ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

63ό έτος
5 Ιουνίου 2020


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2020/740 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2020, σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων όσον αφορά την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες παραμέτρους, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1222/2009

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2020/741 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2020, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων ( 1 )

32

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Απόφαση (EE) 2020/742 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2020, για τη σύναψη της συμφωνίας υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας σχετικά με την παράταση του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας, το οποίο λήγει στις 15 Νοεμβρίου 2019

56

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/730 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2020, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1509 για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας ( EE L 172 I της 3.6.2020 )

58

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

5.6.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/740 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 25ης Μαΐου 2020

σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων όσον αφορά την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες παραμέτρους, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1222/2009

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114 και το άρθρο 194 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ένωση έχει δεσμευθεί για τη δημιουργία Ενεργειακής Ένωσης με μια μακρόπνοη πολιτική για το κλίμα. Η εξοικονόμηση καυσίμου αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο του πλαισίου πολιτικής της Ένωσης για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030 και έχει καθοριστική σημασία για τον περιορισμό της ζήτησης ενέργειας.

(2)

Η Επιτροπή αξιολόγησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και διαπίστωσε ότι χρειάζεται επικαιροποίηση των διατάξεών του, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά του.

(3)

Κρίνεται σκόπιμη η αντικατάσταση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1222/2009, ώστε να διασαφηνιστούν και να επικαιροποιηθούν ορισμένες από τις διατάξεις του, λαμβάνοντας υπόψη την τεχνική πρόοδο όσον αφορά τα ελαστικά.

(4)

Ο τομέας των μεταφορών ευθύνεται για το ένα τρίτο της κατανάλωσης ενέργειας της Ένωσης. Οι οδικές μεταφορές ευθύνονταν για το 22 % περίπου των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ένωσης το 2015. Τα ελαστικά επίσωτρα, ιδίως λόγω της αντίστασης κύλισης, ευθύνονται για το 20 % έως 30 % της κατανάλωσης καυσίμου των οχημάτων. Ως εκ τούτου, αναμένεται ότι η μείωση της αντίστασης κύλισης των ελαστικών θα συμβάλλει σημαντικά στην εξοικονόμηση καυσίμου στις οδικές μεταφορές και, κατ’ επέκταση, στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην απαλλαγή του τομέα των μεταφορών από τις ανθρακούχες εκπομπές.

(5)

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της μείωσης των εκπομπών CO2 από τις οδικές μεταφορές, είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να προβλέψουν κίνητρα καινοτομίας για την ανάπτυξη οικονομικών σε καύσιμα και ασφαλών ελαστικών κατηγοριών C1, C2 και C3.

(6)

Τα ελαστικά επίσωτρα χαρακτηρίζονται από ένα σύνολο παραμέτρων που είναι αλληλένδετες. Η βελτίωση μιας παραμέτρου, όπως η αντίσταση κύλισης, μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε άλλες παραμέτρους, όπως η πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα, ενώ η βελτίωση των επιδόσεων πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στον εξωτερικό θόρυβο κύλισης. Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα στους κατασκευαστές ελαστικών επισώτρων ώστε να βελτιστοποιήσουν όλες τις παραμέτρους πέραν των ισχυόντων προδιαγραφών.

(7)

Τα οικονομικά σε καύσιμα ελαστικά επίσωτρα μπορεί να συμφέρουν οικονομικώς, καθώς η εξοικονόμηση καυσίμου που αυτά δημιουργούν αντισταθμίζει με το παραπάνω την αυξημένη τιμή αγοράς που προκύπτει από το υψηλό κόστος παραγωγής αυτών των ελαστικών επισώτρων.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 661/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις για την αντίσταση κύλισης των ελαστικών. Οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν εφικτή τη μείωση των ενεργειακών απωλειών που οφείλονται στην αντίσταση κύλισης των ελαστικών επισώτρων κατά πολύ πέραν των εν λόγω ελάχιστων απαιτήσεων. Συνεπώς, προκειμένου να μειωθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των οδικών μεταφορών κρίνεται σκόπιμο να επικαιροποιηθούν οι διατάξεις για τη σήμανση των ελαστικών ώστε να ενθαρρυνθούν οι τελικοί χρήστες να αγοράζουν πιο οικονομικά σε καύσιμο ελαστικά επίσωτρα παρέχοντάς τους εναρμονισμένες πληροφορίες σχετικά με την παράμετρο αντίστασης κύλισης.

(9)

Η βελτίωση της σήμανσης των ελαστικών θα δώσει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να διαθέτουν πιο συναφείς και πιο συγκρίσιμες πληροφορίες σχετικά με την εξοικονόμηση καυσίμου, την ασφάλεια και τον θόρυβο και να λαμβάνουν οικονομικά αποδοτικές και φιλικές προς το περιβάλλον αποφάσεις κατά την αγορά ελαστικών.

(10)

Ο κυκλοφοριακός θόρυβος αποτελεί σοβαρή όχληση με επιβλαβείς συνέπειες για την υγεία. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 661/2009 θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τον εξωτερικό θόρυβο κύλισης των ελαστικών επισώτρων. Οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν εφικτή τη σημαντική μείωση του εξωτερικού θορύβου κύλισης κατά πολύ πέραν των εν λόγω ελάχιστων απαιτήσεων. Συνεπώς, για τη μείωση του κυκλοφοριακού θορύβου κρίνεται σκόπιμο να επικαιροποιηθούν οι διατάξεις για τη σήμανση ελαστικών ώστε να ενθαρρυνθούν οι τελικοί χρήστες να αγοράζουν ελαστικά επίσωτρα με χαμηλότερο εξωτερικό θόρυβο κύλισης, με την παροχή εναρμονισμένων πληροφοριών σχετικά με την παράμετρο του εξωτερικού θορύβου κύλισης.

(11)

Η παροχή εναρμονισμένων πληροφοριών σχετικά με τον εξωτερικό θόρυβο κύλισης διευκολύνει επίσης την εφαρμογή μέτρων για την καταπολέμηση του κυκλοφοριακού θορύβου και συμβάλλει στην ενίσχυση της ευαισθητοποίησης σχετικά με την επίδραση των ελαστικών επισώτρων στον κυκλοφοριακό θόρυβο, στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 661/2009 θεσπίζει επίσης ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την πρόσφυση των ελαστικών επισώτρων σε υγρό οδόστρωμα. Οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν εφικτή τη σημαντική βελτίωση των επιδόσεων πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα πέραν των εν λόγω ελάχιστων απαιτήσεων και, κατ’ επέκταση, τη μείωση των αποστάσεων πέδησης σε υγρό οδόστρωμα. Συνεπώς, για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας κρίνεται σκόπιμο να επικαιροποιηθούν οι διατάξεις για τη σήμανση ελαστικών ώστε να ενθαρρυνθούν οι τελικοί χρήστες να αγοράζουν ελαστικά επίσωτρα με υψηλότερες επιδόσεις πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα, με την παροχή εναρμονισμένων πληροφοριών σχετικά με την παράμετρο πρόσφυσης.

(13)

Για να διασφαλίζεται η εναρμόνιση με το διεθνές πλαίσιο, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 661/2009 παραπέμπει στον κανονισμό αριθ. 117 της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) (6), που ορίζει τις σχετικές μεθόδους μέτρησης της αντίστασης κύλισης, του εξωτερικού θορύβου κύλισης και των επιδόσεων πρόσφυσης των ελαστικών σε υγρό οδόστρωμα και στο χιόνι.

(14)

Στη σήμανση των ελαστικών θα πρέπει να περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις των ελαστικών που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για χρήση σε συνθήκες έντονης χιονόπτωσης και πάγου. Οι πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις πρόσφυσης στο χιόνι θα πρέπει να βασίζονται στον κανονισμό αριθ. 117 της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ), στην πλέον πρόσφατη έκδοσή του που εφαρμόζεται στην Ένωση, (κανονισμός ΟΕΕ/ΕΕ αριθ. 117), και το εικονόγραμμα του «αλπικού συμβόλου» που περιλαμβάνεται σε αυτόν θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη σήμανση των ελαστικών που ικανοποιούν τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό. Οι πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις πρόσφυσης στον πάγο θα πρέπει να βασίζονται στο πρότυπο ISO 19447, μόλις αυτό εγκριθεί επίσημα, και το εικονόγραμμα πρόσφυσης στον πάγο θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη σήμανση των ελαστικών επισώτρων για τα ελαστικά που ικανοποιούν τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στον πάγο που καθορίζονται στο εν λόγω ISO πρότυπο. Μέχρι να εγκριθεί το πρότυπο ISO 19447, οι επιδόσεις πρόσφυσης στον πάγο θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση αξιόπιστες, ακριβείς και αναπαραγώγιμες μεθόδους, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τη γενικώς αναγνωρισμένη εξέλιξη της τεχνολογίας. Η σήμανση των ελαστικών επισώτρων για τα ελαστικά που ικανοποιούν τα ελάχιστα πρότυπα επιδόσεων πρόσφυσης στον πάγο θα πρέπει να φέρει το εικονόγραμμα πρόσφυσης στον πάγο που καθορίζεται στο παράρτημα Ι.

(15)

Η φθορά των ελαστικών κατά τη χρήση συνιστά σημαντική πηγή μικροπλαστικών, τα οποία είναι επιβλαβή για το περιβάλλον και την υγεία του ανθρώπου. Η ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Ευρωπαϊκή στρατηγική για τις πλαστικές ύλες σε μια κυκλική οικονομία» αναφέρει συνεπώς την ανάγκη αντιμετώπισης της ακούσιας ελευθέρωσης μικροπλαστικών από τα ελαστικά, μεταξύ άλλων με μέτρα πληροφόρησης όπως η σήμανση και με ελάχιστες απαιτήσεις για ελαστικά. Με την αντοχή των ελαστικών στη φθορά συνδέεται και η έννοια του χιλιομετρικού προσδόκιμου, συγκεκριμένα του αριθμού των χιλιομέτρων για τα οποία θα χρησιμοποιηθεί το ελαστικό προτού χρειαστεί αντικατάσταση λόγω φθοράς πέλματος. Πέραν της αντοχής των ελαστικών στη φθορά και της φθοράς πέλματος, η διάρκεια ζωής ενός ελαστικού εξαρτάται από σειρά παραγόντων, όπως η αντίσταση του ελαστικού στη φθορά, μεταξύ άλλων το υλικό, το ανάγλυφο του πέλματος και η δομή, οι οδικές συνθήκες, η συντήρηση, η πίεση του ελαστικού και η συμπεριφορά κατά την οδήγηση.

(16)

Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμα κατάλληλη μέθοδος δοκιμής για τη μέτρηση της αντοχής των ελαστικών στη φθορά και του χιλιομετρικού προσδόκιμου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα πρέπει να αναθέσει την ανάπτυξη μιας τέτοιας μεθόδου δοκιμής, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τα προηγμένα διεθνώς εκπονηθέντα ή προταθέντα πρότυπα και κανονισμούς, καθώς και το έργο που επιτελεί η βιομηχανία.

(17)

Τα αναγομωμένα ελαστικά συνιστούν σημαντικό μέρος της αγοράς ελαστικών για βαρέα επαγγελματικά οχήματα. Η αναγόμωση των ελαστικών παρατείνει τη διάρκεια ζωής τους και συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της κυκλικής οικονομίας, όπως η μείωση των αποβλήτων. Η εφαρμογή απαιτήσεων σήμανσης σε αυτά τα ελαστικά αναμένεται να επιφέρει σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει τη μελλοντική ενσωμάτωση κατάλληλης μεθόδου δοκιμής για τη μέτρηση των επιδόσεων των αναγομωμένων ελαστικών.

(18)

Η ενεργειακή σήμανση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), η οποία κατατάσσει την κατανάλωση ενέργειας των προϊόντων σε μια κλίμακα από το A έως το G, αναγνωρίζεται από περισσότερο από το 85 % των καταναλωτών της Ένωσης ως σαφές και διαφανές εργαλείο πληροφόρησης και έχει αποδειχτεί αποτελεσματική στην προώθηση αποδοτικότερων προϊόντων. Η σήμανση των ελαστικών θα πρέπει να έχει το ίδιο σχέδιο, στο μέτρο του δυνατού, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τις ιδιαιτερότητες των παραμέτρων των ελαστικών.

(19)

Η παροχή συγκρίσιμων πληροφοριών σχετικά με τις παραμέτρους των ελαστικών επισώτρων υπό μορφή τυποποιημένης σήμανσης ελαστικών ενδέχεται να επηρεάσει τις αποφάσεις αγοράς των τελικών χρηστών υπέρ οικονομικότερων, μεγαλύτερης διάρκειας, ασφαλέστερων και πιο αθόρυβων σε καύσιμα ελαστικών επισώτρων. Αυτό μπορεί αντίστοιχα να ενθαρρύνει τους κατασκευαστές ελαστικών επισώτρων να βελτιστοποιήσουν τις παραμέτρους των ελαστικών, γεγονός το οποίο αναμένεται να προετοιμάσει το έδαφος για μια βιωσιμότερη κατανάλωση και παραγωγή ελαστικών.

(20)

Η ανάγκη για ευρύτερη πληροφόρηση σχετικά με την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες παραμέτρους αφορά όλους τους τελικούς χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των αγοραστών ανταλλακτικών ελαστικών, των αγοραστών ελαστικών που τοποθετούνται σε καινούργια οχήματα και των διαχειριστών στόλων και των επιχειρήσεων μεταφορών, που δεν μπορούν εύκολα να συγκρίνουν τις παραμέτρους διαφορετικών εμπορικών ονομασιών ελαστικών επισώτρων, απουσία καθεστώτος σήμανσης και εναρμονισμένων δοκιμών. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να απαιτείται να παρέχεται η σήμανση των ελαστικών επισώτρων για όλα τα ελαστικά επίσωτρα που διατίθενται με το όχημα ή έχουν τοποθετηθεί σε αυτό.

(21)

Προς το παρόν, οι σημάνσεις των ελαστικών επισώτρων απαιτούνται για τα ελαστικά αυτοκινήτων (ελαστικά της κατηγορίας C1) και μικρών φορτηγών (ελαστικά της κατηγορίας C2), αλλά δεν απαιτούνται για βαρέα επαγγελματικά οχήματα (ελαστικά της κατηγορίας C3). Τα ελαστικά της κατηγορίας C3 καταναλώνουν περισσότερα καύσιμα και καλύπτουν περισσότερα χιλιόμετρα ετησίως σε σχέση με τα ελαστικά των κατηγοριών C1 ή C2 και, ως εκ τούτου, υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες μείωσης της κατανάλωσης καυσίμων και εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από βαρέα επαγγελματικά οχήματα. Ως εκ τούτου, τα ελαστικά της κατηγορίας C3 θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η πλήρης ενσωμάτωση των ελαστικών της κατηγορίας C3 στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού εναρμονίζεται επίσης με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ο οποίος προβλέπει την παρακολούθηση και τη δήλωση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου από τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα, και με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1242 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ο οποίος ορίζει τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων.

(22)

Πολλοί τελικοί χρήστες λαμβάνουν αποφάσεις για αγορά ελαστικών χωρίς να βλέπουν στην πραγματικότητα το ελαστικό και, επομένως, χωρίς να βλέπουν τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων που έχει τοποθετηθεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σήμανση των ελαστικών επισώτρων θα πρέπει να επιδεικνύεται στους τελικούς χρήστες πριν λάβουν τις αποφάσεις αγοράς. Η τοποθέτηση σήμανσης στα ελαστικά επίσωτρα στο σημείο πώλησης, καθώς και στο τεχνικό διαφημιστικό υλικό, αναμένεται να διασφαλίσει την παροχή στους διανομείς, καθώς και στους δυνητικούς τελικούς χρήστες, εναρμονισμένων πληροφοριών σχετικά με τις συναφείς παραμέτρους των ελαστικών κατά τον χρόνο και στον τόπο όπου λαμβάνεται η απόφαση αγοράς.

(23)

Μερικοί τελικοί χρήστες λαμβάνουν αποφάσεις για αγορά ελαστικών πριν φτάσουν στο σημείο πώλησης ή αγοράζουν ελαστικά μέσω ταχυδρομικής παραγγελίας ή μέσω διαδικτύου. Για να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω τελικοί χρήστες μπορούν επίσης να προβαίνουν σε τεκμηριωμένες επιλογές βάσει εναρμονισμένων πληροφοριών σχετικά, μεταξύ άλλων, με την εξοικονόμηση καυσίμου, την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα και τον εξωτερικό θόρυβο κύλισης, η σήμανση των ελαστικών θα πρέπει να εμφανίζεται σε κάθε τεχνικό διαφημιστικό υλικό και οπτική διαφήμιση για συγκεκριμένους τύπους ελαστικών, συμπεριλαμβανομένων των ιστοτόπων όπου διατίθεται το υλικό αυτό. Όταν οι οπτικές διαφημίσεις αφορούν μια οικογένεια ελαστικών, και όχι μόνον έναν συγκεκριμένο τύπο ελαστικού, δεν είναι υποχρεωτικό να εμφανίζεται η σήμανση του ελαστικού.

(24)

Στους δυνητικούς τελικούς χρήστες θα πρέπει να παρέχονται πληροφορίες οι οποίες να επεξηγούν κάθε στοιχείο της σήμανσης του ελαστικού και τη σημασία του. Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται σε κάθε τεχνικό διαφημιστικό υλικό, π.χ. στους ιστοτόπους των προμηθευτών, αλλά δεν θα πρέπει να απαιτείται στις οπτικές διαφημίσεις. Το τεχνικό διαφημιστικό υλικό δεν πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνει διαφημίσεις σε πίνακες διαφημιστικών αφισών, εφημερίδες, περιοδικά ή ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές μεταδόσεις.

(25)

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών για εποπτεία της αγοράς ή της υποχρέωσης των προμηθευτών να ελέγχουν τη συμμόρφωση των προϊόντων, οι προμηθευτές θα πρέπει να διαθέτουν στη βάση δεδομένων προϊόντων ηλεκτρονικώς τις απαιτούμενες πληροφορίες για τη συμμόρφωση του προϊόντος. Οι πληροφορίες που αφορούν τους καταναλωτές και τους διανομείς θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στο κοινό στο δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων προϊόντων. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να διατίθενται ως ανοικτά δεδομένα, ώστε να παρέχουν στους προγραμματιστές φορητών εφαρμογών και σε εργαλεία σύγκρισης δυνατότητα χρήσης. Η εύκολη άμεση πρόσβαση στο δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων προϊόντων θα πρέπει να διευκολύνεται με προσανατολισμένα στους χρήστες εργαλεία που περιλαμβάνονται στην έντυπη σήμανση των ελαστικών επισώτρων, για παράδειγμα με δυναμικό κωδικό ταχείας αντίδρασης (κωδικός QR).

(26)

Το τμήμα της βάσης δεδομένων προϊόντων που αφορά τη συμμόρφωση θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες προστασίας των δεδομένων. Τα υποχρεωτικά συγκεκριμένα μέρη της τεχνικής τεκμηρίωσης στο τμήμα της βάσης δεδομένων προϊόντων για τη συμμόρφωση θα πρέπει να διατίθενται τόσο στις αρχές εποπτείας της αγοράς όσο και στην Επιτροπή. Εάν οι τεχνικές πληροφορίες είναι πολύ ευαίσθητες για να συμπεριληφθούν στην κατηγορία της τεχνικής τεκμηρίωσης, οι αρχές εποπτείας της αγοράς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες αυτές όταν είναι αναγκαίο σύμφωνα με την υποχρέωση συνεργασίας των προμηθευτών ή μέσω συμπληρωματικών μερών της τεχνικής τεκμηρίωσης τα οποία οι προμηθευτές μεταφορτώνουν στη βάση δεδομένων προϊόντων προαιρετικώς.

(27)

Η πώληση ελαστικών μέσω διαδικτυακών πλατφορμών πώλησης έναντι των απευθείας πωλήσεων από προμηθευτές αυξάνεται. Επομένως, οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας θα πρέπει να καθιστούν δυνατή την εμφάνιση της σήμανσης των ελαστικών επισώτρων και του δελτίου πληροφοριών προϊόντος που παρέχει ο προμηθευτής κοντά στην ένδειξη της τιμής. Θα πρέπει να ενημερώνουν τον διανομέα για την υποχρέωση να εμφανίζει τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων και το δελτίο πληροφοριών προϊόντος, αλλά δεν θα πρέπει να φέρουν ευθύνη για την ακρίβεια ή το περιεχόμενο της εν λόγω σήμανσης των ελαστικών επισώτρων ή του δελτίου πληροφοριών προϊόντος. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να παραμείνουν περιορισμένες σε λογικά πλαίσια και δεν θα πρέπει να ισοδυναμούν με γενική υποχρέωση παρακολούθησης των πληροφοριών που αποθηκεύουν ή ενεργού αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που υποδεικνύουν δραστηριότητες που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, το άρθρο 14 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) απαιτεί οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας που επιθυμούν να επωφεληθούν από την απαλλαγή από την ευθύνη που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, να ενεργούν γρήγορα ώστε να αφαιρέσουν ή να απενεργοποιήσουν την πρόσβαση στις πληροφορίες που αποθηκεύουν κατόπιν αιτήματος των αποδεκτών των υπηρεσιών τους όταν αυτές οι πληροφορίες δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού (όπως εκείνες που αφορούν ανύπαρκτη (-ο), ελλιπή (-ές) ή εσφαλμένη (-ο) σήμανση ελαστικών ή δελτίο πληροφοριών προϊόντος). Θα πρέπει να το κάνουν αυτό αμέσως μόλις λάβουν πραγματικά γνώση ή, σε ό,τι αφορά τις αξιώσεις αποζημίωσης, θα πρέπει να το κάνουν μόλις αντιληφθούν τέτοιες πληροφορίες, για παράδειγμα μέσω συγκεκριμένης ενημέρωσης που παρέχεται από αρχή εποπτείας της αγοράς. Οι προμηθευτές που πωλούν απευθείας στους τελικούς χρήστες μέσω των δικών τους ιστοτόπων υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που αφορούν τις εξ αποστάσεως πωλήσεις όπως οι διανομείς.

(28)

Η αντίσταση κύλισης, η πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα, ο εξωτερικός θόρυβος κύλισης και άλλες παράμετροι θα πρέπει να υπολογίζονται με τη χρήση αξιόπιστων, επακριβών και αναπαραγώγιμων μεθόδων που λαμβάνουν υπόψη τις γενικώς αναγνωρισμένες προηγμένες μεθόδους μέτρησης και υπολογισμού. Οι εν λόγω μέθοδοι θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αντικατοπτρίζουν τη συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή και να χαρακτηρίζονται από αυστηρότητα, ώστε να αποτρέπουν τόσο την εκούσια όσο και την ακούσια καταστρατήγηση. Στις σημάνσεις των ελαστικών θα πρέπει να αναγράφονται οι συγκριτικές επιδόσεις της πραγματικής χρήσης των ελαστικών, στο πλαίσιο των περιορισμών που προκύπτουν από την ανάγκη για αξιόπιστες, επακριβείς και αναπαραγώγιμες εργαστηριακές δοκιμές, προκειμένου να παρέχεται στους τελικούς χρήστες η δυνατότητα να συγκρίνουν διαφορετικά ελαστικά επίσωτρα και να περιορίζεται το κόστος δοκιμών για τους κατασκευαστές.

(29)

Όταν έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι ένας προμηθευτής δεν έχει διασφαλίσει την ακρίβεια της σήμανσης των ελαστικών επισώτρων και προκειμένου να εμπνεύσουν περισσότερη εμπιστοσύνη στους καταναλωτές, οι εθνικές αρχές όπως ορίζονται στο σημείο 37 του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) θα πρέπει να ελέγχουν εάν οι κατηγορίες για την αντίσταση κύλισης, την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα και τον εξωτερικό θόρυβο κύλισης που εμφανίζονται στη σήμανση των ελαστικών επισώτρων, καθώς και τα εικονογράμματα για άλλες παραμέτρους, αντιστοιχούν στην τεκμηρίωση που παρέχει ο προμηθευτής βάσει αποτελεσμάτων δοκιμών και υπολογισμών. Οι έλεγχοι αυτοί μπορεί να πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έγκρισης τύπου και δεν απαιτούν αναγκαστικά τη φυσική δοκιμή του ελαστικού.

