ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Ιουνίου 2023 ( *1 )

Περιεχόμενα

 

I. Το νομικό πλαίσιο

 

II. Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 

III. Επί της προσφυγής

 

Α. Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά την έλλειψη χαρακτηρισμού ειδικών ζωνών διατήρησης

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Β. Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά την έλλειψη καθορισμού στόχων διατήρησης

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Γ. Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως καθορισμού των αναγκαίων μέτρων διατήρησης

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

α) Τόποι οι οποίοι, κατά την Επιτροπή, δεν υπόκεινται σε κανένα μέτρο διατήρησης ή για τους οποίους ελήφθησαν μερικά μέτρα διατήρησης

 

β) Τόποι για τους οποίους, κατά την Επιτροπή, έχουν ληφθεί μέτρα διατήρησης τα οποία δεν στηρίζονται στους στόχους διατήρησης

 

γ) Μια συνεχιζόμενη και συστηματική πρακτική που συνίσταται στον καθορισμό μέτρων διατήρησης που δεν είναι επαρκώς ακριβή και δεν καθιστούν δυνατή την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών πιέσεων και απειλών

 

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 

β) Τόποι για τους οποίους δεν ελήφθη κανένα μέτρο διατήρησης ή για τους οποίους ελήφθησαν ατελή μέτρα διατήρησης

 

γ) Τόποι για τους οποίους έχουν ληφθεί μέτρα διατήρησης τα οποία δεν στηρίζονται στους στόχους διατήρησης

 

δ) Μια συνεχιζόμενη και συστηματική πρακτική που συνίσταται στον καθορισμό μέτρων διατήρησης που δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένα και δεν καθιστούν δυνατή την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών πιέσεων και απειλών

 

Επί των δικαστικών εξόδων

«Παράβαση κράτους μέλους – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Ειδικές ζώνες διατήρησης – Ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή – Άρθρο 4, παράγραφος 4, και άρθρο 6, παράγραφος 1 – Παράλειψη ορισμού ειδικών ζωνών διατήρησης και καθορισμού στόχων διατήρησης – Μη λήψη ή ανεπάρκεια μέτρων διατήρησης»

Στην υπόθεση C‑444/21,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 16 Ιουλίου 2021,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hermes και M. Noll-Ehlers,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενης από την M. Browne, τον A. Joyce, την M. Lane και την J. Quaney, επικουρούμενους από την E. Barrington, SC, την A. Carroll, BL. και τon M. Gray, SC,

καθής,

υποστηριζόμενης από την:

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την A. Hoesch,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Νοεμβρίου 2022,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ιρλανδία,:

καθόσον δεν όρισε το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας ως ειδικές ζώνες διατήρησης στην επικράτειά της 217 από τους 423 τόπους κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή οι οποίοι περιελήφθησαν στον κατάλογο που θεσπίστηκε με την απόφαση 2004/813/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2004, με την οποία θεσπίζεται ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 387, σ. 1), όπως ενημερώθηκε με την απόφαση 2008/23/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2007, βάσει της οποίας εγκρίνεται, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, πρώτος ενημερωμένος κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή (ΕΕ 2008, L 12, σ. 1), και με την απόφαση 2009/96/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την έγκριση του δεύτερου ενημερωμένου καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 43, σ. 466) (στο εξής: επίμαχοι τόποι κοινοτικής σημασίας)·

καθόσον δεν καθόρισε λεπτομερείς και εξειδικευμένους στόχους διατήρησης για τους 140 από τους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας και

καθόσον δεν καθόρισε τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, L 158, σ. 193) (στο εξής: οδηγία για τους οικοτόπους), που απαντούν στους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

I. Το νομικό πλαίσιο

2

Η τρίτη και η όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας για τους οικοτόπους αναφέρουν τα εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι η παρούσα οδηγία αυτή συμβάλλει στο γενικό στόχο μιας διαρκούς ανάπτυξης δεδομένου ότι ο κυριότερος σκοπός της είναι να ευνοήσει τη διατήρηση της βιοποικιλότητας λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και περιφερειακές απαιτήσεις· ότι η διατήρηση αυτής της βιοποικιλότητας ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να απαιτεί τη διατήρηση ή και την ενθάρρυνση ανθρώπινων δραστηριοτήτων·

[…]

ότι, σε κάθε χαρακτηρισμένη ζώνη, θα πρέπει να εφαρμόζονται τα αναγκαία μέτρα σε σχέση με τους στόχους διατήρησης που έχουν οριστεί».

3

Το άρθρο 1, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

ιβ)

“ειδική ζώνη διατήρησης”: ένας τόπος κοινοτικής σημασίας ορισμένος από τα κράτη μέλη μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων ή/και των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος».

4

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας:

«Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος.»

5

Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   [Συνιστάται] ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο “Natura 2000”. Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και τους οικότοπους των ειδών που εμφαίνονται στο παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει την διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών.

Το δίκτυο “Natura 2000” περιλαμβάνει και τις ζώνες ειδικής προστασίας που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ.

2.   Κάθε κράτος μέλος συμβάλλει στη σύσταση του Natura 2000 ανάλογα με τα είδη φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των ειδών τα οποία αναφέρει η παράγραφος 1, που υπάρχουν στο έδαφός του. Προς το σκοπό αυτό κάθε κράτος μέλος ορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 4, τόπους ως ειδικές ζώνες διατήρησης, λαμβάνοντας υπόψη του τους σκοπούς που αναφέρει η παράγραφος 1.»

6

Το άρθρο 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε κράτος μέλος, βασιζόμενο στα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα III (στάδιο 1) και στις σχετικές επιστημονικές πληροφορίες, προτείνει έναν κατάλογο τόπων, όπου υποδεικνύεται ποιοι τύποι φυσικών οικοτόπων από τους αναφερόμενους στο παράρτημα I και ποια τοπικά είδη από τα απαριθμούμενα στο παράρτημα II, απαντώνται στους εν λόγω τόπους. Για τα ζωικά είδη που καταλαμβάνουν εκτεταμένες εκτάσεις, οι εν λόγω τόποι συμπίπτουν με τους τόπους, τους περιλαμβανομένους στην περιοχή της φυσικής κατανομής αυτών των ειδών, οι οποίοι παρουσιάζουν τα ουσιώδη φυσικά ή βιολογικά στοιχεία για τη ζωή ή την αναπαραγωγή τους. Για τα υδρόβια είδη που καταλαμβάνουν εκτεταμένες περιοχές, αυτοί οι τόποι προτείνονται μόνον εάν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί σαφώς μια ζώνη που να παρουσιάζει τα ουσιώδη φυσικά ή βιολογικά στοιχεία για τη ζωή ή την αναπαραγωγή τους. Τα κράτη μέλη προτείνουν, ενδεχομένως, προσαρμογή του εν λόγω καταλόγου βάσει των αποτελεσμάτων της εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 11.

Ο κατάλογος διαβιβάζεται στην Επιτροπή μέσα σε μια τριετία από τη γνωστοποίηση της παρούσας οδηγίας ταυτόχρονα με τις πληροφορίες για κάθε τόπο. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν ένα χάρτη του τόπου, την ονομασία του, τη θέση του, την έκτασή του, καθώς και τα δεδομένα που προκύπτουν από την εφαρμογή των κριτηρίων του παραρτήματος III (στάδιο 1) και παρέχονται βάσει ενός εντύπου που καταρτίζει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 21.

2.   Η Επιτροπή, βασιζόμενη στα κριτήρια του παραρτήματος III (στάδιο 2) και στα πλαίσια μιας από τις εννέα βιογεωγραφικές περιοχές που αναφέρονται στο στοιχείο γ) σημείο iii) του άρθρου 1 και του συνόλου του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, καταρτίζει, σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη και βάσει των καταλόγων των κρατών μελών, σχέδιο καταλόγου τόπων κοινοτικής σημασίας όπου καθίστανται πρόδηλοι οι τόποι στους οποίους απαντώνται ένας ή περισσότεροι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας ή ένα ή περισσότερα είδη προτεραιότητας.

Τα κράτη μέλη των οποίων οι τόποι με τύπους φυσικών οικοτόπων και είδη που έχουν προτεραιότητα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 5 % του εθνικού εδάφους, μπορούν, σε συμφωνία με την Επιτροπή, να ζητήσουν ελαστικότερη εφαρμογή των κριτηρίων που απαριθμούνται στο παράρτημα III (στάδιο 2) για την επιλογή του συνόλου των τόπων κοινοτικής σημασίας στο έδαφός τους.

Ο κατάλογος των τόπων των επιλεγμένων ως τόπων κοινοτικής σημασίας, στον οποίο καταδεικνύονται οι τόποι όπου απαντώνται ένας ή περισσότεροι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας ή ένα ή περισσότερα είδη προτεραιότητας καταρτίζεται από την Επιτροπή με την διαδικασία του άρθρου 21.

3.   Ο προβλεπόμενος στην παράγραφο 2 κατάλογος καταρτίζεται μέσα σε μια εξαετία από την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας.

4.   Όταν ένας τόπος κοινοτικής σημασίας, υπ’ αυτή του την ιδιότητα, επιλέχθηκε δυνάμει της διαδικασίας της παραγράφου 2, το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, μέσα σε μια εξαετία, καθορίζοντας τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενός τύπου φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που επαπειλούν τους εν λόγω τόπους.

5.   Μόλις ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο του τρίτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου, υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6.»

7

Κατά το άρθρο 6 της οδηγίας:

«1.   Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II, τα οποία απαντώνται στους τόπους.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

3.   Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.

4.   Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. […]

[…]»

II. Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

8

Με την απόφαση 2004/813, η Επιτροπή θέσπισε κατάλογο τόπων κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή, εκ των οποίων 413 ευρίσκονται στην ιρλανδική επικράτεια. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους εξαετής προθεσμία για τον ορισμό των εν λόγω τόπων ως ειδικών ζωνών διατήρησης έληξε στις 7 Δεκεμβρίου 2010. Ο κατάλογος αυτός ενημερώθηκε με τις αποφάσεις 2008/23 και 2009/96, με τη συγχώνευση, όσον αφορά την Ιρλανδία, δύο τόπων και με την προσθήκη 11 τόπων, αυξάνοντας έτσι σε 423 τον συνολικό αριθμό των τόπων που ευρίσκονται στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους.

9

Με έγγραφο της 23ης Απριλίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιρλανδία να της παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που είχε λάβει για να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 4, καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους και, ειδικότερα, σχετικά με την πορεία της διαδικασίας ορισμού των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας ως ειδικών ζωνών διατήρησης, καθώς και σχετικά με την πρόοδο που είχε γίνει ως προς την προετοιμασία των στόχων και τον καθορισμό των μέτρων διατήρησης.

10

Κατόπιν της από 11 Σεπτεμβρίου 2013 απαντήσεως της Ιρλανδίας, η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις προαναφερθείσες διατάξεις και, στις 27 Φεβρουαρίου 2015, της απέστειλε προειδοποιητική επιστολή.

11

Αφού εξέτασε την απάντηση που της παρέσχε η Ιρλανδία με έγγραφο της 5ης Μαΐου 2015 καθώς και τις εκθέσεις προόδου που προσκόμισε το εν λόγω κράτος μέλος, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 29 Απριλίου 2016, αιτιολογημένη γνώμη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 258, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσάπτοντας στο εν λόγω κράτος μέλος ότι παρέβη:

την υποχρέωση ορισμού ως ειδικών ζωνών διατήρησης 401 από τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας·

την υποχρέωση καθορισμού, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, των στόχων διατήρησης για 335 από αυτούς τους τόπους κοινοτικής σημασίας·

την υποχρέωση λήψεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, των αναγκαίων μέτρων διατήρησης όσον αφορά το σύνολο των εν λόγω τόπων κοινοτικής σημασίας.

12

Με την από 27 Ιουνίου 2016 απάντησή της, η Ιρλανδία ανέδειξε, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, την πολυπλοκότητα που διέπει τη διαδικασία ορισμού των τόπων κοινοτικής σημασίας ως ειδικών ζωνών διατήρησης. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του εν λόγω κράτους μέλους, ο ορισμός των ειδικών ζωνών διατήρησης θα ολοκληρωνόταν κατά τη διάρκεια του 2017. Εντούτοις, εκτιμούσε ότι οι επίμαχοι τόποι προστατεύονταν ήδη από την ιρλανδική νομοθεσία ως «τόποι που προορίζονται να οριστούν ως ειδικές ζώνες διατήρησης» (στο εξής: τόποι υποψήφιοι προς χαρακτηρισμό).

