18.9.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 248/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΌΜ) αριθ. 883/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Σεπτεμβρίου 2013

σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 325, σε συνδυασμό με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και στην καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος αυτών των συμφερόντων. Η ευθύνη της Επιτροπής εν προκειμένω είναι στενά συνδεδεμένη με το καθήκον της να εκτελεί τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 317 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και η σημασία της δράσης για τον σκοπό αυτό επιβεβαιώνεται στο άρθρο 325 ΣΛΕΕ.

(2)

Θα πρέπει να εφαρμοσθούν πλήρως όλα τα διαθέσιμα μέσα για την υλοποίηση του εν λόγω στόχου, ιδίως στο πλαίσιο των ερευνητικών καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην Ένωση, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διατηρηθεί η ισχύουσα κατανομή και ισορροπία αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών.

(3)

Για να ενισχυθούν τα διαθέσιμα μέτρα καταπολέμησης της απάτης, με σεβασμό της αρχής της αυτονομίας κάθε θεσμικού οργάνου ως προς την εσωτερική του οργάνωση, η Επιτροπή, με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ (3), δημιούργησε μεταξύ των οικείων υπηρεσιών την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης («Υπηρεσία»), η οποία είναι επιφορτισμένη με τη διεξαγωγή διοικητικών ερευνών όσον αφορά περιπτώσεις απάτης. Η Επιτροπή αναγνώρισε στην Υπηρεσία πλήρη ανεξαρτησία κατά την άσκηση των ερευνητικών της καθηκόντων. Η απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ προβλέπει ότι για τους σκοπούς ερευνών η Υπηρεσία θα ασκεί τις εξουσίες που απονέμονται βάσει του δικαίου της Ένωσης.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) εκδόθηκε για τη ρύθμιση των ερευνών που διεξάγονται από την Υπηρεσία. Προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματικές οι έρευνες της Υπηρεσίας, και με βάση την αξιολόγηση των δραστηριοτήτων της από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ιδίως την έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής του Απριλίου του 2003 και τις ειδικές εκθέσεις αριθ. 1/2005 (5) και αριθ. 2/2011 (6) του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τη διαχείριση της Υπηρεσίας, απαιτείται επανεξέταση του ισχύοντος νομικού πλαισίου.

(5)

Η εντολή της Υπηρεσίας θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διεξαγωγή ερευνών στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων, λοιπών οργάνων και οργανισμών που έχουν συσταθεί από τις Συνθήκες ή βάσει αυτών («θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί») και την άσκηση των ερευνητικών εξουσιών που ανατίθενται στην Επιτροπή βάσει των οικείων πράξεων της Ένωσης, καθώς και την παροχή βοήθειας από την Επιτροπή στα κράτη μέλη για την οργάνωση στενής και τακτικής συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους. Η Υπηρεσία θα πρέπει να συμβάλλει επίσης στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη μεθόδων πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, με βάση την επιχειρησιακή της πρακτική σε αυτόν τον τομέα.

(6)

Η αρμοδιότητα της Υπηρεσίας, όπως αυτή θεσπίστηκε από την Επιτροπή, εκτείνεται επίσης, πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, σε κάθε δραστηριότητα που αφορά τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Ένωσης από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ή ποινική δίωξη.

(7)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμοσθεί με την επιφύλαξη ευρύτερης προστασίας η οποία μπορεί να απορρέει από τις διατάξεις των Συνθηκών.

(8)

Δεδομένης της ανάγκης να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας η οποία πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η Υπηρεσία θα πρέπει να είναι σε θέση να διεξάγει εσωτερικές έρευνες σε όλα τα θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα και οργανισμούς.

(9)

Στο πλαίσιο των εξωτερικών ερευνών, η Υπηρεσία θα πρέπει να αναλάβει την άσκηση των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (7). Η Υπηρεσία θα πρέπει να μπορεί επίσης να ασκεί τις υπόλοιπες αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή για τη διεξαγωγή επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων στα κράτη μέλη, με σκοπό ιδίως την αναζήτηση παρατυπιών, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (8).

(10)

Η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα της Υπηρεσίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία με τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη είναι ανάγκη να ορίσουν τις αρμόδιες αρχές τους οι οποίες δύνανται να παράσχουν στην Υπηρεσία την απαιτούμενη συνδρομή κατά την άσκηση των καθηκόντων της. Σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν έχει συγκροτήσει σε εθνικό επίπεδο ειδικευμένη υπηρεσία για τον συντονισμό της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και της καταπολέμησης της απάτης, θα πρέπει να οριστεί υπηρεσία (υπηρεσία συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης) η οποία θα διασφαλίζει την αποτελεσματική συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών με την Υπηρεσία.

(11)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε οποιεσδήποτε πληροφορίες σχετικές με εξωτερικές έρευνες που έχουν στη διάθεσή τους τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης.

(12)

Οι έρευνες θα πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τις Συνθήκες και ιδίως το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τηρώντας παράλληλα τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως καθορίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (9) («κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»), και το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και με πλήρη σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, ιδίως της αρχής της ισότητας, του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να διατυπώσει τις απόψεις του για τα γεγονότα που τον αφορούν και της αρχής ότι τα συμπεράσματα της έρευνας δύνανται να βασίζονται αποκλειστικά σε στοιχεία με αποδεικτική αξία. Για τον σκοπό αυτό, τα θεσμικά όργανα, λοιπά όργανα και οργανισμοί θα πρέπει να προβλέψουν τους όρους και τις προϋποθέσεις διεξαγωγής των εσωτερικών ερευνών.

(13)

Η διεξαγωγή των εσωτερικών ερευνών είναι δυνατή μόνον εφόσον η Υπηρεσία έχει εξασφαλισμένη πρόσβαση σε όλους τους χώρους των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών και σε κάθε πληροφορία και έγγραφο που έχουν στην κατοχή τους.

(14)

Η ακρίβεια των πληροφοριών που αποστέλλονται στην Υπηρεσία στο πλαίσιο της εντολής της θα πρέπει να αξιολογείται αμέσως. Για τον σκοπό αυτό, πριν από την κίνηση έρευνας, η Υπηρεσία θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε κάθε σχετική πληροφορία σε βάσεις δεδομένων θεσμικών οργάνων, λοιπών οργάνων ή οργανισμών, όταν αυτό απαιτείται για την αξιολόγηση της πραγματικής βάσης των ισχυρισμών.

(15)

Θα πρέπει να προσδιοριστούν με σαφήνεια οι υποχρεώσεις της Υπηρεσίας να ενημερώνει τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς για τις διεξαγόμενες έρευνες σε περίπτωση που κάποιος υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού ενέχεται στην υπό έρευνα υπόθεση ή εφόσον ενδέχεται να απαιτηθούν προληπτικά μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

(16)

Θα πρέπει να θεσπιστούν σαφείς κανόνες οι οποίοι, ενώ θα επιβεβαιώνουν την κύρια αρμοδιότητα της Υπηρεσίας για τη διεξαγωγή εσωτερικών ερευνών, όταν θίγονται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, θα επιτρέπουν παράλληλα στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς να διενεργούν ταχέως τέτοιες έρευνες σε περιπτώσεις που η Υπηρεσία αποφασίζει να μην παρέμβει.

(17)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της Υπηρεσίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, ο γενικός διευθυντής της θα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να διατάσσει την έναρξη έρευνας με δική του πρωτοβουλία. Όταν η Υπηρεσία διεξάγει έρευνα, τα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί δεν θα πρέπει να ερευνούν εκ παραλλήλου τα αυτά πραγματικά περιστατικά, εκτός διαφορετικής συμφωνίας με την Υπηρεσία.

(18)

Οι έρευνες θα πρέπει να διεξάγονται υπό την εξουσία του γενικού διευθυντή, με πλήρη ανεξαρτησία έναντι των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και έναντι της επιτροπής εποπτείας. Για τον σκοπό αυτό, ο γενικός διευθυντής θα πρέπει να μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για το προσωπικό της Υπηρεσίας όσον αφορά τις διαδικασίες των ερευνών. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να παρέχουν πρακτική καθοδήγηση στο προσωπικό της Υπηρεσίας σχετικά με τη διεξαγωγή των ερευνών και τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων ή των μαρτύρων και λεπτομέρειες σχετικά με τις εσωτερικές συμβουλευτικές και εποπτικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου νομιμότητας. Χάριν μεγαλύτερης διαφάνειας όσον αφορά τη διεξαγωγή των ερευνών, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στο κοινό στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν θα πρέπει να δημιουργούν ή να μεταβάλλουν δικαιώματα ή υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

(19)

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, το προσωπικό της Υπηρεσίας θα πρέπει να διεξάγει τις έρευνες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διαδικασίες των ερευνών και με βάση οδηγίες του γενικού διευθυντή για συγκεκριμένες περιπτώσεις.