(30)

Η συμμόρφωση προμηθευτών, εμπόρων χονδρικής, εμπόρων και άλλων διανομέων προς τις διατάξεις σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών είναι ουσιώδους σημασίας για τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, ως εκ τούτου, να παρακολουθούν τη συμμόρφωση μέσω τακτικών εκ των υστέρων ελέγχων και της εποπτείας της αγοράς, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(31)

Για να διευκολυνθεί η παρακολούθηση της συμμόρφωσης, να παρέχεται ένα χρήσιμο εργαλείο στους τελικούς χρήστες και να δοθούν στους διανομείς εναλλακτικοί τρόποι λήψης δελτίων πληροφοριών προϊόντος, τα ελαστικά θα πρέπει να περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων προϊόντων που δημιουργήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(32)

Για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των τελικών χρηστών στη σήμανση των ελαστικών, δεν θα πρέπει να επιτρέπονται άλλες σημάνσεις που να απομιμούνται τη σήμανση των ελαστικών. Για τον ίδιο λόγο, άλλες σημάνσεις, σήματα, σύμβολα ή επιγραφές που ενδέχεται να παραπλανήσουν ή να προκαλέσουν σύγχυση στους τελικούς χρήστες όσον αφορά τις παραμέτρους που καλύπτονται από τη σήμανση των ελαστικών δεν θα πρέπει να επιτρέπονται.

(33)

Οι κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται δυνάμει αυτού θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(34)

Για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης, του μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, της οδικής ασφάλειας και της προστασίας του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να δημιουργούν κίνητρα για τη χρήση ενεργειακά αποδοτικών και ασφαλών ελαστικών. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα τον χαρακτήρα αυτών των κινήτρων. Τα κίνητρα αυτά θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις και δεν θα πρέπει να δημιουργούν αδικαιολόγητους φραγμούς στην αγορά. Ο παρών κανονισμός δεν προδικάζει το αποτέλεσμα οποιωνδήποτε διαδικασιών για κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να κινηθούν σύμφωνα με τα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όσον αφορά τα εν λόγω κίνητρα.

(35)

Για την τροποποίηση του περιεχομένου και της μορφής της σήμανσης του ελαστικού, τη θέσπιση απαιτήσεων σχετικά με τα αναγομωμένα ελαστικά, την αντοχή στη φθορά και το χιλιομετρικό προσδόκιμο του ελαστικού, καθώς και για την προσαρμογή των παραρτημάτων στην τεχνολογική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (13). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(36)

Μόλις καταστούν διαθέσιμες, αξιόπιστες, ακριβείς και αναπαραγώγιμες μέθοδοι δοκιμής και μέτρησης της αντοχής στη φθορά και του χιλιομετρικού προσδόκιμου του ελαστικού, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα της προσθήκης πληροφοριών σχετικά με την αντοχή στη φθορά και το χιλιομετρικό προσδόκιμο του ελαστικού στη σήμανση του ελαστικού. Στην πρόταση υποβολής κατ’ εξουσιοδότηση πράξης για την προσθήκη της αντοχής στη φθορά και του χιλιομετρικού προσδόκιμου του ελαστικού στη σήμανση του ελαστικού, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη την εν λόγω αξιολόγηση και να συνεργαστεί στενά με τη βιομηχανία, τους αρμόδιους οργανισμούς τυποποίησης, όπως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), την Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) ή τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO), και εκπροσώπους άλλων ενδιαφερόμενων μερών για την ανάπτυξη κατάλληλων μεθόδων δοκιμών. Οι πληροφορίες για την αντοχή στη φθορά και το χιλιομετρικό προσδόκιμο του ελαστικού θα πρέπει να είναι σαφείς και να μην επηρεάζουν αρνητικά τη σαφή κατανόηση και αποτελεσματικότητα της σήμανσης του ελαστικού συνολικά έναντι των τελικών χρηστών. Αναμένεται ότι οι πληροφορίες αυτές θα επιτρέπουν επίσης στους τελικούς χρήστες να προβαίνουν σε τεκμηριωμένες επιλογές όσον αφορά τα ελαστικά, τη διάρκεια ζωής τους και την ακούσια ελευθέρωση μικροπλαστικών. Αυτό θα συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος, ενώ ταυτόχρονα θα επιτρέπει στους τελικούς χρήστες να εκτιμούν το κόστος χρήσης των ελαστικών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

(37)

Δεν θα πρέπει να υφίσταται ανάγκη παροχής νέας σήμανσης των ελαστικών τα οποία είχαν ήδη διατεθεί στην αγορά πριν την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(38)

Το μέγεθος της σήμανσης του ελαστικού θα πρέπει να παραμείνει ίδιο με εκείνο που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1222/2009. Στη σήμανση του ελαστικού θα πρέπει να συμπεριληφθούν πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις πρόσφυσης στο χιόνι και τον πάγο και ο κωδικός QR.

(39)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργήσει αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού. Σύμφωνα με την παράγραφο 22 της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, η εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει να βασίζεται στην αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, τη συνάφεια, τη συνοχή και την προστιθέμενη αξία, και θα πρέπει να χρησιμεύει ως βάση για εκτιμήσεις επιπτώσεων των επιλογών για περαιτέρω ανάληψη δράσης.

(40)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ήτοι η αύξηση της ασφάλειας, η προστασία της υγείας, και η οικονομική και περιβαλλοντική αποδοτικότητα των οδικών μεταφορών με την παροχή πληροφοριών στους τελικούς χρήστες ώστε να έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν οικονομικότερα, μεγαλύτερης διάρκειας, ασφαλέστερα και πιο αθόρυβα ελαστικά, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, επειδή απαιτούνται εναρμονισμένες πληροφορίες για τους τελικούς χρήστες, μπορεί όμως, λόγω της ανάγκης για εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο και ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τους κατασκευαστές, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Ο κανονισμός εξακολουθεί να αποτελεί το κατάλληλο νομικό μέσο, καθώς επιβάλλει σαφείς και λεπτομερείς κανόνες που αποκλείουν τυχόν αποκλίσεις κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, διασφαλίζοντας έτσι υψηλότερο βαθμό εναρμόνισης σε ολόκληρη την Ένωση. Το εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης αντί σε επίπεδο κράτους μέλους μειώνει το κόστος για τους προμηθευτές, εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού και εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(41)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 θα πρέπει να καταργηθεί με ισχύ από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει το πλαίσιο παροχής εναρμονισμένων πληροφοριών για τις παραμέτρους των ελαστικών επισώτρων μέσω της σήμανσης, ώστε να έχουν οι τελικοί χρήστες τη δυνατότητα να προβαίνουν σε τεκμηριωμένες επιλογές όταν αγοράζουν ελαστικά, για τους σκοπούς της αύξησης της ασφάλειας, της προστασίας της υγείας και της οικονομικής και περιβαλλοντικής αποδοτικότητας των οδικών μεταφορών, μέσω της προώθησης οικονομικών σε καύσιμα και ασφαλών ελαστικών επισώτρων μεγάλης διάρκειας με χαμηλά επίπεδα θορύβου.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε ελαστικά επίσωτρα των κατηγοριών C1, C2 και C3 που διατίθενται στην αγορά.

Οι απαιτήσεις για τα αναγομωμένα ελαστικά εφαρμόζονται αφού καταστεί διαθέσιμη κατάλληλη μέθοδος δοκιμής για τη μέτρηση των επιδόσεων αυτών των ελαστικών σύμφωνα με το άρθρο 13.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε:

α)

επαγγελματικά ελαστικά παντός εδάφους·

β)

ελαστικά σχεδιασμένα αποκλειστικά προκειμένου να τοποθετούνται σε οχήματα που ταξινομήθηκαν για πρώτη φορά πριν από την 1η Οκτωβρίου 1990·

γ)

εφεδρικά ελαστικά προσωρινής χρήσης τύπου Τ·

δ)

ελαστικά κατηγοριών ταχύτητας κάτω των 80 km/h·

ε)

ελαστικά των οποίων η ονομαστική διάμετρος σώτρου δεν υπερβαίνει τα 254 mm ή είναι 635 mm ή μεγαλύτερη·

στ)

ελαστικά εξοπλισμένα με πρόσθετα εξαρτήματα για τη βελτίωση των ιδιοτήτων πρόσφυσης, όπως τα ελαστικά με καρφιά·

ζ)

ελαστικά σχεδιασμένα για να τοποθετηθούν μόνον σε οχήματα προοριζόμενα αποκλειστικά για αγώνες·

η)

μεταχειρισμένα ελαστικά, εκτός αν αυτά τα ελαστικά εισάγονται από τρίτη χώρα.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«ελαστικά κατηγοριών C1, C2 και C3»: ελαστικά που ανήκουν στις αντίστοιχες κατηγορίες όπως ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 661/2009·

2)

«αναγομωμένο ελαστικό»: χρησιμοποιημένο ελαστικό που επιδιορθώνεται με αντικατάσταση του φθαρμένου πέλματος με νέο υλικό·

3)

«εφεδρικό ελαστικό προσωρινής χρήσης τύπου Τ»: τύπος εφεδρικού ελαστικού προσωρινής χρήσης που σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιείται υπό εσωτερική πίεση υψηλότερη της καθιερωμένης για συνήθη και ενισχυμένα ελαστικά·

4)

«επαγγελματικό ελαστικό παντός εδάφους»: ελαστικό ειδικής χρήσης που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε δυσχερείς εκτός δρόμου συνθήκες·

5)

«σήμανση ελαστικού»: ένα γραφικό διάγραμμα, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή, μεταξύ άλλων υπό μορφή αυτοκόλλητου, που περιλαμβάνει σύμβολα με στόχο την ενημέρωση των τελικών χρηστών για τις επιδόσεις ενός ελαστικού ή παρτίδας ελαστικών, όσον αφορά τις παραμέτρους που ορίζονται στο παράρτημα Ι·

6)

«σημείο πώλησης»: ο χώρος όπου τα ελαστικά εκτίθενται ή αποθηκεύονται και διατίθενται προς πώληση, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων αυτοκινήτων όπου ελαστικά που δεν έχουν τοποθετηθεί σε οχήματα διατίθενται προς πώληση στους τελικούς χρήστες·

7)

«τεχνικό διαφημιστικό υλικό»: υλικό τεκμηρίωσης σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή το οποίο παράγεται από προμηθευτή για να συμπληρώσει τυχόν διαφημιστικά έντυπα με τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα ΙV·

8)

«δελτίο πληροφοριών προϊόντος»: τυποποιημένο έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα IΙΙ και διατίθεται σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή·

9)

«τεχνική τεκμηρίωση»: τεκμηρίωση που παρέχει στις αρχές εποπτείας της αγοράς τη δυνατότητα να αξιολογήσουν την ακρίβεια της σήμανσης του ελαστικού και του δελτίου πληροφοριών προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που ορίζονται στο σημείο 2 του παραρτήματος VII·

10)

«βάση δεδομένων προϊόντων»: η βάση δεδομένων προϊόντων που δημιουργήθηκε δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369·

11)

«πωλήσεις εξ αποστάσεως»: η προσφορά προς πώληση, μίσθωση ή πώληση με δόσεις που πραγματοποιείται με ταχυδρομική παραγγελία, μέσω καταλόγου, μέσω διαδικτύου, μέσω τηλεπώλησης ή με άλλες μεθόδους οι οποίες συνεπάγονται ότι οι υποψήφιοι τελικοί χρήστες δεν έχουν τη δυνατότητα να είναι προσωπικά παρόντες ώστε να εξετάσουν το εκτιθέμενο ελαστικό·

12)

«κατασκευαστής»: κατασκευαστής όπως ορίζεται στο σημείο 8 του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020·

13)

«εισαγωγέας»: εισαγωγέας όπως ορίζεται στο σημείο 9 του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020·

14)

«εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί για λογαριασμό του κατασκευαστή για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων σχετικών με τις υποχρεώσεις που υπέχει ο κατασκευαστής βάσει των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού·

15)

«προμηθευτής»: εγκατεστημένος στην Ένωση κατασκευαστής, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος κατασκευαστή μη εγκατεστημένου στην Ένωση ή εισαγωγέας που διαθέτει ένα προϊόν στην αγορά της Ένωσης·

16)

«διανομέας»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο της αλυσίδας εφοδιασμού, εκτός του προμηθευτή, το οποίο διαθέτει ένα προϊόν στην αγορά·

17)

«κυκλοφορία στην αγορά»: κυκλοφορία στην αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020·

18)

«διάθεση στην αγορά»: διάθεση στην αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020·

19)

«τελικός χρήστης»: ο καταναλωτής, ο διαχειριστής στόλου ή η επιχείρηση οδικών μεταφορών που αγοράζει ή αναμένεται να αγοράσει ένα ελαστικό·

20)

«παράμετρος»: χαρακτηριστικό ελαστικών, το οποίο έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, την οδική ασφάλεια ή την υγεία κατά τη χρήση του ελαστικού, όπως η αντοχή στη φθορά, το χιλιομετρικό προσδόκιμο, η αντίσταση κύλισης, η πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα, ο εξωτερικός θόρυβος κύλισης, η πρόσφυση στο χιόνι ή η πρόσφυση στον πάγο·

21)

«τύπος ελαστικού»: έκδοση ελαστικού της οποίας τα τεχνικά χαρακτηριστικά που αναγράφονται στη σήμανση, το δελτίο πληροφοριών προϊόντος και το αναγνωριστικό τύπου του ελαστικού είναι τα ίδια για όλες τις μονάδες της συγκεκριμένης έκδοσης·

22)

«ανοχή επαλήθευσης»: η μέγιστη επιτρεπόμενη απόκλιση μεταξύ των αποτελεσμάτων μέτρησης και υπολογισμού των δοκιμών επαλήθευσης που εκτελούνται από τις αρχές εποπτείας της αγοράς ή για λογαριασμό τους, και των τιμών των δεδηλωμένων ή δημοσιευμένων παραμέτρων, η οποία εκφράζει την απόκλιση διεργαστηριακής διακύμανσης·

23)

«αναγνωριστικό τύπου ελαστικού»: κωδικός, συνήθως αλφαριθμητικός, για τη διάκριση συγκεκριμένου τύπου ελαστικού από άλλους τύπους ελαστικών που έχουν την ίδια εμπορική επωνυμία ή το ίδιο εμπορικό σήμα με εκείνο του προμηθευτή·

24)

«ισοδύναμος τύπος ελαστικού»: τύπος ελαστικού που διατίθεται στην αγορά, από τον ίδιο προμηθευτή, ως άλλος τύπος ελαστικού με διαφορετικό αναγνωριστικό τύπου και που έχει τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά που έχουν σημασία για τη σήμανση του ελαστικού και το ίδιο δελτίο πληροφοριών προϊόντος.

Άρθρο 4

Υποχρεώσεις των προμηθευτών ελαστικών

1.   Ο προμηθευτής μεριμνά ώστε τα ελαστικά των κατηγοριών C1, C2 και C3 που διατίθενται στην αγορά να συνοδεύονται, δωρεάν:

α)

για κάθε επιμέρους ελαστικό, από σήμανση ελαστικού, υπό μορφή αυτοκόλλητου, που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, στην οποία αναγράφονται πληροφορίες για κάθε παράμετρο και η κατηγορία κάθε παραμέτρου που ορίζεται στο παράρτημα Ι, καθώς και από δελτίο πληροφοριών προϊόντος· ή

β)

για κάθε παρτίδα ενός ή περισσότερων πανομοιότυπων ελαστικών, από έντυπη σήμανση ελαστικού που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, στην οποία αναγράφονται πληροφορίες για κάθε παράμετρο και η κατηγορία κάθε παραμέτρου που ορίζεται στο παράρτημα Ι, καθώς και από δελτίο πληροφοριών προϊόντος.

2.   Για τα ελαστικά που πωλούνται ή προσφέρονται προς πώληση μέσω πωλήσεων εξ αποστάσεως, οι προμηθευτές διασφαλίζουν ότι η σήμανση του ελαστικού εμφανίζεται κοντά στην ένδειξη της τιμής και ότι το δελτίο πληροφοριών προϊόντος είναι προσβάσιμο, μεταξύ άλλων, κατόπιν αιτήματος του τελικού χρήστη, σε έντυπη μορφή. Το μέγεθος της σήμανσης του ελαστικού είναι τέτοιο ώστε να είναι απολύτως εμφανές και ευανάγνωστο και ανάλογο του μεγέθους που ορίζεται στο σημείο 2.1 του παραρτήματος ΙΙ.

Για ελαστικά που πωλούνται ή προσφέρονται προς πώληση στο διαδίκτυο, οι προμηθευτές μπορούν να καθιστούν διαθέσιμη τη σήμανση του ελαστικού για συγκεκριμένο τύπο ελαστικού με τη χρήση ένθετης απεικόνισης.

3.   Οι προμηθευτές διασφαλίζουν ότι η σήμανση του ελαστικού εμφανίζεται σε κάθε οπτική διαφήμιση για συγκεκριμένο τύπο ελαστικού. Εάν στην οπτική διαφήμιση αναφέρεται η τιμή του εν λόγω τύπου ελαστικού, η σήμανση του ελαστικού εμφανίζεται κοντά στην ένδειξη της τιμής.

Για τις οπτικές διαφημίσεις στο διαδίκτυο, οι προμηθευτές μπορούν να καθιστούν διαθέσιμη τη σήμανση του ελαστικού με τη χρήση ένθετης απεικόνισης.

4.   Οι προμηθευτές διασφαλίζουν ότι κάθε τεχνικό διαφημιστικό υλικό που αφορά συγκεκριμένο τύπο ελαστικού απεικονίζει τη σήμανση του ελαστικού για τον εν λόγω τύπο ελαστικού και συμμορφώνεται με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙV.

5.   Οι προμηθευτές θα πρέπει να παρέχουν στην αρμόδια εθνική αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 37 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/858 τις τιμές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των αντίστοιχων κατηγοριών και τυχόν πρόσθετες πληροφορίες για τις επιδόσεις τις οποίες ο προμηθευτής δηλώνει στη σήμανση των εν λόγω τύπων ελαστικών, σύμφωνα με το παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού, καθώς επίσης και την ίδια τη σήμανση του ελαστικού που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται στην αρμόδια εθνική αρχή βάσει του άρθρου 5 παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος κανονισμού πριν από τη διάθεση στην αγορά των εν λόγω τύπων ελαστικών, ώστε η αρχή να μπορεί να επαληθεύσει την ακρίβεια της σήμανσης των ελαστικών.

6.   Οι προμηθευτές διασφαλίζουν την ακρίβεια των παρεχόμενων σημάνσεων των ελαστικών και των δελτίων πληροφοριών προϊόντος.

7.   Οι προμηθευτές μπορούν να διαθέτουν την τεχνική τεκμηρίωση στις αρχές των κρατών μελών, εκτός των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 5, ή στους εθνικούς διαπιστευμένους οργανισμούς κατόπιν αιτήματος.

8.   Οι προμηθευτές συνεργάζονται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς και λαμβάνουν αμέσως μέτρα για την επανόρθωση οποιασδήποτε περίπτωσης μη συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, για την οποία έχουν την ευθύνη, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος των αρχών εποπτείας της αγοράς.

9.   Οι προμηθευτές δεν παρέχουν ούτε επιδεικνύουν άλλες σημάνσεις, σήματα, σύμβολα ή επιγραφές που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό, και που ενδέχεται να παραπλανήσουν ή να προκαλέσουν σύγχυση στους τελικούς χρήστες όσον αφορά τις παραμέτρους που ορίζονται στο παράρτημα I.

10.   Οι προμηθευτές δεν παρέχουν ούτε επιδεικνύουν σημάνσεις που απομιμούνται τις σημάνσεις των ελαστικών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 5

Υποχρεώσεις των προμηθευτών ελαστικών σε σχέση με τη βάση δεδομένων προϊόντων

1.   Από την 1η Μαΐου 2021, οι προμηθευτές εισάγουν στη βάση δεδομένων προϊόντων τις πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα VII πριν από τη διάθεση στην αγορά ελαστικού που έχει παραχθεί μετά από αυτήν την ημερομηνία.

2.   Για ελαστικά που παράγονται από τις 25 Ιουνίου 2020 έως την 30ή Απριλίου 2021, ο προμηθευτής εισάγει τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα VII στη βάση δεδομένων προϊόντων έως τις 30 Νοεμβρίου 2021.

3.   Για ελαστικά που διατίθενται στην αγορά πριν από τις 25 Ιουνίου 2020, ο προμηθευτής δύναται να εισάγει στη βάση δεδομένων προϊόντων τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα VII.

4.   Μέχρι να εισαχθούν στη βάση δεδομένων προϊόντων οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, οι προμηθευτές καθιστούν διαθέσιμη προς επιθεώρηση ηλεκτρονική έκδοση της τεχνικής τεκμηρίωσης εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή σχετικής αίτησης της αρχής εποπτείας της αγοράς.

5.   Όταν οι αρχές έγκρισης τύπου ή οι αρχές εποπτείας της αγοράς χρειάζονται άλλες πληροφορίες από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα VII για την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ο προμηθευτής τους παρέχει τις πληροφορίες αυτές κατόπιν αιτήματος.

6.   Ελαστικό επί του οποίου πραγματοποιήθηκαν τροποποιήσεις οι οποίες επηρεάζουν τη σήμανση του ελαστικού ή το δελτίο πληροφοριών προϊόντος θεωρείται νέος τύπος ελαστικού. Οι προμηθευτές αναφέρουν στη βάση δεδομένων προϊόντος την ημερομηνία από την οποία παύουν πλέον να διαθέτουν στην αγορά μονάδες ενός ορισμένου τύπου ελαστικού.

7.   Μετά τη διάθεση στην αγορά της τελικής μονάδας ενός τύπου ελαστικού, οι προμηθευτές διατηρούν τις πληροφορίες που αφορούν αυτό τον τύπο ελαστικού στο τμήμα της βάσης δεδομένων προϊόντων που αφορά τη συμμόρφωση για περίοδο πέντε ετών.

Άρθρο 6

Υποχρεώσεις των διανομέων ελαστικών

1.   Οι διανομείς διασφαλίζουν ότι:

α)

στο σημείο πώλησης, τα ελαστικά φέρουν σήμανση ελαστικού, υπό μορφή αυτοκόλλητου, που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ που παρέχεται από τον προμηθευτή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σε απολύτως εμφανές σημείο και ευανάγνωστη στο σύνολό της, ενώ επίσης διατίθεται το δελτίο πληροφοριών προϊόντος, μεταξύ άλλων, κατόπιν αιτήματος, σε έντυπη μορφή· ή

β)

πριν από την πώληση ελαστικού που ανήκει σε παρτίδα ενός ή περισσότερων πανομοιότυπων ελαστικών, η έντυπη σήμανση του ελαστικού, που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ παρουσιάζεται στον τελικό χρήστη και εμφανίζεται ευκρινώς σε άμεση γειτνίαση με το ελαστικό στο σημείο πώλησης, ενώ επίσης διατίθεται το δελτίο πληροφοριών προϊόντος.

2.   Οι διανομείς διασφαλίζουν ότι η σήμανση του ελαστικού εμφανίζεται σε κάθε οπτική διαφήμιση για συγκεκριμένο τύπο ελαστικού. Εάν η οπτική διαφήμιση αναφέρει την τιμή του εν λόγω ελαστικού, η σήμανση του ελαστικού απεικονίζεται κοντά στην ένδειξη τιμής.

Για τις οπτικές διαφημίσεις στο διαδίκτυο για συγκεκριμένο τύπο ελαστικού, οι διανομείς δύνανται να διαθέτουν τη σήμανση του ελαστικού με τη χρήση ένθετης απεικόνισης.

3.   Οι διανομείς διασφαλίζουν ότι κάθε τεχνικό διαφημιστικό υλικό που αφορά συγκεκριμένο τύπο ελαστικού απεικονίζει τη σήμανση του ελαστικού και συμμορφώνεται με το παράρτημα ΙV.

4.   Οι διανομείς διασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που τα προς πώληση ελαστικά δεν είναι ορατά από τον τελικό χρήστη κατά τον χρόνο της πώλησης, παρέχεται στον τελικό χρήστη αντίγραφο της σήμανσης του ελαστικού πριν την πώληση.

5.   Οι διανομείς διασφαλίζουν ότι σε κάθε πώληση εξ αποστάσεως με χρήση έντυπου υλικού εμφανίζεται η σήμανση του ελαστικού και ότι οι τελικοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση στο δελτίο πληροφοριών προϊόντος μέσω ιστοτόπου δωρεάν πρόσβασης και μπορούν να ζητήσουν τυπωμένο αντίγραφο του δελτίου πληροφοριών προϊόντος.

