ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 38E

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

48ό έτος
15 Φεβρουαρίου 2005


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ανακοινώσεις

 

Συμβούλιο

2005/C 038E/1

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 6/2005, της 15ης Νοεμβρίου 2004, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές)

1

2005/C 038E/2

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 7/2005, της 15ης Νοεμβρίου 2004, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71

21

2005/C 038E/3

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 8/2005, της 29ης Νοεμβρίου 2004, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα

36

2005/C 038E/4

Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 9/2005, της 29ης Νοεμβρίου 2004, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 96/57/ΕΚ και 2000/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

45

EL

 


I Ανακοινώσεις

Συμβούλιο

15.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 38/1


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 6/2005

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 15 Νοεμβρίου 2004

για την έκδοση της οδηγίας 2005/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2005/C 38 E/01)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η παράγραφος 1 και η παράγραφος 3 στοιχείο α) του άρθρου 153 της συνθήκης ορίζουν ότι η Κοινότητα θα πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με μέτρα που θεσπίζει σύμφωνα με το άρθρο 95.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 της συνθήκης, η εσωτερική αγορά αποτελεί ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζονται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης. Η ανάπτυξη θεμιτών εμπορικών πρακτικών στο χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων.

(3)

Οι νόμοι των κρατών μελών που αφορούν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν αισθητές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Στον τομέα της διαφήμισης, η οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (3), θεσπίζει ελάχιστα κριτήρια για την εναρμόνιση της νομοθεσίας για την παραπλανητική διαφήμιση, όμως δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που παρέχουν εκτενέστερη προστασία στους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση διαφέρουν σημαντικά.

(4)

Οι διαφορές αυτές δημιουργούν αβεβαιότητα ως προς το ποιοι εθνικοί κανόνες ισχύουν για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και δημιουργούν πολλά εμπόδια τα οποία βλάπτουν τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Τα εμπόδια αυτά αυξάνουν το κόστος των επιχειρήσεων όταν χρησιμοποιούν τις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, ιδίως όταν επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν σε διασυνοριακό μάρκετινγκ, διαφημιστικές εκστρατείες και προώθηση πωλήσεων. Τα εμπόδια αυτά δημιουργούν επίσης αβεβαιότητα στους καταναλωτές όσον αφορά τα δικαιώματά τους και υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη τους στην εσωτερική αγορά.

(5)

Ελλείψει ενιαίων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο, τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών και αγαθών διαμέσου των συνόρων ή στην ελευθερία εγκατάστασης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο βαθμό που επιδιώκουν την προστασία αναγνωρισμένων στόχων δημοσίου συμφέροντος, και εφόσον είναι αναλογικά προς τους στόχους αυτούς. Σύμφωνα με τους κοινοτικούς στόχους, όπως καθορίζονται στις διατάξεις της Συνθήκης και του παράγωγου κοινοτικού δικαίου που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία και σύμφωνα με την πολιτική της Επιτροπής για την εμπορική επικοινωνία όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής «Τα πορίσματα της Πράσινης Βίβλου σχετικά με τις εμπορικές επικοινωνίες στην εσωτερική αγορά», παρόμοια εμπόδια θα πρέπει να εξαλειφθούν. Τα εμπόδια αυτά μπορούν να εξαλειφθούν μόνο με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο οι οποίοι να προβλέπουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και με τη διασαφήνιση ορισμένων νομικών εννοιών σε κοινοτικό επίπεδο, στο βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και για τη συμμόρφωση με την απαίτηση ασφάλειας του δικαίου.

(6)

Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία επιδιώκει την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης διαφήμισης, οι οποίες βλάπτουν άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και, συνεπώς, έμμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των θεμιτών ανταγωνιστών. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οδηγία προστατεύει τους καταναλωτές από τις συνέπειες τέτοιου είδους αθέμιτων εμπορικών πρακτικών όπου αυτές είναι ουσιώδεις, αλλά αναγνωρίζει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις η επίπτωση στους καταναλωτές μπορεί να είναι αμελητέα. Δεν καλύπτει ούτε θίγει τους εθνικούς νόμους για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν μόνο τα οικονομικά συμφέροντα των ανταγωνιστών ή τις πρακτικές που αφορούν εμπορικές συναλλαγές· τα κράτη μέλη, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τους την αρχή της επικουρικότητας, θα συνεχίσουν να είναι σε θέση να ρυθμίζουν τέτοιου είδους πρακτικές, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον επιλέξουν να το πράττουν. Επίσης η παρούσα πρόταση ούτε καλύπτει ούτε αναιρεί τις διατάξεις της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ για τη διαφήμιση που είναι παραπλανητική για τις επιχειρήσεις, αλλά δεν είναι παραπλανητική για τους καταναλωτές και για τη συγκριτική διαφήμιση. Δεν θίγει επίσης αποδεκτές πρακτικές διαφήμισης και μάρκετινγκ, όπως η θεμιτή γκρίζα διαφήμιση, η διαφοροποίηση του εμπορικού σήματος ή η προσφορά κινήτρων, οι οποίες μπορούν θεμιτά να επηρεάσουν την αντίληψη των καταναλωτών για προϊόντα καθώς και τη συμπεριφορά τους, χωρίς να εμποδίζουν τους καταναλωτές να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση.

(7)

Η παρούσα οδηγία αφορά εμπορικές πρακτικές που αποβλέπουν άμεσα στον επηρεασμό των αποφάσεων των καταναλωτών σε σχέση με προϊόντα. Δεν αφορά εμπορικές πρακτικές που εκτελούνται κατ' αρχήν για άλλους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης π.χ. της εμπορικής επικοινωνίας που στοχεύει σε επενδυτές, όπως είναι η υποβολή ετήσιων εκθέσεων και οι εταιρικές διαφημιστικές δημοσιεύσεις. Δεν καλύπτονται οι κανόνες δικαίου που σχετίζονται με την καλαισθησία και την ευπρέπεια, οι οποίοι παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Εμπορικές πρακτικές, όπως π.χ. η άγρα πελατών στους δρόμους, ενδέχεται να είναι ανεπιθύμητη στα κράτη μέλη για λόγους πολιτιστικούς. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσουν να μπορούν να απαγορεύουν εμπορικές πρακτικές για λόγους καλαισθησίας και ευπρέπειας στην επικράτειά τους, ακόμα και όταν οι πρακτικές αυτές δεν περιορίζουν την ελευθερία επιλογής των καταναλωτών.

(8)

Η παρούσα οδηγία προστατεύει άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές. Συνεπώς, προστατεύει έμμεσα τις επιχειρήσεις που λειτουργούν με θεμιτό τρόπο έναντι των ανταγωνιστών που δεν τηρούν τους κανόνες της οδηγίας και διασφαλίζει έτσι το θεμιτό ανταγωνισμό στον τομέα τον οποίο συντονίζει η οδηγία. Εξυπακούεται ότι υπάρχουν άλλες εμπορικές πρακτικές οι οποίες, μολονότι δεν βλάπτουν τους καταναλωτές, ενδέχεται να βλάψουν τους ανταγωνιστές και τους πελάτες των επιχειρήσεων. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει προσεκτικά την ανάγκη να αναληφθεί κοινοτική δράση στο πεδίο του αθέμιτου ανταγωνισμού που δεν καλύπτεται από την οδηγία και, εφόσον είναι αναγκαίο, να υποβάλει πρόταση προκειμένου να καλύψει τις άλλες αυτές πλευρές.

(9)

Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη επί μέρους προσφυγών ατόμων που έχουν υποστεί ζημία από αθέμιτη εμπορική πρακτική. Επίσης δεν θίγει την κοινοτική και εθνική νομοθεσία για το δίκαιο των συμβάσεων, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, τα θέματα υγείας και ασφαλείας προϊόντων, τους όρους εγκατάστασης και των καθεστώτων αδειών, περιλαμβανομένων των κανόνων που, βάσει του κοινοτικού δικαίου, αφορούν τα τυχερά παίγνια, και των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, καθώς και τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής τους. Έτσι, τα κράτη μέλη θα μπορούν, στην επικράτειά τους, να διατηρούν ή να εισάγουν περιορισμούς και απαγορεύσεις εμπορικών πρακτικών για λόγους προστασίας της υγείας και ασφάλειας των καταναλωτών ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης του εμπορευόμενου π.χ. σε σχέση με το οινόπνευμα, τον καπνό ή τα φαρμακευτικά προϊόντα. Για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την ακίνητη περιουσία λόγω της πολυπλοκότητας και των σοβαρών κινδύνων που ενέχουν, απαιτούνται λεπτομερείς ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των θετικών υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους εμπορευόμενους. Για το λόγο αυτό, στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της ακίνητης περιουσίας η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να υπερβαίνουν τα όρια των διατάξεων της παρούσας οδηγίας προκειμένου να προστατεύσουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών. Δεν είναι σκόπιμο να ρυθμιστεί εν προκειμένω η πιστοποίηση και η αναγραφή του ονομαστικού τίτλου των αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα.

(10)

Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ της παρούσας οδηγίας και του υφιστάμενου κοινοτικού δικαίου, ειδικά όταν για συγκεκριμένους τομείς ισχύουν λεπτομερείς διατάξεις για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία τροποποιεί την οδηγία 84/450/ΕΟΚ, την οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (4), την οδηγία 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (5), και την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές (6). Συνεπώς, η παρούσα οδηγία ισχύει μόνον εφόσον δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως είναι οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών και οι κανόνες για τον τρόπο παρουσίασης πληροφοριών στον καταναλωτή. Προστατεύει τον καταναλωτή όπου δεν υπάρχει ειδική τομεακή νομοθεσία σε κοινοτικό επίπεδο και απαγορεύει στους εμπορευόμενους τη δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων για τη φύση των προϊόντων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για σύνθετα προϊόντα με υψηλά επίπεδα κινδύνου για τους καταναλωτές όπως ορισμένα προϊόντα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Κατά συνέπεια η οδηγία συμπληρώνει το ισχύον κοινοτικό κεκτημένο για τις εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.

(11)

Το υψηλό επίπεδο σύγκλισης που επιτυγχάνεται με την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων μέσω της παρούσας οδηγίας δημιουργεί ένα κοινό υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει μια ενιαία γενική απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που στρεβλώνουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών. Καθορίζει επίσης κανόνες για επιθετικές εμπορικές πρακτικές που σήμερα δεν ρυθμίζονται σε επίπεδο Κοινότητας.

(12)

Η εναρμόνιση θα αυξήσει σημαντικά τη νομική βεβαιότητα και για τους καταναλωτές και για τις επιχειρήσεις. Τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις θα μπορούν να βασίζονται σε ένα ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο βασιζόμενο, με τη σειρά του, σε σαφώς καθορισμένες νομικές έννοιες που θα ρυθμίζουν όλες τις πτυχές των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών σε όλη την ΕΕ. Το αποτέλεσμα θα είναι η εξάλειψη των εμποδίων από τον κατακερματισμό των κανόνων για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και η επίτευξη της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς σε αυτό τον τομέα.

(13)

Για την επίτευξη των κοινοτικών στόχων μέσω της εξάλειψης των εμποδίων στην εσωτερική αγορά είναι αναγκαίο να αντικατασταθούν οι υφιστάμενες αποκλίνουσες γενικές ρήτρες και νομικές αρχές των κρατών μελών. Έτσι, η παρούσα οδηγία θεσπίζει μια ενιαία, κοινή γενική απαγόρευση η οποία καλύπτει τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που στρεβλώνουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών. Προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, η γενική απαγόρευση θα πρέπει να εφαρμόζεται και στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που ασκούνται εκτός οιασδήποτε συμβατικής σχέσης μεταξύ ενός εμπορευόμενου και ενός καταναλωτή ή μετά τη σύναψη της σύμβασης και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της. Η γενική απαγόρευση έχει καταρτιστεί βάσει κανόνων για τα δύο είδη εμπορικών πρακτικών που είναι κατ' εξοχήν οι πλέον συνήθεις, δηλαδή τις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές και τις επιθετικές εμπορικές πρακτικές.

(14)

Επιδίωξη είναι οι παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές να καλύπτουν εκείνες τις πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της παραπλανητικής διαφήμισης, οι οποίες εξαπατούν τον καταναλωτή και τον εμποδίζουν να κάνει τεκμηριωμένη και, επομένως, αποτελεσματική επιλογή. Σύμφωνα με τους νόμους και τις πρακτικές των κρατών μελών για την παραπλανητική διαφήμιση, η παρούσα οδηγία κατατάσσει τις παραπλανητικές πρακτικές σε παραπλανητικές πράξεις και σε παραπλανητικές παραλείψεις. Όσον αφορά τις παραλείψεις, η οδηγία καθορίζει έναν περιορισμένο αριθμό βασικών πληροφοριών που χρειάζεται ο καταναλωτής για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής. Οι πληροφορίες αυτές δεν πρέπει να ανακοινώνονται σε όλες τις διαφημίσεις αλλά μόνο όπου ο εμπορευόμενος απευθύνει πρόσκληση για αγορά, έννοια που προσδιορίζεται σαφώς στην οδηγία. Η προσέγγιση πλήρους εναρμόνισης την οποία ακολουθεί η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να ορίζουν, στο εθνικό τους δίκαιο, τα κύρια χαρακτηριστικά συγκεκριμένων προϊόντων, όπως συλλεκτικών αντικειμένων ή ηλεκτρικών προϊόντων, των οποίων η παράλειψη θα ήταν ουσιαστική όταν διατυπώνεται πρόσκληση για αγορά. Η οδηγία δεν επιδιώκει να περιορίσει τη δυνατότητα επιλογής των καταναλωτών απαγορεύοντας την προώθηση προϊόντων παρόμοιων με άλλα προϊόντα, εκτός αν η ομοιότητα δημιουργεί σύγχυση στους καταναλωτές ως προς την εμπορική προέλευση των προϊόντων και επομένως είναι παραπλανητική. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου το οποίο παρέχει ρητά στα κράτη μέλη τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων ρυθμιστικών εναλλακτικών λύσεων για την προστασία των καταναλωτών στον τομέα των εμπορικών πρακτικών. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη του άρθρου 13 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (7).

(15)

Όταν το κοινοτικό δίκαιο καθορίζει απαιτήσεις παροχής πληροφοριών για την εμπορική επικοινωνία, τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ, οι πληροφορίες αυτές θεωρούνται, κατά την παρούσα οδηγία, ουσιώδεις. Τα κράτη μέλη θα μπορούν να διατηρούν ή να προσθέτουν απαιτήσεις παροχής πληροφοριών οι οποίες θα αφορούν το δίκαιο των συμβάσεων και θα έχουν συνέπειες δικαίου των συμβάσεων όπου επιτρέπεται από τις ελάχιστες ρήτρες στις υφιστάμενες κοινοτικές νομοθετικές πράξεις. Στο παράρτημα 2 περιλαμβάνεται ενδεικτικός κατάλογος τέτοιων απαιτήσεων παροχής πληροφοριών που απαντώνται στο κοινοτικό κεκτημένο. Με δεδομένη την πλήρη εναρμόνιση που εισάγει η παρούσα οδηγία, μόνο οι πληροφορίες που απαιτούνται στο κοινοτικό δίκαιο θεωρούνται ουσιώδεις, για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 5 της παρούσας οδηγίας. Όπου τα κράτη μέλη έχουν εισαγάγει απαιτήσεις πληροφόρησης πέραν αυτών της κοινοτικής νομοθεσίας, με βάση τις ελάχιστες ρήτρες, η παράλειψη των εν λόγω πρόσθετων απαιτήσεων δεν θα συνιστά, επομένως, παραπλανητική παράλειψη κατά την παρούσα οδηγία. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη θα μπορούν, εφόσον αυτό επιτρέπεται με βάση τις ελάχιστες ρήτρες του κοινοτικού δικαίου, να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας των ατομικών συμβατικών δικαιωμάτων των καταναλωτών.

(16)

Οι διατάξεις για τις επιθετικές εμπορικές πρακτικές θα πρέπει να καλύπτουν τις πρακτικές εκείνες που περιορίζουν σημαντικά την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή. Πρόκειται για πρακτικές που χρησιμοποιούν παρενόχληση, καταναγκασμό συμπεριλαμβανόμενης και της χρήσης σωματικής βίας και της κατάχρησης επιρροής.

(17)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι εμπορικές πρακτικές που είναι αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, χάριν μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου. Στο παράρτημα Ι περιλαμβάνεται ο πλήρης κατάλογος όλων αυτών των πρακτικών. Είναι οι μόνες εμπορικές πρακτικές που μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες, χωρίς κατά περίπτωση αξιολόγηση, παρά τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 9.

(18)

Είναι σκόπιμο να προστατεύονται όλοι οι καταναλωτές από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ωστόσο, θεώρησε σκόπιμο, κατά την εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων διαφήμισης μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ, να εξετάσει τις επιπτώσεις που έχουν σε έναν ιδεατό τυπικό καταναλωτή. Η παρούσα οδηγία, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της προστασίας που παρέχει, λαμβάνει μεν ως σημείο αναφοράς το μέσο καταναλωτή όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, αλλά επίσης περιλαμβάνει διατάξεις για την πρόληψη της εκμετάλλευσης των καταναλωτών, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οποίων τους καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτους σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Όταν μια εμπορική πρακτική στοχεύει ειδικά σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών, όπως τα παιδιά, η επίδραση της εμπορικής πρακτικής ευκταίο είναι να εκτιμάται από την οπτική γωνία του μέσου μέλους αυτής της ομάδας. Η δοκιμή μέσου καταναλωτή δεν αποτελεί στατιστική δοκιμή. Τα εθνικά δικαστήρια και οι εθνικές αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν τη δική τους κρίση, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου για να προσδιορίζουν την τυπική αντίδραση του μέσου καταναλωτή σε μια δεδομένη περίπτωση.

(19)

Όταν ορισμένα χαρακτηριστικά όπως η ηλικία, η σωματική ή πνευματική αναπηρία ή η ευπιστία καθιστούν τους καταναλωτές ιδιαίτερα ευάλωτους σε μια εμπορική πρακτική ή στο προβαλλόμενο προϊόν και η οικονομική συμπεριφορά μόνον αυτών των καταναλωτών ενδέχεται να στρεβλωθεί από την εν λόγω πρακτική, με τέτοιο τρόπο ώστε ο εμπορευόμενος να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, είναι σκόπιμο να διασφαλίζεται η επαρκής προστασία τους με την αξιολόγηση αυτής της πρακτικής από την οπτική γωνία του μέσου μέλους αυτής της ομάδας.

(20)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένας ρόλος για τους κώδικες συμπεριφοράς οι οποίοι θα δίνουν τη δυνατότητα στους εμπορευόμενους να εφαρμόζουν τις αρχές της οδηγίας αποτελεσματικά σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς. Σε τομείς στους οποίους δεν υπάρχουν ειδικοί δεσμευτικοί κανόνες που να διέπουν τη συμπεριφορά των εμπορευομένων, είναι σκόπιμο οι εμπορευόμενοι αυτοί να παρέχουν επίσης αποδείξεις όσον αφορά τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας του τομέα. Με τον έλεγχο που ασκείται από ιδιοκτήτες κώδικα σε εθνικό ή κοινοτικό επίπεδο για την εξάλειψη αθέμιτων εμπορικών πρακτικών μπορεί να αποφευχθεί η ανάγκη προσφυγής σε διοικητικές ή δικαστικές αρχές και ως εκ τούτου ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να ενθαρρυνθεί. Προκειμένου να επιτευχθεί ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, οι οργανώσεις καταναλωτών θα μπορούσαν να ενημερώνονται και να συμμετέχουν στην κατάρτιση αυτών των κωδίκων συμπεριφοράς.

(21)

Τα άτομα ή οι οργανισμοί, που, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, θεωρείται ότι έχουν έννομο συμφέρον στη συγκεκριμένη υπόθεση, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα άσκησης προσφυγών κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, είτε ενώπιον δικαστηρίου είτε ενώπιον διοικητικής αρχής αρμόδιας για να αποφασίσει ως προς την καταγγελία ή να κινήσει την ενδεδειγμένη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων. Το βάρος της αποδείξεως καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο. Θα ήταν, ωστόσο, σκόπιμο να έχουν τα δικαστήρια και οι διοικητικές αρχές τη δυνατότητα να ζητούν από τους εμπορευόμενους να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών τους.

(22)

Τα κράτη μέλη είναι αναγκαίο να θεσπίζουν κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και πρέπει να εξασφαλίζουν την επιβολή τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(23)

Επειδή οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η εξάλειψη των εμποδίων για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς που προκύπτουν από την εθνική νομοθεσία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και η παροχή ενός κοινού υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών μέσω της προσέγγισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο αυτό, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την εξάλειψη των εμποδίων της εσωτερικής αγοράς και την επίτευξη ενός κοινού υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών.

(24)

Είναι σκόπιμο να αναθεωρείται η παρούσα οδηγία για να εξασφαλίζεται ότι έχουν αντιμετωπισθεί τα εμπόδια της εσωτερικής αγοράς και ότι επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Η αναθεώρηση θα μπορούσε να οδηγήσει στην υποβολή πρότασης της Επιτροπής για τροποποίηση της παρούσας οδηγίας, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει περιορισμένη επέκταση της παρέκκλισης του άρθρου 3 παράγραφος 5 ή/και τροποποιήσεις άλλων νομοθετικών πράξεων για την προστασία των καταναλωτών οι οποίες να αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση της Επιτροπής στο πλαίσιο της στρατηγικής για την πολιτική καταναλωτών να αναθεωρεί το ισχύον κεκτημένο ώστε να επιτευχθεί υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

(25)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Στόχος

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)

«καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις εμπορικές πρακτικές που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα·

β)

«εμπορευόμενος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις εμπορικές πρακτικές που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου·

γ)

«προϊόν»: κάθε αγαθό ή υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων·

δ)

«εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές» (οι οποίες αναφέρονται στο εξής και ως «εμπορικές πρακτικές»): κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του μάρκετινγκ, ενός εμπορευομένου, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές·

ε)

«ουσιώδης στρέβλωση της οικονομικής συμπεριφοράς των καταναλωτών»: η χρήση μιας εμπορικής πρακτικής με σκοπό τη σημαντική μείωση της ικανότητας του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση, με επακόλουθο ο καταναλωτής να λάβει μια απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε·

στ)

«κώδικας συμπεριφοράς»: κάθε συμφωνία ή σύνολο κανόνων που δεν επιβάλλονται από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη κράτους μέλους και που καθορίζουν, όσον αφορά μια ή περισσότερες συγκεκριμένες εμπορικές πρακτικές ή επιχειρηματικούς τομείς, τη συμπεριφορά των εμπορευομένων που αναλαμβάνουν να δεσμεύονται από τον κώδικα·

ζ)

«ιδιοκτήτης κώδικα»: κάθε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων ενός εμπορευομένου ή μιας ομάδας εμπορευομένων, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διατύπωση και την αναθεώρηση ενός κώδικα συμπεριφοράς ή/και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τον κώδικα όσων έχουν αναλάβει να δεσμεύονται από αυτόν·

η)

«επαγγελματική ευσυνειδησία»: το μέτρο της ειδικής τεχνικής ικανότητας και μέριμνας που ευλόγως αναμένεται να επιδεικνύει ένας εμπορευόμενος προς τους καταναλωτές, κατ' αναλογία προς την έντιμη πρακτική της αγοράς ή/και τη γενική αρχή της καλής πίστης, στον τομέα δραστηριοτήτων του εμπορευόμενου·

θ)

«πρόσκληση για αγορά»: η εμπορική επικοινωνία στην οποία αναφέρονται χαρακτηριστικά του προϊόντος και η τιμή, με τρόπο ο οποίος ενδείκνυται για τα μέσα της εμπορικής επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται, ούτως ώστε να έχει ο καταναλωτής τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει την αγορά·

ι)

«κατάχρηση επιρροής»: η εκμετάλλευση της θέσης ισχύος σε σχέση με τον καταναλωτή για την άσκηση πίεσης, ακόμα και χωρίς τη χρήση ή την απειλή σωματικής βίας, με τρόπο που περιορίζει σημαντικά την ικανότητα του καταναλωτή να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση·

ια)

«απόφαση συναλλαγής»: απόφαση που λαμβάνει ο καταναλωτής για το κατά πόσον, πώς και υπό ποίους όρους θα πραγματοποιήσει αγορά, θα καταβάλει τίμημα πλήρως ή εν μέρει, θα κρατήσει ή θα διαθέσει προϊόν ή θα ασκήσει συμβατικό δικαίωμα επί του προϊόντος, είτε ο καταναλωτής αποφασίσει να προβεί σε ενέργεια είτε όχι·

ιβ)

«νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα»: επαγγελματική δραστηριότητα ή ομάδα επαγγελματικών δραστηριοτήτων, η πρόσβαση στις οποίες ή η άσκηση των οποίων ή ένας από τους τρόπους άσκησης των οποίων προϋποθέτει, άμεσα ή έμμεσα, ειδικά επαγγελματικά προσόντα, κατ' εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζομένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν.

2.   Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη του δικαίου των συμβάσεων και, ιδίως, των κανόνων εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης.

3.   Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη των κοινοτικών ή εθνικών κανόνων που αφορούν θέματα υγείας και ασφάλειας των προϊόντων.

4.   Σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας με άλλους κοινοτικούς κανόνες που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, οι τελευταίοι επικρατούν και εφαρμόζονται επί των πτυχών αυτών.

5.   Για διάστημα έξι ετών από … (8), τα κράτη μέλη θα μπορούν να εφαρμόζουν εθνικούς κανόνες στο πεδίο των νομοθεσιών που προσεγγίζονται δια της παρούσας οδηγίας περιοριστικότερους και λεπτομερέστερους αυτών της παρούσας οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διατάξεις με τις οποίες μεταφέρονται στο εθνικό δίκαιο οδηγίες που περιλαμβάνουν ρήτρες ελάχιστης εναρμόνισης. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση επαρκούς προστασίας των καταναλωτών έναντι των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο στόχο. Η αναθεώρηση κατ' άρθρο 18 μπορεί, εφόσον κριθεί σκόπιμο, να περιλαμβάνει πρόταση για παράταση της παρούσας παρέκκλισης για περαιτέρω περιορισμένο διάστημα.

6.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή τις ενδεχόμενες εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται βάσει της παραγράφου 5.

7.   Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη των κανόνων περί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων.

8.   Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη των τυχόν όρων εγκατάστασης, ή των καθεστώτων αδειών, ή των δεοντολογικών κωδίκων συμπεριφοράς ή άλλων ειδικών κανόνων που διέπουν νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα προκειμένου να τηρούνται υψηλά πρότυπα επαγγελματικής ακεραιότητας, τους οποίους μπορούν, να επιβάλλουν στους επαγγελματίες τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

9.   Ως προς τις «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες» όπως ορίζονται στην οδηγία 2002/65/ΕΚ προς τους καταναλωτές και την ακίνητη περιουσία, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιοριστικότερους και λεπτομερέστερους κανόνες από τους κανόνες της παρούσας οδηγίας στον εναρμονιζόμενο τομέα.

10.   Η παρούσα οδηγία δεν ισχύει για την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την πιστοποίηση και την αναγραφή του ονομαστικού τίτλου των αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα.

Άρθρο 4

Εσωτερική αγορά

Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν ούτε την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ούτε την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών για λόγους που εμπίπτουν στον τομέα όπου επιδιώκεται η προσέγγιση της νομοθεσίας μέσω της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Άρθρο 5

Απαγόρευση αθεμίτων εμπορικών πρακτικών

1.   Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

2.   Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν:

α)

είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας, και

β)

στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών.

3.   Εμπορικές πρακτικές που αφορούν το σύνολο των καταναλωτών αλλά ενδέχεται να στρεβλώνουν ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά μόνο μιας ομάδας καταναλωτών που είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι ως προς την πρακτική αυτή ή ως προς το συγκεκριμένο προϊόν λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας, ηλικίας ή ακρισίας, με τέτοιο τρόπο ώστε ο εμπορευόμενος να μπορεί ευλόγως να το προβλέψει, εκτιμώνται υπό το πρίσμα του μέσου μέλους της συγκεκριμένης ομάδας. Αυτό ισχύει υπό την επιφύλαξη της κοινής και θεμιτής διαφημιστικής πρακτικής της διατύπωσης δηλώσεων που ενέχουν υπερβολές ή δηλώσεων οι οποίες δεν αναμένεται να εκληφθούν, ως έχουν, εν τη κυριολεξία τους.

4.   Ιδιαιτέρως, εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες όταν

α)

είναι παραπλανητικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 6 και 7, ή

β)

είναι επιθετικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 8 και 9.

5.   Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις.

ΤΜΗΜΑ 1

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Άρθρο 6

Παραπλανητικές πράξεις

1.   Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι επομένως αναληθής ή, όταν, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής παρουσίασής της, εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει το μέσο καταναλωτή, ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται κατωτέρω και, ούτως ή άλλως, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε:

α)

η ύπαρξη ή η φύση του προϊόντος·

β)

τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος όπως είναι η διαθεσιμότητα, τα οφέλη, οι κίνδυνοι, η εκτέλεση, η σύνθεση, τα συνοδευτικά εξαρτήματα, η μετά την πώληση υποστήριξη προς τον καταναλωτή και η αντιμετώπιση των παραπόνων, η μέθοδος και η ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, η παράδοση, η καταλληλότητα, η χρήση, η ποσότητα, οι προδιαγραφές, η γεωγραφική ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση του προϊόντος αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων του προϊόντος·

γ)

έκταση των δεσμεύσεων του εμπορευομένου, τα κίνητρα για την εμπορική πρακτική και η φύση της διαδικασίας πωλήσεων, κάθε δήλωση ή σύμβολο που αφορά άμεση ή έμμεση χορηγία ή έγκριση του εμπορευομένου ή του προϊόντος·

δ)

η τιμή ή ο τρόπος υπολογισμού της ή η ύπαρξη ειδικής πλεονεκτικής τιμής·

ε)

η ανάγκη υπηρεσίας, ανταλλακτικού, αντικατάστασης ή επισκευής·

στ)

η φύση, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του εμπορευομένου ή του πράκτορά του, όπως είναι η ταυτότητα και τα περιουσιακά στοιχεία του, τα προσόντα του, η ιδιότητα, η έγκριση, η εταιρική σχέση ή η σύνδεση και η κυριότητα δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του·

ζ)

τα δικαιώματα του καταναλωτή ή οι κίνδυνοι που μπορεί να κληθεί να αντιμετωπίσει.

2.   Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επίσης παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει το μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, και η πρακτική περιλαμβάνει:

α)

κάθε μάρκετινγκ προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της συγκριτικής διαφήμισης, που δημιουργεί σύγχυση με προϊόντα, εμπορικά σήματα, εμπορικές επωνυμίες και άλλα διακριτικά γνωρίσματα ενός ανταγωνιστή·

β)

μη συμμόρφωση του εμπορευομένου προς τις δεσμεύσεις που περιέχουν κώδικες συμπεριφοράς με τους οποίους ανέλαβε να δεσμευτεί, όταν:

i)

η δέσμευση δεν είναι προγραμματική αλλά είναι ρητή και μπορεί να εξακριβωθεί, και

ii)

ο εμπορευόμενος αναφέρει σε μια εμπορική πρακτική ότι δεσμεύεται από τον κώδικα.

Άρθρο 7

Παραπλανητικές παραλείψεις

1.   Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

2.   Παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται και όταν ο εμπορευόμενος αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, ή όταν δεν προσδιορίζει την εμπορική επιδίωξη της εμπορικής πρακτικής, εφόσον αυτή δεν είναι ήδη προφανής από το συγκεκριμένο πλαίσιο.

3.   Όταν το μέσο που χρησιμοποιείται για την ανακοίνωση της εμπορικής πρακτικής επιβάλλει περιορισμούς τόπου ή χρόνου, οι περιορισμοί αυτοί καθώς και τα μέτρα που λαμβάνει ο εμπορευόμενος για να καταστήσει την πληροφορία προσιτή στους καταναλωτές με άλλο τρόπο, λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν η πληροφορία έχει παραλειφθεί.

4.   Στην περίπτωση της πρόσκλησης για αγορά, θεωρούνται ουσιώδεις οι ακόλουθες πληροφορίες, εάν δεν είναι ήδη προφανείς από το συγκεκριμένο πλαίσιο:

α)

τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, στο βαθμό που ενδείκνυνται σε σχέση με το μέσο και το προϊόν·

β)

η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του εμπορευομένου, όπως η εμπορική επωνυμία του και όπου ενδείκνυται, η γεωγραφική διεύθυνση και η ταυτότητα του εμπορευομένου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί·

γ)

η τιμή, συμπεριλαμβανομένων των φόρων, ή αν, λόγω της φύσεως του προϊόντος, η τιμή δεν μπορεί ευλόγως να καθοριστεί εκ των προτέρων, ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται η τιμή, και, όπου ενδείκνυται, όλες οι πρόσθετες επιβαρύνσεις αποστολής, παράδοσης ή ταχυδρομείου ή, όταν αυτές οι επιβαρύνσεις ευλόγως δεν μπορούν να υπολογιστούν εκ των προτέρων, το γεγονός ότι μπορεί να απαιτηθούν τέτοιες πρόσθετες επιβαρύνσεις·

δ)

οι ρυθμίσεις για την πληρωμή, παράδοση, εκτέλεση και αντιμετώπιση παραπόνων, εφόσον αποκλίνουν από τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας·

ε)

για προϊόντα και συναλλαγές όπου υφίσταται δικαίωμα υπαναχώρησης ή ακύρωσης, η ύπαρξη αυτού του δικαιώματος.

5.   Οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που θεσπίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, σχετικά με την εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης ή του μάρκετινγκ, των οποίων ενδεικτικός κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, θεωρούνται ουσιώδεις.

ΤΜΗΜΑ 2

ΕΠΙΘΕΤΙΚΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Άρθρο 8

Επιθετικές εμπορικές πρακτικές

Μια εμπορική πρακτική θεωρείται επιθετική εάν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, χρησιμοποιεί παρενόχληση, καταναγκασμό, συμπεριλαμβανομένης και της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρηση επιρροής και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζει σημαντικά ή ενδέχεται να παρεμποδίσει σημαντικά την ελευθερία επιλογής ή συμπεριφοράς του μέσου καταναλωτή ως προς το προϊόν, με αποτέλεσμα να τον οδηγεί ή να είναι πιθανόν να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής που διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

Άρθρο 9

Παρενόχληση, καταναγκασμός ή κατάχρηση επιρροής

Για να προσδιοριστεί κατά πόσον μια εμπορική πρακτική κάνει χρήση παρενόχλησης, καταναγκασμού, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης σωματικής βίας, ή κατάχρησης επιρροής πρέπει να συνεκτιμώνται τα ακόλουθα:

α)

η χρονική στιγμή, ο τόπος, η φύση ή η επιμονή·

β)

η χρήση απειλητικών ή προσβλητικών εκφράσεων ή συμπεριφοράς·

γ)

η εκμετάλλευση, από τον εμπορευόμενο, κάθε συγκεκριμένης ατυχίας ή περίστασης, την οποία γνωρίζει και η οποία είναι τόσο σοβαρή ώστε να διαταράσσει την κρίση του καταναλωτή, προκειμένου να επηρεάσει την απόφασή του όσον αφορά το προϊόν·

δ)

κάθε επαχθές ή δυσανάλογο μη συμβατικό εμπόδιο που επιβάλλει ο εμπορευόμενος σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιθυμεί να ασκήσει τα δικαιώματά του στο πλαίσιο της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων λύσης της σύμβασης ή μετάβασης σε άλλο προϊόν ή σε άλλον εμπορευόμενο·

ε)

κάθε απειλή για λήψη μέτρου που δεν μπορεί να ληφθεί νομίμως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΩΔΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Άρθρο 10

Κώδικες συμπεριφοράς

Η παρούσα οδηγία δεν αποκλείει τον έλεγχο αθέμιτων εμπορικών πρακτικών από ιδιοκτήτες κωδίκων συμπεριφοράς, τον οποίο ενδεχομένως ενθαρρύνουν τα κράτη μέλη, ούτε και την προσφυγή σε τέτοιους φορείς από τα πρόσωπα ή τις οργανώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 11, εφόσον οι διαδικασίες ενώπιον των φορέων αυτών προβλέπονται επιπροσθέτως των δικαστικών ή διοικητικών προσφυγών που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Επιβολή του νόμου

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας προς το συμφέρον των καταναλωτών.

Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν νομοθετικές διατάξεις βάσει των οποίων τα πρόσωπα ή οι οργανώσεις που κατά την εθνική νομοθεσία έχουν έννομο συμφέρον για την καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών, θα μπορούν:

να προσβάλλουν δικαστικά την αθέμιτη αυτή πρακτική, ή/και

να φέρουν τη διαφήμιση αυτή ενώπιον διοικητικού οργάνου αρμόδιου είτε να αποφασίσει σχετικά με τις προσφυγές είτε να κινήσει τις κατάλληλες νόμιμες διαδικασίες.

Κάθε κράτος μέλος αποφασίζει το ίδιο ποια από τις παραπάνω διαδικασίες θα ισχύσει και αν θα πρέπει το δικαστήριο ή το διοικητικό όργανο να έχει το δικαίωμα να απαιτήσει, προτού επιληφθεί της υποθέσεως, να έχει γίνει προηγουμένως προσφυγή σε άλλα υπάρχοντα μέσα διακανονισμού της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένων των αναφερομένων στο άρθρο 10. Οι διαδικασίες αυτές διατίθενται ανεξάρτητα από το εάν οι θιγόμενοι καταναλωτές βρίσκονται στην επικράτεια του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα του ο εμπορευόμενος ή σε άλλο κράτος μέλος.

Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν:

κατά πόσον οι προσφυγές αυτές μπορούν να στρέφονται χωριστά ή από κοινού κατά ενός αριθμού εμπορευομένων του ίδιου οικονομικού τομέα, και

κατά πόσον οι προσφυγές αυτές μπορούν να στρέφονται κατά ιδιοκτήτη κώδικα, εφόσον ο εν λόγω κώδικας προωθεί τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του νόμου.

2.   Στα πλαίσια των νομοθετικών διατάξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη αναθέτουν στα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές εξουσίες βάσει των οποίων μπορούν, όταν κρίνουν τα μέτρα αυτά αναγκαία και, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον:

να διατάζουν την παύση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ή να παραπέμπουν το ζήτημα στα αρμόδια δικαστήρια προς έκδοση απόφασης για την παύση των πρακτικών αυτών, ή

στην περίπτωση που η αθέμιτη εμπορική πρακτική δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί αλλά επίκειται η εφαρμογή της, να την απαγορεύουν ή να παραπέμπουν το ζήτημα στα αρμόδια δικαστήρια προς έκδοση απόφασης για την απαγόρευση της πρακτικής,

έστω και αν δεν αποδεικνύεται πραγματική ζημία ή βλάβη, ούτε δόλος ή αμέλεια εκ μέρους του εμπορευομένου.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν, επιπλέον, ότι τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να ληφθούν στα πλαίσια της ταχείας διαδικασίας:

είτε με προσωρινή ισχύ, ή

είτε με οριστική ισχύ,

εξυπακούεται ότι εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να επιλέξει μεταξύ των δύο αυτών λύσεων.

Επιπλέον, προκειμένου να εξαλειφθούν τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα αθέμιτης εμπορικής πρακτικής η παύση της οποίας έχει διαταχθεί με οριστική απόφαση, τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές εξουσίες, βάσει των οποίων δύνανται:

να απαιτούν τη δημοσίευση της προαναφερόμενης απόφασης εν τω συνόλω της ή εν μέρει, με τη μορφή που κρίνουν κατάλληλη,

να απαιτούν, επιπλέον, τη δημοσίευση επανορθωτικής δήλωσης.

3.   Τα διοικητικά όργανα τα οποία προβλέπονται στην παράγραφο 1, πρέπει:

α)

να έχουν τέτοια σύνθεση ώστε να μη γεννώνται αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία τους·

β)

να έχουν επαρκείς εξουσίες, όταν αποφαίνονται σχετικά με τις προσφυγές ώστε να ασκούν εποπτεία και να επιβάλλουν την τήρηση των αποφάσεών τους με αποτελεσματικό τρόπο·

γ)

κατ' αρχήν, να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.

Εφόσον οι εξουσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 ασκούνται αποκλειστικά από διοικητικό όργανο, οι αποφάσεις του πρέπει πάντοτε να είναι αιτιολογημένες. Ακόμη, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να θεσπιστούν διαδικασίες με τις οποίες θα είναι δυνατό να προσβληθεί δικαστικά κάθε καταχρηστική ή αδικαιολόγητη άσκηση των εξουσιών του διοικητικού οργάνου ή κάθε καταχρηστική ή αδικαιολόγητη παράλειψη άσκησης των εξουσιών αυτών.

Άρθρο 12

Δικαστήρια και διοικητικές αρχές: τεκμηρίωση ισχυρισμών

Τα κράτη μέλη αναθέτουν στα δικαστήρια ή σε διοικητικές αρχές εξουσίες, βάσει των οποίων, κατά την εκδίκαση των δικαστικών ή διοικητικών προσφυγών του άρθρου 11, δύνανται:

α)

να ζητούν από τον εμπορευόμενο να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται σε μια εμπορική πρακτική, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του εμπορευομένου και των λοιπών διαδίκων, και

β)

να θεωρούν ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με το στοιχείο α) δεν προσκομιστούν ή θεωρηθούν ανεπαρκή από το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή.

Άρθρο 13

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν κυρώσεις για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της επιβολής αυτών των κυρώσεων. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 14

Τροποποιήσεις της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ

Η οδηγία 84/450/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία σκοπό έχει την προστασία των εμπορευομένων από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειές της και τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους επιτρέπεται η συγκριτική διαφήμιση.».

2.

Στο άρθρο 2:

το σημείο 3 αντικαθίσταται ως εξής:

«3.

“εμπορευόμενος”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, βιοτεχνική, επιχειρηματική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου.»,

προστίθεται:

«4.

“ιδιοκτήτης κώδικα”: κάθε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων ενός εμπορευομένου ή μιας ομάδας εμπορευομένων, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διατύπωση και την αναθεώρηση ενός κώδικα συμπεριφοράς ή/και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τον κώδικα όσων αναλαμβάνουν να δεσμεύονται από τον κώδικα.».

3.

Το άρθρο 3α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3α

1.   Η συγκριτική διαφήμιση επιτρέπεται, όσον αφορά τη σύγκριση, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δεν είναι παραπλανητική σύμφωνα με τα άρθρα 2 παράγραφος 2, το άρθρο 3 και το άρθρο 7 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας ή τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2005/…/ΕΚ (9) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (10)·

β)

συγκρίνει αγαθά ή υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους·

γ)

συγκρίνει κατά τρόπο αντικειμενικό ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που είναι ουσιώδη, συναφή, εξακριβώσιμα, και αντιπροσωπευτικά των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η τιμή·

δ)

δεν έχει ως συνέπεια τη δυσφήμιση ή την υποτίμηση των σημάτων, εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών σημείων, αγαθών, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων ή της κατάστασης ενός ανταγωνιστή·

ε)

για προϊόντα με ονομασία προέλευσης, αφορά σε κάθε περίπτωση προϊόντα με την ίδια ονομασία προέλευσης·

(στ)

δεν επωφελείται αθέμιτα από τη φήμη σήματος, εμπορικής επωνυμίας ή άλλων διακριτικών σημείων ανταγωνιστή ή από τα δηλωτικά καταγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων·

ζ)

δεν παρουσιάζει ένα αγαθό ή μια υπηρεσία ως απομίμηση ή αντίγραφο αγαθού ή υπηρεσίας που φέρουν σήμα κατατεθέν ή εμπορική επωνυμία·

η)

δεν δημιουργεί σύγχυση μεταξύ εμπορευομένων, μεταξύ διαφημιστή και ανταγωνιστή ή μεταξύ των εμπορικών σημάτων, των εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών γνωρισμάτων, αγαθών ή υπηρεσιών του διαφημιστή και του ανταγωνιστή.

4.

Το άρθρο 4 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση της παραπλανητικής διαφήμισης και τη συμμόρφωση με τις διατάξεις για τη συγκριτική διαφήμιση προς το συμφέρον των εμπορευομένων και των ανταγωνιστών. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν νομοθετικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες τα πρόσωπα ή οι οργανώσεις που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, έχουν έννομο συμφέρον να απαγορευθεί η παραπλανητική διαφήμιση ή να ρυθμιστεί η συγκριτική διαφήμιση δύνανται:

α)

να προσφύγουν στα δικαστήρια κατά της εν λόγω διαφήμισης, ή

β)

να προσφύγουν κατά της διαφήμισης αυτής ενώπιον διοικητικής αρχής η οποία είναι αρμόδια είτε να αποφασίσει σχετικά με την καταγγελία είτε να παραπέμψει το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστήριο.

Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν ποια από τις παραπάνω διαδικασίες θα ισχύσει και αν θα πρέπει το δικαστήριο ή οι διοικητικές αρχές να έχουν τη δυνατότητα να απαιτούν την προηγούμενη άσκηση άλλων υφιστάμενων μέσων για την αντιμετώπιση των καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένων των αναφερομένων στο άρθρο 5.

Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν:

α)

κατά πόσον οι προσφυγές αυτές μπορούν να στρέφονται χωριστά ή από κοινού κατά ενός αριθμού εμπορευομένων του ίδιου οικονομικού τομέα, και

β)

κατά πόσον οι προσφυγές αυτές μπορούν να στρέφονται κατά ιδιοκτήτη κώδικα, όταν ο εν λόγω κώδικας προωθεί τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του νόμου.».

5.

Το άρθρο 7 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η παρούσα οδηγία δεν κωλύει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εμπορευομένους και τους ανταγωνιστές έναντι της παραπλανητικής διαφήμισης.».

Άρθρο 15

Τροποποίηση της οδηγίας 97/7/ΕΚ και της οδηγίας 2002/65/ΕΚ

1.   Το άρθρο 9 της οδηγίας 97/7/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Παροχή μη παραγγελθέντων

Λαμβάνοντας υπόψη την απαγόρευση παροχής μη παραγγελθέντων που θεσπίζεται με την οδηγία 2005/…/ΕΚ (11) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (12), τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να απαλλάσσεται ο καταναλωτής από κάθε είδους καταβολή· στην περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων, η έλλειψη απάντησης δεν συνιστά συναίνεση.

2.   Το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9

Λαμβάνοντας υπόψη την απαγόρευση παροχής μη παραγγελθέντων που θεσπίζεται με την οδηγία 2005/…/ΕΚ (11) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (13), και με την επιφύλαξη της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τη σιωπηρή ανανέωση των εξ αποστάσεως συμβάσεων, όταν οι κανόνες αυτοί επιτρέπουν τη σιωπηρή ανανέωση, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να απαλλάσσεται ο καταναλωτής από κάθε υποχρέωση. Στην περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων, η έλλειψη απάντησης δεν συνιστά συναίνεση.

Άρθρο 16

Τροποποίηση της οδηγίας 98/27/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

1.   Στο παράρτημα της οδηγίας 98/27/ΕΚ, το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Οδηγία 2005/…/ΕΚ (11) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L …)».

2.   Στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, για τη συνεργασία των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας προστασίας του καταναλωτή («κανονισμός συνεργασίας για την προστασία του καταναλωτή») (14), προστίθεται:

«15.

Οδηγία 2005/…/ΕΚ (15) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L …, σ. …).».

Άρθρο 17

Ενημέρωση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την ενημέρωση του καταναλωτή σχετικά με τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και ενθαρρύνουν, όπου χρειάζεται, τους εμπορευομένους και τους ιδιοκτήτες κώδικα να ενημερώνουν τους καταναλωτές για τους κώδικες συμπεριφοράς τους.

Άρθρο 18

Αναθεώρηση

1.   Η Επιτροπή, όχι αργότερα από τέσσερα έτη μετά τη … (16), υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνολική έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας και ειδικότερα του άρθρου 4 και του παραρτήματος Ι αυτής, το πεδίο περαιτέρω εναρμόνισης και απλούστευσης του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την προστασία των καταναλωτών και, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 3 παράγραφος 5 αυτής, τα μέτρα που ενδεχομένως πρέπει να ληφθούν σε κοινοτικό επίπεδο, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση των ενδεδειγμένων επιπέδων προστασίας των καταναλωτών. Η έκθεση συνοδεύεται, εφόσον είναι αναγκαίο, από πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας ή άλλων σχετικών τμημάτων του κοινοτικού δικαίου.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προσπαθούν να ενεργήσουν, σύμφωνα με τη συνθήκη, μέσα σε δύο χρόνια μετά την υποβολή πρότασης εκ μέρους της Επιτροπής σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 19

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία εντός …… (16). Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά και ενημερώνουν την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση για κάθε επακόλουθη αλλαγή.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές εντός …… (17). Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 20

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 21

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, ….

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 108 της 30.4.2004, σ. 81.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Απριλίου 2004 (ΕΕ C 104Ε της 30.4.2004), κοινή θέση του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2004 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  EE L 250 της 19.9.1984, σ. 17· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 290 της 23.10.1997, σ. 18).

(4)  ΕΕ L 144 της 4.6.1997, σ. 19· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/65/ΕΚ (ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16).

(5)  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 51· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/65/ΕΚ.

(6)  ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 16.

(7)  ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37.

(8)  24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας.

(9)  Η παρούσα οδηγία.

(10)  ΕΕ L … .».

(11)  Η παρούσα οδηγία.

(12)  ΕΕ L … .».

(13)  ΕΕ L … .».

(14)  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1.

(15)  Η παρούσα οδηγία.

(16)  24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

(17)  30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ, ΥΠΟ ΟΠΟΙΕΣΔΗΠΟΤΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΑΘΕΜΙΤΕΣ

Παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές

1.

Ισχυρισμός ότι πρόκειται για συμβαλλόμενο σε κώδικα συμπεριφοράς, ενώ ο εμπορευόμενος δεν είναι συμβαλλόμενος.

2.

Χρησιμοποίηση σήματος trust, ποιοτικού σήματος ή αντίστοιχου διακριτικού χωρίς την αντίστοιχη άδεια.

3.

Ισχυρισμός ότι ένας κώδικας συμπεριφοράς έχει την έγκριση δημόσιου ή άλλου φορέα, ενώ δεν την έχει.

4.

Ισχυρισμός ότι ένα προϊόν έχει την έγκριση, την επικύρωση ή την άδεια δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα, ενώ δεν την έχει, ή παρόμοιος ισχυρισμός ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στους όρους της έγκρισης, της επικύρωσης ή της άδειας.

5.

Πρόσκληση για αγορά προϊόντων σε μια καθορισμένη τιμή, χωρίς να γίνεται γνωστή η ύπαρξη των οποιωνδήποτε εύλογων λόγων μπορεί να έχει ο εμπορευόμενος να πιστεύει ότι δεν θα μπορέσει να προμηθεύσει ή να αναθέσει σε άλλο εμπορευόμενο να προμηθεύσει τα προϊόντα αυτά ή ισοδύναμά τους στην τιμή αυτή μέσα σε εύλογο διάστημα και σε εύλογες ποσότητες, λαμβανομένου υπόψη του προϊόντος της κλίμακας διαφήμισης του προϊόντος και της τιμής που προσφέρεται (διαφήμιση «δόλωμα»).

6.

Πρόσκληση για αγορά προϊόντων σε καθορισμένη τιμή και στη συνέχεια:

α)

άρνηση επίδειξης του διαφημιζόμενου προϊόντος στους καταναλωτές, ή

β)

άρνηση λήψης παραγγελιών για το προϊόν ή παράδοσή τους σε εύλογο χρόνο, ή

γ)

επίδειξη ενός ελαττωματικού δείγματός του,

με πρόθεση προώθησης ενός άλλου προϊόντος («δόλωμα και μεταστροφή»).

7.

Ψευδής δήλωση ότι το προϊόν θα είναι διαθέσιμο για πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα έτσι ώστε να προκληθεί η λήψη άμεσης απόφασης και να στερηθεί από τους καταναλωτές η δυνατότητα ή ο χρόνος να κάνουν μια τεκμηριωμένη επιλογή.

8.

Ανάληψη της υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών υποστήριξης μετά την πώληση σε καταναλωτές με τους οποίους ο εμπορευόμενος είχε επικοινωνήσει πριν από τη συναλλαγή σε γλώσσα που δεν είναι επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο εμπορευόμενος και στη συνέχεια διάθεση αυτής της υπηρεσίας μόνο σε άλλη γλώσσα, χωρίς αυτό να έχει καταστεί γνωστό στον καταναλωτή πριν να δεσμευθεί για τη συναλλαγή.

9.

Δήλωση ή με άλλο τρόπο δημιουργία της εντύπωσης ότι ένα προϊόν μπορεί να πωλείται νόμιμα, ενώ δεν μπορεί.

10.

Παρουσίαση των δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος στον καταναλωτή ως ειδικό χαρακτηριστικό της προσφοράς του εμπορευόμενου.

11.

Χρήση για την προώθηση ενός προϊόντος πληρωμένων από τον εμπορευόμενο ανακοινώσεων στα μέσα, χωρίς αυτό να γίνεται σαφές από το περιεχόμενο της ανακοίνωσης ή από εικόνα ή ήχο σαφώς αναγνωρίσιμα από τον καταναλωτή (κεκαλυμμένη διαφήμιση), με την επιφύλαξη της οδηγίας 89/522/ΕΟΚ του Συμβουλίου (1).

12.

Διατύπωση ουσιωδώς ανακριβούς ισχυρισμού όσον αφορά τη φύση ή την έκταση του κινδύνου για την προσωπική ασφάλεια του καταναλωτή ή της οικογένειάς του αν ο καταναλωτής δεν αγοράσει το προϊόν.

13.

Δημιουργία, λειτουργία ή προώθηση ενός πυραμιδωτού συστήματος πωλήσεων, όπου ο καταναλωτής θεωρεί ότι έχει την ευκαιρία να έχει όφελος περισσότερο με την εισαγωγή άλλων καταναλωτών στο σύστημα παρά με την πώληση ή την κατανάλωση των προϊόντων.

14.

Ισχυρισμός ότι ο εμπορευόμενος πρόκειται να σταματήσει τη δραστηριότητά του ή να μετακομίσει, ενώ αυτό δεν ισχύει.

15.

Ισχυρισμός ότι τα προϊόντα μπορούν να διευκολύνουν το κέρδος σε τυχερά παιχνίδια.

16.

Αναληθής ισχυρισμός ότι προϊόν είναι σε θέση να θεραπεύει ασθένεια, δυσλειτουργίες ή δυσμορφίες.

17.

Διάδοση ουσιωδώς ανακριβών πληροφοριών σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς ή τη δυνατότητα εύρεσης του προϊόντος, προκειμένου να παροτρυνθεί ο καταναλωτής να αποκτήσει το προϊόν υπό όρους λιγότερο ευνοϊκούς από ό,τι στις κανονικές συνθήκες της αγοράς.

18.

Ισχυρισμός σε μία εμπορική πρακτική διεξαγωγής διαγωνισμού ή καταβολής επάθλων χωρίς τη χορήγηση των περιγραφόμενων επάθλων ή του ισοδυνάμου τους.

19.

Περιγραφή του προϊόντος ως «δωρεάν», «χωρίς επιβάρυνση» ή αντίστοιχη αν ο καταναλωτής οφείλει να καταβάλει άλλη πληρωμή πλην του αναπόφευκτου κόστους για την απάντηση στην εμπορική πρακτική ή για την παραλαβή ή την παράδοση του αντικειμένου.

20.

Προσθήκη στο υλικό μάρκετινγκ τιμολογίου ή αντίστοιχου εγγράφου με το οποίο ζητείται πληρωμή και το οποίο παρέχει στον καταναλωτή την εντύπωση ότι έχει ήδη παραγγείλει το προϊόν, ενώ αυτό δεν ισχύει.

Επιθετικές εμπορικές πρακτικές

21.

Δημιουργία της εντύπωσης ότι ο καταναλωτής δεν μπορεί να εγκαταλείψει το χώρο έως ότου συναφθεί η σύμβαση.

22.

Προσωπικές επισκέψεις στο σπίτι του καταναλωτή κατά τις οποίες αγνοείται το αίτημα του καταναλωτή για αποχώρηση ή μη επάνοδο, εκτός από περιστάσεις και στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, για να επιβληθεί η εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης.

23.

Συνεχής και ανεπιθύμητη άγρα πελατών μέσω τηλεφώνου, φαξ ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλων μέσων εξ αποστάσεως, εκτός από περιστάσεις και στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, για να επιβληθεί εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης. Αυτό ισχύει υπό την επιφύλαξη του άρθρου 10 της οδηγίας 97/7/ΕΚ και των οδηγιών 95/46/ΕΚ (2) και 2002/58/ΕΚ.

24.

Απαίτηση από τον καταναλωτή που επιθυμεί να προβάλει απαίτηση δυνάμει ασφαλιστήριου συμβολαίου να προσκομίσει έγγραφα που δεν θα μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν συναφή για την απόδειξη της στοιχειοθέτησης της απαίτησης, έτσι ώστε να αποθαρρυνθεί ο καταναλωτής από την άσκηση των συμβατικών του δικαιωμάτων.

25.

Ένταξη σε διαφήμιση μιας άμεσης πρόσκλησης προς τα παιδιά να πείσουν τους γονείς τους ή άλλα ενήλικα άτομα να τους αγοράσουν διαφημιζόμενα προϊόντα. Η διάταξη αυτή ισχύει υπό την επιφύλαξη του άρθρου 16 της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ.

26.

Απαίτηση άμεσης ή μεταγενέστερης πληρωμής ή επιστροφής ή φύλαξης για προϊόντα που έχει προμηθεύσει ο εμπορευόμενος αλλά δεν έχουν παραγγελθεί από τον καταναλωτή, εκτός αν το προϊόν αποτελεί υποκατάστατο που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 της οδηγίας 97/7/ΕΚ (παροχή μη παραγγελθέντων).

27.

Ρητή ενημέρωση του καταναλωτή ότι αν δεν αγοράσει το προϊόν ή την υπηρεσία τίθεται σε κίνδυνο το επάγγελμα ή η ζωή του εμπορευόμενου.

28.

Δημιουργία της εντύπωσης ότι ο καταναλωτής έχει ήδη κερδίσει ένα έπαθλο χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε αγορά, ενώ στην πραγματικότητα η δυνατότητα του να κερδίσει ή να αποκτήσει το έπαθλο εξαρτάται από την αγορά του προϊόντος.


(1)  Οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298 της 17.10.1989, σ. 23)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 202 της 30.7.1997, σ. 60).

(2)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Άρθρα 4 και 5 της οδηγίας 97/7/ΕΚ

Άρθρο 3 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (1)

Άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 94/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1994, περί της προστασίας των αγοραστών ως προς ορισμένες πλευρές των συμβάσεων που αφορούν την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης (2)

Άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές (3)

Άρθρα 86 έως 100 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (4)

Άρθρα 5 και 6 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (5)

Άρθρο 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (6)

Άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2002/65/ΕΚ

Άρθρο 1 παράγραφος 9 της οδηγίας 2001/107/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Ιανουαρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τη ρύθμιση των εταιρειών διαχείρισης και τα απλοποιημένα ενημερωτικά δελτία (7)

Άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση (8)

Άρθρο 36 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (9)

Άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (10)

Άρθρα 31 και 43 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (11)

Άρθρα 5, 7 και 8 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση (12).


(1)  ΕΕ L 158 της 23.6.1990, σ. 59.

(2)  ΕΕ L 280 της 29.10.1994, σ. 83.

(3)  ΕΕ L 80 της 18.3.1998, σ. 27.

(4)  ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/27/ΕΚ (ΕΕ L 136 της 30.4.2004, σ. 34).

(5)  ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 101 της 1.4.1998, σ. 17.

(7)  ΕΕ L 41 της 13.2.2002, σ. 20.

(8)  ΕΕ L 9 της 15.1.2003, σ. 3.

(9)  ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/66/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 35).

(10)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2002/87/ΕΚ (ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64.


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Η Επιτροπή υπέβαλε την 24η Ιουνίου 2003 στο Συμβούλιο πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που ακολουθούν οι επιχειρήσεις έναντι των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 84/450/ΕΟΚ, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές).

2.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη γνώμη του (1) σε πρώτη ανάγνωση την 20ή Απριλίου 2004.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη γνώμη της (2) την 29η Ιανουαρίου 2004.

3.

Την 15η Νοεμβρίου 2004 το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Στόχος της οδηγίας είναι η εναρμόνιση στις νομοθετικές ρυθμίσεις των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που ακολουθούν οι επιχειρήσεις έναντι των καταναλωτών οι οποίες ζημιώνουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών, ώστε να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, και να επιτευχθεί μια υψηλού επιπέδου προστασία των καταναλωτών.

Το κείμενο:

ορίζει τις προϋποθέσεις που προσδιορίζουν κατά πόσον μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη,

περιέχει γενική απαγόρευση αυτών των αθέμιτων πρακτικών, που αναπτύσσεται σε δύο βασικά είδη αθέμιτων πρακτικών (τις παραπλανητικές και τις επιθετικές πρακτικές).

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Γενικές παρατηρήσεις

Το Συμβούλιο ακολούθησε σε γενικές γραμμές τη γνώμη που έδωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε πρώτη ανάγνωση και την θέση της Επιτροπής επ' αυτής της γνώμης. Ενσωμάτωσε στην κοινή του θέση 51 από τις 58 τροπολογίες που απεδέχθη η Επιτροπή, είτε συνολικά είτε εν μέρει. Ενέκρινε επίσης 4 τροπολογίες (αριθ. 43, 64, 91 και 110), τις οποίες η Επιτροπή αρχικά δεν είχε αποδεχθεί.

Η κοινή θέση αποτελεί εξισορρόπηση των ανησυχιών και των συμφερόντων με κύριο αποτέλεσμα:

τη διατήρηση της γενικής απαγόρευσης των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (άρθρο 5), με το παράρτημα 1 να περιέχει πίνακα των εμπορικών αυτών πρακτικών που θα θεωρούνται αθέμιτες σε κάθε περίπτωση,

τη διατήρηση του προτεινόμενου μέσου καταναλωτή - σημείου αναφοράς, αλλά με παρεμβολή ρητών διατάξεων για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών (ιδίως στην παράγραφο 3 του άρθρου 5),

τη διαγραφή της ρήτρας της χώρας καταγωγής που είχε αρχικά προταθεί από την Επιτροπή,

τη διατήρηση της ρήτρας της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών ή αγαθών σύμφωνα με την οποία η ελεύθερη κυκλοφορία δεν μπορεί να περιορίζεται για λόγους που εμπίπτουν στον τομέα τον οποίον εναρμονίζει η παρούσα οδηγία (άρθρο 4),

ότι επιτρέπεται προσωρινώς στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις στον τομέα τον οποίον εναρμονίζει η παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχουν περισσότερους περιορισμούς και κανόνες από ό,τι η παρούσα οδηγία και οι οποίες υλοποιούν οδηγίες που περιέχουν ρήτρες ελάχιστης εναρμόνισης (παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 3),

τη διευκρίνιση του πεδίου εφαρμογής ιδίως ως προς ορισμένα επαγγέλματα, προϊόντα ή δραστηριότητες (παράγραφοι 8, 9 και 10 του άρθρου 3), και

την παρεμβολή μιας ρήτρας αναθεώρησης (άρθρο 18).

Η Επιτροπή αποδέχτηκε την κοινή θέση του Συμβουλίου.

2.   Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Στην ψηφοφορία στην ολομέλεια που διεξήχθη στις 20 Απριλίου 2004 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε 94 τροπολογίες στην πρόταση.

Το Συμβούλιο:

α)

ενσωμάτωσε στην κοινή θέση τις εξής 7 τροπολογίες ως έχουν:

Αιτιολογικές σκέψεις:

Τροπολογία αριθ. 1 (στην αιτιολογική σκέψη 6 - στόχος / πεδίο εφαρμογής),

Τροπολογία αριθ. 5 (στην αιτιολογική σκέψη 10 - στόχος / πεδίο εφαρμογής),

Τροπολογία αριθ. 10 (στην αιτιολογική σκέψη 14 - κώδικες συμπεριφοράς),

Άρθρα:

Τροπολογία αριθ. 19 [στο στοιχείο η) του άρθρου 2 - ορισμός του «Κώδικα κοινοτικού επιπέδου»],

Τροπολογία αριθ. 23 [στο στοιχείο ι) του άρθρου 2 - ορισμός της «κατάχρησης επιρροής»],

Παραρτήματα:

Τροπολογία αριθ. 71 (στο παράρτημα 1, «Παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές», σημείο 5),

Τροπολογία αριθ. 91 (στο παράρτημα 1, «Επιθετικές εμπορικές πρακτικές», σημείο 7)·

β)

ενσωμάτωσε στην κοινή θέση εν μέρει ή/και με συντακτικές ή άλλες τροποποιήσεις τις εξής 48 τροπολογίες:

Αιτιολογικές σκέψεις:

Τροπολογία αριθ. 112 (στο «υπόψη» 1 προστίθεται το άρθρο 153 της συνθήκης, ως πρόσθετη νομική βάση): προστίθεται νέα αιτιολογική σκέψη 1 η οποία αφορά το άρθρο 153,

Τροπολογία αριθ. 105 (στην αιτιολογική σκέψη 5 - στόχος/πεδίο εφαρμογής): Τροπολογία που ενσωματώθηκε μέσω της νέας διατύπωσης της αιτιολογικής σκέψης 6 η οποία αποσαφηνίζει τη σχέση με τους εθνικούς κανόνες ή με τομείς εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας,

Τροπολογία αριθ. 6 (στην αιτιολογική σκέψη 11 - «παρόμοια προϊόντα», και «παραπλανητικές παραλείψεις»): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 14,

Τροπολογία αριθ. 7 [στην αιτιολογική σκέψη 11α (νέα) - νομικό καθεστώς του παραρτήματος Ι περί «παραπλανητικών εμπορικών πρακτικών ως έχουν»]: το επιδιωκόμενο από την τροπολογία αποτέλεσμα επετεύχθη με τη νέα διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 17,

Τροπολογία αριθ. 8 (αιτιολογική σκέψη 13 - ευάλωτοι καταναλωτές): το μέλημα της τροπολογίας ελήφθη υπόψη με τη νέα διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 19 η οποία αποσαφηνίζει την έννοια του ευάλωτου καταναλωτή,

Τροπολογία αριθ. 106 [αιτιολογική σκέψη 13α (νέα) - ευάλωτοι καταναλωτές]: το μέλημα της τροπολογίας ελήφθη υπόψη με τη νέα διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 19 (βλέπε επίσης ανωτέρω τροπολογία αριθ. 8),

Τροπολογία αριθ. 9 (στην αιτιολογική σκέψη 14 - κώδικες συμπεριφοράς): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 20 και με αναδιατύπωση ορισμένων σημείων λαμβανομένης υπόψη της ισχύουσας νομοθεσίας.

Άρθρα:

Τροπολογία αριθ. 107 [στο στοιχείο β) του άρθρου 2 - ορισμός του «μέσου καταναλωτή»]: το μέλημα της τροπολογίας λήφθηκε υπόψη με τη νέα διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 18,

Τροπολογία αριθ. 13 [στο στοιχείο βα) (νέο) του άρθρου 2 - ορισμός της «ιδιαίτερης ομάδας καταναλωτών»)]: το μέλημα της τροπολογίας λήφθηκε υπόψη με τη νέα διατύπωση της παραγράφου 3 του άρθρου 5 (βλέπε επίσης ανωτέρω τροπολογία αριθ. 8),

Τροπολογία αριθ. 14 [στο στοιχείο γ) του άρθρου 2 - ορισμός του «πωλητή ή προμηθευτή»]: ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση του στοιχείου β), λαμβανομένου υπόψη ότι η παρούσα οδηγία δεν ρυθμίζει την ευθύνη,

Τροπολογία αριθ. 17 [στο στοιχείο ζ) του άρθρου 2 - ορισμός του «κώδικα συμπεριφοράς»]: το μέλημα της τροπολογίας λήφθηκε υπόψη με τη νέα διατύπωση του στοιχείου η),

Τροπολογία αριθ. 104, στοιχείο ζ), του άρθρου 2 - ορισμός του «κώδικα συμπεριφοράς»): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 20,

Τροπολογία αριθ. 21 και 108 [στο στοιχείο ιβ) του άρθρου 2 - ορισμός της «επαγγελματικής επιμέλειας»]: οι ιδέες που περιέχουν αυτές οι τροπολογίες ενσωματώθηκαν στη νέα διατύπωση του στοιχείου ιγ),

Τροπολογία αριθ. 24 [στο στοιχείο ιβ' (νέο) του άρθρου 2 - ορισμός της «σταθερής δέσμευσης»]: ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση του στοιχείου β) της παραγράφου 2 του άρθρου 6,

Τροπολογία αριθ. 25 (παράγραφος 1 του άρθρου 3 - πεδίο εφαρμογής): το πρώτο μέρος της τροπολογίας έχει περιληφθεί σε αυτήν την παράγραφο, ενώ το δεύτερο μέρος έχει ήδη ενσωματωθεί στο στοιχείο κ) του άρθρου 2,

Τροπολογία αριθ. 27 [παράγραφος 6α (νέα) του άρθρου 3 - πεδίο εφαρμογής]: ο σκοπός της τροπολογίας περιελήφθη στις παραγράφους 8, 9 και 10 του άρθρου 3,

Τροπολογία αριθ. 28 [παράγραφος 2α (νέα) του άρθρου 4 - πεδίο εφαρμογής]: το μέλημα της τροπολογίας έχει ληφθεί υπόψη με τη νέα διατύπωση ης αιτιολογικής σκέψης 9,

Τροπολογία αριθ. 109 [παράγραφοι 2β και 2γ (νέες) του άρθρου 4 - προσωρινή παρέκκλιση]: το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα επετεύχθη με τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 3 και αναδιατύπωση ορισμένων σημείων,

Τροπολογία αριθ. 29 (περίπτωση 1 της παραγράφου 2 του άρθρου 5 - καλή πίστη): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση του στοιχείου κ) του άρθρου 2 (βλέπε επίσης τροπολογία αριθ. 108),

Τροπολογία αριθ. 110 (περίπτωση 2 της παραγράφου 2 του άρθρου 5 -ευάλωτος καταναλωτής): το μέλημα της τροπολογίας έχει ληφθεί υπόψη με τη νέα διατύπωση της παραγράφου 3 του άρθρου 5 (βλέπε επίσης ανωτέρω τροπολογία αριθ. 8),

Τροπολογία αριθ. 33 (στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 - χαρακτήρας του παραρτήματος Ι): ο σκοπός της τροπολογίας περιελήφθη στη νέα διατύπωση της παραγράφου καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 17,

Τροπολογία αριθ. 34 (εισαγωγικό μέρος της παραγράφου 1 του άρθρου 6 - έννοια της «παραπλανητικής εμπορικής πρακτικής»): ο σκοπός της τροπολογίας έχει ενσωματωθεί στο στοιχείο κ) του άρθρου 2,

Τροπολογία αριθ. 37 [στοιχείο στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 - έννοια της «παραπλανητικής εμπορικής πρακτικής»]: το μέλημα της τροπολογίας επετεύχθη με τη διαγραφή αυτού του σημείου,

Τροπολογία αριθ. 39 (εισαγωγική περίοδος της παραγράφου 2 του άρθρου 6 - έννοια της «παραπλανητικής εμπορικής πρακτικής»): ο σκοπός της τροπολογίας έχει ενσωματωθεί στο στοιχείο κ) του άρθρου 2,

Τροπολογία αριθ. 40 [περίπτωση 3η (νέα) του στοιχείου β) της παραγράφου 2 του άρθρου 6 - έννοια της «παραπλανητικής εμπορικής πρακτικής»]: ο σκοπός της τροπολογίας έχει ενσωματωθεί στη νέα διατύπωση της 2ης περίπτωσης του στοιχείου β) της παραγράφου 2 του άρθρου 6,

Τροπολογίες αριθ. 43, 44 και 45 (στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 - έννοια των «παραπλανητικών παραλείψεων»): το μέλημα της τροπολογίας έχει ενσωματωθεί στη νέα διατύπωση των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 7,

Τροπολογία αριθ. 47 (στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 - έννοια των «παραπλανητικών παραλείψεων»): το δεύτερο μέρος της τροπολογίας περιελήφθη στη νέα διατύπωση της παραγράφου ενώ το πρώτο μέρος καλύπτεται από τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 7,

Τροπολογίες αριθ. 111 και 59 [στο στοιχείο γ) του άρθρου 9 - αξιοποίηση συγκεκριμένων ατυχιών ή περιστάσεων]: το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα επετεύχθη με την νέα διατύπωση του στοιχείου,

Τροπολογία αριθ. 103 (στο άρθρο 10 - επιβολή των κωδίκων συμπεριφοράς): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση του άρθρου,

Τροπολογία αριθ. 61 [στην παράγραφο 1 (νέα) του άρθρου 10 - περιεχόμενο και διατύπωση των κωδίκων συμπεριφοράς]: ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση της αιτιολογικής σκέψης 20 (βλέπε επίσης τροπολογία 9),

Τροπολογία αριθ. 64 και 65 (στο εδάφιο 4 της παραγράφου 1 του άρθρου 11 - ανυπαρξία αστικής ευθύνης του κυρίου ενός κώδικα): το μέλημα της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση της περίπτωσης 2 του εδαφίου 4 της παραγράφου 1 του άρθρου 11,

Τροπολογία αριθ. 67 (παράγραφος 5 του άρθρου 14 - ανυπαρξία αστικής ευθύνης του κυρίου ενός κώδικα): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη νέα διατύπωση του στοιχείου β) του εδαφίου 2 της παραγράφου 4 του άρθρου 14 (βλέπε τροπολογία αριθ. 65),

Τροπολογία αριθ. 68 [στο άρθρο 17 - μεταφορά της μελλοντικής οδηγίας στα εθνικά δίκαια]: το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα επετεύχθη με την νέα διατύπωση του σημείου,

Τροπολογία αριθ. 69 [στο άρθρο 17α (νέο) – αναθεώρηση]: ο σκοπός της τροπολογίας περιελήφθη στο άρθρο 18 με τροποποιήσεις της διατύπωσης.

