγκόσμιες αγορές (6) και τη στροφή της ΚΓΠ και των γεωργών της ΕΕ περισσότερο προς την αγορά·

2.

υπενθυμίζει ότι η ΚΓΠ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αύξηση της παραγωγής και στην σίτιση του ευρωπαϊκού πληθυσμού μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο· υπενθυμίζει επίσης ότι η ΚΓΠ ήταν η πρώτη κοινή πολιτική της ΕΟΚ που προετοίμασε το έδαφος για ευρωπαϊκή συνεργασία και ολοκλήρωση σε άλλους τομείς πολιτικής·

3.

επισημαίνει ότι οι μηχανισμοί της αγοράς της ΚΓΠ που είναι ειδικοί σε κάθε τομέα παίζουν θεμελιώδη ρόλο και χρησιμοποιούνται πλέον ως δίχτυ ασφαλείας βοηθώντας στη μείωση της αστάθειας της αγοράς προκειμένου να εξασφαλίζουν έναν ορισμένο βαθμό σταθερότητας στους γεωργούς· υπογραμμίζει ότι η τροποποιημένη πολιτική αγοράς δεν οδήγησε σε μείωση της εξάρτησης των γεωργών από τους φορείς απορρόφησης και ότι, επίσης, από τη θέσπιση των αποσυνδεδεμένων ενιαίων αγροτικών ενισχύσεων έχει σημειωθεί μια αποφασιστική απομάκρυνση από μέτρα που διαστρεβλώνουν το εμπόριο που συνάδει με τις απαιτήσεις του ΠΟΕ·

4.

επισημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις της ΚΓΠ που πραγματοποιήθηκαν το 1992 και το 1999 και ειδικότερα η μεταρρύθμιση το 2003 η οποία αναθεωρήθηκε κατά τη Διάγνωση Υγείας και εισήγαγε την αρχή της αποσύνδεσης, καθώς και οι διάφορες τομεακές μεταρρυθμίσεις, στόχευαν όλες στο να επιτρέψουν στους γεωργούς της ΕΕ να ανταποκριθούν καλύτερα και να αντιδράσουν στα σημάδια και τις συνθήκες της αγοράς· ζητεί τη συνέχιση αυτής της τάσης με περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, ενώ εξακολουθεί να χρειάζεται να ληφθούν κάποια μέτρα της αγοράς, δεδομένων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της αγροτικής παραγωγής·

5.

επισημαίνει ότι η αγροτική ανάπτυξη αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής της ΚΓΠ και θα πρέπει να παραμείνει σημαντικό στοιχείο της μελλοντικής ΚΓΠ μέσω μιας καλώς εξοπλισμένης στρατηγικής αγροτικής ανάπτυξης, επικεντρώνοντας στις κοινότητες των αγροτών, βελτιώνοντας το περιβάλλον, εκσυγχρονίζοντας και αναδιαρθρώνοντας τη γεωργία, ενισχύοντας τη συνοχή των αγροτικών περιοχών της ΕΕ, αναζωογονώντας τις μειονεκτικές περιοχές και τις περιοχές που κινδυνεύουν με εγκατάλειψη, βελτιώνοντας τη διάθεση των προϊόντων και την ανταγωνιστικότητά τους και διατηρώντας την απασχόληση και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας σε αγροτικές περιοχές, καθώς και στις νέες προκλήσεις που αναφέρονται στη Διάγνωση Υγείας, ιδίως την αλλαγή του κλίματος, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη διαχείριση των υδάτων και τη βιοποικιλότητα·

6.

υπενθυμίζει ότι η γεωργία ανέκαθεν παρήγε δημόσια αγαθά, τα οποία στο σημερινό πλαίσιο θα λέγαμε «δημόσια αγαθά πρώτης γενεάς»· επιμένει στην επισιτιστική ασφάλεια και στην ασφάλεια των τροφίμων, καθώς και στην υψηλή διατροφική αξία των γεωργικών προϊόντων, που πρέπει να παραμείνουν ο κύριος λόγος ύπαρξης της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, καθότι αντιπροσωπεύουν την ουσία της ΚΓΠ και συνιστούν τον κύριο λόγο ανησυχίας των ευρωπαίων πολιτών· τα πιο πρόσφατα αναφερόμενα δημόσια αγαθά, αυτά που αποκαλούνται «δεύτερης γενεάς», το περιβάλλον, η χωροταξία, η καλή μεταχείριση των ζώων, που είναι επίσης στόχοι της ΚΓΠ, συμπληρώνουν τα αγαθά της πρώτης γενεάς και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να τα αντικαταστήσουν.

7.

χαιρετίζει την αναγνώριση του πολυ-λειτουργικού ρόλου των αγροτών στο να προσφέρουν δημόσια αγαθά όπως η διατήρηση του περιβάλλοντος, η υψηλής ποιότητας παραγωγή τροφίμων, η καλή κτηνοτροφία, η διαμόρφωση και η βελτίωση της ποικιλότητας και της ποιότητας πολύτιμων τοπίων στην ΕΕ, και η στροφή σε πιο βιώσιμες γεωργικές πρακτικές όχι μόνο εκπληρώνοντας τις βασικές απαιτήσεις για τη διατήρηση της γης σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση (GAEC), αλλά και επιτυγχάνοντας ακόμα πιο υψηλές προδιαγραφές μέσω αγροτικών-περιβαλλοντικών συστημάτων, γεωργίας υψηλής ακρίβειας, βιολογικής παραγωγής και όλων των άλλων μορφών βιώσιμης γεωργικής πρακτικής·

8.

υπενθυμίζει ότι η ΚΓΠ είναι η περισσότερο ολοκληρωμένη από όλες τις πολιτικές της ΕΕ και γι' αυτό αντιπροσωπεύει λογικά το μεγαλύτερο μερίδιο του προϋπολογισμού της ΕΕ· αναγνωρίζει ότι το μερίδιό της στον προϋπολογισμό μειώνεται σταθερά από περίπου 75 % του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ το 1985 σε 39,3 % έως το 2013 (7), αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από 0,45 % του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ (8), ενώ ταυτόχρονα οι ενισχύσεις είναι μειωμένες σήμερα με 12 νέα κράτη μέλη να έχουν προσχωρήσει στην ΕΕ·

9.

είναι της γνώμης, επομένως, ότι η ΚΓΠ έχει εξελιχθεί, γινόμενη πιο πράσινη και περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά και έχει μειώσει δραματικά την επίδρασή της στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ παράλληλα ενισχύει τους γεωργούς για να παράγουν υψηλής ποιότητας τρόφιμα για τους ευρωπαίους καταναλωτές·

Οι προκλήσεις τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσει η ΚΓΠ μετά το 2013

10.

επισημαίνει ότι η επισιτιστική ασφάλεια παραμένει η κεντρική πρόκληση για τη γεωργία όχι μόνο στην ΕΕ αλλά και παγκοσμίως, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός προβλέπεται να αυξηθεί από 7 σε 9 δισεκατομμύρια έως το 2050 και η ζήτηση τροφίμων αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2050 σύμφωνα με τον FAO (ειδικά σε αναδυόμενες οικονομίες όπως η Κίνα και η Ινδία)·

11.

επιβεβαιώνει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει να συνεισφέρει στα παγκόσμια αποθέματα τροφίμων και να συμβάλλει στην ικανοποίηση αυτής της ανάγκης με φόντο την προϊούσα εγκατάλειψη της γεωργικής δραστηριότητας, το λιγότερο νερό και τις μειωμένες ποσότητες ενέργειας, εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, η οποία θα λειτουργήσει ως σοβαρός περιορισμός των ευρωπαϊκών δυνατοτήτων αύξησης της προσφοράς·

12.

σημειώνει ότι η παγκόσμια ενεργειακή κρίση και οι ανοδικές τιμές της ενέργειας θα οδηγήσουν το κόστος της γεωργικής παραγωγής προς τα πάνω, προκαλώντας άνοδο των τιμών των τροφίμων και αύξηση της αστάθειας των τιμών της αγοράς τόσο για τους αγρότες όσο και για τους καταναλωτές, πράγμα το οποίο θα έχει καταστροφική επίδραση στη σταθερότητα της προσφοράς τροφίμων και θα περιορίσει σοβαρά την ικανότητα διατήρησης και αύξησης των τρεχουσών επιπέδων παραγωγής· εκτιμά, ωστόσο, ότι η ενεργειακή αυτάρκεια στους τομείς της γεωργίας και της δασοκομίας θα αυξήσει τη διατηρησιμότητά της·

13.

πιστεύει ότι η γεωργία είναι σαφώς σε θέση να συμβάλλει σημαντικά στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής συνεχίζοντας να μειώνει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHG) και αυξάνοντας την παγίδευση διοξειδίου του άνθρακα·

14.

αναγνωρίζει ότι πραγματοποιήθηκε σημαντική πρόοδος ήδη από τη γεωργία προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές της αερίων θερμοκηπίου και να αντιμετωπιστούν γενικότερα τα προβλήματα του περιβάλλοντος (διαχείριση των υδάτων, των εδαφών, της βιοποικιλότητας, της βιομάζας κ.λπ.), αλλά ότι θα πρέπει να συνεχιστούν αυτές οι προσπάθειες προκειμένου να καταστούν συμβατοί οι τρόποι παραγωγής με μία πλέον βιώσιμη ανάπτυξη η οποία συνδυάζει την οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική επίδοση·

15.

υπενθυμίζει ότι οι προσδοκίες των καταναλωτών για διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας πρέπει να εκπληρωθούν, όπως επίσης και οι απαιτήσεις τους για υψηλότερης ποιότητας προδιαγραφές, καλύτερη διαβίωση των ζώων και καλύτερη σχέση ποιότητας/ τιμής·

16.

θεωρεί ότι η ΚΓΠ πρέπει να συνεχίσει να προσφέρει λύσεις και συγκεκριμένη βοήθεια για την καταπολέμηση της απειλής της εγκατάλειψης της γης, της απερήμωσης της υπαίθρου και της γήρανσης του αγροτικού πληθυσμού στην ΕΕ, προβλέποντας προς τον σκοπό αυτό ειδικές χρηματοδοτήσεις και ενισχύσεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των γεωργικών κοινοτήτων στην ΕΕ· για αυτόν τον λόγο, πιστεύει ότι είναι επίσης απαραίτητη η συνέχιση μιας στοχοθετημένης αγροτικής ανάπτυξης στο πλαίσιο της ΚΓΠ·

17.

πιστεύει ότι η ΚΓΠ πρέπει να προσφέρει άμεσες απαντήσεις στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης σε γεωργικές επιχειρήσεις, όπως η έλλειψη πρόσβασης σε πιστώσεις για αγρότες, οι περιορισμοί στα αγροτικά εισοδήματα (9), και η αυξανόμενη ανεργία στους αγρότες·

18.

επισημαίνει, κατά συνέπεια, ότι οι διαφορές στην ικανότητα των κρατών μελών να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των αγροτικών περιοχών της ΕΕ·

19.

αναγνωρίζει ότι η ΚΓΠ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις διαφορές ως προς τις δομές και τις ανάγκες εκσυγχρονισμού της γεωργίας στη διευρυμένη ΕΕ, επιδιώκοντας ισότιμα επίπεδα ανάπτυξης και συνοχής·

20.

πιστεύει ότι, υπό το πρίσμα αυτών των προκλήσεων, οι προτεραιότητες της ΚΓΠ μετά το 2013 θα πρέπει να ενσωματωθούν σε μία ισχυρή, βιώσιμη, καλά στηριζόμενη και αξιόπιστη πολυ-λειτουργική πολιτική τροφίμων και γεωργική πολιτική που θα στέλνει ηχηρά μηνύματα για την αποδοτική υποστήριξη των αγροτών με ένα στοχευμένο τρόπο και θα προσφέρει απαντήσεις στις ανησυχίες της γεωργικής κοινότητας, ωφελώντας παράλληλα την ευρύτερη κοινωνία·

Η ανάγκη για μια ισχυρή ΚΓΠ μετά το 2013

Εκπλήρωση κοινωνικοοικονομικών αναγκών

21.

έχει τη γνώμη ότι, υπό το φως της Στρατηγικής Ευρώπη 2020, χρειάζεται μια αποτελεσματική και βιώσιμη Ευρωπαϊκή Κοινή Γεωργική Πολιτική που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων των ευρωπαίων γεωργών και θα αποφέρει ευρύτερα οφέλη για την κοινωνία· είναι της άποψης ότι θα πρέπει να επιτρέπει στη γεωργία να διαδραματίζει τον ρόλο της στην ευρωπαϊκή οικονομία και να διασφαλίσει ότι διαθέτει τα μέσα για να είναι ανταγωνιστική στις παγκόσμιες αγορές· πιστεύει ότι, για στρατηγικούς λόγους, η ΕΕ δεν έχει το περιθώριο να βασιστεί σε άλλα μέρη του κόσμου για να εξασφαλίσει την ευρωπαϊκή επισιτιστική ασφάλεια στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, της πολιτικής αστάθειας σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη και των ενδεχόμενων επιδημιών ασθενειών ή άλλων γεγονότων δυνητικά καταστροφικών για τις παραγωγικές δυνατότητες·

22.

υπενθυμίζει ότι η γεωργία της ΕΕ παραμένει ένας κεντρικός τομέας της οικονομίας της ΕΕ, συμβάλλοντας σημαντικά στο ΑΕΠ της ΕΕ και στην απασχόληση, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά στην αγορά της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών τόσο στην ανάντη όσο και στην κατάντη· επομένως, πιστεύει ότι μια ισχυρή γεωργία και μία ισχυρή βιομηχανία τροφίμων και ποτών είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες και συμβάλουν αμοιβαία στην επιτυχία τους, ιδίως στις εξαγωγικές αγορές·

23.

υπενθυμίζει ότι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η ΕΕ χρειάζεται μια ισχυρή ΚΓΠ είναι για να συμβάλλει στη διατήρηση και στην ανάπτυξη βιώσιμων και δυναμικών αγροτικών κοινοτήτων, στην καρδιά της ευρωπαϊκής πολιτισμικής πολυμορφίας, και ότι αυτές αποτελούν το κλειδί για μία βιώσιμη και ισορροπημένη κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή επικράτεια· για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να γεφυρωθεί το κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ των αγροτικών και των αστικών κοινοτήτων, προκειμένου να αποφευχθεί η αυξανόμενη εγκατάλειψη της γης και η συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού που οδηγούν σε περαιτέρω απομόνωση των αγροτικών περιοχών·

24.

επισημαίνει ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη προσέλκυσης νεότερων γενεών και γυναικών σε αγροτικές περιοχές μέσω μακροπρόθεσμων πολιτικών και να προσφερθούν νέες και εναλλακτικές οικονομικές ευκαιρίες ώστε να εξασφαλίσουν έναν βιώσιμο αγροτικό πληθυσμό· εκτιμά ότι θα πρέπει να διερευνηθούν νέοι τρόποι προσέλκυσης των νέων ανθρώπων, όπως η διάθεση ευνοϊκών δανείων και πίστωσης για επενδύσεις και η αναγνώριση των επαγγελματικών τους προσόντων, ώστε να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να εισέλθουν με σχετική άνεση στην αγροτική οικονομία· αναγνωρίζει τα εμπόδια με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι νέοι αγρότες όταν επιθυμούν να εισέλθουν στον κλάδο, όπως το υψηλό κόστος έναρξης, το κάποιες φορές απαγορευτικό κόστος της γης και η δυσκολία πρόσβασης σε δυνατότητες παροχής πίστωσης ιδίως σε δύσκολους καιρούς·

25.

πιστεύει ότι η αύξηση της αγροτικής ανεργίας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί διατηρώντας τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας, ενθαρρύνοντας τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας και προάγοντας περαιτέρω ευκαιρίες διαφοροποίησης και νέες πηγές εισοδήματος·

26.

υπενθυμίζει, όπως σωστά διατυπώνεται στο άρθρο 39 της Συνθήκης της Λισαβόνας, ότι η γεωργία είναι ένας συγκεκριμένος τομέας ο οποίος υποφέρει από ένα μακροπρόθεσμο κύκλο παραγωγής και αρκετούς τύπους αδυναμίας της αγοράς, όπως η υψηλή αστάθεια της αγοράς, η μεγάλη έκθεση σε φυσικές καταστροφές, ένα υψηλό επίπεδο κινδύνου, η έλλειψη ελαστικότητας της ζήτησης και το γεγονός ότι οι αγρότες «αποδέχονται» τις τιμές παρά «διαμορφώνουν» τις τιμές στην τροφική αλυσίδα·

27.

θεωρεί ότι για ορισμένους γεωργικούς τομείς, για τους οποίους απαιτούνται σοβαρές επενδύσεις κεφαλαίων στο πλαίσιο πολυετούς παραγωγικής προσπάθειας (για την παραγωγή γάλακτος, εσπεριδοειδών, οίνου, ελαιών και φρούτων γενικώς), πρέπει να εφαρμοσθούν νέοι τρόποι διαχείρισης της προσφοράς·

28.

επισημαίνει, όπερ και το σημαντικότερο, ότι στο μέλλον η ευρωπαϊκή γεωργική πολιτική πρέπει να παραμείνει μια κοινή πολιτική και ότι μόνο ένα ισορροπημένο και δίκαιο σύστημα ενισχύσεων σε ολόκληρη την ΕΕ με ένα κοινό σύνολο στόχων και κανόνων – που θα αναγνωρίζει όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων τομέων και περιφερειών – μπορεί να αποδώσει τις κατάλληλες συνθήκες στους αγρότες και μια Ενιαία Αγορά που λειτουργεί ορθά με δίκαιες ανταγωνιστικές συνθήκες για τα αγροτικά προϊόντα και τους αγρότες εντός της ΕΕ, επιτυγχάνοντας έτσι μεγαλύτερη αξιοποίηση των πόρων απ’ ό,τι οι επανεθνικοποιημένες και ενδεχομένως αλληλοσυγκρουόμενες γεωργικές πολιτικές σε κάθε μεμονωμένο κράτος μέλος·

29.

εκτιμά ότι η ΚΓΠ πρέπει να συνδυάζει:

μία υψηλής προστιθέμενης αξίας γεωργία με πρωτογενή και μεταποιημένα προϊόντα, που θα της εξασφαλίζει μία ισχυρή θέση στις παγκόσμιες αγορές·

μία γεωργία ανοικτή στις περιφερειακές αγορές·

μία γεωργία βασιζόμενη στις τοπικές αγορές, λαμβάνοντας υπόψη ότι μερικοί από τους εμπλεκόμενους αγρότες είναι μικροί γεωργοί με χαμηλά εισοδήματα οι οποίοι, εάν έπρεπε να εγκαταλείψουν τη γεωργία, θα είχαν για λόγους ηλικίας, προσόντων ή επιλογών ζωής, μεγάλες δυσκολίες για να βρουν εργασία εκτός του γεωργικού τομέα, ιδίως σε περίοδο ύφεσης και υψηλής ανεργίας·

Επιτυγχάνοντας οφέλη από άποψη δημόσιων αγαθών

30.

τονίζει ότι τα τρόφιμα είναι τα πιο σημαντικά δημόσια αγαθά που παράγει η γεωργία· αναγνωρίζει ότι οι αγρότες προσφέρουν επίσης ένα εύρος δημόσιων αγαθών για τα οποία δεν λαμβάνουν ανταμοιβή από την αγορά· για το λόγο αυτό, επιμένει ότι πρέπει να ανταμείβονται αναλόγως και να τους παρέχονται κίνητρα να συνεχίζουν να προσφέρουν ασφαλή και υψηλής ποιότητας προϊόντα, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης των ζώων και πρόσθετα περιβαλλοντικά οφέλη πέραν της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, προκειμένου να διατηρηθεί η ύπαιθρος σε ολόκληρη την Ευρώπη·

31.

υπενθυμίζει, για το λόγο αυτό, ότι εάν δεν συνεχιστούν οι βιώσιμες (οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά βιώσιμες σε μακροχρόνιο πλαίσιο) αγροτικές δραστηριότητες σε ολόκληρη την ΕΕ, η προσφορά δημόσιων αγαθών θα απειληθεί·

32.

αναγνωρίζει ότι γενεές επί γενεές αγροτών έχουν διαμορφώσει τα πολύτιμα τοπία της ΕΕ και, επομένως, θα πρέπει να ανταμειφθούν που συνεχίζουν να το κάνουν αυτό με βιώσιμο τρόπο, ειδικά στις ορεινές και σε φυσικά μειονεκτικές περιοχές· πιστεύει ότι συμβάλλουν ενεργά στη μεγάλη πολιτιστική αξία και την ελκυστικότητα της Ευρώπης, προσφέροντας το σκηνικό για πετυχημένο αγροτουρισμό· επισημαίνει ότι χρειάζεται όμως και μια συμπλήρωση μέσω της ευρωπαϊκής περιφερειακής πολιτικής και εθνικών μέσων, ώστε να δημιουργηθούν όροι σταθερότητας στις περιφέρειες μέσω των αντίστοιχων συνεργιών, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για μια λειτουργική ύπαιθρο·

33.

επισημαίνει ότι οι αγρότες έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν πρόσθετα περιβαλλοντικά οφέλη που ανταποκρίνονται σε κοινωνικές απαιτήσεις, ιδιαίτερα τη διατήρηση και αποκατάσταση του εδάφους, την ορθή διαχείριση των υδάτων, τη βελτίωση της ποιότητας και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας των γεωργικών γαιών, και ότι πρέπει να ενθαρρύνονται και να υποστηρίζονται οι επενδύσεις προς την κατεύθυνση αυτή·

34.

υπογραμμίζει ότι το σύστημα πολλαπλής συμμόρφωσης καθιστά τη χορήγηση άμεσων ενισχύσεων εξαρτωμένη από την τήρηση κανονιστικών απαιτήσεων και από τη διατήρηση των αγροτικών γαιών σε καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και παραμένει ένας από τους καταλληλότερους μηχανισμούς για να βελτιστοποιηθεί η προσφορά οικοσυστημικών υπηρεσιών από τους γεωργούς και για να αντιμετωπιστούν οι νέες περιβαλλοντικές προκλήσεις με την εξασφάλιση της προσφοράς βασικών δημόσιων αγαθών· σημειώνει, όμως, ότι η επιβολή της πολλαπλής συμμόρφωσης δημιούργησε πολλά προβλήματα που σχετίζονταν αφενός με διοικητικά ζητήματα και αφετέρου με την αποδοχή εκ μέρους των γεωργών που διαισθανθήκαν κάποια απώλεια ελευθερίας στην εργασία τους· ζητά επομένως να περιοριστεί η διοικητική επιβάρυνση των γεωργών μέσω απλουστευμένου συστήματος εφαρμογής των απαιτήσεων πολλαπλής συμμόρφωσης·

35.

πιστεύει ότι, με τη βελτίωση της εκπαίδευσης και κατάρτισης όσων απασχολούνται στη γεωργία, με την καλύτερη αξιοποίηση των καινοτομιών που προέρχονται από την έρευνα και ανάπτυξη και με την αύξηση της αποδοτικότητας στην αγροτική παραγωγή, μπορεί να αμβλυνθεί σημαντικά ο κλιματικός αντίκτυπος της γεωργίας·

36.

πιστεύει ότι, σύμφωνα και με τις τελευταίες διαθέσιμες έρευνες, χωρίς μια κοινή γεωργική πολιτική και ορθές γεωργικές πρακτικές, θα αναπτύσσονταν μη βιώσιμοι τρόποι παραγωγής σε ολόκληρη την ΕΕ (ακραία εντατικοποίηση στην καλύτερη γη και ευρεία εγκατάλειψη της υπαίθρου σε μειονεκτικές περιοχές), προκαλώντας σοβαρή ζημιά στο περιβάλλον· επιμένει ότι το κόστος της ενίσχυσης μέσω μιας ισχυρής ΚΓΠ είναι μηδαμινό συγκριτικά με το κόστος της μη λήψης μέτρων και τις αρνητικές μη επιδιωκόμενες συνέπειές της·

Οι προτεραιότητες της νέας ΚΓΠ για τον 21ο αιώνα

37.

πιστεύει ότι η γεωργία έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει ουσιαστικά στην εκπλήρωση των προτεραιοτήτων της νέας Στρατηγικής Ευρώπη 2020 που συνίστανται στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω της πράσινης ανάπτυξης και της εξασφάλισης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας συνεχίζοντας ταυτόχρονα να προσφέρει επισιτιστική ασφάλεια στους ευρωπαίους καταναλωτές παράγοντας ασφαλή και υψηλής ποιότητας προϊόντα τροφίμων·

Μια δίκαιη ΚΓΠ

38.

επιμένει ότι η γεωργία της ΕΕ πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστική μπροστά στον αδυσώπητο ανταγωνισμό και τα μέτρα στρέβλωσης του εμπορίου εκ μέρους των εμπορικών εταίρων ή/και των χωρών όπου οι παραγωγοί δεν υπόκεινται σε τόσο υψηλά πρότυπα όσο στην ΕΕ, όσον αφορά ιδίως την ποιότητα των προϊόντων, την ασφάλεια των τροφίμων, το περιβάλλον, την κοινωνική νομοθεσία και την καλή διαβίωση των ζώων· για το λόγο αυτό, πιστεύει ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε διάφορα επίπεδα (τοπικό, περιφερειακό, εσωτερικής αγοράς και παγκόσμιων αγορών) θα πρέπει και πάλι να αποτελεί ένα θεμελιώδη στόχο της ΚΓΠ μετά το 2013 ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ΕΕ θα διαθέτει μεγάλη ποικιλία διαφοροποιημένων προϊόντων διατροφής υψηλής αξίας και άλλων αγροτικών προϊόντων που συνεχίζουν να κατέχουν ένα μεγάλο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς, διασφαλίζοντας παράλληλα το θεμιτό εμπόριο και προσοδοφόρες τιμές για τους αγρότες·

39.

υπενθυμίζει ότι οι αγρότες της ΕΕ παράγουν τρόφιμα με τις υψηλότερες προδιαγραφές ασφάλειας, ποιότητας και καλής διαβίωσης των ζώων και θα πρέπει να ανταμειφθούν γι’ αυτό· πιστεύει ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες θα πρέπει, τηρώντας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο ΠΟΕ, να ανταποκρίνονται στις ίδιες απαιτήσεις ώστε να διασφαλίζεται ο δίκαιος ανταγωνισμός και η βέλτιστη ποιότητα, ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέξουν βάσει τεκμηριωμένων κριτηρίων τα προϊόντα που αγοράζουν, κυρίως βάσει αξιόπιστης ιχνηλασιμότητας· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίζει τα συμφέροντα των ευρωπαίων γεωργών στο πλαίσιο των πολυμερών και των διμερών εμπορικών συμφωνιών που διαπραγματεύεται εξ ονόματος της ΕΕ·

40.

επιμένει ότι η διατήρηση των γεωργικών δραστηριοτήτων σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι θεμελιώδης προκειμένου να διατηρηθεί η πολύμορφη και τοπική παραγωγή τροφίμων, να διασφαλισθεί ο κοινωνικοοικονομικός δυναμισμός και οι θέσεις εργασίας του αγροτικού κλάδου, ιδίως στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, και να προληφθεί η απειλή της εγκατάλειψης της υπαίθρου σε κάθε γωνία της αγροτικής επικράτειας της ΕΕ μέσω της συνεχούς διατήρησης του περιβάλλοντος και διαχείρισης του τοπίου· θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι οι μειονεκτικές περιφέρειες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υπερκεράσουν τα πρόσθετα εμπόδια που θέτει η ιδιαίτερη κατάστασή τους και να λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται για να προσαρμοσθούν· εκτιμά ότι η συγκεκριμένη πρόκληση της γεωργίας αυτοσυντήρησης πρέπει να αντιμετωπισθεί·

41.

τονίζει ότι οι αγρότες χρειάζονται μακροπρόθεσμες επενδυτικές προοπτικές και επαρκή εισοδήματα για να εκτελούν τα καθήκοντά τους· καλεί, ως εκ τούτου, να υπάρξει εγγύηση για μια δίκαιη και σταθερή απόδοση, ώστε η αγροτική κοινότητα να παραμείνει ο πρωταρχικός στόχος της νέας ΚΓΠ, εξασφαλίζοντας παράλληλα καλή σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας και μια δίκαιη μεταχείριση των καταναλωτών, κυρίως μέσω αύξησης της ανταγωνιστικότητας του γεωργικού κλάδου και παροχής στους αγρότες της δυνατότητας να καλύπτουν τα πραγματικά τους έξοδα και να ανταποκρίνονται στα μηνύματα της αγοράς·

42.

ζητά να ληφθούν μέτρα για να ενισχυθεί η διαχειριστική ικανότητα και η διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών πρωτογενών προϊόντων και των οργανισμών παραγωγών έναντι των άλλων οικονομικών παραγόντων στην αλυσίδα τροφίμων, και να ενθαρρυνθεί η δημιουργία οργανισμών που θα ενισχύσουν τους δεσμούς μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερόμενων μερών εντός των επιμέρους κλάδων στον βαθμό που θα μπορέσουν να βελτιώσουν την ανταλλαγή πληροφοριών και την επάρκεια της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση των καταναλωτών· θεωρεί ότι τέτοιου είδους εξελίξεις θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη λειτουργία της αλυσίδας τροφοδοσίας τροφίμων με μεγαλύτερη διαφάνεια στις τιμές των τροφίμων και τα μέτρα αντιμετώπισης αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, ώστε οι αγρότες να λαμβάνουν την προστιθέμενη αξία που τους αρμόζει· θεωρεί ότι οι στόχοι αυτοί ενδέχεται να καθιστούν αναγκαία μια προσαρμογή ή διευκρίνιση των κανόνων της ΕΕ περί ανταγωνισμού ώστε να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αγροτικών αγορών, υπό την όρο ότι δεν εμποδίζουν την ορθή λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς·

43.

πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχουν ευέλικτα και αποδοτικά μέτρα της αγοράς ώστε να διασφαλισθεί ένα επαρκές δίχτυ ασφαλείας εντός του μελλοντικού πλαισίου της ΚΓΠ, προκειμένου να αποφευχθεί η ακραία αστάθεια των τιμών της αγοράς, να παρέχεται μεγαλύτερος βαθμός σταθερότητας και να παρέχονται γρήγορες και αποδοτικές αντιδράσεις στις οικονομικές κρίσεις που προκύπτουν στον τομέα· θεωρεί ότι αυτό θα πρέπει να συμπληρώνεται από ένα σύστημα διαχείρισης κινδύνου που θα βοηθήσει στην ελαχιστοποίηση των συνεπειών των φυσικών καταστροφών και των κινδύνων για την υγεία·

44.

θεωρεί επίσης ότι για μια αποτελεσματικότερη διαχείριση της αγοράς και για να αποφευχθούν κρίσεις υπερπαραγωγής, πρέπει να διατηρηθούν συγκεκριμένα μέσα διαχείρισης του δυναμικού παραγωγής από το οποίο επωφελούνται ορισμένοι τομείς, επί τη βάσει αρχών που ευνοούν την ισότητα και όχι τις διακρίσεις·

45.

ζητά μια πιο δίκαιη κατανομή των πληρωμών της ΚΓΠ και επιμένει ότι θα πρέπει να είναι δίκαιες για τους αγρότες και στα νέα αλλά και στα παλιά κράτη μέλη·

46.

θεωρεί ότι η μείωση των άμεσων πληρωμών στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα θα έχει καταστροφικές συνέπειες, όχι μόνο για τους γεωργούς αλλά, εξίσου, και για την ύπαιθρο, για τις δημόσιες υπηρεσίες οι οποίες σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή, για τους καταναλωτές και για την κοινωνία που επωφελείται στο σύνολό της· συνεπώς, οι άμεσες πληρωμές είναι σημαντικές και πρέπει να διατηρηθούν· εφιστά την προσοχή στον αρνητικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει ενδεχόμενη μείωση των κονδυλίων της ΚΓΠ που αφορούν την αξία των αγροκτημάτων, με σοβαρές επιπτώσεις κυρίως για τους γεωργούς με τραπεζικά δάνεια, ιδίως στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει σοβαρά την ευρωπαϊκή γεωργία·

47.

πιστεύει ότι οι βιώσιμες γεωργικές επιχειρήσεις έχουν θεμελιώδη σημασία για τη βιωσιμότητα ακμαζόντων αγροτικών κοινοτήτων διότι δημιουργούν απασχόληση και υπηρεσίες σε τοπικό επίπεδο· εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι η ΚΓΠ θα πρέπει να προβλέπει τη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων προκειμένου να παρέχονται οι αναγκαίες συνθήκες για την κοινωνικοοικονομική τους βιωσιμότητα, μεταξύ άλλων και μέσω της διατήρησης των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων και της συνεχούς αναδιάρθρωσης και του εκσυγχρονισμού των εκμεταλλεύσεων όπου αυτό χρειάζεται· υπενθυμίζει ότι τα μέτρα διαφοροποίησης και η ανάπτυξη των αγροτικών υποδομών είναι επίσης σημαντικά εν προκειμένω·

Μία διατηρήσιμη ΚΓΠ

48.

πιστεύει ότι η γεωργία καλείται να παίξει ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μειώνοντας τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αυξάνοντας τις δυνατότητες παγίδευσης του διοξειδίου του άνθρακα και αναπτύσσοντας και χρησιμοποιώντας περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και υλικά με βιολογική βάση· πιστεύει ότι τα θέματα για το κλίμα θα πρέπει να ενσωματωθούν σε όλα τα μέτρα της ΚΓΠ όπου αρμόζει·

49.

θεωρεί ότι η αποδοτικότητα της παραγωγής έχει θεμελιώδη σημασία για την περισσότερο βιώσιμη διαχείριση των σπάνιων πηγών και ότι οι αγρότες θα πρέπει να καινοτομούν στις μεθόδους τεχνικής παραγωγής τους, χρησιμοποιώντας τα πλέον αποδοτικά εργαλεία οικονομικής, επιστημονικής και τεχνικής διαχείρισης, ώστε να βοηθούν στην κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης τροφίμων και ανανεώσιμων γεωργικών υλών με έναν πιο βιώσιμο από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη τρόπο·

50.

επισημαίνει ότι στο πλαίσιο της Στρατηγικής Ευρώπη 2020 η έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και η χρήση νέων τεχνολογιών και χρηστών γεωργικών πρακτικών, είναι σημαντικές για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση της παραγωγής με παράλληλη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, και της χρήσης ανεπαρκών πόρων, όπως το νερό και η ενέργεια· εκτιμά ότι θα πρέπει να ενθαρρυνθούν περαιτέρω οι επενδύσεις στη γεωργική καινοτομία, ιδίως μέσω της ΚΓΠ και των προγραμμάτων πλαίσιο της ΕΕ για την έρευνα και ανάπτυξη, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι νέες προκλήσεις·

51.

εισηγείται σχετικά την ενεργή επιτόπια παρουσία γεωπόνων με την ιδιότητα του συμβούλου προκειμένου να καθοδηγούν τους γεωργούς στις προσπάθειές τους για παροχή περιβαλλοντικών δημοσίων αγαθών·

52.

πιστεύει ότι πρέπει να καθιερωθούν ρήτρες ασφαλείας που θα διασφαλίζουν την περαιτέρω χρήση της βιοτεχνολογίας στην γεωργία χωρίς αρνητικό αντίκτυπο στις υφιστάμενες μεθόδους παραγωγής·

Μία πράσινη ΚΓΠ

53.

σημειώνει ότι η αγορά έχει μέχρι σήμερα αμελήσει να ανταμείψει δεόντως τους αγρότες που προστατεύουν το περιβάλλον και άλλα δημόσια αγαθά· για το λόγο αυτό πιστεύει ότι η ΚΓΠ πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη βιωσιμότητα, παρέχοντας κατάλληλα οικονομικά κίνητρα στους αγρότες να βελτιστοποιήσουν την προσφορά υπηρεσιών προς το οικοσύστημα και να βελτιώσουν περαιτέρω την ορθή διαχείριση περιβαλλοντικών πόρων των γεωργικών γαιών της ΕΕ· επισημαίνει ότι αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί χωρίς να δημιουργηθούν πρόσθετα οικονομικά ή γραφειοκρατικά εμπόδια για τους αγρότες·

54.

πιστεύει ότι οι αγρότες έχουν τη δυνατότητα, χάρη στη βελτίωση των παραγωγικών παραγόντων που συνδέονται με την πρόοδο των γνώσεων, να συμβάλλουν στην πράσινη ανάπτυξη και ανταποκρίνονται στην ενεργειακή κρίση μέσω της ανάπτυξης πράσινης ενέργειας με μορφές όπως η βιομάζα, τα βιολογικά απόβλητα, το βιοαέριο, τα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς και η μικρής κλίμακας αιολική, ηλιακή και υδροηλεκτρική ενέργεια, που επίσης θα βοηθήσουν στη δημιουργία νέων πράσινων θέσεων εργασίας·

Μια κοινή και απλή πολιτική

55.

επιμένει ότι μια κοινή γεωργική πολιτική έχει μεγαλύτερη αξία από όσο ποτέ άλλοτε για να διασφαλιστεί ότι η διασυνοριακή διάσταση της προσφοράς τροφίμων, η κλιματική αλλαγή, τα υψηλά κοινά πρότυπα περιβαλλοντικής προστασίας, η ασφάλεια και η ποιότητα των προϊόντων καθώς και η καλή διαβίωση των ζώων είναι εγγυημένα σε μια ενιαία αγορά που λειτουργεί σωστά·

56.

πιστεύει ότι η νέα ΚΓΠ πρέπει, μέσω ενός απλοποιημένου συστήματος ενισχύσεων, να είναι απλή ως προς τη διαχείρισή της, διαφανής και να μειώσει τη γραφειοκρατία και τα διοικητικά εμπόδια στους αγρότες, ιδίως τους μικρότερους παραγωγούς, επιτρέποντας στους αγρότες να επικεντρωθούν στο βασικό τους καθήκον που είναι να παρέχουν αγροτικά προϊόντα ποιότητας· πιστεύει ότι αυτό μπορεί να το επιτύχει, μεταξύ άλλων, κινούμενη προς τη χρήση εργαλείων παράδοσης που θα θεσπίζουν τους στόχους και θα επιτρέπουν στους αγρότες να επιλέγουν το δικό τους σύστημα καλλιέργειας ώστε να ανταποκρίνονται στους στόχους, όπως συμφωνίες έκβασης και απλές συμβάσεις, καθώς και πολυετείς πληρωμές·

57.

ζητά να ενεργοποιηθούν κατάλληλα μέτρα που θα αποσκοπούν στην παρουσίαση του περιεχομένου της ΚΓΠ όχι μόνο στους αγρότες αλλά και σε όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, γνωστοποιώντας με τρόπο διαφανή τους προς επίτευξη στόχους, τα διαθέσιμα μέσα και τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα από την υλοποίηση της ΚΓΠ·

58.

εκτιμά ότι απαιτείται μια αναλογικότερη και βασισμένη στους κινδύνους προσέγγιση εκ μέρους της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή κανονιστικών ελέγχων, τη διεξαγωγή ελέγχων συμμόρφωσης και την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων·

59.

απαιτεί την έγκαιρη και επίκαιρη ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση του αγροτικού προϋπολογισμού·

Εξασφάλιση μιας δίκαιης, πράσινης και βιώσιμης ΚΓΠ

60.

προσδοκά, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Ευρώπη του 2010, ότι η ΚΓΠ θα σχεδιαστεί εκ νέου προκειμένου να παράσχει μηχανισμούς που δημιουργούν έξυπνη και χωρίς αποκλεισμούς φιλοπεριβαλλοντική ανάπτυξη·

61.

αναγνωρίζει το ευρύ φάσμα των υφιστάμενων και των νέων προτεραιοτήτων για την ΚΓΠ και σημειώνει ότι η δικαιολογημένη προσδοκία των νέων κρατών μελών, όταν προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ότι οι ενισχύσεις της ΚΓΠ, με την πάροδο του χρόνου, θα ήταν παρόμοιες με τις ενισχύσεις των παλιών κρατών μελών· προκειμένου να ανταποκριθεί πλήρως στις νέες προκλήσεις και να φέρει εις πέρας τις προτεραιότητες μιας μεταρρυθμισμένης ΚΓΠ, ζητά τα ποσά που θα διατεθούν για την ΚΓΠ από τον προϋπολογισμό του 2013 να διατηρηθούν και κατά την επόμενη περίοδο δημοσιονομικού προγραμματισμού·

62.

ζητά ο προϋπολογισμός της ΚΓΠ να έχει ένα μηχανισμό ευελιξίας τέλους χρήσης, προκειμένου να μεταφέρονται και να ανακατανέμονται στο επόμενο έτος τα ποσά που δεν έχουν απορροφηθεί·

63.

επιμένει ότι η ΚΓΠ δεν θα πρέπει να επανεθνικοποιηθεί και επομένως πιστεύει ότι οι άμεσες ενισχύσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται πλήρως από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, απορρίπτοντας ως εκ τούτου οποιαδήποτε περαιτέρω συγχρηματοδότηση, η οποία θα μπορούσε να βλάψει το θεμιτό ανταγωνισμό εντός της Ενιαίας Αγοράς της ΕΕ·

64.

ζητά τη δίκαιη κατανομή των κονδυλίων της ΚΓΠ στους αγρότες σε όλη την ΕΕ· υπενθυμίζει ότι για να τύχει σεβασμού η πολυμορφία της γεωργίας στην ΕΕ, πρέπει να βρεθούν αντικειμενικά κριτήρια, προκειμένου να οριστεί ένα δίκαιο σύστημα κατανομής· σημειώνει ότι οι άμεσες πληρωμές συμβάλλουν στην παροχή δημόσιων αγαθών, βοηθούν τη σταθεροποίηση των εισοδημάτων των αγροτών και αποτελούν εξασφάλιση έναντι των κινδύνων, αντισταθμίζοντας εν μέρει τα κοινωνικά επιθυμητά υψηλά πρότυπα στην ΕΕ και τη συνεχιζόμενη μείωση των δασμολογικών φραγμών, και παράλληλα επιβραβεύοντας την παροχή βασικών δημόσιων αγαθών που δεν αμείβεται από την αγορά·

πιστεύει ότι προκειμένου να μειωθούν οι διαφορές στην κατανομή των κονδυλίων άμεσης ενίσχυσης ανάμεσα στα κράτη μέλη και να αντικατοπτριστεί η ευρεία διαφοροποίηση που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή γεωργία, η βάση των εκταρίων από μόνη της δεν θα είναι επαρκής και, επομένως, ζητά από την Επιτροπή να προτείνει πρόσθετα αντικειμενικά κριτήρια και να αξιολογήσει τον πιθανό αντίκτυπό τους, λαμβάνοντας υπόψη τον σύνθετο χαρακτήρα του γεωργικού κλάδου και τις διαφορές στα κράτη μέλη, προκειμένου να επιτευχθεί μια περισσότερο ισοζυγισμένη κατανομή·

ζητά να οριστούν με σαφήνεια δίκαια και αντικειμενικά κριτήρια για τον καταμερισμό πόρων για στόχους αγροτικής ανάπτυξης·

65.

πιστεύει ότι, σε όλα τα κράτη μέλη, οι άμεσες ενισχύσεις θα πρέπει να έχουν ως βάση μία περιοχή εντός της επόμενης περιόδου δημοσιονομικού προγραμματισμού· αυτό θα συνιστούσε επαρκή μεταβατική περίοδο, που θα επέτρεπε στους αγρότες και στις γεωργικές δομές που ακόμα χρησιμοποιούν το σύστημα των ιστορικών πληρωμών, την ευελιξία να προσαρμοσθούν στις αλλαγές και να αποφύγουν μια υπερβολικά ριζική ανακατανομή των ενισχύσεων, χωρίς να θιγεί η έγκαιρη επίτευξη μιας ισοζυγισμένης κατανομής των ενισχύσεων μεταξύ των κρατών μελών· σημειώνει ότι η απομάκρυνση από την ιστορική βάση μπορεί να γεννήσει ιδιαίτερες προκλήσεις για τα κράτη μέλη ή τις περιφέρειες με μια σχετικά μεγάλη ποσότητα των λεγόμενων «γυμνών γαιών» (επιλέξιμη γη για την οποία δεν ζητείται ενίσχυση)· ζητά να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι συγκεκριμένες ανάγκες τέτοιων περιφερειών, κατά το σχεδιασμό της μελλοντικής ενίσχυσης· πιστεύει επίσης ότι τα κράτη μέλη και οι περιφέρειες πρέπει να συνεχίσουν να έχουν την ευελιξία να αναγάγουν σε περιφερειακό επίπεδο το σύστημα πληρωμών της περιοχής τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αντικατοπτρίζονται οι συγκεκριμένες προτεραιότητές τους, τηρώντας ταυτόχρονα τις αρχές του θεμιτού ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά·

66.

θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει επιστροφή στις συνδεδεμένες ενισχύσεις ως κατευθυντήρια αρχή της ΚΓΠ· ωστόσο, δεδομένης της μετακίνησης από ένα ιστορικό μοντέλο σε ένα μοντέλο ενίσχυσης της περιοχής, υπό το πρίσμα των αποφάσεων που ελήφθησαν κατόπιν της Διάγνωσης Υγείας, υιοθετεί την άποψη ότι θα πρέπει να επιτραπεί ένα επαρκές περιθώριο ευελιξίας στα κράτη μέλη· πιστεύει ότι η εν λόγω ευελιξία θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να ανταποκρίνονται στις συγκεκριμένες ανάγκες της επικράτειάς τους και να εμποδίσουν την πλήρη διακοπή της παραγωγής ή τη μείωση της διαφοροποίησης των καλλιεργειών· είναι της άποψης ότι αυτό το περιθώριο χειρισμών θα λάβει τη μορφή ανώτατων συνδεδεμένων πληρωμών για ευάλωτους γεωργικούς κλάδους και περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις του ΠΟΕ, διασφαλίζοντας παράλληλα θεμιτές συνθήκες αγοράς για τους αγρότες σε ολόκληρη την ΕΕ·

67.

αναγνωρίζει την ανάγκη ύπαρξης δομικών στοιχείων ζωτικής σημασίας, ήτοι: Επισιτιστική Ασφάλεια και Θεμιτό Εμπόριο, Βιωσιμότητα, Γεωργία ανά την Ευρώπη, Ποιότητα των Τροφίμων, Βιοποικιλότητα και Περιβαλλοντική Προστασία και Πράσινη Ανάπτυξη, για την επίτευξη μιας δίκαιης και πιο βιώσιμης ΚΓΠ· εκτιμά ότι η διάρθρωση που αποτελείται από δύο πυλώνες πρέπει να διατηρηθεί, αλλά ότι πρέπει να αποφευχθεί η επικάλυψη των στόχων και των μέσων των πολιτικών, καθώς και να αντικατοπτριστεί το περιεχόμενο των δομικών στοιχείων που ορίζονται εδώ·

68.

πιστεύει ότι, προς όφελος της απλούστευσης, της σαφήνειας και μιας κοινής προσέγγισης, θα πρέπει να συμφωνηθεί η χρηματοδότηση για καθεμία από τις προτεραιότητες της ΚΓΠ ήδη από την αρχή της μεταρρύθμισης·

Επισιτιστική ασφάλεια και θεμιτό εμπόριο

69.

υποστηρίζει ότι η βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων και η ποιότητα ζωής των αγροτών είναι εκ των ων ουκ άνευ για να συνεχιστούν οι γεωργικές δραστηριότητες· ως εκ τούτου, πιστεύει ότι θα έπρεπε να υπάρχει μία βασική, χρηματοδοτούμενη από την ΕΕ άμεση ενίσχυση εκτάσεων σε όλους τους αγρότες της ΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού μοντέλου γεωργικής παραγωγής, που θα πρέπει να εξασφαλίζει βασική επισιτιστική ασφάλεια στους ευρωπαίους καταναλωτές, να επιτρέπει στους αγρότες να παράγουν υψηλής ποιότητας τρόφιμα ανταγωνιστικά, να εξασφαλίζει ότι οι γεωργικές δραστηριότητες και η απασχόληση σε αγροτικές περιοχές ενθαρρύνονται σε ολόκληρη την ΕΕ και προσφέρουν βασικά δημόσια αγαθά μέσω απαιτήσεων πολλαπλής συμμόρφωσης για καλές γεωργικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, καθώς και πρότυπα υψηλής ποιότητας και καλής διαβίωσης των ζώων·

70.

ζητά ως απόλυτη απαίτηση να ανταμείβεται μόνο η ενεργός γεωργική παραγωγή μέσω απαιτήσεων ελάχιστης δραστηριότητας που θα συμπεριλαμβάνονται στους κανόνες πολλαπλής συμμόρφωσης ως προϋπόθεση για τις πληρωμές και η αναλογικότητα να αποτελέσει την κυρίαρχη αρχή που θα εφαρμόζεται κατά την επιβολή των κανόνων·

Βιωσιμότητα

71.

πιστεύει ότι μια χρηματοδοτούμενη από την ΕΕ συμπληρωματική ενίσχυση θα πρέπει να διατίθεται στους αγρότες μέσω απλών πολυετών συμβάσεων ανταμείβοντάς τους για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ανά μονάδα παραγωγής ή/και αυξάνοντας την παγίδευση διοξειδίου του άνθρακα στο έδαφος μέσω μεθόδων βιώσιμης παραγωγής και μέσω της παραγωγής βιομάζας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή μακράς διάρκειας γεωργικών πρώτων υλών·

72.

σημειώνει ότι αυτό θα είχε ως διπλό όφελος να καταστήσει τη γεωργία της ΕΕ πιο διατηρήσιμη από περιβαλλοντική και οικονομική άποψη μέσω χαμηλότερων εκπομπών άνθρακα ή/και βελτιωμένης απόδοσης και θα εξασφάλιζε επίσης οι αγρότες να μπορούν να ωφεληθούν οικονομικά από την αυξημένη παγίδευση του διοξειδίου του άνθρακα στη γη τους και να τους εξασφαλίσει τις ίδιες συνθήκες με άλλες βιομηχανίες στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής της ΕΕ· ζητά να οριστούν επαρκώς σαφή και μετρήσιμα κριτήρια και στόχοι που να επιτρέψουν αυτές οι ενισχύσεις να εφαρμοστούν το συντομότερο δυνατό σε κάθε κράτος μέλος·

Γεωργία ανά την Ευρώπη

73.

ζητά τη συνέχιση συγκεκριμένων μέτρων για να ανταμειφθούν οι αγρότες που παράγουν σε μειονεκτικές εκτάσεις, όπως οι εκτάσεις με φυσικά μειονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένων π.χ. των ορεινών περιφερειών, των περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών ή/και των περιοχών που πλήττονται περισσότερο από την αλλαγή του κλίματος, καθώς και των εξόχως απόκεντρων περιοχών, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση των γεωργικών δραστηριοτήτων ούτως ώστε να συνεχισθεί η διαχείριση της γης και η παραγωγή τοπικών τροφίμων σε ολόκληρη την ΕΕ, μειώνοντας την απειλή εγκατάλειψης της γης και διασφαλίζοντας ισορροπημένη διαχείριση των εκτάσεων ανά την ΕΕ και ορθολογική ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής·

74.

πιστεύει ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του καθεστώτος των μειονεκτικών περιοχών (ΜΠ), ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι μειονεκτικές περιοχές καθορίζονται και ταξινομούνται, θα πρέπει να συνεκτιμήσει τις δυσκολίες που βιώνουν οι αγρότες σε όλα τα μέρη της ΕΕ, εφόσον υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση με τις διαφορετικές βιοφυσικές και κλιματικές συνθήκες· φρονεί ότι θα πρέπει να χορηγηθεί μία επαρκής περίοδος σταδιακής κατάργησης σε περιοχές που ενδέχεται να αποκλείονται από τυχόν νέους κανόνες·

75.

εφιστά την προσοχή στον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζουν οι αγρότες σε περιαστικές περιοχές, όπου είναι δυνατόν να υπάρχουν έντονες πιέσεις για αγροτικούς και γεωργικούς πόρους· τονίζει ότι αυτή η παραγωγή τροφίμων και δημοσίων αγαθών πλησίον αστικών πληθυσμών θα πρέπει να διατηρηθεί·

Ποιότητα των τροφίμων

76.

τονίζει ότι η ανάπτυξη της πολιτικής για την ποιότητα των τροφίμων, μεταξύ άλλων και σε ό,τι αφορά τις γεωγραφικές ενδείξεις (ΠΟΠ/ΠΓΕ/ΕΠΙΠ), πρέπει να αποτελέσει τομέα προτεραιότητας για την ΚΓΠ, να εμβαθυνθεί και να ενισχυθεί, ώστε η ΕΕ να μπορέσει να διατηρήσει την ηγετική της θέση στον εν λόγω τομέα· είναι της άποψης ότι, στην περίπτωση αυτών των προϊόντων υψηλής ποιότητας, θα πρέπει να επιτρέπεται η χρήση των αρχικών μέσων διαχείρισης, προστασίας και προώθησης, που θα τους επιτρέψει να αναπτυχθούν με αρμονικό τρόπο και να συνεχίσουν να συμβάλλουν τα μέγιστα στην αειφόρο ανάπτυξη και τη βιώσιμη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής γεωργίας·

Βιοποικιλότητα και προστασία του περιβάλλοντος

77.

πιστεύει ότι οι αγρότες μπορούν να συμβάλουν στη βιοποικιλότητα και την περιβαλλοντική προστασία, καθώς και στην προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος και την άμβλυνση αυτής με οικονομικά αποδοτικό τρόπο, και επομένως πρέπει να προσφερθούν περισσότερα κίνητρα· ζητεί η ΚΓΠ να προσφέρει την ευκαιρία η μεγάλη πλειονότητα των αγροτικών εκτάσεων να καλυφθεί από αγροτικά-περιβαλλοντικά καθεστώτα ανταμοιβής των αγροτών για την παροχή πρόσθετων οικοσυστημικών υπηρεσιών, ενθαρρύνοντας παράλληλα περισσότερο βιώσιμα και χαμηλότερης εισροής μοντέλα παραγωγής, όπως η βιολογική γεωργία, η ολοκληρωμένη γεωργία, η ανάπτυξη γεωργίας υψηλής φυσικής αξίας και βιώσιμες πρακτικές εντατικής γεωργίας· θεωρεί ότι όλα αυτά τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης θα πρέπει να συνεχίσουν να συγχρηματοδοτούνται, ακόμα και με αυξημένο προϋπολογισμό εάν είναι αναγκαίο·

Πράσινη ανάπτυξη

78.

πιστεύει ότι η «πράσινη ανάπτυξη» θα πρέπει να βρίσκεται στην καρδιά μιας νέας στρατηγικής αγροτικής ανάπτυξης με επίκεντρο τη δημιουργία νέων πράσινων θέσεων εργασίας μέσω:

της ανάπτυξης δυναμικών εργαλείων σε τοπικό επίπεδο, όπως το τοπικό μάρκετινγκ, η τοπική επεξεργασία, η υποστήριξη για προγράμματα που προβλέπουν συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών από τον τοπικό γεωργικό κλάδο·

της ανάπτυξης βιομάζας, βιολογικών αποβλήτων, βιοαερίου και μικρής κλίμακας βιοκαυσίμων δεύτερης γενιάς, γεωργικών πρώτων υλών και προϊόντων πράσινης χημείας·

επενδύοντας στον εκσυγχρονισμό και την καινοτομία καθώς και σε νέες τεχνικές έρευνας και ανάπτυξης για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και την άμβλυνση αυτής·

προσφέροντας κατάρτιση και συμβουλές σε αγρότες για την εφαρμογή νέων τεχνικών και βοηθώντας τους νέους αγρότες να εισέλθουν στη γεωργία·

79.

πιστεύει ότι για να υποστηριχτούν τα δομικά στοιχεία κλειδιά της ΚΓΠ, θα πρέπει και πάλι να υπάρχει ένα επαρκές δίκτυ ασφαλείας· είναι της άποψης ότι το εν λόγω δίκτυ ασφαλείας θα πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στην αγορά και να περιλαμβάνει μέσα όπως η δημόσια και ιδιωτική αποθήκευση, η μεσολάβηση, η εκκαθάριση της αγοράς, που θα πρέπει να ενεργοποιούνται όποτε αυτό απαιτείται για προστασία από την ακραία αστάθεια των τιμών ως ένα εργαλείο ταχείας αντίδρασης κατά των κρίσεων· για το σκοπό αυτό, θεωρεί ότι θα πρέπει να προβλεφθεί ειδικό κονδύλιο για αποθεματικό στον προϋπολογισμό της ΕΕ, το οποίο θα μπορούσε να ενεργοποιείται με ταχύτητα ως αντίδραση στις κρίσεις που προκύπτουν·

80.

ζητεί τα μέτρα αυτά να υποστηρίζονται από μέσα που θα έχουν σχεδιασθεί για να βοηθήσουν στη μείωση της αστάθειας και να παράσχουν σταθερές συνθήκες για τις γεωργικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και τον σχεδιασμό· στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη νέα καινοτόμα οικονομικά και χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως διασυνοριακά συμβόλαια ασφάλισης από κινδύνους για τη σοδειά, αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και κεφάλαια αμοιβαιότητας, έναντι των ακραίων συνθηκών της αγοράς ή κλιματικών συνθηκών χωρίς να διαταράσσονται τα ιδιωτικά προγράμματα που βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης·

81.

θεωρεί ότι η ρύθμιση της ανάπτυξης της παραγωγικής ικανότητας μπορεί να αποτελέσει ένα αξιόλογο εργαλείο για αειφόρο ανάπτυξη σε πολλούς γεωργικούς τομείς·

82.

επιμένει ότι, για να συμπληρωθούν τα μέτρα της αγοράς, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να ενισχυθεί η θέση των πρωτογενών παραγωγών εντός της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων μέσω μιας σειράς δράσεων για την αντιμετώπιση της διαφάνειας, των συμβατικών σχέσεων και των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών· υιοθετεί την άποψη ότι πιθανές ρυθμίσεις στους κανόνες ανταγωνισμού θα πρέπει επίσης να διερευνηθούν ώστε να επιτραπεί στους οργανισμούς παραγωγής πρωτογενών προϊόντων να γίνουν περισσότερο αποδοτικοί και να αναπτυχθούν σε μέγεθος, όπου αυτό χρειάζεται, εξοπλίζοντάς τους με βελτιωμένη διαπραγματευτική δύναμη για να αντιμετωπίσουν τους μεγάλους λιανοπωλητές και μεταποιητές· στο πλαίσιο αυτό πιστεύει ότι θα πρέπει να εξετασθεί ο διορισμός εθνικών Διαμεσολαβητών και/ή ενός Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή με στόχο την επίλυση διαφορών εντός της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων·

83.

υπενθυμίζει ότι, μεταξύ του τρέχοντος συνόλου εργαλείων της αγοράς και στο πλαίσιο των δεσμεύσεων του ΠΟΕ, οι επιστροφές κατά την εξαγωγή θα πρέπει να συνεχίσουν να μειώνονται σταδιακά στην ΕΕ, παράλληλα με τα παρόμοια μέτρα που λαμβάνονται από τους εταίρους του ΠΟΕ·

84.

θεωρεί απαραίτητη την προώθηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής γεωργίας εντός και εκτός των συνόρων της Ένωσης, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της επισιτιστικής επάρκειας της ΕΕ, του εφοδιασμού με τρόφιμα ενός αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού, της προστασίας του περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας και της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής·

85.

υπενθυμίζει ότι η ΕΕ μπορεί να χρηματοδοτήσει μέτρα τόσο σε ευρωπαϊκές όσο και σε τρίτες χώρες που παρέχουν πληροφορίες ή προωθούν τα πλεονεκτήματα ευρωπαϊκών γεωργικών προϊόντων και ειδών διατροφής στην Ευρώπη και ανά τον κόσμο· πιστεύει ότι ο προϋπολογισμός των εν λόγω κεφαλαίων θα πρέπει να αναθεωρηθεί προκειμένου να αυξηθεί η αναγνωρισιμότητα γεωργικών προϊόντων και ειδών διατροφής της ΕΕ στις αγορές εντός της ΕΕ και σε τρίτες χώρες· πιστεύει ότι τα εν λόγω συστήματα προώθησης προϊόντων θα πρέπει να εφαρμόζονται ευρύτερα και να έχουν μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή στο πλαίσιο της νέας ΚΓΠ·

86.

θεωρεί ότι η κοινή γεωργική πολιτική πρέπει να επιτρέψει να τεθεί στη διάθεση όλων των καταναλωτών και κυρίως των ασθενέστερων οικονομικά, μια πιο υγιής διατροφή από μια σειρά πιο διαφοροποιημένων προϊόντων σε προσιτές τιμές· για να καταπολεμηθεί η φτώχια και να βελτιωθεί η υγεία θα πρέπει να εφαρμοσθούν τα προγράμματα ενισχύσεων προς τους ασθενέστερους και να διευρυνθούν τα προγράμματα που προορίζονται για την προώθηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών στα σχολεία·

87.

πιστεύει ότι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της νέας ΚΓΠ θα πρέπει να διακρίνεται από απλότητα, αναλογικότητα και μείωση της γραφειοκρατίας και των διοικητικών εξόδων στον πυρήνα της·

Η ΚΓΠ στο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο και η ετήσια διαδικασία του προϋπολογισμού

88.

τονίζει την ανάγκη, δεδομένων των νέων στόχων της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, να παρασχεθεί επαρκής χρηματοδότηση στο νέο ΠΔΠ, προκειμένου να καταστεί δυνατή η καλύτερη στήριξη της πολιτικής στο πλαίσιο των μεγάλων προκλήσεων που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια ο κρίσιμος αυτός τομέας για την ασφάλεια των τροφίμων στην ΕΕ·

89.

υπενθυμίζει ότι κατά τα τελευταία τέσσερα έτη του ισχύοντος ΠΔΠ η συμφωνία επί των ετησίων προϋπολογισμών ήταν μόνο δυνατή είτε μέσω της εξάντλησης των υφισταμένων περιθωρίων στους διάφορους τομείς του ΠΔΠ είτε μέσω προσφυγής σε αναθεώρηση όπως προβλέπεται στο άρθρο 23 της Διοργανικής Συμφωνίας (ΔΣ) της 17ης Μαΐου 2006 χρησιμοποιώντας τα περιθώρια που παρέχουν τα ανώτατα όρια του Τομέα 2 προκειμένου να χρηματοδοτηθούν άλλες προτεραιότητες της ΕΕ· υπενθυμίζει ότι από το οικονομικό έτος 2011 έως την εκπνοή του ισχύοντος ΠΔΠ (2013), τα περιθώρια που υπόκεινται σε ανώτατα όρια του Τομέα 2 θα μειωθούν δραστικά·

90.

τονίζει ότι η νομικώς δεσμευτική φύση του ΠΔΠ καθιστά αναγκαία τη θέσπιση ελαστικότερων ρυθμίσεων εφαρμογής ώστε να μπορεί η Ένωση να ανταποκρίνεται με επαρκώς ελαστικό τρόπο και αποτελεσματικά σε απρόβλεπτα γεγονότα·

91.

εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 314, παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεν επιτρέπεται να τροποποιεί πλέον το σχέδιο προϋπολογισμού της από τη στιγμή που θα συνεδριάσει η Επιτροπή Συνδιαλλαγής· υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει τροποιητική επιστολή για την επικαιροποίηση των γεωργικών προβλέψεων το φθινόπωρο· επιμένει ότι η τροποιητική επιστολή πρέπει να υποβάλλεται πριν από την ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο· καλεί τις αρμόδιες επιτροπές του να θεσπίσουν εσωτερική διαδικασία για τον καθορισμό της στάσης του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη συνεδρίαση της Επιτροπή Συνδιαλλαγής·

92.

υπενθυμίζει ότι τα Πιλοτικά Σχέδια (ΠΣ) και οι Προπαρασκευαστικές Ενέργειες (ΠΕ) που εισήγαγε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν εξελιχθεί σε σημαντικά εργαλεία για τη διαμόρφωση πολιτικών προτεραιοτήτων και την εισαγωγή νέων πρωτοβουλιών οι οποίες συχνά μετατράπηκαν σε δραστηριότητες και προγράμματα της ΕΕ, περιλαμβανομένου του τομέα της γεωργικής ανάπτυξης και της ανάπτυξης της υπαίθρου· πιστεύει ότι και στο μέλλον τα πιλοτικά σχέδια και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πλατφόρμα δοκιμής νέων ιδεών για μεταρρυθμίσεις·

93.

καλεί την Επιτροπή να λάβει πλήρως υπόψη τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όταν θα επεξεργάζεται την ανακοίνωσή της και θα καταρτίζει τις νομοθετικές της προτάσεις·

*

* *

94.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  AGRI_DT (2010)439305.

(2)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0101.

(3)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, Ρ7_ΤΑ(2010)0131.

(4)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, Ρ7_ΤΑ(2010)0088.

(5)  Βλ. το γράφημα 1 του παραρτήματος της έκθεσης A7-0204/2010.

(6)  Βλ. το γράφημα 2 του παραρτήματος της έκθεσης A7-0204/2010.

(7)  Βλ. το γράφημα 3 του παραρτήματος της έκθεσης A7-0204/2010.

(8)  Βλ. το γράφημα 4 του παραρτήματος της έκθεσης A7-0204/2010.

(9)  Βλ. το γράφημα 5 του παραρτήματος της έκθεσης A7-0204/2010.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/119


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Καθεστώς εισαγωγής στην ΕΕ προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας με προοπτική τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑΠ)

P7_TA(2010)0287

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το καθεστώς εισαγωγής στην ΕΕ προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας με προοπτική τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) (2009/2238(INI))

2011/C 351 E/18

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982,

έχοντας υπόψη τη συμφωνία της 4ης Αυγούστου 1995 με σκοπό την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 σε σχέση με τη διατήρηση και τη διαχείριση των αποθεμάτων ιχθύων οι μετακινήσεις των οποίων πραγματοποιούνται τόσο εντός όσο και εκτός των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών (αλληλοεπικαλυπτόμενα αποθέματα) και των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων ιχθύων («Συμφωνία της Νέας Υόρκης»),

έχοντας υπόψη τον κώδικα συμπεριφοράς για την υπεύθυνη αλιεία του FΑΟ που ενεκρίθη στις 31 Οκτωβρίου 1995,

έχοντας υπόψη την τελική δήλωση στο πλαίσιο της παγκόσμιας διάσκεψης κορυφής για τη βιώσιμη ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ από 26 Αυγούστου 2002 έως 4 Σεπτεμβρίου 2002,

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη διατήρηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της ΚΑΠ (1),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1999 σχετικά με την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (2),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Δεκεμβρίου 2007 σχετικά με την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (3),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1005/2008 του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2008 για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος πρόληψης, αποτροπής και εξάλειψης της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας (4),

έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 66/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του οικολογικού σήματος της ΕΕ (5),

έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής με τίτλο «Μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής» (CΟΜ(2009)0163),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Φεβρουαρίου 2010 σχετικά με την Πράσινη Βίβλο για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ (6),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Οικοδομώντας ένα βιώσιμο μέλλον για την υδατοκαλλιέργεια - Νέα ώθηση στη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής υδατοκαλλιέργειας» (CΟΜ(2009)0162),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 17ης Ιουνίου 2010 σχετικά με μια νέα ώθηση στη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής υδατοκαλλιέργειας (7),

έχοντας υπόψη τη συμφωνία του Μαρακές της 15ης Απριλίου 1994 διά της οποίας ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου,

έχοντας υπόψη την υπουργική δήλωση του ΠΟΕ που ενεκρίθη στην Ντόχα στις 14 Νοεμβρίου 2001,

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Μια ανταγωνιστική Ευρώπη σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία» (CΟΜ(2006)0567),

έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 7ης Μαΐου 2009 σχετικά με το νέο ρόλο και τις νέες ευθύνες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας (8),

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αλιείας και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (A7-0207/2010),

Α.

λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική σημασία των τομέων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας για τον εφοδιασμό του πληθυσμού και για την ισορροπία του ισοζυγίου ειδών διατροφής στα διάφορα κράτη μέλη καθώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της, καθώς και τη σημαντική συμβολή των τομέων αυτών στην κοινωνικοοικονομική ευημερία των παράκτιων περιοχών, την τοπική ανάπτυξη, την απασχόληση και τη διατήρηση των τοπικών πολιτιστικών παραδόσεων,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αλιευτικά προϊόντα αποτελούν έναν φυσικό πόρο που μπορεί με την κατάλληλη διαχείριση να είναι ανανεώσιμος και να παρέχει τροφή και θέσεις εργασίας στην ΕΕ και παγκοσμίως, καθώς και ότι έχει ανάγκη υποστήριξης ώστε να αποτραπούν η εξάντληση των ιχθυοαποθεμάτων και οι συνεπαγόμενες δυσχέρειες στις παράκτιες κοινότητες, τόσο στην ΕΕ όσο και εκτός αυτής· λαμβάνοντας υπόψη, προς το σκοπό αυτό, την ανάγκη να ενισχυθεί η αποτελεσματική διαχείριση της αλιείας, όπου περιλαμβάνονται και οι διαστάσεις και οι επιπτώσεις του διεθνούς εμπορίου αλιευτικών πόρων,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη τη φιλόδοξη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ την οποία ξεκίνησε η Επιτροπή με την έγκριση της Πράσινης Βίβλου της 22ας Απριλίου 2009 με σκοπό την αναθεώρηση των περισσοτέρων πτυχών της πολιτικής αυτής,

Δ.

λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη νέα στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής υδατοκαλλιέργειας που προσδιορίζεται από την Επιτροπή στην ανακοίνωσή της της 8ης Απριλίου 2009 (CΟΜ(2009)0162),

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη τους συγκεκριμένους στόχους που τέθηκαν για τη διαχείριση της αλιείας στο πλαίσιο της παγκόσμιας διάσκεψης κορυφής για τη βιώσιμη ανάπτυξη που πραγματοποιήθηκε το 2002 στο Γιοχάνεσμπουργκ, μεταξύ των οποίων ο στόχος να επανέλθει η εκμετάλλευση των αλιευτικών αποθεμάτων σε ένα επίπεδο που θα συνάδει με τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση (ΜΒΑ), έως το 2015,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινοτική παραγωγή προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (ΠΑΥ) σημείωσε πτώση της τάξης του 30% περίπου κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πτώση αυτή συνδέεται τόσο με τη μείωση των αλιευτικών πόρων στα ευρωπαϊκά ύδατα όσο και με τα μέτρα που, σωστά, ελήφθησαν για να περιορισθεί η αλιεία και να εξασφαλιστεί η βιώσιμη διαχείριση των αποθεμάτων στο πλαίσιο στη ΚΑΠ, τόσο εντός όσο και εκτός των υδάτων της ΕΕ, κυρίως όπου δραστηριοποιούνται αλιευτικά σκάφη της ΕΕ βάσει των συμφωνιών εταιρικής σχέσης στον τομέα της αλιείας,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ευρωπαϊκή αλιεία καλύπτει ποσοστό κάτω του 6% των παγκόσμιων αλιευμάτων,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, έστω και αν η Πράσινη Βίβλος για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ παρουσιάζει την προοπτική, μακροπρόθεσμα, μιας πιθανής αντιστροφής αυτής της τάσης μείωσης των αλιευμάτων, τα ριζικά μέτρα που προβλέπονται για την ανανέωση των αποθεμάτων (μείωση της ικανότητας των στόλων, πιο δεσμευτικά μέτρα διαχείρισης, ενισχυμένοι έλεγχοι, κ.λπ.) δεν μπορεί παρά να συμβάλουν, αντίθετα, στη μεσοπρόθεσμη όξυνσή της,

Ι.

λαμβάνοντας εξάλλου υπόψη ότι, παρά τη νέα σχετική στρατηγική, οι πολλαπλοί περιορισμοί στην ανάπτυξη της παραγωγής υδατοκαλλιέργειας είναι τέτοιοι ώστε να καθίσταται απίθανο να μπορέσει η ανάπτυξη αυτή να αντισταθμίσει σημαντικά, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, την πτωτική τάση της παραγωγής στον τομέα της αλιείας,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι από την άποψη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία να ενθαρρυνθεί η αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγής, ιδίως στα νέα κράτη μέλη της ΕΕ, που διαθέτουν ένα προφανές δυναμικό στον τομέα της υδατοκαλλιέργειας,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινοτική ζήτηση ΠΑΥ παρουσιάζει, αντίθετα, γενική άνοδο στην ΕΕ, με μια ιδιαίτερα έντονη δυναμική στις αγορές των νέων κρατών μελών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, και ότι αναμένεται, ως αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, διαρκής αύξηση της κατανάλωσης κατά την προσεχή εικοσαετία,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη αγορά για τα ΠΑΥ (12 εκατομμύρια τόνοι προϊόντος και 55 δισεκατομμύρια ευρώ το 2007), μπροστά από την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ, ότι εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές από τρίτες χώρες που καλύπτουν περισσότερο από το 60% των αναγκών και ότι η εξάρτηση αυτή αναμένεται να αυξηθεί,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το θέμα των εισαγωγών ΠΑΥ στην ΕΕ και οι συνθήκες με τις οποίες πραγματοποιούνται οι εισαγωγές αυτές εμφανίζεται ως το απολύτως κεντρικό θέμα σε κάθε ανάλυση των πολιτικών που ακολουθεί η ΕΕ στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας και ότι πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής στο πλαίσιο των τρεχουσών μεταρρυθμίσεων,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το θέμα αυτό πρέπει να εξετασθεί σε όλες τις πτυχές του, και συγκεκριμένα από εμπορικής, περιβαλλοντικής, κοινωνικής, υγειονομικής και ποιοτικής πλευράς,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μη επιλεκτικές αλιευτικές πρακτικές και τα υψηλά επίπεδα απορρίψεων σε ορισμένους τόπους αλιείας που εξάγουν προς τις αγορές της ΕΕ έχουν ως συνέπεια να χάνονται σημαντικές ποσότητες βρώσιμου ψαριού,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προβληματισμός πρέπει να επικεντρωθεί ιδιαίτερα την κοινή οργάνωση των αγορών (ΚΟΑ) στον τομέα των ΠΑΥ, η σημερινή ρύθμιση για την οποία φαίνεται ξεπερασμένη από πολλές απόψεις και χρειάζεται επειγόντως αναθεώρηση,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προβληματισμός αυτός απαιτεί επίσης μια κριτική θεώρηση της κοινής εμπορικής πολιτικής, όπως αυτή εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο τομέα, και της συνέπειας των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό με τη διατήρηση ενός ευρωπαϊκού κλάδου βιώσιμης και υπεύθυνης αλιείας,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι έστω και αν τα ΠΑΥ εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο μιας θεωρητικής τελωνειακής προστασίας βάσει του Κοινού Δασμολογίου, ελαφρώς ανώτερης σε σχέση με το μέσο όρο για τα μη γεωργικά προϊόντα, η προστασία αυτή έχει στην πράξη μειωθεί σημαντικά από διάφορες εξαιρέσεις και μειώσεις, αυτόνομες ή συμβατικές, η εφαρμογή των οποίων συντελεί ώστε οι εισαγωγές να πλήττονται ουσιαστικά από τους δασμούς ΜΕΚ (που εφαρμόζονται αυτομάτως) και αντιπροσωπεύουν το 5% περίπου του συνόλου,

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική του ανοίγματος των αγορών της ΕΕ στις εισαγωγές ΠΑΥ αναμένεται να συνεχισθεί τόσο σε πολυμερές επίπεδο, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων ΠΟΕ και ιδιαίτερα του τομέα ΑΜΝΑ (πρόσβαση στις μη γεωργικές αγορές) του κύκλου της Ντόχα, όσο και στο πλαίσιο μιας σειράς προτιμησιακών διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη με όλους τους εμπορικούς εταίρους στην Ασία, τη Λατινική Αμερική, τη Βόρειο Αμερική, τη Λεκάνη της Μεσογείου και με διάφορες ομάδες χωρών ΑΚΕ,

ΚΑ.

λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι η ολοκλήρωση του τομέα ΑΜΝΑ του κύκλου της Ντόχα με την προβλεπόμενη σήμερα βάση της «ελβετικής φόρμουλας» με συντελεστή 8 θα είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί ο μέγιστος δασμός που εφαρμόζεται στα ΠΑΥ στην ΕΕ από το 26% στο 6% περίπου και ο μέσος δασμός από το 12% στο 5% περίπου,

ΚΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση αυτή, πέραν του ότι θα μηδένιζε σχεδόν την προστασία από τους δασμούς που εξακολουθούν να ισχύουν, θα στερούσε από κάθε σημασία, διαβρώνοντάς τις σε μεγάλο βαθμό, τις ήδη χορηγηθείσες προτιμήσεις ή τις προτιμήσεις υπό διαπραγμάτευση προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών και ότι θα υπέσκαπτε τα θεμέλια καθώς και τους μηχανισμούς του ΠΟΕ, επιτρέποντας τη διαμόρφωση της πρόσβασης στην κοινοτική αγορά σε συνάρτηση με τις ανάγκες της ευρωπαϊκής μεταποιητικής βιομηχανίας ΠΑΥ (αναστολές και δασμολογικές ποσοστώσεις),

ΚΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, λόγω της υποχρέωσης της ΕΕ να εξασφαλίζει ορισμένη συνέπεια μεταξύ των στόχων της πολιτικής της για την ανάπτυξη (εξάλειψη της φτώχειας, ανάπτυξη βιώσιμης τοπικής αλιείας) και της εμπορικής της πολιτικής, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να εξάγουν προϊόντα αλιείας με υψηλότερη προστιθέμενη αξία, υπό την προϋπόθεση ότι τα αλιεύματα προέρχονται από αποθέματα με καλή διαχείριση και βιώσιμα και πληρούν τους απαιτούμενους όρους υγιεινής,

ΚΕ.

λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπιστωμένη τάση κατά τα τελευταία αυτά έτη των εμπορικών διαπραγματευτών της ΕΕ να επιτρέπουν ευκολότερα παρεκκλίσεις από τους κανόνες προτιμησιακής προέλευσης που παραδοσιακά εφαρμόζονται στα ΠΑΥ, τόσο για τα ακατέργαστα προϊόντα (κριτήρια προσδιορισμού της εθνικότητας των πλοίων) όσο και για τα μεταποιημένα προϊόντα (δυνατότητα διατήρησης της προτιμησιακής προέλευσης παρά τη χρήση πρώτων υλών που δεν έχουν την προέλευση αυτή),

ΚΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, βάσει μελέτης του FAO (Οργανισμός Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών), το διεθνές εμπόριο προϊόντων αλιείας μπορεί μεν να έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη επισιτιστική ασφάλεια στις αναπτυσσόμενες χώρες, γίνεται όμως παράλληλα αιτία να αυξάνεται η αλιεία, προκειμένου να τροφοδοτείται η εξαγωγική αγορά, γεγονός που επιδεινώνει έντονα τα φαινόμενα εξάντλησης των αποθεμάτων και δημιουργεί την ανάγκη διασφάλισης της ορθής και ελεγχόμενης διαχείρισης της αλιείας προκειμένου να αποτραπεί η εξάντληση των αποθεμάτων,

ΚΖ.

λαμβάνοντας υπόψη τα εν μέρει αποκλίνοντα συμφέροντα των ενωσιακών παραγωγών ΠΑΥ (αλιείς και υδατοκαλλιεργητές), των μεταποιητικών βιομηχανιών, των διανομέων, των εισαγωγέων και των καταναλωτών, που οι πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα έπρεπε να προσπαθήσουν να συμφιλιώσουν κατά τρόπο αποτελεσματικό και ισορροπημένο,

ΚΗ.

λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλισθούν ικανοποιητικές διέξοδοι για τους κοινοτικούς παραγωγούς (αλιείς και υδατοκαλλιεργητές) σε ικανοποιητικές τιμές, λαμβανομένου υπόψη του κόστους και των διαφόρων απρόβλεπτων που συνδέονται με τη δραστηριότητά τους,

ΚΘ.

λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να διασφαλίζεται στους κοινοτικούς μεταποιητές η διάθεση πρώτων υλών ομοιογενούς ποιότητας σε επαρκείς ποσότητες και σε σταθερές τιμές καθ' όλη τη διάρκεια του έτους,

Λ.

λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να ικανοποιείται η ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών της Κοινότητας για προϊόντα καλής ποιότητας σε ανταγωνιστικές τιμές και να λαμβάνεται υπόψη η αυξανόμενη επιθυμία τους να είναι ενήμεροι σε σχέση με τα χαρακτηριστικά, την προέλευση και τις συνθήκες αλίευσης ή παραγωγής των προϊόντων αυτών,

ΛΑ.

λαμβάνοντας υπόψη τις διαφοροποιημένες επιπτώσεις των εισαγωγών στην ενωσιακή αγορά σε συνάρτηση με τα είδη, το βαθμό μεταποίησης των προϊόντων και τα δίκτυα διανομής,

ΛΒ.

λαμβάνοντας υπόψη, επί παραδείγματι, ότι μια πίεση των τιμών πρώτης πώλησης προς τα κάτω εξαιτίας του ανταγωνισμού από τις εισαγωγές ισχύει περισσότερο για τα είδη βιομηχανικής χρήσης (που προορίζονται για τη μεταποιητική βιομηχανία) σε σχέση με τα μη βιομηχανικά είδη,

Γενικές σκέψεις

1.

εκφράζει τη λύπη του γιατί η Πράσινη Βίβλος για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ αφιερώνει μόλις λίγες γραμμές στο θέμα των εισαγωγών και υποτιμά προφανώς τη σημασία που έχει να αντιμετωπισθεί με τον δέοντα τρόπο το θέμα αυτό προκειμένου η μεταρρύθμιση να είναι αξιόπιστη και επιτυχής·

2.

διαπιστώνει ότι η ελευθέρωση της πρόσβασης στην κοινοτική αγορά των εισαγόμενων ΠΑΥ έχει ήδη προχωρήσει πολύ συνεπεία της εμπορικής πολιτικής που ακολούθησε η ΕΕ κατά την τελευταία εικοσαετία·

3.

διαπιστώνει ότι η κοινοτική παραγωγή ΠΑΥ είναι σαφώς ανεπαρκής για την κάλυψη των αναγκών της μεταποιητικής βιομηχανίας και την αυξανόμενη ζήτηση των καταναλωτών και ότι η κατάσταση αυτή θα παραμείνει· αναγνωρίζει ως εκ τούτου την ανάγκη προώθησης της υπεύθυνης κατανάλωσης με βάση περισσότερο την ποιότητα και τη βιωσιμότητα και όχι την ποσότητα, την ανάγκη ενίσχυσης της διαχείρισης της αλιείας προκειμένου να προωθηθεί η ανανέωση των αποθεμάτων και το γεγονός ότι οι εισαγωγές θα εξακολουθήσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον εφοδιασμό της κοινοτικής αγοράς·

4.

αναγνωρίζει ότι υφίσταται ένα ανώτατο όριο στην ποσότητα ψαριού που δύναται να αλιευθεί είτε για ανθρώπινη κατανάλωση είτε για βιομηχανικούς σκοπούς, γεγονός που σημαίνει ότι ο εφοδιασμός με ψάρια της αγοράς της ΕΕ δεν είναι δυνατόν να διευρύνεται επ' άπειρον·

5.

επιμένει, ωστόσο, στην επιτακτική ανάγκη να εξασφαλισθεί η διατήρηση στην ΕΕ των τομέων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας που σέβονται μακροπρόθεσμα το περιβάλλον και είναι οικονομικά βιώσιμοι, περιλαμβανομένης της βιοτεχνικής τους συνιστώσας, είναι αρμονικά κατανεμημένοι στις ακτές της και συμβάλλουν στη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας των ενδιαφερόμενων περιοχών, παρέχοντας απασχόληση σε όλο το φάσμα του κλάδου και προμηθεύοντας τρόφιμα ασφαλή και καλής ποιότητας, κάτι που συνεπάγεται ότι οι αλιείς θα μπορούν να λαμβάνουν τη σωστή τιμή για τα προϊόντα τους· επισημαίνει επίσης ότι οι εργαζόμενοι του κλάδου της αλιείας πρέπει να εργάζονται υπό εύλογες συνθήκες, σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν οι συμβάσεις του ΔΟΕ περί υγείας και ασφάλειας στην εργασία·

6.

επισημαίνει ότι η υφιστάμενη δυνατότητα εύκολων εξαγωγών ΠΑΥ προς την κοινοτική αγορά μπορεί να έχει - υπό ορισμένες περιστάσεις - αρνητικό αντίκτυπο στην τοπική οικονομία ορισμένων περιοχών, και μάλιστα των πλέον απομακρυσμένων σε σχέση με την πώληση των τοπικών προϊόντων τους·

Ειδικότερες σκέψεις

Εμπορική και τελωνειακή πολιτική

7.

θεωρεί ότι η ΕΕ, ως ο μεγαλύτερος εισαγωγέας προϊόντων αλιείας στον κόσμο, μοιράζεται με άλλες μεγάλες ιχθυοεισαγωγούς χώρες την πολιτική ευθύνη να διασφαλίσει ότι οι εμπορικοί κανόνες του ΠΟΕ εφαρμόζουν τα υψηλότερα δυνατά παγκόσμια πρότυπα διαχείρισης της αλιείας και διατήρησης των πόρων· προς το σκοπό αυτόν, καλεί την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε να ενισχυθεί η παρουσία ενός δίκαιου, διαφανούς και βιώσιμου εμπορίου αλιευτικών προϊόντων στις διμερείς και πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ·

8.

θεωρεί ότι μια λογική δασμολογική προστασία είναι και πρέπει να παραμείνει ένα σημαντικό και νόμιμο μέσο ρύθμισης των εισαγωγών στη διάθεση της πολιτικής εξουσίας· υπενθυμίζει ότι μια δασμολογική προστασία erga omnes αντιπροσωπεύει όλη την αξία των προτιμήσεων που παρέχονται από την ΕΕ σε ορισμένες χώρες, ιδιαίτερα τις αναπτυσσόμενες· υπενθυμίζει ότι η εξάλειψη αυτής της προστασίας θα στερούσε τις χώρες που απολαύουν προτιμήσεων από όλα τα πλεονεκτήματα που έχουν σήμερα· υπενθυμίζει επίσης τη χρησιμότητα της ελαστικής φύσης της δασμολογικής αυτής προστασίας, που επιτρέπει στην ΕΕ να αναστέλλει την εφαρμογή της, όταν η κοινοτική παραγωγή πρώτων υλών είναι ανεπαρκής για τη διασφάλιση επαρκούς εφοδιασμού της βιομηχανίας μεταποίησης·

9.

απορρίπτει, ως εκ τούτου, τη θεώρηση που προωθείται με την εμπορική πολιτική η οποία ακολουθείται σήμερα, μιας αναπότρεπτης κατάργησης κάθε δασμολογικής προστασίας του τομέα των ΠΑΥ μπροστά στην οποία οι κοινοτικοί παραγωγοί – αλιείς, υδατοκαλλιεργητές και μεταποιητές – δεν θα είχαν άλλη εναλλακτική λύση από το να παραιτηθούν·

10.

θεωρεί ότι, όπως και ο γεωργικός τομέας, οι τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας είναι στρατηγικής σημασίας, πολυλειτουργικοί, εξαρτώνται από τη βιώσιμη διατήρηση και χρήση των φυσικών πόρων και είναι λίαν ευάλωτοι σε ορισμένες εκ των συνιστωσών τους που δύσκολα μπορούν να ανταποκριθούν σε μια προσέγγιση καθαρά ελεύθερων συναλλαγών βασιζόμενοι στο ελεύθερο παιχνίδι των συγκριτικών πλεονεκτημάτων·

11.

εκφράζει τη λύπη του γιατί, αντίθετα με τις εμπορικές διαπραγματεύσεις για τα γεωργικά προϊόντα που πραγματοποιούνται από τον αρμόδιο για τη γεωργία επίτροπο, εκείνες που αφορούν τα ΠΑΥ θεωρούνται «μη γεωργικές» διαπραγματεύσεις και υπάγονται στην αρμοδιότητα του αρμόδιου για το εμπόριο επιτρόπου, για τον οποίο αποτελούν συχνά μόλις μία μεταβλητή σε ένα ευρύτερο φάσμα προβληματισμού·

12.

ζητεί τη μεταφορά της αρμοδιότητας για την πραγματοποίηση των εμπορικών διαπραγματεύσεων που αφορούν τα ΠΑΥ από τον επίτροπο εμπορίου στον επίτροπο ναυτιλιακών υποθέσεων και αλιείας·

13.

ζητεί την ανάπτυξη, με μια σειρά μελετών και διαβουλεύσεων, μιας σαφούς και σφαιρικής θεώρησης της κοινοτικής αγοράς ΠΑΥ κατά είδος, της προβλεπόμενης εξέλιξης της ζήτησης και της παραγωγής σε κοινοτικό πλαίσιο και των διεξόδων που προτιθέμεθα να διατηρήσουμε για την παραγωγή αυτή υπό συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού·

14.

ζητεί επίσης να επιδιώξει η Επιτροπή να αξιολογεί με περισσότερη αξιοπιστία και ακρίβεια τον αντίκτυπο των εισαγωγών ΠΑΥ στην κοινοτική αγορά, ειδικότερα όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών, και να μεριμνήσει για την εφαρμογή συστήματος συλλογής και ανταλλαγής δεδομένων για τη διευκόλυνση αυτής της αξιολόγησης·

15.

ζητεί να θεωρούνται τα ΠΑΥ ευαίσθητα προϊόντα για την εφαρμογή της «ελβετικής φόρμουλας» στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων ΑΜΝΑ του κύκλου της Ντόχα, στον ΠΟΕ, προκειμένου να αποφευχθεί η συρρίκνωση της δασμολογικής προστασίας της οποίας εξακολουθούν να απολαμβάνουν ορισμένα προϊόντα βάσει του κοινού δασμολογίου και με τον τρόπο αυτό να προστατευθεί η αξία των προτιμήσεων που χορηγούνται σε ορισμένους εταίρους και η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών του ΠΟΕ·

16.

υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 47 της υπουργικής δήλωσης της Ντόχα της 14ης Νοεμβρίου 2001, οι διαπραγματεύσεις του τρέχοντος κύκλου πραγματοποιούνται με βάση την αρχή της ενιαίας δέσμευσης και ότι, μέχρις ότου ολοκληρωθεί ο κύκλος αυτός, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τη θέση της σε ορισμένα κεφάλαια του κύκλου αυτού·

17.

ενθαρρύνει επίσης τους κοινοτικούς διαπραγματευτές στο πλαίσιο του ΠΟΕ να εξακολουθήσουν να αρνούνται κατηγορηματικά τη δέσμευση της ΕΕ σε κάθε πρωτοβουλία πολυμερούς τομεακής ελευθέρωσης των ΠΑΥ·

18.

καλεί την Επιτροπή να απαιτήσει, η ενδεχόμενη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τις επιδοτήσεις στον τομέα της αλιείας, για την οποία διεξάγονται διαπραγματεύσεις στον ΠΟΕ, ειδικότερα σχετικά με τα μέτρα ρύθμισης της αγοράς, να μη συνεπάγεται για τους ευρωπαίους παραγωγούς θέση μειονεκτική από την άποψη του ανταγωνισμού, σε σύγκριση με τους προμηθευτές από τρίτες χώρες· αντιτίθεται για λόγους αρχής στην οποιαδήποτε ενδεχόμενη ξεχωριστή και πρόωρη («early harvest») εφαρμογή μιας τέτοιας συμφωνίας που πρέπει να παραμείνει αναπόσπαστο τμήμα του γύρου Ντόχα·

19.

καλεί τους κοινοτικούς διαπραγματευτές για τις διμερείς και περιφερειακές διαπραγματεύσεις να απαιτούν συστηματικότερα ουσιαστικά ανταλλάγματα στις εμπορικές παραχωρήσεις σε τρίτες χώρες όσον αφορά την εισαγωγή ΠΑΥ, υπερασπιζόμενοι με αποφασιστικότητα τα επιθετικά συμφέροντα της ΕΕ στον κλάδο αυτό, όπου αυτά υφίστανται·

20.

επιμένει στην ανάγκη να διατηρήσει η ΕΕ τον έλεγχο των εμπορικών προτιμήσεων που χορηγεί σε ορισμένους εταίρους απαιτώντας την εφαρμογή αυστηρών κανόνων προέλευσης, βασιζόμενων στην έννοια των προϊόντων «εξ ολοκλήρου αποκτηθέντων»· ζητεί την επίδειξη σύνεσης σε σχέση με την ενδεχόμενη χαλάρωση των παραδοσιακών κριτηρίων για τον προσδιορισμό της εθνικότητας των πλοίων για τα ακατέργαστα προϊόντα και απαιτεί την απόρριψη κάθε νέας αίτησης για παρέκκλιση σε σχέση με τα μεταποιημένα προϊόντα· θεωρεί ότι ο αποκαλούμενος κανόνας «non drawback» θα πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά και οι πιθανότητες σώρευσης να είναι περιορισμένες·

21.

ζητεί από την Επιτροπή να βελτιώσει, ποιοτικά και ποσοτικά, την ανάλυση των επιπτώσεων των δασμολογικών προτιμήσεων που χορηγούνται σε ορισμένες χώρες στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, όσον αφορά ιδίως την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων και την απασχόληση, τόσο στην ΕΕ όσο και στις δικαιούχες χώρες, ειδικότερα τις ΑΚΕ· ζητεί επίσης οι εν λόγω αναλύσεις να παρέχουν επαρκή αριθμητικά δεδομένα και να λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τα ευάλωτα είδη ψαριών·

22.

υπενθυμίζει τη δυνατότητα που έχει η κοινοτική βιομηχανία να προστρέχει στα εμπορικά αμυντικά μέσα της ΕΕ στην περίπτωση ντάμπινγκ, επιδότησης ή μαζικής και ξαφνικής αύξησης των εισαγωγών ορισμένων κατηγοριών ΠΑΥ·

Περιβαλλοντικές, κοινωνικές, υγειονομικές και ποιοτικές πτυχές

23.

θεωρεί ότι ένας από τους βασικούς στόχους της κοινοτικής πολιτικής για την εισαγωγή ΠΑΥ πρέπει να συνίσταται στην εξασφάλιση του ότι τα εισαγόμενα προϊόντα θα πληρούν τους ίδιους όρους, σε όλους τους τομείς, που επιβάλλονται για την κοινοτική παραγωγή· θεωρεί ότι ο στόχος αυτός ανταποκρίνεται σε βασικές ανησυχίες για ισότητα, συνέπεια και αποτελεσματικότητα των μέτρων που σήμερα εφαρμόζονται στον τομέα αυτό ή προβλέπονται στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης· επισημαίνει εξάλλου ότι η συμμόρφωση των τρίτων χωρών με τις απαιτήσεις της ΕΕ θα συμβάλει στην προώθηση ενός δικαιότερου ανταγωνισμού μεταξύ της παραγωγής εντός της ΕΕ και αυτής στις τρίτες χώρες, δεδομένου ότι η παραγωγή ψαριών σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ θα έχει ως συνέπεια υψηλότερο κόστος για τις χώρες εκτός ΕΕ·

24.

ανησυχεί μήπως η μαζική είσοδος στην κοινοτική αγορά ΠΑΥ από τρίτες χώρες επηρεάσει τις αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών·

25.

θεωρεί ότι η εντατικοποίηση των προσπαθειών της ΕΕ σε σχέση με τη διατήρηση των αποθεμάτων και τη βιωσιμότητα της αλιείας, στο πλαίσιο της ΚΑΠ, δεν συνάδει με τις εισαγωγές ΠΑΥ από χώρες που εντατικοποιούν τις αλιευτικές προσπάθειές τους αδιαφορώντας για τη βιωσιμότητα της αλιείας και με αποκλειστικό σκοπό το βραχυπρόθεσμο κέρδος·

26.

επισημαίνει ότι η κοινοτική πολιτική για τη διατήρηση των πόρων συμβάλλει, ιδίως μέσω σχεδίων αποκατάστασης και διαχείρισης, στη διευκόλυνση των εισαγωγών ΠΑΥ από τρίτες χώρες, επιτρέποντάς τους να αντικαθιστούν, με τρόπο συχνά ανεπανόρθωτο, την κοινοτική παραγωγή· ζητεί από την Επιτροπή να λαμβάνει δεόντως υπόψη αυτό τον κίνδυνο κατά την εκπόνηση αυτών των προγραμμάτων·

27.

εκφράζει το φόβο ότι, ελλείψει μιας αποφασιστικής πολιτικής επί του θέματος, η σημαντική έλξη που ασκεί μια κοινοτική αγορά ΠΑΥ σε μεγάλο βαθμό με ελεύθερη πρόσβαση και χαρακτηριζόμενη από υψηλή άνοδο της ζήτησης, αποτελεί για τις χώρες αυτές μόνιμο κίνητρο για υπεραλίευση·

28.

χαιρετίζει την πρόσφατη έναρξη ισχύος μιας ρύθμισης που αφορά την καταπολέμηση της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας επιβάλλοντας την πιστοποίηση όλων των προϊόντων που διοχετεύονται στην κοινοτική αγορά· ενθαρρύνει μια αυστηρή και αποτελεσματική εφαρμογή της ρύθμισης αυτής ενώ αναγνωρίζει την ανάγκη παροχής βοήθειας σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες για την ορθή εφαρμογή της ρύθμισης και την καταπολέμηση της παράνομης αλιείας· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι πρόκειται για μια ελάχιστη απαίτηση που δεν αρκεί για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των αλιευτικών περιοχών από τις οποίες προέρχονται τα εν λόγω προϊόντα·

29.

φρονεί ότι, πέραν της εφαρμογής της κοινοτικής ρύθμισης στην παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία, είναι απαραίτητη η άσκηση αυστηρότερων ελέγχων στα επόμενα στάδια της διαδικασίας διάθεσης στην αγορά αυτών των προϊόντων, ιδίως μέσω της διενέργειας αυστηρότερων ελέγχων επί εκείνων των κρατών μελών και των επιχειρήσεων εις βάρος των οποίων υπάρχουν υπόνοιες ότι εφοδιάζονται με προϊόντα παράνομης αλιείας·

30.

καλεί την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της προκειμένου να εξασφαλισθεί ο σεβασμός εκ μέρους των κύριων χωρών εξαγωγέων ΠΑΥ προς την ΕΕ των δεσμεύσεων που ανελήφθησαν στο Γιοχάνεσμπουργκ και την εφαρμογή εκ μέρους των χωρών αυτών αυστηρών πολιτικών σε σχέση με τη διατήρηση των πόρων· την ενθαρρύνει να συνεργασθεί με τις χώρες αυτές σε όλα τα κατάλληλα φόρα, και ιδιαίτερα στο πλαίσιο των Περιφερειακών Οργανώσεων Διαχείρισης της Αλιείας (ORGP)·

31.

κρίνει, εξάλλου, ότι η Ένωση οφείλει να ενισχύσει αυτές τις δεσμεύσεις προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλα τα προϊόντα που εξάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση προέρχονται, χωρίς εξαίρεση, από χώρες που έχουν κυρώσει τις κυριότερες διεθνείς συμφωνίες στον τομέα του δικαίου της θάλασσας, ιδίως δε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, τη Σύμβαση περί αποθεμάτων ιχθύων οι μετακινήσεις των οποίων πραγματοποιούνται τόσο εντός όσο και εκτός των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών και των άκρως μεταναστευτικών αποθεμάτων ιχθύων, και οι οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη στην αντίστοιχη συμφωνία περί Περιφερειακών Οργανώσεων Διαχείρισης της Αλιείας, σε περιπτώσεις εξαγωγών προερχομένων από ύδατα τα οποία διαχειρίζεται κάποια από τις οργανώσεις αυτές·

32.

υπογραμμίζει τα σοβαρά μειονεκτήματα των κοινοτικών αλιέων, υδατοκαλλιεργητών και μεταποιητών έναντι του ανταγωνισμού από ορισμένες τρίτες χώρες, εξαιτίας των πολύ χαμηλού εργατικού κόστους στις χώρες αυτές και των λιγότερο απαιτητικών κοινωνικών κανόνων που εφαρμόζονται εκεί·

33.

θεωρεί ότι το πρόβλημα του «κοινωνικού ντάμπινγκ» που συναντάται σε πολλούς άλλους τομείς της οικονομίας, είναι ιδιαίτερα οξύ στον τομέα των ΠΑΥ, και ιδιαίτερα στις μεταποιητικές δραστηριότητες που χρησιμοποιούν σε μεγάλο βαθμό εργατικά χέρια·

34.

καλεί την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για να εξασφαλισθεί τουλάχιστον ο σεβασμός εκ μέρους των κυρίων χωρών εξαγωγέων ΠΑΥ προς την ΕΕ των οκτώ συμβάσεων του ΔΟΕ για τα θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα·

35.

απαιτεί όλες οι εμπορικές προτιμήσεις που χορηγεί η ΕΕ για τα ΠΑΥ να εξαρτώνται συστηματικά από αυστηρούς περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς όρους· ζητεί επίσης οι διατάξεις που περιλαμβάνονται για το σκοπό αυτό στις συμφωνίες που συνάπτονται, να περιλαμβάνουν αξιόπιστους μηχανισμούς παρακολούθησης της τήρησης των δεσμεύσεων που ανελήφθησαν και την αναστολή ή ακόμη και την απόσυρση των προτιμήσεων σε περίπτωση παραβίασης· ζητεί, στην περίπτωση των αναπτυσσόμενων χωρών, την εφαρμογή ειδικά καταρτισμένων προγραμμάτων για την παροχή τεχνικής και, εάν χρειαστεί, οικονομικής βοήθειας, προκειμένου να βοηθηθούν οι ενδιαφερόμενες χώρες να ανταποκριθούν στις περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις·

36.

επιμένει στη σημασία της αυστηρής εφαρμογής στα ΠΑΥ που εισάγονται, περιλαμβανομένων των ζωοτροφών και των πρώτων υλών για ζωοτροφές, της κοινοτικής νομοθεσίας νομοθεσία στον τομέα των προτύπων και των υγειονομικών ελέγχων σε όλες τις πτυχές τους (διατροφική ασφάλεια, ιχνηλασιμότητα, πρόληψη), οι οποίες είναι απαραίτητες για την προστασία των καταναλωτών· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, από την Επιτροπή να βελτιώσει το πρόγραμμα επιθεωρήσεων σε τρίτες χώρες μέσω της βελτίωσης των αποστολών του Γραφείου Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (ΓΤΚΘ), αυξάνοντας κυρίως τον αριθμό των εγκαταστάσεων που ελέγχονται σε κάθε αποστολή, με σκοπό την επίτευξη αποτελεσμάτων που αποδίδουν πιστότερα την πραγματική κατάσταση που επικρατεί στην τρίτη χώρα·

37.

ζητεί τη μεγαλύτερη δυνατή επιφυλακτικότητα στην αναγνώριση των αναγκών που εφαρμόζονται σε ορισμένες τρίτες χώρες ως ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση για λόγους εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής και κατά την επικύρωση των καταλόγων χωρών και εγκαταστάσεων που εξουσιοδοτούνται να εξάγουν ΠΑΥ στην ΕΕ· θεωρεί ότι η ΓΔ Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών (SANCO) θα έπρεπε να είναι σε θέση να αποσύρει μεμονωμένα σκάφη ή μονάδες μεταποίησης από τέτοιους εγκεκριμένους καταλόγους στην περίπτωση που δεν πληρούν ελάχιστες προδιαγραφές·

38.

ζητεί μεγάλο βαθμό επαγρύπνησης σε σχέση με προϊόντα που προέρχονται από νέες μορφές ιδιαίτερα εντατικής υδατοκαλλιέργειας που εφαρμόζονται σε ορισμένες περιοχές του κόσμου και μια κριτική εξέταση των τεχνικών και διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για την αύξηση της παραγωγικότητας των εγκαταστάσεων αυτών και των πιθανών επιπτώσεών τους στην υγεία, καθώς και των επιπτώσεών τους σε τοπικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο·

39.

απαιτεί ισχυροποίηση και συχνότητα των ελέγχων που πραγματοποιούνται σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα σε σχέση με τους ουσιαστικά εναρμονισμένους και χαρακτηριζόμενους από διαφάνεια ελέγχους στα σύνορα, ανάλογα με τους κινδύνους που παρουσιάζουν τα σχετικά προϊόντα σε συνάρτηση, ιδιαίτερα, με τον χαρακτήρα τους και την προέλευσή τους· ζητεί από τα κράτη μέλη να προβλέψουν όλους τους αναγκαίους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους·

Μεταρρύθμιση της ΚΑΠ

40.

υπενθυμίζει τα διάφορα ψηφίσματά του που ενεκρίθησαν κατά την 6η κοινοβουλευτική περίοδο καλώντας την Επιτροπή να προχωρήσει επειγόντως σε μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση της ΚΟΑ των προϊόντων αλιείας προκειμένου να συμβάλει εκ των προτέρων στη διασφάλιση των εισοδημάτων στον τομέα αυτό, στη σταθερότητα των αγορών, την καλύτερη εμπορία των προϊόντων αλιείας και την αύξηση της προστιθέμενης αξίας που αποτελούν· εκφράζει τη λύπη του για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στον τομέα αυτό· παραπέμπει στα ψηφίσματα αυτά σε σχέση με το ποιοι θα έπρεπε να είναι οι μεγάλοι άξονες μιας τέτοιας μεταρρύθμισης·

41.

επιμένει στο γεγονός ότι οι νέοι μηχανισμοί που θα δημιουργηθούν στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνουν υπόψη την αναπόφευκτη πραγματικότητα που αποτελεί ο έντονος ανταγωνισμός των εισαγωγών χαμηλού κόστους που προκύπτουν από πρακτικές οι οποίες βλάπτουν το περιβάλλον ή ισοδυναμούν με μια μορφή κοινωνικού ντάμπινγκ και να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν την κανονική διακίνηση της κοινοτικής παραγωγής σε τιμές επαρκώς υψηλές·

Ενημέρωση του καταναλωτή

42.

εκφράζει την πεποίθηση ότι οι ευρωπαίοι καταναλωτές θα προέβαιναν συχνά σε διαφορετική επιλογή εάν ήταν καλύτερα ενημερωμένοι για τον πραγματικό χαρακτήρα, τη γεωγραφική προέλευση και τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η παραγωγή και η αλίευση των προς πώληση προϊόντων, καθώς και για τη ποιότητά τους·

43.

υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη καθιέρωσης κριτηρίων πιστοποίησης και επισήμανσης, αυστηρών και χαρακτηριζόμενων από διαφάνεια σε ό,τι αφορά την ποιότητα και την ανιχνευσιμότητα των προϊόντων της ευρωπαϊκής αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, και προώθησης της καθιέρωσης το συντομότερο δυνατόν ενός κοινοτικού ειδικού οικολογικού σήματος για τα προϊόντα αυτά προκειμένου να τερματισθεί η ανεξέλεγκτη εξάπλωση των ιδιωτικών συστημάτων πιστοποίησης·

44.

θεωρεί ότι η διαδικασία πιστοποίησης και οικολογικής σήμανσης των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας πρέπει να είναι διαφανής και εύκολα κατανοητή για τους καταναλωτές και προσιτή σε ολόκληρη την αλυσίδα χωρίς εξαίρεση, στο μέτρο που τα κριτήρια τα οποία χρησιμοποιούνται για τη χορήγησή του τηρούνται με ευσυνειδησία·

Υδατοκαλλιέργεια

45.

υπογραμμίζει το αυξανόμενο ποσοστό προϊόντων υδατοκαλλιέργειας στις εισαγωγές ΠΑΥ της ΕΕ·

46.

αποδίδει το φαινόμενο αυτό σε μια σημαντική εξάπλωση της παραγωγής προϊόντων υδατοκαλλιέργειας σε ορισμένες περιοχές του κόσμου κατά την τελευταία δεκαετία, ενώ η κοινοτική παραγωγή, που δεν υπερβαίνει το 2% της παγκόσμιας, γνώρισε μια περίοδο στασιμότητας·

47.

διαπιστώνει σοβαρές αλλαγές στις συνήθειες των καταναλωτών και στη ζήτηση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων διανομής μεταξύ νωπών προϊόντων κοινοτικής προέλευσης και ορισμένων εισαγόμενων προϊόντων υδατοκαλλιέργειας·

48.

θεωρεί ότι μια βολονταριστική πολιτική βοήθειας στην ανάπτυξη μιας βιώσιμης κοινοτικής υδατοκαλλιέργειας, με λιγότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον, αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία μιας πολιτικής με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές στον τομέα των ΠΑΥ, την ενίσχυση αυτής της δραστηριότητα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την κάλυψη μιας έντονα αυξανόμενης ζήτησης με μια μεγαλύτερη και πιο διαφοροποιημένη προσφορά· επισημαίνει σχετικά την ανάγκη εντατικοποίησης των προσπαθειών στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης ως προς τα ευρωπαϊκά προϊόντα υδατοκαλλιέργειας·

49.

παραπέμπει σχετικά στο ψήφισμά του της 17ης Ιουνίου 2010 με θέμα «νέα ώθηση στη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής υδατοκαλλιέργειας»·

50.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν δεόντως υπόψη τις κύριες συστάσεις της παρούσας έκθεσης στο πλαίσιο των προτάσεων και αποφάσεών τους για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ·

*

* *

51.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.


(1)  ΕΕ L 358, 31.12.2002, σ. 59.

(2)  ΕΕ L 17, 21.1.2000, σ. 22.

(3)  ΕΕ C 323 Ε, 18.12.2008, σ. 271.

(4)  ΕΕ L 286, 29.10.2008, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 27, 30.1.2010, σ. 1.

(6)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, Ρ7_ΤΑ(2010)0039.

(7)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, Ρ7_ΤΑ(2010)0243.