6.   Οι διανομείς που πραγματοποιούν τηλεπωλήσεις εξ αποστάσεως ενημερώνουν τους τελικούς χρήστες για κάθε κατηγορία παραμέτρων στη σήμανση του ελαστικού ·επίσης πληροφορούν τους τελικούς χρήστες ότι μπορούν να έχουν πρόσβαση στη σήμανση του ελαστικού και στο δελτίο πληροφοριών προϊόντος μέσω ιστοτόπου δωρεάν πρόσβασης ή να ζητήσουν ένα τυπωμένο αντίγραφο.

7.   Όσον αφορά τα ελαστικά που πωλούνται μέσω διαδικτύου, οι διανομείς διασφαλίζουν ότι η σήμανση του ελαστικού εμφανίζεται κοντά στην ένδειξη της τιμής και ότι το δελτίο πληροφοριών προϊόντος είναι προσβάσιμο. Το μέγεθος της σήμανσης του ελαστικού είναι τέτοιο ώστε να είναι απολύτως εμφανές και ευανάγνωστο και ανάλογο του μεγέθους που ορίζεται στο σημείο 2.1 του παραρτήματος ΙΙ.

Οι διανομείς δύνανται να διαθέτουν τη σήμανση του ελαστικού για συγκεκριμένο τύπο ελαστικού μέσω της χρήσης ένθετης απεικόνισης.

Άρθρο 7

Υποχρεώσεις των προμηθευτών και των διανομέων οχημάτων

Στις περιπτώσεις που οι τελικοί χρήστες σκοπεύουν να αποκτήσουν νέο όχημα, οι προμηθευτές και διανομείς οχημάτων παρέχουν, πριν από την πώληση, στους εν λόγω τελικούς χρήστες τη σήμανση των ελαστικών για τα ελαστικά που διατίθενται με το όχημα ή έχουν τοποθετηθεί σε αυτό καθώς και κάθε σχετικό τεχνικό διαφημιστικό υλικό, και μεριμνούν ώστε να διατίθεται το δελτίο πληροφοριών προϊόντος.

Άρθρο 8

Υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας

Όταν ένας πάροχος υπηρεσιών όπως αναφέρεται στο άρθρο 14 της οδηγίας 2000/31/EΚ παρέχει τη δυνατότητα πώλησης ελαστικών επισώτρων μέσω του ιστοτόπου του, ο εν λόγω πάροχος της υπηρεσίας καθιστά δυνατή την επίδειξη της σήμανσης των ελαστικών και του δελτίου πληροφοριών προϊόντος που παρέχει ο προμηθευτής κοντά στην ένδειξη της τιμής και ενημερώνει τον διανομέα για την υποχρέωση επίδειξης της σήμανσης των ελαστικών και του δελτίου πληροφοριών προϊόντος.

Άρθρο 9

Μέθοδοι δοκιμής και μέτρησης

Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 4, 6 και 7 σχετικά με τις παραμέτρους που αναφέρονται στη σήμανση του ελαστικού λαμβάνονται σύμφωνα με τις μεθόδους δοκιμής που αναφέρονται στο παράρτημα Ι και με τη διαδικασία ευθυγράμμισης των εργαστηρίων που αναφέρεται στο παράρτημα V.

Άρθρο 10

Διαδικασία επαλήθευσης

Για καθεμιά εκ των παραμέτρων που ορίζονται στο παράρτημα Ι, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τη διαδικασία επαλήθευσης που παρατίθεται στο παράρτημα VI, όταν αξιολογούν τη συμμόρφωση των δηλωθέντων κατηγοριών με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 11

Υποχρεώσεις των κρατών μελών

1.   Τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά ούτε τη θέση σε λειτουργία, ελαστικών στην επικράτειά τους, όταν τα ελαστικά αυτά συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Όταν τα κράτη μέλη παρέχουν κίνητρα σε σχέση με ελαστικά, τα κίνητρα αυτά αφορούν μόνο τα ελαστικά στην κατηγορία Α ή Β όσον αφορά την αντίσταση κύλισης ή την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα κατά την έννοια του παραρτήματος Ι μέρη Α και Β αντιστοίχως. Φορολογικά και δημοσιονομικά μέτρα δεν αποτελούν κίνητρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

3.   Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, όταν η αρμόδια εθνική αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 37 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/858 έχει επαρκείς λόγους να πιστεύει ότι ένας προμηθευτής δεν έχει εξασφαλίσει την ακρίβεια της σήμανσης των ελαστικών σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού, επαληθεύει αν οι κατηγορίες και τυχόν πρόσθετες πληροφορίες για τις επιδόσεις που έχουν δηλωθεί στη σήμανση των ελαστικών αντιστοιχούν στις τιμές και στην τεκμηρίωση που υπέβαλε ο προμηθευτής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού.

4.   Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές αρχές εποπτείας της αγοράς εφαρμόζουν σύστημα τακτικών και έκτακτων ελέγχων των σημείων πώλησης, με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό.

5.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται και τους μηχανισμούς επιβολής της νομοθεσίας που εφαρμόζονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη, έως την 1η Μαΐου 2021, κοινοποιούν στην Επιτροπή τους εν λόγω κανόνες και τα εν λόγω μέτρα που δεν της είχαν προηγουμένως κοινοποιηθεί, και της κοινοποιούν επίσης χωρίς καθυστέρηση κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τους επηρεάζει.

Άρθρο 12

Εποπτεία της αγοράς της Ένωσης και έλεγχος των εισερχόμενων στην αγορά της Ένωσης προϊόντων

1.   Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 εφαρμόζεται στα ελαστικά που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

2.   Η Επιτροπή ενθαρρύνει και υποστηρίζει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών για την εποπτεία της αγοράς όσον αφορά τη σήμανση των ελαστικών μεταξύ των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της αγοράς ή είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο των ελαστικών που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης και μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής, ιδίως με τη στενότερη συμμετοχή της ομάδας διοικητικής συνεργασίας για τη σήμανση των ελαστικών.

3.   Οι εθνικές στρατηγικές εποπτείας της αγοράς των κρατών μελών που έχουν εγκριθεί βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 περιλαμβάνουν δράσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού.

4.   Οι αρχές εποπτείας της αγοράς δύνανται να ανακτούν τις δαπάνες ελέγχου των εγγράφων και φυσικής δοκιμής των προϊόντων από τον προμηθευτή σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης του προμηθευτή με τον παρόντα κανονισμό ή με τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εγκρίνονται δυνάμει αυτού.

Άρθρο 13

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14, προκειμένου να τροποποιεί:

α)

το παράρτημα II όσον αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή της σήμανσης των ελαστικών·

β)

το παράρτημα I μέρη Δ και E και τα παραρτήματα II, ΙΙΙ, ΙV, V, VI και VII προσαρμόζοντας τις τιμές, τις μεθόδους υπολογισμού και τις απαιτήσεις που ορίζονται σε αυτά στην τεχνολογική πρόοδο.

2.   Έως τις 26 Ιουνίου 2022, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 14, προκειμένου να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό, θεσπίζοντας νέες απαιτήσεις πληροφόρησης για τα αναγομωμένα ελαστικά στα παραρτήματα, υπό τον όρο ότι είναι διαθέσιμη μια κατάλληλη μέθοδος δοκιμής.

3.   Ανατίθεται επίσης στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 14, για τη συμπερίληψη παραμέτρων ή απαιτήσεων πληροφοριών για την αντοχή των ελαστικών στη φθορά και το χιλιομετρικό προσδόκιμο, μόλις καταστούν διαθέσιμες για χρήση από τους ευρωπαϊκούς ή διεθνείς οργανισμούς τυποποίησης αξιόπιστες, ακριβείς και αναπαραγώγιμες μέθοδοι για τη δοκιμή και τη μέτρηση της αντοχής των ελαστικών στη φθορά και του χιλιομετρικού προσδόκιμου και εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή έχει διενεργήσει ενδελεχή εκτίμηση επιπτώσεων· και

β)

η Επιτροπή έχει πραγματοποιήσει κατάλληλη διαβούλευση με τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

4.   Όταν ενδείκνυται, κατά την εκπόνηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή υποβάλλει το περιεχόμενο και τη μορφή των σημάνσεων ελαστικών στον έλεγχο αντιπροσωπευτικών ομάδων πελατών εντός της Ένωσης, ώστε να εξασφαλίσει ότι οι σημάνσεις των ελαστικών είναι σαφώς κατανοητές και δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα.

Άρθρο 14

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 13 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 25 Ιουνίου 2020. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 13 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 15

Αξιολόγηση και υποβολή εκθέσεων

Έως την 1η Ιουνίου 2025 η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

Στην εν λόγω έκθεση αξιολογείται πόσο αποτελεσματικά ο κανονισμός και οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτού έχουν ωθήσει τους τελικούς χρήστες να επιλέγουν ελαστικά υψηλότερων επιδόσεων, λαμβανομένης υπόψη της επίπτωσης του παρόντος κανονισμού και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εγκρίνονται δυνάμει αυτού στις επιχειρήσεις, στην κατανάλωση καυσίμων, στην ασφάλεια, στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στην ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και στις δραστηριότητες εποπτείας της αγοράς. Η έκθεση εκτιμά επίσης το κόστος και τα οφέλη της υποχρεωτικής ανεξάρτητης επαλήθευσης από τρίτους των πληροφοριών που παρέχονται στη σήμανση των ελαστικών, λαμβάνοντας υπόψη την πείρα που αποκτήθηκε από το ευρύτερο πλαίσιο που παρέχει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 661/2009.

Άρθρο 16

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369

Στο άρθρο 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

στήριξη των αρχών εποπτείας της αγοράς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού και των οικείων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, περιλαμβανομένης της επιβολής αυτών, και βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2020/740 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1).

Άρθρο 17

Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1222/2009

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 καταργείται με ισχύ από την 1η Μαΐου 2021.

Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VIII του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 18Β

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Μαΐου 2021.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,25 Μαΐου 2020.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

A. METELKO-ZGOMBIĆ


(1)  ΕΕ C 62 της 15.2.2019, σ. 280.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 25ης Φεβρουαρίου 2020 (ΕΕ C 105 της 31.3.2020, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαΐου (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σήμανση των ελαστικών επισώτρων αναφορικά με την εξοικονόμηση καυσίμου και άλλες ουσιώδεις παραμέτρους (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 46).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 661/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τις απαιτήσεις έγκρισης τύπου και γενικής ασφαλείας των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (ΕΕ L 200 της 31.7.2009, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2002/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, σχετικά με την αξιολόγηση και τη διαχείριση του περιβαλλοντικού θορύβου (ΕΕ L 189 της 18.7.2002, σ. 12).

(6)  Κανονισμός αριθ. 117 της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) — Ενιαίες διατάξεις σχετικά με την έγκριση ελαστικών όσον αφορά τις εκπομπές ήχου κύλισης και/ή την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα και/ή την αντίσταση κύλισης [2016/1350] (ΕΕ L 218 της 12.8.2016, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου για την ενεργειακή σήμανση και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2018, για την παρακολούθηση και τη δήλωση των εκπομπών CO2 και της κατανάλωσης καυσίμου από τα νέα βαρέα επαγγελματικά οχήματα (ΕΕ L 173 της 9.7.2018, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1242 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, σχετικά με τον καθορισμό προτύπων επιδόσεων για τις εκπομπές CO2 των νέων βαρέων επαγγελματικών οχημάτων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και (ΕΕ) 2018/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 96/53/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 198 της 25.7.2019, σ. 202).

(10)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (EE) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ L 151 της 14.6.2018, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την εποπτεία της αγοράς και τη συμμόρφωση των προϊόντων και για την κατάργηση της οδηγίας 2004/42/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και (ΕΕ) αριθ. 305/2011 (ΕΕ L 169 της 25.6.2019, σ. 1).

(13)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΟΚΙΜΗ, ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΩΝ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ

Μέρος Α: Κατηγορίες ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου και συντελεστής αντίστασης κύλισης

Η κατηγορία ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου καθορίζεται και αναγράφεται στη σήμανση του ελαστικού βάσει του συντελεστή αντίστασης κύλισης (RRC σε N/kN) σύμφωνα με την κλίμακα «A» έως «Ε» που καθορίζεται στον πίνακα παρακάτω και μετράται σύμφωνα με το παράρτημα 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ και ευθυγραμμίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία ευθυγράμμισης των εργαστηρίων που ορίζεται στο παράρτημα V.

Εάν ένας τύπος ελαστικού ανήκει σε περισσότερες της μιας κατηγορίες ελαστικών (π.χ. C1 και C2), η κλίμακα διαβάθμισης που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της κατηγορίας ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου του εν λόγω τύπου ελαστικού είναι αυτή που εφαρμόζεται στην υψηλότερη κατηγορία ελαστικού (π.χ. C2, όχι C1).

 

Ελαστικά κατηγορίας C1

Ελαστικά κατηγορίας C2

Ελαστικά κατηγορίας C3

Κατηγορία ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου

RRC σε N/kN

RRC σε N/kN

RRC σε N/kN

A

RRC ≤ 6,5

RRC ≤ 5,5

RRC ≤ 4,0

B

6,6 ≤ RRC ≤ 7,7

5,6 ≤ RRC ≤ 6,7

4,1 ≤ RRC ≤ 5,0

C

7,8 ≤ RRC ≤ 9,0

6,8 ≤ RRC ≤ 8,0

5,1 ≤ RRC ≤ 6,0

D

9,1 ≤ RRC ≤ 10,5

8,1 ≤ RRC ≤ 9,0

6,1 ≤ RRC ≤ 7,0

E

RRC ≥ 10,6

RRC ≥ 9,1

RRC ≥ 7,1

Μέρος Β: Κατηγορίες ως προς την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα

1.

Η κατηγορία ως προς την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα προσδιορίζεται και αναγράφεται στη σήμανση των ελαστικών βάσει του δείκτη πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα (G) σύμφωνα με την κλίμακα «A» έως «Ε» που καθορίζεται στον κατωτέρω πίνακα και υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο 2, και μετράται σύμφωνα με το παράρτημα 5 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΟΗΕ.

2.

Υπολογισμός του δείκτη πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα (G)

G = G(T)–0,03

όπου:

G(T) = δείκτης πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα του υπό δοκιμή ελαστικού όπως μετράται σε έναν κύκλο δοκιμής

 

Ελαστικά κατηγορίας C1

Ελαστικά κατηγορίας C2

Ελαστικά κατηγορίας C3

Κατηγορία ως προς την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα

G

G

G

A

1,55 ≤ G

1,40 ≤ G

1,25 ≤ G

B

1,40 ≤ G ≤ 1,54

1,25 ≤ G ≤ 1,39

1,10 ≤ G ≤ 1,24

C

1,25 ≤ G ≤ 1,39

1,10 ≤ G ≤ 1,24

0,95 ≤ G ≤ 1,09

D

1,10 ≤ G ≤ 1,24

0,95 ≤ G ≤ 1,09

0,80 ≤ G ≤ 0,94

E

G ≤ 1,09

G ≤ 0,94

G ≤ 0,79

Μέρος Γ: Κατηγορίες και μετρούμενη τιμή εξωτερικού θορύβου κύλισης

Η μετρούμενη τιμή εξωτερικού θορύβου κύλισης (Ν, σε dΒ(A)) δηλώνεται σε decibel και υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα 3 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ.

Η κατηγορία εξωτερικού θορύβου κύλισης καθορίζεται και αναγράφεται στη σήμανση των ελαστικών βάσει των οριακών τιμών (LV) που προβλέπονται στο μέρος Γ του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 661/2009 ως εξής:

N ≤ LV – 3

LV – 3 < N ≤ LV

N > LV

Image 1

Image 2

Image 3

Μέρος Δ: Πρόσφυση στο χιόνι

Οι επιδόσεις πρόσφυσης στο χιόνι υποβάλλονται σε δοκιμή σύμφωνα με το παράρτημα 7 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ.

Τα ελαστικά που ικανοποιούν τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι οι οποίες περιγράφονται στον κανονισμό αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ κατατάσσονται ως ελαστικά για χρήση σε συνθήκες έντονης χιονόπτωσης και στη σήμανση των ελαστικών περιλαμβάνεται το παρακάτω εικονόγραμμα.

Image 4

Μέρος E: Πρόσφυση στον πάγο

Οι επιδόσεις πρόσφυσης στον πάγο υποβάλλονται σε δοκιμή σύμφωνα με αξιόπιστες, ακριβείς και αναπαραγώγιμες μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, διεθνών προτύπων, που λαμβάνουν υπόψη τη γενικώς αναγνωρισμένη εξέλιξη της τεχνολογίας.

Η σήμανση των ελαστικών τα οποία ικανοποιούν τις σχετικές ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στον πάγο περιλαμβάνουν το παρακάτω εικονόγραμμα.

Image 5


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΝΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ

1.   

Περιεχόμενο της σήμανσης των ελαστικών

1.1.   

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο άνω μέρος της σήμανσης των ελαστικών:

Image 6

1.2.   

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο κάτω μέρος της σήμανσης των ελαστικών για όλα τα ελαστικά, εκτός εκείνων που ικανοποιούν τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι που καθορίζονται στον κανονισμό αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ ή τις σχετικές ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στον πάγο, ή και τις δύο:

Image 7

1.3.   

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο κάτω μέρος της σήμανσης των ελαστικών για τα ελαστικά που ικανοποιούν τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι που καθορίζονται στον κανονισμό αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ:

Image 8

1.4.   

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο κάτω μέρος της σήμανσης του ελαστικού για τα ελαστικά που ικανοποιούν τις σχετικές ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στον πάγο:

Image 9

1.5.   

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο κάτω μέρος της σήμανσης των ελαστικών για τα ελαστικά που ικανοποιούν τόσο τις σχετικές ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι που καθορίζονται στον κανονισμό αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ όσο και τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στον πάγο:

Image 10

2.   

Μορφή της σήμανσης του ελαστικού

2.1.   

Μορφή του άνω μέρους της σήμανσης του ελαστικού:

Image 11

2.1.1.   

Μορφή του κάτω μέρους της σήμανσης του ελαστικού για όλα τα ελαστικά, εκτός εκείνων που ικανοποιούν τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι που καθορίζονται στον κανονισμό αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ ή τις σχετικές ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στον πάγο, ή και τις δύο:

Image 12

2.1.2.   

Μορφή του κάτω μέρους της σήμανσης του ελαστικού για τα ελαστικά που ικανοποιούν τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι που καθορίζονται στον κανονισμό αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ:

Image 13

2.1.3.   

Μορφή του κάτω μέρους της σήμανσης του ελαστικού για ελαστικά που ικανοποιούν τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στον πάγο:

Image 14

2.1.4.   

Μορφή του κάτω μέρους της σήμανσης του ελαστικού για τα ελαστικά που ικανοποιούν τόσο τις σχετικές ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι που καθορίζονται στον κανονισμό αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ όσο και τις ελάχιστες τιμές του δείκτη πρόσφυσης στον πάγο:

Image 15

2.2.   

Για τους σκοπούς του σημείου 2.1:

α)

Ελάχιστο μέγεθος σήμανσης ελαστικού: πλάτος 75 mm και ύψος 110 mm. Εάν η σήμανση του ελαστικού τυπώνεται σε μεγαλύτερες διαστάσεις, το περιεχόμενό της παραμένει εντούτοις ανάλογο των ως άνω προδιαγραφών·

β)

Φόντο της σήμανσης του ελαστικού: 100 % λευκό·

γ)

Γραμματοσειρές: Verdana και Calibri·

δ)

Διαστάσεις και προδιαγραφές των στοιχείων που αποτελούν το σήμα του ελαστικού: όπως αναφέρεται ανωτέρω·

ε)

Οι κώδικες χρωμάτων, που χρησιμοποιούν τα χρώματα CMYK (κυανό, ματζέντα, κίτρινο και μαύρο), πληρούν όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

τα χρώματα του λογότυπου της ΕΕ έχουν ως εξής:

φόντο: 100,80,0,0,

αστέρια: 0,0,100,0,

χρώμα λογοτύπου κεφαλίδας «ενέργεια»: 100,80,0,0,

κωδικός QR: 100 % μαύρο,

εμπορική επωνυμία ή εμπορικό σήμα του προμηθευτή: 100 % μαύρο, με έντονη γραμματοσειρά Verdana 7 pt,

αναγνωριστικό τύπου ελαστικού: 100 % μαύρο, με κανονική γραμματοσειρά Verdana 7 pt,

χαρακτηρισμός μεγέθους ελαστικού, δείκτης ικανότητας φόρτωσης και σύμβολο της κατηγορίας ταχύτητας: 100 % μαύρο, με κανονική γραμματοσειρά Verdana 10 pt,

κατηγορία ελαστικού: 100 % μαύρο, με κανονική γραμματοσειρά Verdana 7 pt, ευθυγράμμιση στα δεξιά,

γράμματα της κλίμακας εξοικονόμησης καυσίμου και της κλίμακας πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα: 100 % λευκό, με έντονη γραμματοσειρά Calibri 19 pt· τα γράμματα στοιχίζονται στο κέντρο, σε άξονα με απόσταση 4,5 mm από την αριστερή πλευρά των βελών,

Οι κώδικες χρωμάτων CMYK των βελών για την κλίμακα εξοικονόμησης καυσίμου από το Α έως το Ε έχουν ως εξής:

Κατηγορία Α: 100,0,100,0,

Κατηγορία Β: 45,0,100,0,

Κατηγορία Γ: 0,0,100,0,

Κατηγορία Δ: 0,30,100,0,

Κατηγορία Ε: 0,100,100,0,

Οι κώδικες χρωμάτων CMYK των βελών για την κλίμακα πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα από το Α έως το Ε έχουν ως εξής:

A: 100,60,0,0,

B: 90,40,0,0,

C: 65,20,0,0,

D: 50,10,0,0,

E: 30,0,0,0,

εσωτερικές διαχωριστικές γραμμές: πάχος 0,5 pts, χρώμα 100 % μαύρο,

γράμμα της κατηγορίας ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου: 100 % λευκό, με έντονη γραμματοσειρά Calibri 33 pt. Τα βέλη της κατηγορίας ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου και πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα και τα αντίστοιχα βέλη της κλίμακας Α έως Ε τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε να ευθυγραμμίζονται οι κορυφές τους. Το γράμμα στο βέλος της κατηγορίας ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου και της κατηγορίας πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα τοποθετείται στο κέντρο του ορθογώνιου τμήματος του βέλους, το οποίο είναι 100 % μαύρο,

εικονόγραμμα εξοικονόμησης καυσίμου: πλάτος: 16 mm, ύψος: 14 mm, πάχος: 1 pts, χρώμα: 100 % μαύρο,

εικονόγραμμα πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα: πλάτος: 20 mm, ύψος: 14 mm, πάχος: 1 pts, χρώμα: 100 % μαύρο,

εικονόγραμμα εξωτερικού θορύβου κύλισης: πλάτος: 24 mm, ύψος: 18 mm, πάχος: 1 pts, χρώμα: 100 % μαύρο. Αριθμός ντεσιμπέλ στο μεγάφωνο με έντονη γραμματοσειρά Verdana 12 pt, η μονάδα «dB» σε κανονική γραμματοσειρά 9 pt· οι κατηγορίες εξωτερικού θορύβου κύλισης (Α έως C) με κεντρική στοίχιση κάτω από το εικονόγραμμα, με το γράμμα της ισχύουσας κατηγορίας εξωτερικού θορύβου κύλισης σε έντονη γραμματοσειρά Verdana 16 pt και τα άλλα γράμματα των κατηγοριών εξωτερικού θορύβου κύλισης με κανονική γραμματοσειρά Verdana 10 pt,

εικονόγραμμα πρόσφυσης στο χιόνι: πλάτος: 15 mm, ύψος: 13 mm, πάχος: 1 pts, χρώμα: 100 % μαύρο,

εικονόγραμμα πρόσφυσης στον πάγο: πλάτος: 15 mm, ύψος: 13 mm, πάχος: 1 pts, πάχος πλάγιων καθέτων: 0,5 pts, χρώμα: 100 % μαύρο,

ο αριθμός του κανονισμού αναγράφεται σε κανονική γραμματοσειρά Verdana 6 pt, χρώμα 100 % μαύρο.


(1)  Κανονισμός αριθ. 30 της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) — Ενιαίες διατάξεις σχετικά με την έγκριση ελαστικών με αέρα για μηχανοκίνητα οχήματα και τα ρυμουλκούμενά τους ((ΕΕ L 201 της 30.7.2008, σ. 70).

