62000J0253

Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 2002. - Antonio Muñoz y Cia SA και Superior Fruiticola SA κατά Frumar Ltd και Redbridge Produce Marketing Ltd. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο. - Γεωργία - Κανονισμός (EK) 2200/96 - Ποιοτικά πρότυπα για ποικιλίες επιτραπέζιων σταφυλιών - Νομικές υποχρεώσεις των επιχειρηματιών που εμπορεύονται επιτραπέζια σταφύλια στο εσωτερικό της Κοινότητας - Δυνατότητα του επιχειρηματία να αξιώσει την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών στο πλαίσιο αστικής δίκης. - Υπόθεση C-253/00.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σελίδα I-07289


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Γεωργία - Κοινή οργάνωση αγορών - Οπωροκηπευτικά - οιοτικά πρότυπα - Δικαίωμα ενός επιχειρηματία να αξιώσει την τήρηση των προτύπων αυτών στο πλαίσιο αστικής δίκης

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 1035/72 και 2200/96)

Περίληψη


$$Οι κανονισμοί 1035/72 και 2200/96, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών, έχουν την έννοια ότι η τήρηση των διατάξεων περί των ποιοτικών προτύπων των οπωροκηπευτικών πρέπει να μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο αστικής δίκης, μέσω αγωγής ασκουμένης από έναν επιχειρηματία κατά ανταγωνιστή του.

ράγματι, αυτή η δυνατότητα ασκήσεως αγωγής ενισχύει τη λειτουργικότητα της κοινοτικής ρυθμίσεως περί ποιοτικών προτύπων. Συμπληρώνοντας τη δράση των οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι από τα κράτη μέλη με τη διενέργεια των ελέγχων που προβλέπει η ρύθμιση αυτή, η ως άνω δυνατότητα συμβάλλει στην αποθάρρυνση των, συχνά δυσχερώς εντοπιζομένων, πρακτικών που είναι ικανές να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Από την οπτική αυτή γωνία, οι αγωγές που ασκούνται από ανταγωνιστές επιχειρηματίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων είναι ιδιαίτερα ικανές να συμβάλουν ουσιαστικά στην εξασφάλιση της εντιμότητας των συναλλαγών και της διαφάνειας των αγορών εντός της Κοινότητας.

( βλ. σκέψεις 31-32 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-253/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Antonio Muñoz y Cia SA,

Superior Fruiticola SA

και

Frumar Ltd,

Redbridge Produce Marketing Ltd,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των κανονισμών (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μα_ου 1972, και (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (αντιστοίχως, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 250, και ΕΕ L 297, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, ρόεδρο, P. Jann (εισηγητή), N. Colneric και S. von Bahr, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, D. A. O. Edward, A. La Pergola, J.-P. Puissochet, R. Schintgen, J. N. Cunha Rodrigues και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: R. Grass

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Antonio Muñoz y Cia SA και η Superior Fruiticola SA, εκπροσωπούμενες από τους Μ. Howe, QC, Μ. Brealey και την C. May, barristers, κατ' εντολήν του Ι. Craig, solicitor,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Κοντού-Durande και τον K. Fitch,

έχοντας υπόψη την έκθεση του εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 14ης Ιουνίου 2000, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιουνίου 2000, το Court of Αppeal (England & Wales) (Civil Division) υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των κανονισμών (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μαϊου 1972, και (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών (αντιστοίχως, ΕΕ ειδ. έκδ. 03/007, σ. 250, και ΕΕ L 297, σ. 1).

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας κινηθείσας από τις εταιρίες Antonio Muñoz y Cia SA (στο εξής: Muñoz) και Superior Fruiticola SA (στο εξής: Fruiticola) κατά των Frumar Ltd (στο εξής: Frumar) και Redbridge Produce Marketing Ltd (στο εξής: Redbridge), προκειμένου να απαγορευθεί στις τελευταίες να διαθέτουν στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου επιτραπέζια σταφύλια υπό ονομασίες μη σύμφωνες προς την κοινοτική νομοθεσία.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

Ο κανονισμός 1035/72

3 Το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1035/72 προβλέπει ότι «[τ]α απαριθμούμενα στο παράρτημα Ι προϊόντα, που προορίζονται να διατεθούν νωπά στον καταναλωτή, υπόκεινται σε κανόνες ποιότητος». Μεταξύ των προϊόντων που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα Ι περιλαμβάνονται και τα επιτραπέζια σταφύλια.

