ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2010.329.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 329

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

53ό έτος
14 Δεκεμβρίου 2010


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1091/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των πολιτικών αποδοχών ( 1 )

3

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

14.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 329/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1091/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 του Συμβουλίου, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 77 παράγραφος 2 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη Αφού διαβίβασαν το σχέδιο νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το περιεχόμενο των καταλόγων τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα I και II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001 (2) θα πρέπει να ανταποκρίνεται συνεχώς στα κριτήρια που ορίζονται με την αιτιολογική σκέψη 5 του εν λόγω κανονισμού. Οι τρίτες χώρες, για τις οποίες η κατάσταση έχει μεταβληθεί όσον αφορά τα εν λόγω κριτήρια, θα πρέπει να μεταφερθούν από το ένα παράρτημα στο άλλο.

(2)

Σύμφωνα με την πολιτική δέσμευση που ανέλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του θεματολογίου της Θεσσαλονίκης να απαλλάξει τους πολίτες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων από την υποχρέωση θεώρησης βραχείας διαμονής και λαμβάνοντας υπόψη τις προόδους που σημειώθηκαν από τον Δεκέμβριο 2009 στους διαλόγους με την Αλβανία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη σχετικά με την απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι δύο χώρες έχουν επιτύχει τους στόχους αναφοράς που ορίζονται με τους αντίστοιχους χάρτες πορείας τους.

(3)

Κατά συνέπεια, η Αλβανία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη θα πρέπει να μεταφερθούν στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 539/2001. Η απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στους κατόχους βιομετρικών διαβατηρίων που εκδίδονται από καθεμία από αυτές τις δύο χώρες.

(4)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας που συνήφθη από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σένγκεν (3), που εμπίπτει στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 στοιχείο Β της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας αυτής (4).

(5)

Όσον αφορά την Ελβετία, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (5), που εμπίπτει στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 στοιχεία Β και Γ της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (6).

(6)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια του πρωτοκόλλου που υπεγράφη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, που εμπίπτει στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 στοιχεία Β και Γ της απόφασης 1999/437/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/261/ΕΚ του Συμβουλίου (7).

(7)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (8) ·επομένως, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(8)

Ο παρών κανονισμός συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (9) · επομένως, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του.

(9)

Όσον αφορά την Κύπρο, ο παρών κανονισμός συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν ή συνδέεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2003.

(10)

Ο παρών κανονισμός συνιστά πράξη που βασίζεται στο κεκτημένο Σένγκεν ή συνδέεται άλλως με αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 της πράξης προσχώρησης του 2005,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 539/2001 τροποποιείται ως εξής:

1.

Στο παράρτημα I μέρος 1, διαγράφονται οι μνείες στην Αλβανία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

2.

Στο παράρτημα II μέρος 1, η λέξη «Αλβανία (*)» και οι λέξεις «Βοσνία-Ερζεγοβίνη(*)» παρεμβάλλονται στην κατάλληλη θέση του καταλόγου, συνοδευόμενες από την εξής υποσημείωση:

«(*)

Η απαλλαγή από την υποχρέωση θεώρησης εφαρμόζεται μόνο στους κατόχους βιομετρικών διαβατηρίων.».

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις συνθήκες.

Στρασβούργο, 24 Νοεμβρίου 2010.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

O. CHASTEL


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2010 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2010.

(2)  ΕΕ L 81 της 21.3.2001, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(4)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31.

(5)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(6)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 83 της, 26.3.2008, σ. 3.

(8)  ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43.

(9)  ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20.


ΟΔΗΓΙΕΣ

14.12.2010   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 329/3


ΟΔΗΓΊΑ 2010/76/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

για τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των πολιτικών αποδοχών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων στον τραπεζικό τομέα οδήγησε στη χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και σε συστημικά προβλήματα στα κράτη μέλη και παγκοσμίως. Παρότι τα αίτια της εν λόγω ανάληψης κινδύνων είναι πολλά και πολύπλοκα, οι εποπτικοί και ρυθμιστικοί φορείς, καθώς και η Ομάδα των 20 (G-20) και η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (ΕΕΑΤΕ), συμφωνούν ότι οι ακατάλληλες δομές αποδοχών ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων συνέβαλαν στην κατάσταση αυτή. Οι πολιτικές αποδοχών οι οποίες παρέχουν κίνητρα για την ανάληψη κινδύνων που υπερβαίνουν το συνολικό επίπεδο αποδεκτού κινδύνου από το ίδρυμα μπορούν να υπονομεύσουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και να ενθαρρύνουν τη συμπεριφορά ανάληψης υπερβολικών κινδύνων. Συνεπώς, οι διεθνώς αναγνωρισμένες και εγκεκριμένες από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αρχές για την ορθή εφαρμογή των πολιτικών αποδοχών (αρχές ΣΧΣ) έχουν ιδιαίτερη σημασία.

(2)

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (4) απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν πλαίσιο, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται. Δυνάμει της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (5), η συγκεκριμένη απαίτηση αφορά τις επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (6). Η οδηγία 2006/48/ΕΚ απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να αξιολογούν το εν λόγω πλαίσιο, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς και να προσδιορίζουν κατά πόσον τα ίδια κεφάλαια που κατέχει το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα ή η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζουν την ορθή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί το ίδρυμα ή η επιχείρηση. Η ανωτέρω εποπτεία ασκείται σε ενοποιημένη βάση σε σχέση με τους τραπεζικούς ομίλους και περιλαμβάνει χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και συνδεδεμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε όλα τα νομικά συστήματα.

(3)

Προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι δυνητικά επιζήμιες συνέπειες των ελλιπώς καθορισμένων πολιτικών αποδοχών στην ορθή διαχείριση των κινδύνων και στον έλεγχο της συμπεριφοράς ανάληψης κινδύνων από φυσικά πρόσωπα, οι απαιτήσεις της οδηγίας 2006/48/ΕΚ θα πρέπει να συμπληρωθούν με τη ρητή υποχρέωση για τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καθιερώσουν και να εφαρμόζουν, για τις κατηγορίες υπαλλήλων οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου τους, πολιτικές και πρακτικές αποδοχών οι οποίες συνάδουν με την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων. Αυτές οι κατηγορίες προσωπικού θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους.

(4)

Επειδή η υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων μπορεί να υπονομεύσει την οικονομική ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επιχειρήσεων επενδύσεων και να αποσταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα, είναι σημαντικό η νέα υποχρέωση που αφορά τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών να τηρείται με συνέπεια και να καλύπτει όλες τις μορφές των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών και οποιονδήποτε παρόμοιων παροχών. Στο πλαίσιο αυτό, ως προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές νοούνται οι προαιρετικές πληρωμές που καταβάλλονται από το πιστωτικό ίδρυμα ή την επιχείρηση επενδύσεων ατομικά σε κάθε εργαζόμενο βάσει της συνταξιοδότησης ή της προσδοκίας για αυτή και οι οποίες μπορούν να εξομοιωθούν προς μεταβλητές αποδοχές. Επομένως, θα πρέπει να προσδιορισθούν οι σαφείς αρχές της ορθής πολιτικής αποδοχών, ώστε να διασφαλισθεί ότι η διάρθρωσή τους δεν ενθαρρύνει την υπερβολική ανάληψη κινδύνων από άτομα ή εμπεριέχει ηθικό κίνδυνο και ότι η πολιτική ανάληψης κινδύνων εναρμονίζεται με τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Οι αποδοχές θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα ως μηχανισμού διά του οποίου οι χρηματοοικονομικοί πόροι κατανέμονται αποτελεσματικά στην οικονομία. Ειδικότερα, οι αρχές θα πρέπει να προβλέπουν ότι ο σχεδιασμός των πολιτικών για τις μεταβλητές αποδοχές διασφαλίζει ότι τα κίνητρα ευθυγραμμίζονται με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων και ότι οι μέθοδοι πληρωμών ενισχύουν την κεφαλαιακή του βάση. Οι συνδεδεμένες με τις επιδόσεις συνιστώσες των αποδοχών πρέπει επίσης να συμβάλλουν στην ενίσχυση δικαιότερης διάρθρωσης των αποδοχών εντός του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Οι αρχές θα πρέπει να αναγνωρίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το μέγεθος και την εσωτερική τους οργάνωση καθώς και με τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους και, ειδικότερα, ότι μπορεί να μην είναι ανάλογη η συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 20, παράγραφος 2 και 3, της οδηγίας 2006/49/ΕΚ με όλες τις αρχές. Προκειμένου να διασφαλισθεί η ενσωμάτωση του σχεδιασμού των πολιτικών αποδοχών στη διαχείριση των κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων, το διοικητικό όργανο κάθε πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων θα πρέπει, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, να υιοθετεί και, περιοδικά, να αναθεωρεί τις εφαρμοστέες αρχές. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να είναι δυνατόν, κατά περίπτωση και σύμφωνα με το εθνικό εταιρικό δίκαιο, το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας να νοείται ως το εποπτικό όργανο.

(5)

Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι σημαντικά από άποψη μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσης, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, απαιτείται να υποχρεούνται να συγκροτήσουν επιτροπή αποδοχών η οποία θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διοικητικής τους δομής και οργάνωσης.

(6)

Έως την 1η Απριλίου 2013, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τις αρχές της πολιτικής αποδοχών, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποτελεσματικότητα, την εφαρμογή και την επιβολή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν περαιτέρω προτάσεων από το ΣΧΣ, και την εφαρμογή των αρχών ΣΧΣ σε άλλα νομικά συστήματα καθώς και του δεσμού μεταξύ του σχεδιασμού των μεταβλητών αποδοχών με την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων.

(7)

Στόχος της πολιτικής αποδοχών θα πρέπει να είναι η εναρμόνιση των προσωπικών στόχων των μελών του προσωπικού με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του υπόψη πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Η αξιολόγηση των συνδεδεμένων με τις επιδόσεις συνιστωσών των αποδοχών θα πρέπει να βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και να λαμβάνει υπόψη τους υφιστάμενους κινδύνους που σχετίζονται με τις επιδόσεις. Η αξιολόγηση των επιδόσεων θα πρέπει να εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, διάρκειας τουλάχιστον τριών έως πέντε ετών, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η πραγματική καταβολή των τμημάτων των αποδοχών που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε ολόκληρο τον κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Για την περαιτέρω ευθυγράμμιση των κινήτρων, σημαντικό μέρος των μεταβλητών αποδοχών όλων των μελών του προσωπικού που καλύπτεται από τις απαιτήσεις αυτές, θα πρέπει να αποτελείται από μετοχές, από μέσα που συνδέονται με μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων, που θα εξαρτώνται από τη νομική δομή του υπόψη πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων ή, όταν πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων που δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο, από άλλα ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα και, κατά περίπτωση, από άλλα μακροπρόθεσμα χρηματοπιστωτικά μέσα που αντικατοπτρίζουν δεόντως την πιστωτική ποιότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Θα πρέπει να είναι δυνατό τα μέσα αυτά να περιλαμβάνουν κεφαλαιακό μέσο με δυνατότητα μετατροπής αυτού σε μετοχικό κεφάλαιο ή να διαγράφονται από απαίτηση, σε περίπτωση που το ίδρυμα αντιμετωπίζει σοβαρά χρηματοοικονομικά προβλήματα, να μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο ή να επανεκτιμάται με διαφορετικό τρόπο. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα δεν εκδίδει μακροπρόθεσμα χρηματοπιστωτικά μέσα, θα πρέπει να επιτρέπεται να εκδίδει το σημαντικό μέρος των μεταβλητών αποδοχών σε μετοχές και μέσα που συνδέονται με μετοχές και σε άλλα ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους θα πρέπει να μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν ορισμένα μέσα, εφόσον ενδείκνυται.

(8)

Για να ελαχιστοποιηθούν τα κίνητρα για ανάληψη υπερβολικών κινδύνων, οι μεταβλητές αποδοχές θα πρέπει να αποτελούν μία ισορροπημένη αναλογία των συνολικών αποδοχών. Είναι αναγκαίο ο σταθερός μισθός του εργαζομένου να αντιπροσωπεύει ένα αρκετά υψηλό μερίδιο των συνολικών αποδοχών του, ώστε να καθιστά εφικτή την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής μεταβλητών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μη καταβολής μεταβλητών αποδοχών. Προκειμένου να διασφαλισθούν συνεπείς πρακτικές αποδοχών σε ολόκληρο τον τομέα, είναι σκόπιμο να προσδιορίζονται ορισμένες σαφείς απαιτήσεις. Οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές δεν συνάδουν προς τη χρηστή διαχείριση κινδύνων ή την αρχή της καταβολής των αμοιβών βάσει των επιδόσεων και θα πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να απαγορεύονται.

(9)

Η καταβολή σημαντικού τμήματος της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, όπως 40 έως 60 %, θα πρέπει να αναβάλλεται για κατάλληλη περίοδο. Το τμήμα αυτό θα πρέπει να αυξάνεται σημαντικά ανάλογα με τον βαθμό αρχαιότητας ή ευθύνης του αμειβόμενου προσώπου. Επιπλέον, σημαντικό μέρος της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών θα πρέπει να αποτελείται από μετοχές, από μέσα που συνδέονται με μετοχές του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων, που θα εξαρτώνται από τη νομική δομή του υπόψη πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων ή, όταν πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων που δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο, από άλλα ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, και, κατά περίπτωση, από άλλα μακροπρόθεσμα χρηματοπιστωτικά μέσα που αντικατοπτρίζουν δεόντως την πιστωτική ποιότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχή της αναλογικότητας έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι μπορεί να μην είναι πάντα σκόπιμη η εφαρμογή των απαιτήσεων αυτών στο πλαίσιο μικρού μεγέθους πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων. Λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς που περιστέλλουν το ύψος των μεταβλητών αποδοχών που καταβάλλεται σε μετρητά και προκαταβολικά, το ποσό των μεταβλητών αποδοχών που μπορεί να καταβάλλεται σε μετρητά ή σε ισοδύναμο προς μετρητά που δεν υπόκειται σε αναβολή, θα πρέπει να περιορίζεται, προκειμένου οι στόχοι του προσωπικού σε ατομικό επίπεδο να ευθυγραμμίζονται περαιτέρω με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων.

(10)

Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να διασφαλίζουν ότι το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητά τους να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους. Ο βαθμός στον οποίο πρέπει να αυξάνεται το κεφάλαιο θα πρέπει να αποτελεί συνάρτηση της τρέχουσας κεφαλαιακής θέσης του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να έχουν την εξουσία να περιορίζουν τις μεταβλητές αποδοχές, μεταξύ άλλων, ως ποσοστό του συνόλου των καθαρών εσόδων όταν το ύψος τους δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης.

(11)

Τα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να απαιτούν από το προσωπικό τους να δεσμεύεται ότι δεν θα χρησιμοποιεί προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση, οι οποίες καταστρατηγούν τους ενσωματωμένους στις ρυθμίσεις για τις αποδοχές τους μηχανισμούς ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο.

(12)

Όσον αφορά τις οντότητες που επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κυβερνητική παρέμβαση πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην ενδυνάμωση της κεφαλαιακής τους βάσης και την επιστροφή της ενίσχυσης που λαμβάνουν από τους φορολογουμένους. Οποιεσδήποτε ενδεχόμενες πληρωμές μεταβλητών αποδοχών θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτές τις προτεραιότητες.

(13)

Οι αρχές που αφορούν τις ορθές πολιτικές αποδοχών που εκτίθενται στη Σύσταση της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (7) συνάδουν και συμπληρώνουν με τις αρχές που παρατίθενται στην παρούσα οδηγία.

(14)

Οι διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές δεν πρέπει να θίγουν την πλήρη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τις Συνθήκες, ιδίως το άρθρο 153 παράγραφος 5 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τις γενικές αρχές του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί συμβάσεων εργασίας, τη νομοθεσία για τα δικαιώματα και τη συμμετοχή των μετόχων και τις γενικές αρμοδιότητες των διοικητικών και εποπτικών οργάνων του υπόψη ιδρύματος, καθώς και τα δικαιώματα, όπου ενδείκνυται, των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με τα εθνικά δίκαια και πρακτικές.

(15)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν ή να εφαρμόζουν οικονομικής ή μη οικονομικής φύσεως κυρώσεις ή άλλα μέτρα, σε περίπτωση παραβίασης της απαίτησης που προβλέπεται από την οδηγία 2006/48/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για την καθιέρωση πολιτικών αποδοχών οι οποίες συνάδουν με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων. Τα εν λόγω μέτρα και οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Για να διασφαλίζονται η συνέπεια και ισότιμες συνθήκες ανταγωνισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη υιοθετούν και εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα και τις κυρώσεις συνολικά όσον αφορά τη συνέπεια τους, σε ολόκληρη την Ένωση.

(16)

Προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματική εποπτεία των κινδύνων που ενέχουν οι ακατάλληλες δομές των αποδοχών, οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που θεσπίζονται από πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του εποπτικού ελέγχου βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να αξιολογούν κατά πόσον οι εν λόγω πολιτικές και πρακτικές ενδέχεται να ενθαρρύνουν την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων από τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θα πρέπει να διασφαλίζει την ύπαρξη κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των προσώπων που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες ενός πιστωτικού ιδρύματος.

(17)

Η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2010, για την εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις πολιτικές αποδοχών εντοπίζει σειρά παραλείψεων στην εταιρική διακυβέρνηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων που θα πρέπει να εξετασθούν. Μεταξύ των λύσεων που επισημαίνονται, η Επιτροπή αναφέρεται στην ανάγκη να ενισχυθούν σημαντικά οι απαιτήσεις σχετικά με τα πρόσωπα που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, τα οποία θα πρέπει να διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους, κατάλληλη εμπειρία καθώς και να αξιολογούνται ως προς την ικανότητά τους να ασκούν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους. Η Πράσινη Βίβλος υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη να αυξηθεί η συμμετοχή των μετόχων κατά την έγκριση των πολιτικών αποδοχών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σημειώνουν την πρόθεση της Επιτροπής να παρακολουθεί την εφαρμογή και να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για τα θέματα αυτά, όπου ενδείκνυται.

(18)

Προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω η διαφάνεια όσον αφορά τις πρακτικές αποδοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να συγκεντρώνουν πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές με σκοπό τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεών τους σύμφωνα με τις κατηγορίες των ποσοτικών πληροφοριών που απαιτείται να αποκαλύπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων βάσει της παρούσας οδηγίας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας ώστε να προκειμένου να δύναται να διεξάγει παρόμοιες αξιολογήσεις, σε επίπεδο Ένωσης.

