ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 19ης Δεκεμβρίου 2013 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών — Οδηγία 2009/41/ΕΚ — Εσφαλμένη και ελλιπής μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη»

Στην υπόθεση C‑281/11,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Pignataro‑Nolin και M. Owsiany-Hornung, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τους B. Majczyna και M. Szpunar,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, M. Safjan και M. Berger (εισηγήτρια), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, παραλείποντας να μεταφέρει ή μεταφέροντας εσφαλμένα στην εσωτερική έννομη τάξη τις διατάξεις των άρθρων 2, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ έως στʹ, 3, παράγραφος 3, 4, παράγραφος 3, 6 έως 9, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο αʹ, 10, παράγραφοι 3 και 4, 18, παράγραφοι 1, δεύτερο εδάφιο, 3 και 4, καθώς και του παραρτήματος V, μέρη A, τέταρτη περίπτωση, B, πρώτη περίπτωση, και Γ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2009/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών (ΕΕ L 125, σ. 75), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

2

Κατά το άρθρο 2 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και περί των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως), η Δημοκρατία της Πολωνίας δεσμευόταν ήδη από την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία της προσχωρήσεώς της, από τις διατάξεις των Συνθηκών και των πράξεων που είχαν εκδώσει, πριν από την προσχώρηση αυτή, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3

Κατά το άρθρο 54 της Πράξεως Προσχωρήσεως, τα νέα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα μέτρα που απαιτούνται για να συμμορφωθούν, από την ημερομηνία της προσχωρήσεως, προς τις διατάξεις των οδηγιών και των αποφάσεων, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετική προθεσμία στα παραρτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 24 ή σε άλλες διατάξεις της πράξεως αυτής ή των παραρτημάτων της. Καθόσον ούτε το παράρτημα XII της ίδιας πράξεως, που αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας και που μνημονεύεται στο άρθρο 24 της Πράξεως Προσχωρήσεως, ούτε άλλες διατάξεις της τελευταίας σχετικές με το κράτος μέλος αυτό περιλαμβάνουν ειδικές διατάξεις όσον αφορά τις οδηγίες 90/219/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών (ΕΕ L 117, σ. 1), και 98/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 90/219 (ΕΕ L 330, σ. 13), η Δημοκρατία της Πολωνίας ήταν υποχρεωμένη να μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τις ως άνω οδηγίες την ημέρα της προσχωρήσεώς της στην Ένωση.

4

Η οδηγία 90/219 προέβλεψε κοινά μέτρα για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών με σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.

5

Η οδηγία αυτή καταργήθηκε με την οδηγία 98/81.

6

Η οδηγία 90/219, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/81 (στο εξής: οδηγία 90/219, όπως τροποποιήθηκε), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2009/41, που άρχισε να ισχύει στις 10 Ιουνίου 2009.

7

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2009/41, που είναι όμοιο προς το άρθρο 2 της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, παραθέτει τους ακόλουθους ορισμούς:

«[...]

α)

ως [“μικρο]οργανισμός” νοείται κάθε μικροβιακή ενότητα, κυτταρική ή μη, ικανή προς αναπαραγωγή ή προς μεταβίβαση γενετικού υλικού, συμπεριλαμβανομένων των ιών, των ιοειδών και των καλλιεργειών ζωικών και φυτικών κυττάρων·

β)

ως “γενετικώς τροποποιημένος μικροοργανισμός” (ΓΤΜ) νοείται κάθε μικροοργανισμός στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο που δεν συμβαίνει κατά τις φυσιολογικές διαδικασίες σύζευξης ή/και φυσικού ανασυνδυασμού· κατά την έννοια του παρόντος ορισμού:

i)

η γενετική τροποποίηση επιτυγχάνεται τουλάχιστον με τις τεχνικές που εκτίθενται στο παράρτημα I, μέρος Α,

ii)

οι τεχνικές που αναφέρονται στο παράρτημα I, μέρος Β, δεν θεωρείται ότι επιφέρουν γενετική τροποποίηση·

[...]

δ)

ως “ατύχημα” νοείται κάθε περιστατικό το οποίο συνεπάγεται σημαντική και μη εσκεμμένη ελευθέρωση ΓΤΜ κατά τη διάρκεια της περιορισμένης χρήσης τους και το οποίο μπορεί να θέσει σε άμεσο ή μελλοντικό κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον·

ε)

ως “χρήστης” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπεύθυνο για την περιορισμένη χρήση ΓΤΜ·

[...]».

8

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41, που αντιστοιχεί στο άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε:

«Η [οδηγία 2009/41] δεν εφαρμόζεται στην αποθήκευση, καλλιέργεια, μεταφορά, καταστροφή, απόρριψη ή χρήση ΓΤΜ που διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 2001/18/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 106, σ. 1)], ή δυνάμει άλλης κοινοτικής νομοθεσίας η οποία προβλέπει ειδική εκτίμηση των κινδύνων για το περιβάλλον ανάλογη με εκείνη που καθορίζεται με την εν λόγω οδηγία, με την προϋπόθεση ότι η περιορισμένη χρήση πληροί τους τυχόν όρους υπό τους οποίους έχει χορηγηθεί η έγκριση διάθεσης στην αγορά.»

9

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2009/41, όμοιο προς το άρθρο 7 της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής:

«Όταν εγκαταστάσεις πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για πρώτη φορά για περιορισμένες χρήσεις, ο χρήστης οφείλει να υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές, πριν από την έναρξη της χρήσης, γνωστοποίηση η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα V, μέρος Α.»

10

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2009/41, που αντικατέστησε το άρθρο 8 της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τα ακόλουθα:

«Μετά τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 6, οι επόμενες περιορισμένες χρήσεις της κατηγορίας 1 είναι δυνατόν να πραγματοποιούνται χωρίς άλλη γνωστοποίηση. Οι χρήστες ΓΤΜ σε περιορισμένες χρήσεις της κατηγορίας 1 οφείλουν να τηρούν πρακτικά για κάθε εκτίμηση κινδύνων που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 6, και να τα θέτουν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, εφόσον αυτή τα ζητήσει.»

11

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2009/41, σχεδόν όμοιο προς το άρθρο 9 της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως ακολούθως:

«1.   Για την πραγματοποίηση της πρώτης και των επόμενων περιορισμένων χρήσεων της κατηγορίας 2 σε εγκαταστάσεις που έχουν γνωστοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 6, πρέπει να υποβάλλεται γνωστοποίηση με τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα V, μέρος Β.

2.   Εάν οι εγκαταστάσεις είχαν γνωστοποιηθεί παλαιότερα για πραγματοποίηση περιορισμένης χρήσης της κατηγορίας 2 ή ανώτερης κατηγορίας και πληρούνται οι τυχόν απαιτήσεις της σχετικής συγκατάθεσης, η πραγματοποίηση της περιορισμένης χρήσης της κατηγορίας 2 μπορεί να λάβει χώρα αμέσως μετά τη νέα γνωστοποίηση.

Ο αιτών μπορεί όμως να ζητήσει ο ίδιος να ληφθεί απόφαση για μια επίσημη άδεια της αρμόδιας αρχής. Η απόφαση λαμβάνεται εντός 45 ημερών από τη γνωστοποίηση.

3.   Εάν οι εγκαταστάσεις δεν είχαν γνωστοποιηθεί παλαιότερα για πραγματοποίηση περιορισμένης χρήσης της κατηγορίας 2 ή ανώτερης κατηγορίας, η περιορισμένη χρήση της κατηγορίας 2 μπορεί, εκτός αντιθέτων υποδείξεων της αρμόδιας αρχής, να πραγματοποιηθεί 45 ημέρες μετά την υποβολή της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή ενωρίτερα, εφόσον συμφωνεί η αρμόδια αρχή.»

12

Το άρθρο 9 της οδηγίας 2009/41, το οποίο επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το κείμενο του άρθρου 10 της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής:

«1.   Για την πρώτη και τις επόμενες περιορισμένες χρήσεις της κατηγορίας 3 ή 4 σε εγκαταστάσεις που έχουν γνωστοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 6, υποβάλλεται γνωστοποίηση, με τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα V, μέρος Γ.

2.   Οι περιορισμένες χρήσεις της κατηγορίας 3 ή ανώτερης δεν επιτρέπεται να πραγματοποιούνται χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, η οποία ανακοινώνει την απόφασή της γραπτώς:

α)

το αργότερο εντός 45 ημερών μετά την υποβολή της νέας γνωστοποίησης, εάν οι εγκαταστάσεις είχαν γνωστοποιηθεί παλαιότερα για πραγματοποίηση περιορισμένων χρήσεων της κατηγορίας 3 ή ανώτερης κατηγορίας και πληρούνται οι απαιτήσεις της σχετικής συγκατάθεσης για περιορισμένη χρήση ίδιας ή ανώτερης κατηγορίας από την περιορισμένη χρήση που πρόκειται να πραγματοποιηθεί·

β)

το αργότερο εντός 90 ημερών μετά την υποβολή της γνωστοποίησης, για τις λοιπές περιπτώσεις.»

13

Το άρθρο 10 της οδηγίας 2009/41, που αντιστοιχεί προς το άρθρο 11 της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρμόδια ή τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή των μέτρων που θεσπίζουν κατ’ εφαρμογήν της παρούσας οδηγίας και για την παραλαβή και βεβαίωση παραλαβής των γνωστοποιήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 6, 8 και 9.

2.   Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν κατά πόσον οι γνωστοποιήσεις είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, καθώς και την ακρίβεια και την πληρότητα των παρεχομένων στοιχείων, την ορθότητα της εκτίμησης του άρθρου 4 παράγραφος 2, και της κατηγορίας περιορισμένων χρήσεων και, όπου απαιτείται, την επάρκεια των μέτρων περιορισμού και άλλων προστατευτικών μέτρων, της διαχείρισης των αποβλήτων, και των μέτρων αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

3.   Όταν κρίνεται αναγκαίο, η αρμόδια αρχή μπορεί:

α)

να ζητήσει από τον χρήστη να παράσχει περισσότερα στοιχεία ή να τροποποιήσει τις συνθήκες της προτεινόμενης περιορισμένης χρήσης ή την κατηγορία στην οποία έχει καταταγεί η περιορισμένη χρήση ή χρήσεις. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει να μην αρχίσει η περιορισμένη χρήση, εφόσον προτείνεται, ή, εφόσον βρίσκεται σε εξέλιξη, να ανασταλεί ή να διακοπεί, έως ότου δώσει την έγκρισή της βασιζόμενη στα περαιτέρω στοιχεία που θα έχουν υποβληθεί ή στις τροποποιημένες συνθήκες της περιορισμένης χρήσης·

β)

να περιορίζει τη χρονική διάρκεια για την οποία επιτρέπεται η περιορισμένη χρήση ή να θέτει ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις για την περιορισμένη χρήση.

4.   Κατά τον υπολογισμό των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στα άρθρα 8 και 9, δεν λαμβάνονται υπόψη οι χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες η αρμόδια αρχή:

α)

αναμένει τα τυχόν περαιτέρω στοιχεία που μπορεί να έχει ζητήσει από τον γνωστοποιούντα, σύμφωνα με την παράγραφο 3, στοιχείο α)· ή

β)

διεξάγει δημόσια έρευνα ή διαβούλευση σύμφωνα με το άρθρο 12.»

14

Το άρθρο 16 της οδηγίας 2009/41, το οποίο επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το κείμενο του άρθρου 17 της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να διοργανώνει επιθεωρήσεις και να λαμβάνει άλλα μέτρα ελέγχου για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση του χρήστη προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

15

Το άρθρο 18, παράγραφοι 1, 3 και 4, της οδηγίας 2009/41, που αντιστοιχεί προς το άρθρο 19, παράγραφοι 1, 4 και 5, της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Ο γνωστοποιών μπορεί να υποδείξει τα στοιχεία των γνωστοποιήσεων που υποβάλλει δυνάμει της παρούσας οδηγίας τα οποία πρέπει να θεωρηθούν εμπιστευτικά, όταν η αποκάλυψή τους θίγει ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες [(ΕΕ L 41, σ. 26)]. Οι περιπτώσεις αυτές πρέπει να αιτιολογούνται κατά τρόπο επαληθεύσιμο.

