21.6.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 181/93


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ)»

COM(2011) 793 final — 2011/0373 (COD)

2012/C 181/17

Εισηγητής: ο κ. Jorge PEGADO LIZ

Στις 13 και στις 14 Δεκεμβρίου 2011, και σύμφωνα με το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αντιστοίχως, αποφάσισαν να ζητήσουν γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ)

COM(2011) 793 final — 2011/0373 (COD).

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 9 Μαρτίου 2012.

Κατά την 479η σύνοδο ολομέλειας, της 28ης και 29ης Μαρτίου 2012 (συνεδρίαση της 28ης Μαρτίου 2012), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε την ακόλουθη γνωμοδότηση με 121 ψήφους υπέρ, 11 ψήφους κατά και 8 αποχές.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1   Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι, μετά από αμέτρητες εκκλήσεις εκ μέρους των ευρωπαϊκών οργανώσεων καταναλωτών και της ίδιας της ΕΟΚΕ σε πολλές γνωμοδοτήσεις της, η Επιτροπή μετατρέπει επιτέλους τις συστάσεις της 98/257/ΕΚ και 2001/310/ΕΚ σε δεσμευτική νομοθετική πράξη.

1.2   Η ΕΟΚΕ πιστεύει, ωστόσο, ότι η καταλληλότερη νομική βάση θα ήταν το άρθρο 169 παράγραφος 2 στοιχείο β) και παράγραφος 4 της Συνθήκης, και όχι απλώς το άρθρο 114, καθώς επίσης και τα άρθρα 38 και 47 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.3   Η ΕΟΚΕ συνιστά τη θέσπιση «ευρωπαϊκού σήματος πιστότητας», το οποίο θα στηρίζεται σε κοινές διαρθρωτικές αρχές και δεν θα πιστοποιεί απλώς τους μηχανισμούς εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ) που πληρούν τις απαιτήσεις της προτεινόμενης οδηγίας, αλλά θα χαρακτηρίζει, επίσης, όσους προσχωρούν στους μηχανισμούς αυτούς, κατά τρόπο εναρμονισμένο και χωρίς κόστος για τους εμπόρους.

1.4   Η ΕΟΚΕ επισημαίνει τη δυνατότητα που διανοίγεται για εφαρμογή των συστημάτων ΕΕΔ σε συλλογικές διαφορές, ως ένα πρώτο βήμα προς την εισαγωγή στην ΕΕ ενός δικαστικού μηχανισμού συλλογικής έννομης προστασίας, συνιστά όμως να επεξηγείται σαφώς η δυνατότητα αυτή στο διατακτικό και να προσδιορίζεται δεόντως το καθεστώς της.

1.5   Επί του προκειμένου, ωστόσο, η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει ότι αυτό δεν αναιρεί την επιτακτική ανάγκη να αποκτήσει η Ένωση έναν εναρμονισμένο δικαστικό μηχανισμό για συλλογικές αγωγές σε κοινοτικό επίπεδο, τον οποίο δεν υποκαθιστά η ενδεχόμενη επέκταση των συστημάτων ΕΕΔ σε συλλογικές διαφορές.

1.6   Η ΕΟΚΕ συμφωνεί με τις αρχές που θεσπίζονται στα άρθρα 7, 8 και 9 της πρότασης, συνιστά όμως, για λόγους ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας, να διατηρηθούν όπως ακριβώς ισχύουν στις συστάσεις οι ορισμοί των αρχών της εκατέρωθεν ακροάσεως και της εκπροσώπησης, οι οποίες εξασφαλίζουν ρητώς τη δυνατότητα εκπροσώπησης των μερών από δικηγόρους ή από τρίτους, ειδικότερα δε από συλλόγους εκπροσώπησης των συμφερόντων των καταναλωτών.

1.7   Επίσης, η ΕΟΚΕ συνιστά να μην υποκατασταθεί η αρχή της ανεξαρτησίας από μια ασαφή «αρχή της αμεροληψίας», με ποικίλο και λιγότερο ακριβές περιεχόμενο και με διαφορετική φύση.

1.8   Η ΕΟΚΕ είναι μάλλον απρόθυμη να συμφωνήσει να δύνανται οι μηχανισμοί αυτοί να καλύπτουν αγωγές εμπόρων εναντίον καταναλωτών. Εντούτοις, βάσει των διατάξεων του «Small Business Act» για την Ευρώπη, οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να επιλύουν τις διαφορές τους με τους καταναλωτές μέσω μηχανισμών ΕΕΔ, σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις και σύμφωνα με όρους που θα πρέπει να προσδιοριστούν.