13

Με έγγραφο της 9ης Νοεμβρίου 2018, το οποίο η Ιρλανδία παρέλαβε αυθημερόν, η Επιτροπή απέστειλε στο εν λόγω κράτος μέλος πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη. Με την εν λόγω γνώμη καλούσε τις ιρλανδικές αρχές να συμμορφωθούν προς το περιεχόμενό της εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παραλαβή της. Η Επιτροπή θεωρούσε πλέον ότι οι παραβάσεις του εν λόγω κράτους μέλους αφορούσαν:

το γεγονός ότι 255 τόποι κοινοτικής σημασίας δεν είχαν οριστεί ως ειδικές ζώνες διατήρησης,

το γεγονός ότι δεν είχαν καθοριστεί λεπτομερείς στόχοι διατήρησης για 198 τόπους κοινοτικής σημασίας,

το γεγονός ότι δεν είχαν καθοριστεί μέτρα διατήρησης για το σύνολο των 423 επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας.

14

Με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2019, η Ιρλανδία απάντησε ότι, σύμφωνα με τον σχεδιασμό της, το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2020 θα ορίζονταν οι εναπομείναντες τόποι ως ειδικές ζώνες διατήρησης και θα καθορίζονταν οι στόχοι για τη διατήρησή τους, προσθέτοντας ότι οι τόποι αυτοί προστατεύονταν ήδη ως τόποι υποψήφιοι προς χαρακτηρισμό. Αναφερόταν επίσης σε ένα πρόγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων διατήρησης.

15

Με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Απριλίου, της 2ας Μαΐου, της 11ης Οκτωβρίου και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, καθώς και της 14ης Ιανουαρίου και της 14ης Απριλίου 2020, η Ιρλανδία ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των διαδικασιών που αφορούσαν τον ορισμό των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας ως ειδικών ζωνών διατήρησης και τον καθορισμό των στόχων διατήρησης.

16

Εκτιμώντας ότι, τοιουτοτρόπως, η Ιρλανδία δεν είχε λάβει τα μέτρα που απαιτούνται ούτως ώστε να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, η Επιτροπή άσκησε, στις 16 Ιουλίου 2021, την υπό κρίση προσφυγή.

17

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2021, έγινε δεκτή η αίτηση παρεμβάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπέρ της Ιρλανδίας.

III. Επί της προσφυγής

18

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει τρεις αιτιάσεις, εκ των οποίων οι δύο πρώτες αφορούν παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, η δε τρίτη αφορά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας. Ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Ιρλανδία δεν όρισε ως ειδικές ζώνες διατήρησης 217 από τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας, δεύτερον, ότι δεν καθόρισε στόχους διατήρησης για 140 από τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας και, τρίτον, ότι δεν καθόρισε κανένα επαρκές μέτρο διατήρησης για τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας.

19

Η Ιρλανδία ζητεί την απόρριψη της προσφυγής λόγω παραβάσεως. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δε, η οποία παρενέβη υπέρ αυτής, λαμβάνει θέση μόνον όσον αφορά την τρίτη αιτίαση.

Α.   Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά την έλλειψη χαρακτηρισμού ειδικών ζωνών διατήρησης

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

20

Με την πρώτη αιτίασή της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ιρλανδία ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, καθόσον δεν όρισε ως ειδικές ζώνες διατήρησης 217 από τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας από την ημερομηνία εκδόσεως των αποφάσεων 2004/813 και 2009/96.

21

Το εν λόγω θεσμικό όργανο εκτιμά ότι η νομολογία του Δικαστηρίου, ήτοι οι αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2003, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑415/01, EU:C:2003:118, σκέψεις 22 και 23), και της 14ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑535/07, EU:C:2010:602, σκέψη 64), σχετικά με τις ζώνες ειδικής προστασίας που προβλέπονται στην οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17 (στο εξής: οδηγία για τα πτηνά), μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησης που επιδιώκουν η οδηγία για τους οικοτόπους και η οδηγία για τα πτηνά. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, προκειμένου να έχει αναμφισβήτητη δεσμευτικότητα, η οριοθέτηση των εν λόγω ζωνών και των προστατευόμενων ειδών θα έπρεπε να δημοσιευτεί, ούτως ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου.

22

Όπως προκύπτει από το σημείωμα της Επιτροπής σχετικά με τον ορισμό ειδικών ζωνών διατήρησης, της 14ης Μαΐου 2012, η ονομασία και η τοποθεσία του τόπου, των ειδών και των τύπων οικοτόπων για τα οποία ορίζεται η ειδική ζώνη διατήρησης πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς, όπως επίσης και τα όρια της εν λόγω ζώνης, ο σκοπός του ορισμού, καθώς και οι διατάξεις προστασίας που ισχύουν για μια τέτοια ζώνη.

23

Η Ιρλανδία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι ο χαρακτηρισμός αυτός θα γινόταν μέσω πράξεων του παράγωγου δικαίου. Χωρίς να αντιτάσσεται σε μια τέτοια μέθοδο χαρακτηρισμού, η Επιτροπή υπογραμμίζει εντούτοις ότι ο χαρακτηρισμός θα αφορούσε μόνο 206 από τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας κατά τη λήξη της ταχθείσας με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, υπό το πρίσμα της οποίας θα έπρεπε να εκτιμηθεί η παράβαση. Συγκεκριμένα, η Ιρλανδία παραδέχθηκε ότι χαρακτήρισε μόνο 212 τόπους, μεταξύ των οποίων έξι τόπους, ήτοι τους Hempton’s Turbot Bank SAC, Porcupine Bank Canyon SAC, South-East Rockall Bank, Codling Fault Zone SAC, Blackwater Bank SAC και West Connacht Coast SAC, οι οποίοι δεν συμπεριλαμβάνονται στους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας. Κατά την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της προσφυγής εκκρεμούσε ακόμη ο χαρακτηρισμός 154 τόπων.

24

Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι οι τόποι προστατεύονται από της εγγραφής τους στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας δεν αναιρεί την υποχρέωση να οριστούν ως ειδικές ζώνες διατήρησης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

25

Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Ιρλανδία υπενθυμίζει ότι ο γενικός σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους έγκειται στο να επιβάλει στα κράτη μέλη σειρά υποχρεώσεων με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας που έχουν ενδιαφέρον για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να επιτευχθεί ο γενικότερος σκοπός της οδηγίας που συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος [αποφάσεις της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος της Białowieża),C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 106, και της 7ης Νοεμβρίου 2018, Holohan κ.λπ.,C‑461/17, EU:C:2018:883, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

26

Το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει, πρώτον, ότι τα μέτρα στα οποία αναφέρεται η Επιτροπή και τα οποία υπομνήσθηκαν στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως ελήφθησαν για το σύνολο των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας διά της προστασίας που παρέχει η ιρλανδική νομοθεσία σε όλους τους «ευρωπαϊκούς οικοτόπους», έννοια του ιρλανδικού δικαίου καταλαμβάνουσα επίσης τους υποψήφιους προς χαρακτηρισμό τόπους και, ως εκ τούτου, και τους τόπους κοινοτικής σημασίας. Επομένως, ο σκοπός που συνίσταται στην επίτευξη εκ μέρους των κρατών μελών υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και στο να συμβάλουν στη σύσταση του δικτύου Natura 2000 επιτεύχθηκε για το σύνολο των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας.

27

Συνακόλουθα, ένας υποψήφιος προς χαρακτηρισμό τόπος απολαύει της ίδιας προστασίας με τις ειδικές ζώνες διατήρησης.

28

Ενδεικτικά, το τέταρτο και το πέμπτο μέρος της European Communities (Birds and Natural Habitats) Regulations 2011 (κανονιστικής αποφάσεως του 2011 περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας για τα πτηνά και της οδηγίας για τους οικοτόπους των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, στο εξής: κανονιστική απόφαση περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας για τα πτηνά και της οδηγίας για τους οικοτόπους) επιβάλλουν στον Υπουργό Στέγασης, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (στο εξής: αρμόδιος υπουργός) ορισμένες υποχρεώσεις όσον αφορά τις δραστηριότητες, τα σχέδια ή τα προγράμματα τα οποία είναι δυνατόν να επηρεάζουν ευρωπαϊκούς οικοτόπους. Επομένως, με την εν λόγω κανονιστική απόφαση προστατεύονται εξίσου οι τόποι, είτε έχουν οριστεί επισήμως ως ειδικές ζώνες διατήρησης είτε όχι.

29

Συναφώς, το άρθρο 28 της κανονιστικής αποφάσεως περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας για τα πτηνά και της οδηγίας για τους οικοτόπους επιβάλλει στον αρμόδιο υπουργό, όταν θεωρεί ότι μια δραστηριότητα ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε ευρωπαϊκό οικότοπο, κατ’ αρχήν, να απαγορεύει τη δραστηριότητα αυτή. Η εν λόγω κανονιστική απόφαση περιλαμβάνει, προς τούτο, κατάλογο των δραστηριοτήτων οι οποίες υπόκεινται σε αδειοδότηση. Οι δημόσιες αρχές πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη τον κατάλογο των δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε αδειοδότηση όταν εξετάζουν αίτηση για τη χορήγηση αδείας που έχει υποβληθεί κατ’ εφαρμογήν οιουδήποτε νομοθετικού καθεστώτος ή όταν προτείνουν την έγκριση των δικών τους σχεδίων ή προγραμμάτων.

30

Εξάλλου, το πέμπτο μέρος της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως προβλέπει διαδικασία με την οποία μια δημόσια αρχή προβαίνει, κατά περίπτωση, σε δέουσα εκτίμηση σχεδίου ή προγράμματος που αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας ή το οποίο επιθυμεί να δρομολογήσει.

31

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως, ο προσδιορισμός ενός τόπου ως υποψήφιου να χαρακτηριστεί ως τόπος κοινοτικής σημασίας πρέπει, αφενός, να είναι προσβάσιμος στον ιστότοπο του αρμοδίου υπουργείου και, αφετέρου, να περιέλθει σε γνώση των ειδικών οργανισμών, των κυρίων γης και του συνόλου του πληθυσμού. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο διαθέσιμη πληροφορία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, χάρτη που καθορίζει τα όρια του τόπου, την ονομασία του, τη θέση του, την έκτασή του, καθώς και τον λόγο στον οποίο στηρίζεται ο προσδιορισμός του ως τόπου υποψήφιου να χαρακτηριστεί ως τόπος κοινοτικής σημασίας.

32

Δεύτερον, με την επιφύλαξη των προεκτεθέντων, η Ιρλανδία υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα της διαδικασίας για τον επίσημο ορισμό των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας ως ειδικών ζωνών διατήρησης, η οποία περιλαμβάνει, στις περισσότερες περιπτώσεις, την υποχρέωση ενημερώσεως των οικείων ιδιοκτητών και την υποχρέωση παροχής σε αυτούς της δυνατότητας να αντιταχθούν στον χαρακτηρισμό, γεγονός που είναι ουσιώδες προς διασφάλιση της έννομης προστασίας τους. Επομένως, ο επίσημος χαρακτηρισμός των οικείων τόπων θα συνεπαγόταν την ανάγκη να γίνει διάλογος με 18 516 ιδιοκτήτες και να εξεταστούν οι 674 ασκηθείσες εκ μέρους τους προσφυγές.

33

Επιπλέον, από τους τόπους που δεν έχουν ακόμη χαρακτηριστεί, 20 τόποι είναι υψηλοί τυρφώνες για τους οποίους η περάτωση της διαδικασίας χαρακτηρισμού εξαρτάται από την επίτευξη συμφωνίας με την Επιτροπή σχετικά με την εξεύρεση λύσης για τη συνολική διαχείριση του αποτελούμενου από τέτοιους υψηλούς τυρφώνες δικτύου, η οποία προϋποθέτει διεξοδικό διάλογο με το εν λόγω θεσμικό όργανο.