Αφού ζητήσει τη γνώμη του γνωστοποιούντος, η αρμόδια αρχή αποφασίζει ποια στοιχεία θα παραμείνουν εμπιστευτικά και ενημερώνει σχετικά τον γνωστοποιούντα.

[...]

3.   Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές δεν αποκαλύπτουν σε τρίτους τα στοιχεία που έχει αποφασιστεί να παραμείνουν εμπιστευτικά σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 και έχουν γνωστοποιηθεί ή παρασχεθεί κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο δυνάμει της παρούσας οδηγίας, και προστατεύουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν τα ληφθέντα στοιχεία.

4.   Αν, για οποιονδήποτε λόγο, ο γνωστοποιών αποσύρει τη γνωστοποίηση, η αρμόδια αρχή πρέπει να τηρήσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που έχουν παρασχεθεί.»

Το πολωνικό δίκαιο

16

Το άρθρο 3 του νόμου περί γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (ustawa o organizmach genetycznie zmodyfikowanych), της 22ας Ιουνίου 2001 (Dz. U. 2007 αριθ. 36, θέση 233, στο εξής: νόμος περί ΓΤΟ), παραθέτει τους ακόλουθους ορισμούς:

«1)

“οργανισμός”: κάθε βιολογική ενότητα, κυτταρική ή μη, ικανή προς αναπαραγωγή και προς μεταβίβαση γενετικού υλικού, συμπεριλαμβανομένων των ιών και των ιοειδών·

2)

“γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός”: μη ανθρώπινος οργανισμός στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο μη απαντώμενο υπό φυσιολογικές συνθήκες, με σύζευξη ή με φυσικό ανασυνδυασμό, ιδίως με

a)

τεχνικές ανασυνδυασμένου DNA στις οποίες χρησιμοποιούνται συστήματα φορέων, με δημιουργία, ιδίως, γενετικού υλικού με την εισαγωγή, εντός οποιουδήποτε ιού, βακτηριακού πλασμιδίου ή άλλου συστήματος φορέων, μορίων DNA παρασκευασθέντος έξω από έναν οργανισμό και με την εισαγωγή τους σε ξενιστή οργανισμό, στον οποίο δεν υπάρχουν σύμφωνα με τους νόμους της φύσεως, εντός του οποίου είναι εντούτοις ικανά να συνεχίσουν την αναπαραγωγή τους·

b)

τεχνικές που συνεπάγονται την άμεση εισαγωγή, σε έναν οργανισμό, κληρονομήσιμου υλικού που παρασκευάζεται εκτός του οργανισμού και στις οποίες περιλαμβάνονται η μικροέγχυση, η μακροέγχυση και η μικροέγκλειση·

c)

μεθόδων που δεν υπάρχουν στη φύση, με σύντηξη γενετικού υλικού δύο τουλάχιστον διαφορετικών κυττάρων, με δημιουργία νέου κυττάρου ικανού να διαβιβάσει σε θυγατρικά κύτταρα το διαφορετικό από το γονεϊκό υλικό γενετικό υλικό του·

[...]

7)

“χρήστης ΓΤΟ”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή ακόμη μια οργανωτική μονάδα χωρίς νομική προσωπικότητα, που προβαίνει για δικό του λογαριασμό σε περιορισμένη χρήση ΓΤΟ ή σε πράξη που συνίσταται στη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον, περιλαμβανομένης της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων ΓΤΟ·

8)

“ατύχημα”: κάθε περιστατικό το οποίο συνεπάγεται μη εσκεμμένη ελευθέρωση ΓΤΜ κατά τη διάρκεια της περιορισμένης χρήσης τους και το οποίο μπορεί να θέσει σε άμεσο ή μελλοντικό κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον·

[...]».

17

Κατά το άρθρο 14 του νόμου περί ΓΤΟ:

«1.   Ο αρμόδιος υπουργός δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τις πληροφορίες που αφορούν τα ατυχήματα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 33, καθώς και τα αποτελέσματά τους και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτά.

2.   Οι διατάξεις περί προσβάσεως στις πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον έχουν εφαρμογή mutatis mutandis σε περίπτωση προσβάσεως στις πληροφορίες σχετικά με τους ΓΤΟ.»

18

Το άρθρο 14bis του νόμου αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Είναι ελεύθερα προσβάσιμες:

1)

οι πληροφορίες σχετικά με τα γενικά χαρακτηριστικά των ΓΤΟ·

2)

οι πληροφορίες σχετικά με το όνομα και τη διεύθυνση ή την επωνυμία και την έδρα του χρήστη ΓΤΟ·

3)

οι πληροφορίες σχετικά με τον τόπο της περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ ή της σκόπιμης ελευθερώσεως ΓΤΟ στο περιβάλλον·

4)

οι πληροφορίες σχετικά με τον τόπο, το περιεχόμενο και τη φύση της διαθέσεως στην αγορά ΓΤΟ·

5)

οι πληροφορίες πέραν εκείνων που απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 4 και έχουν σημασία για την ασφάλεια και την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος.»

19

Το άρθρο 16 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Η περιορισμένη χρήση ΓΤΟ απαιτεί την άδεια του αρμόδιου υπουργού, εκτός αντιθέτου διατάξεως στο παρόν κεφάλαιο.»

20

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου έχει ως εξής:

«Ορίζονται τέσσερις κατηγορίες περιορισμένων χρήσεων ΓΤΟ αναλόγως του επιπέδου του κινδύνου που υφίσταται για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον:

1)

κατηγορία I – πράξεις που δεν ενέχουν κίνδυνο·

2)

κατηγορία II – πράξεις που ενέχουν μικρό κίνδυνο·

3)

κατηγορία III – πράξεις που ενέχουν μέτριο κίνδυνο·

4)

κατηγορία IV – πράξεις που ενέχουν μεγάλο κίνδυνο.»

21

Το άρθρο 21 του νόμου περί ΓΤΟ προβλέπει τα εξής:

«1.   Κάθε αίτηση χορηγήσεως αδείας σχετικής με περιορισμένη χρήση ΓΤΟ περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 16 περιλαμβάνει ειδικότερα:

1)

πληροφορίες σχετικές με τον χρήστη ΓΤΟ, περιλαμβανομένου της επωνυμίας και της έδρας, ή του ονοματεπωνύμου και της διευθύνσεως, καθώς και του ονοματεπωνύμου του αμέσως υπευθύνου για την προβλεπόμενη περιορισμένη χρήση ΓΤΟ ατόμου·

2)

πληροφορίες σχετικές με την προβλεπόμενη πράξη, περιλαμβανομένων των χαρακτηριστικών του ΓΤΟ ή του συνδυασμού ΓΤΟ· συναφώς, πρόκειται για τα εξής στοιχεία:

a)

δέκτες και δότες οργανισμοί και εφαρμοζόμενο σύστημα φορέα·

b)

πηγή και προβλεπόμενη λειτουργία του χρησιμοποιούμενου γενετικού υλικού·

c)

διακριτικά χαρακτηριστικά του ΓΤΟ·

3)

πληροφορίες σχετικές με τα ενδεχόμενα επίπεδα και είδη κινδύνου·

4)

πληροφορίες σχετικές με τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνονται για τις τροποποιήσεις ΓΤΟ·

5)

πληροφορίες σχετικές με τα προβλεπόμενα μέτρα για τη διάθεση των αποβλήτων που περιέχουν ΓΤΟ.

2.   Η αίτηση χορηγήσεως αδείας περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ περί της οποίας γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 συνοδεύεται:

1)

από τον φάκελο εκτιμήσεως κινδύνων περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 6·

2)

από το σχέδιο έκτακτης ανάγκης περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 19.

3.   Κάθε αίτηση αφορώσα περιορισμένη χρήση ΓΤΟ περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες περί των αποτελεσμάτων της προηγούμενης περιορισμένης χρήσεως.»

22

Το άρθρο 23 του νόμου αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Η άδεια χορηγείται για συγκεκριμένη περίοδο, μη υπερβαίνουσα τα πέντε έτη, αφού εξακριβωθεί η τήρηση των προβλεπόμενων προϋποθέσεων για την περιορισμένη χρήση ΓΤΟ που προβλέπει ο νόμος, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4.

2.   Πριν από τη χορήγηση της αδείας, είναι δυνατό:

1)

να κληθεί, αν παρίσταται αναγκαίο, ο χρήστης ΓΤΟ που υποβάλλει το σχετικό αίτημα να συμπληρώσει, εμπροθέσμως, τα ελλείποντα έγγραφα τα οποία βεβαιώνουν την τήρηση των προϋποθέσεων της νομοθεσίας για την περιορισμένη χρήση ΓΤΟ·

2)

να επιβληθεί η υποχρέωση στον χρήστη ΓΤΟ να προσκομίσει συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την πλήρη εξέταση του φακέλου, ιδίως τη γνωμοδότηση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 15·

3)

να διεξαχθεί έλεγχος των πραγματικών περιστατικών που περιγράφονται στην αίτηση χορηγήσεως αδείας, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο αιτών χρήστης ΓΤΟ πληροί τις προϋποθέσεις για την περιορισμένη χρήση ΓΤΟ που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως.

3.   Το κόστος της προσκομίσεως των συμπληρωματικών πληροφοριών περί των οποίων γίνεται λόγος στην παράγραφο 2 βαρύνει τον αιτούντα.

4.   Ο αρμόδιος υπουργός αρνείται τη χορήγηση της ζητούμενης αδείας για πράξεις των κατηγοριών III και IV όταν υφίστανται σοβαροί λόγοι για να συναχθεί ότι τα προβλεπόμενα μέτρα προστασίας δεν παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο σοβαρών ή ανεπανόρθωτων επιπτώσεων σε περίπτωση ατυχήματος ή κάθε άλλος κίνδυνος ατυχήματος στο πλαίσιο της προβλεπομένης περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ.»

23

Κατά το άρθρο 24 του εν λόγω νόμου:

«1.   Η άδεια περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ χορηγείται εντός τριών μηνών από της παραλαβής της αιτήσεως. Η εν λόγω προθεσμία αναστέλλεται στις περιπτώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23, παράγραφος 2, σημεία 1 και 2.

1a.   Στις περιπτώσεις τις οποίες αφορά το άρθρο 29, η προθεσμία χορηγήσεως αδείας περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ, περί της οποίας γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, παρατείνεται κατά τον χρόνο διεξαγωγής διαβουλεύσεων, με ανώτατο όριο παρατάσεως τις 30 ημέρες.

2.   Όταν διαπιστώνεται ότι η οικεία πράξη υπήχθη σε κατηγορία κινδύνου χαμηλότερη από εκείνη στην οποία θα έπρεπε να υπαχθεί, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων εγγράφων, μπορεί να υποχρεωθεί ο χρήστης ΓΤΟ να μεταβάλει την κατηγορία υπαγωγής της πράξεως.

3.   Σε περίπτωση αρνήσεως μεταβολής της κατηγορίας υπαγωγής της πράξεως, ο αρμόδιος υπουργός αρνείται τη χορήγηση της αδείας ή ανακαλεί την άδεια.

4.   Όταν απαιτείται για την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος, στο πλαίσιο της αδείας περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ είναι δυνατή η επιβολή συμπληρωματικών όρων για την περιορισμένη χρήση ΓΤΟ σχετικών με το επίπεδο και το είδος των μέτρων ασφαλείας και προστασίας των εργαζομένων, επιπλέον των προβλεπομένων βάσει των άρθρων 17 και 18.»

24

Το άρθρο 29 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

«Η συμμετοχή του κοινού σε διαδικασία με αντικείμενο απόφαση περί χορηγήσεως αδείας περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ διέπεται από τις διατάξεις περί συμμετοχής του κοινού στις διαδικασίες που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος.»

25

Το άρθρο 31 του νόμου περί ΓΤΟ προβλέπει τη δυνατότητα τροποποιήσεως της υπαγωγής σε κατηγορία όταν πρόκειται για μια «νέα περιορισμένη χρήση ΓΤΟ υπαγόμενη στις κατηγορίες κινδύνου I ή II, που πραγματοποιείται στον ίδιο τόπο και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, [για την οποία] δεν απαιτείται η χορήγηση νέας αδείας περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ, με την επιφύλαξη του άρθρου 24, παράγραφος 2».