1.9   Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι η πρόταση αυτή δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να θέσει υπό αμφισβήτηση τυχόν συστήματα υποχρεωτικού χαρακτήρα που διαθέτουν ήδη ή ενδέχεται να θεσπίσουν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις εκάστοτε οικείες νομικές παραδόσεις.

Η ΕΟΚΕ αποδέχεται να μπορούν οι αποφάσεις των μηχανισμών ΕΕΔ να μην είναι δεσμευτικές για τα μέρη, μόνον υπό τον όρο ότι αυτό δεν θα θίγει τη δυνατότητα προσφυγής των μερών ενώπιον των αρμόδιων τακτικών δικαστηρίων, η οποία και θα εξασφαλίζεται ρητά.

1.10   Η ΕΟΚΕ συνιστά να θεσπιστεί στην υπό εξέταση πρόταση μια διάταξη όμοια με αυτήν που περιλαμβάνεται στην πρόταση κανονισμού για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών (ΗΕΚΔ), σχετικά με τη σαφή υπεροχή του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι οι μηχανισμοί ΕΕΔ δεν αποτελούν ούτε υποκατάστατο ούτε και πραγματική «εναλλακτική λύση» σε σχέση με τον ρόλο των δικαστηρίων, αλλά συμπληρωματικό, πολύτιμο μέσον για την επίλυση διαφορών.

1.11   Η ΕΟΚΕ συνιστά το ζήτημα της χρηματοδότησης των συστημάτων αυτών να εξεταστεί ρητά και με τόλμη, σε μια εποχή όπου οι οργανώσεις εκπροσώπησης των καταναλωτών και ορισμένα κράτη μέλη βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας να αντιμετωπίσουν την αύξηση δαπανών για την εφαρμογή τους, δεδομένου ότι είναι σαφές πως πρόκειται για ζήτημα καθοριστικό για την εξασφάλιση της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας των συστημάτων.

1.12   Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι το περιεχόμενο διαφόρων διατάξεων πρέπει να αναθεωρηθεί και ότι μπορεί να βελτιωθεί ώστε να γίνει σαφέστερο, λιγότερο διφορούμενο και πιο αποτελεσματικό. Συνιστά στην Επιτροπή να λάβει υπόψη τις ειδικές παρατηρήσεις που διατυπώνονται παρακάτω.

2.   Κύρια σημεία της πρότασης

2.1   Λαμβάνοντας υπόψη ότι σημαντικό ποσοστό των ευρωπαίων καταναλωτών αντιμετωπίζουν προβλήματα όταν αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, τα οποία παραμένουν συχνά ανεπίλυτα·

Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συστάσεις 98/257/ΕΚ (1) και 2001/310/ΕΚ (2) δεν εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά και εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείψεις, ανεπαρκής ευαισθητοποίηση των ενδιαφερομένων και ανισότητα διαδικασιών στα κράτη μέλη·

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα πλείστων όσων σχετικών μελετών που διενεργήθηκαν με την πάροδο του χρόνου·

Λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα της τελευταίας δημόσιας διαβούλευσης, που κινήθηκε τον Ιανουάριο του 2011, καθώς και την εκτίμηση αντικτύπου SEC(2011) 1408 final της 29.11.2011·

Η Επιτροπή, με την υπό εξέταση πρόταση οδηγίας, επιδιώκει τα εξής:

α)

να εξασφαλίσει ότι όλες οι διαφορές μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων, οι οποίες ανακύπτουν από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, μπορούν να υποβληθούν σε φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ), είτε ο προσφεύγων είναι ο καταναλωτής είτε ο έμπορος·

β)

να εξασφαλίσει ότι οι καταναλωτές θα έχουν δυνατότητα συνδρομής στις περιπτώσεις διασυνοριακών καταναλωτικών διαφορών·

γ)

να εξασφαλίσει ότι οι φορείς ΕΕΔ θα τηρούν «τις ποιοτικές αρχές της αμεροληψίας, της διαφάνειας, της αποτελεσματικότητας και της δικαιοσύνης», πέρα από την τάση προς δωρεάν παροχή·

δ)

να αναθέσει τον έλεγχο της λειτουργίας όλων των φορέων ΕΕΔ στο εκάστοτε κράτος μέλος σε μία ενιαία αρμόδια αρχή·

ε)

