52001PC0547(01)

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων για τις μεταφορές /* COM/2001/0547 τελικό - COD 2001/0265 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 103 E της 30/04/2002 σ. 0205 - 0207


Πρόταση ΟΔΗΓIΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟΥ ΚΑI ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων για τις μεταφορές

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

Αιτιολογική έκθεση

1. Εισαγωγή

Στην Πράσινη Βίβλο «Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού» [1] η Επιτροπή υπογράμμισε τον κρίσιμο ρόλο του τομέα των μεταφορών, όσον αφορά στην ασφάλεια του εφοδιασμού και στην αλλαγή του κλίματος:

[1] COM(2000) 769 τελικό της 29ης Νοεμβρίου 2000.

- Ο τομέας των μεταφορών εξαρτάται σχεδόν σε ποσοστό 100% από το πετρέλαιο, την πηγή ενέργειας που δημιουργεί τη μεγαλύτερη ανησυχία από άποψη ασφάλειας εφοδιασμού.

- Οι εκπομπές CO2 από τις μεταφορές αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, σε αντίθεση με τους συμπεφωνημένους στόχους για τη μείωσή τους. Το γεγονός αυτό καθιστά δυσκολότερη την απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πρόκληση της αλλαγής του κλίματος και την τήρηση των δεσμεύσεων του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Επιπλέον, οι δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν με το Πρωτόκολλο του Κιότο πρέπει να θεωρηθούν ως ένα πρώτο βήμα.

Η Πράσινη Βίβλος επομένως πρότεινε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για αυτόν τον τομέα υπέρ των βιοκαυσίμων και άλλων καυσίμων υποκατάστασης, συμπεριλαμβανομένου του υδρογόνου, με στόχο αυτά τα καύσιμα να ανέρχονται στο 20% της συνολικής κατανάλωσης καυσίμων έως το 2020.

Καθώς η κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) επανεστιάζεται με περισσότερη έμφαση στην αγροτική οικονομία, η παραγωγή πρώτων υλών για βιοκαύσιμα θα βοηθούσε στη δημιουργία νέων πηγών εισοδήματος και στη διατήρηση της απασχόλησης στις αγροτικές περιοχές. Αυτό θα έχει γενικό ευεργετικό αντίκτυπο και θα συνδυαστεί με την διεύρυνση.

Συνεπώς, πολλά κράτη μέλη έχουν ήδη λάβει μέτρα σε εθνικό επίπεδο, κυρίως στον τομέα της φορολογίας, για την προώθηση της παραγωγής και της χρήσης των βιοκαυσίμων. Ωστόσο, χωρίς συντονισμένες αποφάσεις φορολογικής, ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής σε αυτόν τον τομέα και χωρίς σαφείς προοπτικές για τη βιομηχανία γεωργικής παραγωγής και μεταποίησης, είναι αμφίβολο εάν τα βιοκαύσιμα θα αποκτήσουν ποτέ ένα ουσιαστικό μερίδιο της συνολικής κατανάλωσης καυσίμων στην ΕΕ.

Επιβάλλεται επομένως η ανάληψη δράσης σε κοινοτικό επίπεδο στον τομέα των βιοκαυσίμων, συμπεριλαμβανομένης της φορολογίας, προκειμένου να δημιουργηθεί η βάση για τις επενδύσεις που απαιτούνται για την προώθηση επαρκών ποσοτήτων βιοκαυσίμων.

2. Σκοπός και αντικείμενο της προτεινόμενης Οδηγίας

Βασικό σκοπό του σχεδίου οδηγίας αποτελεί η πρόβλεψη ενός κοινοτικού πλαισίου το οποίο θα μπορούσε να ενθαρρύνει τη χρήση βιοκαυσίμων για τις μεταφορές εντός της ΕΕ. Σύμφωνα με αυτή την πρόταση, τα κράτη μέλη θα υποχρεούνται να θεσπίσουν νομοθεσία και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλιστεί ότι, από το 2005, ένα ελάχιστο μερίδιο των καυσίμων για τις μεταφορές τα οποία πωλούνται στην επικράτειά τους θα αφορά σε βιοκαύσιμα, ενώ καλούνται να αποφασίσουν τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο θα εκπληρώσουν αυτόν τον σκοπό.

Το ελάχιστο ποσοστό βιοκαυσίμων επί του συνόλου των καυσίμων για τις μεταφορές, τα οποία πωλούνται στις επιμέρους αγορές των κρατών μελών, θα οριστεί βάσει ενός συμπεφωνημένου χρονοδιαγράμματος. Τα εν λόγω ελάχιστα ποσοστά και χρονοδιαγράμματα θα πρέπει να προσαρμοστούν με τη διαδικασία επιτροπής βάσει της εμπειρίας, της περιβαλλοντικής αξιολόγησης, των νέων τεχνικών εξελίξεων και σύμφωνα με άλλους ενεργειακούς και περιβαλλοντικούς στόχους, οι οποίοι τίθενται σε εθνικό καθώς και σε κοινοτικό επίπεδο.

Τα μέτρα για την επίτευξη των ετήσιων στόχων θα παρουσιαστούν στην ετήσια έκθεση που θα υποβληθεί στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη. Βάσει αυτών των εκθέσεων, η Επιτροπή θα αξιολογήσει τότε τη δράση που θα έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη για την τήρηση των ποσοστώσεών τους για τα βιοκαύσιμα και, εάν χρειάζεται, θα καταθέσει προτάσεις τροποποίησης του παραρτήματος της οδηγίας.

Προκειμένου να διατεθεί επαρκές χρονικό διάστημα για τη δημιουργία των απαραίτητων παραγωγικών εγκαταστάσεων, δεν πρέπει να εφαρμοστεί ποσοτική δέσμευση πριν από το 2005, οπότε το 2% της υποκατάστασης με βιοκαύσιμο θα φαίνεται ρεαλιστικός στόχος. Η αύξηση της υποκατάστασης κατά 0,75% τον χρόνο θα έχει ως αποτέλεσμα η υποκατάσταση να ανέλθει στο 5% το 2009.

Πριν από το τέλος του 2006, η Επιτροπή θα εξετάσει το ζήτημα της υποχρεωτικής ανάμειξης των βιοκαυσίμων με πετρέλαιο και ντίζελ, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για τα βιοκαύσιμα στον τομέα των μεταφορών, και θα υποβάλει πρόταση με σκοπό την προσήκουσα τροποποίηση της οδηγίας 98/70/ΕΚ.

3. Η τρέχουσα κατανομή των διαφορετικών τύπων καυσίμων στην ΕΕ και οι δυνατότητες για τα βιοκαύσιμα

3.1 Διαφορετικοί τύποι καυσίμων

Τα βιοκαύσιμα για τις μεταφορές θα μπορούσαν να διατεθούν στο εμπόριο υπό μορφή «καθαρών» βιοκαυσίμων για ειδικά οχήματα ή υπό μορφή «αναμεμιγμένων» καυσίμων σε ποσοστό που δεν επηρεάζει την απόδοση των κινητήρων των οχημάτων. Τα εν λόγω βιοκαύσιμα είναι κυρίως το ντίζελ βιολογικής προέλευσης, η βιοαιθανόλη και ο αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας (ΕΤΒΕ), ο οποίος παράγεται από τη βιο-αιθανόλη. Άλλα πιθανά βιοκαύσιμα είναι το βιοαέριο, η βιομεθανόλη, ο βιοδιμεθυλαιθέρας και τα βιοέλαια. Από τεχνικής άποψης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συμβατικούς βενζινοκινητήρες ή ντιζελοκινητήρες, αλλά ενδέχεται να χρειαστούν ειδικά δοχεία για τη μεταφορά των εν λόγω καυσίμων.

Η βιοαιθανόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο αυτοκινήτων από μόνη της ή μπορεί να αναμιχθεί με συμβατικά καύσιμα κινητήρων. Τα περισσότερα οχήματα που κυκλοφορούν στην ΕΕ τεχνικώς μπορούν να λειτουργούν με ένα μείγμα καυσίμων με περιεκτικότητα βιοαιθανόλης έως και 15%.

Το ντίζελ βιολογικής προέλευσης χρησιμοποιείται σήμερα σε καθαρή μορφή ή αναμεμιγμένο με συμβατικό ντίζελ. Σήμερα, η Γερμανία, η Αυστρία και η Σουηδία χρησιμοποιούν 100% καθαρό ντίζελ βιολογικής προέλευσης σε προσαρμοσμένα οχήματα. Στη Γαλλία, στους στόλους επιχειρηματικών οχημάτων χρησιμοποιούνται μείγματα καυσίμων με 30% περιεκτικότητα σε ντίζελ βιολογικής προέλευσης, το οποίο χρησιμοποιείται επίσης σε μείγματα καυσίμου κανονικού ντίζελ σε περιεκτικότητα 5%. Στην Ιταλία χρησιμοποιούνται μείγματα καυσίμου κανονικού ντίζελ με περιεκτικότητα 5% σε ντίζελ βιολογικής προέλευσης.

Ο ETBE (αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας) είναι αιθεροποιημένη βιοαιθανόλη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συστατικό ανάμειξης στη βενζίνη σε ποσοστό έως και 15 %.

Το βιοαέριο το οποίο παράγεται από την αναερόβια ζύμωση της βιομάζας ή/και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων μπορεί να καθαριστεί σε ποιότητα φυσικού αερίου και να χρησιμοποιηθεί σε κινητήρες αερίου για τις μεταφορές.

Η βιομεθανόλη η οποία παράγεται από βιομάζα ή/και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων είναι ισοδύναμο της ορυκτής μεθανόλης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί υπό τις ίδιες συνθήκες ως καύσιμο για τις μεταφορές.

Ο βιοδιμεθυλαιθέρας είναι ένα καύσιμο ποιότητας ντίζελ το οποίο παράγεται από βιομάζα ή/και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, για να χρησιμοποιηθεί ως βιοκαύσιμο.

