ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 1ης Οκτωβρίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 1169/2011 – Παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές – Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, και άρθρο 26, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως των τροφίμων – Παράλειψη που θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές – Άρθρο 38, παράγραφος 1 – Θέματα που εναρμονίζονται ειδικά – Άρθρο 39, παράγραφος 2 – Θέσπιση εθνικών μέτρων με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων για συγκεκριμένα είδη ή κατηγορίες τροφίμων σχετικά με τη χώρα καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως – Προϋποθέσεις – Ύπαρξη αποδεδειγμένης διασύνδεσης μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του – Έννοια “αποδεδειγμένης διασύνδεσης” και “ιδιοτήτων” – Απόδειξη ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας – Εθνικό μέτρο που προβλέπει την υποχρεωτική αναγραφή της εθνικής, ευρωπαϊκής ή μη ευρωπαϊκής καταγωγής του γάλακτος»

Στην υπόθεση C‑485/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιουλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Groupe Lactalis

κατά

Premier ministre,

Garde des Sceaux, ministre de la Justice,

Ministre de l’Agriculture et de l’Alimentation,

Ministre de l’Économie et des Finances,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J. Malenovský (εισηγητή), F. Biltgen και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Ιουνίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Groupe Lactalis, εκπροσωπούμενη από τους F. Molinié και S. Bensusan, avocats

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A.-L. Desjonquères και C. Mosser,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κανελλόπουλο και τις E.-Ε. Κρόμπα και Ε. Λευθεριώτου,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Van Hoof και την K. Herbout-Borczak,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 26, 38 και 39 του κανονισμού (ΕΕ) 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ 2011, L 304, σ. 18).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Groupe Lactalis (στο εξής: Lactalis) και, αφετέρου, του Premier ministre [Πρωθυπουργού], του Garde des Sceaux, Ministre de la Justice [Υπουργού Δικαιοσύνης], του Ministre de l’Agriculture et de l’Alimentation [Υπουργού Γεωργίας και Τροφίμων], καθώς και του Ministre de l’Économie et des Finances [Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών], αναφορικά με τη νομιμότητα του διατάγματος 2016-1137, της 19ης Αυγούστου 2016, σχετικά με την αναγραφή της καταγωγής του γάλακτος, καθώς και του γάλακτος και των κρεάτων που χρησιμοποιούνται ως συστατικά (JORF της 21ης Αυγούστου 2016, κείμενο αριθ. 18, στο εξής: επίμαχο διάταγμα).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 και 29 του κανονισμού 1169/2011 αναφέρουν τα εξής:

«(1)

Το άρθρο 169 [ΣΛΕΕ] προβλέπει ότι η [Ευρωπαϊκή] Ένωση πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με τα μέτρα που θεσπίζει σύμφωνα με το άρθρο 114 [ΣΛΕΕ].

(2)

Η ελεύθερη κυκλοφορία ασφαλών και υγιεινών τροφίμων είναι θεμελιώδης πτυχή της εσωτερικής αγοράς και συμβάλλει σημαντικά στην υγεία και την ευημερία των πολιτών, καθώς και στη διασφάλιση των κοινωνικών και οικονομικών τους συμφερόντων.

(3)

Προκειμένου να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των καταναλωτών και να εξασφαλισθεί το δικαίωμά τους για πληροφόρηση, θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι οι καταναλωτές είναι κατάλληλα ενημερωμένοι όσον αφορά τα τρόφιμα που καταναλώνουν. Οι επιλογές των καταναλωτών είναι δυνατόν να επηρεασθούν, μεταξύ άλλων, από υγειονομικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και δεοντολογικούς προβληματισμούς.

(4)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων [ΕΕ 2002, L 31, σ. 1], είναι γενική αρχή της νομοθεσίας για τα τρόφιμα να παρέχεται βάση ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να επιλέγουν ενήμεροι τα τρόφιμα που καταναλώνουν και να εμποδίζονται οποιεσδήποτε άλλες πρακτικές που ενδέχεται να παραπλανήσουν τον καταναλωτή.