να ορίσει ότι τα κράτη μέλη θα θεσπίσουν κυρώσεις αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές για τις περιπτώσεις παράβασης των υποχρεώσεων πληροφόρησης των καταναλωτών και ενημέρωσης των αρμοδίων αρχών·

στ)

να μην εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να υιοθετήσουν διαδικασίες ΕΕΔ για διαφορές μεταξύ επαγγελματιών·

ζ)

να μην εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν μηχανισμούς ΕΕΔ για τη συλλογική διευθέτηση παρόμοιων διαφορών μεταξύ ενός εμπόρου και πολλών καταναλωτών (συλλογικά συμφέροντα)·

η)

να ωθήσει τα κράτη μέλη να αναπτύξουν φορείς ΕΕΔ που θα καλύπτουν και καταναλωτές άλλων κρατών μελών.

2.2   Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή επιδιώκει να μετατρέψει τις προαναφερθείσες συστάσεις σε οδηγία, ώστε οι διατάξεις της να αποκτήσουν δεσμευτικό χαρακτήρα, και χρησιμοποιεί προς τούτο ως νομική βάση αποκλειστικά το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ (υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς).

2.3   Εντούτοις, η οδηγία δεν θα επιβάλει υποχρέωση των καταναλωτών να προσφεύγουν σε διαδικασίες ΕΕΔ, ούτε και θα καθιστά δεσμευτικές για αυτούς τις σχετικές αποφάσεις.

2.4   Η προτεινόμενη οδηγία θα υπερισχύει κάθε νομοθετικής πράξης της Ένωσης η οποία περιέχει διατάξεις που στοχεύουν στην ενθάρρυνση της ίδρυσης φορέων ΕΕΔ, μόνο στον βαθμό που η εν λόγω νομοθεσία δεν εξασφαλίζει τουλάχιστον ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.

2.5   Η προτεινόμενη οδηγία θα είναι εφαρμοστέα σε όλους τους φορείς που παρέχουν σε μόνιμη βάση υπηρεσίες επίλυσης διαφορών μέσω διαδικασιών ΕΕΔ, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών θεσμοθετημένης διαιτησίας, εκτός εάν έχουν συσταθεί αποκλειστικά για ειδική περίσταση.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1   Η ΕΟΚΕ, η οποία, εδώ και χρόνια, σε πολλές γνωμοδοτήσεις της ζητά επιμόνως τη μετατροπή των συστάσεων 98/257/ΕΚ και 2001/310/ΕΚ σε δεσμευτικό δίκαιο, δεν μπορεί παρά να εκφράσει την ικανοποίησή της για την πρωτοβουλία αυτή της Επιτροπής, η οποία, ωστόσο, πέρα από τις παρατηρήσεις που ακολουθούν, καθυστέρησε να έρθει στο φως. Επίσης, διερωτάται μήπως, για μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, το επιλεγόμενο νομικό μέσο θα μπορούσε/έπρεπε να είναι κανονισμός και όχι οδηγία.

3.2   Ακόμη, όσον αφορά την νομική βάση, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι, εκτός της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς, αυτό που επίσης διακυβεύεται είναι η προστασία των καταναλωτών. Ως εκ τούτου, η καταλληλότερη νομική βάση δεν είναι τόσο το άρθρο 114, αλλά θα ήταν μάλλον το άρθρο 169 παράγραφος 2 στοιχείο β) και παράγραφος 4 της Συνθήκης, εκτός κι εάν επιλεγεί το άρθρο 81, πέρα από τα άρθρα 38 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

3.3   Επικροτεί το γεγονός ότι εξαιρούνται από το αντικείμενο της οδηγίας οι διαδικασίες που δολίως παρουσιάζονται ως φιλικός διακανονισμός καταναλωτικών διαφορών, ενώ πρόκειται για ελιγμό προώθησης προϊόντων, στο μέτρο που οι αρμόδιοι φορείς είναι υπάλληλοι του εμπόρου, αμειβόμενοι από αυτόν και συνεπώς, δεν πληρούν τις εγγυήσεις εξαίρεσης και ανεξαρτησίας. Η ΕΟΚΕ προτείνει, προς αποφυγήν οιασδήποτε αμφιβολίας, να θεσπιστεί «ευρωπαϊκό σήμα πιστότητας», το οποίο όχι απλώς θα πιστοποιεί τους μηχανισμούς ΕΕΔ που πληρούν τις απαιτήσεις της προτεινόμενης οδηγίας [κατ’ αναλογία προς το σήμα αξιοπιστίας («marca de confianza») που υπάρχει στην Ισπανία], αλλά επιπλέον θα χρησιμεύει και ως αναγνωριστικό που θα χαρακτηρίζει όσους προσχωρούν στους μηχανισμούς αυτούς, κατά τρόπο εναρμονισμένο και χωρίς κόστος για τους εμπόρους, προσελκύοντας έτσι την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.