26

Το άρθρο 32 του νόμου αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Ο χρήστης ΓΤΟ υποχρεούται να ενημερώσει αμελλητί τον αρμόδιο υπουργό και την υπηρεσία την οποία μνημονεύει το άρθρο 19, παράγραφος 5,

1)

σχετικά με κάθε μεταβολή των όρων περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ ικανή να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον·

2)

σχετικά με κάθε μεταβολή των στοιχείων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 21.

2.   Στις περιπτώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στην παράγραφο 1, σημείο 1, ο αρμόδιος υπουργός, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που αφορούν την ασφάλεια των ατόμων ή του περιβάλλοντος, ζητεί από τον χρήστη ΓΤΟ να μεταβάλει καταλλήλως τους όρους χρήσεως ή ακόμη να αναστείλει την περιορισμένη χρήση ΓΤΟ ή να πάψει κάθε σχετική δραστηριότητα, τάσσοντας στον χρήστη ΓΤΟ προθεσμία προς τούτο.»

27

Το άρθρο 34, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1.   Ο αρμόδιος υπουργός τηρεί μητρώο περιορισμένων χρήσεων ΓΤΟ.

2.   Το κατά την παράγραφο 1 μητρώο περιλαμβάνει:

1)

τις αιτήσεις που αφορούν περιορισμένη χρήση ΓΤΟ, καθώς και τα σχετικά έγγραφα·

2)

τις κοινοποιήσεις νέας περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ·

3)

τις άδειες περιορισμένης χρήσεως ΓΤΟ, συνοδευόμενες από τα σχετικά δικαιολογητικά, καθώς και πληροφορίες σχετικές με την ανάκληση αδειών ή την τροποποίησή τους·

4)

τη γνώμη της Επιτροπής·

5)

κατάλογο των ατυχημάτων, ιδίως:

a)

πληροφορίες περί των ατυχημάτων, ιδίως

b)

ανάλυση των αιτιών των διαφόρων ατυχημάτων·

c)

έκθεση των στοιχείων που προκύπτουν από δραστηριότητες διασώσεως και εξαλείψεως των αποτελεσμάτων των ατυχημάτων·

d)

κατάλογο των μέτρων που λαμβάνει ο χρήστης ΓΤΟ προς αποτροπή κάθε άλλου παρόμοιου ατυχήματος·

e)

εκτίμηση των συνεπειών του ατυχήματος.

2a.   Το μητρώο τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή.

3.   Το μητρώο είναι δημόσιο· οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 14a εφαρμόζονται mutatis mutandis.

4.   Η δυνατότητα μελέτης του μητρώου παρέχεται δωρεάν.»

28

Ο νόμος περί προσβάσεως στις πληροφορίες που αφορούν το περιβάλλον και την προστασία του, περί της συμμετοχής του κοινού στην προστασία του περιβάλλοντος και περί των μελετών των επιπτώσεων στο περιβάλλον (ustawa o udostępnianiu informacji o środowisku i jego ochronie, udziale społeczeństwa w ochronie środowiska oraz o ocenach oddziaływania na środowisko), της 3ης Οκτωβρίου 2008 (Dz. U. αριθ. 199, θέση 1277, στο εξής: νόμος περί προσβάσεως στις σχετικές με το περιβάλλον πληροφορίες), αποτελεί μέρος του συστήματος που έχει εφαρμογή στην περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών στην πολωνική επικράτεια.

29

Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, οι διοικητικές αρχές δεν παρέχουν στο κοινό πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούν το περιβάλλον και την προστασία του αν οι πληροφορίες αυτές αφορούν:

«1)

τα ατομικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για δημόσιες μελέτες και καλύπτονται από το απόρρητο των στατιστικών το οποίο αφορά ο νόμος της 29ης Ιουνίου 1995, περί δημοσίων στατιστικών [...]·

2)

τις υποθέσεις που συνδέονται με δικαστική, πειθαρχική ή ποινική διαδικασία, εφόσον η πρόσβαση στις οικείες πληροφορίες μπορεί να διαταράξει την εξέλιξη της διαδικασίας·

3)

τις υποθέσεις που καλύπτονται από δικαιώματα του δημιουργού, τα οποία αφορά ο νόμος της 4ης Φεβρουαρίου 1994, περί δικαιώματος του δημιουργού, περί συγγενικών δικαιωμάτων και περί του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας [...], [και] στα οποία αναφέρεται ο νόμος της 30ής Ιουνίου 2000 περί δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας [...], αν η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές είναι ικανή να θίξει τα ως άνω δικαιώματα·

4)

τα προσωπικά δεδομένα, στα οποία αναφέρεται ο νόμος της 29ης Αυγούστου 1997 περί της προστασίας προσωπικών δεδομένων [...], που αφορούν τρίτους, αν η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μπορεί να συνεπάγεται παράβαση των διατάξεων περί προστασίας προσωπικών δεδομένων·

5)

τα έγγραφα ή τα στοιχεία που παρέχουν τρίτοι, εφόσον οι τρίτοι αυτοί παρέσχαν εκουσίως τις σχετικές πληροφορίες και ζήτησαν να τηρηθούν εμπιστευτικές, ενώ δεν ήταν υποχρεωμένοι να τις παράσχουν και δεν μπορούσαν να υποχρεωθούν να τις παράσχουν·

6)

τα έγγραφα ή τα στοιχεία, η πρόσβαση στα οποία είναι ικανή να δημιουργήσει κίνδυνο για το περιβάλλον ή την ασφάλεια του οικολογικού συστήματος στην εθνική επικράτεια·

7)

τις ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες, μεταξύ των οποίων ιδίως τα τεχνικά στοιχεία τα οποία παρέσχαν τρίτοι και τα οποία καλύπτονται από το επιχειρηματικό απόρρητο, εφόσον η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές είναι ικανή να θίξει την ανταγωνιστική θέση των ως άνω τρίτων και εφόσον αυτοί έχουν υποβάλει αιτιολογημένο αίτημα να τηρηθούν εμπιστευτικές οι εν λόγω πληροφορίες·

8)

τις δραστηριότητες που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις για το περιβάλλον, οι οποίες ασκούνται σε κλειστούς χώρους, για τις οποίες δεν έχει εφαρμογή η διαδικασία συμμετοχής του κοινού, σύμφωνα με το άρθρο 79, παράγραφος 2·

9)

την άμυνα και την ασφάλεια του κράτους·

10)

τη δημόσια ασφάλεια.»

30

Τα άρθρα 33 έως 38 του νόμου περί προσβάσεως στις σχετικές με το περιβάλλον πληροφορίες θέτουν τους κανόνες που αφορούν τη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

31

Το άρθρο 33 του νόμου αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Πριν ληφθεί ή τροποποιηθεί απόφαση για την οποία επιβάλλεται η συμμετοχή του κοινού, η αρμόδια για την έκδοση της αποφάσεως αυτής αρχή ενημερώνει το κοινό, το συντομότερο δυνατόν, όσον αφορά:

1)

την υπό εξέλιξη εκτίμηση των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει μια δραστηριότητα για το περιβάλλον·

2)

την έναρξη της διαδικασίας·

3)

το αντικείμενο της υπό έκδοση αποφάσεως στην οικεία υπόθεση·

4)

την επιφορτισμένη με την έκδοση της αποφάσεως αρχή και τις λοιπές αρμόδιες αρχές που γνωμοδοτούν συναφώς ή πρέπει να παράσχουν σύμφωνη γνώμη·

5)

τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να λάβουν γνώση των σχετικών με την οικεία υπόθεση εγγράφων και του τόπου όπου μπορούν να τα μελετήσουν·

6)

τη δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων και αιτημάτων·

7)

τις λεπτομέρειες εφαρμογής και τον τόπο όπου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις και τα αιτήματά τους, επισημαίνοντας συναφώς ότι πρέπει να τα υποβάλουν εντός προθεσμίας 21 ημερών·

8)

την αρμόδια για την εξέταση των παρατηρήσεων και των αιτημάτων αρχή·

9)

την προθεσμία και τον τόπο της λαμβάνουσας χώρα στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασία δημόσιας συζητήσεως στην οποία το κοινό θα έχει πρόσβαση, όπως ορίζεται στο άρθρο 36, όταν επιβάλλεται να λάβει χώρα μια τέτοια δημόσια συζήτηση·

10)

τη διαδικασία στον τομέα των διασυνοριακών επιπτώσεων στο περιβάλλον, όταν απαιτείται να κινηθεί μια τέτοια διαδικασία.»

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

32

Στις 23 Οκτωβρίου 2007 η Επιτροπή απέστειλε στη Δημοκρατία της Πολωνίας έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο επέστησε την προσοχή του κράτους μέλους αυτού επί της ανάγκης εξασφαλίσεως της πλήρους και ορθής μεταφοράς της οδηγίας 98/81στην εθνική έννομη τάξη.

33

Η Δημοκρατία της Πολωνίας απάντησε στο ως άνω έγγραφο οχλήσεως με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2007, με το οποίο απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη των αιτιάσεων σχετικά με παράλειψη μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη ή με εσφαλμένη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας αυτής.

34

Επειδή δεν ικανοποιήθηκε με την απάντηση αυτή, στις 25 Ιουνίου 2009 η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Πολωνίας αιτιολογημένη γνώμη.

35

Με έγγραφο της 20ής Αυγούστου 2009 η Δημοκρατία της Πολωνίας απάντησε στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη επαναλαμβάνοντας την επιχειρηματολογία που είχε προβάλει με την απάντησή της στο έγγραφο οχλήσεως της Επιτροπής.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε στις 6 Ιουνίου 2011 να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

Επί της προσφυγής

37

Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς την αναγνώριση παραβάσεως των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από το αρχικό κείμενο πράξεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τροποποιηθείσας ή καταργηθείσας ακολούθως, και οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ με νέες διατάξεις (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-275/04, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 2006, σ. I-9883, σκέψη 35, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, C-174/07, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 31, και της 17ης Ιουνίου 2010, C-492/08, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2010, σ. I-5471 σκέψη 31).

38

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα της οδηγίας 2009/41 τα οποία επικαλείται η Επιτροπή αντιστοιχούν προς εκείνες που προβλέπονταν ήδη προ της ενάρξεως της ισχύος της οδηγίας αυτής, δυνάμει της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να επικαλεστεί, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, την προβαλλόμενη παράβαση, μολονότι στηρίχθηκε, στο προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο, στις αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 90/219, όπως τροποποιήθηκε, η οποία ίσχυε τότε.

39

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ειδικότερα ότι η Επιτροπή, με το υπόμνημα απαντήσεως, αφού έλαβε γνώση των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι πολωνικές αρχές με το υπόμνημα αντικρούσεως, αποφάσισε να παραιτηθεί από τις παρατιθέμενες στο δικόγραφο της προσφυγής αιτιάσεις οι οποίες αφορούν τα άρθρα 2, στοιχείο στʹ, 4, παράγραφος 3, 6, 8, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 1, καθώς και το παράρτημα V, μέρη A, τέταρτη περίπτωση, B, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2009/41, και Γ, πρώτη περίπτωση, οι οποίες, δεν αποτελούν πλέον αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Επί της πρώτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε εσφαλμένη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 2, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ και εʹ, της οδηγίας 2009/41

Επί των εννοιών «μικροοργανισμός» και «γενετικώς τροποποιημένοι μικροοργανισμοί»

– Επιχειρήματα των διαδίκων

40

Εισαγωγικώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, από τις επιταγές που απορρέουν τόσο από την ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και από την αρχή της ισότητας προκύπτει ότι διάταξη του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε όλη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη και τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση.

41

Κατά την Επιτροπή, η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος που θέσπισε η οδηγία 2009/41 μπορεί να εξασφαλίζεται μόνο με μια τέτοια ερμηνεία και με την πιστή μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη των ορισμών που περιλαμβάνονται στην οδηγία αυτή, καθόσον ένας υπέρ το δέον ευρύς ορισμός ορισμένων όρων θα ήταν επιζήμιος για την ορθή μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη άλλων διατάξεων της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, η Επιτροπή φρονεί ότι η κατά λέξη επανάληψη των περιλαμβανόμενων σε οδηγία ορισμών στις πράξεις περί μεταφοράς της στην εθνική έννομη τάξη αποτελεί τον καλύτερο τρόπο αποτροπής της μη ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης εντός των κρατών μελών.

