5.7.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 171/20 |
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οποία υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης (Ελλάδα) στις 17 Απριλίου 2008 — Δημήτρος Γ. Λαδάκης, Ανδρέας Μ. Μπίρτας, Κωνσταντίνος Γ. Κυριακόπουλος, Εμμανουήλ Β. Κλαμπώνης, Σοφοκής Ε. Μαστοράκης κατά Δήμου Γεροποτάμου
(Υπόθεση C-163/08)
(2008/C 171/33)
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική
Αιτούν δικαστήριο
Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγοντες: Δημήτρος Γ. Λαδάκης, Ανδρέας Μ. Μπίρτας, Κωνσταντίνος Γ. Κυριακόπουλος, Εμμανουήλ Β. Κλαμπώνης, Σοφοκής Ε. Μαστοράκης
Εναγόμενος: Δήμος Γεροποτάμου
Προδικαστικά ερωτήματα
1) |
Η ρήτρα 5 και η ρήτρα 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε από την CBS, την UNICE και το CEEP και συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 175/42 της 10.7.1999), έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπεται από το κοινοτικό δίκαιο (με αιτιολογία την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας πλαισίου) η θέσπιση από το κράτος μέλος μέτρων, (α) όταν στην εθνική έννομη τάξη ήδη υπάρχει, πριν τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας, ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου, και (β) όταν με τα θεσπιζόμενα, προς εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου μέτρα, υποβαθμίζεται το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη; |
2) |
Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, εφόσον στην εθνική έννομη τάξη προϋπάρχει της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, όπως το επίμαχο στα πλαίσια της κυρίας δίκης άρθρο 8, παράγραφος 3 του Ν. 2112/1920, τότε συνιστά ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του γενικού επιπέδου των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη, κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας-πλαισίου, η θέσπιση νομοθετικού μέτρου, με αιτιολογία την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, όπως του επίμαχου στα πλαίσια της κυρίας δίκης άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004:
|
3) |
Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, εφόσον στην εθνική έννομη τάξη προϋπάρχει της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της εν λόγω Οδηγίας, όπως το επίμαχο στο πλαίσιο της κυρίας δίκης άρθρο 8, παράγραφος 3, Ν. 2112/1920, τότε συνιστά ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη, κατά την έννοια της ρήτρας 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας πλαισίου, η θέσπιση νομοθετικού μέτρου με αιτιολογία την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, όπως του επίμαχου στο πλαίσιο της κυρίας δίκης άρθρου 7 του π.δ. 164/2004, όταν αυτό προβλέπει ως μόνο μέσο προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου από την κατάχρηση την υποχρέωση του εργοδότη σε καταβολή μισθού και αποζημίωσης απόλυσης σε περίπτωση καταχρηστικής απασχόλησης με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη:
|
4) |
Σε περίπτωση θετικής απάντησης στα άνω ερωτήματα, πρέπει ο εθνικός δικαστής, ερμηνεύοντας το εθνικό του δίκαιο σύμφωνα με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, να παραμερίσει τις μη συμβατές προς αυτή διατάξεις του νομοθετικού μέτρου που θεσπίστηκε με αιτιολογία την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου, αλλά άγει σε υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη, όπως εκείνες των άρθρων 7 και 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, και στην θέση τους να εφαρμόσει τις διατάξεις του προϋπάρχοντος της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας ισοδύναμου εθνικού νομοθετικού μέτρου, όπως εκείνες του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Ν. 2112/1920; |
5) |
Σε περίπτωση που κριθεί από τον εθνικό δικαστή ως καταρχήν — εφαρμοστέα, σε διαφορά που αφορά την εργασία ορισμένου χρόνου, διάταξη (εν προκειμένω το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920) που συνιστά ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο, 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, και με βάση την οποία διάταξη η διάγνωση σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ως ορισμένου χρόνου άνευ αντικειμενικού λόγου συνδεόμενου με τη φύση, το είδος και τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης εργασίας, συνεπάγεται την αναγνώριση των συμβάσεων αυτών ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, τότε:
|