[…]

(29)

Η αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης ενός τροφίμου θα πρέπει να προβλέπεται σε κάθε περίπτωση που η απουσία της είναι πιθανόν να παραπλανήσει τους καταναλωτές όσον αφορά την πραγματική χώρα καταγωγής ή τον πραγματικό τόπο προέλευσης του συγκεκριμένου προϊόντος. Σε κάθε περίπτωση, η αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης θα πρέπει να γίνεται με τρόπο ώστε να μην παραπλανάται ο καταναλωτής και βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, τα οποία θα διασφαλίζουν ίσους όρους για τη βιομηχανία και θα βελτιώνουν την κατανόηση από τους καταναλωτές των πληροφοριών που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής ή τον τόπο προέλευσης ενός τροφίμου. […]»

4

Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός αποτελεί τη βάση για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά τις πληροφορίες για τα τρόφιμα, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αντίληψης των καταναλωτών και των αναγκών τους για πληροφόρηση και με παράλληλη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.»

5

Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Γενικοί στόχοι», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα επιδιώκεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και των συμφερόντων των καταναλωτών, αυτή αποτελεί δε τη βάση για να επιλέγουν οι τελικοί καταναλωτές ενήμεροι και να κάνουν ασφαλή χρήση των τροφίμων, με ιδιαίτερη έμφαση στους υγειονομικούς, οικονομικούς, περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και δεοντολογικούς παράγοντες.

2.   Η νομοθεσία σχετικά με τις πληροφορίες για τα τρόφιμα έχει ως στόχο την επίτευξη, στην Ένωση, της ελεύθερης κυκλοφορίας των τροφίμων που παράγονται και διατίθενται στην αγορά νόμιμα, λαμβανομένης υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, της ανάγκης προστασίας των θεμιτών συμφερόντων των παραγωγών και της προώθησης της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων.»

6

Το άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Θεμιτές πρακτικές σχετικά με τις πληροφορίες», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι πληροφορίες για τα τρόφιμα δεν πρέπει να είναι παραπλανητικές, ιδίως:

α)

ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου […]

β)

με την απόδοση στο τρόφιμο αποτελεσμάτων ή ιδιοτήτων που δεν έχει·

γ)

με τον υπαινιγμό ότι το τρόφιμο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ενώ στην πραγματικότητα όλα τα παρόμοια τρόφιμα έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα τονίζοντας την παρουσία ή απουσία ορισμένων συστατικών και/ή θρεπτικών ουσιών

[…]».

7

Το κεφάλαιο IV του κανονισμού 1169/2011, με τίτλο «Υποχρεωτικές πληροφορίες για τα τρόφιμα», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 9 και 26.

8

Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Κατάλογος υποχρεωτικών ενδείξεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 35 και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, είναι υποχρεωτική η αναγραφή των ακόλουθων ενδείξεων:

[…]

θ)

η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 26·

[…]».

9

Κατά το άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Χώρα καταγωγής ή τόπος προέλευσης»:

«[…]

2.   Η χώρα καταγωγής ή ο τόπος προέλευσης αναγράφονται υποχρεωτικά:

α)

όταν η μη αναγραφή τους ενδέχεται να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική χώρα καταγωγής ή τον πραγματικό τόπο προέλευσης του τροφίμου, ιδίως αν οι πληροφορίες που συνοδεύουν το τρόφιμο ή η ετικέτα στο σύνολό της υπονοούν ότι το τρόφιμο έχει διαφορετική χώρα καταγωγής ή τόπο προέλευσης·

β)

για το κρέας των κωδικών συνδυασμένης ονοματολογίας (“ΣΟ”) που απαριθμούνται στο παράρτημα ΧΙ. […]

[…]

5.   Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης για τα ακόλουθα τρόφιμα:

[…]

β)

το γάλα·

γ)

το γάλα ως συστατικό γαλακτοκομικών προϊόντων·

[…]

7.   Οι εκθέσεις που εμφαίνονται στις παραγράφους 5 και 6 λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη ενημέρωσης του καταναλωτή, το εφικτό της παροχής της υποχρεωτικής αναγραφής της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης και την ανάλυση του κόστους και του οφέλους από την εισαγωγή των μέτρων αυτών, συμπεριλαμβανομένων του νομικού αντικτύπου στην εσωτερική αγορά και του αντικτύπου στο διεθνές εμπόριο.

Η Επιτροπή μπορεί να συνοδεύσει τις εκθέσεις αυτές με προτάσεις για τροποποίηση των οικείων διατάξεων της Ένωσης.

[…]»

10

Το κεφάλαιο VI του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Εθνικά μέτρα», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 38 και 39.