Το βιοέλαιο είναι ένα καύσιμο ελαίου πυρόλυσης, το οποίο παράγεται από βιομάζα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κανονικό καύσιμο ντίζελ.

3.2 Η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη

Η κατάσταση σε ό,τι αφορά τα βιοκαύσιμα ποικίλει σημαντικά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Αυστρία και η Γαλλία, παραδείγματος χάρη, είναι οι πιο ενεργές χώρες. Μια αξιοσημείωτη αύξηση της τάξης του 93% καταγράφηκε στην παραγωγή βιοκαυσίμων μεταξύ του 1997 και του 1999. Μόνο έξι κράτη μέλη συμβάλλουν πραγματικά στη συνολική ευρωπαϊκή παραγωγή βιοκαυσίμων.

Ο γαλλικός τομέας πετρελαίου και πρωτεϊνούχων φυτών επεδίωξε να βρει νέες αγορές για τα κραμβέλαια, τα οποία χρησιμοποιούνταν ανεπαρκώς στον τομέα των καυσίμων στην Ευρώπη. Το 1991, αναπτύχθηκε ένα σημαντικό πρόγραμμα για τη συμμετοχή των βασικών σχετικών τομέων στην παραγωγή ντίζελ βιολογικής προέλευσης: παραγωγοί ελαιοσπόρων, πετρελαιοπαραγωγοί, κατασκευαστές κινητήρων, ADEME [2] και δημόσιες αρχές. Ως αποτέλεσμα αυτού του προγράμματος και των υφιστάμενων φορολογικών απαλλαγών για πιλοτικά προγράμματα για κραμβέλαια και εστέρες ηλίανθων, ένα 5% ντίζελ βιολογικής προέλευσης αναμίχθηκε σε καύσιμο ντίζελ από μία εταιρεία πετρελαιοειδών. Η συνολική συμβολή των βιοκαυσίμων το 1999 ανήλθε στο 0,7% της συνολικής κατανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων, με ένα τρίτο περίπου βιοαιθανόλης και δύο τρίτα ντίζελ βιολογικής προέλευσης.

[2] Υπηρεσία Περιβάλλοντος και Εξοικονόμησης Ενέργειας.

Η Αυστρία ήταν μία από τις πρώτες χώρες που θέσπισαν πρόγραμμα βιοενέργειας. Το 1991, άρχισε να λειτουργεί στο Aschach (Επαρχία της Άνω Αυστρίας) μια από τις πρώτες εγκαταστάσεις παραγωγής ντίζελ βιολογικής προέλευσης στον κόσμο.

Ένα σημαντικό στοιχείο της επιτυχίας του προγράμματος βιοενέργειας στην Αυστρία είναι η ένταξη μιας ενεργειακής πολιτικής στο σχέδιο διαφοροποίησης, επαναπροσανατολισμού και καινοτομίας της γεωργίας. Το 1999, η αυστριακή παραγωγή ντίζελ βιολογικής προέλευσης ήταν 18 kT. Η παραγωγή αυτή αυξήθηκε σε 30 kT το 2000.

Η Γερμανία είναι σήμερα ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός ντίζελ βιολογικής προέλευσης. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές της Eurostat, το 1999 παρήχθησαν 130 kT, ποσότητα που ισοδυναμεί με το 15% της συνολικής κατανάλωσης βιοκαυσίμων στην ΕΕ. Το 2001, η παραγωγή αναμένεται να φθάσει τα 250 kT και να ανέλθει στα 500 kT το 2002.

Για τα επόμενα 20-40 χρόνια, το σουηδικό σενάριο συνίσταται στην αντικατάσταση του 25-50% της σημερινής χρήσης καυσίμων βάσει δασικών και γεωργικών καταλοίπων. Η σουηδική Εθνική Επιχείρηση Ενέργειας θεωρεί ότι είναι δυνατό σε δέκα χρόνια το μερίδιο αγοράς των βιοκαυσίμων να ανέλθει στο 10%.

Η παραγωγή βιοκαυσίμων στη Σουηδία για το έτος 2000 ήταν περίπου 50 kT. Το διαθέσιμο πλεόνασμα σιταριού στη Σουηδία θα μπορούσε στο μέλλον να παράγει - με τις σημερινές σοδειές - 500.000 m³ βιοαιθανόλης, δηλαδή 5,6 % της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης βενζίνης και πετρελαίου ντίζελ στη χώρα. Κυκλοφορούν περίπου 300 λεωφορεία που λειτουργούν με αιθανόλη, τα περισσότερα εξ αυτών στην περιοχή της Στοκχόλμης, και περίπου 600 αυτοκίνητα που λειτουργούν με βιοαέριο και 100 βαρέα φορτηγά οχήματα. Ρινίσματα ξύλου και άλλες πηγές λιγνοκυτταρίνης, όπως το άχυρο, μπορεί να αποτελέσουν πρώτη ύλη στο μέλλον, αλλά προς το παρόν η μετατροπή κυτταρίνης σε βιοαιθανόλη δεν είναι ακόμα ανταγωνιστική. Η σουηδική κυβέρνηση στηρίζει την έρευνα και την ανάπτυξη της αιθανόλης από βιομάζα ξύλου, με στόχο να καταστήσει ανταγωνιστική τη βιοαιθανόλη από ξύλο το 2004.

Η παραγωγή στην Ιταλία ανήλθε σε 96 kT το 1999. Το εθνικό σχέδιο για τη χρήση γεωργικής και δασικής βιομάζας προβλέπει παραγωγή βιοαιθανόλης, ντίζελ βιολογικής προέλευσης και ΕΤΒΕ σε ποσότητα περίπου 1.000 kΤΙΠ για την επόμενη δεκαετία.

Η παραγωγή στην Ισπανία ήταν περίπου 50 kT το έτος 2000. Τα υγρά βιοκαύσιμα περιλαμβάνονται στο εθνικό σχέδιο [3], με αναγνωρισμένη αξία για την αγροτική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Περίπου 500 kΤΙΠ αναμένονται το έτος 2010 στο πλαίσιο των φορολογικών μέτρων.

[3] Plan de Fomento de las energνas renovables en Espaρa, Δεκέμβριος 1999.

Ο ακόλουθος πίνακας δείχνει το σχετικό μερίδιο μόνο του ντίζελ βιολογικής προέλευσης στα κράτη μέλη της ΕΕ:

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

Ο παράγοντας μετατροπής για το ντίζελ βιολογικής προέλευσης είναι 0,812 kΤΙΠ/kT (πηγή Eurostat) και 0,6 kΤΙΠ/kT για τη βιοαιθανόλη (παρεκβολή).

* παραγωγή του έτους 2000.

3.3 Το δυναμικό της χρήσης των βιοκαυσίμων στην Ευρώπη

Οι ακόλουθοι παράγοντες θα επηρεάσουν τη δυνητική καινοτομία στον τομέα των βιοκαυσίμων:

- η πρωτογενής παραγόμενη βιομάζα και η αποτελεσματικότητα της διεργασίας (υπάρχουν ποικιλίες από 1 ΤΙΠ παραγόμενου ντίζελ βιολογικής προέλευσης ανά εκτάριο στην περίπτωση της ελαιοκράμβης έως 5,6 ΤΙΠ παραγόμενου ντίζελ βιολογικής προέλευσης ανά εκτάριο στην περίπτωση των ζαχαρότευτλων).

- τα οικονομικά της βασικής διεργασίας και η παραγωγή υποπροϊόντων (δευτερογενής βιομάζα).

- τεχνολογικές εξελίξεις (π.χ. η περίπτωση των καλλιεργειών λιγνοκυτταρίνης).

Για να κατανοήσει κανείς την τάξη μεγέθους, αναφέρεται ότι η συνολική έκταση αροτραίων καλλιεργειών, στο πλαίσιο της ΚΓΠ, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή σιτηρών, ελαιοσπόρων και πρωτεϊνούχων φυτών περιορίζεται σε περίπου 54 εκατομμύρια εκτάρια για την Ευρώπη των 15. Η υποχρεωτική αγρανάπαυση για το 2001/2002 ανέρχεται σε περίπου 4 εκατομμύρια εκτάρια, επιπλέον της εθελουσίας αγρανάπαυσης που αφορά 1,6 εκατομμύρια εκτάρια, ήτοι συνολικά 5,6 εκατομμύρια εκτάρια. Με δεδομένη αυτή την επιφάνεια αγρανάπαυσης και θεωρώντας μόνο την πρωτογενή μάζα ως λειτουργία της καλλιέργειας, 4 έως 15 εκατομμύρια ΤΙΠ βιοκαυσίμων θα παρέχονταν για χρήσεις στις μεταφορές, αντιστοιχώντας περίπου στο 1,2 με 5% της συνολικής ευρωπαϊκής κατανάλωσης προϊόντων πετρελαίου. Αλλά ο βαθμός στον οποίο οι παραγωγοί μπορεί να επιλέξουν να κάνουν χρήση της αγρανάπαυσης για την εν λόγω παραγωγή θα εξαρτηθεί από τα μηνύματα σχετικά με τις τιμές και, εν πάση περιπτώσει, θα περιορίζεται από τις δεσμεύσεις της συμφωνίας του Blair House όσον αφορά τη χρήση των υποπροϊόντων από την παραγωγή μη εδώδιμων προϊόντων κατά την αγρανάπαυση -συγκεκριμένα 1 εκατομμύρια τόνων ισοδυνάμου αλεύρου σόγιας. Επιπλέον, η συμφωνία του Blair House περιορίζει επίσης την παραγωγή ελαιοσπόρων, που υποστηρίζεται από ενίσχυση για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια, σε περίπου 5 εκατομμύρια εκτάρια το πολύ. Επομένως, η απόφαση, που ελήφθη στο πλαίσιο της Agenda 2000, να ευθυγραμμιστεί η ενίσχυση για τους ελαιοσπόρους με την ενίσχυση για τα σιτηρά - και άρα να λήξει η ειδική ενίσχυση για την καλλιέργεια ελαιοσπόρων - δημιούργησε τη βασική προϋπόθεση ώστε η κοινοτική παραγωγή ελαιοσπόρων να είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε σημαντικό βαθμό στη ζήτηση αυτή, εκτός του πλαισίου της αγρανάπαυσης, αφού στο πλαίσιο της αγρανάπαυσης η δυνατότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Άλλες πηγές παραγωγής βιοκαυσίμων, όπως τα σιτηρά, συμπεριλαμβανομένου του αραβοσίτου, τα ζαχαρότευτλα ή η βιομάζα ξύλου, δεν καλύπτονται από τη συμφωνία του Blair House και άρα υπόκεινται απλώς στους συνήθεις κανόνες του ανταγωνισμού.

