European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά C


C/2024/1818

11.3.2024

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 21ης Δεκεμβρίου 2023 [αιτήσεις του Landgericht Ravensburg (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — VK (C-38/21), F. F. (C-47/21), CR, AY, ML, BQ (C-232/21) κατά BMW Bank GmbH (C-38/21), C. Bank AG (C-47/21), Volkswagen Bank GmbH, Audi Bank (C-232/21)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-38/21 (1), C-47/21 (2) και C-232/21 (3), BMW Bank κ.λπ.)

(Προδικαστική παραπομπή - Προστασία των καταναλωτών - Σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου χωρίς υποχρέωση αγοράς - Οδηγία 2008/48/ΕΚ - Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δ' - Έννοια της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης χωρίς υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης - Οδηγία 2002/65/ΕΚ - Άρθρο 1, παράγραφος 1, και άρθρο 2, στοιχείο β' - Έννοια της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών - Οδηγία 2011/83/ΕΕ - Άρθρο 2, σημείο 6, και άρθρο 3, παράγραφος 1 - Έννοια της σύμβασης παροχής υπηρεσιών - Άρθρο 2, σημείο 7 - Έννοια της εξ αποστάσεως σύμβασης - Άρθρο 2, σημείο 8 - Έννοια της σύμβασης εκτός εμπορικού καταστήματος - Άρθρο 16, στοιχείο ιβ' - Εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχώρησης όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ενοικίασης αυτοκινήτων - Σύμβαση πίστωσης για την αγορά αυτοκινήτου - Οδηγία 2008/48 - Άρθρο 10, παράγραφος 2 - Απαιτήσεις σχετικές με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση - Τεκμήριο συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής πληροφοριών στην περίπτωση χρήσης προβλεπόμενου από τη σχετική ρύθμιση υποδείγματος παροχής πληροφοριών - Έλλειψη οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος οδηγίας - Άρθρο 14, παράγραφος 1 - Δικαίωμα υπαναχώρησης - Έναρξη της προθεσμίας υπαναχώρησης σε περίπτωση ελλιπών ή εσφαλμένων πληροφοριών - Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης - Αποδυνάμωση του δικαιώματος υπαναχώρησης - Απαίτηση περί προηγούμενης επιστροφής του οχήματος σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης ως προς συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης)

(C/2024/1818)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Ravensburg

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

VK (C-38/21), F. F. (C 47/21), CR, AY, ML, BQ (C-232/21)

κατά

BMW Bank GmbH (C-38/21), C. Bank AG (C-47/21), Volkswagen Bank GmbH, Audi Bank (C-232/21)

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 2, σημείο 6, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83,

έχει την έννοια ότι:

σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι ούτε η ίδια ούτε τυχόν άλλη αυτοτελής σύμβαση προβλέπουν υποχρέωση αγοράς του οχήματος από τον καταναλωτή κατά τη λήξη της σύμβασης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/83, ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, της οδηγίας. Αντιθέτως, η εν λόγω σύμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ, ούτε της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

2)

Το άρθρο 2, σημείο 7, της οδηγίας 2011/83

έχει την έννοια ότι:

σύμβαση παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, της ως άνω οδηγίας, η οποία συνάπτεται μεταξύ του καταναλωτή και του εμπόρου με μέσα επικοινωνίας εξ αποστάσεως, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «εξ αποστάσεως σύμβαση», κατά την έννοια της πρώτης ως άνω διατάξεως, όταν πριν από τη σύναψη της σύμβασης υπήρξε στάδιο διαπραγματεύσεων με ταυτόχρονη φυσική παρουσία του καταναλωτή και ενός μεσίτη ενεργούντος εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπόρου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο καταναλωτής έλαβε από τον ανωτέρω μεσίτη, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, όλες τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας και είχε τη δυνατότητα να θέσει ερωτήσεις στον ανωτέρω μεσίτη σχετικά με την υπό σύναψη σύμβαση ή την προτεινόμενη προσφορά, προκειμένου να αρθεί κάθε αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο της ενδεχόμενης συμβατικής του δέσμευσης με τον έμπορο.