(2)  Κανονισμός αριθ. 54 της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) — Ενιαίες διατάξεις σχετικά με την έγκριση πνευματικών ελαστικών επισώτρων για επαγγελματικά οχήματα και τα ρυμουλκούμενά τους (ΕΕ L 183 της 11.7.2008, σ. 41).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙΙ

ΔΕΛΤΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

Οι πληροφορίες στο δελτίο πληροφοριών προϊόντος των ελαστικών περιλαμβάνονται στο διαφημιστικό φυλλάδιο ή άλλο κείμενο που παρέχεται με το ελαστικό και περιλαμβάνει τα εξής:

α)

την εμπορική επωνυμία ή το εμπορικό σήμα του προμηθευτή ή του κατασκευαστή εάν δεν είναι ο ίδιος με τον προμηθευτή·

β)

το αναγνωριστικό τύπου ελαστικού·

γ)

τον χαρακτηρισμό μεγέθους ελαστικού, τον δείκτη ικανότητας φόρτωσης και το σύμβολο της κατηγορίας ταχύτητας, όπως αναφέρεται στον κανονισμό αριθ. 30 της ΟΗΕ/ΕΕ ή στον κανονισμό αριθ. 54 της ΟΗΕ/ΕΕ για ελαστικά κατηγορίας C1, C2 και C3, όπως εφαρμόζεται·

δ)

την κατηγορία ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου του ελαστικού σύμφωνα με το παράρτημα Ι·

ε)

την κατηγορία ως προς την πρόσφυση του ελαστικού σε υγρό οδόστρωμα σύμφωνα με το παράρτημα Ι·

στ)

την κατηγορία εξωτερικού θορύβου κύλισης και την τιμή σε decibel σύμφωνα με το παράρτημα Ι·

ζ)

ένδειξη για το αν πρόκειται για ελαστικό για χρήση σε συνθήκες έντονης χιονόπτωσης·

η)

ένδειξη για το αν πρόκειται για ελαστικό πρόσφυσης στον πάγο·

θ)

την ημερομηνία έναρξης της παραγωγής του τύπου ελαστικού (δύο ψηφία για την εβδομάδα και δύο ψηφία για το έτος)·

ι)

την ημερομηνία λήξης της παραγωγής του τύπου ελαστικού, μόλις γίνει γνωστή (δύο ψηφία για την εβδομάδα και δύο ψηφία για το έτος).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

1.   

Οι πληροφορίες για τα ελαστικά που περιλαμβάνονται στο τεχνικό διαφημιστικό υλικό παρέχονται στην ακόλουθη σειρά:

α)

κατηγορία ως προς την εξοικονόμηση καυσίμου (γράμμα «Α» έως «Ε»)·

β)

κατηγορία ως προς την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα (γράμμα «Α» έως «Ε»)·

γ)

κατηγορία και μετρούμενη τιμή εξωτερικού θορύβου κύλισης (σε dB)·

δ)

ένδειξη για το αν το ελαστικό είναι ελαστικό για χρήση σε σοβαρές συνθήκες χιονιού·

ε)

ένδειξη για το αν το ελαστικό είναι ελαστικό πρόσφυσης στον πάγο.

2.   

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 1 πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

είναι ευανάγνωστες·

β)

είναι εύληπτες·

γ)

εάν εντός της ίδιας οικογένειας ελαστικών οι τύποι των ελαστικών διαβαθμίζονται διαφορετικά ανάλογα με τις διαστάσεις ή άλλα χαρακτηριστικά, δηλώνεται το εύρος μεταξύ των τύπων ελαστικού με τις χαμηλότερες και τις υψηλότερες επιδόσεις.

3.   

Οι προμηθευτές παρέχουν επίσης στον ιστότοπό τους:

α)

σύνδεσμο με τη σχετική ιστοσελίδα της Επιτροπής που είναι αφιερωμένη στον παρόντα κανονισμό·

β)

επεξήγηση του εικονογράμματος που τυπώνεται στη σήμανση του ελαστικού·

γ)

δήλωση που επισημαίνει το γεγονός ότι η πραγματική εξοικονόμηση καυσίμου και η οδική ασφάλεια εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη συμπεριφορά των οδηγών, και ειδικότερα τα ακόλουθα:

ότι η οικολογική οδήγηση μπορεί να μειώσει σημαντικά την κατανάλωση καυσίμου,

ότι πρέπει να ελέγχεται τακτικά η πίεση των ελαστικών για τη βελτιστοποίηση της εξοικονόμησης καυσίμου και της πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα,

ότι η απόσταση ακινητοποίησης πρέπει πάντοτε να τηρείται.

4.   

Οι προμηθευτές και οι διανομείς παρέχουν επίσης, όπου αρμόζει, στον ιστότοπό τους δήλωση που επισημαίνεται το γεγονός ότι τα ελαστικά πρόσφυσης στον πάγο είναι ειδικά σχεδιασμένα για επιφάνειες οδοστρώματος καλυμμένες με πάγο και συμπαγές χιόνι, και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σε ιδιαίτερα αντίξοες κλιματικές συνθήκες (π.χ. ψυχρές θερμοκρασίες), και ότι η χρήση τους σε λιγότερο αντίξοες κλιματικές συνθήκες (π.χ. συνθήκες υγρασίας ή υψηλότερες θερμοκρασίες) θα μπορούσε να οδηγήσει σε μη βέλτιστες επιδόσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα, τον χειρισμό και τη φθορά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΣΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΥΛΙΣΗΣ

1.   Ορισμοί

Για τους σκοπούς της διαδικασίας ευθυγράμμισης των εργαστηρίων για τη μέτρηση της αντίστασης κύλισης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«εργαστήριο αναφοράς»: εργαστήριο το οποίο αποτελεί μέρος δικτύου εργαστηρίων τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους σκοπούς της διαδικασίας ευθυγράμμισης των εργαστηρίων, και το οποίο είναι σε θέση να επιτύχει την καθοριζόμενη στο σημείο 3 ακρίβεια των αποτελεσμάτων δοκιμών με το οικείο μηχάνημα αναφοράς·

2)

«υποψήφιο εργαστήριο»: εργαστήριο που συμμετέχει στη διαδικασία ευθυγράμμισης των εργαστηρίων, το οποίο δεν είναι εργαστήριο αναφοράς·

3)

«ελαστικό ευθυγράμμισης»: ελαστικό το οποίο υποβάλλεται σε δοκιμή με σκοπό να διεξαχθεί η διαδικασία ευθυγράμμισης των εργαστηρίων·

4)

«σειρά ελαστικού ευθυγράμμισης»: σύνολο πέντε ή περισσότερων ελαστικών ευθυγράμμισης για την ευθυγράμμιση ενός μηχανήματος·

5)

«προσδιορισμένη τιμή»: η θεωρητική τιμή του συντελεστή αντίστασης κύλισης (RRC) ενός ελαστικού ευθυγράμμισης όπως μετράται από θεωρητικό εργαστήριο, αντιπροσωπευτικό του δικτύου των εργαστηρίων αναφοράς, και το οποίο χρησιμοποιείται για τη διαδικασία ευθυγράμμισης των εργαστηρίων·

6)

«μηχάνημα»: κάθε στροφέας δοκιμής ελαστικών με συγκεκριμένη μέθοδο μέτρησης· για παράδειγμα, δύο στροφείς που επενεργούν στο ίδιο τύμπανο δεν θεωρούνται μηχάνημα.

2.   Γενικές διατάξεις

2.1.   Αρχή

Ο μετρούμενος (m) συντελεστής αντίστασης κύλισης που λαμβάνεται σε εργαστήριο αναφοράς (l), (RRCm,l ) ευθυγραμμίζεται με τις προσδιορισμένες τιμές του δικτύου των εργαστηρίων αναφοράς.

Ο μετρούμενος (m) συντελεστής αντίστασης κύλισης που λαμβάνεται από μηχάνημα υποψήφιου εργαστηρίου (c), (RRCm,c), ευθυγραμμίζεται από εργαστήριο αναφοράς του δικτύου, το οποίο επιλέγεται από το υποψήφιο εργαστήριο.

2.2.   Απαιτήσεις επιλογής ελαστικών

Για τη διαδικασία εργαστηριακής ευθυγράμμισης επιλέγονται σειρές ελαστικών ευθυγράμμισης σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια. Επιλέγεται μία σειρά ελαστικών ευθυγράμμισης από κοινού για τα ελαστικά των κατηγοριών C1 και C2 και μία σειρά για τα ελαστικά της κατηγορίας C3:

α)

η σειρά ελαστικών ευθυγράμμισης επιλέγεται έτσι ώστε να καλύπτει διαφορετικές τιμές RRC για τα ελαστικά των κατηγοριών C1 και C2 ή για τα ελαστικά της κατηγορίας C3· σε κάθε περίπτωση, η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης τιμής RRCm και της μικρότερης τιμής RRCm της σειράς ελαστικών ευθυγράμμισης, πριν και μετά την ευθυγράμμιση, ισούται τουλάχιστον με:

i)

3 N/kN για τα ελαστικά των κατηγοριών C1 και C2· και

ii)

2 N/kN για τα ελαστικά της κατηγορίας C3·

β)

οι τιμές RRCm στα υποψήφια εργαστήρια ή στα εργαστήρια αναφοράς (RRCm,c ή RRCm,l ) με βάση τις δηλωθείσες τιμές RRC για κάθε ελαστικό ευθυγράμμισης της σειράς ελαστικών ευθυγράμμισης κατανέμονται ομοιόμορφα·

γ)

οι τιμές του δείκτη φόρτισης καλύπτουν επαρκώς το φάσμα των προς δοκιμή ελαστικών, διασφαλίζοντας ότι και οι τιμές της αντίστασης κύλισης καλύπτουν επίσης το φάσμα των προς δοκιμή ελαστικών.

Κάθε ελαστικό ευθυγράμμισης ελέγχεται πριν από τη χρήση και αντικαθίσταται όταν:

α)

η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ελαστικό ευθυγράμμισης το καθιστά ακατάλληλο για χρήση σε περαιτέρω δοκιμές· ή

β)

παρατηρούνται αποκλίσεις του RRCm,c ή του RRCm,l μεγαλύτερες από 1,5 % σε σχέση με προγενέστερες μετρήσεις μετά τη διόρθωση οποιασδήποτε παρέκκλισης του μηχανήματος.

2.3.   Μέθοδος μετρήσεων

Το εργαστήριο αναφοράς μετρά κάθε ελαστικό ευθυγράμμισης τέσσερις φορές και λαμβάνει τα τρία τελευταία αποτελέσματα για περαιτέρω ανάλυση, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παραρτήματος 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ, και υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παραρτήματος 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ.

Το υποψήφιο εργαστήριο μετρά κάθε ελαστικό ευθυγράμμισης (n + 1) φορές, όπου το n ορίζεται στο τμήμα 5 του παρόντος παραρτήματος, και λαμβάνει τα n τελευταία αποτελέσματα για περαιτέρω ανάλυση, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παραρτήματος 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ, και εφαρμόζει τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παραρτήματος 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ.

Κάθε φορά που εκτελείται μέτρηση ελαστικού ευθυγράμμισης, το συγκρότημα ελαστικού/τροχού αφαιρείται από το μηχάνημα και ακολουθείται εκ νέου από την αρχή ολόκληρη η διαδικασία δοκιμής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παραρτήματος 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ.

Το υποψήφιο εργαστήριο ή το εργαστήριο αναφοράς υπολογίζει:

α)

τη μετρηθείσα τιμή κάθε ελαστικού ευθυγράμμισης για κάθε μέτρηση σύμφωνα με τις παραγράφους 6.2. και 6.3 του παραρτήματος 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ (δηλαδή διορθωμένη για θερμοκρασία 25 °C και διάμετρο τυμπάνου 2 m)·

β)

τη μέση τιμή των τριών τελευταίων μετρηθεισών τιμών για κάθε ελαστικό ευθυγράμμισης (στην περίπτωση των εργαστηρίων αναφοράς) ή τη μέση τιμή των n τελευταίων μετρηθεισών τιμών για κάθε ελαστικό ευθυγράμμισης (στην περίπτωση των υποψήφιων εργαστηρίων)· και

γ)

την τυπική απόκλιση (σ m ) ως εξής:

Image 16 Image 17

όπου:

i

είναι η αρίθμηση από 1 έως p για το πλήθος των ελαστικών ευθυγράμμισης·

j

είναι η αρίθμηση από 2 έως n + 1 για τις n τελευταίες επαναλήψεις κάθε μέτρησης για δεδομένο τύπο ελαστικού ευθυγράμμισης·

n + 1

είναι το πλήθος επαναλήψεων για τις μετρήσεις των ελαστικών (n + 1 =4 για εργαστήρια αναφοράς και n + 1 ≥ 4 για υποψήφια εργαστήρια)·

p

είναι το πλήθος των ελαστικών ευθυγράμμισης (p ≥ 5).

2.4.   Μορφότυπα δεδομένων προς χρήση στους υπολογισμούς και τα αποτελέσματα

Οι μετρούμενες τιμές RRC, διορθωμένες για διάμετρο τυμπάνου και θερμοκρασία, στρογγυλοποιούνται σε δύο δεκαδικές θέσεις.

Στη συνέχεια οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται με όλα τα ψηφία: δεν πραγματοποιείται άλλη στρογγυλοποίηση, με εξαίρεση τις τελικές εξισώσεις ευθυγράμμισης.

Όλες οι τιμές τυπικής απόκλισης εμφανίζονται με τρεις δεκαδικές θέσεις.

Όλες οι τιμές RRC αναγράφονται με δύο δεκαδικές θέσεις.

Όλοι οι συντελεστές ευθυγράμμισης (A1 l , B1 l , A2 c και B2 c ) στρογγυλοποιούνται και αναγράφονται με τέσσερις δεκαδικές θέσεις.

3.   Απαιτήσεις που ισχύουν για τα εργαστήρια αναφοράς και καθορισμός των προσδιορισμένων τιμών

Οι προσδιορισμένες τιμές κάθε ελαστικού ευθυγράμμισης καθορίζονται από δίκτυο εργαστηρίων αναφοράς. Κάθε διετία, το δίκτυο αξιολογεί τη σταθερότητα και την ισχύ των προσδιορισμένων τιμών.

Κάθε εργαστήριο αναφοράς που συμμετέχει στο δίκτυο πληροί τις προδιαγραφές του παραρτήματος 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ, και έχει τυπική απόκλιση (σm ) η οποία:

α)

δεν υπερβαίνει τα 0,05 N/kN για ελαστικά των κατηγοριών C1 και C· και

β)

δεν υπερβαίνει τα 0,05 N/kN για ελαστικά της κατηγορίας C3.

Οι σειρές ελαστικών ευθυγράμμισης που έχουν επιλεγεί σύμφωνα με το σημείο 2.2 μετρώνται σύμφωνα με το σημείο 2.3 για κάθε εργαστήριο αναφοράς του δικτύου.

Η προσδιορισμένη τιμή κάθε ελαστικού ευθυγράμμισης είναι ο μέσος όρος των μετρηθεισών τιμών που παρέχουν τα εργαστήρια αναφοράς του δικτύου για το συγκεκριμένο ελαστικό αναφοράς.

4.   Διαδικασία για την ευθυγράμμιση του εργαστηρίου αναφοράς με τις προσδιορισμένες τιμές

Κάθε εργαστήριο αναφοράς (l) ευθυγραμμίζεται με κάθε νέο σύνολο προσδιορισμένων τιμών και οποτεδήποτε διενεργείται κάποια σημαντική τροποποίηση στο μηχάνημα ή παρατηρείται οποιαδήποτε παρέκκλιση στα δεδομένα παρακολούθησης του ελαστικού ελέγχου του μηχανήματος.

Η ευθυγράμμιση χρησιμοποιεί μια τεχνική γραμμικής παλινδρόμησης σε όλα τα επιμέρους δεδομένα. Οι συντελεστές παλινδρόμησης, A1 l και B1 l , υπολογίζονται ως εξής:

RRC = A1 l × RRCm,l + B1 l

όπου:

RRC

είναι η προσδιορισμένη τιμή του συντελεστή αντίστασης κύλισης·

RRCm,

είναι η επιμέρους τιμή του συντελεστή αντίστασης κύλισης που μετράται από το εργαστήριο αναφοράς «l» (περιλαμβανομένων των διορθώσεων θερμοκρασίας και διαμέτρου του τυμπάνου).

5.   Απαιτήσεις που ισχύουν για υποψήφια εργαστήρια

Τα υποψήφια εργαστήρια επαναλαμβάνουν τη διαδικασία ευθυγράμμισης τουλάχιστον κάθε δύο έτη για κάθε μηχάνημα, καθώς και οποτεδήποτε διενεργείται κάποια σημαντική τροποποίηση στο μηχάνημα ή παρατηρείται οποιαδήποτε παρέκκλιση στα δεδομένα παρακολούθησης του ελαστικού ελέγχου του μηχανήματος.

Αρχικά από το υποψήφιο εργαστήριο και έπειτα από ένα εργαστήριο αναφοράς μετράται σύμφωνα με το σημείο 2.3 μια κοινή σειρά πέντε διαφορετικών ελαστικών που έχει επιλεγεί σύμφωνα με το σημείο 2.2. Κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου εργαστηρίου είναι δυνατόν να μετρηθούν περισσότερα από πέντε ελαστικά ευθυγράμμισης.

Το υποψήφιο εργαστήριο παρέχει στο επιλεγμένο εργαστήριο αναφοράς τη σειρά ελαστικών ευθυγράμμισης.

Το εργαστήριο αναφοράς (c) πληροί τις προδιαγραφές του παραρτήματος 6 του κανονισμού αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ, και έχει κατά προτίμηση τιμές τυπικής απόκλισης m) που:

α)

δεν υπερβαίνουν τα 0,075 N/kN για ελαστικά των κατηγοριών C1 και C2· και

β)

δεν υπερβαίνουν τα 0,06 N/kN για ελαστικά της κατηγορίας C3.

Εάν οι τιμές της τυπικής απόκλισης m) του υποψήφιου εργαστηρίου υπερβαίνουν τις συγκεκριμένες τιμές έπειτα από τέσσερις μετρήσεις, με τις τρεις τελευταίες να χρησιμοποιούνται για τους υπολογισμούς, τότε ο αριθμός n + 1 των επαναλήψεων μέτρησης αυξάνεται ως εξής για ολόκληρη την παρτίδα:

 

n + 1 = 1 + (σm)2 , στρογγυλοποιημένο στην πλησιέστερη υψηλότερη ακέραια τιμή

όπου:

 

γ = 0,043 N/kN για ελαστικά των κατηγοριών C1 και C2·

 

γ = 0,035 N/kN για ελαστικά της κατηγορίας C3.

6.   Διαδικασία ευθυγράμμισης υποψήφιου εργαστηρίου

Ένα εργαστήριο αναφοράς (l) του δικτύου υπολογίζει τη συνάρτηση γραμμικής παλινδρόμησης για όλα τα επιμέρους δεδομένα του υποψήφιου εργαστηρίου (c). Οι συντελεστές παλινδρόμησης, A2 c και B2 c , υπολογίζονται ως εξής:

RRCm,l = A2 c × RRCm,c + B2 c

όπου:

RRCm,l

είναι η επιμέρους τιμή του συντελεστή αντίστασης κύλισης που μετράται από το εργαστήριο αναφοράς (l) (περιλαμβανομένων των διορθώσεων θερμοκρασίας και διαμέτρου του τυμπάνου).

RRCm,c

είναι η επιμέρους τιμή του συντελεστή αντίστασης κύλισης που μετράται από το υποψήφιο εργαστήριο (c) (περιλαμβανομένων των διορθώσεων θερμοκρασίας και διαμέτρου του τυμπάνου)

Αν ο συντελεστής καθορισμού R2 είναι χαμηλότερος από 0,97, το υποψήφιο εργαστήριο δεν ευθυγραμμίζεται.

Ο ευθυγραμμισμένος συντελεστής αντίστασης κύλισης RRC των ελαστικών που υποβάλλονται σε δοκιμή από το υποψήφιο εργαστήριο υπολογίζεται ως εξής:

RRC = (A1 l × A2 c ) × RRCm,c + (A1 l × B2 c + B1 l )


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ

Η συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό των δηλωθεισών κατηγοριών εξοικονόμησης καυσίμου, πρόσφυσης σε υγρό οδόστρωμα και εξωτερικού θορύβου κύλισης, καθώς και των δηλωθεισών τιμών και τυχόν πρόσθετων πληροφοριών για τις επιδόσεις στη σήμανση των ελαστικών αξιολογείται για κάθε τύπο ελαστικού ή κάθε ομάδα ελαστικών όπως ορίζεται από τον προμηθευτή, σύμφωνα με μία από τις ακόλουθες διαδικασίες:

1.

Πρώτα υποβάλλεται σε δοκιμή ένα μεμονωμένο ελαστικό ή σειρά ελαστικών. Εάν οι μετρούμενες τιμές αντιστοιχούν στις δηλωθείσες κατηγορίες ή στη δηλωθείσα τιμή εξωτερικού θορύβου κύλισης λαμβανόμενων υπόψη των ορίων ανοχής επαλήθευσης που αναφέρονται στον πίνακα κατωτέρω, η σήμανση του ελαστικού θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό.

Εάν οι μετρούμενες τιμές δεν αντιστοιχούν στις δηλωθείσες κατηγορίες ή στη δηλωθείσα τιμή εξωτερικού θορύβου κύλισης εντός των ορίων ανοχής επαλήθευσης που αναφέρονται στον πίνακα κατωτέρω, τρία επιπλέον ελαστικά ή τρεις σειρές ελαστικών υποβάλλονται σε δοκιμή· για την επαλήθευση των δηλωθεισών πληροφοριών λαμβάνοντας υπόψη τα όρια ανοχής επαλήθευσης που αναφέρονται στον πίνακα κατωτέρω χρησιμοποιείται η μέση τιμή μέτρησης που προκύπτει από τα τρία επιπλέον ελαστικά ή τις τρεις σειρές ελαστικών που υποβλήθηκαν σε δοκιμή.

2.

Σε περίπτωση που οι κατηγορίες ή οι τιμές στη σήμανση του ελαστικού απορρέουν από αποτελέσματα δοκιμών για έγκριση τύπου που προέκυψαν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 661/2009, ή τον κανονισμό αριθ. 117 της ΟΕΕ/ΗΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν τα στοιχεία των μετρήσεων που προκύπτουν από τις δοκιμές συμμόρφωσης των παραγόμενων ελαστικών, που διενεργήθηκαν δυνάμει της διαδικασίας έγκρισης τύπου που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/858.

Οι αξιολογήσεις των στοιχείων των μετρήσεων από τις δοκιμές συμμόρφωσης των παραγόμενων ελαστικών λαμβάνουν υπόψη τις ανοχές επαλήθευσης που αναφέρονται στον πίνακα κατωτέρω.

Μετρούμενη παράμετρος

Ανοχές επαλήθευσης

RRC (εξοικονόμηση καυσίμου)

Η ευθυγραμμισμένη μετρούμενη τιμή δεν υπερβαίνει κατά περισσότερο από 0,3 N/kN το ανώτατο όριο (ανώτατη τιμή του συντελεστή αντίστασης κύλισης RRC) της δηλωθείσας κατηγορίας.

Εξωτερικός θόρυβος κύλισης

Η μετρούμενη τιμή δεν υπερβαίνει κατά περισσότερο από 1 dB(A) τη δηλωθείσα τιμή του N.

Πρόσφυση σε υγρό οδόστρωμα

Η μετρούμενη τιμή G(T) δεν είναι μικρότερη από το κατώτατο όριο (κατώτατη τιμή του G) της δηλωθείσας κατηγορίας.

Πρόσφυση στο χιόνι

Η μετρούμενη τιμή δεν είναι χαμηλότερη από τον ελάχιστο δείκτη πρόσφυσης στο χιόνι.

Πρόσφυση στον πάγο

Η μετρούμενη τιμή δεν είναι χαμηλότερη από τον ελάχιστο δείκτη πρόσφυσης στον πάγο.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΗΦΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

1.   

Πληροφορίες που πρέπει να περιληφθούν στο δημόσιο τμήμα της βάσης δεδομένων προϊόντων:

α)

η εμπορική επωνυμία ή το εμπορικό σήμα, η διεύθυνση, τα στοιχεία επικοινωνίας και άλλα στοιχεία ταυτοποίησης του προμηθευτή·

β)

το αναγνωριστικό τύπου ελαστικού·

γ)

η σήμανση του ελαστικού σε ηλεκτρονική μορφή·

δ)

η κατηγορία ή οι κατηγορίες και οι άλλες παράμετροι της σήμανσης του ελαστικού· και

ε)

οι παράμετροι του δελτίου πληροφοριών προϊόντος σε ηλεκτρονική μορφή.

