52008PC0661

Πρόταση οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης και την προθεσμία εκταμίευσης /* COM/2008/0661 τελικό - COD 2008/0199 */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 15.10.2008

COM(2008) 661 τελικό

2008/0199 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης και την προθεσμία εκταμίευσης

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Πλαισιο τησ προτασησ

Σε περιόδους ασταθών αγορών, μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες για τους καταθέτες είναι η ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων εάν η τράπεζά τους καταστεί αφερέγγυα.

Οι κοινοτικοί κανόνες έχουν εξασφαλίσει από το 1994 ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν δημιουργήσει ένα δίχτυ ασφάλειας για τους καταθέτες σε περίπτωση αφερεγγυότητας των τραπεζών. Στην επανεξέταση αυτών των υφισταμένων κανόνων που δημοσίευσε η Επιτροπή το 2006[1] επισημαίνονταν ορισμένοι τομείς στους οποίους θα μπορούσαν να γίνουν βελτιώσεις. Η έκθεση αυτή κατέληγε ωστόσο στο συμπέρασμα ότι πολλές από τις βελτιώσεις θα μπορούσαν να επιτευχθούν σε εκείνο το στάδιο χωρίς τροποποίηση της νομοθεσίας.

Τα γεγονότα του 2007 και του 2008, και ιδίως η σημερινή αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τόνισαν ακόμη περισσότερο αυτές τις ελλείψεις και τις συνέπειες που έχουν στο θέμα της εμπιστοσύνης των καταθετών.

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι έχει επίσης αυξηθεί η επίγνωση ότι πολλοί αποταμιευτές θα μπορούσαν να παγιδευθούν και να μην τους επιστραφούν οι καταθέσεις τους σε περίπτωση αφερεγγυότητας των τραπεζών επειδή το ποσό των αποταμιεύσεών τους υπερβαίνει τα επίπεδα κάλυψης στη χώρα τους. Το ελάχιστο επίπεδο κάλυψης των 20.000 ευρώ δεν έχει αναπροσαρμοστεί από το 1994 και δεν είναι πλέον επαρκές σε διάφορες χώρες, με δεδομένη την κατανομή των αποταμιεύσεων. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που δημιουργούνται από τις διαφορές μεταξύ των εθνικών μέτρων έχουν ουσιαστικό και ανατρεπτικό αντίκτυπο για την ανάληψη των καταθέσεων.

Επιπλέον, η τρέχουσα τρίμηνη καθυστέρηση της εκταμίευσης δεν ικανοποιεί τις ανάγκες και τις προσδοκίες των καταθετών.

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησε, στις 7 Οκτωβρίου 2008, ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ορθής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει πρωταρχική σημασία. Το Συμβούλιο δεσμεύθηκε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των καταθέσεων των μεμονωμένων αποταμιευτών και εξέφρασε την ικανοποίησή του για την πρόθεση της Επιτροπής να φέρει επειγόντως προς συζήτηση μια κατάλληλη πρόταση για την προώθηση της σύγκλισης των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων. Επομένως, η οδηγία πρέπει να αναθεωρηθεί σε τρεις βασικούς τομείς:

- Αύξηση του ελάχιστου επιπέδου κάλυψης

- Μείωση της προθεσμίας εκταμίευσης σε 3 ημέρες κατ’ ανώτατο όριο

- Τερματισμός της συνασφάλισης

2. Εκτίμηση του αντικτύπου και δημόσιες διαβουλεύσεις

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος, δεν κατέστη δυνατό να γίνει ούτε η εκτίμηση του αντίκτυπου αλλά ούτε και οι δημόσιες διαβουλεύσεις για την τρέχουσα πρόταση.