Παραρτήματα:

Τροπολογία αριθ. 99 ( στο σημείο 3 του παραρτήματος 1, «παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές»): το επιδιωκόμενο από την οδηγία αποτέλεσμα επετεύχθη με τη διατύπωση του σημείου 5,

Τροπολογία αριθ. 73 (στο σημείο 9 του παραρτήματος 1, «παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές»): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη διατύπωση του σημείου 12,

Τροπολογία αριθ. 76 (στο σημείο 12 του παραρτήματος 1, «παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές»): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη διατύπωση του νέου σημείου 14,

Τροπολογία αριθ. 84 [στο σημείο 12η (νέο) του παραρτήματος 1 - «παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές»]: ο σκοπός της τροπολογίας περιελήφθη στη διατύπωση του νέου σημείου 18, με ορισμένες τροποποιήσεις προκειμένου να διευκρινισθεί η εφαρμογή του,

Τροπολογία αριθ. 85 (στο σημείο 2 του παραρτήματος 1, «επιθετικές, εμπορικές πρακτικές»): ο σκοπός της τροπολογίας περιελήφθη στη διατύπωση του νέου σημείου 22, με ορισμένες τροποποιήσεις προκειμένου να διευκρινισθεί η εφαρμογή του,

Τροπολογία αριθ. 87 [στο εδάφιο 1α (νέο) του σημείου 3 του παραρτήματος 1, «επιθετικές, εμπορικές πρακτικές»]: ο σκοπός της τροπολογίας περιελήφθη στη διατύπωση του νέου σημείου 23, με ορισμένες τροποποιήσεις προκειμένου να διευκρινισθεί η εφαρμογή του,

Τροπολογία αριθ. 88 (στο σημείο 4 του παραρτήματος 1, «επιθετικές, εμπορικές πρακτικές»): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη διαγραφή αυτού του σημείου,

Τροπολογία αριθ. 90 (στο σημείο 6 του παραρτήματος 1, «επιθετικές, εμπορικές πρακτικές»): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη διατύπωση του νέου σημείου 25, με ορισμένες τροποποιήσεις προκειμένου να διευκρινισθεί η εφαρμογή του,

Τροπολογία αριθ. 92 (στο σημείο 7 του παραρτήματος 1, «επιθετικές, εμπορικές πρακτικές»): ο σκοπός της τροπολογίας επετεύχθη με τη διατύπωση του νέου σημείου 26, με ορισμένες τροποποιήσεις προκειμένου να διευκρινισθεί η εφαρμογή του·

γ)

δεν περιέλαβε στην κοινή θέση 39 τροπολογίες (αριθ. 2, 3, 4, 15, 18, 20, 22, 26, 32, 36, 46, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 57, 60, 62, 63, 66, 70, 97, 72, 74, 75, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 86, 89 και 94).

Το Συμβούλιο ακολούθησε τη θέση της Επιτροπής ως προς τις τροπολογίες αριθ. 3, 15, 18, 20, 22, 26, 32, 36, 46, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 57, 63, 66, 70, 97, 74, 75, 77, 78, 79, 81, 82, 83, 86 και 94.

Σχετικά με τις τροπολογίες 2, 4, 60, 62, 72, 80 και 89 τις οποίες η Επιτροπή έκανε δεκτές εν όλω ή εν μέρει, αλλά οι οποίες δεν περιελήφθησαν στην κοινή θέση:

Αιτιολογικές σκέψεις:

Τροπολογία αριθ. 2 (στην αιτιολογική σκέψη 8 - στόχος/πεδίο εφαρμογής της μελλοντικής οδηγίας): η διατύπωση της τροπολογίας θα μπορούσε να περιορίσει τη βεβαιότητα για το αποτέλεσμα εναρμόνισης που επιτυγχάνει η οδηγία, ενώ το νέο κείμενο της αιτιολογικής σκέψης 11 καθιστά σαφές ότι το πεδίο εφαρμογής του κειμένου είναι περιορισμένο,

Τροπολογία αριθ. 4 (στην αιτιολογική σκέψη 10 - στόχος/πεδίο εφαρμογής): η διατύπωση της τροπολογίας θα μπορούσε να περιορίσει τη βεβαιότητα ότι, στον τομέα που εναρμονίζεται από την οδηγία, τα κράτη μέλη δεν πρόκειται να τηρήσουν γενικές απαγορεύσεις οι οποίες δεν ευθυγραμμίζονται με αυτήν της οδηγίας.

Άρθρα:

Τροπολογία αριθ. 60 [στο στοιχείο ε) του άρθρου 9 - καλή πίστη]: το ζήτημα του βάρους αποδείξεως πρέπει να μείνει εκτός πεδίου εφαρμογής του κειμένου, όπως επισημαίνει η αιτιολογική σκέψη 21, και η τροπολογία δεν έγινε αποδεκτή,

Τροπολογία αριθ. 62 [στην παράγραφο 1α (νέα) του άρθρου 10 - προαιρετικές διαδικασίες]: η οδηγία δεν ρυθμίζει τη φύση των διαδικασιών που θα μπορούσαν να διεξαχθούν σύμφωνα με το άρθρο 10, ως εκ τούτου οι δυνατότητες που προβλέπει η τροπολογία παρέχονται ήδη.

Παραρτήματα:

Τροπολογία αριθ. 72 (στο σημείο 8 του παραρτήματος 1, «παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές»): η τροπολογία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, δεδομένου ότι δεν ορίζει πρακτική η οποία είναι σε κάθε περίπτωση αθέμιτη, όπερ αποτελεί το κριτήριο για να περιληφθεί στο παράρτημα,

Τροπολογία αριθ. 80, [σημείο 12δ (νέο) του παραρτήματος 1, «παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές»]: η πρακτική που επισημαίνεται από την τροπολογία είναι δύσκολο να διακριθεί στην πράξη από μια νόμιμη πρακτική,

Τροπολογία αριθ. 89 (στο σημείο 5 του παραρτήματος 1 - «επιθετικές εμπορικές πρακτικές»): το επιδιωκόμενο από την τροπολογία αποτέλεσμα είναι ασαφές, αλλά η διατύπωση θα μπορούσε ιδίως να περιλάβει μη καταναλωτές (οι οποίοι είναι εκτός πεδίου εφαρμογής της οδηγίας).

3.   Άλλες καινοτομίες που εισήγαγε το Συμβούλιο

Οι άλλες καινοτομίες που εισήχθησαν στην κοινή θέση είναι οι εξής:

η αναπροσαρμογή διαφόρων ορισμών (οι ορισμοί στο άρθρο 2 της «πρόσκλησης προς αγορά» και της «κατάχρησης επιρροής» τροποποιούνται, εισάγεται νέος ορισμός για την «απόφαση συναλλαγής», και διαγράφεται ο ορισμός του «μέσου καταναλωτή» και του «Κώδικα κοινοτικού επιπέδου»,

ευθυγραμμίσεις με τα κριτήρια των παραπλανητικών ενεργειών (άρθρο 6),

διευκρίνιση του χαρακτήρα και του περιεχομένου των παραρτημάτων (διάφορα σημεία των παραρτημάτων τροποποιούνται, εισάγονται οι νέες αιτιολογικές σκέψεις 15 και 17 σχετικά με το χαρακτήρα των παραρτημάτων, τροποποιείται αναλόγως η παράγραφος 5 του άρθρου 5 που αφορά το παράρτημα Ι).

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η κοινή του θέση η οποία ενσωματώνει τις τροπολογίες που μνημονεύονται στα τμήματα ΙΙΙ.2.α) και β) λαμβάνει δεόντως υπόψη τη γνώμη που έδωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε πρώτη ανάγνωση.

Αποτελεί ισορροπημένη λύση η οποία εξασφαλίζει τόσο την προστασία του καταναλωτή όσο και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δεδομένου ότι αυτό το νέο κοινό πλαίσιο θα απλουστεύσει το νομοθετικό περιβάλλον εντός του οποίου ενεργούν οι έμποροι και οι καταναλωτές εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.


(1)  ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004.

(2)  ΕΕ C 108 της 30.4.2004, σ. 81.


15.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 38/21


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 7/2005

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 15 Νοεμβρίου 2004

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71

(2005/C 38 E/02)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 42 και 308,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Θα πρέπει να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις στους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (3) και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 (4), για να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες εξελίξεις στη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για να διευκολυνθεί η εφαρμογή των εν λόγω κανονισμών και για να περιληφθούν οι αλλαγές που έχουν γίνει στις νομοθεσίες των κρατών μελών όσον αφορά την κοινωνική ασφάλεια.

(2)

Για να ληφθούν υπόψη οι πρόσφατες εξελίξεις στη νομολογία θα πρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν κυρίως για την υπόθεση Johann Franz Duchon κατά Pensionsversicherungsanstalt der Angestellten (5) και για την υπόθεση Office national de l'emploi κατά Calogero Spataro (6).

(3)

Οι αποφάσεις Friedrich Jauch κατά Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter και Ghislain Leclere, Alina Deaconescu κατά Caisse nationale des prestations familiales (7), σχετικά με το χαρακτηρισμό των ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα απαιτούν, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να καθοριστούν τα δύο σωρευτικά κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη, ώστε οι εν λόγω παροχές να μπορούν να περιληφθούν στο παράρτημα ΙΙα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71. Στη βάση αυτή, είναι αναγκαίο να αναθεωρηθεί το παράρτημα λαμβάνοντας υπόψη τις νομοθετικές τροποποιήσεις που έγιναν στα κράτη μέλη σε σχέση με το είδος αυτό παροχών, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ειδικού συντονισμού λόγω του μεικτού χαρακτήρα τους. Εξάλλου, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι μεταβατικές διατάξεις που συνδέονται με την παροχή η οποία απετέλεσε αντικείμενο της προαναφερθείσας απόφασης Jauch, για να προστατευθούν τα δικαιώματα των δικαιούχων.

(4)

Με βάση τη νομολογία που αφορά τις σχέσεις μεταξύ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και των διατάξεων των διμερών συμβάσεων για την κοινωνική ασφάλεια, κρίνεται αναγκαίο να αναθεωρηθεί το παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Οι εγγραφές στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙΙ δικαιολογούνται μόνο σε δύο περιπτώσεις: εάν είναι περισσότερο ευνοϊκές για τους διακινούμενους εργαζομένους (8) ή εάν αφορούν συγκεκριμένες και εξαιρετικές καταστάσεις, που τις περισσότερες φορές συνδέονται με ιστορικές συγκυρίες. Επιπλέον, εγγραφές στο μέρος Β μπορούν να γίνονται δεκτές μόνον όταν εξαιρετικές και αντικειμενικές καταστάσεις δικαιολογούν παρέκκλιση από το άρθρο 3 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού και από τα άρθρα 12, 39 και 42 της συνθήκης (9).

(5)

Για να διευκολυνθεί η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, θα πρέπει να προβλεφθούν ορισμένες διατάξεις σχετικά με τους δημόσιους υπαλλήλους ή τους προς αυτούς εξομοιούμενους, αφενός, και σχετικά με τα μέλη του προσωπικού που ταξιδεύουν διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος μιας επιχείρησης η οποία διενεργεί διεθνείς σιδηροδρομικές, οδικές, αεροπορικές ή πλωτές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων, αφετέρου, και να καθορισθούν επίσης οι λεπτομέρειες προσδιορισμού του μέσου ποσού που θα ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του άρθρου 23 του εν λόγω κανονισμού.

(6)

Η αναθεώρηση του παραρτήματος ΙΙα θα επιφέρει την απαλοιφή ορισμένων από τις υπάρχουσες εγγραφές και, λαμβάνοντας υπόψη τις νομοθετικές τροποποιήσεις που έγιναν σε ορισμένα κράτη μέλη, την προσθήκη ορισμένων νέων εγγραφών. Στη δεύτερη περίπτωση, εναπόκειται στα εν λόγω κράτη μέλη να εξετάσουν την ανάγκη μεταβατικών ρυθμίσεων ή διμερών λύσεων για την τακτοποίηση της κατάστασης προσώπων τα κεκτημένα δικαιώματα των οποίων ενδέχεται να θιγούν συνεπεία αυτής,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, διαγράφονται οι λέξεις «που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη»·

β)

στην παράγραφο 3, διαγράφονται οι λέξεις «καθώς και των συμβάσεων που συνήφθησαν δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1».

2.

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 2α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2α.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες προβλέπονται δυνάμει νομοθεσίας η οποία, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των στόχων ή/και των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος, έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1, όσο και της κοινωνικής πρόνοιας.

Ως ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα νοούνται οι παροχές οι οποίες:

α)

προορίζονται να παρέχουν:

i)

συμπληρωματική, αναπληρωματική ή επικουρική κάλυψη έναντι των κινδύνων οι οποίοι αντιστοιχούν στους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 κλάδους κοινωνικής ασφάλειας και να εξασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους ένα ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης, σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ή

ii)

μόνο ειδική προστασία στα άτομα με αναπηρίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το κοινωνικό περιβάλλον του συγκεκριμένου προσώπου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, και

β)

στις περιπτώσεις που η χρηματοδότηση προέρχεται αποκλειστικά από την υποχρεωτική φορολογία που προορίζεται να καλύψει τις γενικές δημόσιες δαπάνες, και οι όροι για τη χορήγηση και τον υπολογισμό των παροχών δεν εξαρτώνται από τυχόν εισφορές εκ μέρους του δικαιούχου· ωστόσο, οι παροχές που χορηγούνται για να καλύψουν συμπληρωματικά ανταποδοτικού τύπου παροχή, δεν θεωρούνται ως ανταποδοτικού τύπου παροχές για αυτό και μόνο το λόγο, και

γ)

περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙα».

3.

Στο άρθρο 7 παράγραφος 2, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

ορισμένες διατάξεις συμβάσεων κοινωνικής ασφάλειας που έχουν συνάψει τα κράτη μέλη πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, με την προϋπόθεση ότι είναι ευνοϊκότερες για τους δικαιούχους ή απορρέουν από ειδικές ιστορικές περιστάσεις και ότι το αποτέλεσμά τους είναι χρονικά περιορισμένο, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις είναι καταχωρημένες στο παράρτημα ΙΙΙ».

4.

Το άρθρο 9α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9α

Παράταση της περιόδου αναφοράς

Εάν η νομοθεσία κράτους μέλους εξαρτά την αναγνώριση του δικαιώματος σε παροχή από τη συμπλήρωση ελάχιστης περιόδου ασφάλισης κατά τη διάρκεια καθορισμένης περιόδου πριν από την επέλευση του ασφαλιζόμενου κινδύνου (περίοδος αναφοράς) και ορίζει ότι οι περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων χορηγήθηκαν παροχές βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους ή οι περίοδοι που αφιερώθηκαν στην ανατροφή παιδιών στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους παρατείνουν την εν λόγω περίοδο αναφοράς, οι δε περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων χορηγήθηκαν, βάσει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, συντάξεις αναπηρίας ή γήρατος ή παροχές λόγω ασθένειας, ανεργίας, εργατικών ατυχημάτων ή επαγγελματικών ασθενειών και οι περίοδοι που αφιερώθηκαν στην ανατροφή παιδιών στο έδαφος άλλου κράτους μέλους παρατείνουν επίσης την εν λόγω περίοδο αναφοράς».

5.

Στο άρθρο 10α, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι διατάξεις του άρθρου 10 και του τίτλου ΙΙΙ δεν εφαρμόζονται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα του άρθρου 4 παράγραφος 2α. Τα άτομα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός λαμβάνουν τις παροχές αυτές αποκλειστικά στο έδαφος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, εφόσον οι παροχές αυτές περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙα. Οι παροχές αυτές βαρύνουν τον φορέα του τόπου κατοικίας από τον οποίο και καταβάλλονται».

6.

Στο άρθρο 23, παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης στην περίπτωση που η νομοθεσία την οποία εφαρμόζει ο αρμόδιος φορέας προβλέπει συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς και η περίοδος αυτή συμπίπτει, κατά περίπτωση, με το σύνολο ή μέρος των περιόδων που πραγματοποιήθηκαν από τον ενδιαφερόμενο σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών».

7.

Στο άρθρο 35, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

8.

Στο άρθρο 69, η παράγραφος 4 διαγράφεται.

9.

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 95στ

Μεταβατικές διατάξεις που αφορούν το παράρτημα ΙΙ τμήμα Ι ενότητες “Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ” και “ΙΗ. ΑΥΣΤΡΙΑ”

1.   Το παράρτημα ΙΙ τμήμα Ι ενότητες “Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ” και “ΙΗ. ΑΥΣΤΡΙΑ”, όπως τροποποιήθηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. …/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εκτός της Κοινότητας και (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (10), δεν θεμελιώνει κανένα δικαίωμα για την περίοδο πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005.

2.   Κάθε περίοδος ασφάλισης, καθώς και, κατά περίπτωση, κάθε περίοδος απασχόλησης, μη μισθωτής δραστηριότητας ή διαμονής που πραγματοποιήθηκε βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005 λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, αποκτάται δικαίωμα βάσει του παρόντος κανονισμού, ακόμα και αν αναφέρεται σε κίνδυνο ο οποίος επήλθε προ της 1ης Ιανουαρίου 2005.

4.   Κάθε παροχή που δεν εκκαθαρίσθηκε ή που ανεστάλη λόγω της ιθαγένειας ή της κατοικίας του ενδιαφερόμενου, εκκαθαρίζεται ή συνεχίζεται από την 1η Ιανουαρίου 2005, έπειτα από αίτηση του ενδιαφερομένου, με την επιφύλαξη ότι τα προηγουμένως εκκαθαρισθέντα δικαιώματα δεν ρυθμίσθηκαν δι' εφάπαξ καταβολής.

5.   Τα δικαιώματα προσώπων στα οποία έχει χορηγηθεί σύνταξη ή επίδομα πριν από την 1η Ιανουαρίου 2005, είναι δυνατόν να επανεξετάζονται κατόπιν αιτήσεως των δικαιούχων, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Η διάταξη αυτή ισχύει, επίσης, για άλλες παροχές στο πλαίσιο του άρθρου 78.

6.   Εάν η αίτηση της παραγράφου 4 ή 5 υποβληθεί εντός δύο ετών από την 1η Ιανουαρίου 2005, τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό αποκτώνται από την ημερομηνία αυτή και οι διατάξεις της νομοθεσίας οιουδήποτε κράτους μέλους σχετικά με την έκπτωση ή την παραγραφή των δικαιωμάτων δεν αντιτάσσονται στους ενδιαφερομένους.

7.   Εάν η αίτηση της παραγράφου 4 ή 5 υποβληθεί μετά τη λήξη της περιόδου των δύο ετών υπολογιζόμενης από την 1η Ιανουαρίου 2005, τα δικαιώματα από τα οποία δεν επήλθε έκπτωση ή τα οποία δεν έχουν παραγραφεί αποκτώνται από την ημερομηνία της αίτησης, με την επιφύλαξη ευνοϊκότερων διατάξεων της νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους.

Άρθρο 95ζ

Μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τη διαγραφή από το παράρτημα ΙΙα της εγγραφής για το αυστριακό επίδομα ειδικής φροντίδας (Pflegegeld)

Στην περίπτωση αιτήσεων επιδομάτων ειδικής φροντίδας βάσει του ομοσπονδιακού αυστριακού νόμου για το επίδομα ειδικής φροντίδας (Bundespflegegeldgesetz) που κατατέθηκαν το αργότερο έως τις 8 Μαρτίου 2001 βάσει του άρθρου 10α παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, η παρούσα διάταξη αυτή εξακολουθεί να εφαρμόζεται για όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικαιούχος του επιδόματος ειδικής φροντίδας συνεχίζει να κατοικεί στην Αυστρία μετά την 8η Μαρτίου 2001.

10.

Τα παραρτήματα ΙΙ, ΙΙα, III, IV και VI τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 11 διαγράφεται.

2.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10γ

Διατυπώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 13 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού για τους δημόσιους υπαλλήλους και τους προς αυτούς εξομοιούμενους

Για την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφος 2 στοιχείο δ), ο φορέας που έχει ορισθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εφαρμόζεται, εκδίδει πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο δημόσιος υπάλληλος ή το εξομοιούμενο με αυτόν πρόσωπο υπάγεται στη νομοθεσία του.».

3.

Το άρθρο 12α τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

β)

Η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 14α παράγραφοι 2 έως 4, και του άρθρου 14γ του κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:»

γ)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού, το μέλος του προσωπικού επιχείρησης διεθνών μεταφορών το οποίο ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται είτε η έδρα ή ο τόπος άσκησης της δραστηριότητας της επιχείρησης ή το υποκατάστημα ή η μόνιμη αντιπροσωπεία που τον απασχολεί είτε ο τόπος στον οποίο κατοικεί και απασχολείται κατά κύριο λόγο, ο φορέας που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αυτού χορηγεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνεται ότι υπάγεται στη νομοθεσία του.».

4.

Το άρθρο 32α διαγράφεται.

5.

Τα παραρτήματα τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 παράγραφος 9, στο βαθμό που αφορά το άρθρο 95στ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, το παράρτημα Ι σημείο 1 στοιχεία α) και β), και το παράρτημα ΙΙ σημεία 2 και 4 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, ….

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 80 της 30.3.2004, σ. 118.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ C 102 Ε της 28.4.2004, σ. 804), κοινή θέση του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2004 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2· κανονισμός όπως ενημερώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 118/97 (ΕΕ L 28 της 30.1.1997, σ. 1), τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 631/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 100 της 6.4.2004, σ. 1) και καταργήθηκε με ισχύ από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού εφαρμογής, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 74 της 27.3.1972, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 631/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 100 της 6.4.2004, σ. 1).

(5)  Απόφαση της 18ης Απριλίου 2002 στην υπόθεση C-290/00, Συλλογή 2002, σ. I-3567.

(6)  Απόφαση της 13ης Ιουνίου 1996 στην υπόθεση C-170/95, Συλλογή 1996, σ. I-2921.

(7)  Αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2001 στην υπόθεση C-215/99, Συλλογή 2001, σ. I-1901 και της 31ης Μαΐου 2001 για την υπόθεση C-43/99, Συλλογή 2001, σ. I-4265.

(8)  Την αρχή της ευνοϊκότερης μεταχείρισης υπενθύμισε το ΔΕΚ στις αποφάσεις του της 7ης Φεβρουαρίου 1991, υπόθεση C-227/89, Συλλογή 1991, σ. I-323, της 9ης Νοεμβρίου 1995, υπόθεση C- 475/93, Συλλ. 1995, σ. I-3813, της 9ης Νοεμβρίου 2000, υπόθεση C-75/99, Συλλ. 2000, σ. I-9399 και της 5ης Φεβρουαρίου 2002, υπόθεση C-277/99, Συλλ. 2002 σ. I-1261.

(9)  Απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, υπόθεση C-214/94, Συλλογή 1996, σ. I-2253·

Απόφαση της 30ής Απριλίου 1996, υπόθεση C-308/96, Συλλογή 1996, σ. I-2097·

Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2002, υπόθεση C-55/2000, Συλλογή 2002, σ. I-413.

(10)  ΕΕ L …».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Τα παραρτήματα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 τροποποιούνται ως εξής:

1.

Το παράρτημα ΙΙ τροποποιείται ως εξής:

α)

Στο τμήμα Ι, στην ενότητα «Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ», το κείμενο αντικαθίσταται από την ένδειξη «Άνευ αντικειμένου».

αα)

Στο τμήμα Ι, στην ενότητα «ΙΗ. ΑΥΣΤΡΙΑ», το κείμενο αντικαθίσταται από την ένδειξη «Άνευ αντικειμένου».

β)

Το τμήμα ΙΙ τροποποιείται ως εξής:

i)

Στην ενότητα «Ζ. ΙΣΠΑΝΙΑ», η ένδειξη «Ουδέν» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Επιδόματα τοκετού (παροχές σε χρήμα με τη μορφή εφάπαξ καταβολής για τη γέννηση τρίτου και επόμενων τέκνων και παροχές σε χρήμα με τη μορφή εφάπαξ καταβολής στην περίπτωση πολλαπλού τοκετού)»,

ii)

στην ενότητα «Η. ΓΑΛΛΙΑ», το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Επίδομα τοκετού ή υιοθεσίας (παροχές υποδοχής μικρού παιδιού)»,

iii)

στην ενότητα «ΚΓ. ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ», το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το συνολικό επίδομα μητρότητας ή το εφάπαξ επίδομα μητρότητας και το βοήθημα με τη μορφή εφάπαξ ποσού που σκοπό έχει να αντισταθμίσει τις δαπάνες που συνεπάγεται η διεθνής υιοθεσία σύμφωνα με το Νόμο για τα επιδόματα μητρότητας».

γ)

Στο τμήμα ΙΙΙ, στην ενότητα «Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ», το στοιχείο β) διαγράφεται.

2.

Το παράρτημα ΙΙα αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο που περιλαμβάνει, ως έχουν, τις εγγραφές που περιέχονται στην πράξη προσχώρησης του 2003:

Α.   ΒΕΛΓΙΟ

α)

Επίδομα υποκατάστασης εισοδημάτων (νόμος της 27ης Φεβρουαρίου 1987).

β)

Εγγυημένο εισόδημα για ηλικιωμένα άτομα (νόμος της 22ας Μαρτίου 2001).

Β.   ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Κοινωνικό επίδομα (νόμος περί κρατικής κοινωνικής στήριξης αριθ. 117/1995 Sb.).

Γ.   ΔΑΝΙΑ

Δαπάνες στέγασης υπέρ των συνταξιούχων (νόμος σχετικά με το ατομικό βοήθημα στέγασης, που κωδικοποιήθηκε από το νόμο αριθ. 204 της 29ης Μαρτίου 1995).

Δ.   ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Βασικό εισόδημα διαβίωσης για τους ηλικιωμένους και τα πρόσωπα με μειωμένη ικανότητα προς βιοπορισμό δυνάμει του κεφαλαίου 4 της βίβλου XII του κοινωνικού κώδικα.

Ε.   ΕΣΘΟΝΙΑ

α)

Επίδομα ενηλίκων ατόμων με ειδικές ανάγκες (νόμος περί κοινωνικών παροχών για τα άτομα με ειδικές ανάγκες της 27ης Ιανουαρίου 1999).

β)

Κρατικό επίδομα ανεργίας (νόμος περί κοινωνικής προστασίας των ανέργων της 1ης Οκτωβρίου 2000).

ΣΤ.   ΕΛΛΑΔΑ

Ειδικές παροχές για ηλικιωμένα άτομα (νόμος αριθ. 1296/82).

Ζ.   ΙΣΠΑΝΙΑ

α)

Εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα (νόμος αριθ. 13/82 της 7ης Απριλίου 1982).

β)

Παροχές σε χρήμα ως βοήθεια στα ηλικιωμένα άτομα και τα ανίκανα προς εργασία άτομα με ειδικές ανάγκες (βασιλικό διάταγμα αριθ. 2620/81 της 24ης Ιουλίου 1984).

γ)

Συντάξεις αναπηρίας και γήρατος, μη ανταποδοτικού χαρακτήρα, που αναφέρονται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 του κωδικοποιημένου κειμένου του γενικού νόμου για την κοινωνική ασφάλιση που εγκρίθηκε με το βασιλικό διάταγμα αριθ. 1/1994 της 20ής Ιουνίου 1994.

δ)

Επιδόματα για την προαγωγή της κινητικότητας και την αντιστάθμιση των μεταφορικών δαπανών (νόμος αριθ. 13/1982 της 7ης Απριλίου 1982).

Η.   ΓΑΛΛΙΑ

α)

Συμπληρωματικά επιδόματα του Ειδικού Ταμείου Αναπηρίας και του Ταμείου Αρωγής Γήρατος (νόμος της 30ής Ιουνίου 1956, όπως έχει κωδικοποιηθεί στον τόμο VIII του κώδικα κοινωνικής ασφάλειας).

β)

Επίδομα ενηλίκων με ειδικές ανάγκες (νόμος της 30ής Ιουνίου 1975, όπως έχει κωδικοποιηθεί στον τόμο VIII του κώδικα κοινωνικής ασφάλειας).

γ)

Ειδικό επίδομα (νόμος της 10ης Ιουλίου 1952, όπως έχει κωδικοποιηθεί στον τόμο VIII του κώδικα κοινωνικής ασφάλειας).

Θ.   ΙΡΛΑΝΔΙΑ

α)

Βοήθημα ανεργίας [νόμος περί κοινωνικής πρόνοιας (κωδικοποίηση) του 1993, μέρος III κεφάλαιο 2].

β)

Σύνταξη γήρατος (μη ανταποδοτικού χαρακτήρα) [νόμος περί κοινωνικής πρόνοιας (κωδικοποίηση) του 1993, μέρος III κεφάλαιο 4].

γ)

Συντάξεις χήρας και χήρου (μη ανταποδοτικού χαρακτήρα) [νόμος περί κοινωνικής πρόνοιας (κωδικοποίηση) του 1993, μέρος ΙΙΙ κεφάλαιο 6, όπως τροποποιήθηκε από το μέρος V του νόμου περί κοινωνικής πρόνοιας του 1997].

δ)

Επίδομα αναπηρίας (νόμος περί κοινωνικής πρόνοιας του 1996, μέρος IV).

ε)

Επίδομα κινητικότητας (νόμος περί υγείας 1970, άρθρο 61).

στ)

Σύνταξη τυφλότητας [νόμος περί κοινωνικής πρόνοιας (κωδικοποίηση) του 1993, μέρος III κεφάλαιο 5].

Ι.   ΙΤΑΛΙΑ

α)

Κοινωνικές συντάξεις για άπορα άτομα (νόμος αριθ. 153 της 30ής Απριλίου 1969).

β)

Συντάξεις και επιδόματα για τους αναπήρους ειρηνικής περιόδου (νόμοι αριθ. 118 της 30ής Μαρτίου 1974, αριθ. 18 της 11ης Φεβρουαρίου 1980 και αριθ. 508 της 23ης Νοεμβρίου 1988).

γ)

Συντάξεις και επιδόματα για τους κωφαλάλους (νόμοι αριθ. 381 της 26ης Μαΐου 1970 και αριθ. 508 της 23ης Νοεμβρίου 1988).

δ)

Συντάξεις και επιδόματα για τους τυφλούς ειρηνικής περιόδου (νόμοι αριθ. 382 της 27ης Μαΐου 1970 και αριθ. 508 της 23ης Νοεμβρίου 1988).

ε)

Συμπλήρωμα της βασικής σύνταξης (νόμοι αριθ. 218 της 4ης Απριλίου 1952, αριθ. 638 της 11ης Νοεμβρίου 1983 και αριθ. 407 της 29ης Δεκεμβρίου 1990).

στ)

Συμπλήρωμα του επιδόματος αναπηρίας (νόμος αριθ. 222 της 12ης Ιουνίου 1984).

ζ)

Κοινωνικό επίδομα (νόμος αριθ. 335 της 8ης Αυγούστου 1995).

η)

Κοινωνική προσαύξηση (άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 12 του νόμου αριθ. 544 της 29ης Δεκεμβρίου 1988 και επόμενες τροποποιήσεις).

ΙΑ.   ΚΥΠΡΟΣ

α)

Κοινωνική σύνταξη [νόμος του 1995 (νόμος 25(Ι)/95), όπως τροποποιήθηκε].

β)

Επίδομα βαρέων κινητικών προβλημάτων (αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 38.210 της 16ης Οκτωβρίου 1992, 41.370 της 1ης Αυγούστου 1994, 46.183 της 11ης Ιουνίου 1997 και 53.675 της 16ης Μαΐου 2001).

γ)

Ειδικό χορήγημα τυφλών [νόμος περί ειδικών χορηγημάτων του 1996 (νόμος 77(Ι)/96), όπως έχει τροποποιηθεί].

ΙΒ.   ΛΕΤΤΟΝΙΑ

α)

Κρατικές παροχές κοινωνικής ασφάλειας (νόμος περί κοινωνικής αρωγής της 26ης Οκτωβρίου 1995).

β)

Επίδομα για την αποζημίωση δαπανών μεταφοράς αναπήρων περιορισμένης κινητικότητας (νόμος περί κοινωνικής αρωγής της 26ης Οκτωβρίου 1995).

ΙΓ.   ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

α)

Κοινωνική σύνταξη (νόμος περί κοινωνικών συντάξεων του 1994).

β)

Ειδική αποζημίωση μεταφοράς για τα άτομα με ειδικές ανάγκες με προβλήματα κινητικότητας (νόμος του 2000 περί αποζημιώσεων μεταφοράς, άρθρο 7).