(19)

Για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης όσον αφορά την αξιολόγηση των πολιτικών και πρακτικών αποδοχών, και τη διευκόλυνση της συγκέντρωσης πληροφοριών και τη συνεπή εφαρμογή των αρχών για τις αποδοχές στον τραπεζικό τομέα, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας πρέπει να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τις ορθές πολιτικές αποδοχών στον τραπεζικό τομέα. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Κινητών Αξιών πρέπει να συμβάλει στην κατάρτιση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών στον βαθμό που εφαρμόζονται οι πολιτικές αποδοχών στα άτομα που εμπλέκονται στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και στην άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας πρέπει να πραγματοποιεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τα τεχνικά πρότυπα και να αναλύει το συναφές δυνητικό κόστος και όφελος. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις αναθέτοντας στην ευρωπαϊκή εποπτική αρχή του τραπεζικού τομέα και, στον βαθμό που ενδείκνυται, στην ευρωπαϊκή εποπτική αρχή σε θέματα αγορών και χρεωγράφων, όπως αυτές έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη διαδικασία de Larosière για τη χρηματοπιστωτική εποπτεία, την εκπόνηση σχεδίου τεχνικών θεσμικών και εκτελεστικών προτύπων με σκοπό τη διευκόλυνση της συλλογής πληροφοριών και τη συνεπή εφαρμογή των αρχών για τις αποδοχές στον τραπεζικό τομέα προκειμένου να θεσπιστεί από την Επιτροπή.

(20)

Δεδομένου ότι οι ελλιπώς σχεδιασμένες πολιτικές αποδοχών και τα ελλιπώς σχεδιασμένα συστήματα κινήτρων μπορούν να αυξήσουν αδικαιολόγητο επίπεδο τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, θα πρέπει να λαμβάνεται άμεση διορθωτική δράση και, εφόσον κρίνεται απαραίτητο κατάλληλα διορθωτικά μέτρα. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να επιβάλλουν ποιοτικά και ποσοτικά μέτρα στις υπόψη οντότητες, τα οποία θα έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίσθηκαν σε σχέση με τις πολιτικές αποδοχών κατά την εποπτική αξιολόγηση του Πυλώνα ΙΙ. Τα ποιοτικά μέτρα που είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την απαίτηση από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων να μειώσουν τον κίνδυνο που ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματά τους, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής αλλαγών στις δομές των αποδοχών ή του παγώματος των μεταβλητών τμημάτων των αποδοχών, στον βαθμό που αυτά δεν συνάδουν με την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων. Τα ποσοτικά μέτρα περιλαμβάνουν την απαίτηση διακράτησης πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων.

(21)

Οι δομές καλής διακυβέρνησης, η διαφάνεια και η γνωστοποίηση είναι αναγκαίες προκειμένου να υπάρχουν υγιείς πολιτικές αποδοχών. Προκειμένου να διασφαλισθεί η προσήκουσα διαφάνεια στην αγορά όσον αφορά τις δομές των αποδοχών τους και τους συναφείς κινδύνους, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να δημοσιοποιούν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που εφαρμόζουν καθώς και, για λόγους εμπιστευτικότητας, συνολικά ποσά για εκείνους τους υπαλλήλους οι επαγγελματικές δραστηριότητες των οποίων έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι διαθέσιμες σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (μετόχους, υπαλλήλους και ευρύ κοινό). Ωστόσο, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να επιβάλλεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (8).

(22)

Οι διατάξεις για τις αποδοχές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης αποτελεσματικότητά τους και να αποφευχθεί η οποιαδήποτε διάκριση στην εφαρμογή τους, θα πρέπει να εφαρμόζονται στις αποδοχές που οφείλονται βάσει των συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από την ημερομηνία θέσης σε πραγματική εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος και στις αποδοχές που αποφασίσθηκε να καταβληθούν ή καταβλήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή. Επιπροσθέτως, προκειμένου να διαφυλάσσονται οι επιδιωκόμενοι από την παρούσα οδηγία στόχοι, ειδικά η αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων, σε σχέση με περιόδους που εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό χρηματοοικονομικής αστάθειας, και προκειμένου να αποφεύγεται κάθε κίνδυνος καταστρατήγησης των διατάξεων για τις αποδοχές που παρατίθενται στην παρούσα οδηγία κατά το χρονικό διάστημα πριν από την εκτέλεσή τους, είναι απαραίτητο οι διατάξεις αυτές να εφαρμόζονται στις αποδοχές που αποφασίσθηκε να αποδοθούν αλλά δεν καταβλήθηκαν ακόμη πριν από την ημερομηνία θέσης σε πραγματική εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος, για υπηρεσίες παρασχεθείσες το 2010.

(23)

Η επανεξέταση των κινδύνων στους οποίους ενδέχεται να εκτίθεται το πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να καταλήγει σε αποτελεσματικά εποπτικά μέτρα. Είναι, επομένως, αναγκαίο να επιτευχθεί περαιτέρω σύγκλιση με σκοπό την ενθάρρυνση της λήψης κοινών αποφάσεων από τους εποπτικούς φορείς και τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού εντός της Ένωσης.

(24)

Τα πιστωτικά ιδρύματα που επενδύουν σε επανατιτλοποιήσεις υποχρεούνται βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ να επιδεικνύουν δέουσα επιμέλεια σε σχέση με τους τίτλους από τιτλοποιήσεις απαιτήσεων, και τους λοιπούς τίτλους που τυχόν συμπεριλαμβάνονται στα υποκείμενα χαρτοφυλάκια τίτλων. Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει επίσης να αξιολογούν αν τα ανοίγματα στο πλαίσιο προγραμμάτων έκδοσης εμπορικών χρεωγράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού συνιστούν ανοίγματα επανατιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων στο πλαίσιο προγραμμάτων για την απόκτηση τμημάτων υψηλότερης εξασφάλισης χωριστών ομάδων ολόκληρων δανείων, όπου κανένα από τα δάνεια αυτά δεν συνιστά άνοιγμα τιτλοποίησης ή επανατιτλοποίησης, και η προστασία κατά των πρώτων ζημιών για κάθε επένδυση παρέχεται από τον πωλητή των δανείων. Στην τελευταία περίπτωση, η ειδική για κάθε ομάδα ταμειακή διευκόλυνση δεν θα πρέπει γενικά να θεωρείται ως άνοιγμα επανατιτλοποίησης διότι αντιπροσωπεύει τμήμα ομάδας που αποτελείται από ένα μοναδικό περιουσιακό στοιχείο (ήτοι της ομάδας ολόκληρων δανείων) η οποία δεν περιέχει ανοίγματα τιτλοποίησης. Αντιθέτως, μία πιστωτική ενίσχυση σε επίπεδο προγράμματος που καλύπτει ορισμένες μόνο από τις ζημίες, πέραν της προστασίας που παρέχεται από τον πωλητή για τις διάφορες ομάδες, θα συνιστούσε γενικά κατάτμηση του κινδύνου μιας ομάδας πολλαπλών περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα άνοιγμα τιτλοποίησης, και επομένως συνιστά άνοιγμα επανατιτλοποίησης. Ωστόσο, εάν παρόμοιο πρόγραμμα αυτού του είδους χρηματοδοτείται αποκλειστικά από μία και μόνη κατηγορία εμπορικών χρεωγράφων, και όταν ούτε η πιστωτική ενίσχυση σε επίπεδο προγράμματος συνιστά επανατιτλοποίηση ούτε τα εμπορικά χρεώγραφα καλύπτονται πλήρως από το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, αφήνοντας τον επενδυτή στην ουσία εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο του αναδόχου και όχι των υποκείμενων ομάδων ή περιουσιακών στοιχείων, τότε τα εν λόγω χρεώγραφα δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως ανοίγματα επανατιτλοποίησης.

(25)

Οι διατάξεις σχετικά με τη συνετή αποτίμηση της οδηγίας 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα μέσα που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους, είτε στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε σε άλλο χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Θα πρέπει να αποσαφηνισθεί ότι, εάν η εφαρμογή της συνετής αποτίμησης συνεπάγεται κατώτερη λογιστική αξία από αυτήν που αναγνωρίζεται πραγματικά κατά τη λογιστική καταχώριση, η απόλυτη τιμή της διαφοράς πρέπει να αφαιρείται από τα ίδια κεφάλαια.

(26)

Τα ιδρύματα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν κατά πόσον θα υπολογίσουν κεφαλαιακή απαίτηση ή θα αφαιρέσουν από τα ίδια κεφάλαια τις θέσεις τιτλοποίησης που σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % βάσει της παρούσας οδηγίας, ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι θέσεις βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

(27)

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για κινδύνους διακανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται επίσης στα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.

(28)

Το μεταβιβάζον ή το ανάδοχο ίδρυμα δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακάμπτει την απαγόρευση της έμμεσης υποστήριξης χρησιμοποιώντας τα χαρτοφυλάκια συναλλαγών του προκειμένου να παράσχει την εν λόγω υποστήριξη.

(29)

Με την επιφύλαξη των δημοσιοποιήσεων που απαιτούνται ρητά από την παρούσα οδηγία, στόχος των απαιτήσεων δημοσιοποίησης πρέπει να είναι να παρέχονται στους συμμετέχοντες στην αγορά ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά το προφίλ κινδύνου κάθε μεμονωμένου ιδρύματος. Επομένως, τα ιδρύματα πρέπει να υποχρεούνται να δημοσιοποιούν πρόσθετες πληροφορίες οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά στην παρούσα οδηγία, όποτε παρόμοια δημοσιοποίηση είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(30)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή της οδηγίας 2006/48/ΕΚ σε ολόκληρη την Ένωση, η Επιτροπή και η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας συγκρότησαν το 2006 ομάδα εργασίας (Ομάδα μεταφοράς της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις - CRDTG), στην οποία ανέθεσαν την εξέταση και την επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας. Σύμφωνα με τη CRDTG, ορισμένες τεχνικές διατάξεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ χρήζουν περαιτέρω αποσαφήνισης. Επομένως, οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να αποσαφηνισθούν.

(31)

Σε περίπτωση που υπάρχει εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση θέσης σε τιτλοποίηση που ενσωματώνει τις επιπτώσεις από την πιστωτική προστασία που παρέχεται από το ίδιο το ίδρυμα που επενδύει, το εν λόγω ίδρυμα δεν πρέπει να μπορεί να επωφεληθεί από τον χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου που προκύπτει από τη συγκεκριμένη προστασία. Τούτο δεν πρέπει να οδηγεί σε μείωση του κεφαλαίου της τιτλοποίησης, εφόσον υπάρχουν τρόποι καθορισμού ενός συντελεστή στάθμισης κινδύνου που αποτυπώνει τον πραγματικό κίνδυνο της θέσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω πιστωτική προστασία.

(32)

Οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης των ιδρυμάτων αναφορικά με τις τιτλοποιήσεις θα πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά. Τα ιδρύματα πρέπει, ειδικότερα, να λαμβάνουν επίσης υπόψη τους κινδύνους θέσεων τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Επιπλέον, για να διασφαλισθεί η κατάλληλη διαφάνεια όσον αφορά τις δραστηριότητες τιτλοποίησης ενός ιδρύματος, οι δημοσιοποιήσεις θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι ανάδοχος οντότητας ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση και τη συμμετοχή ορισμένων συνδεδεμένων οντοτήτων, δεδομένου ότι τα στενά συνδεδεμένα μέρη μπορούν να αποτελούν διαρκή κίνδυνο για το υπόψη ίδρυμα.

(33)

Οι κεφαλαιακές επιβαρύνσεις για ειδικούς κινδύνους για θέσεις τιτλοποίησης θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στο χαρτοφυλάκιο τραπεζικών συναλλαγών, καθώς οι τελευταίες προσφέρουν μια πιο διαφοροποιημένη και ευαίσθητη, σε θέματα κινδύνων, μεταχείριση των θέσεων τιτλοποίησης.

(34)

Δεδομένων των πρόσφατων ασθενών επιδόσεών τους, θα πρέπει να ενισχυθούν τα πρότυπα που εφαρμόζονται στα εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων του κινδύνου αγοράς. Ειδικότερα, η αποτύπωση των κινδύνων θα πρέπει να ολοκληρωθεί όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Επιπλέον, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις πρέπει να περιλαμβάνουν μια συνιστώσα κατάλληλη για ακραίες συνθήκες προκειμένου να ενισχυθούν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις σε περίπτωση επιδείνωσης των συνθηκών της αγοράς και με σκοπό τη μείωση του φαινομένου της προκυκλικότητας. Τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να διενεργούν «αντίστροφες» ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (reverse stress tests) έτσι ώστε να εξετάζουν ποια είναι τα σενάρια που μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα τους, εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι τέτοια δοκιμή είναι περιττή. Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες ιδιαίτερες δυσκολίες χειρισμού των θέσεων τιτλοποίησης χρησιμοποιώντας προσεγγίσεις βασισμένες σε εσωτερικά υποδείγματα, η ικανότητα των ιδρυμάτων να κατασκευάζουν υποδείγματα για τους κινδύνους τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών πρέπει να περιορισθεί και να απαιτείται, εξ ορισμού, μια τυποποιημένη κεφαλαιακή απαίτηση για θέσεις τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

(35)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει περιορισμένες εξαιρέσεις για ορισμένες συναλλαγές διαπραγμάτευσης συσχετίσεων, σύμφωνα με τις οποίες η εποπτική αρχή επιτρέπει στα ιδρύματα να υπολογίζουν μια συνολική κεφαλαιακή επιβάρυνση που υπόκειται σε αυστηρές ελάχιστες απαιτήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να απαιτείται από τα ιδρύματα να επιβάλλουν, σε αυτές τις συναλλαγές, επιβάρυνση κεφαλαίου ίση προς το υψηλότερο ποσό μεταξύ της κεφαλαιακής επιβάρυνσης σύμφωνα με την εσωτερικά αναπτυχθείσα προσέγγιση και του 8 % της κεφαλαιακής επιβάρυνσης για ειδικό κίνδυνο σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο μέτρησης. Δεν θα πρέπει να απαιτείται τα ανοίγματα αυτά να υπόκεινται στην κεφαλαιακή απαίτηση πρόσθετου κινδύνου, αλλά θα πρέπει να ενσωματώνονται στις μετρήσεις τόσο της δυνητικής ζημίας όσο και της δυνητικής ζημίας ακραίων συνθηκών.

(36)

Το άρθρο 152 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ επιβάλλει σε ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα την υποχρέωση να παρέχουν ίδια κεφάλαια τουλάχιστον ίσα με συγκεκριμένα καθορισμένα κατώτατα ποσά για τις τρεις δωδεκάμηνες περιόδους μεταξύ της 31ης Δεκεμβρίου 2006 και της 31ης Δεκεμβρίου 2009. Υπό το πρίσμα της παρούσας κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα και της παράτασης των μεταβατικών ρυθμίσεων περί ελαχίστου κεφαλαίου, οι οποίες υιοθετήθηκαν από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, είναι σκόπιμη η ανανέωση αυτής της απαίτησης για περιορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011.

(37)

Προκειμένου να μην αποθαρρυνθεί η υιοθέτηση, από τα πιστωτικά ιδρύματα, της μεθόδου εσωτερικών διαβαθμίσεων (ΜΕΔ) ή εξελιγμένων μεθόδων μέτρησης (ΕΜΜ) για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου εξαιτίας αδικαιολόγητου και δυσανάλογου κόστους εφαρμογής, θα πρέπει να καταστεί δυνατόν να επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν υιοθετήσει τις μεθόδους ΜΕΔ ή ΕΜΜ από την 1η Ιανουαρίου 2010 και τα οποία, επομένως, χρησιμοποιούσαν προηγουμένως άλλες λιγότερο εξελιγμένες μεθόδους για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων εποπτικών αρχών, να χρησιμοποιούν τις λιγότερο εξελιγμένες μεθόδους ως βάση υπολογισμού του μεταβατικού κατώτατου ορίου. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τις αγορές, να διασφαλίζουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού εντός όλων των αγορών και των τμημάτων των αγορών τους και να μεριμνούν για την αποφυγή στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά.

(38)

Σύμφωνα με το άρθρο 34 της Διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Ένωσης, τους δικούς τους πίνακες οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία μεταξύ της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν.

(39)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας αποτελούν βήματα της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας για να αντιμετωπιστεί η χρηματοπιστωτική κρίση. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της G-20, του ΣΧΣ και της επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία, ενδέχεται να απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για δημιουργία αντικυκλικών αποθεμάτων, «δυναμικών προβλέψεων», της λογικής που διέπει τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων στην οδηγία 2006/48/ΕΚ και των συμπληρωματικών μέτρων προς τις απαιτήσεις βάσει κινδύνου για τα πιστωτικά ιδρύματα ώστε να συγκρατηθεί αποτελεσματικότερα η αύξηση της μόχλευσης στο τραπεζικό σύστημα. Προκειμένου να διασφαλισθεί η κατάλληλη δημοκρατική εποπτεία της διαδικασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να συμμετέχουν εγκαίρως και αποτελεσματικά.

(40)

Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την εφαρμογή των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ για να διασφαλίσει ότι οι διατάξεις τους εφαρμόζονται κατά τρόπο ισότιμο που δεν καταλήγει σε διακρίσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της νομικής δομής ή του μοντέλου ιδιοκτησίας τους.

