ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2009.260.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

52ό έτος
3 Οκτωβρίου 2009


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 920/2009 της Επιτροπής, της 2ας Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 921/2009 της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2009, περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας μπρόσμιου στα κοινοτικά και διεθνή ύδατα των ζωνών V, VI και VII από σκάφη που φέρουν σημαία Γαλλίας

3

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2009/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους (δεύτερη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) ( 1 )

5

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΙΟΘΕΤΗΘΕΙΣΕΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

 

*

Απόφαση αριθ. 922/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με λύσεις διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις (ISA) ( 1 )

20

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Συμβούλιο

 

 

2009/731/ΕΚ, Ευρατόμ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Σεπτεμβρίου 2009, για τον διορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από την Ελλάδα

28

 

 

2009/732/ΕΚ, Ευρατόμ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Σεπτεμβρίου 2009, για τον διορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από το Βέλγιο

29

 

 

2009/733/ΕΚ, Ευρατόμ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 21ης Σεπτεμβρίου 2009, για τον διορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από την Αυστρία

30

 

 

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

 

 

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

 

 

2009/734/ΕΚ

 

*

Κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2007/2 σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (ΕΚΤ/2009/21)

31

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

3.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 920/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 2ας Οκτωβρίου 2009

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 3 Οκτωβρίου 2009.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 2 Οκτωβρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MK

29,4

ZZ

29,4

0707 00 05

TR

127,2

ZZ

127,2

0709 90 70

TR

110,1

ZZ

110,1

0805 50 10

AR

81,0

CL

103,4

TR

91,1

UY

88,0

ZA

72,9

ZZ

87,3

0806 10 10

BR

235,1

EG

159,5

TR

100,6

US

152,0

ZZ

161,8

0808 10 80

CL

85,7

NZ

67,8

US

83,8

ZA

71,0

ZZ

77,1

0808 20 50

AR

82,8

CN

33,7

TR

95,7

ZA

76,1

ZZ

72,1


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


3.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/3


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 921/2009 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 1ης Οκτωβρίου 2009

περί θεσπίσεως απαγόρευσης της αλιείας μπρόσμιου στα κοινοτικά και διεθνή ύδατα των ζωνών V, VI και VII από σκάφη που φέρουν σημαία Γαλλίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 4,

τον κανονισμό αριθ. 2847/93 (ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (2), και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 43/2009 του Συμβουλίου, της 16ης Ιανουαρίου 2009, περί καθορισμού, για το 2009, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων και των συναφών όρων στα κοινοτικά ύδατα και, για τα κοινοτικά σκάφη, σε άλλα ύδατα όπου απαιτούνται περιορισμοί αλιευμάτων (3), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2009.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος που αναφέρεται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2009.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση της αλιείας του εν λόγω αποθέματος, καθώς και η διατήρησή του επί του σκάφους, η μεταφόρτωση και η εκφόρτωσή του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στο κράτος μέλος, το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2009, θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη που φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται σε αυτό απαγορεύεται από την ημερομηνία που καθορίζεται στο εν λόγω παράρτημα. Απαγορεύεται η διατήρηση επί του σκάφους, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση του εν λόγω αποθέματος που έχει αλιευθεί από τα σκάφη αυτά μετά την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 1 Οκτωβρίου 2009.

Για την Επιτροπή

Φωκίων ΦΩΤΙΆΔΗΣ

Γενικός Διευθυντής Θαλάσσιων Υποθέσεων και Αλιείας


(1)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59.

(2)  ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 22 της 26.1.2009, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθ.

21/T&Q

Κράτος μέλος

Γαλλία

Απόθεμα

USK/567EI.

Είδος

Μπρόσμιος (Brosme brosme)

Ζώνη

Κοινοτικά και διεθνή ύδατα των ζωνών V, VI και VII

Ημερομηνία

2.9.2009


ΟΔΗΓΙΕΣ

3.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/5


ΟΔΗΓΊΑ 2009/104/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Σεπτεμβρίου 2009

σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους (δεύτερη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)

(κωδικοποιημένη έκδοση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 137 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 89/655/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 1989, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους (δεύτερη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (3), έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί (4) κατά τρόπο ουσιαστικό. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Η παρούσα οδηγία είναι ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (5). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ εφαρμόζονται πλήρως στον τομέα της χρησιμοποίησης εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία, με την επιφύλαξη περισσότερο περιοριστικών ή ειδικών διατάξεων που περιέχονται στην παρούσα οδηγία.

(3)

Στο άρθρο 137 παράγραφος 2 της συνθήκης προβλέπεται ότι το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει, με οδηγία, τις ελάχιστες προδιαγραφές για να προωθήσει τη βελτίωση, ιδίως, του χώρου της εργασίας, με στόχο την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

(4)

Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, στις οδηγίες αυτές αποφεύγεται η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών οι οποίοι θα εμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

(5)

Οι διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 137 παράγραφος 2 της συνθήκης δεν αποτελούν εμπόδιο για τη διατήρηση και τη θέσπιση, από κάθε κράτος μέλος, ενισχυμένων μέτρων προστασίας των συνθηκών εργασίας, συμβατών με τη συνθήκη.

(6)

Η τήρηση των ελαχίστων προδιαγραφών για τη διασφάλιση υψηλότερου επιπέδου ασφάλειας και υγείας για τη χρήση εξοπλισμού εργασίας, αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τη διασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.

(7)

Η βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία αποτελεί στόχο που δεν θα πρέπει να τίθεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με αμιγώς οικονομικές εκτιμήσεις.

(8)

Οι εργασίες σε ύψος είναι δυνατό να εκθέσουν τους εργαζόμενους σε ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους για την υγεία τους και την ασφάλειά τους, ιδίως σε κινδύνους πτώσης και σε σοβαρά εργατικά ατυχήματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν υψηλό ποσοστό ατυχημάτων, και μάλιστα θανάσιμων.

(9)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί συγκεκριμένο στοιχείο στα πλαίσια της υλοποίησης της κοινωνικής διάστασης της εσωτερικής αγοράς.

(10)

Σύμφωνα με την οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (6), τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ανακοινώνουν στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα που ισχύει για μηχανές, συσκευές και εγκαταστάσεις.

(11)

Η παρούσα οδηγία αποτελεί το πλέον ενδεδειγμένο μέσο για την επίτευξη των επιδιωκομένων στόχων και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(12)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙΙΙ μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Η παρούσα οδηγία, η οποία είναι η δεύτερη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας, από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 2.

2.   Οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ εφαρμόζονται πλήρως σ’ ολόκληρο τον τομέα τον οποίο αφορά η παράγραφος 1, με την επιφύλαξη περισσότερο περιοριστικών ή ειδικών διατάξεων που περιέχονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

α)

«εξοπλισμός εργασίας», κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία·

β)

«χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας», κάθε δραστηριότητα σχετική με τον εξοπλισμό εργασίας, όπως η θέση σε λειτουργία ή εκτός λειτουργίας, η χρήση, η μεταφορά, η επισκευή, η μετατροπή, το σέρβις και η συντήρηση, περιλαμβανομένου, μεταξύ των άλλων, και του καθαρισμού·

γ)

«επικίνδυνη ζώνη», κάθε ζώνη εντός ή πέριξ του εξοπλισμού εργασίας στην οποία η παρουσία ενός εκτεθειμένου εργαζόμενου δημιουργεί, για το άτομο αυτό, κίνδυνο όσον αφορά την ασφάλεια ή την υγεία του·

δ)

«εκτεθειμένος εργαζόμενος», κάθε εργαζόμενος που βρίσκεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε επικίνδυνη ζώνη·

ε)

«χειριστής», ο (οι) εργαζόμενος(-οι) που είναι επιφορτισμένος(-οι) με τη χρήση εξοπλισμού εργασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ

Άρθρο 3

Γενικές υποχρεώσεις

1.   Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή στην εγκατάσταση, να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του.

Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να χρησιμοποιήσει, ο εργοδότης λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες και τα ειδικά χαρακτηριστικά της εργασίας και τους υφιστάμενους στην επιχείρηση ή την εγκατάσταση κινδύνους, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, ή τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας.

2.   Όταν δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί πλήρως, κατά τον τρόπο αυτό, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας, ο εργοδότης λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να περιορίσει τους κινδύνους στο ελάχιστο.

Άρθρο 4

Κανόνες σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, ο εργοδότης οφείλει να προμηθεύεται ή να χρησιμοποιεί εξοπλισμό εργασίας ο οποίος:

α)

εάν έχει ήδη τεθεί στη διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή την εγκατάσταση μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1992, να ανταποκρίνεται:

i)

στις διατάξεις οποιασδήποτε σχετικής και ισχύουσας κοινοτικής οδηγίας,

ii)

στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα Ι εφόσον δεν ισχύει καμία άλλη κοινοτική οδηγία ή ισχύει εν μέρει·

β)

εάν έχει ήδη τεθεί στη διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή την εγκατάσταση στις 31 Δεκεμβρίου 1992, να ανταποκρίνεται στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα Ι τέσσερα το πολύ έτη μετά την ημερομηνία αυτή·

γ)

με την επιφύλαξη του στοιχείου α) σημείο i) και κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) σημείο ii) και από το στοιχείο β), ειδικός εξοπλισμός εργασίας που υπόκειται στις προδιαγραφές του σημείου 3 του παραρτήματος I, ο οποίος έχει ήδη τεθεί στη διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή την εγκατάσταση στις 5 Δεκεμβρίου 1998, και πληροί, το αργότερο τέσσερα έτη μετά την ημερομηνία αυτή, τις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα I.

2.   Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε, καθ’ όλη τη διάρκεια χρησιμοποίησής του, ο εξοπλισμός εργασίας, με την κατάλληλη συντήρηση, να διατηρείται σε επίπεδο τέτοιο ώστε να ανταποκρίνεται, ανάλογα με την περίπτωση, στην παράγραφο 1 στοιχεία α) ή β).

3.   Μετά από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, και λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομοθεσίας ή πρακτικής, τα κράτη μέλη αποφασίζουν τις λεπτομέρειες για την επίτευξη βαθμού ασφαλείας αντίστοιχου προς τους στόχους που θέτει το παράρτημα II.

Άρθρο 5

Έλεγχοι των εξοπλισμών εργασίας

1.   Ο εργοδότης μεριμνά ώστε οι εξοπλισμοί εργασίας, των οποίων η ασφάλεια εξαρτάται από τις συνθήκες εγκατάστασης, να υποβάλλονται σε αρχικό έλεγχο (μετά την εγκατάσταση και πριν τεθούν σε λειτουργία για πρώτη φορά) και σε έλεγχο μετά από κάθε συναρμολόγησή τους σε άλλο τόπο ή σε νέα θέση, που πραγματοποιούνται από αρμόδια πρόσωπα κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή πρακτικής, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εγκατάσταση και η καλή λειτουργία αυτών των εξοπλισμών εργασίας.

2.   Προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας, η διάγνωση των φθορών που είναι ικανές να οδηγήσουν σε επικίνδυνες καταστάσεις και η έγκαιρη αποκατάσταση των φθορών αυτών, ο εργοδότης μεριμνά ώστε στους εξοπλισμούς εργασίας τους υποκείμενους σε επιδράσεις που προξενούν τέτοιες φθορές να διενεργούνται:

α)

περιοδικοί έλεγχοι και, ενδεχομένως, περιοδικές δοκιμές από αρμόδια πρόσωπα κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή πρακτικής·

β)

έκτακτοι έλεγχοι, πραγματοποιούμενοι από αρμόδια πρόσωπα κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή πρακτικής, κάθε φορά που σημειώνονται έκτακτα γεγονότα που ενδέχεται να έχουν βλαβερές συνέπειες για την ασφάλεια του εξοπλισμού εργασίας, όπως μετατροπές, ατυχήματα, φυσικά φαινόμενα, μακρές περίοδοι αχρησίας.

3.   Τα αποτελέσματα των ελέγχων καταγράφονται και τηρούνται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής. Φυλάσσονται επί το ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα.

Όταν οι εξοπλισμοί εργασίας χρησιμοποιούνται εκτός της επιχείρησης, συνοδεύονται από υλική απόδειξη της διενέργειας του τελευταίου ελέγχου.

4.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους διεξάγονται οι έλεγχοι αυτοί.

Άρθρο 6

Εξοπλισμός εργασίας με ειδικό κίνδυνο

Όταν η χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας ενδέχεται να παρουσιάσει ειδικό κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε:

α)

ο εξοπλισμός εργασίας να χρησιμοποιείται μόνον από τους εργαζομένους στους οποίους έχει ανατεθεί η χρήση αυτή·

β)

οι εργασίες επισκευής, μετατροπής, συντήρησης και σέρβις του εξοπλισμού, να εκτελούνται από εργαζομένους που έχουν ειδική αρμοδιότητα για τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 7

Εργονομία και υγεία κατά την εργασία

Η θέση εργασίας και η στάση των εργαζομένων όταν χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό εργασίας, καθώς και οι αρχές της εργονομίας, πρέπει να λαμβάνονται πλήρως υπόψη από τον εργοδότη κατά την εφαρμογή των ελάχιστων προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας.

Άρθρο 8

Ενημέρωση των εργαζομένων

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους τις κατάλληλες πληροφορίες και, ενδεχομένως, οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας που χρησιμοποιείται κατά την εργασία.

2.   Οι πληροφορίες και οι οδηγίες χρήσης περιέχουν τουλάχιστον ενδείξεις σε θέματα ασφάλειας και υγείας σχετικά με:

α)

τις συνθήκες χρήσης του εξοπλισμού εργασίας·

β)

τις προβλέψιμες έκτακτες καταστάσεις·

γ)

τα συμπεράσματα που συνάγονται, ενδεχομένως, από την πείρα που έχει αποκτηθεί κατά τη χρήση του εξοπλισμού εργασίας.

Οι εργαζόμενοι πρέπει να καταστούν προσεκτικοί για τους κινδύνους που τους αφορούν, για τον εξοπλισμό εργασίας που υπάρχει στο άμεσο εργασιακό τους περιβάλλον και για τις τροποποιήσεις που τους αφορούν, στο μέτρο που οι τροποποιήσεις αυτές επιδρούν στον εξοπλισμό εργασίας που βρίσκεται στο άμεσο εργασιακό περιβάλλον των εργαζομένων, έστω και αν δεν χρησιμοποιείται άμεσα από αυτούς.

3.   Οι πληροφορίες και οι οδηγίες χρήσης πρέπει να είναι κατανοητές για τους ενδιαφερόμενους εργαζόμενους.

Άρθρο 9

Εκπαίδευση των εργαζομένων

Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε:

α)

οι εργαζόμενοι στους οποίους έχει ανατεθεί η χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας να λαμβάνουν επαρκή σχετική εκπαίδευση, ακόμη και για τους κινδύνους που ενέχει, ενδεχομένως, η χρησιμοποίησή του·

β)

οι εργαζόμενοι οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 6 στοιχείο β) λαμβάνουν επαρκή ειδική εκπαίδευση.

Άρθρο 10

Διαβουλεύσεις και συμμετοχή των εργαζομένων

Η διαβούλευση με τους εργαζομένους ή τους εκπροσώπους τους και η συμμετοχή αυτών στα πλαίσια των ζητημάτων που καλύπτει η παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Τροποποίηση των παραρτημάτων

1.   Η προσθήκη στο παράρτημα Ι προσθέτων ελάχιστων προδιαγραφών που εφαρμόζονται σε ειδικούς εξοπλισμούς εργασίας, όπως προβλέπεται στο σημείο 3 του παραρτήματος Ι, θεσπίζεται από το Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 137 παράγραφος 2 της συνθήκης.

2.   Σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ θεσπίζονται οι αυστηρά τεχνικές προσαρμογές των παραρτημάτων σε συνάρτηση με:

α)

την έκδοση οδηγιών σε θέματα τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης που αφορούν τον εξοπλισμό εργασίας· ή

β)

την τεχνολογική πρόοδο, την εξέλιξη των διεθνών ρυθμίσεων ή προδιαγραφών ή των γνώσεων στον τομέα του εξοπλισμού εργασίας.

Άρθρο 12

Τελικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που έχουν ήδη θεσπίσει ή θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 13

Η οδηγία 89/655/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες που παρατίθενται στο παράρτημα ΙΙΙ μέρος Α καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα ΙΙΙ μέρος Β.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IV.

Άρθρο 14

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 15

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

C. MALMSTRÖM


(1)  ΕΕ C 100 της 30.4.2009, σ. 144.

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 8ης Ιουλίου 2008 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009.

(3)  ΕΕ L 393 της 30.12.1989, σ. 13.

(4)  Βλέπε παράρτημα ΙΙΙ μέρος Α.

(5)  ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

(που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α), ii) και στοιχείο β))

1.   Προκαταρκτική παρατήρηση

Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα ισχύουν στα πλαίσια της τήρησης της παρούσας οδηγίας και εφόσον υφίσταται ο αντίστοιχος κίνδυνος για το συγκεκριμένο εξοπλισμό εργασίας.

Οι κάτωθι απαριθμούμενες ελάχιστες προδιαγραφές, εφόσον ισχύουν για εξοπλισμούς εργασίας που χρησιμοποιούνται, δεν συνεπάγονται αναγκαστικά τα ίδια μέτρα με τις βασικές απαιτήσεις που ισχύουν για καινούργιους εξοπλισμούς εργασίας.

2.   Γενικές ελάχιστες προδιαγραφές που ισχύουν για τον εξοπλισμό εργασίας

2.1.

Τα συστήματα χειρισμού κάθε εξοπλισμού εργασίας που επηρεάζουν την ασφάλεια θα πρέπει να είναι σαφώς ορατά και αναγνωρίσιμα και, ενδεχομένως, να φέρουν κατάλληλη σήμανση.

Τα συστήματα χειρισμού πρέπει να είναι τοποθετημένα έξω από επικίνδυνες ζώνες εκτός από ορισμένα συστήματα χειρισμού, εφόσον απαιτείται, και με τρόπο ώστε ο χειρισμός τους να μην μπορεί να δημιουργήσει πρόσθετους κινδύνους. Δεν πρέπει να δημιουργούν κινδύνους λόγω ακούσιων χειρισμών.

