6.2.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 38/9


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Administrativen sad Varna (Βουλγαρία) στις 14 Νοεμβρίου 2016 — Nikolay Kantarev κατά Balgarska narodna banka

(Υπόθεση C-571/16)

(2017/C 038/12)

Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική

Αιτούν δικαστήριο

Administrativen sad Varna

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγων: Nikolay Kantarev

Εναγομένη: Balgarska narodna banka

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας την έννοια ότι, ελλείψει εθνικής ρυθμίσεως, επιτρέπεται ο προσδιορισμός της αρμόδιας δικαιοδοτικής αρχής και της διαδικασίας που εφαρμόζεται επί αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης με βάση τη δημόσια αρχή που διέπραξε την παραβίαση και ανάλογα με το είδος της πράξεως ή παραβιάσεως, δια της οποίας διεπράχθη η παραβίαση, οσάκις η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών έχει ως αποτέλεσμα οι αγωγές που υπάγονται σε διαφορετικές διαδικασίες — γενικής δικαιοδοσίας και δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, με βάση διαφορετικούς δικονομικούς κώδικες — να εκδικάζονται σύμφωνα με τον grazhdansko-protsesualen kodeks [κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο εξής: GPK] και τον administrativnoprotsesualen kodeks [κώδικα διοικητικής δικονομίας: στο εξής APK] οι οποίοι απαιτούν την καταβολή διαφορετικών ειδών δικαστικών εξόδων, ήτοι αναλογικών και απλών, και την απόδειξη ότι συντρέχουν διαφορετικές προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της υπαιτιότητας;

2)

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και οι απαιτήσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση Frankovich την έννοια ότι αντιτίθενται στην εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης με διαδικασία όπως αυτή που προβλέπεται στα άρθρα 45 και 49 του zakon za zadalzheniata i dogovorite [νόμου περί ενοχών και συμβάσεων, στο εξής: ZZD], κατά την οποία απαιτείται η καταβολή αναλογικών δικαστικών εξόδων και η απόδειξη υπάρξεως υπαιτιότητας, καθώς και [στην εκδίκαση] με διαδικασία όπως αυτή που προβλέπει το άρθρο 1 του zakon za otgovornostta na darzhavata i obshtinite za vredi [νόμου περί αστικής ευθύνης του δημοσίου και των δήμων για ζημίες, στο εξής: ZODOV], ο οποίος προβλέπει μεν αντικειμενική ευθύνη και περιέχει ειδικές ρυθμίσεις με σκοπό τη διευκόλυνση της προσβάσεως στο δικαστήριο, εφαρμόζεται όμως μόνον επί ζημιών που προκαλούνται εν συνεχεία ακυρωθείσας παράνομης διοικητικής πράξεως και παράνομης ενέργειας ή παραλείψεως της δημόσιας διοικήσεως, όχι όμως επί παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης από άλλα όργανα του δημοσίου τομέα, τις οποίες αυτά διέπραξαν δια πράξεων ή παραλείψεων που δεν ακυρώθηκαν σύμφωνα με την αντίστοιχη διαδικασία;

3)

Έχουν τα άρθρα 1, παράγραφος 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 (1), την έννοια ότι επιτρέπουν νομοθετική προσέγγιση, όπως εκείνη που επελέγη στις περιπτώσεις των άρθρων 36, παράγραφος 3, του zakon za kreditnite institutsii [νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, στο εξής: ZKI] και του 23, παράγραφος 5, του zakon za garantirane na vlogovete v bankite [νόμου περί εγγυήσεως των τραπεζικών καταθέσεων, στο εξής: ZGVB], κατά την οποία «η προϋπόθεση ότι το οικείο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ικανό προς το παρόν, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, να επιστρέψει την κατάθεση και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον» ισοδυναμεί με διαπίστωση της αφερεγγυότητας του ιδρύματος και ανάκληση της αδείας του και ότι το σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων ενεργοποιείται από τον χρόνο ανακλήσεως της άδειας παροχής τραπεζικών υπηρεσιών;

4)

Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 94/19 την έννοια ότι, προκειμένου μια κατάθεση να χαρακτηριστεί ως «μη διαθέσιμη», οι «αρμόδιες αρχές» θα πρέπει να έχουν διαπιστώσει ρητώς σύμφωνα με το στοιχείο i της εν λόγω διατάξεως, ότι, κατά τη γνώμη τους, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, ή επιτρέπει, σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση στο εθνικό δίκαιο, η εκτίμηση και η πρόθεση της «αρμόδιας αρχής» να συνάγονται από την ερμηνεία άλλων πράξεων της εν λόγω αρχής — για παράδειγμα στην προκείμενη υπόθεση από την υπ’ αριθ. 73 απόφαση του upravitelen savet (διοικητικού συμβουλίου, στο εξής: US) της ΒΝΒ, της 20ης Ιουνίου 2014, με την οποία η «ΚΤΒ» AD υπήχθη σε καθεστώς ειδικής εποπτείας, ή να τεκμαίρονται από περιστάσεις σαν αυτές της κύριας δίκης;

5)