Από τις προβλέψεις της Πράσινης Βίβλου για την ασφάλεια του εφοδιασμού [4], ο τομέας μεταφορών θα αναπτύσσεται κατά 2% τον χρόνο κατά την επόμενη δεκαετία. Εάν δεν εφαρμοστούν μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, η κατανάλωση ντίζελ και βενζίνης για τις μεταφορές θα είναι περίπου 304 εκατομμύρια ΤΙΠ το 2010 στην ΕΕ συνολικά. Η συμβολή των βιοκαυσίμων που προβλέπεται στην εν λόγω πρόταση για το 2010 θα πρέπει να είναι τότε περίπου 17,5 εκατομμύρια ΤΙΠ.

[4] COM(2000) 769 τελικό. Πράσινη Βίβλος: «Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού».

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η παραγωγή βιοκαυσίμων δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με την καλλιεργήσιμη επιφάνεια. Εκτός από τις δυνατότητες που βασίζονται στην πρωτογενή βιομάζα, η δευτερογενής βιομάζα και τα κατάλοιπα ή τα βιολογικά απόβλητα θα πρέπει να θεωρηθούν σημαντική, φιλική προς το περιβάλλον, συμπληρωματική πηγή παραγωγής βιοκαυσίμων. Παραδείγματα των δυνατοτήτων της δευτερογενούς βιομάζας είναι τα απόβλητα φυτικά έλαια και λίπη. Η συνολική κατανάλωση ελαίων και λιπών στην ΕΕ είναι περίπου 17 Mt (με ρυθμό αύξησης 2% τον χρόνο), τρία τέταρτα εκ των οποίων είναι φυτικά έλαια. Ως μέρος της πολιτικής ανακύκλωσης, η Αυστρία εκτιμά ότι μπορεί να συλλεχθεί το 18,5% της συνολικής ποσότητας ελαίων/λιπών. Η παρεκβολή αυτού του αριθμού στην υπόλοιπη ΕΕ θα έδινε ένα μέγεθος αγοράς έως και 3 Mt λιπών και φυτικών ελαίων. Η χρήση των εν λόγω λιπών και ελαίων θα εξάλειφε την ανάγκη απόρριψης αποβλήτων και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται για το περιβάλλον. Με την ανάκτηση των ελαίων αποφεύγεται επίσης το κόστος αποχέτευσης και διάθεσης σε χώρους υγειονομικής ταφής αποβλήτων.

4. Οικονομικά ζητήματα

4.1. Πρόσθετο κόστος της παραγωγής βιοκαυσίμων

Στο πλαίσιο της ασφάλειας του εφοδιασμού, των μειωμένων εκπομπών CO2 και της αγροτικής οικονομίας, φαίνεται να διαγράφεται ένα λαμπρό μέλλον για τα βιοκαύσιμα. Η δραματική πτώση των τιμών του πετρελαίου στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και το σταθερά χαμηλό επίπεδό τους από τότε (ακόμα και το σημερινό ± 30$/βαρέλι είναι λιγότερο από τη μισή τιμή που είχε το 1980-82 σε πραγματικές τιμές) σημαίνει, ωστόσο, ότι τα βιοκαύσιμα δεν είναι ανταγωνιστικά.

Το ντίζελ βιολογικής παραγωγής - το βιοκαύσιμο που χρησιμοποιείται περισσότερο σήμερα - έχει κόστος παραγωγής περίπου 500 ευρώ/1.000 λίτρα, σε σύγκριση με τα 200-250 ευρώ/1.000 λίτρα που κοστίζει το παραδοσιακό ντίζελ με βάση το πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένου του κόστους διύλισης. Το κόστος παραγωγής του ντίζελ βιολογικής προέλευσης εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, ιδιαίτερα την τιμή της πρώτης ύλης (συνήθως κραμβέλαιο), το μέγεθος και το είδος των εγκαταστάσεων παραγωγής, την απόδοση και την αξία των υποπροϊόντων (πρωτεΐνη, γλυκερίνη). Η εκτίμηση των 500 ευρώ/1.000 λίτρα βασίζεται στο μέσο κόστος της πρώτης ύλης, το χαμηλό κόστος παραγωγής των μεγάλων εγκαταστάσεων παραγωγής και μια τιμή των υποπροϊόντων γλυκερίνης της τάξεως των 50 ευρώ/1.000 λίτρα παραγόμενου ντίζελ βιολογικής προέλευσης. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι απαιτούνται 1.100 λίτρα ντίζελ βιολογικής προέλευσης για την αντικατάσταση 1.000 λίτρων προϊόντος με βάση το πετρέλαιο, ο οικονομικός υπολογισμός υποδεικνύει ένα πρόσθετο κόστος τουλάχιστον 300 ευρώ/1.000 λίτρα ντίζελ που αντικαθίστανται από ντίζελ βιολογικής προέλευσης. Αυτό το πρόσθετο κόστος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τιμή του αργού πετρελαίου και τη μεταβλητότητα των αγοραίων τιμών των πετρελαϊκών προϊόντων.

Τιμή αργού πετρελαίου // «Πρόσθετο κόστος» - 100% ντίζελ βιολογικής προέλευσης

20 $/βαρέλι // ~ 350 ευρώ/1.000 λίτρα

25 $/βαρέλι // ~ 300 ευρώ/1.000 λίτρα

30 $/βαρέλι // ~ 250 ευρώ/1.000 λίτρα

35 $/βαρέλι // ~ 200 ευρώ/1.000 λίτρα

Πρέπει να σημειωθεί ότι η παραγωγή ντίζελ βιολογικής προέλευσης από χρησιμοποιημένα τηγανισμένα έλαια δίνει μια πιο θετική εικόνα, καθώς η πρώτη ύλη διατίθεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό δωρεάν και αποτελεί μέρος μιας ορθής πολιτικής διαχείρισης αποβλήτων. Ωστόσο, η ποσότητα ντίζελ βιολογικής προέλευσης που παράγεται από την εν λόγω πηγή είναι φυσικά περιορισμένη.

Η βιοαιθανόλη μπορεί να παραχθεί από διάφορες καλλιέργειες, συνήθως ζαχαρότευτλα ή δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι). Στις ΗΠΑ, το καλαμπόκι (αραβόσιτος) είναι η κύρια πρώτη ύλη, ενώ σε μερικές περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα προϊόντα γεωργικών αποβλήτων. Οι ίδιοι προβληματισμοί που ισχύουν για το ντίζελ βιολογικής προέλευσης ισχύουν και για τη βιοαιθανόλη. Το κόστος παραγωγής ανά 1.000 λίτρα μπορεί να είναι χαμηλότερο, αλλά χρειάζονται 1.500 λίτρα αιθανόλης για την αντικατάσταση 1.000 λίτρων βενζίνης.

Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί το πρόσθετο κόστος για τη μεσοπρόθεσμη παραγωγή βιοκαυσίμων και ποια μέσα μπορούν να αντισταθμίσουν αυτό το πρόσθετο κόστος; Οι παράγραφοι 4.2 και 4.3 αναφέρουν τα οφέλη που μπορούν πιο εύκολα να ποσοτικοποιηθούν, ενώ η παράγραφος 5 εξετάζει την ποιοτική επίδραση σε άλλες πολιτικές.

4.2. Τα οφέλη της αποφυγής του CO2

Η αποφυγή εκπομπών CO2 από τα βιοκαύσιμα εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο παράγονται. Η εκπομπή CO2 από ορυκτό ντίζελ κυμαίνεται γύρω στους 3,2 τόνους CO2 ανά 1.000 λίτρα που χρησιμοποιούνται (συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών CO2 από την παραγωγή, τις μεταφορές κλπ.). Ωστόσο, παρότι η εκπομπή CO2 από τα βιοκαύσιμα είναι κατά κανόνα ουδέτερη, η πραγματική αποφυγή CO2 είναι λιγότερη από τους 3,2 τόνους, εξαιτίας των εκπομπών που δημιουργούνται στη διαδικασία της καλλιέργειας και της μετατροπής της πρώτης ύλης σε βιοκαύσιμα. Η πραγματική εξοικονόμηση CO2 από το ντίζελ βιολογικής προέλευσης είναι γύρω στους 2 έως 2,5 τόνους CO2/1.000 λίτρα. Η αντικατάσταση της βενζίνης με αιθανόλη υπολογίζεται από την ADEME σε 2 τόνους CO2/1.000 λίτρα. Εάν δεν υπήρχαν άλλα οφέλη, όπως για παράδειγμα, στον γεωργικό τομέα και στην ασφάλεια του εφοδιασμού, αυτό θα σήμαινε ότι, σε τρέχουσες τιμές πετρελαίου και κόστος παραγωγής βιοκαυσίμων, το κόστος της αποφυγής CO2 θα κυμαινόταν περίπου από 100 έως 150 ευρώ/τόνο CO2, το οποίο είναι πάνω από το πεδίο των αποδοτικών ως προς το κόστος μέτρων για την τήρηση των δεσμεύσεων της ΕΕ κατά την πρώτη περίοδο δεσμεύσεων του Κιότο. Ωστόσο, παρότι η χρήση βιοκαυσίμων αυτή τη στιγμή δεν μπορεί ακόμα να δικαιολογηθεί από τα οφέλη μόνο της αποφυγής CO2, θα πρέπει ασφαλώς να θεωρηθεί στρατηγική απόφαση για τη μελλοντική πολιτική για την αλλαγή του κλίματος.