Εάν χρειάζεται, ο χειριστής θα πρέπει να μπορεί, από την κύρια θέση χειρισμού, να βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχουν εκτεθειμένα άτομα στις επικίνδυνες ζώνες. Εάν αυτό είναι αδύνατο, κάθε φορά που ο εξοπλισμός τίθεται σε λειτουργία θα πρέπει να προηγείται αυτομάτως ένα ασφαλές σύστημα όπως ένα ηχητικό ή οπτικό προειδοποιητικό σήμα. Ο εκτεθειμένος εργαζόμενος θα πρέπει να έχει το χρόνο ή τα μέσα να αποφύγει ταχέως τους κινδύνους που δημιουργεί η εκκίνηση ή η παύση λειτουργίας του εξοπλισμού εργασίας.

Τα συστήματα χειρισμού πρέπει να είναι ασφαλή και κατά την επιλογή τους να λαμβάνονται υπόψη οι βλάβες, διαταραχές και πιέσεις που είναι προβλεπτές στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης χρησιμοποίησής τους.

2.2.

Η θέση σε λειτουργία εξοπλισμού εργασίας πρέπει να μπορεί να πραγματοποιείται μόνο με εκούσιο χειρισμό ενός συστήματος χειρισμού το οποίο προβλέπεται για το σκοπό αυτό.

Το ίδιο ισχύει:

για την εκ νέου θέση σε λειτουργία του εξοπλισμού μετά από διακοπή, για οποιοδήποτε λόγο,

για την εντολή μιας σημαντικής τροποποίησης των συνθηκών λειτουργίας (π.χ. ταχύτητα, πίεση κ.λπ.),

εκτός εάν αυτή η εκ νέου θέση σε λειτουργία ή η τροποποίηση δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο για τους εκτεθειμένους εργαζόμενους.

Αυτή η απαίτηση δεν αφορά την εκ νέου θέση σε λειτουργία ή την τροποποίηση των συνθηκών λειτουργίας που προκύπτουν από την κανονική πορεία ενός αυτόματου κύκλου.

2.3.

Κάθε εξοπλισμός εργασίας πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σύστημα χειρισμού που να επιτρέπει τη γενική διακοπή της λειτουργίας του υπό ασφαλείς συνθήκες.

Κάθε θέση εργασίας πρέπει να είναι εξοπλισμένη με σύστημα χειρισμού που να επιτρέπει τη διακοπή της λειτουργίας, ανάλογα με τους υφισταμένους κινδύνους, είτε ολοκλήρου του εξοπλισμού εργασίας είτε μόνο ενός μέρους του, έτσι ώστε ο εξοπλισμός να είναι σε ασφαλή κατάσταση. Η εντολή διακοπής της λειτουργίας του εξοπλισμού εργασίας πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι των εντολών της θέσης σε λειτουργία. Μετά τη διακοπή της λειτουργίας του εξοπλισμού ή των επικίνδυνων μερών του, πρέπει να διακόπτεται η τροφοδοσία σε ενέργεια των αντίστοιχων οργάνων θέσης σε λειτουργία.

2.4.

Ο εξοπλισμός εργασίας πρέπει να είναι εφοδιασμένος με διάταξη επείγουσας διακοπής της λειτουργίας, εάν αυτό ενδείκνυται, και αναλόγως των κινδύνων που δημιουργεί η λειτουργία του και του χρόνου που χρειάζεται κανονικά η διακοπή της.

2.5.

Ο εξοπλισμός εργασίας που δημιουργεί κινδύνους από πτώση ή εκτόξευση αντικειμένων πρέπει να είναι εφοδιασμένος με κατάλληλες διατάξεις ασφαλείας που αντιστοιχούν στους κινδύνους αυτούς.

Ο εξοπλισμός εργασίας που δημιουργεί κινδύνους από αναθυμιάσεις αερίων, ατμών ή υγρών ή από εκπομπές σκόνης πρέπει να είναι εφοδιασμένος με κατάλληλες διατάξεις κατακράτησης ή απαγωγής κοντά στην πηγή των σχετικών κινδύνων.

2.6.

Η ευστάθεια του εξοπλισμού εργασίας και των στοιχείων του πρέπει να εξασφαλίζεται με πάκτωση ή με άλλα μέσα εάν αυτό είναι αναγκαίο για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων.

2.7.

Εφόσον υπάρχουν πιθανότητες διάρρηξης ή θραύσης στοιχείων εξοπλισμού εργασίας, που ενδέχεται να δημιουργήσουν σημαντικό κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων, πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα.

2.8.

Εάν τα κινητά στοιχεία εξοπλισμού εργασίας παρουσιάζουν κινδύνους μηχανικής επαφής που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα, πρέπει να είναι εφοδιασμένα με προφυλακτήρες ή συστήματα που να εμποδίζουν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες ή να σταματούν τις κινήσεις επικινδύνων στοιχείων πριν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες.

Οι προφυλακτήρες και τα συστήματα προστασίας:

πρέπει να είναι ανθεκτικής κατασκευής,

δεν πρέπει να προκαλούν πρόσθετους κινδύνους,

δεν πρέπει να μπορούν να παρακαμφθούν ή να αχρηστευθούν εύκολα,

πρέπει να ευρίσκονται σε επαρκή απόσταση από την επικίνδυνη ζώνη,

δεν πρέπει να περιορίζουν περισσότερο από ό,τι χρειάζεται την παρατήρηση του κύκλου εργασίας,

πρέπει να επιτρέπουν τις απαραίτητες επεμβάσεις για την τοποθέτηση ή την αντικατάσταση των στοιχείων καθώς και την εκτέλεση εργασιών συντήρησης. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να επιτρέπουν την πρόσβαση μόνο στον τομέα όπου πρέπει να εκτελεσθεί η εργασία και, εάν είναι δυνατόν, χωρίς να χρειαστεί αποσυναρμολόγηση του προφυλακτήρα ή του συστήματος προστασίας.

2.9.

Οι περιοχές και τα σημεία όπου γίνεται εργασία ή συντήρηση εξοπλισμού εργασίας, πρέπει να φωτίζονται καταλλήλως, ανάλογα με τις προς εκτέλεση εργασίες.

2.10.

Τα μέρη του εξοπλισμού εργασίας που βρίσκονται σε υψηλή ή πολύ χαμηλή θερμοκρασία πρέπει, εφόσον χρειάζεται, να προστατεύονται από τους κινδύνους επαφής ή προσέγγισης με τους εργαζομένους.

2.11.

Τα συστήματα συναγερμού του εξοπλισμού εργασίας πρέπει να είναι ευχερώς αισθητά και σαφώς κατανοητά.

2.12.

Ο εξοπλισμός εργασίας δεν μπορεί να χρησιμοποιείται παρά μόνο για εργασίες και υπό συνθήκες για τις οποίες είναι κατάλληλος.

2.13.

Οι εργασίες συντήρησης πρέπει να μπορούν να εκτελούνται ενόσω έχει διακοπεί η λειτουργία του εξοπλισμού εργασίας. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, πρέπει αν μπορούν να λαμβάνονται τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα για την εκτέλεση των εργασιών αυτών ή οι εργασίες αυτές πρέπει να μπορούν να γίνονται έξω από τις επικίνδυνες ζώνες.

Το βιβλιάριο σέρβις, κάθε εξοπλισμού που διαθέτει τέτοιο βιβλιάριο, πρέπει να τηρείται ενημερωμένο.

2.14.

Κάθε εξοπλισμός εργασίας πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σαφώς αναγνωρίσιμα συστήματα που να επιτρέπουν να μονώνεται από καθεμία από τις πηγές ενέργειάς του.

Η επανασύνδεση προϋποθέτει την ανυπαρξία κινδύνου για τους ενδιαφερόμενους εργαζομένους.

2.15.

Ο εξοπλισμός εργασίας πρέπει να φέρει τις απαραίτητες για την εξασφάλιση της ασφάλειας των εργαζομένων προειδοποιητικές ενδείξεις και σημάνσεις.

2.16.

Για την εκτέλεση των εργασιών παραγωγής, ρύθμισης και συντήρησης του εξοπλισμού εργασίας, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν ασφαλή πρόσβαση και παραμονή σε όλα τα σημεία όπου χρειάζεται.

2.17.

Κάθε εξοπλισμός εργασίας πρέπει να είναι κατάλληλος ώστε να προστατεύονται οι εργαζόμενοι από τους κινδύνους πυρκαγιάς ή υπερθέρμανσης του εξοπλισμού εργασίας ή εκπομπής αερίων, σκόνης, υγρών, ατμών ή άλλων ουσιών που παράγονται, χρησιμοποιούνται ή αποθηκεύονται μέσα στον εξοπλισμό εργασίας.

2.18.

Κάθε εξοπλισμός εργασίας πρέπει να είναι κατάλληλος ώστε να προλαμβάνονται οι κίνδυνοι έκρηξης του εξοπλισμού ή ουσιών που παράγονται, χρησιμοποιούνται ή αποθηκεύονται μέσα στον εξοπλισμό εργασίας.

2.19.

Κάθε εξοπλισμός εργασίας πρέπει να είναι κατάλληλος ώστε να προστατεύονται οι εκτεθειμένοι εργαζόμενοι από τους κινδύνους άμεσης ή έμμεσης επαφής με τον ηλεκτρισμό.

3.   Συμπληρωματικές ελάχιστες προδιαγραφές που ισχύουν για ειδικούς εξοπλισμούς εργασίας

3.1.   Ελάχιστες προδιαγραφές για τους κινητούς εξοπλισμούς εργασίας, αυτοκινούμενους ή μη.

3.1.1.   Οι εξοπλισμοί εργασίας με φερόμενο ή φερόμενους εργαζόμενους πρέπει να είναι διαρρυθμισμένοι έτσι ώστε να μειώνονται οι κίνδυνοι για τον (τους) εργαζόμενο(-ους) κατά τη μετακίνηση.

Στους κινδύνους αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο κίνδυνος επαφής ή παγίδευσης των εργαζομένων στους τροχούς ή στις ερπίστριες.

3.1.2.   Όταν η αιφνίδια εμπλοκή των στοιχείων μετάδοσης της ενέργειας μεταξύ ενός κινητού εξοπλισμού εργασίας και των εξαρτημάτων ή των ρυμουλκουμένων του, ενδέχεται να δημιουργήσει συγκεκριμένους κινδύνους, αυτός ο εξοπλισμός εργασίας πρέπει να είναι εφοδιασμένος ή διευθετημένος κατά τρόπον ώστε να εμποδίζεται η εμπλοκή των στοιχείων μετάδοσης ενέργειας.

Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η αποφυγή μιας τέτοιας εμπλοκής, πρέπει να λαμβάνεται κάθε δυνατό μέτρο για την αποφυγή βλαβερών συνεπειών για τους εργαζομένους.

3.1.3.   Εάν τα στοιχεία μετάδοσης ενέργειας μεταξύ κινητών εξοπλισμών εργασίας κινδυνεύουν να ρυπανθούν και να φθαρούν συρόμενα κατά γης, πρέπει να προβλέπονται θέσεις στερέωσης.

3.1.4.   Οι κινητοί εξοπλισμοί εργασίας με φερόμενο ή φερόμενους εργαζομένους πρέπει, υπό πραγματικές συνθήκες χρησιμοποίησης, να περιορίζουν τους κινδύνους που προέρχονται από ενδεχόμενη μερική ή ολική ανατροπή του εξοπλισμού εργασίας:

είτε χάρις σε ένα σύστημα προστασίας που εμποδίζει τον εξοπλισμό εργασίας να ανατραπεί περισσότερο από ένα τεταρτοκύκλιο,

είτε χάρις σε ένα σύστημα που εξασφαλίζει επαρκή χώρο γύρω από τον ή τους φερόμενους εργαζόμενους σε περίπτωση που η κίνηση συνεχιστεί πέρα από ένα τεταρτοκύκλιο,

είτε χάρις σε οποιοδήποτε άλλο μηχανισμό ισοδύναμου αποτελέσματος.

Αυτά τα προστατευτικά συστήματα μπορούν να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εξοπλισμού εργασίας.

Αυτά τα προστατευτικά συστήματα δεν απαιτούνται όταν ο εξοπλισμός εργασίας είναι σταθεροποιημένος κατά τη διάρκεια της χρήσης ή όταν η μερική ή ολική ανατροπή του εξοπλισμού εργασίας είναι ως εκ του σχεδιασμού του αδύνατη.

Εάν σε περίπτωση μερικής ή ολικής ανατροπής, υφίσταται κίνδυνος συνθλιβής του φερομένου εργαζομένου μεταξύ τμημάτων του εξοπλισμού εργασίας και του εδάφους, πρέπει να εγκαθίσταται σύστημα συγκράτησης του ή των φερομένων εργαζομένων.

3.1.5.   Τα περονοφόρα ανυψωτικά μηχανήματα που φέρουν έναν ή περισσότερους εργαζομένους πρέπει να διευθετούνται ή εξοπλίζονται έτσι ώστε να περιορίζονται οι κίνδυνοι ανατροπής τους, παραδείγματος χάριν:

είτε διά της εγκαταστάσεως θαλάμου για τον οδηγό,

είτε διά συστήματος που εμποδίζει τυχόν ανατροπή του περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος,

είτε διά συστήματος που εγγυάται ότι, σε περίπτωση ανατροπής του περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος, μεταξύ του εδάφους και ορισμένων τμημάτων του μηχανήματος παραμένει επαρκής χώρος για τον ή τους φερόμενους εργαζομένους,

είτε διά συστήματος που συγκρατεί τον ή τους εργαζομένους στο κάθισμα του οδηγού, ώστε να μην αναρπαγούν από τμήματα του περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος σε περίπτωση ανατροπής του.

3.1.6.   Οι αυτοκινούμενοι κινητοί εξοπλισμοί εργασίας, η μετακίνηση των οποίων μπορεί να συνεπάγεται κινδύνους για τους εργαζόμενους πρέπει να πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με μέσα που δεν επιτρέπουν να τίθενται σε κίνηση από μη εξουσιοδοτημένα άτομα·

β)

πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με κατάλληλα μέσα που να μειώνουν τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης σε περίπτωση ταυτόχρονης κίνησης πολλών εξοπλισμών εργασίας επί τροχιών·

γ)

πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με διάταξη πέδησης και στάσης. εφόσον απαιτείται για λόγους ασφαλείας, η πέδηση και η στάση πρέπει να επιτυγχάνονται από εφεδρικό σύστημα με ενεργοποίηση από ευπρόσιτα χειριστήρια ή από αυτόματα συστήματα σε περίπτωση βλάβης του κύριου συστήματος·

δ)

όταν το άμεσο οπτικό πεδίο του οδηγού είναι ανεπαρκές από άποψη ασφάλειας, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με κατάλληλες βοηθητικές διατάξεις που βελτιώνουν την ορατότητα·

ε)

εάν προορίζονται για χρήση κατά τη διάρκεια της νύκτας ή σε σκοτεινούς χώρους, πρέπει να φέρουν σύστημα φωτισμού προσαρμοσμένο στην εργασία που πρόκειται να εκτελεσθεί, παράλληλα δε να εγγυώνται επαρκή ασφάλεια για τους εργαζομένους·

στ)

εάν συνεπάγονται αυτοί καθ’ εαυτοί ή λόγω των ρυμουλκούμενων ή των φορτίων τους κίνδυνο πυρκαγιάς που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τους εργαζομένους, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με κατάλληλες πυροσβεστικές διατάξεις, εφόσον δεν υπάρχουν ήδη τέτοιες διατάξεις αρκετά κοντά στο χώρο χρησιμοποίησης·

ζ)

εάν λειτουργούν με τηλεχειρισμό, πρέπει να σταματούν αυτόματα μόλις εξέλθουν από το πεδίο ελέγχου·

η)

εάν λειτουργούν με τηλεχειρισμό και ενδέχεται, υπό κανονικές συνθήκες χρήσης, να κτυπήσουν ή να παγιδεύσουν εργαζομένους, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με διατάξεις προστασίας από τους κινδύνους αυτούς, εκτός αν έχουν εγκατασταθεί άλλες κατάλληλες διατάξεις που ελέγχουν τον κίνδυνο πρόσκρουσης.

3.2.   Ελάχιστες προδιαγραφές που ισχύουν για τους εξοπλισμούς εργασίας που χρησιμοποιούνται για ανύψωση φορτίων.

3.2.1.   Εάν οι εξοπλισμοί εργασίας που χρησιμοποιούνται για ανύψωση φορτίων είναι εγκατεστημένοι μόνιμα, η στερεότητα και η σταθερότητά τους κατά τη χρήση πρέπει να εξασφαλίζονται, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των προς ανύψωση φορτίων και των πιέσεων που συνεπάγονται τα φορτία αυτά στα σημεία στήριξης ή στερέωσης στις δομές.

3.2.2.   Τα μηχανήματα ανύψωσης φορτίων πρέπει να φέρουν ευδιάκριτη ένδειξη του ονομαστικού τους φορτίου και, ενδεχομένως, πινακίδα φορτίου στην οποία αναγράφεται το ονομαστικό φορτίο για κάθε συσχηματισμό του μηχανήματος.

Τα εξαρτήματα ανύψωσης πρέπει να φέρουν σήμανση έτσι ώστε να είναι δυνατό να εντοπίζονται τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά για την ασφαλή χρησιμοποίησή τους.

Εάν ο εξοπλισμός εργασίας δεν προορίζεται για ανύψωση εργαζομένων και υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης, πρέπει να αναρτώνται εμφανώς κατάλληλα σήματα.

3.2.3.   Οι μονίμως εγκατεστημένοι εξοπλισμοί εργασίας πρέπει να είναι εγκατεστημένοι κατά τρόπον ώστε να περιορίζονται οι κίνδυνοι:

α)

πρόσκρουσης των φορτίων σε εργαζόμενους·

β)

μη ηθελημένης επικίνδυνης απόκλισης των φορτίων ή ελεύθερης πτώσης τους·

ή

γ)

μη ηθελημένης απαγκίστρωσης των φορτίων.

3.2.4.   Τα μηχανήματα ανύψωσης ή μετακίνησης εργαζομένων πρέπει να είναι κατάλληλα ώστε:

α)

να αποφεύγεται ο κίνδυνος πτώσης του θαλαμίσκου, εάν υπάρχει, μέσω κατάλληλων διατάξεων·

β)

να αποφεύγεται ο κίνδυνος πτώσης του χρήστη από το θαλαμίσκο, εάν υπάρχει·

γ)

να αποφεύγεται ο κίνδυνος συνθλιβής, σφηνώματος ή πρόσκρουσης του χρήστη, ιδίως λόγω ακούσιας επαφής με αντικείμενα·

δ)

να διασφαλίζεται η ασφάλεια των εργαζομένων που σε περίπτωση ατυχήματος εγκλωβίζονται στο θαλαμίσκο, και να είναι δυνατή η απελευθέρωσή τους.