(20)

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, το προσωπικό της Υπηρεσίας θα πρέπει να εκτελεί τα ερευνητικά του καθήκοντα με πλήρη ανεξαρτησία και να αποφεύγει τις συγκρούσεις συμφερόντων. Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας θα πρέπει να ενημερώνουν αμέσως τον γενικό διευθυντή αν μία έρευνα αφορά υπόθεση στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον το οποίο θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να θεωρηθεί ότι υπονομεύει την ανεξαρτησία τους, ιδίως αν συμμετέχουν ή συμμετείχαν υπό άλλη ιδιότητα στην υπό έρευνα υπόθεση.

(21)

Οι εξωτερικές και οι εσωτερικές έρευνες της Υπηρεσίας διέπονται εν μέρει από χωριστούς κανόνες. Ωστόσο, η Υπηρεσία θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, όταν παρίσταται ανάγκη, να συνδυάζει σε μια μοναδική έρευνα τις πτυχές εξωτερικής και εσωτερικής έρευνας, χωρίς να απαιτείται η κίνηση δυο χωριστών ερευνών.

(22)

Είναι ανάγκη να διευκρινίζονται, για λόγους ασφάλειας δικαίου, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που εφαρμόζονται κατά τη διεξαγωγή ερευνών από την Υπηρεσία, λαμβάνοντας υπόψη τη διοικητική φύση των ερευνών αυτών.

(23)

Οι διαδικαστικές εγγυήσεις και τα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερομένων και των μαρτύρων θα πρέπει να τηρούνται άνευ διακρίσεων σε όλα τα στάδια των εξωτερικών και εσωτερικών ερευνών, ιδίως κατά την παροχή πληροφοριών για τις διεξαγόμενες έρευνες. Η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις έρευνες που διενεργεί η Υπηρεσία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο, είτε διμερώς είτε στο πλαίσιο ανταλλαγής απόψεων, θα πρέπει να γίνεται με σεβασμό του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών, των νόμιμων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων και, ενδεχομένως, των εθνικών διατάξεων που διέπουν τις δικαστικές διαδικασίες. Η επεξεργασία των πληροφοριών που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται κατά τη διάρκεια των ερευνών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο προστασίας δεδομένων. Η ανταλλαγή πληροφοριών θα πρέπει να διέπεται από τις αρχές της αναλογικότητας και της ανάγκης γνώσης.

(24)

Για να ενισχυθεί η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων, δεν θα πρέπει να καταρτίζονται, κατά το τελικό στάδιο της έρευνας, συμπεράσματα με ονομαστική αναφορά στον ενδιαφερόμενο χωρίς να του έχει δοθεί προηγουμένως η δυνατότητα να προβεί σε σχολιασμό των γεγονότων που τον αφορούν.

(25)

Ο γενικός διευθυντής θα πρέπει να διασφαλίζει ότι σε κάθε ανακοίνωση πληροφοριών στο κοινό λαμβάνονται υπόψη τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων.

(26)

Η Υπηρεσία και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί που μετέχουν στην έρευνα θα πρέπει να προστατεύουν την ελευθερία έκφρασης, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τις δημοσιογραφικές πηγές.

(27)

Θα πρέπει να είναι καθήκον του γενικού διευθυντή να εξασφαλίζει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που συλλέγονται με τις έρευνες αυτές. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται νομική προστασία ισοδύναμη με την προβλεπόμενη στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης.

(28)

Για να εξασφαλισθεί ότι λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγονται από την Υπηρεσία και ότι εν συνεχεία λαμβάνονται τα απαιτούμενα μέτρα, οι εκθέσεις θα πρέπει να συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες. Επομένως, οι εν λόγω εκθέσεις θα πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις διοικητικές εκθέσεις στα κράτη μέλη.

(29)

Όταν διαπιστώνεται ότι τα γεγονότα που αποκαλύπτει η τελική έκθεση σχετικά με εσωτερική έρευνα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κίνηση ποινικής διαδικασίας, οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να διαβιβάζονται στις εθνικές δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους. Στις συστάσεις που συνοδεύουν την τελική έκθεση της έρευνας, ο γενικός διευθυντής θα πρέπει να αναφέρει αν, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των περιστατικών και το μέγεθος των οικονομικών τους επιπτώσεων, θα μπορούσε να δοθεί αποτελεσματικότερη συνέχεια με τη λήψη εσωτερικών μέτρων από τα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.

(30)

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο γενικός διευθυντής διαβιβάζει στις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους πληροφορίες που λαμβάνει η Υπηρεσία κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών, η διαβίβαση των πληροφοριών αυτών δεν θα πρέπει να θίγει την επακόλουθη εκτίμηση της εθνικής δικαστικής αρχής σχετικά με το αν απαιτείται η κίνηση διαδικασίας έρευνας.

(31)

Εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή, αναλόγως των περιπτώσεων, στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς, να αποφασίζουν για τη συνέχεια που θα δίδεται στις ολοκληρωθείσες έρευνες, με βάση τις τελικές εκθέσεις έρευνας που συντάσσονται από την Υπηρεσία.

(32)

Για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της, η Υπηρεσία θα πρέπει να γνωρίζει ποια συνέχεια δόθηκε στα αποτελέσματα των ερευνών της. Επομένως, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης και, κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να αναφέρουν στην Υπηρεσία, κατόπιν αιτήματός της, τα τυχόν μέτρα που έλαβαν βάσει των πληροφοριών που τους διαβίβασε η Υπηρεσία.

(33)

Εν όψει των σημαντικών πλεονεκτημάτων της ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας, της Eurojust, της Ευρωπόλ και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, η Υπηρεσία θα πρέπει να μπορεί να συνάπτει μαζί τους διοικητικούς διακανονισμούς οι οποίοι μπορούν ιδίως να αποσκοπούν στη διευκόλυνση της πρακτικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών επί τεχνικών και επιχειρησιακών θεμάτων, χωρίς να δημιουργούν πρόσθετες νομικές υποχρεώσεις.

(34)

Για να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας, της Eurojust και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σχετικά με πράξεις οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ποινικής έρευνας, η Υπηρεσία θα πρέπει να ενημερώνει την Eurojust για εκείνες ιδίως τις υποθέσεις εικαζόμενης απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης οι οποίες αφορούν σοβαρές μορφές εγκληματικότητας. Η διαβίβαση πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών θα πρέπει να γίνεται, εφόσον ενδείκνυται, προτού διαβιβαστούν οι υπ’ αυτών παρεχόμενες πληροφορίες από την Υπηρεσία στην Eurojust ή την Ευρωπόλ, σε περίπτωση που οι εν λόγω πληροφορίες συνοδεύονται από πρόσκληση για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την έναρξη ποινικής έρευνας.

(35)

Για την επιτυχημένη συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας, των οικείων θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, των αρμόδιων αρχών σε τρίτες χώρες και διεθνών οργανισμών, θα πρέπει να οργανωθεί αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών. Η ανταλλαγή αυτή θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές της εμπιστευτικότητας και τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (10). Ειδικότερα, η Υπηρεσία θα πρέπει να επαληθεύει ότι ο αποδέκτης των πληροφοριών έχει την ανάλογη αρμοδιότητα και ότι η διαβίβαση των πληροφοριών είναι αναγκαία. Οι ανταλλαγές πληροφοριών με την Eurojust θα πρέπει να καλύπτονται από την εντολή της Eurojust, η οποία περιλαμβάνει δράσεις συντονισμού σε διασυνοριακές υποθέσεις σοβαρής εγκληματικότητας.

(36)

Λόγω του ύψους των κονδυλίων που διαθέτει η Ένωση στον τομέα της εξωτερικής βοήθειας, του αριθμού των ερευνών που διενεργούνται από την Υπηρεσία στον εν λόγω τομέα και της υφιστάμενης διεθνούς συνεργασίας για τις ανάγκες των ερευνών, η Υπηρεσία θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, κατά περίπτωση σε συντονισμό με άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, να ζητεί κατά την άσκηση των καθηκόντων της, μέσω διοικητικών ρυθμίσεων, πρακτική βοήθεια από τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και από διεθνείς οργανισμούς, χωρίς να δημιουργούνται πρόσθετες νομικές υποχρεώσεις.

(37)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να απολαύει ανεξαρτησίας κατά την εκπλήρωση της αποστολής της. Για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας αυτής, η Υπηρεσία θα πρέπει να υπόκειται σε τακτική παρακολούθηση των ερευνητικών της καθηκόντων από επιτροπή εποπτείας, αποτελούμενη από ανεξάρτητες εξωτερικές προσωπικότητες, με ιδιαίτερη εμπειρογνωμοσύνη στους τομείς αρμοδιότητας της Υπηρεσίας. Η επιτροπή εποπτείας δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στη διεξαγωγή των ερευνών. Στις αρμοδιότητές της θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται η παροχή συνδρομής στον γενικό διευθυντή για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

(38)

Κρίνεται σκόπιμο να προσδιοριστούν τα κριτήρια και η διαδικασία διορισμού των μελών της επιτροπής εποπτείας και να προσδιοριστούν περαιτέρω τα καθήκοντα της επιτροπής εποπτείας που απορρέουν από την εντολή της.