34

Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η διαδικασία χαρακτηρισμού των εν λόγω 20 υψηλών τυρφώνων εξαρτάται από την έκβαση των συζητήσεων σχετικά με τον τρόπο διαχείρισής τους και επισημαίνει ότι, όσον αφορά την ενδεχόμενη πολυπλοκότητα της προβλεπόμενης στην ιρλανδική νομοθεσία διαδικασίας για τον επίσημο χαρακτηρισμό, παραδείγματος χάριν την ανάγκη να εξεταστούν οι ασκηθείσες εκ μέρους κυρίων γης προσφυγές, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξεως προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Αιολικό πάρκο Derrybrien),C‑261/18, EU:C:2019:955, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35

Το εν λόγω θεσμικό όργανο εκτιμά ότι από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους προκύπτει ότι υφίσταται υποχρέωση να ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη διαδικασία με τον ορισμό ενός τόπου ως ειδικής ζώνης διατήρησης. Η αντίθετη ερμηνεία την οποία προκρίνει η Ιρλανδία θα καθιστούσε την παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

36

Η υποχρέωση προστασίας των τόπων πριν από τον ορισμό τους ως ειδικών ζωνών διατήρησης προβλέπεται, εξάλλου, στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

37

Άλλωστε, η προστασία που παρέχεται δυνάμει του ιρλανδικού δικαίου στους υποψήφιους προς χαρακτηρισμό τόπους είναι μικρότερη από εκείνη που πρέπει να παρέχεται στις ειδικές ζώνες διατήρησης, οι οποίες είναι οι μόνες τις οποίες αφορά η υποχρέωση θεσπίσεως μέτρων διατήρησης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

38

Επιπλέον, η προστασία αυτή δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση περί σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου. Συγκεκριμένα, ο κατάλογος των υποψήφιων προς χαρακτηρισμό τόπων ενδέχεται να μεταβληθεί ανάλογα με τις αντιρρήσεις που θα έχουν διατυπώσει οι ενδιαφερόμενοι.

39

Με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Ιρλανδία υπογραμμίζει ότι από το σημείωμα της Επιτροπής περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η διαδικασία για τον ορισμό των ειδικών ζωνών διατήρησης εμπίπτει στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. Στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, η Ιρλανδία προέβη στον ορισμό των ειδικών ζωνών διατήρησης παρέχοντάς τους όλη την απαιτούμενη προστασία που τους αρμόζει ως ευρωπαϊκών οικοτόπων.

40

Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, ο ισχυρισμός ότι μπορούν να μεταβληθούν τα όρια των τόπων πριν από τον επίσημο χαρακτηρισμό τους δεν είναι τεκμηριωμένος. Εξάλλου, ο ορισμός των ειδικών ζωνών διατήρησης δεν καθιστά οριστικά τα όριά τους, τα οποία μπορούν να τροποποιηθούν μετά τον ορισμό, σε περίπτωση επιστημονικού σφάλματος.

41

Κατά την Ιρλανδία, η ερμηνεία που προκρίνει δεν καθιστά το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Συγκεκριμένα, το ιρλανδικό δίκαιο ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παράγραφο αυτή και διασφαλίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο την προστασία των οικείων τόπων, επιβάλλοντας την εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως και τη διενέργεια των εκτιμήσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

42

Η προστασία που παρέχει η ιρλανδική ρύθμιση στους υποψήφιους προς χαρακτηρισμό τόπους βαίνει πέραν της προστασίας που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας για τους οικοτόπους, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή προβλέπει τη δημοσίευση των λεπτομερειών και της εκτάσεως του οικείου τόπου, των επιλέξιμων συμφερόντων καθώς και ενός καταλόγου δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε προηγούμενη άδεια για την άσκησή τους.

43

Κατά την ημερομηνία καταθέσεως του υπομνήματος ανταπαντήσεως, η Ιρλανδία αναφέρει ότι είχε ολοκληρώσει τον επίσημο χαρακτηρισμό 339 από τους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας.

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους επιβάλλει στα κράτη μέλη να συμβάλουν στη σύσταση του δικτύου Natura 2000 ανάλογα με τους τύπους φυσικών οικοτόπων και τους οικοτόπους των ειδών που εμφαίνονται, αντιστοίχως, στο παράρτημα I και στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας και που υπάρχουν στο έδαφός τους, καθώς και να ορίσουν, προς τον σκοπό αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας και μετά το πέρας της διαδικασίας που αυτή θεσπίζει, τόπους ως ειδικές ζώνες διατήρησης.

45

Η διαδικασία χαρακτηρισμού των τόπων ως ειδικών ζωνών διατήρησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας για τους οικοτόπους, διεξάγεται σε τέσσερα στάδια. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος προτείνει έναν κατάλογο τόπων όπου αναγράφονται οι τύποι φυσικών οικοτόπων και τα αυτόχθονα είδη που απαντούν στους εν λόγω τόπους και ο κατάλογος αυτός διαβιβάζεται στην Επιτροπή (πρώτο στάδιο). Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 4, η Επιτροπή καταρτίζει, σε συμφωνία με καθένα από τα κράτη μέλη και βάσει των καταλόγων των κρατών μελών, σχέδιο καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας (δεύτερο στάδιο). Βάσει του εν λόγω σχεδίου καταλόγου, η Επιτροπή εγκρίνει τον κατάλογο των τόπων που έχουν επιλεγεί (τρίτο στάδιο). Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου 4, μετά την επιλογή ενός τόπου κοινοτικής σημασίας, το οικείο κράτος μέλος τον χαρακτηρίζει ως ειδική ζώνη διατήρησης το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας, καθορίζοντας τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενός τύπου φυσικών οικοτόπων ή ενός είδους και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000 (τέταρτο στάδιο) (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2019, CFE,C‑43/18, EU:C:2019:483, σκέψη 37).

46

Η Ιρλανδία δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι, κατά την ημερομηνία λήξης της ταχθείσας με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, και οι 217 επίμαχοι τόποι δεν είχαν οριστεί επισήμως ως ειδικές ζώνες διατήρησης. Επικαλείται ωστόσο το γεγονός ότι η προστασία που παρέχει στους υποψήφιους προς χαρακτηρισμό τόπους είναι ανάλογη με την προστασία που παρέχεται στις ειδικές ζώνες διατήρησης, με αποτέλεσμα να πληρούνται οι σκοποί της οδηγίας για τους οικοτόπους.

47

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως κατά της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, το εν λόγω κράτος μέλος προέβαλε ως αμυντικό ισχυρισμό το επιχείρημα ότι τα υφιστάμενα εθνικά μέτρα και προγράμματα διατήρησης, τα οποία δεσμεύουν νομικώς τη δημόσια διοίκηση, εφαρμόζονται στους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας μετά την ημερομηνία κοινοποίησης στην Επιτροπή του καταλόγου που κατήρτισε η Πορτογαλική Δημοκρατία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 31].

48

Απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, αφενός, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις μιας οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται μέσω κανόνων αναμφισβήτητης δεσμευτικότητας, με την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου [απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 35].

49

Αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία, υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν τυπικώς ολοκληρωθεί οι διαδικασίες ορισμού των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας ως ειδικών ζωνών διατήρησης, δεν αμφισβητούσε ότι, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, δεν είχε ακόμη ορίσει τους τόπους αυτούς ως ειδικές ζώνες διατήρησης [απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 37].

50

Η συλλογιστική αυτή ισχύει και όσον αφορά τον αμυντικό ισχυρισμό που προέβαλε η Ιρλανδία, κατά τον οποίο η προστασία που παρέχει η ιρλανδική ρύθμιση στους τόπους κοινοτικής σημασίας και στους υποψήφιους προς χαρακτηρισμό τόπους αρκεί για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

51

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η εθνική ρύθμιση την οποία επικαλείται η Ιρλανδία προς στήριξη της απαντήσεώς της στην πρώτη αιτίαση της προσφυγής της Επιτροπής, βάσει της οποίας, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, παρέχεται επαρκής προστασία στους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας παρότι αυτοί δεν έχουν οριστεί ως ειδικές ζώνες διατήρησης, δεν είναι ικανή να εκπληρώσει την ειδική υποχρέωση του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους περί επίσημου ορισμού των τόπων κοινοτικής σημασίας ως ειδικών ζωνών διατήρησης.

52

Πράγματι, μια τέτοια υποχρέωση συνιστά υποχρεωτικό στάδιο του θεσπιζόμενου από την οδηγία καθεστώτος προστασίας των οικοτόπων και των ειδών.

53

Στην υποχρέωση αυτή προστίθεται και η υποχρέωση καθορισμού των στόχων διατήρησης, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, καθώς και να καθοριστούν τα μέτρα διατήρησης, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 50).

54

Η τελευταία αυτή υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για την προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης, την οποία προβλέπει το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους, διακρίνεται από την τυπική υποχρέωση των κρατών μελών, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, να ορίζουν τους τόπους κοινοτικής σημασίας ως ειδικές ζώνες διατήρησης, συμφώνως προς τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως.

55

Όσον αφορά την πολυπλοκότητα της επίσημης διαδικασίας χαρακτηρισμού την οποία υπογράμμισε η Ιρλανδία και η οποία ανέκυψε ιδίως λόγω των ένδικων προσφυγών που άσκησαν οι κύριοι γης κατά του χαρακτηρισμού των οικείων τόπων, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους έννομης τάξεως προκειμένου να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Αιολικό πάρκο Derrybrien),C‑261/18, EU:C:2019:955, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η Ιρλανδία, καθόσον δεν όρισε το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας ως ειδικές ζώνες διατήρησης στην επικράτειά της 217 από τους 423 τόπους κοινοτικής σημασίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

57

Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

Β.   Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά την έλλειψη καθορισμού στόχων διατήρησης

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

58

Με τη δεύτερη αιτίασή της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ιρλανδία ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, καθόσον δεν καθόρισε λεπτομερείς στόχους διατήρησης για 140 από τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας.

59

Το θεσμικό όργανο συνάγει την υποχρέωση καθορισμού λεπτομερών στόχων διατήρησης για κάθε τόπο το αργότερο μέσα σε μια εξαετία από τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους στην απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψεις 46 έως 52).

60

Κατά την ημερομηνία λήξεως της ταχθείσας με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, η Ιρλανδία είχε παραβεί την υποχρέωση αυτή για 140 από τους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας.

61

Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Ιρλανδία αναγνωρίζει ότι δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία προσδιορισμού και δημοσίευσης των ειδικών στόχων διατήρησης για το σύνολο των 423 επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας.

62

Το εν λόγω κράτος μέλος αναφέρει ότι κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για τον προσδιορισμό και τη δημοσίευση των ειδικών στόχων διατήρησης. Ωστόσο, η πανδημία της νόσου COVID‑19 καθυστέρησε την ολοκλήρωση των εργασιών. Κατά τον χρόνο υποβολής του υπομνήματος αντικρούσεως της Ιρλανδίας είχαν καθοριστεί στόχοι διατήρησης για 371 τόπους. Κατά την ημερομηνία υποβολής του υπομνήματος ανταπαντήσεως του εν λόγω κράτους μέλους, οι στόχοι διατήρησης είχαν καθοριστεί για το σύνολο των τόπων.

63

Κατά την Ιρλανδία, λαμβανομένης υπόψη της επιτευχθείσας προόδου, δεν υφίσταται ουσιώδης παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64

Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους, διαπιστώνεται ότι, μολονότι στη διάταξη αυτή δεν μνημονεύεται ρητώς η υποχρέωση καθορισμού στόχων διατήρησης, εντούτοις κατά το άρθρο αυτό οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους οφείλουν, κατά τον χαρακτηρισμό της ειδικής ζώνης διατήρησης, να καθορίζουν τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενός τύπου οικοτόπου. Ο καθορισμός, όμως, των προτεραιοτήτων αυτών απαιτεί να έχουν ήδη καθοριστεί οι εν λόγω στόχοι διατήρησης (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 46).

