ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 244

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

47ό έτος
1 Οκτωβρίου 2004


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Επιτροπή

2004/C 244/1

Ισοτιμίες του ευρώ

1

2004/C 244/2

Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων ( 1 )

2

2004/C 244/3

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση αριθ. COMP/M.3569 — Wendel Investissement/Bureau Veritas) ( 1 )

18

2004/C 244/4

Κατάλογος εγγράφων COM εκτός των νομοθετικών προτάσεων που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή από την 1η Αυγούστου 2004 έως τις 31 Αυγούστου 2004

19

 

II   Προπαρασκευαστικές πράξεις

 

Επιτροπή

2004/C 244/5

Κατάλογος νομοθετικών προτάσεων που υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή από την 1η Αυγούστου 2004 έως τις 31 Αυγούστου 2004

20

 

III   Πληροφορίες

 

Επιτροπή

2004/C 244/6

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — Κοινό εναρμονισμένο πρόγραμμα ερευνών συγκυρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

21

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ανακοινώσεις

Επιτροπή

1.10.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 244/1


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

1 Οκτωβρίου 2004

(2004/C 244/01)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,2409

JPY

ιαπωνικό γιεν

137,17

DKK

δανική κορόνα

7,4416

GBP

λίρα στερλίνα

0,6868

SEK

σουηδική κορόνα

9,0588

CHF

ελβετικό φράγκο

1,5524

ISK

ισλανδική κορόνα

87,85

NOK

νορβηγική κορόνα

8,341

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9559

CYP

κυπριακή λίρα

0,5756

CZK

τσεχική κορόνα

31,66

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

247,41

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6677

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4289

PLN

πολωνικό ζλότι

4,3797

ROL

ρουμανικό λέι

41 135

SIT

σλοβενικό τόλαρ

239,98

SKK

σλοβακική κορόνα

40,055

TRL

τουρκική λίρα

1 863 600

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,7212

CAD

καναδικό δολάριο

1,574

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

9,6745

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,8414

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

2,0937

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 429,39

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

7,9792


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


1.10.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 244/2


ΑΝΑΚΟΊΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

ΚΟΙΝΟΤΙΚΈΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΈΣ ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΆ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΈΣ ΕΝΙΣΧΫΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΆΣΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΔΙΆΡΘΡΩΣΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΏΝ ΕΠΙΧΕΙΡΉΣΕΩΝ

(2004/C 244/02)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Η Επιτροπή εξέδωσε τις πρώτες κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (1) το 1994. Το 1997, προσέθεσε στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές ορισμένες ειδικές διατάξεις για τον τομέα της γεωργίας (2). Μια νέα έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών θεσπίστηκε το 1999 (3) και θα λήξει στις 9 Οκτωβρίου 2004.

2.

Με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, των οποίων το κείμενο βασίζεται στις προηγούμενες, η Επιτροπή επιθυμεί να επιφέρει ορισμένες αλλαγές και διευκρινίσεις που υπαγορεύονται από διάφορους λόγους.

3.

Πρώτον, υπό το φως των συμπερασμάτων των συνόδων των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων της Στοκχόλμης στις 23 και 24 Μαρτίου 2001 και της Βαρκελώνης στις 15 και 16 Μαρτίου 2002, τα οποία κάλεσαν τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να μειώνουν το συνολικό επίπεδο των κρατικών ενισχύσεων ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος και να τις επαναπροσανατολίσουν προς οριζόντιους στόχους κοινού συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, φαίνεται να εξασφαλίζεται ο στενότερος έλεγχος των στρεβλώσεων που δημιουργούνται από τις ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων. Αυτό είναι επίσης σύμφωνο με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στη Λισαβόνα στις 23 και 24 Μαρτίου 2000 που αποσκοπούν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.

4.

Η απόσυρση αναποτελεσματικών επιχειρήσεων αποτελεί σύνηθες φαινόμενο της λειτουργίας της αγοράς. Δεν μπορεί να καταστεί κανόνας η διάσωση προβληματικών εταιρειών από το κράτος. Οι ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων οδήγησαν σε ορισμένες από τις πιο αμφισβητούμενες περιπτώσεις κρατικών ενισχύσεων στο παρελθόν και συγκαταλέγονται μεταξύ των ειδών κρατικής ενίσχυσης που προκαλούν τη μεγαλύτερη στρέβλωση. Ως εκ τούτου, η γενική αρχή της απαγόρευσης κρατικών ενισχύσεων, η οποία ορίζεται από τη συνθήκη, πρέπει να παραμείνει ο κανόνας και οι παρεκκλίσεις από το συγκεκριμένο κανόνα να είναι περιορισμένες.

5.

Ενισχύεται περαιτέρω η αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης για να αποφευχθεί η χρησιμοποίηση επανειλημμένων ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης με σκοπό την τεχνητή διατήρηση επιχειρήσεων σε λειτουργία.

6.

Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 προέβαιναν σε διάκριση μεταξύ ενισχύσεων διάσωσης και ενισχύσεων αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με την οποία οι ενισχύσεις διάσωσης έχουν από τη φύση τους μεταβατικό χαρακτήρα για να δοθεί σε μία προβληματική επιχείρηση η δυνατότητα να συνεχίσει τις δραστηριότητές της για μία περίοδο που αντιστοιχεί στο απαιτούμενο διάστημα για την επεξεργασία σχεδίου αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης. Καταρχήν, κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης δεν λαμβάνονται μέτρα αναδιάρθρωσης που χρηματοδοτούνται από κρατικές ενισχύσεις. Εντούτοις, αυτή η αυστηρή διάκριση μεταξύ διάσωσης και αναδιάρθρωσης οδήγησε σε δυσχέρειες. Οι προβληματικές επιχειρήσεις μπορεί ήδη να χρειάζονται να λάβουν ορισμένα επείγοντα διαρθρωτικά μέτρα για να σταματήσουν ή να μειώσουν την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασής τους στη φάση της διάσωσης. Ως εκ τούτου αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές διευρύνουν την έννοια της «ενίσχυσης διάσωσης» προκειμένου να επιτραπεί στον δικαιούχο να λάβει επείγοντα μέτρα, ακόμα και διαρθρωτικού χαρακτήρα, όπως το άμεσο κλείσιμο μιας θυγατρικής ή οποιαδήποτε άλλη μορφή εγκατάλειψης ζημιογόνων δραστηριοτήτων. Δεδομένου του επείγοντος χαρακτήρα αυτών των ενισχύσεων, πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στα κράτη μέλη να επιλέγουν μία απλουστευμένη διαδικασία για να επιτύχουν την έγκρισή τους.

7.

Όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 εξακολούθησαν να αξιώνουν την ουσιαστική συμβολή του δικαιούχου στην αναδιάρθρωση. Στο πλαίσιο αυτής της αναθεώρησης, είναι ενδεδειγμένο να επιβεβαιωθεί εκ νέου με μεγαλύτερη σαφήνεια η αρχή ότι αυτή η συμβολή πρέπει να είναι πραγματική και απαλλαγμένη ενίσχυσης. Η συμβολή του δικαιούχου εξυπηρετεί ένα διττό στόχο: από τη μία πλευρά, θα καταδεικνύει ότι οι αγορές (ιδιοκτήτες, πιστωτές) πιστεύουν στο εφικτό της επιστροφής σε βιωσιμότητα εντός εύλογης χρονικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά, θα εξασφαλίζει ότι η ενίσχυση αναδιάρθρωσης περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, ενώ περιορίζει τη νόθευση του ανταγωνισμού. Σχετικά με το θέμα αυτό, η Επιτροπή θα απαιτεί επίσης αντισταθμιστικά μέτρα για να ελαχιστοποιεί τα αποτελέσματα που συνεπάγεται η ενίσχυση για τους ανταγωνιστές

8.

Η χορήγηση ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης σε προβληματικές επιχειρήσεις μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Παραδείγματος χάριν, μπορεί να είναι δικαιολογημένη για λόγους περιφερειακής ή κοινωνικής πολιτικής, λόγω της ανάγκης να ληφθεί υπόψη ο επωφελής ρόλος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων για την οικονομία, ή ακόμη, κατ' εξαίρεση, επειδή κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθεί μία ανταγωνιστική διάρθρωση της αγοράς, όταν η εξαφάνιση ορισμένων επιχειρήσεων μπορεί να οδηγήσει σε μονοπωλιακή ή αυστηρά ολιγοπωλιακή κατάσταση. Από την άλλη, δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη η τεχνητή διατήρηση σε λειτουργία επιχείρησης σε τομέα με μακροπρόθεσμη διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα ή όταν αυτή μπορεί να επιβιώσει μόνο σαν αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων κρατικών παρεμβάσεων.

2.   ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

2.1.   Έννοια της προβληματικής επιχείρησης

9.

Δεν υπάρχει κοινοτικός ορισμός της προβληματικής επιχείρησης. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι μία επιχείρηση είναι προβληματική κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, εφόσον δεν είναι ικανή, με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με τους πόρους που είναι ικανή να εξασφαλίσει από τους ιδιοκτήτες/μέτοχους της και τους πιστωτές της, να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της, η οποία, χωρίς εξωτερική παρέμβαση από το κράτος, θα την οδηγήσει προς μία σχεδόν βέβαιη οικονομική εξαφάνιση βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα.

10.

Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση θεωρείται καταρχήν και ανεξαρτήτως μεγέθους προβληματική, κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (4), εφόσον έχει απωλεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου (5) και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απωλεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή·

β)

εάν πρόκειται για εταιρεία στην οποία τουλάχιστον ορισμένα μέλη έχουν απεριόριστη ευθύνη για τα χρέη της εταιρείας (6), εφόσον έχει απωλεσθεί πάνω από το μισό του κεφαλαίου της, όπως εμφανίζεται στους λογαριασμούς της εταιρείας, και πάνω από το ένα τέταρτο του κεφαλαίου αυτού έχει απωλεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή·

γ)

ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρείας, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει όσον αφορά την υπαγωγή της σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία.

11.

Ακόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχει καμία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 10, μια εταιρεία μπορεί να συνεχίσει να θεωρείται προβληματική, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν οι συνήθεις ενδείξεις μιας προβληματικής επιχείρησης όπως αύξηση των ζημιών, μείωση του κύκλου εργασιών, διόγκωση των αποθεμάτων, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, φθίνουσα ταμειακή ροή, αυξανόμενη δανειοληψία, αύξηση των οικονομικών επιβαρύνσεων καθώς και εξασθένιση ή εξαφάνιση της αξίας του καθαρού ενεργητικού. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, η επιχείρηση μπορεί να έχει ήδη κηρυχθεί σε πτώχευση ή να αποτελεί αντικείμενο συλλογικής πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που τη διέπει. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν για κάθε ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας και η οποία επιτρέπει στην επιχείρηση να συνεχίσει τη δραστηριότητά της. Σε κάθε περίπτωση, μία προβληματική επιχείρηση είναι επιλέξιμη μόνο εφόσον αποδεδειγμένα αδυνατεί να εξασφαλίσει την ανάκαμψή της με δικούς της πόρους ή με την λήψη κεφαλαίων από τους ιδιοκτήτες/μετόχους ή από πηγές της αγοράς.

12.

Για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, μία νεοσύστατη επιχείρηση δεν είναι επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, ακόμη και αν η αρχική της χρηματοοικονομική θέση είναι επισφαλής. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, όταν μια νέα επιχείρηση προκύπτει από εκκαθάριση προϋπάρχουσας επιχείρησης ή από ανάληψη μόνο του ενεργητικού της. Μια επιχείρηση καταρχήν θεωρείται νεοσύστατη για τα πρώτα τρία έτη μετά την έναρξη λειτουργίας στο σχετικό τομέα δραστηριοτήτων. Μόνο μετά από την παρέλευση αυτής της περιόδου καθίσταται επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, υπό τον όρο ότι:

α)

καλύπτει τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί προβληματική κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών και

β)

δεν αποτελεί μέρος ευρύτερου επιχειρηματικού ομίλου (7), εκτός εάν πληρούνται οι οριζόμενες στο σημείο 13 προϋποθέσεις.

13.

Μια εταιρεία που ανήκει ή έχει εξαγορασθεί από ευρύτερο επιχειρηματικό όμιλο δεν είναι καταρχήν επιλέξιμη για ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η εταιρεία έχει εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν έχουν προκύψει από την αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου και ότι οι δυσχέρειες αυτές είναι τόσο σοβαρές ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο. Όταν μια προβληματική εταιρεία συστήνει μια θυγατρική, η θυγατρική αυτή μαζί με την προβληματική εταιρεία που την ελέγχει θα θεωρούνται όμιλος και μπορούν να λαμβάνουν ενισχύσεις σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν σημείο.

2.2.   Ορισμός των ενισχύσεων διάσωσης και των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης

14.

Οι ενισχύσεις διάσωσης και οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης διέπονται από τις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές, διότι και στις δύο περιπτώσεις οι αρχές αντιμετωπίζουν μια προβληματική επιχείρηση και η διάσωση και αναδιάρθρωση αποτελούν συχνά δύο σκέλη μιας ενιαίας πράξης, έστω και αν στηρίζονται σε διαφορετικούς μηχανισμούς.

15.

Οι ενισχύσεις διάσωσης αποτελούν από τη φύση τους προσωρινή και ανακλητή συνδρομή. Κύριος στόχος τους είναι να επιτρέπουν σε προβληματική επιχείρηση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της για το διάστημα που απαιτείται για την επεξεργασία σχεδίου αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης. Η γενική αρχή είναι ότι η ενίσχυση διάσωσης επιτρέπει να υποστηριχθεί προσωρινά μία εταιρεία που αντιμετωπίζει σημαντική επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης η οποία χαρακτηρίζεται από οξεία κρίση ρευστότητας ή από τεχνική αφερεγγυότητα. Αυτή η προσωρινή υποστήριξη πρέπει να παρέχει χρόνο ικανό για την ανάλυση των συνθηκών που δημιούργησαν τις δυσκολίες και την ανάπτυξη κατάλληλου σχεδίου για την αντιμετώπισή τους. Επιπλέον, η ενίσχυση διάσωσης πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο. Με άλλα λόγια, η ενίσχυση διάσωσης προσφέρει μία σύντομη ανάπαυλα σε προβληματική επιχείρηση, η οποία δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Η ενίσχυση πρέπει να συνίσταται σε ενίσχυση ρευστότητας υπό τη μορφή εγγυήσεων δανείου ή χορήγησης δανείου, με επιτόκια ανάλογα με εκείνα που ισχύουν για τα δάνεια σε υγιείς επιχειρήσεις και ιδιαίτερα με τα επιτόκια αναφοράς που ορίζει η Επιτροπή. Διαρθρωτικά μέτρα τα οποία δεν απαιτούν άμεση δράση, όπως η αναπόφευκτη και αυτόματη συμμετοχή του κράτους στα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν με ενίσχυση διάσωσης.

16.

Μόλις υπάρξει σχέδιο αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης για το οποίο ζητήθηκε ενίσχυση και μόλις αυτό εφαρμοστεί, κάθε περαιτέρω ενίσχυση θεωρείται ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Μπορούν να ληφθούν με την ενίσχυση διάσωσης μέτρα που χρειάζεται να εφαρμοστούν αμέσως για να σταματήσουν οι ζημίες συμπεριλαμβανομένων των διαρθρωτικών μέτρων (για παράδειγμα, άμεση απόσυρση από ζημιογόνες δραστηριότητες), υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο τμήμα 3.1 για τις επιμέρους ενισχύσεις και στο τμήμα 0 για τα καθεστώτα ενισχύσεων. Εκτός από τις περιπτώσεις που γίνεται χρήση της απλουστευμένης διαδικασίας που ορίζεται στο τμήμα 0, το κράτος μέλος χρειάζεται να αποδείξει ότι υπάρχει ανάγκη άμεσης λήψης αυτών των διαρθρωτικών μέτρων. Η ενίσχυση διάσωσης δεν μπορεί κατ' αρχήν να χορηγηθεί για οικονομική αναδιάρθρωση.