(39)

Θα πρέπει να καταρτισθεί εφεδρικός κατάλογος υποψηφίων που μπορούν να αντικαθιστούν τα μέλη της επιτροπής εποπτείας για το υπόλοιπο της θητείας τους σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αδυναμίας εκπλήρωσης των καθηκόντων ενός ή περισσοτέρων των μελών αυτών.

(40)

Για να διασφαλιστεί ότι η επιτροπή εποπτείας εκπληρώνει αποτελεσματικά την αποστολή της, η Υπηρεσία θα πρέπει να εξασφαλίσει την ανεξάρτητη λειτουργία της γραμματείας της.

(41)

Θα πρέπει να πραγματοποιείται άπαξ του έτους ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Η εν λόγω ανταλλαγή απόψεων θα πρέπει να καλύπτει, μεταξύ άλλων, τις στρατηγικές προτεραιότητες των πολιτικών για τις έρευνες και την αποτελεσματικότητα του έργου της Υπηρεσίας στο πλαίσιο της εκτέλεσης της εντολής της, χωρίς να συνιστά κατά κανέναν τρόπο παρέμβαση στην ανεξαρτησία της Υπηρεσίας κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της. Η ανταλλαγή απόψεων θα πρέπει να προετοιμάζεται σε τεχνικό επίπεδο και να περιλαμβάνει, εφόσον είναι αναγκαίο, προπαρασκευαστική συνεδρίαση μεταξύ των σχετικών υπηρεσιών των οικείων θεσμικών οργάνων. Κατά τη συζήτηση της αποτελεσματικότητας του έργου της Υπηρεσίας όσον αφορά την εκτέλεση της εντολής της, τα συμμετέχοντα στην ανταλλαγή απόψεων θεσμικά όργανα θα πρέπει να μπορούν να συμβουλεύονται στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στις έρευνες της Υπηρεσίας και στις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από την Υπηρεσία.

(42)

Για να εξασφαλιστεί πλήρης ανεξαρτησία όσον αφορά τη λειτουργία της Υπηρεσίας, ο γενικός διευθυντής της θα πρέπει να διορίζεται για επταετή μη ανανεώσιμη θητεία.

(43)

Το έργο του γενικού διευθυντή της Υπηρεσίας έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Το πρόσωπο που διορίζεται γενικός διευθυντής θα πρέπει να απολαύει της ευρύτερης δυνατής στήριξης και αναγνώρισης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει επομένως να επιδιώκει κοινή συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβουλεύσεων.

(44)

Θα πρέπει να δημοσιεύεται, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του εν ενεργεία γενικού διευθυντή, πρόσκληση για την υποβολή υποψηφιοτήτων για τη θέση του γενικού διευθυντή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εν λόγω πρόσκληση θα πρέπει να καταρτίζεται από την Επιτροπή κατόπιν στενών διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Θα πρέπει να καθορίζει τα κριτήρια επιλογής, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που θα πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι ώστε να είναι επιλέξιμοι για τη θέση.

(45)

Ο γενικός διευθυντής θα πρέπει να ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις υποθέσεις εκείνες στις οποίες έχουν διαβιβαστεί πληροφορίες στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών και για τον συνολικό αριθμό υποθέσεων της Υπηρεσίας οι οποίες διεκπεραιώθηκαν από τις ίδιες δικαστικές αρχές των οικείων κρατών μελών, στο πλαίσιο συνέχειας που δόθηκε σε έρευνα της Υπηρεσίας.

(46)

Από τη μέχρι τούδε επιχειρησιακή πρακτική συνάγεται ότι θα ήταν σκόπιμο να έχει ο γενικός διευθυντής τη δυνατότητα να μεταβιβάζει την άσκηση ορισμένων εκ των αρμοδιοτήτων του σε ένα ή περισσότερα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας.

(47)

Ο γενικός διευθυντής θα πρέπει να θεσπίσει εσωτερικό συμβουλευτικό και εποπτικό μηχανισμό, συμπεριλαμβανομένου ελέγχου νομιμότητας, με ιδιαίτερη αναφορά στην υποχρέωση σεβασμού των διαδικαστικών εγγυήσεων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων και του εθνικού δικαίου των οικείων κρατών μελών.

(48)

Για να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της Υπηρεσίας, η Επιτροπή θα πρέπει να αποφασίσει ως προς την κατάλληλη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής προς τον γενικό διευθυντή.

(49)

Ο παρών κανονισμός ουδόλως περιορίζει τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες των κρατών μελών όσον αφορά τη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η ανάθεση, σε ανεξάρτητη Υπηρεσία, της διεξαγωγής εξωτερικών διοικητικών ερευνών σε αυτόν τον τομέα συνάδει πλήρως με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

(50)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει την ανάγκη επανεξέτασης του παρόντος κανονισμού σε περίπτωση που δημιουργηθεί Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή.

(51)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί ιδίως τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(52)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και εξέδωσε τη γνωμοδότησή του την 1η Ιουνίου 2011 (11).

(53)

Δεδομένου ότι απαιτούνται πολλές τροποποιήσεις, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από τον παρόντα κανονισμό.

(54)

Σύμφωνα με το άρθρο 106α παράγραφος 1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΣΕΚΑΕ), το οποίο επεκτείνει την εφαρμογή του άρθρου 325 ΣΛΕΕ στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ), οι κανόνες που διέπουν τις έρευνες που διενεργεί η Υπηρεσία όσον αφορά την Ένωση θα πρέπει να έχουν εφαρμογή και όσον αφορά την Ευρατόμ. Σύμφωνα με το άρθρο 106α παράγραφος 2 ΣΕΚΑΕ, οι παραπομπές του άρθρου 325 ΣΛΕΕ στην Ένωση πρέπει να θεωρούνται παραπομπές στην Ευρατόμ και οι παραπομπές του παρόντος κανονισμού στην Ένωση περιλαμβάνουν επομένως, όταν απαιτείται από το κείμενο, παραπομπές στην Ευρατόμ. Ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (12), θα πρέπει συνεπώς να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στόχοι και καθήκοντα

1.   Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (εφεξής αποκαλούμενων από κοινού, όταν απαιτείται από το κείμενο, «Ένωση»), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία δημιουργήθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ («Υπηρεσία»), ασκεί τις εξουσίες διενέργειας ερευνών που ανατίθενται στην Επιτροπή από:

α)

τις σχετικές πράξεις της Ένωσης και

β)

τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που έχει συνάψει η Ένωση με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

2.   Η Υπηρεσία παρέχει στα κράτη μέλη τη συνδρομή της Επιτροπής για να οργανώσουν στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους, προκειμένου να συντονίσουν τη δράση τους με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από την απάτη. Η Υπηρεσία συμβάλλει στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη μεθόδων πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Υπηρεσία προωθεί και συντονίζει, με τα κράτη μέλη και μεταξύ αυτών, την ανταλλαγή επιχειρησιακής πείρας και βέλτιστων διαδικαστικών πρακτικών στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και στηρίζει κοινές δράσεις για την καταπολέμηση της απάτης που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη σε προαιρετική βάση.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη:

α)

του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επισυνάπτεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

β)

του καθεστώτος των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

γ)

του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

δ)

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

4.   Η Υπηρεσία διενεργεί διοικητικές έρευνες με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που ιδρύθηκαν από τις Συνθήκες ή βάσει αυτών («θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί»). Προς τούτο, διερευνά σοβαρές υποθέσεις σχετικές με την άσκηση επαγγελματικών καθηκόντων οι οποίες συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης και οι οποίες είναι ικανές να επισύρουν πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή ανάλογη παράλειψη υποχρεώσεων μελών θεσμικών και λοιπών οργάνων, διευθυντικών στελεχών λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μελών του προσωπικού θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών που δεν υπάγονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης (καλούμενων εφεξής από κοινού «υπάλληλοι, μέλη του λοιπού προσωπικού, μέλη θεσμικών ή λοιπών οργάνων, διευθυντικά στελέχη λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μέλη του προσωπικού»).

5.   Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί μπορούν να συνάπτουν διοικητικούς διακανονισμούς με την Υπηρεσία. Οι εν λόγω διακανονισμοί μπορούν να αφορούν ιδίως τη διαβίβαση πληροφοριών και τη διεξαγωγή ερευνών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

1)

ως «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοούνται τα έσοδα, έξοδα και στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και εκείνα που καλύπτονται από τους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών και από τους προϋπολογισμούς υπό τη διαχείριση και τον έλεγχό τους·

2)

ως «παρατυπία» νοείται η «παρατυπία» όπως ορίζεται άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95·

3)

οι όροι «απάτη, διαφθορά και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης» έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στις σχετικές πράξεις της Ένωσης·

4)

ως «διοικητικές έρευνες» («έρευνες») νοούνται όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις ή άλλα μέτρα που λαμβάνονται από την Υπηρεσία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1 και τη διαπίστωση, εφόσον απαιτείται, του παράνομου χαρακτήρα των υπό έρευνα δραστηριοτήτων· οι έρευνες αυτές δεν θίγουν τις εξουσίες των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών όσον αφορά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας·

5)

ως «ενδιαφερόμενος» νοείται κάθε πρόσωπο ή οικονομικός φορέας ύποπτος απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και ως εκ τούτου αντικείμενο έρευνας της Υπηρεσίας·

6)

ως «οικονομικός φορέας» νοείται ο «οικονομικός φορέας» όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96·

7)

ως «διοικητικοί διακανονισμοί» νοούνται διακανονισμοί τεχνικής και/ή επιχειρησιακής φύσεως συναπτόμενοι από την Υπηρεσία, οι οποίοι μπορεί να έχουν ιδίως σκοπό τη διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων μερών και οι οποίοι δεν δημιουργούν πρόσθετες νομικές υποχρεώσεις.