3)

Το άρθρο 2, σημείο 8, στοιχείο α', της οδηγίας 2011/83

έχει την έννοια ότι:

σύμβαση παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, της ως άνω οδηγίας, η οποία συνάπτεται μεταξύ του καταναλωτή και του εμπόρου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος», κατά την έννοια της πρώτης ως άνω διατάξεως, όταν, κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της σύναψης σύμβασης με τη χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, ο καταναλωτής μετέβη στο εμπορικό κατάστημα μεσίτη ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπόρου για τη διαπραγμάτευση της σύμβασης αυτής, αλλά δραστηριοποιείται σε άλλο τομέα δραστηριότητας σε σχέση με τον έμπορο, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω καταναλωτής μπορούσε, ως μέσος καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να αναμένει, μεταβαίνοντας στο εμπορικό κατάστημα του μεσίτη, ότι ο μεσίτης θα του απευθύνει εμπορική προσφορά προς τον σκοπό διαπραγμάτευσης και σύναψης σύμβασης παροχής υπηρεσιών με τον έμπορο και ότι επιπλέον μπορούσε ευχερώς να καταλάβει ότι ο ως άνω μεσίτης ενεργούσε εξ ονόματος και για λογαριασμό του εν λόγω εμπόρου.

4)

Το άρθρο 16, στοιχείο ιβ', της οδηγίας 2011/83

έχει την έννοια ότι:

σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτοκινήτου που συνάπτεται μεταξύ του εμπόρου και του καταναλωτή και χαρακτηρίζεται ως σύμβαση παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, εμπίπτει στην προβλεπόμενη στην ως άνω διάταξη εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχώρησης όσον αφορά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις ή τις συμβάσεις εκτός του εμπορικού καταστήματος οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας και αφορούν υπηρεσίες ενοικίασης αυτοκινήτων με συγκεκριμένη ημερομηνία ή προθεσμία εκτέλεσης, εφόσον ο κύριος σκοπός της σύμβασης είναι να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα χρήσης οχήματος κατά τη διάρκεια καθορισμένης χρονικής περιόδου προβλεπόμενης από την εν λόγω σύμβαση, έναντι πληρωμής χρηματικών ποσών σε τακτά χρονικά διαστήματα.

5)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιστ', της οδηγίας 2008/48

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που θεσπίζει νόμιμο τεκμήριο κατά το οποίο ο έμπορος εκπληρώνει την υποχρέωσή του να παράσχει στον καταναλωτή πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης που διαθέτει, όταν ο έμπορος αυτός παραπέμπει, με τη σύμβαση, σε εθνικές διατάξεις οι οποίες παραπέμπουν με τη σειρά τους σε υπόδειγμα παροχής πληροφοριών που προβλέπεται προς τούτο στη σχετική ρύθμιση, χρησιμοποιώντας συγχρόνως ρήτρες περιλαμβανόμενες στο υπόδειγμα αυτό οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με τις επιταγές της ως άνω διατάξεως της οδηγίας. Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς την οδηγία 2008/48 ερμηνεία της επίμαχης εθνικής ρύθμισης, το εθνικό δικαστήριο που εκδικάζει διαφορά αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών δεν υποχρεούται, βάσει του δικαίου της Ένωσης και μόνον, να αφήσει ανεφάρμοστη μια τέτοια ρύθμιση, με την επιφύλαξη της δυνατότητας του δικαστηρίου αυτού να μην εφαρμόσει τη ρύθμιση στηριζόμενο στο εσωτερικό του δίκαιο και, εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, με την επιφύλαξη του δικαιώματος του ζημιωθέντος λόγω της μη συμβατότητας του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης να αξιώσει αποκατάσταση της εντεύθεν προκύπτουσας ζημίας.