4.3 Τα οφέλη της υποκατάστασης πετρελαίου για την ασφάλεια του εφοδιασμού

Η ισχύς του επιχειρήματος υπέρ της υποκατάστασης του πετρελαίου είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, παρόλα αυτά είναι σημαντική. Είναι σαφές ότι ένας τεράστιος αριθμός μέτρων ενεργειακής πολιτικής (εξοικονόμηση ενέργειας, υποκατάσταση πετρελαίου) στις χώρες που καταναλώνουν πετρέλαιο έθεσε ένα τέλος στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι επιπτώσεις ενδεχόμενης μεμονωμένης οριακής μείωσης της ζήτησης πετρελαίου στις παγκόσμιες τιμές πετρελαίου. Ωστόσο, παραδείγματος χάρη, η αντικατάσταση της κατανάλωσης ντίζελ στην ΕΕ με βιοκαύσιμο κατά 2% με ένα πρόσθετο κόστος 250 ευρώ/1.000 λίτρα θα κόστιζε περίπου 1.000M ευρώ/χρόνο. Η προκύπτουσα χαμηλότερη ζήτηση πετρελαίου του ΟΠΕΚ θα είχε μια ρυθμιστική επίδραση στις τιμές του πετρελαίου και η εξοικονόμηση στα περίπου 4 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου που καταναλώνονται ετησίως στην ΕΕ θα δικαιολογούσε εν μέρει το πρόσθετο αυτό κόστος.

Επιπλέον, η εισαγωγή βιοκαυσίμων δεν αναμένεται να μειώσει σημαντικά τις επιπτώσεις που έχουν οι αλλαγές στην τιμή του αργού πετρελαίου στις τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές. Για παράδειγμα, εάν η αύξηση κατά 10 ευρώ της τιμής του βαρελιού πετρελαίου έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τελικής τιμής κατά 10 λεπτά ανά λίτρο, η ανάμειξη του πετρελαίου με βιοκαύσιμα κατά 5% αναμένεται να μειώσει την εν λόγω αύξηση της τιμής σε 9,5 λεπτά, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές των βιοκαυσίμων δεν επηρεάζονται σημαντικά από την αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου.

5. Επίδραση σε άλλες πολιτικές

5.1 Γεωργία

Η αγροτική ανάπτυξη αποτελεί ένα όλο και πιο σημαντικό τμήμα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Μια ουσιαστική πλευρά του ευρωπαϊκού γεωργικού μοντέλου, που στοχεύει στη θέσπιση ενός σταθερού και διαρκούς πλαισίου για τη διασφάλιση του μέλλοντος της αγροτικής κοινότητας, είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας.

Η αυξημένη παραγωγή πρώτων υλών για βιοκαύσιμα θα συμβάλει στην πολυλειτουργικότητα της γεωργίας και θα τονώσει την αγροτική οικονομία, μέσω της δημιουργίας νέων πηγών εισοδήματος και θέσεων εργασίας.

Η γεωργική πολιτική θα πρέπει να ενθαρρύνει την αειφόρο γεωργία και αναδάσωση, καθώς και την αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. Η βιομάζα μπορεί να είναι προϊόν άμεσης επεξεργασίας από την πρώτη ύλη ή το κατάλοιπο μιας άλλης διεργασίας (δευτερογενής βιομάζα). Η συνολική επίδραση θα εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται και διατίθεται η πρώτη ύλη, και από τα πιθανά υποπροϊόντα και κατάλοιπα. Σε πολλές περιπτώσεις στη βιομηχανία γεωργικών τροφίμων και δασοκομίας, τα βιοκαύσιμα θα μετέτρεπαν την προβληματική παραγωγή αποβλήτων σε βιώσιμο προϊόν.

Η παρούσα πρόταση είναι συμβατή με τη διαχείριση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και δεν πρόκειται να προκαλέσει στρεβλώσεις.

5.2 Απασχόληση

Τα βιοκαύσιμα είναι προϊόντα σχετικά υψηλής έντασης εργασίας, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές κατά τη φάση της εκμετάλλευσης. Παρότι είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας, διάφορες μελέτες συμφωνούν ως προς την κλίμακα. Η γερμανική μελέτη η οποία εκπονήθηκε από το Fraunhofer Institute [5] έδειξε ότι το ποσοστό της οικονομικής επίδρασης είναι 16 υπάλληλοι ανά χιλ. ΤΙΠ/χρόνο. Το ισπανικό εθνικό σχέδιο για τα βιοκαύσιμα τοποθετεί τον αριθμό στους 26 υπαλλήλους ανά χιλ. ΤΙΠ/χρόνο παραγόμενων βιοκαυσίμων (πηγή: IDAE).

[5] Volkswirschafttliche Aspekte einer Herstellung von Biodiesel in Deutschland. IFO-Institut fόr Wirtshaftsforchung -2ο Φόρουμ για τα Βιοκαύσιμα Κίνησης της ΕΕ/Σεπτέμβριος 1996.

Η παρεκβολή αυτών των αποτελεσμάτων θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι μια συμβολή των βιοκαυσίμων της τάξης του 1% της συνολικής ορυκτής κατανάλωσης της ΕΕ θα μπορούσε να δημιουργήσει από 45.000 έως 75.000 νέες θέσεις εργασίας. Οι περισσότερες από τις εν λόγω θέσεις εργασίας θα βρίσκονταν σε αγροτικές περιοχές.

Η επίδραση στην απασχόληση μπορεί να υπολογιστεί με διάφορους τρόπους που θα οδηγήσουν σε διαφορετικά αποτελέσματα. Παραδείγματος χάρη, το κόστος παραγωγής 4 εκατομμυρίων m3 ντίζελ βιολογικής προέλευσης μόνο, το οποίο ανέρχεται σε 2000M ευρώ, θα δημιουργήσει 50.000 ανθρωποέτη σε άμεση και έμμεση απασχόληση. Η απασχόληση που δημιουργείται από τη διύλιση της ίδιας ποσότητας συμβατικού ντίζελ ανέρχεται περίπου στο 2% του εν λόγω αριθμού.

5.3 Φορολογική πολιτική

Η κατακερματισμός των φορολογικών συστημάτων για τα καύσιμα στην Ευρώπη, όπου οι διάφορες χώρες εγκρίνουν ειδικές φορολογικές απαλλαγές για διαφορετικές προδιαγραφές καυσίμων, θέτει εμπόδιο στην ανάπτυξη του τομέα και του ευρωπαϊκού εμπορίου. Στο πλαίσιο της παρούσας πρότασης, προτείνεται μια νέα νομοθετική πράξη υπέρ της φορολογικής διαφοροποίησης, προκειμένου να δοθεί σταθερότητα στην αγορά μέσω μεγαλύτερης ευρωπαϊκής προσέγγισης. Επομένως, σε συνδυασμό με την παρούσα πρόταση, υποβάλλεται και μια πρόταση της Επιτροπής για οδηγία του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί την οδηγία του Συμβουλίου 92/81/ΕΚ.

5.4 Περιβαλλοντικά ζητήματα

Σε ό,τι αφορά την περιβαλλοντική επίδραση της παραγωγής βιοκαυσίμων, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχουν εκπονηθεί πολλές μελέτες για την ενεργειακή και την περιβαλλοντική αποδοτικότητα των εναλλακτικών καυσίμων. Οι περισσότερες από τις εν λόγω μελέτες δημιούργησαν ζωηρές συζητήσεις μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων, τόσο σε επίπεδο ειδικών, όσο και μεταξύ των απλών πολιτών. Μια ανάλυση των πιο σημαντικών μελετών δείχνει ότι τα αποτελέσματα διαφέρουν πολύ λίγο. Οι μελέτες επιβεβαιώνουν μια θετική ενεργειακή ισορροπία, αναφέροντας ότι με μια μονάδα ενέργειας από ορυκτό καύσιμο μπορούν να παραχθούν δύο με τρεις μονάδες ανανεώσιμου καυσίμου. Επιβεβαιώνεται επίσης η μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οι διαφορές της μείωσης CO2 εξαρτώνται από τις πρακτικές καλλιέργειας και την αλυσίδα παραγωγής. Εκτός από την επίδραση στις εκπομπές CO2, η παραγωγή καλλιεργειών για βιοκαύσιμα, η μετατροπή πρώτων υλών και η επακόλουθη χρήση των βιοκαυσίμων έχουν ορισμένες επιδράσεις στο περιβάλλον, οι οποίες θα μπορούσαν να καταστήσουν πιο ελκυστική την αντικατάσταση των συμβατικών καυσίμων μηχανοκίνητων οχημάτων με βιοκαύσιμα.

Κατά την αξιολόγηση αυτών των επιδράσεων, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι, κατά κανόνα, αυτό που μετράει είναι η διαφορά μεταξύ της συνολικής επίδρασης της παραγωγής, της διύλισης και της χρήσης ορυκτού καυσίμου και της παραγωγής, της μετατροπής και της χρήσης βιοκαυσίμου, παρά η επίπτωση αυτή καθεαυτή του κύκλου ζωής του βιοκαυσίμου.