42

Δεχόμενη ότι ο νόμος περί των ΓΤΟ μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη διάφορες οδηγίες του ίδιου τομέα και ότι ο νόμος αυτός έχει, κατά συνέπεια, ευρύτερο πεδίο εφαρμογής έναντι εκείνου της οδηγίας 2009/41, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, για την ορθή εφαρμογή καθεμιάς των μεταφερομένων στην εσωτερική έννομη τάξη με τον εν λόγω νόμο οδηγιών, πραγματοποιούμενη κατά τρόπο αρκούντως διαφανή και παρέχοντα τη δυνατότητα αποτροπής αμφιβολιών ή δυσχερειών πρακτικής φύσεως, απαιτείται να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα πεδία εφαρμογής ratione personæ και ratione materiæ των διατάξεων περί μεταφοράς των οδηγιών αυτών στην εθνική έννομη τάξη, η δε μεταφορά αυτή να καθιστά δυνατή τη σαφή διάκριση μεταξύ των διατάξεων περί μεταφοράς της οδηγίας 2009/41 και εκείνων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής οδηγίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

43

Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, έστω και αν τα κράτη μέλη μπορούν να εγγυώνται προστασία ανάλογη προς εκείνη που προκύπτει από την οδηγία 2009/41, όσον αφορά τους οργανισμούς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, τα κράτη αυτά ωστόσο δεν δικαιούνται να τροποποιούν, στο πλαίσιο της μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη, τους ορισμούς που περιλαμβάνονται σε οδηγία, διότι διαφορετικά θα καθίστατο άνευ περιεχομένου η ενιαία εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης εντός όλων των κρατών μελών και η αρχή της αυτοτελούς και ενιαίας ερμηνείας των όρων της νομοθεσίας αυτής.

44

Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι χρησιμοποίησε στον νόμο περί ΓΤΟ, αντί για τις έννοιες «μικροοργανισμός» και «γενετικώς τροποποιημένοι μικροοργανισμοί», που χρησιμοποιούνται στην οδηγία 2009/41, τις έννοιες «οργανισμός» και «γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός», καθώς και ότι παρέλειψε να περιλάβει, στις έννοιες που ορίζει η εθνική ρύθμιση, τις «καλλιέργειες ζωικών και φυτικών κυττάρων».

45

Η Επιτροπή διατείνεται επίσης ότι ο περιλαμβανόμενος στον νόμο περί ΓΤΟ ορισμός της εννοίας «γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός» χρησιμοποιεί τη διατύπωση «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο μη απαντώμενο υπό φυσιολογικές συνθήκες», ενώ η οδηγία 2009/41 χρησιμοποιεί πιο συγκεκριμένη διατύπωση, ήτοι «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο που δεν συμβαίνει κατά τις φυσιολογικές διαδικασίες».

46

Στο πλαίσιο αυτό επίσης, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι λοιποί ορισμοί που περιλαμβάνονται στον νόμο περί ΓΤΟ παραπέμπουν όχι στους «γενετικώς τροποποιημένους μικροοργανισμούς», αλλά στους «γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς», προσδίδει επίσης στις διατάξεις του νόμου που στηρίζονται στους εν λόγω ορισμούς ένα ευρύτερο πεδίο εφαρμογής. Εξ αυτού προκύπτει έλλειψη νομικής σαφήνειας, καθώς και δυσχέρειες πρακτικής φύσεως κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2009/41.

47

Η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Επιτροπής. Όσον αφορά την προβαλλόμενη ασάφεια του περιλαμβανόμενου στον νόμο περί ΓΤΟ ορισμού της εννοίας «γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός» που χρησιμοποιεί τη διατύπωση «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο μη απαντώμενο υπό φυσιολογικές συνθήκες», το κράτος μέλος αυτό αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιας ασάφειας όχι μόνον επί της ουσίας, αλλά και έναντι του παραδεκτού της προσφυγής της Επιτροπής, καθόσον η εν λόγω αιτίαση προβλήθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, η ως άνω αιτίαση πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

48

Επί της ουσίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας διατείνεται μεταξύ άλλων ότι το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του νόμου περί ΓΤΟ δεν περιορίζεται στις διατάξεις περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2009/41, αλλά περιλαμβάνει μια σειρά κανόνων προερχόμενων από άλλες πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ιδίως η οδηγία 2001/18. Κατά συνέπεια, ο ως άνω νόμος δεν διέπει αποκλειστικά την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών, αλλά και μια σειρά άλλων ζητημάτων που συνδέονται με τη χρήση αυτή.

49

Επομένως, οι ορισμοί των εννοιών «οργανισμός» και «γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός» που περιλαμβάνεται στον εν λόγω νόμο αφορούν τόσο τους γενετικώς τροποποιημένους μικροοργανισμούς όσο και τους άλλους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς, καθόσον όλα τα στοιχεία των ορισμών αυτών που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2009/41 ενσωματώθηκαν στις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου. Η μόνη υφιστάμενη διαφορά προκύπτει από τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του νόμου περί ΓΤΟ σε σχέση με αυτό των διατάξεων της οδηγίας 2009/41. Η εν λόγω διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι ο ορισμός που δίδει η πολωνική κανονιστική ρύθμιση διευρύνθηκε ώστε να περιλάβει τους μακροοργανισμούς. Επιπροσθέτως, το διευρυμένο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού αφορά ζήτημα που δεν έχει εναρμονιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

50

Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο ο ορισμός της εννοίας «οργανισμός» που δίδει η πολωνική κανονιστική ρύθμιση δεν αναφέρει τις καλλιέργειες ζωικών και φυτικών κυττάρων, η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει ότι ο εν λόγω ορισμός, όπως αυτός περιλαμβάνεται στον νόμο περί ΓΤΟ καλύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 1, του νόμου αυτού, «κάθε βιολογική ενότητα, κυτταρική ή μη, ικανή προς αναπαραγωγή και προς μεταβίβαση γενετικού υλικού, συμπεριλαμβανομένων των ιών και των ιοειδών». Επομένως, ο εν λόγω ορισμός περιλαμβάνει τις καλλιέργειες κυττάρων, όπως τα ζωικά και φυτικά κύτταρα. Οι καλλιέργειες κυττάρων αποτελούν μέρος της ευρύτερης κατηγορίας την οποία αφορά ο ορισμός που περιλαμβάνεται στον εν λόγω νόμο, καθόσον ανήκουν στις βιολογικές ενότητες, κυτταρικές ή μη, ικανές προς αναπαραγωγή και προς μεταβίβαση γενετικού υλικού. Η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι, καθόσον τα κύτταρα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί ΓΤΟ που αφορούν την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, έχουν τηρηθεί οι επιταγές της οδηγίας 2009/41.

51

Όσον αφορά την προβαλλόμενη διαφορά μεταξύ της διατυπώσεως «το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο μη απαντώμενο υπό φυσιολογικές συνθήκες», η οποία περιλαμβάνεται στον νόμο περί ΓΤΟ, και της διατυπώσεως «το γενετικό υλικό [που] έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο που δεν συμβαίνει κατά τις φυσιολογικές διαδικασίες», την οποία χρησιμοποιεί η οδηγία 2009/41, η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιας διαφοράς και εκθέτει ειδικότερα, επ’ αυτού, ότι η χρησιμοποίηση στον ως άνω πολωνικό νόμο της μετοχής ενός ρήματος δεν μπορεί να είναι αντίθετη προς τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η οδηγία αυτή.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

52

Ως προς το παραδεκτό της πρώτης αιτιάσεως καθόσον αφορά τη διατύπωση «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο μη απαντώμενο υπό φυσιολογικές συνθήκες», πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να μεταβάλλουν το αντικείμενο της διαφοράς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και ότι το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικά έναντι των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης (βλ., ιδίως, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2010, C-543/08, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2010, σ. I-11241, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53

Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 38, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής της Επιτροπής, η τελευταία υποχρεούτο να εκθέτει, σε κάθε δικόγραφο προσφυγής ασκούμενης βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, τις συγκεκριμένες αιτιάσεις επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο, καθώς και, τουλάχιστον συνοπτικώς, τα νομικά και πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται οι αιτιάσεις αυτές (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1992, C-52/90, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1992, σ. I-2187, σκέψη 17· της 4ης Μαΐου 2006, C-508/03, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2006, σ. I-3969, σκέψη 62· της 3ης Ιουνίου 2010, C-487/08, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2010, σ. I-4843, σκέψη 71, και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προαναφερθείσα, σκέψη 21).

54

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με τα αιτήματα του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, η Επιτροπή εξέθεσε σαφώς ότι προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι δεν μετέφερε ορθώς στην εθνική έννομη τάξη την έννοια «γενετικώς τροποποιημένος μικροοργανισμός», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/41, χρησιμοποιώντας, στον νόμο περί ΓΤΟ, τους όρους «γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός».

55

Όντως η Επιτροπή προέβαλε, για πρώτη φορά, μόλις με το δικόγραφο της προσφυγής το επιχείρημα που στηρίζεται σε ασάφεια του μέρους του ορισμού της εννοίας «γενετικώς τροποποιημένος οργανισμός» ο οποίος περιλαμβάνεται στον νόμο περί ΓΤΟ, που κάνει λόγο για οργανισμό «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο μη απαντώμενο υπό φυσιολογικές συνθήκες». Κατά την Επιτροπή, η οδηγία 2009/41, η οποία χρησιμοποιεί τους όρους «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο που δεν συμβαίνει κατά τις φυσιολογικές διαδικασίες», είναι πιο σαφής.

56

Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση της Επιτροπής εξακολουθεί να αφορά τον ίδιο ορισμό, καθόσον το μέρος του ορισμού που περιέχει τους όρους «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο μη απαντώμενο υπό φυσιολογικές συνθήκες» αποτελεί τμήμα του ορισμού της εννοίας «οργανισμός», με την οποία συνδέεται αδιαρρήκτως και η οποία αποτελεί με τον τρόπο αυτόν αντικείμενο της αιτιάσεως που προβάλλει συνολικά η Επιτροπή. Επομένως, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να διευκρινίσει την αιτίαση ότι το κράτος μέλος αυτό δεν μετέφερε ορθώς στην εθνική έννομη τάξη μια έννοια περιλαμβανόμενη στην οδηγία 2009/41, αναφερόμενη, κατά τη διατύπωση της ως άνω αιτιάσεως, σε ένα μέρος της εννοίας αυτής, μάλλον ως συμπληρωματικό επιχείρημα για να καταστήσει σαφές το βάσιμο της εν λόγω αιτιάσεως.

57

Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή επεξήγησε λεπτομερώς αιτίαση την οποία είχε ήδη προβάλει γενικότερα στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της προβαλλομένης παραβάσεως και, επομένως, δεν έχει καμία συνέπεια επί του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2003, C-185/00, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, Συλλογή 2003, σ. I-14189, σκέψεις 84 έως 87, της 8ης Ιουλίου 2010, C-171/08, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2010, σ. I-6817, σκέψη 29, και της 11ης Νοεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προαναφερθείσα, σκέψη 23).

58

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Δημοκρατία της Πολωνίας.

59

Επί της ουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δικαιούται να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του συστήματος προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 2009/41 σε άλλους τομείς, δηλαδή στους «οργανισμούς» και στους «γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς». Φρονεί εντούτοις ότι είναι χρήσιμο να διασφαλίζεται η δυνατότητα διακρίσεως με αρκούντως σαφή τρόπο των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εθνική έννομη τάξη έναντι εκείνων που δεν συνδέονται με την ως άνω πράξη της Ένωσης, προκειμένου να αποφεύγεται κάθε νομική ασάφεια, καθώς και κάθε σχετική αμφιβολία ή δυσχέρεια πρακτικής φύσεως. Επομένως, κατά το προσφεύγον θεσμικό όργανο, οι εθνικές πράξεις περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη έπρεπε να επαναλαμβάνουν τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στην εν λόγω οδηγία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης εντός όλων των κρατών μελών.