11

Το άρθρο 38 του κανονισμού 1169/2011, με τίτλο «Εθνικά μέτρα», προβλέπει τα εξής:

«1.   Όσον αφορά τα θέματα που εναρμονίζονται ειδικά από τον παρόντα κανονισμό, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν ούτε να διατηρούν εθνικά μέτρα, εκτός αν εξουσιοδοτούνται προς τούτο από το δίκαιο της Ένωσης. Τα εν λόγω εθνικά μέτρα δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών ούτε εισάγουν διακρίσεις όσον αφορά τρόφιμα από άλλα κράτη μέλη.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 39, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εθνικά μέτρα για θέματα που δεν εναρμονίζονται ειδικά από τον παρόντα κανονισμό, υπό τον όρο ότι δεν απαγορεύουν, παρακωλύουν ή περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων τα οποία συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.»

12

Το άρθρο 39 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Εθνικά μέτρα για τις πρόσθετες υποχρεωτικές ενδείξεις», προβλέπει τα εξής:

«1.   Εκτός από τις υποχρεωτικές ενδείξεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 […] τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 45, να θεσπίζουν μέτρα που να απαιτούν πρόσθετες υποχρεωτικές ενδείξεις για συγκεκριμένους τύπους ή κατηγορίες τροφίμων, για τουλάχιστον έναν από τους εξής λόγους:

α)

την προστασία της δημόσιας υγείας·

β)

την προστασία των καταναλωτών·

γ)

την πρόληψη της απάτης·

δ)

την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, των αναγραφών προέλευσης και των ελεγχόμενων ονομασιών προέλευσης και την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού.

2.   Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μέτρα σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης τροφίμων, μόνο όταν υπάρχει αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του. Όταν κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εν λόγω μέτρα, τα κράτη μέλη παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας.»

Το γαλλικό δίκαιο

13

Το επίμαχο διάταγμα τέθηκε σε ισχύ στις 17 Ιανουαρίου 2017 και επρόκειτο να εφαρμοστεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018.

14

Το άρθρο 1 του διατάγματος αυτού περιλαμβάνει το σημείο Ι, το οποίο προβλέπει τα εξής:

«Η επισήμανση των προσυσκευασμένων τροφίμων κατά την έννοια του άρθρου 2 του [κανονισμού 1169/2011] πρέπει να συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, εφόσον τα τρόφιμα αυτά περιέχουν τα εξής:

γάλα·

ως συστατικό, γάλα που χρησιμοποιείται στα γαλακτοκομικά προϊόντα που απαριθμούνται στον κατάλογο του παραρτήματος·

[…]

Η επισήμανση των προσυσκευασμένων τροφίμων πρέπει να αναγράφει την καταγωγή των συστατικών που μνημονεύονται στις περιπτώσεις 1 έως 3. Ωστόσο, αν τα συστατικά αυτά αποτελούν ποσοστό το οποίο, εκφραζόμενο ως συνολικό βάρος των συστατικών που χρησιμοποιούνται στο προσυσκευασμένο τρόφιμο, υπολείπεται ορισμένου ορίου, η επισήμανση του τροφίμου αυτού δεν υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.»

15

Το άρθρο 3 του εν λόγω διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«I. Η αναγραφή της καταγωγής του γάλακτος ή του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό των γαλακτοκομικών προϊόντων που μνημονεύονται στο άρθρο 1 περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις:

“Χώρα συλλογής: (ονομασία της χώρας στην οποία το γάλα έχει συλλεγεί)”·

“Χώρα συσκευασίας ή μεταποίησης: (ονομασία της χώρας στην οποία το γάλα έχει συσκευαστεί ή μεταποιηθεί)”.

II. Κατά παρέκκλιση από το σημείο Ι, όταν το γάλα ή το γάλα που χρησιμοποιείται ως συστατικό γαλακτοκομικών προϊόντων έχει συλλεγεί, συσκευαστεί ή μεταποιηθεί στην ίδια χώρα, η αναγραφή της καταγωγής μπορεί να λαμβάνει την εξής μορφή: “Καταγωγή: (ονομασία της χώρας)”.

III. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των σημείων I και II, όταν το γάλα ή το γάλα που χρησιμοποιείται ως συστατικό γαλακτοκομικών προϊόντων έχει συλλεγεί, συσκευαστεί ή μεταποιηθεί σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αναγραφή της καταγωγής μπορεί να λαμβάνει την εξής μορφή: “Καταγωγή: ΕΕ”.

IV. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των σημείων I και II, όταν το γάλα ή το γάλα που χρησιμοποιείται ως συστατικό γαλακτοκομικών προϊόντων έχει συλλεγεί, συσκευαστεί ή μεταποιηθεί σε ένα ή περισσότερα μη κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αναγραφή της καταγωγής μπορεί να λαμβάνει την εξής μορφή: “Καταγωγή: εκτός ΕΕ”.»