5.4.1 Εκπομπές καυσαερίων από οχήματα

Έχει υποστηριχτεί ότι τα βιοκαύσιμα είναι ελκυστικά επειδή δημιουργούν λιγότερες «συμβατικές» εκπομπές από αυτοκίνητα (CO, NOx, VOC, και σωματίδια). Καθώς η περιεκτικότητα της συμβατικής βενζίνης και του ντίζελ σε θείο και μόλυβδο ουσιαστικά γίνεται μηδενική και καθώς τα πρότυπα για τις εκπομπές γίνονται πιο αυστηρά, απαιτώντας μείωση των περισσότερων συμβατικών εκπομπών σε ποσοστό άνω του 90%, τα βιοκαύσιμα στο μέλλον θα προσφέρουν θεωρητικώς λίγα, αν όχι κανένα, πλεονεκτήματα όσον αφορά στις εκπομπές έναντι της βενζίνης και του ντίζελ. Για τον λόγο αυτόν, είναι σημαντικό όλες οι μελλοντικές υποχρεωτικές αναμίξεις βιοκαυσίμων με πετρέλαιο και ντίζελ να εξετάζονται στο πλαίσιο της οδηγίας 98/70/ΕΚ, των προδιαγραφών ΕΝ 228 & ΕΝ 590 και της κοινοτικής νομοθεσίας περί έγκρισης τύπου. Η οδηγία 98/70/ΕΚ στηρίζεται στο άρθρο 100 Α (νέο 95) της συνθήκης και θεσπίζει εναρμονισμένες περιβαλλοντικές προδιαγραφές για το πετρέλαιο και το ντίζελ που διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί να αποτρέψει τη διάθεση στην αγορά πετρελαίου και ντίζελ που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας.

5.4.2 Ρύπανση των υπόγειων υδάτων

Η χρήση βιοκαυσίμων όπως ο ΕΤΒΕ ενδέχεται να προκαλέσει ρύπανση των υπόγειων υδάτων, όπως η ρύπανση από τον ΜΤΒΕ (μεθυλοτεταρτοταγής βουτυλαιθέρας) που παρατηρήθηκε σε ορισμένα κράτη μέλη λόγω της διαρροής πετρελαίου από υπόγειες δεξαμενές αποθήκευσης σε σταθμούς διανομής καυσίμων. Ο ΕΤΒΕ διαθέτει παρόμοιες φυσικές και χημικές ιδιότητες με τον ΜΤΒΕ και είναι επομένως εξίσου επικίνδυνος όσον αφορά στη ρύπανση των υπόγειων υδάτων. Από τη λεπτομερή αξιολόγηση των κινδύνων που συνδέονται με τον ΜΤΒΕ, η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του κανονισμού για τις υπάρχουσες ουσίες (κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 793/93), προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν ευρέως τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές για την κατασκευή και τη λειτουργία υπόγειων δεξαμενών αποθήκευσης σε σταθμούς διανομής καυσίμων. Τα μέτρα αυτά θα είναι αποτελεσματικά και στην περίπτωση του ΕΤΒΕ.

5.4.3. Γεωργία

Είναι σαφές ότι οι τρεις καλλιέργειες (κράμβη, δημητριακά και ζαχαρότευτλα) συνήθως καλλιεργούνται με σχετικά εντατικές μεθόδους, αλλά την ίδια στιγμή η σχετική κοινοτική νομοθεσία για τα εντομοκτόνα, την βιοποικιλότητα και την διαρροή νιτρωδών απαιτεί από τα κράτη μέλη να θέσουν δικλείδες ασφαλείας έναντι κάθε απαράδεκτης αρνητικής επίπτωσης. Εάν η βιοποικιλότητα αποδειχτεί σημαντικός παράγοντας, η καλλιέργεια ζαχαρότευτλων θα μπορούσε να είναι μια καλή επιλογή, καθώς η έκταση που απαιτείται για την παραγωγή μιας δεδομένης ποσότητας βιοκαυσίμου είναι μικρότερη από τη μισή έκταση που απαιτείται για τα δημητριακά. Από την άλλη, τα δημητριακά παράγουν μεγάλες ποσότητες πρόσθετης βιομάζας σε άχυρο, το οποίο προσφέρει καλύτερη ισορροπία CO2 εάν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας.

Οι καλλιέργειες κράμβης και άλλων ελαιοσπόρων απαιτούν ακόμα μεγαλύτερες εκτάσεις για μια δεδομένη ποσότητα βιοκαυσίμου, αλλά στην περίπτωση αυτή η αξία της πρωτεΐνης από τους σπόρους είναι μεγάλη, σε συνδυασμό με τη δυνητική ενεργειακή αξία των φυτικών καταλοίπων.

Η δυνατότητα παραγωγής βιοκαυσίμων είτε από λιγνοκυτταρίνη, είτε από θερμοχημική μετατροπή βιομάζας μεσοπρόθεσμα μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν η παραδοσιακή δασοκομία, η δασοκομία σύντομης αμειψισποράς ή/και άλλες καλλιέργειες λιγνοκυτταρίνης (όπως η ευλαλία) παράσχουν το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης ύλης. Οι εν λόγω καλλιέργειες έχουν σημαντικά μικρότερη επίπτωση στο περιβάλλον, καθώς δεν βασίζονται σε μεθόδους εντατικής καλλιέργειας και ως εκ τούτου δεν χρειάζονται σχεδόν καθόλου λιπάσματα, εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα ή άρδευση.

Τα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα των καλλιεργειών για βιοκαύσιμα θα πρέπει να προωθηθούν μέσω της αειφόρου γεωργικής εκμετάλλευσης και αναδάσωσης.

Η μετατροπή καλλιεργειών σε βιοκαύσιμα δεν υπόκειται στην κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία, σε αντίθεση με τη διύλιση του πετρελαίου. Ωστόσο, κάποια κράτη μέλη, τα οποία θεωρείται γενικά ότι εφαρμόζουν αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία, πρόσφατα έδωσαν άδεια σε εργοστάσια για την παραγωγή τόσο βιοαιθανόλης, όσο και ντίζελ βιολογικής προέλευσης. Αυτό καταδεικνύει ότι είναι απολύτως εφικτή η μετατροπή καλλιεργειών σε βιοκαύσιμα σε περιβαλλοντικά αποδεκτές εγκαταστάσεις παραγωγής.

Στην περίπτωση της χρήσης προϊόντων δευτερογενούς βιομάζας και αποβλήτων για την παραγωγή βιοκαυσίμων, η περιβαλλοντική επίδραση είναι θετική.

Εκτός από το προφανές πλεονέκτημα της μείωσης του CO2, κάθε άλλο περιβαλλοντικό αποτέλεσμα φαίνεται ασήμαντο, είτε θετικό είτε αρνητικό, υπό τον όρο της ορθής εφαρμογής στα κράτη μέλη και της συμμόρφωσης προς την κοινοτική νομοθεσία. Η Επιτροπή ως εκ τούτου θα παρακολουθήσει στενά τις εξελίξεις και θα λάβει πρόσθετα μέτρα στις περιπτώσεις που χρειάζεται, προκειμένου οι μελλοντικές αναθεωρήσεις της κοινής γεωργικής πολιτικής να ενισχύσουν την αειφόρο πρακτική στην παραγωγή των βιοκαυσίμων. Η τεχνική πρόοδος στην παραγωγή βιοκαυσίμων από λιγνοκυτταρίνη θα μπορούσε να περιορίσει το μεγαλύτερο μέρος της αρνητικής περιβαλλοντικής επίδρασης των καλλιεργειών.

5.5 Ευκαιρίες για τις τρίτες και τις αναπτυσσόμενες χώρες

Η ανάπτυξη των βιοκαυσίμων και η χρήση τους προσφέρουν μια ευκαιρία στο εμπόριο ώστε να προωθήσει την αειφόρο ανάπτυξη. Η ανάγκη για βιοκαύσιμα στην ΕΕ, και ακολούθως σε άλλες χώρες, θα μπορούσε να ανοίξει μια νέα αγορά για καινοτόμα γεωργικά προϊόντα. Συγκεκριμένα, αυτή η νέα αγορά θα μπορούσε να ωφελήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωργία.

Συν τοις άλλοις, η ανάπτυξη και η χρήση βιοκαυσίμων θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διάχυση νέων καινοτόμων τεχνολογιών. Παραδείγματος χάριν, το προβάδισμα της ΕΕ όσον αφορά τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή - και οι καινοτομίες που συνδέονται με αυτήν - έχουν καταλήξει σε μια σειρά μεταφορών τεχνολογίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρόμοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να προκύψει από την πρωτοβουλία για τα βιοκαύσιμα.

Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, αναμένουμε τα οφέλη που προκύπτουν από την τεχνολογική καινοτομία και διάχυση να είναι σημαντικότερα από τη δημιουργία αγοράς και τις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων στην ΕΕ, καθώς η εξάρτηση από το πετρέλαιο θα συνεχίσει να είναι παγκόσμια κατάσταση. Ακόμη και έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις, χώρες όπως η Ουκρανία, με μεγάλη παραγωγή σιτηρών, θα μπορούσαν να έχουν ταχέα οφέλη, που θα πηγάσουν από τη νέα αγορά.

Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, προκειμένου να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της πρότασης στο εμπόριο και να ληφθούν υπόψη οι σχετικές διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Κοινότητα, ιδίως εκείνες στο πλαίσιο της συμφωνίας του ΠΟΕ σχετικά με τα τεχνικά εμπόδια στις συναλλαγές.

6 Αιτιολόγηση της δράσης σε Κοινοτικό επίπεδο

6.1 Τρέχον πολιτικό πλαίσιο

Το άρθρο 2 της συνθήκης ΕΚ θέτει ως στόχο την αειφόρο ανάπτυξη της οικονομίας της Κοινότητας.

Το άρθρο 6 της συνθήκης ΕΚ ενισχύει αυτούς τους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης, εντάσσοντας την περιβαλλοντική πολιτική σε άλλες κοινοτικές πολιτικές. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Κάρντιφ το 1998 επιβεβαίωσε την ανάγκη της ένταξης του περιβάλλοντος στην ενεργειακή πολιτική. Το άρθρο 175 ορίζει το πλαίσιο για την έγκριση μέτρων με περιβαλλοντικούς στόχους.