2.   

Πληροφορίες που πρέπει να περιληφθούν στο τμήμα της βάσης δεδομένων προϊόντων που αφορά τη συμμόρφωση:

α)

το αναγνωριστικό τύπου ελαστικού όλων των ισοδύναμων τύπων ελαστικών που ήδη διατίθενται στην αγορά·

β)

γενική περιγραφή του τύπου ελαστικού, συμπεριλαμβανομένων των διαστάσεών του, του δείκτη φορτίου και της κατηγορίας ταχύτητας, που να επαρκεί ώστε αυτό να ταυτοποιείται εύκολα και με απόλυτη σαφήνεια·

γ)

πρωτόκολλα για τη δοκιμή, τη διαβάθμιση και τη μέτρηση των παραμέτρων των ελαστικών οι οποίες καθορίζονται στο παράρτημα Ι·

δ)

ειδικές προφυλάξεις, εάν υπάρχουν, που λαμβάνονται κατά τη συναρμολόγηση, την εγκατάσταση, τη συντήρηση ή τη δοκιμή του τύπου ελαστικού·

ε)

οι μετρούμενες τεχνικές παραμέτρους του τύπου ελαστικού, κατά περίπτωση· και

στ)

οι υπολογισμοί που έγιναν με τις μετρούμενες τεχνικές παραμέτρους.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΠΊΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΊΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1222/2009

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

-

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 3 σημείο 1

Άρθρο 3 σημείο 1

-

Άρθρο 3 σημείο 2

Άρθρο 3 σημείο 2

Άρθρο 3 σημείο 3

-

Άρθρο 3 σημείο 4

-

Άρθρο 3 σημείο 5

Άρθρο 3 σημείο 3

Άρθρο 3 σημείο 6

Άρθρο 3 σημείο 4

Άρθρο 3 σημείο 7

-

Άρθρο 3 σημείο 8

Άρθρο 3 σημείο 5

Άρθρο 3 σημείο 9

-

Άρθρο 3 σημείο 10

-

Άρθρο 3 σημείο 11

Άρθρο 3 σημείο 6

Άρθρο 3 σημείο 12

Άρθρο 3 σημείο 7

Άρθρο 3 σημείο 13

Άρθρο 3 σημείο 8

Άρθρο 3 σημείο 14

Άρθρο 3 σημείο 9

Άρθρο 3 σημείο 15

Άρθρο 3 σημείο 10

Άρθρο 3 σημείο 16

Άρθρο 3 σημείο 11

Άρθρο 3 σημείο 17

-

Άρθρο 3 σημείο 18

Άρθρο 3 σημείο 12

Άρθρο 3 σημείο 19

Άρθρο 3 σημείο 13

Άρθρο 3 σημείο 20

-

Άρθρο 3 σημείο 21

-

Άρθρο 3 σημείο 22

-

Άρθρο 3 σημείο 23

-

Άρθρο 3 σημείο 24

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 4 σημείο 1 στοιχείο α)

Άρθρο 4 σημείο 1 στοιχείο α)

Άρθρο 4 σημείο 1 στοιχείο β)

Άρθρο 4 σημείο 1 στοιχείο β)

Άρθρο 4 παράγραφος 2

-

-

Άρθρο 4 παράγραφος 2

-

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 5

-

Άρθρο 4 παράγραφος 6

-

Άρθρο 4 παράγραφος 7

-

Άρθρο 4 παράγραφος 8

-

Άρθρο 4 παράγραφος 9

-

Άρθρο 4 παράγραφος 10

-

Άρθρο 5

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β)

-

Άρθρο 6 παράγραφος 2

-

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 3

-

-

Άρθρο 6 παράγραφος 5

-

Άρθρο 6 παράγραφος 6

-

Άρθρο 6 παράγραφος 7

Άρθρο 6

Άρθρο 7

-

Άρθρο 8

Άρθρο 7

Άρθρο 9

Άρθρο 8

Άρθρο 10

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 10

Άρθρο 11 παράγραφος 2

-

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 11 στοιχείο α)

-

Άρθρο 11 στοιχείο β)

-

Άρθρο 11 στοιχείο γ)

Άρθρο 13 στοιχείο δ)

Άρθρο 12

Άρθρο 11 παράγραφος 4

-

Άρθρο 11 παράγραφος 5

-

Άρθρο 12

-

Άρθρο 13

-

Άρθρο 13 παράγραφος 1

-

Άρθρο 13 παράγραφος 2

-

Άρθρο 13 παράγραφος 3

-

Άρθρο 13 παράγραφος 4

-

Άρθρο 14

Άρθρο 13

-

Άρθρο 14

-

-

Άρθρο 15

Άρθρο 15

-

-

Άρθρο 16

-

Άρθρο 17

Άρθρο 16

Άρθρο 18

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II

-

Παράρτημα III

Παράρτημα III

Παράρτημα IV

Παράρτημα IV

Παράρτημα VI

Παράρτημα IVα

Παράρτημα V

Παράρτημα V

-

-

Παράρτημα VII

-

Παράρτημα VIII


5.6.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177/32


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/741 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 25ης Μαΐου 2020

σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι υδάτινοι πόροι της Ένωσης υφίστανται ολοένα μεγαλύτερη πίεση, γεγονός που οδηγεί σε λειψυδρία και υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων. Ειδικότερα, η κλιματική αλλαγή, οι απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες και η ξηρασία συμβάλλουν σημαντικά στον περιορισμό της διαθεσιμότητας γλυκών νερών, λόγω της αστικής ανάπτυξης και της γεωργίας.

(2)

Η ικανότητα της Ένωσης να ανταποκρίνεται στην αυξανόμενη πίεση που υφίστανται οι υδάτινοι πόροι θα μπορούσε να βελτιωθεί μέσω της ευρύτερης επαναχρησιμοποίησης επεξεργασμένων λυμάτων, περιορίζοντας την απόληψη από σώματα επιφανειακών υδάτων και σώματα υπόγειων υδάτων, μειώνοντας τις επιπτώσεις των απορρίψεων επεξεργασμένων λυμάτων στα υδάτινα σώματα και προωθώντας την εξοικονόμηση νερού μέσω πολλαπλών χρήσεων αστικών λυμάτων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος. Η οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) αναφέρει την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, σε συνδυασμό με την προώθηση της χρήσης τεχνολογιών αποδοτικής χρήσης των υδάτων στη βιομηχανία και τις τεχνικές άρδευσης με βάση την εξοικονόμηση νερού, ως ένα από τα συμπληρωματικά μέτρα που τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να εφαρμόσουν, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την καλή ποιοτική και ποσοτική κατάσταση των υδάτων στα σώματα επιφανειακών υδάτων και στα σώματα υπόγειων υδάτων. Η οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5) ορίζει ότι τα επεξεργασμένα λύματα πρέπει να επαναχρησιμοποιούνται, όποτε είναι σκόπιμο.

(3)

Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2012«Προσχέδιο για τη διαφύλαξη των υδατικών πόρων της Ευρώπης» επισημαίνεται η ανάγκη δημιουργίας ενός μέσου για τη ρύθμιση σε επίπεδο Ένωσης των προτύπων για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, με στόχο την άρση των εμποδίων στην ευρεία χρήση μιας τέτοιας εναλλακτικής επιλογής υδροδότησης, δηλαδή ενός μέσου που να μπορεί να συμβάλλει στον περιορισμό της λειψυδρίας και στη μείωση της τρωτότητας των συστημάτων εφοδιασμού.

(4)

H ανακοίνωση της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 2007«Η αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας και της ξηρασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» καθορίζει την ιεράρχηση των μέτρων που θα πρέπει να εξετάσουν τα κράτη μέλη κατά τη διαχείριση της λειψυδρίας και της ξηρασίας. Επισημαίνει ότι στις περιοχές όπου έχουν τεθεί σε εφαρμογή όλα τα προληπτικά μέτρα σύμφωνα με την ιεράρχηση για τα ύδατα και όπου η ζήτηση για νερό συνεχίζει να υπερβαίνει τη διαθεσιμότητα, η δημιουργία πρόσθετων υποδομών υδροδότησης μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις και εφόσον έχει δεόντως συνεκτιμηθεί η σχέση κόστους-οφέλους, να χρησιμεύσει ως εναλλακτική προσέγγιση στον μετριασμό των επιπτώσεων των σοβαρών φαινομένων ξηρασίας.

(5)

Στο ψήφισμά της 9ης Οκτωβρίου 2008 σχετικά με την αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας και της ξηρασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (6), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι κατά τη διαχείριση των υδάτινων πόρων θα πρέπει να προτιμάται η προσέγγιση με γνώμονα τη ζήτηση, θεωρεί, ωστόσο, ότι η Ένωση θα πρέπει να υιοθετήσει μια ολιστική προσέγγιση κατά τη διαχείριση των υδάτινων πόρων, που θα συνδυάζει μέτρα διαχείρισης της ζήτησης, μέτρα για τη βελτιστοποίηση των υπαρχόντων πόρων στο πλαίσιο του υδρολογικού κύκλου και μέτρα για τη δημιουργία νέων πόρων, καθώς και ότι η προσέγγιση αυτή είναι ανάγκη να ενσωματώνει ζητήματα περιβαλλοντικού, κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα.

(6)

Στην ανακοίνωσή της της 2ας Δεκεμβρίου 2015«Το κλείσιμο του κύκλου – Ένα σχέδιο δράσης της ΕΕ για την κυκλική οικονομία», η Επιτροπή δεσμεύτηκε να προχωρήσει σε μια σειρά δράσεων για την προώθηση της επαναχρησιμοποίησης των επεξεργασμένων λυμάτων, μεταξύ άλλων καταρτίζοντας νομοθετική πρόταση σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων. Η Επιτροπή θα πρέπει να επικαιροποιήσει το σχέδιο δράσης της και να διατηρήσει τους υδάτινους πόρους ως τομέα προτεραιότητας στον οποίο θα πρέπει να παρέμβει.

(7)

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να διευκολύνει την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, όποτε αυτό είναι κατάλληλο και οικονομικά αποδοτικό, δημιουργώντας έτσι ένα ευνοϊκό πλαίσιο για τα κράτη μέλη που επιθυμούν ή χρειάζονται να προβαίνουν στην πρακτική της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων. Η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων αποτελεί ελπιδοφόρα επιλογή για πολλά κράτη μέλη, αλλά επί του παρόντος μόνο λίγα εξ αυτών την εφαρμόζουν επαναχρησιμοποίηση των υδάτων και έχουν θεσπίσει συναφή εθνικά νομοθετήματα ή πρότυπα. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτος ώστε να επιτρέπει τη συνέχιση της πρακτικής της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων και ταυτόχρονα να διασφαλίζει τη δυνατότητα των άλλων κρατών μελών να εφαρμόζουν τους κανόνες αυτούς όταν αποφασίσουν να καθιερώσουν την πρακτική αυτή σε μεταγενέστερο στάδιο. Οποιαδήποτε απόφαση μη εφαρμογής της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων θα πρέπει να αιτιολογείται δεόντως με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και να αναθεωρείται τακτικά.

(8)

Η οδηγία 2000/60/ΕΚ παρέχει στα κράτη μέλη την απαραίτητη ευελιξία για τη συμπερίληψη συμπληρωματικών μέτρων στα προγράμματα μέτρων που υιοθετούν για τη στήριξη των προσπαθειών τους να επιτύχουν τους στόχους ποιότητας των υδάτων που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Ο μη εξαντλητικός κατάλογος συμπληρωματικών μέτρων που προβλέπεται στο παράρτημα VI μέρος B της οδηγίας 2000/60/ΕΚ περιέχει, μεταξύ άλλων, μέτρα επαναχρησιμοποίησης των υδάτων. Στο πλαίσιο αυτό και σύμφωνα με μια ιεράρχηση μέτρων που θα μπορούσε να εξεταστεί από τα κράτη μέλη για τη διαχείριση της λειψυδρίας και της ξηρασίας και που ενθαρρύνει μέτρα εξοικονόμησης υδάτων και δίνει χαμηλότερη προτεραιότητα στην πολιτική τιμολόγησης του νερού και σε εναλλακτικές λύσεις και λαμβανομένης δεόντως υπόψη της διάστασης κόστους-οφέλους, οι ελάχιστες απαιτήσεις για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν επαναχρησιμοποιούνται για γεωργική άρδευση επεξεργασμένα αστικά λύματα από σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων, σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ.

(9)

Η επαναχρησιμοποίηση των κατάλληλα επεξεργασμένων λυμάτων, για παράδειγμα από σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων, θεωρείται ότι έχει χαμηλότερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές μεθόδους υδροδότησης, όπως οι εκτροπές υδάτων ή η αφαλάτωση. Ωστόσο, η εν λόγω επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, η οποία θα μπορούσε να μειώσει τη σπατάλη νερού και να εξοικονομήσει νερό, εφαρμόζεται σε περιορισμένο μόνο βαθμό στην Ένωση. Όπως φαίνεται, αυτό οφείλεται εν μέρει στο σημαντικό κόστος των συστημάτων επαναχρησιμοποίησης των λυμάτων, καθώς και στην έλλειψη κοινών ενωσιακών περιβαλλοντικών και υγειονομικών προτύπων για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων και, ιδίως όσον αφορά ειδικά γεωργικά προϊόντα, στους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον και σε δυνητικά εμπόδια για την ελεύθερη κυκλοφορία των εν λόγω προϊόντων που έχουν αρδευτεί με ανακτημένο νερό από ανάκτηση.

(10)

Τα υγειονομικά πρότυπα σχετικά με την υγιεινή των τροφίμων για τα γεωργικά προϊόντα που αρδεύονται με ανακτημένο νερό μπορούν να επιτευχθούν μόνο εάν οι απαιτήσεις ποιότητας για το ανακτημένο νερό που προορίζεται για γεωργική άρδευση δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Η εναρμόνιση των απαιτήσεων θα συνέβαλλε επίσης στην αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με τα εν λόγω προϊόντα. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν ελάχιστα επίπεδα εναρμόνισης μέσω της θέσπισης ελάχιστων απαιτήσεων για την ποιότητα και την παρακολούθηση των υδάτων. Οι εν λόγω ελάχιστες απαιτήσεις θα πρέπει να αποτελούνται από ελάχιστες παραμέτρους για το ανακτημένο νερό οι οποίες βασίζονται στις τεχνικές εκθέσεις του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Επιτροπής και αντικατοπτρίζουν τα διεθνή πρότυπα για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, καθώς και από την επιβολή άλλων αυστηρότερων ή πρόσθετων απαιτήσεων ποιότητας, εάν είναι αναγκαίο, από τις αρμόδιες αρχές, σε συνδυασμό με άλλα συναφή προληπτικά μέτρα.

(11)

Η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων για γεωργική άρδευση μπορεί επίσης να συμβάλει στην προώθηση της κυκλικής οικονομίας με την αξιοποίηση των θρεπτικών ουσιών από το ανακτημένο νερό και τη χρήση τους στις καλλιέργειες, μέσω τεχνικών υδρολίπανσης. Ως εκ τούτου, η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων θα μπορούσε ενδεχομένως να μειώσει την ανάγκη για συμπληρωματικές χρήσεις ανόργανων λιπασμάτων. Οι τελικοί χρήστες θα πρέπει να ενημερώνονται για την περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία του ανακτημένου νερού.

(12)

Η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων θα μπορούσε να συμβάλει στην αξιοποίηση των θρεπτικών ουσιών που περιέχονται στα επεξεργασμένα αστικά λύματα και η χρήση του ανακτημένου νερού για αρδευτικούς σκοπούς στη γεωργία ή τη δασοκομία θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος αποκατάστασης των θρεπτικών ουσιών, όπως το άζωτο, ο φώσφορος και το κάλιο, στους φυσικούς βιογεωχημικούς κύκλους.

(13)

Οι υψηλές επενδύσεις που απαιτούνται για την αναβάθμιση των σταθμών επεξεργασίας αστικών λυμάτων και η έλλειψη οικονομικών κινήτρων για την εφαρμογή της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων στη γεωργία έχουν αναγνωριστεί ως ένα από τα αίτια για τον μικρό βαθμό επαναχρησιμοποίησης των υδάτων στην Ένωση. Τα εν λόγω ζητήματα θα πρέπει να μπορούν να αντιμετωπιστούν με την προώθηση καινοτόμων προγραμμάτων και οικονομικών κινήτρων, ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη το κόστος και τα κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων.

(14)

Η συμμόρφωση με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την των υδάτων θα πρέπει να συνάδει με την πολιτική της Ένωσης στον τομέα των υδάτων και να συμβάλλει στην επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης που περιλαμβάνονται στην Ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη έως το 2030, ιδίως του στόχου 6, για να διασφαλίζεται η διάθεση και η βιώσιμη διαχείριση νερού και αποχέτευσης για όλους, καθώς και μια σημαντική αύξηση της ανακύκλωσης και της ασφαλούς επαναχρησιμοποίησης των υδάτων παγκοσμίως, με σκοπό τη συμβολή στην επίτευξη του στόχου 12 των Ηνωμένων Εθνών για τη βιώσιμη ανάπτυξη όσον αφορά τη βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή. Επιπλέον, σκοπός του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι η διασφάλιση της εφαρμογής του άρθρου 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος.

(15)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι φορείς λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης συνεχίζουν να μεταφέρουν και να αποθηκεύουν το ανακτημένο νερό μετά τον αγωγό διάθεσης της εγκατάστασης ανάκτησης, πριν το παραδώσουν στους επόμενους παράγοντες της αλυσίδας, όπως ο φορέας διανομής ανακτημένου νερού, ο φορέας αποθήκευσης ανακτημένου νερού ή ο τελικός χρήστης. Είναι αναγκαίο να οριστεί το σημείο συμμόρφωσης, για να διευκρινιστεί πού σταματά η ευθύνη του φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης και πού αρχίζει η ευθύνη του επόμενου παράγοντα της αλυσίδας.

(16)

Η διαχείριση κινδύνου θα πρέπει να συνίσταται στον προορατικό εντοπισμό και διαχείριση κινδύνων και θα πρέπει να ενσωματώνει την έννοια της παραγωγής ανακτημένου νερού, το οποίο θα διαθέτει την κατάλληλη ποιότητα που απαιτείται για συγκεκριμένες χρήσεις. Η αξιολόγηση κινδύνου θα πρέπει να εδράζεται σε βασικά στοιχεία της διαχείρισης κινδύνου και να καθορίζει τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις ποιότητας του νερού που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της επαρκούς προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων. Προς τούτο, τα σχέδια διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων θα πρέπει να εγγυώνται την ασφαλή χρήση και διαχείριση του ανακτημένου νερού και ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι για το περιβάλλον ή για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων. Προκειμένου να αναπτυχθούν τέτοια σχέδια διαχείρισης κινδύνου, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι υφιστάμενες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές ή πρότυπα, όπως οι ISO 20426:2018 Κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση και τη διαχείριση του κινδύνου για την υγεία, για την επαναχρησιμοποίηση μη πόσιμου νερού, οι ISO 16075:2015 Κατευθυντήριες γραμμές για την επεξεργασία λυμάτων που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία για αρδευτικά έργα ή οι κατευθυντήριες γραμμές της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ).

(17)

Οι απαιτήσεις σχετικά με την ποιότητα του νερού για ανθρώπινη κατανάλωση καταγράφονται στην οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου (7). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι οι δραστηριότητες επαναχρησιμοποίησης των υδάτων δεν συνεπάγονται υποβάθμιση της ποιότητας του νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση. Για τον λόγο αυτό, στο πλαίσιο του σχεδίου διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των υδάτινων σωμάτων που χρησιμοποιούνται για την απόληψη νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση και των σχετικών ζωνών προστασίας.

(18)

Η συνεργασία και η αλληλεπίδραση μεταξύ των διάφορων μερών που συμμετέχουν στη διαδικασία ανάκτησης νερού θα πρέπει να αποτελούν προϋπόθεση για τον καθορισμό διεργασιών επεξεργασίας για παραγωγή ανακτημένου νερού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις για συγκεκριμένες χρήσεις και προκειμένου να είναι δυνατή η πρόβλεψη της παροχής ανακτημένου νερού ανάλογα με τη ζήτηση από τους τελικούς χρήστες.

(19)

Για να υπάρξει αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων, οι φορείς λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης θα πρέπει να έχουν την πρώτιστη ευθύνη για την ποιότητα του ανακτημένου νερού στο σημείο συμμόρφωσης. Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται με τον παρόντα κανονισμό και με τυχόν πρόσθετους όρους τους οποίους έχει ορίσει η αρμόδια αρχή, οι φορείς λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης θα πρέπει να παρακολουθούν την ποιότητα του ανακτημένου νερού. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να καθοριστούν οι ελάχιστες απαιτήσεις παρακολούθησης, οι οποίες συνίστανται στη συχνότητα των συστηματικών παρακολουθήσεων και στους στόχους συγχρονισμού και επιδόσεων για την παρακολούθηση για επικύρωση. Ορισμένες απαιτήσεις για τη συστηματική παρακολούθηση προβλέπονται στην οδηγία 91/271/ΕΟΚ.

(20)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει ανακτημένο νερό το οποίο προέρχεται από λύματα που έχουν συλλεχθεί σε δίκτυα αποχέτευσης, έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία σε σταθμούς επεξεργασίας αστικών λυμάτων σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ και υπόκεινται σε περαιτέρω επεξεργασία είτε στο σταθμό επεξεργασίας αστικών λυμάτων είτε σε εγκατάσταση ανάκτησης, για την τήρηση των παραμέτρων που καθορίζονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού. Σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ, οι οικισμοί με ισοδύναμο πληθυσμό (ι.π.) κάτω των 2 000 δεν απαιτείται να διαθέτουν δίκτυο αποχέτευσης. Ωστόσο, τα αστικά λύματα από οικισμούς με ι.π. κάτω των 2 000 που εισέρχονται σε δίκτυο αποχέτευσης θα πρέπει να υποβάλλονται σε κατάλληλη επεξεργασία πριν από την απόρριψή τους σε γλυκά ύδατα ή εκβολές ποταμών, σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ. Στο πλαίσιο αυτό, τα λύματα από οικισμούς με ι.π. κάτω των 2 000 θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μόνο όταν συλλέγονται με δίκτυο αποχέτευσης και υπόκεινται σε επεξεργασία σε εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών λυμάτων. Παρομοίως, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να αφορά τα βιοαποικοδομήσιμα βιομηχανικά υγρά απόβλητα από σταθμούς που ανήκουν στους βιομηχανικούς τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα III της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ, εκτός εάν τα λύματα από τους εν λόγω σταθμούς εισέρχονται σε δίκτυο αποχέτευσης και υποβάλλονται σε επεξεργασία σε σταθμό επεξεργασίας αστικών λυμάτων.

(21)

Η επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων αστικών λυμάτων για γεωργική άρδευση αποτελεί δράση με οδηγό την αγορά, βάσει των απαιτήσεων και των αναγκών του γεωργικού τομέα, ιδίως σε ορισμένα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν ελλείψεις υδάτινων πόρων. Οι φορείς λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης και οι τελικοί χρήστες θα πρέπει να συνεργάζονται ώστε να διασφαλίζεται ότι το ανακτημένο νερό που παράγεται σύμφωνα με τις ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας του παρόντος κανονισμού ανταποκρίνεται στις ανάγκες των τελικών χρηστών όσον αφορά τις κατηγορίες καλλιεργειών. Στις περιπτώσεις όπου οι κατηγορίες ποιότητας των υδάτων που παράγονται από τους φορείς λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης δεν είναι συμβατές με την κατηγορία καλλιεργειών και τη μέθοδο άρδευσης που εφαρμόζεται ήδη στην εξυπηρετούμενη περιοχή, για παράδειγμα σε σύστημα συλλογικής παροχής, οι απαιτήσεις για την ποιότητα των υδάτων θα μπορούσαν να εκπληρωθούν με τη χρήση, σε μεταγενέστερο στάδιο, διάφορων επιλογών επεξεργασίας υδάτων μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλες επιλογές μη επεξεργασίας για το ανακτημένο νερό, σύμφωνα με την προσέγγιση πολλαπλών φραγμών.