16

Το άρθρο 6 του ίδιου διατάγματος προβλέπει ότι «[τ]α προϊόντα που νομίμως παρασκευάζονται ή διατίθενται στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα δεν υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος».

17

Με το διάταγμα 2018-1239, της 24ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με την αναγραφή της καταγωγής του γάλακτος, καθώς και του γάλακτος και των κρεάτων που χρησιμοποιούνται ως συστατικά (JORF της 2ας Δεκεμβρίου 2018, κείμενο αριθ. 70), η εφαρμογή του επίμαχου διατάγματος παρατάθηκε.

Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

18

Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2016, η Lactalis άσκησε ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) αίτηση ακυρώσεως του επίμαχου διατάγματος. Προς στήριξη της αιτήσεώς της ακυρώσεως, η Lactalis προέβαλε, μεταξύ άλλων, δύο λόγους, οι οποίοι αφορούν παράβαση των άρθρων 26, 38 και 39 του κανονισμού 1169/2011.

19

Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι τα ζητήματα που τίθενται με την εξέταση των δύο αυτών λόγων είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του και ότι παρουσιάζουν σοβαρές ερμηνευτικές δυσχέρειες.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 26 του κανονισμού [1169/2011], το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι η Επιτροπή υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης όσον αφορά το γάλα καθώς και το γάλα που χρησιμοποιείται ως συστατικό, να θεωρείται ότι έχει ρητώς εναρμονίσει το θέμα αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 38, [παράγραφος] 1, του εν λόγω κανονισμού, και εμποδίζει το άρθρο 26 τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα τα οποία επιβάλλουν πρόσθετες υποχρεωτικές ενδείξεις βάσει του άρθρου 39 του ίδιου κανονισμού;

2)

Σε περίπτωση που τα εθνικά μέτρα δικαιολογούνται από την προστασία των καταναλωτών βάσει του άρθρου 39, [παράγραφος] 1, του κανονισμού [1169/2011], πρέπει τα δύο κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, όσον αφορά, αφενός, την αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς του και, αφετέρου, την απόδειξη ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας, να ερμηνεύονται συνδυαστικά και, ειδικότερα, μπορεί η εκτίμηση της αποδεδειγμένης σχέσεως να στηρίζεται μόνο σε υποκειμενικά στοιχεία τα οποία αφορούν την αξία που προσδίδουν οι καταναλωτές στην πλειονότητά τους στη σχέση μεταξύ των ιδιοτήτων ενός τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του;

3)

Στο μέτρο που οι ιδιότητες του τροφίμου φαίνεται ότι μπορούν να περιλαμβάνουν όλα τα στοιχεία που συμβάλλουν στην ποιότητα του τροφίμου, μπορούν τα ζητήματα που σχετίζονται με την ανθεκτικότητα του τροφίμου στις μεταφορές και με τους κινδύνους αλλοιώσεώς του κατά τη διάρκεια της διαδρομής να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 39, [παράγραφος] 2, του κανονισμού [1169/2011], της υπάρξεως αποδεδειγμένης σχέσεως μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς του;

4)

Προϋποθέτει η εκτίμηση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 39 [του κανονισμού 1169/2011] ότι οι ιδιότητες ενός τροφίμου θεωρούνται ως μοναδικές λόγω της καταγωγής ή της προέλευσής του ή ως εγγυημένες λόγω της καταγωγής ή της προέλευσης αυτής και, στην τελευταία αυτή περίπτωση, παρά την εναρμόνιση των υγειονομικών και περιβαλλοντικών προτύπων που εφαρμόζονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί η μνεία της καταγωγής ή της προέλευσης να είναι πιο συγκεκριμένη από τη μνεία υπό τη μορφή “ΕΕ” ή “εκτός ΕΕ”;»

21

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Φεβρουαρίου 2019, η διαδικασία ανεστάλη μέχρι την έκδοση της αποφάσεως στην υπόθεση C‑363/18, σχετικά με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε στις 4 Ιουνίου 2018 από το αιτούν δικαστήριο και η οποία αφορούσε επίσης την ερμηνεία του κανονισμού 1169/2011. Μετά την έκδοση της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2019, Organisation juive européenne και Vignoble Psagot (C‑363/18, EU:C:2019:954), η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση επαναλήφθηκε με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 2019.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

22

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 26 του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι η υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό πρέπει να θεωρείται «θέμα που εναρμονίζεται ειδικά» από τον κανονισμό αυτόν, κατά την έννοια του άρθρου του 38, παράγραφος 1, και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων, βάσει του άρθρου 39 του εν λόγω κανονισμού.