Ωστόσο, η Επιτροπή άντλησε σημαντικά διδάγματα στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης της οδηγίας 1994/19/EK. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής του 2006, ζήτησε ειδικότερα από το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής να υποβάλει εκθέσεις σχετικά με το επίπεδο κάλυψης (2005), τη δυνατότητα εναρμόνισης των μηχανισμών χρηματοδότησης (2006/7) και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (2008). Αυτές οι εργασίες υποστηρίχθηκαν από το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Ασφαλιστών των Καταθέσεων (EFDI), ιδίως όσον αφορά τα εμπόδια για την ταχεία εκταμίευση στους καταθέτες. Οι εργασίες αυτές έχουν ληφθεί υπόψη για την τρέχουσα πρόταση.

Οι εκθέσεις είναι διαθέσιμες στην ακόλουθη διεύθυνση:http://ec.europa.eu/internal_market/bank/guarantee/index_en.htm

3. Δημοσιονομικές επιπτώσεις

Η πρόταση δεν έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της Κοινότητας.

4. Νομικές πτυχές της πρότασης

Το καταλληλότερο μέσο είναι μια οδηγία που θα τροποποιεί την τρέχουσα οδηγία. Η πρόταση στηρίζεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2 της Συνθήκης, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση για την έγκριση κοινοτικών μέτρων με στόχο την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας που διατυπώνονται στο άρθρο 5 της συνθήκης ΕΚ, οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο. Οι διατάξεις δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

Μόνο η κοινοτική νομοθεσία είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων, πράγμα που διασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού, αποφεύγει το αδικαιολόγητο κόστος συμμόρφωσης για διασυνοριακές δραστηριότητες και προάγει ως εκ τούτου την περαιτέρω ενοποίηση της ενιαίας αγοράς. Η κοινοτική δράση διασφαλίζει επίσης υψηλό επίπεδο οικονομικής σταθερότητας εντός της ΕΕ.

5. Διεξοδική ανάλυση

5.1. Μείωση του χρόνου εκταμίευσης

Η εκταμίευση εντός τριμήνου που ισχύει σήμερα η οποία μπορεί επιπλέον να επεκταθεί σε εννέα μήνες, είναι επιζήμια για την εμπιστοσύνη των καταθετών και δεν ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Μπορεί να αναμένεται ότι πολλοί καταθέτες θα αντιμετωπίσουν σημαντικές οικονομικές δυσκολίες ήδη σε χρονικό διάστημα μικρότερο της εβδομάδας. Επομένως, ο χρόνος εκταμίευσης πρέπει να μειωθεί σε ένα τριήμερο, χωρίς δυνατότητα παράτασης.

Ωστόσο, η προθεσμία πρέπει να αρχίζει να τρέχει μόνο όταν, είτε οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα εμφανίζεται ότι είναι ανίκανο να επιστρέψει την κατάθεση, είτε εάν υπάρχει απόφαση δικαστικής αρχής ότι αναστέλλονται οι απαιτήσεις των καταθετών. Η απόφαση των αρμόδιων αρχών μπορεί να εκδοθεί μετά από διάστημα έως 21 ημερών από τη στιγμή κατά την οποία θα αποδειχθεί ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν επιστρέφει τις καταθέσεις. Για να εξασφαλιστεί η ταχεία εκταμίευση, αυτή η περίοδος των 21 ημερών πρέπει να μειωθεί σε 3 ημέρες.