17.

Αντίθετα, η αναδιάρθρωση βασίζεται σε ένα εφικτό, συγκροτημένο και διεξοδικό πρόγραμμα για την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας μίας επιχείρησης. Η αναδιάρθρωση συνήθως περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: την αναδιοργάνωση και τον εξορθολογισμό των δραστηριοτήτων της επιχείρησης σε αποτελεσματικότερη βάση, μέτρο που κατά κανόνα συνεπάγεται την εγκατάλειψη ζημιογόνων δραστηριοτήτων, την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δραστηριοτήτων που μπορούν να καταστούν εκ νέου ανταγωνιστικές και, ενδεχομένως, τη διαφοροποίηση του αντικειμένου της επιχείρησης προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης νέων βιώσιμων δραστηριοτήτων. Η υλική αναδιάρθρωση συνήθως πρέπει να συνοδεύεται από χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση (εισροές κεφαλαίου, μείωση του χρέους). Εντούτοις, τα μέτρα αναδιάρθρωσης κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών δεν πρέπει να περιορίζονται σε χρηματοοικονομική ενίσχυση για την αποκατάσταση των ζημιών του παρελθόντος, χωρίς να κατατείνουν στην άρση των αιτίων που προκάλεσαν τις ζημίες.

2.3.   Πεδίο εφαρμογής

18.

Οι κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν για όλους τους τομείς δραστηριοτήτων, εκτός από τον τομέα του άνθρακα (8) ή χάλυβα (9), με την επιφύλαξη ειδικών κατά τομείς κανόνων σχετικά με τις προβληματικές επιχειρήσεις (10). Εξαιρουμένου του σημείου 79 (11), οι κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, υπό την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με τους ειδικούς κανόνες που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (12). Το κεφάλαιο 5 περιλαμβάνει μερικούς πρόσθετους κανόνες σχετικά με τη γεωργία.

2.4.   Συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά

19.

Το άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης προβλέπει τις δυνατότητες συμβιβάσιμου με την κοινή αγορά των ενισχύσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1. Πέραν της περίπτωσης των ενισχύσεων που προβλέπονται από το άρθρο 87 παράγραφος 2 και ιδιαίτερα ενισχύσεων που αποβλέπουν στην επανόρθωση ζημιών από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα που δεν εξετάζονται εδώ, η μόνη νομική βάση για να γίνει δεκτό ότι μία ενίσχυση προς προβληματικές επιχειρήσεις συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, είναι το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Βάσει της διάταξης αυτής η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να εγκρίνει «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων (…) εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον». Ιδιαίτερα αυτό μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση που η ενίσχυση είναι απαραίτητη για την επανόρθωση διαφορών που προκαλούνται από αδυναμίες της αγοράς ή για να διασφαλισθεί η οικονομική και κοινωνική συνοχή.

20.

Δεδομένου ότι απειλείται η ίδια της η ύπαρξη, μια προβληματική επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρείται ως το ενδεδειγμένο μέσο για την προώθηση άλλων πολιτικών στόχων μέχρις ότου εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων χωρίς να επηρεάζουν τις συναλλαγές σε βάρος του κοινού συμφέροντος μόνον εφόσον τηρούνται οι όροι που παρατίθενται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Όταν οι επιχειρήσεις που πρόκειται να λάβουν ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης είναι εγκατεστημένες σε ενισχυόμενες περιοχές, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τους περιφερειακούς παράγοντες σύμφωνα με τα στοιχεία α) και γ) του άρθρου 87 παράγραφος 3 της συνθήκης, όπως αναφέρεται στα σημεία 55 και 56.

21.

Η Επιτροπή θα λάβει ιδιαίτερα υπόψη την ανάγκη να αποτραπεί χρήση των συγκεκριμένων κατευθυντηρίων γραμμών για να καταστρατηγηθούν οι αρχές που ορίζονται σε υπάρχοντα πλαίσια και κατευθυντήριες γραμμές.

22.

Η αξιολόγηση των ενισχύσεων διάσωσης ή των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης δεν πρέπει να επηρεάζεται από μεταβολές του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ενισχυόμενης επιχείρησης.

2.5.   Αποδέκτες προηγουμένως παράνομης ενίσχυσης

23.

Όταν έχει χορηγηθεί προηγουμένως παράνομη ενίσχυση σε προβληματική επιχείρηση, σε σχέση με την οποία η Επιτροπή έχει εκδώσει αρνητική απόφαση με εντολή ανάκτησης, και δεν έχει λάβει χώρα αυτή η ανάκτηση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (13), η αξιολόγηση κάθε ενίσχυσης διάσωσης ή και αναδιάρθρωσης, που θα χορηγηθεί στην ίδια επιχείρηση πρέπει να συνεκτιμά, πρώτον, το σωρευτικό αποτέλεσμα των παλαιών ενισχύσεων και των νέων ενισχύσεων και δεύτερον, το γεγονός ότι οι παλαιές ενισχύσεις δεν έχουν ανακτηθεί (14).

3.   ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΔΙΑΣΩΣΗΣ Ή ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΠΟΥ ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

24.

Το παρόν κεφάλαιο αφορά αποκλειστικά τις ενισχύσεις που κοινοποιούνται μεμονωμένα στην Επιτροπή. Υπό ορισμένους όρους, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει καθεστώτα ενισχύσεων διάσωσης και ενισχύσεων αναδιάρθρωσης. Οι προϋποθέσεις για την έγκριση τέτοιων καθεστώτων περιλαμβάνονται κατωτέρω στο κεφάλαιο 4.

3.1.   Ενισχύσεις διάσωσης

3.1.1.   Προϋποθέσεις

25.

Για να εγκριθούν από την Επιτροπή, οι ενισχύσεις διάσωσης, όπως ορίζονται στο σημείο 0, πρέπει:

α)

να αποτελούν ενισχύσεις ρευστότητας, υπό τη μορφή εγγυήσεων δανείου ή χορήγησης δανείων (15). Και στις δύο περιπτώσεις, τα δάνεια πρέπει να συνάπτονται με επιτόκια τουλάχιστον ανάλογα με εκείνα που ισχύουν για τα δάνεια σε υγιείς επιχειρήσεις, και ιδίως με τα επιτόκια αναφοράς που ορίζει η Επιτροπή. Κάθε δάνειο πρέπει να επιστρέφεται και κάθε εγγύηση να λήγει εντός έξι μηνών κατ' ανώτατο όριο από την καταβολή της πρώτης δόσης στην επιχείρηση·

β)

να δικαιολογούνται από σοβαρούς κοινωνικούς λόγους και να μην έχουν ανεπίτρεπτα αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα κράτη μέλη·

γ)

κατά την κοινοποίησή τους, να συνοδεύονται από δέσμευση του κράτους μέλους να υποβάλει στην Επιτροπή, το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης της ενίσχυσης διάσωσης, είτε σχέδιο αναδιάρθρωσης, είτε σχέδιο εκκαθάρισης, είτε αποδείξεις ότι το δάνειο έχει επιστραφεί αποπληρωθεί ολοσχερώς ή/και ότι έχει αποσβεσθεί η εγγύηση· στην περίπτωση μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης το κράτος μέλος πρέπει, το αργότερο εντός έξι μηνών από την πρώτη εφαρμογή της ενίσχυσης διάσωσης, να υποβάλει στην Επιτροπή είτε σχέδιο αναδιάρθρωσης, είτε σχέδιο εκκαθάρισης, είτε αποδείξεις ότι το δάνειο έχει αποπληρωθεί ολοσχερώς ή και ότι έχει αποσβεσθεί η εγγύηση·

δ)

να περιορίζονται στο ποσό που απαιτείται για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης κατά την περίοδο για την οποία εγκρίνεται η ενίσχυση. Αυτό το ποσό μπορεί να περιλαμβάνει ενίσχυση για επείγοντα διαρθρωτικά μέτρα σύμφωνα με το σημείο 16. Το απαραίτητο ποσό πρέπει να βασίζεται στις ανάγκες της επιχείρησης σε ρευστό λόγω των ζημιών. Για τον καθορισμό αυτού του ποσού θα λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα της εφαρμογής της μεθόδου που ορίζεται στο παράρτημα. Οποιαδήποτε ενίσχυση διάσωσης υπερβαίνει το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη·

ε)

να τηρούν την προϋπόθεση που ορίζεται στο τμήμα 3.3 («εφάπαξ» ενίσχυση).

26.

Σε περίπτωση που το κράτος μέλος υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης ή, στην περίπτωση μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης, από την ημερομηνία εφαρμογής του μέτρου, η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να αποπληρωθεί το δάνειο ή να τεθεί τέλος στην εγγύηση παρατείνεται μέχρις ότου η Επιτροπή εκδώσει την απόφασή της σχετικά με το σχέδιο, εκτός εάν αυτή αποφασίσει ότι αυτή η παράταση δεν είναι δικαιολογημένη.

27.

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 και ενδεχόμενης προσφυγής στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης, η Επιτροπή θα κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 88 παράγραφος 2 διαδικασία, σε περίπτωση που το κράτος μέλος παραλείψει να κοινοποιήσει:

α)

αξιόπιστο και τεκμηριωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης ή ρευστοποίησης· ή

β)

απόδειξη ότι το δάνειο έχει πλήρως εξοφληθεί ή και ότι η εγγύηση έχει λήξει πριν από την πάροδο της εξάμηνης προθεσμίας.

28.

Σε κάθε περίπτωση η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει αυτή τη διαδικασία, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 και της δυνατότητας προσφυγής στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, εάν θεωρεί ότι έχει γίνει κακή χρήση του δανείου ή της εγγύησης ή ότι, μετά την πάροδο της εξάμηνης προθεσμίας, η αδυναμία επιστροφής της ενίσχυσης δεν είναι πλέον δικαιολογημένη.

29.

Η έγκριση ενισχύσεων διάσωσης δεν προδικάζει την μετέπειτα έγκριση ενισχύσεων βάσει σχεδίου αναδιάρθρωσης, το οποίο πρέπει να εκτιμηθεί με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

3.1.2.   Απλουστευμένη διαδικασία

30.

Η Επιτροπή θα προσπαθήσει, στο μέτρο του δυνατού, να αποφασίσει εντός μηνός σε σχέση με τις ενισχύσεις διάσωσης που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο τμήμα 3.1.1 και τις ακόλουθες σωρευτικές απαιτήσεις:

α)

η συγκεκριμένη επιχείρηση πληροί τουλάχιστον ένα από τα τρία κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 0·

β)

η ενίσχυση διάσωσης περιορίζεται στο ποσό που απορρέει από την εφαρμογή του τύπου που αναφέρεται στο παράρτημα και δεν υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ.

3.2.   Ενισχύσεις αναδιάρθρωσης

3.2.1.   Θεμελιώδης αρχή

31.

Οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης δημιουργούν ιδιαίτερα προβλήματα όσον αφορά τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ενδέχεται να μετατοπίσουν άνισα το βάρος της διαρθρωτικής προσαρμογής και των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων σε άλλους παραγωγούς οι οποίοι δεν λαμβάνουν ενίσχυση και σε άλλα κράτη μέλη. Για το λόγο αυτό, οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης κατά γενικό κανόνα επιτρέπονται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να αποδειχθεί ότι η έγκριση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης δεν είναι αντίθετη με το κοινό συμφέρον. Τούτο ισχύει μόνο εφόσον πληρούνται αυστηρές προϋποθέσεις και εφόσον είναι βέβαιο ότι οι ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού θα αντισταθμισθούν από τα οφέλη που θα προκύψουν από την επιβίωση της επιχείρησης (για παράδειγμα, όταν είναι σαφές ότι οι καθαρές επιπτώσεις από τις απολύσεις που θα προκληθούν σε περίπτωση που κλείσει η επιχείρηση, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις για τους προμηθευτές της, θα όξυναν τα προβλήματα απασχόλησης, ή, κατ' εξαίρεση, ότι η εξαφάνιση της επιχείρησης θα οδηγούσε σε μονοπωλιακή ή αυστηρά ολιγοπωλιακή κατάσταση) και εφόσον, καταρχήν, προβλέπονται επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα υπέρ των ανταγωνιστών.

3.2.2.   Προϋποθέσεις έγκρισης της ενίσχυσης

32.

Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για τις ενισχυόμενες περιοχές, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και το γεωργικό τομέα (βλέπε σημεία 55, 56, 57 και 59 και κεφάλαιο 0), η Επιτροπή εγκρίνει μία ενίσχυση μόνο υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

Eπιλεξιμότητα της επιχείρησης

33.

Η επιχείρηση πρέπει να μπορεί να θεωρηθεί προβληματική κατά την έννοια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών (βλέπε σημεία 0 έως 0).

Αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας

34.

Η χορήγηση της ενίσχυσης πρέπει να εξαρτάται από την εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο πρέπει να εγκριθεί από την Επιτροπή για όλες τις περιπτώσεις επιμέρους ενισχύσεων, εκτός από την περίπτωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, όπως προβλέπεται στο τμήμα 0.

35.

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης, του οποίου η διάρκεια πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερη, πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και να βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις όσον αφορά τις μελλοντικές συνθήκες λειτουργίας. Η ενίσχυση αναδιάρθρωσης πρέπει, επομένως, να συνδέεται με ένα βιώσιμο σχέδιο αναδιάρθρωσης, για το οποίο αναλαμβάνει σχετική δέσμευση το κράτος μέλος. Το σχέδιο αυτό πρέπει να υποβληθεί στην Επιτροπή με όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις, και ιδίως να συνοδεύεται από μελέτη αγοράς. Η βελτίωση της βιωσιμότητας πρέπει να προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη λήψη εσωτερικών μέτρων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Μπορεί να βασίζεται σε εξωγενείς παράγοντες τους οποίους δεν μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό η επιχείρηση όπως διακυμάνσεις των τιμών ή της ζήτησης, αλλά μόνον εφόσον οι υποθέσεις, που διατυπώνονται για την αγορά τυγχάνουν γενικής αποδοχής. Η αναδιάρθρωση πρέπει να συνεπάγεται την εγκατάλειψη δραστηριοτήτων που, ακόμη και μετά την αναδιάρθρωση, θα παρέμεναν ζημιογόνες για διαρθρωτικούς λόγους.

36.

Στο σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να περιγράφονται οι περιστάσεις που προκάλεσαν τις δυσχέρειες της επιχείρησης, ούτως ώστε να είναι δυνατό να εξακριβωθεί κατά πόσον τα προτεινόμενα μέτρα είναι τα ενδεδειγμένα. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η παρούσα κατάσταση καθώς και οι μελλοντικές προοπτικές της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά των σχετικών προϊόντων με προβλέψεις που αντικατοπτρίζουν την αισιόδοξη, απαισιόδοξη και ενδιάμεση εκδοχή, και προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της επιχείρησης. Το σχέδιο πρέπει να επιτρέπει στην επιχείρηση να αποκτήσει προοδευτικά νέα διάρθρωση που να της προσδίδει προοπτικές μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας και να της παρέχει τη δυνατότητα να επιβιώνει αυτοδύναμα.

