ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Φεβρουαρίου 2010 ( *1 )

«Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας — Απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως — Άρθρο 6, παράγραφος 1 — Έννοια του όρου “εργαζόμενος” — Άσκηση ολιγόωρης μισθωτής δραστηριότητας — Προϋπόθεση της απώλειας των κεκτημένων δικαιωμάτων»

Στην υπόθεση C-14/09,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Berlin (Γερμανία) με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

Hava Genc

κατά

Land Berlin,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. Lindh, A. Rosas, A. Ó Caoimh και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Lumma και N. Graf Vitzthum,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Liisberg και R. Holdgaard,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και G. Rozet,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την ανάπτυξη της συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας (στο εξής: απόφαση 1/80). Το Συμβούλιο Συνδέσεως συστάθηκε με τη Συμφωνία συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις , στην Άγκυρα, από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, και η οποία συνάφθηκε, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της H. Genc, τουρκικής ιθαγενείας, και του Land Berlin (ομόσπονδου κράτους του Βερολίνου), σχετικά με την άρνηση της παρατάσεως αδείας διαμονής στη Γερμανία.

Το νομικό πλαίσιο

3

Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 1/80 ορίζει:

«1.   Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7, περί ελεύθερης προσβάσεως των μελών της οικογενείας του στην απασχόληση, ο Τούρκος εργαζόμενος που είναι ενταγμένος στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους:

εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί ένα έτος, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, ανανεώσεως της ισχύουσας αδείας εργασίας του στον ίδιο εργοδότη, αν εξακολουθεί να κατέχει θέση εργασίας·

εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τρία έτη και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούται, εντός αυτού του κράτους μέλους, να αποδεχθεί, κατ’ επιλογή του, άλλη προσφορά εργασίας, στο ίδιο επάγγελμα, που του γίνεται υπό συνήθεις συνθήκες από άλλο εργοδότη και έχει καταγραφεί από τις υπηρεσίες απασχολήσεως του οικείου κράτους μέλους·

εφόσον έχει απασχοληθεί νομίμως επί τέσσερα έτη, έχει ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα της επιλογής του εντός αυτού του κράτους μέλους.»

4

Το άρθρο 7 της εν λόγω αποφάσεως ορίζει ότι:

«Τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί να ζήσουν μαζί του:

εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί τρία τουλάχιστον έτη και υπό την επιφύλαξη της αποδοτέας στους εργαζομένους των κρατών μελών της Κοινότητας προτεραιότητας, δικαιούνται να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας·

εφόσον διαμένουν νομίμως στο κράτος αυτό επί πέντε τουλάχιστον έτη, έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα.

Τα τέκνα Τούρκων εργαζομένων που έχουν ολοκληρώσει την επαγγελματική τους κατάρτιση εντός της χώρας υποδοχής μπορούν, ανεξαρτήτως της διαρκείας διαμονής τους στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας εντός αυτού, υπό τον όρο ότι ο ένας από τους γονείς έχει ασκήσει νόμιμη εργασία επί τρία τουλάχιστον έτη εντός του εν λόγω κράτους μέλους.»

5

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 ορίζει τα εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

6

Η H. Genc, που γεννήθηκε το 1966, εισήλθε με θεώρηση εισόδου (βίζα) στη Γερμανία στις 7 Ιουλίου 2000 με σκοπό να συναντήσει τον σύζυγό της, Τούρκο υπήκοο, ο οποίος ζούσε ήδη στη χώρα αυτή.

7

Τα επόμενα έτη, αυτή έλαβε άδεια διαμονής και άδεια εργασίας αορίστου χρόνου. Ο σύζυγός της εργάσθηκε αρχικά ως μισθωτός και από 5ης Μαΐου 2003 ασκεί ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα.

