24.5.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 128/7


Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 10ης Απριλίου 2008 [αίτηση του House of Lords (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Marks & Spencer plc κατά Her Majesty's Commissioners of Customs & Excise

(Υπόθεση C-309/06) (1)

(Φορολογικές διατάξεις - Έκτη οδηγία ΦΠΑ - Απαλλαγή με επιστροφή του καταβληθέντος επί των εισροών φόρου - Εσφαλμένη φορολογία με κανονικό συντελεστή - Φόρος με μηδενικό συντελεστή - Δικαίωμα επιστροφής - Άμεσο αποτέλεσμα - Γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου - Αδικαιολόγητος πλουτισμός)

(2008/C 128/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Αιτούν δικαστήριο

House of Lords

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Marks & Spencer plc

κατά

Her Majesty's Commissioners of Customs & Excise

Αντικείμενο της υποθέσεως

Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως — House of Lords — Ερμηνεία του άρθρου 28, παράγραφος 2, στοιχείο α', της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ: Έκτη οδηγία του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145, σ. 1) — Ύπαρξη κοινοτικού δικαιώματος που μπορεί να το επικαλεστεί ο προμηθευτής προϊόντων («teacakes») για τα οποία η εθνική νομοθεσία διατηρεί σε ισχύ την απαλλαγή με παράλληλη επιστροφή του καταβληθέντος φόρου — Αδικαιολογήτως καταβληθείς ΦΠΑ λόγω εσφαλμένης ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας εκ μέρους των αρμοδίων αρχών — Εφαρμογή των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένης και της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας — Δυνατότητα για τον ιδιώτη να επικαλείται τις εν λόγω αρχές προς αναζήτηση των εσφαλμένως εισπραχθέντων ποσών

Διατακτικό της αποφάσεως

1)

Οσάκις, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, τόσον πριν όσον και μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στη διάταξη αυτή η οδηγία 92/77/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, ένα κράτος μέλος έχει διατηρήσει σε ισχύ, στην εθνική του νομοθεσία απαλλαγή με παράλληλη επιστροφή των φόρων που καταβλήθηκαν επί των εισροών ως προς συγκεκριμένες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, ο επιχειρηματίας ο οποίος προβαίνει στις εν λόγω παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών δεν έχει απευθείας δικαίωμα εκ του κοινοτικού δικαίου να φορολογηθεί με μηδενικό συντελεστή.

2)

Οσάκις, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 2, της έκτης οδηγίας 77/388, τόσο πριν όσο και μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στη διάταξη αυτή η οδηγία 92/77, ένα κράτος μέλος έχει διατηρήσει σε ισχύ στην εθνική του νομοθεσία απαλλαγή με παράλληλη επιστροφή των καταβληθέντων επί των εισροών φόρων όσον αφορά συγκεκριμένες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, αλλά έχει ερμηνεύσει εσφαλμένως την εθνική του νομοθεσία, με συνέπεια ότι ορισμένες παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών, που τυγχάνουν απαλλαγής με παράλληλη επιστροφή των καταβληθέντων επί των εισροών φόρων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, υποβλήθηκαν σε φόρο με τον κανονικό συντελεστή, οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένης της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, εφαρμόζονται έτσι ώστε να παρέχουν στον επιχειρηματία ο οποίος προέβη στις εν λόγω παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών δικαίωμα αναζητήσεως του φόρου που του επιβλήθηκε εσφαλμένως ως προς τις παραδόσεις ή παροχές αυτές.

3)

Αν και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της φορολογικής ουδετερότητας εφαρμόζονται κατ' αρχήν σε υπόθεση όπως αυτή για την οποία πρόκειται στην κύρια δίκη, η παραβίασή τους δεν στοιχειοθετείται για τον λόγο και μόνον ότι η άρνηση επιστροφής θεμελιώθηκε στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του ενδιαφερομένου φορολογουμένου. Αντιθέτως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει να αντιτάσσεται η απαγόρευση αδικαιολόγητου πλουτισμού μόνο σε φορολογουμένους όπως οι «payment traders» (φορολογούμενοι για τους οποίους, σε δεδομένη λογιστική χρήση, ο φόρος επί των εκροών είναι μεγαλύτερος από τον φόρο επί των εισροών) και όχι σε φορολογουμένους όπως οι «repayment traders» (φορολογούμενοι των οποίων η κατάσταση είναι αντίθετη αυτής των προηγουμένων), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω φορολογούμενοι διέθεσαν στην αγορά παρόμοια εμπορεύματα. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να επαληθεύσει αν αυτό συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Επιπλέον, η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας η παραβίαση μπορεί να χαρακτηρίζεται, στον φορολογικό τομέα, από διακρίσεις που θίγουν επιχειρηματίες οι οποίοι δεν είναι κατ' ανάγκην ανταγωνιστές, αλλά βρίσκονται πάντως σε παρόμοια κατάσταση από άλλες απόψεις, απαγορεύει διάκριση μεταξύ των «payment traders» και των «repayment traders», η οποία δεν δικαιολογείται αντικειμενικώς.

4)

H απάντηση στο τρίτο ερώτημα δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη αποδείξεως περί του ότι δεν υπέστη οικονομική ζημία ή οικονομικό μειονέκτημα ο επιχειρηματίας στον οποίο δεν επιστράφηκε ο αχρεωστήτως καταβληθείς ΦΠΑ.

5)

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να συναγάγει τα ενδεχόμενα συμπεράσματα όσον αφορά το παρελθόν από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που αναφέρεται στο σημείο 3 του διατακτικού της παρούσας αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις περί των διαχρονικών αποτελεσμάτων του εθνικού δικαίου που έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και της αρχής δυνάμει της οποίας αυτό οφείλει να προσέχει ώστε τα μέτρα αποκαταστάσεως που χορηγεί να μην αντιβαίνουν προς το κοινοτικό δίκαιο.


(1)  ΕΕ C 261 της 28.10.2006.