4 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Όταν καθορισθούν κανόνες ποιότητος, τα προϊόντα στα οποία εφαρμόζονται είναι δυνατό να εκτεθούν προς πώληση, να διατεθούν προς πώληση, να πωληθούν, να παραδοθούν ή να τεθούν σε εμπορία με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, στο εσωτερικό της Κοινότητος, μόνο αν είναι σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς.»

5 Το άρθρο 8 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τη διενέργεια ελέγχων από οργανισμούς που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος, ώστε να διαπιστώνεται αν τα προϊόντα για τα οποία έχουν καθοριστεί ποιοτικοί κανόνες ανταποκρίνονται στους κανόνες αυτούς.

Ο κανονισμός 2200/96

6 Ο κανονισμός 2200/96 κατάργησε τον κανονισμό 1035/72 από 1ης Ιανουαρίου 1997.

7 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2200/96 προβλέπει ότι «[τ]α προϊόντα που προορίζονται να παραδοθούν νωπά στον καταναλωτή μπορούν να κατατάσσονται βάσει συστήματος προτύπων».

8 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Ο κάτοχος των προϊόντων για τα οποία θεσπίζονται ποιοτικά πρότυπα δύναται να τα εκθέτει προς πώληση, να τα διαθέτει προς πώληση, να τα πωλεί, να τα παραδίδει ή να τα διαθέτει στο εμπόριο με οιονδήποτε άλλο τρόπο, στο εσωτερικό της Κοινότητας, μόνον εάν είναι σύμφωνα με τα πρότυπα αυτά. Ο κάτοχος του προϊόντος είναι υπεύθυνος για την τήρηση των προτύπων αυτών.»

9 Το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τη διενέργεια ελέγχων από οργανισμούς που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος, ώστε να διαπιστώνεται αν τα προϊόντα για τα οποία έχουν καθοριστεί ποιοτικά πρότυπα ανταποκρίνονται στα πρότυπα αυτά.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1730/87

10 Όσον αφορά την επισήμανση των προϊόντων, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1730/87 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1987, που καθορίζει τους κανόνες ποιότητας για τα επιτραπέζια σταφύλια (ΕΕ L 163, σ. 25), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 93/91 της Επιτροπής, της 15ης Ιανουαρίου 1991 (ΕΕ L 11, σ. 13), και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 291/92 της Επιτροπής, της 6ης Φεβρουαρίου 1992 (ΕΕ L 31, σ. 25), διευκρινίζει, στο τμήμα VI του παραρτήματός του, ότι κάθε δέμα πρέπει να φέρει, μεταξύ άλλων, ένδειξη με το όνομα της ποικιλίας.

11 Στην αρχική μορφή του κανονισμού 1730/87, ένα προσάρτημα του παραρτήματος του κανονισμού απαριθμούσε περιοριστικώς τους καταλόγους των μόνων ποικιλιών που μπορούσαν να διατεθούν στο εμπόριο εντός της Κοινότητας. Καμία από τις επίδικες στην υπόθεση της κύριας δίκης ποικιλίες δεν περιλαμβανόταν στους καταλόγους αυτούς.

12 Ο κανονισμός 93/91 προσέθεσε στις ήδη προβλεπόμενες ποικιλίες την ποικιλία Superior seedless.

13 Ο κανονισμός 291/92 κατάργησε τον εξαντλητικό χαρακτήρα των καταλόγων ποικιλιών, διευκρινίζοντας ότι τα ποιοτικά πρότυπα ισχύουν για όλες τις ποικιλίες σταφυλιών που προορίζονται να διατεθούν στον καταναλωτή σε νωπή κατάσταση.

14 Ο κανονισμός 1730/87 καταργήθηκε, από 1ης Φεβρουαρίου 2000, από τον κανονισμό (ΕΚ) 2789/1999 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1999, για τον καθορισμό των προδιαγραφών εμπορίας που εφαρμόζονται για τα επιτραπέζια σταφύλια (ΕΕ L 336, σ. 13). Οι διατάξεις του κανονισμού αυτού περί επισημάνσεως των σταφυλιών και περί ονομασιών των ποικιλιών είναι, κατ' ουσίαν, ταυτόσημες με τις προϊσχύσασες διατάξεις.

Η εθνική ρύθμιση

15 Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αρμόδιος για τη διενέργεια των ελέγχων που προβλέπονται από τους κανονισμούς 1035/72 και 2200796 οργανισμός είναι ο Horticultural Marketing Ispectorate (στο εξής: ΗΜΙ), που υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων.