(41)

H Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί προκειμένου να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με τεχνικές προσαρμογές της οδηγίας 2006/48/ΕΚ για να διευκρινισθούν ορισμοί και να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της ή για να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να ευθυγραμμιστεί η ορολογία και οι ορισμοί των πλαισίων σύμφωνα με μεταγενέστερες σχετικές πράξεις, για να διευρυνθεί το περιεχόμενο ή να προσαρμοσθεί η ορολογία του καταλόγου δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση βάσει της εν λόγω οδηγίας ώστε να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να αναπροσαρμοσθούν οι τομείς στους οποίους οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να ανταλλάσσουν πληροφορίες, για να προσαρμοσθούν οι περί ιδίων κεφαλαίων διατάξεις της εν λόγω οδηγίας ώστε να αντικατοπτριστούν οι εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα ή στη νομοθεσία της Ένωσης, ή όσον αφορά τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας, για να διευρύνει τον κατάλογο των κλάσεων χρηματοδοτικού ανοίγματος για τους σκοπούς της τυποποιημένης προσέγγισης ή της προσέγγισης ΜΕΔ προκειμένου να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να αναπροσαρμόζονται ορισμένα ποσά σχετικά με αυτές τις κλάσεις χρηματοδοτικού ανοίγματος συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό, για να αναπροσαρμόζεται ο κατάλογος και η κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων και για να αναπροσαρμόζονται συγκεκριμένες διατάξεις και τεχνικά κριτήρια σχετικά με την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, σχετικά με την οργάνωση και την αντιμετώπιση του κινδύνου, την τυποποιημένη προσέγγιση και την προσέγγιση ΜΕΔ, σχετικά με τον μετριασμό του πιστωτικού κινδύνου, σχετικά με τις θέσεις τιτλοποίησης, σχετικά με τον λειτουργικό κίνδυνο, σχετικά με την επανεξέταση και αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές και σχετικά με τη δημοσιοποίηση, προκειμένου να ληφθούν υπόψη εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή στα λογιστικά πρότυπα ή στη νομοθεσία της Ένωσης, ή προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ προκειμένου περί μέτρων που καθορίζουν το μέγεθος των αιφνιδίων και μη αναμενομένων μεταβολών στα επιτόκια για τους σκοπούς της επανεξέτασης και της αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του κινδύνου επιτοκίου που προκύπτει από μη εμπορικές δραστηριότητες, για να ορίσει μια προσωρινή μείωση του ελαχίστου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων ή σταθμίσεων κινδύνου που προβλέπει η ανωτέρω οδηγία ώστε να συνεκτιμηθούν ειδικές συνθήκες, για να διευκρινίσει την εξαίρεση ορισμένων ανοιγμάτων από την εφαρμογή των περί μεγάλων ανοιγμάτων διατάξεων της ανωτέρω οδηγίας, και για να αναπροσαρμόζει τα κριτήρια για την αξιολόγηση εκ μέρους των εποπτών που προβλέπει η ανωτέρω οδηγία σε σχέση με την καταλληλότητα ενός προτεινομένου αγοραστή πιστωτικού ιδρύματος και τη χρηματοπιστωτική ορθότητα κάθε προτεινομένης αγοράς.

(42)

H Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ προκειμένου περί τεχνικών προσαρμογών της οδηγίας 2006/49/ΕΚ για να αποσαφηνίζει ορισμούς που θα διασφαλίζουν την ενιαία εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας ή για να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να προσαρμόζει τα ποσά αρχικού κεφαλαίου που προβλέπονται από ορισμένες διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας και τα ειδικά ποσά που σχετίζονται με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ώστε να συνεκτιμηθούν εξελίξεις στον οικονομικό και νομισματικό τομέα, για να προσαρμόζει τις κατηγορίες επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι επιλέξιμες για ορισμένες παρεκκλίσεις από τα υποχρεωτικά ελάχιστα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων ώστε να συνεκτιμηθούν οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, για να διευκρινίσει την απαίτηση ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν ίδια κεφάλαια ίσα προς το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων τους κατά το προηγούμενο έτος προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας, για να ευθυγραμμίζει την ορολογία και τους ορισμούς με τις μεταγενέστερες σχετικές πράξεις, για να προσαρμόζει τις τεχνικές διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας σχετικά με τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για διάφορες κλάσεις κινδύνου και τα μεγάλα ανοίγματα, για τη χρήση εσωτερικών μοντέλων υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων και για τη διαπραγμάτευση ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές ή σε πρότυπα μέτρησης κινδύνου ή σε λογιστικά πρότυπα, ή στη νομοθεσία της Ένωσης, ή σχετικά με τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας, και για να συνεκτιμηθεί το αποτέλεσμα της επανεξέτασης διαφόρων θεμάτων σχετικών με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

(43)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τρεις μήνες από την ημέρα κοινοποίησης για να αντιταχθούν σε πράξη κατ’ εξουσιοδότηση. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου το διάστημα αυτό θα πρέπει επίσης να μπορεί να παρατείνεται κατά τρεις μήνες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να μπορούν να ενημερώσουν τα άλλα θεσμικά όργανα για την πρόθεσή τους να μην διατυπώσουν αντιρρήσεις. Αυτή η έγκαιρη έγκριση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ενδείκνυται ιδιαίτερα όταν πρέπει να τηρηθούν προθεσμίες, παραδείγματος χάριν όπου υπάρχουν χρονοδιαγράμματα που καθορίζονται στη βασική πράξη βάσει των οποίων η Επιτροπή θεσπίζει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση.

(44)

Στη δήλωση 39 για το άρθρο 290 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτάται στην Τελική Πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία υιοθέτησε τη συνθήκη της Λισαβόνας, που υπεγράφη στις 13 Δεκεμβρίου 2007, η διάσκεψη σημείωσε την πρόθεση της Επιτροπής να συνεχίσει να διαβουλεύεται με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τα κράτη μέλη κατά την προετοιμασία των σχεδίων πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της.

(45)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η απαίτηση από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων να υιοθετούν πολιτικές αποδοχών που να συνάδουν με την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και να προσαρμόζουν ορισμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(46)

Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθούν αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/48/ΕΚ

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως ακολούθως:

1)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«40α)   “Επανατιτλοποίηση”: τιτλοποίηση στην οποία ο συνδεδεμένος με υποκείμενη ομάδα ανοιγμάτων κίνδυνος κατατέμνεται και τουλάχιστον ένα από τα υποκείμενα ανοίγματα είναι θέση τιτλοποίησης·

40β)   “Θέση επανατιτλοποίησης”: χρηματοδοτικό άνοιγμα σε επανατιτλοποίηση·»·

β)

Προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«49)   “Προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές”: αυξημένες συνταξιοδοτικές παροχές που χορηγούνται σε προαιρετική βάση από το πιστωτικό ίδρυμα σε εργαζόμενο ως μέρος του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών του, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τις δουλευμένες αμοιβές που παρέχονται σε εργαζόμενο δυνάμει των όρων του συνταξιοδοτικού προγράμματος της εταιρείας του.».

2)

Στο άρθρο 11, παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας διασφαλίζει την ύπαρξη κατευθυντήριων γραμμών για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των προσώπων που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος.»·

3)

Το άρθρο 22 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής απαιτούν από κάθε πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει ένα άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών οι οποίες είναι συνεπείς και προωθούν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων.»·

β)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στην παράγραφο 15, στοιχείο στ) του μέρους 2 του παραρτήματος XII για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών. Η αρμόδια αρχή παρέχει στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας αυτές τις πληροφορίες.

4.   Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας διασφαλίζει την ύπαρξη κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις υγιείς πολιτικές αποδοχών οι οποίες συνάδουν με τις αρχές που προβλέπονται στις παραγράφους 23 και 24 του παραρτήματος V. Οι κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν επίσης υπόψη τις αρχές περί ορθών πολιτικών αποδοχών που ορίζονται στη Σύσταση της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (10).

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη κατευθυντήριων γραμμών με σκοπό:

α)

να καθορίσει συγκεκριμένα κριτήρια βάσει των οποίων θα υπολογίζεται η κατάλληλη αναλογία σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των συνολικών αποδοχών κατά την έννοια της παραγράφου 23 παράγραφος 1 του παραρτήματος V,

β)

να καθορίσει μέσα δυνάμενα να επιλεγούν ως μέσα κατά την έννοια της παραγράφου 23 στοιχείο ιε) σημείο ii) του παραρτήματος V τα οποία αντανακλούν προσηκόντως την πιστοληπτική ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος κατά την έννοια της παραγράφου 23 του στοιχείου ιε) του εν λόγω παραρτήματος.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Κινητών Αξιών συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας ώστε να διασφαλιστεί η ύπαρξη κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών για τις κατηγορίες υπαλλήλων που ασχολούνται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριότητες κατά την έννοια του σημείου 2 του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 3 για να προβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών αποδοχών σε επίπεδο Ένωσης.

5.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής συγκεντρώνουν πληροφορίες για τον αριθμό ατόμων ανά πιστωτικό ίδρυμα που ανήκουν σε επίπεδο αμοιβών τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου ευρώ, συμπεριλαμβανομένων του σχετικού επιχειρηματικού τομέα και των βασικών στοιχείων μισθού, των πρόσθετων αμοιβών, των μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και συνταξιοδοτικών εισφορών. Αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας η οποία τις αποκαλύπτει συνολικά στη βάση κράτους μέλους καταγωγής σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για να διευκολύνει την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου και να διασφαλίζει τη συνέπεια των πληροφοριών που συγκεντρώνονται.

4)

Στο άρθρο 54, προστίθεται η εξής παράγραφος:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τους σκοπούς της πρώτης παραγράφου, οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους έχουν την εξουσία να επιβάλλουν ή να εφαρμόζουν οικονομικής φύσεως και μη οικονομικής φύσεως κυρώσεις ή άλλα μέτρα. Οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.».

5)

Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 57, το στοιχείο ιη) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιη)

Το ποσό του ανοίγματος σε θέσεις τιτλοποίησης που σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης 1 250 % δυνάμει της παρούσας οδηγίας και το ποσό του ανοίγματος σε θέσεις τιτλοποίησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών που θα σταθμίζονταν με συντελεστή στάθμισης 1 250 % αν ευρίσκονταν εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος.».

6)

Στο άρθρο 64, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις διατάξεις του μέρους Β του παραρτήματος VII της οδηγίας 2006/49/ΕΚ σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους που αποτιμώνται σε εύλογη αξία κατά τον υπολογισμό του ύψους των ιδίων κεφαλαίων και αφαιρούν από το σύνολο των στοιχείων υπό α) έως γα), μείον τα στοιχεία υπό θ) έως ια), του άρθρου 57, το ποσό τυχόν άλλων πρόσθετων και αναγκαίων προσαρμογών αξίας. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας διάταξης.».

7)

Στο άρθρο 66, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Το ήμισυ του συνόλου των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) του άρθρου 57 αφαιρείται από το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως οθ), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ια) του εν λόγω άρθρου, και το ήμισυ από το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του εν λόγω άρθρου, τηρουμένων των περιορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το ήμισυ του αθροίσματος των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία ιβ) έως ιη) είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία δ) έως η) του άρθρου 57, η διαφορά αφαιρείται από το άθροισμα των στοιχείων που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως γα), μείον τα στοιχεία που απαριθμούνται στα στοιχεία θ) έως ια) του εν λόγω άρθρου.

Τα στοιχεία που απαριθμούνται στο στοιχείο ιη) του άρθρου 57 δεν αφαιρούνται, εφόσον έχουν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των σταθμισμένων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 75, όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία ή στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, όπως ορίζεται στο παράρτημα I ή V της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.».

8)

Στο άρθρο 75, τα στοιχεία β) και γ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

όσον αφορά τις δραστηριότητες χαρτοφυλακίου συναλλαγών, για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και, στο μέτρο που επιτρέπεται η υπέρβαση των ορίων που θεσπίζονται στα άρθρα 111 έως 117, για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα που υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 18 και των άρθρων 28 έως 32 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ,

γ)

όσον αφορά το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, για τον κίνδυνο συναλλάγματος, τον κίνδυνο διακανονισμού και τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων, των κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 18 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ,».

9)

Στο άρθρο 101, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Ένα ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, ή ένα μεταβιβάζον πιστωτικό ίδρυμα το οποίο σε σχέση με μια τιτλοποίηση έκανε χρήση του άρθρου 95 στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων, ή πώλησε χρηματοπιστωτικά μέσα από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του σε οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση με αποτέλεσμα να μην υποχρεούται πλέον να κατέχει ίδια κεφάλαια για τους κινδύνους των εν λόγω μέσων, δεν παρέχει υποστήριξη στην τιτλοποίηση, με σκοπό τη μείωση των δυνητικών ή πραγματικών ζημιών των επενδυτών, πέραν των όσων προβλέπουν οι συμβατικές του υποχρεώσεις.».

10)

Το άρθρο 136 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«στ)

να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα τον περιορισμό της μεταβλητής αμοιβής ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών εσόδων όταν το ύψος της δεν συνάδει με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης·

ζ)

να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να χρησιμοποιούν καθαρά για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης.»·

β)

Στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για τον σκοπό του καθορισμού του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων με βάση τον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 124, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον απαιτείται οποιαδήποτε επιβολή ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων, πέραν του ελάχιστου επιπέδου, για την αποτύπωση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ένα πιστωτικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τις ποσοτικές και ποιοτικές πτυχές της διαδικασίας αξιολόγησης των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 123·

β)

το πλαίσιο, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρονται στο άρθρο 22·

γ)

το αποτέλεσμα του ελέγχου και της αξιολόγησης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 124.».

11)

Στο άρθρο 145, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα πιστωτικά ιδρύματα υιοθετούν επίσημη πολιτική συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 και διαθέτουν πολιτικές αξιολόγησης της καταλληλότητας των δημοσιοποιήσεών τους, περιλαμβανομένης της επαλήθευσης και της συχνότητάς τους. Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν επίσης πολιτικές αξιολόγησης του κατά πόσον οι δημοσιοποιήσεις τους μεταφέρουν πλήρως το προφίλ του κινδύνου στους συμμετέχοντες στην αγορά.

Εάν οι εν λόγω δημοσιοποιήσεις δεν μεταφέρουν πλήρως το προφίλ του κινδύνου στους συμμετέχοντες στην αγορά, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες επιπλέον εκείνων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1. Ωστόσο, υποχρεούνται να δημοσιοποιούν μόνον τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις και όχι τις πληροφορίες που ανήκουν στην ιδιοκτησία τους ή είναι εμπιστευτικές σύμφωνα με τα τεχνικά κριτήρια που προβλέπονται στο μέρος 1 του παραρτήματος XII.».

12)

Η επικεφαλίδα του Τίτλου VI αντικαθίσταται από την εξής:

«ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ»

13)

Το άρθρο 150 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Εξαιρουμένης της πρότασης την οποία η Επιτροπή οφείλει να υποβάλει δυνάμει του άρθρου 62 για τα ίδια κεφάλαια, οι τεχνικές προσαρμογές όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις, θεσπίζονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 151α και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 151β και 151γ:

α)

την αποσαφήνιση των ορισμών για να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας,

β)

την αποσαφήνιση των ορισμών προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,

γ)

την ευθυγράμμιση της ορολογίας και τη διατύπωση των ορισμών σύμφωνα με εκείνες των μεταγενέστερων πράξεων στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων και συναφών θεμάτων,

δ)

τη διεύρυνση του περιεχομένου του καταλόγου ο οποίος μνημονεύεται στα άρθρα 23 και 24 και περιέχεται στο παράρτημα I ή την προσαρμογή της ορολογίας του καταλόγου προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,

ε)

τους τομείς στους οποίους οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες, όπως απαριθμούνται στο άρθρο 42,

στ)

τις τεχνικές προσαρμογές στα άρθρα 56 έως 67 και στο άρθρο 74, λόγω των εξελίξεων στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις, που λαμβάνουν υπόψη τη νομοθεσία της Ένωσης, ή λόγω της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών,

ζ)

την τροποποίηση του καταλόγου των κλάσεων χρηματοδοτικού ανοίγματος στα άρθρα 79 και 86, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών,

η)

το ποσό που προσδιορίζεται στο άρθρο 79, παράγραφος 2, στοιχείο γ), στο άρθρο 86 παράγραφος 4, στοιχείο α), στο παράρτημα VII, μέρος 1, παράγραφος 5, και στο παράρτημα VII, μέρος 2, παράγραφος 15, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις του πληθωρισμού,

θ)

τον κατάλογο και την κατάταξη των εκτός ισολογισμού στοιχείων που αναφέρονται στα παραρτήματα II και IV,

ι)

την προσαρμογή των διατάξεων του παραρτήματος III, και των παραρτημάτων V έως ΧΙΙ προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ιδίως όσον αφορά τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις, που λαμβάνουν υπόψη τη νομοθεσία της Ένωσης, ή λόγω της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών.

1α.   Λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 151, παράγραφος 2α:

α)

τεχνικές προσαρμογές του καταλόγου του άρθρου 2,

β)

τροποποίηση του ποσού του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 9 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις.»·

β)

Η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

Στο πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή δύναται να λάβει τα ακόλουθα μέτρα:»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β), γ) και στ) του πρώτου εδαφίου θεσπίζονται μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 151α και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 151β και 151γ. Τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία δ) και ε) του πρώτου εδαφίου θεσπίζονται με την κανονιστική διαδικασία σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 151 παράγραφος 2α.».

14)

Στο άρθρο 151 οι παράγραφοι 2 και 3 διαγράφονται.

15)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 151α

Άσκηση των ανατεθεισών αρμοδιοτήτων

1.   Η αρμοδιότητα για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση βάσει του άρθρου 150 παράγραφος 1 και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη φράση παρέχεται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 15 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες το αργότερο έξι μήνες πριν τη λήξη της τετραετούς περιόδου. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους της ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 151β.

2.   Η Επιτροπή, όταν εκδίδει πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3.   Η αρμοδιότητα της Επιτροπής για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση υπόκειται στις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 151β και 151γ.

Άρθρο 151β

Ανάκληση της ανάθεσης αρμοδιοτήτων

1.   Η ανάθεση αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 150 παράγραφος 1 και στο άρθρο 150 παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη φράση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασισθεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση αρμοδιοτήτων προσπαθεί να ενημερώνει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις ανατεθείσες αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να ανακληθούν.

3.   Η απόφαση ανάκλησης τερματίζει την ανάθεση αρμοδιοτήτων που προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή. Η απόφαση έχει άμεση ισχύ ή αναφέρει συγκεκριμένη μεταγενέστερη ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η απόφαση δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 151γ

Διατύπωση αντιρρήσεων σε πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώνουν αντιρρήσεις σε κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

2.   Αν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει διατυπώσει αντιρρήσεις στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη, η εν λόγω πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Η κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την πάροδο της εν λόγω περιόδου, εφόσον τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν αντιρρήσεις σε πράξη εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τότε η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη.».