Άρθρο 3

Εξωτερικές έρευνες

1.   Η Υπηρεσία ασκεί την εξουσία η οποία έχει ανατεθεί στην Επιτροπή με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 να διενεργεί επιτόπου ελέγχους και εξακριβώσεις στα κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής και κάθε άλλο ισχύον νομικό μέσο, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών.

Στο πλαίσιο των ερευνητικών της καθηκόντων, η Υπηρεσία διενεργεί τους ελέγχους και τις εξακριβώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 και στους τομεακούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού στα κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής και κάθε άλλο ισχύον νομικό μέσο, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών.

2.   Για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σχετικά με σύμβαση ή απόφαση επιχορήγησης ή σύμβαση που αφορά χρηματοδότηση της Ένωσης, η Υπηρεσία μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις σε οικονομικούς φορείς.

3.   Κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ενεργούν, κατά το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με τους κανόνες και τις πρακτικές του οικείου κράτους μέλους, καθώς και με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

Μετά από αίτημα της Υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους παρέχει στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την απαιτούμενη συνδρομή για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως εξειδικεύονται στη γραπτή εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παράγραφος 2. Αν για την εν λόγω συνδρομή απαιτείται έγκριση δικαστικής αρχής σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

Το οικείο κράτος μέλος μεριμνά ώστε, σύμφωνα με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας να έχουν πρόσβαση, υπό τις αυτές συνθήκες και προϋποθέσεις με τις αρμόδιες αρχές του και σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού του δικαίου, σε κάθε πληροφορία και έγγραφο που αφορούν την ερευνώμενη υπόθεση και αποδεικνύονται αναγκαίες για την ορθή και αποτελεσματική διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων.

4.   Τα κράτη μέλη, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ορίζουν υπηρεσία («υπηρεσία για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης») η οποία θα διευκολύνει την αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών επιχειρησιακού χαρακτήρα, με την Υπηρεσία. Εφόσον ενδείκνυται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η υπηρεσία για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης μπορεί να θεωρείται αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

5.   Κατά τη διάρκεια εξωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία δύναται να έχει πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σε βάσεις δεδομένων, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διαπίστωση απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Προς τούτο εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 4.

6.   Όταν, προτού αποφασισθεί η έναρξη εξωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία χειρίζεται πληροφορίες από τις οποίες εικάζεται απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μπορεί να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους και, εφόσον απαιτείται, τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής.

Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μεριμνούν για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, στα οποία μπορεί να συμμετέχει η Υπηρεσία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατόπιν σχετικής αίτησης, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν την Υπηρεσία για τα ληφθέντα μέτρα και τις διαπιστώσεις τους βάσει των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου πληροφοριών.

Άρθρο 4

Εσωτερικές έρευνες

1.   Στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, η Υπηρεσία διενεργεί διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών («εσωτερικές έρευνες»).

Οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες διενεργούνται σύμφωνα με τους όρους του παρόντος κανονισμού και των αποφάσεων που εκδίδονται από τα αντίστοιχα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς.

2.   Εφόσον τηρούνται οι διατάξεις της παραγράφου 1:

α)

η Υπηρεσία δικαιούται άμεσης πρόσβασης, χωρίς προειδοποίηση, σε κάθε σχετική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σε βάσεις δεδομένων, που κατέχουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί, καθώς και στις εγκαταστάσεις αυτών. Η Υπηρεσία έχει το δικαίωμα να ελέγχει τα λογιστικά των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών. Η Υπηρεσία μπορεί να λαμβάνει αντίγραφα και αποσπάσματα κάθε εγγράφου ή του περιεχομένου κάθε μέσου αποθήκευσης πληροφοριών που κατέχουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, εάν χρειάζεται, να αναλαμβάνει τη διαφύλαξη αυτών των εγγράφων ή πληροφοριών, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εξαφάνισής τους·

β)

η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει προφορική ενημέρωση, μεταξύ άλλων με συνεντεύξεις, και γραπτή ενημέρωση από υπαλλήλους, μέλη του λοιπού προσωπικού, μέλη θεσμικών ή λοιπών οργάνων, διευθυντικά στελέχη λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μέλη του προσωπικού.

3.   Σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις οικονομικών φορέων, ώστε να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με την υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής έρευνας.

4.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί ενημερώνονται όταν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας διενεργούν εσωτερική έρευνα στις εγκαταστάσεις τους ή συμβουλεύονται έγγραφο ή ζητούν πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11, η Υπηρεσία δύναται να διαβιβάζει, ανά πάσα στιγμή, στα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς, τις πληροφορίες που έλαβε κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών.

5.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί θεσπίζουν τις κατάλληλες διαδικασίες και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν, σε όλα τα στάδια, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εσωτερικών ερευνών.

6.   Όταν από τις εσωτερικές έρευνες προκύπτει ότι υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού μπορεί να αποτελεί ενδιαφερόμενο, ενημερώνεται σχετικά το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός στον οποίο ανήκει το εν λόγω πρόσωπο.

Όταν δεν διασφαλίζεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της εσωτερικής έρευνας με τη χρησιμοποίηση των συνήθων μέσων επικοινωνίας, η Υπηρεσία χρησιμοποιεί ενδεδειγμένους εναλλακτικούς τρόπους διαβίβασης πληροφοριών.

Σε έκτακτες περιπτώσεις, η παροχή των πληροφοριών αυτών μπορεί να αναβληθεί βάσει αιτιολογημένης απόφασης του γενικού διευθυντή, η οποία διαβιβάζεται στην επιτροπή εποπτείας μετά την ολοκλήρωση της έρευνας.

7.   Η απόφαση που λαμβάνεται από κάθε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό κατά την παράγραφο 1 περιλαμβάνει ειδικότερα κανόνα που αφορά την υποχρέωση των υπαλλήλων, των μελών του λοιπού προσωπικού, των μελών θεσμικών ή λοιπών οργάνων, των διευθυντικών στελεχών λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή των μελών του προσωπικού να συνεργάζονται με την Υπηρεσία και να την ενημερώνουν, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της εσωτερικής έρευνας.

8.   Όταν, προτού αποφασισθεί η έναρξη εσωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία χειρίζεται πληροφορίες από τις οποίες εικάζεται απάτη, διαφθορά ή κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μπορεί να ενημερώνει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Κατόπιν σχετικής αίτησης, το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός ενημερώνει την Υπηρεσία για τα ληφθέντα μέτρα και για τις διαπιστώσεις του βάσει των πληροφοριών αυτών.

Εφόσον απαιτείται, η Υπηρεσία ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Σε αυτήν την περίπτωση, ισχύουν οι διαδικαστικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 δεύτερο και τρίτο εδάφιο. Αν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν να λάβουν μέτρα βάσει των πληροφοριών που τους διαβιβάστηκαν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενημερώνουν σχετικά, κατόπιν αιτήσεως, την Υπηρεσία.

Άρθρο 5

Έναρξη των ερευνών

1.   Ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποφασίσει την έναρξη έρευνας όταν υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες, οι οποίες μπορούν επίσης να βασίζονται σε πληροφορίες παρεχόμενες από τρίτους ή ανωνύμως, ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η απόφαση του γενικού διευθυντή για την έναρξη έρευνας λαμβάνει υπόψη τις προτεραιότητες της πολιτικής σε θέματα ερευνών και το ετήσιο σχέδιο διαχείρισης της Υπηρεσίας που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5. Συνεκτιμάται επίσης για την εν λόγω απόφαση η ανάγκη αποτελεσματικής χρήσης των πόρων της Υπηρεσίας και αναλογικότητας των χρησιμοποιούμενων μέσων. Όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ποιο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να τις πραγματοποιήσει, με βάση ιδίως τη φύση των πράξεων, τον πραγματικό ή ενδεχόμενο δημοσιονομικό αντίκτυπο της υπόθεσης και την προοπτική ενδεχόμενης δικαστικής συνέχειας.

2.   Η απόφαση για την έναρξη εξωτερικής έρευνας λαμβάνεται από τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή οποιουδήποτε θεσμικού ή λοιπού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης.

Η απόφαση για την έναρξη εσωτερικής έρευνας λαμβάνεται από τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού στο οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί η έρευνα ή κράτους μέλους.