Σήμερα, μόνο οι διατραπεζικές καταθέσεις και οι καταθέσεις που συνδέονται με δραστηριότητες νομιμοποίησης χρημάτων από παράνομες δραστηριότητες εξαιρούνται από την επιστροφή των καταθέσεων στο πλαίσιο του άρθρου 2.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 σε συνδυασμό με το παράρτημα 1, τα κράτη μέλη μπορούν, εάν επιθυμούν, να εφαρμόσουν 14 περαιτέρω πρόσθετες εξαιρέσεις από την επιστροφή των καταθέσεων. Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τις καταθέσεις από το χρηματοπιστωτικό και το δημόσιο τομέα, τους στενούς συγγενείς του ελεγκτή της τράπεζας και τις καταθέσεις εταιρειών οι οποίες «λόγω του μεγέθους τους δεν επιτρέπεται να συντάσσουν συνοπτικό ισολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ». Είναι προφανές ότι οι περισσότερες από τις εν λόγω εξαιρέσεις προκαλούν σημαντικά εμπόδια σε οποιαδήποτε προσπάθεια για ταχεία επιστροφή των καταθέσεων. Έχει επομένως επιτακτική σημασία να μην ισχύουν πλέον τέτοιοι αποκλεισμοί. Για τους σκοπούς της ταχείας εκταμίευσης, τα συστήματα εγγύησης πρέπει να καλύπτουν μόνο τις λιανικές καταθέσεις. Ωστόσο, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν την επιλογή να συμπεριλάβουν άλλους καταθέτες υπό τον όρο ότι αυτή η ένταξή τους στο πεδίο κάλυψης των εγγυήσεων δεν θα εμποδίζει την ταχεία εκταμίευση.

5.2. Συνασφάλιση

Η τρέχουσα οδηγία επιτρέπει την προαιρετική συνασφάλιση μέχρι το όριο του 10%, δηλ. ένα ορισμένο ποσοστό ζημιών βαρύνει τον καταθέτη. Αυτό έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγικό για την εμπιστοσύνη των καταθετών και μπορεί να οξύνει τα προβλήματα. Το επιχείρημα του ηθικού κινδύνου (οι καταθέτες πρέπει «να τιμωρηθούν» εάν καταθέτουν τα κεφάλαιά τους σε μια τράπεζα που προσφέρει υψηλά επιτόκια αλλά εκτίθενται σε υψηλούς κινδύνους) δεν ευσταθεί δεδομένου ότι οι λιανικοί καταθέτες δεν μπορούν, γενικά, να κρίνουν την οικονομική υγεία της τράπεζάς τους. Συνεπώς, η επιλογή αυτή πρέπει να εξαλειφθεί.

5.3. Επίπεδο κάλυψης

Το τρέχον κατώτατο επίπεδο κάλυψης έχει οριστεί σε 20.000 ευρώ με δυνατότητα επιλογής για τα κράτη μέλη να ορίζουν υψηλότερη κάλυψη. Ωστόσο, αυτό δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές μέσες καταθέσεις που ανέρχονται σε 30.000 ευρώ περίπου ανά πολίτη της ΕΕ. Προκειμένου να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών, το επίπεδο κάλυψης πρέπει να βελτιωθεί σημαντικά.

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησε στις 7 Οκτωβρίου 2008 ότι όλα τα κράτη μέλη, για αρχική περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, θα παρέχουν προστασία στους ιδιώτες καταθέτες εγγυώμενα τις καταθέσεις τους για ποσό ύψους τουλάχιστον 50 000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κράτη μέλη είναι αποφασισμένα να αυξήσουν το ελάχιστο όριό τους σε τουλάχιστον 100 000 ευρώ. Επομένως, το κατώτατο επίπεδο κάλυψης πρέπει να αυξηθεί σε πρώτη φάση σε τουλάχιστον 50 000 ευρώ και, μετά από ένα έτος, σε τουλάχιστον 100 000 ευρώ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, περίπου 65% των επιλέξιμων καταθέσεων καλύπτονται από το τρέχον καθεστώς. Τα νέα ποσά καλύπτουν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ποσοστό 80% (με κάλυψη 50 000 ευρώ) και 90% (με κάλυψη 100 000 ευρώ) των καταθέσεων.