16)

Στο άρθρο 152, παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5α.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 παρέχουν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, ίδια κεφάλαια τα οποία είναι πάντα υψηλότερα από ή ίσα προς το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 5γ ή την παράγραφο 5δ, εφόσον τυγχάνει εφαρμογής.

5β.   Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία χρησιμοποιούν τις εξελιγμένες μεθόδους μέτρησης όπως ορίζονται στο άρθρο 105 για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων για λειτουργικό κίνδυνο παρέχουν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2011, ίδια κεφάλαια τα οποία είναι πάντα υψηλότερα από ή ίσα προς το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 5γ ή την παράγραφο 5δ, εφόσον τυγχάνει εφαρμογής.

5γ.   Το ποσό που αναφέρεται στις παραγράφους 5α και 5β είναι το 80 % του συνολικού ελάχιστου ποσού ιδίων κεφαλαίων το οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα θα ήταν υποχρεωμένα να διαθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ και την οδηγία 2000/12/ΕΟΚ, όπως ίσχυε πριν την 1η Ιανουαρίου 2007.

5δ.   Με την επιφύλαξη της έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, για τα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 5ε, το ποσό που αναφέρεται στις παραγράφους 5α και 5β μπορεί να ανέρχεται έως το 80 % του συνολικού ελάχιστου ποσού ιδίων κεφαλαίων το οποίο τα πιστωτικά αυτά ιδρύματα θα ήταν υποχρεωμένα να διαθέτουν σύμφωνα με οποιοδήποτε από τα άρθρα 78 έως 83, και τα άρθρα 103 ή 104 και με την οδηγία 2006/49/ΕΟΚ, όπως ίσχυε πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011.

5ε.   Ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εφαρμόζει την παράγραφο 5δ μόνο αν άρχισε να χρησιμοποιεί τη ΜΕΔ ή ΕΜΜ για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών του απαιτήσεων κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2010.».

17)

Στο άρθρο 154, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2012, το μέσο σταθμισμένο ύψος του LGD για όλα τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις των κεντρικών κυβερνήσεων δεν είναι κατώτερο του 10 %.».

18)

Στο άρθρο 156, παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια μετά το τρίτο εδάφιο:

«Έως την 1η Απριλίου 2013, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρατίθενται στα παραρτήματα V και XII, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποδοτικότητά τους, την εφαρμογή τους και την επιβολή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις. Αυτή η επανεξέταση εντοπίζει οποιαδήποτε κενά απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις εν λόγω διατάξεις. Η Επιτροπή υποβάλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από τις κατάλληλες προτάσεις.

Προκειμένου να διασφαλισθεί συνοχή και ίσοι όροι ανταγωνισμού, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή του άρθρου 54 σχετικά με τη συνέπεια μεταξύ των κυρώσεων και των άλλων μέτρων που επιβάλλονται και εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ένωση και, εν ανάγκη διατυπώνει προτάσεις.

Η περιοδική αξιολόγηση από την Επιτροπή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας διασφαλίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται δεν καταλήγει σε διακρίσεις μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της νομικής δομής τους ή του μοντέλου ιδιοκτησίας τους.

Προκειμένου να διασφαλισθεί συνέπεια όσον αφορά τη συνετή προσέγγιση ως προς το κεφάλαιο, η Επιτροπή επαναξιολογεί τη συνάφεια της αναφοράς σε μέσα κατά την έννοια του άρθρου 66 παράγραφος 1α, στοιχείο α) στην παράγραφο 23 στοιχείο ιε) σημείο ii) του παραρτήματος V, μόλις αναλάβει την πρωτοβουλία να επανεξετάσει τον ορισμό των κεφαλαιακών μέσων, όπως προβλέπονται στα άρθρα 56 έως 67.».

19)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 156α

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή επανεξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα αλλαγών με σκοπό την ευθυγράμμιση του παραρτήματος IX της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη διεθνείς συμφωνίες σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων για θέσεις τιτλοποίησης. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη από τυχόν κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.».

20)

Τα παραρτήματα τροποποιούνται, όπως προβλέπεται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/49/ΕΚ

Η οδηγία 2006/49/ΕΚ τροποποιείται ως ακολούθως:

1)

Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«κ)

ως “θέση τιτλοποίησης” και “θέση επανατιτλοποίησης” νοούνται αντιστοίχως η θέση τιτλοποίησης και η θέση επανατιτλοποίησης, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ.».

2)

Στο άρθρο 17 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν ένα ίδρυμα υπολογίζει ποσά χρηματοδοτικών ανοιγμάτων με στάθμιση κινδύνου για τους σκοπούς του παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, για τον υπολογισμό που προβλέπεται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ παράρτημα VII, μέρος 1, παράγραφος 36, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:».

3)

Στο άρθρο 18 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που υπολογίζονται σύμφωνα με τις μεθόδους και τις επιλογές που καθορίζονται στα άρθρα 28 έως 32 και στα παραρτήματα I, II και VI και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το παράρτημα V, για τις δραστηριότητες που εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους, και τις παραγράφους 1 έως 4 του παραρτήματος II για τις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών δραστηριότητές τους.».

4)

Ο τίτλος του τμήματος 2 του κεφαλαίου VIII αντικαθίσταται από τον εξής:

«Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικές εξουσίες».

5)

Στο άρθρο 41, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 θεσπίζονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με τα άρθρα 42α, και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 42β και 42γ.».

6)

Στο άρθρο 42, η παράγραφος 2 διαγράφεται.

7)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 42α

Άσκηση των ανατεθεισών αρμοδιοτήτων

1.   Η αρμοδιότητα για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που παρέχεται στην Επιτροπή κατά το άρθρο 41 ισχύει για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 15 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες το αργότερο έξι μήνες πριν τη λήξη της τετραετούς περιόδου. Η ανάθεση αρμοδιοτήτων παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους της ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 42β.

2.   Η Επιτροπή όταν εκδίδει πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3.   Η αρμοδιότητα της Επιτροπής για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων υπόκειται στις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα άρθρα 42β και 42γ.

Άρθρο 42β

Ανάκληση της ανάθεσης αρμοδιοτήτων

1.   Η ανάθεση αρμοδιοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 41 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.

2.   Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασισθεί εάν θα ανακληθεί η ανάθεση αρμοδιοτήτων προσπαθεί να ενημερώνει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις ανατεθείσες αρμοδιότητες που θα μπορούσαν να ανακληθούν.

3.   Η απόφαση ανάκλησης τερματίζει την ανάθεση αρμοδιοτήτων που προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή. Η απόφαση έχει άμεση ισχύ ή αναφέρει συγκεκριμένη μεταγενέστερη ημερομηνία έναρξης ισχύος. Η απόφαση δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που βρίσκονται ήδη σε ισχύ. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 42γ

Διατύπωση αντιρρήσεων σε πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώνουν αντιρρήσεις για κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

2.   Αν, κατά τη λήξη της περιόδου της παραγράφου 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει διατυπώσει αντιρρήσεις στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη, η εν λόγω πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Η κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη μπορεί να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ πριν από την πάροδο της εν λόγω περιόδου, εφόσον τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.   Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διατυπώσουν αντιρρήσεις σε πράξη εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τότε η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσα πράξη.».

(8)

Το άρθρο 47 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Έως την 30ή Δεκεμβρίου 2011 ή σε προγενέστερη αυτής ημερομηνία που καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές κατά περίπτωση, τα ιδρύματα που έχουν λάβει αναγνώριση για εσωτερικό υπόδειγμα ως προς τον ειδικό κίνδυνο προ της 1ης Ιανουαρίου 2007, μπορούν σύμφωνα με το παράρτημα V, παράγραφος 1, και για αυτή την υφιστάμενη αναγνώριση, να εφαρμόζουν το παράρτημα V, παράγραφοι 4 και 8 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ όπως οι παράγραφοι αυτές ίσχυαν προ της 1ης Ιανουαρίου 2007.».

(9)

Τα παραρτήματα τροποποιούνται όπως προβλέπεται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 3

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς:

α)

τα σημεία 3, 4, 16 και 17 του άρθρου 1 και τα σημεία 1, 2 στοιχείο γ), 3, και 5 στοιχείο β) σημείο iii) του παραρτήματος I, έως την 1η Ιανουαρίου 2011· και

β)

όλες τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας εκτός από εκείνες που προσδιορίζονται στο στοιχείο α), έως την 31η Δεκεμβρίου 2011.

Τα μέτρα της παρούσας παραγράφου, όταν υιοθετούνται από τα κράτη μέλη, θα κάνουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή θα συνοδεύονται από την αναφορά σε αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αναφορά καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση προς το σημείο 1 του παραρτήματος I απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τις αρχές που παρατίθενται σε αυτό στις:

i)

αμοιβές που οφείλονται βάσει συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από την πραγματική ημερομηνία εκτέλεσης σε κάθε κράτος μέλος και που αποδόθηκαν ή καταβλήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή, και

ii)

για υπηρεσίες παρασχεθείσες το 2010, αμοιβές που αποφασίσθηκε να αποδοθούν, αλλά δεν καταβλήθηκαν ακόμη, πριν την ημερομηνία πραγματικής εκτέλεσης σε κάθε κράτος μέλος.

3.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των κυριότερων διατάξεων του εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4

Έκθεση

Έχοντας υπόψη τον διεθνή χαρακτήρα του πλαισίου της Βασιλείας και τους κινδύνους που ενέχει η μη ταυτόχρονη εφαρμογή των αλλαγών που επέρχονται στο πλαίσιο αυτό σε μείζονα νομικά συστήματα, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 για την πρόοδο που έχει σημειωθεί σχετικά με τη διεθνή εφαρμογή των αλλαγών στο πλαίσιο της κεφαλαιακής επάρκειας, συνοδευόμενη από κατάλληλες προτάσεις.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 24 Νοεμβρίου 2010.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

O. CHASTEL


(1)  ΕΕ C 291 της 1.12.2009, σ. 1.

(2)  Γνώμη της 20ής Ιανουαρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Ιουλίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 11ης Οκτωβρίου 2010.

(4)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

(6)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22.

(8)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(9)  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τα παραρτήματα V, VI, VII, IX και XII της οδηγίας 2006/48/ΕΚ τροποποιούνται ως ακολούθως:

(1)

Στο παράρτημα V, προστίθεται το ακόλουθο μέρος:

«11.   ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

23.

Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων που περιλαμβάνουν ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, καθώς και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους, τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:

α)

η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος·

β)

η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος και ενσωματώνει μέτρα με τα οποία αποθαρρύνεται η σύγκρουση συμφερόντων·

γ)

το διοικητικό όργανο του πιστωτικού ιδρύματος, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, υιοθετεί και περιοδικά αναθεωρεί τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή της·

δ)

η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον άπαξ ετησίως, σε κεντρική και ανεξάρτητη εσωτερική αναθεώρηση όσον αφορά τη συμμόρφωσή της προς τις πολιτικές και διαδικασίες αποδοχών που υιοθετούνται από το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής αρμοδιότητάς του·

ε)

τα μέλη προσωπικού που έχουν επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν·

στ)

οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης του κινδύνου και της κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών της παραγράφου 24 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από το διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα·

ζ)

στην περίπτωση που οι αμοιβές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των παροχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της υπόψη επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του πιστωτικού ιδρύματος, και, κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια·

η)

η αξιολόγηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία της αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε μια περίοδο που λαμβάνει υπόψη τον υποκείμενο κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης και τους επιχειρηματικούς της κινδύνους·

θ)

το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους·

ι)

οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό και περιορίζονται στο πρώτο έτος απασχόλησης·

ια)

στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία επωφελούνται από κατ’ εξαίρεση κρατική παρέμβαση:

i)

οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται αυστηρά ως ποσοστό επί των καθαρών εσόδων, όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης και την έγκαιρη έξοδο από την κρατική στήριξη,

ii)

οι σχετικές αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να αναδιαρθρώνουν τις αποδοχές κατά τρόπο που να ευθυγραμμίζονται με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της, κατά περίπτωση, θέσπισης ορίων στις αποδοχές των προσώπων που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1,

iii)

δεν πρέπει να καταβάλλεται μεταβλητή αμοιβή στα πρόσωπα που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1, εκτός εάν τούτο είναι δικαιολογημένο·

ιβ)

οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα και η σταθερή συνιστώσα αντιπροσωπεύει ένα αρκετά υψηλό μερίδιο των συνολικών αποδοχών ώστε να καθιστά εφικτή την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής σχετικά με τις συνιστώσες για τις μεταβλητές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μη καταβολής αυτών.

Τα πιστωτικά ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών·

ιγ)

οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και είναι σχεδιασμένες κατά τρόπο ώστε να μην ανταμείβεται η αποτυχία·

ιδ)

η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους τρέχοντων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται.

Η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του πιστωτικού ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων·

ιε)

σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 % οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από την κατάλληλη αναλογία των παρακάτω:

i)

μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού πιστωτικού ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, σε περίπτωση μη εισηγμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, και

ii)

κατά περίπτωση, άλλα μέσα κατά την έννοια του άρθρου 66 παράγραφος 1α στοιχείο α), που αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης.

Τα μέσα που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν ορισμένα μέσα όπως αρμόζει. Το παρόν σημείο εφαρμόζεται τόσο στο μέρος του υπό αναβολή μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών σύμφωνα με το στοιχείο (ιστ) όσο και στο μέρος του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών που δεν τελεί υπό αναβολή·

ιστ)

η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 40 % της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τρία έως πέντε έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση της επιχείρησης, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω μέλους του προσωπικού.

Οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής κατοχυρώνονται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου. Όσον αφορά μεταβλητή συνιστώσα αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά το 60 % του ποσού. Η διάρκεια της περιόδου αναβολής ορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες των εν λόγω μελών του προσωπικού·

ιζ)

η μεταβλητή αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου του μέρους υπό αναβολή, καταβάλλεται ή κατοχυρώνεται μόνον εφόσον είναι αποδεκτή βάσει της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος συνολικά και δικαιολογημένη βάσει των επιδόσεων του πιστωτικού ιδρύματος, της υπόψη επιχειρησιακής μονάδας και του υπόψη φυσικού προσώπου.

Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών θα συρρικνώνεται γενικά σημαντικά όταν το πιστωτικό ίδρυμα παρουσιάζει υποτονικές ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τρέχουσες αμοιβές όσο και τις μειώσεις σε αμοιβές που είχαν προηγουμένως εισπραχθεί, συμπεριλαμβανομένων μέσω ρυθμίσεων malus ή ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών·

ιη)

η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος.

Εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από το πιστωτικό ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για χρονικό διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιε). Στη περίπτωση υπαλλήλου που φθάνει στη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιε) με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης·

ιθ)

τα μέλη του προσωπικού υποχρεούνται να μην χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αμοιβή ή ευθύνη για να καταστρατηγούνται οι περιλαμβανόμενοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο·

κ)

η μεταβλητή αμοιβή δεν καταβάλλεται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που διευκολύνουν την αποφυγή των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

Οι οριζόμενες στην παρούσα παράγραφο αρχές εφαρμόζονται από πιστωτικά ιδρύματα σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικής, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν συσταθεί σε υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα.

24.

Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από άποψη μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσης, πεδίου και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν επιτροπή αποδοχών. Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται κατά τρόπον ώστε να εκφέρει αρμοδίως και ανεξαρτήτως γνώμη για τις πολιτικές και τις πρακτικές αποδοχών καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται για τη διαχείριση του κινδύνου, του κεφαλαίου και της ρευστότητας.

Η επιτροπή αποδοχών είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν επιπτώσεις στους κινδύνους και τη διαχείριση των κινδύνων του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος και οι οποίες λαμβάνονται από το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μέλη του διοικητικού οργάνου τα οποία που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα στο συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα. Κατά την προπαρασκευή παρόμοιων αποφάσεων, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων στο πιστωτικό ίδρυμα.».

(2)

Το παράρτημα VI, μέρος 1 τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 9, 10 και 11, τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών σταθμίζονται όπως τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων, σύμφωνα με την παράγραφο 11α. Η μεταχείριση αυτή είναι ανεξάρτητη από τη χρήση της διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 80, παράγραφος 3. Η προτιμησιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων σύμφωνα με τις παραγράφους 31, 32 και 37 δεν εφαρμόζεται.»·

β)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«11α.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 9, 10 και 11, τα ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών των κρατών μελών τα οποία είναι εκπεφρασμένα και χρηματοδοτούνται στο εγχώριο νόμισμα της ανωτέρω περιφερειακής κυβέρνησης και τοπικής αρχής σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 20 %.»·

γ)

Η παράγραφος 68 τροποποιείται ως ακολούθως:

i)

Στο πρώτο εδάφιο, τα στοιχεία δ) και ε) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

δάνεια που εξασφαλίζονται με αστικά ακίνητα ή μετοχές στις φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 46, έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου των υποθηκών, σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη, και του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου ή με μερίδια πρώτης εξασφάλισης που έχουν εκδοθεί από γαλλικά Fonds Communs de Créances ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης διεπόμενες από τη νομοθεσία κράτους μέλους που τιτλοποιούν ανοίγματα σχετικά με ακίνητα. Σε περίπτωση που τα εν λόγω μερίδια πρώτης εξασφάλισης χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση, η ειδική δημόσια εποπτική υπηρεσία για την προστασία των κατόχων των μεριδίων, όπως προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (1), διασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα μερίδια αυτά, αποτελούνται, ανά πάσα στιγμή ενόσω περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης, τουλάχιστον κατά το 90 % από εγγραφές υποθήκης σε κατοικία σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου που οφείλεται στα μερίδια, του κεφαλαίου των υποθηκών και του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ότι τα μερίδια κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος και ότι τα εν λόγω μερίδια δεν υπερβαίνουν το 10 % του ονομαστικού ποσού της καλυπτόμενης έκδοσης ομολόγων.