(8)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, Ρ6_ΤΑ(2009)0373.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/128


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Ζιμπάμπουε, υπόθεση του Farai Maguwu

P7_TA(2010)0288

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη Ζιμπάμπουε, ιδίως δε την περίπτωση του Farai Maguwu

2011/C 351 E/19

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα πολυάριθμα προηγούμενα ψηφίσματά του για τη Ζιμπάμπουε, εκ των οποίων το πλέον πρόσφατο της 17ης Δεκεμβρίου 2008 (1),

έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου 2010/92/ΚΕΠΠΑ της 15ης Φεβρουαρίου 2010 (2) που ανανεώνει έως τις 20 Φεβρουαρίου 2011 τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος της Ζιμπάμπουε, τα οποία επιβλήθηκαν με την κοινή θέση 2004/161/ΚΕΠΠΑ (3), καθώς και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1226/2008 της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2008 (4), που τροποποιεί την κοινή θέση,

έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της 22ας Φεβρουαρίου 2010 σχετικά με τη Ζιμπάμπουε και τα συμπεράσματα του 10ου Υπουργικού Πολιτικού Διαλόγου ΕΕ-Νοτίου Αφρικής της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με τη Ζιμπάμπουε,

έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματα του ΟΗΕ για τα ματωμένα διαμάντια, ιδίως το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 1459(2003) για το σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Kimberley,

έχοντας υπόψη το σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Kimberley (KPCS), το οποίο απαιτεί από τα μέλη του να πιστοποιούν ότι τα ακατέργαστα διαμάντια δεν χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση ένοπλων συγκρούσεων,

έχοντας υπόψη τον Αφρικανικό Χάρτη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών, του οποίου η Ζιμπάμπουε έχει επικυρώσει,

έχοντας υπόψη το ανακοινωθέν της έβδομης συνόδου ολομελείας του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Kimberley (KPCS) που διεξήχθη στο Swakopmund της Μαμίμπια στις 5 Νοεμβρίου 2009, και ιδίως τις παραγράφους του 13,14 και 22,

έχοντας υπόψη τη διασυνοδική συνάντηση της διαδικασίας Kimberley που διεξήχθη στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ στις 21-24 Ιουνίου 2010,

έχοντας υπόψη τη συμφωνία εταιρικής σχέσης της Κοτονού μεταξύ ΕΕ και ΑΚΕ, η οποία υπεγράφη στις 23 Ιουνίου 2000,

έχοντας υπόψη το άρθρο 122, παράγραφος 5, του Κανονισμού,

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ζιμπάμπουε είναι εκούσιο μέλος του Συστήματος Πιστοποίησης της Διαδικασίας Kimberley, το οποίο επιτρέπει στα μέλη του να πωλούν ακατέργαστα διαμάντια στη νόμιμη διεθνή αγορά, υπό τον όρο ότι το εμπόριο των διαμαντιών αυτών δεν χρηματοδοτεί ένοπλες συγκρούσεις,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, επί του παρόντος, η Διαδικασία Kimberley δεν αντιμετωπίζει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Ζιμπάμπουε θα μπορούσε να καταστεί ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς διαμαντιών στον κόσμο εντός των προσεχών ετών, αν η αδαμαντοφόρος περιοχή Marange (Chiadzwa) στην επαρχία Manicaland αναπτυχθεί πλήρως, με δυνητικά έσοδα δισεκατομμυρίων ευρώ,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, τον Νοέμβριο του 2009, στο Swakopmund της Ναμίμπια, η Ζιμπάμπουε δεσμεύτηκε να αναλάβει μια σειρά δράσεων ώστε η εξόρυξη διαμαντιών στο Marange να ευθυγραμμιστεί με τους κανόνες του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Kimberley,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η διασυνοδική συνάντηση της διαδικασίας του Kimberley, η οποία διεξήχθη στο Τελ Αβίβ από τις 21 έως τις 23 Ιουνίου 2010, δεν μπόρεσε να επιτύχει συναίνεση όσον αφορά την πιθανή προσθήκη των ζητημάτων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Διαδικασία Kimberley,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλές διεθνείς ΜΚΟ (Human Rights Watch, Global Witness και Partnership for Africa-Canada) έχουν εκφράσει σοβαρές ανησυχίες για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Chiadzwa, ιδίως δε για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των δυνάμεων ασφαλείας της Ζιμπάμπουε,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Farai Maguwu, πολίτης της Ζιμπάμπουε και ιδρυτής/διευθυντής του Κέντρου Έρευνας και Ανάπτυξης (CRD), μιας ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει την έδρα της στο Manicaland, εντόπισε σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις κρατικές αρχές ασφαλείας της Ζιμπάμπουε σε πολλές αδαμαντοφόρες περιοχές, ιδίως δε στη Chiadzwa,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Farai Maguwu συνελήφθη από τις αρχές της Ζιμπάμπουε στις 3 Ιουνίου 2010 κατηγορούμενος για τη δημοσίευση πληροφοριών επιβλαβών για το Κράτος της Ζιμπάμπουε και έκτοτε κρατείται υπό κακές συνθήκες, δεν έχει πρόσβαση στη βασική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, και δεν αφέθηκε να ασκήσει το δικαίωμά του για ακρόαση της υπόθεσής του από δικαστή εντός 48 ωρών μετά τη σύλληψη, ούτε και το δικαίωμά του στην καταβολή εγγύησης για προσωρινή αποφυλάκιση,

1.

ζητεί την άμεση και άνευ όρων ελευθέρωση του Farai Maguwu και καταδικάζει τις συνθήκες σύλληψης και κράτησής του·

2.

τονίζει ότι οι αρχές της Ζιμπάμπουε πρέπει να τηρήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στο πλαίσιο της Διαδικασίας Kimberley κατά τη συνάντηση της Swakopmund, να προβούν σε πλήρη αποστρατιωτικοποίηση των αδαμαντοφόρων πεδίων του Marange και να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης, κατά τρόπο ο οποίος να σέβεται τα δικαιώματα του τοπικού πληθυσμού·

3.

ζητεί την αναθεώρηση της Διαδικασίας Kimberley ώστε να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αρχές·

4.

τονίζει ότι η κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε πρέπει να χρησιμοποιήσει τα ουσιαστικά έσοδα που μπορεί να αποφέρει η εξόρυξη διαμαντιών στην Chiadzwa ως βάση για την αναγέννηση της οικονομίας της Ζιμπάμπουε συνολικά και ως μέσον για την παροχή υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής χρηματοδότησης, την οποία επί του παρόντος παρέχουν οι διεθνείς δωρητές, και προς το σκοπό αυτό ζητεί από την κυβέρνηση να θεσπίσει ένα κρατικό καταπιστευματικό ταμείο διαμαντιών, το οποίο να τεθεί στην υπηρεσία του λαού της Ζιμπάμπουε·

5.

καλεί την κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε να εγγυηθεί και να προασπίσει το απεριόριστο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου στη Ζιμπάμπουε, έτσι ώστε οι ΜΚΟ (όπως το Κέντρο Έρευνας και Ανάπτυξης του Farai Maguwu) να μπορούν να εκφράζουν τις απόψεις τους χωρίς τον φόβο διώξεων ή φυλακίσεων·

6.

ζητεί όπως η Διαδικασία Kimberley διασφαλίσει ότι ο Παρατηρητής για τη Ζιμπάμπουε ενεργεί με πλήρη ανεξαρτησία και ακεραιότητα σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα·

7.

καλεί τη Νότιο Αφρική και την Κοινότητα Ανάπτυξης της Νότιας Αφρικής (SADC), τόσο προς το δικό της συμφέρον όσο και προς το συμφέρον της Ζιμπάμπουε και της ευρύτερης περιοχής της Νότιας Αφρικής, να λάβουν δραστικά μέτρα προκειμένου να ενθαρρύνουν τον πλήρη εκδημοκρατισμό της Ζιμπάμπουε και τον σεβασμό του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του λαού της Ζιμπάμπουε· αναγνωρίζει ότι ο Mugabe και οι στενοί οπαδοί του εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στη διαδικασία πολιτικής και οικονομικής ανασυγκρότησης και συμφιλίωσης στη Ζιμπάμπουε, λεηλατώντας τους οικονομικούς της πόρους προς ίδιον όφελος·

8.

χαιρετίζει την πρόσφατη ανανέωση (Φεβρουάριος 2010) του καταλόγου της ΕΕ που αφορά τα υπό απαγόρευση άτομα και οντότητες που έχουν δεσμούς με το καθεστώς του Mugabe· τονίζει ότι τα περιοριστικά αυτά μέτρα στοχεύουν αποκλειστικά και μόνο σε στοιχεία του καθεστώτος της Ζιμπάμπουε και δεν προτίθενται με κανέναν τρόπο να πλήξουν συνολικά το λαό της Ζιμπάμπουε·

9.

τονίζει με έμφαση τη σημασία του διαλόγου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ζιμπάμπουε και χαιρετίζει την πρόοδο που έχει επιτελεσθεί προς αυτήν την κατεύθυνση·

10.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και των υποψηφίων χωρών, την Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας/Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια της Ζιμπάμπουε και της Νοτίου Αφρικής, τους Συμπροέδρους της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ίσης Εκπροσώπησης ΕΕ-ΑΚΕ, τα θεσμικά όργανα της Αφρικανικής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Παναφρικανικού Κοινοβουλίου, τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, τον Γενικό Γραμματέα της Κοινότητας Ανάπτυξης της Νότιας Αφρικής (SADC), τον εκ περιτροπής Πρόεδρο της Διαδικασίας Kimberley (Ισραήλ) και τον Γενικό Γραμματέα της Κοινοπολιτείας.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0640.

(2)  ΕΕ L 41, 16.2.2010, σ. 6.

(3)  ΕΕ L 50, 20.2.2004, σ. 66.

(4)  ΕΕ L 331, 10.12.2008, σ. 11.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/130


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Βενεζουέλα, υπόθεση της Maria Lourdes Afiuni

P7_TA(2010)0289

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη Βενεζουέλα και ιδίως την υπόθεση της Maria Lourdes Afiuni

2011/C 351 E/20

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του για την κατάσταση στη Βενεζουέλα και ιδίως τα ψηφίσματα της 11ης Φεβρουαρίου 2010, της 7ης Μαΐου 2009, της 23ης Οκτωβρίου 2008 και 24ης Μαΐου 2007,

έχοντας υπόψη το άρθρο 122, παράγραφος 5, του Κανονισμού,

A.

εκτιμώντας ότι ο χωρισμός των εξουσιών και η ανεξαρτησία τους αποτελούν τη βάση του δημοκρατικού και συνταγματικού κράτους,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 10 Δεκεμβρίου 2009, η Maria Lourdes Afiuni, Δικαστής Ελέγχου στο Καράκας, ενεργώντας σύμφωνα με τη νομοθεσία της Βενεζουέλας και ακολουθώντας γνωμοδότηση της ομάδας εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις αυθαίρετες κρατήσεις, διέταξε την αποφυλάκιση, υπό σοβαρούς περιοριστικούς όρους που περιλάμβαναν την αφαίρεση διαβατηρίου, του Eligio Cedeño, o οποίος ήταν προφυλακισμένος από τον Φεβρουάριο του 2007,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι βάσει του δικαίου της Βενεζουέλας, η περίοδος προφυλάκισης πριν από τη δίκη περιορίζεται σε δύο έτη και ότι η δικαστής Afiuni εκδίδοντας την απόφασή της προάσπιζε θεμελιώδη δικαιώματα που είναι κατοχυρωμένα στο Δίκαιο της Βενεζουέλας και το Διεθνές Δίκαιο,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η δικαστής Afiuni συνελήφθη αμέσως, χωρίς απαγγελία κατηγορίας, μέσα στο δικαστήριο, από αξιωματούχους της DISIP (Διεύθυνση Συλλογής Πληροφοριών και Πρόληψης) και μεταφέρθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2009 στο INOF (Εθνικό Ίδρυμα Προσανατολισμού Γυναικών), μία φυλακή υψίστης ασφαλείας, όπου παραμένει ακόμη και σήμερα, περισσότερο από έξι μήνες αργότερα, υπό συνθήκες οι οποίες εξακολουθούν να θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική και ηθική ευεξία της, δεδομένου ότι βρίσκεται μαζί με έως 24 κρατούμενες οι οποίες έχουν καταδικασθεί από την ίδια για εγκλήματα όπως ανθρωποκτονίες, διακίνηση ναρκωτικών και απαγωγές· ότι, κατά την κράτησή της, έχει υποστεί προσβολές, απειλές, λεκτικές και σωματικές επιθέσεις και απόπειρες κατά της ζωής της,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 11 Δεκεμβρίου 2009 ο Πρόεδρος Hugo Chávez, σε λόγο του που μεταδόθηκε από την τηλεόραση, την αποκάλεσε κακοποιό, ζήτησε από τον υπουργό δικαιοσύνης να της επιβάλει τη μέγιστη ποινή και μάλιστα παρότρυνε την Εθνοσυνέλευση να θεσπίσει νέο νόμο με τον οποίο γίνονται αυστηρότερες οι ποινές γι' αυτού του τύπου τη συμπεριφορά, ο οποίος να έχει αναδρομική ισχύ,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 26 του Συντάγματος της Βενεζουέλας αναφέρει ότι η δικαστική εξουσία πρέπει να είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη και ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βενεζουέλας να είναι ο θεματοφύλακας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε συνέχεια των δηλώσεων του Προέδρου κατά της δικαστού Afiuni, εκείνη κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας, διαφθορά, συνομωσία και συνέργεια σε απόδραση και ότι, παρά το γεγονός ότι η δικαστής απέδειξε ότι δεν έχει λάβει χρήματα και κατά συνέπεια δεν υπάρχουν στοιχεία για δωροδοκία, εξακολουθεί να παραμένει φυλακισμένη,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπόθεση της δικαστού Afiuni έχει προκαλέσει ένα κύμα εκθέσεων, ψηφισμάτων και δηλώσεων με τις οποίες καταδικάζονται οι αρχές της Βενεζουέλας και εκφράζεται η αλληλεγγύη στο πρόσωπό της, καθώς νομικοί και δικαστικοί από ολόκληρο τον κόσμο, ΜΚΟ όπως η Διεθνής Αμνηστία ή η Human Rights Watch, και ο Ύπατος Αρμοστής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για την κατάστασή της, δηλώνοντας ότι έχει φυλακισθεί εξ αιτίας της ακεραιότητάς και του αγώνα της για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ενώ η Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει ζητήσει τη λήψη προληπτικών μέτρων ώστε να διασφαλισθεί η προσωπική της ασφάλεια,

Θ.

εκτιμώντας ότι η περίπτωση της δικαστού Afiuni δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό επίθεσης της πολιτικής εξουσίας κατά της δικαστικής αρχής δεδομένου ότι ορισμένοι δικαστές έχουν απολυθεί, ενώ άλλοι επέλεξαν την εξορία,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιδείνωση της κατάστασης της δημοκρατίας στη Βενεζουέλα εκδηλώνεται και σε άλλους τομείς και ιδίως στον τομέα της ελευθερίας του Τύπου, μεταξύ άλλων και του Διαδικτύου, η οποία δέχεται συνεχείς επιθέσεις από την κυβέρνηση και εναντίον της οποίας έχουν ληφθεί κάθε είδους μέτρα, μεταξύ των οποίων το κλείσιμο εφημερίδων, ραδιοφωνικών σταθμών, ιστοτόπων και τηλεοπτικών σταθμών,

ΙΑ.

εκτιμώντας ότι η ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης έχει πρωταρχική σημασία για τη δημοκρατία και το σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών, λαμβάνοντας υπόψη τον κεφαλαιώδη ρόλο που διαδραματίζει εγγυώμενη της ελευθερία έκφρασης των απόψεων και των ιδεών, με τον δέοντα σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των πολιτικών αντιπάλων, και συνεισφέροντας στην αποτελεσματική συμμετοχή των ατόμων στις δημοκρατικές διαδικασίες, έτσι ώστε να καθίστανται δυνατές οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ενόψει των προσεχών βουλευτικών εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου 2010, το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο, ύστερα από αίτηση της κυβέρνησης, έχει τροποποιήσει τις εκλογικές περιφέρειες από τις οποίες θα εκλεγούν 167 βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης, αλλαγές οι οποίες επηρεάζουν το έως και το 80 % των πολιτειών που κυβερνώνται από την αντιπολίτευση,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μέτρα όπως η αυθαίρετη κατάσχεση και απαλλοτρίωση, που έχουν ληφθεί εναντίον περισσότερων από 760 επιχειρήσεων από το 2005, μερικές από τις οποίες συμφερόντων της ΕΕ, υπονομεύουν τα βασικά κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των πολιτών,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη την τεταμένη πολιτική κατάσταση στη Βενεζουέλα, η οποία αντικατοπτρίζεται στις οχλήσεις, τις απειλές, τον εκφοβισμό και τις πολιτικές και ποινικές διώξεις εναντίον της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, των εκπροσώπων της, των δημοκρατικά εκλεγμένων δημάρχων και κυβερνητών της, του φοιτητικού κινήματος, μελών των ενόπλων δυνάμεων και του δικαστικού σώματος, αντιπάλων της επίσημης πολιτικής του Chavez, δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης, πολλοί από τους οποίους έχουν καταλήξει φυλακισμένοι για πολιτικούς λόγους,

1.

αποδοκιμάζει τις επιθέσεις εναντίον της ανεξαρτησίας της δικαστικής αρχής και εκφράζει την ανησυχία του για τη σύλληψη της δικαστού Afiuni, την οποία θεωρεί παραβίαση των στοιχειωδών προσωπικών δικαιωμάτων της και σοβαρότατη απειλή της ανεξαρτησίας της δικαστικής αρχής, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του κράτους δικαίου·

2.

ζητεί την απελευθέρωσή της και καλεί την κυβέρνηση της Βενεζουέλας να δεσμευθεί στις αξίες του κράτους δικαίου, διευκολύνοντας μια δίκαιη και ταχεία δίκη, με όλες τις εγγυήσεις βάσει του νόμου·

3.

εκφράζει τις ανησυχίες του σχετικά με τις συνθήκες κράτησης της δικαστού Afiuni, οι οποίες απειλούν την σωματική και ψυχική της ακεραιότητα και καλεί τις σωφρονιστικές αρχές να εφαρμόσουν αυστηρά και αμέσως τα μέτρα και τις συστάσεις που διατυπώθηκαν από τη Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 11 Ιανουαρίου 2010 όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης της κυρίας Afiuni·

4.

καταδικάζει τις δημόσιες δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας της Βενεζουέλας με τις οποίες προσέβαλε και απαξίωσε την δικαστή και ζήτησε να της επιβληθεί η μέγιστη δυνατή ποινή και απαίτησε την τροποποίηση του νόμου ώστε να καταστεί δυνατή η επιβολή ακόμα μεγαλύτερης ποινής· θεωρεί ότι οι δηλώσεις αυτές επιβαρύνουν τις συνθήκες κράτησής της και συνιστούν επίθεση στη δικαστική ανεξαρτησία, εκ μέρους του προέδρου της χώρας ο οποίος θα έπρεπε να είναι ο πρώτος θεματοφύλακάς της·

5.

υπενθυμίζει στον πρόεδρο της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας την υποχρέωσή του να σέβεται την ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης και την ελευθεροτυπία και να σέβεται την ανεξαρτησία της δικαστικής αρχής όπως υποχρεούται βάσει του συντάγματος της χώρας του και βάσει των διάφορων διεθνών και περιφερειακών συμβάσεων και πράξεων των οποίων είναι συμβαλλόμενο μέρος η Βενεζουέλα· πιστεύει ότι τα μέσα ενημέρωσης της Βενεζουέλας πρέπει να εγγυώνται την πολυφωνική κάλυψη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της Βενεζουέλας·

6.

ζητεί από την Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφαλείας να προβεί σε διαβήματα στις αρχές της Βενεζουέλας έτσι ώστε να εκφράσει την ανησυχία της ΕΕ σε σχέση με το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου σε αυτή τη νοτιοαμερικανική χώρα και να προασπίσει σθεναρά τα συμφέροντα και την περιουσία των πολιτών και των εταιρειών των κρατών μελών της ΕΕ·

7.

επισημαίνει ότι, βάσει του Διαμερικανικού Δημοκρατικού Χάρτη της Οργάνωσης Αμερικανικών Κρατών, σε μια δημοκρατία, πέρα από τη σαφή και απαραίτητη νομιμότητα της προέλευσης, η οποία βασίζεται και προκύπτει στις κάλπες, πρέπει επίσης να τηρείται η νομιμότητα της άσκησης, η οποία πρέπει να στηρίζεται στο σεβασμό της πολυφωνίας, των θεσπισμένων κανόνων, του ισχύοντος συντάγματος, των νόμων και του κράτους δικαίου ως εγγυήσεων μιας πλήρως λειτουργικής δημοκρατίας, τούτο δε κατ' ανάγκη πρέπει να περιλαμβάνει το σεβασμό προς την ειρηνική και δημοκρατική πολιτική αντιπολίτευση, ιδίως όταν η εν λόγω αντιπολίτευση κατέχει αιρετά αξιώματα στα οποία έχει αναδειχθεί με λαϊκή εντολή·

8.

καλεί την κυβέρνηση της Βενεζουέλας, ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου 2010, να σεβασθεί τους κανόνες της δημοκρατίας και τις αρχές της ελευθερίας της έκφρασης, του συνεταιρίζεσθαι, του συνέρχεσθαι και των εκλογών και να καλέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνείς οργανισμούς ως παρατηρητές σε αυτές τις εκλογές·

9.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, την Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφάλειας, την κυβέρνηση και την Εθνοσυνέλευση της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας, την Κοινοβουλευτική Συνέλευση Ευρώπης–Λατινικής Αμερικής και το Γενικό Γραμματέα της Οργάνωσης Αμερικανικών Κρατών.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/132


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Βόρεια Κορέα

P7_TA(2010)0290

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη Βόρεια Κορέα

2011/C 351 E/21

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του σχετικά με τη Χερσόνησο της Κορέας,

έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα διεθνή σύμφωνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα κείμενα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα,

έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών με τίτλο «Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας» που εγκρίθηκε στις 25 Μαρτίου 2010 και υποστηρίχθηκε από τα κράτη μέλη της ΕΕ, το οποίο καταδικάζει «τις συστηματικές, εκτεταμένες και σοβαρές παραβιάσεις των ατομικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων» και «τις σοβαρές, εκτεταμένες και συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» από τη ΛΔΚ,

έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αριθ. 1718(2006) και 1874(2009),

έχοντας υπόψη το ψήφισμα της τρίτης Επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την «κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας» που εγκρίθηκε κατά την 64η σύνοδο στις 19 Νοεμβρίου 2009,

έχοντας υπόψη την απόφαση 2009/1002/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2009,

έχοντας υπόψη την οικουμενική έκθεση ομοτίμων σχετικά με τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας της 7ης Νοεμβρίου 2009, και τη συμφωνία της ΛΔΚ να εξετάσει 117 συστάσεις της έκθεσης της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την Οικουμενική Περιοδική Εξέταση, η οποία εγκρίθηκε στις 18 Μαρτίου 2010,

έχοντας υπόψη την έκθεση του Vitit Muntarbhorn, Ειδικού Εισηγητή για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας της 17ης Φεβρουαρίου 2010,

έχοντας υπόψη τον 29ο γύρο του διαλόγου ΕΕ-Κίνας για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων της 29ης Ιουνίου 2010 στη Μαδρίτη, όπου συζητήθηκε το θέμα των Βορειοκορεατών προσφύγων,

έχοντας υπόψη το άρθρο 122, παράγραφος 5 του Κανονισμού του,

Α.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ παραμένει ιδιαίτερα ανησυχητική, ενώ η ανθρωπιστική κατάσταση δίνει σοβαρούς λόγους για προβληματισμό,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το ψήφισμα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών με τίτλο «Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας» που εγκρίθηκε στις 25 Μαρτίου 2010 εξέφρασε βαθιά ανησυχία για τις συνεχιζόμενες αναφορές για συστηματικές, εκτεταμένες και σοβαρές παραβιάσεις των ατομικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων στη ΛΔΚ,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ειδικός Εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ χαρακτήρισε «εφιαλτική» την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην ετήσια έκθεσή του προς το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κυβέρνηση της ΛΔΚ απορρίπτει την εντολή του Ειδικού Εισηγητή για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βόρεια Κορέα, έχει αρνηθεί να του επιτρέψει την πρόσβαση στη χώρα και αντιτίθεται στη συνεργασία με τους μηχανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών,

Ε.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ ανέφερε ότι η επανάληψη των εξαμερών συνομιλιών για την αποπυρηνικοποίηση θα ήταν επίσης ευκαιρία να δημιουργηθεί περιθώριο για βελτιωμένο περιβάλλον ανθρωπίνων δικαιωμάτων,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ πρότεινε να εξετάσει το Συμβούλιο Ασφαλείας τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ και να συγκροτηθεί εξεταστική επιτροπή που να διερευνήσει τις καταγγελίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας εκ μέρους της κυβέρνησης της ΛΔΚ,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλές διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν καλέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Βόρειας Κορέας,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το ψήφισμα του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών καταδικάζει τις σοβαρές, εκτεταμένες και συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, και ιδίως τη χρήση βασανιστηρίων και στρατοπέδων εργασίας κατά των πολιτικών κρατουμένων και των επαναπατριζομένων πολιτών της ΛΔΚ,

Θ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κρατικές αρχές της ΛΔΚ προβαίνουν συστηματικά σε εξωδικαστικές δολοφονίες, αυθαίρετες κρατήσεις και εξαφανίσεις,

Ι.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το δικαστικό σύστημα είναι υποτελές στο κράτος και ότι η θανατική ποινή εφαρμόζεται σε ευρύ φάσμα εγκλημάτων κατά του κράτους και επεκτείνεται περιοδικά από τον Ποινικό Κώδικα, ενώ οι πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, εξαναγκάζονται να παρευρίσκονται σε δημόσιες εκτελέσεις,

ΙΑ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κυβέρνηση της ΛΔΚ δεν επιτρέπει την οργανωμένη πολιτική αντιπολίτευση, τις ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, τα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης, τη θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, καθώς και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις,

ΙΒ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι το ζήτημα της απαγωγής πολιτών τρίτων χωρών από την Ιαπωνία, τη Δημοκρατία της Κορέας και άλλες χώρες, όπου σύμφωνα με καταγγελίες περιλαμβάνονται και πολίτες της ΕΕ, παραμένει ανεπίλυτο και απαιτεί την αποφασιστική δράση της διεθνούς κοινότητας,

ΙΓ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σημαντικός αριθμός Βορειοκορεατών διαφεύγουν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, όπου πολλές γυναίκες καταγγέλλεται ότι πέφτουν θύματα διακίνησης ανθρώπων και εξαναγκασμένων γάμων· ότι η ΛΔ της Κίνας αναφέρεται ότι επαναπατρίζει βιαίως Βορειοκορεάτες πρόσφυγες στη ΛΔΚ της Κορέας, σε παράβαση των διεθνών κανόνων που απαγορεύουν την επαναπροώθηση και αναφέρεται επίσης ότι απαγορεύει σε πολίτες της ΛΔΚ την πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου της UNHCR, κατά παράβαση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες του 1951 και του Πρωτοκόλλου της του 1967, στα οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος η ΛΔ της Κίνας και ότι υπάρχουν πολύ ανησυχητικές ειδήσεις για την τύχη των βιαίως επαναπατριζόμενων πολιτών,

ΙΔ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κρατική πρακτική της συλλογικής ενοχής έχει ως αποτέλεσμα να φυλακίζονται ολόκληρες οικογένειες, μεταξύ των οποίων, παιδιά, παππούδες και γιαγιάδες· ότι οι κρατούμενοι αυτοί είναι εκτεθειμένοι σε κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βασανιστήρια, λιμοκτονία, καταναγκαστική εργασία και ότι, σύμφωνα με αναφορές, υπολογίζεται σε 100 000 ο αριθμός όσων ενδέχεται να έχουν ήδη βρει το θάνατο, συχνά από εξάντληση ή ασθένειες στις οποίες δεν χορηγείται αγωγή,

ΙΕ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι δορυφορικές εικόνες και διάφορες αφηγήσεις φυγάδων από τη Βόρεια Κορέα τεκμηριώνουν τις καταγγελίες ότι η ΛΔΚ έχει σε λειτουργία τουλάχιστον έξη στρατόπεδα συγκέντρωσης, με περισσότερους από 150 000 πολιτικούς κρατουμένους, και ότι εάν προστεθούν οι αριθμοί για όλες τις άλλες κατηγορίες φυλακισμένων, όπως οι βίαια επαναπατρισθέντες από τη ΛΔ της Κίνας, ο αριθμός όσων κρατούνται σε κέντρα κράτησης φθάνει τις 200 000 σύμφωνα με εκτιμήσεις,

ΙΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλα τμήματα του πληθυσμού λιμοκτονούν και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή επισιτιστική βοήθεια και ότι το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων ανέφερε το Σεπτέμβριο του 2009 ότι το ένα τρίτο των γυναικών και των παιδιών της Βόρειας Κορέας υποσιτίζονται,

ΙΖ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινωνία διέπεται από την άποψη «πρώτα ο στρατός» και από την ιδεολογία juche, η οποία απαιτεί τη λατρεία του ηγέτη της χώρας,

ΙΗ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με αξιόπιστες αναφορές φυγάδων, ο πληθυσμός υποβάλλεται σε εκστρατείες καταναγκαστικής εργασίας, ενώ η πρόσβασή τους σε ευκαιρίες εκπαίδευσης και απασχόλησης βασίζεται στο songbun (το ταξικό καθεστώς τους) το οποίο καθορίζεται από την αφοσίωση, τη δική τους ή της οικογένειάς τους, προς το καθεστώς,

ΙΘ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η «νομισματική μεταρρύθμιση» της 30ής Νοεμβρίου 2009 οδήγησε σε σοβαρό πλήγμα για την ήδη καταρρέουσα οικονομία και έχει κάνει ακόμη φτωχότερα τα μη προνομιούχα στρώματα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια,

Κ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι κανείς ξένος δημοσιογράφος δεν έχει απεριόριστη πρόσβαση στη ΛΔΚ και ότι το Κορεατικό Κεντρικό Πρακτορείο Ειδήσεων προσφέρει τη μοναδική πηγή πληροφόρησης για όλα τα μέσα ενημέρωσης στη Βόρεια Κορέα, ενώ οι ραδιοτηλεοπτικές συσκευές μπορούν να λάβουν σήμα μόνο από κυβερνητικούς σταθμούς, ενώ η λήψη ξένων εκπομπών απαγορεύεται αυστηρά με σοβαρές ποινές· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ευρύς πληθυσμός της χώρας δεν έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο,

1.

καλεί τη ΛΔΚ να τερματίσει αμέσως τις σοβαρές, εκτεταμένες και συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που διαπράττει εναντίον του ίδιου της του λαού και που μπορεί να ισοδυναμούν με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και κατά συνέπεια να υπόκεινται στη διεθνή ποινική δικαιοδοσία·

2.

καλεί τη ΛΔΚ να τερματίσει αμέσως και δια παντός τις δημόσιες εκτελέσεις και να καταργήσει την ποινή του θανάτου·

3.

καλεί τη ΛΔΚ να τερματίσει τις εξωδικαστικές δολοφονίες και τις βίαιες εξαφανίσεις, να σταματήσει τη χρήση των βασανιστηρίων και της καταναγκαστικής εργασίας, να απελευθερώσει τους πολιτικούς κρατούμενους και να επιτρέψει στους πολίτες της ελευθερία μετακινήσεων·

4.

καλεί τις αρχές της ΛΔΚ να εξασφαλίσουν την πρόσβαση όλων των πολιτών στην επισιτιστική και ανθρωπιστική βοήθεια, με βάση τις ανάγκες τους·

5.

καλεί τη ΛΔΚ να επιτρέψει την ελεύθερη έκφραση και την ελευθεροτυπία, καθώς και την πρόσβαση των πολιτών της στο Διαδίκτυο χωρίς λογοκρισία·

6.

καλεί την ΕΕ να στηρίξει τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής του ΟΗΕ που θα εκτιμήσει τις παρελθούσες και τρέχουσες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ προκειμένου να προσδιορίσει αν και κατά πόσο οι παραβιάσεις αυτές και η συναφής ατιμωρησία συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας· καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να υποστηρίξουν σχετικό ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών στη Γενική Συνέλευση·

7.

καλεί την ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της κατάστασης, να ορίσει ειδικό εκπρόσωπο της ΛΔΚ στη ΛΔΚ ώστε να εξασφαλίζεται η συνεχής προσοχή και ο συντονισμός, τόσο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και με σημαντικούς εταίρους όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δημοκρατία της Κορέας·

8.

καλεί τις αρχές της ΛΔΚ να ακολουθήσουν τις συστάσεις της έκθεσης της Ομάδας Εργασίας του Συμβουλίων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την Οικουμενική Περιοδική Εξέταση και, ως πρώτο βήμα, να επιτρέψουν την επιθεώρηση κάθε είδους σωφρονιστικής εγκατάστασης από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και άλλους ανεξάρτητους διεθνείς εμπειρογνώμονες και να επιτρέψουν σε ειδικούς εισηγητές του ΟΗΕ να επισκεφθούν τη χώρα·

9.

καλεί την κυβέρνηση της ΛΔΚ να μεριμνήσει για την σφαιρική διερεύνηση, με διαφανές και ικανοποιητικό αποτέλεσμα και να παραδώσει οριστικά και ολοκληρωτικά όλες τις πληροφορίες σχετικά με τους πολίτες κρατών μελών της ΕΕ και τρίτων χωρών για τους οποίους υπάρχουν υποψίες ότι έχουν απαχθεί από κρατικούς Βορειοκορεάτες πράκτορες κατά τις τελευταίες δεκαετίες και να απελευθερώσει αμέσως όσους απαχθέντες κρατούνται ακόμη στη χώρα·

10.

ζητεί επιμόνως από τα κράτη μέλη της ΕΕ να συνεχίσουν να παραχωρούν άσυλο σε Βορειοκορεάτες πρόσφυγες και να υιοθετήσουν μια πιο συστηματική προσέγγιση στην οργάνωση της ευρωπαϊκής και διεθνούς προστασίας των Βορειοκορεατών που προσπαθούν να ξεφύγουν από την απελπιστική κατάσταση στην πατρίδα τους· καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συνεχίσει την στήριξη οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που βοηθούν τους Βορειοκορεάτες πρόσφυγες·

11.

καλεί τη ΛΔ της Κίνας να σταματήσει τις συλλήψεις Βορειοκορεατών προσφύγων και τον επαναπατρισμό τους στη ΛΔΚ, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει της Σύμβασης για τους Πρόσφυγες του 1951 και του Πρωτοκόλλου της του 1967 να επιτρέψει στην UNHCR πρόσβαση σε Βορειοκορεάτες πρόσφυγες ώστε να προσδιοριστεί το καθεστώς τους και να δοθεί βοήθεια για την ασφαλή μετεγκατάστασή τους και να παραχωρήσει καθεστώς νόμιμου κατοίκου σε Βορειοκορεάτισσες παντρεμένες με πολίτες της ΛΔ της Κίνας·

12.

καλεί την ΛΔ της Κίνας να αξιοποιήσει τις στενές σχέσεις της με τη ΛΔΚ για να προωθήσει την οικονομική και κοινωνική μεταρρύθμιση στη χώρα, με στόχο να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής και τα κοινωνικά δικαιώματα του πληθυσμού της Βόρειας Κορέας·

13.

καλεί την Επιτροπή να θέτει την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ και το ζήτημα των Βορειοκορεατών προσφύγων στη ΛΔ της Κίνας σε όλες τις συνομιλίες υψηλού επιπέδου μεταξύ ΕΕ και Κίνας, καθώς και στο Διάλογο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΕΕ-Κίνας·

14.

καλεί την Επιτροπή να διατηρήσει τα υφιστάμενα προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας και τους διαύλους επικοινωνίας με τη ΛΔΚ και να παρακολουθεί αυστηρά τη διανομή της επισιτιστικής βοήθειας και της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Βόρεια Κορέα ώστε να τηρούνται διεθνή πρότυπα διαφάνειας και λογοδοσίας·

15.

καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη της ΕΕ να συνεχίσουν τον ενεργητικό διάλογο και την στήριξη των ΜΚΟ και των παραγόντων της κοινωνίας των πολιτών που προσπαθούν να αποκτήσουν επαφές εντός της ΛΔΚ, με στόχο να ενθαρρύνουν αλλαγές που θα οδηγήσουν σε ένα καλύτερο περιβάλλον για τα ανθρώπινα δικαιώματα·

16.

καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και της Δημοκρατίας της Κορέας, ρήτρα για την παρακολούθηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που απασχολούνται στο Βιομηχανικό Συγκρότημα Kaesong στη ΛΔΚ·

17.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στα κράτη μέλη και τις υποψήφιες χώρες, στην Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατη Εκπρόσωπο της Ένωσης για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφάλειας, στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις κυβερνήσεις της Δημοκρατίας της Κορέας και της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας, στην κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/137


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Αίτηση υπεράσπισης της βουλευτικής ασυλίας του κ. Valdemar Tomasevski

P7_TA(2010)0252

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την αίτηση υπεράσπισης των προνομίων και ασυλιών που υπέβαλε ο κ. Valdemar Tomaševski (2010/2047(IMM))

2011/C 351 E/22

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την αίτηση του κ. Valdemar Tomaševski για την υπεράσπιση της ασυλίας του, που διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις 2 Φεβρουαρίου 2010, και η οποία ανακοινώθηκε σε συνεδρίαση της ολομέλειας στις 24 Μαρτίου 2010,

αφού άκουσε τον κ. Valdemar Tomaševski, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 8 και 9 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επισυνάπτεται στις συνθήκες, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, σχετικά με την εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία,

έχοντας υπόψη το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εγκρίθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2005,

έχοντας υπόψη το άρθρο 6, παράγραφος 3, και το άρθρο 7 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0214/2010),

A.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κ. Valdemar Tomaševski είναι βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Β.

λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κ. Valdemar Tomaševski δεν αποτελεί αντικείμενο δικαστικής δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 8 του πρωτοκόλλου και επομένως δεν πρόκειται για περίπτωση βουλευτικής ασυλίας,

Γ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το ίδιο το κείμενό του, ο κώδικας δεοντολογίας των πολιτικών εκπροσώπων της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, που θεσπίστηκε με το νόμο της 19 Σεπτεμβρίου 2006 (N.X-816), την τήρηση του οποίου εγγυάται η Κύρια επιτροπή επίσημης δεοντολογίας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, πολιτικό όργανο που θεσπίστηκε από το νόμο της 1 Ιουλίου 2008 (N.X-1777), εφαρμόζεται επίσης στους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκλέγονται στη Λιθουανία,

Δ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 22 Ιανουαρίου 2010 η κύρια επιτροπή επίσημης δεοντολογίας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας ενέκρινε απόφαση «δημόσιας επίπληξης» του κ. Valdemar Tomaševski βάσει του προαναφερθέντος κώδικα δεοντολογίας,

E.

λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1), «οι βουλευτές είναι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι»,

ΣΤ.

λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης,

Ζ.

λαμβάνοντας υπόψη ότι η αμφισβητούμενη απόφαση, καθώς και η νομοθεσία της Δημοκρατίας της Λιθουανίας στην οποία βασίζεται, συνεπάγονται παράβαση του δικαίου της Ένωσης, διότι δεν σέβονται τις αρχές της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που θεσπίζονται με το άρθρο 2 του Καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Η.

λαμβάνοντας υπόψη ότι εναπόκειται στην Επιτροπή, ως θεματοφύλακα των συνθηκών, να κινήσει κατά της Δημοκρατίας της Λιθουανίας διαδικασία για παράβαση, βάσει του άρθρου 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

1.

ζητεί από την Επιτροπή να παρέμβει στις αρχές της Δημοκρατίας της Λιθουανίας προκειμένου να επιβάλει την τήρηση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτοντας, εν ανάγκη, σε κίνηση τη διαδικασία για παράβαση του κοινοτικού δικαίου που προβλέπεται από το άρθρο 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει αμέσως την παρούσα απόφαση και την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του στην Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.


(1)  ΕΕ L 262, 7.10.2005, σ. 1.


III Προπαρασκευαστικές πράξεις

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/139


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Προσχώρηση των κρατών μελών στη σύμβαση για τις διεθνείς εκθέσεις, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 22 Νοεμβρίου 1928 ***

P7_TA(2010)0248

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προσχωρήσουν στη σύμβαση για τις διεθνείς εκθέσεις, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 22 Νοεμβρίου 1928 και συμπληρώθηκε από τα πρωτόκολλα της 10ης Μαΐου 1948, της 16ης Νοεμβρίου 1966, της 30ής Νοεμβρίου 1972, την τροποποίηση της 24ης Ιουνίου 1982 και την τροποποίηση της 31ης Μαΐου 1988 (08100/2010– C7-0105/2010 – 2010/0015(NLE))

2011/C 351 E/23

(Έγκριση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (08100/2010),

έχοντας υπόψη την αίτηση για έγκριση που υποβλήθηκε από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 207, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο και το άρθρο 218 παράγραφος 6 στοιχείο α) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C7-0105/2010),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 81 και 90 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (A7-0201/2010),

1.

εγκρίνει το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/140


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Σύναψη του πρωτοκόλλου για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών της Μεσογείου στη Σύμβαση για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και των παρακτίων περιοχών της Μεσογείου ***

P7_TA(2010)0249

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών της Μεσογείου στη Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών της Μεσογείου (09132/2010 – C7-0128/2010 – 2010/0016(NLE))

2011/C 351 E/24

(Έγκριση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (09132/2010),

έχοντας υπόψη την αίτηση έγκρισης που υπέβαλε το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 192, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη το άρθρο 81 και το άρθρο 90, παράγραφος 8, του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A7-0191/2010),

1.

εγκρίνει τη σύναψη του πρωτοκόλλου·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/140


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας σχετικά με την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων των αποφάσεων 2008/615/ΔΕΥ και 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου ***

P7_TA(2010)0250

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλανδίας και της Νορβηγίας, για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος, και της απόφασης 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος, καθώς και του παραρτήματός της (05309/2010 – C7-0031/2010 – 2009/0191(NLE))

2011/C 351 E/25

(Έγκριση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλανδίας και της Νορβηγίας, για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος, και την απόφαση 2008/616/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος, καθώς και το παράρτημά της (05060/2009),

έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (05309/2010),

έχοντας υπόψη την αίτηση του Συμβουλίου για παροχή σύμφωνης γνώμης, σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α), σε συνδυασμό με το άρθρο 82, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δ), και το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο α), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C7-0031/2010),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 81 και 90, παράγραφος 8, του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0173/2010),

1.

εγκρίνει τη σύναψη της συμφωνίας·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και τις κυβερνήσεις της Ισλανδίας και της Νορβηγίας.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/141


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Συμμετοχή της Ελβετίας και του Λιχτενστάιν στις δραστηριότητες του FRONTEX ***

P7_TA(2010)0251

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ένωσης, ρύθμισης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, αφετέρου, σχετικά με τις λεπτομέρειες της συμμετοχής αυτών των κρατών στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (05707/2010 – C7-0217/2009 – 2009/0073(NLE))

2011/C 351 E/26

(Έγκριση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη το σχέδιο συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, αφετέρου, σχετικά με τις λεπτομέρειες της συμμετοχής αυτών των κρατών στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (10701/2009),

έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου (COM(2009)0255),

έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου (05707/2010),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 62, παράγραφος 2, σημείο 2, στοιχείο α), και το άρθρο 66 σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη πρόταση και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7-0217/2009),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (CΟΜ(2009)0665),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 77, παράγραφος 2, στοιχείο β), και 74, και το άρθρο 218, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α), σημείο v), της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 81 και 90, παράγραφος 8, του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0172/2010),

1.

εγκρίνει τη σύναψη της συμφωνίας·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/142


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Ποιότητα των στατιστικών στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος *

P7_TA(2010)0253

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2009 όσον αφορά την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος (COM(2010)0053 – C7-0064/2010 – 2010/0035(NLE))

2011/C 351 E/27

(Διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2010)0053),

έχοντας υπόψη το άρθρο 126, παράγραφος 14, τρίτο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7-0064/2010),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 31ης Μαρτίου 2010 (1),

έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων (A7–0220/2010),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.

καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 293, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

3.

καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

5.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΊΑ

Τροπολογία 1

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 1 α (νέα)

 

(1a)

Δυστυχώς, ούτε η προειδοποίηση που εξέδωσε η Επιτροπή (Eurostat) ήδη το 2004 ούτε οι πρωτοβουλίες της Επιτροπής σε αυτόν τον τομέα, που η τελευταία παρουσίασε στην ανακοίνωσή της της 22ας Δεκεμβρίου 2004 με τίτλο «Για μια ευρωπαϊκή στρατηγική διακυβέρνησης των δημοσιονομικών στατιστικών» (2), οδήγησαν σε μεταρρυθμίσεις του πλαισίου διακυβέρνησης για τις δημοσιονομικές στατιστικές εκ μέρους του Συμβουλίου, οι οποίες ήδη τότε θα έπρεπε να είχαν προ πολλού πραγματοποιηθεί. Εάν είχε αναληφθεί εγκαίρως δράση, τα σφάλματα κατά την κοινοποίηση των σχετικών στοιχείων όσον αφορά το δημόσιο έλλειμμα θα μπορούσαν να είχαν εντοπισθεί πολύ νωρίτερα και η κρίση που προκλήθηκε θα μπορούσε να είχε έστω περιορισθεί. Είναι ως εκ τούτου αποφασιστικής σημασίας η παροχή στην Επιτροπή (Eurostat) του κατάλληλου πλαισίου αρμοδιοτήτων, επαρκούς προσωπικού και όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ανεξαρτησίας.

Τροπολογία 2

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 1 β (νέα)

 

(1β)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει και να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διενεργούνταν στο παρελθόν η συλλογή και αξιολόγηση των δημοσιονομικών στατιστικών των κρατών μελών. Τα συμπεράσματα αυτά θα πρέπει να κοινοποιηθούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Τροπολογία 3

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 3

(3)

Συνολικά, το αναθεωρημένο πλαίσιο διακυβέρνησης για τις δημοσιονομικές στατιστικές λειτούργησε ικανοποιητικά και, γενικά, παρήγαγε ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά την υποβολή σχετικών δημοσιονομικών στοιχείων για το δημόσιο έλλειμμα και χρέος. Ειδικότερα , τα κράτη μέλη επέδειξαν, ως επί το πλείστον , άριστο πνεύμα καλοπιστίας καθώς και επιχειρησιακή ικανότητα υποβολής δημοσιονομικών στοιχείων υψηλής ποιότητας.

(3)

Ενώ το αναθεωρημένο πλαίσιο διακυβέρνησης για τις δημοσιονομικές στατιστικές λειτούργησε ικανοποιητικά και, γενικά, παρήγαγε ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά την υποβολή σχετικών δημοσιονομικών στοιχείων για το δημόσιο έλλειμμα και χρέος και τα περισσότερα κράτη μέλη επέδειξαν άριστο πνεύμα καλοπιστίας καθώς και επιχειρησιακή ικανότητα υποβολής δημοσιονομικών στοιχείων υψηλής ποιότητας θα έπρεπε να είχαν αξιοποιηθεί οι προηγούμενες ευκαιρίες για την ενίσχυση της ποιότητας και της εμβέλειας των στοιχείων που παρέχονται στην Επιτροπή (Eurostat).

Τροπολογία 4

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 4

(4)

Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν επίσης ότι το τρέχον πλαίσιο διακυβέρνησης για τις δημοσιονομικές στατιστικές εξακολουθεί να μη μετριάζει, στον αναγκαίο βαθμό, τον κίνδυνο να κοινοποιούνται σκόπιμα στην Επιτροπή λανθασμένα και ανακριβή στοιχεία.

(4)

Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ένωση έδειξαν επίσης ότι το τρέχον πλαίσιο διακυβέρνησης για τις δημοσιονομικές στατιστικές εξακολουθεί να μη μετριάζει, στον αναγκαίο βαθμό, τον κίνδυνο να κοινοποιούνται σκόπιμα στην Επιτροπή λανθασμένα και ανακριβή στοιχεία.

Τροπολογία 5

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 4 α (νέα)

 

(4a)

Η αξιοπιστία των στατιστικών που διαθέτει η Επιτροπή (Eurostat) σε επίπεδο Ένωσης εξαρτάται άμεσα από την αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων που συλλέγουν τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο.

Τροπολογία 6

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 4 β (νέα)

 

(4β)

Η διασφάλιση της θεσμικής ανεξαρτησίας όλων των εθνικών προβλεπόμενων από το καταστατικό στατιστικών φορέων είναι αποφασιστικής σημασίας για την αποφυγή της άσκησης οποιασδήποτε αδικαιολόγητης πίεσης σε αυτούς από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους.

Τροπολογία 7

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 5

(5)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να έχει πρόσθετα δικαιώματα πρόσβασης σε ένα διευρυμένο πεδίο πληροφοριών για τις ανάγκες της αξιολόγησης της ποιότητας των στοιχείων.

(5)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να έχει πρόσθετα δικαιώματα πρόσβασης σε ένα διευρυμένο πεδίο πληροφοριών για τις ανάγκες της αξιολόγησης της ποιότητας των στοιχείων. Είναι ουσιώδες τα στοιχεία που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη να κοινοποιούνται σε εύθετο χρόνο στη Γενική Διεύθυνση Στατιστικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Τροπολογία 8

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 5 α (νέα)

 

(5a)

Η συγκρισιμότητα των οικονομικών στοιχείων απαιτεί ομοιόμορφη μεθοδολογία. Η Επιτροπή θα πρέπει ως εκ τούτου να προωθήσει την εναρμόνιση της συλλογής στατιστικών στοιχείων.

Τροπολογία 9

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 6

(6)

Η διεξαγωγή επισκέψεων παρακολούθησης σε ένα κράτος μέλος του οποίου τα στατιστικά στοιχεία βρίσκονται σε καθεστώς λεπτομερούς ελέγχου, η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να έχει το δικαίωμα πρόσβασης στους λογαριασμούς των δημόσιων φορέων, σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, διοίκησης ομόσπονδου κρατιδίου, τοπικής αυτοδιοίκησης και σε επίπεδο οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ άλλων και για την παροχή των σχετικών με τους λογαριασμούς λεπτομερών στοιχείων, των συναφών στατιστικών ερευνών και ερωτηματολογίων και άλλων σχετικών πληροφοριών, τηρουμένης της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων καθώς και του στατιστικού απορρήτου.

(6)

Η διεξαγωγή επισκέψεων παρακολούθησης σε ένα κράτος μέλος του οποίου τα στατιστικά στοιχεία βρίσκονται σε καθεστώς λεπτομερούς ελέγχου, η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να έχει το δικαίωμα πρόσβασης στους λογαριασμούς των δημόσιων φορέων, σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, διοίκησης ομόσπονδου κρατιδίου, τοπικής αυτοδιοίκησης και σε επίπεδο οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ άλλων και για την παροχή των σχετικών με τους λογαριασμούς λεπτομερών στοιχείων, των συναφών στατιστικών ερευνών και ερωτηματολογίων και άλλων σχετικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των εκτός ισολογισμού συναλλαγών, τηρουμένης της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων καθώς και του στατιστικού απορρήτου.

Τροπολογία 10

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 6 α (νέα)

 

(6a)

Προκειμένου η Επιτροπή (Eurostat) να είναι σε θέση να εκπληρώσει υπεύθυνα τα διευρυμένα εποπτικά καθήκοντά της, χρειάζεται αύξηση του αριθμού κατηρτισμένων υπαλλήλων στα σχετικά τμήματα. Το πρόσθετο ποσό για προσωπικό και δαπάνες θα πρέπει να καλυφθεί μέσω μεταφορών στον προϋπολογισμό και στο προσωπικό εντός της Επιτροπής.

Τροπολογία 11

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 7

(7)

Οι δημόσιοι λογαριασμοί των διαφόρων μονάδων του δημόσιου τομέα, όπως και των δημόσιων αρχών που κατατάσσονται εκτός του δημόσιου τομέα, θα πρέπει να είναι το κύριο αντικείμενο των ελέγχων, και οι δημόσιοι λογαριασμοί θα πρέπει να αξιολογούνται ως προς τη στατιστική τους χρήση.

(7)

Οι δημόσιοι λογαριασμοί των διαφόρων μονάδων του δημόσιου τομέα, όπως και των δημόσιων αρχών που κατατάσσονται εκτός του δημόσιου τομέα, θα πρέπει να είναι το κύριο αντικείμενο των ελέγχων, και οι δημόσιοι λογαριασμοί θα πρέπει να αξιολογούνται ως προς τη στατιστική τους χρήση. Τόσο η μεσοπρόθεσμη ανάλυση όσο και τα πολυετή πλαίσια πρέπει να χρησιμοποιούνται για την υποστήριξη της αξιολόγησης του προϋπολογισμού.

Τροπολογία 12

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 8 α (νέα)

 

(8a)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στην Επιτροπή (Eurostat) όλες τις πληροφορίες στατιστικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα με βάση τυποποιημένη και διεθνώς αναγνωρισμένη λογιστική μέθοδο.

Τροπολογία 13

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Αιτιολογική σκέψη 8 β (νέα)

 

(8β)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο θέσπισης κυρώσεων στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης όσον αφορά την υποβολή παραποιημένων μακροοικονομικών στατιστικών από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής αυτών των κυρώσεων εναντίον των κρατών μελών τα οποία παραποιούν τις μακροοικονομικές στατιστικές που αφορούν το έλλειμμα του προϋπολογισμού τους και το δημόσιο χρέος.

Τροπολογία 14

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο -1 (νέα)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 2 – παράγραφος 1

 

(-1)

Στο άρθρο 2, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ως στοιχεία για το προϋπολογισθέν δημόσιο έλλειμμα και το προϋπολογισθέν ύψος του δημόσιου χρέους νοούνται τα στοιχεία που καθορίζονται για το τρέχον έτος από τα κράτη μέλη. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τις πλέον πρόσφατες επίσημες προβλέψεις με βάση τις πλέον πρόσφατες δημοσιονομικές αποφάσεις και οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές καθώς και τα μηνιαία και τριμηνιαία αποτελέσματα. Παράγονται δε σε χρόνο όσο το δυνατόν πλησιέστερο στην προθεσμία γνωστοποίησης.»

Τροπολογία 15

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 2

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 8 – παράγραφος 2 – πρώτο εδάφιο

2.   Τα κράτη μέλη παραχωρούν αμελλητί στην Επιτροπή (Eurostat) πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τις ανάγκες της αξιολόγησης της ποιότητας των στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων στατιστικών πληροφοριών όπως δεδομένα εθνικών λογαριασμών, απογραφές, πίνακες γνωστοποίησης στοιχείων στο πλαίσιο της ΔΥΕ, πρόσθετα ερωτηματολόγια και διευκρινίσεις σχετικά με τις γνωστοποιήσεις.

2.   Τα κράτη μέλη παραχωρούν αμελλητί στην Επιτροπή (Eurostat) πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες στατιστικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα που απαιτούνται για τις ανάγκες της αξιολόγησης της ποιότητας των στοιχείων. Οι πληροφορίες αυτές βασίζονται σε μία τυποποιημένη και διεθνώς αναγνωρισμένη λογιστική μέθοδο που έχει συμφωνηθεί με την Επιτροπή (Eurostat). Στις πληροφορίες στατιστικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα συμπεριλαμβάνονται ειδικότερα :

α)

τα δεδομένα εθνικών λογαριασμών·

β)

οι απογραφές·

γ)

οι πίνακες γνωστοποίησης στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος ( ΔΥΕ ) ·

δ)

τα πρόσθετα ερωτηματολόγια και οι διευκρινίσεις σχετικά με τις γνωστοποιήσεις ΔΥΕ·

ε)

οι πληροφορίες που παρέχουν το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το Υπουργείο Οικονομικών ή άλλη αρμόδια περιφερειακή αρχή σχετικά με την εκτέλεση του εθνικού και των περιφερειακών προϋπολογισμών του κράτους μέλους·

στ)

οι λογαριασμοί των εκτός προϋπολογισμού φορέων ή των μη κερδοσκοπικών οργανισμών καθώς και παρόμοιων φορέων που αποτελούν τμήμα του γενικού κυβερνητικού τομέα στους εθνικούς λογαριασμούς·

ζ)

λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με κάθε τύπο φορέα εκτός ισολογισμού·

η)

οι λογαριασμοί των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης· και

θ)

οι μελέτες των τοπικών κυβερνήσεων.

Τροπολογία 16

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 3

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 11 – παράγραφος 3 – πρώτο εδάφιο

3.   Οι μεθοδολογικές επισκέψεις αποβλέπουν στην εποπτεία των διαδικασιών και στην επαλήθευση των δημόσιων λογαριασμών που αιτιολογούν τα πραγματικά στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν και στην εξαγωγή λεπτομερών συμπερασμάτων όσον αφορά την ποιότητα των γνωστοποιούμενων στοιχείων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1.

3.   Οι μεθοδολογικές επισκέψεις ενδέχεται να είναι αιφνίδιες και αποβλέπουν στην εποπτεία των διαδικασιών , συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας της εθνικής στατιστικής αρχής από την κυβέρνηση, και στην επαλήθευση των δημόσιων λογαριασμών που αιτιολογούν τα πραγματικά στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν και στην εξαγωγή λεπτομερών συμπερασμάτων όσον αφορά την ποιότητα των γνωστοποιούμενων στοιχείων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1.

Τροπολογία 17

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 3

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 11 – παράγραφος 3 – δεύτερο εδάφιο

Οι μεθοδολογικές επισκέψεις πραγματοποιούνται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες έχουν εντοπιστεί σαφώς σημαντικοί κίνδυνοι ή προβλήματα ως προς την ποιότητα των στοιχείων.

Οι μεθοδολογικές επισκέψεις , είτε έχουν προαναγγελθεί είτε είναι αιφνίδιες, πραγματοποιούνται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν υπόνοιες για σημαντικούς κινδύνους ή προβλήματα ως προς την ποιότητα των στοιχείων. Η Επιτροπή ορίζει κατάλογο των περιπτώσεων που θεωρείται ότι ενέχουν σημαντικό κίνδυνο ή πρόβλημα όσον αφορά την ποιότητα των στοιχείων. Ο κατάλογος αυτός καταρτίζεται μετά από διαβούλευση με την CMFB.

Τροπολογία 18

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 4

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 12 – παράγραφος 1 – πρώτο εδάφιο

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής (Eurostat), τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων σε θέματα εθνικών λογαριασμών, μεταξύ άλλων και για την προετοιμασία και εκτέλεση των μεθοδολογικών επισκέψεων. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους οι εν λόγω εμπειρογνώμονες παρέχουν ανεξάρτητη πραγματογνωμοσύνη. Ο κατάλογος των εμπειρογνωμόνων σε θέματα εθνικών λογαριασμών καταρτίζεται βάσει προτάσεων που διαβιβάζονται στην Επιτροπή (Eurostat) από τις εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την υποβολή εκθέσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος.

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής (Eurostat), τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων σε θέματα εθνικών λογαριασμών, μεταξύ άλλων και για την προετοιμασία και εκτέλεση των μεθοδολογικών επισκέψεων που ενδέχεται επίσης να είναι αιφνίδιες . Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους οι εν λόγω εμπειρογνώμονες παρέχουν ανεξάρτητη πραγματογνωμοσύνη και τους παρέχεται ειδική κατάρτιση, ούτως ώστε να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο πραγματογνωσίας και αμεροληψίας. Ο κατάλογος των εμπειρογνωμόνων σε θέματα εθνικών λογαριασμών καταρτίζεται βάσει προτάσεων που διαβιβάζονται στην Επιτροπή (Eurostat) από τις εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την υποβολή εκθέσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος.

Τροπολογία 19

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 5

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 12 – παράγραφος 2 – πρώτο εδάφιο

2.   Στο πλαίσιο των μεθοδολογικών επισκέψεων, η Επιτροπή (Eurostat) έχει το δικαίωμα πρόσβασης στους λογαριασμούς όλων των δημόσιων φορέων, σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, διοίκησης ομόσπονδου κρατιδίου, τοπικής αυτοδιοίκησης και σε επίπεδο οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και να ζητήσει να της παρασχεθούν τα σχετικά με τους λογαριασμούς λεπτομερή στοιχεία, όπως συναλλαγές και ισολογισμοί, σχετικές στατιστικές έρευνες και ερωτηματολόγια και λοιπές σχετικές πληροφορίες, όπως αναλυτικά έγγραφα και τα λογιστικά δεδομένα άλλων δημόσιων φορέων.

2.   Στο πλαίσιο των μεθοδολογικών επισκέψεων, οι οποίες ενδέχεται επίσης να είναι αιφνίδιες, η Επιτροπή (Eurostat) έχει το δικαίωμα πρόσβασης στους λογαριασμούς όλων των δημόσιων φορέων, σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης, διοίκησης ομόσπονδου κρατιδίου, τοπικής αυτοδιοίκησης και σε επίπεδο οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης (συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συνταξιοδοτικού ταμείου) , καθώς και να ζητήσει να της παρασχεθούν τα σχετικά με τους λογαριασμούς λεπτομερή στοιχεία, όπως συναλλαγές και ισολογισμοί, σχετικές στατιστικές έρευνες και ερωτηματολόγια και λοιπές σχετικές πληροφορίες, όπως αναλυτικά έγγραφα και τα λογιστικά δεδομένα άλλων δημόσιων φορέων.

Τροπολογία 20

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 5

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 12 – παράγραφος 2 – εδάφιο 1 α (νέο)

 

Κατά τις μεθοδολογικές επισκέψεις μπορούν να συμμετέχουν και να υποστηρίζουν τους υπαλλήλους της Επιτροπής (Eurostat) εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Τροπολογία 21

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 5

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 12 – παράγραφος 2 – εδάφιο 1 β (νέο)

 

Η Επιτροπή (Eurostat) δύναται να διενεργεί επιτόπιες επιθεωρήσεις και είναι δυνατό να της επιτρέπεται να πραγματοποιεί συνεντεύξεις με κάθε οργανισμό που κρίνει σημαντικό για τις εργασίες της.

Τροπολογία 22

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 5

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 12 – παράγραφος 2 – δεύτερο εδάφιο

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διευκόλυνση των μεθοδολογικών επισκέψεων. Οι εν λόγω επισκέψεις μπορούν να πραγματοποιηθούν στις εθνικές αρχές που εμπλέκονται στην υποβολή εκθέσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος, καθώς και σε όλες τις υπηρεσίες που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στην παραγωγή των δημόσιων λογαριασμών και του δημόσιου χρέους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εθνικές αρχές και υπηρεσίες τους και, όπου απαιτείται, οι εθνικές αρχές με λειτουργική αρμοδιότητα για τον έλεγχο των δημόσιων λογαριασμών, παρέχουν στους υπαλλήλους της Επιτροπής ή στους άλλους εμπειρογνώμονες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, την απαραίτητη βοήθεια για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης εγγράφων για την αιτιολόγηση των γνωστοποιούμενων στοιχείων του πραγματικού ελλείμματος και του πραγματικού χρέους και των σχετικών δημόσιων λογαριασμών. Στοιχεία από τις εμπιστευτικές καταστάσεις του εθνικού στατιστικού συστήματος παρέχονται μόνο στην Επιτροπή (Eurostat).

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διευκόλυνση των μεθοδολογικών επισκέψεων , οι οποίες ενδέχεται επίσης να είναι αιφνίδιες . Οι εν λόγω επισκέψεις μπορούν να πραγματοποιηθούν στις εθνικές αρχές που εμπλέκονται στην υποβολή εκθέσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος, καθώς και σε όλες τις υπηρεσίες που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στην παραγωγή των δημόσιων λογαριασμών και του δημόσιου χρέους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εθνικές αρχές και υπηρεσίες τους και, όπου απαιτείται, οι εθνικές αρχές με λειτουργική αρμοδιότητα για τον έλεγχο των δημόσιων λογαριασμών, παρέχουν στους υπαλλήλους της Επιτροπής ή στους άλλους εμπειρογνώμονες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, την απαραίτητη βοήθεια για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης εγγράφων για την αιτιολόγηση των γνωστοποιούμενων στοιχείων του πραγματικού ελλείμματος και του πραγματικού χρέους και των σχετικών δημόσιων λογαριασμών. Στοιχεία από τις εμπιστευτικές καταστάσεις του εθνικού στατιστικού συστήματος παρέχονται μόνο στην Επιτροπή (Eurostat).

Τροπολογία 23

Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη

Άρθρο 1 – σημείο 5 α (νέο)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 479/2009

Άρθρο 16 – παράγραφος 1

 

5a)

Στο άρθρο 16, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα πραγματικά στοιχεία που γνωστοποιούνται στην Επιτροπή (Eurostat) παρέχονται σύμφωνα με τις αρχές που έχουν θεσπιστεί με τα άρθρα 2 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (3) . Ως προς το θέμα αυτό, οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα γνωστοποιούμενα στοιχεία είναι σύμφωνα με το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού και τους σχετικούς λογιστικούς κανόνες του ΕΣΛ 95. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται στις εθνικές στατιστικές αρχές πρόσβαση σε όλες τις σημαντικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση αυτού του καθήκοντος.


(1)  ΕΕ C 103, 22.4.2010, σ. 1.

(2)   COM(2004)0832.

(3)   ΕΕ L 87, 31.3.2009, σ. 164


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/149


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν ***II

P7_TA(2010)0256

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έγκρισης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (05218/3/2010 – C7-0077/2010 – 2008/0237(COD))

2011/C 351 E/28

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση (05218/3/2010 – C7-0077/2010),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0817),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 251, παράγραφος 2 και 71, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0469/2008),

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (1),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 294, παράγραφος 7 και 91, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2009 (2),

έχοντας ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

έχοντας υπόψη το άρθρο 66 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A7-0174/2010),

1.

εγκρίνει την θέση του σε δεύτερη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν στις 23 Απριλίου 2009, P6_TA(2009)0281.

(2)  ΕΕ C 317, 23.12.2009, σ. 99.


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
P7_TC2-COD(2008)0237

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 6 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κυρίως το άρθρο 91 παράγραφος 1,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Η δράση της Ένωσης στον τομέα των μεταφορών με λεωφορεία και πούλμαν θα πρέπει να αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών, εφάμιλλου με άλλους τρόπους μεταφοράς, ανεξαρτήτως του τόπου ταξιδίου. Συν τοις άλλοις, θα πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών εν γένει.

(2)

Δεδομένου ότι ο επιβάτης λεωφορείου ή πούλμαν είναι το ασθενέστερο μέρος της σύμβασης μεταφοράς, θα πρέπει να παρέχεται σε όλους τους επιβάτες το κατ’ ελάχιστον επίπεδο προστασίας.

(3)

Στο πλαίσιο των μέτρων της ΕΕ που αποσκοπούν στη βελτίωση των δικαιωμάτων των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες αυτού του κλάδου μεταφορών που περιλαμβάνει κυρίως μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

(4)

Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των ειδικών τακτικών γραμμών και των μεταφορών για ίδιο λογαριασμό, οι εν λόγω τύποι μεταφορών δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Στις ειδικές τακτικές γραμμές θα πρέπει να περιλαμβάνονται τα ειδικά δρομολόγια για την μεταφορά ατόμων με αναπηρία και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα, η μεταφορά εργαζομένων από τον τόπο κατοικίας στον τόπο εργασίας τους και αντιστρόφως και η μεταφορά μαθητών και σπουδαστών από και προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

(5)

Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των αστικών, προαστιακών και περιφερειακών τακτικών υπηρεσιών μεταφορών που αποτελούν τμήμα των ενοποιημένων υπηρεσιών με τις αστικές ή προαστιακές υπηρεσίες , θα πρέπει να δοθεί στα κράτη μέλη το δικαίωμα να τις εξαιρούν από την εφαρμογή σημαντικού μέρους του παρόντος κανονισμού. Για να προσδιορίσουν τις εν λόγω τακτικές αστικές, προαστιακές και περιφερειακές υπηρεσίες μεταφορών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιολογήσουν κριτήρια όπως διοικητική διαίρεση, γεωγραφική θέση, απόσταση, συχνότητα των υπηρεσιών, αριθμός προγραμματισμένων στάσεων, τύπος χρησιμοποιούμενων λεωφορείων ή πούλμαν, συστήματα έκδοσης εισιτηρίων, διακυμάνσεις στον αριθμό των επιβατών μεταξύ των υπηρεσιών κατά τις ώρες αιχμής και εκτός των ωρών αιχμής, κωδικοί και ωράρια των λεωφορείων.

(6)

Οι επιβάτες θα πρέπει να προστατεύονται από κανόνες περί ευθύνης συγκρίσιμους με τους ισχύοντες για άλλους τρόπους μεταφοράς, σε περίπτωση ατυχημάτων που επιφέρουν θάνατο ή τραυματισμό .

(7)

Οι μεταφορείς θα πρέπει να ευθύνονται για την απώλεια ή τη φθορά των αποσκευών των επιβατών, υπό όρους συγκρίσιμους με τους ισχύοντες για άλλους τρόπους μεταφοράς .

(8)

Οι επιβάτες, πέραν της αποζημίωσης που δικαιούνται, σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο, σε περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού ή απώλειας ή φθοράς των αποσκευών τους που προκαλείται από ατύχημα το οποίο συμβαίνει κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν, θα πρέπει να δικαιούνται επίσης συνδρομή για την κάλυψη των άμεσων πρακτικών και οικονομικών αναγκών τους μετά το ατύχημα. Η συνδρομή αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει , εφόσον απαιτείται, πρώτες βοήθειες, παροχή καταλύματος, σίτιση, παροχή ρουχισμού, μεταφορά και έξοδα κηδείας . Σε περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού, ο μεταφορέας προκαταβάλλει επίσης ποσά για την κάλυψη αμέσων οικονομικών αναγκών, ανάλογα με την προκληθείσα ζημία, υπό τον όρο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ένδειξη υπαιτιότητας της μεταφορικής επιχείρησης .

(9)

Οι υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία και πούλμαν θα πρέπει να προσφέρονται προς όφελος των πολιτών εν γένει. Κατά συνέπεια, τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, ανεξαρτήτως του αν αυτή οφείλεται σε αναπηρία, στην ηλικία ή σε οποιονδήποτε άλλον παράγοντα, θα πρέπει να έχουν δυνατότητες να χρησιμοποιούν υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία και πούλμαν εφάμιλλες με τις δυνατότητες των άλλων πολιτών. Τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους λοιπούς πολίτες στην ελεύθερη κυκλοφορία, στην ελευθερία επιλογής και στην ίση μεταχείριση.

(10)

Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 9 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και προκειμένου να δοθούν στα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα ευκαιρίες μετακίνησης με λεωφορεία και πούλμαν εφάμιλλες με εκείνες των άλλων πολιτών, πρέπει να καθοριστούν κανόνες για την αποφυγή διακρίσεων και την παροχή συνδρομής κατά το ταξίδι τους. Επομένως, τα άτομα αυτά θα πρέπει να γίνονται δεκτά για μεταφορά χωρίς η αναπηρία τους ή η μειωμένη τους κινητικότητα να συνιστούν λόγο άρνησης της μεταφοράς τους, εκτός αν υπάρχουν αιτιολογημένοι λόγοι που σχετίζονται με λόγους υγείας και ασφάλειας ή με το σχεδιασμό των οχημάτων ή την υποδομή. Στο πλαίσιο της σχετικής νομοθεσίας για την προστασία των εργαζομένων, τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα παροχής συνδρομής στους τερματικούς σταθμούς και επί των οχημάτων. Για λόγους κοινωνικής ένταξης, η συνδρομή θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν. Οι μεταφορείς θα πρέπει να καθορίσουν τις συνθήκες πρόσβασης χρησιμοποιώντας κατά προτίμηση το ευρωπαϊκό σύστημα τυποποίησης.

(11)

Όταν αποφασίζουν τον σχεδιασμό νέων τερματικών σταθμών, καθώς και σε περιπτώσεις εκτενών εργασιών ανακαίνισης, οι φορείς διαχείρισης των τερματικών σταθμών θα πρέπει, ανεξαιρέτως και ως αναγκαία προϋπόθεση , να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του «σχεδιασμού για όλους». Εν πάση περιπτώσει, οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών θα πρέπει να καθορίζουν σημεία όπου τα εν λόγω άτομα μπορούν να γνωστοποιούν την άφιξή τους και να ζητούν συνδρομή.

(12)

Επίσης, οι εν λόγω ανάγκες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν αποφασίζεται ο σχεδιασμός νέων και πρόσφατα ανακαινισμένων οχημάτων.

(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να βελτιώσουν την υφιστάμενη υποδομή όπου απαιτείται, προκειμένου να δοθεί στους μεταφορείς η δυνατότητα να εξασφαλίζουν την πρόσβαση ατόμων με αναπηρία και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα και να παρέχουν την κατάλληλη αρωγή.

(14)

Το προσωπικό θα πρέπει να έχει εκπαιδευθεί κατάλληλα ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών τίτλων των οδηγών, θα μπορούσε να παρέχεται κατάρτιση που να ευαισθητοποιεί τους οδηγούς σε θέματα αναπηρίας στο πλαίσιο της αρχικής επιμόρφωσης ή της περιοδικής κατάρτισης κατά την οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών (3). Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνοχή μεταξύ της εισαγωγής των απαιτήσεων κατάρτισης και των προθεσμιών που ορίζονται σε αυτές τις οδηγίες, θα πρέπει να δοθεί δυνατότητα εξαίρεσης για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

(15)

▐ Θα πρέπει να ζητηθεί η γνώμη ή η συμμετοχή των οργανώσεων που εκπροσωπούν άτομα με αναπηρία ή άτομα με μειωμένη κινητικότητα στην προετοιμασία του περιεχομένου της κατάρτισης σε θέματα αναπηρίας.

(16)

Τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν θα πρέπει να περιλαμβάνουν την πληροφόρησή τους σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες, πριν από το ταξίδι και κατά τη διάρκειά του. Όλες οι βασικές πληροφορίες που παρέχονται στους επιβάτες λεωφορείων και πούλμαν θα πρέπει επίσης να παρέχονται σε εναλλακτική μορφή, προσιτή σε άτομα με αναπηρία και σε άτομα με μειωμένη κινητικότητα, όπως μεγάλα στοιχεία, απλή γλώσσα, γλώσσα Braille, ηλεκτρονικές ανακοινώσεις προσβάσιμες με κατάλληλη προσαρμοσμένη τεχνολογία καθώς και ταινίες ήχου .

(17)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να περιορίζει το δικαίωμα των μεταφορέων να ζητούν αποζημίωση από οποιονδήποτε, ακόμη και τρίτο, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

(18)

Θα πρέπει να περιοριστεί η ταλαιπωρία την οποία υφίστανται οι επιβάτες, εξαιτίας της ματαίωσης ή της σημαντικής καθυστέρησης του ταξιδίου τους. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να παρέχεται στους επιβάτες κατάλληλη φροντίδα και ενημέρωση κατά τρόπο προσπελάσιμο από όλους . Επίσης, οι επιβάτες θα πρέπει να μπορούν να ακυρώνουν το ταξίδι τους και να τους επιστρέφεται το αντίτιμο του εισιτηρίου ή να συνεχίζουν το ταξίδι τους ή να τους προσφέρεται μεταφορά με άλλο δρομολόγιο υπό ικανοποιητικές συνθήκες. Εάν οι μεταφορείς δεν παρέχουν στους επιβάτες την αναγκαία συνδρομή, οι επιβάτες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης.

(19)

Μέσω των επαγγελματικών τους ενώσεων, οι μεταφορείς θα πρέπει να συνεργάζονται για την θέσπιση ρυθμίσεων, σε περιφερειακό, εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο, με τη σύμπραξη των ενδιαφερομένων, των επαγγελματικών ενώσεων και των σωματείων πελατών, επιβατών και ατόμων με αναπηρία με σκοπό την βελτίωση της παροχής πληροφοριών και της φροντίδας των επιβατών, ιδίως σε περίπτωση ματαίωσης του ταξιδιού και μεγάλων καθυστερήσεων.

(20)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα των επιβατών που έχουν καθιερωθεί με την οδηγία 90/314/ΕΟΚ, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (4). Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ένα οργανωμένο ταξίδι ματαιώνεται για λόγους άλλους από τη ματαίωση της μεταφοράς με λεωφορείο ή πούλμαν.

(21)

Οι επιβάτες θα πρέπει να ενημερώνονται πλήρως για τα δικαιώματά τους, που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ούτως ώστε να μπορούν να τα ασκούν αποτελεσματικά.

(22)

Οι επιβάτες θα πρέπει να μπορούν να ασκούν τα δικαιώματά τους μέσω κατάλληλων διαδικασιών υποβολής καταγγελιών, που θέτουν στη διάθεσή τους οι μεταφορείς ή, ανάλογα με την περίπτωση, με την υποβολή καταγγελιών στον φορέα ή τους φορείς που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτό από το εκάστοτε κράτος μέλος.

(23)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό και να ορίσουν κατάλληλο φορέα ή φορείς προς τούτο. Η εποπτεία δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των επιβατών να ασκούν ένδικα μέσα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

(24)

Λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικασίες που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη για την υποβολή καταγγελιών, οι καταγγελίες που αφορούν τη συνδρομή θα πρέπει να απευθύνονται κατά προτίμηση στον εθνικό φορέα ή τους φορείς που έχουν ορισθεί για να εφαρμόσουν τον παρόντα κανονισμό στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το σημείο επιβίβασης ή αποβίβασης.

(25)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τις επιβλητέες κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού, και να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(26)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η εξασφάλιση ισοδύναμου επιπέδου προστασίας και συνδρομής των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν σε όλα τα κράτη μέλη, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς, λόγω της κλίμακος και των επιπτώσεων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(27)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (5).

(28)

Η επιβολή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να βασίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών (κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών) (6). Επομένως, ο κανονισμός αυτός θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(29)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν τη χρήση των δημοσίων μεταφορών και να εισαγάγουν διαλειτουργικά συστήματα πληροφοριών για όλες τις μορφές μεταφορών, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτόν την παροχή πληροφοριών για τα δρομολόγια, καθώς και την τιμολόγηση και έκδοση εισιτηρίων για περισσότερα είδη μεταφορικών μέσων, με σκοπό να βελτιστοποιήσουν τη χρήση και τη διαλειτουργικότητα των διαφόρων μέσων μεταφορών. Οι εν λόγω υπηρεσίες θα πρέπει να είναι προσιτές σε άτομα με αναπηρία.

(30)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (7) και την οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών (8),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Κεφάλαιο Ι

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για τις μεταφορές με λεωφορεία και πούλμαν όσον αφορά τα εξής:

α)

την αποφυγή διακρίσεων μεταξύ των επιβατών, όσον αφορά τους όρους μεταφοράς που προσφέρονται από τους μεταφορείς,

β)

τα δικαιώματα των επιβατών σε περίπτωση ατυχημάτων που συμβαίνουν κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν και έχουν ως αποτέλεσμα το θάνατο ή τραυματισμό επιβατών ή την απώλεια ή φθορά των αποσκευών τους,

γ)

την αποφυγή διακρίσεων και την υποχρεωτική παροχή συνδρομής σε άτομα με αναπηρία και σε άτομα με μειωμένη κινητικότητα,

δ)

τα δικαιώματα των επιβατών σε περιπτώσεις ματαίωσης ή καθυστέρησης,

ε)

τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους επιβάτες,

στ)

τη διεκπεραίωση καταγγελιών,

ζ)

τους γενικούς κανόνες επιβολής της νομοθεσίας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε επιβάτες που ταξιδεύουν σε τακτικές γραμμές:

α)

όταν το σημείο επιβίβασης των επιβατών βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, ή

β)

όταν το σημείο επιβίβασης των επιβατών βρίσκεται εκτός του εδάφους κράτους μέλους και το σημείο αποβίβασης των επιβατών βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους.

2.   Επιπλέον, ο παρών κανονισμός, εκτός των άρθρων 11 έως 18 και των κεφαλαίων IV ως VI, εφαρμόζεται στους επιβάτες των εκτάκτων γραμμών όταν το αρχικό σημείο επιβίβασης ή το τελικό σημείο αποβίβασης των επιβατών βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους ▐.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις ειδικές τακτικές γραμμές και στις μεταφορές για ίδιο λογαριασμό.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού τις τακτικές αστικές και προαστιακές ▐ υπηρεσίες μεταφορών, καθώς και τις περιφερειακές τακτικές υπηρεσίες, εάν αποτελούν τμήμα ολοκληρωμένων αστικών ή προαστιακών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών υπηρεσιών αυτού του τύπου. Αυτό δεν ισχύει για τα άρθρα 4 παράγραφος 2, 7, 9, 11, 12 παράγραφος 1, 13 παράγραφος 1, 15 παράγραφος 1, 18, 19 παράγραφοι 1 και 2, 21, 25, 27, 28 και 29.

5.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις εξαιρέσεις διαφόρων τύπων υπηρεσιών που χορηγούνται δυνάμει της παραγράφου 4 εντός …  (9). Η Επιτροπή δρα αναλόγως εφόσον θεωρηθεί ότι τυχόν εξαίρεση δεν συνάδει προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Το αργότερο στις … (10), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για τις εξαιρέσεις που χορηγήθηκαν δυνάμει της παραγράφου 4 .

6.   Κανένα στοιχείο του παρόντος κανονισμού δεν νοείται ως αντιβαίνον στην ισχύουσα νομοθεσία σχετικά με τις τεχνικές απαιτήσεις για τα λεωφορεία ή πούλμαν ή την υποδομή ή τον εξοπλισμό στις στάσεις λεωφορείων και στους τερματικούς σταθμούς.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«τακτικές γραμμές», οι γραμμές με τις οποίες μεταφέρονται επιβάτες με λεωφορεία ή πούλμαν, με καθορισμένη συχνότητα και σε συγκεκριμένες διαδρομές, κατά τις οποίες οι επιβάτες μπορούν να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται από το όχημα σε προκαθορισμένα σημεία στάσης·

β)

«ειδικές τακτικές γραμμές», οι τακτικές γραμμές με τις οποίες μεταφέρονται με λεωφορεία ή πούλμαν ειδικές κατηγορίες επιβατών, αποκλειομένων άλλων επιβατών, από οποιονδήποτε και αν οργανώνονται·

γ)

«μεταφορές για ίδιο λογαριασμό», οι μεταφορές που εκτελούνται με λεωφορεία ή πούλμαν για μη κερδοσκοπικούς και μη εμπορικούς σκοπούς από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εφόσον:

η μεταφορά αποτελεί απλώς παρεπόμενη δραστηριότητα γι’ αυτό το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και

τα χρησιμοποιούμενα οχήματα ανήκουν κατά κυριότητα σ’ αυτό το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή έχουν αγορασθεί από αυτό με δόσεις ή έχουν αποτελέσει αντικείμενο μακροπρόθεσμης σύμβασης μίσθωσης, και οδηγούνται από μέλος του προσωπικού αυτού του φυσικού ή νομικού προσώπου ή από το ίδιο το φυσικό πρόσωπο ή από προσωπικό που απασχολεί η επιχείρηση ή που έχει τεθεί στη διάθεση της επιχείρησης βάσει συμβατικής υποχρέωσης·

δ)

«έκτακτες γραμμές», εκείνες οι οποίες δεν εμπίπτουν στον ορισμό των τακτικών γραμμών και των οποίων το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεταφορά με λεωφορεία ή πούλμαν ομάδων επιβατών που έχουν συσταθεί κατόπιν πρωτοβουλίας ενός εντολέα ή του ίδιου του μεταφορέα·

ε)

«σύμβαση μεταφοράς», η σύμβαση μεταφοράς μεταξύ του μεταφορέα και του επιβάτη, για την παροχή μιας ή περισσοτέρων τακτικών ή έκτακτων υπηρεσιών·

στ)

«εισιτήριο», έγκυρο έγγραφο ή άλλο τεκμήριο σύμβασης μεταφοράς·

ζ)

«μεταφορέας», πρόσωπο άλλο από τον διοργανωτή ταξιδίων , ταξιδιωτικό γραφείο ή τον πωλητή εισιτηρίων, το οποίο προσφέρει στο κοινό υπηρεσίες μεταφοράς με τακτικές ή έκτακτες γραμμές·

η)

«πραγματικός μεταφορέας», φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαφορετικό από τον μεταφορέα, το οποίο εκτελεί όντως όλη τη μεταφορά ή μέρος αυτής·

θ)

«πωλητής εισιτηρίων», κάθε μεσάζων που συνάπτει συμβάσεις μεταφοράς για λογαριασμό του μεταφορέα·

ι)

«ταξιδιωτικό γραφείο», κάθε μεσάζων που ενεργεί για λογαριασμό επιβάτη με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων μεταφοράς·

ια)

«διοργανωτής ταξιδίων», ο διοργανωτής ▐, πλην του μεταφορέα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ·

ιβ)

«άτομο με αναπηρία ή άτομο με μειωμένη κινητικότητα», οποιοδήποτε άτομο, η κινητικότητα του οποίου είναι μειωμένη κατά τη χρήση μεταφορικών μέσων, λόγω οποιασδήποτε σωματικής αναπηρίας (αισθητήριας ή κινητικής, μόνιμης ή προσωρινής), διανοητικής αναπηρίας ή αδυναμίας, ή λόγω οποιασδήποτε άλλης αιτίας ανικανότητας, ή λόγω ηλικίας, και η κατάσταση του οποίου απαιτεί κατάλληλη προσοχή και προσαρμογή των προσφερόμενων σε όλους τους επιβάτες υπηρεσιών στις ιδιαίτερες ανάγκες του ατόμου αυτού·

ιγ)

«συνθήκες πρόσβασης», κατάλληλοι κανόνες, οδηγίες και πληροφόρηση σχετικά με την προσβασιμότητα των λεωφορείων και/ή των καθορισμένων τερματικών σταθμών καθώς και των εγκαταστάσεών τους, για τα άτομα με αναπηρία ή τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα·

ιδ)

«κράτηση», η κράτηση θέσης σε λεωφορείο ή πούλμαν σε χρονικώς συγκεκριμένη αναχώρηση τακτικής γραμμής·

ιε)

«τερματικός σταθμός», επανδρωμένος τερματικός σταθμός όπου σύμφωνα με το καθορισμένο δρομολόγιο μια τακτική γραμμή είναι προγραμματισμένη να σταματήσει για την επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών, και όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις όπως θυρίδα ελέγχου εισιτηρίων, αίθουσα αναμονής ή γραφείο έκδοσης εισιτηρίων·

ιστ)

«στάση λεωφορείου», οποιοδήποτε σημείο εκτός τερματικού σταθμού, όπου σύμφωνα με το καθορισμένο δρομολόγιο μια τακτική γραμμή είναι προγραμματισμένη να σταματήσει για την επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών·

ιζ)

«φορέας διαχείρισης τερματικού σταθμού», ο οργανωτικός φορέας σε ένα κράτος μέλος ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση συγκεκριμένου τερματικού σταθμού·

ιη)

«ματαίωση», η μη εκτέλεση μιας προγραμματισμένης τακτικής γραμμής·

ιθ)

«καθυστέρηση», η διαφορά μεταξύ της προγραμματισμένης ώρας αναχώρησης της τακτικής γραμμής σύμφωνα με τα δημοσιευμένα ωράρια, και της πραγματικής ώρας αναχώρησής της.

Άρθρο 4

Εισιτήρια και όροι συμβάσεων χωρίς διακρίσεις

1.   Οι μεταφορείς χορηγούν εισιτήριο στους επιβάτες εκτός εάν άλλα έγγραφα αποτελούν έγκυρο τίτλο μεταφοράς. Επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού εισιτηρίου.

2.   Υπό την επιφύλαξη κομίστρων κοινωνικού χαρακτήρα, οι όροι σύμβασης και τα κόμιστρα που εφαρμόζονται από τους μεταφορείς προσφέρονται στο ευρύ κοινό χωρίς καμία άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω της εθνικότητας του τελικού πελάτη ή λόγω του τόπου εγκατάστασης των μεταφορέων ή των εκδοτηρίων εισιτηρίων εντός της Ένωσης.

Άρθρο 5

Ανάθεση της εκτέλεσης υποχρεώσεων σε τρίτους

1.   Αν η εκτέλεση των υποχρεώσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού έχει ανατεθεί σε πραγματικό μεταφορέα, πωλητή εισιτηρίων ή άλλο πρόσωπο, ο μεταφορέας, το ταξιδιωτικό γραφείο, ο διοργανωτής ταξιδίων ή ο φορέας διαχείρισης τερματικού σταθμού που έχει αναθέσει αυτές τις υποχρεώσεις, παραμένει υπόλογος για τις πράξεις και παραλείψεις του εν λόγω πραγματικού μεταφορέα.

2.   Επιπλέον, το πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση υποχρέωσης από τον μεταφορέα, το ταξιδιωτικό γραφείο, τον διοργανωτή ταξιδίων ή το φορέα διαχείρισης τερματικού σταθμού υπόκειται επίσης στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την υποχρέωση που του ανατέθηκε.

Άρθρο 6

Αποκλεισμός αποποίησης

1.   Δεν επιτρέπεται περιορισμός ή αποποίηση των βάσει του παρόντος κανονισμού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ιδίως με ρήτρα περιορισμού ή παρέκκλισης στη σύμβαση μεταφοράς.

2.   Οι μεταφορείς δύνανται να προσφέρουν όρους σύμβασης ευνοϊκότερους για τον επιβάτη από τους όρους που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Κεφάλαιο ΙΙ

Αποζημίωση και συνδρομή σε περίπτωση ατυχήματος

Άρθρο 7

Ευθύνη σε περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού επιβατών

1.    Σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, οι μεταφορείς ευθύνονται για την απώλεια ή ζημία λόγω θανάτου ή τραυματισμού των επιβατών, η οποία προκαλείται από ατύχημα σχετικό με την εκτέλεση μεταφορών με λεωφορεία και πούλμαν και το οποίο επέρχεται ενώ ο επιβάτης βρίσκεται εντός του οχήματος ή κατά την επιβίβαση ή την αποβίβαση του επιβάτη από το όχημα .

2.    Η εξωσυμβατική ευθύνη των μεταφορέων δεν υπόκειται σε κανένα όριο χρηματικής αποζημίωσης, έστω και βάσει νομοθετικής ή συμβατικής διάταξης .

3.     Για απαιτήσεις μη υπερβαίνουσες τα 220 000 EUR για κάθε επιβάτη, ο μεταφορέας δεν αποκλείει, ούτε περιορίζει την ευθύνη του αποδεικνύοντας ότι επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο α), εκτός αν το συνολικό ποσόν της αξίωσης υπερβαίνει το ποσόν που καλύπτει η υποχρεωτική ασφάλιση που απαιτείται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο έχει τη βάση του το λεωφορείο ή πούλμαν, δυνάμει της οδηγίας 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής (11) Στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη περιορίζεται στο εν λόγω ποσόν.

4.     Ο μεταφορέας δεν ευθύνεται κατά την παράγραφο 1:

α)

εάν το ατύχημα προκλήθηκε από εξωτερικές προς την εκτέλεση μεταφορών με λεωφορεία και πούλμαν περιστάσεις ή περιστάσεις τις οποίες ο μεταφορέας δεν μπορούσε να αποφύγει καίτοι επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης, ή τις συνέπειες των οποίων δεν μπορούσε να αποτρέψει ·

β)

εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα ή αμέλεια του επιβάτη .

Από καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού:

α)

δεν συνάγεται ότι ο μεταφορέας είναι ο μόνος υπεύθυνος προς καταβολή αποζημιώσεως ή

β)

δεν απορρέει οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος του μεταφορέα να ασκήσει ένδικα μέσα έναντι τρίτων, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο κράτους μέλους .

Άρθρο 8

Αποζημίωση

1.     Σε περίπτωση θανάτου του επιβάτη, η αποζημίωση, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 7 ευθύνης, περιλαμβάνει:

α)

οιεσδήποτε αναγκαίες δαπάνες προκύπτουν από το θάνατο του επιβάτη, ιδίως δε τα έξοδα μεταφοράς της σορού και τα έξοδα κηδείας·

β)

την αποζημίωση που προβλέπεται στον παράγραφο 2, σε περίπτωση που ο θάνατος δεν επήλθε αμέσως.

2.     Σε περίπτωση τραυματισμού ή οιασδήποτε άλλης σωματικής ή διανοητικής βλάβης του επιβάτη, η αποζημίωση περιλαμβάνει:

α)

οιεσδήποτε αναγκαίες δαπάνες, ιδίως δε τα έξοδα θεραπείας και μεταφοράς·

β)

την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που προκλήθηκε είτε από την ολική ή μερική ανικανότητα προς εργασία, είτε από την αύξηση των αναγκών.

3.     Εάν, εξαιτίας του θανάτου επιβάτη τα συντηρούμενα από τον τελευταίο πρόσωπα ή τα έλκοντα εκ του νόμου τέτοιο δικαίωμα στερούνται της υποστήριξης αυτής, πρέπει επίσης να αποζημιώνονται για την απώλεια αυτή.

Άρθρο 9

Άμεσες πρακτικές και οικονομικές ανάγκες των επιβατών

Σε περίπτωση ατυχήματος το οποίο συμβαίνει κατά τη χρήση λεωφορείου ή πούλμαν, ο μεταφορέας παρέχει ▐ συνδρομή για την κάλυψη των άμεσων πρακτικών αναγκών των επιβατών μετά το ατύχημα. Η συνδρομή αυτή περιλαμβάνει, εφόσον απαιτείται, πρώτες βοήθειες, παροχή καταλύματος, σίτιση, παροχή ρουχισμού, μεταφορά και έξοδα κηδείας . Σε περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού, ο μεταφορέας προκαταβάλλει επίσης ποσά για την κάλυψη αμέσων οικονομικών αναγκών, ανάλογα με την προκληθείσα ζημία, υπό τον όρο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ένδειξη υπαιτιότητας του μεταφορέα. Καμία προκαταβολή που καταβλήθηκε ή συνδρομή που παρασχέθηκε δεν συνιστά αναγνώριση ευθύνης.

Άρθρο 10

Ευθύνη για απώλεια ή φθορά των αποσκευών

1.     Οι μεταφορείς ευθύνονται για την απώλεια ή τη φθορά των αποσκευών που τελούν υπό την ευθύνη τους. Η αποζημίωση ανέρχεται, κατ’ ανώτατο όριο, σε ποσό 1 800 EUR ανά επιβάτη.

2.     Σε περίπτωση ατυχημάτων κατά την εκτέλεση μεταφορών με λεωφορεία και πούλμαν, οι μεταφορείς ευθύνονται για την απώλεια ή τη φθορά των προσωπικών αντικειμένων που έφεραν οι ίδιοι οι επιβάτες ή μετέφεραν στις χειραποσκευές τους. Η αποζημίωση ανέρχεται, κατ’ ανώτατο όριο, σε ποσό 1 300 EUR ανά επιβάτη.

3.     Ο μεταφορέας δεν ευθύνεται για απώλειες ή φθορές κατά τις παραγράφους 1 και 2:

α)

εάν η απώλεια ή φθορά προκλήθηκε από εξωτερικές προς την εκτέλεση μεταφορών με λεωφορεία και πούλμαν περιστάσεις, ή τις οποίες δεν μπορούσε να αποφύγει ο μεταφορέας, παρά την επίδειξη της απαιτούμενης επιμέλειας σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης, και τις συνέπειες των οποίων δεν μπορούσε να αποτρέψει ·

β)

εφόσον η απώλεια ή η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα ή αμέλεια του επιβάτη.

Κεφάλαιο III

Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα

Άρθρο 11

Δικαίωμα μεταφοράς

1.   Οι μεταφορείς, τα ταξιδιωτικά γραφεία και οι διοργανωτές ταξιδίων δεν αρνούνται να δεχθούν κράτηση, να εκδώσουν ή να παράσχουν κατ’ άλλο τρόπο εισιτήριο ή να επιβιβάσουν άτομα λόγω αναπηρίας ή μειωμένης κινητικότητας.

2.   Η κράτηση και η χορήγηση εισιτηρίων σε άτομα με αναπηρία ή άτομα με μειωμένη κινητικότητα πραγματοποιείται χωρίς επιπλέον κόστος.

Άρθρο 12

Παρεκκλίσεις και ειδικοί όροι

1.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 1, οι μεταφορείς, τα ταξιδιωτικά γραφεία και οι διοργανωτές ταξιδίων μπορούν να αρνούνται να δεχθούν κράτηση, να εκδώσουν ή να παράσχουν κατ’ άλλο τρόπο εισιτήριο ή να επιβιβάσουν άτομα λόγω αναπηρίας ή μειωμένης κινητικότητας:

α)

για να συμμορφωθούν προς τις ισχύουσες απαιτήσεις υγείας και ασφαλείας που ορίζει το διεθνές, ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, ή τις απαιτήσεις υγείας και ασφαλείας που ορίζουν οι αρμόδιες αρχές·

β)

όταν ο σχεδιασμός του οχήματος ή η υποδομή, συμπεριλαμβανομένων των στάσεων λεωφορείων και των τερματικών σταθμών, καθιστά αδύνατο να πραγματοποιηθεί η επιβίβαση, η αποβίβαση ή η μεταφορά του ατόμου με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα κατά τρόπο ασφαλή και λειτουργικά εφικτό.

2.   Εφόσον αρνούνται να δεχθούν κράτηση, να εκδώσουν ή να παράσχουν κατ’ άλλο τρόπο εισιτήριο για τους λόγους που σημειώνονται στην παράγραφο 1, οι μεταφορείς, τα ταξιδιωτικά γραφεία και οι διοργανωτές ταξιδίων ενημερώνουν τον ενδιαφερόμενο αποδέκτη σχετικά με εναλλακτική υπηρεσία μεταφοράς που διενεργείται από τον μεταφορέα.

3.   Αν άτομο με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα, το οποίο έχει κράτηση ή εισιτήριο και συμμορφούται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο α), και παρά ταύτα δεν έγινε δεκτό προς επιβίβαση λόγω της αναπηρίας ή της μειωμένης κινητικότητάς του, στο πρόσωπο αυτό, καθώς και κάθε άτομο που το συνοδεύει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, πρέπει να δίδεται το δικαίωμα να επιλέξει:

α)

είτε την επιστροφή των χρημάτων του και, εάν συντρέχει περίπτωση, δωρεάν υπηρεσία επιστροφής στο αρχικό σημείο αναχώρησης, όπως ορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς, το ταχύτερο δυνατόν· και

β)

πλην των περιπτώσεων όπου αυτό δεν είναι εφικτό, τη συνέχιση του ταξιδιού ή τη μεταφορά με άλλο δρομολόγιο μέσω εύλογων εναλλακτικών υπηρεσιών μεταφοράς προς τον τόπο προορισμού όπως ορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς.

Το δικαίωμα επιστροφής των χρημάτων που κατεβλήθησαν για το εισιτήριο δεν θίγεται από την παράλειψη κοινοποίησης βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο α).

4.    Εάν μεταφορέας, ταξιδιωτικό γραφείο ή διοργανωτής ταξιδίων αρνηθεί να δεχθεί κράτηση, να εκδώσει ή να παράσχει κατ’ άλλο τρόπο εισιτήριο ή να επιβιβάσει άτομα λόγω αναπηρίας ή μειωμένης κινητικότητας για λόγους που απαριθμούνται στη παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή εάν το πλήρωμα του εν λόγω οχήματος αποτελείται μόνον από ένα άτομο που οδηγεί το όχημα και δεν είναι σε θέση να παράσχει στο άτομο με αναπηρία ή στο άτομο με μειωμένη κινητικότητα όλη τη βοήθεια που περιγράφεται στο παράρτημα Ι σημείο β), τότε μπορούν τα άτομα με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα να ζητήσουν να συνοδευτούν από άλλο άτομο το οποίο δύναται να τους δώσει τη συνδρομή που χρειάζονται. Ο συνοδός μεταφέρεται δωρεάν και, όταν είναι εφικτό, του παραχωρείται θέση δίπλα στο άτομο με αναπηρία ή το άτομο με μειωμένη κινητικότητα.

5.   Όταν ο μεταφορέας, το ταξιδιωτικό γραφείο ή ο διοργανωτής ταξιδίων κάνει χρήση της παραγράφου 1, ενημερώνει αμέσως για τους λόγους το ενδιαφερόμενο άτομο με αναπηρία ή άτομο με μειωμένη κινητικότητα και, κατόπιν σχετικού αιτήματος, ενημερώνει το εν λόγω άτομο γραπτώς εντός πέντε εργασίμων ημερών από την υποβολή του αιτήματος.

Άρθρο 13

Προσβασιμότητα και πληροφόρηση

1.   Σε συνεργασία με αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των ατόμων με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα, οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, ενδεχομένως μέσω των οργανώσεών τους, δημιουργούν, ή διατηρούν, συνθήκες πρόσβασης χωρίς διακρίσεις για τη μεταφορά ατόμων με αναπηρία και ατόμων με μειωμένη κινητικότητα.

2.   Οι συνθήκες πρόσβασης κατά την παράγραφο 1 γνωστοποιούνται από τους μεταφορείς και τους φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών σε προσιτή μορφή και στις ίδιες γλώσσες στις οποίες διατίθενται εν γένει οι πληροφορίες στους άλλους επιβάτες. Όταν παρέχονται αυτές οι πληροφορίες, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα .

3.     Οι μεταφορείς διαθέτουν αμέσως, σε πρώτη ζήτηση, αντίγραφα των διεθνών, ενωσιακών ή εθνικών νομικών διατάξεων όπου καθορίζονται οι απαιτήσεις ασφαλείας στις οποίες βασίζονται οι κανόνες πρόσβασης χωρίς διακρίσεις. Οι απαιτήσεις ασφαλείας πρέπει να παρέχονται σε προσιτή μορφή.

4.   Οι διοργανωτές ταξιδίων γνωστοποιούν τις συνθήκες πρόσβασης που προβλέπονται στην παράγραφο 1 οι οποίες ισχύουν για διαδρομές που περιλαμβάνονται σε οργανωμένα ταξίδια, οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις, τις οποίες οργανώνουν, πωλούν ή προσφέρουν προς πώληση.

5.   Οι πληροφορίες για τις συνθήκες πρόσβασης κατά τις παραγράφους 2 και 4 διανέμονται στον επιβάτη εάν το ζητήσει.

6.   Οι μεταφορείς, τα ταξιδιωτικά γραφεία και οι διοργανωτές ταξιδίων μεριμνούν ώστε όλες οι σχετικές γενικές πληροφορίες για το ταξίδι και τους όρους μεταφοράς να είναι διαθέσιμες, σε κατάλληλη και προσιτή μορφή, για τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των κρατήσεων και των πληροφοριών μέσω διαδικτύου. Οι πληροφορίες διανέμονται επί υλικού υποθέματος στον επιβάτη εάν το ζητήσει.

Άρθρο 14

Καθορισμός τερματικών σταθμών

Τα κράτη μέλη ορίζουν τερματικούς σταθμούς λεωφορείων και πούλμαν στους οποίους παρέχεται συνδρομή σε άτομα με αναπηρία και σε άτομα με μειωμένη κινητικότητα. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά. Η Επιτροπή δημοσιεύει στο Διαδίκτυο κατάλογο των καθορισμένων τερματικών σταθμών λεωφορείων και πούλμαν.

Άρθρο 15

Δικαίωμα παροχής συνδρομής σε καθορισμένους τερματικούς σταθμούς και επί λεωφορείων και πούλμαν

1.   ▐ Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών παρέχουν στους καθορισμένους από τα κράτη μέλη τερματικούς σταθμούς, στο πλαίσιο των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους, δωρεάν συνδρομή η οποία αντιστοιχεί κατ' ελάχιστον στο εύρος που καθορίζεται με το παράρτημα Ι μέρος α) στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα.

2.   ▐ Οι μεταφορείς παρέχουν επί των λεωφορείων και πούλμαν δωρεάν συνδρομή η οποία αντιστοιχεί κατ' ελάχιστον στο εύρος που καθορίζεται με το παράρτημα Ι μέρος β) στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα.

Άρθρο 16

Όροι παροχής της συνδρομής

1.   Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών συνεργάζονται για την παροχή συνδρομής σε άτομα με αναπηρία και άτομα με μειωμένη κινητικότητα, εφόσον:

α)

οι μεταφορείς, οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, τα ταξιδιωτικά γραφεία ή οι διοργανωτές ταξιδίων έχουν ειδοποιηθεί ότι το άτομο χρήζει συνδρομής, το αργότερο 24 ώρες πριν από τη στιγμή που απαιτείται η συνδρομή, και

β)

το ενδιαφερόμενο άτομο παρουσιαστεί στο καθορισμένο σημείο:

i)

την ώρα που έχει προκαθορισθεί από τον μεταφορέα, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 60 λεπτά πριν από τη γνωστοποιημένη ώρα αναχώρησης, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί βραχύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ μεταφορέα και επιβάτη, ή

ii)

εάν δεν έχει οριστεί ώρα, το αργότερο 30 λεπτά πριν από τη γνωστοποιημένη ώρα αναχώρησης.

2.   Επιπλέον της παραγράφου 1, άτομα με αναπηρία ή με μειωμένη κινητικότητα κοινοποιούν στον μεταφορέα, το ταξιδιωτικό γραφείο ή το διοργανωτή ταξιδίων, κατά τη στιγμή της κράτησης ή προαγοράς του εισιτηρίου, τις ειδικές τους ανάγκες όσον αφορά το κάθισμα, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάγκη είναι γνωστή εκείνη τη στιγμή.

3.   Οι μεταφορείς, οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, τα ταξιδιωτικά γραφεία και οι διοργανωτές ταξιδίων λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διευκόλυνση της παραλαβής ειδοποιήσεων που αποστέλλουν τα άτομα με αναπηρία ή τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα σχετικά με την απαιτούμενη συνδρομή. Η υποχρέωση αυτή ισχύει σε όλους τους καθορισμένους τερματικούς σταθμούς και τα σημεία πώλησης, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης από τηλεφώνου ή μέσω του διαδικτύου.

4.   Εάν δεν υπάρξει σχετική ειδοποίηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 στοιχείο α), και 2, οι μεταφορείς, οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, τα ταξιδιωτικά γραφεία και οι διοργανωτές ταξιδίων καταβάλλουν κάθε εύλογη προσπάθεια για να εξασφαλίσουν ότι παρέχεται συνδρομή, κατά τρόπον ώστε το άτομο με αναπηρία ή το άτομο με μειωμένη κινητικότητα να είναι σε θέση να επιβιβαστεί κατά την αναχώρηση, να μετεπιβιβαστεί στην ανταπόκριση ή να αποβιβαστεί κατά την άφιξη της γραμμής για την οποία αγόρασε εισιτήριο.

5.   Οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών ορίζουν ένα σημείο εντός ή εκτός των τερματικών σταθμών, όπου τα άτομα με αναπηρία ή τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα μπορούν να γνωστοποιούν την άφιξή τους και να ζητούν συνδρομή. Τα σημεία αυτά επισημαίνονται ευκρινώς και παρέχουν βασικές πληροφορίες για τον τερματικό σταθμό και την παρεχόμενη συνδρομή, σε προσιτή μορφή.

Άρθρο 17

Διαβίβαση πληροφοριών σε τρίτους

Όταν ταξιδιωτικά γραφεία ή διοργανωτές ταξιδίων λαμβάνουν κοινοποίηση κατά το άρθρο 16 παράγραφος 1, στοιχείο α), διαβιβάζουν, κατά τις κανονικές ώρες λειτουργίας των γραφείων τους, την πληροφορία στον μεταφορέα ή τον φορέα διαχείρισης του τερματικού σταθμού το συντομότερο δυνατόν.

Άρθρο 18

Κατάρτιση και οδηγίες

1.   Οι μεταφορείς και, ενδεχομένως, οι φορείς διαχείρισης τερματικού σταθμού θεσπίζουν διαδικασίες κατάρτισης σε θέματα αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένων οδηγιών, και μεριμνούν ώστε:

α)

τα μέλη του προσωπικού τους, εκτός από τους οδηγούς, περιλαμβανομένων των απασχολούμενων από τυχόν άλλα μέρη εκτέλεσης της σύμβασης, τα οποία παρέχουν άμεση συνδρομή σε άτομα με αναπηρία ή άτομα με μειωμένη κινητικότητα, να λαμβάνουν εκπαίδευση ή οδηγίες, όπως περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ, μέρος α) και β) και·

β)

τα μέλη του προσωπικού τους, περιλαμβανομένων των οδηγών, τα οποία έχουν άμεση επαφή με το ταξιδιωτικό κοινό ή με ζητήματα που αφορούν το ταξιδιωτικό κοινό, να λαμβάνουν εκπαίδευση ή οδηγίες, όπως περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ, μέρος α).

2.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη από … (12) να χορηγήσει εξαίρεση από την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο β) όσον αφορά την κατάρτιση των οδηγών.

Άρθρο 17

Αποζημίωση για αναπηρικά αμαξίδια και λοιπό εξοπλισμό μετακίνησης

1.   Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών ευθύνονται για απώλεια ή φθορά αναπηρικών αμαξιδίων, άλλου εξοπλισμού μετακίνησης ή βοηθητικού εξοπλισμού ▐. Για την απώλεια ή φθορά καταβάλλεται αποζημίωση από τον μεταφορέα ή τον φορέα διαχείρισης τερματικού σταθμού που είναι υπεύθυνος για την εν λόγω απώλεια ή φθορά.

2.   Η αποζημίωση κατά την παράγραφο 1 ισούται με τη δαπάνη αντικατάστασης ή επισκευής του εξοπλισμού που απωλέσθηκε ή υπέστη φθορά.

3.   Εφόσον απαιτείται, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια να παρασχεθεί ταχέως εξοπλισμός ή συσκευή για προσωρινή αντικατάσταση. Τα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των αναπηρικών αμαξιδίων και άλλου εξοπλισμού μετακίνησης ή βοηθητικού εξοπλισμού είναι ει δυνατόν παρεμφερή με τα χαρακτηριστικά αυτών που απωλέσθησαν ή υπέστησαν φθορά.

Κεφάλαιο ΙV

Δικαιώματα των επιβατών σε περίπτωση ματαίωσης ή καθυστέρησης

Άρθρο 20

Συνέχιση του ταξιδιού, μεταφορά με άλλο δρομολόγιο και επιστροφή χρημάτων

1.   Όταν ο μεταφορέας αναμένει ευλόγως ότι μια τακτική γραμμή θα ματαιωθεί ή θα καθυστερήσει να αναχωρήσει από τερματικό σταθμό για περισσότερο από 120 λεπτά ή στην περίπτωση υπεράριθμων κρατήσεων , προσφέρει αμέσως στον επιβάτη τη δυνατότητα να επιλέξει:

α)

συνέχιση του ταξιδιού ή μεταφορά με άλλο δρομολόγιο στον τελικό προορισμό, χωρίς πρόσθετες δαπάνες και υπό εφάμιλλες συνθήκες μεταφοράς, όπως ορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς, το ταχύτερο δυνατόν·

β)

επιστροφή του αντίτιμου του εισιτηρίου και, εάν συντρέχει περίπτωση, δωρεάν υπηρεσία επιστροφής με λεωφορείο ή πούλμαν στο αρχικό σημείο αναχώρησης, όπως ορίζεται στη σύμβαση μεταφοράς, το ταχύτερο δυνατόν·

γ)

πέραν της επιστροφής χρημάτων κατά το στοιχείο β), αποζημίωση που ανέρχεται στο 50 % της τιμής του εισιτηρίου, εάν ο μεταφορέας δεν είναι σε θέση να παράσχει συνέχιση του ταξιδιού ή μεταφορά με άλλο δρομολόγιο στον τελικό προορισμό, όπως προβλέπει το στοιχείο α). Η αποζημίωση καταβάλλεται εντός ενός μηνός από την υποβολή της αίτησης αποζημίωσης.