60

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη τυπική και κατά γράμμα επανάληψη των διατάξεων της οδηγίας με ειδική και ρητή νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, αλλά αρκεί, σε συνάρτηση με το περιεχόμενό της, ένα γενικό νομικό πλαίσιο, εφόσον αυτό εξασφαλίζει αποτελεσματικά την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο (βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, C-50/09, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2011, σ. I-873, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να επικαλεστεί την ιδιαιτερότητα της οδηγίας 2009/41, χωρίς να διευκρινίσει, αφενός, σε τι συνίσταται η ιδιαιτερότητα αυτή ώστε να επιτάσσει μια κατά λέξη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη των εννοιών των οποίων τους ορισμούς δίδει η οδηγία αυτή και, αφετέρου, τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η μέθοδος μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη που επέλεξε η Δημοκρατία της Πολωνίας, η οποία προσδίδει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής στις έννοιες που χρησιμοποιούνται στον νόμο περί ΓΤΟ, ενέχει τον κίνδυνο να μην είναι δυνατός ο σαφής προσδιορισμός των κανόνων που μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη την εν λόγω οδηγία, ώστε να διακυβεύεται με τον τρόπο αυτόν η ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Ιδίως, η Επιτροπή δεν παραθέτει καμία περίπτωση στην οποία κάποιος από τους διευρυμένους ορισμούς που χρησιμοποιούνται στον νόμο περί ΓΤΟ θα μπορούσε να αποτελέσει την αιτία για δυσχέρειες πρακτικής φύσεως ή για σύγχυση, όσον αφορά την εφαρμογή του νόμου αυτού τόσο στους μικροοργανισμούς όσο και στους γενετικώς τροποποιημένους μικροοργανισμούς.

62

Επιπλέον, η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε ότι απλώς και μόνον η χρησιμοποίηση του όρου «οργανισμός» αντί για «μικροοργανισμός» μπορούσε όντως να παρεμποδίσει την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2009/41.

63

Όσον αφορά το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή ότι ο εσφαλμένος ορισμός των εννοιών «μικροοργανισμός» και «γενετικώς τροποποιημένος μικροοργανισμός» έχει δυσμενείς συνέπειες για άλλες έννοιες που περιλαμβάνονται στην εν λόγω οδηγία, όπως οι έννοιες «ατύχημα» ή «χρήστης», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε ότι η περίσταση αυτή συνιστά από μόνη της παράβαση εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

64

Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται στην έλλειψη μνείας των καλλιεργειών ζωικών και φυτικών κυττάρων στην έννοια «οργανισμός» που περιλαμβάνεται στον νόμο περί ΓΤΟ, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Δημοκρατία της Πολωνίας, η έννοια αυτή, η οποία περιλαμβάνει τους «μικροοργανισμούς», καλύπτει κατ’ ανάγκη τις καλλιέργειες ζωικών και φυτικών κυττάρων. Πράγματι, κατά το άρθρο 3, σημείο 1, του νόμου αυτού, οι εν λόγω καλλιέργειες είναι βιολογικές ενότητες, κυτταρικές ή μη, ικανές προς αναπαραγωγή και προς μεταβίβαση γενετικού υλικού. Επί του ζητήματος αυτού, οι διατάξεις της οδηγίας 2009/41 έχουν τηρηθεί και η διάταξη αυτή είναι αρκούντως σαφής, οπότε η ερμηνεία της δεν μπορεί να δώσει λαβή για αμφιβολίες.

65

Όσον αφορά το επιχείρημα που στηρίζεται σε προβαλλόμενες εννοιολογικές διαφορές μεταξύ του μέρους του ορισμού της εννοίας «γενετικώς τροποποιημένος μικροοργανισμός» που περιλαμβάνεται στην οδηγία 2009/41, δηλαδή του τμήματος της περιόδου «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο που δεν συμβαίνει κατά τις φυσιολογικές διαδικασίες», και του μέρους του ορισμού της εννοίας «οργανισμός» που χρησιμοποιείται στον νόμο περί ΓΤΟ, δηλαδή των όρων «στον οποίο το γενετικό υλικό έχει υποστεί αλλαγές με τρόπο μη απαντώμενο υπό φυσιολογικές συνθήκες», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή περιορίζεται στο να προβάλει ότι η οδηγία αυτή χρησιμοποιεί πιο συγκεκριμένη διατύπωση και ότι, προς αποφυγή κάθε ασάφειας ή αβεβαιότητας, πρέπει να επαναληφθεί η διατύπωση αυτή κατά γράμμα. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε με ποιον τρόπο η χρήση στον ως άνω πολωνικό νόμο μετοχής του ίδιου ρήματος και η χρήση της εκφράσεως «υπό φυσιολογικές συνθήκες» αντί του όρου «φυσιολογικές διαδικασίες» μπορούσε να αντιβαίνει, αφενός, προς τις αρχές που ισχύουν στη μεταφορά των οδηγιών στην εθνική έννομη τάξη τις οποίες δέχεται η νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως και, αφετέρου, προς τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2009/41.

66

Επομένως, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Επί της εννοίας του «ατυχήματος»

– Επιχειρήματα των διαδίκων

67

Η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας, αφενός, ότι διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/41 όσον αφορά την έννοια «ατύχημα», εκτιμώντας ότι έτσι αυτή καλύπτει όχι μόνον τις περιπτώσεις «σημαντικής» ελευθερώσεως, αλλά και κάθε περίσταση που συνεπάγεται τυχαία ελευθέρωση, σημαντική ή όχι.

68

Αφετέρου, η οδηγία αυτή, όπως έχει στην πολωνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας τον όρο «mógłby» («θα μπορούσε»), καλύπτει επίσης τις περιπτώσεις στις οποίες η ελευθέρωση συνεπάγεται μόνον έναν ενδεχόμενο κίνδυνο, ενώ ο ορισμός που περιλαμβάνεται στον νόμο περί ΓΤΟ, που χρησιμοποιεί τον όρο «może» («μπορεί») και σε σχέση με το επίθετο «bezpośrednie» («άμεσος»), παραπέμπει περισσότερο σε καταστάσεις στις οποίες ο κίνδυνος είναι υπαρκτός.

69

Η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο διαφορετικός ορισμός της εννοίας του «ατυχήματος» που περιλαμβάνεται στην πολωνική νομοθεσία μπορεί να δημιουργήσει δυσχέρειες πρακτικής φύσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο προβλέπει ιδίως διαβουλεύσεις με άλλα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης, την υποχρέωση ενημερώσεως της Επιτροπής για τις συνθήκες κάθε ατυχήματος, καθώς και την υποχρέωση της Επιτροπής να τηρεί μητρώο ατυχημάτων.

70

Η Δημοκρατία της Πολωνίας, υπογραμμίζοντας ότι ο ορισμός της εννοίας του «ατυχήματος» δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία για δυσχέρειες πρακτικής φύσεως, αρνείται το σύνολο των επιχειρημάτων της Επιτροπής επ’ αυτού και υπερασπίζεται τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει η ίδια την οδηγία 2009/41, κατά τον οποίο η τυχαία ελευθέρωση που ενδέχεται να συνιστά κίνδυνο για την υγεία ή το περιβάλλον, η οποία όμως δεν είναι σημαντική, αποτελεί «ατύχημα», υπό την έννοια της οδηγίας αυτής. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η ερμηνεία αυτή συνιστά περισσότερο μέτρο ενισχυμένης προστασίας στο οποίο μπορούν να προσφεύγουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 193 ΣΛΕΕ.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

71

Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κύριοι σκοποί της οδηγίας 2009/41 είναι η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Πρέπει να σημειωθεί επίσης, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή, ότι ουδόλως κωλύεται η Δημοκρατία της Πολωνίας να προβλέψει, με την εθνική της νομοθεσία, ορισμό της εννοίας του «ατυχήματος» ευρύτερου περιεχομένου έναντι εκείνου το οποίο προβλέπει η οδηγία 2009/41, καλύπτοντα επίσης τα σχετικά με τους γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς ατυχήματα. Επιπλέον, η παράλειψη του όρου «σημαντικός» στο άρθρο 3, σημείο 8, του νόμου περί ΓΤΟ αποτελεί έκφραση μιας ενισχυμένης προστασίας στον τομέα των ατυχημάτων που συνδέονται με τέτοιους οργανισμούς, την οποία η Δημοκρατία της Πολωνίας επίσης δικαιούται να προβλέψει. Επομένως, η παράλειψη αυτή δεν εμποδίζει την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2009/41 και δεν συνιστά, κατά συνέπεια, εσφαλμένη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εθνική έννομη τάξη.

72

Ομοίως, πρέπει να σημειωθεί ότι η χρησιμοποίηση, στον νόμο περί ΓΤΟ, της εκφράσεως «θα μπορούσε» αντί της εκφράσεως «μπορεί» στο κείμενο στην πολωνική γλώσσα της οδηγίας 2009/41 δεν μπορεί να αντιβαίνει προς τους σκοπούς που επιδιώκει η τελευταία, διότι το περιεχόμενο της εν λόγω διατάξεως ουδόλως αλλοιώνεται με την ως άνω χρησιμοποίηση. Το ίδιο ισχύει σχετικά με χρησιμοποίηση του όρου «bezpośrednie» («άμεσος» με την έννοια του «απευθείας») στον νόμο αυτό, μολονότι η εν λόγω οδηγία χρησιμοποιεί τον όρο «natychmiastowe» (επίσης «άμεσος», με την έννοια του «χρονικά αμέσως επερχόμενου»). Έτσι, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η Δημοκρατία της Πολωνίας προέβη σε ορθή μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας αυτής, εξασφαλίζοντας την ουσιαστική και σύμφωνη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς προστασίας εφαρμογή της.

73

Τέλος, όσον αφορά τα ενδεχόμενα αρνητικά αποτελέσματα της μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της εννοίας του «ατυχήματος» με τον νόμο περί ΓΤΟ έναντι του άρθρου 15 της οδηγίας 2009/41, που προβλέπει, ιδίως, διαβουλεύσεις με άλλα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης, η Επιτροπή φρονεί ότι ο ως άνω νόμος δεν αναφέρει σαφώς τη χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιούνται οι διαβουλεύσεις αυτές. Κατά το προσφεύγον θεσμικό όργανο, οι κρίσιμες διατάξεις του εν λόγω νόμου δεν παρέχουν τη δυνατότητα προσδιορισμού των καταστάσεων στις οποίες πρέπει ενημερώνεται η Επιτροπή για τις συνθήκες του ατυχήματος, δεδομένου ότι ο ίδιος νόμος στηρίζεται σε έναν ορισμό της εννοίας του «ατυχήματος» που είναι διαφορετικός από εκείνον ο οποίος περιλαμβάνεται στην οδηγία αυτή.

74

Συναφώς, η Επιτροπή απλώς διατείνεται, πρώτον, ότι ο νόμος περί ΓΤΟ δεν παρέχει τη δυνατότητα σαφούς προσδιορισμού του χρόνου διεξαγωγής των εν λόγω διαβουλεύσεων, χωρίς ωστόσο να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους ο ορισμός της εννοίας του «ατυχήματος» που χρησιμοποιεί ο Πολωνός νομοθέτης έχει, κατ’ αυτήν, μια τέτοια συνέπεια.

75

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έννοια του «ατυχήματος» που χρησιμοποιείται στον νόμο αυτό έχει ως συνέπεια ότι οι κανόνες περί ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τα ατυχήματα, τους οποίους προβλέπει το άρθρο 15 της οδηγίας 2009/41, έχουν εφαρμογή και για τις πληροφορίες που αφορούν μη σημαντική ελευθέρωση ΓΤΟ η οποία ενδέχεται, ωστόσο, να δημιουργεί άμεσο ή μεταγενέστερο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Εντούτοις, όπως ήδη σημειώθηκε στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, κανονιστική ρύθμιση χαρακτηριζόμενη από υψηλό επίπεδο προλήψεως στον τομέα των ατυχημάτων που συνδέονται με περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών δεν μπορεί να είναι αντίθετη προς τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία αυτή.