Τα ανοίγματα που δημιουργούνται από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση πληρωμών από οφειλέτες δανείων ή από το προϊόν εκκαθάρισης σε σχέση με δάνεια που εξασφαλίζονται με ακίνητα σε κατόχους μεριδίων πρώτης εξασφάλισης ή χρεογράφων δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του ορίου του 90 %·

ε)

δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα ή μετοχές στις φινλανδικές στεγαστικές εταιρείες κατά τα αναφερόμενα στο σημείο 52, έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου των υποθηκών, σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη, και του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου ή με μερίδια πρώτης εξασφάλισης που έχουν εκδοθεί από γαλλικά Fonds Communs de Créances ή ισοδύναμες οντότητες τιτλοποίησης διεπόμενες από τη νομοθεσία κράτους μέλους που τιτλοποιούν ανοίγματα σχετικά με εμπορικά ακίνητα. Σε περίπτωση που τα εν λόγω μερίδια πρώτης εξασφάλισης χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση, η ειδική δημόσια εποπτική υπηρεσία για την προστασία των κατόχων των μεριδίων, όπως προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, διασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα μερίδια αυτά, αποτελούνται, ανά πάσα στιγμή ενόσω περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία κάλυψης, τουλάχιστον κατά το 90 % από εγγραφές υποθήκης σε εμπορικά ακίνητα σε συνδυασμό με κάθε προηγούμενη υποθήκη έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του κεφαλαίου που οφείλεται στα μερίδια, του κεφαλαίου των υποθηκών και του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ότι τα μερίδια κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος παραρτήματος, και ότι τα εν λόγω μερίδια δεν υπερβαίνουν το 10 % του ονομαστικού ποσού της καλυπτόμενης έκδοσης ομολόγων.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναγνωρίζουν ως αποδεκτά τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε περίπτωση που ο δείκτης “δάνειο/αξία” ύψους 60 % αυξηθεί μέχρι το μέγιστο ποσοστό του 70 %, εφόσον η αξία όλων των στοιχείων ενεργητικού που δόθηκαν ως εξασφάλιση των καλυμμένων ομολόγων υπερβαίνει το ονομαστικό υπόλοιπο των καλυμμένων ομολόγων κατά τουλάχιστον 10 % και η απαίτηση των ομολογιούχων είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις ασφάλειας δικαίου του παραρτήματος VIII. Η απαίτηση των ομολογιούχων προηγείται όλων των άλλων απαιτήσεων επί της εξασφάλισης. Τα ανοίγματα που δημιουργούνται από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση πληρωμών από οφειλέτες δανείων ή από το προϊόν εκκαθάρισης σε σχέση με δάνεια που εξασφαλίζονται με ακίνητα σε κατόχους μεριδίων πρώτης εξασφάλισης ή χρεογράφων δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του ορίου του 90 %·

ii)

Το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, το όριο του 10 % για τα μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα γαλλικών Fonds Communs de Créances ή ισοδύναμων οντοτήτων τιτλοποίησης κατά τα οριζόμενα στα στοιχεία δ) και ε) δεν εφαρμόζεται, εφόσον:

i)

τα τιτλοποιημένα ανοίγματα αστικών ή εμπορικών ακινήτων προέρχονται από τον ίδιο ενοποιημένο όμιλο του οποίου ο εκδότης των καλυμμένων ομολόγων είναι επίσης μέλος ή από οντότητα που είναι συνδεδεμένη στον ίδιο κεντρικό οργανισμό στον οποίο είναι συνδεδεμένος ο εκδότης των καλυμμένων ομολόγων (η εν λόγω κοινή συμμετοχή ή σύνδεση σε όμιλο καθορίζεται τη στιγμή που τα μερίδια με προτεραιότητα εξόφλησης καθίστανται εξασφάλιση για καλυμμένα ομόλογα)· και

ii)

μέλος του ίδιου ενοποιημένου ομίλου στον οποίο είναι μέλος ο εκδότης των καλυμμένων ομολόγων ή οντότητα που είναι συνδεδεμένη στο ίδιο κεντρικό οργανισμό με αυτόν στον οποίον είναι συνδεδεμένος ο εκδότης των καλυμμένων ομολόγων, κατέχει το σύνολο του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας που καλύπτουν τα εν λόγω μερίδια με εξοφλητική προτεραιότητα.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή επανεξετάζει την καταλληλότητα της παρέκκλισης που παρατίθεται στην τρίτη παράγραφο και, κατά περίπτωση, την καταλληλότητα της επέκτασης αυτού του είδους αντιμετώπισης και σε άλλη μορφή καλυμμένων ομολόγων. Με γνώμονα την επανεξέταση αυτή, η Επιτροπή μπορεί, οσάκις απαιτείται να θεσπίσει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 151α και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 151β και 151γ για να παρατείνει αυτή την παρέκκλιση, να την καταστήσει μόνιμη ή να την επεκτείνει σε άλλες μορφές καλυμμένων ομολόγων.».

(3)

Στο παράρτημα VII, μέρος 2, τμήμα 1, παράγραφος 8, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

για τα καλυμμένα ομόλογα που ορίζονται στο παράρτημα VI, μέρος 1, παράγραφοι 68 έως 70 μπορεί να εφαρμόζεται LGD 11,25 %·».

(4)

Το παράρτημα IX τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Στο μέρος 3, παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«γ)

Η πιστωτική αξιολόγηση δεν βασίζεται εν όλω ή εν μέρει σε μη χρηματοδοτούμενη υποστήριξη παρεχόμενη από το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα. Στην περίπτωση αυτή, το πιστωτικό ίδρυμα θεωρεί τη σχετική θέση σαν να μην ήταν διαβαθμισμένη και εφαρμόζει τις ρυθμίσεις που ισχύουν για τις μη διαβαθμισμένες θέσεις, σύμφωνα με το μέρος 4.»·

β)

Το μέρος 4 τροποποιείται ως ακολούθως:

i)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Εάν το πιστωτικό ίδρυμα έχει δύο ή περισσότερες επικαλυπτόμενες θέσεις σε τιτλοποίηση, υποχρεούται, στο μέτρο που οι θέσεις επικαλύπτονται, να συμπεριλάβει στον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών των ανοιγμάτων μόνο τη θέση ή το τμήμα θέσης που οδηγεί στο υψηλότερο σταθμισμένο ποσό του ανοίγματος. Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί επίσης να αναγνωρίσει αυτή την επικάλυψη μεταξύ κεφαλαιακών απαιτήσεων για ειδικό κίνδυνο για θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών και κεφαλαιακών απαιτήσεων για θέσεις χαρτοφυλακίου τραπεζικών συναλλαγών, υπό την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι σε θέση να υπολογίσει και να συγκρίνει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις σχετικές θέσεις. Για τον σκοπό της παρούσας παραγράφου, «επικάλυψη» συντρέχει όταν οι θέσεις αντιπροσωπεύουν, εν όλω ή εν μέρει, άνοιγμα ως προς τον ίδιο κίνδυνο κατά τρόπο ώστε, στο μέτρο της επικάλυψής τους, να υπάρχει ένα μόνο άνοιγμα.

Όταν η παράγραφος 1, στοιχείο γ) του μέρους 3 ισχύει για θέσεις σε προγράμματα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (ABCP), το πιστωτικό ίδρυμα δύναται, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, να χρησιμοποιήσει τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που έχει αποδοθεί σε μια ταμειακή διευκόλυνση για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ποσού του ανοίγματος για το πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (ABCP), εάν η ταμειακή διευκόλυνση έχει την ίδια προτεραιότητα με το πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (ABCP) με αποτέλεσμα να σχηματίζουν αλληλεπικαλυπτόμενες θέσεις και το 100 % των προγραμμάτων έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (ABCP) που εκδίδονται από το πρόγραμμα να καλύπτεται από ταμειακή διευκόλυνση.»·

ii)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, το σταθμισμένο ποσό μιας διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης ή επανατιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας στην αξία του ανοίγματος τον συντελεστή στάθμισης που αντιστοιχεί στη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν σύμφωνα με το άρθρο 98, να αντιστοιχίσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση, όπως καθορίζεται στον πίνακα 1.»·

iii)

Ο πίνακας 1 αντικαθίσταται από τον εξής:

«Πίνακας 1

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

1

2

3

4

(μόνον για πιστωτικές αξιολογήσεις πλην των βραχυπρόθεσμων πιστοληπτικών αξιολογήσεων)

Όλες οι λοιπές βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας

Θέσεις τιτλοποίησης

20 %

50 %

100 %

350 %

1 250 %

Θέσεις επανατιτλοποίησης

40 %

100 %

225 %

650 %

1 250 %»

iv)

Ο πίνακας 2 διαγράφεται·

v)

Η παράγραφος 46 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«46.

Στη μέθοδο των διαβαθμίσεων, το σταθμισμένο ποσό μιας διαβαθμισμένης θέσης τιτλοποίησης ή επανατιτλοποίησης υπολογίζεται εφαρμόζοντας στην αξία ανοίγματος τον συντελεστή στάθμισης της βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας με την οποία οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν να αντιστοιχίσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 98, όπως αναφέρεται στον πίνακα 4, πολλαπλασιασμένο με 1,06.»·

vi)

Ο πίνακας 4 αντικαθίσταται από τον εξής:

«Πίνακας 4

Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας

Θέσεις τιτλοποίησης

Θέσεις επανατιτλοποίησης

Πιστωτικές αξιολογήσεις πλην των βραχυπρόθεσμων

Βραχυπρόθεσμες πιστωτικές αξιολογήσεις

A

B

C

D

E

1

1

7 %

12 %

20 %

20 %

30 %

2

 

8 %

15 %

25 %

25 %

40 %

3

 

10 %

18 %

35 %

35 %

50 %

4

2

12 %

20 %

40 %

65 %

5

 

20 %

35 %

60 %

100 %

6

 

35 %

50 %

100 %

150 %

7

3

60 %

75 %

150 %

225 %

8

 

100 %

200 %

350 %

9

 

250 %

300 %

500 %

10

 

425 %

500 %

650 %

11

 

650 %

750 %

850 %

Κάθε άλλη και μη διαβαθμισμένες

1 250 %»

vii)

Ο πίνακας 5 διαγράφεται·

viii)

Η παράγραφος 47 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«47.

Οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Γ του πίνακα 4 εφαρμόζονται εάν η θέση τιτλοποίησης δεν είναι θέση επανατιτλοποίησης και εάν ο πραγματικός αριθμός ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν είναι κάτω των έξι. Για τις υπόλοιπες θέσεις τιτλοποίησης που δεν είναι θέσεις επανατιτλοποίησης, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης της στήλης Β, εκτός εάν η θέση ανήκει στο τμήμα τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα, οπότε εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης της στήλης Α. Για τις θέσεις επανατιτλοποίησης, εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης της στήλης Ε, εκτός εάν η θέση ανήκει στο τμήμα επανατιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα και κανένα από τα υποκείμενα ανοίγματα δεν ήταν ανοίγματα επανατιτλοποίησης, οπότε εφαρμόζεται η στήλη Δ. Κατά τον προσδιορισμό του τμήματος με την υψηλότερη προτεραιότητα δεν απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που οφείλονται δυνάμει συμβάσεων παράγωγων μέσων επιτοκίου και τιμών συναλλάγματος, ούτε οι οφειλόμενες προμήθειες ή άλλες παρόμοιες πληρωμές.»·

ix)

Η παράγραφος 48 διαγράφεται·

x)

Η παράγραφος 49 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«49.

Κατά τον υπολογισμό του πραγματικού αριθμού τιτλοποιημένων απαιτήσεων, όλες οι απαιτήσεις έναντι του ιδίου οφειλέτη αντιμετωπίζονται ως μία και μόνο απαίτηση. Ο πραγματικός αριθμός απαιτήσεων υπολογίζεται με τον τύπο:

Formula

όπου EADi είναι το άθροισμα των αξιών ανοιγμάτων έναντι του ιστού οφειλέτη. Εάν το τμήμα χαρτοφυλακίου που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο άνοιγμα (C1) είναι διαθέσιμο, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να υπολογίσει τον αριθμό Ν ως 1/C1.»·

xi)

Η παράγραφος 50 διαγράφεται·

xii)

Η παράγραφος 52 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«52.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 58 και 59, ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στην τιτλοποιημένη θέση με τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος είναι ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 53. Ωστόσο, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου δεν είναι κατώτερος του 20 % για τις θέσεις επανατιτλοποίησης και δεν είναι κατώτερος του 7 % για όλες τις λοιπές θέσεις τιτλοποίησης.»·

xiii)

Η παράγραφος 53, έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«N είναι ο πραγματικός αριθμός ανοιγμάτων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 49. Στην περίπτωση πράξεων επανατιτλοποίησης, το πιστωτικό ίδρυμα εξετάζει τον αριθμό των ανοιγμάτων τιτλοποίησης της ομάδας και όχι τον αριθμό των υποκειμένων ανοιγμάτων στις αρχικές ομάδες από τις οποίες απορρέουν τα υποκείμενα ανοίγματα τιτλοποίησης.».

(5)

Το παράρτημα XII τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Ο τίτλος αντικαθίσταται από τον εξής:

β)

Το μέρος 2 τροποποιείται ως ακολούθως:

i)

Οι παράγραφοι 9 και 10 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 75 στοιχεία β) και γ) δημοσιοποιούν τις απαιτήσεις αυτές χωριστά για κάθε κίνδυνο που αναφέρεται στις διατάξεις αυτές. Επιπλέον, η κεφαλαιακή απαίτηση για ειδικό κίνδυνο επιτοκίου θέσεων τιτλοποίησης δημοσιοποιείται χωριστά.

10.

Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του σύμφωνα με το παράρτημα V της οδηγίας 2006/49/ΕΚ δημοσιοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

Για κάθε καλυπτόμενο υποχαρτοφυλάκιο:

i)

τα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων·

ii)

για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με το παράρτημα V, παράγραφοι 5α και 5ιβ της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, χωριστά, τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιήθηκαν και τους κινδύνους που μετρήθηκαν μέσω της χρήσης εσωτερικού υποδείγματος, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής της προσέγγισης που χρησιμοποιήθηκε από το πιστωτικό ίδρυμα για τον καθορισμό οριζόντων ρευστότητας, τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη αξιολόγησης κεφαλαίων σύμφωνης προς το πρότυπο της απαιτούμενης ευρωστίας, και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την επικύρωση του υποδείγματος·

iii)

περιγραφή του προγράμματος ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) που εφαρμόζεται στο υποχαρτοφυλάκιο·

iv)

περιγραφή των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για το δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο και την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών υποδειγμάτων και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων·

β)

τον βαθμό αποδοχής από την αρμόδια αρχή·

γ)

περιγραφή του βαθμού και των μεθοδολογιών για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα VII, μέρος Β της οδηγίας 2006/49/ΕΚ·

δ)

την υψηλότερη, την κατώτερη και τη μέση τιμή των ακόλουθων μεγεθών:

i)

των καθημερινών μετρήσεων δυνητικής ζημίας κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η έκθεση και κατά τη λήξη της περιόδου·

ii)

των μετρήσεων δυνητικής ζημίας σε ακραίες συνθήκες κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η έκθεση και κατά τη λήξη της περιόδου·

iii)

των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με το παράρτημα V παράγραφοι 5α και 5ιβ της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, χωριστά, κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η έκθεση και κατά τη λήξη της περιόδου·

ε)

το ποσό του κεφαλαίου σύμφωνα με το παράρτημα V, παράγραφοι 5α και 5ιβ της οδηγίας 2006/49/ΕΚ, χωριστά, μαζί με τον σταθμισμένο μέσο ορίζοντα ρευστότητας για κάθε καλυπτόμενο υποχαρτοφυλάκιο·

στ)

σύγκριση των καθημερινών υπολογισμών δυνητικής ζημίας στο τέλος της ημέρας με τις ημερήσιες μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου στο τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, συνοδευόμενη από ανάλυση τυχόν σημαντικών υπερβάσεων κατά την περίοδο που καλύπτει η έκθεση.»·

ii)

Η παράγραφος 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά σύμφωνα με τα άρθρα 94 έως 101 ή τις κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 16α του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/49/ΕΚ δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες, κατά περίπτωση, χωριστά για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών:

α)

περιγραφή των στόχων του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τη δραστηριότητα τιτλοποίησης·

β)

φύση άλλων κινδύνων, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ρευστότητας που ενέχουν τα τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία·

γ)

τύπος των κινδύνων όσον αφορά την εξοφλητική προτεραιότητα των υποκείμενων θέσεων τιτλοποίησης και όσον αφορά τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία των εν λόγω θέσεων τιτλοποίησης που αναλαμβάνονται και διακρατούνται με τη δραστηριότητα επανατιτλοποίησης·

δ)

διάφοροι ρόλοι του πιστωτικού ιδρύματος στη διαδικασία τιτλοποίησης·

ε)

ένδειξη του βαθμού συμμετοχής του πιστωτικού ιδρύματος σε κάθε ρόλο που αναφέρεται στο στοιχείο δ)·

στ)

περιγραφή των υφιστάμενων διαδικασιών για την παρακολούθηση των μεταβολών του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου αγοράς των ανοιγμάτων τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο η συμπεριφορά των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων επιδρά στα ανοίγματα τιτλοποίησης, και περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι εν λόγω διαδικασίες διαφέρουν για τα ανοίγματα επανατιτλοποίησης·

ζ)

περιγραφή της πολιτικής του πιστωτικού ιδρύματος όσον αφορά τη χρήση της αντισταθμιστικής και της μη χρηματοδοτούμενης προστασίας για τη μείωση των κινδύνων των διακρατούμενων ανοιγμάτων τιτλοποίησης και επανατιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού ουσιωδών αντισυμβαλλομένων αντιστάθμισης ανά συναφή τύπο ανοίγματος σε κίνδυνο·

η)

μέθοδοι υπολογισμού των σταθμισμένων ποσών τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει στις δραστηριότητες τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των τύπων ανοιγμάτων τιτλοποίησης στους οποίους εφαρμόζεται κάθε προσέγγιση·

θ)

τύπους ΟΕΣΤ που χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα, ως ανάδοχος, για την τιτλοποίηση ανοιγμάτων τρίτων, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον, σε ποια μορφή και σε ποιον βαθμό το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει ανοίγματα στις εν λόγω ΟΕΣΤ, χωριστά για ανοίγματα εντός και εκτός ισολογισμού καθώς και κατάλογο των οντοτήτων τις οποίες διοικεί ή συμβουλεύει το πιστωτικό ίδρυμα και οι οποίες επενδύουν είτε σε θέσεις τιτλοποίησης που έχει τιτλοποιήσει το πιστωτικό ίδρυμα είτε σε ΟΕΣΤ των οποίων ανάδοχος είναι το πιστωτικό ίδρυμα·

ι)