3.   Ενόσω ο γενικός διευθυντής εξετάζει αν πρέπει να διεξαχθεί εσωτερική έρευνα κατόπιν αίτησης αναφερόμενης στην παράγραφο 2 και/ή ενώ η Υπηρεσία διεξάγει εσωτερική έρευνα, τα ενδιαφερόμενα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμοί δεν ξεκινούν παράλληλη έρευνα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, εκτός διαφορετικής συμφωνίας με την Υπηρεσία.

4.   Η απόφαση για τυχόν έναρξη έρευνας λαμβάνεται εντός δύο μηνών από την παραλαβή της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 αίτησης από την Υπηρεσία. Κοινοποιείται άμεσα στο κράτος μέλος, θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό που υπέβαλε την αίτηση. Η απόφαση για τη μη διεξαγωγή έρευνας πρέπει να αιτιολογείται. Αν παρέλθει το εν λόγω δίμηνο χωρίς λήψη απόφασης από την Υπηρεσία, θεωρείται ότι η Υπηρεσία έχει λάβει απόφαση να μη διεξαχθεί έρευνα.

Σε περίπτωση που υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 22α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, παρέχει πληροφορίες στην Υπηρεσία σχετικά με υπόνοια απάτης ή παρατυπίας, η Υπηρεσία ενημερώνει το εν λόγω πρόσωπο σχετικά με την απόφαση διεξαγωγής έρευνας σε σχέση με τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά.

5.   Εάν ο γενικός διευθυντής αποφασίσει να μην κινήσει εσωτερική έρευνα, μπορεί να διαβιβάσει αμέσως τυχόν σχετικές πληροφορίες στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, ώστε να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες στο εν λόγω θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Η Υπηρεσία συμφωνεί με το εν λόγω θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, εφόσον είναι απαραίτητο, τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του απορρήτου της πηγής των εν λόγω πληροφοριών και ζητά, αν είναι αναγκαίο, να ενημερωθεί για τη συνέχεια που δόθηκε.

6.   Αν ο γενικός διευθυντής αποφασίσει να μην κινήσει εξωτερική έρευνα, μπορεί να διαβιβάσει αμέσως τυχόν σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ώστε να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο. Εφόσον απαιτείται, η Υπηρεσία ενημερώνει επίσης το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό.

Άρθρο 6

Πρόσβαση σε πληροφορίες σε βάσεις δεδομένων πριν από την έναρξη έρευνας

1.   Πριν από την έναρξη έρευνας, η Υπηρεσία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε κάθε σχετική πληροφορία σε βάσεις δεδομένων θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών, όταν αυτό απαιτείται για την εκτίμηση της πραγματικής βάσης των ισχυρισμών. Το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης ασκείται εντός της προθεσμίας, η οποία ορίζεται από την Υπηρεσία και απαιτείται για την ταχεία εκτίμηση των ισχυρισμών. Κατά την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος πρόσβασης, η Υπηρεσία τηρεί τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας.

2.   Τα ενδιαφερόμενα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμοί συνεργάζονται καλόπιστα επιτρέποντας στην Υπηρεσία να λαμβάνει σχετικές πληροφορίες υπό όρους που θα καθοριστούν στις αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1.

Άρθρο 7

Διαδικασία των ερευνών

1.   Ο γενικός διευθυντής διευθύνει τις έρευνες βάσει γραπτών οδηγιών, εφόσον απαιτείται. Οι έρευνες διεξάγονται υπό τη διεύθυνσή του από υπαλλήλους της Υπηρεσίας που ορίζονται από τον ίδιο.

2.   Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ασκούν τα καθήκοντά τους με την επίδειξη γραπτής εξουσιοδότησης στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους. Η εξουσιοδότηση εκδίδεται από τον γενικό διευθυντή και αναφέρει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις νομικές βάσεις για τη διενέργειά της και τις εξουσίες για τη διεξαγωγή της έρευνας που πηγάζουν από τις βάσεις αυτές.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις, την αναγκαία υποστήριξη για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί φροντίζουν ώστε οι υπάλληλοί τους, τα μέλη του λοιπού προσωπικού τους, τα μέλη τους, τα διευθυντικά στελέχη τους και τα μέλη του προσωπικού τους να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την αναγκαία συνδρομή για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.   Όταν μια έρευνα συνδυάζει εξωτερικά και εσωτερικά στοιχεία, ισχύουν τα άρθρα 3 και 4 αντιστοίχως.

5.   Οι έρευνες διεξάγονται αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα ανάλογο προς τις περιστάσεις και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

6.   Όταν από τις έρευνες προκύπτει ότι θα ήταν σκόπιμη η λήψη προληπτικών διοικητικών μέτρων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Υπηρεσία ενημερώνει αμελλητί το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό για τη διεξαγόμενη έρευνα. Οι παρεχόμενες πληροφορίες περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

την ταυτότητα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, μέλους του λοιπού προσωπικού, μέλους θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικού στελέχους λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλους του προσωπικού, καθώς και περίληψη των εξεταζόμενων πραγματικών περιστατικών·

β)

κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βοηθήσει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό να αποφασίσει εάν είναι σκόπιμο να λάβει προληπτικά διοικητικά μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

γ)

κάθε ενδεδειγμένο ειδικό μέτρο διασφάλισης του εμπιστευτικού χαρακτήρα, ιδίως σε υποθέσεις που συνεπάγονται τη χρήση ερευνητικών μέτρων τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής ή, σε περίπτωση εξωτερικής έρευνας, στην αρμοδιότητα εθνικής αρχής, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε έρευνες.

Το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να λάβει, σε στενή συνεργασία με την Υπηρεσία, οιοδήποτε ενδεδειγμένο προληπτικό μέτρο, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων, και ενημερώνει αμελλητί την Υπηρεσία σχετικά με αυτήν την απόφαση.

7.   Εφόσον είναι αναγκαίο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών λαμβάνουν, μετά από αίτηση της Υπηρεσίας, τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα που προβλέπονται από το εθνικό τους δίκαιο, ιδίως μέτρα για τη διασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων.

8.   Αν μια έρευνα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μετά την παρέλευση δωδεκαμήνου από την έναρξή της, ο γενικός διευθυντής υποβάλλει, κατά τη λήξη της δωδεκάμηνης προθεσμίας και στη συνέχεια ανά εξάμηνο, έκθεση στην επιτροπή εποπτείας, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους και τα μελετώμενα διορθωτικά μέτρα για την επίσπευση της έρευνας.

Άρθρο 8

Υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας

1.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί διαβιβάζουν χωρίς καθυστέρηση στην Υπηρεσία οποιεσδήποτε πληροφορίες για τις ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

2.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό τους δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν στην Υπηρεσία, μετά από αίτησή της ή με δική τους πρωτοβουλία, κάθε έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν σχετικά με διεξαγόμενη έρευνα της Υπηρεσίας.

3.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, στο μέτρο που το επιτρέπει το εθνικό τους δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν στην Υπηρεσία κάθε άλλο κρινόμενο ως σχετικό με την υπόθεση έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν και που αφορά την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Άρθρο 9

Διαδικαστικές εγγυήσεις

1.   H Υπηρεσία, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της, αναζητά αποδείξεις για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας του ενδιαφερομένου. Οι έρευνες διεξάγονται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η Υπηρεσία μπορεί να εξετάσει ενδιαφερόμενο ή μάρτυρα ανά πάσα στιγμή της έρευνας. Τα εξεταζόμενα πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να αποφύγουν την αυτοενοχοποίηση.

Η πρόσκληση του ενδιαφερομένου σε εξέταση αποστέλλεται τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Στην τελευταία περίπτωση, η προθεσμία πρέπει να είναι τουλάχιστον εικοσιτετράωρη. Η πρόσκληση περιλαμβάνει κατάλογο των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου, ιδίως το δικαίωμα να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του.

Η πρόσκληση μάρτυρα σε εξέταση αποστέλλεται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του μάρτυρα ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας.

Οι προβλεπόμενες στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο απαιτήσεις δεν ισχύουν για τις καταθέσεις που λαμβάνονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις.

Όταν, κατά τη διάρκεια εξέτασης, προκύπτουν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ένας μάρτυρας μπορεί να αποτελεί ενδιαφερόμενο, περατώνεται η εξέταση. Εφαρμόζονται αμέσως οι διαδικαστικοί κανόνες που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο και στις παραγράφους 3 και 4. Ο εν λόγω μάρτυρας ενημερώνεται αμέσως για τα δικαιώματά του ως ενδιαφερομένου και λαμβάνει, μετά από αίτηση, αντίγραφο των πρακτικών τυχόν καταθέσεών του κατά το παρελθόν. Η Υπηρεσία δεν δικαιούται να χρησιμοποιήσει τις προηγούμενες καταθέσεις του εν λόγω προσώπου εναντίον του χωρίς να του δώσει πρώτα τη δυνατότητα να σχολιάσει τις εν λόγω καταθέσεις.