37.

Το σχέδιο πρέπει να προβλέπει μία μεταστροφή της επιχείρησης η οποία να της παρέχει τη δυνατότητα να καλύπτει, μετά την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης, όλα της τα έξοδα, περιλαμβανομένων των αποσβέσεων και των χρηματοοικονομικών δαπανών. Η προσδοκώμενη απόδοση των κεφαλαίων πρέπει να είναι τέτοια ώστε η αναδιαρθρωμένη επιχείρηση να μπορεί να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό στην αγορά με τις δικές της δυνάμεις. Όταν οι δυσχέρειες της επιχείρησης απορρέουν από αδυναμίες του συστήματος της εταιρικής διαχείρισης, πρέπει να υιοθετηθούν οι απαραίτητες προσαρμογές.

Αποτροπή αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

38.

Πρέπει να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα για να διασφαλισθεί ότι θα ελαχιστοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα αποτελέσματα της ενίσχυσης που αλλοιώνουν τις συναλλαγές κατά τρόπον ώστε τα θετικά αποτελέσματα να υπερισχύουν των αρνητικών. Διαφορετικά, η ενίσχυση θα θεωρηθεί «αντίθετη προς το κοινό συμφέρον» και συνεπώς ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Η Επιτροπή θα εξετάζει το στόχο της αποκατάστασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας κατά τον καθορισμό της καταλληλότητας των αντισταθμιστικών μέτρων.

39.

Μεταξύ των πιθανών μέτρων περιλαμβάνονται η πώληση στοιχείων του ενεργητικού, η μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή της παρουσίας στην αγορά και η μείωση των εμποδίων εισόδου στις συγκεκριμένες αγορές. Όταν η Επιτροπή, αξιολογεί κατά πόσον τα αντισταθμιστικά μέτρα είναι κατάλληλα, θα λαμβάνει υπόψη τη διάρθρωση της αγοράς και τις συνθήκες ανταγωνισμού κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι κανένα από τα εν λόγω μέτρα δεν θα έχει σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση της διάρθρωσης της αγοράς, έχοντας για παράδειγμα το έμμεσο αποτέλεσμα της δημιουργίας μονοπωλιακής ή στενά ολιγοπωλιακής κατάστασης. Αν κάποιο κράτος μέλος είναι σε θέση να αποδείξει ότι θα προκύψει ενδεχομένως μια τέτοια κατάσταση, τα αντισταθμιστικά μέτρα πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να αποφευχθεί η συγκεκριμένη κατάσταση.

40.

Τα μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα με τις στρεβλωτικές επιπτώσεις που έχει η ενίσχυση και ιδίως με το μέγεθος (16) και το σχετικό βάρος της επιχείρησης στην αγορά ή τις αγορές της. Πρέπει ιδιαίτερα να αφορούν την αγορά ή τις αγορές όπου η επιχείρηση θα κατέχει σημαντική θέση μετά την αναδιάρθρωση. Ο βαθμός μείωσης πρέπει να αποφασίζεται για κάθε περίπτωση χωριστά. Η Επιτροπή καθορίζει την έκταση του περιορισμού ή της μείωσης αυτής στη βάση της μελέτης αγοράς που επισυνάπτεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης και, ενδεχομένως, στη βάση οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας που έχει στη διάθεσή της, κυρίως στη βάση των πληροφοριών που παρέχουν οι ενδιαφερόμενοι. Η μείωση αυτή πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αναδιάρθρωσης όπως θεσπίζεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το εάν αυτές οι εκποιήσεις πραγματοποιούνται πριν ή μετά τη χορήγηση των κρατικών ενισχύσεων, αρκεί να αποτελούν μέρος της ίδιας αναδιάρθρωσης. Η παύση και το κλείσιμο ζημιογόνων δραστηριοτήτων που είναι οπωσδήποτε απαραίτητες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας δεν θεωρούνται ως μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή της παρουσίας στην αγορά για τους σκοπούς της αξιολόγησης των αντισταθμιστικών μέτρων. Αυτή η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη κάθε προηγουμένως χορηγηθείσα ενίσχυση διάσωσης.

41.

Ωστόσο, αυτή η προϋπόθεση δεν εφαρμόζεται καταρχήν σε μικρές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι μπορεί να υποτεθεί ότι οι ad hoc ενισχύσεις σε μικρές επιχειρήσεις κατ' αρχήν δε νοθεύουν τον ανταγωνισμό σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων σε συγκεκριμένο τομέα ή όταν ο δικαιούχος δρα σε αγορά η οποία πάσχει από μακροχρόνια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.

42.

Όταν ο δικαιούχος αναπτύσσει δραστηριότητες σε αγορά που πάσχει από μακροπρόθεσμη διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα κατά την έννοια του πολυτομεακού πλαισίου για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια (17), η μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή της παρουσίας της εταιρείας στην αγορά μπορεί να ανέλθει και μέχρι το 100 % (18).

Ενίσχυση περιοριζόμενη στο ελάχιστο: πραγματική συμμετοχή, απαλλαγμένη ενίσχυσης

43.

Το ποσό και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο απολύτως ελάχιστο των εξόδων αναδιάρθρωσης που απαιτούνται για την υλοποίηση της αναδιάρθρωσης με βάση τους διαθέσιμους χρηματοοικονομικούς πόρους της επιχείρησης, των μετόχων της ή του επιχειρηματικού ομίλου στον οποίο ανήκει. Αυτή η αξιολόγηση λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε προηγουμένως χορηγηθείσα ενίσχυση διάσωσης. Οι αποδέκτες της ενίσχυσης πρέπει κατ' αρχήν να συμβάλλουν σημαντικά στο σχέδιο αναδιάρθρωσης με δικούς τους πόρους, περιλαμβανομένης της πώλησης στοιχείων του ενεργητικού που δεν είναι απαραίτητα για την επιβίωση της επιχείρησης, ή με εξωτερική χρηματοδότηση που εξασφαλίζουν υπό όρους της αγοράς. Αυτή η συμβολή αποτελεί ένδειξη ότι οι αγορές πιστεύουν στο εφικτό της επιστροφής σε βιωσιμότητα. Αυτή η συμβολή πρέπει να είναι πραγματική, δηλαδή ουσιαστική, αποκλείοντας κάθε μελλοντικά προσδοκώμενα κέρδη όπως οι ταμειακές εισροές και να είναι όσο το δυνατόν υψηλότερη.

44.

Η Επιτροπή καταρχήν θα θεωρεί ότι οι ακόλουθες συμμετοχές (19) στην αναδιάρθρωση είναι οι δέουσες: αυτές που ανέρχονται σε τουλάχιστον 25 % στην περίπτωση μικρών επιχειρήσεων, σε τουλάχιστον 40 % για τις μεσαίες επιχειρήσεις και σε τουλάχιστον 50 % για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και σε περιπτώσεις ιδιαίτερης δυσκολίας, οι οποίες πρέπει να αποδεικνύονται από το κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να δέχεται χαμηλότερη συμμετοχή.

45.

Για να περιορισθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, η μορφή υπό την οποία χορηγείται η ενίσχυση και το ποσό της πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μην παρέχονται στην επιχείρηση πλεονάζοντα ρευστά διαθέσιμα τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για επιθετικές δραστηριότητες, ικανές να προξενήσουν στρεβλώσεις στην αγορά, οι οποίες δεν σχετίζονται με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή εξετάζει το επίπεδο του παθητικού της επιχείρησης μετά την αναδιάρθρωση, καθώς και μετά από κάθε ρύθμιση ή περιορισμό των χρεών, ιδίως στο πλαίσιο της συνέχισης της λειτουργίας της μετά από συλλογική διαδικασία του εθνικού δικαίου λόγω αφερεγγυότητάς της (20). Η ενίσχυση δεν πρέπει με κανένα τρόπο να χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων οι οποίες δεν είναι απαραίτητες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης.

Ειδικοί όροι για την έγκριση της ενίσχυσης

46.

Εκτός από τα αντισταθμιστικά μέτρα που περιγράφονται στα σημεία 38 έως 42, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει τους όρους και τις υποχρεώσεις που θεωρεί αναγκαίες ώστε να μην προκληθεί νόθευση του ανταγωνισμού σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, σε περίπτωση που το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν έχει αναλάβει δέσμευση ότι θα θεσπίσει τέτοιες διατάξεις. Για παράδειγμα, μπορεί να υποχρεώσει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος:

α)

να λάβει το ίδιο μέτρα ( όπως υποχρέωση ανοίγματος ορισμένων αγορών που άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με τις δραστηριότητες της εταιρείας σε άλλες κοινοτικές επιχειρήσεις με τη δέουσα τήρηση του κοινοτικού δικαίου)·

β)

να επιβάλει ορισμένες υποχρεώσεις στη δικαιούχο επιχείρηση·

γ)

να μην χορηγεί στη δικαιούχο επιχείρηση άλλα είδη ενισχύσεων κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης.

Πλήρης εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης και τήρηση των σχετικών όρων

47.

Η εταιρεία πρέπει να εφαρμόσει πλήρως το σχέδιο αναδιάρθρωσης και να εκτελέσει όλες τις άλλες υποχρεώσεις που ορίζονται στην απόφαση της Επιτροπής που εγκρίνει την ενίσχυση. Η Επιτροπή θα θεωρήσει οποιαδήποτε παράλειψη εφαρμογής του σχεδίου ή εκπλήρωσης των άλλων υποχρεώσεων ως καταχρηστική εφαρμογή της ενίσχυσης, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 και της πιθανότητας προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης.

48.

Για τις αναδιαρθρώσεις που διαρκούν περισσότερα χρόνια και συνεπάγονται τη χορήγηση σημαντικών ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει την καταβολή της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης σε περισσότερες δόσεις και να επιβάλει τους ακόλουθους όρους για την καταβολή των δόσεων:

i)

πριν από κάθε καταβολή, διαβεβαίωση για την προσήκουσα εκτέλεση κάθε φάσης του σχεδίου αναδιάρθρωσης, με τήρηση του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος· ή

ii)

πριν από κάθε καταβολή, έγκριση εκ μέρους της, αφού διαπιστώσει την προσήκουσα εκτέλεση του σχεδίου.

Παρακολούθηση και ετήσια έκθεση

49.

Η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώσει την ορθή εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης μέσω τακτικών και λεπτομερών εκθέσεων που της κοινοποιεί το οικείο κράτος μέλος.

50.

Όσον αφορά τις ενισχύσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις, η πρώτη από τις εκθέσεις αυτές πρέπει κατ' αρχήν να υποβληθεί στην Επιτροπή το αργότερο έξι μήνες μετά την ημερομηνία έγκρισης της ενίσχυσης. Οι εκθέσεις πρέπει εν συνεχεία να αποστέλλονται στην Επιτροπή, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, σε καθορισμένη ημερομηνία, μέχρις ότου θεωρηθεί ότι επιτεύχθηκαν οι στόχοι του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Πρέπει να περιέχουν όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται η Επιτροπή για να ελέγξει την εφαρμογή του προγράμματος αναδιάρθρωσης, το χρονοδιάγραμμα καταβολής των ενισχύσεων στην επιχείρηση και την χρηματοοικονομική κατάσταση της τελευταίας καθώς και την τήρηση των όρων και υποχρεώσεων που προβλέπει η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η ενίσχυση. Πρέπει, κυρίως, να περιέχουν όλα τα κατάλληλα δεδομένα σχετικά με κάθε είδους ενίσχυση, ατομική ή στο πλαίσιο καθεστώτων, που έλαβε η επιχείρηση κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης (βλέπε σημεία 68 έως 71). Αν η Επιτροπή χρειάζεται έγκαιρη επιβεβαίωση ορισμένων βασικών πληροφοριών, για παράδειγμα σχετικά με τη διακοπή λειτουργίας ή τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού, μπορεί να απαιτεί συχνότερη υποβολή εκθέσεων.

51.

Προκειμένου για τις ενισχύσεις προς μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις, η ανά έτος διαβίβαση αντιγράφου του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσεως της αποδέκτριας εταιρείας είναι κατά κανόνα επαρκής, εκτός εάν η απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η ενίσχυση προβλέπει αυστηρότερους όρους.

3.2.3.   Τροποποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης

52.

Εάν εγκριθεί μια ενίσχυση αναδιάρθρωσης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί, κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, να ζητήσει από την Επιτροπή να δεχθεί τροποποιήσεις του σχεδίου αναδιάρθρωσης και του ποσού της ενίσχυσης. Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέπει αυτού του είδους τις τροποποιήσεις, εφόσον τηρούνται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

το αναθεωρημένο σχέδιο πρέπει και αυτό να οδηγεί σε αποκατάσταση της βιωσιμότητας μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα·

β)

όταν αυξάνεται το ποσό της ενίσχυσης, τα τυχόν επιβεβλημένα αντισταθμιστικά μέτρα πρέπει να είναι πιο εκτεταμένα από αυτά που είχαν επιβληθεί αρχικά·

γ)

αν τα προτεινόμενα αντισταθμιστικά μέτρα είναι μικρότερης κλίμακας από αυτά που είχαν προγραμματισθεί αρχικά, πρέπει να μειώνεται αναλόγως και το ποσό της ενίσχυσης·

δ)

το νέο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των αντισταθμιστικών μέτρων μπορεί να συνεπάγεται καθυστέρηση σε σχέση με το αρχικό μόνο για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται η επιχείρηση ή το κράτος μέλος. Αν δεν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να μειώνεται αναλόγως.

53.

Εάν οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται από την Επιτροπή ή οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται από το κράτος μέλος εφαρμοστούν με λιγότερο αυστηρό τρόπο, το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να μειωθεί αντίστοιχα ή να επιβληθούν άλλες προϋποθέσεις.

54.

Εάν τα κράτη μέλη επιφέρουν τροποποιήσεις σε εγκεκριμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης χωρίς να ενημερώσουν δεόντως την Επιτροπή, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 (καταχρηστική εφαρμογή ενίσχυσης), υπό την επιφύλαξη του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 και της πιθανής προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης.

3.2.4.   Ενισχύσεις αναδιάρθρωσης σε ενισχυόμενες περιοχές

55.

Δεδομένου ότι η οικονομική και κοινωνική συνοχή αποτελεί πρωταρχικό στόχο της Κοινότητας βάσει του άρθρου 158 της συνθήκης ενώ απαιτούνται άλλες πολιτικές για την επίτευξη αυτού του στόχου σύμφωνα με το άρθρο 159 (21), η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις ανάγκες της περιφερειακής ανάπτυξης όταν καλείται να εκτιμήσει μία ενίσχυση αναδιάρθρωσης σε ενισχυόμενες περιοχές. Ωστόσο, το γεγονός ότι μία προβληματική επιχείρηση εδρεύει σε ενισχυόμενη περιοχή δεν δικαιολογεί την ανεκτική αντιμετώπιση των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης, διότι η τεχνητή υποστήριξη επιχειρήσεων δεν ωφελεί μια περιφέρεια, τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Εξάλλου, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης, είναι προς το συμφέρον των ίδιων των περιφερειών να αξιοποιούν τους πόρους τους για να αναπτύξουν το ταχύτερο δυνατό εναλλακτικές δραστηριότητες οι οποίες να είναι βιώσιμες και ανθεκτικές στον χρόνο. Τέλος, οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού πρέπει να ελαχιστοποιούνται ακόμη και σε περιπτώσεις ενίσχυσης επιχειρήσεων που εδρεύουν σε ενισχυόμενες περιοχές. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, πρέπει εξίσου να ληφθούν υπόψη τα ενδεχομένως επιζήμια αποτελέσματα που θα μπορούσαν να προκύψουν για τη συγκεκριμένη περιοχή και για άλλες ενισχυόμενες περιοχές.