Οι αλλαγές του επιπέδου κάλυψης πρέπει να υπόκεινται στην τυποποιημένη διαδικασία επιτροπολογίας. Ωστόσο, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, απαιτείται άμεση δράση, συντονισμένη σε όλη την Κοινότητα, προκειμένου να αυξηθεί το επίπεδο κάλυψης για να αντιμετωπιστεί κάθε αιφνίδια απώλεια της εμπιστοσύνης των καταθετών. Επομένως, η ύπαρξη ενός μέτρου επιτροπολογίας έκτακτης ανάγκης έχει καίρια σημασία. Η εφαρμογή των μέτρων έκτακτης ανάγκης πρέπει να περιορίζεται σε 18 μήνες.

5.4. Διασυνοριακή συνεργασία

Ένα σύστημα εγγύησης των καταθέσεων καλύπτει όχι μόνο τους καταθέτες στο κράτος μέλος στο οποίο έχει άδεια λειτουργίας η τράπεζα (χώρα καταγωγής) αλλά και τους καταθέτες σε υποκαταστήματα της τράπεζας σε άλλο κράτος μέλος (χώρα υποδοχής). Εάν το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων της χώρας υποδοχής προσφέρει υψηλότερο επίπεδο κάλυψης από το σύστημα της χώρας καταγωγής, το υποκατάστημα μπορεί επίσης να ενταχθεί στο σύστημα της χώρας υποδοχής ώστε να προσφέρει την ίδια κάλυψη με τις τράπεζες που λειτουργούν στη χώρα υποδοχής.

Ασχέτως του εάν η τράπεζα έχει προσχωρήσει ή όχι στο σύστημα της χώρας υποδοχής, έχει ουσιαστική σημασία να συνεργάζονται μεταξύ τους τα συστήματα «χώρας καταγωγής και υποδοχής» για να εξασφαλίζεται η ταχεία εκταμίευση. Συνεπώς, η πρόταση εισάγει ρητά τη γενική υποχρέωση συνεργασίας μεταξύ των συστημάτων.

2008/0199 (COD)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης και την προθεσμία εκταμίευσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47, παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής[2],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[3],

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης[4],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησε στις 7 Οκτωβρίου 2008 ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ορθής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν απόλυτη προτεραιότητα. Το Συμβούλιο δεσμεύθηκε να λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την προστασία των καταθέσεων των μεμονωμένων αποταμιευτών και εξέφρασε την ικανοποίησή του για την πρόθεση της Επιτροπής να φέρει επειγόντως προς συζήτηση μια κατάλληλη πρόταση για την προώθηση της σύγκλισης των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων.

(2) Η οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1994 περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων[5] προβλέπει ήδη τη βασική κάλυψη των καταθετών. Ωστόσο, λόγω της συνεχιζόμενης αναταραχής στις χρηματαγορές, επιβάλλεται η βελτίωση της κάλυψης.

(3) Το τρέχον κατώτατο επίπεδο κάλυψης ορίζεται σε 20 000 ευρώ με δυνατότητα επιλογής για τα κράτη μέλη να ορίζουν υψηλότερη κάλυψη. Ωστόσο, αυτό έχει αποδειχθεί ανεπαρκές για μεγάλο αριθμό καταθέσεων στην Κοινότητα. Προκειμένου να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών, το κατώτατο επίπεδο κάλυψης πρέπει να αυξηθεί.

(4) Βάσει της οδηγίας 94/19/EK, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την κάλυψη κατά ένα ορισμένο ποσοστό. Αυτή η επιλογή έχει αποδειχθεί αντιπαραγωγική για την εμπιστοσύνη των καταθετών και πρέπει να παύσει.

(5) Η προθεσμία εκταμίευσης εντός τριών μηνών που προβλέπεται σήμερα, που μπορεί να επεκταθεί σε εννέα μήνες, εναντιώνεται στην ανάγκη να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών και δεν ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Συνεπώς, ο χρόνος εκταμίευσης πρέπει να μειωθεί σε τρεις ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αντίστοιχων πληροφοριών από το οικείο σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου η επιστροφή των καταθέσεων ενεργοποιείται από τη σχετική διαπίστωση των αρμόδιων αρχών, η περίοδος των 21 ημερών για την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται σήμερα πρέπει να μειωθεί σε 3 ημέρες για να μην παρακωλύεται η ταχεία εκταμίευση.