8

Οι σύζυγοι, οι οποίοι έως τις 12 Ιανουαρίου 2004 ήταν εγγεγραμμένοι με κοινή διεύθυνση στο μητρώο κατοίκων, χώρισαν, η δε ακριβής ημερομηνία του χωρισμού τους δεν είναι γνωστή. Την χορηγήθηκε στην H. Genc, για τελευταία φορά, άδεια διαμονής με διάρκεια ισχύος δύο ετών στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης, βάσει του άρθρου 30 του νόμου σχετικά με τη διαμονή των αλλοδαπών (Aufenthaltsgesetz), της (BGBl. 2004 I, σ. 1950).

9

Από τις 18 Ιουνίου 2004, η H. Genc ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ως καθαρίστρια σούπερ-μάρκετ στην επιχείρηση L. Glas- und Gebäudereinigungsservice GmbH. Κατά τη σύμβαση εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε εγγράφως στις , ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας ανέρχεται σε 5,5 ώρες, με ωρομίσθιο 7,87 ευρώ. Η σύμβαση αυτή προβλέπει δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών 28 ημερών και την καταβολή του μισθού σε περίπτωση ασθενείας. Η εν λόγω σύμβαση διέπεται εξάλλου από την αντίστοιχη συλλογική σύμβαση. Για την εν λόγω σχέση εργασίας, η H. Genc λαμβάνει μέσο μηνιαίο μισθό περίπου 175 ευρώ.

10

Στις 7 Αυγούστου 2007, η H. Genc ζήτησε νέα παράταση της αδείας της διαμονής. Κατά τον χρόνο αυτόν εξακολουθούσε να λαμβάνει, εκτός των εισοδημάτων από την εργασία της, κοινωνικές παροχές βάσει του βιβλίου II του γερμανικού κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως (Sozialgesetzbuch II). Οι εν λόγω παροχές έπαυσαν κατά τον μήνα Μάιο του 2008 κατόπιν αιτήσεως της H. Genc.

11

Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2008, η Landesamt für Bürger-und Ordnungsangelegenheiten Berlin αρνήθηκε να παρατείνει την άδεια διαμονής και απείλησε την H. Genc με απέλαση. Σύμφωνα με την εν λόγω διοικητική αρχή, η H. Genc δεν μπορούσε να επικαλείται την απόφαση 1/80 για τον λόγο ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 της εν λόγω αποφάσεως. Πράγματι, δεδομένου του ιδιαίτερα περιορισμένου αριθμού των ωρών εργασίας που προσέφερε στην L. Glas- und Gebäudereinigungsservice GmbH, η επαγγελματική δραστηριότητα της H. Genc δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως νόμιμη εργασία. Ούτε είχε αποκτήσει δικαιώματα βάσει του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, της αποφάσεως 1/80, εφόσον ο σύζυγός της, ελεύθερος επαγγελματίας, δεν ανήκε πλέον στην αγορά απασχολήσεως ως μισθωτός από τον μήνα Μάιο του 2003. Τέλος, κανένα άλλο συμφέρον άξιο προστασίας δεν δικαιολογούσε την περαιτέρω διαμονή της προσφεύγουσας στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

12

Στις 22 Φεβρουαρίου 2008, η H. Genc άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Berlin κατά της αποφάσεως αυτής. Επιπλέον, υπέβαλε αίτηση για παροχή προσωρινής έννομης προστασίας, η οποία έγινε δεκτή.

13

Ακολούθως, η H. Genc προσκόμισε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με ημερομηνία 30 Απριλίου 2008 και έναρξη ισχύος από τις , ως βοηθός γραφείου, με εβδομαδιαία απασχόληση 25 ωρών έναντι καθαρού μηνιαίου μισθού 422 ευρώ.

14

Εκτιμώντας ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς χρήζει της ερμηνείας του δικαίου της Ενώσεως, το Verwaltungsgericht Berlin αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.