Η στρατηγική της ΕΕ για την αειφόρο ανάπτυξη, η οποία παρουσιάστηκε πρόσφατα από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ στις 15 και 16 Ιουνίου 2001, προσδιορίζει ως βασικές προτεραιότητες:

- Τον περιορισμό των κλιματικών μεταβολών και την αύξηση της χρήσης καθαρής ενέργειας.

- Την αντιμετώπιση των απειλών για τη δημόσια υγεία.

- Τη διαχείριση των φυσικών πηγών με μεγαλύτερη υπευθυνότητα.

- Τη βελτίωση του συστήματος των μεταφορών και της χρήσης της γης.

Μία από τις βασικές προκλήσεις στην εφαρμογή της στρατηγικής θα είναι η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των πηγών για τις μεταφορές. Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση μερικών από τις εν λόγω προκλήσεις με την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων.

Σε διεθνές επίπεδο, η σύμβαση-πλαίσιο του ΟΗΕ για τις κλιματικές μεταβολές του 1992 απαιτεί από τα μέρη να εγκρίνουν πολιτικές και να λάβουν μέτρα για τη μείωση και τον περιορισμό των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σύμφωνα με τους στόχους της σύμβασης. Αυτή η δέσμευση ποσοτικοποιήθηκε από την Κοινότητα, μέσω της δέσμευσης για μείωση κατά 8%, η οποία θεσπίστηκε στο Πρωτόκολλο του Κιότο το 1997. Η μεγαλύτερη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μπορεί ήδη να συμβάλλει ουσιαστικά στις προσπάθειες της Κοινότητας να ανταποκριθεί στον στόχο του Κιότο, στα σχετικά λίγα χρόνια που απομένουν μέχρι το 2012. Παρόλα αυτά, ο ρόλος τους θα είναι ακόμα πιο σημαντικός κατά την περίοδο μετά το 2012, όταν η πρόταση της Επιτροπής για το έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον προβλέπει μια μείωση της τάξης του 20-40% μέχρι το έτος 2020.

Η αναμενόμενη αύξηση των εκπομπών CO2 σε περίπτωση που δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα και οι δυσκολίες που η πλειονότητα των κρατών μελών ενδέχεται να συναντήσουν για τη συμμόρφωσή τους προς τις δεσμεύσεις, βάσει της κοινοτικής συμφωνίας εσωτερικού επιμερισμού του φορτίου, απαιτούν την ενίσχυση πολιτικών και μέτρων σε κοινοτικό επίπεδο στο πλαίσιο της συνολικής στρατηγικής της ΕΕ για την αλλαγή του κλίματος.

Στις 26 Νοεμβρίου 1997, η Επιτροπή ενέκρινε την ανακοίνωση με τον τίτλο «Ενέργεια για το μέλλον: Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» [6]. Αυτή η Λευκή Βίβλος όρισε τη βιοενέργεια και τις μεταφορές ως εκείνους τους τομείς όπου πρέπει να ληφθούν περισσότερο στοχοθετημένες δράσεις, προκειμένου να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των προαναφερθέντων προβλημάτων. Μια έκθεση προόδου για τη Λευκή Βίβλο, η οποία εγκρίθηκε από την Επιτροπή [7], κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά πρώτο λόγο, η αρκετά χαμηλή συμβολή των 452 χιλ. ΤΙΠ βιοκαυσίμων που καταγράφηκε το 1997 οφείλετο στο γεγονός ότι μόνο τέσσερα κράτη μέλη είχαν λάβει μέχρι τότε ειδικά μέτρα, και ότι, κατά δεύτερο λόγο, η παραγωγή ενεργειακών καλλιεργειών χρειάζεται περισσότερα κίνητρα και αναθεώρηση της ενεργειακής φορολογίας υπέρ των βιοκαυσίμων.

[6] COM(97) 599 τελικό, της 26ης Νοεμβρίου 1997.

[7] COM(2001) 69 τελικό, της 16ης Φεβρουαρίου 2001.

Απαντώντας στην εν λόγω Λευκή Βίβλο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενέκριναν δύο ψηφίσματα στις 17 Ιουνίου 1998 [8] και τις 8 Ιουνίου 1998 [9] αντίστοιχα, με τα οποία η Επιτροπή κλήθηκε να αναλάβει πρωτοβουλίες, κυρίως στον τομέα των βιοκαυσίμων.

[8] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Ιουνίου 1998. (A4-0199/98).

[9] Ψήφισμα του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 1998 για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ΕΕ C 198, 24.6.1998, σ. 1.

Το Συμβούλιο σημείωσε ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιλέξουν τα καταλληλότερα μέσα προώθησης της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από τα φορολογικά μέτρα, μεταξύ άλλων. Το Συμβούλιο σημείωσε επίσης ότι, λόγω του σημαντικού ρόλου που πρέπει να διαδραματίσει η βιομάζα, πρέπει να ληφθούν πλήρως υπόψη οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην ανάπτυξη των κοινοτικών πολιτικών γεωργίας και διαχείρισης αποβλήτων, καλώντας την Επιτροπή να αξιολογήσει την ανάγκη υποβολής προτάσεων για την εξάλειψη των εμποδίων προς τη μεγαλύτερη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να περιλάβει στο σχέδιο δράσης την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων, με σκοπό να αυξηθεί το μερίδιο αγοράς στο 2% μέσα σε 5 χρόνια, είτε μέσω χρηματοδοτικής ενίσχυσης της βιομηχανίας μεταποίησης, είτε μέσω μιας υποχρέωσης των πετρελαϊκών εταιρειών να παράγουν ένα ελάχιστο ποσοστό καυσίμου από βιομάζα. Έκρινε επίσης ότι θα πρέπει να υπάρχουν πρόσθετες απαλλαγές από τους φόρους που επιβάλλονται στο πετρέλαιο για τα ανάμικτα καύσιμα ως ενίσχυση για την εισαγωγή τους στην αγορά.

Στη συνεδρίασή του της 9ης Σεπτεμβρίου 2000, το άτυπο Συμβούλιο ECOFIN τόνισε την ανάγκη ταχύτερης εφαρμογής των σχεδίων δράσης της ΕΕ στον τομέα της εξοικονόμησης και της διαφοροποίησης της ενέργειας, προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση των οικονομιών από το πετρέλαιο.

Στην «Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού» [10], η Επιτροπή περιγράφει την ενδεχόμενη κατάσταση της ενέργειας στην ΕΕ για το 2010 και μετά. Μια από τις ουσιώδεις παρατηρήσεις σε αυτήν την ανακοίνωση είναι ότι η ΕΕ θα έχει βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα περιορισμένη δυνατότητα να επηρεάσει την προσφορά της ενέργειας. Ωστόσο, καθώς η ΕΕ είναι μια από τις βασικές περιοχές κατανάλωσης θα πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να μειώσει τη μεγάλη της εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές.

[10] Πράσινη Βίβλος «Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού», COM(2000) 769 τελικό. Op. Cit.

6.2 Πρόσθετος αντίκτυπος της δράσης σε κοινοτικό επίπεδο

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων στην ΕΕ είναι επιθυμητή σε πολιτικό επίπεδο για τους λόγους της αειφόρου ανάπτυξης, της μείωσης CO2, της ασφάλειας του εφοδιασμού και της πρόσθετης θετικής επίδρασης στην ανάπτυξη της υπαίθρου και τη γεωργική πολιτική. Πρόκειται για θέματα ενδιαφέροντος και ευθύνης σε κοινοτικό επίπεδο, όπως αποδεικνύεται από τις πολυάριθμες δηλώσεις και πράξεις σε πολιτικό επίπεδο, οι οποίες επισημάνθηκαν στην παράγραφο 6.1.

Λόγω της ραγδαίας πτώσης των τιμών του πετρελαίου στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και του σταθερά χαμηλού τους επιπέδου έκτοτε (ακόμα και τα σημερινά ± 25$/βαρέλι είναι λιγότερα από το ήμισυ της τιμής του 1980-82 σε πραγματικές τιμές), τα βιοκαύσιμα δεν είναι ανταγωνιστικά. Το ντίζελ βιολογικής προέλευσης - το βιοκαύσιμο που χρησιμοποιείται περισσότερο σήμερα - έχει κόστος παραγωγής περίπου 500 ευρώ/1.000 λίτρα, σε σύγκριση με τα 200-250 ευρώ/1.000 λίτρα του συμβατικού ντίζελ που έχει ως βάση το πετρέλαιο. Αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα προώθησης συνεπάγονται κόστος, όπως μειωμένα φορολογικά έσοδα, υψηλότερη τελική τιμή κλπ., και είναι δίκαιο το κόστος αυτό να επιβαρύνει στον ίδιο βαθμό όλα τα κράτη μέλη.

Παρόλα αυτά, στο κεφάλαιο 3 επισημαίνονται οι ουσιώδεις διαφορές στις επιδόσεις μεταξύ των κρατών μελών σε ό,τι αφορά τη χρήση βιοκαυσίμων για τις μεταφορές. Εξάλλου, υπάρχουν στοιχεία ότι η πρόοδος σε μερικές χώρες οφείλεται κυρίως στην επίδραση των εθνικών μέτρων προληπτικού χαρακτήρα, τόσο για τη φορολογία, όσο και για την προώθηση, παρά στις ειδικές συνθήκες ή τη διαθεσιμότητα πόρων στις εν λόγω χώρες.

Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η σημερινή κατάσταση στην ΕΕ δείχνει ότι η συνολική προσπάθεια ως προς τα οικονομικά και την έρευνα καταβάλλεται μόνο από λίγα κράτη μέλη, ενώ τα οφέλη από την προώθηση των βιοκαυσίμων ως προς το περιβάλλον, την ασφάλεια του εφοδιασμού, τις ανερχόμενες τεχνολογίες και τις αγορές ευνοούν την Ένωση συνολικά.