16 Ο Horticultural and Agricultural Act 1964 (νόμος του 1964 περί φυτοκομίας και γεωργίας), όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες προϊόντα υπαγόμενα σε προδιαγραφές διατίθενται προς πώληση κατά παράβαση των κοινοτικών ποιοτικών προτύπων.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17 Η εταιρία Muñoz και η μητρική της εταιρία Fruiticola παράγουν σταφύλια στην Ισπανία. Ειδικότερα, καλλιεργούν σταφύλια της ποικιλίας Superior seedless, τα οποία διαθέτουν, μεταξύ αλλων, στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου.

18 Η Frumar και η μητρική της εταιρία Redbridge εισάγουν οπωροκηπευτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από το 1987 και εντεύθεν, πωλούν εντός του Ηνωμένου Βασιλείου επιτραπέζια σταφύλια υπό τις ονομασίες White seedless, Sult και Coryn.

19 H Muñoz και η Fruiticola κατήγγειλαν επανειλημμένως στον ΗΜΙ ότι τα σταφύλια που επωλούντο υπό τις ονομασίες αυτές ανήκαν στην πραγματικότητα στην ποικιλία Superior seedless και ότι, συνεπώς, η επισήμανση των προϊόντων αυτών ήταν ανακριβής από πλευράς κοινοτικής νομοθεσίας. Ο ΗΜΙ δεν έλαβε κανένα μέτρο κατόπιν των καταγγελιών αυτών.

20 Το 1998, οι ανωτέρω ενήγαγαν τις Frumar και Redbridge ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (Ηνωμένο Βασίλειο), προσάπτοντάς τους ότι είχαν παραβιάσει την κοινοτική νομοθεσία.

21 Κατόπιν πραγματογνωμοσυνών, οι τελευταίες αναγνώρισαν, πριν από την άσκηση της αγωγής, ότι τα σταφύλια που εμπορεύονταν υπό την ονομασία Coryn ανήκαν στην ποικιλία Superior seedless. Μετά την άσκηση της αγωγής, και στο πλαίσιο της αγωγής αυτής και μόνον, αναγνώρισαν ότι και τα σταφύλια που εμπορεύονταν υπό τις ονομασίες White seedless και Sult ανήκαν στην ποικιλία Superior seedless.

22 Με διάταξη της 26ης Μαρτίου 1999, το High Court of Justice απέρριψε την αγωγή των Muñoz και Fruiticola. Το δικαστήριο αυτό διαπίστωσε ότι οι Frumar και Redbridge είχαν παραβεί την κοινοτική νομοθεσία περί ποιοτικών προτύπων. Ωστόσο, έκρινε ότι η νομοθεσία αυτή δεν απονέμει σε παραγωγούς όπως οι Muñoz και Fruiticola δικαίωμα ασκήσεως αγωγής στηριζομένης στη μη τήρηση των κανονισμών 1035/72 και 2200/96.

23 Θεωρώντας ότι το High Court of Justice υπέπεσε, ως προς το δεύτερο αυτό σημείο, σε νομική πλάνη, οι Muñoz και Fruiticola άσκησαν έφεση ενώπιον του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division). Υπ' αυτές ακριβώς τις συνθήκες, το τελευταίο αυτό δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιβάλλει ο κανονισμός (ΕΚ) 2200/96 [και επέβαλλε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1035/72 κατά την περίοδο της ισχύος του] νομική υποχρέωση στους ασκούντες εμπορία ορισμένου είδους οπωροκηπευτικών εντός της Κοινότητας να τηρούν τις σχετικές με την ονομασία ποικιλίας επιταγές ποιοτικού κανόνα ο οποίος ισχύει για το συγκεκριμένο είδος οπωροκηπευτικών υποχρέωση της οποίας την τήρηση οφείλουν να επιβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο αστικής δίκης κατόπιν ασκήσεως αγωγής εκ μέρους σημαντικού παραγωγού του εν λόγω είδους οπωροκηπευτικών εντός της Κοινότητας;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24 Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν η τήρηση των διατάξεων των κανονισμών 1035/72 και 2200/96 περί των ποιοτικών κανόνων που ισχύουν για τα οπωροκηπευτικά μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο αστικής δίκης, μέσω αγωγής ασκουμένης από έναν επιχειρηματία κατά ανταγωνιστή του.

25 Η Muñoz υποστηρίζει ότι, προκειμένου να μπορεί να γίνει επίκληση κοινοτικής διατάξεως στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, είναι απαραίτητο αλλά και αρκεί να προβλέπει η διάταξη αυτή σαφή και ανεπιφύλακτη υποχρέωση. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να προβλέπεται προς όφελος των διοικουμένων γενικώς, χωρίς να είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να ευνοήσει μια συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών ή να απονείμει συναφή δικαιώματα.