ΙΔ.   ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

Εισόδημα για τα άτομα με σοβαρές αναπηρίες [(άρθρο 1 παραγράφος 2), νόμος της 12ης Σεπτεμβρίου 2003], εκτός των ατόμων που έχουν αναγνωρισθεί ως εργαζόμενοι με αναπηρίες και απασχολούνται στην κοινή αγορά εργασίας ή σε προστατευμένο περιβάλλον.

ΙΕ.   ΟΥΓΓΑΡΙΑ

α)

Επίδομα αναπηρίας [διάταγμα αριθ. 83/1987 (ΧΙΙ 27) του Υπουργικού Συμβουλίου περί επιδόματος αναπηρίας].

β)

Επίδομα γήρατος χωρίς συνεισφορά (νόμος ΙΙΙ του 1993 περί της υπηρεσίας κοινωνικών ασφαλίσεων και των κοινωνικών παροχών).

γ)

Επίδομα μεταφοράς [κυβερνητικό διάταγμα αριθ. 164/1995 (ΧΙΙ 27) περί επιδομάτων μεταφοράς των προσώπων με σοβαρή φυσική αναπηρία].

ΙΣΤ.   ΜΑΛΤΑ

α)

Συμπληρωματικό επίδομα [άρθρο 73 του νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης (κεφ. 318) του 1987].

β)

Σύνταξη γήρατος [νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης (κεφ. 318) 1987].

ΙΖ.   ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

α)

Νόμος περί παροχών ανικανότητας προς εργασία νέων με ειδικές ανάγκες της 24ης Απριλίου 1997 (Wajong)

β)

Νόμος περί συμπληρωματικών επιδομάτων της 6ης Νοεμβρίου 1986 (TW).

ΙΗ.   ΑΥΣΤΡΙΑ

Αντισταθμιστικό συμπλήρωμα (ομοσπονδιακός νόμος περί γενικών κοινωνικών ασφαλίσεων – ASVG της 9ης Σεπτεμβρίου 1955, ομοσπονδιακός νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης εμπόρων – GSVG της 11ης Οκτωβρίου 1978 και ομοσπονδιακός νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης αγροτών – BSVG της 11ης Οκτωβρίου 1978).

ΙΘ.   ΠΟΛΩΝΙΑ

Κοινωνική σύνταξη (νόμος της 29ης Νοεμβρίου 1990 περί κοινωνικής αρωγής).

Κ.   ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

α)

Μη ανταποδοτική κρατική σύνταξη γήρατος και αναπηρίας (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 464/80 της 13ης Οκτωβρίου 1980).

β)

Μη ανταποδοτική σύνταξη χηρείας (κανονιστικό διάταγμα αριθ. 52/81 της 11ης Νοεμβρίου 1981).

ΚΑ.   ΣΛΟΒΕΝΙΑ

α)

Κρατική σύνταξη (νόμος περί συντάξεων και ασφάλισης αναπηρίας της 23ης Δεκεμβρίου 1999).

β)

Εισοδηματική στήριξη συνταξιούχων (νόμος περί συντάξεων και ασφάλισης αναπηρίας της 23ης Δεκεμβρίου 1999).

γ)

Επίδομα κάλυψης των απολύτως προς το ζην αναγκαίων (νόμος περί συντάξεων και ασφάλισης αναπηρίας της 23ης Δεκεμβρίου 1999).

ΚΒ.   ΣΛΟΒΑΚΙΑ

Προσαρμογή των συντάξεων που αποτελούν τη μόνη πηγή εισοδήματος (νόμος αριθ. 100/1988 Zb.).

ΚΓ.   ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

α)

Επίδομα αναπηρίας (νόμος για το επίδομα αναπηρίας 124/88).

β)

Επίδομα τέκνου (νόμος για το επίδομα τέκνου 444/69).

γ)

Επίδομα στέγασης συνταξιούχων (νόμος για το επίδομα στέγασης συνταξιούχων 591/78).

δ)

Επίδομα απασχόλησης (νόμος περί επιδομάτων ανεργίας 1542/93).

ε)

Ειδικό βοήθημα για μετανάστες (νόμος για το ειδικό βοήθημα για μετανάστες, 1192/2002).

ΚΔ.   ΣΟΥΗΔΙΑ

α)

Συμπληρωματικό επίδομα στέγασης που καταβάλλεται στους συνταξιούχους (νόμος 2001:761).

β)

Οικονομική στήριξη για ηλικιωμένους (νόμος 2001:853).

γ)

Επίδομα αναπηρίας και επίδομα ανάπηρου τέκνου (νόμος 1998/ 703).

ΚΕ.   ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

α)

Πίστωση κρατικής σύνταξης (νόμος για την πίστωση κρατικής σύνταξης του 2002).

β)

Επιδόματα για αιτούντες εργασία βασιζόμενα στο εισόδημα [νόμος για τους αιτούντες εργασία του 1995, 28 Ιουνίου 1995, τμήματα 1, (2) (δ), (ii) και 3, και Διάταγμα για τους αιτούντες εργασία (Βόρεια Ιρλανδία) του 1995, της 18ης Οκτωβρίου 1995, άρθρα 3 (2) (δ), (ii) και 5].

γ)

Στήριξη εισοδήματος [νόμος κοινωνικής ασφάλειας του 1986, 25 Ιουλίου 1986, τμήματα 20 έως 22 και τμήμα 23, και διάταγμα περί κοινωνικής ασφάλισης (Βόρεια Ιρλανδία) του 1986, της 5ης Νοεμβρίου 1986, άρθρα 21 έως 24].

δ)

Επίδομα διαβίωσης αναπήρων [νόμος για το επίδομα διαβίωσης αναπήρων και το επίδομα εργασίας αναπήρων του 1991, 27 Ιουνίου 1991, τμήμα 1 και διάταγμα για το επίδομα διαβίωσης αναπήρων και το επίδομα εργασίας αναπήρων (Βόρεια Ιρλανδία) του 1991, της 24ης Ιουλίου 1991, άρθρο 3].

ε)

Επίδομα συμπαράστασης (νόμος περί κοινωνικής ασφάλειας του 1975, της 20ής Μαρτίου 1975, τμήμα 35, και νόμος περί κοινωνικής ασφάλειας (Βόρεια Ιρλανδία) του 1975, της 20ής Μαρτίου 1975, τμήμα 35].

στ)

Επίδομα φροντίδας αναπήρων [νόμος περί κοινωνικής ασφάλειας του 1975, της 20ής Μαρτίου 1975, τμήμα 37, και νόμος περί κοινωνικής ασφάλειας (Βόρεια Ιρλανδία) του 1975, της 20ής Μαρτίου 1975, τμήμα 37]».

3)

Το παράρτημα III τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην αρχή του παραρτήματος, υπό τις «Γενικές παρατηρήσεις», προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.

Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 6 του παρόντος κανονισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν απαριθμούνται στο παρόν παράρτημα οι διατάξεις των διμερών συμβάσεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και που εξακολουθούν να ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων οι διατάξεις που προβλέπουν το συνυπολογισμό των περιόδων ασφάλισης οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί σε τρίτη χώρα.».

β)

Στο μέρος Α, καταργούνται τα ακόλουθα σημεία:

2, 3 στοιχείο β), 5, 6, 7, 8, 9, 13, 16, 17, 19, 22, 23, 24, 48, 50, 51, 52, 53, 54, 58, 61, 62, 64, 69, 71, στοιχεία α) και γ), 73, στοιχεία α) και β), 74, 75, 83 στοιχεία α), β), γ), δ), ε), στ), ζ), 85, 88, 89, 111, 112, 113, 114, 118, 121, 122, 124, 127, 128, 129, 130, 131, 132, 136, 139, 140, 145, 146, 147, 148, 149, 153, 156, 157, 159, 162, 163, 164, 165, 169, 172, 173, 175, 178, 179, 184, 188, 190, 193, 194, 195, 237, 238, 240, 243, 244, 245, 265, 270, 271, 272, 274, 277, 278, 279, 288, 289, 299, 300.

γ)

Στο μέρος Α σημείο 3 στοιχείο α) (Βέλγιο – Γερμανία), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα άρθρα 3 και 4 του υπό ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 1957 τελικού πρωτοκόλλου της Γενικής Συμβάσεως της ίδιας ημερομηνίας, όπως είναι διατυπωμένο στο συμπληρωματικό πρωτόκολλο της 10ης Νοεμβρίου 1960 (υπολογισμός των ασφαλιστικών περιόδων που πραγματοποιήθηκαν σε ορισμένες παραμεθόριες περιοχές πριν, κατά και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο)».

δ)

Στο μέρος Α σημείο 67 (Δανία – Φινλανδία), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 10 της Σκανδιναβικής συμβάσεως περί κοινωνικής ασφάλειας της 15ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την κάλυψη των επιπλέον εξόδων ταξιδιού σε περίπτωση ασθένειας κατά την παραμονή σε άλλη σκανδιναβική χώρα, με συνέπεια να καταστεί αναγκαίο ακριβότερο ταξίδι επιστροφής στη χώρα διαμονής».

ε)

Στο μέρος Α σημείο 68 (Δανία – Σουηδία), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 10 της Σκανδιναβικής συμβάσεως περί κοινωνικής ασφάλειας της 15ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την κάλυψη των επιπλέον εξόδων ταξιδιού σε περίπτωση ασθένειας κατά την παραμονή σε άλλη σκανδιναβική χώρα, με συνέπεια να καταστεί αναγκαίο ακριβότερο ταξίδι επιστροφής στη χώρα διαμονής».

στ)

Στο μέρος Α σημείο 71 β) (Γερμανία – Ελλάδα), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 8 παράγραφος 1, παράγραφος 2 στοιχείο β) και παράγραφος 3, τα άρθρα 9 έως 11 και τα κεφάλαια Ι και IV, κατά το μέτρο που αφορούν τα άρθρα αυτά, της σύμβασης περί ασφάλισης ανεργίας της 31ης Μαΐου 1961, καθώς και η σημείωση στο πρακτικό της 14ης Ιουνίου 1980 (υπολογισμός των ασφαλιστικών περιόδων για παροχές ανεργίας σε περίπτωση μεταφοράς της κατοικίας από ένα κράτος σε άλλο)».

ζ)

Στο μέρος Α σημείο 72 (Γερμανία – Ισπανία), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 45 παράγραφος 2 της σύμβασης περί κοινωνικής ασφάλειας της 4ης Δεκεμβρίου 1973 (αντιπροσώπευση από διπλωματικές και προξενικές αρχές)».

η)

Στο μέρος Α σημείο 73 (Γερμανία – Γαλλία), το κείμενο των στοιχείων γ), δ), ε) και στ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Η υπ' αριθ. 4 και υπό ημερομηνία 10 Ιουλίου 1950 συμπληρωματική συμφωνία της γενικής συμβάσεως της ίδιας ημερομηνίας, όπως είναι διατυπωμένη στη συμπληρωματική συμφωνία υπ' αριθ. 2 της 18ης Ιουνίου 1955 (υπολογισμός των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1ης Ιουλίου 1940 και 30ής Ιουνίου 1950).

β)

Ο τίτλος Ι της προαναφερόμενης συμπληρωματικής συμφωνίας υπ' αριθ. 2 (υπολογισμός των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν προ της 8ης Μαΐου 1945).

γ)

Τα σημεία 6, 7 και 8 του υπό ημερομηνία 10 Ιουλίου 1950 γενικού πρωτοκόλλου της γενικής συμβάσεως της ίδιας ημερομηνίας (διοικητικές ρυθμίσεις).

δ)

Οι τίτλοι ΙΙ, ΙΙΙ και IV της συμφωνίας της 20ής Δεκεμβρίου 1963 (κοινωνική ασφάλιση στο ομόσπονδο κράτος του Σάαρ)».

θ)

Στο μέρος Α σημείο 79 (Γερμανία – Λουξεμβούργο), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα άρθρα 4, 5, 6 και 7 της συνθήκης της 11ης Ιουλίου 1959 (υπολογισμός των ασφαλιστικών περιόδων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του Σεπτεμβρίου 1940 και του Ιουνίου 1946)».

ι)

Στο μέρος Α σημείο 83 (Γερμανία – Αυστρία), το κείμενο των στοιχείων η) και θ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 1 παράγραφος 5 και το άρθρο 8 της συμβάσεως περί ασφαλίσεως ανεργίας της 19ης Ιουλίου 1978 καθώς και η παράγραφος 10 του τελικού πρωτοκόλλου της εν λόγω συμβάσεως (χορήγηση επιδομάτων ανεργίας σε μεθοριακούς εργαζόμενους από το προηγούμενο κράτος απασχόλησης) εξακολουθούν να ισχύουν για πρόσωπα που έχουν ασκήσει δραστηριότητα ως συνοριακοί εργαζόμενοι κατά την 1η Ιανουαρίου 2005 ή πριν από την ημερομηνία αυτή και κατέστησαν άνεργοι πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011».

ια)

Στο μέρος Α σημείο 90 (Γερμανία – Ηνωμένο Βασίλειο), το κείμενο των στοιχείων α), β) και γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Το άρθρο 7 παράγραφοι 5 και 6 της σύμβασης περί κοινωνικής ασφάλειας της 20ής Απριλίου 1960 (νομοθεσία αφορώσα τους πολίτες που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις).

β)

Το άρθρο 5 παράγραφοι 5 και 6 της σύμβασης περί ασφάλισης κατά της ανεργίας της 20ής Απριλίου 1960 (νομοθεσία αφορώσα τους πολίτες που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις)».

ιβ)

Στο μέρος Α σημείο 142 (Ισπανία – Πορτογαλία), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 22 της γενικής συμβάσεως της 11ης Ιουνίου 1969 (εξαγωγή των παροχών ανεργίας)».

ιγ)

Στο μέρος Α σημείο 180 (Ιρλανδία – Ηνωμένο Βασίλειο), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 8 της συμφωνίας της 14ης Σεπτεμβρίου 1971 περί κοινωνικής ασφάλειας (σχετικά με τη μεταφορά και τον υπολογισμό ορισμένων πιστώσεων αναπηρίας)».

ιδ)

Στο μέρος Α το σημείο 267 (Κάτω Χώρες – Πορτογαλία), τροποποιείται ως εξής:

«Το άρθρο 31 της σύμβασης της 19ης Ιουνίου 1979 (εξαγωγή των παροχών ανεργίας)».

ιε)

Στο μέρος Α σημείο 298 (Φινλανδία – Σουηδία), το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 10 της Σκανδιναβικής συμβάσεως περί κοινωνικής ασφάλειας της 15ης Ιουνίου 1992, σχετικά με την κάλυψη των επιπλέον εξόδων ταξιδιού σε περίπτωση ασθένειας κατά την παραμονή σε άλλη σκανδιναβική χώρα, με συνέπεια να καταστεί αναγκαίο ακριβότερο ταξίδι επιστροφής στη χώρα διαμονής».

ιστ)

Στο μέρος Β, οι ακόλουθες εγγραφές διαγράφονται:

2, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 13, 16, 17, 19, 22, 23, 24, 48, 50, 51, 52, 53, 54, 58, 61, 62, 64, 67, 68, 69, 71, 72, 73, 74, 75, 79, 82, 83, 85, 88, 89, 90, 111, 112, 113, 114, 118, 121, 122, 124, 127, 128, 129, 130, 131, 132, 136, 139, 140, 142, 145, 146, 147, 148, 149, 153, 156, 157, 159, 162, 163, 164, 165, 169, 172, 173, 175, 178, 179, 180, 184, 187, 188, 190, 193, 194, 195, 237, 238, 240, 243, 244, 245, 265, 267, 270, 271, 272, 274, 277, 278, 279, 288, 289, 290, 298, 299, 300.

4.

Στο παράρτημα IV, το τμήμα Β τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην ενότητα «Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ», το κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ασφάλιση γήρατος αγροτών (Alterssicherung der Landwirte)».

β)

Στην ενότητα «Ι. ΙΤΑΛΙΑ» παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«Συστήματα ασφάλισης συντάξεων (Assicurazione pensioni) για:

γιατρούς (medici)

φαρμακοποιούς (farmacisti)

κτηνιάτρους (veterinari)

νοσοκόμους, βοηθούς υγείας και πρόνοιας, νοσοκόμους παιδιατρικού τμήματος (infermieri, assistenti sanitari, vigilatrici infanzia)

ψυχολόγους (psicologi)

μηχανικούς και αρχιτέκτονες (ingegneri ed architetti)

τοπογράφους (geometri)

δικηγόρους (avvocati)

διπλωματούχους οικονομικών επιστημών (dottori commercialisti)

λογιστές και εμπορικούς συμβούλους (ragionieri e periti commerciali)

συμβούλους εργασίας (consulenti del lavoro)

συμβολαιογράφους (notai)

εκτελωνιστές (spedizionieri doganali)

βιολόγους (biologi)

γεωτεχνικούς και τεχνολόγους γεωπόνους (agrotecnici e periti agrari)

πράκτορες και εμπορικούς αντιπροσώπους (agenti e rappresentanti di commercio)

δημοσιογράφους (giornalisti)

τεχνολόγους βιομηχανίας (periti industriali)

αναλογιστές, χημικούς, γεωπόνους, δασολόγους, γεωλόγους (attuari, chimici, dottori agronomi, dottori forestali, geologi)».

γ)

Στην ενότητα «ΙΗ. ΑΥΣΤΡΙΑ», παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

«Συστήματα συντάξεων των συνταξιοδοτικών φορέων ενώσεων ελευθέριων επαγγελμάτων (Kammern der Freien Berufe).»

5.

Το παράρτημα VI τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην ενότητα «Γ. ΔΑΝΙΑ» σημείο 6, το στοιχείο β) διαγράφεται.

αα)

Στην ενότητα «Γ. ΔΑΝΙΑ», προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«11.

Η προσωρινή παροχή που καταβάλλεται σε ανέργους οι οποίοι συμμετέχουν στο σύστημα “ευέλικτης απασχόλησης” (ledighedsydelse) (νόμος αριθ. 455 της 10ης Ιουνίου 1997) καλύπτεται από τον τίτλο ΙΙΙ κεφάλαιο 6 (Παροχές ανεργίας). Όσον αφορά τους ανέργους που μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, τα άρθρα 69 και 71 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται όταν το εν λόγω κράτος μέλος έχει παρόμοια συστήματα απασχόλησης για την ίδια κατηγορία προσώπων».

β)

Στην ενότητα «Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ», τα σημεία 3, 11 και 17 διαγράφονται και προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

«24.

Για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού του άρθρου 46 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, στο πλαίσιο των συστημάτων συντάξεων των ελευθέριων επαγγελμάτων, ο αρμόδιος φορέας λαμβάνει ως βάση, για κάθε έτος ασφάλισης που έχει συμπληρωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία οιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, τα μέσα ετήσια συνταξιοδοτικά δικαιώματα που έχουν αποκτηθεί κατά την περίοδο υπαγωγής στον αρμόδιο φορέα μέσω της καταβολής εισφορών.

25.

Το άρθρο 79α του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στον υπολογισμό των ορφανικών συντάξεων και των προσαυξήσεων ή συμπληρωμάτων για τέκνα που καταβάλλονται από τα συστήματα συντάξεων των ελευθέριων επαγγελμάτων».

γ)

Στην ενότητα «Η. ΓΑΛΛΙΑ», το κείμενο στο σημείο 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Παρά τα άρθρα 73 και 74 του παρόντος κανονισμού, τα επιδόματα στέγης και το συμπληρωματικό επίδομα φροντίδας τέκνου κατ' επιλογή του γονέα (παροχές υποδοχής μικρού παιδιού) χορηγούνται μόνο στους ενδιαφερομένους και στα μέλη της οικογένειάς τους που κατοικούν στο γαλλικό έδαφος».

δ)

Στην ενότητα «Θ. ΙΡΛΑΝΔΙΑ», το σημείο 11 διαγράφεται.

ε)

Στην ενότητα «ΙΗ. ΑΥΣΤΡΙΑ», προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«8.

Για τον υπολογισμό του θεωρητικού ποσού σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά παροχές ή τμήματα παροχών καταβαλλόμενα από σύστημα συντάξεων ενώσεων ελευθέριων επαγγελμάτων (Kammern der Freien Berufe), που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά με τη μέθοδο του κεφαλαιοποιητικού συστήματος ή βασίζονται σε σύστημα λογαριασμών συντάξεων, ο αρμόδιος φορέας λαμβάνει υπόψη, για κάθε μήνα ασφάλισης που έχει συμπληρωθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία οιουδήποτε άλλου κράτους μέλους, κεφάλαιο ανάλογο προς το πραγματικό κεφάλαιο το οποίο έχει συσσωρευθεί στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος συντάξεων ή θεωρείται ότι έχει συσσωρευθεί στο πλαίσιο του συστήματος λογαριασμών συντάξεων και τον αριθμό μηνών των ασφαλιστικών περιόδων που έχουν πραγματοποιηθεί στο συγκεκριμένο σύστημα συντάξεων.

9.

Το άρθρο 79α του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών στον υπολογισμό των ορφανικών συντάξεων και των προσαυξήσεων ή συμπληρωμάτων για τέκνα που καταβάλλονται από τα συστήματα συντάξεων των ενώσεων ελευθέριων επαγγελμάτων (Kammern der Freien Berufe)».

ζ)

Στην ενότητα «ΚΕ. ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ», το κείμενο τροποποιείται ως εξής:

i)

Στο σημείο 2 στοιχείο β), τα σημεία i) και ii) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

σύζυγο ή πρώην σύζυγο όταν το αίτημα υποβάλλεται από:

παντρεμένη γυναίκα ή

πρόσωπο του οποίου ο γάμος λύθηκε με άλλο τρόπο εκτός του θανάτου του/της συζύγου, ή

ii)

πρώην σύζυγο, όταν το αίτημα υποβάλλεται από:

χήρο ο οποίος δεν θεμελιώνει δικαίωμα αμέσως πριν από τη συντάξιμη ηλικία για επίδομα χηρευσάντων γονέων, ή

χήρα, η οποία αμέσως πριν τη συντάξιμη ηλικία δεν θεμελιώνει δικαίωμα για επίδομα χήρας μητέρας, επίδομα χηρευσάντων γονέων ή σύνταξη χηρείας, ή η οποία θεμελιώνει δικαίωμα μόνο για σύνταξη χηρείας με βάση την ηλικία η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2 του κανονισμού, και, για το σκοπό αυτό, η “σύνταξη χηρείας λόγω ηλικίας” σημαίνει σύνταξη χηρείας που καταβάλλεται σε μειωμένο ποσοστό σύμφωνα με το τμήμα 39 παράγραφος 4 του νόμου περί εισφορών και παροχών κοινωνικής ασφάλειας (νόμος περί εισφορών και παροχών κοινωνικής ασφάλειας του 1992)».

ii)

Το σημείο 22 διαγράφεται.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο παράρτημα 2 στην ενότητα «ΚΔ. ΣΟΥΗΔΙΑ», το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Για παροχές ανεργίας: Inspektionen för arbetslöshetsförsäkringen (Σουηδικός Οργανισμός Ασφάλισης Ανεργίας)».

2.

Στο παράρτημα 4 στην ενότητα «Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ», προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«9.

Συστήματα συντάξεων για ελεύθερους επαγγελματίες:

Arbeitsgemeinschaft Berufsständischer Versorgungseinrichtungen, Köln».

3.

Στο παράρτημα 10 στην ενότητα «Γ. ΔΑΝΙΑ» σημείο 1, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 10γ, του άρθρου 11 παράγραφος 1, του άρθρου 11α παράγραφος 1, του άρθρου 12α, του άρθρου 13 παράγραφοι 2 και 3, του άρθρου 14 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού εφαρμογής: Den Sociale Sikringsstyrelse, København».

4.

Στο παράρτημα 10 στην ενότητα «ΙΗ. ΑΥΣΤΡΙΑ», το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Για την εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 1 στοιχείο β), του άρθρου 14α παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 17 του κανονισμού:

Bundesminister für soziale Sicherheit, Generationen und Konsumentenschutz (ομοσπονδιακός υπουργός Κοινωνικής Ασφάλειας, Γενεών και Προστασίας του Καταναλωτή), κατόπιν συμφωνίας με την αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία όσον αφορά τα ειδικά συστήματα για τους δημόσιους υπαλλήλους και κατόπιν συμφωνίας με τον αντίστοιχο συνταξιοδοτικό φορέα όσον αφορά τα συστήματα συντάξεων των ενώσεων ελευθέριων επαγγελμάτων (Kammern der Freien Berufe).».

5.

Το παράρτημα 11 διαγράφεται.


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 27 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (διάφορες τροποποιήσεις).

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έδωσε τη γνώμη της στις 10 Δεκεμβρίου 2003.

Σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 11 Μαρτίου 2004.

Εν συνεχεία, η Επιτροπή υπέβαλε, στις 30 Απριλίου 2004, την τροποποιημένη πρότασή της στην οποία ενσωμάτωσε πλήρως τις τέσσερις τροπολογίες που είχε εγκρίνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το Συμβούλιο αποδέχθηκε τρεις από τις τροπολογίες αυτές στο σύνολό τους και μία ως προς την ουσία της.

Σύμφωνα με το άρθρο 251 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή θέση του στις 15 Νοεμβρίου 2004.

II.   ΣΤΟΧΟΣ

Στόχος του κανονισμού είναι η ενημέρωση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (1) και αριθ. 574/72 (2), ώστε να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές στην εθνική νομοθεσία και να αποσαφηνισθεί η νομική κατάσταση όσον αφορά ορισμένα άρθρα των κανονισμών αυτών. Λαμβάνει υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ειδικότερα της νομολογίας που αφορά τις ειδικές χρηματικές παροχές χωρίς συνεισφορά, οι οποίες είναι μη εξαγώγιμες εφόσον ανταποκρίνονται σε ειδικά κριτήρια και περιέχονται στο παράρτημα IIα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71. Ο κανονισμός λαμβάνει υπόψη και τη νομολογία που αφορά τις σχέσεις του κανονισμού με τις διατάξεις των διμερών συμβάσεων κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες θα διατηρηθούν σε ισχύ εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να περιλαμβάνονται στο παράρτημα III του κανονισμού.

III.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

1.   Τροπολογίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τέσσερις τροπολογίες επί της πρότασης της Επιτροπής.

Όλες αυτές οι τροπολογίες ενσωματώθηκαν καθ' ολοκληρίαν στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής.

2.   Θέση του Συμβουλίου επί των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Το Συμβούλιο θα μπορούσε να δεχθεί στο σύνολό τους τις ακόλουθες τρεις τροπολογίες:

Την τροπολογία αριθ. 1 η οποία αποσκοπεί στο να εισαγάγει στον κατάλογο των ειδικών χρηματικών παροχών χωρίς συνεισφορά, ως έχει στο παράρτημα IIα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ.1408/71, μια παροχή που προβλέπεται από την ισπανική νομοθεσία: «επίδομα κινητικότητας για την αντιστάθμιση των εξόδων μεταφοράς». Το Συμβούλιο θα μπορούσε να δεχθεί αυτή την τροπολογία, δεδομένου ότι η εν λόγω παροχή ικανοποιεί απολύτως τα αναθεωρημένα κριτήρια που προβλέπονται στην κοινή θέση (δηλαδή πρέπει να προορίζεται μόνον για να παρέχει ειδική προστασία των ατόμων με αναπηρία, συνδεόμενη άμεσα με το κοινωνικό περιβάλλον των ατόμων αυτών στο συγκεκριμένο κράτος μέλος).

Την τροπολογία αριθ. 2 η οποία αποσκοπεί στο να εισαγάγει στον κατάλογο των ειδικών χρηματικών παροχών χωρίς συνεισφορά, ως έχει στο παράρτημα IIα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ.1408/71, μια παροχή που προβλέπεται από την ιρλανδική νομοθεσία: «επίδομα κινητικότητας». Το Συμβούλιο θα μπορούσε πάλι να δεχθεί αυτή την τροπολογία, δεδομένου ότι ικανοποιεί απολύτως τα αναθεωρημένα κριτήρια που προβλέπονται στην κοινή θέση.

Την τροπολογία αριθ. 3 η οποία αποσκοπεί στο να εισαγάγει στον κατάλογο των ειδικών χρηματικών παροχών χωρίς συνεισφορά, ως έχει στο παράρτημα IIα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ.1408/71, μια παροχή που προβλέπεται από τη βρετανική νομοθεσία: «ενίσχυση εισοδήματος». Το Συμβούλιο δέχθηκε επίσης αυτή την τροπολογία, δεδομένου ότι ικανοποιεί πλήρως τα αναθεωρημένα κριτήρια που προβλέπονται στην κοινή θέση.

Το Συμβούλιο δέχθηκε επίσης, υπό την προϋπόθεση αναδιατύπωσής της, τη βασική προφορικής τροπολογίας του Κοινοβουλίου που αποσκοπεί στο να καλέσει τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα ώστε οι δυσμενείς συνέπειες ορισμένων τροποποιήσεων του καταλόγου των παροχών στο παράρτημα IIα (πιο συγκεκριμένα όταν μια παροχή γίνεται μη εξαγώγιμη λόγω της εγγραφής της στο παράρτημα) να μετριάζονται όσον αφορά τα πρόσωπα που στο παρελθόν ήταν αποδέκτες των παροχών αυτών, μέσω μεταβατικών ρυθμίσεων ή διμερών λύσεων (βλ. αιτιολογική σκέψη 6).

IV.   ΑΡΘΡΟ 1 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 5 ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Το άρθρο 1 παράγραφος 5 της πρότασης της Επιτροπής έχει στόχο την τροποποίηση του άρθρου 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕOΚ) αριθ. 1408/71 ώστε να διευκρινιστεί ότι η είσπραξη των εισφορών ασθένειας και μητρότητας είναι δυνατόν να πραγματοποιείται στο σύνολο των συντάξεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους συντάξεων εάν το προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

Το Συμβούλιο αποφάσισε να μην ενσωματώσει αυτό το τμήμα της πρότασης της Επιτροπής στην κοινή του θέση εν αναμονή της έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

Το Συμβούλιο αναγνωρίζει την ανάγκη ισορροπίας μεταξύ των εισπραττόμενων εισφορών και του κόστους των καταβαλλόμενων παροχών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕOΚ) αριθ. 1408/71. Από την αρχή αυτή απορρέει η δυνατότητα είσπραξης των εισφορών βάσει του συνόλου των συντάξεων που καταβάλλονται σε δικαιούχο σύνταξης. Ωστόσο, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιατύπωσης και απλούστευσης του κανονισμού (ΕOΚ) αριθ. 1408/71 και δεδομένου ότι έχει συμφωνηθεί ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου 5 (εξομοίωση γεγονότων) σε σχέση με το άρθρο 30 (εισφορές από συνταξιούχους) του απλουστευμένου κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 θα περιληφθούν στον εκτελεστικό κανονισμό, το Συμβούλιο φρονεί ότι θα ήταν πρόωρο να ληφθεί ήδη το μέτρο αυτό. Πάντως, το Συμβούλιο πιστεύει ακόμα ότι πρέπει να είναι σαφές ότι είναι αδύνατο να εισπράττονται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περισσότερες εισφορές από εκείνες που θα εισπράττονταν εάν ο ενδιαφερόμενος λάμβανε όλες τις συντάξεις δυνάμει της νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

V.   ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IIA ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Με την πρόταση της Επιτροπής επιδιώχθηκε, μεταξύ άλλων, τροποποίηση του άρθρου 4 παράγραφος 2α και του παραρτήματος IIα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου που αφορούν τις ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά, σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε ό,τι αφορά το χαρακτηρισμό των «ειδικών παροχών χωρίς συνεισφορά», δηλαδή την απόφαση της 5ης Μαρτίου 1998 για την υπόθεση C-160/96, Molenaar κατά Allgemeine Ortskrankenkasse Baden-Wurttemberg (Συλλογή 1998, σ. I-843), την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001 για την υπόθεση C-215/99, Friedrich Jauch κατά Pensionsversicherungsanstalt der Arbeiter (Συλλογή 2001, σ. I 1901) και την απόφαση της 31ης Μαΐου 2001 για την υπόθεση C-43/99, Ghislain Leclere και Alina Deaconescu κατά Caisse nationale des prestations familiales (Συλλογή 2001, σ. I-4265).

Οι ειδικές παροχές χωρίς συνεισφορά μπορούν να τοποθετηθούν μεταξύ των «συμβατικών» παροχών κοινωνικής ασφάλισης και της κοινωνικής πρόνοιας. Στο παράρτημα IIα περιέχεται ο κατάλογος των εν λόγω παροχών που χορηγούνται σε πρόσωπα αποκλειστικά στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν κατ' εφαρμογή του άρθρου 10α του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (και συνεπώς δεν είναι «εξαγώγιμες» όταν τα πρόσωπα αυτά μεταβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος).

Προκειμένου να διευκολυνθεί η ελεύθερη διακίνηση των προσώπων στην Ένωση, η Επιτροπή πρότεινε ο κατάλογος αυτός να εξορθολογισθεί και διάφορες παροχές που απαριθμούνται επί του παρόντος στο παράρτημα ΙΙα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου να διαγραφούν από τον κατάλογο σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

Το Συμβούλιο συμφώνησε με ομοφωνία σχετικά με τα αναθεωρημένα κριτήρια κατάταξης των εγγραφών του παραρτήματος, ως έχουν στην τροποποιημένη μορφή του άρθρου 4 παράγραφος 2α του κανονισμού, η οποία παρατίθεται λεπτομερώς στην κοινή θέση. Τα κριτήρια αυτά είναι ταυτόσημα με τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στο κείμενο του άρθρου 70 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 σχετικά με το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας για τους σκοπούς του αντίστοιχου παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού (παράρτημα X). Προς διευκόλυνση της αντικειμενικής εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, προτάθηκαν ως στόχοι της εφαρμογής του άρθρου 4 παράγραφος 2α τα ακόλουθα:

οι παροχές του ιδίου τύπου με ταυτόσημα ή ανάλογα χαρακτηριστικά θα πρέπει να κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία ώστε να εξασφαλίζεται η συνεπής και συνεκτική μεταχείρισή τους,

εάν μια παροχή δεν θεωρείται ως «ειδική» παροχή χωρίς συνεισφορά, θα πρέπει να προσδιορίζεται, εφόσον υφίσταται, το κατάλληλο σύστημα συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1.

Το Συμβούλιο επιδίωξε επίσης να συμφωνήσει κριτήρια για την προσθήκη εγγραφών στο παράρτημα ΙΙα και τον προσδιορισμό μερικών βασικών χαρακτηριστικών των συστημάτων αναπηρίας τα οποία θα συνέβαλλαν στην κατάταξη των συστημάτων αυτών ως παρέχοντα «αποκλειστικά ειδική προστασία των ατόμων με αναπηρία». Με βάση την ανωτέρω προσέγγιση θα μπορούσε να επιτευχθεί ομοφωνία για την κατάταξη της μεγάλης πλειοψηφίας των εγγραφών του παραρτήματος ΙΙα και να προκύψει σημαντικός εξορθολογισμός του παραρτήματος.

Εντούτοις δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί ομοφωνία για την πρόταση της Επιτροπής να διαγραφούν ορισμένες ειδικές εγγραφές από το παράρτημα ΙΙα. Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δεν δέχτηκαν να χρησιμοποιηθούν τα προτεινόμενα κριτήρια για τον προσδιορισμό των παροχών που ήταν κατάλληλες προς απαρίθμηση στο παράρτημα ΙΙα. Τα εν λόγω κράτη μέλη εξέφρασαν την επιθυμία να διατηρηθούν οι εγγραφές τους στο παράρτημα κρίνοντας ότι πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 2α και ότι η τρέχουσα νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) δεν δικαιολογεί τη διαγραφή τους από το παράρτημα.

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η έκδοση του κανονισμού δεδομένης της σημαντικής συνολικής προόδου, το Συμβούλιο συμφώνησε να διατηρηθούν οι εγγραφές αυτές στο παράρτημα ΙΙα, εν αναμονή μελλοντικής νομολογίας του ΔΕΚ που ενδεχομένως θα διευκρινίσει τα κατάλληλα κριτήρια και εν συνεχεία θα έχει ως αποτέλεσμα αναθεώρηση του παραρτήματος.