23

Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι το άρθρο 38 του κανονισμού 1169/2011, με τίτλο «Εθνικά μέτρα», διακρίνει σαφώς μεταξύ των «θεμάτων που εναρμονίζονται ειδικά» και εκείνων που δεν εναρμονίζονται ειδικά. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία θεμάτων, η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν ούτε να θεσπίζουν ούτε να διατηρούν εθνικά μέτρα, εκτός εάν τούτο επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης. Αντιθέτως, όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία θεμάτων, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 39 του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εθνικά μέτρα υπό τον όρο ότι δεν απαγορεύουν, παρακωλύουν ή περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

24

Εξάλλου, το άρθρο 39 του κανονισμού 1169/2011, με τίτλο «Εθνικά μέτρα για τις πρόσθετες υποχρεωτικές ενδείξεις», προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μέτρα που να απαιτούν πρόσθετες υποχρεωτικές ενδείξεις για συγκεκριμένους τύπους ή κατηγορίες τροφίμων, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται από έναν ή περισσότερους λόγους που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας, την προστασία των καταναλωτών, την πρόληψη της απάτης, την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, τις αναγραφές προελεύσεως ή τις ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως, καθώς και την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού. Επιπλέον, το άρθρο αυτό διευκρινίζει, στην παράγραφο 2, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μέτρα σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης τροφίμων, μόνον όταν υπάρχει αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς τους, προσθέτοντας ότι, όταν κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εν λόγω μέτρα, τα κράτη μέλη παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας.

25

Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 26 του κανονισμού 1169/2011, με τίτλο «Χώρα καταγωγής ή τόπος προέλευσης», καθόσον καθιστά υποχρεωτική την ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό, αφορά «θέμα που εναρμονίζεται ειδικά» από τον εν λόγω κανονισμό, διαπιστώνεται ότι καμία διάταξη του εν λόγω κανονισμού δεν απαριθμεί τα θέματα αυτά. Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω φράσεως, ο προσδιορισμός των εν λόγω θεμάτων πρέπει να γίνεται με αυστηρή τήρηση του γράμματος του κανονισμού 1169/2011.

26

Συναφώς, στο άρθρο 9 του κανονισμού 1169/2011 παρατίθεται, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, κατάλογος των ενδείξεων που πρέπει υποχρεωτικώς να αναγράφονται στα τρόφιμα. Κατά την παράγραφο 1, στοιχείο θʹ, του άρθρου αυτού, η αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως ενός τροφίμου είναι υποχρεωτική εφόσον τούτο προβλέπεται στο άρθρο 26 του ανωτέρω κανονισμού.

27

Το δε άρθρο 26 προβλέπει, στην παράγραφο 2, στοιχεία αʹ και βʹ, ότι η ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως είναι υποχρεωτική, αφενός, στις περιπτώσεις στις οποίες η μη αναγραφή της θα μπορούσε να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς τη χώρα καταγωγής ή τον πραγματικό τόπο προελεύσεως ενός τροφίμου και, αφετέρου, για το κρέας που υπάγεται σε ορισμένους κωδικούς Συνδυασμένης Ονοματολογίας, των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα XI του κανονισμού αυτού.

28

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο κανονισμός 1169/2011 εναρμονίζει ειδικώς, κατά την έννοια του άρθρου 38, παράγραφος 1, το θέμα της υποχρεωτικής ενδείξεως της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως των τροφίμων στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές ενώ, αντιθέτως, δεν προβαίνει σε τέτοια εναρμόνιση όσον αφορά άλλες περιπτώσεις ή καταστάσεις.

29

Εξάλλου, από το άρθρο 26, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 προκύπτει ότι, με μόνη εξαίρεση το κρέας που υπάγεται σε ορισμένους κωδικούς Συνδυασμένης Ονοματολογίας, όλα τα τρόφιμα υπόκεινται στην ειδική αυτή εναρμόνιση, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό.

30

Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η εν λόγω ειδική εναρμόνιση δεν επιτρέπει τη θέσπιση τυχόν πρόσθετων εθνικών μέτρων, από τη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν τέτοια μέτρα υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 39 του κανονισμού 1169/2011.