3.4   Χαιρετίζει τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή, σύμφωνα με τη νέα οδηγία για τα δικαιώματα των καταναλωτών (3), ώστε να καλύπτει και τις συμβάσεις «διπλού σκοπού», στις περιπτώσεις όπου η εμπορική δραστηριότητα του προσώπου δεν έχει κυρίαρχη θέση στο γενικό πλαίσιο της σύμβασης. Θα επιθυμούσε, ωστόσο, η διευκρίνιση αυτή να περιλαμβάνεται ρητώς στο διατακτικό.

3.5   Χαιρετίζει τη μέριμνα για την επέκταση της λειτουργίας του θεσπιζόμενου συστήματος στις διασυνοριακές διαφορές, και ευελπιστεί ότι η Επιτροπή θα επιταχύνει τη δημιουργία των συνθηκών ώστε οι φορείς ΕΕΔ να μπορούν όντως να χειρίζονται τις υποθέσεις αυτές, ιδίως μέσω της ηλεκτρονικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (ΗΕΚΔ) και με την ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών (4). Ακόμη, συνιστά στην Επιτροπή, κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 4 της πρότασης κανονισμού ΗΕΚΔ, να συγκαλεί, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, συνεδρίαση των αρμόδιων εθνικών αρχών που προβλέπονται στο άρθρο 15 της πρότασης οδηγίας, με στόχο την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και τη διεξαγωγή συζήτησης για τα τυχόν προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη λειτουργία των συστημάτων ΕΕΔ.

3.6   Υποστηρίζει την παρεχόμενη δυνατότητα να εφαρμόζονται τα συστήματα ΕΕΔ σε συλλογικές διαφορές, ως ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας στην ΕΕ ενός δικαστικού μηχανισμού συλλογικής έννομης προστασίας. Ωστόσο, θα εκτιμούσε ιδιαιτέρως η δυνατότητα αυτή να περιλαμβάνεται ρητώς και σαφώς στο διατακτικό και να προσδιορίζεται δεόντως το καθεστώς της, αντί να επαφίεται στην ευχέρεια των κρατών μελών. Επί του προκειμένου, η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει τα όσα υποστηρίζει εδώ και χρόνια, σε πολλές γνωμοδοτήσεις της, σχετικά με την επείγουσα ανάγκη να αποκτήσει η ΕΕ ένα εναρμονισμένο ένδικο μέσον για την άσκηση συλλογικής αγωγής σε κοινοτικό επίπεδο – το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την επέκταση των συστημάτων ΕΕΔ σε συλλογικές διαφορές.

3.7   Αναγνωρίζει την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι όποιος ασχολείται με τη διαχείριση και τη λειτουργία των ΕΕΔ, από τους δημόσιους λειτουργούς έως τους διαμεσολαβητές ή διαιτητές, θα διαθέτει τις γνώσεις, τις ικανότητες, την εμπειρία και τα προσωπικά και επαγγελματικά προσόντα για την ενδεδειγμένη και αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων του, καθώς επίσης και ότι θα διαθέτει, κατά την άσκηση αυτών, τις εγγυήσεις εξαίρεσης και ανεξαρτησίας. Υπό την έννοια αυτή, η ΕΟΚΕ θα επιθυμούσε οι εν λόγω προϋποθέσεις να διευκρινίζονται λεπτομερώς στο κείμενο της πρότασης, ώστε να εξασφαλίζονται ομοιογενή κριτήρια σε ολόκληρη την ΕΕ.

3.8   Συμφωνεί με τις αρχές λειτουργίας των ΕΕΔ όπως θεσπίζονται στα άρθρα 7, 8 και 9 της πρότασης, όπου επαναλαμβάνονται ορισμένες από τις αρχές που ήδη θεσπίζονταν στις προαναφερθείσες συστάσεις. Ωστόσο, διερωτάται για ποιον λόγο παραλείπονται ορισμένες θεμελιώδεις αρχές που περιλαμβάνονταν στις συστάσεις εκείνες, όπως η αρχή της νομιμότητας και η αρχή της ελευθερίας.