περίληψη των λογιστικών μεθόδων τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζει στις δραστηριότητες τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των εξής πληροφοριών:

i)

κατάταξη των συναλλαγών ως πωλήσεων ή ως χρηματοδοτήσεων·

ii)

λογιστική καταχώριση των κερδών από πωλήσεις·

iii)

μέθοδοι, βασικές παραδοχές, πληροφορίες και αλλαγές από την προηγούμενη περίοδο για την αποτίμηση θέσεων τιτλοποίησης·

iv)

αντιμετώπιση των σύνθετων πράξεων τιτλοποίησης εάν αυτές δεν καλύπτονται από άλλες λογιστικές μεθόδους·

v)

τρόπος αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων εν αναμονή τιτλοποίησης και κατά πόσον καταχωρούνται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του πιστωτικού ιδρύματος ή σε χαρτοφυλάκιο εκτός αυτού·

vi)

πολιτικές καταχώρισης υποχρεώσεων στον ισολογισμό για ρυθμίσεις που μπορεί να απαιτήσουν από το πιστωτικό ίδρυμα να παράσχει χρηματοδοτική υποστήριξη σε τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία·

ια)

επωνυμίες των ECAI των οποίων οι αξιολογήσεις χρησιμοποιούνται για τις πράξεις τιτλοποίησης και είδη των ανοιγμάτων για τα οποία χρησιμοποιείται κάθε ECΑΙ·

ιβ)

όπου ενδείκνυται, περιγραφή της μεθόδου εσωτερικής αξιολόγησης που προβλέπεται στο παράρτημα IX μέρος 4, συμπεριλαμβανομένων της δομής της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης και της σχέσης μεταξύ εσωτερικής αξιολόγησης και εξωτερικών διαβαθμίσεων, της χρήσης εσωτερικής αξιολόγησης για σκοπούς άλλους πλην της εσωτερικής αξιολόγησης κεφαλαίων, των μηχανισμών ελέγχου της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης της ανεξαρτησίας, της ευθύνης και της επανεξέτασης της διαδικασίας εσωτερικής αξιολόγησης, των τύπων ανοιγμάτων στους οποίους εφαρμόζεται η διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης και των παραγόντων ακραίων καταστάσεων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των επιπέδων πιστωτικής ενίσχυσης, ανά τύπο ανοίγματος·

ιγ)

εξήγηση των σημαντικών μεταβολών που αφορούν οποιεσδήποτε ποσοτικές δημοσιοποιήσεις των στοιχείων θ) έως ιβ) από την τελευταία περίοδο για την οποία υποβλήθηκε έκθεση·

ιδ)

χωριστά για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, οι ακόλουθες πληροφορίες ανά τύπο ανοίγματος:

i)

το συνολικό ποσό των εκκρεμών ανοιγμάτων που έχουν τιτλοποιηθεί από το πιστωτικό ίδρυμα, χωριστά για τις παραδοσιακές και σύνθετες πράξεις τιτλοποίησης και για τις πράξεις τιτλοποίησης στις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα ενεργεί μόνον ως ανάδοχος·

ii)

το συνολικό ποσό των εντός ισολογισμού θέσεων τιτλοποίησης που διακρατήθηκαν ή αγοράσθηκαν και των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων τιτλοποίησης·

iii)

το συνολικό ποσό περιουσιακών στοιχείων εν αναμονή τιτλοποίησης·

iv)

για τιτλοποιημένες διευκολύνσεις που υπάγονται σε ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, το σύνολο των εκταμιευθέντων ανοιγμάτων που αποδίδονται στα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος και του επενδυτή αντίστοιχα, τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις που επωμίζεται το πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με τα συμφέροντα του μεταβιβάζοντος και τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις που επωμίζεται το πιστωτικό ίδρυμα σε σχέση με τα μερίδια του επενδυτή από τα εκταμιευθέντα υπόλοιπα και από τις μη εκταμιευθείσες πιστωτικές γραμμές·

v)

το ποσό των θέσεων τιτλοποίησης που αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια ή που σταθμίζονται με συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %·

vi)

σύνοψη της δραστηριότητας πράξεων τιτλοποίησης της τρέχουσας περιόδου, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν και του κέρδους ή της ζημίας που καταχωρήθηκε για την πώληση·

ιε)

χωριστά για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, οι ακόλουθες πληροφορίες:

i)

το συνολικό ποσό θέσεων τιτλοποίησης που διακρατήθηκαν ή αγοράσθηκαν και τις συναφείς κεφαλαιακές απαιτήσεις, με κατανομή σε ανοίγματα τιτλοποίησης και ανοίγματα επανατιτλοποίησης και περαιτέρω κατανομή σε κατάλληλο αριθμό ζωνών συντελεστών στάθμισης ή κεφαλαιακών απαιτήσεων, για κάθε χρησιμοποιούμενη μέθοδο κεφαλαιακών απαιτήσεων·

ii)

το συνολικό ποσό ανοιγμάτων επανατιτλοποίησης που διακρατήθηκαν ή αγοράσθηκαν κατανεμημένων ανάλογα με το άνοιγμα πριν από και μετά την αντιστάθμιση/ασφάλιση και το άνοιγμα σε χρηματοδοτικούς εγγυητές, κατανεμημένο ανάλογα με κατηγορίες πιστοληπτικής ικανότητας εγγυητών ή επωνυμία εγγυητών·

ιστ)

για τα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και όσον αφορά τα ανοίγματα που τιτλοποιήθηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα, το ποσό των απομειωμένων/ληξιπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων και των ζημιών που καταχωρήθηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα κατά την τρέχουσα περίοδο, με κατανομή αμφοτέρων ανά τύπο ανοίγματος·

ιζ)

για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, το συνολικό υπόλοιπο των ανοιγμάτων που τιτλοποιήθηκαν από το πιστωτικό ίδρυμα και υπόκεινται σε κεφαλαιακά απαίτηση για κίνδυνο αγοράς, με κατανομή σε παραδοσιακά/σύνθετα ανοίγματα και ανά τύπο ανοίγματος.»·

iii)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«15.

Οι ακόλουθες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων τακτικών, τουλάχιστον ετήσιων επαναξιολογήσεών τους, δημοσιοποιούνται στο κοινό σε σχέση με την πολιτική και πρακτική αποδοχών του πιστωτικού ιδρύματος για τις κατηγορίες εκείνες των μελών του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου του:

α)

πληροφορίες όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον συντρέχει περίπτωση, πληροφοριών σχετικά με τη σύνθεση και την εντολή της επιτροπής αποδοχών, της επωνυμίας του εξωτερικού συμβούλου του οποίου οι υπηρεσίες χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών και του ρόλου των υπόψη ενδιαφερομένων·

β)

πληροφορίες σχετικά με τη σχέση μεταξύ αμοιβής και επιδόσεων·

γ)

τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά σχεδιασμού του συστήματος αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των επιδόσεων και την προσαρμογή στον κίνδυνο και τα κριτήρια πολιτικής περί αναβολής και κατοχύρωσης·

δ)

πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια επιδόσεων, στα οποία βασίζονται το δικαίωμα απόκτησης μετοχών, δικαιωμάτων προαίρεσης ή οι μεταβλητές συνιστώσες των αποδοχών·

ε)

κύριες παράμετροι και σκεπτικό κάθε καθεστώτος μεταβλητών συνιστωσών και κάθε άλλης μη χρηματικής παροχής·

στ)

συνολικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές, με ανάλυση ανά επιχειρηματικό τομέα·

ζ)

συνολικές ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις αποδοχές, κατανεμημένες ανά διοικητικά στελέχη και ανά μέλη του προσωπικού των οποίων οι ενέργειες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα:

i)

τα ποσά αμοιβής για το οικονομικό έτος, με την κατανομή της ως σταθερής και μεταβλητής αμοιβής και ο αριθμός των δικαιούχων·

ii)

τα ποσά και οι μορφές της μεταβλητής αμοιβής, με την κατανομή τους σε ρευστά στοιχεία, μετοχές, χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές και άλλους τύπους·

iii)

τα ποσά της οφειλόμενης υπό αναστολή αμοιβής, με το διαχωρισμό της σε κατοχυρωμένα και μη κατοχυρωμένα μέρη·

iv)

τα ποσά υπό αναστολή αμοιβής τα οποία έχουν αποφασισθεί να καταβληθούν κατά το οικονομικό έτος, που πληρώθηκαν και μειώθηκαν μέσω των αναπροσαρμογών για τις επιδόσεις·

v)

οι νέες πληρωμές λόγω πρόσληψης και αποχώρησης που πραγματοποιήθηκαν κατά το οικονομικό έτος και ο αριθμός των δικαιούχων των εν λόγω πληρωμών· και

vi)

τα ποσά των πληρωμών αποχώρησης που κατεβλήθησαν κατά το οικονομικό έτος, τον αριθμό των δικαιούχων και το υψηλότερο ποσό που κατεβλήθη σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο.

Στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία είναι σημαντικά από άποψη μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης καθώς και από άποψη φύσης, πεδίου και πολυπλοκότητας δραστηριοτήτων, οι ποσοτικές πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο αυτό δημοσιοποιούνται επίσης στο κοινό στο επίπεδο των προσώπων που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατά την έννοια του άρθρου 11 παράγραφος 1.

Τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν στοιχείο κατά τρόπο κατάλληλο προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους και με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ.».


(1)  ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 32.»·


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Τα παραρτήματα I, II, V και VII της οδηγίας 2006/49/ΕΚ τροποποιούνται ως ακολούθως:

(1)

Το παράρτημα I τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Η παράγραφος 8 τροποποιείται ως εξής:

i)

Στο πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.

Κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης που ισχύει για τον κίνδυνο αγοράς του συμβαλλόμενου που επωμίζεται τον πιστωτικό κίνδυνο (δηλαδή του “πωλητή προστασίας”), εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό της σύμβασης του πιστωτικού παραγώγου. Παρά την ανωτέρω πρόταση, το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να αντικαταστήσει την ονομαστική αξία από την ονομαστική αξία μείον οιαδήποτε μεταβολή της αγοραίας αξίας του πιστωτικού παραγώγου από την έναρξη της συναλλαγής. Για τον υπολογισμό της επιβάρυνσης του ειδικού κινδύνου, εκτός των συμφωνιών ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, ισχύει η ληκτότητα της σύμβασης του πιστωτικού παραγώγου αντί της ληκτότητας του μέσου. Οι θέσεις καθορίζονται ως εξής:»·

ii)

Το τρίτο εδάφιο του σημείου v) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν το πιστωτικό παράγωγο νιοστής αθέτησης διαβαθμίζεται εξωτερικά, ο πωλητής προστασίας υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για ειδικό κίνδυνο χρησιμοποιώντας τη διαβάθμιση του παραγώγου και εφαρμόζει τις αντίστοιχες σταθμίσεις κινδύνου τιτλοποίησης, κατά περίπτωση.»·

β)

Η παράγραφος 14, πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«14.

Το ίδρυμα κατατάσσει τις καθαρές θέσεις του στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σε μέσα τα οποία δεν είναι θέσεις τιτλοποίησης, με βάση τον υπολογισμό που καθορίζεται στην παράγραφο 1, μεταξύ των ενδεδειγμένων κατηγοριών του Πίνακα 1, βάσει του εκδότη/οφειλέτη τους, της εξωτερικής ή εσωτερικής πιστοληπτικής αξιολόγησης και της εναπομένουσας ληκτότητας και στη συνέχεια τις πολλαπλασιάζει με τους συντελεστές στάθμισης που παρατίθενται στον πίνακα αυτόν. Αθροίζει τις σταθμισμένες θέσεις του, οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου (ανεξάρτητα από το εάν είναι θετικές ή αρνητικές) προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή του απαίτηση έναντι του ειδικού κινδύνου. Υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση έναντι ειδικού κινδύνου για θέσεις που είναι θέσεις τιτλοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 16α.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και των παραγράφων 14α και 16α, το ίδρυμα μπορεί να θέσει όριο στο προϊόν της στάθμισης και την καθαρή θέση το οποίο δεν θα υπερβαίνει τη μέγιστη πιθανή ζημία που σχετίζεται με τον κίνδυνο μη πληρωμής οφειλής. Για μια αρνητική θέση, το όριο αυτό μπορεί να υπολογίζεται ως μεταβολή της αξίας λόγω των υποκειμένων συνιστωσών που καθίστανται αμέσως μηδενικού κινδύνου αθέτησης οφειλής.»·

γ)

Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«14α.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 14, ίδρυμα μπορεί να καθορίζει ως κεφαλαιακή απαίτηση για ειδικό κίνδυνο για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων το μεγαλύτερο από τα εξής ποσά:

α)

τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για ειδικό κίνδυνο που θα ισχύουν μόνο στις καθαρές θετικές θέσεις του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων·

β)

τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για ειδικό κίνδυνο που θα ισχύουν μόνο στις καθαρές αρνητικές θέσεις του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων.

14β.

Το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων αποτελείται από θέσεις τιτλοποίησης και πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης που πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

οι θέσεις δεν είναι ούτε θέσεις επανατιτλοποίησης ούτε προαιρέσεις επί τμήματος τιτλοποίησης ούτε άλλα παράγωγα ανοιγμάτων τιτλοποίησης που δεν παρέχουν αναλογικό μερίδιο στα έσοδα τμήματος τιτλοποίησης· και

β)

όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα αναφοράς είναι είτε μέσα μεμονωμένου πιστούχου, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου, για τα οποία υπάρχει ρευστή αμφίδρομη αγορά είτε ευρέως διαπραγματεύσιμοι δείκτες βάσει των εν λόγω οντοτήτων αναφοράς. Αμφίδρομη αγορά θεωρείται ότι υπάρχει σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν καλεί την πίστη ανεξάρτητες τιμές αγοράς και πώλησης ούτως ώστε να μπορεί εντός μιας ημέρας να καθορίζεται τιμή ευλόγως σχετιζόμενη με τις τελευταίες τιμές πώλησης ή τις καλή την πίστει τρέχουσες ανταγωνιστικές προσφορές αγοράς και πώλησης σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και σύμφωνα με τη συνήθη εμπορική πρακτική.

14γ.

Οι θέσεις που αφορούν μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις δεν αποτελούν μέρος του χαρτοφυλακίου διαπραγμάτευσης συσχετίσεων:

α)

υποκείμενη αξία που είναι ικανή να υπαχθεί στις κλάσεις ανοίγματος οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 79, παράγραφος 1, στοιχεία η) και θ) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και περιλαμβάνεται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του πιστωτικού ιδρύματος· ή

β)

απαίτηση σε οντότητα ειδικού σκοπού.

Ίδρυμα μπορεί να περιλαμβάνει στο χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων θέσεις οι οποίες δεν είναι ούτε θέσεις τιτλοποίησης ούτε πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης αλλά οι οποίες αντισταθμίζουν άλλες θέσεις του χαρτοφυλακίου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ρευστή αμφίδρομη αγορά, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 14β στοιχείο β), για το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τις υποκείμενες αξίες του.»·

δ)

Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«16α.

Για μέσα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών που είναι θέσεις τιτλοποίησης, το ίδρυμα σταθμίζει βάσει των ακόλουθων στοιχείων τις καθαρές θέσεις του, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1:

α)

για θέσεις τιτλοποίησης που θα υπάγονταν στην τυποποιημένη μέθοδο για τον πιστωτικό κίνδυνο στα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ίδιου ιδρύματος, 8 % της στάθμισης κινδύνου βάσει της τυποποιημένης μεθόδου, όπως προβλέπεται στο παράρτημα IX, μέρος 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

β)

για θέσεις τιτλοποίησης που θα υπάγονταν στη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων στα ανοίγματα που περιλαμβάνονται στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ίδιου ιδρύματος, 8 % της στάθμισης κινδύνου βάσει της μεθόδου των εσωτερικών διαβαθμίσεων, όπως προβλέπεται στο παράρτημα IX, μέρος 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Για τους σκοπούς των στοιχείων α) και β), η μέθοδος του εποπτικού υποδείγματος μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο με την έγκριση των αρμόδιων εποπτικών αρχών πλην του μεταβιβάζοντος ιδρύματος, το οποίο μπορεί να την εφαρμόσει για την ίδια θέση τιτλοποίησης στα λοιπά χαρτοφυλάκιά του εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του. Εάν συντρέχει περίπτωση, οι εκτιμήσεις της PD και των LGD ως στοιχείων για τη μέθοδο του εποπτικού υποδείγματος καθορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή εναλλακτικά, και με την επιφύλαξη ξεχωριστής έγκρισης των αρμόδιων εποπτικών αρχών, βάσει εκτιμήσεων οι οποίες προκύπτουν από μέθοδο που προβλέπεται στο παράρτημα V, παράγραφος 5 στοιχείο α) και ευθυγραμμίζονται με τους ποσοτικούς κανόνες για τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για να διασφαλίσει τη συγκλίνουσα χρήση των εκτιμήσεων της PD και των LGD ως στοιχείων, όταν οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στη μέθοδο του παραρτήματος V, παράγραφος 5 στοιχείο α).

Παρά τα στοιχεία α) και β), για θέσεις τιτλοποίησης που θα υπάγονταν σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 122 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, εάν περιλαμβάνονταν στα λοιπά χαρτοφυλάκια πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ίδιων ιδρυμάτων, εφαρμόζεται συντελεστής 8 % της στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

Το ίδρυμα αθροίζει τις σταθμισμένες θέσεις του, οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου (ανεξάρτητα από το εάν είναι θετικές ή αρνητικές), προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή του απαίτηση έναντι του ειδικού κινδύνου.

Κατά παρέκκλιση από το τέταρτο εδάφιο, για μεταβατική περίοδο που λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2013, το ίδρυμα αθροίζει χωριστά τις σταθμισμένες καθαρές θετικές θέσεις του, και τις σταθμισμένες καθαρές αρνητικές θέσεις του. Το μεγαλύτερο από τα αθροίσματα αυτά αποτελεί την κεφαλαιακή απαίτηση ειδικού κινδύνου. Το ίδρυμα αναφέρει, παρ’ όλα αυτά, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής το συνολικό ποσό τόσο των σταθμισμένων καθαρών θετικών θέσεών του όσο και των σταθμισμένων καθαρών αρνητικών θέσεών του, κατανεμημένων ανά τύπους υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων.»·

ε)

Η παράγραφος 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«34.