76

Συνεπώς, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Επί της εννοίας του «χρήστη»

– Επιχειρήματα των διαδίκων

77

Η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι ορίζει, στον νόμο περί ΓΤΟ, τον «χρήστη» ως «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή ακόμη μια οργανωτική μονάδα χωρίς νομική προσωπικότητα, που προβαίνει για δικό του λογαριασμό σε περιορισμένη χρήση ΓΤΟ ή σε πράξη που συνίσταται στη σκόπιμη ελευθέρωση ΓΤΟ στο περιβάλλον, περιλαμβανομένης της διαθέσεως στην αγορά προϊόντων ΓΤΟ». Ο ορισμός αυτός, που είναι ευρύτερος από εκείνον ο οποίος περιλαμβάνεται στην οδηγία 2009/41, δίδει λαβή για αμφιβολίες, ιδίως όσον αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι χρήστες και τον έλεγχο των υποχρεώσεων αυτών, οπότε επιβαλλόταν να επαναληφθεί κατά γράμμα ο ορισμός της εννοίας του «χρήστη» που περιλαμβάνεται στην οδηγία αυτή.

78

Κατά την Επιτροπή, οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο αυτών ορισμών έχουν σημασία στην πράξη, δεδομένου ότι οι «χρήστες» οφείλουν να εκπληρώνουν διάφορες υποχρεώσεις που προβλέπονται από την οδηγία 2009/41, οι οποίες εντούτοις δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Επιπλέον, το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής προβλέπει, κατά την Επιτροπή, ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να οργανώνουν ελέγχους προκειμένου να βεβαιώνονται για την εκ μέρους των χρηστών τήρηση των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, οι διαφορές που διαπιστώνονται μεταξύ του ορισμού που περιλαμβάνεται στην εν λόγω οδηγία και εκείνου που παραθέτει ο νόμος περί ΓΤΟ ενδέχεται να αποτελούν αιτία συγχύσεως και αμφιβολιών κατά την εφαρμογή του νόμου αυτού.

79

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα και ότι, κατά συνέπεια, η διατύπωση του λόγου αυτού δεν είναι αρκούντως σαφής και συγκεκριμένη και στερείται της αναγκαίας λογικής συνοχής ώστε να είναι σε θέση το καθού κράτος μέλος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό του έλεγχο. Επιπλέον, το κράτος μέλος αυτό υπογραμμίζει ότι η παρούσα διαδικασία δεν έχει ως αντικείμενο την παράβαση των πολυάριθμων διατάξεων που παραθέτει συναφώς η Επιτροπή.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

80

Αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή περιορίζεται στο να υποστηρίζει ότι μόνον η τυπική και κατά λέξη επανάληψη του ορισμού που περιλαμβάνεται στην οδηγία 2009/41 συνιστά ορθή μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη των διατάξεων της τελευταίας, ιδίως εκείνων που αφορούν την έννοια του «χρήστη», όπως, ιδίως, τα άρθρα 4, παράγραφος 2, 5, παράγραφος 1, 6, 7, 11, παράγραφος 1, και 14, παράγραφος 1, χωρίς εντούτοις να αποδεικνύει τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η κατεύθυνση που ακολούθησε η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν εξασφαλίζει την απαιτούμενη σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου έναντι των υποκειμένων δικαίου στα οποία επιβάλλονται υποχρεώσεις βάσει της εν λόγω οδηγίας.

81

Ακόμη, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, ορθώς, ότι η οδηγία 2009/41 δεν περιλαμβάνει ορισμό των εννοιών «φυσικό πρόσωπο» και «νομικό πρόσωπο», οπότε αυτές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ειδικότερα, οι οντότητες, τις οποίες προβλέπει το πολωνικό δίκαιο, που στερούνται νομικής προσωπικότητας, αλλά που μπορούν να έχουν σχέσεις αστικού δικαίου όπως τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα έπρεπε να περιλαμβάνονται επίσης στην έννοια του «χρήστη». Μια τέτοια κατά λέξη επανάληψη του ορισμού της εννοίας του «χρήστη» που περιλαμβάνεται στην οδηγία 2009/41 θα είχε ως αποτέλεσμα να απαλλάξει τις εν λόγω οντότητες που προβλέπονται στην πολωνική έννομη τάξη από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης και θα στερούσε τις οντότητες αυτές από τη δυνατότητα να ασκούν τα δικαιώματά τους με τον ίδιο τρόπο όπως και τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα τα οποία παρατίθενται στον ορισμό που περιλαμβάνεται στο δίκαιο της Ένωσης.

82

Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ του ορισμού της εννοίας του «χρήστη» η οποία περιλαμβάνεται στην οδηγία 2009/41 και εκείνου που χρησιμοποιείται στον νόμο περί ΓΤΟ συνιστούν, όσον αφορά τη διεξαγωγή των ελέγχων που μνημονεύει το άρθρο 16 της οδηγίας αυτής, πηγή συγχύσεως και αμφιβολιών. Εντούτοις, το προσφεύγον θεσμικό όργανο δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει σε τι μπορεί να συνίσταται μια τέτοια σύγχυση.

83

Επομένως, η αιτίαση που στηρίζεται σε εσφαλμένη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 2, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ και εʹ, της οδηγίας 2009/41 δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

84

Κατά συνέπεια, επειδή η πρώτη αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή είναι αβάσιμη, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε ελλιπή μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41

Επιχειρήματα των διαδίκων

85

Η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι δεν μετέφερε πλήρως στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41 στο σύνολό του. Το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νόμου περί ΓΤΟ περιορίζει τη δυνατότητα επιβολής συμπληρωματικών όρων για την περιορισμένη χρήση ΓΤΟ μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες η ανάγκη προστασίας της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος απαιτεί κάτι τέτοιο, ενώ η εν λόγω διάταξη της ως άνω οδηγίας δεν προβλέπει κανένα σχετικό περιορισμό.

86

Η Δημοκρατία της Πολωνίας αντιτείνει ότι η Επιτροπή επικαλείται μια νέα αιτίαση, η οποία δεν είχε προβληθεί κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ζητεί δε να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη. Επικουρικώς, επί της ουσίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή, ισχυριζόμενη ότι η επικρινόμενη διάταξη του νόμου περί ΓΤΟ προβλέπει τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής να προσδιορίζει τους συμπληρωματικούς όρους για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού

87

Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο προσφυγής λόγω παραβάσεως, που ασκείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, οριοθετείται από την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, οπότε η προσφυγή πρέπει να στηρίζεται στις ίδιες με την αιτιολογημένη αυτή γνώμη αιτιάσεις και στους ίδιους λόγους (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προαναφερθείσα, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

88

Ωστόσο, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να φθάνει μέχρι το σημείο να επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση απόλυτη σύμπτωση μεταξύ της διατυπώσεως των αιτιάσεων στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης και των αιτημάτων της προσφυγής, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, δεν έχει διευρυνθεί ή μεταβληθεί (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προαναφερθείσα, σκέψη 26). Η Επιτροπή μπορεί, ιδίως, να διευκρινίσει τις αρχικές αιτιάσεις της με το δικόγραφο της προσφυγής, υπό την προϋπόθεση εντούτοις ότι δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, C-576/10, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 35).

89

Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι τόσο με το έγγραφο οχλήσεως όσο και με την αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή εξέθεσε ότι προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι δεν μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41 στο σύνολό του, επειδή ο νόμος περί ΓΤΟ δεν περιείχε διατάξεις παρέχουσες στην αρμόδια εθνική αρχή την εξουσία να επιβάλλει στον χρήστη την υποχρέωση να τροποποιήσει τους όρους της σκοπούμενης περιορισμένης χρήσεως γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών.

90

Κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλέστηκε διάφορες διατάξεις του νόμου αυτού, προκειμένου να αποδείξει ότι είχε μεταφέρει ορθώς στην εθνική έννομη τάξη το ως άνω άρθρο 10, παράγραφος 3, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν το άρθρο 24, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου.

91

Η Επιτροπή αντέτεινε ότι η διάταξη αυτή του νόμου περί ΓΤΟ περιορίζει τη δυνατότητα επιβολής συμπληρωματικών όρων για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες τούτο επιβάλλεται λόγω της ανάγκης προστασίας της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος, ενώ το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41 δεν προβλέπει κανένα σχετικό περιορισμό.

92

Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, το γεγονός ότι η Επιτροπή επεξήγησε ειδικότερα την αιτίαση την οποία είχε ήδη προβάλει γενικότερα κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία δεν μετέβαλε το αντικείμενο της προβαλλομένης παραβάσεως, οπότε αυτό δεν έχει καμία επίπτωση επί του αντικειμένου της διαφοράς.

93

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας και να κηρυχθεί παραδεκτή η δεύτερη αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή.

– Επί της ουσίας

94

Όσον αφορά την εξέταση της αιτιάσεως επί της ουσίας, αρκεί να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2009/41 επιδιώκει σκοπούς προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, τους οποίους οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποχρεούνται να σέβονται κατά την εφαρμογή της οδηγίας αυτής. Η έκφραση «óταν κρίνεται αναγκαίο» του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, της οποίας την έννοια δεν προσδιορίζει η εν λόγω οδηγία, πρέπει να ερμηνεύεται, επομένως, ως παρέχουσα τη δυνατότητα στην αρμόδια εθνική αρχή να ζητεί από τον χρήστη να παρέχει τις πληροφορίες που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 10, παράγραφος 3, ή να επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς ή όρους με δική της πρωτοβουλία και αποκλειστικώς όταν το επιβάλλει η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.

95

Επομένως, αρκεί να διαπιστωθεί επ’ αυτού ότι, διευκρινίζοντας ρητώς, με την εθνική νομοθεσία, ειδικότερα με το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νόμου περί ΓΤΟ, ότι οι σκοποί προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, στους οποίους επίσης αναφέρεται η οδηγία 2009/41, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή της οδηγίας αυτής από τις εθνικές αρχές, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν ενήργησε αντίθετα προς τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, αλλά σαφώς σύμφωνα με αυτήν.

96

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή περιορίζεται στο να υποστηρίζει ότι ο περιορισμός τον οποίο προβλέπει το άρθρο 24, παράγραφος 4, του νόμου περί ΓΤΟ αφαιρεί από την αρμόδια εθνική αρχή σημαντικό μέρος των δυνατοτήτων που της παρέχει η οδηγία 2009/41, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει για ποιες συγκεκριμένα δυνατότητες πρόκειται και χωρίς να αποδεικνύει με ποιον τρόπο αυτές περιορίζονται με την επίμαχη διάταξη.

97

Επομένως, η αιτίαση που στηρίζεται σε εσφαλμένη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41, η οποία είναι αβάσιμη, πρέπει να απορριφθεί.

Επί της τρίτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε παράλειψη μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41

Επιχειρήματα των διαδίκων

98

Η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ότι δεν μετέφερε στην πολωνική έννομη τάξη το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41.