Αποτελεί Τούρκος υπήκοος, ο οποίος ανήκει στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και παρέχει διαρκώς σε άλλον υπηρεσίες, σύμφωνα με τις οδηγίες του, οι οποίες έχουν ορισμένη οικονομική αξία και για τις οποίες αυτός λαμβάνει αμοιβή ως αντιπαροχή, μισθωτό εργαζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 […], ακόμη και αν ο χρόνος της απασχολήσεως ανέρχεται μόνο στο 14% περίπου του προβλεπόμενου από τη συλλογική σύμβαση χρόνου εργασίας ενός εργαζομένου με πλήρη απασχόληση (εν προκειμένω, 5,5 ώρες από 39 ώρες χρόνου εργασίας εβδομαδιαίως) και το μοναδικό από την απασχόληση αυτή επιτυγχανόμενο εισόδημα καλύπτει μόνον το 25% του αναγκαίου ελάχιστου ποσού για την εξασφάλιση των αναγκαίων προς το ζην σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους (εν προκειμένω, περίπου 175 ευρώ από περίπου 715 ευρώ);

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2.

Μπορεί Τούρκος υπήκοος να επικαλείται το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που αντλεί από τη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας ως εργαζόμενος υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, ακόμη και αν ο σκοπός για τον οποίον εισήλθε στο εν λόγω κράτος μέλος (εν προκειμένω, η οικογενειακή επανένωση) δεν υφίσταται πλέον, κανένα άλλο συμφέρον άξιο προστασίας δεν δικαιολογεί την παραμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους και η δυνατότητα της εξακολουθήσεως ολιγόωρης επαγγελματικής δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής δικαιολογία για την παραμονή του υπηκόου αυτού στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, επειδή μεταξύ άλλων δεν έγιναν σοβαρές προσπάθειες [από τον εν λόγω Τούρκο υπήκοο] για τη σταθερή οικονομική του ενσωμάτωση χωρίς τη χρησιμοποίηση κοινωνικών παροχών για την εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

15

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν Τούρκος υπήκοος, ο οποίος ανήκει στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους μέλους και ο οποίος παρέχει διαρκώς προς άλλον, σύμφωνα με τις οδηγίες του, υπηρεσίες για τις οποίες λαμβάνει αμοιβή ως αντιπαροχή, είναι εργαζόμενος υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, παρά το γεγονός ότι ο χρόνος εργασίας που διατίθεται για την εν λόγω επαγγελματική δραστηριότητα αποτελεί περίπου το 14% του χρόνου εργασίας που προβλέπει η συλλογική σύμβαση για εργαζόμενο με πλήρη απασχόληση και ότι ο μισθός που αυτός λαμβάνει αντιστοιχεί στο 25% του αναγκαίου ελαχίστου εισοδήματος, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους, για την εξασφάλιση των αναγκαίων προς το ζην.

16

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, οι Τούρκοι υπήκοοι που προτίθενται να επικαλεστούν, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, τα δικαιώματα που προβλέπει η διάταξη αυτή οφείλουν να πληρούν τρεις προϋποθέσεις, ήτοι να έχουν την ιδιότητα του εργαζομένου, να ανήκουν στη νόμιμη αγορά εργασίας και να απασχολούνται νομίμως.

17

Κατά πάγια νομολογία, από το γράμμα των άρθρων 12 της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας και 36 του προσθέτου πρωτοκόλλου, το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 23 Νοεμβρίου 1970 και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της (EE ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149), καθώς και από τον σκοπό της αποφάσεως 1/80, προκύπτει ότι οι αρχές που γίνονται δεκτές στο πλαίσιο των άρθρων 48 και 49 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρων 39 ΕΚ και 40 ΕΚ) και 50 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 41 ΕΚ) πρέπει να εφαρμόζονται, στο μέτρο του δυνατού, και στους Τούρκους υπηκόους που απολαύουν των αναγνωριζομένων με την εν λόγω απόφαση δικαιωμάτων (βλ. υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της , C-434/93, Bozkurt, Συλλογή 1995, σ. I-1475, σκέψεις 14, 19 και 20, καθώς και της , C-275/02, Ayaz, Συλλογή 2004, σ. I-8765, σκέψη 44).