Στη συνάρτηση αυτή, η Επιτροπή προέβη σε δήλωση προς καταχώριση στα πρακτικά του Συμβουλίου τονίζοντας ότι ο κατάλογος εγγραφών ενδέχεται να πρέπει να αναθεωρηθεί βάσει νέας νομολογίας του ΔΕΚ, κυρίως όσον αφορά τις σχετικές παροχές. Η Επιτροπή δήλωσε ότι επιφυλάσσεται του δικαιώματος να προσφύγει στο Δικαστήριο και να υποβάλει, ενδεχομένως, πρόταση για την αναθεώρηση του καταλόγου εγγραφών του παραρτήματος ΙΙα, βάσει των πορισμάτων του Δικαστηρίου.

Το Συμβούλιο συμφώνησε επίσης ότι το ζήτημα του συντονισμού των παροχών αναπηρίας, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα, των παροχών που διαγράφονται από το παράρτημα ΙΙα του κανονισμού (ΕOΚ) αριθ. 1408/71, είτε κατ' εφαρμογή της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είτε βάσει του παρόντος κανονισμού, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους του άρθρου 42 της συνθήκης, για την υποβολή συγκεκριμένων προτάσεων πριν από τα τέλη του 2005.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το Συμβούλιο φρονεί ότι η κοινή του θέση εκπληρώνει τους βασικούς στόχους της αρχικής πρότασης της Επιτροπής και ταυτόχρονα, με την ενσωμάτωση των τροπολογιών που αναφέρονται στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας δήλωσης, λαμβάνει σε μεγάλο βαθμό υπόψη τη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση.


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας.

(2)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 του Συμβουλίου περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71.


15.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 38/36


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 8/2005

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 29 Νοεμβρίου 2004

για την έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για την τροποποίηση του κανονισμού (EΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα

(2005/C 38 E/03)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τα άρθρα 26, 95, 133 και 135,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 2913/92 (3) καθορίζει τους κανόνες σχετικά με την τελωνειακή μεταχείριση των εμπορευμάτων που εισάγονται ή πρόκειται να εξαχθούν.

(2)

Είναι αναγκαίο να καθιερωθεί ισοδύναμο επίπεδο προστασίας στους τελωνειακούς ελέγχους για τα αγαθά που εισάγονται ή εξάγονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, είναι αναγκαίο να καθιερωθεί ισοδύναμο επίπεδο τελωνειακών ελέγχων στην Κοινότητα και να εξασφαλιστεί η εναρμονισμένη εφαρμογή των τελωνειακών ελέγχων από τα κράτη μέλη, τα οποία έχουν την κυρίως ευθύνη για τη διενέργεια των ελέγχων αυτών. Οι εν λόγω έλεγχοι θα πρέπει να βασίζονται σε από κοινού συμφωνηθέντα πρότυπα και κριτήρια κινδύνων για την επιλογή των εμπορευμάτων και των οικονομικών φορέων προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για την Κοινότητα και τους πολίτες της καθώς και για τους εμπορικούς εταίρους της Κοινότητας. Συνεπώς, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσουν σε επίπεδο Κοινότητας πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων προς υποστήριξη κοινής προσέγγισης με σκοπό τον ουσιαστικό καθορισμό προτεραιοτήτων και την αποτελεσματική κατανομή πόρων, προκειμένου να διατηρηθεί η κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στους τελωνειακούς ελέγχους και τη διευκόλυνση του θεμιτού εμπορίου. Επίσης, το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να προβλέπει κοινά κριτήρια και εναρμονισμένες απαιτήσεις για τους εξουσιοδοτημένους οικονομικούς φορείς και να εξασφαλίζει την εναρμονισμένη εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων και απαιτήσεων. Η θέσπιση πλαισίου διαχείρισης των κινδύνων, κοινού για όλα τα κράτη μέλη, δεν θα πρέπει να τα εμποδίζει να ελέγχουν δειγματοληπτικά τα εμπορεύματα.

(3)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χορηγούν το καθεστώς του «εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα» σε κάθε οικονομικό φορέα ο οποίος πληροί κοινά κριτήρια που αφορούν τα συστήματα ελέγχου των φορέων, τη χρηματοπιστωτική φερεγγυότητα και το ιστορικό της συμμόρφωσης. Το καθεστώς εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα που χορηγείται από ένα κράτος μέλος θα πρέπει να αναγνωρίζεται από τα άλλα κράτη μέλη, δεν παρέχει όμως δικαίωμα αυτόματης πρόσβασης εντός των άλλων κρατών μελών, σε απλουστεύσεις που προβλέπονται στους τελωνειακούς κανόνες. Εντούτοις, τα άλλα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση απλουστεύσεων σε εξουσιοδοτημένους οικονομικούς φορείς, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί πληρούν όλες τις ειδικές απαιτήσεις για τη χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων απλουστεύσεων. Τα άλλα κράτη μέλη, κατά την εξέταση των αιτήσεων χρησιμοποίησης απλουστεύσεων, δεν υποχρεούνται να επαναλάβουν την αξιολόγηση των συστημάτων ελέγχου, της χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας ή του ιστορικού της συμμόρφωσης του φορέα, η οποία θα έχει ολοκληρωθεί ήδη από το κράτος μέλος το οποίο χορηγεί το καθεστώς του «εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα», αλλά θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι πληρούνται όλες οι λοιπές ειδικές απαιτήσεις για τη χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων απλουστεύσεων. Η χρησιμοποίηση απλουστεύσεων σε άλλα κράτη μέλη μπορεί επίσης να συντονίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων τελωνειακών αρχών.

(4)

Οι απλουστεύσεις στο πλαίσιο των τελωνειακών κανόνων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν υπό την επιφύλαξη των τελωνειακών ελέγχων, όπως ορίζει ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια και την προστασία. Υπεύθυνες για τους εν λόγω ελέγχους είναι οι τελωνειακές αρχές και, μολονότι οι αρχές αυτές θα πρέπει να αναγνωρίζουν το καθεστώς του εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα ως παράγοντα κατά την ανάλυση κινδύνων και για τη χορήγηση διευκολύνσεων στον οικονομικό φορέα όσον αφορά τους ελέγχους σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία, το δικαίωμα διεξαγωγής ελέγχων θα πρέπει να διατηρηθεί.

(5)

Οι πληροφορίες σχετικά με την επικινδυνότητα των εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων θα πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής. Προς το σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθιερωθεί ένα κοινό και ασφαλές σύστημα, χάρη στο οποίο οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να έχουν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες, να τις διαβιβάζουν και να τις ανταλλάσσουν εγκαίρως και με αποτελεσματικό τρόπο. Οι πληροφορίες αυτές θα μπορούν επίσης να ανταλλάσσονται με τρίτες χώρες, εφόσον αυτό προβλέπεται από διεθνείς συμφωνίες.

(6)

Θα πρέπει να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πληροφορίες που παρέχονται από τους οικονομικούς φορείς στα τελωνεία μπορούν να κοινοποιούνται σε άλλες αρχές του ιδίου κράτους μέλους, άλλων κρατών μελών, στην Επιτροπή ή σε αρχές τρίτων χωρών. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να αναφέρεται σαφώς ότι η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (4), καθώς και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (5), εφαρμόζεται κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές καθώς και από κάθε αρχή η οποία λαμβάνει δεδομένα σύμφωνα με τον κοινοτικό τελωνειακό κώδικα.

(7)

Για να μπορούν να διενεργούνται κατάλληλοι έλεγχοι βάσει των κινδύνων, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί η υποχρέωση παροχής πληροφοριών πριν από την άφιξη ή την αναχώρηση για όλα τα εμπορεύματα που εισέρχονται ή εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, εκτός των εμπορευμάτων που διέρχονται από το εν λόγω έδαφος αεροπορικώς ή δια θαλάσσης χωρίς στάση στο έδαφος αυτό. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να είναι διαθέσιμες προτού τα εμπορεύματα εισέλθουν ή εξέλθουν από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας. Μπορούν να καθορίζονται διαφορετικά χρονοδιαγράμματα και προθεσμίες ανάλογα με το είδος των εμπορευμάτων, της μεταφοράς ή των οικονομικών φορέων ή όταν διεθνείς συμφωνίες προβλέπουν ειδικούς διακανονισμούς ασφαλείας. Η υποχρέωση αυτή θα πρέπει επίσης να επιβάλλεται και για τα εμπορεύματα τα οποία εισέρχονται σε ελεύθερη ζώνη ή εξέρχονται από αυτήν, προκειμένου να αποφευχθεί οποιοδήποτε κενό στον τομέα της ασφάλειας.

(8)

Ο κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 2913/92 θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 2913/92 τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«4α.

“Τελωνείο εισόδου”: το οριζόμενο από τις τελωνειακές αρχές και σύμφωνα με τους τελωνειακούς κανόνες τελωνείο, στο οποίο προσκομίζονται χωρίς καθυστέρηση τα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας και στο οποίο υποβάλλονται στους κατάλληλους ελέγχους εισόδου βάσει των κινδύνων,

4β.

“Τελωνείο εισαγωγής”: το οριζόμενο από τις τελωνειακές αρχές και σύμφωνα με τους τελωνειακούς κανόνες τελωνείο, στο οποίο πρέπει να πραγματοποιούνται οι διατυπώσεις προκειμένου τα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας να λάβουν τελωνειακό προορισμό ή χρήση, όπως επίσης και οι κατάλληλοι έλεγχοι βάσει των κινδύνων,

4γ.

“Τελωνείο εξαγωγής”: το οριζόμενο από τις τελωνειακές αρχές και σύμφωνα με τους τελωνειακούς κανόνες τελωνείο, στο οποίο πρέπει να ολοκληρώνονται οι διατυπώσεις προκειμένου τα εμπορεύματα που εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας να λάβουν τελωνειακό προορισμό ή χρήση, όπως επίσης και οι κατάλληλοι έλεγχοι βάσει των κινδύνων,

4δ.

“Τελωνείο εξόδου”: το οριζόμενο από τις τελωνειακές αρχές και σύμφωνα με τους τελωνειακούς κανόνες τελωνείο στο οποίο προσκομίζονται τα εμπορεύματα πριν εξέλθουν από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας και στο οποίο υποβάλλονται σε τελωνειακούς ελέγχους όσον αφορά την εφαρμογή των διατυπώσεων εξόδου και στους κατάλληλους ελέγχους βάσει των κινδύνων.».

Το σημείο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.

“Τελωνειακοί έλεγχοι”: συγκεκριμένες πράξεις των τελωνειακών αρχών με σκοπό την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών κανόνων και άλλων νομοθετικών διατάξεων που διέπουν την είσοδο, την έξοδο, τη διαμετακόμιση, τη μεταφορά και την τελική χρήση εμπορευμάτων που διακινούνται μεταξύ του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας και τρίτων χωρών, καθώς και την παρουσία εμπορευμάτων που δεν έχουν κοινοτικό χαρακτήρα· οι πράξεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν εξέταση των εμπορευμάτων, έλεγχο των δεδομένων της διασάφησης και της ύπαρξης και της γνησιότητας ηλεκτρονικών ή γραπτών εγγράφων, έλεγχο των λογιστικών βιβλίων και άλλων στοιχείων των επιχειρήσεων, έλεγχο των μεταφορικών μέσων, έλεγχο των αποσκευών και άλλων εμπορευμάτων που μεταφέρονται ή φέρονται από πρόσωπα, καθώς και διενέργεια διοικητικών ερευνών και άλλες παρόμοιες πράξεις.».

Προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«25.

“Κίνδυνος”: η πιθανότητα συμβάντος, όσον αφορά την είσοδο, έξοδο, διαμετακόμιση, μεταφορά και την τελική χρήση εμπορευμάτων μεταξύ του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας και τρίτων χωρών καθώς και την παρουσία εμπορευμάτων που δεν έχουν κοινοτικό χαρακτήρα, το οποίο:

εμποδίζει την ορθή εφαρμογή των κοινοτικών ή εθνικών μέτρων, ή

θέτει εν αμφιβόλω τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και των κρατών μελών της, ή

συνιστά απειλή για την ασφάλεια και προστασία της Κοινότητας, τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον ή τους καταναλωτές.

26.

“Διαχείριση των κινδύνων”: ο συστηματικός εντοπισμός των κινδύνων και η εφαρμογή κάθε μέτρου που είναι αναγκαίο για να περιοριστεί η έκθεση σε κίνδυνο. Ο όρος αυτός καλύπτει δραστηριότητες όπως η συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών, η ανάλυση και εκτίμηση των κινδύνων, η θέσπιση και επιβολή μέτρων καθώς και η τακτική παρακολούθηση και επανεξέταση της διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της, βάσει των διεθνών, κοινοτικών και εθνικών πηγών και στρατηγικών.»,

2.

Παρεμβάλλονται το ακόλουθο νέο τμήμα και το ακόλουθο νέο άρθρο:

«Τμήμα 1Α

Εξουσιοδοτημένοι οικονομικοί φορείς

Άρθρο 5α

1.   Με την επιφύλαξη των κριτηρίων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, οι τελωνειακές αρχές, εφόσον είναι ανάγκη κατόπιν διαβουλεύσεων με άλλες αρμόδιες αρχές, χορηγούν το καθεστώς του “εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα” σε οποιονδήποτε οικονομικό φορέα εγκατεστημένο στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

Ο “εξουσιοδοτημένος οικονομικός φορέας” επωφελείται από διευκολύνσεις όσον αφορά τους τελωνειακούς ελέγχους που άπτονται της ασφάλειας και της προστασίας ή/και από απλουστεύσεις που προβλέπονται από τους τελωνειακούς κανόνες.

Το καθεστώς του “εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα”, με την επιφύλαξη των κανόνων και των όρων που καθορίζονται στην παράγραφο 2, αναγνωρίζεται από τις τελωνειακές αρχές όλων των κρατών μελών, χωρίς να θίγονται οι τελωνειακοί έλεγχοι. Οι τελωνειακές αρχές, βάσει της αναγνώρισης του καθεστώτος του “εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα” και με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις όσον αφορά συγκεκριμένο τύπο απλούστευσης που προβλέπεται στην κοινοτική τελωνειακή νομοθεσία, επιτρέπουν στο φορέα να επωφεληθεί από την εν λόγω απλούστευση.

2.   Τα κριτήρια χορήγησης του καθεστώτος του “εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα” περιλαμβάνουν:

κατάλληλο ιστορικό συμμόρφωσης προς τις τελωνειακές απαιτήσεις,

ικανοποιητικό σύστημα διαχείρισης εμπορικών και, κατά περίπτωση, μεταφορικών καταχωρίσεων το οποίο επιτρέπει τους κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους,

κατά περίπτωση, αποδεδειγμένη χρηματοπιστωτική φερεγγυότητα, και

κατά περίπτωση, κατάλληλες προδιαγραφές ασφάλειας και προστασίας.

Η διαδικασία επιτροπής εφαρμόζεται για τον καθορισμό των κανόνων σχετικά με:

τη χορήγηση του καθεστώτος του “εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα”,

τη χορήγηση αδειών για τη χρησιμοποίηση απλουστεύσεων,

τον καθορισμό της τελωνειακής αρχής που είναι αρμόδια για τη χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος και των εν λόγω αδειών,

τον τύπο και την εμβέλεια των διευκολύνσεων που μπορούν να χορηγηθούν όσον αφορά τους τελωνειακούς ελέγχους που άπτονται της ασφάλειας και της προστασίας, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων για την κοινή διαχείριση των κινδύνων,

τη διαβούλευση και την παροχή πληροφοριών σε άλλες τελωνειακές αρχές,

και των όρων υπό τους οποίους:

μια άδεια μπορεί να περιορίζεται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη,

το καθεστώς του “εξουσιοδοτημένου οικονομικού φορέα” μπορεί να αναστέλλεται ή να αφαιρείται, και

μπορεί να γίνει παρέκκλιση από την απαίτηση εγκατάστασης στην Κοινότητα για συγκεκριμένες κατηγορίες εξουσιοδοτημένων οικονομικών φορέων, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διεθνών συμφωνιών.».

3.

Το άρθρο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 13

1.   Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις, να διενεργούν κάθε έλεγχο τον οποίο κρίνουν αναγκαίο για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών κανόνων και των άλλων νομοθετικών διατάξεων που διέπουν την είσοδο, την έξοδο, τη διαμετακόμιση, τη μεταφορά και την τελική χρήση εμπορευμάτων που διακινούνται μεταξύ του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας και τρίτων χωρών και την παρουσία εμπορευμάτων που δεν έχουν κοινοτικό χαρακτήρα. Για το σκοπό της ορθής εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας, οι τελωνειακοί έλεγχοι είναι δυνατόν να πραγματοποιούνται σε τρίτη χώρα εφόσον αυτό προβλέπεται σε διεθνή συμφωνία.

2.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι, πλην των δειγματοληπτικών ελέγχων, βασίζονται σε ανάλυση κινδύνου η οποία χρησιμοποιεί αυτοματοποιημένες τεχνικές επεξεργασίας δεδομένων και η οποία αποσκοπεί στον εντοπισμό και τον ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων καθώς και στο σχεδιασμό των αναγκαίων μέτρων για την αξιολόγηση των κινδύνων, σύμφωνα με κριτήρια που ορίζονται σε εθνικό, κοινοτικό και, ενδεχομένως, διεθνές επίπεδο.

Το κοινό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων και τα κοινά κριτήρια και οι τομείς προτεραιότητας όσον αφορά τον έλεγχο καθορίζονται με τη διαδικασία επιτροπής.

Τα κράτη μέλη σε συνεργασία με την Επιτροπή καθιερώνουν ηλεκτρονικό σύστημα για την υλοποίηση της διαχείρισης των κινδύνων.

3.   Όταν διενεργούνται έλεγχοι από αρχές διάφορες των τελωνειακών αρχών, οι έλεγχοι αυτοί διενεργούνται σε στενή συνεργασία με τις τελωνειακές αρχές, ει δυνατόν δε κατά τον αυτό χρόνο και στον ίδιο χώρο.

4.   Στο πλαίσιο των ελέγχων που προβλέπονται από το παρόν άρθρο οι τελωνειακές και άλλες αρμόδιες αρχές, π.χ. οι κτηνιατρικές και οι αστυνομικές αρχές, μπορούν να κοινοποιούν τα δεδομένα που λαμβάνουν σε σχέση με την είσοδο, την έξοδο, τη διαμετακόμιση, τη μεταφορά και την τελική χρήση των εμπορευμάτων που διακινούνται μεταξύ του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας και τρίτων χωρών, καθώς και με την παρουσία εμπορευμάτων που δεν έχουν κοινοτικό χαρακτήρα, μεταξύ τους, μεταξύ των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών, και στην Επιτροπή, εφόσον αυτό απαιτείται για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων.

Η κοινοποίηση εμπιστευτικών δεδομένων σε τελωνειακές διοικητικές αρχές ή άλλους φορείς (π.χ. υπηρεσίες ασφαλείας) τρίτων χωρών επιτρέπεται μόνον στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών, υπό τον όρον ότι τηρούνται οι ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων, ιδίως η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6), και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7).

4.

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Κάθε πληροφορία η οποία είναι από τη φύση της εμπιστευτικού χαρακτήρα ή η οποία παρέχεται υπό τύπο εμπιστευτικό καλύπτεται από το επαγγελματικό απόρρητο και δεν ανακοινώνεται από τις αρμόδιες αρχές χωρίς τη ρητή άδεια του προσώπου ή της αρχής που έχει παράσχει την εν λόγω πληροφορία. Ωστόσο, η διαβίβαση πληροφοριών επιτρέπεται εφόσον οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να το πράξουν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, ιδίως στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών. Κατά την αποκάλυψη ή τη διαβίβαση πληροφοριών τηρούνται πλήρως οι ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων, ιδίως δε η οδηγία 95/46/ΕΚ και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.».

5.

Στο άρθρο 16, οι λέξεις «ελέγχους από τις τελωνειακές αρχές» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τελωνειακούς ελέγχους».

6.

Στο κεφάλαιο 1 του τίτλου ΙΙΙ παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 36α

1.   Τα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας καλύπτονται από συνοπτική διασάφηση, πλην των εμπορευμάτων που μεταφέρονται επί μεταφορικών μέσων τα οποία απλώς διέρχονται από τα χωρικά ύδατα ή τον εναέριο χώρο του τελωνειακού εδάφους χωρίς στάση σε αυτό.

2.   Η συνοπτική διασάφηση κατατίθεται στο τελωνείο εισόδου.

Οι τελωνειακές αρχές δύνανται να επιτρέπουν την κατάθεση της συνοπτικής διασάφησης σε άλλο τελωνείο, υπό τον όρον ότι το εν λόγω τελωνείο κοινοποιεί πάραυτα ή διαθέτει ηλεκτρονικώς τα απαιτούμενα στοιχεία στο τελωνείο εισόδου.

Οι τελωνειακές αρχές δύνανται να επιτρέπουν να αντικαθίσταται η κατάθεση συνοπτικής διασάφησης από την κατάθεση κοινοποίησης και την πρόσβαση στα δεδομένα της συνοπτικής διασάφησης στο ηλεκτρονικό σύστημα του οικονομικού φορέα.

3.   Η συνοπτική διασάφηση κατατίθεται πριν από την είσοδο των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

4.   Εφαρμόζεται η διαδικασία επιτροπής για να καθοριστούν:

η προθεσμία εντός της οποίας κατατίθεται η συνοπτική διασάφηση πριν από την είσοδο των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας,

οι κανόνες για εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις από την προθεσμία που ορίζεται στην πρώτη περίπτωση, και

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υπάρξει απαλλαγή από την υποχρέωση κατάθεσης συνοπτικής διασάφησης ή προσαρμογή της,

σύμφωνα με ειδικές συνθήκες και για ορισμένα είδη εμπορίου, τρόπους μεταφοράς ή οικονομικούς φορείς, ή σε περιπτώσεις όπου διεθνείς συμφωνίες ορίζουν ειδικές ρυθμίσεις ασφαλείας.

Άρθρο 36β

1.   Η διαδικασία επιτροπής χρησιμοποιείται για τον καθορισμό κοινού συνόλου δεδομένων και κοινού μορφοτύπου για τη συνοπτική διασάφηση, το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαιτούνται για την ανάλυση των κινδύνων και την ορθή διεξαγωγή των τελωνειακών ελέγχων, πρωτίστως για λόγους ασφάλειας και προστασίας, με ενδεχόμενη χρησιμοποίηση διεθνών προτύπων και εμπορικών πρακτικών.

2.   Η συνοπτική διασάφηση γίνεται με τη χρήση μηχανογραφικών συστημάτων. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται εμπορικές, λιμενικές ή μεταφορικές πληροφορίες, υπό τον όρον ότι περιέχουν τα απαιτούμενα στοιχεία.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να δέχονται γραπτές συνοπτικές διασαφήσεις, υπό τον όρον ότι εφαρμόζουν το ίδιο επίπεδο διαχείρισης κινδύνων με το εφαρμοζόμενο στις συνοπτικές διασαφήσεις που γίνονται με τη χρήση μηχανογραφικών συστημάτων.

3.   Η συνοπτική διασάφηση κατατίθεται από το πρόσωπο που εισκομίζει τα εμπορεύματα, ή που φέρει την ευθύνη για την εισκομιδή των εμπορευμάτων, στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

4.   Ανεξαρτήτως των υποχρεώσεων του προσώπου της παραγράφου 3, η συνοπτική διασάφηση μπορεί να κατατίθεται εναλλακτικά:

α)

από το πρόσωπο εξ ονόματος του οποίου ενεργεί το πρόσωπο της παραγράφου 3, ή

β)

από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σε θέση να προσκομίσει τα συγκεκριμένα εμπορεύματα, ή να μεριμνήσει για την προσκόμισή τους, στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, ή

γ)

από αντιπρόσωπο ενός από τα πρόσωπα της παραγράφου 3 ή των στοιχείων α) ή β).

5.   Το πρόσωπο των παραγράφων 3 και 4 μπορεί, αφού υποβάλει σχετικό αίτημα, να τροποποιεί ένα ή περισσότερα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης μετά την κατάθεσή της. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται τροποποίηση εάν οι τελωνειακές αρχές:

α)

έχουν ήδη ενημερώσει το πρόσωπο που κατέθεσε τη συνοπτική διασάφηση ότι προτίθενται να εξετάσουν τα εμπορεύματα, ή

β)

έχουν ήδη αποφανθεί ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία είναι λανθασμένα, ή

γ)

έχουν ήδη επιτρέψει τη μετακίνηση των εμπορευμάτων.

Άρθρο 36γ

1.   Το τελωνείο εισόδου μπορεί να μην απαιτεί την κατάθεση συνοπτικής διασάφησης για εμπορεύματα για τα οποία έχει κατατεθεί τελωνειακή διασάφηση πριν από τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 36α παράγραφος 3 ή 4. Στην περίπτωση αυτή η τελωνειακή διασάφηση περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαιτούνται για τη συνοπτική διασάφηση και, έως ότου γίνει δεκτή μια προθεσμία όπως η προαναφερόμενη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 63, η εν λόγω διασάφηση επέχει θέση συνοπτικής διασάφησης.

Οι τελωνειακές αρχές δύνανται να επιτρέπουν την κατάθεση της τελωνειακής διασάφησης σε τελωνείο εισαγωγής άλλο από το τελωνείο εισόδου, εφόσον το εν λόγω τελωνείο κοινοποιεί πάραυτα ή θέτει στη διάθεση του τελωνείου εισόδου ηλεκτρονικώς τα απαραίτητα στοιχεία.

2.   Όταν η τελωνειακή διασάφηση κατατίθεται με άλλον τρόπο πλην της χρήσης μηχανογραφικών συστημάτων, οι τελωνειακές αρχές εφαρμόζουν το ίδιο επίπεδο διαχείρισης κινδύνων με το εφαρμοζόμενο για τις συνοπτικές διασαφήσεις που γίνονται με τη χρήση μηχανογραφικών συστημάτων.».

7.

Στο άρθρο 37 παράγραφος 1, οι λέξεις «ελέγχους από τις τελωνειακές αρχές» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τελωνειακούς ελέγχους» και στο άρθρο 38 παράγραφος 3, οι λέξεις «στον έλεγχο της τελωνειακής αρχής κράτους μέλους» αντικαθίστανται από τις λέξεις «σε τελωνειακούς ελέγχους από κράτος μέλος».

8.

Στο άρθρο 38, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 και τα άρθρα 36α έως 36γ και 39 έως 53 δεν εφαρμόζονται στα εμπορεύματα τα οποία έχουν εξέλθει προσωρινώς από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας κατά τη θαλάσσια ή αεροπορική διακίνησή τους μεταξύ δύο σημείων του εδάφους αυτού, υπό τον όρον ότι η μεταφορά πραγματοποιήθηκε με απευθείας διαδρομή και με τακτικές αεροπορικές ή ναυτιλιακές υπηρεσίες χωρίς στάση εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας.».

9.

Το άρθρο 40 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 40

Τα εμπορεύματα που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας προσκομίζονται στο τελωνείο από το πρόσωπο που τα εισκομίζει στο εν λόγω έδαφος ή, κατά περίπτωση, από το πρόσωπο που αναλαμβάνει τη μεταφορά των εμπορευμάτων μετά την είσοδο αυτήν, εκτός από την περίπτωση μεταφορικών μέσων τα οποία απλώς διασχίζουν τον εναέριο χώρο ή τα χωρικά ύδατα του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, χωρίς στάση σε αυτό. Το πρόσωπο που προσκομίζει τα εμπορεύματα παραπέμπει στη συνοπτική διασάφηση ή την τελωνειακή διασάφηση η οποία έχει κατατεθεί προηγουμένως για τα εμπορεύματα αυτά.».

10.

Στο κεφάλαιο 3, ο τίτλος III γίνεται: «Εκφόρτωση των εμπορευμάτων που προσκομίζονται στο τελωνείο».

11.

Τα άρθρα 43 έως 45 διαγράφονται.

12.

Το άρθρο 170 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Πρέπει να προσκομίζονται στις τελωνειακές αρχές και να υποβάλλονται στις προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις τα εμπορεύματα που:

α)

έχουν υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς την εκκαθάριση του οποίου συνεπάγεται η είσοδός τους σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη· ωστόσο, η προσκόμιση των εμπορευμάτων δεν είναι απαραίτητη εάν στα πλαίσια του εν λόγω τελωνειακού καθεστώτος χωρεί η απαλλαγή από τη σχετική υποχρέωση·

β)

έχουν τεθεί σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη βάσει απόφασης για τη χορήγηση επιστροφής ή τη διαγραφή των εισαγωγικών δασμών·

γ)

απολαύουν των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 166 στοιχείο β)·

δ)

εισέρχονται σε ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη απευθείας από τόπο προελεύσεως που βρίσκεται εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας.».

13.

Το άρθρο 176 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε περίπτωση που τα εμπορεύματα μεταφορτώνονται εντός ελεύθερης ζώνης, τα σχετικά στοιχεία ελέγχου τίθενται στη διάθεση των τελωνειακών αρχών. Η μικρής διάρκειας αποθήκευση των εμπορευμάτων, στο πλαίσιο της μεταφόρτωσης αυτής, θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της μεταφόρτωσης.

Για τα εμπορεύματα που εισέρχονται σε ελεύθερη ζώνη απευθείας από το εξωτερικό του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας ή που εξέρχονται από ελεύθερη ζώνη εγκαταλείποντας απευθείας το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, κατατίθεται συνοπτική διασάφηση σύμφωνα με τα άρθρα 36α έως 36γ ή 182α έως 182δ, κατά περίπτωση.».

14.

Το άρθρο 181 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 181

Οι τελωνειακές αρχές εξακριβώνουν ότι οι κανόνες που διέπουν την εξαγωγή, την παθητική τελειοποίηση, την επανεξαγωγή, το καθεστώς αναστολής ή το καθεστώς εσωτερικής διαμετακόμισης, καθώς και οι διατάξεις του τίτλου V εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που τα εμπορεύματα εξέρχονται του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας από ελεύθερη ζώνη ή ελεύθερη αποθήκη.».

15.

Στο άρθρο 182 παράγραφος 3, η πρώτη φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η καταστροφή πρέπει να γνωστοποιείται προηγουμένως στις τελωνειακές αρχές».

16.

Στον τίτλο V (Εμπορεύματα που εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας) προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 182α

1.   Τα εμπορεύματα που εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, με εξαίρεση τα εμπορεύματα που μεταφέρονται από μεταφορικά μέσα τα οποία απλώς διέρχονται από τα χωρικά ύδατα ή τον εναέριο χώρο του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας δίχως στάση εντός του εν λόγω εδάφους, καλύπτονται είτε από τελωνειακή διασάφηση είτε, οσάκις δεν απαιτείται τελωνειακή διασάφηση, από συνοπτική διασάφηση.

2.   Εφαρμόζεται η διαδικασία επιτροπής για να καθοριστούν:

η προθεσμία εντός της οποίας κατατίθεται η τελωνειακή διασάφηση ή η συνοπτική διασάφηση στο τελωνείο εξαγωγής πριν από την έξοδο των εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας,

οι κανόνες για εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις από την προθεσμία που προβλέπεται με την πρώτη περίπτωση,

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να υπάρξει απαλλαγή από την υποχρέωση κατάθεσης συνοπτικής διασάφησης ή τροποποίησή της, και

οι περιπτώσεις και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα εμπορεύματα που εξέρχονται από τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας δεν υπόκεινται ούτε σε τελωνειακή διασάφηση ούτε σε συνοπτική διασάφηση,

σύμφωνα με ειδικές συνθήκες και για ορισμένα είδη εμπορίου, τρόπους μεταφοράς ή οικονομικούς φορείς, ή σε περιπτώσεις όπου διεθνείς συμφωνίες ορίζουν ειδικές ρυθμίσεις ασφαλείας.

Άρθρο 182β

1.   Όταν τα εμπορεύματα που εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας λαμβάνουν τελωνειακό προορισμό ή χρήση για τα οποία απαιτείται τελωνειακή διασάφηση βάσει των τελωνειακών κανόνων, η τελωνειακή αυτή διασάφηση κατατίθεται στο τελωνείο εξαγωγής πριν από την έξοδο των εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

2.   Όταν το τελωνείο εξαγωγής είναι διαφορετικό από το τελωνείο εξόδου, το τελωνείο εξαγωγής κοινοποιεί πάραυτα, ή θέτει στη διάθεση του τελωνείου εξόδου ηλεκτρονικώς τα απαραίτητα στοιχεία.

3.   Η τελωνειακή διασάφηση περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που απαιτούνται για τη συνοπτική διασάφηση του άρθρου 182δ παράγραφος 1.

4.   Όταν η τελωνειακή διασάφηση κατατίθεται με άλλον τρόπο πλην της χρήσης μηχανογραφικών συστημάτων, οι τελωνειακές αρχές εφαρμόζουν το ίδιο επίπεδο διαχείρισης κινδύνων με το εφαρμοζόμενο στις διασαφήσεις που γίνονται με τη χρήση μηχανογραφικών συστημάτων.

Άρθρο 182γ

1.   Όταν τα εμπορεύματα που εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας δεν λαμβάνουν τελωνειακό προορισμό ή χρήση για τα οποία απαιτείται τελωνειακή διασάφηση, κατατίθεται συνοπτική διασάφηση στο τελωνείο εξόδου πριν από την έξοδο των εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

2.   Οι τελωνειακές αρχές δύνανται να επιτρέπουν την κατάθεση της συνοπτικής διασάφησης σε άλλο τελωνείο, εφόσον το εν λόγω τελωνείο κοινοποιεί πάραυτα ή θέτει στη διάθεση του τελωνείου εξόδου ηλεκτρονικώς τα απαραίτητα στοιχεία.

3.   Οι τελωνειακές αρχές δύνανται να επιτρέπουν να αντικατασταθεί η κατάθεση της συνοπτικής διασάφησης με την κατάθεση κοινοποίησης και την πρόσβαση στα δεδομένα της συνοπτικής διασάφησης στο ηλεκτρονικό σύστημα του οικονομικού φορέα.

Άρθρο 182δ

1.   Η διαδικασία επιτροπής χρησιμοποιείται για τον καθορισμό κοινού συνόλου δεδομένων και κοινού μορφοτύπου για τη συνοπτική διασάφηση, το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαιτούνται για την ανάλυση κινδύνων και την ορθή διεξαγωγή των τελωνειακών ελέγχων, πρωτίστως για λόγους ασφάλειας και προστασίας, με ενδεχόμενη χρησιμοποίηση διεθνών προτύπων και εμπορικών πρακτικών.

2.   Η συνοπτική διασάφηση γίνεται με τη χρήση μηχανογραφικών συστημάτων. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται εμπορικές, λιμενικές ή μεταφορικές πληροφορίες, υπό τον όρο ότι περιέχουν τα απαραίτητα στοιχεία.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να δέχονται γραπτές συνοπτικές διασαφήσεις, υπό τον όρον ότι εφαρμόζουν το ίδιο επίπεδο διαχείρισης κινδύνων με το εφαρμοζόμενο στις συνοπτικές διασαφήσεις που υποβάλλονται με τη χρήση μηχανογραφικών συστημάτων.

3.   Η συνοπτική διασάφηση κατατίθεται:

α)

από το πρόσωπο που προσκομίζει τα εμπορεύματα, ή που φέρει την ευθύνη για τη μεταφορά των εμπορευμάτων, εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας, ή

β)

από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σε θέση να προσκομίσει τα συγκεκριμένα εμπορεύματα, ή να μεριμνήσει για την προσκόμισή τους, στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, ή

γ)

από αντιπρόσωπο ενός από τα πρόσωπα των στοιχείων α) ή β).