2.     Εφόσον λεωφορείο ή πούλμαν τίθεται εκτός λειτουργίας, παροχή στους επιβάτες της μεταφοράς από την τοποθεσία όπου ακινητοποιήθηκε το όχημα σε κατάλληλο χώρο αναμονής και/ή τερματικό σταθμό από τον οποίο είναι δυνατή η συνέχιση του ταξιδίου.

3.   Όταν τακτική γραμμή ακυρώνεται ή καθυστερεί να αναχωρήσει από στάση λεωφορείου για περισσότερα των 120 λεπτών, οι επιβάτες έχουν το δικαίωμα ανάλογης συνέχισης του ταξιδιού ή μεταφοράς με άλλο δρομολόγιο ή επιστροφής του αντίτιμου του εισιτηρίου εκ μέρους του μεταφορέα.

4.   Η επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου κατά τις παραγράφους 1, στοιχείο β), και 3 πρέπει να γίνεται εντός 14 ημερών από την παροχή της δυνατότητας αυτής ή από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος. Η πληρωμή καλύπτει το πλήρες αντίτιμο του εισιτηρίου στην τιμή που αγοράστηκε, για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που δεν πραγματοποιήθηκαν και για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που ήδη πραγματοποιήθηκαν, εάν το ταξίδι δεν εξυπηρετεί πλέον κανέναν σκοπό σε σχέση με το αρχικό ταξιδιωτικό σχέδιο του επιβάτη. Όσον αφορά τις ταξιδιωτικές κάρτες ή τα εισιτήρια απεριορίστων διαδρομών, η πληρωμή πρέπει να ισούται με το ανάλογο τμήμα του συνολικού κόστους της κάρτας ή του εισιτηρίου. Η πληρωμή γίνεται σε μετρητά, εκτός εάν ο επιβάτης δεχθεί την επιστροφή χρημάτων με άλλη μορφή.

Άρθρο 21

Ενημέρωση

1.   Σε περίπτωση ματαίωσης ή καθυστερημένης αναχώρησης τακτικής γραμμής, ο μεταφορέας ή, κατά περίπτωση, ο φορέας διαχείρισης του τερματικού σταθμού, ενημερώνει τους επιβάτες που αναχωρούν από τερματικούς σταθμούς για την κατάσταση το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο 30 λεπτά μετά από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης, καθώς και για την εκτιμώμενη ώρα αναχώρησης αμέσως μόλις έχει στη διάθεσή του σχετική πληροφορία.

2.   Εάν οι επιβάτες χάσουν γραμμή ανταπόκρισης, σύμφωνα με το ωράριο, λόγω ματαίωσης ή καθυστερημένης αναχώρησης, ο μεταφορέας ή, κατά περίπτωση, ο φορέας διαχείρισης του τερματικού σταθμού καταβάλλει εύλογες προσπάθειες να ενημερώσει τους ενδιαφερόμενους επιβάτες σχετικά με εναλλακτικές ανταποκρίσεις.

3.   Ο μεταφορέας ή, κατά περίπτωση, ο φορέας διαχείρισης του τερματικού σταθμού μεριμνά ώστε τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα να λαμβάνουν τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 σε προσιτή μορφή.

Άρθρο 22

Συνδρομή σε περίπτωση ματαίωσης ή καθυστερημένης αναχώρησης

1.   Για ταξίδι του οποίου η προγραμματισμένη διάρκεια υπερβαίνει τις τρεις ώρες, ο μεταφορέας σε περίπτωση ματαίωσης ή καθυστερημένης άνω της μίας ώρας αναχώρησης από τερματικό σταθμό, προσφέρει δωρεάν στον επιβάτη:

α)

ελαφρά γεύματα, γεύματα και αναψυκτικά ανάλογα με τον χρόνο αναμονής ή καθυστέρησης, εάν είναι διαθέσιμα επί του λεωφορείου ή στον τερματικό σταθμό ή μπορούν να εξασφαλισθούν ευλόγως,

β)

▐ ξενοδοχειακό ή άλλο κατάλυμα καθώς και συνδρομή για την εξασφάλιση μεταφοράς μεταξύ του τερματικού σταθμού και του τόπου καταλύματος εφόσον απαιτούνται μία ή περισσότερες διανυκτερεύσεις.

2.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ο μεταφορέας δίδει ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα, καθώς και των συνοδών τους.

Άρθρο 23

Περαιτέρω αξιώσεις

Καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγει το δικαίωμα των επιβατών να αξιώνουν αποζημίωση βάσει του εθνικού δικαίου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, για ζημία που προκύπτει από ακύρωση ή καθυστέρηση τακτικών γραμμών.

Άρθρο 24

Επιπρόσθετα μέτρα υπέρ των επιβατών

Οι μεταφορείς συνεργάζονται για την θέσπιση ρυθμίσεων, σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο, με τη σύμπραξη των ενδιαφερομένων, των επαγγελματικών ενώσεων και των σωματείων πελατών, επιβατών και ατόμων με αναπηρία. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στη βελτίωση της φροντίδας των επιβατών, ιδίως σε περίπτωση μεγάλων καθυστερήσεων και διακοπής ή ματαίωσης του ταξιδίου, με ιδιαίτερη μέριμνα για τους επιβάτες με ειδικές ανάγκες λόγω αναπηρίας, μειωμένης κινητικότητας, ασθένειας, προχωρημένης ηλικίας και εγκυμοσύνης, συμπεριλαμβανομένων των επιβατών που ταξιδεύουν με μικρά παιδιά.

Κεφάλαιο V

Γενικοί κανόνες ενημέρωσης και καταγγελιών

Άρθρο 25

Δικαίωμα σε ταξιδιωτικές πληροφορίες

Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών, στο πλαίσιο των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους, παρέχουν στους επιβάτες επαρκείς πληροφορίες, από την στιγμή της κράτησης και καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σε προσιτή μορφή και βάσει εννοιολογικού προτύπου ως προς τα στοιχεία και συστήματα των δημόσιων μεταφορών .

Άρθρο 26

Ενημέρωση για τα δικαιώματα των επιβατών

1.   Οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών μεριμνούν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους, ώστε οι επιβάτες να διαθέτουν κατάλληλες και κατανοητές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα που έχουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, κατά τη στιγμή της κράτησης και το αργότερο κατά την αναχώρηση. Οι πληροφορίες παρέχονται σε προσιτή μορφή και σύμφωνα με κοινό εννοιολογικό πρότυπο για τα στοιχεία και τα συστήματα στον τομέα των δημόσιων μεταφορών, στους τερματικούς σταθμούς και, ανάλογα με την περίπτωση, στο διαδίκτυο. ▐ Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τα στοιχεία επικοινωνίας του φορέα ή των φορέων ελέγχου της εφαρμογής, οι οποίοι ορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1.

2.   Προκειμένου να συμμορφωθούν προς αυτή την υποχρέωση πληροφόρησης κατά την παράγραφο 1, οι μεταφορείς και οι φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών μπορούν να χρησιμοποιούν περίληψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού την οποία ετοιμάζει η Επιτροπή σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη θέτει στη διάθεσή τους.

Άρθρο 27

Καταγγελίες

Οι μεταφορείς δημιουργούν ή διαθέτουν ήδη μηχανισμό διεκπεραίωσης των παραπόνων σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που ορίζονται με τον παρόντα κανονισμό .

Άρθρο 28

Υποβολή καταγγελιών

Εάν επιβάτης που εμπίπτει στον παρόντα κανονισμό επιθυμεί να υποβάλει καταγγελία στον μεταφορέα, ▐ οφείλει να το πράξει εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία παρασχέθηκε ή θα έπρεπε να έχει παρασχεθεί η υπηρεσία τακτικής γραμμής. Εντός μηνός από την παραλαβή της καταγγελίας, ο μεταφορέας ενημερώνει τον επιβάτη ότι η καταγγελία του εκρίθη βάσιμη, απερρίφθη ή εξετάζεται ακόμη. Η προθεσμία τελικής απάντησης δεν υπερβαίνει τους δυο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής της καταγγελίας.

Κεφάλαιο VI

Έλεγχος της εφαρμογής

Άρθρο 29

Εθνικοί φορείς ελέγχου της εφαρμογής

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν ή περισσότερους ήδη υφιστάμενους φορείς , ή εάν δεν υφίσταται φορέας, νέον φορέα, υπεύθυνο για την επιβολή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ▐. Κάθε φορέας λαμβάνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

Κάθε φορέας είναι ανεξάρτητος από τους μεταφορείς, τους διοργανωτές ταξιδίων και τους φορείς διαχείρισης τερματικών σταθμών όσον αφορά την οργάνωση, τη χρηματοδότηση, τη νομική διάρθρωση και τη λήψη των αποφάσεων.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τον οριζόμενο σύμφωνα με το παρόν άρθρο φορέα ή φορείς.

3.   Κάθε επιβάτης δύναται να υποβάλει καταγγελία ▐ στον αρμόδιο φορέα, που ορίζεται βάσει της παραγράφου 1, ή σε οποιονδήποτε άλλον αρμόδιο φορέα ορίζει κράτος μέλος, λόγω εικαζόμενης παράβασης διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ▐ ότι ο επιβάτης, ως πρώτο βήμα, πρέπει να υποβάλλει στον μεταφορέα καταγγελία ▐ και , στην περίπτωση αυτή, ο εθνικός φορέας ελέγχου της εφαρμογής ή κάθε άλλος φορέας που ορίζεται από το κράτος μέλος ενεργεί ως δευτεροβάθμιο όργανο για καταγγελίες που δεν επιλύθηκαν δυνάμει του άρθρου 28.

Άρθρο 30

Έκθεση ελέγχου της εφαρμογής

Μέχρι την 1η Ιουνίου … (13) και στη συνέχεια κάθε δύο έτη, οι φορείς ελέγχου της εφαρμογής, που ορίζονται βάσει του άρθρου 29 παράγραφος 1, δημοσιεύουν έκθεση των δραστηριοτήτων τους κατά τα προηγούμενα δύο ημερολογιακά έτη, η οποία περιέχει, μεταξύ άλλων, περιγραφή των ενεργειών στις οποίες προέβησαν προκειμένου να εφαρμόσουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και στατιστικές σχετικά με καταγγελίες και κυρώσεις που επιβλήθηκαν.

Άρθρο 31

Συνεργασία των φορέων ελέγχου της εφαρμογής

Οι εθνικοί φορείς στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 29 παράγραφος 1 ανταλλάσσουν, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τις εργασίες τους και σχετικά με τις αρχές και πρακτικές που διέπουν τη λήψη των αποφάσεών τους. Στο έργο τους αυτό επικουρούνται από την Επιτροπή.

Άρθρο 32

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις επιβλητέες κυρώσεις σε περιπτώσεις παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν την επιβολή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους εν λόγω κανόνες και μέτρα στην Επιτροπή εντός … (14) και της κοινοποιούν αμελλητί κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση τους.

Κεφάλαιο VII

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 33

Έκθεση

Το αργότερο … (15), η Επιτροπή υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τη λειτουργία και τα αποτελέσματα του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση συνοδεύεται από τις τυχόν αναγκαίες νομοθετικές προτάσεις για τη λεπτομερέστερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή την τροποποίησή του.

Άρθρο 34

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

Στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«18.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ.: …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … για τα δικαιώματα των επιβατών λεωφορείων και πούλμαν (16)  (18).

Άρθρο 35

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την … (19).

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 317, 23.12.2009, σ. 99.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 (ΕΕ C 184 Ε, 8.7.2010, σ. 312) και θέση του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2010 (ΕΕ C 122 Ε, 11.5.2010, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010.

(3)  ΕΕ L 226, 10.9.2003, σ. 4.

(4)  ΕΕ L 158, 23.6.1990, σ. 59.

(5)  ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(6)  ΕΕ L 364, 9.12.2004, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 180, 19.7.2000, σ. 22.

(8)  ΕΕ L 373, 21.12.2004, σ. 37.

(9)   ΕΕ. να προστεθεί η ημερομηνία: τρεις μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού

(10)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(11)   ΕΕ L 263, 7.10.2009, σ. 11.

(12)  EE: να προστεθεί η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(13)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(14)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(15)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία τρία έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(16)  ΕΕ … ()

(17)  ΕΕ: να προστεθούν τα στοιχεία δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού.»

(18)  ΕΕ: να προστεθεί ο αριθμός και η ημερομηνία έγκρισης του παρόντος κανονισμού.

(19)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία δύο έτη από την ημερομηνία δημοσίευσης.

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Συνδρομή παρεχόμενη στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα

α)   Παροχή συνδρομής σε τερματικούς σταθμούς

Συνδρομή και διευθετήσεις ούτως ώστε τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα να μπορούν:

να γνωστοποιούν την άφιξή τους στον τερματικό σταθμό και να ζητούν συνδρομή σε καθορισμένα σημεία·

να μεταβαίνουν από το καθορισμένο σημείο στη θυρίδα ελέγχου εισιτηρίων, στην αίθουσα αναμονής και στον χώρο επιβίβασης·

να επιβιβάζονται στο όχημα, με ανελκυστήρες, αναπηρικά αμαξίδια ή άλλη απαιτούμενη συνδρομή, ανάλογα με την περίπτωση·

να φορτώνουν τις αποσκευές τους·

να παραλαμβάνουν τις αποσκευές τους·

να αποβιβάζονται από το όχημα·

να μεταφέρουν σκύλο συνοδείας στο λεωφορείο ή το πούλμαν·

να μεταβαίνουν στο κάθισμά τους.

β)   Παροχή συνδρομής επί των οχημάτων

Συνδρομή και διευθετήσεις ούτως ώστε τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα να μπορούν:

να λαμβάνουν βασικές πληροφορίες για το ταξίδι, σε προσιτή μορφή, εφόσον ζητηθούν από τον επιβάτη,

να μετακινούνται στις τουαλέτες επί του οχήματος, εάν βρίσκεται άλλο προσωπικό πέραν του οδηγού επί του οχήματος αυτού·

να επιβιβάζονται / αποβιβάζονται κατά τις στάσεις της διαδρομής, εάν υπάρχει άλλο προσωπικό πέραν του οδηγού επί του οχήματος.

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Κατάρτιση σε θέματα αναπηρίας

α)   Κατάρτιση για την ευαισθητοποίηση σε θέματα αναπηρίας

Η κατάρτιση του προσωπικού που έχει άμεση επαφή με το ταξιδιωτικό κοινό περιλαμβάνει:

ευαισθητοποίηση και κατάλληλη ανταπόκριση σε επιβάτες με σωματικές, αισθητήριες (ακοής και όρασης), μη εμφανείς αναπηρίες ή μαθησιακές δυσκολίες, που συμπεριλαμβάνει τη δυνατότητα διάκρισης των διαφόρων ικανοτήτων των ατόμων που ενδέχεται να έχουν μειωμένη κινητικότητα, αίσθηση προσανατολισμού ή δυνατότητα επικοινωνίας·

τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, στα οποία περιλαμβάνονται τα συμπεριφορικά, περιβαλλοντικά/ φυσικά και οργανωτικά εμπόδια·

αναγνωρισμένους σκύλους συνοδείας, περιλαμβανομένου του ρόλου και των αναγκών του σκύλου συνοδείας·

αντιμετώπιση απρόοπτων περιστατικών·

διαπροσωπικές ικανότητες και μεθόδους επικοινωνίας με κωφούς και άτομα με προβλήματα ακοής, όρασης, λόγου και άτομα με μαθησιακές δυσκολίες·

τρόπους χειρισμού αναπηρικών αμαξιδίων και λοιπών βοηθητικών μέσων κινητικότητας, ούτως ώστε να αποφεύγονται ζημίες (για όλο το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά αποσκευών, ενδεχομένως).

β)   Κατάρτιση για την παροχή συνδρομής σε άτομα με αναπηρία

Η κατάρτιση του προσωπικού που παρέχει άμεση συνδρομή σε άτομα με αναπηρία και άτομα με μειωμένη κινητικότητα περιλαμβάνει:

τρόπους βοήθειας των χρηστών αναπηρικών αμαξιδίων για να καθήσουν στο αναπηρικό αμαξίδιο ή να σηκωθούν από αυτό·

ικανότητες παροχής συνδρομής σε άτομα με αναπηρία και άτομα με μειωμένη κινητικότητα που ταξιδεύουν με αναγνωρισμένο σκύλο συνοδείας, περιλαμβανομένου του ρόλου και των αναγκών αυτών των σκύλων·

τεχνικές για τη συνοδεία ατόμων με προβλήματα όρασης, και για τη μεταχείριση και μεταφορά σκύλων συνοδείας·

κατανόηση των ειδών εξοπλισμού που μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα, και γνώσεις χειρισμού αυτού του εξοπλισμού·

τη χρήση του χρησιμοποιούμενου βοηθητικού εξοπλισμού επιβίβασης και αποβίβασης, καθώς και γνώση των κατάλληλων διαδικασιών συνδρομής κατά την επιβίβαση και την αποβίβαση, που εγγυώνται την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια των ατόμων με αναπηρία και των ατόμων με μειωμένη κινητικότητα·

κατανόηση της ανάγκης για αξιόπιστη και επαγγελματική βοήθεια. Επίσης, επίγνωση του ενδεχομένου να αισθανθούν ευάλωτοι ορισμένοι επιβάτες με αναπηρία κατά τη διάρκεια του ταξιδίου, λόγω της εξάρτησής τους από την παρεχόμενη βοήθεια·

γνώσεις πρώτων βοηθειών.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/168


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Δικαιώματα των επιβατών που ταξιδεύουν μέσω θαλάσσης ή μέσω εσωτερικής πλωτής οδού ***II

P7_TA(2010)0257

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έκδοσης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (14849/3/2009 – C7-0076/2010 – 2008/0246(COD))

2011/C 351 E/29

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (14849/3/2009 – C7-0076/2010),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0816),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και τα άρθρα 71, παράγραφος 1, και 80, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0476/2008),

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (1),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 7, και τα άρθρα 91, παράγραφος 1, και 100, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2009 (2),

έχοντας ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

έχοντας υπόψη το άρθρο 66 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A7-0177/2010),

1.

εγκρίνει τη θέση σε δεύτερη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν στις 23.4.2009, P6_TA(2009)0280.

(2)  ΕΕ C 317, 23.12.2009, σ. 89.


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
P7_TC2-COD(2008)0246

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 6 Ιουλίου 2010 ενόψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των επιβατών στις θαλάσσιες και εσωτερικές πλωτές μεταφορές και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2010.)


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/169


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Ευφυή συστήματα μεταφορών στον τομέα των οδικών μεταφορών και διεπαφές τους με άλλα μέσα μεταφοράς ***II

P7_TA(2010)0258

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη θέσπιση του πλαισίου για την εξάπλωση των Ευφυών Συστημάτων Μεταφορών στον τομέα των οδικών μεταφορών και για τις διεπαφές με άλλους τρόπους μεταφοράς (06103/4/2010 – C7-0119/2010 – 2008/0263(COD))

2011/C 719/30

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (06103/4/2010 – C7-0119/2010),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0887),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 71, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, δυνάμει των οποίων η Επιτροπή υπέβαλε την πρόταση στο Κοινοβούλιο (C6-0512/2008),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 7, και το άρθρο 91, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 13ης Μαΐου 2009 (2),

μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 70 και 72 του Κανονισμού,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A7-0211/2010),

1.

εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου·

2.

εγκρίνει την κοινή δήλωση του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής που επισυνάπτεται στο παρόν ψήφισμα·

3.

σημειώνει τη δήλωση της Επιτροπής που επισυνάπτεται στο παρόν ψήφισμα·

4.

διαπιστώνει ότι η πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με την κοινή θέση του Συμβουλίου·

5.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να υπογράψει την πράξη, μαζί με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 297, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

6.

αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υπογράψει την πράξη, αφού προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, και να μεριμνήσει, σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

7.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν στις 23.4.2009, P6_TA(2009)0283.

(2)  ΕΕ C 277, 17.11.2009, σ. 85.


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δηλώσεις

σχετικά με την οδηγία 2010/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2010, σχετικά με τη θέσπιση του πλαισίου για την εξάπλωση των Ευφυών Συστημάτων Μεταφορών στον τομέα των οδικών μεταφορών και για τις διεπαφές με άλλους τρόπους μεταφοράς

Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής επί του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δηλώνουν ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας τελούν υπό την επιφύλαξη κάθε μελλοντικής θέσης των θεσμικών οργάνων όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ, ή μεμονωμένων νομοθετικών πράξεων που περιέχουν διατάξεις του είδους αυτού.».

Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με την εξάπλωση των δράσεων προτεραιότητας στον τομέα των ευφυών συστημάτων μεταφορών (ΕΣΜ)

«1.

Το άρθρο 6, παράγραφος 2 του κειμένου της θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ορίζει τα ακόλουθα:

2.

Η Επιτροπή έχει ως στόχο την έγκριση προδιαγραφών για μία ή περισσότερες δράσεις προτεραιότητας το αργότερο στις … (1).

Το αργότερο εντός δωδεκαμήνου από την έγκριση των αναγκαίων προδιαγραφών για δράση προτεραιότητας, η Επιτροπή, ενδεχομένως, υποβάλλει πρόταση για την ανάπτυξη αυτής της δράσης προτεραιότητας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 294 της ΣΛΕΕ, έπειτα από τη διεξαγωγή αξιολόγησης επιπτώσεων και ανάλυσης κόστους-ωφέλειας.

2.

Βάσει των μέχρι στιγμής διαθέσιμων πληροφοριών, άποψη της Επιτροπής είναι ότι για τη θέσπιση των απαιτούμενων προδιαγραφών για τις δράσεις προτεραιότητας του άρθρου 3 μπορεί πιθανώς να τηρηθεί το ακόλουθο ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα:

Πίνακας 1:   Ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα έγκρισης των απαιτούμενων προδιαγραφών για τις δράσεις προτεραιότητας

Προδιαγραφές για:

Το αργότερο έως το τέλος του έτους:

Παροχή σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπηρεσιών πληροφόρησης για τις πολυτροπικές μετακινήσεις σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο α)

2014

Παροχή σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπηρεσιών πληροφόρησης για την κυκλοφορία σε πραγματικό χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο β)

2013

Δεδομένα και διαδικασίες για τη δωρεάν, ει δυνατόν, παροχή στους χρήστες ελάχιστων καθολικών πληροφοριών για την κυκλοφορία σχετικών με την οδική ασφάλεια σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο γ)

2012

Η παροχή διαλειτουργικού συστήματος επειγουσών κλήσεων (eCall) σε ευρωπαϊκό επίπεδο σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο δ)

2012

Η παροχή υπηρεσιών πληροφόρησης σχετικά με ασφαλείς και προστατευμένες θέσεις στάθμευσης φορτηγών και εμπορικών οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο ε)

2012

Η παροχή υπηρεσιών κράτησης θέσεων σχετικά με ασφαλείς και προστατευμένες θέσεις στάθμευσης φορτηγών και εμπορικών οχημάτων σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο στ)

2013

Ο ανωτέρω ενδεικτικός πίνακας λαμβάνει ως προϋπόθεση ότι το ΕΚ και το Συμβούλιο θα καταλήξουν σύντομα σε συμφωνία για την οδηγία ΕΣΜ σε δεύτερη ανάγνωση στις αρχές του 2010.».

Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με την ευθύνη

«Η εξάπλωση και η χρήση εφαρμογών και υπηρεσιών ΝΣΜ είναι δυνατό να εγείρει κάποια θέματα ευθύνης, που ενδέχεται να αποτελέσουν μείζον κώλυμα για την ευρεία διείσδυση ορισμένων υπηρεσιών ΝΣΜ στην αγορά. Η αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων αποτελεί μία από τις δράσεις προτεραιότητας που αναφέρει η Επιτροπή στο σχέδιο δράσης της για τα ΝΣΜ.

Λαμβανόμενης υπόψη της υφιστάμενης εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας για την ευθύνη, και ιδίως της οδηγίας 1999/34/ΕΚ, η Επιτροπή θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις στα κράτη μέλη όσον αφορά την εξάπλωση και τη χρήση εφαρμογών και υπηρεσιών ΝΣΜ. Εάν είναι αναγκαίο και σκόπιμο, η Επιτροπή θα εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ευθύνη, όπου θα περιγράφονται κυρίως οι υποχρεώσεις των συμφεροντούχων όσον αφορά την εφαρμογή και τη χρήση εφαρμογών και υπηρεσιών ΝΣΜ.».

Δήλωση της Επιτροπής σχετικά με την κοινοποίηση πράξεων για τις οποίες έχει δοθεί εξουσιοδότηση

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι, εκτός από περιπτώσεις στις οποίες η νομοθετική πράξη προβλέπει επείγουσα δράση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεωρούν ότι η κοινοποίηση πράξεων για τις οποίες έχει δοθεί εξουσιοδότηση λαμβάνει υπόψη τις περιόδους αργίας των θεσμικών οργάνων (χειμώνας, θέρος και ευρωπαϊκές εκλογές), ώστε να διασφαλίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είναι σε θέση να ασκούν τις αρμοδιότητές τους εντός των χρονικών ορίων που ορίζονται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις, και είναι έτοιμη να ενεργεί αναλόγως.».


(1)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία που αντιστοιχεί σε τριάντα μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/171


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
Διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή απόπλου από τους λιμένες ***I

P7_TA(2010)0259

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή απόπλου από λιμένες των κρατών μελών της Κοινότητας και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/6/ΕΚ (COM(2009)0011 – C6-0030/2009 – 2009/0005(COD))

2011/C 351 E/31

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0011),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 80, παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0030/2009),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

έχοντας υπόψη τα άρθρα 294, παράγραφος 3 και 100, παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 4ης Νοεμβρίου 2009 (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών της 17ης Ιουνίου 2009 (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A7-0064/2010),

1.

εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση, όπως αυτή παρατίθεται κατωτέρω·

2.

εγκρίνει τις κοινές δηλώσεις του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής που παρατίθενται στο παράρτημα του παρόντος ψηφίσματος·

3.

λαμβάνει υπόψη τη δήλωση της Επιτροπής που παρατίθεται στο παράρτημα του παρόντος ψηφίσματος·

4.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

5.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


(1)  ΕΕ C 128, 18.5.2010, σ. 131.

(2)  ΕΕ C 211, 4.9.2009, σ. 65.


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
P7_TC1-COD(2009)0005

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 6 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/6/ΕΚ

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2010/65/ΕΕ.)

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη χορήγηση πιστοποιητικών εξαίρεσης πλοήγησης

Με σκοπό τη διευκόλυνση των θαλάσσιων μεταφορών μικρών αποστάσεων και έχοντας κατά νου τα πρότυπα των υπηρεσιών πλοήγησης που έχουν ήδη καταρτισθεί σε πολλά κράτη μέλη και τον ρόλο που παίζουν οι πλοηγοί θαλάσσης στην προώθηση της ασφαλείας στη θάλασσα και στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν αναγκαίο να εξετασθεί σαφές πλαίσιο για τη χορήγηση πιστοποιητικών εξαίρεσης πλοήγησης στους ευρωπαϊκούς λιμένες σύμφωνα με το στόχο της ανακοίνωσης της Επιτροπής για τη δημιουργία ευρωπαϊκού χώρου θαλάσσιων μεταφορών χωρίς σύνορα καθώς και της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με ευρωπαϊκή λιμενική πολιτική (COM(2007)0616) και έχοντας κατά νου ότι κάθε τομέας πλοήγησης απαιτεί εξαιρετικά εξειδικευμένη εμπειρία και γνώσεις της περιοχής. Η Επιτροπή θα εξετάσει σύντομα το ζήτημα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της ασφαλείας στη θάλασσα και της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, σε συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή προϋποθέσεων που είναι σχετικές προς τον τομέα, διαφανείς και αναλογικές. Θα κοινοποιήσει το αποτέλεσμα της αξιολόγησής της στα άλλα θεσμικά όργανα και, εάν κρίνει σκόπιμο, θα προτείνει περαιτέρω ενέργειες.

Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκό δηλώνουν ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν προδικάζουν οιαδήποτε μελλοντική θέση των θεσμικών οργάνων όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ ή μεμονωμένες νομοθετικές πράξεις που περιέχουν τέτοιου τύπου διατάξεις.

Δήλωση της Επιτροπής όσον αφορά την κοινοποίηση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται από τη νομοθετική πράξη η διαδικασία του επείγοντος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεωρούν ότι η κοινοποίηση των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση λαμβάνει υπόψη τις περιόδους διακοπών των οργάνων (χειμώνα, καλοκαίρι και ευρωεκλογές), προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο είναι σε θέση να ασκήσουν τις εξουσίες τους εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στις σχετικές νομοθετικές πράξεις, και είναι πρόθυμη να ενεργήσει αναλόγως.


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/174


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Νέα τρόφιμα ***II

P7_TA(2010)0266

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση όσον αφορά τη θέσπιση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα νέα τρόφιμα, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 της Επιτροπής (11261/3/2009 – C7-0078/2010 – 2008/0002(COD))

2011/C 351 E/32

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (11261/3/2009 – C7-0078/2010),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0872),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0027/2008),

έχοντας υπόψη τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση (1),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 7, και το άρθρο 114, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 29ης Μαΐου 2008 (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 66 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A7-0152/2010),

1.

εγκρίνει τη θέση σε δεύτερη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα εθνικά κοινοβούλια.


(1)  ΕΕ C 117 Ε, 6.5.2010, σ. 236.

(2)  ΕΕ C 224, 30.8.2008, σ. 81.


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
P7_TC2-COD(2008)0002

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 7 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα νέα τρόφιμα, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 της Επιτροπής

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Κατ' εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής και λαμβανομένης υπόψη της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), θα πρέπει να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και προστασίας των καταναλωτών, καθώς και υψηλό επίπεδο διαβίωσης των ζώων και προστασίας του περιβάλλοντος. Θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται πάντοτε η αρχή της προφύλαξης όπως αυτή ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων  (3).

(2)

Θα πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας κατά την άσκηση των ενωσιακών πολιτικών , και τούτο θα πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς .

(3)

Στο άρθρο 13 της ΣΛΕΕ διευκρινίζεται ότι, κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών τους, η Ένωση και τα κράτη μέλη λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις απαιτήσεις καλής διαβίωσης των ζώων ως ευαίσθητων όντων.

(4)

Οι προδιαγραφές που θεσπίζει η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα τρόφιμα που διατίθενται στην αγορά εντός της Ένωσης, περιλαμβανομένων των τροφίμων που εισάγονται από τρίτες χώρες.

(5)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή, στο ψήφισμά του της 3ης Σεπτεμβρίου 2008 σχετικά με την κλωνοποίηση ζώων για επισιτιστικούς σκοπούς  (4), να υποβάλει προτάσεις που να απαγορεύουν για επισιτιστικούς σκοπούς: i) την κλωνοποίηση ζώων, ii) την εκτροφή κλωνοποιημένων ζώων ή των απογόνων τους, iii) τη διάθεση στην αγορά κρέατος ή γαλακτοκομικών προϊόντων προερχομένων από κλωνοποιημένα ζώα ή τους απογόνους τους και iv) την εισαγωγή κλωνοποιημένων ζώων, των απογόνων τους, σπέρματος και εμβρύων από κλωνοποιημένα ζώα ή τους απογόνους τους, καθώς και κρέατος και γαλακτοκομικών που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα ή τους απογόνους τους.

(6)

Η επιστημονική επιτροπή της Επιτροπής για τους αναδυόμενους και πρόσφατα εντοπισθέντες κινδύνους για την υγεία (SCENIHR) ενέκρινε στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου 2005 γνωμοδότηση που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν «μείζονα κενά στη γνώση που απαιτείται για την αξιολόγηση των κινδύνων. Αυτά περιλαμβάνουν το χαρακτηρισμό των νανοσωματιδίων, τον εντοπισμό και τη μέτρηση των νανοσωματιδίων, τη δοσοανταπόκριση, την τύχη και την αντοχή των νανοσωματιδίων στους ανθρώπους και το περιβάλλον καθώς και όλες τις πτυχές της τοξικολογίας και της περιβαλλοντικής τοξικολογίας που συνδέεται με τα νανοσωματίδια». Επιπλέον, η γνωμοδότηση της SCENIHR συμπέρανε ότι «οι υφιστάμενες τοξικολογικές και οικοτοξικολογικές μέθοδοι ενδέχεται να μην επαρκούν για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων που προκύπτουν σε σχέση με τα νανοσωματίδια».

(7)

Οι ενωσιακοί κανόνες σχετικά με τα νέα τρόφιμα θεσπίσθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 1997, σχετικά με τα νέα τρόφιμα και τα νέα συστατικά τροφίμων (5) και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, για τους κανόνες εφαρμογής σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε ορισμένες πληροφορίες και την προστασία των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 258/97 (6) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Για λόγους σαφήνειας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 θα πρέπει να καταργηθούν και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 θα πρέπει να αντικατασταθεί με τον παρόντα κανονισμό. Η σύσταση 97/618/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1997, σχετικά με τις επιστημονικές πτυχές και την παρουσίαση των πληροφοριακών στοιχείων που είναι αναγκαία για την υποστήριξη αιτήσεων διάθεσης νέων τροφίμων και νέων συστατικών τροφίμων στην αγορά και την εκπόνηση των εκθέσεων αρχικής αξιολόγησης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) θα πρέπει συνεπώς να περιπέσει σε αχρηστία όσον αφορά τα νέα τρόφιμα.

(8)

Για να εξασφαλισθεί η συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 258/97, η απουσία χρήσης για ανθρώπινη κατανάλωση σε σημαντικό βαθμό εντός της Ένωσης πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97, συγκεκριμένα τις 15 Μαΐου 1997, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ως κριτήριο για να θεωρείται ένα τρόφιμο νέο. Ως χρήση εντός της Ένωσης νοείται η χρήση στα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από την ημερομηνία προσχώρησής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(9)

▐ Ο υφιστάμενος ορισμός των νέων τροφίμων θα πρέπει να διασαφηνισθεί, με μια επεξήγηση όσον αφορά τα κριτήρια του νεωτερισμού , και να επικαιροποιηθεί με την αντικατάσταση των υφισταμένων κατηγοριών με αναφορά στο γενικό ορισμό των τροφίμων που περιέχεται στον ▐ κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 .

(10)

Τα τρόφιμα με νέα ή σκόπιμα τροποποιημένη πρωτοταγή μοριακή δομή, τα τρόφιμα που αποτελούνται ή έχουν απομονωθεί από μικροοργανισμούς, μύκητες ή φύκια, νέα στελέχη μικροοργανισμών χωρίς ιστορικό ασφαλούς χρήσης και συμπυκνώματα ουσιών που συνήθως εμφανίζονται σε φυτά θα πρέπει να θεωρούνται νέα τρόφιμα όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(11)

Θα πρέπει επίσης να διευκρινισθεί ότι τα τρόφιμα θα πρέπει να θεωρούνται νέα εφόσον σ’ αυτά εφαρμόζεται τεχνολογία παραγωγής η οποία δεν είχε χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για την παραγωγή τροφίμων που προορίζονται για εμπορία και κατανάλωση . Ειδικότερα, οι αναδυόμενες τεχνολογίες αναπαραγωγής ζώων και διαδικασίες παραγωγής τροφίμων, οι οποίες έχουν αντίκτυπο στα τρόφιμα και συνεπώς ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο και στην ασφάλεια των τροφίμων, θα πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Τα νέα τρόφιμα επομένως θα πρέπει να περιλαμβάνουν τρόφιμα φυτικής και ζωικής προέλευσης παραγόμενα με μη παραδοσιακές τεχνικές αναπαραγωγής και ▐ τρόφιμα μεταποιημένα με νέες διαδικασίες παραγωγής, όπως η νανοτεχνολογία και οι νανοεπιστήμες , οι οποίες ενδέχεται να έχουν επίπτωση στα τρόφιμα ▐. Τα τρόφιμα που προέρχονται από νέες φυτικές ποικιλίες ή από νέες ζωικές φυλές παραγόμενες με παραδοσιακές τεχνικές αναπαραγωγής δεν θα πρέπει να θεωρούνται νέα τρόφιμα. ▐

(12)

Η κλωνοποίηση ζώων δεν συμβιβάζεται με την οδηγία 98/58/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 σχετικά με την προστασία των ζώων στα εκτροφεία  (8), το σημείο 20 του παραρτήματος της οποίας ορίζει ότι δεν πρέπει να εφαρμόζονται φυσικές ή τεχνητές μέθοδοι εκτροφής οι οποίες προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν ταλαιπωρία ή βλάβη σε οποιοδήποτε ζώο. Ως εκ τούτου, τα τρόφιμα που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα ή απογόνους τους δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Ένωσης.

(13)

Η Ευρωπαϊκή ομάδα για τη δεοντολογία της επιστήμης και των νέων τεχνολογιών, που ιδρύθηκε με την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1997 της Επιτροπής, επεσήμανε, στη γνωμοδότησή της (αριθ. 23) της 16ης Ιανουαρίου 2008 σχετικά με τις δεοντολογικές πτυχές της κλωνοποίησης ζώων για παραγωγή τροφίμων, ότι «δεν διαπιστώνει να υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα υπέρ της παραγωγής τροφίμων από κλωνοποιημένα ζώα και τους απογόνους τους» . Η επιστημονική επιτροπή της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (εφεξής «Αρχή»), στην γνωμοδότησή της τής 15ης Ιουλίου 2008 για την κλωνοποίηση ζώων  (9), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «υπάρχει δυσμενής επίδραση στην υγεία και την ευεξία σημαντικού ποσοστού κλώνων, με συχνά σοβαρές και θανατηφόρες συνέπειες» .

(14)

Τα τρόφιμα που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα και τους απογόνους τους θα πρέπει ωστόσο να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Τα τρόφιμα αυτά θα πρέπει να εξετάζονται σε ειδικό κανονισμό, εκδοθέντα στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, και δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στην ενιαία διαδικασία έγκρισης. Πριν από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει σχετική νομοθετική πρόταση. Εν αναμονή της έναρξης ισχύος του κανονισμού για τα κλωνοποιημένα ζώα, θα πρέπει να επιβληθεί μορατόριουμ στη διάθεση στην αγορά τροφίμων παρασκευασμένων από κλωνοποιημένα ζώα ή τους απογόνους τους.

(15)

Θα πρέπει να θεσπιστούν μέτρα εφαρμογής με σκοπό την παροχή περαιτέρω κριτηρίων προκειμένου να διευκολυνθεί η αξιολόγηση τού κατά πόσον τρόφιμα χρησιμοποιήθηκαν για ανθρώπινη κατανάλωση σε σημαντικό βαθμό εντός της Ένωσης πριν από τις 15 Μαΐου 1997. ▐ Τρόφιμα που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά ως συμπλήρωμα ή σε συμπλήρωμα διατροφής, όπως ορίζεται στην οδηγία 2002/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 2002, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί των συμπληρωμάτων διατροφής  (10), πριν από την ανωτέρω ημερομηνία , μπορούν να διατεθούν στην αγορά ▐ μετά την εν λόγω ημερομηνία για την ίδια χρήση χωρίς να θεωρούνται νέα τρόφιμα. Εντούτοις, αυτή η χρήση ως συμπληρώματος ή σε συμπλήρωμα διατροφής δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση τού κατά πόσον τα τρόφιμα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για ανθρώπινη κατανάλωση σε σημαντικό βαθμό εντός της Ένωσης πριν από τις 15 Μαΐου 1997. Επομένως, άλλες χρήσεις των συγκεκριμένων τροφίμων, ήτοι πέραν των χρήσεων ως συμπληρωμάτων διατροφής, ▐ πρέπει να εγκρίνονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(16)

Η χρήση τεχνολογικά επεξεργασμένων νανοϋλικών στην παραγωγή τροφίμων μπορεί να αυξηθεί με την περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας, ▐ είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί ενιαίος ορισμός των τεχνολογικά επεξεργασμένων νανοϋλικών ▐.

(17)

Οι μέθοδοι δοκιμών που διατίθενται επί του παρόντος δεν είναι επαρκείς για την αποτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με τα νανοϋλικά. Θα πρέπει να αναπτυχθούν επειγόντως μέθοδοι δοκιμών για τα νανοϋλικά που να μην επιβάλλουν τη χρήση ζώων .

(18)

Μόνο νανοϋλικά καταχωρημένα σε κατάλογο εγκεκριμένων ουσιών θα πρέπει να βρίσκονται στις συσκευασίες τροφίμων, συνοδευόμενα από όριο μετανάστευσης εντός ή επί των τροφίμων που περιέχονται στις συσκευασίες αυτές.

(19)

▐ Προϊόντα τροφίμων των οποίων έχει αλλάξει η σύνθεση, παραγόμενα από υπάρχοντα συστατικά τροφίμων που διατίθενται στην αγορά εντός της Ένωσης, ιδίως δε εκείνα στα οποία η αλλαγή της σύνθεσης συνίσταται σε αλλαγή των συστατικών τροφίμων ή σε μεταβολή των ποσοτήτων των συγκεκριμένων συστατικών τροφίμων , δεν θα πρέπει να θεωρούνται νέα τρόφιμα ▐.

(20)

Οι διατάξεις της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (11) θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν ένα προϊόν, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών του, μπορεί να εμπίπτει και στον ορισμό του «φαρμάκου» και στον ορισμό προϊόντος που καλύπτεται από άλλη ενωσιακή νομοθεσία. Εν προκειμένω ένα κράτος μέλος, εφόσον διαπιστώνει σύμφωνα με την οδηγία 2001/83/ΕΚ ότι ένα προϊόν είναι φάρμακο, θα πρέπει να μπορεί να περιορίζει τη διάθεση του εν λόγω προϊόντος στην αγορά σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία. Επιπλέον, τα φάρμακα εξαιρούνται από τον ορισμό των τροφίμων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 και δεν θα πρέπει να υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό.

(21)

Νέα τρόφιμα εγκεκριμένα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 258/97 θα πρέπει να διατηρούν το καθεστώς τους ως νέων τροφίμων, αλλά θα πρέπει να απαιτείται έγκριση για κάθε νέα χρήση τέτοιων τροφίμων.

(22)

Τα τρόφιμα που προορίζονται για τεχνολογικές χρήσεις ή είναι γενετικώς τροποποιημένα δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Επομένως, τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 (12), τα τρόφιμα που χρησιμοποιούνται μόνον ως πρόσθετα και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 (13), οι αρωματικές ύλες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 (14), τα ένζυμα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1332/2008 (15) και οι διαλύτες εκχύλισης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/32/ΕΚ (16) δεν θα πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(23)

Η χρήση βιταμινών και ανόργανων στοιχείων διέπεται από ειδική τομεακή νομοθεσία για τα τρόφιμα. Οι βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/46/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με την προσθήκη βιταμινών και ανόργανων συστατικών και ορισμένων άλλων ουσιών στα τρόφιμα (17) και της οδηγίας 2009/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή (αναδιατύπωση) (18) θα πρέπει επομένως να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, αυτές οι ειδικές νομοθετικές πράξεις δεν αφορούν περιπτώσεις όπου οι εγκεκριμένες βιταμίνες και ανόργανες ουσίες λαμβάνονται με μεθόδους παραγωγής ή με τη χρήση νέων πηγών που δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έγκρισή τους. Ως εκ τούτου, εν αναμονή των τροποποιήσεων των ειδικών νομοθετικών πράξεων, οι εν λόγω βιταμίνες και ανόργανες ουσίες δεν θα πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όταν οι μέθοδοι παραγωγής ή οι νέες πηγές προκαλούν σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση ή τη δομή των βιταμινών ή των ανόργανων ουσιών που επηρεάζουν τη θρεπτική τους αξία, το πώς μεταβολίζονται ή το επίπεδο ανεπιθύμητων ουσιών.

(24)

Τα νέα τρόφιμα, εκτός από τις βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία, που προορίζονται για ειδική διατροφή, για εμπλουτισμό των τροφίμων ή ως συμπληρώματα διατροφής, θα πρέπει να αξιολογούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Θα πρέπει επίσης να εξακολουθήσουν να υπάγονται στους κανόνες που προβλέπονται στην οδηγία 2002/46/ΕΚ, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1925/2006, στην οδηγία 2009/39/ΕΚ και στις ειδικές οδηγίες για τις οποίες γίνεται λόγος στην οδηγία 2009/39/ΕΚ και στο παράρτημα I αυτής.

(25)

Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει μια απλή και διαφανή διαδικασία για περιπτώσεις για τις οποίες δεν διαθέτει πληροφορίες σχετικά με την κατανάλωση ενός είδους διατροφής από τον άνθρωπο πριν από τις 15 Μαΐου 1997. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμμετέχουν σε αυτήν τη διαδικασία . Η διαδικασία θα πρέπει να θεσπισθεί το αργότερο …  (19).

(26)

Τα νέα τρόφιμα θα πρέπει να διατίθενται στην αγορά εντός της Ένωσης μόνον εφόσον είναι ασφαλή και δεν παραπλανούν τον καταναλωτή. Η αξιολόγηση του κατά πόσον είναι ασφαλή θα πρέπει να βασίζεται στην αρχή της προφύλαξης όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να διαφέρουν από τα τρόφιμα τα οποία πρόκειται να αντικαταστήσουν με οποιοδήποτε τρόπο που θα είχε ως συνέπεια να έχουν υποβαθμισμένη διατροφική αξία για τον καταναλωτή.

(27)

Είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται μια εναρμονισμένη και κεντρική διαδικασία για την αξιολόγηση της ασφάλειας και την έγκριση, η οποία να είναι αποτελεσματική, ταχεία και διαφανής. Με σκοπό την εξασφάλιση περαιτέρω εναρμόνισης των διαφόρων διαδικασιών έγκρισης τροφίμων, η αξιολόγηση της ασφάλειας των νέων τροφίμων και η συμπερίληψή τους στον ενωσιακό κατάλογο θα πρέπει να διενεργούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για τη θέσπιση ενιαίας διαδικασίας έγκρισης για τα πρόσθετα τροφίμων, τα ένζυμα τροφίμων και τις αρωματικές ύλες τροφίμων (20), που θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες δεν προβλέπει ειδικές παρεκκλίσεις ο παρών κανονισμός. Αμέσως μετά την παραλαβή αίτησης για την έγκριση προϊόντος ως νέου τροφίμου, η Επιτροπή θα πρέπει να ελέγξει την εγκυρότητα και το εφαρμόσιμο της αίτησης. Η έγκριση νέων τροφίμων θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη άλλους συναφείς παράγοντες, περιλαμβανομένων των δεοντολογικών, των περιβαλλοντικών και των σχετικών με την καλή διαβίωση των ζώων, καθώς και την αρχή της προφύλαξης.

(28)

Θα πρέπει επίσης να θεσπισθούν κριτήρια για την αξιολόγηση των ενδεχόμενων κινδύνων που απορρέουν από τα νέα τρόφιμα. Για να διασφαλισθεί η εναρμονισμένη επιστημονική αξιολόγηση των νέων τροφίμων, η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να διεξάγεται από την Αρχή.

(29)

Οι δεοντολογικές και περιβαλλοντικές πτυχές πρέπει να αποτελούν μέρος της εκτίμησης κινδύνου στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης. Οι πτυχές αυτές θα πρέπει να αξιολογούνται από την Ευρωπαϊκή ομάδα για τη δεοντολογία της επιστήμης και των νέων τεχνολογιών και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος αντίστοιχα.

(30)

Για να απλουστευθούν οι διαδικασίες, θα πρέπει να επιτρέπεται στους αιτούντες να υποβάλλουν ενιαία αίτηση για τρόφιμα που διέπονται από διαφορετική τομεακή νομοθεσία για τα τρόφιμα. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί ανάλογα. Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντικατέστησε και διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ο όρος «Κοινότητα» γίνεται «Ένωση» σε όλο τον ανωτέρω κανονισμό.

(31)

Αν τα παραδοσιακά τρόφιμα από τρίτες χώρες περιλαμβάνονται στον κατάλογο παραδοσιακών τροφίμων από τρίτες χώρες, θα πρέπει να μπορούν να διατεθούν στην αγορά εντός της Ένωσης, υπό όρους που αντιστοιχούν στους όρους για τους οποίους έχει αποδειχθεί ιστορικό ασφαλούς χρήσης. Όσον αφορά την αξιολόγηση της ασφάλειας και τη διαχείριση παραδοσιακών τροφίμων από τρίτες χώρες, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό ασφαλούς χρήσης των τροφίμων στη χώρα καταγωγής τους. Το ιστορικό ασφαλούς χρήσης δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει μη διατροφικές χρήσεις ούτε χρήσεις που δεν έχουν σχέση με κανονικό διαιτολόγιο.

(32)

Όπου είναι απαραίτητο και βάσει των συμπερασμάτων της αξιολόγησης της ασφάλειας, θα πρέπει να εισαχθούν απαιτήσεις παρακολούθησης μετά τη διάθεση στην αγορά για τη χρήση νέων τροφίμων ανθρώπινη κατανάλωση.

(33)

Η καταχώριση ενός νέου τροφίμου στον ενωσιακό κατάλογο νέων τροφίμων ▐ θα πρέπει να γίνεται με την επιφύλαξη της δυνατότητας αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της συνολικής κατανάλωσης μιας ουσίας η οποία προστίθεται ή χρησιμοποιείται για την παρασκευή των εν λόγω τροφίμων ή συγκρίσιμου προϊόντος σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1925/2006.

(34)

Σε ειδικές περιστάσεις, για να ενθαρρυνθεί η έρευνα και η ανάπτυξη στη βιομηχανία γεωργικών ειδών διατροφής, και επομένως η καινοτομία, είναι σκόπιμο να προστατεύεται η επένδυση που πραγματοποιούν καινοτόμοι επιχειρηματίες για να συγκεντρώσουν τις πληροφορίες και τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση μιας αίτησης δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Τα προσφάτως ανεπτυγμένα επιστημονικά στοιχεία και τα δεδομένα που αποτελούν αντικείμενο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας τα οποία παρέχονται προς υποστήριξη μιας αίτησης συμπερίληψης νέων τροφίμων σε ενωσιακό κατάλογο ▐ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται προς όφελος άλλου αιτούντος στη διάρκεια περιορισμένου χρονικού διαστήματος, χωρίς τη συμφωνία του πρώτου αιτούντος. Η προστασία επιστημονικών δεδομένων που παρέχονται από έναν αιτούντα δεν θα πρέπει να εμποδίζει άλλους αιτούντες να ζητούν την καταχώριση στον ενωσιακό κατάλογο νέων τροφίμων βάσει δικών τους επιστημονικών δεδομένων. Επιπροσθέτως, η προστασία των επιστημονικών δεδομένων δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη διαφάνεια και την πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της ασφάλειας νέων τροφίμων. Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας θα πρέπει ωστόσο να γίνονται σεβαστά.

(35)

Τα νέα τρόφιμα διέπονται από τις γενικές απαιτήσεις επισήμανσης που θεσπίζονται με την οδηγία 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των τροφίμων  (21). Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι απαραίτητο να προβλέπονται επιπλέον πληροφορίες στην επισήμανση, ιδίως όσον αφορά την περιγραφή των τροφίμων, την πηγή ή τους όρους χρήσης τους. Επομένως , η συμπερίληψη ενός νέου τροφίμου στον ενωσιακό κατάλογο νέων τροφίμων μπορεί να υπόκειται σε ειδικές προϋποθέσεις χρήσης ή υποχρεώσεις επισήμανσης .

(36)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τους ισχυρισμούς διατροφής και υγείας που διατυπώνονται στα τρόφιμα  (22) εναρμονίζει τις διατάξεις των κρατών μελών για τους ισχυρισμούς διατροφής και υγείας. Επομένως, οι ισχυρισμοί που αφορούν νέα τρόφιμα θα πρέπει να διατυπώνονται μόνον σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Σε περίπτωση που ένας αιτών επιθυμεί να διατυπώνεται σε νέο τρόφιμο ισχυρισμός υγείας που πρέπει να εγκριθεί σύμφωνα με τα άρθρα 17 ή 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1924/2006, οι δε αιτήσεις για την έγκριση του νέου τροφίμου και του ισχυρισμού υγείας περιλαμβάνουν αιτήματα για την προστασία δεδομένων που αποτελούν αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, οι περίοδοι προστασίας των δεδομένων θα πρέπει να αρχίζουν ταυτόχρονα και να τρέχουν παράλληλα, εφόσον το ζητήσει ο αιτών.

(37)

Η ευρωπαϊκή ομάδα για τη δεοντολογία της επιστήμης και των νέων τεχνολογιών , θα πρέπει να καλείται σε διαβούλευση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, για να γνωμοδοτεί σε ζητήματα δεοντολογίας όσον αφορά τη χρήση νέων τεχνολογιών και τη διάθεση νέων τροφίμων στην αγορά ▐.

(38)

Νέα τρόφιμα που διατίθενται ήδη στην αγορά εντός της Ένωσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 258/97 θα πρέπει να εξακολουθήσουν να διατίθενται στην αγορά. Τα νέα τρόφιμα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 258/97 θα πρέπει να περιλαμβάνονται στον ενωσιακό κατάλογο νέων τροφίμων που έχει θεσπιστεί με τον εν λόγω κανονισμό. Επιπλέον, αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97, για τις οποίες δεν έχει ακόμη υποβληθεί στην Επιτροπή η αρχική έκθεση αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού αυτού και απαιτείται πρόσθετη έκθεση αξιολόγησης σύμφωνα με τις παραγράφους 3 ή 4 του άρθρου 6 του ίδιου κανονισμού πριν από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να θεωρείται ότι διέπονται από τον παρόντα κανονισμό . Όταν καλούνται να γνωμοδοτήσουν, η Αρχή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το αποτέλεσμα της αρχικής αξιολόγησης . Άλλα αιτήματα υποβληθέντα δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να διεκπεραιώνονται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97.

(39)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 (23) θεσπίζει γενικούς κανόνες για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί τροφίμων. Θα πρέπει να ζητείται από τα κράτη μέλη να διενεργούν επίσημους ελέγχους, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, για την επιβολή της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.

(40)

Εφαρμόζονται οι απαιτήσεις για την υγιεινή των τροφίμων, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004 (24) για την υγιεινή των τροφίμων.

(41)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για τη διάθεση νέων τροφίμων στην αγορά εντός της Ένωσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(42)

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες τους σχετικούς με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές.

(43)

▐ Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, όσον αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων τρόφιμα μπορεί να θεωρούνται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο σε σημαντικό βαθμό εντός της Ένωσης πριν από τις 15 Μαΐου 1997 , όσον αφορά τον προσδιορισμό του κατά πόσον ένας τύπος τροφίμου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, την προσαρμογή του ορισμού των «τεχνητά κατασκευασμένων νανοϋλικών» στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο και στους ορισμούς που συμφωνούνται μεταγενέστερα σε διεθνές επίπεδο, κανόνες σχετικά με τον τρόπο ενέργειας σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή δεν διαθέτει πληροφορίες σχετικά με τη χρήση τροφίμου για ανθρώπινη κατανάλωση πριν τις 15 Μαΐου 1997, καθώς και όσον αφορά κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 9 και την επικαιροποίηση του ενωσιακού καταλόγου . Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, η Επιτροπή να διενεργεί τις δέουσες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Κεφάλαιο Ι

Εισαγωγικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει εναρμονισμένους κανόνες για τη διάθεση νέων τροφίμων στην αγορά εντός της Ένωσης με σκοπό την διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας, της υγείας και καλής διαβίωσης των ζώων, του περιβάλλοντος και των συμφερόντων των καταναλωτών, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διαφάνεια και την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς , και τονώνοντας την καινοτομία στον κλάδο των γεωργικών ειδών διατροφής .

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται για τη διάθεση νέων τροφίμων στην αγορά εντός της Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)

σε τρόφιμα εφόσον και στο μέτρο που χρησιμοποιούνται ως:

(i)

πρόσθετα τροφίμων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008,

(ii)

αρωματικές ύλες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1334/2008,

(iii)

διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή τροφίμων και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/32/ΕΚ,

(iv)

ένζυμα τροφίμων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1332/2008,

(v)

βιταμίνες και ανόργανα συστατικά που εμπίπτουν αντιστοίχως στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/46/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 ή της οδηγίας 2009/39/ΕΚ, εκτός από τις ήδη εγκεκριμένες βιταμίνες και ανόργανες ουσίες που λαμβάνονται με μεθόδους παραγωγής ή με τη χρήση νέων πηγών που δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έγκρισή τους στο πλαίσιο ειδικής νομοθετικής πράξης, εφόσον οι εν λόγω μέθοδοι παραγωγής ή νέες πηγές προκαλούν τις σημαντικές αλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο (iii) του παρόντος κανονισμού·

β)

τρόφιμα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1829/2003·

γ)

τρόφιμα που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα και απογόνους τους. Πριν από …  (25) η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση για απαγόρευση της διάθεσης στην ενωσιακή αγορά τροφίμων που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα και απογόνους τους . Η πρόταση αυτή διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3.     Στις περιπτώσεις που τούτο είναι αναγκαίο, και λαμβανομένου υπόψη του πεδίου εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 21 και 22, κατά πόσο ένας τύπος τροφίμου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002.

2.   Επίσης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «νέο τρόφιμο» νοείται ▐:

(i)

το τρόφιμο το οποίο δεν χρησιμοποιούνταν για ανθρώπινη κατανάλωση σε σημαντικό βαθμό εντός της Ένωσης πριν από τις 15 Μαΐου 1997 ▐

(ii)

τρόφιμα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, όταν στο φυτό ή στο ζώο εφαρμόζεται μη παραδοσιακή τεχνική αναπαραγωγής που δεν χρησιμοποιούνταν ▐ πριν από τις 15 Μαΐου 1997, με εξαίρεση τα τρόφιμα που προέρχονται από κλωνοποιημένα ζώα και απογόνους τους,

(iii)

τρόφιμα για τα οποία εφαρμόζεται νέα διαδικασία παραγωγής που δεν εφαρμοζόταν για την παραγωγή τροφίμων στην Ένωση πριν από τις 15 Μαΐου 1997, εφόσον αυτή η διαδικασία παραγωγής προκαλεί στη σύνθεση ή τη δομή των τροφίμων σημαντικές αλλαγές που επηρεάζουν τη θρεπτική τους αξία, το πώς μεταβολίζονται ή την περιεκτικότητά τους σε ανεπιθύμητες ουσίες,

(iv)

τρόφιμα που περιέχουν ή αποτελούνται από τεχνολογικά επεξεργασμένα νανοϋλικά,

β)

ως «τεχνολογικά επεξεργασμένα νανοϋλικά» νοούνται τα σκοπίμως παραγόμενα υλικά που διαθέτουν μία ή περισσότερες διαστάσεις της τάξεως των 100 nm ή λιγότερο ή αποτελούνται από διακριτά λειτουργικά μέρη, είτε εσωτερικά είτε στην επιφάνεια, πολλά εκ των οποίων διαθέτουν μία ή περισσότερες διαστάσεις της τάξεως των 100 nm ή λιγότερο, συμπεριλαμβανομένων δομών, συσσωματωμάτων ή συνόλων, που μπορεί να έχουν μέγεθος ανώτερο της τάξεως των 100 nm αλλά διατηρούν ιδιότητες που είναι χαρακτηριστικές της νανοκλίμακας.

Στις ιδιότητες που είναι χαρακτηριστικές της νανοκλίμακας περιλαμβάνονται:

(i)

οι ιδιότητες που σχετίζονται με τη μεγάλη ειδική επιφάνεια των υπόψη υλικών· ή/και

(ii)

ειδικές φυσικοχημικές ιδιότητες που διαφέρουν από τις ιδιότητες της μη νανομορφής του ίδιου υλικού·

γ)

ως «κλωνοποιημένα ζώα» νοούνται τα ζώα που παράγονται με μέθοδο ασεξουαλικής, τεχνητής αναπαραγωγής με σκοπό την παραγωγή ενός γενετικά πανομοιότυπου ή σχεδόν πανομοιότυπου αντιγράφου ενός μεμονωμένου ζώου·

δ)

ως «απόγονοι κλωνοποιημένων ζώων» νοούνται τα ζώα που παράγονται με σεξουαλική αναπαραγωγή, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τουλάχιστον ένας από τους γονείς είναι κλωνοποιημένο ζώο·

ε)

ως «παραδοσιακό τρόφιμο από τρίτη χώρα» νοείται το φυσικό, μη τροποποιημένο νέο τρόφιμο, ▐ με ιστορικό ασφαλούς χρήσης σε ▐ τρίτη χώρα, κατά την έννοια ότι το εν λόγω τρόφιμο αποτελούσε για τουλάχιστον 25 έτη πριν από …  (26), και εξακολουθεί να αποτελεί, στοιχείο της κανονικής διατροφής μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας ▐

στ)

«ιστορικό ασφαλούς χρήσης τροφίμων» σημαίνει ότι η ασφάλεια των εν λόγω τροφίμων επιβεβαιώνεται με δεδομένα σχετικά με τη σύνθεσή τους και από την εμπειρία της χρήσης τους και της εξακολούθησης της χρήσης αυτής στη συνήθη διατροφή μεγάλου μέρους του πληθυσμού μιας χώρας για είκοσι πέντε έτη τουλάχιστον.

3.    Λαμβάνοντας υπόψη τους διάφορους ορισμούς νανοϋλικών που δημοσιεύονται από διάφορους φορείς σε διεθνές επίπεδο και τις συνεχείς τεχνικές και επιστημονικές εξελίξεις στον τομέα των νανοτεχνολογιών, η Επιτροπή τροποποιεί και προσαρμόζει το στοιχείο β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο και σύμφωνα με ορισμούς που συμφωνούνται στη συνέχεια σε διεθνές επίπεδο, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 21 και 22.

Άρθρο 4

Συλλογή πληροφοριών σχετικά με την κατάταξη ενός νέου τροφίμου

1.    Η Επιτροπή συλλέγει πληροφορίες από τα κράτη μέλη και/ή από υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος για να προσδιορίσει κατά πόσο ένα τρόφιμο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη, οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη διαβιβάζουν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τον βαθμό στον οποίο ένα τρόφιμο έχει χρησιμοποιηθεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο εντός της Ένωσης πριν από τις 15 Μαΐου 1997.

2.    Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές και το συμπέρασμα που συνάγεται από τη συλλογή στοιχείων και τα δεδομένα μη εμπιστευτικού χαρακτήρα που το τεκμηριώνουν .

3.    Προκειμένου να διασφαλιστεί η πληρότητα των πληροφοριών σχετικά με την κατάταξη των νέων τροφίμων, η Επιτροπή πρέπει το αργότερο έως …  (26) να εγκρίνει κανόνες σχετικά με τον τρόπο ενέργειας σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή δεν διαθέτει πληροφορίες σχετικά με τη χρήση τροφίμου για ανθρώπινη κατανάλωση πριν τις 15 Μαΐου 1997, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 21 και 22.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου 1, ιδίως όσον αφορά το είδος των πληροφοριών που πρέπει να συλλέγονται από τα κράτη μέλη και/ή από τους υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 21 και 22.

Άρθρο 5

Ενωσιακός κατάλογος νέων τροφίμων

Μόνο νέα τρόφιμα που περιλαμβάνονται στον ενωσιακό κατάλογο νέων τροφίμων (εφεξής «ο ενωσιακός κατάλογος») μπορούν να διατίθενται στην αγορά. Η Επιτροπή διατηρεί και δημοσιεύει τον ενωσιακό κατάλογο σε ειδική για τον σκοπό αυτό και προσβάσιμη από το κοινό σελίδα του ιστοτόπου της Επιτροπής.

Κεφάλαιο ΙΙ

Απαιτήσεις για τη διάθεση νέων τροφίμων στην αγορά εντός της Ένωσης

Άρθρο 6

Απαγόρευση των μη συμμορφούμενων νέων τροφίμων

Τα νέα τρόφιμα δεν διατίθενται στην αγορά εάν η χρήση τους δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Γενικοί όροι για την καταχώριση νέων τροφίμων στον ενωσιακό κατάλογο

1.   Νέα τρόφιμα μπορούν να καταχωρισθούν στον ενωσιακό κατάλογο μόνον εάν ικανοποιούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων, δεν θέτουν θέμα ασφαλείας για την υγεία των καταναλωτών και των ζώων, πράγμα που σημαίνει ότι στην αξιολόγηση του κινδύνου θα λαμβάνονται υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματα και οι συνέργειες, καθώς και οι πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού ·

β)

δεν παραπλανούν τον καταναλωτή·

γ)

αν προορίζονται να αντικαταστήσουν άλλα τρόφιμα, δεν διαφέρουν από αυτά κατά τρόπον ώστε η κανονική κατανάλωσή τους να συνεπάγεται υποβαθμισμένη διατροφική αξία για τον καταναλωτή ·

δ)

η γνώμη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, που δημοσιεύεται το αργότερο την ημέρα δημοσίευσης της αξιολόγησης της Αρχής, σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η μέθοδος παραγωγής και η κανονική κατανάλωση έχουν επιζήμιες συνέπειες στο περιβάλλον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση κινδύνου·

ε)

η γνώμη της Ευρωπαϊκής ομάδας για τη δεοντολογία της επιστήμης και των νέων τεχνολογιών, που δημοσιεύεται το αργότερο την ημερομηνία δημοσίευσης της αξιολόγησης της Αρχής, σχετικά με το βαθμό στον οποίο υπάρχουν αντιρρήσεις δεοντολογικού χαρακτήρα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση κινδύνου·

στ)

ένα νέο τρόφιμο που ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού θα εγκρίνεται μόνο όταν αν έχουν ληφθεί ειδικά μέτρα που να αποτρέπουν αυτές τις επιπτώσεις·

ζ)

δεν προκύπτει από κλωνοποιημένο ζώο ή απογόνους του·

η)

θα καθοριστούν μέγιστα επίπεδα κατανάλωσης του νέου τροφίμου μεμονωμένου ή ως τμήματος άλλου τροφίμου ή κατηγορίας τροφίμων, εφόσον το επιβάλλει η ασφαλής χρήση·

θ)

έχουν αξιολογηθεί οι σωρευτικές επιπτώσεις των νέων τροφίμων που χρησιμοποιούνται σε διάφορα τρόφιμα ή σε διάφορες κατηγορίες τροφίμων .

2.     Τα τρόφιμα για τα οποία έχουν εφαρμοσθεί διαδικασίες παραγωγής που απαιτούν ειδικές μεθόδους αξιολόγησης του κινδύνου (π.χ. τρόφιμα που έχουν υποστεί κατεργασία με χρήση νανοτεχνολογίας) δεν επιτρέπεται να συμπεριληφθούν στον κοινοτικό κατάλογο έως ότου οι ειδικές αυτές μέθοδοι εγκριθούν για χρήση και καταδειχθεί μέσω κατάλληλης αξιολόγησης της ασφάλειας που θα βασίζεται σε αυτές τις μεθόδους ότι η χρήση των εν λόγω τροφίμων είναι ασφαλής.

3.     Νέα τρόφιμα επιτρέπεται να συμπεριληφθούν στον ενωσιακό κατάλογο μόνον εάν η αρμόδια αρχή έχει υποβάλει γνωμοδότηση που πιστοποιεί ότι το εν λόγω τρόφιμο δεν είναι επισφαλές για την υγεία.

4.     Σε περίπτωση αμφιβολιών, που οφείλονται, για παράδειγμα, σε ανεπαρκή επιστημονική βεβαιότητα ή έλλειψη δεδομένων, εφαρμόζεται η αρχή της προφύλαξης και το οικείο είδος διατροφής δεν συμπεριλαμβάνεται στον ενωσιακό κατάλογο.

Άρθρο 8

Περιεχόμενο του ενωσιακού καταλόγου

1.    Η Επιτροπή ενημερώνει τον ενωσιακό κατάλογο, μεταξύ άλλων στις περιπτώσεις προστασίας των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 14, σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1331/2008. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 4 έως 6 του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008, ο κανονισμός για την ενημέρωση του ενωσιακού καταλόγου εγκρίνεται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 21 και 22. Η Επιτροπή δημοσιεύει τον ενωσιακό κατάλογο σε ειδική σελίδα του ιστοτόπου της.

2.   Η καταχώριση ενός νέου τροφίμου στον ενωσιακό κατάλογο περιλαμβάνει :

α)

τις προδιαγραφές του τροφίμου,

β)

την προβλεπόμενη χρήση του τροφίμου,

γ)

τις προϋποθέσεις χρήσης,

δ)

εφόσον απαιτείται, τις πρόσθετες ειδικές απαιτήσεις επισήμανσης για την ενημέρωση του τελικού καταναλωτή,

ε)

την ημερομηνία καταχώρισης του νέου τροφίμου στον ενωσιακό κατάλογο και την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης,

στ)

το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος,

ζ)

την ημερομηνία και τα αποτελέσματα της τελευταίας επιθεώρησης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις παρακολούθησης του άρθρου 12,

η)

το γεγονός ότι η καταχώριση βασίζεται σε προσφάτως ανεπτυγμένα επιστημονικά στοιχεία και/ή δεδομένα που αποτελούν αντικείμενο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και τα οποία προστατεύονται σύμφωνα με το άρθρο 14,

θ)

το γεγονός ότι το νέο τρόφιμο μπορεί να διατεθεί στην αγορά μόνο από τον αιτούντα που προσδιορίζεται στο στοιχείο στ), εκτός εάν άλλος επακόλουθος αιτών λάβει την έγκριση για το τρόφιμο, με την επιφύλαξη των δεδομένων που αποτελούν αντικείμενο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας του αρχικού αιτούντος.

3.     Η παρακολούθηση μετά από τη διάθεση στην αγορά είναι απαραίτητη για όλα τα νέα τρόφιμα. Όλα τα νέα τρόφιμα των οποίων η διάθεση στην αγορά έχει επιτραπεί, ελέγχονται μετά από το πέρας πέντε ετών και όποτε γίνουν διαθέσιμα περισσότερα επιστημονικά στοιχεία. Κατά την παρακολούθηση θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις κατηγορίες του πληθυσμού με την υψηλότερη διαιτητική πρόσληψη.

4.     Για νέα τρόφιμα που περιέχουν ουσίες οι οποίες μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία σε περίπτωση υπερβολικής κατανάλωσης, απαιτείται άδεια χρήσης μέσα στα επιτρεπτά όρια περιεκτικότητας σε συγκεκριμένα τρόφιμα ή κατηγορίες τροφίμων.

5.     Όλα τα συστατικά που περιέχονται υπό τη μορφή νανοϋλικών εμφαίνονται σαφώς στον κατάλογο των συστατικών. Τα ονόματα αυτών των συστατικών ακολουθούνται από τη λέξη «νανο» σε παρένθεση.

6.     Πριν από την εκπνοή του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1, ο ενωσιακός κατάλογος ενημερώνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έτσι ώστε, εφόσον το εγκεκριμένο τρόφιμο εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, να μην περιλαμβάνονται πλέον οι ειδικές ενδείξεις που αναφέρονται στο στοιχείο η) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

7.     Για την ενημέρωση του ενωσιακού καταλόγου με την καταχώριση νέου τροφίμου, εφόσον το νέο τρόφιμο δεν αποτελείται από συστατικά που υπόκεινται σε προστασία δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 14, ή δεν περιέχει τέτοια συστατικά, και:

α)

το νέο τρόφιμο είναι ισοδύναμο με υπάρχοντα τρόφιμα όσον αφορά τη σύνθεση, τον μεταβολισμό και το επίπεδο ανεπιθύμητων ουσιών, ή

β)

το νέο τρόφιμο περιέχει ή αποτελείται από συστατικά εγκεκριμένα κατά το παρελθόν για χρήση στη διατροφή στην Ένωση, η δε νέα προβλεπόμενη χρήση του δεν αναμένεται, ευλόγως, να αυξήσει σημαντικά την πρόσληψή του από τους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών από ευαίσθητες ομάδες,

τότε η διαδικασία κοινοποίησης στην οποία αναφέρεται το άρθρο 9 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 9

Παραδοσιακά τρόφιμα από τρίτη χώρα

1.    Οι υπεύθυνοι επιχείρησης τροφίμων που προτίθεται να θέσουν σε κυκλοφορία στην αγορά της Ένωσης παραδοσιακά τρόφιμα από τρίτη χώρα, πρέπει να υποβάλλουν σχετική κοινοποίηση στην Επιτροπή, αναφέροντας την ονομασία του τροφίμου, τη σύνθεση και τη χώρα προέλευσής του ▐.

Η κοινοποίηση πρέπει να συνοδεύεται από τεκμηριωμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν το ιστορικό ασφαλούς χρήσης σε τρίτη χώρα.

2.   Η Επιτροπή διαβιβάζει αμελλητί την κοινοποίηση καθώς και την απόδειξη του ιστορικού ασφαλούς χρήσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στα κράτη μέλη και στην Αρχή και την δημοσιεύει στον ισότοπο της .

3.    Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 διαβιβάστηκε από την Επιτροπή κατά την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη και η Αρχή μπορούν να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή ότι έχουν αιτιολογημένες ενστάσεις, όσον αφορά την ασφάλεια, κατά της διάθεσης στην αγορά των συγκεκριμένων παραδοσιακών τροφίμων, οι οποίες βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία .

Στην περίπτωση αυτή, τα τρόφιμα δεν διατίθενται στην αγορά της Ένωσης και εφαρμόζονται τα άρθρα 5 έως 8. Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θεωρείται αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008. Εναλλακτικά, ο αιτών μπορεί να αποφασίσει να αποσύρει την κοινοποίηση.

Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τον συγκεκριμένο υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και με αποδείξιμο μέσο το αργότερο εντός πέντε μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησης της παραγράφου 1.

4.    Εάν δεν έχουν εγερθεί αιτιολογημένες ενστάσεις σχετικά με την ασφάλεια, βασισμένες σε επιστημονικά στοιχεία, ούτε έχουν παρασχεθεί σχετικές πληροφορίες στον συγκεκριμένο υπεύθυνο επιχείρησης τροφίμων σύμφωνα με την παράγραφο 3, τα παραδοσιακά τρόφιμα μπορούν να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης πέντε μήνες μετά την ημερομηνία της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 .

5.    Η Επιτροπή δημοσιεύει κατάλογο παραδοσιακών τροφίμων από τρίτες χώρες που μπορούν να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης σύμφωνα με την παράγραφο 4, σε ειδική σελίδα του ιστοτόπου της Επιτροπής. Η σελίδα αυτή είναι προσβάσιμη από τη σελίδα που περιέχει τον ενωσιακό κατάλογο ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 5, και συνδέεται με αυτήν μέσω ηλεκτρονικής παραπομπής .

6.    Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της διαδικασίας κοινοποίησης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, η Επιτροπή πρέπει πριν από τις …  (27) να θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 21 και 22 .

Άρθρο 10

Τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 και πριν από τις …  (27), η Επιτροπή, όπου είναι απαραίτητο, σε στενή συνεργασία με την Αρχή, τους υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις , διαθέτει τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές και εργαλεία για να βοηθήσει τους υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων και ειδικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην προετοιμασία και την υποβολή αιτήσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η σύσταση 97/618/ΕΚ εξακολουθεί να διατίθεται προς χρήση από τους αιτούντες έως ότου αντικατασταθεί με αναθεωρημένες τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές που καταρτίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές και εργαλεία δημοσιεύονται το αργότερο στις …  (27) σε ειδική για τον σκοπό αυτό και προσβάσιμη από το κοινό σελίδα του ιστοτόπου της Επιτροπής.

Άρθρο 11

Γνώμη της Αρχής

Για την αξιολόγηση της ασφάλειας των νέων τροφίμων, εφόσον απαιτείται, η Αρχή, μεταξύ άλλων:

α)

εξετάζει εάν το νέο τρόφιμο, ανεξάρτητα από το αν προορίζεται ή όχι να αντικαταστήσει τρόφιμο που ήδη υπάρχει στην αγορά, ενέχει οποιονδήποτε κίνδυνο επιβλαβών ή τοξικών επιπτώσεων για την ανθρώπινη υγεία, ενώ λαμβάνει επίσης υπόψη τις συνέπειες ενδεχόμενων νέων χαρακτηριστικών ,

β)

λαμβάνει υπόψη , για τα παραδοσιακά τρόφιμα από τρίτη χώρα , το ιστορικό ασφαλούς χρήσης των τροφίμων.

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις που υπέχουν οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων

1.   Η Επιτροπή επιβάλλει , για λόγους ασφάλειας των τροφίμων και σύμφωνα με τη γνώμη της Αρχής, ▐ απαίτηση παρακολούθησης μετά τη διάθεση στην αγορά. Αυτή η παρακολούθηση πραγματοποιείται πέντε έτη μετά την ημερομηνία καταχώρισης του νέου τροφίμου στον ενωσιακό κατάλογο ▐.

2.     Οι απαιτήσεις παρακολούθησης έχουν επίσης εφαρμογή στα νέα τρόφιμα που βρίσκονται ήδη στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν εγκριθεί με βάση την απλουστευμένη διαδικασία κοινοποίησης του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97.

3.     Τα κράτη μέλη ορίζουν αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την παρακολούθηση μετά τη διάθεση στην αγορά.

4.   Οι παραγωγοί τροφίμων και οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων ή η Αρχή πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή όσον αφορά:

α)

οιαδήποτε νέα επιστημονική ή τεχνική πληροφορία η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει την αξιολόγηση της ασφάλειας κατά τη χρήση των νέων τροφίμων,

β)

κάθε απαγόρευση ή περιορισμό που επιβάλλει η αρμόδια αρχή οιασδήποτε τρίτης χώρας στην αγορά της οποίας διατίθενται τα νέα τρόφιμα.

Όλοι οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων ειδοποιούν την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου ασκούν δραστηριότητα για οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας για το οποίο έχουν λάβει ενημέρωση από καταναλωτές ή οργανώσεις προστασίας των καταναλωτών.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποβάλλουν αναφορά στην Επιτροπή μέσα σε τρεις μήνες από την ολοκλήρωση μιας επιθεώρησης. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο το αργότερο ένα έτος από την εκπνοή της πενταετούς περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 13

Ευρωπαϊκή ομάδα δεοντολογίας των Επιστημών και των νέων τεχνολογιών

Εφόσον απαιτείται, η Επιτροπή, με δική της πρωτοβουλία ή κατ’ αίτηση κράτους μέλους, μπορεί να συμβουλεύεται την ευρωπαϊκή ομάδα δεοντολογίας των επιστημών και των νέων τεχνολογιών, ζητώντας τη γνώμη της για ζητήματα δεοντολογίας μείζονος σημασίας τα οποία άπτονται των επιστημών και των νέων τεχνολογιών ▐.

Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού κάθε ως ανωτέρω γνώμη της ευρωπαϊκής ομάδας δεοντολογίας των επιστημών και των νέων τεχνολογιών.

Άρθρο 14

Προστασία δεδομένων

1.   Κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, βασιζόμενου σε κατάλληλες και επαληθεύσιμες πληροφορίες περιλαμβανόμενες στο φάκελο της αίτησης, τα προσφάτως ανεπτυγμένα επιστημονικά στοιχεία ▐ και επιστημονικά δεδομένα που αποτελούν αντικείμενο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας προς υποστήριξη της αίτησης δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται προς υποστήριξη άλλης αίτησης για διάστημα πέντε ετών από την ημερομηνία συμπερίληψης των νέων τροφίμων στον ενωσιακό κατάλογο εκτός εάν ο επακόλουθος αιτών έχει συμφωνήσει με τον προηγούμενο ότι τέτοιου είδους στοιχεία και πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπου :

α)

προσφάτως ανεπτυγμένα επιστημονικά στοιχεία ή/και επιστημονικά δεδομένα έχουν χαρακτηρισθεί ως βιομηχανική ιδιοκτησία από τον αιτούντα κατά την υποβολή της πρώτης αίτησης (επιστημονικά δεδομένα βιομηχανικής ιδιοκτησίας),

β)

ο προηγούμενος αιτών είχε το αποκλειστικό δικαίωμα αναφοράς στα ▐ δεδομένα βιομηχανικής ιδιοκτησίας κατά την υποβολή της προηγούμενης αίτησης,

γ)

το νέο τρόφιμο δεν θα μπορούσε να έχει εγκριθεί χωρίς την υποβολή των ▐ δεδομένων βιομηχανικής ιδιοκτησίας από τον προηγούμενο αιτούντα, και

δ)

τα επιστημονικά δεδομένα και οι λοιπές πληροφορίες είχαν χαρακτηριστεί βιομηχανική ιδιοκτησία από τον προηγούμενο αιτούντα κατά την υποβολή της προηγούμενης αίτησης .

Ωστόσο, ο προηγούμενος αιτών μπορεί να συμφωνήσει με τον επόμενο αιτούντα ότι αυτά τα στοιχεία και οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

2.     Στοιχεία από ερευνητικά σχέδια χρηματοδοτούμενα εν όλω ή εν μέρει από την Ένωση και/ή δημόσιους οργανισμούς δημοσιεύονται μαζί με την αίτηση και διατίθενται ελεύθερα προς χρήση από άλλους αιτούντες.

3.     Για να αποφευχθεί η επανάληψη μελετών που περιλαμβάνουν σπονδυλωτά, επιτρέπεται σε μεταγενέστερο αιτούντα να κάνει αναφορά σε μελέτες επί σπονδυλωτών και σε άλλες μελέτες που μπορεί να αποτρέψουν δοκιμές σε ζώα. Ο ιδιοκτήτης των δεδομένων μπορεί να ζητήσει επαρκή αποζημίωση για τη χρήση των δεδομένων.

4.   Η Επιτροπή προσδιορίζει, κατόπιν διαβουλεύσεως με τον αιτούντα, σε ποια στοιχεία θα πρέπει να παρασχεθεί η προστασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και γνωστοποιεί την απόφασή της στον αιτούντα, την Αρχή και τα κράτη μέλη.

Άρθρο 15

Εναρμονισμένη προστασία δεδομένων

Ανεξάρτητα από την έγκριση ενός νέου τροφίμου σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 ή την έγκριση ισχυρισμού για την υγεία σύμφωνα με τα άρθρα 17, 18 και 25 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1924/2006, εάν ζητείται η έγκριση νέου τροφίμου καθώς και ισχυρισμού υγείας για το ίδιο τρόφιμο, και εφόσον η προστασία των δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις αμφοτέρων των κανονισμών δικαιολογείται και ζητείται από τον αιτούντα, τα δεδομένα σχετικά με την έγκριση και τη δημοσίευση της έγκρισης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι ταυτόσημα και οι περίοδοι προστασίας των δεδομένων πρέπει να τρέχουν ταυτοχρόνως.

Άρθρο 16

Μέτρα επιθεώρησης και ελέγχου

Για την επιβολή της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, πρέπει να διενεργούνται επίσημοι έλεγχοι σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

Κεφάλαιο III

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 17

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες τους σχετικούς με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις που προβλέπονται πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή το αργότερο έως τις … (28) και την ενημερώνουν αμέσως για κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τις επηρεάζει.

Άρθρο 18

Προνόμια των κρατών μελών

1.     Εάν ένα κράτος μέλος, κατόπιν νέων στοιχείων ή επανεκτίμησης των υπαρχόντων, έχει συγκεκριμένους λόγους να θεωρεί ότι η χρήση ενός τροφίμου ή συστατικού τροφίμου που είναι σύμφωνο προς τον παρόντα κανονισμό ενέχει κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου ή το περιβάλλον, μπορεί να περιορίζει προσωρινά ή να αναστέλλει την εμπορία και χρήση του τροφίμου ή του συστατικού τροφίμου στην επικράτειά του. Ενημερώνει αμέσως τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή, αιτιολογώντας την απόφασή του.

2.     Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την Αρχή, εξετάζει τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 το συντομότερο δυνατόν και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα. Το κράτος μέλος που έχει λάβει την απόφαση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να την διατηρήσει σε ισχύ μέχρι να τεθούν σε ισχύ τα ανωτέρω μέτρα.

Άρθρο 19

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Για τους σκοπούς της επίτευξης των στόχων του παρόντος κανονισμού που προβλέπονται στο άρθρο 1, η Επιτροπή προβαίνει στη θέσπιση το αργότερο έως … (29) περαιτέρω κριτηρίων για την αξιολόγηση του κατά πόσον τρόφιμα έχουν χρησιμοποιηθεί για ανθρώπινη κατανάλωση σε σημαντικό βαθμό εντός της Ένωσης πριν από τις 15 Μαΐου 1997, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α), μέσω πράξης κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και υπό τους όρους των άρθρων 21 και 22.

Άρθρο 20

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 3 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 παράγραφος 4, στο άρθρο 8 παράγραφος 1, στο άρθρο 9 παράγραφος 6 και στο άρθρο 19 για περίοδο πέντε ετών μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο έξι μήνες πριν τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 21.

2.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3.   Οι εξουσίες για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ανατίθενται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 22.

Άρθρο 21

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.   Η ▐ εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 3 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 παράγραφος 4, στο άρθρο 8 παράγραφος 1, στο άρθρο 9 παράγραφος 6 και στο άρθρο 19 μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το όργανο που κίνησε εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει εάν πρόκειται να ανακαλέσει την εξουσιοδότηση αναλαμβάνει να ενημερώσει το άλλο ▐ όργανο και την Επιτροπή, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις εξουσιοδοτήσεις που ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο ανάκλησης καθώς και τους πιθανούς λόγους της εν λόγω ανάκλησης.

3.   Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην παρούσα απόφαση. Αρχίζει να παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία την οποία διευκρινίζει. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 22

Διατύπωση αντιρρήσεων έναντι των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ▐ και το Συμβούλιο δύνανται να διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι κατ’ εξουσιοδότηση πράξης εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης.

Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες.

2.   Εάν, κατά τη λήξη αυτής της προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις έναντι της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης , η κατ' εξουσιοδότηση πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις διατάξεις της .

Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν τη λήξη αυτής της περιόδου εάν αφενός το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αφετέρου το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην προβάλουν αντιρρήσεις.

3.   Αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η πράξη ▐ δεν τίθεται σε ισχύ. Το θεσμικό όργανο που διατυπώνει αντιρρήσεις έναντι της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης εκθέτει τους σχετικούς λόγους.

Άρθρο 23

Επανεξέταση

1.   Έως τις … (30), και με βάση την κτηθείσα πείρα, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ιδίως των άρθρων 3, 9 και 14, συνοδευόμενη, εφόσον ενδείκνυται, από τυχόν νομοθετικές προτάσεις.

2.    Το αργότερο στις …  (31) η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με όλα τα θέματα των τροφίμων που παράγονται από ζώα τα οποία έχουν αποκτηθεί με τεχνική κλωνοποίησης και από τους απογόνους τους, ακολουθούμενη, όπου είναι απαραίτητο, από ενδεχόμενες νομοθετικές προτάσεις.

3.   Οι εκθέσεις και οι ενδεχόμενες προτάσεις καθίστανται προσβάσιμες στο κοινό.

Κεφάλαιο IV

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 24

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 258/97 και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1852/2001 καταργούνται με ισχύ από τις … (32), με εξαίρεση τις εκκρεμείς αιτήσεις οι οποίες διέπονται από το άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 25

Κατάρτιση του ενωσιακού καταλόγου

Το αργότερο στις … (32), η Επιτροπή καταρτίζει τον ενωσιακό κατάλογο καταχωρίζοντας νέα τρόφιμα που εγκρίθηκαν ή/και γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 στον εν λόγω ενωσιακό κατάλογο και συμπεριλαμβάνοντας ενδεχόμενους υπάρχοντες όρους έγκρισης, εφόσον ενδείκνυται.

Άρθρο 26

Μεταβατικά μέτρα

1.   Οιαδήποτε αίτηση για τη διάθεση νέων τροφίμων στην αγορά ▐ που υποβάλλεται σε κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97, για την οποία η αρχική έκθεση αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού δεν έχει διαβιβαστεί στην Επιτροπή πριν από τις … (32) θεωρείται αίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού ▐.

2.   Άλλες αιτήσεις υποβληθείσες δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 4 και των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 258/97 πριν από τις … (32) διεκπεραιώνονται κατά τα οριζόμενα στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 258/97.

Άρθρο 27

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1331/2008 τροποποιείται ως εξής:

1)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο:

2)

Στο άρθρο 1, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ▐ διαδικασία αξιολόγησης και έγκρισης (στο εξής: “ενιαία διαδικασία”) των προσθέτων τροφίμων, των ενζύμων τροφίμων, των αρωματικών υλών τροφίμων και των πρώτων υλών για την παρασκευή αρωματικών υλών τροφίμων ▐ που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν επί ή εντός των τροφίμων και των νέων τροφίμων (στο εξής: “ουσίες ή προϊόντα”), η οποία συμβάλλει στην ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων στην Ένωση και σε υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και στην προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών ▐.

2.   Η ▐ διαδικασία καθορίζει τους διαδικαστικούς όρους που διέπουν την ενημέρωση των καταλόγων ουσιών και προϊόντων των οποίων η κυκλοφορία στην αγορά της Ένωσης έχει εγκριθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 ▐, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1332/2008, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τα νέα τρόφιμα (33)  (35) (στο εξής: «τομεακές νομοθεσίες για τα τρόφιμα»).

3)

Στο άρθρο 1 παράγραφος 3, το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 9 παράγραφος 2, το άρθρο 12 παράγραφος 1 και το άρθρο 13, η λέξη «ουσία» ή «ουσίες» αντικαθίσταται από «ουσία ή προϊόν» ή «ουσίες ή προϊόντα» ▐.

4)

Ο τίτλος του άρθρου 2 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο:

5)

Στο άρθρο 4 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Μπορεί να υποβάλλεται ενιαία αίτηση σχετικά με ουσία ή προϊόν για την επικαιροποίηση των διαφόρων ενωσιακών καταλόγων που διέπονται από διαφορετικές τομεακές νομοθεσίες για τα τρόφιμα, εφόσον η αίτηση πληροί τις προϋποθέσεις εκάστης τομεακής νομοθεσίας για τα τρόφιμα.».

6)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη πρόταση στην αρχή του άρθρου 6 παράγραφος 1:

«Εφόσον υπάρχουν επιστημονικώς βάσιμοι λόγοι ανησυχίας ως προς την ασφάλεια, προσδιορίζονται και ζητούνται από τον αιτούντα περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση της επικινδυνότητας.».

7)

Ο όρος «Κοινότητα» γίνεται «Ένωση» στο σύνολο του κειμένου.

Άρθρο 28

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από … (36).

Ωστόσο, τα άρθρα 25, 26 και 27 εφαρμόζονται από … (37). Επίσης, κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου και από το άρθρο 16 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1331/2008, αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό από … (37) για την έγκριση τροφίμων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο (iv) του παρόντος κανονισμού, εφόσον τα τρόφιμα αυτά κυκλοφορούν ήδη στην αγορά εντός της Ένωσης κατά την εν λόγω ημερομηνία.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 224, 30.8.2008, σ. 81.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Μαρτίου 2009 (ΕΕ C 117 Ε, 6.5.2010, σ. 236) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 15ης Μαρτίου 2010 (ΕΕ C 122 Ε, 11.5.2010, σ. 38) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010.

(3)   ΕΕ L 31, 1.2.2002, σ. 1.

(4)   ΕΕ C 295 E, 4.12.2009, σ. 42.

(5)  ΕΕ L 43, 14.2.1997, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 253, 21.9.2001, σ. 17.

(7)  ΕΕ L 253, 16.9.1997, σ. 1.

(8)   ΕΕ L 221, 8.8.1998, σ. 23.

(9)   The EFSA Journal (2008)767, σ. 32.

(10)   ΕΕ L 183, 12.7.2002, σ. 51.

(11)  ΕΕ L 311, 28.11.2001, σ. 67.

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1829/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και ζωοτροφές (ΕΕ L 268, 18.10.2003, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 που αφορά τα πρόσθετα τροφίμων (ΕΕ L 354, 31.12.2008, σ. 16).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1334/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 για αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί των τροφίμων (ΕΕ L 354, 31.12.2008, σ. 34).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1332/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 για τα ένζυμα τροφίμων (ΕΕ L 354, 31.12.2008, σ. 7).

(16)  Οδηγία 2009/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τους διαλύτες εκχύλισης οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των τροφίμων και των συστατικών τους (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 141, 6.6.2009, σ. 3).

(17)  ΕΕ L 404, 30.12.2006, σ. 26.

(18)  EE L 124, 20.5.2009, σ. 21.

(19)   ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(20)  ΕΕ L 354, 31.12.2008, σ. 1.

(21)  ▐ ΕΕ L 109, 6.5.2000, σ. 29 ▐.

(22)  ▐ ΕΕ L 404, 30.12.2006, σ. 9 ▐.

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165, 30.4.2004, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ L 139, 30.4.2004, σ. 1).

(25)   ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: έξι μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(26)   ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: έξι μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(27)   ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(28)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: 12 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(29)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: 24 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(30)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(31)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: τρία έτη και έξι μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(32)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: 24 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(33)  ΕΕ L … ()

(34)  ΕΕ: να προστεθούν τα στοιχεία δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού.».

(35)  ΕΕ: να προστεθεί ο αριθμός και η ημερομηνία του παρόντος κανονισμού.

(36)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία: 24 μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(37)  ΕΕ: να προστεθεί η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/193


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Βιομηχανικές εκπομπές (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (αναδιατύπωση) ***II

P7_TA(2010)0267

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση ενόψει της έγκρισης της οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις βιομηχανικές εκπομπές (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (αναδιατύπωση) (11962/2/2009 – C7-0034/2010 – 2007/0286(COD))

2011/C 351 E/33

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση (11962/2/2009 – C7-0034/2010),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2007)0844),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 175, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0002/2008),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 7 και το άρθρο 192, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 14ης Ιανουαρίου 2009 (2),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών της 9ης Οκτωβρίου 2008 (3),

έχοντας υπόψη το άρθρο 66 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A7-0145/2010),

1.

εγκρίνει τη θέση του σε δεύτερη ανάγνωση όπως εμφαίνεται κατωτέρω·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


(1)  ΕΕ C 87 E, 1.4.2010, σ. 191.

(2)  ΕΕ C 182, 4.8.2009, σ. 46.

(3)  ΕΕ C 325, 19.12.2008, σ. 60.


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
P7_TC2-COD(2007)0286

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 7 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (αναδιατύπωση)

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2010/75/ΕΕ.)


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/194


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Υποχρεώσεις των φορέων που διαθέτουν ξυλεία και προϊόντα ξυλείας στην αγορά ***II

P7_TA(2010)0268

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση ενόψει της εκδόσεως κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των υποχρεώσεων των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν ξυλεία και προϊόντα ξυλείας στην αγορά (05885/4/2010 – C7-0053/2010 – 2008/0198(COD))

2011/C 351 E/34

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση (05885/4/2010 – C7-0053/2010),

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0644),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 175, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0373/2008),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 7, και το άρθρο 192, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2009 (2),

αφού ζήτησε τη γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών,

έχοντας υπόψη το άρθρο 66 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A7-0149/2010),

1.

εγκρίνει τη θέση του σε δεύτερη ανάγνωση όπως εμφαίνεται κατωτέρω·

2.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα εθνικά κοινοβούλια.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν στις 22.4.2009, P6_TA(2009)0225.

(2)  ΕΕ C 318, 23.12.2009, σ. 88.


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
P7_TC2-COD(2008)0198

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 7 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των υποχρεώσεων των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν ξυλεία και προϊόντα ξυλείας στην αγορά

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 995/2010.)


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/195


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών ***I

P7_TA(2010)0269

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (COM(2009)0576 – C7-0251/2009 – 2009/0161(COD))

2011/C 351 E/35

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Η πρόταση τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010 ως ακολούθως (1):

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (2)

στην πρόταση της Επιτροπής για

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

που αφορά την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 50, το άρθρο 53, παράγραφος 1 και τα άρθρα 62 και 114,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (3),

ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007/2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ως σύνολο. Τα εποπτικά μοντέλα εθνικής βάσης υπερκεράστηκαν από την πραγματικότητα των ενοποιημένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στον τομέα της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(1a)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε κατ’ επανάληψη την ενίσχυση της πραγματικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερομένους σε επίπεδο ΕΕ, επισημαίνοντας ταυτόχρονα αδυναμίες στην εποπτεία που ασκεί η ΕΕ στις ολοένα και πιο ενοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές.

(2)

Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, έκθεση που δημοσιεύθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. Jacques de Larosière (έκθεση de Larosière) , την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, συνιστούσε μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Η έκθεση de La Rosière συμπέρανε επίσης ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ=ESFS) , το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (ΕΕΑ=ESA) – μια για τον τομέα των τραπεζών, ▐ μια για τον τομέα των κινητών αξιών ▐ και ▐ μια για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, καθώς και τη συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

(3)

Στην ανακοίνωσή της τής 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» (5), η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ESFS) , ενώ στην ανακοίνωσή της τής 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή Χρηματοπιστωτική Εποπτεία» (6) παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου.

(4)

Στα συμπεράσματά του της 19ης Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις νέες ΕΕΑ . Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων, η εκπόνηση ευρωπαϊκού ενιαίου εγχειριδίου κανόνων, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της εσωτερικής αγοράς, και η διασφάλιση της κατάλληλης εναρμόνισης των κριτηρίων και της μεθοδολογίας που εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές για την αξιολόγηση του κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε ότι οι ΕΕΑ πρέπει να έχουν αρμοδιότητες εποπτείας όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να επεξεργαστεί συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΧΕ θα μπορεί να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης.

(5)

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή ενέκρινε τρεις προτάσεις κανονισμών σχετικά με τη θέσπιση του ΕΣΧΕ , οι οποίες περιλαμβάνουν τη δημιουργία των τριών ΕΕΑ .

(6)

Για την αποτελεσματική λειτουργία του ΕΣΧΕ απαιτούνται αλλαγές στην ενωσιακή νομοθεσία στον τομέα της λειτουργίας των τριών ΕΕΑ . Οι αλλαγές αυτές αφορούν τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής ορισμένων αρμοδιοτήτων των ΕΕΑ , την ενσωμάτωση ορισμένων εξουσιών στην νομοθεσία της Ένωσης και τις τροποποιήσεις που απαιτούνται για την εξασφάλιση μιας εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ .

(7)

Η σύσταση των τριών ΕΕΑ πρέπει να συνοδεύεται μεταξύ άλλων από την ανάπτυξη ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων ώστε να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και ομοιόμορφη εφαρμογή και, ως εκ τούτου, μια αποτελεσματικότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. ▐

(7a)

Οι κανονισμοί για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ προβλέπουν ότι οι ΕΕΑ μπορούν να καταρτίσουν σχέδια τεχνικών κανόνων σε τομείς που καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία, τα οποία θα υποβάλλονται στην Επιτροπή προκειμένου να εγκριθούν σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων. Η παρούσα οδηγία καθορίζει ένα πρώτο σύνολο τέτοιων τομέων και δεν προδικάζει τη μελλοντική προσθήκη άλλων τομέων.

(7β)

Η σχετική νομοθεσία πρέπει να καθορίζει τους τομείς στους οποίους οι ΕΕΑ είναι εξουσιοδοτημένες να καταρτίζουν σχέδια τεχνικών κανόνων, καθώς και τον τρόπο έγκρισης των κανόνων αυτών. Η μεν σχετική νομοθεσία πρέπει να ορίζει τα στοιχεία, τις προϋποθέσεις και τις προδιαγραφές που περιγράφονται στο άρθρο 290 ΣΛΕΕ για τις περιπτώσεις πράξεων κατ'εξουσιοδότηση, οι δε κανόνες και οι γενικές αρχές που διέπουν τους μηχανισμούς ελέγχου των εκτελεστικών πράξεων θα πρέπει να θεμελιώνονται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ μέχρις ότου εγκριθεί ο προβλεπόμενος στο άρθρο 291 ΣΛΕΕ κανονισμός.

(8)

Ο καθορισμός των τομέων για τους τεχνικούς κανόνες πρέπει να γίνει με την επίτευξη της κατάλληλης ισορροπίας όσον αφορά τη δημιουργία ενιαίου συνόλου εναρμονισμένων κανόνων και χωρίς να περιπλέκεται άσκοπα ο κανονισμός και η εφαρμογή. Πρέπει να επιλεγούν μόνο οι τομείς στους οποίους η θέσπιση τεχνικών κανόνων συνεκτικών μεταξύ τους θα συμβάλει αισθητά και αποτελεσματικά στην επίτευξη των στόχων της σχετικής νομοθεσίας, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις πολιτικής λαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σύμφωνα με τις συνήθεις διαδικασίες τους .

(9)

Τα θέματα που υπόκεινται σε τεχνικούς κανόνες πρέπει να είναι καθαρά τεχνικής φύσεως, και η επεξεργασία τους να απαιτεί τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων σε θέματα εποπτείας. Οι τεχνικοί κανόνες που εγκρίνονται ως πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση πρέπει να αναπτύσσονται περαιτέρω, να διευκρινίζονται και να καθορίζουν τους όρους μιας συνεπούς εναρμόνισης των κανόνων που περιλαμβάνονται στα βασικά μέσα που έχουν θεσπιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο , συμπληρώνοντας ή τροποποιώντας ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης. Αφετέρου, οι τεχνικοί κανόνες που εγκρίνονται ως εκτελεστικές πράξεις πρέπει να ορίζουν τους όρους μιας ομοιόμορφης εφαρμογής των νομικώς δεσμευτικών ευρωπαϊκών πράξεων. Οι τεχνικοί κανόνες δεν πρέπει να δίνουν αφορμή για επιλογές πολιτικής. ▐

(9a)

Στην περίπτωση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ενδείκνυται να εισάγεται η διαδικασία έγκρισης τεχνικών κανόνων που προβλέπεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ]. Οι εκτελεστικοί κανόνες πρέπει να εγκρίνονται βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ]. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προσυπέγραψε την τετραεπίπεδη «διαδικασία Lamfalussy» προκειμένου να καταστεί η ρυθμιστική διεργασία της χρηματοπιστωτικής νομοθεσίας της Ένωσης πιο αποτελεσματική και διαφανής. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σε πολλούς τομείς, ισχύει δε ένα ευρύ φάσμα κανονισμών και οδηγιών της Επιτροπής επιπέδου 2. Σε περιπτώσεις όπου οι τεχνικοί κανόνες αποσκοπούν στην περαιτέρω ανάπτυξη, διευκρίνιση ή καθορισμό των όρων εφαρμογής αυτών των μέτρων επιπέδου 2, θα πρέπει να εγκρίνονται μόνον μετά την έγκριση των συγκεκριμένων μέτρων επιπέδου 2 και να σέβονται το περιεχόμενό τους.

(9β)

Οι δεσμευτικοί τεχνικοί κανόνες συμβάλλουν στην εκπόνηση ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τη νομοθεσία στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπως συμφώνησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα συμπεράσματά του του Ιουνίου 2009. Στο βαθμό που ορισμένες απαιτήσεις των ευρωπαϊκών νομοθετικών πράξεων δεν είναι πλήρως εναρμονισμένες, οι δεσμευτικοί τεχνικοί κανόνες που αναπτύσσουν, διευκρινίζουν ή καθορίζουν τους όρους εφαρμογής αυτών των απαιτήσεων δεν πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες ή να επιβάλλουν αυστηρότερες απαιτήσεις. Οι τεχνικοί κανόνες θα πρέπει συνεπώς να επιτρέπουν στα κράτη μέλη να πράττουν κατ'αυτό τον τρόπο σε συγκεκριμένους τομείς, όταν οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις προβλέπουν μια τέτοια προληπτική διακριτική ευχέρεια.

(10)

Όπως ορίζουν οι κανονισμοί για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ, πριν από την υποβολή των τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή, οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει, όπου απαιτείται, να διεξάγουν ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τους κανόνες αυτούς και να προβαίνουν σε ανάλυση του αναμενόμενου κόστους/ωφέλειας.

(11)

Οι κανονισμοί για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ προβλέπουν μηχανισμό διευθέτησης διαφωνιών μεταξύ των αρμοδίων εθνικών αρχών. Αν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης άλλης αρμόδιας αρχής σε τομείς καθοριζόμενους από την ενωσιακή νομοθεσία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], όπου η σχετική νομοθεσία απαιτεί συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από αρμόδιες αρχές σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, οι ΕΕΑ , κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσοτέρων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, πρέπει να μπορούν να βοηθήσουν τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία εντός της προθεσμίας που θέτει η ΕΕΑ , η οποία λαμβάνει υπόψη τις σχετικές προθεσμίες που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία και το πόσο επείγουσα και πολύπλοκη είναι η διαφωνία. Εάν η διαφωνία συνεχιστεί, οι ΕΕΑ πρέπει να είναι σε θέση να διευθετήσουν το θέμα.

(12)

Γενικά, το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] που παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης των διαφορών στους κανονισμούς για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ δεν απαιτεί αλλαγές στη σχετική νομοθεσία. Ωστόσο, στους τομείς στους οποίους η σχετική νομοθεσία προβλέπει ήδη κάποιας μορφής μη δεσμευτική διαμεσολάβηση, ή στους οποίους υπάρχουν χρονικά όρια για τη λήψη των κοινών αποφάσεων από μία ή περισσότερες αρμόδιες εθνικές αρχές, απαιτούνται τροποποιήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η σαφήνεια και η ελάχιστη δυνατή διατάραξη της διαδικασίας που αποβλέπει στη λήψη κοινής απόφασης, αλλά επίσης ότι, εφόσον απαιτείται, οι ΕΕΑ είναι σε θέση να επιλύσουν τις διαφορές. Η δεσμευτική διαδικασία επίλυσης διαφορών έχει προορισμό να διευθετεί καταστάσεις στις οποίες οι αρμόδιες εποπτικές αρχές δεν μπορούν να επιλύσουν με συνεννόηση μεταξύ τους ορισμένα διαδικαστικά ή ουσιώδη ζητήματα σχετιζόμενα με τη συμμόρφωση προς την ενωσιακή νομοθεσία.

(12α)

Επομένως, η παρούσα οδηγία πρέπει να εντοπίζει καταστάσεις στις οποίες ένα διαδικαστικό ή ουσιαστικό θέμα συμμόρφωσης με τη νομοθεσία της Ένωσης χρειάζεται ενδεχομένως να επιλυθεί και οι επόπτες ίσως δεν μπορούν να λύσουν μόνοι τους το πρόβλημα. Σε τέτοια περίπτωση, μία από τις εμπλεκόμενες αρχές εποπτείας πρέπει να μπορεί να αναφέρει το θέμα στην αρμόδια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή. Η ΕΕΑ αυτή θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον ιδρυτικό της κανονισμό και στην παρούσα οδηγία. Πρέπει να μπορεί να απαιτήσει από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες, ή να μην προβούν σε ενέργειες, ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης, με δεσμευτικά αποτελέσματα για τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Όπου η σχετική νομοθεσία της Ένωσης αφήνει περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη, οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής πρέπει να μην υποκαθιστούν την άσκηση διακριτικής ευχέρειας των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

(13)

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (7) προβλέπει διαμεσολάβηση ή κοινές αποφάσεις όσον αφορά τον καθορισμό σημαντικών υποκαταστημάτων για τους σκοπούς της συμμετοχής σε σώμα εποπτείας, για την επικύρωση υποδείγματος και την εκτίμηση κινδύνου ομίλων. Σε όλους αυτούς τους τομείς, η τροποποίηση πρέπει να αναφέρει σαφώς ότι σε περίπτωση διαφωνίας κατά την προβλεπόμενη χρονική περίοδο, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών δύναται να επιλύσει τη διαφωνία προσφεύγοντας στη διαδικασία που περιγράφεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] . Η πρόβλεψη αυτή καθιστά σαφές ότι, αν και η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών δεν μπορεί να υποκαταστήσει την άσκηση διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των αρμοδίων αρχών προς συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης, οι διαφωνίες είναι δυνατόν να επιλυθούν και η συνεργασία μπορεί να ενισχυθεί πριν από τη λήψη τελικής απόφασης από ένα ίδρυμα.

(14)

Για να διασφαλιστεί η ομαλή μεταβίβαση των σημερινών καθηκόντων της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (ΕΕΑΤΕ), της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΕΕΑΑΕΣ) ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών (ΕΕΡΑΑΚΑ) στις νέες ΕΕΑ, οι αναφορές σε αυτές τις επιτροπές πρέπει να αντικατασταθούν στο σύνολο της σχετικής νομοθεσίας από αναφορές στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) , στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) ή στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) αντιστοίχως.

(14a)

Η ευθυγράμμιση των «επιτροπολογικών» διαδικασιών με τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και ειδικότερα τα άρθρα 290 και 291, πρέπει να γίνει για κάθε περίπτωση χωριστά και να ολοκληρωθεί εντός τριών ετών. Για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να καθοριστούν οι απαιτήσεις που τίθενται στις τροποποιημένες οδηγίες, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εγκρίνει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ.

(14β)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα διαθέτουν τρεις μήνες από την ημέρα κοινοποίησης για να αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η διορία αυτή θα μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες λόγω σημαντικών ανησυχιών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα μπορούν να ενημερώνουν τα άλλα όργανα για την πρόθεσή τους να μην προβάλουν αντιρρήσεις. Αυτή η πρώιμη έγκριση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ενδείκνυται ιδιαίτερα όποτε πρέπει να τηρηθούν προθεσμίες προβλεπόμενες στη βασική πράξη, σε ό,τι αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής έγκριση πράξεων κατ'εξουσιοδότηση.

(14γ)

Στη Δήλωση 39 σχετικά με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, που είναι προσαρτημένη στην Τελική Πράξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που ενέκρινε τη Συνθήκη της Λισαβόνας που υπεγράφη στις 13 Δεκεμβρίου 2007, η Διάσκεψη έλαβε γνώση της πρόθεσης της Επιτροπής να συνεχίσει να συμβουλεύεται εμπειρογνώμονες διορισμένους από τα κράτη μέλη κατά την προπαρασκευή σχεδίων πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της.