(6) Η δυνατότητα επιλεκτικής εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών καταθετών που θεσπίζεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 94/19/EK έχει οδηγήσει σε διαφορετικές κατηγορίες δικαιούχων που πρέπει να εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιστροφής των καταθέσεων. Αυτό έχει αποδειχθεί ότι δυσχεραίνει την εφαρμογή των διευθετήσεων μεταξύ των συστημάτων της χώρας καταγωγής και της χώρας υποδοχής (συμπληρωματικές παροχές) και καθυστερεί την εκταμίευση και, συνεπώς, πρέπει να διακοπεί. Επιπλέον οι περισσότερες από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται σήμερα αφορούν δημόσιους φορείς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Η αυξημένη προστασία πρέπει, ωστόσο, να ωφελήσει τους καταθέτες οι οποίοι, κατ’ αρχήν, δεν διαθέτουν μεγάλη χρηματοοικονομική εμπειρία. Επομένως, η προστασία πρέπει να περιοριστεί στους λιανικούς καταθέτες, διατηρώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα επιλογής για τα κράτη μέλη να επεκτείνουν την εν λόγω προστασία σε άλλες κατηγορίες καταθετών.

(7) Τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για να καλύψουν τις ανάγκες τους.

(8) Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της οδηγίας 94/19/ΕΚ θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999[6], για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών δραστηριοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή.

(9) Πρέπει ειδικότερα να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να αναπροσαρμόσει το επίπεδο κάλυψης. Δεδομένου ότι το μέτρο αυτό είναι γενικής εμβέλειας και έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση ενός μη ουσιώδους στοιχείου της οδηγίας 94/19/EΚ, πρέπει να θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 5α της απόφασης 1999/468/EΚ.

(10) Όταν, για λόγους επιτακτικής ανάγκης, δεν μπορούν να τηρηθούν οι κανονικές προθεσμίες για τη κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόσει τη διαδικασία επείγουσας ανάγκης του άρθρου 5α, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/EK για την έγκριση της προσωρινής αύξησης του επιπέδου κάλυψης.

(11) Λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές και προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών χωρίς συγχρόνως να θίγονται οι νόμιμες προσδοκίες όλων των ενδιαφερόμενων μερών, τα κράτη μέλη πρέπει να μεταφέρουν τη διάταξη για την αύξηση του επιπέδου κάλυψης στα 50 000 ευρώ μέσω νομοθεσίας που θα ισχύει αναδρομικά από την ημερομηνία της έγκρισης της πρότασης της Επιτροπής.

(12) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η εναρμόνιση των επιπέδων κάλυψης και των προθεσμιών εκταμίευσης, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη διότι επιβάλλει την εναρμόνιση πληθώρας διαφορετικών κανόνων που ισχύουν σήμερα στα νομικά συστήματα των διαφόρων κρατών μελών και μπορεί κατά συνέπεια να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων.

(13) Συνεπώς, η οδηγία 94/19/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 94/19/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Στο σημείο 3(i) του άρθρου 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση αυτή το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 3 ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις·»

2. Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

(α) η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων συνεργάζονται μεταξύ τους.»

(β) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6. Η Επιτροπή επανεξετάζει τη λειτουργία του παρόντος άρθρου και, εφόσον ενδείκνυται, προτείνει σχετικές τροποποιήσεις.»

3. Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

(α) Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από τα εξής:

«1. Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων καθορίζουν ότι το σύνολο των καταθέσεων κάθε καταθέτη πρέπει να καλύπτεται μέχρι ποσού 50 000 ευρώ σε περίπτωση που οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2009 το αργότερο η κάλυψη αυξάνεται σε τουλάχιστον 100 000 ευρώ.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ορισμένες καταθέσεις, που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, εξαιρούνται από την εγγύηση ή ότι η παρεχόμενη εγγύηση είναι χαμηλότερη υπό τον όρο ότι η πληρωμή σε όλους τους καταθέτες πραγματοποιείται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1.