Εάν, για λόγους εγγενείς της τοποθεσίας και της διαφοράς στάθμης, οι κίνδυνοι που αναφέρονται στο στοιχείο α) δεν είναι δυνατόν να αποφευχθούν με χρήση οποιασδήποτε διάταξης ασφαλείας, πρέπει να εγκαθίσταται ένα καλώδιο υψηλού συντελεστή ασφαλείας και να ελέγχεται η καλή του κατάσταση καθημερινώς, καθ’ όλες τις εργάσιμες ημέρες.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

(που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3)

Προκαταρκτική παρατήρηση

Το παρόν παράρτημα εφαρμόζονται στα πλαίσια της παρούσας οδηγίας και εφόσον ο αντίστοιχος κίνδυνος υπάρχει για το συγκεκριμένο εξοπλισμό εργασίας.

1.   Γενικές διατάξεις που ισχύουν για όλους τους εξοπλισμούς εργασίας

1.1.

Οι εξοπλισμοί εργασίας πρέπει να εγκαθίστανται, να διευθετούνται και να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος για τους χρήστες του εξοπλισμού εργασίας και τους λοιπούς εργαζομένους, π.χ. φροντίζοντας να υπάρχει αρκετός ελεύθερος χώρος μεταξύ των κινητών τους στοιχείων και των σταθερών ή κινητών στοιχείων που τα περιβάλλουν και όλες οι μορφές ενέργειας ή οι ουσίες που χρησιμοποιούνται ή παράγονται να μπορούν να διοχετεύονται ή να απομακρύνονται με ασφάλεια.

1.2.

Η συναρμολόγηση και η αποσυναρμολόγηση των εξοπλισμών εργασίας πρέπει να πραγματοποιούνται με ασφάλεια, ιδίως με τήρηση των τυχόν οδηγιών του κατασκευαστή.

1.3.

Οι εξοπλισμοί εργασίας που, κατά τη χρησιμοποίησή τους, κινδυνεύουν να πληγούν από κεραυνό πρέπει να προστατεύονται με κατάλληλες διατάξεις ή μέτρα από τις συνέπειες της κεραυνοπληξίας.

2.   Διατάξεις για τη χρησιμοποίηση κινητών εξοπλισμών εργασίας, αυτοκινούμενων ή μη

2.1.

Η οδήγηση αυτοκινούμενων εξοπλισμών εργασίας επιτρέπεται μόνο στους εργαζόμενους που έχουν εκπαιδευθεί κατάλληλα για την ασφαλή οδήγηση αυτών των εξοπλισμών εργασίας.

2.2.

Εάν ένας εξοπλισμός εργασίας κινείται μέσα σε ζώνη εργασίας, πρέπει να θεσπίζονται και να εφαρμόζονται κατάλληλοι κανόνες κυκλοφορίας.

2.3.

Πρέπει να λαμβάνονται οργανωτικά μέτρα ώστε να αποφεύγεται η παρουσία πεζών εργαζομένων στη ζώνη εργασίας αυτοκινούμενων εξοπλισμών εργασίας.

Εάν επιβάλλεται η παρουσία πεζών εργαζομένων για την καλή εκτέλεση των εργασιών, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή του τραυματισμού τους από τους εξοπλισμούς.

2.4.

Η συνοδεία εργαζομένων πάνω σε κινητούς εξοπλισμούς εργασίας που κινούνται με μηχανικό τρόπο επιτρέπεται μόνο σε ασφαλείς θέσεις που έχουν διευθετηθεί για το σκοπό αυτό. Εάν κατά τη διάρκεια της μετακίνησης πρέπει να πραγματοποιηθούν εργασίες, η ταχύτητα θα πρέπει, εν ανάγκη, να προσαρμόζεται.

2.5.

Οι κινητοί εξοπλισμοί εργασίας που είναι εφοδιασμένοι με κινητήρα εσωτερικής καύσης πρέπει να χρησιμοποιούνται στις ζώνες εργασίας μόνον εφόσον εξασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκούς ποσότητας αέρα που δεν παρουσιάζει κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων.

3.   Διατάξεις που ισχύουν για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμών εργασίας για την ανύψωση φορτίων

3.1.   Γενικά

3.1.1.   Οι αποσυναρμολογούμενοι ή κινητοί εξοπλισμοί εργασίας για την ανύψωση φορτίων πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η ευστάθεια του εξοπλισμού εργασίας κατά τη χρησιμοποίησή του υπό όλες τις προβλεπτές συνθήκες, ανάλογα με τη φύση του δαπέδου.

3.1.2.   Η ανύψωση εργαζομένων επιτρέπεται μόνο με εξοπλισμούς εργασίας και εξαρτήματα που προβλέπονται για το σκοπό αυτόν.

Κατ’ εξαίρεση και με την επιφύλαξη του άρθρου 5 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, εξοπλισμοί εργασίας που δεν έχουν σχεδιασθεί για την ανύψωση εργαζομένων μπορούν να χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό, εφόσον έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζεται η ασφάλεια, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή πρακτικές που προβλέπουν κατάλληλη επιτήρηση.

Κατά την παρουσία εργαζομένων στον εξοπλισμό εργασίας για την ανύψωση φορτίων, η θέση του χειριστηρίου πρέπει να είναι μόνιμα κατειλημμένη. Οι ανυψούμενοι εργαζόμενοι πρέπει να διαθέτουν ένα ασφαλές μέσο επικοινωνίας. Σε περίπτωση κινδύνου, πρέπει να έχει προβλεφθεί ο τρόπος διάσωσής τους.

3.1.3.   Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα ώστε να μην υπάρχουν εργαζόμενοι κάτω από τα αναρτημένα φορτία, εκτός εάν αυτό επιβάλλεται για την καλή διεξαγωγή των εργασιών.

Δεν επιτρέπεται η διέλευση ανηρτημένων φορτίων πάνω από μη προστατευμένους χώρους εργασίας στους οποίους ευρίσκονται συνήθως εργαζόμενοι.

Στην περίπτωση που η καλή διεξαγωγή των εργασιών δεν μπορεί να εξασφαλιστεί διαφορετικά, πρέπει να καθορίζονται και να εφαρμόζονται κατάλληλες διαδικασίες.

3.1.4.   Τα εξαρτήματα ανύψωσης πρέπει να επιλέγονται σε συνάρτηση με τα προς μετακίνηση φορτία, τα σημεία συγκράτησης, το σύστημα αγκίστρωσης, τις ατμοσφαιρικές συνθήκες και με συνεκτίμηση του τρόπου και της διάταξης περίδεσης. Οι συναρθρώσεις εξαρτημάτων ανύψωσης πρέπει να φέρουν σαφή επισήμανση ώστε να επιτρέπουν στο χρήστη να γνωρίζει τα χαρακτηριστικά τους, εφόσον δεν λύονται μετά τη χρήση.

3.1.5.   Τα εξαρτήματα ανύψωσης πρέπει να αποθηκεύονται κατά τρόπον ώστε να προστατεύονται από ζημίες ή φθορές.

3.2.   Εξοπλισμοί εργασίας που προορίζονται για την ανύψωση μη κατευθυνόμενων φορτίων.

3.2.1.   Εάν δύο ή περισσότεροι εξοπλισμοί εργασίας που προορίζονται για την ανύψωση μη κατευθυνόμενων φορτίων είναι εγκατεστημένοι ή συναρμολογημένοι σε τόπο εργασίας κατά τρόπο ώστε οι ακτίνες δράσης τους να αλληλοκαλύπτονται, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για να αποφεύγονται οι συγκρούσεις μεταξύ των φορτίων ή των στοιχείων των ίδιων των εξοπλισμών εργασίας.

3.2.2.   Κατά τη χρησιμοποίηση κινητού εξοπλισμού εργασίας που προορίζεται για την ανύψωση μη κατευθυνόμενων φορτίων, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για την αποφυγή της ταλάντευσης, της ανατροπής και, ενδεχομένως, της μετατόπισης και της ολίσθησής του. Πρέπει να ελέγχεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων αυτών.

3.2.3.   Εάν ο χειριστής εξοπλισμού εργασίας που προορίζεται για την ανύψωση μη κατευθυνόμενων φορτίων δεν μπορεί να παρακολουθεί ολόκληρη την πορεία του φορτίου ούτε άμεσα ούτε μέσω βοηθητικών διατάξεων που παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες, πρέπει να ανατεθεί σε κάποιο άτομο να κάνει σήματα και να επικοινωνεί με το χειριστή για να τον καθοδηγεί, πρέπει δε να λαμβάνονται οργανωτικά μέτρα ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις του φορτίου που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο εργαζομένους.

3.2.4.   Οι εργασίες πρέπει να οργανώνονται κατά τρόπο ώστε, όταν ο εργαζόμενος αγκιστρώνει ή απαγκιστρώνει ένα φορτίο με το χέρι, οι εργασίες αυτές να μπορούν να πραγματοποιούνται ασφαλώς, ιδίως δε ο εργαζόμενος αυτός να διατηρεί πάντοτε τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο.

3.2.5.   Όλες οι εργασίες ανύψωσης πρέπει να προγραμματίζονται ορθά, να παρακολουθούνται καταλλήλως και να πραγματοποιούνται κατά τρόπο ώστε να προστατεύεται η ασφάλεια των εργαζομένων.

Συγκεκριμένα, εάν ένα φορτίο πρέπει να ανυψωθεί ταυτόχρονα από δύο ή περισσότερους εξοπλισμούς εργασίας που προορίζονται για την ανύψωση μη κατευθυνόμενων φορτίων, πρέπει να καθορίζεται και να εφαρμόζεται μία διαδικασία για να εξασφαλίζεται ο ορθός συντονισμός των χειριστών.

3.2.6.   Εάν εξοπλισμοί εργασίας που προορίζονται για την ανύψωση μη κατευθυνόμενων φορτίων δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα φορτία σε περίπτωση μερικής ή ολικής βλάβης της τροφοδότησης σε ενέργεια, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της έκθεσης των εργαζομένων σε αντίστοιχους κινδύνους.

Τα αναρτημένα φορτία δεν πρέπει να μένουν χωρίς επιτήρηση, εκτός εάν εμποδίζεται η πρόσβαση στην επικίνδυνη ζώνη και εάν το φορτίο έχει αγκιστρωθεί και διατηρείται ασφαλώς.

3.2.7.   Η χρησιμοποίηση, στο ύπαιθρο, εξοπλισμών εργασίας που προορίζονται για την ανύψωση μη κατευθυνόμενων φορτίων πρέπει να διακόπτεται αμέσως μόλις οι μετεωρολογικές συνθήκες επιδεινώνονται σε βαθμό που να μειώνεται η ασφάλεια της λειτουργίας και, κατά συνέπεια, να εκτίθενται σε κίνδυνο οι εργαζόμενοι. Προκειμένου να αποφεύγονται τυχόν κίνδυνοι για τους εργαζομένους, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα προστατευτικά μέτρα με σκοπό ιδίως την αποφυγή ανατροπής του εξοπλισμού εργασίας.

4.   Διατάξεις για τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας που διατίθεται για την εκτέλεση προσωρινών εργασιών σε ύψος

4.1.   Γενικές διατάξεις

4.1.1.   Αν, σε εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ και του άρθρου 3 της παρούσας οδηγίας, προσωρινές εργασίες σε ύψος δεν μπορούν να εκτελούνται ασφαλώς και υπό τις δέουσες εργονομικές συνθήκες από κατάλληλη επιφάνεια, επιλέγεται ο εξοπλισμός εργασίας ο πλέον ενδεδειγμένος για την εξασφάλιση και τη διατήρηση ασφαλών συνθηκών εργασίας. Προτεραιότητα πρέπει να δίνεται στα μέτρα συλλογικής προστασίας έναντι των ατομικών. Οι διαστάσεις του εξοπλισμού εργασίας θα πρέπει να ανταποκρίνονται στη φύση των εργασιών και στους προβλεπτούς περιορισμούς καθώς και να επιτρέπουν την ακίνδυνη κυκλοφορία.

H επιλογή του πλέον ενδεδειγμένου τύπου μέσων πρόσβασης στις προσωρινές θέσεις εργασίας σε ύψος γίνεται συναρτήσει της συχνότητας κυκλοφορίας, του ύψους και της διάρκειας χρησιμοποίησης. Η επιλογή πρέπει να επιτρέπει την εκκένωση σε περίπτωση επικείμενου κινδύνου. Η διάβαση από ένα μέσο πρόσβασης σε εξέδρες, δάπεδα ή διόδους προσπέλασης και αντιστρόφως δεν επιτρέπεται να προκαλεί πρόσθετους κινδύνους πτώσης.

4.1.2.   Η χρησιμοποίηση κλίμακας ως θέσης εργασίας σε ύψος πρέπει να επιτρέπεται μόνο όταν έχοντας υπόψη το σημείο 4.1.1, η χρησιμοποίηση άλλου ασφαλέστερου εξοπλισμού δεν δικαιολογείται λόγω του χαμηλού κινδύνου και λόγω είτε της σύντομης χρησιμοποίησης είτε των χαρακτηριστικών των χώρων τα οποία δεν μπορεί να μεταβάλει ο εργοδότης.

4.1.3.   Η χρησιμοποίηση τεχνικών πρόσβασης και τοποθέτησης με τη βοήθεια σχοινιών γίνεται μόνον όταν η εκτίμηση του κινδύνου δείχνει ότι η εργασία μπορεί να εκτελεστεί ασφαλώς και όταν η χρησιμοποίηση άλλου περισσότερο ασφαλούς εξοπλισμού εργασίας δεν θα ήταν δικαιολογημένη.

Λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση των κινδύνων και ιδίως τη διάρκεια των εργασιών και τις δεσμεύσεις εργονομικής φύσεως, πρέπει να προβλέπεται κάθισμα με τα ενδεδειγμένα εξαρτήματα.

4.1.4.   Ανάλογα με τον τύπο εξοπλισμού εργασίας, ο οποίος επιλέγεται με βάση τα προηγούμενα σημεία, θα πρέπει να προσδιορίζονται τα κατάλληλα μέτρα για την ελαχιστοποίηση των εγγενών κινδύνων του εξοπλισμού για τους εργαζομένους. Σε περίπτωση ανάγκης πρέπει να προβλεφθεί η εγκατάσταση διατάξεων προστασίας έναντι των πτώσεων. Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να έχουν κατάλληλη διαμόρφωση και αντοχή ώστε να αποτρέπουν ή να ανακόπτουν τις πτώσεις και να προλαμβάνουν, στο μέτρο του δυνατού, τους τραυματισμούς. Οι διατάξεις συλλογικής προστασίας μπορεί να διακόπτονται μόνο στα σημεία πρόσβασης σε κλίμακα ή κλιμακοστάσιο.

4.1.5.   Όταν η εκτέλεση μιας εργασίας απαιτεί την προσωρινή αφαίρεση μιας διάταξης συλλογικής προστασίας έναντι των πτώσεων, λαμβάνονται άλλα αποτελεσματικά μέτρα ασφάλειας. Η εργασία δεν μπορεί να εκτελεστεί αν δεν ληφθούν προηγουμένως τα μέτρα αυτά. Μετά το πέρας της οι διατάξεις συλλογικής προστασίας, επανεισάγονται.

4.1.6.   Οι προσωρινές εργασίες σε ύψος εκτελούνται μόνον όταν οι καιρικές συνθήκες δεν θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων.

4.2.   Ειδικές διατάξεις για τη χρησιμοποίηση κλιμάκων.

4.2.1.   Οι κλίμακες τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα κατά τη χρήση. Τα στηρίγματα των φορητών κλιμάκων εδράζονται σε σταθερό, ανθεκτικό και ακίνητο υπόθεμα κατάλληλων διαστάσεων ούτως ώστε οι βαθμίδες να παραμένουν οριζόντιες. Οι αναρτημένες κλίμακες προσδένονται κατά τρόπο ασφαλή, κατά τρόπον ώστε να μη μετακινούνται ή αιωρούνται, εκτός των κλιμάκων από σχοινί.

4.2.2.   H ολίσθηση των ποδών φορητών κλιμάκων εμποδίζεται, κατά τη χρησιμοποίησή τους, είτε με στερέωση του ανώτερου ή του κατώτερου σημείου των ορθοστατών είτε με οποιαδήποτε αντιολισθητική διάταξη ή με οποιαδήποτε άλλη λύση ισοδύναμης αποτελεσματικότητας. Οι κλίμακες πρόσβασης πρέπει να υπερβαίνουν τη στάθμη πρόσβασης, εκτός αν άλλες διατάξεις επιτρέπουν ασφαλή λαβή. Οι κλίμακες με περισσότερα συναρμολογούμενα τμήματα καθώς και οι πτυσσόμενες κλίμακες χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η μεταξύ των διαφόρων στοιχείων ακινητοποίηση. Οι κινητές κλίμακες ακινητοποιούνται πριν ανέλθει κανείς σ’ αυτές.

4.2.3.   Οι κλίμακες χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ώστε ο εργαζόμενος να έχει πάντοτε ασφαλή στήριξη και χειρολαβή. Ειδικότερα, η μεταφορά φορτίων με το χέρι πάνω σε μία κλίμακα δεν θα πρέπει να εμποδίζει το ασφαλές κράτημα.

4.3.   Ειδικές διατάξεις για τη χρησιμοποίηση ικριωμάτων.

4.3.1.   Όταν οι σημειώσεις υπολογισμού του επιλεγέντος ικριώματος δεν είναι διαθέσιμες ή όταν δεν προβλέπουν τη δομική του διαμόρφωση, πρέπει να γίνεται μελέτη υπολογισμού αντοχής και ευστάθειας, εκτός εάν το ικρίωμα συναρμολογείται με τυποποιημένη διαμόρφωση γενικής παραδοχής.

4.3.2.   Ανάλογα με την πολυπλοκότητα του επιλεγέντος ικριώματος, καταρτίζεται από πρόσωπο με τα απαραίτητα προσόντα ένα σχέδιο συναρμολόγησης, χρησιμοποίησης και αποσυναρμολόγησης. Το σχέδιο αυτό μπορεί να είναι γενικευμένης εφαρμογής και να συμπληρώνεται από επιμέρους σχέδια για τις λεπτομέρειες του ικριώματος.

4.3.3.   Η ευστάθεια του ικριώματος πρέπει να εξασφαλίζεται. Τα στοιχεία στήριξης του ικριώματος ασφαλίζονται έναντι του κινδύνου ολίσθησης είτε με στερέωση στην επιφάνεια στήριξης, είτε με αντιολισθητική διάταξη, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ισοδύναμης αποτελεσματικότητας ενώ η φέρουσα επιφάνεια πρέπει να έχει επαρκή αντοχή. Η τυχαία μετακίνηση των κυλιόμενων ικριωμάτων κατά την εκτέλεση των εργασιών σε ύψος εμποδίζεται με κατάλληλες διατάξεις.