(15)

Η νέα δομή των εποπτικών φορέων που θεσπίστηκε από το ΕΣΧΕ απαιτεί τη στενή συνεργασία των εθνικών εποπτικών αρχών με τις ΕΕΑ . Οι τροποποιήσεις της σχετικής νομοθεσίας πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν νομικά εμπόδια στις υποχρεώσεις ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπουν οι κανονισμοί ▐ για τη σύσταση των ΕΕΑ .

(15α)

Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που μεταδίδονται ή ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμοδίων αρχών και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών ή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου πρέπει να καλύπτονται από την υποχρέωση περί επαγγελματικού απορρήτου, την οποία οφείλουν να τηρούν τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί στις αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές.

(16)

Ο κανονισμός για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ ▐ προβλέπει ότι οι ΕΕΑ μπορούν να αναπτύσσουν επαφές με εποπτικές αρχές από τρίτες χώρες και να συμβάλλουν στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες. Η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (8) και η οδηγία 2006/48/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθούν ώστε να επιτρέπουν στις ΕΕΑ να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και να ανταλλάσσουν πληροφορίες στις περιπτώσεις που οι εν λόγω τρίτες χώρες είναι σε θέση να παράσχουν εγγυήσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο.

(17)

Η ύπαρξη ενιαίου ενοποιημένου καταλόγου ή μητρώου για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση , που επί του παρόντος αποτελεί καθήκον κάθε αρμόδιας εθνικής αρχής, θα βελτιώσει τη διαφάνεια και θα αντικατοπτρίζει καλύτερα την ενιαία χρηματοπιστωτική αγορά. Οι ΕΕΑ πρέπει να είναι υπεύθυνες για την κατάρτιση, τη δημοσίευση και την τακτική ενημέρωση των μητρώων και των καταλόγων χρηματοπιστωτικών παραγόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τον κατάλογο των αδειών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τις οποίες χορηγούν οι Εθνικές Εποπτικές Αρχές. Πρόκειται επίσης για το μητρώο όλων των επενδυτικών επιχειρήσεων και τον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Ομοίως, η ΕΑΚΑΑ πρέπει να είναι υπεύθυνη για την κατάρτιση, τη δημοσίευση και την τακτική ενημέρωση του καταλόγου εγκριθέντων ενημερωτικών δελτίων και των πιστοποιητικών έγκρισης βάσει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση ▐ (9).

(18)

Στους τομείς στους οποίους οι ΕΕΑ είναι υποχρεωμένες να καταρτίσουν σχέδια τεχνικών κανόνων, οι εν λόγω προτάσεις πρέπει να υποβληθούν στην Επιτροπή εντός τριών ετών από τη δημιουργία των ΕΕΑ, εκτός αν ο σχετικός κανονισμός ορίζει άλλη προθεσμία .

(18α)

Τα καθήκοντα της ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (10) δεν πρέπει να θίγουν την αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών να προάγει την εύρυθμη λειτουργία συστημάτων πληρωμών, σύμφωνα με την τέταρτη περίπτωση του άρθρου 127 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

(18β)

Οι τεχνικοί κανόνες τους οποίους θα εκπονήσει η ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και σε σχέση με την οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (11) δεν πρέπει να θίγουν τις αρμοδιότητες των κρατών μελών όσον αφορά τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων αυτών οι οποίες προβλέπονται από την οδηγία 2003/41/ΕΚ.

(18γ)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 5 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται να μεταβιβάζει την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη συμφωνίας της εν λόγω αρμόδιας αρχής. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], αυτές οι συμφωνίες μεταβίβασης πρέπει εν γένει να κοινοποιούνται στην Αρχή τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την έναρξη ισχύος τους. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της πείρας όσον αφορά τη μεταβίβαση έγκρισης δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ, η οποία περιλαμβάνει βραχύτερες προθεσμίες, είναι σκόπιμο να μην εφαρμόζεται το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΚΑΑ) στην περίπτωση αυτή.

(18δ)

Οι ΕΕΑ δεν θα πρέπει, προς το παρόν, να εκπονούν σχέδια τεχνικών κανόνων για τις υφιστάμενες απαιτήσεις σύμφωνα με τις οποίες τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, ΟΣΕΚΑ και τις εταιρίες διαχείρισής τους πρέπει να παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και πείρας για να εξασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή διαχείρισή τους. Ωστόσο, λόγω της σημασίας των απαιτήσεων αυτών, οι ΕΕΑ θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στον προσδιορισμό των βέλτιστων πρακτικών σε κατευθυντήριες γραμμές και να εξασφαλίζουν τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και των πρακτικών προληπτικής εποπτείας προς αυτές τις βέλτιστες πρακτικές. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να πράττουν το ίδιο όσον αφορά τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας της έδρας των ιδρυμάτων αυτών.

(18ε)

Σκοπός της ανάπτυξης σχεδίων τεχνικών κανόνων βάσει της μεθόδου των εσωτερικών αξιολογήσεων, της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης και της μεθόδου του εσωτερικού μοντέλου κινδύνων αγοράς, κατά τα οριζόμενα στην παρούσα οδηγία, πρέπει να είναι να διασφαλιστούν η ποιότητα και η στερεότητα αυτών των μεθόδων, όπως και η συνέπεια της αξιολόγησής τους απότις αρμόδιες αρχές. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να επιτρέπουν στα ιδρύματα να εκπονούν διαφορετικές μεθόδους βάσει της πείρας και των ιδιαιτεροτήτων τους, στο πλαίσιο των απαιτήσεων των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ και με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των τεχνικών κανόνων.

(19)

Εφόσον οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των δικαιούχων και ως εκ τούτου των επιχειρηματιών και των καταναλωτών, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας και βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος , η διαφύλαξη της πραγματικής οικονομίας, η προστασία των δημοσίων οικονομικών και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, θα μπορούσε να επιτευχθούν καλύτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(19a)

Η Επιτροπή οφείλει, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014, να έχει υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για την εκ μέρους των ΕΕΑ υποβολή των σχεδίων τεχνικών κανόνων που προβλέπει η παρούσα οδηγία και να υποβάλει κάθε ενδεδειγμένη πρόταση.

(20)

Η οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, (12) η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων ▐ (13), η οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (14), η οδηγία 2003/41/ΕΚ▐ (15) η οδηγία 2003/71/ΕΚ, η οδηγία 2004/39/ΕΚ, η οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ▐ (16), η οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (17), η οδηγία 2006/48/ΕΚ ▐ (18), η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κιονοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (19), και η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (20) πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροπολογίες στην οδηγία 98/26/ΕΚ

Η οδηγία 98/26/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)

Το άρθρο 6 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ειδοποιεί αμέσως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, τα άλλα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) (ΕΑΚΑΑ) .

(2)

Στο άρθρο 10 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη κατονομάζουν τα συστήματα και τους αντίστοιχους διαχειριστές των συστημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και την ενημερώνουν σχετικά με τις αρχές που έχουν επιλέξει σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές στον δικτυακό της τόπο.»

(2a)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 10α:

«Άρθρο 10α

1.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σε συμφωνία με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

2.     Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της, σε συμφωνία με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

Άρθρο 2

Τροπολογίες στην οδηγία 2002/87/ΕΚ

Η οδηγία 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 2.    Ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 γνωστοποιεί στη μητρική επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου ή, ελλείψει μητρικής επιχείρησης, στη ρυθμιζόμενη επιχείρηση με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα ενός ομίλου, ότι ο όμιλος προσδιορίσθηκε ως χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων, και ότι ορίστηκε συντονιστής. Ο συντονιστής ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές που έχουν δώσει άδεια λειτουργίας σε ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών καθώς και τη Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών που συγκροτήθηκε με τα άρθρα 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] , του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) (στο εξής “Μικτή Επιτροπή”).

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Η ΜΕΕΕΑ δημοσιεύει στο ιστότοπό της και διατηρεί ενημερωμένο τον κατάλογο των προσδιορισμένων χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων. Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται μέσω υπερσυνδέσμου από τον ιστότοπο κάθε Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής .».

(1a)

Στο άρθρο 9, παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«(γα)

ανάπτυξη διεξοδικού καθεστώτος εξυγίανσης, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται τακτικά, θα υποβάλλεται σε αναθεώρηση τουλάχιστον σε ετήσια βάση, και θα περιλαμβάνει συγκροτημένο μηχανισμό έγκαιρης παρέμβασης, ταχείες διορθωτικές δράσεις και σχέδιο αντιμετώπισης απρόβλεπτων χρεωκοπιών.»

(1β)

Ο τίτλος του τμήματος 3 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

(1γ)

Το ακόλουθο άρθρο προστίθεται στο τμήμα 3:

«Άρθρο -10

Η Μικτή Επιτροπή μεριμνά, σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] , του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], για τη συνεπή διατομεακή και διασυνοριακή εποπτεία και συμμόρφωση προς τη νομοθεσία της ΕΕ.».

(1δ)

Το άρθρο 10 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Προκειμένου να διασφαλίζεται η κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, ορίζεται ένας συντονιστής, υπεύθυνος για το συντονισμό και την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας, μεταξύ των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρχών του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Η ταυτότητα του συντονιστή δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΜΕΕΕΑ.».

(1ε)

Στο άρθρο 11 παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου να διευκολυνθεί η συμπληρωματική και ευρωπαϊκή εποπτεία και να εδρασθεί σε ευρεία νομική βάση, ο συντονιστής και οι άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και, όπου απαιτείται, οι άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, εφαρμόζουν συμφωνίες συντονισμού. Οι συμφωνίες συντονισμού μπορούν να αναθέτουν πρόσθετα καθήκοντα στον συντονιστή και μπορούν να προσδιορίζουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων από τις σχετικές αρμόδιες αρχές, όπως αναφέρεται στα άρθρα 3 και 4, στο άρθρο 5 παράγραφος 4, στο άρθρο 6, στο άρθρο 12 παράγραφος 2 και στα άρθρα 16 και 18, και τις διαδικασίες συνεργασίας με άλλες αρμόδιες αρχές.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 και τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 EBA][, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], η ΜΕΕΕΑ εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές αποβλέπουσες στη σύγκλιση των εποπτικών μεθόδων, προκειμένου να καταστούν συνεπείς με τις περί συντονισμένης εποπτείας διατάξεις του άρθρου 131a της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του άρθρου 248, παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.».

(1στ)

Στο άρθρο 12 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να ανταλλάσσουν αυτού του είδους στις πληροφορίες με τις ακόλουθες αρχές όποτε ενδεχομένως απαιτηθεί για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους σε ό,τι αφορά τις ρυθμιζόμενες οντότητες χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζουν οι τομεακοί κανόνες: κεντρικές τράπεζες, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].».

(1ζ)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 12α

1.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΜΕΕΕΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

2.     Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΜΕΕΕΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 EBA][, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(1η)

Το άρθρο 14 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε εντός της δικαιοδοσίας τους να μην υπάρχουν νομικά κωλύματα που να εμποδίζουν τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο της συμπληρωματικής και της ευρωπαϊκής εποπτείας, είτε πρόκειται για ρυθμιζόμενες οντότητες είτε όχι, από το να ανταλλάσσουν μεταξύ τους οποιαδήποτε πληροφορία μπορεί να είναι ουσιώδης για τους σκοπούς της συμπληρωματικής και της ευρωπαϊκής εποπτείας και από το να ανταλλάσσουν πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 ΕΑΤ][, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], όποτε είναι αναγκαίο μέσω της ΜΕΕΕΑ.».

(1θ)

Στο άρθρο 16 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 παράγραφος 2, η ΜΕΕΕΑ και τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τα μέτρα που μπορούν να λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές τους σε σχέση με τις μικτές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Σύμφωνα με το άρθρο 8 και τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 ΕΑΤ][, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], η ΜΕΕΕΑ μπορεί να εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές για μέτρα σχετικά με τις μικτές εταιρίες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.».

(2)

Το άρθρο 18 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων, όπου έχει εφαρμογή το άρθρο 5 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον οι ρυθμιζόμενες οντότητες των οποίων η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα , υπόκεινται σε εποπτεία από την αρμόδια αρχή αυτής της τρίτης χώρας, ισοδύναμη με αυτή που προβλέπουν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας για τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2. Ο έλεγχος διεξάγεται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν ο συντονιστής αν ίσχυαν τα κριτήρια του άρθρου 10 παράγραφος 2, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση , ή με δική της πρωτοβουλία.

Η εν λόγω αρμόδια αρχή ζητά τη γνώμη των άλλων αρμόδιων αρχών και ▐ τις τυχόν ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές που έχει εκπονήσει η ΜΕΕΕΑ σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] . Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή ζητά τη γνώμη της ΜΕΕΕΑ προτού λάβει απόφαση.».

(2a)

Στο άρθρο 18 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1a.     Εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει πως μια τρίτη χώρα διαθέτει ισοδύναμη εποπτεία, σε αντίθεση με τη γνώμη μιας άλλης σχετικής αρμόδιας αρχής, αυτή η τελευταία μπορεί να θέσει το ζήτημα υπόψη της ΜΕΕΕΑ, η οποία μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(2β)

Το άρθρο 19 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 218(1) και (2) ΣΛΕΕ, η Επιτροπή οφείλει, με τη βοήθεια της ΜΕΕΕΑ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Ομίλων Ετερογενών Δραστηριοτήτων, να εξετάσει το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και την προκύπτουσα εξ αυτών κατάσταση.».

(3)

Ο τίτλος του κεφαλαίου III πριν από το άρθρο 20 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

(4)

Στο άρθρο 20 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Η Επιτροπή εγκρίνει μέσω πράξεων κατ'εξουσιοδότηση, δυνάμει των άρθρων 21, 21a και 21β, τις αναπροσαρμογές που πρέπει να γίνουν στην παρούσα οδηγία στους ακόλουθους τομείς:

(α)

ακριβέστερη διατύπωση των ορισμών που αναφέρονται στο άρθρο 2, ώστε να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

(β)

ακριβέστερη διατύπωση των ορισμών που αναφέρονται στο άρθρο 2, ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνιση και η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στην Ένωση·

(γ)

ευθυγράμμιση της ορολογίας και της διατύπωσης των ορισμών της παρούσας οδηγίας με μεταγενέστερες πράξεις της Ένωσης που αφορούν τις ρυθμιζόμενες οντότητες και άλλα συναφή θέματα·

(δ)

ακριβέστερος καθορισμός των μεθόδων υπολογισμού που καθορίζονται στο παράρτημα I, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις εποπτικές τεχνικές·

(ε)

συντονισμός των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει των άρθρων 7 και 8 και του παραρτήματος II προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνισή τους και η ομοιόμορφη εφαρμογή τους στην Ένωση.».

(5)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η εξουσία έγκρισης πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20 παράγραφος 1, μεταβιβάζεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση σχετικά με τις μεταβιβασμένες εξουσίες το αργότερο έξη μήνες πριν από τη λήξη της τετρετούς περιόδου. Η μεταβίβαση εξουσιών επεκτείνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός κι αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την ανακαλέσουν δυνάμει του άρθρου 21β.».

(β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2a.     Μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

2β.     Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21α και 21β.»

(γ)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

(δ)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Η ΜΕΕΕΑ μπορεί να παρέχει γενικές κατευθύνσεις ως προς το κατά πόσον τα καθεστώτα συμπληρωματικής εποπτείας των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών είναι σε θέση να επιτύχουν τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, σε σχέση με τις ρυθμιζόμενες οντότητες ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, η κεφαλή του οποίου εδρεύει εκτός Ένωσης. Η ΜΕΕΕΑ προβαίνει σε ανασκόπηση των εν λόγω κατευθύνσεων και λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες μεταβολές της συμπληρωματικής εποπτείας που πραγματοποιούνται από τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές.»

(ε)

η παράγραφος 5 διαγράφεται.

(6)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα :

«Άρθρο 21α

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.     Η μεταβίβαση εξουσιών που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Το όργανο που ξεκινάει εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει κατά πόσον θα ανακαλέσει ή όχι τη μεταβίβαση εξουσιών, θα φροντίσει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις μεταβιβασμένες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.     Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέλος στην μεταβίβαση των εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 21β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ' εξουσιοδότηση εντός τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.     Εάν, με την εκπνοή αυτής της περιόδου, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την εκπνοή της περιόδου αυτής, εάν αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην αντιταχθούν.

3.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, το όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους που αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 21γ

Τεχνικοί κανόνες

1.   Για τη διασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης και της ομοιόμορφης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] , του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] , και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] μπορεί να εκπονήσει ▐:

α)

σχέδιο ρυθμιστικών κανόνων σε σχέση με το άρθρο 2 παράγραφος 11 προκειμένου να καθορίσουν ▐ τους όρους εφαρμογής του άρθρου 17 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ (23) στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας·

β)

σχέδιο ρυθμιστικών κανόνων σε σχέση με το άρθρο 21 παράγραφος 17 προκειμένου να καθορίσουν τις διαδικασίες ή να προσδιορίσουν κριτήρια για τον προσδιορισμό των “σχετικών αρμόδιων αρχών”·

γ)

σχέδιο ρυθμιστικών κανόνων σε σχέση με το άρθρο 3 παράγραφος 5 προκειμένου να καθορίσουν τις εναλλακτικές παραμέτρους για τον προσδιορισμό ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων

δ)

σχέδιο ρυθμιστικών κανόνων σε σχέση με το άρθρο 6 παράγραφος 2 προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι μέρος ΙΙ, αλλά με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 4·

ε)

σχέδιο ρυθμιστικών κανόνων σε σχέση με το άρθρο 7 παράγραφος 2 προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διαδικασιών για την προσθήκη των στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού της “συγκέντρωσης κινδύνων” στον εποπτικό έλεγχο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου ·

στ)

σχέδιο ρυθμιστικών κανόνων σε σχέση με το άρθρο 8 παράγραφος 2 προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διαδικασιών για την προσθήκη των στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού των “εντός του ομίλου συναλλαγών” στον εποπτικό έλεγχο που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου .

2.    Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών κανόνων που αναφέρονται στα εδάφια (α), (β) και (γ) της παραγράφου 1 βάσει της διαδικασίας που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΚΑΑ]. Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στα εδάφια (δ), (ε) και (στ) της παραγράφου 1, δυνάμει του άρθρου 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΚΑΑ] .».

Άρθρο 3

Τροπολογίες στην οδηγία 2003/6/ΕΚ

Η οδηγία 2003/6/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(-1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

(α)

το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Ως “αποδεκτές πρακτικές αγοράς” νοούνται πρακτικές οι οποίες αναμένονται ευλόγως σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές και είναι αποδεκτές από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τους κανόνες που εγκρίνει η Επιτροπή βάσει της διαδικασίας των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων η οποία ορίζεται στα άρθρα 17, 17α και 17β.

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), που έχει δημιουργηθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ: …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, δύναται να εκπονεί σχέδια εκελεστικών τεχνικών κανόνων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει δυνάμει του πρώτου και τρίτου εδαφίου σε σχέση με τις αποδεκτές πρακτικές αγοράς.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(β)

η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στην Ένωση, η Επιτροπή, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θεσπίζει μέτρα για την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου. Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ορίζεται στα άρθρα 17, 17α και 17β.».

(-1α)

Το άρθρο 6 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στην παράγραφο 10 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα μέτρα αυτά εγκρίνονται με τη διαδικασία των κατ εξουσιοδότηση πράξεων που ορίζεται στα άρθρα 17, 17α και 17β.»

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10a.     Η ΕΑΚΑΑ δύναται να εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των νομικώς δεσμευτικών ευρωπαϊκών πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει βάσει της παραγράφου 10, εδάφιο α), έκτη περίπτωση.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(-1β)

Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

(α)

το υπάρχον κείμενο αριθμείται ως παράγραφος 1 και αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     «Οι απαγορεύσεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στις πράξεις επί ιδίων μετοχών που διενεργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων αγοράς ιδίων μετοχών, ούτε στις πράξεις σταθεροποίησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, εφόσον οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται σύμφωνα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις. Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ορίζεται στα άρθρα 17, 17α και 17β.».

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1a.     Η ΕΑΚΑΑ δύναται να εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει βάσει της παραγράφου 1.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, δυνάμει του άρθρου 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(-1γ)

Το άρθρο 14 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(4)     Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλα τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2.

Η αρμόδια αρχή θα αναφέρει ταυτόχρονα στην ΕΑΚΑΑ όλες τις κυρώσεις, που δημοσιοποιούνται στο κοινό δυνάμει του πρώτου εδαφίου. Εάν οι δημοσιοποιούμενες κυρώσεις αφορούν επενδυτική εταιρία εγκεκριμένη βάσει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει μνεία περί των δημοσιοποιημένων κυρώσεων στο μητρώο επενδυτικών εταιριών που έχει δημιουργηθεί βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.».

(-1δ)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 15α

1.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

2.     Οι αρμόδιες αρχές, χωρίς αργοπορία, παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(1)

Το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής :

(α)

Στην παράγραφο 2, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ , η αρμόδια αρχή της οποίας η αίτηση πληροφόρησης δεν λαμβάνει συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή της οποίας η αίτηση πληροφόρησης απορρίπτεται μπορεί να αναφέρει την απόρριψη αυτήν ή την έλλειψη δράσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην ΕΑΚΑΑ. Σε αυτή την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργεί βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΚΑΑ], με την επιφύλαξη των δυνατοτήτων της να αρνηθεί να ενεργήσει μετά από αίτηση πληροφόρησης βάσει του δεύτερου εδαφίου και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού σε αυτές τις περιπτώσεις. ».

(β)

στην παράγραφο 4, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ , η αρμόδια αρχή της οποίας το αίτημα να διεξαχθεί έρευνα ή να επιτραπεί στους υπαλλήλους της να συνεργασθούν με τους υπαλλήλους της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους δεν λαμβάνει συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή απορρίπτεται, μπορεί να αναφέρει την απόρριψη αυτήν ή την έλλειψη δράσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος στην ΕΑΚΑΑ. Σε αυτή την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργεί βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], με την επιφύλαξη των δυνατοτήτων της να αρνηθεί να ενεργήσει μετά από αίτηση πληροφόρησης βάσει του τέταρτου εδαφίου του άρθρου 16, παράγραφος 4, και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού σε αυτές τις περιπτώσεις. ».

(γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 5.    Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 2 και 4, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για τις διαδικασίες και τους τύπους ανταλλαγής πληροφοριών και διασυνοριακών ελέγχων κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]. ».

(1a)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2a.     Η εξουσία έγκρισης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 1, του άρθρου 6 παράγραφος 10, του άρθρου 8, του άρθρου 14 παράγραφος 2 και του άρθρου 16 παράγραφος 5 μεταβιβάζεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση για τις μεταβιβασμένες εξουσίες το αργότερο έξη μήνες πριν από το τέλος της τετραετίας. Η μεταβίβαση εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός κι αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν βάσει του άρθρου 17α.».

(β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2aa.     Μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2aβ.     Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση μεταβιβάζεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 17α και 17β.».

(γ)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

(1β)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 17α

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύναται να ανακαλέσει την μεταβίβαση εξουσιών που αναφέρεται στο άρθρο 1, στο άρθρο 6 παράγραφος 10, στο άρθρο 8, στο άρθρο 14 παράγραφος 2 και στο άρθρο 16 παράγραφος 5.

2.     Το όργανο που ξεκινάει εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει κατά πόσον θα ανακαλέσει ή όχι τη μεταβίβαση εξουσιών, θα φροντίσει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις μεταβιβασμένες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.     Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέλος στην μεταβίβαση των εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 17β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ' εξουσιοδότηση εντός τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.     Εάν, με την εκπνοή αυτής της περιόδου, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την εκπνοή της περιόδου αυτής, εάν αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην αντιταχθούν.

3.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, το όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους που αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

Άρθρο 4

Τροπολογίες στην οδηγία 2003/41/ΕΚ

Η οδηγία 2003/41/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(-1)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

(α)

το στοιχείο (α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(α)

το ίδρυμα είναι καταχωρημένο ή εγκεκριμένο σε εθνικό μητρώο από την αρμόδια εποπτική αρχή· σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 20, αναγράφονται στο μητρώο επίσης τα κράτη μέλη στα οποία λειτουργεί το ίδρυμα· οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), η οποία τις δημοσιεύει στον ιστότοπό της».

(β)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 20, οι όροι λειτουργίας ενός ιδρύματος εγκρίνονται προηγουμένως από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Όποτε χορηγούν αυτή την έγκριση, τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την ΕΑΑΕΣ.».

(1)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το υπάρχον κείμενο αριθμείται ως παράγραφος 1.

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2.    Μια ΕΑΑΕΣ, που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ …/2010, δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών κανόνων για τους τύπους και τις μορφές των εγγράφων που απαριθμούνται στην παράγραφο 1(γ), περιπτώσεις (i) έως (vi) .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 .».

(1a)

Στο άρθρο 14 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οποιαδήποτε απόφαση απαγόρευσης των δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος πρέπει να περιλαμβάνει ένα λεπτομερές σκεπτικό και να κοινοποιηθεί στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Πρέπει επίσης να κοινοποιηθεί στην ΕΑΑΕΣ.».

(1β)

Στο άρθρο 15 παράγραφος 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Για την περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων που μπορούν να αιτιολογηθούν – ειδικότερα τα επιτόκια και άλλες υποθέσεις εργασίας που επηρεάζουν το επίπεδο των τεχνικών προβλέψεων – η Επιτροπή, βάσει γνωμάτευσης της ΕΑΑΕΣ, εκδίδει κάθε διετία ή οσάκις της ζητηθεί από κράτος μέλος, έκθεση επί της κατάστασης των διασυνοριακών δραστηριοτήτων.».

(2)

Στο άρθρο 20, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«11.   ▐ Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις εθνικές τους διατάξεις προληπτικής φύσεως που αφορούν τα καθεστώτα επαγγελματικών συντάξεων τα οποία δεν καλύπτονται από την αναφορά που γίνεται στην παράγραφο 1 στην εθνική κοινωνική και εργατική νομοθεσία. ▐

Τα κράτη μέλη επικαιορποιούν τις πληροφορίες αυτές τακτικά και τουλάχιστον κάθε διετία, η δε ΕΑΑΕΣ τις δημοσιοποιεί μέσω του ιστότοπού της.

Για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΑΕΣ εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για τις ακολουθητέες διαδικασίες και για τους μορφότυπους και τα υποδείγματα που πρέπει οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να χρησιμοποιούν όταν διαβιβάζουν και επικαιροποιούν τις σχετικές πληροφορίες προς την ΕΑΑΕΣ. Η Αρχή οφείλει να έχει υποβάλει στην Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014 τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΑΕΣ].».

(2a)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

(α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2a.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΑΕΣ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ].

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στην ΕΑΑΕΣ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], σε συμφωνία με το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού.».

(γ)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ για οποιαδήποτε τυχόν μείζονα δυσκολία προκληθεί από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Η Επιτροπή, η ΕΑΑΕΣ και οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους εξετάζουν το ταχύτερο τις δυσκολίες αυτές προκειμένου να εξεύρουν την κατάλληλη λύση.».

Άρθρο 5

Τροπολογίες στην οδηγία 2003/71/ΕΚ

Η οδηγία 2003/71/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(-1)

Πριν από το άρθρο 4 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3a.     Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) δύναται να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών κανόνων για να διευκρινίσει τις εξαιρέσεις που αφορούν τα στοιχεία (α), (δ) και (ε) της παραγράφου 1 και τα στοιχεία (α), (β), (ε), (στ), (ζ), και (η) της παραγράφου 2.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7a έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(-1a)

Στο άρθρο 5(2), προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων, ώστε να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει δυνάμει της παραγράφου 5 σε ό,τι αφορά το ομοιόμορφο υπόδειγμα για την παρουσίαση του συνοπτικού καταλόγου και να μπορούν οι επενδυτές να συγκρίνουν το συγκεκριμένο χρεώγραφο με άλλα συναφή προϊόντα.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(-1β)

Στο άρθρο 7, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3a.     Η ΕΑΚΑΑ δύναται να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων, ώστε να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που η Επιτροπή εγκρίνει δυνάμει της παραγράφου 1.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(1)

Στο άρθρο 8, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.    Η ΕΑΚΑΑ δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που θεσπίζει η Επιτροπή συμφώνως προς την παράγραφο 4. Η αρχή υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(2)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου και του συμπληρώματός του ταυτόχρονα με την κοινοποίησή της έγκρισης αυτής στον εκδότη, στον προσφέροντα ή στο πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ανάλογα με την περίπτωση. Οι αρμόδιες αρχές ειδοποιούν την ΕΑΚΑΑ ταυτόχρονα και της διαβιβάζουν αντίγραφο του εν λόγω ενημερωτικού δελτίου και του συμπληρώματός του.».

(β)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται να μεταβιβάζει την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη προηγούμενης κοινοποίησης στην ΕΑΚΑΑ και συμφωνίας της εν λόγω αρμόδιας αρχής. Η μεταβίβαση αυτή κοινοποιείται στον εκδότη, στον προσφέροντα ή στο πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής. Η προθεσμία της παραγράφου 2 εφαρμόζεται από την ημερομηνία αυτή. Το άρθρο 13(3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] δεν έχει εφαρμογή στην βάσει της παρούσας παραγράφου μεταβίβαση της έγκρισης του ενημερωτικού δελτίου.

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ εποπτικών αρχών και με την ΕΑΚΑΑ, η ΕΑΚΑΑ δύναται να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τυποποιημένες μορφές, υποδείγματα και διαδικασίες για τις προβλεπόμενες στην παρούσα παράγραφο κοινοποιήσεις.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].» .

(3)

Το άρθρο 14 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Αφού εγκριθεί, το ενημερωτικό δελτίο υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και η ΕΑΚΑΑ έχει πρόσβαση σε αυτό μέσω της αρμόδιας αρχής, ενώ επίσης αυτό τίθεται στη διάθεση του κοινού από τον εκδότη, τον προσφέροντα ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, σε εύλογο χρόνο πριν από την έναρξη, ή, το αργότερο, κατά την έναρξη, της προσφοράς των κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση αρχικής δημόσιας προσφοράς μιας κατηγορίας μετοχών που δεν έχουν ακόμη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, η οποία πρόκειται να εισαχθεί για διαπραγμάτευση για πρώτη φορά, το ενημερωτικό δελτίο πρέπει να είναι διαθέσιμο το αργότερο 6 εργάσιμες ημέρες πριν από το τέλος της προσφοράς.».

(β)

Προστίθεται ▐ η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της τον κατάλογο των εγκεκριμένων ενημερωτικών δελτίων σύμφωνα με το άρθρο 13 συμπεριλαμβάνοντας, ενδεχομένως, έναν υπερσύνδεσμο προς το ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, ή στον δικτυακό τόπο του εκδότη ή στον δικτυακό τόπο της ρυθμιζόμενης αγοράς. Ο δημοσιευμένος κατάλογος ενημερώνεται και παραμένει στον δικτυακό τόπο για περίοδο τουλάχιστον δώδεκα μηνών.».

(4)

Στο άρθρο 16, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση, να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει καταστάσεις όπου κάποιο σημαντικό νέο στοιχείο, ουσιώδες σφάλμα ή ανακρίβεια σε σχέση με τις πληροφορίες τις οποίες περιλαμβάνει το ενημερωτικό δελτίο απαιτεί τη δημοσίευση ενός συμπληρώματος στο ενημερωτικό δελτίου, Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(5)

Το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής :

(α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 23, όταν προβλέπεται να πραγματοποιηθεί δημόσια προσφορά ή εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ή σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, το εγκεκριμένο από το κράτος μέλος καταγωγής ενημερωτικό δελτίο, και οποιοδήποτε συμπλήρωμα, ισχύει για δημόσια προσφορά ή εισαγωγή προς διαπραγμάτευση, σε οσαδήποτε κράτη μέλη υποδοχής, υπό την προϋπόθεση ότι η ΕΑΚΑΑ και η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους υποδοχής έχουν λάβει την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 18. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής δεν κινούν διαδικασία έγκρισης ή άλλες διοικητικές διαδικασίες σχετικά με τα ενημερωτικά δελτία.».

(β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Εάν σημαντικά νέα στοιχεία, ουσιώδη σφάλματα ή ανακρίβειες αποκαλυφθούν μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου που προβλέπεται στο άρθρο 16, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής απαιτεί τη δημοσίευση συμπληρώματος που θα πρέπει να εγκριθεί με τη διαδικασία του άρθρου 13(1). Η ΕΑΚΑΑ και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να ενημερώσουν την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής περί της ανάγκης δημοσίευσης νέων πληροφοριών.».

(6)

Στο άρθρο 18, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι ▐:

«3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ το πιστοποιητικό έγκρισης του ενημερωτικού δελτίου ταυτόχρονα με την κοινοποίησή του στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

Η ΕΑΚΑΑ και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δημοσιεύουν στους δικτυακούς τους τόπους τον κατάλογο των πιστοποιητικών έγκρισης των ενημερωτικών δελτίων (συμπεριλαμβανομένων, όπου χρειαστεί, των συμπληρωμάτων τους) που κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο συμπεριλαμβάνοντας, εφόσον απαιτείται, έναν υπερσύνδεσμο προς τα στοιχεία που δημοσιεύονται στο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, ή στον δικτυακό τόπο του εκδότη, ή στον δικτυακό τόπο της ρυθμιζόμενης αγοράς. Ο δημοσιευμένος κατάλογος ενημερώνεται συνεχώς και παραμένει στους δικτυακούς τόπους για περίοδο τουλάχιστον δώδεκα μηνών.

4.   Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΑΚΑ μπορεί να εκπονεί σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για τον καθορισμό τυποποιημένων εντύπων, υποδειγμάτων και διαδικασιών για την κοινοποίηση του πιστοποιητικού έγκρισης, του αντιγράφου του ενημερωτικού δελτίου, της μεταφρασμένης περίληψης και οποιουδήποτε συμπληρώματος του ενημερωτικού δελτίου.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(7)

Το άρθρο 21 τροποποιείται ως εξής:

(α)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«1a.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

1β.     Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(β)

Στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε ρύθμιση που αφορά την μεταβίβαση καθηκόντων, καθώς και τους ακριβείς όρους που διέπουν την εν λόγω μεταβίβαση

(γ)

Στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχει στις κατά το στοιχείο δ) επιτόπιες επιθεωρήσεις που διενεργούνται από κοινού από δυο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές».

(8)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ ή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου , με την επιφύλαξη των περιορισμών που σχετίζονται με εταιρικές πληροφορίες και επιπτώσεις επί τρίτων χωρών κατά τα προβλεπόμενα στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ] αντιστοίχως . Οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες μεταξύ των αρμοδίων αρχών και της ΕΑΚΑΑ ή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου καλύπτονται από την υποχρέωση περί επαγγελματικού απορρήτου, την οποία οφείλουν να τηρούν τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί στις αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές.»

(β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που απαιτεί η παράγραφος 2 .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(8a)

Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 23

Προληπτικά μέτρα

1.     Όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνει παρατυπίες διαπραχθείσες από τον εκδότη ή από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι επιφορτισμένα με τη δημόσια προσφορά ή παραβιάσεις των υποχρεώσεων που υπέχει ο εκδότης, λόγω του ότι οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, φέρει τις διαπιστώσεις αυτές εις γνώση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής και της ΕΑΚΑΑ.

2.     Εάν, παρά τα ληφθέντα μέτρα εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών, ο εκδότης ή το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει ανατεθεί η δημόσια προσφορά, εξακολουθούν να παραβιάζουν τις οικείες νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και την ΕΑΚΑΑ, λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για την προστασία των επενδυτών και ενημερώνει το συντομότερο δυνατό την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τη λήψη των μέτρων αυτών.».

Άρθρο 6

Τροπολογίες στην οδηγία 2004/39/ΕΚ

Η οδηγία 2004/39/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(-1)

Το άρθρο 2 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλίζει ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, ορίζει, ως προς τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία (γ), (θ) και (ια), τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται πότε μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη κύριας δραστηριότητας, σε επίπεδο ομίλου, καθώς και πότε μια δραστηριότητα ασκείται παρεμπιπτόντως.».

(-1α)

Το άρθρο 4 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλιστεί ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, αποσαφηνίζει τους ορισμούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.».

(1)

Το άρθρο 5 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη εγγράφουν σε μητρώο όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο ενημερώνεται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ).

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στην Ένωση . Ο κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και ενημερώνεται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον εν λόγω κατάλογο στο δικτυακό της τόπο και τον ενημερώνει τακτικά .

Όταν μια αρμόδια αρχή ανακαλέσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8, στοιχεία β) έως δ), η ανάκληση δημοσιεύεται στον κατάλογο για διάστημα πέντε ετών.».

(2)

Στο άρθρο 7, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου και του άρθρου 9 παράγραφοι 2 έως 4, του άρθρου 10 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 12, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου:

(α)

να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,

(β)

να διευκρινίσει τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη διοίκηση των επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 4, και τις πληροφορίες για τις κοινοποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2,

(γ)

να διευκρινίσει τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2.

Η Αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών κανόνων που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών κανόνων που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και γ) σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2 και του άρθρου 9, παράγραφος 2, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται σε αυτά τα άρθρα.

Η Αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που προβλέπονται στο τέταρτο εδάφιο το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που προβλέπονται στο τέταρτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(2a)

Στο άρθρο 8, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.».

(3)

Στο άρθρο 10α, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«8.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να καταρτίσει έναν εξαντλητικό κατάλογο των προβλεπόμενων στην παράγραφο 4 πληροφοριών που οι υποψήφιοι αγοραστές μεριδίων συμμετοχής οφείλουν να συμπεριλάβουν στην κοινοποίησή τους, με την επιφύλαξη του άρθρου 10a παράγραφος 2.

Η Αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών κανόνων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των άρθρων 10, 10a και 10β, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τους όρους της διαδικασίας διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4.

Η Επιτροπή υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]. ».

(3a)

Στο άρθρο 10β, παράγραφος 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα τα οποία αναπροσαρμόζουν τα κριτήρια που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.».

(3β)

Το άρθρο 13, παράγραφος 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 2 έως 9, η Επιτροπή, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα που διευκρινίζουν τις συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες παρέχουν διάφορες επενδυτικές υπηρεσίες και/ή δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες ή συνδυασμό των ανωτέρω.».

(3γ)

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που συναντούν οι δικές τους επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την εγκατάστασή τους ή κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και κατά την διενέργεια επενδυτικών δραστηριοτήτων σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα.».

(β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, βάσει πληροφοριών που της γνωστοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1, ότι μια τρίτη χώρα δεν παρέχει στις επιχειρήσεις επενδύσεων της Ένωσης δυνατότητα πραγματικής πρόσβασης στην αγορά συγκρίσιμη με την παρεχόμενη από την Ένωση στις επιχειρήσεις επενδύσεων της τρίτης αυτής χώρας, η Επιτροπή, αφού πρώτα η Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών διατυπώσει κατευθυντήριες γραμμές, υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για να της δοθεί η δέουσα διαπραγματευτική εντολή ώστε να επιτύχει συγκρίσιμες ανταγωνιστικές συνθήκες για τις επιχειρήσεις επενδύσεων της Ένωσης. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 217 ΣΛΕΕ.

Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.».

(3δ)

Στο άρθρο 16, παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών μπορεί να εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους επίβλεψης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.».

(3ε)

Στο άρθρο 18, παράγραφος 3 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα για:».

(3στ)

Στο άρθρο 19, παράγραφος 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους όπου ενσωματώνονται παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη περίπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα. Μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στον Τίτλο ΙΙΙ. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύουν στον δικτυακό τους τόπο κατάλογο των αγορών που μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμες. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται τακτικά. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται περιοδικά. Η ΕΑΚΑΑ επικουρεί την Επιτροπή στην εν λόγω αξιολόγηση των αγορών των τρίτων χωρών.».

(3ζ)

Στο άρθρο 19, παράγραφος 10 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«10.     Για να διασφαλίσει την αναγκαία προστασία των επενδυτών και την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 8, η Επιτροπή, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα για τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις ανωτέρω αρχές κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες τους. Τα μέτρα αυτά λαμβάνουν υπόψη:».

(3η)

Στο άρθρο 21, παράγραφος 6 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Για να διασφαλίσει την αναγκαία προστασία των επενδυτών, τη δίκαιη και εύρυθμη λειτουργία των αγορών, και για να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1, 3 και 4, η Επιτροπή, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα σχετικά με:»

(3θ)

Στο άρθρο 22, παράγραφος 3 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να διασφαλίσει ότι τα μέτρα για την προστασία των επενδυτών και τη δίκαιη και εύρυθμη λειτουργία των αγορών λαμβάνουν υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και για να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή, μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα που καθορίζουν:»

(3ι)

Στο άρθρο 23, παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους δημιουργούν δημόσιο μητρώο. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο αναφορές/υπερσυνδέσμους προς τα δημόσια μητρώα που έχουν δημιουργηθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου από τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους.».

(3ια)

Στο άρθρο 24, παράγραφος 5, η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Για να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 2, 3 και 4 σε συνάρτηση με τις μεταβαλλόμενες πρακτικές της αγοράς και να διευκολύνει την αποτελεσματική λειτουργία της ενιαίας αγοράς, η Επιτροπή, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, προβαίνει στον καθορισμό:»

(3ιβ)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Με την επιφύλαξη της κατανομής των ευθυνών για την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς), τα κράτη μέλη, συντονιζόμενα από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] φροντίζουν να έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να επιβλέπει τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων προκειμένου να εξασφαλίσει ότι αυτές ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο που ενισχύει την ακεραιότητα της αγοράς.».

(β)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, για πέντε τουλάχιστον χρόνια, τα στοιχεία σχετικά με όλες τις συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν διενεργήσει, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό ενός πελάτη. Στην περίπτωση των συναλλαγών για λογαριασμό πελατών, τα αρχεία περιέχουν όλες τις πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με την ταυτότητα του πελάτη, καθώς και τις πληροφορίες που ζητούνται δυνάμει της οδηγίας 91/308/EOK του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, περί πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(γ)

Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Για να διασφαλίσει ότι τα μέτρα για την προστασία της ακεραιότητας της αγοράς τροποποιούνται προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και για να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 5, η Επιτροπή, μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, καθορίζει τις μεθόδους και τις διαδικασίες αναφοράς των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, τη μορφή και το περιεχόμενο αυτών των αναφορών και τα κριτήρια προσδιορισμού της επηρεαζόμενης αγοράς κατά την έννοια της παραγράφου 3.».

(3ιγ)

Το άρθρο 27 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 25, ορίζει για κάθε μετοχή, τουλάχιστον μία φορά ετησίως και βάσει της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για τη μετοχή αυτή, την κατηγορία μετοχών στην οποία ανήκει η εν λόγω μετοχή. Η πληροφορία αυτή ανακοινώνεται σε όλους τους παράγοντες της αγοράς και διαβιβάζεται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές στον δικτυακό της τόπο.».

(β)

Στην παράγραφο 7 το εισαγωγικό μέρος στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Για να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 6, και δη με τρόπο που να επιτρέπει την αποτελεσματική αποτίμηση των μετοχών και να μεγιστοποιεί την πιθανότητα να επιτύχει η επιχείρηση επενδύσεων τους καλύτερους όρους για τους πελάτες της, η Επιτροπή, μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα τα οποία:».

(3ιδ)

Στο άρθρο 28, παράγραφος 3 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να διασφαλίσει τη διαφανή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών και την ομοιόμορφη εφαρμογή της παραγράφου 1, η Επιτροπή, μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα τα οποία:».

(3ιε)

Στο άρθρο 29, παράγραφος 3 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή, μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα Άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα όσον αφορά:».

(3ιστ)

Στο άρθρο 30, παράγραφος 3 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να διασφαλίσει την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών και την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή, μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα σχετικά με:».

(4)

Το άρθρο 31 τροποποιείται ως εξής :

(α)

Στην παράγραφο 2 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, κατόπιν αιτήσεώς της και εντός λογικού χρονικού διαστήματος, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 7:

«7.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 , 4 και 6 .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 . (ΕΑΚΑΑ).

Για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες μεταβίβασης των πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 και 6.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010. ».

(5)

Στο άρθρο 32, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 , 4 και 9 .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες μεταβίβασης των πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 9.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010. ▐ ».

(5a)

Στο άρθρο 36, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5a.     Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.».

(5β)

Στο άρθρο 39, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1a.     Για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τους όρους εφαρμογής του στοιχείου (δ). Η Αρχή υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(5γ)

Στο άρθρο 40, παράγραφος 6 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Για να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 5, η Επιτροπή, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, εγκρίνει μέτρα τα οποία:».

(5δ)

Το άρθρο 41 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η αρμόδια αρχή που ζητά την αναστολή ή την απόσυρση χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε μία ή σε περισσότερες ρυθμιζόμενες αγορές, δημοσιοποιεί αμέσως την απόφασή της και ενημερώνει σχετικά την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Πλην της περίπτωσης όπου ενδέχεται να προκληθεί σημαντική ζημία στα συμφέροντα των επενδυτών ή στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών ζητούν την αναστολή ή την απόσυρση του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση στις ρυθμιζόμενες αγορές και από τους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (MTF) που λειτουργούν υπό την εποπτεία τους.».

(5ε)

Το άρθρο 42 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στην παράγραφο 6 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«H αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στο κράτος μέλος όπου η ρυθμιζόμενη αγορά σκοπεύει να δημιουργήσει τα συστήματα. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7a.     Για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τους όρους εφαρμογής της παραγράφου 1. Η Αρχή υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(5στ)

Στο άρθρο 44, παράγραφος 3 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και την ομοιόμορφη εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα όσον αφορά:».

(5ζ)

Στο άρθρο 45, παράγραφος 3 η εισαγωγική φράση στο πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να διασφαλίσει την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, να λάβει υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, θεσπίζει μέτρα όσον αφορά:».

(6)

Το άρθρο 47 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 47

Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών

Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει τον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών των οποίων είναι κράτος μέλος καταγωγής και τον ανακοινώνει στα άλλα κράτη μέλη και στην ΕΑΚΑΑ . Παρόμοια ανακοίνωση γίνεται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον δικτυακό της τόπο κατάλογο όλων των ρυθμιζόμενων αγορών ▐.».

(7)

Το άρθρο 48 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει τις αρμόδιες αρχές που πρόκειται να εκτελούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρμοδίων αρχών που είναι υπεύθυνες για την άσκηση καθενός από τα καθήκοντα αυτά, καθώς και κάθε κατανομή των εν λόγω καθηκόντων.».

(β)

Στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε ρύθμιση που αφορά την μεταβίβαση καθηκόντων, καθώς και τους ακριβείς όρους που διέπουν την εν λόγω μεταβίβαση .».

(γ)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρμοδίων αρχών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ▐ ».

(7a)

Στο άρθρο 51, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλα τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που επέβαλαν δυνάμει των παραγράφων 1 και 2.

Η αρμόδια αρχή αναφέρει ταυτόχρονα στην ΕΑΚΑΑ όλες τις κυρώσεις που έχουν δημοσιοποιηθεί δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου. Εάν μια δημοσιοποιηθείσα κύρωση αφορά επιχείρηση επενδύσεων αδειοδοτημένη βάσει της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει μνεία περί της δημοσιοποιημένης κύρωσης στο μητρώο των επιχειρήσεων επενδύσεων που έχει δημιουργηθεί βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας.».

(8)

Στο άρθρο 53, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ την καταγγελία και τις διαδικασίες επανόρθωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και που είναι διαθέσιμοες στην επικράτειά τους.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον δικτυακό της τόπο κατάλογο όλων των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών ▐.».

(8a)

Ο τίτλος του Κεφαλαίου II αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

(8β)

Στο άρθρο 56 παράγραφος 1, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας, και ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών, τα κράτη μέλη καθορίζουν μία μόνο αρμόδια αρχή ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη μέλη τα ονόματα των αρχών που έχουν οριστεί να παραλαμβάνουν αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον δικτυακό της τόπο κατάλογο αυτών των αρχών.».

(8γ)

Το άρθρο 56 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν μια αρμόδια αρχή έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς την παρούσα οδηγία διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών. Η αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους προβαίνει στις δέουσες ενέργειες. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών για τα αποτελέσματα των ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής που διαβίβασε την πληροφορία.».

(8δ)

Το άρθρο 56 παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 64, 64α και 64β, καθορίζει τις λεπτομέρειες της συνεργασίας των αρμόδιων αρχών και καθορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων η λειτουργία μιας ρυθμιζόμενης αγοράς σε κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και για την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.».

(9)

Στο άρθρο 56, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

«6.   Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες των μηχανισμών συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(10)

Το άρθρο 57 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το υπάρχον κείμενο αριθμείται εκ νέου ως παράγραφος 1.

(aa)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1a.     Με σκοπό τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας, το προσωπικό της Αρχής πρέπει να μπορεί να συμμετέχει στις δραστηριότητες των εποπτικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των επιτοπίων ελέγχων, που διενεργούνται από κοινού από δυο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 ΕΑΚΑΑ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.».

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 2:

«2.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ αρμοδίων αρχών όταν αυτές συνεργάζονται στο πλαίσιο των εποπτικών τους δραστηριοτήτων, επιτόπιων ελέγχων και ερευνών.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων συνθηκών εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες ώστε οι αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται σε εποπτικές δραστηριότητες, επιτόπιους ελέγχους και έρευνες.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(11)

Το άρθρο 58 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(β)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« 5.    Τα άρθρα 54, 58 και 63 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ , στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στις κεντρικές τράπεζες, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της Νομισματικής Αρχής και, κατά περίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειαστούν για την εκτέλεση των καθηκόντων τους τα οποία προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.».

(11α)

Το άρθρο 59 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Σε περίπτωση άρνησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, παρέχοντας όσο το δυνατόν πιο λεπτομερείς πληροφορίες.».

(12)

Στο άρθρο 60, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2 , η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την διαβούλευση με τις άλλες αρμόδιες αρχές προτού χορηγήσει οποιαδήποτε άδεια .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(13)

Το άρθρο 62 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, η τρίτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται αμέσως για τα μέτρα αυτά.».

(β)

στην παράγραφο 2, τρίτο εδάφιο, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται αμέσως για τα μέτρα αυτά.».

(γ)

Στην παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, η δεύτερη περίοδος αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται αμέσως για τα μέτρα αυτά.».

(13a)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 62α

1.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σε συμφωνία με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

2.     Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της βάσει της παρούσας οδηγίας κα βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], σε συμφωνία με το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού.».

(14)

Το άρθρο 63 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη και, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], η ΕΑΚΑΑ, μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 54. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.

Τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ μπορούν να διαβιβάζουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το Κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ μπορούν επίσης να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα καθήκοντα :

(α)

την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοπιστωτικών φορέων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματαγορών,

(β)

την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και παρόμοιες διαδικασίες,

(γ)

τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

(δ)

την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,

(ε)

την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων,

Οι συμφωνίες συνεργασίας που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο μπορούν να συνάπτονται μόνο εφόσο οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις εμπαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 54. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών ▐ εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων.».

(14α)

Το άρθρο 64 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η εξουσία έγκρισης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 2, του άρθρου 10β, παράγραφος 1, του άρθρου 13, παράγραφος 10 των άρθρων 18, 19, 21, 22, 24, 25, 27, 28, 29, 30, 40, 44, 45 και του άρθρου 56, παράγραφος 2, μεταβιβάζεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση για τις μεταβιβασμένες εξουσίες το αργότερο έξη μήνες πριν από το τέλος της τετραετίας. Η μεταβίβαση εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός κι αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν βάσει του άρθρου 64γ.».

(β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«-2a.

Μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

-2β.

Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση μεταβιβάζεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 64α και 64β.».

(γ)

Η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2a.     Καμία από τις εκδιδόμενες κατ’ εξουυσιοδότηση πράξεις δεν δύναται να τροποποιεί τις ουσιώδεις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.».

(δ)

η παράγραφος 4 διαγράφεται.

(14β)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 64α

Ανάκληση της μεταβίβασης εξουσιών

1.     Η μεταβίβαση των εξουσιών που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 4, στο άρθρο 10β, παράγραφος 1, στο άρθρο 13, παράγραφος 10, στα άρθρα 18, 19, 21, 22, 24, 25, 27, 28, 29, 30, 40, 44, 45, και στο άρθρο 56, παράγραφος 2, μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Το όργανο που ξεκινάει εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει κατά πόσον θα ανακαλέσει ή όχι τη μεταβίβαση εξουσιών, θα φροντίσει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις μεταβιβασμένες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.     Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέλος στην μεταβίβαση των εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 64β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ' εξουσιοδότηση εντός τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.     Εάν, με την εκπνοή αυτής της περιόδου, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την εκπνοή της περιόδου αυτής, εάν αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην αντιταχθούν.

3.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, το όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους που αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

Άρθρο 7

Τροπολογίες στην οδηγία 2004/109/ΕΚ

Η οδηγία 2004/109/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(-1)

Το άρθρο 2 παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Για να λάβει υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και να διευκρινίσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 27, παράγραφοι 2 και 2α, θεσπίζει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικά μέτρα ως προς τους ορισμούς που παρατίθενται στην παράγραφο 1.».

(β)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα μέτρα που αναφέρονται στα σημεία α) και β) του δεύτερου εδαφίου καθορίζονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 27, 27α και 27β.».

(-1α)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«(aa)

ένα παράρτημα με περίληψη των ανά χώρα ετήσιων λογαριασμών,».

(β)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 27, 27α και 27β, μέτρα μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνιση και να διευκρινίζονται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1. Ειδικότερα, η Επιτροπή καθορίζει τις τεχνικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες η δημοσιευμένη ετήσια οικονομική έκθεση, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης ελέγχου, πρέπει να παραμένει διαθέσιμη στο κοινό. Όποτε χρειαστεί, η Επιτροπή μπορεί επίσης να αναπροσαρμόζει την πενταετή περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.».

(-1β))

Το άρθρο 5, παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27, παράγραφοι 2 και 2α, μέτρα, για να λάβει υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και να διευκρινίσει τις απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 5 του παρόντος άρθρου και να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή τους.».

(β)

το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το στοιχείο α) θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27, παράγραφος 2. Τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) καθορίζονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 27, 27α και 27β.».

(γ)

Το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όποτε χρειαστεί, η Επιτροπή μπορεί επίσης να αναπροσαρμόζει την πενταετή περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με πράξη κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 27, 27α και 27β.».

(-1γ)

Το άρθρο 9, παράγραφος 7 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 27, 27α και 27β, μέτρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνιση και να διευκρινίζονται οι απαιτήσεις των παραγράφων 2, 4 και 5.».

(β)

Το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή καθορίζει επίσης τη μέγιστη διάρκεια του “σύντομου κύκλου διακανονισμού” που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, καθώς και τους ενδεδειγμένους μηχανισμούς ελέγχου από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τα άρθρα 27, 27α και 27β.».

(1)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στην παράγραφο 8 :

(i)

το εισαγωγικό τμήμα του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.     Για να λάβει υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και να διευκρινίσει τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2, 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων βάσει των άρθρων 27, 27a και 27β, θεσπίζει μέτρα:».

(ii)

το στοιχείο (α) διαγράφεται.

(iii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«9.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για την καθιέρωση ▐ τυποποιημένων εντύπων, υποδειγμάτων και διαδικασιών που θα χρησιμοποιούνται για την κοινοποίηση των απαιτούμενων πληροφοριών στον εκδότη δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή κατά την υποβολή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(2)

Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 2 ▐:

(i)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 27, 27α και 27β, μέτρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνιση και να διευκρινίζονται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1. Ειδικότερα, καθορίζει:».

(ii)

το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

το περιεχόμενο της κοινοποίησης που πρέπει να υποβληθεί».

(iii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για την καθιέρωση ▐ τυποποιημένων εντύπων, υποδειγμάτων και διαδικασιών που θα χρησιμοποιούνται για την κοινοποίηση των απαιτούμενων πληροφοριών στον εκδότη δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή κατά την υποβολή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]. ».

(2a)

Το άρθρο 14 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 27, 27α και 27β, μέτρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνιση και να διευκρινίζονται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1.».

(2β)

Το άρθρο 17 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 27, 27α και 27β, μέτρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, να διασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνιση και να διευκρινίζονται οι απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3. Ειδικότερα, προσδιορίζει τους τύπους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μέσω των οποίων οι μέτοχοι μπορούν να ασκήσουν τα οικονομικά δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχείο γ).».

(2γ)

Το άρθρο 18 παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 27, 27α και 27β, μέτρα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, να διασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνιση και να διευκρινίζονται οι απαιτήσεις των παραγράφων 1 έως 4. Ειδικότερα, προσδιορίζει τους τύπους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μέσω των οποίων οι μέτοχοι μπορούν να ασκήσουν τα οικονομικά δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχείο γ).».

(2δ)

Το άρθρο 19 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Για να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και να διευκρινίσει τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 27, 27a και 27β.

Ειδικότερα, η Επιτροπή προσδιορίζει τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία ο εκδότης, ο κάτοχος μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, ή πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 10, υποβάλλει πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 3, αντίστοιχα, έτσι ώστε:

(α)

να καθίσταται δυνατή η υποβολή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα στο κράτος μέλος καταγωγής·

(β)

να συντονίζεται η υποβολή της ετήσιας οικονομικής έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 4 της παρούσας οδηγίας με την υποβολή των ετήσιων πληροφοριακών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ.».

(2ε)

Το άρθρο 21 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Για να λάβει υπόψη τις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να λάβει υπόψη τις εξελίξεις στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας και να διευκρινίσει τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3, η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 27, 27a και 27β.

Ειδικότερα, η Επιτροπή προσδιορίζει:

(α)

τα ελάχιστα πρότυπα για τη διάχυση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1.

(β)

τα ελάχιστα πρότυπα για τον μηχανισμό κεντρικής αποθήκευσης, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2.

Η Επιτροπή δύναται επίσης να καταρτίσει και να επικαιροποιεί κατάλογο των μέσων διάχυσης των πληροφοριών στο κοινό.».

(2στ)

Στο άρθρο 22 παράγραφος 1 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], με σκοπό να διευκολύνει περαιτέρω την πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται δυνάμει της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, της οδηγίας 2003/71/ΕΚ και της παρούσας οδηγίας.».

(2ζ)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Όταν η καταστατική έδρα ενός εκδότη βρίσκεται σε τρίτη χώρα, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται να απαλλάσσει τον εκδότη αυτόν από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 7, στο άρθρο 12, παράγραφος 6 και στα άρθρα 14, 15 και 16 έως 18, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει τουλάχιστον ισοδύναμες απαιτήσεις ή ότι ο εν λόγω εκδότης πληροί τις απαιτήσεις του δικαίου της τρίτης χώρας την οποία η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής θεωρεί ισοδύναμη.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει σε αυτή την περίπτωση την ΕΑΚΑΑ για την απαλλαγή που χορήγησε.».

(β)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Για να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και την ομοιόμορφη εφαρμογή της παραγράφου 1, η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27, παράγραφος 2, θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα τα οποία:

(i)

καθιερώνουν ένα μηχανισμό που διασφαλίζει την ισοδυναμία των πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών καταστάσεων, με τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών καταστάσεων και πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων μιας τρίτης χώρας,

(ii)

προσδιορίζουν ότι, μέσω των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών της διατάξεων, ή μέσω πρακτικών ή διαδικασιών θεμελιωμένων στα διεθνή πρότυπα που θεσπίζονται από διεθνείς οργανισμούς, η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγγεγραμμένος ο εκδότης διασφαλίζει την ισοδυναμία των απαιτήσεων πληροφόρησης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

Στο πλαίσιο του σημείου ii) του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή καθορίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων εκδιδόμενων σύμφωνα με τα άρθρα 27, 27α και 27β, μέτρα για την αξιολόγηση προτύπων σχετικά με εκδότες από περισσότερες από μια χώρες.

Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 27, παράγραφος 2, λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις περί της ισοδυναμίας των λογιστικών προτύπων που χρησιμοποιούν οι εκδότες από τρίτες χώρες, υπό τους όρους του άρθρου 30, παράγραφος 3, το αργότερο πέντε έτη από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 31. Εάν η Επιτροπή αποφασίσει ότι τα λογιστικά πρότυπα μιας τρίτης χώρας δεν είναι ισοδύναμα, μπορεί να επιτρέψει στους ενδιαφερόμενους εκδότες να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν αυτά τα λογιστικά πρότυπα για μια ενδεδειγμένη μεταβατική περίοδο.

Στο πλαίσιο του τρίτου εδαφίου, η Επιτροπή καθορίζει επίσης, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με τα άρθρα 27, 27α και 27β, μέτρα με στόχο τη θέσπιση γενικών κριτηρίων ισοδυναμίας για λογιστικά πρότυπα σχετικά με εκδότες από περισσότερες από μία χώρες.

Τα σχέδια κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων θα καταρτιστούν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών.».

(γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Για να διασφαλίσει τη συνεπή εναρμόνιση και να διευκρινίσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 2, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει, μέσω κατ'εξουδιοδότηση πράξεων εκδιδόμενων σύμφωνα με τα άρθρα 27, 27a and 27b, μέτρα που να καθορίζουν τον τύπο πληροφοριών που κοινοποιούνται σε μια τρίτη χώρα και που έχουν σημασία για το κοινό της Ένωσης.».

(δ)

στην παράγραφο 7, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή καθορίζει, με πράξεις κατ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με τα άρθρα 27, 27α και 27β, μέτρα με στόχο τη θέσπιση γενικών κριτηρίων ισοδυναμίας για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου.».

(ε)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7a.     Η ΕΑΚΑΑ επικουρεί την Επιτροπή στην εκτέλεση των βάσει του παρόντος άρθρου καθηκόντων της, σε συμφωνία με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]»

(2η)

Το άρθρο 24 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Κάθε κράτος μέλος ορίζει την κεντρική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ως την αρμόδια κεντρική διοικητική αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία, καθώς και για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικώς την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.».

(β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, για οποιαδήποτε διευθέτηση έχει γίνει ως προς τη μεταβίβαση καθηκόντων, συμπεριλαμβανομένων των συγκεκριμένων προϋποθέσεων που διέπουν τη μεταβίβαση.».

(3)

Το άρθρο 25 τροποποιείται ως εξής:

(α)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2a.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

2β.     Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει το έργο της βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], σε συμφωνία με το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού.».

(β)

στην παράγραφο 3, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες με την ΕΑΚΑΑ ή να διαβιβάζουν πληροφορίες σε αυτήν και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.».

(γ)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΚΑΑ) μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές ή με φορείς τρίτων χωρών οι οικείες νομοθεσίες των οποίων επιτρέπουν την εκτέλεση οιουδήποτε από τα καθήκοντα που ανατίθενται βάσει της παρούσας οδηγίας στις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 24. Τα κρ'·ατη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τη σύναψη συμφωνιών συνεργασίας. Η ανταλλαγή πληροφοριών υπόκειται σε εγγυήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να αποσκοπεί στην εκτέλεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων των προαναφερθεισών αρχών ή φορέων. Εφόσον οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν είναι δυνατό να κοινολογούνται χωρίς τη ρητή συμφωνία των αρμόδιων αρχών που τις κοινολόγησαν και, οσάκις ενδείκνυται, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συναίνεσή τους.».

(3a)

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

Προληπτικά μέτρα

1.     Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνει ότι ο εκδότης ή ο κάτοχος μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, ή το πρόσωπο ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 10, έχει διαπράξει παρατυπίες ή έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του, αναφέρει τα ευρήματά της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και στην ΕΑΚΑΑ.

2.     Εάν, παρά τα ληφθέντα μέτρα εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών, ο εκδότης ή ο κάτοχος των κινητών αξιών εξακολουθεί να παραβιάζει τις σχετικές νομικές ή κανονιστικές διατάξεις, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, όλα τα δέοντα μέτρα για την προστασία των επενδυτών, ενημερώνοντας σχετικώς την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ το ταχύτερο.».

(3β)

Ο τίτλος του κεφαλαίου VI αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

(3γ)

Το άρθρο 27 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2a.     Η εξουσία έγκρισης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του άρθρου 5, παράγραφος 6, του άρθρου 9, παράγραφος 7, του άρθρου 12, παράγραφος 8, του άρθρου 13, παράγραφος 2, του άρθρου 14, παράγραφος 2, του άρθρου 17, παράγραφος 4, του άρθρου 18, παράγραφος 5, του άρθρου 19, παράγραφος 4, του άρθρου 21, παράγραφος 4, του άρθρου 23, παράγραφος 5 και του άρθρου 23, παράγραφος 7, μεταβιβάζεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση για τις μεταβιβασμένες εξουσίες το αργότερο έξη μήνες πριν από το τέλος της τετραετίας. Η μεταβίβαση εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός κι αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν βάσει του άρθρου 27γ.».

(β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2aa.     Μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2aβ.     Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση μεταβιβάζεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 27α και 27β.».

(3δ)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 27α

Ανάκληση της μεταβίβασης εξουσιών

1.     Η μεταβίβαση εξουσιών που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 5 παράγραφος 6, στο άρθρο 9 παράγραφος 7, στο άρθρο 12 παράγραφος 8, στο άρθρο 13 παράγραφος 2, στο άρθρο 14 παράγραφος 2, στο άρθρο 17 παράγραφος 4, στο άρθρο 18 παράγραφος 5, στο άρθρο 19 παράγραφος 4, στο άρθρο 21 παράγραφος 4, στο άρθρο 23 παράγραφος 5 και στο άρθρο 23 παράγραφος 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Το όργανο που ξεκινάει εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει κατά πόσον θα ανακαλέσει ή όχι τη μεταβίβαση εξουσιών, θα φροντίσει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις μεταβιβασμένες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.     Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέλος στην μεταβίβαση των εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 27β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ' εξουσιοδότηση εντός τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.     Εάν, με την εκπνοή αυτής της περιόδου, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την εκπνοή της περιόδου αυτής, εάν αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην αντιταχθούν.

3.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, το όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους που αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

Άρθρο 8

Τροπολογίες στην οδηγία 2005/60/ΕΚ

Η οδηγία 2005/60/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(-1α)

Το άρθρο 11 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο, τις ΕΕΑ στο βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σε συμφωνία με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], καθώς και την Επιτροπή, για τις περιπτώσεις όπου θεωρούν ότι μια τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 ή 2 ή σε άλλες περιπτώσεις όπου πληρούνται τα τεχνικά κριτήρια που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 40,παράγραφος 1, στοιχείο (β).».

(-1β)

Το άρθρο 16 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο, τις ΕΕΑ στο βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σε συμφωνία με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], καθώς και την Επιτροπή, για τις περιπτώσεις όπου θεωρούν ότι μια τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, στοιχείο (β).».

(-1γ)

Το άρθρο 28 παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Τα κράτη μέλη ενημερώνουν το ένα το άλλο, τις ΕΕΑ στο βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σε συμφωνία με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], καθώς και την Επιτροπή, για τις περιπτώσεις όπου θεωρούν ότι μια τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 3, 4 ή 5.».

(-1δ)

Το άρθρο 31 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Τα κράτη μέλη, οι ΕΕΑ στο βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και σε συμφωνία με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], καθώς και η Επιτροπή, αλληλοενημερώνονται για τις περιπτώσεις όπου η νομοθεσία της τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο, και μπορεί να αναληφθεί συντονισμένη δράση για την επίτευξη λύσης.».

(1)

Στο άρθρο 31, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] , η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών , που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] , λαμβάνουσες υπόψη το υπάρχον πλαίσιο και συνεργαζόμενες όπου χρειαστεί με άλλα σχετικά όργανα της ΕΕ στον τομέα της καταπολέμησης των νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρημαυτοδότησης της τρομοκρατίας, μπορούν να καταρτίσουν σχέδια κανονιστικών κανόνων σύμφωνα με τα άρθρα 42 αυτών των κανονισμών, προκειμένου να καθορίσουν τον τύπο των πρόσθετων μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και τα ελάχιστα μέτρα που πρέπει να λάβουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όταν η νομοθεσία μιας τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1, πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 .».

(2)

Στο άρθρο 34, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

« 3.    Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η ΕΑΤ , η ΕΑΚΑΑ και η ΕΑΑΕΣ λαμβάνουσες υπόψη το υπάρχον πλαίσιο και συνεργαζόμενες όπου χρειαστεί με άλλα σχετικά όργανα της ΕΕ στον τομέα της καταπολέμησης των νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρημαυτοδότησης της τρομοκρατίας, μπορούν να καταρτίσουν σχέδια κανονιστικών κανόνων σύμφωνα με τα άρθρα 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΤ), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΚΑΑ) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΑΕΣ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου προκειμένου να διευκρινίσουν το ελάχιστο περιεχόμενο της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. /2010 .».

(2a)

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 37α

1.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με τις ΕΕΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

2.     Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς χρονοτριβή στις ΕΕΑ όλες τις πληροφορίες που τους είναι αναγκαίες για να επιτελέουν το έργο τους βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(2β)

Ο τίτλος του κεφαλαίου VI αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

(2γ)

Το άρθρο 40 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 1:

(i)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και για να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα ακόλουθα μέτρα:».

(ii)

Το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα μέτρα εγκρίνονται με πράξεις κατ’εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 41, 41α και 41β.».

(β)

στην παράγραφο 3 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα μέτρα εγκρίνονται με πράξεις κατ’εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 41, 41α και 41β.».

(2δ)

Το άρθρο 41 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης και με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα που θεσπίζονται με τη διαδικασία αυτή δεν τροποποιούν τις ουσιώδεις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.».

(β)

η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2a.     Η εξουσία έγκρισης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 40 μεταβιβάζεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση για τις μεταβιβασμένες εξουσίες το αργότερο έξη μήνες πριν από το τέλος της τετραετίας. Η μεταβίβαση εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός κι αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν βάσει του άρθρου 41a.».

(γ)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2β.     Μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2γ.     Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση μεταβιβάζεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 41α και 41β.».

(δ)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

(2ε)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 41α

Ανάκληση της μεταβίβασης εξουσιών

1.     Η μεταβίβαση εξουσιών που αναφέρεται στο άρθρο 40 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Το όργανο που ξεκινάει εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει κατά πόσον θα ανακαλέσει ή όχι τη μεταβίβαση εξουσιών, θα φροντίσει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις μεταβιβασμένες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.     Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέλος στην μεταβίβαση των εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

«Άρθρο 41β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ' εξουσιοδότηση εντός τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.     Εάν, με την εκπνοή αυτής της περιόδου, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την εκπνοή της περιόδου αυτής, εάν αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην αντιταχθούν.

3.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, το όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους που αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

Άρθρο 9

Τροπολογίες στην οδηγία 2006/48/EK

(1)

▐ Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο ▐:

«1.     Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν λάβει άδεια λειτουργίας προ της ενάρξεως των δραστηριοτήτων τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 έως 12, καθορίζουν τους όρους χορήγησης της άδειας και τους γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.    Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει:

(α)

σχέδιο κανονιστικών κανόνων για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 7,

(β)

σχέδιο κανονιστικών κανόνων που θα διευκρινίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται με τις απαιτήσεις του άρθρου 8,

(γ)

σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες παροχής αυτών των πληροφοριών,

(δ)

σχέδιο κανονιστικών κανόνων που θα διευκρινίζουν τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως προβλέπει το άρθρο 12.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 .

Μεταβιβάζεται επίσης στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο β) της πρώτης παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] . » .

(1a)

Στο άρθρο 9 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(β)

τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους λόγους για τους οποίους κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής, και».

(2)

Το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 14

Κάθε άδεια κοινοποιείται στην ΕΑΤ.

Η επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας εγγράφεται σε κατάλογο. Η ΕΑΤ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον δικτυακό της τόπο τον κατάλογο αυτό.».

(2a)

Το άρθρο 17 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η ανάκληση άδειας κοινοποιείται στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ και πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Οι λόγοι αυτοί κοινοποιούνται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.».

(3)

Στο άρθρο 19, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να ετοιμάσει έναν εξαντλητικό κατάλογο των προβλεπόμενων στην παράγραφο 19α(4) πληροφοριών που οι υποψήφιοι αγοραστές μεριδίων συμμετοχής οφείλουν να συμπεριλάβουν στην κοινοποίησή τους, με την επιφύλαξη του άρθρου 19(3).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τους όρους της διαδικασίας διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών όπως αναφέρεται στο άρθρο 19b.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που προβλέπονται στο τέταρτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(3a)

Στο άρθρο 22, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«2a.     Για να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και να εξασφαλιστεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών κανόνων για να διευκρινίσει τις ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τηρώντας τις αρχές της αναλογικότητας και πληρότητας που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

2β.     Για να διευκολυνθεί η εφαρμογή και να διασφαλιστεί η συνέπεια των πληροφοριών που συλλέγονται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και των βασικών αρχών της μισθολογικής πολιτικής που παρατίθενται στα σημεία 22 και 22α του Παρατήματος V, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών κανόνων για να διευκρινίσει τις ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο, με σεβασμό των αρχών της αναλογικότητας και της πληρότητας που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Η ΕΑΚΑΑ συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ στην επεξεργασία αυτών των τεχνικών κανόνων για τις μισθολογικές πολιτικές έναντι κατηγοριών προσωπικού εμπλεκομένων στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 σχετικά με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων.».

(4)

Στο άρθρο 26, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του άρθρου 25 και του παρόντος άρθρου ▐, η ΕΑΤ καταρτίζει:

(α)

σχέδια κανονιστικών κανόνων για να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 25 και το παρόν άρθρο, και

(β)

σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για αυτές τις κοινοποιήσεις.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]. Μεταβιβάζεται επίσης στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]. ».

(5)

Στο άρθρο 28, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή ττου παρόντος άρθρου ▐, η ΕΑΤ καταρτίζει:

(α)

σχέδια κανονιστικών κανόνων για να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και

(β)

σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για αυτές τις κοινοποιήσεις.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010. Μεταβιβάζεται επίσης στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο β) της πρώτης παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]. ».

(6)

Στο άρθρο 33, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται οι υπηρεσίες. Η Επιτροπή, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο για τα μέτρα αυτά.».

(6a)

Το άρθρο 36 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 36

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΤ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26, παράγραφοι 1 έως 3, ή στις οποίες ελήφθησαν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 3.».

(6β)

Το άρθρο 38 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή, στην ΕΑΤ και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».

(6γ)

Στο άρθρο 39, παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«(βa)

ότι η ΕΑΤ είναι σε θέση να λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τις πληροφορίες που αυτές έλαβαν από τις εθνικές αρχές τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(6δ)

Στο άρθρο 39, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3a.     Η ΕΑΤ επικουρεί την Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου σε συμφωνία με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(7)

Στο άρθρο 42, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει :

(α)

σχέδια κανονιστικών κανόνων για να διευκρινίσει τις πληροφορίες που περιέχονται σε αυτό,

(β)

σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών ▐ που είναι πιθανόν να διευκολύνουν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. /2010. Μεταβιβάζεται επίσης στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]. ».

(8)

Στο άρθρο 42α παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο στο τέλος του τετάρτου εδαφίου:

«Εάν, στο τέλος της αρχικής περιόδου δύο μηνών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] , οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αναβάλλουν την απόφασή τους και αναμένουν την απόφαση που η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μπορεί να λάβει σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν την απόφασή τους σύμφωνα με την απόφαση της Αρχής . Ως περίοδος δύο μηνών θεωρείται η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην αρχή μετά τη λήξη της αρχικής δίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης».

(9)

Το άρθρο 42β τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τη χρήση των εποπτικών εργαλείων και μεθόδων εποπτείας κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που έχουν εγκριθεί με βάση την παρούσα οδηγία. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

(α)

οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΑΤ ,

(β)

οι αρμόδιες αρχές ακολουθούν τις οδηγίες και τις συστάσεις της ΕΑΤ και, αν δεν τις ακολουθούν, αναφέρουν τους σχετικούς λόγους,

(γ)

οι εντολές που έχουν οι αρμόδιες αρχές σε εθνικό επίπεδο δεν τις εμποδίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕΑΤ στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.».

(β)

η παράγραφος 2 διαγράφεται.

(10)

Το άρθρο 44 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες ή να διαβιβάζουν πληροφορίες στην ΕΑΤ κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία και στις άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στα άρθρα 16 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] . Αυτές οι πληροφορίες υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1.».

(11)

▐ Το άρθρο 46 ▐ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 46

Τα κράτη μέλη και η ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με τις αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών όπως ορίζονται στα άρθρα 47 και 48, παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας , μόνο αν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 44, παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας . Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

Οσάκις οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να αποκαλύπτονται παρά μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αρχών που τις διαβίβασαν και, εφόσον ενδείκνυται, αποκλειστικά για τον σκοπό για τον οποίο οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.».

(12)

Το άρθρο 49 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο :

«Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους εξής φορείς:

(α)

στις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καταστατικών αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος,

(β)

ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής.

(γ)

στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την άσκηση των κατά νόμο καθηκόντων του δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ▐.

Το παρόν τμήμα δεν εμποδίζει τις αρχές ή τους φορείς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες αυτές εάν τις χρειαστούν για τους σκοπούς του άρθρου 45.».

(β)

η τέταρτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε επείγουσα κατάσταση όπως αναφέρεται στο άρθρο 130 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν χωρίς χρονοτριβή πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σημασία για την άσκηση των κατά νόμο καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού χρεογράφων, και για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, και στο ΕΣΣΚ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ] όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σημασία για την άσκηση των κατά νόμο καθηκόντων του.».

(13)

Το άρθρο 63α τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Οι διατάξεις που διέπουν το μέσο προβλέπουν ότι το αρχικό κεφάλαιο, οι μη καταβληθέντες τόκοι ή τα μη καταβληθέντα μερίσματα είναι τέτοια ώστε να απορροφούν ζημίες και να μην εμποδίζουν την ανακεφαλαιοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος μέσω κατάλληλων μηχανισμών, εκπονητέων από την ΕΑΤ δυνάμει της παραγράφου 6».

(β)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και να διασφαλιστεί η σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τις απαιτήσεις που διέπουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η Αρχή υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].

Η ΕΑΤ εκπονεί επίσης κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Η ΕΑΤ εποπτεύει την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. ».

(14)

Στο άρθρο 74 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

« Για να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας , για τη διαβίβαση των υπολογισμών αυτών από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν από 31 Δεκεμβρίου 2012 ενιαίους μορφότυπους, συχνότητες, γλώσσα και ημερομηνίες διαβίβασης των στοιχείων. Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για την εισαγωγή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση , ενιαίων μορφοτύπων (με τις σχετικές προδιαγραφές) , συχνοτήτων και ημερομηνιών για τη διαβίβαση των στοιχείων πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012. Οι μορφότυποι κοινοποίησης είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Για να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει επίσης σχέδια εκτελεστικών κανόνων σχετικά με λύσεις ΤΠ που μπορούν να εφαρμοστούν για τις εν λόγω κοινοποιήσεις:

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο δεύτερο και το τρίτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(15)

Στο άρθρο 81 παράγραφος 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τη διασφάλιση της συνεπούς εναρμόνισης του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ , σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο αξιολόγησης σχετικά με τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(16)

Στο άρθρο 84 παράγραφος 2, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου , η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο αξιολόγησης σχετικά με τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(17)

Στο άρθρο 97 παράγραφος 2, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου , η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο αξιολόγησης σχετικά με τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(18)

Στο άρθρο 105 παράγραφος 1, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου , η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τη μέθοδο αξιολόγησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν τις εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 ▐ ».

(19)

Στο άρθρο 106 παράγραφος 2, το τελευταίο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τις απαλλαγές που προβλέπονται στα στοιχεία γ) και δ) καθώς και να διευκρινίσει τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της ύπαρξης ομάδας συνδεδεμένων πελατών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(20)

Το άρθρο 110 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η εν λόγω κοινοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον δύο φορές κατ’ έτος. Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, ενιαίους μορφότυπους, συχνότητες ▐ και ημερομηνίες κοινοποίησης. Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια τεχνικών κανόνων για την εισαγωγή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση , ενιαίων μορφοτύπων (με τις σχετικές προδιαγραφές) , συχνοτήτων ▐ και ημερομηνιών για τη διαβίβαση των στοιχείων πριν από την 1η Ιανουαρίου 2012. Οι μορφότυποι κοινοποίησης είναι ανάλογοι με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ καταρτίζει επίσης σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων σχετικά με λύσεις ΤΠ που μπορούν να εφαρμοστούν για τις εν λόγω κοινοποιήσεις:

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο και το δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(20a)

Το άρθρο 111, παράγραφος 1, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν όριο χαμηλότερο από 150 εκατομμύρια ευρώ και ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ και την Επιτροπή.».

(21)

Το άρθρο 122α παράγραφος 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«10.   Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή ετησίως έκθεση σχετικά με τη συμμόρφωση των αρμοδίων αρχών προς το παρόν άρθρο.

Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων για τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας σε ό,τι αφορά το παρόν άρθρο , συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που λαμβάνονται σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας και διαχείρισης κινδύνου. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(22)

Στο άρθρο 124, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει το παρόν άρθρο και κοινή διαδικασία και μεθοδολογία αξιολόγησης κινδύνου.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(22α)

Το άρθρο 126 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή όλες τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.».

(22β)

Στο άρθρο 129, παράγραφος 1, παρεμβάλλεται το εξής εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα που αναφέρει το πρώτο εδάφιο ή εάν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ, η οποία μπορεί να ενεργήσει βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …./2010 [ΕΑΤ].».

(23)

Στο άρθρο 129 παράγραφος 2, το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«▐

Αν, κατά το τέλος της περιόδου έξι μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] , η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την απόφασή της , και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ . Η περίοδος έξι μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της εξάμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.».

(23a)

Το ακόλουθο εδάφιο προστίθεται στο άρθρο 129, παράγραφος 2:

«Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας της κοινής απόφασης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, σε ό,τι αφορά την υποβολή αιτήσεων αδειοδότησης που προβλέπεται στο άρθρο 84, παράγραφος 1, στο άρθρο 87, παράγραφος 9 και στο άρθρο 105 καθώς και στο Παράρτημα ΙΙΙ, Μέρος 6, με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στα προηγούμενα δυο εδάφια σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(24)

Το άρθρο 129 παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στο τρίτο εδάφιο, ο όρος «Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών».

(β)

Το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 και του άρθρου 136 παράγραφος 2 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου για τις θυγατρικές που έχει πραγματοποιηθεί από τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν, κατά το τέλος της περιόδου τεσσάρων μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] , η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ . Η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει μέσα σε προθεσμία ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη επίτευξη λήψη απόφασης.».

(γ)

Το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο

«Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123, 124 και 136 παράγραφος 2 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιριών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρίας συμμετοχών της ΕΕ σε μεμονωμένη βάση ή σε βάση επιμέρους ενοποίησης έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η Αρχή Ενοποιημένης Εποπτείας. Αν, κατά το τέλος της περιόδου τεσσάρων μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] , οι αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την απόφασή τους και αναμένουν την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνουν την απόφασή τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ . Η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει μέσα σε προθεσμία ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη επίτευξη λήψη απόφασης.».

(δ)

Το έβδομο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν έχει ζητηθεί η γνώμη της ΕΑΤ , όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους τη γνώμη αυτή και αιτιολογούν κάθε σημαντική παρέκκλιση από αυτήν.».

(ε)

το δέκατο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων ▐ σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 123, 124 και 136 παράγραφος 2 και με σκοπό την διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(25)

Στο άρθρο 130 παράγραφος 1, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«130.   Όταν προκύπτει επείγουσα κατάσταση, μεταξύ άλλων καταστάσεις προβλεπόμενες στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], μεταξύ άλλων αρνητικές εξελίξεις σε ▐ αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρεται στο άρθρο 42α, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 και στο άρθρο 50 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές βάσει των άρθρων 125 και 126 και για την αρμόδια αρχή που καθορίζεται βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 1.

Εάν η αρχή που μνημονεύεται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 49 αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 125 και 126 και την ΕΑΤ .».

(26)

Στο άρθρο 131, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο

«Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία αποτελεί πιστωτικό ίδρυμα μπορούν, με διμερή συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η ΕΑΤ ενημερώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών. Η ΕΑΤ διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.».

(27)

Το άρθρο 131α τροποποιείται ως εξής:

(α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συγκροτεί σώματα εποπτών για να διευκολύνει την άσκηση των καθηκόντων τους που αναφέρονται στο άρθρο 129 και στο άρθρο 130, παράγραφος 1 και, με την επιφύλαξη των περί τήρησης του απορρήτου διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και της συμβατότητας με τη νομοθεσία της Ένωσης, διασφαλίζει το δέοντα συντονισμό και τη συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών όπου χρειαστεί.

Η ΕΑΤ μεριμνά για τη διασφάλιση, προαγωγή και επίβλεψη της αποτελεσματικής, γόνιμης και συνεπούς λειτουργίας των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο σωμάτων σε συμφωνία με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]. Προς το σκοπό αυτό, η ΕΑΤ συμμετέχει όπως κρίνει απαραίτητο και λογίζεται ως αρμόδια αρχή προς το σκοπό αυτό.

Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διεκπεραιώσουν τα ακόλουθα καθήκοντα:

(α)

ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σε συμφωνία με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ],

(β)

συμφωνία για προαιρετική ανάθεση καθηκόντων και προαιρετική μεταβίβαση αρμοδιοτήτων όπου χρειαστεί,

(γ)

καθορισμό εξεταστικών εποπτικών προγραμμάτων βάσει εκτίμησης κινδύνου της ομάδας σύμφωνα με το άρθρο 124,

(δ)

βελτίωση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με την απάλειψη περιττών επικαλύψεων στις εποπτικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένου και σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που αναφέρει το άρθρο 130, παράγραφος 2 και το άρθρο 132, παράγραφος 2,

(ε)

συνεπή εφαρμογή των προληπτικών απαιτήσεων που προβλέπει η παρούσα οδηγία σε όλες τις οντότητες με τραπεζικό τμήμα, με την επιφύλαξη των επιλογών και διακριτικών ευχερειών που παρέχονται από τη νομοθεσία της Ένωσης,

(στ)

εφαρμογή του άρθρου 129, παράγραφος 1, στοιχείο (γ) λαμβανομένου υπόψη του έργου άλλων φορέων που μπορεί να δημιουργηθούν σε αυτό τον τομέα.

Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΤ που συμμετέχουν σε σώματα εποπτών συνεργάζονται στενά. Οι περί απορρήτου απαιτήσεις του Κεφαλαίου 1, Τμήμα 2 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών. Η συγκρότηση και λειτουργία των σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες που οι αρμόδιες αρχές έχουν βάσει της παρούσας οδηγίας.».

(β)

στην παράγραφο 2:

(i)

Το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου και του άρθρου 42α παράγραφος 3, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων για να διευκρινίσει τους γενικούς όρους λειτουργίας των σωμάτων.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δευτέρου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(ii)

Το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήμα 2, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, ακόμη και σε επείγουσες καταστάσεις, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.».

(27a)

Στο άρθρο 132 παράγραφος 1, τα ακόλουθα εδάφια προστίθενται μετά το πρώτο εδάφιο:

«Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σε συμφωνία με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΤ].

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ …/2010 [ΕΑΤ], σε συμφωνία με το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού.».

(27β)

Στο άρθρο 140, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο

«3.     Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν κατάλογο των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 71, παράγραφος 2. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.».

(28)

Το άρθρο 143 παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στο τέλος του πρώτου εδαφίου προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Η ΕΑΤ επικουρεί την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών στη διεξαγωγή των εν λόγω εργασιών, και σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη επικαιροποίηση των γενικών αυτών εκτιμήσεων.».

(β)

Το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η αρμόδια αρχή η οποία ασκεί τον έλεγχο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 λαμβάνει υπόψη της τις τυχόν γενικές εκτιμήσεις. Για το σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή ζητά τη γνώμη της ΕΑΤ πριν λάβει απόφαση.».

(28α)

Στο άρθρο 143 παράγραφος 3 το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, και κοινοποιούνται στις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.».

(29)

Στο άρθρο 144, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τον μορφότυπο, τη δομή, τον πίνακα περιεχομένων και την ετήσια ημερομηνία δημοσίευσης των πληροφοριών που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Η αρχή υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στην τρίτη παράγραφο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(30)

Στο άρθρο 150, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

(α)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.   Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε ό,τι αφορά :

(α)

τους όρους εφαρμογής των σημείων 15 έως 17 του παραρτήματος V

(β)

τους όρους εφαρμογής του παραρτήματος VI μέρος 2 όσον αφορά τους ποσοτικούς παράγοντες που αναφέρονται στο σημείο 12, τους ποιοτικούς παράγοντες που αναφέρονται στο σημείο 13 και το ποσοστό αναφοράς που αναφέρεται στο σημείο 14.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].».

(31)

Το άρθρο 156 τροποποιείται ως εξής:

(α)

ο όρος «Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας» αντικαθίσταται από τον όρο «Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών».

(β)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και τα κράτη μέλη, και λαμβάνοντας υπόψη τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξετάζει σε περιοδική βάση εάν η παρούσα οδηγία ως σύνολο, από κοινού με την οδηγία 2006/49/ΕΚ, έχει σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό κύκλο και, με βάση την εξέταση αυτή, μελετά αν δικαιολογείται η λήψη διορθωτικών μέτρων.».

Άρθρο 10

Τροπολογίες στην οδηγία 2006/49/ΕΚ

Η οδηγία 2006/49/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)

Στο άρθρο 18▐, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   ▐ Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων για να προσδιορίσει τη μέθοδο αξιολόγησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν ▐ στα ιδρύματα τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(1a)

Στο άρθρο 22 παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Εάν οι αρμόδιες αρχές καταργήσουν την εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ενοποιημένη βάση που προβλέπει το παρόν άρθρο, το κοινοποιούν στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.».

(1β)

Το άρθρο 32 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

(α)

η δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τις εν λόγω διαδικασίες.».

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3a.     Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις διαδικασίες που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.».

(1γ)

Το άρθρο 36 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες να ασκούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν την ΕΑΤ και την Επιτροπή σχετικά, επισημαίνοντας οποιαδήποτε κατανομή καθηκόντων.».

(1δ)

Στο άρθρο 38 παράγραφος 1, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«1.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σε συμφωνία με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].

2.     Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της παρούσας οδηγίας και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], σε συμφωνία με το άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού.».

Άρθρο 11

Τροπολογίες στην οδηγία 2009/65/ΕΚ (ΟΣΕΚΑ)

Η οδηγία 2009/65/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

(1)

Στο άρθρο 5, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος ▐:

«8.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει ▐ τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της υποβολής αίτησης για την έγκριση λειτουργίας ενός ΟΣΕΚΑ.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(1a)

Στο άρθρο 6 παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών λαμβάνει κοινοποίηση για κάθε χορηγούμενη άδεια λειτουργίας και δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στο δικτυακό της τόπο κατάλογο των αδειοδοτημένων εταιριών διαχείρισης.».

(2)

Στο άρθρο 7, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος ▐:

«6.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου :

(α)

να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση αδειοδότησης μιας εταιρίας διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,

(β)

να διευκρινίσει τις απαιτήσεις που διέπουν την εταιρία διαχείρισης βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2 και τις πληροφορίες για την προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 2 κοινοποίηση,

(γ)

νια διευκρινίσει τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως προβλέπουν το άρθρο 8, παράγραφος 1, το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 της παρούσας οδηγίας.

Η Αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στα εδάφια α) και β) το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στα στοιχεία (α), (β) και (γ) σε συμφωνία με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα μορφότυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή παροχής των πληροφοριών που προβλέπονται στα στοιχεία (α) και (β) του πρώτου εδαφίου.

Η Αρχή υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο σε συμφωνία με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 .».

(2a)

Το άρθρο 9 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και την Επιτροπή σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΟΣΕΚΑ κατά τη διάθεση των μεριδίων τους σε οποιαδήποτε τρίτη χώρα.

Η Επιτροπή εξετάζει τις δυσκολίες αυτές το ταχύτερο δυνατόν προκειμένου να εξεύρει την κατάλληλη λύση. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών την επικουρεί στη διεκπεραίωση αυτού του έργου.».

(2β)

Στο άρθρο 11, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.     Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων ώστε να εκπονήσει έναν εξανλτητικό κατάλογο των πληροφοριών που, όπως προβλέπει το παρόν άρθρο, σε ό,τι αφορά το άρθρο 10β, παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, πρέπει να περιλαμβάνονται από τους υποψήφιους αγοραστές μεριδίων συμμετοχής στις κοινοποιήσεις τους, με την επιφύλαξη του άρθρου 10α, παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο σε συμφωνία με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα μορφότυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβούλευση μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο σε σχέση με το άρθρο 10, παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(2γ)

Το άρθρο 12 παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει, έως την 1η Ιουλίου 2010, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα που προσδιορίζουν τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α), καθώς επίσης τις δομές και τις οργανωτικές ρυθμίσεις για την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β).».

(β)

Το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

(3)

Στο άρθρο 12, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τις διαδικασίες, τις διευθετήσεις, τις δομές και τις οργανωτικές απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 .».

(3a)

Το άρθρο 14 παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στο πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα με σκοπό να διασφαλισθεί ότι η εταιρεία διαχείρισης εκπληρώνει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, και ιδίως:».

(β)

Το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

(4)

Στο άρθρο 14, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 3:

«3.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή όσον αφορά τα κριτήρια, τις αρχές και τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της δεύτερης παραγράφου .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 .».

(4a)

Στο άρθρο 17, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«10.     . Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3, 8 και 9.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνωνπου αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα μορφότυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 9.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(4β)

Στο άρθρο 18, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4a.     Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, και 4.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα μορφότυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 4.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(4γ)

Στο άρθρο 20, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4a.     Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου μπορεί να / θα καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση ανάληψης της διαχείρισης ενός ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος.

Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …./2010 [ΕΑΤ]».

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα μορφότυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβίβαση αυτών των πληροφοριών.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(5)

Στο άρθρο 27 παράγραφος 7, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Πριν από την εφαρμογή της διαδικασίας των παραγράφων 3, 4 ή 5, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής της εταιρίας διαχείρισης, μπορούν, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων των επενδυτών και των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες. Η Επιτροπή, η ΕΑΚΑΑ και οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων άλλων κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο για τα μέτρα αυτά.».

(5a)

Στο άρθρο 21 παράγραφος 7, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος οφείλει να τροποποιήσει ή να καταργήσει αυτά τα μέτρα, με την επιφύλαξη των εξουσιών της ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]».

(5β)

Στο άρθρο 21 παράγραφος 9 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.     Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και την Επιτροπή για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες αρνήθηκαν τη χορήγηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 17 ή απέρριψαν μια αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 20 και για τα μέτρα που έλαβαν σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.».

(5γ)

Το άρθρο 23 παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνει ο θεματοφύλακας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του, όσον αφορά έναν ΟΣΕΚΑ που τελεί υπό τη διαχείριση εταιρείας διαχείρισης που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στην τυποποιημένη συμφωνία που χρησιμοποιεί ο θεματοφύλακας και η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 5.».

(β)

Το άρθρο 23 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

6.

Στο άρθρο 29, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι :

«5.   Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει:

(α)

τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση αδειοδότησης της επιχείρισης επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων, και

(β)

τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως προβλέπονται στο άρθρο 29, παράγραφος 1), στοιχείο γ).

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.

6.     Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα μορφότυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 5.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(6a)

Το άρθρο 32 παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και στην Επιτροπή τα στοιχεία των εταιρειών επενδύσεων οι οποίες απολαύουν των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 4 και 5.».

(6β)

Το άρθρο 33 παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Η Επιτροπή μπορεί θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνει ο θεματοφύλακας προς εκπλήρωση των καθηκόντων του, όσον αφορά έναν ΟΣΕΚΑ που τελεί υπό τη διαχείριση εταιρείας διαχείρισης που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στην τυποποιημένη συμφωνία που χρησιμοποιεί ο θεματοφύλακας και η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 5.».

(β)

Το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

(6γ)

Το άρθρο 43 παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα στα οποία να καθορίζονται λεπτομερώς το περιεχόμενο, το μορφότυπο και ο τρόπος παροχής των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3.».

(β)

Το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

(7)

Στο άρθρο 43, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 6:

«6.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με το περιεχόμενο, τον μορφότυπο και τη μέθοδο διαβίβασης των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(8)

Στο άρθρο 50, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.    Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού στις οποίες μπορεί να επενδύσει ένας ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με το παρόν άρθρο και σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή σχετικά με αυτές τις διατάξεις .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(9)

Το άρθρο 51 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στην πρώτη παράγραφο προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι αρμόδιες εθνικές αρχές μεριμνούν ώστε όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει της προηγούμενης παραγράφου συγκεντρωτικά για όλες τις εταιρίες διαχείρισης ή επενδύσεων που αυτές εποπτεύουν, είναι διαθέσιμες για την ΕΑΚΑΑ και την ΕΣΣΚ για το σκοπό της παρακολούθησης των συστημικών κινδύνων σε επίπεδο Ένωσης.».

(β)

η τέταρτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 116, η Επιτροπή θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται τα εξής:

(α)

κριτήρια για την αξιολόγηση της επάρκειας της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει η εταιρεία διαχείρισης, σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο·

(β)

λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά την ακριβή και ανεξάρτητη αξιολόγηση της αξίας των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων· και

(γ)

λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά το περιεχόμενο και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης.».

(γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τα κριτήρια και τους κανόνες που αναφέρονται στα στοιχεία α, β και γ της παραγράφου 4.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(9a)

Στο άρθρο 52 παράγραφος 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη αποστέλλουν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών τον κατάλογο των κατηγοριών ομολογιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και των κατηγοριών εκδοτών οι οποίοι, σύμφωνα με τους νόμους και τα καθεστώτα ελέγχου που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο, είναι εξουσιοδοτημένοι να εκδίδουν ομολογίες που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του παρόντος άρθρου. Στους καταλόγους αυτούς επισυνάπτεται σημείωμα που διευκρινίζει το καθεστώς των παρεχόμενων εγγυήσεων. Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διαβιβάζουν αμέσως αυτές τις πληροφορίες στα άλλα κράτη μέλη, μαζί με οποιαδήποτε σχόλια κρίνουν απαραίτητα και δημοσιοποιούν για το κοινό τις πληροφορίες αυτές από το δικτυακό τους τόπο. Οι κοινοποιήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγής απόψεων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών του άρθρου 112 παράγραφος 1.».

(10)

Το άρθρο 60 τροποποιείται ως εξής:

(α)

στην παράγραφο 6:

(i)

Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται:»

(ii)

το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται.

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τη συμφωνία, τα μέτρα και τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6 στοιχεία α), β) και γ).

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010. ».

(11)

Το άρθρο 61 τροποποιείται ως εξής :

(α)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Η Επιτροπή θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται περαιτέρω τα εξής:

(α)

τα στοιχεία που χρειάζεται να περιλαμβάνονται στη συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1· και

(β)

τα είδη των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 παρατυπιών που θεωρείται ότι έχουν αρνητικό αντίκτυπο στον τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ.».

(β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τη συμφωνία , τα μέτρα και τους τύπους παρατυπιών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 3.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010. ».

(11α)

Το άρθρο 62 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα, στα οποία καθορίζεται το περιεχόμενο της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο.».

(11β)

Το άρθρο 64 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται:

(α)

το μορφότυπο και ο τρόπος παροχής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1· ή

(β)

εάν ο τροφοδοτικός ΟΣΕΚΑ μεταβιβάζει το σύνολο ή μέρη του ενεργητικού του στον κύριο ΟΣΕΚΑ με αντάλλαγμα μερίδια, η διαδικασία για την αποτίμηση και τον έλεγχο αυτής της εισφοράς σε είδος, και ο ρόλος του θεματοφύλακα του τροφοδοτικού ΟΣΕΚΑ σε αυτή τη διαδικασία.».

(12)

Στο άρθρο 64, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τα στοιχεία και τη διαδικασία που αναφέρονται στα σημεία α) και β) της παραγράφου 4.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010. ».

(13)

Στο άρθρο 69, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.    Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν το περιεχόμενο του ενημερωτικού δελτίου, της ετήσιας έκθεσης και της εξαμηνιαίας έκθεσης όπως προβλέπεται στο παράρτημα 1, καθώς και τον μορφότυπο των εν λόγω εγγράφων.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 .».

(13α)

Το άρθρο 75 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα τα οποία καθορίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν το ενημερωτικό δελτίο διατίθεται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού ή μέσω Διαδικτύου, το οποίο δεν αποτελεί σταθερό μέσο.».

(13β)

Το άρθρο 78, παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται τα εξής:

(α)

το λεπτομερές και αναλυτικό περιεχόμενο των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές, όπως αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4·

(β)

το λεπτομερές και αναλυτικό περιεχόμενο των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές στις ακόλουθες ειδικές περιπτώσεις:

(i)

για τους ΟΣΕΚΑ που έχουν διαφορετικά επενδυτικά τμήματα, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε συγκεκριμένο επενδυτικό τμήμα, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου μεταφοράς από ένα επενδυτικό τμήμα σε άλλο, καθώς και του σχετικού κόστους·

(ii)

για τους ΟΣΕΚΑ που προσφέρουν διαφορετικές κατηγορίες μετοχών, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε συγκεκριμένη κατηγορία μετοχών·

(iii)

για τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε άλλα αμοιβαία κεφάλαια (“κεφάλαια κεφαλαίων/fund of funds”), των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε έναν ΟΣΕΚΑ που ο ίδιος επενδύει σε άλλους ΟΣΕΚΑ ή άλλους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο ε)·

(iv)

για τις δομές κύριου-τροφοδοτικού, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές οι οποίοι εγγράφονται σε έναν τροφοδοτικό ΟΣΕΚΑ· και

(v)

για τους δομημένους ΟΣΕΚΑ προστατευμένου κεφαλαίου και άλλους συγκρίσιμους ΟΣΕΚΑ, των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές σε σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τέτοιων ΟΣΕΚΑ· και

(γ)

οι ειδικές λεπτομέρειες του μορφότυπου και της παρουσίασης των βασικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους επενδυτές, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 5.».

(14)

Στο άρθρο 78, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 8:

«8.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θεσπίζει η Επιτροπή σχετικά με τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010. ».

(14α)

Το άρθρο 81 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα τα οποία καθορίζουν τις ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές δίδονται με άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού ή μέσω Διαδικτύου, το οποίο δεν αποτελεί σταθερό μέσο.».

(14β)

Στο άρθρο 83 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.     Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τις περί δανεισμού απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010.».

(15)

Στο άρθρο 84, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.    Για να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια κανονιστικών κανόνων προκειμένου να διευκρινίσει τους όρους που πρέπει να πληρούνται από τους ΟΣΕΚΑ μετά την έγκριση της προσωρινής αναστολής της εξαγοράς ή της εξόφλησης των ΟΣΕΚΑ όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), μετά τη λήψη της απόφασης αναστολής.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7δ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 .».

(15a)

Το άρθρο 95, παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

«1.     Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β, μέτρα στα οποία καθορίζονται:

(α)

η έκταση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 3·

(β)

η διευκόλυνση της πρόσβασης των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών υποδοχής των ΟΣΕΚΑ στις πληροφορίες ή/και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 93 παράγραφοι 1, 2 και 3, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 7.»

16.

Στο άρθρο 95, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του άρθρου 93, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει ▐:

(α)

τη μορφή και το περιεχόμενο ενός υποδείγματος επιστολής κοινοποίησης, προς χρήση από τους ΟΣΕΚΑ για τους σκοπούς της κοινοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 93 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων οδηγιών για την εξακρίβωση των αντιστοιχούντων τμημάτων του πρωτοτύπου και της μετάφρασης·

(β)

τη μορφή και το περιεχόμενο ενός υποδείγματος βεβαίωσης, προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 3·

(γ)

τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και τη χρήση ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ αρμοδίων αρχών, για τους σκοπούς της κοινοποίησης βάσει των διατάξεων του άρθρου 93.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010. ».

(16α)

Το άρθρο 97 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες να ασκούν τα καθήκοντα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και την Επιτροπή σχετικά και καθορίζουν τον ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.».

(16β)

Στο άρθρο 101, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2a.     Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σε συμφωνία με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της, σε συμφωνία με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(17)

Στο άρθρο 101, οι παράγραφοι 8 και 9 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θέσουν υπόψη της ΕΑΚΑΑ τις περιπτώσεις στις οποίες αίτημα:

(α)

για την ανταλλαγή πληροφοριών όπως προβλέπεται στο άρθρο 109 απορρίφθηκε ή δεν δόθηκε σε αυτό η απαιτούμενη συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

(β)

για τη διεξαγωγή έρευνας ή επιτόπιας επαλήθευσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 110 απορρίφθηκε ή δεν δόθηκε σε αυτό η απαιτούμενη συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος· ή

(γ)

χορήγησης άδειας στους υπαλλήλους τους να συνοδεύσουν εκείνους της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους απορρίφθηκε ή δεν δόθηκε σε αυτό η απαιτούμενη συνέχεια εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, σε αυτές τις περιπτώσεις η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργεί βάσει των εξουσιών που της αναθέτει το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], με την επιφύλαξη των δυνατοτήτων άρνησης ενέργειας σε αίτημα παροχής πληροφοριών ή σε έρευνα προβλεπόμενη στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού σε αυτές τις περιπτώσεις.

9.   Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων προκειμένου να θεσπίζει κοινές διαδικασίες για τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών στη διενέργεια επιτόπιων επαληθεύσεων και ερευνών όπως αναφέρεται στις παραγράφους 4 και 5.

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(18)

Το άρθρο 102 τροποποιείται ως εξής:

(α)

Στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες βάσει της παρούσας οδηγίας ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης που ισχύει για τους ΟΣΕΚΑ ή τις επιχειρήσεις που συμβάλλουν στη δραστηριότητά τους ή να διαβιβάζουν τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 ή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Οι εν λόγω πληροφορίες υπόκεινται στους όρους του επαγγελματικού απορρήτου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου .».

(β)

στην παράγραφο 5 προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ▐:

«(δ)

η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου , η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και το ΕΣΣΚ .».

(18α)

Το άρθρο 103 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην ΕΑΚΑΑ, στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών οι οποίες μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες δυνάμει της παραγράφου 1.».

(18β)

Το άρθρο 103, παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην ΕΑΚΑΑ, στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών ή των οργάνων που μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες βάσει της παραγράφου 4.».

(19)

Το άρθρο 105 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 105

Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια τεχνικών κανόνων προκειμένου να καθορίσει τους όρους εφαρμογής σχετικά με τις διαδικασίες ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών και μεταξύ των αρμοδίων αρχών και της ΕΑΚΑΑ .

Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 7ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].».

(20)

Στο άρθρο 108 παράγραφος 5, το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«(β)

εφόσον απαιτείται παραπέμπουν το θέμα στην ΕΑΚΑΑ , η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών ενημερώνονται αμέσως σχετικά με κάθε μέτρο που λαμβάνεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στοιχείο α).»:

(20α)

Ο τίτλος του κεφαλαίου XIII αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:

(20β)

Το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 111

Η Επιτροπή επιφέρει στην παρούσα οδηγία τεχνικές τροποποιήσεις στους ακόλουθους τομείς:

(α)

αποσαφήνιση των ορισμών, ώστε να διασφαλίζεται συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε όλη την Ένωση· ή

(β)

ευθυγράμμιση της ορολογίας και αναδιατύπωση των ορισμών σε συνάρτηση με μεταγενέστερες πράξεις για τους ΟΣΕΚΑ και για συναφή θέματα.

Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 112, 112α και 112β.»:

(20γ)

Το άρθρο 112 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 112

1.     Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής.

2.     Η εξουσία έγκρισης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά την έννοια των άρθρων 12, 14, 23, 33, 43, 51, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 95 και 111, μεταβιβάζεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση για τις μεταβιβασμένες εξουσίες το αργότερο έξη μήνες πριν από το τέλος της τετραετίας. Η μεταβίβαση εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός κι αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν βάσει του άρθρου 64γ.

2a.     Μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2β.     Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση μεταβιβάζεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 112α και 112β.

3.     Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.».

(20δ)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 112α

Ανάκληση της μεταβίβασης εξουσιών

1.     Η μεταβίβαση εξουσιών που αναφέρεται στα άρθρα 12, 14, 23, 33, 43, 51, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 95 και 111 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Το όργανο που ξεκινάει εσωτερική διαδικασία για να αποφασίσει κατά πόσον θα ανακαλέσει ή όχι τη μεταβίβαση εξουσιών, θα φροντίσει να ενημερώσει το έτερο όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, προσδιορίζοντας τις μεταβιβασμένες εξουσίες που ενδέχεται να ανακληθούν.

3.     Η απόφαση ανάκλησης θέτει τέλος στην μεταβίβαση των εξουσιών που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 112β

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να αντιταχθούν σε πράξη κατ' εξουσιοδότηση εντός τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίησης. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, αυτή η περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.     Εάν, με την εκπνοή αυτής της περιόδου, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε και το Συμβούλιο έχουν αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν.

Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την εκπνοή της περιόδου αυτής, εάν αμφότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην αντιταχθούν.

3.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν σε μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, το όργανο που αντιτάχθηκε οφείλει να αναφέρει τους λόγους που αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.».

Άρθρο 11a

Αναθεώρηση

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014 έκθεση που διευκρινίζει κατά πόσον η ΕΑΚΑΑ έχει υποβάλει το σχέδιο τεχνικών κανόνων που προβλέπει η παρούσα οδηγία, κατά πόσον η υποβολή είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, με κάθε ενδεδειγμένη πρόταση.

Άρθρο 12

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2010. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0163/2010).

(2)  Πολιτικές τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

(3)  Γνώμη της 18ης Μαρτίου 2010 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ….

(5)  COM(2009)0114.

(6)  COM(2009)0252.

(7)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 145, 30.4.2004, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 345, 31.12.2003, σ. 64.