Η Υπηρεσία συντάσσει πρακτικά της εξέτασης και παρέχει πρόσβαση σε αυτά στο εξεταζόμενο πρόσωπο, ώστε το εξεταζόμενο πρόσωπο να μπορέσει είτε να τα εγκρίνει είτε να προσθέσει τις παρατηρήσεις του. Η Υπηρεσία παραδίδει στο εξεταζόμενο πρόσωπο αντίγραφο των πρακτικών της εξέτασης.

3.   Μόλις προκύψει από την έρευνα ότι ενδέχεται υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού να αποτελεί ενδιαφερόμενο, ο εν λόγω υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού ενημερώνεται σχετικά, εφόσον δεν θίγεται η διεξαγωγή της έρευνας ή τυχόν ερευνητικής διαδικασίας εμπίπτουσας στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 6 και του άρθρου 7 παράγραφος 6, μόλις ολοκληρωθεί η έρευνα και προτού συνταχθούν συμπεράσματα με ονομαστική αναφορά σε ενδιαφερόμενο, παρέχεται στο εν λόγω πρόσωπο η δυνατότητα να σχολιάσει περιστατικά που το αφορούν.

Για τον σκοπό αυτό, η Υπηρεσία αποστέλλει στον ενδιαφερόμενο πρόσκληση να διατυπώσει παρατηρήσεις είτε γραπτώς είτε στο πλαίσιο συνέντευξης με υπαλλήλους οριζόμενους από την Υπηρεσία. Η εν λόγω πρόσκληση περιλαμβάνει σύνοψη των περιστατικών που αφορούν τον ενδιαφερόμενο και τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει των άρθρων 11 και 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και αναφέρει την προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων, η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της πρόσκλησης. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Στην τελική έκθεση της έρευνας γίνεται μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.

Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απαραίτητη η διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα της έρευνας και/ή απαιτείται η εφαρμογή ερευνητικών διαδικασιών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την εκτέλεση της υποχρέωσης κλήσης ενδιαφερομένου προς υποβολή παρατηρήσεων.

Στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παράγραφος 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η παράλειψη του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού να απαντήσει εντός μηνός στην αίτηση του γενικού διευθυντή για την αναβολή της εκτέλεσης της υποχρέωσης κλήσης ενδιαφερομένου προς υποβολή παρατηρήσεων θεωρείται ότι συνιστά καταφατική απάντηση.

5.   Κάθε εξεταζόμενο πρόσωπο δικαιούται να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ωστόσο, οι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι της Ένωσης μπορεί να κληθούν να εκφραστούν σε μια επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που κατέχουν άριστα.

Άρθρο 10

Εμπιστευτικότητα και προστασία δεδομένων

1.   Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών, υπό οποιαδήποτε μορφή, προστατεύονται από τις σχετικές διατάξεις.

2.   Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο εσωτερικών ερευνών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι εφαρμοστέοι στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κανόνες.

3.   Τα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί εξασφαλίζουν την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών της Υπηρεσίας, καθώς και τον σεβασμό των νόμιμων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, και, όταν έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες, την τήρηση όλων των εθνικών κανόνων που εφαρμόζονται στις διαδικασίες αυτές.

4.   Η Υπηρεσία μπορεί να διορίσει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

5.   Ο γενικός διευθυντής μεριμνά ώστε η ενημέρωση του κοινού να γίνεται κατά τρόπο ουδέτερο και αμερόληπτο, με σεβασμό της αρχής του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών και σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 9 παράγραφος 1.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας δεν προβαίνουν σε κοινολόγηση πληροφοριών που έχουν λάβει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους χωρίς προηγούμενη εξουσιοδότηση, εκτός αν πρόκειται για πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη κοινοποιηθεί ή είναι διαθέσιμες στο κοινό, συνεχίζουν δε να δεσμεύονται από την εν λόγω υποχρέωση μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία.

Άρθρο 11

Έκθεση της έρευνας και συνέχεια που δίδεται στις έρευνες

1.   Μόλις ολοκληρωθεί έρευνα της Υπηρεσίας, συντάσσεται έκθεση υπό την εποπτεία του γενικού διευθυντή. Στην εν λόγω έκθεση αναφέρονται η νομική βάση της έρευνας, οι διαδικαστικές ενέργειες που έγιναν, τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά και ο προκαταρκτικός νομικός τους χαρακτηρισμός, η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων των διαπιστωθέντων περιστατικών, η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων κατά το άρθρο 9 και τα συμπεράσματα της έρευνας.

Η έκθεση συνοδεύεται από συστάσεις του γενικού διευθυντή σχετικά με την ανάγκη λήψης μέτρων. Οι εν λόγω συστάσεις αναφέρουν, εφόσον χρειάζεται, τυχόν πειθαρχικές, διοικητικές, δημοσιονομικές και/ή δικαστικές ενέργειες των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, και προσδιορίζουν ιδίως το εκτιμώμενο ποσό που πρέπει να ανακτηθεί, καθώς και τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό των διαπιστωθέντων περιστατικών.

2.   Κατά τη σύνταξη των εν λόγω εκθέσεων και συστάσεων, λαμβάνεται υπόψη το εθνικό δίκαιο του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Οι εκθέσεις που συντάσσονται με τον τρόπο αυτό αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτών και υπό τους ιδίους όρους, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποδεικνύεται αναγκαία. Υπάγονται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτών και έχουν την αυτή αποδεικτική ισχύ με αυτές τις εκθέσεις.

3.   Οι εκθέσεις και συστάσεις που συντάσσονται μετά από εξωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις εξωτερικές έρευνες, καθώς και, εφόσον είναι αναγκαίο, στις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής.

4.   Οι εκθέσεις και συστάσεις που συντάσσονται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Τα εν λόγω θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί δίνουν στις εσωτερικές έρευνες τη συνέχεια, ιδίως πειθαρχική ή δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των εσωτερικών ερευνών και ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία, εντός προθεσμίας που ορίζεται στις συστάσεις που συνοδεύουν την έκθεση, καθώς και, επιπλέον, μετά από σχετική αίτηση της Υπηρεσίας.

5.   Όταν η έκθεση που συντάχθηκε μετά από εσωτερική έρευνα αποκαλύπτει την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που δύνανται να επισύρουν ποινική δίωξη, τα εν λόγω στοιχεία διαβιβάζονται στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

6.   Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν σε εύθετο χρόνο την Υπηρεσία, μετά από αίτησή της, σχετικά με τυχόν μέτρα που έλαβαν μετά από τη διαβίβαση των συστάσεων του γενικού διευθυντή σύμφωνα με την παράγραφο 3 και μετά τη διαβίβαση πληροφοριών από την Υπηρεσία σύμφωνα με την παράγραφο 5.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, αν η έρευνα ολοκληρωθεί χωρίς να βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος του ενδιαφερομένου, η σχετική με το εν λόγω πρόσωπο έρευνα περατώνεται από τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ενημερώνει το εν λόγω πρόσωπο εντός 10 εργάσιμων ημερών.

8.   Εφόσον πληροφοριοδότης που παρέσχε στην Υπηρεσία στοιχεία τα οποία οδήγησαν στην έναρξη έρευνας ή σχετίζονται με αυτήν το ζητήσει, η Υπηρεσία μπορεί να ενημερώσει τον εν λόγω πληροφοριοδότη ότι περατώθηκε η έρευνα. Ωστόσο, η Υπηρεσία μπορεί να απορρίψει τέτοια αίτηση, αν κρίνει ότι μπορεί να βλάψει τα νόμιμα δικαιώματα του ενδιαφερομένου, την αποτελεσματικότητα της έρευνας και τις ενέργειες που θα αναληφθούν στη συνέχεια ή τις ενδεχόμενες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.

Άρθρο 12

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11 του παρόντος κανονισμού και των διατάξεων του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία μπορεί να διαβιβάζει εγκαίρως στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών πληροφορίες συλλεγείσες κατά τη διάρκεια εξωτερικών ερευνών, ώστε να μπορέσουν να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11, ο γενικός διευθυντής διαβιβάζει στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους πληροφορίες που συνέλεξε η Υπηρεσία κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών, όσον αφορά πραγματικά περιστατικά που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 και με την επιφύλαξη του άρθρου 10, ο γενικός διευθυντής διαβιβάζει επίσης στα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μεταξύ των οποίων τα στοιχεία ταυτότητας του ενδιαφερομένου, σύνοψη των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, τον προκαταρκτικό νομικό τους χαρακτηρισμό και εκτίμηση των οικονομικών τους επιπτώσεων στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Εφαρμόζεται το άρθρο 9 παράγραφος 4.

3.   Οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του εθνικού τους δικαίου, ενημερώνουν την Υπηρεσία σε εύθετο χρόνο, με δική τους πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση της Υπηρεσίας, σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν βάσει των πληροφοριών που τους διαβιβάστηκαν δυνάμει του παρόντος άρθρου.