31

Συναφώς, από το άρθρο 39, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011 προκύπτει, αφενός, ότι οι ενδείξεις που μπορούν να απαιτούν τα κράτη μέλη πρέπει να είναι «πρόσθετες» σε σχέση με τις ενδείξεις που προβλέπει ο ίδιος ο κανονισμός 1169/2011, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, η ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως των τροφίμων, στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές. Επομένως, τέτοιου είδους ενδείξεις πρέπει όχι μόνο να συνάδουν προς τον σκοπό που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης μέσω της ειδικής εναρμονίσεως της υποχρεωτικής ενδείξεως της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως, αλλά και να συγκροτούν ένα συνεκτικό σύνολο με τη συγκεκριμένη ένδειξη.

32

Αφετέρου, αυτές οι πρόσθετες υποχρεωτικές ενδείξεις μπορούν να αφορούν μόνο «συγκεκριμένους τύπους ή κατηγορίες τροφίμων» και όχι όλα τα τρόφιμα αδιακρίτως. Κατά συνέπεια, μπορούν να αφορούν, μεταξύ άλλων, τη χώρα καταγωγής ή τον τόπο προελεύσεως ενός συγκεκριμένου τύπου ή κατηγορίας τροφίμων, όπως το γάλα και το γάλα που χρησιμοποιείται ως συστατικό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αφορούν περιπτώσεις ή καταστάσεις στις οποίες η παράλειψη της ενδείξεως της εν λόγω χώρας καταγωγής ή αυτού του τόπου προελεύσεως θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές.

33

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 26 του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι η υποχρεωτική ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό πρέπει να θεωρείται «θέμα που εναρμονίζεται ειδικά» από τον κανονισμό αυτόν, κατά την έννοια του άρθρου 38, παράγραφος 1 αυτού, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράλειψη της εν λόγω ενδείξεως θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές, και ότι δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων, βάσει του άρθρου 39 του ως άνω κανονισμού, υπό την προϋπόθεση αφενός, αυτές να συνάδουν προς τον σκοπό τον οποίον επιδιώκει ο νομοθέτης Ένωσης μέσω της ειδικής εναρμονίσεως της υποχρεωτικής ενδείξεως της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως, και αφετέρου, να συγκροτούν ένα συνεκτικό σύνολο με τη συγκεκριμένη ένδειξη.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

34

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 39 του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση εθνικών μέτρων που δικαιολογούνται, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, από λόγους που αφορούν την προστασία των καταναλωτών, οι δύο απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, ήτοι, αφενός, η ύπαρξη «αποδεδειγμένης διασύνδεσης μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του», και, αφετέρου, η «απόδειξη ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας», πρέπει να ερμηνεύονται συνδυαστικώς και αν, επομένως, η ύπαρξη αυτής της αποδεδειγμένης διασυνδέσεως να δύναται να εκτιμηθεί αποκλειστικώς βάσει υποκειμενικών στοιχείων τα οποία αφορούν την αξία που δύνανται να προσδώσουν οι καταναλωτές στην πλειονότητά τους στη σχέση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων ενός τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του.

35

Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 χαρακτηρίζεται από ιδιαιτέρως σαφή δομή και διατύπωση. Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίοδο, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μέτρα σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης τροφίμων, μόνον όταν υπάρχει αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του, και στη δεύτερη περίοδο προσθέτει ότι, όταν τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εν λόγω μέτρα, παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας.

36

Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διαχωρίσει σαφώς τις δύο απαιτήσεις από τις οποίες εξάρτησε τη θέσπιση πρόσθετων εθνικών μέτρων, συναρτώντας καθεμία από αυτές προς την επίτευξη διαφορετικού σκοπού και αποδίδοντάς τους διαφορετικό ρόλο στην εφαρμογή του άρθρου 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011.

37

Συγκεκριμένα, η απαίτηση περί «αποδεδειγμένης διασύνδεσης» μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων των επίμαχων τροφίμων και της καταγωγής ή της προελεύσεώς τους αποσκοπεί στην απόδειξη της υπάρξεως τέτοιας διασυνδέσεως σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά.

38

Η δε απαίτηση σχετικά με την αντίληψη της πλειονότητας των καταναλωτών επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή της επίμαχης πληροφορίας. Η δεύτερη αυτή απαίτηση ισχύει επομένως σε μεταγενέστερο στάδιο και κατά τρόπο παρεπόμενο και συμπληρωματικό σε σχέση με την πρώτη.