4.   Το πρόσωπο της παραγράφου 3 μπορεί, αφού υποβάλει σχετικό αίτημα, να τροποποιεί ένα ή περισσότερα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης μετά την κατάθεσή της. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται τροποποίηση εάν οι τελωνειακές αρχές:

α)

έχουν ήδη ενημερώσει το πρόσωπο που κατέθεσε τη συνοπτική διασάφηση ότι προτίθενται να εξετάσουν τα εμπορεύματα, ή

β)

έχουν ήδη αποφανθεί ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία είναι λανθασμένα, ή

γ)

έχουν ήδη επιτρέψει τη μετακίνηση των εμπορευμάτων.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 5α παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2 εδάφιο δεύτερο, το άρθρο 36α παράγραφος 4, το άρθρο 36β παράγραφος 1, το άρθρο 182α παράγραφος 2 και το άρθρο 182δ παράγραφος 1 τίθενται σε εφαρμογή από … (8).

Όλες οι λοιπές διατάξεις τίθενται σε εφαρμογή μετά την έναρξη ισχύος των εκτελεστικών διατάξεων βάσει των άρθρων του δευτέρου εδαφίου. Ωστόσο, η ηλεκτρονική διασάφηση και τα αυτόματα συστήματα για την εφαρμογή της διαχείρισης των κινδύνων και την ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ τελωνείων εισόδου, εισαγωγής, εξαγωγής και εξόδου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 13, 36α, 36β, 36γ, 182β, 182γ και 182δ, εισάγονται τρία έτη από την έναρξη εφαρμογής των άρθρων αυτών.

Το αργότερο δύο έτη από την έναρξη εφαρμογής των άρθρων αυτών, η Επιτροπή αξιολογεί κάθε αίτηση κράτους μέλους για την παράταση της τριετούς προθεσμίας του τρίτου εδαφίου για την ηλεκτρονική διασάφηση και αυτοματοποιημένα συστήματα για την εφαρμογή της διαχείρισης κινδύνων και την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τελωνείων. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και προτείνει, εφόσον ενδείκνυται, την παράταση της τριετούς προθεσμίας του τρίτου εδαφίου.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, ….

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 110 της 13.4.2004, σ. 72.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Απριλίου 2004 (ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004), κοινή θέση του Συμβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 2004 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της … (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(4)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2004, σ. 1).

(5)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(6)  Hμερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού.

(7)  ΕΕ C 110 της 30.4.2004, σ. 72

(8)  ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004.


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις 25 Ιουλίου 2003, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο την προαναφερόμενη πρόταση, η οποία βασίζεται στα άρθρα 26, 95, 133 και 135 της συνθήκης.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη της στις 26 Φεβρουαρίου 2004 (1).

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του σε πρώτη ανάγνωση στις 21 Απριλίου 2004 (2), εγκρίνοντας 26 τροπολογίες της πρότασης. Η Επιτροπή δέχθηκε τις περισσότερες από τις τροπολογίες αυτές, αλλά δεν είναι σε θέση να δεχθεί 6 από τις προτεινόμενες τροπολογίες.

Στις 4 Μαΐου 2004, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο σχετική τροποποιημένη πρόταση.

Στις 29 Νοεμβρίου 2004, το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή του θέση σύμφωνα με το άρθρο 251 παράγραφος 2 της συνθήκης.

ΙΙ.   ΣΤΟΧΟΣ

Στόχος του προτεινόμενου κανονισμού είναι να καθιερωθεί, βάσει από κοινού συμφωνημένων προτύπων και κριτηρίων κινδύνου, ισοδύναμο επίπεδο προστασίας στους τελωνειακούς ελέγχους για τα εμπορεύματα που εισέρχονται ή εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας. Αυτό θα επιτευχθεί με την καθιέρωση συστήματος διασαφήσεων πριν από την άφιξη και πριν από την αναχώρηση, κάνοντας μεγαλύτερη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών.

ΙΙΙ.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΩΣ ΕΧΕΙ ΣΤΟ ΕΓΓΡ. 12060/04

1.   Γενικά

Στην κοινή του θέση, το Συμβούλιο υποστηρίζει ευρέως το στόχο της πρότασης, δηλαδή τη βελτίωση της ασφάλειας των εμπορικών ροών προς και από την Κοινότητα με την καθιέρωση κατάλληλων ελέγχων με βάση τους κινδύνους και με τη χρήση ενός βελτιωμένου συστήματος κοινοποίησης δεδομένων και ανταλλαγής πληροφοριών.

2.   Τροπολογίες του ΕΚ

Το Συμβούλιο έλαβε τις ακόλουθες θέσεις όσον αφορά τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο:

Το Συμβούλιο δέχθηκε τις τροπολογίες αριθ. 1, 3, 4, 7 και 11-23 και 26.

Τροπολογία αριθ. 2: Το Συμβούλιο κρίνει ότι θα πρέπει να ενσωματωθεί στο κείμενο αναφορά στους τελωνειακούς ελέγχους επί εμπορευμάτων που εξέρχονται από την Κοινότητα (πρβ. κοινή θέση σχετικά με την τροπολογία αριθ. 24).

Το Συμβούλιο δεν δέχθηκε τις τροποποιήσεις που προτείνονται με την τροπολογία αριθ. 5, και προτιμά το κείμενο της πρότασης της Επιτροπής. Ωστόσο, το Συμβούλιο είναι σε θέση να δεχθεί την προτεινόμενη ενσωμάτωση στην αιτιολογική αυτή σκέψη, αναφοράς σε διεθνείς συμφωνίες.

Η τροπολογία αριθ. 6 η οποία αφορά τους ορισμούς διαφόρων τύπων τελωνείων δεν έγινε δεκτή από το Συμβούλιο καθότι στερείται ουσιαστικών στοιχείων όπως η αναφορά στον ορισμό των τελωνείων από τις τελωνειακές αρχές σύμφωνα με τους τελωνειακούς κανόνες και η αναφορά στους ελέγχους με βάση τους κινδύνους, των διαφόρων τύπων τελωνείων.

Τροπολογία αριθ. 8: Το Συμβούλιο προτιμά να διευκρινισθούν οι τύποι διακίνησης εμπορευμάτων στους οποίους εφαρμόζονται οι παρόντες κανόνες. Αυτό θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με το κείμενο που χρησιμοποιείται στον προτεινόμενο ορισμό των «τελωνειακών ελέγχων». Επομένως, στον ορισμό του «κινδύνου» καθώς και στο άρθρο 13 (τροπολογία αριθ. 10), θα πρέπει να περιληφθεί αναφορά στην «είσοδο, την έξοδο, τη διαμετακόμιση, τη μεταφορά και την τελική χρήση εμπορευμάτων». Το Συμβούλιο δέχθηκε την απαλοιφή του ορισμού των «εξουσιοδοτημένων επιχειρήσεων» δεδομένου ότι η έννοια αυτή έχει ενσωματωθεί στο νέο άρθρο 5α (τροπολογία αριθ. 9).

Τροπολογία αριθ. 9: Το Συμβούλιο εκφράζει την ικανοποίησή του για την τροπολογία σχετικά με τις «εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις» και κρίνει ότι το νέο άρθρο 5α είναι ένα από τα κεντρικά στοιχεία του σχεδίου κανονισμού. Ωστόσο, στην κοινή του θέση, το Συμβούλιο καθορίζει σαφέστερα την έννοια των «εξουσιοδοτημένων επιχειρήσεων» με την εισαγωγή διαφοροποίησης μεταξύ της αναγνώρισης του καθεστώτος των «εξουσιοδοτημένων επιχειρήσεων» από κράτη μέλη άλλα από το κράτος μέλος που χορήγησε αρχικά αυτό το καθεστώς και την εξουσιοδότηση στις επιχειρήσεις αυτές προκειμένου να ευεργετηθούν από τις απλουστεύσεις που προβλέπονται από τους τελωνειακούς κανόνες. Μέσω της διαφοροποίησης αυτής, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να επαναλάβουν εκτιμήσεις όσον αφορά το καθεστώς «εξουσιοδοτημένων επιχειρήσεων» οι οποίες έχουν ήδη διεξαχθεί στο κράτος μέλος προέλευσης, αλλά θα είναι, εντούτοις, σε θέση να εξετάζουν κατά πόσο μια επιχείρηση πληροί τα κριτήρια που συνδέονται με ένα συγκεκριμένο τύπο απλούστευσης που προβλέπεται στους τελωνειακούς κανόνες. Επιπλέον, το Συμβούλιο ενσωμάτωσε αναφορά στη «χρηματοπιστωτική φερεγγυότητα» ως ένα από τα κριτήρια χορήγησης του καθεστώτος «εξουσιοδοτημένης επιχείρησης» στο άρθρο 5α παράγραφος 2. Τέλος, το Συμβούλιο προσάρμοσε τους κανόνες και τους όρους που θα καθορισθούν με τη διαδικασία επιτροπής σύμφωνα με τις τροποποιήσεις όσον αφορά την έννοια της «εξουσιοδοτημένης επιχείρησης».

Τροπολογία αριθ. 10: Το Συμβούλιο δεν δέχθηκε την τροπολογία αυτή. Στην κοινή του θέση, το Συμβούλιο περιορίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών ενός κράτους μέλους και των τελωνειακών αρχών ενός άλλου κράτους μέλους ή της Επιτροπής σε περιπτώσεις όπου η ανταλλαγή αυτή απαιτείται για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου όπως ορίζεται στο άρθρο 4 αριθ. 25.

Τροπολογία αριθ. 24: Η απαλοιφή του προτεινόμενου άρθρου 182β, που προβλέπει τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων όσον αφορά τις συνοπτικές διασαφήσεις εξαγωγής, δεν έγινε δεκτή από το Συμβούλιο. Το σύστημα διασάφησης πριν από την έξοδο των εμπορευμάτων από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εξαγωγέας υποχρεούται από την τρίτη χώρα να παράσχει πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια, αλλά εφαρμόζεται ως μέρος γενικού συστήματος παροχής εκ των προτέρων πληροφοριών που συνδέονται με την ασφάλεια.

Τροπολογία αριθ. 25: Για την απαλοιφή των αναφορών στα άρθρα 182α και 182β και επομένως κατάργηση της ανάγκης συνοπτικής διασάφησης για εμπορεύματα που εξέρχονται από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας από ελεύθερη ζώνη, απορρίφθηκε από το Συμβούλιο το οποίο κρίνει ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κενά στον τομέα της ασφάλειας στο πλαίσιο του συστήματος διασαφήσεων πριν από την αναχώρηση.

3.   Νέα στοιχεία που εισήγαγε το Συμβούλιο

Πέραν των σημείων σχετικά με τα οποία διατύπωσε τη γνώμη του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και όσον αφορά τα οποία η κοινή θέση του Συμβουλίου αντικατοπτρίζεται παραπάνω, το Συμβούλιο ενσωμάτωσε δύο αιτιολογικές παραγράφους διευκρινίζοντας την προσέγγισή του σχετικά με την αναγνώριση των εξουσιοδοτημένων επιχειρήσεων και σχετικά με τις απλουστεύσεις που τους παραχωρούνται (νέες αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4).

IV.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η κοινή θέση του Συμβουλίου είναι σύμφωνη με το στόχο του προτεινόμενου κανονισμού, δηλαδή τη βελτίωση της έννοιας της διαχείρισης της ασφάλειας για τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, ιδίως με την εισαγωγή ελέγχων με βάση τους κινδύνους καθώς και με την εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών. Επιπλέον, επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ, αφενός, του στόχου της ενίσχυσης της ασφάλειας μέσω πλέον στοχοθετημένων συνοριακών ελέγχων και, αφετέρου, της πρόσθετης διοικητικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων λόγω της υποχρέωσης παροχής εκ των προτέρων πληροφοριών για να καταστούν δυνατοί οι έλεγχοι αυτοί. Όπως προτείνει επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη γνώμη του, το Συμβούλιο επέλεξε την παροχή περισσότερων δυνατοτήτων στις επιχειρήσεις προκειμένου να ευεργετηθούν των απλουστεύσεων που προβλέπονται από τους τελωνειακούς κανόνες, εάν παράλληλα πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Ωστόσο, το Συμβούλιο υποστηρίζει την πρόταση της Επιτροπής για τη διατήρηση της συμμετρίας μεταξύ των ελέγχων των εισαγωγών στην Κοινότητα και των εξαγωγών από αυτήν.


(1)  ΕΕ C 110 της 30.4.2004, σ. 72.

(2)  ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004.


15.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 38/45


ΚΟΙΝΉ ΘΈΣΗ (ΕΚ) αριθ. 9/2005

που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 29 Νοεμβρίου 2004

για την έκδοση της οδηγίας 2005/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της …, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 96/57/ΕΚ και 2000/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(2005/C 38 E/04)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι διαφορές μεταξύ των νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για τον οικολογικό σχεδιασμό των προϊόντων που καταναλώνουν ενέργεια είναι δυνατόν να δημιουργήσουν εμπόδια στο εμπόριο και να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό στην Κοινότητα και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθιέρωση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών είναι το μόνο μέσο για την πρόληψη των εμποδίων αυτών στο εμπόριο και για την αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού.

(2)

Τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια (στο εξής «ΠΚΕ») αντιπροσωπεύουν μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης φυσικών πόρων και ενέργειας στην Κοινότητα. Έχουν επίσης και ορισμένες άλλες σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Για τη μεγάλη πλειονότητα των κατηγοριών προϊόντων που διατίθενται στην κοινοτική αγορά, είναι δυνατόν να σημειωθούν πολύ διαφορετικοί βαθμοί περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αν και αυτά παρουσιάζουν παρόμοιες λειτουργικές επιδόσεις. Προς το συμφέρον της αειφόρου ανάπτυξης, θα πρέπει να ενθαρρύνεται η συνεχής βελτίωση του συνολικού περιβαλλοντικού αντικτύπου αυτών των προϊόντων, κυρίως μέσω της αναγνώρισης των κύριων πηγών αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της αποφυγής μεταφοράς της ρύπανσης, όταν η βελτίωση αυτή δεν συνεπάγεται υπερβολικό κόστος.

(3)

Ο οικολογικός σχεδιασμός των προϊόντων αποτελεί ζωτικό παράγοντα της κοινοτικής στρατηγικής για την ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων. Ως προληπτική προσέγγιση, που αποσκοπεί στη βελτιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των προϊόντων, διατηρώντας ταυτόχρονα τις λειτουργικές τους ιδιότητες, προσφέρει νέες και πραγματικές ευκαιρίες για τους κατασκευαστές, τους καταναλωτές και την κοινωνία στο σύνολό της.

(4)

Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, για την επίτευξη της οποίας μια από τις διαθέσιμες εναλλακτικές επιλογές είναι η αποδοτικότερη τελική χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας, θεωρείται ως ουσιαστική συμβολή στην επίτευξη των στόχων για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Κοινότητα. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί την ταχύτερα αναπτυσσόμενη κατηγορία τελικής χρήσης ενέργειας που υπολογίζεται να αυξηθεί εντός των προσεχών 20 έως 30 ετών, εάν δεν ληφθούν μέτρα πολιτικής για να αντιστραφεί η τάση αυτή. Σύμφωνα με το υποβληθέν, από την Επιτροπή, ευρωπαϊκό πρόγραμμα για τις κλιματικές αλλαγές, είναι εφικτή η σημαντική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Οι κλιματικές αλλαγές αποτελούν μια από τις προτεραιότητες του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, όπως καθορίσθηκε με την απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2002 (3). Η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί τον αποτελεσματικότερο από πλευράς κόστους τρόπο ενίσχυσης της ασφάλειας του εφοδιασμού και μείωσης της εξάρτησης από τις εισαγωγές. Συνεπώς, θα πρέπει να θεσπισθούν ουσιαστικά συνοδευτικά μέτρα και στόχοι που αφορούν τη ζήτηση.

(5)

Θα πρέπει να αναληφθεί δράση κατά τη φάση σχεδιασμού του ΠΚΕ, δεδομένου ότι, σε αυτό το στάδιο, καθορίζεται η ρύπανση που θα προκαλέσει το προϊόν σε ολόκληρο τον κύκλο της ζωής του και αυτό το στάδιο αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος του κόστους.

(6)

Θα πρέπει να καταρτισθεί συνεκτικό πλαίσιο για την εφαρμογή των κοινοτικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για τα ΠΚΕ, με στόχο να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αυτές και να βελτιωθεί ο συνολικός περιβαλλοντικός αντίκτυπός τους. Οι κοινοτικές αυτές απαιτήσεις θα πρέπει να σέβονται τις αρχές του θεμιτού ανταγωνισμού και του διεθνούς εμπορίου.

(7)

Οι απαιτήσεις του οικολογικού σχεδιασμού θα πρέπει να ορισθούν λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους και τις προτεραιότητες του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων, ανάλογα με την περίπτωση, των εφαρμόσιμων στόχων που τίθενται στις αντίστοιχες θεματικές στρατηγικές του προγράμματος αυτού.

(8)

Η παρούσα οδηγία επιδιώκει να επιτύχει υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της μείωσης του δυνητικού περιβαλλοντικού αντικτύπου των ΠΚΕ, γεγονός που τελικά θα ωφελήσει τους καταναλωτές και τους λοιπούς τελικούς χρήστες. Η αειφόρος ανάπτυξη επιβάλλει επίσης τη δέουσα συνεκτίμηση του αντικτύπου που θα έχουν τα μελετώμενα μέτρα στον τομέα της υγείας, καθώς και στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα. Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των προϊόντων συμβάλλει στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την υγιή οικονομική δραστηριότητα και, συνεπώς, για την αειφόρο ανάπτυξη.

(9)

Προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα περιβαλλοντικά οφέλη από τον βελτιωμένο σχεδιασμό, μπορεί να είναι χρήσιμο να ενημερώνονται οι καταναλωτές για τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και τις περιβαλλοντικές επιδόσεις των ΠΚΕ και να τους παρέχονται συμβουλές για τη χρήση του προϊόντος κατά τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον.

(10)

Η προσέγγιση που καθορίζεται στην Πράσινη Βίβλο για την ολοκληρωμένη πολιτική προϊόντων, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό καινοτόμο στοιχείο του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον, αποσκοπεί στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προϊόντων καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους. Αν ληφθεί υπόψη, στο στάδιο του σχεδιασμού, ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος ενός προϊόντος καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες να διευκολυνθεί η βελτίωση του περιβάλλοντος με αποτελεσματικό, σε σχέση προς το κόστος, τρόπο. Θα πρέπει να προβλεφθεί επαρκής ευελιξία ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ενσωμάτωσης του παράγοντος αυτού στον σχεδιασμό του προϊόντος, λαμβανομένων συγχρόνως υπόψη των τεχνικών, λειτουργικών και οικονομικών παραμέτρων.

(11)

Μολονότι είναι επιθυμητή μια σφαιρική προσέγγιση όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιδόσεις, η μείωση των αερίων θερμοκηπίου μέσω της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας θα πρέπει να θεωρείται ως πρώτιστος περιβαλλοντικός στόχος μέχρις ότου καταρτισθεί πρόγραμμα εργασίας.

(12)

Μπορεί να είναι αναγκαία και δικαιολογημένη η θέσπιση ειδικών, ποσοτικώς προσδιορισμένων απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για ορισμένα προϊόντα ή περιβαλλοντικές πτυχές τους, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού τους αντικτύπου. Λαμβάνοντας υπόψη την επείγουσα ανάγκη συμβολής στην εκπλήρωση των δεσμεύσεων που ανελήφθησαν στα πλαίσια του πρωτοκόλλου του Κυότο της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές (UNFCCC), και με την επιφύλαξη της ολοκληρωμένης προσέγγισης που προωθεί η παρούσα οδηγία, θα πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στα μέτρα με υψηλή δυνατότητα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με χαμηλό κόστος. Τα μέτρα αυτά μπορούν επίσης να συμβάλλουν στην αειφόρο χρήση των πόρων και να συνεισφέρουν σημαντικά στο δεκαετές πλαίσιο προγραμμάτων για τη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση που συμφωνήθηκε στην παγκόσμια σύνοδο κορυφής για την αειφόρο ανάπτυξη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ, τον Σεπτέμβριο του 2002.

(13)

Το επίπεδο των απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού θα πρέπει κανονικά να καθορίζεται βάσει τεχνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών αναλύσεων. Η ευελιξία στη μέθοδο καθορισμού του επιπέδου των απαιτήσεων μπορεί να διευκολύνει την ταχεία βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων. Κατά τις αναλύσεις αυτές, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη και η ενεργός συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών. Η θέσπιση υποχρεωτικών μέτρων απαιτεί την πραγματοποίηση κατάλληλων διαβουλεύσεων με τους ενδιαφερομένους. Οι διαβουλεύσεις αυτές μπορούν να αναδείξουν την ανάγκη για σταδιακή θέσπιση απαιτήσεων ή για λήψη μεταβατικών μέτρων. Ο καθορισμός ενδιάμεσων στόχων αυξάνει την προβλεψιμότητα της πολιτικής, επιτρέπει την προσαρμογή του κύκλου ανάπτυξης του προϊόντος και διευκολύνει τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό των ενδιαφερομένων.

(14)

Θα πρέπει να δίδεται προτεραιότητα σε εναλλακτικούς τρόπους δράσης, όπως η αυτορρύθμιση από τη βιομηχανία, όταν οι δράσεις αυτές είναι πιθανόν να εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων πολιτικής ταχύτερα ή με χαμηλότερο κόστος απ' ό,τι οι υποχρεωτικές απαιτήσεις. Εάν οι δυνάμεις της αγοράς δεν κινηθούν προς τη σωστή κατεύθυνση ή με αποδεκτή ταχύτητα, μπορεί να χρειασθεί η λήψη νομοθετικών μέτρων.

(15)

Η αυτορρύθμιση, συμπεριλαμβανομένων των εθελοντικών συμφωνιών ως μονομερών δεσμεύσεων της βιομηχανίας, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη ταχείας προόδου λόγω ταχείας και οικονομικής εφαρμογής, και επιτρέπει την προσαρμογή σε τεχνολογικές επιλογές και ευαισθησίες της αγοράς με ευέλικτο και κατάλληλο τρόπο.

(16)

Το κεφάλαιο 6 της «Ανακοίνωσης περιβαλλοντικών συμφωνιών σε κοινοτικό επίπεδο στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για την απλούστευση και βελτίωση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος» της Επιτροπής μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό κατά την αξιολόγηση της αυτορρύθμισης από τη βιομηχανία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

(17)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να ενθαρρύνει την ένταξη της αρχής του οικολογικού σχεδιασμού στο πλαίσιο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Η ένταξη αυτή μπορεί να διευκολυνθεί από την ευρεία διαθεσιμότητα και την εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν τον αειφόρο χαρακτήρα των προϊόντων τους.

(18)

Τα ΠΚΕ που συνάδουν με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού οι οποίες καθορίζονται στα μέτρα εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να φέρουν τη σήμανση «CE» και συναφή πληροφοριακά στοιχεία, προκειμένου να μπορούν να διατίθενται στην εσωτερική αγορά και να κυκλοφορούν ελεύθερα. Η αυστηρή επιβολή των μέτρων εφαρμογής είναι απαραίτητη ώστε να διασφαλίζεται η μείωση του περιβαλλοντικού αντικτύπου των ΠΚΕ που υπόκεινται στη ρύθμιση και να εξασφαλίζεται ο θεμιτός ανταγωνισμός.

(19)

Κατά την κατάρτιση των μέτρων εφαρμογής και του προγράμματος εργασίας της, η Επιτροπή θα πρέπει να διαβουλεύεται με τους αντιπροσώπους των κρατών μελών καθώς και με τα αφορώμενα από την ομάδα του προϊόντος ενδιαφερόμενα μέρη, όπως η βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ και των βιοτεχνιών, των συνδικαλιστικών ενώσεων, των εμπόρων, των εισαγωγέων, των ομάδων προστασίας του περιβάλλοντος και των ενώσεων καταναλωτών.

(20)

Κατά την κατάρτιση μέτρων εφαρμογής, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την υφιστάμενη εθνική περιβαλλοντική νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά τις τοξικές ουσίες, που κατά τη δεδηλωμένη εκτίμηση των κρατών μελών θα πρέπει να διατηρείται, χωρίς να μειώνονται τα υφιστάμενα και δικαιολογημένα επίπεδα προστασίας στα κράτη μέλη.

(21)

Θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις ενότητες και τους κανόνες που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στις οδηγίες τεχνικής εναρμόνισης και που καθορίζονται από την απόφαση 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22 Ιουλίου 1993, για τις ενότητες που αφορούν τις διάφορες φάσεις των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας και τους κανόνες επίθεσης και χρήσης της σήμανσης πιστότητας «CE» (4).

(22)

Οι αρχές επιτήρησης θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που σχεδιάζονται εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, προκειμένου να βελτιωθεί η επιτήρηση της αγοράς. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει να αξιοποιεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνιών και τα σχετικά κοινοτικά προγράμματα. Η ανταλλαγή πληροφοριών για περιβαλλοντικές επιδόσεις και επιτεύξεις κύκλου ζωής των διαφόρων σχεδιαστικών λύσεων θα πρέπει να διευκολύνεται. Η σώρευση και η διάδοση των γνώσεων που παράγονται από τις προσπάθειες οικολογικού σχεδιασμού των κατασκευαστών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οφέλη της παρούσας οδηγίας.

(23)

Όσον αφορά την κατάρτιση και την ενημέρωση των ΜΜΕ στον οικολογικό σχεδιασμό, μπορεί να είναι σκόπιμη η εξέταση συνοδευτικών δραστηριοτήτων.

(24)

Είναι προς το συμφέρον της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς να υπάρχουν πρότυπα που να έχουν εναρμονισθεί σε κοινοτικό επίπεδο. Όταν έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα στοιχεία ενός τέτοιου προτύπου, η συμμόρφωση με το εν λόγω πρότυπο θα πρέπει να συνιστά τεκμήριο συμμόρφωσης με τις αντίστοιχες απαιτήσεις που καθορίζονται στα μέτρα εφαρμογής τα οποία θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας, αν και θα πρέπει να επιτρέπονται και άλλα μέτρα απόδειξης της εν λόγω συμμόρφωσης.

(25)

Ένας από τους κύριους ρόλους των εναρμονισμένων προτύπων θα πρέπει να είναι η βοήθεια των κατασκευαστών κατά την εφαρμογή των μέτρων εφαρμογής που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα πρότυπα αυτά θα μπορούσαν να έχουν ουσιαστικό ρόλο στην καθιέρωση μεθόδων μέτρησης και δοκιμών. Στην περίπτωση γενικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, τα εναρμονισμένα πρότυπα θα μπορούσαν να συμβάλλουν σημαντικά στην καθοδήγηση των κατασκευαστών όσον αφορά την καθιέρωση του οικολογικού προφίλ των προϊόντων τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής. Τα πρότυπα αυτά θα πρέπει να αναφέρουν σαφώς τη σχέση των ρητρών τους με τις αντίστοιχες απαιτήσεις. Τα εναρμονισμένα πρότυπα δεν θα πρέπει να έχουν ως σκοπό τον καθορισμό ορίων για περιβαλλοντικές πτυχές.

(26)

Όσον αφορά τους ορισμούς που χρησιμοποιούνται στην παρούσα οδηγία, η παραπομπή σε σχετικά διεθνή πρότυπα, όπως το ISO 14040, είναι χρήσιμη.

(27)

Η παρούσα οδηγία συνάδει με ορισμένες αρχές για την εφαρμογή της νέας προσέγγισης, κατά τα οριζόμενα στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1985, για νέα προσέγγιση στο θέμα της τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης (5), και της παραπομπής σε εναρμονισμένα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1999, για τον ρόλο της τυποποίησης στην Ευρώπη (6) συνέστησε στην Επιτροπή να εξετάσει εάν η αρχή της νέας προσέγγισης θα μπορούσε να επεκταθεί, ως μέσο βελτίωσης και απλούστευσης της νομοθεσίας, και σε τομείς που δεν καλύπτονται ακόμη, όπου αυτό είναι δυνατόν.

(28)

Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει ισχύουσες κοινοτικές πράξεις, όπως η οδηγία 92/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1992, για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων των οικιακών συσκευών με την επισήμανση και την παροχή ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με τα προϊόντα (7), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1980/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, περί αναθεωρημένου κοινοτικού συστήματος απονομής οικολογικού σήματος (8), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2422/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, σχετικά με κοινοτικό πρόγραμμα επισήμανσης ενεργειακής απόδοσης για γραφειακό εξοπλισμό (9), η οδηγία 2002/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τα απόβλητα ειδών ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (10), η οδηγία 2002/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών σε είδη ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού (11) και η οδηγία 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, σχετικά με τους περιορισμούς κυκλοφορίας στην αγορά και χρήσεως μερικών επικινδύνων ουσιών και παρασκευασμάτων (12). Οι συνέργειες μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των ισχυουσών κοινοτικών πράξεων θα πρέπει να συμβάλλουν στην αύξηση του αντίστοιχου αντικτύπου τους και στη θέσπιση συνεκτικών απαιτήσεων τις οποίες πρέπει να εφαρμόζουν οι κατασκευαστές.

(29)

Δεδομένου ότι η οδηγία 92/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, σχετικά με τις απαιτήσεις απόδοσης για τους νέους λέβητες ζεστού νερού που τροφοδοτούνται με υγρά ή αέρια καύσιμα (13), η οδηγία 96/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Σεπτεμβρίου 1996, σχετικά με τις απαιτήσεις για την ενεργειακή απόδοση των οικιακών ηλεκτρικών ψυγείων, καταψυκτών και συνδυασμών τους (14) και η οδηγία 2000/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, σχετικά με τις απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης για τα στραγγαλιστικά πηνία που προορίζονται για τους λαμπτήρες φθορισμού (15), περιέχουν ήδη διατάξεις για την αναθεώρηση των απαιτήσεων ενεργειακής απόδοσης, αυτές θα πρέπει να ενσωματωθούν στο παρόν πλαίσιο.

(30)

Η οδηγία 92/42/ΕΟΚ προβλέπει ένα σύστημα επισήμανσης βάσει αστέρων προκειμένου να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα ενεργειακά χαρακτηριστικά των λεβήτων. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη και η βιομηχανία συμφωνούν ότι το σύστημα επισήμανσης βάσει αστέρων αποδείχθηκε ότι δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, η οδηγία 92/42/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ανοίξει ο δρόμος για πιο αποτελεσματικά συστήματα.

(31)

Οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στην οδηγία 78/170/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1978, περί λειτουργίας των μονάδων παραγωγής θερμότητας για τη θέρμανση χώρων και την παραγωγή ζεστού νερού σε υπάρχοντα και σε νέα μη βιομηχανικά κτίρια καθώς και περί της μονώσεως του δικτύου διανομής ζεστού νερού οικιακής χρήσεως στα νέα μη βιομηχανικά κτίρια (16) έχουν αντικατασταθεί από τις διατάξεις της οδηγίας 92/42/ΕΟΚ, της οδηγίας 90/396/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές αερίου (17) και της οδηγίας 2002/91/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (18). Κατά συνέπεια, η οδηγία 78/170/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(32)

Η οδηγία 86/594/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 1986, που αφορά τον αερόφερτο θόρυβο που εκπέμπουν οι οικιακές συσκευές (19) καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με τον θόρυβο που εκπέμπουν αυτές οι συσκευές και προβλέπει διαδικασία για τον προσδιορισμό του επιπέδου του θορύβου. Για σκοπούς εναρμόνισης, οι εκπομπές θορύβου θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων. Εφόσον η παρούσα οδηγία προβλέπει μια τέτοια ολοκληρωμένη προσέγγιση, η οδηγία 86/594/ΕΟΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(33)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (20).

(34)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν τις κυρώσεις που θα επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(35)

Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (21), ορίζεται ότι το Συμβούλιο παροτρύνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν, προς ιδία χρήση, και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι θα αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία των οδηγιών με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν.

(36)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση της απαίτησης για επίτευξη κατάλληλου επιπέδου περιβαλλοντικών επιδόσεων από τα προϊόντα, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, του άρθρου 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει ένα πλαίσιο για τη θέσπιση κοινοτικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια, προκειμένου να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων αυτών στην εσωτερική αγορά.

2.   Η παρούσα οδηγία προβλέπει τη θέσπιση απαιτήσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν τα προϊόντα που καταναλώνουν ενέργεια τα οποία καλύπτονται από μέτρα εφαρμογής, προκειμένου τα εν λόγω προϊόντα να διατίθενται στην αγορά ή/και να τίθενται σε λειτουργία. Συμβάλλει στην αειφόρο ανάπτυξη αυξάνοντας την ενεργειακή απόδοση και το επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα μέσα μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων.

4.   Η παρούσα οδηγία και τα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται δυνάμει αυτής ισχύουν υπό την επιφύλαξη της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τη διαχείριση αποβλήτων, και της κοινοτικής νομοθεσίας περί χημικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένης της κοινοτικής νομοθεσίας περί φθοριωμένων θερμοκηπιακών αερίων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1.

«προϊόν που καταναλώνει ενέργεια (ΠΚΕ)»: το προϊόν το οποίο, αφού διατεθεί στην αγορά ή/και τεθεί σε λειτουργία, εξαρτάται από την κατανάλωση ενέργειας (ηλεκτρική ενέργεια, ορυκτά καύσιμα και ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές) για να λειτουργήσει σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, καθώς και το προϊόν το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση της ενέργειας αυτής, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημάτων που εξαρτώνται από την κατανάλωση ενέργειας και προορίζονται να ενσωματωθούν σε ΠΚΕ που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, και τα οποία διατίθενται στην αγορά ή/και τίθενται σε λειτουργία ως μεμονωμένα εξαρτήματα για τελικούς χρήστες, και των οποίων οι περιβαλλοντικές επιδόσεις μπορούν να αξιολογούνται με ανεξάρτητο τρόπο·

2.

«κατασκευαστικά στοιχεία και υπομονάδες συναρμολόγησης»: εξαρτήματα που προορίζονται να ενσωματωθούν σε ΠΚΕ και τα οποία δεν διατίθενται στην αγορά ή/και τίθενται σε λειτουργία ως μεμονωμένα εξαρτήματα για τελικούς χρήστες ή οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των οποίων δεν μπορούν να αξιολογούνται με ανεξάρτητο τρόπο·

3.

«μέτρα εφαρμογής»: μέτρα που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τα οποία θεσπίζουν απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για συγκεκριμένα ΠΚΕ ή για ορισμένες περιβαλλοντικές πτυχές τους·

4.

«διάθεση στην αγορά»: κυκλοφορία, για πρώτη φορά, ΠΚΕ στην κοινοτική αγορά, με στόχο τη διανομή ή τη χρήση του στην Κοινότητα, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν, και ανεξάρτητα από την τεχνική πώλησης·

5.

«θέση σε λειτουργία»: η πρώτη χρήση ΠΚΕ από τον εντός της Κοινότητας τελικό χρήστη προς τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται·

6.

«κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ΠΚΕ τα οποία εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία και είναι υπεύθυνο για τη συμμόρφωσή τους με αυτή, ενόψει της διάθεσής τους στην αγορά ή/και της θέσης τους σε λειτουργία με τη δική του επωνυμία ή το δικό του σήμα ή για δική του χρήση. Εάν δεν υπάρχει κατασκευαστής κατά τα οριζόμενα στην πρώτη πρόταση, οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει στην αγορά ή/και θέτει σε λειτουργία ΠΚΕ τα οποία εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία θεωρείται κατασκευαστής·

7.

«εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Κοινότητα, το οποίο έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να διεκπεραιώνει, εξ ονόματός του, όλες ή ορισμένες από τις υποχρεώσεις και διατυπώσεις που συνδέονται με την παρούσα οδηγία·

8.

«υλικά»: όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής των ΠΚΕ·

9.

«σχεδιασμός προϊόντος»: το σύνολο των διαδικασιών που μετατρέπουν τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληροί το προϊόν από απόψεως νομικής, τεχνικής, ασφαλείας, λειτουργίας, αγοράς ή άλλης σε τεχνικές προδιαγραφές ενός ΠΚΕ·

10.

«περιβαλλοντική πτυχή»: στοιχείο ή λειτουργία ενός ΠΚΕ που μπορεί να αλληλεπιδράσει με το περιβάλλον κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής του·

11.

«περιβαλλοντικός αντίκτυπος»: κάθε μεταβολή στο περιβάλλον η οποία προκύπτει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από ΠΚΕ κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής του·

12.

«κύκλος ζωής»: τα διαδοχικά και αλληλοσυνδεόμενα στάδια ενός ΠΚΕ, από τη χρήση της πρώτης ύλης έως την τελική διάθεσή του·

13.

«επαναχρησιμοποίηση»: κάθε ενέργεια με την οποία ένα ΠΚΕ ή εξαρτήματά του, που έχουν φτάσει στο τέλος της πρώτης χρήσης τους, χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό για τον οποίο σχεδιάσθηκαν, συμπεριλαμβανομένης της συνεχούς χρήσης ενός ΠΚΕ το οποίο επιστρέφεται σε σημεία συλλογής, διανομείς, φορείς ανακύκλωσης ή κατασκευαστές, καθώς και της επαναχρησιμοποίησης ενός ΠΚΕ μετά από ανακαίνιση·

14.

«ανακύκλωση»: η επανεπεξεργασία αποβλήτων στα πλαίσια μιας διαδικασίας παραγωγής για τον αρχικό σκοπό ή για άλλους σκοπούς, όχι όμως για την ανάκτηση ενέργειας·

15.

«ανάκτηση ενέργειας»: κάθε χρήση καυσίμων αποβλήτων ως μέσων παραγωγής ενέργειας μέσω της άμεσης καύσης με ή χωρίς άλλα απόβλητα αλλά με ανάκτηση της θερμότητας·

16.

«ανάκτηση»: κάθε εφαρμοστέα ενέργεια που προβλέπεται στο παράρτημα II B της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (22)·

17.

«απόβλητο»: κάθε ουσία ή αντικείμενο των κατηγοριών που ορίζονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 75/442/ΕΟΚ την οποία ο κάτοχος απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει·

18.

«επικίνδυνο απόβλητο»: κάθε απόβλητο που εμπίπτει στο άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (23)·

19.

«οικολογικό προφίλ»: περιγραφή, σύμφωνα με το εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής για το συγκεκριμένο ΠΚΕ, των εισροών και εκροών (όπως πρώτες ύλες, εκπομπές και απόβλητα) που συνδέονται με ένα ΠΚΕ καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του και που είναι σημαντικές από την άποψη του περιβαλλοντικού αντικτύπου του και εκφράζονται σε φυσικά μεγέθη τα οποία μπορούν να μετρηθούν·

20.

«περιβαλλοντικές επιδόσεις» ενός ΠΚΕ: τα αποτελέσματα της εκ μέρους του κατασκευαστή διαχείρισης των περιβαλλοντικών πτυχών του ΠΚΕ, όπως αντικατοπτρίζονται στο φάκελο τεχνικών προδιαγραφών·

21.

«βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων»: η διαδικασία βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων ενός ΠΚΕ, κατά τη διάρκεια διαδοχικών γενεών του, αν και όχι κατ' ανάγκην για όλες τις περιβαλλοντικές πτυχές του προϊόντος ταυτοχρόνως·

22.

«οικολογικός σχεδιασμός»: η ένταξη των περιβαλλοντικών πτυχών στο σχεδιασμό του προϊόντος με στόχο τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων του ΠΚΕ καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του·

23.

«απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού»: κάθε απαίτηση που αφορά ένα ΠΚΕ ή τον σχεδιασμό ενός ΠΚΕ, σκοπός της οποίας είναι η βελτίωση των περιβαλλοντικών του επιδόσεων, ή κάθε απαίτηση παροχής πληροφοριών για τις περιβαλλοντικές πτυχές ενός ΠΚΕ·

24.

«γενική απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού»: κάθε απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού που βασίζεται στο οικολογικό προφίλ συνολικά και που δεν θέτει συγκεκριμένες οριακές τιμές για συγκεκριμένες περιβαλλοντικές πτυχές·

25.

«ειδική απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού»: μια ποσοτικοποιημένη και μετρήσιμη απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού που αφορά μια συγκεκριμένη περιβαλλοντική πτυχή ενός ΠΚΕ, όπως η κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρήση, υπολογιζόμενη για δεδομένη μονάδα επίδοσης·

26.

«εναρμονισμένο πρότυπο»: τεχνική προδιαγραφή που εκδίδεται από αναγνωρισμένο φορέα τυποποίησης βάσει εντολής της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (24), με σκοπό τη θέσπιση ευρωπαϊκής απαίτησης, η συμμόρφωση με την οποία δεν είναι υποχρεωτική.

Άρθρο 3

Διάθεση στην αγορά ή/και θέση σε λειτουργία

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα ΠΚΕ που καλύπτονται από μέτρα εφαρμογής μπορούν να διατίθενται στην αγορά ή/και να τίθενται σε λειτουργία μόνο εάν έχουν συμμορφωθεί με τα εν λόγω μέτρα και φέρουν τη σήμανση CE σύμφωνα με το άρθρο 4.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την επιτήρηση της αγοράς. Φροντίζουν ώστε οι εν λόγω αρχές να διαθέτουν και να χρησιμοποιούν τις απαραίτητες εξουσίες, προκειμένου να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τα οποία είναι αρμόδιες δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τα καθήκοντα, τις εξουσίες και τις οργανωτικής φύσεως ρυθμίσεις των αρμόδιων αρχών. Οι αρχές αυτές δύνανται:

i)

να οργανώνουν κατάλληλους ελέγχους συμμόρφωσης των ΠΚΕ, σε κατάλληλη κλίμακα, και να υποχρεώνουν τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του να αποσύρει από την αγορά μη συμμορφούμενα προϊόντα ΠΚΕ, σύμφωνα με το άρθρο 6·

ii)

να απαιτούν την παροχή όλων των αναγκαίων πληροφοριών εκ μέρους των ενδιαφερομένων, όπως ορίζεται στα μέτρα εφαρμογής·

iii)

να λαμβάνουν δείγματα των προϊόντων και να τα υποβάλλουν σε ελέγχους συμμόρφωσης.

3.   Τα κράτη μέλη τηρούν ενήμερη την Επιτροπή ως προς τα αποτελέσματα της επιτήρησης της αγοράς, και, οσάκις ενδείκνυται, η Επιτροπή διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες στα υπόλοιπα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται η δυνατότητα στους καταναλωτές και τους λοιπούς ενδιαφερομένους να υποβάλλουν παρατηρήσεις σχετικά με τη συμμόρφωση των προϊόντων στις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 4

Σήμανση και δήλωση συμμόρφωσης

1.   Πριν από τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία ενός ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής, τοποθετείται στο προϊόν η σήμανση συμμόρφωσης CE και εκδίδεται δήλωση συμμόρφωσης, με την οποία ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του διασφαλίζει και δηλώνει ότι το ΠΚΕ έχει συμμορφωθεί με όλες τις σχετικές διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

2.   Η σήμανση συμμόρφωσης CE αποτελείται από τα αρχικά «CE», όπως ορίζεται στο παράρτημα III.

3.   Η δήλωση συμμόρφωσης περιλαμβάνει τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα VI και παραπέμπει στο εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής.

4.   Η τοποθέτηση στο ΠΚΕ σημάτων που ενδέχεται να παραπλανήσουν τους χρήστες ως προς την έννοια ή τη μορφή της σήμανσης CE απαγορεύεται.

5.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με το μέρος 2 του παραρτήματος Ι να είναι διατυπωμένες στην ή τις επίσημες γλώσσες τους, όταν το ΠΚΕ φθάνει στον τελικό χρήστη.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν επίσης την παροχή των εν λόγω πληροφοριών σε μία ή περισσότερες άλλες επίσημες κοινοτικές γλώσσες.

Κατά την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδίως υπόψη:

α)

τη δυνατότητα παροχής των πληροφοριών με εναρμονισμένα σύμβολα ή αναγνωρισμένους κωδικούς ή άλλα μέτρα·

β)

το είδος των χρηστών που προβλέπεται να χρησιμοποιήσουν το ΠΚΕ και τη φύση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται.

Άρθρο 5

Ελεύθερη κυκλοφορία

1.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν, για λόγους απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού που αφορούν τις παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού που αναφέρονται στο παράρτημα Ι μέρος 1, οι οποίες καλύπτονται από το εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής, τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία στο έδαφός τους ενός ΠΚΕ, που έχει συμμορφωθεί με όλες τις σχετικές διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής και φέρει τη σήμανση CE σύμφωνα με το άρθρο 4.

2.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν, για λόγους απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού που αφορούν τις παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού που αναφέρονται στο παράρτημα Ι μέρος 1, ενός ΠΚΕ που φέρει τη σήμανση CE σύμφωνα με το άρθρο 4, για το οποίο το εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής δεν προβλέπει απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού.

3.   Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν την παρουσίαση, π.χ. σε εμπορικές εκθέσεις και επιδείξεις, ΠΚΕ τα οποία δεν συμφωνούν με τις διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, υπό την προϋπόθεση να υπάρχει ορατή ένδειξη σύμφωνα με την οποία δεν διατίθενται στην αγορά/τίθενται σε λειτουργία έως ότου συμμορφωθούν με τις διατάξεις αυτές.

Άρθρο 6

Ρήτρα διασφάλισης

1.   Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι ένα ΠΚΕ που φέρει την αναφερόμενη στο άρθρο 4 σήμανση CE και χρησιμοποιείται σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται δεν έχει συμμορφωθεί με όλες τις σχετικές διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του υποχρεούται να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση του ΠΚΕ με τις διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής ή/και με τη σήμανση CE και να θέτει τέρμα στην παράβαση σύμφωνα με τους όρους που θέτει το κράτος μέλος.

Αν η μη συμμόρφωση συνεχίζεται, το κράτος μέλος αποφασίζει να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διάθεση του εν λόγω ΠΚΕ στην αγορά ή/και τη θέση του σε λειτουργία ή διασφαλίζει την απόσυρσή του από την αγορά.

2.   Κάθε απόφαση η οποία λαμβάνεται από κράτος μέλος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και η οποία περιορίζει ή απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία ενός ΠΚΕ, αναφέρει με ακρίβεια τους λόγους στους οποίους βασίζεται.

Η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται αμέσως στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος συγχρόνως ενημερώνεται για τα ένδικα μέσα που διαθέτει δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος και για τις προθεσμίες άσκησης των μέσων αυτών.

3.   Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει της παραγράφου 1, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους και, ιδίως, διευκρινίζοντας αν η μη συμμόρφωση οφείλεται:

α)

στη μη πλήρωση των απαιτήσεων του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής·

β)

στην εσφαλμένη εφαρμογή των εναρμονισμένων προτύπων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 9 παράγραφος 2·

γ)

σε ελλείψεις των εναρμονισμένων προτύπων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 9 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή αρχίζει αμελλητί διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους, και μπορεί να ζητά τεχνικές συμβουλές από ανεξάρτητους εξωτερικούς εμπειρογνώμονες.

Μετά τις διαβουλεύσεις αυτές, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το κράτος μέλος το οποίο έλαβε την απόφαση και τα άλλα κράτη μέλη για τις απόψεις της.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η απόφαση δεν είναι δικαιολογημένη, ενημερώνει αμέσως σχετικά τα κράτη μέλη.

5.   Όταν η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου βασίζεται σε έλλειψη του εναρμονισμένου προτύπου, η Επιτροπή κινεί αμέσως τη διαδικασία του άρθρου 9 παράγραφοι 2, 3 και 4. Η Επιτροπή ενημερώνει συγχρόνως την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1.

6.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εγγυηθούν, όταν αυτό δικαιολογείται, την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που παρέχονται κατά τη διαδικασία αυτήν.

7.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο δημοσιοποιούνται με διαφανή τρόπο.

8.   Η γνώμη της Επιτροπής για τις αποφάσεις αυτές δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 7

Αξιολόγηση συμμόρφωσης

1.   Πριν από τη διάθεση στην αγορά ενός ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής, ή/και τη θέση ενός ΠΚΕ σε λειτουργία, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του μεριμνά για τη διενέργεια αξιολόγησης σχετικά με τη συμμόρφωση του ΠΚΕ με όλες τις οικείες απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

2.   Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης διευκρινίζονται από τα μέτρα εφαρμογής και αφήνουν στους κατασκευαστές τη δυνατότητα να επιλέγουν μεταξύ του εσωτερικού ελέγχου σχεδιασμού, που αναφέρεται στο παράρτημα ΙV, και του συστήματος διαχείρισης, που αναφέρεται στο παράρτημα V. Όταν είναι δεόντως δικαιολογημένη και ανάλογη προς τον κίνδυνο, η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης επιλέγεται μεταξύ των σχετικών ενοτήτων που περιγράφονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ.

Αν ένα ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής έχει σχεδιασθεί από οργανισμό καταχωρισμένο σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 761/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS) (25) και η σχεδιαστική λειτουργία περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής αυτής της καταχώρισης, το σύστημα διαχείρισης αυτού του οργανισμού τεκμαίρεται ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παραρτήματος V της παρούσας οδηγίας.

Αν ένα ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής έχει σχεδιασθεί από οργανισμό ο οποίος διαθέτει σύστημα διαχείρισης που περιλαμβάνει τη λειτουργία του σχεδιασμού του προϊόντος και το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με εναρμονισμένα πρότυπα, οι αριθμοί αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό το σύστημα διαχείρισης τεκμαίρεται ότι έχει συμμορφωθεί με τις αντίστοιχες απαιτήσεις του παραρτήματος V.

3.   Μετά τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία ενός ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του διατηρεί, για διενέργεια επιθεώρησης, επί χρονικό διάστημα δέκα ετών μετά την κατασκευή του τελευταίου ΠΚΕ, τα σχετικά έγγραφα που αφορούν τη διενεργηθείσα αξιολόγηση συμμόρφωσης, καθώς και τις δηλώσεις συμμόρφωσης που εκδόθηκαν.

Τα σχετικά έγγραφα τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους εντός δέκα ημερών μετά την παραλαβή σχετικού αιτήματος.

4.   Τα έγγραφα που αφορούν την αξιολόγηση της συμμόρφωσης και τη δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 4 συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας.

Άρθρο 8

Τεκμήριο συμμόρφωσης

1.   Τα κράτη μέλη θεωρούν ότι τα ΠΚΕ που φέρουν την αναφερόμενη στο άρθρο 4 σήμανση CE έχουν συμμορφωθεί με τις σχετικές διατάξεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

2.   Τα κράτη μέλη θεωρούν ότι τα ΠΚΕ για τα οποία έχουν εφαρμοσθεί εναρμονισμένα πρότυπα, οι αριθμοί αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν συμμορφωθεί με όλες τις σχετικές απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής στο οποίο αναφέρονται τα εν λόγω πρότυπα.

3.   Τα ΠΚΕ στα οποία έχει απονεμηθεί το κοινοτικό οικολογικό σήμα σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1980/2000 τεκμαίρεται ότι έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το οικολογικό σήμα.

4.   Για τους σκοπούς της τεκμαιρόμενης συμμόρφωσης στα πλαίσια της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 μπορεί να αποφασίζει ότι και άλλα οικολογικά σήματα πληρούν ισοδύναμους όρους με το κοινοτικό οικολογικό σήμα σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1980/2000. Τα ΠΚΕ στα οποία έχουν απονεμηθεί τέτοια οικολογικά σήματα, τεκμαίρεται ότι έχουν συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το οικολογικό σήμα.

Άρθρο 9

Εναρμονισμένα πρότυπα

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, κατά το δυνατόν, για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων ώστε να καθίσταται δυνατή η διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη σε εθνικό επίπεδο σχετικά με τη διαδικασία κατάρτισης και παρακολούθησης των εναρμονισμένων προτύπων.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα, η εφαρμογή των οποίων τεκμαίρεται ότι πληροί τις ειδικές διατάξεις ενός εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις εν λόγω διατάξεις, το οικείο κράτος μέλος ή η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά τη μόνιμη επιτροπή που συστάθηκε με το άρθρο 5 της οδηγίας 98/34/ΕΚ, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της κατεπειγόντως.

3.   Υπό το πρίσμα της γνώμης της εν λόγω επιτροπής, η Επιτροπή αποφασίζει να δημοσιεύσει, να μη δημοσιεύσει, να δημοσιεύσει με περιορισμό, να διατηρήσει ή να αποσύρει τις αναφορές των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Η Επιτροπή ενημερώνει τον οικείο ευρωπαϊκό φορέα τυποποίησης και, αν χρειάζεται, εκδίδει νέα εντολή με σκοπό την αναθεώρηση των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων.

Άρθρο 10

Απαιτήσεις για τα κατασκευαστικά στοιχεία και τις υπομονάδες συναρμολόγησης

Τα μέτρα εφαρμογής δύνανται να απαιτούν από τους κατασκευαστές ή τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους τους οι οποίοι διαθέτουν στην αγορά ή/και θέτουν σε λειτουργία κατασκευαστικά στοιχεία και υπομονάδες αξιολόγησης να παρέχουν στον κατασκευαστή ενός ΠΚΕ που καλύπτεται από μέτρα εφαρμογής τις σχετικές πληροφορίες για την υλική σύνθεση και για την κατανάλωση ενέργειας, υλικών ή/και πόρων των κατασκευαστικών στοιχείων ή υπομονάδων συναρμολόγησης.

Άρθρο 11

Διοικητική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη λήψη των δεόντων μέτρων ώστε να ενθαρρύνουν τις αρμόδιες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας αρχές να συνεργάζονται μεταξύ τους και να παρέχουν προς άλληλες και προς την Επιτροπή πληροφορίες, ούτως ώστε να υποβοηθείται η λειτουργία της παρούσας οδηγίας, και ιδίως η εφαρμογή του άρθρου 6.

Η διοικητική συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να αξιοποιούν, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας και μπορούν να υποστηρίζονται από σχετικά κοινοτικά προγράμματα.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.   Η ακριβής φύση και η δομή της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών αποφασίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2.

3.   Η Επιτροπή λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και να συμβάλει σε αυτήν κατά τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 12

Μέτρα εφαρμογής

1.   Η Επιτροπή, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, θεσπίζει μέτρα εφαρμογής.

2.   Το ΠΚΕ το οποίο θα εμπίπτει σε μέτρο εφαρμογής, πρέπει να πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το ΠΚΕ πρέπει να αντιπροσωπεύει όγκο πωλήσεων και εμπορικών συναλλαγών εντός της Κοινότητας άνω των 200 000 τεμαχίων εντός ενός έτους, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία·

β)

δεδομένων των ποσοτήτων που διατίθενται στην αγορά ή/και τίθενται σε λειτουργία, το ΠΚΕ πρέπει να έχει σημαντικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο εντός της Κοινότητας, όπως προσδιορίζεται στις κοινοτικές στρατηγικές προτεραιότητες κατά τα οριζόμενα στην απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ·

γ)

το ΠΚΕ πρέπει να παρουσιάζει σημαντικές δυνατότητες βελτίωσης όσον αφορά τον περιβαλλοντικό του αντίκτυπο χωρίς υπερβολικό κόστος. Για να κριθεί κατά πόσον πληρούται αυτό το κριτήριο, εφαρμόζονται οι ακόλουθες παράμετροι:

έλλειψη άλλης σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας,

μη αντιμετώπιση του ζητήματος από τις δυνάμεις της αγοράς,

μεγάλη ανισότητα περιβαλλοντικών επιδόσεων μεταξύ των διαθέσιμων στην αγορά ΠΚΕ με ισοδύναμες λειτουργίες.

3.   Όταν εξετάζει το ενδεχόμενο να καταρτίσει σχέδιο μέτρου εφαρμογής, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τυχόν απόψεις τις οποίες έχει εκφράσει η επιτροπή του άρθρου 15, και επιπλέον λαμβάνει υπόψη:

α)

τις κοινοτικές περιβαλλοντικές προτεραιότητες, όπως αυτές που καθορίζονται στην απόφαση αριθ. 1600/2002/ΕΚ, ή στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα για την αλλαγή του κλίματος (ΕΠΑΚ) της Επιτροπής·

β)

τα συναφή μέτρα αυτορρύθμισης, όπως οι εθελοντικές συμφωνίες ή άλλα μέτρα που λαμβάνει η βιομηχανία.

4.   Κατά την κατάρτιση σχεδίου μέτρου εφαρμογής, η Επιτροπή:

α)

μελετά τον κύκλο ζωής του ΠΚΕ·

β)

πραγματοποιεί αξιολόγηση των συνεπειών για το περιβάλλον, τους καταναλωτές και τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, από άποψη ανταγωνιστικότητας, καινοτομίας, πρόσβασης στην αγορά και κόστους και οφέλους·

γ)

λαμβάνει υπόψη την υφισταμένη εθνική νομοθεσία για το περιβάλλον την οποία τα κράτη μέλη θεωρούν σχετική·

δ)

προβαίνει στις δέουσες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερομένους·

ε)

καταρτίζει επεξηγηματικό υπόμνημα του σχεδίου μέτρου εφαρμογής, βασιζόμενη στην αξιολόγηση που προβλέπεται στο στοιχείο β)·

στ)

ορίζει ημερομηνία(-ες) εφαρμογής, τυχόν σταδιακά ή μεταβατικά μέτρα ή περιόδους, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις ενδεχόμενες επιπτώσεις για τις ΜΜΕ ή για συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων που κατασκευάζονται κατά κύριο λόγο από ΜΜΕ.

5.   Τα μέτρα εφαρμογής πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

δεν πρέπει να υπάρχει σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στη λειτουργικότητα του προϊόντος σε ό,τι αφορά τον χρήστη·

β)

δεν πρέπει να επηρεάζονται αρνητικά η υγεία, η ασφάλεια και το περιβάλλον·

γ)

δεν πρέπει να υπάρχει σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στους καταναλωτές, ιδίως όσον αφορά την προσιτή τιμή και το κόστος του κύκλου ζωής του προϊόντος·

δ)

δεν πρέπει να υπάρχει σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στην ανταγωνιστικότητα των κατασκευαστών, συμπεριλαμβανομένων των εξωκοινοτικών αγορών·

ε)

καταρχήν, ο καθορισμός μιας απαίτησης οικολογικού σχεδιασμού δεν πρέπει να έχει ως συνέπεια να επιβάλλει στους κατασκευαστές τη χρήση μιας αποκλειστικής τεχνολογίας·

στ)

δεν πρέπει να βαρύνει με υπερβάλλοντα διοικητικό φόρτο τους κατασκευαστές.

6.   Τα μέτρα εφαρμογής θεσπίζουν απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού σύμφωνα με το παράρτημα I ή/και το παράρτημα II.

Θεσπίζονται ειδικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για επιλεγμένες περιβαλλοντικές πτυχές που έχουν σημαντικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο.

Τα μέτρα εφαρμογής μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι δεν είναι απαραίτητη η απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού σχετικά με τις ορισμένες ειδικές παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού που αναφέρονται στο παράρτημα Ι μέρος 1.

7.   Οι απαιτήσεις διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι αρχές επιτήρησης της αγοράς μπορούν να επαληθεύουν τη συμμόρφωση του ΠΚΕ προς τις απαιτήσεις του μέτρου εφαρμογής. Στο μέτρο εφαρμογής προσδιορίζεται κατά πόσον η διαδικασία επαλήθευσης μπορεί να επιτευχθεί άμεσα στο ΠΚΕ ή βάσει τεχνικής τεκμηρίωσης.

8.   Τα μέτρα εφαρμογής περιλαμβάνουν τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα VII.

9.   Οι σχετικές μελέτες και αναλύσεις που χρησιμοποιεί η Επιτροπή κατά την κατάρτιση των μέτρων εφαρμογής θα πρέπει να δημοσιοποιούνται.

10.   Εφόσον απαιτείται, μέτρο εφαρμογής που καθορίζει απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού συνοδεύεται από κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες θεσπίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2, για τον υπολογισμό των διαφόρων περιβαλλοντικών πτυχών.

Άρθρο 13

Πρόγραμμα εργασίας

1.   Σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 12 και μετά από συνεργασία με το φόρουμ διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 14, η Επιτροπή καταρτίζει πρόγραμμα εργασίας το οποίο δημοσιοποιείται, το αργότερο … (26).

Το πρόγραμμα εργασίας καταρτίζει, για τα τρία επόμενα χρόνια, ενδεικτικό κατάλογο ομάδων προϊόντων που θεωρούνται ότι έχουν προτεραιότητα για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής.

Το πρόγραμμα εργασίας τροποποιείται περιοδικά από την Επιτροπή μετά από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης.

2.   Ωστόσο, κατά τη μεταβατική περίοδο εντός της οποίας καταρτίζεται το πρώτο πρόγραμμα εργασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 και τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 12, και μετά από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει μέτρα εφαρμογής αρχίζοντας από τα προϊόντα που έχουν χαρακτηρισθεί από το ΕΠΑΚ ως παρέχοντα μεγάλες δυνατότητες οικονομικώς αποδοτικής μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Άρθρο 14

Φόρουμ διαβούλευσης

Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι, κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της, ως προς κάθε μέτρο εφαρμογής, εφαρμόζει ισόρροπη συμμετοχή των εκπροσώπων των κρατών μελών και όλων των ενδιαφερομένων για το εν λόγω προϊόν ή ομάδα προϊόντων, όπως η βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, των βιοτεχνιών, των συνδικαλιστικών ενώσεων, των εμπόρων, των εμπόρων λιανικής πώλησης, των εισαγωγέων, των ενώσεων προστασίας του περιβάλλοντος και των οργανώσεων καταναλωτών. Τα εν λόγω μέρη συναντώνται σε ένα φόρουμ διαβούλευσης, Η Επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό του φόρουμ.

Άρθρο 15

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

3.   Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 16

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη ορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 17

Τροποποίηση

1.   Η οδηγία 92/42/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1.

Το άρθρο 6 διαγράφεται.

2.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 10α

Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέτρο εφαρμογής, κατά την έννοια του άρθρου 12 της οδηγίας 2005/…/ΕΚ, της …, για … (27)  (28), όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση κατά τη χρήση, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, και είναι δυνατόν να τροποποιείται ή να καταργείται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/…/EK (28).

3.

Στο παράρτημα I, το τμήμα 2 διαγράφεται.

4.

Το παράρτημα ΙΙ διαγράφεται.

2.   Η οδηγία 96/57/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέτρο εφαρμογής, κατά την έννοια του άρθρου 12 της οδηγίας 2005/…/EK, της …, για … (29)  (28), όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση κατά τη χρήση, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, και είναι δυνατόν να τροποποιείται ή να καταργείται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/…/EK (28).

3.   Η οδηγία 2000/55/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 9α

Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέτρο εφαρμογής, κατά την έννοια του άρθρου 12 της οδηγίας 2005/…/EK, της …, για … (30)  (31), όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση κατά τη χρήση, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, και είναι δυνατόν να τροποποιείται ή να καταργείται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 της οδηγίας 2005/…/EK (31).

Άρθρο 18

Κατάργηση

Οι οδηγίες 78/170/ΕΟΚ και 86/594/ΕΟΚ καταργούνται. Τα κράτη μέλη δύνανται να εξακολουθούν να εφαρμόζουν τα υφιστάμενα εθνικά μέτρα που υιοθετήθηκαν δυνάμει της οδηγίας 86/594/EOK έως ότου θεσπισθούν μέτρα εφαρμογής για τα σχετικά προϊόντα δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 19

Επανεξέταση

Το αργότερο … (32), η Επιτροπή επανεξετάζει την αποτελεσματικότητα της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εφαρμογής της, του ορίου για τη λήψη μέτρων εφαρμογής, των μηχανισμών επιτήρησης της αγοράς και οποιασδήποτε σχετικής αυτορρύθμισης που προκύπτει, μετά από διαβούλευση με το φόρουμ διαβούλευσης που αναφέρει το άρθρο 14 και, ανάλογα με την περίπτωση, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο προτάσεις για την τροποποίησή της.

Άρθρο 20

Απόρρητο

Οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών από τον κατασκευαστή ή/και τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 και το παράρτημα Ι μέρος 2, είναι αναλογικές και λαμβάνουν υπόψη το εύλογο του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών.

Άρθρο 21

Εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις … (33). Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των κυρίων διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 23

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, ….

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 112 της 30.4.2004, σ. 25.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ής Απριλίου 2004 (ΕΕ C 104 E της 30.4.2004), κοινή θέση του Συμβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 2004 και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ L 242 της 10.9.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 220 της 30.8.1993, σ. 23.

(5)  ΕΕ C 136 της 4.6.1985, σ. 1.

(6)  ΕΕ C 141 της 19.5.2000, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 297 της 13.10.1992, σ. 16· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).

(8)  ΕΕ L 237 της 21.9.2000, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 332 της 15.12.2001, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 37 της 13.2.2003, σ. 24· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2003/108/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 106).

(11)  ΕΕ L 37 της 13.2.2003, σ. 19.

(12)  ΕΕ L 262 της 27.9.1976, σ. 201· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/98/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 305 της 1.10.2004, σ. 63).

(13)  ΕΕ L 167 της 22.6.1992, σ. 17· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 52 της 21.2.2004, σ. 50).

(14)  ΕΕ L 236 της 18.9.1996, σ. 36.

(15)  ΕΕ L 279 της 1.11.2000, σ. 33.

(16)  ΕΕ L 52 της 23.2.1978, σ. 32· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 82/885/ΕΟΚ (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 19).

(17)  ΕΕ L 196 της 26.7.1990, σ. 15· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 93/68/ΕΟΚ (ΕΕ L 220 της 30.8.1993, σ. 1).

(18)  ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 65.

(19)  ΕΕ L 344 της 6.12.1986, σ. 24· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

(20)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(21)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(22)  ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 39· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.

(23)  ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 20· οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 94/31/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 2.7.1994, σ. 28).

(24)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(25)  ΕΕ L 114 της 24.4.2001, σ. 1.

(26)  Δύο έτη μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας.

(27)  ΕΕ L …».

(28)  Παρούσα οδηγία.

(29)  ΕΕ L …».

(30)  ΕΕ L …».

(31)  Παρούσα οδηγία.

(32)  Πέντε έτη μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας.

(33)  24 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

(αναφέρεται στο άρθρο 12)

Οι γενικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού αποσκοπούν στη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων ΠΚΕ, με γνώμονα τις σημαντικές περιβαλλοντικές του πτυχές και χωρίς καθορισμό οριακών τιμών. Κατά την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίου μέτρου εφαρμογής το οποίο θα υποβληθεί στην επιτροπή του άρθρου 15, η Επιτροπή προσδιορίζει σημαντικές περιβαλλοντικές πτυχές οι οποίες διευκρινίζονται στο μέτρο εφαρμογής.

Κατά την κατάρτιση μέτρων εφαρμογής που θεσπίζουν γενικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού σύμφωνα με το άρθρο 12, η Επιτροπή προσδιορίζει, όπως ενδείκνυται ανάλογα με το ΠΚΕ που καλύπτεται από το μέτρο εφαρμογής, τις σχετικές παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού εκ των απαριθμουμένων στο μέρος 1, τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών εκ των απαριθμουμένων στο μέρος 2 και τις απαιτήσεις για τον κατασκευαστή εκ των απαριθμουμένων στο μέρος 3.

Μέρος 1.   Παράμετροι οικολογικού σχεδιασμού για τα ΠΚΕ

1.1.

Οι σημαντικές περιβαλλοντικές πτυχές προσδιορίζονται με συνεκτίμηση των ακόλουθων φάσεων του κύκλου ζωής του προϊόντος και στο βαθμό που αυτές συνδέονται με τον σχεδιασμό του προϊόντος:

α)

επιλογή και χρησιμοποίηση πρώτων υλών·

β)

κατασκευή·

γ)

συσκευασία, μεταφορά και διανομή·

δ)

εγκατάσταση και συντήρηση·

ε)

χρήση·

στ)

τέλος ζωής, ήτοι κατάσταση ενός ΠΚΕ που έχει φθάσει στο τέλος της πρώτης του χρήσης έως την τελική διάθεσή του.

1.2.

Για κάθε φάση, πρέπει να εκτιμώνται οι ακόλουθες περιβαλλοντικές πτυχές, ανάλογα με την περίπτωση:

α)

προβλεπόμενη κατανάλωση υλικών, ενέργειας και άλλων πόρων, όπως γλυκού νερού·

β)

προβλεπόμενες εκπομπές στον αέρα, το νερό ή το έδαφος·

γ)

προβλεπόμενη ρύπανση μέσω φυσικών φαινομένων, όπως ο θόρυβος, οι δονήσεις, οι ακτινοβολίες, τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία·

δ)

προβλεπόμενη παραγωγή αποβλήτων·

ε)

δυνατότητες επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης και ανάκτησης υλικών ή/και ενέργειας, λαμβανομένης υπόψη της οδηγίας 2002/96/ΕΚ.

1.3.

Ιδιαίτερα, πρέπει να χρησιμοποιούνται και να συμπληρώνονται από άλλες, οσάκις απαιτείται, οι ακόλουθες παράμετροι για την αξιολόγηση των δυνατοτήτων βελτίωσης των περιβαλλοντικών πτυχών που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο:

α)

βάρος και όγκος του προϊόντος·

β)

χρήση υλικών που προέρχονται από δραστηριότητες ανακύκλωσης·

γ)

κατανάλωση ενέργειας, νερού και άλλων πόρων καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής·

δ)

χρήση ουσιών που ταξινομούνται ως επικίνδυνες για την υγεία ή/και το περιβάλλον σύμφωνα με την οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ 196 της 16.8.1967, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/73/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 152 της 30.4.2004, σ. 1) και λαμβανομένης υπόψη της νομοθεσίας σχετικά με την εμπορία και τη χρήση συγκεκριμένων ουσιών, όπως οι οδηγίες 76/769/ΕΟΚ ή 2002/95/ΕΚ·

ε)

ποσότητα και φύση των αναλωσίμων που χρειάζονται για τη σωστή χρήση και συντήρηση·

στ)

ευχέρεια επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης, όπως εκφράζεται μέσω των ακόλουθων στοιχείων: αριθμός χρησιμοποιουμένων υλικών και εξαρτημάτων, χρήση τυποποιημένων εξαρτημάτων, χρόνος που απαιτείται για την αποσυναρμολόγηση, πολυπλοκότητα των εργαλείων που απαιτούνται για την αποσυναρμολόγηση, χρήση προτύπων κωδικοποίησης για τον προσδιορισμό των εξαρτημάτων και των υλικών που είναι κατάλληλα για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση (συμπεριλαμβανομένης της σήμανσης των πλαστικών εξαρτημάτων σύμφωνα με τα πρότυπα ISO), χρήση εύκολα ανακυκλώσιμων υλικών, ευχερής πρόσβαση σε πολύτιμα και άλλα ανακυκλώσιμα εξαρτήματα και υλικά, ευχερής πρόσβαση σε εξαρτήματα και υλικά που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες·

ζ)

ενσωμάτωση μεταχειρισμένων εξαρτημάτων·

η)

αποφυγή τεχνικών λύσεων που βλάπτουν την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση εξαρτημάτων και ολόκληρων συσκευών·

θ)

παράταση του χρόνου ζωής, όπως εκφράζεται μέσω των ακόλουθων στοιχείων: ελάχιστη εγγυημένη διάρκεια ζωής, ελάχιστο διάστημα διαθεσιμότητας ανταλλακτικών, δομοστοιχειωτός σχεδιασμός, δυνατότητα αναβάθμισης, δυνατότητα επιδιόρθωσης·

ι)

ποσότητες παραγομένων αποβλήτων και ποσότητες παραγομένων επικίνδυνων αποβλήτων·

ια)

εκπομπές στον αέρα (αέρια θερμοκηπίου, παράγοντες οξίνισης, πτητικές οργανικές ενώσεις, ουσίες που εξασθενούν τη στιβάδα του όζοντος, ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι, βαρέα μέταλλα, λεπτά σωματίδια και αιωρούμενα σωματίδια), με την επιφύλαξη της οδηγίας 97/68/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα (ΕΕ L 59 της 27.2.1998, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 146 της 30.4.2004, σ. 1

ιβ)

εκπομπές στο νερό (βαρέα μέταλλα, ουσίες που έχουν αρνητική επίδραση στο ισοζύγιο οξυγόνου, ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι)·

ιγ)

εκπομπές στο έδαφος (ιδίως διαρροή και διάχυση επικίνδυνων ουσιών κατά τη φάση της χρήσης των προϊόντων, και κίνδυνος απόπλυσης κατά τη διάθεση των προϊόντων ως αποβλήτων).