Το ίδρυμα αθροίζει όλες τις καθαρές θετικές θέσεις του και όλες τις καθαρές αρνητικές θέσεις του σύμφωνα με την παράγραφο 1. Το ίδρυμα πολλαπλασιάζει τη συνολική μεικτή θέση του επί 8 %, προκειμένου να υπολογίσει την κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου.»·

στ)

Η παράγραφος 35 διαγράφεται.

(2)

Στο παράρτημα II, το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντούτοις, εάν πρόκειται για συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swap), το ίδρυμα του οποίου το άνοιγμα που προκύπτει από την εν λόγω συμφωνία ανταλλαγής αποτελεί θετική θέση στο υποκείμενο μέσο, έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει ποσοστό 0 % για το ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμα, εκτός αν η συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swap) υπόκειται σε ρήτρα εκκαθάρισης σε περίπτωση αφερεγγυότητας της οντότητας της οποίας το άνοιγμα που προκύπτει από τη συμφωνία ανταλλαγής αποτελεί αρνητική θέση στο υποκείμενο μέσο, έστω και αν το υποκείμενο μέσο δεν τελεί σε κατάσταση αθέτησης τήρησης υποχρέωσης, οπότε το ύψος του δυνητικού μελλοντικού πιστωτικού ανοίγματος του ιδρύματος περιορίζεται στο ποσό των προσαυξήσεων που δεν έχουν ακόμη καταβληθεί από την οντότητα στο ίδρυμα.».

(3)

Το παράρτημα V τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.

Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν παράρτημα, στα ιδρύματα να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους για τον κίνδυνο θέσης, τον κίνδυνο συναλλάγματος ή/και τον κίνδυνο βασικού εμπορεύματος με τα εσωτερικά τους υποδείγματα αντί, ή σε συνδυασμό, με τις μεθόδους που περιγράφονται στα παραρτήματα I, III και IV. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ρητή αναγνώριση από τις αρμόδιες αρχές για τη χρησιμοποίηση των υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων.»·

β)

Στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν την ικανότητα του ιδρύματος να προβαίνει σε δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο τόσο των πραγματικών όσο και των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Ο δοκιμαστικός εκ των υστέρων έλεγχος των υποθετικών μεταβολών της αξίας του χαρτοφυλακίου γίνεται με βάση μια σύγκριση μεταξύ της αξίας του χαρτοφυλακίου κατά το πέρας της ημέρας, και της αξίας του κατά το πέρας της επομένης, με την υπόθεση ότι οι θέσεις παραμένουν αμετάβλητες. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη βελτίωση του προγράμματος δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου εφόσον αυτό κρίνεται ανεπαρκές. Κατ’ ελάχιστο, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να πραγματοποιούν εκ των υστέρων δοκιμαστικούς ελέγχους είτε υποθετικών αποτελεσμάτων συναλλαγών (βάσει των μεταβολών στην αξία χαρτοφυλακίου που θα προέκυπταν εάν οι θέσεις παρέμεναν αμετάβλητες στο τέλος της ημέρας).»·

γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς και μετοχικούς τίτλους, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν τη χρήση του εσωτερικού υποδείγματος ενός ιδρύματος, εφόσον το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί, εκτός από τους υπόλοιπους όρους του παρόντος παραρτήματος, και τους ακόλουθους όρους:

α)

εξηγεί τη διαχρονική διακύμανση των τιμών του χαρτοφυλακίου·

β)

λαμβάνει υπόψη τη συγκέντρωση από άποψη μεγέθους και τις μεταβολές στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου·

γ)

αντέχει στις αντίξοες συνθήκες·

δ)

επιβεβαιώνεται με δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο με τον οποίο εκτιμάται εάν έχει υπολογισθεί ακριβώς ο ειδικός κίνδυνος. Εάν οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν τη διενέργεια τέτοιου δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου βάσει σχετικών υποχαρτοφυλακίων, τα εν λόγω υποχαρτοφυλάκια πρέπει να επιλέγονται με συνέπεια·

ε)

λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο βάσης, δηλαδή τα ιδρύματα αποδεικνύουν ότι το εσωτερικό υπόδειγμα επηρεάζεται από σημαντικές επιμέρους διαφορές μεταξύ παρεμφερών αλλά όχι ταυτόσημων θέσεων·

στ)

λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο γεγονότος.

Το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος εκτιμά συντηρητικά, βάσει ρεαλιστικών σεναρίων αγοράς, τον κίνδυνο από θέσεις με χαμηλότερη ρευστότητα ή/και με χαμηλή διαφάνεια τιμών. Επιπλέον, το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί τα ελάχιστα πρότυπα για τα δεδομένα. Τα προσεγγιστικά δεδομένα πρέπει να εκτιμώνται συντηρητικά και να χρησιμοποιούνται μόνο όταν τα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι επαρκή ή δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική μεταβλητότητα μιας θέσης ή ενός χαρτοφυλακίου.

Ένα ίδρυμα δύναται να επιλέξει να αποκλείσει από τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης ειδικού κινδύνου, με χρήση εσωτερικού υποδείγματος, τις θέσεις εκείνες σε τιτλοποιήσεις ή πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης για τις οποίες πληροί κεφαλαιακή απαίτηση για κινδύνους θέσης σύμφωνα με το παράρτημα I, εξαιρουμένων των θέσεων οι οποίες υπόκεινται στη μέθοδο της παραγράφου 5ιβ.

Καθώς οι τεχνικές και οι βέλτιστες πρακτικές εξελίσσονται, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις εν λόγω νέες τεχνικές και πρακτικές.

Ένα ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποτυπώνει τους κινδύνους αθέτησης και μεταβολής για τους διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους στο εσωτερικό του υπόδειγμα εφόσον αποτυπώνει τους κινδύνους αυτούς μέσω των απαιτήσεων που ορίζονται στις παραγράφους 5α έως 5ια.»·

δ)

Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5α.

Τα ιδρύματα που υπάγονται στην παράγραφο 5 για τους διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους διαθέτουν μέθοδο για την αποτύπωση, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των κινδύνων αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους που αυξάνουν τους κινδύνους που αποτυπώνονται από τη μέτρηση της δυνητικής ζημίας, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 5. Το ίδρυμα καταδεικνύει ότι η μέθοδός του πληροί προδιαγραφές αξιοπιστίας συγκρίσιμες με αυτές της μεθόδου που καθορίζεται στα άρθρα 84 έως 89 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση σταθερού επιπέδου κινδύνου, και προσαρμοζόμενου, όποτε ενδείκνυται, ώστε να αντικατοπτρίζει τον αντίκτυπο της ρευστότητας, των συγκεντρώσεων, της αντιστάθμισης και της προαιρετικότητας.

Πεδίο εφαρμογής

5β.

Η μέθοδος αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης καλύπτει όλες τις θέσεις που υπάγονται σε κεφαλαιακή απαίτηση για ειδικό κίνδυνο επιτοκίου, αλλά δεν καλύπτει θέσεις τιτλοποίησης και πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης. Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων εποπτικών αρχών, το ίδρυμα δύναται να επιλέξει να συμπεριλάβει συστηματικά όλες τις θέσεις εισηγμένων μετοχικών τίτλων και τις θέσεις παραγώγων που βασίζονται σε εισηγμένους μετοχικούς τίτλους για τις οποίες η εν λόγω ενσωμάτωση είναι συνεπής προς τον τρόπο εσωτερικής μέτρησης και διαχείρισης των κινδύνων από το ίδρυμα. Η μέθοδος αντικατοπτρίζει τον αντίκτυπο των συσχετίσεων μεταξύ γεγονότων αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης. Δεν αντικατοπτρίζεται ο αντίκτυπος της διαφοροποίησης μεταξύ, αφενός, γεγονότων αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης, και, αφετέρου, άλλων παραγόντων κινδύνου αγοράς.

Παράμετροι

5γ.

Η μέθοδος αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων υπολογίζει τις ζημίες λόγω αθέτησης και μεταβολής των εσωτερικών ή εξωτερικών διαβαθμίσεων στο διάστημα εμπιστοσύνης 99,9 % σε κεφαλαιακό ορίζοντα ενός έτους. Οι υποθέσεις συσχέτισης υποστηρίζονται σε ανάλυση αντικειμενικών δεδομένων εντός ενός εννοιολογικά άρτιου πλαισίου. Η μέθοδος αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων αντικατοπτρίζει κατάλληλα τις συγκεντρώσεις ανά εκδότη τίτλων. Πρέπει να αντικατοπτρίζονται επίσης οι συγκεντρώσεις που μπορούν να προκύψουν τόσο εντός όσο και μεταξύ κατηγοριών προϊόντων υπό ακραίες συνθήκες.

Η μέθοδος βασίζεται στην υπόθεση διαρκούς επιπέδου κινδύνου κατά τον κεφαλαιακό ορίζοντα του ενός έτους, πράγμα που σημαίνει ότι συγκεκριμένες επιμέρους θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή σύνολα θέσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο αθέτησης ή μεταβολής της διαβάθμισης κατά τον ορίζοντα ρευστότητάς τους εξισορροπούνται εκ νέου στη λήξη του ορίζοντα ρευστότητάς τους για την επίτευξη του αρχικού επιπέδου κινδύνου. Εναλλακτικά, ένα ίδρυμα δύναται να επιλέξει να χρησιμοποιεί με συνέπεια μια υπόθεση σταθερής θέσης διάρκειας ενός έτους.

5δ.

Οι ορίζοντες ρευστότητας πρέπει να καθορίζονται ανάλογα με τον χρόνο που απαιτείται για την πώληση της θέσης ή την αντιστάθμιση όλων των ουσιωδών συναφών κινδύνων τιμής σε μια αγορά υπό ακραίες συνθήκες και να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το μέγεθος της θέσης. Οι ορίζοντες ρευστότητας αντικατοπτρίζουν την πραγματική πρακτική και πείρα κατά τη διάρκεια περιόδων τόσο συστημικών όσο και ιδιαζουσών συνθηκών. Ο ορίζοντας ρευστότητας μετράται βάσει συντηρητικών υποθέσεων και πρέπει να είναι αρκετά απομακρυσμένος, ώστε η ίδια η πράξη της πώλησης ή της αντιστάθμισης να μην επηρεάζει ουσιωδώς την τιμή στην οποία θα πραγματοποιηθεί η πώληση ή η αντιστάθμιση.

Ο καθορισμός του κατάλληλου ορίζοντα ρευστότητας για μια θέση ή ένα σύνολο θέσεων υπόκειται σε κατώτερο όριο τριών μηνών.

Ο καθορισμός του κατάλληλου ορίζοντα ρευστότητας για μια θέση ή ένα σύνολο θέσεων λαμβάνει υπόψη τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος που αφορούν τις προσαρμογές αποτίμησης και τη διαχείριση έωλων θέσεων. Όταν το ίδρυμα καθορίζει ορίζοντες ρευστότητας για σύνολα θέσεων και όχι για μεμονωμένες θέσεις, τα κριτήρια καθορισμού συνόλων θέσεων ορίζονται κατά τρόπο που να αντικατοπτρίζει ουσιαστικά τις διαφορές ρευστότητας. Οι ορίζοντες ρευστότητες είναι μεγαλύτεροι για συγκεντρωμένες θέσεις, αντικατοπτρίζοντας το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη ρευστοποίηση τέτοιων θέσεων. Ο ορίζοντας ρευστότητας μιας αποθήκης τιτλοποίησης αντικατοπτρίζει τον χρόνο που απαιτείται για την ανάπτυξη, την πώληση και την τιτλοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, ή για την αντιστάθμιση των ουσιωδών παραγόντων κινδύνων, υπό ακραίες συνθήκες αγοράς.

5ε.

Είναι δυνατόν να ενσωματώνονται αντισταθμίσεις στη μέθοδο ενός ιδρύματος για την αποτύπωση των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης. Οι θέσεις είναι δυνατόν να συμψηφίζονται, όταν η θέση αγοράς και η θέση πώλησης αναφέρονται στο ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο. Οι συνέπειες της αντιστάθμισης ή της διαφοροποίησης που συνδέονται με θέσεις αγοράς και θέσεις πώλησης που αφορούν διαφορετικά μέσα ή διαφορετικούς τίτλους του ίδιου πιστούχου, καθώς και θέσεις αγοράς και θέσεις πώλησης σε διαφορετικούς εκδότες, μπορούν να αναγνωρισθούν μόνον με τον καθορισμό υποδειγμάτων ακαθάριστων θέσεων αγοράς και θέσεων πώλησης στα διάφορα μέσα. Τα ιδρύματα αντικατοπτρίζουν τον αντίκτυπο ουσιωδών κινδύνων που μπορεί να επέλθουν στο διάστημα μεταξύ της λήξης της αντιστάθμισης και του ορίζοντα ρευστότητας, καθώς και το ενδεχόμενο σημαντικών κινδύνων βάσης, μέσω στρατηγικών αντιστάθμισης ανά προϊόν, εξοφλητικής προτεραιότητας στη δομή του κεφαλαίου, εσωτερικής ή εξωτερικής διαβάθμισης, ληκτότητας, ημερομηνίας έκδοσης και άλλων διαφορών στα μέσα. Το ίδρυμα αντικατοπτρίζει μια αντιστάθμιση μόνον στον βαθμό που μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και εάν ο πιστούχος πλησιάζει ένα πιστωτικό ή άλλο γεγονός.

Για τις θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών που αντισταθμίζονται μέσω δυναμικών στρατηγικών αντιστάθμισης, είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί η επανεξισορρόπηση της αντιστάθμισης εντός του ορίζοντα ρευστότητας της αντισταθμισμένης θέσης εφόσον το ίδρυμα:

i)

επιλέγει να ενσωματώσει σε υπόδειγμα την επανεξισορρόπηση της αντιστάθμισης με συνεπή τρόπο σε σχέση με το συναφές σύνολο θέσεων χαρτοφυλακίου συναλλαγών,

ii)

καταδεικνύει ότι η συμπερίληψη της επανεξισορρόπησης συνεπάγεται καλύτερη μέτρηση του κινδύνου, και

iii)

καταδεικνύει ότι οι αγορές για τα μέσα που λειτουργούν ως αντισταθμίσεις διαθέτουν επαρκή ρευστότητα, ώστε η εν λόγω επανεξισορρόπηση να καθίσταται εφικτή ακόμη και σε περιόδους ακραίων καταστάσεων. Τυχόν υπολειπόμενοι κίνδυνοι δυναμικών στρατηγικών αντιστάθμισης πρέπει να αντικατοπτρίζονται στην κεφαλαιακή απαίτηση.

5στ.

Η μέθοδος αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης αντικατοπτρίζει τον μη γραμμικό αντίκτυπο των δικαιωμάτων προαίρεσης, των δομημένων πιστωτικών παραγώγων και άλλων θέσεων με ουσιώδη μη γραμμική συμπεριφορά όσον αφορά τις μεταβολές των τιμών. Το ίδρυμα λαμβάνει επίσης δεόντως υπόψη το ποσό του κινδύνου υποδείγματος που ενέχει η αποτίμηση και η εκτίμηση των κινδύνων τιμής που συνδέονται με τέτοια προϊόντα.

5ζ.

Η μέθοδος αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης βασίζεται σε δεδομένα αντικειμενικά και επικαιροποιημένα.

Επικύρωση

5η.

Στο πλαίσιο της ανεξάρτητης αξιολόγησης του συστήματος μέτρησης κινδύνου και της επικύρωσης των εσωτερικών υποδειγμάτων τους, όπως απαιτείται στο παρόν παράρτημα, τα ιδρύματα, όσον αφορά τη μέθοδο αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης:

i)

επικυρώνουν ότι η μέθοδος ανάπτυξης υποδείγματος για τις συσχετίσεις και τις μεταβολές των τιμών είναι κατάλληλη για το χαρτοφυλάκιό της, συμπεριλαμβανομένων της επιλογής και των συντελεστών στάθμισης των παραγόντων συστημικού κινδύνου·

ii)

διεξάγουν διάφορες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests), συμπεριλαμβανομένων ανάλυσης ευαισθησίας και ανάλυσης σεναρίων, για την αξιολόγηση της ποιοτικής και ποσοτικής αξιοπιστίας της μεθόδου, ιδίως όσον αφορά τη μεταχείριση συγκεντρώσεων. Οι εν λόγω ασκήσεις προσομοίωσης δεν περιορίζονται στο φάσμα των ιστορικά γνωστών γεγονότων·

iii)

εφαρμόζουν κατάλληλη ποσοτική επικύρωση, συμπεριλαμβανομένων σχετικών δεικτών αναφοράς εσωτερικών υποδειγμάτων.

Η μέθοδος αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων είναι συνεπής προς τις μεθόδους εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση κινδύνων συναλλαγών.

Τεκμηρίωση

5θ.

Το ίδρυμα τεκμηριώνει τη μέθοδο αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης που χρησιμοποιεί, ώστε οι παραδοχές του όσον αφορά τη συσχέτιση και άλλες υποθέσεις που αφορούν την ανάπτυξη υποδείγματος να είναι διαφανείς για τις αρμόδιες αρχές.

Εσωτερικές μέθοδοι βασισμένες σε διαφορετικές παραμέτρους

5ι.

Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί μια μέθοδο αποτύπωσης των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης η οποία δεν είναι σύμφωνη προς όλες τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου, αλλά είναι συνεπής προς τις εσωτερικές μεθόδους του ιδρύματος για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση των κινδύνων, πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η μέθοδός του έχει ως αποτέλεσμα κεφαλαιακή απαίτηση η οποία είναι τουλάχιστον ίση με εκείνη που θα προέκυπτε εάν βασιζόταν σε μέθοδο πλήρως σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου. Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τη συμμόρφωση προς την προηγούμενη πρόταση τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας παρακολουθεί το εύρος των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού.

Συχνότητα υπολογισμού

5ια.

Το ίδρυμα εκτελεί τους υπολογισμούς που απαιτούνται δυνάμει της μεθόδου που έχει επιλέξει για την αποτύπωση του αυξημένου κινδύνου τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση.

5ιβ.

Οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν τη χρήση εσωτερικής μεθόδου για τον υπολογισμό πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης αντί κεφαλαιακής απαίτησης για το χαρτοφυλάκιο συσχετιστικών συναλλαγών σύμφωνα με το παράρτημα I, παράγραφος 14α, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου.