39

Κατά συνέπεια, το κατά πόσον ικανοποιούνται αυτές οι δύο απαιτήσεις πρέπει να εξετάζεται διαδοχικώς, δηλαδή να εξακριβώνεται, σε πρώτο στάδιο και σε κάθε περίπτωση, αν υφίσταται αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων των οικείων τροφίμων και της καταγωγής ή της προελεύσεώς τους, και εν συνεχεία σε δεύτερο στάδιο, και μόνο στην περίπτωση που έχει αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας διασυνδέσεως, αν αποδεικνύεται ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή της πληροφορίας αυτής.

40

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται τόσο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011, όσο και από τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός.

41

Όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1169/2011 προκύπτει ότι οι σχετικές με τα τρόφιμα πληροφορίες δεν πρέπει να υπαινίσσονται ότι τα τρόφιμα αυτά έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ενώ, στην πραγματικότητα, άλλα παρόμοια τρόφιμα έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά.

42

Εντούτοις, εθνικό μέτρο που καθιστά υποχρεωτική την ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως ενός τροφίμου στηριζόμενο μόνο στην υποκειμενική σύνδεση την οποία οι καταναλωτές μπορούν στην πλειονότητά τους να κάνουν μεταξύ της εν λόγω καταγωγής ή προελεύσεως και ορισμένων ιδιοτήτων του οικείου τροφίμου θα μπορούσε να υπαινίσσεται ότι το τρόφιμο αυτό έχει ιδιαίτερες ιδιότητες συνδεόμενες με την καταγωγή ή την προέλευσή του, καίτοι δεν τεκμηριώνεται αντικειμενικώς η ύπαρξη αποδεδειγμένης διασυνδέσεως μεταξύ των μεν και των δε.

43

Μεταξύ των σκοπών του κανονισμού 1169/2011, περιλαμβάνεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, και από το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτού, και ερμηνευομένων υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 1, 3 και 4, αυτού, και ο σκοπός της διασφαλίσεως υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά τις πληροφορίες για τα τρόφιμα, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών στην αντίληψη των καταναλωτών (πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Organisation juive européenne και Vignoble Psagot, C‑363/18, EU:C:2019:954, σκέψεις 52 και 53).

44

Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η επίτευξη του σκοπού αυτού επιτάσσει να έχει ο καταναλωτής στη διάθεσή του ορθές, ουδέτερες και αντικειμενικές πληροφορίες (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Breitsamer und Ulrich, C‑113/15, EU:C:2016:718, σκέψη 69).

45

Τούτο όμως δεν θα συνέβαινε αν η υποχρεωτική ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως των τροφίμων μπορούσε να απαιτηθεί με βάση μόνον την υποκειμενική σύνδεση την οποία κάνουν οι καταναλωτές μεταξύ της καταγωγής ή της προελεύσεως των τροφίμων αυτών και ορισμένων από τις ιδιότητές τους, καίτοι δεν τεκμηριώνεται αντικειμενικώς η ύπαρξη αποδεδειγμένης διασυνδέσεως μεταξύ των μεν και των δε.

46

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 39 του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση εθνικών μέτρων που δικαιολογούνται, βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, από λόγους που αφορούν την προστασία των καταναλωτών, οι δύο απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, ήτοι, αφενός, η ύπαρξη «αποδεδειγμένης διασύνδεσης μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του», και, αφετέρου, η «απόδειξη ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας», δεν πρέπει να ερμηνεύονται συνδυαστικώς και, επομένως, η ύπαρξη αυτής της αποδεδειγμένης διασυνδέσεως δεν δύναται να εκτιμηθεί αποκλειστικώς βάσει υποκειμενικών στοιχείων τα οποία αφορούν την αξία που δύνανται να προσδώσουν οι καταναλωτές στην πλειονότητά τους στη σχέση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων ενός τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του.

Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

47

Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι ο όρος «ιδιότητες του τροφίμου» περιλαμβάνει την ανθεκτικότητα ενός τροφίμου στη μεταφορά και στους κινδύνους αλλοιώσεως κατά τη διαδρομή, με αποτέλεσμα το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα να δύναται να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης «αποδεδειγμένης διασύνδεσης μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς του», για την οποία γίνεται λόγος στην εν λόγω διάταξη.