(22)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η βέλτιστη επαναχρησιμοποίηση των υδάτινων πόρων αστικών λυμάτων, θα πρέπει να παρέχεται εκπαίδευση στους τελικούς χρήστες, ώστε να διασφαλίζεται ότι χρησιμοποιούν νερό της κατάλληλης κατηγορίας ποιότητας ανακτημένου νερού. Όταν ο προορισμός ενός συγκεκριμένου τύπου καλλιέργειας είναι άγνωστος ή όταν έχει πολλαπλούς προορισμούς, θα πρέπει να χρησιμοποιείται ανακτημένο νερό της ανώτατης κατηγορίας ποιότητας, εκτός αν εφαρμόζονται κατάλληλοι φραγμοί που επιτρέπουν την επίτευξη της απαιτούμενης ποιότητας.

(23)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η χρήση του ανακτημένου νερού είναι ασφαλής, ενθαρρύνοντας με τον τρόπο αυτόν την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων σε ενωσιακό επίπεδο και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού σε αυτήν. Η παραγωγή και η παροχή ανακτημένου νερού για γεωργική άρδευση θα πρέπει, συνεπώς, να επιτρέπεται μόνο βάσει άδειας που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Προκειμένου να διασφαλιστούν η εναρμονισμένη προσέγγιση σε ενωσιακό επίπεδο, η ιχνηλασιμότητα του ανακτημένου νερού και η διαφάνεια, θα πρέπει να θεσπιστούν ουσιαστικοί κανόνες για τις εν λόγω άδειες σε ενωσιακό επίπεδο. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες των διαδικασιών για τη χορήγηση αδειών, όπως ο καθορισμός των αρμόδιων αρχών και οι προθεσμίες, θα πρέπει να καθορίζονται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόζουν τις υφιστάμενες διαδικασίες για τη χορήγηση αδειών, οι οποίες θα πρέπει να προσαρμοστούν προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό. Όταν ορίζουν τα μέρη υπεύθυνα για την εκπόνηση του σχεδίου διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων και την αρμόδια αρχή για τη χορήγηση άδειας για την παραγωγή και παροχή ανακτημένου νερού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

(24)

Εάν απαιτείται ένας φορέας διανομής ανακτημένου νερού και ένας φορέας αποθήκευσης ανακτημένου νερού, θα πρέπει να μπορεί να απαιτείται από αυτούς τους φορείς να διαθέτουν άδεια. Εάν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις για την άδεια, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους θα πρέπει να χορηγεί άδεια η οποία εμπεριέχει όλους τους αναγκαίους όρους και μέτρα που καθορίζονται στο σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων.

(25)

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι εργασίες επεξεργασίας και οι εργασίες ανάκτησης αστικών λυμάτων θα πρέπει να μπορούν να εκτελούνται στην ίδια φυσική τοποθεσία, με τη χρήση της ίδιας εγκατάστασης ή διαφορετικών, χωριστών εγκαταστάσεων. Επιπλέον, ο ίδιος φορέας θα πρέπει να μπορεί να είναι τόσο ο φορέας λειτουργίας του σταθμού επεξεργασίας, όσο και ο φορέας λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης.

(26)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ελέγχουν τη συμμόρφωση του ανακτημένου νερού με τους όρους που προβλέπονται στη σχετική άδεια. Σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης, οι εν λόγω αρχές θα πρέπει να απαιτούν από τα υπεύθυνα μέρη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση ότι το ανακτημένο νερό πληροί τους όρους. Η παροχή ανακτημένου νερού θα πρέπει να αναστέλλεται, όταν η μη συμμόρφωση προκαλεί σημαντικό κίνδυνο για το περιβάλλον ή την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων.

(27)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού προορίζονται να συμπληρώνουν τις απαιτήσεις άλλων ενωσιακών νομοθετικών πράξεων, ιδίως όσον αφορά δυνητικούς κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον. Για να εξασφαλιστεί μια ολιστική προσέγγιση όσον αφορά την αντιμετώπιση δυνητικών κινδύνων για το περιβάλλον και για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων, οι φορείς λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις απαιτήσεις που θεσπίζονται σε άλλες συναφείς ενωσιακές νομοθετικές πράξεις, ιδίως στις οδηγίες του Συμβουλίου 86/278/ΕΟΚ (8) και 91/676/ΕΟΚ (9), στις οδηγίες 91/271/ΕΟΚ, 98/83/ΕΚ και 2000/60/ΕΚ, στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 178/2002 (10), (ΕΚ) αριθ. 852/2004 (11), (ΕΚ) αριθ. 183/2005 (12), (ΕΚ) αριθ. 396/2005 (13) και (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 (14) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, στις οδηγίες 2006/7/ΕΚ (15), 2006/118/ΕΚ (16), 2008/105/ΕΚ (17) και 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) και στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 2073/2005 (19), (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 (20) και (ΕΕ) αριθ. 142/2011 της Επιτροπής (21).

(28)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 θεσπίζει γενικούς κανόνες για τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων και καλύπτει την παραγωγή, την επεξεργασία, τη διανομή και την τοποθέτηση στην αγορά τροφίμων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση. Ο εν λόγω κανονισμός αφορά την υγειονομική ποιότητα των τροφίμων και μία από τις βασικές αρχές του είναι ότι την κύρια ευθύνη για την ασφάλεια των τροφίμων φέρει ο υπεύθυνος της επιχείρησης τροφίμων. Ο εν λόγω κανονισμός υποστηρίζεται επίσης από λεπτομερείς οδηγίες. Προς τούτο, είναι ιδιαίτερη σχετικό το έγγραφο της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με κατευθύνσεις για την αντιμετώπιση μικροβιολογικών κινδύνων σε νωπά φρούτα και λαχανικά στην πρωτογενή παραγωγή μέσω της ορθής υγιεινής. Οι ελάχιστες απαιτήσεις για το ανακτημένο νερό που θεσπίζει ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζουν τους υπεύθυνους επιχειρήσεων τροφίμων να επιτυγχάνουν την ποιότητα νερού που απαιτείται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004, χρησιμοποιώντας, σε μεταγενέστερο στάδιο, διάφορες επιλογές επεξεργασίας του νερού, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλες επιλογές μη επεξεργασίας.

(29)

Υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ανακύκλωσης και επαναχρησιμοποίησης επεξεργασμένων λυμάτων. Με στόχο την προώθηση και την ενθάρρυνση της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων, η ένδειξη των ειδικών χρήσεων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν τη χρήση του ανακτημένου νερού για άλλους σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών, των σχετικών με την αναψυχή και των περιβαλλοντικών σκοπών, στον βαθμό που αυτό κρίνεται αναγκαίο υπό το πρίσμα των εθνικών συνθηκών και αναγκών, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων.

(30)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται με άλλες αρμόδιες αρχές, μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, προκειμένου να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις σχετικές ενωσιακές και εθνικές απαιτήσεις.

(31)

Προκειμένου να αυξηθεί η εμπιστοσύνη στην επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, θα πρέπει να παρέχεται πληροφόρηση στο κοινό. Η διάθεση σαφών, περιεκτικών και επικαιροποιημένων πληροφοριών σχετικά με την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων θα επιτρέψει αυξημένη διαφάνεια και ιχνηλασιμότητα και θα μπορούσε επίσης να βρει ιδιαίτερη χρήση από άλλες αρμόδιες αρχές στις οποίες έχει επιπτώσεις η συγκεκριμένη επαναχρησιμοποίηση των υδάτων. Προκειμένου να ενθαρρυνθεί η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων και έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τα οφέλη της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων, προωθώντας με τον τρόπο αυτό την αποδοχή της, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι αναπτύσσονται εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης προσαρμοσμένες στην κλίμακα της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων.

(32)

Η εκπαίδευση και κατάρτιση των τελικών χρηστών έχουν πρωτεύουσα σημασία ως συνιστώσες της εφαρμογής και διατήρησης των μέτρων πρόληψης. Στο σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ειδικά μέτρα πρόληψης της ανθρώπινης έκθεσης, όπως η χρήση εξοπλισμού ατομικής προστασίας, το πλύσιμο των χεριών και η προσωπική υγιεινή.

(33)

Στόχος της οδηγίας 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) είναι να κατοχυρώσει το δικαίωμα πρόσβασης στις περιβαλλοντικές πληροφορίες στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (23) (η σύμβαση του Aarhus). Η οδηγία 2003/4/ΕΚ προβλέπει ευρείες υποχρεώσεις σχετικά με την παροχή περιβαλλοντικών πληροφοριών κατόπιν αιτήματος και με την ενεργό διάδοσή τους. Η οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) καλύπτει την κοινοχρησία χωρικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των συνόλων δεδομένων, σχετικά με διάφορα περιβαλλοντικά ζητήματα. Είναι σημαντικό οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες και σε ρυθμίσεις κοινοχρησίας δεδομένων να συμπληρώνουν τις εν λόγω οδηγίες και να μη δημιουργούν χωριστό νομικό καθεστώς. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού για την παροχή πληροφοριών στο κοινό και για τις πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής θα πρέπει να ισχύουν με την επιφύλαξη των οδηγιών 2003/4/ΕΚ και 2007/2/ΕΚ.

(34)

Τα στοιχεία που παρέχουν τα κράτη μέλη είναι απαραίτητα για να μπορεί η Επιτροπή να παρακολουθεί και να αξιολογεί τον παρόντα κανονισμό σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους του.

(35)

Δυνάμει της παραγράφου 22 της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (25), η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργεί αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού. Η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται με βάση τα πέντε κριτήρια: αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, σημασία, συνάφεια και ενωσιακή προστιθέμενη αξία, τα οποία θα πρέπει να αποτελούν τη βάση για τις εκτιμήσεις των επιπτώσεων των πιθανών περαιτέρω μέτρων. Η αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την επιστημονική πρόοδο, ιδίως όσον αφορά τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των ουσιών που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία.

(36)

Οι ελάχιστες απαιτήσεις για την ασφαλή επαναχρησιμοποίηση των επεξεργασμένων αστικών λυμάτων αντικατοπτρίζουν τις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις και τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα και πρακτικές για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων και εγγυώνται ότι τα ύδατα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια για γεωργική άρδευση, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων. Με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του παρόντος κανονισμού ή όποτε απαιτείται από νέες επιστημονικές εξελίξεις και την τεχνική πρόοδο, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να μελετήσει την ανάγκη επανεξέτασης των ελάχιστων απαιτήσεων που προβλέπονται στο τμήμα 2 του παραρτήματος I και, κατά περίπτωση, θα πρέπει να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού.

(37)

Προκειμένου να προσαρμοστούν τα βασικά στοιχεία διαχείρισης κινδύνου με την επιστημονική και τεχνική πρόοδο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την τροποποίηση των βασικών στοιχείων διαχείρισης κινδύνου που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τη συμπλήρωση των βασικών στοιχείων διαχείρισης κινδύνου που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό με τη θέσπιση τεχνικών προδιαγραφών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να πραγματοποιεί η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι διαβουλεύσεις αυτές να διεξάγονται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(38)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για την έγκριση λεπτομερών κανόνων σχετικά με τη μορφή και την παρουσίαση των πληροφοριών που θα παρέχουν τα κράτη μέλη σχετικά με την παρακολούθηση της εκτέλεσης του παρόντος κανονισμού, καθώς και σχετικά με τη μορφή και την παρουσίαση της επισκόπησης σε επίπεδο Ένωσης που καταρτίζει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26).

(39)

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι, μεταξύ άλλων, η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων. Όπως έχει κρίνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, θα ήταν ασυμβίβαστο με το δεσμευτικό αποτέλεσμα, το οποίο το άρθρο 288 τρίτο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδίδει σε οδηγία, να αποκλείει, καταρχήν, τη δυνατότητα να βασίζονται οι ενδιαφερόμενοι σε υποχρέωση που επιβάλλεται από οδηγία. Αυτό ισχύει επίσης και για έναν κανονισμό του οποίου στόχος είναι να διασφαλίσει ότι το ανακτημένο νερό είναι ασφαλές για γεωργική άρδευση.

(40)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και θα πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή του. Οι εν λόγω κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(41)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(42)

Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί επαρκής χρόνος, προκειμένου τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν τις αναγκαίες διοικητικές υποδομές για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και οι φορείς λειτουργίας να προετοιμαστούν για την εφαρμογή των νέων κανόνων.

(43)

Με στόχο την ανάπτυξη και την προώθηση, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό, της επαναχρησιμοποίησης των δεόντως επεξεργασμένων λυμάτων και προκειμένου να βελτιωθεί σημαντικά η αξιοπιστία των κατάλληλα επεξεργασμένων λυμάτων και των βιώσιμων μεθόδων χρήσης, η Ένωση θα πρέπει να στηρίξει την έρευνα και την ανάπτυξη στο πεδίο αυτό, μέσω του προγράμματος «Ορίζων Ευρώπη».

(44)

Ο παρών κανονισμός επιδιώκει να ενθαρρύνει τη βιώσιμη χρήση του νερού. Λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον στόχο, η Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ενωσιακά προγράμματα, μεταξύ των οποίων το πρόγραμμα LIFE, για να στηρίξει τοπικές πρωτοβουλίες που αφορούν την επαναχρησιμοποίηση δεόντως επεξεργασμένων λυμάτων,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και σκοπός

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις για την ποιότητα και την παρακολούθηση των υδάτων και διατάξεις για τη διαχείριση κινδύνου, για την ασφαλή χρήση ανακτημένου νερού στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδάτων.

2.   Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να εγγυηθεί ότι το ανακτημένο νερό είναι ασφαλές για γεωργική άρδευση, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων, προάγοντας την κυκλική οικονομία, στηρίζοντας την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων της οδηγίας 2000/60/ΕΚ μέσω της αντιμετώπισης, με συντονισμένο τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση, της λειψυδρίας και της επακόλουθης πίεσης που υφίστανται οι υδάτινοι πόροι, συμβάλλοντας έτσι επίσης στην αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται όταν τα επεξεργασμένα αστικά λύματα επαναχρησιμοποιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ, για γεωργική άρδευση, όπως ορίζει το παράρτημα I τμήμα 1 του παρόντος κανονισμού.

2.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι δεν ενδείκνυται η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων για γεωργική άρδευση σε μία ή περισσότερες περιοχές λεκανών απορροής ποταμού ή σε τμήματά τους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τις γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες της περιοχής ή των τμημάτων της,

β)

τις πιέσεις επί άλλων υδάτινων πόρων και την κατάσταση αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ποσοτικής κατάστασης των σωμάτων υπόγειων υδάτων όπως αναφέρεται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ,

γ)

τις πιέσεις επί, και την κατάσταση, των σωμάτων επιφανειακών υδάτων στα οποία απορρίπτονται τα επεξεργασμένα λύματα,

δ)

το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος πόρου του ανακτημένου νερού και άλλων υδάτινων πόρων.

Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του πρώτου εδαφίου αιτιολογείται δεόντως με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο και υποβάλλεται στην Επιτροπή. Τυγχάνει αναθεώρησης όπως απαιτείται, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των προβλέψεων για την κλιματική αλλαγή και των εθνικών στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, και τουλάχιστον κάθε έξι έτη λαμβανομένων υπόψη των σχεδίων διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμών που καταρτίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα ερευνητικά ή πιλοτικά έργα που αφορούν εγκαταστάσεις ανάκτησης μπορούν να εξαιρούνται από τον παρόντα κανονισμό, όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώνει ότι πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το ερευνητικό ή πιλοτικό έργο δεν θα εκτελεστεί σε υδάτινο σώμα που χρησιμοποιείται για την απόληψη νερού ανθρώπινης κατανάλωσης ή στη σχετική ζώνη προστασίας που έχει οριστεί σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ,

β)

το ερευνητικό ή πιλοτικό έργο θα υπόκειται σε κατάλληλη παρακολούθηση.

Κάθε εξαίρεση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο περιορίζεται σε μέγιστη περίοδο πέντε ετών.

Καλλιέργειες που προκύπτουν από ερευνητικό ή πιλοτικό έργο εξαιρούμενο δυνάμει της παρούσας παραγράφου δεν διατίθενται στην αγορά.

4.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και δεν εμποδίζει τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων να επιτυγχάνουν την ποιότητα νερού που απαιτείται για τη συμμόρφωση προς τον εν λόγω κανονισμό, χρησιμοποιώντας, σε μεταγενέστερο στάδιο, διάφορες επιλογές επεξεργασίας νερού, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλες επιλογές μη επεξεργασίας, ή να χρησιμοποιούν εναλλακτικές πηγές νερού για γεωργική άρδευση.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«αρμόδια αρχή»: αρχή ή φορέας που έχει καθοριστεί από κράτος μέλος προκειμένου να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τη χορήγηση αδειών για την παραγωγή ή την παροχή ανακτημένου νερού, όσον αφορά τις εξαιρέσεις για ερευνητικά ή πιλοτικά έργα και όσον αφορά τους ελέγχους συμμόρφωσης,

2)

«τελικός χρήστης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είτε είναι δημόσια είτε ιδιωτική οντότητα, που χρησιμοποιεί ανακτημένο νερό για γεωργική άρδευση,

3)

«αστικά λύματα»: αστικά λύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ,

4)

«ανακτημένο νερό»: τα αστικά λύματα που έχουν υποστεί επεξεργασία σύμφωνα με στις απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία 91/271/ΕΟΚ και τα οποία προκύπτουν από περαιτέρω επεξεργασία σε εγκατάσταση ανάκτησης σύμφωνα με το παράρτημα I τμήμα 2 του παρόντος κανονισμού,

5)

«εγκατάσταση ανάκτησης»: ο σταθμός επεξεργασίας αστικών λυμάτων ή άλλη εγκατάσταση η οποία επεξεργάζεται περαιτέρω τα αστικά λύματα που πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία 91/271/ΕΟΚ, με στόχο την παραγωγή νερού κατάλληλου για χρήση που προσδιορίζεται στο παράρτημα I τμήμα 1 του παρόντος κανονισμού,

6)

«φορέας λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που εκπροσωπεί ιδιωτική οντότητα ή δημόσια αρχή, το οποίο λειτουργεί ή ελέγχει μια εγκατάσταση ανάκτησης,

7)

«πηγή κινδύνου»: βιολογικός, χημικός, φυσικός ή ραδιολογικός παράγοντας που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει βλάβη σε ανθρώπους, ζώα, καλλιέργειες ή φυτά, σε άλλους επίγειους ζώντες οργανισμούς, σε υδρόβιους ζώντες οργανισμούς, σε εδάφη ή στο περιβάλλον γενικά,

8)

«κίνδυνος»: η πιθανότητα αναγνωρισμένων πηγών κινδύνου να προκαλούν βλάβη σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρότητας των συνεπειών,

9)

«διαχείριση κινδύνου»: η συστηματική διαχείριση που διασφαλίζει με συνέπεια ότι η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων είναι ασφαλής σε συγκεκριμένο πλαίσιο,

10)

«προληπτικό μέτρο»: δέουσα δράση ή δραστηριότητα που μπορεί να προλαμβάνει ή να εξαλείφει έναν υγειονομικό ή περιβαλλοντικό κίνδυνο ή μπορεί να μειώνει έναν τέτοιο κίνδυνο σε αποδεκτό επίπεδο,

11)

«σημείο συμμόρφωσης»: το σημείο όπου ο φορέας λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης παραδίδει ανακτημένο νερό στον επόμενο παράγοντα της αλυσίδας,

12)

«φραγμός»: κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών ή σχετικών με τη διαδικασία σταδίων ή των όρων χρήσης, που μειώνει ή προλαμβάνει κίνδυνο μόλυνσης του ανθρώπου, προλαμβάνοντας την επαφή ανακτημένου νερού με προϊόν προς βρώση και άμεσα εκτιθέμενα άτομα, ή άλλο μέσο το οποίο, για παράδειγμα, μειώνει τη συγκέντρωση μικροοργανισμών στο ανακτημένο νερό ή προλαμβάνει την επιβίωσή τους στο προϊόν προς βρώση,

13)

«άδεια»: γραπτή εξουσιοδότηση που εκδίδεται από αρμόδια αρχή για την παραγωγή ή την παροχή ανακτημένου νερού για γεωργική άρδευση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

14)

«υπεύθυνο μέρος»: ένα μέρος που έχει ρόλο ή εκτελεί δραστηριότητα στο σύστημα επαναχρησιμοποίησης των υδάτων, περιλαμβανομένων του φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης, του φορέα λειτουργίας του σταθμού επεξεργασίας αστικών λυμάτων, όπου διαφέρει από τον φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης, της σχετικής αρχής πέραν της καθορισθείσας αρμόδιας αρχής, του φορέα διανομής ανακτημένου νερού ή του φορέα αποθήκευσης ανακτημένου νερού,

15)

«σύστημα επαναχρησιμοποίησης των υδάτων»: η υποδομή και άλλα τεχνικά στοιχεία που απαιτούνται για την παραγωγή, παροχή και χρήση ανακτημένου νερού· περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία από την είσοδο του σταθμού επεξεργασίας αστικών λυμάτων μέχρι το σημείο όπου το ανακτημένο νερό χρησιμοποιείται για γεωργική άρδευση, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των υποδομών διανομής και αποθήκευσης.

Άρθρο 4

Υποχρεώσεις του φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης και υποχρεώσεις σχετικά με την ποιότητα του ανακτημένου νερού

1.   Ο φορέας λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης διασφαλίζει ότι, στο σημείο συμμόρφωσης, το ανακτημένο νερό το οποίο προορίζεται για γεωργική άρδευση όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα 1, συμμορφώνεται με τα ακόλουθα:

α)

τις ελάχιστες απαιτήσεις για την ποιότητα των υδάτων που καθορίζονται στο παράρτημα I τμήμα 2,

β)

τυχόν πρόσθετους όρους που καθορίζει η αρμόδια αρχή στη σχετική άδεια δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ), όσον αφορά με την ποιότητα των υδάτων.

Πέραν του σημείου συμμόρφωσης, η ποιότητα των υδάτων δεν αποτελεί πλέον ευθύνη του φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης.

2.   Για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο φορέας λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης παρακολουθεί την ποιότητα των υδάτων σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α)

το παράρτημα I τμήμα 2,

β)

τυχόν πρόσθετους όρους που καθορίζει η αρμόδια αρχή στη σχετική άδεια δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ), όσον αφορά την παρακολούθηση.

Άρθρο 5

Διαχείριση κινδύνου

1.   Για την παραγωγή, παροχή και χρησιμοποίηση ανακτημένου νερού, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει τη θέσπιση σχεδίου διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων.

Ένα σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων μπορεί να καλύπτει ένα ή περισσότερα συστήματα επαναχρησιμοποίησης των υδάτων.

2.   Το σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων καταρτίζεται από τον φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης, άλλα υπεύθυνα μέρη και τους τελικούς χρήστες, κατά περίπτωση. Τα υπεύθυνα μέρη που καταρτίζουν το σχέδιο διαχείρισης κινδύνου επαναχρησιμοποίησης των υδάτων συμβουλεύονται όλα τα άλλα σχετικά υπεύθυνα μέρη και τους τελικούς χρήστες, κατά περίπτωση.

3.   Το σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων βασίζεται σε όλα τα κύρια στοιχεία διαχείρισης κινδύνου που καθορίζονται στο παράρτημα II. Προσδιορίζει τις αρμοδιότητες διαχείρισης κινδύνου του φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης και άλλων υπεύθυνων μερών.

4.   Το σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων ιδίως:

α)

καθορίζει τυχόν αναγκαίες απαιτήσεις για τον φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης επιπλέον εκείνων που ορίζονται στο παράρτημα I σύμφωνα με το παράρτημα II τμήμα Β) για τον περαιτέρω μετριασμό τυχόν κινδύνων πριν το σημείο συμμόρφωσης,

β)

αναγνωρίζει πηγές κινδύνου, κινδύνους και τα κατάλληλα προληπτικά και/ή πιθανά διορθωτικά μέτρα σύμφωνα με το παράρτημα II τμήμα Γ),

γ)

αναγνωρίζει επιπρόσθετους φραγμούς στο σύστημα επαναχρησιμοποίησης των υδάτων και καθορίζει τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις, που απαιτούνται μετά το σημείο συμμόρφωσης, για να διασφαλιστεί ότι το εν λόγω σύστημα επαναχρησιμοποίησης των υδάτων είναι ασφαλές, περιλαμβανομένων των όρων που σχετίζονται με τη διανομή, αποθήκευση και χρήση κατά περίπτωση, και αναγνωρίζει τα μέρη που είναι υπεύθυνα για την εκπλήρωση των εν λόγω απαιτήσεων.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 13, για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να προσαρμόσει τα βασικά στοιχεία διαχείρισης κινδύνου που ορίζονται στο παράρτημα II στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή επίσης η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 13 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να καθορίσει τις τεχνικές προδιαγραφές των βασικών στοιχείων διαχείρισης κινδύνου που ορίζονται στο παράρτημα II.