4.3.4.   Οι διαστάσεις, το σχήμα και η διάταξη των δαπέδων ικριώματος πρέπει να είναι κατάλληλες για τη φύση της εργασίας, προσαρμοσμένες στα φορτία που πρόκειται να φέρουν και να επιτρέπουν την ασφαλή εργασία και κυκλοφορία. Τα δάπεδα των ικριωμάτων συναρμολογούνται κατά τρόπο ώστε τα συστατικά τους μέρη να μη μετακινούνται υπό κανονικές συνθήκες. Μεταξύ των στοιχείων των δαπέδων και των κατακόρυφων μέσων συλλογικής προστασίας έναντι των πτώσεων δεν πρέπει να μένει κανένα επικίνδυνο κενό.

4.3.5.   Όταν ορισμένα μέρη ενός ικριώματος δεν είναι έτοιμα προς χρήση, ιδίως κατά τη φάση συναρμολόγησης, αποσυναρμολόγησης ή μετατροπών, τα μέρη αυτά επισημαίνονται διά προειδοποιητικών σημάτων γενικού κινδύνου σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που αποτελούν μεταφορά της οδηγίας 92/58/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τη σήμανση ασφάλειας ή/και υγείας στην εργασία (ενάτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (1) και οριοθετούνται δεόντως από υλικά στοιχεία τα οποία εμποδίζουν την πρόσβαση στη ζώνη κινδύνου.

4.3.6.   Τα ικριώματα μπορούν να συναρμολογούνται, να αποσυναρμολογούνται ή να υφίστανται σημαντικές μετατροπές μόνο υπό την επίβλεψη αρμόδιου προσώπου και από εργαζομένους με επαρκή ειδική εκπαίδευση για τις προβλεπόμενες εργασίες, με αντικείμενο την αντιμετώπιση των ειδικών κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 9 ιδίως:

α)

την κατανόηση του σχεδίου συναρμολόγησης, αποσυναρμολόγησης ή μετατροπής του εν λόγω ικριώματος·

β)

την ασφάλεια κατά τη συναρμολόγηση, την αποσυναρμολόγηση ή τη μετατροπή του συγκεκριμένου ικριώματος·

γ)

τα μέτρα για την αποφυγή πτώσης προσώπων ή αντικειμένων·

δ)

τα μέτρα ασφαλείας σε περίπτωση μεταβολής των καιρικών συνθηκών που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ασφάλεια του ικριώματος·

ε)

τα επιτρεπόμενα φορτία·

στ)

οποιονδήποτε άλλο κίνδυνο είναι δυνατό να περικλείουν οι προαναφερόμενες εργασίες συναρμολόγησης, αποσυναρμολόγησης και μετατροπής.

Ο επιβλέπων τις εργασίες και οι εργαζόμενοι έχουν το σχέδιο συναρμολόγησης και αποσυναρμολόγησης που αναφέρεται στο σημείο 4.3.2, καθώς και ό,τι τυχόν οδηγίες περιέχει αυτό.

4.4.   Ειδικές διατάξεις όσον αφορά τη χρησιμοποίηση τεχνικών πρόσβασης και τοποθέτησης με τη βοήθεια σχοινιών.

Κατά τη χρησιμοποίηση τεχνικών πρόσβασης και τοποθέτησης με τη βοήθεια σχοινιών πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

σύστημα περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο χωριστά αγκυρωμένα σχοινιά, το ένα ως μέσο προσπέλασης, καθόδου και υποστήριξης(σχοινί εργασίας) και το άλλο ως μέσο ασφαλείας (σχοινί ασφαλείας)·

β)

οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν κατάλληλη ζώνη ασφαλείας, με την οποία και συνδέονται με το σχοινί ασφαλείας·

γ)

το σχοινί εργασίας έχει ασφαλή μηχανισμό ανόδου και καθόδου και αυτόματο ανασχετικό μηχανισμό που εμποδίζει την πτώση του χρήστη αν αυτός χάσει τον έλεγχο της κίνησής του. Το σχοινί ασφαλείας πρέπει να έχει αυτόματη κινητή διάταξη προστασίας έναντι των πτώσεων η οποία συνοδεύει τον εργαζόμενο στη κίνησή του·

δ)

τα εργαλεία και λοιπά εξαρτήματα που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι συνδεδεμένα με τη ζώνη ασφαλείας ή με το κάθισμα του εργαζομένου ή να είναι προσδεδεμένα με άλλο κατάλληλο μέσο·

ε)

η εργασία προγραμματίζεται και επιβλέπεται δεόντως, ώστε να είναι δυνατό να παρασχεθεί αμέσως βοήθεια στον εργαζόμενο σε περίπτωση ανάγκης·

στ)

στους εργαζομένους παρέχεται, βάσει του άρθρου 9, εκπαίδευση κατάλληλη και ειδική για τις προβλεπόμενες εργασίες, και ιδίως όσον αφορά τις διαδικασίες διάσωσης.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν ενόψει του κινδύνου η χρησιμοποίηση δεύτερου σχοινιού θα έκανε την εργασία περισσότερο επικίνδυνη, μπορεί να επιτραπεί η χρησιμοποίηση ενός και μόνου σχοινιού, εφόσον έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική.


(1)  ΕΕ L 245 της 26.8.1992, σ. 23.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΜΕΡΟΣ Α

Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών της

(που αναφέρονται στο άρθρο 13)

Οδηγία 89/655/ΕΟΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 393 της 30.12.1989, σ. 13).

 

Οδηγία 95/63/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 335 της 30.12.1995, σ. 28).

 

Οδηγία 2001/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 195 της 19.7.2001, σ. 46).

 

Οδηγία 2007/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 165 της 27.6.2007, σ. 21).

Μόνον όσον αφορά την παραπομπή στην οδηγία 89/655/ΕΟΚ που περιέχεται στο άρθρο 3 σημείο 3


ΜΕΡΟΣ B

Κατάλογος ημερομηνιών ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο

(που αναφέρονται στο άρθρο 13)

Οδηγία

Λήξη προθεσμίας ενσωμάτωσης

89/655/ΕΟΚ

31η Δεκεμβρίου 1992

95/63/ΕΚ

4η Δεκεμβρίου 1998

2001/45/ΕΚ

19η Ιουλίου 2004 (1)

2007/30/ΕΚ

31η Δεκεμβρίου 2012


(1)  Τα κράτη μέλη μπορούν, όσον αφορά την εφαρμογή του σημείου 4 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 89/655/ΕΟΚ, να κάνουν χρήση μιας μέγιστης μεταβατικής περιόδου δύο ετών από την 19η Ιουλίου 2004, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διάφορες ιδιαιτερότητες που έχουν σχέση με την πρακτική εφαρμογή της οδηγίας 2001/45/ΕΚ, ιδίως από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Πίνακας αντιστοιχίας

Οδηγία 89/655/ΕΟΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 4α παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 4α παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 4α παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 4α παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 5 πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 6 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 5α

Άρθρο 7

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 7 πρώτη περίπτωση

Άρθρο 9 στοιχείο α)

Άρθρο 7 δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 9 στοιχείο β)

Άρθρο 8

Άρθρο 10

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 2 πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 11

Άρθρο 15

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II

Παράρτημα III

Παράρτημα IV


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΙΟΘΕΤΗΘΕΙΣΕΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

3.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/20


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. 922/2009/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Σεπτεμβρίου 2009

σχετικά με λύσεις διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις (ISA)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 156 πρώτη παράγραφος,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 154 της συνθήκης, προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 158 και να δώσει στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οικονομικούς παράγοντες και στις περιφερειακές και τοπικές κοινότητες τη δυνατότητα να επωφεληθούν στον ανώτατο δυνατό βαθμό από τη δημιουργία ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, η Κοινότητα θα πρέπει να συμβάλλει στη δημιουργία και στην ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων μέσω δράσεων για την προώθηση της διασυνδεσιμότητας, της διαλειτουργικότητας και της προσβασιμότητας των εν λόγω δικτύων.

(2)

Στα συμπεράσματά του της 1ης Δεκεμβρίου 2005 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Η στρατηγική i2010 — Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση», το Συμβούλιο τόνισε ότι απαιτούνται περισσότερο επικεντρωμένες, αποτελεσματικές και ολοκληρωμένες πολιτικές τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών (εφεξής ΤΠΕ) τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο για την επίτευξη των στόχων της οικονομικής ανάπτυξης και της παραγωγικότητας. Η Επιτροπή κλήθηκε να ενθαρρύνει την αποτελεσματική χρήση των ΤΠΕ σε δημόσιες υπηρεσίες μέσω της ανταλλαγής εμπειριών και να αναπτύξει κοινές προσεγγίσεις σε καίρια ζητήματα όπως η διαλειτουργικότητα και η αποτελεσματική χρήση ανοιχτών προτύπων.

(3)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του της 14ης Μαρτίου 2006, σχετικά με μια ευρωπαϊκή κοινωνία των πληροφοριών για την ανάπτυξη και την απασχόληση (4), ζητούσε να δοθεί έμφαση σε θέματα διαλειτουργικότητας και βέλτιστων πρακτικών στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του δημόσιου τομέα για πολίτες και επιχειρήσεις, με απώτερο στόχο τη διευκόλυνση της ελεύθερης και απρόσκοπτης μετακίνησης, εγκατάστασης και εργασίας των πολιτών μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προέτρεπε τις εθνικές κυβερνήσεις να εφαρμόζουν τις πρωτοβουλίες και τα προγράμματα της i2010 κατά τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησής τους προκειμένου να παρέχουν καλύτερες, αποτελεσματικότερες και πλέον ευπρόσιτες υπηρεσίες στις ΜΜΕ, καθώς και στους πολίτες τους.

(4)

Στην υπουργική δήλωση του Manchester της 24ης Νοεμβρίου 2005, οι αρμόδιοι για τις πολιτικές ΤΠΕ υπουργοί συμφώνησαν, μεταξύ άλλων, να συνεργαστούν μεταξύ τους αλλά και με την Επιτροπή για να μοιραστούν αποτελεσματικότερα υφιστάμενα εργαλεία, κοινές προδιαγραφές, πρότυπα και λύσεις και να ενθαρρύνουν τη συλλογική ανάπτυξη λύσεων όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.

(5)

Στην υπουργική δήλωση της Λισαβόνας της 19ης Σεπτεμβρίου 2007, οι υπουργοί κάλεσαν την Επιτροπή, μεταξύ άλλων, να διευκολύνει τη συνεργασία με τα κράτη μέλη προκειμένου να καθοριστεί, αναπτυχθεί, εφαρμοστεί και παρακολουθηθεί η διασυνοριακή και διατομεακή διαλειτουργικότητα, και τόνισαν ότι η μελλοντική κοινοτική νομοθεσία θα πρέπει, συγκεκριμένα, να προβλέπει και να αξιολογεί τις επιπτώσεις της νομοθεσίας αυτής στον μετασχηματισμό των υποδομών και υπηρεσιών ΤΠΕ.

(6)

Λόγω της ταχείας ανάπτυξης των ΤΠΕ ελλοχεύει ο κίνδυνος τα κράτη μέλη να επιλέξουν διαφορετικές ή ασύμβατες λύσεις και είναι πιθανό να εμφανιστούν νέα ηλεκτρονικά εμπόδια που θα δυσχεράνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και των συναφών ελευθεριών κίνησης. Τούτο ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο άνοιγμα και στην ανταγωνιστικότητα των αγορών, καθώς και να επηρεάσει την παροχή σε πολίτες και επιχειρήσεις ορισμένων –οικονομικών ή μη– υπηρεσιών γενικού συμφέροντος. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να αποφευχθεί ο κατακερματισμός της αγοράς, να επιτευχθεί διαλειτουργικότητα και να προωθηθούν από κοινού συμφωνημένες λύσεις ΤΠΕ, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την κατάλληλη διακυβέρνηση.

(7)

Από τις κοινές, επαναχρησιμοποιούμενες και διαλειτουργικές λύσεις, καθώς και τις διαλειτουργικές διοικητικές διαδικασίες οργανωτικής υποστήριξης (back-office) επωφελούνται επίσης επιχειρήσεις και πολίτες καθόσον αυτές οι λύσεις και διαδικασίες προάγουν την αποδοτική και αποτελεσματική διασυνοριακή και διατομεακή παροχή δημόσιων υπηρεσιών.

(8)

Απαιτούνται συνεχείς προσπάθειες προκειμένου να διασφαλιστεί η διασυνοριακή και διατομεακή διαλειτουργικότητα, η ανταλλαγή εμπειριών, η δημιουργία και διατήρηση κοινών και ενιαίων προσεγγίσεων, προδιαγραφών, προτύπων και λύσεων καθώς και η αξιολόγηση των επιπτώσεων των ΤΠΕ στην κοινοτική νομοθεσία με στόχο την υποστήριξη αποδοτικών και αποτελεσματικών διασυνοριακών αλληλεπιδράσεων, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής, με ταυτόχρονη μείωση του διοικητικού φόρτου εργασίας και του κόστους.

(9)

Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, οι προσπάθειες αυτές θα πρέπει να καταβληθούν από την Επιτροπή και από τα κράτη μέλη μέσα σε κλίμα στενής συνεργασίας, συντονισμού και διαλόγου, σε στενή αλληλεπίδραση με τους αρμόδιους τομείς για την εφαρμογή των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, όπου χρειάζεται, σε συνεργασία με άλλους εμπλεκόμενους παράγοντες, δίδοντας ιδιαίτερη σημασία στις προτεραιότητες και στη γλωσσική πολυμορφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στην ανάπτυξη κοινών προσεγγίσεων σε ζητήματα κλειδιά όπως είναι η διαλειτουργικότητα και η αποτελεσματική χρήση και ο ορισμός των ανοικτών προτύπων.

(10)

Οι υπηρεσίες υποδομής θα πρέπει να διατηρούνται και να λειτουργούν με βιώσιμο τρόπο σύμφωνα με την απόφαση 2004/387/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, περί της διαλειτουργικής παροχής πανευρωπαϊκών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στις δημόσιες διοικήσεις, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες (IDABC) (5) η οποία ζητεί από την Επιτροπή να καθορίσει μηχανισμούς που θα διασφαλίζουν την οικονομική και λειτουργική βιωσιμότητα των υπηρεσιών υποδομής. Τέτοιου είδους υπηρεσίες υποδομής συμφωνήθηκαν με τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της απόφασης αριθ. 1719/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 1999, σχετικά με ένα σύνολο προσανατολισμών, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος, για τα διευρωπαϊκά δίκτυα ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ διοικήσεων (IDA) (6) και της απόφασης αριθ. 1720/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 1999, για τη θέσπιση μιας σειράς δράσεων και μέτρων με σκοπό την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των διευρωπαϊκών δικτύων ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ διοικήσεων (IDA) και της πρόσβασης σε αυτά (7),καθώς και κατά την εφαρμογή του προγράμματος IDABC και άλλων συναφών προγραμμάτων.

(11)

Το πρόγραμμα IDABC λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2009 και θα πρέπει να το διαδεχθεί ένα κοινοτικό πρόγραμμα που θα ενθαρρύνει την εξεύρεση λύσεων διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις (το πρόγραμμα ISA) το οποίο συνεχίζει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις.

(12)

Το πρόγραμμα ISA θα πρέπει να βασιστεί στην εμπειρία που αποκτήθηκε από τα προγράμματα IDA και IDABC. Θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη τα συμπεράσματα της ενδιάμεσης αξιολόγησης της εκτέλεσης του προγράμματος IDABC, που έχουν σχέση με τη συνάφεια, αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, χρησιμότητα, βιωσιμότητα και συνοχή του· θα πρέπει δε να αποδοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες που έχουν εκφράσει οι χρήστες. Έχει αποδειχθεί ότι η συντονισμένη προσέγγιση μπορεί να συμβάλει στην παροχή ταχύτερων και ποιοτικότερων αποτελεσμάτων και στην ικανοποίηση των διοικητικών απαιτήσεων, μέσω κοινών και ενιαίων λύσεων που προκύπτουν και εφαρμόζονται σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Οι δραστηριότητες στο πλαίσιο των προγραμμάτων IDA και IDABC έχουν ήδη συμβάλει και εξακολουθούν να συμβάλλουν σημαντικά στη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας που υποστηρίζει την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ευρωπαϊκών δημόσιων διοικήσεων, με θετικά αποτελέσματα διάχυσης επί της ενιαίας αγοράς.

(13)

Προκειμένου να αποφευχθεί ο κατακερματισμός και να εξασφαλιστεί μια συνολική προσέγγιση, θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στην ευρωπαϊκή στρατηγική διαλειτουργικότητας και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο διαλειτουργικότητας κατά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων του προγράμματος ISA.

(14)

Οι λύσεις που θα προκύψουν ή θα εφαρμοστούν μέσω του προγράμματος ISA θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες στη ζήτηση και, στο βαθμό που είναι δυνατό, να αποτελούν τμήμα ενός συνεκτικού συνόλου υπηρεσιών που θα διευκολύνει την αλληλεπίδραση μεταξύ των ευρωπαϊκών δημόσιων διοικήσεων και διασφαλίζει, διευκολύνει ή επιτρέπει τη διασυνοριακή και διατομεακή διαλειτουργικότητα.

(15)

Το πρόγραμμα ISA θα πρέπει να διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα κοινών πλαισίων, κοινών υπηρεσιών και εργαλείων γενικής εφαρμογής που υποστηρίζουν τη διασυνοριακή και διατομεακή αλληλεπίδραση μεταξύ των ευρωπαϊκών δημόσιων διοικήσεων καθώς και να στηρίζει τους τομείς στο πλαίσιο της αξιολόγησης των επιπτώσεων των ΤΠΕ στην κοινοτική νομοθεσία και του σχεδιασμού της εφαρμογής συναφών λύσεων.

(16)

Τα κοινά πλαίσια θα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κοινές προδιαγραφές, κατευθυντήριες γραμμές και μεθοδολογίες καθώς και κοινές στρατηγικές. Αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας.

(17)

Εκτός από τη διασφάλιση της λειτουργίας και της βελτίωσης των υφιστάμενων κοινών υπηρεσιών που προέκυψαν από τα προγράμματα IDA και IDABC και άλλες συναφείς πρωτοβουλίες, το πρόγραμμα ISA θα πρέπει να στηρίξει τη θέσπιση, εκβιομηχάνιση, λειτουργία και βελτίωση νέων κοινών υπηρεσιών προκειμένου να ανταποκριθεί σε νέες ανάγκες και απαιτήσεις.