18

Για να εξεταστεί αν η πρώτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80 πληρούται, πρέπει συνεπώς να γίνει παραπομπή στην ερμηνεία της εννοίας του εργαζομένου στο δίκαιο της Ενώσεως.

19

Όπως επανειλημμένα το Δικαστήριο έχει κρίνει, ο όρος «εργαζόμενος», υπό την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ, έχει κοινοτικό περιεχόμενο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Ως «εργαζόμενος» πρέπει να θεωρείται κάθε άτομο που ασκεί πραγματικές και γνήσιες δραστηριότητες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να εμφανίζονται ως καθαρώς περιθωριακές και επουσιώδεις. Το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι ένα άτομο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1986, 66/85, Lawrie-Blum, Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψεις 16 και 17, καθώς και της , C-228/07, Petersen, Συλλογή 2008, σ. I-6989, σκέψη 45).

20

Ούτε το περιορισμένο ύψος της εν λόγω αμοιβής ούτε η προέλευση των εισοδημάτων όσον αφορά την τελευταία ούτε και το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο επιδιώκει να συμπληρώσει την αμοιβή με άλλους τρόπους συντηρήσεως, όπως με οικονομική αρωγή καταβαλλόμενη από το κράτος διαμονής, δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε επίπτωση στην ιδιότητα του «εργαζομένου» υπό την έννοια του δικαίου της Ενώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 1986, 139/85, Kempf, Συλλογή 1986, σ. 1741, σκέψη 14· της , 344/87, Bettray, Συλλογή 1989, σ. 1621, σκέψη 15, καθώς και της , C-10/05, Mattern και Cikotic, Συλλογή 2006, σ. I-3145, σκέψη 22).

21

Έχοντας διαπιστώσει ότι η H. Genc παρέχει υπηρεσίες υπέρ και υπό τη διεύθυνση εργοδότη έναντι αμοιβής, το αιτούν δικαστήριο για τον λόγο αυτόν διαπίστωσε την ύπαρξη των συστατικών στοιχείων κάθε σχέσεως μισθωτής εργασίας, ήτοι, τη σχέση εξαρτήσεως και την καταβολή αμοιβής έναντι των παρεχομένων υπηρεσιών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-456/02, Trojani, Συλλογή 2004, σ. I-7573, σκέψη 22).

22

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εντούτοις αν, λαμβάνοντας υπόψη τον ιδιαίτερα περιορισμένο αριθμό ωρών εργασίας που πραγματοποιεί η ενδιαφερομένη και την αμοιβή που αυτή λαμβάνει, η οποία καλύπτει μερικώς μόνον τους αναγκαίους πόρους διαβιώσεως, μπορεί μία επαγγελματική δραστηριότητα, όπως αυτή που ασκείται από την H. Genc, να της παρέχει την ιδιότητα του εργαζομένου, υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

23

Επιβάλλεται να υπομνησθεί σχετικώς ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-444/93, Megner και Scheffel (Συλλογή 1995, σ. I-4741), αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, επί του ζητήματος αν ανήκαν στον ενεργό πληθυσμό, υπό την έννοια της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της , περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), δύο γυναίκες υπήκοοι της Ενώσεως, που εργάζονταν στη Γερμανία ως καθαρίστριες, των οποίων το ωράριο εργασίας ανερχόταν σε δέκα ώρες εβδομαδιαίως και η αμοιβή δεν υπερέβαινε, μηνιαίως, το ένα έβδομο του μηνιαίου ποσού αναφοράς.

24

Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι τα πρόσωπα που έχουν ολιγόωρη απασχόληση δεν αποτελούν μέρος του ενεργού πληθυσμού, διότι το μικρό εισόδημα που αποκομίζουν από την εργασία αυτή δεν τους επιτρέπει να καλύπτουν τις ανάγκες τους (προπαρατεθείσα απόφαση Megner και Scheffel, σκέψεις 17 και 18).