6)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιστ', της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο β', της οδηγίας,

έχει την έννοια ότι:

το ποσό των καταβλητέων σε περίπτωση άσκησης από τον καταναλωτή του δικαιώματος υπαναχώρησης ημερήσιων τόκων, το οποίο πρέπει να αναγράφεται σε σύμβαση πίστωσης δυνάμει της διατάξεως αυτής, επ’ ουδενί δύναται να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει αριθμητικά από το συμφωνηθέν στην ως άνω σύμβαση χρεωστικό επιτόκιο. Οι πληροφορίες που παρέχονται στη σύμβαση ως προς το ποσό των ημερήσιων τόκων πρέπει να αναγράφονται με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, ούτως ώστε, μεταξύ άλλων, να μην ενέχουν, σε συνδυασμό με άλλες πληροφορίες, οποιαδήποτε αντίφαση αντικειμενικώς ικανή να παραπλανήσει έναν μέσο καταναλωτή ευλόγως προσεκτικό και ενημερωμένο ως προς το ποσό ημερήσιων τόκων, το οποίο θα πρέπει να καταβάλει εν τέλει. Ελλείψει ενημέρωσης που να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά αυτά, δεν οφείλονται ημερήσιοι τόκοι.

7)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο κ', της οδηγίας 2008/48

έχει την έννοια ότι:

η σύμβαση πίστωσης πρέπει να παραθέτει τις ουσιώδεις πληροφορίες που αφορούν όλες τις εξωδικαστικές διαδικασίες ή μηχανισμούς επανόρθωσης που έχει στη διάθεσή του o καταναλωτής και, ενδεχομένως, το κόστος του καθενός εξ αυτών, το κατά πόσον η αίτηση για την κίνηση εξωδικαστικής διαδικασίας ή μηχανισμού επανόρθωσης πρέπει να κατατίθεται ταχυδρομικώς ή ηλεκτρονικώς, τη φυσική ή ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία πρέπει να αποσταλεί η αίτηση για την κίνηση εξωδικαστικής διαδικασίας ή μηχανισμού επανόρθωσης και τις λοιπές τυπικές προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η κίνηση εξωδικαστικής διαδικασίας ή μηχανισμού επανόρθωσης, η δε απλή παραπομπή, που γίνεται με τη σύμβαση πίστωσης, σε διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος ή αναρτημένο στο διαδίκτυο κανονισμό διαδικασίας ή σε άλλη πράξη ή έγγραφο που αφορά τις λεπτομέρειες των εξωδικαστικών διαδικασιών και των μηχανισμών επανόρθωσης δεν αρκεί.

8)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιη', της οδηγίας 2008/48

έχει την έννοια ότι:

για τον υπολογισμό της αποζημίωσης που οφείλεται σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου, πρέπει, κατ’ αρχήν, να αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ευχερώς κατανοητό για έναν ευλόγως προσεκτικό και ενημερωμένο μέσο καταναλωτή, το πώς υπολογίζεται η εν λόγω αποζημίωση, ούτως ώστε ο καταναλωτής αυτός να μπορεί να προσδιορίσει το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης βάσει των πληροφοριών που παρέχονται με τη σύμβαση πίστωσης. Πάντως, ακόμη και όταν ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης δεν αναγράφεται κατά τρόπο συγκεκριμένο και ευχερώς κατανοητό, η σύμβαση πίστωσης μπορεί να πληροί την προβλεπόμενη στην ως άνω διάταξη υποχρέωση εφόσον περιέχει άλλα στοιχεία τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα στον καταναλωτή να προσδιορίσει ευχερώς το ποσό της συγκεκριμένης αποζημίωσης, ιδίως δε το μέγιστο ποσό αυτής, το οποίο θα πρέπει να καταβάλει σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου.

9)

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β', της οδηγίας 2008/48

έχει την έννοια ότι:

όταν πληροφορία παρεχόμενη από τον πιστωτικό φορέα στον καταναλωτή δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας αποδεικνύεται ελλιπής ή εσφαλμένη, η προθεσμία υπαναχώρησης αρχίζει μόνον εφόσον ο ελλιπής ή εσφαλμένος χαρακτήρας της πληροφορίας αυτής δεν δύναται να επηρεάσει την ικανότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, ούτε την απόφασή του να συνάψει τη σύμβαση, και να του στερήσει ενδεχομένως τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του υπό τις ίδιες κατ’ ουσίαν συνθήκες με εκείνες που θα επικρατούσαν εάν η πληροφορία αυτή είχε παρασχεθεί κατά τρόπο πλήρη και ακριβή.