Συνιστά, για λόγους ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας, να διατηρηθεί αυτόνομος ορισμός των αρχών της εκατέρωθεν ακροάσεως και της εκπροσώπησης, με τη δέουσα ρητή αναφορά της δυνατότητας των μερών να εκπροσωπούνται από δικηγόρους ή από τρίτους, ειδικότερα δε από ενώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των καταναλωτών (αντί της συγκαλυμμένης αναφοράς στη δυνατότητα αυτή στο άρθρο 8 στοιχείο α) και στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α)).

Τέλος, η ΕΟΚΕ δεν μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι η αρχή της ανεξαρτησίας υποκαθίσταται από μια ασαφή «αρχή της αμεροληψίας», με ποικίλο και ασαφέστερο περιεχόμενο και με διαφορετική φύση.

3.9   Η ΕΟΚΕ είναι μάλλον απρόθυμη να συμφωνήσει να μπορούν οι μηχανισμοί αυτοί να καλύπτουν μηνύσεις εμπόρων εναντίον καταναλωτών, όχι μόνον επειδή αυτό αντιβαίνει στην παράδοση των υφιστάμενων συστημάτων στα περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και στην ανέκαθεν πάγια κατεύθυνση των διαφόρων θέσεων της Επιτροπής και του ΕΚ επί του θέματος, αλλά κυρίως επειδή κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε τους μηχανισμούς ΕΕΔ σε τόπο επίλυσης ζητημάτων μη καταβολής πληρωμών, με αποτέλεσμα να ξεπεραστεί το σύστημα που θεσπίζει η ΕΕ για τις μικροδιαφορές και να κατακλυσθούν οι φορείς ΕΕΔ από πληθώρα υποθέσεων που θα παρέλυε τα συστήματα, καθώς δεν θα έχουν επαρκή ικανότητα ανταπόκρισης.

Εντούτοις, βάσει των διατάξεων του «Small Business Act» για την Ευρώπη, οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις και σύμφωνα με όρους που θα πρέπει να προσδιοριστούν λεπτομερώς, θα πρέπει να μπορούν να επιλύουν μέσω μηχανισμών ΕΕΔ τις διαφορές τους με καταναλωτές, όταν αυτές αφορούν μη παραλαβή παραγγελίας, μη παραλαβή εμπορεύματος μετά από επισκευή ή μη εμφάνιση μετά από κράτηση θέσης.

3.10   Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η υπό εξέταση πρόταση δεν θα μπορεί, σε καμία περίπτωση, να θέτει υπό αμφισβήτηση τυχόν υποχρεωτικού χαρακτήρα συστήματα που τα κράτη μέλη διαθέτουν ή πρόκειται να θεσπίσουν, σύμφωνα με τις οικείες νομικές παραδόσεις.

3.11   Η ΕΟΚΕ θα μπορούσε να αποδεχθεί να μην είναι δεσμευτικές για τα μέρη οι αποφάσεις των ΕΕΔ, μόνον υπό τον όρο ότι θα εξασφαλίζεται ρητώς το θεμελιώδες δικαίωμα της προσφυγής των καταναλωτών ή των εμπόρων ενώπιον των αρμόδιων τακτικών δικαστηρίων. Σε αντίθετη περίπτωση, πέραν του ότι θα στερούνταν οι ΕΕΔ από όλη την προστιθέμενη αξία αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας, δεν γίνεται κατανοητό πώς επιδιώκεται να υπαχθούν στο πεδίο του θεσπιζόμενου καθεστώτος οι αποφάσεις των θεσμοθετημένων συστημάτων διαιτησίας ή άλλων παρεμφερών μηχανισμών, που έχουν χαρακτήρα πραγματικών δικαστικών αποφάσεων.

3.12   Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι, στην υπό εξέταση πρόταση, η Επιτροπή δεν θεσπίζει μια ρήτρα όμοια με αυτήν που προβλέπεται στην πρόταση κανονισμού ΗΕΚΔ, σχετικά με την σαφή υπεροχή του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, της οποίας οι ΕΕΔ δεν αποτελούν ούτε υποκατάστατο ούτε και πραγματική «εναλλακτική λύση» έναντι της λειτουργίας των δικαστηρίων, αλλά μάλλον ένα αξιόλογο συμπληρωματικό μέσον για την επίλυση διαφορών (5).