65

Συνακόλουθα, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους και τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει, το Δικαστήριο έκρινε ότι, καθόσον από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός των ειδικών ζωνών διατήρησης και ο καθορισμός των προτεραιοτήτων διατήρησης πρέπει να πραγματοποιούνται το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός προθεσμίας έξι ετών από το χρονικό σημείο της επιλογής ενός τόπου κοινοτικής σημασίας στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου διαδικασίας, δεν μπορεί ούτε ο καθορισμός των στόχων διατήρησης να υπερβαίνει την προθεσμία αυτή, δεδομένου ότι οι εν λόγω στόχοι είναι αναγκαίοι για τον καθορισμό των ως άνω προτεραιοτήτων και πρέπει, ως εκ τούτου, να προηγούνται του καθορισμού των προτεραιοτήτων αυτών (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψεις 47 έως 53).

66

Δέον να προστεθεί ότι ως «στόχοι διατήρησης» κατά την έννοια της οδηγίας για τους οικοτόπους μπορούν να θεωρούνται μόνον οι στόχοι που είναι ειδικοί και συγκεκριμένοι (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 59).

67

Εν προκειμένω, η προθεσμία των έξι ετών που είχε ταχθεί στην Ιρλανδία για τον χαρακτηρισμό των τόπων που απαριθμούνται στις αποφάσεις 2004/813 και 2009/96 έληξε, αντιστοίχως, στις 7 Δεκεμβρίου 2007 και στις 12 Δεκεμβρίου 2014.

68

Η Ιρλανδία παραδέχεται ότι κατά τη λήξη της ταχθείσας με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ήτοι στις 9 Ιανουαρίου 2019, δεν είχε καθορίσει στην εθνική έννομη τάξη τους εξειδικευμένους στόχους διατήρησης σχετικά με τους 140 τόπους κοινοτικής σημασίας για τους οποίους η Επιτροπή προβάλλει τη δεύτερη αιτίαση.

69

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η Ιρλανδία, καθόσον δεν καθόρισε λεπτομερείς και εξειδικευμένους για κάθε τόπο στόχους διατήρησης για 140 από τους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

70

Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

Γ.   Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως καθορισμού των αναγκαίων μέτρων διατήρησης

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

71

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ιρλανδία ότι, καθόσον δεν καθόρισε τα αναγκαία μέτρα διατήρησης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Κατ’ αρχάς, δεν ελήφθη κανένα μέτρο διατήρησης όσον αφορά 230 τόπους. Στη συνέχεια, τα μέτρα διατήρησης που ελήφθησαν σε 149 άλλους τόπους είναι απλώς αποσπασματικά. Επιπλέον, τα μέτρα των 44 τόπων που υπόκεινται σε πλήρη μέτρα διατήρησης δεν είναι έγκυρα διότι ελήφθησαν πριν από τον καθορισμό των στόχων διατήρησης. Τέλος, προσάπτεται στην Ιρλανδία ότι υιοθέτησε μια γενική πρακτική που συνίσταται στον καθορισμό μη αρκούντως ακριβών μέτρων διατήρησης.

α) Τόποι οι οποίοι, κατά την Επιτροπή, δεν υπόκεινται σε κανένα μέτρο διατήρησης ή για τους οποίους ελήφθησαν μερικά μέτρα διατήρησης

72

Η Επιτροπή φρονεί ότι η λήψη των μέτρων διατήρησης έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός της εξαετούς προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τον καθορισμό ειδικών ζωνών διατήρησης. Υποστηρίζει ότι τα μέτρα διατήρησης, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, πρέπει, σύμφωνα με τις αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης) (C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 52), και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 76), να καθορίζονται και να εφαρμόζονται στο πλαίσιο των εν λόγω ειδικών ζωνών διατήρησης και, επομένως, εντός της προθεσμίας για τον χαρακτηρισμό τους.

73

Η Επιτροπή εκτιμά ότι από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους προκύπτει σαφώς ότι το κράτος μέλος οφείλει να θεσπίσει μέτρα διατήρησης για όλες τις ειδικές ζώνες διατήρησης που απαντούν στην επικράτειά του.

74

Όμως, αφενός, η Ιρλανδία δεν της κοινοποίησε κανένα μέτρο διατήρησης σχετικά με 230 από τους επίμαχους 423 τόπους κοινοτικής σημασίας.

75

Αφετέρου, όσον αφορά τους υπόλοιπους 193 τόπους για τους οποίους έχουν ληφθεί μέτρα διατήρησης, η Επιτροπή υποστηρίζει, βασιζόμενη στις αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης) (C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 55), και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 86), ότι τα μέτρα διατήρησης πρέπει να καθορισθούν σε συνάρτηση με κάθε είδος και με κάθε τύπο οικοτόπου που απαντά σε έκαστο των επίμαχων τόπων. Η Ιρλανδία, όμως, έλαβε μέτρα διατήρησης μόνο για μέρος των προστατευόμενων ειδών και/ή τύπων οικοτόπων σε 149 περιοχές.

76

Η Επιτροπή εκθέτει ότι κατέληξε στον αριθμό αυτόν συγκρίνοντας τον αριθμό των επιλέξιμων στοιχείων των τόπων που ανέφερε η Ιρλανδία στα σχετικά τυποποιημένα έντυπα δεδομένων με τον αριθμό των στοιχείων για τα οποία η Ιρλανδία επισήμαινε ότι είχε καθορίσει μέτρα διατήρησης.

77

Τα μέτρα που μνημονεύει η Ιρλανδία απαντώντας στην αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής δεν επαρκούν για να μειωθεί ο αριθμός των τόπων που υπόκεινται σε μέτρα διατήρησης. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, τα περισσότερα από τα μέτρα αυτά βρίσκονται σε φάση σχεδιασμού, και πιο συγκεκριμένα σε προπαρασκευαστικό στάδιο. Επιπλέον, η Ιρλανδία δεν παρέσχε καμία πληροφορία από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι τα προαναφερθέντα μέτρα συμπληρώνουν το σύνολο των μέτρων διατήρησης και, επομένως, καλύπτουν όλα τα στοιχεία των οικείων τόπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον.

78

Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Ιρλανδία προβάλλει ότι εφάρμοσε συνολικά και λεπτομερή μέτρα διατήρησης μέσω δέκα εθνικών προγραμμάτων. Τα εν λόγω προγράμματα εκπονούνται ανά τύπο οικοτόπων και ανά είδος και όχι ανά τόπο. Εντούτοις, η υλοποίηση των εν λόγω προγραμμάτων πραγματοποιείται ειδικώς για κάθε τόπο. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι το εν λόγω κράτος μέλος όχι μόνον τηρεί το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, αλλά έχει και τη βούληση να ανταποκριθεί ακόμη περισσότερο στις απαιτήσεις της διατάξεως αυτής κατά τρόπο ρεαλιστικό, διασφαλίζοντας επαρκή προστασία των οικείων ειδών και οικοτόπων.

79

Ειδικότερα, το εν λόγω κράτος μέλος αναφέρει ότι έλαβε πλήρη μέτρα διατήρησης για 79 τόπους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως και προσκομίζει εν είδει παραδείγματος τα μέτρα που ελήφθησαν για δείγμα 6 τόπων. Σε πολλούς τόπους έχουν τεθεί σε εφαρμογή τουλάχιστον μερικά μέτρα διατήρησης.

80

Η Ιρλανδία επισημαίνει ότι η κανονιστική απόφαση περί μεταφοράς της οδηγίας για τα πτηνά και της οδηγίας για τους οικοτόπους στο εσωτερικό δίκαιο περιλαμβάνει μέτρα διατήρησης, καθόσον επιβάλλει τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για την άσκηση μιας δραστηριότητας και αποσκοπεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο να αποτρέψει την πρόκληση βλάβης στον επίμαχο τόπο. Επομένως, έχουν ληφθεί μέτρα διατήρησης για καθέναν από τους επίμαχους τόπους.

81

Η Ιρλανδία αναγνωρίζει ωστόσο ότι ο τρόπος με τον οποίο διαβιβάστηκαν οι πληροφορίες στην Επιτροπή ενδέχεται να ήταν πλημμελής. Ελλείψει κεντρικού συστήματος διαχείρισης δεδομένων για την καταχώριση των παρεμβάσεων και των μέτρων διαχείρισης των επίμαχων τόπων, δεν ήταν ευχερές να διαβιβαστούν πλήρη αποτελέσματα, επί τη βάσει αποδεικτικών στοιχείων, όσον αφορά τη διαχείριση των τόπων από το τοπικό επίπεδο σε εθνικό επίπεδο. Η Ιρλανδία αναφέρει ότι σχεδιάζεται η ανάπτυξη κεντρικής πλατφόρμας δεδομένων.

82

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα δέκα εθνικά προγράμματα που μνημονεύει η Ιρλανδία και ο κατάλογος των 79 τόπων για τους οποίους έχουν ληφθεί πλήρη μέτρα διατήρησης αφορούν, από κοινού, μόνον 137 τόπους. Η Ιρλανδία παραδέχεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι υπάρχουν τουλάχιστον 286 τόποι χωρίς κανένα μέτρο διατήρησης.

83

Όσον αφορά τους εν λόγω 79 τόπους καθώς και τους επιπλέον τόπους τους οποίους αφορούν τα δέκα εθνικά προγράμματα τα οποία επικαλείται η Ιρλανδία αναφερόμενη στο περιεχόμενο των εγγράφων που επισυνάπτονται στο υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν αναφέρει στο υπόμνημα αντικρούσεως σε ποιο τμήμα των παραρτημάτων γίνεται αναφορά στον «εξαντλητικό και πλήρη» χαρακτήρα των μέτρων διατήρησης των 79 αυτών τόπων, ούτε επικαλείται ρητώς τα δέκα προγράμματα που παραθέτει σε ένα από τα παραρτήματα αυτά, προκειμένου να αντικρούσει ειδικότερα τον ελλιπή χαρακτήρα των μέτρων διατήρησης. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 124, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πληροφορίες που περιέχονται στα παραρτήματα αυτά.

84

Επιπλέον, τέσσερα από τα δέκα αυτά προγράμματα θεσπίστηκαν μετά τη λήξη της ταχθείσας με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Από το παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως προκύπτει επίσης ότι ορισμένα από τα προγράμματα αυτά καλύπτουν μόνον εν μέρει τα επιλέξιμα στοιχεία των τόπων.

85

Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους κατά την οποία η διάταξη απαιτεί να αποδεικνύεται ότι έχουν εφαρμοστεί μέτρα διατήρησης σε όλους τους τόπους και ότι αυτά λειτουργούν είναι ανέφικτη και δεν λαμβάνει υπόψη το πραγματικό πλαίσιο. Η ερμηνεία αυτή δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην οδηγία ούτε στη νομολογία του Δικαστηρίου.

86

Τα μέτρα διατήρησης χρήζουν, ως εκ της φύσεώς τους, προσαρμογής και, επομένως, δεν αρκεί ο προσδιορισμός επιπλέον μέτρων ή διαφορετικών μέτρων για να αποδειχθεί παράβαση εκ μέρους της Ιρλανδίας. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι λαμβάνονται υπόψη οι απειλές και οι πιέσεις που έχουν εντοπιστεί για τους διάφορους τόπους, αρκεί να μεριμνά η Ιρλανδία ούτως ώστε να παρακολουθεί σε συνεχή βάση τα μέτρα διατήρησης που εφαρμόζονται στο σύνολο του δικτύου Natura 2000. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τα άρθρα 11 και 17 της οδηγίας για τους οικοτόπους, τα οποία προβλέπουν την εκτίμηση των μέτρων διατήρησης καθώς και, εφόσον είναι αναγκαίο, την προσαρμογή του τρόπου εφαρμογής τους προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά τους.

87

Το γεγονός ότι τα προγράμματα διατήρησης δεν συνδέονται ρητώς με τα όρια των τόπων δεν θέτει εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Αντιθέτως, η εφαρμογή συνολικών προγραμμάτων, και όχι μεμονωμένων μέτρων για κάθε τόπο, επηρεάζει συνολικά την προστασία των ειδών και των οικοτόπων και εκπορεύεται από την ανάγκη για συντονισμό των δράσεων ώστε αυτές να ανταποκρίνονται στην πολυπλοκότητα του σκοπού της διατήρησης.