56.

Συνεπώς, τα κριτήρια που παρατίθενται στα σημεία 32 έως 54 ισχύουν εξίσου και για τις ενισχυόμενες περιοχές, ακόμη και όταν λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της περιφερειακής ανάπτυξης. Ωστόσο, στις ενισχυόμενες περιοχές, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά από τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα, οι προϋποθέσεις για την έγκριση ενίσχυσης μπορεί να είναι λιγότερο αυστηρές όσον αφορά την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων και το μέγεθος της συμβολής του δικαιούχου. Εφόσον δικαιολογείται από ανάγκες περιφερειακής ανάπτυξης, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή της παρουσίας στην αγορά εμφανίζεται να είναι το πλέον ενδεδειγμένο μέτρο για να αποφευχθούν αθέμιτες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, η απαιτούμενη μείωση θα είναι μικρότερη στις ενισχυόμενες περιοχές από ότι στις μη ενισχυόμενες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίες χρειάζεται να καταδειχθούν από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, θα γίνεται διάκριση μεταξύ των περιοχών που είναι επιλέξιμες για περιφερειακή ενίσχυση βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης και εκείνων που είναι επιλέξιμες βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ), προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μεγαλύτερη σοβαρότητα των περιφερειακών προβλημάτων στις πρώτες από αυτές.

3.2.5.   Ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων

57.

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε μικρές επιχειρήσεις (22) τείνουν να επηρεάζουν τους όρους των συναλλαγών σε μικρότερο βαθμό από ό,τι οι ενισχύσεις προς μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης, και ως εκ τούτου οι όροι που αναφέρονται στα σημεία 32 έως 54 εφαρμόζονται πιο ελαστικά στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η χορήγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης στις μικρές επιχειρήσεις δεν συνδέεται κατά κανόνα με τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων (βλέπε σημείο 41), εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις σε επί μέρους τομείς.

β)

οι απαιτήσεις που αφορούν το περιεχόμενο των εκθέσεων είναι λιγότερο αυστηρές για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (βλέπε σημεία 49, 50 και 51).

58.

Απεναντίας, η αρχή της «εφάπαξ» ενίσχυσης (βλέπε το τμήμα 3.3 ) ισχύει πλήρως στην περίπτωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

59.

Για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις το σχέδιο αναδιάρθρωσης δεν χρειάζεται να εγκριθεί από την Επιτροπή. Ωστόσο, το σχέδιο πρέπει να πληροί τις οριζόμενες στα σημεία 35 έως 37 απαιτήσεις και να έχει εγκριθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Η χορήγηση ενίσχυσης πρέπει να εξαρτάται από την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η υποχρέωση ελέγχου της τήρησης αυτών των προϋποθέσεων ανατίθεται στο κράτος μέλος.

3.2.6.   Ενισχύσεις με σκοπό την κάλυψη του κοινωνικού κόστους της αναδιάρθρωσης

60.

Τα σχέδια αναδιάρθρωσης συνεπάγονται συνήθως τον περιορισμό ή την εγκατάλειψη δραστηριοτήτων. Αυτοί οι περιορισμοί είναι συχνά απαραίτητοι για λόγους εξορθολογισμού και αποτελεσματικότητας, πέραν των οποιωνδήποτε μειώσεων του παραγωγικού δυναμικού που ενδεχομένως απαιτούνται προκειμένου να χορηγηθεί ενίσχυση. Ανεξαρτήτως λόγου, αυτά τα μέτρα οδηγούν εν γένει σε μειώσεις του προσωπικού της εταιρείας.

61.

Η εργατική νομοθεσία των κρατών μελών ενδέχεται να προβλέπει γενικά καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης, βάσει των οποίων οι αποζημιώσεις απόλυσης και οι συντάξεις πρόωρης συνταξιοδότησης καταβάλλονται απευθείας στους απολυθέντες. Αυτά τα καθεστώτα δεν πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

62.

Εκτός από την απευθείας καταβολή αποζημίωσης λόγω απόλυσης και τη δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης των εργαζομένων, τα γενικά καθεστώτα κοινωνικής μέριμνας συχνά προβλέπουν ότι η κυβέρνηση καλύπτει το κόστος παροχών που η επιχείρηση καταβάλλει στους απολυθέντες εργαζόμενους και οι οποίες υπερβαίνουν τις καταστατικές ή συμβατικές υποχρεώσεις της. Όταν τα καθεστώτα αυτά έχουν γενική εφαρμογή, χωρίς περιορισμούς ανά επί μέρους τομείς, σε κάθε εργαζόμενο που πληροί όρους που είναι προκαθορισμένοι και συνεπάγονται αυτόματη επιλεξιμότητα, τότε δεν θεωρούνται ότι συνιστούν ενίσχυση βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης για τις υπό αναδιάρθρωση επιχειρήσεις. Αντίθετα, εάν ένα τέτοιο καθεστώς χρησιμοποιείται με σκοπό τη στήριξη της αναδιάρθρωσης συγκεκριμένων τομέων, δεν αποκλείεται ουδόλως να στοιχειοθετεί ενίσχυση λόγω του επιλεκτικού τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται (23).

63.

Οι υποχρεώσεις που έχει μία επιχείρηση βάσει της εργατικής νομοθεσίας ή των συλλογικών συμβάσεων με τα εργατικά σωματεία όσον αφορά τις αποζημιώσεις λόγω απόλυσης ή και τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις αποτελούν μέρος των συνήθων εξόδων μίας επιχείρησης τα οποία πρέπει να καταβάλει από ίδιους πόρους. Κατά συνέπεια, κάθε κρατική συμμετοχή στα εν λόγω έξοδα πρέπει να θεωρείται ως ενίσχυση, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές πραγματοποιούνται άμεσα στην επιχείρηση ή εάν χορηγούνται μέσω κυβερνητικού φορέα στους εργαζόμενους.

64.

Η Επιτροπή δεν αντιτίθεται εκ πρoοιμίου στις ενισχύσεις αυτού του είδους όταν χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις, επειδή αποφέρουν οικονομικά οφέλη τα οποία υπερβαίνουν τα συμφέροντα της οικείας επιχείρησης, διευκολύνουν τις διαρθρωτικές αλλαγές και περιορίζουν τα κοινωνικά προβλήματα.

65.

Εκτός από την κάλυψη της δαπάνης για αποζημιώσεις λόγω απόλυσης και για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, ενισχύσεις χορηγούνται συχνά, σε μεμονωμένα καθεστώτα αναδιάρθρωσης, για επιμόρφωση, παροχή συμβουλών και πρακτική βοήθεια για την εξεύρεση εναλλακτικής απασχόλησης, καθώς επίσης για την επανεγκατάσταση, την επαγγελματική κατάρτιση και την παροχή βοήθειας σε εργαζόμενους που επιθυμούν να δημιουργήσουν νέες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή λαμβάνει συστηματικά ευνοϊκή θέση όσον αφορά αυτές τις ενισχύσεις όταν χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις.

66.

Οι ενισχύσεις που περιγράφονται στα σημεία 62 έως 65 πρέπει να επισημαίνονται σαφώς στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, καθώς οι ενισχύσεις για κοινωνικά μέτρα αποκλειστικά προς όφελος των εργαζόμενων που απολύονται δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό της έκτασης των αντισταθμιστικών μέτρων σύμφωνα με τα σημεία 38 έως 42.

67.

Προς το κοινό συμφέρον, η Επιτροπή θα μεριμνά για τον περιορισμό στο ελάχιστο δυνατό, στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, των κοινωνικών επιπτώσεών της στα άλλα κράτη μέλη εκτός εκείνου που χορηγεί την ενίσχυση.

3.2.7.   Ενημέρωση της Επιτροπής για κάθε ενίσχυση που χορηγείται στη δικαιούχο επιχείρηση κατά την περίοδο αναδιάρθρωσης

68.

Όταν μια ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγείται σε μεγάλη ή μεσαία επιχείρηση εξετάζεται με βάση τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές, η χορήγηση κάθε άλλης επενδυτικής ενίσχυσης κατά τη διάρκεια της αναδιάρθρωσης, ακόμη και στο πλαίσιο ήδη εγκεκριμένου καθεστώτος, ενδέχεται να επηρεάσει την Επιτροπή κατά τον καθορισμό του επιπέδου των επιβαλλόμενων αντισταθμιστικών μέτρων.

69.

Οι κοινοποιήσεις των ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση μεγάλων ή μεσαίων επιχειρήσεων πρέπει να αναφέρουν όλες τις άλλες ενισχύσεις πάσης φύσεως που προβλέπεται να χορηγηθούν στη δικαιούχο επιχείρηση κατά το διάστημα της αναδιάρθρωσης, εκτός αν η εκάστοτε ενίσχυση καλύπτεται από τον κανόνα de minimis ή από κανονισμούς περί απαλλαγής. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη αυτές τις ενισχύσεις κατά την αξιολόγηση της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης.

70.

Κάθε ενίσχυση πραγματικά χορηγούμενη σε μεγάλη ή μεσαία επιχείρηση κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδιάρθρωσης, συμπεριλαμβανομένων των ενισχύσεων που χορηγούνται σύμφωνα με εγκεκριμένο καθεστώς, πρέπει να κοινοποιείται μεμονωμένα στην Επιτροπή στο μέτρο που αυτή δεν ενημερώθηκε κατά τη στιγμή λήψης της απόφασής της σχετικά με την ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

71.

Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι η χορήγηση ενισχύσεων στο πλαίσιο εγκεκριμένων καθεστώτων δε μπορεί να οδηγήσει σε καταστρατήγηση των απαιτήσεων που προβλέπουν οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

3.3.   Εφάπαξ Ενίσχυση

72.

Κάθε ενίσχυση διάσωσης αποτελεί εφάπαξ ενέργεια, με κύριο στόχο τη συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης για περιορισμένο χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου μπορούν να αξιολογηθούν οι προοπτικές της. Δεν πρέπει να επιτρέπονται οι επαναλαμβανόμενες ενισχύσεις διάσωσης, που διατηρούν απλώς το καθεστώς, αναβάλλουν το αναπόφευκτο και εν τω μεταξύ μεταθέτουν τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε άλλους αποτελεσματικότερους παραγωγούς ή σε άλλα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, ενίσχυση διάσωσης χορηγείται μόνον άπαξ (αρχή της «εφάπαξ» ενίσχυσης). Παρομοίως, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο παροχής αδικαιολόγητων ενισχύσεων σε επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να επιβιώσουν μόνο χάρη στη συνεχή κρατική υποστήριξη, οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης πρέπει να χορηγούνται μόνον άπαξ. Τέλος, εάν χορηγηθεί ενίσχυση διάσωσης σε επιχείρηση που έχει ήδη λάβει ενίσχυση αναδιάρθρωσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι δυσχέρειες του δικαιούχου είναι επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα και ότι οι επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις του κράτους οδηγούν σε στρεβλώσεις ανταγωνισμού που είναι αντίθετες προς το κοινό συμφέρον. Κρατικές παρεμβάσεις αυτού του είδους δεν πρέπει να επιτρέπονται.

73.

Εφόσον κοινοποιείται στην Επιτροπή ένα πρόγραμμα ενισχύσεων διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, το κράτος μέλος πρέπει να διευκρινίζει καταρχάς εάν η επιχείρηση έχει ήδη λάβει κατά το παρελθόν κρατική ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, συμπεριλαμβανομένων και των ενισχύσεων που ενδεχομένως χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και οποιασδήποτε μη κοινοποιηθείσας ενίσχυσης (24). Σε μία τέτοια περίπτωση, και όταν έχουν παρέλθει λιγότερα από δέκα έτη από τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης ή έχει λήξει η περίοδος αναδιάρθρωσης ή έχει διακοπεί η εφαρμογή του σχεδίου (όποιο είναι το πλέον πρόσφατο), η Επιτροπή εγκρίνει άλλη ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν μία ενίσχυση αναδιάρθρωσης ακολουθεί τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης ως μέρος μιας ενιαίας επιχείρησης αναδιάρθρωσης·

β)

όταν η ενίσχυση διάσωσης έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τους όρους του τμήματος 3.1.1 και η ενίσχυση αυτή δεν ακολουθήθηκε από στηριζόμενη από το κράτος αναδιάρθρωση εάν:

i)

η επιχείρηση μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ως βιώσιμη μακροπρόθεσμα μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης διάσωσης και

ii)

απαιτείται νέα ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης μετά τουλάχιστον πέντε έτη λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων (25) για τις οποίες δεν ευθύνεται η επιχείρηση

γ)

σε εξαιρετικές και απρόβλεπτες περιστάσεις για τις οποίες δεν ευθύνεται η επιχείρηση.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ), δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η απλουστευμένη διαδικασία που αναφέρεται στο τμήμα 0.

74.

Η εφαρμογή αυτού του κανόνα ουδόλως επηρεάζεται από μεταβολές του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της δικαιούχου επιχείρησης μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης, ούτε από οποιαδήποτε δικαστική ή διοικητική διαδικασία που έχει ως αποτέλεσμα την εξυγίανση του ισολογισμού της επιχείρησης, τη μείωση του παθητικού της ή τη διαγραφή παλαιότερων χρεών της, εφόσον η δραστηριότητα συνεχίζεται από την ίδια επιχείρηση.

75.

Όταν ένας επιχειρηματικός όμιλος έχει λάβει ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή κατ' αρχήν δεν εγκρίνει άλλη ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης στον ίδιο τον όμιλο ή σε οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις του ομίλου, εκτός εάν έχουν παρέλθει δέκα έτη από τη χορήγηση της ενίσχυσης διάσωσης ή έχει λήξει η περίοδος αναδιάρθρωσης ή έχει διακοπεί η εφαρμογή του σχεδίου, όποιο είναι το πλέον πρόσφατο. Όταν επιχείρηση που ανήκει σε επιχειρηματικό όμιλο έχει λάβει ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, ο όμιλος στο σύνολό του καθώς και οι άλλες επιχειρήσεις του ομίλου παραμένουν επιλέξιμες για τη χορήγηση ενίσχυσης διάσωσης ή αναδιάρθρωσης (υπό την επιφύλαξη τήρησης των λοιπών διατάξεων των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών) εξαιρουμένου του δικαιούχου της προηγούμενης ενίσχυσης. Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεν μεταβιβάζεται ενίσχυση από τον όμιλο ή άλλη επιχείρηση του ομίλου στον δικαιούχο της προηγούμενης ενίσχυσης.

76.

Στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση εξαγοράζει τα στοιχεία του ενεργητικού μίας άλλης επιχείρησης, ιδίως κάποιας που είχε υπαχθεί σε μία από τις διαδικασίες που αναφέρονται στο σημείο 74 ή σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία βάσει του εθνικού δικαίου και είχε ήδη λάβει η ίδια ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης, ο αγοραστής δεν δεσμεύεται πλέον από τον όρο της εφάπαξ ενίσχυσης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)

είναι σαφές ότι ο αγοραστής δεν σχετίζεται με την παλαιά επιχείρηση·

β)

ο αγοραστής έχει αποκτήσει τα στοιχεία του ενεργητικού της παλαιάς επιχείρησης σε τιμές αγοράς·

γ)

η εκκαθάριση ή η δικαστική διαχείριση και η εξαγορά δεν αποτελούν απλώς τεχνάσματα για να αποφευχθεί η εφαρμογή της αρχής της «εφάπαξ» ενίσχυσης, πράγμα το οποίο μπορεί να διαπιστώσει η Επιτροπή εάν, για παράδειγμα, οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο αγοραστής ήταν σαφώς αναμενόμενες κατά την εξαγορά των στοιχείων ενεργητικού της παλαιάς επιχείρησης.