10)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, ιβ', της οδηγίας 2008/48

έχει την έννοια ότι:

η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας όπως ισχύει τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης και πρέπει να αναλύει επακριβώς τον μηχανισμό προσαρμογής του επιτοκίου αυτού. Όταν το εν λόγω επιτόκιο καθορίζεται σε συνάρτηση με κυμαινόμενο επιτόκιο αναφοράς, πρέπει να αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης το επιτόκιο αναφοράς που ισχύει κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, διευκρινιζομένου ότι ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου υπερημερίας σε συνάρτηση με το επιτόκιο αναφοράς πρέπει να παρατίθεται στη σύμβαση κατά τρόπο ευχερώς κατανοητό από έναν μέσο καταναλωτή ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές γνώσεις, ούτως ώστε αυτός να μπορεί να υπολογίσει το επιτόκιο υπερημερίας βάσει των πληροφοριών που παρέχονται με την εν λόγω σύμβαση. Επιπλέον, η σύμβαση πίστωσης πρέπει να εμφαίνει τη συχνότητα της αναπροσαρμογής του ως άνω επιτοκίου αναφοράς, ακόμη και αν αυτή καθορίζεται από τις εθνικές διατάξεις.

11)

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48

έχει την έννοια ότι:

η πλήρης εκτέλεση της σύμβασης πίστωσης επιφέρει απόσβεση του δικαιώματος υπαναχώρησης. Περαιτέρω, ο πιστωτικός φορέας δεν δύναται να αντιτάξει ότι ο καταναλωτής, λόγω συμπεριφοράς του μεταξύ της σύναψης της σύμβασης και της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης ή και κατόπιν αυτής, άσκησε καταχρηστικώς το δικαίωμα αυτό όταν, λόγω ελλιπών ή εσφαλμένων πληροφοριών στη σύμβαση πίστωσης, σε αντίθεση προς το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, δεν έχει εκκινήσει η προθεσμία υπαναχώρησης λόγω του ότι αποδεικνύεται ότι ο ως άνω ελλιπής ή εσφαλμένος χαρακτήρας των πληροφοριών επηρέασε την ικανότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του δυνάμει της οδηγίας 2008/48, καθώς και την απόφασή του να συνάψει τη σύμβαση.

12)

Η οδηγία 2008/48

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται στο ενδεχόμενο ο πιστωτικός φορέας να προβάλει, σε περίπτωση που ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, ένσταση περί αποδυνάμωσης του δικαιώματος αυτού βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, εφόσον τουλάχιστον μία από τις υποχρεωτικώς αναγραφόμενες πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν περιλαμβανόταν στη σύμβαση ή περιλαμβανόταν σε αυτήν κατά τρόπο ελλιπή ή εσφαλμένο, χωρίς η πληροφορία αυτή γνωστοποιηθεί προσηκόντως μεταγενέστερα και, ως εκ τούτου, δεν εκκίνησε η προβλεπόμενη στο άρθρο 14, παράγραφος 1, προθεσμία υπαναχώρησης.

13)

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, όταν ο καταναλωτής υπαναχωρεί από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ιδ', της οδηγίας, οφείλει να επιστρέψει στον πιστωτικό φορέα το αγαθό που χρηματοδοτήθηκε με την πίστωση ή να περιαγάγει τον πιστωτικό φορέα σε υπερημερία δανειστή σε σχέση με την αποδοχή του αγαθού αυτού, χωρίς ο εν λόγω πιστωτικός φορέας να υποχρεούται, συγχρόνως, να επιστρέψει τις ήδη καταβληθείσες από τον καταναλωτή μηνιαίες δόσεις της πίστωσης.


(1)   ΕΕ C 128, της 12.4.2021.

(2)   ΕΕ C 189, της 17.5.2021.

(3)   ΕΕ C 297, της 26.7.2021.


ELI: http://data.europa.eu/eli/C/2024/1818/oj

ISSN 1977-0901 (electronic edition)