Mέρος 2.   Απαιτήσεις παροχής πληροφοριών

Τα μέτρα εφαρμογής μπορεί να απαιτούν από τον κατασκευαστή την παροχή πληροφοριών, οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάζουν τον τρόπο χειρισμού, χρήσης ή ανακύκλωσης του προϊόντος από μέρη άλλα πλην του κατασκευαστή. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση:

Πληροφορίες από τον σχεδιαστή σχετικά με τη διαδικασία κατασκευής.

Πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τα σημαντικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και επιδόσεις του προϊόντος· οι πληροφορίες αυτές πρέπει να συνοδεύουν το προϊόν, όταν αυτό διατίθεται στην αγορά, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να συγκρίνει αυτές τις πτυχές των προϊόντων.

Πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τον τρόπο εγκατάστασης, χρήσης και συντήρησης του προϊόντος, προκειμένου να ελαχιστοποιείται ο αντίκτυπός του στο περιβάλλον και να διασφαλίζεται η βέλτιστη προσδοκώμενη διάρκεια ζωής του, καθώς και σχετικά με τον τρόπο επιστροφής του προϊόντος μετά το τέλος της ζωής του, και, ανάλογα με την περίπτωση, παροχή πληροφοριών για την περίοδο διαθεσιμότητας ανταλλακτικών και για τις δυνατότητες για βελτίωση του προϊόντος.

Παροχή πληροφοριών για τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας σχετικά με την αποσυναρμολόγηση, την ανακύκλωση ή τη διάθεση του προϊόντος μετά το τέλος της ζωής του.

Οι πληροφορίες πρέπει να βρίσκονται επάνω στο ίδιο το προϊόν, όταν αυτό είναι δυνατόν.

Οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από άλλη κοινοτική νομοθεσία, όπως η οδηγία 2002/96/ΕΚ.

Μέρος 3.   Απαιτήσεις για τον κατασκευαστή

1.

Με γνώμονα τις περιβαλλοντικές πτυχές οι οποίες, σύμφωνα με τα μέτρα εφαρμογής, είναι δυνατόν να επηρεάζονται ουσιαστικά από τον σχεδιασμό του προϊόντος, οι κατασκευαστές ΠΚΕ υποχρεούνται να διενεργούν αξιολόγηση του μοντέλου ΠΚΕ καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του, με βάση ρεαλιστικές παραδοχές σχετικά με τις κανονικές συνθήκες και για τους σκοπούς της χρησιμοποίησής του.

Με βάση αυτή την αξιολόγηση, οι κατασκευαστές καταρτίζουν το οικολογικό προφίλ του ΠΚΕ. Το οικολογικό προφίλ βασίζεται σε χαρακτηριστικά του προϊόντος που έχουν σχέση με το περιβάλλον και σε εισροές/εκροές που προκύπτουν καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του προϊόντος και εκφράζονται σε φυσικά μεγέθη τα οποία είναι δυνατόν να μετρηθούν.

2.

Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν την αξιολόγηση αυτή για να αξιολογούν τις εναλλακτικές σχεδιαστικές λύσεις και την επιτευχθείσα περιβαλλοντική επίδοση του προϊόντος βάσει κριτηρίων αξιολόγησης.

Τα κριτήρια αξιολόγησης προσδιορίζονται από την Επιτροπή στο μέτρο εφαρμογής βάσει των πληροφοριών που συγκεντρώνονται κατά την κατάρτιση του μέτρου.

Η επιλογή συγκεκριμένης σχεδιαστικής λύσης εξασφαλίζει εύλογη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων περιβαλλοντικών πτυχών και μεταξύ, αφενός, των περιβαλλοντικών πτυχών και άλλων σχετικών θεμάτων, όπως η ασφάλεια και η υγεία, οι τεχνικές απαιτήσεις λειτουργικότητας, ποιότητας και επιδόσεων, και, αφετέρου, των οικονομικών πτυχών, συμπεριλαμβανομένου του κόστους κατασκευής και της δυνατότητας εμπορίας, τηρουμένου, συγχρόνως, του συνόλου της σχετικής νομοθεσίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

MΕΘΟΔΟΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

(αναφέρεται στο άρθρο 12)

Οι ειδικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού αποσκοπούν στη βελτίωση μιας επιλεγμένης περιβαλλοντικής πτυχής του προϊόντος. Μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή απαιτήσεων για μειωμένη κατανάλωση ενός συγκεκριμένου πόρου, όπως όρια για τη χρήση αυτού του πόρου κατά τα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής του ΠΚΕ, όπως ενδείκνυται (π.χ. όρια για την κατανάλωση νερού στη φάση της χρήσης ή για τις ποσότητες ενός συγκεκριμένου υλικού που ενσωματώνεται στο προϊόν ή απαίτηση για τις ελάχιστες ποσότητες ανακυκλωμένου υλικού).

Κατά την κατάρτιση μέτρων εφαρμογής που καθορίζουν ειδικές απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού δυνάμει του άρθρου 12, η Επιτροπή προσδιορίζει, όπως ενδείκνυται ανάλογα με το ΠΚΕ που καλύπτεται από το μέτρο εφαρμογής, τις σχετικές παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού εκ των απαριθμουμένων στο παράρτημα Ι μέρος 1 και ορίζει το επίπεδο των απαιτήσεων αυτών σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2 ως ακολούθως:

1.

Στην τεχνική, περιβαλλοντική και οικονομική ανάλυση επιλέγεται ένας αριθμός αντιπροσωπευτικών μοντέλων του εν λόγω ΠΚΕ στην αγορά και προσδιορίζονται οι τεχνικές εναλλακτικές δυνατότητες βελτίωσης των περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής βιωσιμότητας των εν λόγω εναλλακτικών επιλογών και αποφεύγοντας κάθε σημαντική απώλεια επιδόσεων ή χρησιμότητας του προϊόντος για τους καταναλωτές.

Η τεχνική, περιβαλλοντική και οικονομική ανάλυση προσδιορίζει επίσης, για τις συγκεκριμένες περιβαλλοντικές πτυχές, τα προϊόντα και την τεχνολογία με τις καλύτερες επιδόσεις που είναι διαθέσιμα στην αγορά

Με βάση την ανάλυση αυτή και λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και τεχνικής εφικτότητας, καθώς και των δυνατοτήτων βελτίωσης, λαμβάνονται συγκεκριμένα μέτρα με στόχο τη μείωση του περιβαλλοντικού αντικτύπου του προϊόντος.

Όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρήση, το επίπεδο της ενεργειακής απόδοσης ή κατανάλωσης καθορίζεται με στόχο το ελάχιστο κόστος κύκλου ζωής για τους τελικούς χρήστες για αντιπροσωπευτικά μοντέλα ΠΚΕ, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών σε άλλες περιβαλλοντικές πτυχές. Η μέθοδος διενέργειας της ανάλυσης κόστους κύκλου ζωής χρησιμοποιεί πραγματικό προεξοφλητικό επιτόκιο βάσει των δεδομένων που παρέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και μια ρεαλιστική διάρκεια ζωής για το ΠΚΕ· βασίζεται στο άθροισμα των διακυμάνσεων της τιμής αγοράς (που προκύπτει από τις διακυμάνσεις του βιομηχανικού κόστους) και των λειτουργικών δαπανών που προκύπτουν από τα διάφορα επίπεδα εναλλακτικών επιλογών για πραγματοποίηση τεχνικών βελτιώσεων υπολογιζόμενων με αφαίρεση για όλη τη διάρκεια ζωής των εξεταζομένων αντιπροσωπευτικών μοντέλων ΠΚΕ. Οι λειτουργικές δαπάνες καλύπτουν πρωτίστως την κατανάλωση ενέργειας και τις πρόσθετες δαπάνες για άλλους πόρους (όπως νερό ή απορρυπαντικά).

Πρέπει να διεξάγεται ανάλυση ευαισθησίας που να καλύπτει τα σχετικά στοιχεία (όπως τιμή της ενέργειας ή άλλων πόρων, κόστος των πρώτων υλών ή κόστος παραγωγής, προεξοφλητικά επιτόκια) και, κατά περίπτωση, το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος, προκειμένου να ελέγχεται αν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές και αν τα γενικά συμπεράσματα είναι αξιόπιστα. Η απαίτηση αναπροσαρμόζεται ανάλογα.

Παρόμοια μεθοδολογία μπορεί να εφαρμόζεται και για άλλους πόρους, όπως για το νερό.

2.

Για την σύνταξη των τεχνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών αναλύσεων, μπορούν να χρησιμοποιούνται πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο πλαίσιο άλλων κοινοτικών δραστηριοτήτων.

Το ίδιο ισχύει και για πληροφορίες που προέρχονται από υφιστάμενα προγράμματα που εφαρμόζονται σε άλλα μέρη του κόσμου, για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού για τα ΠΚΕ που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών με τους οικονομικούς εταίρους της ΕΕ.

3.

Η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η απαίτηση λαμβάνει υπόψη της τον κύκλο ανασχεδιασμού του προϊόντος.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΣΗΜΑΝΣΗ CE

(αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2)

Image

Η σήμανση CE πρέπει να έχει ύψος τουλάχιστον 5 mm. Αν η σήμανση CEμειωθεί ή αυξηθεί, πρέπει να τηρούνται οι αναλογίες που δίνονται στο παραπάνω σχήμα.

Η σήμανση CE πρέπει να τίθεται πάνω στο ΠΚΕ. Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πρέπει να τίθεται πάνω στη συσκευασία και στα συνοδευτικά έγγραφα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

(αναφέρεται στο άρθρο 7)

1.

Το παρόν παράρτημα περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις οι οποίες καθορίζονται στο τμήμα 2 του παρόντος παραρτήματος διασφαλίζει και δηλώνει ότι το ΠΚΕ πληροί τις σχετικές απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής. Η δήλωση συμμόρφωσης μπορεί να καλύπτει ένα ή περισσότερα προϊόντα και πρέπει να φυλάσσεται από τον κατασκευαστή.

2.

Ο κατασκευαστής καταρτίζει φάκελο τεχνικής τεκμηρίωσης που καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ΠΚΕ με τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

Η εν λόγω τεκμηρίωση περιλαμβάνει ιδίως:

α)

γενική περιγραφή του ΠΚΕ και της χρήσης για την οποία προορίζεται·

β)

τα πορίσματα σχετικών μελετών περιβαλλοντικής αξιολόγησης που εκπόνησε ο κατασκευαστής ή/και παραπομπές σε βιβλιογραφία περιβαλλοντικής αξιολόγησης ή σε περιπτωσιολογικές μελέτες, που χρησιμοποιούνται από τον κατασκευαστή για την αξιολόγηση, την τεκμηρίωση και τον καθορισμό λύσεων όσον αφορά το σχεδιασμό του προϊόντος·

γ)

το οικολογικό προφίλ, εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής·

δ)

στοιχεία των προδιαγραφών σχεδιασμού του προϊόντος σχετικά με τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του·

ε)

κατάλογο των αναφερόμενων στο άρθρο 9 κατάλληλων προτύπων, που εφαρμόσθηκαν εν όλω ή εν μέρει, και περιγραφή των λύσεων που υιοθετήθηκαν για να καλυφθούν οι απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής σε περίπτωση μη εφαρμογής των προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 9 ή όταν τα εν λόγω έγγραφα δεν πληρούν πλήρως τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής·

στ)

αντίγραφο των πληροφοριών που αφορούν τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του προϊόντος οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος I μέρος 2·

ζ)

τα αποτελέσματα των μετρήσεων που διενεργήθηκαν για τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού, με λεπτομερή στοιχεία για τη συμμόρφωση των μετρήσεων αυτών με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού που καθορίζονται στο εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής.

3.

Ο κατασκευαστής πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει ότι το προϊόν κατασκευάζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές σχεδιασμού που αναφέρονται στο τμήμα 2 και με τις απαιτήσεις του μέτρου που εφαρμόζεται σ' αυτό.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

(αναφέρεται στο άρθρο 7)

1.

Το παρόν παράρτημα περιγράφει τη διαδικασία με την οποία ο κατασκευαστής ο οποίος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του τμήματος 2 του παρόντος παραρτήματος, διασφαλίζει και δηλώνει ότι το ΠΚΕ πληροί τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής. Η δήλωση συμμόρφωσης μπορεί να καλύπτει ένα ή περισσότερα προϊόντα και πρέπει να φυλάσσεται από τον κατασκευαστή.

2.

Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ΠΚΕ είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται σύστημα διαχείρισης, υπό την προϋπόθεση ότι ο κατασκευαστής εφαρμόζει τα περιβαλλοντικά στοιχεία που καθορίζονται στο τμήμα 3 του παρόντος παραρτήματος.

3.

Περιβαλλοντικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης

Το παρόν σημείο προσδιορίζει τα στοιχεία ενός συστήματος διαχείρισης και τις διαδικασίες βάσει των οποίων ο κατασκευαστής μπορεί να αποδεικνύει ότι το ΠΚΕ πληροί τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής.

3.1.   Πολιτική στον τομέα των περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος

Ο κατασκευαστής πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύει ότι πληροί τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής. Ο κατασκευαστής πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παρέχει ένα πλαίσιο για τον καθορισμό και την επανεξέταση των στόχων και δεικτών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος για τη βελτίωση των συνολικών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος.

Όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τον κατασκευαστή για τη βελτίωση των συνολικών περιβαλλοντικών επιδόσεων και τον καθορισμό του οικολογικού προφίλ του ΠΚΕ, εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής, μέσω του σχεδιασμού και της κατασκευής του, πρέπει να τεκμηριώνονται με συστηματικό και τακτικό τρόπο υπό μορφή γραπτών διαδικασιών και οδηγιών.

Οι εν λόγω διαδικασίες και οδηγίες πρέπει, ιδίως, να περιλαμβάνουν κατάλληλη περιγραφή:

του καταλόγου των εγγράφων που πρέπει να συντάσσονται - και ανάλογα με την περίπτωση - να προσκομίζονται για να αποδεικνύεται η συμμόρφωση του ΠΚΕ,

των στόχων και δεικτών περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος και της οργανωτικής δομής, των ευθυνών, των εξουσιών της διοίκησης και του τρόπου κατανομής των πόρων όσον αφορά την εφαρμογή και τη διατήρησή τους,

των ελέγχων και των δοκιμών που πρέπει να διενεργούνται μετά την κατασκευή του προϊόντος για να ελέγχονται οι επιδόσεις του σε σχέση με τους δείκτες περιβαλλοντικών επιδόσεων,

των διαδικασιών για τον έλεγχο της αναγκαίας τεκμηρίωσης και για τη διασφάλιση της συνεχούς ενημέρωσής της,

της μεθόδου για τον έλεγχο της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των περιβαλλοντικών στοιχείων του συστήματος διαχείρισης.

3.2.   Προγραμματισμός

Ο κατασκευαστής θεσπίζει και διατηρεί:

α)

διαδικασίες για τον καθορισμό του οικολογικού προφίλ του προϊόντος·

β)

στόχους και δείκτες περιβαλλοντικών επιδόσεων του προϊόντος, οι οποίοι συνεκτιμούν τις τεχνολογικές εναλλακτικές επιλογές οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις·

γ)

πρόγραμμα για την επίτευξη αυτών των στόχων.

3.3.   Εφαρμογή και τεκμηρίωση

3.3.1

Η τεκμηρίωση του συστήματος διαχείρισης καλύπτει, ιδίως, τα ακόλουθα:

α)

καθορίζονται και τεκμηριώνονται ευθύνες και αρχές ούτως ώστε να διασφαλίζεται η επίτευξη ουσιαστικών περιβαλλοντικών επιδόσεων από το προϊόν και η υποβολή εκθέσεων για τη λειτουργία του, με στόχο την επανεξέταση και τη βελτίωσή του·

β)

συντάσσονται έγγραφα που περιγράφουν τις τεχνικές ελέγχου και εξακρίβωσης του σχεδιασμού και τις διαδικασίες και τα συστηματικά μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον σχεδιασμό του προϊόντος·

γ)

ο κατασκευαστής συντάσσει και διατηρεί πληροφορίες που περιγράφουν τα βασικά περιβαλλοντικά στοιχεία του συστήματος διαχείρισης και τις διαδικασίες ελέγχου όλων των απαιτούμενων εγγράφων.

3.3.2

Η τεκμηρίωση του ΠΚΕ διευκρινίζει, ιδίως, τα ακόλουθα:

α)

τη γενική περιγραφή του ΠΚΕ και την προβλεπόμενη χρήση του·

β)

τα αποτελέσματα σχετικών μελετών περιβαλλοντικής αξιολόγησης εκ μέρους του κατασκευαστή, ή/και παραπομπές σε βιβλιογραφία περιβαλλοντικής αξιολόγησης ή σε περιπτωσιολογικές μελέτες που χρησιμοποίησε ο κατασκευαστής για την αξιολόγηση, την τεκμηρίωση και τον καθορισμό λύσεων όσον αφορά τον σχεδιασμό του προϊόντος·

γ)

το οικολογικό προφίλ εφόσον απαιτείται από το μέτρο εφαρμογής·

δ)

τα έγγραφα που περιγράφουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων που διενεργήθηκαν για τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού, με λεπτομερή στοιχεία για τη συμμόρφωση των μετρήσεων αυτών με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού που καθορίζονται στο εφαρμόσιμο μέτρο εφαρμογής·

ε)

ο κατασκευαστής καθορίζει προδιαγραφές που αναφέρουν, ιδίως, τα πρότυπα που εφαρμόσθηκαν· σε περίπτωση μη εφαρμογής των προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 9 ή όταν τα εν λόγω πρότυπα δεν πληρούν πλήρως τις απαιτήσεις του εφαρμόσιμου μέτρου εφαρμογής, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης·

στ)

αντίγραφο των πληροφοριών σχετικά με τις πτυχές περιβαλλοντικού σχεδιασμού του προϊόντος οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι μέρος 2.

3.4.   Έλεγχος και διορθωτικά μέτρα

α)

ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζει ότι το ΠΚΕ κατασκευάζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές σχεδιασμού του και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του μέτρου εφαρμογής που εφαρμόζεται σε αυτό·

β)

ο κατασκευαστής θεσπίζει και διατηρεί διαδικασίες για τη διερεύνηση και την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσης, και επιφέρει στις τεκμηριωμένες διαδικασίες τις τροποποιήσεις που προκύπτουν από τα διορθωτικά μέτρα·

γ)

ο κατασκευαστής διενεργεί τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια, πλήρη εσωτερικό έλεγχο του συστήματος διαχείρισης, αναφορικά προς τα περιβαλλοντικά του στοιχεία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

(αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3)

Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ πρέπει να περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

1.

Ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του.

2.

Περιγραφή του μοντέλου, επαρκή για τη σαφή αναγνώρισή του.

3.

Ανάλογα με την περίπτωση, τα στοιχεία των εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων.

4.

Ανάλογα με την περίπτωση, τα άλλα τεχνικά πρότυπα και προδιαγραφές που χρησιμοποιήθηκαν.

5.

Ανάλογα με την περίπτωση, τα στοιχεία άλλης κοινοτικής νομοθεσίας που προβλέπει την τοποθέτηση της σήμανσης ΕΚ.

6.

Στοιχεία ταυτότητας και υπογραφή του προσώπου που έχει το δικαίωμα να δεσμεύει τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

(αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 8)

Τα μέτρα εφαρμογής πρέπει να διευκρινίζουν, ιδίως:

1.

Τον ακριβή ορισμό του ή των τύπων των καλυπτομένων ΠΚΕ.

2.

Τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για το καλυπτόμενο ΠΚΕ, τις ημερομηνίες εφαρμογής και τα σταδιακά ή μεταβατικά μέτρα ή περιόδους,

σε περίπτωση γενικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, τις σχετικές φάσεις και πτυχές εκ των αναφερομένων στο παράρτημα Ι τμήμα 1.1. και 1.2, μαζί με παραδείγματα παραμέτρων επιλεγομένων ΕΚ των αναφερομένων στο παράρτημα I τμήμα 1.3, ως οδηγίες για την αξιολόγηση βελτιώσεων συγκεκριμένων περιβαλλοντικών πτυχών,

σε περίπτωση ειδικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, το ή τα επίπεδά τους.

3.

Τις παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα Ι μέρος Ι, και για τις οποίες δεν χρειάζεται απαίτηση οικολογικού σχεδιασμού.

4.

Τις απαιτήσεις σχετικά με την εγκατάσταση του ΠΚΕ, όταν το στοιχείο αυτό έχει άμεση σχέση με τις εξεταζόμενες περιβαλλοντικές επιδόσεις.

5.

Τα πρότυπα ή/και τις μεθόδους μέτρησης που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν· όταν υπάρχουν, χρησιμοποιούνται εναρμονισμένα πρότυπα, των οποίων οι αριθμοί αναφοράς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6

Λεπτομερή στοιχεία για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης δυνάμει της απόφασης 93/465/ΕΟΚ

όταν οι ενότητες που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν είναι διαφορετικές από την ενότητα A, τους παράγοντες που οδηγούν στην επιλογή αυτής της συγκεκριμένης διαδικασίας,

ανάλογα με την περίπτωση, τα κριτήρια για την έγκριση ή/και την πιστοποίηση των τρίτων μερών.

Όταν για το ίδιο ΠΚΕ ορίζονται διαφορετικές ενότητες σε άλλες απαιτήσεις ΕΚ, η ενότητα που ορίζεται στο μέτρο εφαρμογής υπερισχύει όσον αφορά τη σχετική απαίτηση.

7.

Τις απαιτήσεις για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι κατασκευαστές ή οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποί τους στις αρχές για την καλύτερη εποπτεία της αγοράς.

8.

Τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου κατά την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν τη διάθεση στην αγορά ή/και τη θέση σε λειτουργία ΠΚΕ, τα οποία έχουν συμμορφωθεί με τους κανονισμούς που ίσχυαν στο έδαφός τους κατά την ημερομηνία έκδοσης του μέτρου εφαρμογής.

9.

Την ημερομηνία αξιολόγησης και ενδεχόμενης αναθεώρησης του μέτρου εφαρμογής.


ΑΙΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.

Στις 26 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση βάσει του άρθρου 95 της συνθήκης.

2.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη της (1) στις 31 Mαρτίου 2004.

3.

Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε τη γνώμη του (2) σε πρώτη ανάγνωση στις 20 Απριλίου 2004, εγκρίνοντας 78 τροπολογίες. Η Επιτροπή παρουσίασε προφορικά την τροποποιημένη πρότασή της στις 27 Απριλίου 2004. Στις 29 Νοεμβρίου 2004, το Συμβούλιο καθόρισε την κοινή του θέση σύμφωνα με το άρθρο 251 της συνθήκης.

II.   ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

4.

Στόχος της πρότασης είναι η δημιουργία ενός γενικού και συνεκτικού νομοθετικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, προκειμένου:

να εξασφαλισθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που καταναλώνουν ενέργεια (ΠΚΕ) εντός της ΕΕ,

να βελτιωθούν οι συνολικές οικολογικές επιδόσεις των εν λόγω προϊόντων, με αποτέλεσμα τη συμβολή τους στην προστασία του περιβάλλοντος,

να βελτιωθεί η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της ΕΕ.

Η πρόταση εφαρμόζεται καταρχήν σε κάθε προϊόν που καταναλώνει ενέργεια προκειμένου να εκτελέσει τη λειτουργία για την οποία έχει σχεδιασθεί, κατασκευασθεί και διατεθεί στην αγορά ή έχει τεθεί σε λειτουργία και καλύπτει όλες τις πηγές ενέργειας, μολονότι είναι εύλογο ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων εφαρμογής μόνον όσα προϊόντα χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια, στερεά, υγρά και αέρια καύσιμα.

III.   ANAΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

5.

Οι κύριες αλλαγές που εισήγαγε το Συμβούλιο είναι οι ακόλουθες:

Διευκρίνιση ότι ο στόχος της προτεινόμενης οδηγίας (άρθρο 1 παράγραφος 4) δεν θίγει την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με τη διαχείριση αποβλήτων ούτε την κοινοτική νομοθεσία περί χημικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένης της κοινοτικής νομοθεσίας περί φθοριωμένων αερίων θερμοκηπίων.

Ορισμοί (άρθρο 2): η κοινή θέση διευκρινίζει σαφέστερα το πεδίο εφαρμογής της πρότασης (ορισμός 1) και την ανάληψη ευθύνης όσον αφορά τη συμμόρφωση των ΠΚΕ (ορισμοί 6 και 7).

Διάθεση στην αγορά (άρθρο 3): η κοινή θέση διασαφηνίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να ορίσουν τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την επιτήρηση της αγοράς καθώς και τα καθήκοντά τους.

Ελεύθερη κυκλοφορία (άρθρο 5): το παρόν κείμενο καθιστά σαφές ότι τα ΠΚΕ πρέπει να συμμορφούνται με τις παραμέτρους οικολογικού σχεδιασμού που περιγράφονται στο παράρτημα I μέρος 1 οι οποίες καλύπτονται από τα μέτρα εφαρμογής.

Αξιολόγηση συμμόρφωσης (άρθρο 7 και παράρτημα V): ενώ διατηρείται η δυνατότητα ενός κατασκευαστή να επιλέξει μεταξύ του εσωτερικού ελέγχου σχεδιασμού (παράρτημα IV) και του συστήματος διαχείρισης (παράρτημα V), το τελευταίο τροποποιήθηκε ούτως ώστε οι κατασκευαστές να διατηρούν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν συστήματα διαχείρισης της ποιότητας προς απόδειξη της συμμόρφωσης, στο μέτρο που πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος V.

Τεκμήριο συμμόρφωσης (άρθρο 8): κοινοτικά οικολογικά σήματα τα οποία θεωρούνται ότι πληρούν όρους ισοδύναμους με το κοινοτικό οικολογικό σήμα τεκμαίρεται ότι συνάδουν με τις απαιτήσεις των σχετικών μέτρων εφαρμογής.

Μέτρα εφαρμογής (άρθρο 12): ενώ ορίζεται ότι η Επιτροπή θεσπίζει μέτρα εφαρμογής, διευκρινίστηκαν και προσδιορίστηκαν κριτήρια και ενέργειες που θα αναλάβει η Επιτροπή κατά την προετοιμασία των μέτρων εφαρμογής, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα προϊόντα προτού αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων εφαρμογής (άρθρο 12 παράγραφος 2), ιδίως έναν κατώτατο όγκο πωλήσεων και εμπορικών συναλλαγών.

Πρόγραμμα εργασίας (άρθρο 13): προς εξασφάλιση της διαφάνειας, η Επιτροπή καταρτίζει πρόγραμμα εργασίας το οποίο περιλαμβάνει ενδεικτικό κατάλογο προϊόντων τα οποία ενδεχομένως θα έχουν προτεραιότητα για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής, ειδικότερα εκείνων των προϊόντων που έχουν χαρακτηριστεί από το ΕΠΚΑ (ευρωπαϊκό πρόγραμμα για τις κλιματικές αλλαγές) ως παρέχοντα μεγάλες δυνατότητες οικονομικώς αποδοτικής μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Φόρουμ διαβούλευσης (άρθρο 14): όταν η Επιτροπή προτίθεται να καταρτίσει μέτρα εφαρμογής για ένα συγκεκριμένο προϊόν, πρέπει να εξασφαλίζει την ισόρροπη συμμετοχή των εκπροσώπων των κρατών μελών και την ενεργό σύμπραξη όλων των φορέων τους οποίους αφορά το προϊόν αυτό. Προς το σκοπό αυτόν, η κοινή θέση προβλέπει την ίδρυση ενός φόρουμ διαβούλευσης.

Επανεξέταση (άρθρο 19): η κοινή θέση προβλέπει την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της οδηγίας και των μέτρων εφαρμογής που ενδεχομένως ληφθούν δυνάμει αυτής της οδηγίας εντός πέντε ετών μετά την έκδοσή της.

Παράρτημα I μέρος 3 (απαιτήσεις για τον κατασκευαστή): η περιγραφή των απαιτήσεων για τον κατασκευαστή επιδιώκει να αποσαφηνίσει την κατανομή καθηκόντων μεταξύ των ενεχομένων φορέων.

Παράρτημα VII (Περιεχόμενο των μέτρων εφαρμογής): διευκρινίζεται πλέον ότι και τα μέτρα εφαρμογής μπορεί να αξιολογούνται και να αναθεωρούνται.

IV.   ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΔΕΚΤΕΣ

6.

Από τις 78 τροπολογίες του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο έκανε δεκτές τις ακόλουθες 23, μερικές εξ αυτών επί της ουσίας, εν μέρει ή επί της αρχής.

Αιτιολογικές σκέψεις:

Τροπολογίες αριθ. 5 έως 10: περιέχουν περαιτέρω αιτιολόγηση για την ανάγκη θέσπισης οδηγίας-πλαισίου σχετικά με την προώθηση οικολογικού σχεδιασμού προϊόντων από πλευράς περιβαλλοντικής βελτίωσης και ενεργειακής απόδοσης (αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 7)

Τροπολογία αριθ. 13: διευκρινίζει την ανάγκη ενημέρωσης των καταναλωτών (αιτιολογική σκέψη 9)

Τροπολογία αριθ. 16: διασαφηνίζει ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην περιβαλλοντική απόδοση κατά τρόπον όχι ζημιογόνο ως προς την ολοκληρωμένη προσέγγιση της οδηγίας (αιτιολογική σκέψη 11)

Τροπολογία αριθ. 17: επιβεβαιώνει ότι δεσμεύσεις σε ό,τι αφορά το πρωτόκολλο του Κυότο δεν θίγουν την ολοκληρωμένη προσέγγιση (αιτιολογική σκέψη 12)

Τροπολογία αριθ. 20: επισημαίνει ότι απαιτείται ενεργός συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών (αιτιολογική σκέψη 13)

Τροπολογία αριθ. 73: αναφέρεται στο κεφάλαιο της ανακοίνωσης της Επιτροπής το οποίο πραγματεύεται την αξιολόγηση της αυτορρύθμισης από τη βιομηχανία στο πλαίσιο της οδηγίας

Τροπολογία αριθ. 23: τονίζει ότι και ο οικολογικός σχεδιασμός θα πρέπει ενταχθεί στο πλαίσιο των ΜΜΕ και των πολύ μικρών επιχειρήσεων(αιτιολογική σκέψη 17)

Τροπολογία αριθ. 24: τα ΠΚΕ που συνάδουν με τις απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού οι οποίες καθορίζονται στα μέτρα εφαρμογής φέρουν το σήμα «CE» και συναφή πληροφοριακά στοιχεία (αιτιολογική σκέψη 18).

Τροπολογία αριθ. 25: θα πρέπει να διευκολύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών μέσω των κατάλληλων μέσων επικοινωνίας (αιτιολογική σκέψη 22)

Τροπολογία αριθ. 26: μπορεί να εξεταστεί με τον ενδεδειγμένο τρόπο η εκπαίδευση και η ενημέρωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στον οικολογικό σχεδιασμό (αιτιολογική σκέψη 23)

Άρθρα:

Τροπολογία αριθ. 35: ο ορισμός «θέση σε λειτουργία» είναι ταυτόσημος με τον προτεινόμενο από το ΕΚ (άρθρο 2 παράγραφος 5)

Τροπολογία αριθ. 47: (άρθρο 3 παράγραφοι. 2 και 3) εισάγει μια αυστηρότερη περιγραφή των υποχρεώσεων για τη διασφάλιση της επιτήρησης της αγοράς, όπως πρότεινε το ΕΚ

Τροπολογία αριθ. 48: προβλέπει ότι οι πληροφορίες περί συμμόρφωσης πρέπει να παρέχονται σε μία ή σε περισσότερες επίσημες γλώσσες (άρθρο 4 παράγραφος 5)

Τροπολογία αριθ. 59: καθιερώνει ένα πρόγραμμα εργασίας το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει ενδεικτικό κατάλογο προϊόντων που θεωρείται ότι έχουν προτεραιότητα για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής (άρθρο 13)

Τροπολογία αριθ. 63: προβλέπει τη δημιουργία ενός φόρουμ διαβούλευσης (άρθρο 14), με ισόρροπη εκπροσώπηση των κρατών μελών και όλων των ενδιαφερομένων φορέων, η γνώμη του οποίου ζητείται πριν από τη γνώμη της Επιτροπής που θεσπίζει η οδηγία

Τροπολογία αριθ. 65: καθιερώνει την επανεξέταση της αποτελεσματικότητας της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εφαρμογής εντός πέντε ετών μετά την έκδοσή της (άρθρο 19)

Τροπολογία αριθ. 66: αποσαφηνίζει τις μεθόδους καθορισμού γενικών απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού, καθώς και το ρόλο του κατασκευαστή, και προβλέπει ξεχωριστό κεφάλαιο για τις υποχρεώσεις ενημέρωσης (παράρτημα I)

Τροπολογία αριθ. 69: διευκρινίζει τη διαδικασία εσωτερικού ελέγχου σχεδιασμού (παράρτημα IV).

V.   ΤΡΟΠΟΛΟΓIΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΘΗΚΑΝ

7.

Tο Συμβούλιο θεώρησε ότι οι τροπολογίες αριθ. 1 έως 4, 11, 12, 14, 15, 18, 19, 21, 22, 27, 29 έως 34, 36 έως 46, 49 έως 58, 60 έως 62, 64, 67-68, 70-72, 74-76 και 79-81 είτε θα υπονομεύσουν το στόχο εναρμόνισης που επιδιώκει η οδηγία (π.χ. αριθ. 1, 2 και 61) είτε δεν θα συνάδουν με το στόχο της οδηγίας ή με τη νομική της βάση (π.χ. αριθ. 3, 4, 29, 31, 37, 50-52, 64, 67, 68 ), και ως εκ τούτου αποφάσισε να μην τις ενσωματώσει στην κοινή του θέση. Η Επιτροπή απέρριψε τις ίδιες τροπολογίες.


(1)  ΕΕ C 112 της 30.4.2004, σ. 25.

(2)  ΕΕ C 104 Ε της 30.4.2004.