88

Σε παράρτημα του υπομνήματός της ανταπαντήσεως, η Ιρλανδία προσκομίζει τα μέτρα διατήρησης που έχουν ληφθεί όσον αφορά έξι επιπλέον τόπους, οι οποίοι περιλαμβάνονται στον κατάλογο των 79 τόπων, και 21 τόπους σχετικούς με τη νυχτερίδα Rhinolophus hipposideros, καθώς και συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με ορισμένους τόπους τους οποίους είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα στο υπόμνημά της αντικρούσεως.

89

Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αντιτίθεται στην ερμηνεία κατά την οποία τα μέτρα διατήρησης πρέπει να αφορούν κάθε είδος ή κάθε τύπο οικοτόπου που απαντά στους οικείους τόπους.

90

Υποστηρίζει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δεν αναφέρεται σε υποχρέωση λήψεως ειδικών ή εξατομικευμένων μέτρων διατήρησης για κάθε είδος ή τύπο οικοτόπου, αλλά σε μέτρα διατήρησης που καθορίζονται σε συνάρτηση με τις οικολογικές απαιτήσεις κάθε είδους και κάθε τύπου οικοτόπου [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:669, σκέψη 55].

91

Με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑374/98, EU:C:2000:670, σκέψη 20), σχετικά με την οδηγία για τα πτηνά, η οποία όμως έχει εφαρμογή και όσον αφορά την οδηγία για τους οικοτόπους, το Δικαστήριο απέρριψε την αιτίαση που προβλήθηκε κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, κατά την οποία τα ειδικά μέτρα διατήρησης ήταν ανεπαρκή, ελλείψει ειδικών διατάξεων για κάθε είδος αγρίων πτηνών της οικείας ζώνης, με το σκεπτικό ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις, καθόσον προέβλεπαν την απαγόρευση δραστηριοτήτων ικανών να βλάψουν την ακεραιότητα των επίμαχων βιοτόπων, είχαν θεσπιστεί για την προστασία του συνόλου των πτηνών που συχνάζουν στις ζώνες που κάλυπτε η ρύθμιση αυτή.

92

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φρονεί ότι, ανάλογα με την περίπτωση, είτε αρκούν γενικές απαγορεύσεις για την πρόληψη των βασικών κινδύνων ή απειλών στον τόπο είτε είναι αναγκαία η λήψη διαφοροποιημένων μέτρων. Επομένως, θα ήταν υπερβολικά τυπολατρικό να απαιτούνται συστηματικά μέτρα ειδικά για κάθε ζώνη.

93

Με το υπόμνημά της απαντήσεως στο υπόμνημα παρεμβάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Επιτροπή αποκρούει τα περί τυπολατρίας.

94

Το θεσμικό όργανο συμφωνεί με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι ένα μέτρο διατήρησης θα μπορούσε να αφορά διάφορα στοιχεία, αν αυτά έχουν παρόμοιες οικολογικές απαιτήσεις. Ωστόσο, κάθε οικότοπος και κάθε είδος που απαντούν στον τόπο θα πρέπει να επωφελείται από τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που στηρίζονται σε συγκεκριμένους στόχους διατήρησης. Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Ιρλανδία κοινοποίησε μέτρα μόνο για ένα υποσύνολο των κρίσιμων στοιχείων.

β) Τόποι για τους οποίους, κατά την Επιτροπή, έχουν ληφθεί μέτρα διατήρησης τα οποία δεν στηρίζονται στους στόχους διατήρησης

95

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή προσάπτει στην Ιρλανδία ότι έλαβε μέτρα διατήρησης ενώ οι στόχοι διατήρησης δεν είχαν ακόμη καθοριστεί όσον αφορά τους 44 επίμαχους τόπους για τους οποίους ελήφθησαν πλήρη μέτρα διατήρησης.

96

Κατά το θεσμικό όργανο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως από την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψεις 46 έως 52), προκύπτει ότι τα μέτρα διατήρησης πρέπει να στηρίζονται στους στόχους διατήρησης.

97

Εξ αυτού, το θεσμικό όργανο συνάγει ότι τα κράτη μέλη υπέχουν εκ του νόμου υποχρέωση να στηρίζουν τα μέτρα διατήρησης σε συγκεκριμένους και σαφώς καθορισμένους για κάθε τόπο στόχους διατήρησης, υποχρέωση η οποία εμπεριέχει μία πτυχή που αφορά το ουσιαστικό περιεχόμενο (οι στόχοι και τα μέτρα πρέπει να συσχετίζονται) και μία πτυχή που αφορά την αλληλουχία (ο καθορισμός των στόχων δεν πρέπει να έπεται της θέσπισης των μέτρων). Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώνεται από τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 3, αυτής, το οποίο προβλέπει ότι η αξιολόγηση των σχεδίων τα οποία είναι δυνατόν να επηρεάζουν μια ειδική ζώνη διατήρησης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους στόχους διατήρησης της ζώνης αυτής.

98

Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Ιρλανδία αμφισβητεί την υποστηριζόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑849/19, EU:C:2020:1047), θεωρώντας ότι πρόκειται για μια υπέρ το δέον κατά γράμμα ερμηνεία η οποία δεν λαμβάνει υπόψη το πνεύμα και το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη δεν είχε καθοριστεί κανένας στόχος διατήρησης. Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ μιας τέτοιας περίπτωσης και της περίπτωσης που εξετάζεται εν προκειμένω, στην οποία οι στόχοι διατήρησης καθορίστηκαν μετά τον καθορισμό των μέτρων διατήρησης.

99

Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή προσθέτει ότι ο καθορισμός των στόχων διατήρησης επιβάλλεται να προηγείται του καθορισμού των μέτρων διατήρησης, λόγω του αντικειμένου και του σκοπού της οδηγίας για τους οικοτόπους. Συγκεκριμένα, οι στόχοι διατήρησης καθορίζουν τις παραμέτρους με βάση τις οποίες μπορεί να εκτιμηθεί αν τα μέτρα διατήρησης επιτυγχάνουν τους στόχους αυτούς. Αν οι στόχοι διατήρησης καθορίζονταν μετά τα μέτρα διατήρησης, θα ελλόχευε ο κίνδυνος διαμόρφωσης των σκοπών αυτών απλώς με βάση προκαθορισμένα μέτρα διατήρησης.

100

Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Ιρλανδία υπογραμμίζει ότι η ερμηνεία της Επιτροπής θα είχε ως συνέπεια την απαξίωση των μέτρων διατήρησης που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για τους σκοπούς της οδηγίας για τους οικοτόπους απλώς και μόνον επειδή είναι προγενέστερα της δημοσίευσης των στόχων διατήρησης.

101

Όμως, τα επίμαχα μέτρα διατήρησης στηρίζονται σε εξατομικευμένη εκτίμηση των απειλών και των πιέσεων.

102

Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εκτιμά, και αυτή με τη σειρά της, ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η παράβαση απλώς και μόνον επειδή ο καθορισμός των στόχων διατήρησης δεν προηγήθηκε του καθορισμού των μέτρων διατήρησης. Το αποφασιστικό στοιχείο βάσει του οποίου πρέπει να εκτιμάται αν υφίσταται παράβαση είναι η αποτελεσματικότητα των μέτρων διατήρησης, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας θεσπίσεώς τους.

103

Τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα επέβαλλε, κατά τρόπο όλως τυπολατρικό, την εκ νέου λήψη μέτρων διατήρησης, ακόμη και αν τα ήδη ληφθέντα μέτρα ήταν αποτελεσματικά και ανταποκρίνονταν πλήρως στα ουσιαστικά κριτήρια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Η επιβολή της τυπικής αυτής απαιτήσεως θα αντέβαινε στη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως στην απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος της Białowieża) (C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 213), σύμφωνα με την οποία το κύριο στοιχείο είναι η εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων διατήρησης κατά αποτελεσματικό τρόπο.

104

Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εντοπίζει αντίφαση στη συλλογιστική της Επιτροπής. Θεωρεί ότι, αφενός, το θεσμικό όργανο εκτιμά ότι οι στόχοι διατήρησης πρέπει να καθορίζονται ήδη από τη στιγμή που ένας τόπος ορίζεται ως τόπος κοινοτικής σημασίας ενώ δέχεται, αφετέρου, ότι για τον καθορισμό των στόχων αυτών εφαρμόζεται η εξαετής προθεσμία του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

105

Με την απάντησή της στο υπόμνημα παρεμβάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία τα μέτρα διατήρησης τα οποία ελήφθησαν πριν από τον καθορισμό των στόχων διατήρησης ανταποκρίνονται εν τέλει στους στόχους αυτούς, τούτο θα συνέβαινε απλώς κατά σύμπτωση. Αντιθέτως, θα υπήρχε ο κίνδυνος οι εκ των υστέρων καθορισθέντες στόχοι διατήρησης να μην εκπληρώνουν τη λειτουργία τους όσον αφορά τον καθορισμό της δυνητικής συμβολής ενός τόπου στο δίκτυο Natura 2000, διότι θα αντανακλούσαν απλώς τις επιδιώξεις των προϋφιστάμενων μέτρων διατήρησης, τα οποία δεν στηρίζονταν σε στόχους διατήρησης και, ως εκ τούτου, δεν προσανατολίζονταν προς τον γενικό σκοπό που επιδιώκει η οδηγία για τους οικοτόπους, ήτοι τη διατήρηση και αποκατάσταση ενός τόπου σε ικανοποιητική κατάσταση προστασίας. Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται όταν, όπως εν προκειμένω, τα μέτρα συστηματικά προηγούνται του καθορισμού των στόχων.

106

Το θεσμικό όργανο αρνείται, εξάλλου, ότι υπάρχει αντίφαση στην ερμηνεία του. Η σειρά που επιβάλλει η οδηγία για τους οικοτόπους ακολουθεί το γράμμα των άρθρων 4 και 6 της οδηγίας αυτής.

γ) Μια συνεχιζόμενη και συστηματική πρακτική που συνίσταται στον καθορισμό μέτρων διατήρησης που δεν είναι επαρκώς ακριβή και δεν καθιστούν δυνατή την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών πιέσεων και απειλών

107

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μέτρα διατήρησης πρέπει να είναι σαφή και επακριβή. Μέτρα με γενικό ή κατευθυντήριο χαρακτήρα ή μέτρα που απαιτούν μέτρα συγκεκριμενοποίησης για την ουσιαστική εφαρμογή τους δεν επαρκούν (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψεις 77 και 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

108

Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους προβλέπει επίσης μια ποιοτική απαίτηση, σύμφωνα με την οποία τα μέτρα αυτά θα πρέπει να καθιστούν δυνατή την αντιμετώπιση όλων των βασικών πιέσεων ή απειλών.

109

Εν προκειμένω, η Ιρλανδία θέσπισε μέτρα διατήρησης τα οποία, κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή, δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένα και αναλυτικά για την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών πιέσεων και απειλών.

110

Η Επιτροπή θα μπορούσε να ζητήσει, δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, να διαπιστωθεί η παράβαση των διατάξεων μιας οδηγίας εκ του λόγου ότι οι αρχές κράτους μέλους έχουν υιοθετήσει αντίθετη προς τις διατάξεις αυτές γενική πρακτική, παραδείγματα της οποίας αποτελούν ενδεχομένως συγκεκριμένες καταστάσεις (απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας,C‑494/01, EU:C:2005:250, σκέψη 27).

111

Επομένως, το θεσμικό όργανο υποστηρίζει, βάσει ποιοτικής αξιολόγησης ενός ευρέος φάσματος ιρλανδικών τόπων που υπόκεινται σε υφιστάμενα μέτρα διατήρησης, ότι τα μέτρα διατήρησης που εφαρμόζονται στους ιρλανδικούς τόπους στερούνταν, κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή, την απαιτούμενη ποιότητα, διότι δεν ήταν αρκούντως συγκεκριμένα και αναλυτικά, ή ότι ήταν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών πιέσεων και απειλών.

112

Η Επιτροπή καταδεικνύει αυτή τη συστημική έλλειψη με λεπτομερή εκτίμηση επικεντρωμένη σε δύο σημαντικούς τύπους οικοτόπων προτεραιότητας που περιλαμβάνονται σε ένα ευρύ φάσμα ιρλανδικών τόπων, ήτοι, αφενός, στις παράκτιες λιμνοθάλασσες καθώς και στους επιφανειακούς τυρφώνες και, αφετέρου, σε ένα ιδιαίτερα απειλούμενο είδος, το μαργαριτοφόρο μύδι του γλυκού νερού.