3.13   Η ΕΟΚΕ εκφράζει την απορία της για το γεγονός ότι το ζήτημα της λειτουργίας των συστημάτων αυτών δεν εξετάζεται σαφέστερα και πιο τολμηρά στην αιτιολογική έκθεση της υπό εξέταση πρότασης, ούτε εξάλλου και στο πρόγραμμα 2014-2020, ενώ είναι σαφές ότι, κατά τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν, οι οργανώσεις καταναλωτών το έκριναν καθοριστικό. Ορισμένα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν δυσχέρειες για να καλύψουν τις δαπάνες που αυξάνονται με τις νέες δομές, να καταρτίσουν διαμεσολαβητές και άλλους δημόσιους λειτουργούς για την υποστήριξη, ενημέρωση και συνδρομή προς τους καταναλωτές, να διεξάγουν πραγματογνωμοσύνες και νέες γραφειοκρατικές λειτουργίες. Το ζήτημα αυτό θεωρήθηκε ομόφωνα ως καθοριστικό για την εξασφάλιση της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του συστήματος (6).

3.14   Η ΕΟΚΕ συνιστά, επίσης, στην Επιτροπή, εάν δεν το έχει ήδη πράξει, να προβεί σε αξιολόγηση των κύριων νομοθετικών προσεγγίσεων των κρατών μελών σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2008/52/ΕΚ (7) σχετικά με τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (άρθρο 12), όπως έχει προτείνει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (8).

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1   Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Η ερμηνεία της έκφρασης «είναι αποκλειστικά και μόνο υπάλληλοι του εμπόρου» είναι αβέβαιη και ασαφής. Θα πρέπει να αντικατασταθεί από τη φράση: «διατηρούν ή διατηρούσαν εντός των τελευταίων τριών ετών επαγγελματική σχέση οικονομικής εξάρτησης ή άλλη σχέση που ενδέχεται να επηρεάζει την ανεξαρτησία τους».

4.2   Άρθρο 4 στοιχείο ε)

Ο ορισμός είναι υπερβολικά ασαφής και αόριστος. Θα πρέπει να συνοδεύεται από σαφή αναφορά στην τήρηση των αρχών που πρέπει να διέπουν τη λειτουργία τους και στην πιστοποίησή τους ως φορέων που ανήκουν στο δίκτυο των αναγνωρισμένων φορέων.

4.3   Άρθρο 5 παράγραφος 3

Η ΕΟΚΕ δεν κατανοεί ακριβώς την εμβέλεια του κανόνα αυτού· φοβάται, όμως, μήπως δεν ενέχει την επιθυμητή αποτελεσματικότητα και —αντί να προωθήσει την προσδοκώμενη εναρμόνιση, χάρη στην ενιαία λειτουργία σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο όλων των μηχανισμών ΕΕΔ, με βάση το ίδιο το σκεπτικό των κοινών και όμοιων συστημάτων— οδηγήσει τελικά στο να διατηρήσουν τα κράτη μέλη τις υφιστάμενες δομές τους και να δημιουργήσουν απλώς, καθαρά τυπικά, έναν συμπληρωματικό μηχανισμό, ο οποίος, στην πράξη, δεν θα επιλύσει τα γεωγραφικά και τομεακά προβλήματα που τίθενται σήμερα.

4.4   Άρθρο 6

Η ΕΟΚΕ θα εκτιμούσε, κατά τον καθορισμό και την εξακρίβωση των κριτηρίων εμπειρογνωμοσύνης και αμεροληψίας, να εξασφαλίζεται η ενεργός συμμετοχή των οργανώσεων που εκπροσωπούν τους επαγγελματίες και τους καταναλωτές, ειδικότερα δε κατά τις διαδικασίες επιλογής και ορισμού των φυσικών προσώπων που είναι αρμόδια για την επίλυση διαφορών· το έργο αυτό δεν πρέπει να επαφίεται σε γραφειοκράτες και δημοσίους υπαλλήλους του επίσημου κρατικού μηχανισμού των κρατών μελών.

4.5   Άρθρο 7

Η πρόταση, πέρα από τις «υποχρεώσεις λήψεως μέτρων» που θεσπίζει, θα έπρεπε να επιβάλει και μια «υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος», υπό την έννοια της εξακρίβωσης ότι η δράση των φορέων αυτών παράγει μετρήσιμα αποτελέσματα όσον αφορά τους κλάδους που εμφανίζουν τις περισσότερες καταγγελίες και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν οι επαγγελματίες, καθώς και ότι οι ίδιοι οι φορείς υιοθετούν ενεργό στάση για την προώθηση της εμπιστοσύνης στη χρήση τους.