3. Η παρούσα οδηγία καλύπτει τους καταθέτες που είναι φυσικά πρόσωπα τα οποία ενεργούν για άλλους σκοπούς, εκτός της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων μπορούν επίσης να καλύπτουν άλλους καταθέτες υπό τον όρο ότι η πληρωμή σε όλους τους καταθέτες πραγματοποιείται εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1.»

(β) Διαγράφεται η παράγραφος 4.

(γ) Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5. Το ποσό που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο επανεξετάζεται σε ετήσια βάση από την Επιτροπή. Η πρώτη επανεξέταση θα γίνει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010.»

(δ) Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«6. Η Επιτροπή μπορεί να αναπροσαρμόζει το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και την οικονομική και νομισματική κατάσταση στην Κοινότητα.

Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7α παράγραφος 2.

7. Η Επιτροπή μπορεί, για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τους 18 μήνες, να αποφασίσει την προσωρινή αύξηση του ποσού που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Το μέτρο αυτό, που αποσκοπεί σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζεται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 7α παράγραφος 3.»

4. Μετά το άρθρο 7 παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 7α:

«Άρθρο 7a

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που συστάθηκε με την απόφαση 2004/10/EΚ της Επιτροπής*.

2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1 έως 4 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ**, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

3. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται το άρθρο 5α παράγραφοι 1, 2, 4 και 6 και το άρθρο 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 αυτής.

* ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 36.

**ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.»

5. Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

(α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ακριβή στοιχεία όσον αφορά τους καταθέτες και τις καταθέσεις, που είναι απαραίτητα για την επαλήθευση των απαιτήσεων, τίθενται στην διάθεση του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων όταν οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση που αναφέρεται στο σημείο 3(i) του άρθρου 1 ή όταν η δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που αναφέρεται στο σημείο 3(ii) του εν λόγω άρθρου.

Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων πρέπει να είναι σε θέση να καταβάλουν τις δεόντως αποδεδειγμένες απαιτήσεις καταθετών που αφορούν μη διαθέσιμες καταθέσεις εντός τριών ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία τα στοιχεία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο τίθενται στην διάθεση τους.»

(β) Η παράγραφος 2 διαγράφεται.

6. Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 12

«1. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009 το αργότερο, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την ενδεχόμενη εναρμόνιση των μηχανισμών χρηματοδότησης των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και την πιθανή καθιέρωση κοινοτικού συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, μαζί με οποιεσδήποτε κατάλληλες προτάσεις.

2. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών εάν σκοπεύουν να τροποποιήσουν το πεδίο ή το επίπεδο κάλυψης για τις καταθέσεις και για οποιαδήποτε δυσκολία ανέκυψε κατά τη συνεργασία με άλλα κράτη μέλη.»

7. Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:

(α) τα σημεία 1 έως 9 διαγράφονται·

(β) το σημείο 11 διαγράφεται·

(γ) το σημείο 14 διαγράφεται.

Άρθρο 2 Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο έως την 31η Ιανουαρίου 2008. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το πρώτο εδάφιο του άρθρου 7 παράγραφος 1 από τις 15 Οκτωβρίου 2008.

Ωστόσο, θέτουν σε ισχύ τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 7 παράγραφος 1 της οδηγίας 94/19/EK, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2009.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3 Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Άρθρο 4 Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος[pic][pic][pic][pic][pic][pic]

[1] COM(2006) 729.

[2] ΕΕ C της., σ. .

[3] ΕΕ C της , σ. .

[4] ΕΕ C της , σ. .

[5] ΕΕ L 135 της 31.5. 1994, σ. 5.

[6] ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.