(18)

Δεδομένης της αποστολής των τοπικών και περιφερειακών διοικήσεων για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας και διαλειτουργικότητας των ευρωπαϊκών δημοσίων διοικήσεων, έχει σημασία οι λύσεις να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των τοπικών και περιφερειακών διοικήσεων.

(19)

Εκτός από τη διασφάλιση της βελτίωσης των υφιστάμενων επαναχρησιμοποιούμενων εργαλείων γενικής εφαρμογής που προέκυψαν από τα προγράμματα IDA και IDABC και άλλες συναφείς πρωτοβουλίες, το πρόγραμμα ISA θα πρέπει να στηρίξει τη δημιουργία, παροχή και βελτίωση νέων επαναχρησιμοποιούμενων εργαλείων γενικής εφαρμογής προκειμένου να ανταποκριθεί σε νέες ανάγκες ή απαιτήσεις που προέκυψαν, μεταξύ άλλων, από την αξιολόγηση των επιπτώσεων των περιεχομένων στην κοινοτική νομοθεσία ΤΠΕ.

(20)

Στο πλαίσιο της δημιουργίας, βελτίωσης ή λειτουργίας κοινών λύσεων, το πρόγραμμα ISA πρέπει, όπου κρίνεται αναγκαίο, να στηρίζεται στην ανταλλαγή εμπειριών και λύσεων, καθώς και στην ανταλλαγή και προώθηση ορθών πρακτικών ή να συνοδεύεται από αυτές. Στο εν λόγω πλαίσιο, θα πρέπει να προωθείται αφενός η συμμόρφωση με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Διαλειτουργικότητας και αφετέρου η ευρύτητα πνεύματος σε πρότυπα και προδιαγραφές.

(21)

Οι λύσεις που προκύπτουν ή εφαρμόζονται στο πλαίσιο του προγράμματος ISA θα πρέπει να βασίζονται στην αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας και προσαρμοστικότητας ώστε να μπορούν επιπλέον οι πολίτες, οι επιχειρήσεις και οι διοικήσεις να επιλέγουν ελεύθερα την προς χρήση τεχνολογία.

(22)

Οι αρχές της ασφάλειας, της προστασίας του απορρήτου και των προσωπικών δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις δραστηριότητες που καλύπτονται από το πρόγραμμα ISA.

(23)

Ενώ θα πρέπει να ενθαρρύνεται η συμμετοχή όλων των κρατών μελών σε δράσεις του προγράμματος ISA, η έναρξη υλοποίησης δράσεων στις οποίες συμμετέχουν ορισμένα μόνο κράτη μέλη είναι εφικτή. Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στις εν λόγω δράσεις θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συμμετάσχουν σε μεταγενέστερο στάδιο.

(24)

Το πρόγραμμα ISA θα πρέπει να συνεισφέρει στην υλοποίηση κάθε διάδοχης της i2010 πρωτοβουλίας, και, προκειμένου να αποφεύγεται η αλληλεπικάλυψη των προσπαθειών, να λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη άλλα κοινοτικά προγράμματα στον τομέα των ΤΠΕ, και συγκεκριμένα το πρόγραμμα υποστήριξης της πολιτικής ΤΠΕ του προγράμματος-πλαισίου «Ανταγωνιστικότητα και καινοτομία», όπως προβλέπεται στην απόφαση αριθ. 1639/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(25)

Η διαδραστική επικοινωνία με τον ιδιωτικό τομέα και άλλες οντότητες έχει ήδη αποδείξει την αποτελεσματικότητα και πρόσθετη αξία της. Θα πρέπει να επιδιώκονται λοιπόν συνέργειες με τους σχετικούς φορείς προκειμένου, όπου κρίνεται αναγκαίο, να δίδεται προτεραιότητα σε λύσεις διαθέσιμες στην αγορά ή υποστηριζόμενες από αυτήν. Εν προκειμένω, θα πρέπει να συνεχισθεί η ισχύουσα πρακτική της οργάνωσης διασκέψεων, εργαστηρίων και άλλων συναντήσεων για να υπάρξει διαδραστική επικοινωνία. Η συνεχής χρήση των ηλεκτρονικών πλατφορμών θα πρέπει να προωθηθεί περαιτέρω. Θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται οποιοδήποτε άλλο μέσο που θεωρείται κατάλληλο για να διατηρηθεί η επαφή με τους συγκεκριμένους φορείς.

(26)

Το πρόγραμμα ISA θα πρέπει να υλοποιηθεί σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες που διέπουν τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων.

(27)

Τα αναγκαία για την εφαρμογή αυτής της απόφασης μέτρα θα πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (9).

(28)

Το πρόγραμμα ISA θα πρέπει να παρακολουθείται και να αξιολογείται τακτικά ώστε να καθίσταται εφικτή η πραγματοποίηση αναπροσαρμογών εφόσον απαιτείται.

(29)

Θα πρέπει να ενθαρρύνεται η διεθνής συνεργασία και στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επιτρέπεται η συμμετοχή στο πρόγραμμα ISA των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και των υποψήφιων χωρών. Θα πρέπει ακόμη να ενθαρρύνεται η συνεργασία με άλλες τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς ή φορείς, κυρίως στο πλαίσιο της ευρωμεσογειακής εταιρικής σχέσης και της ανατολικής εταιρικής σχέσης αλλά και με γειτονικές χώρες, ιδίως τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας.

(30)

Θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω η δυνατότητα αξιοποίησης των προενταξιακών κονδυλίων για τη διευκόλυνση της συμμετοχής των υποψήφιων χωρών στο πρόγραμμα ISA καθώς και το ενδεχόμενο συγχρηματοδότησης από τα διαρθρωτικά ταμεία και τους χρήστες για τη χρήση κοινών πλαισίων και εργαλείων γενικής εφαρμογής που έχουν δημιουργηθεί ή βελτιωθεί από το πρόγραμμα ISA.

(31)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η υγιής διαχείριση των χρηματοπιστωτικών πόρων της Κοινότητας και να αποφευχθεί ο άσκοπος πολλαπλασιασμός εξοπλισμού, η επανάληψη των ερευνών και η υιοθέτηση διαφορετικών προσεγγίσεων, θα πρέπει να επιτραπεί σε μη κοινοτικές πρωτοβουλίες η χρήση των λύσεων που προκύπτουν ή εφαρμόζονται από το πρόγραμμα ISA εφόσον δεν επιβαρύνεται ο γενικός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν διακυβεύεται ο κύριος κοινοτικός στόχος για τη λύση.

(32)

Η παρούσα απόφαση καθορίζει για το πολυετές πρόγραμμα ένα χρηματοπιστωτικό κονδύλιο που θα αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς, κατά την έννοια του σημείου 37 της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή οικονομική διαχείριση (10), για την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή κατά την ετήσια διαδικασία έγκρισης του προϋπολογισμού. Το κονδύλιο αυτό θα πρέπει να καλύπτει επίσης δαπάνες που αφορούν τα μέτρα προετοιμασίας, παρακολούθησης, ελέγχου, λογιστικού ελέγχου και αξιολόγησης, τα οποία είναι άμεσα αναγκαία για τη διαχείριση του προγράμματος και την επίτευξη των στόχων του, και ιδίως δαπάνες για μελέτες, συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων, δράσεις πληροφόρησης και δημοσιεύσεων, δαπάνες για συστήματα τεχνολογιών πληροφοριών και δίκτυα για την ανταλλαγή και επεξεργασία πληροφοριών, καθώς και κάθε άλλη δαπάνη διοικητικής και τεχνικής βοήθειας που ενδέχεται να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαχείρισης του προγράμματος.

(33)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας απόφασης, ήτοι η διευκόλυνση της αποδοτικής και αποτελεσματικής ηλεκτρονικής διασυνοριακής και διατομεακής αλληλεπίδρασης μεταξύ των ευρωπαϊκών δημόσιων διοικήσεων που επιτρέπει την παροχή ηλεκτρονικών δημόσιων υπηρεσιών οι οποίες υποστηρίζουν την εφαρμογή κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των επιπτώσεών της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σε συμφωνία με την αρχή της αναλογικότητας, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία για την επίτευξη αυτού του στόχου,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και στόχος

1.   Η παρούσα απόφαση θεσπίζει, για την περίοδο 2010-2015, ένα πρόγραμμα σχετικά με λύσεις διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις, συμπεριλαμβανομένων επίσης των τοπικών και περιφερειακών διοικήσεων καθώς και των κοινοτικών θεσμικών οργάνων και οργανισμών, παρέχοντας έτσι κοινές και ενιαίες λύσεις που διευκολύνουν τη διαλειτουργικότητα (εφεξής «πρόγραμμα ISA»).

2.   Στόχος του προγράμματος ISA είναι η στήριξη της συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών δημόσιων διοικήσεων μέσω της διευκόλυνσης της αποδοτικής και αποτελεσματικής ηλεκτρονικής διασυνοριακής και διατομεακής αλληλεπίδρασης μεταξύ των εν λόγω διοικήσεων και υπηρεσιών που ασκούν δημόσια καθήκοντα, ώστε να καθίσταται εφικτή η παροχή ηλεκτρονικών δημόσιων υπηρεσιών που στηρίζουν την εφαρμογή κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «διαλειτουργικότητα» νοείται η ικανότητα ανόμοιων και διαφορετικών οργανισμών να αλληλεπιδρούν προς την κατεύθυνση της επίτευξης αμοιβαίως ωφέλιμων και συμφωνημένων κοινών στόχων, οι οποίοι αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών και γνώσεων μεταξύ των εν λόγω οργανισμών διά μέσου των εργασιακών διαδικασιών που υποστηρίζουν, μέσω της ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των αντίστοιχων συστημάτων τους ΤΠΕ·

β)

ως «λύσεις» νοούνται τα κοινά πλαίσια, οι κοινές υπηρεσίες και τα εργαλεία γενικής εφαρμογής·

γ)

ως «κοινά πλαίσια» νοούνται οι στρατηγικές, οι προδιαγραφές, οι μεθοδολογίες, οι κατευθυντήριες γραμμές καθώς και οι συναφείς προσεγγίσεις και τα σχετικά έγγραφα·

δ)

ως «κοινές υπηρεσίες» νοούνται οι επιχειρησιακές εφαρμογές και υποδομές γενικής φύσεως που ικανοποιούν τις κοινές απαιτήσεις των χρηστών σε διάφορους τομείς άσκησης πολιτικής·

ε)

ως «εργαλεία γενικής εφαρμογής» νοούνται τα βάθρα αναφοράς, τα ενιαία και συλλογικά βάθρα, τα κοινά στοιχεία και τα συναφή συστατικά στοιχεία που ικανοποιούν τις κοινές απαιτήσεις των χρηστών σε διάφορους τομείς άσκησης πολιτικής·

στ)

ως «δράσεις» νοούνται οι μελέτες, τα έργα και τα συνοδευτικά μέτρα·

ζ)

ως «συνοδευτικά μέτρα» νοούνται τα στρατηγικά μέτρα και τα μέτρα ευαισθητοποίησης, τα μέτρα που στηρίζουν τη διαχείριση του προγράμματος ISA και τα μέτρα που σχετίζονται με την κοινοχρησία των εμπειριών καθώς και με την ανταλλαγή και προαγωγή ορθών πρακτικών.

Άρθρο 3

Δραστηριότητες

Το πρόγραμμα ISA υποστηρίζει και προωθεί:

α)

τη δημιουργία και βελτίωση κοινών πλαισίων που αποσκοπούν στην υποστήριξη της διασυνοριακής και διατομεακής διαλειτουργικότητας·

β)

την εκτίμηση των επιπτώσεων των περιεχομένων στην προτεινόμενη ή εγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία ΤΠΕ καθώς και τον σχεδιασμό της υλοποίησης των συστημάτων ΤΠΕ που αποσκοπούν στην υποστήριξη της εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας·

γ)

τη λειτουργία και βελτίωση των υφιστάμενων κοινών υπηρεσιών καθώς και τη θέσπιση, εκβιομηχάνιση, λειτουργία και βελτίωση νέων κοινών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της διαλειτουργικότητας βασικών δημόσιων υποδομών (PKI)·

δ)

τη βελτίωση των υφιστάμενων εργαλείων γενικής εφαρμογής καθώς και τη δημιουργία, παροχή και βελτίωση νέων επαναχρησιμοποιούμενων εργαλείων γενικής εφαρμογής.

Άρθρο 4

Γενικές αρχές

Οι δράσεις που θα ξεκινήσουν ή που θα συνεχιστούν στο πλαίσιο του προγράμματος ISA πρέπει να βασίζονται στις ακόλουθες αρχές:

α)

την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας και προσαρμοστικότητας·

β)

την αρχή της ευρύτητας πνεύματος·

γ)

την αρχή της επαναχρησιμοποίησης·

δ)

την αρχή της προστασίας του απορρήτου και των προσωπικών δεδομένων· και

ε)

την αρχή της ασφάλειας.

Άρθρο 5

Ενέργειες

1.   Η Κοινότητα, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, θα εφαρμόζει τις δράσεις που προσδιορίζονται στο κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας, για το οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 9, σύμφωνα με τους κανόνες υλοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 8. Οι εν λόγω δράσεις θα υλοποιούνται από την Επιτροπή.

2.   Οι μελέτες θα περιλαμβάνουν ένα στάδιο και θα ολοκληρώνονται με την τελική έκθεση.

3.   Τα έργα θα περιλαμβάνουν, όποτε κρίνεται απαραίτητο, τρία στάδια:

α)

το στάδιο έναρξης, κατά το οποίο συντάσσεται ο καταστατικός χάρτης του έργου·

β)

το στάδιο εκτέλεσης, με το πέρας του οποίου συντάσσεται η αντίστοιχη έκθεση εκτέλεσης· και

γ)

το στάδιο λειτουργίας, το οποίο ξεκινά όταν μια λύση καθίσταται διαθέσιμη προς χρήση.

Τα εν λόγω στάδια του έργου προσδιορίζονται με την ένταξη της δράσης στο κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας.

4.   Η εφαρμογή του προγράμματος ISA θα υποστηρίζεται από συνοδευτικά μέτρα.

Άρθρο 6

Καταστατικός χάρτης έργου και έκθεση εκτέλεσης

1.   Ο καταστατικός χάρτης του έργου περιλαμβάνει περιγραφή των ακολούθων:

α)

το πεδίο εφαρμογής, τους στόχους και το πρόβλημα ή την ευκαιρία, τους δικαιούχους και τα οφέλη της εκάστοτε λύσης, καθώς επίσης και τους ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες για τη μέτρηση των εν λόγω οφελών·

β)

την προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένων των οργανωτικών πτυχών του έργου, όπως στάδια, αποτελέσματα και ορόσημα, και τα μέτρα προς διευκόλυνση της πολύγλωσσης επικοινωνίας·

γ)

τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους χρήστες καθώς και τη σχετική διοικητική δομή·

δ)

τις λεπτομέρειες της λύσης, συμπεριλαμβανομένης της συνοχής της με και της εξάρτησής της από άλλες λύσεις, την ανάλυση των αναμενόμενων δαπανών, τις προθεσμίες και τις απαιτήσεις, καθώς και εκτίμηση των συνολικών δαπανών κυριότητας, συμπεριλαμβανομένων των ετήσιων δαπανών λειτουργίας, αν υπάρχουν·

ε)

τα χαρακτηριστικά της λύσης· και

στ)

τους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων ασφάλειας και προστασίας δεδομένων.

2.   Η έκθεση εκτέλεσης περιλαμβάνει περιγραφή των ακολούθων:

α)

το πεδίο, τους στόχους και το πρόβλημα ή την ευκαιρία σε σύγκριση με τον καταστατικό χάρτη του έργου·

β)

την αποτελεσματικότητα του έργου, συμπεριλαμβανομένης της μέτρησης των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων, των προκυπτουσών δαπανών, τον πραγματικό χρόνο και τις απαιτήσεις σε σχέση με τον καταστατικό χάρτη του έργου, την ανάλυση της αναμενόμενης απόδοσης της επένδυσης, καθώς και τις συνολικές δαπάνες κυριότητας, συμπεριλαμβανομένων των ετήσιων δαπανών λειτουργίας·

γ)

τις οργανωτικές πτυχές, συμπεριλαμβανομένης της καταλληλότητας της εφαρμοζόμενης διοικητικής δομής και, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο, συστάσεις για διοικητική δομή μετά το στάδιο εκτέλεσης·

δ)

όποτε κρίνεται απαραίτητο, το προτεινόμενο σχέδιο για ανάπτυξη της λύσης στο επιχειρησιακό στάδιο καθώς και τους δείκτες επιπέδου εξυπηρέτησης, και

ε)

τον τελικό χρήστη και το διαθέσιμο υλικό τεχνικής υποστήριξης.

Άρθρο 7

Λύσεις

1.   Κοινά πλαίσια καταρτίζονται και υποστηρίζονται μέσω μελετών.

Επίσης, μέσω μελετών υποστηρίζεται η αξιολόγηση των επιπτώσεων των περιεχομένων στην προτεινόμενη ή εγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία ΤΠΕ, καθώς και ο σχεδιασμός της εφαρμογής των λύσεων που θα στηρίξουν την εφαρμογή της προαναφερθείσας νομοθεσίας.

2.   Μελέτες δημοσιεύονται και διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και σε επιτροπές που είναι αρμόδιες για τις μελλοντικές νομοθετικές τροποποιήσεις προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαλειτουργικότητα των ηλεκτρονικών συστημάτων των ευρωπαϊκών δημόσιων υπηρεσιών.

3.   Εργαλεία γενικής εφαρμογής θεσπίζονται και υποστηρίζονται μέσω έργων. Ομοίως, τα έργα αποτελούν μέσο θέσπισης, εκβιομηχάνισης, λειτουργίας και συντήρησης κοινών υπηρεσιών.

Άρθρο 8

Κανόνες υλοποίησης

1.   Κατά την υλοποίηση του προγράμματος ISA δέουσα σημασία δίδεται στην ευρωπαϊκή στρατηγική διαλειτουργικότητας και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο διαλειτουργικότητας.

2.   Ενθαρρύνεται η συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών μελών σε μελέτες ή έργα. Οι μελέτες ή τα έργα θα είναι ανοιχτά στην πρόσβαση σε κάθε φάση και τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στις μελέτες ή τα έργα αυτά θα παροτρύνονται να προσχωρήσουν σε μεταγενέστερο στάδιο.