77.

Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι οι ενισχύσεις για την εξαγορά στοιχείων ενεργητικού, οι οποίες αποτελούν ενισχύσεις στην αρχική επένδυση, δεν μπορούν να επιτραπούν με βάση τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

4.   ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

4.1.   Γενικές αρχές

78.

Η Επιτροπή θα εγκρίνει καθεστώτα ενισχύσεων διάσωσης ή και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων μόνο υπέρ των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αντιστοιχούν στον κοινοτικό ορισμό για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ακολουθούν, το συμβιβάσιμο των εν λόγω καθεστώτων θα αξιολογείται σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στα κεφάλαια 0 και 0, εξαιρουμένου του τμήματος 0 το οποίο δεν εφαρμόζεται σε καθεστώτα ενισχύσεων. Κάθε ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο καθεστώτος αλλά δεν πληροί κάποιον από τους όρους αυτούς πρέπει να κοινοποιείται σε ατομική βάση και να εγκρίνεται προηγουμένως από την Επιτροπή.

4.2.   Επιλεξιμότητα

79.

Εκτός αντιθέτων διατάξεων που προβλέπονται από τους τομεακούς κανόνες που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, οι ενισχύσεις υπέρ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που χορηγούνται κατ' εφαρμογή καθεστώτων που εγκρίνονται από την ημερομηνία εφαρμογής των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών απαλλάσσονται από την υποχρέωση ατομικής κοινοποίησης μόνον όταν πληρούν τουλάχιστον ένα από τα τρία κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 0. Οι ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που δεν πληρούν κανένα από αυτά τα τρία κριτήρια πρέπει να κοινοποιούνται ατομικά στην Επιτροπή προκειμένου αυτή να εκτιμήσει κατά πόσον η δικαιούχος επιχείρηση θεωρείται προβληματική. Οι ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που δρουν σε αγορά που παρουσιάζει μακροπρόθεσμη διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, ανεξάρτητα από το μέγεθος της δικαιούχου επιχείρησης, πρέπει επίσης να ανακοινώνονται ατομικά στην Επιτροπή προκειμένου να μπορεί να εκτιμήσει αν εφαρμόζεται το σημείο 42.

4.3.   Όροι για την έγκριση καθεστώτων ενισχύσεων διάσωσης

80.

Προκειμένου να εγκριθούν από την Επιτροπή, τα καθεστώτα ενισχύσεων διάσωσης πρέπει να πληρούν τους όρους που ορίζονται στα στοιχεία α), β), δ) και ε) του σημείου 25. Περαιτέρω, ενίσχυση διάσωσης μπορεί να χορηγείται μόνο για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, κατά τη διάρκεια του οποίου πρέπει να γίνει ανάλυση της κατάστασης της επιχείρησης. Πριν από τη λήξη του χρονικού αυτού διαστήματος, το κράτος μέλος πρέπει είτε να εγκρίνει σχέδιο αναδιάρθρωσης ή ένα σχέδιο εκκαθάρισης είτε να απαιτήσει από τη δικαιούχο την αποπληρωμή του δανείου και της ενίσχυσης που αντιστοιχεί στην προσαύξηση του επιτοκίου λόγω υψηλού κινδύνου.

81.

Κάθε ενίσχυση διάσωσης που χορηγείται για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών ή δεν επιστρέφεται μετά την πάροδο έξι μηνών πρέπει να κοινοποιείται ατομικά στην Επιτροπή.

4.4.   Όροι για την έγκριση καθεστώτων ενισχύσεων αναδιάρθρωσης

82.

Η Επιτροπή θα εγκρίνει καθεστώτα ενισχύσεων αναδιάρθρωσης μόνο εφόσον η χορήγηση των ενισχύσεων συνοδεύεται από τον όρο της πλήρους εφαρμογής εκ μέρους του δικαιούχου ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης το οποίο έχει προηγουμένως εγκριθεί από το κράτος μέλος και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

αποκατάσταση της βιωσιμότητας: εφαρμόζονται τα κριτήρια που αναφέρονται στα σημεία 34 έως 37·

β)

αποφυγή αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού: δεδομένου ότι η ενίσχυση σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις τείνει σε μικρότερη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η αρχή που αναφέρεται στα σημεία 38 έως 42, δεν εφαρμόζεται εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων που εφαρμόζονται για συγκεκριμένο τομέα· τα καθεστώτα πρέπει πάντως να προβλέπουν ότι οι αποδέκτριες επιχειρήσεις δεν επιτρέπεται να προβούν σε αύξηση της παραγωγικής τους ικανότητας όσο διαρκεί η αναδιάρθρωση· για τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις εφαρμόζονται τα σημεία 38 έως 42·

γ)

περιορισμός των ενισχύσεων στο ελάχιστο απαραίτητο: εφαρμόζονται οι αρχές που αναφέρονται στα σημεία 43, 44 και 45·

δ)

τροποποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης: για κάθε τροποποίηση του σχεδίου πρέπει να τηρούνται οι κανόνες που αναφέρονται στα σημεία 52, 53 και 54.

4.5.   Κοινοί όροι για την έγκριση καθεστώτων ενισχύσεων διάσωσης ή και αναδιάρθρωσης

83.

Τα καθεστώτα πρέπει να προσδιορίζουν το ανώτατο ποσό ενίσχυσης που επιτρέπεται να χορηγηθεί στην ίδια επιχείρηση στο πλαίσιο της χορήγησης ενίσχυσης διάσωσης ή και αναδιάρθρωσης, ακόμα και όταν πρόκειται για την τροποποίηση του σχετικού σχεδίου. Οι ενισχύσεις που υπερβαίνουν το ποσό αυτό πρέπει να κοινοποιούνται σε ατομική βάση στην Επιτροπή. Το μέγιστο ποσό ενίσχυσης που χορηγείται για συνδυασμένη ενίσχυση διάσωσης και ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγείται στην ίδια εταιρεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε ενίσχυσης που αποκτήθηκε από άλλες πηγές ή βάσει άλλων καθεστώτων.

84.

Επιπλέον πρέπει να τηρείται η αρχή της «εφάπαξ» ενίσχυσης. Εφαρμόζεται ο κανόνας που αναφέρεται στο τμήμα 3.3.

85.

Τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να κοινοποιούν μέτρα σε ατομική βάση στην Επιτροπή, όταν μία επιχείρηση αποκτά στοιχεία του ενεργητικού μιας άλλης επιχείρησης η οποία έχει ήδη λάβει ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης.

4.6.   Έλεγχος και ετήσια έκθεση

86.

Τα σημεία 49, 50 και 51 δεν ισχύουν για τα καθεστώτα ενισχύσεων. Ωστόσο, η έγκριση του καθεστώτος συνοδεύεται από υποχρέωση υποβολής, κατά κανόνα σε ετήσια βάση, εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή του που περιέχουν τις πληροφορίες που προβλέπονται στις σχετικές οδηγίες της Επιτροπής για τις τυποποιημένες εκθέσεις (26). Οι εκθέσεις πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν κατάλογο όλων των δικαιούχων επιχειρήσεων και να διευκρινίζουν για καθεμιά από αυτές:

α)

την επωνυμία της εταιρείας·

β)

τον κωδικό του σχετικού τομέα της εταιρείας, που αντιστοιχεί στον τριψήφιο κωδικό της ταξινόμησης τομέων της NACE (27)·

γ)

τον αριθμό των εργαζομένων·

δ)

τον ετήσιο κύκλο εργασιών και το ύψος του ισολογισμού·

ε)

το ποσό της χορηγηθείσας ενίσχυσης·

στ)

το ποσό και τη μορφή της συμμετοχής της δικαιούχου επιχείρησης·

ζ)

κατά περίπτωση, τη μορφή και τη σημασία των αντισταθμιστικών μέτρων·

η)

κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά με τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης ή τις εξομοιούμενες με αυτές που η εκάστοτε επιχείρηση έχει ενδεχομένως λάβει κατά το παρελθόν·

θ)

το κατά πόσον η δικαιούχος επιχείρηση έχει τεθεί υπό εκκαθάριση ή υπαχθεί σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία πριν από τη λήξη της περιόδου αναδιάρθρωσης.

5.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΣΤΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΟΜΕΑ (28)

5.1.   Αντισταθμιστικά μέτρα

87.

Στα σημεία 0 έως 0, 57 και 82 στοιχείο β) προβλέπεται ότι η απαίτηση αντισταθμιστικών μέτρων δεν ισχύει καταρχήν για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε διατάξεις που αφορούν συγκεκριμένους τομείς. Στο γεωργικό τομέα, η Επιτροπή απαιτεί κατά κανόνα τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις αρχές που αναφέρονται στα σημεία 0 έως 0, από όλους τους δικαιούχους ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, ανεξαρτήτως μεγέθους.

5.2.   Ορισμός του πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού

88.

Για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, το διαρθρωτικό πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό στο γεωργικό τομέα θα ορίζεται κατά περίπτωση από την Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την έκταση και τον κύριο σκοπό, για την κατηγορία του σχετικού προϊόντος στη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, των μέτρων σταθεροποίησης της αγοράς, και ιδίως τις επιστροφές κατά την εξαγωγή και τις αποσύρσεις από την αγορά, την εξέλιξη των τιμών στην παγκόσμια αγορά και τους κατά τομείς περιορισμούς που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία.

5.3.   Επιλεξιμότητα των καθεστώτων ενισχύσεων διάσωσης και αναδιάρθρωσης

89.

Κατά παρέκκλιση του σημείου 79, η Επιτροπή μπορεί εξίσου να απαλλάσσει ενίσχυση σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από την υποχρέωση ατομικής κοινοποίησης εάν η συγκεκριμένη μικρή ή μεσαία επιχείρηση δεν πληροί τουλάχιστον ένα από τα τρία κριτήρια που αναφέρονται στο σημείο 10.

5.4.   Μειώσεις παραγωγικού δυναμικού

90.

Όταν υπάρχει διαρθρωτικό πλεόνασμα παραγωγικής ικανότητας, ισχύει η απαίτηση της αμετάκλητης μείωσης ή διακοπής της λειτουργίας του δυναμικού, όπως αναφέρεται στα σημεία 38 έως 42. Οι αγροτικές εκτάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά 15 έτη από την πραγματική διακοπή της παραγωγικής ικανότητας. Μέχρι τότε, η γη η οποία δεν χρησιμοποιείται πλέον για παραγωγικούς σκοπούς, πρέπει να διατηρείται σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (29), και τους σχετικούς κανόνες εφαρμογής.

91.

Όσον αφορά τα μέτρα ενίσχυσης τα οποία έχουν στόχο ειδικά προϊόντα ή επιχειρήσεις, η μείωση της παραγωγικής ικανότητας πρέπει να φθάνει τουλάχιστον το 10 % εκείνης για την οποία έχει πράγματι χορηγηθεί η ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Για άλλα μέτρα που δεν έχουν ανάλογο συγκεκριμένο στόχο, η προαναφερθείσα μείωση της παραγωγικής ικανότητας πρέπει να φθάνει τουλάχιστον το 5 %. Όσον αφορά τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης που χορηγούνται σε μειονεκτικές περιοχές (30), η απαίτηση για μείωση της παραγωγικής ικανότητας μειώνεται κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. Η Επιτροπή θα παραιτηθεί από αυτές τις απαιτήσεις μείωσης παραγωγικής ικανότητας όταν το σύνολο των αποφάσεων για τη χορήγηση ενισχύσεων αναδιάρθρωσης που έχουν ληφθεί υπέρ των δικαιούχων σε συγκεκριμένο τομέα για περίοδο δώδεκα διαδοχικών μηνών, δεν αφορά περισσότερο από το 1 % της παραγωγικής ικανότητας του τομέα αυτού στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Ο κανόνας αυτός μπορεί να εφαρμοστεί σε περιφερειακό επίπεδο στην περίπτωση καθεστώτος ενίσχυσης που περιορίζεται σε συγκεκριμένη περιοχή.

92.

Η απαίτηση για αμετάκλητη μείωση μπορεί να εκπληρωθεί στο επίπεδο της σχετικής αγοράς (χωρίς απαραιτήτως να συνεπάγεται μειώσεις εκ μέρους των δικαιούχων της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης). Υπό την επιφύλαξη της τήρησης των διατάξεων της κοινής αγροτικής πολιτικής, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν το σύστημα μείωσης της παραγωγικής ικανότητας που θέλουν να εφαρμόσουν.

93.

Το κράτος μέλος πρέπει να αποδείξει ότι η μείωση της παραγωγικής ικανότητας θα ήταν συμπληρωματική σε σχέση με οποιαδήποτε μείωση θα πραγματοποιείτο αν δεν υπήρχε η ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

94.

Όταν η μείωση της παραγωγικής ικανότητας δεν επιδιώκεται στο επίπεδο του δικαιούχου της ενίσχυσης, τα μέτρα μείωσης της παραγωγικής ικανότητας πρέπει να εφαρμόζονται το αργότερο ένα έτος μετά τη χορήγηση της ενίσχυσης.

95.

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της διακοπής της παραγωγικής ικανότητας που έχει αναληφθεί στο σχετικό επίπεδο αγοράς, το κράτος μέλος πρέπει να αναλάβει τη δέσμευση να μη χορηγήσει κρατικές ενισχύσεις για αυξήσεις παραγωγικής ικανότητας στον συγκεκριμένο τομέα. Η δέσμευση ισχύει για περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία επιτεύχθηκε πραγματικά η απαιτούμενη μείωση παραγωγικής ικανότητας.

96.

Για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας και των ποσών της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης, δεν λαμβάνονται υπόψη οι υποχρεώσεις τήρησης της κοινοτικής ποσόστωσης και οι σχετικές διατάξεις που ισχύουν στο επίπεδο των μεμονωμένων επιχειρηματιών.

5.5.   Αρχή της εφάπαξ ενίσχυσης

97.

Η αρχή σύμφωνα με την οποία οι ενισχύσεις διάσωσης ή αναδιάρθρωσης πρέπει να χορηγούνται μία μόνο φορά ισχύει και για τη γεωργία. Εντούτοις, αντί για περίοδο δέκα ετών όπως αναφέρεται στο τμήμα 3.3, θα εφαρμόζεται περίοδος πέντε ετών.

5.6.   Έλεγχος και ετήσια έκθεση

98.

Οι κανόνες που ορίζονται στα κεφάλαια 0 και 0 ισχύουν για τον έλεγχο και τις ετήσιες εκθέσεις στο γεωργικό τομέα, εκτός από την υποχρέωση παροχής καταλόγου όλων των δικαιούχων ενίσχυσης και ορισμένων πληροφοριών για κάθε έναν εξ αυτών (βλέπε σημείο 86). Όταν εφαρμόζονται οι διατάξεις των σημείων 90 έως 96, η έκθεση πρέπει επίσης να περιλαμβάνει δεδομένα που να αποδεικνύουν την παραγωγική ικανότητα η οποία έχει πράγματι επωφεληθεί από την ενίσχυση αναδιάρθρωσης και την επιτευχθείσα μείωση παραγωγικής ικανότητας.

6.   ΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 88 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

99.