Η εν λόγω εσωτερική μέθοδος αποτυπώνει καταλλήλως όλους τους κινδύνους τιμής στο διάστημα εμπιστοσύνης 99,9 % σε κεφαλαιακό ορίζοντα ενός έτους με υπόθεση σταθερού επιπέδου κινδύνου και προσαρμογή, οσάκις ενδείκνυται, ώστε να αντικατοπτρίζεται ο αντίκτυπος της ρευστότητας, των συγκεντρώσεων, της αντιστάθμισης και της προαιρετικότητας. Το ίδρυμα δύναται να ενσωματώνει στη μέθοδο της παρούσας παραγράφου θέσεις οι οποίες είναι αντικείμενο κοινής διαχείρισης με θέσεις του χαρτοφυλακίου συσχετιστικών συναλλαγών και να αποκλείει από τη μέθοδο τις θέσεις που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 5α.

Το ποσό αυτής της κεφαλαιακής απαίτησης για όλους τους κινδύνους τιμής δεν είναι μικρότερο του 8 % της κεφαλαιακής απαίτησης η οποία θα υπολογιζόταν σύμφωνα με το παράρτημα I παράγραφος 14α, για όλες τις θέσεις που ενσωματώνονται στην απαίτηση για όλους τους κινδύνους τιμής.

Ειδικότερα, αποτυπώνονται καταλλήλως οι ακόλουθοι κίνδυνοι:

α)

ο σωρευτικός κίνδυνος που απορρέει από πολλαπλές αθετήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ιεράρχησης των αθετήσεων, σε κατατμημένα προϊόντα·

β)

ο κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων gamma και cross gamma·

γ)

η μεταβλητότητα των υποδηλούμενων συσχετισμών, συμπεριλαμβανομένης της αλληλεπίδρασης μεταξύ αποκλίσεων και συσχετίσεων·

δ)

ο κίνδυνος βάσης, συμπεριλαμβανομένων:

i)

της βάσης μεταξύ της απόκλισης του δείκτη και των αποκλίσεων των επιμέρους συνιστωσών, και

ii)

της βάσης μεταξύ του υποδηλούμενου συσχετισμού ενός δείκτη και εκείνου των σχετικών χαρτοφυλακίων·

ε)

η μεταβλητότητα του ποσοστού ανάκτησης, καθώς η τάση των ποσοστών ανάκτησης επηρεάζει τις τιμές των τμημάτων τιτλοποίησης· και

στ)

στον βαθμό που το συνολικό μέτρο κατά του κινδύνου περιλαμβάνει οφέλη από δυναμική αντιστάθμιση, ο κίνδυνος να καταστεί η αντιστάθμιση αναποτελεσματική και το ενδεχόμενο κόστος επαναφοράς της αποτελεσματικότητάς της.

Για τον σκοπό της παρούσας παραγράφου, το ίδρυμα διαθέτει επαρκή δεδομένα σχετικά με την αγορά ούτως ώστε να διασφαλίζει ότι αποτυπώνει πλήρως τους προεξάρχοντες κινδύνους των εν λόγω ανοιγμάτων στην εσωτερική του μέθοδο σύμφωνα με τους κανόνες της παρούσας παραγράφου, καταδεικνύει μέσω δοκιμαστικού ελέγχου εκ των υστέρων ή άλλων ενδεδειγμένων μέσων ότι τα μέτρα κινδύνου μπορούν να εξηγήσουν καταλλήλως την ιστορική διακύμανση των τιμών των εν λόγω προϊόντων, και ότι δύναται να διαχωρίσει τις θέσεις για τις οποίες έχει λάβει έγκριση από αυτές για τις οποίες δεν έχει λάβει έγκριση, προκειμένου να τις ενσωματώσει στην κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Για τα εν λόγω χαρτοφυλάκια, το ίδρυμα εφαρμόζει τακτικά σειρά συγκεκριμένων, προκαθορισμένων σεναρίων καταστάσεων κρίσεων. Τα σενάρια αυτά εξετάζουν τα αποτελέσματα ακραίων καταστάσεων στα ποσοστά αθέτησης, τα ποσοστά ανάκτησης, τις πιστωτικές αποκλίσεις και τις συσχετίσεις των κερδών ή ζημιών που προέρχονται από το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης. Το ίδρυμα εφαρμόζει αυτά τα σενάρια ακραίων καταστάσεων τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση και αναφέρει τα αποτελέσματα στις αρμόδιες αρχές, τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο, συμπεριλαμβανομένων των συγκρίσεων με την κεφαλαιακή απαίτηση του ιδρύματος σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Όταν οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) φανερώνουν σημαντικό έλλειμμα αυτής της κεφαλαιακής απαίτησης τούτο αναφέρεται εγκαίρως στις αρμόδιες αρχές. Με βάση τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν ενδεχόμενη επιβολή πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης σε σχέση με το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 136, παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

Το ίδρυμα υπολογίζει, τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση, την κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη όλων των κινδύνων τιμής.»·

ε)

Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα μη αναγνωρισμένα σύμφωνα με την παράγραφο 5 υπόκεινται σε χωριστή κεφαλαιακή απαίτηση για την κάλυψη του ειδικού κινδύνου, σύμφωνα με το παράρτημα I.»·

στ)

Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 10β στοιχεία α) και β), στο αποτέλεσμα του εσωτερικού υποδείγματος του ιδρύματος εφαρμόζονται οι πολλαπλασιαστικοί συντελεστές (mc) και (ms). Οι συντελεστές αυτοί είναι τουλάχιστον 3.»·

ζ)

Η παράγραφος 8, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς της παραγράφου 10β στοιχεία α) και β), οι πολλαπλασιαστικοί συντελεστές (mc και ms) προσαυξάνονται κατά ένα συμπληρωματικό συντελεστή ύψους μηδέν (0) έως ένα (1), σύμφωνα με τον πίνακα 1, ανάλογα με τον αριθμό των υπερβάσεων κατά τις αμέσως προηγούμενες 250 εργάσιμες ημέρες. Τα σχετικά στοιχεία αντλούνται από τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο του ιδρύματος της μέτρησης της δυνητικής ζημίας, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 10. Οι αρμόδιες αρχές υποχρεώνουν τα ιδρύματα να υπολογίζουν τις υπερβάσεις χωρίς ανακολουθίες βάσει του εκ των υστέρων δοκιμαστικού ελέγχου επί υποθετικών και πραγματικών αλλαγών της αξίας του χαρτοφυλακίου. Υπέρβαση είναι η εντός μιας ημέρας μεταβολή αξίας που υπερβαίνει το μέτρο ημερήσιας δυνητικής ζημίας το προκύπτον από το εσωτερικό υπόδειγμα του ιδρύματος. Για τον καθορισμό του συμπληρωματικού συντελεστή, καταγράφεται ο συνολικός αριθμός των υπερβάσεων τουλάχιστον ανά τρίμηνο και ισούται με τον μεγαλύτερο αριθμό υπερβάσεων σε υποθετικές και πραγματικές μεταβολές της αξίας του χαρτοφυλακίου.»·

η)

Η παράγραφος 9 διαγράφεται·

θ)

Η παράγραφος 10 τροποποιείται ως ακολούθως:

i)

Το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

περίοδος διακράτησης ισοδύναμη με δέκα ημέρες (τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν στοιχεία δυνητικής ζημίας με βάση μικρότερες περιόδους διακράτησης μέχρι δέκα ημέρες, χρησιμοποιώντας, επί παραδείγματι, τον τύπο της τετραγωνικής ρίζας του χρόνου. Ίδρυμα που χρησιμοποιεί την προσέγγιση αυτή αιτιολογεί περιοδικά το εύλογο της επιλογής του, προς ικανοποίηση των αρμόδιων αρχών),»·

ii)

Το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

μηνιαία ενημέρωση των δεδομένων.»·

ι)

Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«10α.

Επιπλέον, κάθε ίδρυμα υπολογίζει μια “δυνητική ζημία ακραίων συνθηκών” βάσει της 10ήμερης περιόδου διακράτησης, του μονόπλευρου διαστήματος εμπιστοσύνης 99 % μέτρησης της δυνητικής ζημίας του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου, με βαθμονόμηση των στοιχείων του υποδείγματος δυνητικής ζημίας σύμφωνα με ιστορικά δεδομένα από μια συνεχή δωδεκάμηνη περίοδο σημαντικών ακραίων χρηματοοικονομικών συνθηκών συναφών προς το χαρτοφυλάκιο του ιδρύματος. Η επιλογή των εν λόγω ιστορικών δεδομένων υπόκειται στην έγκριση των αρμόδιων αρχών και σε ετήσια επανεξέταση από το ίδρυμα. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας παρακολουθεί το εύρος των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τη διασφάλιση σύγκλισης. Τα ιδρύματα υπολογίζουν τη δυνητική ζημία σε ακραίες συνθήκες τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση.

10β.

Κάθε ίδρυμα ικανοποιεί, σε καθημερινή βάση, κεφαλαιακή απαίτηση η οποία εκφράζεται ως το άθροισμα των στοιχείων α) και β), και ένα ίδρυμα το οποίο χρησιμοποιεί το εσωτερικό του υπόδειγμα για να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση για ειδικό κίνδυνο θέσης, ικανοποιεί κεφαλαιακή απαίτηση η οποία εκφράζεται ως το άθροισμα των στοιχείων γ) και δ), ως εξής:

α)

το υψηλότερο εκ των δύο ακόλουθων ποσών:

i)

της δυνητικής ζημίας της προηγούμενης ημέρας, όπως υπολογίστηκε σύμφωνα με την παράγραφο 10 (VaRt-1)· και

ii)

του μέσου όρου των ημερήσιων υπολογισμών της δυνητικής ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 10 σε καθεμία από τις προηγούμενες εξήντα εργάσιμες ημέρες (VaRavg), πολλαπλασιαζόμενο με τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή (mc

β)

το υψηλότερο εκ των δύο ακόλουθων ποσών:

i)

της τελευταίας διαθέσιμης μέτρησης δυνητικής ζημίας υπό ακραίες συνθήκες, σύμφωνα με την παράγραφο 10α (sVaRt-1), και

ii)

του μέσου όρου της δυνητικής ζημίας υπό ακραίες συνθήκες που υπολογίσθηκε με τον τρόπο και τη συχνότητα που προσδιορίζονται στην παράγραφο 10α κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εξήντα εργάσιμων ημερών (sVaRavg), επί τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή (ms

γ)

κεφαλαιακή απαίτηση η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I για τους κινδύνους θέσης των θέσεων τιτλοποίησης και τα πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, εξαιρουμένων όσων ενσωματώνονται στην κεφαλαιακή απαίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 5ιβ·

δ)

το υψηλότερο εκ των δύο ακόλουθων ποσών, ήτοι της πιο πρόσφατης μέτρησης ή του μέσου όρου μετρήσεων σε διάστημα 12 εβδομάδων των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής διαβάθμισης του ιδρύματος σύμφωνα με την παράγραφο 5α και, κατά περίπτωση, το υψηλότερο εκ των δύο ακόλουθων ποσών, ήτοι της πιο πρόσφατης μέτρησης ή του μέσου όρου μετρήσεων σε διάστημα 12 εβδομάδων όλων των κινδύνων τιμής του ιδρύματος σύμφωνα με την παράγραφο 5ιβ.

10γ.

Τα ιδρύματα διενεργούν επίσης και “αντίστροφες” ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (reverse stress tests).»·

ια)

Στην παράγραφο 12, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«12.

Το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων λαμβάνει υπόψη επαρκή αριθμό παραγόντων κινδύνου, ανάλογα με το επίπεδο της δραστηριότητας του ιδρύματος στις αντίστοιχες αγορές. Εάν ένας παράγοντας κινδύνου ενσωματώνεται στο υπόδειγμα αποτίμησης κινδύνων του ιδρύματος, αλλά όχι στο υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων, το ίδρυμα πρέπει να είναι σε θέση να αιτιολογήσει την παράλειψη αυτή κατά τρόπο ικανοποιητικό για την αρμόδια αρχή. Επιπλέον, το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνων αποτυπώνει τη μη γραμμικότητα για τα δικαιώματα προαίρεσης και άλλα προϊόντα καθώς και τον κίνδυνο συσχέτισης και τον κίνδυνο βάσης. Όταν χρησιμοποιούνται προσεγγιστικά δεδομένα για παράγοντες κινδύνου, πρέπει να αποδεικνύουν την αξιοπιστία τους για την πραγματική θέση που κατέχουν. Επιπλέον, ισχύουν ειδικότερα τα ακόλουθα για μεμονωμένους τύπους κινδύνου:».

(4)

Στο παράρτημα VII, το μέρος B τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

Στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τεκμηριωμένες έγγραφες πολιτικές και διαδικασίες για τη μέθοδο αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένου του σαφή καθορισμού των ευθυνών στους διάφορους τομείς που έχουν σημασία για τον καθορισμό της αποτίμησης, τις πηγές πληροφόρησης για την αγορά και την εξέταση της καταλληλότητάς τους, τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση αφανών στοιχείων που αντικατοπτρίζουν τις παραδοχές του ιδρύματος όσον αφορά τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουν οι παρεμβαίνοντες στην αγορά για την αποτίμηση της θέσης, τη συχνότητα ανεξάρτητων αποτιμήσεων, τις χρονικές παραμέτρους των τιμών κλεισίματος, διαδικασίες για την προσαρμογή αποτιμήσεων και διαδικασίες επαλήθευσης, τόσο στη λήξη μήνα όσο και μεμονωμένου χαρακτήρα·»·

β)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.

Τα ιδρύματα αποτιμούν τις θέσεις τους όποτε είναι δυνατό. Με τον όρο “καθημερινή αποτίμηση” νοείται η σε ημερήσια τουλάχιστον βάση αποτίμηση θέσεων σε τιμές εκκαθάρισης άμεσα διαθέσιμες και προερχόμενες από ανεξάρτητη πηγή (π.χ. τιμές χρηματιστηρίου, τιμές που είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά και τιμές προερχόμενες από περισσότερες ανεξάρτητες και έγκυρες χρηματιστηριακές εταιρείες).»·

γ)

Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Όταν δεν είναι δυνατή η καθημερινή αποτίμηση, τα ιδρύματα αποτιμούν συντηρητικά τις θέσεις ή τα χαρτοφυλάκιά τους βάσει υποδείγματος πριν από την εφαρμογή της κεφαλαιακής μεταχείρισης που αρμόζει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Με τον όρο “αποτίμηση βάσει υποδείγματος” νοείται κάθε αποτίμηση η οποία πρέπει να γίνει με τη μέθοδο της συγκριτικής αξιολόγησης ή της παρέκτασης ή να υπολογισθεί άλλως με βάση δεδομένα της αγοράς.»·

δ)

Στην παράγραφο 6, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη γνωρίζουν τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή άλλων θέσεων εύλογης αξίας που υπόκεινται σε αποτίμηση βάσει υποδείγματος και αντιλαμβάνονται τον βαθμό αβεβαιότητας που ως εκ τούτου συνεπάγεται για τη γνωστοποίηση του κινδύνου ή της επίδοσης της εκάστοτε επιχειρηματικής δράσης·»·

ε)

Οι παράγραφοι 8 και 9 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσαρμογές αποτίμησης

8.

Τα ιδρύματα συγκροτούν και διατηρούν σε ισχύ διαδικασίες που να επιτρέπουν τις προσαρμογές αποτίμησης.

Γενικά πρότυπα

9.

Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την τυπική διερεύνηση της σκοπιμότητας των ακόλουθων προσαρμογών αποτίμησης: μη δουλευμένα πιστωτικά περιθώρια, έξοδα εκκαθάρισης, λειτουργικοί κίνδυνοι, πρόωρη λήξη, επενδυτικά έξοδα και έξοδα χρηματοδότησης, μελλοντικά διοικητικά έξοδα και, εφόσον ισχύει, κίνδυνος υποδείγματος.»·

στ)

Οι παράγραφοι 11 έως 15 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«11.

Τα ιδρύματα υιοθετούν και διατηρούν διαδικασίες για τον υπολογισμό της προσαρμογής στην τρέχουσα αποτίμηση θέσεων μειωμένης ρευστότητας. Οι εν λόγω αποτιμήσεις είναι, εφόσον απαιτείται, επιπρόσθετες τυχόν μεταβολών στην αξία της θέσης που απαιτούνται για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, και σχεδιάζονται έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν την έλλειψη ρευστότητας της θέσης. Βάσει των εν λόγω διαδικασιών, όταν ένα ίδρυμα εξετάζει κατά πόσον είναι απαραίτητη η προσαρμογή αποτίμησης για θέσεις μειωμένης ρευστότητας, συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, στους οποίους συγκαταλέγονται οι εξής: το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την αντιστάθμιση της θέσης ή των κινδύνων που περικλείει η θέση· η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των αποκλίσεων μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης· η διαθεσιμότητα παρεχόμενων τιμών (πλήθος και ταυτότητα των ειδικών διαπραγματευτών)· και η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των όγκων συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των όγκων συναλλαγών κατά τη διάρκεια περιόδων ακραίων συνθηκών της αγοράς, τις συγκεντρώσεις στην αγορά, τη χρονολογική διάρθρωση των θέσεων, το βαθμό στον οποίο η αποτίμηση βασίζεται σε υπόδειγμα θεωρητικών τιμών (marking-to-model) και την επίπτωση άλλων κινδύνων που σχετίζονται με το υπόδειγμα.

12.

Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί αποτιμήσεις τρίτων ή αποτιμήσεις βάσει υποδείγματος, πρέπει να εξετάζει τη σκοπιμότητα προσαρμογής αποτίμησης. Επιπλέον, τα ιδρύματα εξετάζουν την αναγκαιότητα θέσπισης προσαρμογών για θέσεις μειωμένης ρευστότητας και ελέγχουν συνεχώς την καταλληλότητά τους.

13.

Όσον αφορά πολύπλοκα προϊόντα, τα οποία περιλαμβάνουν ανοίγματα τιτλοποίησης και πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης, χωρίς να περιορίζονται σε αυτά, τα ιδρύματα αξιολογούν συγκεκριμένα την ανάγκη για προσαρμογές αποτίμησης προκειμένου να αντικατοπτριστούν ο κίνδυνος υποδείγματος που συνδέεται με τη χρήση ενδεχομένως εσφαλμένης μεθόδου αποτίμησης και ο κίνδυνος υποδείγματος που συνδέεται με τη χρήση στο υπόδειγμα αποτίμησης παραμέτρων βαθμονόμησης μη δυναμένων να παρατηρηθούν (και ενδεχομένως εσφαλμένων).».