48

Συναφώς, από το γράμμα καθεαυτό του άρθρου 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 προκύπτει ότι η έννοια των «ιδιοτήτων», των οποίων προηγείται ο επιθετικός προσδιορισμός «ορισμένων», δεν καλύπτει όλα τα χαρακτηριστικά των τροφίμων, όπως αυτά μνημονεύονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού αυτού.

49

Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς τα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία αντανακλούν τις διάφορες ιδιότητες των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από την παρασκευή ή την επεξεργασία τους, οι «ιδιότητες» στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 είναι αποκλειστικώς και μόνον εκείνες που διατηρούν «αποδεδειγμένη διασύνδεση» με την καταγωγή ή την προέλευση των τροφίμων που τις διαθέτουν.

50

Επομένως, η έννοια των «ιδιοτήτων» στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή παραπέμπει αποκλειστικώς στις ιδιότητες που διακρίνουν τα τρόφιμα που τις διαθέτουν από παρόμοια τρόφιμα τα οποία, δεδομένου ότι έχουν διαφορετική καταγωγή ή προέλευση, δεν διαθέτουν τις εν λόγω ιδιότητες.

51

Ωστόσο, η ανθεκτικότητα ενός τροφίμου, όπως το γάλα ή το γάλα που χρησιμοποιείται ως συστατικό, στη μεταφορά και στους κινδύνους αλλοιώσεως κατά τη διαδρομή, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ιδιότητα», κατά την έννοια του άρθρου 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011, στο μέτρο που το γνώρισμα αυτό δεν συνδέεται, αποδεδειγμένα, με συγκεκριμένη καταγωγή ή προέλευση, και επομένως μπορεί να χαρακτηρίζει παρόμοια τρόφιμα τα οποία δεν έχουν την εν λόγω καταγωγή ή προέλευση, με αποτέλεσμα να δύναται να είναι το γνώρισμα αυτό εγγυημένο ανεξαρτήτως της εν λόγω καταγωγής η προελεύσεως.

52

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι ο όρος «ιδιότητες του τροφίμου» δεν περιλαμβάνει την ανθεκτικότητα ενός τροφίμου στη μεταφορά και στους κινδύνους αλλοιώσεως κατά τη διαδρομή, με αποτέλεσμα το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης «αποδεδειγμένης διασυνδέσεως μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς του», για την οποία γίνεται λόγος στην εν λόγω διάταξη.

Επί των δικαστικών εξόδων

53

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής, έχει την έννοια ότι η υποχρεωτική ένδειξη της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό πρέπει να θεωρείται «θέμα που εναρμονίζεται ειδικά» από τον κανονισμό αυτόν, κατά την έννοια του άρθρου 38, παράγραφος 1 αυτού, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράλειψη της εν λόγω ενδείξεως θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές, και ότι δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων, βάσει του άρθρου 39 του ως άνω κανονισμού, υπό την προϋπόθεση αφενός, αυτές να συνάδουν προς τον σκοπό τον οποίον επιδιώκει ο νομοθέτης Ένωσης μέσω της ειδικής εναρμονίσεως της υποχρεωτικής ενδείξεως της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως, και αφετέρου, να συγκροτούν ένα συνεκτικό σύνολο με τη συγκεκριμένη ένδειξη.

 

2)

Το άρθρο 39 του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση εθνικών μέτρων που δικαιολογούνται, βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, από λόγους που αφορούν την προστασία των καταναλωτών, οι δύο απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, ήτοι, αφενός, η ύπαρξη «αποδεδειγμένης διασύνδεσης μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του», και, αφετέρου, η «απόδειξη ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας», δεν πρέπει να ερμηνεύονται συνδυαστικώς και, επομένως, η ύπαρξη αυτής της αποδεδειγμένης διασυνδέσεως δεν δύναται να εκτιμηθεί αποκλειστικώς βάσει υποκειμενικών στοιχείων τα οποία αφορούν την αξία που δύνανται να προσδώσουν οι καταναλωτές στην πλειονότητά τους στη σχέση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων ενός τροφίμου και της καταγωγής ή της προέλευσής του.

 

3)

Το άρθρο 39 παράγραφος 2, του κανονισμού 1169/2011 έχει την έννοια ότι ο όρος «ιδιότητες του τροφίμου» δεν περιλαμβάνει την ανθεκτικότητα ενός τροφίμου στη μεταφορά και στους κινδύνους αλλοιώσεως κατά τη διαδρομή, με αποτέλεσμα το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης «αποδεδειγμένης διασυνδέσεως μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς του», για την οποία γίνεται λόγος στην εν λόγω διάταξη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.