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται καθοριστικό τα κράτη μέλη να εγγυώνται ότι οι φορείς ΕΕΔ θα δημοσιοποιούν πληροφορίες σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες (ιδίως: εάν περιλαμβάνουν υπηρεσίες πληροφόρησης, διαμεσολάβησης, συμφιλίωσης και διαιτησίας), τη χρηματοοικονομική επίδοση (ώστε να εξασφαλίζεται η αναγκαία διαφάνεια των μηχανισμών αυτών και να τονώνεται η εμπιστοσύνη του καταναλωτή) και τον βαθμό ικανοποίησης των χρηστών.

Ακόμη, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι, όσον αφορά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, πέρα από τις ετήσιες εκθέσεις δραστηριότητας, οι φορείς ΕΕΔ θα πρέπει επίσης να δημοσιοποιούν, μέσω των διαύλων επικοινωνίας τους, τον ετήσιο προϋπολογισμό τους και τη σύνοψη των διαιτητικών αποφάσεων που εξέδωσαν, με την επιφύλαξη των κανόνων περί επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων που θεσπίζονται από την εκάστοτε εθνική νομοθεσία που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την οδηγία 95/46/ΕΚ.

4.6   Άρθρο 9

Η ΕΟΚΕ, παρότι αναγνωρίζει τη σημασία της αρχής της δικαιοσύνης, διερωτάται γιατί παραλείπεται η αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή αναφέρεται στη σύσταση της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 1998 (9). Η απουσία της διάταξης αυτής από το διατακτικό της οδηγίας ενδέχεται να αποδειχθεί επιζήμια για τους καταναλωτές στις διασυνοριακές εμπορικές σχέσεις, ιδίως όταν το δίκαιο του τόπου κατοικίας του καταναλωτή εξασφαλίζει μεγαλύτερη προστασία απ’ ό,τι το δίκαιο του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας ΕΕΔ. Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει ότι απαιτείται να περιληφθεί η αρχή της νομιμότητας στην παρούσα οδηγία, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις των φορέων ΕΕΔ δεν θα στερούν τους καταναλωτές από το επίπεδο προστασίας που εγγυάται το εφαρμοστέο δίκαιο.

4.7   Άρθρο 10

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ανησυχία μήπως η κάποια ασάφεια του άρθρου δημιουργήσει στον καταναλωτή την εντύπωση ότι η διαφορά θα μπορέσει να επιλυθεί μέσω ενός φορέα ΕΕΔ, ενώ, στην πραγματικότητα, ο έμπορος περιορίζεται απλώς στο να ενημερώνει για την ύπαρξη των μηχανισμών αυτών, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην προσχωρεί σε αυτούς.

Η ΕΟΚΕ ζητά από την Επιτροπή να εγγυάται η πρόταση ότι τα κράτη μέλη θα απαιτούν από τους εμπόρους η πληροφόρηση αυτή να παρέχεται αμέσως πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ώστε να δύναται ο καταναλωτής να λάβει συνειδητή απόφαση όντας πλήρως ενημερωμένος και γνωρίζοντας εκ των προτέρων εάν ο έμπορος προσχωρεί ή όχι στους φορείς ΕΕΔ.

Ακόμη, η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η μη τήρηση ή ελλιπής τήρηση της υποχρέωσης της παραγράφου 2 θα πρέπει να θεωρείται ως αθέμιτη εμπορική πρακτική και να περιλαμβάνεται στον κατάλογο που προσαρτάται στην οδηγία 2005/29/ΕΚ, ανεξάρτητα από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18 της πρότασης.

4.8   Άρθρα 15 έως 17

Η ΕΟΚΕ φοβάται μήπως οι συγκεκριμένοι κανόνες αποδειχθούν ανεπαρκείς προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι φορείς αυτοί θα συμμορφώνονται πλήρως με τις απαιτήσεις, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανόνες στηρίζονται πάντοτε σε κριτήρια που προκύπτουν από αυτοαξιολόγηση. Από αυτή την άποψη, έχει καίρια σημασία να προωθήσει η Επιτροπή την άμεση παρέμβαση της κοινωνίας πολιτών στον έλεγχο των μηχανισμών αυτών, μέσω των οργανισμών εκπροσώπησης των ενδιαφερομένων κλάδων (10).

Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2012.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  ΕΕ L 115 της 17.4.1998, σ. 31.

(2)  ΕΕ L 109 της 19.4.2001, σ. 56.