25

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το γεγονός ότι το εισόδημα του εργαζομένου δεν καλύπτει όλες τις ανάγκες του δεν μπορεί να του αφαιρέσει την ιδιότητα του ανήκοντος στον ενεργό πληθυσμό προσώπου και ότι μια μισθωτή δραστηριότητα η οποία αποφέρει εισοδήματα κατώτερα από το ελάχιστο όριο συντηρήσεως ή της οποίας η συνήθης διάρκεια εργασίας δεν υπερβαίνει καν τις δέκα ώρες εβδομαδιαίως δεν εμποδίζει να θεωρείται το πρόσωπο που την ασκεί ως εργαζόμενος υπό την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, C-213/05, Geven, Συλλογή 2007, σ. I-6347, σκέψη 27, καθώς και Megner και Scheffel, προπαρατεθείσα, σκέψη 18).

26

Είναι μεν αληθές ότι το γεγονός ότι ο αριθμός των πραγματοποιουμένων ωρών στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας είναι πολύ περιορισμένος μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι οι ασκούμενες δραστηριότητες είναι περιθωριακές και επουσιώδεις (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C-357/89, Raulin, Συλλογή 1992, σ. I-1027, σκέψη 14), πλην όμως, ανεξάρτητα από το χαμηλό επίπεδο της αμοιβής και των ωρών εργασίας μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η δραστηριότητα αυτή, κατόπιν σφαιρικής εκτιμήσεως της οικείας σχέσεως εργασίας, μπορεί να θεωρηθεί από τις εθνικές αρχές ως πραγματική και γνήσια, ώστε να είναι δυνατόν να αναγνωριστεί υπέρ του δικαιούχου της η ιδιότητα του «εργαζομένου» υπό την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ.

27

Η σφαιρική εκτίμηση της σχέσεως εργασίας της H. Genc προϋποθέτει τη συνεκτίμηση όχι μόνο στοιχείων όπως ο χρόνος εργασίας και το ύψος της αμοιβής, αλλά επίσης στοιχείων όπως το δικαίωμα αδείας μετ’ αποδοχών 28 ημερών, η καταβολή του μισθού σε περίπτωση ασθενείας, η υπαγωγή της συμβάσεως εργασίας στην εφαρμοζομένη συλλογική σύμβαση, καθώς και το γεγονός ότι η εργασιακή της σχέση με την ίδια επιχείρηση παρατάθηκε για τέσσερα σχεδόν έτη.

28

Τα τελευταία αυτά στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν ένδειξη ότι η συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα είναι πραγματική και γνήσια.

29

Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί πάντως ότι η νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα της ερμηνείας της εννοίας του εργαζομένου δεν καθορίζει συγκεκριμένο όριο σε σχέση με τον χρόνο εργασίας και το ύψος της αμοιβής, πέραν του οποίου μία δραστηριότητα θα πρέπει να θεωρείται περιθωριακή και επουσιώδης και ότι αυτό συμβάλλει στην έλλειψη ακρίβειας όσον αφορά την έννοια της περιθωριακής και επουσιώδους δραστηριότητας.

30

Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 234 ΕΚ διαδικασία προδικαστικής παραπομπής καθιερώνει στενή συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων και του Δικαστηρίου, στηριζόμενη σε κατανομή των καθηκόντων μεταξύ τους, και συνιστά μέσο διά του οποίου το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα τα ερμηνευτικά εκείνα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση των διαφορών επί των οποίων καλούνται να αποφανθούν (αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2002, C-260/00 έως C-263/00, Lohmann και Medi Bayreuth, Συλλογή 2002 σ. I-10045, σκέψη 27, καθώς και της , C-259/05, Omni Metal Service, Συλλογή 2007, σ. I-4945, σκέψη 16).