Μπορεί, υπό περιστάσεις σαν αυτές της κύριας δίκης, όπου με την υπ’ αριθ. 73 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΒΝΒ, της 20ης Ιουνίου 2014, ανεστάλησαν όλες οι πληρωμές και οι συναλλαγές και οι καταθέτες δεν δύναντο να υποβάλουν αίτηση για καταβολή ούτε είχαν πρόσβαση στις καταθέσεις τους κατά το χρονικό διάστημα από 20 Ιουνίου 2014 έως 6 Νοεμβρίου 2014, να θεωρηθεί ότι όλες οι εγγυημένες καταθέσεις όψεως (οι οποίες είναι διαθέσιμες χωρίς να απαιτείται προαναγγελία και οι οποίες επιστρέφονται άμεσα, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα) έχουν καταστεί μη διαθέσιμες υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, ή προϋπόθεση «να οφείλεται [η κατάθεση], να είναι ληξιπρόθεσμη και να μην έχει καταβληθεί» απαιτεί να έχει ζητήσει ο καταθέτης από το πιστωτικό ίδρυμα την πληρωμή (με αίτηση, πρόκληση) και αυτό να μην έχει ικανοποιήσει το αίτημα;

6)

Έχουν τα άρθρα 1, παράγραφος 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, καθώς και η όγδοη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2009/14 (2), την έννοια ότι η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η «αρμόδια αρχή» κατά την εκτίμηση στην οποία προβαίνει σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο i, περιορίζεται οπωσδήποτε από την προβλεπόμενη υπό στοιχείο i, δεύτερο εδάφιο, προθεσμία, ή επιτρέπουν για λόγους που ανάγονται στον σκοπό της ειδικής εποπτείας, όπως εκείνης του άρθρου 115, ΖΚΙ, να παραμένουν οι καταθέσεις μη διαθέσιμες για διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που προβλέπει η οδηγία;

7)

Αναπτύσσουν τα άρθρα 1, παράγραφος 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 άμεσο αποτέλεσμα παρέχοντας στους δικαιούχους καταθέσεων σε τράπεζα που συμμετέχει στο σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων, εκτός από το δικαίωμα για αποζημίωση μέσω του συστήματος αυτού και έως το ποσό του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, επιπλέον και το δικαίωμα να στοιχειοθετήσουν ευθύνη του δημοσίου για παράβαση του δικαίου της Ένωσης, στρεφόμενοι κατά της αρχής που υποχρεούται να διαπιστώσει την αδυναμία καταβολής των καταθέσεων και αιτούμενοι την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε αυτούς λόγω της μη έγκαιρης καταβολής του εγγυημένου ποσού καταθέσεων, σε περίπτωση που η προβλεπόμενη από το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο i, απόφαση ελήφθη μετά την παρέλευση της πενθήμερης προθεσμίας που προβλέπει η οδηγία, η δε καθυστέρηση είναι αποτέλεσμα μέτρων εξυγιάνσεως που αποσκοπούν στο να αποτρέψουν τυχόν αδυναμία της τράπεζας για καταβολή και επιβλήθηκαν από την εν λόγω αρχή, ή μήπως επιτρέπουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως εκείνες της κύριας δίκης, εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 79, παράγραφος 8, ΖΚΙ, σύμφωνα με την οποία η ΒΝΒ, τα όργανα αυτής και τα εξ αυτών εξουσιοδοτημένα πρόσωπα ευθύνονται για ζημίες που προκλήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της εποπτείας μόνον εφόσον ενήργησαν με πρόθεση;

8)

Αποτελεί η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι η «αρμόδια αρχή» δεν έλαβε την απόφαση που προβλέπεται από το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, «ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως», η οποία μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες, η αποκατάσταση των οποίων επιδιώκεται με αγωγή κατά της αρχής ελέγχου και υπό ποίες προϋποθέσεις μπορεί να συμβεί αυτό και ποιά επίδραση μπορεί να έχουν στο πλαίσιο αυτό οι κατωτέρω περιστάσεις: α) το γεγονός ότι το Fond za garantirane na vlogovete v bankite [ταμείο για τη διασφάλιση των τραπεζικών καταθέσεων, στο εξής: FGVB] δεν διέθετε επαρκείς πόρους ώστε να καλύψει όλες τις εγγυημένες καταθέσεις, β) ότι κατά το χρονικό διάστημα αναστολής των πληρωμών το τραπεζικό ίδρυμα υπήχθη σε καθεστώς ειδικής εποπτείας προκειμένου να διαφυλαχθεί η φερεγγυότητά του, γ) ότι το ποσό της καταθέσεως του ενάγοντος καταβλήθηκε αφότου η ΒΝΒ διαπίστωσε την αναποτελεσματικότητα των μέτρων εξυγιάνσεως, [δ)] ότι επεστράφη το ποσό της καταθέσεως του ενάγοντος πλέον τόκων υπολογισθέντων για το διάστημα από 20 Ιουνίου 2014 έως και 6 Νοεμβρίου 2014;


(1)  Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5).

(2)  Οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων όσον αφορά το επίπεδο καλύψεως και την προθεσμία εκταμιεύσεως (ΕΕ 2009, L 68, σ. 3).