Άρθρο 6

Υποχρεώσεις άδειας για ανακτημένο νερό

1.   Για την παραγωγή και παροχή ανακτημένου νερού το οποίο προορίζεται για γεωργική άρδευση όπως προσδιορίζεται στο παράρτημα I τμήμα 1 απαιτείται άδεια.

2.   Τα υπεύθυνα μέρη του συστήματος επαναχρησιμοποίησης των υδάτων, περιλαμβανομένου του τελικού χρήστη κατά περίπτωση και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας ή για τροποποίηση υπάρχουσας άδειας στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο λειτουργεί ή σχεδιάζεται να λειτουργήσει η εγκατάσταση ανάκτησης.

3.   Η άδεια καθορίζει τις υποχρεώσεις του φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης και, κατά περίπτωση, τυχόν άλλων υπεύθυνων μερών. Η άδεια βασίζεται στο σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων και προσδιορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α)

την κατηγορία ή τις κατηγορίες ποιότητας του ανακτημένου νερού και τη γεωργική χρήση για την οποία, σύμφωνα με το παράρτημα I, επιτρέπεται το ανακτημένο νερό, τον τόπο διάθεσης, τις εγκαταστάσεις ανάκτησης και τον εκτιμώμενο ετήσιο όγκο του ανακτημένου νερού που πρόκειται να παραχθεί,

β)

τους όρους σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την ποιότητα και την παρακολούθηση του νερού που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα 2,

γ)

τυχόν όρους σε σχέση με πρόσθετες απαιτήσεις για τον φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης, που προσδιορίζονται στο σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων,

δ)

οποιουσδήποτε άλλους όρους που απαιτούνται για την εξάλειψη τυχόν μη αποδεκτών κινδύνων για το περιβάλλον και για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων, ούτως ώστε να υφίσταται αποδεκτό επίπεδο κινδύνων,

ε)

την περίοδο ισχύος της άδειας,

στ)

το σημείο συμμόρφωσης.

4.   Με σκοπό την αξιολόγηση αίτησης, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται και ανταλλάσσει σχετικές πληροφορίες με άλλες σχετικές αρχές, ιδίως τις αρχές ύδρευσης και υγείας, αν δεν ταυτίζονται με την αρμόδια αρχή, και κάθε άλλο μέρος το οποίο η αρμόδια αρχή θεωρεί σχετικό.

5.   Η αρμόδια αρχή αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση αν θα χορηγήσει άδεια. Όταν, λόγω της πολυπλοκότητας της αίτησης, η αρμόδια αρχή χρειάζεται περισσότερους από 12 μήνες από την παραλαβή πλήρους αίτησης για να αποφασίσει κατά πόσον θα χορηγήσει άδεια, γνωστοποιεί την αναμενόμενη ημερομηνία της απόφασής της στον αιτούντα.

6.   Οι άδειες επανεξετάζονται τακτικά και αναπροσαρμόζονται όπου απαιτείται, τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

έχει υπάρξει ουσιαστική μεταβολή της δυναμικότητας,

β)

ο εξοπλισμός έχει αναβαθμιστεί,

γ)

έχει προστεθεί νέος εξοπλισμός ή διεργασίες,

δ)

έχουν λάβει χώρα αλλαγές των κλιματικών ή άλλων συνθηκών που επηρεάζουν σημαντικά την οικολογική κατάσταση των σωμάτων επιφανειακών υδάτων.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η αποθήκευση, η διανομή και η χρησιμοποίηση ανακτημένου νερού να υπόκεινται σε ειδική άδεια προκειμένου να εφαρμόζονται οι πρόσθετες απαιτήσεις και φραγμοί που προσδιορίζονται στο σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 4.

Άρθρο 7

Έλεγχος συμμόρφωσης

1.   Η αρμόδια αρχή επαληθεύει κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση με τους όρους που καθορίζονται στην άδεια. Οι έλεγχοι συμμόρφωσης διενεργούνται με τη χρήση των ακόλουθων μέσων:

α)

επιτόπιων ελέγχων,

β)

δεδομένων παρακολούθησης που λαμβάνονται ιδίως δυνάμει του παρόντος κανονισμού,

γ)

τυχόν άλλων κατάλληλων μέσων.

2.   Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους όρους που καθορίζονται στην άδεια, η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης και, κατά περίπτωση, από τα άλλα υπεύθυνα μέρη να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης χωρίς καθυστέρηση και να ενημερώσουν αμέσως τους θιγόμενους τελικούς χρήστες.

3.   Όταν η μη συμμόρφωση με τους όρους που καθορίζονται στην άδεια αντιπροσωπεύει σημαντικό κίνδυνο για το περιβάλλον ή την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων, ο φορέας λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης και οποιαδήποτε άλλα υπεύθυνα μέρη διακόπτουν άμεσα την παροχή ανακτημένου νερού, έως ότου η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι έχει αποκατασταθεί η συμμόρφωση, ακολουθώντας τις διαδικασίες που ορίζονται στο σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων, σύμφωνα με το παράρτημα I τμήμα 2 στοιχείο α).

4.   Σε περίπτωση συμβάντος που επηρεάζει τη συμμόρφωση με τους όρους που καθορίζονται στην άδεια, ο φορέας λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης ή οποιαδήποτε άλλα υπεύθυνα μέρη ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή και άλλα μέρη που δυνητικά επηρεάζονται και κοινοποιούν στην αρμόδια αρχή τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτίμηση των επιπτώσεων του εν λόγω συμβάντος.

5.   Η αρμόδια αρχή ελέγχει τακτικά τη συμμόρφωση των υπεύθυνων μερών με τα μέτρα και τα καθήκοντα που καθορίζονται στο σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων.

Άρθρο 8

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

1.   Όταν η επαναχρησιμοποίηση των υδάτων παρουσιάζει διασυνοριακό ενδιαφέρον, τα κράτη μέλη ορίζουν σημείο επαφής για τους σκοπούς της συνεργασίας με τα σημεία επαφής και τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, κατά περίπτωση, ή χρησιμοποιούν υφιστάμενες δομές που απορρέουν από διεθνείς συμφωνίες.

Ο ρόλος των σημείων επαφής ή των υφιστάμενων δομών είναι:

α)

η λήψη και διαβίβαση αιτημάτων βοήθειας,

β)

η παροχή συνδρομής κατόπιν αιτήματος και

γ)

ο συντονισμός της επικοινωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών.

Πριν από τη χορήγηση άδειας, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 με το σημείο επαφής στο κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το ανακτημένο νερό.

2.   Τα κράτη μέλη ανταποκρίνονται στα αιτήματα συνδρομής χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 9

Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση

Η εξοικονόμηση υδάτινων πόρων ως αποτέλεσμα της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων γίνεται αντικείμενο εκστρατειών γενικής ευαισθητοποίησης στα κράτη μέλη στα οποία χρησιμοποιείται ανακτημένο νερό για γεωργική άρδευση. Οι εν λόγω εκστρατείες μπορούν να περιλαμβάνουν την προώθηση των ωφελειών της ασφαλούς επαναχρησιμοποίησης των υδάτων.

Τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν επίσης να καταρτίζουν εκστρατείες πληροφόρησης για τους τελικούς χρήστες, ώστε να εξασφαλίζεται η βέλτιστη και ασφαλής χρήση του ανακτημένου νερού, διασφαλίζοντας συνεπώς ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προσαρμόζουν τις εν λόγω πληροφορίες και εκστρατείες ευαισθητοποίησης ανάλογα με την κλίμακα επαναχρησιμοποίησης των υδάτων.

Άρθρο 10

Πληροφόρηση του κοινού

1.   Με την επιφύλαξη των οδηγιών 2003/4/ΕΚ και 2007/2/ΕΚ, τα κράτη μέλη στα οποία το ανακτημένο νερό χρησιμοποιείται για γεωργική άρδευση, όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα 1 του παρόντος κανονισμού, διασφαλίζουν ότι παρέχονται στο κοινό, επιγραμμικά ή με άλλα μέσα, επαρκείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

την ποσότητα και την ποιότητα του ανακτημένου νερού που παρέχεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

β)

το ποσοστό του ανακτημένου νερού που παρέχεται στο κράτος μέλος σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε σύγκριση με τη συνολική ποσότητα επεξεργασμένων αστικών λυμάτων, όταν τα σχετικά στοιχεία είναι διαθέσιμα,

γ)

τις άδειες που χορηγούνται ή τροποποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των όρων που θέτουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού,

δ)

τα αποτελέσματα τυχόν ελέγχων συμμόρφωσης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού,

ε)

τα σημεία επαφής που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επικαιροποιούνται ανά διετία.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 διατίθεται στο κοινό επιγραμμικά ή με άλλα μέσα.

Άρθρο 11

Πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής

1.   Με την επιφύλαξη των οδηγιών 2003/4/ΕΚ και 2007/2/ΕΚ, τα κράτη μέλη στα οποία το ανακτημένο νερό χρησιμοποιείται για γεωργική άρδευση, όπως καθορίζεται στο παράρτημα I τμήμα 1 του παρόντος κανονισμού, με τη συνδρομή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος:

α)

καταρτίζουν και δημοσιεύουν έως τις 26 Ιουνίου 2026, και επικαιροποιούν κάθε έξι έτη, ένα σύνολο δεδομένων που περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το αποτέλεσμα του ελέγχου συμμόρφωσης ο οποίος διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού και άλλες πληροφορίες που διατίθενται στο κοινό επιγραμμικά ή με άλλα μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού,

β)

καταρτίζουν, δημοσιεύουν και εφεξής επικαιροποιούν ετησίως ένα σύνολο δεδομένων με πληροφορίες σχετικά με περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τους όρους που προβλέπονται στην άδεια που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού και με πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η Επιτροπή, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων έχουν πρόσβαση στα σύνολα δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Με βάση τα σύνολα δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, καταρτίζει, δημοσιεύει και επικαιροποιεί, σε τακτική βάση ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, επισκόπηση σε επίπεδο Ένωσης. Η εν λόγω επισκόπηση περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, δείκτες για τις εκροές, τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις του παρόντος κανονισμού, χάρτες και εκθέσεις για τα κράτη μέλη.

4.   Η Επιτροπή δύναται, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη μορφή και την παρουσίαση των πληροφοριών που παρέχονται δυνάμει της παραγράφου 1, καθώς και λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη μορφή και την παρουσίαση της επισκόπησης σε επίπεδο Ένωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 14.

5.   Έως τις 26 Ιουνίου 2022, η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την υποστήριξη της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12

Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.   Η Επιτροπή, έως τις 26 Ιουνίου 2028, διενεργεί αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού. Η αξιολόγηση βασίζεται τουλάχιστον στα ακόλουθα:

α)

την πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,

β)

τα σύνολα δεδομένων που καταρτίστηκαν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 και την επισκόπηση σε επίπεδο Ένωσης που καταρτίστηκε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3,

γ)

συναφή επιστημονικά, αναλυτικά και επιδημιολογικά στοιχεία,

δ)

τεχνική και επιστημονική γνώση,

ε)

συστάσεις της ΠΟΥ, εφόσον διατίθενται, ή άλλες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές ή πρότυπα ISO.

2.   Κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις ακόλουθες πτυχές:

α)

στις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I,

β)

στα βασικά στοιχεία διαχείρισης κινδύνου που καθορίζονται στο παράρτημα II,

γ)

στις πρόσθετες απαιτήσεις που θεσπίζουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ),

δ)

στις επιπτώσεις της επαναχρησιμοποίησης των υδάτων στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου και των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων των ουσιών που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία.

3.   Στο πλαίσιο της αξιολόγησης, η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσο είναι εφικτό:

α)

να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στο ανακτημένο νερό που προορίζεται για περαιτέρω ειδικές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της επαναχρησιμοποίησης για βιομηχανικούς σκοπούς,

β)

να επεκταθούν οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, ώστε να καλύψουν την έμμεση χρήση επεξεργασμένων λυμάτων·

4.   Με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης ή όποτε το απαιτούν νέες τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις, η Επιτροπή δύναται να εξετάσει την ανάγκη αναθεώρησης των ελάχιστων απαιτήσεων που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα 2.

5.   Κατά περίπτωση, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 13

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 παράγραφος 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 25 Ιουνίου 2020. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία, που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 5 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 14

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστάθηκε με την οδηγία 2000/60/ΕΚ. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 15

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι εκτελούνται. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, έως τις 26 Ιουνίου 2024, τους εν λόγω κανόνες και τα μέτρα και της κοινοποιούν οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση που τα επηρεάζει.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 26 Ιουνίου 2023

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 25 Μαΐου 2020.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. M. SASSOLI

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

A. METELKO-ZGOMBIĆ


(1)  ΕΕ C 110 της 22.3.2019, σ. 94.

(2)  ΕΕ C 86 της 7.3.2019, σ. 353.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 7ης Απριλίου 2020 (ΕΕ C 147 της 4.5.2020, σ. 1). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαΐου 2020 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(5)  Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40).

(6)  ΕΕ C 9 E της 15.1.2010, σ. 33.

(7)  Οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 32).

(8)  Οδηγία 86/278/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1986, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και ιδίως του εδάφους κατά τη χρησιμοποίηση της ιλύος καθαρισμού λυμάτων στη γεωργία (ΕΕ L 181 της 4.7.1986, σ. 6).

(9)  Οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 1991 για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 183/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, της 12ης Ιανουαρίου 2005, περί καθορισμού των απαιτήσεων για την υγιεινή των ζωοτροφών (ΕΕ L 35 της 8.2.2005, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2005, για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα η πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης και για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2006/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2006, σχετικά με τη διαχείριση της ποιότητας των υδάτων κολύμβησης και την κατάργηση της οδηγίας 76/160/ΕΟΚ (ΕΕ L 64 της 4.3.2006, σ. 37).

(16)  Οδηγία 2006/118/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση και την υποβάθμιση (ΕΕ L 372 της 27.12.2006, σ. 19).

(17)  Οδηγία 2008/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με πρότυπα ποιότητας περιβάλλοντος στον τομέα της πολιτικής των υδάτων καθώς και σχετικά με την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών του Συμβουλίου 82/176/ΕΟΚ, 83/513/ΕΟΚ, 84/156/ΕΟΚ, 84/491/ΕΟΚ και 86/280/ΕΟΚ και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 84).

(18)  Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2005 της Επιτροπής της 15ης Νοεμβρίου 2005 περί μικροβιολογικών κριτηρίων για τα τρόφιμα (ΕΕ L 338 της 22.12.2005, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, για καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα (ΕΕ L 364 της 20.12.2006, σ. 5).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 142/2011 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την εφαρμογή της οδηγίας 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά ορισμένα δείγματα και τεμάχια που εξαιρούνται από κτηνιατρικούς ελέγχους στα σύνορα οι οποίοι αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία (ΕΕ L 54 της 26.2.2011, σ. 1).

(22)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

(23)  ΕΕ L 124 της 17.5.2005, σ. 4.

(24)  Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (INSPIRE) (ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1).

(25)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(26)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΧΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Τμήμα 1

Χρήσεις του ανακτημένου νερού

Γεωργική άρδευση

Γεωργική άρδευση σημαίνει την άρδευση των ακόλουθων τύπων καλλιεργειών:

καλλιέργειες εδώδιμων φυτών που καταναλώνονται ωμά, δηλαδή καλλιέργειες για κατανάλωση από τον άνθρωπο ωμές ή μη επεξεργασμένες,

καλλιέργειες εδώδιμων φυτών που μεταποιούνται, δηλαδή καλλιέργειες που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση μετά από επεξεργασία (π.χ. μαγείρεμα ή βιομηχανική μεταποίηση),

καλλιέργειες μη εδώδιμων φυτών, δηλαδή καλλιέργειες που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (π.χ. βοσκότοποι και χορτονομή, φυτά για παραγωγή ινών, διακοσμητικά φυτά, σπόροι προς σπορά, ενεργειακές καλλιέργειες και χλοοτάπητες).

Με την επιφύλαξη του λοιπού σχετικού ενωσιακού δικαίου στους τομείς του περιβάλλοντος και της υγείας, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν ανακτημένο νερό για περαιτέρω χρήσεις, όπως:

η επαναχρησιμοποίηση βιομηχανικών υδάτων και

για σχετικούς με την αναψυχή σκοπούς και για περιβαλλοντικούς σκοπούς.

Τμήμα 2

Ελάχιστες απαιτήσεις

Ελάχιστες απαιτήσεις που ισχύουν για το ανακτημένο νερό που προβλέπεται για γεωργική άρδευση

Στον πίνακα 1 καθορίζονται οι κατηγορίες ποιότητας του ανακτημένου νερού και οι επιτρεπόμενες χρήσεις και οι μέθοδοι άρδευσης για κάθε κατηγορία. Οι ελάχιστες απαιτήσεις για την ποιότητα του νερού καθορίζονται στο στοιχείο α) πίνακας 2. Οι ελάχιστοι στόχοι συχνότητας και απόδοσης για την παρακολούθηση του ανακτημένου νερού καθορίζονται στο στοιχείο β) πίνακας 3 (συνήθης παρακολούθηση) και πίνακας 4 (παρακολούθηση για επικύρωση).

Οι καλλιέργειες μιας δεδομένης κατηγορίας αρδεύονται με ανακτημένο νερό της αντίστοιχης ελάχιστης κατηγορίας ποιότητας ανακτημένου νερού, όπως ορίζεται στον πίνακα 1, εκτός εάν χρησιμοποιούνται οι κατάλληλοι πρόσθετοι φραγμοί που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4 στοιχείο γ), που έχουν ως αποτέλεσμα την επίτευξη των απαιτήσεων ποιότητας που καθορίζονται στο στοιχείο α) πίνακα 2. Αυτοί οι πρόσθετοι φραγμοί μπορούν να βασίζονται στον ενδεικτικό κατάλογο προληπτικών μέτρων που αναφέρεται στο παράρτημα II σημείο 7 ή σε άλλα ισοδύναμα εθνικά ή διεθνή πρότυπα, π.χ. το πρότυπο ISO 16075-2.

Πίνακας 1 — Κατηγορίες ποιότητας του ανακτημένου νερού και επιτρεπόμενη γεωργική χρήση και μέθοδος άρδευσης

Ελάχιστη κατηγορία ποιότητας του ανακτημένου νερού

Κατηγορία καλλιέργειας (*1)

Μέθοδος άρδευσης

A

Όλες οι καλλιέργειες εδώδιμων φυτών που καταναλώνονται ωμά των οποίων το βρώσιμο τμήμα έρχεται σε άμεση επαφή με ανακτημένο νερό και τα ριζώδη φυτά που καταναλώνονται ωμά

Όλες οι μέθοδοι άρδευσης

Β

Καλλιέργειες εδώδιμων φυτών που καταναλώνονται ωμά όταν το βρώσιμο μέρος παράγεται πάνω από το έδαφος και δεν βρίσκεται σε άμεση επαφή με ανακτημένο νερό, καλλιέργειες εδώδιμων φυτών που μεταποιούνται και καλλιέργειες μη εδώδιμων φυτών, συμπεριλαμβανομένων των καλλιεργειών που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή γαλακτοπαραγωγικών ζώων ή ζώων που παράγουν κρέας

Όλες οι μέθοδοι άρδευσης

Γ

Καλλιέργειες εδώδιμων φυτών που καταναλώνονται ωμά όταν το βρώσιμο μέρος παράγεται πάνω από το έδαφος και δεν βρίσκεται σε άμεση επαφή με ανακτημένο νερό, καλλιέργειες εδώδιμων φυτών που μεταποιούνται και καλλιέργειες μη εδώδιμων φυτών, συμπεριλαμβανομένων των καλλιεργειών που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή γαλακτοπαραγωγικών ζώων ή ζώων που παράγουν κρέας

Στάγδην άρδευση (*2) ή άλλη μέθοδος άρδευσης που αποφεύγει την άμεση επαφή με το βρώσιμο μέρος της καλλιέργειας

Δ

Βιομηχανικές και ενεργειακές καλλιέργειες και καλλιέργειες σπόρων

Όλες οι μέθοδοι άρδευσης (*3)

α)   Ελάχιστες απαιτήσεις για την ποιότητα του νερού

Πίνακας 2 — Απαιτήσεις ποιότητας του ανακτημένου νερού για γεωργική άρδευση

Κατηγορία ποιότητας ανακτημένου νερού

Ενδεικτικός τεχνολογικός στόχος

Απαιτήσεις ποιότητας

E. coli

(αριθμός/100 ml)

BOD5

(mg/l)

TSS

(mg/l)

Θολότητα

(NTU)

Άλλα

A

Δευτεροβάθμια επεξεργασία, διήθηση και απολύμανση

≤ 10

≤ 10

≤ 10

≤ 5

Legionella spp.: < 1.000 cfu/l, όταν υπάρχει κίνδυνος αερόλυσης

Εντερικά νηματώδη (αβγά ελμίνθων): ≤ 1 αβγό/l για άρδευση βοσκοτόπων ή χορτονομής

Β

Δευτεροβάθμια επεξεργασία και απολύμανση

≤ 100

Σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ

(Παράρτημα I πίνακας 1)

Σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ

(Παράρτημα I πίνακας 1)

-

Γ

Δευτεροβάθμια επεξεργασία και απολύμανση

≤ 1 000

-

Δ

Δευτεροβάθμια επεξεργασία και απολύμανση

≤ 10 000

-

Το ανακτημένο νερό θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον πίνακα 2 όταν οι μετρήσεις για το εν λόγω ανακτημένο νερό πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

οι αναφερόμενες τιμές για το E. coli, τη Legionella spp. και τα εντερικά νηματώδη πληρούνται στο 90 % ή περισσότερο των δειγμάτων· καμία από τις τιμές των δειγμάτων δεν υπερβαίνει το όριο μέγιστης απόκλισης της 1 λογαριθμικής μονάδας από την αναφερόμενη τιμή για το E. coli και τη Legionella spp. και το 100 % της αναφερόμενης τιμής για τα εντερικά νηματώδη,

οι αναφερόμενες τιμές για το BOD5, τα TSS και τη θολότητα στην κατηγορία Α πληρούνται στο 90 % ή περισσότερο των δειγμάτων· καμία από τις τιμές των δειγμάτων δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο απόκλισης του 100 % της αναφερόμενης τιμής.

β)   Ελάχιστες απαιτήσεις για την παρακολούθηση

Οι φορείς λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης εκτελούν συνήθη παρακολούθηση για να επαληθεύουν ότι το ανακτημένο νερό πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις για την ποιότητα του νερού που αναφέρονται στο στοιχείο α). Η συνήθης παρακολούθηση περιλαμβάνεται στις διαδικασίες επαλήθευσης του συστήματος επαναχρησιμοποίησης των υδάτων.

Τα δείγματα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τις μικροβιολογικές παραμέτρους στο σημείο συμμόρφωσης λαμβάνονται σύμφωνα με το πρότυπο EN ISO 19458 ή με οποιαδήποτε άλλα εθνικά ή διεθνή πρότυπα που διασφαλίζουν ισοδύναμη ποιότητα.

Πίνακας 3 — Ελάχιστες συχνότητες για τη συνήθη παρακολούθηση του ανακτημένου νερού για γεωργική άρδευση

 

Ελάχιστες συχνότητες παρακολούθησης

Κατηγορία ποιότητας του ανακτημένου νερού

E. coli

BOD5

TSS

Θολότητα

Legionella spp.