Η Επιτροπή θα προτείνει στα κράτη μέλη, με χωριστή επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 1 της συνθήκης, να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα που αναφέρονται στα σημεία 100 και 101 σχετικά με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων. Η Επιτροπή προτίθεται να εξαρτά στο μέλλον την έγκριση κάθε καθεστώτος από την τήρηση των εν λόγω διατάξεων.

100.

Τα κράτη μέλη που θα δεχτούν την πρόταση της Επιτροπής πρέπει εντός έξι μηνών να προσαρμόσουν τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων που πρόκειται να παραμείνουν σε ισχύ μετά τις 9 Οκτωβρίου 2004, για να τα ευθυγραμμίσουν με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

101.

Τα κράτη μέλη πρέπει να δηλώσουν ότι αποδέχονται αυτά τα κατάλληλα μέτρα εντός ενός μηνός από την παραλαβή της εν λόγω επιστολής που προτείνει κατάλληλα μέτρα.

7.   ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ

102.

Η Επιτροπή θα εφαρμόζει τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές από τις 10 Οκτωβρίου 2004 έως τις 9 Οκτωβρίου 2009.

103.

Οι κοινοποιήσεις που έχουν καταχωρηθεί από την Επιτροπή πριν από τις 10 Οκτωβρίου 2004 θα εξεταστούν σύμφωνα με τα κριτήρια που ίσχυαν κατά το χρόνο της κοινοποίησης.

104.

Η Επιτροπή θα εξετάζει κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κάθε ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης η οποία χορηγείται χωρίς την άδεια της και, επομένως, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης βάσει των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών εάν όλη η ενίσχυση ή μέρος αυτής χορηγείται μετά τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η εξέταση θα διεξάγεται βάσει των κατευθυντήριων γραμμών που εφαρμόζονται κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.


(1)  ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12.

(2)  ΕΕ C 283 της 19.9.1997, σ. 2. Βλέπε επίσης υποσημείωση στην επικεφαλίδα του κεφαλαίου 5.

(3)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(4)  Αυτό αναφέρεται ιδιαίτερα στα είδη εταιρειών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας του Συμβουλίου 78/660/EΟΚ (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11) όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 178 της 17.7.2003, σ. 16).

(5)  Κατ' αναλογία με τις διατάξεις του άρθρου 17 της οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 26 της 30.1.1977, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(6)  Αυτό αναφέρεται ειδικότερα στα είδη εταιρειών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 78/660/EΟΚ του Συμβουλίου.

(7)  Για να καθοριστεί εάν μια εταιρεία είναι ανεξάρτητη ή αποτελεί μέρος επιχειρηματικού ομίλου, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 68/2001 της Επιτροπής (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 20), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 363/2004 (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 20).

(8)  Άρθρο 3 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1407/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 205 της 2.8.2002, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(9)  Σημείο 19 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξης ισχύος της συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ C 152 της 26.6.2002, σ. 5). Σημείο 1 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης και ενισχύσεις για το κλείσιμο επιχειρήσεων στο χαλυβουργικό τομέα (ΕΕ C 70 της 19.3.2002, σ. 21). Θεσπίστηκαν κατάλληλα μέτρα δυνάμει του πολυτομεακού πλαισίου για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια (ΕΕ C 70 της 19.3.2002, σ. 8).

(10)  Ειδικοί κανόνες αυτού του χαρακτήρα υπάρχουν για τις αεροπορικές μεταφορές (ΕΕ C 350 της 10.12.1994, σ. 5).

(11)  Δηλαδή ενισχύσεις σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο 79 μπορούν παρά ταύτα να εξαιρούνται από την ατομική κοινοποίηση.

(12)  ΕΕ C 19 της 20.1.2001, σ. 7.

(13)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(14)  Υπόθεση C-355/95 P, Textilwerke Deggendorf κατά Επιτροπής και λοιπών, συλλογή νομολογίας 1997, σ. Ι-2549.

(15)  Εξαίρεση μπορεί να γίνει στην περίπτωση των ενισχύσεων διάσωσης στον τραπεζικό τομέα, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα να συνεχίσει προσωρινά τις τραπεζικές του επιχειρήσεις σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί προληπτικής εποπτείας [οδηγία 2000/12/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1)]. Σε κάθε περίπτωση, ενίσχυση που χορηγείται υπό μορφή άλλη πέραν των εγγυήσεων δανείου ή χορήγησης δανείου που πληρούν τους όρους που περιγράφονται στο στοιχείο α), πρέπει να πληροί τις γενικές αρχές των ενισχύσεων διάσωσης και να μην συνίσταται σε διαρθρωτικά χρηματοοικονομικά μέτρα που αφορούν τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας. Οποιαδήποτε ενίσχυση χορηγείται υπό μορφή άλλη πέραν των εγγυήσεων δανείου ή χορήγησης δανείου που πληρούν τους όρους που περιγράφονται στο στοιχείο α) λαμβάνεται υπόψη όταν εξετάζονται οποιαδήποτε αντισταθμιστικά μέτρα στο πλαίσιο σχεδίων αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα σημεία 38 έως 42.

(16)  Σε αυτή την περίπτωση η Επιτροπή μπορεί να λάβει επίσης υπόψη της το γεγονός εάν η εν λόγω εταιρεία είναι μεσαία ή μεγάλη.

(17)  ΕΕ C 70 της 19.3.2002, σ. 8.

(18)  Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή επιτρέπει μόνο ενίσχυση για να ελαφρύνει το κοινωνικό κόστος της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με το τμήμα 0 και περιβαλλοντική ενίσχυση για τον καθαρισμό μολυσμένων χώρων, οι οποίοι διαφορετικά μπορεί να εγκαταλειφθούν.

(19)  Βλέπε σημείο 0. Αυτή η ελάχιστη συμμετοχή δεν πρέπει να περιλαμβάνει ενίσχυση. Αυτό δεν ισχύει για παράδειγμα στην περίπτωση που πρόκειται για δάνειο με επιδότηση επιτοκίου ή καλυπτόμενο από εγγύηση του δημοσίου που περικλείει στοιχεία ενίσχυσης.

(20)  Βλέπε σημείο 0 στοιχείο γ).

(21)  Το άρθρο 159 της συνθήκης προβλέπει ότι: «Η διαμόρφωση και η υλοποίηση των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας καθώς και η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, λαμβάνουν υπόψη τους στόχους του άρθρου 158 και συμβάλλουν στην πραγματοποίησή τους».

(22)  Όπως ορίζονται στη σύσταση της Επιτροπής 2003/361/ΕΚ (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36). Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004, ο σχετικός ορισμός μπορεί να βρεθεί στη σύσταση 96/280/EΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4).

(23)  Στην απόφασή του στην υπόθεση C-241/94 (Γαλλία κατά Επιτροπής, «Kimberly Clark Sopalin», Συλλογή Νομολογίας 1996, σ. Ι-4551), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η χρηματοδότηση από τις γαλλικές αρχές μέσω του εθνικού ταμείου απασχόλησης και σε επιλεκτική βάση μπορούσε να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων, καλύπτοντας έτσι τις προϋποθέσεις κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. (Στην απόφαση του Δικαστηρίου δεν αμφισβητείτο η βασιμότητα του συμπεράσματος της Επιτροπής ότι η ενίσχυση ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά).

(24)  Όσον αφορά τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη στην ανάλυσή της το ενδεχόμενο η ενίσχυση να έχει κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά σε άλλη βάση εκτός από ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης.

(25)  Απρόβλεπτη θεωρείται η περίσταση που δεν μπορούσε επ' ουδενί να προβλεφθεί από τη διαχείριση της εταιρείας κατά την κατάρτιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και η οποία δεν οφείλεται σε αμέλεια ή σφάλματα της διαχείρισης της εταιρείας ούτε σε αποφάσεις του ομίλου στον οποίο ανήκει.

(26)  Βλέπε παραρτήματα ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ (ομοιόμορφες ρυθμίσεις υποβολής εκθέσεων για τις υφιστάμενες κρατικές ενισχύσεις) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(27)  Στατιστική ταξινόμηση των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δημοσιευθείσα από τη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(28)  Αυτός περιλαμβάνει, για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, το σύνολο των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στην πρωτογενή παραγωγή των γεωργικών προϊόντων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της συνθήκης (γεωργία). Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις που επεξεργάζονται και εμπορεύονται τα γεωργικά προϊόντα δεν καλύπτονται από το παρόν κεφάλαιο. Αυτές οι ενισχύσεις αξιολογούνται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών. Ο τομέας της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας δεν καλύπτεται από το παρόν κεφάλαιο.

(29)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 864/2004 (ΕΕ L 161 της 30.4.2004, σ. 48).

(30)  Όπως ορίζεται στα άρθρα 13 και εξής του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1257/1999 (ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 80), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 583/2004 (ΕΕ L 91 της 30.3.2004, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τύπος (1) υπολογισμού του ανώτατου ποσού ενίσχυσης διάσωσης που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο απλουστευμένης διαδικασίας:

Formula

Ο τύπος υπολογισμού θεμελιώνεται στα αποτελέσματα εκμετάλλευσης της εταιρείας (EBIT: κέρδη προ τόκων και φόρων) κατά το έτος (t) που προηγείται της χορήγησης ή της κοινοποίησης της ενίσχυσης. Σε αυτό το ποσό προστίθενται οι αποσβέσεις και στη συνέχεια η μεταβολή των κεφαλαίων κίνησης, η οποία αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ κυκλοφορούντος ενεργητικού και βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων (2) για τις τελευταίες περατωθείσες λογιστικές χρήσεις. Παρομοίως, εάν έχουν μεταφερθεί προβλέψεις στα αποτελέσματα εκμετάλλευσης, αυτό πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς και το αποτέλεσμα δεν πρέπει να περιλαμβάνει τέτοιες προβλέψεις.

Ο τύπος υπολογισμού στοχεύει στην εκτίμηση των αρνητικών λειτουργικών ταμειακών ροών της εταιρείας κατά το έτος που προηγείται της αίτησης ενίσχυσης (ή πριν τη χορήγηση ενίσχυσης στις περιπτώσεις μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων). Το ήμισυ αυτού του ποσού πρέπει να επιτρέπει τη διατήρηση της εταιρείας σε λειτουργία για περίοδο έξι μηνών. Το αποτέλεσμα του τύπου υπολογισμού πρέπει κατά συνέπεια να διαιρείται δια 2.

Αυτός ο τύπος υπολογισμού μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο εφόσον το αποτέλεσμα είναι αρνητικό ποσό.

Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, πρέπει να υποβληθεί λεπτομερής εξήγηση που να αποδεικνύει ότι η επιχείρηση είναι προβληματική κατά την έννοια των σημείων 10 και 11.

Παράδειγμα:

Κέρδη προ τόκων και φόρων (εκατ. ευρώ)

(12)

Αποσβέσεις (εκατ. ευρώ)

(2)

Ισολογισμός (εκατ. ευρώ)

Δεκέμβριος 31, X

Δεκέμβριος 31, XO

Κυκλοφορούν ενεργητικό

Διαθέσιμα ή ισοδύναμα

10

5

Λογαριασμοί εισπρακτέοι

30

20

Αποθέματα

50

45

Έξοδα επόμενων χρήσεων

20

10

Άλλα στοιχεία του κυκλοφορούντος ενεργητικού

20

20

Σύνολο κυκλοφορούντος ενεργητικού

130

100

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις

Λογαριασμοί πληρωτέοι

20

25

Έξοδα χρήσεως δεδουλευμένα

15

10

Έσοδα επόμενων χρήσεων

5

5

Σύνολο βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων

40

40

Κεφάλαιο κίνησης

90

60

Μεταβολή κεφαλαίου κίνησης

(30)

Ανώτατο ποσό ενίσχυσης διάσωσης = [– 12 + 2 + (– 30)] / 2 = – 20 εκατ. ευρώ

Εφόσον το αποτέλεσμα του τύπου είναι μεγαλύτερο από 10 εκατ. ευρώ, η απλουστευμένη διαδικασία που περιγράφεται στο σημείο 30 δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Σε περίπτωση υπέρβασης αυτού του ορίου, το κράτος μέλος πρέπει να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκαν οι μελλοντικές ανάγκες διαθεσίμων και το ποσό της ενίσχυσης διάσωσης.


(1)  Το EBIT [κέρδη προ τόκων και φόρων όπως εμφανίζεται στους ετήσιους λογαριασμούς του έτους που προηγείται της αίτησης (έτος t)] πρέπει να προσαυξάνεται με τις αποσβέσεις της ίδιας περιόδου και τη μεταβολή του κεφαλαίου κίνησης σε περίοδο δύο ετών (έτος πριν την αίτηση και προηγούμενο έτος), και στη συνέχεια να διαιρείται δια δύο για να προσδιοριστεί ένα ποσό για έξι μήνες, που αποτελεί την κανονική περίοδο για την οποία εγκρίνεται μια ενίσχυση διάσωσης.

(2)  Κυκλοφορούν ενεργητικό: ρευστά διαθέσιμα, εισπρακτέοι λογαριασμοί (λογαριασμοί πελατών και χρεωστών), άλλα στοιχεία κυκλοφορούντος ενεργητικού και προπληρωθέντα έξοδα, αποθέματα.

Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις: χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, πληρωτέοι λογαριασμοί (λογαριασμοί προμηθευτών και πιστωτών) και άλλες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, έσοδα επόμενων χρήσεων, άλλες δεδουλευμένες υποχρεώσεις, υποχρεώσεις από φόρους.


1.10.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 244/18


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση αριθ. COMP/M.3569 — Wendel Investissement/Bureau Veritas)

(2004/C 244/03)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

1.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Wendel Investissement («Wendel», Γαλλία) αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης Bureau Veritas S.A. («Bureau Veritas», Γαλλία), που επί του παρόντος ελέγχεται από κοινού από τις Wendel και Poincaré Investissements, με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Wendel: εταιρεία χαρτοφυλακίου επενδύσεων που ελέγχει ειδικότερα τις επιχειρήσεις Legrand, Wheelabrator Allevard, Oranje-Nassau και Stallergènes,

για την Bureau Veritas: πιστοποίηση, ταξινόμηση και έλεγχος ποιότητας.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.3569 — Wendel Investissement/Bureau Veritas. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός φαξ (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44] ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

B-1049 Bruxelles/Brussel.


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.


1.10.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 244/19


ΚΑΤΆΛΟΓΟΣ ΕΓΓΡΆΦΩΝ COM ΕΚΤΌΣ ΤΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ ΠΟΥ ΥΙΟΘΕΤΉΘΗΚΑΝ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΉ ΑΠΌ ΤΗΝ 1Η ΑΥΓΟΫΣΤΟΥ 2004 ΈΩΣ ΤΙΣ 31 ΑΥΓΟΫΣΤΟΥ 2004  (1)

(2004/C 244/04)

Έγγραφο

Μέρος

Ημερομηνία έκδοσης

Τίτλος

COM(2004) 548

 

9.8.2004

Σύσταση για απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την έναρξη διαπραγματεύσεων όσον αφορά συμφωνία περί των νομισματικών σχέσεων με το Πριγκιπάτο της Ανδόρας

Τα κείμενα αυτά διατίθενται στην ιστοσελίδα EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex


(1)  Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει μόνο τα έγγραφα COM που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις δημοσίευσης.