(10)   ΕΕ L 166, 11.06.1998, σ. 45.

(11)   ΕΕ L 235, 23.09.2003, σ. 10.

(12)  ΕΕ L 166, 11.6.1998, σ. 45.

(13)  ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 96, 12.4.2003, σ. 16.

(15)  ΕΕ L 235, 23.9.2003, σ. 10.

(16)  ΕΕ L 390, 31.12.2004, σ. 38.

(17)  ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 15.

(18)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 1.

(19)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 201.

(20)   ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 32.

(21)  ΕΕ L».

(22)  ΕΕ L».

(23)  ΕΕ L 222, 14.8.1978, σ. 11.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/267


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών ***I

P7_TA(2010)0270

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (COM(2009)0503 – C7-0167/2009 – 2009/0144(COD))

2011/C 351 E/36

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Η πρόταση τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010 ως ακολούθως (1):

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (2)

στην πρόταση της Επιτροπής για

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (5),

ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (6),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007/2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εθνικά εποπτικά μοντέλα υπερκεράστηκαν από την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στον τομέα της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνέπειας εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(1α)

Πολύ πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητούσε ήδη σε τακτική βάση την ενίσχυση της πραγματικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερομένους σε επίπεδο Ένωσης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα σημαντικές αδυναμίες στην από την Ένωση εποπτεία των ολοένα και πιο ολοκληρωμένων χρηματοπιστωτικών αγορών (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής - Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: Σχέδιο δράσης (7), της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (8), της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) – Λευκή Βίβλος (9), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (10), της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (11), της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Solvency II) (12) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (13)),

(2)

Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, έκθεση που δημοσιεύθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. de Larosière (έκθεση de Larosière) , την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο. Η έκθεση συνιστούσε ▐ μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ένωση . Η εν λόγω ομάδα ειδικών συμπέρανε επίσης ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον τραπεζικό τομέα , μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων και μία για τον τομέα των κινητών αξιών, καθώς και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Οι συστάσεις της έκθεσης αντιπροσώπευαν το χαμηλότερο επίπεδο αλλαγής που οι ειδικοί έκριναν αναγκαίο για να αποσοβηθεί μια παρόμοια κρίση στο μέλλον.

(3)

▐ Στην ανακοίνωσή της τής 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) , ενώ στην ανακοίνωσή της τής 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου αλλά δεν περιέλαβε όλες τις συστάσεις της έκθεσης de Larosière .

(4)

Στα συμπεράσματά του της 19 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων και η εκπόνηση ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλους τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές της ενιαίας αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (η Αρχή) θα πρέπει επίσης να ασκεί εποπτεία στα κεντρικά μητρώα συναλλαγών. Καλείται η Επιτροπή να προτείνει λύση για την ανάθεση στην Αρχή της εποπτείας των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, που θα έχει ως πρότυπο τη λύση που προτείνει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (14).

(4α)

Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) της 16ης Απριλίου 2010, με τίτλο «Δίκαιη και ουσιαστική συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα», η οποία συντάχθηκε μετά από αίτημα της G20 κατά τη σύνοδο κορυφής του Πίτσμπουργκ, ανέφερε ότι «το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των αποτυχιών του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να συγκρατηθεί και να καλυφθεί από μια συνεισφορά χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (FSC), συνδεόμενη με έναν αξιόπιστο και αποτελεσματικό μηχανισμό εξυγίανσης. Αν οριστούν με τον κατάλληλο τρόπο, οι μηχανισμοί εξυγίανσης θα αποτρέψουν μελλοντικά τις καταστάσεις όπου οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να διασώζουν ιδρύματα που είναι πολύ σημαντικά, πολύ μεγάλα ή πολύ διασυνδεδεμένα για να χρεοκοπήσουν».

(4β)

Στην ανακοίνωσή της τής 3ης Μαρτίου 2010 με τίτλο «Ευρώπη 2020», η Επιτροπή δήλωσε επίσης ότι μια σημαντική προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα θα ήταν «να προλαμβάνουμε αποτελεσματικότερα και, εφόσον χρειαστεί, να διαχειριζόμαστε καλύτερα πιθανές χρηματοπιστωτικές κρίσεις και - λαμβάνοντας υπόψη την ειδική ευθύνη του χρηματοπιστωτικού τομέα στην παρούσα κρίση – να φροντίσουμε για κατάλληλες συνεισφορές από τον χρηματοπιστωτικό τομέα».

(4γ)

Στις 25 Μαρτίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όρισε σαφώς ότι «πρόοδος απαιτείται ιδιαιτέρως σε ζητήματα όπως … συστημικά ιδρύματα, χρηματοδότηση μέσων διαχείρισης της κρίσης».

(4δ)

Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διατύπωσε τελικά την άποψη ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να εισαγάγουν συστήματα εισφορών επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να εξασφαλιστεί ισότιμη κατανομή των βαρών και να θεσπισθούν κίνητρα για τον έλεγχο του συστημικού κινδύνου. Οι εισφορές αυτές θα πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα αξιόπιστο πλαίσιο εξυγίανσης.»

(5)

Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, συνεπώς, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας απόσβεσης των κραδασμών των οικονομιών.

(6)

Η Ένωση έχει αγγίξει τα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ▐. Η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση όπου δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά ιδρύματα· όπου δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών· όπου για κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· όπου συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως αντίδραση σε ευρωπαϊκά προβλήματα, όπου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Σκοπός του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ) πρέπει να είναι η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και η δημιουργία συστήματος ευθυγραμμισμένου προς το στόχο για σταθερή και ενιαία ενωσιακή χρηματοπιστωτική αγορά στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές δημιουργώντας ένα ισχυρό ενωσιακό δίκτυο.

(7)

Το ΕΣΧΕ πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο δίκτυο εθνικών εποπτικών αρχών και εποπτικών αρχών της Ένωσης, το οποίο να αφήνει την απλή καθημερινή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο εθνικό επίπεδο ▐. Η Αρχή πρέπει να κατέχει ηγετικό ρόλο στα σώματα των εποπτών κατά την εποπτεία των διασυνοριακών συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και πρέπει να καθορισθούν για αυτά σαφείς κανόνες εποπτείας. Η Αρχή πρέπει να δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές που μπορεί να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο στον βαθμό που αυτά ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, όταν μια εθνική αρχή έχει αποτύχει στην άσκηση των εξουσιών της. Επίσης πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις αγορές σε ολόκληρη την Ένωση . Εκτός από την Αρχή , πρέπει να συσταθούν μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), καθώς και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή). Ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου πρέπει να αποτελεί τμήμα του ΕΣΧΕ.

(8)

Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή πρέπει να αντικαταστήσει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/78/ΕΚ (15) της Επιτροπής, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/79/ΕΚ (16) της Επιτροπής και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών, που συστάθηκε από την απόφαση αριθ. 2009/77/ΕΚ (17) της Επιτροπής, και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης των τρεχουσών εργασιών και σχεδίων, εφόσον απαιτείται . Πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Αρχής ▐. Εάν απαιτείται για λόγους θεσμικούς και στο πλαίσιο των ευθυνών που της ανατίθενται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) , η Επιτροπή πρέπει επίσης να συμμετέχει στο δίκτυο των εποπτικών δραστηριοτήτων.

(9)

Η ▐ Αρχή ▐ πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, και συγκεκριμένα με την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών και τη διαφορετική φύση των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές . Η Αρχή πρέπει να προστατεύει τις δημόσιες αξίες όπως είναι η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η διαφάνεια των αγορών και των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και η προστασία των καταθετών και των επενδυτών. Η Αρχή θα πρέπει επίσης να αποτρέπει το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού καθώς και να ενισχύει τον διεθνή εποπτικό συντονισμό, προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, συμπεριλαμβανομένων των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές κι άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της θα πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ στους τομείς της ρύθμισης και της εποπτείας των κινητών αξιών και αγορών, καθώς επίσης και σε σχετικά ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης και χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Πρέπει επίσης να ανατεθεί στην Αρχή γενική εποπτική ευθύνη για τα υφιστάμενα και νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα / κατηγορίες συναλλαγών.

(9α)

Η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων της για τον ανταγωνισμό και την καινοτομία εντός της εσωτερικής αγοράς, τη σφαιρική ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, τη χρηματοπιστωτική ένταξη καθώς και τη νέα στρατηγική της Ένωσης για θέσεις εργασίας και οικονομική ανάπτυξη.

(9β)

Προκειμένου να μπορέσει να εκπληρώσει τους στόχους της, η Αρχή θα πρέπει να διαθέτει νομική προσωπικότητα καθώς και διοικητική και οικονομική αυτονομία. Στην Αρχή πρέπει να δοθούν «αρμοδιότητες που θα της επιτρέπουν να ελέγχει τη συμμόρφωση προς τους νόμους, ιδίως εκείνους που σχετίζονται με τον συστημικό κίνδυνο και τους διασυνοριακούς κινδύνους» (Επιτροπή της Βασιλείας για την εποπτεία των τραπεζών).

(9γ)

Οι διεθνείς αρχές (ΔΝΤ, ΣΧΣ, ΤΔΔ) όρισαν το συστημικό κίνδυνο ως «κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που (i) προκαλείται από ελλείψεις του συνόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή μέρους αυτού και (ii) δύναται να προκαλέσει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Όλες οι κατηγορίες χρηματοπιστωτικών ενδιαμέσων, αγορών και υποδομών μπορεί σε κάποιο βαθμό να είναι δυνητικά σημαντικές όσον αφορά το συστημικό κίνδυνο».

(9δ)

Σύμφωνα με τα ανωτέρω θεσμικά όργανα ο διασυνοριακός κίνδυνος περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους που προκαλούνται από οικονομικές ανισορροπίες ή αστοχίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ολόκληρη την Ένωση ή σε μέρη της οι οποίοι ενδέχεται να έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τις συναλλαγές μεταξύ οικονομικών παραγόντων δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή για τα δημόσια οικονομικά της Ένωσης ή οποιουδήποτε κράτους μέλους της.

(10)

Στην απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 ▐ (Ηνωμένο Βασίλειο/Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι : «από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 ΕΚ [τώρα άρθρο 114 ΣΛΕΕ] δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης» (18) . Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής – παροχή βοήθειας στις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης και συμβολή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση – συνδέονται στενά με τους στόχους του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ .

(11)

Οι νομικές πράξεις που ορίζουν τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή, είναι οι εξής: η οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (19), οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, (20) οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (21), οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2002 για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (22), οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (23), οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003 για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς) (24), οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/EK (25), οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (26), οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (27), οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2004 για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (28), οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (29), οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (30), οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (31), με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών όσον αφορά την προληπτική εποπτεία, οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (32), οδηγία … (μελλοντική οδηγία ΔΟΕΕ), και κανονισμός … (μελλοντικός κανονισμός σχετικά με τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας), συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων της Επιτροπής που βασίζονται στις παραπάνω πράξεις, και κάθε άλλης κοινοτικής νομοθετικής πράξης που αναθέτει καθήκοντα στην Αρχή.

(12)

Ο όρος «συμμετέχων στη χρηματοπιστωτική αγορά » πρέπει να καλύπτει ένα ευρύ φάσμα συμμετεχόντων που υπόκεινται στην κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτόν. Μπορεί να περιλαμβάνει τόσο νομικά πρόσωπα όσο και άτομα. Μπορεί π.χ. να περιλαμβάνει εταιρείες επενδύσεων, ΟΣΕΚΑ και τις εταιρείες διαχείρισής τους, διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, παράγοντες της αγοράς, γραφεία συμψηφισμού, συστήματα διακανονισμού, οίκους διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας, εκδότες, προσφέροντες, επενδυτές, άτομα που ελέγχουν ή έχουν μερίδιο σε συμμετέχοντες, άτομα που συμμετέχουν στη διαχείριση των συμμετεχόντων καθώς και άλλα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται μια απαίτηση της νομοθεσίας. Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ασφαλιστικές εταιρείες εφόσον επιδίδονται σε δραστηριότητες που καλύπτονται από την κοινοτική νομοθεσία στον τομέα αυτό. Οι αρμόδιες αρχές στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες καθώς επίσης και η Επιτροπή δεν εμπίπτουν στο πεδίο του ορισμού αυτού.

(13)

Είναι επιθυμητό η Αρχή να προωθεί συνεκτική προσέγγιση στον τομέα των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών, προκειμένου να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και δίκαιη αντιμετώπιση των επενδυτών σε όλη την Ένωση . Επειδή τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών υπόκεινται σε επιτήρηση στα οικεία κράτη μέλη και όχι σε ρυθμιστική εποπτεία, είναι σκόπιμο η Αρχή να μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με το ίδιο το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών και τον υπεύθυνο φορέα του ▐. Ο ρόλος της Αρχής πρέπει να αναθεωρηθεί μετά την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης των Επενδύσεων.

(14)

Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και επαρκής προστασία των καταθετών , των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς καθοριζόμενους από το δίκαιο της Ένωσης , η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, οι οποίοι δεν αφορούν επιλογές πολιτικής. Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ , προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ. ▐

(15)

Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων για να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ. Τα σχέδια αυτά πρέπει να υπόκεινται σε τροποποίηση μόνο σε πολύ περιορισμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η Αρχή είναι αυτή που βρίσκεται σε στενή επαφή με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και λαμβανομένης υπόψη της καθημερινής εργασίας τους. Υπόκεινται σε τροποποίηση, για παράδειγμα, εάν τα σχέδια ρυθμιστικών κανόνων είναι ασυμβίβαστα με το δίκαιο της Ένωσης, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες όπως αυτές αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της ενωσιακής νομοθεσίας στον εν λόγω τομέα. Η Επιτροπή δεν θα πρέπει να τροποποιεί το περιεχόμενο των τεχνικών κανόνων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή. Για να εξασφαλίσει ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των κανόνων αυτών, η Επιτροπή πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό όσον αφορά την εγκριτική της απόφαση.

(15α)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να έχει εξουσία να εφαρμόζει νομικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ.

(15β)

Οι ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες και οι τεχνικοί κανόνες εφαρμογής πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, π.χ. οι απαιτήσεις των εν λόγω κανόνων πρέπει να είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας των σχετικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

(16)

Σε τομείς που δεν καλύπτονται από ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει ▐ κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης . Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όταν οι εθνικές αρχές δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν τους σχετικούς λόγους δημοσίως , προκειμένου να εξασφαλίζεται πλήρης διαφάνεια έναντι των συμμετεχόντων στην αγορά .

(17)

Η εξασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για την εξασφάλιση ουδέτερων όρων ανταγωνισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ένωση . Επομένως, πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις μη εφαρμογής ή εσφαλμένης ▐ εφαρμογής που αποτελούν κατά συνέπεια παραβίαση του ενωσιακού δικαίου . Ο μηχανισμός αυτός πρέπει να αφορά τομείς όπου η κοινοτική νομοθεσία ορίζει σαφείς και άνευ όρων υποχρεώσεις.

(18)

Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Σε πρώτο επίπεδο, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την ενδεχόμενη εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του κοινοτικού δικαίου από τις εθνικές αρχές κατά την εποπτική πρακτική τους και να ολοκληρώνει την έρευνα με ▐ σύσταση. Εάν η αρμόδια εθνική αρχή δεν ακολουθήσει τη σύσταση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει επίσημη γνώμη στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχής, και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία.

(19)

Αν η εθνική αρχή δεν συμμορφωθεί με τη σύσταση εντός προθεσμίας οριζόμενης από την Αρχή, η Αρχή πρέπει ▐ να απευθύνει άνευ χρονοτριβής απόφαση προς την οικεία εθνική εποπτική αρχή, προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο, δημιουργώντας άμεσα νομικά αποτελέσματα, των οποίων είναι δυνατή η επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και αρχών και η επιβολή σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ .

(20)

Για την υπέρβαση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την επίσημη γνώμη που της απευθύνεται και στις οποίες το ενωσιακό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δυνάμει ισχυόντων ή μελλοντικών κανονισμών της ΕΕ (33). Από την άποψη αυτή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναμένουν την εφαρμογή του προγράμματος της Επιτροπής για το 2010 και συγκεκριμένα σ' ό, τι αφορά την πρόταση σχετικά με τη μεταρρύθμιση της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(21)

Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε επίπεδο Ένωσης . Επομένως, η Αρχή πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Δεδομένης της ευαίσθητης φύσης του θέματος, την εξουσία για να ορισθεί ότι υφίσταται κατάσταση έκτακτης ανάγκης πρέπει να ασκεί η Επιτροπή με δική της πρωτοβουλία ή μετά από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου , του ΕΣΣΚ ή της Αρχής . Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το ΕΣΣΚ ή η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (ΕΕΑ) θεωρήσουν ότι η επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, έρχονται σε επαφή με την Επιτροπή. Κατά τη διαδικασία αυτή, είναι υψίστης σημασίας η διασφάλιση εμπιστευτικότητας. Εάν η Επιτροπή ορίσει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(22)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να ρυθμίζει διαφωνίες μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, η Αρχή μπορεί να ζητά από τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να αποφύγουν την ανάληψη ενεργειών προκειμένου να διευθετηθεί το ζήτημα και να εξασφαλιστεί συμμόρφωση προς την ενωσιακή νομοθεσία, με δεσμευτικές επιπτώσεις για τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές. Σε περίπτωση παράλειψης των οικείων εθνικών εποπτικών αρχών, η Αρχή θα έχει την εξουσία να εκδώσει, ως έσχατη λύση, αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τομείς του ενωσιακού δικαίου οι οποίοι ισχύουν άμεσα γι’ αυτά.

(22α)

Η κρίση απέδειξε ότι η απλή συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών των οποίων η περιοχή αρμοδιότητας τελειώνει στα εθνικά σύνορα είναι σαφώς ακατάλληλη για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά.

(22β)

Επιπλέον, «οι σημερινές διευθετήσεις, που συνδυάζουν κλαδικά δικαιώματα διαβατηρίου, εποπτεία από τη χώρα καταγωγής και αμιγώς εθνική ασφάλιση καταθέσεων, δεν αποτελούν υγιή βάση για τη μελλοντική ρύθμιση και εποπτεία των ευρωπαϊκών διασυνοριακών τραπεζών λιανικής» (έκθεση Turner).

(22γ)

Όπως καταλήγει η έκθεση Turner, «υγιέστερες διευθετήσεις απαιτούν είτε αυξημένες εθνικές εξουσίες, πράγμα που συνεπάγεται μια λιγότερο ανοιχτή ενιαία αγορά, είτε μεγαλύτερο βαθμό ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».

(22δ)

Η «εθνική» λύση συνεπάγεται να δοθεί στη χώρα υποδοχής το δικαίωμα να υποχρεώσει τα ξένα ιδρύματα να ενεργούν μόνο μέσω θυγατρικών και όχι μέσω υποκαταστημάτων, καθώς και να επιβλέπει το κεφάλαιο και τη ρευστότητα των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στη χώρα αυτή, πράγμα που θα σήμαινε περισσότερο προστατευτισμό.

(22ε)

Η «ευρωπαϊκή» λύση ζητεί την ενδυνάμωση της Αρχής στο Σώμα Εποπτών και την ενίσχυση της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αποτελούν συστημικό κίνδυνο.

(23)

Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή πρέπει να ενεργεί ως επικεφαλής και να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών στα σώματα και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης . Όπως αναφέρει η έκθεση de Larosière, «οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και το ρυθμιστικό αρμπιτράζ που προκύπτουν από τις αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πρέπει να αποφεύγονται, επειδή μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα – μεταξύ άλλων ενθαρρύνοντας μια μετατόπιση χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας προς τις χώρες με χαλαρή εποπτεία. Το εποπτικό σύστημα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δίκαιο και ισορροπημένο».

(23α)

Η Αρχή και οι εθνικοί επόπτες πρέπει να ενισχύσουν την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που πληρούν τα κριτήρια συστημικού κινδύνου στο βαθμό που αυτά μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και να βλάψουν την πραγματική οικονομία.

(23β)

Τα κριτήρια συστημικού κινδύνου πρέπει να προσδιοριστούν, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα και ιδίως τα πρότυπα που έχουν θεσπίσει το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Διεθνής Ένωση Αρχών Ασφαλιστικής Εποπτείας και η G20. Η αλληλοσύνδεση, η δυνατότητα υποκατάστασης και ο χρόνος είναι τα πλέον κοινόχρηστα κριτήρια για τον προσδιορισμό των συστημικών κινδύνων.

(23γ)

Πρέπει να προβλεφθεί ένα πλαίσιο για την εξυγίανση των ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα με σκοπό τη σταθεροποίηση και εκκαθάρισή τους καθώς «έχει αποδειχθεί με σαφή τρόπο ότι σε περίοδο τραπεζικής κρίσης είναι υψηλοί οι κίνδυνοι για την κυβέρνηση και την κοινωνία γενικότερα διότι μια τέτοια κατάσταση έχει τη δυνατότητα να διακυβεύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία» (έκθεση Larosière). Η Επιτροπή πρέπει να διατυπώσει κατάλληλες προτάσεις για την θέσπιση ενός νέου πλαισίου διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα κύρια στοιχεία διαχείριση μιας κρίσης είναι ένα κοινό σύνολο κανόνων και μηχανισμών χρηματοπιστωτικής εξυγίανσης (εκτέλεση και χρηματοδότηση προς αντιμετώπιση της κρίσης μεγάλων, διασυνοριακών και/ή συστημικών ιδρυμάτων).

(23δ)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνυπευθυνότητα των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών της Ένωσης και να μειωθεί το κόστος μιας συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσης για τους φορολογουμένους, πρέπει να συγκροτηθεί Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγύησης των Καταθέσεων. Ένα ταμείο σε επίπεδο Ένωσης φαίνεται να είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών και το καλύτερο όπλο κατά των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Είναι ωστόσο προφανές ότι οι προσεγγίσεις της ΕΕ είναι πιο περίπλοκες και κάποιες άλλες επιχειρούν να διατηρήσουν τα εθνικά τους συστήματα. Επομένως, η Αρχή πρέπει τουλάχιστον να εναρμονίσει τα πλέον σημαντικά χαρακτηριστικά των εθνικών συστημάτων. Πρέπει επίσης να εξασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καλούνται να πληρώσουν σε ένα μόνο σύστημα.

(23ε)

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας Κινητών Αξιών και Αγορών πρέπει να χρηματοδοτεί την ομαλή εκκαθάριση ή τις παρεμβάσεις για την διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, όταν αυτά μπορούν να απειλήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ένωσης. Το Ταμείο πρέπει να χρηματοδοτείται μέσω επαρκών συνεισφορών από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι συνεισφορές στο Ταμείο πρέπει να αντικαταστήσουν τις συνεισφορές προς τα εθνικά ταμεία παρόμοιου χαρακτήρα.

(24)

Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτό να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και κυρίως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν ενωσιακή διάσταση . Συνεπώς, ο κανονισμός πρέπει παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτή. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από άλλη εποπτική αρχή στη θέση της αρμόδιας, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Κατά την ανάθεση αρμοδιοτήτων, μια εθνική εποπτική αρχή, η εξουσιοδοτούμενη, πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα η ίδια, στη θέση της Αρχής ή στη θέση κάποιας άλλης εθνικής εποπτικής αρχής. Οι αναθέσεις πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που είναι σε θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα ήταν σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Η συναφής ενωσιακή νομοθεσία μπορεί να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας. Η Αρχή πρέπει να διευκολύνει και να παρακολουθεί τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο. Πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σε περίπτωση που χρειαστεί. Πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες. Πρέπει να προσδιορίζει και να διαδίδει βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την ανάθεση και τις συμφωνίες ανάθεσης.

(25)

Η Αρχή πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Ένωση , με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

(26)

Οι ομότιμες αξιολογήσεις αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοπιστωτικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας καθώς επίσης στην ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών. Το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων από ομοτίμους πρέπει να δημοσιοποιείται και οι βέλτιστες πρακτικές πρέπει να προσδιορίζονται και να δημοσιοποιούνται.

(27)

Η Αρχή πρέπει να προάγει ενεργά μια συντονισμένη εποπτική απόκριση της Ένωσης , ειδικά να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, πρέπει να της ανατεθεί μια γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ . Οι δράσεις της Αρχής πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

(28)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξ αρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή πρέπει να παρακολουθεί και να αξιολογεί τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ΕΣΣΚ σε τακτική βάση και, αν είναι απαραίτητο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή πρέπει να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να προβαίνει σε οικονομικές αναλύσεις των αγορών και του αντίκτυπου των ενδεχόμενων εξελίξεων σε αυτές.

(29)

Με δεδομένα την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών κανόνων, η Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τον διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών .

(30)

Η Αρχή πρέπει να αποτελεί ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Πρέπει να μπορεί να γνωμοδοτεί κατά την προληπτική αξιολόγηση συγχωνεύσεων και εξαγορών σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2007/44/ΕΚ (34).

(31)

Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την προληπτική εποπτεία . Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, κανονικά τις πληροφορίες αυτές πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και να λαμβάνουν υπόψη τα ήδη υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία . Ωστόσο, ως έσχατη λύση , η Αρχή πρέπει να μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια αρμόδια εθνική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή όσον αφορά τα εν λόγω άμεσα αιτήματα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ουσιαστικό να προβλεφθούν ενιαία μορφότυπα υποβολής εκθέσεων.

(31α)

Τα μέτρα για τη συλλογή πληροφοριών πρέπει να λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη του νομικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ΕΣΣ) και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) στον τομέα της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επομένως τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (35) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (36).

(32)

Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και για την παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η Αρχή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου πρέπει να ανταλλάσσουν όλες τις συναφείς πληροφορίες. Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, η Αρχή πρέπει να ▐ εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας.

(33)

▐ Η Αρχή πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για ρυθμιστικούς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τα προτεινόμενα μέτρα. Πριν από την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών κανόνων, κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, η Αρχή πρέπει να διεξάγει μελέτη αντικτύπου. Για λόγους αποδοτικότητας, πρέπει να συσταθεί ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, η οποία θα εκπροσωπεί στη σωστή αναλογία τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης ( αντιπροσωπεύοντας τα ποικίλα μοντέλα και μεγέθη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων , συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, θεσμικών επενδυτών και λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που χρησιμοποιούν και οι ίδιοι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες), τις ΜΜΕ, τις συνδικαλιστικές ενώσεις, την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους καταναλωτές και τους χρήστες των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. Η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών πρέπει να εργάζεται δραστήρια ως διεπαφή με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία.

(33α)

Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του κλάδου που διαθέτουν καλή χρηματοδότηση και καλές διασυνδέσεις, περιθωριοποιούνται στο πλαίσιο του διαλόγου σχετικά με το μέλλον των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και στο πλαίσιο της αντίστοιχης διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αυτό το μειονέκτημα θα πρέπει να αντισταθμιστεί με επαρκή χρηματοδότηση των εκπροσώπων τους στην ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών.

(34)

Την κύρια ευθύνη της εξασφάλισης συντονισμένης διαχείρισης κρίσεων και της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Οι δράσεις τους θα πρέπει να συντονίζονται στενά με το πλαίσιο και τις αρχές της ΟΝΕ. Τα μέτρα της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διευθέτησης κρίσεων τα οποία επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν πρέπει να προσκρούουν σημαντικά στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου για τη λήψη απόφασης. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο.

(34α)

Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος κανονισμού που θεσπίζει αυτόν τον μηχανισμό, η Επιτροπή ορίζει με βάση την κτηθείσα πείρα σαφείς και αυστηρές οδηγίες σε επίπεδο Ένωσης σχετικά με το πότε ενεργοποιείται από τα κράτη μέλη η ρήτρα διασφάλισης. Η χρησιμοποίηση της ρήτρας διασφάλισης από τα κράτη μέλη πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με αυτή την καθοδήγηση.

(34β)

Με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών σε καταστάσεις κρίσης, εάν ένα κράτος μέλος επιλέξει να επικαλεσθεί τη διασφάλιση, πρέπει να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγχρόνως με την Αρχή, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Επιπλέον, το κράτος μέλος πρέπει να εξηγήσει τους λόγους που το ώθησαν να επικαλεσθεί τη διασφάλιση. Η Αρχή πρέπει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να καθορίζει τις περαιτέρω ενέργειες.

(35)

Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή πρέπει να δεσμεύεται από τους κοινοτικούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την ορθή μεθοδολογία και τη διαφάνεια. Πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενωσιακού δικαίου.

(36)

Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής πρέπει να είναι ένα συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους επικεφαλής κάθε οικείας αρμόδιας αρχής στα κράτη μέλη και το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και της ▐ Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης . Για ενέργειες γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με την έκδοση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, πρέπει να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ , ενώ για όλες τις άλλες αποφάσεις πρέπει να ισχύει απλή πλειοψηφία των μελών. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστό κύκλο.

(36α)

Κατά γενικό κανόνα, το συμβούλιο εποπτών πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος». Ωστόσο, για ενέργειες σχετιζόμενες με την έκδοση τεχνικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, πρέπει να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη ΣΛΕΕ και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 36) για τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται σε αυτές. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστή, αντικειμενική ομάδα, απαρτιζόμενη από μέλη που δεν είναι αντιπρόσωποι των αρμοδίων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη αυτή ή άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η σύνθεση της ομάδας πρέπει να είναι δεόντως ισορροπημένη. Η απόφαση που λαμβάνεται από την ομάδα πρέπει να εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, όσον αφορά αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνει η ομάδα θα μπορούσε να απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

(37)

Το διοικητικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο διοικητικό συμβούλιο πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού των Αρχών, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να εγκρίνει την ετήσια έκθεση.

(38)

Την Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί με πλήρη απασχόληση ο πρόεδρος, τον οποίο επιλέγει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από ανοιχτό διαγωνισμό υπό τη διαχείριση της Επιτροπής και την επακόλουθη κατάρτιση καταλόγου τελικής επιλογής από την Επιτροπή. Η διοίκηση της Αρχής πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(39)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, οι αρχές αυτές πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά μέσω της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Μικτή Επιτροπή) (η «Μικτή Επιτροπή») και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών πρέπει να συντονίζει τις λειτουργίες των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σε σχέση με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων. Όταν κρίνεται σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής ( Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις ) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής ( Τράπεζες ) πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η Μικτή Επιτροπή θα πρέπει να προεδρεύεται για δωδεκάμηνη περίοδο εκ περιτροπής από τους προέδρους των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Ο Πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής πρέπει να είναι ένας Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η Μικτή Επιτροπή πρέπει να διαθέτει μόνιμη Γραμματεία, με προσωπικό που θα προέρχεται από απόσπαση από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, προκειμένου να είναι δυνατή η ανεπίσημη ανταλλαγή πληροφοριών και η ανάπτυξη μιας κοινής πολιτισμικής προσέγγισης μεταξύ των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

(40)

Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η δυνατότητα των μερών των θιγόμενων από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή να προσφεύγουν στα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής στο συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να είναι κοινό όργανο των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(41)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Αρχής, πρέπει να τεθεί στη διάθεσή της αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές εισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω ξεχωριστού κονδυλίου του προϋπολογισμού . Η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (37) (ΔΔ). Η δημοσιονομική διαδικασία της Ένωσης πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός υπόκειται στη διαδικασία απαλλαγής.

(42)

Για την Αρχή πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (38). Επίσης η Αρχή πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία της 25 Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (39).

(43)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (40).

(44)

Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που διατίθενται στην Αρχή και ανταλλάσσονται στο δίκτυο πρέπει να υπόκειται σε αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες εμπιστευτικότητας .

(45)

Η προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (41) και από τον κανονισμό (ΕΚ) αρ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18 Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (42), οι οποίοι ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(46)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (43).

(47)

Πρέπει να δοθεί στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρέπει να συναφθούν από την Ένωση .

(48)

Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των καταθετών και των επενδυτών, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, θα μπορούσε να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση . Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(49)

Η Αρχή αναλαμβάνει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Κατά συνέπεια, η απόφαση αριθ. 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής της 23 Ιανουαρίου 2009 για τη σύσταση της επιτροπής ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών πρέπει να καταργηθεί, ενώ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τη θέσπιση ενός κοινοτικού προγράμματος για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των χρηματοπιστωτικών εκθέσεων και του ελέγχου (44).

(50)

Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί, και να είναι βέβαιη η ομαλή μετάβαση από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.   Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) («η Αρχή»).

2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών του παρόντος κανονισμού και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 97/9/ΕΚ, οδηγίας 98/26/ΕΚ, οδηγίας 2001/34/ΕΚ, οδηγίας 2002/47/ΕΚ, οδηγίας 2002/87/ΕΚ, οδηγίας 2003/6/ΕΚ, οδηγίας 2003/71/ΕΚ, ▐ οδηγίας 2004/39/ΕΚ, οδηγίας 2004/109/ΕΚ, ▐ οδηγίας 2009/65/ΕΚ, και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ ▐ με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής ( Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ) όσον αφορά την προληπτική εποπτεία), ▐ οδηγίας … [μελλοντική οδηγία ΔΟΕΕ], και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 , και, στο βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται σε εταιρίες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή από τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που διαθέτουν στο κοινό μέσω της αγοράς μερίδια ή μετοχές τους και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2005/60/ΕΚ και της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

2α.     Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πεδίο των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τη νομοθεσία στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων περί εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοπιστωτικών εκθέσεων, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

3.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 ΣΛΕΕ με σκοπό την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς το ενωσιακό δίκαιο.

4.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον, συμμετέχοντας στην βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποδοτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, για το καλό της οικονομίας της Ένωσης, των πολιτών της και των επιχειρήσεων . Η Αρχή συμβάλλει: (i) στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, και συγκεκριμένα ενός υγιούς , αποτελεσματικού και συνεκτικού επιπέδου ρύθμισης και εποπτείας, ▐ (iii) στην εξασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, (iv) ▐ στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού, (v) στην αποτροπή του ρυθμιστικού αρμπιτράζ και τη συμβολή σε συνθήκες ανταγωνισμού επί ίσοις όροις, (vi) στην εξασφάλιση ορθής ρύθμισης και εποπτείας των επενδυτικών και λοιπών κινδύνων, και (vii) στην καλύτερη προστασία των καταναλωτών. Για τους λόγους αυτούς, η Αρχή πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2, ενισχύοντας την εποπτική σύγκλιση και γνωμοδοτώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, και πραγματοποιώντας οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων της Αρχής.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους συστημικούς κινδύνους που προέρχονται από τους συμμετέχοντες στην αγορά, διότι αν δεν το πράξει ενδέχεται να θιγεί η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά, αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης.

Άρθρο 1α

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας

1.     Η Αρχή αποτελεί μέρος ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζει την κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, να διατηρεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του και επαρκή προστασία των χρηστών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

2.     Το ΕΣΧΕ περιλαμβάνει:

α)

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, για τα καθήκοντα που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΣΣΚ) και στον παρόντα κανονισμό·

β)

την Αρχή·

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]·

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ]·

ε)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή) για την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 40 έως 43 («Μικτή Επιτροπή»)·

στ)

τις αρχές των κρατών μελών στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 2, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], του κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.…/2010 [ΕΑΤ]·

ζ)

την Επιτροπή, για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9.

3.     Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες) μέσω της Μικτής Επιτροπής εξασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και σε άλλα διατομεακά θέματα.

4.     Σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, και συγκεκριμένα εξασφαλίζουν τη ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ τους.

5.     Οι εποπτικές αρχές που μετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται εκ του νόμου να εποπτεύουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 1β

Οι Αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 1α, παράγραφος 2, λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1)

«συμμετέχων στις χρηματοπιστωτικές αγορές » σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο σε σχέση με το οποίο εφαρμόζεται μια απαίτηση στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή μια εθνική νομοθετική διάταξη που εφαρμόζει την εν λόγω κοινοτική νομοθεσία.

(2)

«αρμόδιες αρχές» σημαίνουν αρμόδιες αρχές ή/και εποπτικές αρχές όπως ορίζονται στη νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, ως «αρμόδιες αρχές» νοούνται οι αρχές που είναι αρμόδιες να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών από τις εταιρίες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και από τις επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων που θέτουν σε εμπορία τα μερίδια ή τις μετοχές τους. Όσον αφορά τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, ως αρμόδιες αρχές νοούνται οι φορείς που διαχειρίζονται εθνικά συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ, ή στην περίπτωση που τη λειτουργία του συστήματος αποζημίωσης των επενδυτών τη διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών, δυνάμει της οδηγίας αυτής .

Άρθρο 3

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί φορέα της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 4

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

(1)

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 28·

(2)

διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 32·

(3)

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 33·

(4)

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 38·

(5)

συμβούλιο προσφυγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 44, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 46.

Άρθρο 5

Έδρα

Η Αρχή έχει την έδρα της στη Φρανκφούρτη .

Μπορεί να έχει αντιπροσωπείες στα πλέον σημαντικά χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 6

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών κανόνων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, και συγκεκριμένα με γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής που πρέπει να βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης , και συγκεκριμένα συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής πρακτικής, εξασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας ρυθμιστικές αυθαιρεσίες, μεσολαβώντας και ρυθμίζοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, εξασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και εξασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

γ)

προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·

δ)

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, και συγκεκριμένα του παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και του διασφαλίζει σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ·

ε)

διοργανώνει και πραγματοποιεί αναλύσεις ομότιμης αξιολόγησης αρμόδιων αρχών, έως και παρέχει συμβουλές, προκειμένου να ενισχύεται η συνέπεια των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ)

παρακολουθεί και αξιολογεί εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της·

στα)

πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής·

στβ)

ενισχύει την προστασία καταθετών και επενδυτών·

στγ)

επικουρεί τα διασυνοριακά ιδρύματα στη διαχείριση κρίσεως που ενδέχεται να συνεπάγεται συστημικό κίνδυνο μνεία του οποίου γίνεται στο άρθρο 12β, με την κίνηση και εκτέλεση κάθε έγκαιρης παρέμβασης και διαδικασίας εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας για αυτά τα ιδρύματα μέσω της μονάδα εξυγίανσης που διαθέτει όπως ορίζεται στο άρθρο 12γ·

ζ)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

ζα)

ασκεί την εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που δεν υπόκεινται στην εποπτεία των αρμοδίων αρχών·

ζβ)

δημοσιεύει στην οικεία ιστοσελίδα και ενημερώνει τακτικά τις πληροφορίες τις σχετικές με το πεδίο δραστηριοτήτων της, και συγκεκριμένα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, όσον αφορά τους εγγεγραμμένους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ώστε να εξασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες αυτές·

ζγ)

αναλαμβάνει, όπου κρίνεται σκόπιμο, όλα τα υφιστάμενα και τρέχοντα καθήκοντα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών.

2.   Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, και συγκεκριμένα ▐ για να:

α)

εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7·

αα)

εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής στις συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 7ε·

β)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 8·

γ)

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3·

δ)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11·

ε)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, στο άρθρο 10 παράγραφος 3 και στο άρθρο 11 παράγραφος 4·

στ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19.

στα)

συγκεντρώνει τις απαραίτητες πληροφορίες για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20·

στβ)

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών προϊόντος και των διεργασιών πώλησης επί της χρηματοπιστωτικής θέσης των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και επί της προστασίας των καταναλωτών·

στγ)

παρέχει βάση δεδομένων των εγγεγραμμένων συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές στο πεδίο αρμοδιότητάς της και, όταν προβλέπεται από τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, σε κεντρικό επίπεδο·

στδ)

εκπονεί ρυθμιστικό κανόνα που καθορίζει τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση της Αρχής σχετικά με συναλλαγές και συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τον τρόπο διεξαγωγής του συντονισμού της συλλογής καθώς και πώς πρόκειται οι εθνικές βάσεις δεδομένων να συνδεθούν για να εξασφαλίζεται ότι η Αρχή έχει πάντοτε δυνατότητα πρόσβασης στις σχετικές και απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν τις συναλλαγές και την αγορά.

3.   Η Αρχή ασκεί κάθε αποκλειστική εποπτική εξουσία επί οντοτήτων ή οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλη την Ένωση , οι οποίες της ανατίθενται βάσει των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3α.     Για το σκοπό της άσκησης της αποκλειστικής εποπτικής εξουσίας της σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Αρχή διαθέτει κατάλληλες εξουσίες διερεύνησης και επιβολής, όπως καθορίζονται στην σχετική νομοθεσία, καθώς και τη δυνατότητα να χρεώνει τέλη. Η Αρχή συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές και χρησιμοποιεί την εμπειρογνωμοσύνη, τα μέσα και τις εξουσίες τους για να επιτελεί τα καθήκοντά της.

Άρθρο 6α

Προστασία των καταναλωτών και χρηματοπιστωτική δραστηριότητα

1.     Προκειμένου να ενισχύσει την προστασία των καταθετών και επενδυτών, η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προαγωγή της διαφάνειας, απλότητας και δικαιοσύνης στην αγορά των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών στην ενιαία αγορά, με:

(i)

τη συγκέντρωση, ανάλυση και υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις τάσεις των καταναλωτών,

(ii)

την αξιολόγηση και το συντονισμό των πρωτοβουλιών για εκπαίδευση και άνοδο του επιπέδου των χρηματοοικονομικών γνώσεων,

(iii)

την ανάπτυξη προτύπων κατάρτισης για τη βιομηχανία,

(iv)

τη συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων δημοσιοποίησης, και

(v)

την εκτίμηση, συγκεκριμένα, της δυνατότητας πρόσβασης, της διαθεσιμότητας και του κόστους δανειοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, και κυρίως τις ΜΜΕ.

2.     Η Αρχή παρακολουθεί νέες και ήδη υπάρχουσες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και μπορεί να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό να προαγάγει την ασφάλεια και την αξιοπιστία των αγορών και τη σύγκλιση της ρυθμιστικής πρακτικής.

3.     Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα αποτελεί σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 4.

4.     Η Αρχή προβαίνει στη σύσταση, ως αναπόσπαστου μέρους της Αρχής, μια επιτροπή για τη χρηματοπιστωτική καινοτομία, η οποία συγκεντρώνει όλες τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, με σκοπό την εξεύρεση συντονισμένης προσέγγισης για τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση νέων ή καινοτόμων χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και την παροχή συμβουλών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

5.     Η Επιτροπή ενδέχεται προσωρινά να απαγορεύει ή να περιορίζει ορισμένα είδη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση στις περιπτώσεις ή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1, παρ. 2 ή εάν απαιτείται κάτι τέτοιο στην περίπτωση έκτακτης ανάγκης όπως ορίζει το άρθρο 10.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμά κατά πόσο χρειάζεται να απαγορεύσει ή περιορίσει ορισμένα είδη χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να ενημερώνει την Επιτροπή για να διευκολύνει την έγκριση οποιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

Άρθρο 7

Ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες

1.    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για να εγκρίνει ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ για να διασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Οι εν λόγω κανόνες είναι τεχνικοί, δεν απαιτούν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται. Η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τα υποβάλλει στην Επιτροπή για έγκριση. Σε περίπτωση που η Αρχή δεν υποβάλει ένα σχέδιο στην Επιτροπή εντός των χρονικών ορίων που καθορίζονται στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει έναν ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα.

1α.    ▐ Η Αρχή διενεργεί, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους εκτός αν οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των σχετικών ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος προτού τους υποβάλει στην Επιτροπή . Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή τη συμβουλή της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22.

1β.     Όταν η Επιτροπή παραλάβει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα εκ μέρους της Αρχής, το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια κανόνων μόνο μερικώς ή με τροποποιήσεις, σε περίπτωση που αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης .

Άρθρο 7α

Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίου ρυθμιστικών κανόνων

1.     Αν η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή να τα εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, τότε αποστέλλει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στην Αρχή προτείνοντας αιτιολογημένες τροποποιήσεις.

2.     Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων με βάση τις τροποποιήσεις που πρότεινε η Επιτροπή και το υποβάλλει εκ νέου στην Επιτροπή για έγκριση. Η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή της.

3.     Εάν η Αρχή δεν συμφωνήσει με την απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει ή να τροποποιήσει την αρχική της πρόταση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί εντός ενός μηνός να καλέσει τον αρμόδιο Επίτροπο, μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής, σε ειδική συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου για να εκθέσουν και να εξηγήσουν τις διιστάμενες απόψεις τους.

Άρθρο 7β

Εκτέλεση εξουσιοδότησης

1.     Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 7 για περίοδο τεσσάρων ετών μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες εξουσιοδότησης το αργότερο έξι μήνες πριν από το τέλος αυτής της τετραετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους της αυτής διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 7γ.

2.     Ευθύς ως εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, η Επιτροπή τον κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.     Στην έκθεση μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2, ο Πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τους ρυθμιστικούς κανόνες που έχουν εγκριθεί και δηλώνει ποίες αρμόδιες αρχές δεν έχουν συμμορφωθεί προς αυτούς.

Άρθρο 7γ

Διατύπωση αντιρρήσεων για τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης από την Επιτροπή. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η εν λόγω περίοδος μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες.

2.     Ο ρυθμιστικός τεχνικός κανόνας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μην προβάλουν αντιρρήσεις. Εάν κατά τη λήξη αυτής της περιόδου ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει αντιταχθεί στον ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, ο κανόνας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μόλις διαβιβασθεί το σχέδιο από την Επιτροπή, μπορούν να εγκρίνουν μια εκ των προτέρων και υπό όρους δηλώσιμης αντίρρησης η οποία θα τεθεί σε ισχύ όταν η Επιτροπή εγκρίνει το ρυθμιστικό κανόνα χωρίς να τροποποιήσει το σχέδιο.

4.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, ο κανόνας δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

Άρθρο 7δ

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.     Η ανάθεση εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 μπορεί να ανακληθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσίας.

3.     Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση εξουσίας προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, δηλώνοντας τον ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα που θα μπορούσε να ανακληθεί και τους ενδεχόμενους λόγους της ανάκλησης.

Άρθρο 7ε

Τεχνικοί κανόνες εφαρμογής

1.     Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσία στην Επιτροπή να εγκρίνει τεχνικούς κανόνες εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ όπου είναι απαραίτητο να υπάρχουν ομοιόμορφοι όροι προς υλοποίηση νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης στους τομείς που καθορίζει ρητώς η νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

α)

όταν, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομοθεσία, η Αρχή εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής προκειμένου να τα υποβάλει στην Επιτροπή, οι εν λόγω κανόνες είναι τεχνικοί, δεν περιλαμβάνουν επιλογές πολιτικής και περιορίζονται στον καθορισμό των όρων εφαρμογής νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης.

β)

όταν η Αρχή δεν υποβάλει σχέδιο στην Επιτροπή εντός των χρονικών ορίων που ορίζονται από τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, ή όταν η Αρχή δεν υποβάλει σχέδιο στην Επιτροπή εντός του χρονικού ορίου που αναφέρεται σε αίτημα της Επιτροπής προς την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 19, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει έναν τεχνικό κανόνα εφαρμογής μέσω εκτελεστικής πράξης.

2.     Προτού τα υποβάλει στην Επιτροπή, η Αρχή πραγματοποιεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους τεχνικούς κανόνες εφαρμογής και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους, εκτός αν οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των σχετικών τεχνικών κανόνων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος.

Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή τη συμβουλή της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22.

3.     Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής που εκπονεί στην Επιτροπή προς έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ και ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

4.     Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των σχεδίων κανόνων, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα εγκρίνει τα σχέδια κανόνων εφαρμογής. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια κανόνων μόνο μερικώς ή με τροποποιήσεις στις περιπτώσεις όπου αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Σε κάθε περίπτωση, όταν η Επιτροπή εγκρίνει τεχνικούς κανόνες εφαρμογής που τροποποιούν το σχέδιο τεχνικού κανόνα εφαρμογής που της υπέβαλε η Αρχή, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.     Οι κανόνες εγκρίνονται από την Επιτροπή με κανονισμούς ή με αποφάσεις και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

1.    Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ, και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης , η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις προς αρμόδιες αρχές ή συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές .

1α.     Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή πραγματοποιεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει το συναφές δυνητικό κόστος και όφελος. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή ζητεί τη γνώμη ή τη συμβουλή της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις, αναλύσεις, γνώμες και συμβουλές είναι ανάλογες προς το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων.

2.    Οι αρμόδιες αρχές και οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει ότι προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Στην περίπτωση όπου αρμόδια αρχή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί , ενημερώνει την Αρχή εκθέτοντας τους λόγους. Η Αρχή δημοσιεύει τους λόγους αυτούς.

Εάν η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόσει κάποια κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή το δημοσιοποιεί.

Η Αρχή μπορεί να αποφασίζει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύει τους λόγους που προβάλλονται από την αρμόδια αρχή για τη μη συμμόρφωσή της προς μία κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει εκ των προτέρων κοινοποίηση για τη δημοσίευση αυτή.

Εφόσον απαιτείται από την κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές αναφέρουν με σαφή και λεπτομερή τρόπο αν συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

2α.     Στην έκθεση, μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 28 παράγραφος 4α, η Αρχή πληροφορεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ποιες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις έχουν εκδοθεί, δηλώνοντας ποια αρμόδια αρχή δεν έχει συμμορφωθεί προς αυτές και περιγράφει πώς προτίθεται η Αρχή να εξασφαλίσει πως αυτή θα συμμορφωθεί προς τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της στο μέλλον.

Άρθρο 9

Παραβίαση της νομοθεσίας της Ένωσης

1.   Αν μια αρμόδια αρχή δεν έχει ▐ εφαρμόσει ή έχει εφαρμόσει τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 κατά τρόπο που φαίνεται να αποτελεί παραβίαση της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 7ε, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές προς τις απαιτήσεις που ορίζει η εν λόγω νομοθεσία, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης .

2α.    Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 20, η αρμόδια αρχή παρέχει στην Αρχή χωρίς καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για την έρευνα που διενεργεί ▐.

3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η δράση που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την νομοθεσία της Ένωσης .

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία.

4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με τη νομοθεσία της Ένωσης εντός ενός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να εκδώσει επίσημη γνώμη και να απαιτεί από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με τη νομοθεσία της Ένωσης . Στην επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει την επίσημη γνώμη αυτή το αργότερο εντός τριών μηνών από την έκδοση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την Επιτροπή και την Αρχή σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει ή που προτίθεται να λάβει για την εφαρμογή της επίσημης γνώμης της Επιτροπής.

6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ▐ εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν, και εάν απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης ▐ προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, αν οι σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 , να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές , με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθ ούν με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης , συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Όταν αναλαμβάνουν δράση ▐ αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου ▐ 6, οι αρμόδιες αρχές συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

7α.     Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει το άρθρο 28 παράγραφος 4α η Αρχή εκθέτει ποιες αρμόδιες αρχές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν συμμορφωθεί προς τις επίσημες γνώμες μνεία των οποίων γίνεται στις παραγράφους 4 και 6.

Άρθρο 10

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων που θα μπορούσαν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολοκλήρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όπου θεωρηθεί αναγκαίο, συντονίζει οποιεσδήποτε ενέργειες αναληφθούν εκ μέρους των αρμοδίων εθνικών εποπτικών αρχών .

Προκειμένου να μπορέσει να επιτελέσει αυτόν τον διευκολυντικό και συντονιστικό ρόλο, η Αρχή είναι πλήρως ενήμερη για τυχόν σχετικές εξελίξεις, και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε τυχόν συγκεντρώσεις των σχετικών αρμόδιων εθνικών εποπτικών αρχών.

1α.     Η Επιτροπή, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας ή μετά από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, του ΕΣΣΚ ή της Αρχής, μπορεί να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή και να ορίσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε μηνιαία τακτά διαστήματα και οπωσδήποτε μία φορά το μήνα και δηλώνει τη διακοπή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης το ταχύτερο δυνατόν.

Εάν η Επιτροπή ορίσει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση.

2.   Αν η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1α , και σε εξαιρετικές περιπτώσεις αν μια συντονισμένη δράση από εθνικές αρχές είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να διακυβεύσουν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν αυτές οι εξελίξεις , εξασφαλίζοντας ότι οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και οι αρμόδιες αρχές ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην εν λόγω νομοθεσία.

3.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται εκεί, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές , να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς έναν συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές , με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με θέματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 11

Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 9, αν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από άλλη αρμόδια αρχή σε τομείς όπου οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από αρμόδιες αρχές σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η Αρχή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσοτέρων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, αναλαμβάνει να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 .

2.   Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη συναφή χρονικά διαστήματα που τυχόν ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

3.   Αν κατά το πέρας της φάσης συμβιβασμού οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η Αρχή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο , λαμβάνει απόφαση να λύσει τη διαφωνία και να απαιτήσει από αυτές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης , με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές .

4.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ , αν μια εθνική εποπτική αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής, και έτσι δεν εξασφαλίσει τη συμμόρφωση συμμετέχοντος στις χρηματοπιστωτικές αγορές με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή εκδίδει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές , με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης , συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4α.     Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

4β.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, ο πρόεδρος αναφέρει τη διαφωνία μεταξύ των αρμοδίων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση της διαφωνίας.

Άρθρο 11α

Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 και του άρθρου 42, η Μικτή Επιτροπή διευθετεί τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ μιας ή περισσοτέρων αρμόδιων αρχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ].

Άρθρο 12

Σώματα εποπτών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μέσα από τα σώματα αυτά. Προσωπικό από την αρχή θα μπορεί να συμμετέχει σε οιεσδήποτε δραστηριότητες, περιλαμβανομένων επιτοπίων εξετάσεων, διενεργούνται από κοινού από δύο ή πλείονες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Αρχή καθοδηγεί τα σώματα εποπτών όπως αυτή κρίνει ενδεδειγμένο . Για τον σκοπό αυτόν η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της σχετικής νομοθεσίας. Καλείται τουλάχιστον:

α)

να προβαίνει σε συλλογή και να ανταλλάσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε καταστάσεις τόσο τρέχουσας λειτουργίας όσο και εκτάκτου ανάγκης για να διευκολύνει το έργο των σωμάτων εποπτών και να θεσπίσει και διαχειρίζεται κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στα σώματα εποπτών·

β)

να κινεί και να συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αποτιμά την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συγκεκριμένα εκείνων που προσδιορίζει το άρθρο 12β, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεπέστερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο·

γ)

να σχεδιάζει και να ηγείται δραστηριοτήτων εποπτείας σε καταστάσεις τόσο τρέχουσας λειτουργίας όσο και εκτάκτου ανάγκης, περιλαμβανομένης της αποτίμησης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και

δ)

να επιτηρεί τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές.

3α.     Η Αρχή μπορεί να εκδίδει ρυθμιστικούς κανόνες και κανόνες εφαρμογής, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, τα οποία εγκρίνει δυνάμει των άρθρων 7, 7 ε και 8 προς εναρμόνιση της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών. Οι αρχές εγκρίνουν γραπτές διευθετήσεις για τη λειτουργία εκάστου σώματος για να εξασφαλίζεται σύγκλιση στη λειτουργία του συνόλου των σωμάτων.

3β.     Ένας νομικά δεσμευτικός μεσολαβητικός ρόλος θα επιτρέψει στην Αρχή να επιλύει τις διαφορές μεταξύ αρμοδίων αρχών ακολουθώντας την προβλεπόμενη στο άρθρο 11 διαδικασία. Όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία εντός του σχετικού σώματος εποπτών, η Αρχή μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στα σχετικά ιδρύματα.

Άρθρο 12α

Γενικές διατάξεις

1.     Η Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους κινδύνους διαταραχής των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που (i) προκαλούνται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (ii) ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία (συστημικός κίνδυνος) και επιλαμβάνεται αυτών. Όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητικών φορέων, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικά σε κάποιον βαθμό.

2.     Σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, η Αρχή εκπονεί κοινό σύνολο ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας μεγεθών χειρισμού του κινδύνου) που θα χρησιμεύει ως βάση για τη «εποπτική βαθμολόγηση» των διασυνοριακών συμμετεχόντων σε χρηματοπιστωτικές αγορές που προσδιορίζονται στο άρθρο 12β. Αυτή η βαθμολόγηση υπόκειται σε ανασκόπηση επί τακτικής βάσεως για να λαμβάνονται υπόψη υλικές αλλαγές στο προφίλ κινδύνου ενός ιδρύματος. Η εποπτική βαθμολόγηση συνιστά στοιχείο ζωτικής σημασίας για την απόφαση σχετικά με άμεση εποπτεία ή παρέμβαση σε ένα ίδρυμα που αντιμετωπίζει δυσκολίες.

3.     Με την επιφύλαξη των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή προτείνει, εάν κρίνεται απαραίτητο, πρόσθετα σχέδια ρυθμιστικών κανόνων και κανόνων εφαρμογής καθώς και κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για ιδρύματα που προσδιορίζονται στο άρθρο 12β.

4.     Η Αρχή ασκεί την εποπτεία των διασυνοριακών ιδρυμάτων που μπορεί να συνεπάγονται συστημικό κίνδυνο όπως θεσπίζεται στο άρθρο 12β. Στις περιπτώσεις αυτές η Αρχή ενεργεί μέσω των αρμοδίων αρχών.

5.     Η Αρχή θεσπίζει Μονάδα Εξυγίανσης με εντολή να υλοποιεί τη ρητώς οριζόμενη διακυβέρνηση και τον τρόπο ενεργείας της διαχείρισης κρίσεων από την έγκαιρη παρέμβαση έως την επίλυση και την αφερεγγυότητα και ηγείται αυτών των διαδικασιών.

Άρθρο 12β

Προσδιορισμός διασυνοριακών συμμετεχόντων σε χρηματοπιστωτικές αγορές που μπορούν να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο

1.     Το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29 παράγραφος 1, να προσδιορίσει διασυνοριακούς συμμετέχοντες σε χρηματοπιστωτικές αγορές οι οποίοι, λόγω του συστημικού κινδύνου που μπορεί να συνεπάγονται, χρειάζεται να αποτελέσουν αντικείμενο άμεσης εποπτείας από την Αρχή ή να τεθούν υπό τη Μονάδα Εξυγίανσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12γ.

2.     Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτών των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές συνάδουν με τα κριτήρια που καθορίστηκαν από το ΣΧΣ, το ΔΝΤ και την ΤΔΔ.

Άρθρο 12γ

Μονάδα Εξυγίανσης

1.     Η Μονάδα Εξυγίανσης διατηρεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ελαχιστοποιεί τη επιβλαβή επίδραση των ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και προσδιορίζονται στο άρθρο 12β στο υπόλοιπο σύστημα και την ευρεία οικονομία και περιορίζουν το κόστος για τους φορολογουμένους τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, την ιεραρχία των πιστωτών και παρέχοντας εχέγγυα ίσης μεταχείρισης σε διασυνοριακή κλίμακα.

2.     Η Μονάδα Εξυγίανσης έχει εξουσία να επιτελεί τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1 για να επαναφέρει σε εύρυθμη λειτουργία τα ιδρύματα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή να αποφασίζει εκκαθάριση των μη βιώσιμων ιδρυμάτων (ζήτημα κρίσιμο για τον περιορισμό του ηθικού κινδύνου). Μεταξύ άλλων δράσεων θα μπορούσε να απαιτήσει προσαρμογές κεφαλαίου ή ρευστότητας, να προσαρμόσει τη σύνθεση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, να βελτιώσει τις διεργασίες, να διορίσει ή αντικαταστήσει στελέχη διαχείρισης, να συστήσει τη λήψη εγγυήσεων, δανείων και ρευστότητας, ολικές ή μερικές πωλήσεις, να δημιουργήσει μια «καλή τράπεζα»/«κακή τράπεζα» ή μια «ενδιάμεση τράπεζα», να μετατρέψει το χρέος σε μετοχές (με κατάλληλες περικοπές) ή να θέσει το ίδρυμα υπό προσωρινή κυριότητα του δημοσίου.

3.     Η Μονάδα Εξυγίανσης περιλαμβάνει εμπειρογνώμονες που διορίζει το Συμβούλιο Εποπτών της Αρχής οι οποίοι διαθέτουν γνώση και εμπειρογνωμοσύνη σε θέματα αναδιάρθρωσης, ανάκαμψης και εκκαθάρισης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 12δ

Ευρωπαϊκό Σύστημα Συστημάτων Προστασίας των Επενδυτών

1.     Η Αρχή συμβάλλει στην ενίσχυση των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών (ΣΑΕ) εξασφαλίζοντας ότι χρηματοδοτούνται επαρκώς από συνεισφορές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και συμμετεχόντων σε αγορές που έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, και παρέχει υψηλού επιπέδου προστασία σε όλους τους επενδυτές μέσα σε ένα εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση, πράγμα που αφήνει ανέπαφο το σταθεροποιητικό ρόλο διασφάλισης των αμοιβαίων συστημάτων προστασίας, υπό τον όρο ότι αυτά συμμορφώνονται προς του κανόνες της Ένωσης.

2.     Το άρθρο 8 σχετικά με της εξουσίες της Αρχής για έγκριση κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων ισχύει για τα συστήματα προστασίας των επενδυτών.

3.     Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τεχνικούς κανόνες εφαρμογής όπως ορίζεται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παρ. 2 σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12ε

Ευρωπαϊκό σύστημα εξυγίανσης και ρυθμίσεις χρηματοδότησης

1.     Ιδρύεται Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Κινητές Αξίες και Αγορές για να ενισχυθεί η εσωτερίκευση του κόστους του χρηματοπιστωτικού συστήματος και να βοηθηθεί η επίλυση κρίσεων στην περίπτωση πτώχευσης διασυνοριακών συμμετεχόντων σε χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι συμμετέχοντες σε χρηματοπιστωτικές αγορές που δραστηριοποιούνται σε ένα μόνο κράτος μέλος έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Ταμείο. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Κινητές Αξίες και Αγορές εγκρίνει τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει τον ηθικό κίνδυνο που προκαλεί η χορήγηση της βοήθειας.

2.     Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Κινητές Αξίες και Αγορές χρηματοδοτείται με άμεσες εισφορές όλων των διασυνοριακών συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που ορίζονται στο άρθρο 12β και αυτών που έχουν επιλέξει να συμμετέχουν στο εν λόγω σύστημα βάσει της παραγράφου 1. Οι εισφορές αυτές είναι ανάλογες προς το επίπεδο του κινδύνου και τη συμβολή στον συστημικό κίνδυνο καθενός εκ των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα απαιτούμενα επίπεδα της εισφοράς λαμβάνουν υπόψη τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες, π.χ. τη δανειοδοτική ικανότητα προς τη βιομηχανία και τις ΜΜΕ και την ανάγκη των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές να διατηρήσουν κεφάλαια για άλλες ρυθμιστικές και συναλλακτικές απαιτήσεις.

3.     Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Κινητές Αξίες και Αγορές διοικείται από συμβούλιο διοριζόμενο από την Αρχή για πενταετή περίοδο. Τα μέλη του συμβουλίου επιλέγονται μεταξύ προσωπικού που προτείνουν οι αρχές των κρατών μελών. Το Ταμείο ιδρύει επίσης συμβουλευτικό συμβούλιο όπου συμμετέχουν άνευ ψήφου εκπρόσωποι των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που μετέχουν στο Ταμείο. Το συμβούλιο του Ταμείου μπορεί να προτείνει στην Αρχή να αναθέσει τη διαχείριση της ρευστότητας του Ταμείου σε αξιόπιστα ιδρύματα (όπως είναι η ΕΤΕπ). Αυτοί οι πόροι πρέπει να επενδύονται σε ασφαλή και ρευστά μέσα.

Άρθρο 13

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν , με τη συναίνεση της εξουσιοδοτούμενης εποπτικής αρχής, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή σε άλλες αρμόδιες αρχές, με την επιφύλαξη των όρων που ορίζονται στο παρόν άρθρο . Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων, οι οποίες πρέπει να τηρούνται πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες και μπορούν να περιορίζουν το πεδίο της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή ομάδων .

2.   Η Αρχή ενθαρρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

2α.     Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την εφαρμογή και το διοικητικό και δικαστικό έλεγχο που αφορούν τις μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Θέτουν σε ισχύ τις συμφωνίες το νωρίτερο ένα μήνα μετά από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει κάθε συμφωνία ανάθεσης όπως αυτή συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 14

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.   Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στην εξασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές·

β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής κοινοτική νομοθεσία·

γ)

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών κανόνων υψηλής ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2α·

δ)

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν το κρίνει σκόπιμο·

ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν την χρησιμοποίηση προγραμμάτων για αποσπάσεις και άλλων εργαλείων.

2.   Η Αρχή μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Άρθρο 15

Ομότιμη αξιολόγηση αρμόδιων αρχών

1.   Η Αρχή διοργανώνει και πραγματοποιεί περιοδικά αναλύσεις με ομότιμη αξιολόγηση ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς το σκοπό αυτό η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική αξιολόγηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση περιοδικών ομότιμων αξιολογήσεων, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη πραγματοποιηθείσες αξιολογήσεις που αφορούν τη σχετική αρμόδια αρχή.

2.   Η ομότιμη αξιολόγηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

επάρκεια των ρυθμίσεων περί πόρων και διακυβέρνησης , της στελέχωσης και της πείρας του προσωπικού της αρμόδιας αρχής, ειδικώς όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής στους οποίους παραπέμπουν τα άρθρα 7 και 7ε και των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παρ. 2, και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β)

βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής , των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ·

γ)

ορθές πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές·

δ)

την αποτελεσματικότητα και το βαθμό σύγκλισης που επετεύχθη σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων που εγκρίθηκαν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων κατά των υπευθύνων στις περιπτώσεις όπου δεν έχει υπάρξει συμμόρφωση προς αυτές τις διατάξεις.

3.   Βάσει της ομότιμης αξιολόγησης, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 8 που απευθύνεται προς τις οικείες αρμόδιες αρχές. Η Αρχή λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της ομότιμης αξιολόγησης κατά την εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή τεχνικών κανόνων εφαρμογής σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7ε. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να εφαρμόζονται οι συμβουλές της Αρχής. Εάν η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόσει τις εν λόγω συμβουλές, γνωστοποιεί στην Αρχή τους σχετικούς λόγους.

Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που μπορούν να προσδιοριστούν στο πλαίσιο των εν λόγω ομότιμων αξιολογήσεων. Εκτός αυτού, όλα τα αποτελέσματα των ομότιμων αξιολογήσεων μπορούν να δημοσιοποιούνται, υπό τον όρο ότι συμφωνεί η αρμόδια αρχή που αποτελεί το αντικείμενο της ομότιμης αξιολόγησης.

Άρθρο 16

Λειτουργία συντονισμού

Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση .

Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη απόκριση της Ένωσης , μεταξύ άλλων με:

(1)

διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών·

(2)

καθορισμό του πεδίου και , όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, επαλήθευση της αξιοπιστίας πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·

(3)

την ανάληψη,υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11, μεσολάβησης μη δεσμευτικού χαρακτήρα κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας·

(4)

τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

(4α)

τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση εξελίξεων που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός δράσεων που αναλαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές.

(4β)

κεντρική διαχείριση των πληροφοριών που λαμβάνουν σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 20 οι αρμόδιες αρχές, ως αποτέλεσμα της ρυθμιστικής υποχρέωσης των ιδρυμάτων που λειτουργούν σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη να υποβάλλουν εκθέσεις. Η Αρχή διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στις λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 17

Αξιολόγηση των εξελίξεων της αγοράς

1.   Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή συμπεριλαμβάνει στις αξιολογήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται οι συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αξιολόγηση του αντίκτυπου των πιθανών εξελίξεων της αγοράς επί αυτών.

1α.    Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεις της ευελιξίας των ▐ συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς το σκοπό αυτό αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές:

α)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης οικονομικών εκδοχών στις χρηματοπιστωτικές θέσεις ενός βασικού συμμετέχοντος στις χρηματοπιστωτικές αγορές ·

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την ευελιξία των ▐ συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές ·

βα)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διεργασιών διανομής στη χρηματοπιστωτική θέση ενός συμμετέχοντος στην αγορά και στην πληροφόρηση των καταθετών, επενδυτών και πελατών.

2.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ], η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων του τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή συμπεριλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

3.   Η Αρχή εξασφαλίσει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μέσω της Μικτής Επιτροπής .

Άρθρο 18

Διεθνείς σχέσεις

1.    Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών , η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές , διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε εμποδίζουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών διευθετήσεων με τρίτες χώρες.

2.    Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.     Στην έκθεση μνεία της οποίας γίνεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή ορίζει τις διοικητικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή διοικητικές αρχές σε τρίτες χώρες και ποιά ήταν η συμβολή στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας.

Άρθρο 19

Λοιπά καθήκοντα

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

1α.     Σε περιπτώσεις όπου η Αρχή δεν έχει υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα ή τεχνικού κανόνα εφαρμογής εντός του χρονικού ορίου που ορίζει η νομοθεσία την οποία αναφέρει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ή όπου δεν έχει ορισθεί χρονικό όριο, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο και να ορίσει προθεσμία για την υποβολή του.

Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την υποβολή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα ή τεχνικού κανόνα εφαρμογής πριν από το χρονικό όριο που ορίζεται στη νομοθεσία την οποία αναφέρει το άρθρο 1, παράγραφος 2. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή προβαίνει σε κατάλληλη αιτιολόγηση.

2.   Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/44/ΕΚ και που σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμοδίων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί ▐ κατόπιν αιτήματος μίας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές , να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική αξιολόγηση, εκτός από την περίπτωση που έχει σχέση με τα κριτήρια του άρθρου 19α, παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2006/48/EK . Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2007/44/ΕΚ. Εφαρμόζεται το άρθρο 20 στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδώσει γνώμη .

Άρθρο 20

Συγκέντρωση πληροφοριών

1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ των κρατών μελών της παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό , υπό τον όρο ότι ο αποδέκτης έχει νόμιμη πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα, και υπό τον όρο ότι η αίτηση παροχής πληροφοριών είναι απαραίτητη σε σχέση με τη φύση του συγκεκριμένου καθήκοντος .

1α.    Επίσης η Αρχή μπορεί να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα. Για τα αιτήματα αυτά χρησιμοποιούνται, όπου είναι δυνατόν, κοινά μορφότυπα υποβολής εκθέσεων.

1β.     Κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος αρμόδιας αρχής ενός κράτους μέλους, η Αρχή δύναται να παρέχει οποιεσδήποτε πληροφορίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τήρησης επαγγελματικού απορρήτου που θεσπίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 56.

1γ.     Προτού ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει πρώτα υπόψη τα υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία που έχουν παραχθεί, διαδοθεί και αναπτυχθεί από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.

2.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές και άλλες δημόσιες αρχές των κρατών μελών, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο Υπουργείο Οικονομικών, αν το εν λόγω Υπουργείο έχει στη διάθεσή του πληροφορίες προληπτικής εποπτείας, στην κεντρική τράπεζα, ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

2α.     Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες στο πλαίσιο των παραγράφων 1, 1α, 1β, 1γ ή 2, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στους σχετικούς συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι απαραίτητα τα δεδομένα σχετικά με τον μεμονωμένο συμμετέχοντα στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Η Αρχή ενημερώνει τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές για τις αιτήσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 2α.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των εν λόγω πληροφοριών.

3.   Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσει μόνον τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 21

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.   Η ▐ Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2   Η Αρχή παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα επικαιροποιημένες πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή παρέχονται χωρίς χρονοτριβή στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο [15] του κανονισμού ( ΕΕ ) αριθ.  …/2010 [ΕΣΣΚ]. Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή εφαρμόζει κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών ιδίως όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

3.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο [16] του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η τελευταία συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και αξιολογεί τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με την συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για το χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση Συμβουλίου και του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο [17] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

6.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων της τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στο μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 22

Ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών

1.    Για να καταστεί ευκολότερη η διαβούλευση με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών. Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών καλείται να γνωμοδοτήσει για δράσεις που έχουν αναληφθεί βάσει του άρθρου 7 σχετικά με ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τεχνικούς κανόνες εφαρμογής και στο βαθμό που αυτοί δεν αφορούν μεμονωμένους συμμετέχοντες σε χρηματοπιστωτικές αγορές, βάσει του άρθρου 8 σχετικά με κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν επιβάλλεται ανάληψη δράσεων κατεπειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται αδύνατη, η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών ενημερώνεται το ταχύτερο δυνατό.

Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών συνεδριάζει τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.

2.   Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν αναλογικά τα επενδυτικά ιδρύματα της Ένωσης , τους εκπροσώπους των υπαλλήλων τους καθώς και τους καταναλωτές, ▐ τους χρήστες τραπεζικών υπηρεσιών και τους εκπροσώπους των ΜΜΕ . Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί. Τα μέλη που εκπροσωπούν τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 10.

3.   Τα μέλη της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών ορίζονται από το Συμβούλιο εποπτών της Αρχής, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων.

Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του, το Συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζει την ενδεδειγμένη γεωγραφική ισορροπία , την ισόρροπη συμμετοχή των δυο φύλων και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση .

4.    Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και εξασφαλίζει επαρκή γραμματειακή στήριξη στην Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών.

Παρέχεται επαρκής αποζημίωση των εξόδων ταξιδίου για τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Η Ομάδα μπορεί να συγκροτεί ομάδες εργασίας επί τεχνικών ζητημάτων. Η θητεία των μελών της Ομάδας Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

Τα μέλη μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

5.   Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών υποβάλλει στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα που ορίζονται στα άρθρα 7 έως 7ε, και στα άρθρα 8, 14, 15 και 17 .

6.   Η Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών της .

7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

Άρθρο 23

Διασφαλίσεις

1.   ▐ Αν ένα κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2 ή του άρθρου 11 προσκρούει κατά τρόπο άμεσο και σημαντικό στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, ενημερώνει την Αρχή, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή . Στην ανακοίνωσή του το κράτος μέλος παραθέτει σχετική αιτιολογία και εκτίμηση αντικτύπου ως προς τον βαθμό στον οποίο η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητές του.

2.   ▐ Εντός χρονικού διαστήματος ενός μηνός από την ανακοίνωση του κράτους μέλους, η Αρχή το ενημερώνει εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί.

Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει , το Συμβούλιο αποφασίζει αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει ή ανακαλείται. Η απόφαση να διατηρηθεί η απόφαση της Αρχής λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των μελών. Η απόφαση να ανακληθεί η απόφαση της Αρχής λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου. Σε καμία από τις δυο περιπτώσεις λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των ενδιαφερομένων μελών.

3.   ▐ Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών στην περίπτωση του άρθρου 10 και ενός μηνός στην περίπτωση του άρθρου 11, θεωρείται ότι η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

3α.     Εάν απόφαση που εγκρίνεται δυνάμει του άρθρου 10 οδηγεί στη χρήση των πόρων που συγκροτούνται σύμφωνα με το άρθρο 12δ ή 12ε τα κράτη μέλη δεν καλούν το Συμβούλιο να διατηρήσει ή να ανακαλέσει απόφαση που ελήφθη από την Αρχή.

Άρθρο 24

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό , η Αρχή ενημερώνει τον ονομαστικά αναφερόμενο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενων πλήρως υπόψη του επείγοντα χαρακτήρα, του πολυσύνθετου χαρακτήρα και των δυνάμει συνεπειών του θέματος. Αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 4.

2.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3, επανεξετάζει αυτή την απόφαση στα ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 9, 10 και 11 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής ή του συμμετέχοντος στις χρηματοπιστωτικές αγορές και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η δημοσίευση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Ενότητα 1

Συμβούλιο εποπτών

Άρθρο 25

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

α)

τον πρόεδρο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

β)

τους επικεφαλής των εθνικών δημόσιων αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε κάθε κράτος μέλος, οι οποίοι συμμετέχουν προσωπικά στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως ,

γ)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

δ)

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

ε)

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

1α.     Το Συμβούλιο εποπτών καλεί τακτικά σε συνεδρίαση την Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών, τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο.

2.   Κάθε αρμόδια αρχή ▐ είναι υπεύθυνη ▐ για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σε περίπτωση όπου το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

2α.     Σε κράτη μέλη με περισσότερες από μια αρμόδιες αρχές για την εποπτεία, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για έναν κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος αυτό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να φέρει αντιπρόσωπο από τη σχετική εθνική αρχή χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 97/9/ΕΚ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο των αρμόδιων φορέων οι οποίοι διαχειρίζονται συστήματα προστασίας των επενδυτών σε κάθε κράτος μέλος. Ο εκπρόσωπος αυτός δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

4.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 26

Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο εποπτών, και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο διοικητικό συμβούλιο ή στον πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 11, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί μια ανεξάρτητη ομάδα με ισόρροπη σύνθεση μελών για να διευκολύνει μια αμερόληπτη διευθέτηση της διαφωνίας. Η ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του συμβουλίου, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη αυτή ούτε άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές .

2α.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, παράγραφος 2, η ομάδα προτείνει απόφαση για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 29 παράγραφος 1.

2β.     Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της ομάδας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 27

Ανεξαρτησία

Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης στο σύνολό της και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οι λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 28

Καθήκοντα

1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

2.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

3.   Το συμβούλιο εποπτών ορίζει τον πρόεδρο.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

4α.     Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν πρότασης του διοικητικού συμβουλίου, εγκρίνει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της Αρχής, συμπεριλαμβανομένης και της εκτέλεσης των καθηκόντων του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 7 και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

5.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον ▐ προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 49.

7.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 ή το άρθρο 36 παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 29

Λήψη αποφάσεων

1.    Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται από τα μέλη του με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος» .

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 7, 8 και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, για τις αποφάσεις που λαμβάνει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα θεωρείται οριστική, εφόσον εγκριθεί με απλή πλειοψηφία, εκτός εάν απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

Για όλες τις άλλες αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, η προτεινόμενη από την ομάδα απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία των μελών του εποπτικού συμβουλίου σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου ανά μέλος.

2.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές , εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 61 ή στη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

Ενότητα 2

Διοικητικό συμβούλιο

Άρθρο 30

Σύνθεση

1.   Το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται από τον πρόεδρο ▐ και έξι άλλα μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου .

Για κάθε μέλος εκτός από τον πρόεδρο υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, αν το εν λόγω μέλος κωλύεται να παραστεί.

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

2.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 49.

Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρο με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών καθώς και όποτε άλλοτε κρίνεται σκόπιμο . Συνέρχεται για να συνεδριάσει τουλάχιστον πέντε φορές το χρόνο .

4.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου εκτός από τον εκτελεστικό διευθυντή δεν παρίστανται σε συζητήσεις του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 31

Ανεξαρτησία

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης στο σύνολό της , και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Κράτη μέλη, θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης και λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς απέχουν από οποιασδήποτε προσπάθεια επηρεασμού των μελών του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 32

Καθήκοντα

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης»).

5.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 58.

6.   Το διοικητικό συμβούλιο προτείνει στο Συμβούλιο Εποπτών, προς έγκριση και υποβολή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων της Αρχής , η οποία περιλαμβάνει και τα καθήκοντα του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 38, παράγραφος 7 ▐.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 3 και 5.

Ενότητα 3

Πρόεδρος

Άρθρο 33

Διορισμός και καθήκοντα

1.   Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία της εργασίας του συμβουλίου εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις αγορές, και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής , την οποία οργανώνει και διεκπεραιώνει η Επιτροπή .

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τελικό κατάλογο με τρεις υποψηφίους. Μετά τη διεξαγωγή ακροάσεων των εν λόγω υποψηφίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιλέγει έναν από αυτούς. Ο υποψήφιος που επιλέγεται διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει μεταξύ των μελών του αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής δεν είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Η θητεία του προέδρου διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.   Ο πρόεδρος μπορεί να παυθεί από τα καθήκοντά του μόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από λήψη απόφασης του συμβουλίου εποπτών ▐.

Ο πρόεδρος δεν μπορεί να εμποδίσει το συμβούλιο εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 34

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο τελευταίος δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από κοινοτικά θεσμικά όργανα ή φορείς, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, ο πρόεδρος, μετά τη λήξη της θηείας του, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 35

Έκθεση

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή, σεβόμενα πλήρως την ανεξαρτησία του, να προβείι σε δήλωση . Ο πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, οποτεδήποτε του ζητηθεί .

2.    Ο πρόεδρος υποβάλλει γραπτή έκθεση πεπραγμένων σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όταν του ζητηθεί, και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στην δήλωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

2α.     Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 7α έως 7ε, 8, 9, 10, 11 και 18, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης οιαδήποτε σχετική πληροφορία ζητηθεί σε βάση ad hoc από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ενότητα 4

Εκτελεστικός Διευθυντής

Άρθρο 36

Διορισμός

1.   Την Αρχή διοικεί ο εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής και ύστερα από επικύρωση εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου .

3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών πραγματοποιεί αποτίμηση.

Σε αυτή την αποτίμηση το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ειδικά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να παυθεί μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 37

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του διοικητικού συμβουλίου και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργανισμό ή πρόσωπο εκτός της Αρχής.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, ο εκτελεστικός διευθυντής συνεχίζει μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 38

Καθήκοντα

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να εξασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

5.   Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής ετοιμάζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 49 και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 50.

7.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο ▐ ετήσιας έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα δημοσιονομικής και διοικητικής φύσης.

8.   Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 54 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

Ενότητα 1

Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή επιτροπή)

Άρθρο 40

Σύσταση

1.   Συγκροτείται Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή ▐)

2.   Η Μικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ, εντός του οποίου η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και εξασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με τις λοιπές Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, και συγκεκριμένα::

τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων·

τη λογιστική και το λογιστικό έλεγχο·

τις μικροπροληπτικές αναλύσεις των διατομεακών εξελίξεων, τους κινδύνους και τα τρωτά σημεία για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

τα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές·

τα μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· και

την ανταλλαγή πληροφοριών με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

3.   Η Μικτή Επιτροπή διαθέτει ειδικό προσωπικό αποσπασμένο από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές το οποίο εκτελεί χρέη γραμματείας. Η Αρχή συνεισφέρει επαρκείς πόρους για ▐ διοικητικές δαπάνες, δαπάνες υποδομής και λειτουργικές δαπάνες.

Άρθρο 40α

Εποπτεία

Εάν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εκτείνεται σε διαφορετικούς τομείς, η Μικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφωνίες σύμφωνα με το άρθρο 42 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 41

Σύνθεση

1.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ αποτελείται από τους προέδρους των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 43.

2.   Στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής ▐ καθώς και των υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 43 προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

3.   Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής ▐ ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών. Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής, που ορίζεται βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, ορίζεται επίσης ως αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

4.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ εγκρίνει και δημοσιοποιεί το δικό της εσωτερικό κανονισμό. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής.

Η Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 42

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο Κεφάλαιο II, και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες) , ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 7, 9, 10, ή 11 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, που εμπίπτει επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της ▐ Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Τράπεζες) , εγκρίνονται από την Αρχή, ▐ Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες), ανάλογα με την περίπτωση, παράλληλα.

Άρθρο 43

Υποεπιτροπές

1.    Για τους σκοπούς του άρθρου 42, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μικτή Επιτροπή ▐.

2.    Η εν λόγω υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.    Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μικτής Επιτροπής ▐.

4.    Η Μικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες υποεπιτροπές.

Ενότητα 3

Συμβούλιο προσφυγών

Άρθρο 44

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινός φορέας των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών .

2.   Το συμβούλιο προσφυγών περιλαμβάνει έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής και εποπτικής πείρας αρκούντως υψηλού επιπέδου στον τομέα των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, κινητών αξιών και αγορών ή λοιπών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Σημαντικός αριθμός των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαθέτουν επαρκή νομική κατάρτιση προκειμένου να παρέχουν έγκυρες νομικές συμβουλές ως προς τη νομιμότητα του τρόπου με τον οποίο η Αρχή ασκεί τα καθήκοντά της.

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Στην περίπτωση που ασκείται προσφυγή που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω πλειοψηφία των τεσσάρων μελών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.

Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

3.   Δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δυο αναπληρωματικά ορίζει το διοικητικό συμβούλιο της αρχής από συνοπτικό κατάλογο τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. [ ΕΑΤ ] και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2010 [ ΕΑΚΑΑ ].

4.   Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.   Μέλος του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο ορίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, δεν είναι δυνατό να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το διοικητικό συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

6.   Η ▐ Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ▐ η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μικτής Επιτροπής .

Άρθρο 45

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα στην Αρχή, στο διοικητικό της συμβούλιο ή στο συμβούλιο εποπτών της.

2.   Τα μέλη των συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον, ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός διαδίκου, ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3.   Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει στην εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.   Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να έχει αντίρρηση σχετικά με τη συμμετοχή μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Η ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρόλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, και όχι στην ένσταση στη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του, εκτός αν και το τελευταίο μέλος βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Αν συμβεί αυτό, ο πρόεδρος ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.

Για το σκοπό αυτό, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές γίνονται δημοσίως, κάθε έτος και εγγράφως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 46

Προσφυγές

1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής αναφερόμενης στα άρθρα 9, 10 και 11 και οποιαδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από το αιτιολογικό της υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα που η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την κατάθεσή της.

3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους ▐ να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής, ή ▐ να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση σχετικά με την εν λόγω υπόθεση .

6.   Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 47

Προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ , κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

1α.     Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορούν να καταθέτουν απευθείας προσφυγή στο Δικαστήριο κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

2.   Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ .

3.   Η Αρχή υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48

Προϋπολογισμός της Αρχής

1.   Τα έσοδα της Αρχής, που είναι ευρωπαϊκός φορέας σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, συνίστανται βασικά σε οποιονδήποτε συνδυασμό των εξής :

α)

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων , οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3, παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ·

β)

επιχορήγηση από την Ένωση , που εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα της Επιτροπής)· η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχής όπως προβλέπεται στο σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση·

γ)

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή, στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης .

2.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, επαγγελματικής κατάρτισης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.   Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 49

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και διαβιβάζει αυτό το προσχέδιο προϋπολογισμού, συνοδευόμενο από οργανόγραμμα , στο διοικητικό συμβούλιο και στο συμβούλιο εποπτών . Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή και εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο, το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το συμβούλιο εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο .

2.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, (αποκαλούνται εφεξής «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα, και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 της Συνθήκης.

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το οργανόγραμμα για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών . Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται αναλόγως.

6.   Το συντομότερο δυνατό, το Διοικητικό Συμβούλιο γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικά με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά ακινήτων. Επίσης, πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Σε περίπτωση που ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

6α.     Για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αρχής το οποίο περατούται στις 31 Δεκεμβρίου 2011, ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από τα μέλη της Επιτροπής Επιπέδου 3 μετά τη διενέργεια διαβουλεύσεων με την Επιτροπή και στη συνέχεια διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για επικύρωση.

Άρθρο 50

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως διατάκτης και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 (45) του Συμβουλίου (εφεξής «Δημοσιονομικός κανονισμός»).

3.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του Δημοσιονομικού Κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5.   Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάσει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο διοικητικό συμβούλιο και στην Επιτροπή.

8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9.    Πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν (συμπεριλαμβανομένων όλων των δαπανών και εσόδων της Αρχής) .

Άρθρο 51

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 (46) της Επιτροπής, εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 52

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζονται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Η Αρχή προσχωρεί στη Διοργανική Συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (47) και εγκρίνει άμεσα τις ενδεδειγμένες διατάξεις που ισχύουν για όλο το προσωπικό της Αρχής.

3.   Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση, καθώς και οι συμφωνίες και εκτελεστικές πράξεις που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους μεταξύ των αποδεκτών των κονδυλίων που εκταμιεύονται από την Αρχής και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για τη διάθεση των εν λόγω κονδυλίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 53

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 54

Προσωπικό

1.   Για το προσωπικό της Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της, ισχύουν ο Κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, οι όροι απασχόλησης του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.   Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρχή διορισμού ο Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρχή την εξουσιοδοτημένη να συνάπτει συμβάσεις οι όροι για το λοιπό προσωπικό.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 55

Ευθύνη της Αρχής

1.   Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 56

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και όλων των υπόλοιπων προσώπων που εκτελούν εργασίες για την Αρχή βάσει σύμβασης , υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης , ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, το προσωπικό, μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οι φορείς, ούτε οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του προσωπικού της Αρχής.

2.   Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό περιληπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων .

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή της νομοθεσίας στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τους συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Άρθρο 57

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 58

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ως τις 31 Μαΐου 2011.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 59

Γλωσσικές ρυθμίσεις

1.   Για την Αρχή ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 (48) του Συμβουλίου.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τις γλωσσικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην Αρχή.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 60

Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από την λήψη έγκρισης του διοικητικού συμβουλίου.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 61

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.    Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που έχουν συνάψει με την Ευρωπαϊκή Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

1α.     Η Αρχή μπορεί να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων χωρών οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία που έχει αναγνωριστεί ως ισοδύναμη στους αναφερόμενους στο άρθρο 1, παράγραφος 2 τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, όπως προβλέπεται για τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί σύμφωνα με το άρθρο 216 ΣΛΕΕ.

2.    Με βάση τις σχετικές διατάξεις αυτών των συμφωνιών επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών αυτών στο έργο της Αρχής, και στις οποίες υπάρχουν προβλέψεις σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Οι σχετικές ρυθμίσεις μπορεί να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι χώρες αυτές δεν παρίστανται σε συζητήσεις που αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα , παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙΙ

METABATΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προπαρασκευαστικές ενέργειες

-1.

Κατά την διάρκεια της περιόδου μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν από την ίδρυση της Αρχής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να προετοιμάσει την αντικατάσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών από την Αρχή.

1.

Από την ίδρυση της Αρχής, για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής, μέχρις ότου η Αρχή αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της, υπεύθυνη είναι η Επιτροπή.

Προς το σκοπό αυτό, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκτελεστικός διευθυντής μετά το διορισμό του από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 36, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τις λειτουργίες των εκτελεστικών διευθυντών. [Η περίοδος αυτή περιορίζεται στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Αρχή δεν έχει ακόμη αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της.]

2.

Εφόσον λάβει την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του οργανογράμματος της Αρχής.

3.

Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με επιφύλαξη των εξουσιών του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου.

3α.

Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Όλα τα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις καθώς και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών μεταφέρονται στην Αρχή. Ένας ανεξάρτητος ελεγκτής εκδίδει δημοσιονομικό δελτίο που θα εμφαίνει το ενεργητικό και παθητικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών. Το εν λόγω δημοσιονομικό δελτίο ελέγχεται και εγκρίνεται από τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών και από την Επιτροπή πριν τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.

Άρθρο 63

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 54, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και οι συμφωνίες απόσπασης που συνάπτονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.   Σε όλα τα μέλη του προσωπικού ▐ που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρχή η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη συμβάσεων θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιοριζόμενη στο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών ή της γραμματείας της, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τα προσόντα και την εμπειρία που θα επιδείξει ο κάθε υπάλληλος στην εκτέλεση των καθηκόντων του πριν από τη μετάβαση στο νέο καθεστώς.

3   Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση καθηκόντων , στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.   Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων, ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 63α

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 64

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου τροποποιείται καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 65

Κατάργηση

Η απόφαση αριθ. 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011 .

Άρθρο 66

Ρήτρα αναθεώρησης

-1.

Έως τις … (49), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τις απαραίτητες προτάσεις για ενίσχυση της εποπτείας των ιδρυμάτων που μπορεί να συνεπάγονται συστημικό κίνδυνο όπως ορίζεται στο άρθρο 12β και για τη θέσπιση νέου πλαισίου διαχείρισης χρηματοπιστωτικής κρίσης συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων χρηματοδότησης.

1.

Έως τις … (50), και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τις απαραίτητες προτάσεις για την εξασφάλιση της θέσπισης ενός αξιόπιστου πλαισίου εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων εισφορών από συμμετέχοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές για τον έλεγχο του συστημικού κινδύνου και εκδίδει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Η έκθεση αυτή αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α)

τη σύγκλιση στις συνήθεις πρακτικές εποπτείας την οποία έχουν επιτύχει οι αρμόδιες αρχές·

β)

τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών·

γ)

την πρόοδο που σημειώθηκε προς τη σύγκλιση στους τομείς της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών μηχανισμών χρηματοδότησης·

δ)

κατά πόσο, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της σημειωθείσας προόδου ως προς τα θέματα που αναφέρονται στο στοιχείο γ), πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος της Αρχής στην εποπτεία των συμμετεχόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές που συνεπάγονται δυνητικό συστημικό κίνδυνο και εάν αυτή θα πρέπει να ασκεί ενισχυμένες εξουσίες εποπτείας επί όλων των συμμετεχόντων στην αγορά·

ε)

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης που θεσπίζεται στο άρθρο 23 και συγκεκριμένα κατά πόσο η ρήτρα αυτή μπορεί να παρεμποδίζει αδικαιολόγητα την Αρχή να εκπληρώσει το ρόλο της, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

1α.

Η έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζει επίσης κατά πόσο:

α)

είναι σκόπιμο να μετακινηθούν οι Αρχές προς μία ενιαία έδρα με στόχο τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ τους·

β)

είναι σκόπιμο να συνεχίζεται χωριστή εποπτεία των τραπεζικών αγορών, των αγορών ασφαλίσεων, των αγορών επαγγελματικών συντάξεων, των αγορών κινητών αξιών και των χρηματοπιστωτικών αγορών·

γ)

η προληπτική εποπτεία και η εποπτεία των τρεχουσών δραστηριοτήτων πρέπει να ασκούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη·

δ)

είναι σκόπιμο να απλουστευθεί και ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνέπεια ανάμεσα στα επίπεδα μάκρο και μίκρο και ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές·

ε)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις·

στ)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ·

ζ)

η λογοδοσία και η διαφάνεια σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσίευσης είναι επαρκείς·

η)

είναι κατάλληλη η έδρα της Αρχής·

θ)

η θέσπιση Ταμείου Σταθερότητας για Κινητές Αξίες και Αγορές σε επίπεδο Ένωσης είναι το καλύτερο όπλο κατά των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού και ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων των συμμετεχόντων στις διασυνοριακές αγορές.

2.

Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, αν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 67

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 62 και το άρθρο 63 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος . Η Αρχή συγκροτείται κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

[…]

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0169/2010).

(2)  Πολιτικές τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

(3)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ C …, …, σ. …

(5)  ΕΕ C 13, 20.1.2010, σ. 1

(6)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ….

(7)   ΕΕ C 40, 7.2.2001, σ. 453 .

(8)   ΕΕ C 25 E, 29.1.2004, σ. 394.

(9)   ΕΕ C 175 E, 10.7.2008, σ. 392.

(10)   ΕΕ C 8 E, 14.1.2010, σ. 26.

(11)   ΕΕ C 9 E, 15.1.2010, σ. 48.

(12)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0251.

(13)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0279.

(14)   ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 1 .

(15)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 23.

(16)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 28.

(17)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 18.

(18)  Στο σημείο 44· δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή νομολογίας του Δικαστηρίου.

(19)  ΕΕ L 84, 26.3.1997, σ. 22.

(20)  ΕΕ L 166, 11.6.1998, σ. 45.

(21)  ΕΕ L 184, 6.7.2001, σ. 1.

(22)  ΕΕ L 168, 27.6.2002, σ. 43.

(23)  ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1.

(24)  ΕΕ L 96, 12.4.2003, σ. 16.

(25)  ΕΕ L 345, 31.12.2003, σ. 64.

(26)  ΕΕ L 142, 30.4.2004, σ. 12.

(27)  ΕΕ L 145, 30.4.2004, σ. 1.

(28)  ΕΕ L 390, 31.12.2004, σ. 38.

(29)  ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 15.

(30)  ΕΕ L 271, 9.10.2002, σ. 16

(31)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 201.

(32)  ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 32.

(33)  Οι εξής είναι ισχύοντες κανονισμοί στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Αρχής: κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241, 2.9.2006, σ. 1)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 2004 για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, τη μορφή των ενημερωτικών δελτίων, την ενσωμάτωση πληροφοριών μέσω παραπομπής, τη δημοσίευση των ενημερωτικών δελτίων και τη διάδοση των σχετικών διαφημίσεων (ΕΕ L 149, 30.4.2004, σ. 1)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και για τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 336, 23.12.2003, σ. 33)· κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1569/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για την καθιέρωση μηχανισμού για τον προσδιορισμό της ισοδυναμίας των λογιστικών προτύπων που εφαρμόζουν οι εκδότες κινητών αξιών τρίτων χωρών βάσει των οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 340, 22.12.2007, σ. 66).

(34)  ΕΕ L 247, 21.9.2007, σ. 1.

(35)   ΕΕ L 87, 31.3.2009, σ. 164 .

(36)   ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 8.

(37)   ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.

(38)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

(39)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

(40)  ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1.

(41)  ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(42)  ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

(43)  ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.

(44)   ΕΕ L 253, 25.9.2009, σ. 8.

(45)  ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.

(46)  EE L 357, 31.12.2002, σ. 72.

(47)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

(48)  ΕΕ 17, 6.10.1958, σ. 385/58.

(49)   Έξι μήνες από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.

(50)   Τρία έτη από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/321


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού της συστήματος και σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου ***I

P7_TA(2010)0271

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την κοινοτική μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (COM(2009)0499 – C7-0166/2009 – 2009/0140(COD))

2011/C 351 E/37

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Η πρόταση τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010 ως ακολούθως (1):

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (2)

στην πρόταση της Επιτροπής

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (3),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (4),

Ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (5),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου η πραγματική οικονομία να παράσχει απασχόληση, πιστοδότηση και ανάπτυξη. Η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε σημαντικές ελλείψεις στην χρηματοπιστωτική εποπτεία, η οποία δεν κατάφερε να αποτρέψει τη συσσώρευση υπερβολικών κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα . Η κρίση έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στους φορολογουμένους, σε πολλούς πολίτες της Ένωσης που είναι τώρα άνεργοι και σε πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Τα κράτη μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να διασώσουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση νέας κρίσης ανάλογης κλίμακας, χωρίς να παραβιάσουν τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

(1α)

Πολύ πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, το Κοινοβούλιο ζητούσε ήδη κατ’ επανάληψη την ενίσχυση μιας πραγματικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερομένους σε επίπεδο ΕΕ, επισημαίνοντας ταυτόχρονα σημαντικές αδυναμίες στην εποπτεία της ΕΕ στις ολοένα και πιο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής - Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: Πρόγραμμα δράσης (6), της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (7), της 11ης Ιουλίου2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) – Λευκή Βίβλος (8), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (9), της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (10), της 22ας Απριλίου 2009 για την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (11) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας) (12).

(2)

Το Νοέμβριο του 2008, η Επιτροπή ανέθεσε σε ομάδα υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κυρίου Jacques de Larosière («ομάδα de Larosière») να προτείνει συστάσεις σχετικά με τους τρόπους ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων για την καλύτερη προστασία των πολιτών της και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

(3)

Στην τελική έκθεσή της, την οποία παρουσίασε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 (η έκθεση de Larosière) , η ομάδα de Larosière συνιστούσε, μεταξύ άλλων, να θεσπιστεί ένας φορέας σε ενωσιακό επίπεδο, επιφορτισμένος με την επίβλεψη των κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά.

(4)

Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης» της 4ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή χαιρέτισε και παρέσχε την ευρεία υποστήριξή της στις συστάσεις της ομάδας de Larosière. Στη συνεδρίασή του της 19ης και 20ής Μαρτίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε ότι είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η ρύθμιση και η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ και να χρησιμοποιηθεί η έκθεση της ομάδας de Larosière ως εφαλτήριο για δράση.

(5)

Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» της 27ης Μαΐου 2009, η Επιτροπή όρισε μια σειρά μεταρρυθμίσεων στις ισχύουσες ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε ενωσιακό επίπεδο, ιδίως συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕΣΚ), που θα είναι αρμόδιο για την μακροπροληπτική εποπτεία. Το Συμβούλιο στις 9 Ιουνίου 2009 και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη συνεδρίασή του στις 18 και 19 Ιουνίου υποστήριξαν την άποψη της Επιτροπής και χαιρέτισαν την πρόθεση της Επιτροπής να προωθήσει νομοθετικές προτάσεις, ώστε να μπορέσει να θεσπιστεί πλήρως το νέο πλαίσιο μέσα στο 2010. Σε συμφωνία με τις απόψεις της Επιτροπής, το Συμβούλιο έκρινε μεταξύ άλλων ότι η ΕΚΤ «θα πρέπει να παρέχει αναλυτική, στατιστική, διοικητική και υλικοτεχνική στήριξη στο ΕΣΣΚ, βασιζόμενη επίσης στις τεχνικές συμβουλές των εθνικών κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών». Η οικονομική στήριξη που παρέχεται από την ΕΚΤ στο ΕΣΣΚ και ο καθορισμός των καθηκόντων τα οποία του ανατίθενται πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς να θίγεται η αρχή της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τη Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(5α)

Δεδομένης της ολοκλήρωσης των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, χρειάζεται ισχυρή δέσμευση της Ένωσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ΕΣΣΚ πρέπει να αντλήσει εμπειρογνωσία από μια επιστημονική επιτροπή υψηλού επιπέδου και να αναλάβει όλες τις παγκόσμιας εμβέλειας αρμοδιότητες που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί ότι η φωνή της Ένωσης θα γίνεται ακουστή στα θέματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ιδίως μέσω στενής συνεργασίας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (FSB) και όλους τους εταίρους της Ομάδας των Είκοσι (G-20).

(5β)

Το ΕΣΣΚ πρέπει να συμβάλει, μεταξύ άλλων, στην εφαρμογή των συστάσεων του ΔΝΤ, του FSB και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) προς την G-20, οι οποίες περιέχονται στις αρχικές εκτιμήσεις της έκθεσής τους σχετικά με τις κατευθύνσεις για την αξιολόγηση της συστημικής σπουδαιότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αγορών και μέσων, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2009 και υποστηρίζει τον δυναμικό χαρακτήρα του συστημικού κινδύνου, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και της παγκόσμιας οικονομίας. Ο συστημικός κίνδυνος μπορεί να γίνει αντιληπτός ως κίνδυνος διατάραξης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο οποίος προκαλείται από κλονισμό του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και είναι δυνατόν να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία.

(5γ)

Η έκθεση σχετικά με τις κατευθύνσεις για την αξιολόγηση της συστημικής σπουδαιότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αναφέρει επίσης ότι η εκτίμηση του συστημικού κινδύνου είναι πιθανόν να μεταβάλλεται ανάλογα με το οικονομικό περιβάλλον. Επιπλέον, θα καθορίζεται από τη χρηματοπιστωτική υποδομή, τις ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων και την ικανότητα αντιμετώπισης σοβαρών δυσλειτουργιών τη στιγμή κατά την οποία συμβαίνουν. Τα ιδρύματα ενδέχεται να έχουν συστημική σπουδαιότητα για τα τοπικά, εθνικά ή διεθνή χρηματοπιστωτικά συστήματα και οικονομίες. Τα βασικά κριτήρια που βοηθούν στον προσδιορισμό της συστημικής σπουδαιότητας των αγορών και των ιδρυμάτων είναι το μέγεθος (ο όγκος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που παρέχονται από την επιμέρους συνιστώσα του χρηματοπιστωτικού συστήματος), η δυνατότητα υποκατάστασης (ο βαθμός στον οποίο άλλες συνιστώσες του συστήματος μπορούν να παράσχουν τις ίδιες υπηρεσίες σε περίπτωση σοβαρής δυσλειτουργίας) και η αμοιβαία σύνδεση (με τις άλλες συνιστώσες του συστήματος). Μια αξιολόγηση βασισμένη στα τρία αυτά κριτήρια θα πρέπει να συμπληρώνεται με αναφορά στα σημεία χρηματοπιστωτικής ευπάθειας και στην ικανότητα του θεσμικού πλαισίου να αντιμετωπίσει σοβαρές χρηματοπιστωτικές δυσλειτουργίες.

(5δ)

Το καθήκον του ΕΣΣΚ θα πρέπει να είναι η παρακολούθηση και η αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου σε ομαλούς καιρούς για να μετριάζεται η έκθεση του συστήματος στον κίνδυνο σοβαρής δυσλειτουργίας συστημικών συνιστωσών και να βελτιώνεται η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε κραδασμούς. Εν προκειμένω, το ΕΣΣΚ πρέπει να αυξήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία. Για να εκπληρώσει τους στόχους του, το ΕΣΣΚ πρέπει να αναλύει όλες τις σχετικές πληροφορίες, και ιδίως τη συναφή νομοθεσία που ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως για παράδειγμα τους κανόνες σχετικά με τη λογιστική, τις πτωχεύσεις και τις σωστικές παρεμβάσεις.

(6)

Η εύρυθμη λειτουργία των ενωσιακών και παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συστημάτων, και ο μετριασμός των κινδύνων που τα απειλούν, απαιτούν μεγαλύτερη συνοχή ανάμεσα στη μακροεποπτεία και τη μικροεποπτεία. Όπως αναφέρεται στη μελέτη Turner «Ρυθμιστικές απαντήσεις στην παγκόσμια τραπεζική κρίση», του Μαρτίου 2009, «για να υπάρξουν υγιέστερες ρυθμίσεις χρειάζονται είτε αυξημένες εθνικές εξουσίες, πράγμα που συνεπάγεται μια λιγότερο ανοικτή ενιαία αγορά, είτε μεγαλύτερος βαθμός ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Με δεδομένο τον ρόλο ενός υγιούς χρηματοπιστωτικού συστήματος όσον αφορά τη συμβολή του στην ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη στην Ένωση και τον αντίκτυπό του στην πραγματική οικονομία, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επέλεξαν μεγαλύτερο βαθμό ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως συνιστά η έκθεση Larosière.

(6α)

Αυτό το πρόσφατα σχεδιασμένο σύστημα μακροεποπτείας απαιτεί αξιόπιστη ηγεσία υψηλού κύρους. Κατά συνέπεια, δεδομένου του καίριου ρόλου του ΕΣΣΚ και της διεθνούς και εσωτερικής αξιοπιστίας του, και σύμφωνα με το πνεύμα της έκθεσης de Larosière, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ πρέπει να είναι πρόεδρος του ΕΣΣΚ. Επιπροσθέτως, οι απαιτήσεις λογοδοσίας πρέπει να ενισχυθούν, ενώ η σύνθεση των οργάνων του ΕΣΣΚ πρέπει να διευρυνθεί ώστε να συμπεριληφθεί ευρύ φάσμα εμπειρογνωσίας, υποβάθρου και απόψεων.

(6β)

Η έκθεση de Larosière αναφέρει επίσης ότι η μακροπροληπτική εποπτεία είναι ανώφελη αν δεν μπορεί με κάποιο τρόπο να επηρεάζει τη μικροπροληπτική εποπτεία, ενώ η μικροπροληπτική εποπτεία δεν μπορεί να διασφαλίζει αποτελεσματικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα χωρίς να λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις εξελίξεις σε επίπεδο μακροπροληπτικής εποπτείας.

(6γ)

Χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ), το οποίο να συγκεντρώνει τους φορείς που ασκούν χρηματοπιστωτική εποπτεία τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο Ένωσης και να τους επιτρέπει να λειτουργούν ως δίκτυο. Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσοι συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ πρέπει να συνεργάζονται με πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζονται οι αναμεταξύ τους ροές κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών. Σε επίπεδο Ένωσης, το δίκτυο πρέπει να αποτελείται από το ΕΣΣΚ και τρεις αρχές μικροπροληπτικής εποπτείας: την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Κινητές Αξίες και Αγορές) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010, και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010.

(7α)

Το ΕΣΣΚ περιλαμβάνει ένα Γενικό Συμβούλιο, μια Διοικούσα Επιτροπή, μια Γραμματεία, μια Συμβουλευτική Τεχνική Επιτροπή και μια Συμβουλευτική Επιστημονική Επιτροπή. Κατά τη σύσταση της Συμβουλευτικής Τεχνικής Επιτροπής πρέπει να ληφθούν υπόψη οι υπάρχουσες δομές ώστε να αποφευχθούν τυχόν επικαλύψεις.

(8)

Το ΕΣΣΚ πρέπει, κατά περίπτωση, να εκδίδει και να δημοσιοποιεί προειδοποιήσεις και συστάσεις γενικής φύσεως, οι οποίες αφορούν την Ένωση συνολικά, μεμονωμένα κράτη μέλη ή ομάδες κρατών μελών, με καθορισμένο χρονοδιάγραμμα για τη συναφή πολιτική αντίδραση. Όταν τέτοιας μορφής προειδοποιήσεις ή συστάσεις απευθύνονται είτε σε μεμονωμένα κράτη μέλη ή σε ομάδα κρατών μελών, το ΕΣΣΚ μπορεί να προτείνει κατάλληλα μέτρα στήριξης. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας ή κατόπιν αιτήματος του ΕΣΣΚ, κάποιας από της Αρχές, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, ενδέχεται να εγκρίνει απόφαση που απευθύνεται σε κάποια από τις Αρχές με την οποία ορίζεται η ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

(8α)

Το ΕΣΣΚ πρέπει να αποφασίζει αν μια σύσταση πρέπει να παραμείνει εμπιστευτική ή να δημοσιοποιείται, λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοσιοποίηση μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της συμμόρφωσης προς τις συστάσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις.

(8β)

Το ΕΣΣΚ πρέπει να επεξεργαστεί έναν χρωματικό κώδικα, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να εκτιμούν ευκολότερα τη φύση του κινδύνου.

(9)

Προκειμένου να αυξηθεί το βάρος και η νομιμότητά τους, οι εν λόγω προειδοποιήσεις και συστάσεις πρέπει να διαβιβάζονται μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου , της Επιτροπής, των αποδεκτών και, κατά περίπτωση, των ΕΕΑ .

(10)

Το ΕΣΣΚ πρέπει να παρακολουθεί επίσης τη συμμόρφωση προς τις συστάσεις του, βάσει των εκθέσεων των αποδεκτών, ώστε να βεβαιωθεί ότι οι προειδοποιήσεις και συστάσεις του τηρούνται πράγματι. Οι αποδέκτες των συστάσεων πρέπει να αιτιολογούν επαρκώς οιαδήποτε παράλειψή τους να συμμορφώνονται πλήρως με τις συστάσεις του ΕΣΣΚ (μηχανισμός «δράσης ή εξήγησης»), ιδίως έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου . Το ΕΣΣΚ πρέπει να είναι σε θέση να προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σε περίπτωση που δεν έχει ικανοποιηθεί από την ανταπόκριση των αποδεκτών στις συστάσεις.

