Υπόθεση C‑164/17

Edel Grace
και
Peter Sweetman

κατά

An Bord Pleanála

[αίτηση του Supreme Court (Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Άρθρο 6, παράγραφοι 3 και 4 – Εκτίμηση των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου σε προστατευόμενο τόπο – Σχέδιο ή έργο το οποίο δεν συνδέεται άμεσα με τη διαχείριση του τόπου ούτε είναι αναγκαίο για αυτήν – Έργο κατασκευής αιολικού πάρκου – Οδηγία 2009/147/ΕΚ – Διατήρηση των άγριων πτηνών – Άρθρο 4 – Ζώνη ειδικής προστασίας (ΖΕΠ) – Παράρτημα Ι – Βαλτόκυρκος (Circus cyaneus) – Κατάλληλος οικότοπος μεταβαλλόμενος με την πάροδο του χρόνου – Προσωρινή ή οριστική μείωση της εκτάσεως χρήσιμων εδαφών – Μέτρα τα οποία έχουν ενσωματωθεί στο έργο και έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι, όσο διαρκεί το έργο, η έκταση που προσφέρεται, στην πράξη, ως φυσικός οικότοπος του είδους δεν θα μειωθεί, και μάλιστα θα αυξηθεί»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 25ης Ιουλίου 2018

  1. Περιβάλλον – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Οδηγία 92/43 – Δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου σε προστατευόμενο τόπο – Προστατευτικά μέτρα – Αντισταθμιστικά μέτρα – Διάκριση

    (Οδηγία 92/43 του Συμβουλίου, άρθρο 6 §§ 3 και 4)

  2. Περιβάλλον – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Οδηγία 92/43 – Ειδικές ζώνες διατηρήσεως – Υποχρεώσεις των κρατών μελών – Εκτίμηση των επιπτώσεων έργου σε προστατευόμενο τόπο – Συνεκτίμηση της μελλοντικής αναπτύξεως ενός νέου οικοτόπου προς αντιστάθμιση των απωλειών που συνεπάγεται το έργο, από πλευράς εκτάσεως και ποιότητας – Αποκλείεται – Χαρακτηρισμός μιας τέτοιας αναπτύξεως ως αντισταθμιστικού μέτρου – Προϋπόθεση

    (Οδηγία 92/43 του Συμβουλίου, άρθρο 6 §§ 3 και 4)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 47)

  2.  Το άρθρο 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, έχει την έννοια ότι, όταν πρόκειται να υλοποιηθεί έργο σε τόπο που έχει χαρακτηρισθεί ως ζώνη προστασίας και διατήρησης ειδών και η μεν έκταση η οποία προσφέρεται, εντός του τόπου αυτού, για την κάλυψη των αναγκών ενός προστατευόμενου είδους μεταβάλλεται προϊόντος του χρόνου, το δε έργο θα έχει είτε ως προσωρινή είτε ως μόνιμη συνέπεια να μην μπορούν πλέον ορισμένα τμήματα του εν λόγω τόπου να προσφέρουν κατάλληλο οικότοπο στο συγκεκριμένο είδος, το γεγονός ότι το έργο περιλαμβάνει μέτρα που έχουν ως σκοπό να εξασφαλίσουν ότι, αφού διενεργηθεί δεόντως η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου και ενόσω αυτό διαρκεί, το τμήμα του τόπου το οποίο μπορεί στην πράξη να προσφέρει κατάλληλο οικότοπο δεν θα μειωθεί, και μάλιστα ενδέχεται να αυξηθεί, δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως που απαιτείται βάσει της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου και που έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι το επίμαχο έργο δεν θα παραβλάπτει την ακεραιότητα του οικείου τόπου, αλλά ασκεί, ενδεχομένως, επιρροή στο πλαίσιο της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου.

    Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι μέτρα τα οποία εντάσσονται σε έργο και έχουν ως σκοπό να αντισταθμίσουν τις αρνητικές του συνέπειες δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των επιπτώσεών του, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2014, Briels κ.λπ., C‑521/12, EU:C:2014:330, σκέψη 29, και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ., C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 48).

    Πράγματι, ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τη δέουσα εκτίμηση μόνον εφόσον υφίσταται επαρκής βεβαιότητα για την αποτελεσματικότητά του, υπό την έννοια ότι αποκλείει κάθε εύλογη αμφιβολία ως προς το αν το έργο θα παραβλάψει την ακεραιότητα της ζώνης (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑142/16, EU:C:2017:301, σκέψη 38).

    Κατά κανόνα όμως, τυχόν θετικές συνέπειες της μελλοντικής αναπτύξεως ενός νέου οικοτόπου, ο οποίος έχει ως σκοπό να αντισταθμίσει τις απώλειες που προκαλούνται, από πλευράς εκτάσεως και ποιότητας, σε έναν ίδιο τύπο οικοτόπου εντός προστατευόμενης ζώνης, είναι δύσκολο να προβλεφθούν ή γίνονται αισθητές αργότερα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ., C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψεις 52 και 56 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    Υπογραμμίζεται δε ότι πηγή αβεβαιότητας δεν αποτελεί το γεγονός ότι ο επίδικος οικότοπος μεταβάλλεται διαρκώς, ούτε ότι η ζώνη απαιτεί «δυναμική» διαχείριση. Αντιθέτως, η αβεβαιότητα απορρέει, αφενός, από τον προσδιορισμό βέβαιων ή δυνητικών απειλών για την ακεραιότητα της οικείας ζώνης ως ζώνης ενδιαιτήματος και αναζήτησης τροφής, και άρα για ένα από τα δομικά χαρακτηριστικά της ζώνης αυτής, και, αφετέρου, από το γεγονός ότι περιλήφθηκαν στην εκτίμηση των επιπτώσεων μελλοντικά οφέλη από τη λήψη των μέτρων, τα οποία, κατά το στάδιο της ως άνω εκτιμήσεως, ήταν απλώς ενδεχόμενα, αφού η υλοποίησή τους δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Για τον λόγο αυτό, και υπό την επιφύλαξη των ζητημάτων τα οποία οφείλει να ελέγξει το αιτούν δικαστήριο, τα προαναφερθέντα οφέλη δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν με την απαιτούμενη βεβαιότητα κατά τον χρόνο που οι αρχές χορήγησαν άδεια για το επίμαχο έργο.

    (βλ. σκέψεις 50-53, 57 και διατακτ.)