3.   Προκειμένου να διασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα μεταξύ εθνικών και κοινοτικών συστημάτων, κοινά πλαίσια, κοινές υπηρεσίες και εργαλεία γενικής εφαρμογής θα καθορίζονται σε σχέση με υφιστάμενα ευρωπαϊκά πρότυπα ή δημοσίως διαθέσιμες ή ανοικτές προδιαγραφές για ανταλλαγή πληροφοριών και ολοκλήρωση υπηρεσιών.

4.   Όποτε κρίνεται απαραίτητο, η θέσπιση ή βελτίωση λύσεων θα βασίζεται σε ή θα συνοδεύεται από την ανταλλαγή εμπειριών, καθώς και από την ανταλλαγή και την προώθηση ορθών πρακτικών.

5.   Προκειμένου να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και να επιταχύνεται η εξεύρεση λύσεων, λαμβάνονται υπόψη, όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο, τα αποτελέσματα που έχουν προκύψει από άλλες σχετικές πρωτοβουλίες της Κοινότητας ή των κρατών μελών.

Με σκοπό τη μεγιστοποίηση των συνεργειών και τη διασφάλιση συμπληρωματικών και συνδυασμένων προσπαθειών, οι δράσεις συντονίζονται, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, με άλλες σχετικές κοινοτικές πρωτοβουλίες.

6.   Η έναρξη των δράσεων, ο προσδιορισμός των φάσεων των δράσεων αυτών και η δημιουργία καταστατικών χαρτών έργων, καθώς και οι εκθέσεις εκτέλεσης εκπονούνται και παρακολουθούνται από την Επιτροπή στο πλαίσιο της υλοποίησης του κυλιόμενου προγράμματος εργασίας που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9.

Άρθρο 9

Κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας

1.   Η Επιτροπή καταρτίζει κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας για την υλοποίηση δράσεων, για ολόκληρη την περίοδο εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

2.   Η Επιτροπή εγκρίνει το κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας και, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, τυχόν τροποποιήσεις επ’ αυτού.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 4, εφαρμόζεται η διαχειριστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 2 αναφορικά με την έγκριση από την Επιτροπή του κυλιόμενου προγράμματος εργασίας και τυχόν τροποποιήσεων επ’ αυτού.

4.   Για κάθε δράση, το κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας περιλαμβάνει, όποτε κρίνεται απαραίτητο, τα εξής:

α)

περιγραφή του πεδίου, των στόχων, του προβλήματος ή της ευκαιρίας, των δικαιούχων και των οφελών, καθώς και της οργανωτικής και τεχνικής προσέγγισης·

β)

ανάλυση των αναμενόμενων δαπανών και, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο, των προς επίτευξη ορόσημων.

5.   Ένα έργο δύναται να περιληφθεί στο κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας σε οποιοδήποτε στάδιό του.

Άρθρο 10

Δημοσιονομικές διατάξεις

1.   Τα κεφάλαια διατίθενται, βάσει της επίτευξης συγκεκριμένων ορόσημων, ως εξής:

α)

για την έναρξη μελέτης, συνοδευτικού μέτρου ή του σταδίου έναρξης κάποιου έργου, το ορόσημο θα είναι η ένταξη της ενέργειας στο κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας·

β)

για την έναρξη του σταδίου εκτέλεσης κάποιου έργου το ορόσημο θα είναι ο καταστατικός χάρτης του έργου·

γ)

για την έναρξη του επόμενου σταδίου λειτουργίας κάποιου έργου, ορόσημο θα είναι η έκθεση εκτέλεσης.

2.   Τυχόν ορόσημα που πρέπει να επιτευχθούν κατά το στάδιο της εκτέλεσης καθώς και κατά το στάδιο της λειτουργίας, ορίζονται στο κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας.

3.   Σε περίπτωση που κάποιο έργο ενταχθεί στο κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας στο στάδιο της εκτέλεσης ή της λειτουργίας, τα απαιτούμενα κεφάλαια διατίθενται αμέσως μετά τη συμπερίληψη του εν λόγω έργου στο κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας.

4.   Τροποποιήσεις στο κυλιόμενο πρόγραμμα εργασίας που αφορούν κονδύλια του προϋπολογισμού άνω των 400 000 EUR ανά δράση εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαχειριστική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 2.

5.   Το πρόγραμμα ISA υλοποιείται βάσει των κοινοτικών κανόνων που διέπουν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.

Άρθρο 11

Κοινοτική χρηματοπιστωτική συνεισφορά

1.   Η θέσπιση και βελτίωση κοινών πλαισίων και εργαλείων γενικής εφαρμογής χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από το πρόγραμμα ISA. Η χρήση των εν λόγω πλαισίων και εργαλείων χρηματοδοτείται από τους χρήστες.

2.   Η θέσπιση, εκβιομηχάνιση και βελτίωση κοινών υπηρεσιών χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από το πρόγραμμα ISA. Η λειτουργία των εν λόγω υπηρεσιών χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από το πρόγραμμα ISA στο βαθμό που η χρήση τους εξυπηρετεί ενδεχομένως κοινοτικά συμφέροντα. Στις άλλες περιπτώσεις, η χρήση των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας τους σε αποκεντρωμένη βάση, χρηματοδοτείται από τους χρήστες.

3.   Τυχόν συνοδευτικά μέτρα χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από το πρόγραμμα ISA.

Άρθρο 12

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για λύσεις διαλειτουργικότητας για τις ευρωπαϊκές δημόσιες διοικήσεις («επιτροπή ISA»).

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.   Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

Άρθρο 13

Έλεγχος και αξιολόγηση εκθέσεων

1.   Η Επιτροπή παρακολουθεί τακτικά την υλοποίηση του προγράμματος ISA και αναζητά συνεργίες με συμπληρωματικά κοινοτικά προγράμματα.

Η Επιτροπή οφείλει να υποβάλλει ετήσια έκθεση στην επιτροπή ISA αναφορικά με την υλοποίηση του προγράμματος ISA.

2.   Οι λύσεις υπόκεινται σε αναθεώρηση κάθε δύο χρόνια.

3.   Το πρόγραμμα ISA υπόκειται σε ενδιάμεση και σε τελική αξιολόγηση, τα αποτελέσματα των οποίων κοινοποιούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ως τις 31 Δεκεμβρίου 2012 και ως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 αντίστοιχα. Στο πλαίσιο αυτό, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να καλέσει την Επιτροπή να υποβάλει τα αποτελέσματα αξιολόγησης και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

Στις αξιολογήσεις εξετάζονται θέματα όπως η συνάφεια, η αποτελεσματικότητα, η αποδοτικότητα, η χρησιμότητα, η βιωσιμότητα και η συνοχή των δράσεων του προγράμματος ISA, και αξιολογείται η απόδοση σε σχέση με τον στόχο του προγράμματος ISA και του κυλιόμενου προγράμματος εργασίας. Επιπροσθέτως, η τελική αξιολόγηση εξετάζει το κατά πόσο και σε ποιο βαθμό το πρόγραμμα ISA έχει επιτύχει το στόχο του.

Επίσης, στις αξιολογήσεις εξετάζονται τα οφέλη που αποφέρουν στην Κοινότητα οι δράσεις για την προώθηση κοινών πολιτικών, εντοπίζονται τομείς πιθανής βελτίωσης και ελέγχονται συνεργίες με άλλες κοινοτικές πρωτοβουλίες στον τομέα της διασυνοριακής, διατομεακής διαλειτουργικότητας.

Άρθρο 14

Διαδραστική επικοινωνία με τους φορείς

Η Επιτροπή φέρει σε επαφή τους σχετικούς φορείς με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους και με την Επιτροπή σε θέματα με τα οποία ασχολείται το πρόγραμμα ISA. Για τον σκοπό αυτό η Επιτροπή διοργανώνει συσκέψεις, εργαστήρια και άλλες συναντήσεις. Η Επιτροπή χρησιμοποιεί επίσης ηλεκτρονικές διαδραστικές πλατφόρμες και μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλα μέσα διαδραστικής επικοινωνίας που αυτή κρίνει κατάλληλα.

Άρθρο 15

Διεθνής συνεργασία

1.   Το πρόγραμμα ISA είναι ανοικτό για τη συμμετοχή των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και των υποψηφίων χωρών, εντός του πλαισίου των αντίστοιχων συμφωνιών τους με την Κοινότητα.

2.   Ενθαρρύνεται η συνεργασία με άλλες τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς ή φορείς, κυρίως στο πλαίσιο της ευρωμεσογειακής εταιρικής σχέσης και της ανατολικής εταιρικής σχέσης αλλά και με γειτονικές χώρες, ιδίως τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας. Οι σχετικές δαπάνες δεν καλύπτονται από το πρόγραμμα ISA.

3.   Το πρόγραμμα ISA προωθεί, όπου κρίνεται σκόπιμο την επαναχρησιμοποίηση των λύσεών του από τρίτες χώρες.

Άρθρο 16

Μη κοινοτικές πρωτοβουλίες

Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών πολιτικών, οι λύσεις που θα θεσπιστούν ή θα εφαρμοστούν από το πρόγραμμα ISA θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από μη κοινοτικές πρωτοβουλίες, εφόσον αυτό δεν συνεπάγεται επιπρόσθετες δαπάνες για τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφόσον δεν διακυβεύεται ο κύριος κοινοτικός στόχος της λύσης.

Άρθρο 17

Οικονομικές διατάξεις

1.   Το χρηματοπιστωτικό κονδύλιο για την υλοποίηση της κοινοτικής δράσης δυνάμει της παρούσας απόφασης ορίζεται για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2010 ως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 σε 164 100 000 EUR, εκ των οποίων τα 103 500 000 προορίζονται για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2010 ως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

Για την περίοδο μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2013, το ποσό θεωρείται ότι επιβεβαιώθηκε εφόσον είναι συνεπές, για το στάδιο αυτό, προς το δημοσιονομικό πλαίσιο που ισχύει για την περίοδο η οποία αρχίζει το 2014.

2.   Οι ετήσιες πιστώσεις εγκρίνονται από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εντός των ορίων των δημοσιονομικών προοπτικών.

Άρθρο 18

Θέση σε ισχύ

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 31η Δεκεμβρίου 2015.

Στρασβούργο, 16 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. BUZEK

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

C. MALMSTRÖM


(1)  Γνώμη της 25ης Φεβρουαρίου 2009 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ C 200 της 25.8.2009, σ. 58.

(3)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Απριλίου 2009 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 27ης Ιουλίου 2009.

(4)  ΕΕ C 291 Ε της 30.11.2006, σ. 133.

(5)  ΕΕ L 144 της 30.4.2004, σ. 62· (απόφαση που περιλαμβάνεται στην ΕΕ L 181 της 18.5.2004, σ. 25).

(6)  ΕΕ L 203 της 3.8.1999, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 203 της 3.8.1999, σ. 9.

(8)  ΕΕ L 310 της 9.11.2006, σ. 15.

(9)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(10)  ΕΕ C 139 της 14.6.2006, σ. 1.


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Συμβούλιο

3.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/28


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 21ης Σεπτεμβρίου 2009

για τον διορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από την Ελλάδα

(2009/731/ΕΚ, Ευρατόμ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 259,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 167,

την απόφαση 2006/651/ΕΚ, Ευρατόμ (1),

την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης,

τη γνώμη της Επιτροπής,

Εκτιμώντας ότι μετά την παραίτηση του κ. Κωνσταντίνου ΠΟΥΠΑΚΗ έχει κενωθεί μία θέση μέλους στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

O κ. Φώτης ΑΓΑΔΑΚΟΣ, Αναπληρωτής Γραμματέας Οικονομικού της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας, διορίζεται μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για το υπόλοιπο της τρέχουσας θητείας, ήτοι έως τις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 21 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

T. BILLSTRÖM


(1)  ΕΕ L 269 της 28.9.2006, σ. 13.


3.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/29


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 21ης Σεπτεμβρίου 2009

για τον διορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από το Βέλγιο

(2009/732/ΕΚ, Ευρατόμ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 259,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 167,

την απόφαση 2006/651/ΕΚ, Ευρατόμ (1),

την υποψηφιότητα που πρότεινε η κυβέρνηση του Βελγίου,

τη γνώμη της Επιτροπής,

Εκτιμώντας ότι μετά την παραίτηση του κ. Josly PIETTE, έχει κενωθεί μία θέση μέλους στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

O κ. Claude ROLIN, γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας των Χριστιανικών Συνδικάτων του Βελγίου (CSC) – Ομάδα των Μισθωτών (Ομάδα ΙΙ), διορίζεται μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για το υπόλοιπο της τρέχουσας θητείας, ήτοι έως τις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 21 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

T. BILLSTRÖM


(1)  ΕΕ L 269 της 28.9.2006, σ. 13.


3.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/30


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 21ης Σεπτεμβρίου 2009

για τον διορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από την Αυστρία

(2009/733/ΕΚ, Ευρατόμ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 259,

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 167,

την απόφαση 2006/524/ΕΚ, Ευρατόμ (1),

την υποψηφιότητα που πρότεινε η κυβέρνηση της Αυστρίας,

τη γνώμη της Επιτροπής,

Εκτιμώντας ότι μετά την παραίτηση της κ. Evelyn REGNER, έχει κενωθεί μία θέση μέλους στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

O κ. Oliver RÖPKE, Leiter des ÖGB Europabüros in Brüssel – Εργαζόμενοι (Ομάδα ΙΙ), διορίζεται μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για το υπόλοιπο της τρέχουσας θητείας, ήτοι έως τις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 21 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

T. BILLSTRÖM


(1)  ΕΕ L 207 της 28.7.2006, σ. 30.


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

3.10.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 260/31


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΉΡΙΑ ΓΡΑΜΜΉ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 17ης Σεπτεμβρίου 2009

που τροποποιεί την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2007/2 σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2)

(ΕΚΤ/2009/21)

(2009/734/ΕΚ)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 105 παράγραφος 2 πρώτη και τέταρτη περίπτωση,

το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ιδίως τα άρθρα 3.1, 17, 18 και 22,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) εξέδωσε την κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2007/2 της 26ης Απριλίου 2007 σχετικά με το Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο (TARGET2) (1), η οποία διέπει το σύστημα TARGET2, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η ενιαία τεχνική πλατφόρμα, γνωστή ως «ενιαία κοινή πλατφόρμα» (ΕΚΠ).

(2)

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2007/2 θα πρέπει να τροποποιηθεί: α) ενόψει της νέας έκδοσης της ΕΚΠ· β) προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι συγκεκριμένες αρχές που διέπουν την επίβλεψη όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης και τις οποίες οφείλουν να τηρούν οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες σε ευρώ· γ) προκειμένου να εισαγάγει παρέκκλιση σε σχέση με τις διμερείς συμφωνίες με τα επικουρικά συστήματα που ανοίγουν λογαριασμούς μονάδας πληρωμών και ως προς τα οποία δεν είναι δυνατή η ενεχύραση ή ο συμψηφισμός απαιτήσεων· δ) προκειμένου να αποτυπωθεί μία σειρά λοιπών βελτιώσεων σε τεχνικό επίπεδο και επίπεδο επιμέλειας κειμένου, καθώς και διευκρινίσεων, και ε) προκειμένου να διαγραφούν οι διατάξεις που αφορούν τη μετάπτωση στο TARGET2, οι οποίες έχουν παύσει να ισχύουν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ:

Άρθρο 1

Η κατευθυντήρια γραμμή ΕΚΤ/2007/2 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, ο ορισμός της έννοιας «επικουρικό σύστημα» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“επικουρικό σύστημα”: σύστημα του οποίου τη διαχείριση ασκεί φορέας εγκατεστημένος στον ΕΟΧ, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία ή/και επίβλεψη αρμόδιας αρχής και πληρεί τις προϋποθέσεις επίβλεψης όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης των υποδομών που παρέχουν υπηρεσίες σε ευρώ, όπως εκάστοτε τροποποιούνται και δημοσιεύονται στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (2), και στο οποίο ανταλλάσσονται ή/και εκκαθαρίζονται πληρωμές ή/και χρηματοπιστωτικά μέσα, οι δε προκύπτουσες χρηματικές υποχρεώσεις διακανονίζονται στο TARGET2 βάσει της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής και διμερούς συμφωνίας μεταξύ του επικουρικού συστήματος και της οικείας ΚΤ του Ευρωσυστήματος,

2)

Στο άρθρο 8 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4.   Κατά παρέκλιση από την παράγραφο 3, οι διμερείς συμφωνίες με τα επικουρικά συστήματα που χρησιμοποιούν τη διασύνδεση συμμετέχοντα, αλλά διακανονίζουν πληρωμές μόνο προς όφελος των πελατών τους, συνάδουν με:

α)

το παράρτημα ΙΙ, με εξαίρεση τον τίτλο V, το άρθρο 36 και τα προσαρτήματα VI και VII και

β)

το άρθρο 18 του παραρτήματος IV.».

3)

Το άρθρο 13 διαγράφεται.

4)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Μεταβατικές και λοιπές διατάξεις

1.   Οι λογαριασμοί που ανοίγει μία συμμετέχουσα ΕθνΚΤ εκτός της ΜΠ για πιστωτικά ιδρύματα και επικουρικά συστήματα διέπονται από τους κανόνες της εν λόγω συμμετέχουσας ΕθνΚΤ, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής σχετικά με τους λογαριασμούς στις ΚΤ και άλλων αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου. Οι λογαριασμοί που ανοίγει μία συμμετέχουσα ΕθνΚΤ εκτός της ΜΠ για άλλους οργανισμούς, εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επικουρικών συστημάτων, διέπονται από τους κανόνες της εν λόγω συμμετέχουσας ΕθνΚΤ.

2.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου μετάβασής της, κάθε ΚΤ του Ευρωσυστήματος μπορεί να συνεχίσει να διακανονίζει πληρωμές και άλλες συναλλαγές στους λογαριασμούς στην ΚΤ, συμπεριλαμβανομένων των κατωτέρω:

α)

πληρωμών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων

β)

πληρωμών μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και επικουρικών συστημάτων· και

γ)

πληρωμών που αφορούν τις πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος.

3.   Κατά τη λήξη της περιόδου μετάβασης παύει:

α)

η εγγραφή ως κατόχου προσβάσιμου BIC από μία ΚΤ του Ευρωσυστήματος, στην περίπτωση των οργανισμών του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του παραρτήματος ΙΙ·

β)

η έμμεση συμμετοχή με ΚΤ του Ευρωσυστήματος και

γ)

ο διακανονισμός σε λογαριασμούς στις ΚΤ όλων των πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως γ).».

5)

Τα παραρτήματα ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2007/2 τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή αρχίζει να ισχύει στις 22 Σεπτεμβρίου 2009.