99

Η Δημοκρατία της Πολωνίας δέχεται ότι η διάταξη αυτή δεν έχει μεταφερθεί στην εθνική έννομη τάξη κατά γράμμα. Εντούτοις, το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αποτελεί κανόνα αποσκοπούντα στην αποτροπή της συγκρούσεως νόμων, παρέλκει η θέσπιση στην πολωνική έννομη τάξη ενός τέτοιου κανόνα με χωριστή διάταξη, καθόσον οι υφιστάμενοι γενικοί κανόνες στον τομέα της αποτροπής συγκρούσεως νόμων είναι επαρκείς προς εξασφάλιση της επιλύσεως τέτοιων συγκρούσεων σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2009/41. Επομένως, κατοχυρώνεται πλήρως η ασφάλεια δικαίου που πρέπει να υφίσταται έναντι των επιχειρηματιών οι οποίοι υπέχουν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

100

Εξάλλου, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω γενικοί κανόνες εφαρμόζονται από τη διοίκηση και από τα δικαστήρια της χώρας αυτής σύμφωνα με την οδηγία 2009/41, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η επίτευξη του σκοπού τον οποίο αυτή επιδιώκει.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

101

Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλεί η Δημοκρατία της Πολωνίας από το ότι, με την επίμαχη εθνική ρύθμιση, προέβη σε ορθή εφαρμογή της οδηγίας 2009/41, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις κάθε οδηγίας πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αναμφισβήτητα δεσμευτικό, με την απαιτούμενη εξειδίκευση, ακρίβεια και σαφήνεια, ώστε να πληρούται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου (βλ., ιδίως, αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, προαναφερθείσα, σκέψη 46, καθώς και της 27ης Οκτωβρίου 2011, C-362/10, Επιτροπή κατά Πολωνίας, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

102

Όπως προέβαλε η Επιτροπή, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41 δεν αποτελεί απλώς διάταξη περί αποτροπής της συγκρούσεως νόμων με σκοπό τον προσδιορισμό των εφαρμοστέου κανόνα σε συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά προσδιορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται προκειμένου για την αποθήκευση, την καλλιέργεια, τη μεταφορά, την καταστροφή, την απόρριψη ή τη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών που διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 2001/18 ή με κάθε άλλη νομοθετική πράξη της Ένωσης προβλέπουσα ειδική εκτίμηση των κινδύνων για το περιβάλλον ανάλογη προς εκείνη την οποία προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

103

Επομένως, όταν ανακύπτει ζήτημα αφορών μια τέτοια νομοθετική πράξη της Ένωσης, πρέπει να εξετάζεται αν αυτή προβλέπει μια τέτοια εκτίμηση ενώ, ανεξαρτήτως της προϋποθέσεως αυτής, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η οικεία περιορισμένη χρήση είναι σύμφωνη προς τους όρους από τους οποίους εξαρτάται ενδεχομένως η σχετική άδεια διαθέσεως στην αγορά. Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, έχει εφαρμογή η οδηγία 2009/41.

104

Η Δημοκρατία της Πολωνίας, απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής, ούτε εξήγησε τους γενικούς κανόνες περί αποτροπής της συγκρούσεως νόμων τους οποίους προβλέπει η πολωνική έννομη τάξη ούτε απέδειξε αν αυτοί κατοχυρώνουν πράγματι την ασφάλεια δικαίου την οποία δικαιούνται να έχουν οι επιχειρηματίες που υπέχουν τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει η εν λόγω εθνική ρύθμιση.

105

Εν πάση περιπτώσει, μια απλή διοικητική πρακτική, που από τη φύση της μπορεί να μεταβάλλεται κατά βούληση από τη διοίκηση και που στερείται της προσήκουσας δημοσιότητας, δεν μπορεί να λογίζεται ότι συνιστά έγκυρη εκπλήρωση της υποχρεώσεως μεταφοράς οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2007, C-507/04, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2007, σ. I-5939, σκέψη 162 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ομοίως, η εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων ερμηνεία διατάξεων του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με εκείνες μιας οδηγίας δεν μπορεί να έχει, από μόνη της, τη σαφήνεια και την ακρίβεια που απαιτούνται προκειμένου να πληρούται η απαίτηση ασφαλείας δικαίου (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, προαναφερθείσα, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106

Κατά συνέπεια, η αιτίαση της Επιτροπής που στηρίζεται σε μη ορθή μεταφορά στην πολωνική έννομη τάξη του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/41 είναι βάσιμη.

Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε παράλειψη μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη των άρθρων 7, 8, παράγραφοι 2 και 3, καθώς και 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/41

Επιχειρήματα των διαδίκων

107

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη τα άρθρα 7, 8, παράγραφοι 2 και 3, καθώς και 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/41, τα οποία προβλέπουν ιδίως τους κανόνες περί κοινοποιήσεως των επόμενων περιορισμένων χρήσεων των κατηγοριών 1 και 2 μετά από κοινοποίηση διενεργηθείσα σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, καθώς και προθεσμία 45 ημερών, εντός της οποίας πρέπει να εκδίδεται η απόφαση της αρμόδιας αρχής σε περίπτωση περιορισμένης χρήσεως υπαγόμενης στην κατηγορία 3 ή σε ανώτερη σε περίπτωση εγκαταστάσεων για τις οποίες έχει ήδη πραγματοποιηθεί σχετική γνωστοποίηση.

108

Η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί το βάσιμο της αιτιάσεως αυτής, διατεινόμενη ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2009/41 επιτεύχθηκε μέσω του πολωνικού συστήματος γνωστοποιήσεων. Υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι τα κράτη μέλη έχουν περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη των διατάξεων αυτών, καθόσον το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής ορίζει ότι «οι επόμενες περιορισμένες χρήσεις της κατηγορίας 1 είναι δυνατόν να πραγματοποιούνται χωρίς άλλη γνωστοποίηση». Η έκφραση «είναι δυνατόν» χρησιμοποιείται επίσης στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να μεριμνούν ώστε να μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς άλλη γνωστοποίηση η επόμενη περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών. Εξάλλου, το καθού κράτος μέλος υποστηρίζει ότι, ακόμα και σε περίπτωση που η διάταξη του πολωνικού δικαίου που επιβάλλει στους χρήστες γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών την υποχρέωση γνωστοποιήσεως στην αρμόδια αρχή κάθε σκοπούμενης επαναχρησιμοποιήσεως γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών των κατηγοριών 1 και 2 δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις της οδηγίας 2009/41, η διάταξη αυτή πρέπει να λογίζεται ως αυστηρότερο μέτρο, λαμβανόμενο δυνάμει του άρθρου 193 ΣΛΕΕ. Τέλος, μολονότι τα άρθρα 8, παράγραφος 3, και 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο κατά λέξη μεταφοράς στο πολωνικό δίκαιο, η επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η εν λόγω οδηγία εξασφαλίζεται πλήρως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

109

Εισαγωγικώς, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να διαιρεθεί σε δύο σκέλη, που στηρίζονται σε παράλειψη μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη, αντιστοίχως, των άρθρων 7 και 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/41 και των άρθρων 8, παράγραφος 3, και 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, αυτής.

110

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της αιτιάσεως αυτής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων. Από τα άρθρα 7 και 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/41 προκύπτει σαφώς και χωρίς αμφιβολία ότι αυτά αφορούν τους χρήστες στους οποίους παρέχεται η δυνατότητα διενέργειας των πράξεων που μνημονεύουν οι διατάξεις αυτές χωρίς να απαιτείται άλλη γνωστοποίηση στην αρμόδια αρχή. Η ερμηνεία αυτή προκύπτει όχι μόνον από τη γραμματική ερμηνεία των ως άνω διατάξεων, αλλά επιρρωννύεται επιπλέον από την τελολογική ερμηνεία τους.

111

Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι σκοπός της ως άνω κανονιστικής ρυθμίσεως είναι να παράσχει τη δυνατότητα στους χρήστες που έχουν ήδη προβεί σε σχετική γνωστοποίηση να προχωρούν αμέσως στην επόμενη περιορισμένη χρήση ΓΤΟ σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2009/41 χωρίς να αναμένουν τη χορήγηση νέας αδείας της αρμόδιας αρχής. Επομένως, τόσο η δεύτερη περίοδος του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής, που ορίζει ότι οι χρήστες γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών σε περιορισμένες χρήσεις της κατηγορίας 1 οφείλουν να τηρούν πρακτικά για κάθε εκτίμηση κινδύνων που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 6, της εν λόγω οδηγίας και να τα θέτουν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, όσο και το άρθρο 8, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, που προβλέπει ότι, αν οι εγκαταστάσεις είχαν γνωστοποιηθεί παλαιότερα για περιορισμένη χρήση της κατηγορίας 2 ή ανώτερης και πληρούνται οι τυχόν απαιτήσεις της σχετικής συγκατάθεσης, η περιορισμένη χρήση της κατηγορίας 2 μπορεί να λάβει χώρα αμέσως μετά τη νέα γνωστοποίηση, αφορούν τους χρήστες.

112

Εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει ότι το ως άνω κράτος μέλος προέβη σε μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη των εν λόγω άρθρων της οδηγίας 2009/41. Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το σχετικό επιχείρημα της Επιτροπής και από την έλλειψη αμφισβητήσεως εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας επ’ αυτού, καθώς και από το γεγονός ότι η τελευταία δεν επικαλέστηκε διατάξεις περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη των ίδιων άρθρων.

113

Ακόμα, το άρθρο 31 του νόμου περί ΓΤΟ, για το οποίο η Επιτροπή δεν προβάλλει αιτιάσεις στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, δεν συνιστά μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/41. Πράγματι, αναφερόμενο στις κατηγορίες κινδύνου I ή II, ενώ το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής αναφέρεται σε χρήση κατηγορίας 2 ή ανώτερης, το άρθρο αυτό 31 έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής.

114

Επιπλέον, όσον αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο ο αιτών μπορεί να ζητήσει ο ίδιος από την αρμόδια αρχή απόφαση περί χορηγήσεως επίσημης αδείας, απόφαση η οποία πρέπει να λαμβάνεται εντός 45 ημερών από τη γνωστοποίηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αμφισβήτησε την αιτίαση της Επιτροπής επ’ αυτού. Το άρθρο 24 του νόμου περί ΓΤΟ, μόνη κρίσιμη διάταξη συναφώς, δεν αφορά τη συγκεκριμένη κατάσταση την οποία καλύπτει η διάταξη αυτή της εν λόγω οδηγίας και δεν προβλέπει παρόμοια προθεσμία.

115

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Πολωνίας που στηρίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 193 ΣΛΕΕ, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως έγινε δεκτό στις σκέψεις 111 και 112 της παρούσας αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι τα άρθρα 7 και 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/41 μεταφέρθηκαν, έστω και μερικώς, στο εθνικό δίκαιο, οπότε δεν μπορεί να διενεργηθεί σύγκριση των διατάξεων της οδηγίας αυτής με εκείνες που αποτελούν μέτρα ενισχυμένης προστασίας. Επομένως, δεν μπορεί να προβληθεί εν προκειμένω κάποιο επιχείρημα στηριζόμενο σε εφαρμογή του άρθρου 193 ΣΛΕΕ.

116

Ως προς το δεύτερο σκέλος της τέταρτης αιτιάσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας δέχεται ότι τα άρθρα 8, παράγραφος 3, και 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/41 δεν μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο κατά λέξη και περιορίζεται στο να αντιτείνει ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή επιτυγχάνεται με τον νόμο περί ΓΤΟ.

117

Εντούτοις, από τη δικογραφία προκύπτει, χωρίς εξάλλου η Δημοκρατία της Πολωνίας να προβάλλει σχετική αμφισβήτηση, ότι ούτε στον νόμο περί ΓΤΟ αλλ’ ούτε και σε κάποια άλλη πράξη περί μεταφοράς της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη περιλαμβάνεται έγγραφη διαδικασία όπως αυτή την οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/41. Διαπιστώνεται επίσης ότι στο πολωνικό δίκαιο δεν προβλέπεται κάποια λεπτομερής διαδικασία αντίστοιχη προς αυτήν την οποία περιγράφει το άρθρο 8, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

118

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η τέταρτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

Επί της πέμπτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε εσφαλμένη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/41

Επιχειρήματα των διαδίκων

119

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1bis, του νόμου περί ΓΤΟ προέβλεψε προθεσμία 30 ημερών η οποία μπορεί να παρατείνει την προθεσμία χορηγήσεως της αδείας περιορισμένης χρήσεως γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, σε περίπτωση συμμετοχής του κοινού σε διαδικασία με αντικείμενο μια τέτοια χορήγηση, ενώ η προθεσμία αυτή δεν προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/41. Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο νόμος περί προσβάσεως στις σχετικές με το περιβάλλον πληροφορίες, στον οποίο παραπέμπει η Δημοκρατία της Πολωνίας συναφώς, ουδέποτε της κοινοποιήθηκε ως μέτρο μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εθνική έννομη τάξη.

120

Η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ο εν λόγω νόμος ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στο πλαίσιο κοινοποιήσεως μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 2009/41 στην εθνική έννομη τάξη. Ακόμη, επί της ουσίας, διατείνεται ιδίως ότι, δεδομένου ότι η οδηγία αυτή δεν προβλέπει κανένα ανώτατο όριο όσον αφορά το χρονικό διάστημα της διαβουλεύσεως, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν μια τέτοια προθεσμία. Ελλείψει περιορισμού της διάρκειας μιας δημόσιας διαβουλεύσεως, θα μπορούσε να επέλθει αποτελμάτωση της διαδικασίας χορηγήσεως από την αρμόδια αρχή αδείας περιορισμένης χρήσεως γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, προσβαλλομένης με τον τρόπο αυτόν της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

121

Μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν προέβαλε ένσταση απαραδέκτου αντλούμενη από το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής, επισημαίνεται, ωστόσο, εκ προοιμίου, ότι το Δικαστήριο μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 258 ΣΛΕΕ για την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2012, C‑524/10, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 64, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, C-34/11, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, σκέψη 42).