Επομένως, η πρόταση για μια νέα νομικά δεσμευτική πράξη πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα του κοινού στόχου της αύξησης της χρήσης των βιοκαυσίμων για τις μεταφορές σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόταση θα μπορούσε να οδηγήσει επίσης σε αυξημένη ζήτηση των βιοκαυσίμων στη διεθνή αγορά, γεγονός που θα προσφέρει στις εταιρείες ευκαιρίες αγοράς σε ολόκληρη την ΕΕ.

Παρόλα αυτά, η πρόταση θα πρέπει συγχρόνως να προστατεύει την εσωτερική αγορά ενέργειας, διασφαλίζοντας ότι τα μέτρα προώθησης δεν θα εμποδίσουν το εμπόριο καυσίμων που πληροί τις προδιαγραφές για την ποιότητα των καυσίμων της οδηγίας 98/70/ΕΚ. Η πρόταση επομένως απαιτεί ότι από το 2005 ένα ορισμένο ποσοστό των καυσίμων που πωλούνται σε κάθε κράτος μέλος να είναι βιοκαύσιμα, αν και δεν επιβάλλει κάποια ιδιαίτερη μέθοδο για την επίτευξη του εν λόγω στόχου. Αυτή η ευελιξία σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στις εταιρείες να επιλέξουν τον τρόπο τήρησης των ποσοστώσεών τους, λαμβανομένων υπόψη των τοπικών συνθηκών. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με την ανάμειξη ντίζελ ή πετρελαίου με προϊόντα βιοκαυσίμων ή με την προώθηση 100% βιοκαυσίμων σε στόλους επιχειρηματικών οχημάτων. Σημαίνει επίσης ότι δεν θα υπάρχουν νομικά εμπόδια στο εμπόριο καθαρού ορυκτού καυσίμου στην εσωτερική αγορά. Ωστόσο, θεωρείται απίθανο το γεγονός ότι μπορεί να επιτευχθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ένα ποσοστό βιοκαυσίμων πάνω από 4 έως 5 %, χωρίς συστηματική ανάμειξη με όλα τα κοινά καύσιμα για τις μεταφορές. Επομένως, η Επιτροπή θα εξετάσει το εν λόγω ζήτημα και, εάν το κρίνει αναγκαίο, θα προτείνει την τροποποίηση της οδηγίας 98/70/ΕΚ, προκειμένου να καταστεί υποχρεωτική η ανάμειξη ορισμένου ποσοστού βιοκαυσίμων στη βενζίνη και το ντίζελ.

Τα προτεινόμενα ποσοστά για το συνολικό βιοκαύσιμο που πωλείται μπορούν να προσαρμοστούν στην κατάσταση που επικρατεί στα κράτη μέλη, μέσω της διαδικασίας επιτροπής.

Αυτή η κοινοτική προσέγγιση θα αποτελέσει καλύτερη εγγύηση για την ύπαρξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τους τομείς της γεωργίας και της δασοκομίας, τους καταναλωτές, τους παραγωγούς και τους διανομείς καυσίμων, και την αυτοκινητοβιομηχανία στην εσωτερική αγορά.

7. Σημασία της πρωτοβουλίας για τις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες

Η κατά κεφαλή γεωργική δραστηριότητα στις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες είναι διπλάσια από το επίπεδο στην ΕΕ των 15. Ως εκ τούτου, στις χώρες αυτές υπάρχει τεράστιο δυναμικό για αειφόρο γεωργική εκμετάλλευση των βιοκαυσίμων. Η παραγωγή βιοκαυσίμων θα μπορούσε να συμβάλει στην αναδιάρθρωση της γεωργίας, να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής πρόκλησης και να γίνει μέρος της πολιτικής για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Παραδείγματα μιας αναπτυσσόμενης βιομηχανίας βιοκαυσίμων βρίσκει κανείς στην Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακία. Η Τσεχική Δημοκρατία έχει ήδη ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα για την δημιουργία 16 εγκαταστάσεων βιοκαυσίμων και είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό εγκαταστάσεων στον κόσμο. Έχει ήδη ικανότητα παραγωγής 70.000 τόνων, και το μεγαλύτερο εργοστάσιο, το οποίο διαθέτει ικανότητα παραγωγής 30.000 τόνων, βρίσκεται στο Olomouc. Υπάρχει επίσης πλήρης φορολογική απαλλαγή για το ντίζελ βιολογικής προέλευσης, η οποία χορηγήθηκε για περιβαλλοντικούς λόγους. Επιπλέον, το επίπεδο του ΦΠΑ στο ντίζελ βιολογικής προέλευσης είναι μόλις 5%.

8. Περιεχόμενο της πρότασης

Το άρθρο 1 ορίζει τον σκοπό και το αντικείμενο της πρότασης.

Το άρθρο 2 περιέχει ορισμούς των βιοκαυσίμων.

Το άρθρο 3 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ένα ελάχιστο ποσοστό του όγκου βιοκαυσίμων που πρέπει να πωληθεί στις αντίστοιχες αγορές τους.

Το άρθρο 4 αφορά στην υποβολή εκθέσεων από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

Τα άρθρα 5 και 6 αφορούν στη διαδικασία επιτροπής για την προσαρμογή του παραρτήματος της προτεινόμενης οδηγίας στην τεχνική πρόοδο.

Τα άρθρα 7, 8 και 9 αφορούν στις διοικητικές διατάξεις της πρότασης.

Το παράρτημα της πρότασης περιέχει κατάλογο των υγρών καυσίμων που θεωρούνται βιοκαύσιμα και το χρονοδιάγραμμα για το μερίδιο των βιοκαυσίμων στη συνολική αγορά καυσίμων.

2001/0265 (COD)

Πρόταση ΟΔΗΓIΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟΥ ΚΑI ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων για τις μεταφορές

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,

την πρόταση της Επιτροπής [11],

[11] ΕΕ C

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [12],

[12] ΕΕ C

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [13],

[13] ΕΕ C

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 251 της συνθήκης [14],

[14] ΕΕ C

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Το Συμβούλιο του Γκέτεμποργκ στις 15 και 16 Ιουνίου 2001 ενέκρινε κοινοτική στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη που συνίσταται σε σειρά μέτρων, τα οποία περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των βιοκαυσίμων.

(2) Οι φυσικοί πόροι, και η συνετή και ορθολογική χρησιμοποίησή τους όπως αναφέρεται στο άρθρο 174, παράγραφος 1 της συνθήκης, περιλαμβάνουν το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τα στερεά καύσιμα, τα οποία αποτελούν ουσιώδεις πηγές ενέργειας, αλλά και τις σημαντικότερες πηγές των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

(3) Ο τομέας των μεταφορών καταλαμβάνει πάνω από το 30% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Κοινότητα και διευρύνεται, μια τάση η οποία είναι σίγουρο ότι θα αυξηθεί, μαζί με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

(4) Η μεγαλύτερη χρήση των βιοκαυσίμων για τις μεταφορές αποτελεί μέρος της δέσμης των μέτρων που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το πρωτόκολλο του Κιότο, και οποιασδήποτε πολιτικής για την τήρηση περαιτέρω απαιτήσεων.

(5) Η αυξημένη χρήση των βιοκαυσίμων για τις μεταφορές είναι ένα από τα εργαλεία της Κοινότητας, με το οποίο μπορεί να επηρεάσει την παγκόσμια αγορά καυσίμων για τις μεταφορές και ως εκ τούτου την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

(6) Η προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων, τηρουμένων των ορθών γεωργικών πρακτικών, θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για την αειφόρο ανάπτυξη της υπαίθρου σε μια κοινή γεωργική πολιτική η οποία θα είναι περισσότερο προσανατολισμένη προς την αγορά.

(7) Στα ψηφίσματά του της 8ης Ιουνίου 1998 [15] και της 5ης Δεκεμβρίου 2000, το Συμβούλιο ενέκρινε τη στρατηγική και το σχέδιο δράσης της Επιτροπής για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ζήτησε ειδικά μέτρα στον τομέα των βιοκαυσίμων.

[15] ΕΕ C 198, 24.6.1998, σ. 1.

(8) Στο ψήφισμά του της 18ης Ιουνίου 1998 [16], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαίτησε αύξηση του μεριδίου των βιοκαυσίμων στην αγορά σε 2% μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, μέσω μιας δέσμης μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής απαλλαγής και της θέσπισης ενός υποχρεωτικού ποσοστού βιοκαυσίμων για τις πετρελαϊκές εταιρείες.

[16] ΕΕ C 210, 6.7.1998, σ. 215.

(9) Η βέλτιστη μέθοδος αύξησης του μεριδίου των βιοκαυσίμων στις εθνικές αγορές εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των πόρων και των πρώτων υλών, από εθνικές πολιτικές για την προώθηση των βιοκαυσίμων και από φορολογικές ρυθμίσεις και, ως εκ τούτου, πρέπει να αφεθεί κατά το δυνατό στις πολιτικές των πετρελαϊκών εταιρειών και άλλων ενδιαφερομένων μερών.

(10) Οι εθνικές πολιτικές για την προώθηση της χρήσης των βιοκαυσίμων δεν θα πρέπει να οδηγούν στην απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης των καυσίμων τα οποία πληρούν τις εναρμονισμένες περιβαλλοντικές προδιαγραφές, όπως καθορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία.

(11) Ωστόσο, θα είναι δύσκολο να αυξηθεί η αναλογία των βιοκαυσίμων που πωλείται πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο, χωρίς μέτρα για την ανάμιξή του στα ορυκτά καύσιμα. Επομένως, τα κράτη μέλη πρέπει να επιδιώξουν ανάμειξη βιοκαυσίμου τουλάχιστον 1% στα πετρελαιοειδή που διατίθενται στο εμπόριο στην Κοινότητα. Το ποσοστό αυτό θα προσαρμοστεί, βάσει των μεριδίων των βιοκαυσίμων μεταξύ των διαφόρων καυσίμων που διατίθενται στο εμπόριο στα κράτη μέλη και βάσει άλλων λεπτομερών μελετών.