113

Κατά την Επιτροπή, τα παραδείγματα αυτά είναι αντιπροσωπευτικά και, συνεπώς, αποκαλυπτικά μιας γενικής και συνεχιζόμενης παραβάσεως εκ μέρους της Ιρλανδίας του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους. Αφορούν μεγάλο αριθμό τόπων, οι οποίοι επελέγησαν, μεταξύ άλλων, λόγω της δυσμενούς ή κακής καταστάσεως διατηρήσεως που διαπιστώθηκε με τις καταρτισθείσες βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας αυτής εκθέσεις της Ιρλανδίας και λόγω της σημασίας των επίμαχων οικοτόπων και ειδών και ιδίως λόγω του ότι η Ιρλανδία φιλοξενεί μεγάλο αριθμό επιφανειακών τυρφώνων και μαργαριτοφόρων μυδιών του γλυκού νερού. Τέλος, η γεωγραφική κατανομή των εξετασθέντων τόπων είναι αντιπροσωπευτική του πώς διαμορφώνεται γεωγραφικά το δίκτυο των τόπων κοινοτικής σημασίας και των ειδικών ζωνών προστασίας στην Ιρλανδία.

114

Συνακόλουθα, η Επιτροπή αναφέρει, κατ’ αρχάς, ως παράδειγμα τις παράκτιες λιμνοθάλασσες, για τις οποίες κοινοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα μέτρα διατήρησης της «προσάμμωσης» και της «απόρριψης», καθώς και της «διαχείρισης της στάθμης των υδάτων». Τα μέτρα αυτά δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένα, ούτε από ποσοτικής απόψεως ούτε όσον αφορά την υπόδειξη των υπευθύνων για την υλοποίηση των δράσεων και των χρονοδιαγραμμάτων υλοποίησης, και δεν ανταποκρίνονται, μεταξύ άλλων, στην πίεση που σχετίζεται με τη ρύπανση των υδάτων.

115

Το ευρύ φάσμα πιέσεων σε αυτόν τον τύπο οικοτόπου και η ανεπάρκεια των μέτρων αυτών επιβεβαιώνονται από την έκθεση που συνέταξε η Ιρλανδία το 2019 βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους, σύμφωνα με την οποία η κατάσταση των λιμνοθαλασσών είναι κακή και ολοένα υποβαθμίζεται.

116

Στη συνέχεια, η Επιτροπή αναφέρει ως παράδειγμα τους επιφανειακούς τυρφώνες. Τα μέτρα διατήρησης των οικείων τόπων έχουν υπερβολικά γενικό χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αυτό, το θεσμικό όργανο παραθέτει στοιχεία όπως η «μηχανική αφαίρεση τύρφης», η «εξόρυξη τύρφης», η «καύση», η «αποψίλωση», η «βόσκηση», η «γενική δασική διαχείριση», η «διαχείριση της στάθμης των υδάτων», «άλλες συνέπειες που συνδέονται με τις τουριστικές δραστηριότητες και τις δραστηριότητες αναψυχής», η «θήρα», η «αφαίρεση θαμνώδους βλάστησης», η/ο «αφαίρεση/έλεγχος των φυτικών ειδών», καθώς και η «περίφραξη».

117

Από την έκθεση που κατάρτισε η Ιρλανδία για το έτος 2013 βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους προκύπτει ότι τα μέτρα αυτά επικεντρώθηκαν στην απειλή που συνιστά η υπέρμετρη βόσκηση, αλλά δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις λοιπές σημαντικές πιέσεις και απειλές για τους επιφανειακούς τυρφώνες, οι οποίες σχετίζονται, όπως προκύπτει από την έκθεση της Ιρλανδίας για το έτος 2019, με τα αιολικά πάρκα και άλλες υποδομές, με την εξόρυξη της τύρφης, τη διάβρωση, την καύση, την αναδάσωση, τις γεωργικές δραστηριότητες που συνεπάγονται εναπόθεση αζώτου ή αποστράγγιση. Οι εκθέσεις αυτές αναφέρουν ότι η κατάσταση των επιφανειακών τυρφώνων είναι κακή και επιδεινούμενη.

118

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει το παράδειγμα των τόπων προστασίας του μαργαριτοφόρου μυδιού του γλυκού νερού και εκτιμά ότι τα μέτρα διατήρησης των τόπων αυτών αναφέρονται, κατά τρόπο πολύ γενικό, στις «απορρίψεις», στη «διάθεση των οικιακών απορριμμάτων», στη «ρύπανση των υδάτων» ή στην «άρδευση», χωρίς να προβλέπονται μέτρα διατήρησης που να συνοδεύονται από ποσοτικούς όρους ή να καθορίζουν τους υπευθύνους και τα χρονοδιαγράμματα για την υλοποίησή τους.

119

Επιπλέον, θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν απάντηση στις καταγραφείσες από την Ιρλανδία πιέσεις που οφείλονται στη «διάχυτη ρύπανση των επιφανειακών υδάτων λόγω των γεωργικών και δασοκομικών δραστηριοτήτων», στην «άντληση επιφανειακών υδάτων για τη δημόσια ύδρευση», στις «πυρκαγιές» ή στη «δασική φύτευση σε ανοιχτή γη».

120

Τα μέτρα του σχεδίου KerryLIFE, το οποίο παραθέτει η Ιρλανδία στην απάντησή της στην πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, είναι ανεπαρκή, ιδίως διότι δεν θεραπεύουν τις πιέσεις της δασοκομίας στους επίμαχους τόπους. Η Ιρλανδία αναφέρεται επίσης στο σχέδιο Ευρωπαϊκής Σύμπραξης Καινοτομίας το οποίο αφορά επτά τόπους προστασίας του μαργαριτοφόρου μυδιού του γλυκού νερού, αλλά δεν παρέχει πληροφορίες για το πώς τα σχετικά μέτρα αποτελούν απάντηση σε καθεμιά από τις βασικές πιέσεις και απειλές που αντιμετωπίζει το εν λόγω είδος στους τόπους αυτούς.

121

Η έκθεση που κατάρτισε η Ιρλανδία για το έτος 2019 βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους επιβεβαιώνει τις πιέσεις που δέχονται οι εν λόγω τόποι και καταδεικνύει την ανεπάρκεια των μέτρων διατήρησής τους, δεδομένου ότι η συνολική τους κατάσταση εκτιμάται ως κακή και «επιδεινούμενη».

122

Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Ιρλανδία προβάλλει, ενδεικτικώς, ότι έχουν εκπονηθεί ειδικά για κάθε τόπο σχέδια αποκατάστασης και αποστράγγισης για το σύνολο του δικτύου υψηλών τυρφώνων της Ιρλανδίας που έχουν οριστεί ως ειδικές ζώνες διατήρησης, εκ των οποίων 53 επίμαχοι τόποι, και ότι επί του παρόντος εφαρμόζονται μέτρα διατήρησης στο σύνολο του δικτύου αυτού. Τα μέτρα διατήρησης που εκτίθενται σε κάθε σχέδιο σχεδιάζονται προκειμένου να επιτευχθούν, για κάθε ειδική ζώνη διατήρησης, οι σκοποί που προβλέπονται από τον ειδικό για την περιοχή στόχο διατήρησης για τον οικότοπο «ενεργοί τυρφώνες υψιπέδων» που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της οδηγίας για τους οικοτόπους. Για την εφαρμογή των σχεδίων αυτών επιστρατεύονται επί του παρόντος διάφορες πτυχές του προγράμματος διατήρησης των υψηλών τυρφώνων.

123

Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι συνοπτικές εξηγήσεις που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα αντικρούσεως και στα παραρτήματά του δεν αποδεικνύουν ότι τα ληφθέντα μέτρα είναι αρκούντως ακριβή και λεπτομερή για τους τύπους οικοτόπων και τα είδη που αφορά η υπό κρίση αιτίαση. Η Ιρλανδία παρέλειψε να διευκρινίσει «ποιος κάνει τι, πού και πότε», και κατά πόσον τα ληφθέντα μέτρα επαρκούν για την αντιμετώπιση όλων των ουσιωδών πιέσεων και απειλών.

124

Επιπλέον, μεταξύ των έξι τόπων που μνημονεύονται στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίοι συγκαταλέγονται μεταξύ των 79 τόπων για τους οποίους η Ιρλανδία ισχυρίζεται ότι έλαβε πλήρη μέτρα διατήρησης, ο τόπος Carrownagappul Bog SAC είναι ένας από τους υψηλούς τυρφώνες για τους οποίους δεν έχουν ακόμη εκπονηθεί σχέδια αποκατάστασης και ο τόπος Slieve Bloom Mountains αφορά επιφανειακό τυρφώνα, ο οποίος χρήζει ενεργού αποκατάστασης και για τον οποίο δεν έχει ακόμη εκπονηθεί σχετικό σχέδιο.

125

Η μη λήψη μέτρων διατήρησης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλεί η δασοκομία στη λεκάνη απορροής των τόπων όπου απαντούν μαργαριτοφόρα μύδια του γλυκού νερού επιβεβαιώνεται, με τη σειρά της, από την τελευταία επιστημονική ανάλυση σχετικά με το συγκεκριμένο είδος και τη διατήρησή του. Το σχέδιο KerryLIFE επικρίνεται ως προς το σημείο αυτό καθότι δεν κατέστησε δυνατή την αποκατάσταση των ζωνών που υπέστησαν αποστράγγιση λόγω της δασοκομίας.

126

Με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως, η Ιρλανδία υπογραμμίζει το έργο της βελτιώσεως των μέτρων διατήρησης που έχει δρομολογήσει. Το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν απαιτεί τα μέτρα διατήρησης να ανταποκρίνονται οπωσδήποτε σε όλες τις απειλές και πιέσεις που υφίσταται ένας τόπος σε δεδομένη στιγμή.

127

Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αμφισβητεί τον βαθμό πληρότητας και ακρίβειας που απαιτεί η Επιτροπή και αντιτίθεται στη συνεκτίμηση των εκθέσεων που συνέταξε η Ιρλανδία βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας για τους οικοτόπους προς απόδειξη της παραβάσεως.

128

Όσον αφορά τον εξαντλητικό χαρακτήρα των μέτρων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρεί ότι είναι ενίοτε δυνατόν, με μια απλή γενική απαγόρευση επιβλαβών πράξεων, να προλαμβάνονται όλοι οι κυριότεροι σχετικοί κίνδυνοι και απειλές. Η γενική απαίτηση να λαμβάνονται πάντοτε συγκεκριμένα και ειδικά για κάθε ζώνη μέτρα για κάθε απειλή ή για κάθε είδος ή φυσικό οικότοπο θα συνιστούσε καθαρή τυπολατρία.

129

Όσον αφορά τον βαθμό ακρίβειας, το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά ότι από την απαίτηση για σαφή και επακριβή μέτρα διατήρησης δεν πρέπει να συνάγεται ότι τα μέτρα αυτά πρέπει πάντοτε να περιλαμβάνουν ποσοτικούς στόχους, προθεσμίες για την ανάληψη δράσεως ή να προσδιορίζουν «ποιος κάνει τι, πού και πότε».

130

Συγκεκριμένα, από την απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑508/04, EU:C:2007:274, σκέψη 76), συνάγεται ότι η οδηγία για τους οικοτόπους επιβάλλει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων διατηρήσεως και περιορίζει τις τυχόν κανονιστικές ή αποφασιστικές αρμοδιότητες των εθνικών αρχών στα μέσα εφαρμογής ή στις τεχνικής φύσεως επιλογές που επιτρέπονται στο πλαίσιο των μέτρων αυτών. Επιπλέον, στην απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑535/07, EU:C:2010:602, σκέψη 60), σχετικά με την οδηγία για τα πτηνά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία, ενώ δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων εφαρμογής της στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.

131

Όσον αφορά τη χρήση των εκθέσεων που κατήρτισε η Ιρλανδία βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας για τους οικοτόπους, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπογραμμίζει ότι οι εκθέσεις αυτές δεν αναφέρονται ειδικώς στην κατάσταση των επίμαχων τόπων, αλλά στην κατάσταση που επικρατεί στο σύνολο του οικείου εδάφους. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί συμπέρασμα ως προς την αποτελεσματικότητα των μέτρων που ελήφθησαν στους επίμαχους τόπους.