(12)

Το ΕΣΣΚ πρέπει να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τουλάχιστον δυο φορές ανά έτος και ακόμη συχνότερα σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών δυσχερειών μεγάλης κλίμακας.

(13)

Η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες πρέπει να έχουν κεντρικό ρόλο στην μακροπροληπτική εποπτεία, λόγω της εξειδικευμένης γνώσης τους και των υφιστάμενων ευθυνών τους στον τομέα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η συμμετοχή των μικροπροληπτικών εποπτικών αρχών στις εργασίες του ΕΣΣΚ έχει ουσιαστική σημασία προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η αξιολόγηση του μακροπροληπτικού κινδύνου βασίζεται στην πλήρη και ακριβή ενημέρωση σχετικά με τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αντίστοιχα, οι πρόεδροι των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών πρέπει να είναι μέλη με δικαίωμα ψήφου. Στο πλαίσιο πνεύματος ανοίγματος, πρέπει να είναι μέλη του Γενικού Συμβουλίου έξι ανεξάρτητα πρόσωπα, τα οποία να μην είναι μέλη των ΕΕΑ, επιλεγμένα βάσει των γενικών ικανοτήτων τους και της προσήλωσής τους στην Ένωση και για το ποικίλο υπόβαθρό τους σε ακαδημαϊκούς κλάδους ή στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως σε ΜΜΕ, σε συνδικάτα ή ως πάροχοι ή καταναλωτές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και που θα προσφέρουν όλα τα εχέγγυα από πλευράς ανεξαρτησίας και εμπιστευτικότητας. Ένας εκπρόσωπος των αρμόδιων εθνικών αρχών κάθε κράτους μέλους πρέπει να παρίσταται στις συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(14)

Η συμμετοχή ενός μέλους της Επιτροπής θα συμβάλει στην εγκαθίδρυση ενός δεσμού με την μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική εποπτεία της Ένωσης , ενώ η παρουσία του Προέδρου της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής παρουσιάζει το ρόλο των υπουργείων οικονομικών στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

(14α)

Λόγω του ότι εντός της Ένωσης μπορούν να ασκήσουν δραστηριότητα τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από τρίτες χώρες που είναι όμως μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών υπό τον όρο ότι διαθέτουν άδεια από την χώρα προέλευσής τους, θα πρέπει να είναι δυνατόν να καλείται να συμμετάσχει σε συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου ΕΣΣΚ ένας εκπρόσωπος υψηλού επιπέδου από κάθε μία από τις εν λόγω χώρες.

(15)

Είναι σημαντικό τα μέλη του ΕΣΣΚ να επιτελούν τα καθήκοντά τους αμερόληπτα και να ασχολούνται μόνο με την χρηματοπιστωτική σταθερότητα όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπου δεν καθίσταται δυνατή η επίτευξη συναίνεσης, η ψηφοφορία για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις στο πλαίσιο του ΕΣΣΚ δεν πρέπει να είναι σταθμισμένη και οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται κατά κανόνα με απλή πλειοψηφία.

(16)

Η διασύνδεση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αγορών συνεπάγεται ότι η παρακολούθηση και εκτίμηση δυνητικών συστημικών κινδύνων πρέπει να βασίζεται σε ένα ευρύ φάσμα συναφών μακροοικονομικών και μικροοικονομικών δεδομένων και δεικτών. Οι συστημικοί αυτοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν κινδύνους διατάραξης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών οι οποίοι προκαλούνται από σημαντικό κλονισμό του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και είναι δυνατόν να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία. Οιασδήποτε μορφής χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και διαμεσολαβητής, αγορά, υποδομή και μέσο ενδέχεται να είναι σημαντικό από συστημικής απόψεως. Επομένως, το ΕΣΣΚ πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την επιτέλεση των καθηκόντων του, διατηρώντας ταυτόχρονα τον απόρρητο χαρακτήρα των εν λόγω δεδομένων, όπως απαιτείται.

(17)

Οι φορείς της αγοράς μπορούν να παράσχουν πολύτιμες πληροφορίες για την κατανόηση των εξελίξεων που επηρεάζουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όποτε ενδείκνυται, το ΕΣΣΚ πρέπει επομένως να διαβουλεύεται με τους φορείς του ιδιωτικού τομέα (εκπροσώπους του χρηματοπιστωτικού τομέα, οργανώσεις των καταναλωτών, ομάδες χρηστών του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίες θεσπίστηκαν δυνάμει της νομοθεσίας της Επιτροπής ή της ενωσιακής νομοθεσίας …) και να τους παρέχει ίσες ευκαιρίες να διατυπώσουν τα σχόλιά τους. Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν υπάρχει άκαμπτος ορισμός του συστημικού κινδύνου και ότι η εκτίμηση του συστημικού κινδύνου μπορεί να μεταβάλλεται ανάλογα με το οικονομικό περιβάλλον, το ΕΣΣΚ πρέπει να εξασφαλίζει ευρύ φάσμα πείρας και δεξιοτήτων μεταξύ των υπαλλήλων του και των συμβούλων του.

(19)

Η σύσταση του ΕΣΣΚ αναμένεται να συμβάλλει άμεσα στην επίτευξη των στόχων της εσωτερικής αγοράς. Η ενωσιακή μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των συνολικών νέων εποπτικών ρυθμίσεων στην Ένωση καθώς η μακροπροληπτική πτυχή συνδέεται στενά με τα μικροπροληπτικά εποπτικά καθήκοντα που ανατίθενται στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές. Μόνο με τη θέσπιση διατάξεων στις οποίες αναγνωρίζεται δεόντως η αλληλεξάρτηση μεταξύ μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών κινδύνων, είναι δυνατόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι να αποκτήσουν επαρκή εμπιστοσύνη προκειμένου να αναλάβουν διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Το ΕΣΣΚ θα παρακολουθεί και θα αξιολογεί τους κινδύνους προς την χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απορρέουν από εξελίξεις οι οποίες μπορούν να έχουν αντίκτυπο σε τομεακό επίπεδο ή στο επίπεδο ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών, το ΕΣΣΚ θα συμβάλει άμεσα στη δημιουργία μιας ενοποιημένης εποπτικής διάρθρωσης της Ένωσης , αναγκαίας για την προώθηση έγκαιρων και συνεκτικών πολιτικών αντιδράσεων μεταξύ των κρατών μελών, αποφεύγοντας έτσι τις αποκλίνουσες προσεγγίσεις και βελτιώνοντας τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(20)

Δεδομένου ότι η αποτελεσματική μακροπροληπτική εποπτεία της Ένωσης είναι αδύνατο να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, λόγω της ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών χρηματαγορών, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία προς επίτευξη των στόχων αυτών.

(20α)

Όπως προτείνεται στην έκθεση de Larosière, είναι αναγκαία μια κλιμακωτή προσέγγιση και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να προβούν σε πλήρη επανεξέταση του ΕΣΧΕ, του ΕΣΣΚ και των ΕΕΑ έως … (13),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

1.    Ιδρύεται Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, εφεξής αποκαλούμενο «ΕΣΣΚ». Το Κέντρο έχει την έδρα του στη Φρανκφούρτη.

1α.     Το ΕΣΣΚ αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), σκοπός του οποίου είναι να εποπτεύει το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης.

1β.     Το ΕΣΧΕ περιλαμβάνει:

α)

το ΕΣΣΚ·

β)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Κινητές Αξίες και Αγορές) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]·

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ]·

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]·

ε)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή) που προβλέπεται στο άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ]·

στ)

τις αρχές των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 … [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ]·

ζ)

την Επιτροπή, για τους σκοπούς της επιτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού αριθ. …/2010. [ΕΑΚΑΑ] και του κανονισμού αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ].

Οι ΕΕΑ που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) έχουν την έδρα τους στη Φρανκφούρτη.

Ενδέχεται να έχουν αντιπροσωπείες στα πιο σημαντικά οικονομικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1γ.     Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσοι συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ πρέπει να συνεργάζονται με πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζονται οι μεταξύ τους ροές κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«χρηματοπιστωτικό ίδρυμα» είναι οποιαδήποτε επιχείρηση που διέπεται από τη νομοθεσία που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 …[ΕΑΤ], του κανονισμού αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], και οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση ή οντότητα που λειτουργεί στην Ένωση, της οποίας οι χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες μπορεί να θέτουν συστημικό κίνδυνο, έστω και αν δεν έχει άμεσους δεσμούς με το ευρύ κοινό·

β)

«χρηματοπιστωτικό σύστημα» είναι όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι αγορές, τα προϊόντα και οι υποδομές αγορών ·

βα)

«συστημικός κίνδυνος» είναι ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Όλες οι μορφές χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι σημαντικές σε μεγάλο βαθμό από συστημικής απόψεως .

Άρθρο 3

Αποστολή, στόχοι και καθήκοντα

1.   Το ΕΣΣΚ είναι υπεύθυνο για την μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη ή στο μετριασμό των συστημικών κινδύνων που απειλούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και που προκύπτουν από εξελίξεις εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και να λαμβάνει υπόψη μακροοικονομικές εξελίξεις , ώστε να αποτρέψει περιόδους χρηματοοικονομικού κινδύνου ευρείας κλίμακας και να συμβάλει στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς , ώστε να διασφαλίσει τη βιώσιμη συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ΕΣΣΚ επιφορτίζεται με τα εξής καθήκοντα:

α)

καθορίζει ή/και συγκεντρώνει, όταν είναι αναγκαίο, και αναλύει όλες τις πληροφορίες σχετικά με τους στόχους που περιγράφονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένης της νομοθεσίας που ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως οι κανόνες σχετικά με τη λογιστική, την αναδιοργάνωση και την εκκαθάριση ,

β)

εντοπίζει και κατατάσσει τους συστημικούς κινδύνους βάσει προτεραιότητας,

γ)

εκδίδει προειδοποιήσεις όταν αυτοί οι κίνδυνοι θεωρούνται σημαντικοί και, κατά περίπτωση, τις δημοσιοποιεί,

δ)

εκδίδει συστάσεις για επανορθωτικές ενέργειες ως αντίδραση στους κινδύνους που εντοπίσθηκαν και, κατά περίπτωση , τις δημοσιοποιεί ,

δα)

εκδίδει εμπιστευτική προειδοποίηση προς την Επιτροπή όταν το ΕΣΣΚ κρίνει ότι ενδέχεται να προκύψει κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως ορίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]. Το ΕΣΣΚ παρέχει εκτίμηση της κατάστασης, προκειμένου η Επιτροπή να ορίσει την ανάγκη για έγκριση απόφασης απευθυνόμενης στις ΕΕΑ, με την οποία να ορίζεται η ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

ε)

παρακολουθεί τη συνέχεια στις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις,

στ)

συνεργάζεται στενά με όλους τους άλλους συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ και, κατά περίπτωση, παρέχει στις ΕΕΑ τις πληροφορίες για τους συστημικούς κινδύνους που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, ιδίως το ΕΣΣΚ, σε συνεργασία με τις ΕΕΑ, εκπονεί μια κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνων), η οποία χρησιμεύει ως βάση για τον προσδιορισμό μιας εποπτικής κατάταξης σε διασυνοριακά ιδρύματα τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να θέσουν συστημικό κίνδυνο.

Αυτή η κατάταξη επανεξετάζεται σε τακτική βάση, αντικατοπτρίζοντας τις υλικές αλλαγές των χαρακτηριστικών κινδύνου ενός ιδρύματος. Η εποπτική κατάταξη αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την απόφαση άμεσης εποπτείας ή παρέμβασης σε ένα προβληματικό ίδρυμα.

στα)

συμμετέχει, όπου κρίνεται σκόπιμο στη Μικτή Επιτροπή,

ζ)

συντονίζεται με τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ιδίως με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, καθώς και με τους συναφείς φορείς σε τρίτες χώρες για θέματα σχετικά με την μακροπροληπτική εποπτεία,

η)

επιτελεί άλλες συναφείς εργασίες, όπως καθορίζεται στην ενωσιακή νομοθεσία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΦΟΡΕΑΣ

Άρθρο 4

Σύνθεση

1.   Το ΕΣΣΚ έχει ένα γενικό συμβούλιο, μια διευθύνουσα επιτροπή , μια γραμματεία και μια συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή .

2.   Το γενικό συμβούλιο λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για να διασφαλίζει την επιτέλεση των εργασιών που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΣΚ.

3.   Η διευθύνουσα επιτροπή συμβάλλει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του ΕΣΣΚ, προετοιμάζοντας τις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου, εξετάζοντας τα προς συζήτηση έγγραφα και παρακολουθώντας την πρόοδο της υπό διεξαγωγή εργασίας του ΕΣΣΚ.

4.   Η γραμματεία είναι αρμόδια για τις τρέχουσες δραστηριότητες του ΕΣΣΚ και για όλα τα θέματα προσωπικού. Παρέχει αναλυτική, στατιστική, διοικητική και επιμελητειακή υποστήριξη υψηλής ποιότητας στο ΕΣΣΚ, υπό την καθοδήγηση του προέδρου του γενικού συμβουλίου, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ] του Συμβουλίου. Επίσης, αντλεί τεχνικές συμβουλές από τις ΕΕΑ, τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και τις εθνικές εποπτικές αρχές.

5.   ▐ Η συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 12 ▐ παρέχει συμβουλές και συνδρομή ως προς θέματα συναφή με το έργο του ΕΣΣΚ ▐.

Άρθρο 5

Προεδρία

1.   Ο Πρόεδρος ▐ του ΕΣΣΚ είναι ο Πρόεδρος της ΕΚΤ .

1α.     Ο πρώτος αντιπρόεδρος εκλέγεται από και μεταξύ των μελών του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ για θητεία 5 ετών και λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη για ισορροπία στην εκπροσώπηση μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ όσων συμμετέχουν και όσων δεν συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ. Μπορεί να επανεκλεγεί μία φορά.

1β.     Ο δεύτερος αντιπρόεδρος είναι ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο [XX] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού(ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ].

1γ.     Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι εκθέτουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά τη διάρκεια δημόσιας ακρόασης, πώς προτίθενται να ασκήσουν τα καθήκοντα που τους αναθέτει ο παρών κανονισμός.

2.   Ο πρόεδρος προεδρεύει στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής.

3.    Οι αντιπρόεδροι, κατά σειράν προβαδίσματος, προεδρεύουν στο γενικό συμβούλιο ή/και στη διευθύνουσα επιτροπή όταν ο πρόεδρος δεν μπορεί να συμμετάσχει σε κάποια συνεδρίαση.

4.   Αν η διάρκεια της θητείας του μέλους του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ που εξελέγη ως πρώτος αντιπρόεδρος λήξει πριν από τη συμπλήρωση της πενταετούς θητείας ή αν για οποιονδήποτε λόγο ο πρώτος αντιπρόεδρος δεν είναι σε θέση να επιτελέσει τα καθήκοντά του , εκλέγεται νέος πρώτος αντιπρόεδρος σύμφωνα με την παράγραφο 1 α .

5.   Ο πρόεδρος εκπροσωπεί το ΕΣΣΚ εκτός του οργάνου.

Άρθρο 6

Γενικό συμβούλιο

1.   Τα εξής πρόσωπα είναι μέλη του γενικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου:

α)

ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ,

β)

οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών,

γ)

ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

δ)

ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών,

ε)

ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων,

στ)

ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών ,

στα)

έξι ανεξάρτητα πρόσωπα που διορίζονται από τα μέλη του γενικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου μετά από πρόταση της Μικτής Επιτροπής· οι διορισθέντες δεν πρέπει να είναι μέλη των ΕΕΑ και επιλέγονται βάσει των γενικών ικανοτήτων τους καθώς και για το ποικίλο υπόβαθρό τους σε ακαδημαϊκούς κλάδους ή άλλους τομείς, ιδίως σε ΜΜΕ, σε συνδικάτα ή ως πάροχοι ή καταναλωτές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών· κατά το χρόνο του διορισμού τους, η Μικτή Επιτροπή αναφέρει ποια άτομα ορίζονται και για να συμμετάσχουν στη διευθύνουσα επιτροπή· κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι διορισθέντες δεν πρέπει ούτε να ζητούν ούτε να λαμβάνουν οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση, θεσμικό ή άλλο όργανο, υπηρεσία, οντότητα ή ιδιώτη· οφείλουν επίσης να απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντά τους ή την επιτέλεση του έργου τους.

2.   Τα εξής πρόσωπα είναι μέλη του γενικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου:

α)

ένας εκπρόσωπος υψηλού επιπέδου ανά κράτος μέλος από τις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές , σύμφωνα με την παράγραφο 3 αυτού του άρθρου·

β)

τον πρόεδρο της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής.

3.    Όσον αφορά την εκπροσώπηση των εθνικών εποπτικών αρχών ▐, εναλλάσσονται οι αντίστοιχοι εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου αναλόγως προς το υπό συζήτηση θέμα, εκτός εάν οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν συμφωνήσει για έναν κοινό εκπρόσωπο .

4.   Το γενικό συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 7

Αμεροληψία

1.   Κατά τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες του γενικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής ή κατά τη διεξαγωγή οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας σχετικής με το ΕΣΣΚ, τα μέλη του ΕΣΣΚ επιτελούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία και μόνο προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνόλου. Δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από τα κράτη μέλη, θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα .

1α.     Τα μέλη του γενικού συμβουλίου τα οποία είναι επίσης μέλη του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ ενεργούν κατά τρόπο ανεξάρτητο όταν ασκούν τα καθήκοντά τους.

2.   Τα κράτη μέλη , τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν προσπαθούν να επηρεάσουν τα μέλη του ΕΣΣΚ κατά την επιτέλεση των συναφών με το ΕΣΣΚ εργασιών τους.

Άρθρο 8

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Για τα μέλη του γενικού συμβουλίου του ΕΣΣΚ και τυχόν άλλα πρόσωπα που εργάζονται ή που εργάστηκαν κατά το παρελθόν για λογαριασμό ή σε σχέση με το ΕΣΣΚ (συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου προσωπικού των κεντρικών τραπεζών, της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής, των ΕΕΑ και των αρμόδιων εθνικών εποπτικών αρχών των κρατών μελών) απαιτείται να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες που διέπονται από το επαγγελματικό απόρρητο, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

2.   Οι πληροφορίες που λαμβάνουν τα μέλη του ΕΣΣΚ μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο των καθηκόντων τους και για την επιτέλεση των εργασιών που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 16 και της εφαρμογής του ποινικού δικαίου, τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται από τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να κοινοποιούνται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο σε περιληπτική ή συγκεντρωτική μορφή, τέτοια ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση των μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

4.   Το ΕΣΣΚ συμφωνεί και δημιουργεί μαζί με τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές καθορισμένες διαδικασίες εμπιστευτικότητας, με στόχο την προστασία πληροφοριών σχετικά με μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή πληροφοριών μέσω των οποίων είναι δυνατός ο εντοπισμός μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 9

Συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου

1.   Οι τακτικές συνεδριάσεις ολομέλειας του γενικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρο του γενικού συμβουλίου και πραγματοποιούνται τουλάχιστον τέσσερις φορές το έτος. Οι έκτακτες συνεδριάσεις μπορούν να συγκαλούνται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου του γενικού συμβουλίου ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών με δικαίωμα ψήφου.

2.   Έκαστο μέλος παρίσταται αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου και δεν είναι δυνατό να εκπροσωπείται.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, ένα μέλος που δεν μπορεί να προσέλθει στις συνεδριάσεις για παρατεταμένο χρονικό διάστημα μπορεί να ορίσει αναπληρωτή. Το μέλος αυτό μπορεί επίσης να αντικατασταθεί από ένα πρόσωπο που ορίστηκε επίσημα, δυνάμει των κανόνων που διέπουν το εκάστοτε ίδρυμα όσον αφορά την προσωρινή αντικατάσταση εκπροσώπων.

3α.     Κατά περίπτωση, είναι δυνατόν να προσκληθούν να παρευρεθούν στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου από διεθνείς οργανισμούς που έχουν συναφές αντικείμενο δραστηριότητας.

3β.     Κατά περίπτωση, και σε ad hoc βάση, είναι δυνατόν να προσκληθεί να παρευρεθεί σε συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου, ανάλογα με το προς συζήτηση θέμα, ένας εκπρόσωπος υψηλού επιπέδου τρίτης χώρας, ιδίως χώρας μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών.

4.   Οι εργασίες των συνεδριάσεων είναι μυστικές.

Άρθρο 10

Ιδιαίτερες διατάξεις ψηφοφορίας του γενικού συμβουλίου

1.   Κάθε μέλος του γενικού συμβουλίου με δικαίωμα ψήφου έχει μία ψήφο.

2.    Με την επιφύλαξη των διαδικασιών ψηφοφορίας του άρθρου 18 παράγραφος 1, το Γενικό Συμβούλιο ενεργεί με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών που έχουν δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

3.   Για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε ψηφοφορίας στο γενικό συμβούλιο απαιτούνται για την απαρτία τα δύο τρίτα των μελών με δικαίωμα ψήφου. Αν δεν υπάρχει απαρτία, ο πρόεδρος μπορεί να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση, στην οποία οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται με απαρτία του ενός τρίτου . Στον εσωτερικό κανονισμό θα προβλέπεται κατάλληλη ειδοποίηση για τη σύγκληση έκτακτης συνεδρίασης.

3α.     Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψήφων για να δημοσιοποιηθεί μια προειδοποίηση ή σύσταση.

Άρθρο 11

Διευθύνουσα επιτροπή

1.   Η διευθύνουσα επιτροπή αποτελείται από τα εξής μέλη:

α)

τον πρόεδρο του ΕΣΣΚ,

β)

τον πρώτο αντιπρόεδρο του ΕΣΣΚ,

βα)

τον αντιπρόεδρο του ΕΣΣΚ,

γ)

τέσσερα άλλα μέλη του γενικού συμβουλίου, τα οποία είναι επίσης μέλη του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ , λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ισόρροπης εκπροσώπησης των κρατών μελών και όσων συμμετέχουν και όσων δεν συμμετέχουν στην ευρωζώνη . Πρέπει να εκλέγονται από και μεταξύ των μελών του γενικού συμβουλίου τα οποία είναι επίσης μέλη του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ για περίοδο τριών ετών·

δ)

ένα μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

ε)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Τράπεζες) ,

στ)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) ,

ζ)

τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Κινητές Αξίες και Αγορές ),

ηα)

τρία από τα έξι ανεξάρτητα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στ α.

Οποιαδήποτε κενή θέση εκλεγέντος μέλους της διευθύνουσας επιτροπής πληρούται με την εκλογή ενός νέου μέλους από το γενικό συμβούλιο.

2.   Ο πρόεδρος συγκαλεί τη διευθύνουσα επιτροπή σε συνεδρίαση τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο, πριν από κάθε συνεδρίαση του γενικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος μπορεί επίσης να συγκαλεί ad-hoc συνεδριάσεις.

Άρθρο 12

Συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή

1.   Η συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή αποτελείται από τα εξής μέλη:

α)

εννέα εμπειρογνώμονες εγνωσμένης ικανότητας και εγγυημένης ανεξαρτησίας, προτεινόμενους από τη διευθύνουσα επιτροπή, οι οποίοι διαθέτουν ευρύ φάσμα πείρας και δεξιοτήτων και εγκρίνονται από το γενικό συμβούλιο για τετραετή ανανεώσιμη θητεία· κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι ορισθέντες δεν πρέπει ούτε να ζητούν ούτε να λαμβάνουν οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση, θεσμικό ή άλλο όργανο, υπηρεσία, οντότητα ή ιδιώτη· οφείλουν επίσης να απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντά τους ή την επιτέλεση του έργου τους,

γ)

έναν εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Τράπεζες) ,

δ)

ένα εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) ,

ε)

ένα εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Κινητές Αξίες και Αγορές) ,

στ)

δύο εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

ζ)

ένα εκπρόσωπο της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής.

2.   Ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής ορίζεται από το γενικό συμβούλιο κατόπιν πρότασης του προέδρου του.

3.   Η επιτροπή επιτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 κατόπιν αιτήματος του προέδρου του γενικού συμβουλίου.

4.   Η γραμματεία του ΕΣΣΚ υποστηρίζει το έργο της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής και ο επικεφαλής της γραμματείας συμμετέχει στις συνεδριάσεις.

4α.     Όποτε ενδείκνυται, η συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή οργανώνει σε πρώιμο στάδιο διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, όπως με τους συμμετέχοντες στην αγορά, τις οργανώσεις καταναλωτών και ακαδημαϊκούς εμπειρογνώμονες, κατά τρόπο ανοικτό και διαφανή, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη την απαίτηση εμπιστευτικότητας.

4β.     Στη συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή παρέχονται όλα τα αναγκαία μέσα προκειμένου να εκπληρώσει επιτυχώς τα καθήκοντά της, ιδίως αναλυτικά εργαλεία και εργαλεία τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνίας (ΤΠΕ).

Άρθρο 13

Λοιπές πηγές συμβουλών

Κατά την επιτέλεση των καθηκόντων του, το ΕΣΣΚ ζητά, κατά περίπτωση, τις απόψεις των συναφών εμπλεκόμενων φορέων του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα , όπως ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, των μελών των ΕΕΑ .

Άρθρο 14

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Στα έγγραφα της Υπηρεσίας εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (14).

2.   Το γενικό συμβούλιο εγκρίνει τις πρακτικές ρυθμίσεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει το ΕΣΣΚ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στον διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 228 και 263 της ΣΛΕΕ , αντίστοιχα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

Άρθρο 15

Συγκέντρωση και ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Το ΕΣΣΚ θέτει στη διάθεση των ευρωπαϊκών ελεγκτικών αρχών τις πληροφορίες σχετικά με τους συστημικούς κινδύνους που απαιτούνται για την επιτέλεση των εργασιών τους.

2.   Οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, το ΕΣΚΤ, η Επιτροπή, οι εθνικές εποπτικές αρχές και οι εθνικές στατιστικές αρχές συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ και παρέχουν όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

3.    Με την επιφύλαξη του άρθρου 21 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. …/2010 (ΕΑΤ), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ], το ΕΣΣΚ μπορεί να ζητεί πληροφορίες από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές κατά κανόνα σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση των μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. ▐

3α.     Προτού ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο το ΕΣΣΚ λαμβάνει πρωτίστως υπόψη τις στατιστικές που ήδη έχουν καταρτίσει, κυκλοφορήσει και επεξεργαστεί το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ΕΣΚΤ.

3β.     Αν τα απαιτούμενα δεδομένα δεν είναι διαθέσιμα στις εν λόγω αρχές ή αν δεν διατεθούν εγκαίρως, το ΕΣΣΚ μπορεί να ζητήσει τα δεδομένα από το ΕΣΚΤ, τις εθνικές εποπτικές αρχές ή τις εθνικές στατιστικές αρχές. Εάν τα δεδομένα δεν είναι διαθέσιμα από τις προαναφερόμενες αρχές, το ΕΣΣΚ μπορεί να τα ζητήσει από το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

3γ.     Σε περίπτωση που το ΕΣΣΚ ζητεί δεδομένα που δεν διατίθενται σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, η αιτιολογημένη αίτηση πρέπει να εξηγεί γιατί τα δεδομένα σχετικά με το μεμονωμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα θεωρούνται σημαντικά από συστημική άποψη και αναγκαία λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά.

5.   Προτού ζητήσει πληροφορίες σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, το ΕΣΣΚ διαβουλεύεται δεόντως με τη συναφή Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι το αίτημα είναι αναλογικό. Εάν η αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή δεν θεωρεί αιτιολογημένη και αναλογική την αίτηση, την αποστέλλει πάραυτα πίσω στο ΕΣΣΚ και ζητεί πρόσθετη αιτιολόγηση. Μόλις το ΕΣΣΚ παράσχει στην αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή αυτήν την πρόσθετη αιτιολόγηση, τα αιτηθέντα δεδομένα διαβιβάζονται στο ΕΣΣΚ από τον αποδέκτη της αίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι ο αποδέκτης έχει νόμιμη πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα.

Άρθρο 16

Προειδοποιήσεις και συστάσεις

1.   Όταν εντοπίζονται σημαντικοί κίνδυνοι για την επίτευξη του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, το ΕΣΣΚ αποστέλλει προειδοποιήσεις και, κατά περίπτωση, εκδίδει συστάσεις για επανορθωτική δράση, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, νομοθετικών πρωτοβουλιών .

2.   Οι προειδοποιήσεις ή οι συστάσεις που εκδίδει το ΕΣΣΚ σύμφωνα με τα στοιχεία γ) και δ) του άρθρου 3 παράγραφος 2 μπορούν να είναι είτε γενικής είτε ειδικής φύσης και απευθύνονται στην Ένωση συνολικά ή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή σε μία ή περισσότερες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, ή σε μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση που μια προειδοποίηση ή σύσταση απευθύνεται σε μια ή περισσότερες εποπτικές αρχές, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενημερώνεται σχετικώς. Στις συστάσεις συμπεριλαμβάνεται καθορισμένο χρονοδιάγραμμα για πολιτική αντίδραση. Συστάσεις μπορούν επίσης να γίνονται προς την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία.

3.   Οι προειδοποιήσεις και οι συστάσεις διαβιβάζονται επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στους αποδέκτες σύμφωνα με την παράγραφο 2 , και, σε περιπτώσεις που απευθύνονται προς μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές προς τις ΕΕΑ .

4.    Προκειμένου να ενισχυθεί η επίγνωση των κινδύνων στην ευρωπαϊκή οικονομία και να δοθεί προτεραιότητα στους κινδύνους αυτούς, το ΕΣΣΚ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΧΕ, επεξεργάζεται ένα σύστημα χρωματικού κώδικα που να αντιστοιχεί σε καταστάσεις διαφορετικών επιπέδων κινδύνου.

Όταν καθοριστούν τα κριτήρια της ταξινόμησης αυτής, οι προειδοποιήσεις και συστάσεις του ΕΣΣΚ θα υποδεικνύουν, για κάθε περίπτωση χωριστά και όποτε ενδείκνυται, σε ποια κατηγορία ανήκει ο κίνδυνος.

Άρθρο 16α

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

Σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων οι οποίες ενδέχεται να απειλήσουν σοβαρά την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΕΣΣΚ μπορεί να εκδώσει προειδοποίηση.

Η Επιτροπή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας ή κατόπιν αιτήματος του ΕΣΣΚ, κάποιας από της Αρχές, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, ενδέχεται να εγκρίνει απόφαση που απευθύνεται σε κάποια από τις Αρχές με την οποία ορίζεται η ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η Επιτροπή επανεξετάζει την απόφαση εκείνη σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και σε οπωσδήποτε μία φορά το μήνα και δηλώνει τη διακοπή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, το ταχύτερο δυνατόν.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, χωρίς καθυστέρηση.

Άρθρο 17

Παρακολούθηση των συστάσεων του ΕΣΣΚ

1.   Όταν μια σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο (δ) απευθύνεται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή σε μια ή περισσότερες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, ή σε μια ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές, οι αποδέκτες ενημερώνουν το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σε ανταπόκριση στις συστάσεις ή εξηγούν το λόγο για τον οποίο παρέμειναν αδρανείς. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και, κατά περίπτωση, οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές ενημερώνονται σχετικά.

2.    Όταν το ΕΣΣΚ διαπιστώσει ότι ο αποδέκτης κάποιας από τις συστάσεις του αγνόησε ή δεν ακολούθησε τη σύσταση με τον δέοντα τρόπο, και ότι ο αποδέκτης δεν αιτιολόγησε τις ενέργειές του, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο , την Επιτροπή και, κατά περίπτωση, τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές.

2α.     Όταν το ΕΣΣΚ έχει λάβει απόφαση βάσει της παραγράφου 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, κατά περίπτωση, να καλέσει έναν αποδέκτη για ανταλλαγή απόψεων με την αρμόδια επιτροπή του. Αυτή η ανταλλαγή απόψεων, παρουσία του ΕΣΣΚ, είναι ιδιαίτερα συναφής όταν οι εθνικές αποφάσεις έχουν αντίκτυπο σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη (έμμεσες συνέπειες).

Άρθρο 18

Δημοσιοποίηση προειδοποιήσεων και συστάσεων

1.   Το γενικό συμβούλιο του ΕΣΣΚ αποφασίζει ανάλογα με την περίπτωση εάν μια προειδοποίηση ή σύσταση πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 10 παράγραφος 2, απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων για να δημοσιοποιηθεί μια προειδοποίηση ή σύσταση. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 10 παράγραφος 3 για αποφάσεις λαμβανόμενες σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο απαιτείται σε κάθε περίπτωση απαρτία των δύο τρίτων.

2.   Σε περίπτωση που το γενικό συμβούλιο του ΕΣΣΚ αποφασίσει να δημοσιοποιήσει μια προειδοποίηση ή σύσταση, ενημερώνει εκ των προτέρων τον αποδέκτη/τους αποδέκτες.

2α.     Στους αποδέκτες των προειδοποιήσεων και συστάσεων τις οποίες εκδίδει το ΕΣΣΚ πρέπει να παρέχεται το δικαίωμα να δημοσιοποιούν και τις δικές τους απόψεις και αιτιολογήσεις που αποτελούν απάντηση στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που δημοσιοποίησε το ΕΣΣΚ.

3.   Σε περίπτωση που το γενικό συμβούλιο του ΕΣΣΚ αποφασίσει να μην δημοσιοποιήσει μια προειδοποίηση ή σύσταση, οι αποδέκτες και, κατά περίπτωση, το Συμβούλιο και οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του απορρήτου. ▐

3α.     Οποιαδήποτε δεδομένα επί των οποίων το Γενικό Συμβούλιο του ΕΣΣΚ βασίζει την ανάλυσή του πριν εκδώσει μια προειδοποίηση ή σύσταση δημοσιοποιούνται σε κατάλληλη ανώνυμη μορφή. Σε περίπτωση εμπιστευτικών προειδοποιήσεων, τα στοιχεία διατίθενται εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος που θα καθορισθεί στον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του ΕΣΣΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 19

Υποχρεώσεις λογοδοσίας και υποβολής εκθέσεων

1.   Τουλάχιστον μία φορά ανά έτος, αλλά ακόμη συχνότερα σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών δυσχερειών ευρείας κλίμακας, ο Πρόεδρος του ΕΣΣΚ προσκαλείται σε ετήσια ακρόαση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία συνδέεται με τη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης του ΕΣΣΚ προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ▐ το Συμβούλιο. Αυτές οι ακροάσεις πραγματοποιούνται σε διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο του νομισματικού διαλόγου μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Προέδρου της ΕΚΤ .

1α.     Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που το Γενικό Συμβούλιο του ΕΣΣΚ αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 18, ότι θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν. Οι εκθέσεις διατίθενται στο κοινό.

2.   Το ΕΣΣΚ εξετάζει επίσης συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

2α.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο του ΕΣΣΚ και τα άλλα μέλη της διευθύνουσας επιτροπής να παραστούν σε ακρόαση των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 20

Ρήτρα επανεξέτασης

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα εξετάσουν , έως τις … (15), τον παρόντα κανονισμό βάσει έκθεσης της Επιτροπής και θα αποφανθούν εάν πρέπει να επανεξεταστούν οι στόχοι και η διάρθρωση του ΕΣΣΚ, αφού ληφθεί η γνώμη της ΕΚΤ.

Η έκθεση αξιολογεί ιδίως κατά πόσον:

α)

χρειάζεται να απλουστευθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ, προκειμένου να αυξηθεί η συνοχή ανάμεσα στο μακροπροληπτικό και το μικροπροληπτικό επίπεδο καθώς και ανάμεσα στις ΕΕΑ·

β)

χρειάζεται να αυξηθούν οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες των ΕΕΑ·

γ)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις στον εν λόγω τομέα·

δ)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ·

ε)

η απόδοση ευθύνης και η διαφάνεια είναι επαρκείς σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσίευσης.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

[…]

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0168/2010).

(2)  Πολιτικές τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

(3)  ΕΕ C 270, 11.11.2009, σ. 1.

(4)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(5)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ….

(6)   ΕΕ C 40, 7.2.2001, σ. 453.

(7)   ΕΕ C 25 Ε, 29.1.2004, σ. 394.

(8)   ΕΕ C 175 E, 10.7.2008, σ. 392.

(9)   ΕΕ C 8 Ε, 14.1.2010, σ. 26.

(10)   ΕΕ C 9 Ε, 15.1.2010, σ. 48.

(11)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0251.

(12)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0279.

(13)   Τρία έτη μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.

(14)  EE L 145, 31.5.2001, σ. 43.

(15)   Τρία έτη μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/337


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών ***I

P7_TA(2010)0272

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (COM(2009)0501 – C7-0169/2009 – 2009/0142(COD))

2011/C 351 E/38

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Η πρόταση τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010 ως ακολούθως (1):

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (2)

στην πρόταση της Επιτροπής

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (5),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (6),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007/2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εθνικά εποπτικά μοντέλα υπερκεράστηκαν από τη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στον τομέα της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνέπειας εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(1α)

Πολύ πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε ήδη ζητήσει επανειλημμένα την ενίσχυση της πραγματικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού για όλους τους παράγοντες σε επίπεδο Ένωσης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα σημαντικές αδυναμίες στην ευρωπαϊκή εποπτεία στις ολοένα και πιο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: Σχέδιο δράσης  (7), της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση  (8), της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) – Λευκή Βίβλος  (9), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνων (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity)  (10), της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας,  (11) της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II)  (12) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας  (13)).

(2)

Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, έκθεση που δημοσιεύθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. de Larosière (έκθεση Larosière) , την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο. Η έκθεση συνιστούσε μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ένωση . Η εν λόγω ομάδα ειδικών συμπέρανε επίσης ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον τραπεζικό τομέα, μία για τον τομέα των κινητών αξιών και μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, καθώς και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Οι συστάσεις της έκθεσης αντιπροσώπευαν το χαμηλότερο επίπεδο αλλαγής που οι ειδικοί έκριναν αναγκαίο για να αποσοβηθεί μια παρόμοια κρίση στο μέλλον.

(3)

▐ Στην ανακοίνωσή της τής 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) , ενώ στην ανακοίνωσή της τής 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου , αλλά δεν περιελάμβανε όλες τις συστάσεις της έκθεσης de Larosière .

(4)

Στα συμπεράσματά του της 19 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων και η εκπόνηση ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ενιαίας αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(4α)

Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) της 16ης Απριλίου 2010 με τίτλο «Δίκαιη και ουσιαστική συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα», η οποία συντάχθηκε για να δοθεί συνέχεια στο αίτημα της διάσκεψης κορυφής της ομάδας G20 στο Πίτσμπουργκ, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των αποτυχιών του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να συγκρατηθεί και να καλυφθεί από μια συνεισφορά χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (FSC), συνδεόμενη με έναν αξιόπιστο και αποτελεσματικό μηχανισμό εξυγίανσης. Αν οριστούν με τον κατάλληλο τρόπο, οι μηχανισμοί εξυγίανσης θα αποτρέψουν μελλοντικά τις καταστάσεις όπου οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να διασώζουν ιδρύματα που είναι πολύ σημαντικά, πολύ μεγάλα ή πολύ διασυνδεδεμένα για να χρεωκοπήσουν».

(4β)

Στην ανακοίνωσή της τής 3ης Μαρτίου 2010 με τίτλο «Ευρώπη 2020», η Επιτροπή δήλωσε επίσης ότι μια σημαντική προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα θα ήταν «η δρομολόγηση μιας φιλόδοξης πολιτικής που θα μας επιτρέψει στο μέλλον να προλαμβάνουμε αποτελεσματικότερα και, εφόσον χρειαστεί, να διαχειριζόμαστε καλύτερα πιθανές χρηματοπιστωτικές κρίσεις και - λαμβάνοντας υπόψη την ειδική ευθύνη του χρηματοπιστωτικού τομέα στην παρούσα κρίση - θα μεριμνά και για τις κατάλληλες συνεισφορές από τον χρηματοπιστωτικό τομέα».

(4γ)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε με σαφήνεια στις 25 Μαρτίου 2010 ότι «η πρόοδος απαιτείται ιδιαιτέρως σε ζητήματα όπως η δημιουργία συστημικών ιδρυμάτων για τη χρηματοδότηση μέσων διαχείρισης της κρίσης».

(4δ)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απεφάνθη τέλος στις 17 Ιουνίου 2010 ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν συστήματα συνεισφορών από πλευράς χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί η δίκαιη κατανομή των βαρών και να εισαχθούν κίνητρα για τη συγκράτηση του συστημικών κινδύνων. Οι συνεισφορές αυτές πρέπει να αποτελούν μέρος ενός αξιόπιστου πλαισίου».

(5)

Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, συνεπώς, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας απόσβεσης των κραδασμών των οικονομιών.

(6)

Η Ένωση έχει φθάσει στα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ▐. Η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση όπου δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά ιδρύματα· όπου δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών· όπου για κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· όπου συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως αντίδραση σε ευρωπαϊκά προβλήματα, όπου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Σκοπός του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ) πρέπει να είναι η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και η δημιουργία συστήματος ευθυγραμμισμένου προς το στόχο για σταθερή και ενιαία ενωσιακή χρηματοπιστωτική αγορά στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές δημιουργώντας ένα ισχυρό ενωσιακό δίκτυο.

(7)

Το ΕΣΧΕ πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο δίκτυο εθνικών εποπτικών αρχών και εποπτικών αρχών της Ένωσης, το οποίο να αφήνει την απλή καθημερινή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο εθνικό επίπεδο. Ηγετικό ρόλο στα σώματα των εποπτών που εποπτεύουν τα διασυνοριακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχει μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (η Αρχή) και πρέπει να καθοριστούν σαφείς εποπτικοί κανόνες για τα ιδρύματα αυτά. Η Αρχή θα πρέπει να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ενδέχεται να ενέχουν συστημικό κίνδυνο, καθόσον η αποτυχία τους θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, σε περίπτωση που μια εθνική εποπτική αρχή αποτύχει να ασκήσει τις εξουσίες της. Επίσης πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και η συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις αγορές σε ολόκληρη την Ένωση . Εκτός από την Αρχή, πρέπει να συσταθούν μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Κινητές Αξίες και Αγορές) , καθώς και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή) . Το ΕΣΣΚ πρέπει να αποτελεί μέρος του ΕΣΧΕ .

(8)

Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή πρέπει να αντικαταστήσει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/78/ΕΚ (14) της Επιτροπής, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/79/ΕΚ (15) της Επιτροπής και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών, που συστάθηκε από την απόφαση αριθ. 2009/77/ΕΚ (16) της Επιτροπής, και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών , συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης των τρεχουσών εργασιών και σχεδίων, εφόσον απαιτείται . Πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Αρχής. Εάν απαιτείται για λόγους θεσμικούς και στο πλαίσιο των ευθυνών που της ανατίθενται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Επιτροπή πρέπει επίσης να συμμετέχει στο δίκτυο των εποπτικών δραστηριοτήτων.

(9)

Η ▐ Αρχή ▐ πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών και τη διαφορετική φύση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων . Η Αρχή πρέπει να προστατεύει δημόσιες αξίες όπως η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η διαφάνεια των αγορών και των χρηματοοικονομικών προϊόντων και η προστασία των καταθετών και επενδυτών. Η Αρχή πρέπει επίσης να αποτρέπει το ρυθμιστικό αρμπιτράζ και να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού , καθώς και ▐ να ενισχύει τον διεθνή εποπτικό συντονισμό, προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κι άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ στον τραπεζικό τομέα, στον τομέα των πληρωμών και της ρύθμισης και εποπτείας του ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και σε σχετικά ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και υποβολής οικονομικών στοιχείων. Στην Αρχή πρέπει επίσης να ανατεθεί και το καθήκον της γενικής εποπτείας των υφιστάμενων και νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων και μορφών συναλλαγών.

(9α)

Η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη την επίπτωση των ενεργειών της στον ανταγωνισμό και την καινοτομία στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, τη χρηματοοικονομική ενσωμάτωση και τη νέα στρατηγική της Ένωσης για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη.

(9β)

Για την επίτευξη των στόχων της, η Αρχή πρέπει να έχει νομική υπόσταση καθώς και διοικητική και οικονομική αυτονομία. Στην Αρχή πρέπει να εκχωρηθούν «εξουσίες για την αντιμετώπιση της συμμόρφωσης προς τους νόμους ιδίως σε αυτούς που αφορούν συστημικό κίνδυνο και διασυνοριακούς κινδύνους» (Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία).

(9γ)

Οι διεθνείς αρχές (ΔΝΤ, Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) ορίζουν τον συστημικό κίνδυνο ως «κίνδυνο διαταραχής των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που (i) προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (ii) ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητικών φορέων, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικώς σημαντικά σε κάποιον βαθμό».

(9δ)

Σύμφωνα με τους εν λόγω οργανισμούς, ο διασυνοριακός κίνδυνος περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους που προκαλούνται λόγω οικονομικής ανισορροπίας ή χρηματοπιστωτικής αποτυχίας του συνόλου ή μερών της Ένωσης που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ των οικονομικών παραγόντων δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή στα δημόσια οικονομικά της Ένωσης ή κάποιου από τα κράτη μέλη της.

(10)

Στην απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 για την Υπόθεση αριθ. C-217/04 (Ηνωμένο Βασίλειο/Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησε ότι: «από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 ΣΕΚ (τώρα άρθρο 114 ΣΛΕΕ) δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης βάσει της διάταξης αυτής πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης». Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής – παροχή βοήθειας στις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων και συμβολή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση – συνδέονται στενά με τους στόχους του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ .

(11)

Οι νομικές πράξεις που ορίζουν τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή, είναι: ή οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (17), η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (18) και η οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (19).

(12)

Η υφιστάμενη ενωσιακή νομοθεσία που διέπει το πεδίο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό περιλαμβάνει και την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (20), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2006 περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών  (21), την οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος  (22) ηλεκτρονικού χρήματος και σχετικά τμήματα της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (23) ▐ την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (24) προς τους καταναλωτές και την οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά  (25).

(13)

Είναι επιθυμητό η Αρχή να προωθεί συνεκτική προσέγγιση στον τομέα των εγγυήσεων των καταθέσεων, προκειμένου να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού και δίκαιη αντιμετώπιση των καταθετών σε όλη την Ένωση . Επειδή τα καθεστώτα εγγύησης των καταθέσεων υπόκεινται σε επιτήρηση στα οικεία κράτη μέλη και όχι σε ρυθμιστική εποπτεία, είναι σκόπιμο η Αρχή να μπορεί να ασκήσει τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με το ίδιο το καθεστώς εγγυήσεων και τον υπεύθυνο φορέα του. Ο ρόλος της Αρχής πρέπει να αναθεωρηθεί μετά την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης των Καταθέσεων.

(14)

Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και επαρκής προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση . Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς καθοριζόμενους από το ενωσιακό δίκαιο, η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, οι οποίοι δεν αφορούν επιλογές πολιτικής. Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών κανόνων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ.

(15)

Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων πρέπει να υπόκεινται σε τροποποίηση μόνο σε περιορισμένες και έκτακτες περιστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η Αρχή θα βρίσκεται σε στενή επαφή και παρακολούθηση του καθημερινού έργου των χρηματοπιστωτικών αγορών. Θα μπορούσαν να υπόκεινται σε τροποποίηση εάν, για παράδειγμα, τα σχέδια ρυθμιστικών κανόνων δεν ήταν συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της κοινοτικής νομοθεσίας στον εν λόγω τομέα. Η Επιτροπή δεν θα πρέπει να τροποποιεί το περιεχόμενο των τεχνικών κανόνων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή. Για να εξασφαλίσει ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των κανόνων αυτών, η Επιτροπή πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό όσον αφορά την εγκριτική της απόφαση.

(15α)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει νομικά δεσμευτικές πράξεις της Ένωσης, όπως αναφέρει το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ. Οι ρυθμιστικοί και εκτελεστικοί τεχνικοί κανόνες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στους εν λόγω κανόνες πρέπει να είναι ανάλογης φύσης, κλίμακας και πολυπλοκότητας, με τους κινδύνους που συνεπάγεται η δραστηριότητα του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

(16)

Σε τομείς που δεν καλύπτονται από ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης . Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όταν οι εθνικές αρχές δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω οδηγίες και συστάσεις πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν τους σχετικούς λόγους δημοσίως, προκειμένου να εξασφαλίζεται πλήρης διαφάνεια έναντι των συμμετεχόντων στην αγορά .

(17)

Η εξασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για την εξασφάλιση ουδέτερων όρων ανταγωνισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ένωση . Επομένως, πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις μη εφαρμογής ή εσφαλμένης ▐ εφαρμογής που αποτελούν παραβίαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Ο μηχανισμός αυτός πρέπει να αφορά τομείς όπου η ενωσιακή νομοθεσία ορίζει σαφείς και άνευ όρων υποχρεώσεις.

(18)

Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Σε πρώτο επίπεδο, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την ενδεχόμενη εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές κατά την εποπτική πρακτική τους, και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση. Αν η αρμόδια εθνική αρχή δεν ακολουθήσει τη σύσταση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει επίσημη γνώμη στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχής, και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(19)

Αν η εθνική αρχή δεν συμμορφωθεί με τη σύσταση μέσα σε προθεσμία που έχει οριστεί από την Αρχή , η Αρχή πρέπει να απευθύνει απόφαση χωρίς καθυστέρηση προς την οικεία εθνική εποπτική αρχή, προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης, δημιουργώντας άμεσα νομικά αποτελέσματα, των οποίων είναι δυνατή η επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και αρχών και η επιβολή σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ.

(20)

Για την υπέρβαση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια δεν συμμορφώνεται με τις επίσημες γνώμες που τις απευθύνονται και στις οποίες το ενωσιακό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δυνάμει ισχυόντων ή μελλοντικών κανονισμών της ΕΕ. Σε σχέση με αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναμένουν την εφαρμογή του προγράμματος της Επιτροπής για το 2010, ιδίως όσον αφορά την πρόταση μεταρρύθμισης της οδηγίας περί κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(21)

Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε ενωσιακό επίπεδο. Επομένως, η Αρχή πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Λαμβάνοντας υπόψη την ευαίσθητη φύση του ζητήματος, η εξουσία προσδιορισμού της ύπαρξης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, του ΕΣΣΚ ή της Αρχής. σε περίπτωση που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το ΕΣΣΚ ή η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (ΕΕΑ) θεωρήσουν ότι είναι πιθανόν να υπάρξει ανάγκη έκτακτης κατάστασης πρέπει να επικοινωνούν με την Επιτροπή. Στη διαδικασία αυτή, εξαιρετική σημασία έχει να επιδεικνύεται η δέουσα μέριμνα όσον αφορά την εμπιστευτικότητα. Σε περίπτωση που η Επιτροπή εντοπίσει την ύπαρξη έκτακτης ανάγκης, πρέπει να ενημερώσει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(22)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να ρυθμίζει διαφωνίες μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Αρχή πρέπει να απαιτεί με δεσμευτικό τρόπο από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να μην προβούν σε ενέργειες ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης, ενέργεια που έχει δεσμευτικά αποτελέσματα για τις αρμόδιες εμπλεκόμενες αρχές. Σε περίπτωση που η σχετική ενωσιακή νομοθεσία παρέχει διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι αποφάσεις που λαμβάνει η ΕΕΑ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη συμμόρφωση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας στην ενωσιακή νομοθεσία. Σε περίπτωση παράλειψης των οικείων εθνικών εποπτικών αρχών, η Αρχή θα έχει την εξουσία να εκδώσει, ως έσχατη λύση, αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τομείς του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι ισχύουν άμεσα γι’ αυτά.

(22α)

Η κρίση έχει αποδείξει ότι η απλή συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών, των οποίων η αρμοδιότητα δεν υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, είναι σαφώς ανεπαρκής για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά.

(22β)

Επιπροσθέτως, «οι σημερινές διευθετήσεις, που συνδυάζουν κλαδικά δικαιώματα διαβατηρίου, εποπτεία από τη χώρα καταγωγής και αμιγώς εθνική ασφάλιση καταθέσεων, δεν αποτελούν υγιή βάση για τη μελλοντική ρύθμιση και εποπτεία των ευρωπαϊκών διασυνοριακών τραπεζών λιανικής» (έκθεση Turner).

(22γ)

Όπως επισημαίνει η βρετανική έκθεση Turner, «υγιέστερες διευθετήσεις απαιτούν είτε αυξημένες εθνικές εξουσίες, πράγμα που συνεπάγεται μια λιγότερο ανοιχτή ενιαία αγορά, είτε μεγαλύτερο βαθμό ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Η «εθνική» λύση συνεπάγεται ότι η χώρα υποδοχής θα μπορούσε να αρνηθεί το δικαίωμα λειτουργίας σε τοπικά υποκαταστήματα, να υποχρεώσει τα ξένα ιδρύματα να ενεργούν μόνο μέσω θυγατρικών και όχι μέσω υποκαταστημάτων, καθώς και να επιβλέπει το κεφάλαιο και τη ρευστότητα των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στη χώρα αυτή, πράγμα που θα σήμαινε περισσότερο προστατευτισμό. Η «ευρωπαϊκή» λύση προϋποθέτει την ενίσχυση της Αρχής στο πλαίσιο του Σώματος Εποπτών, καθώς επίσης και την ενίσχυση της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ενέχουν συστημικό κίνδυνο.

(23)

Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή πρέπει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο και να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών στα σώματα και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα όσον αφορά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Όπως επισημαίνει η έκθεση de Larosière, «οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και το ρυθμιστικό αρμπιτράζ που προκύπτουν από τις αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πρέπει να αποφεύγονται, επειδή μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα – μεταξύ άλλων ενθαρρύνοντας μια μετατόπιση χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας προς τις χώρες με χαλαρή εποπτεία. Το εποπτικό σύστημα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δίκαιο και ισορροπημένο».

(23α)

Η Αρχή και οι εθνικές εποπτικές αρχές πρέπει να ενισχύσουν την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που πληρούν τα κριτήρια συστημικού κινδύνου στον βαθμό που αυτά ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης και να πλήξουν την πραγματική οικονομία.

(23β)

Ο συστημικός κίνδυνος πρέπει να προσδιοριστεί, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα και ιδίως τα πρότυπα που έχουν θεσπίσει το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Διεθνής Ένωση Αρχών Ασφαλιστικής Εποπτείας και η G20. Ο βαθμός διασύνδεσης, η δυνατότητα αναπλήρωσης και η χρονική συγκυρία αποτελούν τα συνηθέστερα χρησιμοποιούμενα κριτήρια για τον προσδιορισμό του συστημικού κινδύνου.

(23γ)

Πρέπει να θεσπιστεί ένα πλαίσιο για την αντιμετώπιση των πασχόντων ιδρυμάτων, προκειμένου να συμβάλει στη σταθεροποίησή τους ή την εκκαθάρισή τους, καθόσον «απεδείχθη περίτρανα ότι το διακύβευμα της τραπεζικής κρίσης είναι υψηλό για την κυβέρνηση και την κοινωνία συνολικά, επειδή μια τέτοια κατάσταση μπορεί εν δυνάμει να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία» (έκθεση de Larosière). Η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις για τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου διαχείρισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Βασικά στοιχεία της διαχείρισης της κρίσης αποτελούν μια κοινή δέσμη κανόνων και μέσων χρηματοπιστωτικής εξυγίανσης (εκτέλεση και χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση της κρίσης που αντιμετωπίζουν μεγάλα, διασυνοριακά και/ή διασυνδεδεμένα ιδρύματα).

(23δ)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνυπευθυνότητα των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών της Ένωσης και να μειωθεί το κόστος μιας συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσης για τους φορολογουμένους, πρέπει να συγκροτηθεί ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγυήσεων των Καταθέσεων. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών και την καλύτερη προστασία από στρεβλώσεις του ανταγωνισμού φαίνεται να είναι η δημιουργία ενός ταμείου σε επίπεδο ΕΕ. Είναι ωστόσο προφανές ότι οι προσεγγίσεις της ΕΕ είναι αναπόφευκτα πιο πολύπλοκες και ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη ξεκινήσει να σχεδιάζουν ή ακόμη και να υλοποιούν τέτοιου είδους σχέδια. Ωστόσο, κατ' ελάχιστον, η Αρχή πρέπει να διασφαλίζει την εναρμόνιση των σημαντικότερων συνιστωσών των εθνικών σχεδίων. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα καλούνται να συνεισφέρουν σε ένα μόνο σχέδιο.

(23ε)

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Τραπεζικής Σταθερότητας πρέπει να χρηματοδοτεί την ομαλή εκκαθάριση ή τις παρεμβάσεις για την διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, όταν αυτά μπορούν να απειλήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της εσωτερικής χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ένωσης. Το Ταμείο πρέπει να χρηματοδοτείται με κατάλληλες εισφορές του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι εισφορές στο Ταμείο πρέπει να αντικαταστήσουν τις εισφορές προς τα παρεμφερή εθνικά ταμεία.

(24)

Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτό να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και κυρίως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν ενωσιακή διάσταση . Συνεπώς, ο κανονισμός πρέπει παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτή. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από άλλη εποπτική αρχή στη θέση της αρμόδιας, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Κατά την ανάθεση αρμοδιοτήτων, μια εθνική εποπτική αρχή, η εξουσιοδοτούμενη, πρέπει να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα η ίδια, στη θέση της Αρχής ή στη θέση κάποιας άλλης εθνικής εποπτικής αρχής. Οι αναθέσεις πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που είναι σε θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών μπορεί να είναι σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Η συναφής ενωσιακή νομοθεσία μπορεί να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας. Η Αρχή πρέπει να διευκολύνει και να εποπτεύει τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο. Πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σε περίπτωση που χρειαστεί. Πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες. Πρέπει να εντοπίζει και να προωθεί βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την ανάθεση και τις συμφωνίες ανάθεσης καθηκόντων.

(25)

Η Αρχή πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση , με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

(26)

Οι ομότιμες αξιολογήσεις αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοπιστωτικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας καθώς επίσης στην ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών. Το αποτέλεσμα των ομότιμων αξιολογήσεων πρέπει να δημοσιοποιείται και οι βέλτιστες πρακτικές πρέπει να εντοπίζονται και επίσης να δημοσιοποιούνται.

(27)

Η Αρχή πρέπει να προάγει ενεργά μια συντονισμένη εποπτική απόκριση σε επίπεδο Ένωσης , ειδικά να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, πρέπει να της ανατεθεί μια γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ . Οι δράσεις της Αρχής πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

(28)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξ αρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή πρέπει να παρακολουθεί και να αξιολογεί τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ΕΣΣΚ σε τακτική βάση και, αν είναι απαραίτητο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή πρέπει να ξεκινήσει και να συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Για την ορθή διεκπεραίωση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να διενεργεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών και των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων στην αγορά.

(29)

Με δεδομένα την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών κανόνων, η Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί την Ένωση στον διάλογο και στη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών .

(30)

Η Αρχή πρέπει να αποτελεί ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Πρέπει να είναι σε θέση να γνωμοδοτεί σχετικά με την αξιολόγηση όσον αφορά την προληπτική εποπτεία σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές με βάση την οδηγία 2006/48/ΕΚ.

(31)

Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την προληπτική εποπτεία . Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κανονικά τις πληροφορίες αυτές πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα ιδρύματα , η δε Αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ήδη υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία . Ωστόσο , ως έσχατη λύση, η Αρχή πρέπει να μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ▐ σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια αρμόδια εθνική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή όσον αφορά τα εν λόγω άμεσα αιτήματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργασίες περί ενιαίων μορφότυπων υποβολής εκθέσεων είναι ουσιαστικές.

(31α)

Τα μέτρα για τη συλλογή πληροφοριών πρέπει να λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη του νομικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ΕΣΣ) και του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ) στον τομέα της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επομένως τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές  (26) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  (27).

(32)

Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του ΕΣΣΚ και για την παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Η Αρχή και το ΕΣΣΚ πρέπει να μοιράζονται κάθε σχετική πληροφορία. Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις του ΕΣΣΚ , η Αρχή πρέπει να εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας , εφόσον κρίνεται σκόπιμο .

(33)

▐ Η Αρχή πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για ρυθμιστικούς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τα προτεινόμενα μέτρα. Πριν από την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών κανόνων, κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων, η Αρχή πρέπει να διεξάγει μελέτη αντικτύπου. Για λόγους αποδοτικότητας, πρέπει να συσταθεί ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων, η οποία θα εκπροσωπεί στη σωστή αναλογία τα πιστωτικά και επενδυτικά ιδρύματα της Ένωσης (αντιπροσωπεύοντας τα ποικίλα μοντέλα και μεγέθη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, θεσμικών επενδυτών και λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που χρησιμοποιούν και οι ίδιοι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες), ΜΜΕ, τις συνδικαλιστικές ενώσεις, την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους καταναλωτές και τους χρήστες των τραπεζικών υπηρεσιών. Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων πρέπει να εργάζεται δραστήρια ως διεπαφή με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία.

(33α)

Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του κλάδου που διαθέτουν καλή χρηματοδότηση και καλές διασυνδέσεις, περιθωριοποιούνται στο πλαίσιο του διαλόγου σχετικά με το μέλλον των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και στο πλαίσιο της αντίστοιχης διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Αυτό το μειονέκτημα θα πρέπει να αντισταθμιστεί με επαρκή χρηματοδότηση των εκπροσώπων τους στην ομάδα των τραπεζικών συμφεροντούχων.

(34)

Την κύρια ευθύνη της εξασφάλισης συντονισμένης διαχείρισης κρίσεων και της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσεων , ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων συμμετεχόντων στις χρηματαγορές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Οι δράσεις τους πρέπει να συντονίζονται στενά στο πλαίσιο των αρχών της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Τα μέτρα της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διευθέτησης κρίσεων τα οποία επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου για τη λήψη απόφασης. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο.

(34α)

Εντός διαστήματος τριών ετών από τη θέση σε ισχύ κανονισμού για τη δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού, πρέπει να θεσπισθεί από την Επιτροπή, σε επίπεδο Ένωσης και βάσει της αποκτηθείσας εμπειρίας, σαφής και υγιής καθοδήγηση σχετικά με το πότε μπορεί να ενεργοποιηθεί η διασφάλιση από τα κράτη μέλη. Η χρησιμοποίηση της ρήτρας διασφάλισης από τα κράτη μέλη πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με αυτή την καθοδήγηση.

(34β)

Με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών σε καταστάσεις κρίσης, εάν ένα κράτος μέλος επιλέξει να επικαλεσθεί τη διασφάλιση, πρέπει να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγχρόνως με την Αρχή, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Επιπλέον, το κράτος μέλος πρέπει να εξηγήσει τους λόγους που το ώθησαν να επικαλεσθεί τη διασφάλιση. Η Αρχή πρέπει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να καθορίζει τις περαιτέρω ενέργειες.

(35)

Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή πρέπει να δεσμεύεται από τους κοινοτικούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την ορθή μεθοδολογία και τη διαφάνεια. Πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενωσιακού δικαίου.

(36)

Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής πρέπει να είναι ένα συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους επικεφαλής κάθε οικείας αρμόδιας αρχής στα κράτη μέλη και το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του ΕΣΣΚ , της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ασφαλίσεις και Συντάξεις) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Κινητές Αξίες και Αγορές) πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης . Για ενέργειες γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με την έκδοση ρυθμιστικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, σκόπιμο είναι να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 της ΣΛΕΕ , ενώ για όλες τις άλλες αποφάσεις πρέπει να ισχύει απλή πλειοψηφία των μελών. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστό κύκλο.

(36α)

Κατά γενικό κανόνα, το συμβούλιο εποπτών πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος». Ωστόσο, για ενέργειες σχετιζόμενες με την έκδοση τεχνικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, πρέπει να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται σε αυτές. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστή, αντικειμενική ομάδα, απαρτιζόμενη από μέλη που δεν είναι αντιπρόσωποι των αρμοδίων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη αυτή ή άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η σύνθεση της ομάδας πρέπει να είναι δεόντως ισορροπημένη. Η απόφαση που λαμβάνεται από την ομάδα πρέπει να εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. Ωστόσο, όσον αφορά αποφάσεις που λαμβάνονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνει η ομάδα θα μπορούσε να απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(37)

Το διοικητικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο διοικητικό συμβούλιο πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού των Αρχών, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να εγκρίνει την ετήσια έκθεση.

(38)

Την Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί ο πρόεδρος, πλήρους απασχόλησης, τον οποίο επιλέγει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν ανοιχτού διαγωνισμού υπό τη διαχείριση της Επιτροπής και κατόπιν της επακόλουθης κατάρτισης καταλόγου υποψηφίων από την Επιτροπή . Η διοίκηση της Αρχής πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(39)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, οι αρχές αυτές πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά μέσω των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μικτή Επιτροπή) (η «Μικτή Επιτροπή» ) και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μικτή Επιτροπή ▐ πρέπει να συντονίζει τα καθήκοντα των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σε σχέση με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων . Όταν είναι σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής ( Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ) πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η Μικτή Επιτροπή πρέπει να έχει πρόεδρο με δωδεκάμηνη θητεία, ο οποίος να είναι εκ περιτροπής ένας εκ των προέδρων των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής πρέπει να είναι πρόεδρος του ΕΣΣΚ. Η Μικτή Επιτροπή πρέπει να διαθέτει μόνιμη Γραμματεία, με προσωπικό που θα προέρχεται από απόσπαση από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, προκειμένου να είναι δυνατή η ανεπίσημη ανταλλαγή πληροφοριών και η ανάπτυξη μιας κοινής πολιτισμικής προσέγγισης μεταξύ των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

(40)

Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η δυνατότητα των μερών των θιγόμενων από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή να προσφεύγουν στα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής στο συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να είναι κοινό όργανο των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(41)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Αρχής, πρέπει να τεθεί στη διάθεσή της αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές εισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση  (28) (ΔΟΣ) . Η ενωσιακή δημοσιονομική διαδικασία πρέπει να ισχύει ▐. Ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός πρέπει να υπόκεινται σε διαδικασία χορήγησης απαλλαγής.

(42)

Για την Αρχή πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (29). Επίσης η Αρχή πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία της 25 Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (30).

(43)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (31).

(44)

Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που καθίστανται διαθέσιμες στην Αρχή και ανταλλάσσονται στο δίκτυο πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες περί εμπιστευτικότητας .

(45)

Η προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (32) και από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18 Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (33), οι οποίοι ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(46)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (34).

(47)

Πρέπει να δοθεί στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρέπει να συναφθούν από την Ένωση .

(48)

Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των καταθετών και των επενδυτών, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, θα μπορούσε να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση . Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης διαλαμβάνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(49)

Η Αρχή αναλαμβάνει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας. κατά συνέπεια, η απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, της 23 Ιανουαρίου 2009, για τη σύσταση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, πρέπει να καταργηθεί από την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, ενώ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου την 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τη θέσπιση ενός κοινοτικού προγράμματος για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των χρηματοπιστωτικών εκθέσεων και του ελέγχου (35).

(50)

Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί, και να είναι βέβαιη η ομαλή μετάβαση από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.   Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή) («Αρχή»).

2.   Η Αρχή ενεργεί με τις εξουσίες που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, οδηγίας 2006/49/ΕΚ, οδηγίας 2002/87/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006, της οδηγίας 94/19/ΕΚ, και της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και της οδηγίας 2009/110/ΕΚ στον βαθμό που οι πράξεις αυτές ισχύουν σε πιστωτικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών , συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

2α.     Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πεδίο των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοπιστωτικών ομίλων, των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ιδρυμάτων πληρωμών και ηλεκτρονικού χρήματος, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, χρηματοπιστωτικών εκθέσεων και του ελέγχου, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

3.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ για την εξασφάλιση της συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο.

4.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και στην αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης . Η Αρχή συμβάλλει:

(i)

στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας μεταξύ άλλων υγιή , αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία·

(iii)

στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας , της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών·

(v)

στην ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας·

(va)

στην αποτροπή του ρυθμιστικού αρμπιτράζ και στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού·

(vβ)

στην εξασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης των πιστωτικών και λοιπών κινδύνων· και

(vγ)

στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών .

Γι' αυτούς τους λόγους η Αρχή πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2 , ενισχύοντας την εποπτική σύγκλιση και γνωμοδοτώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή , και πραγματοποιώντας οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων της Αρχής .

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε είδους συστημικό κίνδυνο προέρχεται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, επειδή σε περίπτωση αποτυχίας μπορεί να πληγεί η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά και μόνο προς το συμφέρον της Ένωσης.

Άρθρο 1α

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας

1.     Η Αρχή αποτελεί μέρος ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και για να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του και η επαρκής προστασία των χρηστών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

2.     Το ΕΣΧΕ περιλαμβάνει:

(a)

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με σκοπό την υλοποίηση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΣΣΚ) και τον παρόντα κανονισμό·

β)

την Αρχή·

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Κινητές Αξίες και Αγορές) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]·

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ]·

ε)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή) με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 40 έως 43 (η «Μικτή Επιτροπή»)·

στ)

τις αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΚΑΑ), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΑΕΣ) και του παρόντος κανονισμού·

ζ)

την Επιτροπή, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9.

3.     Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά, διασφαλίζει τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών, και καταλήγει σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και για άλλα διατομεακά θέματα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Κινητές Αξίες και Αγορές) μέσω της Μικτής Επιτροπής.

4.     Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται η αναμεταξύ τους ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών.

5.     Οι εν λόγω εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται να εποπτεύουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2.

Άρθρο 1β

Υποχρέωση λογοδοσίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 1α, παράγραφος 2 είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1)

«χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» σημαίνει «πιστωτικά ιδρύματα» όπως ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, «επιχειρήσεις επενδύσεων» όπως ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ και «χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων» όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 14 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ εκτός αυτών που αναφέρονται στην οδηγία 2005/60/ΕΚ, «χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», τα πιστωτικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2 της εν λόγω οδηγίας·

(2)

«αρμόδιες αρχές» νοούνται:

(i)

«αρμόδιες αρχές» νοούνται οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στις οδηγίες 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2007/64/ΕΚ και όπως αναφέρεται στην οδηγία 2009/110/ΕΚ·

(ii)

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, ως «αρμόδιες αρχές» νοούνται οι αρχές που είναι αρμόδιες να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών·

(iii)

όσον αφορά τα καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων, αρμόδιες αρχές νοούνται οι φορείς που διαχειρίζονται καθεστώτα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 94/19/ΕΚ , ή στην περίπτωση που τη λειτουργία του καθεστώτος εγγύησης των καταθέσεων διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών, δυνάμει της οδηγίας 94/19/ΕΚ.

Άρθρο 3

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί ενωσιακό φορέα με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 4

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

(1)

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 28·

(2)

διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 32·

(3)

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 33·

(4)

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 38·

(5)

συμβούλιο προσφυγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 44, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 46.

Άρθρο 5

Κεντρικά γραφεία και έδρα

Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στη Φρανκφούρτη.

Μπορεί να διαθέτει αντιπροσωπείες στα περισσότερα σημαντικά χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 6

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών κανόνων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, μεταξύ άλλων με γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων ρυθμιστικών, τεχνικών και εκτελεστικών κανόνων , που πρέπει να βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των ενωσιακών νομοθετικών πράξεων , μεταξύ άλλων συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, εξασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας ρυθμιστικές αυθαιρεσίες, μεσολαβώντας και ρυθμίζοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, εξασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεκτική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα , μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

γ)

προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·

δ)

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, μεταξύ άλλων παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ·

ε)

διοργανώνει και διενεργεί ομότιμες αναλύσεις των αρμόδιων αρχών, όπου συμπεριλαμβάνεται και η διατύπωση γνωμών , για την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ)

να παρακολουθεί και αξιολογεί εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της·

στa)

πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής·

στβ)

ενισχύει την προστασία των καταθετών και των επενδυτών·

στγ)

ενεργεί ως το αρμόδιο όργανο για τη διαχείριση της κρίσης διασυνοριακών ιδρυμάτων που μπορεί να αποτελέσει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 12β, οργανώνοντας και εκτελώντας όλες τις έγκαιρες παρεμβάσεις και τις διαδικασίες εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας για τα ιδρύματα αυτά μέσω της Μονάδας Εξυγίανσης των Τραπεζών του άρθρου 12γ·

ζ)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

ζα)

εποπτεύει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν υπόκεινται σε εποπτεία από μία αρμόδια αρχή·

ζβ)

δημοσιεύει στον ιστοτόπο της και επικαιροποιεί τακτικά πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της σχετικά με τα καταχωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση·

ζγ)

αναλαμβάνει, όπου χρειάζεται, όλα τα υφιστάμενα και εν εξελίξει καθήκοντα της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (ΕΕΑΤΕ).

2.   Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα την εξουσία να:

α)

εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7·

aa)

εκπονεί σχέδια εκτελεστικών κανόνων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7ε·

β)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 8·

γ)

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3·

δ)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11·

ε)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, στο άρθρο 10 παράγραφος 3 και στο άρθρο 11 παράγραφος 4·

στ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19·

στα)

συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως προβλέπει το άρθρο 20·

στβ)

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών και των διαδικασιών διανομής των προϊόντων στη χρηματοπιστωτική θέση ενός ιδρύματος και την προστασία του καταναλωτή·

στγ)

παρέχει βάση δεδομένων των καταχωρισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της και, όταν προβλέπεται από τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, σε κεντρικό επίπεδο·

στδ)

αναπτύσσει ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που καθορίζουν τις ελάχιστες πληροφορίες που διατίθενται προς την Αρχή σχετικά με συναλλαγές και φορείς της αγοράς, καθώς και τον τρόπο με τον οποίον συντονίζεται η συλλογή στοιχείων και περιγράφεται η σύνδεση των εθνικών βάσεων δεδομένων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Αρχή θα είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να έχει πρόσβαση στις σχετικές και αναγκαίες πληροφορίες που αφορούν συναλλαγές και την αγορά.

3.   Η Αρχή ασκεί κάθε αποκλειστική εποπτική εξουσία επί οντοτήτων με εξάπλωση ή οικονομικές δραστηριότητες σε όλη την Ένωση , οι οποίες της ανατίθενται βάσει των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

4.     Προκειμένου να ασκεί κάθε αποκλειστική εποπτική εξουσία σύμφωνα με την παράγραφο 3 , η Αρχή διαθέτει κατάλληλες εξουσίες διερεύνησης και επιβολής, όπως καθορίζονται στην σχετική νομοθεσία, καθώς και τη δυνατότητα να χρεώνει τέλη. Η Αρχή συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές και βασίζεται στην εμπειρία, τα μέσα και τις εξουσίες τους για να επιτελέσει τα καθήκοντά της.

Άρθρο 6α

Καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών για τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες

1.     Για την προστασία των καταθετών και των επενδυτών, η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά καταναλωτικών χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την ενιαία αγορά, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής:

(i)

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων,

(ii)

ανασκόπηση και συντονισμός της χρηματοπιστωτικής κατάρτισης και των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών,

(iii)

ανάπτυξη εκπαιδευτικών κανόνων για τον κλάδο,

(iv)

συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση, και

(v)

αξιολόγηση, ειδικότερα, της προσβασιμότητας, της διαθεσιμότητας και του κόστους δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ .

2.     Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και υφιστάμενες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών και τη σύγκλιση των ρυθμιστικών πρακτικών.

3.     Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που κάποια χρηματοοικονομική δραστηριότητα ενέχει σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 4.

4.     Η Αρχή προχωρεί στη σύσταση, ως αναπόσπαστο μέρους της, επιτροπής για τη χρηματοπιστωτική καινοτομία, στο πλαίσιο της οποίας συνέρχονται όλες οι σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές, με σκοπό την υιοθέτηση συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και η οποία γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

5.     Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει ορισμένες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολοκλήρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 10.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε τακτά διαστήματα.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοπιστωτικών δράσεων και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

Άρθρο 7

Ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες

1.    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να εκχωρούν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2. Οι εν λόγω ρυθμιστικοί κανόνες είναι τεχνικής φύσεως, δεν επιβάλλουν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών κανόνων που καταρτίζει στην Επιτροπή για έγκριση και συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Σε περίπτωση που η Αρχή δεν υποβάλει στην Επιτροπή σχέδιο εντός των χρονικών ορίων που καθορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφο 2, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα.

2.    Η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και αναλύει το ενδεχόμενο συναφές κόστος και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο αναφοράς και την επίπτωση των εν λόγω ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος πριν από την υποβολή του στην Επιτροπή. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 22.

3.     Η Επιτροπή ευθύς μόλις παραλάβει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα από την Αρχή το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

4.     Η Επιτροπή αποφασίζει εντός τριών μηνών από την παραλαβή κατά πόσο θα προχωρήσει στην έγκριση σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα. Οι ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν προτίθεται να εγκρίνει τον κανόνα, ενημερώνει σχετικώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο καθώς και για το σκεπτικό.

Άρθρο 7a

Μη έγκριση ή τροποποίηση του σχεδίου ρυθμιστικών κανόνων

1.     Σε περίπτωση που η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει το σχέδιο των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων προς την Αρχή προτείνοντας τεκμηριωμένες τροποποιήσεις.

2.     Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει σε αυτήν προς έγκριση. Η Αρχή ενημερώνει για την απόφασή της αυτή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

3.     Σε περίπτωση που η Αρχή δεν συμφωνεί με την απόφαση της Επιτροπής να απορρίψει ή να τροποποιήσει τις αρχικές προτάσεις της, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το Συμβούλιο μπορούν να ζητήσουν από τον αρμόδιο Επίτροπο να πραγματοποιηθεί, από κοινού με τον πρόεδρο της Αρχής, εντός ενός μηνός ειδική συνάντηση με την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου προκειμένου να παρουσιαστούν και να τεκμηριωθούν οι διαφορετικές απόψεις τους.

Άρθρο 7β

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.     Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 7 ανατίθενται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή υποβάλλει αναφορά σχετικά με τις εκχωρούμενες εξουσίες το αργότερο έξι μήνες πριν από το τέλος της τετραετούς περιόδου. Η ανάθεση εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως ή για ίσης διάρκειας χρονικές περιόδους, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το Συμβούλιο προχωρήσουν σε ανάκληση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 7γ.

2.     Μόλις εγκρίνει έναν ρυθμιστικό κανόνα, η Επιτροπή τον κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τους ρυθμιστικούς κανόνες που εγκρίθηκαν και για τη μη συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 7γ

Διατύπωση αντιρρήσεων για τους ρυθμιστικούς κανόνες

1.     Σε περίπτωση που η Επιτροπή εγκρίνει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις στους τομείς που αναφέρονται ρητώς στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, εφαρμόζονται τα εξής:

a)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του το ρυθμιστικό κανόνα που ενέκρινε η Επιτροπή. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η περίοδος αυτή μπορεί να επεκταθεί για άλλους τρεις μήνες·

β)

Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, σε περίπτωση που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή τους να μην αντιταχθούν. Αν κατά τη λήξη αυτής της περιόδου ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει αντιταχθεί στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

γ)

Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις για μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, αυτή δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται.

2.     Σε περίπτωση που η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό κανόνα που είναι ταυτόσημος με το σχέδιο ρυθμιστικού κανόνα που υπέβαλε η Αρχή, η παράγραφος 1 στοιχεία a), β) και γ) εφαρμόζονται εκτός και πάλι η περίοδος κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να αντιταχθούν είναι ένας μήνας από τη λήξη της τρίμηνης περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 4. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η περίοδος αυτή μπορεί να επεκταθεί για έναν επιπλέον μήνα.

3.     Μόλις η Επιτροπή διαβιβάσει το σχέδιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να εγκρίνουν πρόωρη και υπό όρους δήλωση περί μη αντίρρησης, η οποία τίθεται σε ισχύ μόλις η Επιτροπή εγκρίνει τον ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, χωρίς τροποποίηση του σχεδίου.

4.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις για ένα τεχνικό κανόνα, αυτός δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στον τεχνικό κανόνα.

Άρθρο 7δ

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.     Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 7 μπορεί να ανακληθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Η απόφαση περί ανάκλησης περατώνει την ανάθεση.

3.     Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί αν θα ανακληθεί η ανάθεση εξουσίας προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις εξουσίες έγκρισης ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων που θα μπορούσαν να ανακληθούν καθώς και τους ενδεχόμενους λόγους της ανάκλησης.

Άρθρο 7ε

Εφαρμογή τεχνικών κανόνων

1.     Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για την έγκριση εκτελεστικών τεχνικών κανόνων σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ για τις οποίες απαιτούνται ενιαίες συνθήκες εφαρμογής νομικώς δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ισχύουν τα εξής:

a)

όταν, σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, η Αρχή συντάσσει εκτελεστικούς τεχνικούς κανόνες προς υποβολή στην Επιτροπή, οι εν λόγω κανόνες είναι τεχνικής φύσεως, δεν περιλαμβάνουν πολιτικές επιλογές και δεν περιορίζονται στον καθορισμό των όρων εφαρμογής νομικώς δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης·

β)

όταν η Αρχή δεν υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδιο εντός των χρονικών προθεσμιών που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ή αναφέρονται στην αίτηση που απευθύνει η Επιτροπή προς την Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 19, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστικούς τεχνικούς κανόνες μέσω εκτελεστικής πράξης.

2.     Πριν από την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τους εκτελεστικούς τεχνικούς κανόνες και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και ωφέλειες, εκτός και αν οι διαβουλεύσεις και οι αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω τεχνικών κανόνων ή σχετικά με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος.

Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 22.

3.     Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια εκτελεστικών κανόνων που καταρτίζει στην Επιτροπή για έγκριση και συγχρόνως σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.     Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των εκτελεστικών τεχνικών κανόνων, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα τα εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια κανόνων μόνο μερικώς ή με τροποποιήσεις, σε περίπτωση που αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Σε κάθε περίπτωση που η Επιτροπή εγκρίνει εκτελεστικούς τεχνικούς κανόνες που τροποποιούν το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που υπέβαλε η Αρχή, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.     Οι κανόνες εγκρίνονται από την Επιτροπή με κανονισμούς ή με αποφάσεις και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

1.    Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ, και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με αποδέκτες αρμόδιες αρχές ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

1α.     Όπου κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα σχετικά κόστη και τις ωφέλειες. Η Αρχή ζητεί επίσης, όπου κρίνεται σκόπιμο, τη γνώμη ή συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 22. Οι διαβουλεύσεις, αναλύσεις, γνωμοδοτήσεις και συμβουλές αυτές είναι ανάλογες σε σχέση με το αντικείμενο, τη φύση και τις επιπτώσεις της κατευθυντήριας γραμμής ή της σύστασης.

2.    Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει την πρόθεσή της να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή εκθέτοντας τους λόγους. Η Αρχή δημοσιεύει τους λόγους αυτούς.

Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει μια κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση , η Αρχή κοινοποιεί το εν λόγω γεγονός .

Η Αρχή μπορεί να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύσει τους λόγους που παρασχέθηκαν από την αρμόδια αρχή, σχετικά με τη μη συμμόρφωσή της σε κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με την δημοσιοποίηση αυτή.

Εφόσον αυτό επιτάσσει η κατευθυντήρια γραμμή ή η σύσταση, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αναφέρουν σε ετήσια βάση, κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή, αν συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

2α.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί, αναφέροντας την αρμόδια αρχή που δεν συμμορφώθηκε προς αυτές και εκθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο η Αρχή προτίθεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωσή της προς τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της στο μέλλον.

Άρθρο 9

Παραβίαση της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Αν μια αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει ή έχει εφαρμόσει τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης , συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών και εκτελεστικών κανόνων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 7ε, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζει η εν λόγω νομοθεσία, η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα, ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης .

2α.    Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 20, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην Αρχή όλες τις πληροφορίες που αυτή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της ▐.

3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η δράση που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία.

3α.    Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία.

4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την κοινοτική νομοθεσία εντός ενός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η Αρχή μπορεί να αποφασίζει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύει τους λόγους που προβάλλονται από την αρμόδια αρχή.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει εκ των προτέρων κοινοποίηση για την επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης , η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή και την Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση στην επίσημη γνώμη της Επιτροπής που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ▐ εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν, και εάν απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης ▐ προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, αν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, οι αρμόδιες αρχές συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

7α.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν συμμορφώθηκαν προς τις αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6.

Άρθρο 10

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε είναι απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών εθνικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.

1α.     Η Επιτροπή, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας ή μετά από αίτημα της Αρχής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, του ΕΣΣΚ ή της Αρχής, μπορεί να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή επανεξετάζει την απόφαση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μία φορά το μήνα και δηλώνει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, μόλις αυτή διαπιστωθεί.

Αν η Επιτροπή εντοπίσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει πάραυτα σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

2.   Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1α, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις αν μια συντονισμένη δράση από εθνικές αρχές είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να διακυβεύσουν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αφορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές , εξασφαλίζοντας ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην υπόψη νομοθεσία.

3.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται εκεί, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 11

Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 9, αν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από άλλη αρμόδια αρχή σε τομείς όπου οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από αρμόδιες αρχές σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η Αρχή, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσοτέρων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, αναλαμβάνει να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 .

2.   Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη συναφή χρονικά διαστήματα που τυχόν ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

3.   Αν κατά το πέρας της φάσης συμβιβασμού οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η Αρχή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, λαμβάνει απόφαση να λύσει τη διαφωνία και να απαιτήσει από αυτές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης , με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

4.   Με επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής, και έτσι δεν εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4α.     Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

4β.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή αναφέρει τη διαφωνία μεταξύ των αρμοδίων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση του θέματος.

Άρθρο 11α

Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 και του άρθρου 42, η Μικτή Επιτροπή διευθετεί τις διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ αρμόδιων αρχών,, όπως ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΑΕΣ) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 (ΕΑΑΕΣ).

Άρθρο 12

Σώματα εποπτών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση και εποπτεία της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών . Το προσωπικό της αρχής μπορεί να συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων ελέγχων, που πραγματοποιούν από κοινού δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Αρχή καθοδηγεί τα σώματα εποπτών όταν το κρίνει σκόπιμο.

Για το σκοπό αυτό, η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» υπό την έννοια της σχετικής νομοθεσίας.

3.     Η Αρχή τουλάχιστον:

a)

συγκεντρώνει και ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε ομαλές καταστάσεις και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να διευκολύνει το έργο των σωμάτων εποπτών και να θεσπίσει και να διαχειριστεί ένα κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στα σώματα εποπτών·

β)

δρομολογεί και συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως εκείνων του άρθρου 12β, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο·

γ)

σχεδιάζει και καθοδηγεί εποπτικές δραστηριότητες σε ομαλές καταστάσεις καθώς και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· και

δ)

επιβλέπει τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές.

3α.     Η Αρχή μπορεί να εκδίδει ρυθμιστικούς και εκτελεστικούς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, τα οποία εγκρίνει βάσει των άρθρων 7, 7ε και 8, με στόχο την εναρμόνιση της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών. Οι αρχές εγκρίνουν έγγραφες συμφωνίες για τη λειτουργία κάθε σώματος, προκειμένου να διασφαλίσουν τη συγκλίνουσα λειτουργία όλων των σωμάτων εποπτών.

3β.     Ένας ρόλος νομικά δεσμευτικής μεσολάβησης επιτρέπει στην Αρχή να επιλύει διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11. Όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία εντός του σχετικού σώματος εποπτών, η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στα σχετικά ιδρύματα.

Άρθρο 12α

Γενικές διατάξεις

1.     Η Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην αντιμετώπιση των κινδύνων διαταραχής των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που (i) προκαλούνται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (ii) ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία (συστημικός κίνδυνος). Όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητικών φορέων, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικώς σημαντικά σε κάποιον βαθμό.

2.     Η Αρχή, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, αναπτύσσει μια κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) που αποτελεί τη βάση για την εποπτική διαβάθμιση των διασυνοριακών ιδρυμάτων που ορίζονται στο άρθρο 12β. Η διαβάθμιση αυτή επανεξετάζεται σε τακτική βάση, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ουσιαστικές αλλαγές στην εικόνα κινδύνου που παρουσιάζει ένα ίδρυμα. Η εποπτική διαβάθμιση αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την απόφαση άμεσης εποπτείας ή παρέμβασης σε ένα ίδρυμα που αντιμετωπίζει προβλήματα.

3.     Με την επιφύλαξη των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, η Αρχή προτείνει, ενδεχομένως, πρόσθετα σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών κανόνων, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, για τα ιδρύματα που ορίζονται στο άρθρο 12β.

4.     Η Αρχή ασκεί εποπτεία σε διασυνοριακά ιδρύματα που μπορεί να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 12β. Στις περιπτώσεις αυτές, η Αρχή ενεργεί μέσω των αρμόδιων αρχών.

5.     Η Αρχή ιδρύει μια Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών που θα έχει την εντολή να εφαρμόσει τη σαφώς καθορισμένη διακυβέρνηση και τρόπο λειτουργίας της διαχείρισης κρίσεων, από την έγκαιρη παρέμβαση έως την εξυγίανση και την αφερεγγυότητα, και να ηγηθεί των διαδικασιών αυτών.

Άρθρο 12β

Προσδιορισμός διασυνοριακών ιδρυμάτων που μπορούν να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο

1.     Το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29 παράγραφος 1, να εντοπίσει διασυνοριακά ιδρύματα τα οποία, λόγω του συστημικού κινδύνου που μπορεί να προκαλέσουν, πρέπει να υπαχθούν σε άμεση εποπτεία από την Αρχή ή να παραπεμφθούν στη Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών του άρθρου 12γ.

2.     Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνάδουν με τα κριτήρια που καθορίστηκαν από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.

Άρθρο 12γ

Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών

1.     Η Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών προστατεύει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ελαχιστοποιεί τη μετάδοση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα ιδρύματα του άρθρου 12β στο υπόλοιπο σύστημα και στην οικονομία ευρύτερα, και περιορίζει το κόστος για τους φορολογουμένους, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, της ιεράρχησης των πιστωτών και της διασφάλισης της ισότιμης μεταχείρισης σε διασυνοριακό επίπεδο.

2.     Η Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών εξουσιοδοτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, προκειμένου να αποκαταστήσει τα ιδρύματα που αντιμετωπίζουν προβλήματα ή να αποφασίσει την εκκαθάριση των μη βιώσιμων ιδρυμάτων (ζήτημα κρίσιμο για τον περιορισμό του ηθικού κινδύνου). Μεταξύ άλλων ενεργειών, μπορεί να απαιτεί προσαρμογές στο κεφάλαιο ή τη ρευστότητα, να επαναπροσδιορίζει το μίγμα δραστηριοτήτων, να βελτιώνει τις διαδικασίες, να ορίζει ή να αντικαθιστά τα διευθυντικά όργανα, να συνιστά εγγυήσεις, δάνεια και επιβοήθηση της ρευστότητας, συνολικές ή μερικές πωλήσεις, να δημιουργεί μια «καλή τράπεζα»/«κακή τράπεζα» ή μια «ενδιάμεση τράπεζα», να μετατρέπει το χρέος σε μετοχές (με κατάλληλες περικοπές) ή να υπαγάγει το ίδρυμα προσωρινά σε δημόσια ιδιοκτησία.

3.     Η Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες που ορίζει το Συμβούλιο Εποπτών της Αρχής, οι οποίοι διαθέτουν γνώση και εμπειρογνωμοσύνη σε θέματα αναδιάρθρωσης, ανάκαμψης και εκκαθάρισης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 12δ

Ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων

1.     Η Αρχή συμβάλλει στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης των εθνικών καταθέσεων (ΣΕΚ), ενεργώντας στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της οδηγίας 94/19/ΕΚ που αποσκοπεί στη διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης των εθνικών συστημάτων εγγυήσεων καταθέσεων από συνεισφορές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί και συγκεντρώνουν καταθέσεις εντός της Ένωσης, η έδρα των οποίων όμως βρίσκεται εκτός αυτής, όπως προβλέπει η οδηγία 94/19/ΕΚ και εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλους τους καταθέτες με εναρμονισμένο τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση, με αποτέλεσμα ο σταθεροποιητικός εγγυητικός ρόλος των συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων να παραμένει ανέπαφος, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται προς τους κανόνες Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.     Το άρθρο 8 που αναφέρεται στις εξουσίες της Αρχής για τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων εφαρμόζεται για τα συστήματα εγγυήσεων καταθέσεων.

3.     Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει κανονιστικούς και εφαρμοστικούς τεχνικούς κανόνες όπως ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στα άρθρα 7 έως 7δ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12ε

Ευρωπαϊκό Ταμείο Τραπεζικής Σταθερότητας

1.     Ιδρύεται Ευρωπαϊκό Ταμείο Τραπεζικής Σταθερότητας με στόχο την ενίσχυση της εσωτερικοποίησης του κόστους του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την αντιμετώπιση των κρίσεων όσον αφορά τα διασυνοριακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε κατάσταση χρεωκοπίας. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν σε ένα μόνο κράτος μέλος έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Ταμείο. Το Ταμείο θεσπίζει τα κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει η διαθεσιμότητα ενίσχυσης να δημιουργήσει ηθικούς κινδύνους.

2.     Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Τραπεζικής Σταθερότητας χρηματοδοτείται μέσω άμεσων εισφορών όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που προδιορίζονται στο άρθρο 12β(1). Οι εισφορές αυτές είναι ανάλογες προς το επίπεδο του κινδύνου και τη συμβολή στον συστημικό κίνδυνο καθενός εξ αυτών, και προς τις μεταβολές στον συνολικό κίνδυνο διαχρονικά όπως αυτός προσδιορίζεται μέσω του πίνακα κινδύνου. Τα απαιτούμενα επίπεδα της εισφοράς λαμβάνουν υπόψη τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες και την ανάγκη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να διατηρήσουν κεφάλαια για άλλες ρυθμιστικές και συναλλακτικές απαιτήσεις.

3.     Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Τραπεζικής Σταθερότητας διοικείται από συμβούλιο διοριζόμενο από την Αρχή για πενταετή θητεία. Τα μέλη του συμβουλίου επιλέγονται μεταξύ του ανθρώπινου δυναμικού που προτείνουν οι εθνικές αρχές. Το Ταμείο συγκροτεί επίσης ένα γνωμοδοτικό συμβούλιο με άνευ δικαιώματος ψήφου εκπροσώπηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο Ταμείο. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου μπορεί να προτείνει στην Αρχή να αναθέσει εξωτερικά τη διαχείριση της ρευστότητάς του σε ευυπόληπτα ιδρύματα (όπως η ΕΤεΠ), που θα επενδυθούν σε ασφαλή και ρευστά μέσα.

4.     Εάν οι επισωρευμένοι πόροι από τις εισφορές των τραπεζών δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των δυσκολιών, το Ταμείο έχει τη δυνατότητα να αυξάνει τους πόρους του με την έκδοση δανειακών τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Άρθρο 13

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατόπιν διμερούς συμφωνίας, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές Τα κράτη μέλη μπορεί να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες και μπορεί να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή ομάδων.

2.   Η Αρχή παροτρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

2α.     Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και το διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες τίθενται σε ισχύ το νωρίτερο ένα μήνα μετά από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 14

Κοινή εποπτική νοοτροπία:

1.   Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στην εξασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές·

β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής κοινοτική νομοθεσία·

γ)

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών κανόνων υψηλής ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των παγκόσμιων λογιστικών κανόνων και των κανόνων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών κανόνων, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2α·

δ)

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών και εκτελεστικών κανόνων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο·

ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν την χρησιμοποίηση προγραμμάτων για αποσπάσεις και άλλων εργαλείων.

2.   Η Αρχή μπορεί, αν κρίνει σκόπιμο, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Άρθρο 15

Ομότιμη αξιολόγηση αρμόδιων αρχών

1.   Η Αρχή διοργανώνει περιοδικά αναλύσεις με ομότιμη αξιολόγηση ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς το σκοπό αυτό η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική αξιολόγηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση περιοδικών αναλύσεων με ομότιμη αξιολόγηση, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη επιτευχθείσες αξιολογήσεις σχετικά με τη σχετική αρμόδια αρχή.

2.   Η ομότιμη αξιολόγηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

επάρκεια των πόρων και των θεσμικών ρυθμίσεων, ▐ της αρμόδιας αρχής, ειδικώς όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών κανόνων που ορίζονται στα άρθρα 7 έως 7ε και των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2 και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β)

βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών κανόνων, των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο·

γ)

ορθές πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές.

γa)

αποτελεσματικότητα και βαθμός σύγκλισης που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που έχουν εγκριθεί κατά την υλοποίηση της ενωσιακής νομοθεσίας, όπου συμπεριλαμβάνονται και τα διοικητικά μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε βάρος των αρμοδίων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης στις διατάξεις αυτές.

3.   Βάσει της ομότιμης αξιολόγησης, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις προς τις οικείες αρμόδιες αρχές ,, σύμφωνα με το άρθρο 8 . Βάσει της ομότιμης αξιολόγησης, η Αρχή εγκρίνει σχέδια ρυθμιστικών ή εκτελεστικών κανόνων σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7ε. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν προσπάθειες να ακολουθήσουν τις, συμβουλές της αρχής. Εάν η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόσει τις εν λόγω συμβουλές, γνωστοποιεί στην Αρχή τους σχετικούς λόγους.

Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που απορρέουν από τις εν λόγω ομότιμες αξιολογήσεις. Επί πλέον, όλα τα άλλα αποτελέσματα των ομοτίμων αξιολογήσεων μπορεί να δημοσιοποιούνται, εφόσον η αρμόδια αρχή συμφωνεί να αποτελέσει το αντικείμενο της ομότιμης αξιολόγησης.

Άρθρο 16

Λειτουργία συντονισμού

Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση .

Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:

(1)

διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών·

(2)

καθορισμό του πεδίου και, όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, επαλήθευση της αξιοπιστίας πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·

(3)

την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11·

(4)

τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

(4α)

λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, με σκοπό τον καλύτερο συντονισμό των αναληφθεισών ενεργειών από τις σχετικές αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές·

(4β)

συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 20, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα θεσμικά όργανα που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Η Αρχή μοιράζεται τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 17

Αξιολόγηση των εξελίξεων της αγοράς

1.   Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την ΕΑΑΕΣ , την ΕΑΚΑΑ , το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις αξιολογήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και αξιολόγηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς επ’αυτών.

1α.    Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεις της ευελιξίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς το σκοπό αυτό αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές:

α)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης οικονομικών εκδοχών στις χρηματοπιστωτικές θέσεις ενός ιδρύματος·

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την ευελιξία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

βα)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής στη χρηματοπιστωτική θέση ενός ιδρύματος και στην ενημέρωση των καταθετών, επενδυτών και καταναλωτών.

2.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ], η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων του τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή συμπεριλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

3.   Η Αρχή εξασφαλίζει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την ΕΕΑΕΣ και με την ΕΑΚΑΑ μέσω της Μικτής Επιτροπής.

Άρθρο 18

Διεθνείς σχέσεις

1.    Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ενωσιακών θεσμικών οργάνων και των κρατών μελών , η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές , διεθνείς οργανισμούς και διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με τρίτες χώρες.

2.    Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.     Στην έκθεση του άρθρου 28 παράγραφος 4α, η Αρχή παρουσιάζει τις διοικητικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή με διοικήσεις τρίτων χωρών και τη βοήθεια που παρεσχέθη για την προετοιμασία ισοδύναμων αποφάσεων.

Άρθρο 19

Λοιπά καθήκοντα

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

1α.     Στις περιπτώσεις που η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού ή κανονιστικού τεχνικού κανόνα εντός της χρονικής προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ή στις περιπτώσεις που δεν ετέθη χρονική προθεσμία, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο και να ορίσει χρονική προθεσμία για την υποβολή.

Η Επιτροπή μπορεί, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος, να ζητήσει το σχέδιο ρυθμιστικού ή κανονιστικού τεχνικού κανόνα να υποβληθεί πριν από τη χρονική προθεσμία που ορίζουν νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή διαβιβάζει και τη σχετική αιτιολόγηση.

2.   Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που υπόκεινται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/44/ΕΚ και οι οποίες σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, ▐ κατόπιν αιτήματος μίας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική αξιολόγηση , εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αφορούν τα κριτήρια του άρθρου 19a παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η γνώμη εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2007/44/ΕΚ. Το άρθρο 20 εφαρμόζεται στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη.

Άρθρο 20

Συγκέντρωση πληροφοριών

1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ των κρατών μελών της παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό , υπό την προϋπόθεση ότι ο αποδέκτης διαθέτει νόμιμη πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα και ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών είναι ανάλογο προς τη φύση του εν λόγω καθήκοντος .

1α.    Επίσης η Αρχή μπορεί να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα. Οι αιτήσεις αυτές χρησιμοποιούν, όπου είναι δυνατόν, ενιαία μορφότυπα διαβίβασης στοιχείων.

1β.     Σε μια δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Αρχή μπορεί να παράσχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 56.

1γ.     Πριν ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για να αποφύγει την επικάλυψη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει καταρχάς υπόψη όλα τα υφιστάμενα σχετικά στατιστικά στοιχεία που παράγονται, διανέμονται και υποβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.

2.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές, ▐ η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο Υπουργείο Οικονομικών, αν το εν λόγω Υπουργείο έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην κεντρική τράπεζα, ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

2α.     Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες στο πλαίσιο των παραγράφων 1 ή 2, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στα οικεία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι απαραίτητα τα δεδομένα σχετικά με τα μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Η Αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις αιτήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 2 και την παρούσα παράγραφο.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των εν λόγω πληροφοριών.

3.   Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσει μόνον τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 21

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.   Η Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2.   Παρέχει στο ΕΣΣΚ ▐ κατά τακτά διαστήματα και επικαιροποιημένες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή παρέχονται χωρίς χρονοτριβή στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο [15] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ]. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θεσπίζει τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών, ιδίως όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο [16] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η τελευταία συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και αξιολογεί τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με την συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για το χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε σύσταση, αναφέρει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια εθνική εποπτική αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

6.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων της τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στο μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 22

Ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα

1.    Προκειμένου να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα. Η ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα γνωμοδοτεί σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με βάση το άρθρο 7 όσον αφορά τους ρυθμιστικούς και εκτελεστικούς τεχνικούς κανόνες και, όπου κρίνεται σκόπιμο και στον βαθμό που αυτά δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, το άρθρο 8 όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν χρειάζεται να αναληφθεί δράση επειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται ανέφικτη, η ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα ενημερώνεται όσο το δυνατόν συντομότερα.

Η ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα συνεδριάζει τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.

2.   Η ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν αναλογικά τα πιστωτικά και επενδυτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ένωση , τους αντιπροσώπους των υπαλλήλων τους καθώς και τους καταναλωτές, τους χρήστες τραπεζικών υπηρεσιών και τους αντιπροσώπους των ΜΜΕ . Τουλάχιστον πέντε μέλη είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί. Δέκα από τα μέλη του αντιπροσωπεύουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τρία από αυτά αντιπροσωπεύουν συνεταιριστικές και αποταμιευτικές τράπεζες.

3.   Τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών της Αρχής, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζει κατάλληλα τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση .

4.    Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και εξασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.Η ομάδα μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

Τα μέλη μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

5.   Η ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα μπορεί να υποβάλλει στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα που ορίζονται στα άρθρα 7 έως 7ε, 8, 14, 15 και 17.

6.   Η ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με συμφωνία πλειοψηφίας δύο τρίτων των μελών της.

7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές της ομάδας συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

Άρθρο 23

Διασφαλίσεις

 

   ▐

2.   Αν ένα κράτος μέλος θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 2 ή του άρθρου 11 προσκρούει κατά τρόπο άμεσο και καθοριστικό στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, ενημερώνει την Αρχή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή.▐

Στην ανακοίνωσή του το κράτος μέλος παραθέτει σχετική αιτιολογία και παρέχει εκτίμηση αντικτύπου ως προς τον βαθμό στον οποίο η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές αρμοδιότητές του.

2α.    Εντός χρονικού διαστήματος ενός μηνός από την ανακοίνωση του κράτους μέλους, η Αρχή το ενημερώνει εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί.

3.    Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, το Συμβούλιο αποφασίζει αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει ή ανακαλείται. Η απόφαση για την διατήρηση της απόφασης της Αρχής λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των μελών. Η απόφαση για την ανάκληση της απόφασης της Αρχής λαμβάνεται με την ειδική πλειοψηφία των μελών του. Σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των ενδιαφερομένων μελών.

3α.     Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών στην περίπτωση του άρθρου 10 και ένα μήνα στην περίπτωση του άρθρου 11, θεωρείται ότι η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

3β.     Εάν η απόφαση που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 10 οδηγεί στη χρησιμοποίηση των ταμείων που συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 12δ ή 12ε, τα κράτη μέλη δεν ζητούν από το Συμβούλιο να διατηρήσει ή να ανακαλέσει μια απόφαση της Αρχής.

Άρθρο 24

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό , η Αρχή ενημερώνει κάθε επώνυμο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντα χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Αυτό εφαρμόζεται κατ' αναλογία στις συστάσεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 9, παράγραφος 4.

2.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3, επανεξετάζει αυτή την απόφαση στα ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 9, 10 και 11 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή δεν συνάδει με το έννομο συμφέρον των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για την προστασία του επαγγελματικού απόρρητου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΟΠΤΩΝ

Άρθρο 25

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

α)

τον πρόεδρο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

β)

τον επικεφαλής της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως·

γ)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

δ)

έναν εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

ε)

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

στ)

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

1α.     Το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί συνεδρίασης με την ομάδα συμφεροντούχων του τραπεζικού τομέα τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

2.   Κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

3.   Αν η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι κεντρική τράπεζα, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) μπορεί να συνοδεύεται από έναν εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας των κρατών μελών, ο οποίος δεν θα έχει δικαίωμα ψήφου.

3α.     Σε κράτη μέλη με πλείονες αρμόδιες αρχές για την εποπτεία, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για έναν κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος αυτό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να φέρει αντιπρόσωπο από τη σχετική εθνική αρχή χωρίς δικαίωμα ψήφου.

4.   Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 94/19/ΕΚ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο των αρμόδιων φορέων οι οποίοι διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης των καταθέσεων σε κάθε κράτος μέλος. Ο εκπρόσωπος αυτός δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

5.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 26

Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1.   Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο εποπτών, και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο διοικητικό συμβούλιο ή στον πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 11, το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί μια ανεξάρτητη ομάδα με ισορροπημένη σύνθεση μελών, για να διευκολύνει μια αμερόληπτη διευθέτηση της διαφωνίας. Η ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του συμβουλίου, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη και που δεν έχουν συμφέρον στη σύγκρουση ούτε άμεσους δεσμούς με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές .

2α.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 11 παράγραφος 2, η ομάδα προτείνει απόφαση για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών , σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 29 παράγραφος 1.

2β.     Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της ομάδας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 27

Ανεξαρτησία

1.    Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.     Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 28

Καθήκοντα

1.   Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

2.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

3.   Το συμβούλιο εποπτών ορίζει τον πρόεδρο.

4.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

4α.     Το συμβούλιο εποπτών, μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου, εγκρίνει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, βάσει του σχεδίου έκθεσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 7 και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

5.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

6.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον ▐ προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 49.

7.   Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του προέδρου και του εκτελεστικού διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 5 ή το άρθρο 36 παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 29

Λήψη αποφάσεων

1.   Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται από τα μέλη του με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος».

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 7 και 8 και όλα τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται βάσει του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, για τις αποφάσεις που λαμβάνει η ενοποιημένη εποπτική αρχή, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα θεωρείται οριστική, εφόσον εγκριθεί με απλή πλειοψηφία, εκτός εάν απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για όλες τις άλλες αποφάσεις , σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου των εποπτών σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μια ψήφος».

2.   Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

3.   Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 61 ή στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Άρθρο 30

Σύνθεση

1.   Το διοικητικό συμβούλιο συγκροτείται από τον πρόεδρο, και έξι άλλα μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου .

Για κάθε μέλος εκτός από τον πρόεδρο υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του διοικητικού συμβουλίου, αν το εν λόγω μέλος κωλύεται να παραστεί.

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμιση έτη. Μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.

2.   Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 49.

Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.   Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρο με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.

Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά κρίνεται απαραίτητο . Συνέρχεται ▐ τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο σε τακτικές συνεδριάσεις.

4.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου εκτός από τον εκτελεστικό διευθυντή δεν παρίστανται σε συζητήσεις του διοικητικού συμβουλίου όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 31

Ανεξαρτησία

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου.

Άρθρο 32

Καθήκοντα

1.   Το διοικητικό συμβούλιο εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης»).

5.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 58.

6α.     Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνονται και τα καθήκοντα του προέδρου, με βάση σχέδιο έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 38, παράγραφος 7, προς το συμβούλιο εποπτών προς έγκριση και υποβολή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

7.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8.   Το διοικητικό συμβούλιο διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 3 και 5.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Άρθρο 33

Διορισμός και καθήκοντα

1.   Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία της εργασίας του συμβουλίου εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές, και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής την οποία οργανώνει και διαχειρίζεται το συμβούλιο εποπτών .

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατάλογο τελικής επιλογής με τρεις υποψηφίους. Μετά τη διεξαγωγή των ακροάσεων των εν λόγω υποψηφίων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιλέγει έναν από αυτούς. Μετά την επιλογή του ο υποψήφιος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών επιλέγει μεταξύ των μελών του αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής αυτός δεν εκλέγεται από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου .

3.   Η θητεία του προέδρου διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.   Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο από ▐ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν απόφασης του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος δεν μπορεί να εμποδίσει το συμβούλιο εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 34

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο τελευταίος δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από κοινοτικά θεσμικά όργανα ή φορείς, από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 54, ο πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 35

Εκθέσεις

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσουν από τον πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή, σεβόμενο πλήρως την ανεξαρτησία του, να Προβαίνει σε κατάθεση. Ο πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί .

2.   ▐ Ο πρόεδρος υποβάλει έγγραφη αναφορά σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της αρχής προς το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν από την υποβολή της κατάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

2α.     Πέρα από τις πληροφορίες που μνημονεύονται στα άρθρα 7a-7ε, 8, 9, 10, 11a και 18, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ad-hoc βάση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Άρθρο 36

Διορισμός

1.   Την Αρχή διοικεί ο εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής και μετά από επιβεβαίωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου .

3.   Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών πραγματοποιεί αποτίμηση.

Σε αυτή την αποτίμηση το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ειδικά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5.   Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να παυθεί μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 37

Ανεξαρτησία

1.    Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του διοικητικού συμβουλίου και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργανισμό ή πρόσωπο εκτός της Αρχής.

1α.     Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκει να επηρεάσει τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 54, ο εκτελεστικός διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 38

Καθήκοντα

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του διοικητικού συμβουλίου.

2.   Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου.

3.   Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να εξασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

5.   Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 2.

6.   Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 49 και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 50.

7.   Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο ▐ έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοπιστωτικής και διοικητικής φύσης.

8.   Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 54 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ▐

ΕΝΟΤΗΤΑ 2

▐ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ (ΜΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ)

Άρθρο 40

Σύσταση

1.   ▐ Συγκροτείται Μικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

2.   Η Μικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ, όπου η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και εξασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με τις άλλες ΕΕΑ, συγκεκριμένα αναφορικά με τα εξής :

τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων·

τη λογιστική και τους ελέγχους·

μικροπροληπτικές αναλύσεις διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων ως προς τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

τα επενδυτικά προϊόντα για μικροεπενδυτές·

μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· και

ανταλλαγή πληροφοριών με το ΕΣΣΚ και ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ του ΕΣΣΚ και των πυλώνων της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής.

3.    Η Μικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις τρεις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, το οποίο λειτουργεί ως γραμματεία .Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για ▐ τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

Άρθρο 40α

Εποπτεία

Σε περίπτωση που ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εμπλέκεται σε περισσότερους τομείς, η Μικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 42.

Άρθρο 41

Σύνθεση

1.   Η Μικτή Επιτροπή αποτελείται από τους προέδρους των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 43.

2.   Στις συνεδριάσεις του συμβουλίου της Μικτής Επιτροπής ▐ καθώς και των υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 43 προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

3.   Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής ▐ ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών. Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ορίζεται και αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.

4.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής.

Το συμβούλιο της Μικτής Επιτροπής ▐ συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 42

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο Κεφάλαιο II, και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 7, 9, 10, ή 11 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, που εμπίπτει επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ή της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγοράς, εγκρίνονται από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ανάλογα με την περίπτωση, παράλληλα.

Άρθρο 43

Υποεπιτροπές

1.    Για τους σκοπούς του άρθρου 42, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μικτή Επιτροπή ▐.

2.    Η εν λόγω υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.    Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μικτής Επιτροπής ▐.

4.    Η Μικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες υποεπιτροπές.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3

ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Άρθρο 44

Σύνθεση

1.   Το συμβούλιο προσφυγών είναι κοινός φορέας των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών .

2.   Το συμβούλιο προσφυγών περιλαμβάνει έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής και εποπτικής πείρας αρκούντως υψηλού επιπέδου στον τομέα των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, κινητών αξιών και αγορών ή λοιπών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Σημαντικός αριθμός μελών του συμβουλίου προσφυγών έχει επαρκή νομική εμπειρία για να παράσχει νομικές γνώμες όσον αφορά τη νομιμότητα της άσκησης των εξουσιών της αρχής.

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω πλειοψηφία των τεσσάρων μελών περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.

Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

3.   Δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δύο αναπληρωματικά ορίζει το διοικητικό συμβούλιο της αρχής από συνοπτικό κατάλογο τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010· [ΕΑΚΑΑ].

4.   Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.   Μέλος του συμβουλίου προσφυγών, το οποίο ορίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής, δεν είναι δυνατό να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το διοικητικό συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.

6.    Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μικτής Επιτροπής.

Άρθρο 45

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα στην Αρχή, στο διοικητικό της συμβούλιο ή στο συμβούλιο εποπτών της.

2.   Τα μέλη των συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον, ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός διαδίκου, ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3.   Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει στην εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.   Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να έχει αντίρρηση σχετικά με τη συμμετοχή μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Η ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρόλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, και όχι στην ένσταση στη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του, εκτός αν και το τελευταίο μέλος βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Αν συμβεί αυτό, ο πρόεδρος ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.   Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.

Για το σκοπό αυτό, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές γίνονται δημοσίως, κάθε έτος και εγγράφως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ

Άρθρο 46

Προσφυγές

1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής αναφερόμενης στα άρθρα 9, 10 και 11 και οποιαδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από το αιτιολογικό της υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα που η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την κατάθεσή της.

3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί ▐ τους διαδίκους, όσες φορές απαιτηθεί, να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.   Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί είτε να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής είτε ▐ να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση .

6.   Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 47

Προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίουκαι του Δικαστηρίου

1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ , κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

1α.     Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορούν να ασκήσουν άμεση προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

2.   Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ .

3.   Η Αρχή υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48

Προϋπολογισμός της Αρχής

1.   Τα έσοδα της Αρχής ευρωπαϊκού οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, συνίστανται ειδικότερα σε οποιονδήποτε συνδυασμό των κάτωθι :

α)

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3, παράγραφος 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ·

β)

επιχορήγηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση , που εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα της Επιτροπής)· η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχής όπως προβλέπεται στο σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση·

γ)

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή, στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του ενωσιακού δικαίου.

2.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής επαγγελματικής κατάρτισης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.   Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 49

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και διαβιβάζει αυτό το προσχέδιο προϋπολογισμού, συνοδευόμενο από το οργανόγραμμα, στο διοικητικό συμβούλιο και το συμβούλιο εποπτών . Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου που καταρτίζεται από τον εκτελεστικό διευθυντή και εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο , το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το συμβούλιο εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο .

2.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, (αποκαλούνται εφεξής «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα, και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 της ΣΛΕΕ .

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το δυναμολόγιο για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών . Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως..

6.   Το συντομότερο δυνατό, το Διοικητικό Συμβούλιο γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικά με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά ακινήτων. Επίσης, πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Σε περίπτωση που ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

6a.     Για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αρχής, το οποίο λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2011, ο προϋπολογισμός θα εγκριθεί από τα μέλη της Επιτροπής Επιπέδου 3, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή και στη συνέχεια θα διαβιβαστεί στο Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο προς έγκριση.

Άρθρο 50

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο εκτελεστικός διευθυντής ενεργεί ως διατάκτης και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 (36) του Συμβουλίου (εφεξής «Δημοσιονομικός Κανονισμός»).

3.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του Δημοσιονομικού Κανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο διοικητικό συμβούλιο.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5.   Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάσει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου, στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο διοικητικό συμβούλιο και στην Επιτροπή.

8.   Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9.   Μέχρι τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν (όπου περιλαμβάνονται όλες οι δαπάνες και τα έσοδα της Αρχής) .

Άρθρο 51

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 (37) της Επιτροπής, εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 52

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζονται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (38) και εγκρίνει άμεσα τις ενδεδειγμένες διατάξεις που ισχύουν για όλο το προσωπικό της Αρχής.

3.   Οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση, καθώς και οι συμφωνίες και εκτελεστικές πράξεις που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους μεταξύ των αποδεκτών των κονδυλίων που εκταμιεύονται από την Αρχής και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για τη διάθεση των εν λόγω κονδυλίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 53

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 54

Προσωπικό

1.   Για το προσωπικό της Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της , ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, οι όροι απασχόλησης του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.   Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρχή διορισμού ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρχή την εξουσιοδοτημένη να συνάπτει συμβάσεις οι όροι για το λοιπό προσωπικό.

4.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 55

Ευθύνη της Αρχής

1.   Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 56

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.   Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, ο εκτελεστικός διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και όλων των υπόλοιπων προσώπων που εκτελούν εργασίες για την Αρχή βάσει σύμβασης, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 της ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης , ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 54, το προσωπικό, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οιουδήποτε άλλου δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα δεν προσπαθούν να επηρεάσουν τα μέλη του προσωπικού της Αρχής.

2.   Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό περιληπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή κοινοτική νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ (39), της Επιτροπής.

Άρθρο 57

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 58

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το διοικητικό συμβούλιο εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ως τις 31 Μαΐου 2011.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 της ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 59

Γλωσσικές ρυθμίσεις

1.   Για την Αρχή ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου (40).

2.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τις γλωσσικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην Αρχή.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 60

Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από την λήψη έγκρισης του διοικητικού συμβουλίου.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 61

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.    Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που έχουν συνάψει με την Ευρωπαϊκή Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο στον τομέα αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.

1α.     Έργο της Αρχής που παρουσιάζει άμεσο ενδιαφέρον για αυτές είναι επίσης ανοικτό στις τρίτες χώρες οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία που έχει αναγνωριστεί ως ισοδύναμη στους αναφερόμενους στο άρθρο 1 παράγραφος 2 τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, όπως προβλέπουν οι διεθνείς συμφωνίες που έχει συνάψει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.

2.    Με βάση τις σχετικές διατάξεις αυτών των συμφωνιών επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών αυτών στο έργο της Αρχής, και στις οποίες υπάρχουν προβλέψεις σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Οι σχετικές ρυθμίσεις μπορεί να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι χώρες αυτές δεν παρίστανται σε συζητήσεις που αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙΙ

METABATΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προπαρασκευαστικές ενέργειες

-1.

Κατά την περίοδο μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού, και πριν από τη σύσταση της Αρχής, η ΕΕΑΤΕ συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή για την προετοιμασία της αντικατάστασης της ΕΕΑΤΕ από την Αρχή.

1.

Από την ίδρυση της Αρχής, η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη διοικητική σύσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής μέχρις ότου η Αρχή αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της.

Προς το σκοπό αυτό, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο εκτελεστικός διευθυντής μετά το διορισμό του από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 36, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τις λειτουργίες των εκτελεστικών διευθυντών. Αυτή η χρονική περίοδος περιορίζεται μέχρις ότου η Αρχή αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της.

2.

Εφόσον λάβει την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου, ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του δυναμολογίου της Αρχής.

3.

Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με επιφύλαξη των εξουσιών του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου.

3α.

Η Αρχή θεωρείται ο νομικός διάδοχος της ΕΕΑΤΕ. Όλα τα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις καθώς και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΑΤΕ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Ανεξάρτητος ελεγκτής συντάσσει κατάσταση στην οποία αναφέρεται το ενεργητικό και παθητικό της ΕΕΑΤΕ. η κατάσταση αυτή ελέγχεται και εγκρίνεται από τα μέλη της ΕΕΑΤΕ και την Επιτροπή πριν πραγματοποιηθεί η μεταφορά του ενεργητικού και παθητικού.

Άρθρο 63

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 54, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και οι συμφωνίες απόσπασης που συνάπτονται από την ΕΕΑΤΕ ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.   Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο δυναμολόγιο της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρχή η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη συμβάσεων θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιοριζόμενη στο προσωπικό της ΕΕΑΤΕ ή της γραμματείας της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η διαδικασία εσωτερικής επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις ικανότητες και την εμπειρία που προκύπτει από τις επιδόσεις του ατόμου πριν από την πρόσληψη.

3.   Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.   Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων, ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 63α

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 64

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΑΤΕ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 65

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, για τη σύσταση της ΕΕΑΤΕ, καταργείται από 1ης Ιανουαρίου 2011 .

Άρθρο 66

Ρήτρα επανεξέτασης

-1.

Μέχρι τις …  (41), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τις αναγκαίες προτάσεις για την ενίσχυση της εποπτείας των ιδρυμάτων που ενδέχεται να ενέχουν συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 12β και την καθιέρωση νέου πλαισίου για τη διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπου περιλαμβάνονται και χρηματοδοτικές ρυθμίσεις.

1.

Έως … (42) και ανά τριετία στη συνέχεια , η Επιτροπή εκδίδει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αυτή ▐ αξιολογεί, μεταξύ άλλων:

a)

τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών που πέτυχαν οι αρμόδιες αρχές·

β)

τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών·

γ)

την πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά την σύγκλιση στους τομείς της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης των κρίσεων, όπου περιλαμβάνονται και ευρωπαϊκοί μηχανισμοί χρηματοδότησης·

δ)

κατά πόσον, ιδίως με βάση την πρόοδο που επετεύχθη όσον αφορά τα θέματα που αναφέρονται στο στοιχείο γ), ο ρόλος της Αρχής σχετικά με την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ενέχουν εν δυνάμει συστημικό κίνδυνο, πρέπει να ενισχυθεί και κατά πόσον θα πρέπει να αποκτήσει ενισχυμένες εποπτικές εξουσίες επί των ιδρυμάτων αυτών·

ε)

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 23.

1α.

Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εξετάζει επίσης εάν:

a)

ενδείκνυται να συνεχιστεί η ξεχωριστή εποπτεία των τραπεζικών δραστηριοτήτων, των ασφαλίσεων, των επαγγελματικών συντάξεων, των κινητών αξιών και των χρηματοπιστωτικών αγορών·

β)

η προληπτική εποπτεία και η εποπτεία των τρεχουσών δραστηριοτήτων πρέπει να ασκούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη·

γ)

ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ, προκειμένου να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ ης μακροπροληπτικής και της μικροπροληπτικής εποπτείας και μεταξύ των ΕΕΑ·

δ)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει με τις παγκόσμιες εξελίξεις·

ε)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ·

στ)

η λογοδοσία και η διαφάνεια σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσίευσης είναι επαρκείς·

ζ)

ενδείκνυται να διατηρηθεί η έδρα της Αρχής στη Φρανκφούρτη.

2.

Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, αν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 67

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση τα άρθρα 62 και 63, παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η Αρχή συστήνεται την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0166/2010).

(2)  Τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

(3)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ .C, σ …

(5)  ΕΕ C 13, 20.1.2010, σ. 1.

(6)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της …

(7)   ΕΕ C 40, 7.2.2001, σ. 453.

(8)   ΕΕ C 25 E, 29.1.2004, σ. 394.

(9)   ΕΕ C 175 E, 10.7.2008, σ. 392.

(10)   ΕΕ C 8 E, 14.1.2010, σ. 26.

(11)   ΕΕ C 9 E, 15.1.2010, σ. 48.

(12)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0251.

(13)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0279.

(14)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 23.

(15)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 28.

(16)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 18.

(17)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 177, 30.6.2006, σ. 201.

(19)  ΕΕ L 135, 31.5.1994, σ. 5.

(20)  ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1.

(21)   ΕΕ L 345, 8.12.2006, σ. 1.

(22)   ΕΕ L 267, 10.10.2009, σ. 7.

(23)  ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 15.

(24)  ΕΕ L 271, 9.10.2002, σ. 16.

(25)   ΕΕ L 319, 5.12.2007, σ. 1.

(26)   ΕΕ L 87, 31.3.2009, σ. 164.

(27)   ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 8.

(28)   ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.

(29)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

(30)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

(31)  ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1.

(32)  ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(33)  ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

(34)  ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.

(35)  ΕΕ L 253, 25.9.2009, σ. 8.

(36)  ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.

(37)  ΕΕ L 357, 31.12.2002, σ. 72.

(38)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

(39)  ΕΕ L 317, 3.12.2001, σ.1.

(40)  ΕΕ 17, 6.10.1958, σ. 385.

(41)   Έξι μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(42)   Τρία χρόνια μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/391


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων ***I

P7_TA(2010)0273

Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (COM(2009)0502 – C7-0168/2009 – 2009/0143(COD))

2011/C 351 E/39

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Η πρόταση τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010 ως ακολούθως (1):

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (2)

στην πρόταση της Επιτροπής

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ασφαλίσεις και Επαγγελματικές Συντάξεις)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (4),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (5),

Ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (6),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007/2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εθνικά εποπτικά μοντέλα υπερκεράστηκαν από την παγκοσμιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στον τομέα της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνέπειας εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(1α)

Πολύ πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, το Κοινοβούλιο είχε ήδη κατ’ επανάληψη ζητήσει την ενίσχυση πραγματικά ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερομένους σε επίπεδο Ένωσης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα σημαντικές αδυναμίες στην εποπτεία της Ένωσης στις ολοένα και πιο ενοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: Σχέδιο δράσης (7), της 21ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (8), της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) – Λευκή Βίβλος (9), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (10), της 9ης Οκτωβρίου 2008, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (11), της 22ας Απριλίου 2009, σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ) (12) και της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (13)).

(2)

Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, έκθεση που δημοσιεύθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. de Larosière (έκθεση de Larosière) , την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο. Η έκθεση συνιστούσε μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ένωση . Η εν λόγω ομάδα ειδικών συμπέρανε επίσης ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον κλάδο των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, μία για τον τραπεζικό κλάδο και μία για τον κλάδο των κινητών αξιών, καθώς και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου. Οι συστάσεις της έκθεσης αντιπροσώπευαν το χαμηλότερο επίπεδο αλλαγής που οι ειδικοί έκριναν αναγκαίο για να αποσοβηθεί μια παρόμοια κρίση στο μέλλον.

(3)

Στην ανακοίνωσή της τής 4ης Μαρτίου 2009 με τίτλο «Η υλοποίηση της ευρωπαϊκής ανάκαμψης», η Επιτροπή πρότεινε την υποβολή νομοθετικής πρότασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας και ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) , ενώ στην ανακοίνωσή της τής 27ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική εποπτεία» ▐, παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή αρχιτεκτονική αυτού του νέου εποπτικού πλαισίου χωρίς, ωστόσο να συμπεριλάβει όλες τις συστάσεις της έκθεσης Larosière .

(4)

Στα συμπεράσματά του της 19 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων και η εκπόνηση ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ενιαίας αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.

(4α)

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στην έκθεσή του της 16ης Απριλίου 2010 με τίτλο «Μια δίκαιη και ουσιαστική συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα», η οποία εκπονήθηκε κατόπιν αιτήματος της συνόδου κορυφής της G-20 στο Πίτσμπουργκ, αναφέρει ότι «το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των αδυναμιών του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να συγκρατηθεί και να καλυφθεί από μια Συνεισφορά στη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (ΣΧΣ), η οποία θα συνδέεται με ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό μηχανισμό επίλυσης κρίσεων. Εάν οι μηχανισμοί επίλυσης κρίσεων ορισθούν με τον δέοντα τρόπο, δεν θα είναι στο μέλλον οι κυβερνήσεις αναγκασμένες να διασώζουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν πολύ μεγάλη σημασία, πολύ μεγάλο μέγεθος ή πολλές διασυνδέσεις για να καταρρεύσουν».

(4β)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2010, με τίτλο «Ευρώπη 2020» επισημαίνεται ότι βραχυπρόθεσμα η κρίσιμη προτεραιότητα έγκειται «στη δρομολόγηση μιας φιλόδοξης πολιτικής που θα μας επιτρέψει στο μέλλον να προλαμβάνουμε αποτελεσματικότερα και εφόσον χρειαστεί να διαχειριζόμαστε καλύτερα πιθανές χρηματοπιστωτικές κρίσεις και - λαμβάνοντας υπόψη την ειδική ευθύνη του χρηματοπιστωτικού τομέα στην παρούσα κρίση - θα μεριμνεί και για τις κατάλληλες συνεισφορές από το χρηματοπιστωτικό τομέα».

(4γ)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε σαφώς στις 25 Μαρτίου 2010 ότι «ιδιαιτέρως απαιτείται πρόοδος σε θέματα όπως τα συστημικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα χρηματοοικονομικά μέσα διαχείρισης των κρίσεων».

(4δ)

Τέλος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε στις 17 Ιουνίου 2010 ότι «τα κράτη μέλη πρέπει να επιβάλουν συστήματα εισφορών και φορολόγησης επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να εξασφαλιστεί ισότιμη κατανομή των βαρών και να θεσπισθούν κίνητρα για τον έλεγχο του συστημικού κινδύνου. Η εισφορά ή η φορολόγηση αυτή θα πρέπει να εντάσσεται σε ένα αξιόπιστο πλαίσιο για την εξυγίανση».

(5)

Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, συνεπώς, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας απόσβεσης των κραδασμών των οικονομιών.

(6)

Η Ένωση έχει φθάσει στα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ▐. Η Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση όπου δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά ιδρύματα· όπου δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών· όπου για κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων· όπου συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως αντίδραση σε ευρωπαϊκά προβλήματα, όπου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Σκοπός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ) πρέπει να είναι η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και η δημιουργία συστήματος ευθυγραμμισμένου προς το στόχο για σταθερή και ενιαία ενωσιακή χρηματοπιστωτική αγορά στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές δημιουργώντας ένα ισχυρό ενωσιακό δίκτυο.

(7)

Το ΕΣΧΕ πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο δίκτυο εθνικών και ενωσιακών εποπτικών αρχών, το οποίο να αφήνει την καθημερινή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο εθνικό επίπεδο. Η Αρχή πρέπει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στα σώματα εποπτών για την εποπτεία διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για τα οποία πρέπει να καθοριστούν σαφείς εποπτικοί κανόνες. Η Αρχή πρέπει να αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη προσοχή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο δεδομένου ότι η δυσλειτουργία τους θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, αν μια εθνική αρχή δεν έχει ασκήσει τις εξουσίες της. Επίσης πρέπει να επιτευχθούν μεγαλύτερη εναρμόνιση και η συνεκτική εφαρμογή των κανόνων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις αγορές σε ολόκληρη την Ένωση . Εκτός από την Αρχή, πρέπει να συσταθούν μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Τράπεζες) και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Κινητές Αξίες και Αγορές), καθώς και μια Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή) . Το ΕΣΣΚ πρέπει να αποτελεί τμήμα του ΕΣΧΕ.

(8)

Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή πρέπει να αντικαταστήσει την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/78/ΕΚ (14) της Επιτροπής, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση 2009/79/ΕΚ (15) της Επιτροπής και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών, που συστάθηκε από την απόφαση 2009/77/ΕΚ (16) της Επιτροπής, και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών , συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης εν εξελίξει ευρισκόμενων εργασιών και σχεδίων, εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο . Πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Αρχής. Εάν απαιτείται για λόγους θεσμικούς και στο πλαίσιο των ευθυνών που της ανατίθενται από τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) , η Επιτροπή πρέπει επίσης να συμμετέχει στο δίκτυο εποπτικών αρχών.

(9)

Η ▐ Αρχή ▐ πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών και το διαφορετικό χαρακτήρα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων . Η Αρχή πρέπει να προστατεύει τις δημόσιες αξίες όπως είναι η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η διαφάνεια των αγορών και των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και η προστασία των καταθετών και των επενδυτών. Η Αρχή πρέπει επίσης να αποτρέπει το ρυθμιστικό αρμπιτράζ, να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού και να ενισχύει τον διεθνή εποπτικό συντονισμό προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ στους τομείς των ασφαλίσεων, των αντασφαλίσεων, των επαγγελματικών συντάξεων και της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, καθώς και σε θέματα που σχετίζονται με την εταιρική διακυβέρνηση, το λογιστικό έλεγχο και την χρηματοοικονομική αναφορά. Η Αρχή πρέπει επίσης να αναλάβει την ευθύνη της γενικής εποπτείας υφιστάμενων και νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων/τύπων συναλλαγών.

(9α)

Η Αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων της στον ανταγωνισμό και την καινοτομία εντός της εσωτερικής αγοράς, την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της Ένωσης, τη χρηματοπιστωτική ένταξη και τη νέα στρατηγική της Ένωσης για την απασχόληση και την ανάπτυξη.

(9β)

Η Αρχή, προκειμένου να εκπληρώσει τους στόχους της, πρέπει να έχει νομική προσωπικότητα καθώς και διοικητική και δημοσιονομική αυτονομία. Η Αρχή πρέπει να διαθέτει αρμοδιότητες που θα της επιτρέπουν να ελέγχει τη συμμόρφωση προς τους νόμους, ιδίως αυτούς που σχετίζονται με τον συστημικό κίνδυνο και τους διασυνοριακούς κινδύνους.

(9γ)

Ο συστημικός κίνδυνος ορίζεται από διεθνείς αρχές (το ΔΝΤ, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) και την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ)) ως «ο κίνδυνος διατάραξης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ο οποίος (i) προκαλείται από κλονισμό του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (ii) είναι δυνατόν να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την πραγματική οικονομία. Όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητικών φορέων, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικά σε κάποιον βαθμό».

(9δ)

Σύμφωνα με τους εν λόγω οργανισμούς, ο διασυνοριακός κίνδυνος περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους που προκαλούνται από οικονομικές ανισορροπίες ή αστοχίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ολόκληρη την Ένωση ή σε μέρη της και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τις συναλλαγές μεταξύ των οικονομικών παραγόντων δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ή για τα δημόσια οικονομικά της Ένωσης ή οιουδήποτε κράτους μέλους της.

(10)

Στην απόφασή του της 2ας Μαΐου 2006 για την Υπόθεση αριθ. C-217/04 (Ηνωμένο Βασίλειο/Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο) το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απεφάνθη ως εξής: «Από κανένα στοιχείο του άρθρου 95 της ΣΕΚ [ισχύον άρθρο 114 της ΣΛΕΕ] δεν συνάγεται ότι τα μέτρα που θεσπίζει ο κοινοτικός νομοθέτης βάσει της διάταξης αυτής πρέπει να έχουν ως μόνους αποδέκτες τα κράτη μέλη. Ενδέχεται δηλαδή να είναι αναγκαίο, σύμφωνα με την εκτίμηση του νομοθέτη αυτού, να προβλεφθεί η ίδρυση κοινοτικού οργανισμού που καλείται να συμβάλει στην εφαρμογή μιας διαδικασίας εναρμόνισης στις περιπτώσεις στις οποίες είναι ενδεδειγμένη, για τη διευκόλυνση της εναρμονισμένης εκτέλεσης και εφαρμογής των πράξεων που στηρίζονται στην εν λόγω διάταξη, η θέσπιση μη δεσμευτικών συνοδευτικών μέτρων και μέτρων πλαισίωσης». Ο σκοπός και τα καθήκοντα της Αρχής – παροχή συνδρομής στις εθνικές εποπτικές αρχές με σκοπό τη συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης και συμβολή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απαιτείται για τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση – συνδέονται στενά με τους στόχους του ενωσιακού κεκτημένου σχετικά με την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Συνεπώς η Αρχή πρέπει να συσταθεί βάσει του άρθρου 114 της ΣΛΕΕ .

(11)

Οι νομικές πράξεις που ορίζουν τα καθήκοντα των εθνικών εποπτικών αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή, είναι (17): η οδηγία 64/225/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1964 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της αντασφαλίσεως και της αντεκχωρήσεως (18), η πρώτη οδηγία του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ της 24ης Ιουλίου 1973 περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων πού αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός τής ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (19), η οδηγία 73/240/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως στον τομέα της πρωτασφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής (20), η οδηγία 76/580/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1976 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν των ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής» (21), η οδηγία 78/473/EOK του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1978 περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως (22), η οδηγία 84/641/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Δεκεμβρίου 1984 για την τροποποίηση, όσον αφορά ιδίως την τουριστική βοήθεια, της πρώτης οδηγίας (73/239/ΕΟΚ) περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτοασφάλισης, εκτός της ασφάλισης ζωής, και την άσκηση αυτής (23), η οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1987 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας (24), η δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (25), η οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (26), η οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (27), η οδηγία 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (28), η οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (29), η οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (30), και η οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (31).

(12)

Η υφιστάμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπει το πεδίο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό περιλαμβάνει και την οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (32), τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών (33), την οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος (34) και, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, την οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (35), ▐ την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (36) και την οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά (37).

(12α)

Είναι επιθυμητό η Αρχή να προωθεί συνεκτική προσέγγιση στον τομέα των εγγυήσεων των καταθέσεων, προκειμένου να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και δίκαιη αντιμετώπιση των καταθετών σε όλη την Ένωση. Επειδή τα καθεστώτα εγγύησης των καταθέσεων υπόκεινται σε επιτήρηση στα οικεία κράτη μέλη και όχι σε ρυθμιστική εποπτεία, είναι σκόπιμο η Αρχή να μπορεί να ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με το ίδιο το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων και τον υπεύθυνο φορέα του. Ο ρόλος της Αρχής πρέπει να αναθεωρηθεί μετά την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ταμείου Εγγύησης των Καταθέσεων.

(13)

Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και επαρκής προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση . Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς καθοριζόμενους από το δίκαιο της Ένωσης , η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, οι οποίοι δεν αφορούν επιλογές πολιτικής. Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει αυτούς τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τους τεχνικούς κανόνες εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ , προκειμένου να τους προσδώσει δεσμευτική νομική ισχύ.

(14)

Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων πρέπει να τροποποιούνται μόνον σε πολύ περιορισμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η Αρχή ευρίσκεται σε στενή επαφή με τις χρηματοπιστωτικές αγορές και αναγνωρίζει το καθημερινό τους έργο. Τα εν λόγω σχέδια τροποποιούνται εάν, για παράδειγμα, είναι ασυμβίβαστα με το δίκαιο της Ένωσης, δεν τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ή αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως οι αρχές αυτές αντικατοπτρίζονται στο κεκτημένο της νομοθεσίας της Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή δεν πρέπει να τροποποιεί το περιεχόμενο των τεχνικών κανόνων που καταρτίστηκαν από την Αρχή χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή. Η Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλίσει ομαλή και ταχεία διαδικασία έγκρισης των κανόνων αυτών, πρέπει να υπόκειται σε χρονικό περιορισμό όσον αφορά την εγκριτική της απόφαση.

(14α)

Η Επιτροπή πρέπει επίσης να έχει την εξουσία να εφαρμόζει νομικά δεσμευτικές πράξεις της Ένωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 291 της ΣΛΕΕ. Οι ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες και οι τεχνικοί κανόνες εφαρμογής πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι οι απαιτήσεις που ορίζονται στους εν λόγω κανόνες πρέπει να είναι ανάλογες προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων στις δραστηριότητες του ενδιαφερομένου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

(15)

Σε τομείς που δεν καλύπτονται από ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης . Για την εξασφάλιση διαφάνειας και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των εθνικών εποπτικών αρχών με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όταν οι εθνικές αρχές δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω οδηγίες και συστάσεις πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν τους σχετικούς λόγους δημοσίως, προκειμένου να εξασφαλίζεται πλήρης διαφάνεια έναντι των συμμετεχόντων στην αγορά .

(16)

Η εξασφάλιση της ορθής και πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποδοτικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και για την εξασφάλιση ουδέτερων όρων ανταγωνισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Επομένως, πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου η Αρχή θα αντιμετωπίζει περιπτώσεις μη εφαρμογής ή εσφαλμένης ▐ εφαρμογής που αποτελούν παραβίαση του δικαίου της Ένωσης . Ο μηχανισμός αυτός πρέπει να αφορά τομείς όπου η νομοθεσία της Ένωσης ορίζει σαφείς και άνευ όρων υποχρεώσεις.

(17)

Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ή ανεπαρκούς εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης , πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός με τρία στάδια. Σε πρώτο επίπεδο, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την ενδεχόμενη εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του δικαίου της Ένωσης από τις εθνικές αρχές κατά την εποπτική πρακτική τους, και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση. Αν η αρμόδια εθνική αρχή δεν ακολουθήσει τη σύσταση, η Επιτροπή πρέπει να έχει την εξουσία να εκδώσει επίσημη γνώμη η οποία θα λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης.

(18)

Αν η εθνική αρχή δεν συμμορφωθεί με τη σύσταση εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την Αρχή , η Αρχή πρέπει ▐ να απευθύνει χωρίς καθυστέρηση απόφαση προς την οικεία εθνική εποπτική αρχή, προκειμένου να εξασφαλίσει συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης , δημιουργώντας άμεσα νομικά αποτελέσματα, των οποίων είναι δυνατή η επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και αρχών και η επιβολή σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ .

(19)

Για την υπέρβαση εξαιρετικών καταστάσεων με έμμονη αδράνεια της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με την επίσημη γνώμη που της απευθύνεται και στις οποίες το δίκαιο της Ένωσης είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δυνάμει ισχυόντων ή μελλοντικών κανονισμών της ΕΕ. Ως προς το θέμα αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προσβλέπουν στην εφαρμογή του προγράμματος της Επιτροπής για το 2010, ιδίως όσον αφορά την πρόταση σχετικά με την αναθεώρηση της οδηγίας περί κεφαλαιακών απαιτήσεων.

(20)

Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε επίπεδο Ένωσης . Επομένως, η Αρχή πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Δεδομένης της ευαίσθητης φύσης του θέματος, την εξουσία για να διαπιστώνει ότι υφίσταται κατάσταση έκτακτης ανάγκης πρέπει να ασκεί η Επιτροπή με ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου, του ΕΣΣΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Αρχής. Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, το ΕΣΣΚ ή οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές εκτιμούν ότι μπορεί να προκύψει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πρέπει να επικοινωνούν με την Επιτροπή. Σε αυτήν τη διαδικασία, η τήρηση της εμπιστευτικότητας έχει υψίστη σημασία. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι υφίσταται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πρέπει να ενημερώσει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(21)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να ρυθμίζει διαφωνίες μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών. Πρέπει να προβλέπεται ένα στάδιο συμβιβασμού, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, η Αρχή πρέπει να απαιτεί με δεσμευτικό τρόπο από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να μην προβούν σε ενέργειες ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης. Σε περίπτωση παράλειψης των οικείων εθνικών εποπτικών αρχών, η Αρχή θα έχει την εξουσία να εκδώσει, ως έσχατη λύση, αποφάσεις απευθυνόμενες άμεσα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τομείς του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι ισχύουν άμεσα γι’ αυτά.

(21α)

Η κρίση έχει αποδείξει ότι η απλή συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών, των οποίων η αρμοδιότητα δεν υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, είναι σαφώς ανεπαρκής για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά.

(21β)

Επιπλέον, «οι σημερινές διευθετήσεις, που συνδυάζουν κλαδικά δικαιώματα διαβατηρίου, εποπτεία από τη χώρα καταγωγής και αμιγώς εθνική ασφάλιση καταθέσεων, δεν αποτελούν υγιή βάση για τη μελλοντική ρύθμιση και εποπτεία των ευρωπαϊκών διασυνοριακών τραπεζών λιανικής» (Έκθεση Turner).

(21γ)

Όπως επισημαίνει επίσης η έκθεση Turner, «υγιέστερες διευθετήσεις απαιτούν είτε αυξημένες εθνικές εξουσίες, πράγμα που συνεπάγεται μια λιγότερο ανοιχτή ενιαία αγορά, είτε μεγαλύτερο βαθμό ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».

(21δ)

Η «εθνική» λύση συνεπάγεται ότι η χώρα υποδοχής έχει το δικαίωμα να υποχρεώσει ξένα ιδρύματα να ενεργούν μόνο μέσω θυγατρικών και όχι μέσω υποκαταστημάτων, καθώς και να επιβλέπει το κεφάλαιο και τη ρευστότητα των τραπεζών που δραστηριοποιούνται στη χώρα αυτή, πράγμα που θα σήμαινε περισσότερο προστατευτισμό.

(21ε)

Η «ευρωπαϊκή» λύση απαιτεί την ενίσχυση της Αρχής στο σώμα εποπτών καθώς και την ενίσχυση της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιπροσωπεύουν συστημικό κίνδυνο.

(22)

Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή πρέπει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο και να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών στα σώματα και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης . Όπως επισημαίνει η έκθεση de Larosière: «οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και το ρυθμιστικό αρμπιτράζ που προκύπτουν από τις αποκλίνουσες εποπτικές πρακτικές πρέπει να αποφεύγονται, επειδή μπορούν να υπονομεύσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα – μεταξύ άλλων ενθαρρύνοντας μια μετατόπιση χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας προς τις χώρες με χαλαρή εποπτεία. Το εποπτικό σύστημα πρέπει να εκλαμβάνεται ως δίκαιο και ισορροπημένο».

(22α)

Η Αρχή και οι εθνικές εποπτικές αρχές πρέπει να ενισχύσουν την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που πληρούν τα κριτήρια συστημικού κινδύνου, δεδομένου ότι η δυσλειτουργία τους θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και να έχει επιβλαβείς συνέπειες για την πραγματική οικονομία.

(22β)

Ο συστημικός κίνδυνος πρέπει να προσδιορίζεται βάσει διεθνών κανόνων, ιδίως των κανόνων που έχουν θεσπίσει το ΣΧΣ, το ΔΝΤ, η Διεθνής Ένωση Αρχών Ασφαλιστικής Εποπτείας και η G-20. Ο βαθμός διασύνδεσης, η δυνατότητα αναπλήρωσης και η χρονική συγκυρία αποτελούν τα συνηθέστερα χρησιμοποιούμενα κριτήρια για τον προσδιορισμό του συστημικού κινδύνου.

(22γ)

Πρέπει να δημιουργηθεί πλαίσιο για το χειρισμό ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, με σκοπό την σταθεροποίηση ή την εκκαθάρισή τους διότι, όπως αναφέρεται στην έκθεση de Larosière, έχει αποδειχθεί σαφώς ότι στην περίπτωση τραπεζικής κρίσης διακυβεύονται πολλά τόσο για τις κυβερνήσεις όσο και για την κοινωνία γενικότερα, διότι μια τέτοια κατάσταση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία. Η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει κατάλληλες προτάσεις για τη θέσπιση νέου πλαισίου για τη διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα κύρια στοιχεία διαχείρισης της κρίσης περιλαμβάνουν μια κοινή δέσμη κανόνων και μέσων χρηματοπιστωτικής εξυγίανσης (εκτέλεση και χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση της κρίσης που αντιμετωπίζουν μεγάλα, διασυνοριακά και/ή διασυνδεδεμένα ιδρύματα).

(22δ)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνυπευθυνότητα των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να προστατευθούν τα συμφέροντα των ευρωπαίων ασφαλισμένων και να μειωθεί το κόστος μιας συστημικής χρηματοπιστωτικής κρίσης για τους φορολογουμένους, συγκροτείται Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Προστασίας («Ταμείο»). Το Ταμείο συγκροτείται με στόχο να χρηματοδοτεί την ομαλή εκκαθάριση ή τις παρεμβάσεις για την αποκατάσταση διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, η δυσλειτουργία των οποίων θα μπορούσε να απειλήσει τη σταθερότητα της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ένωσης, καθώς και να εσωτερικεύει το κόστος των παρεμβάσεων αυτών, εάν οι εισφορές των εν λόγω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στα εθνικά συστήματα εγγύησης ασφαλίσεων δεν είναι επαρκείς. Το Ταμείο πρέπει να χρηματοδοτείται με εισφορές των ιδρυμάτων αυτών, με έκδοση δανειακών τίτλων από το Ταμείο ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, με εισφορές των πληττόμενων κρατών μελών βάσει προσυμφωνημένων κριτηρίων (αναθεωρημένο μνημόνιο συνεννόησης). Οι εισφορές στο Ταμείο πρέπει να αντικαταστήσουν τις εισφορές προς τα εθνικά συστήματα εγγύησης ασφαλίσεων.

(22ε)

Συγκροτείται Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων με στόχο να χρηματοδοτεί την ομαλή εκκαθάριση ή τις παρεμβάσεις για την διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν προβλήματα, όταν αυτά μπορούν να απειλήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς της Ένωσης. Το Ταμείο πρέπει να χρηματοδοτείται με κατάλληλες εισφορές του τομέα των ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων. Οι εισφορές στο Ταμείο πρέπει να αντικαταστήσουν τις εισφορές που καταβάλλονται στα εθνικά ταμεία παρόμοιας φύσης.

(23)

Η ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μέσο στη λειτουργία του δικτύου εποπτικών αρχών, προκειμένου να μειωθεί η άσκοπη επανάληψη εποπτικών εργασιών, να ενισχυθεί η συνεργασία και με τον τρόπο αυτό να γίνει περισσότερο ομοιόμορφη η διαδικασία εποπτείας, καθώς επίσης να μειωθεί ο φόρτος που επιβαρύνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα , ιδίως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν ενωσιακή διάσταση . Συνεπώς, ο παρών κανονισμός πρέπει παράσχει σαφή νομική βάση για την ανάθεση αυτή. Ανάθεση καθηκόντων σημαίνει ότι ασκούνται καθήκοντα από άλλη εποπτική αρχή στη θέση της αρμόδιας, ενώ την ευθύνη για τις εποπτικές αποφάσεις εξακολουθεί να φέρει η αναθέτουσα αρχή. Κατά την ανάθεση αρμοδιοτήτων, μια εθνική εποπτική αρχή, η εξουσιοδοτούμενη, πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις για ορισμένο εποπτικό θέμα εξ ονόματος της Αρχής ή κάποιας άλλης εθνικής εποπτικής αρχής. Οι αναθέσεις πρέπει να διέπονται από την αρχή της ανάθεσης εποπτικής αρμοδιότητας σε εποπτική αρχή που είναι σε θέση να προβεί σε ενέργειες σχετικές με το θέμα. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών θα ήταν σκόπιμη, παραδείγματος χάρη για λόγους οικονομιών κλίμακας ή πεδίου, συνοχής στην εποπτεία ομίλων και βέλτιστης χρήσης τεχνικής πείρας. Η συναφής νομοθεσία της Ένωσης μπορεί να εξειδικεύσει περαιτέρω τις αρχές για την ανακατανομή αρμοδιοτήτων κατόπιν συμφωνίας. Η Αρχή πρέπει να διευκολύνει και να παρακολουθεί τις συμφωνίες ανάθεσης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών με κάθε πρόσφορο μέσο. Πρέπει να είναι ενήμερη εκ των προτέρων σχετικά με την πρόθεση σύναψης συμφωνιών ανάθεσης, ώστε να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη σε περίπτωση που χρειαστεί. Πρέπει να προβαίνει κεντρικά στη δημοσιοποίηση των εν λόγω συμφωνιών, ώστε να εξασφαλίζεται η έγκαιρη, διαφανής πληροφόρηση, με εύκολη πρόσβαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών στις πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες. Πρέπει να εντοπίζει και να προωθεί βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την ανάθεση και τις συμφωνίες ανάθεσης.

(24)

Η Αρχή πρέπει να υποστηρίζει ενεργά την εποπτική σύγκλιση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση , με στόχο την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας.

(25)

Οι ομότιμες αξιολογήσεις αποτελούν αποδοτικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση της συνέπειας εντός του δικτύου των χρηματοπιστωτικών εποπτικών αρχών. Η Αρχή πρέπει επομένως να αναπτύξει το μεθοδολογικό πλαίσιο για τις εν λόγω αξιολογήσεις και να τις διεξάγει τακτικά. Οι αξιολογήσεις πρέπει να εστιάζουν όχι μόνο στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, αλλά και στην ικανότητα των εποπτικών αρχών να επιτυγχάνουν εποπτικά αποτελέσματα υψηλής ποιότητας καθώς επίσης στην ανεξαρτησία των αρμοδίων αρχών. Το αποτέλεσμα των ομότιμων αξιολογήσεων πρέπει να δημοσιοποιείται και οι βέλτιστες πρακτικές πρέπει να εντοπίζονται και επίσης να δημοσιοποιούνται.

(26)

Η Αρχή πρέπει να προάγει ενεργά μια συντονισμένη εποπτική απόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης , ειδικά για να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση . Συνεπώς, επιπροσθέτως προς τις εξουσίες της για δράση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, πρέπει να της ανατεθεί μια γενική λειτουργία συντονισμού στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ . Οι δράσεις της Αρχής πρέπει να εστιάζουν ιδιαίτερα στην ομαλή ροή όλων των συναφών πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

(27)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι απαραίτητο να εντοπιστούν εξ αρχής οι τάσεις, οι δυνητικοί κίνδυνοι και τα τρωτά σημεία που απορρέουν από το μικροπροληπτικό επίπεδο, διασυνοριακά και διατομεακά. Η Αρχή πρέπει να παρακολουθεί και να αξιολογεί τις εν λόγω εξελίξεις στον τομέα αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις άλλες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και το ΕΣΣΚ σε τακτική βάση και, αν είναι απαραίτητο, για συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης η Αρχή πρέπει να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο. Προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, η Αρχή πρέπει να πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών και του αντικτύπου των ενδεχόμενων εξελίξεων σε αυτές.

(28)

Με δεδομένα την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών κανόνων, η Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στο διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών .

(29)

Η Αρχή πρέπει να αποτελεί ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Πρέπει να μπορεί να γνωμοδοτεί κατά την προληπτική αξιολόγηση συγχωνεύσεων και εξαγορών σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ.

(30)

Για την αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της, η Αρχή πρέπει να έχει δικαίωμα να ζητεί όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την προληπτική εποπτεία . Προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κανονικά τις πληροφορίες αυτές πρέπει να τις παρέχουν οι εθνικές εποπτικές αρχές που βρίσκονται πλησιέστερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα ιδρύματα , και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ήδη υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία . Ωστόσο, ως έσχατη λύση, η Αρχή πρέπει να μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ▐ σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια αρμόδια εθνική αρχή δεν παρέχει ή δεν μπορεί να παράσχει έγκαιρα τις εν λόγω πληροφορίες. Οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να είναι υποχρεωμένες να συνεπικουρούν την Αρχή στην επιβολή όσον αφορά τα εν λόγω άμεσα αιτήματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργασίες περί ενιαίων μορφότυπων υποβολής εκθέσεων είναι ουσιαστικές.

(30α)

Τα μέτρα για τη συλλογή πληροφοριών πρέπει να λαμβάνονται υπό την επιφύλαξη του νομικού πλαισίου του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος (ΕΣΣ) και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) στον τομέα της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επομένως τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές (38) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (39).

(31)

Για να είναι πλήρως αποτελεσματική η λειτουργία του ΕΣΣΚ και για την παρακολούθηση της συνέχειας των προειδοποιήσεων και των συστάσεών του, έχει ουσιώδη σημασία η στενή συνεργασία μεταξύ της Αρχής και του ΕΣΣΚ . Η Αρχή πρέπει να ανταλλάσσει όλες τις συναφείς πληροφορίες με το ΕΣΣΚ . Δεδομένα σχετιζόμενα με μεμονωμένες επιχειρήσεις πρέπει να παρέχονται μόνο κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Όταν η Αρχή ή κάποια εθνική εποπτική αρχή λάβει προειδοποιήσεις ή συστάσεις του ΕΣΣΚ , η Αρχή πρέπει να εξασφαλίζει την παρακολούθηση της συνέχειας , στις περιπτώσεις που κρίνεται σκόπιμο .

(32)

▐ Η Αρχή πρέπει να διαβουλεύεται με ενδιαφερόμενα μέρη για ρυθμιστικούς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και να τους παρέχει εύλογη ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τα προτεινόμενα μέτρα. Πριν από την έγκριση σχεδίων ρυθμιστικών κανόνων, κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων, η Αρχή πρέπει να διεξάγει μελέτη του αντικτύπου. Για λόγους αποδοτικότητας, πρέπει να συσταθεί ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ταμείων επαγγελματικής συνταξιοδότησης, η οποία θα εκπροσωπεί στη σωστή αναλογία τις ασφαλιστικές, και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα ταμεία επαγγελματικής συνταξιοδότησης της Ένωσης (συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, θεσμικών επενδυτών και λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που χρησιμοποιούν και οι ίδιοι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες), τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους επιστημονικούς φορείς και τους καταναλωτές και τους χρήστες των λιανικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών επαγγελματικής συνταξιοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. Η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων, αντασφαλίσεων και ταμείων επαγγελματικής συνταξιοδότησης πρέπει να εργάζεται δραστήρια ως διεπαφή με άλλες ομάδες χρηστών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν συσταθεί από την Επιτροπή ή σύμφωνα με την νομοθεσία της Ένωσης .

(32α)

Σε αντίθεση με τους καλά χρηματοδοτούμενους και δικτυωμένους εκπροσώπους των επιχειρήσεων, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις είναι περιθωριοποιημένες στη συζήτηση για το μέλλον των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αντίστοιχη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το μειονέκτημα αυτό πρέπει να αντισταθμιστεί με την επαρκή χρηματοδότηση των εκπροσώπων τους στην ομάδα συμφεροντούχων.

(33)

Την κύρια ευθύνη για την εξασφάλιση συντονισμένης διαχείρισης κρίσεων και τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε καταστάσεις κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων συμμετεχόντων στις χρηματαγορές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Οι δράσεις τους πρέπει να συντονίζονται στενά με το πλαίσιο και τις αρχές της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Τα μέτρα της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διευθέτησης κρίσεων τα οποία επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν πρέπει να προσκρούουν σε σημαντικό βαθμό στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου για τη λήψη απόφασης. Δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο.

(33α)

Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος κανονισμού που θεσπίζει αυτόν τον μηχανισμό, η Επιτροπή ορίζει, σε επίπεδο Ένωσης και με βάση την κτηθείσα πείρα, σαφείς και αυστηρές οδηγίες σχετικά με το πότε ενεργοποιείται από τα κράτη μέλη η ρήτρα διασφάλισης. Η προσφυγή από τα κράτη μέλη στη ρήτρα διασφάλισης πρέπει να αποτιμάται βάσει των εν λόγω οδηγιών.

(33β)

Με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων των κρατών μελών σε καταστάσεις κρίσεων, εάν ένα κράτος μέλος επιλέξει να επικαλεσθεί τη ρήτρα διασφάλισης, πρέπει να ενημερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγχρόνως με την Αρχή, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Επιπλέον, το κράτος μέλος πρέπει να εξηγήσει τους λόγους που το ώθησαν να επικαλεσθεί τη ρήτρα διασφάλισης. Η Αρχή πρέπει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να καθορίζει τις περαιτέρω ενέργειες.

(34)

Στο πλαίσιο των διαδικασιών της για τη λήψη αποφάσεων, η Αρχή πρέπει να δεσμεύεται από τους κοινοτικούς κανόνες και τις γενικές αρχές για την ορθή μεθοδολογία και τη διαφάνεια. Πρέπει να γίνεται πλήρως σεβαστό το δικαίωμα ακρόασης για τους αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής. Οι πράξεις της Αρχής αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης .

(35)

Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής πρέπει να είναι ένα συμβούλιο εποπτών, συγκροτούμενο από τους προϊσταμένους κάθε οικείας αρμόδιας αρχής στα κράτη μέλη και το οποίο προεδρεύεται από τον πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του ΕΣΣΚ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Τράπεζες) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Κινητές Αξίες και Αγορές) πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης . Για ενέργειες γενικής φύσεως, περιλαμβανομένων των σχετιζόμενων με την έκδοση ρυθμιστικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, είναι σκόπιμο να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στο άρθρο 16 της ΣΛΕΕ , ενώ για όλες τις άλλες αποφάσεις πρέπει να ισχύει απλή πλειοψηφία των μελών. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται σε κλειστό κύκλο.

(35α)

Κατά γενικό κανόνα, το συμβούλιο εποπτών πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος». Ωστόσο, για ενέργειες σχετιζόμενες με την έκδοση τεχνικών κανόνων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων, καθώς και θεμάτων προϋπολογισμού, είναι σκόπιμο να ισχύουν οι κανόνες για την ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζονται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη ΣΛΕΕ και στο Πρωτόκολλο (αριθ. 36) για τις μεταβατικές διατάξεις που προσαρτάται σε αυτές. Οι περιπτώσεις που αφορούν τη ρύθμιση διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών πρέπει να εξετάζονται από κλειστή, αντικειμενική ομάδα, απαρτιζόμενη από μέλη που δεν είναι αντιπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη αυτή ή άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές. Η σύνθεση της ομάδας πρέπει να είναι δεόντως ισορροπημένη. Η απόφαση που λαμβάνεται από την ομάδα πρέπει να εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος». Ωστόσο, όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται από την ενοποιημένη εποπτική αρχή, η απόφαση την οποία προτείνει η ομάδα θα μπορούσε να απορριφθεί από τα μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ΣΛΕΕ.

(36)

Το διοικητικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από τον πρόεδρο της Αρχής, αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών και της Επιτροπής, πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο διοικητικό συμβούλιο πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού των Αρχών, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να εγκρίνει την ετήσια έκθεση.

(37)

Την Αρχή πρέπει να εκπροσωπεί ο πρόεδρος πλήρους απασχόλησης τον οποίο επιλέγει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά από ανοιχτό διαγωνισμό υπό τη διαχείριση της Επιτροπής και κατόπιν της ακόλουθης κατάρτισης καταλόγου υποψηφίων από την Επιτροπή . Η διοίκηση της Αρχής πρέπει να ανατεθεί σε εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος πρέπει να έχει δικαίωμα να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών και του διοικητικού συμβουλίου, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

(38)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί διατομεακώς η συνεκτικότητα των δραστηριοτήτων των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, οι αρχές αυτές πρέπει να συντονίζονται σχολαστικά μέσω των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μικτή Επιτροπή) («Η Μικτή Επιτροπή») και να καταλήγουν σε κοινές θέσεις, εφόσον είναι σκόπιμο. Η Μικτή Επιτροπή ▐ πρέπει να συντονίζει τα καθήκοντα των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σε σχέση με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων . Όταν είναι σκόπιμο, οι πράξεις που εμπίπτουν επίσης στον τομέα αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Τράπεζες) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Κινητές Αξίες και Αγορές) πρέπει να εγκρίνονται εκ παραλλήλου από τις οικείες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Η Μικτή Επιτροπή πρέπει να προεδρεύεται για δωδεκάμηνη περίοδο εκ περιτροπής από τους προέδρους των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών. Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής πρέπει να είναι αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ. Η Μικτή Επιτροπή πρέπει να έχει μόνιμη γραμματεία, στελεχωμένη με αποσπάσεις από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, ώστε να καθίσταται δυνατή η άτυπη ανταλλαγή πληροφοριών καθώς και η ανάπτυξη κοινής νοοτροπίας στις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές.

(39)

Είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η δυνατότητα των μερών των θιγόμενων από αποφάσεις που εξέδωσε η Αρχή να προσφεύγουν στα ένδικα μέσα. Για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των μερών και για λόγους διαδικαστικής οικονομίας, στις περιπτώσεις που η Αρχή έχει εξουσίες λήψης αποφάσεων πρέπει να παραχωρείται στα μέρη δικαίωμα προσφυγής στο συμβούλιο προσφυγών. Για λόγους αποδοτικότητας και συνέπειας, το συμβούλιο προσφυγών πρέπει να είναι κοινό όργανο των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, ανεξάρτητο από τους διοικητικούς και ρυθμιστικούς τους μηχανισμούς. Η απόφαση του συμβουλίου προσφυγών πρέπει να υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(40)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία της Αρχής, πρέπει να τεθεί στη διάθεσή της αυτόνομος προϋπολογισμός με έσοδα προερχόμενα κυρίως από υποχρεωτικές εισφορές εθνικών εποπτικών αρχών και από το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας, της 17ης Μαΐου 2006, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση  (40) . Πρέπει να εφαρμόζεται η δημοσιονομική διαδικασία της Ένωσης ▐. Ο λογιστικός έλεγχος πρέπει να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Ο συνολικός προϋπολογισμός υπόκειται στη διαδικασία απαλλαγής.

(41)

Για την Αρχή πρέπει να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (41). Επίσης η Αρχή πρέπει να προσχωρήσει στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (42).

(42)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ανοικτές και διαφανείς συνθήκες απασχόλησης και ίση μεταχείριση του προσωπικού, για το προσωπικό της Αρχής πρέπει να ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (43).

(43)

Έχει ουσιώδη σημασία η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου και άλλων απόρρητων πληροφοριών. Η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που καθίστανται διαθέσιμες στην Αρχή και ανταλλάσσονται στο δίκτυο πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρούς και αποτελεσματικούς κανόνες εμπιστευτικότητας .

(44)

Η προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24 Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (44) και από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18 Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (45), οι οποίοι ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(45)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφανής λειτουργία της Αρχής, πρέπει να ισχύει για την Αρχή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (46).

(46)

Πρέπει να δοθεί στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες της Αρχής, σύμφωνα με κατάλληλες συμφωνίες οι οποίες πρέπει να συναφθούν από την Ένωση .

(47)

Εφόσον οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας, η προστασία των ασφαλισμένων και λοιπών δικαιούχων, η προστασία της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση της διεθνούς εποπτικής συνεργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, επομένως, λόγω της κλίμακας της δράσης, θα μπορούσε να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης , η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση . Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επίσης διαλαμβάνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(48)

Η Αρχή αναλαμβάνει όλες τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις εξουσίες της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (CEIOPS) και, κατά συνέπεια, η απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής, της 23 Ιανουαρίου 2009, για τη σύσταση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, πρέπει να καταργηθεί ενώ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου , της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 , για τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος για την υποστήριξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της χρηματοοικονομικής αναφοράς και του λογιστικού ελέγχου (47).

(49)

Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί, και να είναι βέβαιη η ομαλή μετάβαση από την CEIOPS ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.   Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, « η Αρχή»).

2.   Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, της οδηγίας 2002/92/ΕΚ, της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, και στο βαθμό που οι πράξεις αυτές ισχύουν για ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ιδρύματα που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές καθώς και για τις αρμόδιες αρχές που ασκούν την εποπτεία επ' αυτών, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2005/60/ΕΚ και της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, των κανονισμών και των αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή.

2α.     Η Αρχή ενεργεί στο πεδίο των δραστηριοτήτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών και ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, λογιστικού ελέγχου και χρηματοοικονομικής αναφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δράσεις της Αρχής είναι αναγκαίες για την εξασφάλιη αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

3.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ για την εξασφάλιση της συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης .

4.   Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και στην αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή συμβάλλει :

(i)

στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ειδικά συμπεριλαμβανομένων υγιούς , αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας

(iii)

στην εξασφάλιση της ακεραιότητας , της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών,

(v)

στην ενίσχυση του διεθνούς συντονισμού εποπτείας,

(vα)

στην αποτροπή του ρυθμιστικού αρμπιτράζ και στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού,

(vβ)

στην εξασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης κινδύνων στους τομείς των ασφαλίσεων και των συντάξεων και σε άλλους τομείς, και

(vγ)

στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών .

Γι' αυτούς τους λόγους η Αρχή πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2, ενισχύοντας την εποπτική σύγκλιση και γνωμοδοτώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και πραγματοποιώντας οικονομικές αναλύσεις των αγορών για να προωθηθεί η επίτευξη των στόχων της Αρχής .

5.    Κατά την άσκηση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα Κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε συστημικούς κινδύνους που προκαλούνται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η δυσλειτουργία των οποίων ενδέχεται να διαταράξει τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή την πραγματική οικονομία.

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης.

Άρθρο 1α

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας

1.     Η Αρχή αποτελεί μέρος ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζει την κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, να διαφυλάσσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο σύνολό του καθώς και την επαρκή προστασία των χρηστών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

2.     Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας περιλαμβάνει τους εξής οργανισμούς:

α)

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ] και στον παρόντα κανονισμό·

β)

την Αρχή·

γ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ]·

δ)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]·

ε)

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Μικτή Επιτροπή), για την εκπλήρωση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 40 έως 43 (η «Μικτή Επιτροπή»)·

στ)

τις αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ]·

ζ)

την Επιτροπή, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9.

3.     Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μικτής Επιτροπής, διασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και επί άλλων διατομεακών θεμάτων.

4.     Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με πνεύμα εμπιστοσύνης και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται η ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ τους.

5.     Οι εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ένωση σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2.

Άρθρο 1β

Υποχρέωση λογοδοσίας έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Οι Αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 1α, παράγραφος 2 λογοδοτούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

(1)

«χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» σημαίνει ▐ επιχειρήσεις , οντότητες και νομικά και φυσικά πρόσωπα που υπάγονται σε οιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, με εξαίρεση τα «χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», σε σχέση με την οδηγία 2005/60/ΕΚ, τα οποία είναι ασφαλιστικές εταιρείες και ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας·

(2)

« αρμόδιες αρχές» σημαίνει:

(i)

εποπτικές αρχές όπως ορίζονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ και αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ και 2002/92/ΕΚ

(ii)

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, οι αρχές που είναι αρμόδιες να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1, προς τις απαιτήσεις των εν λόγω οδηγιών.

Άρθρο 3

Νομικό καθεστώς

1.   Η Αρχή αποτελεί φορέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.   Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.   Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 4

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

(1)

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 28·

(2)

διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 32·

(3)

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 33·

(4)

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 38·

(5)

συμβούλιο προσφυγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 44, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 46.

Άρθρο 5

Έδρα

Η Αρχή έχει την έδρα της στην Φρανκφούρτη.

Μπορεί να έχει αντιπροσωπείες στα πλέον σημαντικά χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 6

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.   Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών τεχνικών κανόνων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, μεταξύ άλλων με γνωμοδοτήσεις προς τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και τεχνικών κανόνων εφαρμογής , που πρέπει να βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

β)

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης , μεταξύ άλλων συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, εξασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας ρυθμιστικές αυθαιρεσίες, μεσολαβώντας και ρυθμίζοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, εξασφαλίζοντας την αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και εξασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα , μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

γ)

προωθεί και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·

δ)

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, μεταξύ άλλων παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων του ΕΣΣΚ·

ε)

οργανώνει και πραγματοποιεί αναλύσεις ομότιμης αξιολόγησης αρμόδιων αρχών , συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης συμβουλών, προκειμένου να ενισχύεται η συνέπεια των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ)

παρακολουθεί και αξιολογεί εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της·

στα)

πραγματοποιεί οικονομικές αναλύσεις των αγορών με στόχο την εμπεριστατωμένη εκπλήρωση των καθηκόντων της Αρχής·

στβ)

ενισχύει την προστασία των ασφαλισμένων και των δικαιούχων·

στγ)

συμβάλλει στη διαχείριση της κρίσης διασυνοριακών ιδρυμάτων από τα οποία μπορεί να προκληθεί συστημικός κίνδυνος σύμφωνα με το άρθρο 12β, αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο και προβαίνοντας στην εκτέλεση όλων των έγκαιρων παρεμβάσεων, των διαδικασιών εξυγίανσης ή αφερεγγυότητας για αυτά τα ιδρύματα μέσω της Μονάδας Εξυγίανσης Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων όπως ορίζεται στο άρθρο 12γ.

ζ)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στις νομοθετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

ζα)

ασκεί την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δεν υπόκεινται στην εποπτεία των αρμοδίων αρχών·

ζβ)

δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της και ενημερώνει τακτικά τις πληροφορίες που σχετίζονται με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα σχετικά με εγγεγραμμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στο πεδίο αρμοδιότητάς της, ώστε να εξασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στις πληροφορίες αυτές·

ζγ)

αναλαμβάνει, όπου κρίνεται σκόπιμο, όλα τα υφιστάμενα και τρέχοντα καθήκοντα της Επιτροπής Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων·

2.   Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα ▐ να:

α)

εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7·

αα)

εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7ε·

β)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 8·

γ)

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3·

δ)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11·

ε)

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 6, στο άρθρο 10 παράγραφος 3 και στο άρθρο 11 παράγραφος 4·

στ)

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19.

στα)

συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως προβλέπεται στο άρθρο 20·

στβ)

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης των επιπτώσεων που έχουν τα χαρακτηριστικά και οι διαδικασίες διανομής των προϊόντων στη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και στην προστασία των καταναλωτών·

στγ)

παρέχει βάση δεδομένων των εγγεγραμμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της και, εφόσον προβλέπεται από τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, σε κεντρικό επίπεδο·

στδ)

αναπτύσσει ρυθμιστικό κανόνα που ορίζει τις ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να τίθενται στη διάθεση της Αρχής σχετικά με τις συναλλαγές και τους συμμετέχοντες στην αγορά καθώς και τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο συντονισμός της συλλογής και συνδέονται οι υφιστάμενες εθνικές βάσεις δεδομένων προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η Αρχή, έχει πάντοτε δυνατότητα πρόσβασης στις σχετικές και απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν συναλλαγές και συμμετέχοντες στην αγορά, προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού·

στε)

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.   Η Αρχή ασκεί κάθε αποκλειστική εποπτική εξουσία επί οντοτήτων με εξάπλωση ή οικονομικές δραστηριότητες σε όλη την Ένωση , οι οποίες της ανατίθενται βάσει των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3α.     Για το σκοπό της άσκησης των αποκλειστικών εποπτικών εξουσιών της σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Αρχή διαθέτει κατάλληλες εξουσίες διερεύνησης και επιβολής, όπως καθορίζονται στην σχετική νομοθεσία, καθώς και τη δυνατότητα να χρεώνει τέλη. Η Αρχή επιτελεί το έργο της σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και αξιοποιεί την πείρα, τα μέσα και τις εξουσίες τους για την άσκηση των καθηκόντων της.

Άρθρο 6α

Καθήκοντα που αφορούν την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες

1.     Η Αρχή, προκειμένου να ενισχύσει την προστασία των ασφαλισμένων και των δικαιούχων, αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την ενιαία αγορά, μεταξύ άλλων με:

(i)

τη συγκέντρωση, ανάλυση και αναφορά τάσεων των καταναλωτών,

(ii)

την επανεξέταση και το συντονισμό πρωτοβουλιών για τη μετάδοση γνώσεων και την κατάρτιση επί χρηματοπιστωτικών θεμάτων,

(iii)

την ανάπτυξη προτύπων κατάρτισης για τη βιομηχανία,

(iv)

τη συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων γνωστοποίησης στοιχείων, και

(v)

την αποτίμηση, ιδιαίτερα, της προσβασιμότητας, της διαθεσιμότητας και του κόστους της ασφάλισης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ.

2.     Η Αρχή παρακολουθεί νέες και υφιστάμενες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της ευρωστίας των αγορών καθώς και της σύγκλισης της ρυθμιστικής πρακτικής.

3.     Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που χρηματοπιστωτική δραστηριότητα συνιστά σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 4.

4.     Η Αρχή συγκροτεί, ως αναπόσπαστο μέρος της Αρχής, επιτροπή χρηματοπιστωτικής καινοτομίας, η οποία συγκεντρώνει όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές με σκοπό να την επίτευξη συντονισμένης προσέγγισης στη ρυθμιστική και εποπτική αντιμετώπιση νέων ή καινοτόμων χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων καθώς και την παροχή συμβουλών στο Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

5.     Η Αρχή μπορεί να απαγορεύει προσωρινά ή να περιορίζει ορισμένους τύπους χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων που συνιστούν απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση, στις περιπτώσεις που αναφέρονται και υπό τους όρους που καθορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφο2 ή, εάν είναι απαραίτητο, στην περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το άρθρο 10 και υπό τους όρους που ορίζονται σε αυτό. Η Αρχή μπορεί επίσης να εφαρμόζει μια τέτοια απαγόρευση ή περιορισμό με την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων σύμφωνα με το άρθρο 7.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Άρθρο 7

Ρυθμιστικοί τεχνικοί κανόνες

1.    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να αναθέτουν στην Επιτροπή την εξουσία για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, με σκοπό την εξασφάλιση συνεπούς εναρμόνισης στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Οι κανόνες αυτές είναι τεχνικοί, δεν περιέχουν στρατηγικές αποφάσεις ή επιλογές πολιτικής και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες βασίζονται. Τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων εκπονούνται από την Αρχή και υποβάλλονται στην Επιτροπή προς έγκριση.

Εάν η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο κανόνων στην Επιτροπή εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα.

1α.     Η Αρχή, πριν υποβάλει τα σχέδια στην Επιτροπή, διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους, εκτός εάν οι διαβουλεύσεις και οι αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των συγκεκριμένων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές από τις ομάδες συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 22.

1β.     Η Επιτροπή, μόλις λάβει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα από την Αρχή, το διαβιβάζει πάραυτα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

1γ.     Η Επιτροπή αποφασίζει εντός τριών μηνών από την υποβολή του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα εάν θα το εγκρίνει. Ο ρυθμιστικός τεχνικός κανόνας εγκρίνεται μέσω κανονισμών ή αποφάσεων. Εάν η Επιτροπή δεν προτίθεται να εγκρίνει τον κανόνα, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναφέροντας και τους λόγους αυτής της απόφασης.

Άρθρο 7α

Μη έγκριση ή τροποποίηση των σχεδίων ρυθμιστικών κανόνων

1.     Εάν η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή προτίθεται να τα εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, αποστέλλει εκ νέου τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων στην Αρχή, προτείνοντας αιτιολογημένες τροποποιήσεις.

2.     Εντός περιόδου έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων βάσει των τροποποιήσεων που πρότεινε η Επιτροπή και να τα υποβάλει εκ νέου στην Επιτροπή προς έγκριση. Η Αρχή γνωστοποιεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή την απόφασή της

3.     Εάν η Αρχή δεν συμφωνεί με την απόφαση της Επιτροπή να απορρίψει ή να τροποποιήσει τις αρχικές της προτάσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν, εντός ενός μηνός, να καλέσουν τον αρμόδιο Επίτροπο μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής σε ειδική συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου για να εκθέσουν και να εξηγήσουν τις διιστάμενες απόψεις τους.

Άρθρο 7β

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.     Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, ανατίθενται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή εκπονεί έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραεετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 7γ.

2.     Μόλις εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα, η Επιτροπή τον διαβιβάζει ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3.     Στην έκθεση που ορίζεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τους ρυθμιστικούς κανόνες που έχουν εγκριθεί και τις εθνικές αρχές που δεν έχουν συμμορφωθεί με αυτούς.

Άρθρο 7γ

Διατύπωση αντιρρήσεων έναντι ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων

1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις έναντι ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής του από την Επιτροπή. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω περίοδος μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

2.     Ο ρυθμιστικός τεχνικός κανόνας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν ανακοινώσει στην Επιτροπή ότι δεν προτίθενται να προβάλουν αντιρρήσεις. Εάν, κατά τη λήξη αυτής της περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν έχουν προβάλει αντιρρήσεις έναντι του ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα, αυτός δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

3.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, μόλις το σχέδιο διαβιβαστεί από την Επιτροπή, μπορούν να εκδώσουν μία εκ των προτέρων και υπό όρους δήλωση μη αντίρρησης η οποία τίθεται σε ισχύ όταν η Επιτροπή εγκρίνει τον ρυθμιστικό κανόνα χωρίς τροποποίηση του σχεδίου.

4.     Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις έναντι ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα, αυτός δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο το οποίο προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στον ρυθμιστικό τεχνικό κανόνα.

Άρθρο 7δ

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.     Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 7 μπορεί να ανακαλείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.     Η απόφαση περί ανάκλησης τερματίζει την ανάθεση των εξουσιών.

3.     Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση εξουσιών προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις εξουσίες σε σχέση με την έγκριση ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα οι οποίες ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο ανάκλησης.

Άρθρο 7ε

Τεχνικοί κανόνες εφαρμογής

1.     Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν στην Επιτροπή την εξουσία να εγκρίνει τεχνικούς κανόνες εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ και όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

όταν, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομοθεσία, η Αρχή εκπονεί σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής προς υποβολή στην Επιτροπή, οι κανόνες αυτοί είναι τεχνικοί, δεν περιέχουν επιλογές πολιτικής και περιορίζονται στον καθορισμό των όρων εφαρμογής των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης·

β)

όταν η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο στην Επιτροπή εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2 ή αναφέρονται σε αίτημα το οποίο έχει υποβάλει η Επιτροπή στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 19, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τεχνικό κανόνα εφαρμογής μέσω εκτελεστικής πράξης.

2.     Πριν υποβάλει τα σχέδια στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τους τεχνικούς κανόνες εφαρμογής και προβαίνει σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους, εκτός εάν οι διαβουλεύσεις και οι αναλύσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τον αντίκτυπο των σχετικών τεχνικών κανόνων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος.

Η Αρχή ζητεί επίσης τη γνώμη ή συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 22.

3.     Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών κανόνων εφαρμογής στην Επιτροπή προς έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ και συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

4.     Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των σχεδίων τεχνικών κανόνων εφαρμογής, η Επιτροπή αποφασίζει εάν θα τα εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τα σχέδια κανόνων μόνον εν μέρει ή με τροποποιήσεις, σε περίπτωση που αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή εγκρίνει τεχνικούς κανόνες εφαρμογής τροποποιώντας το σχέδιο τεχνικών κανόνων εφαρμογής που έχει υποβάλει η Αρχή, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.     Οι κανόνες εγκρίνονται από την Επιτροπή μέσω κανονισμών ή αποφάσεων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 8

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

1.    Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ, και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με αποδέκτες αρμόδιες αρχές ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

1α.     Η Αρχή πραγματοποιεί, κατά περίπτωση, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις και αναλύει το συναφές δυνητικό κόστος και όφελος. Η Αρχή ζητεί επίσης, κατά περίπτωση, τη γνώμη ή συμβουλές από τις ομάδες συμφεροντούχων που αναφέρονται στο άρθρο 22. Αυτές οι διαβουλεύσεις, αναλύσεις, γνωμοδοτήσεις και συμβουλές είναι ανάλογες προς το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των κατευθυντηρίων γραμμών ή των συστάσεων.

2.    Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί με την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή εκθέτοντας τους λόγους της απόφασής της. Η Αρχή δημοσιεύει τους λόγους αυτούς.

Όταν αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή το γνωστοποιεί δημοσίως.

Η Αρχή μπορεί να αποφασίζει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύει τους λόγους που προβάλλει αρμόδια αρχή για να αιτιολογήσει τη μη συμμόρφωση με κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει εκ των προτέρων κοινοποίηση για τη δημοσίευση αυτή.

Εφόσον απαιτείται από την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποβάλλουν ετησίως έκθεση, κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή, για το εάν συμμορφώνονται προς αυτήν την κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

2α.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί, αναφέροντας ποια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώθηκε με αυτές και εκθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο η Αρχή προτίθεται να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση των αρχών με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της στο μέλλον.

Άρθρο 9

Παραβίαση της νομοθεσίας της Ένωσης

1.   Αν μια αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει ▐ ή έχει εφαρμόσει τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει τη νομοθεσία της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 7ε, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζει η εν λόγω νομοθεσία, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

2.   Κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή των ομάδων συμφεροντούχων, ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή μπορεί να διερευνήσει την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση ή μη εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης .

2α.    Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 20, η αρμόδια αρχή παρέχει στην Αρχή χωρίς καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για έρευνα που διενεργεί ▐.

3.   Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η δράση που απαιτείται για τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης .

3α.    Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης .

4.   Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με τη νομοθεσία της Ένωσης εντός ενός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να εκδώσει επίσημη γνώμη ζητώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει αυτήν την επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έκδοση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.

5.   Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την Επιτροπή και την Αρχή σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει ή που προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη της Επιτροπής.

6.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 ▐ εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν, και εάν απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση της μη συμμόρφωσης ▐ προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, αν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2 , να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης , συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4.

7.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με βάση την παράγραφο 6 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Οι αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν δράση ▐ αναφορικά με θέματα τα οποία υπόκεινται σε επίσημη γνώμη σύμφωνα με την παράγραφο 4 ή σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 6, συμμορφούνται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση .

7α.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και ποια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν συμμορφωθεί με τις αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6.

Άρθρο 10

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

1.   Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση , η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε κρίνεται απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές εθνικές αρμόδιες εποπτικές αρχές .

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών εθνικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.

1α.     Η Επιτροπή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, του ΕΣΣΚ ή της Αρχής, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου διαπιστώνει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε μηνιαία βάση και κηρύσσει, όταν τούτο είναι ενδεδειγμένο, τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι υφίσταται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση.

2.   Αν η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1α , και σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου απαιτείται συντονισμένη δράση των εθνικών αρχών για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να διακυβεύσουν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης , η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές , εξασφαλίζοντας ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην υπόψη νομοθεσία.

3.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται εκεί, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ισχύουν άμεσα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4.   Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί με βάση την παράγραφο 3 κατισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αναφορικά με θέματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 11

Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμοδίων αρχών

1.   Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 9, αν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης από άλλη αρμόδια αρχή σε τομείς όπου οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από αρμόδιες αρχές σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η Αρχή, με ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος μιας ή περισσοτέρων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, ηγείται των προσπαθειών για να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 .

2.   Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμοδίων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη συναφή χρονικά διαστήματα που τυχόν ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.

3.   Αν κατά το πέρας της φάσης συμβιβασμού οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, η Αρχή λαμβάνει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, απόφαση να διευθετήσει τη διαφωνία και να απαιτήσει από τις αρχές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, με δεσμευτική ισχύ για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές .

4.   Με επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ , αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής, και έτσι δεν εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτό σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, η Αρχή εκδίδει μεμονωμένη απόφαση απευθυνόμενη προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την νομοθεσία της Ένωσης , συμπεριλαμβανομένης της αναστολής κάθε πρακτικής.

4α.     Οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 4 κατισχύουν οιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια των αρμόδιων αρχών σε σχέση με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

4β.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 2, ο πρόεδρος αναφέρει τις διαφωνίες μεταξύ των αρμοδίων αρχών, τις συμφωνίες που επετεύχθησαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση αυτών των διαφωνιών.

Άρθρο 11α

Διευθέτηση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Η Μικτή Επιτροπή διευθετεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 και του άρθρου 42, διατομεακές διαφωνίες που ενδέχεται να ανακύψουν μεταξύ των αρμοδίων αρχών όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2, σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ].

Άρθρο 12

Σώματα εποπτών

1.   Η Αρχή συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής , αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών που αναφέρονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και στην ενίσχυση της συνέπειας στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης στα σώματα αυτά. Το προσωπικό της Αρχής μπορεί να συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων ελέγχων, που πραγματοποιούν από κοινού δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

2.   Η Αρχή καθοδηγεί τα σώματα εποπτών όταν το κρίνει σκόπιμο. Κατά την καθοδήγηση αυτή η Αρχή θεωρείται « αρμόδια αρχή» υπό την έννοια της σχετικής νομοθεσίας. Εκτελεί τουλάχιστον τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συγκεντρώνει και διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε καταστάσεις τόσο τρέχουσας λειτουργίας όσο και εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου να διευκολύνει το έργο των σωμάτων εποπτών, και δημιουργεί και διαχειρίζεται κεντρικό σύστημα ώστε να έχουν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες οι αρμόδιες αρχές που λειτουργούν στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών·

β)

δρομολογεί και συντονίζει προσομοιώσεις αντίξοων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης για να αξιολογεί την αντοχή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως εκείνων του άρθρου 12β, έναντι αντίξοων εξελίξεων της αγοράς, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο·

γ)

προβαίνει στο σχεδιασμό και ηγείται δραστηριοτήτων εποπτείας σε καταστάσεις τόσο τρέχουσας λειτουργίας όσο και εκτάκτου ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή θα μπορούσαν να εκτεθούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· και

δ)

επιτηρεί τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές.

3α.     Η Αρχή μπορεί να εκδίδει ρυθμιστικούς κανόνες και κανόνες εφαρμογής, κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εγκριθεί δυνάμει των άρθρων 7, 7ε και 8, με στόχο την εναρμόνιση της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν επιλεγεί από τα σώματα εποπτών. Οι αρχές εγκρίνουν γραπτές ρυθμίσεις για τη λειτουργία κάθε σώματος προκειμένου να εξασφαλίζεται η συγκλίνουσα λειτουργία όλων των σωμάτων εποπτών.

3β.     Ο νομικά δεσμευτικός ρόλος μεσολάβησης επιτρέπει στην Αρχή να διευθετεί διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11. Όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία εντός του σχετικού σώματος εποπτών, η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στα σχετικά ιδρύματα.

Άρθρο 12α

Γενικές διατάξεις

1.     Η Αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή στον κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που (i) προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και (ii) ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία (συστημικός κίνδυνος) και λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπισή του. Όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητικών φορέων, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικά σε κάποιον βαθμό.

2.     Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) που θα χρησιμεύει ως βάση για την εποπτική διαβάθμιση των διασυνοριακών ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 12β. Η διαβάθμιση αυτή επανεξετάζεται σε τακτική βάση προκειμένου να ληφθούν υπόψη ουσιαστικές αλλαγές στην εικόνα κινδύνου που παρουσιάζει ένα ίδρυμα. Η εποπτική διαβάθμιση αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την απόφαση σχετικά με άμεση εποπτεία ή παρέμβαση σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που αντιμετωπίζει προβλήματα.

3.     Με την επιφύλαξη των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, η Αρχή προτείνει, εάν κρίνεται απαραίτητο, πρόσθετα σχέδια ρυθμιστικών κανόνων και κανόνων εφαρμογής καθώς και κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τα ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 12β.

4.     Η Αρχή ασκεί εποπτεία σε διασυνοριακά ιδρύματα που μπορεί να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο όπως ορίζεται στο άρθρο 12β. Στις περιπτώσεις αυτές, η Αρχή ενεργεί μέσω των αρμοδίων αρχών.

5.     Η Αρχή ιδρύει Μονάδα Εξυγίανσης με εντολή να υλοποιεί τη ρητώς οριζόμενη διακυβέρνηση και τον τρόπο λειτουργίας της διαχείρισης κρίσεων από την έγκαιρη παρέμβαση, έως την εξυγίανση και την αφερεγγυότητα και να ηγείται των διαδικασιών αυτών.

Άρθρο 12β

Προσδιορισμός διασυνοριακών ιδρυμάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν συστημικό κίνδυνο

1.     Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29, παράγραφος 1 να προσδιορίσει διασυνοριακά ιδρύματα τα οποία, λόγω του συστημικού κινδύνου που μπορεί να προκαλέσουν, πρέπει να υπαχθούν σε άμεση εποπτεία από την Αρχή ή να τεθούν υπό τη Μονάδα Εξυγίανσης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12γ.

2.     Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνάδουν με τα κριτήρια που καθορίστηκαν από το ΣΧΣ, το ΔΝΤ και την ΤΔΔ.

Άρθρο 12γ

Μονάδα Εξυγίανσης

1.     Η Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών διαφυλάσσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ελαχιστοποιεί τη μετάδοση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα ιδρύματα του άρθρου 12β στο υπόλοιπο σύστημα και την οικονομία ευρύτερα και περιορίζει το κόστος για τους φορολογουμένους, διασφαλίζοντας την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, την ιεράρχηση των πιστωτών και την ισότιμη μεταχείριση σε διασυνοριακό επίπεδο.

2.     Η Μονάδα Εξυγίανσης έχει την εξουσία για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, προκειμένου να αποκαταστήσει τα ιδρύματα που αντιμετωπίζουν προβλήματα ή να αποφασίσει την εκκαθάριση των μη βιώσιμων ιδρυμάτων (ζήτημα κρίσιμο για τον περιορισμό του ηθικού κινδύνου). Μεταξύ άλλων ενεργειών θα μπορούσε να απαιτήσει προσαρμογές κεφαλαίου ή ρευστότητας, να προσαρμόσει τη σύνθεση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, να βελτιώσει τις διαδικασίες, να διορίσει ή να αντικαταστήσει στελέχη διαχείρισης, να συστήσει εγγυήσεις, δάνεια και ενίσχυση της ρευστότητας, συνολικές ή μερικές πωλήσεις, να δημιουργήσει μια «καλή τράπεζα»/«κακή τράπεζα» ή μια «ενδιάμεση τράπεζα», να μετατρέψει το χρέος σε μετοχές (με κατάλληλες περικοπές) ή να θέσει το ίδρυμα υπό προσωρινή κυριότητα του δημοσίου.

3.     Η Μονάδα Εξυγίανσης Τραπεζών απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες που ορίζει το συμβούλιο εποπτών της Αρχής, οι οποίοι διαθέτουν γνώση και εμπειρογνωμοσύνη σε θέματα αναδιάρθρωσης, ανάκαμψης και εκκαθάρισης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Άρθρο 12δ

Ευρωπαϊκό Πλαίσιο των Εθνικών Συστημάτων Εγγύησης των Ασφαλίσεων

1.     Η Αρχή, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός Ευρωπαϊκού Πλαισίου Εθνικών Συστημάτων Εγγύησης των Ασφαλίσεων για να εξασφαλιστεί ότι τα εθνικά συστήματα εγγύησης των ασφαλίσεων χρηματοδοτούνται επαρκώς από εισφορές σχετικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, αλλά έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος ή εκτός της Ένωσης και παρέχουν υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλους τους ασφαλισμένους σε ένα εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση.

2.     Το άρθρο 8 που αφορά την εξουσία της Αρχής για την έγκριση κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων εφαρμόζεται και σε συστήματα ασφαλιστικής αποζημίωσης.

3.     Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 7 έως 7δ του παρόντος κανονισμού, ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τεχνικούς κανόνες εφαρμογής όπως ορίζεται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2.

Άρθρο 12ε

Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Ασφαλίσεις και τις Επαγγελματικές Συντάξεις

1.     Ιδρύεται Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας για τις Ασφαλίσεις και τις Επαγγελματικές Συντάξεις (Ταμείο Σταθερότητας) με στόχο να ενισχύσει την εσωτερίκευση του κόστους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ανάκτησης του δημοσιονομικού κόστους, και να συμβάλει στην επίλυση κρίσεων στην περίπτωση πτώχευσης διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία δραστηριοποιούνταο σε ένα μόνο κράτος μέλος έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο ταμείο. Το Ταμείο Σταθερότητας λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να αποτρέψει τον ηθικό κίνδυνο που προκαλεί η χορήγηση βοήθειας.

2.     Το Ταμείο Σταθερότητας χρηματοδοτείται με άμεσες εισφορές από όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 12β. Οι εισφορές αυτές είναι ανάλογες προς το επίπεδο του κινδύνου και τη συμβολή στο συστημικό κίνδυνο εκάστου εξ αυτών και τις μεταβολές που σημειώνονται στο συνολικό κίνδυνο διαχρονικά όπως αυτές προσδιορίζονται μέσω του πίνακα κινδύνου. Τα απαιτούμενα επίπεδα εισφορών λαμβάνουν υπόψη τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες και την ανάγκη να διατηρούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κεφάλαιο για άλλες ρυθμιστικές και επιχειρηματικές απαιτήσεις.

3.     Το Ταμείο Σταθερότητας διοικείται από συμβούλιο διοριζόμενο από την Αρχή για πενταετή θητεία. Τα μέλη του συμβουλίου επιλέγονται μεταξύ του ανθρώπινου δυναμικού που προτείνουν οι εθνικές αρχές. Το Ταμείο Σταθερότητας συγκροτεί επίσης γνωμοδοτικό συμβούλιο με άνευ δικαιώματος ψήφου εκπροσώπηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο Ταμείο. Το συμβούλιο του Ταμείου Σταθερότητας μπορεί να προτείνει στην Αρχή να αναθέσει τη διαχείριση της ρευστότητας του Ταμείου Σταθερότητας σε ευυπόληπτα ιδρύματα (όπως η ΕΤΕπ), ενώ οι επενδύσει πραγματοποιούνται σε ασφαλή και ρευστοποιήσιμα μέσα.

4.     Όταν οι επισωρευμένοι πόροι από τις εισφορές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των δυσκολιών, το Ταμείο Σταθερότητας μπορεί να αυξήσει τους πόρους του μέσω της έκδοσης δανειακών τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Άρθρο 13

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατόπιν συμφωνίας με την εξουσιοδοτούμενη αρχή , να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή σε άλλες αρμόδιες αρχές με την επιφύλαξη των όρων που καθορίζονται στο παρόν άρθρο. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση των προς εκτέλεση καθηκόντων, προτού οι αρμόδιες αρχές τους συνάψουν τέτοιες συμφωνίες, και μπορούν να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή ομίλων.

2.   Η Αρχή ενθαρρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.

2α.     Η ανάθεση αρμοδιοτήτων έχει ως αποτέλεσμα την ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το εφαρμοστέο δίκαιο στη δικαιοδοσία της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και τον διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες τίθενται σε ισχύ το νωρίτερο ένα μήνα μετά από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 14

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.   Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ευρωπαϊκής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στην εξασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές·

β)

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπει η συναφής νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ·

γ)

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών κανόνων υψηλής ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων υποβολής εκθέσεων , και διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2α·

δ)

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο·

ε)

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν την χρησιμοποίηση προγραμμάτων για αποσπάσεις και άλλων εργαλείων.

2.   Η Αρχή μπορεί, αν κρίνει σκόπιμο, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Άρθρο 15

Ομότιμη αξιολόγηση αρμοδίων αρχών

1.   Η Αρχή οργανώνει και πραγματοποιεί περιοδικά αναλύσεις με ομότιμη αξιολόγηση ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμοδίων αρχών, για την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς το σκοπό αυτό η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική αξιολόγηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρχών που εξετάζονται. Κατά την πραγματοποίηση ομότιμων αξιολογήσεων, λαμβάνονται υπόψη οι πληροφορίες και οι ήδη διεξαχθείσες αξιολογήσεις όσον αφορά τη σχετική αρμόδια αρχή.

2.   Η ομότιμη αξιολόγηση περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α)

επάρκεια των ρυθμίσεων σχετικά με τους πόρους και τη διακυβέρνηση , ▐ της αρμόδιας αρχής, ειδικώς όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής που αναφέρονται στα άρθρα 7 έως 7ε και των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 και την ικανότητα αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β)

βαθμός σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης και στην εποπτική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων και των τεχνικών κανόνων εφαρμογής , των κατευθυντηρίων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8, και βαθμός στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ·

γ)

ορθές πρακτικές που ανέπτυξαν κάποιες αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσε να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές·

δ)

η αποτελεσματικότητα και ο βαθμός σύγκλισης που έχουν επιτευχθεί όσον αφορά την εφαρμογή και επιβολή των διατάξεων που θεσπίζονται για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων και των κυρώσεων που επιβάλλονται κατά των υπευθύνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις εν λόγω διατάξεις.

3.   Βάσει της ομότιμης αξιολόγησης, η Αρχή μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις προς τις οικείες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 8 . Η Αρχή, κατά την εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων ή τεχνικών κανόνων εφαρμογής σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 7ε, λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της ομότιμης αξιολόγησης. Οι αρμόδιες αρχές έχουν ως μέλημα να εφαρμόσουν τις συμβουλές της Αρχής. Εάν η αρμόδια αρχή δεν εφαρμόσει τις εν λόγω συμβουλές, γνωστοποιεί στην Αρχή τους σχετικούς λόγους.

Η Αρχή δημοσιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές που μπορούν να προσδιοριστούν μέσω των ομότιμων αξιολογήσεων. Επιπλέον, όλα τα άλλα αποτελέσματα των ομότιμων αξιολογήσεων μπορούν να δημοσιοποιούνται, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή η οποία έχει αποτελέσει το αντικείμενο της ομότιμης αξιολόγησης συμφωνεί προς τούτο.

Άρθρο 16

Λειτουργία συντονισμού

1.    Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ αρμοδίων αρχών, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση .

2.    Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη απόκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης , μεταξύ άλλων με:

(1)

διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών·

(2)

καθορισμό του πεδίου , όπου κρίνεται δυνατόν και σκόπιμο, και με επαλήθευση της αξιοπιστίας πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμοδίων αρχών·

(3)

την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11·

(4)

τήρηση του ΕΣΣΚ ενήμερου σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

(4α)

λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση εξελίξεων που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών με σκοπό να διευκολυνθεί ο συντονισμός των ενεργειών που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές·

(4β)

κεντρική συγκέντρωση των πληροφοριών που λαμβάνονται από αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 20 ως αποτέλεσμα των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων για ιδρύματα που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Η Αρχή προωθεί αυτές τις πληροφορίες σε άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 17

Αξιολόγηση των εξελίξεων της αγοράς

1.   Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) , την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) , το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή συμπεριλαμβάνει στις αξιολογήσεις της οικονομική ανάλυση των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς και αποτίμηση του αντικτύπου που θα έχουν ενδεχόμενες εξελίξεις της αγοράς σε αυτά.

1α.    Σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αξιολογήσεις της ευελιξίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς το σκοπό αυτό αναπτύσσει, προς εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές:

α)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης της επίπτωσης οικονομικών εκδοχών στις χρηματοπιστωτικές θέσεις ενός ιδρύματος·

β)

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την ευελιξία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

βα)

κοινές μεθοδολογίες αξιολόγησης του αντίκτυπου συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής στη χρηματοπιστωτική θέση ενός ιδρύματος και στην ενημέρωση των καταθετών, επενδυτών και πελατών.

2.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ], η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, αν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων του τομέα αρμοδιότητάς της.

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή συμπεριλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

3.   Η Αρχή εξασφαλίσει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μικτής Επιτροπής .

Άρθρο 18

Διεθνείς σχέσεις

1.    Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών , η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να προβαίνει σε διοικητικές ρυθμίσεις με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς και κυβερνήσεις τρίτων χωρών. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε εμποδίζουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους να προβαίνουν σε διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τρίτες χώρες.

2.    Η Αρχή συμβάλλει στην προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

3.     Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 28, παράγραφος 4α, η Αρχή παρουσιάζει τις διοικητικές ρυθμίσεις και τις αποφάσεις ισοδυναμίας και τη βοήθεια που παρεσχέθη κατά την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας οι οποίες συμφωνήθηκαν με διεθνείς οργανισμούς ή διοικητικές αρχές σε τρίτες χώρες.

Άρθρο 19

Λοιπά καθήκοντα

1.   Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.

1α.     Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Αρχή δεν έχει υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα ή τεχνικού κανόνα εφαρμογής εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2 ή όταν δεν έχει καθοριστεί προθεσμία, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει το σχέδιο αυτό και να καθορίσει προθεσμία για την υποβολή του.

Η Επιτροπή μπορεί, λόγω του επείγοντα χαρακτήρα του θέματος, να ζητήσει να υποβληθεί σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού κανόνα ή τεχνικού κανόνα εφαρμογής πριν από τη λήξη της προθεσμίας που καθορίζεται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή αιτιολογεί δεόντως το αίτημά της.

2.   Όσον αφορά τις προληπτικές αξιολογήσεις συγχωνεύσεων και εξαγορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και που σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, ▐ κατόπιν αιτήματος μίας από τις σχετικές αρμόδιες αρχές , να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνώμη για προληπτική αξιολόγηση. Η γνώμη εκδίδεται πάραυτα και οπωσδήποτε πριν από τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ. Εφαρμόζεται το άρθρο 20 στους τομείς για τους οποίους η Αρχή μπορεί να εκδίδει γνώμη .

Άρθρο 20

Συγκέντρωση πληροφοριών

1.   Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ των κρατών μελών παρέχουν στην Αρχή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό , υπό την προϋπόθεση ότι ο αποδέκτης διαθέτει νόμιμη πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα και ότι το αίτημα παροχής πληροφοριών είναι ανάλογο προς τη φύση του εν λόγω καθήκοντος .

1α.    Επίσης η Αρχή μπορεί να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα. Τα αιτήματα αυτά χρησιμοποιούν, όπου είναι δυνατόν, κοινούς μορφότυπους υποβολής εκθέσεων.

1β.     Σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τήρησης επαγγελματικού απορρήτου που ορίζονται στην τομεακή νομοθεσία και στο άρθρο 56, η Αρχή μπορεί, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, να παράσχει οιεσδήποτε πληροφορίες είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορέσει η αρμόδια αρχή να εκτελέσει τα καθήκοντά της.

1γ.     Πριν ζητηθούν πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και προς αποφυγή επικαλύψεων στο πλαίσιο της υποχρέωσης υποβολής στοιχείων, η Αρχή λαμβάνει πρωτίστως υπόψη τις στατιστικές που έχουν παραχθεί, διαδοθεί και αναπτυχθεί από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών.

2.   Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές ▐, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο Υπουργείο Οικονομικών, αν το εν λόγω Υπουργείο έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην κεντρική τράπεζα ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους .

2α.     Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν εγκαίρως διαθέσιμες στο πλαίσιο των παραγράφων 1 ή 2, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως αιτιολογημένο αίτημα απευθείας στα οικεία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στο αιτιολογημένο αίτημα εξηγείται γιατί είναι απαραίτητα τα δεδομένα σχετικά με τα μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Η Αρχή ενημερώνει τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές για τα αιτήματα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 2α.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές ▐ βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των εν λόγω πληροφοριών.

3.   Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσει μόνον τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 21

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.   Η ▐ Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.

2.   Η Αρχή ▐ παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και επικαιροποιημένες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή παρέχονται χωρίς χρονοτριβή στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο [15] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ]. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, εφαρμόζει κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση εμπιστευτικών πληροφοριών ιδίως όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3.   Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, η Αρχή εξασφαλίζει κατάλληλα την παρακολούθηση της συνέχειας για τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο [16] του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

4.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς την Αρχή, η τελευταία συγκαλεί συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών χωρίς καθυστέρηση και αξιολογεί τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της.

Με την συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για το χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε κάποια σύσταση, αναφέρει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ απευθυνόμενη προς αρμόδια αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει έγκαιρη παρακολούθηση της συνέχειας.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών κατά την ενημέρωση του Συμβουλίου και του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ].

6.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων της τα οποία ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη της στο μέγιστο βαθμό τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις του ΕΣΣΚ.

Άρθρο 22

Ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των επαγγελματικών συντάξεων

1.    Ως βοήθεια για τη διευκόλυνση της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των επαγγελματικών συντάξεων («ομάδες συμφεροντούχων») . Οι ομάδες συμφεροντούχων καλούνται να εκφέρουν γνώμη επί των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 7 σε σχέση με ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες και τεχνικούς κανόνες εφαρμογής και, στο βαθμό που τα μέτρα αυτά δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με το άρθρο 8 σε σχέση με κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν πρέπει να ληφθούν επειγόντως μέτρα και δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν διαβουλεύσεις, οι ομάδες συμφεροντούχων ενημερώνονται το ταχύτερο δυνατό.

Οι ομάδες συμφεροντούχων συνεδριάζουν τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο την ίδια ημερομηνία και στον ίδιο τόπο και ενημερώνονται αμοιβαία επί των θεμάτων που συζητήθηκαν τα οποία δεν έχουν συζητηθεί από κοινού.

Τα μέλη μιας ομάδας συμφεροντούχων μπορούν να είναι επίσης μέλη και της άλλης ομάδας συμφεροντούχων.

2.   Η ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων ▐ αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν αναλογικά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που δραστηριοποιούνται στην Ένωση ▐, τους υπαλλήλους τους καθώς και τους καταναλωτές , τους χρήστες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών ▐ και εκπροσώπους των ΜΜΕ . Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι επιστήμονες. Δέκα μέλη της εκπροσωπούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τρία εξ αυτών εκπροσωπούν συνεταιριστικούς ασφαλιστές ή αντασφαλιστές και αλληλασφαλιστικές ενώσεις.

2α.     Η ομάδα συμφεροντούχων του τομέα των επαγγελματικών συντάξεων αποτελείται από 30 μέλη, τα οποία εκπροσωπούν αναλογικά τα ιδρύματα επαγγελματικών συντάξεων που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, τους εκπροσώπους των υπαλλήλων τους καθώς και τους καταναλωτές, τους χρήστες των υπηρεσιών παροχής επαγγελματικών συντάξεων και εκπροσώπους των ΜΜΕ. Τουλάχιστον πέντε από τα μέλη της είναι ανεξάρτητοι διακεκριμένοι επιστήμονες. Δέκα μέλη της εκπροσωπούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3.   Τα μέλη ▐ των ομάδων συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών της Αρχής, μετά από προτάσεις των οικείων συμφεροντούχων. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζει κατάλληλα τη γεωγραφική ισορροπία, την ισόρροπη εκπροσώπηση των δύο φύλων και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση .

Κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζει ότι όλα τα μέλη που δεν εκπροσωπούν επαγγελματίες συμμετέχοντες της αγοράς ή τους υπαλλήλους τους κοινοποιούν κάθε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.

3α.    Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και εξασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη των ομάδων συμφεροντούχων. Για τα μέλη των ομάδων συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις προβλέπεται επαρκής αποζημίωση για έξοδα ταξιδίου . Οι ομάδες συμφεροντούχων μπορούν να συγκροτούν ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα.

4.   Η θητεία των μελών των ομάδων συμφεροντούχων ▐ διαρκεί δυόμιση έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

Τα μέλη μπορούν να υπηρετήσουν επί δύο διαδοχικές θητείες.

5.    Οι ομάδες συμφεροντούχων ▐ μπορούν να υποβάλλουν στην Αρχή γνώμες και συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής , με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα τα οποία καθορίζονται στα άρθρα 7 έως 7ε, 8, 14, 15 και 17 .

6.    Οι ομάδες συμφεροντούχων ▐ εγκρίνουν τον εσωτερικό τους κανονισμό με συμφωνία πλειοψηφίας δύο τρίτων των μελών .

7.   Η Αρχή δημοσιοποιεί τις γνώμες και τις συμβουλές των ομάδων συμφεροντούχων ▐ και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της.

Άρθρο 23

Διασφαλίσεις

1.   Αν ένα κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2 ή του άρθρου 11 προσκρούει κατά τρόπο άμεσο και σε σημαντικό βαθμό στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, ενημερώνει την Αρχή , την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή. Στην ανακοίνωσή του το κράτος μέλος παραθέτει σχετική αιτιολογία και παρέχει αξιολόγηση αντικτύπου σχετικά με τον βαθμό με τον οποίο η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές τους αρμοδιότητες.

2.    Εντός ενός μηνός από την ανακοίνωση του κράτους μέλους, η Αρχή το ενημερώνει εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί.

3.    Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, το Συμβούλιο αποφασίζει εάν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει ή ανακαλείται. Η απόφαση για τη διατήρηση της απόφασης της Αρχής λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των μελών. Η απόφαση για ανάκληση της απόφασης της Αρχής λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία των μελών. Σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν λαμβάνεται υπόψη η ψήφος των μελών του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

3α.    Αν το Συμβούλιο δεν λάβει απόφαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών στην περίπτωση του άρθρου 10 και ενός μηνός στην περίπτωση του άρθρου 11 , θεωρείται ότι η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

3β.     Εάν απόφαση που εγκρίνεται δυνάμει του άρθρου 10 οδηγεί στη χρήση των πόρων που συγκροτούνται σύμφωνα με το άρθρο 12δ ή 12ε, τα κράτη μέλη δεν καλούν το Συμβούλιο να διατηρήσει ή να ανακαλέσει απόφαση που ελήφθη από την Αρχή.

Άρθρο 24

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.   Πριν λάβει τις αποφάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό , η Αρχή ενημερώνει κάθε επώνυμο αποδέκτη σχετικά με την πρόθεσή της να λάβει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το θέμα, λαμβανόμενων πλήρως υπόψη του επείγοντα χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των δυνητικών συνεπειών του θέματος. Το αυτό ισχύει κατ'αναλογία για συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4.

2.   Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

3.   Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Αν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 3, επανεξετάζει αυτή την απόφαση στα ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.

5.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή δυνάμει των άρθρων 9, 10 και 11 δημοσιοποιούνται και αναφέρουν την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής ή του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που αφορούν και το γενικό περιεχόμενο της απόφασης , εκτός εάν η δημοσίευση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Ενότητα 1

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΟΠΤΩΝ

Άρθρο 25

Σύνθεση

1.   Το Συμβούλιο Εποπτών συγκροτείται από:

α)

τον Πρόεδρο, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

β)

τον Προϊστάμενο της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως ·

γ)

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

δ)

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ψήφου·

ε)

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

1α.     Το Συμβούλιο Εποπτών συγκαλεί συνεδριάσεις με τις Ομάδες Συμφεροντούχων τακτικά, τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.

2.   Κάθε αρμόδια αρχή ▐ είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από την αρχή ▐, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του Συμβουλίου Εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, σημείο (β) σε περίπτωση όπου το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.

2α.     Σε κράτη μέλη με πλείονες αρμόδιες αρχές για την σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό εποπτεία, οι εν λόγω αρχές αποφασίζουν μεταξύ τους τον τρόπο άσκησης της εκπροσώπησής τους, περιλαμβανομένων και των ψήφων δυνάμει του άρθρου 29.

3.   Το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο Εκτελεστικός Διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 26

Εσωτερικές επιτροπές και ομάδες

1.   Το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο Συμβούλιο Εποπτών, και μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές ή ομάδες, στο Διοικητικό Συμβούλιο ή στον Πρόεδρο.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 11, το Συμβούλιο Εποπτών συγκαλεί ανεξάρτητη ομάδα με ισόρροπη σύνθεση μελών για να διευκολύνει αμερόληπτη διευθέτηση της διαφωνίας, ομάδα η οποία αποτελείται από τον πρόεδρο και δυο από τα μέλη του συμβουλίου, τα οποία δεν εκπροσωπούν τις διαφωνούσες αρμόδιες αρχές και δεν έχουν κανένα συμφέρον στη διένεξη ούτε άμεσους δεσμούς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές .

2α.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, παράγραφος 2 η ομάδα προτείνει απόφαση για οριστική έγκριση από το Συμβούλιο Εποπτών, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 29, παράγραφος 1.

2β.     Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της ομάδας στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 2.

Άρθρο 27

Ανεξαρτησία

1.    Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που του ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών με δικαίωμα ψήφου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης στο σύνολό της και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

2.     Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 28

Καθήκοντα

1.   Το Συμβούλιο Εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

2.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις και τις αποφάσεις και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο Κεφάλαιο ΙΙ.

3.   Το Συμβούλιο Εποπτών ορίζει τον Πρόεδρο.

4.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

4α.     Το Συμβούλιο Εποπτών, κατόπιν προτάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου, εγκρίνει την ετήσια έκθεση σχετικά με τα πεπραγμένα της Αρχής, περιλαμβανομένης και της επιτέλεσης των καθηκόντων του από τον Πρόεδρο, βάσει του σχεδίου ετήσιας έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 38, παράγραφος 7 και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έως τις 15 Ιουνίου εκάστου έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

5.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

6.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει ▐ τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 49.

7.   Το Συμβούλιο Εποπτών ασκεί πειθαρχική εξουσία επί του Προέδρου και του Εκτελεστικού Διευθυντή και μπορεί να τους παύει από τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 5 ή το άρθρο 36, παράγραφος 5 αντίστοιχα.

Άρθρο 29

Λήψη αποφάσεων

1.   ▐ Απόφαση του Συμβουλίου Εποπτών λαμβάνεται από τα μέλη του με απλή πλειοψηφία σύμφωνα με την αρχή «ένα μέλος μία ψήφος» .

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 7 και 8 καθώς και τα μέτρα και τις αποφάσεις που εγκρίνονται δυνάμει του Κεφαλαίου VΙ και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, το Συμβούλιο Εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, για αποφάσεις που λαμβάνει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η απόφαση που προτείνεται από την ομάδα θεωρείται εγκριθείσα εάν εγκριθεί με απλή πλειοψηφία, εκτός εάν απορριφθεί από μέλη που αντιπροσωπεύουν μειοψηφία αρνησικυρίας των ψήφων όπως ορίζεται στο άρθρο 16, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στην Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσον αφορά όλες τις άλλες διατάξεις σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, η απόφαση που προτείνει η ομάδα εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου Εποπτών σύμφωνα με την αρχή «ένα μέλος μία ψήφος».

2.   Οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εποπτών συγκαλούνται από τον Πρόεδρο, ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον Πρόεδρο.

3.   Το Συμβούλιο Εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

4.   Ο εσωτερικός κανονισμός ορίζει λεπτομερώς τις ρυθμίσεις που διέπουν την ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων, όταν απαιτείται, των κανόνων που διέπουν τις απαρτίες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές, εκτός από τον Πρόεδρο και τον Εκτελεστικό Διευθυντή, δεν παρίστανται σε συζητήσεις του Συμβουλίου Εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 61 ή στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2.

Ενότητα 2

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Άρθρο 30

Σύνθεση

1.   Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτείται από τον Πρόεδρο και έξι άλλα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών με δικαίωμα ψήφου .

Για κάθε μέλος εκτός από τον Πρόεδρο υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, αν το εν λόγω μέλος κωλύεται να παραστεί.

Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το Συμβούλιο Εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Οι θητείες αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται κατάλληλο σύστημα εκ περιτροπής.

2.   Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 49.

Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

3.   Οι συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο ιδία πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον Πρόεδρο.

Το Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του Συμβουλίου Εποπτών και όσο συχνά κρίνεται αναγκαίο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές το χρόνο σε ▐ σύνοδο.

4.   Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δύνανται, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου εκτός από τον Εκτελεστικό Διευθυντή δεν παρίστανται σε συζητήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου που σχετίζονται με μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Άρθρο 31

Ανεξαρτησία

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά υπέρ του συμφέροντος της Ένωσης στο σύνολό της και δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

Άρθρο 32

Καθήκοντα

1.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το Διοικητικό Συμβούλιο προτείνει στο Συμβούλιο Εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.

3.   Το Διοικητικό Συμβούλιο ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 49 και 50.

4.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της Αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης»).

5.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 58.

6.   Το Διοικητικό Συμβούλιο προτείνει ετήσια έκθεση σχετικά με τα πεπραγμένα της Αρχής, περιλαμβανομένης και της επιτέλεσης των καθηκόντων του από τον Πρόεδρο, βάσει του σχεδίου έκθεσης στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 38, παράγραφος 7 στο Συμβούλιο Εποπτών προς έγκριση και υποβολή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

7.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

8.   Το Διοικητικό Συμβούλιο διορίζει και παύει τα μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφοι 3 και 5.

Ενότητα 3

ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Άρθρο 33

Διορισμός και καθήκοντα

1.   Η Αρχή εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

Ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία της εργασίας του Συμβουλίου Εποπτών και προεδρεύει στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Εποπτών και του Διοικητικού Συμβουλίου.

2.   Ο πρόεδρος διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές, και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής την οποία οργανώνει και διαχειρίζεται η Επιτροπή .