31

Ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του συστήματος δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 234 ΕΚ συνίσταται στο ότι το Δικαστήριο απαντά μάλλον γενικά και αφηρημένα στα ερωτήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που του υποβάλλονται, ενώ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί λαμβάνοντας υπόψη την απάντηση του Δικαστηρίου (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2007, C-162/06, International Mail Spain, Συλλογή 2007, σ. I-991, σκέψη 24).

32

Η εξέταση των συνεπειών που μπορεί να έχει το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια σχέση εργασίας, ιδίως αυτά που διατυπώνονται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, στη διαπίστωση του πραγματικού και γνήσιου χαρακτήρα της μισθωτής δραστηριότητας που ασκεί η H. Genc και, επομένως, στην ιδιότητά της ως εργαζομένης, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του εθνικού δικαστηρίου. Πράγματι, αυτό είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης και, για τον λόγο αυτόν, είναι το καταλληλότερο για να προβεί στις αναγκαίες επαληθεύσεις.

33

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι πρόσωπο που βρίσκεται σε κατάσταση όμοια με αυτή της προσφεύγουσας της κύριας δίκης είναι εργαζόμενος υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, μόνον αν η οικεία μισθωτή δραστηριότητα έχει πραγματικό και ουσιαστικό χαρακτήρα. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να εκτιμήσει αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

34

Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν Τούρκος εργαζόμενος, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, μπορεί να επικαλείται το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που αντλεί από τη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, ακόμη και αν ο σκοπός για τον οποίο εισήλθε στο κράτος μέλος υποδοχής έπαυσε να υφίσταται, κανένα άλλο συμφέρον άξιο προστασίας δεν δικαιολογεί την παραμονή του στο έδαφος του κράτους αυτού και η δυνατότητα εξακολουθήσεως εκεί ολιγόωρης επαγγελματικής δραστηριότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επαρκή δικαιολογία για την παραμονή του υπηκόου αυτού στο έδαφος του εν λόγω κράτους.

35

Προκαταρκτικώς πρέπει να παρατηρηθεί ότι, διατυπώνοντας το δεύτερο ερώτημα με αναφορά σε «Τούρκο εργαζόμενο, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80», το αιτούν δικαστήριο έλαβε ως βάση ότι, εν προκειμένω, η H. Genc πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη, ήτοι, εκτός της ιδιότητας της εργαζομένης, αυτή ανήκει επίσης στη νόμιμη αγορά εργασίας και διαθέτει νόμιμη απασχόληση.

36

Κατά πάγια νομολογία, τόσον από την υπεροχή του δικαίου της Ενώσεως έναντι του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών όσο και από το άμεσο αποτέλεσμα μιας διατάξεως, όπως το άρθρο 6 της αποφάσεως 1/80, προκύπτει ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να τροποποιεί μονομερώς το περιεχόμενο του συστήματος βαθμιαίας εντάξεως των Τούρκων υπηκόων στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1998, C-1/97, Birden, Συλλογή 1998, σ. I-7747, σκέψη 37, και της , C-188/00, Kurz, Συλλογή 2002, σ. I-10691, σκέψη 66).

37

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν επομένως να εφαρμόζουν μέτρο σχετικά με την παραμονή στο έδαφός τους Τούρκου υπηκόου, δυνάμενο να εμποδίσει την άσκηση των δικαιωμάτων που το δίκαιο της Ενώσεως ρητώς παρέχει στον υπήκοο αυτόν.

38

Εφόσον, ο Τούρκος υπήκοος πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει μια διάταξη της αποφάσεως 1/80 και, ως εκ τούτου, είναι ήδη νομίμως ενταγμένος σε κράτος μέλος υποδοχής, το κράτος αυτό δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να περιορίσει την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων και κατ’ αυτόν τον τρόπο να στερεί κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα από την εν λόγω απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις Birden, σκέψη 37, και Kurz, σκέψη 68).