II Προπαρασκευαστικές πράξεις

Επιτροπή

1.10.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 244/20


ΚΑΤΆΛΟΓΟΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ ΠΟΥ ΥΙΟΘΕΤΉΘΗΚΑΝ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΉ ΑΠΌ ΤΗΝ 1Η ΑΥΓΟΫΣΤΟΥ 2004 ΈΩΣ ΤΙΣ 31 ΑΥΓΟΫΣΤΟΥ 2004  (1)

(2004/C 244/05)

Έγγραφο

Μέρος

Ημερομηνία έκδοσης

Τίτλος

COM(2004) 545

 

9.8.2004

Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2287/2003 όσον αφορά τις αλιευτικές δυνατότητες στα ύδατα της Γροιλανδίας

COM(2004) 559

1

16.8.2004

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων

COM(2004) 559

2

16.8.2004

Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων

COM(2004) 563

 

18.8.2004

Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 87/328/ΕΟΚ σχετικά με την αποθήκευση σπέρματος βοοειδών που προορίζεται για το ενδοκοινοτικό εμπόριο

COM(2004) 571

 

26.8.2004

Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας

Τα κείμενα αυτά διατίθενται στην ιστοσελίδα EUR-Lex: http://europa.eu.int/eur-lex


(1)  Ο εν λόγω κατάλογος περιλαμβάνει μόνο τα έγγραφα COM που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις δημοσίευσης.


III Πληροφορίες

Επιτροπή

1.10.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 244/21


ΠΡΌΣΚΛΗΣΗ ΥΠΟΒΟΛΉΣ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ

Κοινό εναρμονισμένο πρόγραμμα ερευνών συγκυρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

(2004/C 244/06)

1.   ΠΛΑΙΣΙΟ

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκηρύσσει πρόσκληση υποβολής προτάσεων για μια μακρόχρονη συνεργασία στη διεξαγωγή ερευνών στο πλαίσιο του εναρμονισμένου κοινού προγράμματος ερευνών συγκυρίας (που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 29 Νοεμβρίου 2000) στην Τσεχική Δημοκρατία, την Κύπρο, την Εσθονία, την Ουγγαρία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβακική Δημοκρατία και τη Σλοβενία (αναφέρονται στη συνέχεια ως «νέα κράτη μέλη της ΕΕ»), το Λουξεμβούργο και τη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Ρουμανία. Η συνεργασία αυτή θα λάβει τη μορφή συμφωνίας-πλαισίου εταιρικής σχέσης μεταξύ της Επιτροπής και των ειδικευμένων φορέων στα νέα κράτη μέλη της ΕΕ, στο Λουξεμβούργο και στη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Ρουμανία για περίοδο τριών ετών.

Στόχος του προγράμματος είναι η συγκέντρωση πληροφοριών όσον αφορά την οικονομική κατάσταση των κρατών μελών της ΕΕ, ώστε να υπάρχει δυνατότητα σύγκρισης των οικονομικών κύκλων τους για τους σκοπούς διαχείρισης της ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση). Το εν λόγω πρόγραμμα έχει καταστεί εργαλείο απαραίτητο στη διαδικασία της οικονομικής εποπτείας στο πλαίσιο της ΟΝΕ καθώς και για σκοπούς γενικής οικονομικής πολιτικής.

2.   ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

2.1.   Στόχοι

Το εναρμονισμένο κοινό πρόγραμμα προβλέπει ειδικευμένους οργανισμούς/ινστιτούτα που θα πραγματοποιούν έρευνες γνώμης σε βάση συγχρηματοδότησης. Η Επιτροπή επιθυμεί να συνάψει συμβάσεις με οργανισμούς και ινστιτούτα που διαθέτουν την ικανότητα να πραγματοποιούν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες έρευνες κατά τα επόμενα τρία έτη:

έρευνες για τις επενδύσεις, τις κατασκευές, το λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες στα νέα κράτη μέλη της ΕΕ, τη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Ρουμανία,

έρευνες για το λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες στο Λουξεμβούργο,

έρευνες για τη βιομηχανία και τους καταναλωτές στην Κροατία,

η Επιτροπή οργανώνει επίσης ad hoc έρευνες για συγκεκριμένα οικονομικά θέματα. Οι εν λόγω ad hoc έρευνες είναι εξ ορισμού πιο περιστασιακές και διεξάγονται παράλληλα με τις μηνιαίες έρευνες, χρησιμοποιώντας τα ίδια δείγματα με τις μηνιαίες έρευνες προκειμένου να ληφθούν πληροφορίες για συγκεκριμένα θέματα οικονομικής πολιτικής.

Οι έρευνες πραγματοποιούνται στα διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων στους τομείς της βιομηχανίας, των επενδύσεων, των κατασκευών, του λιανικού εμπορίου και των υπηρεσιών, καθώς και στους καταναλωτές.

2.2.   Τεχνικά χαρακτηριστικά

2.2.1.   Χρονοδιάγραμμα των εργασιών και διαβίβαση των αποτελεσμάτων

Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζεται επισκόπηση των ερευνών που προβλέπονται στο πλαίσιο της παρούσας πρόσκλησης υποβολής προτάσεων:

Τίτλος της έρευνας

Αριθμός τομέων που καλύπτονται/τάξεις μεγέθους

Αριθμός ερωτήσεων που τίθενται κάθε μήνα

Αριθμός ερωτήσεων που τίθενται κάθε τρίμηνο

Έρευνα στη βιομηχανία

56 / —

7

9

Έρευνα για τις επενδύσεις

8 / 6

2 ερωτήσεις το Μάρτιο/Απρίλιο

4 ερωτήσεις τον Οκτώβριο/Νοέμβριο

Έρευνα στον κατασκευαστικό τομέα

5 / —

5

1

Έρευνα στο λιανικό εμπόριο

9 / —

6

Έρευνα στον τομέα των υπηρεσιών

19 / —

6

1

Έρευνα στους καταναλωτές

25 / —

12

3

Οι μηνιαίες έρευνες πρέπει να πραγματοποιούνται κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα και τα αποτελέσματα να αποστέλλονται κάθε μήνα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην Επιτροπή, τουλάχιστον τέσσερις εργάσιμες ημέρες πριν από το τέλος του μήνα και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που θα περιλαμβάνεται στη σύμβαση επιχορήγησης.

Οι τριμηνιαίες έρευνες πρέπει να πραγματοποιούνται κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του πρώτου μήνα κάθε τριμήνου (Ιανουάριος, Απρίλιος, Ιούλιος και Οκτώβριος) και τα αποτελέσματα να αποστέλλονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην Επιτροπή τουλάχιστον τέσσερις εργάσιμες ημέρες πριν από το τέλος του Ιανουαρίου, Απριλίου, Ιουλίου και Οκτωβρίου αντίστοιχα και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που θα περιλαμβάνεται στη σύμβαση επιχορήγησης.

Οι εξαμηνιαίες έρευνες για τις επενδύσεις πρέπει να πραγματοποιούνται κατά τους μήνες Μάρτιο/Απρίλιο και Οκτώβριο/Νοέμβριο και τα αποτελέσματα να αποστέλλονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην Επιτροπή τουλάχιστον τέσσερις εργάσιμες ημέρες πριν από το τέλος του Μαΐου και του Δεκεμβρίου αντίστοιχα και σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που θα περιλαμβάνεται στη σύμβαση επιχορήγησης.

Σε ό,τι αφορά τις έρευνες ad hoc, ο συμβαλλόμενος θα δεσμευτεί να τηρήσει τα ειδικά χρονοδιαγράμματα για τις έρευνες αυτές.

2.2.2.   Μεθοδολογία του κοινού εναρμονισμένου προγράμματος ερευνών συγκυρίας στην ΕΕ

Αναλυτικά στοιχεία για τη μεθοδολογία παρέχονται στον οδηγό του χρήστη, στη διεύθυνση:

http://europa.eu.int/comm/economy_finance/indicators/business_consumer_surveys/userguide_en.pdf

3.   ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑ

3.1.   Διοικητικές διατάξεις

Οι οργανισμοί και ινστιτούτα θα επιλέγονται για μέγιστη περίοδο τριών ετών. Η Επιτροπή επιθυμεί να αναπτύξει μακροπρόθεσμη συνεργασία με τους υποψηφίους που θα επιλεγούν. Για το σκοπό αυτό θα συναφθεί μεταξύ των μερών τριετής συμφωνία-πλαίσιο εταιρικής σχέσης. Δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου εταιρικής σχέσης η οποία θα ορίζει τους κοινούς στόχους και τη φύση των προγραμματιζόμενων ενεργειών, δύνανται να συναφθούν μεταξύ των μερών τρεις ειδικές συμβάσεις επιχορήγησης. Η πρώτη από τις ειδικές συμβάσεις επιχορήγησης θα αφορά την περίοδο από το Μάιο του 2005 έως τον Απρίλιο του 2006.

3.2.   Διάρκεια

Οι έρευνες διεξάγονται από την 1η Μαΐου έως την 30ή Απριλίου. Η διάρκεια της ενέργειας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 μήνες (13 μήνες για την έρευνα για τις επενδύσεις).

4.   ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

4.1.   Πηγές κοινοτικής χρηματοδότησης

Οι ενέργειες που θα επιλεγούν θα χρηματοδοτηθούν από τη γραμμή του προϋπολογισμού 01.02.02 — Συντονισμός και εποπτεία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

4.2.   Προβλεπόμενος συνολικός κοινοτικός προϋπολογισμός για την παρούσα πρόσκληση

Ο συνολικός ετήσιος προϋπολογισμός για τις εν λόγω έρευνες είναι της τάξης των 650 000 ευρώ.

Ο αριθμός των συμβαλλομένων θα κυμαίνεται μεταξύ 12 και 24, ανάλογα με τις προτάσεις που θα υποβληθούν.

4.3.   Ποσοστό της κοινοτικής συγχρηματοδότησης

Η συμμετοχή της Επιτροπής στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησης δεν μπορεί να υπερβεί το 50 % των επιλέξιμων δαπανών του αποδέκτη για κάθε έρευνα.

4.4.   Χρηματοδότηση της ενέργειας από τον δικαιούχο και επιλέξιμες δαπάνες

Οι επιλέξιμες δαπάνες μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο μετά την υπογραφή της ειδικής ετήσιας σύμβασης επιχορήγησης από όλα τα μέρη, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, και οπωσδήποτε πριν από την υποβολή της αίτησης για επιχορήγηση. Οι συνεισφορές σε είδος δεν θεωρούνται επιλέξιμες δαπάνες.

Δυνάμει της συμφωνίας-πλαισίου εταιρικής σχέσης θα ζητηθεί από τον αποδέκτη να υποβάλλει κάθε χρόνο αναλυτικό προϋπολογισμό που θα περιλαμβάνει εκτίμηση σε ευρώ των δαπανών και της χρηματοδότησης της ενέργειας. Ο προϋπολογισμός θα επισυναφθεί ως παράρτημα στην ετήσια ειδική σύμβαση επιχορήγησης. Η Επιτροπή δύναται στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία για το λογιστικό έλεγχο.

5.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑΣ

5.1.   Νομικό καθεστώς των αιτούντων

Η πρόσκληση υποβολής προτάσεων απευθύνεται σε οργανισμούς και ινστιτούτα (νομικές οντότητες) με νομική προσωπικότητα σε ένα από τα κράτη μέλη της ΕΕ, τη Βουλγαρία, την Κροατία ή τη Ρουμανία. Οι αιτούντες πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν νομική προσωπικότητα και να παράσχουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά μέσω χρησιμοποιώντας τα τυποποιημένα έντυπα για νομικά πρόσωπα.

5.2.   Λόγοι αποκλεισμού

Οι αιτήσεις επιχορήγησης δεν θα λαμβάνονται υπόψη εφόσον οι αιτούντες υπάγονται σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες (1):

α)

τελούν υπό καθεστώς πτώχευσης, εκκαθάρισης, αναγκαστικής διαχείρισης ή πτωχευτικού συμβιβασμού, παύσης της δραστηριότητας ή κατά των οποίων έχει κινηθεί σχετική διαδικασία ή σε κάθε ανάλογη περίπτωση που απορρέει από διαδικασία της αυτής φύσεως προβλεπόμενη από τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις·

β)

έχουν καταδικασθεί με απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου για κάθε αδίκημα σχετικό με επαγγελματική τους διαγωγή·

γ)

έχουν υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που έχει διαπιστωθεί με οιοδήποτε μέσο έχουν στη διάθεσή τους οι αναθέτουσες αρχές·

δ)

δεν έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την καταβολή των φόρων, σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένοι ή εκείνες της χώρας της αναθέτουσας αρχής ή ακόμα τις διατάξεις της χώρας στην οποία πρέπει να εκτελεστεί η σύμβαση·

ε)

κατά των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση με ισχύ δεδικασμένου για απάτη, δωροδοκία, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων·

στ)

οι οποίοι, μετά τη σύναψη άλλης σύμβασης ή τη χορήγηση επιδότησης που χρηματοδοτήθηκαν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, διέπραξαν διαπιστωμένα σοβαρό παράπτωμα εκτέλεσης λόγω μη τήρησης των συμβατικών τους υποχρεώσεων·

ζ)

τελούν υπό κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων·

η)

έχουν καταστεί ένοχοι ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που ζητήθηκαν από την αναθέτουσα αρχή ή δεν έχουν παράσχει αυτές τις πληροφορίες.

Οι αιτούντες πρέπει να πιστοποιήσουν ότι δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο σημείο 5.2 στοιχεία α) έως στ) μέσω του τυποποιημένου έντυπου δήλωσης για την επιλεξιμότητα.

5.3.   Διοικητικές και οικονομικές κυρώσεις

1.

Με την επιφύλαξη της επιβολής συμβατικών κυρώσεων, οι υποψήφιοι ή οι υποβάλλοντες πρόταση και οι αντισυμβαλλόμενοι που κρίθηκαν ένοχοι ψευδών δηλώσεων ή σοβαρού παραπτώματος κατά την εκτέλεση λόγω μη τήρησης των συμβατικών τους υποχρεώσεων στο πλαίσιο προγενέστερης σύμβασης, αποκλείονται από την ανάθεση συμβάσεων και τις επιχορηγήσεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό για χρονικό διάστημα το πολύ δύο ετών από την ημερομηνία βεβαίωσης της παράβασης, η οποία επέρχεται μετά την ακρόαση του αντισυμβαλλόμενου. Το διάστημα αυτό μπορεί να προσαυξηθεί σε τρία έτη σε περίπτωση υποτροπής κατά τα πέντε έτη που έπονται του πρώτου παραπτώματος.

Οι υποψήφιοι ή οι υποβάλλοντες πρόταση που κρίθηκαν ένοχοι ψευδών δηλώσεων υφίστανται και οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 2 έως 10 % της συνολικής αξίας της υπό ανάθεση σύμβασης.

Οι αντισυμβαλλόμενοι που κρίθηκαν ότι διέπραξαν βαρύ παράπτωμα κατά την εκτέλεση των συμβατικών τους υποχρεώσεων υφίστανται επίσης οικονομικές κυρώσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 2 έως 10 % της συνολικής αξίας της εκάστοτε σύμβασης. Το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί σε 4 έως 20 %, σε περίπτωση υποτροπής κατά τα πέντε έτη που έπονται του πρώτου παραπτώματος.

2.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 5.2 στοιχεία α), γ) και δ), οι υποψήφιοι ή οι υποβάλλοντες πρόταση αποκλείονται από όλες τις συμβάσεις και επιχορηγήσεις για χρονικό διάστημα το πολύ δύο ετών από την ημερομηνία βεβαίωσης του παραπτώματος, η οποία επιβεβαιώνεται μετά την ακρόαση του αντισυμβαλλομένου.

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο σημείο 5.2 στοιχεία β) και ε), οι υποψήφιοι ή οι υποβάλλοντες πρόταση αποκλείονται από τις συμβάσεις και τις επιχορηγήσεις για χρονικό διάστημα το λιγότερο ενός έτους και το πολύ τεσσάρων ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της δικαστικής απόφασης.