2.   Το άρθρο 1 παράγραφος 1 της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής, καθώς και η παράγραφος 1 σημείο 1 στοιχείο α), η παράγραφος 1 σημείο 2 και η παράγραφος 2 του παραρτήματος αυτής, εφαρμόζονται από τις 23 Οκτωβρίου 2009.

3.   Οι λοιπές διατάξεις της παρούσας κατευθυντήριας γραμμής εφαρμόζονται από τις 23 Νοεμβρίου 2009.

Άρθρο 3

Αποδέκτες και μέτρα εφαρμογής

1.   Η παρούσα κατευθυντήρια γραμμή εφαρμόζεται σε όλες τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος.

2.   Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ αποστέλλουν στην ΕΚΤ έως τις 9 Οκτωβρίου 2009 τα μέτρα δια των οποίων προτίθενται να συμμορφωθούν προς την παρούσα κατευθυντήρια γραμμή.

Φρανκφούρτη, 17 Σεπτεμβρίου 2009.

Για το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Jean-Claude TRICHET


(1)  ΕΕ L 237 της 8.9.2007, σ. 1.

(2)  Η τρέχουσα πολιτική του Ευρωσυστήματος όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης της υποδομής καθορίζεται στις ακόλουθες δηλώσεις, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu): α) στη δήλωση της 3ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού σε ευρώ που βρίσκονται εκτός της ζώνης του ευρώ (Policy statement on euro payment and settlement systems located outside the euro area) β) στη δήλωση της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 σχετικά με την πολιτική του Ευρωσυστήματος όσον αφορά την ενοποίηση στην εκκαθάριση μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου (The Eurosystem’s policy line with regard to consolidation in central counterparty clearing) γ) στη δήλωση της 19ης Ιουλίου 2007 σχετικά με τις αρχές του Ευρωσυστήματος όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης και τη λειτουργία υποδομών που διακανονίζουν συναλλαγές πληρωμών σε ευρώ (The Eurosystem policy principles on the location and operation of infrastructures settling in euro-denominated payment transactions) και δ) στη δήλωση της 20ής Νοεμβρίου 2008 σχετικά με τις αρχές του Ευρωσυστήματος όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης και τη λειτουργία υποδομών που διακανονίζουν συναλλαγές πληρωμών σε ευρώ: ορισμός της έννοιας “τόπος εγκατάστασης στη ζώνη του ευρώ από νομική και λειτουργική άποψη” (The Eurosystem policy principles on the location and operation of infrastructures settling euro-denominated payment transactions: specification of “legally and operationally located in the euro area”).».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1.

Το παράρτημα ΙΙ της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2007/2 τροποποιείται ως εξής:

(1)

Το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

Ο ορισμός της έννοιας «επικουρικό σύστημα» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“επικουρικό σύστημα” (ancillary system – AS): σύστημα του οποίου τη διαχείριση ασκεί φορέας εγκατεστημένος στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), το οποίο τελεί υπό την εποπτεία ή/και επίβλεψη αρμόδιας αρχής και πληροί τις προϋποθέσεις επίβλεψης όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης των υποδομών που παρέχουν υπηρεσίες σε ευρώ, όπως εκάστοτε τροποποιούνται και δημοσιεύονται στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (1), και στο οποίο ανταλλάσσονται ή/και εκκαθαρίζονται πληρωμές ή/και χρηματοπιστωτικά μέσα, οι δε προκύπτουσες χρηματικές υποχρεώσεις διακανονίζονται στο TARGET2 βάσει της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2007/2 και διμερούς συμφωνίας μεταξύ του επικουρικού συστήματος και της οικείας ΚΤ,

β)

Ο ορισμός της έννοιας «τεχνική δυσλειτουργία του TARGET2» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

“τεχνική δυσλειτουργία του TARGET2” (technical malfunction of TARGET2): κάθε δυσχέρεια, ελάττωμα ή βλάβη της τεχνικής υποδομής ή/και των συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών που χρησιμοποιεί το TARGET2-[αναφορά ΚΤ/χώρας] ή κάθε άλλο γεγονός που καθιστά αδύνατη την αυθημερόν εκτέλεση και ολοκλήρωση της επεξεργασίας πληρωμών στο TARGET2-[αναφορά ΚΤ/χώρας],».

(2)

Το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

φορείς που διαχειρίζονται επικουρικά συστήματα ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους αυτή· και».

(3)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Οι κωδικοί αναγνώρισης τράπεζας (BIC) του συμμετέχοντα δημοσιεύονται στο ευρετήριο του TARGET2, εκτός εάν ο ίδιος ζητήσει τη μη δημοσίευσή τους.».

β)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5.   Οι συμμετέχοντες αποδέχονται ότι η [επωνυμία ΚΤ] και άλλες ΚΤ δύνανται να δημοσιεύουν τις επωνυμίες και τους κωδικούς BIC των συμμετεχόντων. Επίσης, οι επωνυμίες και οι κωδικοί BIC των έμμεσων συμμετεχόντων που εγγράφονται από συμμετέχοντες δύνανται να δημοσιεύονται, ενώ οι συμμετέχοντες διασφαλίζουν ότι οι έμμεσοι συμμετέχοντες έχουν συμφωνήσει στην εν λόγω δημοσίευση.».

(4)

Το άρθρο 12 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η [επωνυμία ΚΤ] ανοίγει και λειτουργεί έναν τουλάχιστον λογαριασμό ΜΠ για κάθε συμμετέχοντα. Κατόπιν αιτήματος συμμετέχοντα ο οποίος ενεργεί ως τράπεζα διακανονισμού, η [επωνυμία ΚΤ] ανοίγει έναν ή περισσότερους υπολογαριασμούς στο TARGET2-[αναφορά ΚΤ/χώρας], οι οποίοι χρησιμοποιούνται για το διαχωρισμό ρευστότητας.».

(5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 14 παράγραφος 3:

«3.   Η σήμανση χρόνου όσον αφορά την επεξεργασία των εντολών πληρωμής καθορίζεται από την ΕΚΠ με βάση το χρόνο στον οποίο λαμβάνει και αποδέχεται την εντολή πληρωμής.».

(6)

Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 15

Κανόνες προτεραιότητας

1.   Οι συμμετέχοντες εντολείς δίνουν σε κάθε εντολή πληρωμής έναν από τους ακόλουθους χαρακτηρισμούς:

α)

κανονική εντολή πληρωμής (κατηγορία προτεραιότητας 2);

β)

επείγουσα εντολή πληρωμής (κατηγορία προτεραιότητας 1) ή;

γ)

εξαιρετικά επείγουσα εντολή πληρωμής (κατηγορία προτεραιότητας 0).

Εφόσον η εντολή πληρωμής δεν φέρει ένδειξη προτεραιότητας, αντιμετωπίζεται ως κανονική εντολή πληρωμής.

2.   Οι εντολές πληρωμής μπορούν να χαρακτηριστούν εξαιρετικά επείγουσες μόνον από:

α)

τις ΚΤ και

β)

τους συμμετέχοντες, στις περιπτώσεις πληρωμών προς και από την CLS International Bank και μεταφορών ρευστότητας σε σχέση με το διακανονισμό επικουρικών συστημάτων που χρησιμοποιούν τη Διασύνδεση Επικουρικού Συστήματος.

Όλες οι οδηγίες πληρωμής που υποβάλλονται από επικουρικό σύστημα μέσω της Διασύνδεσης Επικουρικού Συστήματος για τη χρέωση ή πίστωση των λογαριασμών ΜΠ των συμμετεχόντων θεωρούνται εξαιρετικά επείγουσες εντολές πληρωμής.

3.   Εντολές μεταφοράς ρευστότητας που έχουν εισαχθεί μέσω της ΜΠΕ είναι επείγουσες εντολές πληρωμής.

4.   Στις περιπτώσεις επειγουσών και κανονικών εντολών πληρωμής, ο πληρωτής δύναται να μεταβάλλει με άμεση ισχύ την προτεραιότητα μέσω της ΜΠΕ. Δεν είναι δυνατή η μεταβολή της προτεραιότητας εξαιρετικά επείγουσας πληρωμής.».

(7)

Το άρθρο 17 παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Αφού λάβει το αίτημα δέσμευσης ρευστότητας, η [επωνυμία ΚΤ] ελέγχει εάν το ποσό της ρευστότητας στο λογαριασμό ΜΠ του συμμετέχοντα επαρκεί για τη δέσμευση. Σε περίπτωση που το ποσό δεν επαρκεί, δεσμεύεται μόνον η διαθέσιμη στο λογαριασμό ΜΠ ρευστότητα. Το υπόλοιπο ποσό της ζητηθείσας δέσμευσης ρευστότητας δεσμεύεται εφόσον καταστεί διαθέσιμη πρόσθετη ρευστότητα.».

(8)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 17α:

«Άρθρο 17α

Πάγιες εντολές για δέσμευση ρευστότητας και διαχωρισμό ρευστότητας

1.   Οι συμμετέχοντες δύνανται να καθορίζουν εκ των προτέρων το ελάχιστο ποσό της ρευστότητας που δεσμεύεται για εξαιρετικά επείγουσες ή επείγουσες εντολές πληρωμής μέσω της ΜΠΕ. Η εν λόγω πάγια εντολή ή τροποποίηση αυτής αρχίζει να ισχύει από την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

2.   Οι συμμετέχοντες δύνανται να καθορίζουν εκ των προτέρων μέσω της ΜΠΕ το ελάχιστο ποσό της ρευστότητας που διαχωρίζεται για το διακανονισμό επικουρικού συστήματος. Η εν λόγω πάγια εντολή ή τροποποίηση αυτής αρχίζει να ισχύει από την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Θεωρείται ότι οι συμμετέχοντες έχουν δώσει οδηγίες στην [επωνυμία ΚΤ] να διαχωρίσει ρευστότητα για λογαριασμό τους, σε περίπτωση σχετικού αιτήματος από το οικείο επικουρικό σύστημα.».

(9)

Το άρθρο 21 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 21

Διακανονισμός και επιστροφή εντολών πληρωμής που βρίσκονται σε σειρά αναμονής

1.   Εντολές πληρωμής που δεν διακανονίζονται αμέσως στο μηχανισμό καταχώρισης, τοποθετούνται σε σειρά αναμονής με βάση την προτεραιότητα που όρισε ο οικείος συμμετέχων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 15.

2.   Για τη βελτιστοποίηση του διακανονισμού των εντολών πληρωμής που βρίσκονται σε σειρά αναμονής, η [επωνυμία ΚΤ] δύναται να χρησιμοποιεί τις διαδικασίες βελτιστοποίησης που περιγράφονται στο προσάρτημα Ι.

3.   Εκτός από την περίπτωση των εξαιρετικά επειγουσών εντολών πληρωμής, ο πληρωτής δύναται να μεταβάλλει τη θέση εντολών πληρωμής στη σειρά αναμονής (δηλαδή να προβαίνει στην ανακατάταξή τους) μέσω της ΜΠΕ. Οι εντολές πληρωμής μπορούν να μετακινούνται είτε στην αρχή είτε στο τέλος της οικείας σειράς αναμονής με άμεση ισχύ οποτεδήποτε κατά την ημερήσια επεξεργασία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προσάρτημα V.

4.   Κατόπιν αιτήματος του πληρωτή, η [επωνυμία ΚΤ] ή, στην περίπτωση ομίλου ΣΡ, η κεντρική τράπεζα του διαχειριστή του ομίλου ΣΡ δύναται να αποφασίσει να μεταβάλει τη θέση στη σειρά αναμονής μιας εξαιρετικά επείγουσας εντολής πληρωμής (με εξαίρεση τις εξαιρετικά επείγουσες εντολές πληρωμής στο πλαίσιο των διαδικασιών διακανονισμού 5 και 6) υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω μεταβολή δεν θα επηρεάσει την ομαλή διεξαγωγή του διακανονισμού από τα επικουρικά συστήματα στο TARGET2 ή δεν θα προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο συστημικό κίνδυνο.

5.   Εντολές μεταφοράς ρευστότητας που έχουν εισαχθεί στη ΜΠΕ επιστρέφονται αμέσως ως μη διακανονισθείσες εάν δεν υπάρχει επαρκής ρευστότητα. Άλλες εντολές πληρωμής επιστρέφονται ως μη διακανονισθείσες εάν ο διακανονισμός τους δεν είναι δυνατός έως τις καταληκτικές ώρες που καθορίζονται στο προσάρτημα V για τον αντίστοιχο τύπο μηνύματος.».

(10)

Το άρθρο 24 παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η διαδικασία απόκτησης άδειας για τη χρήση της λειτουργίας ΣΡ, η οποία περιγράφεται στο άρθρο 25 παράγραφοι 4 και 5, εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών και για τη διαδικασία απόκτησης άδειας για τη χρήση της λειτουργίας ΕΣΛ. Ο διαχειριστής ομίλου ΕΣΛ δεν αποστέλλει υπογεγραμμένη συμφωνία λειτουργίας ΕΣΛ στη διαχειρίστρια ΕθνΚΤ.».

(11)

Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 37 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η [επωνυμία ΚΤ] δεσμεύει το υπόλοιπο του υπολογαριασμού του συμμετέχοντα κατόπιν ειδοποίησης από το επικουρικό σύστημα [μέσω μηνύματος “έναρξης κύκλου” (“start-of-cycle”)]. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, η [επωνυμία ΚΤ] αυξάνει ή μειώνει στη συνέχεια το δεσμευμένο υπόλοιπο πιστώνοντας ή χρεώνοντας στον υπολογαριασμό πληρωμές που διενεργούνται στο πλαίσιο διασυστημικού διακανονισμού ή πιστώνοντας στον υπολογαριασμό μεταφορές ρευστότητας. Η εν λόγω δέσμευση λήγει κατόπιν ειδοποίησης από το επικουρικό σύστημα [μέσω μηνύματος “τέλους κύκλου” (“end-of-cycle”)].

3.   Με την επιβεβαίωση της δέσμευσης του υπολοίπου του υπολογαριασμού του συμμετέχοντα, η [επωνυμία ΚΤ] εγγυάται στο επικουρικό σύστημα την πληρωμή μέχρι του ποσού του συγκεκριμένου υπολοίπου. Με την επιβεβαίωση, κατά περίπτωση, της αύξησης ή μείωσης του δεσμευμένου υπολοίπου μετά την πίστωση ή χρέωση στον υπολογαριασμό πληρωμών που διενεργούνται στο πλαίσιο διασυστημικού διακανονισμού ή την πίστωση μεταφορών ρευστότητας στον υπολογαριασμό, η εγγύηση ως προς το ποσό της πληρωμής αυξάνεται ή μειώνεται αυτόματα. Η εγγύηση, με την επιφύλαξη της κατά τα ανωτέρω αύξησης ή μείωσής της, είναι ανέκκλητη, χωρίς αίρεση, και πληρωτέα σε πρώτη ζήτηση. Εάν η [επωνυμία ΚΤ] δεν είναι η ΚΤ του επικουρικού συστήματος, η [επωνυμία της ΚΤ] θεωρείται ότι έχει λάβει οδηγίες να παράσχει την προαναφερθείσα εγγύηση στην ΚΤ του επικουρικού συστήματος.».

(12)

Το προσάρτημα Ι τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

ο πίνακας του σημείου 1 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο πίνακα:

«Τύπος μηνύματος

Είδος χρήσης

Περιγραφή

MT 103

Υποχρεωτικό

Πληρωμή πελατείας

MT 103+

Υποχρεωτικό

Πληρωμή πελατείας (Straight Through Processing)

MT 202

Υποχρεωτικό

Διατραπεζική πληρωμή

MT 202COV

Υποχρεωτικό

Πληρωμές κάλυψης

MT 204

Προαιρετικό

Πληρωμή άμεσης χρέωσης

MT 011

Προαιρετικό

Ειδοποίηση παράδοσης

MT 012

Προαιρετικό

Ειδοποίηση αποστολέα

MT 019

Υποχρεωτικό

Ειδοποίηση απόρριψης

MT 900

Προαιρετικό

Επιβεβαίωση χρέωσης

MT 910

Προαιρετικό

Επιβεβαίωση πίστωσης

MT 940/950

Προαιρετικό

Μήνυμα κίνησης λογαριασμού (πελάτη)»

ii)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο 5:

«(5)

Τα μηνύματα MT 202COV χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια “πληρωμών κάλυψης” (cover payments), δηλαδή πληρωμών τις οποίες διενεργούν ανταποκρίτριες τράπεζες με σκοπό το διακανονισμό (κάλυψη) μηνυμάτων μεταφοράς κεφαλαίων που υποβάλλονται σε τράπεζα πελάτη με άλλα, πιο άμεσα μέσα. Τα στοιχεία πελατών που περιέχονται στα μηνύματα MT 202COV δεν εμφανίζονται στη ΜΠΕ.»

β)

η παράγραφος 8 τροποποιείται ως εξής:

i)

το σημείο 4 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

λειτουργία “χρήστης προς εφαρμογή” (user-to-application mode — U2A)

Η λειτουργία U2A επιτρέπει την άμεση επικοινωνία μεταξύ ενός συμμετέχοντα και της ΜΠΕ. Οι πληροφορίες εμφανίζονται σε πρόγραμμα περιήγησης (browser) που εκτελείται σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή (SWIFT Alliance WebStation ή άλλη διασύνδεση που τυχόν απαιτεί η SWIFT). Για την πρόσβαση στη λειτουργία U2A η υποδομή πληροφοριακών συστημάτων πρέπει να υποστηρίζει cookies και JavaScript. Περαιτέρω λεπτομέρειες περιγράφονται στο εγχειρίδιο χρήσης της ΜΠΕ.»

ii)

το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(5)

Κάθε συμμετέχων διαθέτει ένα τουλάχιστον SWIFT Alliance WebStation, ή άλλη διασύνδεση που τυχόν απαιτεί η SWIFT, προκειμένου να έχει πρόσβαση στη ΜΠΕ μέσω της λειτουργίας U2A.».

(13)

Το προσάρτημα ΙΙ τροποποιείται ως εξής:

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Προϋποθέσεις προσφορών αποζημίωσης

α)

Ο πληρωτής δύναται να υποβάλει αίτηση αποζημίωσης εξόδων διαχείρισης και αποζημίωσης τόκου εάν, λόγω τεχνικής δυσλειτουργίας του TARGET2, μια εντολή πληρωμής δεν διακανονίσθηκε την εργάσιμη ημέρα κατά την οποία έγινε δεκτή.