39

Ειδικότερα, η άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στους Τούρκους υπηκόους βάσει της αποφάσεως 1/80 δεν εξαρτάται από καμία προϋπόθεση σχετική με τον λόγο για τον οποίο τους παρασχέθηκε αρχικώς δικαίωμα εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-237/91, Kus, Συλλογή 1992, σ. I-6781, σκέψεις 21 και 22, καθώς και της , C-294/06, Payir κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I-203, σκέψη 40).

40

Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 6 της αποφάσεως 1/80 δεν εξαρτά την αναγνώριση του δικαιώματος προσβάσεως στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής και, συνακόλουθα, το δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος Τούρκου εργαζομένου από τις συνθήκες υπό τις οποίες παρασχέθηκε στον εργαζόμενο αυτόν το δικαίωμα εισόδου και διαμονής.

41

Το εθνικό δικαστήριο επισημαίνει επιπλέον ότι κανένα συμφέρον άξιο προστασίας ούτε η δυνατότητα εξακολουθήσεως ολιγόωρης οικονομικής δραστηριότητας δικαιολογούν την παράταση της διαμονής της H. Genc στη Γερμανία.

42

Αρκεί να υπομνηστεί σχετικώς ότι τα δικαιώματα τα οποία αναγνωρίζονται βάσει της αποφάσεως 1/80 στους Τούρκους υπηκόους που πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω απόφαση μπορούν να περιορισθούν σε δύο μόνο περιπτώσεις: είτε όταν η παρουσία του Τούρκου μετανάστη στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής συνιστά, λόγω της ατομικής συμπεριφοράς του, πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής, είτε όταν ο ενδιαφερόμενος έχει εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους αυτού για σημαντικό χρονικό διάστημα χωρίς να συντρέχουν θεμιτοί λόγοι (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, C-453/07, Er, Συλλογή 2008, σ. I-7299, σκέψη 30).

43

Ο εξαντλητικός χαρακτήρας των περιορισμών που διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση αν οι εθνικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να εξαρτούν το δικαίωμα διαμονής του ενδιαφερομένου από συμπληρωματικές προϋποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη συμφερόντων που δύνανται να δικαιολογούν τη διαμονή ή με τη φύση της απασχολήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, C-337/07, Altun, Συλλογή 2008, σ. I-10323, σκέψη 63).

44

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι Τούρκος εργαζόμενος, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, μπορεί να επικαλείται το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που αντλεί από τη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, ακόμη και αν ο σκοπός για τον οποίον εισήλθε στο κράτος μέλος υποδοχής δεν υφίσταται πλέον. Εφόσον αυτός ο εργαζόμενος πληροί τις προϋποθέσεις που διατυπώνονται στο εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, το δικαίωμά του διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να εξαρτηθεί από πρόσθετες προϋποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη συμφερόντων δυναμένων να δικαιολογήσουν τη διαμονή ή σχετικά με τη φύση της απασχολήσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

45

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Πρόσωπο που βρίσκεται σε κατάσταση όμοια με αυτήν της προσφεύγουσας της κύριας δίκης είναι εργαζόμενος υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την ανάπτυξη της Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, που εκδόθηκε από το Συμβούλιο Συνδέσεως το οποίο συστάθηκε με τη Συμφωνία Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, μόνον αν η οικεία μισθωτή δραστηριότητα έχει πραγματικό και ουσιαστικό χαρακτήρα. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις επί των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να εκτιμήσει αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.

 

2)

Τούρκος εργαζόμενος, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 1/80, μπορεί να επικαλείται το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που αντλεί από τη Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, ακόμη και αν ο σκοπός για τον οποίον εισήλθε στο κράτος μέλος υποδοχής δεν υφίσταται πλέον. Εφόσον αυτός ο εργαζόμενος πληροί τις προϋποθέσεις που διατυπώνονται στο εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1, το δικαίωμά του διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να εξαρτηθεί από πρόσθετες προϋποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη συμφερόντων δυναμένων να δικαιολογήσουν τη διαμονή ή σχετικά με τη φύση της απασχολήσεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.