Τα εν λόγω διαστήματα είναι δυνατόν να αυξηθούν σε πέντε έτη σε περίπτωση υποτροπής κατά τα πέντε έτη που έπονται του πρώτου παραπτώματος ή της πρώτης δικαστικής απόφασης.

3.

Οι περιπτώσεις που προβλέπονται στο σημείο 5.2 στοιχείο ε) καλύπτουν:

α)

τις περιπτώσεις απάτης που προβλέπονται στο άρθρο 1 της σύμβασης περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, η οποία θεσπίστηκε με την πράξη του Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1995·

β)

τις περιπτώσεις δωροδοκίας που προβλέπονται στο άρθρο 3 της σύμβασης περί καταπολέμησης της διαφθοράς στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή υπάλληλοι των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία καταρτίστηκε με την πράξη του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 1997·

γ)

τις περιπτώσεις συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της κοινής δράσης 98/733/ΔΕΥ του Συμβουλίου·

δ)

τις περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

6.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Οι αιτούντες πρέπει να διαθέτουν σταθερές και επαρκείς πηγές χρηματοδότησης, ούτως ώστε να είναι σε θέση να ασκούν τις δραστηριότητές τους καθ' όλη τη διάρκεια υλοποίησης της επιχορηγούμενης ενέργειας ή του οικονομικού έτους της επιχορήγησης και να μπορούν να συμβάλουν στη χρηματοδότησή της. Οφείλουν να διαθέτουν τις ικανότητες και τα επαγγελματικά προσόντα που είναι αναγκαία για να φέρουν εις πέρας την προτεινόμενη ενέργεια ή το προτεινόμενο πρόγραμμα εργασίας.

6.1.   Χρηματοοικονομική ικανότητα των αιτούντων

Ο αιτών πρέπει να έχει τη χρηματοοικονομική ικανότητα προκειμένου να ολοκληρώσει την προτεινόμενη ενέργεια και οφείλει να υποβάλει τους ισολογισμούς και τους λογαριασμούς αποτελεσμάτων των δύο τελευταίων οικονομικών ετών για τα οποία έχουν κλείσει οι λογαριασμοί. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στους οργανισμούς του δημοσίου και στους διεθνείς οργανισμούς.

6.2.   Επιχειρησιακή ικανότητα των αιτούντων

Οι αιτούντες πρέπει να διαθέτουν την επιχειρησιακή ικανότητα να ολοκληρώσουν την προτεινόμενη ενέργεια και οφείλουν να υποβάλουν τα ζητούμενα δικαιολογητικά.

Η ικανότητα του αιτούντος θα αξιολογηθεί με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

τουλάχιστον τρία έτη αποδεδειγμένης εμπειρίας στην προετοιμασία και πραγματοποίηση ποιοτικών ερευνών συγκυρίας,

αποδεδειγμένη εμπειρία σε τουλάχιστον δύο από τους ακόλουθους τομείς:

1.

αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ερευνών συγκυρίας, θέματα μεθοδολογίας (δειγματοληψίες, ερωτηματολόγια και προγραμματισμός) και αναλύσεις,

2.

καθορισμός δεικτών βάσει των αποτελεσμάτων των ερευνών συγκυρίας,

3.

χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων των ερευνών συγκυρίας για κυκλική και μακροοικονομική ανάλυση και έρευνα μέσω στατιστικών και οικονομετρικών μεθόδων, περιλαμβανομένης και της τομεακής ανάλυσης,

4.

οικονομετρικά μοντέλα και άλλες μέθοδοι προβλέψεων,

ικανότητα προς εφαρμογή της μεθοδολογίας του κοινού εναρμονισμένου προγράμματος ερευνών συγκυρίας στην ΕΕ και προς συμμόρφωση με τις εντολές της Επιτροπής: τήρηση των μηνιαίων προθεσμιών υποβολής εκθέσεων, εφαρμογή βελτιώσεων και αλλαγών στο πρόγραμμα ερευνών όπως έχει ζητηθεί από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, και βάσει των συμφωνιών που έχουν συναφθεί κατά τις συνεδριάσεις συντονισμού με τους εκπροσώπους των συνεργαζόμενων οργανισμών/ινστιτούτων.

7.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑΝΑΘΕΣΗΣ

Η ανάθεση της σύμβασης στους υποψηφίους που θα επιλεγούν θα γίνει με τα ακόλουθα κριτήρια:

Ο βαθμός εμπειρογνωμοσύνης και εμπειρίας του υποψηφίου στους τομείς που αναφέρονται στο σημείο 6.2.

Η προτεινόμενη μεθοδολογία έρευνας που περιλαμβάνει το σχεδιασμό του δείγματος, το μέγεθος του δείγματος, το ποσοστό κάλυψης και το ποσοστό απάντησης.

Η ικανότητα του υποψηφίου και η καλή γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τομέα και της χώρας όπου σκοπεύει να πραγματοποιήσει την (τις) έρευνα(-ες).

Η επαρκής επιχειρησιακή οργάνωση του υποψηφίου όσον αφορά την ευελιξία, την υποδομή, το ειδικευμένο προσωπικό και τον εξοπλισμό για την πραγματοποίηση των εργασιών, την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων, τη συμμετοχή στην προετοιμασία των ερευνών στο πλαίσιο του εναρμονισμένου κοινού προγράμματος και τις σχέσεις με την Επιτροπή.

Η σχέση κόστους/ωφέλειας.

8.   ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

8.1.   Κατάρτιση και υποβολή των προτάσεων

Οι προτάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν το συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο έντυπο υποβολής της πρότασης και όλα τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο έντυπο υποβολής της πρότασης.

Για κάθε αίτηση, ο αιτών πρέπει να υποβάλλει το υπογεγραμμένο πρωτότυπο και δύο αντίγραφα.

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να λάβουν από την Επιτροπή:

το έντυπο υποβολής της πρότασης,

το υπόδειγμα σύμβασης-πλαισίου εταιρικής σχέσης,

το υπόδειγμα ειδικής σύμβασης επιχορήγησης με παράρτημα που περιγράφει αναλυτικά την ενέργεια,

έντυπο δημοσιονομικού δελτίου για την παροχή εκτιμήσεων σχετικά με το προβλεπόμενο κόστος της έρευνας και το σχέδιο χρηματοδότησης,

έντυπο χρηματοοικονομικών στοιχείων,

έντυπο νομικού προσώπου,

έντυπο δήλωσης για την επιλεξιμότητα,

α)

είτε φορτώνοντας τα εν λόγω έγγραφα από το Internet στη διεύθυνση:

http://europa.eu.int/comm/economy_finance/tenders/call0406_en.htm·

β)

είτε, σε περίπτωση που δεν υπάρχει η δυνατότητα αυτή, με γραπτή αίτηση στην Επιτροπή στη διεύθυνση:

European Commission,

Directorate-General ECFIN

Unit ECFIN-A-3 (Business surveys)

BU-1 3/146

B-1049 Brussels

Φαξ: (32-2) 296 36 50

σημειώνοντας την ένδειξη «Call for proposals — ECFIN/2004/A3-01».

Η Επιτροπή επιφυλάσσεται του δικαιώματος τροποποίησης των εν λόγω τυποποιημένων εγγράφων σε συνάρτηση με τις ανάγκες του κοινού εναρμονισμένου προγράμματος ή/και τους περιορισμούς στη διαχείριση του προϋπολογισμού.

Οι προτάσεις πρέπει να υποβληθούν σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και να συνοδεύονται, ενδεχομένως, από αγγλική, γαλλική ή γερμανική μετάφραση.

Οι προτάσεις, είτε παραδοθούν ιδιοχείρως είτε ταχυδρομηθούν, πρέπει να τοποθετηθούν σε σφραγισμένο φάκελο εντός άλλου σφραγισμένου φακέλου.

Ο εξωτερικός φάκελος πρέπει να φέρει τη διεύθυνση που αναφέρεται στο σημείο 8.3 κατωτέρω καθώς και την ένδειξη «Call for proposals — ECFIN/2004/A3-01».

Ο σφραγισμένος εσωτερικός φάκελος, που θα περιέχει την πρόταση, πρέπει να φέρει την ένδειξη «Call for proposals — ECFIN/2004/A3-01, not to be opened by the internal mail department».

Οι υποψήφιοι θα ενημερωθούν από την Επιτροπή για την παραλαβή της πρότασης τους μέσω της επιστροφής σε αυτούς του αποδεικτικού παραλαβής το οποίο επισυνάπτεται στο έντυπο της πρότασης.

8.2.   Περιεχόμενο των προτάσεων

8.2.1.   Διοικητική πρόταση

Η διοικητική πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει:

το τυποποιημένο έντυπο για τη νομική οντότητα δεόντως συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που πιστοποιούν το νομικό καθεστώς του οργανισμού ή ινστιτούτου,

το τυποποιημένο δελτίο χρηματοοικονομικών στοιχείων δεόντως συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο,

τυποποιημένη δήλωση επιλεξιμότητας του αιτούντος δεόντως υπογεγραμμένη,

το οργανόγραμμα του οργανισμού ή ινστιτούτου στο οποίο θα αναφέρονται τα ονόματα και οι αρμοδιότητες των διευθυντικών και επιχειρησιακών στελεχών που είναι υπεύθυνα για τη διεξαγωγή των ερευνών,

δήλωση του οργανισμού ή ινστιτούτου ότι, σε περίπτωση επιλογής του, δέχεται να υπογράψει την τυποποιημένη σύμβαση-πλαίσιο εταιρικής σχέσης και την ειδική σύμβαση επιχορήγησης,

απόδειξη υγιούς χρηματοοικονομικής κατάστασης: πρέπει να επισυναφθούν οι ισολογισμοί και οι λογαριασμοί κερδών και ζημιών των δύο τελευταίων οικονομικών ετών που έκλεισαν.

8.2.2.   Τεχνική πρόταση

Η τεχνική πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει:

περιγραφικό σημείωμα των δραστηριοτήτων του υποψήφιου οργανισμού ή ινστιτούτου που να επιτρέπει την αξιολόγηση των ικανοτήτων του, το εύρος και τη διάρκεια της πείρας του στους τομείς της έρευνας που προβλέπονται στο σημείο 6.2. Πρέπει να αναφερθούν οι μελέτες, οι συμβάσεις υπηρεσιών, οι συμβουλευτικές δραστηριότητες, οι έρευνες, οι δημοσιεύσεις ή άλλες προηγούμενες εργασίες, αναφέροντας το όνομα του πελάτη και διευκρινίζοντας τις ενδεχόμενες εργασίες που έχουν πραγματοποιηθεί για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρέπει επίσης να επισυναφθούν οι πλέον πρόσφατες μελέτες ή/και τα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα,

αναλυτική περιγραφή της επιχειρησιακής οργάνωσης για τη διεξαγωγή των ερευνών. Πρέπει να επισυναφθούν σχετικά έγγραφα όσον αφορά τις υποδομές, τις διευκολύνσεις, τους πόρους και το ειδικευμένο προσωπικό (συνοπτικά βιογραφικά σημειώματα) που διαθέτει ο αιτών,

λεπτομερής περιγραφή της μεθοδολογίας έρευνας: μέθοδοι δειγματοληψίας, σφάλματα δειγματοληψίας και διαστήματα εμπιστοσύνης, μέγεθος δείγματος και προβλεπόμενο ποσοστό απάντησης.

αναλυτική περιγραφή των καθηκόντων που αποτελούν το αντικείμενο υπεργολαβίας.

8.2.3.   Δημοσιονομική πρόταση

Η δημοσιονομική πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει:

δεόντως συμπληρωμένο και αναλυτικό δημοσιονομικό δελτίο (σε ευρώ) που καλύπτει περίοδο 12 μηνών για κάθε έρευνα και περιλαμβάνει σχέδιο χρηματοδότησης της ενέργειας και λεπτομερή ανάλυση των επιλέξιμων δαπανών ανά μονάδα καθώς και των συνολικών επιλέξιμων δαπανών για τη διεξαγωγή της έρευνας, περιλαμβανομένων των δαπανών υπεργολαβίας.

έγγραφο που πιστοποιεί την ενδεχόμενη χρηματοδοτική συνεισφορά άλλων οργανισμών.

8.3.   Διεύθυνση όπου μπορούν να υποβληθούν οι προτάσεις

European Commission

Directorate-General ECFIN

«Call for proposals — ECFIN/2004/A3-01»

Unit ECFIN R-2

BU-1 3/13

B-1049 Brussels.

8.4.   Προθεσμία υποβολής αιτήσεων επιχορήγησης

Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν τις αιτήσεις τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Οι αιτήσεις μπορούν να υποβληθούν:

α)

είτε με συστημένη επιστολή που θα έχει ταχυδρομηθεί το αργότερο στις 16 Νοεμβρίου 2004 (για την ημερομηνία αποστολής θα ληφθεί υπόψη η σφραγίδα του ταχυδρομείου)·

β)

είτε με κατάθεση στο κεντρικό ταχυδρομείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ιδιοχείρως ή μέσω εντολοδόχου του υποψηφίου, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών) στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Courrier Central

Rue de Genève, 1

B-1140 Brussels

το αργότερο στις 16 Νοεμβρίου 2004, στις 16.00 (ώρα Βρυξελών). Στην περίπτωση αυτή, θα δοθεί χρονολογημένη και υπογεγραμμένη απόδειξη από υπάλληλο της ανωτέρω υπηρεσίας στον οποίο παραδόθηκαν τα έγγραφα για πιστοποίηση της κατάθεσης της αίτησης.

Οι αιτήσεις τις οποίες θα παραλάβει η Επιτροπή μετά τη λήξη της προθεσμίας δεν θα ληφθούν υπόψη.

9.   ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ;

Όλες οι αιτήσεις ελέγχονται για να διαπιστωθεί εάν πληρούν τα επίσημα κριτήρια επιλεξιμότητας.

Οι προτάσεις που θεωρούνται επιλέξιμες αξιολογούνται και βαθμολογούνται σύμφωνα με τα κριτήρια ανάθεσης που περιγράφονται ανωτέρω.

Η διαδικασία επιλογής των προτάσεων θα πραγματοποιηθεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2004. Για το σκοπό αυτό, θα συσταθεί επιτροπή επιλογής υπό το γενικό διευθυντή Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων. Η εν λόγω επιτροπή θα αποτελείται τουλάχιστον από τρία μέλη που θα εκπροσωπούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές ειδικευμένες μονάδες χωρίς ιεραρχική σύνδεση μεταξύ τους ενώ θα διαθέτει επίσης δική της γραμματεία που θα αναλάβει την επικοινωνία με τους επιτυχόντες υποψηφίους μετά τη διαδικασία επιλογής. Επίσης, οι μη επιτυχόντες υποψήφιοι θα ενημερωθούν ατομικά.

10.   ΣΗΜΑΝΤIΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Η παρούσα πρόσκληση υποβολής προτάσεων δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, συμβατική δέσμευση από την πλευρά της Επιτροπής έναντι των οργανισμών/ινστιτούτων που θα υποβάλουν πρόταση βάσει της παρούσας προκήρυξης. Κάθε επικοινωνία σχετικά με την παρούσα πρόταση υποβολής προτάσεων πρέπει να είναι γραπτή.

Οι αιτούντες πρέπει να λάβουν υπόψη τις συμβατικές διατάξεις των οποίων η εφαρμογή είναι υποχρεωτική στην περίπτωση ανάθεσης των ερευνών.


(1)  Σύμφωνα με τα άρθρα 93 και 94 του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.