132

Επιπλέον, οι εξελίξεις που παρατηρούνται στις εν λόγω εκθέσεις θα μπορούσαν να οφείλονται στο γεγονός ότι πρόκειται για φυσικούς πληθυσμούς και οικοσυστήματα με ενίοτε μεγάλη –εκ φύσεως– αυξομείωση ή ιδιαίτερη δυναμική, η οποία θα μπορούσε, επιπλέον, να ενισχυθεί, να ωφεληθεί ή να παρεμποδιστεί από διάφορες ανθρωπογενείς επιδράσεις, οι οποίες δεν μπορούν πάντοτε να αντισταθμιστούν από ειδικά μέτρα για τις προστατευόμενες περιοχές.

133

Με το υπόμνημά της απαντήσεως στο υπόμνημα παρεμβάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι βεβαίως δυνατόν ένα μέτρο διατήρησης να αφορά περισσότερα στοιχεία, αν αυτά έχουν παρόμοιες οικολογικές απαιτήσεις. Ωστόσο, το πρόβλημα που ετίθετο ως προς πολλούς τόπους της Ιρλανδίας ήταν ότι η Ιρλανδία κοινοποίησε μέτρα μόνο για ένα υποσύνολο των κρίσιμων στοιχείων.

134

Επιπλέον, η Επιτροπή εκθέτει ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τα μέσα εφαρμογής των μέτρων διατήρησης είναι περιορισμένο. Κατ’ αρχάς, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους προκύπτει ότι τα μέτρα διατήρησης πρέπει να ανταποκρίνονται σε όλες τις κύριες πιέσεις ή απειλές που ενδέχεται να επηρεάσουν τους υφιστάμενους στην περιοχή τύπους οικοτόπων και τα υφιστάμενα είδη. Στη συνέχεια, τα μέτρα διατήρησης θα πρέπει να είναι σαφή και επακριβή. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα που έχουν γενικό και κατευθυντήριο χαρακτήρα ή απαιτούν μέτρα συγκεκριμενοποίησης για την ουσιαστική εφαρμογή τους είναι ανεπαρκή [αποφάσεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 55, και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 82]. Επομένως, η ποιότητα των μέτρων διατήρησης, συμπεριλαμβανομένης της ακρίβειάς τους, δεν επαφίεται στην ελεύθερη εκτίμηση των κρατών μελών.

135

Εξάλλου, η έκθεση που συντάχθηκε βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας για τους οικοτόπους αναφέρει ότι η κατάσταση διατήρησης των τύπων οικοτόπου «παράκτιες λιμνοθάλασσες» και «επιφανειακοί τυρφώνες», καθώς και για ένα ιδιαιτέρως απειλούμενο είδος, το μαργαριτοφόρο μύδι του γλυκού νερού, παρουσιάζει τάση «επιδείνωσης» στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000. Επομένως, αναφέρεται ρητώς στην κατάσταση που επικρατεί στις περιοχές του δικτύου Natura 2000.

2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

136

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους επιβάλλει στα κράτη μέλη σειρά ειδικών υποχρεώσεων και προβλέπει ειδικές διαδικασίες με σκοπό τη διασφάλιση, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, της διατηρήσεως ή, ενδεχομένως, της αποκαταστάσεως σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας ενωσιακού ενδιαφέροντος, ώστε να επιτευχθεί ο γενικότερος σκοπός της οδηγίας που συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος όσον αφορά τους τόπους που προστατεύονται δυνάμει της οδηγίας αυτής (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, Holohan κ.λπ.,C‑461/17, EU:C:2018:883, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

137

Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, για κάθε ειδική ζώνη διατηρήσεως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καθορίσουν τα αναγκαία μέτρα διατηρήσεως που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II της εν λόγω οδηγίας, που βρίσκονται στην οικεία περιοχή [απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος της Białowieża),C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 207].

138

Οι υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης θέσπισης των αναγκαίων μέτρων διατήρησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, πρέπει να εφαρμόζονται με αποτελεσματικό τρόπο και με πλήρη, σαφή και επακριβή μέτρα [απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

139

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, η Ιρλανδία δεν όρισε το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας 217 από τους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας ως ειδικές ζώνες διατήρησης. Πλην όμως, τα αναγκαία μέτρα διατήρησης, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, πρέπει να καθορίζονται και να εφαρμόζονται στο πλαίσιο αυτών των ειδικών ζωνών διατήρησης [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 52].

140

Το ότι η Ιρλανδία παρέβη την υποχρέωση την οποία υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους να ορίσει τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας ως ειδικές ζώνες διατήρησης δεν σημαίνει ότι παύει να υπέχει, όσον αφορά τους ίδιους αυτούς τόπους, την υποχρέωση να καθορίσει τα αναγκαία μέτρα διατήρησης, συμφώνως προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση σε περίπτωση παραβίασης της υποχρεώσεως αυτής [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψεις 52 έως 54].

β) Τόποι για τους οποίους δεν ελήφθη κανένα μέτρο διατήρησης ή για τους οποίους ελήφθησαν ατελή μέτρα διατήρησης

141

Κατόπιν της ανωτέρω διευκρίνισης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία σχετικά με το βάρος αποδείξεως στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παράβασης. Η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της παράβασης, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί σε πιθανολογήσεις [απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Σταθμοί επεξεργασίας λυμάτων),C‑22/20, EU:C:2021:669, σκέψη 143 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

142

Τα κράτη μέλη οφείλουν ωστόσο, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση της αποστολής της, η οποία συνίσταται ιδίως, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, στη μέριμνα για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, καθώς και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής από τα θεσμικά όργανα. Ειδικότερα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, όταν πρόκειται για την εξακρίβωση της ορθής εφαρμογής στην πράξη των εθνικών διατάξεων για την ουσιαστική εφαρμογή οδηγίας, η Επιτροπή, η οποία δεν διαθέτει ιδία εξουσία διενέργειας ελέγχων στον τομέα αυτόν, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα στοιχεία που παρέχονται από τυχόν καταγγέλλοντες καθώς και από το ίδιο το οικείο κράτος μέλος [απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Σταθμοί επεξεργασίας λυμάτων),C‑22/20, EU:C:2021:669, σκέψη 144 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

143

Από αυτό προκύπτει ιδίως ότι, όταν η Επιτροπή προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτουν ορισμένα πραγματικά περιστατικά, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αμφισβητήσει κατά τρόπο ουσιώδη και αναλυτικό τα προσκομισθέντα στοιχεία (απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας,C‑494/01, EU:C:2005:250, σκέψη 44).

144

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η Ιρλανδία δεν της κοινοποίησε κανένα μέτρο διατήρησης σχετικά με 230 από τους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι, βάσει της συγκρίσεως για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, σε 149 από τους 193 υπόλοιπους τόπους, για τους οποίους υπάρχουν μέτρα διατήρησης, δεν έχουν ληφθεί πλήρη μέτρα που να καλύπτουν κάθε είδος και κάθε τύπο οικοτόπου με σημαντική παρουσία.

145

Απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, αφενός, η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι τα μέτρα διατήρησης εφαρμόζονται μέσω δέκα εθνικών προγραμμάτων, τα οποία εκπονήθηκαν σε συνάρτηση με τους τύπους οικοτόπων και τα είδη, καθώς και με την κανονιστική απόφαση περί μεταφοράς της οδηγίας για τα πτηνά και της οδηγίας για τους οικοτόπους στο εσωτερικό δίκαιο, η οποία προβλέπει τη χορήγηση προηγούμενης άδειας για την άσκηση δραστηριότητας δυνάμενης να έχει σημαντικές ή επιβλαβείς συνέπειες ή να υποβαθμίσει τόπο κοινοτικής σημασίας.

146

Αφετέρου, το εν λόγω κράτος μέλος επισημαίνει ότι έλαβε πλήρη μέτρα διατήρησης για 79 από τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας.

147

Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά την εν λόγω κανονιστική απόφαση περί μεταφοράς της οδηγίας για τα πτηνά και της οδηγίας για τους οικοτόπους στο εσωτερικό δίκαιο, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους κατανέμει τα μέτρα σε τρεις κατηγορίες, ήτοι στα μέτρα διατηρήσεως, στα μέτρα προλήψεως και στα μέτρα αντισταθμίσεως, τα οποία προβλέπονται, αντιστοίχως, στις παραγράφους 1, 2 και 4 του εν λόγω άρθρου (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ.,C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 33).

148

Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 6 της οδηγίας για τους οικοτόπους προβλέπουν, αντιστοίχως, την υποχρέωση αποφυγής της υποβάθμισης των τόπων και τη δέουσα εκτίμηση των σχεδίων και προγραμμάτων που είναι δυνατόν να επηρεάζουν σημαντικά τους τόπους. Επομένως, σκοπός των δύο αυτών παραγράφων είναι η προστασία των τόπων από ενδεχόμενη υποβάθμιση.

149

Για την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για τους οικοτόπους, μπορεί να είναι αναγκαία η λήψη τόσο των μέτρων που αποσκοπούν στην πρόληψη των εξωτερικών βλαβών και διαταραχών που προκαλούνται από τον άνθρωπο όσο και των μέτρων που αποσκοπούν να εμποδίζουν φυσικές εξελίξεις δυνάμενες να επιδεινώσουν την κατάσταση διατηρήσεως των ειδών και των φυσικών οικοτόπων εντός των ειδικών ζωνών διατήρησης (απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου,C‑6/04, EU:C:2005:626, σκέψη 34).

150

Κατά μείζονα λόγο, τα μέτρα διατήρησης του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να περιορίζονται στα μέτρα που αποσκοπούν στην πρόληψη των εξωτερικών βλαβών και διαταραχών που προκαλούνται από τον άνθρωπο και πρέπει να περιλαμβάνουν, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προληπτικά μέτρα που κατατείνουν με θετικό τρόπο στη διατήρηση ή την αποκατάσταση του τόπου σε κατάσταση διατήρησης.

151

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η κανονιστική απόφαση περί μεταφοράς της οδηγίας για τα πτηνά και της οδηγίας για τους οικοτόπους στο εσωτερικό δίκαιο, η οποία περιορίζεται στην πρόβλεψη προηγούμενης άδειας για την άσκηση δραστηριότητας δυνάμενης να έχει σημαντικές ή επιβλαβείς συνέπειες ή δυνάμενης να υποβαθμίσει τόπο κοινοτικής σημασίας, δεν αρκεί για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

152

Όσον αφορά, δεύτερον, τα δέκα εθνικά προγράμματα που κατάρτισε η Ιρλανδία σε συνάρτηση με τους τύπους οικοτόπων και τα είδη, καθώς και τον κατάλογο 79 τόπων για τους οποίους το εν λόγω κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι έλαβε πλήρη μέτρα διατήρησης, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι οι πληροφορίες που υπέβαλε το εν λόγω κράτος μέλος στο Δικαστήριο δεν αρκούν για να αντικρούσουν την επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι δεν υφίστανται μέτρα διατήρησης για τους 230 τόπους που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση αιτιάσεως.

153

Δεύτερον, από τις πληροφορίες που υπέβαλε η Ιρλανδία στο Δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα μέτρα που υιοθετήθηκαν από το εν λόγω κράτος μέλος περιλαμβάνουν, για το σύνολο των 193 τόπων που μνημονεύονται στη σκέψη 144 της παρούσας αποφάσεως και πέραν των 44 τόπων για τους οποίους η Επιτροπή δέχεται ότι υφίστανται μέτρα, συστηματικά μέτρα διατήρησης που καθορίστηκαν σε συνάρτηση με τις οικολογικές απαιτήσεις κάθε είδους και κάθε τύπου οικοτόπου που απαντά στους τόπους αυτούς. Όμως, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους απαιτεί τα μέτρα διατήρησης να καθορίζονται σε συνάρτηση με τις οικολογικές απαιτήσεις κάθε τύπου οικοτόπου και κάθε είδους που απαντά σε έκαστο των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας [πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Καθορισμός και προστασία των ειδικών ζωνών διατήρησης), C‑290/18, EU:C:2019:669, σκέψη 55].

154

Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, αφενός, καθόσον δεν καθόρισε τα μέτρα διατήρησης για 230 από τους 423 επίμαχους τόπους και, αφετέρου, καθόσον δεν έλαβε πλήρη μέτρα διατήρησης για 149 από τους υπόλοιπους 193 τόπους.