β)

Ο δικαιούχος πληρωμής μπορεί να υποβάλει αίτηση αποζημίωσης εξόδων διαχείρισης εάν, λόγω τεχνικής δυσλειτουργίας του TARGET2, δεν έλαβε ορισμένη πληρωμή την οποία ανέμενε να λάβει μία συγκεκριμένη εργάσιμη ημέρα. Ο δικαιούχος πληρωμής μπορεί επίσης να υποβάλει αίτηση αποζημίωσης τόκου εφόσον πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

στην περίπτωση συμμετεχόντων που έχουν πρόσβαση στη διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης: λόγω τεχνικής δυσλειτουργίας του TARGET2 ο δικαιούχος πληρωμής έκανε χρήση της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης ή/και

ii)

στην περίπτωση όλων των συμμετεχόντων: η πρόσβαση στην αγορά χρήματος ήταν τεχνικώς αδύνατη ή τέτοιου είδους αναχρηματοδότηση ήταν αδύνατη για άλλα αντικειμενικά εύλογα αίτια.».

(14)

Το προσάρτημα ΙΙΙ τροποποιείται ως εξής:

Στο υπόδειγμα γνωμοδότησης σχετικά με το οικείο εθνικό δίκαιο (country opinion) για εκτός ΕΟΧ συμμετέχοντες στο TARGET2, το σημείο 3.6.α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.6.a.   Εκχώρηση δικαιωμάτων ή κατάθεση περιουσιακών στοιχείων ως ασφάλεια, ενεχύραση ή/και σύμφωνα επαναγοράς

Εκχωρήσεις για τους σκοπούς της παροχής ασφάλειας θα είναι ισχυρές και εκτελεστές σύμφωνα με το δίκαιο της [χώρα]. Ειδικότερα, η σύσταση και εκποίηση ενεχύρου ή συμφώνου επαναγοράς σύμφωνα με την [να γίνει αναφορά της σχετικής συμφωνίας με την ΚΤ] θα είναι ισχυρές και εκτελεστές σύμφωνα με το δίκαιο της [χώρα].».

(15)

Το προσάρτημα ΙV τροποποιείται ως εξής:

Η παράγραφος 1 στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

Κάθε αναφορά του παρόντος προσαρτήματος σε συγκεκριμένη ώρα λογίζεται ως αναφορά στην τοπική ώρα στην έδρα της ΕΚΤ, ήτοι στην ώρα Κεντρικής Ευρώπης (ώρα ΚΕ (2)).

(16)

Το προσάρτημα V αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Προσάρτημα V

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

1.

Το TARGET2 παραμένει ανοιχτό όλες τις ημέρες πλην του Σαββάτου, της Κυριακής, της Πρωτοχρονιάς, της Μεγάλης Παρασκευής και της Δευτέρας του Πάσχα (σύμφωνα με το ημερολόγιο που ισχύει στην έδρα της ΕΚΤ), της 1ης Μαΐου, της ημέρας των Χριστουγέννων και της 26ης Δεκεμβρίου.

2.

Ώρα αναφοράς για το σύστημα είναι η τοπική ώρα στην έδρα της ΕΚΤ, ήτοι η ώρα ΚΕ.

3.

Η τρέχουσα εργάσιμη ημέρα αρχίζει το βράδυ της προηγούμενης εργάσιμης ημέρας με το παρακάτω πρόγραμμα λειτουργίας:

Ωράριο

Περιγραφή

6.45-7.00

Χρονικό περιθώριο εργασιών για την προετοιμασία των ημερήσιων πράξεων (3)

7.00-18.00

Ημερήσια επεξεργασία

17.00

Καταληκτική ώρα για τις πληρωμές πελατείας (ήτοι για τις πληρωμές οι οποίες προέρχονται από ή/και απευθύνονται σε πρόσωπο το οποίο δεν είναι άμεσος ή έμμεσος συμμετέχων και προσδιορίζονται στο σύστημα με τη χρήση μηνύματος MT 103 ή MT 103+)

18.00

Καταληκτική ώρα για τις διατραπεζικές πληρωμές (ήτοι για πληρωμές πλην των πληρωμών πελατείας)

18.00-18.45 (4)

Διαδικασίες λήξης ημέρας

18.15 (4)

Γενική καταληκτική ώρα για τη χρήση των πάγιων διευκολύνσεων

(Λίγο μετά τις) 18.30 (5)

Οι ΚΤ έχουν στη διάθεσή τους δεδομένα για την ενημέρωση των λογιστικών συστημάτων

18.45-19.30 (5)

Διαδικασίες έναρξης ημέρας (νέα εργάσιμη ημέρα)

19.00 (5)-19.30 (4)

Παροχή ρευστότητας στο λογαριασμό ΜΠ

19.30 (5)

Μήνυμα “έναρξης διαδικασίας” και διακανονισμός πάγιων εντολών για μεταφορά ρευστότητας από τους λογαριασμούς ΜΠ στον (στους) υπολογαριασμό(-ούς)/αντικριζόμενο λογαριασμό (διακανονισμός που σχετίζεται με επικουρικά συστήματα)

19.30 (5)-22.00

Εκτέλεση πρόσθετων μεταφορών ρευστότητας μέσω της ΜΠΕ πριν από την αποστολή του μηνύματος “έναρξης κύκλου” από το επικουρικό σύστημα· περίοδος διακανονισμού νυχτερινών εργασιών επικουρικών συστημάτων (μόνο για τη διαδικασία διακανονισμού 6 των επικουρικών συστημάτων)

22.00-1.00

Περίοδος τεχνικής συντήρησης

1.00-6.45

Διαδικασία διακανονισμού για τις νυχτερινές εργασίες των επικουρικών συστημάτων (μόνον για τη διαδικασία διακανονισμού 6 των επικουρικών συστημάτων)

4.

Η ΜΠΕ είναι διαθέσιμη για μεταφορές ρευστότητας από τις 19.30 (6) έως τις 18.00 της επόμενης ημέρας, με εξαίρεση το χρονικό διάστημα από τις 22.00 έως τη 1.00 κατά το οποίο διαρκεί η τεχνική συντήρηση.

5.

Το ωράριο λειτουργίας μπορεί να μεταβληθεί σε περίπτωση που ληφθούν μέτρα για τη διασφάλιση της αδιάλειπτης λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 5 του προσαρτήματος IV.

2.

Το παράρτημα ΙΙΙ της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2007/2 τροποποιείται ως εξής:

Η παράγραφος 2 στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

σε φορείς, πλην αυτών που εμπίπτουν στα στοιχεία α) και β), οι οποίοι διαχειρίζονται επικουρικά συστήματα και οι οποίοι ενεργούν υπό την ιδιότητά τους αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι οι συμφωνίες για τη χορήγηση ενδοημερήσιας πίστωσης στους εν λόγω φορείς έχουν προηγουμένως υποβληθεί στο διοικητικό συμβούλιο το οποίο και τις έχει εγκρίνει»;

3.

Το παράρτημα ΙV της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2007/2 τροποποιείται ως εξής:

(1)

Η παράγραφος 11 σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(5)

Οι τράπεζες διακανονισμού και τα επικουρικά συστήματα έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες μέσω της ΜΠΕ. Μόλις ολοκληρωθεί ο διακανονισμός ή καταστεί αδύνατη η ολοκλήρωσή του τα επικουρικά συστήματα ειδοποιούνται με τον τρόπο που έχουν επιλέξει (μεμονωμένη ή συνολική ειδοποίηση). Οι τράπεζες διακανονισμού, εφόσον το ζητήσουν, ειδοποιούνται για τον επιτυχή διακανονισμό μέσω μηνύματος SWIFT MT 900 ή MT 910.».

(2)

Η παράγραφος 14 σημείο 7 στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

εντολές SWIFT που διαβιβάζονται μέσω μηνύματος MT 202 και οι οποίες μπορούν να υποβάλλονται μόνον ενώ εκτελείται η διαδικασία διακανονισμού 6 και μόνο στη διάρκεια της ημερήσιας επεξεργασίας. Οι εντολές αυτές διακανονίζονται αμέσως.».

(3)

Η παράγραφος 14 σημείο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(9)

Στο πλαίσιο της διαδικασίας διακανονισμού 6, η ρευστότητα ειδικού σκοπού στους υπολογαριασμούς ακινητοποιείται για όσο διάστημα εκτελείται ο κύκλος επεξεργασίας επικουρικού συστήματος (ο οποίος αρχίζει με το μήνυμα “έναρξης κύκλου” (“start-of-cycle”) και τελειώνει με το μήνυμα “τέλους κύκλου” (“end-of-cycle”), τα οποία αποστέλλονται από το επικουρικό σύστημα) και στη συνέχεια απελευθερώνεται. Το υπόλοιπο που ακινητοποιήθηκε είναι δυνατό να μεταβληθεί κατά τη διάρκεια του κύκλου επεξεργασίας ως αποτέλεσμα της διενέργειας πληρωμών στο πλαίσιο διασυστημικού διακανονισμού ή εφόσον μια τράπεζα διακανονισμού μεταφέρει ρευστότητα από το λογιαρασμό ΜΠ της. Η ΚΤΕΣ ειδοποιεί το επικουρικό σύστημα σχετικά με τη μείωση ή την αύξηση ρευστότητας στον υπολογαριασμό λόγω πληρωμών που διενεργούνται στο πλαίσιο διασυστημικού διακανονισμού. Η ΚΤΕΣ ειδοποιεί επίσης το επικουρικό σύστημα, εφόσον το ίδιο της το ζητήσει, και σχετικά με την αύξηση ρευστότητας στον υπολογαριασμό λόγω μεταφοράς ρευστότητας από την τράπεζα διακανονισμού.»

(4)

Η παράγραφος 14 σημείο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(12)

Διασυστημικός διακανονισμός μεταξύ δυο διασυνδεδεμένων επικουρικών συστημάτων μπορεί να ενεργοποιείται από ένα επικουρικό σύστημα (ή από την ΚΤΕΣ αυτού για λογαριασμό του), μόνον εφόσον ο υπολογαριασμός του συμμετέχοντα στο εν λόγω επικουρικό σύστημα έχει χρεωθεί. Η οδηγία πληρωμής διακανονίζεται με χρέωση του καθοριζόμενου σε αυτή ποσού στον υπολογαριασμό ενός συμμετέχοντα στο επικουρικό σύστημα το οποίο την εισάγει και πίστωση του υπολογαριασμού ενός συμμετέχοντα σε άλλο επικουρικό σύστημα.

Κατόπιν της ολοκλήρωσης του διακανονισμού, το επικουρικό σύστημα που εισάγει την οδηγία πληρωμής και το άλλο επικουρικό σύστημα ειδοποιούνται σχετικά. Οι τράπεζες διακανονισμού, εφόσον το ζητήσουν, ειδοποιούνται για τον επιτυχή διακανονισμό μέσω μηνύματος SWIFT MT 900 ή 910».

(5)

Η παράγραφος 14 σημείο 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(13)

Διασυστημικός διακανονισμός από επικουρικό σύστημα που χρησιμοποιεί το διασυνδεδεμένο μοντέλο προς επικουρικό σύστημα που χρησιμοποιεί το ενοποιημένο μοντέλο μπορεί να ενεργοποιείται από το πρώτο (ή από την ΚΤΕΣ αυτού για λογαριασμό του). Η οδηγία πληρωμής διακανονίζεται με χρέωση του καθοριζόμενου σε αυτή ποσού στον υπολογαριασμό ενός συμμετέχοντα στο επικουρικό σύστημα το οποίο χρησιμοποιεί το διασυνδεδεμένο μοντέλο και πίστωση στον αντικριζόμενο λογαριασμό τον οποίο χρησιμοποιεί το επικουρικό σύστημα που χρησιμοποιεί το ενοποιημένο μοντέλο. Η οδηγία πληρωμής δεν μπορεί να εισαχθεί από το επικουρικό σύστημα που χρησιμοποιεί το ενοποιημένο μοντέλο και του οποίου ο αντικριζόμενος λογαριασμός πρόκειται να πιστωθεί.

Κατόπιν της ολοκλήρωσης του διακανονισμού, το επικουρικό σύστημα που εισάγει την οδηγία πληρωμής και το άλλο επικουρικό σύστημα ειδοποιούνται σχετικά. Οι τράπεζες διακανονισμού, εφόσον το ζητήσουν, ειδοποιούνται για τον επιτυχή διακανονισμό μέσω μηνύματος SWIFT MT 900 ή 910».

(6)

Η παράγραφος 14 σημείο 17 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(17)

Διασυστημικός διακανονισμός μεταξύ δυο επικουρικών συστημάτων που χρησιμοποιούν το ενοποιημένο μοντέλο μπορεί να ενεργοποιείται μόνο από ένα επικουρικό σύστημα (ή από την ΚΤΕΣ αυτού για λογαριασμό του), του οποίου ο αντικριζόμενος λογαριασμός χρεώνεται. Η οδηγία πληρωμής διακανονίζεται με χρέωση του καθοριζόμενου σε αυτή ποσού στον αντικριζόμενο λογαριασμό που χρησιμοποιείται από το επικουρικό σύστημα που την εισάγει και πίστωση του αντικριζόμενου λογαριασμού που χρησιμοποιείται από κάποιο άλλο επικουρικό σύστημα. Η οδηγία πληρωμής δεν μπορεί να εισαχθεί από το επικουρικό σύστημα του οποίου ο αντικριζόμενος λογαριασμός πρόκειται να πιστωθεί. Κατόπιν της ολοκλήρωσης του διακανονισμού, το επικουρικό σύστημα που εισάγει την οδηγία πληρωμής και το άλλο επικουρικό σύστημα ειδοποιούνται σχετικά. Οι τράπεζες διακανονισμού, εφόσον το ζητήσουν, ειδοποιούνται για τον επιτυχή διακανονισμό μέσω μηνύματος SWIFT MT 900 ή 910

Κατόπιν της ολοκλήρωσης του διακανονισμού, το επικουρικό σύστημα που εισάγει την οδηγία πληρωμής και το άλλο επικουρικό σύστημα ειδοποιούνται σχετικά. Οι τράπεζες διακανονισμού, εφόσον το ζητήσουν, ειδοποιούνται για τον επιτυχή διακανονισμό μέσω μηνύματος SWIFT MT 900 ή 910».

(7)

Η παράγραφος 14 σημείο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(18)

Διασυστημικός διακανονισμός από επικουρικό σύστημα που χρησιμοποιεί το ενοποιημένο μοντέλο προς επικουρικό σύστημα που χρησιμοποιεί το διασυνδεδεμένο μοντέλο μπορεί να ενεργοποιείται από το πρώτο (ή από την ΚΤΕΣ αυτού για λογαριασμό του). Η οδηγία πληρωμής διακανονίζεται με χρέωση του καθοριζόμενου σε αυτή ποσού στον αντικριζόμενο λογαριασμό τον οποίο χρησιμοποιεί το επικουρικό σύστημα που χρησιμοποιεί το ενοποιημένο μοντέλο και πίστωση του υπολογαριασμού ενός συμμετέχοντα σε άλλο επικουρικό σύστημα. Η οδηγία πληρωμής δεν μπορεί να εισαχθεί από το επικουρικό σύστημα που χρησιμοποιεί το διασυνδεδεμένο μοντέλο, εφόσον ο υπολογαριασμός του συμμετέχοντα στο εν λόγω σύστημα πρόκειται να πιστωθεί.

Κατόπιν της ολοκλήρωσης του διακανονισμού, το επικουρικό σύστημα που εισάγει την οδηγία πληρωμής και το άλλο επικουρικό σύστημα ειδοποιούνται σχετικά. Οι τράπεζες διακανονισμού, εφόσον το ζητήσουν, ειδοποιούνται για τον επιτυχή διακανονισμό μέσω μηνύματος SWIFT MT 900 ή 910».

(8)

Η παράγραφος 15 σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(3)

Η περίοδος διακανονισμού (“έως”-“till”) επιτρέπει την παραχώρηση περιορισμένου χρονικού διαστήματος για το διακανονισμό επικουρικών συστημάτων, προκειμένου να μην εμποδιστεί ή καθυστερήσει ο διακανονισμός άλλων συναφών με επικουρικό σύστημα συναλλαγών ή συναλλαγών του TARGET2. Εάν οποιαδήποτε οδηγία πληρωμής δεν διακανονιστεί μέχρι την ώρα “έως” (“till”) ή εντός της καθορισμένης περιόδου διακανονισμού, είτε επιστρέφεται είτε, στην περίπτωση των διαδικασίων διακανονισμού 4 και 5, τίθεται σε λειτουργία ο μηχανισμός εγγυητικού κεφαλαίου. Ο καθορισμός της περιόδου διακανονισμού (“έως”-“till”) είναι δυνατός για τις διαδικασίες διακανονισμού 1 έως 5.».


(1)  Η τρέχουσα πολιτική του Ευρωσυστήματος όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης της υποδομής καθορίζεται στις ακόλουθες δηλώσεις, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu): α) στη δήλωση της 3ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού σε ευρώ που βρίσκονται εκτός της ζώνης του ευρώ (Policy statement on euro payment and settlement systems located outside the euro area)· β) στη δήλωση της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 σχετικά με την πολιτική του Ευρωσυστήματος όσον αφορά την ενοποίηση στην εκκαθάριση μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου (The Eurosystem’s policy line with regard to consolidation in central counterparty clearing) · γ) στη δήλωση της 19ης Ιουλίου 2007 σχετικά με τις αρχές του Ευρωσυστήματος όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης και τη λειτουργία υποδομών που διακανονίζουν συναλλαγές πληρωμών σε ευρώ (The Eurosystem policy principles on the location and operation of infrastructures settling in euro-denominated payment transactions)· και δ) στη δήλωση της 20ής Νοεμβρίου 2008 σχετικά με τις αρχές του Ευρωσυστήματος όσον αφορά τον τόπο εγκατάστασης και τη λειτουργία υποδομών που διακανονίζουν συναλλαγές πληρωμών σε ευρώ: ορισμός της έννοιας “τόπος εγκατάστασης στη ζώνη του ευρώ από νομική και λειτουργική άποψη” (The Eurosystem policy principles on the location and operation of infrastructures settling euro-denominated payment transactions: specification of “legally and operationally located in the euro area”).».

(2)  Όσον αφορά την ώρα ΚΕ λαμβάνεται υπόψη και η μετάβαση στη θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης.».

(3)  Ημερήσιες πράξεις είναι η ημερήσια επεξεργασία και οι διαδικασίες λήξης ημέρας.

(4)  Λήγει 15 λεπτά αργότερα την τελευταία ημέρα της περιόδου τήρησης ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος.

(5)  Αρχίζει 15 λεπτά αργότερα την τελευταία ημέρα της περιόδου τήρησης ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος.

(6)  Αρχίζει 15 λεπτά αργότερα την τελευταία ημέρα της περιόδου τήρησης ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος.»