(3)  Οδηγία 2011/83/ΕΕ (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64)· γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ: ΕΕ C 317 της 23.12.2009, σ. 54.

(4)  Ειδικότερα, στα πλαίσια του κανονισμού αριθ. 2006/2004 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ εθνικών αρχών. Βλ. γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ, EE C 218 της 23.7.2011, σ. 69.

(5)  Στην πρόταση κανονισμού ΗΕΚΔ, αναφέρεται ρητώς ότι: «Το δικαίωμα αποτελεσματικής έννομης προστασίας και το δικαίωμα δίκαιης δίκης είναι θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διαδικασίες ηλεκτρονικής επίλυσης διαφορών δεν μπορεί να έχουν ως σκοπό να αντικαταστήσουν τις δικαστικές διαδικασίες και δεν θα πρέπει να στερούν τους καταναλωτές ή τους εμπόρους από το δικαίωμά τους να ζητήσουν έννομη προστασία από τα δικαστήρια. Συνεπώς, καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να αποτρέπει τα μέρη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασής τους στο δικαστικό σύστημα.», COM(2011) 794 final, αιτιολογική σκέψη 19.

(6)  Βλ. υπό εκπόνηση γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ (INT/608).

(7)  JO L 136 de 24.5.2008, p. 3. Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ: JO C 286 de 17.11.2005, p. 1.

(8)  Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή στα κράτη μέλη της οδηγίας για τη διαμεσολάβηση, τις συνέπειές της στη διαμεσολάβηση και την έγκρισή της από τα δικαστήρια (A7-0275/2011), εισηγήτρια: η κ. A. McCarthy.

(9)  Στην οποία αναγράφεται ρητώς, όσον αφορά τις διασυνοριακές διαφορές, ότι «η απόφαση του οργάνου δεν μπορεί να συνεπάγεται στέρηση του καταναλωτή από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι επιτακτικοί κανόνες του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο ο καταναλωτής έχει την κύρια κατοικία του, στις περιπτώσεις που ορίζει το άρθρο 5 της Συνθήκης της Ρώμης».

(10)  Κατ’ αναλογία προς όσα ισχύουν στην Ιταλία, στον τομέα της ενέργειας, όπου, παρότι πρόκειται για μηχανισμό ΕΕΔ δημόσιας φύσης, η διαχείρισή του γίνεται από εκπροσώπους των καταναλωτών και από τις επιχειρήσεις ενέργειας, οι πρώτοι εκ των οποίων συμμετέχουν ενεργά στην κατάρτιση των τεχνικών του μηχανισμού αυτού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Τα ακόλουθα σημεία της γνωμοδότησης τμήματος τροποποιήθηκαν σύμφωνα με τροπολογίες που υιοθέτησε η Ολομέλεια, παρότι άνω του ενός τετάρτου των εκπεφρασμένων ψήφων είχαν ταχθεί υπέρ του να παραμείνουν ως είχαν (άρθρο 54 παράγραφος 4 του Εσωτερικού Κανονισμού).

α)   Σημείο 1.8

Η ΕΟΚΕ δεν συμφωνεί να δύνανται οι μηχανισμοί αυτοί να καλύπτουν αγωγές εμπόρων εναντίον καταναλωτών.

β)   Σημείο 3.9:

Η ΕΟΚΕ δεν συμφωνεί να μπορούν οι μηχανισμοί αυτοί να καλύπτουν μηνύσεις εμπόρων εναντίον καταναλωτών, όχι μόνον επειδή αυτό αντιβαίνει στην παράδοση των υφιστάμενων συστημάτων στα περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και στην ανέκαθεν πάγια κατεύθυνση των διαφόρων θέσεων της Επιτροπής και του ΕΚ επί του θέματος, αλλά κυρίως επειδή κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε τους μηχανισμούς ΕΕΔ σε τόπο επίλυσης ζητημάτων μη καταβολής πληρωμών, με αποτέλεσμα να ξεπεραστεί το σύστημα που θεσπίζει η ΕΕ για τις μικροδιαφορές και να κατακλυσθούν οι φορείς ΕΕΔ από πληθώρα υποθέσεων που θα παρέλυε τα συστήματα, καθώς δεν θα έχουν επαρκή ικανότητα ανταπόκρισης.

Σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 4 του Εσωτερικού Κανονισμού, οι τροπολογίες αυτές εξετάσθηκαν από κοινού.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ

:

80

Ψήφοι κατά

:

52

Αποχές

:

19