γ) Τόποι για τους οποίους έχουν ληφθεί μέτρα διατήρησης τα οποία δεν στηρίζονται στους στόχους διατήρησης

155

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη οφείλουν να καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης, ο δε προσδιορισμός των οικολογικών απαιτήσεων προϋποθέτει τον καθορισμό των στόχων διατήρησης (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 49).

156

Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι ο καθορισμός των στόχων διατήρησης συνιστά αναγκαίο προαπαιτούμενο στο πλαίσιο του καθορισμού των προτεραιοτήτων και των μέτρων διατήρησης (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 50).

157

Επομένως, ο καθορισμός των στόχων διατήρησης συνιστά υποχρεωτικό και αναγκαίο στάδιο μεταξύ του χαρακτηρισμού των ειδικών ζωνών διατήρησης και της εφαρμογής μέτρων διατήρησης (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας,C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψη 52).

158

Βεβαίως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 64 έως 70 της παρούσας αποφάσεως και από την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑849/19, EU:C:2020:1047, σκέψεις 42 έως 61), η μη θέσπιση από κράτος μέλος συγκεκριμένων και επακριβών στόχων διατήρησης πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει το κράτος αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους.

159

Τούτου δοθέντος, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 85 έως 88 των προτάσεών της, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής δεν απαιτεί τα μέτρα διατήρησης να λαμβάνονται υποχρεωτικά μετά τη θέσπιση των στόχων διατήρησης.

160

Εντούτοις, ακόμη και στην περίπτωση που οι εν λόγω στόχοι καθορίζονται μετά τη λήψη των μέτρων διατήρησης, είναι αναγκαίο τα μέτρα να ανταποκρίνονται στους στόχους αυτούς.

161

Πάντως, στην υπό κρίση υπόθεση, όσον αφορά τους 44 τόπους για τους οποίους θεωρεί ότι έχουν ληφθεί μέτρα πλήρους διατήρησης, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα συγκεκριμένα μέτρα διατήρησης που έλαβε η Ιρλανδία δεν ανταποκρίνονται σε στόχους διατήρησης που καθορίστηκαν μετά τη λήψη των μέτρων αυτών.

162

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι το γεγονός και μόνον ότι έλαβε μέτρα διατήρησης για τους επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας προτού καθορίσει τους στόχους διατήρησης δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για τους οικοτόπους, οπότε η Επιτροπή δεν απέδειξε, όσον αφορά τους 44 οικείους τόπους, ότι τα ληφθέντα μέτρα διατήρησης δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως.

δ) Μια συνεχιζόμενη και συστηματική πρακτική που συνίσταται στον καθορισμό μέτρων διατήρησης που δεν είναι αρκούντως συγκεκριμένα και δεν καθιστούν δυνατή την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών πιέσεων και απειλών

163

Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία για τους οικοτόπους επιβάλλει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων διατηρήσεως, πράγμα το οποίο αποκλείει οποιοδήποτε περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών και περιορίζει τις τυχόν κανονιστικές ή αποφασιστικές αρμοδιότητες των εθνικών αρχών στα μέσα εφαρμογής ή στις τεχνικής φύσεως επιλογές που επιτρέπονται στο πλαίσιο των μέτρων αυτών (απόφαση της 10ης Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά Αυστρίας,C‑508/04, EU:C:2007:274, σκέψη 76).

164

Εν προκειμένω, η Επιτροπή παραθέτει, ενδεικτικώς, τρία παραδείγματα τα οποία, κατά την άποψή της, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τόπων και αφορούν δύο τύπους οικοτόπων προτεραιότητας, ήτοι τις παράκτιες λιμνοθάλασσες και τους επιφανειακούς τυρφώνες, καθώς και ένα είδος προτεραιότητας, ήτοι το μαργαριτοφόρο μύδι του γλυκού νερού, προκειμένου να αποδείξει ότι τα μέτρα διατήρησης που ελήφθησαν και εφαρμόστηκαν στην Ιρλανδία είτε δεν είναι, κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή, αρκούντως συγκεκριμένα και αναλυτικά είτε είναι ανεπαρκή για την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών πιέσεων και απειλών.

165

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, επιφυλασσομένης της υποχρεώσεως της Επιτροπής να ανταποκρίνεται σε κάθε περίπτωση στο βάρος της αποδείξεως το οποίο φέρει, κανένα στοιχείο δεν αποκλείει εκ των προτέρων τη δυνατότητά της να συνεχίσει ταυτόχρονα τη διαπίστωση παραβάσεων των διατάξεων της οδηγίας λόγω της στάσεως την οποία επιδεικνύουν οι αρχές κράτους μέλους σε σχέση με συγκεκριμένες καταστάσεις, οι οποίες εκτίθενται συγκεκριμένα, καθώς και τη διαπίστωση παραβάσεων των σχετικών διατάξεων επειδή οι εν λόγω αρχές ακολουθούν αντίθετη προς αυτές γενική πρακτική, παραδείγματα της οποίας αποτελούν ενδεχομένως οι προαναφερθείσες συγκεκριμένες καταστάσεις (απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας,C‑494/01, EU:C:2005:250, σκέψη 27).

166

Ομοίως, όταν η Επιτροπή προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι αρχές κράτους μέλους ανέπτυξαν μια διαρκή και κατ’ επανάληψη ακολουθούμενη πρακτική αντίθετη προς τις διατάξεις μιας οδηγίας, σ’ αυτό το κράτος μέλος εναπόκειται να αμφισβητήσει ουσιαστικώς και λεπτομερώς τα προβαλλόμενα στοιχεία και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτά (απόφαση της 26ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας,C‑494/01, EU:C:2005:250, σκέψη 47).

167

Συγχρόνως, δεδομένης της υποχρέωσής της να αποδείξει την προβαλλόμενη παράβαση, η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάψει προσχηματικά στο οικείο κράτος μέλος γενική και συνεχιζόμενη παράβαση των υποχρεώσεων που αυτό υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου η ίδια να απαλλαγεί από την υποχρέωση να αποδείξει την προσαπτόμενη παράβαση βάσει συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την παράβαση συγκεκριμένων διατάξεων την οποία επικαλείται και να στηριχθεί σε απλές πιθανολογήσεις ή σε υπεραπλουστευτικές αιτιώδεις συνάφειες (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Βακτήριο Xylella fastidiosa),C‑443/18, EU:C:2019:676, σκέψη 80].

168

Η υπό κρίση προσφυγή αφορά 423 τόπους κοινοτικής σημασίας της ατλαντικής βιογεωγραφικής περιοχής.

169

Η εν λόγω περιοχή χαρακτηρίζεται από μεγάλο αριθμό τόπων που αποτελούν το αντικείμενο της αιτιάσεως της Επιτροπής και, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, από σημαντική ποικιλία των ειδών και των οικοτόπων που απαντούν στους τόπους αυτούς.

170

Σε μια τέτοια περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 167 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται στην Επιτροπή, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 106 των προτάσεών της, να αποδείξει ότι τα παραδείγματα των ειδών και των οικοτόπων που παρέθεσε το θεσμικό όργανο, προς στήριξη της αιτίασης με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί γενική και διαρκής παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία για τους οικοτόπους, είναι αντιπροσωπευτικά για το σύνολο των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας.

171

Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, η Επιτροπή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως περί του οποίου έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη.

172

Η Επιτροπή υποστήριξε, βεβαίως, με την προσφυγή της, ότι, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την πρόσθετη αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, έκρινε, βάσει ποιοτικής αξιολογήσεως ενός ευρέος φάσματος ιρλανδικών τόπων που υπόκεινταν ήδη σε μέτρα διατήρησης, ότι τα ισχύοντα μέτρα διατηρήσεως στερούνταν, συστηματικώς και διαρκώς, την απαιτούμενη ποιότητα, διότι δεν ήταν αρκούντως συγκεκριμένα και αναλυτικά, ή ότι ήταν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση όλων των σημαντικών πιέσεων και απειλών.

173

Ωστόσο, ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής ούτε με το υπόμνημα απαντήσεως η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον, με επιχειρήματα και με αρκούντως συγκεκριμένα, σαφή και αναλυτικά στοιχεία, ότι τα παραδείγματα που παρέθεσε ενδεικτικώς, ήτοι, εν προκειμένω, τις παράκτιες λιμνοθάλασσες, τους επιφανειακούς τυρφώνες, καθώς και το μαργαριτοφόρο μύδι του γλυκού νερού, ήταν αντιπροσωπευτικά για το σύνολο των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας.

174

Ειδικότερα, όσον αφορά τη διαπίστωση της Επιτροπής, ότι η γεωγραφική κατανομή των εξετασθέντων τόπων αντιπροσωπεύει τη γεωγραφική διαμόρφωση του δικτύου των τόπων κοινοτικής σημασίας και των ειδικών ζωνών διατήρησης στην Ιρλανδία, παρατηρείται ότι η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στα παραρτήματα A.21 και A.22 του δικογράφου της προσφυγής της που περιέχουν χάρτες της Ιρλανδίας. Πλην όμως, από την εξέταση των χαρτών αυτών και ελλείψει ερμηνείας από την Επιτροπή των στοιχείων που αυτοί περιέχουν, η οποία να παρατίθεται στο δικόγραφο της προσφυγής κατά τρόπο συγκεκριμένο, αναλυτικό και εξαντλητικό, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί συμπέρασμα όσον αφορά το κατά πόσον τα τρία παραδείγματα που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά για το σύνολο των επίμαχων τόπων κοινοτικής σημασίας.

175

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι τα μέτρα διατήρησης που έλαβε η Ιρλανδία στερούνταν γενικώς, κατά τρόπο συστηματικό και διαρκή, την απαιτούμενη ποιότητα, είτε διότι δεν ήταν αρκούντως συγκεκριμένα και αναλυτικά είτε διότι δεν επαρκούσαν για να αντιμετωπιστεί το σύνολο των σημαντικών πιέσεων και απειλών.

176

Κατά συνέπεια, η τρίτη αιτίαση είναι βάσιμη μόνον καθ’ ό μέρος η Ιρλανδία δεν θέσπισε τα αναγκαία μέτρα διατηρήσεως που να ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας για τους οικοτόπους για τους επίμαχους 423 τόπους κοινοτικής σημασίας.

177

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι:

καθόσον δεν όρισε το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας ως ειδικές ζώνες διατήρησης στην επικράτειά της 217 από τους 423 τόπους κοινοτικής σημασίας, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους·

καθόσον δεν καθόρισε λεπτομερείς και εξειδικευμένους στόχους διατήρησης για τους 140 από τους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας για τους οικοτόπους·

καθόσον δεν καθόρισε τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II της οδηγίας για τους οικοτόπους που απαντούν στους 423 επίμαχους τόπους κοινοτικής σημασίας, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

178

Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

179

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ιρλανδία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

180

Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Καθόσον δεν όρισε το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, εντός εξαετίας ως ειδικές ζώνες διατήρησης στην επικράτειά της 217 από τους 423 τόπους κοινοτικής σημασίας οι οποίοι περιελήφθησαν στον κατάλογο που θεσπίστηκε με την απόφαση 2004/813/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2004, με την οποία θεσπίζεται ο κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως ενημερώθηκε με την απόφαση 2008/23/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2007, βάσει της οποίας εγκρίνεται, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, πρώτος ενημερωμένος κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή, και με την απόφαση 2009/96/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με την έγκριση του δεύτερου ενημερωμένου καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας για την ατλαντική βιογεωγραφική περιοχή κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013.

 

2)

Καθόσον δεν καθόρισε λεπτομερείς και εξειδικευμένους στόχους διατήρησης για τους 140 από τους 423 τόπους κοινοτικής σημασίας που μνημονεύονται στο σημείο 1 του διατακτικού, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/43, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17.

 

3)

Καθόσον δεν καθόρισε τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II της οδηγίας 92/43, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17, που απαντούν στους 423 τόπους κοινοτικής σημασίας που μνημονεύονται στο σημείο 1 του διατακτικού, η Ιρλανδία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/43, όπως τροποποιήθηκε.

 

4)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

5)

Η Ιρλανδία φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

6)

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.