(12) Δεδομένου οτι ο στόχος της προβλεπομένης δράσης, δηλαδή η εισαγωγή γενικών αρχών που να προβλέπουν ένα ελάχιστο ποσοστό βιοκαυσίμων που πρέπει να τεθεί στο εμπόριο και στη διανομή είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη λόγω των διαστάσεων της δράσης και δύναται συνεπώς να επιτευχθεί καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(13) Πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα ταχείας προσαρμογής του καταλόγου βιοκαυσίμων, του ποσοστού ανανεώσιμης περιεκτικότητας καθώς και του χρονοδιαγράμματος για την εισαγωγή των βιοκαυσίμων στην αγορά καυσίμων για τις μεταφορές, στις τεχνικές προόδους και στα αποτελέσματα μιας εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το πρώτο στάδιο της εισαγωγής.

(14) Δεδομένου ότι τα αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας μέτρα είναι γενικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [17], θα πρέπει τα μέτρα αυτά να θεσπίζονται σύμφωνα με κανονιστική διαδικασία κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης,

[17] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει την αντικατάσταση με ένα ελάχιστο ποσοστό βιοκαυσίμων του ντίζελ ή της βενζίνης για τις μεταφορές σε κάθε κράτος μέλος.

Άρθρο 2

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

(α) «βιοκαύσιμα»: υγρό ή αέριο καύσιμο για τις μεταφορές, το οποίο παράγεται από βιομάζα,

(β) «βιομάζα»: το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων γεωργικών δραστηριοτήτων (συμπεριλαμβανομένων φυτικών και ζωικών ουσιών), της δασοκομίας και συνδεομένων βιομηχανιών, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων,

(γ) «ενεργειακό περιεχόμενο»: είναι η χαμηλότερη θερμιδική αξία ενός καυσίμου.

2. Τα προϊόντα που είναι εγγεγραμμένα στο Μέρος Α του παραρτήματος θεωρούνται βιοκαύσιμα.

Άρθρο 3

1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ελάχιστη αναλογία των βιοκαυσίμων που πωλούνται στις αγορές τους είναι 2%, υπολογισμένο βάσει του ενεργειακού περιεχομένου, επί του συνόλου της βενζίνης και του ντίζελ που πωλείται για τις μεταφορές στις αγορές τους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005 και ότι αυτό το μερίδιο αυξάνεται, με επιδίωξη ένα ελάχιστο επίπεδο ανάμειξης, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που παρουσιάζεται στο Μέρος Β του παραρτήματος.

2. Τα βιοκαύσιμα μπορούν να διατίθενται υπό τις ακόλουθες μορφές:

(α) ως καθαρά βιοκαύσιμα,

(β) ως βιοκαύσιμα αναμεμιγμένα με προϊόντα απόσταξης ορυκτών ελαίων, βάσει των συναφών ευρωπαϊκών προτύπων που θεσπίζουν τις σχετικές με τα καύσιμα για τις μεταφορές τεχνικές προδιαγραφές (ΕΝ 228 και ΕΝ 590),

(γ) ως υγρά τα οποία προέρχονται από βιοκαύσιμα, όπως το ETBE (αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας), το ποσοστό βιοκαυσίμου των οποίων καθορίζεται στο Μέρος Α του παραρτήματος.

3. Τα κράτη μέλη πρέπει να παρακολουθούν τις επιπτώσεις της χρήσης βιοκαυσίμων σε μείγματα άνω του 5% με ντίζελ σε μη προσαρμοσμένα οχήματα και, όπου ενδείκνυται, λαμβάνουν μέτρα, ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση προς τη σχετική κοινοτική νομοθεσία για τα πρότυπα εκπομπών.

Άρθρο 4

1. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή, πριν από την 1η Ιουλίου κάθε έτους, για τις συνολικές πωλήσεις καυσίμων για τις μεταφορές και το μερίδιο των βιοκαυσίμων στις εν λόγω πωλήσεις του προηγούμενου έτους.

2. Το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο που σημειώθηκε στη χρήση των βιοκαυσίμων στα κράτη μέλη, τις οικονομικές πλευρές και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της περαιτέρω αύξησης του μεριδίου των βιοκαυσίμων. Βάσει της εν λόγω έκθεσης, η Επιτροπή θα προτείνει, ενδεχομένως, προσαρμογή του συστήματος των στόχων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3.

Άρθρο 5

Το παράρτημα μπορεί να προσαρμόζεται στην τεχνική πρόοδο σύμφωνα με την διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

Το χρονοδιάγραμμα του Μέρους Β του εν λόγω παραρτήματος μπορεί να προσαρμόζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, βάσει των τεχνικών εξελίξεων στον τομέα των συναφών με τα βιοκαύσιμα τεχνολογιών, της διείσδυσης στην αγορά και των εφαρμογών τους σε μέσα μεταφοράς.

Άρθρο 6

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που θεσπίζεται με το άρθρο 4, παράγραφος 2 της απόφασης 1999/21/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου [18].

[18] ΕΕ L 7, 13.1.1999, σ. 1.

2. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται η διαδικασία κανονιστικής επιτροπής που ορίζεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 της εν λόγω απόφασης.

3. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε τρεις μήνες.

Άρθρο 7

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2004. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τις διατάξεις εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 8

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 9

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Α. Κατάλογος βιοκαυσιμων και ποσοστο ανανεωσιμησ περιεκτικοτητας

«βιοαιθανόλη»: αιθανόλη η οποία παράγεται από βιομάζα ή/και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, για χρήση ως βιοκαύσιμο,

«ντίζελ βιολογικής προέλευσης»: υγρό καύσιμο ποιότητας ντίζελ το οποίο παράγεται από βιομάζα ή χρησιμοποιημένα τηγανισμένα έλαια, για χρήση ως βιοκαύσιμο,

«βιοαέριο»: καύσιμο αέριο το οποίο παράγεται από την αναερόβια ζύμωση της βιομάζας ή/και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, το οποίο μπορεί να καθαριστεί σε ποιότητα φυσικού αερίου, για χρήση ως βιοκαύσιμο,

«βιομεθανόλη»: μεθανόλη η οποία παράγεται από βιομάζα ή/και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, για χρήση ως βιοκαύσιμο,

«βιοδιμεθυλαιθέρας»: διμεθυλαιθέρας ο οποίος παράγεται από βιομάζα ή/και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, για χρήση ως βιοκαύσιμο,

«βιοέλαιο»: καύσιμο ελαίου πυρόλυσης το οποίο παράγεται από βιομάζα, για χρήση ως βιοκαύσιμο,

«βιοΕΤΒΕ (αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας)»: ΕΤΒΕ ο οποίος παράγεται από βιοαιθανόλη.

Το ποσοστό του όγκου του βιοΕΤΒΕ το οποίο θεωρείται ως βιοκαύσιμο ανέρχεται σε 45%.

Β. Ελάχιστη ποσοτητα πωλουμενου βιοκαυσιμου ως ποσοστο της βενζινης και του ντιζελ που πωλουνται

>ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

ΔΕΛΤΙΟ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ, ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (ΜΜΕ)

Τίτλος της πρότασης

Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων για τις μεταφορές.

Αριθμός εγγράφου αναφοράς:

Η πρόταση

1. Οι κύριοι στόχοι της πρότασης είναι η αύξηση της χρήσης των βιοκαυσίμων στις μεταφορές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απώτερο σκοπό

* την ασφάλεια του εφοδιασμού με καύσιμα για μεταφορές.

* τη μείωση των εκπομπών CO2.

* την ανάπτυξη της υπαίθρου και τη διατήρηση της απασχόλησης στις αγροτικές κοινότητες.

Η θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας είναι αναγκαία για την αύξηση της χρήσης των βιοκαυσίμων και την υλοποίηση επενδύσεων στον εν λόγω τομέα από όλα τα κράτη μέλη, καθώς οφέλη από την αυξημένη χρήση των βιοκαυσίμων αποκομίζει και η Ένωση στο σύνολό της.

Οι επιπτώσεις επί των επιχειρήσεων

2. Ποιους θα επηρεάσει η πρόταση;

* Πετρελαϊκές εταιρείες.

* Παραγωγούς βιοκαυσίμων.

* Γεωργούς.

* Αυτοκινητοβιομηχανίες.

* Καταναλωτές.

Εκτός από τις πετρελαϊκές εταιρείες και τις αυτοκινητοβιομηχανίες, η πρόταση θα επηρεάσει περισσότερο τους μικρομεσαίους παραγωγούς, κυρίως δε εκείνους που βρίσκονται σε αγροτικές περιοχές της Κοινότητας.

3. Οι πετρελαϊκές εταιρείες θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε ένα μέρος του συνολικού πετρελαίου και ντίζελ που πωλούν να είναι βιοκαύσιμα.

4. Ποιες είναι οι πιθανές οικονομικές συνέπειες;

* στην απασχόληση: θετική,

* στις επενδύσεις και στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων: θετική,

* στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων: καμία.

5. Περιλαμβάνονται στην πρόταση μέτρα για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (λιγότερες ή διαφορετικές απαιτήσεις, κ.λπ.); Όχι.

Διαβουλεύσεις

6. Οργανισμοί, με τους οποίους έγιναν διαβουλεύσεις σχετικά με την πρόταση:

* Πετρελαϊκές εταιρείες

* Αυτοκινητοβιομηχανίες

* Παραγωγοί βιοκαυσίμων

* Επαγγελματικές οργανώσεις

* Γεωργικές οργανώσεις.