122

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή εκθέτουν την ως άνω αιτίαση με συνέπεια και ακρίβεια, έτσι ώστε να έχει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί επακριβώς τη σημασία της προσαπτομένης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, πράγμα το οποίο συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 2011, C-365/10, Επιτροπή κατά Σλοβενίας, σκέψη 19, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προαναφερθείσα, σκέψη 43).

123

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 38, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, και από τη σχετική με το άρθρο αυτό νομολογία, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών, τούτο δε κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή προκειμένου να είναι σε θέση ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτιάσεως (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2012, C-185/11, Επιτροπή κατά Σλοβενίας, σκέψη 29· της 19ης Απριλίου 2012, C-141/10, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 15, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προαναφερθείσα, σκέψη 44).

124

Εντούτοις, εν προκειμένω, οι παρατηρήσεις της Επιτροπής αφορούν αποκλειστικά τη δημόσια έρευνα ή διαβούλευση περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/41, χωρίς το θεσμικό αυτό όργανο να διευκρινίζει αν η αιτίασή του που στηρίζεται σε εσφαλμένη μεταφορά του εν λόγω άρθρου 10, παράγραφος 4, στην εθνική έννομη τάξη αφορά επίσης τις χρονικές περιόδους αναμονής περαιτέρω στοιχείων για τις οποίες κάνει λόγο το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής.

125

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω αιτίαση, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/41, η οποία δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις λογικής συνοχής, σαφήνειας και ακρίβειας και, κατά συνέπεια, δεν είναι σύμφωνη προς τις προϋποθέσεις που απορρέουν από την παρατιθέμενη στις σκέψεις 122 και 123 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής λόγω παραβάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, προαναφερθείσα, σκέψη 48), οπότε πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

126

Όσον αφορά το βάσιμο της αιτιάσεως που στηρίζεται σε εσφαλμένη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/41, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή περιορίζεται στο να υποστηρίζει ότι η προθεσμία την οποία προβλέπει το άρθρο 24, παράγραφος 1bis, του νόμου περί ΓΤΟ δεν προβλέπεται από την οδηγία αυτή, χωρίς ωστόσο να προβάλλει επιχειρήματα προς στήριξη της απόψεως ότι η διάταξη αυτή του εθνικού δικαίου συνιστά εσφαλμένη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 10, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας.

127

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/41 προβλέπει ότι, για τον υπολογισμό των χρονικών περιόδων που αναφέρονται στα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας αυτής, δεν λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι κατά τις οποίες η αρμόδια αρχή διεξάγει δημόσια έρευνα ή διαβούλευση. Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι καμία διάταξη της οδηγίας αυτής δεν διευκρινίζει τη διάρκεια των σχετικών ερευνών ή διαβουλεύσεων. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη είναι, καταρχήν, ελεύθερα να καθορίζουν τις ως άνω χρονικές περιόδους αν το κρίνουν αναγκαίο, τηρώντας παράλληλα το δίκαιο της Ένωσης.

128

Πράγματι, η Δημοκρατία της Πολωνίας έκανε χρήση της ως άνω δυνατότητας και θέσπισε κανόνα που περιορίζει τη διάρκεια της σχετικής διαβουλεύσεως στις 30 ημέρες, οπότε το προβλεπόμενο διάστημα για τη χορήγηση αδείας μπορεί να παρατείνεται επί 30 ημέρες κατ’ ανώτατο όριο. Το κράτος μέλος αυτό υποστήριξε ότι λόγοι συνδεόμενοι με την ανάγκη εξασφαλίσεως της εύρυθμης διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας οδήγησαν στην πρόβλεψη της προθεσμίας αυτής. Επιπλέον, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, αν δεν υφίστατο καμία σχετική προθεσμία, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται κάποια μέγιστη διάρκεια της διαβουλεύσεως, θα υπήρχε κίνδυνος αποτελματώσεως της διαδικασίας χορηγήσεως σχετικής αδείας από την αρμόδια αρχή. Προσθέτει ότι η προθεσμία αυτή είναι επίσης αναγκαία για λόγους ασφαλείας δικαίου.

129

Διαπιστώνεται ότι οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η εθνική αυτή ρύθμιση δεν είναι ασυμβίβαστοι προς εκείνους που επιδιώκει η οδηγία 2009/41. Πράγματι, με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξέταση των αιτήσεων χορηγήσεως αδείας, έτσι ώστε να μη θίγονται ούτε τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του γνωστοποιούντος ούτε οι ανάγκες της εθνικής αρχής.

130

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η πέμπτη αιτίαση, η οποία είναι εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

Επί της έκτης αιτιάσεως, που στηρίζεται σε παράλειψη μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη του άρθρου 18, παράγραφοι 1, δεύτερο εδάφιο, 3 και 4, της οδηγίας 2009/41

Επιχειρήματα των διαδίκων

131

Στο πλαίσιο της αιτιάσεως αυτής η Επιτροπή προσάπτει στη Δημοκρατία της Πολωνίας ιδίως ότι δεν προέβλεψε, στο πλαίσιο της εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων πληροφοριών που ανακοινώνει ο γνωστοποιών, διαβούλευση με τον γνωστοποιούντα, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/41, όπως επίσης δεν προέβλεψε τη διαγραφή των στοιχείων αυτών από το μητρώο περιορισμένων χρήσεων γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, σε περίπτωση ανακλήσεως μιας αιτήσεως χορηγήσεως αδείας.

132

Η Δημοκρατία της Πολωνίας αντιτείνει ότι οι κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης μεταφέρθηκαν ορθώς στην εθνική έννομη τάξη με τον νόμο περί ΓΤΟ. Το άρθρο 14bis του νόμου αυτού, απαριθμώντας τα στοιχεία στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό, παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού των στοιχείων που δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται ποτέ, οπότε η εθνική νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα διακρίσεως των στοιχείων που δεν μπορούν να παραμείνουν εμπιστευτικά και εκείνων που δεν μπορούν να δημοσιοποιούνται. Όλα τα στοιχεία τα οποία συλλέγονται στο πλαίσιο των γνωστοποιήσεων και τα οποία δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται περιλαμβάνονται στο μητρώο αυτό. Σε περίπτωση ανακλήσεως αιτήσεως χορηγήσεως αδείας, τα σχετικά στοιχεία διαγράφονται από το εν λόγω μητρώο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

133

Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η προστασία των στοιχείων που παρέχει ο γνωστοποιών σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/41 περιορίζεται μόνο στα στοιχεία για τα οποία ο γνωστοποιών μπορεί να ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση. Πράγματι, κατά το εν λόγω κράτος μέλος η προστασία αυτή αποκλείεται όσον αφορά τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 18, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οπότε η διοργάνωση διαβουλεύσεων με τον γνωστοποιούντα είναι περιττή, καθόσον η ανάγκη εξασφαλίσεως της προσβάσεως στα στοιχεία αυτά προκύπτει από την κανονιστική ρύθμιση. Το ως άνω κράτος μέλος προσθέτει ότι είναι επίσης περιττή η διοργάνωση διαβουλεύσεων προς προσδιορισμό των στοιχείων που πρέπει να τύχουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, όταν άλλες διατάξεις προβλέπουν ήδη ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να δημοσιοποιούνται, ιδίως λόγω της ανάγκης εξασφαλίσεως της προστασίας προσωπικών δεδομένων ή κάποιου υπέρτερου συμφέροντος του κράτους.

134

Διαπιστώνεται, óμως, ότι τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

135

Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/41 απαριθμεί τα στοιχεία που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να παραμένουν εμπιστευτικά. Επομένως, άλλα στοιχεία μπορούν να παραμένουν εμπιστευτικά κατόπιν αιτήσεως του γνωστοποιούντος, ο οποίος έχει συναφώς δικαίωμα προηγούμενης διαβουλεύσεως δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής.

136

Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ερμηνεία κατά την οποία μπορεί να επιβάλλεται αυτομάτως η υποχρέωση μη δημοσιοποιήσεως στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/41.

137

Ομοίως, είναι αβάσιμο το επιχείρημα που προβάλλει η Δημοκρατία της Πολωνίας, το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι είναι επίσης περιττή η διοργάνωση διαβουλεύσεων προς προσδιορισμό των στοιχείων που πρέπει να τυγχάνουν εμπιστευτικής μεταχειρίσεως εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, όταν άλλες διατάξεις προβλέπουν ήδη ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν μπορούν να δημοσιοποιούνται, ιδίως λόγω της ανάγκης εξασφαλίσεως της προστασίας προσωπικών δεδομένων ή υπέρτερου συμφέροντος του κράτους. Πράγματι, προς κατοχύρωση της ασφαλείας δικαίου και των δικαιωμάτων του γνωστοποιούντος, η διαβούλευση με αυτόν στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 18 της οδηγίας 2009/41 είναι απαραίτητη και δεν μπορεί να υποκαθίσταται διά της εφαρμογής κανόνων περιλαμβανομένων σε άλλες εθνικές πηγές δικαίου, των οποίων τη γενική αλληλουχία και τη σχέση δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί ο γνωστοποιών.

138

Επιπλέον, η εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας παραπομπή στο άρθρο 16, παράγραφος 1, σημείο 7, του νόμου περί προσβάσεως στις σχετικές με το περιβάλλον πληροφορίες είναι αλυσιτελής, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά μόνον ορισμένες ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες και δεν προβλέπει ρητώς προηγούμενη διαβούλευση με τον γνωστοποιούντα.

139

Τέλος, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, με τις παρατηρήσεις της, ότι, αν ο γνωστοποιών ανακαλέσει την αίτησή του περί χορηγήσεως αδείας για περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών, τα στοιχεία που διαβίβασε διαγράφονται από το μητρώο περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 131 της παρούσας αποφάσεως. Εντούτοις, το κράτος μέλος αυτό δεν επικαλείται καμία διάταξη του εθνικού δικαίου που να παρέχει τη δυνατότητα στηρίξεως του επιχειρήματος αυτού και περιορίζεται στην προβολή του επιχειρήματος ότι ο αρμόδιος Υπουργός Περιβάλλοντος, που είναι υπεύθυνος, ως κρατικό όργανο, για την τήρηση του εν λόγω μητρώου, θα παρέβαινε το καθήκον του αν δεν προέβαινε στη σχετική διαγραφή, διότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο μητρώο αυτό θα μπορούσαν να παραπλανήσουν τους ενδιαφερόμενους.

140

Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 105 της παρούσας αποφάσεως, απλές διοικητικές πρακτικές που από τη φύση τους μπορούν να τροποποιούνται κατά βούληση από τη διοίκηση και που στερούνται της προσήκουσας δημοσιότητας δεν μπορούν να λογίζονται ως έγκυρη εκπλήρωση των υποχρεώσεων μεταφοράς οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη.

141

Κατά συνέπεια, η έκτη αιτίαση είναι βάσιμη.

142

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, παραλείποντας να μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τα άρθρα 3, παράγραφος 3, 7, 8, παράγραφοι 2 και 3, 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, καθώς και 18, παράγραφοι 1, δεύτερο εδάφιο, 3 και 4, της οδηγίας 2009/41, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

143

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του ίδιου Κανονισμού, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

144

Στην παρούσα διαφορά, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι απορρίφθηκαν οι αιτιάσεις της Επιτροπής που στηρίζονται σε εσφαλμένη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη των άρθρων 2, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ και εʹ, καθώς και 10, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2009/41.

145

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Η Δημοκρατία της Πολωνίας, παραλείποντας να μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τα άρθρα 3, παράγραφος 3, 7, 8, παράγραφοι 2 και 3, 9, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, καθώς και 18, παράγραφοι 1, δεύτερο εδάφιο, 3 και 4, της οδηγίας 2009/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 2009, για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή.

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.