26 Η Επιτροπή θεωρεί ότι η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον οι επίδικες διατάξεις απονέμουν στους ιδιώτες δικαίωμα ασκήσεως αγωγής προκειμένου να υποχρεώσουν άλλον ιδιώτη να τηρήσει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία θα πρέπει να αναζητηθεί στους συγκεκριμένους κανονισμούς και στις γενικές αρχές της κοινής γεωργικής πολιτικής, στην οποία εντάσσονται οι κανονισμοί αυτοί.

27 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 249, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ), ο κανονισμός έχει γενική ισχύ και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Συνεπώς, λόγω της ίδιας της φύσης του και της λειτουργίας που επιτελεί στο σύστημα των πηγών του κοινοτικού δικαίου, ο κανονισμός μπορεί να γεννήσει υπέρ των ιδιωτών δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να προστατεύουν (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 1973, 34/73, Fratelli Variola, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 657, σκέψη 8).

28 Στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal, Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψη 16, της 19ης Ιουνίου 1990, C-213/89, Factortame κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-2433, σκέψη 19, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-453/99, Courage και Crehan, Συλλογή 2001, σ. Ι-6297, σκέψη 25).

29 Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1035/72, η εφαρμογή κοινών ποιοτικών προτύπων αποσκοπεί στην εξάλειψη των προϊόντων μη ικανοποιητικής ποιότητας από την αγορά, στον προσανατολισμό της παραγωγής κατά τρόπον ώστε να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των καταναλωτών και στη διευκόλυνση των εμπορικών σχέσεων με βάση τον θεμιτό ανταγωνισμό. Ο σκοπός αυτός επιβεβαιώνεται από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2200/96, σύμφωνα με την οποία η κατάταξη των προϊόντων σύμφωνα με κοινά και δεσμευτικά πρότυπα αποσκοπεί, αφενός, στη δημιουργία ενός πλαισίου αναφοράς που θα συμβάλει στην εντιμότητα των συναλλαγών και τη διαφάνεια των αγορών και, αφετέρου, στην εξάλειψη των προϊόντων μη ικανοποιητικής ποιότητας από τις αγορές αυτές. Η εικοστή αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι οι κανόνες της κοινής οργανώσεως των αγορών πρέπει να τηρούνται από το σύνολο των επιχειρηματιών στους οποίους εφαρμόζονται, άλλως στρεβλώνεται η λειτουργία τους.

30 Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η πλήρης αποτελεσματικότητα της ρυθμίσεως περί ποιοτικών προτύπων και, ειδικότερα, η πρακτική αποτελεσματικότητα της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 1, τόσο του κανονισμού 1035/72 όσο και του κανονισμού 2200/96, συνεπάγονται ότι η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο αστικής δίκης, μέσω αγωγής ασκουμένης από έναν επιχειρηματία κατά ανταγωνιστή του.

31 ράγματι, αυτή η δυνατότητα ασκήσεως αγωγής ενισχύει τη λειτουργικότητα της κοινοτικής ρυθμίσεως περί ποιοτικών προτύπων. Συμπληρώνοντας τη δράση των οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι από τα κράτη μέλη με τη διενέργεια των ελέγχων που προβλέπει η ρύθμιση αυτή, η ως άνω δυνατότητα συμβάλλει στην αποθάρρυνση των, συχνά δυσχερώς εντοπιζομένων, πρακτικών που είναι ικανές να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό. Από την οπτική αυτή γωνία, οι αγωγές που ασκούνται από ανταγωνιστές επιχειρηματίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων είναι ιδιαίτερα ικανές να συμβάλουν ουσιαστικά στην εξασφάλιση της εντιμότητας των συναλλαγών και της διαφάνειας των αγορών εντός της Κοινότητας.

32 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι κανονισμοί 1035/72 και 2200/96 έχουν την έννοια ότι η τήρηση των διατάξεων περί των ποιοτικών προτύπων των οπωροκηπευτικών πρέπει να μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο αστικής δίκης, μέσω αγωγής ασκουμένης από έναν επιχειρηματία κατά ανταγωνιστή του.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

33 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 14ης Ιουνίου 2000 το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division), αποφαίνεται:

Οι κανονισμοί (ΕΟΚ) 1035/72 του Συμβουλίου, της 18ης Μα_ου 1972, και (ΕΚ) 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών, έχουν την έννοια ότι η τήρηση των διατάξεων περί των ποιοτικών προτύπων των οπωροκηπευτικών πρέπει να μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο αστικής δίκης, μέσω αγωγής ασκουμένης από έναν επιχειρηματία κατά ανταγωνιστή του.