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατάλογο τελικής επιλογής με τρεις υποψηφίους. Μετά τη διεξαγωγή των ακροάσεων των εν λόγω υποψηφίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιλέγει έναν από αυτούς. Ο υποψήφιος που επελέγη διορίζεται από το Συμβούλιο Εποπτών.

Επίσης το Συμβούλιο Εποπτών επιλέγει μεταξύ των μελών του αναπληρωτή, που ασκεί τις λειτουργίες του Προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αναπληρωτής δεν είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.

3.   Η θητεία του Προέδρου διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του Προέδρου, το Συμβούλιο Εποπτών αποτιμά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του Προέδρου άπαξ, με την επιφύλαξη επικύρωσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5.   Ο Πρόεδρος μπορεί να παυθεί από τα καθήκοντά του μόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου Εποπτών .

Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να εμποδίσει το Συμβούλιο Εποπτών να συζητήσει θέματα σχετικά με τον Πρόεδρο, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανάγκη απομάκρυνσής του, και δεν συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται με αυτό το θέμα.

Άρθρο 34

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη του ρόλου του Συμβουλίου Εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του Προέδρου, ο τελευταίος δεν ζητεί ούτε δέχεται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης , από την κυβέρνηση κάποιου κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τον Πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, ο Πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 35

Έκθεση

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσουν από τον Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του, σεβόμενα πλήρως την ανεξαρτησία του /της , να καταθέσει. Ο Πρόεδρος καταθέτει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του οποτεδήποτε του ζητηθεί .

2.    Ο Πρόεδρος προβαίνει σε γραπτή αναφορά σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όταν του ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στην κατάθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 .

2α.     Πέραν των πληροφοριών μνεία των οποίων γίνεται στα άρθρα 7α έως 7ε, 8, 9, 10, 11α και 18, η έκθεση περιλαμβάνει επίσης οιεσδήποτε πληροφορίες ζητήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε βάση ad hoc.

Ενότητα 4

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Άρθρο 36

Διορισμός

1.   Την Αρχή διοικεί ο Εκτελεστικός Διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

2.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής διορίζεται από το Συμβούλιο Εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής και επικύρωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο .

3.   Η θητεία του Εκτελεστικού Διευθυντή διαρκεί πέντε έτη και είναι άπαξ ανανεώσιμη.

4.   Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του Εκτελεστικού Διευθυντή, το Συμβούλιο Εποπτών πραγματοποιεί αποτίμηση.

Σε αυτή την αποτίμηση το Συμβούλιο Εποπτών αποτιμά ειδικά:

α)

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν·

β)

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση, το Συμβούλιο Εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του Εκτελεστικού Διευθυντή άπαξ.

5.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής μπορεί να παυθεί μόνο με απόφαση του Συμβουλίου Εποπτών.

Άρθρο 37

Ανεξαρτησία

1.    Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του Διοικητικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του Εκτελεστικού Διευθυντή, ο Εκτελεστικός Διευθυντής δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργανισμό ή πρόσωπο εκτός της Αρχής.

2.     Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οιοσδήποτε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκει να επηρεάσει τον Εκτελεστικό Διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, ο Εκτελεστικός Διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Άρθρο 38

Καθήκοντα

1.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του Διοικητικού Συμβουλίου.

2.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του Συμβουλίου Εποπτών και υπό τον έλεγχο του Διοικητικού Συμβουλίου.

3.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να εξασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2.

5.   Κάθε έτος, έως τις 30 Ιουνίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής καταρτίζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 32, παράγραφος 2.

6.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 49 και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 50.

7.   Κάθε έτος ο Εκτελεστικός Διευθυντής συντάσσει σχέδιο ετήσιας έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοπιστωτικής και διοικητικής φύσης.

8.   Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο Εκτελεστικός Διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 54 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ▐

Ενότητα 2

ΜΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

Άρθρο 40

Ίδρυση

1.   Συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή ( Μικτή Επιτροπή ) .

2.   Η Μικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ, όπου η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά και εξασφαλίζει διατομεακή συνέπεια με τις άλλες ΕΕΑ, ιδίως όσον αφορά:

τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων·

τη λογιστική και τους λογιστικούς ελέγχους·

τις μικροπροληπτικές αναλύσεις των διατομεακών εξελίξεων, των κινδύνων και των ευαίσθητων σημείων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

τα επενδυτικά προϊόντα για το ευρύ κοινό·

τα μέτρα για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες· και

την ανταλλαγή πληροφοριών με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου και των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών .

3.    Η Μικτή Επιτροπή έχει προσωπικό που εργάζεται για αυτήν παρεχόμενο από τις τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και δρα ως γραμματεία Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών, δαπανών υποδομής και λειτουργικών δαπανών.

Άρθρο 40α

Εποπτεία

Στην περίπτωση όπου χρηματοπιστωτικό ίδρυμα καλύπτει διαφορετικούς τομείς, η Μικτή Επιτροπή επιλύει διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 42 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 41

Σύνθεση

1.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ αποτελείται από τους προέδρους των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 43.

2.   Στις συνεδριάσεις του συμβουλίου της Μικτής Επιτροπής καθώς και των υποεπιτροπών σε μνεία των οποίων προβαίνει το άρθρο 43 προσκαλούνται ως παρατηρητές ο Εκτελεστικός Διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

3.   Ο πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής ▐ ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών. Ο Πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής που ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου διορίζεται επίσης Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.

4.   Η Μικτή Επιτροπή ▐ εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μικτής Επιτροπής.

Η Μικτή Επιτροπή ▐ συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το δίμηνο.

Άρθρο 42

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο Κεφάλαιο II, και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή καταλήγει σε κοινές θέσεις με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ανάλογα με την περίπτωση.

Οι πράξεις βάσει των άρθρων 7, 9, 10, ή 11 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, που εμπίπτει επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ή της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγοράς, εγκρίνονται από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, ανάλογα με την περίπτωση, παράλληλα.

Άρθρο 43

Υποεπιτροπές

1.    Για τους σκοπούς του άρθρου 42, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μικτή Επιτροπή ▐.

2.    Η εν λόγω υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 41, παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.

3.    Η υποεπιτροπή εκλέγει μεταξύ των μελών της πρόεδρο, ο οποίος είναι επίσης μέλος της Μικτής Επιτροπής ▐.

4.    Η Μικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί και άλλες Υποεπιτροπές.

Ενότητα 3

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Άρθρο 44

Σύνθεση

1.   Το Συμβούλιο Προσφυγών είναι κοινός φορέας των τριών Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών .

2.   Το Συμβούλιο Προσφυγών περιλαμβάνει έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής και εποπτικής πείρας αρκούντως υψηλού επιπέδου στον τομέα των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, κινητών αξιών και αγορών ή λοιπών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών , αποκλειόμενου του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών οργάνων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής. Σημαντικός αριθμός των μελών του Συμβουλίου Προσφυγών έχουν επαρκή νομική εμπειρογνωμοσύνη για να παρέχουν εμπεριστατωμένες νομικές συμβουλές στην Αρχή σχετικά με το σύννομο του τρόπου με τον οποίον ασκεί τις εξουσίες της.

Το Συμβούλιο Προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω πλειοψηφία των τεσσάρων μελών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών που όρισε η Αρχή.

Το Συμβούλιο Προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.

3.   Δύο μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών και δυο αναπληρωματικά ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής από κατάλογο τελικής επιλογής τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το Συμβούλιο Εποπτών.

Τα υπόλοιπα μέλη ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ].

4.   Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

5.   Μέλος του Συμβουλίου Προσφυγών, το οποίο ορίστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, δεν είναι δυνατό να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το Διοικητικό Συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το Συμβούλιο Εποπτών.

6.   Η ▐ Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του Συμβουλίου Προσφυγών μέσω της Μικτής Επιτροπής .

Άρθρο 45

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.   Τα μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα στην Αρχή, στο Διοικητικό της Συμβούλιο ή στο Συμβούλιο Εποπτών της.

2.   Τα μέλη των Συμβουλίων προσφυγών δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον, ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός διαδίκου, ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

3.   Εάν μέλος του Συμβουλίου Προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει στην εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.

4.   Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να έχει αντίρρηση σχετικά με τη συμμετοχή μέλους του Συμβουλίου Προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Η ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρόλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, και όχι στην ένσταση στη σύνθεση του Συμβουλίου Προσφυγών.

5.   Το Συμβούλιο Προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο Συμβούλιο Προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του, εκτός αν και το τελευταίο μέλος βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Αν συμβεί αυτό, ο Πρόεδρος ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.   Τα μέλη του Συμβουλίου Προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.

Για το σκοπό αυτό, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές γίνονται δημοσίως, κάθε έτος και εγγράφως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 46

Προσφυγές

1.   Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής αναφερόμενης στα άρθρα 9, 10 και 11 και οποιαδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

2.   Η προσφυγή, συνοδευόμενη από το αιτιολογικό της υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα που η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το Συμβούλιο Προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός δυο μηνών από την κατάθεσή της.

3.   Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το Συμβούλιο Προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.   Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το Συμβούλιο Προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους ▐ να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των κοινοποιήσεων που τους έχει απευθύνει ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.

5.   Το Συμβούλιο Προσφυγών μπορεί να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής ή ▐ να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του Συμβουλίου Προσφυγών και εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση .

6.   Το Συμβούλιο Προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το Συμβούλιο Προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

Άρθρο 47

Προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

1.   Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ , κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.

1α.     Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να καταθέτουν απευθείας προσφυγή στο Δικαστήριο κατά των αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.

2.   Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ .

3.   Η Αρχή υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή του Δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 48

Προϋπολογισμός της Αρχής

1.   Τα έσοδα της Αρχής , η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, συνίστανται συγκεκριμένα σε οιονδήποτε συνδυασμό των εξής :

α)

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων , οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3, παράγραφος 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ·

β)

επιχορήγηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση , που εγγράφεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»)· η χρηματοδότηση της Αρχής από την Ένωση υπόκειται στην επίτευξη συμφωνίας από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχής όπως προβλέπεται στο σημείο 47 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση

γ)

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

2.   Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, τις δαπάνες επαγγελματικής επιμόρφωσης και τις λειτουργικές δαπάνες.

3.   Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.

4.   Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

Άρθρο 49

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.   Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους, ο Εκτελεστικός Διευθυντής καταρτίζει για το επόμενο οικονομικό έτος κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών και διαβιβάζει αυτό το προσχέδιο προϋπολογισμού, συνοδευόμενο από το οργανόγραμμα, στο Διοικητικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο Εποπτών . Κάθε έτος, βάσει του προσχεδίου που καταρτίζεται από τον Εκτελεστικό Διευθυντή και εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο , το Συμβούλιο Εποπτών συντάσσει κατάσταση προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Αρχής για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, συνοδευόμενη από σχέδιο οργανογράμματος, διαβιβάζεται από το Συμβούλιο Εποπτών στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Μαρτίου. Πριν από την έκδοση της κατάστασης προβλέψεων, το σχέδιο που κατάρτισε ο εκτελεστικός διευθυντής εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο .

2.   Η κατάσταση προβλέψεων διαβιβάζεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, (τα οποία αποκαλούνται εφεξής «αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή»), μαζί με το προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Βάσει της εν λόγω κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα, και το ποσό της επιδότησης που θα επιβαρύνει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ .

4.   Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει το δυναμολόγιο για την Αρχή. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση της Αρχής.

5.   Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το Συμβούλιο Εποπτών . Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

6.   Το συντομότερο δυνατό, το Διοικητικό Συμβούλιο γνωστοποιεί στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργα σχετικά με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά ακινήτων. Επίσης, πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή. Σε περίπτωση όπου ένα από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής προτίθεται να εκδώσει γνώμη, εντός δυο εβδομάδων από τη λήψη των πληροφοριών για το έργο γνωστοποιεί στην Αρχή την πρόθεσή του να εκδώσει την εν λόγω γνώμη. Αν δεν υπάρξει απάντηση, η Αρχή μπορεί να προχωρήσει στην εκτέλεση της προγραμματισμένης ενέργειας.

6α.     Για το πρώτο έτος λειτουργίας της Αρχής που περατούται στις 31 Δεκεμβρίου 2011, ο προϋπολογισμός εγκρίνεται από τα μέλη της επιτροπής επιπέδου 3, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή και εν συνεχεία διαβιβάζεται προς έγκριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 50

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής ενεργεί ως διατάκτης και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής.

2.   Μέχρι την 1η Μαρτίου μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους. Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους.

Στη συνέχεια ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (48) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»).

3.   Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο Εκτελεστικός Διευθυντής, ενεργώντας με δική του ευθύνη, καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής και τους διαβιβάζει για γνωμοδότηση στο Διοικητικό Συμβούλιο.

4.   Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφαίνεται επί των οριστικών λογαριασμών της Αρχής.

5.   Μέχρι την 1η Ιουλίου μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, ο Εκτελεστικός Διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου, στα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

6.   Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

7.   Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου ο Εκτελεστικός Διευθυντής διαβιβάζει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεών του. Επίσης διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο Διοικητικό Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

8.   Ο Εκτελεστικός Διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 146, παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.

9.   Μέχρι τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει την Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού (που περιλαμβάνει όλα τα κόστη και τα έσοδα της Αρχής) του οικονομικού έτους Ν.

Άρθρο 51

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής (49), εκτός αν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες λειτουργίας της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

Άρθρο 52

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.   Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζονται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

2.   Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία, της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (50) και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.

3.   Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙΙ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 53

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 54

Προσωπικό

1.   Για το προσωπικό της Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του Εκτελεστικού Διευθυντή και του Προέδρου της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, οι όροι απασχόλησης του λοιπού προσωπικού και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

2.   Το Διοικητικό Συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

3.   Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρχή διορισμού ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρχή την εξουσιοδοτημένη να συνάπτει συμβάσεις οι όροι για το λοιπό προσωπικό.

4.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 55

Ευθύνη της Αρχής

1.   Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.

2.   Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 56

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.   Τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών και του Διοικητικού Συμβουλίου, ο Εκτελεστικός Διευθυντής και μέλη του προσωπικού της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως , υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 της ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της συναφούς νομοθεσίας της Ένωσης , ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 54, το προσωπικό, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι λοιποί δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη της Αρχής.

2.   Με την επιφύλξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, κάθε εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό περιληπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Επιπλέον, η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις εθνικές εποπτικές αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, και ειδικότερα στις δικαστικές διαδικασίες τις σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με εθνικές εποπτικές αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή νομοθεσία της Ένωσης που ισχύει για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση 2001/844/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ, της Επιτροπής (51).

Άρθρο 57

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

Άρθρο 58

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.   Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

2.   Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ως τις 31 Μαΐου 2011.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, μετά από προσφυγή στο Συμβούλιο Προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 59

Γλωσσικές ρυθμίσεις

1.   Για την Αρχή ισχύουν οι διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 του Συμβουλίου (52).

2.   Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τις γλωσσικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην Αρχή.

3.   Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 60

Συμφωνία για την έδρα

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος για τον Εκτελεστικό Διευθυντή, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους, ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά από την λήψη έγκρισης του Διοικητικού Συμβουλίου.

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 61

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.    Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή στις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2.

1α.     Η Αρχή μπορεί να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων χωρών που εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 1, παράγραφος 2, όπως προβλέπεται σε διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.

2.    Με βάση τις σχετικές διατάξεις αυτών των συμφωνιών επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών αυτών στο έργο της Αρχής, και στις οποίες υπάρχουν προβλέψεις σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Οι σχετικές ρυθμίσεις μπορεί να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο Συμβούλιο Εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι χώρες αυτές δεν παρίστανται σε συζητήσεις που αφορούν μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

METABATIΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προπαρασκευαστικές ενέργειες

-1.

Κατά την διάρκεια της περιόδου μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και πριν από την ίδρυση της Αρχής, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΕΑΕΑΕΣ) ενεργεί σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή για να προετοιμάσει την αντικατάσταση της ΕΕΑΕΑΕΣ από την Αρχή.

1.

Από την ίδρυση της Αρχής για τη διοικητική εγκατάσταση και την αρχική διοικητική λειτουργία της Αρχής, μέχρις ότου η Αρχή αποκτήσει την επιχειρησιακή ικανότητα ▐, υπεύθυνη είναι η Επιτροπή.

Προς το σκοπό αυτό, μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του ο Εκτελεστικός Διευθυντής μετά το διορισμό του /της από το Συμβούλιο Εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 36, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει προσωρινά έναν υπάλληλο ο οποίος θα επιτελεί τα καθήκοντα του Εκτελεστικού Διευθυντή. Αυτή η χρονική περίοδος περιορίζεται στον χρόνο έως ότου να αποκτήσει η Αρχή την επιχειρησιακή ικανότητα να εκτελεί τον προϋπολογισμό της.

2.

Ο προσωρινός Εκτελεστικός Διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από πιστώσεις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό της Αρχής, αφού λάβει την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου, ενώ μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων προσωπικού, μετά την έγκριση του δυναμολογίου της Αρχής.

3.

Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών του Συμβουλίου Εποπτών και του Διοικητικού Συμβουλίου.

3α.

Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων. Όλα τα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων μπορούν να μεταφερθούν στην Αρχή. Ανεξάρτητος λογιστικός ελεγκτής συντάσσει κατάσταση στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της ΕΕΑΕΑΕΣ. Η κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από τα μέλη της ΕΕΑΕΑΕΣ και από την Επιτροπή πριν να διεξαχθεί οιαδήποτε μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού.

Άρθρο 63

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 54, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και συμφωνίες αποσπάσεων που συνάπτονται από την ΕΕΑΕΑΕΣ ή τη Γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.

2.   Σε όλα τα μέλη του προσωπικού ▐ στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στον πίνακα θέσεων προσωπικού της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρχή η εξουσιοδοτημένη για τη σύναψη συμβάσεων θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιοριζόμενη στο προσωπικό της ΕΕΑΕΑΕΣ ή της γραμματεία της στο οποίο παραπέμπει η παράγραφος 1 προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία του ατόμου κατά την άσκηση των καθηκόντων του πριν από την πρόσληψη.

3.   Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.

4.   Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων, ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 63α

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 64

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΑΕΑΕΣ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 65

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων καταργείται με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2011 .

Άρθρο 66

Ρήτρα επανεξέτασης

-1.

Έως … (53) η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τις απαραίτητες προτάσεις για ενίσχυση της εποπτείας ιδρυμάτων τα οποία μπορεί να αποτελέσουν συστημικό κίνδυνο στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 12 β και την εγκαθίδρυση νέου πλαισίου για τη διαχείριση χρηματοπιστωτικής κρίσης, περιλαμβανομένων και διευθετήσεων χρηματοδότησης.

1.

Έως … (54) και ανά τριετία στη συνέχεια η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τις απαραίτητες προτάσεις για να εξασφαλίζεται η εγκαθίδρυση αξιόπιστου πλαισίου για την εξυγίανση περιλαμβανομένων συστημάτων συνεισφορών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με σκοπό τον περιορισμό των συστημικών κινδύνων και δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α)

τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές·

β)

τη λειτουργία των σωμάτων των εποπτών·

γ)

την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων ευρωπαϊκών μηχανισμών χρηματοδότησης·

δ)

εάν, κυρίως υπό το φως της προόδου που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τα θέματα στα οποία παραπέμπει το στοιχείο (γ), ο ρόλος που διαδραματίζει η Αρχή στην εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αποτελούν δυνάμει συστημικό κίνδυνο πρέπει να ενισχυθεί και εάν πρέπει να ασκεί ευρύτερη εποπτική εξουσία επί των εν λόγω ιδρυμάτων·

ε)

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 23.

1α.

Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:

α)

ενδείκνυται η μετακίνηση των Αρχών σε ενιαία έδρα για βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των·

β)

ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοπιστωτικών αγορών·

γ)

ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και εποπτείας της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη·

δ)

ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ·

ε)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις·

στ)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ·

ζ)

η απόδοση λογαριασμών και η διαφάνεια σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσίευσης είναι κατάλληλες·

η)

ο τόπος όπου έχει την έδρα της η Αρχή είναι κατάλληλος·

i)

για να ιδρυθεί Ταμείο Σταθερότητας για τις Ασφαλίσεις στο επίπεδο της ΕΕ ως η βέλτιστη άμυνα κατά της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης της αδυναμίας συνέχισης της λειτουργίας ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος σε διασυνοριακό επίπεδο.

2.

Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, εάν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 67

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 62 και το άρθρο 63, παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η Αρχή ιδρύεται την ημερομηνία εφαρμογής .

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0170/2010).

(2)  Τροποποιήσεις: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▐.

(3)  Γνώμη της 22ας Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  ΕΕ C […] της […], σελ. […].

(5)  ΕΕ C 13, 20.1.2010, σ. 1.

(6)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της ….

(7)   ΕΕ C 40, 7.2.2001, σ. 453.

(8)   ΕΕ C 25 E, 29.1.2004, σ. 394.

(9)   ΕΕ C 175 E, 10.7.2008, σ. 392.

(10)   ΕΕ C 8 E, 14.1.2010, σ. 26.

(11)   ΕΕ C 9 E, 15.1.2010, σ. 48.

(12)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0251.

(13)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0279.

(14)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 23.

(15)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 28.

(16)  ΕΕ L 25, 29.1.2009, σ. 18.

(17)  Να σημειωθεί ότι οι οδηγίες 64/225/ΕΟΚ, 73/239/ΕΟΚ, 73/240/ΕΟΚ, 76/580/ΕΟΚ, 78/473/ΕΟΚ, 84/641/ΕΟΚ, 87/344/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2001/17/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ και 2005/68/ΕΚ αποτελούν τμήμα της αναδιατύπωσης της «Φερεγγυότητα II» (τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (αναδιατύπωση) (COM(2008)0119 – C6-0231/2007 – 2007/0143(COD)), που σημαίνει ότι θα καταργηθούν με ισχύ από την 1η Νοεμβρίου 2012.

(18)  ΕΕ 56, 4.4.1964, σ. 878.

(19)  ΕΕ L 228, 16.8.1973, σ. 3.

(20)  ΕΕ L 228, 16.8.1973, σ. 20.

(21)  ΕΕ L 189, 13.7.1976, σ. 13.

(22)  ΕΕ L 151, 7.6.1978, σ. 25.

(23)  ΕΕ L 339, 27.12.1984, σ. 21.

(24)  ΕΕ L 185, 4.7.1987, σ. 77.

(25)  ΕΕ L 172, 4.7.1988, σ. 1.

(26)  ΕΕ L 228, 11.8.1992, σ. 1.

(27)  ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 1.

(28)  ΕΕ L 110, 20.4.2001, σ. 28.

(29)  ΕΕ L 345, 19.12.2002, σ. 1.

(30)  ΕΕ L 9, 15.1.2003, σ. 3.

(31)  ΕΕ L 235, 23.9.2003, σ. 10.

(32)  ΕΕ L 35, 11.2.2003, σ. 1.

(33)   ΕΕ L 345, 8.12.2006, σ. 1.

(34)   ΕΕ L 267, 10.10.2009, σ. 7.

(35)  ΕΕ L 309, 25.11.2005, σ. 15.

(36)  ΕΕ L 271, 9.10.2002, σ. 16.

(37)   ΕΕ L 319, 5.12.2007, σ. 1.

(38)   ΕΕ L 87, 31.3.2009, σ. 164.

(39)   ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 8.

(40)   ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.

(41)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 1.

(42)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

(43)  ΕΕ L 56, 4.3.1968, σ. 1.

(44)  ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(45)  ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1.

(46)  ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.

(47)  ΕΕ L 253, 25.9.2009, σ. 8.

(48)  ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.

(49)  ΕΕ L 357, 31.12.2002, σ. 72.

(50)  ΕΕ L 136, 31.5.1999, σ. 15.

(51)  ΕΕ L 317, 3.12.2001, σ. 1.

(52)  ΕΕ 17, 6.10.1958, σ. 385/58.

(53)   Έξι μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(54)   Τρία έτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/446


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης και εποπτικός έλεγχος των μισθολογικών πολιτικών ***I

P7_TA(2010)0274

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών (COM(2009)0362 – C7-0096/2009 – 2009/0099(COD))

2011/C 351 E/40

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0362),

έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 47, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0096/2009),

έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισσαβώνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, και το άρθρο 53 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 12ης Νοεμβρίου 2009 (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 20ής Ιανουαρίου 2010 (2),

έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0205/2010),

1.

εγκρίνει τη θέση σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


(1)  ΕΕ C 291, 1.12.2009, σ. 1.

(2)  Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
P7_TC1-COD(2009)0099

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 7 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των πολιτικών αποδοχών

(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία2010/76/ΕΕ)


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/447


Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου *

P7_TA(2010)0275

Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (05551/2010 – C7-0014/2010 – 2009/0141(CNS))

2011/C 351 E/41

(Ειδική νομοθετική διαδικασία – Διαβούλευση)

Η πρόταση τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010 ως ακολούθως (1):

ΚΕΊΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΊΝΕΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΎΛΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΊΑ

Τροπολογία 1

Πρόταση κανονισμού

Αιτιολογική σκέψη 1 α (νέα)

 

(1α)

Πολύ πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε κατ’ επανάληψη την ενίσχυση της πραγματικής ισότητας των όρων του ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερομένους σε επίπεδο Ένωσης, επισημαίνοντας ταυτόχρονα σημαντικές αδυναμίες στην εποπτεία της Ένωσης στις ολοένα και πιο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές (στα ψηφίσματά του της 13ης Απριλίου 2000 επί της ανακοίνωσης της Επιτροπής: Εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης (2), της 25ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (3), της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) – Λευκή Βίβλος (4), της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity) (5), της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας (6), της 22ας Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (7) και της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας (8)).

Τροπολογία 2

Πρόταση κανονισμού

Αιτιολογική σκέψη 8α

(8α)

Τα μέτρα συλλογής πληροφοριών που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ και δεν θίγουν το νομικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού στατιστικού συστήματος (ΕΣΣ) και του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ) στο πεδίο της στατιστικής. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επομένως τον κανονισμό ΕΚ αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2533/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

(8α)

Η ΕΚΤ θα πρέπει να επιφορτισθεί με την παροχή στατιστικής υποστήριξης στο ΕΣΣΚ. Η συλλογή και επεξεργασία στοιχείων, όπως εκτίθεται στον παρόντα κανονισμό και στον βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του ΕΣΣΚ , θα πρέπει επομένως να διέπονται από το άρθρο 5 του καταστατικού του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της ΕΚΤ και από τον κανονισμό (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 2533/98 της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  (9) . Κατά συνέπεια, τα εμπιστευτικά στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται από την ΕΚΤ ή το ΕΣΚΤ θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση του ΕΣΣΚ.

Τροπολογία 3

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 - παράγραφος 1 α (νέα)

 

1α.     Πρόεδρος του ΕΣΣΚ είναι ο Πρόεδρος της ΕΚΤ. Η διάρκεια της θητείας του είναι ίδια με τη διάρκεια θητείας του ως Προέδρου της ΕΚΤ.

Τροπολογία 4

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 – παράγραφος 1 β (νέα)

 

1β.     Ο πρώτος Αντιπρόεδρος εκλέγεται από τα μέλη του γενικού συμβουλίου της ΕΚΤ για θητεία διάρκειας ίδιας με τη θητεία του ως μέλους του γενικού συμβουλίου, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ισόρροπης εκπροσώπησης των κρατών μελών, τόσο εκείνων εντός όσο και εκείνων εκτός της ευρωζώνης. Μπορεί να επανεκλεγεί.

Τροπολογία 5

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 - παράγραφος 1 γ (νέα)

 

1γ.     Ο δεύτερος Αντιπρόεδρος είναι ο Πρόεδρος της Μικτής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μικτή Επιτροπή) που συγκροτείται βάσει του άρθρου 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΚΑΑ ], του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΑΕΣ] και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΑΤ] («Μικτή Επιτροπή»).

Τροπολογία 6

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 – παράγραφος 1 δ (νέα)

 

1δ.     Πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, ο Πρόεδρος και ο πρώτος Αντιπρόεδρος παρουσιάζουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε δημόσια ακρόαση, τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους βάσει του παρόντος κανονισμού. Ο δεύτερος Αντιπρόεδρος εκθέτει τις απόψεις του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της Μικτής Επιτροπής.

Τροπολογία 7

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 – παράγραφος 1 ε (νέα)

 

1ε.     Ο Πρόεδρος προεδρεύει στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής.

Τροπολογία 8

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 - παράγραφος 1 στ (νέα)

 

1στ.     Οι αντιπρόεδροι, κατά σειράν προβαδίσματος, προεδρεύουν στο γενικό συμβούλιο και στη διευθύνουσα επιτροπή όταν ο πρόεδρος δεν είναι σε θέση να συμμετάσχει σε κάποια συνεδρίαση.

Τροπολογία 9

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 – παράγραφος 1 ζ (νέα)

 

1ζ.     Αν οι αντιπρόεδροι δεν είναι σε θέση να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, εκλέγονται νέοι αντιπρόεδροι σύμφωνα με τις παραγράφους 1β και 1γ.

Τροπολογία 10

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 – παράγραφος 1 η (νέα)

 

1η.     Ο πρόεδρος εκπροσωπεί το ΕΣΣΚ εκτός του οργάνου.

Τροπολογία 11

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 1 – παράγραφος 1 θ (νέα)

 

1θ.     Ο Πρόεδρος προσκαλείται μία φορά τον χρόνο σε ακρόαση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία συνδέεται με τη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης του ΕΣΣΚ και πραγματοποιείται σε διαφορετικό πλαίσιο από τον νομισματικό διάλογο μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Προέδρου της ΕΚΤ.

Τροπολογία 12

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 2 - εισαγωγικό μέρος

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξασφαλίζει την παροχή γραμματείας στο ΕΣΣΚ και, ως εκ τούτου, παρέχει υποστήριξη σε επίπεδο αναλύσεων, στατιστικών, διοικητικής και υλικοτεχνικής μέριμνας. Η αποστολή της γραμματείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παρ. 4 του κανονισμού αρ. XXXX, περιλαμβάνει ειδικότερα τα εξής:

Η ΕΚΤ εξασφαλίζει την παροχή γραμματείας στο ΕΣΣΚ και, ως εκ τούτου, παρέχει υποστήριξη σε επίπεδο αναλύσεων, στατιστικών, διοικητικής και υλικοτεχνικής μέριμνας . Η γραμματεία αξιοποιεί τις τεχνικές συμβουλές των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, των εθνικών κεντρικών τραπεζών και των εθνικών εποπτικών αρχών. Έχει επίσης την ευθύνη για όλα τα θέματα προσωπικού. Τα καθήκοντα της γραμματείας, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ], περιλαμβάνουν ειδικότερα τα εξής:

Τροπολογία 13

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 2 – στοιχείο ε

(ε)

παροχή υποστήριξης στις εργασίες του γενικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής και της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής.

(ε)

παροχή υποστήριξης στις εργασίες του γενικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής και της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής.

Τροπολογία 14

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 2 – στοιχείο ε α (νέο)

 

εα)

παροχή πληροφοριών στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές όταν απαιτείται.

Τροπολογία 15

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 3 – παράγραφος 1

1.   Η ΕΚΤ εξασφαλίζει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση του καθήκοντός της να παράσχει γραμματειακή υποστήριξη .

1.   Η ΕΚΤ εξασφαλίζει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση των καθηκόντων της γραμματείας. Η ΕΚΤ εξασφαλίζει ότι η γραμματεία αποτελείται από υψηλής ποιότητας προσωπικό που αντικατοπτρίζει το ευρύ πεδίο του ΕΣΣΚ και τη σύνθεση του γενικού συμβουλίου. Η ΕΚΤ εξασφαλίζει δίκαιη χρηματοδότηση της γραμματείας από τους πόρους της .

Τροπολογία 16

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 3 – παράγραφος 2

2.   Ο επικεφαλής της γραμματείας ορίζεται από την ΕΚΤ, κατόπιν διαβούλευσης με το γενικό συμβούλιο του ΕΣΣΚ.

2.   Ο επικεφαλής της γραμματείας ορίζεται από την ΕΚΤ, κατόπιν προτάσεως του γενικού συμβουλίου του ΕΣΣΚ.

Τροπολογία 17

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 3 – παράγραφος 2 α (νέα)

 

2α.     Όλα τα μέλη της γραμματείας υποχρεούνται να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες που υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο, ακόμη και όταν έχει παύσει η άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2010 [ΕΣΣΚ] έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ο στόχος του άρθρου 6 του παρόντος κανονισμού.

Τροπολογία 18

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 4 – παράγραφος 2

2.   Ο επικεφαλής της γραμματείας ή ο εκπρόσωπός του παρίσταται στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής και της συμβουλευτικής τεχνικής επιτροπής του ΕΣΣΚ.

2.   Ο επικεφαλής της γραμματείας ή ο εκπρόσωπός του παρίσταται στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου, της διευθύνουσας επιτροπής και της συμβουλευτικής επιστημονικής επιτροπής του ΕΣΣΚ.

Τροπολογία 19

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 5 – παράγραφος 2 α (νέα)

 

2a.     Η γραμματεία δύναται να ζητεί πληροφορίες σε μεμονωμένη, συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, σε σχέση με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή αγορές συναφείς προς τα καθήκοντα του ΕΣΣΚ από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές και, στις περιπτώσεις που καθορίζει το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αρ. …./… [ΕΣΣΚ], από τις εθνικές εποπτικές αρχές, τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, άλλες αρχές των κρατών μελών ή, ύστερα από αιτιολογημένη αίτηση, απευθείας από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Τροπολογία 20

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 5 – παράγραφος 2 β (νέα)

 

2β.     Πληροφορίες βάσει της παραγράφου 2 μπορούν να περιλαμβάνουν δεδομένα που αφορούν τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, την Ένωση ή την ευρωζώνη, ή εθνικά συγκεντρωτικά και επί μέρους δεδομένα. Εθνικά δεδομένα συγκεντρώνονται μόνο μετά από αιτιολογημένη αίτηση. Πριν από την υποβολή αιτήματος παροχής δεδομένων, η γραμματεία λαμβάνει κατά πρώτον υπόψη τις στατιστικές που ήδη έχουν καταρτίσει, κυκλοφορήσει και επεξεργαστεί το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ΕΣΚΤ και κατόπιν προβαίνει σε διαβουλεύσεις με την αρμόδια ευρωπαϊκή εποπτική αρχή, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι το αίτημα είναι αναλογικό.

Τροπολογία 21

Πρόταση κανονισμού

Άρθρο 7

Το Συμβούλιο εξετάζει τον παρόντα κανονισμό τρία έτη μετά την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 8 , βάσει έκθεσης της Επιτροπής, και αποφασίζει εάν ο παρών κανονισμός πρέπει να επανεξεταστεί αφού ληφθεί γνώμη από την ΕΚΤ και από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξετάζουν, έως … (10), τον παρόντα κανονισμό βάσει έκθεσης της Επιτροπής, και αποφασίζουν εάν οι στόχοι και η οργάνωση του ΕΣΣΚ χρειάζεται να επανεξεταστούν αφού ληφθεί γνώμη από την ΕΚΤ.

Η έκθεση αξιολογεί ιδίως κατά πόσον:

a)

πρέπει να απλουστευθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ) προκειμένου να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροπροληπτικού και του μικροπροληπτικού επιπέδου καθώς και μεταξύ των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

β)

πρέπει να αυξηθούν οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών αρχών·

γ)

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ είναι συνεπής με τις παγκόσμιες εξελίξεις στον εν λόγω τομέα·

δ)

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ·

ε)

η απόδοση ευθύνης και η διαφάνεια είναι επαρκείς σε σχέση με τις απαιτήσεις δημοσίευσης.


(1)  Το θέμα αναπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο του Κανονισμού (Α7-0167/2010).

(2)   ΕΕ C 40, 7.2.2001, σ. 453.

(3)   ΕΕ C 25 E, 29.1.2004, σ. 394.

(4)   ΕΕ C 175 E, 10.7.2008, σ. xx.

(5)   ΕΕ C 8 E, 14.1.2010, σ. 26.

(6)   ΕΕ C 9 E, 15.1.2010, σ. 48.

(7)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0251.

(8)   Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2009)0279.

(9)   ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 8.

(10)   Τρία έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/453


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Συμφωνία ΕΕ/Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων χρηματοπιστωτικών μηνυμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για σκοπούς του προγράμματος παρακολούθησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ***

P7_TA(2010)0279

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων χρηματοπιστωτικών μηνυμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για σκοπούς του προγράμματος παρακολούθησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (11222/1/2010/REV 1 και COR 1 – C7-0158/2010 – 2010/0178(NLE))

2011/C 351 E/42

(Έγκριση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου (11222/1/2010/REV 1 και COR 1),

έχοντας υπόψη το κείμενο της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την επεξεργασία και τη διαβίβαση δεδομένων χρηματοπιστωτικών μηνυμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για σκοπούς του προγράμματος παρακολούθησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, το οποίο επισυνάπτεται στην προαναφερθείσα πρόταση απόφασης του Συμβουλίου,

έχοντας υπόψη το από 5 Μαΐου 2010 ψήφισμά του σχετικά με τη σύσταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο για εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων για σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής προκειμένου να διατεθούν στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δεδομένα χρηματοπιστωτικών συναλλαγών για την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (1),

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη προστασίας δεδομένων της 22ας Ιουνίου 2010 (2),

έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της ομάδας εργασίας για την προστασία δεδομένων του Άρθρου 29, καθώς και της ομάδας εργασίας για την αστυνομία και τη δικαιοσύνη της 25ης Ιουνίου 2010,

έχοντας υπόψη την αίτηση του Συμβουλίου για παροχή σύμφωνης γνώμης, σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α), σε συνδυασμό με τα άρθρα 87, παράγραφος 2, στοιχείο α), και 88, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C7-0158/2010),

έχοντας υπόψη το άρθρο 81 και το άρθρο 90, παράγραφος 8, του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0224/2010),

1.

εκδίδει σύμφωνη γνώμη σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας·

2.

καλεί την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απαιτεί τα προσωπικά δεδομένα να είναι υπό τον έλεγχο «ανεξαρτήτων αρχών», να υποβάλει το συντομότερο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο κατάλογο τριών επιλεγμένων υποψηφίων για το ρόλο του ανεξαρτήτου προσώπου της ΕΕ κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, της συμφωνίας· επισημαίνει ότι η διαδικασία θα είναι, τηρουμένων των αναλογιών, ίδια με αυτή που ακολούθησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για το διορισμό του Ευρωπαίου Επόπτη προστασίας δεδομένων, όπως προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (3) κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 286 της Συνθήκης ΕΚ·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών και στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής· αναθέτει επιπλέον στον Πρόεδρό του να ξεκινήσει διακοινοβουλευτικό διάλογο με τον εκπρόσωπο της Βουλής των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών και τον προσωρινό Πρόεδρο της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με τη μελλοντική συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.


(1)  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0143.

(2)  Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8, 12.1.2001, σ. 1).


2.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 351/454


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης *

P7_TA(2010)0280

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2010 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (08029/2010 – C7-0090/2010 – 2010/0816(NLE))

2011/C 351 E/43

(Διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, (08029/2010),

έχοντας υπόψη τη δήλωση στην οποία προέβη η Ύπατη Εκπρόσωπος στην ολομέλεια του Κοινοβουλίου στις 8 Ιουλίου 2010 σχετικά με τη βασική οργάνωση της κεντρικής διοίκησης της ΕΥΕΔ,

έχοντας υπόψη τη δήλωση της Ύπατης Εκπροσώπου σχετικά με την πολιτική ευθύνη,

έχοντας υπόψη το άρθρο 27, παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7-0090/2010),

έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Ανάπτυξης, της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου, της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A7-0228/2010),

1.

εγκρίνει την πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας·

2.

είναι αποφασισμένο να ενισχύσει τη συνεργασία του με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών, όπως επιτάσσει η Συνθήκη, στον τομέα της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, ειδικά όσον αφορά την ΚΕΠΠΑ και την ΚΠΑΑ·

3.

εκτιμά ότι οι τροπολογίες στο Δημοσιονομικό Κανονισμό θα πρέπει, συμπληρωματικά προς την παρούσα απόφαση του Συμβουλίου, να διευκρινίζουν περαιτέρω το ρόλο της Επιτροπής ως προς τη δευτερεύουσα μεταβίβαση εξουσιών στους επικεφαλής αντιπροσωπειών για την εκτέλεση των επιχειρησιακών πιστώσεων, συγκεκριμένα διασφαλίζοντας στο Δημοσιονομικό Κανονισμό, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η δευτερεύουσα μεταβίβαση εξουσιών δεν επηρεάζει τη διαδικασία απαλλαγής·

4.

καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στο περιεκτικό έγγραφο εργασίας της που αφορά τις δαπάνες για την εξωτερική δράση της ΕΕ, το οποίο θα συντάσσεται μαζί με το σχέδιο προϋπολογισμού της ΕΕ, λεπτομέρειες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την κατάρτιση των πινάκων προσωπικού των αντιπροσωπειών της Ένωσης, καθώς και τις δαπάνες για την εξωτερική δράση ανά χώρα και ανά αποστολή· επισημαίνει ότι προτίθεται να τροποποιήσει το Δημοσιονομικό Κανονισμό αντιστοίχως·

5.

επαναλαμβάνει ότι, σε περίπτωση διαφορών ως προς τις οδηγίες της Επιτροπής στους επικεφαλής αντιπροσωπειών της ΕΕ οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 221, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ, τίθενται υπό την εξουσία του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, και σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Ύπατου Εκπροσώπου και των επιτρόπων που είναι αρμόδιοι για τον προγραμματισμό των οικείων μέσων εξωτερικής βοήθειας, η τελική απόφαση λαμβάνεται από το Σώμα των Επιτρόπων·

6.

παροτρύνει την Ύπατη Εκπρόσωπο να διασφαλίσει ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 της απόφασης του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις οποίες το 60 % τουλάχιστον του συνόλου του προσωπικού επιπέδου AD όλης της ΕΥΕΔ θα είναι μόνιμοι υπάλληλοι της ΕΕ, αντικατοπτρίζονται σε όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας της ΕΥΕΔ·

7.

εκτιμά ότι τα πρόσθετα ειδικά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 6, της απόφασης του Συμβουλίου για την ενίσχυση της ισόρροπης γεωγραφικής εκπροσώπησης και της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων, θα πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα ανάλογα με αυτά που προβλέπει ο κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 401/2004 (1)·

8.

καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

9.

ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφαλείας·

10.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, την Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφαλείας και την Επιτροπή.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 401/2004 του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2004, για θέσπιση ειδικών προσωρινών μέτρων σχετικά με την πρόσληψη υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχώρησης της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Μάλτας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Σλοβακίας, της Σλοβενίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 67, 5.3.2004, σ. 1).


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
P7_TC1-NLE(2010)0816

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε στις 8 Ιουλίου 2010 εν όψει της έγκρισης της απόφασης του Συμβουλίου για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 3,

έχοντας υπόψη την κοινή πρόταση της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας («Ύπατη Εκπρόσωπος») (1),

έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

έχοντας υπόψη την έγκριση της Επιτροπής (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι ο καθορισμός της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης («ΕΥΕΔ»), λειτουργικά αυτόνομου σώματος της Ένωσης υπό την εξουσία της Ύπατης Εκπροσώπου, που συνεστήθη βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση («ΣΕΕ») όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η παρούσα απόφαση και ειδικότερα η μνεία του όρου «Ύπατη Εκπρόσωπος» θα ερμηνευτεί σύμφωνα με τα επιμέρους καθήκοντα που έχει αναλάβει να εκτελεί δυνάμει του άρθρου 18 της ΣΕΕ.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της ΣΕΕ, η Ένωση μεριμνά για τη συνοχή μεταξύ των διαφόρων τομέων της εξωτερικής της δράσης και μεταξύ αυτών και των άλλων πολιτικών της. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, επικουρούμενα από την Ύπατη Εκπρόσωπο, θα εξασφαλίζουν αυτή τη συνοχή και θα συνεργάζονται για το σκοπό αυτόν.

(3)

Η ΕΥΕΔ θα υποστηρίζει την Ύπατη Εκπρόσωπο, η οποία έχει επίσης την ιδιότητα Αντιπροέδρου της Επιτροπής και Προέδρου του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, στο πλαίσιο της επιτέλεσης των καθηκόντων της για την άσκηση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας («ΚΕΠΠΑ») της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την εξασφάλιση της συνοχής της εξωτερικής δράσης της ΕΕ, όπως περιγράφεται ιδίως στα άρθρα 18 και 27 της ΣΕΕ . Η ΕΥΕΔ θα υποστηρίζει την Ύπατη Εκπρόσωπο στα καθήκοντά της ως Προέδρου του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, χωρίς να θίγονται τα συνήθη καθήκοντα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου. Η ΕΥΕΔ θα υποστηρίζει επίσης την Ύπατη Εκπρόσωπο στα καθήκοντά της ως Αντιπροέδρου της Επιτροπής, όσον αφορά τις αρμοδιότητές της στο πλαίσιο της Επιτροπής για τις αντίστοιχες ευθύνες στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων και το συντονισμό άλλων πτυχών της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, χωρίς να θίγονται τα συνήθη καθήκοντα των υπηρεσιών της Επιτροπής.

(4)

Η ΕΥΕΔ, στο πλαίσιο της συμβολής της στα προγράμματα εξωτερικής συνεργασίας της Ένωσης, μεριμνά ώστε τα προγράμματα αυτά να ανταποκρίνονται στους στόχους της εξωτερικής δράσης που προβλέπονται στο άρθρο 21 της ΣΕΕ και ιδίως την παράγραφο 2 στοιχείο δ) και να τηρούν τους στόχους της αναπτυξιακής πολιτικής της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 208 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Κατόπιν τούτου, η ΕΥΕΔ πρέπει επίσης να προωθήσει την εκπλήρωση των στόχων της ευρωπαϊκής συναντίληψης για την ανάπτυξη και της ευρωπαϊκής συναντίληψης για την ανθρωπιστική βοήθεια.

(5)

Από τη Συνθήκη της Λισαβόνας προκύπτει ότι, για την εφαρμογή των διατάξεών της, η ΕΥΕΔ πρέπει να καταστεί επιχειρησιακή το συντομότερο δυνατόν μετά την έναρξη ισχύος αυτής της Συνθήκης.

(6)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ασκεί πλήρως το ρόλο του στην εξωτερική δράση της Ένωσης, περιλαμβανομένων των καθηκόντων του περί πολιτικού ελέγχου όπως προβλέπονται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 της ΣΕΕ, καθώς και για τα νομοθετικά και δημοσιονομικά θέματα όπως καθορίζονται στις Συνθήκες. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 36 της ΣΕΕ, η Ύπατη Εκπρόσωπος θα διαβουλεύεται τακτικά με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της ΚΕΠΠΑ και θα μεριμνά ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ΕΥΕΔ θα επικουρεί την Ύπατη Εκπρόσωπο εν προκειμένω. Θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικές ρυθμίσεις για την πρόσβαση των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε διαβαθμισμένα έγγραφα και πληροφορίες στον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Έως ότου εγκριθούν οι εν λόγω ρυθμίσεις, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις της Διοργανικής Συμφωνίας του 2002 για τα διαβαθμισμένα έγγραφα και πληροφορίες στον τομέα της ΕΠΑΑ.

(7)

Η Ύπατη Εκπρόσωπος, ή ο αντιπρόσωπός της, θα πρέπει να ασκεί έναντι του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας, του δορυφορικού κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ινστιτούτου Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα ασφαλείας και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Ασφάλειας και Άμυνας τα καθήκοντα που προβλέπονται στις αντίστοιχες ιδρυτικές τους πράξεις. Η ΕΥΕΔ θα πρέπει να παρέχει σε αυτούς τους φορείς την υποστήριξη που παρέχει επί του παρόντος η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου.

(8)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις σχετικά με το προσωπικό της ΕΥΕΔ και την πρόσληψή του, εφόσον κριθούν αναγκαίες για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της ΕΥΕΔ. Παράλληλα, θα πρέπει να επέλθουν οι απαραίτητες τροποποιήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 336 της ΣΛΕΕ, στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης») και στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, με την επιφύλαξη του άρθρου 298 της ΣΛΕΕ. Για θέματα που αφορούν το προσωπικό της, η ΕΥΕΔ θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θεσμικό όργανο κατά την έννοια του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. ▐ Η Ύπατη Εκπρόσωπος θα είναι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έναντι τόσο των υπαλλήλων για τους οποίους ισχύει ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης ▐ όσο και του έκτακτου προσωπικού για το οποίο ισχύει το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό. ▐ Ο αριθμός των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της ΕΥΕΔ θα αποφασίζεται κατ’ έτος στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού και θα απεικονίζεται στον πίνακα προσωπικού.

(9)

Τα μέλη του προσωπικού της ΕΥΕΔ θα εκτελούν τα καθήκοντά τους και θα συμπεριφέρονται με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα της Ένωσης.

(10)

Οι προσλήψεις θα πραγματοποιούνται βάσει προσόντων, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται η δέουσα γεωγραφική ισορροπία και ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων. Το προσωπικό της ΕΥΕΔ θα απαρτίζεται από σημαντικό αριθμό πολιτών όλων των κρατών μελών. Η αναθεώρηση που προβλέπεται το 2013 θα πρέπει επίσης να καλύπτει το θέμα αυτό, και να συνοδεύεται από προτάσεις, κατά περίπτωση, για πρόσθετα ειδικά μέτρα προς διόρθωση πιθανών ανισοτήτων.

(11)

Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της ΣΕΕ, η ΕΥΕΔ θα συγκροτείται από υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου και της Επιτροπής, καθώς και από προσωπικό των διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών. Για το σκοπό αυτόν, οι σχετικές υπηρεσίες και λειτουργίες της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου και της Επιτροπής θα μεταφερθούν στην ΕΥΕΔ, μαζί με τους μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους που καλύπτουν θέσεις των εν λόγω υπηρεσιών ή λειτουργιών. Πριν από την 1η Ιουλίου 2013, η ΕΥΕΔ θα προσλαμβάνει υπαλλήλους προερχόμενους αποκλειστικά από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή καθώς και προσωπικό των διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών. Μετά την ημερομηνία αυτή, όλοι οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούν να υποβάλουν υποψηφιότητα για την πλήρωση κενών θέσεων στην ΕΥΕΔ.

(12)

Η ΕΥΕΔ μπορεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να χρησιμοποιεί ειδικούς αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες (ΑΕΕ), οι οποίοι θα τίθενται υπό τις εντολές της Ύπατης Εκπροσώπου. Οι αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες σε θέσεις της ΕΥΕΔ δεν θα υπολογίζονται στο ένα τρίτο του προσωπικού που θα προέρχεται από κράτη μέλη, όταν η ΕΥΕΔ στελεχωθεί πλήρως. Η μετάθεσή τους κατά τη φάση της σύστασης της ΕΥΕΔ δεν θα είναι αυτόματη αλλά θα γίνεται με την έγκριση των αρχών των κρατών μελών καταγωγής. Κατά τη λήξη της σύμβασης ενός ΑΕΕ που μετατέθηκε στην ΕΥΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 7, η θέση μετατρέπεται σε θέση έκτακτου υπαλλήλου σε περιπτώσεις όπου τα καθήκοντα που επιτελεί ο ΑΕΕ αντιστοιχούν σε καθήκοντα τα οποία συνήθως επιτελεί προσωπικό επιπέδου AD, υπό την προϋπόθεση ότι η απαραίτητη θέση προβλέπεται στο οργανόγραμμα.

(13)

Η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ θα εγκρίνουν τους λεπτομερείς κανόνες που αφορούν το θέμα των οδηγιών της Επιτροπής προς τις αντιπροσωπίες. Οι κανόνες αυτοί προβλέπουν ιδίως ότι όταν η Επιτροπή εκδίδει οδηγίες για τις αντιπροσωπίες, ταυτόχρονα κοινοποιεί αντίγραφό τους στον επικεφαλής της αντιπροσωπίας και στην κεντρική διοίκηση της ΕΥΕΔ.

(14)

Ο δημοσιονομικός κανονισμός θα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να προστεθεί η ΕΥΕΔ στο άρθρο 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, με ειδικό τμήμα στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται και με βάση τα ισχύοντα για τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα, ένα μέρος της ετήσιας έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα αφορά και την ΕΥΕΔ, ενώ η ΕΥΕΔ θα καλείται να ανταποκριθεί στις σχετικές εκθέσεις. Η ΕΥΕΔ υπόκειται στις διαδικασίες απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 319 της ΣΛΕΕ και στα άρθρα 145 έως 147 του δημοσιονομικού κανονισμού. Η ΕΥΕΔ θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάθε αναγκαία τεκμηρίωση προς άσκηση των δικαιωμάτων του ως αρμόδιας για τη χορήγηση απαλλαγής αρχή. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού λειτουργίας θα αποτελεί ευθύνη της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 317 της ΣΛΕΕ. Οι αποφάσεις που έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο θα σέβονται πλήρως τις αρμοδιότητες που προβλέπονται ειδικότερα στον Τίτλο IV του δημοσιονομικού κανονισμού, ιδίως το άρθρο 75 για τις πράξεις δαπανών και τα άρθρα 64 έως 68 για την ευθύνη των δημοσιονομικών παραγόντων.

(15)

Η σύσταση της ΕΥΕΔ θα πρέπει να εδράζεται στην αρχή της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας με στόχο την ουδετερότητα του προϋπολογισμού. Προς τούτο, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μεταβατικές ρυθμίσεις και σταδιακή ενίσχυση των ικανοτήτων. Θα πρέπει να αποφευχθούν περιττές επικαλύψεις καθηκόντων, αρμοδιοτήτων και πόρων με άλλες δομές και να αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητες εξορθολογισμού. Επιπλέον, θα χρειαστούν ορισμένες πρόσθετες θέσεις για έκτακτο προσωπικό των κρατών μελών οι οποίες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν εντός των πλαισίων του υφιστάμενου πολυετούς πλαισίου.

(16)

Θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες που να καλύπτουν τις δραστηριότητες της ΕΥΕΔ και του προσωπικού της όσον αφορά την ασφάλεια, την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών και τη διαφάνεια.

(17)

Υπενθυμίζεται ότι το Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ένωσης ισχύει για την ΕΥΕΔ, τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της, για τους οποίους ισχύει είτε ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης είτε το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης.

(18)

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας εξακολουθούν να εξυπηρετούνται από ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Έχει, ως εκ τούτου, ουσιαστική σημασία να εξασφαλιστεί συνοχή μεταξύ των εξωτερικών σχέσεων αμφοτέρων και να επιτραπεί στις αντιπροσωπίες της Ένωσης να αναλάβουν την εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας σε τρίτες χώρες και στους διεθνείς οργανισμούς.

(19)

Η Ύπατη Εκπρόσωπος θα πρέπει έως τα μέσα του 2013 να προβεί σε επανεξέταση της λειτουργίας και της οργάνωσης της ΕΥΕΔ, η οποία θα συνοδεύεται, εφόσον χρειαστεί, από προτάσεις αναθεώρησης της παρούσας απόφασης. Η αναθεωρημένη απόφαση θα πρέπει να έχει εκδοθεί έως τις αρχές του 2014 το αργότερο .

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Μορφή και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση καθορίζει την οργάνωση και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης («ΕΥΕΔ»).

2.   Η ΕΥΕΔ, που έχει την έδρα της στις Βρυξέλλες, είναι λειτουργικά αυτόνομο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωριστό από την Επιτροπή και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, και διαθέτει την ικανότητα δικαίου που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της και την επίτευξη των στόχων της.

3.   Η ΕΥΕΔ τίθεται υπό την εξουσία της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας («Ύπατη Εκπρόσωπος»).

4.   Η ΕΥΕΔ αποτελείται από κεντρική διοίκηση και από τις αντιπροσωπίες της Ένωσης σε τρίτες χώρες και στους διεθνείς οργανισμούς.

Άρθρο 2

Καθήκοντα

1.   Η ΕΥΕΔ υποστηρίζει την Ύπατη Εκπρόσωπο στην επιτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί όπως περιγράφονται ιδίως στα άρθρα 18 και 27 της ΣΕΕ :

στην επιτέλεση των καθηκόντων της για την άσκηση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας («ΚΕΠΠΑ») της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένης της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας («ΚΠΑΑ»), τη συμβολή της με την υποβολή προτάσεων στη χάραξη αυτής της πολιτικής την οποία εκτελεί ως εντολοδόχος του Συμβουλίου, και την εξασφάλιση της συνοχής της εξωτερικής δράσης της ΕΕ,

στα καθήκοντά της ως Προέδρου του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, χωρίς να θίγονται τα συνήθη καθήκοντα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου,

στα καθήκοντά της ως Αντιπροέδρου της Επιτροπής, προκειμένου να ασκεί στο πλαίσιο της Επιτροπής τις αντίστοιχες αρμοδιότητες στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων και να συντονίζει τις άλλες πτυχές της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, χωρίς να θίγονται τα συνήθη καθήκοντα των υπηρεσιών της Επιτροπής.

2.   Η ΕΥΕΔ επικουρεί τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου , τον Πρόεδρο της Επιτροπής και την Επιτροπή κατά την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων.

Άρθρο 3

Συνεργασία

1.   Η ΕΥΕΔ υποστηρίζει και λειτουργεί σε συνεργασία με τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών καθώς και με τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και τις υπηρεσίες της Επιτροπής ▐, προκειμένου να εξασφαλίζεται συνοχή μεταξύ των διαφόρων τομέων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης και μεταξύ αυτών και των άλλων πολιτικών της.

2.   Η ΕΥΕΔ και οι υπηρεσίες της Επιτροπής προβαίνουν σε αμοιβαία διαβούλευση για όλα τα θέματα που αφορούν την εξωτερική δράση της Ένωσης κατά την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους εκτός από θέματα υπαγόμενα στην ΚΠΑΑ . Η ΕΥΕΔ συμμετέχει στις προπαρασκευαστικές εργασίες και διαδικασίες σχετικά με τις πράξεις που θα εκπονεί η Επιτροπή σε αυτόν τον τομέα. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται σύμφωνα με το Κεφάλαιο 1 του Τίτλου V της ΣΕΕ και το άρθρο 205 της ΣΛΕΕ.

3.   Η ΕΥΕΔ μπορεί να συμφωνήσει ρυθμίσεις υπηρεσιακού επιπέδου με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ή άλλες υπηρεσίες ή διοργανικούς οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Η ΕΥΕΔ προσφέρει τη δέουσα υποστήριξη και συνεργασία στα άλλα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, ιδίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η ΕΥΕΔ μπορεί επίσης να αξιοποιεί την υποστήριξη και τη συνεργασία αυτών των οργάνων και οργανισμών, περιλαμβανομένων των αντιπροσωπιών ανάλογα με την περίπτωση. Ο εσωτερικός ελεγκτής της ΕΥΕΔ θα συνεργάζεται με τον εσωτερικό ελεγκτή της Επιτροπής ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή της πολιτικής λογιστικού ελέγχου με ειδική μνεία της ευθύνης της Επιτροπής για τις λειτουργικές δαπάνες. Επιπλέον, η ΕΥΕΔ συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999. Εν προκειμένω, δρομολογεί την ταχεία έκδοση της απόφασης που απαιτείται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον εν λόγω κανονισμό, τα κράτη μέλη, τηρουμένων των εθνικών τους διατάξεων, και τα θεσμικά όργανα παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας OLAF την αναγκαία συνδρομή για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Άρθρο 4

Κεντρική διοίκηση

1.   Τη διαχείριση της ΕΥΕΔ ασκεί εκτελεστικός Γενικός Γραμματέας που ενεργεί υπό την εξουσία της Ύπατης Εκπροσώπου. Ο εκτελεστικός Γενικός Γραμματέας λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της ΕΥΕΔ, περιλαμβανομένης της διοικητικής και δημοσιονομικής διαχείρισής της. Ο Γενικός Γραμματέας μεριμνά για τον ουσιαστικό συντονισμό μεταξύ όλων των τμημάτων της κεντρικής διοίκησης, καθώς και με τις αντιπροσωπίες της Ένωσης ▐.

2.   Ο εκτελεστικός Γενικός Γραμματέας επικουρείται από δύο αναπληρωτές Γενικούς Γραμματείς.

3.   Η κεντρική διοίκηση της ΕΥΕΔ αποτελείται οργανωτικά από γενικές διευθύνσεις. Οι εν λόγω διευθύνσεις περιλαμβάνουν κυρίως:

διάφορες γενικές διευθύνσεις που περιλαμβάνουν γεωγραφικές μονάδες που καλύπτουν όλες τις χώρες και τις περιφέρειες του κόσμου, καθώς και πολυμερείς και θεματικές μονάδες. Οι υπηρεσίες αυτές συντονίζονται ανάλογα με τις ανάγκες με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου·

μία Γενική Διεύθυνση για θέματα διοίκησης, στελέχωσης, προϋπολογισμού, ασφάλειας και επικοινωνίας και πληροφοριακών συστημάτων στο πλαίσιο ΕΥΕΔ υπό τη διαχείριση του εκτελεστικού Γενικού Γραμματέα. Η Ύπατη Εκπρόσωπος διορίζει, σύμφωνα με τους κανόνες πρόσληψης, Γενικό Διευθυντή για θέματα προϋπολογισμού και διαχείρισης που θα ενεργεί υπό την εξουσία της Ύπατης Εκπροσώπου Ο Γενικός Διευθυντής θα είναι υπόλογος στην Ύπατη Εκπρόσωπο για θέματα διοικητικής και εσωτερικής δημοσιονομικής διαχείρισης της ΕΥΕΔ. Θα τηρεί τις ίδιες γραμμές του προϋπολογισμού και τους διοικητικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο σκέλος του Τμήματος ΙΙΙ του προϋπολογισμού της ΕΕ που εμπίπτει στον Τίτλο V του Πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

τη Διεύθυνση Διαχείρισης Κρίσεων και Σχεδιασμού, τη Μη Στρατιωτική Δυνατότητα Σχεδιασμού και Διεξαγωγής Επιχειρήσεων, το Στρατιωτικό Επιτελείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Κέντρο Επιχειρήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ευρισκόμενα υπό την άμεση εξουσία και ευθύνη της Ύπατης Εκπροσώπου και την οποία επικουρούν στο έργο της άσκησης της ΚΕΠΠΑ της Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης, τηρουμένων, σύμφωνα με το άρθρο 40 της ΣΕΕ, των λοιπών αρμοδιοτήτων της Ένωσης.

Οι ιδιομορφίες αυτών των δομών καθώς και οι ιδιαιτερότητες των λειτουργιών τους, της στελέχωσης και του καθεστώτος του προσωπικού παραμένουν ως έχουν.

Εξασφαλίζεται πλήρης συντονισμός μεταξύ όλων των δομών της ΕΥΕΔ.

Η κεντρική διοίκηση περιλαμβάνει επίσης:

τμήμα στρατηγικού σχεδιασμού της πολιτικής,

νομικό τμήμα υπό την ▐ διοικητική εξουσία του εκτελεστικού Γενικού Γραμματέα, το οποίο συνεργάζεται στενά με τις νομικές υπηρεσίες του Συμβουλίου και της Επιτροπής,

τμήματα για τις διοργανικές σχέσεις, την πληροφόρηση και τη δημόσια διπλωματία, τους εσωτερικούς ελέγχους και τις επιθεωρήσεις, και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος διορίζει ▐ τους προέδρους των προπαρασκευαστικών οργάνων του Συμβουλίου των οποίων προεδρεύει αντιπρόσωπος της Ύπατης Εκπροσώπου, καθώς και τον πρόεδρο της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που περιέχονται στο παράρτημα ΙΙ της απόφασης-πλαισίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2009, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την άσκηση της προεδρίας του Συμβουλίου και σχετικά με την προεδρία των προπαρασκευαστικών οργάνων του Συμβουλίου (2009/908/ΕΕ) (3).

5.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος και η ΕΥΕΔ υποστηρίζονται, εφόσον συντρέχει λόγος, από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Ρυθμίσεις υπηρεσιακού επιπέδου μπορούν να εκπονηθούν για αυτόν το σκοπό από την ΕΥΕΔ, τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και τις σχετικές υπηρεσίες της Επιτροπής.

Άρθρο 5

Αντιπροσωπίες της Ένωσης

1.   Η απόφαση για την ίδρυση ή το κλείσιμο αντιπροσωπίας λαμβάνεται από την Ύπατη Εκπρόσωπο, σε συμφωνία με το Συμβούλιο και την Επιτροπή ▐.

2.   Κάθε αντιπροσωπία της Ένωσης τίθεται υπό τις εντολές ενός επικεφαλής αντιπροσωπίας.

Ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας έχει υπό την εξουσία του όλο το προσωπικό της αντιπροσωπίας, ανεξαρτήτως του καθεστώτος τους, και αρμοδιότητα για όλες τις δραστηριότητές της. Είναι υπόλογος έναντι της Ύπατης Εκπροσώπου για τη γενική διαχείριση των εργασιών της αντιπροσωπίας και για την εξασφάλιση του συντονισμού όλων των δράσεων της Ένωσης.

Το προσωπικό των αντιπροσωπιών περιλαμβάνει προσωπικό της ΕΥΕΔ και, εφόσον είναι απαραίτητο για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης και των πολιτικών της ΕΕ πλην όσων υπάγονται στην ΕΥΕΔ, προσωπικό της Επιτροπής.

3.   Ο επικεφαλής αντιπροσωπίας λαμβάνει οδηγίες από την Ύπατη Εκπρόσωπο και την ΕΥΕΔ και είναι υπεύθυνος για την εκτέλεσή τους.

Στους τομείς όπου η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητες που της έχουν δοθεί από τις Συνθήκες, η Επιτροπή δύναται, βάσει του άρθρου 221 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, να εκδίδει επίσης οδηγίες προς τις αντιπροσωπίες, οι οποίες εκτελούνται υπό τη γενική ευθύνη του επικεφαλής της αντιπροσωπίας.

4.   Ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας εκτελεί τις λειτουργικές δαπάνες σε σχέση με τα σχέδια της ΕΕ στην αντίστοιχη τρίτη χώρα, όπου έχουν μεταβιβαστεί περαιτέρω από την Επιτροπή, σύμφωνα με το δημοσιονομικό κανονισμό.

5.   Η λειτουργία κάθε αντιπροσωπίας αξιολογείται κατά περιόδους από τον Γενικό Γραμματέα της ΕΥΕΔ. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει οικονομικούς και διοικητικούς ελέγχους. Ο Γενικός Γραμματέας της ΕΥΕΔ μπορεί να ζητήσει εν προκειμένω τη συνδρομή των αρμόδιων τμημάτων της Επιτροπής. Πέραν των εσωτερικών μέτρων της ΕΥΕΔ, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) θα ασκεί τις εξουσίες της, ιδίως μέσω της λήψης μέτρων για την καταπολέμηση της απάτης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999.

6.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος συμφωνεί τις απαραίτητες ρυθμίσεις με την αντίστοιχη χώρα υποδοχής, διεθνή οργανισμό ή τρίτη χώρα. Ειδικότερα, η Ύπατη Εκπρόσωπος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι τα κράτη υποδοχής χορηγούν στις αντιπροσωπίες της Ένωσης, στο προσωπικό τους και στα περιουσιακά στοιχεία τους, προνόμια και ασυλίες που ισοδυναμούν προς τα αναφερόμενα στη Σύμβαση της Βιέννης της 18ης Απριλίου 1961 περί των διπλωματικών σχέσεων.

7.   Οι αντιπροσωπίες της Ένωσης πρέπει να διαθέτουν την ικανότητα να εξυπηρετούν τις ανάγκες άλλων οργάνων της ΕΕ, ιδίως ▐ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά τις ▐ επαφές τους με τους διεθνείς οργανισμούς ή τις τρίτες χώρες στους οποίους οι αντιπροσωπίες είναι διαπιστευμένες.

8.   Ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας έχει την αρμοδιότητα να εκπροσωπεί την ΕΕ στη χώρα όπου είναι διαπιστευμένη η αντιπροσωπία, ειδικότερα να συνάπτει συμβάσεις και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

9.   Οι αντιπροσωπίες της Ένωσης πρέπει να συνεργάζονται στενά και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών. ▐

10.   Οι αντιπροσωπίες της Ένωσης, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 35 τρίτο εδάφιο της ΣΕΕ και κατόπιν αιτήσεως των κρατών μελών, υποστηρίζουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των διπλωματικών τους σχέσεων και του ρόλου τους στην παροχή προξενικής προστασίας σε πολίτες της Ένωσης σε τρίτες χώρες.

Άρθρο 6

Προσωπικό

1.     Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, πλην της παραγράφου 2, εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης») και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, συμπεριλαμβανομένων των τροποποιήσεων που επήλθαν στους κανόνες αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 336 της ΣΛΕΕ, προκειμένου να προσαρμοστούν στις ανάγκες της ΕΥΕΔ.

2.   Η ΕΥΕΔ περιλαμβάνει ▐ υπαλλήλους και λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και προσωπικό από τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών διορισμένο ως έκτακτο προσωπικό (4).

Στο προσωπικό της ΕΥΕΔ εφαρμόζεται ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

3.   Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η ΕΥΕΔ μπορεί να χρησιμοποιεί ειδικούς αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες (ΑΕΕ).

Η Ύπατη Εκπρόσωπος θεσπίζει κανόνες, ισοδύναμους με τους κανόνες που καθορίζονται στην απόφαση του Συμβουλίου 2003/479/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2007/829/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Δεκεμβρίου 2007  (5) , δυνάμει των οποίων οι ΑΕΕ τίθενται στη διάθεση της ΕΥΕΔ προκειμένου να παρέχουν ειδική εμπειρογνωμοσύνη.

4.   Τα μέλη του προσωπικού της ΕΥΕΔ εκτελούν τα καθήκοντά τους και συμπεριφέρονται με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα της Ένωσης. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση, του άρθρου 2 παράγραφος 2 και του άρθρου 5 παράγραφος 3, δεν επιζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από οποιοδήποτε κυβέρνηση, αρχή, οργάνωση ή πρόσωπο εκτός της ΕΥΕΔ ή από οποιοδήποτε φορέα ή πρόσωπο εκτός της Ύπατης Εκπροσώπου. Σύμφωνα με το άρθρο 11 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το προσωπικό της ΕΥΕΔ δεν δύναται να δέχεται πληρωμή οιασδήποτε φύσεως από οιαδήποτε άλλη πηγή πέραν της ΕΥΕΔ.

5.   Οι εξουσίες που παρέχονται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρμόδια αρχή για τη σύναψη συμβάσεων από το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό ανατίθενται στην Ύπατη Εκπρόσωπο, η οποία δύναται να μεταβιβάζει τις εξουσίες αυτές στο εσωτερικό της ΕΥΕΔ.

6.    Οι προσλήψεις στην ΕΥΕΔ πραγματοποιούνται βάσει προσόντων, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζονται η δέουσα γεωγραφική ισορροπία και ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων. Το προσωπικό της ΕΥΕΔ απαρτίζεται από σημαντικό αριθμό πολιτών όλων των κρατών μελών. Η επανεξέταση που προβλέπεται για το 2013 θα καλύπτει και αυτό το θέμα, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, προτάσεων για τη λήψη πρόσθετων ειδικών μέτρων με στόχο τη διόρθωση ενδεχόμενων ανισορροπιών .

7.    Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έκτακτοι υπάλληλοι προερχόμενοι από τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις και έχουν την ίδια αντιμετώπιση, ιδίως όσον αφορά την επιλεξιμότητα για την ανάληψη κάθε θέσης υπό ισότιμους όρους. Καμία διάκριση δεν γίνεται μεταξύ έκτακτου προσωπικού προερχόμενου από τις εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες και των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων που πρέπει να εκτελεστούν σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων και τις πολιτικές που εφαρμόζει η ΕΥΕΔ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού, τα κράτη μέλη υποστηρίζουν την Ένωση στην εκτέλεση χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από οιαδήποτε ευθύνη του προερχόμενου από τις εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες έκτακτου προσωπικού της ΕΥΕΔ, δυνάμει του άρθρου 66 του δημοσιονομικού κανονισμού.

8.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος καθορίζει τις διαδικασίες επιλογής του προσωπικού της ΕΥΕΔ, αυτή πρέπει δε να διεξάγεται με διαφανή διαδικασία βάσει προσόντων και επιδιώκοντας τη εξασφάλιση υπηρεσιών προσωπικού με το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ικανότητας, αποδοτικότητας και ακεραιότητας και εξασφαλίζοντας κατάλληλη γεωγραφική ισορροπία, και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης σημαντικής παρουσίας πολιτών από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ στην ΕΥΕΔ και στοχεύοντας στην ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων . Οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών, της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου και της Επιτροπής συμμετέχουν στη διαδικασία προσλήψεων για κενές θέσεις εντός της ΕΥΕΔ. ▐

9.   Μόλις η ΕΥΕΔ στελεχωθεί πλήρως, το προσωπικό από τα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο, θα πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το ένα τρίτο όλου του προσωπικού της ΕΥΕΔ σε επίπεδο AD. Ομοίως, οι μόνιμοι υπάλληλοι της ΕΕ θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 60 % όλου του προσωπικού της ΕΥΕΔ σε επίπεδο AD, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού των διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών που διορίστηκαν ως μόνιμοι υπάλληλοι της ΕΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Η Ύπατη Εκπρόσωπος υποβάλλει ετησίως έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την πλήρωση των θέσεων στην ΕΥΕΔ.

10.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος θεσπίζει τους κανόνες για την κινητικότητα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα μέλη του προσωπικού της ΕΥΕΔ διατηρούν υψηλό βαθμό κινητικότητας. Ειδικές ρυθμίσεις ισχύουν για το προσωπικό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 τρίτη περίπτωση. Κατά κανόνα, όλο το προσωπικό της ΕΥΕΔ θα υπηρετεί κατά περιόδους σε αντιπροσωπίες της Ένωσης. Η Ύπατη Εκπρόσωπος θεσπίζει τους κανόνες εν προκειμένω.

11.   Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις, κάθε κράτος μέλος παρέχει στους υπαλλήλους του που διορίστηκαν ως έκτακτοι υπάλληλοι της ΕΥΕΔ την εγγύηση άμεσης επανατοποθέτησής τους στο τέλος της περιόδου υπηρεσίας τους στην ΕΥΕΔ. Αυτή η περίοδος υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50α του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, δεν υπερβαίνει την οκταετία, εκτός αν παραταθεί για μέγιστη περίοδο δύο ετών σε εξαιρετικές περιστάσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

Οι υπάλληλοι της ΕΕ που υπηρετούν στην ΕΥΕΔ έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για θέσεις στο όργανο από το οποίο προέρχονται υπό τους ίδιους όρους με τους εσωτερικούς υποψηφίους.

12.   Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την παροχή της κατάλληλης κοινής κατάρτισης στο προσωπικό της ΕΥΕΔ, με βάση ιδίως τις πρακτικές και δομές που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο ΕΕ . Η Ύπατη Εκπρόσωπος λαμβάνει τα δέοντα μέτρα για αυτόν το σκοπό εντός του έτους που ακολουθεί την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 7

Προσωρινές διατάξεις όσον αφορά το προσωπικό

1.     Οι σχετικές υπηρεσίες και λειτουργίες της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου και της Επιτροπής που απαριθμούνται στο παράρτημα μεταφέρονται στην ΕΥΕΔ. Οι υπάλληλοι και το έκτακτο προσωπικό που καταλαμβάνουν θέση σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις λειτουργίες που απαριθμούνται στο παράρτημα μετατίθενται στην ΕΥΕΔ. Αυτό εφαρμόζεται αναλογικώς και στους συμβασιούχους και το τοπικό προσωπικό που έχει διοριστεί στις εν λόγω υπηρεσίες και λειτουργίες. ΑΕΕ, οι οποίοι εργάζονται σε αυτές τις υπηρεσίες ή λειτουργίες μεταφέρονται επίσης στην ΕΥΕΔ με τη συναίνεση των αρχών των κρατών μελών καταγωγής.

Οι μεταθέσεις αυτές αρχίζουν να ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2011.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, κατά τη μετάθεσή τους στην ΕΥΕΔ, η Ύπατη Εκπρόσωπος τοποθετεί κάθε υπάλληλο στην ομάδα καθηκόντων σε θέση αντίστοιχη προς το βαθμό του.

2.     Οι διαδικασίες πρόσληψης προσωπικού για τις θέσεις που μεταφέρονται στην ΕΥΕΔ, οι οποίες είναι σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης, διατηρούν την ισχύ τους: θα συνεχιστούν και θα ολοκληρωθούν υπό την ευθύνη της Ύπατης Εκπροσώπου σύμφωνα με τις σχετικές προκηρύξεις θέσεων και τις ισχύουσες διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 8

Προϋπολογισμός

1.    Η ανάθεση καθηκόντων διατάκτη για το τμήμα ΕΥΕΔ του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 59 του δημοσιονομικού κανονισμού. Η Ύπατη Εκπρόσωπος θεσπίζει εσωτερικούς κανόνες για τη διαχείριση των ▐ γραμμών του προϋπολογισμού που αφορούν στη διοικητική λειτουργία . Οι λειτουργικές δαπάνες παραμένουν στο τμήμα Επιτροπή του προϋπολογισμού.

2.   Η ΕΥΕΔ ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, εντός των ορίων των πιστώσεων που της χορηγούνται.

3.     Κατά την εκπόνηση των εκτιμήσεων των διοικητικών δαπανών της ΕΥΕΔ, η Ύπατη Εκπρόσωπος θα διαβουλεύεται αντιστοίχως με τον Επίτροπο για την Αναπτυξιακή Πολιτική και τον Επίτροπο για την Πολιτική Γειτονίας, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους.

4.     Σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η ΕΥΕΔ καταρτίζει τις εκτιμήσεις των δαπανών της για το επόμενο οικονομικό έτος. Η Επιτροπή εντάσσει τις εκτιμήσεις αυτές στο πλαίσιο σχεδίου προϋπολογισμού, το οποίο ενδέχεται να περιέχει διαφορετικές εκτιμήσεις. Η Επιτροπή δύναται να τροποποιεί το σχέδιο προϋπολογισμού όπως προβλέπεται στο άρθρο 314 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

5.     Προς εξασφάλιση της δημοσιονομικής διαφάνειας στον τομέα της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, η Επιτροπή θα διαβιβάζει στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, μαζί με σχέδιο προϋπολογισμού της ΕΕ, έγγραφο εργασίας στο οποίο θα παρουσιάζονται εκτενώς όλες οι δαπάνες που συνδέονται με την εξωτερική δράση της Ένωσης.

6.   Η ΕΥΕΔ υπόκειται στις διαδικασίες χορήγησης απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 319 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα άρθρα 145 έως 147 του δημοσιονομικού κανονισμού. Εν προκειμένω, η ΕΥΕΔ συνεργάζεται πλήρως με τα θεσμικά όργανα που εμπλέκονται στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής και παρέχει, κατά περίπτωση, τις πρόσθετες πληροφορίες που απαιτούνται, μεταξύ άλλων, μέσω της συμμετοχής της στις συνεδριάσεις των αρμόδιων οργάνων.

Άρθρο 9

Μηχανισμοί εξωτερικής δράσης και προγραμματισμός

1.    Η διαχείριση των προγραμμάτων εξωτερικής συνεργασίας της ΕΕ αποτελεί ευθύνη της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του ρόλου της Επιτροπής και της ΕΥΕΔ στον προγραμματισμό όπως εκτίθεται στις κατωτέρω παραγράφους.

2.    Η Ύπατη Εκπρόσωπος αναλαμβάνει το συνολικό πολιτικό συντονισμό της εξωτερικής δράσης της ΕΕ, εξασφαλίζοντας ενότητα, συνεκτικότητα και αποτελεσματικότητα της εξωτερικής δράσης της ΕΕ κυρίως μέσω των μηχανισμών εξωτερικής βοήθειας:

το Μηχανισμό Αναπτυξιακής Συνεργασίας,

το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης,

το Ευρωπαϊκό Μέσο για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα,

το Ευρωπαϊκό Μέσο Γειτονίας και Εταιρικής Σχέσης,

το Μηχανισμό συνεργασίας με τις εκβιομηχανισμένες χώρες,

το Μηχανισμό συνεργασίας στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας,

το Μηχανισμό σταθερότητας, όσον αφορά τη συνδρομή που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1717/2006 της 15ης Νοεμβρίου 2006.

3.   Η ΕΥΕΔ, ειδικότερα, συμβάλλει στον κύκλο προγραμματισμού και διαχείρισης των εν λόγω μηχανισμών, με βάση τους στόχους πολιτικής που καθορίζονται σε αυτούς. Έχει την ευθύνη προετοιμασίας των κάτωθι αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με τις στρατηγικές, πολυετείς δράσεις στο πλαίσιο του κύκλου προγραμματισμού:

i)

κατανομές πόρων ανά χώρα προκειμένου να καθοριστεί το συνολικό χρηματοδοτικό κονδύλιο για κάθε περιοχή (με την επιφύλαξη της ενδεικτικής κατανομής των δημοσιονομικών προοπτικών). Σε κάθε περιφέρεια, ένα ποσοστό της χρηματοδότησης χρησιμοποιείται αποκλειστικά για περιφερειακά προγράμματα·

ii)

έγγραφα στρατηγικής ανά χώρα και έγγραφα περιφερειακής στρατηγικής (ΕΣΧ και ΕΠΣ)·

iii)

εθνικά και περιφερειακά ενδεικτικά προγράμματα (ΕΕΠ/ΠΕΠ).

Σύμφωνα με το άρθρο 3, καθ’ όλη διάρκεια του κύκλου προγραμματισμού, σχεδιασμού και εφαρμογής των μηχανισμών αυτών, η Ύπατη Εκπρόσωπος και η ΕΥΕΔ συνεργάζονται με τα αρμόδια μέλη και υπηρεσίες της Επιτροπής με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 3. Όλες οι προτάσεις αποφάσεων εκπονούνται μέσω των διαδικασιών της Επιτροπής και υποβάλλονται στην Επιτροπή για την έκδοση απόφασης.

4.   Όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης και το Μέσο αναπτυξιακής συνεργασίας, οι προτάσεις, περιλαμβανομένων όσων αφορούν αλλαγές στους βασικούς κανονισμούς και στα έγγραφα προγραμματισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 3, εκπονούνται από κοινού από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΥΕΔ και της Επιτροπής υπό την ευθύνη του Επιτρόπου που είναι αρμόδιος για την αναπτυξιακή πολιτική και κατόπιν υποβάλλονται από κοινού με την Ύπατη Εκπρόσωπο στην Επιτροπή για την έκδοση απόφασης.

Τα θεματικά προγράμματα, εκτός από το Ευρωπαϊκό μέσο για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα του ανθρώπου, καθώς και το μηχανισμό συνεργασίας στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας και το σκέλος του Μηχανισμού Σταθερότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έβδομη περίπτωση, εκπονούνται από την αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής και υπό την καθοδήγηση του Επιτρόπου που είναι αρμόδιος για την ανάπτυξη και θα παρουσιαστούν στο σώμα των επιτρόπων σε συμφωνία με την Ύπατη Εκπρόσωπο και άλλους επιτρόπους με συναφή χαρτοφυλάκια.

5.   Όσον αφορά το Ευρωπαϊκό μέσο γειτονίας και εταιρικής σχέσης, οι προτάσεις, περιλαμβανομένων όσων αφορούν αλλαγές στους βασικούς κανονισμούς και στα έγγραφα προγραμματισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 3, εκπονούνται από κοινού από τις αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΥΕΔ και της Επιτροπής υπό την ευθύνη του Επιτρόπου που είναι αρμόδιος για την πολιτική γειτονίας και κατόπιν υποβάλλονται από κοινού με την Ύπατη Εκπρόσωπο στην Επιτροπή για την έκδοση απόφασης.

6.     Οι δράσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του προϋπολογισμού της ΚΕΠΠΑ, ο μηχανισμός σταθερότητας πλην του μέρους που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έβδομη περίπτωση, ο μηχανισμός συνεργασίας με τις εκβιομηχανισμένες χώρες, η επικοινωνία και η δημόσια διπλωματία καθώς και οι αποστολές επιτήρησης εκλογών αποτελούν αρμοδιότητα της Ύπατης Εκπροσώπου/ΕΥΕΔ. Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για τη δημοσιονομική εκτέλεση υπό την εποπτεία της Ύπατης Εκπροσώπου υπό την ιδιότητά της ως Αντιπροέδρου της Επιτροπής (6). Το τμήμα της Επιτροπής που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση του προϋπολογισμού θα συστεγαστεί με την ΕΥΕΔ.

Άρθρο 10

Ασφάλεια

1.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή που αναφέρεται στην απόφαση 2001/264/ΕΚ του Συμβουλίου, αποφασίζει σχετικά με τους κανόνες ασφάλειας για την ΕΥΕΔ και λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η ΕΥΕΔ διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους κινδύνους που αφορούν το προσωπικό, τα υλικά περιουσιακά στοιχεία και τις πληροφορίες και ότι εκπληρώνει τα σχετικά καθήκοντα επιμέλειας. Οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της ΕΥΕΔ και των αντιπροσωπιών της Ένωσης ανεξαρτήτως της υπηρεσιακής τους κατάστασης ή καταγωγής.

2.    Δεδομένου ότι εκκρεμεί η απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1:

όσον αφορά την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών, η ΕΥΕΔ εφαρμόζει την απόφαση 2001/264/ΕΚ του Συμβουλίου·

όσον αφορά τις άλλες πτυχές ασφάλειας, η ΕΥΕΔ εφαρμόζει την απόφαση 2001/844/ΕΚ της Επιτροπής.

3.   Η ΕΥΕΔ διαθέτει τμήμα υπεύθυνο για θέματα ασφαλείας επικουρούμενο από τις αρμόδιες υπηρεσίες των κρατών μελών.

4.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο για την εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας στην ΕΥΕΔ, ιδίως όσον αφορά την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών και τα ληπτέα μέτρα σε περίπτωση αδυναμίας του προσωπικού της ΕΥΕΔ να συμμορφωθεί με τους κανόνες ασφαλείας. Προς τούτο, η ΕΥΕΔ διαβουλεύεται με το Γραφείο Ασφαλείας της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου και τις οικείες υπηρεσίες της Επιτροπής και των κρατών μελών.

Άρθρο 11

Πρόσβαση στα έγγραφα, αρχεία και προστασία των δεδομένων

1.   Η ΕΥΕΔ εφαρμόζει τους κανόνες που καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η Ύπατη Εκπρόσωπος αποφασίζει σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής της ΕΥΕΔ.

2.   Ο Γενικός Γραμματέας της ΕΥΕΔ οργανώνει τα αρχεία της υπηρεσίας. Τα σχετικά αρχεία των τμημάτων που έχουν μεταφερθεί από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή, μεταφέρονται στην ΕΥΕΔ.

3.   Η ΕΥΕΔ φροντίζει για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, περί προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η Ύπατη Εκπρόσωπος αποφασίζει σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής της ΕΥΕΔ.

Άρθρο 12

Ακίνητα

1.   Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και οι οικείες υπηρεσίες της Επιτροπής λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ούτως ώστε οι μεταθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 να συνοδεύονται από τις μεταβιβάσεις κτιρίων του Συμβουλίου και της Επιτροπής που απαιτούνται για τη λειτουργία της ΕΥΕΔ.

2.   Οι όροι βάσει των οποίων διατίθενται τα ακίνητα στην κεντρική διοίκηση της ΕΥΕΔ και στις αντιπροσωπίες της Ένωσης, αποφασίζονται από κοινού, κατά περίπτωση, από την Ύπατη Εκπρόσωπο, τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή.

Άρθρο 13

Τελικές διατάξεις

1.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προς το σκοπό αυτόν.

2.   Η Ύπατη Εκπρόσωπος θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τη λειτουργία της ΕΥΕΔ το αργότερο στα τέλη του 2011. Η εν λόγω έκθεση θα καλύπτει ιδίως την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 παράγραφοι 3 και 10 και του άρθρου 9.

3.     Έως τα μέσα του 2013, η Ύπατη Εκπρόσωπος θα προβεί σε επανεξέταση της λειτουργίας και της οργάνωσης της ΕΥΕΔ, η οποία θα καλύπτει μεταξύ άλλων την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 παράγραφοι 8 και 11. Η εν λόγω επανεξέταση θα συνοδεύεται από κατάλληλες προτάσεις αναθεώρησης της παρούσας απόφασης. Το Συμβούλιο θα αναθεωρήσει την παρούσα απόφαση, υπό το πρίσμα της εν λόγω επανεξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της ΣΕΕ, το αργότερο στις αρχές του 2014. ▐

4.   Η παρούσα απόφαση ισχύει από την ημέρα της έκδοσής της. Οι σχετικές διατάξεις περί δημοσιονομικής διαχείρισης και προσλήψεων ▐ θα αρχίσουν να ισχύουν μόλις θεσπιστούν οι απαραίτητες τροποποιήσεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και του διορθωτικού προϋπολογισμού. Θα πρέπει να εφαρμοστούν ρυθμίσεις από την Ύπατη Εκπρόσωπο, τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή και να αναληφθούν διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση .

5.   Το αργότερο ένα μήνα από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, η Ύπατη Εκπρόσωπος θα υποβάλει στην Επιτροπή κατάσταση προβλέψεων των δαπανών και των εσόδων της ΕΥΕΔ, καθώς και οργανόγραμμα, ώστε να καταθέσει σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού.

6.   Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, [ημερομηνία]

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ…

(2)  ΕΕ…

(3)   ΕΕ L 322, 9.12.2009, σ. 28.

(4)   Το άρθρο 98, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης θα διατυπωθεί ως εξής: "Από 1ης Ιουλίου 2013 η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εξετάζει επίσης τις υποψηφιότητες των υπαλλήλων άλλων θεσμικών οργάνων χωρίς να δίνει προτεραιότητα σε καμία από αυτές τις κατηγορίες".

(5)   ΕΕ L 327, 13.12.2007, σ. 10.

(6)   Η Επιτροπή θα προβεί σε δήλωση για την εκχώρηση της απαιτούμενης εξουσίας στην Ύπατη Εκπρόσωπο προς το σκοπό αυτόν, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΠΟΥ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΥΕΔ (1)

Ακολουθεί κατάλογος διοικητικών οντοτήτων που μεταφέρονται ως σύνολο στην ΕΥΕΔ. Ο κατάλογος αυτός δεν προδικάζει τις πρόσθετες ανάγκες και τη χορήγηση πόρων που θα καθοριστούν κατά τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το συνολικό προϋπολογισμό για τη συγκρότηση της ΕΥΕΔ, ούτε τις αποφάσεις για την παροχή επαρκούς προσωπικού αρμόδιου για λειτουργίες υποστήριξης, καθώς και τη συναφή ανάγκη για συμφωνίες επιπέδου υπηρεσιών μεταξύ της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου και της Επιτροπής και της ΕΥΕΔ.

1.   ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Όλο το προσωπικό των υπηρεσιών και λειτουργιών που περιλαμβάνονται στους ακόλουθους καταλόγους μεταφέρεται ως σύνολο στην ΕΥΕΔ, εκτός από ένα πολύ περιορισμένο αριθμό προσωπικού που εκτελεί τα συνήθη καθήκοντα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, και για ορισμένες ειδικές λειτουργίες που αναφέρονται κατωτέρω:

 

 

Διεύθυνση Διαχείρισης Κρίσεων και Σχεδιασμού (CMPD)

Μη Στρατιωτική Δυνατότητα Σχεδιασμού και Διεξαγωγής Επιχειρήσεων (CPCC)

Στρατιωτικό Επιτελείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUMS)

Τμήματα υπό την άμεση εποπτεία του Γενικού Διευθυντή του Στρατιωτικού Επιτελείου της ΕΕ (DGEUMS)

Διεύθυνση αρχικής ιδέας και δυνατοτήτων

Διεύθυνση Πληροφοριών

Διεύθυνση Επιχειρήσεων

Διεύθυνση Υλικοτεχνικής Υποδομής

Διεύθυνση συστημάτων επικοινωνιών και πληροφοριών

Επιχειρησιακό Κέντρο της ΕΕ (SITCEN)

Εξαίρεση:

Προσωπικό του SITCEN που υποστηρίζει την Αρχή Πιστοποίησης της Ασφάλειας

 

Οντότητες υπό την άμεση εποπτεία του Γενικού Διευθυντή

Διεύθυνση για τη Βόρεια και Νότια Αμερική και τα Ηνωμένα Έθνη

Διεύθυνση για τα Δυτικά Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία

Διεύθυνση για τη μη Διάδοση Όπλων Μαζικής Καταστροφής

Διεύθυνση Κοινοβουλευτικών Υποθέσεων στον τομέα της ΚΕΠΠΑ

Γραφείο Συνδέσμου στη Νέα Υόρκη

Γραφείο Συνδέσμου στη Γενεύη

 

2.   ΕΠΙΤΡΟΠΗ (ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΙΩΝ)

Όλο το προσωπικό των υπηρεσιών και λειτουργιών που περιλαμβάνονται στους ακόλουθους καταλόγους μεταφέρεται ως σύνολο στην ΕΥΕΔ, εκτός από ένα πολύ περιορισμένο αριθμό προσωπικού που εξαιρείται όπως προβλέπεται κατωτέρω:

 

Όλες οι στελεχικές θέσεις και το απευθείας υπαγόμενο σε αυτές προσωπικό υποστήριξης

Διεύθυνση Α (Πλατφόρμα κρίσεων και συντονισμός πολιτικής στα πλαίσια της ΚΕΠΠΑ)

Διεύθυνση Β (Πολυμερείς σχέσεις και Ανθρώπινα Δικαιώματα)

Διεύθυνση Γ (Βόρεια Αμερική, Ανατολική Ασία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, ΕΟΧ, ΕΖΕΣ, Σαν Μαρίνο, Ανδόρα, Μονακό)

Διεύθυνση Δ (Συντονισμός της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας)

Διεύθυνση Ε (Ανατολική Ευρώπη, Νότιος Καύκασος, Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας)

Διεύθυνση ΣΤ (Μέση Ανατολή, Νότιος Μεσόγειος)

Διεύθυνση Ζ (Λατινική Αμερική)

Διεύθυνση Η (Ασία (εκτός Ιαπωνίας και Κορέας)

Διεύθυνση Θ ( Πόροι της έδρας, πληροφορίες, διοργανικές σχέσεις)

Διεύθυνση Ι (Εξωτερική Υπηρεσία)

Διεύθυνση ΙΑ (Στρατηγική, Συντονισμός και Ανάλυση)

Ειδική Ομάδα για την Ανατολική Εταιρική Σχέση

Μονάδα Relex-01 (λογιστικός έλεγχος)

Εξαιρέσεις:

Προσωπικό υπεύθυνο για τη διαχείριση των χρηματοοικονομικών μέσων

Προσωπικό υπεύθυνο για την καταβολή των μισθών και επιδομάτων του προσωπικού στις αντιπροσωπίες

 

Όλοι οι επικεφαλής αντιπροσωπιών και αναπληρωτές επικεφαλής αντιπροσωπιών και το απευθείας υπαγόμενο σε αυτούς προσωπικό υποστήριξης

Όλα τα πολιτικά τμήματα ή υποτομείς και το προσωπικό τους

Όλες τα τμήματα πληροφοριών και δημόσιας διπλωματίας και το προσωπικό τους

Όλα τα διοικητικά τμήματα

Εξαιρέσεις

Υπεύθυνος του προσωπικού για την εφαρμογή των χρηματοοικονομικών μέσων

 

Διεύθυνση Δ (ΑΚΕ ΙΙ - Δυτική και Κεντρική Αφρική, Καραϊβική και Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη) εκτός της ειδικής ομάδας ΥΧΕ

Διεύθυνση Ε (Κέρας της Αφρικής, Ανατολική και Νότιος Αφρική, Ινδικός Ωκεανός και Ειρηνικός)

Μονάδα CI (ΑΚΕ Ι: Προγραμματισμός της ενίσχυσης και διαχείριση): Προσωπικό υπεύθυνο για τον προγραμματισμό

Μονάδα C2 (Παναφρικανικά θέματα και θεσμικά όργανα, διακυβέρνηση και μετανάστευση): Προσωπικό υπεύθυνο για τις παναφρικανικές σχέσεις

Κρατούσες στελεχικές θέσεις και το απευθείας υπαγόμενο σε αυτές προσωπικό υποστήριξης


(1)  Οι ανθρώπινοι πόροι που μεταφέρονται χρηματοδοτούνται όλοι από τον τομέα δαπανών 5 (Διοίκηση) του πολυετούς χρηματοδοτικού πλαισίου.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΤΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ  (1) ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ

Στη σχέση της με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ύπατη Εκπρόσωπος (ΥΕ) θα βασιστεί στις δεσμεύσεις περί διαβούλευσης, ενημέρωσης και αναφοράς, τις οποίες ανέλαβε κατά την τελευταία θητεία ο πρώην Επίτροπος εξωτερικών σχέσεων, ο πρώην Ύπατος Εκπρόσωπος για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας, καθώς και η εκ περιτροπής Προεδρία του Συμβουλίου. Εφόσον χρειάζεται, οι δεσμεύσεις αυτές θα προσαρμοστούν σύμφωνα με το ρόλο του Κοινοβουλίου για την άσκηση του πολιτικού ελέγχου και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του Ύπατου Εκπροσώπου, κατά τις Συνθήκες και το άρθρο 36 ΣΕΕ.

Προς τούτο:

1.

Όσον αφορά την ΚΕΠΠΑ, η ΥΕ θα ζητήσει την άποψη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί των κυριοτέρων θεμάτων και των βασικών επιλογών πολιτικής, δυνάμει του άρθρ. 36 ΣΛΕΕ. Οιαδήποτε ανταλλαγή απόψεων πριν από την έγκριση των εντολών και των στρατηγικών στον τομέα της ΚΕΠΠΑ θα γίνεται στο κατάλληλο επίπεδο, ανάλογα με την λεπτότητα και εμπιστευτικότητα των συζητουμένων θεμάτων. Στο σημείο αυτό, θα ενισχυθεί και η πρακτική των συνεδριάσεων κοινής διαβούλευσης με τα Γραφεία AFET και COBU. Οι ενημερώσεις που θα παρέχονται στις συνεδριάσεις αυτές θα αφορούν κυρίως τις αποστολές ΚΕΠΠΑ που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, είτε βρίσκονται σε εξέλιξη είτε βρίσκονται σε φάση προετοιμασίας. Εάν χρειαστεί, θα διοργανώνονται πρόσθετες συνεδριάσεις κοινής διαβούλευσης, εκτός των τακτικών συνεδριάσεων. Η παρουσία της ΕΥΕΔ (σε όλες τις συνεδριάσεις) θα περιλαμβάνει, εκτός του μονίμου Προέδρου της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας, ανώτερους υπαλλήλους αρμόδιους για την πολιτική.

2.

Τα αποτελέσματα των διεξαγόμενων διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία πλαίσιο μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής περί των διαπραγματεύσεων διεθνών συμφωνιών θα εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, από την ΥΕ στις συμφωνίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, εφόσον απαιτείται η έγκριση του Κοινοβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δυνάμει του άρθρου 218 παρ. 19 της ΣΛΕΕ, θα ενημερώνεται αμέσως και πλήρως σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που συνάπτονται στον τομέα της ΚΕΠΠΑ.

3.

Η ΥΕ θα συνεχίσει την πρακτική του εις βάθος διαλόγου και της κοινοποίησης όλων των εγγράφων που αφορούν τις φάσεις του στρατηγικού σχεδιασμού των χρηματοπιστωτικών μέσων (εκτός του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης). Το ίδιο ισχύει και για όλα τα συμβουλευτικά έγγραφα που υποβάλλονται στα κράτη μέλη κατά την προπαρασκευαστική φάση. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων για το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 290 ΣΛΕΕ περί των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.

Το παρόν σύστημα παροχής εμπιστευτικών πληροφοριών για τις αποστολές ΚΠΑΑ και τις επιχειρήσεις (μέσω της Ειδικής Επιτροπής IIA 2002 ΕΠΑΑ ΕΚ) θα συνεχιστεί. Η ΥΕ μπορεί επίσης να παρέχει πρόσβαση σε άλλα έγγραφα στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, εφόσον τα ζητούν προς ενημέρωσή τους βουλευτές του ΕΚ οι οποίοι, για τα διαβαθμισμένα έγγραφα, θα πρέπει να έχουν υποστεί έλεγχο διαβάθμισης ασφαλείας σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, εφόσον η πρόσβαση απαιτείται για την άσκηση των θεσμικών τους καθηκόντων κατ’ αίτηση του Προέδρου της AFET και, εάν χρειάζεται, του Προέδρου του ΕΚ. Η ΥΕ, στο πλαίσιο αυτό, αναθεωρεί και, εάν χρειάζεται, προτείνει προσαρμογή των ισχυουσών διατάξεων περί της πρόσβασης των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα διαβαθμισμένα έγγραφα και τις πληροφορίες στον τομέα της πολιτικής ασφαλείας και της πολιτικής άμυνας (2002 IIA ΕΠΑΑ). Εν αναμονή της προσαρμογής, η ΥΕ αποφασίζει τα μεταβατικά μέτρα που κρίνει αναγκαία για την παροχή, σε δεόντως ορισμένους και κοινοποιημένους βουλευτές οι οποίοι ασκούν θεσμικό καθήκον, ευκολότερη πρόσβαση στις ανωτέρω πληροφορίες.

5.

Η ΥΕ δίνει θετική συνέχεια στα αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όσον αφορά τους νεοδιορισθέντες αρχηγούς αντιπροσωπιών σε χώρες και οργανισμούς τους οποίους το Κοινοβούλιο θεωρεί στρατηγικής σπουδαιότητας. Αντικείμενο των αιτημάτων είναι να παρουσιάζονται οι εν λόγω αρχηγοί ενώπιον της AFET για ανταλλαγή απόψεων (διαφέρει από τις ακροάσεις) προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Το ίδιο ισχύει και για τους ΕΕΕΕ. Αυτές οι ανταλλαγές απόψεων θα διεξάγονται υπό μορφή που συμφωνείται με την ΥΕ, ανάλογα με τη λεπτότητα και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ζητημάτων.

6.

Σε περιπτώσεις που η Ύπατη Εκπρόσωπος δεν μπορεί να συμμετάσχει στις συζητήσεις της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού, αποφασίζει να την εκπροσωπήσει μέλος θεσμικού οργάνου της ΕΕ, δηλ. είτε Επίτροπος για θέματα που εμπίπτουν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στις αρμοδιότητες της Επιτροπής, είτε μέλος του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων για θέματα που υπάγονται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην ΚΕΠΠΑ. Στη δεύτερη περίπτωση, ο εκπρόσωπος προέρχεται είτε από την εκάστοτε Προεδρία είτε από μέλος της προκαθορισμένης ομάδας των τριών κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Εσωτερικού Κανονισμού του Συμβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενημερώνεται για την απόφαση της Υπάτης Εκπροσώπου σχετικά με την εκπροσώπησή της.

7.

Η Ύπατη Εκπρόσωπος μεριμνά για την παρουσία των αρχηγών αποστολών, των ΕΕΕΕ, των αρχηγών αποστολών ΚΠΑΑ και των ανωτέρω υπαλλήλων της ΕΥΕΔ ενώπιον των σχετικών κοινοβουλευτικών επιτροπών και υποεπιτροπών προκειμένου να παρέχουν τις τακτικές ενημερώσεις.

8.

Για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ΚΠΑΑ που χρηματοδοτούνται από τα κράτη μέλη, θα εξακολουθήσει να παρέχεται ενημέρωση μέσω της Ειδικής Επιτροπής IIA 2002 ΕΠΑΑ ΕΚ, με την επιφύλαξη οιασδήποτε αναθεώρησης της ΙΙΑ, σύμφωνα με το σημείο 4 ανωτέρω.

9.

Διεξάγεται διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον αφορά τον καθορισμό και το σχεδιασμό των Αποστολών παρακολούθησης της εκλογικής διαδικασίας και τη συνέχιση του έργου τους, για τη διατήρηση των δικαιωμάτων δημοσιονομικής εξέτασης του Κοινοβουλίου επί των χρηματοδοτικών μέσων, δηλ. του ΕΜΔΑΑ. Ο διορισμός των κύριων παρατηρητών της ΕΕ γίνεται σε συνεννόηση με τη συντονιστική ομάδα των εκλογών, εγκαίρως και πριν από την έναρξη της Αποστολής παρακολούθησης της εκλογικής διαδικασίας.

10.

Η ΥΕ θα έχει ενεργό ρόλο στις μελλοντικές συζητήσεις για την ενημέρωση των υφισταμένων ρυθμίσεων χρηματοδότησης της ΚΕΠΠΑ που περιέχονται στο 2006 ΙΙΑ περί δημοσιονομικής πειθαρχίας και χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, βάσει των δεσμεύσεων για τα θέματα που προαναφέρθηκαν στο σημείο 1. Η νέα διαδικασία προϋπολογισμού που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας εφαρμόζεται και στον προϋπολογισμό της ΚΕΠΠΑ. Η Ύπατη Εκπρόσωπος θα μεριμνήσει επίσης για μεγαλύτερη διαφάνεια στον προϋπολογισμό της ΚΕΠΠΑ, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, και της δυνατότητας να προβλέπονται στον προϋπολογισμό οι βασικές αποστολές ΚΠΑΑ (όπως οι σημερινές αποστολές στο Αφγανιστάν, το Κοσσυφοπέδιο και τη Γεωργία), ενώ θα διατηρείται η ευελιξία του προϋπολογισμού και η εξασφάλιση της συνέχισης της δράσης για τις αποστολές που ήδη έχουν αναληφθεί.

ΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΕΒΗ Η ΥΠΑΤΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΣΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΒΑΣΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΕΔ

Η Ύπατη Εκπρόσωπος θα δημιουργήσει στο πλαίσιο της ΕΥΕΔ τις υπηρεσίες και τα καθήκοντα που είναι απαραίτητα για να υλοποιηθούν οι στόχοι της και να ενισχυθεί η ικανότητα της ΕΕ για συνεπή εξωτερική δράση, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την επικάλυψη εργασιών. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο, θα διασφαλίζει ότι υποβάλλονται κατάλληλες προτάσεις στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή.

Οι υπηρεσίες και τα καθήκοντα θα αναπροσαρμόζονται υπό το φως των νέων προτεραιοτήτων και εξελίξεων.

Εξαρχής η ΕΥΕΔ θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής τμήματα:

τμήμα που θα επικουρεί την ΥΕ στις θεσμικές της σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως προβλέπεται στις συνθήκες και στη δήλωση περί πολιτικής λογοδοσίας καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια.

τμήμα που θα επικουρεί την ΥΕ στην εκτέλεση του καθήκοντός της να διασφαλίζει τη συνοχή στην εξωτερική δράση της Ένωσης. Το τμήμα αυτό θα προσφέρει τη συμβολή του και θα διασφαλίζει τη συνέχεια των τακτικών συνεδριάσεων της ΥΕ με άλλα μέλη της Επιτροπής. Σε επίπεδο υπηρεσίας, το τμήμα θα διασφαλίζει την απαραίτητη συνεργασία και συντονισμό με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής σχετικά με τις εξωτερικές πτυχές των εσωτερικών πολιτικών.

Γενικό Διευθυντή για τον Προϋπολογισμό και τη Διοίκηση. Την θέση αυτή θα κατέχει ανώτερο στέλεχος εντός της ΕΥΕΔ με αποδεδειγμένη πείρα στους τομείς του προϋπολογισμού και της διοίκησης της ΕΕ.

Διαχείριση κρίσεων και εδραίωση της ειρήνης: οι δομές της ΚΠΑΑ θα ενσωματωθούν στην ΕΥΕΔ όπως συμφωνήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου 2009 και όπως προβλέπεται στην Απόφαση για την ΕΥΕΔ. Είναι σκόπιμο για τη δομή της νέας υπηρεσίας να ενσωματωθούν σε αυτήν οι υπηρεσίες της Επιτροπής που ασχολούνται με την αντιμετώπιση κρίσεων και την εδραίωση της ειρήνης.

Η Ύπατη Εκπρόσωπος θα διασφαλίσει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής που θα μεταφερθούν στην ΕΥΕΔ οι οποίες ασχολούνται με τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της αντιμετώπισης κρίσεων, την πρόληψη των συγκρούσεων και την εδραίωση της ειρήνης και οι δομές της ΚΠΑΑ θα συνεργάζονται στενά και εποικοδομητικά, υπό την άμεση εξουσία και ευθύνη της ΥΕ στο πλαίσιο της νέας υπηρεσίας. Αυτό βέβαια δεν επηρεάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα, διακυβερνητικό και κοινοτικό, των πολιτικών.

Υπό την άμεση εξουσία και ευθύνη της Υπάτης Εκπροσώπου, θα διασφαλιστεί ο πλήρης συντονισμός μεταξύ όλων των υπηρεσιών της ΕΥΕΔ, ειδικότερα δε μεταξύ των δομών της ΚΠΑΑ και των άλλων σχετικών υπηρεσιών της ΕΥΕΔ, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες αυτών των δομών.

Η ΥΕ θα μεριμνήσει για την καθιέρωση του απαραίτητου συντονισμού μεταξύ των ειδικών εκπροσώπων της ΕΕ και των αντίστοιχων τμημάτων της ΕΥΕΔ.

Η ΥΕ θα δώσει υψηλή προτεραιότητα στην προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην χρηστή διακυβέρνηση ανά τον κόσμο και θα προωθήσει την ενσωμάτωση αυτής της πτυχής στις εξωτερικές πολιτικές, σε όλα τα επίπεδα της ΕΥΕΔ. Θα προβλεφθεί ειδική υπηρεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία σε κεντρικό επίπεδο καθώς και σημεία επαφής σε όλες τις σχετικές αντιπροσωπίες της ΕΕ με καθήκον να παρακολουθούν την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να προωθούν την αποτελεσματική υλοποίηση των στόχων της πολιτικής της ΕΕ στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


(1)  Στην παρούσα δήλωση, ο όρος Ύπατη Εκπρόσωπος καλύπτει όλα τα καθήκοντα της Υπάτης Εκπροσώπου της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, η οποία είναι επίσης Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, με την επιφύλαξη των ειδικών ευθυνών που απορρέουν από τα ειδικά καθήκοντα που ασκεί.