(κατά περίπτωση)

Εντερικά νηματώδη

(κατά περίπτωση)

A

Μία φορά την εβδομάδα

Μία φορά την εβδομάδα

Μία φορά την εβδομάδα

Συνεχής

Δύο φορές τον μήνα

Δύο φορές τον μήνα ή όπως καθορίζεται από τον φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης, σύμφωνα με τον αριθμό των αβγών στα λύματα που εισέρχονται στην εγκατάσταση ανάκτησης

Β

Μία φορά την εβδομάδα

Σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ

(Παράρτημα I τμήμα Δ)

Σύμφωνα με την οδηγία 91/271/ΕΟΚ

(Παράρτημα I τμήμα Δ)

-

Γ

Δύο φορές τον μήνα

-

Δ

Δύο φορές τον μήνα

-

Η παρακολούθηση για επικύρωση πραγματοποιείται πριν τεθεί σε λειτουργία μια νέα εγκατάσταση ανάκτησης.

Οι εγκαταστάσεις ανάκτησης που ήδη λειτουργούν και πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας του ανακτημένου νερού και οι οποίες καθορίζονται στο στοιχείο α) πίνακας 2 κατά την 25η Ιουνίου 2020, εξαιρούνται από την εν λόγω υποχρέωση παρακολούθησης για επικύρωση.

Ωστόσο, η παρακολούθηση για επικύρωση πραγματοποιείται σε όλες τις περιπτώσεις, όταν αναβαθμίζεται ο εξοπλισμός και όταν προστίθενται νέος εξοπλισμός ή διαδικασίες.

Η παρακολούθηση για επικύρωση πραγματοποιείται για την κατηγορία ποιότητας του ανακτημένου νερού με τις αυστηρότερες απαιτήσεις, την κατηγορία Α, για να αξιολογηθεί αν πληρούνται οι στόχοι απόδοσης (μείωση log10). Η παρακολούθηση για επικύρωση συνεπάγεται την παρακολούθηση των μικροοργανισμών-δεικτών που συνδέονται με κάθε ομάδα παθογόνων μικροοργανισμών, δηλαδή βακτήρια, ιούς και πρωτόζωα. Οι μικροοργανισμοί-δείκτες που έχουν επιλεγεί είναι το E. coli, για την παρουσία παθογόνων βακτηρίων, ειδικών F κολιφάγων, σωματικών κολιφάγων ή κολιφάγων για παθογόνους ιούς, και τα σπόρια Clostridium perfringens ή τα σποριογόνα, θειικο-αναγωγικά βακτηρίδια για τα πρωτόζωα. Οι στόχοι επιδόσεων (μείωση log10) για την παρακολούθηση για επικύρωση για τους επιλεγμένους μικροοργανισμούς-δείκτες ορίζονται στον πίνακα 4 και τηρούνται στο σημείο συμμόρφωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεντρώσεις των ανεπεξέργαστων λυμάτων που εισέρχονται στον σταθμό επεξεργασίας αστικών λυμάτων. Τουλάχιστον το 90 % των δειγμάτων επικύρωσης προσεγγίζει ή υπερβαίνει τους στόχους απόδοσης.

Όταν ένας βιολογικός δείκτης δεν υπάρχει σε επαρκή ποσότητα στα ανεπεξέργαστα λύματα ώστε να επιτευχθεί η μείωση log10, η απουσία του εν λόγω βιολογικού δείκτη στο ανακτημένο νερό συνεπάγεται ότι υπάρχει συμμόρφωση με τις απαιτήσεις επικύρωσης. Η συμμόρφωση με τον στόχο απόδοσης μπορεί να καθοριστεί με αναλυτικό έλεγχο, με προσθήκη της απόδοσης που επιτυγχάνεται σε μεμονωμένα στάδια της επεξεργασίας βάσει επιστημονικών στοιχείων για τυποποιημένες καθιερωμένες διαδικασίες, όπως δημοσιευμένα δεδομένα των εκθέσεων δοκιμών ή μελέτες περιπτώσεων, ή που δοκιμάζεται σε εργαστήριο υπό ελεγχόμενες συνθήκες για καινοτόμο επεξεργασία.

Πίνακας 4 — Παρακολούθηση για επικύρωση του ανακτημένου νερού για γεωργική άρδευση

Κατηγορία ποιότητας του νερού

Μικροοργανισμοί-δείκτες (*4)

Στόχοι επιδόσεων της αλυσίδας επεξεργασίας

(μείωση log10)

A

E. coli

≥ 5,0

Σύνολο κολιφάγων/ειδικών F κολιφάγων/σωματικών κολιφάγων/κολιφάγων (*5)

≥ 6,0

Σπόρια Clostridium perfringens/σποριογόνα, θειικο-μειωτικά βακτηρίδια (*6)

≥ 4,0 (στην περίπτωση των σπορίων Clostridium perfringens)

≥ 5,0 (στην περίπτωση των σποριογόνων, θειικο-αναγωγικών βακτηριδίων)

Οι μέθοδοι ανάλυσης για την παρακολούθηση επικυρώνονται και τεκμηριώνονται σύμφωνα με το πρότυπο EN ISO/IEC-17025 ή άλλα εθνικά ή διεθνή πρότυπα που εξασφαλίζουν ισοδύναμη ποιότητα.


(*1)  Εάν ο ίδιος τύπος αρδευόμενης καλλιέργειας εμπίπτει σε πολλαπλές κατηγορίες του πίνακα 1, ισχύουν οι απαιτήσεις της αυστηρότερης κατηγορίας.

(*2)  Στάγδην άρδευση είναι ένα σύστημα μικροάρδευσης φυτών με σταγόνες ή μικρά ρυάκια νερού και συνίσταται στην παροχή νερού σε σταγόνες πάνω στο έδαφος ή απευθείας κάτω από την επιφάνειά του σε πολύ χαμηλές ροές (2-20 λίτρα/ώρα) μέσω ενός συστήματος πλαστικών σωλήνων μικρής διαμέτρου στο οποίο προσαρμόζονται εκροές που ονομάζονται σταλάκτες.

(*3)  Στις περιπτώσεις μεθόδων άρδευσης τεχνητής βροχής, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία της υγείας των εργαζομένων ή των παρευρισκομένων. Για τον σκοπό αυτό, εφαρμόζονται κατάλληλα προληπτικά μέτρα.

(*4)  Για την παρακολούθηση για επικύρωση μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν τα παθογόνα αναφοράς Campylobacter, ροταϊός και Cryptosporidium, αντί των προτεινόμενων μικροοργανισμών-δεικτών. Στην περίπτωση αυτή ισχύουν οι ακόλουθοι στόχοι επιδόσεων για τη μείωση log10: Campylobacter (≥ 5,0), ροταϊός (≥ 6,0) και Cryptosporidium (≥ 5,0).

(*5)  Το σύνολο των κολιφάγων επιλέγεται ως ο καταλληλότερος ιικός δείκτης. Ωστόσο, αν η ανάλυση των συνολικών κολιφάγων δεν είναι εφικτή, αναλύεται τουλάχιστον ένας εξ αυτών (ειδικοί F κολιφάγοι ή σωματικοί κολιφάγοι).

(*6)  Τα σπόρια Clostridium perfringens επιλέγονται ως ο καταλληλότερος δείκτης για τα πρωτόζωα. Ωστόσο, τα σποριογόνα, θειικο-αναγωγικά βακτηρίδια είναι μια εναλλακτική λύση σε περίπτωση που η συγκέντρωση των σπορίων Clostridium perfringens δεν καθιστά δυνατή την επικύρωση της απαιτούμενης μείωσης log10.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Α)

Βασικά στοιχεία διαχείρισης κινδύνου

Η διαχείριση κινδύνου περιλαμβάνει τον εντοπισμό και τη διαχείριση των κινδύνων με προληπτικό τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η ασφαλής χρήση και διαχείριση του ανακτημένου νερού και ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι για το περιβάλλον ή για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων. Για τους εν λόγω σκοπούς, θεσπίζεται σχέδιο διαχείρισης κινδύνου για την επαναχρησιμοποίηση των υδάτων με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

1.

Περιγραφή του συνολικού συστήματος επαναχρησιμοποίησης των υδάτων, από την είσοδο των λυμάτων στον σταθμό επεξεργασίας αστικών λυμάτων έως το σημείο χρήσης, συμπεριλαμβανομένων της προέλευσης των λυμάτων, των σταδίων επεξεργασίας και των τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται στην εγκατάσταση ανάκτησης, της υποδομής παροχής, διανομής και αποθήκευσης, της προοριζόμενης χρήσης, του τόπου και της περιόδου χρήσης (π.χ. προσωρινής ή ad hoc χρήσης), της μεθόδου άρδευσης, του είδους καλλιέργειας, άλλων πηγών νερού, εφόσον υπάρχει πρόθεση χρήσης μείξης, και των όγκων του ανακτημένου νερού που πρόκειται να διατεθεί.

2.

Προσδιορισμός όλων των μερών που εμπλέκονται στο σύστημα επαναχρησιμοποίησης των υδάτων και σαφής περιγραφή των ρόλων και των αρμοδιοτήτων τους.

3.

Εντοπισμός πιθανών πηγών κινδύνου, ιδίως της παρουσίας ρυπογόνων και παθογόνων, και της πιθανότητας επικίνδυνων συμβάντων, όπως αστοχιών στην επεξεργασία ή τυχαίων διαρροών ή μόλυνσης του συστήματος επαναχρησιμοποίησης των υδάτων.

4.

Προσδιορισμός των περιβαλλόντων και των πληθυσμών που διατρέχουν κίνδυνο και των οδών έκθεσης στις πιθανές πηγές κινδύνου που έχουν εντοπιστεί, λαμβάνοντας υπόψη ειδικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως την τοπική υδρογεωλογία, την τοπολογία, τον τύπο του εδάφους και την οικολογία και παράγοντες που σχετίζονται με το είδος των καλλιεργειών και τις γεωργικές και αρδευτικές πρακτικές. Συνεκτίμηση, υποστηριζόμενη από επιστημονικά στοιχεία, των πιθανών μη αναστρέψιμων ή μακροχρόνιων αρνητικών επιπτώσεων για το περιβάλλον και την υγεία της διαδικασίας ανάκτησης του νερού.

5.

Αξιολόγηση των κινδύνων για το περιβάλλον και για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των πιθανών πηγών κινδύνου που εντοπίζονται, τη διάρκεια των προβλεπόμενων χρήσεων, τα προσδιοριζόμενα περιβάλλοντα και τους πληθυσμούς που διατρέχουν κίνδυνο έκθεσης στις εν λόγω πηγές κινδύνου και τη σοβαρότητα των πιθανών επιπτώσεων των πηγών κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης, καθώς και κάθε σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, τα έγγραφα καθοδήγησης και τις ελάχιστες απαιτήσεις σε σχέση με την ασφάλεια των τροφίμων, των ζωοτροφών και των εργαζομένων. Η αξιολόγηση κινδύνου θα μπορούσε να βασιστεί σε εξέταση των διαθέσιμων επιστημονικών μελετών και δεδομένων.

Η αξιολόγηση κινδύνου συνίσταται στα ακόλουθα στοιχεία:

α)

αξιολόγηση των περιβαλλοντικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων όλων των ακόλουθων:

i)

επιβεβαίωση της φύσης των πηγών κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του προβλεπόμενου επιπέδου χωρίς επιπτώσεις,

ii)

αξιολόγηση της δυνητικής έκτασης της έκθεσης,

iii)

χαρακτηρισμός των κινδύνων,

β)

αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων, συμπεριλαμβανομένων όλων των ακόλουθων:

i)

επιβεβαίωση της φύσης των πηγών κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της σχέσης δόσης-απόκρισης,

ii)

αξιολόγηση της δυνητικής έκτασης της δόσης ή της έκθεσης,

iii)

χαρακτηρισμός των κινδύνων.

Η αξιολόγηση κινδύνου μπορεί να διενεργείται με τη χρήση ποιοτικής ή ημιποσοτικής αξιολόγησης κινδύνου. Η ποσοτική αξιολόγηση κινδύνου χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν επαρκή υποστηρικτικά δεδομένα ή σε έργα με ενδεχόμενο υψηλό κίνδυνο για το περιβάλλον ή τη δημόσια υγεία.

Οι ακόλουθες απαιτήσεις και υποχρεώσεις, τουλάχιστον, λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση κινδύνου:

α)

η απαίτηση μείωσης και πρόληψης της νιτρορύπανσης των υδάτων σύμφωνα με την οδηγία 91/676/ΕΟΚ,

β)

η υποχρέωση να πληρούν οι προστατευόμενες περιοχές για το νερό που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση τις απαιτήσεις της οδηγίας 98/83/ΕΚ,

γ)

η απαίτηση επίτευξης των περιβαλλοντικών στόχων που καθορίζονται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ,

δ)

η απαίτηση πρόληψης της μόλυνσης των υπόγειων υδάτων σύμφωνα με την οδηγία 2006/118/ΕΚ,

ε)

η απαίτηση συμμόρφωσης με τα περιβαλλοντικά πρότυπα ποιότητας για ουσίες προτεραιότητας και ορισμένους άλλους ρύπους που καθορίζονται στην οδηγία 2008/105/ΕΚ,

στ)

η απαίτηση συμμόρφωσης με τα περιβαλλοντικά πρότυπα ποιότητας για ρύπους εθνικού ενδιαφέροντος, δηλαδή συγκεκριμένους ρύπους λεκάνης απορροής ποταμού, που ορίζονται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ,

ζ)

η απαίτηση συμμόρφωσης με τα πρότυπα ποιότητας για τα νερά κολύμβησης που ορίζονται στην οδηγία 2006/7/ΕΚ,

η)

οι απαιτήσεις σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και ιδίως του εδάφους κατά τη χρησιμοποίηση της ιλύος καθαρισμού λυμάτων στη γεωργία, δυνάμει της οδηγίας 86/278/ΕΟΚ,

θ)

οι απαιτήσεις σχετικά με την υγιεινή των τροφίμων, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004, και οι οδηγίες που παρέχονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με έγγραφο καθοδήγησης για την αντιμετώπιση μικροβιολογικών κινδύνων σε νωπά οπωροκηπευτικά στην πρωτογενή παραγωγή μέσω ορθών πρακτικών υγιεινής,

ι)

οι απαιτήσεις για την υγιεινή των ζωοτροφών, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 183/2005,

ια)

η απαίτηση να πληρούνται τα σχετικά μικροβιολογικά κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2073/2005,

ιβ)

οι απαιτήσεις σχετικά με τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1881/2006,

ιγ)

οι απαιτήσεις σχετικά με τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές ή στην εξωτερική επιφάνειά τους που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005,

ιδ)

οι απαιτήσεις σχετικά με την υγεία των ζώων που καθορίζονται στους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 και (ΕΕ) αριθ. 142/2011.

Β)

Όροι σχετικά με τις πρόσθετες απαιτήσεις

6.

Εξέταση απαιτήσεων για την ποιότητα των υδάτων και την παρακολούθηση, συμπληρωματικών ή αυστηρότερων από εκείνες που ορίζονται στο παράρτημα I τμήμα 2, ή και τα δύο, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο και σκόπιμο για τη διασφάλιση επαρκούς προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου και των ζώων, ιδίως όταν υπάρχουν σαφή επιστημονικά στοιχεία ότι οι κίνδυνοι προέρχονται από ανακτημένο νερό και όχι από άλλες πηγές.

Ανάλογα με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των κινδύνων που αναφέρεται στο σημείο 5, οι πρόσθετες αυτές απαιτήσεις μπορούν, ιδίως, να αφορούν:

α)

βαρέα μέταλλα,

β)

βιοκτόνα,

γ)

υποπροϊόντα απολύμανσης,

δ)

φάρμακα,

ε)

άλλες ουσίες που αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία, συμπεριλαμβανομένων των μικρορύπων και των μικροπλαστικών,

στ)

τη μικροβιακή αντοχή.

Γ)

Προληπτικά μέτρα

7.

Προσδιορισμός των προληπτικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή που θα πρέπει να ληφθούν για να περιοριστούν οι κίνδυνοι, ώστε να μπορούν όλοι οι εντοπισθέντες κίνδυνοι να αντιμετωπιστούν επαρκώς. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στα υδάτινα σώματα που χρησιμοποιούνται για την απόληψη νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση και στις σχετικές ζώνες ασφαλείας.

Αυτά τα προληπτικά μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

έλεγχο πρόσβασης,

β)

πρόσθετα μέτρα απολύμανσης ή απομάκρυνσης ρύπων,

γ)

ειδική αρδευτική τεχνολογία για τον περιορισμό του κινδύνου σχηματισμού αερολυμάτων (π.χ. στάγδην άρδευση),

δ)

ειδικές απαιτήσεις για την άρδευση με καταιονισμό (π.χ. μέγιστη ταχύτητα ανέμου, αποστάσεις μεταξύ ψεκαστήρων και ευαίσθητων περιοχών),

ε)

ειδικές απαιτήσεις για γεωργικές εκτάσεις (π.χ. κλίση πρανούς, κορεσμός του εδαφικού νερού και καρστικές περιοχές),

στ)

μέτρα εξάλειψης παθογόνων πριν από τη συγκομιδή,

ζ)

καθορισμός ελάχιστων αποστάσεων ασφαλείας (π.χ. από επιφανειακά ύδατα, συμπεριλαμβανομένων πηγών για εκτρεφόμενα ζώα, ή δραστηριότητες όπως υδατοκαλλιέργεια, ιχθυοκαλλιέργεια, υδατοκαλλιέργεια οστρακοειδών, κολύμβηση και άλλες υδατικές δραστηριότητες),

η)

σηματοδότηση στις εγκαταστάσεις άρδευσης, όπου αναφέρεται ότι χρησιμοποιείται ανακτημένο νερό, ακατάλληλο προς πόση.

Ειδικά προληπτικά μέτρα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημασία παρατίθενται στον πίνακα 1.

Πίνακας 1 — Ειδικά προληπτικά μέτρα

Κατηγορία ποιότητας του νερού

Ειδικά προληπτικά μέτρα

A

Οι χοίροι δεν πρέπει να εκτίθενται σε χορτονομές που έχουν αρδευτεί με ανακτημένο νερό, εκτός αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι οι κίνδυνοι για μια συγκεκριμένη περίπτωση μπορούν να αντιμετωπιστούν.

Β

Απαγόρευση της συγκομιδής προϊόντων υγρών από άρδευση ή πεσμένων στο έδαφος.

Αποκλεισμός αγελάδων γαλακτοπαραγωγής σε γαλακτοφορία από βοσκότοπους μέχρι αυτοί να στεγνώσουν.

Οι χορτονομές πρέπει να είναι ξηρές ή σε σιλό πριν από τη συσκευασία.

Οι χοίροι δεν πρέπει να εκτίθενται σε χορτονομές που έχουν αρδευτεί με ανακτημένο νερό, εκτός αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι οι κίνδυνοι για μια συγκεκριμένη περίπτωση μπορούν να αντιμετωπιστούν.

Γ

Απαγόρευση της συγκομιδής προϊόντων υγρών από άρδευση ή πεσμένων στο έδαφος.

Αποκλεισμός των ζώων βοσκής από βοσκότοπο για πέντε ημέρες μετά την τελευταία άρδευση.

Οι χορτονομές πρέπει να είναι ξηρές ή σε σιλό πριν από τη συσκευασία.

Οι χοίροι δεν πρέπει να εκτίθενται σε χορτονομές που έχουν αρδευτεί με ανακτημένο νερό, εκτός αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι οι κίνδυνοι για μια συγκεκριμένη περίπτωση μπορούν να αντιμετωπιστούν.

Δ

Απαγόρευση της συγκομιδής προϊόντων υγρών από άρδευση ή πεσμένων στο έδαφος.

8.

Κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες ελέγχου της ποιότητας, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης του ανακτημένου νερού για τις σχετικές παραμέτρους, καθώς και κατάλληλα προγράμματα συντήρησης του εξοπλισμού.

Συνιστάται στον φορέα λειτουργίας εγκατάστασης ανάκτησης να δημιουργεί και να διατηρεί σύστημα διαχείρισης της ποιότητας, πιστοποιημένο σύμφωνα με το πρότυπο ISO 9001 ή ισοδύναμο.

9.

Συστήματα περιβαλλοντικής παρακολούθησης ώστε να διασφαλιστεί ότι παρέχεται ανατροφοδότηση από την παρακολούθηση και ότι όλες οι διεργασίες και διαδικασίες επικυρώνονται και τεκμηριώνονται κατάλληλα.

10.

Κατάλληλα συστήματα για τη διαχείριση συμβάντων και καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την κατάλληλη ενημέρωση όλων των εμπλεκόμενων μερών για παρόμοιες περιπτώσεις και τακτική ενημέρωση του σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τις υφιστάμενες διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές ή πρότυπα, όπως τις ISO 20426:2018 Κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση και τη διαχείριση κινδύνων για την υγεία για την επαναχρησιμοποίηση μη πόσιμου νερού, τις ISO 16075:2015 Κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση λυμάτων που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία για έργα άρδευσης ή άλλα ισοδύναμα πρότυπα που είναι αποδεκτά σε διεθνές επίπεδο ή κατευθυντήριες γραμμές της ΠΟΥ, ως μέσα για τον συστηματικό εντοπισμό πηγών κινδύνου, την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων, με βάση προσέγγιση προτεραιότητας που εφαρμόζεται σε ολόκληρη την αλυσίδα (επεξεργασία των αστικών λυμάτων προς επαναχρησιμοποίηση, διανομή και χρήση για γεωργική άρδευση, έλεγχος των επιπτώσεων) και συγκεκριμένη αξιολόγηση του κινδύνου επιτόπου.

11.

Μέριμνα για τη θέσπιση μηχανισμών συντονισμού μεταξύ των διάφορων φορέων, ώστε να διασφαλίζεται η ασφαλής παραγωγή και χρήση του ανακτημένου νερού.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

5.6.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177/56


ΑΠΟΦΑΣΗ (EE) 2020/742 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 29ης Μαΐου 2020

για τη σύναψη της συμφωνίας υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας σχετικά με την παράταση του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας, το οποίο λήγει στις 15 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43, σε συνδυασμό με το άρθρο 218 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) σημείο ν),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με την απόφαση (ΕΕ) 2019/.1918 του Συμβουλίου (2), η συμφωνία, υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας σχετικά με την παράταση του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας, το οποίο λήγει στις 15 Νοεμβρίου 2019 (εφεξής καλούμενη «συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών») υπεγράφη στις 13 Νοεμβρίου 2019.

(2)

Στόχος της συμφωνίας υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών είναι να δοθεί στην Ένωση και στην Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας η δυνατότητα να εξακολουθήσουν να συνεργάζονται για την προώθηση μιας βιώσιμης αλιευτικής πολιτικής και της υπεύθυνης εκμετάλλευσης των αλιευτικών πόρων στα ύδατα της Μαυριτανίας, καθώς και να δοθεί η δυνατότητα στα σκάφη της Ένωσης να ασκούν τις αλιευτικές τους δραστηριότητες στα συγκεκριμένα ύδατα.

(3)

Η συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών θα πρέπει να εγκριθεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Εγκρίνεται εξ ονόματος της Ένωσης η υπογραφή της συμφωνίας, υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας σχετικά με την παράταση του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας, το οποίο λήγει στις 15 Νοεμβρίου 2019.

Άρθρο 2

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου προβαίνει, εξ ονόματος της Ένωσης, στη γνωστοποίηση που προβλέπεται στο σημείο 6) της συμφωνίας υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών (3).

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της έκδοσής της.

.Βρυξέλλες, 29 Μαΐου 2020.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

A. METELKO-ZGOMBIĆ


(1)  Έγκριση της 13ης Μαΐου 2020 (δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Απόφαση (ΕΕ) 2019/1918 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2019, για την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και την προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας σχετικά με την παράταση του πρωτοκόλλου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων και της χρηματικής αντιπαροχής που προβλέπονται στη συμφωνία σύμπραξης στον τομέα της αλιείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ισλαμικής Δημοκρατίας της Μαυριτανίας, το οποίο λήγει στις 15 Νοεμβρίου 2019 (ΕΕ L 297 I της 18.11.2019, σ. 1).

(3)  Η ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου.


Διορθωτικά

5.6.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 177/58


Διορθωτικό στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/730 του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2020, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1509 για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 172I της 3ης Ιουνίου 2020 )

Στο εξώφυλλο, στα περιεχόμενα και στη σελίδα 1:

αντί:

«ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/730 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 2020 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1509 για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας»

διάβαζε:

«ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/730 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 2ας Ιουνίου 2020 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1509 για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας».

Στη σελίδα 1:

αντί:

«Βρυξέλλες, 3 Ιουνίου 2020.»

διάβαζε:

«Βρυξέλλες, 2 Ιουνίου 2020.».