4.   Η Υπηρεσία δύναται να καταθέτει αποδεικτικά στοιχεία σε διαδικασίες ενώπιον εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 13

Συνεργασία της Υπηρεσίας με την Eurojust και την Ευρωπόλ

1.   Στο πλαίσιο της εντολής της να προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η Υπηρεσία συνεργάζεται, κατά περίπτωση, με την Eurojust και την Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ). Εφόσον απαιτείται για τη διευκόλυνση της εν λόγω συνεργασίας, η Υπηρεσία συμφωνεί με την Eurojust και την Ευρωπόλ σχετικά με διοικητικούς διακανονισμούς. Οι εν λόγω διακανονισμοί εργασίας είναι δυνατόν να αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και διαβαθμισμένων πληροφοριών και, εφόσον ζητηθούν, εκθέσεων προόδου.

Όταν αυτό στηρίζει και ενισχύει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών ερευνητικών και διωκτικών αρχών ή όταν η Υπηρεσία έχει διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πληροφορίες που γεννούν υπόνοιες απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης υπό μορφή σοβαρού εγκλήματος, η Υπηρεσία διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες στην Eurojust, στο πλαίσιο της εντολής της Eurojust.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών ενημερώνονται εγκαίρως από την Υπηρεσία σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπ’ αυτών παρασχεθείσες πληροφορίες διαβιβάζονται από την Υπηρεσία στην Eurojust ή την Ευρωπόλ.

Άρθρο 14

Συνεργασία με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.   Η Υπηρεσία μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να συμφωνεί διοικητικούς διακανονισμούς με αρμόδιες υπηρεσίες τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών. Η Υπηρεσία συντονίζει τη δράση της, κατά περίπτωση, με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, ιδίως προτού συμφωνηθούν οι διακανονισμοί αυτοί. Οι εν λόγω διακανονισμοί είναι δυνατόν να αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των εκθέσεων προόδου, εφόσον ζητηθούν.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών ενημερώνονται από την Υπηρεσία προτού οι υπ’ αυτών παρασχεθείσες πληροφορίες διαβιβασθούν από την Υπηρεσία σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς.

Η Υπηρεσία τηρεί μητρώο όλων των διαβιβάσεων προσωπικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τις εν λόγω διαβιβάσεις, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 15

Επιτροπή εποπτείας

1.   Η επιτροπή εποπτείας παρακολουθεί τακτικά την εκτέλεση από την Υπηρεσία των ερευνητικών της καθηκόντων, προκειμένου να ενισχύσει την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας κατά την ορθή άσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Η επιτροπή εποπτείας παρακολουθεί ιδίως τις εξελίξεις όσον αφορά την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο γενικός διευθυντής σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 8.

Η επιτροπή εποπτείας απευθύνει στον γενικό διευθυντή γνωμοδοτήσεις, καθώς και συστάσεις κατά περίπτωση, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους απαιτούμενους πόρους για τη διενέργεια του ερευνητικού έργου της Υπηρεσίας, τις προτεραιότητες της Υπηρεσίας σε θέματα ερευνών και τη διάρκεια των ερευνών. Οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις εκδίδονται με δική της πρωτοβουλία, κατόπιν αιτήσεως του γενικού διευθυντή ή κατόπιν αιτήσεως θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού, χωρίς ωστόσο να παρεμποδίζουν τις διεξαγόμενες έρευνες.

Αντίγραφο των γνωμοδοτήσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο παρέχεται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.

Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η επιτροπή εποπτείας μπορεί να ζητά πρόσθετες πληροφορίες από την Υπηρεσία σχετικά με έρευνες, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων και των συστάσεων για περατωθείσες έρευνες, χωρίς ωστόσο να παρεμποδίζει τις διεξαγόμενες έρευνες.

2.   Η επιτροπή εποπτείας αποτελείται από πέντε ανεξάρτητα μέλη με πείρα στην άσκηση ανώτερων δικαστικών καθηκόντων ή καθηκόντων έρευνας ή ανάλογων καθηκόντων στους τομείς δραστηριότητας της Υπηρεσίας. Διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή με κοινή συμφωνία.

Η απόφαση περί διορισμού των μελών της επιτροπής εποπτείας περιλαμβάνει επίσης εφεδρικό κατάλογο για την αντικατάσταση μελών της επιτροπής εποπτείας για το υπόλοιπο της θητείας τους σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου ή αδυναμίας εκπλήρωσης των καθηκόντων ενός ή περισσότερων μελών.

3.   Η διάρκεια της θητείας των μελών της επιτροπής εποπτείας είναι πενταετής και δεν ανανεώνεται. Αντικαθίστανται εναλλάξ τρία και δύο μέλη με σκοπό τη διαφύλαξη της πείρας της επιτροπής εποπτείας.

4.   Μετά τη λήξη της θητείας τους, τα μέλη της επιτροπής εποπτείας παραμένουν εν υπηρεσία έως ότου αντικατασταθούν.

5.   Εάν μέλος της επιτροπής εποπτείας δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή αν το μέλος κρίθηκε ένοχος για βαρύ παράπτωμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή μπορούν να απαλλάξουν το μέλος από τα καθήκοντά του με κοινή συμφωνία.

6.   Σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της Επιτροπής, τα μέλη της επιτροπής εποπτείας λαμβάνουν ημερήσιο επίδομα και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

7.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη της επιτροπής εποπτείας δεν ζητούν ούτε δέχονται εντολές από καμία κυβέρνηση ή από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό.

8.   Η επιτροπή εποπτείας ορίζει τον πρόεδρό της. Εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της, ο οποίος, προτού υιοθετηθεί, υποβάλλεται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής εποπτείας συγκαλούνται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου της ή του γενικού διευθυντή. Συνεδριάζει τουλάχιστον δέκα φορές τον χρόνο. Η επιτροπή εποπτείας λαμβάνει τις αποφάσεις της με την πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν. Η γραμματειακή της υποστήριξη παρέχεται από την Υπηρεσία, σε στενή διαβούλευση με την επιτροπή εποπτείας.

9.   Η επιτροπή εποπτείας εκδίδει τουλάχιστον μία έκθεση δραστηριοτήτων κατ’ έτος, η οποία καλύπτει ειδικότερα την εκτίμηση της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας, την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών. Οι εν λόγω εκθέσεις αποστέλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Η επιτροπή εποπτείας μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών της Υπηρεσίας και τη συνέχεια που δόθηκε σ’ αυτές βάσει των εν λόγω αποτελεσμάτων.

Άρθρο 16

Ανταλλαγή απόψεων με τα θεσμικά όργανα

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συναντούν τον γενικό διευθυντή άπαξ του έτους για ανταλλαγή απόψεων σε πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να συζητήσουν την πολιτική της Υπηρεσίας όσον αφορά μεθόδους πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η επιτροπή εποπτείας συμμετέχει στην ανταλλαγή απόψεων. Εκπρόσωποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Eurojust και/ή της Ευρωπόλ καλούνται να παραστούν σε βάση ad hoc κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του γενικού διευθυντή ή της επιτροπής εποπτείας.

2.   Η ανταλλαγή απόψεων μπορεί να αφορά:

α)

τις στρατηγικές προτεραιότητες όσον αφορά τις πολιτικές της Υπηρεσίας στον τομέα των ερευνών·

β)

τις γνωμοδοτήσεις και τις εκθέσεις δραστηριοτήτων της επιτροπής εποπτείας που προβλέπονται στο άρθρο 15·

γ)

τις εκθέσεις του γενικού διευθυντή δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 4 και, κατά περίπτωση, κάθε άλλη έκθεση των θεσμικών οργάνων σχετικά με την εντολή της Υπηρεσίας·

δ)

το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών·

ε)

το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών·

στ)

τις σχέσεις μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών, καθώς και διεθνών οργανισμών, στο πλαίσιο των διακανονισμών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό·

ζ)

την αποτελεσματικότητα του έργου της Υπηρεσίας όσον αφορά την εκπλήρωση της αποστολής της.

3.   Όλα τα θεσμικά όργανα τα οποία συμμετέχουν στην ανταλλαγή απόψεων μεριμνούν ώστε η ανταλλαγή αυτή να μην παρεμποδίζει τις διεξαγόμενες έρευνες.

4.   Τα θεσμικά όργανα τα οποία συμμετέχουν στην ανταλλαγή απόψεων λαμβάνουν υπόψη τις διατυπωθείσες απόψεις στις μεταγενέστερες δράσεις τους. Ο γενικός διευθυντής, στις εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 4, παρέχει πληροφορίες για τυχόν ενέργειες της Υπηρεσίας.

Άρθρο 17

Γενικός διευθυντής

1.   Της Υπηρεσίας προΐσταται γενικός διευθυντής. Ο γενικός διευθυντής διορίζεται από την Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2. Η διάρκεια της θητείας του γενικού διευθυντή είναι επταετής και δεν ανανεώνεται.

2.   Προκειμένου να προβεί στον διορισμό νέου γενικού διευθυντή, η Επιτροπή δημοσιεύει πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εν λόγω δημοσίευση πραγματοποιείται το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του εν ενεργεία γενικού διευθυντή. Αφού διατυπωθεί ευνοϊκή γνώμη της επιτροπής εποπτείας για τη διαδικασία επιλογής που εφαρμόζει η Επιτροπή, συντάσσεται από την Επιτροπή κατάλογος των υποψηφίων που συγκεντρώνουν τα κατάλληλα προσόντα. Μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Επιτροπή διορίζει τον γενικό διευθυντή.

3.   Ο γενικός διευθυντής δεν ζητά ούτε δέχεται εντολές από οιαδήποτε κυβέρνηση ή οιοδήποτε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του που αφορούν την έναρξη και διενέργεια εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών ή τη σύνταξη εκθέσεων μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ερευνών. Εάν ο γενικός διευθυντής κρίνει ότι κάποιο μέτρο που έλαβε η Επιτροπή θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του, ενημερώνει αμέσως την επιτροπή εποπτείας και αποφασίζει αν θα προσφύγει κατά της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Ο γενικός διευθυντής υποβάλλει τακτικά εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα πορίσματα των ερευνών που διενεργήθηκαν από την Υπηρεσία, τα ληφθέντα μέτρα και τις δυσκολίες που ανέκυψαν, σεβόμενος τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών, τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων και των πληροφοριοδοτών και, κατά περίπτωση, το εφαρμοστέο στις δικαστικές διαδικασίες εθνικό δίκαιο.

5.   Ο γενικός διευθυντής καθορίζει ετησίως, στο πλαίσιο του ετήσιου σχεδίου διαχείρισης, τις προτεραιότητες της πολιτικής της Υπηρεσίας σε θέματα ερευνών και τις διαβιβάζει, πριν από τη δημοσίευσή τους, στην επιτροπή εποπτείας.

Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, την εκτέλεση των ερευνητικών της καθηκόντων και τις αναληφθείσες ενέργειες σε συνέχεια των ερευνών.

Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με:

α)

υποθέσεις στις οποίες δεν τηρήθηκαν οι συστάσεις του γενικού διευθυντή·

β)

υποθέσεις στις οποίες διαβιβάστηκαν πληροφορίες σε δικαστικές αρχές των κρατών μελών·

γ)

τη διάρκεια των ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 8.

6.   Ο γενικός διευθυντής δύναται να αναθέτει γραπτώς την άσκηση ορισμένων εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 5, του άρθρου 7 παράγραφος 2, του άρθρου 11 παράγραφος 7 και του άρθρου 12 παράγραφος 2 σε έναν ή περισσότερους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, ορίζοντας τους όρους και τα όρια της εν λόγω εξουσιοδότησης.

7.   Ο γενικός διευθυντής θεσπίζει εσωτερική συμβουλευτική και εποπτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου ελέγχου νομιμότητας, όσον αναφορά μεταξύ άλλων την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων και του εθνικού δικαίου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, έχοντας ιδίως υπόψη το άρθρο 11 παράγραφος 2.

8.   Ο γενικός διευθυντής υιοθετεί κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις διαδικασίες έρευνας για τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό και καλύπτουν, μεταξύ άλλων:

α)

τη διεξαγωγή ερευνών·

β)

τις διαδικαστικές εγγυήσεις·

γ)

λεπτομέρειες των εσωτερικών συμβουλευτικών και εποπτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου νομιμότητας·

δ)

την προστασία δεδομένων.

Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και κάθε τροποποίησή τους εγκρίνονται αφού έχει δοθεί η δυνατότητα στην επιτροπή εποπτείας να διατυπώσει τις σχετικές της παρατηρήσεις, εν συνεχεία δε διαβιβάζονται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και δημοσιεύονται για σκοπούς ενημέρωσης στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας στις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

9.   Η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας προτού επιβάλει οιαδήποτε πειθαρχική κύρωση στον γενικό διευθυντή.

Οι πειθαρχικές κυρώσεις εις βάρος του γενικού διευθυντή αποτελούν αντικείμενο αιτιολογημένης απόφασης, η οποία διαβιβάζεται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την επιτροπή εποπτείας.

10.   Οιαδήποτε παραπομπή στον «διευθυντή» της Υπηρεσίας σε οποιοδήποτε νομικό κείμενο νοείται ως παραπομπή στον γενικό διευθυντή.

Άρθρο 18

Χρηματοδότηση

Οι συνολικές πιστώσεις της Υπηρεσίας, οι οποίες καλύπτουν και την επιτροπή εποπτείας και τη γραμματεία της, εγγράφονται σε ειδική γραμμή του προϋπολογισμού στο τμήμα «Επιτροπή» του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναγράφονται λεπτομερώς σε παράρτημα του εν λόγω τμήματος.

Ο πίνακας προσωπικού της Υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης της γραμματείας της επιτροπής εποπτείας, προσαρτάται στον πίνακα προσωπικού της Επιτροπής.

Άρθρο 19

Έκθεση αξιολόγησης

Έως τις 2 Οκτωβρίου 2017, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας και επισημαίνει ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 20

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 καταργούνται.

Οι παραπομπές στους καταργηθέντες κανονισμούς θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στον παράρτημα II.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος και μεταβατικές διατάξεις

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Το άρθρο 15 παράγραφος 3 ισχύει για τη διάρκεια της θητείας των εν ενεργεία μελών της επιτροπής εποπτείας κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Αμέσως μόλις τεθεί σε ισχύ ο παρών κανονισμός, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιλέγει με κλήρωση, από τα μέλη της επιτροπής εποπτείας, δύο μέλη η λήξη της θητείας των οποίων επίκειται, κατά παρέκκλιση από την πρώτη περίοδο της παραγράφου 3 του άρθρου 15, μόλις παρέλθουν οι πρώτοι 36 μήνες της θητείας τους. Τα απερχόμενα μέλη αντικαθίστανται από δύο νέα μέλη τα οποία διορίζονται αυτομάτως για πενταετή θητεία, με βάση και κατά τη σειρά του καταλόγου του άρθρου 1 παράγραφος 2 της απόφασης 2012/45/ΕΕ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2012, για τον διορισμό των μελών της επιτροπής εποπτείας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (13). Αυτά τα νέα μέλη θα είναι τα πρώτα δύο πρόσωπα των οποίων τα ονόματα εμφανίζονται στον εν λόγω κατάλογο.

3.   Η τρίτη περίοδος του άρθρου 17 παράγραφος 1 ισχύει για τη διάρκεια της θητεία του εν ενεργεία γενικού διευθυντή κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 11 Σεπτεμβρίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

V. LEŠKEVIČIUS


(1)  ΕΕ C 254 της 30.8.2011, σ. 1.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ C 16 E της 22.1.2010, σ. 201) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 25ης Φεβρουαρίου 2013 (ΕΕ C 89 E της 27.3.2013, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Ιουλίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 1999, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 20).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1).

(5)  ΕΕ C 202 της 18.8.2005, σ. 1.

(6)  ΕΕ C 124 της 27.4.2011, σ. 9.

(7)  ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.

(8)  ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(11)  ΕΕ C 279 της 23.9.2011, σ. 11.

(12)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.

(13)  ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 30.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ (ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 20)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1)

Κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 2 σημείο 1

Άρθρο 2 σημείο 2

Άρθρο 2 σημείο 3

Άρθρο 2

Άρθρο 2 σημείο 4

Άρθρο 2 σημείο 5

Άρθρο 2 σημείο 6

Άρθρο 2 σημείο 7

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 4 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 6 στοιχείο α)

Άρθρο 4 παράγραφος 7

Άρθρο 4 παράγραφος 6 στοιχείο β)

Άρθρο 4 παράγραφος 8

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 5

Άρθρο 5 παράγραφος 6

Άρθρο 6

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 7

Άρθρο 7 παράγραφος 8

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 9

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 8

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 4

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 5

Άρθρο 15 παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 15 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 6

Άρθρο 15 παράγραφος 8

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 17 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8

Άρθρο 15 παράγραφος 9

Άρθρο 16

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 12 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 6

Άρθρο 17 παράγραφος 7

Άρθρο 17 παράγραφος 8

Άρθρο 12 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 17 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 17 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 10

Άρθρο 13

Άρθρο 18

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 16

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Παράρτημα I

Παράρτημα II


Δήλωση της Επιτροπής

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι η Υπηρεσία δήλωσε ότι θα ενεργεί πάντα σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σεβόμενη πλήρως την ελευθερία και την ανεξαρτησία των βουλευτών όπως περιέχεται στο άρθρο 2 του εν λόγω καθεστώτος.


Δήλωση της Επιτροπής

Η Επιτροπή προτίθεται να διατηρήσει τις υφιστάμενες αρμοδιότητες του γενικού διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης σχετικά με τον καθορισμό των όρων και των διαδικασιών των προσλήψεων στην Υπηρεσία, ειδικότερα όσον αφορά τη διάρκεια των συμβάσεων και τις ανανεώσεις τους.


Δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής

Κάθε φορά που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή διορίζουν νέα μέλη της νέας επιτροπής εποπτείας, θα πρέπει να διορίζουν επίσης τα μέλη εκείνα που θα αναλάβουν τα καθήκοντά τους κατά την επόμενη μερική ανανέωση.